ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

Πληροφορίες για την Έλλη Αλεξίου εδώ

 

 


 

Φανταστείτε έναν άνθρωπο, μια γυναίκα, την Ανθή, που στις πέντε το πρωί αποφασίζει πια ν’ αυτοκτονήσει. Είναι γι’ αυτήν η μοναδική λύση, και λύση όχι ευκαταφρόνητη. Άλλοτε αυτή η ώρα της ημέρας, το ξημέρωμα, το ξύπνημα των πουλιών, με τα δειλά τους πρώτα τιτιβίσματα, σα να γυρεύουνε να βρούνε τον τόνο, τη γέμιζε ευφροσύνη. Ένιωθε ως μέσα της ένα αφάνταστο πλημμύρισμα χαράς. Τώρα, τα ίδια τα κίνητρα που άλλοτε της έδιναν τη χαρά, έχουνε γίνει πηγή καταθλιπτικής δυσθυμίας. Θα επιθυμούσε πολύ, λόγου χάρη, να μη ’ρθουνε φέτος τα χελιδόνια. Την ενοχλεί αυτή τους η αεικίνητη φροντίδα, να χτίσουνε φωλιά, να ’τοιμάσουνε νοικοκυριό, ν’ αγαπηθούν, να κάμουν μικρά... και δε θα ήθελε οι τριανταφυλλιές και τ’ αγιοκλήματα του κήπου να ξανανθίσουν. Κι όμως ανθίσανε όλες τους τόσο πλούσια, όσο ποτέ, και τα δέντρα φορτώθηκαν καρπούς, αδιάφορα, αναίσθητα, σα να μην έχει μέσα στο σπίτι τίποτε αλλάξει...

«Κάποτε βέβαια θα πεθάνω, λέει η Ανθή, ζητώντας να τονωθεί στην απόφασή της, αμφιβολία πάνω σε τούτο δε χωρεί. Και θα ’ναι ή από πνευμονία, ή από καρκίνο, ή από συμφόρηση, ή ποιος ξέρει από ποιαν άλλη αρρώστια, όλες το ίδιο βασανιστικές με κρεβατώματα και πόνους. Και θα γίνω στους γύρω μου αβάσταχτο βάρος, και θ’ ακούω καθώς θα ’μαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να σιγαλοψιθυρίζουν στο διάδρομο: ναι ο θάνατός της είναι παρακαλετός... ο θεός ας την ξεκουράσει... Τώρα. θα πεθάνω με τη δική μου θέληση· γερή και καλή. Και δε θα δώσω βάρος σε κανέναν και το σπουδαιότερο θ’ αλαφρώσω απ’ τις πίκρες που βαραίνουν απάνω μου και δεν τις αντέχω άλλο. Υπομονή έκανα αρκετές μέρες, γιατί είμαι ένας άνθρωπος πολύ λογικός. Αποφάσεις δεν παίρνω ποτέ εύκολα· εξαντλώ πρώτα κάθε όριο. Σκέφτηκα πως όλα περνούν, και δεν αποκλείεται και οι δικές μου πληγές να επουλωθούνε κι ας τις νόμιζα αθεράπευτες. Και... περίμενα... Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! επειδή δεν της δίνανε τον άνθρωπο που αγαπούσε...., και ποιος τη βεβαίωνε πως ο άνθρωπος αυτός, που τον αγαπούσε τόσο πολύ, δε θα την πίκραινε αργότερα σε σημείο που πάλι να καταλήξει στην αυτοκτονία; αυτά κανένας δε μπορεί να τα προμαντέψει, και πάλι το βερονάλ δεν πουλιέται σε μεγάλες δόσεις· μπορείς όμως να πας ν’ αγοράσεις από πεντέξη φαρμακεία συγχρόνως κι έτσι να μην κινήσεις υποψίες. Ένα γιατρό είχα γνωρίσει μια φορά, που έπλεκε το εγκώμιο κάποιου φάρμακου, αν θυμάμαι καλά το ’λεγε υδροκυάνιο· «ένα», έλεγε «είναι το φάρμακο που θεραπεύει όλες ανεξαιρέτως τις αρρώστιες από τις πιο αθεράπευτες ως τις πιο παραμικρές. Αυτό έπρεπε να συνιστούμε μεις οι γιατροί στους μισούς τουλάχιστον από τους αρρώστους μας. επειδή έχει και το μεγάλο προτέρημα να ’ναι δραστικό, αποτελεσματικό· μόνο να το αγγίξεις στη γλώσσα σου, θεραπεύεσαι για πάντα. Πεθαίνεις αυτοστιγμής από συγκοπή. Αλλά το φάρμακο αυτό πού να το βρεις! Ποιος να σου κάμει αυτή τη μεγάλη εκδούλευση!...».

Έπειτα άπλωσε η Ανθή το χέρι της δίπλα στο κρεβάτι, ψαχούλεψε, βρήκε το ρολόι της και κοίταξε την ώρα: εφτά παρά δέκα! Ίσια ίσια που προφταίνω να ντυθώ, να ετοιμαστώ, και να βρεθώ στη δουλειά μου με την ώρα μου.

