Πληροφορίες για τη Μέλπω Αξιώτη εδώ
Ήμασταν τότε τέσσερις φίλοι: Ο ένας άντρας, τρεις γυναίκες. Ποιοι ήταν δε χρειάζεται. Όχι πως δεν έχουν ονόματα. Αλλά γιατί οι ζωές οι τέτοιες, δεν έχουν όνομα ξεχωριστό. Είναι πρώτα ο εαυτός τους, αλλά μαζί είναι κι άλλοι πολλοί.
Ήμασταν κάποτε λοιπόν οι τέσσερις. Έχω μείνει τώρα μονάχη. Τι γίνηκαν οι άλλοι; Φύγανε. Ακούστε πώς φύγανε.
Κινήσαμε ένα πρωί μαζί μαζί μες τη ζωή. Όλοι μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Τα ελληνικά. Μιλούσαμε όμως και μιαν άλλη γλώσσα. Το εσπεράντο. Εκείνην δηλαδή τη γλώσσα που δεν πάει να είσαι Αλβανός, Κινέζος ή Μεξικανός! Δίνεις αμέσως νύξη. Και καταλαβαίνεσαι. Είναι σαν την αγάπη. Που μιλιέται κι εκείνη και καταλαβαίνεται κι απ’ τον κάθε ξενόγλωσσο.
Περνούσαμε τότε το χρόνο 1939. Μια μακρινή τώρα υπόθεση είναι η εποχή εκείνη. Μακρινή τόσο αφάνταστα γι’ αυτούς που ζουν ακόμα… Έχουν να κουβαλούν στην πλάτη τους τόμους βαριούς παγκόσμιας ιστορίας. Τους τόμους της περίοδος 1939 μέχρι ’45. Τότε στοιβάζονταν φοβερά τα σύννεφα πάνω στην υδρόγειο. Η καταιγίδα ήταν δίπλα. Έκανες έτσι και τη μυριζόσουνα.
Λέγαμε τότε εμείς οι τέσσερις: Τώρα τι θα κάμουν οι Γάλλοι. Τα διεθνή προλεταριάτα. Ο Ρούζβελτ. Οι Ινδίες. Τα αγγλικά τρέιντ-γιούνιονς. Η κόκκινη Κίνα. Ήταν τα πιόνια τούτα τα μαγκιόρα. Μια μετατόπισή τους άστοχη, και μπόρειε και να το μπατάριζε το διεθνές καράβι. Νύχτες ξενυχτούσαμε. Να προβλέψομε κάτι. Σαν τις χαρτορίχτρες. Να προλάβομε κάτι. Σαν στοργικοί γιατροί, αν μας περνούσε από το χέρι μας.
Μια νύχτα κάναμε και ονείρατα. «Σκεφτείτε, όταν θα καρφωθεί στο Βερολίνο η Κόκκινη σημαία! Όταν θα μπούνε απελευθερωτές στο τμήμα εκείνο της γης! Τι χαρά θα την έχομε!»
Ώσπου μια μέρα ο ένας απ’ τους τέσσερίς μας έφυγε. Επάψαμε να τον καταλαβαίνουμε και να καταλαβαίνει τη δικιά μας γλώσσα, το εσπεράντο μας. Προλάβαμε μόνο και του ’παμε την ύστατη εντελώς στιγμή: «Φεύγεις, λοιπόν… Αααα … θα μετανοήσεις… Αλλά δε θα μπορέσεις ποτέ πια να μας ξαναβρείς…»
Και έφυγε. Μείναμε τότε τρεις.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, η άλλη φίλη πέθανε. Θάνατος φυσιολογικός κατά την επιστήμη. Αλλά δεν ήταν έτσι. Λίγο καιρόν πρωτύτερα, μας είχε πει: «Νιώθω το σώμα μου να σπα απ’ το βάρος. Νιώθω πως γεγονότα τρομερά προχωρούν και μας φτάνουν, και σα να με ζουλά η αγγούσα τους. Σαν το προμήνυμα σεισμού παγκόσμιου. Εσείς που θ’ απομείνετε και θα τα ζήσετε να με θυμάστε». Μέχρι την τελευταία ώρα έκαμε το ανθρώπινο καθήκον της.
Και έφυγε. Μείναμε τότε δυο.
Το Μάη 1944 η άλλη φίλη εχτελέστηκε στο Θυσιαστήριο της Καισαριανής. Την έπιασε η Ελληνική Ασφάλεια. Έκαμε 100 μέρες στο μπουντρούμι. Την παραδώσανε στους Γερμανούς. Έκαμε 20 μέρες στο Χαϊδάρι. Και την εχτελέσανε.
Φύλακας του Θυσιαστήριου μας είπε ότι καθώς εβάδιζε να πάει στον τοίχο να σταθεί στο απόσπασμα, ο Γερμανός επόπτης την προσφώνησε: «Χερ Ντόκτορ». Τον είχε αυτόν τον τίτλο. Μέχρι την τελευταία ώρα έκαμε πέρα ως πέρα το ανθρώπινο χρέος της.
Και έφυγε. Τότε από τους τέσσερις έμεινα μονάχη.
Απόψε η Κόκκινη σημαία μπήκε στο Βερολίνο. Απόψε μπαίνουνε ελευθερωτές στο τμήμα εκείνο της γης. Όπως τ’ ονειρευτήκαμε. Απόψε την ξαναθυμήθηκα την παλιά εκείνη συντροφιά. Μόνο πως τώρα απόμεινα μονάχη, να πανηγυρίσω.
Δεν κλαίω τις δυο που πέθαναν, εχτελώντας το χρέος τους. Δεν κλαίω εμένα που ’μεινα, για να το εξακολουθήσω. Κλαίω εκείνον που αλλαξοπίστησε. Και δεν πάει να ’γινε αυτοκράτορας. Και στα παλάτια της Βαγδάτης κι ας ήθελε τον έχουνε. Ο μόνος που πέθανε από τους τέσσερίς μας είναι εκείνος…
Γιατί μια μέρα από τόσα χρόνια διασταυρωθήκαμε. Κι ενόμιζα πως έβλεπα πρώτη φορά στον κόσμο εκείνο το μούτρο.
