Πληροφορίες για τον Δημοσθένη Βουτυρά εδώ
Κοντά στο στόμιο της βαθιάς σπηλιάς ο Φούδας, ακουμπισμένος, φαινότανε να προσέχει έξω στον κρότο που ’κανε η θάλασσα, στις αστραπές, που, κάθε λίγο και λιγάκι, ανάβανε μες στο σκοτάδι. Πιο πέρα ο Κολίρας, καθισμένος σε μια πέτρα, κοίταζε, κρατώντας ένα φαναράκι, στο μέρος του Μούρδα και του Μαρούκα, που στο βάθος της σπηλιάς, σα φαντάσματα μες στο θαμπό φως, ετοιμαζόντανε σιωπηλοί.
- Εμπρός! μίλησε ο Μούρδας.
- Θεός βοηθός!
- Το ίδιο κάνει!
Και ο Μαρούκας σήκωσε με τα δύο του χέρια τον κασμά και τον χτύπησε δυνατά χάμω.
Στο χτύπο αυτόν ο Φούδας στράφηκε. Είδε τον Μούρδα να στέκεται κοντά στο μικρό χωματένιο ύψωμα και να έχει το φανάρι του σηκωμένο και τον κασμά του Μαρούκα να υψώνεται πάλι και να πέφτει γρήγορος.
Πάλι ο Φούδας κοίταξε έξω.
Το πέλαγος μούγκριζε, βογκούσε, τραγουδούσε θανατικό τραγούδι χωρίς να φαίνεται παρά μια μαυρίλα, ένα σκοτάδι, σα να το τραγουδούσε το μαύρο χάος. Κάποτε όμως η αστραπή, ανοίγοντας τις φωτεινές φτερούγες της, έδειχνε για μια στιγμή τ’ αγριεμένα κύματα να υψώνουνται γυαλιστερά, αφρισμένα, και τα σύννεφα μαύρα, φουσκωμένα από πάνω τους, Και ο άνεμος φυσούσε, σφύριζε μανιακά...
Έκανε κάτι να σκεφθεί, αλλά ο Κολίρας τον πλησίασε.
- Θα σου σβήσει το φανάρι! Δε βλέπεις που άνοιξε; του είπε, βλέποντας την πόρτα του φαναριού του Κολίρα, ανοιχτή.
- Βρε αδερφέ, κι αν σβήσει πιστεύω το ίδιο θα ’μαστε! Δε βλέπεις που είναι μέσα στο σκοτάδι σαν κολοφωτιές! του απάντησε ο Κολίρας κλείνοντας την πόρτα του φαναριού του. Ύστερα, αφού φάνηκε ν’ ακούει τον κρότο της θάλασσας:
- Μωρέ για άκου θάλασσα! Λες κι αγρίεψε, γιατί είμαστε μεις εδώ μέσα... Τρέμει η...
- Βρε, κάτσε από κει και μπορούνε να δούνε το φως!
Ο Κολίρας έκανε δεξιά, γυρίζοντας και το φως του κλεφτοφαναριού του προς τον τοίχο της σπηλιάς.
- Να! Αν κι είναι κουταμάρα! Γιατί ποιος θα δει φως κι από πού; Απ’ αυτή την τρυπούλα;
Ο Φούδας γύρισε και κοίταζε έξω, στο σκοτάδι. Άκουσε το Μούρδα να λέει στο βάθος:
- Βάρα καλά! Μην κουράστηκες;
- Τι λες; Έχω δύναμη να σηκώσω όλη αυτή τη σπηλιά!
- Καλά, σκάβε τώρα να την ξεγεννήσεις! Το παιδάκι της θα είναι χρυσό...
Πάλι ο Κολίρας μίλησε σιγά στον Φούδα.
- Σα να μην πιστεύω τίποτα γι’ αυτά, Φούδα. Τίποτα δε θα βρούμε... Τ λες εσύ; Χαμένοι θα πάνε οι κόποι μας!
- Τι λες βρε; Γιατί δε θα βρούμε; Να, Τώρα θα ιδείς! Κοντός ψαλμός αλληλούια...
- Μα τα σημάδια εκείνα, τα παλιοκουφάρια, πού είναι;
- Τα πέταξα! Δεν το ξέρεις; Μόλις τα βρήκα, τα πέταξα... Τι, να τ’ άφηνα να τα δούνε κι άλλοι αν τυχόν και τους έριχνε η τύχη εδώ; Κι έπειτα, βρε αδερφέ, δεν άκουσες εκεί που σκάβουνε πώς κάνει; Είναι κούφιο από κάτω..,
- Μα πιστεύεις ότι άλλος δεν την ξέρει αυτή τη σπηλιά;
- Μα θα την ήξερα εγώ, αν δε μ’ έριχνε εδώ η θάλασσα; Η τύχη βοήθησε· πώς βοηθά και πέφτουν σε πολλούς λαχεία! Να, έτσι! Άσε που θα φαινόντουσαν σκαψίματα! Κι έπειτα, δεν είδες πώς είναι χωμένη; Κρυψώνας πρώτης! Σε τέτοια μέρη άγρια ερχόταν οι κουρσάροι και κρύβανε τα λεφτά τους, τους θησαυρούς που αρπάζανε...
Ποιος ξέρει αν δεν ήτανε αυτοί που πέταξα και που, βαρεμένοι θανατικά, ήρθαν εδώ για να πεθάνουν κοντά στους θησαυρούς τους... Αν άκουγες κάπου τον παππούλη μου να σου λέει χίλιες δυο ιστορίες για τους κουρσάρους που γυρίζαν, εδώ, τότε θα καταλάβαινες καλά, όσο εγώ, τι μπορεί να βρούμε εδώ! Γιατί ξέρεις, ο άνθρωπος, όσο παίρνει, τόσο ακόμα θέλει... Και, με το Θεό, όλη η γη δεν είναι τίποτα, είναι πολύ πιο μικρή απ’ ό,τι ζητάει αυτός... Και πόσοι και πόσοι δε γυρεύανε και την γυρεύουνε ακόμα αυτή τη σπηλιά… Φαντάσου που ο παππούλης μου μου ’λεγε ότι γυρίζανε ζητώντας την και ψάχνοντας εδώ γύρω, ένας καλόγερος, ή ντυμένος καλογερίστικα, με τρεις λαϊκούς. Κι είχανε φάει τον κόσμο! Πολλοί είχανε μυριστεί ότι έψαχνε για το θησαυρό κι αυτός, που ο κουρσάροι είχανε κρύψει σε σπηλιά, γιατί όλοι σε σπηλιές κρυβόντανε, έμπαινε αυτός και τα συντρόφια του και ψάχνανε! Είχανε δει και σε πολλές και το χώμα ανακατωμένο... Άδικα ψάχνανε, ε; Ήτανε γραφτό άλλοι να τη βρούνε! Ε, και όταν είδα τα τρία κουφάρια κι ύστερα αγνάντεψα και το χώμα που ήτανε κοντά σωρός, πήγα να πάθω, σου κάνω όρκο, τρέλα! Καλύτερα σημάδια δεν ήθελα.
Ο Φούδας έπαψε και γύρισε να δει στο βάθος τι γινότανε.
Ο Μαρούκας δεν έσκαβε τώρα, αλλά έσερνε με το φτυάρι το χώμα, ενώ ο Μούρδας, σκυμμένος με το φανάρι, κοίταζε...
- Πλακάρα είναι!
- Ακούς; πλάκα! είπε ο Φούδας στον Κολίρα και κινήθηκε να πάει κοντά.
- Τι τρέχει; ρώτησε ο Κολίρας κι όρμησε κοντά του.
- Πάει το φανάρι σου... του είπε ο Φούδας ακολουθώντας τον και βλέποντας το φως το φαναριού του να σβήνει.
- Τι στο διάολο είναι αυτό! έκανε ο Μαρούκας, χτυπώντας κάτι με το φτυάρι.
- Για στάσου...
Κι ο Μούδρας έσκυψε και το πήρε.
Ήτανε ένα αγαλματάκι, ίσαμε μια σπιθαμή, ασημένιο, το μισό γυναίκα και το μισό ψάρι.
- Γοργόνα! φώναξε ο Μούρδας.
- Για, για!
- Να την! Δέτε την...
- Ζήτω!
- Ζήτω!
Κι ο Κολίρας, με σβηστό το φανάρι, πήδησε στο λάκκο, άρπαξε το Μαρούκα, τον έβγαλε έξω, κι αρχίσανε να πηδούνε. Το ίδιο έκανε κι ο Φούδας. Αυτός άρπαξε το Μούρδα, τον ανάγκασε ν’ αφήσει το φανάρι του στο χωματένιο ύψωμα και το αγαλματάκι κάπου κει, και σύροντας τον έπειτα, ενώθηκε με τους άλλους δύο που πηδούσανε σαν τρελοί, στη μέση της σπηλιάς. Και τότε κι
τέσσερες αρχίσανε να χορεύουνε μανιακά, να φωνάζουνε, να τραγουδάνε ό,τι τους ερχότανε, κομματιασμένα τραγούδια, ο καθένας το δικό του, φωτισμένοι απ’ το λιγοστό φως το φαναριού. Απ’ έξω κι η θάλασσα φώναζε, βογκούσε και τραγουδούσε κι αυτή κάποιο τραγούδι, θανατικό όμως, κι ο άνεμος σφύριζε, φώναζε... Η αστραπή έσκιζε το σκοτάδι, χτυπούσε την άκρη της σπηλιάς με τα φτερά της, και χανότανε.
Κουρασμένοι, ιδρωμένοι, σταθήκανε.
- Εμπρός τώρα, δουλειά! διέταξε ο Μούρδας.
Ο Μαρούκας κινήθηκε να πάει προς τα κει.
—Όχι συ τώρα! Είναι η σειρά του Φούδα και του Κολίρα. Να πιάσουν να τη φέρουνε βόλτα, να την ξεσκεπάσουν! Ο ένας να σκάβει γύρω-γύρω κι ο άλλος με το φτυάρι. Έχει χόντρος και θέλει αέρα να ’χουμε για να την τουμπάρουμε! Α, γεια σας, παιδιά! Για τελευταία φορά κάνουμε δουλειά, ύστερα έχει γλέντια και γλέντια...
Οι δύο, ο Φούδας κι ο Κολίρας, προχωρήσανε στο λάκκο το σκαμμένο απ’ το Μαρούκα. Ο Κολίρας άρχισε να σκάβει γρήγορα γρήγορα, ενώ ο Φούδας με το φτυάρι προσπαθούσε να τον βοηθά, μαζεύοντας το χώμα, που είχε από πριν, χωρίς κι αυτός να μπει στο λάκκο μέσα, αλλ’ από πάνω.
Ο Μούρδας κι ο Μαρούκας κοιτάζανε χωρίς να μιλούνε. Ο Μούρδας σ’ ένα κοίταγμα του Μαρούκα του ένεψε ότι θέλει να του πει και προχώρησε πρώτος έξω. Ο άλλος τον ακολούθησε, κι έτσι ο ένας πίσω απ’ τον άλλον βγήκαν απ’ το χαμηλό στόμιο έξω, όπου αιστανθήκανε πιτσίλισμα νερού σα φτύσιμο στο πρόσωπο.
Ο Μούρδας, καθώς βγήκε, έσκυψε και κοίταξε πίσω. Οι δύο δουλεύανε χωρίς να δίνουν προσοχή σ’ αυτούς, ο ένας σκάβοντας κι ο άλλος πετώντας το χώμα. Κείνη τη στιγμή ο Φούδας πετούσε μια φτυαριά χώμα... Σε όχι πολύ ακούσανε τη φωνή τη Φούδα να λέει:
Ε, πού είσαστε! ελάτε.