Οχτώ μ’ εννιά είχε μάθημα στην Έκτη περί της «χρήσεως του απαρεμφάτου». Ύστερα ένα κενό, και ξανά τρία μαθήματα σειρά σε διάφορες τάξεις. Για φανταστείτε λοιπόν αυτή τη γυναίκα, που στις πέντε αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει και κανονίζει τις λεπτομέρειες, και στις οχτώ αρχίζει και διδάσκει μπροστά στον πίνακα περί απαρεμφάτου... να ’ναι άραγε το φαινόμενο τούτο κωμικό ή τραγικό; και ποια η ανάγκη να πηγαίνουμε στο θέατρο; Πρόκειται το θέατρο να θαυμάσουμε ηθοποιούς δυνατότερους από μας τους ίδιους: Ποια πρωταγωνίστρια από τις γνωστές η τις άγνωστες, θα ‘παιζε τούτο το ρόλο, με τη φυσικότητα που τον έπαιξα εγώ; έτσι συλλογιέται η κ. Ανθή καθώς βγαίνοντας από την τάξη διασχίζει το ατελείωτο κοριντόρ, που οδηγεί στο βάθος, στο Γραφείο των καθηγητών.

Στο Γραφείο μπαίνανε τώρα ένας ένας οι διάφοροι καθηγητές· άλλοι βιάζονταν ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους, άλλοι να γράψουν στο «βιβλίο ύλης», άλλοι να βγούνε στην ταράτσα να περπατήσουν πάνω κάτω στον καθαρόν αέρα. Καθένας κι απάνω του. Η Ανθή νόμιζε πως δεν είχε με κανένα τους κείνη την ψυχική συγγένεια, που σε κάνει ν’ ανοίγεις την καρδιά σου και ν’ ανακουφίζεσαι. Τους αγαπούσε όλους, γιατί ήσανε καλοί και συμβιούσαν μέσα σε θερμήν ατμόσφαιρα συναδέλφωσης· κάνανε αστεία μιλούσαν και γελούσαν, μα στην ψυχή της έμενε πάντα ένας μικρούτσικος χώρος για την ατομική της μόνο κυκλοφορία. Ολότελα με το θεολόγο τους τον κ. Πέπα, η το μαθηματικό τους τον κ. Βαλτή η απόσταση ήτανε μεγάλη. Δέκα φράσεις δεν είχανε ανταλλάξει τα χρόνια που συνυπηρετούσαν. Ποιος έφταιγε; η Ανθή που δεν τους έμοιαζε σε τίποτα; ή αυτοί που δε μοιάζανε σε τίποτα της Ανθής;

Η Ανθή καθισμένη σε μια καρέκλα παρακολουθούσε τους καθηγητές που κυκλοφορούσαν να γύρο, κι έλεγε: «Πότε να τελειώσει το διάλειμμα! Ν’ ακουστεί το κουδούνι που θα τους μαζέψει πάλι όλους και θα τους ξανακλείσει στις τάξεις! Να χαρώ την κενή μου ώρα, να μείνω μόνη, να παραδοθώ ανενόχλητη στα σχέδιά μου...».