Μήτε σ’ εχτρού λοιπόν μην το ευκηθείς. Κι η μάνα που τον γέννησε, να πάψει να τον ξέρει…
Εμείς οι άλλες – τι ανάγκη έχομε! Αφού εκαταφέραμε εκείνον δα τον Γερμανό τον απαίσιο Φριτς, να αποκαλυφθεί: Χερ Ντόκτορ!
Γιατί το Μάη του 1944, δεν ήταν μόνο ένας Γερμανός που χαιρετούσε μόνο μια Ελληνίδα.
Τον Μάη του 1944 στάθηκε ολόρθος, σούζος, όπως τα γυμνασμένα αλόγατα πολυτελείας καρότσας που χαιρετούν τους νεόνυμφους που μεταφέρουν απ’ την τελετή, έτσι τότε εστήθηκε στα πισινά ποδάρια του ο γυμνασμένος Φασισμός, και επροσφώνησε τους Διεθνείς Αγωνιστές: «Χερ Ντόκτορ».
Ήξερε πως μονάχα εκείνοι, θα του βγάλουν το μάτι του.
Ας είναι τούτη εδώ η ανάμνηση ένα μνημόσυνο στη Μάρω Μάστρακα, που μες στο χώρο της εχτέλεσης, μπροστά στα πολυβόλα που διασταυρώνουνταν, δίπλα απ’ το χαντάκι, μπροστά στον τοίχο εκείνον, στην Καισαριανή, μέρα Τετάρτη, 10 του Μάη 1944, πριν πέσει κάτω απ’ τα πυρά, επροσφωνήθηκε από το φασισμό: «Χερ Ντόκτορ!».
Η πόρτα του έχει ρόπτρο. Και είναι ξεθωριασμένη. Από τον τοίχο κρέμεται ένα γρουσούζικο κομμάτι σα δέντρο, σα φυτό. Σαν ανθρωπάκι απαγχονισμένο και ξεψυχισμένο. Ο τελευταίος του ιδιοχτήτης είναι παλαιοημερολογίτης. Οι τελευταίοι του ενοικιαστές, δεν ξέρω. Βρίσκεται στην ουρά της πόλης κι έχει μπρος του χαντάκι. Ανάβαθο. Και για το ούρος χρησιμεύει και για το σκουπίδι. Κατά την κατοχή βρέθηκε κει ριγμένο κι ένα πολυτελέστατο γυναίκιο μεσοφόρι, μουλιασμένο στο αίμα. Τι ήτανε, μυστήριο! Βγήκαν και το ’δαν όλοι γύρω γύρω και ξαναμπήκαν βιαστικοί και διπλομανταλώθηκαν. Μύριζε στον αγέρα ο θάνατος.
Ήτανε τότε που τα σπίτια ήτανε σπάνια σαν τον κομήτη. Που ήταν έξυπνο να είχες δέκα, να συναλλάζεις κάθε τόσο και δεν είχες μήτε κιβούρι.
Τότε κάποιος εφώναξε: Ξέρετε έχω σπίτι! Σα να ’λεγε έχω έναν Πάπα. Και πέσανε απάνω του και του αλλάξανε τον Ανανία του. Και σου το καταντήσανε σαν που δώσ’ του κι αρμέγεις την έρμη κατσικούλα και την κατάφερες που να μη στέκει ορθή. Ας είναι.
Ήρθε βραδιά όπου κοιμόσαντε μέσα στο σπίτι οχτώ κι ο τελευταίος εφύλαε βάρδια, ν’ αφουγκράζεται τα πατήματα. Σου δίναν νύξη για να το ’βρεις να πας: «ρόπτρο θα δεις στην πόρτα, αλλά δε θα τ’ αγγίξεις, θα κάμεις μόνο στο ζερβί παράθυρο τακτάκ, τακτάκ και θ’ ανοίξει η πόρτα». «Σουσάμι, σουσάμι, άνοιξε!» που λέγανε και κάτι ωραία παλιά παραμύθια, και πώς τ’ αγαπούν τα παιδιά!
«Τακτάκ – σουσάμι άνοιξε» είπε κι ο Κώστας μια μέρα κι εμπήκε.
Ήβρε καθρέφτη κρεμασμένο και πήγε κατευθείας μπροστά του και στάθηκε κι έλεγε: «Ε μωρέ πώς τα χάσαμε κι εμείς τα νιάτα μας, δίχως κολάρο και δίχως αγάπη! Αλλά θα ’ρθει η λευτεριά, και τότε κι εμείς θα χαρούμε». Αλλά πριν να ’ρθει η λευτεριά ο Κώστας εχτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήτανε, λέει, γραμματέας του κάπα κάπα έψιλον. Ένας μεγάλος γραμματέας κι ένας κοντούλης άνθρωπος. Επήγαινε τότε στο σπίτι, αλλά το σπίτι δεν τον ήξερε.
«Τακτάκ – σουσάμι άνοιξε» είπε κι η Μαίρη μια μέρα κι εμπήκε. Βρήκε κρεβάτι κι έπεσε. Από τις τρεις μέχρι τρεις κι είκοσι την άφηκε η δουλειά να πέσει, πρόλαβε και ρουχάλισε και πετάχτηκε ολόρθη σα να ’ταν η ίδια η καρδιά της ξυπνητήρι και μας το δικαιολόγαγε: «Είμαστε μάχιμοι στρατιώτες, πέφτομε όπου τύχει κι όσες στιγμές προλάβομε».