Μπήκαν μέσα ·και πλησιάσανε το Φούδα και τον Κολίρα, που είχανε σταθεί και περίμεναν στηριγμένοι στα εργαλεία τους.
- Να! γύρω - γύρω...
- Ναι, ναι... Μπράβο!
- Αλλ’ ακόμα λιγάκι κει στις άκρες... Για να ’χουμε τράτο!
Ο Φούδας κι ο Κολίρας σκύψανε πάλι στη δουλειά τους, αλλά ξαφνικά ο Μούρδας κι ο Μαρούκας ορμούνε πάνω τους και τους χτυπούνε, τους βυθίζουνε τα μαχαίρια τους πίσω ρίχνοντάς τους και μπρούμυτα. Ο Κολίρας, αν και χτυπημένος καλά, με φωνή τρομερή, ξέφυγε κι έκανε ν’ αρπάξει το Μαρούκα απ’ το λαιμό, αλλά άλλη μαχαιριά, άλλη στο στήθος, άλλη στο κεφάλι, τον κάνανε να ξαπλωθεί καλά πάνω στην πλάκα, σέρνοντας όμως και το Μαρούκα πάνω του, και δίπλα στους δυο άλλους, που ο ένας, ακίνητος πια, χωρίς ούτε βόγκο, έμενε και δεχότανε τις μαχαιριές απ’ τον Μούρδα, που κρατώντας τον, γονατισμένος, τον χτυπούσε, τον χτυπούσε...
Κι οι δύο έμειναν ακίνητοι σε λίγο. Αίμα έτρεχε πάνω στην πλάκα και κυλούσε στο γύρω σκάψιμο...
Αυτοί όρθιοι, φωτισμένοι απ’ το θαμπό φως, που πιο δυνατά χτυπούσε τους δύο σκοτωμένους, σταθήκανε ακίνητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζει ο ένας τον άλλον.
Άκουσαν τον βόγκο του πελάγους, το μανισμένο χτύπημα των κυμάτων, που ήταν άλλοτε σα να κυλούσαν αυτά σε βάραθρο βαθύ κι άλλοτε σαν κρότοι αλυσίδων πολλών πολλών, απείρων, αλυσίδων του Άδη. Αστραπή έλαμψε και χάθηκε, σα να μπήκε, είδε στην πόρτα τι είχε γίνει κι έφυγε γρήγορα.
Έτσι τους φάνηκε ότι κείνη τη στιγμή κάποιος θα φαινόνταν, όχι άνθρωπος, αλλά με μορφή ανθρώπου να μπαίνει μέσα απ’ το μαύρο στόμιο...
Ο Μούρδας έφερε το ματωμένο μαχαίρι του στο στόμα και το έγλειψε...
- Κάν’ το και συ! έκανε στο σύντροφό του.
- Τι να κάνω; ρώτησε αυτός κίτρινος κίτρινος.
- Να γλείψεις το μαχαίρι! Έλα, κάν’ το ντε... Κείνος που γλείφει το αίμα δεν πιάνεται, μωρέ...
Ο Μαρούκας το έκανε, χωρίς να μπορέσει να κρατήσει μια κίνηση σιχαμού και φρίκης.
- Τώρα; ρώτησε έπειτα.
- Τι τώρα; Τώρα πάνε!
Και ο Μούρδας γύρισε κι είδε τους δύο σκοτωμένους.
- Έλα έλα, παραμέρισέ τους, για να τελειώνουμε...
Κείνη τη στιγμή ο ένας απ’ τους δυο σκοτωμένους έκανε μια κίνηση μικρή μικρή, έτσι κινήθηκε ελαφρά ελαφρά και πάλι έπεσε στη φοβερή ακινησία, αλλά ο Μαρούκας, που έκανε να πλησιάσει, στάθηκε φοβισμένος.
- Ζούνε... είπε.
- Τι; Ζούνε; Στάσου και δεν πρέπει να παιδεύονται!
Κι ο Μούρδας, σκύβοντας, βύθισε καλά το μαχαίρι του και στους δυο...
- Να και συ, να και συ! τους έλεγε καθώς βύθιζε το μαχαίρι του.
Σηκώθηκε έπειτα άγριος και γεμάτος ιδρώτα.
- Έλα!
Ο Μαρούκας πλησίασε, αλλά καθώς έκανε να σκύψει:
- Δε μπορώ! είπε.
- Τι λες, μωρέ; Στο διάολο... Να λοιπόν !.. Δε μπορείς...
Κι ο Μούρδας αρπάζοντας τον ένα μετά τον άλλον, τους έριξε, τους πέταξε πέρα με φοβερή δύναμη. Ακίνητοι πέφτανε, μ’ έναν κρότο που θύμισε στο Μαρούκα σφαγμένα μοσχάρια που έριχνε από το κάρο του.
- Εμπρός τώρα! Έλα, έλα... Μη χάνουμε καιρό! Να την τουμπάρουμε... Απ’ εκεί.. Από κάτω... Καλά, καλά! Έτσι... έλεγε ο Μούρδας βάζοντας τη μύτη του κασμά από κάτω και βλέποντας το Μαρούκα να κάνει πάρα κάτω το ίδιο, βάζοντας το ξύλο αυτός του φτυαριού, και κάτω απ’ αυτό μια πέτρα. Έτσι τη σηκώσανε λίγο. Ύστερα, κρατώντας ο ένας με το λοστό την πλάκα, ο άλλος πέταξε τον κασμά και την άρπαξε με τα χέρια.
-Έλα!
Κι οι δύο μαζί, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, τη σηκώσανε με κόπο πολύ και δυνατό πάλεμα. Ένας λάκκος φάνηκε να μαυρίζει. Η πλάκα έπεσε δίπλα.
- Επιτέλους! Εδώ σας έχουμε, εδώ... Άντε, εδώ! Έτσι μωρέ, έτσι... Από αίμα, μωρέ, βγαλμένα, με αίμα παρθήκατε... Με αίμα παλικάρια σκάβανε, παλικάρια, που δώσανε το αίμα τους για σας... Παλικάρια... Μην τα νοιάσει όμως, αδέρφια δικά τους είμαστε και μεις, απ’ το ίδιο σόι... έτσι ήτανε γραφτό, δικά μας να γίνουνε, δικά μας!
Έλεγε ο Μούρδας καθώς στεκότανε πάνω απ’ το λάκκο, σα να έψελνε τους χαμένους ληστές, που θα κληρονομούσε.
- Τώρα; έκανε ο Μαρούκας κοιτάζοντας το λάκκο.
- Μα τι έπαθες συ, τώρα και τώρα; Πάψε πια! του είπε ο Μούρδας απότομα και με κάποια ορμή ευχαρίστησης. Να, τώρα, τώρα θα κατεβώ και θα ιδείς τώρα... Πάρε το φανάρι και φέξε λίγο ! Α, κουνήσου... Και τώρα, τώρα θα ιδείς... Σήκωσε ψηλά το φανάρι... Α, γεια σου! Και δεν είναι βαθύς! Έτσι, έτσι... οπ!
Και κατέβηκε μέσα στο λάκκο, που ήτανε ίσαμε ανάστημα αντρός ψηλού.
- Φέξε καλά! έκανε στο Μαρούκα.
Ο Μαρούκας σήκωσε το φανάρι του όσο μπορούσε καλύτερα.
- Μπρε τι είναι τούτο;
- Τι είναι;
Ω, να πάρει ο διάολος, ο διάολος να πάρει... Κουφάρι! Ένα σκέλεθρο… Νάτο...
Και ο Μούρδας πέταξε έξω ένα κρανίο σκελετού, έπειτα πόδια και ρούχα μαζί.
- Μωρέ, για δώσε μου το φως!
Ο Μαρούκας του το ’δωσε και είδε κι αυτός, καθώς κατέβασε το φως, κόκαλα ανθρώπινα, ένα κρανίο ακόμα.
Μωρέ κι άλλο! έλεγε ο Μούρδας. Κατάρα... Στο διάολο! Δυο ήτανε... Μα τι στο διάολο θέλανε αυτά δω μέσα;
Κι άρχισε να τα πετά έξω.
Χρήματα, χρυσαφικά, όμως, τίποτε! Σκυθρωπός ζήτησε τον κασμά. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι απ’ το μέτωπό του και δίνοντας το φανάρι στο Μαρούκα, άρχισε να σκάβει, να σκάβει μανιακά. Τίποτα, τίποτα... Στάθηκε σιωπηλός, ιδρωμένος, άγριος.
- Την πάθαμε! έκανε κοιτάζοντας το σύντροφό του.
- Τι κάναμε! θρηνούσε ο Μαρούκας. Μωρέ τι κάναμε! Πάνε άδικα οι κακόμοιροι, άδικα...
Ο Μούρδας τον κοίταζε σκυθρωπός σκυθρωπός.
— Τι κάναμε! έλεγε ο Μαρούκας.
— Τι κάνεις έτσι ρε, σα γυναίκα... τον διέκοψε άγρια ο Μούρδας. Τι κάναμε; Ε, ένα θάνατο χρωστούσανε! Εμάς να κλαις μωρέ, εμάς! Τι χάσαμε... Και το ύστερο, τι φταίμε μεις; Τα σημάδια
φταίνε κείνα τα σκέλεθρα, που βρήκε ο Φούδας εδώ και το χώμα αυτό εκεί! Κάποιοι μας τη φτιάξανε αυτή τη δουλειά, κάποιοι...
Και αφού στάθηκε για λίγο με γυρμένο το κεφάλι άπλωσε το χέρι του χωρίς ν’ αφήσει τη στάση του:
- Τώρα θα δεις κι εγώ τι θα κάνω... Τα ίδια κι εγώ... Έτσι θα είναι φίνα και φίνα... Για, λέω, είπε κοιτάζοντας το σύντροφό του, έλα να πιάσουμε και να ρίξουμε αυτούς εκεί μέσα στο λάκκο. Και να τους σκεπάσουμε και μεις καλά καλά... Όπως ήτανε πριν... Και τη γοργόνα πάνω, όπως ήτανε... Κι αυτά εδώ... αυτά τα σκέλεθρα, τα κουφάρια, να τ’ αφήσουμε για σημάδια για κείνους που ψάχνουνε να βρουν το θησαυρό...
Από τη συλλογή «Τριανταδύο διηγήματα» (1921)
Όταν αφήσανε τον Κούρμα απ΄ τη φυλακή, ήτανε νύχτα. Και του φάνηκε παράξενο, πώς τον βγάλανε τέτοια ώρα, και γιατί. Αλλά χωρίς να ρωτήσει, χωρίς τίποτα να πει, έφυγε και πήρε το δρόμο της πόλης.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, γεμάτος άστρα. Φυσούσε όμως, άνεμος ψυχρός, που τον έκανε να τρέμει.
Στην πόλη, όταν έφτασε είδε σκοτεινούς τους δρόμους, κατασκότεινους. Αλλά τα καταστήματα ήταν ανοιχτά, φωτισμένα όμως με μικρό φως. Και στους σκοτεινούς δρόμους, πλήθος ανθρώπων γύριζε σιωπηλό, ή όταν μιλούσε, θα μιλούσε σιγά, αθόρυβα.
— Μα γιατί κάνουν έτσι, γιατί είναι σκοτεινά; σκέφτηκε και θέλησε να ρωτήσει. Αλλά με μιας:
— Τι με μέλλει! Δεν πάω καλύτερα να βρω καμιά μεριά να τον πάρω! είπε.
