ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΙΙΙ


 

 

Τα διηγήματα που παρουσιάζονται πρωτοδημοσιεύτηκαν σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.

Πληροφορίες για τον Δημοσθένη Βουτυρά εδώ

 


 

– Εγώ σου λέω, μην το πάρεις απόψε! μου είπε ο φίλος μου ο φαρμακοποιός, ο Χ. Μαυροειδής: Και να μου το φέρεις αύριο να το δω, να εξετάσω τι κατασκεύασμα είναι αυτό το φάρμακο της αϋπνίας, γιατί ο Δογκάλης μπορεί να ‘ναι σπουδαίος βοτανολόγος, μα πάει να γίνει σπουδαίος τρελλός. Τώρα άρχισε να κάνει και τον αστρολόγο. Αυτό, είμαι βέβαιος, θα το ‘παθε στην πατρίδα του που πήγε.

– Εγώ θα το πάρω, του απάντησα. Τι λες; Μήπως με δηλητηριάσει; Ά, αυτό είναι αστείο. Εγώ τον περίμενα, όπως λένε, σα θεό, να ’ρθει. Μου είπε μόνο πως είναι πιο δυνατό. Από το άλλο μια φορά, μόνο μια φορά ήπια, μου ‘σπασε το μπουκαλάκι έπειτα, και πού να τον βρω; Είχε πάει στην πατρίδα του. Τι λες; Είναι ωραίο φάρμακο, γιατί δεν σε ρίχνει στην ανυπαρξία, αλλά σε όνειρο. Θα θυμάσαι τι σου είχα πει τότε, για το όνειρο που είδα;... Είχα μια υπόθεση να κάνω, ένα πολυσέλιδο έργο, και την είχα σχεδόν λησμονήσει. Κι αυτήν την υπόθεση, σαν νάπιασε κάποιος μέσ΄ στο όνειρό μου και την κόλλησε σε μένα με ήρωά της και να παθαίνω χίλια δυο. Και μ΄ όλα τα παθήματα, να μην ξυπνώ! Ξύπνησα αργά, την άλλη μέρα, αφού τελείωσε η παράσταση...

Έφυγα. Πήγα στο σπίτι μου και ύστερα από το φαΐ, πήρα το φάρμακο και πλάγιασα.

***

Άνεμος δυνατός φυσούσε, βούιζε. Μα σαν αυτός να με είχε αρπάξει και μ΄ έτρεχε με ορμή. Σα να είδα όμως τώρα και κεφάλι αλόγου κοντά μου.

Συνερχόμουνα. Θα με είχε πάρει ο ύπνος. Και πώς δεν έπεσα από τ΄ άλογο! Ά, το κρασί εκείνο, που ήπια στο χάνι, ήταν πολύ δυνατό, βαρύ. Ευτυχώς τ΄ άλογο, ο μαύρος... Ήταν κατάμαυρο με κόκκινα λουριά. Είδα και το λοφίο, που’ χε στην κορυφή του κεφαλιού του, πάλι από κόκκινα φτερά ήταν.

Ήταν ωραίο άλογο. Είδα και διαβάτες να στέκονται και να το κοιτάζουν. Μα δεν κοίταζαν μόνο τ΄ άλογο, κοίταζαν κ΄ εμένα. Και κοίταζα κ΄ εγώ τον εαυτό μου, πώς ήμουν ντυμένος. Φορούσα μαύρα βελουδένια ρούχα, κόκκινη μπερτούλα με μαύρα σειρίτια, ψηλά, πάνω από το γόνατο, υποδήματα, ωραίο ξίφος να κρέμεται αριστερά μου, και δεξιά ένα μαχαίρι.

Ζητούσα να βρω πού πάω και γιατί πάω, και δεν εύρισκα.

« – Μα τι έπαθα; Κάτι έχω πάθει! Κάτι...», σκεφτόμουν.

Ξαφνικά ετρόμαξα και ζήτησα να ιδώ εάν έχω χρήματα. Και ησύχασα, που βρήκα το πουγγί μου γεμάτο από χρυσά νομίσματα.

Πάνω σ΄ αυτό ακούω :

– Να ο βαρώνος Όλφ! καβαλάει και το πολεμικό του άλογο!

«Για μένα λένε;»

Ήταν ένας στρατιώτης κι έδειχνε εμένα σ΄ ένα σωρό στρατιώτες και πολίτες. Για μένα έλεγε, άλλος καβαλάρης δεν ήταν εκεί.

«Όλφ; Εγώ είμαι ο Όλφ! Μπα, θα κάνει λάθος. Μα ποιος είμαι τότε; Ποιος είμαι;»

Κοίταξα να θυμηθώ τίποτε άλλο και ότι δεν είμαι ο Όλφ, αλλά δε βρήκα. Σκοτάδι πίσω, εμπρός, παντού, σαν εκεί να έγινα ό,τι ήμουν, εκεί πάνω στο άλογο, κείνο το μαύρο, να δημιουργήθηκα σε μια στιγμή. Και άλλο τίποτα, μηδέν. Πατέρας, μάνα, συγγενείς, σπίτι...

Κι ακούω πάλι :

– Να ο βαρώνος Όλφ, ο αντρείος μας πολεμιστής.

«Θα ‘μαι ο βαρώνος Όλφ!» είπα : «Και κάτι έχω πάθει. Μάγια μου ‘χουν κάνει και τα λησμόνησα όλα, όλα! Τι άλλο, τότε : Ποιος είμαι. Ποιος; Έχω χρυσάφι, τ΄ άλογο το πολεμικό, όλοι το γνωρίζουν! Τι άλλο απ΄ αυτό; Κάτι μου ‘καναν και τα λησμόνησα όλα».

Είδα πως έτρεμα. Και τ΄ άλογό μου κάτι τέτοιο θα ‘παθε, γιατί πήδησε, να σηκωθεί ξαφνικά. Το κράτησα.

Κόσμος είχε σταθεί και κοίταζε. Κι άκουσα πάλι :

– Ο βαρώνος Όλφ, ο αντρείος Όλφ!

«Αυτός είμαι! αυτός! θα γίνω καλά, η μαγεία θα περάσει. Γαλήνη μόνο, ψυχραιμία...»

Κι έβαλα και το χέρι στη μέση. Και ο μαύρος, σα να τα κατάλαβε όλα, καμπυλώνοντας το λαιμό του άρχισε να προχωρεί αργά σα να ‘παιζε στο δρόμο.

«Θα έρθεις στα καλά σου», είπα εγώ στον εαυτό μου : «Υπομονή και προσοχή μόνο».

Όλοι είχαν σταθεί και μας εκοίταζαν, και το όνομά μου δεν έπαυε να ‘ναι στο στόμα τους.

Να κ΄ ένα ωραίο φορείο, που το κρατούσαν δυο τετράγωνοι, γεροί άντρες. Είχε και οικόσημα.

Από το παράθυρό του μια τριανταφυλλένια μορφή παρουσιάστηκε και μας κοίταξε. Το φορείο εστάθηκε. Και η τριανταφυλλένια μορφή μίλησε με φωνή, που πίστευα πως μόνο τ΄ αηδόνια θα την είχαν :

– Βαρώνε Όλφ! Καλώς ήρθατε!

Έβγαλα το μικρό μου βελουδένιο, μαύρο καπέλο με τ΄ άσπρο μεγάλο φτερό, και χαιρέτησα. Ο μαύρος μου είχε σταθεί σε προσοχή.

– Μα πότε ήρθατε; ρώτησε η φωνούλα, που έβγαινε από το προσωπάκι το τριανταφυλλένιο.

– Σήμερα, δέσποινά μου!

– Μπα, σήμερα! Και μας είπαν πως σας είδαν στο ξενοδοχείο του «Μαύρου λιονταριού» χθές.

– Πού είναι αυτό; Γιατί δεν προσέχω στα ονόματα των ξενοδοχείων.

– Έξω στα προάστεια.

– Ά βλέπετε; Σήμερα ήρθα μέσα.

– Έχετε δίκιο. Και είπαμε και μεις, πώς δεν ήρθε να μας ιδεί.

– Δηλαδή, να σας ιδώ;

– Έ, αυτό εννοείται...

Και το φορείο εκίνησε, ύστερα από λίγα ακόμη λόγια.

«Και τι ωραία που είναι! Και ξέρει καλά τον Όλφ, τον αγαπά, φαίνεται καθαρά. Κι εγώ, τι είμ΄ εγώ; Εγώ έχω χάσει την ενθύμηση, έχω χάσει τη μνήμη μου. Αχ, αχ, αχ! Και ποια νάναι; Πού κάθεται; Και της είπα πως θα πάω... Πού θα πάω; Ά, τα οικόσημα! Τα θυμούμαι. Εμπρός, μαύρε μου, εμπρός!»

Δεν επροχώρησα όμως πολύ, κι ακούω :

– Χαίρε βαρώνε Όλφ! Άφησες επιτέλους τον πύργο σου και μας ήρθες! Τι, μόνο για τις μάχες θ΄ αφήνεις τους πύργους σου;

Ήταν ένας γέρος με μακρύ γένι. Η σπάθα του όμως βρισκόταν στη μέση του.

Λίγα λόγια είπαμε και χωρίσαμε.

«Έχω και πύργο, λέει... Μα τι; έτσι θα ήμουνα, χωρίς πύργο! Αχ, τι είναι αυτό που έπαθα! Είμαι όμως λεύτερος ή παντρεμένος; Λεύτερος θα ‘μαι, γιατί κανείς δε με ρώτησε για τη γυναίκα μου...», συλλογίστηκα.

Αυτό με ελάφρωσε λίγο.

Όσο προχωρούσα, ο κόσμος στο δρόμο γινόταν περισσότερος. Μα εγώ πού πήγαινα, πού θα σταματούσα; Είδα ένα ποτάμι. Μα να, ένας καβαλάρης φάνηκε να έρχεται περνώντας τη γέφυρα. Το άλογό του θα ‘ταν φοράδα, γιατί ο μαύρος μου χρεμέτισε. Ο καβαλάρης όμως καθώς με κοίταξε, κράτησε το άλογό του και φώναξε :

– Ω, ο Όλφ! Ο αγαπητός φίλος Όλφ! Τι μου κάνεις, καλέ μου φίλε, τι μου κάνεις;

Του είπα κ΄ εγώ θερμά λόγια, του είπα όμως πως δεν είμαι και καλά, από το βαρύ κρασί που είχα πιει. Και ούτε βλέπω πού πηγαίνω.

Άλλος ιππέας φάνηκε να περνά τη γέφυρα με ορμή.

– Ακόμα εδώ είσαι, Ντινάκ; είπε στο φίλο μου, κρατώντας το άλογό του.

Και άμα είδε και μένα :

– Μπα, ο Όλφ, ο Όλφ! Τι μου κάνεις, φίλε Όλφ; Θα ήρθες βέβαια για το πανηγύρι; Πάω όμως, είμαι σταλμένος. Θα ιδωθούμε στο παλάτι, ε; Φεύγω τώρα. Γεια σας!

Κ΄ έφυγε, χτυπώντας τ΄ άλογό του.

– Για τι πανηγύρι λέει, Ντινάκ; ρώτησα το φίλο μου.

– Μα σου ‘γραψα γι΄ αυτό.

Και πλησιάζοντας ακόμα το άλογό του :

– Για τους προτεστάντες. Ύστερα από τέσσερες πέντε ημέρες. Τι νύχτα του αγίου Βαρθο... Δε θα μείνει ρουθούνι απ΄ αυτούς! Είναι διαταγή του Πάπα.

– Τότε θα έχουμε δουλειά καλή! Δε θ΄ αφήσω μισόν από τους παπικούς...

– Μα τι λες τώρα; έκανε αυτός και γέλασε.

– Ανάποδα τα είπα...

– Το ίδιο κάνει. Λοιπόν, θα ιδωθούμε σε λίγο. Πρέπει να πάω κ΄ εγώ.

Έφυγε κι αυτός.

Πέρασα κι εγώ το ποτάμι, είδα ένα μεγαλόπρεπο κτίριο, και πήγα προς αυτό. Εκεί με κύκλωσαν πολλοί, πήραν το άλογό μου στους σταύλους, και μένα με οδήγησαν στο παλάτι. Και στο διάστημα αυτό άκουγα : «Ο Όλφ, ο αντρείος Όλφ!»

Σε μιαν αίθουσα, όπου μπήκα, ήταν πολλοί μέσα και κύκλωναν έναν άντρα με μαύρα ρούχα, υπερήφανο, που κάτι τους έλεγε. Ο άνθρωπος αυτός που κατάλαβα ποιος ήταν, είπε άμα με είδε :

– Καλώς τον Όλφ μου, καλώς τον! Μα δεν έπρεπε να λείψεις εσύ απ΄ τα πανηγύρια. Τώρα θα έχουμε δοκιμές ενός νέου όπλου· νέα εφεύρεση! Και θα το δοκιμάσω εγώ τώρα. Είναι λένε και ευθύβολο. Θα ιδείς και συ πώς χτυπώ εγώ. Λουί, άνοιξε το παράθυρο!

Ο Βασιλιάς Κάρολος Βαλουά πήρε από το τραπέζι, που ήταν στη μέση, ένα τουφέκι. Τα μάτια του αγρίεψαν. Κι έψαξε έξω με το μάτι.

Ένας άνθρωπος περνούσε τη στιγμή εκείνη από τη γέφυρα τρέχοντας.

Ένας βρόντος ακούστηκε και ο άνθρωπος που έτρεχε κυλίστηκε χάμω...

***

Περνούσαμε μέσα από πολύ ψηλούς θάμνους, όπου δεν μπορούσαμε να δούμε τι γινόταν δίπλα μας. Και αυτό είχε έρθει ύστερα από το τρομερό κοπιαστικό πέρασμα του μεγάλου, πυκνού και σκοτεινού δάσους. Εγώ και οι τρεις σύντροφοί μου είμαστε οι τελευταίοι από τους οπλισμένους άντρες Ύστερα από μας ερχόντουσαν μαύροι βαστάζοντας, στα κεφάλια τους πάνω, τα πράγματά μας και τα εφόδιά μας. Και πηγαίναμε σε μακριά γραμμή. Ευτυχώς είχα ακούσει πως φθάναμε στο σουλτανάτο, όπου έπρεπε να πάμε.

Εγώ όμως σα να είχα ξυπνήσει ή ελευθερωθεί από κάτι, που με ανάγκαζε να κάνω πράματα που δεν ήθελα. Τι λέω! Μια φορά τα ήθελα. Γιατί ήθελα να γίνω ιεραπόστολος να τρέχω σε άγριους τόπους και να προσπαθώ να στραβώσω πιο πολύ τον αμαθή λαό!

Τώρα ψιθύριζα περπατώντας :

– Μα τι μου’ ρθε να γίνω εξερευνητής;

Θα είχα πάθει κείνο που με πιάνει κάποτε, και κάνω πράματα που δε θέλω, σα να με κυβερνά άλλος, άλλος να ‘χει πάρει την κυριαρχία τού εγώ μου.

Και πήγαινα τώρα μ΄ αυτούς τους εξερευνητές. Καλά, όμως που τους βρήκα, γιατί, δίχως άλλο, θα χανόμουν στο απέραντο κείνο δάσος της Αφρικής.

Ήταν Άγγλοι και πήγαιναν στο σουλτανάτο της Ουγάνδας, έτσι νομίζω, δώρα. Δώρα κάτι ωραία τουφέκια, από τα πιο νέα.

Πώς μου ήρθε στο νου μου, τώρα, κάτι παλιό. Το ’χα ακούσει ή διαβάσει: «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»

Την ίδια στιγμή άκουσα φωνές χαράς. Να και τουφεκιές.

Είχαμε φτάσει. Δεν υπήρχαν πια θάμνοι ψηλοί, και είδαμε ένα πλατύ ποταμό να κυλά τα νερά του.

Στην αντικρυνή όχθη του, όμως, είδαμε πολλούς ανθρώπους μελαμψούς, να ετοιμάζουν πλοιάρια και άλλα μέσα για να μας περάσουν από τον ποταμό. Και τον περάσαμε. Κ΄ έπειτα, συνοδευμένοι από τους μελαμψούς άντρες, μπήκαμε στην πρωτεύουσα και πήγαμε στα ανάκτορα του σουλτάνου.

Καθισμένος μας εδέχτηκε. Τεμενάδες έκαναν οι Άγγλοι. Ξέρουν αυτοί από τέτοια. Εγώ που δεν ξέρω, έβαλα το χέρι μου στο στομάχι μου που ήταν κενό, και το βίασα να υποκλιθεί. Και ύστερα από αυτά, παρέδωσαν τα δυο όπλα στο μονάρχη. Τα μάτια του έλαμψαν μόλις τα είδε και σηκώθηκε.

Του έδειξαν το χειρισμό τους.

Ο σουλτάνος γρήγορα κατάλαβε πώς να το μεταχειρίζεται, και με το τουφέκι κοίταξε έξω ζητώντας κάτι.

Κάποιος περνούσε πέρα, φορτωμένος ξύλα. Ο σουλτάνος τον εσκόπευσε και πυροβόλησε. Ο άνθρωπος έπεσε.

Η ματιά του σουλτάνου ζήτησε άλλον. Είδε ένα νέο να στέκεται κοντά σε δέντρο, κοιτάζοντας τον άνθρωπο που ’χε πέσει.

Ο σουλτάνος τον εσκόπευσε κι αυτόν και πυροβόλησε. Ο νέος σωριάστηκε κάτω...

***

Μονολογούσα :

Μα τι ήθελα γω μέσα σ΄ αυτό το γιγάντιο αεροπλάνο, τι ήθελα! Και πού πάμε; Στο άγνωστο;

Και θάλασσα κάτω, θάλασσα, θάλασσα παντού! Η γη, πού είναι η γη; Μήπως εχάθηκε κι έγιναν όλα θάλασσα;

– Δε μου λες... άκουσα μια φωνή να με ρωτά : τι λες τόσην ώρα εκεί;

Είδα ένα άντρα κοκκινότριχο να με πλησιάζει. Αυτός με ρωτούσε.

– Θάλασσα, θάλασσα παντού... του απάντησα.

– Έτσι είναι ωραία. Μα θα τελειώσει κι αυτό ύστερα από την παράσταση.

– Ποια παράσταση; ρώτησα.

– Έ! τώρα, δεν ξέρεις; Ποια παράσταση! Η παράσταση που πλησιάζει η ώρα της!

Δε μίλησα. Δεν ήξερα τίποτα.

– Μα εσύ κακά τα μιλάς τα αγγλικά. Από ποιο μέρος είσαι;

– Δεν ξέρω! του απάντησα : Από κάπου και από κανένα.

– Σέβομαι τα μυστικά σου. Καταλαβαίνω όμως, πως θα ’σαι εθελοντής απ΄ εκείνους που κρύβουνε τ΄ όνομά τους, την πατρίδα τους. Τα λένε μόνον αυτά εκεί που πρέπει. Όπως κάνουν στην πατρίδα μου, στη λεγεώνα των ξένων. Το παρελθόν τους ενοχλεί και...

– Εγώ, δεν έχω παρελθόν ούτε μέλλον! τον διέκοψα.

Ο κοκκινοτρίχης τραβήχτηκε. Πήγε και κάθησε με άλλους, που είχαν ομιλία μεγάλη. Μιλούσαν αγγλικά. Τώρα δεν καταλάβαινε λέξη.

Έφυγα απ΄ εκεί και πήγα αλλού. Αλλά, να ο κοκκινοτρίχης πάλι. Και μου λέει :

– Εδώ μέσα οι περισσότεροι είναι τρελλοί! Θέλουν να πάμε πιο κοντά απ΄ όλους για να δούμε. Για να φάμε, δηλαδή, το κεφάλι μας... Και η παράσταση αρχίζει!

Ένας τρομερός βρόντος έγινε. Το αεροπλάνο μας παρ΄ ολίγο ν΄ αναποδογυριστεί. Εγώ έπεσα χάμω.

Ο κοκκινοτρίχης εφάνηκε :

– Κοίτα, κοίταξε!

Όρμησα στο τηλεσκόπιο. Κάπου κει είχε βγει, πεταχτεί ηφαίστειο. Φλόγες, μαυρίλα, καπνοί απαίσιοι, λάμψεις.

Όπως τότε, όταν η γη σχηματιζόταν και από τους μαστούς της, πετούσε φλόγες, και από τα στήθη της ξεπηδούσαν τρομερά βογγητά...

Σα να ‘νοιξε ο νους μου στη θέα εκείνη. Κι άκουσα και μια φωνή να λέει :

– Ρουθούνι δε θα μείνει!

Θυμήθηκα πως κάπου είχα ακούσει αυτές τις λέξεις.

Ένας άνθρωπος μικρόσωμος, με γυαλιά μεγάλα φάνηκε :

– Η Χιροσίμα πήγε στη γραμμή των χαμένων χωρών! είπε : Δεν υπάρχει πια!

Και κουνώντας νευρικά το δεξί του χέρι :

– Εδώ τώρα, έχει λάβει το λόγο η επιστήμη!

Η δοκιμή μας επέτυχε...-

 

«Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», Τόμος Α΄, Αίολος 1987, σελίδες 25-29

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Τον θυμάμαι ακόμα καλά πώς ήταν. Ντυμένος με ωραία ρούχα, βελουδένια, τις περισσότερες φορές, κοντά πανταλόνια με μαύρες ψηλές κάλτσες, και με σάκκα, που κανένα άλλο παιδί δεν είχε στο σχολείο. Α τη ζήλευα! Αλλά περισσότερο από αυτή, ζήλευα τα μολύβια του. Είχ΄ ένα σωρό χρωματιστά, και τα κοίταζα λαίμαργα. Το πράσινο προπάντων. Πόσο μ΄ άρεσε το πράσινο μολύβι!

Και καθόταν ο Περικλάκης, έτσι λεγόταν αυτό το παιδί, σ΄ ένα σπίτι ψηλό, ψηλό, που το δικό μας μπροστά του ήτανε σα βαρκάκι μπρος σε θωρακωτό.

Τον έβλεπα να βγαίνει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει από ψηλά, τα παιδιά που παίζανε κάτω, στο δρόμο. Κάποτε κατέβαινε κι αυτός, ξέφευγε, κ΄ έπαιζε με τα παιδιά, τα φτωχόπαιδα. Τι θέλει να παίζει με τα παλιόπαιδα, εγώ σκεπτόμουνα, ενώ κάθεται σε τέτοιο σπίτι! Εγώ επιθυμούσα νάμουν εκεί ψηλά κι ας έλειπαν τα παιχνίδια με τα παλιόπαιδα, που τις περισσότερες φορές, τελειώνανε το παιχνίδι μ΄ ένα δυνατό ξύλο.

Αχ, πώς ήθελα νάμουν κ΄ εγώ κει ψηλά στο μπαλκόνι και να κοιτάζω κάτω τον κόσμο, που περνούσε. Μα ποτέ, ποτέ δε θα κατέβαινα κάτω! Και τι να κάνω κάτω;

Είχε μια σκάλα μαρμαρένια κ΄ ένα χαλί επάνω βυσινί στρωμένο! Αχ, τι ωραία ήταν η σκάλα! Μα μέσα πώς θάταν; Παράδεισος!

Κι αυτό κατέβαινε κάτω για να παίξει με τα βρωμόπαιδα, να του χτυπούν τις πλάτες και ν΄ ακούει ένα σωρό παλιόλογα. Μα πώς, τι πάθαινε και ζητούσε αυτό;

Απ΄ το σχολείο ερχόταν πολλές φορές, και τον έπαιρνε μια υπηρέτρια με κόκκινα μάγουλα, αυτή που έβγαινε και τον μάζευε απ΄ το δρόμο, όταν έπαιζε με τα παλιόπαιδα. Πώς τον αγαπούσαν! Και όταν πήγαινε κοντά της όλο πηδούσε κ΄ έκανε τον κουτσό. Αυτό τόκανα κ΄ εγώ μόνος, έπειτα, γιατί τόκανε εκείνος. Κανείς όμως δε μούλεγε:

— Έλα, έλα, μην πέσεις! πρόσεχε!

Και όταν μια μέρα έπεσε, η υπηρέτρια έτρεξε και τον τίναξε προσεχτικά, ρωτώντας μη χτύπησε. Μαζί τρέξανε και δυο συμμαθητές του και κάτι διαβάτες.

Κ΄ εγώ είχα πέσει το πρωί, αλλά κανείς δεν έτρεξε να με βοηθήσει να σηκωθώ. Σηκώθηκα μόνος μου, και τότε είδα πως γελούσαν, είχανε ξεκαρδιστεί στα γέλια οι διαβάτες και οι συμμαθητές μου.

Το σπίτι το ψηλό και τα καλά τα ρούχα φταίγανε!

Πόσο ήθελα νάμουν εγώ στη θέση του, πόσο!

Είχε μια όμορφη μάνα! ντυμένη ωραία, δεν έμοιαζε με τη δική μου. Πόσο ήθελα νάμουν παιδί της, πόσο!

Οι μάνες των άλλων παιδιών έβγαιναν κάποτε, αδύνατες, ξεμαλλιάρες, με μπράτσα γυμνά, άσχημες σα στρίγγλες και φωνάζανε τα παιδιά τους με φωνή όχι ανθρώπινη αλλά σαν κάποιου ζώου:

— Βρε, μωρέ, συ!

Αυτή, η μητέρα του, ποτέ δεν έβγαινε να φωνάξει. Έβγαινε μόνο στο μπαλκόνι και μόλις έβλεπε το παιδί της κάτω να παίζει με τα ξυπόλητα παιδιά, που μέσα ήμουν κ΄ εγώ, όχι όμως ξυπόλυτος, το φώναζε με μια γλυκιά φωνή:

— Περικλή!...

Ύστερα έμπαινε, μέσα, και σε λίγο φαινόταν η δούλα με τα κόκκινα μάγουλα και την άσπρη ποδιά, να βγαίνει στο δρόμο και να τον παίρνει.

Πώς ήθελα νάμουν παιδί της νάστελνε έτσι την υπερέτρια να μ΄ έπαιρνε επάνω, να με μάλωνε, και να μ΄ έδερνε ακόμα!

***

Ένα απόγευμα πολεμώντας να διαβάσω κοντά στο παράθυρο, έμαθα ένα τρομερό μυστικό. Τόπε η σπιτονοικοκυρά μας στη μάνα μου, και δε θα της πήγε στο νου ότι εγώ πρόσεχα, είχα κάνει τ΄ αυτιά μου να, για ν΄ ακούσω.

Η μάνα μου είχε ζητήσει πλύστρα, και η κυρά του σπιτιού τής σύστησε μια συγγενή της, που καθόταν πίσω κει, σ΄ ένα στενό δρόμο, βρώμικο, μέσα σε μια μάντρα. Και της μήνυσε η μάνα μου και ήρθε. Την είδα κ΄ εγώ. Ήτανε μια γυναίκα ξερή σαν τσίρος, ψηλή, και με μια φωνή τόσο βραχνή, που δύσκολα ξεχώριζες τι έλεγε.

Φορτώθηκε το μπόγο τα ρούχα κ΄ έφυγε.

Η κυρά του σπιτιού, μόλις έφυγε η πλύστρα, είπε στη μάνα μου το τρομερό μυστικό. Έτσι τόπα εγώ με το νου μου.

Το παιδί του πλούσιου σπιτιού, ο Περικλής, δεν ήταν παιδί της οικογένειας, η κυρία Μερτίκα δεν έκανε παιδιά, ήταν αυτής εκεί της πλύστρας της αδύνατης, της ξεραμένης!... Είχε αυτή πολλά παιδιά, ένα σωρό, και τόχε δώσει στη Μερτίκα από πολύ μικρό, μωρό σχεδόν. Κ΄ έτσι αυτό δεν ήξερε τη μάνα του.

Τι ήθελε να το μάθω, ποιος Σατανάς τόκανε;

Και ήτανε μέρες εξετάσεων.

Την άλλη μέρα δέκα παιδιά το ξέρανε στο σχολείο, τη δεύτερη όλη η τάξη, και την τρίτη όλο το σχολείο. Αλλά δεν έφτανε αυτό, τόπα ένα απόγευμα, καθώς φεύγαμε απ΄ το σχολείο, και στον ίδιο.

Θύμωσε στην αρχή, αλλ΄ έπειτα κάθισε ταραγμένος, και τ΄ άκουσε καλά.

Κάναμε εξετάσεις. Εγώ προβιβάστηκα με κόπους και βάσανα. Και μετά λίγες μέρες φύγαμε για την πατρίδα, για να περάσουμε το καλοκαίρι.

***

Όταν πλησίαζε ο Σεπτέμβιος ήρθαμε και αλλάξαμε σπίτι. Πήγαμε σ΄ ένα πολύ μακρινό απ΄ τη γειτονιά αυτή, αλλ΄ ωραιότερο. Αναγκάστηκα όμως ν΄ αλλάξω και σχολείο. Πήγα σ’ ένα κοντινό. Κ΄ έτσι έχασα τους παλαιούς μου φίλους και δεν ήξερα τι έκανε ο Περικλής, η ωραία μάνα του, η δούλα...

Μια μέρα, μια εορτή, γύριζα απ΄ την παλιά γειτονιά μου κοντά, όταν ξαφνικά, ακούω να με φωνάζουνε. Στρέφομαι και βλέπω ένα παιδί με φτωχικά ρούχα, μα πολύ φτωχικά, μακριά πανταλόνια, ξεσκούφωτο, να στέκεται κρατώντας ένα τσουβάλι, πούχε ακουμπήσει κάτω.

Νόμισα πως θάταν κάποιος από τους πολύ φτωχούς φίλους μου της γειτονιάς, και τον πλησίασα. Αλλ΄ άμα έφτασε κοντά μου, έμεινα, μαρμαρώθηκα. Το παιδί με τα φτωχικά ρούχα και το τσουβάλι ήταν ο Περικλής!

— Πήγα στη μάνα μου πάλι, μου είπε, την αληθινή! Έφυγα απ΄ εκεί!

Και κάτι άλλο ακόμα είπε και σηκώνοντας το τσουβάλι, που δεν ήταν και πολύ γεμάτο, τόριξε στους ώμους του, όπως έριχνε άλλοτε την ωραία πέτσινη σάκκα του, και απομακρύνθηκε, μπήκε μέσ΄ στο στενό βρώμικο δρόμο, που θα τον έφερνε στη μάνα του.

