Η ΑΓΝΗ εκδόθηκε το 1912. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου, έγινε όμως αλλαγή σε μονοτονικό.
Πληροφορίες για τον Γιάννη Ψυχάρη εδώ.
ΑΦΙΕΡΩΤΙΚΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΑ: Α, Β, Γ, Δ, Ε, Στ, Ζ, Η, Θ, Ι
ΑΦΙΕΡΩΤΙΚΟ
Αγαπητέ μου Σιγούρε,
Ύστερις από Τα δυο Αδέρφια, όπου θα περνούνε μπροστά μας τουλάχιστο καμιά πενηνταριά πρόσωπα και που τα ιστορικά τους βαστούνε, θαρρώ, καμιά ογδονταριά χρόνια, θέλησα να πάρω την ανάσα μου. Συλλογίστηκα να γράψω ένα μικρό μυθιστορηματάκι, απλό, συγκινητικό, εφκολοδιάβαστο, με δυο κύρια πρόσωπα, ένα ή δυο επεισοδιακά, και που η πλοκή του, αν έχει πλοκή, να μην ξετυλίγεται σε διάστημα καιρού μακρύτερο από ένα, ενάμιση χρόνο.
Δεν υποψιαζόμουνε τη δυσκολία. Κάλλια να κάμει κανείς δυο φορές «Τα δυο Αδέρφια». Δούλεψα φοβερά — και δεν κατάφερα εκείνο που ήθελα. Για τούτο κιόλας σου τ’ αφιερώνω εσένα, που το μάτι σου το φίνο θα ξεδιακρίνει τα ψεγάδια του βιβλίου μου από την πρώτη του ματιά. Του λόγου σου, πού είσαι Ρωμιός, βαστάς κι από προγόνους βενετσιάνους. Τους φαντάζουμαι, γιατί θα ήτανε από κεινούς που σε αλάκαιρη μια χρονιά, φτιάνανε κανένα σονέτο και κατασκεβάζανε, με τ’ αριστοκρατικά τους τα χεράκια, ένα μπουκαλάκι μυρουδιά. Μα τι μυρουδιά, φίλε μου, και τι σονέτο! Εσύ θα ξέρεις.
Προγόνους βενετσιάνους έχω φαίνεται και γω. Οι δικοί μου περάσανε μάλιστα κι από την Πάρο. Μα το σονέτο και τη μυρουδιά που μας χαρίζεις κάθε χρόνο, εγώ, ψυχίτσα μου, δεν τα καταφέρνω σε όλη μου τη ζωή.
Τρίτη, 7 του Σποριά, 1911.
Ο πιστός σου
Ψ.
Ora son io…
— « Ora son io, io che t’ imploro!... »
Έτσι, με θλίψη απέραντη, με πάθος αλάλητο, έτσι τραγουδούσε, από μέσα του όμως και δίχως κάνε να μισανοίξει το στόμα, ο Αντρέας, ένα πρωί που βγήκε να περπατήσει στους ανεβοκατέβατους δρόμους της Λωζάνας, όπου είχε κατασταλάξει εδώ κι έξι μήνες περίπου από τα Παρίσια, ύστερις από κάτι λυπητερά του ιστορικά, που του τα θύμιζε πάντα ο σκοπός του εκείνος ο ιταλικός, παρμένος, καλά καλά δεν ήξερε, από καμιά όπερα ή από καμιά ρομάντζα, είδος λάιτμοτίβο που και σπίτι του ησυχία δεν του άφηνε, κι όξω ακόμη τον ακολουθούσε·
— « Ora son io, io che t’ imploro!...»
Ναι, την παρακαλούσε, ναι, την ικέτεβε αφτός εκείνηνε που του τα χρωστούσε όλα κι όλα. Τα λουλούδια που ως τότες τα κρατούσε στο χέρι του στημένα όρθια, πεσμένα τώρα, χτυπημένα, γκρεμισμένα κατά γης, για να τα πατήσει, για να τα τσαλαπατήσει στα πόδια της η πατσαβούρα, η χαμένη, να τα συντρίψει τα λουλούδια της καρδιάς του, της ποίησης του, της ζωής του τα λουλούδια. Να, τα μαλλιά της τα ξαθά, ο ήλιος που έλαμπε να σε θαμπώσει από τα μαλλιά της τ’ αχτιδάτα, τω ματιώνε της ο ουρανός, αχ! και η περίσταση οπού ανταμωθήκανε, τα φέρανε, τα φταίξανε όσα έπαθε κατόπι. Τη γνώρισε φτωχιά, δεκοχτώ χρονώ κοπέλα, τη γλίτωσε από την πείνα. Κι από τι δεν τη γλίτωσε αφού στο χωριό της, δεν είχε βουλώσει τα δεκατρία, κι ένας γείτονάς της, ένας μέγγλαρος ασυνείδητος, τη βρήκε μόνη μια μέρα, την πλάνεσε, ανήξερη όπως ήτανε η κακομοίρα, έπειτα κι ο αδερφός του, άλλος τσαχπίνης, την πρόφτασε στη γωνιά, δεν αντιστάθηκε το κορίτσι, φαίνεται το αίμα της ξυπνούσε και την πείραζε από νωρίς. Κακό δρόμο θα ‘παιρνε χωρίς τον Αντρέα που της φέρθηκε σαν πατέρας και σα φίλος, που φρόντισε να της δοθεί λίγη αναθροφή, που της νοίκιασε πάτωμα δικό της, να κάθεται, να ράφτει, να κερδίζει και να δουλέβει. Μα και την ίδια θα τη δουλέβανε από μέσα τα παλιά της, γιατί στο σπίτι εκείνο που ερχότανε ταχτικά και την έβρισκε ο Αντρέας, τονέ γέλασε ανόητα κι ανήθικα μ' ένανε που κατοικούσε κατάντικρύ της στο σκαλοκέφαλο, έναν μπόσικο, έναν παρακατιανό, έναν άσκημο. Και βέβαια πως λόγο κανένα δεν είχε να πάει μ' αφτόνε, έξω από το λόγο της συγκατοικιάς και της εφκολίας.
Τα ‘μαθε ο Αντρέας. Είχε τουλάχιστο η φιληνάδα το κουράγιο να μην τ’ αναιρέσει. Καλέ, τι λέω; Σα να του το ‘καμε σφίδο και του μολόγησε μάλιστα πως τον αγαπούσε λωλά το λεγάμενο, πως θ’ αφήσει πια τον Αντρέα, να φύγει με τον καινούργιο της τον εραστή. Έλα δα που ακόμη πιο λωλά την αγαπούσε ο Αντρέας εκείνηνε. Να τον αφήσει, να μην τη βλέπει πια, όχι, όχι, αδύνατο. Μπρε αδερφέ, τι πας και συλλογιέσαι αξιοπρέπειες, περηφάνιες, κουροφέξαλα; Ο λόγος εδώ για ζωή και για θάνατο. Τι κουρδίζεσαι; Πέσε στα γόνατά της, από τη φούστα της κράτα τήνε, όπως θα κρατούσες στα δόντια σου την ψυχή σου. Να μη σε παραιτήσει σαν τ’ ορφανό. Και τόντις παρακάλεσε, και τόντις ικέτεψε ο δύστυχος. Δεν την ξεχνούσε, στους δρόμους της Λωζάνας, την τρομερή εκείνη τη σκηνή στα Παρίσια.
— «Ora son io, io che t’ imloro»
Ενώ αργοβάδιστα προχωρούσε ο Αντρέας, ενώ τραβούσε μια δυο καπελιές σε κάτι αγαθούς αστούς που σκετίστηκε μαζί τους, ενώ έδειχνε αδιάφορος και κρύος, τον πνίγανε τα δάκρυα. Τα ‘νιωθε που του βουρκώνανε τα μάτια, έτοιμα να πέσουνε. Κάποτες σαλέβανε τα χείλια του λιγάκι, έτσι, απαρατήρητα· ήτανε καμιά λέξη του σκοπού του που με την τρέλα, με το ράγισμα της καρδιάς του, την ψιθύριζε από μέσα του πάντα. Κάποτες πάλε, ακουμπούσε το δεξί του το χέρι στο στήθος του απάνω, σα να γύρεβε να πάρει το μαντίλι του από την τζέπη του, ζερβά· μα το κίνημα για τον Αντρέα είχε κάθε άλλη σημασία· γύρεβε λες να πιάσει όχι το μαντίλι του, παρά την πονεμένη του την καρδιά, για να φωνάξει της άπιστης·
— «Κοίταξε, κοίταξε πού με κατάντησες! Μου την έκαμες παρτσάδες!»
Βέβαια πως κάθε άθρωπος, μάλιστα ο ποιητής, όσο κι αν είναι ειλικρινός, έχει κάτι που βαστά κομματάκι από το φυσικό του θεατρίνου, αφού δα κι ο θεατρίνος βαστά την τέχνη του από το αθρώπινό του το φυσικό. Λοιπόν απίθανο διόλου δεν είναι, κι ο Αντρέας, τη στιγμή που σήκωνε το χέρι προς το ζερβί του το πλεβρό, να φανταζότανε καμιά σκηνή αναμεταξύ τους, εκεινής κι αφτουνού, ίσια ίσια δηλαδή να ‘κανε ό,τι κάνει ένας θεατρίνος, να ‘δινε παράσταση, που να πεις, ας είναι και στον εαφτό του μονάχα.
Τόσο πιθανότερο που όσο περπατούσε, που όσο τον έλουζε ο μοναδικός, ο γλυκός και φρέσκος αέρας της Λωζάνας, τώρα με την άνοιξη που ζύγωνε, τόσο πιο πολύ ερχότανε στα σύγκαλά του, θωρούσε, ξέταζε κιόλας τα περασμένα με μάτι πιο ψυχρό, μετάνιωνε το κάτω κάτω για την αφάνταστη αδυναμία που της φανέρωσε τότες στα Παρίσια, και πειδή μετάνιωνε, και πειδή ψύχραινε ώρα την ώρα, η πρώτη λύπη καταστάλαζε, όπως είπαμε, σε κάποιαν ασύνειδή του παράσταση, σε κάποιο μονοπρόσωπο θέατρο.
Η πατσαβούρα, καθώς την ονόμαζε, δεν έμελε πια, έτσι λογάριαζε, να παίξει κανένα ρόλο στη ζωή του. Προκοπή με τέτοιο κορίτσι δεν έβγαινε. Δεν άργησε και τότες να το καταλάβει ο Αντρέας. Αχάριστο, άστατο, μπόσικο πλάσμα. Δυστύχησε κιόλας. Έφυγε με το λεγάμενο, έμεινε μαζί του έξι μήνες, την ξαπόλυσε, τον είχε η άμοιρη αγαπήσει με τα σωστά της, κι ο Αντρέας, σαν το θυμότανε, ξανάπιανε κάποτες, με άλλο, χαρούμενο, πονηρό νόημα, το χαβά του, τονέ γύριζε σε αμαρτία της, επειδή, λέει, και του λόγου της πια μπορούσε, όταν την παραίτησε, να ικετέβει και να κλαίει·
— «Ora son io, io che t’ imploro!..»
Μα τι να θυμώνει, τι να την καταριέται, αφού έπαθε, αφού βασανίστηκε το παιδί; Να πώς τα ‘βλεπε τώρα τα πράματα ο Αντρέας. Της έριχνε στο τέλος και κάποιο δίκιο. Αμέ; Μήπως είναι οι γυναίκες που φταίνε, ή μήπως δε φταίνε πάντα και πρώτα πρώτα οι άντρες; Ποιος πλάνεσε πρώτος; Εκείνη τάχα ή τα δυο παλιόπαιδα; Ρώτημα δεν υπάρχει. Μα τι παράξενο, μια και κακόμαθε, να πλάνεσε κι αφτή κατόπι; Έπειτα, μήπως, αν το ξετάσουμε κατάβαθα, δεν έφταιγε μια σταλιά κι ο Αντρέας; Όσο παλληκάρι, όσο νέος κι αν έδειχνε ακόμη ο φίλος, ξεπερνούσε, να μην το ξεχνούμε, τα πενήντα δυο, σαν ανταμωθήκανε, δεκοχτώ χρονώ κοπέλα η μικρή. Έξι χρόνια βάσταξε η αγάπη τους, αν μπορείς αγάπη να την πεις, δηλαδή από το μέρος της, επειδή το ‘νιωσε πια ο Αντρέας, σα χωριστήκανε τελειωτικά, πως και στην αρχή αρχή, όποιος ζύγωνε να της κάμει κόρτε, δεν τον έδιωχνε ποτέ της, πολλές φορές μάλιστα έδινε αφορμή. Όπως κι αν είναι, πάντα έξι χρονάκια, και με την ηλικία του Αντρέα μπαίνει τέτοιος αριθμός σε λογαριασμό. Το ήξερε δα κι ο ίδιος, το ήξερε περίφημα πως όταν την απάντησε στο δρόμο του, κάμποσο κουρασμένος, κάμποσο απελπισμένος ήτανε ο ίδιος, και τη γέρικη την καρδιά του, δεν την έλουζε πια η δροσούλα της αβγής. Αχ! την απάντησε τότες, στον καιρό της μπόρας, τον αναθεματισμένονε, στον καιρό της φουρτούνας που κόντεψε να του σπάσει κόκαλα και ψυχή, στον καιρό της μεγαλύτερης δυστυχίας της ζωής του· και της αγάπης του της μεγαλύτερης. Για να παρηγορηθεί, για ν’ αντέξει, για να γλιτώσει, για να μην τον πάρει ο Χάρος, πήγε και της αφοσιώθηκε, ορφανός καθώς απόμεινε, ορφανούλα κι αφτή. Ο ήλιος που άστραφτε στα χρυσόξαθα μαλλιά της, τω ματιώνε της ο ουρανός, του φανήκανε σα χαράματα ελπίδας στην ολόμαβρη νύχτα όπου αδιάκοπα θρηνούσε την πεθαμένη του.
Η πεθαμένη! Και βαδίζοντας πάντα στους ανεβοκατέβατους δρόμους της Λωζάνας, τραγουδούσε ξανά το σκοπό του, σα να παρακαλούσε τώρα, σα να ικέτεβε γονατιστά το Θάνατο που του την άρπαξε, να του τη δώσει πίσω, γιατί μόνος δεν μπορεί·
— «Ora son io, io che t’ imploro!..»
Αχ! Μα και της ίδιας εκείνης, της Φλώρας του, τι τραγούδια δεν της χρωστούσε! Κα! πόσο πιο ταιριαχτά δεν έπρεπε να την παρακαλέσει εκείνη, εκείνηνε να ικετέψει! Πόσο δεν έφταιξε μαζί της! Σπαραχτικά, τραγικά τα ιστορικά τους, που ένα ένα τα ξαναπερνούσε με το νου του. Χρόνια εδώ και χρόνια, την αντάμωσε πρώτη φορά τις δεκατέσσερις του Αλωνάρη, τη μέρα δηλαδή της Εθνικής γαλλικής Γιορτής, κι έτρεχε ο κόσμος στα μεγάλα τα μπουλβάρια να διει τα εγκαίνια, που ξεσκεπάζανε το θεόρατο μπρούντζινο άγαλμα της Δημοκρατίας. Καλέ, αλήθεια! Είχε βγει περίπατο με δυο φίλους του. Μα τι τα θες; Δειλούτσικοι, άπραχτοι, κομποδεμένοι κι οι δυο τους. Ο Αντρέας φρέσκος φρέσκος. Και του άρεσε αμέσως τρελά. Η Φλώρα μοδιστρούλα. Όμορφη όμορφη. Σεμνή, τίμια παρθένα. ΚΙ ένα κορμί, αδερφέ! Θάμα μονάχο. Μεστό, ατόφιο, μυρωδάτο, μάλιστα, έτσι έλεγες, ότι που την έβλεπες, πως μύριζε. Μελαχρινή. Μαλλιά μάβρα. Μάβρα μάτια. Κι ένα μπόι! Θεά. Έρωτας σαρκικός του πύρωσε τη φρένα. Σαρκικός! Δε μου λέτε, ωστόσο, υπάρχει αγάπη που σαρκική να μην είναι; Γιατί αγαπάς γυναίκα; Γιατί διαφορετική από τη σάρκα σου η δική της. Είναι η σάρκα χώμα λαμπρό, για να φυτρώσει μέσα και να ξανοίξει το λούλουδο της καρδιάς.
Έτσι το δοκίμασε ο Αντρέας που όσο περσότερο τη γνώριζε, τόσο περσότερο τονέ συνεπαίρνανε κι η ψυχή της κόρης κι ο νους της. Και πειδή την αγαπούσε άλλο τόσο με τη σάρκα του, καταντούσε τέλεια η αγάπη κι ακέρια. Ήτανε αγνό, ήτανε απλό, απονήρεφτο πλάσμα η Φλώρα και καλή όσο γίνεται. Καθώς θα το ξηγήσουμε παρακάτω, ποιητής ο Αντρέας, απάγγελμά του τα γράμματα. Κι απορούσε πως η Φλώρα, που μόλις πάτησε σκολειό, που αναθροφή δε χάρηκε, αμέσως έμπαινε στο νόημα. Ό,τι κι αν της ξεδιάλιζε στα φιλολογικά του, άξια ως και σωστή συβουλή να του δώσει στην εργασία του, ακόμη και στο στάδιό του. Είχε στο σκαρί της κάτι γενναίο και γενναιόδωρο. Ίσως να ήρθε κι η ώρα της ν’ αγαπήσει. Βέβαιο είναι πως δεν του αντιστάθηκε, ίσια ίσια επειδή κι ήτανε αγνή, όπως είπαμε. Από κακό δεν ένιωθε η καημένη. Ορφανή από μάνα κι από κύρη, ανεξάρτητη από τα μικράτα της, μεγάλωσε μόνη της, μόνη της και λέφτερα παραδόθηκε σε κείνονε που διάλεξε η καρδιά της. Την παρακαλούσε, την ικέτεβε ο Αντρέας. Έπεσε η Φλώρα στην αγκαλιά του κι αγαπηθήκανε λωλά.
Περάσανε δυο χρόνια. Μιαν απογεματιανή, απελπισμένη, πετιέται η Φλώρα στου Αντρέα. Έξι βδομάδες, λέει, και δεν είδε τίποτα. Έγκυα θα είναι.
Για Ρωμιός, ο Αντρέας φέρθηκε τίμια σε τέτοια δύσκολη περίσταση. Πολύ τίμια. Της είπε μάλιστα, γιατί κάτι θα μυρίστηκε αμέσως, πως της το απαγορέβει, να δοκιμάσει ό,τι κι αν είναι, με το σκοπό να ξεγγυωθεί. Θα φροντίσει αφτός για όλα. Έχει φίλους γιατρούς. Θα παρακαλέσει ένανε. Θα της νοικιάσει δυο κάμαρες στο μαχαλά του, να προφταίνει να πηγαίνει γλήγορα γλήγορα κάθε μέρα. Και τόντις, δε χασομέρησε. Ειδοποίησε από τότες ένα φίλο του γιατρό. Νοίκιασε άψε σβήσε και τις καμερίτσες. Λες κι είχε βιάση να γίνει. Τόσο είναι ριζωμένη στον άθρωπο βαθιά η πατρική στοργή, τόσο του είναι αναγκαία, που το παιδί το ανύπαρχτο τ’ αγαπούσε. Άλλαξε και με τη Φλώρα. Δηλαδή, ερωτεμένος πάντα ο φίλος. Μα τώρα καταντούσε πιο προσεχτικός, πιο τρυφερός στους τρόπους του, πιο χαδεφτικός. Άξαφνα του γεννήθηκε στα σπλάχνα του σέβας για τη μελλούμενη μητέρα. Το κάτω κάτω έλεγε μέσα του ο Αντρέας πως του κάκου κι αργότερα, σίγουρα, θα την πάρει γυναίκα. Γιατί όχι εφτύς; Δεν ήξερε. Μα το παιδί πια, ο Αντρέας τ’ αποφάσισε αμέσως να το γράψει στ’ όνομά του.
Όλα το λοιπό πηγαίνανε πρίμα. Η φρονιμάδα όμως η περίφημη έκαμε και πάλε τις τρέλες τις συνηθισμένες της. Η κερά μοδίστρα, η παραφέντισσα της Φλώρας, την έβλεπε από καλό μάτι, πολλές φορές της έδειξε διάφορο και φιλία. Ήξερε τι έτρεχε. Ταράχτηκε. Πήρε και της ξήγησε πως οι άντρες θεό δεν έχουνε, πως τι πάει και τους εμπιστέβεται, μάλιστα έναν ξένο, πως άβριο θα την ξαπολύσει στους δρόμους με το παιδί της, δίχως να της αφήσει ψωμί να φάει, πως το και το, πως τη συβουλέβει για το καλό της, και θα τη βοηθήσει, τίποτα δεν είναι, να ρίξει το παιδί. Πείστηκε, φοβήθηκε, το ‘ριξε. Το είπε φυσικά του Αντρέα. Φούρκα ο φίλος μας. Φάνηκε πια τότες βέρος Ρωμιός. Πώς γίνεται; Να μην τον ακούσει; Να της τάξει ένας Αντρέας πως θα φροντίσει, και του λόγου της του κεφαλιού της; θα της τσούσει. Να διει τώρα και να μάθει. Σ' αφτό απάνω, σου την ξαπολνά και μήτε τον κόφτει πια για το τι θα γίνει το δύστυχο το κορίτσι.
Βέβαια πως ο Αντρέας συχίστηκε φοβερά και φέρθηκε τόσο βάρβαρα· βέβαια πως αφού το πρόσμενε με λαχτάρα, όπως είπαμε, θα λυπήθηκε, θα πικράθηκε που πάει χαμένο το παιδί, αγόρι μάλιστα. Ίσως πάλε να τον έσπρωξε κι άλλη μια πιο πρόστυχη αιτία. Μια στιγμή, ανέβηκε στα κορφοβούνια, το χρέος του κατάματα το τήραξε, θυσιάστηκε, αποφάσισε πως στις πλάτες του θα το σηκώσει, όσο βαρύ κι αν είναι, το χρέος εκείνο. Κατάντησε να τ’ αγαπά κιόλας, αφού του χρωστούσε την αφορμή ν’ αγαπά, να θαμάζει, να καμαρώνει το εγώ του. Έπεφτε άξαφνα μικρός, μια και δεν έπαιζε πια τον ήρωα. Συνάμα — τέτοιες αντιλογίες έχουνε τα ψυχολογικά μας — δεν τονέ δυσαρεστούσε με το παραπάνω το μίκρεμά του. Γιατί τάχα ήρωας; Άθρωπος είναι, άθρωπος θα μείνει. Κιντυνέψαμε, αδερφέ, με τα σωστά μας. Γέννες, παιδιά, μπελάδες. Σώνει μας. Γλιτώσαμε. Να μην ξαναρχίσουμε. Κι έτσι της άφησε γεια.
Όμορφο το κίνημα δεν ήτανε διόλου. Να ώρα, φίλε μου, να το παραιτήσει μόνο, έρημο, ένα τέτοιο κορίτσι. Ας φροντίσει, έλεγε στο θυμό του, η παραφέντισσα. Η παραφέντισσα ωστόσο, μ' όλη την τέχνη της ή μ' όλες τις τέχνες της αποβολής, την έφερε σε αχαμνά κατάντια. Η καημένη άρχιζε να παίρνει απάνω της, όταν ο Αντρέας της έβαλε, τόσο εβγενικά, τα παπούτσια στο χέρι. Τότες είναι δα που αρρώστησε στα γεμάτα. Κόντεψε να μη σηκωθεί. Ένα χρόνο βάσταξε. Πήγε σε μια συγγένισσά της η ορφανή, στις Βερσάλλιες. Εκεί τη νοιαστήκανε. Και κει έγιανε.
Ήτανε ακόμη πολύ άσκημα, όταν ένα χρόνο, δεκοχτώ μήνες κατόπι, την απάντησε μια μέρα ο Αντρέας στους Ελύσιους κάμπους του Παρισιού, που κατέβαινε σε αμάξι ανοιχτό. Φρίκη μου! Λιγνή, άσπρη, κερένια, τα μάτια της τα ωραία, τα μεγάλα, σα χαμένα, σα σβησμένα, και τα μαλλιά της, αχ! με τον αέρα που της έδερνε το πρόσωπο, μοιάζανε, να, σαν τα μαλλιά της τρελής. Κατάλαβε ο Αντρέας όλο του το κρίμα. Να τη σταματήσει, να φωνάξει, να παρακαλέσει και να ικετέψει·
—«Ora son io, io che t’ imploro!..».
Τραγουδούσε πάλε από μέσα του, περπατώντας στους ανεβοκατέβατους δρόμους της Λωζάνας. Έφτανε ίσια ίσια στην Πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου, που του θύμιζε κάποιο σπαραχτικό επεισόδιο στα παθήματα της δύστυχης της Φλώρας.
Ο Αντρέας τότες δεν μπόρεσε να τη βρει, όπου κι α ρώτησε. Η μοδίστρα φεβγάτη, άλλαξε μαγαζί, δεν ήξερε ή δε θέλησε ο πορτιέρης να του πει την καινούργια της την αντρέσσα. Πιο ύστερα μόνο έμαθε. Να, η μοδίστρα ζημιώθηκε, γύρισε στον τόπο της, δηλαδή στο χωριό της ή σε καμιά επαρχιακή πολιτούλα. Έπρεπε η Φλώρα να βγάλει το ψωμί της. Το κουράγιο της, αφάνταστο· η θέλησή της μοναδική. Βάλθηκε να γίνει τώρα κι αφτή μοδίστρα, παραφέντισσα, ν’ ανοίξει μαγαζί δικό της. Χρειάστηκε όμως πρώτα να μαζώξει μερικούς παράδες, έπειτα να γυμναστεί περσότερο, να βγει μαστόρισσα στο απάγγελμά της. Και τι δε θέλει δουλειά, ίδρο και πόνο; Τέσσερις, πέντε ώρες τη νύχτα πρόφταινε να κοιμηθεί. Δούλεβε αργά, περασμένα τα μεσάνυχτα. Το πρωί, στο ποδάρι, νωρίς νωρίς, να πάει στο εργαστήρι, και θυμότανε πως έτρεχε γλήγορα, σαν οραματισμένη, μόλις έξυπνη, με τα μάτια της ανοιχτά κι άβλεπα, χωρίς να νιώθει τίποτα, μα βιαστικά βιαστικά, λες και την κυνηγούσε κάποιος, για να προφτάσει, έτσι έτρεχε σε μια θεόρατη πλατέα που έμοιαζε με κείνη της Λωζάνας.
Αφτά κατόπι του τα δηγήθηκε η Φλώρα, επειδή όταν αποχωριστήκανε τότες, της έταξε ο Αντρέας πως αν έρθει ποτές κρίσιμη ώρα κι έχει την ανάγκη του, να του μηνύσει και πως θα τη βοηθήσει δίχως άλλο. Δέκα χρόνια είχανε κατρακυλήσει, αφότου την αποχαιρέτησε τόσο σκληρά, στο άσωτο βάραθρο των αιώνωνε, κι η Φλώρα μας η άμοιρη πάλεβε κι όλο πάλεβε, χωρίς όμως μήτε φωνή μήτε ακρόαση να του δώσει, όσο δύσκολος, τρανός, βασανισμένος κι αν ήτανε ο αγώνας. Μα κάθε κεριακή, αλάκαιρα δέκα χρόνια με τη σειρά, όταν άδειαζε δυο τρεις ώρες, γιατί και τις κεριακές δούλεβε σαν το σκυλί, η μόνη της σκόλη, το μόνο της γλέντι κι η μόνη της παρηγοριά, να πηγαίνει να μάθει τι γινότανε, πού βρισκότανε, πού έλειπε, στην εξοχή, στα ξένα, μ' ένα λόγο, τι έκανε ο Αντρέας. Ο Αντρέας της! Να, ο αγαπημένος, ο λατρεμένος της, αφτός και κανένας άλλος. Ας τη λαχταρούσανε, ας τρέχανε τα σάλια τους, όμορφη, λιμπιστική όπως τη βλέπανε, ας παρουσιαζότανε μπροστά της ο πειρασμός με τα πεσκέσια και με τους παράδες του. Μάτια δε χάριζε η Φλώρα σε κανεί. Ο Αντρέας, αχ! Ο πρώτος κι ο στερνός της. Το καμάρι της, η δόξα της η γυναικίσια, η καρδιά της όλη. Φαντάσου! Να ερχότανε, να ξαναζύγωνε καμιά μέρα, στα πόδια του να ‘πεφτε, να του φιλούσε το χέρι, για να μείνει, να μείνει πια μαζί της·
«Ora son io, io che t’ implorο!...»
Τρέχανε από μέσα του τα δάκρυα ποτάμια, ενώ τα συλλογιότανε αφτά κι ακούραστα ξακολουθούσε το σκοπό του. Η Φλώρα, όλα του τα μολόγησε, άμα σμίξανε. Δεν τόλμησε χρόνια να του γράψει. Μα η κρίσιμη ώρα, που έλεγε ο Αντρέας, σήμανε, και του έγραψε. Είχε τώρα το μαγαζάκι της, είχε πελάτισσες κάμποσες, δεν πήγαινε άσκημα η δουλειά, όταν άξαφνα, σε μια σημαντική προθεσμία, είδε πως δεν αρκούσανε όσα κρατούσε ακόμη στην κάσα. Δεν την είχανε πλερωμένη κάτι αμερικάνες που της χρωστούσανε αρκετά· δεν μπορούσε τώρα μήτε κείνη να πλερώσει. Το λοιπόν, ή να πελαγώσει έπρεπε ή να βρει τρόπο σωτηρίας. Συλλογίστηκε στην απελπισία της τον Αντρέα. Έλαβε το γραμματάκι της ένα βράδυ, μόλις είχε τελειώσει το φαγί του, κι έπινε τον καφέ. Ανατρίχιασε ότι που είδε τον πλίκο. Έτρεξε αμέσως. Άμα το αγνάντεψε το πρόσωπο τ’ αγαπημένο, άρχισε να κλαίει, να κλαίει ασταμάτητα. Έτσι και τις ακόλουθες μέρες. Αδύνατο να τη διει στα μάτια του και να μην κλάψει. Ακούς εκεί που την παρακαλούσε, που την ικέτεβε να τα ξεχάσει τα περασμένα! Κι έπαιρνε κι έδινε πάλε μέσα του, τώρα στη Λωζάνα, η άρια η περίφημη.
Ο δύστυχος ο Αντρέας — να πούμε πια και το δίκιο του — τα δέκα χρόνια που δεν ήξερε τι γινότανε το κορίτσι, ακόμη και σα δεν πάσκιζε να το μάθει, του κάκου, δεν μπορούσε να τη λησμονήσει. Δε λησμονούσε την απογεματιανή εκείνη που κατέβαινε η Φλώρα τους Ελύσιους κάμπους με τα μαλλιά της σαν της τρελής. Γύρεβε τώρα κάτι που το γυρέβουμε συχνά, μα που το κατορθώνουμε σπάνια, να ξεκάμουμε ό,τι κάμαμε, να διορθώσουμε τ’ αδιόρθωτα, σβησιά να ξολοθρέψουμε τις αμαρτίες μας, να ξαναρχίσουμε, να ξαναπιάσουμε τη ζωή μας στο σημείο που παραστράτησε, να πάρουμε πια το δρόμο το σωστό.
Η Φλώρα, στην αρρώστια της τότες, ένα βράδυ που παραληρούσε, είδε άξαφνα το δαχτυλίδι που της χάρισε ο Αντρέας, να ξεγλιστρήσει από το λιγνεμένο της το δάχτυλο, να πέσει χάμω και να κατρακυλήσει ως την τζιμινέα. Κατάφερε να σηκωθεί, να τ’ αρπάξει, αργά όμως, επειδή το μαργαριτάρι του γύρου είχε λιώσει αμέσως στη φωτιά.
Η Φλώρα νόμισε πια πως τετέλεσται τα πάντα. Και ο πόθος της δεν άλλαζε, πρόσμενε δηλαδή να ‘ρθει ο Αντρέας, πότε; ποιος ξέρει; να της βάλει μαργαριταράκι καινούργιο. Και να σου που ήρθε αλήθεια! ύστερις από χρόνια!
Αχ! με τι χαρά, με τι στοργή, με τι αφοσίωση, φρόντισε να της αγοράσει ένα όμορφο δαχτυλίδι! Τώρα, η πρώτη του αγάπη καταντούσε λατρεία σωστή. Χαμένη αγάπη και λατρεία χαμένη. Το κακό έγινε που έγινε. Η δουλειά η σκυλήσια, ο τύφος, η αποβολή της εκείνη, την είχανε αφανίσει. Το γερό, τ’ ωραίο το κορίτσι χτίκιασε. Δεν ήτανε πια για να γιάνει. Τ’ αξιώθηκε ο Αντρέας τουλάχιστο να τη νοιαστεί σαν πατέρας και σα νοσοκόμος. Η μόνη του γλύκα, γλύκα πικρή, στάθηκε που συχνά του ερχότανε σα ν’ αποξεχνούσε τόντις η μονάκριβή του τα περασμένα τα βάσανα, σα ν’ αποξεχνούσε τ’ ασυχώρητο φέρσιμό του, αχ! σα ν’ αποξεχνούσε και την αρρώστια και το θάνατο, από την τέρψη την αλάλητη που την καρδιά της έλιωνε, να της έχει τόση περιποίηση, να της δείχνει τόση καλοσύνη ο θησαβρός της, ο μοναδικός της ο Αντρέας.
Κοίταζε τώρα ο Αντρέας το μαργαριτάρι του δαχτυλιδιού, που από τότες πάντα και πάντα το φορούσε στο δεξί του το χέρι· θυμότανε ο δύστυχος, έβλεπε το χαμόγελο το σπαραχτικό της Φλώρας, όταν το ‘βγαλε το δαχτυλίδι της και του το πέρασε στο δάχτυλό του, μια φορά που τ’ άσπρα, τα λιγνά της τα χεράκια τ’ ακουμπούσε απάνω στο πάπλωμα και τα δυο, ενώ καθισμένος σε μια καρεγλίτσα, στο κρεβατάκι της κοντά, ο Αντρέας τα βαστούσε και τα γλυκοχάδεβε.
— «Το δέφτερό σου το μαργαριτάρι, Αντρέα, μου φάνηκε πολύ πιο πολύτιμο από το πρώτο, αφού κατάλαβα πως μ' αγαπούσες ακόμη. Εσένα, εσένα σου χρωστώ τη μόνη εφτυχία που γνώρισα στη ζωή μου. Να μη λυπάσαι, φως μου, να μη μετανιώσεις κατόπι, να μην κλαις. Δεν έφταιξες, εγώ έφταιξα. Δεν έπρεπε να το κάμω τότες εκείνο. Είχες δίκιο εσύ. Σαν πεθάνω, να μην είσαι μαζί μου θυμωμένος. Να, το δαχτυλίδι μου αφτό, Αντρέα μου, να το φορείς πάντα σου. Την αρραβώνα μας. Την αγάπη μου να θυμάσαι και κοιτάζοντας το δαχτυλίδι, αν ποτέ σου νομίσεις και πάλε πως σ' αδίκησα, να με συμπαθάς. Να λες με το νου σου πως εγώ σ' αγάπησα, το απλό το κορίτσι, όσο μπορεί ν’ αγαπήσει μια γυναίκα. Περσότερο δε γίνεται. Για τούτο, θέλω να μου το φυλάξεις πιστά το δαχτυλίδι. Σε καμιάν ανάξια να μην το δώσεις. Να το δώσεις μονάχα εκεινής που θα ‘χει για σένα, που θα σου φανερώσει αγάπη αληθινή. Και να μη φοβάσαι, λατρεία μου εσύ, εγώ δε θα ζουλέψω. Εγώ σε θέλω εφτυχισμένο εσένα, κι άλλο τίποτα δεν μπορεί να με παρηγορήσει, παρά εφτυχισμένονε να σε ξέρω, επειδή εγώ σ' αγαπώ.»
Δε βάσταξε πια ο Αντρέας, ενώ τα μεταπερνούσε με το νου του. Σα να τ’ άκουγε τα λόγια της στ’ αφτιά του. Τον πνίγανε τα δάκρυα. Έκαμε γλήγορα, μπήκε μάνι μάνι στην παλιά την εκκλησούλα του Άγιου Φραντζέσκου, που βρίσκεται στην ομώνυμη πλατέα. Πήγε, χώθηκε σε μια γωνιά, και στον έρημο το ναό, σκύφτοντας το κεφάλι, άφηνε να στάζουνε, να στάζουνε ολοένα τα δάκρυα της θλίψης, της μετάνοιας, της αγάπης.
Κάποτες, στον ίσκιο, στο μισό το σκοτάδι, στο μισό το φως της εκκλησιάς, έλαμπε στο δάχτυλό του το μαργαριτάρι του δαχτυλιδιού και ησύχαζε λιγάκι ο Αντρέας. Καλά που δεν το ‘δωσε, συλλογιότανε τώρα, καλά που δεν το χάρισε της σιχαμένης, σε μια στιγμή ερωτικής αντάρας όπου ο άντρας είναι πρόθυμος να γδαρθεί, για να χαρίσει και το πετσί του. Όχι! Μήτε το ‘δωσε μήτε θα το δώσει πια καμιανής. Είναι αφτός, στο θεό σας, για να μοιράζει δαχτυλίδια; Δε βλέπει όλη του τη ζωή, τι μοιάζει; Να, μοιάζει σαν πράμα μισό, μισές οι αγάπες του, η ζωή του μισή. Γιατί δεν παντρέφτηκε; Γιατί δεν πήρε τη Φλώρα; Μήπως από κοινωνική πρόληψη δεν την πήρε; Μπα! Και τι τον έμελε να μην είναι τάχα του ράγκου του, με τις αθρωπίστικές του, τις μακριόβλεπες ιδέες ποιητή και φιλοσόφου; Γιατί κιόλας, αφού πέθανε η Φλώρα, να μην κάμει τη φωλιά του, να μη γυρέψει καμιά τίμια κοπέλα, να την έχει γυναίκα του, παρά να πάει να ερωτεφτεί ένα κορίτσι που το ήξερε δα κι από τότες ο χριστιανός, τι άξιζε; Με τέτοια λαμπρά συστήματα, τρέχα εδώ και τρέχα εκεί, τι απόλαψη, τι εφτυχία μαθές μπορούσε να ελπίζει; Διόλου παράξενο που μήτε παιδί δε χάρηκε. Πώς να χαρεί; Άδικο θαρρείτε πως είχε η Φλώρα ή άξαφνα η παραφέντισσά της; Όχι δα και τόσο. Χωρούσε δυσπιστία, μια και νόμιμα δεν ήτανε τα πράματα. Τι παράξενη αντίληψη που σου την είχε της αντρήσιας της διαγωγής, της αρετής, του χρέους! Σα να νόμιζε πως ένας νέος, ένα παλληκάρι, ένας άντρας άλλη δουλειά δεν έχει, παρά μαιτρέσες να σπιτώνει. Άραγες να θαρρούσε πως η μόδα στη Φραγκιά έτσι τ’ ορίζει, φαμελιάρχης ποτέ σου να μη γίνεις; Μα, παρακαλώ, γιατί, αφτός Ρωμιός, να κουβαλήθηκε στη Φραγκιά; Γιατί τουλάχιστο, αφού κουβαλήθηκε πια, να μην έζησε σα Φράγκος, να ‘μεινε ψυχόβαθά του Ρωμιός; Δηλαδή ούτε σωστό Ρωμιό να τον πεις δεν ταίριαζε. Ο ίδιος ανικανούσε να το προσδιορίσει, Φράγκος είναι, είναι Ρωμιός.
Να, και πάλε μισά του φαινόντανε όλα του. Μισά τα κινήματά του, αβέβαια, που μήτε αρχή σου δείχνανε μήτε και τέλος. Είχανε κάτι ακαταστάλαχτο, που ποτέ του δεν το είχε παρατηρήσει τόσο ξάστερα, κάτι ακαταστάλαχτο, ναι, απαράλλαχτα όπως το ‘χουνε σήμερα τα κινήματα της φυλής. Η σύγκριση αφτή τον ξάφνιασε, τη στιγμή που την έκαμε. Άρχισε να συλλογιέται τα ιστορικά του. Ο Αντρέας, μισή ώρα πια που είχε βγει από την εκκλησούλα, όπου τραβήχτηκε για να κλάψει με την ησυχία του. Τώρα περπατούσε από τη μιαν άκρη στην άλλη της Πλατέας του Άγιου Φραντζέσκου, που δεν ανεβοκατεβαίνει κι είναι ίσιος ο δρόμος· πήγαινε ως το Μεγάλο το Γεφύρι και γύριζε. Να πούμε την αλήθεια, δεν πρόσεχε με το παραπάνω στη θέα τη μοναδική που κύκλοθέ του, όπου κι αν έριχνε μια ματιά, ξετυλιγότανε μπροστά του. Οι ματιές του στρεμμένες μέσαθέ του, η κουβέντα του εσώψυχη, ο νους του στον εαφτό του μπηγμένος· αναθυμότανε με κάθε βήμα τα χρόνια τα περασμένα.
Γεννήθηκε πλούσιας φαμελιάς παιδί. Στην Πόλη. Μοναχογιός. Τη μάνα του δεν τη γνώρισε. Δεκοχτώ μηνώνε μωρό, σαν πέθανε. Τον ανάθρεψε άκρες μέσες ο μπαμπάς του. Αναθροφή ρωμαίικη, μάλιστα πολίτικη που ίσως να είναι χερότερη. Καλέ, τι ένιωθε από αναθροφή, τι ένιωθε από παιδαγωγία ο μπαμπάς του; Χηριός κιόλας από νωρίς, λυσσιασμένος στα θηλυκά. Δεν ξαναπαντρέφτηκε, λέει, από αφοσίωση στη μνήμη της μακαρίτισσας, που τη λάτρεβε τόντις. Μα περσότερη και πιο σωστή λατρεία θα της απόδειχνε, παίρνοντας δέφτερη γυναίκα και στρώνοντας το βίο του, παρά τρέχοντας δεξιά κι αριστερά. Μαιτρέσες άλλαζε κάθε τόσο. Στο τέλος σπίτωσε και μια μπαλαρίνα. Έντεκα χρονώ αγοράκι ο Αντρέας, όταν άξαφνα μια μέρα τον πήγε στης μπαλαρίνας, όχι μαθές ο χριστιανός από κανένα αίστημα κακό, παρά ξεναντίας από καλό, από δεν ξέρω τι ξεδρομισμένη, στρεβλωμένη, ανάποδη τρυφεράδα, να της φέρει το γιο του της αγαπημένης. Από τη βίζιτα εκείνη, απ' όσα έβλεπε δα και σπίτι και όξω, ίσως να του κόλλησε τότες κάποια ιδέα, πως περιττό να παντρέβεται κανείς, γυναίκες άλλο τίποτα στον κόσμο, ρίξ’ το λοιπό στο γλέντι και μη σε μέλει.
Για εφτυχία του, ζούσε της μάνας του η μάνα, η γιαγιά του, και ζούσε στα Παρίσια. Στα Παρίσια ζούσε δηλαδή, επειδή κι είχε μια κόρη της κειτάμενη άρρωστη, κι ήρθε για κούρες και γιατρούς, μαζί με το γαμπρό της. Έτσι βρέθηκε στα Παρίσια ο Αντρέας, που τονέ ζήτησε από τον πατέρα του η γιαγιά, όχι μαθές γιατί το μελέτησε πρώτα το πράμα και της φάνηκε αναγκαίο να χαρεί το εγγόνι της εβρωπαϊκό πολιτισμό, δεν τ’ αποφάσισε ο νους της, τ’ αποφάσισε η τύχη, ένα περιστατικό ανεξάρτητο από τη θέλησή της, η διαμονή της στη Γαλλία.
Ο Αντρέας σπούδασε λαμπρά στο λύκειο, μάζωνε άριστα με το καντάρι, έπαιρνε βραβεία, πήγαινε να δώσει ξέταση, άρχιζε κιόλας να γράφει αρθρουδάκια σε κάτι φημεριδούλες, όταν ο μπαμπάς του κι η γιαγιά του, που πρώτη φορά θαρρώ συφωνούσε με τον μπαμπά, οι δυο τους μαζί κάπως επίσημα του δηλώσανε πως τα Παρίσια είναι ανήθικα, επικίντυνα για τους νέους, πως η Γερμανία είναι τόπος ηθικός, και προτού αποφοιτήσει, δίχως να συνοριστούνε ούτε τα γούστα του Αντρέα ούτε το σκοπό του, τονέ στείλανε σ' ένα γερμανικό πανεπιστήμιο και καλό κατεβόδι. Α δεν άκουγε, θα του κόφτανε τον παρά.
Στη Γερμανία βαρέθηκε φοβερά, όξω από το δρόμο του όπως ήτανε, το ‘ριξε στις γυναικοδουλειές. Μια, δυο, τρεις, τέσσερις, με τη σειρά. Ποτέ του δεν έμνησκε, ούτε μήνα, χωρίς μαιτρέσα, ενώ στο Παρίσι δούλεβε και δεν άδειαζε. Από τότες του φύτρωσε στο μυαλό του η αρχή, πως ένα παλληκάρι, καμωμένο, γεννημένο είναι για παντοτινός εραστής. Κόντεψε ωστόσο να μπλέξει με μια λεγάμενη, άλλη μια σιχαμένη, που γύρεβε να τον πιάσει στα δίχτυα της, για παντρειά, να διούνε προκοπή από την ηθική τη νέμτσικη ο πατέρας του κι η γιαγιά του, που δεν ξέρανε πως μέσα στον άθρωπο, κι όχι όξω σ' έναν τόπο, σε όποιο τόπο κι αν είναι, βρίσκεται το αίστημα της ηθικής — πως γεννιέται προ πάντω με την αναθροφή που μας δώσανε οι γονιοί μας.
Ένιωσε ο Αντρέας το τερτίπι. Ξετινάχτηκε, το ‘στριψε. Κι ας πάνε τώρα να λένε ό,τι τους καπνίσει πατέρας και γιαγιά. Τη Γαλλία του αφτός και σώνει. Γύρισε στα Παρίσια, ξανάπεσε μπρούμυτα στη δουλειά. Βασιλιάς στο γραφειουδάκι του. Κι ωστόσο ένα σκουλήκι τον έτρωγε. Να, στα Παρίσια ζούσε, μα στα Παρίσια δεν αποκαταστήθηκε, δεν πήρε απάγγελμα, δε διάλεξε στάδιο, δεν παντρέφτηκε, δεν έμοιαζε με τους παλιούς του συμμαθητάδες, με τους φίλους τους τωρινούς, δεν είχε καθαφτό φωλιά κι απακούμπι. Γάλλος δεν έγινε σαν τους άλλους. Αφτό δα που λέγαμε και μεις, σα Φράγκος μήτε φερνότανε μήτε ζούσε. Του κάκου! Ο πατριωτισμός που στην καρδιά του Ρωμιού πάντα θ’ ακούσεις τη φωνή του, τον ύπνο του χαλνούσε. Κάτι κι αφτός ήθελε να κάμει για την Ελλάδα. Συλλογίστηκε πολλές φορές να πάει κάτω. Δε γίνεται. Όπως είναι σήμερα τα πράματα, ένας Ρωμιός καλλιεργημένος, μάλιστα ξεβρωπαϊσμένος, αδύνατο να ζήσει και να ενεργήσει ούτε στην Πόλη, μα ούτε και στην Αθήνα. Ο σκοπός του αφτουνού, κι από παιδί, στάθηκε πάντα να γράφει. Πώς δεν έγραφε γαλλικά ο Χριστιανός, που είχανε καταντήσει σαν άλλη μητρική του γλώσσα; Ταλέντο είχε, πολύ. Ό,τι δημοσίεψε γαλλικά, πέτυχε. Γνωστός κιόλας στα Παρίσια. Όχι! Πήρε να γράψει ρωμαίικα. Ωστόσο, λέει, τι να τους τα δείξει τα γραφτά του; Δημόσιο είναι αφτό, έθνος είναι τούτο, που έχει ακόμη γλωσσικό ζήτημα; Τα ‘βλεπε όλα μας από την Εβρώπη, από μακριά, του ερχόντανε τόσο αρχαϊκά, τόσο ανόητα, που αηδίαζε και τρόμαζε συνάμα·
— «Φτάνει να μην ανακατεφτώ εγώ σε τέτοιες κουταμάρες!»
Τι κάνει το λοιπό; Περίεργα τα βόλεψε ο καημένος. Αποφάσισε να γράφει βιβλία, μυθιστορήματα, δράματα, και να τα φυλάγει στο σερταράκι του, για λόγου του.
— «Κατόπι, λέει, θα τα βρούνε!»
Αμίμητος λόγος και σπαραχτικός, λόγος βέρου Ρωμιού που την ελπίδα ποτέ του δεν τη χάνει, που ας είναι και μόνος, ολομόναχος, πάντα ο δύστυχος θα δουλέψει για μια ιδέα.
Ο Αντρέας όμως από τότες, στους τρόπους του, στο πρόσωπό του, στο ύφος του, στα κινήματά του είχε το κάτι εκείνο το περήφανο, το λιγάκι ακατάδεχτο που έχει ο άθρωπος, όταν ξέρει την αξία του και δεν του μέλει, να τη μάθουνε, να μην τη μάθουνε οι άλλοι.
Παράξενο, πες κι απίστεφτο, που η αγράμματη, απλή Φλώρα κατάλαβε αμέσως και τους πόθους και τα όνειρα του Αντρέα και τα μοναδικά του τα ιστορικά, εκεινού όσο και του έθνους του· κατάλαβε ως και το ζήτημα το ακαταλάβητο. Του κάκου! Θεός της ο Αντρέας, όσο περσότερο μέσα του αφτός ένιωθε λύπη κι ερμιά, τόσο περσότερο πονούσε, χάδεβε, λάτρεβε τον καλό της.
Και να σου πάλε που στους ανεβοκατέβατους δρόμους της Λωζάνας τον ξαναπαίρνανε τα δάκρυα·
— «Ora son io, io che t’ implorο!...»
Ναι, τόντις, να ήτανε η Φλώρα, δε θα ήτανε τώρα ο Αντρέας στη Λωζάνα. Τότες δα, όταν τον παραίτησε η παρατρεχάμενη, ένας φίλος του, γιατρός, τονέ συβούλεψε να φύγει από το Παρίσι, να πάει όξω, ν’ αναπαφτεί μερικούς μήνες, άξαφνα στην Ελβετία. Δεν του μίλησε όμως για την υγεία του, που για την υγεία ίσια ίσια του Αντρέα το νόμιζε ο γιατρός απαραίτητο, ν’ αλλάξει κλίμα ο παραδαρμένος από τα τελεφταία του τα βάσανα, που τον αρρωστήσανε δεινά. Ο Αντρέας μήτε μια στιγμούλα δεν το θάρρεψε, πως το Παρίσι του για πάντα θα τ’ αφήσει. Από προγονική του όμως κλίση, από τον περίφημο φιλελληνισμό στο Είκοσι Ένα, την Ελβετία την αγαπούσε. Γιατί τάχα να διαλέξει τη Λωζάνα; Γιατί μαθές μια παλιά ελβετική παράδοση λέει, σε κάτι ντόπια Χρονικά, πως την πολιτεία την έχτισε κάποιος παράξενος Λαυζάνιος, γιος του Πάρη και της Ελένης; Ή πιθανότερα γιατί κάμποσοι μεγάλοι άντρες, σ' αφτούς μέσα κι ο Βολτέρος, καθίσανε στη Λωζάνα κι έτσι του θυμίζανε τη Γαλλία του; Ή μήπως είχε κι η εβγενεία του την υποψία, ποιος ξέρει; πως και του λόγου του μια μέρα δεν είναι αδύνατο να περάσει για μεγάλος άντρας, να μπει και του λόγου του στη λίστα εκεινώνε που καθίσανε και δράσανε στη Λωζάνα; Ή πάλε γιατί παιδί ακόμη ο δύστυχος, ήρθε στη Λωζάνα ένα καλοκαίρι με τη γιαγιά του, στα 1870, τη φοβερή χρονιά του πολέμου;
Δεν τα ξέταζε, δεν τα παραβάθυνε τα ψυχολογικά του ταξιδιού του. Ένιωθε σαν απαλλαγμένος, σαν πιο λέφτερος τώρα που απομακρύθηκε από τα Παρίσια. Τι βράση που είναι κει απάνω, αδερφέ, που ως και στα πρόσωπα όξω στους δρόμους ζουγραφίζεται κάθε διαβάτη, σα να ήτανε, από τη θερμοκρασία την πύρινη, αναποδογυρισμένα, βρασμένα τα μυσείδια του καθενός. Σήκωνε τα μάτια, που ως τότες τα κρατούσε σκυμμένα, κοίταζε και χάζεβε. Τι λαός! Τους έβλεπε που πηγαίνανε ήσυχα όλοι τους, μεθοδικά, ήμερα και δραστήρια, σαν αθρώποι που ξέρουνε πού πάνε και τι θέλουνε, με το προτεσταντικό εκείνο το ξέθαρρο και το σίγουρο, το θεμελιωτό. Αχ! δεν είναι αφτοί σαν τους δικούς μας, αναστέναζε ο Αντρέας! Ποιος, ποιος να λυπηθεί ποτές τη φυλή μας, να της δώσει μια βάση, να σταθεί; Ποιος να τονέ λυπηθεί και τον ίδιονε;
Άξαφνα, εκεί που περπατούσε, στρίβοντας ο δρόμος, ξανοίγει μπροστά του τ’ ακροχιονισμένα βουνά της Σαβόγιας. Έχουνε της Σαβόγιας τα βουνά μιαν αξήγητη ομορφιάδα. Ίσως γιατί, από το να καθρεφτίζουνται στη λίμνη μέσα, πήρανε κάτι δικό της, κάτι γαλάζιο, υγρό κι άπιαστο· έτσι έχουνε ομορφιά διπλή, την ολόλεφκή τους ομορφιά, και την ανάγγιχτη εκείνη, τη μάγισσα του κυμάτου την ομορφιά.
Ως το βράδυ, αφού γύρισε σπίτι του, ως τη νύχτα, προτού πέσει, αντανακλούσε ο νους του τη γλυκιά την εικόνα τη βουνήσια. Του φαινότανε πως θα γέμιζε τώρα ο προορισμός του. Η λίμνη, με τα ποικιλόχρωμα νερά της, του αποζουγράφιζε την ποίηση της ζωής, μιας ζωής Ειρηνεμένης, που τη γλυκοπιάνουνε ανάμεσά τους, που την προστατέβουνε τα βουνά, και τα βουνά του αποζουγραφίζανε πάλε το κάτι εκείνο τ’ αψηλό, το ανεξάρτητο συνάμα και το ακλόνιστο, που η ζωή το θέλει, για ν’ ανοίξει.
Αποκοιμήθηκε ο δύστυχος ο Αντρέας, παρακαλώντας, ικετέβοντας, μ' όλους τους καημούς του, τα βουνά και τη Λίμνη να γιατρέψουνε τις λαβωματιές της καρδιάς του, να του βοηθήσουνε την ψυχή.
— «Ora son io, io che t’ implorο!...»
Κι όταν έκλεισε τα βλέφαρά του, η λυπητερή μελωδία έμοιαζε ακόμη, σιγανά και χωρίς λόγια, να φτερουγιάζει από πάνω από το κεφάλι του το κοιμισμένο.
Η Αγνή
Ο Αντρέας ξύπνησε με αλλαγμένες λιγάκι τις σκεψούλες του, μάλιστα με κάποιο κέφι·
— «Αλήθεια, λέει, από πού να μου κόλλησε η άρια η καταραμένη που με κατατρέχει εδώ κι ένα μήνα; Νόστιμο κιόλας, εγώ που είμαι βουτηγμένος στη γερμανική τη μουσική, κι αφτή πια είναι ιταλική όσο παίρνει. Ανάθεμάν της!»
Πόσο μακριά τόντις, όταν το συλλογιότανε τώρα, κι από τ’ αφτιά του κι από τα γούστα του μακριά, η χαριτωμένη, αλαφριά ιταλική μουσική! Μα τι μαγεφτικές βραδιές δεν του θύμιζε, όταν καμιά φορά ξαναγύριζε νέος στην καημένη του την Πόλη, το καλοκαίρι, και σε βεγγέρα ή έτσι από κανένα παράθυρο ανοιχτό, άκουγε μια κοπέλα να ξεχύνει την καρδιά της σε καμιά μελωδία, πάντα ιταλική εννοείται, γιατί τότες πλημμυρισμένη από μελωδίες ιταλικές η Πόλη κι όλη μαζί της η Ανατολή. Καλέ, βέβαια! Πώς δεν το συλλογίστηκε αμέσως; Από την Πόλη τ’ άρπαξε το περίφημο το τραγούδι, που το τραγουδούσε μια όμορφη όμορφη κόρη της κοινωνίας, κι ένας αξάδερφός του, σε μια γωνιά του σαλονιού, καταλάβαινε τι του γύρεβε το τραγούδι, αφού την αβριανή έμελε να φύγει για την Εβρώπη και λίγωνε όσο τ’ άκουγε, όσο άκουγε τη φωνή που λες να ‘βγαινε από τα σπλάχνα της, βρεμένη με τα δάκρυα της αγάπης.
— «Φαντάσου, αχ! να με παρακαλούσε μια και μένα, έτσι! Τι δε θα ‘δινα!...»
Και ξανάρχισε το σκοπό του, Μα εκεί που πήγαινε να πει Ora, ένας άλλος σκοπός του γεμίζει άξαφνα το στόμα, το Μιζερέρε του Τροβατόρε, και του περνά υποψία μήπως ανακάτωσε τα λόγια της παλιάς ρομάντζας με τη μουσική του Τροβατόρε, που ίσως κι ολότελα να τη στρέβλωσε από το καθεμερνό τ’ αναμάσημα. Πιάνει το λοιπό και σου βροντοφωνά το Μιζερέρε, όταν έρχεται η Λεονόρα και τρομάζει.
Τι ωραίο! Πλακώνει ο θάνατος, ίσια ίσια τη στιγμή όπου η αγαπημένη πετιέται, να σώσει τον αγαπημένο.
Μα του κάκου! Για μιζερέρια, διάθεση καμιά δεν είχε κείνη την πρωινή. Ενώ ντυνότανε και μάλιστα έπλενε τα χεράκια του μ' ένα φίνο σαπούνι τριανταφυλλί, φερμένο από την καλύτερη φίρμα του Παρισιού, ένα μοτίβο ηρωικό υψώθηκε στον αέρα του δωματίου, περήφανο σαν τ’ ακράτητο πουλί που ανεβαίνει απάνω απάνω με μια του φτερουγιά. Ήτανε από τους Ουγκενότους του Μαγερμπέρου, στην τέταρτη πράξη, στη γνωστή σκηνή όπου γίνεται, καθώς λένε, το άγιασμα τω σπαθιώνε. Σα μεθυσμένος, πίστη γεμάτος, με πεποίθηση βαθιά και με χερονομίες παράξενες, βαστώντας το σαπούνι του το τριανταφυλλί, περπατώντας με το σαπούνι στην κάμερή του, που το ‘παιζε κιόλας, που το ‘σπρωχνε μπροστά του σαν το σπαθί, τραβούσε τώρα ο Αντρέας.
Και da capo, ματάκια μου, τουλάχιστο χίλιες φορές με την αράδα. Το στακάτο πια φαντάζεσαι με τι δύναμη σου το πετούσε όξω, το ντόλτσε με τι γλύκα σου το ‘πιανε.
Να μην τον περγελούμε τον έρημο. Τη μουσική, δηλαδή το τραγούδι, ο Αντρέας το είχε βοηθητικό στην εργασία. Γράφοντας, σταματούσε, σηκωνότανε και δώσ’ του, άνοιγε τη φωνή του, ξανάπεφτε τότες στη δουλειά, με θάρρος μεγαλύτερο. Καμιά τέχνη, από κείνες τις πρωτογέννητες, που μέσα του ο άθρωπος τις είχε, καμιά, πες τήνε φιλολογία, ζουγραφική, μουσική, καμιά δε δύνεται να εκφράσει όλο μας το είναι· κι έτσι, όπου ο στίχος δε φτάνει, έρχεται η νότα και σου τ’ αποσώνει. Ο Αντρέας δεν ανακάτεβε ακόμη τις δυο τέχνες, δε σμίγανε οι δυο στη γραφή του· μα ένας σκοπός του έδινε συχνά το κουράγιο που του έλειπε, όπως τη στιγμή τούτη, ο περίφημος σκοπός του Σαιμπρίς. Είχε παρατηρήσει μάλιστα — γιατί στο φιλοσοφικό του και το κάτω κάτω, στον άθρησκο το νου του, απομνήσκανε ωστόσο μερικές δεισιδαιμονίες, που είναι το στερνό καταφύγι της αρρωστημένης της θρησκείας — είχε παρατηρήσει το λοιπόν ή φανταζότανε ο Αντρέας πως το μοτίβο εκείνο ίσια ίσια, έτσι, μοναχό του, αρχινούσε μέσα του ν’ ακούγεται, άμα καταπιανότανε τίποτις που έμελε να πετύχει, και καθώς είπαμε, είχε ξυπνήσει χαρούμενος, ύστερις από τα χτεσινά του τα κλάματα.
Πήγε, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάχτηκε.
— «Μπρε αδερφέ, πενήντα οχτώ χρονώ νέος κι άσπρη τρίχα να μην έχω! Θείο πράμα. Μπρε μωρέ, και η κοιλιά μου να μη φαίνεται!»
Γέλασε ο Αντρέας, έσκυψε μάλιστα το κεφάλι, να χαιρετήσει, να προσκυνήσει τον εαφτό του. Έπειτα, τι κάνει; Κάνει σάλτα, φίλε μου, σαν το παιδί που παίζει στην αμμουδιά. Κόντεψε να φτάσει ως το ταβάνι.
Όταν τέλειωσε την τουαλέτα του, όταν έβαλε την πρωήσια του τη βελουδένια φορεσιά, χρώμα καστανί, με τριανταφυλλί μαλακό πουκαμισάκι της κάμαρας, έριξε πάλε μια ματιά στον καθρέπτη, γύρισε πίσω, κάθισε στο γραφείο του.
και δώσ’ του πια.
Σώπασε μια στιγμή.
— «Τι γαϊδούρια, λέει, που είναι ο κόσμος! Πρόστυχα τους φαίνουνται όλα. Έγραψα, ρώτησα έναν παλιοτενόρο να μου πει αν το ξέρει από πού είναι η άρια εκείνη, Ora son io. Δεν καταδέχτηκε. Δηλαδή, μου αποκρίνεται ο κύριος, πως αδύνατο δα να προσδιορίσει κανείς, πού βρίσκεται μια τόσο κοινή άρια. Σήμερα για κοινό περνά και το μοτίβο τω σπαθιώνε στους Ουγκενότους. Κοινοί και πρόστυχοι, πρώτοι αφτοί που το λένε. Από τέτοια λόγια βλέπεις πόσο φτωχή σε μερικά πνέματα είναι η φαντασία. Βέβαια. Κοινά πράματα δεν υπάρχουνε· υπάρχουνε κοινά μυαλά, τα μυαλά, φίλε μου, που άξια δεν είναι, γιατί δεν είναι και πρωτότυπα, να καταλάβουνε την πρωτοτυπία που μέσα του έχει κάθε πράμα, ως και το κοινό ακόμη, κι έτσι να το πάρουνε με νου καινούργιο, να το μεταχεριστούνε με τρόπο αμεταχείριστο. Γαϊδούρια.»