Στο νου τού ήρθε μια σπηλιά, πούχε μείνει κάποτε, ολόκληρη μέρα.
Και περνώντας τους δρόμους τους σκοτεινούς, και χωρίς να δίνει προσοχή στο πλήθος που γύριζε, έφτασε σε μια ψηλή και ερημικιά παραλία. Εκεί κοντά βρισκόταν η σπηλιά.
Στάθηκε όμως, άτυχος. Γιατί βρήκε την σπηλιά νάχει πόρτα τώρα, και πόρτα γερή και κλεισμένη καλά.
— Μπα, έκανε, και τις σπηλιές κλείνουν ακόμα τώρα; Ε, πάλι καλά, αλλού!...
Και ζήτησε ένα μέρος κατάλληλο για να πλαγιάσει. Και βρήκε.
Αλλά γιατί, αν και φυσούσε ο άνεμος, πούκανε τη θάλασσα να χτυπά αφρισμένη, στα βράχια, δεν ακουγόταν η βουή της, ούτε ο κρότος των κυμάτων της....
— Τι σε μέλλει; είπε στον εαυτό του και γύρισε και κοίταξε τα άστρα που σάλευαν, παίζανε τις ακτίνες τους...
Ξύπνησε. Είδε πάλι, τ΄ αστέρια να λάμπουν.
Αισθάνθηκε ευχαρίστηση που βρισκόταν έξω και ανέπνευσε τον ψυχρό αέρα με ηδονή.
Σκέφτηκε όμως, πως πάλι θα πήγαινε να δουλέψει στα κατάβαθα της γης, για να βγάλει το ψωμί του, και μελαγχόλησε.
Πρόσωπα πολλά ήρθανε στο νου του, άλλα αγαπητά και άλλα αντιπαθητικά. Άραγε και οι φίλοι του θάτανε έξω, ή θα τους κρατούσαν ακόμα μέσα; Και στο νου του ήρθε και η μέρα που τους είχαν πιάσει... Όλοι δεμένοι και δυο, δυο, πάγαιναν και ο κόσμος άλλος τους εκοίταζε περίεργος και άλλος γελούσε και τους περιγελούσε. Και γιατί αυτό; Γιατί κι αυτοί είχανε ζητήσει να παίρνουν περισσότερο αέρα καθαρό, και να βλέπουνε λίγο ήλιο...
Σηκώθηκε να πάει στην πόλη. Δεν είχε όρεξη να κοιμηθεί. Ίσως και να κόντευε να ξημερώσει.
Καθώς έφευγε πλησίασε στα βράχια τα ψηλά, κ΄ έσκυψε να δει τη θάλασσα. Τρόμαξε. Νερό δεν είδε να χτυπά στα βράχια, αλλά μόνο χαμηλά, χαμηλά, σε τρομερό βάθος, κάτι να λάμπει, ή να γυαλίζει...
— Μπα, μα τ΄ είναι αυτό! είπε.
Κείνη τη στιγμή ταράχθηκε περισσότερο. Διέκρινε η ματιά του δυο άλογα να περνούν κάτω, στα βάθη, και πίσω ένα αμάξι μακρύ.
— Μα τ΄ είναι αυτό; Βρε παράξενο!... έκανε.
Νόμισε πως ονειρευόταν. Αλλά σε λίγο, αφού έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας το αμάξι και τ΄ άλογα, που χανόνταν στο σκοτάδι, είπε στον εαυτό του:
— Τι σε μέλλει!... Δεν τραβάς για μέσα.
Και προχώρησε για την πόλη.
Τώρα όμως, όταν έφτασε είδε, όπου περνούσε, ερημιά μεγάλη, και τα σπίτια νάχουν ανοιχτά τα παράθυρα και τις πόρτες.
— Μα τι συμβαίνει; έλεγε.
Μια βουή ξαφνική, ήρθε στ΄ αυτιά του, βουή λαού.
— Μπα, είπε, κάτι συμβαίνει!
Και προχώρησε να πάει στο μέρος, που ερχόταν η βουή.
Ούτε φως, ούτε φωτάκι τώρα, απ΄ όπου περνούσε. Σκοτεινά όλα, κατασκότεινα. Κ΄ αισθανόταν κρύο διαπεραστικό.
Η βουή δυνάμωνε, και αυτός προχωρούσε πιο γρήγορα.
Αλλά πηγαίνοντας έτσι λίγο έλειψε να συγκρουστεί με κάποιον, που βγήκε τρέχοντας από ένα δρομάκι.
Τα μάτια του Κούρμα συνηθισμένα απ΄ τα σκοτεινά υπόγεια, που τον είχανε κλεισμένο, απ΄ τις τρύπες που δούλευε, τον γνωρίσανε ευθύς.
— Ο Μαλάς! φώναξε.
— Βρε ο Κούρμας!... απάντησε κείνος. Βγήκες και συ; Και πότε σ΄ αφήσανε;
— Χτες το βράδυ.
— Βράδυ;... Α, α!... Μα δεν ξέρεις ότι βράδυ και μέρα δεν υπάρχουν τώρα;... Κι όλο βράδυ είναι.
Ο Κούρμας τον κοίταξε με προσοχή.
— Θα τούστριψε φαίνεται, σκέφτηκε, μέσ’ στα μπουντρούμια, που τον είχαν κλείσει...
— Τι με κοιτάζεις έτσι; τον ρώτησε ο Μαλάς. Δεν ξέρεις τίποτα, βλέπω, νομίζεις ότι τάχασα, ε; Και δεν μου λες, μωρέ, γιατί μας αφήσανε; Τους έχει πάει, να! Ο ήλιος δεν το ξέρεις, ότι έσβησε, έχασε το φως του ξαφνικά. Και τα νερά τραβηχτήκανε, λιγοστέψανε, της θάλασσας;
Τώρα λένε, πως θα βάλουν τεχνητά πράματα να κάνουν ό,τι έκανε ο ήλιος!... Μα για άκου!... ο λαός όλος, όλος είναι μαζεμένος έξω απ΄ την πόλη και περιμένει το σβησμένον ήλιο να φανεί!... Και άμα τον δει θα κάνει παράκληση να τούρθει πάλι το φως του.
Ο Κούρμας είχε ζαλιστεί.
— Μα τ΄ είναι αυτά!...
— Ναι, ναι!...
Μια βουή μεγάλη, τρομερή υψώθηκε κείνη τη στιγμή...
Ο Μαλάς στράφηκε στην ανατολή.
— Να, να, κοίταξε!... Να ο ήλιος! φώναξε στο φίλο του.
Ένας όγκος κόκκινος, πυρωμένος και σκοτεινός σε πολλές μικρές μεριές, και που εδώ και κει μικρές λάμψες πετούσε, είχε φανεί.
— Νάτος!...
Ο Κούρμας τον κοίταξε σιωπηλός.
— Πάμε και μεις στην παράκληση, πάμε να παρακαλέσουμε... του είπε ο σύντροφός του κι έκανε να προχωρήσει.
— Πού, πού να πάμε, είπες; ρώτησε ο Κούρμας, αν και άκουσε καλά.
— Εκεί που όλος ο λαός θα παρακαλέσει.
— Τι λες, τι λες; Για τρελό με πήρες;... Τι θέλω γω να παρακαλέσω μαζί τους; Τι θέση έχω γω;... Και συ! Γιατί θα πας εσύ; Τον ήξερες τον ήλιο, που χάθηκε, συ, τον απόλαψες διόλου που θα πας να παρακαλέσεις!... Ποτέ να μην έρθει! Καλύτερα έτσι, χίλιες φορές!...-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 93-97
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
Πατώντας μες στ' αγκάθια, στ' άγρια χόρτα, προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.
Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε.
Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων.
-Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που τον είχα!... Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!... Έγινε καλά όμως!... Το σκυλί!... Α, αν τον πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να ξαναγίνει!...
-Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου, όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
-Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!... Μα δε μου λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
-Ακούς λέει!...
Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε πιάνοντας το πόδι του.
-Τι έπαθες, μωρέ Κούρη;
-Ένα αγκάθι, Σακίδα μου, εν΄ αγκάθι, τ΄ άτιμο, σα μαχαίρι!...
Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του, ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε λίγο έφτασε και ο Κούρης.
Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει, έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος, φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο εργοστασίου.
Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες, οι μέλισσες βούιζαν... Ένας χτύπος ερχόταν από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που κτυπά πέτρα.
-Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο Λούκαρης.
Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
-Τι γυρεύεις;
-Καπνό!... αν έχει τίποτα τρίμματα!... Μπα!... έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του, που αναποδογύρισε.
-Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!...
Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
-Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!...
-Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το 'χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!... Αν και ο φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!... Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται! Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς γεννιέται;... Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα, δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!... Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου σας τη φτωχειά!... Τι τυραννία τραβά!...Να ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο το σπίτι!... Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α, το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα, άλλα!... Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!... Απ΄ την άλλη μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε και το γάλα!... Η πλούσια κοιμάται σα να την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα. Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!... Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!... Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο ιερός από τον πλούσιο;
-Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας σταμάτησε να λέει.
Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
-Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο, που μας είχανε κλεισμένους!...
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε το κεφάλι του.
-Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα είναι το ίδιο όλοι!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!...
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω γω!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!... Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου...
Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που γυρίζανε στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
-Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει πηγάδι!
Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
-Δε διψώ!... Αντίστε!... Γρήγορα λιγάκι!... Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε, έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
- -Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι. Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό λίγος καπνός.
Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω...
Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε το στόμα του με τα μυτερά στριφτά δόντια...
Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε με δύναμη... Το φίδι έμεινε ακίνητο.
Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά μεγάλος.
-Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε, για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;... Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!... Όλος ο κόσμος το κυνηγά!...
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει κοντά την ουρά του και να μένει πάλι ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
-Δεν έκανα καλά να το σκοτώσω, όχι!... είπε πάλι. Όλος ο κόσμος το κυνηγά!... Δεν έκανα
καλά!... Και είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!...
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.
Από τη συλλογή Όνειρο που δεν τελειώνει και άλλα διηγήματα
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός μπλιδίου
Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό· αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
– Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλ΄ απ΄ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
– Νά τες!...
– Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
– Μη φας, εσύ!...
– Χριστουγεννιάτικα!...
– Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
– Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
– Δε θα φας; τον ρώτησα.
– Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
– Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
– Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
*
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
– Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38.
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
«...Μέρες απαίσιες περνούμε. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν σε σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ’πεσε χολέρα, πανούκλα και όλες οι αρρώστιες, που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ’πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία, δεν μπορούν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγάλους και τους ρίχνουν μέσα...
Δυο χιλιάδες οκτακόσιους σήκωσαν χθες νεκρούς απ’ την πείνα. Στο νεκροταφείο θα ’χαν σχεδόν τριακόσιους.
Κι έλεγε σε μια γνωστή μας, συγγενής της νέος, που σπουδάζει γιατρός:
— Μόνο κοκαλάκι σκεπασμένο από πετσί είχαν όλοι! Κόκαλα και το δερματάκι τους! Και δεν έπιασαν τόπο! Να, να, τόσο δα, στενοί ήτανε!
Ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια, έπρεπε, ήταν γραμμένο, να περάσουν και κάποιοι άλλοι βάρβαροι απ’ την Ελλάδα, βάρβαροι από βαρβάρους, κι έφεραν στο φτωχόν τόπο τη μεγαλύτερη συμφορά, που μπορούσε να γίνει.