Έκανα καιρό να τον δω. Ύστερα, χρόνια, κάποτε, αργά και πού, τον έβλεπα έτσι κουρελή, να γυρίζει στην αγορά. Μετά τον έχασα.

***

Τώρα, μεγάλος πια, τον βλέπω συχνά. Κ΄ είναι αμαξάς, άντρας κι αυτός, και χαιρετιόμαστε. Με χαιρετά μ΄ ένα χαμόγελο πάντοτε, που μου φαίνεται λυπημένο.

Μια, δυο φορές, στην αρχή που τον είδα και μιλήσαμε, αν και ήθελα να μάθω πώς έφυγε τότε, απ΄ το πλούσιο σπίτι, τι συνέβηκε, ετρόμαζα μη μου αναφέρει τίποτα, μην το φέρει στη μέση.

Κι αυτός δε μου ανέφερε τίποτα, τίποτα, σα να τόχε λησμονήσει. Αλλ΄ όμως εγώ, πάντοτε, όταν τον βλέπω και όταν τον σκέπτομαι, αισθάνομαι κάτι να μ΄ ενοχλεί, κάτι να μου λέει, πως του είχα κάνει κακό μεγάλο. Αλλ΄ αυτός τι να λέει άραγε;...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 68-73.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Μόλις μπήκε ο Πιλάλας στο κρασοπωλιό του Κουζίνα είδε ότι και σ΄ αυτό τα ίδια γινόντουσαν, την ίδια είχαν ομιλία κείνη, που άκουσε και στ΄ άλλα μαγαζιά. Κάθισε παράμερα, κοντά στην τρύπα του υπογείου, που βρισκόνταν τα κρασιά, και όπου κάτω, στο τελευταίο σκαλοπάτι, είδε ένα φανάρι ριχμένο μαζί με μια σκούπα.

Ο Μαργώνης, ένας αδύνατος, γυρτός, φορώντας μόνο το γιλέκο, μιλούσε, αυτός ρητόρευε μέσα κει.

Η παρέα του καμιά δεκαριά, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθισμένοι, τον άκουγε.

Κ΄ έλεγε ο Μαργώνης κουνώντας τα χέρια του:

— Μα για σκεφθείτε το λιγάκι, σκεφθείτε το! Να σε κάνει τόσες ατιμίες και να τις δέχεται, να τις λούζεται! και στο τέλος να πάρει ένα χαμένο και να το κόψει λάσπη να του φύγει! Καλά ίσαμε δω, στο διάολο! Αν και για μένα είναι αυτό! Τι τα θέλατε; Με το τόσο δα, που θα δεις, ξεκαθάρισμα! Γιατί άμα τ΄ αφήσεις… ε, φουκαρά μου, πάει! Το κακό θα μεγαλώσει σιγά, σιγά και συ θα το συνηθίσεις, χωρίς να το καταλάβεις! Μια κι όξω! Είναι καλύτερο! Λοιπόν, που λέτε, ύστερα απ’ αυτά κι απ΄ αυτά να πάει τον άτιμο! να πάει και να την μαζέψει, άμα την παράτησε στους πέντε δρόμους, κείνος ο χαλές, και μας την κουβάλησε εδώ! Ακούτε, μωρέ ακούτε! Σκότωμα θέλει ο άτιμος, σκότωμα!

— Μωρέ, μυστήριο, μυστήριο! έκανε ο Πέλαγος, ένας χοντρός αντράκλας, κόκκινος, με τις τρίχες του μουστακιού του άγριες να στέκονται.

— Σκότωμα, μα το σταυρό, θέλει! είπαν πολλοί και με μάτια ξαγριωμένα κοιτάξανε τριγύρω, και αντικριστήκανε με τα ειρωνικά μάτια του Πιλάλη, που μαζεμένος καθόταν κοντά στην πόρτα του υπογείου.

— Μωρέ παιδιά, αυτό θα το θυμάμαι στη ζήση μου, είπε ο κοντός κατσαρομάλλης Βαμπάς κουνώντας σιγά το κεφάλι του.

Ήτανε καθισμένος κοντά στην πόρτα, που έβγαινε στη μάντρα, όπου έξω κει, ένα πλήθος παπάκια με το λαιμό τεντωμένο, ίσιο το κεφάλι, κοίταζαν ένα παιδί μισόγυμνο που τους ετοίμαζε το φαΐ τους κομματιάζοντας μ΄ ένα ψαλίδι έντερα.

Πάλι έλαβε το λόγο ο Μαργώνης.

Έπρεπε, έλεγε, να τον διώξουν απ΄ τη χώρα τον Κοντίνα, έπρεπε! Όλα τα τριγύρω χωριά θα τους περγελούσαν και ντροπή και ντροπή θα είχανε!

— Μωρέ, αλήθεια! Καλά που μου τόπες! είπε και ο Κλάπης, που φορούσε αυτήν την ημέρα, κόκκινο ζουνάρι πλατύ, και στεκόταν όρθιος, πάνω απ΄ τον χοντρό Παχουλή, εγώ που πάω γύρα, εγώ θα φάω την πρώτη σπαλιόρα!

— Μωρέ μυστήριο, μυστήριο! είπε ο Πέλαγος με τη χοντρή φωνή του.

— Τον άτιμο!

— Σκότωμα θέλει το σκυλί!

— Μωρέ διώξιμο, του φτάνει!

Στην πόρτα, κείνη τη στιγμή, φάνηκε η Βαράντενα να κοιτάζει μέσα…

***

Αυτή τη γυναίκα ο Πιλάλας, άμα την έβλεπε θυμόταν κάτι που είχε φκιάξει σε πολλούς και σ΄ αυτόν ακόμα.

Η Βαράντενα έλειπε χρόνια απ΄ την πατρίδα της, και όταν ήρθε, οι γυναίκες που την βλέπανε έτσι κοιλαρού, νομίζανε πως ήταν έγκυος και της στέλνανε μεζέ απ΄ το φαΐ τους που μαγερεύανε, από φόβο μη είχε μυρίσει και της πέσει το παιδί. Και δεν άφηνε πόρτα, για πόρτα. Κι αυτή τότρωγε χωρίς να πει την αλήθεια. Αυτό τόχε πάθει και η γυναίκα του Πιλάλα, και της έστειλε, Γενάρη μήνα, σταφύλια, που φύλαγε για την εορτή του άντρα της, γιατί είδε ότι τάχε δει! ...

Η κυρά Βαράντενα ήταν αδελφή του Πελάγου και είχε μέσα στη χώρα, όνομα για τρομερή καβγατζού. Είχε, λέγανε, και δύναμη τρομερή, που τον άντρα της, έναν κοντό, ανθρωπάκο, τον έπιανε και τον έκανέ τόπι στα χέρια της.

Και πρωί, πρωί, ακόμα είχε πιαστεί. Την είδε ο Πιλάλας να μαλώνει με την γυναίκα του μπαρμπέρη του Χειλά. Είχαν πιαστεί μαλλιά με μαλλιά, γιατί η γυναίκα του Χειλά είχε τολμήσει να υπερασπιστεί τον Κοντίνα, που πήρε τη γυναίκα του πίσω. Και γρήγορα, γρήγορα βγήκε νικήτρια. Ξερίζωσε μια τούφα μαλλιά της μπαρμπέρενας, την κυνήγησε κ΄ έριξε πέτρες στην πόρτα της, που πρόφτασε αυτή και την μαντάλωσε, φωνάζοντας άγρια με φωνή, που νόμισαν πολλοί, που δεν είχανε δει ποιος μάλωνε, πως της είχε τσακωθεί ο Πέλαγος ο αδελφός της:

— Όλες θα σας κάψω καρακάξες, που θέλετε να μας κάνετε δω σάντα φασάν!

Αυτή τη λέξη θέλησε ο Πιλάλας να την μάθει και ρώτησε έναν, που έκανε ότι ήξερε όλες τις γλώσσες, γιατί είχε πάει στην Αμερική και ήτανε με καράβια. Κόκκαλο όμως αυτός! Δεν την ήξερε. Αυτά θα τάχε μάθει η Βαράντενα, στην πρωτεύουσα, που ήτανε τόσα χρόνια!

Απ΄ εκείνη τη στιγμή ο Πιλάλας την έβλεπε με άλλο μάτι. Δεν ήταν μόνο, η Βαράντενα η καβγατζού, αλλά και μια γυναίκα, πούξερε κάτι λέξεις, σε μια γλώσσα, που άλλος στη χώρα δεν είχε ακούσει!

Η Βαράντενα αφού στάθηκε για λίγο, κοιτάζοντας μέσα, φώναξε με χοντρή φωνή σαν αντρίκια χοντρή:

— Μα δε θάρθεις! Τι ακόμα θα μπεκρουλιάζεις!

Όλοι στραφήκανε.

— Έλα λοιπόν! σήκω γρήγορα! έκανε κείνη στον αδελφό της.

— Άσε μας, κυρά Βαράντενα, να ζήσεις! της είπε παρακλητικά ο Κλάπας με το κόκκινο ζουνάρι, έχουμε την κουβέντα του Κοντίνα!

— Μη μου τον θυμίζεις! έκανε αυτή σηκώνοντας λίγο το χέρι της σα νάθελε να φράξει το αυτί της. Τον άτιμο!

Και μπήκε μέσα στην ταβέρνα και πλησίασε την παρέα.

— Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τους είπε βάζοντας το χέρι στη μέση της, και κουνώντας αργά το κεφάλι, να μη με λένε Βαράντενα αν δεν του ξεριζώσω το μουστάκι! Να! …

Και σήκωσε το χέρι της και έκανε ένα μεγάλο σταυρό.

— Μπράβο κυρά Βαράντενα!

— Να μας ζήσεις, κυρά Βαράντενα! Στην υγειά σου! της είπε ο Κλάπας κ΄ έσκυψε και πήρε το ποτήρι του.

— Να μας ζήσεις! είπαν και οι άλλοι παίρνοντας τα ποτήρια τους.

— Μα για σταθείτε! να πάρει κι ένα κρασί η κυρά Βαράντενα! Παιδί ένα κρασί! πρόσταξε ο Μαργώνης.

— Αμέσως! ακούστηκε μια φωνή βραχνή, και από πίσω απ΄ το τεζάχι, ξεφύτρωσε ο ταβερνιάρης κοντός, φαλακρός, βρώμικος με μια ποδιά σκούρα μικρή εμπρός του, μη λερώσει το βρώμικο, άσπρο στενό κοντοβράκι του.

— Ξέρεις τι έλεγα, κυρά Βαράντενα, εδώ στην παρέα; πως αυτός ο άτιμος προσβάλλει όλη τη χώρα!

— Αυτό ν΄ ακούγεται!

— Κι άλλο, ξακολούθησε ο Μαργώνης, δεν είναι παρά να τον κάνουμε να πάρει δρόμο απ΄ εδώ! Να του πούμε, δηλαδής, πως δεν τον σηκώνει πια ο αέρας του τόπου μας, και για την υγειά του, αν την θέλει, ν΄ αλλάξει τον αέρα!

— Καλό είναι, μα εγώ θέλω πρώτα να τον κάνουμε παστό στο ξύλο! και να του κόψουμε μουστάκι, όλα! είπε η Βαράντενα.

— Μωρέ εγώ ήθελα να τον ξεκάνουμε τον μαγκούφη! είπε ο κατσαρομάλλης.

— Κ΄ εγώ! έκανε ένας με μαλλιά ψαρά, σηκώνοντας το χέρι του, κ΄ εγώ αυτό λέω! Κι όχι να του πούμε και να του ξεροπούμε! Στο διάολο να πάει το παλιόσκυλο!

— Μπράβο, μπάρμπα Γλαρά, μπράβο, να μας ζήσεις! του είπε ο Κλάρης, που άκουγε με τόνα χέρι χωμένο στο κόκκινο ζουνάρι του.

— Κ΄ εγώ αυτό λέω!

— Σκότωμα θέλει!

— Γδάρσιμο!

— Να του βγάλω το μάτι έτσι!

— Μωρέ μυστήριο, μυστήριο! είπε ο Πέλαγος.

Ο Πιλάλας άρχισε σιγά να τραγουδά:

Χίλια τσουβάλια ζάχαρη

ερρίξανε στη λίμνη

για να γλυκάνει το νερό

να πιει κυρά Φροσύνη…

Η παρέα στράφηκε και τον είδε.

— Ε, ε, μωρέ Πιλάλα! Τραγούδι! Μωρέ πού το βρίσκει το κέφι! είπε ο μπάρμπα Γλαράς.

— Ο Πιλάλας είναι σαν τη γριά, που χτενιζόταν και το χωριό καιόταν! έτσι.

— Το κρασί σου! έκανε ο ταβερνιάρης στη Βαράντενα, που μιλούσε, παρουσιάζοντάς της ένα ποτήρι γεμάτο κρασί.

Ο Πιλάλας ξακολούθησε να τραγουδά κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού κάποτε, την παρέα.

Και η παρέα πάλι τα ίδια μιλούσε, με τη Βαράντενα στη μέση, να λέει κι αυτή.

Ο τοίχος από πάνω τους ήτανε γεμάτος μύγες, μαύριζε ενώ άλλες πλήθος, πετούσανε γύρω, καθόνταν πάνω στην παρέα, την ενοχλούσαν…

Απ΄ την πόρτα της αυλής, που δεν φαινόντουσαν τώρα τα παπάκια, ένα αεράκι δροσερό ήρθε, αλλά γεμάτο βρώμια, βούρκου, σαπίλας.

Ο Πιλάλας άρχισε να νυστάζει και σκέφτηκε να τραβήξει για το σπίτι του.

Αλλ΄ έξω, απ΄ το δρόμο, μια βουή, ένας θόρυβος ήρθε δυνατός…

— Μα τι είναι; τι τρέχει; ρώτησε η παρέα.

Ένας άντρας γυρτός με μουστάκια να του κρύβουνε το στόμα, μπήκε ορμητικά:

— Ο Κοντίνας: Δε βγαίνετε να τον δείτε! Έχει μούτρα και βγαίνει έξω!

— Ο Κοντίνας!

— Μωρέ χάθηκε η ντροπή!

Κι όλοι με φωνές τρέξανε στην πόρτα.

Παρά λίγο, είδανε να περνά ένας μελαχρινός αδύνατος με ψάθινο καπέλο. Βάδιζε κοιτάζοντας ίσια.

Απ΄ το διπλανό καφενείο απ΄ τις άλλες ταβέρνες είχανε βγει πολλοί, πλήθη, και τον κοιτάζανε…

— Ούξω να χαθείς ντροπιασμένε! του φώναζε η Βαράντενα.

— Ούξω! φώναξαν και οι σύντροφοί της.

— Ούξω! ούρλιαξαν τότε και οι άλλοι.

Και με μιας η μικρή πλατεία, η ήσυχη γέμισε από φωνές…

Ο Κοντίνας στάθηκε και γύρισε και τους κοίταξε και πάλι ξακολούθησε το δρόμο του.

— Μωρέ, έχεις μούτρα και κοιτάζεις!

— Να στα μάτια σου, ντροπιασμένε! του φώναξε η Βαράντενα με τεντωμένα δάχτυλα, άτιμε!

Κ΄ έσκυψε και πήρε πέτρα και την πέταξε.

Η πέτρα έπεσε κοντά του.

Άλλοι τη μιμηθήκανε και βροχή από πέτρες ξετινάχτηκε.

Αυτός ξακολουθούσε να φεύγει.

— Απάνω του, μωρέ, τι τον φυλάτε! τους φώναξε η Βαράντενα.

— Σκοτώστε τον!

— Επάνω του!

Και το πλήθος όρμησε πίσω του με τις πέτρες.

— Χτυπάτε τον!

Αυτός προχωρούσε τώρα γρήγορα.

Οι πέτρες περνούσαν απ΄ το κεφάλι του, δίπλα του, πέφτανε κοντά του. Αυτός προχωρούσε. Και χωρίς να τον χτυπήσει ακόμα, καμιά πέτρα, βγήκε έξω απ΄ το χωριό, αλλά καθώς έκανε να περάσει ένα χαντάκι, δυο πέτρες μαζί τον χτυπήσανε. Το ψάθινό του καπέλο τινάχτηκε μεσ΄ το χαντάκι, αυτός έπεσε κάτω.

— Ω, ω! ούρλιασε το πλήθος.

Αλλ΄ αυτός σηκώθηκε γρήγορα και άμα είδε τους διώχτες του να πλησιάζουν, άρχισε να τρέχει.

Το πρόσωπό του ήτανε γεμάτο αίμα.

Φαινότανε να θέλει να πάει προς τις καλαμιές που πυκνές φαινόντουσαν να σαλεύουν λίγο πιο πέρα.

Είδανε ότι κλονιζόταν όσο πήγαινε, κι αφήσανε φωνές θριαμβευτικές:

— Α, α!

Και τον χτυπούσαν, πετούσαν τις πέτρες πάνω του με φωνές, ξεφωνητά σαν τρελοί, μανιακοί, τέρατα διψασμένα απ΄ αίμα.

Ξαφνικά ο Κοντίνας άφησε φωνή μεγάλη κι έπεσε, σωριάστηκε χάμω, λίγα βήματα απ΄ τις καλαμιές.

***

Σε λίγο το μέρος ερήμωσε. Ένας άνθρωπος μόνο, βρισκότανε ξαπλωμένος κάτω, στη γη.

Και οι καλαμιές θρομβούσαν γλυκά σα να ευχαριστούσαν τον πλάστη που τις έκανε καλαμιές και δεν τις έκανε ανθρώπους!

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Νικόλα

 

αρχή

 



 

Η θάλασσα τώρα κουνιόταν πιο ταραγμένη, πιο αφρισμένη, σαν η εμφάνιση των μαύρων συννέφων να την είχε εξαγριώσει περισσότερο. Και ο ουρανός σκεπαζόταν από μαύρα σύννεφα, που τρέχανε, απλωνόντανε γρήγορα, βιαστικά.

Κίτρινοι, φοβισμένοι ήταν όλοι. Κάποτε ρίχνανε μια άγρια ματιά στον παπά που μαζεμένος, κοντά σ΄ ένα γίγαντα ναυτικό, κοίταζε τα κύματα.

– Αμ΄ στόπα! έλεγε ένας επιβάτης ψηλός, κοκκαλιάρης, στόπα άμα τον είδα! Τι διάολο τον ήθελε ο Μιχαλιός μέσα! Δεν έπρεπε να τον πάρει, δεν έπρεπε! Νάμουν εγώ και νάβαζα αυτόν το διάολο μέσα!...

– Στο διάολο, έκανε ο άλλος, που τον άκουγε, δεν ξέρω τι θέλουνε και ταξιδεύουνε αυτοί οι σατανάδες! Αυτοί δεν έπρεπε να το κουνούν απ΄ τον τόπον τους.

– Είναι δαιμόνοι σωστοί!

Και η θάλασσα αγρίευε, ύψωνε τα κύματά της, άνοιγε μύρια στόματα ν΄ αρπάξει το μικρό πλοίο, που πετούσε ψηλά και φαινότανε να παίζει μ΄ αυτό πριν το καταπιεί. Και τα σύννεφα απλώνονταν, ξετυλίγονταν, κατέβαιναν.

Τους φαίνονταν ότι όλα, που πριν ήταν άψυχα, η θάλασσα, τα σύννεφα, ο άνεμος που περνούσε φωνάζοντας άγρια στ΄ αυτιά του, όλα τώρα νάχανε πάρει ζωή, τη ζωή τους και ζητούσανε ν΄ αρπάξουνε να δαγκώσουνε να καταστρέψουν το μικρό σκαφίδι με τους ανθρώπους πούχε μέσα.

Μια αστραπή έλαμψε στα σκοτεινά σύννεφα. Άλλη πάλι φάνηκε...

Φωνή τρόμου ξαφνικά :

– Πάει, πάει! χαθήκαμε! Δεν έχουμε σωμό!...

– Σκάσε βρε, τρελάθηκες; φώναξε, ένας γέρος ναύτης σ΄ αυτόν πούπε αυτά τα λόγια, βλέποντάς τον με άγρια μάτια.

– Τι έπαθες βρε, τρελάθηκες; του είπε και ο γίγαντας ναυτικός που καθόταν κοντά στον παπά.

– Όχι, μωρέ, έτσι σα νάδα το μακαρίτη τον πατέρα μου στην αστραπή!

Οι επιβάτες κοιταχτήκανε. Ο κοκκαλιάρης κούνησε το κεφάλι.

Σιωπηλοί μέναμε. Κάποτε ρίχνανε στον παπά καμμιά ματιά...

Αλλ΄ η θάλασσα ακόμα αγρίευε, αστραπές λάμπανε μια πάνω στην άλλη, και κάτι σύννεφα πέρα, κατέβαιναν χαμηλά, χαμηλά, κ΄ έτσι φαινόντανε να περιμένουν τη διάβαση του μικρού πλοίου.

Και το μικρό πλοίο σηκωνόταν ψηλά, πετιότανε στα ύψη, κι άλλοτε γκρεμιζότανε στα βάθη, για να φανεί πάλι στις πλάτες των αφρισμένων κυμάτων.

– Αυτός, αυτός φταίει! ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή, η φωνή του κοκκαλιάρη· είχε σηκωθεί και έδειχνε τον παπά.

– Αυτός, ναι αυτός! φώναξαν και οι άλλοι μέσα στον πάταγο της τρικυμίας. Δε θα σωθούμε αν δε φύγει αυτός!

– Στη θάλασσα! Έξω ο τρισκατάρατος!

Ο παπάς έκανε να σηκωθεί, αλλ΄ ο γίγαντας ναυτικός τον άρπαξε, αυτό κάνανε και οι άλλοι που ήταν δίπλα του, απ΄ την άλλη μεριά του.

Έκανε ο παπάς να παλέψει, αλλ΄ αυτοί τον σήκωσαν ουρλιάζοντας όμοια με τα στοιχιά που τους κύκλωναν...

– Στη θάλασσα!

Ο παπάς σα νάταν από πούπουλο υψώθηκε στα δυνατά τους χέρια...

– Παιδιά ο Θεός... θέλησε να πει.

Αλλ΄ η φωνή του πνίγηκε μέσ’ στα ουρλιάσματα των άλλων και στις φωνές της τρικυμίας, που σα να υψώθηκαν πιο δυνατά, θριαμβευτικά έπειτα, στο πέταμα ενός θύματος.-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 43-45.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Τα δέντρα σιγά, σιγά έμεναν γυμνά, τα φύλλα τους, που τόσο χαρωπά σκιάζαν την αυλή, πέφτανε, σωριάζονταν χάμω σε κάθε φύσημα του ανέμου.

Ο χειμώνας είχε έρθει, και η αυλή του μικρού μαγαζιού άρχισε να χάνει τη χαρά της. Το κάθε φύλλο πούπεφτε απ΄ τα δέντρα της, ήταν ένα κομμάτι της χαράς της, που χανόταν. Όλα σκυθρωπά γινόντουσαν.

Αλλά μόνο κείνος ο γέρο κάπελας, χοντρός, στρογγυλός, έμενε πάντα ο ίδιος, γελαστός και σα νάχε την άνοιξη πάντα στο πρόσωπό του. Έτρεχε, έτοιμος, μ΄ όλα τα γερατιά του, σε κάθε προσταγή.

Κάθε μέρα είμαστε εκεί. Στην αυλή, όταν πρασίνιζαν τα δέντρα, και σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, όταν άρχιζε να φυσά ο βοριάς, που σάρωνε τα φύλλα και άφηνε τα δέντρα γυμνά. Και είμεθα, οι περισσότεροι, χτυπημένοι απ΄ την τύχη, αφού μας είχε δροσίσει λιγάκι, ή για κάμποσον καιρό...

Άσπρες τρίχες στόλιζαν τα μαύρα, ή καστανά μαλλιά μας, και γραμμές, οι γραμμές του χρόνου, μα και του πόνου, χάραζαν το καθαρό άλλοτε, πρόσωπό μας. Ο χειμώνας είχε έρθει και σε μας. Αλλ΄ η άνοιξη; Τι λέω!... Αλίμονο... Έχουν τα φύλλα, που πέφτουν, άνοιξη;

Εκεί μέσα στο δωματιάκι μιλούσαμε και πίναμε. Και τις περισσότερες φορές λέγαμε για τα περασμένα. Μα και τι άλλο να λέγαμε; Τα φύλλα, που πέφτουν απ΄ τα δέντρα, αν μπορούσανε να μιλήσουν, ή αν αισθανόντουσαν και μιλούσαν, τι θα λέγανε μεταξύ τους; Δε θα λέγανε, πως ήτανε ψηλά εκεί, καθαρά, πράσινα, πως άκουγαν κ΄ έβλεπαν τα πουλιά να κελαϊδούν, και κοίταζαν τον κόσμο περιφρονητικά που κάτω περνούσε; Δε θα λέγανε πώς παίζανε μεταξύ τους σε κάθε δροσερή πνοή, και αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν μανιακά, όταν τα κινούσε ο θερμός του καλοκαιριού άνεμος;

Ένα βράδυ που έξω φυσούσε, βούιζε ο βοριάς, εμείς μέσα κει στο δωματιάκι, μιλούσαμε και πίναμε. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Α, πολλά απ΄ αυτά τα ’ξερα απέξω κι ανακατωτά, όπως τα παιδιά λένε.

Αυτή τη βραδιά όμως, ακούσαμε κι ένα νέο, μια νέα ιστορία απ΄ το Μίγκα.

— Σας έχω πει που μια φορά, πήγα να κλέψω, αρπάξω κάτι να το βγάλω με τη βία; μας είπε.

— Ποτέ!

— Συ να κλέψεις;...

— Θα ήμουν, άρχισε αυτός, δεκατεσσάρων χρονών. Ευτυχισμένη εποχή;... Πάψε, γέρο Πάγκα... Ήθελες, λες, να ξαναγινόσουν πάλι; Ίσως όμως συ να ’χεις δίκαιο, να θέλεις να ξανακάνεις τον ίδιο δρόμο! Εγώ όμως όχι... Όταν γυρίζω και τον κοιτάζω, τρομάζω...

Ήμουν λοιπόν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων παιδί όταν πήγα να κάνω αυτό που σας είπα. Λίγη προσοχή τώρα, γιατί αρχίζει η ιστορία.

Ήταν καλοκαίρι είχαμε δηλαδή, παύσεις και ήμουν όλο χαρά, γιατί δε βρισκόμουνα φυλακισμένος στο βρωμοσκολείο. Κάθε βράδυ γύριζα δω και κει, πήγαινα στα θεατράκια και περνούσα ευχάριστες ώρες. Ένα όμως θεατράκι σε μια πλατεία με τράβηξε στο τέλος και δεν ξεκολλούσα.

Σ΄ αυτό το θεατράκι έπαιζαν παντομίμες κι έκαναν κάποτε και διάφορα γυμνάσματα, σήκωναν βάρη. Ήταν ξένος θίασος. Αλλά δε με τράβηξε το καλό παίξιμό τους, οι καλές παραστάσεις τους, αλλά μια γυναίκα όμορφη, θεία μορφή και σώμα, που υπήρχε μέσα στο θίασο. Έκανε αυτή, πάντα την κόρη, που κλέβουν, την ερωτευμένη, και ο παλιάτσος τής έδινε κάποτε κάμποσες ξυλιές. Εγώ, πάει!... όταν την έβλεπα, μαγευόμουνα, χανόμουνα! Πώς ήθελα νάμουν ο εραστής, που την έσερνε από το χέρι να φύγουν, και ακόμα ήθελα νάμουν ο παλιάτσος που τους κυνηγούσε και όταν τους έπιανε, αφού πρώτα χτυπούσε μ΄ όλη του τη δύναμη τον εραστή, έδινε και σ΄ αυτή ελαφρές ξυλιές.

Και βρισκόμουν εκεί, στο θεατράκι, πριν αρχίσει... Τι λέω; Νωρίς πολύ πήγαινα, όταν ήταν ακόμη μέρα. Μα μπορούσα να κάνω αλλιώς, που όλο αυτή είχα στο νου μου; Όταν έτρωγα, δάγκανα τα χείλια μου, γιατί εκεί στο φαΐ δεν υπήρχε ο νους μου, όταν περπατούσε πήγαιναν να με πατήσουν τ’ αμάξια, και μάλιστα, ένα μια φορά μ΄ έριξε χάμω. Έρωτας ήταν αυτός! Τι αναστενάζετε; Παύτε... Πάει για μας, δεν πρέπει να υπάρχει. Εμείς δε θα δούμε πια το πουλί να κελαηδεί κοντά μας...

Λοιπόν. Μια μέρα πήγα μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Αφού γύρισα απέξω απ΄ το θεατράκι, μπήκα στο καφενείο του θεάτρου, που υπήρχε δίπλα, για να πιω ένα νερό. Ο διευθυντής του ήτανε φίλος του πατέρα μου, κι είχα το θάρρος. Στεκόμουνα ακόμα στον πάγκο, θυμούμαι, όταν ξαφνικά τάχασα, θαμπώθηκα, σα να με χτύπησε η εμφάνιση ήλου. Μες στον καθρέφτη είδα εκείνη, την είδα να ’ρχεται. Γύρισα ταραγμένος. Φορούσε ένα κόκκινο πολκάκι. Τι ωραία που ήταν! Φαίνεται πως παρατήρησε την ταραχή μου, πώς την κοίταξα, γιατί με κοίταξε καλά καλά. Αυτό μου έλειπε! Πάει, είχα ζουρλαθεί...

Το βράδυ κείνο ο θίασος έκανε και διάφορα γυμνάσματα, τούμπες και τα λοιπά. Και βγήκε και κείνη ντυμένη μάλιες, ή με στολή ακροβάτη. Δυσαρεστήθηκα, μα την αλήθεια, που την είδα έτσι, όχι ότι δεν της πήγαιναν, ήταν ουρανία, αλλά δεν ήθελα να την έβλεπε και ο κόσμος. Αν μπορούσα θάβγαζα όλων τα μάτια...

Και μάλιστα, άκουσα και κάποιον, που ήταν κοντά μου, να λέει;

— Μωρέ μπούτια...

