ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΙΙ


 

Τα διηγήματα που παρουσιάζονται πρωτοδημοσιεύτηκαν σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.

Πληροφορίες για τον Δημοσθένη Βουτυρά εδώ

 


 

Γιγάντια λουλούδια, πολύχρωμα, που κάτω χοροπηδούσαν εκατοντάδες χερουβείμ, λόφοι κάτασπροι σαν από χιόνι, γεμάτοι από λουλούδια μεγάλα όσο τα δέντρα της γης, πούχυναν μαζί με τη μυρουδιά τους και φως σαν άπειροι μικροί ήλιοι. Και πάνω πλανόντανε σιγά σύννεφα με διάφορους χρωματισμούς και μαζί της τρέχανε παίζοντας και ψάλλοντας πολλά χερουβείμ...

Μια μέρα όμως, τα σύννεφα δε γυρίζανε, δεν πλανόντουσαν, αλλ΄ ακίνητα μένανε, και τα χερουβείμ καθισμένα πάνω τους, δεν τραγουδούσαν, δεν παίζανε, αλλά κοίταζαν κάτω κάτι που ο Πλάστης κατασκεύαζε. Και οι άγγελοι κι αυτοί καθισμένοι στην πολύχρωμη χλόη γύρω απ΄ τον Πλάστη, κοιτάζανε με προσοχή. Όμοια έκαναν και τα χερουβείμ που τους άρεσε να παίζουν κάτω από τα γιγάντια λουλούδια. Είχανε μάλιστα ανεβεί επάνω τους, επάνω στα γιγάντια λουλούδια, για να βλέπουν καλά. Κι έμεναν σιωπηλά.

Ο Πλάστης είχε χαμογελάσει, το ’δαν όλοι, οι άγγελοι και τα χερουβείμ και όλα τ΄ άλλα, την ώρα που κάτι έφκιαχνε...

— Μα τι να φκιάχνει;

Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν.

Από μέρες ο Πλάστης είχε αρχίσει την κατασκευή ζώων. Και άμα τα έπλαθε, τα φυσούσε και παίρνανε ζωή, ύστερα τα πετούσε στη γη που κάτω γύριζε σα ζητιάνος ζητώντας ελεημοσύνη.

Και είχε κάνει τόσα και τόσα που φαινότανε να τρέχουνε στον πλανήτη που πριν ήταν έρημος.

Αυτή την ημέρα έφκιαχνε ουραγκοτάγκους, μαϊμούδες, όταν για μια στιγμή χαμογέλασε, ενώ ήταν πάντα σοβαρός.

Μια μαϊμού με κεφάλι άλλου ζώου μακρουλό, βγήκε απ΄ τα χέρια του.

Τα χερουβείμ βάλανε τα γέλια, οι άγγελοι χειροκροτούσαν, και ο Εωσφόρος που καθόταν κάτω από ένα κίτρινο λουλούδι, χαμογέλασε...

Ο Πλάστης άμα τάστειλε στη γη, χωρίς να πάψει να χαμογελά, γρήγορα άρχισε άλλο ζώο να φκιάχνει. Και σε λίγο ήταν έτοιμο. Αυτό το ζώο είχε κεφάλι όμοιο, ομοιότατο με της μαϊμούς που είχε κάνει πριν. Το φύσηξε. Το ζώο κινήθηκε και άρχισε να γαυγίζει...

Έκανε και το ταίρι του και τα πέταξε στη γη.

Άρχισε ο Πλάστης άλλο. Αλλά τώρα δε χαμογελούσε, ξεκαρδιζόταν απ΄ τα γέλια. Ο Εωσφόρος κοίταζε με προσοχή, ενώ τα χερουβείμ και οι άγγελοι γελούσαν βλέποντας τον Πλάστη να γελά.

Κάτι που έμοιαζε με ουραγκοτάγκο και ουραγκοτάγκος δεν ήταν είχε παρουσιαστεί...

Και ο Πλάστης γελούσε. Το έστησε όρθιο.

— Τ΄ είναι αυτό; ρώτησαν οι άγγελοι.

— Αυτό, αυτό, άστε το, έκανε ο Πλάστης ξεκαρδισμένος απ΄ τα γέλια και κρατώντας την κοιλιά του, τώρα, τώρα θα σας πω...

Και θέλησε να φυσήξει, να δώσει πνοή στο παράδοξο ζώο, αλλά δε μπόρεσε απ΄ τα γέλια.

— Μπα! είπε και κοίταξε γύρω του.

Είδε τον Εωσφόρο να μη γελά, αλλά να κοιτάζει με προσοχή.

— Έλα συ, του φώναξε, και φύσηξε δω!... Εγώ δε μπορώ, το βλέπεις!...

Ο Εωσφόρος έτρεξε και φύσηξε μ’ όλη του τη δύναμη.

Το ζώο το δίποδο, το άψυχο με μιας πήρε ζωή και κινήθηκε. Τα μάτια του γενήκαν υπερήφανα και κοίταξε γύρω του περιφρονητικά.

Οι άγγελοι, τα χερουβείμ γελούσαν.

— Μα τ΄ είναι αυτό; ρώτησε ένας άγγελος τον Πλάστη.

— Αυτός, αυτός είναι ο σύντροφος του ζώου εκείνου που γαύγιζε... του απάντησε ο Πλάστης. Και ακούτε, ακούτε! θα λέει, ότι μου μοιάζει, ότι τον έκανα κοιτάζοντας τη μορφή μου!...

Τα γέλια ξέσπασαν πιο δυνατά, πιο ορμητικά. Αλλά δε γελούσαν μόνο αυτοί· γελούσαν τώρα και τα σύννεφα, τα λουλούδια, η χλόη, τα πάντα. Μόνο από κάτω απ΄ τη γη ήρθε ένα ασθενικό κλάψιμο.

Το ζώο όμως το δίποδο κοίταξε όλους περιφρονητικά και αυτόν ακόμα τον Πλάστη που είχε πέσει κάτω στην πολύχρωμη χλόη απ΄ τα γέλια...

Και κινήθηκε έπειτα το δίποδο και βάδισε μέσ΄ στον παράδεισο σαν σε δικό του σπίτι, ή μέρος. Αλλά δεν έκανε και πολλά βήματα γιατί το πόδι του Πλάστη το βρήκα στα οπίσθια... Το δίποδο ζώο έτσι τινάχτηκε στη γη.-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 89-92

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Ο Καπάρης έπαψε περιμένοντας να σταματήσει το χτύπημα της καμπάνας. Και όταν ο τελευταίος ήχος της έτρεξε στον αέρα τρεμουλιαστός ξακολούθησε την ομιλίαν του, αφού τύλιξε πρώτα γύρω στο λαιμό του το σάλι του, που του είχε ξεφύγει.

— Πόσους και πόσους δεν έχουμε λησμονήσει! είπε. Πόσοι, που γνωρίσαμε μια φορά κι έναν καιρό είχαμε κάποια φιλία, αρχίζαμε να τους αγαπάμε και που μια μέρα χωριστήκαμε χωρίς να σκεφτούμε πως δε θα δει πια ο ένας τον άλλο. Άλλοι πάλι, που μαζί πηγαίναμε σκολειό, καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, που μια μέρα κι αυτούς τους χάσαμε χωριστήκαμε και δεν τους ξαναείδαμε πια!… και σιγά, σιγά σβήσανε απ΄ τη μνήμη μας και μας είναι αδύνατο να τους θυμηθούμε! Ίσως μένει, βαθιά όμως, στην ψυχή μας η μορφή τους κρυμμένη, που μόνο ο ύπνος μπορεί να τη φέρει απάνω στην ενθύμησή μας, αλλ΄ όταν ξυπνήσουμε θα σβήσει πάλι, θα πάει στη θέση της χωρίς να δεις, να συλλάβεις τίποτα!… Πόσοι λοιπόν, απ΄ αυτούς δεν έχουνε χαθεί, δεν έχουνε πεθάνει… Προχτές το βράδυ ένα τέτοιο έβλεπα στον ύπνο μου, ένα τέτοιο! Είμαστε δυο παρέες, λέει, και καθόμαστε σ΄ ένα δωμάτιο ψηλό ενός σπιτιού, που μια φορά μικρός είχα κατοικήσει. Από μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή φαινόντουσαν δέντρα ενός κήπου μεγάλου και μια λάμψη δυνατή, πέρα στον ορίζοντα.

Κάτι λέγαμε, νομίζω, για πεθαμένους, για ψυχές.

— Γιά, μου λέει ξαφνικά κάποιος απ΄ την παρέα μας, δείχνοντας έναν, που καθότανε μαζί μας σιωπηλός, έναν, που τον είδα να ‘ναι σκοτεινός και σαν αέρινος, αυτός είναι πεθαμένος, πέθανε στην Πάτρα!

Εγώ το ήξερα και λυπόμουνα πολύ γι΄ αυτό, γιατί ήτανε φίλος μου, γνωστός μου παλιός, και ήθελα να μάθω, για να παρηγορήσω τη λύπη μου, αν αισθάνεται κι έτσι που ήταν, ό,τι πριν…

Για πες μου, του λέω, και του είπα και τ΄ όνομά του, πώς σου συνέβηκε, τι αισθάνθηκες;

Ο πεθαμένος άνοιξε τα χέρια του.

— Ούτε θυμούμαι που πέθανα, ούτε τι τράβηξα!… Έφυγα απ΄ εκεί μόνο αφήνοντας το σώμα μου σα να πέρασα για μια στιγμή ένα σκοτεινό μέρος!,,,

Στράφηκα στους φίλους μου.

— Βλέπετε; τους είπα.

Ένας απ΄ τους κυρίους, που ήτανε στην άλλη παρέα, πήρε το κάθισμά του και πλησίασε κοντά στον πεθαμένο.

— Για πες μας πώς…

Ήθελε να ρωτήσει να μάθει εκείνο το άλυτο, το παράξενο, το μεγάλο μυστήριο, αλλά το πρόσωπο του πεθαμένου πήρε μια έκφραση στενόχωρη κι είπε τραυλίζοντας :

— Αφήστε με!… Πρέπει να πηγαίνω! βραδυάζει, δε μπορώ, πνίγουμαι!…

Και αλήθεια βράδυαζε. Έξω η λάμψη κείνη, που ήτανε πριν, είχε χαθεί και το σκοτάδι ερχότανε.

Ξύπνησα λυπημένος πολύ πολύ και με δάκρυα στα μάτια. ΄Εκλαιγα. Ποιος να ‘ταν, λοιπόν, κείνος ο φίλος μου, που τόσο, τόσο μ΄ έκανε να λυπηθώ, και που ακόμα που τον σκέπτουμαι δακρύζω;…

 

Περιοδικό «Ο Νουμάς», Τόμος 17, τεύχος 676, σελίδες 180-181 (1920)

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

— Λοιπόν, καλό καθησιό σήμερα!

— Στο καλό παιδιά! Τυχεροί.

— Γεια σου γέρο Λουρή!

Ο Λοπέτσος έσπρωξε τη βάρκα και σηκώθηκε. Ο Κουλάς βύθισε τα κουπιά στη θάλασσα. Η βάρκα προχώρησε. Τα κουπιά φανήκανε να βγαίνουν στάζοντας νερά σα να θέλανε να πάρουν αναπνοή, και πάλι βυθισθήκανε για να ξανάβγουν πιο πέρα.

Σήμερα ο γέρο Λουρής θα είχε καθησιό, καθώς είπαν οι ψαράδες, και σ΄ αυτό τον ανάγκαζε μια αιτία, ή καλύτερα πολλές αιτίες. Η πρώτη και εκείνη που έκρυβε με τις φτερούγες της τις άλλες, ήταν ένα όνειρο της γριάς Λουρή! Η γριά Λουρή είχε δει όνειρο και όνειρο, καθώς έλεγε, σκοτεινό, που, πάλι κατά τα λόγια της, αυτά τα όνειρα είναι από κείνα που βγαίνουν, δεν είναι παιχνίδια της φαντασίας!

Το είπε στον άνδρα της το πρωί και τον συμβούλευσε να αποφύγει το ψάρεμα με το δυναμίτη, που είχαν αρχίσει αυτός και μερικοί άλλοι ψαράδες από κάμποσο καιρό. Ο γέρο Λουρής έτυχε να έχει δει κι αυτός όνειρο, όχι σκοτεινό, αλλά πολύ μάλιστα ζωηρό, που τον έκανε να σηκωθεί με ξεραμένο το λαρύγγι και με όρεξη για καθησιό! Αυτό ήταν οι άλλες αιτίες οι κρυμμένες! Για τούτο, ενώ η γυναίκα του, που του έλεγε ότι μέσα στο σκοτάδι του ονείρου μια λέξη σαν δυναμίτης, έτρεχε ζωηρή, δεν εννοούσε όμως και να μην πάει στο ψάρεμα το αληθινό, το ήσυχο, αυτός, αφού πρώτα με τρόπο της εξεθείασε τα όνειρά της και της είπε ότι είναι σωστές μαντείες, προφητείες, που τύφλα νάχουν οι προφήτες, της λέει, ότι επειδή φοβάται μην του βγει σε κακό το όνειρο, δε θα βάλει το πόδι του στη βάρκα σήμερα!

Η γυναίκα του βρέθηκε πιασμένη και ευχαριστημένη! Αν δεν ήταν το όνειρο, αλίμονο στο γέρο Λουρή, που τόλμησε να καθήσει και να μην πάει στη δουλειά!

Η βάρκα με τους δύο ψαράδες εμίκραινε όσο πήγαινε, έως ότου κρύφθηκε πίσω από ένα νησάκι, ένα βράχο στη θάλασσα πέρα μακριά απ΄ τον κολπίσκο. Ο γέρο Λουρής στεκότανε τώρα κοιτάζοντας τη βάρκα του, που κουνιότανε σα δεμένο ζώο, που τραβιέται ν΄ απαλλαχθεί απ΄ το σχοινί, που το έχουν δεμένο. Σα να λυπόταν που θα άφηνε μια μέρα να πάει χαμένη. Είχε συνηθίσει κάμποσο καιρό στη δουλειά την τακτική απ΄ την ημέρα που αγρίεψε η γριά του και τον φοβέρισε, όχι μόνο να του φύγει, αλλά και να τον δείρει, αν ξαναπατήσει στο κρασοπουλιό! Και τώρα, όσο προχωρούσε ο ήλιος, του φαινότανε να έκανε αμαρτία και η αμαρτία να μεγάλωνε ολοένα!