Μια μέρα που ’φευγε είπε σ’ εκείνους που ’μεναν: «Θα ξανάρθω την Τρίτη». Εβάσταγε κι ένα κουβαδάκι, παιγνιδάκι της κόρης της. Την Τρίτη την περίμεναν αλλά δεν ξαναπέρασε. Στις 7.30 το πρωί πιάστηκε απ’ την Ειδική Ασφάλεια. Στην οδό Ελπίδας κάηκε ζωντανή. Η ιατροδικαστική της εξέταση, καταχωρημένη επίσημα, έχει αύξοντα αριθμό. Ήτανε, λέει, μια μεγάλη γυναίκα και μια μεγάλη μάνα. Ήτανε η Ηλέχτρα Αποστόλου. Επήγαινε τότε στο σπίτι, αλλά το σπίτι κι αυτήν δεν την ήξερε.
«Τακτάκ – ανοίξτε κι εμένα» είπε μια μέρα κι η Άννα κι ήρθε. Την κυνηγούσανε χίλιοι νομάτοι. Όπου έβρισκε κούρνιαζε. Σαν το ψωριάρικο γατούλι. Το σπίτι εκείνο της φάνηκε σίγουρο. Μας λέει: «Θα πάω να κουβαλήσω αύριο». Όπως θα λέγανε προπολεμικά σπιτικά: «Μετακόμιση έχομε στις τάδε».
Κι έτσι τότε η Άννα, η Άννα εκείνη η ξανθιά, που ήταν 26 χρονών, που ήταν μια εβραιοπούλα κυνηγημένη, η Άννα που ’χε τρεις πληγές στα πόδια απ’ την ξυπολυσά και τα τρεχαλητά και δεν είχε κουρέλι να τις κανονίσει, η Άννα η όμορφη απ’ τα Τρίκαλα, την άλλη μέρα «εκουβάλησε». Ένα γαλάζιο εμαγιέ κατσαρολάκι και μια κουτάλα φαγιού ξύλινη. Μεταχειρισμένα. Αυτά ήταν τα σώρουχα, τα ξώρουχα, τα μόμπιλα και οι φαγιάντσες της. Κι όπως ώρες ώρες οι άνθρωποι είναι χειρότεροι κι απ’ τα θεριά, κι εμείς είχαμε το κουράγιο τότε και την αρωτήσαμε, η Άννα με σαφήνεια το εξήγησε: «Είδανε πως δεν είχα τίποτα και κάτι φίλοι μου ’δωσαν αυτά. Μου ’πανε πάρ’ τα Άννα να κάμεις κάπως μιαν αρχή, να ξαναφιάξεις το νοικοκυριό σου».
Κυνηγήθηκε. Ποια ήτανε δεν έφυγε απ’ το σπίτι. Ξανά κυνηγήθηκε. Ποια ήτανε δεν έμαθα. Ζει, πέθανε δεν έμαθα. Το κατσαρόλι κι η κουτάλα της μας απόμειναν τότε. Το ’σουρε, το ’σουρε εδώ κι εκεί, κι εκεί το βιος πια το παράτησε.
Το τι εγίνηκε από τότε, πράγματα τρομερά. Φύγανε, να πούμε, οι Γερμανοί κι εμείς στουμπώσαμε τους δρόμους κι ανεμίζαμε φλάμπουρα τα κορμιά μας κι ωσάν τρελοί λέγαμε ζήτω. Έλεγα κι εγώ ζήτω τότε από τη μια μεριά, κι από την άλλη ο νους μου… στο κατσαρολάκι. Σίγουρο το ’χα ότι χρωστούσαμε λιγάκι και σ’ εκείνο την απελευθέρωση.
Μας βάρεσε ύστερα ο Δεκέμβρης κι όπως το κανονίδι του Λυκαβηττού λύσσαγε, γω συλλογιζόμουνα: άραγες θα πετύχει τώρα και το σπιτάκι εκείνο, να μας το λιώσει το κατσαρολάκι μας; Ο κάθε απόστολος κι ο πόνος του.
Κι όταν η καμπάνα εσήμανε και το ’να γήινο κομμάτι πρόσταζε στ’ άλλο γήινο κομμάτι: «Παρακαλώ παύσατε πυρ»… Κι όταν τόσοι μεγάλοι εστείλανε ραδιογραφικά φιλάκια αναμεταξύ τους και τόσην αβρότητα: «Δεχθείτε ευλαβέστατα, είσθε εσείς ο νικητής… Όχι δεν είμαι μόνο εγώ, είναι κι ο τάδε υπουργός… Όχι δεν είμαι μόνο εγώ, είναι και ο πρωθυπουργός…» τότε κι εγώ η αμαρτωλή, ξανάπεσα σ’ αμάρτημα και είπα:
«Οχ, αδερφάκι μου, λοιπόν! κι εκείνο δα το έρημο! Το έρημο σπιτάκι με το ρόπτρο! Και με το κατσαρολικό… ποιος να ’ταν ναν το στοχαστεί… πόσες ζωές ερούφηξε… πόσες νίκες ενίκησε… πόσες καμπανοκρουσίες και φιλάκια του πρέπουνε… και πόσα επίσημα τελεγραφίσματα – κι ας έλαβε από κάτι, «επίσημους» μονάχα κάτι που ’μοιαζε τόσο πολύ με μούτζες!»
Ατάραχο καθώς ταιριάζει σε γενναιότατους πολεμιστές, το σπίτι εκείνο επαρέμεινε.
Τώρα το σπίτι ενοικιάζεται. Κι αν το θέλει κανένας μπορεί να το πιάσει. Βρίσκεται στην ουρά της πόλης. Ανατολικά Του ’χουνε ξαναμπογιαντίσει όπως όπως την ξώπορτα. Του ’χουνε αναστηλώσει πρόχειρα τα τ’ ασβέστινα μοτίφια που κρέμουνται απ’ την πρόσοψη. Ένα ανάβαθο χαντάκι που ακόμα ωστόσο διακρίνεται, θα σας οδηγήσει ασφαλώς σ’ εκείνο το μέρος. Να προτιμήσετε να πάτε πρωί.