Τον ήξερα αυτόν που τόπε. Ήταν ο χασάπης της γειτονιάς μου, ένας κοντός, μαυριδερός, κατσαρομάλλης.

Πόσο με πείραξε! Και μου ’κανε κακό και η λέξη που μεταχειρίστηκε, σα να επρόκειτο για μπούτια προβάτου ή μοσχαριού. Εγώ τα ’ξερα αλλιώς...

Ήτανε μαρτύριο αυτό το βράδυ για μένα. Ύστερα όμως άμα τελείωσε, έπλαθα όνειρα γλυκά...

Αλλά πέρασε το καλοκαίρι. Ο ουρανός μια μέρα γέμισε σύννεφα, και σε όχι πολύ, βροχή έλουσε την πόλη με κεραυνούς. Είχε έρθει ή ερχόταν ο χειμώνας κι έμπαινε πανηγυρικά.

Το βράδυ κείνο το θέατρο δεν άνοιξε. Άνεμος φυσούσε ψυχρός. Την άλλη μέρα το ίδιο. Ψύχρα ξαφνικιά είχε έρθει. Το θεατράκι έκλεισε.

Πήγαινα σχολείο, αλλά πάντα το θεατράκι ήταν στο νου μου.

Ένα πρωί εορτής, είχα βγει έξω και γύριζα. Ξαφνικά ακούω μουσική πένθιμη. Ήταν κηδεία. Η μουσική μ΄ έσυρε και πήγα. Αλλ΄ είδα αντί στρατιωτική μουσική, πολίτες μουσικούς, και μαζί ανθρώπους του θιάσου εκείνου ν’ ακολουθούνε.

Ρώτησα ποιος ήταν ο νεκρός, γιατί η κάσα ήταν σκεπασμένη. Κι έμαθα. Είχε πεθάνει εκείνη...

Ακολούθησα κι εγώ την κηδεία, όχι για τη μουσική, αλλά σαν άνθρωπος που ακολουθά αγαπημένο του νεκρό, χτυπημένος τρομερά απ΄ το δυστύχημα...

Το βράδυ, πριν πλαγιάσω, γονάτισα και προσευχήθηκα για την ψυχή της. Αυτό άρχισα να το κάνω τακτικά.

Την Κυριακή πήγα και στο νεκροταφείο. Δεν άργησα να βρω το μνήμα της. Το όνομά της ήταν γραμμένο με ξενικά γράμματα. Αλλά πάνω στο σταυρό υπήρχε και η φωτογραφία της. Πώς στάθηκα και την κοίταξα. Και πού να φύγω... Η ώρα περνούσε κι εγώ εκεί, να την κοιτάζω και να παραμιλώ... Είχα όμως, κάποτε, και το νου μου να μη με βλέπουν.

Και στο νεκροταφείο υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, μια σιωπή, και μόνον ένας χτύπος μακρινός, αλλά ρυθμικός σχεδόν, ακουγόταν, ή έπεφτε, σ΄ αυτή. Κάποιον είχα διακρίνει να σκάβει, πέρα κει, μέσα στο πλήθος των σταυρών.

Απ΄ εκεί μ΄ έδιωξε η εμφάνιση μιας κηδείας, που ερχότανε με ξεφωνητά. Έφυγα γρήγορα, χάθηκα μες στα δέντρα, ζητώντας την έξοδο.

Περάσανε μέρες.

Ένα βράδυ κάτι μου βάλθηκε στο νου μου. Να πάω να κλέψω τη φωτογραφία, να την βγάλω απ’ το σταυρό και να την πάρω...

Και το πρωί, αντί να πάω στο σχολείο, τράβηξα για το νεκροταφείο. Είχα πάρει μαζί μου ένα σουγιά κι ένα σίδερο, που νόμισα, πως ήταν κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά.

Φυσούσε άνεμος αυτή τη φορά, δυνατός, ο ουρανός συννεφιασμένος και σταγόνες πέφτανε κάποτε.

Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Και μόνο απ’ έξω απάντησα πολλούς, που φεύγανε από κηδεία.

Προχωρούσα σα σωστός κλέφτης. Κανείς. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, βούιζαν και οι σταυροί... Οι σταγόνες απ΄ τα θολά σύννεφα περισσότερες πέφτανε.

Πλησίασα έχοντας έτοιμο το σουγιά και το σίδερο. Αλλά καθώς αντίκρισα, το σταυρό, έμεινα, μαρμαρώθηκα... Η φωτογραφία δεν υπήρχε πια εκεί... Η κορνίζα χαλασμένη μ΄ ένα κομμάτι γυαλί πάνω... Άλλος... άλλος την είχε βγάλει, άλλος μου την έκλεψε...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 80-85.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Ανέβηκε γρήγορα τη σκοτεινή σκάλα και μπήκε στο φωτισμένο από μικρό, κατεβασμένο, φως, δωμάτιο.

Ο πατέρας του άμα τον είδε, σηκώθηκε:

— Έλα λοιπόν! του είπε.

Ο αδελφός του ο Κωστής, καθισμένος σε μια γωνιά, με σκυμμένο το κεφάλι, μόλις γύρισε και τον κοίταξε.

— Μα τι τρέχει, τι συμβαίνει; ρώτησε αυτός, κοιτάζοντας γύρω, που είναι η μητέρα; ...

— Κάτσε, θα στα πω, δεν είναι τίποτα! Να της ήρθε να ταξιδέψει! αυτό είναι όλο! του απάντησε ο πατέρας του κουνώντας τα χέρια του.

— Να ταξιδέψει; Τι να ταξιδέψει, τι εννοείς;

— Τι εννοώ; Να, πήρε τη δούλα της σήμερα το πρωί, τα ξημερώματα κι έφυγε! Πάει λέει στη Σύρα και πέρα ακόμα, σ΄ άλλα νησιά! Ήθελε να ταξιδέψει, να κάνει ταξίδια!

— Έλα, Χριστέ! Και χειμώνα καιρό! Ο Γιώργης, η Μαρία;

— Είναι δω κοντά, στου Μίτσα.

Πάλι ρώτησε τον πατέρα του, υποπτεύθηκε μην είχανε μαλώσει, πράγμα, που γινόταν πολύ συχνά, και του ήρθε θυμός εναντίον του πατέρα του. Αλλ΄ αυτός του ορκίσθηκε, πως διόλου δεν είχαν μαλώσει, αλλ΄ αυτή τώρα τελευταία, είχε πάθει μανία για εκδρομές, να γυρίζει και όλο τη χάνανε! και πρωί, πρωί ξημερώματα, χωρίς να τους πει τίποτα από πριν, πήρε δρόμο...

— Έτσι είναι, όπως σου λέει ο πατέρας! μίλησε απ΄ τη θέση του ο αδελφός του ο Κωστής, χωρίς σχεδόν να στραφεί.

Περπάτησε λίγο. Κοίταξε το σπίτι, το σκοτεινό διάδρομο, έναν άλλο μικρό του μαγεριού, Και κει σκοτεινιά…

— Μας έκανε άνω κάτω, παιδί μου, άρχισε να λέει ο πατέρας του, τι ωραία που περνούσαμε, μ΄ όλες τις ιδιοτροπίες της! Μα τι έπαθε! … Παράτησα και μαγαζί κι όλα! Στο διάολο να πάνε! όλο πίκρες έχω νοιώσει στη ζωή μου!

— Μα γιατί το κάνετε τόσο σπουδαίο: Έ, της ήρθε να κάνει ένα ταξίδι! έτσι δε μούπατε; Τώρα τι; τρέχει τίποτε άλλο;

— Δεν τρέχει τίποτα άλλο!

— Γιατί κάνεις έτσι τότε;

— Πως κάνω έτσι; ξέρω κ΄ εγώ παιδί μου! Έ, δεν ξέρεις, μου τάφερε όλα άνω κάτω!

— Ου! στάφερε όλα άνω κάτω! και ο Δημήτρης προχώρεσε στη λάμπα:

— Έλα, τώρα, αφήστε τις γρουσουζιές! είπε και σήκωσε το φως, που τον στενοχωρούσε χαμηλωμένο. Αυτό είναι! έτσι! Φως, φως!

Το δωμάτιο φωτίσθηκε δυνατά.

Η ματιά του Δημήτρη, που έτρεξε γύρω, είδε πάλι τις ζωγραφιές πάνω στον τοίχο τον κόκκινο, και τη μικρή ζωγραφιά χαμηλά, χαμηλά, που είχε κρεμάσει η μάνα του, κοντά στη θέση που καθόταν. Κ΄ είχε αυτή ένα καράβι να ταξιδεύει, ένα κάτασπρο καράβι με φουσκωμένα τα πανιά…

— Έξοχα είναι! να, έτσι! είπε. Όχι να κάθεστε στα σκοτεινά! Μα το θεό, σα να σας συνέβηκε κανένα δυστύχημα! Δεν κάνετε το σταυρό σας!

— Ναι, δε λέω! έκανε ο πατέρας του.

— Καλά, καλά! Τώρα, εδώ, τι θα φάμε;

— Τι να φάμε, παιδί μου!

— Τι να φάμε! Άλλο τούτο! Μα μη θέλεις να μείνουμε νηστικοί; Μα για πέτε μου, στο θεό σας, γιατί κάνετε έτσι; Έχουμε τίποτα πένθος; Αυτή γλεντά, διασκεδάζει και πρέπει και μεις να κάνουμε το ίδιο:

Είδε τη μορφή του πατέρα του, που είχε πάρει κάποια μικρή λάμψη, πάλι να σκυθρωπάζει να γίνεται σκοτεινή.

— Λοιπόν, για λέτε, τι έχουμε; Έχουμε τίποτα;

— Κάτι έχουμε, του απάντησε ο πατέρας του, να, λίγο τυρί, ελιές, σαρδέλες! Ποιος να μας μαγερέψει!

— Θεία! Τι να το κάνεις το μαγέρεμα! Όταν θέλουμε να τα μαγέρικα και διαλέγουμε! Κ΄ έπειτα πόσο θα λείψουν! έλα, έλα, πούναι το τραπεζομάντιλο;

— Μα στάσου νάρθουν και οι άλλο! του είπε ο πατέρας του, καθώς αυτός ανοίγοντας ένα συρτάρι ζητούσε τραπεζομάντιλο.

— Ας το στρώσω πρώτα!

— Έ, πήγε να κάνει κι ένα ταξιδάκι, καλά, έκανε καλά! Έτσι το θέλησε, επιτέλους! είπε στον εαυτό του.

Κ΄ ύστερα στον αδελφό του δυνατά:

— Έλα, έλα, τι κάθεσαι έτσι! σαν Εβραίος είσαι, μα το θεό, πάνω στα τείχη τα γκρεμισμένα της Ιερουσαλήμ! Σήκω, σήκω! πιάσε κει! Έλα λοιπόν! τράβα! εμπρός! Έτσι ντε! Ά, γεια σου! Έτσι σε θέλω! Μα εσύ κάνεις για πρώτης τάξεως σερβιτόρος! μα δε ξέρω, οι σερβιτόροι στρώνουν και τα τραπέζια;

Η πόρτα ακούστηκα κάτω να κλείνει με κρότο.

— Νάτοι! είπε ο πατέρας, φθάσανε!

— Κατά φωνή έπρεπε να πεις και ο γάιδαρος! βγάζω έξω τη Μαρία! …

Και γρήγορος έτρεξε μέσα στην κουζίνα, άναψε φως, άρπαξε μαχαιροπήρουνα, πιάτα, κι έκανε τέτοιο θόρυβο, που ανάγκασε τον πατέρα του να του φωνάξει:

— Μωρέ σα νάνε δέκα μέσ΄ στο μαγεριό!

Καθώς ετοιμαζότανε να βγει κρατώντας πιάτα, μαχαιροπήρουνα και μια αλατιέρα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, μπήκε η αδελφή του κρατώντας το καπέλο της...

— Πώς ήταν αυτό;

— Θα σου πω, θα σου πω! Έλα δω εσύ, έκανε στον αδελφό του, που ερχόταν πίσω, πάρε αυτήν την αλατιέρα μη μου πέσει! κι αυτά!

— Στάσου να τα πάρω γω… του είπε η αδελφή του.

— Έλα, πάρε και συ!

— Λοιπόν για πες μας… άρχισε να του λέει ο ΄Γιώργης.

— Ύστερα, ύστερα!

Και κοίταξε την αδελφή του, που έφευγε. Του είχε φανεί πιο αδύνατη και ωχρή απ΄ άλλοτε.

— Έλα, τράβα, τι κάθεσαι! είπε στον αδελφό του που στεκόταν ακίνητος.

— Μα είναι ανάγκη να γίνει τέτοια ετοιμασία; Έχουμε τίποτα;

— Κείνο που έχουμε! Πήγαινε μέσα κι έφθασα κ΄ εγώ!

Τους βρήκε καθισμένους όλους στο τραπέζι γύρο. Η ματιά του πήγε στη θέση της μάνας του. Εκεί η καρέκλα της έτοιμη! Δίπλα, όπως πάντοτε, είχε καθίσει η αδελφή του.

Λύπη του έσφιξε την καρδιά του, αλλά φώναξε με κωμικιά φωνή:

— Εμπρός, και ήρθε ο σερβιτόρος!

Το τραπέζι, όσο κι αν έκανε αυτός με το Γιώργη να το ζωηρέψει ήτανε μελαγχολικό, πένθιμο. Έκανε όμως, τ΄ αδύνατα, δυνατά. Περγέλασε τη μάνα του την ταξιδιώτισσα, καθώς την έλεγε, και την περιέγραψε, πως θα πήγαινε έχοντας πίσω της τη δούλα, τη Λενιώ, να κρατά τη βαλίτσα. Και σα να τους έβλεπε να πηγαίνουν, έκανε τη Λενιώ να γλιστρά και να πέφτει με τη βαλίτσα, στη θάλασσα.

Εδώ φοβήθηκε όμως, μη αυτό το πάθαινε σωστά, η μάνα του.

Η Μαρία ζήτησε κι αυτή να τους βοηθήσει να κάνουν το τραπέζι εύθυμο, αλλ΄ ο πατέρας του μετά από λίγα χαμόγελα και κάτι λογάκια, έγειρε το κεφάλι σκεπτικός. Όμοια έκανε και ο Κωστής, Κι έτσι τελείωσε το τραπέζι γεμάτο μελαγχολιά.

Και η νύχτα ήτανε σιωπηλή, ήσυχη.

Όταν σηκώθηκαν ο πατέρας του τού είπε:

— Πάμε λίγο έξω;

Εδέχτηκε. Δε θ΄ αργούσαν, πολύ γρήγορα θα γύριζαν. Και φύγανε.

Για κάμποση ώρα ο πατέρας του βάδιζε σιωπηλός, έπειτα είπε σηκώνοντας το κεφάλι:

— Δεν είναι αυτό, δεν είναι αυτό! Σ΄ αυτό το ταξίδι κάτι τρέχει! και κούνησε το κεφάλι του.

— Τι να τρέχει; τον ρώτησε ο γιος του κάτι διακρίνοντας στα λόγια του.

— Θα το δεις! Έτσι φεύγει μια γυναίκα και παρατά το σπίτι της, τα παιδιά της.

— Τι θες να πεις; του είπε θυμωμένος ο γιος, γιατί εννόησε καλά τώρα, τι ήθελε να πει, αυτά πατέρα είναι ντροπές και δεν πρέπει να λέγονται! Τώρα στα γεράματα! Φρίκη! Ακούς, ακούς!

Έπαψε. Ένας άνθρωπος παρουσιάστηκε γνωστός τους στη γωνιά του δρόμου, στο φως του φαναριού, όπου κι αυτοί πλησίαζαν. Χαιρετίσθηκαν.

Ο πατέρας του, άμα ο άνθρωπος πέρασε, είπε:

— Και τι να κάνω; Με είδες; Πρέπει να χαμογελώ, να μη δείχνω τι έχω, τι με τρώει!

Πρωί, πρωί πετάχτηκε απ΄ το κρεβάτι του. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα. Είδε πάλι τα παλιά σπίτια, που τριγύριζαν το δικό τους, τα μαυρισμένα τους κεραμίδια. Είχαν κλειστά όλα τα παράθυρα. Από μια καπνοδόχο πυκνός καπνός έβγαινε…

— Τι χαρά, σκέφτηκε, θάχα, αν ήταν εδώ η μάνα μου!

Στο νου του ήρθαν και οι υποψίες του πατέρα και τούρθε να γελάσει. Και όμως, σε μια μπυραρία, που καθώς περνούσαν απ΄ έξω, συρθήκανε και μπήκανε μέσα, γρήγορα ζωήρεψε κοιτάζοντας τις κόρες που βρισκόντουσαν μέσα. Και μάλιστα, σε μια, τόλμησε, χωρίς να ντραπεί το γιο του, να της πει και δυο λογάκια!

— Ε, γέρο, αμαρτωλέ, είπε αυτός τότε με το νου του, εδώ πάει κείνο! Εκ των ιδίων, φαίνεται, κρίνει!

Και είχανε γυρίσει στο σπίτι αρκετά αργά και όλους τους βρήκανε να κοιμούνται. Εκεί όμως στο σπίτι, τον άκουσε πάλι, ν΄ αναστενάζει…

Στο σπίτι ακόμα, κανείς δεν είχε σηκωθεί. Ήταν ήσυχο. Για να περάσει την ώρα, πήρε κάτι επιστολές παλιές, φίλων του και τις ξαναδιάβασε. Θυμήθηκε έπειτα, πως έπρεπε ν΄ απαντήσει σε κάποιο φίλο του. Και του έγραψε. Έτσι η ώρα πέρασε. Άκουσε πόρτες ν΄ ανοίγουν και ομιλίες… σηκώθηκε τότε και βγήκε κι αυτός.

Ο αδελφός του ο Κωστής ήταν κλεισμένος μεσ΄ στο δωμάτιό του. Τον άκουσε να περπατά μέσα…

Κανένα δε βρήκε στην τραπεζαρία. Έρημη. Και ήτανε ψυχρή ψυχρή. Λύπη του έσφιξε την καρδιά.

Ένα άσπρο γατάκι με λίγες βούλες μαύρες, καθότανε ζαρωμένο σε μια καρέκλα, και κοιμότανε. Στο βήμα του, που έκανε τα έπιπλα να κουνηθούνε, κούνησε κι αυτό τ΄ αυτιά του, χωρίς ν΄ ανοίξει τα μάτια του.

Κοίταξε τις ζωγραφιές των τοίχων, σα να μην τις έβλεπε, έπειτα το μικρό καραβάκι με τ΄ άσπρα του πανιά. Τραβήχτηκε απ΄ εκεί και πήγε στο παράθυρο, και είδε έξω.

Κείνη τη στιγμή ένας αδύνατος νέος μ΄ ένα τσουβάλι στον ώμο, στάθηκε, πετώντας το τσουβάλι χάμω, και γρήγορα γρήγορα έβγαλε τα παπούτσια του, δυο παλιοπάπουτσα, τα τοποθέτησε όρθια τόνα κοντά στ΄ άλλο, στο δρόμο κι ύστερα παίρνοντας το τσουβάλι έφυγε. Τα παπούτσια έμειναν μόνα.

Άκουσε την αδελφή του νάρχεται και γύρισε. Την είδε, όμως, τόσο ωχρή, που θυμός πάλι του ήρθε και βλαστήμησε τη μάνα του.

— Θα βγεις; τον ρώτησε αυτή.

— Ναι, καμιά βόλτα θα κάνω θα πάω ίσαμε του πατέρα και θα γυρίσω γρήγορα.

— Κάτσε να σου κάνω έναν καφέ.

— Όχι, όχι, θα πάρω έξω…

Δεν τον βίασε. Κι έφυγε αυτός πιο γρήγορα απ΄ όσο ήθελε.

Έκανε κρύο. Ψυχρός, παγωμένος άνεμος φυσούσε.

— Την τρελή, την τρελή! είπε για τη μάνα του.

Βάδιζε για το κατάστημα του πατέρα του. Σε λίγο, σαν το σκέφθηκε είπε με κάποια σιχασιά:

— Μα τι θα κάνω κει;

Ζήτησε να βρει κανένα άλλο μέρος να πάει.

— Καλύτερα κει! είπε για το κατάστημα του πατέρα του.

Σ΄ ένα δρόμο που περνούσε, είδε κοντά στο πεζοδρόμιο, ξαπλωμένο, ένα άλογο ψωραλέο, κόκκινο, να ψυχομαχά. Κανείς δεν ήταν εκεί. Κουνούσε κάποτε τα πόδια του τα τεντωμένα λίγο, κι άφηνε κάθε τόσο ένα βογκητό. Προχώρησε.

— Καλά πούχει μαζί της τη Λενιώ… είπε με το νου του.

Ο πατέρας του στο κατάστημα, μιλούσε με δυο φίλους του. Ήτανε γελαστός και φαινότανε νάχει όρεξη για κουβέντα. Θυμήθηκε όμως τα λόγια του;

— Και να μη μπορώ, αλλά πρέπει να χαμογελώ…

Τώρα σα να τον κοίταξε πιο βαθιά, άρχισε να τον δικιώνει. Τι, πώς γέρασε; Γιατί γέρασε το σώμα δεν έχει δικαίωμα, δεν πρέπει να αισθάνεται τη ζήλια, ν΄ αγαπά;

Χαμογέλασε όμως, καθώς σκεπτόταν αυτά. Θυμήθηκε τα μαλώματα που έκαναν, ο πατέρας του με τη μάνα του, Κάθε τόσο ήταν αδύνατο να μη μαλώσουν και μάλιστα για ψύλλου πήδημα. Γιατί σε άλλα, που έπρεπε να μαλώσουνε, δε βγάζανε λέξη. Και μοιάζανε με μικρά παιδιά, όταν λογοφέρνουν Ο πατέρας του τραβιότανε μόνος και δεν ήθελε να καθίσει στο τραπέζι. Θα πήγαινε στην αυλή κι ας έκανε κρύο, παγωνιά ή είχε δυνατό ήλιο. Και κει γύριζε σαν ερωτευμένος, γεμάτος απελπισία. Η μάνα πάλι, θα καθότανε στο τραπέζι ψυχρή, αμίλητη, χωρίς να κοιτάζει κανέναν. Τότε θάτρεχε αυτός, πάντα αυτός γιατί τ΄ άλλα του αδέλφια δεν ανακατεύονταν, και θάσερνε τον πατέρα του, αφού πρώτα όμως, έψελνε της μάνας του πολλά. Της έλεγε, πως είχε τόσον καλόν άνθρωπο και ήταν αμαρτία να τον βασανίζει, πως απ΄ τα φερσίματά του έπρεπε να δει,, ότι ήταν σαν παιδί αυτός, και άλλα πολλά. Πήγαινε έπειτα, κάτου κ΄ έσερνε τον πατέρα του, όπως σέρνουν παιδιά, πούχουνε θυμώσει με τους γονιούς τους, Κ΄ έλεγε ο πατέρας του, καθώς έκανε πως δεν ήθελα να πάει:

— Άσε με, παιδί μου, κι έμπλεξα με κακό διάβολο!

Η γυναίκα του άμα τον έβλεπε να μπαίνει μέσα και πίσω νάρχεται ο γιος του, γιατί αυτός, ο γιος, όταν φθάνανε στην πόρτα, τον έσπρωχνε να μπει πρώτος, δε μπορούσε, τις περισσότερες φορές να κρατηθεί και κάτι θάλεγε:

— Για κοίτα τον, πως τον φέρνουν! γέρο ξεκουτιάρη!

Εδώ ο πατέρας του έχανε πάλι, το λογικό του, λησμονούσε την απελπισία του, και κόρωνε, άναβε, κοκκίνιζε σα διάνος θυμωμένος, και να, ένας άλλος νέος καυγάς πολύ πιο χειρότερος απ΄ τον πρώτο! …

Πάνω στις ενθυμήσεις αυτές, οι φίλοι του πατέρα του φύγανε κι αυτός πλησίασε το γιο του.

— Τι νέα; τον ρώτησε.

— Τίποτα νέα, του απάντησε.

Ο πατέρας του έσυρε το ψαρό γένι και είπε:

— Δε λάβαμε τίποτα ακόμα!

— Τι; ρώτησε κάνοντας ότι δεν εννόησε.

— Τι! να τηλεγράφημα, μια είδηση! του απάντησε ο πατέρας του με κάποια έξαψη.

Μείνανε σιωπηλοί. Ο Δημήτρης κοίταξε έξω. Άνθρωποι πολλοί περνούσαν άλλοι βιαστικοί κι άλλοι με βραδύ βήμα και χαζεύοντας, που έκανε τους βιαστικούς να κουνιούνται πίσω τους, δω και κει, σα να θέλανε να τους ξεφύγουν.

Ο πατέρας του μίλησε:

— Ότι κι αν πεις, καμιά φορά στα γεράματα γίνονται τα μεγαλύτερα λάθη!

— Μα πάλι τα ίδια! βρε, βρε! Μα τ΄ είναι τούτο!

— Δε μπορώ να το βγάλω απ΄ το νου μου!

— Να σου πω, πατέρα. Εγώ ενόμιζα, πως εκείνη, η μάνα μου, είχε κάποια λόξα, που δυνάμωσε τώρα, να θέλει ταξίδια, αυτή μόνο! αλλά βλέπω πως και συ δεν πας πίσω! Μα την πίστη μου! Μα αν δε μοιάζατε δε συμπεθεριάζατε!

Τα τελευταία τάπε με γέλιο, και νόμισε, όταν έλεγε, πως μοιάζουνε στις λόξες, ότι τους έφερνε πάλι κοντά να φιλιωθούνε…

Αλλ΄ αυτός κούνησε το κεφάλι:

— Καλά, καλά! … έκανε.

Είχε όμως, ένα μικρό χαμόγελο στα χείλια.

— Μα τι καλά! για στάσου!

Κι άρχισε να του λέει πολλά υπερασπίζοντας τη μάνα του, αν και αισθάνθηκε, καθώς τάλεγε αυτά, κάτι να κλονίζεται μέσα του…

Πελάτες ήρθαν και τους διέκοψαν. Έφυγε.

Θέλησε να περπατήσει, να δει φίλους, που στο νου του παρουσιάσθηκαν. Αλλά πάλι τον ενόχλησαν, τον στενοχώρεσαν πολύ αυτά, που γινόντουσαν, και τον έκαναν να γυρίσει στο σπίτι του μη θέλοντας να δει, να μιλήσει με τα φιλικά πρόσωπα...

Η αδελφή του τού φάνηκε πως είχε κλάψει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Και πάλι αισθάνθηκε θυμό εναντίον της μάνας του, και με δυσκολία, από φόβο μην πάθει τίποτα αυτή, κρατήθηκε και δεν την καταράστηκε.

— Τι θα φάμε το μεσημέρι; τη ρώτησε κάνοντας ότι δεν εννόησε πως είχε κλάψει.

— Αγόρασα ραδίκια και τάβαλα… του απάντησε σιγά, λυπημένα.

Της είπε πολλά, της διηγήθηκε διάφορα επεισόδια του γραφείου του, της πόλης που έμενε, τι γινόταν εκεί, πως περνούσαν. Όλο αστεία παθήματα, για να γελάσει. Και είδε τη ματιά της να λάμπει και το γέλιο να φαίνεται πάλι.

Πάνω σ΄ αυτό ήρθε και ο αδελφός του ο Γιώργης, ξένοιαστος, γελαστός, χωρίς να δίνει πεντάρα για τίποτα.

— Για, για πως κάνουν! τους είχε πει το βράδυ, παράτησε η κυρά μάνα τα μικρά της κι αυτά κλαίνε να γυρίσει πίσω γρήγορα!

Αυτόν τώρα, όταν η αδελφή τους τούς άφησε, τον έπιασε και τον ρώτησε πολλά. Κι αυτός του τα είπε. Ήταν σχεδόν, όπως του είχαν πει.

Η μάνα τους είχε γίνει ιδιότροπη τόσο, τώρα τελευταία, που ήταν ανυπόφορη. Έβαζε την καπέλα της κι έπαιρνε δρόμο, χωρίς να ξέρουνε πού πάει. Έφευγε πρωί κι ερχόταν, πολλές φορές, το βράδυ. Και ποιος να της μιλήσει! Ο πατέρας τσιμουδιά! που να βγάλει μιλιά! Την παρακαλούσε μάλιστα, πολλές φορές, που ξημέρωνε Κυριακή, να μην πάρει δρόμο και να μείνει στο σπίτι, που θάμενε κι αυτός. Και να βγούνε τ΄ απόγευμα μαζί. Τίποτα! Αυτή το χαβά της! Την είχε πάρει κάμποσες φορές, ο Κωστής από πίσω. Μη χάσει τη μανούλα του! Κ΄ έτσι τους χάσανε και τους δυο. Τρέχανε στην Κηφισιά, στο Μαρούσι, Σεπόλια, στη Σαλαμίνα! Για το σπίτι ούτε φρόντιζε, ούτε μια ματιά έριχνε πια σ΄ αυτό. Το καπέλο της και δρόμο! Το πρωί που έφυγε, πολύ πρωί, έκανε ο πατέρας τους κι αυτός, γιατί οι άλλοι κοιμόντουσαν, έκαναν τ΄ αδύνατα δυνατά να την κρατήσουν. Μπα! Τίποτα. Δεν άκουγε κανέναν.

— Θέλω να ταξιδέψω, τι σκλάβα με πήρατε!

Και τάχε σχεδιάσει από μέρες τάχε ετοιμάσει. Και πως τους τόπε και δεν έφυγε χωρίς να ξέρουν που πάει! Και ο καημένος ο πατέρας τους κίτρινος, κίτρινος απ΄ την ταραχή την άφησε, αφού την ακολούθησε ίσαμε το βαπόρι. Το μόνο που έκανε ο πατέρας τους μετά, ήταν που βλαστήμησε που πήρε η γυναίκα του την κληρονομιά του αδελφού της. Αυτό μόνο!

Μέσα έπειτα, στο δωμάτιό του ο Δημήτρης, τα σκέφθηκε αυτά, που τούπε ο αδελφός του, κουνώντας το κεφάλι απελπιστικά.