— Ε! ας ξεσκάσω λίγο και από αύριο θα αρχίσω για καλά!... Έπειτα, αυτό το διαβολόνειρο με τρομάζει λίγο, και για καλό και για κακό μακριά απ΄ τη θάλασσα σήμερα!...

Επίστευε τα όνειρα όχι πολύ, σχεδόν δεν τα πίστευε, και αν τους έδινε τώρα ένα βάρος, καθώς μιλούσε μόνος του, το έκανε έτσι πάνω πάνω, να γελάσει και τον εαυτό του. Ήταν αληθινός κατεργαράκος αυτός ο γέρο Λουρής· όλους τους γελούσε και τον εαυτό του ακόμα!

Η θάλασσα κουνιόταν λίγο. Ένα πανί έκανε γύρους μακριά, έπειτα προχώρησε στο νησάκι.

Έκανε να φύγει, όταν ένας κρότος ακούστηκε να έρχεται από μακριά.

Το πανί πλησίασε το νησάκι και κρύφτηκε.

Είχε βραδιάσει πια όταν ο γέρο Λουρής κίνησε να βγει απ΄ την ταβέρνα του Πατράκα. Η ταβέρνα είχε γεμίσει από ναυτικούς, που φώναζαν, φιλονεικούσαν και χτυπούσαν πάνω στα τραπέζια τις γροθιές τους σαν να σφράγιζαν τα λόγια τους. Τα ποτήρια χοροπηδούσαν και το κρασί χυνότανε στο τραπέζι και οι ναυτικοί έπαυαν λίγο για να δώσουν άλλο δρόμο στο κρασί το χυμένο, που κατέβαινε σα φίδι ζητώντας δρόμο να φύγει.

Ο γέρο Λουρής καθώς έκανε να σηκωθεί, είδε ότι η καρέκλα τον έσερνε, τον κρατούσε. Είχε ζαλιστεί! Όσο θαμπός να ήταν ο νους του γέρο Λουρή απ΄ το κρασί, έβλεπε και άκουγε καλά. Αλλ’ ο γέρο Λουρής είχε και ένα κακό. Όταν έπινε, δεν κρατούσαν τα πόδια του! Τώρα το απέδωσε στον πολύ καιρό που είχε να πιει! Σηκώθηκε με δυσκολία, και αφού πλήρωσε, βγήκε έξω βάζοντας σημάδι ένα φύλλο της πόρτας, για να μην παραστρατήσει, και έχοντας το σώμα ίσιο σαν ξεραμένο.

Ένας φόβος τον πείραζε στον δρόμο. Η γριά του! Όταν τον έβλεπε, θα είχε ιστορίες και ιστορίες! με το θαμπό νου του, που του φαινόταν βαρύς και έτσι βάραινε όλο του το κεφάλι, σκεπτότανε τι να βρει για να τα μπαλώσει, καθώς έλεγε. Δεν πίστευε πως θα μεθύσει. Στο διάβολο οι φίλοι!... Κρίμα στα λεπτά!

— Βάρδα!

Ένα γαϊδουράκι φορτωμένο ερχότανε γρήγορα. Έκανε ν΄ ανέβει στο πεζοδρόμιο, αλλά το πόδι του πάτησε στην άκρη και ο γέρο Λουρής κολύμπησε στη σκόνη. Σηκώθηκε βρίζοντας το γαϊδουρολάτη και το γαϊδούρι του, που μόλις διακρινόταν στα σκοτεινά. Κόντευε να στραγκουλίσει το πόδι του! Όλα τα κακά μαζεμένα ερχόνταν!

— Ε, γέρο Λουρή, μια φωνή γυναικεία του είπε κοντά του. Την ώρα εκείνη ο γέρο Λουρής κλονιζόταν, αλλά ο γέρο Λουρής ήταν κατεργάρης! Γνώρισε μια γειτόνισσά του.

— Συ είσαι, Βαγγέλω!... Α! Χρυσούλα ήθελα να πω! Μη ρωτάς τι κόντευα να πάθω; Παρά λίγο ένα αμάξι να μου κόψει πέρα και πέρα το πόδι! Μα δεν ξέρω· το άλογο θα με βάρεσε, γιατί έχω πόνους και πόνους!... Ωχ!...

Ο γέρο Λουρής κούτσαινε. Του φάνηκε να αισθάνεται και πόνο στο πόδι!

— Να βάλεις κρεμμύδι!

Ο γέρο Λουρής κούτσαινε περισσότερο.

— Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτε; ρώτησε.

— Μπα! Αν ήταν, ούτε να τ΄ ακουμπήσεις θα μπορούσες!

Η γυναίκα σκέφθηκε αυτό που είπε και βρέθηκε σύμφωνη. Αλλά σε λίγο της φάνηκαν αλλόκοτα τα κινήματα του γέρο Λουρή και τα λόγια του. Τον είδε έξαφνα όχι να κουτσαίνει αλλά να παίρνει δρόμο, να τρέχει για να προφθάσει την ισορροπία, που του έφευγε. Έπειτα ο γέρο Λουρής έκανε λάθος και είπε μια κουβέντα δυο φορές.

— Μωρέ είναι μεθυσμένος ο παλιόγερος! Κοίταξέ τον!

Και μολαταύτα τον χαιρέτησε καλά πολύ.

— Καλή νύχτα, γέρο Λουρή!

— Στο καλό!

Καθώς περνούσε απ΄ τη σκάλα που ξεφόρτωναν ξύλα, στάθηκε κοιτάζοντας ένα μεγάλο ιστιοφόρο.

Πώς ήθελε να είχε κ΄ αυτός ένα τέτοιο μεγάλο καράβι! Αν εγνώριζε ότι θα του πέσει το λαχείο, να έβλεπε δηλαδή τον αριθμό στον ύπνο του, θα το αγόραζε, και τότε;... Αντί γέρο Λουρή θα τον φώναζαν Καπετάν Λουρή!

Και ο γέρο Λουρής βρέθηκε καπετάνιος με παιδιά διαλεχτά σ΄ ένα καράβι μεγάλο. Τα κύματα σηκώνονταν άγρια, το καράβι πεταγόταν ψηλά και τα παιδιά ανέβαιναν σαν μαϊμούδες στα κατάρτια!...

Ένα χτύπημα μικρό της θάλασσας τον έκανε να αφήσει καράβι, παιδιά, τρικυμία να σβήσουν στον αέρα. Μια βάρκα είχε πλησιάσει. Άκουσε φωνή γνωστή. Ο Λοπέτσος!

— Την έπαθες, γέρο Λουρή σήμερα. Ψάρια, ψάρια! Δεν έχεις ιδέα πόσα! Πρώτη φορά είδα!...

Ο γέρο Λουρής προχώρησε για το σπίτι του. Αισθανόταν χαρά που βρήκαν, που πέτυχαν στο ψάρεμα· είχε βρει μια αφορμή! Ο γέρο Λουρής ήταν κατεργαράκος τρομερός!

Η γριά του ήταν στην πόρτα και τον περίμενε. Την είδε σαν ένα μπόγο ρούχα να κάθεται μαζεμένη στο σκαλοπάτι.

Ορθώθηκε όταν τον είδε. Ο γέρο Λουρής έχασε την ισορροπία και δεν τον βρήκε παρά αφού πάλεψε με τον αέρα μια στιγμή. Η γριά του χτυπούσε τα χέρια στα μεριά της.

— Ω, ανάθεμά τον! Κοίτα χάλια!... Μωρέ στρίγγλε, τι χάλια είναι αυτά!

Στα τελευταία λόγια η γριά έπαψε να χτυπά τα χέρια επάνω της, και ετοιμάστηκε να χτυπήσει στις μασέλες του γέρο Λουρή. Αυτός στηλώθηκε σαν τον Δία, όταν έριχνε κεραυνό. Η γη έφευγε κάτω από τα πόδια του, καθώς κάτω απ΄ εκείνον τα σύννεφα.

— Κάτω τα χέρια παλιόγρια! που να πάρει ο διάβολος τα όνειρά σου και σένα ακόμα μαζί!

Εδώ ο γέρο Λουρής έκαμε μια κίνηση, που κάνουν τ΄ άλογα όταν δε θέλουν να προχωρήσουν. Το κρασί σα νοικοκύρης τον είχε τραβήξει στα εμπρός και αυτός έμεινε στη θέση του.

— Μωρή, γέμισαν κάτου από ψάρια, το ξέρεις; Δεν πας να δεις τι χαλασμός κόσμου γίνεται; Για πήγαινε ντε να δεις, για πήγαινε!...Λέει ήπια!... Δεν ρωτάς πρώτα πρώτα, μπορούσα να μην πιω, που θάσκαζα!.-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 74-79.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Κυκλωμένος από σύννεφα με χρώμα όμοιο με αίμα και όλα με κορυφές μυτερές, και καθισμένος σ΄ ένα σύννεφο μαύρο σαν πίσσα, ο Μέγας Θεός έριχνε ματιές στο μεγάλο καζάνι, που κοντά του έβραζε, ένα πελώριο καζάνι και άσπρο, κάτασπρο σαν από χιόνι. Δίπλα του σα σωρός φασολιών, ήτανε ριχμένες οι ψυχές περιμένοντας τη σειρά τους για να μπούνε, να βράσουν. Κάτω, κοντά στο καζάνι, μαζεμένη, τροφοδοτούσε τη φωτιά η γριά Μοίρα, βάζοντας σ΄ αυτή φίδια ξυλιασμένα, και μουρμουρίζοντας όπως πάντα. Κ΄ έλεγε σιγά.

— Σε όλους κάνουν εκκλησιές, σε όλους!... Και μόνο σε μένα δε βρέθηκε κανείς να κάνει!... Εμένα δε με λογαριάζουν, έτσι μ΄ αφήνουν! Α, μα καλά κάνω κ΄ εγώ, καλά κάνω, που τους ανακατεύω!

Κι εγέλασε σιγαλά ένα κακό γέλιο.

Ο Πλάστης γύρισε και την είδε και της είπε με φωνή σα βροντή μεγάλη, που ταραχτήκανε τα σύννεφα, πούχανε χρώμα όμοιο με αίμα.

— Είναι καιρός νομίζω!

Η Μοίρα ξεσκέπασε το καζάνι και ο Πλάστης βούτηξε το χέρι του κ΄ έσυρε δυο ανθρωπάκια.

— Να, λέει στη μοίρα, είν΄ έτοιμα!...

Και τα ΄στησε όρθια.

Το ένα είχε εκλεκτό πρόσωπο, που φαινόταν το ωραίο και οι ιδέες οι μεγάλες, οι ψηλές.

Το άλλο ήταν όλως διόλου το αντίθετο. Στο πρόσωπό του φαινόντουσαν πολλά, μα πολλά του κτήνους.

Ο Μέγας Θεός πάλι στράφηκε στη Μοίρα, που είχε σηκωθεί :

— Αυτόν, της είπε, για τον καλό ανθρωπάκο, θα τον πας εκεί!...

Κι έδειξε κάτω, πέρα μακριά, ένα μέγαρο ΄Αρχοντα, που ο ήλιος τρομαγμένος έτρεξε να φωτίσει.

— Αυτός κάνει για Άρχοντας.

Ύστερα έδειξε τον άλλον ανθρωπάκο.

— Τούτον εδώ τον μαγκούφη θα τον πας εκεί!...

Και της έδειξε μια καλύβα χαμάλη, που ο ήλιος πάλι φώτισε δυνατά, θαμπωτικά.

— Εμπρός!

Η Μοίρα άρπαξε τα δυο ανθρωπάκια και όρμησε με καμπουριασμένο σώμα, αλλά με μεγάλα βήματα προς το μέρος, που διέταξε ο Πλάστης.

Ο Μέγας Θεός για πρώτη φορά την ακολούθησε με το βλέμμα.

Ξαφνικά όρθωσε το κορμί του...

— Μα τι κάνει αυτή, τι κάνει!... είπε.

Είχε δει τη Μοίρα ν΄ αφήνει στο μέγαρο του Άρχοντα τον ανθρωπάκο, πούχε κάνει για χαμάλη, κι έπειτα να πηγαίνει δρομαία τον άλλον, τον ωραίο, τον καλό, πούχε για άρχοντα, στην καλύβα του χαμάλη.

Να την τιμωρήσει δεν ήθελε. Κι έπειτα την είχε κάνει από μια τρίχα του μουστακιού του.

Η Μοίρα ερχόταν.

— Τι έκανες κει; της φωνάζει θυμωμένος.

Και ο θυμός του ξεσπά σε σεισμό, σε καταστροφή, κάτω, στη γη.

Η Μοίρα πήγε πάλι κοντά του, και ενώ ο Μέγας Θεός οργισμένος έριχνε κεραυνούς στο κενόν, αυτή τον κοίταζε κατάματα γελώντας μ΄ αναίδεια...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 46-48.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Κείνο το βράδυ ο Παλούκης είχε αργήσει πολύ και η παρέα του, που δεν ήξερε τι να πει γι' αυτό, άμα τον είδε εφώναξε, ούρλιασε σηκώνοντας τα ποτήρια ψηλά: Ζήτω!.. Αυτός εκάθησε κοντά τους, αλλά χωρίς την όρεξη, που είχε άλλοτε, όταν βρισκόταν εκεί, για ομιλίες, για πειράγματα, για βρισιές. Φαινότανε συλλογισμένος, κάτι να τον ενοχλούσε...

- Τι διάβολο έχεις απόψε; τον 'ρώτησε ο Καταβάθρας, ένας φίλος του, χοντρός, κόκκινος, που είχε μεγάλο όνομα μπεκρή, και γι' αυτό τον είχανε βγάλει Καταβάθρα.

Κάτι είπε μασημένο, μπερδεμένο ο Παλούκης, και η παρέα, που νόμισε να είδε σ' αυτό κάποιο μυστικό, σκανδαλίστηκε και βάλθηκε να τον κάνει να μιλήσει. Αλλά πού να του βγάλουνε περισσότερα!.. Αντί να μιλήσει, άρχισε να τραγουδά το αγαπητό του τραγουδάκι:

Πάλι μεθυσμένος είσαι ...

Και η παρέα του, άμα είδε έτσι, άφησε, λησμόνησε ό,τι ζητούσε να μάθει, και τον βοήθησε μ' όλη της τη δύναμη στο τραγούδι του.