Είπε, και ξανάρχισε αμέσως·
Μα δεν ξακολούθησε πολλή ώρα. Ήτανε τώρα έτοιμος κι είχε βιάση να κατεβεί κάτω στο γραφείο του. Έριξε πρώτα μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα. Τρελαινότανε για το σπιτάκι του ο Αντρέας. Όταν έφτασε, δε θέλησε να καθίσει ούτε στο ξενοδοχείο ούτε σε καμιά ντόπια φαμελιά, όπως το συνηθίζουνε, ούτε να νοικιάσει πάτωμα ή κάμαρες. Γύρεβε δικό του απακούμπι. Βοήθησε η τύχη, γιατί σπάνιο αφτό που κυνηγούσε. Ακρόχωρα, δηλαδή όχι οξώχωρα καθαφτό, στο Σινιάλε, προς τον κάμπο του Σοβαμπελή, που έχανε το νου του για του κάμπου την ομορφιά, κατόρθωσε να ξετρυπώσει δίπατο σπιτάκι, θάμα μονάχο. Το επίπλωσε μ' έπιπλα του τόπου, με άλλα που έφερε από τα Παρίσια, κατά την ιδέα του ο άθρωπος και με το γούστο του, επειδή δεν του έλειπε μήτε το γούστο, μα μήτε ο παράς που του δίνει χέρι. Απάνω, η κρεβατοκάμαρα, μ' ένα εβρύχωρο, πλατύ, δρύινο, μουντόθωρο κρεβάτι, κι όλα τ΄ άλλα έπιπλα δρύινα το ίδιο. Δίπλα στο κρεβάτι, στο προσκέφαλο κολλητά, ένα μακρύ τραπεζάκι όπου ο Αντρέας, προτού πέσει, έβαζε όσα είχε στις τσέπες του, λογιώ λογιώ πράματα και πραματάκια· μαζί έβαζε και το δαχτυλίδι του σε τετράγωνο πιατάκι κρουσταλλένιο. Αντίκρυ, στο παράθυρο μπροστά, ένα γραφειουδάκι, για να δουλέβει, όταν είχε ανάγκη, αφού ανέβηκε ή πριν κατεβεί. Στον τοίχο, μια καμποσούτσικη βιβλιοθήκη. Τα προτιμημένα του τα βιβλία σε μια εταζέρα κρεμαστή με δυο ράφια, να τα ‘χει πρόχερα, προς τη μέση απάνω του κρεβατιού. Όξω από μια πολθρόνα και δυο τρεις καρέγλες, άλλο τίποτα στην κρεβατοκάμαρα δεν έβλεπες. Το λαβαμπό, ένα λαβαμπό με μια κοτζάμ πλάκα μαρμαρένια, το ντουλάπι για τ’ ασπρόρουχα, το δέφτερο το ντουλάπι για τα φορέματα, η κρεμαστάρα με τα πανωφόρια, όλα τους στην πλαγινή την κάμαρα. Κι ένα τρίτο νόστιμο καμαράκι με το μπάνιο.
Στο κατιανό πάτωμα, το σπουδαστήρι, το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Στη μέση, σα μονοκόμματα στημένα, δυο γραφειά που όταν καθόσουνε στο ένα, για να εργαστείς, και κοίταζες μπροστά σου το άλλο, έβλεπες στην αντίθετη μεριά την άδεια την καρέγλα που έμοιαζε να προσμένει κάποιονε. Ήξερε ο Αντρέας ποιόνε πρόσμενε η καρέγλα, όταν καθότανε στο ένα, επειδή δε ζύγωνε στο δέφτερο. Τον πρόσμενε τον ίδιο. Ναι, σαν ποιητής που ήτανε, μάλιστα στη μελαχολική, στη θλιβερή τη διάθεση όπου βρισκότανε τώρα, το φανταζότανε το γραφείο του εκείνο το αντικρινό, σαν απόμακρο γλαυκό λιμάνι, ένα λιμάνι που θ΄ αράξει στα νερά του ύστερις από τη φουρτούνα, ένα λιμάνι γλυκό και παρήγορο που το ποθούσε η καρδιά του, το λιμάνι της Ειρήνης και της Αγάπης. Θα καθίσει στην καρέγλα, θα καταπιαστεί έργα πρωτόφωτα, μόνο αφού η γαλήνη της Ειρήνης, μόνο αφού η αγάπη — γιατί όχι; — του δροσίσουνε την ψυχή.
Φαίνεται πως ακόμη δε σήμανε η ώρα, επειδή από καιρό σε καιρό έριχνε λυπητερή μια ματιά στο γραφείο της Ειρήνης, όπως το λεγε. Ο καημένος! Το γραφείο του το παλιό, το πρώτο πρώτο έπιπλο που αγόρασε, όταν άφησε πια τη φαμελιά του κι αποκαταστήθηκε μπεκιάρης, το διάλεξε κιόλας πελώριο, για τα μελλούμενα τ’ αριστουργήματά του, με σωρό σερτάρια και σερταράκια, με φαρδιόπλατη απανωσιά, με το παστρικό του πράσινο στρωμένο πετσί, το γραφείο του το καμάρωνε, του ήτανε κι αφοσιωμένος. Εκεί δούλεβε, όταν ερχότανε η Φλώρα, στην αρχή που γνωριστήκανε και κατόπι, αφού την ξαναείδε. Άμα έβλεπε συλλογισμένο, απασκολημένο τον Αντρέα, λέξη δεν ξεστόμιζε, του έγνεφε να τελειώσει, να μη σηκωθεί, κι έμνησκε ακίνητη, θωρώντας το ζηλεμένο της με θαμασμό, ακόμη και με κάποιο σέβας. Ναίσκε, τέτοια, η μοδιστρούλα, η Παρισιάνα, η γεννημένη, θρεμμένη στα Παρίσια, η απλή, αθώα κοπέλα, με την αγάπη της την ιερή.
Κοίταζε ο Αντρέας το γραφείο, θυμότανε τα περασμένα μαζί με την περασμένη και του βρεχόντανε τα βλέφαρά του. Έπειτα κοίταζε πάλε και θυμότανε άλλα. Θυμότανε τη σιχαμένη, τη βρόμα — του κάκου! τ' όνομά της με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να το πει, τ’ όνομα εκεινής που δεν κατάλαβε την καρδιά του, που πρόσβαλε τον ποιητή! Ερχότανε σπίτι του και δάφτη, μα ερχότανε με τις φωνές, με τις φουρτούνες, με τις απάτες. Του χάλασε το γραφείο του, την ησυχία τού χάλασε. Από τότες απόφεβγε ο Αντρέας να γράψει εκεί, στο γραφείο της Ειρήνης. Το τηρούσε από μακριά με αξήγητη μια λαχτάρα· τηρούσε στον τοίχο αντίκρυ μια μάβρη, νόστιμη, γυαλιστερή βιβλιοθήκη από ξύλο απιδιάς, με κάτι πολύτιμες ζουγραφιές από κάθε μεριά, που τις κάμανε μεγάλοι γνωστοί ζουγράφοι. Μα τα περσότερα τα βιβλία του, και είχε πολλά πολλά, τα κόνεψε δίπλα στην τραπεζαρία όπου φτάνει να γύριζες να διεις, κι αγνάντεβες παντού ράφια και ράφια, ως το ταβάνι απάνω, με ολόδετα, ποικιλόχρωμα βιβλία. Έτσι τ’ αποφάσισε η φαντασία του, ίσως και κάποια σκέψη φιλοσοφική. Στο σπουδαστήρι του, λέει, πρέπει κανείς απεριόριστα, πρέπει ανεμπόδιστα ν’ αφήνει τη ματιά του να πετιέται, το νου του ν’ απλώνει τα φτερά του· ο τίτλος, η θωριά και μόνη ενός τόμου, άξαφνα, μπορεί να παρασύρει το λογισμό σου σε διανοητικά λημέρια ξένα. Για τούτο κιόλας η μόνη βιβλιοθήκη του σπουδαστηριού βρισκότανε πίσω από το γραφείο της Ειρήνης. Δεν πείραζε που την είχε μπροστά του, από το γραφείο της Δουλειάς, όπως ονόμαζε τ’ άλλο με κάποιο καταφρόνιο, αφού τη σπουδαία τη δουλειά έλεγε πάντα να την αρχίσει στο λιμάνι της Ειρήνης.
Δυο τρεις ακουαρέλες, ένα δυο σκίτσα, μα καλού χεριού, μια λαδοεικόνα, παραπάνω δε χρειάζεται τίποτα σ’ ένα σπουδαστήρι. Στο σαλόνι του το νοικοκερεμένο, έβαζε πια όσα η μακρινή του διαμονή στα Παρίσια είχε μαζωμένα δώθε κείθε, παλιά νομίσματα, όχι κλασσικά μαθές, που καταντήσανε πάγκοινα, παρά γαλλικά του μεσαιώνα, διάφορα φράγκικα ή και βυζαντινά δικά μας· μενταλιόνια χρυσά ή ασημένια κοψοτορνεμένα, χαλκογραφίες, ανάγλυφα χάλκινα ή μπρούντζινα, πλάκες, ρολογάκια με τις θηκούλες τους του δέκατου όγδοου αιώνα, βάζα μεγάλα με πρόσωπα ή μοτίβα μυθολογικά, λουλουδόβαζα, πιάτα σμάλτινα κερογραφημένα, ταβλάδες από αρχαίο χλωμόθωρο ασήμι, πορτσελάνες διαλεχτές, ποτήρια κρουσταλλένια, χοντρά και διάφανα, μινιατούρες, αγαλματάκια, στατουέττες ξύλινες σκαλισμένες, που παρασταίνανε κομπόλντους, νάνους ή γιγάντους της μυθώδικης Ελβετίας, μετάξια, πανιά, υφάσματα σπάνια, τρέλα, του Τζουρίχου, από τα χίλια διακόσια και τόσα· όλα συγυρισμένα σε τραπεζάκια, σε γκεριντόνια, σ' εταζέρες, παντού παντούθε.
Όσο έρημο, απομονωμένο και λιγάκι παραιτημένο από τον ίδιο, που συχνά εκεί δεν πήγαινε, κι αν ήτανε το σαλόνι, ωστόσο έμοιαζε ζωντανό, από τα μύρια τα πραματάκια που μήτε τα μισά δεν αναφέραμε και που δε συνηθίζουνε να στολίζουνε κάμαρες ρωμαίικες, επειδή αρχίζει μόλις σε μας ο πολιτισμός και τ’ ασήμαντα εκείνα, τα τιποτένια, τα λεγάμενα bibelots, δηλαδή, όπως νομίζουνε κι ετυμολογούνε, κοκαλάκια ή ζάρια, πάει να πει μικρούτσικα πραματάκια χωρίς αξία και για πέταμα, τα μικρούτσικα λοιπόν αφτά πραματάκια που δεν αξίζουνε και που τα ρίχνεις, έχουνε διπλή σημασία και δυο οι όροι της ύπαρξης τους· θέλουνε γούστο και θέλουνε παράδοση, μ' άλλα λόγια, ιστορία μακρινή.
Ο Αντρέας ζούσε στο σπιτάκι του το καμαρωμένο, αποτραβηγμένος. Γνώριμους είχε, δεν είχε φίλους, όξω από έναν κάποιο Λωζανέζο, μουσικό, βιολονίστα, τον Καμέκο, που έμελε κιόλας να παίξει ρόλο στα βιογραφικά του. Με Ρωμιούς σχετιζότανε λίγο, μάλιστα διόλου, αν και περνούσανε άπειροι από τη Λωζάνα. Τους ήξερε, αχ! Τι παράξενη ράτσα και τι αχάριστη! Όλο κι όλο τον εαφτό τους να συλλογιούνται οι χριστιανοί! Προ δυο μήνες, ήρθανε από την Πόλη μια φαμελιά, καθίσανε στου Gibbon το ξενοδοχείο, που έχει δα και παγκόσμια φήμη. Εσύ άξαφνα που είσαι απλός Εβρωπαίος, τίποτα δε σου φαίνεται να κατεβείς στου Gibbon. Έτσι μήτε το υποψιάστηκε ο Αντρέας, πως είχε τίποτις το ξενοδοχείο, που να τους πειράξει. Ωστόσο κι από το πρόσωπό τους το καταλάβαινες πως κάτι τους ενοχλούσε, πως ρίχνανε γύρω τους ματιές, μήπως τους κοιτάζει κανένας, να τους πάρει στο ψιλό, και στραβομουριάζανε. Μια μέρα, ένιωσε ο Αντρέας τι τρέχει·
— «Λοιπόν ο Gibbon εδώ καταστάλαξε, στη Λωζάνα,...» του λέει ο φαμελιάρχης με νόημα.
Ο άγγλος ο Gibbon είχε γράψει μια Ιστορία της Βυζαντινής Αφτοκρατορίας, σε μια εποχή όπου κανένας, όξω από το γάλλο το Lebeau, δεν πρόσεχε στο Βυζάντιο. Η εργασιά του φυσικά στάθηκε χρήσιμη στην επιστήμη, αφού της έδωσε αφορμή να προχωρήσει. Έκαμε όμως ο άγγλος τ’ ασυχώρητο λάθος να μιλήσει για παρακμή της Αφτοκρατορίας της ρωμαϊκής, να δηλώσει μάλιστα κι απαρχής στον τίτλο του, πως ο λόγος του για παρακατιανής σειράς αφτοκρατορία, για ξεπεσμούς κι αφανισμούς· History of the decline and fall of the roman Empire. Ο Ρωμιός όμως το ‘παιρνε από μέρος του Άγγλου για προσβολή ατομική, κι έτσι τώρα η φαμελιά του ξενοδοχείου, φαμελιά καλλιεργημένη, να μην ξεχνούμε, μια κι άκουσε για Γκίμπωνα, θάρρεψε με τα σωστά της, πως στις σκάλες ή στο κοινό τραπέζι, όταν τρώγανε, οι άλλοι ταξιδιώτες, που πιθανό να μην είχανε για Γκίμπωνα χαμπάρι, τους καταφρονούσανε αφτούς, επειδή ο Γκίμπωνας καταφρόνεσε το Βυζάντιο.
Ίσως πάλε στο βάθος—έπρεπε όμως, έλεγε ο Αντρέας, να πάει κανείς στο βάθος πολύ, μα πολύ — βέβαια, για τον Γκίμπωνα ίσως να είχανε κάποιο δίκιο, αφού, στην αντίληψή τους, αδίκησε το έθνος, αν και δε μοιάζει δυνατό, ένα έθνος ν’ αδικηθεί από τη γνώμη ενός αθρώπου, όταν το έθνος τραβά μπροστά του τον ίσιο δρόμο. Μα και δίκιο να είχανε, δε σημαίνει πως ο Ρωμιός δε ζαλίζεται και δε σε ζαλίζει ολοένα με το εγώ του και με το φιλότιμό του. Αχ! τους ήξερε ο Αντρέας κι ενώ ήξερε το γένος το αλαφρόμυαλο, το προληψιάρικο, τ’ αχάριστο και τ’ απρόδεφτο, μολατάφτα δούλεβε για το έθνος αφτό, μεθούσε στην εργασία, ο νους του ανέβαινε αψηλά κι αναγάλλιαζε στα ουρανοβασίλεια της Ιδέας. Είχε σύστημα όσο παίρνει παράξενο· τα βιβλία που έγραφε, δράματα ή ρομάντζα, τα τύπωνε και τα φύλαγε σπίτι του σε μιαν αποθήκη. Δεν καταδεχότανε να τα μοιράσει. Τώρα, στη Λωζάνα, περνώντας μπροστά στο άγαλμα του Ελβετού ταγματάρχη, πιο σωστά μαγιόρου Νταβέλ, διάβαζε τι έχει χαραγμένο από την κάθε μεριά του στυλοβάτη, αριστερά· Εκείνο που κάνω δεν είναι μιας μέρας έργο, και δεξιά· Ο θάνατος μου θα σταθεί χρήσιμος στην πατρίδα.
— «Έτσι, στοχαζότανε, κατόπι και για μένα.»
Ζήτημα δεν είναι πως να ζει κανείς σαν τον κούκο, καθώς ζούσε ο Αντρέας στη Λωζάνα του, έφκολα καταντά πληχτικό. Μόνος το πρωί, σα σηκώνεσαι, μόνος το μεσημέρι στο πρόγεμα, μόνος το βράδυ στο δείπνο, τι γίνεσαι; Στο μεταξύ, βέβαια, πας, έρχεσαι, περπατάς, σεργιανίζεις, πάντα μόνος όπως κι αν είναι. Αλήθεια που ο Ρωμιός, μ' όλες τις φωνές του, μ’ όλο το θόρυβο, μ' όλη του την άσωτη μωρολογιά, ζει μόνος του μέσα του και δάφτος, όχι μαθές από ιδιαίτερη αγάπη της εσώψυχης ζωής, μα γιατί φοβάται ο ένας τον άλλονε κι έτσι φυλάγει μέσα του τα σημαντικότερα, μήπως μαθεφτούνε και τον πειράξει κανείς αμέσως. Για τούτο κιόλας, από συνήθεια προγονική, τόσοι και τόσοι Ρωμιοί της πένας δε λένε ποτέ τους τι γράφουνε, μη λάχει και τους το αναποδογυρίσει κανένας φίλος μ' ένα λόγο, με μια επίκριση, μ' ένα γέλιο, προτού γραφεί.
Τέτοια συστήματα, ο Αντρέας πια τα παράκανε, αφού δεν έλεγε τίποτα σε κανένανε, ακόμη και σαν είχε τελειωμένο εκείνο που ετοίμαζε. Τη μοναξιά την ήθελε τώρα κι από άλλη μια αιτία. Του χρειαζότανε ησυχία, ύστερις από τις φουρτούνες, τις παντοτινές ανεμοζάλες που χάρηκε στα Παρίσια τα τελεφταία χρόνια, με τη σιχαμένη. Τραβηγμένος στο μικρούτσικο τ’ αρχοντικό του, ακόμη πιο πολύ στο έργο του κλειδωμένος, επειδή κάτι πάλε καταπιάστηκε, που ήτανε αφτό και καλός οιωνός, δηλαδή ένα σημάδι ανάρρωσης, ο Αντρέας αποφάσισε να μην έχει άθρωπο σπίτι. Τον ενοχλούσε φοβερά, σταναχωριότανε με το παραπάνω, σαν ήξερε πως είναι μέσα, πλάγι του, κανείς και τον ακούει, ενώ βροντοφωνά στίχους ή τραγουδά τίποτις άριες. Τα βόλεψε λοιπόν τα πράματα περίφημα. Το πρωί, ξυπνώντας, έβρισκε στο μεγάλο προσκεφαλιάτικο τραπέζι του, ό,τι αναγκαίο για να ψήσει ο ίδιος την τζικολάτα του, που αποβραδίς του τα ετοίμαζε όλα η κερα-Ελένη, μια γριά γειτόνισσα. Η κερα-Ελένη άλλη αποστολή δεν είχε παρά να συγυρίζει το απάνω πάτωμα, όταν ο Αντρέας ήτανε κάτω, κι όταν ήτανε απάνω, το κατιανό. Έτσι, δεν την έβλεπε ποτέ του, παρά καμιά φορά σαν πήγαινε μοναχός του να τη βρει, τόσο δυνατή μέσα μας είναι η λαχτάρα της συναθρωπιάς.
Την πρωινή εκείνη όπου κατέβηκε στο σπουδαστήρι του, νωρίς κιόλας, τραγουδώντας Ουγκενότους, όρεξη καμιά δεν είχε να μωρολογήσει με την κερα-Ελένη. Πρίμα πήγαινε η δουλειά του·
Εκεί που η φωνή του χάδεβε λες το σκοπό, που η ψυχή του γύρεβε να του δώσει τη χρειαζούμενη την έκφραση, τον πόνο συνάμα και το θάρρος, χτυπά τ’ αφτί του άλλο τραγούδι, μαγεφτικό, μεγαλόπρεπο, γλυκόηχο, χιλιόφωνο κι αρμονικό· οι δώδεκα οι καμπάνες της χώρας — δηλαδή εφτά της Παναγιάς, που είναι δα η επισκοπική εκκλησιά, η μητρόπολη της Λωζάνας, τέσσερις του Άγιου Φραντζέσκου, μια του Άγιου Λαβρέντιου — βαρούσανε μαζί, ενώ στην αργοσήμαντη μελωδία, ξεχώριζες με τον καθάριο τον αέρα, το φα και το σι μπεμόλ που βαριοαναστενάζανε η Μαρία Μαγδαληνή κι η Κλεμεντία, όπως ονομάζανε τα δυο θεόρατα παλιά κουδούνια της Παναγιάς.
Ήτανε γιορτή και το κατάλαβε ο Αντρέας από τις καμπάνες. Τόσο τονέ συνέπαιρνε το ουράνιο το τραγούδι, που μόλις άκουσε στην πόρτα του σπουδαστηρίου έναν κρότο ψιλό ψιλό, σα να ζητούσε κανείς να μπει μέσα.
— «Ομπρός», πρόσταξε ύστερις από δυο τρία λεφτά, σαστισμένος που δε γελάστηκε, δυσαρεστημένος μάλιστα πού τι γύρεβε κανείς τέτοια ώρα στο γραφείο του;
Κοίταξε. Άνοιξε η πόρτα, ότι που είπε ομπρός, ξέθαρρα. Μια κόρη, ακόμη πιο ξέθαρρη, απλή και όμορφη, έκαμε πέντε βήματα, χωρίς δειλία καμιά, μα χωρίς το παραμικρό ξετσίπωμα, στην κάμαρα μέσα, με τρόπο που βρέθηκε αμέσως μπροστά στον Αντρέα·
— «Η θεια μου, η κερα-Ελένη, Κύριέ μου, αναγκάστηκε να πάει όξω, στην εξοχή, με τις γιορτές, και μ' έστειλε σήμερα για τα συγύρια.»
— «Πολύ καλά», της αποκρίθηκε, αφήνοντας μια στιγμή την πένα του στο τραπέζι.
— «Ν’ ανεβώ το λοιπόν απάνω;»
— «Ν’ ανεβείς και βέβαια.»
Χαιρέτησε μ' ένα κινηματάκι του κεφαλιού, γύρισε μάνι μάνι στην πόρτα, έφυγε και πήρε τις σκάλες.
Ο Αντρέας ξακολούθησε τη δουλειά του. Άφηνε όμως και πάλε την πένα του κάπου κάπου, κι άθελά του συλλογιότανε άλλα. Του ερχότανε τώρα δυσαρέσκεια. Ήσυχα εργαζότανε, χαρούμενος πρώτη του φορά, ύστερις από μήνες και μήνες. Του κάκου! Να σου άξαφνα που γιουρουντίζουνε σπίτι του, ξέγνοιαστα κιόλας, ποιος θαρρείς; Μια γυναίκα! Μια γυναίκα στο σπουδαστήρι του το μοναχικό, στο κελί του, όπου προσπαθούσε να γλιτώσει από την ανάμνηση μιας άλλης γυναίκας — της σιχαμένης εκείνης — ενώ σύγκαιρα, με σέβας, με θρησκεία, θυμότανε τη Φλώρα του την καημένη, που την έβλεπε στα μάτια του λες, όσο θωρούσε το γραφείο του τ’ αντικρινό.
Κορυφώθηκε η δυσαρέσκεια του Αντρέα, κόντεψε να γίνει πια η δυσαρέσκεια θυμός, όταν άκουσε από πάνω, κρουσταλλόηχο και πεταχτό, ένα τραγούδι. Αφτό πια δεν το πρόσμενε. Και δεν ποφέρνεται. Στοχάστηκε, ιδιοστιγμίς να τη φωνάξει, να τη διώξει. Τι ασέβεια! Ένα παλιοκόριτσο εκεί, άγνωστό του, να ‘χει την αφτάδεια, να του χαλνά το κέφι του, την εργασία του, να του παίρνει τ’ αφτιά του με τις ανοστιές, με τις αηδίες που έψελνε, να τολμά! Κι άλλα τέτοια ρωμαίικα —ή ποιητάδικα, γιατί κι ο ποιητής, ματάκια μου, πού να το καταδέχεται, πού να το παραδέχεται πως υπάρχει στον κόσμο κανένας όξω από το εγώ του, άλλη ποίηση από την ποίησή του;
Υποψία δεν είχε το άμοιρο το κορίτσι για τη φουρτούνα που ξέσπανε κάτω στα σωθικά του Αντρέα. Τραγουδούσε το παιδί, έτσι, ασυλλόγιστα, λέφτερα, φυσικά της, επειδή το τραγούδι της είχε καταντήσει σαν είδος σύντροφος, όπως δα και για τον Αντρέα, μόνο που ο Αντρέας το καταλάβαινε για τον εαφτό του, δεν το σήκωνε σε μια φτωχή δούλα. Πού να ξέρει εκείνη; Ορφανή από μάνα κι από κύρη, την είχε αναθρέψει σ' ένα χωριό της ακρολιμνιάς, κοντά στη Λωζάνα, η θεια ίσια ίσια, η κερα-Ελένη με τον άντρα της τον μπαρμπα-Αντώνη, που τη λατρέβανε κι οι δυο τους. Ήτανε γεωργοί. Γεωργικά, που να πεις, μέσα στους κάμπους, στα χωράφια, στα λουλούδια, στα σπαρτά, μεγάλωσε η κοπέλα, τίμια, έφτυμη, γελαστή, πρόθυμη, με το χαραχτήρα της τον ίσιο, με τα ήθη της τ’ απλοϊκά, δίχως να σκαμπάζει γρυ από τα μαραφέτια, τα τερτίπια, τους περιορισμούς και τους τάχα καλούς τρόπους του πολιτισμού. Νάζια και ψεφτιές τα ‘λεγε τα τέτοια, με το προτεστάντικο εκείνο το ξέθαρρο, το σίγουρο, το θεμελιωτό, που είχε παρατηρήσει ο Αντρέας την ψεσινή στην πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου. Ακόμη και τώρα που η θεια της, από λόγους υγείας, ίσως και γιατί μάζωξε μερικά παραδάκια, ήρθε να κατοικήσει στη χώρα, ενώ προτιμούσε φαίνεται, συνηθισμένος κιόλας ο γέρος, τον αέρα της εξοχής, η ανιψιά δεν άλλαξε ύφος. Άδολο, αθώο κορίτσι, με τη συνείδησή του διαμάντι, κι εργατικό, γιατί να μην τραγουδά; Ελβετιά είναι δω, τι θαρρείς; Όλοι τους ένας κι ένας.
— «Σαν τι να λέει ωστόσο το τραγούδι της»; ρωτούσε με το νου του ο Αντρέας, που ποιητής όπως ήτανε, ήτανε κάπως και διπλόψυχος. Δηλαδή. Από τη μια μεριά θύμωνε μέσα του ο άθρωπος, λύσσιαζε ο Ρωμιός· από την άλλη, ονειρόπλεκε ο ποιητής, ξέταζε ο ψυχολόγος. Ξέταζε νομίζω άθελά του κι ο γυναικολόγος, αν επιτρέπετε, μ' άλλα λόγια, ένας που στην ύπαρξή του πάρα πολύ σημαντικό, μπορεί μάλιστα και κύριο ρόλο παίξανε οι γυναίκες, κι έτσι, δύσκολο να μην του ανοίξει την όρεξη ένα πρόσωπο γυναικήσιο, για να μάθει τουλάχιστο σαν τι να είναι, όχι μόνο το τραγούδι, Μα κι η γυναίκα που το τραγουδά.
Έτσι, σε πέντ’ έξι λεφτά, ύστερις από το βουβό ρώτημά του για το τραγούδι, καταστάλαξε, χωρίς ο ίδιος να νιώσει πώς, στο ακόλουθο το ρώτημα·
— «Ποιο να είναι τ' όνομά της;»
Δεν άργησε να του ξαστερωθεί και τ’ όνομα και το τραγούδι.
Αφού πέρασε μια, μιάμιση ώρα, καλά καλά δεν ήξερε ο Αντρέας, δεν είχε και το νου του να κοιτάζει ρολόγια, να σου πάλε η πόρτα που χτυπά.
Σα να το πρόσμενε, γιατί αμέσως αποκρίθηκε·
— «Ομπρός!»
Και να σου πάλε η φιληνάδα. Προχωρεί ως τη μέση της κάμαρας, στέκεται μπροστά στον Αντρέα και του δηλώνει, με το ύφος της εκείνο το ήσυχο και το πασίχαρο·
— «Τέλειωσα, Κύριέ μου, εκεί απάνω. Τώρα, σαν αγαπάτε, να μ' αφήσετε, για να συγυρίσω εδώ.»
Απόμεινε ξερός ο Αντρέας. Τ’ άκουγε και δεν το πίστεβε.
— «Μα είναι άξια, είπε μέσα του, γλήγορα να με διώξει κι από το σπίτι.»
Χαμογέλασε. Δεν έβρισκε όμως τι να της αποκριθεί, τόσο παραξενεύτηκε με το λόγο, κι άλλαξε ομιλία·
— «Πώς, σε λένε;»
— «Αγνή.»
Τ’ όνομα του άρεσε, πολύ μάλιστα.
— «Και ποιο τ’ απάγγελμά σου;»
— «Εγώ; Είμαι ράφτρα. Ράφτης ήτανε κι ο πατέρας μου.»
— «Ήτανε. Δεν είναι;»
— «Πατέρας μου και μητέρα σήμερα ο θειος μου, ο μπαρμπα-Αντώνης, κι η θεια μου η κερα-Ελένη, που έφυγε πρωί πρωί στου αντρός της.»
Μιλούσε ως και για την ορφάνια της απλά, φυσικά, χωρίς αναστεναγμούς και χωρίς να νομίσει, πως έπρεπε ν’ αναποδογυρίσει το πρόσωπό της από τη θλίψη. Έμοιαζε μόνο σα βιαστική να ξεμπερδέψει από τα ρωτήματα, να ξακολουθήσει τα συγύρια της.
Μα η περιέργεια του Αντρέα δεν την άφησε.
— «Για πες μου. Εγώ καταγίνουμαι σε στίχους, σε ποιήματα, σε τραγούδια, σ' άλλα τέτοια, στα φιλολογικά, που λένε...»
— «Αλήθεια;» τον αντισκόβει και τον κοιτάζει.
— «Ναι, αλήθεια», της κάνει ο Αντρέας, σα λιγάκι σαστισμένος. «Γιατί; Αγαπάς τάχα τους στίχους;»
— «Τρελαίνουμαι.»
— «Τότες, σε παρακαλώ, θέλω ν’ ακούσω τι λόγια τραγουδούσες εκεί απάνω.»
— «Μπράβο. Αμέσως. Τραγουδώ έτσι κάποτες, επειδή και με βοηθά το τραγούδι στη δουλειά.»
Περίεργη εντύπωση του έδινε τώρα ο λόγος. Μήπως και κείνονε δεν τονέ βοηθούσε το ίδιο; Τι πείραζε που η δουλειά τους διαφορετική; Πάντα δουλειά και πάντα τραγούδι. Καταλάβαινε αγάλια γάλια ότι μια στιγμή πρωτύτερα του φαινότανε αταξία.
Άρχισε η Αγνή και του ξεστήθισε δυο στροφές, τη μιαν απάνω στην άλλη·
Celle que j’aime est si rieuse!
A-t-elle garde sa gaieté ?
De l’avenir peu soucieuse,
M’a-t-elle une fois regretté ?
Rapide comme l’hirondelle,
Cette nuit je voudrais aller,
Aller lui dire que loin d’elle
Mon cœur ne peut se consoler.
Envole-toi vers cette femme,
Brise des soirs, brise des nuits.
Avec mon cœur, avec mon âme,
Brise des nuits, va, je te suis.
Του ξεστόμισε η Αγνή τους στίχους, απλά και άδολα, δίχως τις ντροπές, τα νάζια, τα κοκκινίσματα που τα κορίτσια τα συνηθίζουνε, άμα η κουβέντα για την αγάπη. Ωστόσο, το σημείωσε και τούτο μέσα του ο Αντρέας, να, που για να τραγουδήσει σε ξένο σπίτι, διάλεξε τραγούδι όπου ο άντρας μιλά για την ερωμένη, όχι όμως η ερωμένη για τον άντρα, με τρόπο που κι αν την άκουγες, δεν έμοιαζε σα να τα ‘λεγε αφτή.
— «Νόστιμο τραγουδάκι και νόστιμοι στίχοι», της λέει δυνατά, ενώ παρατηρούσε με το νου του·
— «Σα να μάντεψε τα ιστορικά μου με το τραγούδι της. Σα να το κατέχει πως λυπάται κανείς ως και την αλαφρόμυαλη, ως και την άπιστη, πως η καρδιά μας θέλει παρηγοριά...»
Την κοίταξε, πιο προσεχτικά μάλιστα παρά που έκαμε ως τότες. Μάβρα, ολόμαβρα, πηχτά πηχτά μαλλιά. Μάτια γαλανά, ένα φως που πρόβελνε λες να φέξει από το σκοτάδι μέσα τω μαλλιώνε της. Μια μυτίτσα έξυπνη, μια σταλούλα στραβή. Ξυπνάδα και καλοσύνη έγραφε το πρόσωπό της όλο. Και κάτι στήθια, η διαολεμένη! Πυργωτά.
Παρατήρησε ο Αντρέας πως είχε γύρω στο λαιμό της ένα μαντιλάκι μεταξωτό τυλιγμένο, αν και δεν έκανε διόλου κρύο.
— «Σου πονεί ο λαιμός σου;» τη ρωτά.
Το χαρούμενο το κορίτσι άξαφνα σκυθρώπιασε· σύννεφο περεχύθηκε στ’ ανοιχτά της τα μυσείδια. Σα να δυσαρεστήθηκε κιόλας.
— «Τίποτα δεν είναι», του αποκρίθηκε η Αγνή και για ν’ αλλάξει τώρα και του λόγου της ομιλία, του είπε, προχωρώντας ακόμη λιγάκι προς το γραφείο του·
— «Εμένα δε με πειράζει να είστε δω, για τα συγύρια μου. Ώστε, αν αγαπάτε, αρχίζω αμέσως και συγυρίζω.»
Αφτό πια τον ξύπνησε τον άθρωπο. Κουβέντες, γιατί όχι; Μα να κάθεται να τηρά ο Αντρέας πως σαρώνει ένα κορίτσι, πάει πολύ.
— «Προτιμώ, της λέει μ' ένα ύφος εβγενικό, μα σαν ψυχρούτσικο, να σ' αφήσω ήσυχη, να συγυρίσεις όπως ξέρεις.»
— «Μου έκαμε η θεια τις χρειαζούμενες παραγγελιές», γυρίζει και του απαντά μ' ένα χαμόγελο.
Σα να θέλησε ο Αντρέας να τ’ αρπάξει και να φύγει, γιατί δίχως να ξακολουθήσει την ομιλία, το ‘στριψε κι ανέβηκε απάνω.
Ανέβηκε απάνω, μα δε στάθηκε στην κρεβατοκάμερή του. Τράβηξε ακόμη πιο αψηλά. Έτυχε ίσια ίσια, το σπιτάκι του Αντρέα να είναι το μόνο στη Λωζάνα που να ‘χει στη στέγη του ταράτσα, σωστή λοιπόν ουρανιά, όπως λένε στα χωριά μας, απ' όπου δηλαδή χαίρεσαι τον ουρανό, και πειδή μάλιστα βρισκότανε το σπιτάκι τραβώντας προς το ύψωμα του περίφημου Σινιάλε ή Σημαδιού, ξάνοιγες από την ταράτσα μια θέα μοναδική.
Μα ο Αντρέας, όσο έπαιρνε τα σκαλοπάτια ένα ένα, δε συλλογιότανε ακόμη τη θέα, που ποιος ξέρει τι μυστικό ψυχόρμητο λεφτεριάς, τι ανάγκη ανάσας ηθικής τον έσπρωχνε τώρα να την απολάψει. Ο Αντρέας μας συλλογιότανε κάτι άλλο, παράξενο. Σαν κοίταξε στο σπουδαστήρι του την Αγνή πιο προσεχτικά, στεκότανε το κορίτσι πιο κοντά στην πόρτα παρά στο γραφείο του. Κι έτσι, κάπως από μακριά, με τα ματάκια της κιόλας που στον ίσκιο λάμπανε τα δυο ζαφείρια τους, τα μαλλιά της μοιάζανε μάβρα, ολόμαβρα. Όταν η Αγνή προχώρησε λιγάκι, κατάλαβε ο Αντρέας πως γελάστηκε. Δεν το κατάλαβε δηλαδή τη στιγμή την ίδια· το καταλάβαινε άξαφνα στις σκάλες, πηγαίνοντας προς την ουρανιά.
— «Καλέ, είναι μελαχρινή!»
Τόσο μόνο και ξακολούθησε.
Όταν έφτασε απάνω, έριξε μια ματιά και φώναξε·
— «Μπρε μωρέ, τι πράμα είναι αφτό;»
Ήτανε θάμα μονάχο. Από τη μια στην άλλη άκρη έβλεπες στην ταράτσα το μακρινό της λίμνης της απέραντης το μισοστέφανο. Μα το μισοστέφανο το ήξερε απαρχής, αν και ποτέ του δεν το παρατήρησε, δεν του γέμισε τη φαντασία όπως σήμερις. Άφησε όμως, φίλε μου, και το μισοστέφανο το ίδιο. Να, το χρώμα, το χρώμα εκείνο, τι θαματουργό που σου είναι! Πέσε, γονάτισε, δεήσου, γιατί τέτοιο χρώμα δε θα το ξαναδιείς. Κοίταξε, αδερφέ! Γαλάζι σωστό. Γαλάζι καθρέφτης, δίχως το ελάχιστο κυματάκι, την παραμικρή ζαρωματιά — σαν ατσαλάκωτη, ατέλειωτη, απαλόστρωτη ελπίδα.
— «Στο διάολο οι θάλασσες οι δικές μας, ακόμη και με τα νησιά τους!»
Περσότερο δεν μπορούσε να πει ο Αντρέας, θωρούσε συνάμα και το χρώμα τ’ ουρανού. Ποτέ του τέτοιο γαλάζι δεν είδε. Κι αναμεταξύ λίμνη κι ουρανό, σα να ‘πλεχε κάπου στον αιθέρα, ο γιγαντένιος ο μενεξές που έμοιαζε περεχυμένος στην αντικρινή τη βουνοσειρά, ο μενεξές ο δώθε κείθε στις κορφές και στα ψηλά τα βαθουλώματα καταχιονισμένος.
— Παράδεισος, μωρέ παιδί μου, παράδεισος είναι αφτός. Πού βρίσκεσαι, δεν το σκαμπάζεις. Κρέμεσαι στον αέρα και χαζέβεις. Και τις βαρκούλες εκείνες με τα λεφκά τους τα πανιά, δεν τις βλέπεις που αρμενίζουνε αλάργα κι ωστόσο η απανωσιά του νερού μνήσκει ατάραχη πάντα. Σα ν’ αρμενίζουνε μαζί τους και τα όνειρά μου τα λεφκά.
Ο Αντρέας κατέβηκε στο σπουδαστήρι του και τη στιγμή όπου πήγαινε ν’ ανοίξει την πόρτα, να σου κι η Αγνή που βγαίνει όξω·
— «Τέλειωσα, Κύριε, και χαιρετώ σας!»
Δεν απόσωσε το λόγο και φέβγει, μ' ένα χαμόγελο πάλε.
Ίσως να πρόσμενε άλλα ο Αντρέας· ίσως όρεξη να είχε να ξακολουθήσει τις κουβέντες, επειδή σα να μαχμούριασε που βιάστηκε τόσο η κοπέλα. Κοίταξε το λοιπό τα γραφεία του με προσοχή μεγάλη, ψιλολόγησε τα καθέκαστα, με τον κρύφιο πόθο να παρατηρήσει τίποτις που να μην το σκούπισε, όπως έπρεπε, που να μην το ‘βαλε στη χρειαζούμενη θέση, και να τη μαλώσει την αβριανή, όταν ξανάρθει —αν ξανάρθει δηλαδή!
Μα όχι μόνο ήτανε το κάθε πράμα, παστρικό, συγυρισμένο τώρα, στον τόπο του βαλμένο, παρά του φάνηκε ακόμη του Αντρέα, πως αφότου καταστάλαξε στη Λωζάνα, το γραφείο του δε χάρηκε τέτοια πάστρα, μήτε συγύρισμα τόσο μεθοδικό.
Κάθισε στην καρεγλίτσα του, να ξαναπιάσει τη δουλειά εκεί που την άφησε, σαν παρουσιάστηκε η φιληνάδα. Έριξε μια ματιά και στην καρέγλα του αντικρινού γραφείου, του γραφείου της Ειρήνης. Η καρέγλα σα να μη βρισκότανε απαράλλαχτα καθώς πρώτα, δηλαδή κολλημένη στο ξύλο. Ζύγωσε ο Αντρέας, ξέτασε, κατάλαβε πως το γραφείο του αφτό, λες και με ιδιαίτερη στοργή το συγύρισε η Αγνούλα.
Γύρισε στο γραφείο της Δουλειάς.
Ο Αντρέας ένιωθε μέσα του λιωμένος. Το γαλάζι της λίμνης του γέμιζε την ψυχή. Του φαινότανε σήμερις απίστεφτο, πώς μπόρεσε στον περίπατο του εχτές, να κλαίει, να καταριέται, να θυμώνει, να βλαστημά. Έφεβγε το μίσος, η φουρτούνα γινότανε γαλήνη, καλοσύνη γινότανε όλος ο Αντρέας. Σχωρνούσε. Σχωρνούσε, ναι, ως και τη σιχαμένη. Θυμήθηκε άξαφνα και το τραγουδάκι της Αγνής, το τραγούδι για τις άλλοτες αγαπημένες. Του πέρασε τότες μια ιδέα που θα την πει παράξενη όποιος δεν καρδιολόγησε τον άθρωπο. Πήρε την πένα του, να γράψει, να γράψει γράμμα της Παρισιάνας, της σιχαμένης της ίδιας! Κι αφτό δε σημαίνει διόλου πως μέσα του ξυπνούσε τάχα η αγάπη του η παλιά. Σήμαινε μονάχα πως μέσα του ξυπνούσε η αγάπη. Μόνο που δεν ήξερε ακόμη για ποιο αντικείμενο ξυπνούσε.
Εκεί όμως που πήγαινε ν’ αρχίσει το γράμμα του, άξαφνα, στοχάστηκε την Αγνή, και στάθηκε το χέρι του, επειδή ντράπηκε ο άθρωπος να γράψει της αλληνής.
Απόθεσε την πένα, σηκώθηκε μισοτραγουδώντας
κι έδραμε απάνω, να ξαναδιεί της λίμνης τα γαλάζια.
… don d’une main mourante…
Άλλαξε χαβά ο Αντρέας την αβριανή, όταν άνοιξε τα μάτια κι είδε το φως της μέρας. Άφησε τη μουσική και πήρε τους στίχους. Γιατί τάχα; Γιατί μαθές η Αγνή του είχε αραδιάσει τους στίχους της ατραγούδιστα; Ποιος ξέρει; Μπορεί να το ‘ριξε τώρα στην ποίηση, μόνο και μόνο επειδή το κεφάλι του έμοιαζε να είναι σωστή βιβλιοθήκη από ειδώνε ειδώνε ποιήματα, κι έτσι έπαιρνε πότε το ένα, πότε τ' άλλο.
Είτε ποίημα είτε μουσική, αλήθεια που για τον Αντρέα δεν έπαβε να είναι τραγούδι. Τους στίχους, τόντις, δεν τους έλεγε, τους τραγουδούσε, μ' ένα ρυθμό δικό του, με κάτι κινήματα κιόλας πότε του χεριού, πότε του κεφαλιού, που καθώς το παρατηρήσαμε απαρχής, λες και τους έπαιζε μπροστά σε κανένα δημόσιο, αφτός που φτάνει να ‘βλεπε δημόσιο, ας είναι κι από μακριά, για να βουβαθεί. Κατάβαθά του ο δύστυχος, ψυχοθέμελά του ένιωθε την ομορφιά του στίχου, και για να τη φανερώσει κάπως και στον εαφτό του, λίγα του ήτανε όσα λυγίσματα, τσακίσματα, ξεψυχίσματα, ξεχειλίσματα, φοβερίσματα και κατρακυλίσματα δύνεσαι να φανταστείς.
Εκείνη την πρωινή, κελαηδήσανε στο μνημονικό του δυο στίχοι, όχι! δυο μισόστιχα μονάχα του Λαμαρτίνου, κι άρχισε αμέσως με το δέφτερο, παραφήνοντας το πρώτο, προσωρινά· έβγαζε αργοπρόφερτα κάθε λεξούλα, σειώντας γλυκά γλυκά το κορμί του, ξαπλωμένος ακόμη στο κρεβάτι του, σα για να δώσει περσότερη έκφραση, και μελωδώντας κάθε συλλαβή·
… don - d’une main - mourante…
Έπειτα στεκότανε, σώπαινε, δεν τολμούσε να πάει πέρα, έσμιγε τις δυο του χούφτες, σα να γύρεβε να βαστάξει στα χείλια του το ακόλουθο το μισόστιχο, γιατί τόσο του φαινότανε ωραίο, μοναδικό, που πρόσμενε με σέβας ώσπου να κάμει κουράγιο και να το πει δυνατά·
— Image de mon Dieu!
Έπαιρνε πια φόρα. Ξέσμιγε τις χούφτες, τις τίναζε μπροστά του, για να προβοδέψει τάχα, για να συνοδέψει την εικόνα, μαζί της και το θεό.
Τότες πηδούσε από το κρεβάτι του ξαφνικά κι έβγαινε ορμητικά η στροφή αλάκαιρη, μ' όλο της το μεγαλείο·
Toi que j’ai recueilli sur sa bouche expirante,
Avec son dernier souffle et son dernier adieu,
Symbole deux fois saint, don d’une main mourante,
Image de mon Dieu !
«Image de mon Dieu, ψιθύριζε μέσα του ο Αντρέας, ενώ πήγαινε στη διπλανή κάμαρα να πλυθεί και ν’ αποσώσει την τουαλέτα του. Ποιος να είναι ο θεός μου εμένα, ποια εικόνα θεού να είναι η δική μου;»
Και συλλογιότανε ο Αντρέας πως ο Λαμαρτίνος, ο θρήσκος ο Λαμαρτίνος, καθώς νομίζουνε, καθώς όμως δε φαίνεται από μερικούς του στίχους που δείχνουνε ολότελα το ενάντιο, να, ίδιος ο Λαμαρτίνος δεν πίστεβε. Ο Αντρέας έβρισκε πως πιο τίμια φερνότανε από το Λαμαρτίνο, αφού και του λόγου του την έχασε την παιδική του την πίστη, δεν καμωνότανε όμως πως την είχε ακόμη. Κι αλήθεια, ο Αντρέας δε μελαχολούσε, όπως το συνηθίζουνε κάποτες στη Δύση, μάλιστα οι ποιητάδες, δε θρηνολογούσε που πάει τάχα πέρα για πέρα ο χρυσός της πίστης ο καιρός, και τώρα βλέπει γύρω του συντρίμμια μονάχα ο δύστυχος ο άθρωπος, που πρώτα είχε την πίστη του οδηγό κι άξαφνα μνήσκει ανοδήγητος. Διόλου. Του ήρθε αμέσως σαν ξαλάφρωμα, όταν έπεσε κάθε πρόληψη χάμω και στα συντρίμμια, που λένε, της πίστης, ανύψωσε το ναό της Ιδέας ή πιο ταπεινά, της δουλειάς της ήσυχης που για να γίνει, ανάγκη δεν έχει καμιάν ανταμοιβή, μήτε ουράνια μήτε γήινη. Θρησκεία του το έργο του. Κι ακατάπαφτα εργαζότανε ο Αντρέας.
Image de mon Dieu !
φώναξε ακόμη, και συλλογίστηκε το γραφείο του· κάτω, με τα διάφορα τα χαρτιά τα σκορπισμένα δώθε κείθε.
Όπως αγαπούσε πάντα μια γυναίκα, όχι δυο μαζί, έτσι πάντα ένα βιβλίο καταπιανότανε, σ' ένα είχε το νου του κλεισμένο, φυλακισμένο, σ' ένα μέσα ζούσε κι ανάσαινε. Από τον καιρό που κατέβηκε στη Λωζάνα, κάτι πολεμούσε να καταφέρει, κάτι ν’ αρχινήσει. Μα δεν τον αφήνανε ήσυχο τα περασμένα του, οι πίκρες, οι προδοσίες, οι καημοί. Λίγο λίγο καταστάλαξε όμως σ' ένα σκέδιο θετικό, πήρε σάρκα τ’ όνειρό του. Βάλθηκε, από εβλάβεια όσο κι από αφοσίωση, να γράψει τα ιστορικά του με τη Φλώρα την καημένη. Αχ! να το κιόλας το δικό του το
…don d’une main mourante…
το δαχτυλίδι εκείνο που του έδωσε πεθαίνοντας η άμοιρη. Το συλλογιότανε ο Αντρέας κι έκλαιγε. Μα ο στίχος σα να του έδινε κάποια δύναμη συνάμα, σα να ξυπνούσε ο ξένος ο ποιητής τον ποιητή που είχε μέσα του, και που κοιμότανε από την κούραση, από τη δυστυχία. Βιαζότανε άξαφνα ο Αντρέας να ετοιμαστεί, να κατεβεί γλήγορα στο σπουδαστήρι του, να ξαναχαρεί στα μάτια του το χαρτί του, να προσπαθήσει να ξακριβώσει πιο σωστά, να χαράξει πιο σίγουρα τις γραμμές της μορφής που μόλις την ξεδιάκρινε ακόμη εχτές, όταν ήρθε η Αγνή, και τόντις δεν είχε αποφασίσει ως τώρα τι θα γίνει, δράμα ή ρομάντζο. Και μόνο που έβαλε με το νου του ρομάντζο, δηλαδή λογοτεχνία, πήρανε οι λογισμοί του άλλο δρόμο·
…don d’une main mourante…
— «Οι ανόητοι! Τα ξόανα! Οι απελέκητοι! Τα ζώα! Μπούφοι και μπούφοι. Πήγαινε να τους γράψεις ρωμαίικα τίποτις παρόμοιο· μίλησε τους για χέρι που πεθνήσκει, φέρ’ το μ' όση τέχνη το ‘φερε ο Λαμαρτίνος, main mourante, και ν’ ακούσεις τι θα σου πούνε οι μπουνταλάδες της Αθήνας και της Πόλης, που θαρριούνται απόγονοι του Περικλή. Σιχτίρ, που λέει κι ο Τούρκος. Μπρε παιδάκι μου, το έργο σου εσύ και σκεψούλα μην τους χαρίσεις, τους ανίδεους.
Περίεργα λόγια ενός που για το δημόσιο γράφει και που το δημόσιο δεν καταδέχεται κάνε να το συλλογιστεί, συμπεραίνοντας πως η ακαταδεξιά, ίσια ίσια, είναι κάποτες το μόνο μέσο να μορφώσει κανείς λογοτεχνία και δημόσιο.
Πρόθυμος, αποφασισμένος, μάλιστα και χαρούμενος, κατέβηκε ο Αντρέας. Προτού ωστόσο ανοίξει την πόρτα του σπουδαστηρίου, νόστιμο που στάθηκε μια στιγμή, ποιος ξέρει από τι λόγο, να βάλει τ’ αφτί του, να καταλάβει ποιος είναι μέσα, μπας κι είναι πάλε η Αγνή; Βέβαιο πως θα την είχε τέτοια ελπίδα, επειδή, αφού μπήκε κι είδε την κερα-Ελένη, άλλαξε πρόσωπο, θέλησε κιόλας να την προστάξει αμέσως να φύγει, δίνοντας πρόφαση στον εαφτό του, πως του είναι ανυπόφορο να δουλέβει, όταν είναι κι άλλος μέσα.
Μα η κερα-Ελένη φαίνεται πως είχε όρεξη για κουβέντες. Δηλαδή, της σύφερνε να μάθει αν η ανιψιά της έκαμε τα συγύρια όπως έπρεπε, για να μείνει εφκαριστημένος ο κύριος Αντρέας, που ήτανε κάμποσο στράνιος στα τέτοια, για να μπορέσει και του λόγου της, αν τύχει, να στείλει το κορίτσι κι άλλη φορά.
— «Να με συμπαθάτε που δεν ήρθα εχτές, λέει του Αντρέα (γκρεμίσου, της αποκρινότανε με το νου του αφτός), ελπίζω να μη σας δυσαρέστησε η ανιψούλα μου.»
— «Όχι, της κάνει αδιάφορα ο Αντρέας που αφότου, βγήκε η Αγνή στη μέση, έβρισκε πολύ γλυκιά την κουβέντα της γριάς. Δε μυρίστηκε όμως πως ρωτούσε η φιληνάδα, για να τη στείλει καμιά μέρα στη θέση της· ειδεμή θα δήλωνε, πως πιο τέλειο συγύρι δεν έχει. — «Και είναι ράφτρα;» πρόστεσε με την ίδια την αδιαφορία.
Τάχα. Για να ξακολουθήσει την ομιλία, χωρίς να φανεί τίποτις. Δεν του πέτυχε όμως.
— «Ναι, ράφτρα η καημενούλα. Μα σήμερις αναγκάστηκε ν’ αφήσει στην μπάντα ραψίματα και ραφτική. Εχτές ήμουνε στου αντρός μου — θα σας το πρόφτασε δα — και δεν ήτανε καλά καλά στην υγεία του. Να καθίσω μαζί του, αδύνατο· οι δουλειές μου εδώ· έπειτα, το κλίμα εκεί μ' αφανίζει. Στοχάστηκα το λοιπό να του σπιδίρω την Αγνή, που τον αγαπά και ξέρει να νοιάζεται αρρώστους. Άμα γειάνει ο γέρος, ξανάρχεται το παιδί.»
Συλλογίστηκε ο Αντρέας, εκείνη τη στιγμή, πως αν μπορούσε με τα δυο του χέρια να της στραγγουλίσει το λαιμό, θα τον περέχυνε κάποια χαρά ουράνια. Έγινε τόσο άνω κάτω — μα γιατί κιόλας; — που είπε τουλάχιστο να της βάλει τα παπούτσια στο χέρι, να της δηλώσει πως περιττό να ξανάρθει, πως δε θέλει πια να ξαναδιεί στα μάτια του μήτε τη θεια μήτε τ’ ανηψούδι της.
— «Πώς δεν έμεινε, μουρμούριζε με το νου του, η ξαναμωραμένη στου αντρός της; Χρέος της.»
— «Να περατώσω τα συγύρια μου ή να φύγω, να μη σας ζαλίζω;»
— «Περάτωνε. Κάτι έχω να κάμω και φέβγω εγώ.» Πλήξη τον έπιανε στο σπουδαστήρι. Λαχτάρα του να βγει όξω, κάπου να πάει — κι ας κουρέβεται η δουλειά, στο γιαλό το δράμα ή το ρομάντζο. Περίεργο. Για να γράφει, για να πλάθει ο Αντρέας, δεν είχε ανάγκη από δημόσιο. Μα είχε απαραίτητη ανάγκη από γυναίκα. Έπρεπε ν’ αγαπά, για να γράφει.
Μακριά μακριά δεν πήγε. Όπως εχτές, ενώ συγύριζε κάτω η Αγνή, ανέβηκε στην ταράτσα.
Εκεί έμελε ο Αντρέας να καταλάβει, κι α δεν καταλάβαινε, ταραγμένος όπως ήτανε, θα καταλάβουμε στη θέση του εμείς, πως δεν υπάρχει δημιουργία, κι αφού είμαστε στη Λωζάνα, πως δεν υπάρχει ούτε Λίμνη της Γενέβης· υπάρχει μόνο το μάτι που κοιτάζει τη δημιουργία και τη Λίμνη. Μα ίσως μήτε αφτό να μην υπάρχει, παρά να υπάρχει μονάχα η ψυχή που είναι το μάτι μας τ’ αληθινό, η ψυχή που κοιτάζει. Για τούτο είναι πάντα βαρετές, πάντα μπόσικες όλες οι περιγραφές που βρίσκουνται σ' όλα τα μυθιστορήματα. Δεν το νιώσαμε ακόμη πως ο μυθιστοριογράφος περιγράφει τα πράματα όπως τα βλέπει αφτός. Και τι μας μέλει πώς τα βλέπει, εμάς που ο σκοπός μας είναι να ψυχολογήσουμε τα πρόσωπα; Κάθε πρόσωπο θα διει κάθε συντοπιά με το μάτι το δικό του, με την ψυχή του δηλαδή. Καλέ, τι λέω; Κάθε συντοπιά θ’ αλλάξει θωριά και νόημα με τη διάθεση που έχει το πρόσωπο. Αλλιώς θα τη διει στη χαρά, στη θλίψη αλλιώς. Η Λίμνη και σήμερα του έδειχνε το ίδιο το θέαμα, το ίδιο θάμα το μοναδικό. Από τη μια στην άλλη άκρη, θωρούσες από την ταράτσα το μακρινό της Λίμνης της απέραντης το μισοστέφανο. Με το χρώμα, το χρώμα εκείνο το θαματουργό. Σωστό γαλάζι. Γαλάζι καθρέφτης, δίχως το ελάχιστο κυματάκι, την παραμικρή ζαρωματιά — σαν ατσαλάκωτη, ατέλειωτη, απαλόστρωτη ελπίδα, που έλεγε χτες. Κι αναμεταξύ Λίμνη κι ουρανό, σα να ‘πλεχε κάπου στον αιθέρα, ξεχώριζε ο γιγαντένιος ο μενεξές που έμοιαζε περεχυμένος στην αντικρινή τη βουνοσειρά, ο μενεξές ο δώθε κείθε στις κορφές και στ’ αψηλά τα βαθουλώματα καταχιονισμένος.
— «Χιόνια, χιόνια και τα δικά μου! αναστέναξε ο Αντρέας. Μη γυρέβεις μενεξέδες. Οι μενεξέδες σου χιονισμένοι. Αποκλεισμένη τώρα κι η ζωή σου σε μιαν απέραντη, ατσαλάκωτη, απαλόστρωτη μονοτονία. Καλέ, τι μονοτονία; Βαριομάρα είναι αφτό. Γαλάζι κι όλο γαλάζι. Αχ! να πνιγεί κανείς μέσα, να τελειώσει…
….don d’une main mourante…
Θα το φυλάξω αιώνια το δαχτυλίδι. Σήμανε η ώρα μου η στερνή Του κάκου αρμενίζουνε όνειρα λεφκά στην απανωσιά του νερού. Εδώ προκοπή δεν έχει. Αδύνατο να βγούνε αλάργα, στο ανοιχτό. Μου το αποεικονίζει ακόμη καλύτερα η Λίμνη και μου δείχνει, σε τι φυλακή βουνοπιασμένη βρίσκεται η ψυχή μου. Αχ! κι οι μενεξέδες, που το χρώμα τους εχτές μ' απομάγεβε, να τους σαν ξεθωριασμένους. Λερό μοιάζει μέσα στα χώματα και το χιόνι. Το γαλάζι χλωμό, ξεψυχισμένο, ανήμπορο, άσπρο, δίχως ελπίδα, δίχως φως!...»
Κάτι ωστόσο, ενώ έτσι μονολογούσε, κάτι τον τραβούσε τον Αντρέα κάτω στο σπουδαστήρι. Τι πρόσμενε τάχα; Να διει αν ήτανε συγυρισμένα τα γραφεία του — μαζί με το άμοιρο το γραφείο της Ειρήνης, που το είχε τόσο νόστιμα συγυρισμένο η Αγνούλα; Ή ν’ αρχίσει τα ιστορικά της Φλώρας του, να τα κάμει δράμα, να τα κάμει ρομάντζο; Ή μήπως γύρεβε πιθανότερα να ξαναπιάσει με τη γριά τις κουβέντες, για — την ανιψιά της;
Τέτοιος βέβαια ο σκοπός του, επειδή μόλις βρέθηκε στο σπουδαστήρι του, και ρώτησε αμέσως την κερα-Ελένη, έτσι, σα να μην έδινε σημασία — θα το είχε ο μαργιόλος προτοιμασμένο στην ταράτσα, ενώ τα ‘ψελνε της Λίμνης της καψερής —
— «Και πονεί πάντα ο λαιμός της;»
— «Ποιανής λαιμός, αφέντη;»
— «Μα της ανιψιάς σου, εννοείται, ο λαιμός, αφού τον είχε κιόλας τυλιγμένο σ' ένα χοντρό χοντρό μαντίλι.»
Χοντρό το μαντίλι δεν ήτανε· ήτανε ψιλό μαντιλάκι. Το είπε όμως χοντρό χοντρό, για να φανεί πως δεν του άρεσε, όχι μαθές πως του φάνηκε όμορφο άξαφνα το μαντίλι. Να μην καταλάβει κανείς!
— «Ο λαιμός της, ο λαιμούλης της, αχ! αναστέναξε η γριούλα. Καλέ, δεν της πονεί ο λαιμός. Είναι το δυστύχημα εκείνο!»
Άκουσε δυστύχημα ο Αντρέας. Ταράχτηκε.
— «Τι δυστύχημα;»
— «Δε σου τα δηγήθηκε;»
Κάμποσο ανόητο της θειας το ρώτημα, επειδή πώς να δηγήθηκε, αφού ο Αντρέας δεν ήξερε;
— «Όχι βέβαια. Τι τρέχει;» Ανταρεμένος ο φίλος.
— «Δεν τρέχει τίποτα. Έτρεξε. Να, είναι ιστορικό του παλιού καιρού. Έξι χρονώ ήτανε το τσαμένο. Έπαιζε στην κάμαρα. Δίνει άξαφνα μια σκουντιά σ' ένα τραπεζάκι όπου στεκότανε λάμπα με πετρόλαδο. Περεχύνεται η λάμπα, η φλόγα πετιέται στο φουστανάκι της, την περιζώνει, την καίει... Αχ! πως γλίτωσε, αφέντη, και γω δεν το κατέχω. Καλά που βρισκόμουνε τότες εκεί, στης αδερφής μου, στης μάνας του παιδιού. Όρμησα με τις πρώτες φωνές. Την άρπαξα, την έσφιξα σφιχτά σφιχτά στην αγκαλιά μου. Έτσι έσβησε η φωτιά. Η μικρή όμως μας απόμεινε καμένη. Της έφαγε η φλόγα το λαιμό, τα χεράκια της, ένα της σκέλι, τη μέση της ολόγυρα, που όλα τους είναι ακόμη και σήμερα σημαδεμένα. Μου τα δείχνει κάποτες η δύστυχη και βλέπω τα ματάκια της τι πόνο που σου τον έχουνε. — «Ποτέ μου, λέει, θείτσα, εγώ δε θ’ αγαπήσω· ποτέ μου δε θ’ αγαπηθώ. Εμένα ποιος με θέλει;» Το άμοιρο το παιδί μου, γιατί σαν κόρη μου την έχω! Οι γιατροί μας είπανε ωστόσο πως πρέπει να είναι η κράση της σίδερο, για να μπόρεσε ν’ αντέξει σε τέτοια πυρκαγιά.»
— «Τέλειωσες τα συγύρια σου, κερα-Ελένη;» κάνει βιαστικά ο Αντρέας.
— «Ορίστε, ορίστε, μια σκουπισιά — να της κιόλας — και πάω απάνω!»
— «Πήγαινε με το καλό», είπε μέσα του ο Αντρέας, που εκείνη τη στιγμή λαχταρούσε για μοναξιά.
Κάμποσο περίεργο που όσο κι αν τον είχανε ταράξει τα λόγια της γριούλας, δεν κάθισε ο άθρωπος στην πολθρόνα ή στο σοφά, να συλλογιέται την Αγνή και να ονειροπλέκει, αν και θεοφάνερο πως ύστερις από τη δήγηση της θειας, άλλο δεν έβαζε με το νου του παρά το δυστύχημα της Αγνούλας. Όχι. Κάθισε ο Αντρέας στο γραφείο του. Πήρε τα χαρτιά του. Αποφάσισε αμέσως πως θα σκαρώσει δράμα — δράμα σπαραχτικό — με τα παθήματα της Φλώρας. Κι άρχισε την ίδια στιγμή. Έγραψε και τον τίτλο· Το δαχτυλίδι.
— «Ορφανές και οι δυο τους. Κι οι δυο τους δυστυχισμένες!»
Να παρατηρήσουμε πως συνένωνε τώρα τη σκέψη της Αγνής με τη σκέψη της Φλώρας — όχι της αλληνής, όπως εχτές. Ως την ώρα εκείνη κάτι μέσα του ίσως να έλαμπε, ίσως κάτι να του προμηνούσε το φως. Μα η αληθινή σπίθα της αγάπης στα σωθικά του, έφεξε τη στιγμούλα όπου θυμήθηκε τα βάσανα της Φλώρας, όπου συνέσμιξε το αίστημα με το σέβας, με τον πόνο και με τη σπλαχνιά.