Τώρα λυπήθηκε τον πατέρα του πολύ, πολύ, και ευχαριστήθηκε που δεν της μιλούσε, που δεν έπιανε καυγά για τα τρεξίματά της.

— Μα αυτό όμως, πως θα τελειώσει; ρώτησε τον εαυτό του.

— Τι θα κάνει θα βαρεθεί; Θα της μιλήσω κ΄ εγώ, έξω απ΄ τα δόντια! απάντησε.

Απ΄ το παράθυρο, που κοίταξε είδε έξω, στο δρόμο νάναι κει ακόμα, τα παλιοπάπουτσα του νέου, που τάφησε στην ίδια θέση και γυρμένα τώρα, σα να κλαίγανε για την εγκατάλειψη. Μια γριά που περνούσε, στάθηκε, τα είδε με προσοχή, και πέρασε.

Στο νου του ήρθε ξαφνικά τώρα, το άλογο, που πεσμένο, πεταμένο, κοντά στο πεζοδρόμιο, ξεψυχούσε.

Και το λυπήθηκε, το λυπήθηκε δυνατά τώρα.

Το βράδυ μετά το φαΐ, ο πατέρας του σηκώθηκε κ΄ ετοιμαζότανε για έξω.

— Για πού; τον ρώτησε ο Δημήτρης.

— Λίγο έξω! του απάντησε.

Οι άλλοι δε μίλησαν. Ο Δημήτρης στεναχωρέθηκε. Τι ήθελε πάλι έξω! Περίμενε να του πει να πάνε μαζί, αν και δεν ήθελε ν΄ αφήσει στο σπίτι την αδελφή του μόνη. Ήξερε πως σε λίγο, ο ένας αδελφός του θα κλεινότανε στο δωμάτιό του, και ο άλλος θα γλιστρούσε έξω, για να βρει τους φίλους του. Και θα την αφήνανε μόνη μέσ΄ στο μεγάλο σπίτι.

Και ο πατέρας του έφυγε. Άκουσε τα πατήματά του στη σκάλα, κ΄ έπειτα στην αυλή.

Ο Γιώργης σηκώθηκε και βγήκε στο διάδρομο. Έπειτα σε λίγο τον είδε να περνά, κι άκουσε τα βήματά του στη σκάλα σιγά! Έφευγε κι αυτός!

Ο Κωστής έμενε με σκυμμένο κεφάλι. Αυτός δεν ήταν ποτέ ομιλητικός, αλλ΄ απ΄ την ημέρα που έφυγε η μάνα του παράγινε. Τόση ώρα που ήτανε στο τραπέζι, μόλις θάχε πει δυο, τρεις μισές λέξεις. Κι αυτός σηκώθηκε και σιωπηλός έφυγε για το δωμάτιό του. Άκουσε ο Δημήτρης την πόρτα του να κλείνει. Ησυχία. Γύρισε να δει την αδελφή του. Αυτή είχε σκύψει το κεφάλι κ΄ είχε κρύψει το πρόσωπό της μεσ΄ στα χέρια της. Έκλαιε. Σηκώθηκε και την πλησίασε:

— Βρε, παιδί μου, τι έπαθες πάλι; της είπε.

— Θα δεις, θα δεις, του απάντησε με κομμένη φωνή απ΄ τα κλάματα, κάτι κακό θα πάθουμε, κάτι κακό!

Οι ημέρες περνούσαν και είδηση απ΄ τη μάνα του δεν είχαν καμιά. Αναγκάστηκε ένα πρωί να πάει σε κάποιο πρόσωπο γνωστό του, που κατείχε καλή θέση Δημοσία, και το παρεκάλεσε να τηλεγραφήσει στον αστυνόμο εκεί, για να μάθουν. Επίσης ετηλεγράφησε και σε δυο φίλους του που ξέρανε τη μάνα του, και που μένανε από χρόνια σ΄ αυτό το νησί. Αλλ΄ η απάντηση εβράδυνε να έρθει και αυτός είχε πάθει κάποια νευρική ταραχή, τόπος δεν τον χωρούσε. Τώρα μάλιστα, είχε αρχίσει να βλέπει με κακό μάτι τον πατέρα του, που ούτε ανάφερνε πια, για τη γυναίκα του, μιλιά δεν έβγαζε και ούτε φαινότανε λυπημένος. Και κάθε βράδυ, τόχε πάρει ταχτικό, άμα έτρωγε, θα ετοιμαζότανε στην κάμαρά του και θάβγαινε έξω.

Πότε ερχότανε; δεν ήξεραν, γιατί πέφτανε στον ύπνο από νωρίς.

Την ενέργειά του αυτή για τη μάνα του, σε κανέναν δεν την είπε. Την κρατούσε μυστικιά και υπόφερνε μόνος.

Όταν όμως ένα βράδυ, έλαβε απάντηση, πως είναι κει και μένει σε ξενοδοχείο, τους τα φανέρωσε. Ο Κωστής τότε, μίλησε, άνοιξε αυτή τη φορά, το στόμα του να πει, πως αυτά δε θα γινόντουσαν, θα ήτανε ήσυχοι, αν την ακολουθούσε, Αλλά δεν τον ξύπνησε κανείς, και…

Μ΄ αυτό στο σπίτι έπεσε κάποια γαλήνη, Ο πατέρας του όμως κι αυτή τη βραδιά, ετοιμάσθηκε κι έφυγε, αφού δείπνησε.

— Μα πού πάει; ρωτούσε τον εαυτό του ο Δημήτρης. Εδώ, εδώ κάτι μυρίζει!

Ήτανε νύχτα βαθιά και πήγαινε σπίτι του. Και βιαζότανε να φτάσει γρήγορα. Το σπίτι του τόβρε σκοτεινό, και απ΄ τη σκάλα, χωρίς ν΄ ανεβεί, φώναξε την αδελφή του:

— Μαρία!

Από πάνω ακούει τη φωνή του αδελφού του, του Κωστή, να του λέει θλιμμένα:

— Η Μαρία; τώρα δα, πέθανε!

Ξύπνησε. Με χαρά είδε πως ήτανε όνειρο και ότι βρισκότανε στο κρεβάτι του.

Άκουσε δυο φωνές στρίγγλικες σα μαζί με τον άνεμο, που ακουγότανε να φυσά, να χτυπά πόρτες και παράθυρα, να φώναζαν γριές στρίγγλες.

Δε μπόρεσε να κοιμηθεί πάλι. Πρώτα, γιατί τον είχε ταράξει το όνειρο, και δεύτερο από μια ιδέα:

— Ο πατέρας μου άραγε, έχει έρθει;

Και το δωμάτιο φωτιζότανε θαμπά σα να ερχόταν η μέρα.

— Μπα, θάχει έρθει!

Αυτό δεν τον ησύχαζε, κάτι σα να τούλεγε πως δεν ήτανε στο σπίτι αυτός.

Μα ήτανε ξημέρωμα;

Σηκώθηκε και κοίταξε απ΄ τις γρίλιες. Έξω ήτανε σελήνη.

Άναψε το κερί και κοίταξε την ώρα. Ήτανε δυο μετά τα μεσάνυχτα.

— Θα πάω να δω!

Φόρεσε γρήγορα το ρούχο του και παίρνοντας το κερί, άνοιξε την πόρτα του και διευθύνθηκε στο δωμάτιο του πατέρα του. Μπήκε πρώτα στη σαλίτσα, και, αφού έβηξε και ξανάβηξε, για να μη τον τρομάξει, χτύπησε σιγά την κλειστή πόρτα, Τίποτα. Πάλι χτύπησε πιο δυνατά όμως, και μίλησε. Ησυχία μέσα. Ο άνεμος ακούστηκε έξω να τρέχει βουίζοντας. Άνοιξε την πόρτα.

Το κρεβάτι του πατέρα του στρωμένο, απείραχτο!

— Ορίστε χάλια! έκανε και πήγε πάλι στη σαλίτσα.

— Μα τ΄ είναι αυτό! Μωρέ για φαντάσου, είπε αφήνοντας το κερί πάνω στο τραπέζι, γέρος άνθρωπος με παιδιά, που αν ήτανε παντρεμένα θάχανε σωρό παιδιά, να τρέχει τις νύχτες σαν ξενύχτης νέος!

Και το σπίτι βούιζε όλο απ΄ τον άνεμο.

Έσβησε το φως και άνοιξε το παράθυρο.

Ο δρόμος έρημος, φωτισμένος με της σελήνης το φως, και κανείς, κανείς διαβάτης. Ο άνεμος έσερνε χαρτιά, σκουπίδια.

Έτρεμε απ΄ το κρύο. Και η καρδιά του χτυπούσε ανήσυχα.

— Μα έτσι αργεί, ή κάτι του συνέβηκε; ρωτούσε τον εαυτό του.

Και του ερχότανε να βγει, να τρέξει, να ψάξει… Αλλά που; Χίλιες ιδέες κακές, περνούσαν απ΄ το νου του. Είδε ότι δε μπορούσε να μείνει, και ότι σερνότανε να βγει, να τρέξει, να ψάξει.

Και δεν ήθελε ν΄ ανησυχήσει κανέναν. Αν και σκέφθηκε, για μια στιγμή, το Γιώργη. Αυτόν τον είχε ακούσει πούχε έρθει, γιατί είχε πλαγιάσει αυτή τη βραδιά λίγο αργά. Τον άκουσε που τραγουδούσε στο δωμάτιό του.

— Στάσου, είπε στον εαυτό του, αν δε φανεί όσο να μετρήσω χίλια, θα ντυθώ και θα βγω!

Και άρχισε να μετρά κοιτάζοντας τον έρημο δρόμο.

Δεν είχε όμως, προχωρήσει το μέτρημα πολύ, και διέκρινε κάποιον να παρουσιαστεί στη γωνιά του δρόμου πέρα. Η καρδιά του χτύπησε απ΄ ελπίδα. Και σε λίγο είπε:

— Αυτός είναι!

Χαρά του ήρθε, χαρά που τον έκανε να συγχωρέσει το γέρο πατέρα του για τα ξενύχτια πούκανε.

Το πρωί ο ίδιος καιρός, ο άνεμος να βογκά και οι φωνές οι στρίγγλικες, τώρα πολλές, πάλι ν΄ ακούγονται σα νάταν απ΄ έξω γάτες, ξωτικές γάτες και ξεφώνιζαν αγριεμένες.

Και είχε δει στον ύπνο του όλο διασκεδάσεις και νύχτες οργίων. Γυναίκες γυμνές, νάνους σε υπόγεια κατάβαθα, που κατέβαινε κανείς σ΄ αυτά, μπαίνοντας πρώτα σε βαθιά πηγάδια, ή ξεροπήγαδα. Και ο πατέρας του εκεί, στη μέση.

Όταν βγήκε για να πάει στην τραπεζαρία, καθώς περνούσε απ΄ τη σαλίτσα, έριξε μια ματιά μέσα. Είδε τον πατέρα του να βρίσκεται κει. Προχώρησε, αλλ΄ άκουσε τον πατέρα του να τον φωνάζει, και γύρισε.

Τον είδε γελαστό, ευχαριστημένο να βάζει τις τιράντες του. Αυτή η θέα του έφερε θυμό.

— Τι έκανες χθες το βράδυ συ; βγήκες έξω, γλέντησες, ή κάθισες μέσα ν΄ αγιάσεις; τον ρώτησε ο πατέρας του.

— Μέσα κάθισα, τι να βγω έξω! του απάντησε.

— Α, μωρέ, και νάχα τα νιάτα σου! έκανε ο πατέρας του κοιτάζοντας το γιο του και κουνώντας το κεφάλι.

Αλλιώτικος του φαινόταν πολύ ο πατέρας του. Ποτέ δεν του μιλούσε έτσι.

Σήκωσε κ΄ έστριψε το ψαρό του μουστάκι, έπειτα τ΄ άλλο, κ΄ είπε χωρίς να κοιτάζει το γιο του, με χαμόγελο, και χωρίς ν΄ αφήσει το στρίψιμο του μουστακιού του:

— Ε, μωρέ! εσύ κάτσε, κάτσε… εγώ, εγώ είχα χτες το βράδυ την ωραιότερη γυναίκα του καφεσαντάν!

Όλη την ημέρα απέφευγε τον πατέρα του. Δεν πήγε ούτε στο κατάστημά του και ούτε βρέθηκε στο τραπέζι το μεσημέρι μαζί του. Πήγε όταν ήξερα πια πως ο πατέρας του θάχε φύγει. Και χωρίς να πει τίποτα, μα τίποτα. στον αδελφό του το Γιώργο, που όλο με γέλιο, γιατί είχε τρομερή όρεξη, του μιλούσε. Αν και του ήρθε κάποια επιθυμία να πει, να ξελαφρωθεί λίγο, σα να βαστούσε βάρος μεγάλο, που, αν τόλεγε, θάπερνε κ΄ ένας άλλος ένα μέρος του. Κρατήθηκε όμως, και δε μίλησε.

Η αναίδεια του πατέρα του τον είχε τρομάξει. Μόλις του ερχόντουσαν στο νου τα λόγια του, αισθανόταν ταραχή, σιχασιά όμοια με κείνη, που αισθάνεται κανείς, όταν τρέχει πάνω στο σώμα του βρωμερό ζωύφιο.

Πως τόλμησε ο πατέρας του και του είπε τι είχε κάνει. Πως; Πάντα μένανε σε απόσταση μεγάλη, πολύ μεγάλη, για τέτοια ζητήματα, ή σα να μην υπήρχαν τέτοια γι΄ αυτούς, να μην τάξεραν. Πως τόλμησε να του το πει; Και στη μπυραρία, που είχαν πάει τότε, την πρώτη βραδιά, όπου τον είδε να ζωηρεύει, κράτησε όσο μπορούσε, μια ψυχρή στάση και σοβαρότητα, που τούχε έρθει και από σκέψη και από πείραγμα, γιατί έβλεπε τον πατέρα του να κάνει έτσι. Σα νάχε αλλάξει με μιας, για μια μόνο νυχτιά, κ΄ έγινε αλλιώτικος τόσο, που δεν εγνώριζε πια τον πατέρα του κείνον τον ήσυχο γελαστό άνθρωπο.

Η αδελφή του έτυχε, αυτήν την ημέρα, να του παραπονεθεί, πως δεν αισθανόταν καλά τον εαυτό της. Αυτός φοβήθηκε μ΄ αυτό. Στο νου του ήρθανε, σα να παραμονεύανε να παρουσιασθούνε, κάτι λόγια ενός φίλου του, που τούχε πει κάποτε:

— Όταν σ΄ ένα σπίτι πέσει ατιμία, γρίνια μεγάλη, ε, περίμενε να μπει ο θάνατος. Και το κακό είναι, πως πάντα χτυπά τον πιο αθώο μέσα κει!

Συμβούλεψε την αδελφή του να προφυλαχτεί, και να πάρει το βράδυ, κάτι, ένα καλό ζεστό,

— Θα σου κάνω γω ένα ζεστό πρώτης, και να σκεπαστείς έπειτα, καλά!

Και στο σπίτι όλο τα ίδια. Ο ένας αδελφός του ο Γιώργης, να λείπει, ενώ ο άλλος ο Κωστής, νάναι κλεισμένος στο δωμάτιό του. Τι έκανε μέσα; Αυτός ο ίδιος έλεγε, πως διαβάζει, ο Γιώργης όμως επέμενε να λέει, πως κοιμόταν τον περισσότερο καιρό, για να μη αισθάνεται την έλλειψη της μάνας του!

Και ο Γιώργης τάλεγε αυτά γελώντας, αλλ΄ ο Δημήτρης είχε δει, πως ο Κωστής είχε αδυνατίσει κ΄ είχε χάσει ένα ρόδινο χρώμα, πούχε. Πάλι ο νους του πήγε στο κακό, που χτυπά τους αθώους μέσα στο σπίτι κείνο, που πέφτει ατιμία, γρίνια, και φοβήθηκε και γι΄ αυτόν.

Και ησυχία τρομαχτικιά μέσα στο μεγάλο σπίτι. Η αδελφή του διάβαζε κάποιο βιβλίο, που της είχε δώσει επί τούτο, εύθυμο, κοντά στο παράθυρο, τυλιγμένη σ΄ ένα θαλασσί βαθύ σάλι. Αυτός έμπαινε, έβγαινε προσπαθώντας να δώσει κίνηση, θόρυβο στο σπίτι.

Πήγε και στο δωμάτιο του αδελφού του και του χτύπησε. Που ν΄ ανοίξει!

— Δε μπορώ, διαβάζω! τον άκουσε να του λέει.

Χτύπησε πάλι, ότι κάτι θα τούλεγε. Τίποτα.

Άρχισε κι αυτός να τραγουδά. Αλλά σε λίγο έπαψε. Θλιβερή του φάνηκε ν΄ αντηχεί η φωνή του μέσα κει κι έπειτα το τραγούδι αυτό, του θύμισε τη μάνα του, που τ΄ αγαπούσε.

Στενοχωρήθηκε πολύ και ήθελε να βγει, να τρέξει, μα πώς να κάνει, που θ΄ άφηνε μόνη την αδελφή του.

Για το βράδυ πάλι, αν και ήθελε να μην είναι στο τραπέζι, του ήρθε ντροπή να το κάνει, και να φανεί ότι χτυπάει φανερά τη διαγωγή του πατέρα του, Για τούτο θα έμενε να φάνε μαζί. Και σε μια στιγμή έδωσε δίκαιο στον πατέρα του. Αυτός είχε πάθει από ζήλια και ζητούσε να εκδικηθεί!

Θυμήθηκε και τη μάνα του, πως ήταν προ καιρού. Καλή και αγαθή νοικοκυρά, που μόνο το σπίτι της κοίταζε. Μετά όμως; Μετά, ή καλύτερα μαζί με τον πλουτισμό του σπιτιού και την κληρονομιά, που πήρε αυτή, έγινε παράξενη, φιλόνικη, και οι καυγάδες που δεν ήξεραν στο σπίτι στις φτώχιες του, αρχίσανε ταχτικά να γίνονται. Καλό φαΐ υπήρχε τώρα, καλό διαλεχτό, αλλά πόσες και πόσες φορές δεν το φάγανε, ή αν τόφαγαν ήταν αληθινά, όπως έλεγε ο πατέρας του, φαρμάκι!

Όταν ο ήλιος έδυσε, χάθηκε, σκέφτηκε να πάει για λίγο έξω.

— Θα βγεις; τον ρώτησε η αδελφή του, πούχε σηκωθεί απ΄ το διάβασμα, κρατώντας ακόμα το βιβλίο στα χέρια.

— Όχι, όχι! της είπε γρήγορα, γρήγορα. Μετανόησα!

Κι έμεινε. Και όμως πως ήθελε να τρέξει, να πιει, να μεθύσει, να λησμονήσει!

Το βράδυ ο πατέρας του, που στο τραπέζι κάθισε αντικρύ του, σα να μην υπήρχε τίποτα, πάλι έκανε τα δικά του. Άμα έφαγε, πήγε μέσα στο δωμάτιό του, ετοιμάστηκε και βγήκε έξω. Αυτή τη φορά όμως, τους χαιρέτησε. Πλησίασε στην πόρτα της τραπεζαρίας, που καθόνταν όλοι σιωπηλοί, και τους είπε μ΄ ένα χαμόγελο και με μια φωνή σαν περγελαστικιά, ειρωνικιά, πούκανε το γιό του το μεγάλο να ταραχτεί πολύ:

— Αντίο σας!

Κι είχε φορέσει αυτή τη βραδιά κ΄ ένα καινούριο πανωφόρι σταχτί και τόχε κουμπώσει ίσαμε κάτω.

Δεν είχε κατεβεί τη σκάλα, και ο Κωστής σηκώθηκε ορμητικά κ΄ έφυγε απ΄ την τραπεζαρία. Ο Δημήτρης νόμισε πως θα φώναζε τον πατέρα του, θα τούλεγε τίποτα αλλά τον άκουσε να διευθύνεται αλλού, ν΄ ανοίγει την πόρτα του δωματίου του, και να την κλείνει έπειτα, δυνατά πολύ. Σε λίγο σηκώθηκε κι ο Γιώργης σφυρίζοντας κι έφυγε.

Είδε ο Δημήτρης την αδελφή του να τον κοιτάζει:

— Δεν τους αφήνεις, της είπε κουνώντας το κεφάλι περιγελαστικά, αυτοί είναι όλοι για δέσιμο εδώ μέσα!

Το άλλο βράδυ ο πατέρας του δε φάνηκε στην ώρα του. Και η αδελφή του είχε κάνει κόπους και κόπους για να ετοιμάσει φαΐ. Ώρες πάλευε γι΄ αυτό στο μαγεριό μέσα.

Αλλά και ο αδελφός του ο Γιώργης κι αυτός δεν είχε φανεί. Περίμεναν ώρες και κανείς δε φαινόταν. Επιτέλους βαρέθηκαν και σκεφθήκανε να φάνε. Πήγε τότε, αυτός και χτύπησε την πόρτα του αδελφού του Κωστή, που πάντα, αν δεν του χτυπούσανε δεν έβγαινε να φάει. Μπορούσε να μείνει κει μέσα κλεισμένος, νηστικός.

Και βγήκε αυτός.

— Να φάμε, του είπε ο Δημήτρης, αυτοί δεν ήρθανε! Τι θα πει! Εγώ πεινώ. Έπρεπε νάχουνε λίγο φιλότιμο!

— Μα μπορεί να τους έτυχε καμιά δουλειά! του έκανε ο αδελφός του μ΄ ένα μικρό θυμό και με μια κίνηση νευρικιά του κεφαλιού.

— Δεν ξέρω γω! εγώ πεινώ!

Αυτός δε μιλησε.

Είπε της αδελφής του, που μέσα στο μαγεριό ήτανε, να φέρει το φαΐ. Κι αυτή τόφερε. Αλλ΄ η αδελφή του, άμα καθίσανε και σερβίρισε το φαί, δε θέλησε μπουκιά να βάλει στο στόμα της. Τη βίασε. Αδύνατο, δε μπορούσε να φάει, δεν είχε όρεξη διόλου.

Αυτός έσκυψε και άρχισε να τρώει γρήγορα. Είδε σε λίγο, με τρόπο, πως και ο Κωστής έκανε σχεδόν το ίδιο, να μην τρώει. Η αδελφή του έμεινε με γυρμένο στα πλάγια το κεφάλι, ακίνητη. Θύμωσε τώρα, γιατί του φάνηκε, καλά πια, πως τόκανε επειδή λείπανε οι άλλοι απ΄ το τραπέζι.

Είχε όμως, τελειώσει, όταν του λέει δείχνοντας το στήθος της:

— Ξέρεις, Δημήτρη, κάτι πόνοι μούρθαν εδώ, να εδώ, εδώ. Πωπώ! πολλοί, πολλοί! Θεέ μου! Και σηκώθηκε. Σηκώθηκε κι αυτός τρομαγμένος:

- Να το! σκέφθηκε, να το αυτό που φοβόμουνα!

Αυτή έφερνε τα χέρια της στο στήθος κ΄ έλεγε:

— Θεέ μου! σα να με σκίζουν!

Ο Κωστής κίτρινος την είχε πλησιάσει κι αυτός.

— Για πού; πού; τη ρώτησε.

— Εδώ, εδώ! στον πνεύμονα!

— Μπα, μπα, μπα! Όχι δεν είναι στον πνεύμονα, θάναι απ΄ έξω!

— Να πλαγιάσει!

— Ένα ζεστό!

— Τρέξε πάρε ένα συναπισμό! Θα της τραβήξει το κρύο!

— Θεέ μου! σα να με σκίζουνε νύχια! Πω, πω!

— Άλλο τούτο!

— Τρέξε σου είπα να πάρεις ένα συναπισμό!

Ο αδελφός του, και τον λυπήθηκε έπειτα που το σκεφτόταν, ωχρός, ξεσκούφωτος όρμησε στη σκάλα.

— Να πλαγιάσεις! Έλα, έλα! Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα, κανένα κρύο! Θα περάσει! της έλεγε.

Στο δωμάτιό της γρήγορα άναψε φως. Αλλ΄ η αδελφή του μόλις έκανε να γείρει άρχισε πάλι τις φωνές. Της ήταν αδύνατο να πλαγιάσει, οι πόνοι δυνάμωσαν, έγιναν τρομεροί, κάτι σα χέρι μέσα της, έλεγε, με μακριά νύχια τραβαούσε τα στήθια της, την ξέσκιζε…

Δεν ήξερε τι να κάνει. Και πάνω σ΄ αυτό θυμήθηκε τη μάνα του έπειτα τον πατέρα του:

— Και κείνος λείπει ο καταραμένος! είπε.

— Μην τον βρίζεις.

— Μη τον βρίζω!

Κατόρθωσε η αδελφή του να ξαπλωθεί στο κρεβάτι, χωρίς ν΄ απλώσει τα πόδια της. Αλλιώς της ήταν αδύνατο να πλαγιάσει. Έτσι που την είδε, θυμήθηκε κάποτε ότι είχε διαβάσει, πως αυτή τη στάση παίρνουν οι άρρωστοι...

Άκουσε την πόρτα κ΄ έπειτα ένα γρήγορο ανέβασμα και ο Κωστής βιαστικός μπήκε:

— Πήρα! έκανε λαχανιασμένος.

Της έβαλαν το συναπισμό. Κ΄ έκαιε το σώμα της πολύ, πολύ.

— Έχει πυρετό! είπε σιγά στον αδελφό του, πηγαίνοντας κοντά του, κοντά στο κομμό, όπου είχε σταθεί αυτός.

Ύστερα δυνατά:

— Εγώ πάω για τον πατέρα, να δω γιατί άργησε! Δε θ΄ αργήσω.

Ο γιατρός είχε φύγει. Αυτοί καθισμένοι μένανε στην τραπεζαρία χωρίς να μιλούνε. Ο Κωστής βρισκότανε στο δωμάτιο της αδελφής του, που ψηνόταν από πυρετό τρομερό. Ο άνεμος έξω φυσούσε δυνατός. τον άκουσε να φυσά και μαζί δυο φωνές στρίγγλικες σα νάχαν έρθει μαζί του πάνω στη ράχη του καθισμένες, στρίγγλες.

Ο Γιώργης διάβαζε εφημερίδα. Ο Δημήτρης τρίβοντας το μουστάκι του, καθότανε σε μια πολυθρόνα, που συνήθιζε η μάνα του να ξαπλώνεται. Είδε ξαφινιά τον πατέρα του να κάνει το ίδιο, την ίδια κίνηση, να τρίβει κι αυτός το μουστάκι του, κ΄ έπαψε. Απ΄ την ώρα πούρθε ο πατέρας του λίγα λόγια είχαν ανταλλάξει. Η σκηνή της μπυραρίας, που τον βρήκε, δυνατά, μα δυνατά στο νου ερχόταν. Ο πατέρας του καθισμένος στο μικρό καμαράκι με τη μισόγυμνη σχεδόν γυναίκα… Τα ποτήρια γεμάτα μπύρα, πιάτα με φέτες σαλάμι, τυρί.

Και τον ενοχλούσε η σκηνή αυτή τον ενοχλούσε. Τα μάτια της γυναίκας εκείνης, γαλανά με βαμμένα τσίνουρα, λαγνά μάτια, τον κοιτάζανε καλά, καλά. Είχε και τα μάγουλα λίγο βαμμένα. Η ροδαλή της σάρκα και το χώρισμα κείνο των μαστών.

Στο τέλος θύμωσε, γιατί του ερχότανε στο νου αυτή τόσο επίμονα, θύμωσε με τον πατέρα του, και σηκώθηκε πειραγμένος, γιατί είδε, πως θύμωνε και από κάποια ζήλια, για το γέρο πατέρα του, πούχε τη νέα κείνη, και, που δίχως άλλο θάταν η γυναίκα, που τούχε πει.

Προχώρησε στον υποσκότεινο διάδρομο και σιγά πήγε στο δωμάτιο της αδελφής του. Ο Κωστής όρθιος με σκυμμένο κεφάλι, έμενε κοντά στο κομμό, όπου πάνω υπήρχε μια λάμπα μικρή, που φώτιζε. Στο βήμα του Δημήτρη γύρισε και τον είδε.

— Πώς πάει; τον ρώτησε αυτός σιγά.

— Πώς να πάει! του απάντησε ο Κωστής κι έριξε τα μάτια πάλι στο μάρμαρο του κομμού.

Ο Δημήτρης στάθηκε λίγο είδε την αδελφή του, κι έφυγε πάλι πατώντας σιγά όσο μπορούσε, με τα νύχια.

Στην τραπεζαρία ο πατέρας του και ο αδελφός του χωρίς ν΄ αλλάξουν στάση. Κάθισε πάλι στη θέση του.

Ο πατέρας του τώρα, μίλησε κατεβάζοντας το χέρι του απ΄ το μουστάκι του:

— Ο Κωστάκης θα μείνει ίσαμε τις τρεις; ρώτησε.

— Ναι, μετά είμαι γω!

— Κ΄ ύστερα γω! είπε ο αδελφός του.

Πάλι σωπάσανε.

Κι έξω ο άνεμος βούιζε, υψωνόταν άγριος, κουνούσε τη στέγη, τα παράθυρα, και μαζί. λίγο μακριά, σα νάχε αφήσει τις δυο στρίγγλες σε κάποια γωνιά του δρόμου, ακουγόταν η φωνή τους να κλαίει και να φωνάζει θυμωμένη.

Πάνω σ΄ αυτό η πόρτα του δρόμου χτύπησε δυνατά.

— Μα ποιος νάναι τέτοια ώρα!

— Πριν σηκωθεί ο Δημήτρης είδε σα σκιά να περνά γρήγορος ο Κωστής κι άκουσε τη φωνή του να λέει:

— Χτυπούνε!

Μείνανε στις θέσες τους περιμένοντας.

Βήματα έγιναν πολλά στη σκάλα. Ο πατέρας του σηκώθηκε, επίσης κι ο Γιώργης.

Στην πόρτα της τραπεζαρίας μια γυναίκα με κατάμαυρα ρούχα παρουσιάστηκε και τυλιγμένη σ΄ ένα σάλι μαύρο, που κρυβε το πρόσωπό της. Τους κοίταξε για μια στιγμή, κ΄ ύστερα ξετυλίγοντας το σάλι, είπε σοβαρά, δείχνοντας τη μορφή της:

— Σαν την Ελισάβετ!