Βγήκαν επιτέλους πάλι όλοι από το Γραφείο, η Ανθή έκλεισε καλά την πόρτα, κι άρχισε να κάνει βόλτες πάνω κάτω. Ύστερα άνοιξε το τζάμι για να δει με μεγαλύτερη διαύγεια τη θάλασσα. Απλωνότανε μισή καταπράσινη, πέρα κατά το βάθος, και μισή γαλάζια. «Το σκολειό μας είναι σ’ εξαιρετική θέση χτισμένο. Αγναντεύει μια κατά τη θάλασσα και μια κατά τα περιβόλια κι είναι η κοινωνία του γεωργοί, αγαθοί ανθρώποι... τα παιδιά καλόκαρδα, μα πως το ’λεγε η μητέρα; ήτανε τότες, που είχαν νοικιάσει οι γονείς μου κείνο το ξανοιχτό σπίτι... που υψωνότανε ανάμεσα σε λεμονιές και νεραντζιές που μοσκομύριζαν... μα η μητέρα ήτανε πολύ πικραμένη. Δε μπορούσαν τα μάτια της να δούνε τις ομορφιές του σπιτιού· η θλίψη έπλεκε υφάδι και της εμπόδιζε την όραση. Κι όταν της το παίνευαν και της λέγανε, το σπίτι σας είναι παράδεισος, «τι το θέλεις το χρυσό το τάσι, τους αποκρινότανε, άμα είναι να φτύνεις αίμα μέσα;» Έτσι είναι τα καλοχτισμένα σκολειά, και την όμορφη θέα, και τα καλά παιδιά, ας τα χαίρονταν εκείνοι που ήτανε στο χέρι τους· η Ανθή τα ’βλεπε, κι είχε την εντύπωση πως ετοιμάζεται για ταξίδι και πως αποχαιρετάει. Ύστερα πήγε κατά το πιάνο, το άνοιξε, το ξεσκόνισε και κάθισε. Έκαμε να παίξει μα οι ήχοι του την ενόχλησαν· το ξανάκλεισε. Πήρε δυο καρέκλες και κάθισε, απλώνοντας τα πόδια της στη μια. Ένιωθε φοβερή κούραση. Ακούμπησε και το κεφάλι στην ανοιχτή παλάμη σκεπάζοντας συγχρόνως τα μάτια της. Δεν είχε καλά καλά ταχτοποιηθεί, κι η πόρτα του Γραφείου άνοιξε και μπήκε μέσα ο μαθηματικός τους ο κ. Βαλτής. Δεν είπε ούτε καλημέρα στην Ανθή, τίποτα. Πλησίασε στο τραπέζι, σωριάστηκε σε μια καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη του το μαντήλι του κι άρχισε να κλαίει φωναχτά σα μωρό· έκλαιγε κι έλεγε, έλεγε!... Η Ανθή τα ’χασε. Τρόμαξε. Μα ο κ. Βαλτής τώρα και τέσσερα χρόνια, που συνυπηρετούσαν, δεν είχε ανοίξει το στόμα του να πει πέντε λόγια! Οι πληροφορίες των συναδέλφων για την εν γένει ιδιωτική του ζωή, συμποσούνταν στις πενιχρές απαντήσεις, που έδινε αυτός ο ίδιος κάθε χρόνο συμπληρώνοντας το ατομικό του δελτίο: Έγγαμος: ναι. Τέκνα: τέσσερα... Μα μήτε πού καθότανε ξέρανε οι συνάδελφοι — έφευγε από το σχολείο με τα πόδια κι έκοβε μέσα από τα χωράφια — ούτε τι σκαρί ήτανε η γυναίκα του, και τα «τέσσαρά» του τέκνα δεν τα είχανε δει ποτέ στα μάτια τους. Τις παρέες με το σύλλογο τις απόφευγε. Στην εικοστή πέμπτη Μαρτίου, στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, στα «αποτελέσματα» που ο Γυμνασιάρχης καλούσε το σύλλογο να του προσφέρει μια μπύρα, ένα γλυκό, ο κ. Βαλτής δεν ερχότανε: «ευχαριστώ πολύ, κ. Γυμνασιάρχα, δυστυχώς δε θα μπορέσω». Στις εκδρομές που όλοι οι συνάδελφοι ακολουθούσαν οικογενειακώς, εκείνος προφασιζότανε, πως κάποτε είχε πάθει ρευματισμούς κι αποφεύγει τη σωματική κόπωση. Λιγομίλητος, μαζεμένος, ανεκδήλωτος. Και τώρα!... ό,τι μάζευε τόσα χρόνια ό,τι κράταγε κρυμμένο μέσα του τόσους καιρούς, με ευλάβεια και φανατισμό, τώρα; το σκορπούσε χωρίς να του το ζητάει κανένας. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει... Έλεγε, έλεγε, τόσα πολλά που δεν πρόφταινε κανένας ν’ ακούει: «ήρθανε, ξαναήρθανε ένα σωρό γιατροί, τι κάμανε; τίποτα. Ήρθε ο Μαρούλης, ήρθε ο Κιστήνιος, ήρθε ο Οικονομόπουλος. Τη βασανίζουνε. Την ταλαιπωρούνε χτύπησε, ξαναχτύπησε, ακροάσου, τρύπησε, ξανατρύπησε, την περασμένη βδομάδα, την Τρίτη, λένε χρειάζεται σανατόριο. Τρέχω πάνω κάτω, προεξοφλώ τέσσερις μισθούς, γιατί είχα και χρέη, και την πηγαίνω στα Μελίσσια... τώρα, αφού είδανε πως την έβλαψε το σανατόριο, μου ξαναλένε πίσω! κλινική! τι θα γίνω! που θα μείνουν τέσσερα μωρά! Είμαστε ξένοι· είμαι ξένος!

- Μα τι έχετε, κ. Βαλτή, τι σας συμβαίνει;

- Μένω έρημος... μα το περισσότερο, εκείνη κλαίω, είκοσι οχτώ χρονώ γυναίκα. Και δε γνώρισε κοντά μου μήτε τόση δα! να! τόση δα χαρά! Την πήρα μικρή μικρή από τη μάνα της, άμα μετατέθηκα στη Σάμο κι ήμουν εγώ βαρύς κι αυτή είχε ψυχή αγγέλου...

- Μα νομίζετε πως έχει σημασία ποιος απ’ τους δυο είναι βαρύς...

- Δε χάρηκε κοντά μου στο παραμικρό! κι όλα στενόχωρα. Ένας δασκαλίστικος μισθός πού να φτάξει... άμα είχαμε ρούχο, δεν είχαμε παπούτσια, κι άμα είχαμε παπούτσια, δεν είχαμε καπέλο... Τα ’χει δει κανένας σας τα παιδιά μου; την ξέρει κανένας σας τη γυναίκα μου; ξέρει κανένας σας πού κάθουμαι; και ήτανε αδύνατη η καρδιά της, έλεγε ο γιατρός ξεκούραση, κι αυτή έκανε ως και τη μπουγάδα μονάχη της, όλες τις δουλειές τις έκανε δίχως κανένα βοηθό, έτρεχα άμα σκολνούσα, με τα πόδια, για να γλιτώνω τα έξοδα του τραμ, κι είχα την αγωνία πότε θα φτάσω... κι όλο με το γέλιο... να βγαίνει η ψυχή της κι αυτή να γελά... τι θα γίνω! Τι να κάμω!