Κι αν δείτε κατσαρόλι θαλασσί, να κρέμεται αποξεχασμένο επάνω σε στραβόκαρφο πέστε στο σπίτι εκείνο και στο κατσαρόλι: «Έχετε πολλά πολλά χαιρετίσματα από τους συναγωνιστές σας και σας θυμούνται και δε σας ξεχνούν. Κι εκείνο που ελαχταρήσατε – τη νίκη – τη νικήσατε. Είστε κι εσείς τιμημένοι στρατιώτες».
Και πάρτε και βαστάτε και παράσημο, και να τους το καρφώσετε ψηλά πάνω στο στήθος. Είναι και πρέπον και σωστό.
Σφύριζαν οι καμπάνες της απελευθέρωσης και σφύριζαν μαζί και τα καράβια στους ταξιδεμένους. Σφύριζαν τα φευγιά…Για όσους ήτανε να φεύγουνε… Να πάνε μακριά στους τόπους. Σε τόπους που γεννήθηκαν ή που τους περιμένανε: εγκατεστημένοι γονιοί, αξόφλητοι εις χρυσόν λογαριασμοί, σταματημένα αρραβωνιάσματα, τους αραγμένους ναυτικούς γλάροι και θάλασσες καρτερικές, και μεθυσμένους ποιητές ονείρατα φευγάλας!
Όλοι αυτοί ξεκίνησαν, τα μαντιλάκια ανέμισαν απάνω στα μουράγια. Κι άλλα σε στάση προσοχής καρτεράν ν’ ανεμίσουν. Αλεξάντρεια, Κύπρο, Ατλαντικός. Τα τελευταία εμπόδιά τους, θαν τα τσακίσουν! Θα σαλπάρουνε! Πέντε χρόνια αγώνας – ενάντια στης κατοχής την καθυστέρηση. Δε συμμαζεύουνται φτερoύγια που μαθημένα τα ’χουν κι ανοίγουνται όλο και πετούν. Κι όσοι που μένουν πίσω τους, τούς λεν: άντεστε στο καλό κι ογλήγορις να σας ιδούμε. Τέλειωσε ο πόλεμος! Κι η αντίσταση! Λέβα την άγκουρά σας, οι ταξιδεμένοι!
«Λέβα, Κώστα, την άγκουρα, κι απόψε είναι Χριστούγεννα κι έχεις κι εσύ ταξίδι και κάποια δουλειά».
«Το ξέρω φίλοι» λέει ο Κώστας κι αρπά τ’ αραβιδάκι του.
Σήμαιναν οι καμπάνες. «Χριστός γεννάται σήμερον». Σήμαιναν οι καμπάνες και διαλαλούσαν τα χουνιά «Χριστός γεννάται σήμερα, παιδιά μανάδων δίπλα πέφτουνε τα μπρούμυτα κι ανάσκελα στο χώμα της Ελλάδας».
Σήμαιναν τα Χριστούγεννα του 1944: συναγερμός στους υπερασπιστές της πόλης της Αθήνας. Σ’ όσους που είχαν και διαφέντευαν: γέρους τώρα κατάκοιτους παλιούς πολεμιστές γονιούς, μπλεγμένους σ’ εκκρεμότητες διεθνικές λογαριασμούς, τα λάβαρα όρκους και σημαίες τους κι οι μεθυσμένοι αγωνιστές του δίκιου τους κρασοβαρέλια.
Από Παγκράτι, Γκύζη, Ψυρρή και Βουρλοπόταμο, Περαία και Καισαριανή. Χέρια ξεπροβοδάγανε και ψυχές μουρμουράνε: «άντεστε στο καλό μικρά μας και μεγάλα παιδιά – κι όσα που δεν ξαναπιστρέψετε, με θάνατο απαλό απαλό τουλάχιστον να πάτε».
Και στέκουνται όλοι προσοχή και πρώτα αποχαιρετούν. Κι ύστερα καρτεράνε. Κι οι ταξιδιώτες φεύγανε. Κι οι άγκουρες λεβάραν.
Κάστρο γίνηκε η πόλη μας. Δέντρα φεγγίτια πολεμίστρες της. Πολεμιστές – ο κόσμος.
Και σ’ ένα δρόμο αθηναίικον που φτιάνει εκεί ένα σταύρωμα και χυμά κατά κάτω, παραμονή Χριστούγεννα, επήγε κει και στάθηκε ο Κώστας ο πολεμιστής. «Δε μας χαρίζεις και το άλλο σου όνομα;» του ’παν πουλιά περαστικά. «Κώστα να με φωνάζετε κι όπου και να ’ναι θα ’ρθω», τους είπε τότε το παιδί.
Πολέμαγε αποβραδινός. Πέρασε η νύχτα κι έφεξε. Πολέμαγε κι ανήμερα που ’ταν η μέρα του Χριστού. Δίχως ψωμί κι αλάτι. Πέρναγε η ώρα, εμεσημέριαζε. Σφαίρες στ’ αραβιδάκι του πέρναγε μια κοπέλα τ’ άφηνε. Μα κει που μεσημέριαζε δίχως ψωμί κι αλάτι, ήρθε κοπέλα με ψωμί. Ψωμί και μπακαλιάρο. Ήταν το ντόπιο σύμβολο της διεθνούς απελευθέρωσης. Στις ώρες κείνες τις ατέλειωτες που πολεμάς πίσω απ’ τον τοίχο, πίσω απ’ το κλαρί, το δέντρο, κι ο ένας πίσω από το κάφκαλο του άλλου. Που πολεμάς εσύ τα τανκς, σα να ’σουν πιο μεγάλος τους, κι ετέντωνες τη γλώσσα σου σαν τα σπουργίτια τ’ ουρανού, και σ’ ακουμπάνε ψίχουλα κάποια χέρια αόρατα.
Πίσω απ’ τον τοίχο όπου πολέμαγε, ο Κώστας τέντωσε το χέρι. «Φάε» του ’πε η κοπέλα κι έφυγε. Πέσανε ομοβροντίες γύρω του, έδωκε απόκριση η αραβίδα.