Οι άνθρωποι οι γνωστοί, οι φίλοι, και οι συγγενείς είχανε σχεδόν φύγει. Το σπίτι ερήμωσε, και μόνον η θλίψη πιο βαριά έπεφτε μαζί μ΄ ένα κενό, ένα κενό όμως, που μέσα βρισκόταν η μορφή η αγαπητή που ’φυγε, που χάθηκε.

Η πόρτα, η εξώπορτα, χτύπησε με κρότο κλείνοντας.

Ο Δημήτρης ο Βίγκος τραβήχτηκε απ΄ το παράθυρο, που απ΄ έξω, κάτω στο πεζοδρόμιο, στ΄ αυλάκι, ένα γνωστό του κόκκινο σταμνί, βρισκότανε σπασμένο.

Η μητέρα του είχε χαθεί στο δωμάτιό της. Ούτε είχε συνοδέψει τη νεκρή κόρη της. Και κανείς δε μπόρεσε να τη βγάλει απ΄ εκεί, ούτε να πάει να τη φιλήσει για τελευταία φορά.

Ο πατέρας του κι ο αδελφός του Γιώργης βρισκόντανε μέσα στην τραπεζαρία, μ΄ ένα φίλο παλιό, κουβεντιάζοντας. Και μιλούσαν πίνοντας καφέδες και κονιάκ, τόνα πάνω στ΄ άλλο. Ο Κωστής είχε κλειστεί στο δωμάτιό του.

Το σκοτάδι δε θα βράδυνε να πέσει.

Ξαφνικά μπήκε στη σαλίτσα ο Κωστής κίτρινος, ταραγμένος:

— Πάλι φεύγει η μαμά! του είπε.

— Ε, διάβολε! τότε δε θάναι καλά!

Και μόλις βγήκε στο διάδρομο είδε τη μάνα του με κατάμαυρα ρούχα και τυλιγμένη μ΄ ένα μαύρο σάλι, έτοιμη για να φύγει. Πίσω της η Λενιώ σήκωνε τη βαλίτσα της.

— Μα πού πας;

— Όπου θέλω! Θα πάω να γυρίσω, να κλάψω τη μοίρα μου!

Βγήκε κι ο πατέρας του, ο αδελφός του, ο φίλος τους. Τίποτα όμως. Στάθηκε αδύνατο να την πείσουνε να μείνει.

Θα ΄φευγε, δε θ’ αργούσε πολύ, έπρεπε όμως να φύγει.

Μόνο για μαρτύριο είχε γεννηθεί, τόξερε, ο δρόμος νάναι δρόμος μαρτυρίου, γι΄ αυτό γεννήθηκε!

Και την άφησαν. Κι έφυγε σιγά μ΄ ένα χαιρετισμό ξερό και χωρίς ούτε να στραφεί διόλου να τους δει, καθώς έβγαινε.

Ο Κωστής τη συνόδεψε. Ήθελε και δεν ήθελε αυτή, της κόλλησε κοντά. Πήρε και λεπτά απ΄ τον πατέρα για να την ακολουθήσει έπειτα κρυφά.

Ο Δημήτρης είχε ταραχτεί κι αισθανόταν τον εαυτό του έτοιμο για νέα κλάματα. Και αφήνοντας τους άλλους να μιλούνε για τη μάνα του και τη μανία που της είχε έρθει ανέβηκε στην ταράτσα.

Του φαινόταν το σπίτι κείνο νάχε ξεβιδωθεί, ν΄ άρχιζε να χαλά, έτοιμο να διαλυθεί σε χίλια δυο κομμάτια.

Κι είχε καταλάβει καλά τη μάνα του, τι είχε. Στο νου του ήρθε πάλι, κι έσφιξε τα δόντια του από θυμό, πως μπήκε την πρώτη βραδιά, η μάνα του στο δωμάτιο της αδελφής του. Αφού είχε ξεπλέξει τα μαλλιά της πρώτα, τάχε ρίξει στους ώμους της, σα να υπήρχε πένθος, θάνατος, μπει μέσα.

Του είχε φανεί τότε, που την παρατηρούσε καλά, πως ζητούσε να ευχαριστηθεί από λύπη, ν΄ απολαύσει τη λύπη, και ότι ζητούσε ακόμα κάτι άλλο πιο δυνατό πιο κακό.

Τα κινήματα που έκανε της απελπισίας ήταν σαν καμώματα ανθρώπου που παίζει μέρος απελπισμένου, και το αισθάνεται, τ΄ αγαπά. Μα και τα μαύρα, που φορούσε, δεν υπήρχε κανένας λόγος να τα φορεί, γιατί το πένθος του αδελφού της είχε περάσει από καιρό. Τα μάτια της στεγνά και ξερά σ΄ όλη την ασθένεια.

Τα λόγια αυτά πάλι, πούπε, όταν έμπαινε, του ήρθαν στο νου, του ξανάρθανε.

Αυτά του είχανε δώσει όμως την αρχή του μυστηρίου γιατί η μάνα του ζητούσε να τρέχει σαν έρημη. Είχε θυμηθεί πως η μάνα του από χρόνια είχε μαγευτεί απ΄ την ιστορία μιας αυτοκρατόρισσας, που γύριζε, γύριζε, περιπλανιόταν. Κ΄ επειδή η αυτοκρατόρισσα αυτή είχε λύπες, συμφορές, ήτανε βέβαιος, πια, το πίστευε, πως και η μάνα του ζητούσε, επιθυμούσε να πέσουνε λύπες στο σπίτι της, συμφορές μεγάλες…

Και τώρα; Η αδελφή του είχε χαθεί, η μάνα του γύριζε παίζοντας το μέρος της αυτοκρατόρισσας, και ο πατέρας του θάτρεχε, σα νέος άσωτος, σε γυναίκες και διασκεδάσεις. Αυτό τόχε δείξει και στην ασθένεια της κόρης της που αργούσε πολλές φορές, βρίσκοντας πρόφαση, πως είχε δουλειές. Πώς θα τελείωνε αυτή η ιστορία;

Και πάλι νόμισε ότι είδε το σπίτι σα μηχανή που χαλάει και που διαλύεται, πέφτουν τα κομμάτια της.

— Μα γιατί, Θεέ μου, τι κατάρα!

Και όμως δεν είχαν κάνει ποτέ σε κανέναν κακό, πάντα βοηθούσαν όσο μπορούσαν το φτωχό, κοίταζαν το σπίτι τους, τη δουλειά τους.

Η ανάμνηση της καλής ζωής, των καλών ημερών που ήρθε κ΄ είδε μέσα στο φως της τραπεζαρίας, το γλυκό πρόσωπο της αδελφής του κάτι να διαβάζει και οι άλλοι ν΄ ακούνε.

— Θεέ μου, θεέ μου! έκανε και κινήθηκε δω και κει.

Και κάτω, πέρα, τα φώτα του Πειραιά, λάμπανε και κουνιόντουσαν σα σημαιούλες φωτεινές, σημαιούλες φκιαγμένες από φλόγα, και πάνω αιματωμένος ουρανός και κάτω βαμμένα απ΄ αίμα σύννεφα.

 

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Νικόλα

 

αρχή

 



 

Ο κασμάς, το σκεπάρνι, ο λοστός ρίχνανε, ρίχνανε, γκρεμίζανε τα δωμάτια με τους τοίχους τους κόκκινους, τους τριανταφυλλένιους, τους γαλάζιους, που από τόσα και τόσα χρόνια ήτανε μάρτυρες, άκουγαν, είδαν τι είχε συμβεί και τι είχε γίνει, χαρά, λύπη, πένθος, στο παλιό μεγάλο σπίτι. Οι εργάτες, άλλοι ανεβασμένοι πάνω στους μισογκρεμισμένους τοίχους, χτυπούσαν, έριχναν κάτω πέτρες, ασβέστη, άμμο, άλλοι βγάζανε πλάκες, άλλοι φόρτωναν χώματα στα κάρα, κι άλλοι χωρίζανε πέτρες, τούβλα. Κι όλοι μαζί μού φαινόντανε σαν κοπάδι από κοράκια, που τρώνε, σπαράζουνε νεκρό γιγάντιο θηρίο.

Βρισκόμουνα πάνω σε σωρό πετρών και κοίταζα το γκρέμισμα, όταν βλέπω δυο εργάτες να μου έρχονται, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο.

- Τι είναι, Μανολιό; ρώτησα τον πρώτο, έναν ψηλό, κοκκινομούρη.

- Να σας πω…

Και πριν κατεβώ καλά, αυτός ήρθε κοντά και μου είπε σιγά:

- Κύριε Μεράτη, κει κάτω είναι ένας τάφος!

Αιστάνθηκα πως το χρώμα μου άλλαζε και τρόμαξα σα να είχα κάνει εγώ το κακό.

- Τι λες; του λέω.

- Μάλιστα! Μόλις άρχισα κει κοντά που ήταν το καζάνι, τον βρήκα…

Τους είχα σε μια μεριά πέρα, που ήταν ένα ιδιαίτερο μικρό πολύ οικοδόμημα, που τώρα, απ’ αυτό, δεν υπήρχε τίποτα, να βαθύνουν το υπόγειο, αφού είχανε βγάλει τις πλάκες, για να σβήσουνε ασβέστη.

Αυτό χρησίμευε για πλυσταριό του μεγάλου σπιτιού και δεν ήταν βαθύ – με δυο σκαλοπάτια πήγαινες κάτω.

Προχωρήσαμε μαζί και πηδήσαμε στο ρηχό λάκκο κι ευθύς αντίκρισα έναν τάφο μισανοιγμένο…

Λίγα κόκαλα χεριού ήτανε πάνω στο χώμα.

- Για κάνε λίγο ακόμα!

Ο Μανολιός πήρε το τσαπί κι άρχισε με προσοχή.

- Να τον! μου λέει σε λίγο.

Πλησίασα τότε και είδα, σε μικρό βάθος, μορφή σκελετωμένη…

Μου έκανε τρομερή εντύπωση… Έτσι, μου φάνηκε σα να περίμενε, να παραμόνευε κει από κάτω, να βγει στο φως…

- Έγκλημα! είπα. Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία.

Αλλ’ ο Μανολιός ταράχτηκε.

- Τι, τι; Τι είπατε, κύριε Μεράτη; μου λέει, να ειδοποιήσουμε την αστυνομία; Τι λέτε; Να ’χουμε ανακρίσεις, χασομέρια;

- Έτσι πρέπει, Μανολιό!

- Μα αυτό θα ’ναι εκατό χρονών· κείνοι που το έκαναν θα έχουνε πάει στον άλλο κόσμο!

- Δεν ξέρω γω πόσο χρονώ είναι, ξέρω πως πρέπει να το πούμε…

- Εγώ λέω… κύριε Μεράτη, μ’ αφήνετε να κάνω όπως θέλω;

- Και τι θα κάνεις;

- Να!

Και ο Μανολιός με το τσαπί πέταξε τα κόκαλα δω και κει, με δύναμη. Το κρανίο κύλησε και φάνηκε να κοιτάζει ψηλά με τις τρύπες του και σα να γελούσε.

- Στάσου! έκανα στο Μανολιό, και τονε σταμάτησα καθώς σήκωνε το τσαπί να το σπάσει.

Σταμάτησε αυτός, όχι όμως χωρίς να μουρμουρίσει και να πει πάλι για χασομέρια και μπελάδες.

Έστειλα γρήγορα το σύντροφό του να ειδοποιήσει την αστυνομία.

Αυτός όμως θα ειδοποίησε πρώτα τους εργάτες, γιατί τους είδα να αφήνουν την εργασία τους και να μας έρχονται.

Σε λίγο άρχισε να μαζεύεται πυκνός πυκνός για να δει.

Πάει η εργασία!

Και τότε, μα την αλήθεια, έδωσα μεγάλο δίκιο στο Μανολιό.

Αυτή η εύρεση του σκελετού στο παλιό σπίτι, η εντύπωση που μου έκανε, σα να ταράξανε βάθη και φέρανε στην επιφάνεια πράματα θαμμένα, μια ανάμνηση παλιά, λησμονημένη φάνηκε στο νου μου.

Και θυμήθηκα ότι μια φορά έμενα σ’ ένα σπίτι που ήταν αντίκρυ σ’ αυτό που γκρέμιζα, ένα μεγάλο σπίτι, που από καιρό έχει χαθεί, χωρίς ρυθμό, βαρύ, με γερμανικά παράθυρα ξεβαμμένα, και που τώρα στη θέση ένα άλλο από κατάλευκα μάρμαρα υψώνεται και τίποτα, τίποτα δε θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κείνο το παλιό.

Κι έμενα σ’ αυτό το σπίτι μαζί μ’ ένα φίλο μου… Μα τι να γίνεται; Ζει άραγε; Ήταν ένας ιδιότροπος αλλά καλός σύντροφος. Είχε μια μύτη μεγάλη, που τον πειράζανε άλλοι πάλι, φίλοι, και του λέγανε πως δεν ήταν άλλο παρά μύτη!

Καθόμαστε σ’ ένα δωμάτιο ψηλό, σα φωλιά ορνέων, αρσενικών όμως, έρημη από θηλυκό, καθώς έλεγε ο φίλος μου, που η κάθε ματιά τους, που έπεφτε από τα ύψη κάτω και γύρω, δεν ήτανε για ζήτηση κυνηγιού, τροφής, αλλά για κανένα όμορφο κοριτσάκι, για κανένα προσωπάκι άσπρο ή μελαχρινό, με καπέλο και φτερό, ή και χωρίς καπέλο, ξεσκούφωτο, με τσίτινο φουστάνι και ταψί στα χέρια.

Αυτός όμως, αν κι έλεγε έτσι, δεν έδινε πεντάρα γι’ αυτά τα πράματα και για τούτο ούτε πολυπρόσεξε στο αντικρινό σπίτι που, κάποτε κάποτε, ένα προσωπάκι φαινότανε σ’ ένα παράθυρο και το έκανε να λάμπει.

Η μορφή αυτής της κόρης σβηστή μένει στη μνήμη μου. Κάποτε όμως ένα χαμόγελο την ζωηρεύει και την κάνει να φανεί, να φανούν δυο μάτια καστανά, που υγρά με κοίταζαν… Αλλά γρήγορα χάνονται! Ο χρόνος έρχεται με ορμή, και σβήνει, σβήνει…

Σ’ αυτό το σπίτι, που τώρα ακολουθεί το άλλο, που μέναμε μεις και που χάθηκε, έβγαινε αυτό το κορίτσι, όλο χαρά, σαν πεταλούδα που μόλις βγαίνει στον ανθισμένο κήπο. Τι να γίνεται τώρα; Αλλά κάποτε μια άγρια μορφή κίτρινη, την ακολουθούσε, σα μετά την εμφάνιση της πεταλούδας να επρόβελνε και η σαύρα.

Και παρουσιαζότανε ρίχνοντας μια μαύρη ματιά γύρω και στο παράθυρό μας, όταν προπάντων βρισκότανε σ’ αυτό ο Ζάνερος, ο φίλος μου.

Αλλά κι αυτός άμα τον έβλεπε, αγρίευε κι έλεγε σιγά:

- Αμ ήξεραν οι Σπαρτιάτες τι κάνανε! Στο βάραθρο τον κάθε μισερό, στο βάραθρο…

Το ’λεγε αυτό, γιατί το πρόσωπο που παρουσιαζότανε ήταν ένας μεσόκοπος ραχιτικός, μελαχρινός, κίτρινος, με κατάμαυρα μάτια.

Είχαμε μάθει πως ήταν θείος της κόρης κι είχε μια γυναίκα που δε φαινότανε και πολύ στο παράθυρο, κοντή, παχιά, αλλά νόστιμη κι άσπρη, άσπρη σα χιονάτη.

Αλλ’ είπα πως ο Ζάνερος δε φρόντιζε, ούτε έδινε λεπτό για γυναίκα, και τώρα θυμήθηκα πως τον είχα ακούσει να λέει για τη γυναίκα του ραχιτικού:

- Πιο αφράτη γυναίκα δεν έχω δει! Νομίζεις ότι είναι φτιαγμένη από ασπράδι αυγού και ζάχαρη!

Και μια μέρα θυμούμαι πως τον έπιασα και να πηγαίνει πίσω της, να την καμαρώνει. Το αρνήθηκε και θύμωσε γι’ αυτό, αλλ’ εγώ το είδα…

Ήταν, είπα, θείος της κόρης ο ραχιτικός. Αλλά γιατί έκανε έτσι; Γιατί έτρεχε πίσω της, πίσω απ’ την κόρη, σα να ’τανε ζηλιάρης εραστής ή σύζυγος;

Το παράδοξο όμως πάλι ήταν πως αντί να ταράζουμαι εγώ στη θέα του, ταραζότανε ο Ζάνερος, και ταραζότανε πολύ. Μου έλεγε πως δεν μπορούσε να τον υποφέρει, να υποφέρει τη ματιά του, τον έπιανε πυρετός, δεν ήταν όλη την ημέρα καλά…

Ο ραχιτικός, καθώς φαινόταν, σε κείνον είχε ρίξει την υποψία του, γιατί, αν και πολλές φορές εμένα έπιασε στο παράθυρο, η ματιά του αδιάφορη, ψυχρή περνούσε. Ενώ, όταν έβλεπε το φίλο μου, πώς αγρίευε!

Κι οι δυο έμεναν, κοιταζόντουσαν άγρια, άγρια… Και ο φίλος μου έλεγε σιγά, καθώς ανάγκαζε το ραχιτικό ν’ αποσύρει τα μάτια του και να φύγει απ’ το παράθυρο:

- Μωρέ, καλά και άγια κάνανε οι Σπαρτιάτες! Στο βάραθρο ο κάθε μισερός, στο βάραθρο! Για το βάραθρο ήσουνα…

Αλλ’ η έχθρα του φίλου μου μεγάλωνε, έπασχε απ’ αυτή. Το έβλεπα καλά. Πολλές φορές μου ’λεγε το πρωί:

- Είδα απόψε αυτόν στον ύπνο μου, είδα πως παλεύαμε. Τον έριχνα, λέει, κάτω, αλλ’ αυτός γινότανε τόσο δυνατός, σα σίδερο, και μου ριχνότανε. Στο διάολο!

Μια νύχτα τον άκουσα να φωνάζει και τον ξύπνησα.

- Δεν ξέρεις, μου είπε, έβλεπα πάλι αυτόν… Πάλι πάλευα μαζί του και μου είχε κολλήσει στο λαιμό…

Μια μέρα η κόρη δε φάνηκε… Τι έγινε; Πού να μάθω στην αρχή; Μετά μέρες όμως έμαθα πως πήγε στην πατρίδα της, στους γονείς της. Πάει η αγάπη…

Δεν πέρασε και πολύς καιρός και μαθαίνω μια μέρα πως ο ραχιτικός ο πλούσιος χάθηκε κι ότι λέγανε πως σκοτώθηκε μόνος, πνίγηκε…

Κείνο που υποπτευόμουνα το πίστεψα τότε, ήταν αλήθεια. Αγαπούσε την ανεψιά του και γι’ αυτό σκοτώθηκε…

Και δεν το είπα και σε λίγους! Τις ίδιες μέρες έφυγε κι ο Ζάνερος, κι από τότε ούτε άκουσα τι γίνεται. Έπρεπε μάλιστα να ’ρθει για τις εξετάσεις…

Αυτά σκεπτόμουνα την άλλη μέρα το μεσημέρι, κλεισμένος στο δωμάτιό μου, γιατί η βροχή μας εμπόδισε να εργαστούμε, όταν η πόρτα μου χτύπησε σιγά.

Ήταν ένα παιδί που είχα στην εργασία κι έφερνε ένα γράμμα.

Μου ’γραφε ένας από τους εργολάβους της οικοδομής, που θα έκανα, και μου ’λεγε πως η ταμπακέρα που βρήκανε μέσα στον τάφο, μαζί με το σκελετό, είχε πάνω ένα όνομα: Π. Συνέρης.

Γρήγορα θυμήθηκα πως ήτανε το όνομα του ραχιτικού που καθότανε στο σπίτι αυτό και που είχανε πει πως είχε πέσει στη θάλασσα κι αυτή είχε γίνει ο τάφος του!

Έχει γούστο να ’ναι αυτός! είπα.

Και ήταν! Όπως απόδειξε κι η εξέταση του σκελετού, ήταν αυτός! Ενώ τον ζητούσανε στη θάλασσα, αυτός βρισκότανε κει κάτω θαμμένος…

Τώρα, τι συνέβαινε;

Εγώ δε λέω τίποτα.

Ένα πράμα μόνο έχω να σας πω, ότι τώρα περισσότερο, όταν χαλώ κανένα παλιό σπίτι, περισσότερο σκέπτομαι πόσα κρυφά δράματα, πόσες άγνωστες τραγωδίες έχουνε γίνει σ’ αυτά…

 

Από τη συλλογή «Τριανταδύο διηγήματα» (1921)

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Γιάννη Π.

 

αρχή

 



 

Ο Χουλίδας βγήκε έξω. Ο Σαμούλης έμεινε στη θέση του, μαζωμένος σα γάτα, ακίνητος. Φαινόταν να μη κατάλαβε πως έφυγε ο Χουλίδας και ξακολουθούσε να έχει τα μάτια στηλωμένα στο πάτωμα.

Προ ολίγου που είχε ακούσει το σκύλο να ουρλιάζει έξω απ΄ την πόρτα του φιλάργυρου, είχε σκεφτεί :

– Κάτι κακό θα πάθει ο Χουλίδας! να το δεις.

Μαζί τού ήρθε η σκέψη μη αυτό το κακό, που ο σκύλος σαν κακός μάντης το φώναζε τόσο απαίσια στην πόρτα του φιλάργυρου, ήταν το κακό που αυτός είχε σκεφτεί να κάνει στο φιλάργυρο! Και του φάνηκε να σέρνεται από κάποια δύναμη, να τον σπρώχνει αυτή, για να κάνει κείνο που είχε σκεφθεί. Κ΄ αισθανόταν σιγά σιγά ότι του ήταν αδύνατο να υποχωρήσει, γιατί αυτό ήταν γραμμένο να γίνει, και ότι αυτός δεν όριζε πια τον εαυτό του, αλλ΄ ήταν όργανο της Μοίρας...

Η φωνή του Χουλίδα τον έβγαλε απ΄ αυτό. Είχε γυρίσει και ρωτούσε.

– Τι έδυσε ο ήλιος;...

Απάντησε κάτι μπερδεμένο, και κοίταξε έξω. Ο ουρανός είχε σκεπαστεί από σύννεφα πελώρια. Ένα σκοτεινό επρόβαλε απ΄ το αντικρινό ψηλό σπίτι.

– Έλα πήγαινε! του είπε απότομα ο Χουλίδας.

Κάτι είπε ο Σαμούλης σιγά σιγά, που ήταν περισσότερο φοβέρα παρά χαιρέτισμα, κι έφυγε. Όταν βρέθηκε στην αυλή, αντί να βγει έξω στο δρόμο, χώθηκε σε μια καμαρούλα, που ήταν σε μια γωνιά της αυλής. Ήταν ανοιχτή, γιατί δεν είχε τίποτε. Άλλοτε έβαζαν μέσα κει τα βερνίκια, το χρυσό, κόλλα και άλλα υλικά, που χρησίμευαν στο κατάστημα Χουλίδα.

Ήταν σκοτάδι μέσα. Ζήτησε να βρει κάτι να καθίσει και δε βρήκε άλλο παρά το πάτωμα. Και κάθισε περιμένοντας να νυχτώσει και ν’ ακούσει το Χουλίδα να φεύγει. Είχε κάτι της γάτας, που παραμονεύει ποντικό καθώς έμενε έτσι. Άκουσε σε λίγο πάνω στη λαμαρινένια στέγη της καμαρούλας τη βροχή να χτυπά.

Η ώρα περνούσε. Η βροχή δυνάμωνε. Σα να κοσκίνιζαν επάνω στη λαμαρινένια σκεπή μάγισσες, φαντάσματα της νύχτας, ακουγόταν η βροχή.

Και ο καιρός εκείνος, οι κρότοι της βροχής τον έκαναν να αισθάνεται περισσότερο εκείνο, ότι ήταν όργανο της Μοίρας, και ότι όλα αυτά γινόνταν να τον βοηθήσουν για να φτάσει εκεί που η Μοίρα ήθελε!

Άκουσε της γυάλινης πόρτας το κουδουνάκι να χτυπά, έπειτα την εξώπορτα να κλείνει, όπως πάντα μ΄ έναν τρομερό κρότο.

Ο Χουλίδας είχε φύγει.

– Εμπρός! είπε.

Νόμισε ότι τον έσπρωχναν να βαδίσει. Άνοιξε και βγήκε. Το χαλάζι κι ο άνεμος τον χτύπησαν στο πρόσωπο. Ανέβηκε τη σκάλα, έβαλε το αντικλείδι και άνοιξε... Πέρασε το διάδρομο, πατώντας σιγά, ελαφρά, κι έφτασε στο δωμάτιο του φιλάργυρου. Εκεί στάθηκε.

– Τι περιμένεις; είπε στον εαυτό του.

Όρμησε στην πόρτα, αλλ’ αυτή άνοιξε αφήνοντας ελεύτερη την είσοδο, με φωνή όμοια με ποντικού.

Ένα μικρό φως φώτιζε το δωμάτιο που κάποτε η αστραπή, που περνούσε, το έκανε να λάμπει. Σαν τέρας μουγκρίζοντας και δεμένο απ’ το ελεύτερο φως η βροντή ακολουθούσε.

Μπήκε μέσα γλήγορος με μια τρεμούλα στο σώμα. Ήξερε πού ο φιλάργυρος είχε το θησαυρό! Θα τον έκανε φτωχό, φτωχό!... Αυτό ήταν το κακό που θα ’κανε στο φιλάργυρο! Αλλ΄ άκουσε κάτι σα βήμα! Ετρόμαξε, ζαλίστηκε και του φάνηκε τότε, ότι βρισκόταν μέσα σε όνειρο και πίστεψε, ότι κάποιο σκοτάδι θα ριχνόταν απ΄ αυτό και θα τον έκρυβε!

Μια φωνή έπειτα :

– Κλέφτη!

Αισθάνθηκε το χέρι του φιλάργυρου να τον αρπάζει κι αντίκρυσε τα μάτια του. Τα είδε μεγάλα, μεγάλα!...

– Κλέφτη! Θα σε πνίξω!

Και τον έσφιγγε δυνατά. Ο Σαμούλης, σα να του έφυγαν οι δυνάμεις, κλονίστηκε.

– Θα σε πνίξω!

Η φωνή του Χουλίδα στ΄ αυτιά του σαν κακή σάλπιγγα και τα μάτια του άγρια, μεγάλα, απαίσια να τον κοιτάζουνε...

– Θα χαθώ!

Προσπάθησε ν΄ απαλλαχτεί, αλλά στάθηκε αδύνατο. Στο νου του ξαφνικά, σαν την αστραπή, που μπήκε στο δωμάτιο, ήρθε το μαχαίρι του.

Και χτύπησε μ΄ αυτό, εχτύπησε!...

***

* *

Ο φιλάργυρος έμεινε μέσα στο δωμάτιο, ανάσκελα στο πάτωμα, με κλεισμένα τα δάχτυλα και ανοιχτά τα μάτια.

Ο Σαμούλης είχε φύγει. Κ΄ έξω αυτός, καθώς έτρεχε μέσα στον άνεμο το δυνατό, στη βροχή, στο χαλάζι τους είπε, σα να ήθελε να τους συστήσει τον εαυτό του :

– Είμαι της Μοίρας το χέρι εγώ!...-

 

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 39-42.

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη

 

αρχή

 



 

Σηκώθηκε να φύγει. Ο καιρός βάραινε για βροχή. Ψηλά είδε το μαύρο σύννεφο ν’ απλώνεται γρήγορο πάνω στον θολό ουρανό. Κι απλωνότανε με χίλιες άκρες, ή σα να ’χε αυτό άπειρα κρόσια, ζωντανά κρόσια, που κουνιόντουσαν σα να ψαχούλευαν… Ξαφνικά το σώμα ή ο κορμός του σύννεφου αυτού, ένας μαύρος χοντρός όγκος, άνοιξε, άνοιξαν τα πλευρά του, κι ένα άλλο σύννεφο ξεπετάχτηκε, σταχτερό αυτό, και βγήκε σαν καπνός πυκνός, πυκνός. Αλλά τι βάθος έδειξε κείνη η σχισμάδα όταν το σύννεφο το σταχτερό έφυγε, τι μαυρίλα μέσα, τι βράχια, τι γκρεμνούς απαίσιους! Σα να ’ταν η κόλαση και περιόδευε, ταξίδευε!

Πάλι έκλεισε όμως. Αλλά τότε μια λάμψη πετάχτηκε σα λαμπερή βελόνα και χώθηκε στο σταχτερό το σύννεφο, που κάτω απλωνόταν…

Θα ’χουμε μπόρα, και μπόρα γερή! έκανε τρίβοντας τα χέρια του.

Και προχώρησε σιγά για να μπει σ’ έναν κήπο δημόσιο, κοιτάζοντας κάποτε ψηλά, για να δει μην ανοίγει ο ουρανός, έτοιμος να λυπηθεί άμα το ’βλεπε και γινόταν.

Ο κήπος ήταν έρημος. Αλλά πάντα σχεδόν, και όταν ήταν καλές ημέρες, έτσι έρημος βρισκόταν. Πάντα ήσυχος, χωρίς θόρυβο, χωρίς φωνή ανθρώπου. Τα δέντρα θορυβούσανε μόνο όταν φυσούσε άνεμος, και θορυβούσαν χωρίς στη βουή τους, στον αχό τους ν’ ανακατώνεται φωνή ανθρώπου, όπως θα γινότανε στις μεγάλες ερημιές, στα έρημα δάση.

Μια πνοή ανέμου ήρθε και τώρα, κι έκανε τα δέντρα, τα χαμόδεντρα, τα λουλούδια να κουνηθούνε, να κουνούν τα φύλλα τους, τα κλαδιά τους, όμοια με πουλάκια στην εμφάνιση των γονιών τους, που με φωνές κουνούνε, σαλεύουν τις φτερούγες ζητώντας τροφή.