Όταν όμως τελείωσε το γλέντι και οι άλλοι δυo σύντροφοι φύγανε, ο Καταβάθρας, που έμεινε κοντά του, τον 'ρώτησε:

- Τι ήθελες να πεις;...

Αυτός σκέφθηκε, ή θέλησε να σκεφθεί: Τι ήθελε να πεί;.. τι;..

- Πού να θυμηθώ τώρα!.. του απήντησε

Δεν εύρισκε τίποτα, ή σα να βρήκε τοίχο, καθώς έκανε να ψάξει.

Στο δρόμο όμως, όταν βγήκανε, το θυμήθηκε.

Αυτό, που θα του έλεγε, ήτανε μυστήριο και μυστήριο!.. Θα γινόντουσαν πλούσιοι και πλούσιοι, με λίρα με ουρά!.. Και άρχισε να του διηγείται ότι ήτανε δυο ή τρεις φορές τώρα, που έβλεπε, καθώς περνούσε τη νύχτα το τραμ και φώτιζε τα χωράφια, έβλεπε σ' ένα απ' αυτά, να υψώνεται ένα μεγάλο σπίτι, παλάτι σωστό!..

Και απόψε είχε πάει, επί τούτω, στο μέρος αυτό και περίμενε να δη, όταν θα περνούσε το τραμ και θα έπεφτε το φως του στο χωράφι, θα έβλεπε το σπίτι αυτό πάλι;.. Και άμα πέρασε το τράμ, να το το σπίτι το μεγάλο, το μεγάλο το παλάτι!..

Ο Καταβάθρας άκουγε με κατεβασμένο και στραβά λίγο το κεφάλι και κρεμώντας τα χείλια του :

- Να το πιστέψω; ρώτησε στο τέλος

- Ό,τι θέλεις κάνε!..

- Μην είναι σαν τις πεταλούδες;..

- Ασ' το κείνο!.. φώναξε άγρια ο Παλούκης σηκώνοντας το χέρι του.

Ο Καταβάθρας τα έχασε.

- Μα δεν είπα τίποτα κακό!! έκανε.

- Έλα δω!.. του είπε ο Παλούκης και τον έπιασε απ'το χέρι. Πάμε!.. Μπορεί να το δεις και να μη το δεις!.. Μπορεί όμως να το δεις και συ!.. Για πάμε!..

Και καθώς πήγαιναν του εξηγούσε τι έβγαζε απ' αυτό. Εκεί θα ήταν αρχαίο σπίτι, παλάτι άρχοντα και θα είχε θησαυρό!.. Άλλο δεν ήτανε απ' αυτό!.. Εκεί είχε θησαυρό!.. Πώς βρήκε ο Μηλέτης, ο Κουκούβας και έγιναν μεγάλοι και τρανοί!.. Τώρα ήρθε και η σειρά τους! Έτσι είναι ο κόσμος!..

Πιασμένοι απ' τα χέρια πήρανε τη γραμμή του τραμ και φθάσανε σε μέρος όπου χωράφια μόνο ήτανε και κάπου-κάπου καμιά μάντρα, και όπου μυρουδιά χόρτου και χαμόμηλου εγέμιζε τον αέρα.

- Μα πού πάμε!.. ρώτησε ο Καταβάθρας.

- Σουτ!.. Μιλιά!.. του έκανε ο Παλούκης φέροντας το δάχτυλο στα χείλια του.

Κοντά σ' ένα χαντάκι, και που ένας στύλος του ηλεκτρικού υψώνετο, στάθηκε και σταμάτησε και τον Καταβάθρα.

- Κάτσε δω!..

- Μα ...

- Μωρέ κάτσε, σου λέω, και μιλιά!..

Και τον έσυρε και τον κάθισε στην άκρη του χαντακιού.

- Να, εκεί, του είπε έπειτα, να κοιτάζεις!.. Εκεί... στο στύλο. Τον βλέπεις;.. Εκεί να κοιτάζεις, όταν έρχεται το τραμ!.. Τώρα μιλιά!.. Δε θέλω να βγάλεις τσιμουδιά!..

Ένα αεράκι δροσερό, υγρό, σα να έβγαινε από νερά, ερχότανε και το ανέπνεε γεμάτο μυρουδιές ο Καταβάθρας. Κοίταξε ψηλά και είδε αστέρια, αστέρια πλήθος να λάμπουν, να αναδεύονται. Ένα μεγάλο του σταμάτησε το βλέμμα και ύστερα άλλα μικρά και κοντά το ένα στ' άλλο, σα νά 'ταν ένα μακρύ, που του θύμισαν τον κομήτη και τη βραδιά κείνη του τρόμου, που τον έκανε να πιει όσο ποτέ του δεν ήπιε, για να αντικρύσει άφοβα την καταστροφή!.. Μαζί μ' αυτό θυμήθηκε και τον Τούμη τον φίλο του, που, όταν επήγανε να περιμείνουν τον κομήτη πάνω στο λόφο, αποκοιμήθηκε εκεί, τόσο βαρειά, που δεν μπορέσανε να τον ξυπνήσουνε με ό,τι και αν του έκαναν!.. Τον πήρε τον ύπνο ίσαμε που βγήκε ο ήλιος!..

Ο Παλούκης είχε το βλέμμα πέρα, στο στρίψιμο του δρόμου του τραμ και περίμενε...

Ξαφνικά φάνηκε αυτό να έρχεται, να προχωρεί σα θηριό μυθικό με τα δυνατά του φώτα εμπρός σαν μάτια...

Τα σύρματα ψηλά αρχίσανε να φωνάζουνε στον ερχομό του. Στράφηκε ο Παλούκης στο φίλο του.

- Μιλιά!.. του είπε.

Το τραμ πλησίαζε και οι δυο σύντροφοι κυττάζανε στο χωράφι, που ήτανε κοντά σε στύλο τηλέγραφου, με προσοχή μεγάλη.

- Να, να το!.. Να το!.. Θεούλη μου! Έκανε ο Παλούκης σηκώνοντας ψηλά τα δυο του χέρια.

- Μα πούναι, ρε!.. ρώτησε ο Καταβάθρας.

- Μωρέ πούναι, πούναι λες;.. Εδώ είναι σπίταρος, παλάτι σωστό.

Το τραμ, που πέρασε, γέμισε τους δυο φίλους σκόνη.

Για τον Παλούκη η ταβέρνα του Καρότη ήτανε ο παράδεισος. Εκεί όταν βρισκότανε, ενώ ήτανε σκυθρωπός, αμίλητος, άλλαζε, το σκυθρωπό χανότανε απ' τη μορφή του, η ματιά του η άψυχη έπαιρνε ζωή και γινόταν όλος γέλιο και ομιλία. Τότε η παρέα έβλεπε τον καλό σύντροφο, τον γλεντζέ φίλο.

Και αυτός εκεί, κοντά στα βαρέλια, αισθανότανε να έχει αγάπη γι' αυτούς, εκεί, κοντά στα βαρέλια, που χοντρά, χοντρά, ακίνητα, φαινόντουσαν να έχουνε αγκαλιασμένα την κοιλιά τους και να μένουν κοιτάζοντάς τον ...

Και όσο ερχόταν η μισή γεμάτη απ' το κιτρινωπό κρασί, τόσο η ευθυμία δυνάμωνε, και μόνο κάποτε, σα να ξυπνούσε, ή να έβγαινε έξω απ' την ευτυχία του, του ερχότανε λύπη πως αύριο, όλη την ημέρα, θα ήτανε μακρύα απ' εκεί, απ' την ταβερνούλα...

Όταν επήγαινε για το σπίτι του, αν δεν είχε πιει πολύ, θα πήγαινε μελαγχολικός· αν όμως είχε ρουφήξει αρκετά, τότε πήγαινε σιγά, σιγά και τραγουδώντας το τραγούδι, που λέγανε όλοι μαζί στην ταβερνούλα:

Στο 'πα και στο ξαναλέω, πάλι θα στο ξαναπώ,

στην ταβέρνα μεθυσμένο να μη σε ξαναϊδώ....

Αν μπορούσε, μόλις σηκωνότανε, θα ήτανε στην ταβερνούλα, αλλ' αυτή την ευτυχία δεν την είχε. Ήτανε θυρωρός σε κάποιο εργοστάσιο και απ' το πρωί εώς το βράδυ έπρεπε να είναι κει.

Ονειρευότανε λεπτά, λεπτά. Έπαιρνε λαχεία. Αν του έπεφτε κανένα, θα έδινε κλωτσιά στη θέση και θα ζούσε ανεξάρτητος! Στην ταβερνούλα θα πήγαινε οπόταν ήθελε, όταν του ερχόταν, κοντά στα αγαπητά βαρέλια, που φαινόντουσαν όλο με σκέψη να τον κοιτάζουνε!..

Οι εργάτες περνούσαν, του μιλούσαν, αλλ' αυτός αμίλητος, σκυθρωπός έμενε. Δεν είχε όρεξη.

Η ταβερνούλα!.. Αυτήν είχε στο νου του. Και σα να την έβλεπε με τα ανοιχτά παράθυρα, δεμένα για να μη χτυπούνε, την πόρτα με τα πλατειά φύλλα της, και μέσα τη λάμπα να φωτίζει τα σιδερένια τραπέζια, τα βαρέλια, τα βαρέλια, που, το ένα πάνω στο άλλο, ήτανε σα να σφίγγανε το κρασί, που είχανε μέσα τους με λατρεία!.. Αν και σιγά-σιγά είχε αρχίσει να χάνει το δρόμο, να λησμονά και τον άκουγαν να παραμιλά, να παραμιλά...

Μια φορά άκουσε να λένε δυνατά.

- Για πώς κατάντησε!...

Κοίταξε και δεν είδε άλλον στο δρόμο απ' τον εαυτό του. Άρα γι' αυτόν θα το είπανε!.. Αυτό τον έκανε να θυμηθεί και έναν εξάδελφό του, γραμματισμένο άνθρωπο, που του έλεγε πάντοτε, όταν τον έβλεπε στην ταβέρνα:

- Αυτή η ταβέρνα θα σε φάει, αυτή!..

- Έλα να πιεις ένα! Ήτανε η απάντηση του Παλούκη.

Άλλοτε πάλι του έλεγε ο εξάδελφός του:

- Μωρέ, κοίταξε τα χάλια σου;.. Πώς έγινες έτσι; Το κρασί, το κρασί!..

- Ποιος; εγώ;.. Όποιος πίνει, γίνεται σίδερο!.. του απαντούσε και ζητούσε να του πιάσει το χέρι, για να του δείξει πως είχε γίνει σίδερο.

Και ήταν η αλήθεια πως είχε δύναμη διαβολεμένη, αλλ' όχι απ' το κρασί!..

Ένα πρωί όμως τον βρήκανε αναίσθητο πίσω από ένα τοίχο μικρό, που χώριζε οικόπεδο. Είχε και το σώμα καταχτυπημένο.

- Πώς, τι του συνέβηκε; ρωτούσαν όλοι.

Αυτός στην αρχή, όταν συνήρθε, δεν θυμόταν τίποτα· ύστερα, κατά το απόγευμα, θυμήθηκε και τους διηγήθηκε κάτι παράξενα πράγματα. Καθώς πήγαινε, τους είπε, τη νύχτα στο δωμάτιό του βλέπει ξαφνικά, σύννεφα να κατεβαίνουν χαμηλά, χαμηλά, με χρώμα θειαφιού, και έπειτα με μιας να αρχίζουν να ρίχνουν ατμό θειάφι!.. Μαζί μ' αυτό βλέπει ψηλά να πετούνε κάτι πεταλούδες ίσαμε άνθρωπο, που μοιάζανε και με άνθρωπο, και μια απ' αυτές τις πεταλούδες, μια χρωματιστή, κόκκινη και μαύρη, γραμμές, γραμμές, κατεβαίνει πάνω του με ορμή και του δίνει μια στο κεφάλι τόσο δυνατά που τον έριξε κάτω!..

Αυτά έλεγε. Αλλά πώς βρέθηκε κει κάτω, στα πόδια του λόφου, δεν μπόρεσε να το εξηγήσει.

Στο εργοστάσιο όμως άλλα λέγανε, γυναίκες και άνδρες, και τα εξηγούσαν μάλιστα όλα! Πρώτα-πρώτα, λέγανε αυτοί, αυτός δε θα θυμάται· και αυτά που λέει, θα τα είδε στη βύθισή του!.. Αυτόν θα τον πήρανε οι καλικάντζαροι, και ήταν ο καιρός των τότε, και αφού τον πήγανε τρεχάτοι ψηλά στο λόφο, αρχίσανε να τον χορεύουν, να τον χορεύουν, ως που λάλησε κόκορας!.. Τότε του δώσανε μια απ' το λόφο και τον κατρακυλήσανε κάτω!.. Γι αυτό είχε και το σώμα κατάμαυρο απ' τα χτυπήματα!..

Ο εξάδελφός του, σ' αυτή την περίσταση, έτρεξε πολύ, έφερε γιατρούς, τον βοήθησε. Οι γιατροί, που είχε φέρει, του απαγορέψανε το κρασί και του είπανε πώς γάλα, μόνε γάλα πρέπει να πίνει, γιατί το κρασί του τα είχε κάνει όλα αυτά και τον έχει φέρει σε κακό σημείο!.. Ούτε τη μυρουδιά του δεν έπρεπε να μυρίζει!..

Σαν κατάδικος ο Παλούκης άρχισε να κάνει ό,τι του λέγανε και είχε ένα ύφος, όταν έπινε το γάλα, τόσο αξιολύπητο σαν να του έδιναν φαρμάκι!.. Είχε το γάλα σε μια μεγάλη γαβάθα, βαλμένη ψηλά για το φόβο της γάτας, και την έδειχνε σε όλους.

Περάσανε λίγες μέρες έτσι, γάλα και ψωμί να τρώει και να πίνει μόνο νερό. Αλλά θα πέθαινε, έλεγε, θα τρελαινόταν!

Και δεν εβάσταξε περισσότερο, και μια βραδιά πήρε το δρόμο της ταβέρνας.