- Υπομονή να κάμετε, κ. Βαλτή, υπομονή κάνουμε όλοι μας και περνάμε τούτη την αχάριστη κι άσκοπη ζωή.

- Είμαι ξένος... πενήντα χρονώ με τέσσερα μωρά. Τα τελευταία, τα δίδυμα, είναι τριάμισι χρονώ. Δεν τ’ αφήνουμε να πάνε κοντά της, μα τα μικρά τη θέλουνε, εκείνη δεν έφερε καθόλου την ομιλία τους... σα να μην έχει παιδιά... δε μπορεί και να μιλήσει... χτες όμως ακούστηκε στο διάδρομο της κλινικής ένα παιδάκι που γελούσε και πρόσεξα το βλέμμα της, που στράφηκε μονομιάς κατά την πόρτα, κι είχε μιαν αγωνία! κι ύστερα, βούρκωσε, μα δε μου ’πε τίποτα... Μα ξέρετε τι θα πει άγγελος; ξέρετε τι θα πει άγγελος;

- Οι δυστυχίες είναι για μας... όλος ο κόσμος το ίδιο βασανίζεται... μα είναι που σεις δεν το ξέρετε και θαρρείτε πως είστε μονάχος... είναι ανθρώποι που έχουνε μερόνυχτα στη σειρά να κλείσουν μάτι, που στέκονται στα πόδια τους με τις ασπιρίνες και με τους ·καφέδες...

- Είκοσι οχτώ χρονώ γυναίκα! κι είναι πια σα σκελετός, να δείτε το χέρι της, να! εδώ! καθώς το σηκώνει... μόνο ανάσα που παίρνει, για να με παρηγορά πως ζει ακόμη... Την έχουνε στηλωμένη με τα μαξιλάρια, γιατί γέρνει...

- Μα γιατί κλαίτε διαρκώς και δεν ακούτε και μένα τι σας λέω;

- Ακούω... ακούω... Αχ! τι θα γίνω! Φεύγει από κοντά μου και δε μπόρεσα να της δώσω τόση χαρά! Στα χέρια μου γνώρισε μόνο στέρηση... ούτε τόση χαρά!

- Είναι ανθρώποι, κ. Βαλτή, σκαλιά και σκαλιά πιο δύστυχοι από σας, γιατί ό,τι προέρχεται από τη φύση, όπως είναι ο φυσικός θάνατος, σηκώνει παρηγοριά. Έτσι είναι πλασμένος ο κόσμος να παρηγοριέται γρήγορα στο θάνατο. Χάνουμε τα παιδιά μας, τους προστάτες μας, ό,τι αγαπούμε και σ’ να μήνα μέσα έχουμε ξεχάσει... για διαβάστε στην εφημερίδα τις αυτοκτονίες... κοιτάξετε τα αίτια που τους έφεραν ως εκεί... όσοι δεν είναι νευρασθενικοί, αυτοκτονούνε για λόγους αισθηματικούς: χάσανε τον άνθρωπο που αγαπούσαν. Αν ο άνθρωπός τους όμως πέθαινε, να δείτε, που δε θα τους περνούσε στο μυαλό ν’ αυτοκτονήσουν. Κάθε μέρα ο θάνατος παίρνει τόσα προσφιλή πρόσωπα· γονείς χωρίζουνται από τα μοναχοπαίδια τους οι μανάδες τους, όμως γρήγορα παρηγοριούνται!

- Κι είχε κάμει μια χαρά προχτές... Όχι! την Τετάρτη το βράδυ ήτανε, που μου ζήτησε και λίγο γιαούρτι. Της άρεσε το δωμάτιο, που την έβαλαν. Κοίταζε από το παράθυρο κι έλεγε: Τι ωραία! φαίνεται όλο το δασάκι του Λυκαβηττού. Την είχε βρει ο γιατρός πολύ καλύτερα και μου ’πε: μη στενοχωριέσαι! η καρδιά της θ’ αντιδράσει....

- Μα είναι πολύ καλύτερό αυτό... να είναι βαριά άρρωστη και να καρτερείς πως σήμερα, αύριο θα ξεψυχήσει... Γιατί θα πεθάνει ο άνθρωπός σου, μα θα πεθάνει για όλον τον κόσμο. Θα θέλατε όμως η γυναίκα σας να πεθάνει μόνο για σας; Μα για προσέξτε αυτό που σας λέω... να πεθάνει μόνο για σας και για όλους τους άλλους να ζει...

- Αν, κ. Ανθή, δεν της έμπαινε πυρετός... Μα ξέρετε τι είναι; σ’ αυτό το βασανισμένο κορμί να μπει 39ο  πυρετός; τι θα κάνει η καρδιά; τι θα γίνω! τι θα γίνω!