Ενώ γλιστρούσε ανεμπόδιστα η πένα του απάνω στο χαρτί, σύγκαιρα, γιατί έτσι παραλληλότροπα δυο ρέματα λογισμοί πάνε κι έρχουνται στο μυαλό μας, σύγκαιρα στοχαζότανε την Αγνή κι έλεγε πότε το ένα, πότε το άλλο, που με το δράμα του δεν είχανε τη σκέση την παραμικρή·
—«Δεν έπρεπε να της το πω για το λαιμό της. Πώς σκυθρώπιασε αμέσως η δύστυχη! Αμέ! Σα να γύρεβα να την πειράξω.»
Και συνάμα χάραξε η πένα, προσεχτικά, όμορφα, καλλιγραφημένα·
Σκηνή πρώτη.
— «Καλή ωστόσο η γριούλα μας, αφού τη γλίτωσε κιόλας.»
— Ένα μικρό ατελιέ όπου εργάζουνται τρεις τέσσερις μοδιστρούλες, η καθεμιά στο σκαμνάκι της, γύρω στο τραπέζι...
— «Το λοιπόν ο θειος της, θειος της καθαφτό δεν είναι, αφού η θεια της είναι της μάνας της αδερφή.»
— στην άκρη του τραπεζιού κάθεται...
— «Αλήθεια, ξέχασα να ρωτήσω τ’ όνομα του χωριού που πήγε!»
— η παραφέντισσα.
— «Να πεταχτώ απάνω, να μάθω.»
Και μάνι μάνι σηκώνεται ο Αντρέας, να βρει την κερα-Ελένη που θα συγύριζε πιθανό την κρεβατοκάμερή του, να πλεροφορεθεί.
Πώς όμως; Έτσι, κατεφτείας; Δε γίνεται. Ανεβαίνοντας τις σκάλες συλλογιότανε πώς να το φέρει με τρόπο.
— «Κάτι ξέχασα... Τι δυσάρεστο!...»
— «Τι πράμα είναι, αφέντη;»
— «Να, η μικρή μου η σουγιά... ξέρεις;»
— «Όχι, δεν ξέρω. Δεν την είδα ποτέ μου.»
— «Καλέ, του λόγου σου, τώρα με τα μακρινά σου ταξίδια (— Pas mal! είπε με το νου του), πού να θυμάσαι σουγιές και πράματα;»
— «Ε! αφέντη μου, όχι δα. Δεν ήτανε μακρινό ταξίδι.»
— «Αλήθεια, πού πήγες;»
— «Εδώ κοντά, μιάμιση ώρα με το σιδερόδρομο, σ' ένα μικρούτσικο ακρολιμνιάτικο χωριό.»
— «Ντρέπεσαι να πεις τ’ όνομά του;»
— «Όχι βέβαια! Το Givrins…»
— «Το βρήκα!»
— Ποιο;
— Τη σουγιά που γύρεβα.
Και δώσ' του κατρακύλησε τις σκάλες. Στην τραπεζαρία. Ίσως να μην αλησμόνησε ο αναγνώστης πως εκεί, ράφια ράφια στους τοίχους απανωτά, είχε και τα περσότερά του τα βιβλία.
— Givrins! Να κοιτάξουμε στους οδηγούς της Ελβετίας.
Τους είχε όλους μπροστά του αραδιαστούς, μαζί με όσα βιβλία δημοσιεφτήκανε απάνω στη Λωζάνα.
— Στον Guide Joanne αμέσως θα το βρω. Τίποτα. Δεν έβαζε ούτε τ’ όνομα ο πίνακας.
— «Να σου τα και πάλε τα γαλλικά μας τα γεωγραφικά! Νοστιμοδεμένος ο τόμος και — άδειος.»
Τόσα χρόνια είχε ζήσει και συνηθίσει ο Αντρέας στη Γαλλία, που έμαθε να κατηγορεί κάθε στιγμή τα ντόπια, σαν το Γάλλο.
— «Καλά που έχω και τον Baedecker! Γερμανός αφτός! Δε χωρατέβει.»
Τον άνοιξε, τον ξεφύλλισε από άκρη σε άκρη, έψαξε. Μήτε Givrins μήτε διάολος.
— «Να σου, λέει, και του κάνει με τα πέντε τα δάχτυλα του μούντζες, αν και τέτοιες ρωμαίικες χερονομίες τις είχε σαν αποξεχασμένες ως κι η σάρκα του, που να πεις.
Ζεματίστηκε ο άθρωπος με τον Baedecker. Κατάφυγε πάλε σ' ένα γαλλικό, ειδικό μάλιστα Λεξικό της Γεωγραφίας, πού λογάριαζε κάμποσους τόμους.
— «Σκάσε!» και σφάλιξε θυμωμένος ο Αντρέας τον τόμο που περίεχε το G.
— «Ν’ ανεβώ στης γριάς, να τη ρωτήσω, να την ξεχνιάσω κι άλλη μια.»
Πετάχτηκε.
Φεβγάτη!
Να την πάρει ο περίδρομος μαζί με τους οδηγούς και τα Λεξικά.
Πήγε, γύρισε στο γραφείο του. Τη δουλειά μας!
— Η ΠΑΡΑΦΕΝΤΙΣΣΑ, μιλώντας στις μοδιστρούλες προσταχτικά…
— «Σε κανέναν οδηγό να μη βρίσκεται, αδερφέ, το Givrins! Πώς να κάμω τώρα;
— και απότομα. Βέβαια! Πρέπει από την αρχή να φαίνεται πως η παραφέντισσα είναι γυναίκα με κεφάλι, και πως το νιώθει τι θα πει απόφαση. Έτσι πείθει τη Φλώρα, έτσι, με την ψέφτικη τη σοφία της, με την ανόητη θέλησή της, την παραστρατίζει την κοπέλα, προξενεί όλα τα δυστυχήματά του... πώς να τον πούμε; του Αντρέα... οχιδά, του Κώστα...
— «Καλέ, ζήτημα δεν υπάρχει. Πρέπει να τρέξω στου Καμέκου. Αφτός θα μου πει χωρίς άλλο. Αδύνατο να μην ξέρει το Givrins!»
Μάνι μάνι, βγάζει το βελουδένιο του φορεματάκι του σπιτιού, ντύνεται, και δρόμο.
Περπατώντας μιλούσε μέσα του και μέσα του χαμογελούσε·
— «Τι λαμπρά που το στοχάστηκε Ορίστε; Να τι θα πει να είσαι ποιητής. Βρίσκεις με το νου σου σωρό σωρό πράματα που δεν τα βρίσκεις με τα βιβλία. Με τους οδηγούς τους!... Φαντάσου τώρα, φίλε μου, έτσι, ένα πρωί, να κατεβώ στο Givrins, να περπατώ στους δρόμους σαν και δω — δρόμους θα ‘χει, δε γίνεται, τουλάχιστο ένανε, κι ας είναι όσο θέλει χωριό — τότες, άξαφνα, ματάκια μου, την ανταμώνω· — «Μπα! Εσείς, κύριε Αντρέα!».., Όχι, μωρέ! Με τ’ όνομά μου δε θα με χαιρετήσει. Τα επίθετα συνηθίζουνε αφτοί... — «Κύριε Καρδή!» — «Μάλιστα! ο ίδιος εγώ. Ήρθα να σεργιανίσω. Πού να το υποψιαστώ πως ήσουνε στο Givrins;» — Τίποτα! Δεν μπορούσε να της κάμει τέτοιο λόγο, αφού το είχε μάθει από τη γριούλα πως το Givrins, χωριό τους. Τι πειράζει; Μήπως λείπουνε τα λόγια, όταν η διάθεση δε λείπει; Θα στοχαστεί χίλια δυο, να της αραδιάσει. Ε! θα τον πάει σπίτι. τους. Πώς αλλιώς; Εκεί θα διει και την κάμαρα όπου κάηκε το άμοιρο...
Και τον πήρανε θλιμμένονε οι λογισμοί.
Στο μεταξύ ο Αντρέας είχε φτάσει στου Καμέκου του βιολινίστα. Βιολινίστας από τους μεγαλύτερους μάλιστα, ίσως ο μεγαλύτερος εκείνου του καιρού. Πρωτότυπος άθρωπος ή καθώς λένε σήμερα, τύπος σωστός. Τον έβλεπες και νόμιζες πως έβλεπες μπροστά σου κανένανε από τους προϊστορικούς μας τους προγόνους, που κατοικούσανε μέσα στις σπηλιές και δε βγαίνανε από τα ρουμάνια. Σα να μην είχε υποψία τι θα πει ψαλίδια και τι θα πει ξουράφι. Τα μαλλιά του, δίχως χωρίστρα, χυμένα προς τα πίσω, σαν τη χαίτη του λιονταριού· τα γένια του τόσο μακριά, τόσο φαρδιά, που όταν έπαιζε, αναγκαζότανε και τα ‘χωνε στο γελέκι του. Δυο μάτια ωραία, μάβρα ολόμαβρα που του τα σκεπάζανε σύνηθα τα βλέφαρά του. Τ’ άνοιγε και λάμπανε, άμα μιλούσε για την τέχνη του. Την τέχνη του αφτός δε σου την είχε για καμιά ουρανοκατέβατη αλαμπουρνεζιά, για κάποιαν ακράτητη έμπνεψη· σου την περνούσε κι ο ίδιος την περνούσε για χρέος, για χρέος ηθικό. Βέβαια! Αρμονία η μουσική. Το χρέος, αρμονία του κόσμου. Έτσι από τη μουσική, θα μάθεις και το χρέος. Για τούτο δεν είχε ο Καμέκος τις συνηθισμένες περηφάνιες ή ακαταδεξιές, που σου τις έχουνε οι αρτίστες· δεν είχε όμως και την περίφημη τη μετριοφροσύνη, που είναι άλλη όψη της περηφάνιας. Απλός άθρωπος, κι απλά σου τα ξεδιάλιζε. Το χρέος του κι ομπρός. Σάστισε ο Αντρέας όταν έφτασε στη Λωζάνα, κι ένα βράδυ πήγε ύστερις από το κοντζέρτο, να τονέ συχαρεί απάνω στο σανίδωμα όπου είχε παίξει.
— «Ναι, βέβαια, του αποκρίθηκε ο Καμέκος, καλά, ναι, αρκετά καλά έπαιξα, έτσι δεν είναι; Και τι καλά να ‘ρχουνται νέοι, να ‘ρχουνται παιδιά να μ' ακούνε, για να μάθουνε τι θα πει χρέος.
Τόσο πρωτοφανή αντίληψη της τέχνης του έδωσε μεγάλη εντύπωση και σέβας μαζί για τον αρτίστα, που σου φανέρωνε ξάστερα τη γνώμη του, αντίς να ντρέπεται τάχα τα κοπλιμέντα και μέσα του να θέλει πάντα περσότερα να του κάμεις.
Χρέος η μουσική, επειδή και δουλειά. Πόσο εργαζότανε, αφάνταστο. Του χρειαζόντανε σαράντα πενήντα πρόβες τουλάχιστο, προτού βγει στο δημόσιο. Τον καλνούσανε, τον παρακαλούσανε σ’ όλη την Εβρώπη. Δεχότανε αριά και πού. Δεν πρόφταινε, λέει. Πού να τρέχει κανείς; Κάλλια σπίτι σου να μελετάς. Είχε και μανία να πλαγιάζει στις εννιά δέκα η ώρα. Φαμελιάρχης, με τέσσερα όμορφα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Πιστός, αφοσιωμένος σύζυγος. Και φουμαδώρος που το ταίρι του δεν είχε. Για τέτοιους λόγους και για την αγάπη που είχε στις παντούφλες του, προτιμούσε τη Λωζάνα του. Ήξερε στα δάχτυλά του τα περίχωρα γύρω γύρω, ας πούμε πια κι αλάκαιρη την Ελβετία. Στα νιάτα του, ήτανε λαμπρός περπατητής· του είχε μάθει ένας δάσκαλός του, πως δε φτάνει να γυμνάζεται μόνο σε σκάλες ο βιολινίστας· απαραίτητο να γυμνάζει, να καλλιεργά, να ξανοίγει και το νου και την ψυχή του. Έτσι κι ο Καμέκος, με τα βουνά, με τους κάμπους, με τους, ορίζοντες τους μακροθώρητους, φάρδαινε το είναι του όσο και την τέχνη του.
Οδηγό πιο κατάλληλο δεν μπορούσε να στοχαστεί ο Αντρέας. Ένα φοβότανε, μήπως του προτείνει ο αρτίστας να τονέ συνοδέψει στην περήγηση. Θα πεις, με σύντροφο θα φαινότανε λιγότερο τι γυρέβει. Όσο θέλεις. Μα ποιητής ο Αντρέας· του άρεζε να ονειροπλέκει λέφτερα κατά το κέφι του. Ο φόβος του λοιπόν αφτός τον εμπόδισε μερικά λεφτά ν’ αρχίσει την κουβέντα, ενώ καμιά δυσκολία η κουβέντα δεν είχε, αφού σίγουρο πως ο Καμέκος αδύνατο να μαντέψει τους σκοπούς του Αντρέα.
— «Θέλω να ξεμουδιάσω λιγάκι, να μην κάθουμαι όλο στ’ αβγά μου, να πάω, να διω, να γνωριστώ με τον τόπο σου.»
— «Φρόνιμα θα πράξεις. Όχι να ζεις πάντα κουβαριασμένος ολόγυρα στο εγώ σου. Σε πειράζει κιόλας στην υγεία. Όξω, φίλε μου, όξω από τον εαφτό μας, τη Δημιουργία ν’ αγκαλιάσουμε. Αχ! ν’ άδειαζα μια σταλίτσα, να μην είχα τόσες πρόβες, θα ‘ρχόμουνε μαζί σου. Αδύνατο!»
Πήρε την ανάσα του ο Αντρέας. Παρατήρησε την ίδια στιγμή πως ο Καμέκος, αφού πέταξε το τσιγάρο του, άναψε αμέσως άλλο. Και ο Αντρέας, τώρα χρόνος, αναγκάστηκε να κόψει το κάπνισμα.
— «Φαντάσου, είπε με το νου του, να τον είχα μαζί μου, να καπνίζει, να τραβά ολοένα! Θα καταντούσε ανυπόφορο!», κι έτσι έριξε το κρίμα στον καπνό.
— «Και για πού λες να μπαρκαριστείς;»
— «Όχι δα! Πεζός θέλω να πάω.»
— «Κατάλαβα! Εικόνα είναι και το λέω.»
Ο Αντρέας, από κάποια παράξενη ποιητική του εβαιστησία, όταν είχε αποφασίσει να κάμει ένα πράμα, που το ποθούσε, σκιαζότανε, άμα του έλεγες τίποτις που δε συφωνούσε με την απόφασή του, μήπως και με το λόγο σου του τα χαλάσεις. Έτσι φοβήθηκε με το μπαρκάρισμα, όταν τ’ άκουσε και δικιολογήθηκε κάμποσο ανόητα, ώσπου να ησυχάσει με το πως ήτανε μόνο εικόνα.
— «Γυρέβω κανένα μέρος που να μην είναι από τα γνωστότερα, κι ίσια ίσια έτυχε τις προάλλες — δε θέλησε να πει την πρωινή — ν’ αρπάξει τ’ αφτί μου, περνώντας στο δρόμο, ένα όνομα, ένα τοπώνυμο που έψαξα και δεν το βρήκα πουθενά...»
— «Έψαξες κιόλας; Θα σου άρεσε τ’ όνομα πολύ!» Φίνος ο ερίφης.
— «Απλή περιέργεια. Επειδή απίστεφτο, ένα χωριό της Ελβετίας να μην το 'χουνε μήτε ο Guide Joanne, μήτε ο Baedecker, μήτε το μεγάλο γεωγραφικό Λεξικό του Vivien de Saint Marti, μήτε ο μικρός οδηγός της Λωζάνας του...»
— Βλέπω κι έκαμες σωστή μελέτη, παρατηρεί ο Καμέκος που άρχιζε να διασκεδάζει. Τ’ όνομα ωστόσο, δε μου το είπες ακόμη!..»
Εκεί δυσκολεβότανε ο Αντρέας. Το κατάφερε όμως, δίχως να φαίνεται κάνε πως δίσταξε.
— «Givrins»!
— Μα είναι η πατρίδα της κερα-Ελένης, της γριάς που σου σύστησα για τα σπιτοσυγύρια σου. Δε θυμάσαι;»
Όχι, Μα το ναι, δε θυμότανε, λέει. Ζεματίστηκε.
— «Πού να θυμηθώ τέτοιο πράμα;» του αποκρίθηκε όσο ξέθαρρα του στάθηκε δυνατό.
— «Μόνο οι ξένοι δε γνωρίζουνε το Givrins. Το επισκέφτηκα χίλιες φορές. Είναι τόντις χωριό, ένα όμορφο, χαριτωμένο χωριουδάκι ακουμπισμένο στα ριζά της βουνοσειράς του Γιουρά.»
— «Τι μου μωρολογούσε η γρίτσα, συλλογίστηκε ο Αντρέας, για λίμνες κι ακρολιμνιές;»
— «Η πρωτοτυπία του χωριού είναι που είναι ακροριζιάτικο κι ακρολιμνιάτικο συνάμα, γιατί δεν απέχει και τόσο πολύ από τη Λίμνη, που τη χαίρεσαι κιόλας από κει, φαρδιά πλατιά, στα πόδια σου, αφού το Givrins βρίσκεται, φυσικά, σε ύψωμα, σε υψωματάκι. Αντίκρυ σου, οι Άλπες και το μεγαλόπρεπο Ασπροβούνι, το μεγαλύτερό μας το βουνό. Δεν έχει παραπάνω από δυο χιλιάδες κάτοικους το Givrins. Όλοι τους γεωργοί κι όλα τους οργανισμένα μια μορφιά, με μια τάξη, με μια μέθοδο σπάνια. Νιώθουνε τι θα πει χρέος και δουλειά. Υπάρχουνε βέβαια πολλά τσιφλίκια, πολλά παχτωμένα ποστατικά· μα οι περσότεροι έχουνε δικά τους σπίτια, δικά τους χωράφια, που τους απασκολούνε αλάκαιρο το χρόνο. Είναι λαός εργατικός· παντού μεριά έχεις κληματαριές, αμπέλια, κάμπους και καμαρώνεις. Εκεί ξενοδοχεία δε χτιστήκανε ακόμη· έχει όμως μια δυο πενσιόνες. Πηγαίνεις από το Nyon, μια ώρα και δεκαπέντε λεφτά σιδερόδρομο από δω. Έπειτα παίρνεις τη μεγάλη τη στράτα και για μισή ώρα είσαι φερμένος.»
— «Αλλάζει, αλλάζει πολύ, ψιθύρισε μέσα του ο Αντρέας δυσαρεστημένος. Η γριά μου έλεγε μιάμιση ώρα σιδερόδρομο ίσια με το Givrins της. Τότες φαίνεται φυσικό να κατεβείς στο σταθμό. Άμα πρέπει να πας πεζός, θα πει πως ήρθες πίτηδες. Τι κρίμα!»
Εννοείται, πολύ φυσικό, μάλιστα σε μια Ελβετία, να βγαίνεις σεργιάνι, όπου σου στρέγει· μα ο Αντρέας ερωτεμένος και νόμιζε πως του αποβλέπανε τον έρωτά του ως και οι πέτρες του δρόμου.
— «Στο Nyon, ξακολούθησε ο Καμέκος, θα βρεις ό,τι θέλεις, αμάξια, ιδιοκίνητα, λεωφορεία ως το Givrins. Εγώ σε συβουλέβω να πας με τα ποδαράκια σου. Από κάθε μεριά της στράτας, δέντρα και πρασινάδες. Ανασαίνεις καθάριο, γλυκό αέρα, με το κέφι σου, αργοβαδίζοντας κι ονειροπλέκοντας...»
— «Τι θείο που θα ‘τανε!», σκέφτηκε ο Αντρέας.
— «Καμιά ερωτοδουλειά;» ρώτησε ο Καμέκος.
— Ανατρίχιασε ο φίλος. Τι μάτι, λέει, που σου το είχε ο βιολινίστας!
Κουβεντιάσανε ακόμη λίγη ώρα. Είχε βιάση ο Αντρέας να το στρίψει, να είναι μόνος. Έφυγε συλλογισμένος. Περνώντας από την πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου, θυμήθηκε τα προψεσινά του, όσα δηλαδή μονολογώντας και βαδίζοντας μέσα του μελετούσε για τη Φλώρα του την καημένη, για τη βρόμα που αφτή δα, με τα βάσανα και τις πίκρες, τον έφερε στη Λωζάνα· θυμήθηκε ο Αντρέας και το περίφημό του το αδέσποτο μοτίβο, που τη μέρα εκείνη και τις προηγούμενες ακόμη, δεν έπαβε να του δέρνει το μυαλό. Κι άρχισε πάλε το τραγούδι, χωρίς όμως να πει τα λόγια.
Άμα δοκίμαζε να ψιθυρίσει Ora sono io, io che t’imploro γινότανε αμέσως στην ψυχή του ένας περίεργος πόλεμος από μοτίβα. Γύρεβε να βγει στη μέση και το γνωστό μας το
που το συνέδενε τώρα δεν ξέρω πώς, με τη σκέψη της Αγνής· ξετρύπωνε την ίδια στιγμή και το καινούργιο το πρωινό
… don d’une main mourante…
που το συνέδενε, καθώς είδαμε, ο Αντρέας με τη σκέψη της Φλώρας, ενώ, για να πούμε και τη μάβρη, το παρακαλιάρικο το ιταλικό του ξανάφερνε στο νου τα παθήματά του με τη σιχαμένη.
Έτσι στον άθρωπο συχνά πολεμούνε αναμεταξύ τους δυο τρεις ιδέες, δυο τρεις πόθοι, δυο τρεις καημοί, κάποτες δυο τρεις ελπίδες, που το καθένα τους το συβολίζει, του δίνει έκφραση και φόρμα, κάποιο ξένο, αδιάφορο μοτίβο.
Δυο ήτανε σήμερα στην πλατέα τα μοτίβα που παλέβανε ή πιο σωστά που αλληλοπιανόντανε το ένα με τ’ άλλο στου Αντρέα το νου. Το Comptez του μηνούσε πως έπρεπε να πάει ομπρός, στο Givrins, στης Αγνής, στης ζωής. Το main mourante τον κρατούσε πίσω, του έδειχνε τις δυσκολίες του ταξιδιού, τους φόβους του τι θα πούνε, τον έπειθε η main mourante πως του κάκου να τρέχει στο εξής δώθε κείθε, πως η τύχη του είναι πια να κλειδώνεται σπίτι του με τους πεθαμένους.
Δεν το υποψιαζότανε πως φτάνοντας σπίτι του ίσια ίσια, έμελε το πρώτο μοτίβο, το ιταλικό, να πάρει άξαφνα μορφή, σημασία και δύναμη καινούργια.
Τα γράμματα του εξωτερικού ερχόντανε τότες, δηλαδή μοιραζόντανε από τον ταχυδρόμο στις δώδεκα. Δώδεκα η ώρα, μεσημέρι, άνοιξε με το κλειδί του την πόρτα του ο Αντρέας, γυρισμένος από τη βίζιτά του, και στο κουτί όπου έβαζε την πόστα ο ταχυδρόμος, στο κουτί το κολλημένο στην πόρτα του από μέσα, βρήκε ο Αντρέας το ακόλουθο γράμμα·
«Λατρεμένε μου πάντα εσύ,
Στην αγκαλιά σου να μ' αφήσεις να χυθώ ή στα πόδια σου καλύτερα να πέσω, αν η αγκαλιά εκεινού που του φέρθηκα τόσο άσκημα, σου φαίνεται πολύ και δεν την αξίζω. Να μου συχωρέσεις τις αμαρτίες μου. Όλα, όλα τα μετανιώνω. Σου χαράζω τις λίγες αφτές τις γραμμές και κλαίω. Με γελάσανε, με ξαπολύσανε, με αφανίσανε. Είσαι το μόνο μου καταφύγι, άλλη ελπίδα δεν έχω από την καλοσύνη σου. Έπρεπε πάντα να σ' ακούσω. Πες μου τι να κάμω, αν τόντις μ' αγάπησες ποτέ σου. Μπορείς τάχα να ‘ρθεις ας είναι και μια μέρα στο Παρίσι; Α δεν μπορείς, δεν είναι άραγες δυνατό να πεταχτώ εγώ εκεί όπου είσαι, να μείνω είκοσι τέσσερις ώρες; Να σε διω! Τόσο μου φτάνει, για να γλιτώσω, εσύ σωτήρα μου. Ειδεμή, το ξέρω, θα πελαγώσω. — Να σε φιλήσω εσένα δεν τολμώ. Το χεράκι σου μονάχα.»
Την υπογραφή, τ’ όνομά της δε θέλησε να το διαβάσει. Αχ! η σιχαμένη, που έλεγε ο Αντρέας. Απ' όσα του έγραφε, τα μισά ψέματα. Πες τα ψέματα, σαν προτιμάς, κι από την αρχή στο τέλος. Τα είχε χαλάσει μ' έναν αγαπητικό της· πήγαινε να πάρει άλλονε. Στο μεταξύ, θυμήθηκε τον Αντρέα. Ίσως να τον είχε και ανάγκη για το χαρτζιλίκι. Κάλλια, είπε μέσα της, αφτός που αν τον ξαναβάλω στο χέρι, θα τον έχω πιο σκλάβο μου ακόμη παρά πρώτα. Και του έγραψε. Χωρίς εννοείται την παραμικρή αγάπη. Αγάπη της ο εαφτός της. Κι ο εαφτός της δεν το παραδεχότανε, δεν το κατάπινε να πέσει άξαφνα ο Αντρέας σε χέρια που να μην είναι τα χέρια τα δικά της.
Ταραχή μεγάλη, φοβερή αμάχη ξέσπασε στα σωθικά του. Όλο τ’ απόγεμα δεν πάτησε όξω. Τη δουλειά του, τα γραφεία του, μήτε μια ματιά να τους ρίξει. Κουβαριάστηκε στο εγώ του μέσα, όπως έλεγε δα ο βιολονίστας. Καθότανε στο σοφά του, δεν το κουνούσε, δε σάλεβε. Κάποτες μονάχα σηκωνότανε, περπατούσε στο σπουδαστήρι του ή ανέβαινε απάνω στην κρεβατοκάμερή του, σφαλνούσε τα κανάτια, να μη βλέπει το φως.
Χίλιοι και χίλιοι αντίθετοι λογισμοί, χίλια αιστήματα τον πολιορκούσανε, το μίσος, η σπλαχνιά, η καλοσύνη, κι απ’ όλα το χερότερο, το πιο πικίντυνο, η αγάπη. Μάλιστα. Η αγάπη, όχι όμως για τη σιχαμένη, που την ήξερε κιόλας· παρά, που να πει τινάς, η αγάπη της αγάπης. Ναι, γιατί το φοβερό τ’ αποτέλεσμα της ζωής του, όπως την έζησε ως τότες, ήτανε που όσο προχωρούσε, τόσο και του καταντούσε δυσκολότερο να ξακολουθήσει δίχως αγάπη. Μα τι πιθανότητα, παρακαλώ, να βρει αγάπη στα γεράματά του; Αχ! βέβαια, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, το ‘νιωθε, το καταλάβαινε τι μπορούσε να του είναι η Αγνή, και πως μόνο ένα κορίτσι παρόμοιο θα είχε τη δύναμη, θα είχε την αρετή να τονέ σώσει. Άφησε όμως που μήτε να το συλλογιστεί κανένας πως είναι πιθανό να τον αγαπήσει — την αμαρτία ο Αντρέας μήτε την έβαζε με το νου του, μήτε λυπότανε τα χρόνια του κοριτσιού — άφησε που αγάπη αναμεταξύ τους είναι όνειρο μονάχο κι αναλήθεφτο, η Αγνή λείπει· έφυγε το πρωί· θα γυρίσει σε δεκαπέντε μέρες — ίσως — σε μια βδομάδα, το λιγότερο. Και τι θα γίνει ως εκεί ο Αντρέας; Αχ! να την έβλεπε και φτάνει. Το πρόσωπό της το αθώο θα τον κρατούσε στην άκρη του γκρεμνού που άνοιγε μπροστά του· η όψη της απαλής της νιότης θα τονέ φώτιζε σαν ελπίδα.
Ο ήλιος κόντεβε να βασιλέψει. Έτσι, γλήγορα, λέει, θα βούλιαζε ο ίδιος. Στο πελάγωμα της ύπαρξής του, σωτηρία δεν έβλεπε. Άξαφνα πιάνει το δαχτυλίδι του, απελπισμένος. Όχι, όχι! Αδύνατο, λέει, τέτοιο θησαβρό που τονέ φύλαξε ως τώρα πιστά, να πάει να τονέ ρεζιλέψει, μπορεί κιόλας, ποιος ξέρει; να τον αφήσει στα χέρια μιας βρόμας. Όχι! Αποφασισμένα, κρύα, σοβαρά, θετικά, με μιαν ανατριχίλα ιερή, πρόφερε το μισόστιχο ... don d’une main mourante και χύθηκε όξω.
Ότι που σφάλιξε ο Αντρέας την πόρτα του σπιτιού του, ότι που βρέθηκε στο δρόμο, την ίδια τη στιγμή, στο κατώφλι του αντικρινού του σπιτιού είδε στεκάμενη, ολόρθια, στο ηλιοβασίλεμα, την Αγνή.
Όταν οι θρησκείες όλες, αν έρθει ποτές τέτοια μέρα, θα κείτουνται χάμω πεσμένες από Ανατολή σε Δύση, όταν απάνω στα συντρίμμια τους υψωθεί περήφανα ο νους του αθρώπου, θρήσκα θα μείνει πάντοτες η αγάπη, δεισιδαίμονας ο ποιητής.
Για λόγους πολύ απλούς, πολύ πραχτικούς, επειδή ο γέρος, ο μπαρμπα-Αντώνης δεν ήτανε καλά καλά στην υγεία του και πειδή προτίμησε να συβουλεφτεί αμέσως κανένα μεγάλο γιατρό, για τούτο και μόνο γύρισε το βράδυ στη Λωζάνα η Αγνή, ενώ είχε φύγει το πρωί για δυο τρεις βδομάδες.
Ο Αντρέας αφτά δεν τα ήξερε, Μα και να τα μάθαινε ακόμη, δε θα τον έμελε, δε θα ίδρωνε τ' αφτί του. Την ιδέα του κι ομπρός. Ο Αντρέας που τη μεταφυσική ποτέ του δεν τη νοστιμέφτηκε, τι λέω; ούτε προσοχή δεν της χάρισε ποτέ του, τώρα, την ξαφνική, την απροσμόνητη παρουσία της Αγνής, σου την ξηγούσε, φυσικά όσο παίρνει, για θάμα σωστό. Και βέβαια· πώς να μην πεις πως θάμα είναι; Μπρε αδερφέ! Μπρε μωρέ παιδάκι μου! Συλλογίσου το. Τη στιγμή που απελπίζεσαι, που γύρω γύρωθέ σου δε βλέπεις παρά σκοτάδι, που πας μέσα στο σκοτάδι να χαθείς, να σου αχτίδα τ’ ουρανού χαριτωμένη που σου έρχεται οδηγός και φέγγει, για να βρεις τον ίσιο το δρόμο. Είναι θάμα ή δεν είναι;
Ζύγωσε ο Αντρέας. Άξιζε η μικρή μια καλησπέρα, όσο κι αν ντρεπότανε ο καημένος. Νίκησε η χαρά. Έπρεπε να της μαρτυρήσει τη βνωμοσύνη του, ας είναι και μ' ένα λόγο.
— «Απορείτε, του κάνει, που να με τόσο γλήγορα πίσω;»
— «Διόλου. Φαίνεσαι πολύ έξυπνο παιδί, γιατί να που μας γύρισες ίσια ίσια την ώρα που έπρεπε, Αγνή.»
Και λέγοντάς το, της πήρε το χέρι να το σφίξει, την κοίταξε, στο μάτι του γυάλισε δάκρυ, κι απομακρύθηκε γοργά.
Τότες, γλυκά, ήσυχα, πονεμένα, στο στήθος, στην καρδιά του, στο νου του, πού να ξέρω; σε όλο του το είναι, παντού, άρχισε μια θεότερπνη μελωδία να τραγουδά, μια μελωδία του Schubert, που θα την κατάλαβε αμέσως ο αναγνώστης στου κεφαλαίου τούτου την αρχή.
Λίγο λίγο κι αφού έψαλε μέσα του περπατώντας το σκοπό, ψιθυρίσανε στο μνημονικά του και τα λόγια·
Du bist die Ruh,
Der Friede mild,
Die Sehnsucht Du,
Und was sie stillt.
Ήτανε τραγούδι του Rückert, μουσική του Schubert, που και τραγούδι και μουσική τον τρελαίνανε από χρόνια. Το ποιηματάκι μάλιστα, πόσες φορές και πόσες δεν το απάγγελνε μόνος του, στον καιρό που τον παραδέρνανε βάσανα και δυστυχίες! Λαχταρούσε να μπορέσει κι αφτός καμιά μέρα να καφκηθεί, πως άραξε στο λιμάνι της Ειρήνης και της ελπίδας. Θυμήθηκε τώρα πως το ποιηματάκι, το είχε διαβάσει κιόλας, ελεεινά μεταφρασμένο, σε κάποιο ατέλειωτο ρομάντζο ενός έλληνα συγραφέα, σΤα δυο Αδέρφια του Ψυχάρη. Χαμογέλασε ο Αντρέας·
— Αλήθεια! Εκείνος δημοσιέβει. Ο ανόητος!
Και ξανάπιασε το χαβά του, τραγούδι μαζί και μουσική·
Εννοείται, τα ‘λεγε της Αγνής, τ’ αφιέρωνε της Αγνής, στην Αγνή πηγαίνανε τα λόγια, η μουσική πήγαινε στην Αγνή, στην Αγνή και η ψυχή του όλη.
Έλιωνε μέσα του ο Αντρέας από ήσυχη, θεόγλυκη χαρά, και στη χαρά του απάνω — έτσι στο νου μας σμίγουνε αντίθετοι λογισμοί — συλλογίστηκε κάτι πολύ χυδαίο, πολύ πρόστυχο, πως έπρεπε να φάει και μάλιστα πως έπρεπε απόψε να κάμει κανένα δείπνο πρώτης αράδας.
Την ίδια στιγμή, στο πανόραμα μπροστά του μνημονικού του, που πάντα έχει τη λογική του, περάσανε οι Ρωμιοί εκείνοι του Hôtel Gibbon, επειδή περνούσε τότες κι ο ίδιος στην πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου.
— «Πείσμα τους! Εκεί θα το στρώσω! Να μου σερβίρουνε τα πιο διαλεχτά πιάτα, να μου φέρουνε, μωρέ, τα πιο φίνα κρασιά.»
Έφαγε άριστα, χώρια σ' ένα τραπεζάκι. Θείο πράμα η μοναξιά—τέτοια μοναξιά μάλιστα, γεμάτη από μιαν Αγνή. Χρόνια, καλέ, και χρόνια, που γέμα δεν του γουστάρισε, όπως του γουστάριζε σήμερα. Μωρέ, μαγερική που σου την έχουνε στη Λωζάνα!
— «Decline and Fall!» ακούς εκεί! Τέτοιες κουταμάρες να σου αναμασούνε, αδερφέ, με τέτοια κρασιά! έλεγε ο Αντρέας γυρίζοντας σπίτι του.
Τι ωραία που θα κοιμότανε, λέει, όλη τη νύχτα!
Γλήγορα γλήγορα, δίχως να σταθεί στο σπουδαστήρι του, ανέβηκε στην κρεβατοκάμερή του. Κάθισε στην πολθρόνα του. Κάθε βράδυ, προτού πλαγιάσει, καθότανε στην πολθρόνα του, για να βγάλει τα ποδήματά του· καθότανε στην πολθρόνα του κάθε πρωί, για να τα βάλει, προτού ντυθεί και κατεβεί κάτω. Πάντα όμως έμνησκε δυο τριά λεφτά στην πολθρόνα του ακίνητος, χωρίς να βγάλει τα ποδήματά του ή να τα βάλει, το πρωί, για να συλλογιστεί το τι θα κάμει ως το βράδυ, το βράδυ, για να συλλογιστεί το τι έκαμε από το πρωί. Έτσι, προσπαθούσε να ξετυλίξει στα μάτια του, πότε τη μελλούμενη, πότε την περασμένη μέρα στο σύνολό της. Του ήτανε στιγμή ανάπαψης και ανάσας.
Κάθισε το λοιπό στην πολθρόνα του και τώρα. Κοίταξε λοξά το ρολόι της τσιμινέας. Η ώρα δέκα. Δέκα το βράδυ, εννοείται. Άρχισε να λογαριάζει με το νου του. Εχτές ίσια ίσια, η ώρα δέκα περίπου το πρωί, στο σπουδαστήρι του, πρώτη του φορά είδε την κοπέλα. Περάσανε από τότες σωστές σωστές τριάντα έξι ώρες. Στοχάσου ωστόσο, πόσα και πόσα μπορούνε ν’ ακολουθήσουνε στο μικρό τούτο διάστημα μιάμισης μέρας. Αγάλια γάλια, έλα δα και το πιο περίεργο, αγάλια και γλήγορα συνάμα, γλήγορα, σα στοχαστείς τον καιρό, αγάλια, σα στοχαστείς το πώς έγινε το πράμα, ο Αντρέας, από κει που μήτε γνώριζε την ύπαρξη της Αγνής, άξαφνα την αγαπούσε λωλά. Και δεν μπορείς να πεις πως στο δρόμο της αγάπης βιάστηκε ο άθρωπος, ή έτρεξε, ή για να φτάσει αμέσως στην άκρη, πήδησε τάχα, ή αντίς να κάμει ένα βήμα, έκαμε δυο. Τίποτα. Βήμα βήμα προχώρησε ο άδολος. Το πιο νόστιμο μάλιστα είναι, που όταν ξεκίνησε, μήτε το υποψιάστηκε που θα τον πήγαινε η στράτα. Το ένα βήμα έφερνε τ’ άλλο. Σε λίγες ώρες απόσωσε βέβαια όσα βήματα χρειαζόντανε για να βρεθεί όπου τονέ βλέπουμε· μα κανένα βήμα δεν έκλεψε από τα χρειαζούμενα, τα λογικά τα βήματα, επειδή τη λογική του έχει πάντα ένα αίστημα. Για να βλαστήσει στα σπλάχνα μας, για να μεγαλώσει ξαφνικά, τι θέλει; Κάποια διάθεση ψυχική — και ξέρουμε τη διάθεση του Αντρέα — ένα δυο περιστατικά, ένα δυο λόγια, ένα δυο κινήματα — και τα περιστατικά τα ξέρουμε, ξέρουμε ακόμη πως ασύνειδά της η Αγνή έτυχε να πει τα λόγια, έτυχε να προφτάσει τα κινήματα που την ίδια τη στιγμή τα πρόσμενε, τα είχε ανάγκη του Αντρέα η καρδιά.
Ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος, ο φίλος τα καταλάβαινε, τα ψυχολογούσε αφτά, συνηθισμένος όπως ήτανε να εσωβλέπεται πάντα. Ίσως όμως αρκετά δεν έβλεπε μέσα για μέσα σε μια ψυχή ξένη, στην ψυχή ενός ταλαίπωρου κοριτσιού. Σίγουρο πως στου Αντρέα τα σπλάχνα έμελε η αγάπη να ριζοβολήσει ακόμη πιο βαθιά. Μα κι από τώρα είχε κάμποση δύναμη. Κι η δύναμή της ήτανε ο σπουδαίος ο κίντυνος για την Αγνή. Στα μπόσικα δε συγκρίναμε την αγάπη μ' ένα ριζοβόλημα. Όπως σ' ένα ρουμάνι το δέντρο, που έχει πολλές ρίζες και γερές, πάει και γυρέβει από κάτω από το χώμα, φειδοτροπίς, άλλες ρίζες πιο τρυφερές κανενός δέντρου μικρότερου και σμίγει και συμπλέκεται κι αδερφώνεται με δάφτες, ώσπου να τις θρέψει με το χυμό του, έτσι και η αγάπη, φυσικά της, πάει και γυρέβει την άλλη αγάπη, ώσπου να τη δέσει μαζί της. Μην ξεχνούμε κιόλας· ο Αντρέας, ποιητής· είχε το κάτι εκείνο που τραβά. Με τη φαντασία του την ποιητική, με τη φλόγα του αγαπούσε, και η φλόγα του τόσο αρπαχτική, που σε περίζωνε αμέσως. Η αγάπη, στον Αντρέα, έμοιαζε με την εργασία του· όταν καταπιανότανε κανένα έργο, έπεφτε κατακέφαλα στη δουλειά, και όξω από τη δουλειά του, όξω από το έργο της ώρας, τίποτα δεν ύπαρχε για τον Αντρέα· βουτούσε αλάκαιρος, που να πεις, μέσα στο νου του, καθώς κι όταν αγαπούσε, βουτούσε όλος μέσα στην καρδιά του. Και κει έμνησκε πια.
Λοιπόν, αν το συλλογιστείς, από την αγάπη και μόνη του Αντρέα για την Αγνή έμελε, μοιρόγραφτα, να βγει και η αγάπη της Αγνής για τον Αντρέα. Το άμοιρο το κορίτσι! Ανήξερά της, η αγάπη την πολεμούσε, η αγάπη ενεργούσε μέσα της ολοένα. Τι παράξενα ψυχολογικά! Ενεργούσε η αγάπη στα σωθικά της, επειδή τ’ αποφάσισε η δύστυχη πως δεν έπρεπε να ενεργά. Οι λαβωματιές της, λέει, τα καψίματα εκείνα τα φοβερά, δεν της δίνανε την άδεια να βάζει αγάπη με το νου της. Κι ίσια ίσια, έβαζε με το νου της αγάπη, την ώρα όπου θαρρούσε πως δεν μπορούσε να βάλει.
Σε τέτοια κατάσταση ψυχική, τι χρειαζότανε για ν’ αγαπήσει το παιδί μας; Ένα τίποτις. Έφτανε να διει πως βρέθηκε άθρωπος να την αγαπήσει. Φανταστείτε μάλιστα να τ’ άκουγε άξαφνα η Αγνούλα, τα λόγια τα μοναδικά που στον ξύπνο του ψιθύρισε ο Αντρέας, αφού τόσο απροσμόνητα την είχε απαντήσει στο γυρισμό της, τη χτεσινή βραδιά ·
— «Θα γειάνει με την αγάπη μου, θα γειάνει· δε θα φαίνουνται πια οι πληγές της με τα φιλιά μου!»
Η Αγνή, τη χτεσινή βραδιά που λέμε, το είχε παρατηρήσει δα — γυναίκα δεν είναι; — πως ο Αντρέας δάκρυζε και της μιλούσε. Περίεργη κι η φρασούλα που της είπε κι ο τρόπος που την τόνισε. Μα δεν πολυπρόσεξε το κορίτσι. Τι να προσέξει; Μήτε της περνούσε πως μπορούσε ποτές μεταξύ της και του Αντρέα να υπάρξει τίποτις, αν και στο σπουδαστήρι του, την προχτεσινή, της έκαμε και της άφησε την αξήγητη, άλαλη τη και μυστική εντύπωση ενός που ανήθελά της, ανεμπόδιστά της, μια κόρη πάντα θα τον ξεχωρίσει από τους άλλους.
Μα τι πειράζει; Αφτό βέβαια δεν την εμπόδισε να πάει πρωί πρωί στο ραφτάδικό της, να ξαναπιάσει τη δουλειά της τη συνηθισμένη, ενώ ρωτούσε με το νου του ο Αντρέας πού να είναι, τι να κάνει, τι ώρα μπορεί κανείς να τη συντύχει, τι ώρα τουλάχιστο να την τζακώσει, μια ματιά, προτού κατεβεί στο μαγαζί της ή σα γυρίζει σπίτι.
— «Εχτές το βράδυ, συλλογίστηκε, δεν ερχότανε από της ράφτρας, από το σταθμό θα ερχότανε, ώστε η χτεσινή ώρα δε σήμαινε πως κάθε μέρα τέτοια ώρα γυρίζει.»
Έτσι μονολογούσε μέσα του ο Αντρέας, δεν τον ενοχλούσε όμως ο μονόλογός του, επειδή καθότανε πάλε στο γραφείο του, να ξακολουθήσει το δράμα του. Με χαρά του μάλιστα κοίταζε το χαρτί, όπου είχε χαράξει τις πρώτες αράδες της πρώτης σκηνής. Στην ποιητική του την κράση, αν μπορεί να πει τινάς, η αγάπη κι η εργασία βαδίζανε ταίρι ταίρι σε αφάνταστο βαθμό, τόσο ενωμένα, τόσο στενά που τώρα του γεμίζανε καινούργιες ιδέες το κεφάλι, κι ίσια ίσια τη στιγμή εκείνη όπου ανησυχούσε για το πότε και για το πώς θα ξαναδιεί την Αγνούλα, στοχαζότανε και σημείωνε με το μολύβι μια σκηνή, τη δέφτερη, που την ετοίμαζε από τώρα, μήπως την ξεχάσει, μήπως του ξεφύγει, και μάνι μάνι έγραφε κάτι λογάκια που θα του αρέζανε, αφού βρεχόντανε ξανά τα ματόκλαδά του, σα να του έλιωνε η καρδιά. Ωραία, σπαραχτική, τρυφερή σκηνή και δυνατή συνάμα, όπου έλεγε να βάλει αντίκρυ αντίκρυ, καθώς το συνήθιζε ο Σοφοκλής, δυο αντίθετους χαραχτήρες, ένανε από σίδερο, από σάρκα τον άλλονε, για να φανούνε καλύτερα έτσι το σίδερο κι η σάρκα. Το ίδιο, ήθελε κι ο Αντρέας να συγκρίνει την παραφέντισσα, τη γυναίκα τη σκληρή...
— «Αχ! αλήθεια, τι όνομα να της δώσω;» ... με τη γλυκιά τη Φλώρα του.
— «Αφτηνής πια θα της αφήσω και τ’ όνομά της!»
Το λοιπό στη δέφτερη τη σκηνή, αμέσως αφού φύγανε οι μοδιστρούλες, στις εφτά εφτάμιση το βράδυ, απομνήσκει μοναχή της η Φλώρα με...
— «Μαβόνα, Μαβόνα θα την πω; Έχει κακό ήχο τ’ όνομα.» ...
με τη Μαβόνα. Το άδολο το παιδί, που άρχιζε ν’ αγαπά τον Αντρέα...
— «Έτσι, περίφημα! Κι αφτός να μείνει Αντρέας! ... από την ανάγκη που έχει το αδύναμο το πλάσμα να στηριχτεί σε δυνατότερο, της τα ξεμυστερέβεται όλα. Κι η ξομολόγησή της, ένα ποίημα, ποίημα χαράς, φόβου παρθενικού, τρεμάμενης, αγνής εφτυχίας. Μα η Μαβόνα, τι θαρρείτε; αντίς τάχα να την εμποδίσει από ηθική, να στραβοπατήσει, αντίς να την κατηχήσει, της έδινε οδηγίες, τετραπέρατες συβουλές για το πώς να γελάσει, να ξεχνιάσει το νέο, αν είναι μάλιστα πλούσιος...
— «Καλέ, κουτός που είμαι και δεν το συλλογίστηκα! Να τη γελάσω και γω, να την ξεχνιάσω την κερα-Ελένη, να μάθω τι ώρα η Αγνούλα...»
Κι ομπρός. Πέτυχε λαμπρά το διάβημά του κι έτσι φανερώθηκε ακόμη μια φορά, πόσο η εργασία και η αγάπη αλληλοβοηθιόντανε στον Αντρέα. Επειδή αγαπούσε, τα πήγαινε πρίμα η δουλειά, και πειδή τα πήγαινε η δουλειά πρίμα, με την ίδια την έμπνεψη που έβρισκε τόσα λόγια συγκινητικά για τη δέφτερη σκηνή, βρήκε τα λόγια τα κατάλληλα να μάθει από τη γριά εκείνο που γύρεβε.
Ήξερε τώρα πως η Αγνή έφεβγε, το καλοκαίρι — και είχαμε Απρίλη — το πρωί στις εφτάμιση, πως γύριζε στις εφτάμιση το βράδυ — από το σταθμό δεν ερχότανε χτες, όπως νόμισε, είχε πεταχτεί μια στιγμή στο ραφτάδικο, αφού γύρισε — και πως από το μεσημέρι στη μια ήτανε σπίτι για το πρόγεμα κάθε μέρα.
Τα μεταπερνούσε αφτά με το νου του, την απογεματιανή, καθισμένος και πάλε στο γραφείο του, βυθισμένος στο δράμα του, και συνταίριαζε συνάμα του δραμάτου τις σκηνές τη μια με την άλλη, όσο συνταίριαζε από παράλληλη μια γραμμή τις διαθέσιμες ώρες της Αγνής με τις δικές του. Ίσως να μην παρατηρήθηκε με τη δεούμενη προσοχή από τους ψυχολόγους, πως υπάρχουνε μέσα μας συχνά δυο, κάποτες και τρία εγώ μας, απανιστά, που να πεις, και που το καθένα τους ζει τη ζωή του και πάει, σα να μην ύπαρχε από πάνω του ή από κάτω του καμιά γειτονική ζωή. Έτσι ο Αντρέας, ενώ το ένα του το εγώ, αφού για τα εγώ του ο λόγος, χαιρότανε κι αναγάλλιαζε που παρουσιαζότανε κάποια εφκαιρία ν’ ανταμωθεί γλήγορα με την Αγνούλα, ενώ το δέφτερο εγώ έκλαιγε δάκρυα πικρόγλυκα στη θύμηση της Φλώρας, το τρίτο εγώ έβρισκε τρόπο, που είναι και το πιο απίστεφτο, να συνενώσει σε μια σκέψη τα δάκρυα της Φλώρας με τη χαρά της Αγνής, επειδή κάμποσο παράξενα, όλο στη Φλώρα έτρεχε ο λογισμός του αφότου αγαπούσε τη μικρούλα, είτε γιατί ο άθρωπος είναι φτωχός, δηλαδή δεν έχει τόσο διαφορετικές αγάπες όσο το θαρρούνε κι αγαπά τη μια όπως αγάπησε την άλληνε, είτε γιατί τα περασμένα μας πάντα μάς κυβερνούνε, καμωμένοι καθώς είμαστε κι από τους αιώνες ακόμη τους περασμένους, είτε γιατί ποτές δε μας παραιτά η ελπίδα, κι έλπιζε, δεν ξέρω από ποιο προμήνυμα κρύφιο, πως η Αγνή θα του γίνει δέφτερη Φλώρα, μα μια Φλώρα που θα ζήσει.
Φανταστείτε τώρα πως από κάτω πάλε από τα τρία τα εγώ που προσπαθήσαμε να ξεδιαλύσουμε τη μυστική τους την κουβέντα, μπορεί να ξετρύπωνε κι ένα τέταρτο, ένα διαβολεμένο εγώ, ένα μαργιόλικο, ένα τσαχπίνικο, που έλεγε·
— «Φίλε μου, εδώ θέλει σοφία. Σοφία και τέχνη. Μη βγαίνεις κάθε τόσο στο παράθυρο, για να ρίχνεις, ν’ αρπάζεις ή ν’ ανταλλάζεις ματιές. Μη στέκεσαι με το κεφαλάκι σου μελαχολικά γερμένο, σαν το παραπονεμένο το παιδί. Άκου με κι οι βουβές ομιλίες δε συφέρνουνε· τρομάζουνε τα κορίτσια, βάζουνε με το νου τους σωρό σωρό υποψίες, κάτι μυρίζουνται πάντα. Όσο δεν ανοίγεις το στόμα, στοχάζουνται πως τι δεν κρύφτεις μέσα σου. Με τη λαλιά βλέπουνε και ησυχάζουνε. Ταμάμ, εκείνο που θέλει ο Αντρέας.»
Σ' αφτό απάνω, δίκιο είχε ο άθρωπος και άριστα ψυχολογούσε τα τρυφερούδια που δε σκαμπάζουνε ακόμη από αρσενικά. Χείριστα όμως ψυχολογούσε τον εαφτό του, αφού λογάριαζε να φερθεί σα διπλωμάτης και δε λογάριαζε της αγάπης του την ορμή. Αλήθεια που με τις γυναίκες, όπως δα και με τους άντρες, όπως μάλιστα πάντα και παντού, η μεγαλύτερη φρονιμάδα είναι η τρέλα, η πιο σίγουρη προφύλαξη το κουράγιο. Κι έτσι του πέτυχε κάποιο κίνημα που τ’ αποφάσισε, όχι! που αρκετά δεν το μελέτησε, για να προφτάσει να τ’ αποφασίσει, που του ήρθε άψε σβήσε μοναχό του. Ώστε μας έβγαινε τώρα στη μέση κι ένα πέμτο εγώ, ένα εγώ υποσύνειδο που δεν το υποψιαζόντανε τ’ άλλα, έβγαινε στη μέση το ψυχόρμητο.
Στις εφτά, εφτά και τέταρτο, κατέβηκε, Να πάει αντίκρυ, στης γριάς. Αμέ, βέβαια. Ήτανε κει από τα χτες ο άντρας της, άρρωστος ο κακομοίρης, κι ο Αντρέας ούτε πάτησε, να ζητήσει νέα, να τονέ διει, τον ίδιο, να του πει δυο λόγια! Τόσο ακατάδεχτος είναι, τόσο περήφανος που μήτε κάνε να κοπιάσει στο φτωχικό τους; Μια καλημέρα του μπάρμπα δε θα χαρίσει; Άτοπα πράματα. Να σας το λοιπό που ξετρύπωνε κι ένα εγώ νούμερο έξι το εγώ που διπλανά διπλανά, συντροφικάτα με το εγώ του ψυχόρμητου, το τυφλούτσικο το εγώ, τον οδηγούσε, του προμήθεβε χίλια επιχειρήματα, του έδινε τη λογική του.
Οι φτωχοί, απλοί αθρώποι χαίρουνται, κολακέβουνται μάλιστα, όταν κανένας πλούσιος, κανένας μεγάλος τους δείξει λίγη φιλία. Έτσι χαρήκανε οι δυο γέροι με τη βίζιτα του Αντρέα. Φυσικά. Πρέπει ωστόσο να κάμουμε και μια μικρή παρατήρηση. Τόπος δημοκρατικός η Ελβετία. Έχει και στο πρόσωπό του και στους τρόπους του κάτι ο Ελβετός, που είναι ξέθαρρο και ξάστερο συνάμα. Το βλέπεις πως τίποτα δε γυρέβει να σου κρύψει, πως φόβος κανένας δεν τον παραδέρνει, δεν του χαμηλώνει την ψυχή. Δε σημαίνει αφτό πως θ’ αψηφήσει την τιμή που του γίνεται. Τι λόγος; Θα σου είναι υποχρεωμένος ξεναντίας, όσο περίπου κι ένας του ράγκου σου, κι ας είναι παρακατιανής σειράς, όπως οι γειτόνοι μας. Όχι όμως και τόσο παρακατιανής, όχι δα και τόσο φτωχοί. Δεν τους έλειπε κάποια καταστασίτσα, δεν τους έλειπε ο παράς, αφού είχανε και ποστατικό δικό τους, αν και μικρό, στο περίφημο το Givrins. Μπορούσε μάλιστα ο μπαρμπα-Αντώνης, είχε τα μέσα δηλαδή, να πλερώνει άθρωπο στο χωριό του, να φροντίζει για χωράφι και σπιτάκι, όσο έπρεπε ο γέρος να μείνει στη χώρα. Μα κι η γριά τάχα δε δούλεβε από ανάγκη· δούλεβε για να προστέσει καινούργια λεφτά στα λεφτά της. Δούλεβε για να μην κάθεται άεργη. Δούλεβε το κάτω κάτω από χρέος, από ηθική, γιατί όπως το ξηγούσε κι ο βιολονίστας ο Καμέκος, ηθικό το βιολί, χρέος, όποια κι αν είναι, η δουλειά.
Λοιπόν έτσι κι οι δυο γέροι, τίμια και φιλικά, σαν κατώτεροι, εννοείται, σαν κατώτεροι όμως που τα ποδαράκια τους έχουνε βάση να στηριχτούνε, δεχτήκανε τον ανώτερό τους τον Αντρέα, με τους απλούς τους τρόπους, δίχως κάνε από φιλότιμο να καμωθούνε πως δεν τους μέλει, όπως θα ‘δειχνε πιθανό κανένας δικός μας, σε ανάλογη περίσταση. Δεν το είχανε για ντροπή τους να είναι του λόγου τους κατώτεροι. Μα τι κατώτεροι κιόλας; Μήπως δεν τους ανέβαζε λιγάκι προς τ’ απάνω το χαρτζιλίκι; Για τούτο ίσως, ανήξερά της, η Αγνούλα, την πρώτη φορά που την είδε ο φίλος, του μίλησε και φέρθηκε με το ύφος εκείνο το ξέθαρρο, που το είχε από φυσικό της και που της το ‘κανε πιο ανεξάρτητο ακόμη το χωραφάκι του θειου.
Οι κάμαρες τους, οι τέσσερις όπου κατοικούτανε — αχ! ποια να είναι η κάμαρα της Αγνούλας; — νοικιασμένες βέβαια, μα συγυρισμένες νόστιμα, με κάποια μάλιστα μικρή, φτηνούτσικη πολυτέλεια. Λάμπανε από την πάστρα. Κάθισε ο Αντρέας με τους γέρους γύρω στο τραπέζι, επειδή το σημαντικότερό τους το δωμάτιο ήτανε η τραπεζαρία, που χρησίμεβε για σαλόνι, ακόμη και για είδος απακούμπι, αφού στην τραπεζαρία μνήσκανε, σαν είχανε καμιά δουλειά, ή και πάλε όταν καμιά δεν είχανε· στην τραπεζαρία έραφτε κάποτες και η Αγνή.
Ο Αντρέας άνοιξε αμέσως πραχτική κουβέντα. Για το Givrins, ο φίλος·
— «Με συβουλέψανε πολύ να πάω, γιατί φαίνεται πως είναι ωραίο.»
Δεν τόλμησε να πει πως του το συβούλεψε ο Καμέκος, από το φόβο του μήπως μαθεφτεί πως άρχισε ο Αντρέας να κάμει ομιλία του Καμέκου για το Givrins, κι έτσι βγούνε τα πράματα στη μέση. Απίθανο δηλαδή όσο παίρνει. Μα γνωρίζετε τάχα πιο ανόητο φοβητσιάρη από τον ερωτεμένο;
Συλλογίστηκε ωστόσο με κάποια λογική, σα θέλετε και με κάποια μαργιολιά ο φοβητσιάρης, πως να σωπαίνει για τον Καμέκο το γνώριμό τους, όσο γινότανε για το Givrins ο λόγος, φρόνιμο και διπλωματικό· διπλωματικότερο και φρονιμότερο να πιάσει μωρολογίες, όξω από κάθε Givrins και κάθε ταξιδάκι, για το γνώριμό τους τον Καμέκο· έτσι πιο γνώριμος τους καταντούσε ίδιος ο Αντρέας, τους φαινότανε λιγότερο ξένος· έπαιρνε κάπως το μερτικό του κι αφτός από τη φιλία τους με τον αρτίστα.
Τέτοια εντύπωση, σα να ήτανε πια γνωστός τους, αφού γνώριζε γνωστό τους, έδωσε και της Αγνής, όταν ήρθε, όταν τους βρήκε καθισμένους σαν τους καλούς κουμπάρους, όταν άκουσε τ’ όνομα του Καμέκου η κοπέλα, που του είχε ιδιαίτερη αφοσίωση, αφοσίωση που έμοιαζε μάλιστα σα λατρεία, επειδή λάτρεβε τη μουσική, και ίσως να θυμάστε πως τραγουδούσε συγυρίζοντας στου Αντρέα.
Κατά πώς η ώρα, η περίσταση θα το φέρει, συχνά, στο κεφάλι του ποιητή, γεννιούνται μοναχές τους ιδέες νικηφόρες. Γεννιούνται και στου εραστή τα σπλάχνα, κάποτες, όταν κανένας άνεμος νικηφόρος φουσκώνει τα πανιά του.
Σηκώθηκε ο Αντρέας, ότι που μπήκε η Αγνή, και κατάλληλα κατάλληλα της είπε τ’ ακόλουθα λογάκια·
— «Πώς είσαι; Χαίρουμαι που σε βλέπω, να σε φκαριστήσω και πάλε. Το χέρι σου αλαφρό και πιδέξιο· μου σκούπισες, μου συγύρισες προχτές τα γραφεία μου μια μορφιά, και για να σου το λέω εγώ αφτό, που στα τέτοια, ρώτα δα και τη θείτσα, έχω μανία, κάτι σημαίνει.»
— «Προσέχω, αποκρίθηκε η Αγνή που της ήρθε γλυκός γλυκός ο έπαινος του Αντρέα· δε θέλω και να δυσαρεστήσω...»
Πολύ περίεργο που η κερα-Ελένη σα να πρόσμενε το λόγο του Αντρέα, γιατί μόλις άφησε την Αγνή ν’ αποσώσει την απαντησούλα της·
— «Αφέντη μου, πάει στον τόπο της η καρδιά μου, που σας ακούω. Δεν τολμούσα να σας ξανοιχτώ. Βέβαια, είναι καλό, προσεχτικό το παιδάκι μας. Ε! πρέπει δα να κερδίσει και μερικούς παράδες, τώρα με το καλοκαίρι που σκόλες έχει κι η δουλειά στο ραφτάδικο. Εγώ πάλε πρέπει να φροντίζω για το γέρο, που του διορίσανε οι γιατροί να μείνει στη Χώρα. Ώστε ήθελα να σας παρακαλέσω να μου δώσετε, αν είναι δυνατό, την άδεια, πού και πού, όχι πάντα, να σας στέλνω στη θέση μου το κορίτσι, αφού μάλιστα σας βολεί...»
Φαντάσου εσύ! Και να μην πήδησε ως το ταβάνι ο Αντρέας! Τι δύναμη που την είχε και τι χαραχτήρα!
— «Μπράβο, δήλωσε ήσυχα ήσυχα κι εβγενικά. Να ορίσει. Να μου μάθει κι άλλα τραγούδια.»
Μα όποιος αγάπησε, ας είναι και μια φορά, θα καταλάβει τι λωλό τραγούδι στα χείλια του βροντοφώνησε, όταν έφυγε από τους γέρους να πάει στο φαγί του. Πού η πρώτη εκείνη ολογάληνη στροφή της αρχής; Αφτός, φίλε μου, και τη δέφτερη την άφηνε στο ράφι, για να προφτάσει αμέσως την τρίτη, που ταίριαζε περίφημα στην περίσταση κι έκφραζε τον πόθο της καρδιάς του·
— «Αχ! αλήθεια, τι καλά που το λέει ο ποιητής! αναστέναζε ο Αντρέας. Γύρισε, γύρισε σπίτι μου, φως μου εσύ· σφάλνα, εσύ μου, πίσω σου αγάλια την πόρτα. Και να που τόντις θα ξανάρθεις. Χαρά μου.»
Μα η τύχη, αφού του τα ‘φερε ως τότες όλα ρολόι — ρολόι, μα το ναι, μια και απόλαβε κάθε πράμα με την ώρα του, ότι που το ποθούσε — τώρα η τύχη σα να του το ‘κανε πείσμα και να του τα ‘φερνε ανάποδα όλα. Πέρασε δεκαπέντε μέρες βασανισμένες. Δεκαπέντε — που αιώνες του φανήκανε του άμοιρου, ενώ πήγαινε ρώτα τι σημαίνουνε δεκαπέντε μέρες ή αιώνες, στην αιωνιότητα μπροστά. Δεν ερχότανε που δεν ερχότανε η Αγνή. Μοιάζει και δεν άδειαζε το παιδί. Δουλειά θα είχανε στο ραφτάδικο ακόμη με τους ξένους ή με τις ξένες, που κακό χρόνο να ‘χουνε. Δεν μπορούσανε μαθές, προτού βγούνε στο ταξίδι, να παραγγείλουνε στην πατρίδα της η καθεμιά τις χρειαζούμενες φορεσιές, τις αναγκαίες τις φούστες; Στην Ελβετία, στη Λωζάνα, θα το καταλάβουνε άξαφνα πως άπορες και γυμνές κοπιάσανε στα παραλίμνια;
Θύμωνε ο Αντρέας. Ανησυχούσε κιόλας. Ανησυχούσε, σα θέλεις, πιο πολύ παρά που θύμωνε. Μήπως ήτανε πρόφαση το ραφτάδικο, οι ξένες και η δουλειά; Καλά, τουλάχιστο, που παραπονιότανε η γρίτσα κι έτσι ο καψερός μας έκανε κουράγιο·
— «Αφέντη, μου το σκοτώνουνε στο ράψιμο, το τσαμένο!»