Κείνο το βράδυ ξεφαντώσανε. Οι φίλοι του, άμα τελείωσε το γλέντι, τον συνοδέψανε, μη τυχόν και τον αρπάξουν πάλι οι Εξαποδώ, ίσαμε το δωμάτιο του, τραγουδώντας όλοι μαζί:

Το κρασί, το κρασί

κάνει τη ζωή χρυσή

Και έτσι πάλι άρχισε στην ταβέρνα κάθε βράδυ ο Παλούκης να πηγαίνει και μεθυσμένος να φεύγει όταν ερχόντουσαν οι μικρές ώρες. Και δεν άκουγε κανέναν. Ούτε τον προϊστάμενο του άκουσε, ούτε τη φοβέρα, που του έκανε αυτός, πώς αν δεν κόψει το κρασί θα αναγκασθεί να τον βγάλει απ' το κατάστημα.

Αυτό μάλιστα του δυνάμωσε πιο πολύ τη σκέψη, τη μανία, που του ερχόταν, να κάνει χρήματα, να βρει λεπτά για να ζει όπως ήθελε, χωρίς να δίνει πεντάρα για τίποτα!.. Και τότε, κείνες τις ημέρες καθισμένος κάτω, κοντά στα σίδερα του τραμ, είδε ή νόμισε πώς είδε, το μεγάλο σπίτι, το παλάτι σ' ένα χωράφι!..

Τρεις βραδιές περάσανε απ' τη βραδιά, που είχε πει το μυστικό του ο Παλούκης στον Καταβάθρα. Την τετάρτη βραδιά ξεκίνησε ο Παλούκης με τον Ζούμη, έναν της παρέας, που και σ' αυτόν είπε το μυστικό, γιατί ο Καταβάθρας δεν ήθελε να ανακατευθεί, για το χωράφι, για να σκάψουνε σε μια μεριά σημαδεμένη του μεγάλου σπιτιού. Στη μεριά αυτή, το είχε δει την ημέρα, ήτανε και το χώμα καθισμένο.

Εκεί θα ήτανε, δίχως άλλο, ο θησαυρός του μεγάλου σπιτιού!.. Ήτανε μια συννεφιασμένη βραδιά αυτή που ξεκινήσανε, αλλά φωτεινή, γιατί πίσω απ' τα σύννεφα βρισκόταν η σελήνη. Άνεμος δυνατός φυσούσε.

Είχανε πάρει έναν κασμά και ένα φτυάρι και προχωρούσανε μέσα στη γραμμή του τραμ. Κάποτε, σα να τους έπαιρνε ο άνεμος, για μια στιγμή, φεύγανε απ' αυτή και πάλι ερχόντουσαν βλαστημώντας. Όταν φθάσανε στο χωράφι, σταθήκανε και ο Παλούκης ζήτησε το σημάδι.

Εδώ, εδώ!.. Εδώ είναι το πυργάκι!.. Έλα, κάνε πρώτα ένα σταυρό μεγάλο!.. μεγάλο ντε! έτσι!.. Πες τώρα και δυο λόγια άγια απ' το Ευαγγέλιο!..

Ο Ζούμης κόκκαλο. Που να ξέρει λόγια άγια απ' το Ευαγγέλιο. Αλλά και ο Παλούκης και αυτός ούτε ιδέα για τέτοια είχε.

- Πώς διάολο να κάνουμε;.. ρώτησε

- Να! έκανε ο Ζούμης, πες: ο Χριστός... ο Χριστός νικά, νικά!

Ο Παλούκης κοίταξε γύρω του και με μιας έκανε μια κίνηση με το χέρι σα να έδιωχνε κάτι που έκανε να πλησιάσει, του είπε:

- Ούξω, ούξω!.. Μακρυά!.. Ο Χριστός νικά!..

Άρχισε ο Ζούμης να σκάβει και να πετά χώμα έξω. Με κόπο όμως έσκαβε, γιατί κάθε τόσο κλονιζότανε και όσο πήγαινε κλονιζότανε περισσότερο.

- Δεν μπορώ πια!.. είπε

- Στάσου απ' εκεί!..

Και ο Παλούκης πήρε τη θέση του και άρχισε με δύναμη να πετά έξω το χώμα... Ο Ζούμης διηγότανε την άλλη μέρα, πώς τον είχε ακούσει να μιλά και να θυμώνει και τον ρώτησε τι είχε.

Κάποιο δαιμόνιο, του είπε, δεν τον άφηνε να σκάψει και του έπιανε τον κασμά!..

Άλλο απ' αυτό ο Ζούμης δεν θυμότανε, γιατί τον πήρε ο ύπνος.

Πετεινοί κράξανε μακρυά και έπειτα χήνες πολλές, από μια εκεί κοντά μάντρα, γεμίσανε τον αέρα απ' τις φωνές τους... Ο Ζούμης ξύπνησε και χωρίς τίποτα να σκεφθεί, πώς και γιατί βρέθηκε κει, πήρε το δρόμο του σπιτιού του.

Το πρωί ένας διαβάτης βρήκε τον Παλούκη μέσα σ' ένα λάκκο με σχισμένο το κεφάλι από χτύπημα κασμά. Ζούσε. Αλλά μόλις τον βγάλανε και ζητούσανε να του δώσουν βοήθεια, τελείωσε, χωρίς να μιλήσει, να πει λέξη.

Όταν τον πήγαιναν να τον θάψουν τον περάσανε απ' την ταβέρνα.

Η ταβέρνα, για να δείξει τη λύπη της, είχε κλείσει. Και ο εξάδελφος του Παλούκη, όταν την είδε έτσι, με κλειστά τα παράθυρα και την πόρτα, του φάνηκε σα θηριό, που αφού φάει και χορτάσει, κλείνει τα δυνατά του σαγόνια και μένει ναρκωμένο, κοιμισμένο!..

 

αρχή

 



 

Ύστερα από τόσα βάσανα και κόπους που κατόρθωσε ο Μπαλάφας να κάνει παπούτσια, κάτι γιγάντιες αρβύλες, πέθανε. Ίσως απ’ την πολλή χαρά του που θα φορούσε κι αυτός μια φορά, καινούρια παπούτσια το έπαθε αυτό.

Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιό του, που ήταν δίπλα σ’ ένα πλυσταριό, πέταξε ελεύθερη να πάει σε άλλους κόσμους. Αλλά καθώς ανέβαινε ψηλά και περνούσε τα σύννεφα θυμήθηκε τα παπούτσια του.

Η επιθυμία να τα πάρει του ήρθε με τέτοια ορμή, που μία δύναμη που τον έσερνε στα ύψη, όπως το σίδερο ο μαγνήτης, έπαψε να τον σέρνει, σταμάτησε. Και ο Μπαλάφας τότε γύρισε γρήγορος πίσω του αφήνοντας στον αέρα μια γραμμή φωτεινή. Άφησε και μια λάμψη μεγάλη που κατατρόμαξαν οι άνθρωποι. Ο Μπαλάφας που τους είδε έσκασε στα γέλια.

Ήσυχα μπήκε στο δωμάτιό του, όπου βρήκε τη γριά σπιτοκυρά του να έχει το φως κάτω στο πάτωμα και να ψάχνει τα ρούχα, που ήταν ντυμένο το αφημένο κει σαρκίο του, και το στρώμα του, μήπως βρει λεφτά.

Τόσο τώρα σιχάθηκε ο Μπαλάφας, γιατί τη νόμιζε καλή γριά, που με βία άρπαξε το ένα παπούτσι μόνο κι έφυγε.

Στο δρόμο μετανόησε, αλλά πάλι είπε:

- Και πάλι καλά…

Κρατώντας το ένα παπούτσι στο χέρι, έφτασε στα μέρη κείνα, που έπρεπε να φτάσει και τράβηξε για τον παράδεισο.

Βρήκε την πόρτα κλεισμένη, μια πόρτα άσπρη σαν το χιόνι και μεγάλη, τεράστια, σαν τον ουρανό όπως τον βλέπουμε απ’ τη γη.

Στάθηκε απ’ έξω και τη χτύπησε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε από ένα γέρο με μακριά γένια.

Ο Μπαλάφας θαμπώθηκε απ’ το φως, απ’ τα χρώματα και απ’ τις μελωδίες που γινόνταν μέσα.

- Τι θέλεις; τον ρώτησε ο γέρος.

- Τι άλλο να θέλω, του απάντησε, να μπω μέσα!

- Μα συ είσαι για αλλού.

- Για αλλού εγώ! Τι μου λες! Για πες το πάλι… Εγώ εδώ θα μπω, δεν ξέρω αλλού!... αλλού

να πας εσύ!… Και το ύστερο εγώ καλά ήμουνα κει κάτω, γιατί να με πάρετε…

- Σου λέω δεν είσαι για δω! Φεύγα!

Και ο άγιος έκανε να κλείσει την πόρτα.

- Μη την κλείνεις, μη!… γιατί…

- Τι θα κάνεις; τον ρώτησε ο άγιος αυστηρά.

- Τι θα κάνω… Να!

Και ο Μπαλάφας τού πετά το παπούτσι του στο κεφάλι.

Αστραπή έγινε και βροντή απ’ το χτύπημα, αλλά ο άγιος σωριάστηκε κάτω.

Ο Μπαλάφας τότε γρήγορα τρύπωσε μες στον παράδεισο.

Οι μουσικές όμως, που παίζανε, τα τραγούδια κόπηκαν και μια βαθιά σιωπή έπεσε.

Μες στη σιωπή αυτή σε λίγο, ακούστηκε μια φωνή σα βροντή, να διατάζει να τον συλλάβουν.

Κάτι τεράστιοι άγγελοι τον άρπαξαν, όπως τον έπιαναν άλλοτε στη γη οι χωροφύλακες, και τον οδήγησαν σε μια μεριά ψηλή, που σ’ ένα θρόνο μαύρο σαν κατράμι, καθόταν ένας λευκός γέρος, που κάποτε φαινόταν μεγάλος τόσο, που χανόταν στα ύψη η κεφαλή του, και κάποτε γινόταν μικρός σαν κοντούτσικος άνθρωπος, νάνος.

- Έλα δω, γιατί έκανες αυτό το κακό; τον ρώτησε ο λευκός γέρος.

- Γιατί, γιατί, του απάντησε ο Μπαλάφας, δε με άφηνε να μπω μέσα…

- Θα πει αυτό, που δε σε άφηνε, ότι δε σου έπρεπε να μπεις!

- Και γιατί δε μου έπρεπε να μπω;

- Γιατί είσαι αμαρτωλός, είσαι κλέφτης!

- Ε, και πως είμαι κλέφτης;

- Οι κλέφτες τιμωρούνται! Δεν ξέρεις τις δέκα εντολές;

- Όχι!

- Όχι! Δεν ξέρεις ότι τιμωρούνται όσοι κλέβουνε;

- Και αν δεν μετανοήσουν! είπε κάποια φωνή.

- Κι αυτός μετανόησε μια φορά και πήγε και ξεμολογήθηκε. Αλλά και πάλι έκλεψε!

- Αφού δεν είχα δουλειά και πεινούσα…

- Κι έπειτα, μετά καιρό, είπε μια άλλη φωνή, πήγε να ξεμολογηθεί και πάνω στην

εξομολόγηση έκλεψε του παπά το ρολόγι και τη χρυσή καδένα!…

- Δεν είχα πενταράκι, τι θέτε να έκανα; Και το ύστερο δεν τα χάρηκα, με πιάσανε και μου τα πήρανε και με χώσανε και μέσα…

Ο μεγάλος θεός άκουσε τις κατηγορίες, αν και τις ήξερε, και είπε τη στιγμή που γινόταν σαν κοντός άνθρωπος, νάνος:

- Όχι δε θα μπεις μέσα! Θα πας στην κόλαση, για να τιμωρηθείς!

Ο Μπαλάφας ταράχτηκε, θύμωσε σαν την ημέρα που έσκασε μια γροθιά σ’ ένα χωροφύλακα και του χάλασε τη φάτσα:

- Μωρέ, μωρέ, έκανε, και συ, και συ! Και συ σαν εκείνους εκεί κάτω, τους παγαπόντηδες,

δικάζεις;…

- Τι λες;

- Τι λέω, τι λέω!... Αχ τι να σου κάνω! Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο μου παπούτσι!…

 

Από τη συλλογή Μέσα στους ανθρωποφάγους, 1927

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Μ.Μ.

 

αρχή

 



 

Σιωπή βαθιά στο σπίτι σιωπή και μόνο ο άνεμος ακουγότανε να κουνά τα παραθυρόφυλλα, να τραγουδά, να φωνάζει και κάποτε να κλαίει σα στρίγγλα γριά, να ουρλιάζει. Όταν είχε ξυπνήσει ήτανε σκοτάδι ακόμα βαθύ, αλλ΄ αν και προσπάθησε να κοιμηθεί πάλι, στάθηκε αδύνατο. Ο ύπνος δεν ερχόταν. Απ΄ τις πολλές φορές που έκλεισε τα μάτια πεισματικά προσκαλώντας τον ύπνο, είδε ξαφνικά από μια ασπράδα μέσα σαν πυκνή ομίχλη, έναν άνθρωπο με γενάκια να βγαίνει... Άνοιξε τα μάτια. Δεν τον είχε πάρει ο ύπνος, που είδε αυτό, αλλ΄ έτσι σα να βυθίστηκε στα όνειρά του χωρίς να τον οδηγήσει αυτός. Θυμήθηκε τη μορφή, που είδε, και με δυσκολία έβγαλε ποιος ήταν. Ήταν ένας ναυτικός κοντός, στραβοκάνης, που είχε γνωρίσει σ΄ ένα μαγαζάκι της πατρίδος του, όταν ήτανε σχεδόν παιδί. Και ο ναυτικός αυτός βρισκόταν πάντα μεθυσμένος και μιλούσε, μιλούσε, διηγότανε χίλιες δυο ιστορίες ταξιδιών. Και τον είχε από χρόνια λησμονήσει!

Πάλι έκλεισε τα μάτια και πάλι η ίδια ασπράδα παρουσιάστηκε. Αλλά τώρα μια κεφαλή σκελετού έσχισε αυτή την ασπράδα σε μια πιατέλα βαλμένη... Έτσι χωρίς κανένα σημάδι, χωρίς τίποτα να του το λέει, ήξερε ότι αυτό το σκελετωμένο κρανίο, ήτανε του παλιού ναυτικού.