Πίσω απ’ την πόρτα υπόγειου δυο μάτια γέρικα πέσαν απάνω του, πειναλέα δυο μάτια. Ήταν η ώρα εκείνη η έσχατη που σκύλοι κι άνθρωπος παράβγαινε ν’ αρπάξει ο ένας απ’ το στόμα του άλλου.
«Φάε κι εσύ, κακόμοιρε», λέει στο γέρο ο Κώστας, κι αρπά στα γλήγορα μια δαγκωνιά και ρίχνει γλήγορα μια ντουφεκιά, και βγαίνει απ’ την προκάλυψη και του δίνει το ρέστο. Έρχεται βόλι και τ’ αρπά το μισό κεφάλι του.
Άθαφτος έμεινεν ο Κώστας κείνος αν κι εκκλησίες σημαίνανε Χριστούγεννα σ’ όλη τη γη, κι ο γέρος έφαε και χόρτασε απ’ του νεκρού την προσφορά της τελευταίας του ώρας.
Και στάθηκε ύστερα, τον κοίταγε, έτσι πασαλειμμένον στα αίματα και μουρμούραγε κι έλεγε: «Παιδάκι μου, για μένα το ’παθες. Κι εγώ που ’καμα νεκροθάφτης χρόνια, κι έχω θάψει χιλιάδες, και μόνο εσέ, παιδάκι μου! πού να σε θάψω τώρα… δεν είναι τρόπος… δεν μπορώ…»
Οι γειτόνοι τον είδανε να παίρνει τ’ όπλο του νεκρού και να στέκει στη θέση του. Έριξε όλη νύχτα. Την αυγή βρέθηκε νεκρός. Μαζί τους σήκωσαν πιο ύστερα. Το παιδί και το γέρο. Αυτό γίνηκε στα Χριστούγεννα του 1944, στη διασταύρωση των δρόμων Δερβενίων – Χαριλάου Τρικούπη, ο γέρος λέγουνταν – τ’ όνομά του δε βρέθηκε. Το παιδί λέγουνταν μονάχα Κώστας, τ’ άλλο του δεν το ξέρομε. Ξέρομε μόνο ότι ήτανε του λόχου «Λόρδος Βύρωνας».
«Λέβα την άγκουρα, λέβα την άγκουρα». Τέλειωσε ο πόλεμος κι η αντίσταση. Πόσα φευγιά. Πόσοι επιβάτες. Πόσα ταξίδια. Πόσα αράγματα. Πόσα πουλιά πετούμενα συγκεκριμένου απείρου. Πόσοι που κίνησαν. Μα δεν εγύρισαν. Είναι στις μέρες μας οι περισσότεροι.
Καράβια καλοτάξιδα που κάπου κάποτε άραξαν, σ’ εκείνους που ξεκίνησαν αλλά ποτέ δε γύρισαν, σ’ αυτούς τους δίχως όνομα και με τα τόσα ονόματα τους λιλιπούτειους κολοσσούς, χρωστάν σ’ αυτούς το φτάσιμό τους.
Μας ήρθε τις προάλλες από την Αμερική ένας δημοσιογράφος. Δουλειά τους είναι βέβαια οι δημοσιογράφοι να πηγαίνουν να ’ρχουνται. Δουλειά τους είναι επίσης να ταξιδεύουν με ειδική καθορισμένη αποστολή.
Ο αιώνας του ιμπεριαλισμού κατάντησε τον «καταμερισμό της δουλειάς», όπως τον λένε, αξιοθαύμαστο. Μας έδωσε στη ραφτική, να πούμε, την κουμποτρυπού και στους γιατρούς που ήταν άλλοτες ο ίδιος για τη γέννα, τη θέρμη και το έκζεμα, μας έδωσε τον ωτολόγο. Ώσπου να συζητάνε σήμερα, αν είναι ο ίδιος ο κατάλληλος για τα δυο μας αυτιά, κι όχι ένας για τ’ αριστερό κι άλλος για το δεξί μας. Ποιος το ξέρει. Πάντως αυτός ο καταμερισμός έδωκε αποτελέσματα. Χιλιοπολλαπλασίασε τους βιομηχανικούς ρυθμούς.
Ο δημοσιογράφος το λοιπόν απ’ την Αμερική ήρθε με τούτη την αποστολή: Να μπει στ’ αεροπλάνο, να βγει στ’ αεροδρόμιο και να φωτογραφήσει ένα ελληνικό καμένο χωριό. Να δουν οι κόσμοι να πειστούν ότι οι σύμμαχοι είναι ενήμεροι απάνω στα ελληνικά πολεμικά ρημάδια.
Ήρθε ο Αμερικάνος λοιπόν, στην Αθήνα, ξεκίνησε για το χωριό, τον εσυνόδευε και μια Ελληνίδα για διερμηνέας. Πάνε κάπου στην τύχη. Πού να πας να μην έβρεις! Πάνε κείθε στο Βόλο. Φαπ συναντάν αμέσως το καμένο χωριό. Φαπ, βγάζει ο Αμερικάνος τα εργαλεία, το φωτογραφίζει. Μαζεύει τα εργαλεία του, έτοιμος. Θα ξαναμπεί πάλι στ’ αεροπλάνο, θα γυρίσει στη βάση του.
Μόνο πως ήταν καλοκαίρι και να πάρει η οργή διψάσανε. Μπαίνουν με την κοπέλα σ’ ένα σπιτάκι, πίνουν. Γύρω τριγύρω, ερημιά.
Ένας μπόγος κουρέλια χρώμα καφέ ανοιχτό που λέγεται τσουβάλι είναι πεταμένος στη γωνιά. Είναι παιδί στην κούνια. Άλλος μπόγος κουρέλια που κρέμουνται από κάτω του δυο στειλιάρια κακαριασμένα κινιέται μόλις μ’ ένα αργό ρυθμό. Είναι το πιο μεγάλο παιδί που πορπατεί. Μπόγοι τέτοιοι παρόμοιοι, γύρω γύρω πέντε, έξι. Όσα ακριβώς και τα παιδιά.