Λοιπόν, αλήθεια θα ‘τανε, αφού παραπονιέται κι η γριά.
Ποιος ξέρει πάλε; Μπορεί να της τα ‘λεγε η Αγνή, για να την πλανέσει, επειδή προτιμούσε να μην της πει το λόγο τον αληθινό, κι ο λόγος ο αληθινός, που το κατάλαβε δα πως ο φίλος λωλά την αγαπούσε. Από τ’ άλλο μέρος όμως φοβότανε μήπως και τα λόγια του, μήπως και οι τρόποι του μαζί της, μήπως και το ύφος του δεν της δείξανε αρκετά τι λατρεία που της είχε, τι λατρεία που της χρωστούσε μάλιστα της απαντημένης σε ώρα θλίψης κι απελπισιάς. Τότες έπαιρνε θάρρος ξανά. Γιατί, λέει, τέτοιο αίστημα, σαν το δικό του δηλαδή, τόσο ακέριο, τόσο τίμιο, αδύνατο είναι να τη θυμώσει, αδύνατο να την πειράξει, αχ! αδύνατο, συλλογιότανε με πίστη ο Αντρέας, αδύνατο να μην την κάμει να λιώσει από τη συγκίνηση, άμα το μάθει. Και η πεποίθησή του αφτή, πως η αγάπη του ξεχώριζε από τις άλλες, του έδινε δύναμη μεγάλη, μαζί με τη δύναμη, την τόλμη.
Τόλμη, ναι! Μα να μπορούσε τουλάχιστο να βρεθεί για την τόλμη του αφορμή! Τι να τολμήσει, όσο καθότανε σπίτι του σαν τον κούκο, τι να της ξεμυστερεφτεί, πώς να της φανερώσει την καρδιά του, όσο δεν την έβλεπε; Να, το ‘νιωθε στ’ απόβαθά του πως εδώ ήτανε ο κόμπος. Ολέθριο που δεν την έβλεπε, που δεν τη συντύχαινε, που την άφηνε μόνη της ή να φαντάζεται ή να υποψιάζεται ή ν’ αδιαφορεί, μ' ένα λόγο να μην ξέρει στ’ αλήθεια τι του γίνεται μέσα του δύστυχου.
Κόντεβε τώρα κιόλας να λυπηθεί που το άκουσε, που το έλπισε πως η Αγνούλα θα ‘ρθει το πρωί να συγυρίσει και πως έτσι, θα του είναι βολετό να πιάσει μαζί της ο φίλος τις κουβέντες που ήθελε, που τις νόμιζε κι απαραίτητες. Αφού δεν ερχότανε, κρίμας που το πρόσμενε, γιατί προσμένοντάς το είχε προτοιμαστεί, και μην μπορώντας να της πει εκείνα που μελετούσε, βρισκότανε σαν κομποδεμένος μπροστά στους άλλους και της ξεστόμιζε άρατα θέματα.
Ίσως στάθηκε αφτό η αιτία που στα καλά καθούμενα, έκαμε ο Αντρέας ένα κίνημα, όσο γίνεται αντίθετο από τον περίφημο σεβασμό και την περίφημη λατρεία του προς την απαντημένη, όπως έλεγε, σε θανάτου ώρα.
Είχε κατορθώσει, στο διάστημα τω δεκαπέντε μερώ, να πάει μια δυο φορές στους γέρους. Άκρες μέσες είχε μιλήσει με την Αγνή. Προσπάθησε μάλιστα να της μιλήσει με το ύφος εκείνο που παίρνει κανείς άξαφνα μ' έναν καλό, παλιό του φίλο, ένα ύφος μισό αδιάφορο, μισό γελαστό. Δεν αποκότησε όμως, ούτε γελαστά να τη ρωτήσει, πότε μαθές θα ‘ρθει για τα συγύρια, όπως από τη θεια το είχε ακούσει. Φίνος η εβγενεία του. Έτρεμε κιόλας μήπως και φανεί τίποτις από ένα του λόγο.
Φάνηκε πολύ περσότερο από το κίνημα που λέγαμε.
Μια κεριακή, ο Αντρέας, ύστερις από το πρόγεμα, μεσημέρι μια η ώρα, συλλογίστηκε πως καλό θα ‘τανε να πεταχτεί μια στιγμούλα στο αντικρινό, και ίσως, ποιος ξέρει; σήμερα που είναι σκόλη, που είναι γιορτή, βρει και την κοπέλα στη φωλιά της. Άσκημα δεν το συλλογίστηκε διόλου, επειδή στην Ελβετία, μάλιστα στη Λωζάνα, όσο κι αν ο προτεσταντισμός βασιλέβει, δε μοιάζουνε οι κεριακές τους με τις εγγλέζικες, όπου δάχτυλο να κουνήσεις περνά γι' αμαρτία και πρέπει να κάθεσαι όλη μέρα ήσυχα στ’ αβγά σου. Εκεί ξεναντίας ο καθένας, κι ο πατέρας κι η μητέρα κι ο παππούς, κι ο γείτονας, κι ο φίλος, κι ο αφέντης σου, αν είσαι δούλος, κι ο παπάς ακόμη, θα σε συβουλέψει, θα σε παρακινήσει κιόλας την κεριακή να ξεφαντώσεις μ' όποιο τρόπο θέλεις, φτάνει να μην κλειδωθείς να δουλέβεις, όπως κάνεις τη βδομάδα, παρά να βγεις όξω περίπατο, να πάρεις τα βουνά με γνώριμους και δικούς, να κατεβείς στη λίμνη, να πιάσεις τα κουπιά, ή πάλε, σαν προτιμάς, να μείνεις με το κεφάκι σου στην καμερίτσα σου, μα να μη ράφτεις, να κουβεντιάζεις, να διαβάζεις, να παίζεις, αν είναι δυνατό.
Στο παιχνίδι τη βρήκε ίσια ίσια την Αγνή, και σε παιχνίδι που σίγουρα δεν το πρόσμενε. Από ένα σπίτι διπλανό, ήρθε βίζιτα ένα παιδί, αγοράκι δέκα έντεκα χρονώ, να την παρακαλέσει να πάνε μαζί στο σεργιάνι, κάπου μακριά, όπου ορίσει. Δεν της έστρεγε φαίνεται της Αγνής, προτιμούσε, λέει, να τελειώσει ένα ρομαντζάκι λουκούμι που το είχε αρχινημένο και λαχταρούσε να διει το τέλος. Τ’ αγόρι δεν την άφηνε· και καλά να τραβήξουνε οι δυο τους πεζοί, με τον όμορφο τον καιρό, ίσια με το Κρισιέ, όπου είναι ρουμάνια μαγεφτικά. Δυόμιση ώρες δρόμος, αδερφέ, και τρόμαζε η Αγνούλα. Βάλθηκε τότες το αγοράκι να την κυνηγήσει τάχα, για να την πιάσει, κι έτσι να τον ακολουθήσει με το ζόρι. Αφτά στην τραπεζαρία. Τρέχανε το λοιπό γύρω γύρω στο τραπέζι, όταν μπήκε ο Αντρέας.
Έσπασε στα γέλια το αθώο το κορίτσι, δε στάθηκε όμως, επειδή ο σύντροφός της όλο κι όλο την έπαιρνε από πιο κοντά. Να σου, ματάκια μου, κι ο Αντρέας που βγαίνει άξαφνα βοηθός του μικρού. Τρεχιό και του λόγου του. Η στρατηγική του ωστόσο πιο πιδέξια, μπορεί και πιο μελετημένη από τη βιάση του παιδιού. Αντίς να την πάρει από πίσω, την πήρε από μπροστά, κι έτσι βρεθήκανε άψε σβήσε κατάντικρυ ο ένας με τον άλλονε. Άπλωσε αμέσως το χέρι του ο Αντρέας, και μοιάζει σα να το άπλωσε ο φίλος εκεί που έπρεπε, —ή δεν έπρεπε — γιατί ένα μήλο στρογγυλό στρογγυλό και σκληρούτσικο του γέμισε ντιπ τη φούχτα, λες και γέμιζε κούπα.
Μόλις το ‘νιωσε στη φουχτίτσα του το πωρικό και ταράχτηκε φοβερά. Ταράχτηκε από το φόβο. Ξακολούθησε να παίζει και να γελά, μήπως και του αποδιούνε τίποτις. Μέσα του όμως φουρτούνα. Κατάλαβε το τρομερό λάθος που έκαμε. Ο ανόητος! Να που τα χάλασε όλα, ενώ τα πήγαινε πρίμα. Θα ‘ρχότανε η Αγνή, θα της κουβέντιαζε γλυκά όπως ήξερε, θα της ξεμολογούσε την αγάπη του, σιγά σιγά θα την έφερνε στα νερά του. Τώρα, πού να ‘ρθει; Δε βαριέσαι; Μήτε να γυρίσει να διει τον άτιμο, τον ασυνείδητο που πάει και πιάνει έτσι τα κορίτσια, στο στήθος.
Τα ‘λεγε αφτά με το νου του ο Αντρέας κι έτρεχε ολοένα γύρω στο τραπέζι με την Αγνή και με τ’ αγόρι, προσπαθώντας να συμμαζώξει άξαφνα τους τρόπους του, για να δείξει τάχα πως εκείνο το κίνημά του τίποτα δεν ήτανε, πως του ξέφυγε και τέλειωσε. Η Αγνή έτρεχε και δάφτη, θυμωμένη όμως δεν έμοιαζε, ώστε ο καημένος ο Αντρέας σα να ησύχαζε κομματάκι. Μα η ανησυχία του αναποδογύρισε πάλε την καρδιά, όταν η Αγνή κάθισε στην καρεγλίτσα που βρισκότανε κοντά στο παράθυρο και δήλωσε·
—«Φτάνουνε τα τρεξίματα. Σήμερα όρεξη για περίπατο δεν έχω. Θα μείνω εδώ να διαβάσω ένα βιβλίο που μου αρέσει.»
— «Όρεξη για περίπατο δεν έχει, συλλογιότανε ο Αντρέας, πηγαίνοντας καλιά του. Εγώ της έκοψα την όρεξη. Εγώ και την εφτυχία μου, την κατάστρεψα.»
Πρέπει να τον αφήσουμε τον άθρωπο να τα βλέπει τα πράματα έτσι. Πολύ φυσικό, αφού αγαπούσε κι η αγάπη μας αποθολώνει τα λογικά μας. Εμείς που παρατηρούμε κι αφηγούμαστε, ήσυχα ήσυχα θα ψυχολογήσουμε, ήσυχα ήσυχα θα φυσιολογήσουμε την Αγνή μας.
Το πιο παράξενο στάθηκε που το περίφημο το κίνημα του βγήκε σε καλό.
Παράξενο, γιατί το κίνημα δεν άρεσε διόλου της Αγνής και της έκοψε τόντις την όρεξη για κάθε διασκέδαση. Να τραβηχτεί στη γωνιά της, να διαβάσει, να το μόνο που της έστρεγε τη στιγμή εκείνη. Καθώς το 'μαθε κιόλας κατόπι ο Αντρέας, κάτι τέτοια και παρόμοια, κάτι γιαγλίδικα κι ερωτιάρικα, δεν τα ήθελε η κόρη, τα μισούσε μάλιστα. Μια φορά είχε απαντήσει κάποιονε στη Γενέβη, που χωρίς να ξηγηθεί παραπάνω το παιδί, έλεγε πως στάθηκε μαζί της αχρείος. Δούλεβε τότες η Αγνή σ' ένα πλούσιο σπίτι, κι άγνωστο μας είναι ποια τ’ αχρεία — κινήματα ή λόγια, δεν ξέρουμε — που έκαμε ή που γύρεψε να κάμει ο αχρείος αφτός. Όπως κι αν είναι, σωστό να σημειωθεί εδώ πόσο αόριστη πάντα, σε όσα δηλαδή αφορούνε την αγάπη, βρίσκεται να είναι η φαντασία της γυναίκας, περσότερο ακόμη του κοριτσιού, που δεν έμαθε από τα μικράτα της, σαν τον άντρα, να ξεδιακρίνει τις γραμμές, να ξεχωρίζει τις φόρμες, ν’ ατενίζει το πραματικό, παρά όλα τα θωρά σα να τ’ αποτυλίγει, σα να τ’ αποσκεπάζει σύννεφο, με τρόπο που ή δεν της φαίνουνται τίποτα ή της φαίνουνται τέρατα.
Η Αγνή απαρχής είχε μορφώσει άριστη γνώμη για τον Αντρέα ή αν προτιμάτε, μια εντύπωση αγαθή και γλυκιά είχε μορφωθεί μέσα της μοναχή της. Τον περνούσε για όσο γίνεται καθώς πρέπει. Για τούτο και της γέμιζε το μάτι. Να σου άξαφνα που της φανερωνότανε ολότελα διαφορετικός. Φοβότανε μήπως βγει και του λόγου του δέφτερος Γενεβέζος, που να μη φέξει! Ωστόσο να μη σας ξεφύγει πως ίσια ίσια επειδή συνέδενε το κάμωμά του Αντρέα με το κάμωμα του Γενεβέζου, που εννοείται για την αγάπη της είχε μιλήσει, πρώτη φορά συνέδενε με τη σκέψη του Αντρέα τη σκέψη της αγάπης. Ας αφήσουμε πως ανήξερά της, ανήθελά της, όμορφη, έβρωστη κι είκοσι ενός, είκοσι δυο χρονώ παρθένα καθώς ήτανε, δούλεβε μέσα της και η σαρκούλα, που στα κορίτσια μόνη της δε δουλέβει, τραβά μαζί της και το αίστημα. Μπορεί το λοιπό, το χέρι που άγγιξε το στήθος, ν’ άγγιξε μια σταλούλα και την καρδιά.
Η σαρκούλα της, η αναπάντεχη σκέψη της αγάπης, η καλή της γνώμη για τον Αντρέα, μα το πιο πολύ ο φόβος της μήπως τέτοιος ένας άθρωπος αρχίσει τ’ αλλόκοτα μαζί της, την κατασταλάξανε, δίχως να το υποψιαστεί, στα λημέρια του αδάμαστου θεού.
Κατάλαβε δηλαδή πως ίσως να τη νοστιμέβεται ο Αντρέας. Και πειδή μάλιστα, όπως κι αν είναι, δεν μπόρεσε να μη συγκρίνει, και πειδή το σόι του Αντρέα της φαινότανε ολότελα διαφορετικό από το σόι του Γενεβέζου, απίθανο διόλου να ‘δινε μέσα της πιο σπουδαία σημασία στο απλό το νοστιμέβεται που έλεγε για τον Αντρέα.
Λίγο λίγο, τα σκέφτηκε αφτά η Αγνούλα μας, θαρρώ κιόλας πως θ’ άρχισε να τα μελετά με το νου της, από τη στιγμή που της άρπαξε κάτι ο σιορ Αντρέας· για τούτο υποθέτω ξακολούθησε τότες να τρέχει γύρω στο τραπέζι και να μη φαίνεται θυμωμένη· συλλογισμένο ήτανε το παιδί μας.
Ύστερις από δυο, από τρεις βδομάδες πήγε στου Αντρέα η Αγνή για τα συγύρια. Σ' αφτό γελάστηκε ο φίλος, σα νόμισε πως δε θα πάει. Μήτε της πέρασε. Πήγε, ότι που άδειασε από το ραφτάδικο. Πήγε, γιατί χρέος της να πάει, να βοηθήσει τη θεια της. Δουλειά της και θα την αρνηθεί; Τι τάχα; Να μην πάει για τα προχτεσινά; Καλά, εδώ είμαστε. Με το ζόρι δε μας πιάνει κανένας. Βέβαια όμως πως πήγε με υποψία, πήγε με την απόφαση να μην ξαναρχίσουνε τα παλιάτσικα εκείνα. Και ίσια ίσια η απόφασή της στάθηκε η σωτηρία του Αντρέα, επειδή κατάντησε η Αγνή σαν τον άθρωπο που βάζει στη ζώνη του μαχαίρια με κουμπούρια, προσμένοντας να πολεμήσει λύκους κι άξαφνα βρίσκει μπροστά του αρνί.
Λιωμένος ο Αντρέας, όταν την είδε, ήμερος, γλυκός, αγαθός, αρνί, αδερφέ, δεν το είπαμε; Το κατάλαβε αμέσως η κοπέλα και της άρεσε υπερβολικά. Ενώ συγύριζε στο σπουδαστήρι του, της έλεγε κανένα λόγο πού και πού, απαλόνε. Κάποτες πάλε, ψιθύριζε μέσα στα δόντια του το σκοπό του Schubert. Το ‘κανε πίτηδες, για να καμωθεί πως τώρα το συλλογίστηκε να της πει και για το σκοπό.
—«Αλήθεια! Μου έμαθες τις προάλλες ένα τραγούδι. Να σου μάθω σήμερα και γω ένα!»
Τραγούδι να της μάθει! Γιατί όχι; Τσίτωσε τ’ αφτάκια της, αφήνοντας μια στιγμούλα τη βουρτσίτσα, που ξεσκόνιζε αντίκρυ του το γραφείο της Ειρήνης, ενώ συλλογισμένος, με θλίψη αξεδιάλυτη και μυστική, με φωνή σα χάδι, της ξεστήθιζε ο Αντρέας τους στίχους κι έναν ένανε τους σκόλιαζε. Μιλούσε, λέει, ο ποιητής για κανέναν άθρωπο δυστυχισμένο, που άξαφνα μπροστά του βλέπει ένα πλάσμα με τη γαλήνη γραμμένη στο πρόσωπό του, με τον ουρανό στα μυσείδια του περεχυμένο. Λαχτάρα το 'χει ο ταλαίπωρος να ζυγώσει το πλάσμα τ’ αγαθό, η παρουσία του είναι ο ανασασμός του. Της αφιερώνει, με πόνο, με ηδονή, το μάτι του και την καρδιά του, εκεί, εκεί να κάθεται πάντα. Να γυρίσει, αχ! σπίτι του ξανά, την πόρτα πίσω της να σφαλήξει, και να διώξει από το στήθος του, να διώξει πια κάθε βάσανο ξένο, να πλημμυρίσει το είναι του όλο από χαρά δική της.
Έτρεμε, όσο της τα ξεδιάλιζε ο Αντρέας. Συγκινημένη ακράτητα και η Αγνή. Για να μην το δείξει, άξαφνα βγήκε στο τραγούδι μαζί του, κι έτσι έδειχνε πιο ξάστερα την ψυχή της, αφού έσμιγε η φωνή της με του Αντρέα τη φωνή·
Στο λιμάνι
Στεκότανε πάντα η Αγνή, από το αντίθετο μέρος του διπλού γραφείου, κατάντικρυ στον Αντρέα, όρθια, τα χεράκια της και τα δυο ακουμπισμένα στη ράχη απάνω της καρεγλίτσας, όπου θα καθότανε ο Αντρέας, αν άξαφνα πήγαινε να δουλέψει στο ζηλεμένο του, στο ποθητό του γραφείο της Ειρήνης, και τραγουδούσε συντροφικά του η Αγνούλα, μα σηκώνοντας τα ματάκια της προς το ταβάνι αψηλά του σπουδαστηρίου, όπως κάνουνε τα παιδιά, σαν τα βάζουνε να τραγουδήσουνε σκολειό. Το 'κανε όμως εκείνη, έτσι, από κρύφιο της ψυχόρμητο της αιδωσύνης, για να μη βλέπει τα μάτια του Αντρέα, που ακόμη και χωρίς να τα βλέπει, τα ‘νιωθε μέσα καρφωμένα στα δικά της. Αχ! και τι μάτια! Γλυκά, πονεμένα, σεκλετιασμένα, μ' ένα δυο δάκρυα που γυαλίζανε στα βλέφαρά τους, ενώ τραγουδούσε κι αφτός μ' ένα αίστημα που σου ράγιζε την καρδιά. Και με το νου της έλεγε η Αγνή, πως να τος και τόντις καθώς τον κατάλαβε από την πρώτη μέρα, όχι καθώς τον είδε την κεριακή εκείνη. Τώρα, ναι, είχε μπροστά της έναν τίμιο, ένα σοβαρό άθρωπο, έναν άθρωπο που θα είναι και καλός, αφού συγκινιέται, αφού κλαίει, αχ! κι έναν άθρωπο δυστυχισμένο, ποιος ξέρει από τι λόγους; Δυστυχισμένος όπως φαίνεται κι από το τραγούδι του. Γιατί τάχα να διαλέξει τέτοιο; Σίγουρο γιατί ανταποκρινότανε σε καμιά θλίψη του μυστική. Αμέ, δεν τον ακούς πως σου τονίζει τη στροφή όπου παρακαλεί την άγνωστη κοπέλα, να διώξει, να διώξει αχ! από το στήθος του κάθε ξένο καημό; Λοιπόν, είχε καημούς. Και ποιος δεν έχει; Μήπως ίδια η Αγνή μας δεν πήρε κι αφτή το μερτικό της από την κοινή μας, από την παγκόσμια συφορά; Και ανήθελά της συλλογιότανε τον κατακαμένο της το λαιμό. Κόντεψε μάλιστα να κοιτάξει, μπας και ξέχασε να τον κρύψει — και σύγκαιρα φοβήθηκε μήπως ρωτήσει πάλε ο Αντρέας.
Πάνε κι έρχουνται στο μυαλό μας οι λογισμοί με μιαν αφάνταστη γληγοράδα, επειδή όσα μας χρειάστηκε αλάκαιρο κατεβατό για να τα ξεδιαλύσουμε, αστράψανε μέσα της στο διάστημα ενός δεφτερόλεφτου, δηλαδή στο διάστημα που θέλεις για να βγάλει ο λάρυγγάς σου δυο νότες και μια λέξη. Περίεργο κιόλας που ενώ τραγουδούσε ολοένα, δε δυσκολεβότανε διόλου να συλλογιστεί για τον Αντρέα σωρό σωρό πράματα — εκείνα δα που αναφέραμε και που μιλώντας ίσως να μην τολμούσε να τα διατυπώσει τόσο ξάστερα, όπως τα καταστρώσαμε στο χαρτί μας. Ίσως ακόμη και χωρίς το τραγούδι, χωρίς την ποίηση που σου ανοίγει κόσμους καινούργιους, διαφορετικούς από το δικό μας, κάτι κόσμους όπου πιο λέφτερα, πιο ανεξάρτητα πετά η ψυχή σου, ίσως χωρίς τη μοναδική εκείνη τη μελωδία, η Αγνή να μην είχε νιώσει μέσα της για τον Αντρέα τόσο ψυχόβαθη συμπόνια, ψυχόβαθη τόντις, αφού σύγκρινε, πάει να πει αφού έβαζε ταίρι ταίρι τη δυστυχία της και τη δική του. Βέβαιο μάλιστα πως χωρίς τη μουσική, χωρίς τη διάθεση που στα σπλάχνα της η μουσική γεννούσε, θα ‘παιρνε αχαμνά το λόγο που ξέφυγε άξαφνα του Αντρέα και που της έφερε ανέκφραστη εντύπωση.
Ο Αντρέας την κοίταζε κι όλο την κοίταζε τραγουδώντας. Στο στήθος του οι φουρτούνες οι παλιές, οι απελπισίες, οι αγώνες, σα να πέφτανε, σα ν’ άραζε άξαφνα ο Αντρέας σε ανέλπιστο ένα λιμάνι. Τη θωρούσε τώρα, τη θωρούσε με τα μάτια του, μπροστά του, Εκείνη που από μακριά βαστούσε, στο σκοτάδι, το φανάρι της Σωτηρίας, για να τον οδηγήσει στη βράση αλάργα της τρικυμιάς. Και πού στεκότανε ο φάρος ο λατρεφτός; Αντίκρυ του, καλέ, στο γραφείο κοντά της λαχτάρας, που αφτή του έδινε τώρα την Ειρήνη και τη γαλήνη. Πώς το λοιπό να μην της φανερώσει τη λατρεία του; Μα με τι τρόπο, με τι κίνημα, με τι λόγια; Του ήρθανε τα λόγια μοναχά τους·
— «Αγνούλα, ξέρεις τι συλλογιούμαι; Συλλογιούμαι κείνο που λέει και το τραγούδι. Κατόπι, μια μέρα, όταν και συ, όπως όλα τα κορίτσια, όταν και συ βρεις την ησυχία της καρδιάς τη γλυκιά, όταν και συ αγαπήσεις, όταν, Αγνούλα, και συ αγαπηθείς... τότες, τότες, να το κατέχεις, οι δόλιες οι λαβωματιές σου θα γιατρεφτούνε· η αγάπη θα σου τις γιατρέψει!..
Αλάφρωσε ο Αντρέας που χωρίς να το κάμει πίτηδες, στο τέλος των τελώνε της το πρόφτασε, ό,τι έλεγε μέσα του από τη δέφτερη μέρα που τη γνώρισε. Της το συγύρισε λιγάκι, εννοείται, για να μην την τρομάξει, της το ‘φερε σα να ήτανε η κουβέντα για όλα τα κορίτσια, σα να υπονοούσε την παντρειά της, ενώ μόνο το να βάλει τέτοιο πράμα με το νου του, τον αναποδογύριζε, τον γκρεμνούσε κατά γης. Μπορεί όμως ίσια ίσια η σκέψη αφτή, ο φόβος του, να δώσανε στα λόγια του δύναμη περσότερη, τη δύναμη του πόνου.»
Ταράχτηκε η κόρη πολύ. Έτυχε κιόλας να το πει ο Αντρέας τη στιγμή που η άμοιρη πήγαινε να σηκώσει το χεράκι της ως το λαιμό της, να καταλάβει αν είχε πάντα το μεταξωτό της το μαντιλάκι γύρω στο λαιμό, να τη σκεπάζει. Το σήκωσε και για να κρύψει καλύτερα το γύρο του λαιμού της, κουκουλώθηκε με τα δάχτυλά της.
— «Αχ! μην το λέτε αφτό!» του κάνει και τραβιέται λίγο παρέκει, να μην τη βλέπει, ενώ χαρά και δυσαρέσκεια συνάμα ζουγραφιζόντανε στο πρόσωπό της, δυσαρέσκεια που γνώριζε ο Αντρέας το δυστύχημά της, την ντροπή της, χαρά που της έταζε πως μια μέρα δε θα φαίνεται τίποτα.
Να μη φαίνουνται μια μέρα οι λαβωματιές της! Να γίνει τέτοιο πράμα μια μέρα δυνατό! Μήτε της πέρασε ποτέ της. Η πεποίθησή της ήτανε πως έτσι θα πεθάνει, έτσι θα τη σαβανώσουνε την άμοιρη, άσκημη κι αφανισμένη όπως έζησε. Δηλαδή και τώρα, ύστερις από το λόγο του Αντρέα, δε θάρρεψε με τα σωστά της το παιδί, πως τόντις θα γειάνει, πως τόντις το δέρμα της θα στρώσει.
Ο νους της ωστόσο κάτι θα ‘βαζε και μοναχός του, δίχως να της ζητήσει την άδεια, επειδή όλη την απογεματιανή, στης θείτσας, ράφτοντας στην τραπεζαρία για λογαριασμό της, δεν έπαψε μια στιγμούλα να τραγουδά λογιώ λογιώ τραγούδια, βέβαια, πιο συχνά όμως εκείνο του Αντρέα το πρωινό — γιατί εκείνο το πρωινό του Αντρέα της θύμιζε και το λόγο του για τις λαβωματιές. Του κάκου! Έβραζε μέσα της, έβραζε η ζωή. Ορμούσε η νιότη προς το φως. Τώρα μάλιστα που στον ουρανό αγνάντεψε η νιότη ξαφνικά την ελπίδα, πώς να μην κάμει φτερά, να τη φτάσει; Δεν το υποψιάστηκε ίδιος ο Αντρέας τι δρόμους αερόδροσους, αιθερόλουστους, μεγάλους, μ' ένα του λόγο, άνοιξε στη φαντασία της κόρης. Ν’ αγαπήσει! Ν’ αγαπηθεί! Πού να το πιστέψει; Πώς να τ’ απολάψει το απαγορεμένο το αγαθό; Δεν είναι άξια να το χαρεί, σημαδεμένη, χαλασμένη, στιγματισμένη όπως είναι από τη Μοίρα. Την αγάπη, μια φορά, την είδε. Την είδε στο Γενεβέζο εκείνο που γι' αγάπη της μιλούσε. Όμορφη αγάπη! Κατάλαβε αμέσως η Αγνή. Ο Γενεβέζος βλέποντας το λαιμό της και μαθόντας τα καθέκαστα, στοχάστηκε πως στα κατάντια της τι αξίωση μπορεί να ‘χει; Στοχάστηκε πως να την πιάσεις, να την αποφιλήσεις, έπειτα να την πετάξεις, πρέπει να σου πει και γεια σου. Ποιος τη θέλει με τέτοια χάλια; Τιμή της που γυρίζεις να τη διεις.
Από τότες το ‘νιωσε η Αγνή πως στους άντρες δεν πρέπει να ‘χει εμπιστοσύνη καμιά. Τη γλυκοπιάνουνε για τους αχρείους τους σκοπούς τους, για να την ξαπολύσουνε, άμα τους ακούσει. Πρόσεχε το λοιπό και στούμπωνε τ’ αφτιά της. Για τούτο τη δυσαρέστησε τόσο πολύ το κάμωμα του Αντρέα της κεριακής που ήρθε σπίτι τους. Να όμως που τώρα γινότανε άλλος άθρωπος, τώρα ήτανε καλός, καλός και λυπημένος· το μάτι του την κοίταζε με πόνο, την κοίταζε λες με δειλία, σα να μην ήθελε ούτε η ματιά του να την αγγίξει, όχι το χέρι του μαθές σαν τις προάλλες. Μα τότες γιατί να την έπιασε τόσο άνοστα στην τραπεζαρία ίσια ίσια, όπου δούλεβε πάλε η Αγνή και τα μεταπερνούσε με το νου της; Ποιος ξέρει; Μπορεί να τα ‘χουνε οι άντρες τα τέτοια για χωρατά, να μη δίνουνε και μεγάλη προσοχή. Άρχιζε να της φαίνεται η αμαρτία πιο μικρή, αφότου της είχε φερθεί από άκρη σε άκρη διαφορετικά. Και την παίρνανε ανάποδοι λογισμοί. Τάχα είναι, είναι δυνατό να την αγαπήσει κανείς; Να την αγαπήσει αφτός; Καλέ, είναι ν’ αγαπηθεί μια σακατεμένη; Δεν τη βλέπει πώς είναι;
Και σηκώθηκε η Αγνή. Σηκώθηκε, πήγε στον καθρέφτη. Ξεσκέπασε λιγάκι το λαιμό της. Ντράπηκε, θυμώντας τον Αντρέα.
— «Να ήξερε αχ! πως είμαι όλη μου!»
Εννοούσε η δύστυχη τη μέση της κι ένα μέρος του σκελιού της. Περίεργο που το είπε και δεν ντράπηκε. Μήτε της το παράστησε η σκέψη της πως ο Αντρέας, για να ξέρει πώς είναι η μέση της, έπρεπε φυσικά να διει τη μέση. Πού να πάει ο νους της ως εκεί; Ας παρατηρήσουμε ωστόσο με τι σιγανή κι αβάσταχτη δύναμη, μέσα της, ανέβαινε η αγάπη. Κύμα κύμα προχωρούσε ώσπου να ξεχειλίσει. Να που δε δίσταζε να συλλογιστεί τον Αντρέα τη στιγμή την ίδια όπου συλλογιότανε το κορμάκι της. Το πιο σπουδαίο ίσως είναι που το συλλογιότανε αθώα, σα να μην το ‘βρισκε παράξενο διόλου. Ας προσπαθήσουμε μάλιστα πιο ξάστερα να ξεδιαλύσουμε τ’ αξεδιάλυτα. Η Αγνή, στην ηλικία της, δεν αγνοούσε τι θα πει γάμος. Το κάτεχε δα πως ο άντρας της, αναπόφεφτα, θα τη θωρούσε, θα τη γνώριζε όπως είναι. Και όμως μιλούσε άξαφνα για τον Αντρέα σα να μιλούσε για τον άντρα της, αφού το παραδεχότανε πως μπορούσε τάχα να τη γνωρίσει έτσι κι ο Αντρέας. Μα να μην ξεχνούμε και το πιο σπουδαιότερο· τα ‘κανε αφτά, χωρίς ιδέα να ‘χει, πως τα κάνει. Πασκίζουμε στην ανάλυσή μας να πιάσουμε τη σκόνη τη χρυσή που στολίζει τα φτερουδάκια της πεταλούδας, με το μικροσκόπι γυρέβουμε να πάρουμε τα κουκκίδια της σκόνης ένα ένα. Καλά. Μόνο να συφωνήσουμε πρώτα πως η πεταλούδα ούτε το υποψιάζεται πως έχει απάνω της τέτοιο μάλαμα.
Ένα στοχαζότανε πάντα, ένα της φαινότανε θεοφάνερο, άμα τύχαινε κάποτες να ονειρέβεται και παντρειά, πως αδύνατο ίσια ίσια να παντρεφτεί ποτέ της, επειδή σίγουρο πως θα τη σιχαινότανε ο άντρας της. Φαντασία της αφτό και τίποτις άλλο. Δεν ήτανε διόλου το κορμάκι της για να το σιχαθείς, δεν ήτανε τόσο τρομερές οι λαβωματιές της. Μα εκείνη, με την κοριτσίστικη την αντίληψή της, τα παρατσίτωνε στο τραγικό τα πράματα, σε βαθμό κιόλας που πολλές φορές, ή όταν πλάγιαζε ή όταν πλενότανε το πρωί, έλεγε πως κάλλια να σκοτωθεί παρά να μείνει όπως είναι — και το ‘λεγε με τα σωστά της.
Και η απελπισιά της, η πίκρα της, το κρυφό της το σεκλέτι προερχόντανε από λόγους πιο βαθιοψυχολόγητους. Στην ηλικία της Αγνής, μεγάλη σημασία δε δίνει κανένας σε κείνο που ονομάζεται σώμα· βλέπει περσότερο την ψυχή — χωρίς εννοείται να παρατηρήσει πως ένα είναι και τα δυο τους, αφού, ως τώρα τουλάχιστο, δεν είδε κανείς ψυχή δίχως σώμα, μπορούμε να προστέσουμε μάλιστα πως κανείς δεν είδε ούτε σώμα δίχως ψυχή, μια και η σημερνή επιστήμη γυρέβει να μας αποδείξει, πως ζωή μέσα τους έχουνε ως κι οι πέτρες που και δάφτες αλλάζουνε μέρα τη μέρα, γεννιούνται, μεγαλώνουνε, πεθαίνουνε, ζούνε το λοιπό, και ψυχή θα πει ζωή.
Κοντά στο νου πως η Αγνή δε φιλοσοφούσε. Γιατί, όσο λίγο ξεχωρίζεις στη Δημιουργία ψυχή και σώμα, τόσο λίγη διαφορά έχουνε και στην αγάπη αναμεταξύ τους το σώμα και η ψυχή, αφού δε βγήκε ποτέ του ν’ αγαπήσει κανείς ψυχή ασώματη ούτε άψυχο σώμα, παρά ξεναντίας, αν ο άντρας αγαπά τη γυναίκα κι αν αγαπά η γυναίκα τον άντρα, ίσια ίσια θα πει πως αγαπιούνται από το λόγο που υπάρχει, όχι μονάχα στην ψυχή τους, μα και στης ψυχής τους ακόμη τη σκάρωμα, δηλαδή στο σώμα τους, κάποια διαφορά. Η Αγνή, που δεν τα παραβάθυνε τα τέτοια — και μήπως τα παραβαθύνουνε αφτά οι γυναίκες; — η Αγνή απελπιζότανε που μπορεί άξαφνα, όπως το ‘παθε κιόλας, να δοκιμάσει μαζί της κανένας παραλυμένος τα συνηθισμένα τους τα μουρντάρικα, πως δε θα τ’ αξιωθεί όμως η δύστυχη κι η παραιτημένη, να χαρεί την αγάπη της καρδιάς.
Αχ! της καρδιάς η αγάπη! Αχ! να ξέρεις πως βρίσκεται κάποιος πουθενά, κάποιος που σε συλλογιέται, που είναι δικός σου, που δε σου το λέει, που ίσως σου το τραγουδά— έτσι; και για τραγούδι τώρα μιλούμε; — κάποιος που μέσα του τα κρύφτει όλα, που μέσα του κλαίει, που θα ‘πόφερε πολλά, που θ’ αγάπησε, που θ' αγαπήθηκε, που θ’ απατήθηκε, που ζει μόνος, που ίσως για τούτο κάποτες κάνει κάτι παράξενα, μα που την αγάπη σίγουρο τη γνωρίζει, που θα νιώθει από αγάπη, που θα ‘χει αίστημα φίνο, ντελικάτο, που κι η ματιά του αχ! σα να μην τολμά να σ’ αγγίξει...
Έτσι καρδιολογούσε η Αγνή, κι ενώ καρδιολογούσε, κι ενώ απαρχής σα να το 'παιρνε από έποψη γενική, λίγο λίγο καταστάλαζε η γενική έποψη σε ατομική όσο παίρνει, ο κάποιος που έλεγε πρώτα, γινότανε άξαφνα ορισμένο, πολύ ορισμένο πρόσωπο, γνωστό μας, γειτονικό της προσωπάκι, γινότανε Αντρέας, μόνο που με τη χαριτωμένη εκείνη την αοριστία τη γυναικίσια, δεν πρόφερνε, ίσως, μήτε με το νου της δεν το συλλάβιζε ρητά τ’ όνομά του.
Πικίντυνα όνειρα, καρδιολογήματα πικίντυνα, για ένα κορίτσι, επειδή άμυνα εδώ δεν έχει, επειδή τον κίντυνο δεν τονέ βλέπει. Όταν άξαφνα, όπως ακολούθησε την περίφημη την κεριακή, απλώσεις το χέρι σου και πιάσεις τίποτις που δεν πρέπει, μπορεί αμέσως να προφυλαχτεί το κορίτσι, αφού αμέσως καταλαβαίνει τι τρέχει. Παίρνει το χέρι και το σπρώχνει μακριά της· ή φέβγει κιόλας. Πώς θέλεις όμως να πιάσεις, πώς να σπρώξεις μακριά τον άυλο, τον άπαρτο λογισμό; Πώς να φύγεις από το νου σου; Μα πως κάνε να το συλλογιστείς πως θα σου σύφερνε να φύγεις; Από πού κι ως πού; Δε γυρέβει κανένας μαθές να σ' αρπάξει από τη μέση. Γυρέβει ο λογισμός σου, ο νους σου γυρέβει να σου αρπάξει την καρδιά σου και συ μήτε το νιώθεις, γιατί αδύνατο να νιώσεις το αίμα που στις φλέβες σου κυκλοφορεί, τον αέρα που η ανάσα σου κάθε δεφτερόλεφτο βγάζει και μπάζει.
Κατόπι από δυο τρεις μέρες που πήγαινε ταχτικά να συγυρίζει στου Αντρέα και που ο Αντρέας της μιλούσε πάντα, με τον τρόπο του τώρα τον ήσυχο, το γλυκό, τον αφοσιωμένο, κατάντησε ανάσα της τόντις να συλλογιέται τον Αντρέα και τα λόγια του. Τα λόγια του αχ! Ανάγκη δεν είχε η Αγνή να τραβηχτεί, να φοβηθεί, να στουμπώσει τ’ αφτιά της, να σκιαχτεί άξαφνα πως τάχα της μαρτυρούσανε τα λόγια του κάτι πράματα, που δεν ταίριαζε να τ’ ακούσει. Τσιμουδιά δεν έβγαινε από το στόμα του, μήτε για έρωτα πια μήτε γι' αγάπη. Μα γιατί κιόλας να πιάσει τέτοιες κουβέντες; Να την ξελαγιάσει, να την πλανέσει, αφτός δεν ήθελε. Αφτός την αγαπούσε. Την αγαπούσε λωλά. Να της το μολογήσει, να μην της το μολογήσει, τι πείραζε; Να, του έφτανε η αγάπη του. Αφού αναντίλεχτο πως υπάρχει, τι άλλο γύρεβες; Θα φανεί. Κι αλήθεια φαινότανε από τα λόγια του μονάχα, φαινότανε χωρίς να φαίνεται, χωρίς η Αγνή να χρειαστεί να καταλάβει ρητά, πως για την αγάπη ο λόγος, επειδή ο φίλος λαλούσε για χίλια δυο αδιάφορα, για τον καιρό, που λένε, και για τη βροχή, φυσικά του όμως λαλούσε, σα να του έλιωνε, με κάθε λέξη που της έλεγε κεινής, η καρδιά.
Κάποτες έβρισκε να της πει και κάτι άλλα. Μα το ‘κανε και τούτο μ' ένα ύφος τόσο απλό, τόσο ήμερο, που δεν έμοιαζε διόλου η φλόγα κατάβαθα να τον καίει. Ενώ σκούπιζε η Αγνή το αντίθετο γραφείο, το έρημο πάντα, το γραφείο της Ειρήνης — και ο Αντρέας ίσια ίσια τρελαινότανε όταν την έβλεπε να ζυγώνει εκεί μεριά — ενώ λοιπόν η Αγνή έσκυφτε, παίρνοντας ένα ένα τα διάφορα τ’ αντικείμενα του γραφείου, που σκούπισμα θέλανε τόντις, αφού ποτέ του δεν τα 'πιανε ο φίλος, ενώ κάποτες, όπως την είδαμε κιόλας, στεκότανε όρθια μ' ένα της χεράκι ακουμπισμένο στη ράχη απάνω της καρεγλίτσας, ο Αντρέας, ξέθαρρα και ξέγνοιαστα, της ξηγούσε σωρό πράματα που δική τους καθαφτό σημασία δεν είχανε, μα που τους έδινε σημασία ιδιαίτερη το αίστημά του το κρυμμένο ή το κρυφτοφάνερο, παρόμοιο σα θες με τον κολυμπητή που στα μουντοπράσινα, τα σμαραγδένια τα νερά, φαίνεται και δε φαίνεται το άσπρο το κορμί του.
Της μιλούσε σα φίλος που άδολα κι ασκέπαστα μιλά μ' ένα φίλο·
— «Δεν ξέρεις πόσο η Λωζάνα, η Λωζάνα σου εσένα, η πατρίδα σου, μου αρέσει. Αχ! του λόγου σου είσαι νέα. Χαμπάρι δεν έχεις τι φουρτούνες, τι ανεμοζάλες μας έχουνε δαρμένους και παραδαρμένους, τους γέρους εμάς. Είδα κι έπαθα, καημένη μου Αγνή, που έχεις κι όνομα τόσο νόστιμο. Παράδεισος ο τόπος σου, η λίμνη, ο ουρανός σου, ο αέρας ο δυναμωτικός. Σε βεβαιώνω πως τα χαίρεται κάνεις ακόμη καλύτερα, ότα σαν και μένα κόντεψε να πελαγώσει στη θάλασσα τη μανισμένη. Βλέπεις τι ωραία που μωρολογά κανείς στο σπουδαστήρι μου. Κάπου κάπου μωρολογούσα και με την κερα-Ελένη, την παινεμένη σου τη θείτσα, γιατί συχνά μ’ έπιανε σταναχώρια. Μα πολύ πιο έφκολο μου έρχεται να μωρολογώ μαζί σου, Αγνούλα. Και τι καλό που μου κάνει! Βέβαια πως δε γνωριζούμαστε χρόνια, κι ωστόσο σου έχω μια εμπιστοσύνη, σα να μεγαλώσαμε αντάμα. Και τα ντέρτια μου τα περασμένα και τις λίγες μου τις χαρές, αφότου καταστάλαξα στον τόπο σου — γιατί αλήθεια δεν το φαντάζεσαι τι λαμπρά που είμαι δω — εσένα, όλα όλα μου, θαρρώ σα να με σπρώχνει ένα παράξενο ψυχόρμητο και γλυκό, να σου τα προφτάσω. Αχ! είναι δύσκολο, καημένη, να ζει μόνος κανένας· θέλει απακούμπι και θέλει βοήθεια.»
Με αναστεναγμό το ψιθύρισε ο Αντρέας, και περίεργο που την ίδια τη στιγμή, σα σπουδασμένος άθρωπος που ήτανε, μέσα του αναστέναζε το περίφημο του Αριστοτέλη το ρητό, μονώτῃ μὲν οὖν χαλεπός ὁ βίος!
Κάτι θα πει κι αφτό, εκεί που η ψυχή σου ταράζεται, να θυμάσαι το Σταγειρίτη, σα να ταράχτηκε κι η δική του από κανένα πάθημά του ατομικό, την ώρα που του ξέφυγε τέτοιος λόγος.
Η Αγνή, από Αριστοτέλη, από Νικομάχεια ή από φιλοσοφία, υποψία δεν είχε. Δηλαδή, φιλοσοφία τής έμαθε το δυστύχημά της, πείρα τής στάθηκε η απομόνωσή της, επειδή και της Αγνής, όπως του Αντρέα, δεν της αρκούσανε τα μωρολόγια με τη θείτσα. Το ‘νιωθε τώρα που τ’ άκουγε από τον Αντρέα. Στα τελεφταία του τα λόγια μάλιστα, της φάνηκε σα ν’ άκουγε ίσια ίσια εκείνο που το συλλογίστηκε τόσες φορές, μα που την έκφραση δε βρήκε ποτέ της να το διατυπώσει, όπως το διατύπωνε τώρα ο Αντρέας. Χάρηκε που της το 'λεγε τόσο ξάστερα και δεν κρατήθηκε·
— «Αλήθεια είναι, αχ! αλήθεια που μόνος κανείς να ζήσει δεν μπορεί!»
Το φώναξε η Αγνή με μια πεποίθηση που συγκινήθηκε ο Αντρέας. Κοντοστάθηκε. Την αγκαλιά του, εκείνη τη στιγμή, λαχταρούσε να της ανοίξει, για να πέσει στην αγκαλιά του η αγαπημένη, και κει να καταλάβει πως είναι φίλος της αφτός, πως μόνη της δεν είναι, πως μόνη δε θα την αφήσει πια.
Εννοείται, δεν τόλμησε ούτε κάνε να της δείξει πως του πέρασε τέτοιος λογισμός από το νου. Μα καθώς είπαμε κιόλας, είναι μέσα μας, μέσα μας συνυπάρχουνε διάφοροι αθρώποι που συχνά ο ένας χαμπάρι δεν έχει από το τι κάνει ο άλλος, κι έτσι, ενώ ένας Αντρέας στοχαστικός δίσταζε, πρόσεχε στα κινήματά του, ένας δέφτερος Αντρέας, πιο αστόχαστος, αδίσταχτα, της πέταξε με πάθος τον ακόλουθο λόγο, που έμοιαζε σα να μην είχε σκέση καμιά με το δικό της·
— «Εγώ, εγώ, Αγνούλα, θα σου τις γιατρέψω τις λαβωματιές σου!»
Αδύνατο να της πει τίποτις πιο κατάλληλο, αφού από τις λαβωματιές της προερχότανε η λύπη της απομόνωσης. Αδύνατο πάλε η Αγνή να μην μπει αμέσως στο νόημα, ύστερις από κείνα που της είχε ξεδιαλύσου τις προάλλες, δηλαδή πως οι λαβωματιές της άφαντες θα καταντήσουνε από την αγάπη. Το λοιπόν, αν ο Αντρέας λέει τώρα πως θα τις γιατρέψει, τι σημαίνει αφτό; Πως θα τις γιατρέψει με την αγάπη του, άρα πως την αγαπά…
Κατάλαβε τόσο καλά που καταχάρηκε, ντράπηκε, κοκκίνισε, τράβηξε παράμερα, κάτι να σκουπίσει, που τάχα το ξέχασε, ξαναγύρισε στον τόπο της, στο γραφείο το περίφημο, ξανάπιασε τις ομιλίες με το φίλο, επειδή άρχιζε να ‘χει μαζί του περσότερο θάρρος, τον κοίταζε κιόλας στα μάτια, σα να της άρεζε μάλιστα να την κοιτάζει κι ο Αντρέας, ήμερα, πονετικά, όπως συνήθιζε, με κάτι φλόγες που ξαφνικά στριφτών και περνούσανε. Αντίς να τρομάζει, έμοιαζε ξεναντίας σα να γυρέβει να διει από πιο κοντά, τι πράμα είναι που καίει εκεί μέσα. Έτσι δα και η πεταλούδα ζυγώνει άθελά της στο φως.
Παρατήρησε ωστόσο κάτι ο Αντρέας που τονέ δυσαρέστησε και που φοβήθηκε. Όταν τύχαινε να ‘ρχεται η Αγνή, δυο τρεις, ας είναι και πεντέξι μέρες με τη σειρά, όλα πηγαίνανε ρολόι, δηλαδή ξακολουθούσανε τις κουβέντες αναμεταξύ τους, σα να μην τις είχανε διακομμένες· δεν άλλαζε η ψυχική διάθεση της κοπέλας. Έλα δα που η θείτσα δεν ήθελε να μνήσκνει πάντα σπίτι με το γέρο, μήπως άξαφνα πούνε πως τεμπέλιασε, πως δεν κάνει το χρέος της, πως αφήνει την καημένη την ανιψούλα της να κοπιάζει στη θέση της. Έχει το φιλότιμό του ο κοσμάκης. Άλλες φορές πάλε δεν ερχότανε η Αγνή, γιατί τόντις είχε καμιά ξαφνική δουλειά στο ραφτάδικό της. Όταν όμως περνούσανε δυο τρεις μέρες χωρίς να ειδωθούνε, τότες δεν έδειχνε τους ίδιους τρόπους μαζί του· ήτανε σαν πιο δειλή, σαν κομποδεμένη, σαν ασίγουρη, σαν αδέξια στα κινήματά της, αφτή, που αναθρεμμένη λέφτερα, φερνότανε πάντα σαν το ξέθαρρο, το απλό κορίτσι. Λες μάλιστα κι έβρισκε πως προχώρησε πιο πέρα παρά που έπρεπε, στη στράτα όπου βρέθηκε να βαδίζει με τον Αντρέα, και τώρα το 'κρινε πιο σωστό να πάει δυο τρία βήματα πίσω.
Πράματα πολύ φυσικά στα κορίτσια, που τα ήξερε κιόλας ο φίλος· ήξερε πως δε συφέρνει στον άντρα να παρασυλλογιούνται τι τους γίνεται, τα θηλυκά, παρά πολύ πιο σίγουρο να τα παρασύρει έτσι μια μπόρα! Η μπόρα εννοείται πρέπει αδιάκοπα να φυσά, ειδεμή έχεις καιρό και ησυχάζεις, εκείνο ίσια ίσια που πάθαινε η Αγνούλα μας. Χίλιοι λογισμοί, χίλιες σκεψούλες, χίλιες φρονιμάδες της κρυολογούσανε που να πεις την καρδούλα της, ή αν προτιμάτε, την εμποδίζανε ν’ ακούσει την καρδούλα της, τι λέει, όπως και το ποθούσε μέσα της, επειδή πολύ γλυκά της φαινόντανε τα λόγια που άρχιζε πια κι η καρδουλίτσα της να ψιθυρίζει, αν και λιγάκι αξεδιάκριτη ακόμα η φωνή της. Η άλλη φωνή, της φρονιμάδας η φωνή, μιλούσε πιο δυνατά. Πάψε, της μηνούσε, καημένη, και πού θα σε καταντήσουνε αφτά; Είναι πλούσιος και συ κερδίζεις το ψωμί σου με τα ψωροραφτικά σου. Είναι μεγαλύτερός σου. Είναι αψηλού ράγκου άθρωπος. Μπορεί και να παίζει.
Ποιος τάχα; Ο Αντρέας, φυσικά. Να το λοιπόν που στον Αντρέα πήγαινε ο νους της, τη στιγμή όπου από το νου της τον έβγαζε.
Βέβαια πως ο λεγάμενος κάτι θα σκάμπαζε από τέτοια ψυχολογικά, που είναι τα ψυχολογικά της παρθενιάς. Βέβαια πως το κάτω κάτω, να τονέ ρωτούσες, δεν το πίστεβε δα πως η Αγνή θα τον άφηνε με τα σωστά της και θα ‘φεβγε. Μα τι τα θέλεις; Ερωτεμένος. Από τα βάσανά του κιόλας τα περασμένα, του είχε απομείνει μια εβαιστησία που έμοιαζε σαν αρρώστια. Το παραμικρό έφτανε να τον αναποδογυρίσει. Έτσι ακολούθησε ίσια ίσια μια φορά που είχανε περάσει τέσσερις μέρες αλάκαιρες, δίχως να φανεί σπίτι του η Αγνή. Το ‘φερε μάλιστα η κακή του τύχη, που ό,τι κι α δοκίμαζε για να την ανταμώσει, δεν το κατόρθωνε. 'Η έλειπε ή ποιος ξέρει; κρυβότανε. Μέσα του πια ο Αντρέας άνω κάτω. Παρουσιάστηκε η κοπέλα την πέμτη μέρα. Την κοίταξε. Από το πρόσωπό της κατάλαβε πως κάτι έτρεχε. Σηκώθηκε, όταν μπήκε η Αγνή στο σπουδαστήρι, να τη χαιρετήσει, και καθώς είχε τώρα συνηθίσει από λίγο καιρό, της πήρε το χεράκι της που κάποτες το κρατούσε δυο τρία λεφτά, στο δικό του, ίσως και το χάδεβε μια σταλιά. Εκείνη το τράβηξε και συνάμα, για να μη φαίνεται τάχα πως του φέρνεται τόσο ψυχρά, του κάνει γελώντας, σα να μην είχε ακολουθήσει τίποτις παράξενο αναμεταξύ τους·
— «Καλέ, αλήθεια, βιάζουμαι σήμερα και πρέπει πρώτα να πάω να συγυρίσω απάνω.»
Και το στρίφτει, όχι από τη βιάση, παρά ντρεπότανε που σίγουρο θα τονέ λύπησε το κάμωμα τον καημένονε.
Και σα λυπίζεις, εσύ κορίτσι, έναν άντρα, τον άντρα που σ' αγαπά ε! που σα να τον αγαπάς και του λόγου σου, τότες, να, πώς να το πούμε; όπως κι αν είναι, όπως κι αν το πάρεις το πράμα, είσαι βασίλισσα, ναίσκε, βασίλισσα εσύ, το κορίτσι, επειδή το κάτω κάτω από σένα έρχεται το κακό που κατατάραξε το ζηλεμένο σου, εσύ προστάζεις τη λύπη και τη χαρά, εσύ εξουσιάζεις. Συνέπεια είναι που μ' όλη σου την καλοσύνη, μ' όλη σου σα θέλεις ακόμη τη μετάνοια ή και την ντροπή, του κάκου! θα καμαρώσεις, κάποτες και θα περηφανεφτείς. Λες κιόλας μέσα σου πως ο δυστυχισμένος που μ' ένα λόγο, μ' ένα κίνημα, του μάρανες το χαμόγελό του και που κείτεται χάμω ανήμπορος, που σε προσμένει, τώρα λες πως φτάνει, ματάκια μου, να ζυγώσεις, κι αμέσως, σαν το νιόβλαστο μπουμπούκι, λουλουδιάζει το χαμόγελο ξανά στα χείλια του πεθαμένου.
Αναγαλλιάζεις και πάλε το λοιπό με την ιδέα, πως η εφτυχία του από σένα κρέμεται, και πιότερο ίσως — ίσως, παρακαλώ, σίγουρα δε λέμε — ίσως πιότερο από το συναίστημα της δύναμής σου, παρά μαθές από τη συμπονιά σου τη γυναικίσια, η γνώμη σου αλλάζει, κι όσο πιο βιαστικά το κατσίρντισες, τόσο πιο πολύ βιάζεσαι να γυρίσεις στον απελπισμένο, να του δώσεις βοήθεια και παρηγοριά.
Μα φαντάσου τι θα πεις, σα γυρίσεις και βρεις τον απελπισμένο σου φεβγάτο;
Έτσι το ‘παθε η Αγνή. Θαρρώ πως την πρωινή εκείνη, τα συγύρια της εκεί απάνω, στην κρεβατοκάμαρα, δε θα σταθήκανε από τα πιο πετυχημένα της, επειδή ώρες βέβαια πως δε βαστάξανε. Και όμως, πάλε άργησε να κατέβει, αφού ο Αντρέας δεν ήτανε πια στο σπουδαστήρι του, όταν μπήκε η Αγνούλα.
Ο Αντρέας, μόλις την είδε που σφαλνούσε την πόρτα κι ανέβαινε, χωρίς να τον αφήσει ούτε κάνε να της πιάσει το χέρι να την καλημερίσει, ο Αντρέας απελπίστηκε στ’ αλήθεια, που έλεγε κι η Αγνή. Και φρόνιμα έκαμε. Η απελπισιά τον οδήγησε περίφημα. Δεν μπορούσε να στοχαστεί ο άθρωπος τίποτις πιο κατάλληλο παρά να το στρίψει. Γιατί με το στρίψιμό του ακολουθούσε κάτι σπουδαίο. Δεν της είχε πει ποτέ του ρητά πως την αγαπούσε. Ακόμη λιγότερο είπε του Αντρέα η Αγνή, πως τον αγαπά. Κι ωστόσο να σου που άξαφνα κακιώνανε, σα δυο που αγαπιούνται. Είχε κακιώσει πρώτα η κοπέλα που τραβήχτηκε. Κάκιωνε τώρα ο φίλος που δεν την πρόσμενε κι έβγαινε όξω, ποιος ξέρει πού; να σεργιανίσει με το δίχως άλλο. Η μήγαρις ήτανε θυμωμένος;
Ότι που το συλλογίστηκε αφτό, και ζεματισμένη στάθηκε η Αγνή στη μέση του άδειου του σπουδαστηρίου. Αμέσως το θάρρος της το πρώτο τσακίστηκε. Πάει πια το γέλιο της, πάει πια η περηφάνια ή σαν προτιμάτε, η επιφύλαξή της, όταν έτρεξε στις σκάλες και δε θέλησε το χέρι του Αντρέα. Τώρα έμνησκε ακίνητη, σαν τη φταιξιάρα, μπροστά στην καρέγλα του γραφείου, όπου δεν τον έβλεπε πια. Τώρα ξαναγινότανε σωστή γυναίκα η Αγνή, ξαναγινότανε το θείο το πλάσμα που κάποτες μαλώνει, κάποτες αντιστέκεται, κάποτες θα σου σηκωθεί κατάντικρύ σου σαν τη φουρτούνα, μα που άμα διει, άμα καταλάβει τον άντρα δυσαρεστημένο, θυμάται αμέσως τον άγιο τον προορισμό της, την αγάπη!
Τι δε θα ‘δινε η Αγνούλα μας, να τον αντάμωνε άξαφνα στο δρόμο, ν’ απομάντεβε από τα μυσείδια του τι του γινότανε μέσα του; Καταριότανε μαθές το πρόστυχο, το κακοαναθρεμμένο το κορίτσι που δεν καταδέχτηκε την καλημέρα του; Το ήξερε δα τι εβγενικά που φερνότανε μαζί της.
Το ήξερε η ανόητη, αφού της το ‘λεγε κιόλας, πως γνώρισε βάσανα, πως πέρασε χρόνια δυστυχισμένα. Και πηγαίνει του λόγου της και τόσο αδιάντροπα, τόσο άδικα, χολοσκάνει τον άθρωπο, τον πικραίνει. Τ’ ακούσατε; Σημαντικό να το σκεφτεί τέτοιο πράμα, πως είναι στη δύναμή της δηλαδή, να πικράνει έναν Αντρέα, στη δύναμή της το λοιπό και να του γλυκάνει την καρδιά. Έτσι λίγο λίγο η κλωστίτσα που συνέδενε λες τη μια ύπαρξη με την άλληνε και που στην αρχή μόλις φαινότανε, άρχιζε τώρα να γίνεται σωστό, γερό σκοινί. Δεν ξεχώριζε πια η Αγνή το φίλο της από τον εαφτό της.
Και μήτε το ‘βλεπε πως εκεί κατάντησε. Ξεναντίας. Να τη ρωτούσες, θα σου αποκρινότανε πως τέλειωσε πια με τον Αντρέα, και να ήθελες να μάθεις τι πράμα είναι αφτό που τέλειωσε, σίγουρο πως θ’ απόμνησκε βουβή, μην μπορώντας να το προσδιορίσει. Τέλειωσε, να, θα πει πως το 'καμε απόφαση, όχι μόνο να μην ξανάρθει σήμερα, όσο είναι η Αγνή σπίτι του, μα και τις κατοπινές μέρες, όταν έρχεται του λόγου της να συγυρίσει. Φρόνιμα, πολύ φρόνιμα τ’ αποφάσισε μάλιστα ο αφέντης. Της αξίζει. Να η τιμωρία που της έπρεπε.
Το πιο περίεργο είναι που τόντις αποφάσισε ο Αντρέας να μην παραβρίσκεται πια στα συγύρια της Αγνής· σε τούτο απάνω δε γελάστηκε το κορίτσι. Γελάστηκε απάνω στην ψυχική τη διάθεση που θάρρεψε πως είχε· για τιμωρία, φυσικά, μήτε ζήτημα. Ο κακόμοιρος ο Αντρέας, αν είχε όρεξη καμιά να τιμωρήσει κανένανε, θα τιμωρούσε πρώτα πρώτα το ίδιο το μούτσουνό του. Μα μήτε αφτό συλλογίστηκε. Το χαβά του, ο άθρωπος. Αφού ανέβηκε η Αγνή, αφού κοίταξε την πόρτα τη σφαλιγμένη με δακρυσμένα τα μάτια του, σηκώθηκε ο Αντρέας και βγήκε όξω τραγουδώντας. Λογικός ο Αντρέας· ερχότανε τώρα διαδοχικά η αράδα της στερνής στροφής του τραγουδιού, που την πρώτη στροφή, τη στροφή της γαλήνης, μαζί με τις δυο συνακόλουθες, τις αφιέρωνε με το νου του της Αγνής. Να σου πια και το τέλος·
Αχ! η στροφή εκείνη και τα λόγια τ’ αμετάφραστα! Το σκήνωμα, λέει ο ποιητής, τω ματιώνε μου, που η φεγγοβολιά σου και μόνη το φωτίζει, αχ! έλα να μου το γεμίσεις αλάκαιρο, έλα!
Και ποιανού θαρρείτε ή ποιανής την αφιέρωνε ο Αντρέας περπατώντας, τη στροφή όπου έτρεμε τόσο πάθος και τόση λατρεία; Της Αγνής; Όχι! Της Φλώρας! Της Φλώρας που την ξελάγιασε, που την παραίτησε, που ξαιτίας του αρρώστησε, που πέθανε ξαιτίας του! Να, με τους πεθαμένους του πρέπει να ζει. Τι πάει και γυρέβει τους ζωντανούς; Είναι τα μάτια του μαθές για να χαίρουνται την άνοιξη και τον ήλιο; Είναι για να θωρούνε το μισοσβησμένο το φως, που η καρδιά ξέρει να το ξεδιακρίνει στο σκοτάδι του τάφου και να του δώσει λάμψη καινούργια. Του αξίζουνε όσα έπαθε. Καλά έκαμε και τον έδιωξε η κοπέλα. Τα φταίει ο ίδιος τα δυστυχήματά του που όλα τους έχουνε μια πηγή, το θάνατο της Φλώρας, και το θάνατό της ποιος τον έφερε όξω από τον Αντρέα; Η Φλώρα του, αν ήτανε πάντα κοντά του, δε θα γνώριζε τη βρόμα, δε θα δοκίμαζε μαζί της των παθώ του τον τάραχο. Δε θα ‘ρχότανε κατόπι να σωριαστεί σύσσωμος στη Λωζάνα, όπως πέφτει στην ακρογιαλιά ο κυματοδαρμένος, αφού έσπασε το καράβι του. Δε θα τονέ συνέπαιρνε λωλή ελπίδα ν’ αράξει και πάλε σε κανένα λιμάνι της εφτυχίας. θα την άφηνε την ψυχή του να τέρπεται, να ησυχάζει, φωλιασμένη εκεί όπου χάρηκε την αγάπη τη μεγαλύτερη. Και ποτές μουσική, τόσο σπαραχτικά, τόσο πονεμένα δεν αντήχησε στα σωθικά του, καθώς τώρα ο αλάλητος ύμνος όλου του είναι του προς την άδολη, προς την άγια, προς την απομισεμένη για τους αιώνες.