Και έμενε στο κρεβάτι του μη έχοντας όρεξη να σηκωθεί. Αλλά τι άνεμος ήτανε κείνος τη νύχτα; Πολλές φορές πίστευε πως θ΄ αρπάξει τη στέγη, θα γκρεμίσει το σπίτι. Άκουγε και τα δέντρα, που στενάζανε, που χτυπιόντουσαν και απελπισία τον έπιανε. Για λίγο είχε ακούσει και βροχή, αλλά δεν κράτησε και πάλι ο άνεμος μόνος έμενε να μουγκρίζει, να σφυρίζει.

Ξαφνικά ένας κρότος δυνατός στην πόρτα του τον έκανε να πεταχτεί.

— Τι είναι; ρώτησε.

— Δε σηκώθηκες ακόμα; Σήκω γρήγορα!

Ήταν η μάνα του.

— Τρέχει τίποτα; ρώτησε και ο νους του πήγε στον πιασμένο θειο του.

— Έλα σου λέω.

— Ο θείος;

— Μα ντύσου! Κάτι δέντρα σπάσανε!

Έπρεπε να τόχε σκεφτεί. Με τέτοιον άνεμο...

— Ποια δέντρα;

— Θα δεις!

Ντύθηκε γρήγορα και βγήκε έξω. Η μάνα του ήτανε στη σκάλα κοντά. Απ΄ την ανοιχτή πόρτα έμπαινε αέρας υγρός.

Γύρισε η μάνα του και τον είδε.

— Για έλα, έλα να δεις, του είπε και κοίταξε!...

Αυτός άφησε μια φωνή όταν πλησίασε. Εκεί που υπήρχανε τέσσερα ωραία δέντρα ανθισμένα στολισμένα σα νύφες, άλλα που πρασίνιζαν, τώρα δεν είδε άλλο από σωρό σπασμένων δέντρων, μαδημένων κλαδιών, συντριμμένων, κομμένων. Ήτανε σα να πατήσανε τη νύχτα μέσα κει δαίμονες καταστροφής και να είχανε εργαστεί καλά να καταστρέψουνε, να συντρίψουν.

— Μα τ΄ είναι αυτό πάλι! έκανε υψώνοντας τα χέρια του.

— Και είναι όλα με πριόνι, για κοίταξε, του είπε η μητέρα του· για δες.

Κατέβηκε κάτω. Ναι, ήταν αλήθεια! Μέσα στην άγρια νύχτα άγνωστοι εχθροί μαζί με τον άνεμον δουλεύανε, κατέστρεφαν κρυμμένοι μέσ΄ στο σκοτάδι και στη φωνή του ανέμου, πριονίζανε τα δένδρα, συντρίβανε τα κλαδιά.

— Πάει, πάει ο κήπος! έλεγε γυρίζοντας μέσ΄ στα κομμένα δέντρα.

Μα ποιος, ποιος είναι αυτός που τα κάνει;

Απ΄ ένα σωρό χαμόδεντρα είδε τον μπάρμπα Λούκα να βγαίνει με σκυμμένο κεφάλι παραμιλώντας. Κείνη τη στιγμή ένας πετεινός παρδαλός ανεβασμένος σ΄ ένα μισοβάρελο κοντά στην πέτρινη σκάλα, ξεφώνισε.

Ο γέρο Λούκας σήκωσε το κεφάλι και άμα είδε τον Νάρα:

— Καταστροφή, καταστροφή μας κάνανε οι κακούργοι! είπε, πάνε τα δέντρα!

Και πλησιάζοντας:

— Και θάναι οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώσανε το άλογο και μας ξεράνανε τις μανταρινιές. Αυτοί θάναι, αυτοί! Ποιοι άλλοι; Αυτοί είναι! και μας την έχουνε φκιάξει τρεις φορές τώρα! Μα, μα, τι να σου κάνω; τι να σου κάνω ο δύστυχος; Αυτός, αυτός ο διαβολόκαιρος έφταιγε! Δεν ήτανε ν’ ακούσω! ω αλλοίμονό τους! Εκεί θα βλέπατε τι αξίζει ο γέρο Λούκας! Η κουμπούρα γιατί κρέμεται; Ας το διάολο και συ! έκανε στον πετεινό που ξεφώνιζε πάλι, διώχνοντάς τον μ΄ ένα ξύλο, που κρατούσε.

Ο πετεινός πήδησε απ’ το βαρέλι και έφυγε γρήγορα.

Ο Νάρας ήταν σιωπηλός. Έβλεπε τα σπασμένα κλαδιά, που ήτανε γεμάτα ανθό, τα κομμένα δέντρα, πεσμένα ανάκατα σαν από μεγάλη μάχη, που είχε γίνει τη νύχτα μέσα στο άγριο βουητό του ανέμου, και του ερχότανε να κλάψει, να κλάψει σα να έβλεπε νεκρούς φίλους του αγαπητούς, συντρόφους.

Και χθες τα έβλεπε, έτσι στολισμένα και τα καμάρωνε. Και δε θα περνούσαν μέρες και τα κλαδιά τους μαζί με τον καρπό θα γέμιζαν και απ΄ τα πράσινα φύλλα, που θα μιλούσανε, θα φώναζαν όταν ο παιχνιδιάρης αέρας περνούσε μέσ’ απ’ αυτά.

— Τι λες; του είπε η μητέρα του.

— Άσε με! Τι να σου πω; της απάντησε και έφυγε, ανέβηκε πάνω και μπήκε στην τραπεζαρία.

— Μα ποιος, ποιος να τα κάνει; Ποιος είναι ο εχθρός που κοιτάζει να με βλάψει, που με μισεί τόσο;

Ένα βήμα συρτό. Η μάνα του ερχότανε. Μπήκε αυτή μέσα και χωρίς να μιλήσει πήγε και κάθισε στον καναπέ. Τα κλαδιά των ωραίων δέντρων, που άλλοτε φαινόντουσαν απ’ το παράθυρο σαν να κοιτάζανε μέσα και κουνιόντουσαν κάποτε, δεν υπήρχανε τώρα.

Αφού έμεινε λίγο ακίνητη και σιωπηλή η μάνα του, γυρίζοντας σ’ αυτόν του είπε:

— Για πες μου τώρα τι θα κάνουμε και μ’ αυτό το χάλασμα του περιβολιού;

— Τι θες να κάνουμε; Θα τ’ αφήσω έτσι! Για να πάω στην αστυνομία πάλι, δε θα πάω! Δεν υποπτεύομαι κανένα! Εγώ εχθρόν δεν έχω έτσι πιστεύω! να κατηγορήσω έτσι του κουτουρού; Σε όσους το διηγήθηκα, όταν μας σκοτώσανε τ’ άλογο, μου είπανε όλοι, πως ίσως ο θείος σου είχε παλιούς λογαριασμούς με κάποιον, στο είπα νομίζω, ναι, κι αυτός για να εκδικηθεί τα κάνει αυτά! Ποιος είναι όμως; Και πώς θα βρεθεί; Ο θείος τι είπε; Αυτός μου αράδιασε είκοσι σχεδόν φουκαράδες και είπε πως αυτούς υποπτεύεται.

— Ναι, έχεις δίκαιο! μα πάλι έτσι ναν τ’ αφήσουμε; Θα μας κάνουν κι άλλα. Πρέπει κάτι να κάνουμε! Έχουμε κι αυτόν, που θ’ αρχίσει πάλι τη γκρίνια, άμα το μάθει και δε θα παύσει. Και ποιος έχει όρεξη να τον ακούει! Ήτανε γκρινιάρης πάντα, αλά τώρα παράγινε! Α, και δε σου ’πα γιά κοίταξε, τώρα μούρθε στο νου! και είναι τόσες μέρες που λέω να στο πω. Τώρα του θειου σου του βάλθηκε με την οικογένεια του Ζαλάδη. και καλά δε θέλει να γίνει τίποτε. Ο πατέρας ήταν εχθρός του! Άκου τώρα!

— Τι λέει αυτός; Ίσαμε προχθές, πριν πιαστεί ήτανε πάντα μαζί και τώρα θυμήθηκε παλιές έχθρες. Ας μ’ αφήσει ήσυχο! Α, μα το Θεό, να σου πω, έχω βλαστημήσει πολλές φορές που δέχτηκα νάρθω να μένω κοντά του. Μα αυτός είναι τρελός, τρελός!

— Όχι όχι καλά έκανες, του είπε σιγά η μάνα του, μη φωνάζεις! Καλά έκανες, γιατί τον ξέρω τι στριμμένος είναι! Μπορούσε να τα γράψει σε καμιά εκκλησιά.

Ο γιος της γέλασε ξερά.

— Τι να γράψει; Άλλο απ’ αυτό εδώ το χτήμα, που μου έχει στ’ όνομά μου, δεν είναι ελεύθερο! Όλα τάχει βυθίσει στο χρέος! Γυναίκες, γλέντι, τώρα στα γεράματα και γι’ αυτό πιάστηκε!

Η μάνα του είχε ξυλιάσει, είχε μείνει μ΄ ένα – Α! με δεμένα τα χέρια και μισανοιγμένο στόμα. Αλλά σε λίγο ξέσπασε.

— Μωρέ τι μου λες!

Και άρχισε ένα υβρεολόγιο εναντίον του γέρου παραλυμένου, του αδελφού της, που καλά τώρα βρισκόταν πιασμένος και μισός άνθρωπος!

Ενώ η μάνα του έλεγε, έλεγε, αυτός μισόκλεισε τα μάτια για να δει μια ζωγραφιά, που παρουσιάστηκε, που περνούσε στον αέρα...

Μια νέα ξανθιά με καστανά μάτια τυλιγμένη σ’ ένα μακρύ καφετί επανωφόρι, ακουμπισμένη σ’ ένα δέντρο, με το κεφάλι λίγο γυρτό στον ώμο, του χαμογελούσε γλυκά... τα δοντάκια της, τα ούλα της φαινόνταν... Πάνω σ’ αυτό μια φωνή θυμωμένη ξερή, στυφνή, ακούστηκε από μέσα.

— Μάρω! Μάρω! βρε καταραμένη! πούσαι βρε! Μα έτσι έτσι μ’ αφήσατε; Μωρή! Α, που να σας πάρει ο διάολος! ο τρισκατάρατος!

— Τρισκατάρατος είσαι! είπε η μάνα του Νάρα. Ύστερα γυρίζοντας στο παιδί της:

— Το πιστεύεις δεν έχω μάτια να τον δω!

Η φωνή ξακολουθούσε μέσα να φωνάζει και να βρίζει.

— Πήγαινε, είπε αυτός στη μάνα του, πήγαινε! Άστον. Έχει και τα καλά του!

Κι αυτός έφυγε σε λίγο αφού ετοιμάσθηκε. Η μάνα του, που άκουσε πως έφευγε, έτρεξε και τον συμβούλεψε να προσέχει στο δρόμο, να προσέχει απ’ τον άγνωστο εχθρό.

Και αυτός είδε ότι αισθανόταν ανησυχία. Κούνησε όμως το κεφάλι περγελαστικά στις συμβουλές της μάνας του και κατέβηκε τη σκάλα.

Ερημιά στο δρόμο σα να τα είχε σαρώσει όλα ο δυνατός άνεμος. Κανείς άνθρωπος ή ζώο δε γύριζε. Μέσα στους κήπους τα δέντρα να κουνιούνται.

Ο σιδερένιος μύλος, μιας καλής έπαυλης· του φάνηκε σα χάρος θάνατος με πέννα, φτερό χήνας γιγάντιας, στο αυτί.

Οι λεύκες φωνάζανε, θορυβούσαν. Πέρα καλαμιές πλήθος, ολόκληρος στρατός, που λαμποκόπησε απ’ τον ήλιο που ξεπετάχτηκε απ΄ τα μαύρα σύννεφα, έγερνε, κουνιόταν στις προσταγές τ΄ ανέμου. Κάτι ψηλοί ευκάλυπτοι, γίγαντες δέντρα, κουνούσανε τα κλαδιά τους, τα φύλλα τους, σα νάλεγε τόνα κλαδί στ΄ αυτί του άλλου κάποιο μυστικό.

Μέσα στη χαρά, που είχε τώρα, φαινόταν και η λύπη για την καταστροφή των δέντρων του.

Και ποιοι νάταν, ή ποιος νάταν ο άγνωστος εχθρός, έλεγε, ποιος νάτανε; Ποιος ήταν αυτός που πηδούσε τη μάντρα του κήπου σε μια άγρια νύχτα, για να του φέρει κάποια καταστροφή, να του κάνει κάτι κακό; Και είναι ένας άραγε ή πολλοί;

Θυμήθηκε και κάτι άλλο.

— Αμ΄ οι ζημιές, οι ζημιές! είπε. Μα τι στο διάολο έχει πέσει;

Προχωρούσε γρήγορα.

Η γραμμή των κυπαρισσιών φάνηκε. Μία αγελάδα κόκκινη και άσπρη έβοσκε εκεί κοντά, κι ένα παιδάκι καθότανε κάτω στη ρίζα μιανής ελιάς χτυπώντας τη γη μ΄ ένα ξύλο.

Οι ξεραμένοι αθάνατοι σα γριές πεθαμένες από πείνα του φανήκανε.

Πέρασε και μόλις έστριψε τον μεγάλο κήπο, βρέθηκε μπρος στο σπίτι του Ζαλάδη.

Κείνη τη στιγμή απ΄ ένα παράθυρο πρόβαλλε μια μορφή.

— Έλα λοιπόν! του φώναξε άμα τον είδε με δροσερή γλυκιά φωνή.

 ***

Γύρισε στο σπίτι του μόλις είχε αρχίσει να νυχτώνει.

Ο καιρός δεν ήταν ο ίδιος. Σύννεφα δεν υπήρχανε στον ουρανό και ο άνεμος είχε πάψει.

Βρήκε τη μητέρα του να κάθεται στο τραπέζι ανήσυχη και να τον περιμένει. Κοντά της είχε τη μικρή δουλίτσα.

— Το πιστεύεις, του είπε, πως μ΄ έχει πιάσει τρομάρα;

— Δε ντρέπεσαι! της είπε. Ποιος ξέρει ποιοι παλιάνθρωποι, απ΄ εκείνους, που είχε μια φορά στο νταμάρι, και θα είχε μαλώσει, να τάκαναν νομίζοντας, ότι έτσι κάνουν κακό σ΄ αυτόν.

— Ίσως νάναι έτσι! αλλ΄ εγώ όσο βράδιαζε μ΄ έπιανε τρομάρα!