Κατά τ’ άλλα, γύρω, απόλυτη ερημιά. Θαρρείς ότι κοιμήθηκες και μεταφέρθηκες στον ύπνο σου στην αρχαία Πομπηία. Την ώρα που την έπνιξε η λάβα του Βεζούβιου.
Κρεβάτι, κάθισμα, τραπέζι, γιούκος, πράμα ορθό που λέγεται έπιπλο μέσα στο σπίτι; Όχι, τίποτας. Κλαριά από δέντρα λιανισμένα εδώ κι εκεί και κουρελούδες.
Τσουκάλι στη φωτιά να βράζει, πόρτα να κλιει μπροστά σου, σκεπή από πάνω, να χωρίζει τον ουρανό με τ’ άστρα από τη γη; Όχι, όχι τίποτας. Πέτρες, κοτρόνες, τρύπες, κάτι σκουριάρες λαμαρίνες που τις χτυπά ντέφι η νοτιά, και κατά τ’ άλλα, γύρω απόλυτη ερημιά. Δυο χρόνια ύστερα απ’ τον πόλεμο.
- Πως ζείτε; λέει η Ελληνίδα διερμηνέας στη μάνα. Δε σας μοιράζουν τίποτα;
Γύρισε κι είδε η μάνα τον Αμερικάνο και κάτι που το λένε ευγένεια ξεκίνησε από μέσα της κι έφτασε ως τα χείλια.
- Πως, λέει, μας δίνει γάλα η Ούνρα. Μας το μοιράζουνε κάποτες.
Ανάμεσα στις ξένες λέξεις που ως τότε δεν τις καταλάβαινε άκουσε μια γνωστή του ο Αμερικάνος. Απόκοψε τη σιωπή, ρωτά τη διερμηνέα, άκουσε την εξήγηση, έβγαλε το καρνέ του κι έγραψε:
«Στο τάδε ελληνικό καμένο χωριό που ήρθα και φωτογράφισα, η Ούνρα μοιράζει γάλα».
- Δεν έχεις άντρα; λέει η διερμηνέας.
- Έχω, λέει η μάνα.
- Δεν εργάζεται;
- Λείπει.
- Πού λείπει;
- Στο βουνό.
- Τι κάνει εκεί;
- Τον κυνηγάν. Ήταν στην κατοχή αντάρτης.
Δεν ξανάκουσε ο Αμερικάνος καμιά άλλη λέξη γνώριμη. Δεν εξανάβγαλε το καρνέ του να γράψει. Ξανάπεσε στη σιωπή, γύρισε στην Αθήνα, μπήκε στ’ αεροπλάνο κι έφυγε. Έφτασε στην Αμερική, άνοιξε τη βαλίτζα του κι έβγαλε από μέσα το καμένο χωριό.
Και κάντε χάζι τώρα όπου θα δημοσιευτεί με πάσα πολυτέλεια απ’ την υπηρεσία του και θα γράφει από κάτω:
«Στο τάδε ελληνικό καμένο χωριό που φωτογράφισε επί τόπου ο ειδικός απεσταλμένος μας η Ούνρα μοιράζει γάλα».
Όμως στη βιομηχανία τουλάχιστον τα σκόρπια μηχανήματα του καταμερισμού στο τέλος συναρμολογούνται και φτιάχνουν ακέργιο μηχάνημα. Αλλά στην κοινωνία δεν είναι ως φαίνεται τόσο απαραίτητο.
Όλοι εκείνοι οι μπόγοι σ’ εκείνο το χωριό που ήτανε κάποτε παιδιά και τώρα μέσα στα τσουβάλια μόλις που αναπνέουνε. Όλη εκείνη η άβυσσο. Πού πονούνε όλοι αυτοί; Ποιος τους κατάντησε ως εκεί; Πού είναι οι πατεράδες; Αυτή είναι φαίνεται άλλη υπόθεση.
Εδώ, κύριοι, βλέπετε μια τελευταίας παραγωγής «λάικ ας» φωτογραφία, διαβάζετε από κάτω ότι μοιράζει η Ούνρα γάλα κι έχει η Ευρώπη εμπρός της όλη τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Κι έτσι ταχτικά γράφεται και παίρνει σβάρνα τον ντουνιά η σύγχρονη, η αδιάψευστη, η αντικειμενική, η αδέκαστη, αλλά μόνο ξεκοιλιασμένη απ’ τον πνευματικό σκόπιμο «καταμερισμό» διεθνής ιστορία.
Τα μικράτα μας κάμαμε δίπλα στη θάλασσα. Πάντοτε οι θαλασσινοί έχουνε πιο μεγάλη μνήμη. Είναι σπουδαίο πράμα η θάλασσα. Δεν αφήνει να την ξεχάσεις. Φέρνει μεγάλη εντύπωση με τα καμώματα και παιζογλέντια της, προπάντων στα μικρά παιδιά.
Και τι πράματα δεν ξαφρίζει η θάλασσα! Τι ντενεκέδες σκουριασμένους, τι χτικιασμένα ρούχα, και τρέχανε και τα μαζεύανε τότε ξανά πάλι οι φτωχοί!
Αλλά το πιο σπουδαίο απ’ όλα που ξέβραζεν η θάλασσα στον τόπο μου, ήταν οι ψόφιοι σκύλοι. Ύστερα από κάθε φουρτούνα κι άμα γαλήνευε ο γιαλός, και καθώς βγαίναμε να σεργιανίσομε εκεί κατά την Αλευκάντρα, σ’ έπιανε πρώτα απ’ όλα η βρόμα.
Φούχι φούχι! στο γιαλό ψοφίμι! πάμε να δούμε γρήγορα! λέγανε τα φτωχόπαιδα, γιατί τα καλαναθρεμμένα εμείς, τέτοιες λέξεις δε λέγαμε, αλλά τρέχαμε όμως από πίσω να δούμε.