Και σε τέτοια διάθεση λύπης και πίκρας βρισκότανε ακόμη ο Αντρέας, τέτοια θλίψης αστείρεφτης δάκρυα του πλημμυρίζανε την καρδιά του το βράδυ, όταν άξαφνα συλλογίστηκε ν’ ανεβεί απάνω στην ταράτσα του. Αλήθεια που ήτανε μάλαμα ο καιρός. Μάλαμα τόντις. Γεμοφεγγαριά. Έλεγες όμως σα να μην έφεγγε το φεγγάρι στον ουρανό, σα να ‘λιωσε το φεγγάρι, σα να περεχύθηκε το μάλαμά του παντούθε, στη Λίμνη, στα βουνά, στις πλαγιές τους, στα ριζά τους, στ’ ακρολίμνια γύρω γύρω. Τα χιόνια στις κορφές χρυσωμένα. Ξεστρωμένο το χρυσάφι απάνω στ’ απαλόστρωτα νερά, τ’ ασάλεφτα. Η θάλασσα πολύ σπάνια μνήσκει ασάλεφτη από άκρη σε άκρη, επειδή κι άκρη δεν έχει, επειδή και χάνουνται οι άκρες της μέσα σε άλλες θάλασσες γειτονικές. Ατλάζι μονάχο είναι μια λίμνη, πιότερο απ' όλες η Λίμνη της Γενέβης, κλεισμένη όπως είναι σε κάθε μεριά της από βουνοσειρές ισόκορφες, που καμιά τους καθαφτό δε μοιάζει να ξεπερνά την άλλη, κι έτσι κάθε μεριά τη διαφεντέβει το ίδιο από τις ανεμοζάλες. Είναι, σαν αποτραβηγμένη μέσαθέ της. Ώστε και το δίσκο του φεγγαριού, η Λίμνη λες και τον αποσφάλιξε, τον αποκράτησε για λόγου της, παντοτινά. Τι ωραίο αχ! το πανόραμα και τι μοναδικό! Τι ταιριασμένο στην ελεεινή και την ήσυχη ψυχική κατάσταση του Αντρέα! Να τος ο κάτω κόσμος. Να τος ο κόσμος της νέκρας, όπου η νεκρωμένη αγάπη περεχύνει ακόμη το φως της, για να του δώσει κάποιαν άζωη ζωή.
Δεν ξέρω γιατί ωστόσο, δε μείνανε καρφωμένα τα μάτια του φίλου απάνω στο θέαμα το μαγεφτικό, απάνω στον Άδη το φεγγαρολουσμένο, παρά ξεγλίστρησε άξαφνα η ματιά του, έπεσε κάπου χάμω, ίσια ίσια στο αντικρινό σπιτάκι της Αγνής. Ακόμη λιγότερο ξέρω πώς η Αγνή βρέθηκε στο παράθυρό της και τι κοίταζε. Υποθέτω πως δεν κοίταζε τον Αντρέα, επειδή τι ανάγκη να τον κοιτάζει, αφού έλεγε ίδια της πως τέλειωσε πια; Δεν ήτανε δα και πολύ πρεπούμενο για κορίτσι, να κοιτάζει. Όπως κι αν το πεις, οι ματιές τους ανταμωθήκανε. Ίσως κιόλας να το προσμένανε ν’ ανταμωθούνε. Βέβαιο είναι πως τέτοια μια συναπάντηση, όσο βουβή εννοείται κι α στάθηκε, άξιζε χίλιες συντυχιές κι άλλες τόσες κουβέντες.
Ανυπόμονα θαρρώ, εκείνη τη νυχτιά, καρτερούσανε και οι δυο τους να ξημερώσει. Δε θα πει πάλε αφτό πως αγρυπνήσανε. Νομίζω μάλιστα το εναντίο, δηλαδή πως κοιμηθήκανε λαμπρά. Η ματιά της ταράτσας θα τους έλουσε με κάποιαν ατμόσφαιρα γαλήνης, που θα τους άφησε σίγουρα να χαρούνε τον ύπνο τους, έναν ύπνο, καθώς τονέ φαντάζουμαι, διάφανο, έναν ύπνο που είναι κλεισμένα τα βλέφαρά του κι ωστόσο από κάτω, σα να βλέπει, σα να νιώθει, σα να οραματίζεται πιο σωστά, τι γίνεται γύρω του, ακόμη και τι θα γίνει την αβριανή. Την αβριανή έγινε που η Αγνή γύρισε στου Αντρέα, πρωί πρωί. Ξυπνημένος εννοείται, καθισμένος στο γραφείο του, με περεχυμένη σ' όλα του τα μυσείδια μια μελαχολία που, να πάρει ο διάολος, δεν του πήγαινε άσκημα διόλου. Η Αγνή χαρούμενη, ξέθαρρη, με το προσωπάκι της γελαστό. Γιατί τάχα; Γιατί όχι λυπημένη και δάφτη σαν τον Αντρέα; Μήπως την ψεσινή το βράδυ, όταν τον είδε απάνω, δεν κατάλαβε πως καμιά θλίψη μυστική θα τον έδερνε; Μήπως η θλίψη του δεν την έθλιψε και την ίδια;
Η θλίψη του βέβαια και την έθλιψε κατάκαρδα. Μα η Αγνή, να μην ξεχνούμε, κορίτσι, νέα, κι αλληνής φυλής βλαστάρι. Κορίτσι, ναι, και για τούτο δεν μπορούσε να παραβαθύνει, να παραφιλοσοφήσει τα πράματα όπως ο Αντρέας που στον πόνο του έβλεπε αποεικονισμένους της αθρωπότητας τους πόνους. Νέα και αδύνατό της να τραβήξει πίσω ίσια με τα περασμένα της, σ' αφτά μέσα να κλειδωθεί· αντίδραση της λύπης της η χαρά της. Αλληνής φυλής βλαστάρι, κι αφτό είναι το σημαντικότερο. Η Αγνή δεν έμοιαζε με Ρωμιά· δεν έμοιαζε με τη Ρωμιά που μέσα της φυλάγει άπειρους θησαβρούς αφοσίωσης κι αγάπης, μα που δεν τους δείχνει, γιατί δεν τολμά, γιατί μπροστά στον άντρα πάντα της ντρέπεται, πάντα της τραβιέται. Είχε η Αγνή κάτι ανεξάρτητο, κάτι λέφτερο, κάτι μάλιστα σαν οξωπέταχτο, να πει τινάς, τόσο ήτανε θαρρετό. Έβλεπες αμέσως πως αφτή στην προΰπαρξή της δε γνώρισε τους μακρινούς αιώνες της σκλαβιάς. Να μην ξεχνούμε και την αναθροφή της την προτεσταντική, που από παιδί τη συνήθισε να κρίνει και ν’ αποφασίζει μοναχή της, να παίρνει απάνω της την εφτύνη της κάθε πράξης της, χωρίς να ρωτά, χωρίς εννοείται και να κατηγορεί κατόπι εκείνονε που ρώτησε. Ό,τι κάνεις, εσύ το 'καμες, είναι δικό σου, δικές σου και οι συνέπειες.
Το ήξερε αφτό η Αγνή μας μ' όλη τη θεία την αφέλεια, μ' όλη την αθωότητα της ψυχής της. Για να καταλάβουμε όσα δεν αργήσανε ν’ ακολουθήσουνε μεταξύ της και του Αντρέα, ίσως καλό να πούμε πως η Αγνή, τουλάχιστο στην περίσταση όπου βρισκούμαστε τώρα, είχε μια ορμή, μια ορμή αβάσταχτη που δεν μπορούσε ο Αντρέας να την έχει. Τίποτα δε σημαίνει που ανήκε σ’ άλλη φυλή. Τίποτα δε σημαίνουνε τα νιάτα της. Τίποτα δε σημαίνει που γεννήθηκε κορίτσι. Για τέτοιους λόγους δε γελούσε η Αγνή, ενώ έμνησκε ο Αντρέας λυπημένος. Η Αγνή γελούσε, γιατί άμα μπήκε, τι λέω, προτού μπει ακόμη, το κατάλαβε από της νύχτας την κρύφια, τη βελουδένια συβουλή, από το αλληλοκοίταγμα της ταράτσας, πως ύστερις από το φέρσιμο της το χτεσινό, χρέος της να παρηγορήσει τον Αντρέα, και το κατάλαβε η Αγνή, επειδή κι ήτανε γυναίκα. Γυναίκα! Να που τα ξαστερώσαμε τα πάντα με μια λέξη. Ναι, ήτανε γυναίκα, ήτανε δηλαδή το πλάσμα το πιο καλό που υπάρχει στον κόσμο, το πιο αγνό, το πιο αφοσιωμένο, το πιο πρόθυμο στη θυσία, το πιο γλυκό, το πιο αθώο, το πλάσμα που δεν κατάστρεψε ποτέ του, που έσωσε, που ολοένα σώζει τον άντρα.
Ότι που πρόβαλε στο σπουδαστήρι, ζύγωσε στο γραφείο κοντά κι άπλωσε το χέρι. Σηκώθηκε ο Αντρέας να το σφίξει στο δικό του. Το πρόσωπό του μελαγχολικό, παραπονεμένο. Βέβαια! Παραπονεμένο το πρόσωπο, ενώ μέσα του χοροπηδούσε. Κι ωστόσο θα τον αδικούσες, α νόμιζες πως έπαιζε κωμωδία. Λύπη έδειχνε, όχι μόνο από κάποια υποσύνειδη, ανήθελή του μαργιολιά, τάχα για να τονέ σπλαχνιστεί περσότερο, μα έδειχνε λύπη και στ' αλήθεια, γιατί μόλις πρόφτασε να πάρει την ανάσα του από τα ψες, η καρδιά του ακόμη λαβωμένη, δεν τολμούσε κιόλας να το πιστέψει ό,τι έβλεπε, δεν τολμούσε ν’ αρμενίσει στο πέλαγο πέρα της εφτυχίας. Κι έτσι, το ένα του το εγώ γελούσε κι άφηνε το άλλο να κλαίει.
Μαργιόλικα τώρα τονέ ρώτησε κι η Αγνή, μ' έξυπνο ένα ύφος·
— «Δεν τραγουδάτε σήμερα το πρωί;»
— «Και τι τραγούδι θέλεις να τραγουδήσω, Αγνή;»
— «Εμένα μου αρέσει εκείνο, ξέρετε, που μου ξηγούσατε τις προάλλες.» Του το θύμιζε πίτηδες, γιατί το κατάλαβε αμέσως πως το προτιμούσε, πως της το τραγούδησε δα με κάποιο νόημα. Έτσι ξανάφερνε μοναχή της την ομιλία στο θέμα το σπουδαίο, το θέμα της αγάπης· ε! θα μάθαινε πια τώρα κι αφτή αν τόντις με νόημα της το ξεδιάλυσε.
Αναστέναξε ο Αντρέας·
— «Αχ! το τραγούδι της γαλήνης θα εννοείς, εκεί που μοιάζει σα ν’ άραξε ο φουρτουνιασμένος στο λιμάνι της ελπίδας; Όμορφα τα λόγια, θεία η μουσική. Μπορεί πάλε να είναι όλα ψέματα.»
Δεν το πίστεβε. Μα έτσι το 'λεγε, για να διει.
Δεν αποκρίθηκε η κοπέλα. Δεν της έστρεγε φαίνεται η κουβέντα. Τι να πιάσει φιλονικίες για τα ψέφτικα και τ’ αληθινά; Ένιωσε τι νόημα είχε ο λόγος κι έκρινε περιττό να πικραθεί άξαφνα ο Αντρέας με την ανάμνηση της ψεσινής τους δυσαρέσκειας. Όρθια, με το χεράκι της ακουμπισμένο στην καρέγλα του αντικρινού του γραφείου — του γραφείου της Ειρήνης — δήλωσε ήσυχα η Αγνή, με μια γλυκιά ησυχία που του ήρθε του Αντρέα, σα να του αποσυβόλιζε την ονειρεμένη την Ειρήνη του·
— «Εγώ αγαπώ τα τραγούδια τα τρυφερά, όπου ακούς την καρδιά κι αναστενάζει.»
Συγκινήθηκε πολύ ο Αντρέας. Τον τάραζε κιόλας ότι που τη θωρούσε στη θέση εκείνη. Λαχτάρα τον έδερνε κάτι να της πει, να της ξανοιχτεί. Μα φοβήθηκε, το ‘πιασε αλλιώς·
— «Εγώ πάλε, όταν τα διαβάζω ή τ’ ακούω ή τα τραγουδώ, απορώ πάντα με την εφκολία που τολμούνε και λένε τόσα λόγια γλυκά, που άξαφνα λένε τόσες φορές σ' αγαπώ. Εμένα μου φαίνεται πως μια και μόνη φορά να το πεις, μια και μόνη λέξη να πρόφερες, μια ψυχή μου να της φωνάξεις, της τα φώναξες όλα.»
Ο μαργιόλος! Κάτι θα μαγείρεβε το δέφτερο, το υποσύνειδό του το εγώ.
Η Αγνή σα να μην έδωσε προσοχή και ξακολούθησε·
— «Όπως μου το είχατε ξηγημένο το τραγουδάκι, εμένα πολύ μου άρεσε. Θα πεθυμούσα ν’ ακούσω την ξήγηση και πάλε, α δε βαριέστε, κύριε Αντρέα.»
Πού να βαρεθεί; Άρχισε αμέσως, την κοίταζε κι έλεγε. Άξαφνα όμως, εκεί που κόντεβε στο τέλος, πήγε να τα χάσει, επειδή και η Αγνή, που ως τότες στεκότανε όρθια, όπως είδαμε, ακουμπισμένη στην καρεγλίτσα την αντικρινή, αγάλια γάλια κάθισε στην καρέγλα την ίδια, μπροστά στο γραφείο της Ειρήνης. Πώς να πιστέψει ο Αντρέας τέτοιο πράμα; Το λοιπό, τα βάσανα του τελειωμένα; Του γελούσε τώρα το λοιπόν η εφτυχία; Έβλεπε τώρα το λιμάνι;
Έτσι τραγουδούσε ο Αντρέας, παραδομένος όλος στην Αγνή, που τη θωρούσε και τη θωρούσε, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Δε βάσταξε. Σηκώθηκε. Ζύγωσε από την άλλη μεριά. Έπεσε στα πόδια της και ψιθύρισε σκυμμένος·
— «Ψυχή μου Εσύ!» γλυκά γλυκά.
Άδολη χαρά πλημμύρισε τα στήθια της Αγνής. Χάρηκε το κορίτσι, όπως είναι φυσικό να χαίρεται σε τέτοια περίσταση, επειδή γυναίκα δεν υπάρχει που να μην της έρχεται η αγάπη σα δώρο τ’ ουρανού. Τι να πει κανείς για το δύστυχο το παιδί, που νόμιζε τον εαφτό της καταδικασμένο από τη Μοίρα, να μη διει ποτέ της το φως της αγάπης, σα να γεννήθηκε στραβή;
Έσκυφτε— από ντροπή, από συγκίνηση ποιος ξέρει; — ο Αντρέας το κεφάλι, όταν έπεσε στα πόδια της Αγνής, και ξακολουθούσε να το κρατά σκυμμένο· ειδεμή θα ‘βλεπε τον ήλιο που της έλουζε το πρόσωπό της με τις χρυσές του αχτίδες. Τίποτα δεν ήτανε η εφτυχία η δική του κοντά στη δική της. Αφτή άραξε στο λιμάνι της σωτηρίας, σε άγνωστό της λιμάνι, αφού αρμένιζε ως τα τότες στη θάλασσα την αλίμανη της ανελπισιάς. Ο Αντρέας πόσες φορές δεν αγάπησε, πόσες φορές δε δάγκασε με τα δόντια του τα λαίμαργα, τον καρπό του ξύλου της παράδεισος! Εκείνη ούτε υποψία δεν είχε. Και τώρα να που της τον έφερνε στα χέρια της τον καρπό, να φάει κι η πεινασμένη. Δηλαδή, αντίς να θυμώσει, αντίς τουλάχιστο να τραβηχτεί, θα ποθούσε η καημένη, αν είχε την τόλμη, αν έκανε όπως η ψυχή της την τραβούσε να κάμει, θα ποθούσε να ριχτεί στην αγκαλιά του, θα ποθούσε να πιάσει τα μαλλιά του, να τα φιλήσει.
Ένιωθε ωστόσο πως δεν ταίριαζε να μείνει ακίνητη, όση τέρψη μέσα της κι αν είχε ν’ ακούει την ανάσα του από τόσο σιμά. Καθώς συχνοτυχαίνει όταν κανείς είναι λιγάκι ζαλισμένος, ή όταν έμπλεξε πουθενά και δεν ξέρει πώς να γλιτώσει, το γύρισε η Αγνή στο χωρατό·
— «Μα μπράβο σας! του λέει γελαστά. Έχετε ωραίο τρόπο να διερμηνέβετε τα γερμανικά τα τραγούδια!»
Την τήραξε ο Αντρέας, της έπιασε τα δάχτυλά της, τα ‘πλεξε με τα δικά του και της είπε σοβαρά·
— «Τη ζωή μου, τη θέλεις; Πάρ' τηνε. Πολλή δε μου απομνήσκει· όση έχω, σου τη δίνω. Εσύ έχεις κάτι που το ‘χουνε λίγες γυναίκες· μαντέβεις. Τη στιγμή που φυσικά κι απροτοίμαστα, κάθισες στην καρεγλίτσα εδώ, σα να το μάντεψες πως σε πρόσμενε η ψυχή μου. Έκαμες εκείνο που έκαμες την ώρα όπου είχε το νόημά του να το κάμεις.»
— «Εσείς διαβάζετε πολλά βιβλία, γράφετε πολλά, ο νους σας δημιουργεί ολοένα, κι έτσι φαντάζεστε πράματα...»
— «Εγώ τα φαντάζουμαι, μα εσένα το χρωστούνε που αληθέβουνε. Αγνή, σ' αγαπώ.»
— «Αχ! μην το λέτε, μην το λέτε. Είναι αδύνατο. Πώς μπορεί, εσείς να μ' αγαπάτε;»
— «Δεν το νιώθεις, Αγνή; Απ' όλο το είναι μου δεν το αποβλέπεις; Δε σου το ψιθυρίζουνε τα φιλιά μου;»
Και απαλά, ξεψυχισμένα, της φιλούσε τα δαχτύλια τω χεριώνε της, στο μέρος που ήτανε κι οι λαβωματιές.
Έλιωνε η Αγνή.
— «Σ' αγαπώ, θέλω τώρα και γω να σου το πω άπειρες φορές, καθώς το συνηθίζουνε τα τραγούδια, και δεν ντρέπουμαι και μου αρέσει μάλιστα η θεία η λέξη και μου έρχεται σα γλύκα, όταν τη λέω εσένα.»
— «Σήμερα, ναι. Άβριο θα πάψει όμως να είναι αλήθεια.»
— «Έτσι; Λοιπόν εμείς να την εμποδίσουμε ν’ αλλάξει. Εμείς, τη χρυσή τη λεξούλα, να τη στεριώσουμε μια και πάντα. Πώς σου φαίνεται; Να γίνει πέτρα και να μη σαλέψει πια. Κοίταξε τα δαχτυλάκια σου τα λατρεμένα μου. Κάτι σα να τους λείπει. Τους λείπει ένα δαχτυλιδάκι. Το βάζουμε, και με το δαχτυλίδι θα θυμάσαι κάθε μέρα τον Αντρέα σου. Τότες, να και το σ' αγαπώ μου πιο γερό από πέτρα· πετράδι.»
Ο ασυνείδητος! Εγώ βρίσκω πως ήξερε καλύτερα να μιλά στα κορίτσια, παρά τα τραγούδια τα ίδια.
Δε θέλησε πρώτα η Αγνή·
— «Να μου δώσετε δαχτυλίδι, εσείς, πώς είναι δυνατό; Αφήστε, αφήστε, καλέ. Και χωρίς δαχτυλίδια εγώ θυμούμαι.»
Μα ο Αντρέας, επίμενε, παρακαλούσε, παθαινότανε·
— «Α δεν το δεχτείς, το δαχτυλιδάκι μου, ένα σημαίνει από τα δυο, ή πως δε μ' αγαπάς ή πως είσαι περήφανη. Πες μου γλήγορα, πες μου, ν’ ανασάνω, τι πέτρα σου αρέσει; Τι χρώμα;»
— «Εμένα;... Κόκκινο θαρρώ...»
— «Κόκκινο! Αχ! και γω τρελαίνουμαι! Λοιπόν, ένα ρουμπίνι.»
— «Ένα ρουμπίνι! Όχι! όχι! Δεν είμαι γω για ρουμπίνια.»
— «Είσαι για όλα εσύ! Μήπως προτιμάς άλλο κανένα χρώμα; Μήπως σου στρέγει κάλλια το μαβί;»
— «Αχ! το μαβί, βέβαια, πιο ταιριαζούμενο από το κόκκινο, πιο ήσυχο, πιο ταπεινό, πιο της μετριοφροσύνης...»
— «Τότες, ξέρεις τι; Παίρνουμε και τα δυο. Σήμερα σήμερα, την απογεματιανή, σου παραγγέλνω ένα γύρο χρυσό, με δυο πετρίτσες σταβρωτές, ένα ρουμπίνι, ένα ζαφείρι, το ρουμπίνι θα είναι της αγάπης μας η φλόγα, το ζαφείρι, της καρδιάς μας ο ουρανός.»
— «Δυο πετράδια για μένα, πάει πολύ!»
— «Θα πάει για μένα πιο πολύ ακόμη, αν ένα μόνο από τα φιλάκια μου εδώ, λάβει την άδεια ν’ ανεβεί από τα δάχτυλά σου στο ένα σου το μάγουλο.»
Της το κελάηδησε μ' ένα τόσο γλυκό αναστέναγμα, που κόντεψε η Αγνή να σκύψει το κεφαλάκι της, για να του έρθει πιο έφκολο το φίλημα. Δε στάθηκε ανάγκη. Ο Αντρέας που ως τη στιγμή εκείνη, έμνησκε μπροστά της γονατισμένος, ανασηκώθηκε μια σταλούλα μ' ένα κίνημα όσο γίνεται αλαφρό, ακούμπησε το ένα του χέρι στο γονατάκι της, ζύγωσε το πρόσωπό του στο πρόσωπό της, τα μάτια του στα μάτια της, κι αντίς να ζυγώσει το ίδιο το στόμα του στο μάγουλό της, το ζύγωσε στα χειλάκια της. Καλέ, τι μπορεί να ‘ναι το χάδι της πεταλούδας, αν το συγκρίνεις με το φιλί του, τόσο ήθελε, τόσο ποθούσε να γίνει το στόμα του μέλι, να την πεθάνει στη γλύκα και ούτε να το νιώσει. Έλα δα που σα μέλι που ήτανε κόλλησε το φιλάκι, κι ένα δυο δεφτερόλεφτα δεν ξεσμίξανε τα χείλια τους, μεθυσμένα.
Πρώτη ξύπνησε η Αγνή κι ανατινάχτηκε·
— «Τέτοιο πράμα, το τραγούδι δεν το γράφει!»
— «Μπα! Το γράφει περίφημα. Δεν άκουσες πως τη δέφτερη φορά, στην πανάληψη της στερνής στροφής, αλλάζει ο ρυθμός, κι αντίς σι-μι μπεμόλ, σου το κάνει σι-σι μπεμόλ, που σημαίνει πως η μελωδία δεν τελειώνει· έτσι δεν τέλειωνε και το φιλί μας.»
— «Εσάς, κόφτει ο νους σας· ξέρετε και λέτε. Μα εμένα, η δουλειά μου κοντέβει να είναι σαν τη μελωδία μας, δηλαδή να μείνει ατέλειωτη. Μήτε άρχισα. Το λοιπό, να μου φύγετε, να μ' αφήσετε μόνη εδώ, ειδεμή χάθηκα!»
— «Κοίταξε τι καλά. Ίσια ίσια είχα λαχτάρα να το στρίψω και φοβόμουνε μήπως πειραχτείς.»
— «Με το κέφι σας, παρακαλώ!»
— «Τι γελάς; Δεν το πιστέβεις τάχα πως έχω βιάση να το κατσιρντίσω; Αμέ, το χρυσικάδικο! Ποιος θα πάει, α δεν πάω εγώ; Αγνή μου, ακόμη μια λεξούλα. Τ’ απόγεμα, δε θ’ ανταμωθούμε διόλου, σα γυρίσω από το μαγαζί, για να σου πω τι βρήκα τι δε βρήκα;»
— «Μη γυρέβετε, καλέ, τόσα πράματα. Σα δε βρείτε τίποτα, δε βρήκατε, τι πειράζει; Γυρίζετε πίσω τώρα εφτύς, και μου το προφταίνετε δω.»
Πώς σας φαίνεται; Αμίμητος ο λόγος. Από αδιαφορία μαθές, από μετριοφροσύνη, από ντροπή για το πολύτιμο το δώρο, του έλεγε να ξεμπερδέψει αμέσως — ή από τη βιάση της να το χαρεί πιο γλήγορα;
Εγώ νομίζω πως κι απ' όλα τους αφτά τον έβαλε να τρέξει και να μην αργήσει. Ντρεπότανε τα έξοδα· συνάμα την κεντούσε η περιέργεια — και η αγάπη.
Πετάχτηκε ο Αντρέας, αφού πρώτα μάνι μάνι της μέτρησε μ' ένα σπάγκο το δάχτυλό της.
Δε δίσταξε μια στιγμούλα. Ήξερε γραμμή πού έπρεπε να τραβήξει. Παράξενη σύμτωση κι αξιοσημείωτη, μάλιστα για έναν άθρωπο σαν τον Αντρέα, που όλα τα ‘βλεπε με το χρώμα και με το νόημα της ποιητικής του της φαντασίας. Την πρωινή εκείνη που με το περίφημο λάιτμοτίβο του Ora son io, io che t’ implorο περπατούσε στην πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου, παρατήρησε άξαφνα σ' έναν πλαγινό δρόμο, το δρόμο ή πιο σωστά τον κατήφορο του Άγιου Φραντζέσκου, μια επιγραφή με χρυσά γράμματα που του γέμισε το μάτι·
Bijouterie, Horlogerie et Orfèvterie
H. GŒTZ
FABRICATION et RÈPARATION
Η στερνή λέξη μάλιστα, rèparation, τον παράσυρε σε χίλιους λογισμούς·
— «Να σου το λοιπό που ό,τι χάλασε διορθώνεται, ό,τι στράβωσε σιάζεται!»
Θυμήθηκε δηλαδή το δαχτυλίδι της Φλώρας του της λατρεμένης, που είχε πέσει στη φωτιά κι έλιωσε το μαργαριτάρι, προτού προφτάσει, άρρωστη όπως ήτανε, να σηκωθεί, να τ’ αρπάξει και να το σώσει.
— «Αχ! συλλογίστηκε ο Αντρέας, κοιτάζοντας την πρόστυχη λέξη που της έδινε τέτοια ηθική σημασία, θα φέξει άραγες και για μένα η μέρα όπου θα διορθώσω την αμαρτία την παλιά, όπου θα μπορέσω να φτιάσω και να δώσω ένα καινούργιο δαχτυλίδι, που να μην καταστραφεί από δικό μου κρίμα;»
Και να σου που έφεγγε η μέρα. Φτάνει να πρόσεχε τώρα, φτάνει να μην ξανάρχιζε τα παλιά του, κι ανάτελνε πάλε στη ζωή του άσβεστος κανένας ήλιος της αγάπης.
Απάνω στη σκέψη του αφτή που του φάνηκε από καλό ουγούρι, μπήκε στο μαγαζί. Ξήγησε τι γύρεβε, του κ. Gœtz του ίδιου, και το ξήγησε πολύ απλά, πολύ ξέθαρρα, δίχως την ντροπή εκείνη του πελάτη, που μισά τα λέει, που τα μασά, που θέλει να τα κρύψει, γιατί πάντα σε τέτοια περίσταση νομίζει πως ο μαγαζάς θα το καταλάβει αμέσως, αν τάχα ήρθε να ψουνήσει διαμαντικά για καμιά του μαντάμα ή καμία του φιλενάδα. Τόσο, αγνή τόσο άδολη, τόσο σπουδαία ένιωθε στα σπλάχνα του την αγάπη, που μήτε του πέρασε να κρύψει τίποτα κανενός. Κι από κει φανερώθηκε τι αίστημα βαθύ τον κυρίεβε.
Όχι μόνο ξηγήθηκε το λοιπόν ξάστερα ο Αντρέας, μα παζάρεψε ακόμη τον πραματεφτή, για να μην τον πάρει για χάχα και για να του δώσει καλύτερη πραμάτεια. Ίσια ίσια έτυχε να ‘χει ντιπ εκείνο που ζητούσε ο φίλος. Δυο πέτρες ωραίες, ένα ρουμπίνι μ' ένα ζαφείρι μαζί, σταβρωτά. Και δεν κόστιζε ακριβά· τρακόσια φράγκα. Εφκαιρία, του είπε ο χρυσοχός, επειδή του το είχε παραγγείλει ένας Ρούσσος κι έπειτα δεν το θέλησε. Αν το 'κανε τώρα πίτηδες για τον Αντρέα, θ’ αναγκαζότανε να πάρει τα διπλά.
Τρακόσια, τετρακόσια φράγκα, τι λογαριάζουνε, καλέ, άμα είναι για την Αγνούλα; Το κυριότερο, να της το πάει αμέσως. Έλα δα που ο γύρος βρέθηκε να είναι μικρότερος απ' ό,τι έπρεπε. Δεν πειράζει. Τον αγοράζει, λέει, της τονέ δείχνει, και τότες πια τον ξαναφέρνει, να τονέ φαρδύνουνε λιγάκι. Στοχάστηκε ο Αντρέας να της χαρίσει και μιαν αλυσίδα χρυσή του λαιμού, επειδή το κάτεχε δα πως δύσκολο έπεφτε να φορεί το δαχτυλίδι, έτσι, μπροστά στους άλλους, μπροστά στο θειο και στη θεια. Βολετό της όμως να το ‘χει να κρέμεται στο στηθάκι της απάνω. Και σ' αφτό χρησίμεβε η αλυσίδα.
Με την αλυσίδα και με το δαχτυλίδι, έτρεξε σπίτι του, δηλαδή μακριά κάμποσο, αφού θα θυμάστε πως κατοικούσε στη στράτα του Σινιάλε, προς τον κάμπο του Σοβαμπελή, όξω από τη χώρα. Στο δρόμο, είχε καιρό το λοιπόν, ώσπου φτάσει, να ταιριάξει με το νου του τι και τι θα της έλεγε, ποιο αντίδωρο θα της ηχούσε για το δώρο, που άξιζε και μιαν ανταμοιβή.
Την ανταμοιβή του τη χώριζε, τη λαχταρούσε μέρες και μέρες.
Στους διάφορους αναμεταξύ τους ως τώρα τους διάλογους που αναφέραμε, βάλαμε πάντα τον Αντρέα να της λέει εσύ, ενώ εσείς του έλεγε η Αγνή. Θα κατάλαβε ο αναγνώστης πως ακολουθήσαμε της γλώσσας μας τις συνήθειες. Ένας κύριος, ένας αφέντης, αδύνατο να πιάνει τα εσείς μ' ένα δουλικό, ας είναι, όπως η Αγνή, ανώτερης σειράς δουλίτσα. Γαλλικά όμως, στο πληθυντικό μιλιόντανε και οι δυο τους. Ο πόθος του Αντρέα, εσύ να λέγουνται από δω κι ομπρός.
— «Κάτι, κάτι, πετιέται πλάγι της και της κάνει, έχω στην τζεπούλα μου. Μα — δε σου το δίνω!»
— «Άμα δεν είναι για μένα, έχετε δίκιο!»
— «Για σένα είναι, Αγνή, έρχεται από το χρυσοχό, είναι όμορφο, τρέλα, δε φαντάζεσαι. Και όμως ο κ. Gœtz ο ίδιος μου δήλωσε ρητά πως δεν ταιριάζει να το πάρεις, μια και πλεροφορήθηκε με τι τρόπο μου μιλάς.»
— «Καλέ, τι μου κουβεντιάζετε, στο θεό σας; Πλεροφορήθηκε; Δε σας μιλώ εσάς όπως πρέπει;»
— «Βέβαια όχι! Μα κοίταξε πρώτα το δαχτυλίδι.»
— «Αχ! τι όμορφο τόντις, τι θεόμορφο που είναι! Τι καλός που είστε!»
— «Βλέπεις το λοιπό τι άστοχα που μου μιλάς;»
Ο Αντρέας τώρα, χαδεφτικά, της μιλούσε και γαλλικά στον ενικό.
— «Εγώ, εσάς; Αλήθεια, σας μιλώ άσκημα;»
— «Δεν τ’ ακούς; Εσάς, είστε, σας μιλώ. Τι λόγια είναι τούτα; Ο κ. Gœtz, που είναι άθρωπος της αναθροφής και με κρίση, μου υποστήριξε πως είναι άτοπο να χαρίζει ένας άντρας τέτοιο δαχτυλίδι σε μια κοπέλα που του λέει εσείς, πίτηδες για να τον πειράξει.»
Μισό απορημένη, μισό χαμογελούσα, κοίταζε η Αγνή.
Πήρε ο Αντρέας το δαχτυλίδι, της το γλίστρησε στο δάχτυλό της, και λέγοντας της πάντα εσύ, της αποσώνει την κουβέντα·
— «Δικό σου, Αγνούλα μου, το δαχτυλίδι, μ' έναν όρο, πως στο εξής, εσύ θα λες του φίλου σου, του καλού σου.»
— «Αχ! Αντρέα! Ψιθύρισε και χύθηκε στην αγκαλιά του.»
Ίσως να φανεί περίεργο σε πολλούς. Ας το σημειώσουμε όμως και τούτο. Η Αγνή δεν άργησε να κάμει ό,τι ο Αντρέας της γύρεβε, δηλαδή να του λέει εσύ, αφού άρχισε το ίδιο το πρωί, και το χρωστούσε ο Αντρέας στη θρησκεία της, που δεν του αντιστάθηκε, όχι τάχα πως ο προτεσταντισμός την παρακινούσε στις αγάπες και στα εσύ, μα της έκοφτε κάθε όρεξη για τα νάζια, της μάθαινε να φέρνεται σαν το λέφτερο το πλάσμα, που η πρώτη απόφαση τού κοστίζει· άμα όμως αποφάσισε, βλέπει όλες τις συνέπειες και τις παραδέχεται με θάρρος, μάλιστα με κάποια θέληση σοβαρή κι αλύγιστη.
Εννοείται πως από κείνη τη μέρα κι ομπρός, από τη στιγμή που τον άφησε να της βάλει το δαχτυλίδι, εννοείται πως η Αγνή, αργά γλήγορα, θα γινότανε δική του. Είχε το λοιπόν ο Αντρέας κάθε λόγο να χαίρεται και ν’ αναγαλλιάζει, όταν τ’ απόγεμα της ίδιας μέρας, ύστερις από το πρόγεμά του, ύστερις από έναν περίπατο χωνεφτικό, ραχατεμένος στον καναπέ του, μεταπερνούσε με το νου του όσα γλυκά, τερπνά και μυρωδάτα είχανε ακολουθήσει στο σπουδαστήρι του μεταξύ του και της κόρης.
Τέτοια όμως είναι τ’ αθρώπινα, τέτοια πάντα η Μοίρα μας, που μέσα στη μέση της εφτυχίας, καθώς το ‘ψαλε κι ο ποιητής, από τη βρύση μέσα της ηδονής, ανεβαίνει άξαφνα κάτι πικρό που έρχεται και σε πνίγει στα λουλούδια όπου κοιμάσαι·
medio de fonte leporum
Surgit amari aliquid quod in ipis floribus angat.
Και τι ώρα έρχεται η πίκρα η αναπόφεφτη; Έρχεται την ώρα την ξέγνοιαστη όπου πας κι ανασαίνεις, έρχεται σαν προμήνυμα ολέθρου κατόπι από τη χαρά, έρχεται σαν το Χάρο κατόπι από το ξεφάντωμα της ζωής.
Και πώς έρχεται και τι μορφή σου παίρνει; Αλλάζει με την περίσταση και με τον άθρωπο. Κάποτες στην ψυχή μας σηκώνεται και τρέμει σαν απλό προαίστημα, που δεν μπορείς να καταλάβεις από πού είναι· κάποτες έτυχε κάτι ν’ ακούσεις, κάτι να διεις· τότες, δίχως να το θέλεις, ένας καημός ακατανίκητος, μια σκέψη θλιβερή αλάκαιρο σε κυριέβουνε, ησυχία δε σου αφήνουνε, ακατάπαφτα σε κυνηγούνε με την όψη του θανάτου. Κάποτες πάλε, η πίκρα εκείνη που μας κατατρέχει ως και στης χαράς μας το χαμόγελο, βγαίνει από τα σπλάχνα μας σα μυστικός αντίλαλος καμιάς γοργοπόδαρης δυστυχίας, γίνεται τραγούδι λυπητερό και σου γεμίζει τα μάτια με δάκρυα.
Έτσι το ‘παθε ο Αντρέας.
Δεν ξέρω πως θυμήθηκε άξαφνα τέτοιο σκοπό στην ξαναγέννηση απάνω της καρδιάς του. Μήπως επειδή και γυρίζοντας από: το μαγαζί του χρυσοχού, τα μάτια του αγναντέψανε σ' έναν τοίχο, κοντά σ' ένα στεφάνι που τραβούσε την προσοχή, μια μάβρη αγγελία, μια ρεκλάμα του τάφου·
ENTERPRISE INTERNATIONALE
DE
Trasports funèbres
MAISON HESSENMULLER
Cercueils Couronnes
CHAUCRAU, 17, LAUSANNE
Adr. tèlégr.: Cercueils, Lausanne.
TÈLÉPHONE 615 ;
Ή μήπως ούτε ρεκλάμα, ούτε αγγελία δεν του χρειαστήκανε για να συλλογιστεί το τέλος των τελώνε, παρά του έφτανε να συγκρίνει την περασμένη του τη νιότη με τα ψυχρά τα γεράματα, με το λίγο λίγο καιρό που του απόμνησκε ακόμη ν’ απολάψει του ήλιου το φως, τη στερνή του αχτιδιά της αγάπης;
Όπως κι αν είναι, ξαπλωμένος καθώς τον αφήσαμε κιόλας στον καναπέ του, ενώ έπαιρνε η φαντασία του δρόμο, ενώ χίλια όνειρα τερπνά, έτοιμα ν’ αληθέψουνε, του δείχνανε την Αγνή λιωμένη στην αγκαλιά του, άρχισε μέσα του ν’ αντηχά η τρομερή μελωδία, η Νεκρική Προβοδία του Chopin, το τρίτο κίνημα της δέφτερης σονάτας, κι αμέσως γιουρούσι ορμήσανε στο κεφάλι του λογισμοί πονοδαρμένοι, αμέσως κατρακυλούσανε χάμω σωριασμένα, σακατεμένα, συντριμμένα τα όνειρά του.
Άνοιξε τα μάτια σου κι άνοιξε τ’ αφτιά σου!
Το βλέπεις το κιβούρι που κατέβηκε κάτω στη γης; Τ’ ακούς το χώμα που ο νεκροθάφτης με το φτυάρι το ρίχνει στο κιβούρι απάνω το ξύλινο; Τ’ ακούς πως χτυπά;
Βαριοπόδαρα, τα μαβροφορεμένα τ’ αλόγατα προβαίνουνε με το φέρετρο και πάνε πάνε στο δρόμο του νεκροθαφείου. Γλιτωμό εδώ δεν έχει. Στο νεκροθαφείο θα πάνε, δεν μπορεί να πάνε άλλου, και κει, εκεί πια τελειωμένα για μας όλα τα πάντα.
Ο άθρωπος το ξέρει κι ωστόσο η αθρώπινη ελπίδα σηκώνεται με κόπο, θέλει ν’ αναφτερουγιάσει, σπρώχνει την πλάκα που κοντέβει κιόλας να την πλακώσει, προβέλνει όξω και τόντις, τ’ αλόγατα σα να βαδίζουνε πιο αγάλια, σα να στέκουνται μια στιγμή, το χώμα σα να πέφτει πιο αλαφρό·
Κι άμα ένιωσε η ελπίδα λίγη άνεση γύρω της, λίγη αναψυχή, να της που πολεμά, να της που δοκιμάζει το αγαθό της το τραγούδι·
Αχ! τι μοναδικό αναστέναγμα και τι γλυκό και τι πονεμένο, και που μόλις τολμά να υψωθεί στον αέρα, μόλις να σου φανερώσει, μόλις να σου ψιθυρίσει τον πόθο της καρδιάς που γυρέβει τον ουρανό.
Μα του κάκου. Βαριοπόδαρη, μαυροφορεμένη, τραγική, να σου ξανά η προβοδία που προχωρεί στο δρόμο του νεκροθαφείου·
Για βάλτε όμως την προσοχή σας. Πώς σας φαίνεται; Βέβαια, ξανάπιασε η προβοδία, μάλιστα ξανάπιασε απαράλλαχτα όπως στην αρχή. Ωστόσο, σα να ‘γινε άξαφνα πιο απαλό και τ’ άσπλαχνο το βήμα, σα να τρέμει άξαφνα, στο πάτημα μέσα το τρομερό, κανένα τρυφερό αναστέναγμα.
Το κατάλαβε η ελπίδα και τώρα βάζει τα δυνατά της ν’ ακουστεί, τώρα πιο πολύ αγωνίζεται, τη νίκη λαχταρά, του ύμνου της δεν μπορεί ακόμη να του δώσει φόρα όπως θέλει, ανεβαίνει όμως, ανεβαίνει και μοιάζει σα να χαίρεται που της έγινε δυνατό, τουλάχιστο τους ανέκφραστους καημούς να μας τραγουδήσει·
Και τ’ αλόγατα που πηγαίνανε, σα να συγκινηθήκανε, σα να λυπηθήκανε τον άθρωπο, σα να σταμάτησε, θε μου, και η προβοδία, σα να της κοστίζει να προχωρήσει·
Τώρα πια σα να τη βλέπεις την ελπίδα, με τα χέρια της σηκωμένα, με τα φτερά της έτοιμα, που δέρνεται και κλαίει με τα παρακάλια και σε ικετέβει να την αφήσεις, αχ! να πετάξει ως τα ουράνια, κι η φωνή της είναι ακόμη φωνή της απελπισίας·
κι η φωνή της τώρα τώρα είναι φωνή της χαράς·
Ναι, φωνή της χαράς και της απελπισιάς φωνή, γιατί ο ποιητής, ο αρτίστας, ο μουσικός το κατάλαβε πως εδώ μήτε καθαφτό χαρά είναι, μήτε καθαφτό απελπισιά, παρά κάποιο είδος αξεδιάκριτο χαράς απελπισμένης ή χαρούμενης απελπισιάς, επειδή όταν η ψυχή νιώθει πως πελαγώνει και συνάμα γυρέβει να γλιτώσει, το γλυκό συναίστημα της σωτηρίας, που την τραβά προς τ’ απάνω, τη συνεπαίρνει, ενώ βλέποντας από κάτω της το βόθρο, ανατριχιάζει και πονεί.
Σα να νίκησε ωστόσο η χαρά, δεν ακούτε; Η προβοδία λες και με κόπο πάει ομπρός, πάει, μα εκεί που πηγαίνει, αχώριστα πια την ακολουθά το τραγούδι της ελπίδας, σα να κατάντησε αδύνατο να σταματήσεις την ορμή της, αφού μοιάζει πως βγαίνει από την απελπισιά μέσα η ελπίδα·
Συνεδεθήκανε τόσο γερά τα δυο τραγούδια, τόσο σφιχτοκρατιούνται η θλίψη και η χαρά, που γλήγορα γλήγορα έρχουνται το ένα κατόπι από το άλλο· μόλις αντήχησε στα σπλάχνα μας η ελπίδα και να σου αμέσως, σαν πιο τρυφερεμένη, και η προβοδία·
Μα τώρα, τώρα πια, σωπάστε, σας παρακαλώ. Δε μου λέτε τι να είναι το θάμα τούτο; Θάμα μοναδικό, τραγούδι μαγεμένο που δεν ψάλθηκε ποτές στην οικουμένη, τραγούδι του πόνου συνάμα και της νίκης, τραγούδι που από τα σπλάχνα του αθρώπου βγαίνει και που απλώνει τα φτερά του, να πάει όσο αψηλότερα μπορεί. Και ποιο είναι το νόημα του τραγουδιού; Και σαν τι να λέει το τραγούδι; Το τραγούδι λέει πως ο θάνατος δεν υπάρχει, πως δεν υπάρχουνε αχ! μήτε γεράματα μήτε απελπισία, πως ακατανίκητη μνήσκει μέσα μας η ψυχή, πως είναι παράδεισος, πως είναι γλύκα μονάχη, πως όλο σου το είναι λιώνει, ενώ ανεβαίνεις ανεβαίνεις προς τ’ απάνω, ενώ χύνεται, περεχύνεται στα μεδούλια σου μέσα θεία ηδονή·
Κι έπρεπε τώρα να διεις τον Αντρέα, με τι πάθος ξακολουθούσε το τραγούδι, με τι πόνο έπιανε το απλό το λα, εκεί που η αθρώπινη ελπίδα μοιάζει σα να δίσταξε, σα να φοβάται μήπως και την παράσυρε πλάνη, μήπως και τη γέλασε κανένα ψέμα, εκεί που με όλη τη δύναμή της, με όλο τον πόθο της καρδιάς, λες και φωνάζει· — «Κάμε, αχ! κάμε να είναι αλήθεια!» και χαδέβεται με τη φωνή της·
Μη φοβάστε, οι δυστυχισμένοι· μην τρέμεις, γλυκιά ελπίδα· μια κι άρχισε να παίζει τέτοια πανάγαθη, τέτοια ψυχοσώστρα μελωδία, μη σε μέλει και δεν τελειώνει. Άκουσε πώς πήρε θάρρος ο ταλαιπωριασμένος, πώς έρχεται ξανά στην ηδονή του, πώς λιώνει ξανά και πώς ξανά, ήσυχα τώρα κι ανεμπόδιστα, φανερώνεται το θάμα της πιο μακάριας αρμονίας·
Αχ! αναστέναξε άξαφνα ο Αντρέας, του κάκου και πάντα του κάκου! Δε φελά. Έμοιαζε σα να είναι η χαρά νικήτρα· τίποτα! Να της και πάλε η νεκρική προβοδία· να σου και πάλε το χώμα που πέφτει, που πέφτει απάνω στα φτερά του πουλιού, τη στιγμή την ίδια όπου το πουλί άνοιγε το ένα του το φτερό, για να δοκιμάσει, για να πάρει τον ουρανό αψηλά·
Όχι! όχι! όσο πεισματάρικα κι αν το χώμα κατρακυλά, το φτερό να σκεπαστεί δε θέλει, και κει που άρχιζε η φτυαριά να το δέρνει, ξεφέβγει μ' ένα σφόρτζο τρομερό, και σαν πληγωμένο ακόμη, πετιέται προς τον αέρα·
Έτσι της ελπίδας το ξαναψιθύρισμα το γλυκό σου xαδέβει και πάλε την καρδιά.
Κι αρχίζει τραγικός ένας διάλογος·
— «Το τραγούδι σου θα το πατήσω με το βροντόφωνό μου το βήμα και σώπα. Ο Θάνατος είμαι γω»·
— «Εμένα ποιος με πατά; Ποιος εμένα μου βαστά την ορμή μου; Το χάδι μου το πονεμένο εμένα, ποιος τάφος θα μ' εμποδίσει, να το κάμω του αθρώπου; Η ελπίδα είμαι γω»·
— «Και γω είμαι η πλάκα. Όσο αγάλια, όσο σιγά κι αν έρχουμαι, ολοένα ζυγώνω και δε σ' αφήνω»·
— «Και γω ακαταδάμαστα υψώνουμαι, ώστε, ακόμη και να πέσεις να με πλακώσεις, η φωνή μου θα μείνει απάνω, λυτρωμένη, στους κάμπους τους αιθερόπλαστους»·
— «Στάσου! Στάσου! Και θα διεις τι σίγουρα που σιμώνω, τι έφκολα κι απαρατήρητα όλα τα καταστρέφω»·
— «Κοίταξε, κοίταξε, περήφανη εσύ αθρώπινη ελπίδα, πώς τ’ αποτυλίγω το ηρωικό σου το τραγούδι, πώς πετιούμαι πρώτα μαζί του απάνω, πώς κατόπι το σέρνω χάμω, γιατί ενώ μοιάζει πως από τα σπλάχνα μου βγαίνει εμένα της γης, λίγη προσοχή και βλέπεις πως σε μένα γυρίζει, μέσα μου να θαφεί»·
— «Το καταχάρηκες τάχα, που η μελωδία μου η νεκρική συνεδένεται με τη μελωδία σου την ουράνια, σα να μην μπορούσε ο πόνος αλλιώς να τελειώσει παρά με τη χαρά. Τι πλάνη! Άκουσε, άκουσε πως όλα πάβουνε και ξεψυχούνε»·
— «Ο τάφος, ο τάφος είμαι γω. Νιότη δεν έχει. Δεν έχει ρόδα. Ελπίδα δεν υπάρχει μήτε υπάρχει ουρανός. Υπάρχει μόνο και μόνο μια φτυαριά χώμα, τούτη δα η στερνή, που όλα τ’ αποσκεπάζει και σώνει»·
Ο Αντρέας, όσο τραγουδούσε τη Νεκρική προβοδία, όσο φράση φράση και νότα νότα με το νου του, ερμήνεβε το αριστούργημα εκείνο της μουσικής, ήτανε ξαπλωμένος στον καναπέ του σπουδαστηρίου του. Ότι που έφτασε στο τέλος κι αναστέναξε το σι μπεμόλ, σηκώθηκε, φοβερά ταραγμένος, κι άρχισε να περπατά·
— «Δε γίνεται! Δε γίνεται! Αδύνατο ν’ αγαπώ την Αγνή. Αδύνατο να την αφήσω να μ' αγαπά. Εκείνη, νέα, παιδί! Εγώ, γέρος και του Χάρου!»
Στάθηκε. Λες και δεν μπορούσε να ξακολουθήσει τον περίπατο. Πήρε μια πολθρόνα. Κάθισε. Δεν κάθισε, που να πεις. Σα να γκρεμίστηκε απάνω της μ' όλο το βάρος. Έσκυψε το κεφάλι. Βυθίστηκε σε χίλιους λογισμούς.
Έρχεται στην ύπαρξη μερικών αθρώπωνε μια ώρα τρομαχτική· έρχεται η ώρα όπου το νιώθουνε πια πως γεράζουνε. Λέμε πως τυχαίνει αφτό μόνο σε μερικούς αθρώπους, όχι σε όλους. Βέβαια πως γεράζουνε όλοι· όλοι όμως δεν το νιώθουνε πως γεράζουνε. Όλοι συνηθίζουνε και συμμορφώνουνε λίγο λίγο την εργασία τους με την ηλικία τους. Έτσι δεν απορούνε βλέποντας πως με τα χρόνια η δύναμη τους δε σηκώνει όσα σήκωνε πρώτα. Ο άθρωπος άξαφνα, που δουλέβει ο νους του, ο συγγραφέας, ή ο άθρωπος που το χέρι του δουλέβει, ο παπουτσής, αν και δουλέβει άλλο τόσο κι ο νους στον παπουτσή, βέβαιο πως οι δυο τους αφτοί δε θ’ απελπιστούνε, δε θα τραβήξουνε τα μαλλιά τους από το λόγο που τα είδανε ν’ ασπρίζουνε. Θα λυπηθούνε, μπορεί, και είναι μάλιστα πιθανό, μα δε θα τρομάξουνε. Θα τρομάξει εκείνος που δουλέβει όχι ο νους του, όχι το χέρι του μαθές, παρά η καρδιά του. Μέσα του η καρδιά του ζωντανή, φλόγα μονάχη. Τα γεράματα δεν τη σβήνουνε, τα χιόνια δεν τη χαλνούνε. Και τι πειράζει τότες, θα μου πεις; Πειράζει που ο τάφος είναι σιμά και που ο τάφος θα σου τη σκοτώσει τη φλόγα της καρδιάς σου.
Καιρό μπροστά του δεν έχει ν’ αγαπήσει και το χερότερο, ν’ αγαπηθεί. Ως τη στιγμή εκείνη, ο καψερός είχε ακολουθήσει το ρέμα, το ρέμα που άθελά του τον παράσυρε. Τώρα, ύστερις από τη Νεκρική προβοδία, τα μάτια του ανοίγανε ξαφνικά, θωρούσε τα πράματα όπως τα πράματα είναι στ’ αλήθεια. Θωρούσε και τη θέση τη δική του. Αντάμωσε στο δρόμο του μια κοπέλα· όμορφη, έξυπνη, καλή. Αφτός δυστυχισμένος. Την αγάπησε. Φυσικό. Έπρεπε τάχα να της φερθεί με τρόπο που ν’ αγαπηθεί κιόλας από την κοπέλα; Όχι, εκατό, χίλιες φορές όχι. Επειδή, πού πάμε; Το μέλλο μας ποιο; Είκοσι χρονώ κορίτσι. Τριάντα εφτά χρόνια μεγαλύτερός της ο Αντρέας. Πόσο έχει ακόμη να ζήσει; Δέκα, δεκατρία χρόνια; Δέκα ώσπου να γίνει εξήντα εφτά, δεκατρία ώσπου να γίνει εβδομήντα χρονώ γέρος! Και τι αγάπη μπορεί να της δώσει, εβδομηντάρης του λόγου του, τριάντα τριώ χρονώ έβρωστη, αφράτη, ζωντανή γυναίκα η Αγνή;
Λοιπόν, τι δικαίωμα είχε να την ξελαγιάσει; Τουλάχιστο χρέος του, απόλυτο χρέος, μια και την ξελάγιασε, να την ξαναφέρει στον ίσιο το δρόμο, να την κατηχήσει, να της ξηγήσει, να την παρακαλέσει, να τον ξαγαπήσει. Αχ! κι ας σπάσει στο παλιό, στο λαβωμένο του το στήθος η καρδιά του. Ας πάει στο γιαλό η στερνή στερνή του ελπίδα. Κι ας του θερίσει τα σπλάχνα ο πόνος, επειδή την αγαπούσε τρελά, την αγαπούσε όχι μαθές όπως θ’ αγαπήσει ένας άντρας το πρώτο θηλυκό που θ’ απαντήσει· την αγαπούσε, αχ! όπως ο ναβαγημένος, ο απελπισμένος αγαπά το ξύλο, το κατάρτι, το σανίδι που τ’ αγκαλιάζει να γλιτώσει μ' αφτό. Έτσι στην έρημη τη θάλασσα της ζωής του, κατόπι από τη φουρτούνα τη λυσσιασμένη, φάνηκε της σωτηρίας του το αστέρι, το αγαθό. Για τούτο της ήτανε αφοσιωμένος ψυχή και σάρκα. Για τούτο ρίζωσε αμέσως η αγάπη της μέσα στα μεδούλια του βαθιά, και τώρα που ήθελε να τη βγάλει από κει, το ‘νιωθε πως μαζί με την αγάπη του κιντύνεβε να τσακίσει σε δυο κομμάτια και τη ζωή του.
— «Δεν πειράζει. Ας κάμω και γω το χρέος μου μια φορά.»
Τ’ αποφάσισε ο Αντρέας και κάθισε στο γραφείο του, να της γράψει, που του ερχότανε σαν πιο έφκολο παρά να της μιλήσει, που δε θα μπορούσε, λέει, ν' αντέξει, να κρατηθεί ως το τέλος.
Ότι έπιασε την πένα του, έτριξε η πόρτα, και δίχως κάνε να χτυπήσει, μπήκε η Αγνή.
Και σαν τι να γύρεβε, παρακαλώ, σαν τι να ήθελε στου Αντρέα η Αγνούλα μας; Στου Αντρέα η Αγνούλα γύρεβε, ήθελε τον Αντρέα. Τον Αντρέα της. Πολύ φυσικά. Μήπως την πρωινή την ίδια, δεν της είχε πει ο Αντρέας να κοπιάσει τ’ απόγεμα; Της το είπε δηλαδή, για να ‘ρθει να της δείξει το δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι, της το ‘δειξε μια ώρα κατόπι, ενώ συγύριζε ακόμη. Ώστε ανάγκη καμιά να παρουσιαστεί τάχα για το δαχτυλιδάκι. Δεν πειράζει. Καθαφτό, μήτε πρόφαση ζητούσε. Τίποτα. Ο λόγος του Αντρέα, ν’ ανταμωθούνε και πιο ύστερα, της έδωσε απλά και μόνο την ιδέα πως λαμπρό θα είναι, να ειδωθούνε και πάλε. Γιατί όχι; Δικός της ο Αντρέας, αφού δική του πια κι αφτή.
Ζύγωσε. Στάθηκε κοντά, κοντά του. Να τη ρωτούσες, είχε όρεξη να του πιάσει το χέρι, να του το φιλήσει.
Έσκυψε, κοίταξε στο τραπέζι το χαρτί που έγραφε ο Αντρέας. Ο Αντρέας συλλογίστηκε πως καλή αφορμή και πως τώρα δα έπρεπε να της μιλήσει σοβαρά. Δεν πρόφτασε όμως.
— «Αχ! εμένα γράφεις; Τι άγγελος που είσαι! Στάσου, στάσου να διαβάσω τις πρώτες λέξες... Αγνή μου, Το χρέος μου... να χωριστούμε, να μ' αφήσεις»... Άπιστε! Άπιστος που είσαι! Τόσο γλήγορα με βαρέθηκες και με διώχνεις; θα πεθάνω! Θα πεθάνω. Κι έσπασε στα κλάματα.
Ο Αντρέας, που ένα δεφτερόλεφτο πρι, άλλο σκοπό δεν είχε παρά να την πείσει, πως ανάγκη να πάψει κάθε αγάπη αναμεταξύ τους, άλλη δουλειά τώρα δεν είχε παρά να της το βεβαιώσει, πως την αγαπά. Και τόντις διπλά την αγαπούσε τώρα, δηλαδή μ' όλη τη δύναμη ακόμη της αγάπης, που προσπάθησε με βία να της δώσει δρόμο και που γύριζε πίσω με ορμή. Έτυχε μάλιστα να της αγγίξει τα μαλλιά, επειδή άξαφνα στον καημό της η Αγνούλα πήγε κι ακούμπησε στο στήθος του το κεφάλι της, λυπητερά. Μέσα του άρχιζε να παίζει λωλά η μουσική της ελπίδας·
Την ίδια τη στιγμή, πάντα στην πλάτη του γερμένη, σήκωσε η Αγνή τα μάτια της προς τα μάτια του, το στόμα της προς το στόμα του. Ζαλίστηκε, μέθυσε ο Αντρέας. Χωρίς να ξέρουνε, χωρίς να καταλάβουνε τι τους γινότανε, πέσανε οι δυο τους στο βελούδο απάνω του καναπέ. Και παρθήκανε ξεφρενιασμένοι, ευτυχισμένοι.
Έλιωνε ακόμη ο Αντρέας στην αγκαλιά της, μόλις είχε τελειώσει το φιλί τους, κι ανήθελά του ο δύστυχος ψιθύρισε μέσα στα δόντια του το θλιβερό σκοπό, σα ν’ άκουγε φτυαριές χώμα να κατρακυλούνε στην αγάπη του απάνω·
Η πίκρα που το θανάσιμο τραγούδι της Νεκρικής προβοδίας είχε αποθέσει, να πει τινάς, αμέσως κατόπι από τη στερνή στιγμή της χαράς, στον πάτο της αγάπης του Αντρέα, δεν άργησε να διαλυθεί. Αλήθεια που όταν ένας άθρωπος, μάλιστα στην ηλικία του Αντρέα, έχει το εφτύχημα ν’ απολάψει ένα πλάσμα σαν την Αγνή, ψυχή και σάρκα, το σεκλέτι του, αν έχει, αδύνατο να βαστάξει. Περσότερο λυπήθηκε η κόρη, γιατί αφού πέρασε η μπόρα κι αρχίσανε ήσυχα να κουβεντιάζουνε, θέλησε να μάθει εκείνο που δεν το ήξερε ακόμη, προτού την παρασύρει στον καναπέ, για ποιο λόγο δηλαδή της έγραφε πως κάλλια να χωριστούνε. Της το ξηγούσε ο Αντρέας· δεν καταλάβαινε όμως πρώτα η Αγνή. Δεν καταλάβαινε ίσως, επειδή ο φίλος τ’ απόφεβγε να της φανερώσει ορθά κοφτά την κυριότερη την αιτία, τα χρονάκια του. Λοιπόν η Αγνή μας, χωρίς να παραβαθύνει τα πράματα, όπως το συνηθίζουνε δα οι περσότερες γυναίκες, νόμισε πως του πέρασε άξαφνα φαντασία να την ξαπολύσει, γιατί το είχε ακουστά πως οι άντρες έτσι, άψε σβήσε, ξαπολνούνε τα κορίτσια. Και της απόμεινε απ' όλο το περιστατικό, μια κακή εντύπωση που τη στιγμή την ίδια δεν την υποψιάστηκε, μα που κατόπι έμελε να μας φέρει αποτελέσματα δυσάρεστα.
Για την ώρα βέβαιο πως ο Αντρέας μήτε της φαινότανε μήτε μπορούσε να της φανεί γέρος. Μα και στα δικά του ακόμη τα μάτια, πώς να δικιολογήσει τα περίφημα τα γεράματά του, αφού ένας νέος δε θα ‘δειχνε πιο φλογισμένη καρδιά μήτε πιο φλογισμένο έρωτα; Η Αγνή, που φυσικά δεν είχε στα τέτοια την παραμικρή την πείρα, μήτε πήγαινε ο νους της αλλού, μήτε το ‘βαζε με το νου της πως ένας νεότερος θα φερνότανε διαφορετικά, με αγάπη άξαφνα μεγαλύτερη, με αφοσίωση περσότερη, επειδή την αφοσίωσή του κοίταζε πάντα η Αγνή, τη σκλαβώνανε οι τρυφεροί του οι τρόποι. Τρυφερός είναι στ’ απόβαθά του ο Ρωμιός, του αρέσουνε τα χάδια, μα το συχνότερο δεν τολμά να το φανερώσει, κι έτσι μοιάζει πολλές φορές σα να μην το ξέρει κάνε να χαδέβει, σα να του είναι άγνωστο κάθε τρυφερό κίνημα της ψυχής. Η αιτία είναι που δεν πρέπει, λέει, να δώσει θάρρος στη γυναίκα, σ' ένα πλάσμα κατώτερό του. Για τούτο κιόλας δε θα την πάρει μαζί του να της κουβεντιάσει, να της ξηγήσει το ένα και τ’ άλλο, να της σταθεί διδάχος γλυκός, να τη βγάλει στον περίπατο, και με τα λόγια του, με την πομονή του, με τη γνώση του, να την οδηγήσει, να την πλουτίσει και να την ξανοίξει, παρά θα την πιάσει μόνο μια στιγμή, τη στιγμή που τον πυρώνει το πάθος, θα την αρπάξει, θα τη σφίξει στο στήθος του απάνω — και τέλειωσε.