- Να μπει 40ο, να μπει 41ο, κι ύστερα να πεθάνει· και να ξέρεις πως τα μάτια αυτού του ανθρώπου, που θα του τα κλείσεις εσύ με τα χέρια σου, δε θα βρεθούνε άλλα χέρια να του τ’ ανοίξουν. Εσύ να ’σαι ο τελευταίος άνθρωπος που θ’ ασχοληθεί μ’ αυτόν. Θα θέλατε, κ. Βαλτή, να είναι η γυναίκα σας γερή και καλή, και στα καλά καθούμενα να σηκωθεί ένα πρωινό να σας πει χαίρετε! να σας πει πως αρκετά βάστηξε αυτή η συγκατοικία κι είναι καιρός να διαλυθεί; εσύ να φοβηθείς και ν’ ανησυχείς μην τρελάθηκε... και να της λες γιατί; τι συμβαίνει; τι έπαθες; κι αυτή να σου λέει: κείνο που μου συμβαίνει είναι, πως αποφάσισα με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να διαλύσω την εταιρία... κι είστε, κ. Βαλτή, μεγάλος, όπως λέτε στην ηλικία! και κείνη δεν το λογαριάζει, μόνο σας κοιτάζει απολιθωμένη, βλέπουνε τα μάτια της πολύ καλά την απόγνωσή σας, μα έχουνε στην έκφραση την απάθεια και την αδιαφορία που παίρνουνε τα πρόσωπα των τρελών. Μιλήσατε ποτέ σας με τρελούς; Τι φοβερό! εσύ τους μιλάς με την ανθρώπινη, τη συνηθισμένη λογική, ενώ αυτοί έχουν αρχίσει πια να συνεννοούνται με δικό τους κώδικα... Καταλαβαίνεις τότε πως χάνεις τα λόγια σου. Έχεις να πεις πολλά, πολλά, και δε λες τίποτα· μήτε μια λέξη! Έχεις δει πως είσαι απομονωμένος. Ενώ ως χτες βαδίζατε μαζί σ’ αυτόν το μακρινό, αγκαθερό δρόμο και πότε ακουμπούσε αυτή απάνω σου και πότε συ απάνω σ’ αυτήν, και νιώθατε ανακούφιση, μια στιγμή την έχασες! κοιτάζεις δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω, τίποτα! άφαντη! Λοξοδρόμησε δίχως να την πάρεις είδηση. Κι ο δρόμος που περάσατε μαζί μπορεί να ’τανε εξαιρετικά δύσβατος κι αγκαθερός, μα ήτανε τουλάχιστον ίσιωμα, μα από τώρα κι ύστερα αρχίζει όλο ανηφορικός...

Τώρα αρχίζει να κλαίει και η Ανθή. Βγάζει κι αυτή το μαντίλι της και κλαίει. Κλαίνε κι οι δυο τους. Ο ένας στη μιαν άκρη του τραπεζιού κι ο άλλος στην άλλη.

- Εγώ λυπάμαι το περισσότερο τα δυο μικρά, μάλιστα το κοριτσάκι, που είναι από φυσικό του χαδιάρικο και ήτανε πάντα κρεμασμένο στην ποδιά της. Τώρα την αναζητάει. Δεν έχει πού ν’ ακουμπήσει...

- Ναι! αλήθεια! αυτό είναι φοβερό· άμα δεν έχει κανένας πού ν’ ακουμπήσει... Είναι το φοβερότερο πράμα που υπάρχει στον κόσμο...

 

Χτύπησε πάλι το κουδούνι. Τέλειωσε η «κενή ώρα» κι άρχιζαν ένας ένας οι καθηγητές να μαζεύονται στο γραφείο. Ο κ. Βαλτής πρόφτασε προτού μπούνε οι άλλοι κι έφυγε. Θα περνούσε από το γραφείο του κ. Γυμνασιάρχη.

- Χαίρετε! κ Ανθή, πηγαίνω να ζητήσω άδεια να φύγω... Εδώ ήμουνα κι ο νους μου πετούσε άλλού... μα σαν ήρθα, είχε ήδη μπει στο μάθημα... χαίρετε!

- Χαίρετε!...

- Τα μάτια σας κ. Ανθή, είναι κατακόκκινα! κλαίγατε! Τι έχουν;

- Ναι! Έκλαιγα... Ήταν εδώ ο κ. Βαλτής και μου πόνεσε η καρδιά, καθώς τον άκουγα να μιλάει για τη γυναίκα του... φαίνεται πως είναι στα τελευταία της. Κι είναι, λέει, πολύ νέα, καλή, και του αφήνει και τέσσερα μικρά παιδιά.

- Το δυστυχή! γι’ αυτό ο καημένος απουσιάζει τόσες μέρες...

 

 

αρχή

 



 

Λένε πως τα «dégradés» είναι φέτος στη μόδα· άμα βρεις ένα καπέλο με τρεις διαβαθμίσεις στην ίδια απόχρωση, είσαι «εντάξει». Η αν γαρνίρεις τη φούστα σου με βολάν που φαρδαίνουν ή στενεύουν κανονικά, πάλι είσαι «εντάξει»· μόνο γιατί ’ναι στη μόδα; μου φαίνεται τόσο περίεργο, σα να μου έλεγαν πως φέτος είναι μόδα να πίνεις νερό άμα διψάς... από ό,τι βλέπω κι όσο καταλαβαίνω, η διαβάθμιση είναι συνηθισμένη μορφή, καθημερινή εκδήλωση όλων των φαινομένων του φυσικού και ηθικού κόσμου. Η αγάπη, το χρώμα τ’ ουρανού, η τρικυμία, ο θάνατος, κρύβουν μέσα τους την ιδιότητα του «βαθμηδόν».