Μια λάμψη γρήγορη, και μετά βροντή. Ψιχάλες αρχίσανε να ραντίζουν τη γη, να χτυπούνε τα φύλλα των δέντρων…

Αυτός ήταν σε έρημο δάσος, όπου βροχή έπεφτε. Κανείς άλλος απ’ αυτόν δεν υπήρχε κει. Μόνο μέσα στα πυκνά φυλλώματα κάποιο θηρίο θα φώλιαζε.

Αλλά να, απ’ τα πράσινα κείνα φυλλώματα, τα βαθιά, ένας Ευρωπαίος φάνηκε να βγαίνει με μια νέα κοντόσωμη.

Η ερημιά έφυγε, χάθηκε. Ο νέος ήταν κάποιος γνωστός του, παλιός συμμαθητής του, και η νέα μια νόστιμη ξανθούλα. Και ήρθανε γρήγορα στο μέρος που ο Φίλιππας βρισκότανε, για να βρούνε καταφύγιο κάτω απ’ το πυκνό πεύκο.

Δεν πίστεψε πως ήταν ερωμένη του, όχι. Σ’ αυτήν την πόλη σπάνια, μα πολύ σπάνια, να δει κανείς εραστές να βγαίνουν έτσι φανερά, μέρα, μαζί. Και γι’ αυτό πίστεψε πως θα ’ταν ή αδελφή του ή καμιά στενή συγγενής του. Μα είχε τόσο νόστιμη αδελφή αυτός;

Και δεν είχε απατηθεί. Ήταν αδελφή του. Σε λίγο το ’μαθε. Και του χαμογελούσε αυτή δείχνοντας κάτι άσπρα δοντάκια, ριζάκια καρφωμένα σε τριανταφυλλένια ούλα.

Αυτός λυπήθηκε, γιατί δε το ’ξερε από καιρό πως ο Σαδάκης είχε τόσο ωραία αδελφή! Και δεν ήθελε τη φιλία του, τον περιφρονούσε! Άρχισε να εύχεται να μην πάψει η βροχή, και να διαρκούσε, να διαρκούσε…

Ήταν ευτυχισμένος, κολυμπούσε μες στην ευτυχία. Και κάποτε σα να τον σκέπαζε αυτή, του ’φερνε ζάλη, μισοπνιγόταν. Προσπαθούσε να προφυλάξει το ωραίο ξανθό κοριτσάκι, ενώ ο αδελφός της αδιαφορούσε, ή κοίταζε να φυλαχτεί αυτός.

Αλλ’ είχε ο αδελφός της κι ένα άλλο, μια άλλη σκοτούρα. Κάθε τόσο που αστραπές λάμπανε και βροντές γινόντουσαν, σαν ψηλά, πάνω στα θολά τα σύννεφα να τραβούσαν έπιπλα βαριά και χτυπούσαν τενεκέδες, αυτός πάθαινε ταραχή, πήγαινε μπρος πίσω.

Η ξανθούλα κοίταζε τον Φίλιππα, που κάτι όλο έλεγε, του είχε ανοίξει η όρεξη να πει και να κάνει τον έξυπνο, και του χαμογελούσε, του χαμογελούσε…

Αλλ’ όταν αρχίσαν πιο πολλές οι βροντές και είδαν κεραυνό να πέφτει, ένας στύλος φωτεινός να τινάζεται κάτω και να συντρίβεται στον αέρα, τότε ο αδελφός της άρχισε να λέει πως πηγαίνει και ότι εκεί δεν μπορούσε να μείνει. Μαζί θυμήθηκε και πως τα δέντρα σέρνουν τους κεραυνούς. Και σ’ έναν δυνατό κρότο που σα γίνηκε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, όρμησε να φύγει.

- Έλα, έλα! είπε στην αδελφή.

- Τι λες! Τρελή είμαι, να γίνω μούσκεμα!…

- Έλα, σου λέω!

- Δεν πάω πουθενά!

Μια αστραπή έγινε κι έπειτα μια βροντή τρομερή, που δεν ήταν όμοια με τον κρότο των τενεκέδων.

Αυτός το ’βαλε στα πόδια.

- Εγώ πάω, κάνε όπως θέλεις! είπε.

Ω, ω, πώς χτυπούσε η καρδιά του Φίλιππα!

- Για, τον βλάκα, της είπε, θα γίνει ελεεινός!…

Άκουσε τη φωνή του να ’ναι τρεμουλιαστή.

Γύρισε και τον κοίταξε με τα πλάγια και από κάτω, με μια ματιά όλο γλύκα, ηδονή, και του είπε:

- Μα δεν ξέρετε πόσο φοβάται τους κεραυνούς! Τον πιάνει τρομάρα όταν τους ακούει! Στο σπίτι όλοι τον περγελούνε γι’ αυτό, αλλ’ αυτός πού!… το φόβο του!…

Αυτή ήτανε γενναία και όμορφη!

Την κοίταζε τώρα μες στα μάτια, κι έλεγε, προσπαθούσε να πει…

Αχ, πώς ήθελε να μην έπαυε η βροχή, να εξακολουθούσε, και πιο δυνατή μάλιστα…

Και βρισκόντουσαν κοντά κοντά… Να ’τανε σ’ ένα δάσος έρημο!…

Αλλά να, πάνω σ’ αυτήν την ευχή, κάποιος φάνηκε να ’ρχεται τρεχάτος. Ο αδελφός της!

- Θα ’ρθεις; της φώναξε και στάθηκε σε απόσταση, μες στη βροχή.

- Όχι! Τρελάθηκα, νομίζεις!

Α, είχε νυχάκια, θύμωνε, αγρίευε!

Αυτός όμως, αντί να φύγει, ήρθε κοντά πάλι, να στεγαστεί κάτω απ’ το πυκνό και με γυρτά κλαδιά σαν ομπρέλα πεύκο. Και είχε έρθει καταβρεμένος, ελεεινός. Και σα να τα ’χε με τον Φίλιππα. Είχε σουφρωμένα τα φρύδια του και απέφευγε και να τον κοιτάζει. Και ο Φίλιππας, βλέποντάς τον έτσι, ούτε του είπε πια λέξη, αλλά κοίταζε κείνη.

Η βροχή όμως, η θεία βροχή, άρχισε να παύει. Έπαψε. Κι έγινε μια σιωπή τότε, που την αισθάνθηκε τόσο, μα σα να σώπασε μαζί και η καρδιά του να χτυπά.

Ο αδελφός και η αδελφή φύγανε. Τώρα τον χαιρέτησε ο αδελφός με γέλιο, εκείνη με χαμόγελο κι έβαλε το δάχτυλο στα χειλάκια της…

Έμεινε κοιτάζοντάς τους, ώσπου χαθήκανε.

Τώρα;

Έμεινε σκεπτικός και κοίταξε, χωρίς να θέλει, μια λιμνίτσα που είχε σχηματισθεί κοντά σ’ ένα δέντρο και που γινόντουσαν πάνω της φούσκες πλήθος, όμοιες με μικρά ποτήρια βεντούζας.

Ο ουρανός άνοιγε, το γλυκό γαλάζιο του χρώμα πάλι φαινόταν. Μες στην καρδιά του, στο νου του κάτι τέτοιο ένιωσε να γίνεται ένα σκοτεινό να φεύγει κι ένα φως να φαίνεται.

Θεέ μου, τι ωραία που ήτανε! είπε.

Νερά στάζανε, πέφτανε απ’ τα δέντρα. Ένα ψυχρό αεράκι εφύσηξε.

Αλλά να και ο ήλιος! Μια ακτίνα του ξεπετάχτηκε λαμπρά, θεία. Μα πώς του φάνηκε; Σαν τη ματιά της!…

Βυθισμένος στις σκέψεις του δεν είδε ότι είχε περάσει στο δρόμο του καφενείου που σύχναζαν οι φίλοι του. Και, όταν το είδε, στάθηκε και θέλησε να γυρίσει πίσω. Αλλά κάποιος που στεκότανε στην πόρτα του καφενείου τον είδε και τον φώναξε.

Ήταν ο Θεοφάνης, με τη μαγκούρα του τη χοντρή στα χέρια.

- Έλα δα! του είπε αυτός. Τι έγινες σήμερα! Η βροχή σ’ έκλεισε;

- Άσε, έχω κάτι δουλειές! Θα πάω τώρα για το σπίτι! Πλησιάζει και μεσημέρι!

Από κάτω απ’ το καφενείο, στο υπόγειο, ο χοντρός και φαφούτης ιδιοχτήτης του καφενείου έκανε γλυκά.

Στάθηκε ο Φίλιππας λίγο στη μέση της σκάλας, μες στη ζέστη και τη μυρωδιά τη γλυκιά π’ έβγαινε, και μίλησαν.

Ήταν κι αυτός, ο ιδιοχτήτης, απ’ τη συντροφιά που θα πήγαινε στα βάθη της Αφρικής, έχοντας αρχηγό τον Φίλιππα, για να ιδρύσουν το Ελεύθερο Κράτος!

Και δεν ήτανε νέος. Είχε αρκετά χρονάκια στη ράχη του. Αλλά τι είχε να κάνει; Θα πήγαινε κι αυτός στα βάθη της Αφρικής. Δεν ήταν όμως ο πιο ηλικιωμένος της συντροφιάς που θα ’κανε αυτό το κίνημα. Υπήρχε κι ένας άλλος, ακόμη μεγαλύτερος στην ηλικία. Και ήταν αυτός ο διπλανός του, ο Ζαχαρίας, ο παντοφλάς. Χοντρός χοντρός, με τα βρακιά του να κρέμουνται πάντα, ο Ζαχαρίας είχε δώσει το λόγο του από καιρό ότι θα τους ακολουθούσε όπου πήγαιναν. Και ήταν ένας απ’ τους μανιακούς για το ταξίδι, ή για την ίδρυση του Ελεύθερου Κράτους.

Πριν γίνει μέλος της συντροφιάς, είχε δώσει το ευρύχωρο μαγαζί του σε κάποιον που έβγαζε, ή που δίδασκε, το λόγο του Θεού να βγάζει κει τους λόγους του.

Και μόλις βράδιαζε, το παντουφλάδικο άλλαζε, έπαιρνε άλλη όψη, γινότανε διδασκαλείο. Και ο Ζαχαρίας ποτέ δεν έλειπε απ’ το κήρυγμα, πάντα ήταν πρωτοκαθεδρία. Κι έτσι, σιγά σιγά έπειτα, άλλο δεν έκανε παρά να μιλά κι αυτός για τον Πανάγαθο Θεό και να λέει ρητά του Ευαγγελίου. Αυτό το έκανε ίσαμε την ημέρα όπου ο Φίλιππας του μίλησε για τις φυσικές καλλονές της Αφρικής, για τα βάθη της Αφρικής σα να τα ήξερε. Και ο Ζαχαρίας τόσο μαγεύτηκε, που ευθύς βρέθηκε έτοιμος να πουλήσει τα σουβλιά, τα σφυριά και όλα τ’ άλλα του μαγαζιού του και να τους ακολουθήσει. Θα άφηνε ένα ποσόν, έλεγε, στη γυναίκα του και τα παιδιά του για να περνούνε κι έπειτα, άμα ετοιμαζόταν το κράτος, θα ερχότανε και θα τους έπαιρνε.

Και βιαζότανε να φύγει, βιαζόταν και όλο ρωτούσε τον Θεοφάνη, τον φίλο του Φίλιππα, πότε επιτέλους θα ξεκινούσαν.

Ο Θεοφάνης, πάλι, ήτανε σαν υπασπιστής του Φίλιππα. Αυτός όμως ήθελε και δεν ήθελε να φύγει. Μετά από κόπους και βάσανα, είχε κατορθώσει να πάρει το χαρτί του απ’ το γυμνάσιο και να γίνει φοιτητής, και του ερχότανε δύσκολο ν’ αφήσει την Ελλάδα και το καμάρι που ’χε πως ήτανε στο πανεπιστήμιο. Αλλ’ αγαπούσε όμως τις γυναίκες υπερβολικά, και ο Φίλιππας του ’χε πει ότι όπως του διηγήθηκε κάποιος συγγενής του, εκεί, σ’ αυτά τα μέρη, βρισκότανε διάφορες καλλονές, μαύρες, καφετιές, μελαψές, μελαχρινές, όλο φωτιά, και, το σπουδαιότερο, γυμνές! Ήξερε ο Φίλιππας πως μόνο μ’ αυτό θα τον τραβούσε να δεχτεί, γιατί, μ’ όλη την αγάπη που ’χε στις γυναίκες, ποτέ δεν είχε κατορθώσει να τα φτιάξει με καμιά. Και δεν ήτανε μέρα να μην τον απαντήσουνε να τρέχει πίσω από κανένα κοριτσάκι, που το βλέπανε να βαδίζει γρήγορα, όσο μπορούσε, για ν’ αποφύγει τη μορφή του, που δεν ήτανε διόλου, μα διόλου συμπαθητικιά. Κοντός με μακριά μύτη, ξανθός και μαλλιαρός τόσο, που μόλις λίγο μάγουλο έμενε άδειο απ’ τις τρίχες, κοντόφθαλμος με γυαλιά. Δυνατός όμως, με κάτι χέρια μακρύτερα απ’ όσο έπρεπε να ’ναι, και χοντρά. Κρατούσε πάντα μια μαγκούρα από σιδερόξυλο. Έσπαζε μαγκούρες, τις μαγκούρες των άλλων, στα μπράτσα του, και σε όλους ήταν άγριος και μόνο στον Φίλιππα άκουγε. Αλλά του φαινόταν αυτουνού πως ο Θεοφάνης όλο ζητούσε να σπάσει τα δεσμά του τα αόρατα, ή την αλυσίδα την αόρατη, που τον κρατούσε απ’ τη μύτη καθώς τις αρκούδες κι έκανε όπως αυτή.

Είδε ο Φίλιππας και τον παντουφλά, τον Ζαχαρία. Και τον είδε αυτόν να περπατά πάνω κάτω μες στο ευρύχωρο μαγαζί του μόνος.

- Καλώς τον, καλώς τον! είπε στον Φίλιππα. Κι ύστερα: Εγώ πάει, ξεπούλησα, πάει η παλιοδουλειά! Στον Οξαπεδώ την έστειλα! Όπως ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός έβγαλε τα δαιμόνια απ’ τους δαιμονισμένους και τα ’ριξε στους χοίρους! Και τώρα είμαι χωρίς τα δαιμόνια, χωρίς το χρήμα!… τη σκέψη δηλαδή να κερδίσω χρήμα… Είμαι πρώτος και καλύτερος! Μην αργείς μόνο. Να πάμε να δούμε άλλον κόσμον και όχι σπίτια, τη μια πέτρα πάνω στην άλλη!…

Αυτά τα τελευταία λόγια ήτανε λόγια του Φίλιππα, που τα είχε μάθει, με άλλα πολλά μαζί, σαν τραγουδάκι.

Ο Φίλιππας είχε μείνει ξερός. Τον βεβαίωσε όμως πως θα γινόταν αυτό σε λίγο, αφού πρώτα κάτι πήγε να του πει, πως κακά έκαμε να βιαστεί…

- Τι λες! τι λες! του είπε αυτός. Απόφαση!…

Και ο Φίλιππας έφυγε.

Βλέπεις τι έκανες; είπε στον εαυτό του, καθώς πήγαινε με σουφρωμένα φρύδια σπίτι του. Να τα έργα σου!

Στο σπίτι τους βρήκε όλους στο τραπέζι να περιμένουν το φαΐ, που δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Ο γαμπρός του, με τη μύτη του προς τα επάνω σαν έτοιμη ν’ αφήσει σάλπισμα, βρισκόταν, όπως πάντα, στη μέση, γεμάτος ευτυχία. Κάθισε και ο Φίλιππας στη θέση του χωρίς να βγάζει μιλιά, ή ν’ ανακατώνεται στις ομιλίες τους. Αλλά κι αυτοί πολύ σπάνια να του μιλήσουν, και μόνο κάποτε ο πατέρας του κάτι θα του ’λεγε. Ίσως έβλεπε αυτό και τον λυπότανε.

Όταν τους είδε πάλι μαζεμένους έτσι, και αγαπημένους, πάλι επεθύμησε το ταξίδι της Αφρικής, να φύγει μακριά τους, αλλ’ η επιθυμία του βρήκε τώρα γρήγορα ένα εμπόδιο: το προσωπάκι το ξανθό της μικρόσωμης κόρης…

Αυτοί μιλούσαν, και προπάντων ο γαμπρός του. Κι άκουγε ο Φίλιππας και τι λέγανε.

Αυτήν την ημέρα τα ’χανε με την πόλη που κατοικούσαν. Και βρίσκανε πως δεν ήταν κατάλληλη γι’ αυτούς, δεν είχε τίποτα καλό, ήταν πρόστυχη, βρόμικη…

- Πόλη είν’ αυτή, έλεγε ο γαμπρός του, να μην μπορείς να βρεις άνθρωπο να μιλήσεις! Α, Αθήνα και πάλι Αθήνα!

- Αθήνα! έκανε η αδελφή του μ’ ένα τίναγμα μικρό του κεφαλιού. Αριστοκρατία!

- Τώρα βάζετε την Αθήνα! είπε και ο ένας αδελφός του, που ’χε σπουδάσει στην Αθήνα κι όλο γι’ αυτήν έλεγε.

- Μα μου φαίνεται, είπε ο πατέρας του στον γαμπρό του, πως, ίσα ίσα, για τη δουλειά σου αυτό το μέρος εδώ σου χρειάζεται!

- Τι, τι λες; Μ’ αυτά εδώ τα ζώα; Μα δεν ξέρεις ότι το παν είναι το περιβάλλον; Ή νομίζεις πως είναι εμπορικά βιβλία να κάνει κανείς μια εφεύρεση! Ε, εδώ θέλει!

- Έτσι είναι, μίλησε και η μάνα του μ’ ένα θυμό, κοιτάζοντας τον άντρα της. Εσύ νομίζεις πως η ζωή είναι φαΐ και ύπνος… Το περιβάλλον, η διασκέδαση, ο κόσμος ο καλός…

- Η αριστοκρατία! πρόσθεσε η αδελφή του.

- Ίσως! απάντησε ο πατέρας του τεντώνοντας το λαιμό του με μια κίνηση χήνας.

Ο Φίλιππας, άμα έφαγε, κλείστηκε στο δωμάτιό του αφήνοντας τους άλλους στο τραπέζι να μιλούν και να συζητούν.

Από καιρό είχε αρχίσει κάποτε να σκέπτεται πως η μεγάλη ιδέα για την ίδρυση του Ελεύθερου Κράτους εις τα βάθη της Αφρικής ήταν πολύ δύσκολη, ή καλύτερα ακατόρθωτη. Αλλά του ήταν αδύνατο να την αφήσει. Δεν μπορούσε. Κι άφηνε πάλι να την πιστεύει, όπως και τόσοι άλλοι, που τους είχε ποτίσει αυτή την ιδέα και περίμεναν ανυπόμονα πότε θ’ αρχίσει η εκστρατεία.

Τώρα όμως άλλαξε μεμιάς. Τα τείχη τα μεγάλα, που κλείνανε, στήριζαν αυτήν του την ιδέα, πέφτανε στην εμφάνιση του προσώπου της ξανθιάς κόρης, όπως τα τείχη της Ιεριχούς στην εμφάνιση της Κιβωτού. Αλλά κι ερειπωμένα έτσι, άρχισαν κάτι να του θυμίζουνε, να του λένε, όπως κάτι σα να λένε, να διηγούνται παλιά χαλάσματα δόξας, τα χαλάσματα των τειχών της Ιερουσαλήμ στους Εβραίους. Αυτός όμως έκλεισε τ’ αυτιά του σ’ όλα.

Αν θέλεις να γίνει δικιά σου, είπε στον εαυτό του, να τ’ αφήσεις αυτά! Κι έπειτα, το ξέρεις, δε γίνεται! Πάνε κείνοι οι καιροί, φίλε μου!… Άργησες να ’ρθεις, τι να σου κάνω; Τώρα δω! Πρέπει να κοιτάξεις αλλιώς!

Περπατούσε πάνω κάτω μες στο δωμάτιο και στάθηκε να σκεφτεί, αλλ’ έμεινε χωρίς τίποτε να παρουσιαστεί στο νου του, σα να ’χανε σταθεί και οι σκέψεις.

Έτσι θα κάνω, είπε και ξανάρχισε το περπάτημα και, σα να κινηθήκανε μ’ αυτό και οι σκέψεις, άρχισε να σκέπτεται.

Και λυπήθηκε που δεν άκουσε προ ημερών τον πατέρα του, αλλά μάλιστα θύμωσε που του είπε να πάει να μάθει λογιστική. Στη σκέψη όμως αυτή, πάλι ταράχτηκε κι αισθάνθηκε να του κόβεται η αναπνοή σα να του πιάσανε σφιχτά τη μύτη. Λογιστική, έμπορος! Πλούτη, κέρδη! Θεέ! Σα να είδε τ’ απάρθενα δάση της Αφρικής, να τον φωνάζουν…

Το πρόσωπο της μικρόσωμης κόρης ήρθε να τον βοηθήσει, και κοντά μια σκέψη, που κάτι γιάτρευε.

Ναι, ναι, είπε, έτσι θα γίνει, έτσι!

Θα ’κανε τον έμπορο, αλλά θα γινόταν και φιλόσοφος, θα ’γραφε φιλοσοφίες, σκέψεις για το Σύμπαν!

Από καιρό το ’χε κι αυτό σκεφθεί. Και τώρα που του ήρθε, του ησύχαζε κείνο, που ζητούσε και τη δόξα. Αλλά, καθώς ησύχαζε κείνο, σκέφθηκε μη δεν είναι για φιλόσοφος, και θυμήθηκε πως όλοι στο σπίτι του τον λέγανε τρελό, ανόητο… Του το ’χε πει η υπηρέτρια η Σοφία.

Άκου! έκανε όπως και τότε που τ’ άκουσε. Όμφακες εισί…

Αλλά σα να τον κλόνισε η γνώμη κείνη τώρα, και πήγε να την πιστέψει και ο ίδιος με απελπισία. Το χρύσωμα, που θα χρύσωνε το βίο του, το ’δε να χάνεται…

Μπα, είπε στον εαυτό του, λησμόνησες που προχτές, που μιλούσες με κείνους τους γέρους, με τι προσοχή άκουγαν τα λόγια σου; Γέροι πολύπειροι, γνωστικοί, και όχι κλούβια κεφάλια! Τούτοι εδώ με λένε τρελό, ανόητο, μα πού με ξέρουνε;

Στο νου του άλλα του ήρθαν για να του δυναμώσουν την καλή ιδέα που ’χε για τον εαυτό του: Τι λες, τι λες! έκανε.

Πήγε ν’ ανοίξει τα παράθυρα για ν’ αρχίσει να γράφει τις φιλοσοφίες του. Είδε, καθώς άνοιξε τα εξώφυλλα, τα σύννεφα πάλι να κλείνουν και τον ήλιο να χάνεται, και του ’ρθε έτσι να τα προστάξει, κι αισθάνθηκε να ’χει τη δύναμη να τον ακούσουν, τα σύννεφα να τραβηχτούνε για να φανεί πάλι ο ήλιος…

Κουρασμένος απ’ το γράψιμο και γιατί δεν έβλεπε πια, επειδή είχε βραδιάσει, σηκώθηκε και βγήκε στο παράθυρο να πάρει λίγο αέρα.

Ήταν ευχαριστημένος απ’ ό,τι είχε γράψει. Α, στους δικούς του θα ’τανε αυτό ντανγκ, κατακεφαλιά! Θα πήγαινε το σαγόνι τους στο αυτί τους. Και τότε τι θα λέγανε;

Και ο Φίλιππας κοντά στο παράθυρο σκεπτότανε, σκεπτόταν. Και η νύχτα ερχότανε βαθιά. Ο ουρανός, σκοτεινός, μαύρος, χωρίς φωσάκι, τίποτα. Στο δωμάτιό του είχε απλωθεί μια μαυρίλα. Ξαφνικά άκουσε κρότο πιάτων κάτω, πιρουνιών, και άφησε τις σκέψεις. Κατάλαβε πως ετοιμαζόταν το τραπέζι και κατέβηκε κάτω.

Αλλά γιατί του φάνηκε να είδε στα μάτια τους κάποιο περγέλασμα; Προπάντων όμως στη ματιά της αδελφής του του φάνηκε να το είδε καλά. Και ο πατέρας του τον κοίταξε με περίεργο τρόπο.

Σίγουρα, έκανε με το νου του, θα είδαν πως έγραφα και με περγελούν! Ε, οι βρομάνθρωποι! Αυτό είναι! Κείνη η βρομο-Σοφία θα τους το ’πε, θα κρυφοκοίταξε!

Σχεδόν ήτανε βέβαιος πως η Σοφία, ένα δουλικό κουτό και πονηρό, όπως το ’λεγε αυτός, θα τους το ’πε. Αυτό το δουλικό όμως του μαρτυρούσε τι αυτοί λέγανε γι’ αυτόν όταν βρισκόντουσαν μόνοι, που κρυφάκουγε. Αλλά και σ’ αυτούς, το ’ξερε καλά ο Φίλιππας, πάλι έλεγε τι έκανε αυτός, τι ώρα ερχόταν τη νύχτα, κι άλλα…

Πήγε να θυμώσει που τολμήσανε να τον δούνε περγελαστικά. Κι αισθάνθηκε μάλιστα, μαζί με το θυμό του, τα δέντρα τα παρθένα της Αφρικής να μαζεύονται γύρω του και σα να τον αγκυλώνανε, γιατί βρισκόταν εκεί. Αλλ’ αυτός τώρα τα ’διωξε όλα, έτριψε το μέτωπό του κι έφυγε σιγά. Ήτανε φιλόσοφος! Δεν ήταν πια εκείνος που ζητούσε να κατακτήσει και να ιδρύσει το Ελεύθερο Κράτος και να κάνει να τον τρέμουν τ’ άλλα, τα δουλικά κράτη. Είχε αλλάξει πολύ. Κι γι’ αυτό έμεινε ατάραχος, χωρίς να δίνει πολλή προσοχή σ’ αυτούς, σα ν’ άνοιξε κάποια άλλη αποθήκη που ’χε μέσα του, γεμάτη φιλοσοφία, ν’ άνοιξε δίνοντάς του και περιφρόνηση για κείνους που γελούσαν και υπομονή όσο να φτάσει κει που ήθελε.

Η άλλη αποθήκη, που ήτανε γεμάτη θυμό και παλικαρισμούς, είχε κλείσει. Όχι όμως από έλλειψη πράγματος, αλλ’ από έλλειψη αφεντικού. Ο αφεντικός είχε αρρωστήσει, έφυγε, την άφησε. Την εγκατέλειψε δηλαδή έρημη και δεν πουλούσε.

Και αυτή τη βραδιά ο γαμπρός του είχε το λόγο και μιλούσε, έλεγε, έλεγε για την εφεύρεσή του.

- Αυτή η εφεύρεση να πετύχει; Θα σείσει την οικουμένη! έλεγε. Δεν είναι παίξε γέλασε! Εδώ είναι! Και τότε… τότε θα δείτε τα εκατομμύρια πώς τρέχουν κι έρχονται!

- Κι έτσι είναι! είπε κι ο ένας αδελφός του. Γιά ο Έδισων…

- Ο Έδισων! έκανε περιφρονητικά ο γαμπρός του. Εγώ θέλω να πετύχει, που πιστεύω πως θα πετύχει αυτή η εφεύρεσή μου, και τότε βλέπουμε πόσο αξίζει κείνος και πόσο γω! Να πετύχει μόνο! Έπειτα εδώ το πράγμα φαίνεται, δεν είναι παιχνιδάκι, είναι εφεύρεση! Κάτι που… θα συνταράξει την οικουμένη, που… Μόνο αυτό σας λέω! Βάλτε με το νου σας, μόνο με το νου σας, ότι ούτε από κάρβουνο θα ’χουμε ανάγκη, ούτε από ατμό, ούτε απ’ εκείνο, ούτε απ’ εκείνο, ούτε απ’ εκείνο!…

Όλοι κοιμόντουσαν ακόμα το πρωί, που βγήκε να φύγει, εκτός απ’ την υπηρέτρια Σοφία, που την είδε να σφουγγαρίζει μ’ ένα πανί το βαμμένο πάτωμα της τραπεζαρίας. Κανένας άλλος δεν είχε ξυπνήσει. Και οι νεόπαντροι κοιμόντουσαν. Του ήρθανε στο νου, καθώς περνούσε απ’ το δωμάτιό τους. Αυτοί θα ξυπνούσαν κατά τας δέκα ή έντεκα. Ζωή και κότα, περνούνε! έλεγε γι’ αυτούς ο Φίλιππας. Και τους λέγαμε και νεόπαντρους, ενώ είχαν τρία χρόνια παντρεμένοι. Και πού παιδί!…

- Αυτή θα τα χωνεύει! είπε μια μέρα ο Φίλιππας στους γονείς του, που τους

άκουσε να μιλούνε για τέτοιο πράγμα.

Η μάνα του φάνηκε να πειράχτηκε, αλλά δε μίλησε. Ο πατέρας του του είπε όμως:

- Έλα, έλα, ντροπή!

Με τον γαμπρό του ο Φίλιππας δε μιλούσε καθόλου. Και στο δρόμο, όταν τον απαντούσε, περνούσε σα να μην τον ήξερε. Στο τραπέζι πάλι, πολλές φορές καθώς μιλούσε ο γαμπρός του, ο Φίλιππας σφύριζε σιγά, όπως σφυρίζουν οι μάγκες. Και το έκανε επιτούτο, γιατί είχε μάθει απ’ τη Σοφία πως είχε πει, όταν ήρθε από κάποιο ταξίδι του γάμου, που άκουσε τις τρέλες του Φίλιππα, ότι αυτός είναι ικανός να του βάλει θεογνωσία!

- Σα να θέλει να του χαλάσω τη φάτσα! είπε ο Φίλιππας.

Η Σοφία, άμα ο Φίλιππας πέρασε πατώντας στα νύχια μην τη λερώσει, έτρεξε πίσω του.