Με ψευτιά, με το δόλο κρυμμένο, λατρεία τάχα για την αρχαία Ελλάδα, οι άνανδροι, γιατί τέτοιοι είναι, κατόρθωσαν να φέρουν ένα διχασμό στο φτωχό τόπο. Πολλοί αυτοί σαν τα κουνούπια στα έλη δεν προσπαθούσαν με το πολυάνθρωπο του έθνους τους να πάρουν τη νίκη, αλλά με δόλο, αγάπη τάχα για ελευθερίες και μαζί κλάμα πως πάσχουν. Και η Αγγλία, που τυραννεί και βυζαίνει σαν τεράστιο χταπόδι, όλον τον κόσμο!!!
Νύχτα. Χιονιάς. Χιονίζει στον Υμηττό. Ψύχρα δυνατή. Εφάγαμε λαχανίδες. Ψωμί λίγο, τριάντα δράμια. Είναι το περισσότερο από αραποσίτι. Η γυναίκα μου έφυγε στις οκτώ παρά δέκα. Πάει στου Παρθένη, του υποστρατήγου, το σπίτι, που είναι κοντά μας, να μάθει νέα για να δυναμώσουν, αν είναι καλά, την ελπίδα, που άρχισε να χάνεται μπροστά στη μεγάλη καταστροφή που βλέπουμε.
Πείνα, πείνα! Και θάνατος, θάνατος!
Κάποιος γέρος υδραυλικός, γείτονας, όταν άρχισε η πείνα, μου ’πε μια μέρα:
— Δεν είναι καλύτερα να ριχτούμε όλοι απάνω τους και ή να πεθάνουμε, ή να ζήσουμε; Έτσι θα μας φάνε σιγά-σιγά αυτοί!
Του έδωσα δίκαιο και τότε και τώρα. Αλλά τώρα είναι αργά. Τότε ναι! Αλλά πού είναι οι αρχηγοί; Εγώ δε θα μπορούσα να ξεσηκώσω πάρα πάνω από διακόσιους ανθρώπους...
Και λένε όλοι όσοι με συναντούν στο δρόμο, γυναίκες, άντρες.
— Μα θα ζήσουμε;
Η αγωνία φαίνεται στα μάτια τους, που αυτά ακόμα έχουν ζωή. Το πρόσωπό τους όμως έχει πάρει το χρώμα του νεκρού.
Τους δίνω ελπίδες, ενώ, αισθάνομαι να φεύγει από μένα η ελπίδα!
Ο φούρναρης της γειτονιάς μου, Απόστολος Τσούλος, από την Ήπειρο, είναι πατριώτης σωστός και ελεύθερος άνθρωπος. Πάντα τρέχει ν’ ακούσει κάποιο ραδιόφωνο, να μάθει ειδήσεις. Κι αν έχουνε οι δικοί μας επιτυχίες, είναι γελαστός, φωνάζει, γελά, ενώ αν είναι σκούρα τα πράματα είναι κατσούφης, λιγόλογος, νευρικός.
— Πώς είσαι έτσι; μου λέει μια μέρα. Πρέπει να γελάς, να τραγουδάς.
Κατάλαβα πως υπάρχουν καλές ειδήσεις.
Κι εγώ τον ρωτώ, όταν πάω να πάρω ψωμί:
— Είναι καλά, Απόστολε;
— Ακούς λέει! Καλά και καλά! Θεία!
Κι έτσι δεν έχουμε φόβο από καταδότας, που έχουν παρασυρθεί άπειροι!-
Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής λογοτεχνίας 1941-1944, Τόμος Α΄, σ. 63-64.
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
Μυρουδάτο αγέρι φυσούσε, περνούσε απ’ τον καταφαγωμένο βράχο, τον γυμνό, τον ξερό, που όμως στα πόδια του χλόη ψηλή εφύτρωνε και λουλούδια κουνούσαν την ανθισμένη κορυφή τους.
Ησυχία. Μόνον ο κρότος του λοστού που τρυπούσε το βράχο, ακουγόταν να πέφτει μονότονος και σα νυσταγμένος, και κάποτε κρωγμοί ορνέων.
Ψηλά, όρνια πετούσαν, γύριζαν. Γεράκια κουνώντας ανήσυχα, νευρικά, κεφάλι, λαιμό, και κοράκια πλήθος.
Και ο ήλιος έγερνε στη δύση.
Κάτω καμιά κίνηση. Να όμως δυο τετράποδα φαίνονται να τρέχουν με ορμή τόνα πίσω απ΄ τ΄ άλλο, τσαλαπατώντας την πράσινη χλόη, τα πολύχρωμα λουλούδια.
Αν ο μπάρμπα Κόλιας που χτυπούσε με το λοστό του ένα βραχάκι ξεχωριστό απ΄ το μεγάλο βράχο, ήταν στα καλά του, ίσως θάλεγε για το κυνηγητό εκείνο:
― Μα γιατί το μυρουδάτο αγέρι, η άνοιξη, που είναι τόσο γλυκιά, αγριεύουν τα ζώα;
Αλλά δεν ήταν στα καλά του και δεν τόπε.
Από μέρες κι αυτόνα τον είχε πειράξει η άνοιξη. Και τον είχε πειράξει κακά, γιατί τον έκανε και τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του να λησμονήσει. Το μυρουδάτο αγέρι σα νάχε αρπάξει τη μνήμη της, να την διέλυσε...
Χτυπώντας με το λοστό το βράχο, ο μπάρμπα Κόλιας ήταν αυτό το απόγευμα ευτυχισμένος. Λίγα βήματα απ΄ αυτόν μια νέα με μαντήλα τυλιγμένο το κεφάλι, για να μην της καίει ο ήλιος το πρόσωπο, και φουστάνι τσίτινο, μάζευε τα χαλίκια και κάποτε γύριζε και τον κοίταζε. Ήταν το μόνο αρσενικό ο μπάρμπα Κόλιας εκεί κοντά...
Ο μπάρμπα Κόλιας ήθελε να της πει ένα λόγο κι άλλο λόγο δεν έβρισκε μέσα στο ζαλισμένο από το μαγεμένο αεράκι νου του, παρά για μια νέα ένωση, μια νέα παντρειά. Αλλά πώς να το πει;
Όταν είδε όμως τα δυο τετράποδα να περνούν τρέχοντας με ορμή, είδε το πρώτο νέο, νέο με δέρμα καθαρό και το δεύτερο ένα γέρικο μαδημένο, πήρε θάρρος και μίλησε, άνοιξε το στόμα του και είπε:
― Ρήνα, ακούς; Ξέρεις τι αποφάσισα; Το ξέρεις;
― Πού να ξέρω, του έκανε κείνη στρέφοντας το κόκκινο πρόσωπό της σ΄ αυτόν.
― Πού να ξέρεις; Ναι, πού να ξέρεις, έχεις δίκιο: Να στο πω; Ναι, ναι, θα στο πω. Αποφάσισα για καλά τώρα να παντρευτώ!
― Μπα! ώρα καλή τότε.
― Ναι, ναι, ώρα καλή, έχεις δίκιο. Μα δε με ρωτάς ποια λέω να πάρω;
― Ε, σε ρωτώ, ποια λες να πάρεις;
― Ουμ, εδώ σε θέλω· αν μπορείς βρέτηνα!
― Πού ναν τη βρω εγώ! Μη θα πάρεις τη Χουλιάρενα;
― Τι λες, μωρή, τι λες! Για τι με πήρες να πάρω τη Χουλιάρενα; Εγώ να πάρω τη Χουλιάρενα!
― Ε, τότε ποια θα πάρεις;
Ο μπάρμπα Κόλιας γέλασε:
― Εδώ σε θέλω...
― Τι εδώ με θέλεις; Ξύλα, κούτσουρα! Άσε με να κάνω τη δουλειά μου...
― Να κάνεις τη δουλειά σου... Εγώ αν σε πάρω δε θα δουλεύεις...
Αυτή έβαλε τα γέλια.
― Γιατί γελάς;
― Σκουπίσου, μπάρμπα Κόλια!
Κείνη τη στιγμή ακούστηκε ο κύριος του νταμαριού να φωνάζει τη Ρηνιώ....
― Ρηνιώ, άντε γεια σου, έλα να πάρεις λίγο φυτίλι!
Αυτή άφησε τη δουλειά κι έφυγε γρήγορα.
Ο μπάρμπα Κόλιας άφησε το λοστό, έβαλε τα χέρια του πάνω απ΄ τα μάτια του σα να τον εμπόδιζε ο ήλιος και την κοίταζε που έφευγε...
― Ας στο διάολο και συ, είπε άμα την έχασε απ΄ τα μάτια του.
*
Μόνος τώρα δούλευε χωρίς συντροφιά. Και ο ήλιος έδυσε. Πλησίασε η ώρα που θα σχολούσαν.
Ο αέρας πιο μυρισμένος ερχόταν τώρα, κι άκουσε κοντά του το βουητό μυριάδων εντόμων.
Το φαγωμένο απ΄ το λοστό και μπαρούτι βουνό άρχισε να βροντά. Πέτρες κυλούσαν με κρότο...
Ο μπάρμπα Κόλιας, αφού έριξε το φουρνέλο του, πήρε το λοστό του και τον έβαλε σε μια παραγκούλα. Ήταν αμίλητος, σκυθρωπός. Απέφυγε τους συναδέλφους του σαν νάχαν κάποια ασθένεια και τραβήχτηκε γρήγορα κοιτάζοντας εδώ και κει.
Και το αγεράκι ερχόταν γεμάτο μυρουδιές, μυρουδιές.
Ο μπάρμπα Κόλιας κάτι ζητούσε.
Ξαφνικά ταράχτηκε και τα μάτια του στηλωθήκανε σ΄ ένα μέρος.
Σε μια μεριά του λόγου, όχι πολύ ανηφορική και που ακόμα ο λοστός δεν την είχε πειράξει, διάκρινε δυο γυναίκες να μαζεύουν χόρτα.
Γρήγορα ο μπάρμπα Κόλιας μισοτρέχοντας διευθύνθηκε για κει. Είχε κάτι του ζώου του τετράποδου, του γέρικου, που πριν είχε δει να τρέχει πίσω απ΄ το νεαρό, κουρδισμένο φαίνεται απ΄ το μυρουδάτο αγέρι.
Όταν πλησίασε όμως δεν έκανε όπως θα έκανε το τετράποδο, σταμάτησε την ορμή του και βάδισε σιγά, στηριγμένος σ΄ ένα ραβδί, πούχε πάρει απ΄ την παραγκούλα.
Και πήγε κοντά τους. Του ερχόταν να ορμήσει αλλά...
Αυτές γύρισαν, τον κοίταξαν και ξακολούθησαν τη δουλειά τους.
Ο μπάρμπα Κόλιας στάθηκε κάνοντας ότι κοιτάζει το μάζεμα των χόρτων. Πήρε όμως το μάτι του πως άφηναν πολλά.
― Να, να αυτό κόψε, είπε στη μια δείχνοντας ένα χόρτο, είναι καλό...
Αυτή γύρισε, τον κοίταξε και τόκοψε.
Οι γυναίκες προχώρησαν πάρα πέρα. Μαζί κι αυτός να δείχνει χόρτα.
Αυτές όμως μίλησαν σιγά, κάτι είπε η μια της άλλης και τραβήχτηκαν απ΄ αυτόνα μακριά.
Θέλησε ο μπάρμπα Κόλιας πάλι να πάει κοντά τους αλλά τις είδε να παίρνουν δρόμο και να κατεβαίνουν το λόφο τρέχοντας.