Η μητέρα του με την υπηρέτρια φύγανε. Αυτός κάθισε στο τραπέζι, αλλά σε λίγο είδε ότι κι αυτός αισθανότανε ανησυχία δυνατή. Η ματιά του όλο πήγαινε στο παράθυρο και όλο περίμενε να παρουσιαστεί εκεί κάποια μορφή. Και σα να ήξερε και τι μορφή θάτανε. Θάταν με ενός χοντρού κακούργου, που είδε τη φωτογραφία του μια μέρα κάπου. Θα είχε μικρό μέτωπο, σκοτεινή ματιά και μικρό μουστάκι σαν κομμένο.

Ένας κρότος, πάτημα. Τρόμαξε. Ήταν η μικρή δουλίτσα.

Ήρθε αυτή ετοίμασε γρήγορα το τραπέζι κι έφυγε.

Άλλος κρότος στην πόρτα. Αυτή τη φορά έφερε το χέρι στο περίστροφό του, που έσερνε μαζί του. Ο γέρο Λούκας όμως παρουσιάστηκε.

Ευχαριστήθηκε που τον είδε. Ο γέρο Λούκας ήρθε και κάθισε και άρχισε να του διηγείται τι έλεγε η γειτονιά για το κόψιμο των δέντρων.

Η μάνα του ήρθε και κάθισε στο τραπέζι. Ο γέρο Λούκας τώρα θυμήθηκε να τους πει, πως είχε δει και τη γριά Καλλιόπη κι έκλαιγε και δερνόταν αυτή, γιατί τη βγάλανε κι έκανε μάλιστα και μεγάλους όρκους πως τις ζημιές δεν τις είχε κάνει αυτή!

— Μα τι λέει αυτή; Ποιος τις έκανε τότε; εμείς; είπε η μάνα του με θυμό.

Η μικρή δουλίτσα έφερε το φαΐ. Ο γέρο Λούκας πήρε το πιάτο του γεμάτο και κατέβηκε κάτω. Πριν κατεβεί πάλι τους θύμισε πως η πιστόλα του ήταν έτοιμη στον τοίχο και, και...

Ένα βράδυ ξύπνησε ο Νάρας απ΄ ένα όνειρο, που τον τρόμαξε. Είχε δει το ναυτικό, κείνον, που είχε γνωρίσει στην πατρίδα των γονέων του, να γυρίζει τη νύχτα μόνος μέσ’ στον κήπο και να προσπαθεί να ρίξει το σπίτι μ΄ ένα σχοινί που τόχε δέσει στη σκεπή. Και κλονιζόταν αυτό, έγερνε τρομακτικά. Και ήταν αυτός ο ίδιος, που είχε ξεράνει τα δέντρα, τα είχε κατακόψει και είχε σκοτώσει τ΄ άλογο...

Ο λύχνος είχε σβήσει. Η σελήνη έριχνε ένα θαμπό φως. Η κάθε γωνιά όμως του φαινότανε κάποια μορφή να κρύβει έτοιμη να ορμήσει.

Σηκώθηκε και άναψε φως και είδε και την ώρα. Ήτανε τρεις.

Άκουσε σε λίγο τη φωνή του ανέμου.

Είδε ότι δεν ημπορούσε να κοιμηθεί και ντύθηκε. Θέλησε κάτι να διαβάσει όσο να πάρει η μέρα. Αλλά άμα πλησίασε στα βιβλία του έμεινε χωρίς να έχει όρεξη να τ΄ ανοίξει. Πάλι άρχισε να κοιτάζει κάποτε, με φόβο μη δει κάποιο πρόσωπο να ξεφυτρώνει...

— Μπα, σωστά έπαθα πανικό! είπε και θέλοντας να πάει ενάντια πήρε το επανωφόρι του και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε στο διάδρομο. Άκουσε το βήμα του όμως και ανατρίχιασε. Σαν να τον ακολουθούσε κάποιος ή να βάδιζε μαζί του τού φάνηκε.

Στάθηκε. Τίποτε. Ησυχία. Η φωνή του ανέμου. Η σελήνη φώτιζε, έμπαζε φως απ΄ το φεγγίτη.

Άνοιξε την πόρτα. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, η σελήνη ψηλά σε καθαρό ουρανό. Κάτι πετάχτηκε και τον έκανε να τρομάξει. Ήτανε μια γάτα άσπρη και χώθηκε μέσα στα χαμόδεντρα. Κατέβηκε κάτω. Το χέρι του έσφιγγε το όπλο του.

— Έχει γούστο, έλεγε με το νου του, να μου παρουσιαστεί κάποιος και πληρώσει παλαιούς λογαριασμούς. Όλα γίνονται.

Έκανε και λίγη ψύχρα. Σήκωσε το γιακά του και άρχισε να περπατά μέσ΄ στον κήπο. Όλα αυτά φύγανε, σε λίγο, αυτές οι σκέψεις, σε μια ενθύμηση, που του ήρθε, που έρχεται ξαφνικά.

Δεν πέρασε όμως πολύ και τρόμαξε και στάθηκε. Του φάνηκε πως μέσα στον κήπο, στο βάθος του, γινόταν κάποιος θόρυβος, ένα χτύπημα. Και πήγε να δει κρατώντας το όπλο του. Με προφύλαξη βάδιζε. Και όσο πλησίαζε άκουγε πιο καθαρά μέσ΄ στο θόρυβο των κλαδιών, των φύλλων, κ΄ ένα χτύπημα ρυθμικό.

Απ΄ ένα σωρό πικροδάφνες πρόβαλε και είδε. Στο πηγάδι ένας άνθρωπος δούλευε, πολεμούσε μανιακά χτυπώντας μ΄ ένα λοστό και ρίχνοντας το τοίχωμά του. Κείνη τη στιγμή σταμάτησε και ορθώθηκε. Η σελήνη του φώτισε δυνατά το πρόσωπο. Πάλι άρχισε και πέτρες μεγάλες ακουστήκανε να πέφτουνε στο νερό. Αλλ΄ ο Νάρας δεν πυροβόλησε. Είχε γνωρίσει ποιος ήταν αυτός, ποιος ήταν ο ρημαχτής. Ήταν ο θειος του ο πιασμένος, ο αδελφός της μάνας του...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 57-67.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

- Έτοιμα όλα! Είπε στον Ηλία Μαρίδη η γυναίκα του ανοίγοντας την πόρτα. Και χωρίς να προσέξει στη ματιά, που της έρριξε, και ήταν αυτή γεμάτη έχθρα, άρχισε να του λέει για τις ετοιμασίες, που είχε κάνει τη νύχτα, ενώ αυτός κοιμότανε. Και εύρισκε πως απ' όλους, όσοι ήτανε για την ξενητιά, αυτός θα ήταν πιο καλά συγυρισμένος...

Ο Ηλίας, ξαπλωμένος στο κρεββάτι, δεν μιλούσε· αισθανόταν όμως τα λόγια της να τον πειράζουνε, τα αισθανότανε σαν παγωμένο νερό να στάζουν πάνω του.

Η γυναίκα του, επιτέλους, έφυγε, τον άφησε μόνο. Αναστέναξε:

- Τα 'θελες, τα 'παθες!.. είπε στον εαυτό του.

Το είχε μετανοιώσει, που θα φευγε, μα πώς να κάνει; Αν δεν έφευγε και τώρα, που είχε δώσει το λόγο του, θα γινότανε ρεζίλης.

- Τα 'θελες, τα 'παθες!.. είπε πάλι στον εαυτό του και αισθάνθηκε θυμό, θυμό εναντίον του, που όλο ζητούσε να ξενιτευτεί, ενώ δεν είχε το θάρρος και κινούσε και τους άλλους να πάνε. Και φεύγανε οι άλλοι, ενώ αυτός έμενε... Αυτή τη φορά όμως του είχανε πάρει το λόγο του πώς δεν θα τους άφηνε κι αυτούς μόνους να φύγουνε, αλλά θα τους ακολουθούσε.

Και το 'χει πια τελειωμένο, δε χωρεί καμιά ψευτιά, την έχει πάθει! Θα φύγει, θα φύγει!.. Κρυφά όμως, μ' όλ' αυτά, πιστεύει πως δε θα φύγει, το αισθάνεται, αλλά θέλει να πιστεύει πώς θα ξενιτευθεί, και θέλει να γίνει έτσι, να δει κόσμο, πόλεις νέες, χώρες ξένες, άγνωστες!..

Και η καρδιά του χτυπά από συγκίνηση και επιθυμία, αλλ' αισθάνεται σε κάθε χτύπο κάτι κρύο να πέφτει. Μια απόφαση!.. Άμα μπει στο πλοίο, θα ησυχάσει!.. Βλέπει τη βάρκα, που τον παίρνει και τον πηγαίνει στο βαπόρι. Αυτό καπνίζει, στέλνει στον ουρανό το γαλανό τον μαύρο καπνό του. Φωνές, χτύποι και κατραμιού μυρουδιά δυνατή. Οι ναύτες τρέχουνε, οι επιβάτες βιαστικοί. Βαλίτσες, κρότοι, βλαστημιές, σφυρίγματα βραχνά. Η άγκυρα σηκώνεται. Το πλοίο φεύγει...

Για το σπίτι του!.. Να το!.. Η γυναίκα του θα 'ναι κείνη στην ταράτσα. Κουνά ένα άσπρο μαντίλι... Να, η αγία Αικατερίνη!..

Το περιβόλι του Δημάρχου. Του είχε δώσει μαύρο στις εκλογές... Ο καφενές του γέρο Τσέκα, κοντά στο φανάρι, όπου συχνάζουνε οι ψαράδες, και που απ' έξω μπαλώνουνε τα δίχτυα τους. Σιγά, σιγά χάνονται, το άπειρο τα καταπίνει και για λίγο ακόμα βλέπει την κορυφή του προφήτου Ηλία. Πόσες φορές απ' εκεί κοίταζε τα πλεούμενα!.. Πάει κι αυτή!. Τώρα παντού ουρανός και θάλασσα και κλεισμένο έτσι απ' αυτή και απ' αυτόν το βαπόρι, σα μικρό ξυλάκι με πάνω του μυρμήγκια, τρέχει, τρέχει...

Φθάνει σε μια πολιτεία. Τι κόσμος!.. Μιλούνε ξένη γλώσσα, πηδούνε στις βάρκες, φωνάζουνε, κινόντουσαν με θόρυβο τρομαχτικό. Πιάνουν αλλού πάλι. Γράφει εδώ ένα γράμμα στη γυναίκα του κι αισθάνεται επιθυμιά να 'τανε στο νησί του, κοντά της.

Ξαφνικά στον ωκεανό, που περνά το πλοίο, ο ουρανός μαυρίζει απ' τα σύννεφα και η θάλασσα ταράζεται σα δεμένο άγριο βόδι...

Τα κύματα ανοίγουνε γκρεμνούς, βάραθρα· και το πλοίο κατεβαίνει, γκρεμίζεται... Ο Ηλίας ταράζεται και συνέρχεται και με χαρά βλέπει πως είναι κει, στο κρεβάτι του, και σφίγγει δυνατά τις σιδερένιες σωλήνες του κρεβατιού.

Πάλι όμως τον σέρνει η ξενιτιά και προ πάντων ο γυρισμός, και πηδώντας την τρικυμία και άλλα, βλέπει τον εαυτό του, μετά δύο χρόνια, κουρασμένον απ' την ξενιτιά να γυρίζει στο σπίτι του. Τι χαρά, χαρά στους δικούς του!.. Όλοι πηδούνε, χορεύουνε!..

Αυτός κατεβαίνει κάτω στην αυλή μ' ένα μαχαίρι και σφάζει ένα αρνί με πλατειά ουρά για να διασκεδάσουν. Κι έχει καλέσει το Νικόλα το Συνάπα και το Στάθη Μπονάτσα με τις οικογένειές τους. Ο Ηλίας συνήρθε και στην ενθύμηση του ταξιδιού, που έπρεπε να κάνει, αισθάνθηκε κούραση, κούραση σαν εκείνη τη στιγμή να 'χε έρθει από ταξίδι και τον βιάζανε να κάνει κι άλλο. Πάλι όμως του ήρθε κείνη η κρυφή ελπίδα ότι δεν θα φύγει, και μια ευχή φάνηκε στο νου του, χωρίς να την σκεφτεί καλά, σα να γινόταν πιο βαθειά και κει, στο νου του, να φάνηκε η σκια της, η ηχώ της. Κ' έλεγε αυτή η ευχή: Ίσως το καράβι κάτι κακό θα πάθαινε στο δρόμο καθώς ερχόταν, μια αρρώστια θα 'πεφτε στη χώρα...

Ξαφνικά, καθώς ακόμα βρισκόταν η κρυφή ευχή, η γυναίκα του μπήκε μέσα με βία και του είπε:

Είσαι τυχερός, με νέο βαπόρι θα ταξιδέψεις, που κάνει τώρα το πρώτο του ταξίδι!.. Και θά 'ρθει πότε νομίζεις;.. Καλά που τα ετοίμασα όλα!.. Θα 'ρθει αύριο!.. δηλαδή δυο μέρες πριν !..

***

Όταν άρχισε να του λέει η γυναίκα του, νόμισε πως θα του έλεγε κάποιο κακό για το πλοίο, αλλά... - Πάει, πάει!..

Αισθάνθηκε και την κρυφή ελπίδα να τον αφήνει μόνο, έρημο, και έτσι του 'ρθε ν' αρχίσει το κλάμα ή να πει πως δεν πάει, δεν θέλει να πάει όπως κάνουν τα παιδιά όταν τα στέλνουνε σχολείο και δε θέλουνε να πάνε...

Καθώς έβγαινε απ' το δωμάτιο, άκουσε τη γυναίκα του να μιλά απ' το παράθυρο με μια γειτόνισσα και να λέει πως ο άντρας της αδυνάτισε. Άκουσε και τη γειτόνισσα.

- Αμ' ταξίδι, ξενιτιά είναι αυτή!.. μικρό πράμα το 'χεις;

- Εγώ, κυρά Ευτέρπη, δεν τον βίασα!.. εγώ, μάλιστα, δεν το 'θελα, κείνος...

Χάρηκε. Αλλά πώς να κάνει;..

- Αχ ν' αρρώσταινα!.. είπε με το νου του.

Βγήκε έξω. Άκουσε όμως όλους να μιλούνε για το βαπόρι, που ερχόταν και να λένε και ποιοι θα 'φευγαν. Δείχνανε κι αυτόν. Του φάνηκε σα να 'τανε δεμένος μην ξεφύγει...