Τότε κείνο το θέαμα του σκύλου του ταμπουρλιασμένου ήτανε κατιτί το απερίγραφτο. Νύχτες πολλές μεγάλου τρόμου περάσαμε εξαιτίας του. Κείνα τα τέσσερα ποδάρια, τέζα, με τα σκέλια ανοιχτά, που πάντα εστρέφονταν ψηλά, σα να ’βλεπαν τον ουρανό, γιατί πάντοτε το ψοφίμι ήταν πεσμένο ανάσκελα, ήταν για μας τ’ ανήλικα κατιτί πράμα φοβερό. Σα να ’ταν μεγάλος μαγνήτης και το φοβόμαστε, κι όμως πηγαίναμε. Μια μέρα λέει ένα παιδί:
Πάμε βρε να το καβαλήσομε να δεις πώς θα ξεράσει; Και πάει κοντά, καθώς το λίκνιζε σιγά σιγά το κυματάκι, και πηδά απάνω του και το καβάλησε, κι αμέσως έβγαλε νερό απ’ το στόμα του, σα να ’ταν άνθρωπος, και εζωντάνεψε. Το παιδί εκείνο δεν το παίζαμε ύστερα, γιατί το λέγαμε: μαγαρισμένο.
Ύστερα, όμως, μεγαλώσαμε κι αφήσαμε πια τους γιαλούς, κι έτσι ψοφίμια δεν ξανάδαμε. Πέρασαν από τότε χρόνια.
Ύστερα ήρθαν άλλα χρόνια. Κάτι χρόνια σημαδεμένα. Από κατάρα μαζί κι ευλογία. Κάτι χρόνια που φέρανε εκείνο που λεν οι γραφές και οι γριές γυναίκες, σαν ένα μεγάλο μυστήριο. «Τότε που θα ’ρθει ένας καιρός να πούμε: εβγείτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε εμείς οι ζωντανοί στα μνήματα!»
Έτσι ήρθε τότε εκείνη η Πέμπτη. Η 7 του Δεκέμβρη 1944. Είχαν έρθει κι Εγγλέζοι τότε μες στην Αθήνα για να τη σεργιανίσουνε. Ήτανε μια μεγάλη μάχη. Ο δρόμος λέγονταν η οδός Άνδρου. Πόσες φορές πόσοι δεν την πέρασαν μ’ ένα ταψί απ’ το φούρνο. Την περνούσανε χρόνια. Πόσα παιδάκια με ξυλίκι δεν πήρανε τη φόρα τους πάνω σ’ εκείνον τον ανήφορο. Ήταν ήσυχος δρόμος. Κείνη τη μέρα όμως εστοίχειωσε.
Είχαν έρθει και τον κατοίκησαν πολλοί διαόλοι από τον κάτω κόσμο. Είχανε φτιάσει στέκι τους στην οδός Άνδρου οι χωροφύλακες. Ήταν ζωσμένοι από χακί κι από σκληρό καπέλο, τα δυο πράματα εκείνα που ’καναν την Αθήνα στον ύπνο και στον ξύπνιο της να τρέμει και να δέρνεται από δω κι οχτώ χρόνια. Οχτώ χρόνια συνέχεια.
Ώσπου ξημέρωσε, λοιπόν, εκείνη η Πέμπτη του Δεκέμβρη. Τότε κάτι παιδάκια πήγαν και στάθηκαν κατάντικρυ. Κρέμασαν απ’ τον ώμο τους με σπάγκο από ’να ντουφεκάκι. Βγάλαν απ’ τη μια τσέπη τους και φόρεσαν στην κεφαλή ένα μικρό σκουφάκι, σουβλοραμένο νύχτα, δίπλα σ’ ένα καντήλι, με πολλές παρδαλές κλωστές, από μια γριά μάνα τους. Κι από την άλλη τσέπη τους ένα χουνί χαρτένιο, κι όπως ήταν ξυπόλητα και δεν τους ήταν δύσκολο, ψήλωσαν απάνω στα δάχτυλα, κι από το χάρτινο χουνί βγήκε μια φοβερή φωνή κι εφώναξε στους χωροφύλακες:
«Άντρες! Παραδοθείτε!»
Τότε οι «άντρες» τούς ρίξαν φωτιά. Ρίξαν και τα παιδιά φωτιά. Απ’ τα ντουφέκια με το σπάγκο. Οι «άντρες» ήτανε ταμπουρωμένοι σ’ ένα πελώριο χτίριο. Τετραώροφο. Τα παιδιά το ’ζωσαν τριγύρω. Κι από το πίσω μέρος, την οδός Ιθάκης, τρύπωσε σα μικρό λιοντάρι ένα παιδάκι κι έριχνε. Και με τα δυο του χέρια. Μα και με την ψυχή. Καμιά φορά το ’βρε μια σφαίρα και το ’ριξε χάμω. Πέφτει ξυστά δίπλα στον τοίχο. Κάτω απ’ το λούκι του νερού. Σαν αστρουλάκια φεγγερά πήγαιναν κι έρχουνταν οι σφαίρες βιαστικές από πάνω του, κι εκείνος τώρα τις θωρεί από χάμω. Σαν πληγωμένο ελάφι πο ’χασε την τρεχάλα του και την κομψότητά του. Ώσπου τινάζουνε το λούκι οι σφαίρες και το κάμανε κόσκινο και τώρα τρέχει το νερό από πάνω του, αντίς που ’τρεχαν τ’ αστρουλάκια. Τρέχει ένα αβάσταχτο νερό, σα να χυμήξαν κύματα φουρτουνιασμένου φράχτη.
Κάποιοι γείτονες μόνο ακούσανε λίγο μακρινό μουγκρητό. Σα να ’ταν ένα μικρό κατσικάκι κι εφώναξε δυο τρεις φορές, από πέρα, τη μάνα του. Ύστερα δεν ακούσαν τίποτα. Έστεκε εκεί στο λούκι, ακίνητος, γιατί ήταν πολύ χτυπημένος. Ώσπου το νερό αψήλωσε και τον τύλιξε μέσα του. Κι ήπιε πολύ νερό κι εφούσκωσε. Και τότε πέθανε ολομόναχος.