Στη Δύση ο Αντρέας είχε μάθει άλλα ήθη. Αλήθεια που κι από φυσικό του σεβάστηκε πάντα του τη γυναίκα, της έστησε πάντα θρόνο αψηλό, να την καθίσει, και τόντις όποιος γνώρισε μια Φλώρα, κατάλαβε τι θησαβρούς ανώτερης αξίας κρύφτει μέσα της η γυναίκα. Τώρα με την Αγνή, με την Αγνούλα του, γινότανε ο Αντρέας μάνα και παραμάνα. Όταν ερχότανε να συγυρίσει το πρωί, τη βοηθούσε, μήπως θαρρέψει τάχα το κορίτσι πως ανήκει αφτή σε τάξη παρακατιανή της κοινωνίας, ενώ εκείνος βασιλέβει στους ουρανούς. Κάνοντας την ίδια εργασία, της έδειχνε πως στέκουνε κι οι δυο τους στο ίδιο ποδάρι. Θέλει την ισότητα η αγάπη. Έτσι κέρδιζε κιόλας ο Αντρέας καιρό, τέλειωνε δηλαδή πιο γλήγορα η δουλειά της, άμα της έδινε χέρι, και πρόφταινε ήσυχα ήσυχα να πάει ν’ ακουμπήσει μια στιγμή μαζί της στον καναπέ, να της μιλήσει για χίλια δυο, προ πάντω για τα βιβλία του, επειδή δε χόρταινε η Αγνούλα, το απλό, τ’ ακαλλιέργητο παιδί, δε χόρταινε ν’ ακούει για φιλολογία, για ποίηση, για μυθιστορήματα. Ο καημός της ήτανε που δεν μπορούσε να τα διαβάσει, μια και τα ‘γραφε ρωμαίικα. Το περίεργο είναι ωστόσο, που εννοούσε περίφημα για τι σκοπό τα ‘γραφε στη μητρική του γλώσσα. Τον παρακαλούσε να της δηγηθεί για την Ελλάδα, για τους Έλληνες, για τον όμορφο τον ουρανό, για τα νησιά της θάλασσας. Συχνά τον παρακαλούσε και να της μεταφράσει τίποτις, δυο τρεις σελίδες από τις κόλλες χαρτί που τον έβλεπε να στοιβάζει απάνω στο γραφείο του. Έπαιρνε το χερόγραφό του ο Αντρέας, της μετάφραζε απροτοίμαστα, και κοίταζε η Αγνή, να βεβαιωθεί, αν άξαφνα δεν τα είχε σημειωμένα με το μολυβοκόντυλο τα γαλλικά δίπλα στα ρωμαίικα, τόσο απορούσε με την εφκολία του Αντρέα, που έμοιαζε να ξεστηθίζει κανένα κατεβατό μαθημένο του απ' όξω.
Της άρεζε το ύφος, της άρεζε η πλοκή, της άρεζε η ουσία. Κι άνοιγε τα μάτια, για ν’ ακούσει καλύτερα.
— «Σα διαβάζεις, μου φαίνεται πως πέφτουνε οι τοίχοι, πως θωρώ πέρα και πέρα τι γίνεται στον κόσμο το μεγάλο!»
Αλήθεια, κόσμους της ξεσκέπαζε ο Αντρέας, κι ωστόσο δεν μπορούσε ο καημένος να πάει μαζί της ως την άλλη άκρη της χώρας, μην τύχει και τους διούνε αντάμα. Ο πόθος του ήτανε ίσια ίσια να βγει με την Αγνή του, να τραβήξουνε μακριά, να της δίνει το μπράτσο και να της λέει. Ο Αντρέας αγαπούσε πολύ τον περίπατο, και μολονότις, αφότου βρισκότανε στη Λωζάνα, ένιωθε κάποιαν αξήγητή του κούραση, δεν του έπεφτε πολύ δύσκολο να περπατήσει δυο τρεις ώρες. Πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους, του άρεζε ο δρόμος που ανέβαινε απάνω από το Σινιάλε, σου ξεδίπλωνε, πανόραμα πανόραμα, τις Άλπες τις μπερνέζικες, σε οδηγούσε βαθιά σ' ένα ρουμάνι κι έπειτα ήσυχα, ήμερα, γλυκά, ξεψυχούσε και σε ανάπαβε στην ακρογιαλιά μιας όμορφης λίμνης.
Ο περίπατος τού έβαζε πάντα σε κίνηση το μυαλό του και σα γύριζε σπίτι, πλημμύρα τού κατεβαίνανε οι καινούργιες ιδέες στο μυαλό. Τότες έγραφε με κάποια μακάρια εφκολία. Μάλιστα, όταν περνούσε από το ρουμάνι, έλεγε πως κρυφές, ερωτεμένες, με πράσινα φορέματα διάφανα η καθεμιά τους, βγαίνανε οι Μούσες από διάφορες μεριές να τονέ χαιρετήσουνε, να του πούνε κανένα λόγο γλυκό. Αναμεταξύ στα ειδώνε ειδώνε δέντρα που φυτρώνανε κει πέρα, στις λέφκες, στις καστανιές, στις βελανιδιές, στους πλατάνους, στα πρινάρια, διάβαινε καταμεσής μια στράτα φαρδιά, πλατιά, καλλιεργημένη, θεού χαρά. Δεξιά κι αριστερά της, πήχτρα. Πού και πού, κανένα στενό στενούτσικο μονοπάτι έμοιαζε σα να βυθίζεται στ’ αποβάθια μέσα του ρουμανιού. Τρέλα είχε ο Αντρέας να πηγαίνει να χώνεται ίσια ίσια στο μέρος που του φαινότανε το πιο απάτητο. Του άρεζε να ξαπλώνεται χάμω, να κοιτάζει κανένα κομματάκι γαλανό τ’ ουρανού από πάνω του, σαν παίζανε οι φυλλωσιές κι αφήνανε κάπου μια χαραμάδα, που γλήγορα πύκνωνε και ξανάνοιγε αλλού.
Άκουγε ο Αντρέας στη στράτα να βαδίζουνε οι αθρώποι· τους έβλεπε κάποτες, χωρίς να τονέ βλέπει κανένας. Και σύγκρινε τον εαφτό του, σύγκρινε την ύπαρξή του με την ησυχάδα του ρουμανιού. Έτσι, μυστικά, τραβήχτηκε τώρα στην πράσινή του την αγάπη, που δεν την υποψιαζότανε κανένας, αν και κατοικούσε κατάντικρυ από την καλή του στην πολυκατοικημένη τη Λωζάνα. Έτσι και τις πρωτόπλαστες μελωδίες που έπαιρνε τ’ αφτί του, όταν αψηλά εκεί απάνω, με το αγέρι το παιχνιδιάρικο, σαλέβανε τω δεντρώνε οι κορφές, τις παρομοίαζε με την άγνωστή του, την παρθένα τη μουσική που η Αγνούλα του γέννησε στα στήθια. Και πειδή ο νους του, η φαντασία του είχανε πάντα κάποια τάση να ζωντανέβουνε την πλάση, να της δίνουνε συβολική, αθρώπινη σημασία, ο Αντρέας, ακόμη κι αφού έβγαινε από το ρουμάνι, ξακολουθούσε να ονειροπλέκει και να συγκρίνει.
Τόντις, ένα θέαμα μεγαλόπρεπο και μαγεφτικό τον πρόσμενε, ότι που παραιτούσε τη στράτα εκείνη του ρουμανιού. Μπροστά του, σαν αφιθέατρο τα βουνά. Και τι μακριά μακριά που ήτανε! Και ξάνοιγες ως εκεί κάτω, κάμπους ολόστρωτους, πεδιάδες Ειρηνεμένες, που τις στολίζανε σπιτάκια, χωράφια και αρίφνητα χωριά. Χωριά, χωράφια και σπιτάκια ξεδιάκρινες και στω βουνώνε τις πλαγιές. Αναπαφτικό το θέαμα και παρήγορο. Συνεργούσανε ισόρυθμα, με την ίδια δύναμη, αρμονικά, μισά μισά ο καθένας, ο πολιτισμός κι η δημιουργία, στου τόπου τον ωραϊσμό. Αφτό φαινότανε και σε μια πλαγινή κορφούλα που λες και της συγύρισε, της χτένισε την άκρη της κανένα χέρι θαματουργό. Τη στεφανώνανε κάτι μεγαλόδεντρα, μα με τρόπο που μοιάζανε σαν ξεπίτηδες φυτρωμένα — ή φυτεμένα — εκεί που τα ‘βλεπες, επειδή πότε βρισκόντανε πολλά μαζωμένα σ' ένα μέρος, πότε ξαπλωνότανε ανάμεσά τους το απαλό του χόρτου το χαλί, ώστε θωρώντας το ύψωμα δώθε κείθε δεντρωτό, έρημο δώθε κείθε, νόμιζες πως είχανε χτίσει απάνω κανένα θεόρατο τσιφλίκι, με πρασινόσπιτα, με αλώνια, με σάλες, με δρόμους, με κάμαρες κρυφές. Και συλλογιότανε πάλε ο Αντρέας, πως και του λόγου του το κατάφερε πια, να κάμει παλάτι δικό του σε αζύγωτη μια κορφή, απ’ όπου μπορούσε αδιάφορα να κοιτάζει τον όχλο.
Με τέτοιους εβάρεστους λογισμούς, περάτωνε τον περίπατό του και για να μην αμελήσει τα πραχτικότερα, πήγαινε, προτού γυρίσει σπίτι, στη λιμνούλα την παραπλήσια του Σοβαμπελή, καθότανε σ' ένα τραπεζάκι μπροστά και πρόσταζε, δίπλα στο καφενείο, να του φέρουνε καφέ με γάλα, φραντζόλες από τις ελβετικές εκείνες τις αταίριαστες, να μην ξεχάσουνε δα μήτε το βούτυρο μήτε το μέλι, που τα δυο τους αφτά, σμιγμένα, θ’ αποτελούσανε δίχως άλλο την περίφημη την αμπροσία.
Τέτοια στο κεντί του. Κι όποιος από σας δεν πήγε ακόμη στην Ελβετία, όποιος δεν έφαγε φραντζολίτσα ελβετική με βούτυρο και μέλι μαζί, εκείνος είτε πρέπει να πέσει στο γιαλό και τέλειωσε — ή να τρέξει αμέσως στη Λωζάνα.
Με το κέφι του, σε μια καρέγλα ραχατεμένος, στον όχτο κοντά κοντά, βουτούσε τη φραντζολίτσα του στο ζαχαρωμένο, το ζεστό του τον καφέ, ξανάβαζε βούτυρο και μέλι, ξαναβουτούσε και σαν τέλειωνε, άναφτε, καμιά φορά και πάλε, το τσιγάρο του το ζηλεμένο, αν και το είχε παραιτήσει από καιρό και χρόνια. Θείο πράμα! Κάποτες, με το τσιγαράκι αναμμένο, φώναζε το βαρκάρη, έκανε δυο τρεις γύρους στα ήσυχα, στα κοιμάμενα, στ’ ασάλεφτα νερά, περιτριγυρισμένος από τα δέντρα τα φουντωτά, με τον ουρανό ανάμεσά τους απάνω, που τον καθρέφτιζε η στρογγυλή απλόστρωτη λιμνούλα. Βασιλιάς, φίλε μου, τι τα θες;
Αχ! ο καημένος ο Αντρέας! Το βασίλειο, το ραχάτι, το βούτυρο και το μέλι, δεν έμελε να του προξενήσουνε μακρινές χαρές. Ούτε η σύγκριση της ζωής του με του ρουμανιού τη φωτεινή την ησυχία ή με το ύψωμα της κορφούλας, δεν έμελε να μείνει αληθινή.
Μια μαγεφτική απογεματιανή του καλοκαιριού, όπου ο καφές, το βούτυρο, το μέλι και η λιμνούλα του φανήκανε πιο παραδεισένια παρά τις άλλες μέρες, άξαφνα, όταν κάθισε στο γραφείο του, να ξακολουθήσει την εργασία του, το δράμα του το περίφημο, ρίχνοντας σ' ένα τραπεζάκι δίπλα μια ματιά, έφριξε με το γράψιμο που είδε απάνω σ' έναν πλίκο. Ήτανε γράμμα που θα ξέχασε να το πάρει στο κουτί το μεσημέρι, επειδή τα γράμματα του εξωτερικού, μεσημέρι τα φέρνει ο ταχυδρόμος. Η Αγνή, αφού είχε βγει πια περίπατο ύστερις από το πρόγεμα ο Αντρέας, ξαναήρθε τ’ απομεσήμερο, κάτι να τελειώσει, κοίταξε το κουτί, βρήκε το γράμμα και για να μην τ’ αφήσει ο φίλος απαρατήρητο, στοχάστηκε το παιδί να το βάλει κάπου κοντά στο γραφείο, επειδή το ήξερε πως ο Αντρέας, με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να βάλουνε ποτές τίποτις απάνω στα χαρτιά του, απάνω στο μέρος όπου δούλεβε.
Η Αγνή μας, ένα μόνο δεν ήξερε, από πού το γράμμα και το γράψιμο ποιανού.
Ο Αντρέας κατάλαβε αμέσως.
Γράψιμο και γράμμα της — βρόμας.
Ιδού τι ακολούθησε.
Ο Αντρέας, όπως τον είδαμε στην αρχή της πιστής μας εδώ ιστορίας, όταν περπατούσε μονολογώντας και τραγουδώντας στους ανεβοκατέβατους δρόμους της Λωζάνας, ή όταν περνούσε στην πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου, όσο κι α μελετούσε τα βάσανά του τα παλιά, τα παθήματά του με τη λεγάμενη, όλα όλα δεν τα μολογούσε με το νου του, όχι επειδή τα ξεχνούσε μαθές, μα επειδή νομίζω δεν ήθελε να τα θυμηθεί, να θυμηθεί, αφανισμένος καθώς ήτανε, κάτι ακόμη πιο δυσάρεστα, πιο πειραχτικά για το φιλότιμό του, για την αντρίσια του την αξιοπρέπεια, για την τιμή του. Αλήθεια πως ταπεινώθηκε αρκετά, τη μέρα όπου εκείνη του δήλωσε ρητά πως θα φύγει με τον ξένο, με τον καινούργιο της εραστή, κι έπεσε ο Αντρέας στα γόνατά της, παρακαλώντας, ικετέβοντας να μείνει, να μην τον αφήσει. Έπαθε όμως και χερότερα. Προτού την ξαπολύσει παστρικά ο κανάγιας, προτού τη διώξει, γιατί στο τέλος την έδιωξε, κάτι φαίνεται πως μυρίστηκε η πατσαβούρα μας, δηλαδή πως άρχιζε ο πεζεβέγκης να την κακομεταχερίζεται. Πήγε τότες στου Αντρέα. Κλαμένη. Δυστυχισμένη. Χύθηκε στην αγκαλιά του·
— «Τώρα τώρα το κατάλαβα τι άσκημα που σου φέρθηκα· τώρα τώρα το βλέπω το κακό που σου έκαμα. Σε βεβαιώνω, Αντρέα μου, πως μετάνιωσα ειλικρινά. Και να με συχωρέσεις, αγαπημένε μου, και αχ! σαν πρώτα να με φιλήσεις.»
Έλιωσε ο κακομοίρης. Την πίστεψε. Του έλεγε κιόλας πως θα ξανάρθει στο καλό της το νοικοκεριό, πως θα ζήσουνε και πάλε μαζί. Έπρεπε μόνο αγάλια γάλια και με τρόπο να τα φέρει τα πράματα, μήπως και ξεσπάσουνε σωρό μπελάδες στο κεφάλι της από το μέρος του εκεινού, του άτιμου, σα μάθει πως τέλειωσε και δεν τονέ γουστέρνει πια.
Έτσι τα ξήγησε του Αντρέα και γύρισε στου καλού της. Τούτος στο μεταξύ — ποιος ξέρει σωστά τι έγινε; — είτε τονέ συνάρπαξε ξανά καμιά ερωτική μπόρα, είτε τον καλόπιασε με χίλια χάδια και με άλλα τόσα τερτίπια η προκομμένη μας, όπως κι αν το πεις, τα ‘σιαξε ο βρόμος με τη βρόμα. Ιδέα δεν είχε ο Αντρέας. Φυσικά. Ποιος μπορούσε να του το προφτάσει, μια και σώπαινε η φιληνάδα; Ο άθρωπος παρατήρησε μονάχα πως αργούσε του λόγου της να του γνέψει. Παίρνει και της στέλνει μπουκέτο από λαμπρά διαλεχτά λουλούδια. Έρχεται η αφεντιά της κι αφήνει το μπουκέτο, φρέσκο φρέσκο, στου πορτιέρη, πίσω. Της γράφει ο Αντρέας, να της παραπονεθεί, να της γυρέψει και συνάντηση. Θάρρεψε ο δύστυχος πως αναγκάστηκε από τον τζελεμπάκο να μην τα δεχτεί τα λουλούδια. Τίποτα! Του αποκρίνεται Κύριε. Κι ένα γράμμα! Και με μιαν αφτάδεια! Να μην τη ζαλίζει. Και πως αν ξακολουθήσει, έχει χαρτιά δικά του αφτή, και θα τα βγάλει στη μέση. Θα τα δημοσιέψει. Και το ένα και τ’ άλλο. Φίδι, όχι πια γυναίκα. Κι από ποιο λόγο; Γιατί τάχα να μην του πει τα ίδια, μα να τα πει σα χριστιανή; Για δυο λόγους, νομίζω. Πρώτος λόγος, η τρομάρα της από τον ερίφη. Καλά, τι πείραζε η τρομάρα, που ο αδιάντροπος δεν έμελε να τα διει τα λόγια της; Πείραζε πολύ πολύ, μάλιστα ησύχασε η πατσαβούρα με το αχρείο της το ύφος, επειδή το ‘χει μέσα της η αληθινή δειλία, να σου πουλά δούλεψη, ακόμη και κρυφά.
Ο δέφτερος λόγος, ίσως κι ο σημαντικότερος. Τέτοιο το σκαρί της. Φοβότανε το δυνατότερό της, όπως ήτανε ο τωρινός της σύντροφος. Τυραννούσε τους αδυνατότερούς της, και τη γνώριζε δα την αδυναμία του Αντρέα. Λοιπόν, άμα συγκατάνεβε σε τίποτις ο Αντρέας, που πρώτη το θέλησε η εβγενεία της, αμέσως έπαβε να το θέλει. Αλλοίμονο πάλε άμα ήθελε η αρχόντισσα, μα δεν ήθελε ο ταλαίπωρος. Έτσι, στο Παρίσι, ότι που πέτυχε το σκοπό της, ότι που τον ξανάβαλε στο χέρι, βαρέθηκε, τον έβρισε κιόλας. Κατόπι, αφού πήγε στα ξένα και γύρεψε απακούμπι, αφού, να πει τινάς, γλίτωσε από την εξουσία της, από τα νύχια της, πιάνει και του γράφει. Το είδαμε. Τσιμουδιά ο Αντρέας. Σκύλιασε τότες η κοσμογελάστρα. Μην έχοντας και τι να κάμει, δηλαδή μην έχοντας εκείνες τις μέρες κανέναν εραστή, ωφελήθηκε από τη σκόλη, πετάχτηκε στη Λωζάνα.
Πως στη Λωζάνα ήτανε, το συμπέρανε ο Αντρέας από τον πλίκο της τον ίδιο, με το ελβετικό γραμματόσημο απάνω στη γωνιά. Κοίταξε· Λωζάνα γράφανε και οι δυο βούλες της πόστας. Από τη Λωζάνα στη Λωζάνα. Τι έλεγε όμως το γράμμα;
Το βαστούσε ο Αντρέας στα δάχτυλά του, έπαιρνε τη μικρή τη σουγιά του απάνω στο γραφείο του, να τ’ ανοίξει. Και δεν τ’ άνοιγε. Γιατί τάχα; Γιατί ο καημένος θα συλλογιότανε τον ουρανό, το ρουμάνι, τα κρουσταλλένια τα λιμνόνερα του Σοβαμπελή, κι έλεγε πως αφτή θα του τα χαλάσει, θα του τα λερώσει όλα. Ίσως όμως, εκείνος που ήξερε τόσους και τόσους στίχους απ' όξω, να θυμήθηκε του παλιού, του ακριβού του ποιητή, του Villon, τους δυο στίχους τους πιο σπαραχτικούς·
Le regret de Celle m’a prins,
Qui m’a été felonne et dure.
Ίσως να δίσταζε για τούτο, ίσως να τον κρατούσε ο φόβος, επειδή πιθανό να το ‘νιωθε μέσα του, φρίκη του κι απελπισία του, πως ακόμη δεν έγιανε, πως την αγαπούσε ακόμη!
Δεν του έλειπε το κουράγιο. Έκαμε απόφαση·
— «Ένας άντρας πρέπει πάντα να ξέρει. Πιο φρόνιμο κιόλας να μάθουμε τι καινούργια μας μαγερέβει.»
Άνοιξε. Διάβασε. Τόντις από τη Λωζάνα έγραφε. Λίγα λόγια. Δεν μπόρεσε ν’ αντέξει. Πετάχτηκε να τον έβρει. Έχει την ανάγκη του, την ηθική του ανάγκη. Την ίδια την απογεματιανή, προς τις έξι, θα παρουσιαστεί. Προτίμησε να του μηνύσει, για να μην τον ξαφνιάσει. Και πως πάντα της εκείνονε αγαπά.
Τόσα.
Ένα μονάχα παρασώπαινε, πως γνώριζε περίφημα την ύπαρξη της Αγνής, κι αφτό τη δαιμόνιζε, να πλησιάζει άλλη γυναίκα τον Αντρέα. Τέτοια η περηφάνια της, που δίχως να ‘χει πια μέσα της τα παραμικρό αίστημα, δεν το παραδεχότανε να μη στάθηκε η μόνη του λόγου της, ή τουλάχιστο η στερνή.
Ο Αντρέας το μυρίστηκε πως κάτι θα τρέχει. Συλλογίστηκε μάλιστα πως ίσως να είναι κανένας κίντυνος από μέρος της για την Αγνή. Στεριώθηκε λοιπόν ακόμη περσότερο η απόφασή του·
— «Ας έρθει. Καλά! Εδώ είμαστε.»
Και κάθισε στον καναπέ του. Πέρασε ώρα; Περάσανε δυο; Να τονέ ρωτούσες, αδύνατο να σου αποκριθεί. Πήγαινε μέτρα πόσες οργιές βαθιά, στης θάλασσας τον πάτο, κατέβηκε ο βουτηχτής σ' ένα λεφτό. Με την ίδια γληγοράδα έπεσε ο Αντρέας κάτω στους βόθρους της ζωής του, που τους αναπερνούσε με το νου του. Κι όσο λίγο μπορεί να σου πει ο βουτηχτής τον καιρό που έμεινε μέσα στο νερό, τόσο λίγο κατάλαβε κι ο Αντρέας, πόσο βάσταξε το θλιβερό του το μακροβούτι στους πόνους εκείθε μακριά τους περασμένους.
Η πόρτα χτύπησε.
— «Ομπρός!»
Ομπρός. Και μπήκε. Ναι! Αλωνάρης. Η ώρα εφτά, εφτάμιση. Άρχιζε το δείλι. Στο φως το μισό, στον ίσκιο τον ασπρολουσμένο του σπουδαστηρίου, ανάτειλε άξαφνα, θάμπωμά μου και θάμα μου, ο ήλιος τω μαλλιώνε της, ο ολόξαθος· έφεξε, άστραψε ο ουρανός τω ματιώνε της, ο ολογάλαζος.
Να της! Τι όμορφη που είναι! Τι ωραία! Τι δέρμα που σου έχει! Τα χιόνια της Αφροδίτης ή του περιστεριού. Αχ! άθρωπε, μην παλέβεις. Η θεά είναι αφτή, προορισμός της να κυβερνά τον κόσμο. Δεν τρελαίνεσαι, Αντρέα; Η σάρκα της, καλέ, η σάρκα της εδώ είναι, σιμά σου. Δεν την πιάνεις, να τη φας; Τον αναποδογύρισε η μυρωδιά της, του πετσιού της η μυρωδιά, που την ήξερε, γιατί ώρες την είχε ρουφήξει στην αγκαλιά της. Ζύγωσε δυο βήματα πλάγι της. Ήθελε να πέσει γονατιστά μπροστά της, να της αρπάξει τα σκέλια και τα μεριά, να την καταπιεί. Αχ! το ‘νιωθε τώρα με τα σωστά του. Η φλόγα τον έκαιγε, του έδερνε ακόμη ως και την ψυχή.
Πώς το λοιπόν, αφού κιόλας τη λαχταρούσε, αφού την ποθούσε, πώς κρατήθηκε ο Αντρέας;
Δεν κρατήθηκε. Τον κράτησε μοναχή της η αντρίσια η περηφάνια. Και ως το τέλος τέτοιος φάνηκε, βέρος άντρας, άντρας εννοούμε δηλαδή με τα καλά, μα και με τα κακά του. Αλύγιστος, σε βαθμό που και για τον αληθινό τον πόνο δεν του μέλει, άμα τον πρόσβαλες. Βλέπετε, η λεγάμενη το είχε παραξηλώσει· πήγε πολύ το πράμα. Ένας εραστής, ένας που με τα σωστά του αγαπά, θυσιάζει το φιλότιμό του μια φορά. Μην ξακολουθήσεις, μην του το πειράξεις και δέφτερη, επειδή δυο φορές δεν το θυσιάζει.
Έτσι, ενώ από το ένα μέρος λωλά η καρδιά τού πονούσε, από το άλλο αγρίεβε μέσα του, όταν ξανάβαζε με το νου του όσα είδε, όσα έπαθε από την πατσαβούρα, τα φερσίματά της τ’ απίστεφτα και τα στραβά, τα καταφρόνια της, την μπατσιά που του έδωσε τότες, όταν ήρθε πρώτα να τον παρακαλέσει, κι έπειτα φοβέριζε κι έβριζε. Από μακριά μπορούσε βέβαια να λησμονήσει το κρίμα· τώρα που ήτανε μπροστά του, καταλάβαινε ξάστερα τι αχρεία τονέ γελούσε σαν του γύρεβε συγνώμη, για να γίνει γάτα την αβριανή και να του τσουγγρανίσει τα φυλλοκάρδια. Κι όσο τα θυμότανε αφτά, κι όσο βγαίνανε από τον τάφο τους τα βάσανά του όρθια, ζωντανά, πόσο αχ! το διψούσε να της πεταχτεί στη μούρη, να της γδείρει την πέτσα. Πόσο, αχ! πόσο το πεθυμούσε, τουλάχιστο να της το φωνάξει να ξεκουμπιστεί, να χαθεί, να φύγει, με φωνή τρομάρα που κοντά της του Στέντορα του Αργείου η φωνή θα ‘μοιαζε ρυάκι ψιθυριστό. Του γέμιζε τα πλεμόνια και το λάρυγγα η κατάρα που βροντά σε μια περίφημη όπερα·
Και βοούσανε μέσα του φουρτουνιασμένα τ’ άγρια τα λόγια του ποιητή.
Μα πήρε πάλε απάνω του. Και μπράβο του. Οι γυναίκες ίσια ίσια τρελαίνουνται για τις φωνές, για τις σκηνές, για τα θέατρα, για τα δράματα. Νικημένος ο άντρας απαρχής, φτάνει να θυμώσει λιγάκι. Σα θυμώνει λίγο, θυμώνει γλήγορα πολύ, και σα θυμώσει πολύ, έφκολα βρίζει κι ακόμη εφκολότερα κτυπά. Τότες η γυναίκα που έφταιγε πρώτα, βγαίνει αμέσως αδικημένη. Και δε συφέρνει.
Την ησυχία μας. Πράμα δεν υπάρχει που να τις σουβλίζει περσότερο. Κι απομνήσκεις του λόγου σου αφέντης, νικητής.
Έκαμε ο Αντρέας ένα σφόρτσο φοβερό. Τα μυσείδια του ακίνητα. Κι ο ίδιος ακίνητος. Πέτρα.
Στεκότανε ο Αντρέας στη μέση του σπουδαστηρίου, ακόμη κοντά στην πόρτα η πατσαβούρα, επειδή όσα ξεδιαλύσαμε, όσα με τα νι και με τα σίγματα ψυχολογήσαμε, αστροπελεκίς διαβήκανε στο μυαλό και το στήθος του Αντρέα.
Προχώρησε, δειλή, ντρεπούμενη, συμμαζωμένη·
— «Αντρέα!...»
Μόλις την άκουγες, που το ‘λεγε τ’ όνομα, σαν ξεψυχισμένη.
— «Τι με θέλεις;»
Πολύ φρόνιμα. Στον ενικό της μίλησε αμέσως, να μη θαρρέψει πως έπαιζε τώρα κανένα ρόλο, ενώ πρώτα συνήθιζε φυσικά το εσύ. Το ύφος του όσο παίρνει απλό.
— «Τι σε θέλω, Αντρέα μου;»
Και πάλε προχώρησε δυο βήματα, σα να γύρεβε την αγκαλιά του, να πέσει μέσα λιγοθυμισμένη.
Εκείνος, που μια στιγμή πριν, όταν την είδε, την ηδονή ονειρεβότανε του φιλιού της, δε σάλεψε. Καμώθηκε πως κατάλαβε άλλο, δηλαδή πως ήτανε κουρασμένη από το δρόμο και ζητούσε θέση να καθίσει. Ενώ λοιπόν ο ίδιος βαστούσε τη δική του την καρέγλα στη μέση πάντα του σπουδαστηρίου, της έδειξε με το χέρι τον καναπέ, τον έδειξε με τόση αφέλεια και συνάμα μ' ένα κίνημα τόσο σκέτο, που πέρασε μπροστά του, σκύφτοντας λίγο το κεφάλι, πήγε αμίλητη ως τον καναπέ και σωριάστηκε·
— «Αντρέα μου, αναστέναξε, Αντρέα! Τι ψυχρά που μου φέρνεσαι!»
— «Λάθος έχεις. Δε σου φέρνουμαι ψυχρά. Σου φέρνουμαι ήσυχα.»
— «Όλα, όλα τα ‘χεις τα δικαιώματα, να μου φερθείς βάρβαρα όσο σου περνά!»
— «Δε μου είπες ακόμη, της παρατήρησε ήμερα ο Αντρέας, από τι σκοπό μας καλωσόρισες.»
— «Από τι σκοπό; Δεν το βλέπεις; Δε βλέπεις το πρόσωπό μου; Αχ! στο πρόσωπό μου δε βλέπεις τη δυστυχία μου ζουγραφισμένη; Τις αμαρτίες μου, τις ξέρω. Ανάγκη δεν έχεις να μου τις φτύσεις στη μούρη. Δε με σιχαίνεσαι, Αντρέα, όσο σιχαίνουμαι τον εαφτό μου. Βοήθεια θέλω από σένα. Βοήθεια ηθική. Μη μ' αγαπήσεις, αφού την αγάπη σου αχ! δεν την αξίζω πια. Λυπήσου με μονάχα. Σπλαχνίσου με. Μη με μισάς. Αφτό μου φτάνει. Γυναίκα είμαι, κορίτσι πράμα, νέα, γελάστηκα. Και για τούτο σε γέλασα. Το κατάλαβα όμως, αν και αργά, πως κανένας, κανένας άθρωπος δε σου μοιάζει. Ερωτέβουνται οι άλλοι από εγωισμό, για να χορτάσει το εγώ τους· εσύ, Αντρέα μου, αγαπάς. Αγαπάς για το καλό εκεινής που αγάπησες. Χρυσέ μου εσύ! Ποιος είναι σαν και σένα; Στα γόνατά σου να πέσω δεν τολμώ. Τις προάλλες, διάβαζα τους τελεφταίους στίχους που μου έκαμες, θυμάσαι, προτού χωριστούμε, προτού το μάθεις... τρελή εγώ που πήγα κι άφησα τον παράδεισό μου, να βρω την κόλαση άλλου. Ναι, τους διάβαζα τους στίχους σου τους μοναδικούς, και δεν το ‘παιρνε ο νους μου, πως ένα χέρι σαν το δικό σου το καταδέχτηκε, να τους σκορπίσει τέτοιους θησαβρούς για μένα. Με ρωτάς από τι λόγο ήρθα; Να τ’ ακούσεις. Ήρθα για να μου δώσεις την άδεια, το χέρι σου αφτό να φιλήσω, κι έπειτα να φύγω, για να ‘χω κατόπι το κουράγιο να ζήσω.»
Από τους στίχους που ανάφερε και μόνο, για ν’ αφήσουμε τ’ αποδέλοιπα, ο Αντρέας ένιωσε αμέσως το νόημα όλης της κουβέντας. Έκαμε όμως πως δε σκοτίζεται. Αγάλια γάλια. Με την ώρα του το καθένα.
Είπε μονάχα μέσα του·
— «Η βρόμα!»
Και δυνατά·
— «Σ' ακούω και δε χορταίνω. Τι όμορφα και τι αθώα που ρέει από τα χείλια σου η ρητορική! Σαν το ποτάμι το εαρινό. Ένα πράμα με ζαλίζει. Αφού είσαι τόσο ερωτεμένη μαζί μου, τόσο μετανιωμένη κιόλας, πως δεν άρχισες διαφορετικά; Πώς, άξαφνα, δε μου έφερες πίσω τα γράμματά μου εκείνα, που με φοβέρισες μάλιστα, πότε; το θυμάσαι, να τα δημοσιέψεις, ξέρω και γω τι να τα κάμεις;»
— «Να σου τα φέρω, Αντρέα μου, να σου τα φέρω! Είναι στο ξενοδοχείο, γιατί, να, στο ξενοδοχείο κατέβηκα, στο ξενοδοχείο μ' αφήνεις, εμένα σου!»
Τι ωραία! Μόλις έπαιρνε την ανάσα της κι αντίς να δικιολογηθεί, κατηγορούσε. Την επίθεση αμέσως. Ήσυχα ο Αντρέας ξακολούθησε·
— Και είναι όλα, όλα τα γράμματα, ως και τα πιο ερωτεμένα ή τα πιο ερωτικά, στο ξενοδοχείο που σ' άφησα να κατεβείς;»
— «Βέβαια.!... Είμαι βέβαιη πως είναι... Φυσικά!...»
— «Μπράβο σου κι είσαι καλό παιδί, καλύτερο παρά που νόμιζα. Πες μου, είναι και οι στίχοι που έλεγες;...»
Της ήρθε θάρρος. Και με ορμή·
— «Όχι! Όχι! Πού τους κουβαλώ εγώ στα μακρινά ταξίδια, τέτοιους θησαβρούς; Να τους χάσω; Τους φυλάγω σ' ένα μέρος χώρια, στο Παρίσι, να, στη σιδερένια την κασετίνα που μου χάρισες, Αντρέα...»
— «Τους φυλάγεις; Το υποψιαζόμουνε. Πρόσμενα μονάχα ίδια να μου το μολογήσεις. Φρόνιμα τους φυλάγεις. Είναι από τα λίγα τα γραφτά, μου που έχεις με τ’ όνομά μου, με την υπογραφή μου αλάκαιρη...»
Ταράχτηκε, πετάχτηκε·
— «Τι εννοείς; Τι θέλεις να πεις;»
— «Να πω κάτι πολύ πολύ απλό. Εφκολονόητο. Τους στίχους μου, τους μοναδικούς, τους φυλάγεις στο Παρίσι. Μα το φύλαξες κιόλας για το τέλος τέλος του λαμπρού του λόγου που μου ξεστήθισες, να μου το δηλώσεις, πως τους έχεις πάντα. Και σε θαμάζω τόντις. Επειδή, κοίταξε, πόσα δεν κατάφερες μ' έναν κόπο. Πρώτα με κολακέβεις. Κουρδίζουμαι. Βγαίνω ποιητής αθάνατος και λατρεμένος — που τι άλλο μπορεί να γυρέβει ένας ποιητής; Συνάμα Μου μηνάς· — «Πρόσεχε! Να κάμεις όπως σου λέω — και θα με κατάλαβες — ειδεμή χάθηκες. Έχω την υπογραφή σου. Κι η μια σου υπογραφή εννοείται πως υπογράφει όλα σου τα γράμματα, είτε τα ερωτικά, είτε τα ερωτεμένα. Λοιπόν, εδώ είμαστε· τα γραφτά σου, μπορώ εγώ να τα κάμω γνωστά σε όποιους μου αρέσει κι όποτε μου καπνίσει. Μπορώ, αν έχεις άξαφνα καμιάν αγαπητικιά, μπορώ να της τα δείξω, να διει ποιος είσαι, να μάθει πως πλάνεσες κι άλλες — ή τουλάχιστο να το πιστέψει.»
Ολόρθια σηκώθηκε, με τ’ αστροπελέκια στα μάτια, με τις βροντές στη φωνή·
— «Με βρίζεις!... Με προσβάλλεις!... Δεν έχεις το δικαίωμα!... Είμαι γυναίκα εγώ!... Μόνη!... Εσύ άντρας!... Δεν ντρέπεσαι;... Τους στίχους σου!... Και νομίζεις πως τους θέλω;... Να σου τους!... Μπορείς να τους ξεσκίσεις, να τους κάψεις, φτάνει να μην έχω απάνω μου τέτοιους σιχαμούς!...»
Και τους βγάζει από την τζέπη της και στο χέρι τους κρατά, φουρκισμένη, άγρια.
Χαμογέλασε ο Αντρέας·
— «Βλέπεις πώς σε κατάλαβα; Σε συβουλέβω να μη θυμώνεις, γιατί θα σου ξεφύγουνε τότες κι άλλες ανοησίες. Οι γυναίκες είναι ανώτερες μας· το πάθος τις παρασέρνει, ενώ εμείς, άμα βάλουμε θέληση, γινούμαστε με τα σωστά μας ακλόνιστοι και βάρβαροι. Σε κατάφερα εκεί που σκόπεβα με την ησυχία και μόνο.»
Κάθισε ξανά στον καναπέ, βουβή. Το χέρι της, που έμνησκε ασάλεφτο πρώτα στον αέρα με το χαρτί, λίγο λίγο χαμήλωνε και ζύγωνε προς την τζέπη.
— «Σε παρακαλώ τώρα να μ' ακούσεις, γιατί έχω και γω να σου πω. Το λόγο που μου έβγαλες, όταν μπήκες, σου τον ψυχολόγησα, θαρρώ· ακόμη δε σου αποκρίθηκα. Λοιπόν ιδού. Τους στίχους μου, μη διστάζεις – χώσ’ τους στην τζέπη σου μια και καλή. Έχω αντίγραφο, δεν τους χρειάζουμαι. Κράτα, κράτα, παιδάκι μου, κι όλα τ’ άλλα, στη σιδερένια την κασετίνα που σου χάρισα, ή αλλού. Δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου. Ανάγκη δεν τα ‘χω καμιά. Είσαι πολύ αθώα — όπως είναι το περσότερο οι γυναίκες. Το είπαμε· ανώτερές μας. Με κανέναν τρόπο δεν μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις τα χαρτιά μου. Στ’ αλήθεια σου λογαριάζεις να τα δημοσιέψεις; Άφησέ με να γελάσω. Καμιά φημερίδα δεν τα παίρνει. Αν είναι πάλε απλές φοβέρες, υπάρχει νόμος και σε καταγγέλνω. Ένα μπορείς. Να μαντατουρέψεις. Έφκολο και που κόπο δε θα σου κοστίσει. Πας, βρίσκεις ένανε — ή μια, βγάζεις από την τζέπη — όπου τα ξανάβαλες — τα χαρτάκια, και λες όσα είπαμε. Μα να σου πω και γω. Δε σε φοβούμαι. Δε σε φοβούμαι, για δυο λόγους. Είσαι η ψεφτιά· δε θα καταστρέψεις την αλήθεια. Η αλήθεια έχει μια δύναμη που σου είναι άγνωστη εσένα — και που νικά. Μα το κυριότερο που με κάνει και δε σε φοβούμαι, είναι που τέλειωσε πια· δε σ' αγαπώ.»
Σα να τη δάγκασε φίδι. Λύσσιαξε. Του έριξε μια ματιά γεμάτη οργή. Και τσίριξε·
— «Δε μ' αγαπάς!...»
— «Δε σ' αγαπώ, και να διεις το πιο νόστιμο. Απορώ πως στάθηκε δυνατό να σ' αγαπήσω. Αξιαγάπητο τίποτα δεν έχεις. Πάω να πω, δεν έχεις τίποτα γυναικήσιο. Τα χάδια, που κάθε γυναίκα μοιάζει από τη μάνα της να τα πήρε, για να τα χαρίσει κατόπι στο μονάκριβό της, εσύ τα χάδια δεν τα ξέρεις. Φυσικά δε σου είναι. Σου είναι ξένα. Κι όταν ακόμη σε χαδέβει ο εραστής σου, παραξενέβεσαι. Σα να μη γεννήθηκες όπως οι άλλες. Σου λείπει εσένα ως κι η τρυφεράδα εκείνη που να, φαίνεται ιδιόφυτη να την έχει, όχι μονάχα η καρδιά, μα και το δέρμα της γυναίκας. Βλέπεις τι χρήσιμο που είναι να κρίνει κανείς με ησυχία. Τώρα μόνο που είμαι ήσυχος, σε κατάλαβα. Και σαν όνειρο μου έρχεται ο καιρός που σε αγαπούσα. Όχι, σίγουρο, δε σ' αγαπώ πια.»
Λέξη δεν ξεστόμιζε στον καναπέ της. Έσκυφτε το κεφάλι. Ένιωθες όμως πως μέσα της μαγείρεβε φαρμάκια.
Ο Αντρέας, με την ησυχία του πάντα, ξακολουθούσε, σα να λαλούσε για τον εαφτό του, σα να ξεδιάλιζε την ψυχή του πρώτη φορά, σα να διάβαζε πράματα που τα ‘βλεπε άξαφνα χαραγμένα στο νου του και που δεν τα είχε ως τότες παρατηρήσει·
— «Δε σ' αγαπώ. Τι καλό είδα ποτέ μου από σένα; θυμούς, κακιώματα δίχως λόγους, πείσματα, μούτρα, στο τέλος βρισιές, προσβολές, και μπάτσους!»
Σώπασε μια στιγμή. Άναψε μέσα του το φιλότιμο. Μα κρύα. Και συνέβηκε τότες κάτι πολύ περίεργο, γιατί ο ίδιος ο άθρωπος που όταν μπήκε η κοκόνα στο σπουδαστήρι, τον έκαιγε η σάρκα του ακόμη, από την περηφάνια τώρα, ως και τη σάρκα της άρχιζε να καταφρονά και να καταπατά·
— «Όχι, δε σ' αγαπώ. Μήτε όρεξη έχω καμιά να σε πλησιάσω, να σ' αγγίξω. Ψέφτικη ως κι η ομορφιά σου. Τα μαλλιά σου ξαθά, ωραία. Μα στη μέση του κεφαλιού έχεις μια φαλάκρα που χτενίζεσαι και την κρύφτεις, ειδεμή θα ‘τανε αηδία. Στήθος δεν έχεις. Έχεις και τη σιχαμένη τη συνήθεια να βήχεις και να φτύνεις κατά γης. Το κορμί σου, για να μην ανοίξουμε δα τις λεπτομέρειες τις πιο άνοστες, δεν είναι διόλου αψεγάδιαστο καθώς το φαντάζεσαι — ώστε απορώ μαζί σου που το στοχάστηκες, όντας εκείνη που είσαι, να με ξελαγιάσεις έμενα — και ήρθες.»
Δε βάσταξε πια. Στριγλιασμένη, σηκώθηκε. Σα να την έπνιγε ο λαιμός της. Κατόρθωσε να πει μονάχα·
— «Ήρθα. Και φέβγω! Μα θα με μάθεις ακόμη!»
Άνοιξε την πόρτα με το ένα χέρι, την πέταξε, και κρατώντας την τζέπη της με τ’ άλλο, σα να φοβέριζε και στο φεβγωμό της, βγήκε όξω από το σπουδαστήρι.
Σηκώθηκε τότες κι ο Αντρέας, που όλη την ώρα είχε μείνει καθισμένος στη μέση του σπουδαστηρίου. Θε μου και θε μου! Πήρε τόσο πολύ απάνω του, τόσο δυνατά, τόση ώρα δίχως κάνε ν’ ανασάνει, που του κάκου, ερχότανε τώρα η αντίδραση, έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεθυμάνει, έπρεπε να ξετιναχτεί, να τσιρίξει. Κατόπι, λέει, από τη φουρτούνα η μπουνάτσα. Μα εδώ ξεναντίας έπρεπε κατόπι από την μπουνάτσα να διούμε τη φουρτούνα, κατόπι από την ησυχία του την πλαστή, να διούμε τίποτις φοβερό.
Στάθηκε ολόρθιος, από καρφωμένος που είχε μείνει ως τότες στην ξύλινη του την πολθρόνα. Τσίτωσε τ’ αφτί του. Αφού βεβαιώθηκε πως ήτανε μακριά η βρόμα και δεν άκουγε, άρχισε. Πρώτα βγήκε, πετάχτηκε από το λάρυγγά του ορμητικά, ουρλιαστά, ο σκοπός εκείνος·
Και τα λόγια, τα τρομερά αντηχούσαν στα ντουβάρια, ανέβαιναν ως την ουρανιά του σπιτιού. Δεν του έφτασε αφτό. Να της τ’ αραδιάσει όπως της τ’ αράδιασε, κρύα, ήσυχα, ναι το καμάρωνε. Ήθελε όμως και να της κάμει τίποτις, να τη δείρει. Τρίζανε τα δόντια του· οι γροθιές του υψωμένες. Άξαφνα, με το στόμα του αφρισμένο, ξεφρενιασμένος, με τις γροθιές του χτύπησε το κεφάλι του, με τα νύχια του τσουγκράνιζε το πετσί του, έβγαζε τα μαλλιά του και φώναζε βροντερά· — Βρόμα! Πουτάνα! Πατσαβούρα!
Την ίδια τη στιγμή, ζαλίστηκε ξαφνικά κι έπεσε στον καναπέ, αγκομαχώντας.
Αγκομαχούσε ο Αντρέας κυριολεχτικά. Προτού πέσει, στον καναπέ, είχε νιώσει στην καρδιά ή σωστότερα στα περικάρδια, σουβλερό έναν πόνο. Συνάμα του φάνηκε σα να στένεβε και στένεβε το στήθος του ολοένα. Την ανάσα του να πάρει, αδύνατο. Πολεμούσε να βαστάξει το κεφάλι του όρθιο, άνοιγε άνοιγε το στόμα. Του κάκου. Έπνιγε. Νόμιζε πως σήμανε πια η ώρα του η στερνή, πως σε λίγο θα ξεψυχήσει. Μ' ένα κίνημα σπασμωδικό, άπλωνε το χέρι, γυρέβοντας ψυχόρμητά του πλάγι του κανένα χέρι να το σφίξει, για βοήθεια.
Στο τέλος συνήρθε. Πήρε αγάλια γάλια την ανάσα του. Ήτανε αφανισμένος, ξεθεωμένος, τα πόδια του μολύβι. Πρώτη σκέψη του, να διει την Αγνή. Μα πού; Η ώρα οχτώ. Εκείνη, τόσο αργά, δε συνήθιζε να ‘ρχεται. Να πάει αντίκρυ ο Αντρέας; Μήτε να το βάλει με το νου του. Θα ‘πρεπε ν’ αγοράσει ξένες γάμπες για να κάμει δυο βήματα. Φοβότανε κιόλας μήπως παρατηρήσουνε τίποτις. Και δεν κούνησε. Ύστερις από είκοσι λεφτά, είκοσι πέντε, σηκώθηκε· ήθελε να πιει τσάι.
— «Μόνος!» αναστέναξε ο καημένος, ενώ σηκωνότανε με κόπο, και τη στιγμή εκείνη, σε κείνη την περίσταση, κάτι σπαραχτικό είχε η λέξη αφτή. Ναι, μόνος του, ο δύστυχος, στην ηλικία του· απακούμπι δεν κατόρθωσε να βρει, δεν κατόρθωσε να χτίσει τη φωλιά του. Έμνησκε ορφανός, πάντα του ορφανός.
Σύρθηκε ως το μαγερειό. Έβαλε νερό να βράσει· όταν έβρασε, το ‘χυσε στην τζαγέρα, ήπιε, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, βγήκε λιγάκι στο παράθυρο, μήπως ξεπροβάλει πουθενά η Αγνούλα, το ‘κλεισε, ψιθυρίζοντας·
— «Άβριο!»
Και πλάγιασε. Πήρε μάλιστα βιβλίο να διαβάσει. Τ’ άφησε όμως γλήγορα, επειδή αποκοιμήθηκε αμέσως.
Ξύπνησε την αβριανή, σε μια ψυχική κατάσταση περίεργη, δύσκολη να περιγραφεί. Ένιωθε σ' όλο του το κορμί μια κούραση που ταιριάζει να την πεις κούραση ευτυχισμένη. Λιωμένος και συνάμα λυτρωμένος. Με το αίστημα της σωτηρίας, τον περέχυνε πάλι ένα αίστημα που μοιάζει αντίθετο, μια λύπη απεριόριστη, απαρηγόρητη. Και δεν ξέρω ποια γλύκα, ποια ησυχία, ποια γαλήνη στάζανε από τη λύπη του τη μεγάλη, σα να βρήκε στη λύπη του μέσα, στην κούρασή του την ίδια το Λιμάνι όπου γύρεβε τόσα χρόνια ν’ αναπαφτεί.
Ο Αντρέας, συνηθισμένος καθώς τον είδαμε πάντα να εσωβλέπεται, και στο μισό του τον ξύπνο ακόμη, το ξεδιάκρινε τι συναιστανότανε, μα δεν το κατάφερνε να ψυχολογηθεί, να καταλάβει τι νόημα είχε κι από πού βαστούσε η διάθεσή του αφτή, όταν άξαφνα τραγούδησε στη μνήμη του ένας σκοπός που τον είχε λωλάνει στη δέφτερη πράξη του Σιγκούρντου, της όπερας της αμίμητης του Ρεγέρου, εκεί όπου ο ήρωας, προτού πεθάνει, λέει πως στον τάφο του κάτω, ένα όνομα μονάχα θέλει ν’ ακούσει, ένα μονάχα στην κοίτη του τη μάβρη να τον ξυπνήσει μπορεί, τ’ όνομα της παρθένας της λατρεμένης, τ’ όνομα της καλής του, τ’ όνομα εκείνης που έγειρε σαν το λουλούδι, σαν τον κρίνο το λεφκό.
Και στο κρεβάτι του ξαπλωμένος, χλωμός, ακουμπώντας το κεφάλι του απάνω στο βραχιόνι του, με τα μάτια του δακρυσμένα, ο καημένος, με μια γλυκιά γλυκιά, σπαραχτική φωνή όσο γίνεται, τραγουδούσε ο Αντρέας τις θείες τις νότες·
Αχ! τώρα εννοούσε ο Αντρέας τον εαφτό του. Καθώς του συνέβηκε πολλές φορές, πότε κανένα μοτίβο, πότε κανένας στίχος γνωστός, του φανερώνανε την ίδια του την ψυχή. Γιατί όχι; Δεν ταιριάζει να πάνε χαμένα όσα μας διατυπώσανε μια για πάντα μεγάλοι ποιητάδες ή μεγάλοι μουσικοί, όσα ξεψάξανε στον αθρώπινό μας τον εσώκοσμο και τους δώσανε τη μορφή, την έκφραση και την ύπαρξη.
Λαμπρά του ερμήνεβε το τραγούδι το μαγεφτικό, το κρύφιο του το σεκλέτι, το σεκλέτι που του προξενούσε το αξήγητό του εκείνο το συναίστημα της Ειρήνης. Βέβαια! Τη Φλώρα του — και βρεχόντανε τα ματόκλαδά του, ενώ ψιθύριζε τ’ όνομά της — τη Φλώρα του αφτός έπρεπε να θυμάται ολοένα και ν’ αγαπά. Να το, να τ’ όνομα που μοναχός του ο τάφος του θα το παναλέει. Τ’ όνομα εκεινής που του αφοσιώθηκε, που του θυσιάστηκε, που να και τώρα, στον πόνο του, στην κατάσταση του την ελεεινή, του βαστούσε ακόμη συντροφιά, του έμνησκε πιστή. Δεν είναι για τα χάλια του οι άλλες. Πού ‘ν’ τες κιόλας; Η βρόμα; Το ξέρουμε, πού τον κατάντησε. Η Αγνή; Αχ! ο θησαβρός του! Μα πού βρισκότανε χτες, όταν ο δύστυχος αγκομαχούσε; Όχι! Όχι! Τίποτα να μην προσμένει από κανένανε και καμιά. Με την πεθαμένη του να ζει πεθαμένος. Τέτοιο τώρα πια το καταφύγι και το απακούμπι του. Το λιμάνι του, να το! Στη λύπη της, στη θύμησή της, θ’ απολάψει την ησυχία.
Ωστόσο σίμωνε η ώρα όπου συνήθιζε να ‘ρχεται η Αγνή. Ντύθηκε γλήγορα. Τη στιγμή που κατέβαινε, άνοιγε η οξώπορτα. Χτύπησε η καρδιά του. Έλεγε πως με την Αγνή, ό,τι κι αν είπε μια στιγμή πρωτύτερα, θα γιάνουνε όλα, θα γίνει ο Αντρέας καλά, η λαβωμένη ελπίδα θ’ αναστηθεί γιατρεμένη, θα του λούσει το πρόσωπό του το αγεράκι της χαράς, που θα του αποχαδέψει τα ντέρτια τα παλιά του.
Αντίς όμως να διει την Αγνή, βλέπει άξαφνα τη θείτσα, την κερα-Ελέγκο.
Ταράχτηκε. Κι όχι μόνο που του φάνηκε παράξενο, μα σα να του πέρασε από το νου κάποια υποψία.
Ρώτησε ξέγνοιαστα τη γριούλα·
— «Κάτι μας τίμησες σήμερα;»
— «Σήμερα, ναίσκε, μα μόνο σήμερα, επειδή κι η προκομμένη μου έφυγε...»
— «Για πού;»
— Να, για το Givrins. Μου ξήγησε πως έχει δουλειά εκεί κάτω και της έδωσα την άδεια.»
— «Το κακό παιδί! Να σ' αφήσει έτσι, εσένα και μένα, στα χρόνια μας! Και το κατσίρντισε για μήνες; Χωράτεβε κι έτρεμε η φωνή του.
— Όχι δα! Μια μέρα θα μείνει. Παστρικά της είπα πως δε γίνεται και τη θέλω. Άβριο το πρωί εδώ θα είναι.
Πήρε το καπέλο του ο Αντρέας. Να βγει λιγάκι, να μην κάθεται σπίτι με τη γριά, να κατσουφιάζει, να συχύζεται ή ν’ ανυπομονεί που λείπει και λείπει το πλάσμα το ζηλεμένο. Εκείνη τη στιγμή, σα να ξεχνούσε πως η μελωδία του η πρωινή του άνοιγε άλλα λιμάνια, στης πεθαμένης του την ακίνητη αγκαλιά.
Στάθηκε στο κατώφλι, με το μπαστούνι στο χέρι, θωρώντας γύρωθέ του, ίσως ελπίζοντας να τη διει κάπου ακόμη να ξεπροβάλει. Δεν ήξερε πού να πάει.
Άξαφνα θυμήθηκε τα ψεσινά του και συλλογίστηκε πως φρόνιμο να πάει στο γιατρό! Κι η σκέψη του αφτή έδειχνε, πως ο πόθος του τόσο μεγάλος δεν ήτανε, ν’ αράξει από τώρα στα τρισκότεινα λιμάνια της αιώνιας εφτυχίας. Μάλιστα, του ήρθε φόβος, μήπως είναι με τα σωστά του άρρωστος, μήπως δε ζήσει αρκετά για την Αγνή.
Και τάχυνε το βήμα του.
Στη Λωζάνα, γιατρούς έχει, άλλο τίποτα. Πήγε στον καλύτερο, στον κ. Μαγέ. Του μίλησε, του περίγραψε τα καθέκαστα, με την ακριβολογία ενός μυαλού συνηθισμένου να παρατηρά και να σημειώνει για τα βιβλία του. Περιττές κιόλας οι ακριβολογίες. Η διάγνωση έφκολη. Απ' όσα του δηγήθηκε ο Αντρέας, κατάλαβε ο άθρωπος με το παραπάνω· είχαμε αρτηριοσκλήρωση, δύσπνοια, μ' ένα λόγο στηθοστένεψη, εκείνο δηλαδή που στην Αθήνα το γράφουνε κυνάγχη και το λένε angine de poitrine.
Κακή, πολύ κακή δουλειά. Τρεις, τέσσερις φορές να πάθει ό,τι έπαθε χτες, και τέλειωσε. Να βαστάξει ένα χρόνο, θα είναι θάμα. Μπορεί πάλε και δυο χρόνια να ζήσει φτάνει να προσέχει σε κίνημα και βήμα, φτάνει καμιά συγκίνηση να μην τον ταράξει.
Τα συλλογίστηκε αφτά μέσα του ο γιατρός. Και τα μετάφρασε με τον ακόλουθο τρόπο·
— «Τίποτα δεν είναι. Να σας γελάσω δε θέλω· έχετε αρτηριοσκλήρωση. Ποιος δεν έχει; Αρτηριοσκλήρωση καθαφτό θα πει γεράματα. Κι είστε ακόμη νέος. Λοιπόν έχετε καιρό. Σε δέκα, σε δώδεκα, σε δεκαπέντε χρόνια, βλέπετε. Πόσοι δεν πεθάνανε με αρτηριοσκλήρωση κι εβδομηντάρηδες κι ογδοντάρηδες ακόμη! Συνταγές εδώ πολλές δε χρειάζουνται. Βέβαια, θα σας παραγγείλω μια δίαιτα. Μα το κυριότερο είναι μια μικρή θυσία — ίσως μου την πείτε και μεγάλη — που θα σας ζητήσω, να λιγοστέψετε, φρονιμότερα μάλιστα να κόψετε ολότελα πια τον καπνό. Μια φορά, καθώς μου είπατε, το καταφέρατε· κατόπι ξαναρχίσατε· ίσως από κει και η χτεσινή σας αδιαθεσία. Τώρα σώνει και θ’ απορήσετε με το καλό που θα σας κάμει, θα γίνετε άλλος άθρωπος. Έτσι τραβάτε άξαφνα ως τα ενενήντα. Καπνίζετε πολύ;»
—«Όχι πολύ, γιατρέ. Καταφερτό κι αφτό που λέτε, με λίγη πομονή, με λίγη θέληση.»
— «Θα σας συστήσω κάτι σπουδαιότερο· αφού έχετε θέληση, αφού έχετε πομονή, ν’ αποφέβγετε κάθε, κάθε είδος σταναχώρια, συγκίνηση, ταραχή. Τι χαμογελάτε; Σίγουρο πως έφκολο δεν είναι. Μα είπαμε θέληση κι είπαμε πομονή. Τι δεν καταφέρνει κανείς με δάφτα; Να, τη στιγμή που πάτε να συγκινηθείτε, τότες δα, εσείς που χαμογελάτε ότα σας μιλώ, μπορείτε μ' ένα χαμόγελο να γλιτώσετε, λέγοντας με το νου σας· — «Μπρε αδερφέ! Τι να χάνουμαι; Περσότερο μου συφέρνει να ζω ήσυχος παρά να συγκινιούμαι.» — Αν το κατορθώσετε πια τέτοιο πράμα, που αξίζει να τα δοκιμάσετε, κι είναι άξιος να το δοκιμάσει ένας άθρωπος σαν και σας, ένας άθρωπος της σκέψης, της διάνοιας, ένας φιλόσοφος, μ' ένα λόγο, να το καταφέρει, ε! θα μας φτάσετε ως τα εκατό!»
Αξιοθάμαστο αλήθεια πως η επιστήμη ξέρει κάποτες να σου κόψει τη χοντρύτερη ψεφτιά, για το καλό.
Βλέποντας μάλιστα πως ο Αντρέας προχωρούσε προς την πόρτα, πρόστεσε ο γιατρός με καλοσύνη και μ' ένα ύφος ακλόνιστης πεποίθησης·
— «Το ψεσινό σας το αγκομαχητό δε θα ξαναφανεί. Αν τύχει και νιώσετε λίγη ζάλη, τίποτις, να... όπως εχτές, α σας έρθει, προτού πέσετε στον καναπέ σας, καμιά μικρούτσικη, ελάχιστη στένεψη εδώ, σας παρακαλώ να με φωνάξετε αμέσως.»
Εφκαρίστησε θερμά, έφυγε ο Αντρέας. Έφυγε πες χαρούμενος, γελαστός, σαν παρηγορημένος, όπως φέβγει συχνά κανείς από το γιατρό, που πάντα θα σου πει κι ένα λόγο καλό να σε ησυχάσει και να σε πείσει, αφού η μισή τέχνη της γιατρικής είναι δα η ρητορική.
Μα στο δρόμο άρχισε ο Αντρέας να συλλογιέται. Δούλεβε ο νους του ο ερεβνητικός, και του αρρώστου ο νους είναι πιο τρομερός ακόμη, επειδή πιο ερεβνητής από τον άρρωστο στην αρρώστια του δεν υπάρχει. Σπίτι, άμα γύρισε, χούμησε στη βιβλιοθήκη του, βρήκε σ' ένα ράφι αψηλό ένα παλιό Λεξικό της Γιατρικής, άλλο ένα τω Γραμμάτωνε και των Επιστημώνε, που τα είχε για τα μυθιστορήματά του, επειδή ο σωστός μυθιστοριογράφος, έχοντας να παραστήσει στα βιβλία του την αθρωπότητα, θα ‘πρεπε κάπως να ξέρει όσα γίνουνται στον κόσμο, στη γης, στη θάλασσα, στον ουρανό— μην ξεχνώντας τον άθρωπο τον ίδιο και τα εσώψυχά του.
Κοίταξε ο Αντρέας και στα δυο τα Λεξικά. Πολλά πράματα δεν είδε. Άκρες μέσες κατάλαβε. Θέλησε όμως να βεβαιωθεί. Στοχάστηκε πρώτα να πάει στη μεγάλη Βιβλιοθήκη, του Δήμου, που λογαριάζει τρακόσιες χιλιάδες τόμους. Προτίμησε την ειδική Βιβλιοθήκη της γιατρικής Σκολής. Έτυχε ίσια ίσια να είναι πέμτη, και την πέμτη μπορεί ο καθένας να μπει μέσα. Έλα δα που είναι ανοιχτή μόνο από τις πεντέμισι στις εξήμισι. Κι ήτανε η ώρα δυο, γιατί μόλις είχε προφτάσει να προγεματίσει και σηκώθηκε, να πάει. Τι να κάμει; Να προσμένει, λέει, στη Βιβλιοθήκη του Δήμου, που είναι ανοιχτή όλη μέρα, κι όπου ήξερε πως είναι πρόθυμοι να σου δώσουνε κάθε πλεροφορία.
Μίλησε με τους βιβλιοθηκάριους, ζήτησε μερικά βιβλία, τα καταλληλότερα, ξεφύλλισε δυο τρία, έριξε ματιά σε τρία τέσσερα, λείπανε τα σημαντικότερα, μα με τις ματιές και τα ξεφυλλίσματα, πέρασε η ώρα.
— «Τι καλά, στοχάστηκε περπατώντας ο Αντρέας, τι καλά που πήγα στου γιατρού! Έτσι τουλάχιστο η αρρώστια μου μ' απασκολεί, και σέρνουμαι δώθε κείθε. Ειδεμή, πώς θα μπορούσα ίσια με το βράδυ ν’ αντέξω, δίχως κάνε να τη διω;»
Ανέβηκε τη σκάλα της Βιβλιοθήκης της Σκολής. Είχε μάθει στ’ αναμεταξύ τι συγράμματα έπρεπε να γυρέψει να του φέρουνε, να μη φαίνεται αρχάριος. Τα πήρε κι έβαλε την προσοχή του αλάκαιρη, με την προφύλαξη μάλιστα να μελετήσει τα πράματα κρύα και ψυχρά, μήπως παρασυρθεί από τη φαντασία που στους αρρώστους όρια δεν έχει.
Με το κεφάλι του σκυμμένο, ήσυχα, εργατικά, σοβαρά, κατέβαζε μια μια τις σελίδες. Όταν τέλειωσε, άφησε το βιβλίο στη θέση του, χαιρέτησε υπάλληλους και βιβλιοθηκάριους, προτού βγει από τη σάλα. Το πρόσωπό του ήμερο πάντα, χαμογελαστό μάλιστα, χωρίς φουρτούνα καμιά.
Κι ωστόσο τώρα ο Αντρέας είχε καταλάβει από άκρη, σε άκρη. Τα κατάλαβε όλα, πως η αρρώστια του δεινή, πως καιρό να ζήσει δεν έχει, πως δυο τρεις φορές ακόμη να του ξανάρθει το ψεσινό του τ’ αγκομαχητό και πάει. Κατάλαβε κιόλας πως κάθε συγκίνηση, κάθε ταραχή, για την αρρώστια του είναι κίντυνος μεγάλος, και πως ο κίντυνος δε θα λείψει.