Στάθηκε τότε και τις είδε που έφευγαν, που απομακρύνονταν βάζοντας τόνα χέρι πάνω από τα μάτια του. Και όταν επήγαν μακριά, μακριά:
― Ας στο διάβολο και σεις, είπε κατεβάζοντας το χέρι του.
Πήγε, όταν σκοτείνιασε σε μια ταβερνούλα και κάθησε μόνος. Αισθάνονταν νάναι όχι καλά. Ήπιε κρασί. Πάνω που έπινε ήρθε και ένας φίλος του γέρος και κάθησε κοντά του. Αν και θα ήθελε να μείνει μόνος, τον άφησε ή δεν τόλμησε να του πει να πάει αλλού. Δε μιλούσε όμως.
― Μα τι έχεις; τον ρώτησε ο φίλος του.
― Δεν είμαι καλά.
― Βεντούζες...
Δεν του απάντησε. Έμεινε με γυρτό κεφάλι.
Να όμως ξαφνικά μια φωνούλα, φωνούλα γυναικεία.
Μια νέα μπήκε μες στην ταβέρνα.
Ο μπάρμπα Κόλιας είχε ορθώσει το κεφάλι και την κοίταζε με μάτια που λίγο έλειπε να πετάξουν φλόγες.
― Ε, ε, Κόλια, τι κάνεις; άκουσε το φίλο του να του λέει, σε βλέπω το κορίτσι...
― Ε, και τι κάνω; ρώτησε αγριεμένος αυτός, δεν είμαι άντρας; Άντρας δεν είμαι;
― Τι άντρας είσαι, γέρος πες!
― Μπορεί νάμαι γέρος, μα είμαι πιο γερός απ΄ όλους τους νέους!
― Μπορεί, μα τα κορίτσια θέλουνε φρεσκάδα, δεν θέλουνε γέρικα προσώπατα. Έτσι τόκανε ο θεός.
― Ο Θεός; έκανε αγριεμένα ο Κόλιας. Ο Θεός δεν ήξερε τι έκανε για μας! Και γιατί δεν τόκανε και για τα γαϊδούρια και γιατί δεν τόκανε και για τα σκυλιά;.-
Από το περιοδικό Λογοτεχνική Επιθεώρηση.
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
Η λατέρνα έπαιζε τώρα ένα χορό τούρκικο και οι περισσότεροι είχανε σηκωθεί και χορεύανε με τα χέρια ριγμένα ο ένας στον ώμο του άλλου. Ο αδύνατος με τον ζακέ τον πρασινισμένο, νέος, στη μέση κι αυτός, πηδούσε χωρίς να ξέρει διόλου απ’ αυτό το χορό και προσπαθούσε να κάνει τα βήματα, που έκαναν οι συντρόφοι του. Οι άλλοι, ο νέος με τα μαύρα ρούχα και ο κοντός με τα γενάκια, που είχε υπηρετήσει στο Γαλλικό στρατό, στην ξένη λεγεώνα και είχε και μετάλλιο, έμεναν στις θέσεις των και κοίταζαν. Κοντά τους η νέα που λεγότανε Γραμματική, ωχρή, μικρόσωμη, ίσαμε δεκατεσσάρων χρόνων, αν και φαινόταν ακόμα μικρότερη. Προ ολίγου είχε κλάψει στην ενθύμηση της πριν ζωής της, της καλής. Και μαζί είχε πει, στους νέους φίλους της, πως τ΄ όνομα Γραμματική δεν ήταν τ΄ όνομά της, αλλιώς τη λέγανε, αυτό της το ’χανε δώσει κει μέσα οι γυναίκες. Δεν τη βγάλανε ούτε Αφροδίτη, Άρτεμη, ούτε Αρετή, ονόματα, που συνηθίζουνε να δίνουν, αλλά Γραμματική. Και η αιτία ήταν που ήξερε γράμματα, ήταν γραμματισμένη.
Ο πρώην στρατιώτης της λεγεώνας όλο ψιθύριζε όταν την κοίταζε.
- Τόσο μικρή!
Πρωτύτερα είχε πει, σαν κοσμογυρισμένος που ήταν, πως στη Γαλλία η αστυνομία δεν παγαίνει ποτέ τόσο μικρά κορίτσια σε τέτοια μέρη. Αυτό το βεβαίωσε κι ένας εμποροπλοίαρχος νέος, που χόρευε τώρα μαζί με τους άλλους. Ο μαυροντυμένος νέος κοίταζε το γλυκό, ωχρό προσωπάκι της νέας με συμπάθεια, αλλά κι αυτής τα μάτια συχνά πέφτανε πάνω του, τον κοίταζαν και μάλιστα όταν αυτός δεν την έβλεπε.
Και ο χορός ξακολουθούσε. Τώρα μάλιστα είχε ανακατευθεί και το ντέφι με τα ζίλια, που χτυπούσανε χτυπούσαν. Το ’παιζε ένας αδύνατος ψηλός με μαλλιά μαύρα στιλπνά, μακριά ίσαμε τα φρύδια, χωρίς σακάκι και με παντούφλες κεντητές στα γυμνά του, χωρίς κάλτσες πόδια. Και οι χορευτές δίπλωναν, ξεδίπλωναν τα πόδια τους, χτυπούσαν τις πλάκες, πηδούσανε.
Οι γυναίκες γύρω άλλες καθισμένες πάνω σε τραπέζια, άλλες σε καθίσματα κοιτάζανε, με σηκωμένα τα κοντά τους φουστάνια και ανοιχτά πόδια. Κάλτσες κόκκινες, άσπρες, γαλάζιες, όλα τα χρώματα ήταν εκεί. Πιο πέρα λίγο απ΄ τους δυο νέους και την ωχρή κόρη, είχε καθίσει μια παρέα απ’ αρκετούς. Όλοι κακοντυμένοι και με κούκους, κασκέτα και παλιές ρεπούμπλικες. Ο εμποροπλοίαρχος τούς γνώριζε. Ήταν όλοι κλέφτες του λιμανιού όπου δεν αφήναν σχοινί, αλυσίδες, κλέβανε στάρι, ξύλα, σωστοί λύκοι πεινασμένοι γινόντουσαν όταν η νύχτα ερχόταν. Χωρίς να φωνάξουν καμιά απ’ τις γυναίκες, που ξαπλωμένες ήτανε στα καθίσματα και πάνω στα τραπέζια, δείχνοντας προκλητικά ίσαμε το γόνι τα πόδια τους με τις χρωματιστές κάλτσες, είχαν καθίσει κι έριχναν λαίμαργες ματιές στην ωχρή κόρη, που καθότανε με τους καλοντυμένους νέους.
- Έ, έκανε, μετά αρκετή σιωπή, ένας απ’ αυτούς, αδύνατος, μαυριδερός, άδικα την έχουνε! Ακόμα δεν της δώσανε άδεια να δέχεται!
- Ας είναι... είναι κομματάκι... σαν αριστοκράτισσα! είπε ένας άλλος κίτρινος μ’ ένα μεγάλο σημάδι στο μάγουλο.
- Λένε πως ήτανε από καλή φαμίλια!
- Μα κι εγώ γι΄ αυτό τη θέλω!
- Καλά, ρε τσιφούτη, θέλε τη! Γιά δεν κοιτάτε! Δεν ξεκολλά απ’ τους λιμοκοντόρους! είπε ένας ψηλός, ένας ανθρωπάρας με ώμους πλατιούς πολύ.
- Μωρέ, για να ’χε άδεια και θα ’βλεπες αν θα τους την άφηνα!
- Και τι θα ’κανες;
- Τι θα ’κανα; Θα τους την έπαιρνα!
- Γεια σου, ρε λεβέντη! Και νομίζεις συ, πως αυτοί έτσι θα μένανε; Θα σε φοβούντουσαν και θα σου λέγανε – Ορίστε τη; Θα σου ρίχνανε, φουκαρά μου! Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου!
- Εμένα;
- Γιατί τους βλέπει με κολάρα και καλά ρούχα.
- Εγώ;
- Σώπα, ρε Αμερόληφτε, και το παράκανες σήμερα με τις παλικαριές σου!
- Εγώ, εγώ!
- Ναι, συ!
- Βρε θα σου ρίχνανε!
- Μα για σταθείτε, δε λέει τάχα καλά; Για τους λιμοκοντόρους.
- Να κι ο Λεμάς, που λαβαίνει το λόγο.
Κάτι λόγια είπαν ακόμα και ξαφνικά αρπαχτήκανε. Άλλοι μπήκανε στη μέση να τους κρατήσουν.
- Άσε με!
- Στάσου!
Τα καθίσματα πέσανε, ποτήρια, φλιτζάνια σπάσανε. Οι γυναίκες φεύγανε με φωνές, αφήνοντας, πολλές, τα χρυσωμένα πασουμάκια τους, φεύγανε με τις κάλτσες, οι άντρες βγαίναν έξω. Ο λατερνοπαίχτης και ο βοηθός του, συνηθισμένοι από τέτοια, σταθήκανε περίεργοι.
Σε μια σπρωξιά μεγάλη ο Αμερόληφτος κυλίστηκε κάτου και τα μεγάλα πόδια του ανθρωπάρα τον πατούσανε.
- Η φρουρά!
Στο βάθος της μεγάλης αυλής λόγχες λάμψανε στο μισοσκοτάδι. Οι αλάνηδες χωρίσανε. Ο ανθρωπάρας κρατούσε μια λουρίδα ενός ρούχου στα χέρια του και δεν ήξερε τίνος είναι. Είδε τον Τσιφούτη πέρα λίγο να στέκεται και να βλέπει το ’να χέρι του που βρέθηκε με μόνο σχεδόν την άσπρη ριγωτή φόδρα, σχισμένη κι αυτή, ενώ το ύφασμα, το περισσότερο, είχε χαθεί.
Ο νέος με τα μαύρα πήγε και την άλλη βραδιά κει ζητώντας να δει τα νέα. Αλλ’ είδε έξω απ΄ το καμαράκι της, στην αυλή, πλήθος να στέκεται, κόσμος, αλήτες, εργάτες του λιμανιού, ναύτες. Κείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και φάνηκε να βγαίνει κάποιος και πίσω αυτή. Θέλησε να κλείσει, αλλά το πλήθος δεν την άφησε. Ένας ναύτης ψηλός πολύ, ένας γίγας, μπήκε μπρος, υψώθηκε πάνω απ΄ όλους, την άρπαξε σπρώχνοντάς την μέσα και με ορμή έκλεισε την πόρτα.
Ο νέος έφυγε, ενώ το πλήθος, ένα σωρός σαράντα ή πενήντα μαγκλαράδων, ούρλιαζε, ούρλιαζε και σπρωχνόταν έξω απ΄ την κλειστή πόρτα.-
«Ο Νουμάς, Εφημερίς πολιτική κοινωνική φιλολογική»
Τόμος 14, Τεύχος 600 (1916), σελίδες 274-275
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
Ο γέρο Φαρούγκας ανέβηκε με κόπο και βογκώντας την παλιά, ξυλένια σκάλα, πούτριξε σα να βογκούσε κι αυτή, και βρέθηκε πάνω στην τραπεζαρία.
Μια λάμπα κρεμαστή φώτιζε, κ΄ ένας γάτος άσπρος καθότανε στο τραπέζι πάνω.
Πέταξε το καπέλο του στον καναπέ και είπε δυνατά:
— Μα τι διάολο, όλοι χαθήκανε;
— Τώρα, τώρα, άκουσε από μέσα τη φωνή της γυναίκας του.