Γεμάτος απελπισία πήγε στο σπίτι του. Το φαΐ ήταν έτοιμο. Αλλ' είδε ότι δεν είχε όρεξη να φάει και μια μεγάλη αδιαθεσία να τον πιάνει σιγά, σιγά. Έφαγε όμως με τη βία. Η γυναίκα του τού μιλούσε, του έλεγε πολλά, και μαζί του είπε πώς οι συγγενείς των θέλανε το τραπέζι να τους κάνει το βράδυ και, και... Κουνούσε το κεφάλι χωρίς να λέει τίποτα. Όταν σηκώθηκε με χαρά, είδε την αδιαθεσία να μεγαλώνει και να αισθάνεται και ρίγος. Δεν είπε τίποτα γι αυτό πάλι, και βγήκε έξω. Προχώρησε για το καφενείο που σύχναζαν όλοι όσοι θα φεύγανε.

Και είχανε μαζευτεί αυτοί και μαζί τους πολλοί συγενείς των φίλοι και άλλοι.

- Έτοιμος, ε; τον ρώτησε ένας ψηλός, με μουστάκες, ντυμένος τα καλά του και που, ενώ δε φορούσε ποτέ κολλάρο, είχε τυλίξει το λαιμό του με γιγάντιο κολλάρο ίσαμε τ' αυτιά του.

- Έτοιμος!.. αύριο θα είμαστε για να 'μαστε!..

Πιάσανε ομιλία. Αυτός αισθανότανε τώρα να καίει κι έλεγε με το νου του:

Αμ' δε θά 'ρθω γω!.. Στο σπιτάκι μου καλύτερα, στο σπιτάκι μου!..

Κάποτε κοίταζε και για κάποιον μη φανεί και στενοχωριόταν που δεν τον έβλεπε να έρχεται.

Δεν πέρασε όμως και πολύ και φάνηκε κι' αυτός. Ήταν ο Κλάδας ο γιατρός.

Αυτός ο γιατρός, παλιός του φίλος, τον είχε συμβουλέψει να μη φύγει, να μη μπει μέσα στην παρέα αυτήν, που θέλανε τη ξενιτιά, και να πάψει να υμνεί τα καλά της ξενιτιάς!..

Άμα τον είδε ο γιατρός, τον πλησίασε και του 'δωσε το χέρι του.

- Μα συ καίεις!.. Για στάσου!.. Μωρ' έχεις πυρετό!.. Μια στιγμή, μια στιγμή!.. του είπε. Κι έβγαλε το θερμόμετρο.

- Βάλτο στη μασχάλη σου!..

Και όταν, σε λίγο το πήρε από πάνω του, είπε κοιτάζοντάς το:

- Σχεδόν 39!.. Και κάθεσαι έξω!.. Για κοιτάτε! Είπε στους άλλους δείχνοντας το θερμόμετρο.

Λιωμένος από χαρά ο Ηλίας μίλησε:

- Μα θα φύγω, αύριο...

- Τι λες!.. Ταξίδι να κάνεις!.. Εκτός αν θέλεις να ταΐσεις τα ψάρια!..

***

Ήτανε ξαπλωμένος τ' απόγευμα της άλλης μέρας στο κρεβάτι του. Ρετσινόλαδα, κινίνο, συναπισμούς, ποτήρια για βεντούζες ήτανε γεμάτο το τραπεζάκι κοντά του.

Όλο το σώμα του βρέθηκε να πονεί, τότε το μαρτύρησε, γιατί πριν το υπόφερε, για να μην πούνε οι σύντροφοι πώς μετανόησε. Και τώρα υπέφερε γενναία τους συναπισμούς, τις βεντούζες και τ΄άλλα.

Αισθανόταν όμως μια γαλήνη, ησυχία να τον γαργαλά και χαμογελούσε κρυφά με πονηρία κοιτάζοντας τα κλαδιά της αμυγδαλιάς, τον ήλιο, το σπίτι. Και ευχαριστούσε, από μέσα του, το γιατρό, που τον εμπόδισε, που, γιατί δεν ήθελε να φύγει, βρήκε αφορμή να τον κρατήσει λέγοντας του για κίνδυνο μεγάλης αρρώστιας και τα λοιπά. Να πει άλλη φορά πως θα φύγει!..

Έτσι έμενε όταν άκουσε πυροβολισμούς. Κατάλαβε τι έτρεχε. Οι άλλοι, οι συντρόφοί του, φεύγανε και πυροβολούσαν και αυτοί και οι φίλοι και συγγενείς τους απ' το νησί.

Κανείς δεν ήταν εκεί, κείνη τη στιγμή, και ντύθηκε γρήγορα κι ανέβηκε στο δώμα.

Πέρα, στη γαλανή θάλασσα πάνω, ένα βαπόρι μακρυνόταν, έφευγε, αφήνοντας ένα χάραγμα στη θάλασσα, που περνούσε. Καπνός έβγαινε πυκνός απ' τα φουγάρα του κι έπεφτε στην καθάρια ατμόσφαιρα.

Το βαπόρι χάθηκε σιγά-σιγά, και μόνο ο καπνός του, μακριά, φαινότανε ν' ανεβαίνει... Κατέβαινε κάτω.

Η γυναίκα του, που ήρθε κείνη τη στιγμή, θέλησε να τον μαλώσει γιατί σηκώθηκε, αλλ' αυτός τη σταμάτησε.

- Αφού αισθάνομαι, της είπε, καλά τον εαυτό μου!.. Οι βεντούζες, που μου έβαλες, βάζω στοίχημα, αυτές μ' ωφέλησαν! και η ησυχία!.. Τώρα, που λες, νοιώθω πείνα, πείνα φοβερή! Για φαντάσου όμως να 'φευγα! έτσι όπως ήμουν άρρωστος! Α, δε θα γλύτωνα!..

- Πω, πω! μη το λες!.. Ο θεός μας φύλαξε!..

- Μα γι αυτό κι εγώ, ξέρεις τι θα κάνω;.. Θα πάω ένα κερί στη Χάρη της αύριο, και θα σφάξω και το αρνάκι με την πλατεία ουρά, για να φάμε και να πιούμε! Πες ότι πήγα και γύρισα!..

 

(Ιούλιος 1917)

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Άρη Κ.

 

αρχή

 



 

Ήταν εορτή κ΄ οι καμπάνες της εκκλησιάς που εόρταζε δεν είχαν πάψει όλη τη νύχτα να χτυπούνε.

Βγήκα αργά σχεδόν έξω. Δε θα πήγαινα ούτε στην εκκλησιά, ούτε να χαιρετήσω φίλο. Θα πήγαινα να προσκυνήσω έναν τάφο!

Η ημέρα ήτανε συννεφιασμένη, ψυχρή του Δεκέμβρη μέρα. Φυσούσε άνεμος δυνατός και παγωμένος…

Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Σαν σκιές των ήχων ερχόντανε ίσαμε εκεί οι χτύποι της καμπάνας της εκκλησιάς που εόρταζε.

Οι σταυροί φύλαγαν τους νεκρούς κ΄ οι κλώνοι των δέντρων έκλιναν από πάνω μόνοι θλιμμένοι. Τα πουλάκια τούς νανούριζαν τον απέραντον ύπνο τους, τους τραγουδούσαν γλυκά τραγούδια της ζωής. Κι αυτοί ίσως θα πίστευαν ότι βρισκόντανε στο χαμένο για πάντα σπίτι, κοντά στους δικούς τους, κι άκουγαν τη φωνή των παιδιών, των αδερφών, συζύγων, γονιών…

Αλλοίμονο!…

Ένας κρότος ερχόταν από κει κοντά, από ένα εργοστάσιο.

Προχώρησα να γυρίσω στο νεκροταφείο, αφού είδα τον τάφο, που είχα πάει να προσκυνήσω, τάφο, που δεν τον σκίαζαν θλιμμένα δέντρα, ούτε οι κλώνοι άλλων δέντρων έγερναν θλιμμένοι κοιτάζοντας την πλάκα.

Τάφοι μαρμάρινοι, με προτομές, με γλυφές, με παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ήτανε στο δρομίσκο, που είχα πάρει. Βρισκόμουν μέσα στις πρώτες θέσεις. Άραγε η γη, που της ανοίγουν τα σωθικά της και ρίχνουν πάλι μέσα τα παιδιά της, έχει κι αυτή θέσεις;

Πρώτη, δεύτερη, τρίτη…

Κάποτε διέκοπταν τους μαρμαρένιους τάφους άλλοι τριγυρισμένοι με κάγκελα σιδερένια. Άλλοι πάλι με ξύλινα κάγκελα και πλήθος γλάστρες. Τα άνθη της χαράς και στη λύπη βρίσκονται, σα να βγάζει η χαρά τα λουλούδια που φορεί και να τα δίνει στη θλίψη.

Είχα περάσει τους μαρμαρένιους τάφους, ή την πρώτην θέση. Σ΄ αυτό το μέρος οι τάφοι ήσαν φτωχικοί. Πέρα διέκρινα τα κεραμίδια ενός μικρού σπιτιού.

Σ΄ ένα δέντρο, ένα άσπρο σακκούλι γεμάτο ήταν κρεμασμένο. Χωρίς να ιδώ, εμάντευσα τι είχε μέσα. Κ΄ ήταν σαν σακκούλι με φαΐ λησμονημένο κάποιου εργάτη.

Κοντά ένας τάφος είχε ανοιχτεί κ΄ ένα φέρετρο επρόβαλλε σα βάρκα τσακισμένη από κάποιο μακρινό ταξίδι, απ΄ το ταξίδι της Αχερουσίας!

Κ΄ ήτανε πλούσιο φέρετρο από καρυδιά.

Ο ταξιδιώτης ήταν γυναίκα. Τα ρούχα της, που δεν της είχε επιτρέψει ο Χάρος να πάρει μαζί της, ήταν ακέραια, από θαλασσί βαθύ ύφασμα, λεπτοϋφασμένο σαν από αράχνη. Σε μια άκρη του φερέτρου ήταν κάλτσες καφετιές τρυπητές…

Μόλις έστριψα έναν τάφο, που ο σταυρός του είχε ένα γύρο και και κροτούσε απ΄ τον άνεμο, στάθηκα. Τα δέντρα πριν μου κρύβανε το θέαμα. Είχα φθάσει στο μικρό σπιτάκι κ΄ είδα έξω απ΄ αυτό, σωρούς, σωρούς μεγάλους και ψηλούς κοκκάλων και χυμένη ζάχαρη, ή κάτι άλλο εμπόρευμα. Και κόκκαλα πλήθος, πλήθος στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο!…

– Πού είμαι δω; είπα.

Το σπιτάκι ήταν σαν τελωνείο έρημο, που απ΄ έξω άφησαν τα κιβώτιά τους χαμένοι ταξιδιώτες και έμποροι.

Ένα κιβώτιο ανοιχτό, πάνω απ΄ τ΄ άλλα, έδειχνε το περιεχόμενό του. Μια πλάτη, κρανίο, κόκκαλο ποδιού…

Άλλο πιο κάτω μισοκλεισμένο.

Εδιάβασα την επιγραφή του – Κωνσταντίνος, Αθανασία, Αδελφοί· – ένα κόκκαλο έβγαινε, σα να προσπαθούσε να σηκώσει το σκέπασμα.

Άλλο πιο πέρα, με λουκέτο σκουριασμένο. – Χριστόδουλος – η επιγραφή.

Έξω απ΄ το σωρό των κοκκάλων μια μασέλα με λίγα δόντια, παΐδια στραφτερά και σα γλυμμένα…

Ο κρότος του σταυρού με τον γύρο ακούστηκε πιο πολύ να ταράζει τη σιωπή την πένθιμη, σα νάθελε κάτι να πει τώρα, ή το παραμιλητό του να δυνάμωσε. Καθώς πρόσεξα σ΄ αυτόν τον κρότο, άκουσα κ΄ έναν άλλον να έρχεται από κει κάπου. Ήταν του εργοστασίου ο κρότος. Εργασία!…

Πάλι είδα τους σωρούς των κοκκάλων και ήταν σαν σωρός πετρών, που ρίχνουν απ΄ έξω απ΄ τις οικοδομές. Και ανακατωμένα όλα! Κρανία, πόδια, πλάτες, χέρια! Κόκκαλα ευτυχών, που υπήρξαν, και δυστυχών! ανθρώπων που γέλασαν πολύ και ήπιαν την ηδονή, με ανθρώπων κόκκαλα, που τους είχε πάντα η θλίψη δικούς της, που δε γνωρίσανε ποτέ το γέλιο!

– Γιατί τα ρίχνουν έτσι; σκέφτηκα.

Έξαφνα τρόμαξα.

Θα γεμίσει το νεκροταφείο, θα ξεχειλίσουν οι τοίχοι από τα κόκκαλα!…

– Ε, νεκροί! Ελάτε να τα πάρετε! Είναι οι αποσκευές σας! Να τι σας έμεινε ακόμα από τα τόσα!… Ένας σωρός κόκκαλα!… Ποιος είναι ο δικός σας;… Προσέξετε μην πάρετε ξένα!…-

 

Από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, 1-1-1921, σ. 2.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Τι θέλει αυτός εδώ; είπε δυνατά μια φωνή και όλοι στραφήκανε να δούνε.

Στο μεγάλο τραπέζι και δίπλα σ’ έναν φορτωμένον παράσημα, ένας μαυροντυμένος άνθρωπος είχε καθίσει, κίτρινος κίτρινος, που θα φαινότανε δίχως ζωή, αν δυο μάτια, που λάμπανε σα δυνατά φωσάκια, δεν έδειχναν όχι μόνο το ενάντιο, αλλά και κάτι περισσότερο ακόμα.

Ο άνθρωπος έγειρε λίγο το κεφάλι, σαν από το βάρος των τόσων ματιών, που στυλωθήκανε πάνω του.

- Τι θέλεις εδώ εσύ; τον ρώτησε ο οικοδεσπότης, άρχοντας μεγάλος.

Ο άγνωστος τον κοίταξε με τα λαμπερά του μάτια, έπειτα είπε, κατεβάζοντας τα μάτια στο γεμάτο από αχνίζοντα φαγιά τραπέζι.

- Βρήκα την πόρτα ανοιχτή, τους φύλακες να μιλούνε με ωραία κορίτσια, και μπήκα. Πεινούσα!

- Ωραία!