Ναι, όλα, καθώς είπαμε, τα κατάλαβε και μήτε δεφτερόλεφτο δεν τρόμαξε. Ο Αντρέας έδειξε τόντις θαμάσιο κουράγιο — το κουράγιο, μπορεί να πει κανείς, της φυλής του, που χρόνια κι αιώνες βλέπει του θανάτου το σπαθί από πάνω από το λαιμό της, και όμως ζει, ζει, δουλέβει και προκόφτει ολοένα.
Η πρώτη σκέψη του Αντρέα, σα βρέθηκε στο δρόμο, στάθηκε η ακόλουθη·
— «Δεν πρέπει να μάθει τίποτα η Αγνή.»
Μάλιστα χάρηκε που έμελε να τη διει την αβριανή. Χαρά διπλή, αφού την πέμτη αλάκαιρη δεν την είδε. Ας είναι καλά η παρασκεβή.
Κι άρχισε να περπατά πιο βιαστικά, σα για να την κάμει να ζυγώσει πιο γλήγορα, τη χρυσή Παρασκεβούλα.
Όσα εδώ ξεδιαλύζουμε δε σημαίνουνε, πως με το στωικισμό του ο Αντρέας πολεμούσε να γελάσει τον εαφτό του. Δε στωίκιζε από καμιά πόζα. Ήξερε ξεναντίας η σταθερή ψυχή του να λυπάται. Λες και μοίραζε τώρα την ύπαρξή του σε δυο κομμάτια, σε δυο μεριές, ασυγκοινώνητες η μια με την άλληνε μια μεριά, της Αγνής, η μεριά δηλαδή με τα χάδια, με τα χαμόγελα, με την αφοσίωση τη γλυκιά, με την εφτυχία στο μέτωπο γραμμένη. Και η άλλη μεριά, η μεριά της Φλώρας, στην άγια τη θλίψη αφιερωμένη, στο Χάρο.
Και βάδιζε ο καημένος τραγουδώντας πάλε κάπου κάπου·
κτλ. Τότες άραζε κάτω η ζωή του στα θεοσκότεινα τα λιμάνια της αιώνιας ησυχίας.
Κοιμήθηκε καλά, έφαγε κιόλας περσότερο από τα ψες. Δεν ξέρω να σας το πω, αν την ησυχία του, ησυχία που έδειχνε ως κι η αγάπη του, αγάπη της Αγνής όσο και της Φλώρας, δεν ξέρω αν και το κουράγιο το ίδιο και την αταραξία του, δεν τα χρωστούσε όλα στη στεργοζωία εκείνη που ακόμη και σαν ψυχομαχούμε, παλέβει μέσα μας. Το είδαμε κι από τη Νεκρική προβοδία. Φτάνει να τον ειδοποίησε ο γιατρός, φτάνει να τονέ συβούλεψε να μην ταράζεται, κι έκαμε ο καημένος δύναμη καινούργια, έχτιζε, που να πεις, ύψωνε ολόγυρα του τοίχο γερό, να μην αφήσει τρύπα που να μπει απ' όξω κανένα δαιμόνιο, να του χαλάσει την απαραίτητή του, τη σωτήρια τη γαλήνη.
Την αβριανή όμως, την παρασκεβή την περίφημη, έπεσε ο τοίχος. Γιουρούντισε, κόντεψε να τον πνίξει ο καημός.
Πρόσμενε την Αγνή από τα χαράματα, ξυπνός. Έτριξε η πόρτα στο τέλος. Άκουσε το βήμα της θείτσας! Ένα προαίστημα θλιβερό τον αναποδογύρισε. Κατάλαβε πως κάτι τρέχει. Κάτι στοχάστηκε. Βρήκε αμέσως τον τρόπο να το μάθει από τη γριούλα.
Στοχάστηκε πολύ κατάλληλα να τη ρωτήσει αν άξαφνα τις προάλλες, την τετάρτη το βράδυ, την προψεσινή, μπορεί και τ’ απόγεμα της ίδιας μέρας, της τετάρτης, δεν πήγε κανένας ή καμιά να συντύχει την Αγνούλα·
— «Πώς δεν ήρθε; αποκρίθηκε η κερα-Ελέγκο. Ήρθε την τετάρτη βράδυ, προχτές, αργά, ύστερις από τις οχτώ. Μια ξένη. Ωραία γυναίκα. Με ξαθά ξαθά μαλλάκια...»
— «Και για να σου πει τι;»
— «Εμένα τίποτα δε μου είπε ή δε θέλησε να μου πει. Ανάγκη, λέει, να μιλήσει της μικρής, για την αφεντιά σου μάλιστα, πως πρέπει να σε νοιάζεται, γιατί σε ξέρει από χρόνια τώρα, σαν αδερφό της σ’ αγαπά, κι άλλα τέτοια.»
— «Και η Αγνή τι έκαμε;»
— «Τι να κάμει; Να της το αρνηθεί; Μωρολογήσανε μαζί τουλάχιστο μια ώρα.»
Μπήκε πια στο νόημα ο Αντρέας.
Αχ! πόσο γελάστηκε, όταν έλεγε περπατώντας στους ανεβοκατέβατους δρόμους της Λωζάνας, πως δεν έμελε πια η πατσαβούρα να παίξει κανένα ρόλο στη ζωή του! Έμελε να του την καταστρέψει. Να πού μπορεί ένα στραβοπάτημα να σε καταντήσει. Το είδαμε κιόλας, όχι μόνο απ' όσα έπαθε ο δύστυχος, προτού κατασταλάξει στη Λωζάνα, μα κι από την τελεφταία τη σκηνή αναμεταξύ τους, όπου πρώτη φορά ένιωσε ο Αντρέας την τρομερή επίθεση του κακού, που ήτανε να τονέ σκοτώσει.
Και δεν άρκεσε αφτό. Έμοιαζε κιόλας η λεγάμενη σα να γύρεβε να τον αποσώσει, σα να το κάτεχε τώρα κι ο ίδιος, πως ύστερις από τον ερχομό της, η ζωή του θα κιντύνεβε, σα να έβαλε όρκο η πατσαβούρα να του πάρει, από άχτι, ως και τη στερνή του σωτηρία, την Αγνή.
Τόντις, ότι που τον άφησε, πήγε αντίκρυ. Ζήτησε, όπως μας το μολόγησε η γριά, τη μικρή. Μείνανε αντάμα στην κάμερή της. Άδικα την κατηγόρησε ο Αντρέας, πως τάχα στη μαργιολιά, στο κρύο αίμα, στου εαφτού της την κυρίεψη, δεν τον άξιζε, πως δεν αξίζει έναν άντρα μια γυναίκα. Έπαιξε το ρόλο της η βρόμα με μια μαστοριά που θα ‘βαζε τα γυαλιά και στον πιο μάστορη. Αλήθεια που είχε να κάμει με πανάθωο κορίτσι.
Έπιασε το χέρι της Αγνής, άμα βρεθήκανε μόνες, κλαμένη, παραπονεμένη, δύστυχη, αδύναμη, με μια έκφραση αγγελική, που την αρπάζεις άλλο τίποτα, φτάνει να ‘χεις, όπως η φιληνάδα, ξαθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Να τη συμπαθήσει, λέει. Μα το ποθούσε πολύ, το λαχταρούσε να της κουβεντιάσει. Δεν τολμά όμως μπροστά στους γέρους. Πληροφορήθηκε στον τόπο, στη γειτονιά, στην πολιτεία, ποιος φροντίζει για τον Αντρέα, ποιος πάει για τα συγύρια του, για το νοικοκεριό του. Το ‘μαθε και χαίρεται με τα σωστά της τώρα που τη βλέπει, μάλιστα ησυχάζει που είναι αφτή. Νέα καθώς είναι, καλή καθώς φαίνεται, θα την καταλάβει. Αχ! ένα πράμα μονάχα θέλει, ένα, για ένα μονάχα θα την παρακαλέσει, να τον προσέχει, να φροντίζει για τον Αντρέα, σα να ήτανε παιδί της. Αχ! γιατί κιόλας να της το κρύφτει; Να. Τον αγαπά. Τον αγαπά λωλά. Ίσως να της δηγήθηκε τίποτις ο Αντρέας. Δε θα της τα δηγήθηκε όμως κατά πώς είναι. Είναι θλιβερά περιστατικά. Μπορεί να τη βαρέθηκε, μπορεί πάλε να ‘φταιξε και του λόγου της. Ό,τι κι αν πεις, η αλήθεια είναι που ακόμη κι αν έφταιξε, το μετανιώνει, επειδή αδύνατο να ζήσει χωρίς τον Αντρέα. Για τούτο έκαμε τόσο ταξίδι, για τούτο ήρθε στη Λωζάνα. Του κάκου, αχ! ο κόπος της χαμένος! — Και την πήρανε τα δάκρυα. — Τι τα θέλεις; Την έδιωξε. Την έβρισε. Ο Αντρέας! Πώς να το πιστέψει; Ο ίδιος ο Αντρέας που της αφιέρωσε στίχους τόσο αφοσιωμένους, που της έγραφε γράμματα τόσο ερωτεμένα. Οι άντρες! Οι άντρες! Η μικρούλα δεν τους ξέρει. Να πώς σε γελούνε, πώς σε ξελαγιάζουνε ως και οι αγαθότεροι. Παρηγοριά της τουλάχιστο, της παραιτημένης, που της απομείνανε οι στίχοι του και τα γράμματά του. Ας ρίξει μια ματιά η Αγνούλα, ν’ αποφασίσει, κατόπι, αν έχει δίκιο ή όχι μια γυναίκα να λατρέβει έναν τέτοιο άθρωπο, τέτοιο έναν εραστή.
Αν υποθέσουμε πως η φιληνάδα είχε ακόμη καμιάν αφιβολία, επειδή τίποτα θετικό δεν ήξερε, παρά μονάχα συμπέραινε, από τις γνωστές του τις συνήθειες, από την παντοτινή κλίση του Αντρέα στην αγάπη, πως κάτι έτρεχε αναμεταξύ του και της Αγνής, τώρα πια ήτανε βέβαιη κι αρχιβέβαιη. Πώς να μην είναι, βλέποντας την όψη της Αγνής ν’ αλλάζει, το πρόσωπό της να κερώνει, ενώ της διάβαζε τα γράμματα και τους στίχους;
Την εντύπωση που της προξένησε η απροσμόνητη ανακάλυψη, την κατάλαβε καλύτερις ακόμη από το ακόλουθο το αθώο το ρώτημα της Αγνής·
— «Έτυχε κάποτες να σας τραγουδήσει και τραγούδια, να σας τα διερμηνέψει γλυκά, λέξη για λέξη, δίνοντας στην καθεμιά και στην κάθε νότα, μια μυστική, μια κρύφια σημασία πόνου και αγάπης;»
— «Μπράβο! Κάθε τόσο! Στα τέτοια δα πέρασε μάστορης», αποκρίθηκε η κερά, που ο Αντρέας ίσια ίσια ποτέ του, μήτε της τραγούδησε, μήτε της διερμήνεψε τραγούδια, επειδή το σκαρί της δεν έπαιρνε ούτε από ποίηση ούτε από μουσική.
Το καημένο το κορίτσι κατέβασε το κεφάλι της, μελαχολικά. Η στερνή κι η πιο πικρή σταλιά φαρμάκι, από το φαρμάκι που της ετοιμάσανε τα πιδέξια τα χέρια της αγγελικής της γαλανομάτας, η πιο θανάσιμη σταλιά έσταξε ως τ’ απόβαθα της κόρης. Τα όνειρά της σκοτωμένα κατά γης, νεκρόχλωμα. Ψέφτης κι ο Αντρέας σαν τους άλλους! Ο Αντρέας της! Όσα της έλεγε, όσα της βεβαίωνε πως εκείνης μόνο τα ‘λεγε, πήγε σε χίλιες και τα πρόφτασε. Κατόπι τις άφηνε, τις ξαπολνούσε, τις έδιωχνε. Όπως την καημένη την κοπέλα, που ωστόσο ακόμη τον αγαπούσε κι ήρθε να της παραγγείλει να φροντίζει για τον άπιστο. Λοιπόν και την ίδια, μια μέρα, θα την πετάξει στους δρόμους, σα φτωχοκόριτσο που είναι. Όλες του οι φασαρίες, οι αναστεναγμοί, τα τραγούδια και τα δάκρυα, ήτανε νια να την πλανέσει, να τη χαρεί, απαράλλαχτα όπως ο αχρείος που την κυνηγούσε στη Γενέβη. Και πολύ φρόνιμα έκαμε τότες η Αγνή, που έφυγε, να μην τον έχει πλάγι της. Καιρός να φερθεί το ίδιο και με τον Αντρέα, να του γυρίσει τη ράχη της, προτού της γυρίσει τη δική του.
— «Μην του πείτε τίποτα, γιατί θα με μισήσει ακόμη περσότερο και τότες τι θα γίνω; Μπορεί και να ξεγδικηθεί. Αχ! να με λυπάστε!»
Να μην του πει τίποτα! Βέβαια, δεν πρέπει να του ‘πει. Να σου και δέφτερη, σπουδαία αιτία να μην τον ξαναδιεί. Κι έτσι την αβριανή, με τα χαράματα, η Αγνούλα μας αναχώρησε για το Givrins.
Ποιος τάχα ο σκοπός της; Να μείνει εκεί πέρα και να μην ξανάρθει; Δεν πιστέβω. Αγάπησε ποτές κανένας, θύμωσε ποτές κανένας με την αγάπη του, δίχως να της το βροντοφωνήσει κατάμουτρα; Ποιος το λέει; Μοιρόγραφτο να ξανανταμωθούνε, να τσακωθούνε κιόλας η Αγνή κι ο Αντρέας. Κι αφτός ήτανε ο κίντυνος στην κατάσταση όπου βρισκότανε ο φίλος μας.
Η Αγνή, την κατάστασή του τη σωματική, την αρρώστια του, δεν τη γνώριζε. Τη δέφτερη μέρα ωστόσο της ερχότανε σα να τα παραξήλωσε στο χωριουδάκι. Την πρώτη μέρα, εννοείται, την περνάς πιο έφκολα με τον καημό, ε! και με το πείσμα. Επειδή να μην ξεχνούμε πως η Αγνή αναθράφηκε μόνη, χωρίς γονιούς, που να πεις, χωρίς μάνα και κύρη, στην εξοχή, ανάμεσα σε απλούς, παλαιικούς αθρώπους, σαν ανεξάρτητο κανένα ζώο, άλογο βαρβάτο ή αγρίμι, που τρέχει λέφτερα στους κάμπους και στα βουνά. Όταν το εναντιώνεσαι, όταν το πειράζεις, θυμώνει. Έτσι κι η Αγνή μας. Βέβαια πως για το κορίτσι, όσο άγριο κι αν το υποθέσεις, είναι πάντα είδος χαλινάρι, όχι μονάχα η αγάπη, μα και της αγάπης το κίνημα το πιο σημαντικό. Για τούτο κιόλας οι αρχαίοι Έλληνες, που νωρίς, πολύ νωρίς τα ψυχολογήσανε όλα, ονομάσανε τη γυναίκα δάμαρ, αδμής την παρθένα. Η Αγνή, αδάμαστη δεν ήτανε το λοιπόν καθαφτό, δεν ήτανε μάλιστα διόλου με το νόημα που η αρχαία μας η γλώσσα το θέλει. Αδάμαστη όμως έμνησκε λιγάκι στο σκαρί της, στην ψυχούλα της, κι ακόμη πιο πολύ, περήφανη. Αναντίλεχτο πως μαζί με την καρδιά της, όσα της αράδιασε η ανονόμαστη πατσαβούρα της βαρέσανε το φιλότιμό της το γυναικήσιο. Φυσικό να το πάρει στραβά και να τραβηχτεί.
Ποιο κορίτσι κιόλας, σας παρακαλώ, δεν ξέρει από κακιώματα, μαλώματα — και πείσματα; Με την αμαρτία, μόνο την Αγνή θα φορτώσουμε τάχα; Η αμαρτία της τώρα, δηλαδή ο θυμός της, κατόπι από είκοσι τέσσερις ώρες, ένα μερόνυχτο μοναξιά στο Givrins, η αμαρτία της σα ν’ άρχιζε να τη δυσαρεστεί. Όχι μαθές πως έπεφτε ο θυμός της. Το ενάντιο, μεγάλωνε. Κι αφτό τη βασάνιζε — που δεν είχε στα μάτια της τον Αντρέα, να του πει το θυμό της. Λοιπόν όταν την τρίτη μέρα, σάββατο πρωί, έλαβε γραμματάκι του Αντρέα με δυο λόγια· — «Έλα γλήγορα πίσω, Αγνούλα μου, μη μ' αφήνεις, σε θέλω, έχω να σου μιλήσω» — ξαλάφρωσε η κοπέλα και συλλογίστηκε, για να δικιολογηθεί, πως σίγουρο κανένα σκοπό δεν έχει, να την ξαπολύσει ο Αντρέας, όπως πρώτα το στοχάστηκε στην πίκρα της, αφού να κιόλας που τη φωνάζει και την παρακαλεί, να μην τον παραιτήσει εκείνη.
Βιαζότανε τώρα και του λόγου της ν’ αφήσει το Givrins. Ατέλειωτος της φάνηκε ο δρόμος που έκαμε πεζή ως την πιο γειτονική πολιτεία, όπου είχε και σταθμό. Δε θέλησε να προσμείνει τη δημόσια την άμαξα. Πήγε μάλιστα πριν από το μεσημέρι, αν και δεν είχε τρένο παρά τ’ απόγεμα, επειδή δεν είχε λάβει το ραβασάκι του Αντρέα που είπαμε, αρκετά νωρίς για να ξεκινήσει και να φύγει με το τρένο το πρωινό.
Έφτασε στη Λωζάνα η ώρα τρεις. Το ήξερε πως τέτοια ώρα συγύρια πια δεν έχει. Μόλον τούτο πήγε αμέσως στου Αντρέα. Προτού όμως μπει στο σπίτι μέσα, συλλογίστηκε πως δεν ταίριαζε να φανεί τόσο πρόθυμη. Το λοιπόν κατσούφιασε πίτηδες, να μη δείξει χαρά, δηλαδή να πάρει από τη μια μεριά εκείνο που έδινε από την άλληνε. Σαν πάτησε πια στο σπουδαστήρι το ίδιο, ανάγκη καμία δεν είχε να κάμει την κατσουφιασμένη. Κατσούφιασε με τα σωστά της, μόνο που είδε τον καναπέ, το γραφείο, την πολθρόνα, μ' ένα λόγο το μέρος όπου της μολόγησε την αγάπη του, όπου τη χάδεψε, όπου της λαλούσε για τα βιβλία του, όπου τα τραγούδια του της τραγουδούσε, όπου τους στίχους του της ξηγούσε τόσο τρυφερά, ενώ το κάτεχε πια τώρα η Αγνή, πως στο ίδιο το μέρος φέρθηκε άτιμα μιανής δυστυχισμένης, που σε άλλο κανένα σπουδαστήρι, σε άλλη καμία χώρα, της έταξε αγάπη αιώνια. Έτσι μοιάζει πως το συνηθίζει· αλλάζει πολιτείες και κορίτσια. Κι αγαναχτούσε η Αγνή που το ‘βαζε και πάλε με το νου του, να ξακολουθήσει εδώ τα ωραία του τα συστήματα, να ξαναρχίσει μαζί της!
Το πρόσωπό της κρύο, μπούζι. Μια έκφραση στρυφνή, αδιάβαστη. Το πείσμα στα μυσείδια της γραμμένο. Κι ακίνητη μπροστά του.
Ο Αντρέας, τώρα πια, ένιωθε μέσα του να ριζοβολά η πεποίθηση, πως της μίλησε η βρόμα, πως της έδειξε κιόλας στίχους και γράμματα.
Κατάλαβε λοιπόν αμέσως τι ακολούθησε, κατάλαβε πως η Αγνή πια έμαθε ό,τι έμαθε, πως άκουσε τα πράματα κατά πώς σύφερνε της λεγάμενης να της τα παραστήσει — και πως έφτανε να της τα φανερώσει ο Αντρέας κατά πώς είναι στ’ αλήθεια, για να ξεσκορπιστεί στους ανέμους το σύννεφο που σηκώθηκε αναμεταξύ τους, και που έμοιαζε να της αποθολώνει την όψη του φίλου της.
Σωστά λογάριαζε ο Αντρέας — μόνο που γελιότανε στο σημαντικότερο. Κοντά στο νου, πως ιδιοστιγμίς το σύννεφο μπορούσε να διαλυθεί, με τη συφωνία πως θα φυσούσανε κι οι δυο τους να το διαλύσουνε. Δεν κερδίζανε τίποτα όμως, αν ο ένας βεβαίωνε πως σύννεφο πια δεν υπάρχει, ενώ βεβαίωνε ο άλλος πως το σύννεφο το βλέπει ολοένα. Μ' άλλα λόγια, έπρεπε η Αγνή να πιστέψει τον Αντρέα. Κι ίσια ίσια εκείνο που τους χώριζε στο παρό, ήτανε η δυσπιστία της Αγνής.
Φάβλος ο κύκλος. Το κακό αγιάτρεφτο, επειδή ο καθένας τους κοίταζε τον εαφτό του, δεν έμπαινε μέσα στον εαφτό του αλλουνού. Έτσι φάνηκε από την αρχή αρχή της κουβέντας. Το πρώτο κίνημα του Αντρέα, όταν την είδε και κατάλαβε τι έχει, στάθηκε να της πιάσει τα χέρια, να την πάρει στην αγκαλιά του κι έπειτα, μ' ένα χαμόγελο, με άπειρα φιλιά και με περίσσια πομονή, να της ξακριβολογήσει τα καθέκαστα, βάζοντάς τα στη θέση που τους ανήκει, το καθένα.
Μα η Αγνή, άμα παρατήρησε το κίνημα, στοχάστηκε πως γυρέβει να την καλοπιάσει, άρα πως έφταιγε. Τραβήχτηκε ξερά κι απότομα·
— «Περιττό!»
— «Αγνή μου, Αγνούλα μου, το ξέρω τι έχεις, αχ! Το ξέρω ποιος σου μίλησε. Τώρα εγώ να σου ξηγήσω...»
— «Καμιά ξήγηση δε χρειάζεται, καμιά δε χωρεί. Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται.»
— «Μα, παιδάκι μου, αδύνατο να με καταδικάσεις, δίχως να μ' ακούσεις.»
— «Δηλαδή, να σ' αφήσω να με ξεχνιάσεις; Σε τι φελούνε τα τόσα λόγια: Να, τα τραγούδια που μου τραγούδησες, που μου το βεβαίωνες πως πρώτη εγώ τους έδινα νόημα κι ουσία, πως μοιάζανε πίτηδες για μένα καμωμένα, τα είχες πει στα Παρίσια μιας αλληνής.»
Γέλασε ο Αντρέας δυνατά, σίγουρος πια πως θα την πείσει, αφού έβλεπε ξάστερα τι τους χώριζε, δηλαδή ένα ψέμα, που πολύ έφκολο κιόλας να το αποδείξεις.
— «Μα ίσια ίσια, το ψέμα, να σου το, Αγνούλα μου. Εκεινής που εννοείς, ποτέ μου δεν της τραγούδησα τραγούδι από τα δικά σου τ’ άγια, μήτε άλλο κανένα.»
Γελούσε τώρα ειρωνικά η Αγνή·
— «Πώς να σε πιστέψω; Πώς να τ’ αποφασίσω ποιος από τους δυο λέει ψέματα; Γιατί όχι εσύ, Κύριε, αφού εσένα το ψέμα σου συφέρνει, ενώ συφέρο κανένα δεν έχει το κορίτσι!»
Σα σουβλιά του ήρθε η λέξη ψέμα που πρόφερε τόσο ήσυχα το στόμα της Αγνής. Η Αγνή πάλε δεν το κουνούσε από τη λογική της, που δεν είχες και τίποτα να της αντιτάξεις, όξω από την αλήθεια. Μα το δυστύχημα είναι που αμέτρητες φορές, η αλήθεια κοντά στη λογική φαντάζει σαν ψέμα.
Έριξε απελπισμένη μια ματιά ο Αντρέας γύρωθέ του, σα να ζητούσε βοήθεια, και κατάλαβε πόση στράτα είχε να κάμει, ώσπου να τη φέρει πίσω στο σημείο απ' όπου ξεκίνησε, ώσπου να της αποδείξει φως φανερό, ποιο το συφέρο της πατσαβούρας, ποια ίδια της η πατσαβούρα. Και τότες άρχισε αναμεταξύ τους το δράμα το φοβερό που κάθε μέρα, μπορείς να πεις, παίζεται κάπου στην οικουμένη, το δράμα που λόγος του κι αφορμή του το ψυχικό το παρανόημα. Καταστρέφει ο άθρωπος τον άθρωπο· το νιώθει, το μετανιώνει και ξακολουθά. Τον Αντρέα, η Αγνή τονέ λάτρεβε. Αφτό δα φαινότανε ακόμη κι από το θυμό της, εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα ωστόσο, ίσια ίσια, του έκαμε αλογάριαστο κακό η καημένη. Και στην κατάσταση του Αντρέα δε χωράτεβε το δράμα, με την αρρώστια που η παραμικρή ταραχή μπορούσε να την κορυφώσει.
Περιττό να προστέσω πως κακιωμένοι δε μείνανε, πως ύστερις από δυο τρεις ώρες ομιλία, κατόρθωσε ο Αντρέας να της δηγηθεί τα ιστορικά του με την πατσαβούρα. Η δυσκολία στάθηκε, που της τα ‘λεγε τώρα και δεν της τα ξεμυστερέφτηκε πρι. Δεν ήτανε τα δικά του από τα ιστορικά που ένας άντρας τα ‘χει καμάρι του και κάφκημά του, μάλιστα μπροστά στην αγαπημένη. Για τούτο δεν της τα είχε αραδιάσει ως τα τότες. Μα το δυστύχημα στάθηκε που τη στιγμή όπου της τα ξεφούρνιζε, δε μοιάζανε πια ιστορικά, παρά είδος απολογία. Σα να πολεμούσε να δικιολογηθεί, όχι σα να δηγότανε. Ως και το ύφος του έτσι έδειχνε, γιατί συχνά συβαίνει και τούτο, σα βλέπεις άξαφνα πως έχει κανένας υποψία για σένα, ενώ είσαι παντάπασι αθώος, εσύ να σκιάζεσαι, να τα μπερδέβεις, να τα χάνεις κιόλας, από το φόβο σου μήπως σε περάσουνε τόντις για φταιξιάρη. Το παθαίνουνε αφτό περσότερο εκείνοι που η φαντασία τους παίρνει φόρα σαν του Αντρέα, που είναι σαν τον Αντρέα νεβρικοί, σαν τον Αντρέα δυστυχισμένοι, επειδή ο δυστυχισμένος τρέμει πάντα, μην τύχει και τον πλακώσει καμιά καινούργια δυστυχία.
Όσο στραβά, όσο αδέξια κι αν τα βόλεψε, ή σαν προτιμάτε, κι αν τα μπάλωσε ο καημένος, προτού η Αγνή τον καλονυχτίσει, ζύγωσε και φιληθήκανε γλυκά. Δε φέλεσε όμως, αν και την αβριανή, δεν είπε τίποτα, μα ίσως γιατί έμεινε λίγο· την ακόλουθη φίλε μου, έμελε, χωρίς να το θέλουνε, να ξακολουθήσουνε την επικίντυνη την κουβέντα. Κουρασμένοι κι οι δυο τους. Στην αρχή, σα ν’ αποφέβγανε την ψεσινή την ομιλία — κι από κει καταλάβαινες ίσια ίσια πως δεν ήτανε αναμεταξύ τους καθώς πρώτα· έλειπε τώρα η φυσικάδα της συναστροφής. Του κάκου! Στο βάθος της πληγής είχε μείνει λίγο έμπυο, ας είναι και μια σταλιά. Η σταλιά έφτανε για να φαρμακέψει αλάκαιρο τον οργανισμό. Κι έτσι γλήγορα ξαναπιάσανε τα γνωστά τους, τα ίδια.
Πρέπει να πούμε την αλήθεια. Η γυναίκα έφκολα γίνεται ζιζάνιο. Ένα πράμα που έρχουνται και της λένε, απαράλλαχτα, να, όπως εκείνο που μαντατούρεψε η Παρισιάνα μας της Αγνής, ένα, ό,τι κι αν είναι, που έχει σκέση με τον αγαπημένονε, η γυναίκα, ίσια ίσια επειδή αγαπά, θα το πάρει — και πια δε θα τ’ αφήσει. Θα το γυρίσει από δω, θα το γυρίσει από κει, θα το ψιλολογήσει, θα το ψηλαφήσει, θα το ζγιάσει, τάχα για να μάθει, να μάθει ενώ ξέρει. Και γλιτωμό δεν έχεις. Χίλιες φορές τη μέρα θα σου κοπανίσει το ίδιο. Αξιοαπόρητο μάλιστα πως η Αγνή, κατόπι από την απογεματιανή όπου ξαναήρθε στου φίλου της, άφησε αλάκαιρη μια μέρα να περάσει, δίχως να πιάσει το περίφημο το θέμα της απάτης. Εγώ θαρρώ πως σώπασε κάπως από συνήθεια του προτεσταντισμού, γιατί έτυχε, η δέφτερη μέρα, ύστερις από το πρώτο τσάκωμά τους, να ‘ναι κεριακή, και την κεριακή γράφει ο νόμος ησυχία. Μα τη δεφτέρα δε βάσταξε το παιδί. Έτσι και τις άλλες μέρες. Σα δεν του έβαζε φιτίλια, σα δε μιλούσε και πάλε για τα τραγούδια, τις μουσικές, τις ερμηνείες και τους χαβάδες, ή έμνησκε με τα χείλια της ραμμένα, ή του αποκρινότανε ψυχρά, ή έφεβγε πίτηδες χωρίς το φιλί τους το συνηθισμένο, ή κατέβαζε τα μούτρα, που τίποτα δεν τον απέλπιζε πιο πολύ από τα μούτρα τα κατεβασμένα. Το ήξερε η Αγνή, το ήξερε μάλιστα το κακό που του έκανε. Κάποτες έκλαιγε μοναχή της στην κάμερή της. Μετάνιωνε — και την αβριανή ξανάρχιζε τα ίδια.
Λοιπόν ακολούθησε ό,τι και μοιρόγραφτο ν’ ακολουθήσει. Έξι βδομάδες πολέμησε ο Αντρέας. Κρατήθηκε. Είχε όμως πάντα το συναίστημα πως βρισκότανε αντίκρυ σ' έναν τοίχο που δε σάλεβε. Η μόνη του παρηγοριά ήτανε τώρα η πεθαμένη. Πήγαινε ολοένα στη Φλώρα ο λογισμός του. Τραγουδούσε κιόλας με κάποια χαρά πικραμένη τη μελωδία της Ίλντας, την τραγουδούσε μέσα του, σα να ‘λεγε τώρα της Αγνής, με κάποιο άχτι, πως καλά να πάθει, αφού δεν τον πιστέβει· γι’ αφτήνε πια δε θα τραγουδήσει· θα τραγουδήσει για τους νεκρούς.
Κι έτσι στα σωθικά του έβραζε κι εναντίο της κάποιος θυμός. Ο μεγαλύτερος, πάντα εναντίο της πατσαβούρας, που τον έφερε σε τέτοια κατάντια. Ξέσπασε η φουρτούνα μια μέρα που ήθελε να τη φιλήσει, για να ξεχαστούνε αναμεταξύ τους τα κακιώματα μαζί με τις φιλονικίες, και κείνη του ανάφερε πάλε κάτι που της είπε η λεγάμενη. Δε βάσταξε, του ξέφυγε κι ένας λόγος κακός·
— «Η βρόμα! Εκείνη μ' αφάνισε πρώτη. Εσύ θα μ' αποσώσεις!»
Τον έπνιγε πια ο θυμός. Τρίζανε τα δόντια του. Σήκωνε τις γροθιές απελπισμένος, έβγαζε με τα νύχια του τα μαλλιά του — κι άξαφνα τον είδε η Αγνή να πέσει απάνω στον καναπέ, κρατώντας την καρδιά του με τα δυο του τα χέρια·
— «Το γιατρό!» πρόφτασε μόνο να της φωνάξει, της Αγνής.
Η Αγνή, κυριολεχτικά, δεν καταλάβαινε τι έτρεχε. Κοίταζε περίτρομη τον Αντρέα. Καλά που δεν τα ‘χασε ολότελα. Της είχε χτυπήσει τ’ αφτί ο λόγος του δυστυχισμένου, που το γιατρό ήθελε. Πρόφτασε μάλιστα να τονέ ρωτήσει του γιατρού τ’ όνομα. Κατόρθωσε να το ξεστομίσει και πετάχτηκε αμέσως η καημενούλα δίπλα στο καμαράκι, όπου κρεμότανε το αφτί του τηλεφώνου, έβγαλε τηλεφώνημα του Μαγέ κι ορμητικά γύρισε στον Αντρέα της.
Άψε σβήσε γενήκανε αφτά, ώστε μόνο που να πει τινάς, όταν ξαναβρέθηκε πλάγι του, άρχιζε η δύσπνοια καθαφτό. Η κοπέλα κάτι από τέτοια ήξερε, είχε διει το θειο της να ζαλίζεται, να λιγοθυμά και την αρμηνέψανε τότες. Τράβηξε μάνι μάνι το μαξιλάρι που ήτανε στην κόχη του καναπέ, πήρε γλυκά το κεφάλι του, το ακούμπησε ντρίτα στην τζόχα, τον ξάπλωσε φαρδύ πλατύ, να κείτεται όσο δυνατό πιο ίσιος, του έφερε ξύδι εγγλέζικο να μυρίζει, του δρόσισε το μέτωπο με λίγο νερό, κι έπεσε γονατισμένη μπροστά του.
Εκείνη την ώρα πια έπρεπε να διεις και ν’ ακούσεις. Μάνα δεν έχει τα χάδια, δεν έχει γιαγιά την τρυφεράδα της Αγνής. Να, σαν παιδί της! Ένιωσε κιόλας, σα μάνα τόντις, πως απόλυτη ανάγκη, να μη δείξει τον καημό της, ανάγκη να μη φανούνε η ανησυχία της, η αντάρα της ψυχής της, να στραγγουλίσει τον πόνο που τη λώλαινε. Και του μιλούσε— όχι! λαλιά δεν έμοιαζε, παρά μουσική, αγγέλου μελωδία. Η στρύφνα φεβγάτη· το πρόσωπο που πέντε λεφτά πριν έδειχνε κακό, στρεβλό κι ανάποδο, αντανακλούσε τους ουρανούς.
— «Αντρέα μου εσύ, τίποτα δεν είναι... Θα περάσει... Κουράγιο, φως μου εμένα... Είσαι ο καλύτερος εσύ, ο μεγαλύτερος απ’ όλους... Δεν υπάρχει σαν και σένα κανένας... Η Αγνή σου είναι δω, στα πόδια σου, η δούλα σου, η σκλάβα σου, που εσένα όλα, όλα τα χρωστά... Κοίταξε τι λαμπρά που παίρνεις τώρα την αναπνοή σου...»
Αξιοπαρατήρητο κι αξιοθάμαστο, που ενώ το ‘βλεπε πια πως έφταιξε, πως δεν έπρεπε να του πει τον άσκημο λόγο, ενώ τι δε θα ‘δινε για να τον πάρει πίσω, συγνώμη δε ζητούσε, μήπως του θυμίσει το φέρσιμό της το ανόητο. Τέτοιους θησαβρούς ποίησης και θυσίας έχει μέσα της η γυναίκα.
Η Αγνή έβαζε τα δυνατά της να μην υποψιαστεί ο Αντρέας, αν άξαφνα την κοίταζε, τι φρίκη, τι φόβο που της προξενούσε να θωρά στα μάτια της το βάσανο το απερίγραφτο. Και τόντις για να τρομάξεις. Έπιανε το στήθος του με τα δυο του χέρια, σα να γύρεβε με κάθε τρόπο να το ανοίξει, για ν’ ανασάνει και να γλιτώσει. Ο λαιμός του τον έπνιγε. Πάσκιζε να σηκώσει το κεφάλι και τότες η δύσπνοια καταντούσε πιο δεινή. Νόμιζες κάθε στιγμή πως θα βγει η ψυχή του, πως θα πέσει, πως θα πεθάνει στη μέση του ρουχαλητού του του ακατάπαφτου, του τραγικού.
Ήσυχο, ήμερο κοντά του, πλάγι του πλάγι, έμνησκε το πρόσωπο της Αγνής. Αδύνατο, ούτε ίχνος ταραχής στα μυσείδια της τ’ αγαθά, να ξεδιακρίνεις. Κι αφτό κάπως φέλεσε, γιατί στο ολέθριό του το ψυχομαχητό ο Αντρέας, μια στιγμή που έριξε προς το μέρος της μια ματιά, χαμογέλασε, τόσο ατάραχη, τόσο φαιδρή την είδε, τόσο γλυκά του χαδέβανε τ’ αφτί τα χρυσά της τα λόγια.
Η δύσπνοια δεν είχε ακόμη πάψει ολότελα, όταν κουδούνισε ο γιατρός. Μήτε άκουσε ο Αντρέας. Μπήκε ο κ. Μαγές. Στάθηκε μια στιγμή στην πόρτα. Σαν εφκαριστημένος. Προχώρησε, βάζοντας πάντα το αφτί του και φάνηκε πιο εφκαριστημένος ακόμη. Όταν έφτασε πια κοντά στον Αντρέα, όταν του έπιασε το χέρι, λες και γελούσε τώρα όλος. Όπως η Αγνή, έτσι βέβαια κι ο Εξοχότατος έδειχνε ήσυχος, για να ησυχάσει πρώτα τον άρρωστο. Ίσως πάλε να χαιρότανε και για κάτι άλλο, που πρόφτασε δηλαδή να ‘ρθει, προτού το αγκομαχητό τελειώσει, όχι τάχα που δεν είδε πολλές φορές, μα ένας επιστήμονας σαν το Μαγέ, δεν κουράζεται ποτέ του να βλέπει ό,τι γράφει το απάγγελμά του. Λοιπόν, αθέλητά του εφραίνεται θωρώντας, που λένε, κανένα όμορφο κάζο.
Το κάζο εδώ ήτανε αρκετά νόστιμο, αφού σ' έξι βδομάδες διάστημα, είχαμε δέφτερη επίθεση του κακού, δέφτερη κρίση της αρρώστιας. Για τούτο, με το κεφάλι του σκυμμένο προς τον καναπέ, όλος κι όλος προσοχή, ο σοφός άθρωπος, σα να στιγμομετρούσε, να πει τινάς, τη δύσπνοια την ίδια, την είσπνοια και την απόπνοια. Μοιάζει να του άρεσε ο λογαριασμός, μοιάζει να επικύρωνε καμιά παρατήρησή του προτερινή, επειδή χαμογελούσε ολοένα.
Μα τέτοιο χαμόγελο στους γιατρούς, η χαρά τους που τους δίνεται αφορμή να μελετήσουνε, δεν τους εμποδίζουνε να φροντίσουνε με τα σωστά τους για τον άρρωστό τους. Το ενάντιο μάλιστα. Όσο περσότερο κοιτάζουνε — ή σπουδάζουνε —τόσο εννοείται και σε νοιάζουνται πιο καλά.
Φάνηκε αυτό κι από το φέρσιμό του.
Πολλές συνταγές για την αρτεριοσκλήρωση, για τη στηθοστένεψη, όπως είχε ο Αντρέας, δεν υπάρχουνε. Μα η συνταγή που χρέος να μη λείψει ποτές στο γιατρό, είναι η ρητορική. Σπάνια μνήσκει ανωφέλεφτη και συχνά πιο σίγουρο γιατρικό δεν έχει. Το λοιπόν ο Μαγές ρητόρεψε, αφού κι η περίσταση το απαιτούσε. Γνώριζε τώρα και τον άρρωστό του, το υποκείμενο που τον απασκολούσε. Αποτελεσματικά, θετικά μέτρα, καθώς είπαμε, δεν είχε στη διάθεσή του ο Μαγές. Είναι όμως ένα σωρό μέτρα που μπορεί ο καθένας να τα πάρει και που δίνουνε κάποιο θάρρος. Του ξήγησε το λοιπόν τα καθέκαστα, για το φαγί, για τον περίπατο, για τον ύπνο και για τον ξύπνο.
Μα φανερώθηκε ακόμη πιο άξιος ψυχολόγος παρά πιδέξιος γιατρός. Τώρα κιόλας, δέφτερη φορά που τον έβλεπε, ήξερε ποιος ήτανε ο Αντρέας, ποιο και το σκαρί του. Με γράμματα, με μάθηση ο άθρωπος, καλλιεργημένος, έξυπνος δεν μπορούσε να τον πουλήσει και να τον αγοράσει. Ποιητής όμως, φιλόλογος, συγραφέας· μ' άλλα λόγια, δούλεβε ο νους του κι έπαιρνε άψε σβήσε η φαντασία του δρόμο.
Κι έτσι πολύ κατάλληλα συλλογίστηκε πως ο γιατρός, έπρεπε κάτι να βρει να του πει, που το νου να του γεμίσει, που να του χτυπήσει τη φαντασία. Και του ξήγησε πως η αρρώστια του έμοιαζε να είναι πηγής νεβρικής, πηγής ξένης δηλαδή προς τον οργανισμό του τον ίδιο, μια κάπως ξώπετση αρρώστια καθαφτό, που δεν πήγαινε ως τα μέσα μέσα του κρύφιου μας του μηχανισμού, επειδή τόντις η μάνα της ζωής βρίσκεται στα σωθικά μας, ενώ το νεβρικό μας το σύστημα είναι κάπως όξω από μας, μεταξύ δέρμα κι επίδερμα. Νεβρικά πάλε και ηθικά, ένα σόι. Καθώς λοιπόν του το παράγγειλε απαρχής, του παραγγέλνει και τώρα ν’ αποφέβγει κάθε συγκίνηση, κάθε αφορμή.
— «Την αρχαία σας, λέει, την ελληνική την αταραξία να θυμάστε και γλιτώσαμε.»
Το μόνο που του έκαμε κάποια εντύπωση, στάθηκε αλήθεια ο λόγος αφτός του γιατρού, που έβαζε στην ίδια γραμμή τα ηθικά και τα νεβρικά, γιατί το κάτεχε πρώτος ο Αντρέας, πως από ηθική ταραχή έπαθε και τις δυο φορές. Ώστε, αφού είναι κιόλας φυσικό στον καθέναν από μας να ελπίζει, άρχιζε ίσως με τα σωστά του να ελπίζει ο Αντρέας, όσα βιβλία κι αν είχε διαβάσει προ έξι βδομάδες στη Βιβλιοθήκη του Δήμου και στη Βιβλιοθήκη της γιατρικής Σκολής. Μάλιστα, τώρα που έβλεπε κατάβαθα μετανιωμένη, αλλαγμένη την Αγνή του, έλεγε πως θα το κατορθώσει και τούτο, να ξεφορτωθεί τα βάσανά του τα παλιά, μια κι η μονάκριβη τον αγαπούσε.
— «Και, ξακολούθησε ο φίνος, ο μαργιόλος ο Μαγές, για να σας αποδείξω πόσο νεβρικής πηγής μου φαίνεται η αρρώστια σας εμένα, θ’ αρχίσουμε μια παράξενη θεραπεία, θα σας δώσω βαλεριάνα, που είναι, καθώς γνωστό σας, από τα καλύτερα, τα πιο σίγουρα καταπραϋντικά. Θα ήθελα να πάρετε κι από σήμερα. Είναι μεσημέρι παρά τέταρτο — και τράβηξε το ρολόι του. θα προγεματίσετε. Θα προγεματίσει βέβαια και η κυρία — πρόστεσε δείχνοντας την Αγνή μ' ένα κίνημα εβγενικό. Ύστερις από το πρόγεμα, θα την παρακαλέσω να πεταχτεί σπίτι μου, επειδή, όσο κατάλαβα, του λόγου της είναι που φροντίζει εδώ για σας. Έχω μια ιδιαίτερη παρασκεβή της βαλεριάνας και θα σας είμαι υποχρεωμένος να τη δοκιμάσετε.
— «Αμέσως, αμέσως θα ‘ρθω, Εξοχότατε!» αποκρίθηκε ολοπρόθυμα η Αγνή.
Σαν πήγε όμως μάνι μάνι στου γιατρού, δεν το πρόσμενε το κορίτσι ν’ ακούσει εκείνα που της είπε ο Μαγές, μήτε το υποψιάστηκε δα πως η βαλεριάνα χρησίμεβε για πρόφαση, μήπως νιώσει τίποτις ο φίλος. Της μίλησε σοβαρά, με τη μεγαλύτερη διάκριση, μα και με δύναμη, επειδή περιττό κιόλας να προστέσουμε, πως φτάνει που τους είδε μαζί και το μάτι του τα πήρε όλα ιδιοστιγμίς.
— «Εγώ είμαι γιατρός και μόνο το απάγγελμά μου κοιτάζω, δηλαδή τον άρρωστό μου. Δεν έχω μήτε το δικαίωμα μήτε την όρεξη — μήτε την κακή αναθροφή ν’ ανακατέβουμαι σε πράματα που δουλειά μου δεν είναι. Χαίρουμαι μάλιστα σα βλέπω τους αρρώστους μου — τον πληθυντικό μεταχερίστηκε πολύ φίνα, μήπως η Αγνή θαρρέψει πως έναν άρρωστο εννοεί — τους αρρώστους μου με νοσοκόμους αγαθούς, που όχι μόνο κατέχουνε την τέχνη της νοσοκομίας, παρά προσέχουνε ακόμη και στο τι γίνεται, στο τι μπορεί να γίνει μέσα στην καρδιά ενός τέτοιου άρρωστου. Μια νοσοκόμα σαν και σας, πρέπει το λοιπό να ξέρει την αλήθεια. Σας παρακαλώ πολύ, πολύ, να φερθείτε, να κάμετε, να βολεφτείτε με τρόπο που ο άρρωστος να μην ταράζεται ποτέ του. Μια συγκίνηση μπορεί να τονέ σκοτώσει, επειδή κι είναι αποφασισμένος!»
— «Ο Αντρέας;»
Της ξέφυγε στη συγκίνηση ο λόγος. Ο γιατρός της χάδεψε τα μαλλάκια της, σαν πατέρας. Το κάτεχε και τούτο πως είναι γενναία η ψυχή της γυναίκας και πως όταν κιντυνέβει ο αγαπημένος, ξεχνά τον εαφτό της. Έμελε η Αγνή να το δείξει τρανότερα και κατόπι.
—«Το καλό το παιδί! Μπράβο σου για το λόγο — ή για τ’ όνομα που το στοματάκι σου μου μολογά. Τώρα είμαι βέβαιος πως άρρωστος μπορεί, λέω μονάχα μπορεί, να ζήσει. Πρέπει να του είσαι μάνα και παραμάνα κι αδερφή. Να ‘ρχεσαι από καιρό σε καιρό να με πλεροφορείς. Σου ζητώ κάτι δύσκολο και ντιλικάτο· για να τον έχεις χρόνια τον Αντρέα να τονέ χαίρεσαι και να σε χαίρεται, πρέπει να είναι φτυχισμένος.
Να γιατρός μια φορά· να σου ρητορική που πιάνει τον τόπο της. Και όμως η καημένη μας η Αγνούλα, σα γύρισε καλιά της, στην καμερίτσα της όπου κλειδώθηκε, χύθηκε στο κρεβατάκι της, έχωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι κι έχυσε δάκρυα πικρά. Ενεργητική όπως ήτανε, πήρε απάνω της και μέσα στη μέση της φουρτούνας, έπιασε το κατάρτι με τα χέρια της σπασμωδικά, να μην πελαγώσει, πιο σωστά, να μην πελαγώσει ο Αντρέας, επειδή τι να της μέλει για τον εαφτό της;
— «Θα γλιτώσει, αφού τον αγαπώ!»
Τα λόγια του γιατρού, που θα τα είπε για να της δώσει θάρρος, ίσως πάλε και γιατί γνώριζε την αθρώπινη ψυχή που τ’ αδύνατα σου τα κάνει δυνατά, τέτοια λόγια φέξανε στα μάτια της, σαν κανένας φάρος της σωτηρίας. Θα ζήσει ο Αντρέας της, αφού θα είναι φτυχισμένος, καθώς το θέλει ο γιατρός.
Κι από τη στιγμή εκείνη, από τη στιγμή ακόμη θαρρώ που έπεσε στον καναπέ του ο Αντρέας, η Αγνή που έξι αλάκαιρες βδομάδες του κοπάνιζε τα ίδια, η Αγνή που δεν τον πίστεβε, πίστεψε αμέσως ό,τι τον άκουσε να της ξηγά τόσες και τόσες φορές, πίστεψε πως ήτανε τόντις βρόμα, τόντις πατσαβούρα η παρισιάνα, τη σιχάθηκε, τη μίσησε, θα τη σκότωνε αν την έβλεπε, τη φόνισσα που κόντεψε να της σκοτώσει τον Αντρέα της. Έτσι στη γυναίκα περσότερο από τη λογική, θα ενεργήσει πάντα η καρδιά. Και της καρδιάς η λογική, λογική δεν έχει.
Με την ίδια λογική, αφού μόλις της χρειάστηκε μισή ώρα στην κάμερή της, για να κλάψει πρώτα, έπειτα ν’ αναθαρρήσει, αποφάσισε η Αγνή πως τώρα πια έπρεπε να πηγαίνει στου Αντρέα, όχι μόνο το πρωί, μα και κάθε απόγεμα. Έτσι. Δηλαδή, δε συλλογίστηκε μονάχα πως την απογεματιανή εκείνη, βέβαια και χρωστούσε να του φέρει το γιατρικό, την περίφημη βαλεριάνα· το γενίκεψε αμέσως, είπε αμέσως πως από τα χαράματα ως τα σουρουπώματα δε θα το κουνήσει από πλάγι του. Κι ας λέει ο κόσμος ό,τι θέλει· ας λένε και οι γέροι. Έχει την ανάγκη της ο Αντρέας. Αφτό σώνει.
Έτρεξε βιαστικά στου φίλου της·
— «Σου φέρνω τα χάπια, του κάνει γελαστά· σου φέρνω κι ένα πιο πολύτιμο γιατρικό, το νερό το αθάνατο, σου φέρνω την αγάπη μου όλη που θα σε γιατρέψει!»
Αξιοπαρατήρητο που η Αγνή δεν είχε καμιά δυσκολία να του μιλήσει έτσι. Το ξέρουμε πως το κορίτσι, με τη λέφτερη την αναθροφή της, μιλούσε πάντα ξέθαρρα κι ανεξάρτητα. Μα εννοούμε κάτι εδώ να σημειώσουμε, κάτι άλλο πιο περίεργο. Η γυναίκα και περσότερο ακόμη το ανύπαντρο κορίτσι, όσο θάρρος κι αν έχουνε, τσακίζουνται, άμα θέλουνε καθαφτό να πούνε την καρδιά τους. Τότες κι οι πιο τολμητερές σκιάζουνται, τραβιούνται, ντρέπουνται να φανερώσουνε στον άντρα το αίστημά τους, όπως είναι, με τους λυρισμούς του, με την υπερβολή του, με αλάκαιρο το βάθος, με αλάκαιρη την τρυφεράδα του. Γιατί τάχα; Γιατί θα φοβούνται, υποθέτω, συχνά, μήπως και καταντήσουνε γελοίες. Πιο ντροπαλό πράμα στον κόσμο από τη γυναίκα δεν υπάρχει, ακόμη και σα δείχνει παλληκάρα. Μα πώς να μην το φοβούνται, αφού κι ο άντρας ο ίδιος φοβάται; Πιο κλεισμένη μέσα της, πιο φυλακισμένη στον εαφτό της μνήσκει λοιπόν η γυναίκα.
Μα ίσια ίσια τα σίδερα της φυλακής, τα ‘σπασε η Αγνή από τη λαχτάρα της θυσίας και βγήκε όλη της όξω.
Δεν της φτάσανε τα λόγια εκείνα, που από τα φυλλοκάρδια της λες να πεταχτήκανε με ορμή, άμα μπήκε στο σπουδαστήρι. Έπεσε στα γόνατά του και ξακολούθησε, μ' ένα πρόσωπο φωτολουσμένο, με ραμμένη απάνω του χαρά ουράνια, τη χαρά του ποιητή σα βρήκε το αριστούργημα που το γύρεβε χρόνια, τη χαρά του χριστιανού που την πίστη του μαρτυρά και που βλέπει την πύλη της παράδεισος ν’ ανοίγει μπροστά του·
— «Αντρέα μου, πώς σ' αγαπώ και πώς αναγαλλιάζω που τώρα πια κάθε μέρα, κάθε στιγμούλα, κάθε δεφτερόλεφτο θα είμαι δω μαζί σου, θα σε νοιάζουμαι και θα γίνεις καλά. Ψυχή μου εσύ!» — Και του έπαιρνε το κεφάλι του απαλά και το γύριζε προς το δικό της, γιατί και πάλε ξαπλωμένος στον καναπέ του βρισκότανε ο Αντρέας, όχι, ο θεός φυλάξει, από καινούργια καμιάν αντάρα του κακού, παρά μονάχα για να ξεκουραστεί από την πρωινή. — «Λατρεμένε μου, αφέντη μου, ζήση μου γλυκιά! Πώς έφταιξα και πώς το μετανιώνω! Μα ξέρεις; Δεν έπρεπε να συνοριστείς το κούτσουρο, το μπόσικο τ’ οντάριο που ονομάζεται, που ονομαζότανε Αγνή — επειδή από το πρωί σήμερις άλλαξα. Δεν έπρεπε στα λόγια μου καμιά σημασία να δώσεις. Εγώ τίποτα, τίποτα δεν είμαι. Όταν ήρθες εδώ, στον τόπο μας, όταν πρώτη φορά πάτησα στ’ όμορφο το σπουδαστήρι και με κοίταξες, Αντρέα μου εσύ, κοίταξες μια σακατεμένη. Θυμάσαι; Ρώτησες κιόλας τη θεια, τι έχω και δε δείχνω το λαιμό μου. Τι έχω, άγγελε μου; Έχω που είμαι άσκημη, που είμαι φρίκη να με βλέπεις, κι ωστόσο με είδες, με σπλαχνίστηκες. Μου είπες αχ! — και θαρρείς τάχα πως ένα κορίτσι μπορεί να ξεχάσει τέτοια λόγια; — μου είπες, σα με πρωτοφίλησες, πως τις λαβωματιές μου θα μου αποφιλήσεις, πως θα τις σβήσεις, και τόντις είχες το κουράγιο να μου δώσεις το φιλί σου απάνω στη λαβωματιά μου την ίδια, στην πληγή μου απάνω, για να γιάνω, Σωτήρα μου, καθώς το ‘λεγες, και γω η αχρεία, η ζεβζέκα, η άπιστη που πήγα, που στοχάστηκα να σε ζαλίσω με το τι έκαμες, τι δεν έκαμες στο Παρίσι.! Κι ας έκαμες ό,τι σου περνούσε· κι ας ήτανε αλήθεια όσα ήρθε η σιχαμένη εκείνη να μου κοπανίσει. Τι μ' αφτό; Λέφτερος ήσουνε να κάμεις ό,τι θέλεις. Καλέ, τι λέω; Ακόμη και τώρα, τώρα που με ξέρεις, τώρα που το κατάλαβες πόσο σε λατρέβω, αχ! τρέχα και τώρα, καλέ μου, τραγούδα και τώρα τα όμορφα τα τραγούδια που τραγουδάς, με το νόημα το μοναδικό που η μοναδική ποίηση της ψυχής σου έρχεται και τους δίνει, τραγούδα τα και καμίας αλληνής τα θεία σου τα τραγούδια. Εγώ θα ‘μαι πάντα τιμημένη, πάντα φτυχισμένη, φτάνει να ‘χω από σένα την άδεια, έτσι, όπως σήμερα, να σου φιλώ τα πόδια, φτάνει, και σαν πονώ, να το νιώθω πως εσύ την πατάς την καρδιά μου.»
Μια καλυτέρεψη απροσμόνητη, ένα συναίστημα θεόγλυκο της ανάρρωσης, μια μυστική, εσώψυχη απόλαψη της σωτηρίας, όλα τους αφτά, στις φλέβες του Αντρέα ρέγανε λες σαν το γάλα, όταν άκουγε τέτοια λόγια και τ’ άκουσε συχνά, επειδή δεν του τα είπε μονάχα εκείνη τη μέρα η Αγνούλα, του τα ψιθύριζε κάθε μέρα, κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Να μουσική που την προτιμούσε στα τραγούδια του, στις όπερες και στους λογής χαβάδες τους ζηλεμένους του. Ύστερις από το δείπνο του, το απόβραδο ή σαν πλάγιαζε στο κρεβάτι του, μελετούσε με το νου του τα λόγια της χρυσής, και δεν ξέρω πώς, λίγο λίγο, ίσια ίσια την ώρα που δε διάβαζε κανένα βιβλίο ή που δεν έγραφε ο ίδιος, ίσια ίσια την ώρα όπου θυμότανε την κουβέντα της Αγνής του, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το συλλογιέται, το χέρι του το ζερβό ζύγωνε προς το δεξί και χάζεβε το περίφημο το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι της Φλώρας, που ως τα τότες το κράτησε σαν είδος φυλαχτό.
— «Θα της το δώσω, θα το δώσω της Αγνής!» είπε με το νου του μια νύχτα που ξύπνησε ξαφνικά και παρατήρησε πως και στον ύπνο του ακόμη, βαστούσε το δαχτυλίδι, ενώ ψιθύριζε τ’ όνομά της. Κάποτες αλήθεια έτσι, στη μέση της νύχτας, φτάνει μια στιγμούλα ν’ ανοίξουμε τα μάτια, και βλέπουμε ξάστερα, θεοφάνερα μπροστά μας, όσα με τον ήλιο τον ίδιο δεν ξεκαθαριστήκανε, όσα μέσα μας απομείνανε σκούρα στα υποσύνειδα της ψυχής μας.
Εγώ θαρρώ πως και δω πάλε βοήθησε η μουσική. Τα λόγια της κοπέλας εκείνα, όταν του ξηγούσε πως σωτήρας της στάθηκε αφτός, πως αφτός ήρθε να γειάνει την πληγή της, πως τη δυστυχία της αφτός τη λυπήθηκε, του θυμίσανε, υποθέτω, τα στερνά λόγια του Λοεγγρίνου, σα δίνει το δαχτυλίδι του της Έλζας, και τα λόγια πάλε του Λοεγγρίνου δίνοντας το δαχτυλίδι, τονέ φέρανε, άνοιωθά του στο συμπέρασμα να δώσει και του λόγου του το δικό του της Αγνής, τόσο στενά σε μερικά πνέματα συνεδένουνται, τόσο βαθιά επηρεάζουνται ποίηση και ζωή, ζωή και ποίηση, σε βαθμό μάλιστα που δεν ξεχωρίζουνται και που χωρίς καμιά δυσκολία η ζωή καταντά ποίηση, όσο κι η ποίηση ζωή μας.
Έτσι τώρα κι ο Αντρέας, τραγουδώντας του Βάγκνερου τη μουσική, συναδέρφωνε τη σπαραχτική εκείνη τη μελωδία με τη μοίρα του την ίδια, όπως την έβλεπε να ξετυλίγεται μπροστά του από την ώρα όπου τον πλάκωσε η δυσώνυμη αρρώστια. Προτού φύγει κι αφτός, καθώς αναγκάστηκε να φύγει κι ο Λοεγγρίνος, προτού πάει στ’ αγύριστα βασίλεια, στα λιμάνια τα σκοτεινά, γιατί να μην αφήσει της Έλζας του το δαχτυλίδι του θυμητάρι, δηλαδή τον πιο πολύτιμο θησαβρό του, να τον έχει και να θυμάται κάπου κάπου, πως ο δύστυχος ο Αντρέας την πήρε μια μέρα στην αγκαλιά του, για να της σταθεί παρηγοριά η αγάπη του και βοήθεια ο ερχομός του. Αχ! μήπως δεν έρχεται τόντις κι ο ποιητής στον κόσμο τούτο, απαράλλαχτα καθώς ο Λοεγγρίνος στης Φλάντρας τα λημέρια; Φτάνει από άγνωστά μας, από μακρινά κατατόπια, όπου λάμπει ένα φως παντοτινό, περεχυμένο παντούθε, όπου ζούνε, όπου βασιλέβουνε μονάχα θεοί και ηρώοι. Μας τονέ φέρνει από κει κάτω, στο ρέμα της αθρώπινης τύχης, μια βαρκούλα που τη σέρνει ένας κύκνος στα νερά μας. Αχ! πως το νιώθει ο ποιητής, τι βάσανα τον προσμένουνε δω, ανάμεσά μας, γιατί ακούστε με τι πόνο γλυκό — έτσι θα πονούνε οι αγγέλοι — αποχαιρετά τον κύκνο που γυρίζει πίσω στην πατρίδα με τη θεοσταλμένη τη βαρκούλα·
Ναι, ο κακόμοιρος το ξέρει απαρχής πως θα του ριχτούνε, πως θα τον πολεμήσουνε οι αθρώποι. Την καρδιά του, την τιμή του, τη ζωή του, τίποτα δε θα σεβαστούνε· με δόλο και με απάτη, θα προσπαθήσουνε να του τραβήξουνε στο στήθος κατάστηθα μαχαιριές· ως και την αγάπη του θα του φαρμακέψουνε. Η μοίρα του το θέλει, όσο είναι μαζί μας, να μείνει κρυφό τ’ όνομά του, στόμα κανένα ποτές να μην το προφέρει τ’ όνομα το ιερό εκεινού που μας ήρθε από τον αζύγωτο πύργο του Ιδανικού. Όνομα δεν έχει, επειδή άτομο δεν είναι ο ποιητής. Κι έτσι δεν πρέπει να ρωτούνε τ’ όνομά του· πρέπει να τον περνούνε γι' άυλο κανένα πλάσμα και γενικό, γι’ απρόσωπο κι αιώνιο. Δυσπιστούνε ωστόσο, γυρέβουνε με πείσμα να τον εναντιωθούνε, νομίζοντας πως είναι κανένας από τους δικούς τους, πως σαν κανένανε του μαχαλά τους, που τονέ ζουλέψανε, θα τον ξεφορτωθούνε. Αφτός δεν προσέχει, παρά γύρωθέ του περεχύνει περπατώντας αταίριαστες, ουράνιες μελωδίες. Κι αφού τέλειωσε όσα είχε να κάμει, γυρίζει, για να τους τιμωρήσει, στον Κόσμο πέρα της Ιδέας.
Τη γυναίκα λυπάται μονάχα, προτού φύγει από τους αθρώπους μακριά. Τότες αφήνει το δαχτυλίδι στην Έλζα, κι ο Αντρέας τώρα τραγουδούσε το σκοπό με λόγια ρωμαίικα που τα συνταίριαξε ο ίδιος·
Ρωμαίικα ξανάλεγε και τον πρώτο αποχαιρετισμό του Λοεγγρίνου στον κύκνο, που είδε ο αναγνώστης πιο απάνω το σκοπό του το σωστό·
Γεια σου μου εσύ, κύκνε γλυκέ!
Πίσω σε παίρνει ο ποταμός
Στον τόπο μας το μακρινό.
Να ξαναρθείς με το καλό,
Αφού είσαι και συ καλός.
Γεια σου, γλυκέ κύκνε χρυσέ!