- Κύριε Φίλιππα, μια κλωστή!…

Αυτός στάθηκε, και αυτή με τα βρεμένα της χέρια του έβγαλε την κλωστή.

Του φάνηκε όμως νόστιμη τώρα, σα να είχε αλλάξει. Και το φόρεμά της, ανοιγμένο στο λαιμό, άφηνε να φαίνεται μια άκρη πουκαμίσου, που δεν ήταν και πολύ καθαρή, αλλά…

Η μορφή της ξανθούλας παρουσιάστηκε στο νου του και τον έκανε να φύγει γρήγορα.

Ο δρόμος που ’χε πάρει πήγαινε ίσια στο σπίτι της ξανθούλας. Το ’ξερε.

Άνθρωποι λιγοστοί ήτανε στο δρόμο, και αυτοί βιαστικοί πηγαίνανε στη δουλειά τους, χωρίς να προσέχουνε γύρω τους.

Και η μέρα ήταν ωραία. Ο ήλιος έλαμπε σε καθαρό καταγάλανο ουρανό. Οι δρόμοι όμως ήτανε γεμάτοι λάσπες και τα σπίτια βρεμένα. Τη νύχτα πάλι είχε βρέξει δυνατά αυτή τη φορά.

Η ενθύμηση της μικρόσωμης κόρης έκανε την καρδιά του να χτυπά ανήσυχα.

Για θυμήσου, είπε στον εαυτό του, πώς με κοίταζε!

Και σα να την είδε. Έγειρε κι αυτός λίγο το κεφάλι κάνοντας το κίνημα που έκανε κείνη και κοίταξε από κάτω και με τα πλάγια…

Τι σκανδαλιάρικο!… Α, εκείνος ο βλάκας, αν δεν ερχόταν, σίγουρα κει θα τα ’φκιαχνα!

Και φαντάστηκε για λίγο πως εκείνος επέστρεφε, και η βροχή δυνάμωνε, οι κεραυνοί να πέφτουν πολλοί, πλήθος, και η φωνή τους να ταράζει την πλάση. Θα ερχόταν αυτή πιο κοντά του, να φυλαχτεί φοβισμένη. Θα την έσφιγγε σιγά, θα της έπιανε το χέρι θα… Θεέ!

Τίποτ’ απ’ αυτά. Ο δρόμος με τις λάσπες, τα βρεμένα σπίτια και οι λιγοστοί διαβάτες να πηγαίνουνε γρήγορα.

Απ’ το σπίτι της ξανθούλας, αποτυχία… Και είχε δει παράθυρα ανοιχτά και ήλπισε πως θα την έβλεπε. Μάλιστα κάποιο πρόσωπο μ’ ένα πανί στο κεφάλι και κάτασπρα μπράτσα βγήκε κι έβαλε στο παράθυρο μαξιλάρια.

Αυτή είναι! είπε αυτός. Νοικοκυρούλα…

Και κοντοστάθηκε.

Και τα γυμνά κάτασπρα μπράτσα πάλι φανήκανε να τοποθετούν άλλο μαξιλάρι…

Αλλ’ η ματιά του Φίλιππα, που την είχε κάνει όλο γλύκα, αντί να δει, ν’ αντικρίσει το ξανθό όμορφο κείνο προσωπάκι, αντίκρισε ένα πρόσωπο σκυλίσιο. Και πώς τον κοίταζε! Σαν έτοιμο να γαβγίσει!

Έκανε το βήμα του γρήγορα κι έφυγε σα να τον κυνηγούσαν.

Μωρέ, τ’ ήτανε αυτή! Έχει γούστο να ’ναι αδελφή της! έλεγε με το νου του. Μα έχει τόσο άσχημη αδελφή; Πωπώ! Μα είναι μπουλντόκ, αδελφέ μου, μπουλντόκ!

Ζήτησε να βρει έπειτα τον Θεοφάνη στο σπίτι του, αλλά του είπαν πως είχε βγει πολύ πρωί έξω. Πήγε τότε στο κατάστημα του πατέρα του, ένα μικρό χαρτοπωλείο. Τίποτα και κει… Ο Θεοφάνης δεν είχε φανεί. Απ’ το καφενείο δεν πέρασε. Μα, και αν περνούσε, δε θα ’βρισκε ακόμα κανέναν.

Αυτοί πήγαιναν σα μεγάλοι κύριοι, τις ώρες που πλησίαζε το μεσημέρι, για να παίξουνε χαρτιά και να μιλήσουνε για το Ελεύθερο Κράτος. Κι έχασε ο Φίλιππας την ώρα του μιλώντας με τον πατέρα του Θεοφάνη, έναν γέρο γυναικά, που όλο για κορίτσια έλεγε.

Φεύγοντας απ’ εκεί απάντησε μια κηδεία. Και ήτανε φτωχικιά κηδεία. Άνθρωπος νέος, με κατάμαυρα μαλλιά, βρισκότανε στο φέρετρο. Και πίσω όλο μικρά παιδιά ακολουθούσαν πιασμένα απ’ το χέρι, κι ένα, το μεγαλύτερο, κορίτσι ως δεκατεσσάρων χρόνων. Και πιο πίσω μια γριά συντριμμένη απ’ τη λύπη, σκυφτή, που βάδιζε με κλονισμένο βήμα, μόνη, χωρίς να την κρατά κανείς. Μα και άλλος κανείς απ’ αυτούς δεν υπήρχε ν’ ακολουθά την κηδεία.

Θα ’ταν αδελφός τους, σκέφτηκε ο Φίλιππας, και παιδί της γριάς, που θα τους ζούσε ίσως.

Και θύμωσε. Α, ο Θεός, αυτή η άγνωστη δύναμη, είναι κακούργος, κακούργος!

Για λίγο ακολούθησε την κηδεία.

Όσο έβλεπε τα παιδάκια, το κορίτσι και τη γριά, τόσο πειραζόταν. Και ξαφνικά, σα να ελευθερώθηκε από κάτι, του ήρθε να διατάξει τον νεκρό να σηκωθεί, να γυρίσει πάλι στη ζωή. Αν και αισθάνθηκε για μια στιγμή αδυναμία να το κάνει, όπως ο άνθρωπος που θέλει να βοηθήσει φτωχό και βρίσκει τις τσέπες του άδειες, το έκανε, τον πρόσταξε. Στηλώνοντας άγρια το μάτι στον νεκρό, τον διάταξε να σηκωθεί…

Αλλ’ ο νεκρός έμεινε, ή ξακολουθούσε να μένει, ακίνητος και να τον πηγαίνουνε γρήγορα.

Στο σπίτι του πήγε όταν πλησίαζε το μεσημέρι. Στο σαλονάκι, άμα ανέβηκε, είδε κάτι δεσποινίδες γνωστές της οικογενείας του. Ούτε τις χαιρετούσε ποτέ, μα κι αυτές ούτε τον κοιτάζανε διόλου, για να τις χαιρετήσει. Τον αποφεύγανε σα να ’χε κάποια μεγάλη αρρώστια, που κι ένας χαιρετισμός θα τους την έδινε.

Αλλ’ αυτή τη φορά οι δεσποινίδες τον κοιτάξανε, με μια όμως περιέργεια που είχε, έτσι του φάνηκε, και μια δόση γέλιου.

Ανέβηκε στο δωμάτιό του πειραγμένος και πάλι βγήκε και κατέβηκε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό… Και χώθηκε στην τραπεζαρία κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, όμοιος με λαγωνικό, και άρχισε να ψάχνει. Σ’ ένα κουτί που άνοιξε δε βρήκε τσιγάρα: Όλα τα καταπίνει το χτήνος! είπε για τον γαμπρό του.

Άνοιξε άλλο… Χαρά του τώρα. Είδε πούρα!

Έβαλε τρία στην τσέπη και πήρε άλλο, τ’ άναψε και βγήκε στο διάδρομο. Μυρουδιά πούρου γέμισε τον αέρα. Την οσφράνθηκε με ευχαρίστηση διπλή… Διπλή, γιατί κι άλλοι θα τη μυρίζανε. Θα πήγαινε στα ρουθούνια κείνων που ήτανε μες στο σαλονάκι. Και οι δεσποινίδες θα λέγανε που θα τον βλέπανε με το πούρο:

- Για δε τον, πούρο καπνίζει!

- Αυτό του ’λειπε! θ’ απαντούσε η αδελφή του.

Α, η μουσίτσα αυτή δεν τον χώνευε, αυτή όλο τον κατηγορούσε στις φιλενάδες της. Και όμως, αυτός ποτέ λόγο κακό δεν της είχε πει…

Και ο Φίλιππας, με το πούρο στο στόμα, πέρασε απ’ έξω απ’ το σαλονάκι.

Κείνη τη στιγμή μέσα το ρολόγι άρχισε να χτυπά…

Έγινε τότε στο σαλονάκι ένας θόρυβος μικρός.

- Μα καθίστε ακόμα, καθίστε λίγο ακόμα! άκουσε ο Φίλιππας, που είχε σταθεί

απ’ έξω χωρίς να φαίνεται, να λέει η μάνα του.

Και η φωνή του γαμπρού του, έπειτα, βαριά, σοβαρή:

- Μα κι εγώ δεν ετελείωσα ακόμα! Πώς θα φύγετε!

Έγινε ησυχία, αφού είπαν λίγα λογάκια.

Και ο γαμπρός του μίλησε, ή ξακολούθησε την ομιλία του που είχε διακόψει ο χτύπος του ρολογιού.

Μα τι λέει αυτός; είπε και ο Φίλιππας και πλησίασε πιο κοντά για ν’ ακούσει.

Άκουγε τι ο γαμπρός του έλεγε, και τα ξανάλεγε αλλαγμένα και μαζεμένα με το νου του, ή καλύτερα στον εαυτό του, σαν αυτός, ο εαυτός του, να μην τα είχε ακούσει:

- Και κάνει έτσι, και δε βρίσκει το πορτοφόλι του!… Το ’χε αφήσει στ’ άλλο σακάκι.

Πώς να κάνει; Ο υπάλληλος του τραμ όμως του δίνει ένα εκατοστάρικο. Ο υπάλληλος του τραμ του δίνει ένα εκατοστάρικο! Τ’ άκουσες; Θεέ, φύλαγε!…

Και η φωνή της μάνας του:

- Το παρουσιαστικό, καλέ, το παρουσιαστικό! Αυτό είναι κάτι!

Ύστερα η φωνή της αδελφής του:

- Τι κάτι! Είναι το όλον…

Μπράβο σας, το βρήκατε! έκανε και ο Φίλιππας φεύγοντας.

Κλείστηκε πάλι στο δωμάτιό του, άμα έφαγε, κι έπεσε κει σε σκέψεις. Δεν ήτανε διόλου ευχαριστημένος απ’ το τρέξιμό του, τίποτα δεν είχε κάνει. Και του φαινόταν πως, όσο ο καιρός περνούσε και δεν έβλεπε την ξανθούλα, αυτή απομακρυνόταν απ’ αυτόν, πήγαινε να σβήσει, να χαθεί, και τον στενοχώρησε αυτό πολύ πολύ.

Τον Θεοφάνη τον είχε βρει και περάσανε μαζί απ’ το σπίτι της. Αλλ’ αυτή τη φορά τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα. Και υπήρχε μια ησυχία πεσμένη, όχι μόνο στο σπίτι της, αλλά και σ’ όλη τη γειτονιά. Και ήταν κι ερημιά, σα να το ’χανε ρίξει όλοι κει στον ύπνο. Απ’ το αντικρινό όμως σπίτι, μια γριά φάνηκε πίσω απ’ τα γυαλιά του παραθύρου να κοιτάζει καλά, με προσοχή, κρατώντας το τραβηγμένο λίγο κουρτινάκι…

- Για κοίταξε, του ’χε πει ο Θεοφάνης, που την είδε. Το λαδικό μας πήρε μυρουδιά,

βάζω στοίχημα! Αυτά τα λαδικά μοιάζουνε με τα λαγωνικά και τα μαντρόσκυλα, έχουνε φοβερή όσφρηση!

Και στο δρόμο του ’κανε και τον συμβουλάτορα. Τον συμβούλεψε να φυλάγεται όσο μπορούσε απ’ τα λαδικά της γειτονιάς, γιατί αυτά κυνηγούν άγρια, αλύπητα τους ερωτευμένους. Τόπο δεν τους αφήνουνε να σταθούνε. Άμα μυριστούν αγάπη, εννοούνε να την καταστρέψουν. Και την καταστρέφουν!

Και του είπε πως μην κι αυτουνού την αγάπη του, μια που ο Φίλιππας την ήξερε, μην αυτές δεν του την είχανε χαλάσει και τον κάνανε να μην περνά πια απ’ το σπίτι της; Είχανε βάλει λόγια, πιάσανε τον πατέρα του, γινήκανε φασαρίες.

Ο Φίλιππας ήξερε όμως καλά την αιτία που άφησε την αγάπη του ο Θεοφάνης και δεν ξαναπέρασε πια απ’ το δρόμο της.

Μια μέρα, καθώς περνούσε χτυπώντας τη μαγκούρα του στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, ένα χέρι φάνηκε ψηλά να βγαίνει από παράθυρο, κρατώντας ένα αγγείο… Κι ύστερα ο Θεοφάνης βρομούσε μια ώρα μακριά σαν τους αποπάτους των σχολείων.

Ο Φίλιππας το ’μαθε αυτό από κάποιον που καθόταν κοντά στην αγάπη του Θεοφάνη, ποτέ όμως δεν του το είπε, ούτε σε άλλους, για να μην τον προσβάλει.

Τώρα γέλασε, που του ’ρθε στο νου, αλλ’ είπε γρήγορα στον εαυτό του:

- Για κοίταξε να μην το πάθεις και συ…

- Εγώ, εγώ να το πάθω; Δε θα μείνει τζάμι για τζάμι και πόρτα για πόρτα…

- Καλά, καλά, θα σκεφτείς πώς πρέπει να κάνεις! είπε στον εαυτό του με θυμό, γουρλώνοντας τα μάτια και δείχνοντας τα δόντια άγρια.

Και σκέφτηκε πώς έπρεπε να φερθεί, τι έπρεπε να κάνει. Επιμονή και φρονιμάδα ήθελε και θα την κέρδιζε. Αυτή, το ’ξερε ο Φίλιππας, δεν ήταν από πλούσια οικογένεια, και θα ’τανε δικιά του αν επέμενε. Και άμα έβλεπε απ’ αυτή λίγη αγάπη, θα ριχνότανε στη δουλειά, θα ’κανε ό,τι του ’λεγε ο πατέρας του…

Φαντάστηκε ύστερα πως τα είχε φτιάξει και ότι την πήρε και γυναίκα του. Ζούσανε μια ζωή θεία, ουράνια. Έβλεπε κοντά του το ξανθό κείνο κεφαλάκι, το ωραίο πρόσωπο, και πάντα να τον κοιτάζει με κείνη τη γλυκιά ματιά, τη σκανδαλιάρικη. Και αυτός είχε γίνει, ή άρχιζε να γίνεται, ένας φιλόσοφος φοβερός και τρομερός, που όλα να τα ’βρισκε αυτός, τίποτα να μην άφηνε πια κρυφό απ’ το μεγάλο μυστήριο…

Μια φωνή, ένα κλάμα που ’γινε κάτω τον έβγαλαν απ’ αυτά. Στάθηκε κι ακροάστηκε: Πάλι, πάλι τη χτυπούν, είπε.

Ήταν η φωνή της Σοφίας, που έκλαιγε.

Άνοιξε γρήγορα το παράθυρο και, κρατώντας τα φύλλα με τα γυαλιά, έμεινε ακούοντας.

Τι κόσμος, τι κόσμος! έκανε ύστερα με αγανάχτηση, κλείνοντας τα γυαλιά. Για φτύσιμο είναι όλος!

Και πάλι, πάλι του ’ρθε η παλιά του ιδέα για το Κράτος το Ελεύθερο, και τώρα την είδε πιο μεγάλη, πολύ πιο μεγάλη απ’ τις φιλοσοφίες για το Σύμπαν. Α, αν γινόταν αυτό, κι έπρεπε να γίνει, τι ωραίο θα ’τανε! Κανείς δε θα χτυπούσε υπηρέτη. Μα θα είχανε πρώτα υπηρέτη; Δε θα είχανε. Τίποτα τέτοιο! Ελεύτεροι όλοι και σεβαστοί. Θα έκανε αυτός τους νόμους, νόμους όμως μια φορά! Ήξερε τι θα έκανε, αλλά…

Και ο Φίλιππας χαμογέλασε πικρά, σαν άνθρωπος που θυμάται χώρα ωραία, αγαθή, ειρηνική, όπου έζησε ευτυχισμένος και όπου δεν μπορεί πια να πάει, και είπε κουνώντας το κεφάλι: Ασ’ τα τώρα αυτά, ασ’ τα, πάνε!

Οι πράσινοι όμως αγροί ήταν εμπρός του, ο μεγάλος ποταμός κυλούσε τα σκοτεινά νερά του, και πέρα στις όχθες τις αντικρινές μαύριζε το μεγάλο δάσος.

Περπάτησε πάνω κάτω γρήγορα, έπειτα πλησίασε και κόλλησε το μέτωπό του στα γυαλιά του παραθύρου κι έμεινε έτσι λίγο.

Πάλι κινήθηκε, έφυγε απ’ το παράθυρο, αλλά ξαφνικά στάθηκε: Βρε, έκανε. Αλήθεια, λησμόνησα τη μαντικιά μου δύναμη! Για να δούμε…

Και γρήγορα ξαπλώθηκε στο κρεβάτι του κλείνοντας τα μάτια. Προσπάθησε να μη σκέπτεται, σκέψη να μην περνά καμιά απ’ το νου του ή να μην κινείται…

Και το κατόρθωσε. Και δεν πέρασε πολύ και να, σα μέσα στο σκοτάδι που ’χε απλωθεί στα μάτια του, να γίνηκε κάποια ζωή. Το σκοτάδι άρχισε να φεύγει, και κλαδιά με καταπράσινα φύλλα είδε να ‘χουν πιασμένα έναν τοίχο…

Άνοιξε τα μάτια του: Να δεις, είπε στον εαυτό του, ότι θα έχω λύπες, στενοχώριες!

Και πάλι έκλεισε τα μάτια του.

Μια αυλή παρουσιάστηκε τώρα κι ένα παιδάκι κοντά σε μια σκάλα ξυλένια να φυσά ένα μύλο κάνοντάς τον να γυρίζει… Χάθηκε όμως γρήγορα αυτό, κι ένα βαπόρι μεγάλο φάνηκε να πλέει νύχτα, έχοντας στα πλάγια του κάτι μεγάλα στρογγυλά πράγματα φωτεινά, που πετούσανε σπίθες πολλές, πλήθος. Σβήσανε όμως σε λίγο αυτά, και το βαπόρι άρχισε να προχωρεί μες στα σκοτεινά, μαύρο κατάμαυρο, και σα να είχε βγει και στην ξηρά. Και σιγά σιγά τον πλησίασε, ήρθε κοντά του, μα κοντά του τόσο, που αισθάνθηκε τη ζέστη της μηχανής, τη μυρουδιά του βαποριού.

Τινάχτηκε, ανοίγοντας γρήγορα τα μάτια: Μπα, έκανε, τι να σημαίνει άραγε αυτό;

Και για την ξανθούλα τίποτα, τίποτα δεν είδε. Και αν έκανε να μην πιστέψει τώρα πράγματα που πίστευε, θυμήθηκε γρήγορα πως αυτό γινόταν και όταν ζητούσε και για την Αφρική να μαντέψει, ή να του παρουσιαστεί με συμβολικές εικόνες, ότι θα πάει. Τίποτα και τότε. Σκοτάδι έμενε στην ερώτησή του, σκοτάδι. Και τότε έλεγε με πείσμα: Και όμως, εγώ θα πάω…

Και τώρα έκανε με θυμό και μη θέλοντας να πιστέψει ότι ήταν άρνηση αυτό: Εγώ θα επιμένω και θα την πάρω!

Περπάτησε μες στο δωμάτιο, αλλά μετά δύο γύρους που έκανε, πήγε και πλάγιασε.

Θα δω πάλι, είπε κι έκλεισε τα μάτια του. Τίποτα, τίποτα. Σκοτάδι!

Επέμενε. Άνοιξε τα μάτια, κι επειδή τα αισθάνθηκε κουρασμένα πολύ, τα ’τριψε. Και πάλι τα έκλεισε. Αλλά πάλι μόνο το σκοτάδι είδε. Ούτε το μικρό φωσάκι να περνά τρεχάτο…

Ξαφνικά όμως μυρουδιά, μια αποφορά ψοφιμιού ή βρόμικου κρέατος του ήρθε δυνατή στα ρουθούνια, σα να του πήγαν κοντά του, κοντά στη μύτη του, κάτι τέτοιο.

Άνοιξε γρήγορα τα μάτια και πετάχτηκε: Μπα, μπα, τ’ είναι αυτό;

Μύρισε να δει μήπως κάπου κει ήταν τίποτα βρόμικο, κανένας ποντικός ψόφιος, αλλ’ η αποφορά κείνη είχε χαθεί.

Ήταν πειραγμένος, γιατί νόμισε πως αυτό κάτι κακό έλεγε γι’ αυτή, για τη μικρόσωμη κόρη. Και όσο κι αν προσπαθούσε να πει πως έτσι θα ’τυχε και θύμιζε στον εαυτό του πως η οικογένειά της είχε καλό όνομα, δεν μπορούσε να το διώξει απ’ το νου του. Επιτέλους βαρέθηκε: Βρε, δεν τις αφήνεις αυτές τις κουταμάρες!… είπε σχεδόν δυνατά.

Του ήρθε να βγει, αλλά κρατήθηκε. Όχι, έπρεπε να εργαστεί λίγο. Κι αυτό θα του ’κανε διπλό κακό. Ένα που θα εργαζότανε για τον εαυτό του –τα καλά κόπω κτώνται –κι ένα που ο πατέρας του, που θα ’βλεπε αυτό, ή θα του το ’λεγαν, θα καταλάβαινε ότι ο γιος του άλλαξε.

Παρατήρησε όμως, καθώς άνοιξε το συρτάρι του, κάποια ανωμαλία, αταξία μέσα κει, στα χαρτιά του…

Μπα, μπα! Τ’ είναι αυτό!… είπε.

Αυτός δεν τα ’χε βάλει έτσι, ανάποδα, τα γραμματόσημα χυμένα. Κάτι γραμματόσημα που μάζευε μεταχειρισμένα και που τα ’χε κάτω από τα χαρτιά του τα είδε σκορπισμένα στο συρτάρι.

Κάποιος έβαλε δω χέρι, είπε τρέμοντας απ’ την ταραχή του. Τ’ άνοιξαν μ’ αντικλείδι! Δε χωρεί αμφιβολία, να τα, να τα!… Μα ποιος να τ’ άνοιξε. Αυτοί, όχι. Ίσως η Σοφία, που λυπόταν, αυτή, αυτή, θα τη βάλανε…

Η ταραχή του μεγάλωσε. Θυμήθηκε το χαμόγελο της αδελφής του, τα γελαστά μάτια των άλλων: Με περγελούσαν, εμένα, αυτοί… Κι έχει γούστο να τα ’δωσαν και στις φιλενάδες τους, τις καρακάξες εκείνες, να τα διάβασαν…

Αν τους είχε εκείνη τη στιγμή στα χέρια του, θα τους έπνιγε. Μια ιδέα του ήρθε, για να τον στενοχωρήσει πολύ: Μην, επειδή δεν ήταν καλά, γελούσαν;

Και θύμωσε περισσότερο ή, καλύτερα, βίασε τώρα τον εαυτό του να θυμώσει ακόμα πιο πολύ, για να σκεπάσει με θυμό αυτήν του την ιδέα.

Αυτοί να καταλάβουν εμένα; Μα τώρα κουτός είσαι; Αυτοί είναι όλοι ηλίθιοι! Δεν το ’χεις καταλάβει; Αυτοί! Αυτοί να καταλάβουν εμένα!… Εμένα το κεφαλάκι τους, το μυαλάκι τους με νομίζει τρελό, κουτό, ενώ εγώ είμαι το αντίθετο. Το αντίθετο! Εγώ είμαι…

Εκείνο που ήθελε να πει έμεινε στο νου του, κι έτσι το ’δε σα ζωγραφιά μέσα σ’ αυτόν. Αλλά, σα να ξύπνησε κείνη τη στιγμή το μάγκικο πνεύμα του, είπε στον εαυτό του: Έλα, πάψε τώρα και μας ζάλισες, μεγάλε προφήτη, Μωυσή…

Σηκώθηκε και πήρε τα χαρτιά του: Θα τα σχίσω!

Και διάβασε τι είχε γράψει πηγαίνοντας κοντά στο παράθυρο. Τα βρήκε καλά και λυπήθηκε να τα σχίσει. Αλλ’ αφού τα ’χαν διαβάσει άλλοι;

Και τα ’σχισε βλαστημώντας.

Δε θα ’λεγε τίποτα, ούτε στη Σοφία, αλλ’ ήξερε τι θα ’κανε.

Τίποτα δεν είχε σκεφτεί, αλλά είχε την πεποίθηση στον εαυτό του πως, άμα το σκεπτόταν, κάτι θα ’βρισκε.

Σε λίγο όμως ρώτησε τον εαυτό του:

- Την έβαλαν ή μόνη της το ’κανε; Πάντα…

- Θα τό βρω, θα τό βρω… απάντησε νευρικά κουνώντας το κεφάλι.

Και κάθισε πάλι στο γραφείο του για να γράψει. Ό,τι έγραφε θα το ’κρυβε καλά… Αυτή τη φορά ευχαριστήθηκε ακόμα περισσότερο. Αλλά πάνω στο γράψιμο νόμισε πως κάποιος, κάτι αόρατο, τον βοηθούσε.

- Ναι, θα γίνω, είπε σε μια στιγμή που κάθισε ν’ αναπαυθεί, και συ θα με

βοηθήσεις. Το ξέρω. Όχι πως υποτάσσομαι, όχι!… Με ξέρεις και σε ξέρω…

Κι αισθάνθηκε, λέγοντας αυτά, πως ήταν κοντά του κείνη η άγνωστη δύναμη και μαζί πως ήτανε γνωστός της πολύ, δικός της, ο χαϊδεμένος της. Και πως αυτή δεχόταν, άκουγε τι της έλεγε.

Αλλ’ όταν θέλησε να γράψει αυτό που αισθάνθηκε, γιατί του άρεσε, αν και δεν πήγαινε με κείνο που έγραφε, του φάνηκε ότι, καθώς το έγραφε, κάτι σα γέλιο να έβγαινε απ’ την κάθε γραμμή!…

Όταν έφυγε, κανείς δεν ήτανε στο σπίτι, εκτός απ’ τη Σοφία.

Στο δρόμο, λίγα βήματα απ’ το σπίτι του, συνάντησε τον Ζαχαρία τον παντουφλά, με δυο άλλους, αγνώστους. Αλλ’ ο Ζαχαρίας ο παντουφλάς ήταν εκείνος ή κάποιος κύριος επίσημος; Φορούσε τώρα ημίψηλο, και μακριός ζακές τύλιγε το σώμα του, αγκάλιαζε τη χοντρή του κοιλιά.

Άμα είδε τον Φίλιππα, τον πλησίασε, αφήνοντας τους συντρόφους του:

- Πάνε, πάνε, του είπε, τα σφυριά και τα σουβλιά! Τα ’στειλα στους δαίμονες! Και

είμαι έτοιμος για κει!… Εμπρός, εμπρός! Πότε λες; Πρέπει να του δίνουμε! Για να κάνουμε την ζωήν εκείνην, την ωραίαν ζωήν! «Μη κτήσασθε χρυσόν, μηδέ άργυρον, μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών!» Αυτό λέει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός!…

- Λοιπόν; τον ρώτησε ο Φίλιππας αποφεύγοντας ν’ απαντήσει.

- Τι λοιπόν! Να, πότε θα του δίνουμε για κει, για την χώραν την ευλογημένην, την γην της επαγγελίας;

- Και πού πας τώρα;

- Να, πάω μ’ αυτούς τους κυρίους, για να τους δείξω ένα σπίτι που πουλιέται. Κάνω, βλέπεις, προσωρινά τον μεσίτη. «Τι να ποιήσωμεν ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσωμεν;» Έτσι είχαν ρωτήσει τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Πάνω σ’ αυτό οι σύντροφοί του τον φώναξαν κι αυτός αναγκάστηκε να τ’ αφήσει στη μέση και να πάει μαζί τους.

- Θα τα πούμε κει, του φώναξε, στο καφενείο!

Ο Ζαχαρίας με τους δυο άλλους μπήκανε σε κάποιο στενό δρόμο, ο Φίλιππας προχώρησε για το σπίτι της μικρόσωμης κόρης.

- Δεν είναι καλά αυτός, είπε για τον παντουφλά, αυτός παλάβωσε στα γερά! Και τι

φταίω εγώ!

Βάδιζε χωρίς όρεξη όμως. Επιθυμούσε να μην ήτανε μόνος, να είχε και κάποιον άλλον μαζί του. Και σκέφτηκε να πάει απ’ το καφενείο για να πάρει τον Θεοφάνη. Αλλά, μόλις έκανε λίγα βήματα για κει, γύρισε πίσω για το σπίτι του.

Ανοίγοντας την εξώπορτα αθόρυβα, ανέβηκε πατώντας σιγά, με τα νύχια…

Ησυχία στα δωμάτια. Ο γάτος, ένας μαύρος, μόνο έκανε κάποιο θόρυβο, που πήδησε απ’ το τραπέζι της τραπεζαρίας.