Κι εμείς οι δασκάλοι λοιπόν είμαστε κάθε πρωί της μόδας. Δουλεύουμε τα πρωινά έξι ώρες συνέχεια με πέντε διάμεσα διαλείμματα, πέντε κανονικούς σταθμούς, που μας οδηγούνε σιγά-σιγά από την «ευεξία» και το κέφι στη γκρίνια και την εξάντληση. Στον πρώτο σταθμό είμαστε όλοι φλύαροι, όρθιοι ή βηματίζουμε πάνω-κάτω. Δείχνουμε εξαιρετικό ενδιαφέρο στα πολιτικά. Εξιστορούμε πως περάσαμε τη βραδιά μας: ο ένας αγωνίζεται να πει την τραγική συνάντηση με τον άσσο που τον έκαμε να χάσει το τελευταίο του διακοσάρι, ο άλλος θέλει να μεταδώσει τα τελευταία τηλεγραφήματα και τις ειδήσεις από το νιογέννητο γιο του, πως βγάζει τη γλώσσα του και γλείφει στον αέρα και πως σφίγγει «σαν Ηρακλής» ό,τι του πέσει στα δάχτυλα, άλλος πώς τα βρήκε σκούρα με τη γυναίκα του — υποφέρει από χολολίθους — την έπιασε η κρίση στις 2 — μα πως δίχως χρονοτριβές άψε-σβήσε της έκαμε μια ένεση μορφίνης... και λοιπόν είναι πολύ απλό πράμα να κάμεις ένεση... Ο Φυσικός ικετεύει για λίγη ησυχία: «σκάσετε μωρέ, να σας διαβάσω ένα άρθρο αριστούργημα! από το δελτίο «φυσικών επιστημών» περί της αλληλεγγύης εν τω φυσικώ κόσμω». Είμαστε ένα σωστό δημοπρατήριο, που όλοι διαλαλούμε το εμπόρευμά μας, γυρεύοντας αγοραστή. Αν το κάμει η μοίρα μας και ’ρθει κανένας ξαγρυπνισμένος συνάδερφος — οι νέοι έρχονται συχνά έτσι — μουσκλωμένος και μαχμουρλής, πέφτουμε όλοι απάνω του και ζητάμε να ξεπουλήσουμε· κι αυτό μας αφήνει να λέμε, ενώ τρίβει τα μάτια του, τανιέται και χασμουριέται. Στο δεύτερο σταθμό γίνεται μπορετό να συνεννοηθούμε. Τουλάχιστο, να μιλεί ένας και να τον ακούν κάνα δυο. Τα πρώτα μαθήματα μας ήρθαν σαν κρύο νερό στο κεφάλι· μαζεύτηκαν τ’ ατίθασα μυαλά μας· νοικοκυρεύτηκαν, μπήκαν στο ντορό. Είμαστε ακριβώς όπως τα πολυφορτωμένα μουλάρια, που κουτσαίνουν, άμα κινήσουν, τότε που είναι ξεκούραστα, κι άμα βράσουν και ιδροκοπήσουν κανονίζεται και το ζάλο τους.

Στο τρίτο διάλειμμα αρχίζουν οι δασκάλοι να συνερίζουνται τις καρέκλες· αντιλαμβάνονται ξαφνικά πως οι καρέκλες του Γραφείου είναι λιγότερες από το προσωπικό, «αγρία κατάστασις! Να μην έχουμε που να καθίσουμε! Να στείλετε αμέσως έγγραφο, κ. Γυμνασιάρχα, στη σχολική Εφορία, να ζητάτε κι έναν καναπέ... επιτέλους μέσα σε τόσο κόσμο, 700 παιδιά! μπορεί και να λιποθυμήσει κανένας... Προχτές το Μπίστη, που του ‘ρθε η κοτρόνα στο κεφάλι κι έπεσε, τον ξάπλωσαν χάμω για να συνέλθει... » Κι αρχίζουν οι αναβολές: «δεν έγραψα και στο βιβλίο της ύλης, μα δεν πειράζει· αύριο γράφω και τα δυο μαθήματα μαζί...».

Στον τέταρτο σταθμό γίνεται ανασύνταξη δυνάμεων. Μοιάζουν οι δασκάλοι σα στρατάρχες με πείρα, γερασμένοι στα μέτωπα. Τώρα βαδίζουν με πρόγραμμα: παραγγέλνουν τσάγια, καφέδες και κουλούρια και κάνουν οικονομία δυνάμεων. Δε βγάζουν μιλιά η λίγη παρακαταθήκη φωνής που έχουν τα φωνητικά τους όργανα, θα τους χρειαστεί σε λίγο μέσα στην τάξη.

Στο τελευταίο διάλειμμα νέοι και γέροι καταθέτουν τα όπλα. Καλούν απεγνωσμένα βοήθεια. Σείσουν λευκή σημαία ζητώντας ανακωχή αλλά με ποιον; το μάτι τους έχει την έκφραση πνιγμένου, την ώρα που τον σώζουν και τον τραβούν όξω. Δεν καθίζουν στις καρέκλες, πέφτουν απάνω τους. Καμιά επαφή μεταξύ τους, «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ο Γυμναστής, στη γωνιά του Γραφείου. κάνει εντριβές στα πόδια του, ο Γυμνασιάρχης, με το νερό που του ’μεινε στο ποτήρι, βρέχει το μέτωπό του και το γυμνό του κρανίο.