Την ώρα εκείνη τη σκληρή, κι όπως παράδινε άφοβα την ψυχή του στον άγγελο, μιας προσταγής τη διαταγή βούιζε ακόμα ο τόπος:
«Άντρες! Παραδοθείτε!»
Και τότε οι «άντρες» παραδόθηκαν.
Τότε σύχασε λίγο ο τόπος κι οι νικητές λογάριαζαν τα λάφυρα της μέρας. Αλλά και τους νεκρούς. Κι εκείνη η νίκη των παιδιών χτύπαγε μέσα στην καρδιά της γέρικης Αθήνας μας τις νότες μιας ελπίδας. Πολλοί σμίξαν τα δάχτυλα και σταυροκοπηθήκανε.
Τότε περάσανε και τον πνιγμένο. Από μπρος απ’ τα μάτια μας. Και τον πηγαίνανε για την ταφή. Μ’ όσες τιμές σου πέφτουνε όταν δεν τέλειωσε ακόμα ο πόλεμος, κι ακόμα έχεις φουρτούνες. Ήταν ταμπουρλιασμένος. Όπως εκείνα τα σκυλιά που ’βγαζε τότε η θάλασσα. Κι όπως τον πιάσαν τέσσερις για να τον περπατήσουνε, από το στόμα του έβγαλε μια θολή λουρίδα νερό. Όπως τότε. Απαράλλαχτα. Κι είχαν περάσει τόσα χρόνια… Σίγουρα οι θαλασσινοί έχουν, λοιπόν, μεγάλη μνήμη.
Κι αν θυμούνται τόσα άλλα, θα ξεχάσουν τον άνθρωπο;
Θα ξεχάσουν ποτέ πως ένα ελασιτάκι, δίχως χωριό, και όνομα, ένα ελαφάκι πληγωμένο, πνίγηκε κάτω από ’να λούκι, κι εφούσκωσε σαν ψόφιος σκύλος, χαρίζοντας στη γη μας μια στάλα λευτεριά…
Από πάππου σ’ εγγόνι θα κλαίμε και θα το διηγιόμαστε. Σαν τα μεγάλα εκείνα παραμύθια. Τα μεγάλα εκείνα πράματα που τρομάζουν τον άνθρωπο, σφραγίζοντας απάνω του μιαν άσβηστη γραφή. Τα θυμούνται οι αιώνες στήνοντας στ’ όνομά τους είτε έναν Παρθενώνα είτε μια μικρή μουσική.
Ήταν χειμώνας. Παγωνιά. Μήτε ραδίκι δεν ξεφύτρωνε. Μήτε ένα γέλιο δε διαγραφόταν. Η γη είχε καταξεραθεί. Βρέχει με το τουλούμι. Κανόνια γιόμιζαν τον ουρανό. Μήτε να βγάλει το άρβυλο να πέσει ο κάπτα-Νίκος. Μήτε να ξαναθυμηθεί τις επιστήμες και τα γράμματα. Μόνο για να νεκροφιλήσεις απόμενε λίγος καιρός. Μόνο για ν’ αποχαιρετήσεις ένα ένα πράμα που ’φευγε.
Εκείνη την ημέρα ήρθε η σειρά του λοχαγού. Ήταν μια στενή κάμαρα μ’ ένα κερί που όλο κι έλιωνε απάνω στα ποδάρια του. Κι ο λοχαγός καταμεσής νεκρός, κι εκοίταγε κατά τη δύση. Και πριν να λιώσει το κερί να σκοτεινιάσει ολότελα, κάμποσοι φίλοι εβάδιζαν κι έσκυβε ένας ένας και τον αποχαιρέταγε. Την ώρα αυτή που κίναγε στο αιώνιο ταξίδι.
Μπήκε κι ο κάπτα-Νίκος τότε, και το κερί ετρεμόσβηνε πάνω στη μούρη του νεκρού, κι είχε ξεχάσει ολότελα εκείνον τον καιρό τις επιστήμες και τα γράμματα και πως υπάρχουν ζωντανοί κι αγάπες και φθινόπωρα, κι έβλεπε μόνο εμπρός του το νεκρό λοχαγό.
Μεμιάς τα μάτια του εφουριάσανε. Μια λάμψη σα να τα ’ζωσε. Ένα φως σα να πήδησε μες στο μικρό σκοτάδι και του ’κλεισε τα βλέφαρα. Δίπλα στον πεθαμένο, μια σπιθαμή στα πόδια του, απάνω στα σανίδια, ακίνητη σαν άγαλμα, φρουρός μαζί κι εκδικητής, καθότανε η Μαρία, μες στην ασκήμια της και τα κουρέλια της, με το ντουφέκι του νεκρού κρατώντας το ωσάν λάβαρο, στραμμένο προς τ’ ανάστροφα, αμίλητο κι ακίνητο, και μες στην κάνη που έχασκε είχε καρφώσει ένα περίφημο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ήταν σημάδι φανερό ενός μεγάλου έρωτα. Που ποτέ δεν ειπώθηκε. Το πρώτο της και το έσχατο.
Ο κάπτα-Νίκος ξέχασε ότι ήτανε Δεκέμβρης, χειμώνας, παγωνιά, που ραδίκι δε φύτρωνε, που γέλιο δε διαγραφόταν, που κανόνια σκοτώνανε, που τα κεριά ετρεμόσβηναν, που μάνες μοιρολόγαγαν, που ’βρεχεν ασταμάτητα, και μονομιάς θυμήθηκε ότι υπάρχαν ζωντανοί κι αγάπες και φθινόπωρα και γράμματα και γέλιο και κόκκινο τριαντάφυλλο που ’χε τη δύναμη κι εφύτρωσε στην καρδιά του Δεκέμβρη.
Κι έτσι από τότε πάλι εβρήκαμε, πάνω στην ώρα που τη χάναμε, την πίστη στη ζωή. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο φώτισε την απόγνωση του κουρασμένου ανθρώπου.