— Τώρα, τώρα! Μα τι θα πει, τώρα, τώρα;
Είδε το γάτο πούχε σηκωθεί και τεντωνόταν.
— Α στο διάολο, και συ! έκανε και κινήθηκε να τον χτυπήσει.
Ο γάτος γρήγορος, πήδησε απ΄ το τραπέζι κ΄ έφυγε.
Κείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε η γυναίκα του:
— Κι ήρθες πάνω στην ώρα, του είπε· σε λίγο θα είναι έτοιμο το φαΐ.
— Θα είναι έτοιμο το φαΐ, το φαΐ!
— Μα τι έχεις πάλι; Τι κάνεις έτσι;
— Τι κάνω έτσι; να έτσι κάνω!... Πούναι αυτό το βρωμοφαΐ;
— Μια στιγμούλα, χριστιανέ μου, κάτσε κι έφτασε.
Κούνησε το κεφάλι του, ενώ η γυναίκα του έφευγε.
— Α, δε σου είπα, του είπε αυτή γυρίζοντας. Έχουμε μια μποτίλια κρασί απ΄ του Θούρμπα. Μου τόβαλε σε δικιά του μποτίλια. Είχα πάει στην Κυριακούλα και καθώς περνούσα το πήρα. Αυτή μου το σύστησε, παίρνουνε απ΄ αυτόνα.
— Πού είναι;
— Νάτη.
Αυτός γύρισε και την είδε πάνω στο παράθυρο.
— Θα το δούμε, μουρμούρισε.
Και πήγε σιγά και την πήρε.
— Σα λίγο μου φαίνεται! ξίκικο είναι, βάζω στοίχημα! είπε. Για φέρε τη δικιά μας μποτίλια με το σημάδι.
— Ναι, ναι!
Και η γυναίκα του έφυγε.
Περπάτησε αυτός, αφήνοντας τη μποτίλια πάνω κάτω. Άκουσε έξω μια φωνή να τραγουδεί.
— Σκασμός! είπε.
Του φάνηκε σε λίγο, πως η γυναίκα του αργούσε.
— Ακόμα; φώναξε.
— Μια στιγμούλα ντε, μια στιγμούλα. Είχε μια μύγα μέσα! Οι καταραμένες παντού τρυπώνουνε!
— Στο διάολο οι μύγες, στο διάολο! είπε αυτός. Μα τι διάολο τις έκανε ο Θεός;
Και κινήθηκε θυμωμένος.
Στο παράθυρο είδε δυο μύγες, μια στον τοίχο και μια στο ξύλο του παραθύρου. Άρπαξε ένα σίδερο, που βρέθηκε κει, και πλησίασε να τις σκοτώσει. Η μια ούτε κινήθηκε, ναρκωμένη απ΄ το κρύο της νύχτας, που ήτανε λίγο δυνατό, η άλλη χαμήλωσε μόλις ένιωσε το σίδερο από πάνω της. Του φάνηκε σαν άνθρωπος που θέλει να προφυλαχτεί, και την άφησε.
— Στο χαρίζω, της είπε, γιατί έκανες έτσι... Αν και...
— Μα τι έχεις; μόνος σου μαλώνεις τώρα;
Η γυναίκα του είχε φανεί στην πόρτα κρατώντας μια μποτίλια ανάποδα για να τρέξει και η τελευταία σταγόνα του «πιοτού των γαϊδάρων», όπως έλεγε ο άντρας της το νερό.
— Νάτη!...
— Έλα ντε!...
Η γυναίκα του πήρε τη μποτίλια απ΄ το τραπέζι, και με προσοχή άρχισε να μεταφέρνει το κρασί στην άλλη, τη δικιά της με το σημάδι, έχοντας από κάτω ένα πιάτο.
Αυτός σιωπηλός την κοίταζε.
— Πωπώ! έκανε η γυναίκα του.
— Ξίκικο, ε; ρώτησε αυτός, για να δω!
Και πήρε απλώνοντας το χέρι πάνω απ΄ το τραπέζι τη μποτίλια.
— Βρε τον άτιμο, είπε. Ένα ποτήρι σωστό! Ε, τον κλέφταρο! Μα δε σου είπα, έκανε κουνώντας το χέρι του και πηγαίνοντας κοντά στη γυναίκα του, τι θέλεις σ΄ αυτούς τους κλεφταράδες να πηγαίνεις, τι θέλεις; Α, τον κλέφταρο! Μα αύριο θα πάω απ΄ εκεί και θα σου τον κάνω να μην ξέρει πού να σταθεί... Βρε άτιμε, θα του πω, βρε άτιμε, θεομπαίχτη, κλέβε με όταν έρχομαι δω, κλέβε με, και όχι στο σπίτι που θέλω να πιω λιγάκι και να το νιώσω! άτιμε άνθρωπε, τιποτένιε, θεομπαίχτη, κλέφταρε, στο διάολο!... φτου!... παλιάνθρωπε!
— Μα στάσου, καημένε, τι φταίω γω και με γέμισες σάλια! του είπε η γυναίκα του, σκουπίζοντας το πρόσωπό της. Σε μένα τα λες;
— Είναι άτιμος, γυναίκα, ο κόσμος, άτιμος είναι!
— Καλά, καλά, το ξέρω. Κάθισε τώρα να πάω να δω το φαΐ.
Κάθισε κοντά στο τραπέζι περιμένοντας.
Πολλά του ήρθανε στο νου, αλλά τίποτα δε στάθηκε, δεν είχε όρεξη να τα σκεφτεί. Αλλά πώς, πώς τώρα, μια ενθύμηση μακρινή, του ήρθε, πρόσωπα χαμένα από καιρό πολύ, παρουσιάστηκαν. Κι είδε πάλι το παλιό του γραφείο, το σπίτι το παλιό, που δεν υπήρχε πια σήμερα, γιατί είχε γκρεμιστεί, και μια νέα οικοδομή, όλο μάρμαρο, είχε υψωθεί στη θέση του. Τόδε το γραφείο του, όπως ήτανε με το σιδερόφραχτο παράθυρο, τα σάπια σανίδια του, εδώ κι εκεί μπαλωμένα, και τον τοίχο το φουσκωμένο, το γδαρμένο. Κι είδε και τους παλιούς συναδέλφους δικαστικούς κλητήρες, που μαζί είχαν το γραφείο.
Ο ένας με κάτι γένια ψαρά και με γεμάτο το στήθος, τα χέρια, από εικόνες, με σύμβολα, απ΄ εκείνα που κάνουν ή έκαναν στις φυλακές. Είχε όμως και κάνει χρόνια πολλά στη φυλακή. Ήταν πάντα εύθυμος και ψεύτης τρομερός. Ποτέ του δεν έλεγε την αλήθεια. Μα και κανείς πια, και αλήθεια αν έλεγε, δεν τον πίστευε. Όταν ακόμα, τον ρωτούσε κάποιος, πού κάθεται ο τάδε, αν και τόξερε, θα τον έστελνε στην άλλη άκρη της πόλης. Πάει όπως κι αυτός μ΄ όλα του τα ψέματα! Ο άλλος με γένια μακριά, φτωχός, μπεκρής, και με πάντα ανοιχτό το στήθος, που άφηνε έτσι να φαίνεται ο χοντρός του λαιμός με κάτι νεύρα σα σχοινιά. Και ο τρίτος ένας ψηλός, γίγας, που σπάνια μιλούσε...
Άλλος φάνηκε στο νου του Φαρούγκα. Κι ήταν κι αυτός δικαστικός κλητήρας κοντός-κοντός, αδύνατος, με μια φωνή ψιλή, ψιλή. Κάθε μέρα σχεδόν περνούσε απ΄ το γραφείο τους, για να τους δει.
Και θυμήθηκε ο γέρο Φαρούγκας ένα μεσημέρι, που καθώς μόνος έτρωγε συκωτάκια, μπήκε ο κοντούτσικος συνάδελφός του και μόλις είδε το φαΐ όρμησε αρπάζοντας ένα σηκωτάκι με το χέρι. Αλλά με μιας τ΄ άφησε φωνάζοντας — Κάβει, κάβει!... Από τότε τα παιδιά ενός ταβερνιάρη, που κάτω απ΄ το γραφείο είχε το κρασοπουλειό του, κι ετύχανε νάναι, στην πόρτα του γραφείου, τον βγάλανε «Κάβει, Κάβει!». Πάει κι αυτός! Πάει και το : Κάβει, κάβει!...
Άλλοι ήρθανε στο νου του, άλλοι χαμένοι, δυο αδέλφια χαλβατζήδες. Ο ένας είχε σκυλιά γιατί έκανε τον κυνηγό. Χοντρός, φαλακρός. Ένας ταβερνιάρης παχύς, άλλος με κομμένα λίγο τα χείλια, και κοντά απ΄ αυτούς άλλοι, άλλοι, πλήθος, παρουσιάζονταν, έβγαιναν, μια σωρειά ανθρώπων λησμονημένων, σε μια γραμμή ατελείωτη, έβγαιναν, έτσι του φάνηκε, από ένα σκοτάδι, για να χαθούν πάλι μέσα σ΄ αυτό.
— Πωπώ! έκανε ο Φαρούγκας. Και δε φαίνεται τίποτα, σα να μη χάθηκε κανείς! Αλλοίμονο...
Έμεινε με σκυμμένο το κεφάλι και κουνώντας το σιγά.
Η γυναίκα του μπήκε:
— Έτοιμο! είπε.
Έστρωσε τραπέζι, έφερε πιάτα, το φαΐ και κάθισε κι αυτή.
Φάγανε σιωπηλοί σχεδόν.
Ο γάτος ο άσπρος, που είχε καθίσει σε μια καρέκλα, δίπλα στη γριά, κάποτε σηκωνόταν και ακουμπούσε τα μπροστινά του πόδια στο τραπέζι, παρουσίαζε τη χοντρή κεφάλα του.
— Έλα, κάτω, ύστερα!... Έχε υπομονή!... τούλεγε η γριά και τον κατέβαζε.
Στο τέλος η γριά ρώτησε το Φαρούγκα:
— Για κείνα τα οικόπεδα, δε μούπες;
— Α, ναι... Ε, να, θα τα πουλήσω, τ΄ απεφάσισα! Τι ναν τα κάνω;... Σκέφτηκα να χτίσω ένα μαγαζάκι σαν κείνο της γωνιάς...
— Α, ωραία...
— Ωραία κι ωραία!...
Η γριά ετοιμαζότανε να σηκωθεί, όταν θυμήθηκε:
— Μα δε σούπα τ΄ όνειρό μου, του είπε.
— Δε μου τόπες, για λέγε το!
— Είδα τη μάνα σου απόψε!
— Τη μάνα μου! Και πώς την είδες;
— Είχα χρόνια ναν τη δω... Την είδα μέσα σ΄ ένα παλιό σπίτι, σαράβαλο! και κοιμότανε πάνω σε καναπέ... Σα νάταν και η αδελφή σου η μακαρίτισσα εκεί!... Και ξύπνησε η μάνα σου και μου λέει: Έλα βοήθησέ με να γυρίσω κι απ΄ τ΄ άλλο το πλευρό! Κουράστηκα απ΄ αυτό! Και σα να πολεμούσε να γυρίσει. Και τη βοήθησα και γύρισε... Τι νάν΄ αυτό;
Ο γέρο Φαρούγκας κουνούσε το κεφάλι του, τραβούσε το μουστάκι του, τόφερνε στο στόμα.
— Μα για πε μου!...
— Τι να σου πω; Αν είναι τόνα πλευρό, που κουράστηκε, ο αδελφός μου ο μακαρίτης, και τ΄ άλλο...