- Τι Γολγοθάς αυτή η έχτη ώρα!

- Καθώς ανοίγω την τάξη, μία με δύο, και μπαίνω, λέει κι ο θεολόγος, ράκος εγώ, μέσα στη ζούγκλα των εβδομήντα δεκαπεντάχρονων παιδιών και κλείνω μονάχος μου την πόρτα, έχω την εντύπωση πως μπαίνω σε «κλωβό λεόντων». Το κλείσιμο όμως της πόρτας μου φαίνεται εξωφρενικό! Δηλαδή, όλες τις ώρες έχω την ίδια εντύπωση, πως οι τάξεις είναι «κλωβοί αγρίων θηρίων», μα αν είστε σεις τις πρώτες ώρες θηρία, είμαι κι εγώ αντάξιός σας θηριοδαμαστής, τώρα όμως εγώ ο ίδιος δε μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, μπαίνω τρέμοντας πως θα κατασπαραχτώ· και γυρίζω το πόμολο για να μη δώσω στα παιδιά να καταλάβουν … μα θα προτιμούσα την πόρτα ανοιχτή για να πεταγόμουν πιο εύκολα έξω..

Εγώ, που υποφέρω από τη μονομανία πως δεν αναπνέω κανονικά, ανακαλύπτω στο πέμπτο διάλειμμα πως το Γραφείο είναι στενό, πως δεν αερίζεται πως η ατμόσφαιρα του είναι χειρότερη κι από τη μπόχα των τάξεων. Το μοναδικό του στενό παράθυρο είναι βορεινό και τον πιότερο καιρό μένει κλειστό. Τ’ ανοίγουμε Οχτώβρη — Νοέμβρη που η δροσιά είναι ακόμη ευχάριστη κι απέκει τ’ αμπαρώνουμε ως να ’ρθει πάλι το καλοκαίρι. Κείνους τους δυο μήνες της δροσιάς συνηθίζω να στέκουμαι τα διαλείμματα όρθια — το παράθυρο είναι ψηλά — μπρος τ’ ανοιχτά τζάμια, να κάνω εισπνοές και να βλέπω έξω. Τι βλέπω; σαν και τίποτα· δηλαδή δε βλέπω κείνο που λένε «ωραία θέα», μα εγώ προβαίνω μόνο και μόνο για τον καθαρό αέρα, αυτόν κυνηγώ.

Ωστόσο, άθελά μου, μηχανικά, βλέπω κιόλας: το πίσω μέρος τεσσάρων σπιτιών κι ένα τεράστιο περιβόλι περιμαντρωμένο. Ξέρω να σου πω κάθε πότε κάνουν μπουγάδα σ’ αυτά τα σπιτικά, και ποιο από τα δουλικά είναι πιο σβέλτο κι όμορφο ή ποιο ανεβοκατεβαίνει γρηγορότερα τη σιδερένια σκάλα της απλώστρας ή ποια ρούχα είναι πιο καλοπλυμένα. Από δασκαλίστικη κτηθείσα ταχύτητα βαθμολογώ νοερά τα δουλικά. Παίρνουν όλα προβιβάσιμους βαθμούς, άριστα όμως δεν τους έδωσα ακόμη. Το άριστα, και μάλιστα με θαυμαστικό, το φυλάω μόνο για την κοπέλα που περιποιείται το περιβόλι, γιατί είπαμε πως χώρια από τα σπίτια, κάτω απ’ το γραφείο μας απλώνεται κι ένα περιβόλι μεγάλο. Το βλέπω σ’ όλη του την έκταση — το γραφείο μας είναι στο τρίτο πάτωμα, κι είναι σα να κοιτάζω από αεροπλάνο. Η κοπέλα είναι λιγνή και ψηλόκορμη. Φαίνεται όμορφη, φορεί πάντα πιζάμες, κι ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο καθισμένο σε ξανθές μπούκλες. Άλλοτε τη βλέπω να σκάβει κι άλλοτε να ποτίζει, κι άλλοτε να τριγυρνάει ανάμεσα στ’ αυλάκια, να μεταφυτεύει τις πρασιές. Δείχνει να ’χει στο έργο της τόση αφοσίωση, που λέω πως η θεά Δήμητρα, με την ίδια έγνοια θα παρακολουθούσε τις σπορές και την αύξηση και τ’ άλλα μυστήρια του φυτικού βασίλειου. Γύρω-τριγύρω η μάντρα έχει συρματοπλέγματα, με κοτέτσια και περιστέρια, κι ακόμη καναρίνια και δυο κατσίκες που τα φροντίζει κι αυτά η ξανθή κοπέλα με τις πιζάμες.

- Απόμεινε το μάτι σου με τη Νορβηγίδα.

- Νορβηγίδα είναι;

- Ναι, και δεν ξέρει σκραπ ελληνικά.

- Και πώς συνεννοείται;

- Τι της χρειάζεται η συνεννόηση; Της είπε, λέει, ο άντρας της — έχει πάρει ένα Ρωμιό αξιωματικό — να της φέρει δασκάλα να τη μάθει ελληνικά, μα του ’πε πως της αρέσει να μιλάει μόνο μ’ αυτόν... άλλου είδους γυναίκες...