- Αυτός το πήρε για μοναστήρι!

- Έτσι φαίνεται…

Όπως πριν τα μάτια, τώρα τα λόγια φάνηκαν να τον βαραίνουν.

Ο πρίγκιπας πάλι μίλησε:

- Ποιος είσαι; Πώς σε λένε; Τι κάνεις;

- Τραγουδώ και λέγω ιστορίες! απάντησε αυτός με σιγαλή φωνή.

Όλοι γελάσανε.

- Σιωπή!... φώναξε ο άρχοντας, γυρίζοντας το βλέμμα στο τραπέζι.

Έγινε σιωπή. Έξω ακούστηκε η θύελλα να δυναμώνει. Τα παράθυρα ταραχθήκανε σ’ ένα δυνατό χτύπημα του ανέμου και μια αστραπή έλαμψε· Το χαλάζι χτύπησε τα γυαλιά των παραθύρων.

- Ωραία! είπε ο άρχοντας, φέροντας το βλέμμα στον άγνωστο, απ’ τα παράθυρα, που τα χτυπούσε το χαλάζι. Ύστερα, γυρίζοντας στις κυρίες:

- Ορίστε! Σα να τον είχατε παραγγελία για ιστορίες που σας αρέσουν! Όχι τραγούδι. Τώρα όμως, πρώτα πρώτα εμπρός στο φαΐ, γιατί σχεδόν εκρύωσε!

Για λίγη ώρα μέσα στη μεγάλη αίθουσα έγινε ησυχία από φωνές. Μόνον ο κρότος των πιάτων, περουνιών και κάποια ρώτηση ακουγόταν.

Ο άνεμος έξω βογκούσε, η αστραπή έλαμπε και η βροχή και το χαλάζι χτυπούσανε κάθε τόσο τα παράθυρα, σα να κοιτάζανε μέσα.

- Τώρα θα μας κάνεις αρχή απ’ τη δική σου ιστορία! είπε ο άρχοντας άμα τέλειωσαν, σφογγίζοντας τα χείλια του.

Ένα χαμόγελο μικρό με δυσκολία άνοιξε τα χείλια του αγνώστου.

- Την ιστορία μου; είπε. Καλά! Μα όχι, θα σας πω την ιστορία ενός άλλου και μαζί είναι και η δική μου ιστορία.

Ο άρχοντας σήκωσε το ποτήρι.

- Εις υγείαν!

- Εις υγείαν! απάντησαν οι άλλοι και φέρανε τα ποτήρια στα χείλια.

Μια αστραπή έλαμψε, δείχνοντας τη μαύρη κορυφή ενός κυπαρισσιού να σαλεύει τρελά έξω απ’ το παράθυρο.

Ο άγνωστος άρχισε, άμα είδε τα ποτήρια να έρθουνε στο τραπέζι και τα μάτια να στυλώνονται σ’ αυτόν.

- Ήτανε ένας ξεπεσμένος άνθρωπος, αλήτης, δυστυχισμένος. Έτσι το νόμιζα! Γύριζε κι έπαιζε στα χωριά βιολί για να ζήσει. Έπαιζε στα πανηγύρια, στους στενούς δρόμους του χωριού, για να χορέψει η μάνα το παιδί της και να πηδήσουνε τρελά τα χωριατόπαιδα… Τον ήξερα, πολλές φορές τον είδα να παίζει βιολί στη μικρή πλατεία του χωριού μου, κάτω απ’ τα μεγάλα πλατάνια.

Μια βραδιά τον απάντησα, καθώς γύριζα έτσι άκοπα. Και μη γνωρίζοντας τι να κάνω, τον ακολούθησα. Αυτός προχωρούσε έξω, προς τις ερημιές, πολύ έξω. Εκεί που η ερημιά τη φωνή του λύκου γνωρίζει μόνο, και η σιωπή έχει στήσει τη σκηνή της.

Εκεί έβγαλε το βιολί του.

Ο ουρανός κείνη τη νύχτα είχε στολιστεί σα να εόρταζε, και ο αέρας ήτανε γεμάτος από μυρουδιές αγρίων λουλουδιών.

Εννόησα ότι ο Ατσίγγανος θα έπαιζε τώρα, για το λαμπροστόλιστο ουρανό, για τη φύση, που εόρταζε. Και άρχισε. Ο σκοπός που έπαιζε δεν ήταν όμοιος με κείνους, που χτυπούσε στα πανηγύρια, στις πόρτες, στις πλατείες. Ήτανε μια μελωδία που δεν είχα ακούσει έως τότε, και που ήτανε όμοια άλλοτε με τραγούδι νεράιδας ερωτευμένης άνθρωπο, και άλλοτε με θρήνο δαίμονος που θυμάται ότι υπήρξε άγγελος!

Σε λίγο άρχισε και η φωνή του να συνοδεύει το βιολί, μια βαθιά βαθιά φωνή και βραχνή, σαν τους στεναγμούς του ανέμου. Και έψελνε τα δάση, τα λαγκάδια, τις πεδιάδες, τη νύχτα με τη μαύρη καλλονή της και τη ζωή, τη ζωή την ελεύτερη του Ατσίγγανου, που δεν έχει κατοικία, παρά όλη τη γη με τον ελεύτερο ουρανό… Και ψάλλει, ψάλλει, και το βιολί του τον συνοδεύει, κι εγώ αισθανόμουνα μέσα μου τα λόγια εκείνα, τα γεμάτα ελευτεριά και μυρουδιά των άγριων δασών να παίρνουν ζωή! Και τότε, χωρίς να μπορώ να σταματήσω κάτι που μ’ έσερνε να πλησιάσω κοντά του, βγήκα απ’ το μέρος που ήμουν κρυμμένος, και τον πλησίασα.

Στο βήμα μου, που τάραξε την ησυχία που μέσα χυνόταν το τραγούδι της ελεύτερης ζωής, ο Ατσίγγανος έπαψε και στράφηκε.

Είδα τότε το πρόσωπό του.

Ήτανε όμοιο, ομοιότατο με το δικό μου πρόσωπο!

Και πριν προφτάσω να σκεφθώ, μεμιάς, μ’ αυτό που είδα, παρουσιάσθηκα εγώ στη θέση του! Ο Ατσίγγανος που έπαιζε, ήμουν εγώ ο περαστικός, που τον είχα ακολουθήσει! Και απ’ εκείνη τη νύχτα δεν είμαι πια εγώ εκείνος που ήμουν, είμαι ο Ατσίγγανος που δεν έχω ούτε σπίτι, ούτε πατρίδα! Αυτή είναι η ιστορία μου!

- Η ιστορία σου;

- Είσαι βαγαπόντης!

- Κανένας κατεργάρης θα ’ναι!

- Όχι! είπε σιγά σιγά και με μελαγχολία ο άγνωστος, σα να μιλούσε μόνος του, είμαι παιδί της τρικυμίας, και αυτή μ’ έριξε δω.

- Σ’ έριξε η τρικυμία! φώναξε κάποιος που τον άκουσε.

- Ναυαγός θα ’ναι!... Μια φωνή γυναικεία συμπαθητική ακούστηκε μέσα στο θόρυβο του γέλιου.

- Όχι, όχι! Είναι, λέει, παιδί της!

- Για πες μου πώς ήρθες; διέταξε ο άρχοντας.

- Πώς ήρθα; Να, σ’ ένα πλοιάρι μπήκα, φτιαγμένο από δέντρο που το είχε χτυπήσει κεραυνός, και το ρεύμα του ποταμού με έφερε δω!

- Μα τούτος είναι τρελός!

- Άστε τον! φώναξε πάλι ο άρχοντας. Κι έπειτα είπε στον άγνωστο:

- Για πες μας τώρα καμιά ιστορία…Για τις κυρίες.

Ο άγνωστος άρχισε:

- Χθες είδα έναν άνθρωπο, που δικάζανε σ’ ένα δικαστήριο για κάποιο λάθος που είχε κάνει. Στο σπίτι τον περίμεναν γυναίκα, παιδιά για να πάει, και προσευχότανε όλοι μαζί στον Πλάστη για να βοηθήσει τον προστάτη τους και να τον σώσει απ’ το στόμα του Νόμου. Απ’ τα χέρια του ζούσαν! Έχετε δει, κυρίες, δικαστές; Έχετε δει; Να, κάθονται σε έδρες ξαπλωμένοι και δικάζουνε. Κάποτε είναι σοβαροί, συχνά όμως γελούνε και ο πονεμένος, που κάθεται κάτω, βλέπει το γέλιο τους και γελιέται! Αλίμονο! Αλίμονο σε κείνον που δεν έχει στον κόσμο τούτον Θεό! Λοιπόν. Οι δικαστές κείνη την ημέρα γελούσαν περισσότερο και δικάσανε πιο αυστηρά τον δυστυχή, που καθότανε κάτω, και που για μια στιγμή, βλέποντας τα γελαστά πρόσωπα των δικαστών, έγινε κι αυτός γελαστός! Τι θα γίνει τώρα η οικογένεια του φτωχού εκείνου;

- Ουφ!

- Μωρέ ιστορία!

- Πού τη βρήκες;

- Δε σας αρέσει; Δε σας ενδιαφέρει για τον φτωχό εκείνον, καλοί μου άρχοντες; Καλά! Άλλη…

- Όχι σαν κι αυτή!

Ο άγνωστος φάνηκε να ακροάζεται τη θύελλα. που πάλευε έξω, κι έπειτα είπε:

- Χθες, καθώς περνούσα από ένα δρόμο παλιό, γεμάτο ερείπια άκουσα μια γριά να μιλά με μια νέα που καθισμένη στο κατώφλι της μικρής πόρτας του σπιτιού της, έκλαιε, σφογγίζοντας τα μάτια της με την ποδιά της τη μαύρη.

- Κλαις εσύ; με τα τόσα νιάτα και κάλλη! Αχ, να τα ’χα!

- Και τι θες να τα κάνω; Δεν υπάρχει μέσα ούτε ψωμί, κι η μάνα άρρωστη, κοντεύει να πάει απ’ την πείνα! της είπε η κόρη.

- Καλέ, της λέγει η γριά πάλι, έτσι να την κάνεις εσύ, και θα παρουσιασθούνε χιλιάδες να σου δώσουν ό,τι θέλεις!

- Φεύγα! της έκανε η κόρη και σηκώθηκε, καλύτερα το ποτάμι!..

- Τι κουτή! έλεγε η γριά φεύγοντας. Αχ, να ’μουν νέα!

Και όμως, όταν ήτανε νέα η γριά, ήτανε τίμια!

- Τι θες να πεις;

- Θα μας πεις τίποτα καλύτερο;

Ο άγνωστος περίμενε να πάψει ο θόρυβος, χτυπώντας σιγά το τραπέζι με το δάχτυλο κι έπειτα άρχισε πάλι:

- Σ’ ένα χωρίο αγρίων… έχει ιδεί, κυρίες, αγρίους; Είναι παντού. Φτάνει να προσέξει λίγο κανείς! Λοιπόν! Σ’ ένα χωριό αγρίων είχανε ένα θεό μέσα σ’ ένα μεγάλο ναό! Τον είχανε σκεπασμένο μ’ ένα χρυσό πανί και κανείς δεν τον έβλεπε, εκτός απ’ τους παπάδες και τους μεγάλους!

Μια μέρα ένα περίεργος, γιατί υπάρχουνε περίεργοι και μέσα στους αγρίους, μπήκε κρυφά μέσα στο ναό και πήγε να δει το θεό. Αυτός ο θεός, καθώς φαίνεται, κοιμότανε, γιατί τον άφησε να πλησιάσει! Μη νομίζετε ότι δεν κοιμούνται και οι θεοί. Να, απόδειξη κι ο δικός μας, ο αληθινός, που κοιμάται απ’ τον καιρό που έκανε τον κόσμο! Λοιπόν… Πήγε σιγά σιγά, ο περίεργος, και πιο σιγά σήκωσε το χρυσό πανί, που σκέπαζε το θεό, και είδε. Μα και τι νομίζετε είδε; Ο θεός που προσκυνούσαν όλοι, ήτανε ένα χονδρό χονδρό κούτσουρο!

Φωνές άγριες διέκοψαν τον άγνωστο.

- Πάψε!

- Βλαστημάς!

- Θεός ψεύτικος ή αληθινός, σεβαστός είναι! φώναξε ο άρχοντας.

Ο άγνωστος, μόλις έπαψε ο θόρυβος, άρχισε πάλι, χωρίς να του πει κανείς:

- Σε μια ερημιά, κάτω από ψηλά δέντρα, στη σκιά τους, κοιμόντανε πολλοί δυστυχισμένοι. Ζητούσαν στον ύπνο να βρούνε την ευτυχία. Από πάνω τους, στα δέντρα, τα πουλιά ψέλνανε την ελεύτερη ζωή. Αυτοί κοιμόντανε και δεν άκουγαν τίποτα! Κάποιος περαστικός τους είδε, τους ξύπνησε και τους έβαλε στο χέρι ένα μαχαίρι.

- Στον ύπνο μη ζητάτε την ευτυχία, μ’ αυτό θα τη βρείτε! τους είπε.

- Τι θες να πεις; φώναξε ο άρχοντας άγριος και σηκώθηκε.

Μαζί του όλοι σηκωθήκανε και αρχίσανε να φωνάζουνε. Κι ο άγνωστος είχε σηκωθεί.

- Φωνάξετε τους φύλακες! είπε ο άρχοντας.

- Φύλακες! φωνάξανε πολλές φωνές. Αλλ’ ο άγνωστος όρμησε ξαφνικά γρήγορος έξω, ρίχνοντας κάτω ένα φύλακα, που κείνη τη στιγμή έτρεχε να δει τι συνέβηκε.

Τον ακολούθησαν, ενώ ο φύλακας φώναζε και άλλους να τρέξουν.

Έξω είδαν τη νύχτα τη μαύρη, την αστραπή να σχίζει γρήγορη το σκοτάδι, τον άνεμο, τη βροχή, το βόγκο του πελάγους άκουσαν.

Ο άνθρωπος είχε χαθεί! Έψαξαν. Τίποτα.

Ίσως, είπε κάποιος, θα ήτανε κανένα στοιχειό της τρικυμίας, της θύελλας, κι ενώθηκε μ’ αυτή!

 

Από τη συλλογή «Τριανταδύο διηγήματα» (1921)

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Γιάννη Π.

 

αρχή