— Κουνήσου απ΄ τη θέση σου! Άκου τι λέει... Τίποτα δεν είναι! Όνειρα... Τα όνειρα φαντάσματα τα λένε!
Και αφού είπε ακόμα λίγα για τα όνειρα, πήρε τα πιάτα κι έφυγε φωνάζοντας το γάτο.
Ο γέρο Φαρούγκας θέλησε να καπνίσει, αλλά, μετά δυο-τρεις ρουφηξιές, τόσβυσε το τσιγάρο του. Δεν είχε όρεξη για κάπνισμα, ενώ άλλοτε έκανε σα μανιακός.
— Έχεις ετοιμάσει μέσα; ρώτησε τη γυναίκα του που μπήκε, για να πάρει κι άλλα πράγματα.
— Μα τι! θα κοιμηθείς από τώρα;
— Ναι, θέλω να ξαπλώσω!
— Έτοιμα είναι, πήγαινε...
Ο γέρο Φαρούγκας σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο.
Ένα φως μικρό έκαιε πάνω στο παλιό κομό.
Γδύθηκε και πλάγιασε. Και όταν βρέθηκε πλαγιασμένος, κοίταξε το ταβάνι, τις πόρτες, το παράθυρο, το κομό με τον καθρέφτη και τα μικροπράγματα που είχε επάνω, έπειτα το κρεβάτι της γυναίκας του, που ήτανε στην άλλη άκρη, και τα μάτια του υγράνθηκαν...
Την άλλη μέρα, βλέποντας η γυναίκα του πως αργούσε να σηκωθεί, πήγε να τον ξυπνήσει. Έβαλε όμως τις φωνές, που σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι.
Ο γέρο Φαρούγκας είχε μπει κι αυτός μέσ’ στη γραμμή την ατελείωτη, πούχε χαθεί στο άπειρο σκοτάδι.-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 49-56.
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
Η βροχή μας είχε κλείσει σ΄ ένα μαγαζάκι. Ώρες μέναμε κει και μιλούσαμε. Είχαμε πει πολλά και πολλά, κι έπειτα χωρίς να μιλούμε κοιτάζαμε τη βροχή, που λεπτή, μονότονη έπεφτε και σα να τσιμπούσε τ΄ απλωμένα νερά.
Και δεν ήταν κανείς άλλος στο μαγαζάκι, από μας. Ο μάγερας μαγέρευε και πίσω του, στον τοίχο άπειρες μύγες είχαν καθήσει. Νόμιζες πως ήταν κεντημένος, ή νάχαν απλώσει κάποιο βέλο με βουλίτσες μαύρες.
Η σιωπή μας δεν κράτησε πολύ. Ο Σαμούλης μίλησε:
— Είπαμε πριν, είπε, για όνειρα, για τα σκυλιά, που ουρλιάζουν, όταν πρόκειται να πέσει κάποιο κακό στο σπίτι, που μένουν. Και πολλές φορές και για γειτονικά, ή συγγενικά. Αλλ΄ εγώ θα σας πω τώρα, και πως ζώα άγρια, πουλιά, όρνεα, κλαίνε, θρηνούν όταν είναι να πέσει στον τόπο που ζουν από χρόνια, στην πατρίδα τους, κάποια συμφορά μεγάλη!...
Ήτανε Σεπτέμβριος του 16. Ένα βράδυ κλεισμένος στο δωμάτιό μου έγραφα. Η ώρα ήταν περασμένη. Είχα βαλθεί να τελειώσω κι ας μ΄ έβρισκε και το ξημέρωμα.
Είχα, λοιπόν, βυθιστεί στο γράψιμο, ή σε κείνο που έγραφα, όταν ξαφνικά μέσ΄ στην ησυχία της νύχτας, ακούω μια φωνή, ένα κλάμα έξω, κομμένο σαν κλάμα γυναίκας, γριάς. Προπάντων γριάς, αυτή την εντύπωση μούκανε.
Ακροάστηκα καλά. Ναι, ναι, ήταν ένα κλάμα κομμένο ή που κοβόταν, γεμάτο πόνο, ένα παράξενο όμως, κλάμα κι απαίσιο μαζί!
— Μα τ΄ είναι αυτό! είπα.
Το κλάμα ξακολουθούσε μες στην ησυχία της νύχτας.
Με φρίκη πέταξα την πέννα, και αρπάζοντας ένα μπαστούνι χοντρό, χωρίς να ξέρω γιατί, βγήκα στην αυλή.
Μα ήτανε σα να θρηνούσε κάποια γριά στρίγγλα καθισμένη κάπου κει κοντά...
Η σελήνη φώτιζε δυνατά κυκλωμένη από σύννεφα. Και μες στο σπίτι ησυχία, στ΄ άλλα δωμάτια. Κανείς δε φαινότανε νάχε ακούσει τίποτα.
Το κλάμα πιο δυνατό ακουγόταν. Και όπως σας είπα, ήτανε σαν εκεί κοντά, σε κάποια μεριά, να καθόταν γριά μάγισσα, κακιά γριά και μάντισα κακών νάκλαιγε, ν’ άφηνε φωνή πόνου μεγάλου.
Όρμησα έξω, στο δρόμο. Αλλά μόλις επρόβαλα απ΄ τη σκιά του σπιτιού και φωτίστηκα απ΄ το φως της σελήνης, μια φωνή αλλιώτικη, φόβου άγρια, ακούστηκε να βγαίνει από κει κοντά.
Ύψωσα το ξύλο. Τίποτα δεν είδα.
— Μα τι είναι αυτό! είπα. Μην είναι νυχτοπούλι, κουκουβάγια;
Προσπάθησα να δω στα κεραμίδια των αντικρινών σπιτιών, ενός μάλιστα, χαμηλού πολύ, που ήταν και σε κατηγοριά και όπου μου φάνηκε πως βγήκε η φωνή.
Τίποτα, τίποτα. Το φως της σελήνης φώτιζε καλά τα κεραμίδια.
Και η φωνή είχε πάψει.
Ένα σκυλί ερχότανε γρήγορα, μαύρο, γνωστό μου, με τη μύτη κάτω και την ουρά μαζεμένη. Και μπήκε μέσα στο αντικρινό σπίτι από μια τρύπα.
Έκανα να μπω μέσα, όταν ακούω φωνές πολλές, όμοιες με κείνη, από παντού, απ΄ το λόφο του Φιλοπάππου, απ΄ τους αντικρινούς λόφους, απ΄ τα χωράφια, από παντού, όλες να κλαίνε, να θρηνούν!
— Μα τι σημαίνει αυτό; ρώτησα τον εαυτό μου.
Αισθανόμουν ότι κάτι κακό σήμαινε.
Την άλλη μέρα το διηγήθηκα αυτό σε ένα γέρο γνωστό μου, ένα γέρο δάσκαλο.
Τ’ άκουσε με προσοχή και μούπε έπειτα:
— Μην είναι η γλαύκα των Αθηνών, και αυτή θάναι, κι έκλαιγε για κάποιο κακό μεγάλο, μεγάλα κακά, που θα πέσουν στην Αθήνα και στην Ελλάδα;.-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 86-88
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη
Οι λίμες δουλεύανε, δούλευαν αφήνοντας στριγγές φωνές, οι ρόδες γυρίζανε, τα λουριά ανεβοκατέβαιναν και ο κρότος της μεγάλης σφύρας βαρύς έπεφτε μέσα στους μικρούς κρότους των σφυριών.
Ο Μαμούλης διόρθωνε σφήνες καλουπιών για κρεβάτια, αλλά και δεν μπορούσε πια να προσέξει σ' αυτές καλά, γιατί τα λόγια του γείτονα του με τα κατσαρά μαλλιά, που του είπε για τον εργοδηγό, γυρίζανε στο νου του και τα ένοιωθε σαν κάτι κακό να του ετοιμάζανε.
- Βλέπεις; άκουσε σαν κάτι να του μίλησε μέσα του ξαφνικά, ανάγκη! Πώς σου φαίνεται αυτό; Η ανάγκη! Αυτή σε κάνει και πατείς όρκους, έχθρας, όλα, και να τρέχεις! Και συ μη δεν είσαι όμοιος μ’ αυτόν εκεί;
Και θυμήθηκε πώς όταν, προ ημερών, είχε περάσει ο Λαούδας απ' το σπίτι του να του πει να πιάσει δουλειά, η γυναίκα του τον είχε περιποιηθεί πολύ, και αυτός, αν και ζηλιάρης, δε θύμωσε που μιλούσαν, γελούσαν. Τώρα τα θυμάται με τρόμο.
- Μ' όλη την έχθρα, που είχες στο Λαούδα, ήρθες στα τέσσερα όταν σε προσκάλεσε και πάει καταδιαβόλου και ο όρκος και τα τόσα, που έλεγες! Εργασία, ησυχία! Όταν σε είχε πετάξει στο δρόμο; Ας αφήσουμε τι είχε κάνει στον φουκαρά τον πατέρα σου! Και συ και συ! Θα πάει και όταν είναι μόνη! Πώς τα δέχτηκε αυτός ο άλλος και τον έκανε εργοδηγό; Μη δεν άκουσες; Μια φορά ήτανε τίμιος άνθρωπος! Ίσως και να του άρεσε και γι αυτό σου έδωσε δουλειά! Τι θα κάνει αυτή, στην ανάγκη, στον αφέντη; του έλεγε η φωνή.
- Όχι! του ήρθε να φωνάξει με δύναμη και να ζητήσει κάτι να συντρίψει, αφού αυτό, που του τα έλεγε, βρισκότανε κρυμμένο μέσα του, αλλ' η παρουσία του κατσαρομάλλη τεχνίτη και των άλλων τον εμπόδισε. Έφερε με το νου του το πρόσωπο της γυναίκας του και το είδε, όπως ήτανε, μαραμένο απ' τη δυστυχία με τα μάτια λυπημένα, αλλά και πάλι δεν επίστεψε.
- Θα την σκοτώσω! σκέφθηκε.
- Και άλλοι πολλοί το είπανε! πάλι η φωνή.
Και οι λίμες ξακολουθούσανε να τρώνε το σίδερο με στριγγές, κάποτε, φωνές, σαν από ευχαρίστηση, μανία, και οι εργάτες να σιγομιλούνε μεταξύ τους. Και μόνος ο Μαμούλας σκυμμένος στη δουλειά του φαινότανε σ’ αυτή προσηλωμένος, χωρίς να βγάζει μιλιά, ενώ μέσα του ομως είχε ανάψει τρομερή, μανιακιά κουβέντα με τον εαυτό του, που του έλεγε, του έλεγε χίλια δυο, όλα κακά και κανένα καλό!
***
Πάνω στην ορμή της δουλειάς ένα σφύριγμα ξεπετάχτηκε. Μεσημέρι. Οι λίμες πάψανε να φωνάζουν, ο κρότος των σφυριών.
Ο Μαμούλας παράτησε τα καλούπια, πήρε και έβγαλε με βία απ' το μαντίλι το ψωμί του, ξετύλιξε και ένα χαρτί, που είχε τυρί, πετώντας το χαρτί μακρυά, έπειτα κάθησε σα θυμωμένος σε μια χελώνα μαντεμιού, που μισοβυθισμένη βρισκότανε στο κατάμαυρο, λασπερό χώμα, και άρχισε να τρώει, μασώντας νευρικά, γρήγορα, μη θέλοντας να ακούσει πια τις σκέψεις του.
Άκουσε τη γκαζομηχανή να δουλεύει μόνη, ελεύθερη και φωνές παιδιών.