Την έβλεπα κι εγώ από ψηλά και καταλάβαινα πως πραγματικά δεν ανιούσε. Δούλευε όλη μέρα τραγουδώντας μέσα στον κήπο ή άνοιγε τις πορτούλες κι έμπαινε μέσα στα συρματοπλέγματα και τάιζε τα ζωντανά της, καθίζοντας σ’ ένα σκαμνάκι ή χάιδευε τα περιστέρια της κουβεντιάζοντας τους μέσα στο μούτρο, και όλα φυτά και ζώα «ήκμαζαν» μ’ έναν τρόπο θριαμβευτικό κάτω απ’ τη φροντίδα της. Ύστερα με τον ερχομό του χειμώνα κλεινόταν το παράθυρο, κι εγώ, για να κάμω τις εισπνοές μου, κατάφευγα στα διαλείμματα προς τις ηλιόλουστες πλευρές του σχολειού μας. Με το καλοκαίρι ανοιγότανε πάλι το παράθυρο κι αντίκριζα τη γνώριμη εικόνα: τις αυλές υπηρεσίας με τα δουλικά και την ξανθή Νορβηγίδα με το άυλο κορμί να διαφεντεύει τον κόσμο της. Ποιο ήταν το μυστικό της, που έκανε τον κήπο της να φουντώνει από πρασινάδα και βλάστηση, ενώ σ’ όλα τα τριγύρω ξεραίνονταν τα λουλούδια στις γλάστρες και πέφτανε τα περιβολάκια σε μαρασμό;

Φέτος ανοίγοντας με το ξεκαλοκαίρεμα το παράθυρο, απόρησα. Το ολάνθιστο καταπράσινο περιβόλι ήτανε σα χωράφι αυγουστιάτικο ύστερ’ απ’ το θερισμό. Οι πόρτες του σπιτιού, της κουζίνας κι η άλλη η διπλανή ήτανε κλεισμένες, τα δρομάκια κει μπρος γεμάτα ξερόχορτα και τα συρματοπλέγματα γύρω τριγύρω στη θέση τους, μα αδειανά με όλες τις πορτούλες τους ανοιχτές. Εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης.

- Μπα, έφυγε η Νορβηγίδα! Θ’ άλλαξαν σπίτι... Τι κρίμα!

- Ναι! άλλαξαν σπίτι... Ο αξιωματικός αγόρασε ιδιόχτητη μονοκατοικία «εις τας αιωνίους μονάς».

- Πέθανε! πώς; πότε;

- Ξαφνικά, κι αυτή επειδή ζούσε μαζί του αστεφάνωτη, έφυγε στην πατρίδα της.

Η αλλαγή που γίνηκε στον κήπο φάνηκε σαν απότομη, μα όμως στ’ αλήθεια μεσολάβησαν πολλοί σταθμοί ως το τωρινό κατάντημα. Και η Νορβηγίδα δεν έφυγε αμέσως· κοντοστάθηκε, λέει, αρκετές μέρες· μα μέρα με τη μέρα καταλάβαινε πως τούτος ο κόσμος, που γέμιζε πρωτύτερα την ύπαρξή της, δεν της έφτανε. Άλλοτε ναι, μιλούσε και τραγουδούσε μαζί του όλη μέρα, μα σαν έλειψε ο άνθρωπός της, σαν έπαψε να μιλεί μ’ αυτόν, δεν είχε πια όρεξη να μιλεί μήτε με τα καναρίνια, μήτε με τίποτα. Άρχισε σιγά-σιγά να ετοιμάζεται· χάρισε δεξιά κι αριστερά τα περιστέρια και τα καναρίνια μαζί με τα κλουβιά, σε φιλικά και γειτονικά σπίτια, κι άδειασε μοναχή της όλα τα συρματοπλέγματα. Κάλεσε και τον αδερφό του αντρός της και του ’δωσε να καταλάβει — αυτός θα κληρονομούσε το περιβόλι — «σε τούτο το τετράγωνο έχω φυτέψει το τάδε, και σε τούτο το τάδε και τούτες οι πρασιές θέλουν μέσα στη βδομάδα μεταφύτεμα.. .».

Τον κήπο, μόλις έφυγε η Νορβηγίδα, τον ανάλαβε ο ήλιος, ο άνεμος και η υγρασία της νύχτας. Φρόντιζαν και τα τρία μαζί, και ξεραίνοντας κάθε μέρα κι από κάμποσα φύλλα, στην αρχή τα παραέξω, ύστερα και τα τρυφερά και τις καρδιές, κατάφεραν σε λιγοστές βδομάδες ν αποχρωματίσουν το περιβόλι από πράσινο κίτρινο. Οι σπαρμένοι σπόροι δε φύτρωσαν και οι πρασιές, που ήθελαν μέσα στη βδομάδα μεταφύτεμα, ξεράθηκαν επί τόπου στριμωγμένες καθώς ήταν. Μα όσο να ’ναι, και τούτη η τελευταία αλλαγή του κήπου δε μπορεί να ’πε κανείς πως έγινε απότομα, χρειάστηκε τις ημέρες της, κι εδώ dégradés

 

 

αρχή