Ο κύκνος! Ο κύκνος! Αλήθεια. Να τος που ξανάρχεται να πάρει τον ποιητή στη βαρκούλα. Το ίδιο, αχ! το ίδιο, συλλογιότανε ο Αντρέας, ζύγωνε ο κύκνος ο δικός του, ο κύκνος του που λεγότανε Χάρος! Επειδή, το κάτω κάτω, με τα τραγούδια, με τα φιλιά, με την αγάπη, δεν έπαψε να είναι αρρώστια η αρρώστια του. Βέβαια, δεν είχε πια τίποτα, ένιωθε μάλιστα πως ήτανε καλά, όσο γίνεται καλά στην υγεία του, σα να μην αρρώστησε ποτέ του. Βέβαια πως η αφάνταστη περιποίηση της Αγνής, η τρυφερή καρδιά της, του σταθήκανε γιατρικό ανώτερο κι από τη βαλεριάνα του κύριου Μαγέ. Βέβαια πως τρεις μήνες τώρα περάσανε, σίμωνε κιόλας ο χειμώνας, ύστερις από την τελεφταία την επίθεση. Βέβαια, για να μην ξεχνούμε τ’ ασήμαντα, που κάποτες είναι τα σημαντικότερα, βέβαια πως αφότου έκοψε τον καπνό, του φαινότανε πως ξανάνιωνε. Μα όπως κι αν είναι, δεν ξεχνούσε τα βιβλία της γιατρικής, που τα ρούφηξε στις διάφορες επιστημονικές βιβλιοθήκες της Λωζάνας. Αν και κάποτες έλπιζε, ίσως όχι πως θα γειάνει, τουλάχιστο πως μπορούσε να βαστάξει χρόνια, το ήξερε πως είναι αποφασισμένος· το ήξερε πως μια δυο φορές ακόμη να τον πλακώσει το κακό, και πάει.
Για τούτο, χαδέβοντας το δαχτυλίδι του τη νύχτα στο κρεβάτι του ή στο δρόμο περπατώντας, έλεγε πως χρωστούσε να τ’ αφήσει της Αγνής. Έλεγε πως έπρεπε να της αφήσει και δυο παράδες, με τρόπο που η κοπέλα. να ζει παντάπασι ανεξάρτητη. Περίεργο είναι που τίποτις άλλο δεν έλεγε. Ούτε του πέρασε ιδέα για παντρειά. Το δαχτυλίδι, ναι, να της το χαρίσει — και το λογάριαζε αφτό για μεγάλη, για τη μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του, να της βάλει στο δάχτυλο τον πιο ζηλεμένο του θησαβρό, το δαχτυλίδι της Φλώρας, που στην ύπαρξη του, μπορεί να πει τινάς, εναποσάρκωσε το ιδανικό της αγάπης, αφτή. Και δω χρωστούμε τόντις να ρίξουμε μια ματιά στ’ απόβαθα του Αντρέα, όπου θα βρούμε και κάτι όχι πολύ όμορφο, τον εγωισμό.
Ναίσκε, τον εγωισμό σ' ενός αθρώπου ψυχή που το κάτεχε τι σημαίνει να θυσιάζεται, αφού θυσιάστηκε ο ίδιος για τον τόπο του, θυσίασε μάλιστα το φιλότιμό του, που για έναν άντρα είναι η δυσκολότερη θυσία· θυσιάστηκε ο Αντρέας ως και για μια πατσαβούρα· θυσιάστηκε ίσια μ' ένα βαθμό και για τη Φλώρα την καημένη· μα μονάχα ίσια μ' ένα βαθμό· παρέκει δεν πήγαινε μήτε ο νους του μήτε η θυσία του. Ρωμιός και πλούσιος, ακόμη κι αναθρεμμένος στη Δύση, δεν καταλάβαινε το χρέος. Μ' όλα του τα χάδια, μ' όλη του την περιποίηση και τρυφεράδα, δεν καταλάβαινε το κάτω κάτω ούτε τη γυναίκα· Φλώρα ή Αγνή, δεν του φαινόντανε για παντρειά, σαν κατώτερου ράγκου κορίτσια που ήτανε. Μια φορά, στα νιάτα του, με τη Φλώρα ίσια ίσια και πειδή βρέθηκε στη μέση ένα παιδί, συλλογίστηκε να πάρει τη μάνα· φτάνει που η μάνα δεν τον άκουσε, κι άλλαξε ιδέα ο φίλος, χωρίς να τον κόφτει αν η μάνα δεν το ‘καμε και για να γλιτώσει τον αγαπημένο της από μπελάδες δεινούς. Κι αφτό σημαίνει ο εγωισμός· να φέρνεται τίμια κανένας, όταν του καπνίζει, όχι γιατί πρέπει.
Ο Αντρέας κατάντησε κιόλας θαρρώ σα να το ξέχασε ολότελα πως οι αθρώποι παντρέβουνται, πως υπάρχει στον κόσμο η παντρειά· νόμιζε πως υπάρχει ο άντρας για ν’ αγαπά, για να ξελαγιάζει, σαν τύχει, τα κορίτσια και τέλειωσε. Το σόι του τέτοιο. Χρειάστηκε να ‘ρθει ένας από άλλο σόι, να ‘ρθει μια μέρα ο Καπέκος, για να το πάρει ο νους του πως ένα δαχτυλίδι δε χρησιμέβει μονάχα για όπερες και μελωδίες· χρησιμέβει κάποτες και για το γάμο.
Αφότου είχε αρρωστήσει, δεν είδε ο Αντρέας τον Καπέκο, το βιολονίστα. Έλειπε το καλοκαίρι από τη Λωζάνα ο μεγάλος ο καλλιτέχνης, ειδεμή θα βλεπόντανε, γιατί ο Αντρέας συνήθιζε να πηγαίνει σπίτι του, κι όταν αργούσε να πάει, ερχότανε ο Καπέκος. Άμα γύρισε από το εξωτερικό, έμαθε τι έτρεχε και το ‘μαθε από το γιατρό τον ίδιο, τον κοινό τους τώρα το φίλο, το Μαγέ, που ο συμπολίτης του ο Καπέκος τον ήξερε από χρόνια.
Έτρεξε αμέσως στου Αντρέα. Έτυχε όμως ίσια ίσια τη μέρα εκείνη, το πρωί, από μια σύμτωση περίεργη, να ετοιμάζεται ο Αντρέας, στην αντικάμαρα, να βγει όξω για μια δουλειά, ενώ η Αγνή ερχότανε από ένα διπλανό μαγαζάκι, ν’ αγοράσει λίγη κλωστή γκρίζα, για να του μπαλώσει το γάντι του. Άφησε λοιπόν την οξώπορτα μισοάνοιχτη, αφού έμελε δα να βγει ο Αντρέας. Του έκαμε το ράψιμο σ' ένα δεφτερόλεφτο, έβαζε το γάντι του και η Αγνή τον αποχαιρετούσε μ' ένα γλυκό φιλί, όταν μπήκε ξαφνικά ο Καπέκος·
— «Τι λαμπρά! φωνάζει ξέθαρρα, σα να μην παρατήρησε τίποτα. Να που πάτε περίπατο κι ίσια ίσια είχα όρεξη να σας πάρω, να κάμουμε μαζί ένα γύρο. Έχω να σας δηγηθώ χίλια δυο.»
Και κοιτάζοντας την Αγνή, της έσφιξε το χέρι καρδιακά, σαν παλιός της γνώριμος, σα φίλος της φαμελιάς της·
— «Καλά είσαι, παιδάκι μου; Τι ωραία όψη που μου την έχεις! Μπράβο σου!»
Και φέβγει με τον Αντρέα.
Φαίνεται όμως πως ο Καπέκος μας κάτι μαγείρεβε με το νου του, επειδή, αντίς να κάμουν γύρο, που έλεγε, άμα κατεβήκανε από το Σινιάλε και περάσανε το δασάκι, οδηγήθηκε κι οδήγησε το σύντροφό του με τρόπο που αγάλια γάλια να βρεθούνε μπροστά στο σπίτι του Καπέκου.
Ο Καπέκος καθότανε σ' ένα μέρος μαγικό, κεφαλάρικα, που να πεις, στον κατήφορο που πάει κάτω ίσια με τ' Ομορφογιάλι, το περίφημο το Beau-Rivage. Ήτανε λοιπόν το σπιτάκι απάνω σε μια πλαγιά, σ' ένα λιβαδάκι ολοπράσινο, περιτριγυρισμένο από χαμόδεντρα. Έπειτα, ροβολώντας η ματιά σου, ξάνοιγες τη Λίμνη τη θεόρατη με τα βουνά της αντίκρυ.
Δίπατο σπιτάκι, μικρό, μα συγυρισμένο, νοικοκερεμένο, και μέσα, ψυχίτσα μου, πάντα λογής λογής λουλούδια, τριαντάφυλλα του μπαξέ τους, γιατί ο Καπέκος είχε τρέλα με τα τριαντάφυλλα. Φρόντιζε καθεμερνά η γυναίκα του και για το μπαξεδάκι και για τα βάζα, όπου ήξερε με γούστο, με στοργή μητρική, να βάζει, να συνταιριάζει από τα χρώματά τους τα λουλούδια. Νόστιμη ακόμη, τριάντα έξι σαράντα χρονώ γυναικίτσα, χωρίς μπόι, με χάρη περίσσια, με ονειρόθολα γαλανά μάτια, με ξαθά μαλλιά που στο κεφάλι της γύρω γύρω σα να περεχύνανε κανένα χλωμό, σιγανό φως.
Λες και τη γύρεψε από αντίθεση προς τον εαφτό του ο αρτίστας, με τα μάβρα πηχτά μαλλιά του, με τα γένια του πίσα, με τα μάτια του σα δυο κάρβουνα, με μια έκφραση πύρινη, μα και σοβαρή, ακόμη και σα λιγάκι ονειριασμένη, επειδή ο ίδιος ήτανε αντίθεση μονάχη, σα να ζούσανε, σα να παλέβανε μέσα του δυο αθρώποι, ένας Μεσημερίτης, αφού Μπορντελαίζος ο πατέρας του, αποκαταστημένος στη Λωζάνα, κι ένας Βοριανός, αφού ελβετίδα η μάνα του, μάλιστα με κάμποσο αίμα γερμανικό. Κι έτσι στα σωθικά του συνένωνε ο Καπέκος τη φλόγα του Μεσημεριού με τη σκέψη του Βοριά.
Ποιος ξέρει αν και στην τοποθεσία που διάλεξε για να χτίσει το σπίτι του, δε φανερωνόντανε τα διπλά του τα προγονικά; Στην αρχή, κατοικούσε απάνω, στη χώρα. Όταν έγινε γνωστός και τονέ φωνάζανε σε όλη την Εβρώπη όξω έτυχε να πάει και στην Ιταλία. Πρώτη του φορά που έβλεπε θάλασσα. Τονέ μάγεψε η θέα. Θέλησε να τη διει κι από πιο κοντά, να ταξιδέψει με το βαπόρι. Ζαλίστηκε τρομερά, κατάντησε τραγωδία. Δεν πειράζει. Του γέμιζε την καρδιά της θάλασσας ο έρωτας. Τρελαμάρα σωστή. Όταν ξαναήρθε στη Λωζάνα, είπε καλά και σώνει να καθίσει σ' ένα μέρος όπου να βλέπει τη θάλασσα — κι ας είναι λίμνη. Πάντα νερό. Έτσι καταστάλαξε στο μέρος εκείνο κι από την κορφούλα του, άλλο τίποτα, κατέβαινε στην ακρογιαλιά. Είχε τη βάρκα του. Και δε γνώριζε χαρά μεγαλύτερη, ραχάτι πιο γλυκό, παρά να μπαίνει στη βάρκα του, να τραβά κάποτες το κουπί, μα συχνότερα και προτιμότερα, να μνήσκει ώρες ακίνητος μέσα, μ' ένα βιβλίο ή κάλλια με τους κρύφιους του λογισμούς.
Άδικα όμως μιλήσαμε για ραχάτι στη βαρκούλα· ραχάτι δεν ήτανε, ήτανε δουλειά. Δούλεβε ο Καπέκος τον εαφτό του, δούλεβε την ψυχή του, κυριολεχτικά, όπως δουλέβει ένας μαραγκός το ξύλο, που το κόφτει, το ρουκανίζει, το σιάζει, το πελεκά, του δίνει κι ένα λούστρο. Έτσι καλλιεργούσε ο Καπέκος το εγώ του, έτσι προσπαθούσε να του δώσει μορφή και φως. Ενώ η βαρκούλα σάλεβε λιγάκι με το κύμα, εκείνος ολοένα τη δουλειά του, με τα μάτια του γυρισμένα κάπως προς τα μέσα, εσώψυχά του.
Από το παράθυρο τώρα όπου στεκότανε με τον Αντρέα, έπιασε κουβέντα για τη βαρκούλα, που του την έδειχνε κιόλας με το χέρι. Το πρόσωπό του είχε κάτι μαργιόλικο συνάμα και στοχαστικό, σα να χαιρότανε που τον έφερε σπίτι του, που τον τζάκωσε, να τον καλαναρχίσει πιο έφκολα το σιορ Αντρέα του·
— «Ναίσκε, φίλε μου! Πιο λυσσιασμένος από μένα στην απόλαψη, στην ηδονή, δεν πιστέβω να στάθηκε κανένας. Όξω από τον πόθο μου, από το κέφι μου, τίποτα δεν έβλεπα στον κόσμο. Τι σημαίνει χρέος, συνείδηση τι σημαίνει, μήτε το υποψιαζόμουνε. Η τέχνη, να, η τέχνη μου έμαθε την ηθική!»
— «Τ’ άκουσα κι άλλοτες αφτό από σας. Μα καλά καλά δεν ξεδιακρίνω το σπάγκο που συνεδένει την ηθική με την τέχνη.»
— «Τέχνη και ηθική, αγαπητέ μου, ένα είναι. Κοντά στο νου. Η τέχνη θέλει από μας σφόρτσο παντοτινό, προσοχή ακούραστη, αλύπητη δουλειά. Η τέχνη τι άλλο είναι για τον τεχνίτη και δάφτη, παρά ένα χρέος; Κι όλα τους αφτά πάλε τι νόημα έχουνε, τι όνομα θα τους δώσεις α δεν τα πεις ηθική;»
Έσκυφτε το κεφάλι του ο Αντρέας. Βέβαια, την τέχνη έτσι ο ίδιος την εννοούσε. Μόνο που εννοούσε αλλιώς τη ζωή.
— «Και τη ζωή μας, ξακολούθησε ο τίμιος ο αρτίστας, σαν την τεχνίτσα μας πρέπει να την κανονίσουμε, να την ταχτοποιήσουμε, ηθικά.»
Κι άξαφνα η φωνή του έγινε μέλι. Και μ' ένα χαμόγελο ουράνιο κοίταξε τον Αντρέα, ενώ του βαστούσε το χέρι στο χέρι του το δυνατό και με ήσυχο ένα ύφος και με απέραντη μια καλοσύνη, πρόστεσε ο Καπέκος·
— «Μάλιστα! Και για να γειάνει το σώμα σου μαζί με την ψυχή σου, την Αγνουλίτσα μας πρέπει να την πάρεις γυναίκα σου. Πρόθυμος να σε παρασταθώ για μάρτυρας.»
— «Σε κατάλαβα, φίλε μου, προτού ανοίξεις το στόμα» , του αποκρίθηκε ο Αντρέας απλά. «Μπράβο σου. Δεν ήξερα κι ο ίδιος τι μου γινότανε μέσα. Κάτι μου έλειπε. Κάτι δε μ' άφηνε ήσυχο. Κάτι σα να με βασάνιζε κιόλας. Εσένα το χρωστώ που μου ξεδιάλισες τον εαφτό μου, που μου έμαθες και το χρέος μου, ποιο είναι. Μη σε μέλει τώρα. Θα γίνει αμέσως ό,τι έχει να γίνει. Πάω να μιλήσω της Αγνής, να μιλήσω και με τους γέρους.»
Βραχήκανε τα ματόκλαδα του βιολονίστα. Έβλεπε πως χρήσιμη στάθηκε η βαρκούλα και για τους άλλους, τουλάχιστο για έναν άλλονε. Αποχαιρέτησε τον Αντρέα κι έτρεξε ο καλός άθρωπος να τα προφτάσει της γυναικός του, ενώ σαν ξαλαφρωμένος, χωρίς να νιώσει τον ανήφορο, ανέβαινε ο Αντρέας προς το Σινιάλε, και τραγουδούσε τη μελωδία εκείνη του δαχτυλιδιού·
Λίγωνε ο Αντρέας με το θεόγλυκο το σκοπό. Τώρα όμως χαιρότανε πιο κατάβαθα την τέχνη, γιατί ένιωθε της τέχνης την ουσία, καταλάβαινε καλύτερα τον κανόνα, την αρετή, το χρέος, την ηθική που είναι η μουσική της καρδιάς.
Ora son io…
Η Αγνή, όταν της μίλησε ο Αντρέας, του φέρθηκε μ' έναν τρόπο, μ' ένα αίστημα τόσο φίνο, που το φέρσιμό της έμοιαζε σαν αριστούργημα, μόνο που τ’ αριστούργημα δεν ήτανε μελετημένο, καθώς είναι του καλλιτέχνη, παρά φυσικό, δηλαδή ανώτερο.
Η Αγνή, εννοείται, δεν πρόσμενε τέτοιο πράμα. Μήτε πήγε ο νους της ως εκεί, πως αναμεταξύ της και του Αντρέα, μπορούσε να γίνει λόγος για παντρειά. Θα μου πείτε, δεν το συλλογίστηκε ούτε ο Αντρέας. Βέβαια, μα για αιτίες όσο παίρνει αντίθετες, αφού από εγωισμό, καθώς δείξαμε, δεν το στοχάστηκε ο φίλος, ενώ η καημένη δεν το στοχαζότανε από θυσία. Και ίσως ακόμη δεν το λέμε καλά. Για θυσία μπορεί να γίνει λόγος, όταν άξαφνα ένας άθρωπος βλέπει τίποτις που το θέλει, που γνωρίζει κιόλας την αξία του και που το παραιτά, ή για να το χαρεί κάποιος άλλος ή γιατί τον εμποδίζει να φροντίσει για το χρέος του, όπως θα φρόντιζε δίχως αφτό, με την ψυχή του όλη. Λοιπόν, αν το πάρεις από τέτοιο μάτι, δε θυσιαζότανε καθαφτό η Αγνή, αφού ιδέα δεν της περνούσε για θυσία. Το μεγαλύτερο κουράγιο είναι να μην ξέρεις πως έδειξες κουράγιο, να μην ξέρεις κάνε πως έχεις. Η μεγαλύτερη θυσία, το ίδιο, είναι ούτε να το υποψιάζεσαι πως θυσιάστηκες.
Η Αγνή, ότι που άκουσε για παντρειά, συγκινήθηκε, ταράχτηκε, ντράπηκε. Μάλιστα! Την περέχυσε ντροπή. Πώς είναι δυνατό, μια πρόστυχη, χωριανή κοπέλα, φτωχιά και παρακατιανή, να γίνει άξαφνα γυναίκα ενός Αντρέα; Κι ας αφήσουμε το ζήτημα του ράγκου, της κοινωνικής θέσης, σα θέλεις, και του μεγάλου του νου, της έξοχης εξυπνάδας. Δεν ταίριαζε, λέει, ν’ ανεβεί τόσο αψηλά η χωριατοπούλα, ύστερις από τη χωριατιά εκείνη της ψυχής της, τότες που κόντεψε κιόλας να τονέ σκοτώσει. Και γι' ανταμοιβή της τώρα, θα λέγεται κυρία του, θα κάθεται μαζί του, στο σπίτι του, με τ’ όνομά του!
Όχι! Όχι! Κι ωστόσο!..
Το αριστούργημα της καρδιάς της στάθηκε που δεν του φανέρωσε κανένα αίστημα, ούτε ίχνος, απ’ όσα την πολεμούσανε τη στιγμή όπου ο Αντρέας, καθισμένος πλάγι της στον καναπέ, χαδεφτικά, με το βραχιόνι του ολόγυρα στη μέση της χυμένο, της δήλωσε πως πρέπει να παντρεφτούνε.
— «Όπως θέλεις κι αφού το θέλεις!» γύρισε και του είπε. Του το είπε, γιατί πρώτο της χρέος να μη συχύσει τον αγαπημένονε με τη συγκίνηση, την ταραχή και την ντροπή της. Ούτε δεφτερόλεφτο δεν της χρειάστηκε για να πάρει απάνω της και να του αποκριθεί όπως είδαμε. Άμα πρόσταξε ο αφέντης, δουλειά της να υπακούσει.
— «Άγγελε μου εσύ!» της έλεγε κατόπι ο Αντρέας με τα φιλιά, σαν του τα ξήγησε μια μέρα που κουβεντιάζανε λέφτερα για το μελλούμενο το γάμο. Δεν άργησε κιόλας η τελετή. Βέβαια πως οι δυο γέροι, ο θειος κι η θεια, δεν τους εναντιωθήκανε. Αφτοί πάλε, σαν απλοϊκοί, αγαθοί αθρώποι, δεν κρύφτανε τη χαρά τους, δε μετρούσανε τα λόγια τους σαν την Αγνούλα, δε γλιτώνανε μ' ένα σκέτο γενηθήτω το θέλημά σου. Αχ! και τι δεν του ξεφουρνίσανε από τα προγονικά τους τα ιστορικά, πώς παντρεύτηκε ο μπαμπάς, ο παππούς, ο θειος του γέρου, ο μπαμπάς, ο παππούς, ο θειος, η θεια της γριάς, ο μπαμπάς, η μάνα, ο παππούς, η γιαγιά, η θεια, ο θειος της Αγνής. Και το συμπέρασμα πάντα, που σαν της Αγνούλας τους η παντρειά δε στάθηκε ως τα τότες άλλη καμιά στη φαμελιά τους.
Στεφανώθηκαν τέλια του Οχτώβρη. Δυο μάρτυρες, όπως ορίζει ο νόμος, παραστάθηκαν τον Αντρέα, ο Καπέκος κι ο Μαγές, από το ένα μέρος λοιπόν η μουσική, ο Χάρος από τ’ άλλο. Τη νύφη, την παρασταθήκανε ο μπάρμπας κι ένας αξάδερφός της, η νιότη με τα γεράματα.
Ο Αντρέας πήρε σπίτι του τη γυναικίτσα του κι από τότες του φάνηκε πως γινότανε άλλος άθρωπος, πως ξανάνιωνε τόντις, πως έφεβγε πια, πως διασκορπιζότανε η αρρώστια του στον ήσυχο, τον απαλό αέρα της Λωζάνας. Τώρα του ερχότανε σα ν’ απόλαβε το κάθε πράμα της ζωής με κάποια ήμερη γλύκα που δεν τη γνώρισε ως τότες. Η πρώτη πρώτη αρχή της παντρειάς μπορεί να είναι ο φόβος. Όχι ο πόθος, όπως το θαρρούνε, αφού ο πόθος, ας είναι ακόμη και ο πατροπαράδοτος ο πόθος της φυλής ή της αθρώπινης ξαναγέννησης, ανάγκη δεν έχει να κάμει συντρόφισσα της ζωής την ποθημένη. Οποίος συντροφιά γυρέβει, σημαίνει πως θέλει ν’ αποφύγει τη μοναξιά. Φοβάται ο άθρωπος μόνος. Φοβάται, μάλιστα, τη νύχτα. Οι νύχτες του Αντρέα καταντήσανε μέλι, επειδή, αφότου είχε αρρωστήσει, αφότου, να το πούμε πιο σωστά, είχε μάθει από τι αρρώστια θανάσιμη έπασκε, ο Αντρέας, τη νύχτα, φοβότανε, δίχως να ξέρει γιατί, δίχως να το καταλάβει κιόλας. Του ήτανε παράδεισος, του ήτανε ηδονή της ψυχής απίστεφτη, όταν άξαφνα ξυπνούσε, να νιώθει πλάγι του το κορμάκι της Αγνούλας το εαρινό.
Ένα πρωί που σηκώθηκε, είπε δυνατά ένα στίχο κι απόρησε. Κατόπι από τόσους ξένους στίχους που ξεστήθιζε, να που έλεγε στίχο δικό του, στίχο γαλλικό! Και πώς ακολούθησε τέτοιο θάμα; Πολύ απλά, γιατί άρχιζε η καρδιά του να ψάλει έναν ύμνο της Αγνής. Κάθισε στο γραφείο του, το γραφείο της Ειρήνης. Και το βράδυ, τέλειωσε! Το ποίημα έτοιμο. Απόρησε πιο πολύ ακόμη, επειδή με τις αρρώστιες και με τις φροντίδες δεν πρόφταινε να δουλέψει, μάλιστα θάρρεψε πως δε θα μπορέσει να ξαναδουλέψει ποτέ του.
Αράδιασε οχτώ στροφές, με το συμπάθειο. Το θέμα του πως η αγάπη του θα της σταθεί άλλη πατρίδα, σα δέφτερη Ελβετία. Της έλεγε κιόλας πως θα την πάρει μαζί του να φύγουνε μακριά, πως εκεί πέρα η καρδιά του θα της αντικαταστήσει τους χαμένους θησαβρούς.
Για να μην του χαλάσουμε το κέφι, παραθέτουμε δω πεντέξι στροφές, τις σημαντικότερες, εκείνες δηλαδή που δείχνουνε καλύτερα το νόημα του συνόλου·
Oh! ne regrette pas ton heureuse patrie,
Le splendide Léman et ses grands monts autour,
Lausanne et Montbenon à la plaine fleurie :
Je veux te rendre tout cela dans mon amour.
J’ai dans mon âme assez de ciel et de lumière,
Pour t’être une patrie et tout un horizon.
Tu trouveras en moi, dans leur bonté première,
Ces soins et ces baisers qu’on n’a qu’à la maison.
Je t’envelopperai de douceurs maternelles.
Tu sentiras l’appui d’un père auprès de toi ;
Mon amour aura de étreintes fraternelles ;
Une sœur te serait bien moins tendre que moi.
Ton lac avec ses monts divins, chers a tes songes,
Avec ses flots t’offrant leur miroir enchante,
Oh ! Pourvu qu’en mon cœur, lac douloureux, tu plonges,
Et tu retrouveras la même immensité.
Et puis, enfant, se lac, enclos dans la ceinture
De ses monts familiers au sourire eternel,
De mon amour pour toi de donne la structure :
Un port fidele et sur qui s’ouvre sur le ciel.
Et les fleurs de tes prés, roses œillets, narcisses,
Les fleurs de Montbenon, les fleurs des alentours,
Enchantements secrets, jardins du cœur, délices,
Je veux faire une fleur de chacun de tes jours.
Ίσως πιο καλό του κάμανε οι στίχοι του από κάθε άλλο γιατρικό. Πολύ σωστά λέμε ρωμαίικα για έναν άρρωστο πως δεν μπορεί. Αφτό ίσια ίσια είναι αρρώστια, να μην έχεις δύναμη, να είσαι ανήμπορος. Ανημποριά ή αμπορεσιά, μεγάλη διαφορά μεταξύ τους δυο τους όρους δεν υπάρχει. Άμα βλέπεις όμως πως κάτι μπορείς, χαίρεσαι, όπως ο Αντρέας που αφού μπόρεσε και κατάφερε αλάκαιρο ποίημα, ένιωθε τώρα σα να του ερχότανε και δύναμη περσότερη.
Να μην τα μασούμε, του γεμίζανε οι στίχοι του το μάτι. Τους έλεγε, τους ξανάλεγε χίλιες φορές την ίδια μέρα και πιο πολύ από τις άλλες, τη στροφή εκείνη όπου σύγκρινε την αγάπη του με χτισμένο λιμάνι, που γαλλικά είναι και κυριολεξία.
— «Πρέπει, Αγνούλα μου, πρέπει να σε πάω μια φορά στη Γαλλία!»
Στη Γαλλία του! Μήτε τάχα να πεις πως οι γαλλικοί του στίχοι του τη θυμίζανε· δεν την ξεχνούσε ποτέ του. Οι στίχοι του θυμίσανε μονάχα τα νιάτα του τα γαλλικά. Μελετούσε τώρα με το νου του τα πρώτα του τα χρόνια, όταν εκεί μακριά, στα Παρίσια, νέος ακόμη, συνεπάρθηκε από τ’ όνειρο της δόξας σε μια Γαλλία· έπεσε τότες στη σπουδή, έκαμε, δημοσίεψε στίχους, έγραψε άρθρα, μπήκανε κι αφτά, διαβαστήκανε, αρέσανε, πετύχανε. Φτάνει να ξακολουθούσε κι αλήθεβε τ’ όνειρό του. Όχι! Προτίμησε ν’ αφιερώσει ζωή, δύναμη, γραφή στον τόπο τον αχάριστο, που μήτε ήξερε μήτε ρωτούσε να μάθει την ύπαρξή του, όχι να καταλάβει τη δουλειά του. Αχ! αναστέναζε συχνά, τι γλύκα που θα του ήτανε να γεννιότανε Γάλλος! Και δεν το αναστέναζε ο δύστυχος από καμιάν απαγοήτεψη, από κανένα αίστημα πίκρας, φιλότιμου ή θυμού. Διόλου! Το αναστέναζε από λατρεία προς τον τόπο που όλα του, όλα του τα χρωστούσε, τον τόπο που του έδωσε τα πάντα, τη μάθηση, τα γράμματα, το φως, ακόμη και την πένα του τη ρωμαίικη, τον τόπο που τον ανακάλυψε στον εαφτό του, τον τόπο που τον έκαμε άθρωπο. Αχ! μήπως δεν είναι τόπος του τέτοιος τόπος; Εκεί αγάπησε, αχ! και βρεχόντανε τα ματόκλαδά του, όσο το συλλογιότανε ο Αντρέας· εκεί πόφερε ο δύστυχος, εκεί πόνεσε, αχ! εκεί ποθούσε να πάει τώρα, εκεί να πεθάνει, εκεί να θαφεί!
Κοίταζε την Αγνούλα του, ενώ αναβρύζανε στο στήθος του ορμητικά οι μακρινοί του, οι θλιβεροί του λογισμοί. Εκεί όπου γνώρισε τον άγγελο που ονομαζότανε Φλώρα, έπρεπε να φέρει και τον άγγελο του τον καινούργιο που ονομάζεται Αγνή. Το ήξερε δα η κοπέλα πως δεν ήρθε ο καλός της στη Λωζάνα, για να μείνει παντοτινά. Κι ο Αντρέας ο ίδιος, που είχε κατεβεί στην Ελβετία για δυο τρία χρόνια, δεν το πίστεβε πως θα περάσει χρόνος δίχως να ρίξει μια μάτια στο Παρισάκι του. Τόντις είχανε περάσει μόλις δέκα μήνες. Μα ζύγωνε ο χειμώνας κι η Αγνή συβούλεψε, αφού είχε γίνει λόγος για ταξίδι, να βγούνε πιο φρόνιμα την άνοιξη. Μήπως κι ο γιατρός του ο παρισιάνος δεν τον είχε στείλει στη Λωζάνα, ίσια ίσια για το κλίμα; Λοιπόν, ας καθίσουνε κάλλια κουκουλωμένοι τους στην ήσυχη τη φωλιά τους.
Βέβαια, ήτανε στον κόσμο, πέρα πέρα στο Μεσημέρι, πέρα πέρα στην Ανατολή, άλλη μια φωλιά, πιο ζεστή, πιο ηλιολουσμένη, χίλιες φορές ομορφότερη από την ακρολιμνιάτικη φωλιά τους του Σοβαμπελή. Πόθο είχε η Αγνούλα να τη διει κι από κοντύτερα τη φωλιά την αθάνατη, που την έχουνε απάνω στον Όλυμπο χτισμένη θεοί.
— «Πρέπει, πρέπει μια μέρα να με πας στην Ελλάδα, στην πατρίδα σου να με πας!» αναστέναζε κάποτες η Αγνή, άμα μιλούσανε για ταξίδια.
Όχι! Όχι! Δε βαστούσε η καρδιά του. Αχ! εννοείται, να μπορούσε στα μάτια του να ξαναχαρεί την Πόλη, τα Θεραπειά, την Πρίγκιπο, την Κηφισιά, τη Μαδουρή, την Αθήνα, θαρρούσε κι ο ίδιος πως τα μυαλά του θα του σαλέβανε.
Ύστερις όμως από τη στιγμή την πρώτη όπου θα ‘παιρνε την ανάσα του, σαν ξαναγεννημένος, στα κύματα μέσα του πατρικού του αέρα, στις άβρες του προγονικού μας τ’ ουρανού, η λύπη θα του θέριζε τα σπλάχνα, επειδή θα το ‘βλεπε με κάθε βήμα πως πάτησε στον τόπο τον ορφανό. Ζούσε ακόμη ο κακομοίρης στα χρόνια τα δεινά, όπου ο Ρωμιός δεν είχε απολάψει το δυναμωτικό της νίκης το κρασί. Ο τόπος στ’ αληθινά ορφανός κι ορφανεμένος, αφού ξέπεσε από τα παλιά του τα μεγαλεία, δεν πρόφτασε να κάμει καινούργια δικά του, μα και κείνα που έκαμε, δε γύριζε να τα διει, πες λοιπόν πως δεν τα είχε. Ορφανός πιο πολύ από κάθε άλλονε ο Ρωμιός. Το χώμα όπου γεννιέται, ακόμη και σήμερα, σε τόσα και τόσα μέρη, δεν του ανήκει. Την πατρίδα του έχασε, όπως έχασε τον ουρανό του. Είναι τόντις ορφανός από μάνα κι από κύρη. Ένα κομμάτι γης κατόρθωσε με το αίμα του να ποτίσει και ν’ αρπάξει από τα χέρια τα ξένα. Στο κομμάτι, στο κομματάκι αφτό κυλιέται, σέρνεται και δέρνεται, ανήσυχος, αναποφάσιστος, κουρασμένος, ανήμπορος, ίσως χωρίς να καταλάβει το γιατί, επειδή τη νιώθει, μα δεν την ψυχολόγησε ως τώρα τη μακρινή του, την τρομερή του την ορφάνια.
Ορφάνια και δυστυχία πάνε πάντα χέρι με χέρι στο Ρωμιό. Η τύχη να το δώσει να μεγαλώσουνε τα σύνορα του, μαζί να μεγαλώσει κι η ψυχή του. Μα μήπως και του ίδιου τότες η ζωή δε στάθηκε ζωή ορφανού, ορφανού όπως κάθε του πατριώτη; Αν είχε τόπο δικό του, στον τόπο του θα ‘γραφε· η κλίση του προς τα γράμματα δε θα γύρεβε άλλους τόπους, για να μπει στο δρόμο της τον ίσιο. Και πόσο είναι, σωστό αφτό που λέμε, αφού ακόμη και γράφοντας ρωμαίικα για Ρωμιούς, ακόμη και μη δημοσιέβοντας τα γραφτά του, αναγκαζότανε να δουλέβει όξω από την Ελλάδα, ειδεμή θα του καταντούσε αδύνατο να δουλέβει για την τέχνη όπως δούλεβε στα Παρίσια ή και σε μια Λωζάνα. Ο Αντρέας παρατηρούσε κείνο που το παρατηρούμε καθεμερνά, δηλαδή πως ο Ρωμιός, για να προκόψει, απαραίτητο είναι ν’ αφήσει το ρωμαίικο.
Γιατί; Γιατί ο καημένος είναι ορφανός. Ο νους του, άμα θέλει να ξανοίξει, μοιάζει με το λουλούδι που φυτρώνει σε αχάριστο ένα κλίμα και που, αν μπορούσε, θα πήγαινε ν’ ανασάνει κάτω από πιο ελεήμονους ουρανούς. Κάποτες ο κακομοιριασμένος λες και γύρω του ζητά να βρει το χέρι, το χάδι, το φιλί, την αγάπη μιας μάνας. Πιο μάνα κι από τη μάνα του την ίδια, του καταντά εκείνη που τουλάχιστο του δίνει την κούνια, όπου το νιώθει πια πως θα μπορέσει να μεγαλώσει λέφτερα η ψυχή του.
— «Αγνή μου, αφού προς το παρό, δεν πάμε στη Γαλλία, εγώ λέω να μην πάμε μήτε στην Ελλάδα, της είπε χαμογελώντας ο Αντρέας, ενώ μιλούσανε για ταξίδια. Η πατρίδα μου εμένα με πειράζει στην υγεία μου. Κάλλια να πάμε στη δική σου, στην Ελβετία, μάλιστα ν’ αρχίσουμε από τη Λωζάνα, που είμαστε δα και φερμένοι .
Τόντις έτσι κάμανε. Ως τα τότες εννοείται πως μαζί δεν μπορούσανε να βγούνε πουθενά. Τώρα που μπορούσανε, τους έπιανε λαχτάρα. Η εφτυχία κάποτες τ’ αρέσει να τραβιέται κρυμμένη στη γωνιά της, κάποτες πάλε το Εναντίο, της αρέσει να φαίνεται, όταν άξαφνα, όπως ο Αντρέας, γυρέβει κάπως ν’ αποδείξει κανένας στον εαφτό του και στους άλλους, πως δυστυχισμένος, πως άρρωστος δεν είναι, ή όταν όπως η Αγνούλα μας, ένα γυναικουδάκι κολακέβεται ξαστερώνοντας μιαν αγάπη της ιερή, που καιρό αναγκάστηκε να την αποσκεπάσει στης νύχτας τα σκοτάδια.
Σαν τα παιδιά που καμαρώνουνε τα παιχνίδια τους, που τα κουβαλούνε να τα καμαρώσουνε κι οι μεγάλοι, ο Αντρέας κι η Αγνή προτιμούσανε τα μέρη όπου μαζώνεται ο περσότερος κόσμος, για να τους διούνε. Να που ο άθρωπος, μια φορά στη ζωή του, έκαμε το χρέος του, να που φέρθηκε τίμια, να που παντρέφτηκε όπως παντρέβουνται οι καλοί πολίτες. Γιατί να μην προβάλει στο δημόσιο με τη γυναικίτσα του, να φαντάξει λιγάκι και μπροστά στους άλλους; Αφτό θα ήθελε ο φίλος, αφού κάθε τρίτη, πέμτη και κάθε κεριακή βράδυ, έτρεχε στο θέατρο με την Αγνή του. Νοίκιαζε απάνω στο μπαλκόνι δυο θρονιά της πρώτης σειράς, πάντοτες της ίδιας, τους αριθμούς είκοσι οχτώ και τριάντα, που βρισκόντανε ίσια στη μέση. Από τις δυο τις θεσούλες, που μάθανε και του τις φυλάγανε, βλέπανε περίφημα τη σκηνή, τους έβλεπε κι όλο το θεατήριο.
Ποτές ο Αντρέας, ό,τι κι αν καταπιανότανε, δεν ξεχνούσε την Ελλάδα του· κάθε πράμα, προ πάντω στη φιλολογία και στην τέχνη, το σύγκρινε με το αντίστοιχο που είχανε κει κάτω, και σα δεν είχανε, πολεμούσε ο νους του να στοχαστεί τρόπο να το δώσει στους δικούς του. Το θέατρο της Λωζάνας έπαιζε κωμωδία ή τραγωδία ή οράματα το χειμώνα, όπερα την άνοιξη, από τον Απρίλη και κάτω. Είτε όπερα ήτανε είτε κωμωδία, όταν του άρεζε, πάντα ο καημένος αναστέναζε κι έλεγε·
— «Αχ! να τι θα μας χρειαζότανε και μας!» Κάποτες ξηγούσε της Αγνής για ποιο λόγο πεθυμούσε να διει στην Ελλάδα το τάδε ή το τάδε το έργο·
— «Κάλλια θα το καταλάβεις η αθώα εσύ και η αγράμματη, από τους γραμματισμένους τους δικούς μας, που ζωή δε νιώθουνε τι σημαίνει, που δεν το υποψιάζουνται πως μια πρόστυχη φρασούλα ενός βωδεβιλλιού, ή τα κοινά λόγια ενός λάιτμοτίβου, ζγιάζουνε στην αιωνιότητα περσότερο από τ’ αδιάβαστα καντάρια που η πένα τους κατεβάζει!»
Χαιρότανε τώρα κατάκαρδα η Αγνή που άκουγε με τ’ αφτιά της τόσους σκοπούς που της τραγουδούσε, τόσους στίχους που της ξεστήθιζε ο Αντρέας. Καθισμένη κοντά του, ακουμπούσε το χεράκι της όσο μπορούσε πιο σιμά στον παινεμένο της, λες κι ήθελε μέσα του να μπει και να κουκουλωθεί. Αλήθεια, σα να μην είχε ύπαρξη δική της η καημενούλα, σα να ζούσε όλη της στα σωθικά του εκεινού, καλέ, τι λέω; σα να μην άκουγε με τ’ αφτιά της ούτε όπερα ούτε κωμωδία, σα να περνούσανε από τ’ αφτιά του για να φτάσουνε ως την ψυχή της. Ως την ψυχή της; Όχι, αφού της φαινότανε πως ψυχή δεν είχε, πως η ψυχή της έγινε ψυχή του κι από κει μέσα παρακολουθούσε τα κινήματα του οξώκοσμου.
Τι δεν του χρωστούσε: Τώρα που τον έβλεπε μέρα νύχτα, που μέρα νύχτα τονέ συντύχαινε, απορούσε με το τι δεν έβρισκε να της πει, να της μάθει κάθε μέρα. Ως και της πατρίδας της τα ιστορικά πήγε να ξερεβνήσει, έλεγε η Αγνούλα με θαμασμό, και τα κάτεχε από τους Λωζανέζους καλύτερα. Τόντις ο Αντρέας, που είχε ο νους του την επιστημονική, μαζί με την ψυχολογική την περιέργεια, νοστιμέφτηκε να διαβάσει κάτι συγράμματα ειδικά για τη Λωζάνα, μάλιστα και μια μονογραφία όπου ένας αγαθός παπάς δηγότανε με το νι και με το σίμα, ό,τι αφορούσε την πρώτη εκκλησιά της χώρας, τη μητροπολιτική, καταλογίζοντας έναν ένανε τους θησαβρούς της, αραδιάζοντας πόσες λάμπες, πόσες λαμπίτσες, πόσες καντήλες, πόσα δαχτυλίδια χρυσά ή ασημένια, πόσες εικόνες λογαριάζανε τα κατάστιχά της στα χίλια πεντακόσια τριάντα πέντε.
Πήγαινε ο Αντρέας με την Αγνή και της έδειχνε τα τζάμια τα χρωματιστά με τις χίλιες ζουγραφιές τους, τα πολύτιμα ξύλινα ξεσκαλισμένα στασίδια, το νάρθηκα και τον άμπωνα τον αρχαίο.
Πιο πολύ όμως του άρεζε να ξεφυλλίζουνε μαζί κάτι σπάνιες χαλκογραφίες του καιρού του περασμένου, που παρασταίνανε την παλιά τη Λωζάνα, έπειτα να την πάρει περίπατο, να διούνε τις αλλαγές που γενήκανε σε κάθε μέρος της πολιτείας, αρχίζοντας από την περίφημη την πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου, που ο Αντρέας γνώριζε την όψη της σε διάφορες εποχές, στα 1850, στα 1810, στα 1660, όταν ξαπλωνότανε άδεια, έρημη, κακόστρωτη και απλή. Την οδηγούσε παντού όπου νόμιζε πως θα τη διασκεδάσει, άξαφνα μπροστά σ' ένα ντουβάρι μισογκρεμισμένο που ανάμεσα στις πέτρες του, έβγαινε άλλοτες μια κουκουναριά και πρασίνιζε μόνο το χειμώνα, επειδή το καλοκαίρι έλλειπε υγρασία κι έμνησκε το ντουβάρι ξερό.
— «Μοιάζουμε, βλέπεις, αφού, Αγνούλα μου, και γω στο χειμώνα μου πρασινίζω.»
Κι έτσι παίζανε οι κουβέντες με ό,τι θωρούσανε ή με ό,τι ο Αντρέας της ξηγούσε πως ύπαρξε μια μέρα ίσια ίσια εκεί που περνούσανε, παλιά μοναστήρια, παλιές λοκάντες, παλιοί μπαξέδες, νεκροθαφεία, πρωθυπουργεία, καμάρες, πύργοι, δρόμοι με σκαλοπάτια, κάστρα, μαγαζιά, στρατώνες, μακελειά, καφενέδες που ξέρουμε την επιγραφή τους, άξαφνα ένα Café Rabattoni κάτι Vin d’Asti, που έγραφε ακόμη ο τοίχος με γράμματα μεγάλα.
— «Εδώ, της έλεγε ο Αντρέας, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μπαρμπέρης· εδώ βρισκότανε ο μπαξές του τάδε γνωστού Λωζανέζου· εδώ καθότανε η τάδε πλούσια· να σου και το σπίτι του δείνα. Κοίταξε το Μεγάλο το Γεφύρι πως το ξαναχτίσανε.»
Ή κι από του σπιτιού του δικού του τη στέγη, από την ταράτσα όπου ανέβηκε απελπισμένος ένα βράδυ, ν’ αρπάξει μια ματιά της, προτού νυχτώσει, τώρα της έδειχνε τ' Ομορφόγιαλο και τη Λίμνη·
— «Εσύ που θέλεις να πας στην πατρίδα μου, μπορείς με λίγη φαντασία να την καταλάβεις κι από κει που στέκεσαι. Να σου μια εικονούλα του Ομορφόγιαλου με ξύλινο γεφύρι και μ’ ένα μακρύ πέτρινο ριχτίμι. Του δέκατου όγδοου αιώνα. Τα Θεραπειά μας απαράλλαχτα. Κι αν έχεις όρεξη για το Μπογάζι, άλλο τίποτα. Στα περασμένα τα χρόνια, η Ελβετία είχε στόλο. Μάλιστα! Κι ο στόλος μαζωμένος στη Λίμνη· ώστε δεν τρέχανε μονάχα βαρκούλες και καραβάκια στο νερό απάνω, παρά κάτεργα και φρεγάδες με κατάρτια, σκοινιά, πανιά, με νάφτες κίνηση, ματάκια μου, όση και στο Μπογάζι μας ή στον Κετχανέ!»
— «Πού τα βρίσκεις και τα λες;» ρωτούσε η Αγνούλα.
Χαμογελούσε ο Αντρέας με την παιδιάτικη την απορία, με την άγια την αφέλεια, και ξακολουθούσε να κάνει τον τζιτσερώνε, ακόμη και στο λατρεμένο του περίπατο του Σοβαμπελή, με το γλυκό τ’ όνομά του, όπου της ξηγούσε πού μεριά ήτανε πρώτα ο μικρός ο καταρράχτης, το κιόσκι και η Βρύση της Αγάπης. Αχ! το θείο του το Σοβαμπελή! Εκεί την πήγε, ύστερις από την παντρειά τους, άμα πρωτοβγήκανε μαζί. Εκεί σεργιανίζανε κάθε μέρα, τέλια του Οχτώβρη, έμπα του Σποριά. Εκεί αντιληφτήκανε το θάμα του χινόπωρου. Γύρω γύρω στη Λιμνούλα, που την αποκυκλώνανε σα στεφάνι, τα δέντρα ξεφαντώνανε, χρώμα δεν είναι που να μην έβαφε τις φυλλωσιές τους, πράσινο, μουντοπράσινο, κόκκινο, αιματοκόκκινο, πορφυρί, γκρίζο, γαλάζιο, μαβί, ουρανί, άσπρο, ασημένιο, σεντεφένιο, χρυσό, κίτρινο, πορτοκαλί, μάβρο, μελανό, καστανί, νερόθολο ή θαλασσί. Σωστό πανηγύρι από τα χρώματα όλα, όπου δεν έλειπε χρωματιά μήτε αποχρωματιά. Μπράβο στο χινόπωρο! Τι μονότονη που είναι μπροστά του η αλύπητη πρασινάδα του καλοκαιριού! Ο χινόπωρος, ναι! Να σου θόρυβος μια φορά, να σου ζωντάνια. Ως και στα φύλλα που κατρακυλούνε, το νιώθεις πόσο θα τα δουλέβει από μέσα τα ρουμάνια, μια ενέργεια κρυφή που τα μεταμορφίζει και τους ξανανιώνει τη ζωή τους.
Καθόντανε οι δυο τους στην ακρολιμνιά ή κάποτες και σε μια βαρκούλα, που έμνησκε ακίνητη στον όχτο. Τους μάγεβε αλήθεια εκειό το μέρος. Με το στενό του το δεντρόκυκλο που το περιμάζωνε, με τον απέραντο ουρανό από πάνω του, έμοιαζε τόντις μεγάλο σαν τη Δημιουργία, μικρούτσικο σαν τη φωλιά της αγάπης τους, είχε συνάμα κάτι εσώψυχο και οικουμενικό, το άγιο τους το μέρος.
— «Αχ! αναστέναζε συχνά μέσα της η Αγνή. Τι καλά, τι καλά έτσι! Φτάνει, Θε μου, η αρρώστια εκείνη να μας ξεχάσει! Φτάνει να μη μας χαλάσει την εφτυχία! Τον Αντρέα μου να μη μου πάρει!»
Και δακρύζανε τα ματάκια της τα ωραία. Βέβαια πως ήτανε σπαραχτικό, να τους βλέπει κανείς τόσο ξέγνοιαστους, τόσο ερωτεμένους, τόσο αγαθούς, και να συλλογιέται πως άξαφνα μπορεί να ‘ρθει ο Χάρος ν' αρπάξει τον αγαπημένο από της αγαπημένης την αγκαλιά.
Μα καταντούσε τώρα η Αγνούλα να πιστέβει, πως ο κίντυνος πάει πια, πως γλίτωσε ο λατρεμένος της, πως με τη θέλησή της, με την καρδιά της νίκησε το κακό. Απορούσε με τον Αντρέα. Η τρίτη εκείνη θανάσιμη επίθεση, που έτρεμε μόνο που την έβαζε με το νου της, που της φαρμάκωνε τα φιλιά τους, σα να μην έμελε ποτέ της να ξαναφανεί. Ο Αντρέας έμοιαζε είκοσι χρονώ παλληκάρι. Δραστήριος, πάντα πρόθυμος, πάντα στο ποδάρι, πάντα μ’ ένα λόγο στα χείλια γλυκό. Γεμάτος ελπίδες λογιώ λογιώνε. Αμέ; Άγγιξε νιότη και ξανανιώνεις.
Μια μέρα, το Γενάρη, που κατεβαίνανε από το σπίτι τους του Σινιάλε και περνούσανε από το Μομπενό, μια κεριακή που ζέσταινε ο ήλιος τη Λωζάνα, έτυχε να διούνε, στημένο στην πλατέα, το θεατράκι όπου παίζει ο καραγκιόζης ή ο γκινιόλος, καθώς λένε στη Φραγκιά. Μαζωμένα τα παιδάκια, με το κεφαλάκι τους τσιτωμένο και με τα γέλια.
Τα κοίταξε ο Αντρέας κι έσκυψε προς την Αγνή·
— «Αχ! να είχαμε και μεις ένα, πως θα τ’ αγαπούσαμε!» Πώς θα διασκεδάζαμε, πώς θα γελούσαμε μαζί του στον γκινιόλο!»
Έτρεμε στο λόγο του η Αγνούλα, επειδή ο ίδιος πόθος της πλημμύριζε την ψυχή, και δεν τολμούσε να το φανερώσει. Μα ο Αντρέας ξακολούθησε και σα φτάσανε περπατώντας στην πλατέα του Άγιου Φραντζέσκου·
— «Ένα παιδί, της είπε, θα σήμαινε το τέλος τ’ ολότελο της περασμένης μακρινής μου δυστυχίας. Πάντα μου τ’ αποθύμησα, ένα παιδί. Προτού σε γνωρίσω εσένα, εδώ στην πλατέα ερχόμουνε και περπατούσα με τον καημό μου. Θυμούμαι μάλιστα ένα σκοπό που μου κόλλησε τότες κι ακατάπαφτα τον τραγουδούσα· Ora son io, io che t’imploro. Μου φαίνεται τώρα πως έχουνε τα λόγια ένα νόημα, πως τα λέμε κι οι δυο μας του παιδιού μας, παρακαλώντας το να ‘ρθει.»
Του έσφιξε η Αγνή το χέρι με συγκίνηση. Χαρούμενοι ο ένας κι ο άλλος μόνο που βάλανε τέτοια ελπίδα με το νου τους, κατεβήκανε πεζοί προς τ’ Ομορφόγιαλο. Είχε αποφασίσει ο Αντρέας να ωφεληθεί κάθε φορά που θα χαρούνε καλοκαιριά το χειμώνα, για να κάμουνε το γύρο της Λίμνης, για να τη μάθουνε πια κατάβαθα, καλύτερις ακόμη κι από τους συνηθισμένους οδηγούς, από τον Baedecker άξαφνα, που αγνοούσε το Givrins, την πατρίδα της Αγνής, πράμα, καθώς έλεγε ο Αντρέας, ασυχώρητο. Εννοείται πως ο ίδιος είχε σωρό σωρό λεφτομέρειες να της δηγηθεί για το γύρο της Λίμνης, όπως γινότανε αφτός, εδώ κι εκατό χρόνια. Ίσια ίσια τη μέρα εκείνη, πρόφτασε να της τ’ αραδιάσει πια με όλο το κέφι, επειδή ο καιρός καταιγίδιασε και για τούτο ήτανε τόση ζέστη. Με τη βροχή, με τον άνεμο, με την μπόρα, με τ’ αστροπελέκια και τις βροντές, η όψη της Λίμνης καταντούσε τραγική. Από πάνω της μαζωμένα, πίσα, μοιάζανε τα σύννεφα να την πλακώνουνε σαν το καπάκι, και κείνη πάλε, πιασμένη ανάμεσα στ’ αψηλά βουνά της, έμοιαζε σα χουνί γιγαντένιο, που απορρουφούσε τον ουρανό αλάκαιρο, να τον κάμει αλάκαιρο φουρτούνα.
Μα τι όψη της Λίμνης δε χαρήκανε με τα καθεμερνά τους σκεδόν ταξίδια; Κατεβαίνανε συχνά ίσια με τη Γενέβη, όπου φτάνανε κάποτες στο σουρούπωμα, βλέπανε παντούθε αναμμένα τα φώσια, στο γεφύρι, στα μεγάλα τα ριχτίμια, ενώ, από μακριάθε, φαινόντανε ακόμη τα βουνά με τις σωστές γραμμές τους, με τις πλαγιές τους αποτυλιγμένες σ' ένα σκοτάδι μαβί, ενώ το λιμάνι από κάτω αντανακλούσε τ’ αρίφνητο ασκέρι των αστεριώνε. Άλλες φορές, το κύμα γινότανε στο ηλιοβασίλεμα μουντό τριανταφυλλί άλλες φορές, η Λίμνη ακίνητη, ατσαλάκωτη, ατλαζένια, σε όλη πέρα την ξαπλωσιά της, δεν έδειχνε λεκεδάκι, παρά μονάχα το μάβρο τον καπνό του βαποριού που έτρεχε σαν την άπιαστη ουρά κανενός θεριού, στην απανωσιά της.
Άλλες φορές, τις περσότερες μάλιστα, το ουράνιο το γαλάζι της Λίμνης, τόσο απαλά, με τόση γλύκα σου χάδεβε τα μάτια, που έλιωνε μέσα σου η ψυχή. Τέτοια τέρψη θ’ απολάψανε για βέβαιο τη χρονιά εκείνη, αφού όταν ήρθε η άνοιξη, μήτε λόγος αναμεταξύ τους για ταξίδια, Παρίσια, Ελλάδα ή Θεραπειά. Ζύγωνε το καλοκαίρι. Τίποτα. Δεν το κουνούσανε, μήτε είχανε όρεξη. Αλήθεια που ατσαλάκωτη σαν τη Λίμνη την ακίνητη, περνούσε και η ζωή τους. Ίσως από κει, για τούτο ίσως να τους ήβρε και το κακό. Αχ! η μοίρα το θέλει του αθρώπου, να μην έχει δύναμη ν’ αντέξει ούτε στην εφτυχία.
Είχανε συνηθίσει να κατεβαίνουνε στη Λίμνη, να κοιτάζουνε κάποτες από τον όχτο τις βαρκούλες με τα σταβρωτά τους τα πανάκια, σαν τα φτερά του χελιδονιού, όπως τα βλέπεις εκεί πέρα. Κάποτες παίρνανε μια βάρκα και του λόγου τους, ή ανεβαίνανε στη βάρκα που τους δάνειζε ο άριστος ο Καπέκος. Ήτανε φαρδιά, εβρύχωρη βάρκα, με δυο καλά καθίσματα από κάθε μέρος του τιμονιού. Μια μέρα που τους πήγε ως τη μέση της Λίμνης ο βαρκάρης κι έπειτα άφησε τα κουπιά, ασάλεφτα, άξαφνα ο Αντρέας έκλινε το κεφάλι προς την Αγνή και της είπε·
— Ποτέ μου δεν το ονειρέφτηκα πως μπορεί κανείς να χαρεί ύπαρξη τέτοια. Αχ! εσύ! Η εφτυχία μου με πνίγει!»
Κι έβαλε στο στήθος του το χέρι του το δεξί, σα να γύρεβε να πιάσει την καρδιά του. Πρώτα δεν κατάλαβε η Αγνή· ο ίδιος μια στιγμούλα πρωτύτερα δεν το πρόσμενε. Ίσως να ταράχτηκε ανήξερά του από κανένα κούφιο προαίστημα. Τόσο μόνο. Κι αμέσως άρχισε το αγκομαχητό. Και δε βάσταξε πολλή ώρα. Δεν προφτάσανε ούτε να γυρίσουνε πίσω. Ξαπλώθηκε ο Αντρέας στη βάρκα του, κρύος.
Έτσι πέθανε ο άμοιρος. Γλυκός ο θάνατός του το κάτω κάτω, στην αγκαλιά της αγάπης, μέσα στη μέση της εφτυχίας, στην κούνια της Λίμνης της πανόμορφης, με τα χαμόγελα τ’ ουρανού.
Πέθανε μάλιστα με την ελπίδα. Τόσα έργα που ως τότες τα είχε φυλάξει στα σερτάρια του αδημοσίεφτα, ήθελε να δημοσιεφτούνε ύστερις από το θάνατό του, όρισε και ποσό για τα έξοδα. Λογάριαζε βέβαια πως θα φέξει πια η μέρα η μεγάλη, που η πατρίδα θα ρίξει μια ματιά στον πόνο και στα πονήματα μιας ζωής αλάκαιρης. Είχε ακούσει δηλαδή και πίστεβε ο Αντρέας εκείνο που λένε στο ρωμαίικο, πως πρέπει πρώτα να πεθάνει κανένας, για, να τον εχτιμήσουνε κατόπι. Ψέματα και τούτο καθώς όλα τ’ άλλα. Στην Ελλάδα σήμερα δε βλέπουμε ούτε να θυμούνται τους πεθαμένους. Μήτε είναι ν’ απορήσεις. Ένα έθνος, για να είναι ικανό να τιμήσει τους πεθαμένους, απαραίτητο να τους κατάλαβε, όταν ήτανε ζωντανοί.
Απαρητήρητα περάσανε στην Ελλάδα τ’ αριστουργήματα του Αντρέα, ως κι ο θάνατός του.
Καλά που δεν το είδε κι αφτό, ενώ ζούσε. Καλά που δεν είδε ο δύστυχος και την απελπισιά της Αγνής του. Της άφηνε την κατάστασή του. Μα πού να συλλογιστεί κατάσταση και σπίτια η κακομοίρα; Φαντάζεται κανείς τι πόφερε το παιδί, ώσπου να τονέ φέρουνε από τη βάρκα στο σπίτι του απάνω, νεκρό! Σπάνιο κουράγιο έδειξε ώσπου να κάμουνε την κηδεία. Έπειτα σωριάστηκε αδύναμη, ανήμπορη, κατά γης. Να ζήσει χωρίς τον Αντρέα της, μήτε το ‘βαζε ο νους της. Μάβρισε στα μάτια της η δημιουργία. Σερνότανε η δύστυχη δώθε κείθε και πήγαινε πάντα σε ό,τι μέρος είχε πάει με το θεό της. Προτιμούσε απ' όλα τ’ άλλα το Σοβαμπελή, με το γλυκό τ’ όνομά του, που ο Αντρέας της τ’ αγαπούσε. Καθότανε στον όχτο της Λιμνούλας κι έκλαιγε. Μα το περσότερο της άρεζε, για ν’ απομονωθεί, να νοικιάζει μια βάρκα και δίχως το βαρκάρη να μνήσκει ακίνητη μέσα, σε καμιά έρημη γωνιά της Λιμνούλας.
Μια μέρα, στα έμπα του Σποριά, ένα χρόνο σωστό ύστερις από την παντρειά τους, δυο μήνες περίπου ύστερις από το θάνατο του Αντρέα, η Αγνούλα κοίταζε τις ποικιλόχρωμες γύρω γύρω τις φυλλωσιές που τις είχε πέρσι θαμάσει με τον καλό της. Αλάλητος πόνος της θέριζε την καρδιά. Στη βαρκούλα της γερμένη, ολομόναχη, δίχως να προσέξει, δίχως να το κάμει πίτηδες, με τα κινήματα του κορμιού της έβαζε λιγάκι σε κίνηση και το ξύλο, που γλυκοσάλεβε δεξιά κι αριστερά. Παρατήρησε άξαφνα το σάλεμα η Αγνή. Της άστραψε μια ιδέα στο νου. Αχ! μήπως δεν πέθανε κι ο Αντρέας σε μια βάρκα; Έτσι το λοιπό να πεθάνει κι αφτή. Φτάνει, λέει, να σαλέψει πιότερο η βαρκούλα, και τότες γέρνει λιγάκι, πέφτει στον πάτο του νερού η Αγνή και πάει!
Εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που ετοιμαζότανε ν’ αναποδογυρίσει τη βαρκούλα, ένιωσε μέσα της κάτι να τρέμει. Και στάθηκε, περίφοβη. Κατάλαβε. Το παιδί, αχ! το παιδί τους. Και της τραγούδησε στη μνήμη ο σκοπός που της είχε τραγουδήσει ο Αντρέας, σα μιλούσανε για το παιδί. Και της φάνηκε πως το παιδί τους, πως ο Αντρέας ο ίδιος την παρακαλιούσανε τώρα πια να μη σκοτωθεί· Ora son io, io che t’imploro!
Ξανάλεγε η Αγνούλα τα λόγια του τραγουδιού με τα δάκρυα. Κι αποφάσισε να ζήσει ορφανή για τ’ ορφανό, ενώ η θλίψη στην καρδιά της έσμιγε τώρα με κάποια τρεμόφωτη χαρά.
Τρίτη, 7 του Μάρτη — δεφτέρα, 6 του Σποριά, 1911.
Λάθια τυπογραφικά να διορθώσουμε, το θαρρούμε περιττό. Πολλά δε θα ‘χει, και κείνα που έχει, τα διορθώνει ο αναγνώστης μοναχός του.
Μια παρατηρησούλα ωστόσο χρειάζεται για κάτι που μπορεί από πρώτη όψη να φανεί παράξενο. Δε συνηθίζουμε να γράψουμε τα κοινά ονόματα, εκείνα που λέγουνται ουσιαστικά, με γράμματα κεφαλαία.
Μολοντούτο, παντού όπου βρίσκεται, με κεφαλαίο γράφαμε τ’ όνομα Ειρήνη, σα λέμε άξαφνα το γραφείο της Ειρήνης, το λιμάνι της Ειρήνης κτλ., θέλοντας να μιλήσουμε για γραφείο ή Λιμάνι, που δεν ανήκουνε μιανής Ειρήνης, παρά που είναι γραφεία ή λιμάνια ειρηνεμένα.
Ίσως να ‘γινε αφτό, με κάποιο σκοπό, για να δείξουμε δηλαδή, πως άρχισε φέτο και στην πολυδαρμένη μας την ψυχή, κατόπι από τόσους και τόσους αγώνες, τόσες φουρτούνες, κάποια ειρήνη να βασιλέβει. Καθώς το δηλώνουμε και στον κατάλογο που θα βρείτε στο ξώφυλλο μέσα, βέβαια δε θα σταματήσουμε τη δουλειά μας. Θα ξακολουθήσουμε να γράφουμε για το έθνος, μπορεί όμως να μην ξακολουθήσουμε να δημοσιέβουμε τόσο ταχτικά. Πρέπει να θυμηθούμε λιγάκι και τη Γαλλία μας. Έχω έναν αλάκαιρο τόμο στίχους να δημοσιέψω εδώ, έχω και τρία τέσσερα μυθιστορήματα, που ή γενήκανε ή το ‘χουνε λαχτάρα να γινούνε. Με την ησυχία μας θα τα μελετήσουμε, θα τα σκαλίσουμε, θα τα χαρούμε. Για τούτο κιόλας, από βνωμοσύνη, βάλαμε το κεφαλαίο, τώρα πια που και μεις θ’ απολάψουμε της συνείδησης, της ζωής μας την Ειρήνη.
Σάββατο, 29 του Μάρτη, 1913.