Ξαφνικά όμως ταράχτηκε.
Στον αέρα μια εικόνα, μια ζωγραφιά είδε να φανεί..
- Άλλο τούτο! έκανε και σηκώθηκε.
Αλλ' είδε πάλι τη ζωγραφιά, τη γυναίκα του στην αγκαλιά του Λαούδα.
- Άλλο τούτο, άλλο τούτο πάλι!.. έλεγε περπατώντας γρήγορα μέσα στο χώρισμα. Αλλ' η ζωγραφιά ήταν εκεί, εκεί γύριζε, όπου και αν στρεφόταν, όπου και αν έρριχνε το βλέμμα.
- Θεέ μου τι είναι αυτό, τι είναι αυτό; είπε και στάθηκε στη μέση μη ξέροντας πού να ρίξει τη ματιά του ζαλισμένος.
Και ενώ ένοιωθε, έβλεπε ότι αυτός ο ίδιος την έφκιαχνε, δεν μπορούσε να την πάψει σαν κάτι άλλο επαναστατημένο μέσα του, και που ήθελε κάτι κακό να του κάνει, να την έφκιαχνε...
Και ζητούσε να αποφύγει, να μη δει, να μη δει, αλλά για μια στιγμή πήγε ενάντια και πρόσεξε·
- Να, να!.. έκανε κόκκινος, αγριεμμένος.
Αυτή, η γυναίκα του, λιγωμένη απ' την ηδονή στην αγκαλιά του Λαούδα του έδινε τα χείλια της...
- Να συνηθίσεις!. Άκουσε μέσα του τη φωνή.
Έβγαλε ένα μουγκρητό και αρπάζοντας μια λίμα ώρμησε πάνω τους.
- Θα σας πιω το αίμα! φώναξε χτυπώντας το αέρα μανιακά.
Ο κατσαρομάλλης γείτονας του φάνηκε στην είσοδο.
- Τι τρέχει ; Τι έπαθες ; ρώτησε.
Αυτός είχε συνέρθει και δικαιολογηθήκε. Κάτι θυμήθηκε και τον πήρε ένας θυμός...
Ο μάστορας με τα κατσαρά μαλλιά έφυγε μασώντας και με το ψωμί στο χέρι. Ο Μαμούλης έμεινε τρέμοντας και μη ξέροντας πού να ρίξει τη ματιά του, ενώ ιδρώτας έσταζε απ' το μέτωπό του.
- Τι είναι αυτό, τι είναι αυτό που έπαθα, θεέ μου, τι είναι αυτό! έλεγε.
***
Ίσαμε το βράδυ, που σχόλασε, η ζωγραφιά τον βασάνισε. Και δούλευε, δούλευε, ενώ η ζωγραφιά ήταν εκεί, όπου έπεφτε η ματιά του, πάνω στον πάγκο, στον τοίχο, στα εργαλεία, στο χώρισμα, παντού. Και με δυσκολία, πολλές φορές, κρατιόνταν από του να φωνάζει, να ορμήσει, ενώ ίδρωνε, έπασχε.
Είχε και μικρές διακοπές, αλλά πολύ μικρές και πάλι νάτην η αέρινη ζωγραφιά, να την! σε πολλές, πολλές στάσεις, όλες ηδονικές, λάγνες.
Και για γιατρικό δεν εύρισκε άλλο παρά να φύγει, άμα ερχόταν η πληρωμή, να φύγει απ' το εργοστάσιο του Λαούδα και ας ψοφούσε και απ' την πείνα.
Είχε και πιστέψει πως αυτό, που πάθαινε, ήτανε τιμωρία για τον όρκο, που πάτησε και δεν εκδικήθηκε τον εχθρό του πατέρα του, τον τύραννό του, αλλ' είχε δουλέψει και δούλευε ακόμα σ' αυτόν.
***
Την άλλη μέρα έφυγε πιο νωρίς, απ' τις άλλες μέρες, απ' το σπίτι του. Και έφυγε ήσυχος. Η ζωγραφιά εκείνη δεν τον είχε, παράδοξα, ενοχλήσει στο σπίτι του.
Και ήταν ένα ωραία πρωί του Απρίλη με τον ουρανό καθαρό, χωρίς ίχνος σύννεφου και με τον ήλιο να βγαίνει λαμπρός πίσω απ' το γαλήνιο βουνό. Χελιδόνια, χελιδόνια πλήθος περνούσανε γρήγορα και σα να βουτούσανε στον αέρα, και μόνο η θάλασσα πέρα κουνιότανε ταραγμένη αφρίζοντας.
Στο εργοστάσιο έφθασε όταν άρχιζε ένα κοντινό μεγάλο υφαντήριο να σφυρίζει βραχνά, βραχνά προσκαλώντας τους εργάτες του.
Τρεις τεχνίτες μέσα βάζανε σε κίνηση την γκαζομηχανή, που, κείνη τη στιγμή, είχε αρχίσει να τρέχει, χωρίς λουριά, με ορμή σα δυνατό πουλάρι ξεκούραστο, που τρέχει και κλωτσά μαζί.
- Θα στρώσει; Έκανε ο ένας, που ήταν ο κατσαρομάλλης, ρίχνοντας μια ματιά στον Μαμούλη.
Αυτός τους καλημέρισε και προχώρησε στο χώρισμα, που βρισκόταν ο πάγκος του.
Άλλοι έμπαιναν. Και σε όχι πολύ φανήκανε να έρχονται, ο ένας πίσω απ' τον άλλον, άντρες, παιδιά, κάμποσοι κίτρινοι και με πρησμένα μάτια.
Απ' το καμίνι, είδε ο Μαμούλης, μια φλόγα να ξεπετιέται, που γρήγορα ένα μακρύ σίδερο, του καμιναδόρου, τη σκέπασε με κάρβουνο. Καπνός σταχτερός βγήκε τότε, έπειτα πάλι μια φλόγα μικρή, λεπτή, γαλάζια, φάνηκε να προβάλλει και να κουνιέται σα να προσπαθούσε να ελευθερωθεί απ' το βάρος του καρβούνου.
Το αμόνι έβγαλε αρμονικές φωνές από τα χτυπήματα των σφυριών, που σε λίγο ακουστήκανε να χτυπούνε το φλογισμένο σίδερο.
Ο Μαμούλης δούλευε χωρίς τίποτα να τον ταράξει ακόμα. Η λίμα του κατσαρομάλλη, που άφηνε στριγγές φωνές, τον έκανε να θυμηθεί μια γειτόνισσά του υστερικιά, που κάτι τέτοιες φωνές έβγαζε ένα βράδυ.
Ξαφνικά άκουσε να τον φωνάζουνε·
- Μαμούλης!
Εκοίταξε.
- Ο κύριος Λαούδας σε θέλει! Άφησε τη δουλειά του και πήγε με σουφρωμένα φρύδια. Του είπανε πώς ήτανε έξω. Στην πόρτα κοντά είδε, καθώς βγήκε, το αμαξάκι του Λαούδα μ' ένα μαύρο άλογο, που κύρτωνε το λαιμό του και χτυπούσε, έσκαβε τη γη με τα μπροστινά του πόδια, και που με δυσκολία το κρατούσε ο Τσούρμπος ο εργοδηγός. Ο Λαούδας στεκότανε πιο πέρα, και είχε το χέρι του δεμένο.
- Έλα, βρε αδελφέ, του είπε αυτός, άμα τον είδε, δε βλέπεις; Το έβγαλα χτες και δεν μπορώ να το οδηγήσω! Και θέλει μπράτσα και μπράτσα και να ξέρει κανείς απ' άλογα! Απ' αυτούς; άσ' τους! δεν αξίζει κανείς! Έλα, ανέβα και τράβα! Εγώ θα μπω μέσα!
Ο Μαμούλης ανέβηκε, χωρίς να πει λέξη, στο αμαξάκι και πήρε τα ηνία. Ο Τσούρμπος άφησε το άλογο κι αυτό ταράχτηκε.
- Ε, ε! του φώναξε ο Λαούδας.
- Κράτα το καλά! είπε έπειτα στον Μαμούλη, και ανοίγοντας την πόρτα, άμα το αμαξάκι στάθηκε μπήκε μέσα.
- Θα τραβήξεις για του Περδόπουλου! Θέλει μια πόρτα μεγάλη. Θα πάρεις και τα μέτρα! Το ξέρεις το σπίτι του; Κείνο το τελευταίο, στο γκρεμνό!
Ο Μαμούλης είχε γυρίσει στον Λαούδα για ν’ ακούσει, και είδε ψηλά, στον κατακάθαρο ουρανό, ένα σύννεφο κρεμασμένο, χαμηλά, χαμηλά, και σα να τους κοίταζε.
Το αμαξάκι άρχισε να τρέχει.
Πάλι κοίταξε με τρόπο πίσω του.
Το σύννεφο ακολουθούσε το αμαξάκι.
Ετρόμαξε και χτύπησε το άλογο και αυτό τινάχτηκε και άρχισε να τρέχει γρήγορα.
- Έτσι ντε! άκουσε τον Λαούδα να λέει.
Σε λίγο που κοίταξε πίσω, είδε το σύννεφο, όχι πια κοντα αλλά σα να είχε σταθεί και τους κοίταζε που φεύγανε.
- Μα τι κοιτάς; τον ρώτησε ο Λαούδας και γύρισε και κοίταξε κι αυτός.
Ο Μαμούλης είχε ησυχάσει και γρήγορα λησμόνησε το σύννεφο. Δεν σκεπτότανε τίποτα. Χτυπούσε κάποτε το άλογο, που τότε έτρεχε ορμητικά αφίνοντας το κουνητό τρέξιμό του.
Ψηλά ο ήλιος έλαμπε και πέρα η θάλασσα φάνηκε να κυλιέται ταραγμένη όλο κύματα. Ένας γλάρος πετούσε πάνω απ' τ' αφρισμένα νερά και ένας άλλος υψώθηκε.
Στο νου του Μαμούλα τίποτα δεν υπήρχε και κοίταζε, έτσι χωρίς να θέλει, σα να βρισκότανε έξω απ' όλα αυτά, να έβλεπε κόσμον άλλον, τους γλάρους, τον ήλιο, το κύμα, που ταραγμένο έτρεχε, κουνιότανε, βούιζε, φώναζε με χίλιες φωνές, και ακουγότανε να χτυπά δυνατά στα βράχια και να πηδά σα θηρίο, που πεινά και μανιασμένο ζητά να βγει, να πεταχτεί έξω απ' το λάκκο, που τόχουνε κλείσει.
Αλλά να, ξαφνικά ο Μαμούλης στράφηκε με φόβο.
Πίσω, μαζί με τον Λαούδα μια γυναίκα καθότανε, ήτανε κοντά του. Η γυναίκα του!!
Αυτός ήτανε άτιμος πια, αυτός του την είχε πάει!
- Α!. έκανε άγρια και χτύπησε το άλογο δυνατά όσο μπορούσε, Αυτό πετάχτηκε με ορμή και άρχισε να τρέχει τρελά...
- Μωρέ τι κάνεις; του φώναξε ο Λαούδας και θέλησε να σηκωθεί, αλλ' έπεσε χάμω μεσ' τ' αμάξι.
Αυτός με μουγκρητό χτυπά, χτυπά το άλογο και αυτό τρέχει, πετά τυφλά στον γκρεμνό, στον γκρεμνό που κάτω πηδούσε, φώναζε, βρυχότανε σαν πεινασμένο θηρίο η θάλασσα!..
Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Άρη Κ.