Πάνω κει είδε δυο τρία πιατάκια…

Κοίταξε στο μαγερειό. Κανείς. Σιγά, όσο μπορούσε, ανέβηκε τη σκάλα που ’φερνε στο μικρό του δωμάτιο, ψηλά, δίπλα στην ταράτσα. Η σκάλα έτριξε λίγο, κι αυτός στάθηκε και μ’ αγριεμένα μάτια και σφιγμένα δόντια τη διέταξε με το νου του να μην τρίζει…

Αν και ξανάτριξε, του φάνηκε πως δεν έτριζε τόσο δυνατά όσο άλλοτε, ή όπως συνήθιζε. Κι ανέβηκε πάνω. Πατώντας στα νύχια, πλησίασε στο δωμάτιό του. Η πόρτα ήτανε μισανοιγμένη. Κάποιος θα βρισκότανε μέσα…

Άνοιξε με βία την πόρτα. Δεν είχε απατηθεί. Υπήρχε κάποιος, ένα κορίτσι. Η Σοφία. Τινάχτηκε αυτή φοβισμένη από κάτι που ψαχούλευε.

- Τι θέλεις εδώ; τη ρώτησε αρπάζοντάς την απ’ το μπράτσο. Φορούσε ένα μπουστάκι που άφηνε τα μπράτσα της γυμνά σχεδόν… Κι αισθάνθηκε αυτός την παχουλή σάρκα στο χέρι του κι είδε μαζί το μελαχρινό της πρόσωπο να χάνει το χρώμα του, και είδε τώρα πιο καλά πόσο είχε γίνει νόστιμο…

- Έλα, της είπε γλυκά, μη φοβάσαι, δεν τα ’χω με σένα…

Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Το πρωί επήγε απ’ το καφενείο για να βρει τον Θεοφάνη. Αλλ’ εστάθηκε αδύνατο να τον ξεκολλήσει απ’ τα χαρτιά που έπαιζε.

- Δε χάθηκε ο καιρός, του έλεγε ο Θεοφάνης, έχουμε καιρό!…

Αυτός, που ήθελε να πάει, να περάσει, για να τον δει, να δει ότι έτρεχε γι’ αυτή, αισθανόταν ταραχή. Αλλ’ είχε και μια άλλη ταραχή. Είχε πατήσει την αγάπη του, είχε αγκαλιάσει άλλη κόρη, τη φίλησε! Αυτός, αυτός! Είχε άλλη ιδέα για τον εαυτό του, και του φαινότανε να ’κανε ένα μεγάλο έγκλημα που πάτησε την αγάπη του, λησμόνησε το ξανθό κείνο κεφαλάκι και την πλάγια κείνη ματιά, τη γεμάτη άπειρη γλύκα…

Επιτέλους αποφάσισε να πάει μόνος και πήγε. Στον Θεοφάνη είπε πως θα πήγαινε ίσαμε το σπίτι.

- Μα τι κάνεις στο σπίτι συ; Πάλι κει θα πας; τον ρώτησαν οι άλλοι.

- Κάτι διαβάζω! τους απάντησε.

- Μα τι διαβάζεις; Τόσο σπουδαίο είναι;

- Το ευαγγέλιο του έρωτος! τους είπε ο Θεοφάνης.

- Α, α! τώρα το καταλάβαμε!

- Έχει δίκαιο ο κατηγορούμενος!

Ο Φίλιππας θύμωσε και ο Θεοφάνης αναγκάστηκε να τους πει με ύφος σοβαρό ότι η αλήθεια ήταν ότι κάποιο βιβλίο διάβαζε για τα βάθη της Αφρικής, για…

Αλλ’ απ’ το σπίτι της μικρόσωμης κόρης που πέρασε, πάλι αποτυχία… Κρίμα η συγκίνησή του, κρίμα το χοροπήδημα της καρδιάς! Παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη πως το απόγευμα, που ήταν Κυριακή, θα την έβλεπε, δίχως άλλο, στην πλατεία, όπου όλη η πόλη μαζευόταν.

Και το απόγευμα ξεκίνησε αφού κάτι πάλι, μια ταραχή, έπαθε. Η Σοφία είχε περάσει από κοντά του κοιτάζοντάς τον μ’ ένα χαμόγελο. Μα πού το βρήκε; σκεπτόταν έπειτα. Και του φάνηκε, ενώ δεν το ήθελε καθόλου, πως αυτό ήταν ανώτερο, πιο γλυκό απ’ της ξανθούλας τη ματιά…

Τον θύμωσε όμως αυτό, γιατί το βρήκε έτσι…

Και βγήκε έξω έχοντας στο νου του την ξανθούλα. Σε λίγο, καθώς πήγαινε, πάλι η ματιά της μελαχρινής δούλας ήρθε στο νου του. Τώρα θέλησε να θυμώσει με τον εαυτό του, γιατί της τάραξε τη γαλήνη. Αλλ’ αισθάνθηκε μια ηδονή να ξεπετιέται δυνατή, σα να βρισκόταν κρυμμένη και παραμόνευε να φανεί.

Όταν έφθανε στην πλατεία όμως, έφθασε με τη μορφή της ξανθούλας στο νου του να λάμπει. Αλλά και πάλι, πέρα, σαν κολλημένη σε μια άκρη και όμοια με σκοτεινό σημάδι, μια άλλη μορφή επίμονα έμενε: η μορφή της μελαχρινής Σοφίας…

Όταν ο κόσμος έφυγε, το πανηγύρι τέλειωσε, ο Φίλιππας έμεινε δυσαρεστημένος με τη μικρόσωμη κόρη.

Την είχε βρει μέσα στο πολύχρωμο πλήθος, αλλ’ ό,τι ήλπιζε δεν έγινε. Σα να τον λησμόνησε, να μη τον θυμόταν καθόλου! Ήτανε με μια φίλη της, και στο χαιρετισμό του τον βαθύ μόλις κούνησε το κεφάλι, και η ματιά της ψυχρά τον κοίταξε.

Α, χωρίς άλλο, κάτι κακό θα της είπε γι’ αυτόν κείνος ο βλάκας ο αδελφός της! Πόσο όμως ήταν ωραία! Φορούσε αυτή τη φορά ναυτικά και κούκο ναυτικό.

Μα τι ζητούσε έπειτα, με τη φίλη της, μες στα κηπάρια; Σα να παίζανε κυνηγητό με κάποιον! Είχανε σταθεί πίσω από κάτι χαμόδεντρα και κρυφόβλεπαν… Όταν παρουσιάστηκε ο Φίλιππας, φύγανε.

Τι να ’τανε; έλεγε αυτός.

Άλλοτε αισθανόταν απογοήτεψη δυνατή και μαζί και θυμό, αλλ’ όταν την έφερνε με το νου του, πώς ήτανε, μανιακά έλεγε πως θα επέμενε. Αλλά και σε όλο αυτό το διάστημα, σε όλη αυτήν την πάλη, δεν έπαυε μια μορφή να φαίνεται σα να ’θελε να τον εμποδίσει να σκέπτεται την ξανθούλα.

Και όταν η μέρα άρχισε να χάνεται και το σκοτάδι ν’ απλώνεται, αισθανόταν την εικόνα της ξανθούλας να υποχωρεί μπρος στο μελαχρινό πρόσωπο κείνο και σε μια έτοιμη ηδονή. Και για να δικαιολογήσει αυτό, έλεγε πως το ’κανε από εκδίκηση.

Απ’ ώρα η πλατεία είχε ερημωθεί, ο ψυχρός αέρας είχε διώξει μετά τη δύση του ήλιου και τους τελευταίους περιπατητές. Σύννεφα είχαν πέσει στον ουρανό και η θάλασσα σκοτεινή κυλούσε τα κύματά της στην παραλία…

Στο σπίτι, που πήγε, το βρήκε αλλιώτικο. Όλοι να περπατούνε σιγά και με τις μύτες των παπουτσιών τους. Η μάνα του είχε βγει από πάνω απ’ τη σκάλα, καθώς ανέβαινε αυτός χτυπώντας δυνατά τα πόδια του στα σκαλοπάτια, και του έκανε:

- Σουτ!... Σιγά!

Θέλησε να τη ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλ’ αυτή τον κοίταξε άγρια κι έφυγε. Μην είναι κανείς άρρωστος, ο πατέρας;

Περπάτησε κι αυτός σιγά, χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει. Η πόρτα της τραπεζαρίας ήταν κλεισμένη.

Μην έχουνε μέσα συμβούλιο;

Να ρωτήσει τους αδελφούς του δεν ήθελε, και πήγε στο μαγερειό πατώντας σιγά. Εκεί βρήκε τη Σοφία, κι αυτή του είπε τι έτρεχε:

- Ο γαμπρός σας κάνει το σχέδιο της μηχανής κείνης που ’λεγε!

Και το ’κανε κει στην τραπεζαρία, γιατί είχε άπλα…

Κάθισε μες στο μαγερειό, για να μην αναγκαστεί να περπατήσει σιγά τώρα που έμαθε την αιτία. Κι έμεινε ώρα μέσα κει, χωρίς να τολμά ν’ απλώσει στη Σοφία, που τον κοίταζε με τα μαύρα μάτια της και του άναβε περισσότερο την επιθυμία που ’χε γι’ αυτή. Όλοι περπατούσανε με τις μύτες των παπουτσιών τους, και θα ήταν πολύ τολμηρό αν το ’κανε…

- Μα τι μηχανή είναι αυτή που θα κάνει; τον ρώτησε η Σοφία.

- Τι μηχανή είν’ αυτή; της απάντησε. Ξέρω κι εγώ! Νομίζεις ότι δίνω προσοχή σ’ αυτούς;… Δε μ’ αφήνεις! Ούτε με μέλει, ούτε προσέχω τι κάνουν!… Ας βρούνε και μια μηχανή να κάνουν ανθρώπους! Αν και καλύτερους από τη μηχανή τη γνωστή δε θα μπορέσουν ποτέ να κάνουν!…

- Έλα, δεν ντρέπεσαι!… του έκανε η Σοφία κατεβάζοντας λίγο το κεφάλι, αλλά κοιτάζοντάς τον μ’ άπειρη γλύκα, που ’χε και κάτι ντροπής.

Και βραδύνανε να φάνε. Ο πατέρας του, που είχε έρθει, περίμενε στο σαλονάκι να τελειώσει ο γαμπρός του το σχέδιο, χωρίς να μιλά, με σκυμμένο κεφάλι.

Επιτέλους άνοιξε η πόρτα της τραπεζαρίας. Και μεμιάς τότε, σα να αφέθηκε ελεύθερος ο θόρυβος, ακούστηκαν ομιλίες, γέλια. Ο γαμπρός του όμως αμίλητος έμενε και όλο σήκωνε τα μαλλιά του.

Λάδι πολύ θα χρειαστεί γι’ αυτή τη μηχανή! σκέφτηκε ο Φίλιππας.

Και στο τραπέζι, όσο τρώγανε, ο γαμπρός του έμεινε σχεδόν αμίλητος και μόνο κάτι λεξούλες έλεγε:

- Ναι… μάλιστα… πώς;

Και κάθε τόσο σήκωνε τα μαλλιά του.

Ο Φίλιππας, που είδε όλους να τον κοιτάζουνε μ’ αληθινή ευλάβεια, ζήλεψε. Αλλά στου πατέρα του τα μάτια δεν το ’δε αυτό καλά, αυτουνού τα μάτια σα να ’λεγαν κι άλλα πράγματα…

Η αδελφή του καθόταν υπερήφανη κοντά στον άντρα της. Και του ’χε πει με τρυφερή μέριμνα:

- Θα κουράστηκες πολύ, ε, Περικλή μου;

- Ε, λίγο! έκανε αυτός κι έπιασε το μέτωπό του.

Οι δυο αδελφοί του Φίλιππα κοιταχτήκανε χωρίς να μιλήσουν κι έγειραν τα κεφάλια στα πλάγια, κρεμώντας λίγο τα χείλια, κι έκαναν μια κίνηση με το χέρι. Κι έλεγαν όλα αυτά μαζί:

- Έχει δίκαιο!

Τρώγανε σιωπηλοί σχεδόν ή, όταν μιλούσανε, μιλούσανε σιγά. Πού άλλοτε!…

Ο Φίλιππας επρόσεχε σ’ αυτά και πειραζόταν. Αλλ’ είδε να τον κοιτάζει, όταν ερχόταν, η Σοφία, που έφερνε σιγά τα φαγιά.

Μετά πήγε αυτή στην πόρτα της τραπεζαρίας που έβγαινε στο μαγερειό και κει στάθηκε κοιτάζοντάς τον. Αυτός τότε φοβήθηκε μην την ιδούνε. Αλλ’ αυτοί αλλού προσέχανε.

Και πώς τον κοίταζε! Τα μάτια της τα μαύρα τι βάθος έπαιρναν! Η καρδιά άρχισε να χτυπά με ανησυχία ηδονικά, κι αισθανότανε να τρέμει…

Η μορφή της μικρόσωμης κόρης, που έκανε να χαθεί, σβήστηκε γρήγορα.

Όταν φάγανε, ο γαμπρός του μίλησε. Καθώς είχε το χέρι του ακουμπισμένο στο τραπέζι, κούνησε πρώτα την πυγμή του, την έφερε βόλτα σα να ’κανε με κάποιο αόρατο σπαθί κύκλους κι έπειτα είπε:

- Εδώ θα δούμε!

Σα να κρεμάστηκαν όλοι, εκτός απ’ τον Φίλιππα, απ’ τα χείλια του.

- Για την εφεύρεση; τον ρώτησε η γυναίκα του.

Αυτός δεν της απάντησε, αλλ’ είπε:

- Μα δεν ξέρετε τι κούραση αισθάνομαι!

- Μα είναι δυνατόν να μην έχετε κούραση! Εδώ εργάζεται ο νους! μίλησε και η πεθερά του.

- Σωστό, όσο να το πάρει κανείς και να το εφαρμόσει… είπε και ο αδελφός του Φίλιππα, ο Σωκράτης, κάνοντας το χέρι του να πάρει σχήμα φόρμας.

Ο γαμπρός του κούνησε το χέρι του γρήγορα σα να ’λεγε: «Αυτά δεν είναι τίποτε!» Και είπε κουνώντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά:

- Κούραση, κούραση!

- Να πας έξω, να πάρεις λίγο αέρα, του έκανε η γυναίκα του, να ξεδώσει ο νους σου!

- Ναι, πρέπει, είπαν και οι άλλοι, μην κλειστείς μέσα ύστερα από τέτοια εργασία!

Ο νους θέλει να ξεκουραστεί, ν’ αναπαυτεί από τίποτε ωραίον!…

- Να βρείτε τους φίλους σας…

- Τους φίλους μου να βρω! Ποιανούς φίλους μου;

- Εκείνους που πας και βρίσκεις, ποιανούς άλλους! του είπε η γυναίκα με μικρό θυμό.

Αυτός κούνησε το χέρι του νευρικά κι ύστερα είπε:

- Λαμπρά!… Επειδή πηγαίνω και βρίσκω κάτι… να τους πω ανθρώπους; Αυτό είναι μια ερώτηση! Αυτοί λοιπόν οι κύριοι γινήκαν και φίλοι μου, που δύναμαι να ξεκουράσω και το νου μου ομιλών με ανθρώπους, οι οποίοι άλλο δεν κάνουν παρά να μιλούνε για εμπόριο και πόσα κέρδισαν, και κάποτε να τσακώνονται για πολιτικά! Αυτοί είναι οι φίλοι που πάω και βρίσκω! Σας αρέσουν; Τώρα γιατί πάω αφού δεν είναι του γούστου μου; Θα σας το εξηγήσω κι αυτό!… Μα πού και πώς να βρω στο γαϊδουρότοπο αυτόν εδώ άλλους να καθίσω λίγο; Οι άλλοι είναι ακόμα χειρότεροι! Τι λέω! Τρεις φορές χειρότεροι! Και αναγκάζομαι να κάθουμαι μ’ αυτά τα κτήνη και να χασμουριούμαι απ’ την αηδία! Πού να πάω;

- Έχει δίκαιο! μίλησε η πεθερά του, ενώ ο πεθερός του έμεινε σιωπηλός με σκυμμένο λίγο το κεφάλι και κρατώντας το κάτω χείλι του και κουνώντας το ελαφρά.

- Έπειτα, είπε πάλι ο γαμπρός του, εγώ έχω πολλά που με βασανίζουνε! Θέλω εργοστάσιο! Δεν πιστεύω ότι μπορούν αυτά εδώ τα γύφτικα να μου κάνουν αυτήν την εργασία! Κι έπειτα θέλω να δώσω στο ένα αυτό το τεμάχιον, στ’ άλλο εκείνο! Έτσι πρέπει, για να μην καταλάβουν τι θέλω να κάνω! Και είναι αδύνατον να γίνει αλλού! Αδύνατον! Εγώ πολεμώ, βάζω εμπρός εργασία που από χρόνια είχα στο νου μου… Τώρα, θα πετύχω;… Εγώ έχω πεποίθηση! Τώρα μπορεί να συμβεί το εναντίον! Άνθρωποι είμεθα! Αυτό είναι σα μια επιχείρηση, αλλά τι επιχείρηση! Μπορεί να χάσεις, αλλά άμα κερδίσεις… Χαιρέτα μας τον πλάτανο!… Αυτά, που λέτε… Για να ξεκουραστεί ο νους, πρέπει να βρίσκει ανθρώπους να μιλά, ανθρώπους! Και νομίζω πως αυτό είναι κάτι.

- Κάτι, λέει!… μίλησε και η γυναίκα του. Είναι το όλον!

Ο Φίλιππας ανέβηκε στο δωμάτιό του και κάθισε αρκετή ώρα στο γραφείο του, χωρίς να κάνει τίποτα. Ύστερα, άμα άκουσε ησυχία και βγήκε και πήγε ίσαμε τη σκάλα, για να βεβαιωθεί, άνοιξε το παράθυρο. Είδε φως στο μαγερειό. Σφύριξε τότε σιγά.

Ένα προσωπάκι φάνηκε στο σιδερόφραχτο παράθυρο του μαγερειού…

- Τώρα, τώρα!… του είπε.

Θέλησε κάτι να της πει, αλλ’ η μορφή κείνη έφυγε. Αυτός έμεινε στο παράθυρο. Η καρδιά του χτυπούσε ηδονικά. Το προσωπάκι της ξανθούλας ήρθε στο νου του. Σούφρωσε όμως τα φρύδια κι είπε με θυμό: Σώπα!…

Το πρωί σύννεφα είδε να ’χουν πέσει στον ουρανό. Και ευχαριστήθηκε πολύ. Το βράδυ η Σοφία του ’χε πει πως το πρωί είχε δουλειά πολλή και κοπιαστική. Θα ’βγαζε νερό απ’ το πηγάδι, ένα βαθύ πολύ, για να γεμίσει πιθάρια και κάτι βαρέλια παλιά, γιατί θα ερχόταν η πλύστρα. Το ντεπόζιτο του βρόχινου νερού είχε σωθεί. Βρύση είχανε μόνο στο μαγερειό, αλλ’ εκεί που την είχαν ήταν πολύ δύσκολο και πιο κοπιαστικό να παίρνει νερό με ντενεκέ του πετρελαίου. Και του ’χε πει:

- Α, τα χέρια μου θα κατακοπούνε! Δεν ξέρεις πόσο κουράζουμαι!

Αυτός, όταν αυτή έφυγε, άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε ψηλά. Είδε αστέρια να λάμπουν δυνατά στον μαύρο, στον κατάμαυρο ουρανό, τα σύννεφα είχανε φύγει. Έκανε τότε μια ευχή, όχι διαταγή, εζήτησε να πέσουνε σύννεφα και να πιάσει βροχή δυνατή, για να γεμίσει το ντεπόζιτο του βρόχινου νερού.

Και να! Το πρωί σύννεφα, θολά σύννεφα, να ’χουν κρύψει το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού, έτοιμα για βροχή!

Αισθάνθηκε πως ακουγόταν.

Αλλ’ όλη τη νύχτα την είχε περάσει με τη μικρόσωμη κόρη! Την έβρισκε, την έχανε, κι έξω απ’ ένα βαθύ υπόγειο, που καθότανε μια γυναίκα κοινή, την ξαναβρήκε και του ’δωσε τα χείλια της. Κι ύστερα μανιακά αγκαλιασμένοι κυλιστήκανε κάτω στο πεζοδρόμιο και κοντά στο παράθυρο της γυναίκας εκείνης. Κι ήτανε νύχτα βαθιά, βαθιά, μαύρη νύχτα, και ερημιά παντού…

Και όταν σηκώθηκε, όλος ο νους του ήτανε γεμάτος απ’ τη μικρόσωμη κόρη. Και σα να ’χε γίνει στ’ αληθινά, αισθανόταν ηδονή στη σκέψη του φιλήματός της κι έπειτα στο μανιακό αγκάλιασμα…

Κι άρχισε πάλι να μαλώνει τον εαυτό του για τη διαγωγή του και να ζητά να βγει γρήγορα έξω, για να περάσει απ’ το σπίτι της ξανθούλας…

Αλλ’ όταν έφευγε, που στράφηκε και κοίταξε πίσω, αντίκρισε τα μάτια της Σοφίας. Η ματιά της κείνη του ’φερε μια παράδοξη συγκίνηση. Του θύμισε κάτι πολύ μακρινό, σα να την είχε δει αυτή τη ματιά, αυτήν την έκφρασή της, κάπου άλλοτε, σε χρόνια περασμένα, σε μακρινή εποχή, που χανόταν σε βάθη.

Μα τ’ είναι αυτά! είπε.

Και περπατούσε με μια τρεμούλα κι αισθανότανε σα να βρισκόταν μισός σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και ο άλλος να ’χε βυθιστεί στο χάος, στα πεθαμένα χρόνια, στη μαυρίλα του άγνωστου, που ’χε ανοίξει, είχε φωτιστεί για λίγο…

Μπα, τι έπαθα, τ’ είναι αυτά! είπε πάλι. Φαίνεται είμαι στις ώρες μου!

Και όμως βάδιζε για το σπίτι της ξανθιάς κόρης. Αλλ’ όταν τ’ αντίκρισε κι είδε τ’ ανοιχτά παράθυρά του, στάθηκε και γύρισε πίσω. Δεν ήθελε και ντράπηκε να τον δει να περνά ύστερα απ’ τον περιφρονητικό της τρόπο, απ’ την ψυχρή της κείνη ματιά.

Είχε απομακρυνθεί απ’ το σπίτι της αρκετά, όταν πάλι γύρισε πίσω. Και πέρασε.

Στ’ ανοιχτά παράθυρα δεν ήταν κανείς, οι κουρτίνες οι άσπρες φούσκωναν απ’ το αεράκι που φυσούσε, αλλά ξαφνικά, σα να παραμόνευε, φάνηκε αυτή, η ξανθιά κόρη, με ξέπλεχτα μαλλιά… Θαμπωμένος, πέρασε.

Σταγόνες αρχίσανε να πέφτουν απ’ τα θολά τα σύννεφα… Κοίταξε ψηλά. Επεθύμησε να ’πιανε βροχή δυνατή για να γέμιζε το ντεπόζιτο…

Κι είχε σκοτεινιάσει σχεδόν. Σε πολλά καταστήματα, στο βάθος τους, είδε φως να ’χουν ανάψει. Του άρεσε έτσι, μες στη βροχή, που περπατούσε, η σκοτεινιά. Άφησε τις σκέψεις του για άλλοτε κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι άρχισε να περπατά σιγά. Θέλησε κάτι να ’ταν…

Στο σπίτι πήγε νωρίς και κλείστηκε στο δωμάτιό του.

Η βροχή είχε πάψει, κι άκουγε τον κρότο του μαγκανιού να δουλεύει γρήγορα.

Θα τον ενοχλούσε η σκέψη της Σοφίας, αν δεν είχε μια άλλη ενόχληση.

Όταν ερχόταν στο σπίτι, συναντήθηκε με τον γαμπρό του, σκεπασμένο από μια μεγάλη ομπρέλα, που τον έκανε να πει:

- Για να μη λιώσει η ζάχαρη…

Αλλά και ο γαμπρός του είδε και τον κοίταξε μ’ ένα ύφος και με μια ματιά, που, όσο τη θυμάται ο Φίλιππας, αισθάνεται θυμό και θυμό…

Μα το είπα, έλεγε, θα του χαλάσω τη φάτσα!

Αλλά δεν έφτανε αυτό, και σε μια στιγμή που το μαγκάνι σώπασε, άκουσε να του ξύνουν την πόρτα. Κατάλαβε πως ήταν η Σοφία και σηκώθηκε γρήγορα, της άνοιξε και την άρπαξε στην αγκαλιά του. Όλα φύγανε, ο θυμός, η ξανθούλα, σα χαρτιά κύλησαν, πήραν δρόμο, που τα φυσά δυνατός άνεμος. Αλλ’ η Σοφία του είπε και νέα. Του είπε πως ο γαμπρός του πήγε στον πατέρα του για να του πει ξάστερα πως θέλει να του δώσει λεπτά για τη μηχανή και για να πάει στην Αθήνα με τη γυναίκα του. Κι είχανε γίνει το πρωί φασαρίες. Φώναζε ο γαμπρός του, και μαζί όλοι οι άλλοι. Θέλουν κι αυτοί να πάνε στην Αθήνα! Και λένε πως ο παλιόγερος τους θέλει κει κλεισμένους σα σε μοναστήρι, ενώ έχει περιουσία…

Και η Σοφία έφυγε πάλι σιγά, αθόρυβα, καθώς είχε πάει.

Ο Φίλιππας έμεινε σκεπτικός.

Ουμ, ουμ! έκανε, κλείνοντας λίγο το ’να του μάτι. Εδώ βλέπω γίνονται δουλειές κι εγώ κοιμούμαι! Γιά στάσου… Αυτοί θα τον φάνε τον γέρο!

Του φάνηκε σα να ελευθερώθηκε από κάτι που δεν τον άφηνε να δει καλά τι γίνεται γύρω του, μέσα στο σπίτι. Και πρώτη φορά σκέφτηκε καλά τι γινόταν, πρώτη φορά έβλεπε πόσο είχαν αλλάξει αυτοί, εκτός απ’ τον πατέρα του, απ’ τον καιρό που μπήκε ο γαμπρός του ο Περικλής μέσα στο σπίτι. Είχαν πάθει όλοι τους μια μεγαλομανία που δεν είχε όρια. Κόψανε σχέσεις με οικογένειες, για τι δεν τους φανήκανε να ’χουν αριστοκρατικό. Κι είχαν μ’ αυτές χρόνια και χρόνια φιλία. Και κρατούσανε φιλία με λίγες, που είχαν κι αυτές την ίδια λόξα. Κι άλλο δεν άκουγες πια στο σπίτι παρά για αριστοκρατία, καλούς τρόπους, και να σιχαίνονται τον τόπο αυτόν, που τους παραπλούτισε, και να τον βρίζουνε μπακάλικο. Είχαν αρχίσει να βρίσκουνε για προσβολή τη δουλειά του πατέρα τους, γιατί ήτανε μεγαλομπακάλης, και να του λένε να την παρατήσει και να κάνει μια λεπτότερη εργασία…

- Τραπεζίτης, είναι ωραία εργασία, δεν έχει τίποτα κακό! είχε ακούσει πολλές

φορές ο Φίλιππας την αδελφή του να λέει.

Αυτή κρατούσε τη σημαία της αλλαγής μες στο σπίτι. Και με τρόπο λέγανε στον γέρο Μπαλάτη, τον πατέρα του Φίλιππα, πως καλό και ωραίο θα ’κανε να τα πουλούσε όλα και να πήγαιναν στην Αθήνα, όπου θα περνούσανε μια θαυμάσια ζωή. Απ΄του γέρου Μπαλάτη όμως τ’ αυτιά απ’ τη μια μεριά μπαίνανε και απ’ την άλλη βγαίνανε. Αλλά να η Επανάσταση! Και αρχηγός ήταν ο γαμπρός του ο Περικλής! Αυτός είχε σπουδάσει μηχανικός, αλλά καθόταν. Απ’ τον καιρό που παντρεύτηκε πάντα ταξίδια έκανε. Του γάμου ταξίδια. Τα λεπτά τα μετρητά τα είχε φάει σ’ αυτά τα ταξίδια και είχε αρχίσει να ζητά για τα καθημερινά του έξοδα χρήματα απ’ τον πεθερό του.

Εδώ, στη σκέψη αυτή, του ήρθε θυμός του Φίλιππα. Όλο λεπτά, λεπτά του δίνουν, ενώ σ’ αυτόν;… Οι τσέπες του ήταν απείραχτες, ενώ τα ρούχα του πηγαίνανε να λιώσουν!

Για ορίστε! Κοιτάτε, στο θεό σας, στο διάβολό σας! είπε σα να τις έδειχνε σε κάποιον τις τσέπες του και τις έσυρε έξω. Πεντάρα, πεντάρα τσακισμένη!… Πού να βρεθεί!...

Σκέφτηκε όμως πως, αν ζητούσε, ποτέ δε θα του αρνιόταν ο πατέρας του. Να ζητήσω! Έπρεπε να το ’χει καταλάβει πως είμαι κι εγώ άνθρωπος! Τι με μέλει!

Αλλά πάλι, αν και του ’ρθε να μην ανακατευτεί, πάλι σκέφτηκε γι’ αυτά που γινόντουσαν. Πρέπει να λάβω μέρος, γιατί θα κάνουνε τον γέρο άνω κάτω! Θα του πάει του φουκαρά η σκούφια του ανάποδα!

Του φάνηκε όμως πως είχε και κάποιο δίκαιο ο γαμπρός του, που ζητούσε τώρα χρήματα, αφού ήθελε κάτι να κάνει… Θύμωσε: Ας μην τα ’τρωγε τα δικά του σε ταξίδια! Ου, τον άτιμο! Είχε θυμηθεί και τον τρόπο που τον κοίταξε: Τον άτιμο, ξεσκόνισμα τα μάγουλά του θέλουνε!… Τον άτιμο!

Κούνησε το κεφάλι του λίγο. Ύστερα είπε σηκώνοντας το δάχτυλο: Να ξέρεις όμως, αυτός… σε μένα διακρίνει εμπόδιο!

Ο πατέρας του δεν ήρθε το μεσημέρι. Ο γαμπρός του στη μέση ούτε τον κοίταξε που μπήκε, αλλ’ είχε ένα ύφος αγριεμένο, που τον αγρίεψε κι αυτόν.

Αλλ’ η Σοφία δεν ήρθε να φέρει το φαΐ, και κάθε τόσο σηκωνόταν η αδελφή του. Ύστερα είδε την πλύστρα, μια χοντρή με μικρά μάτια γυναίκα και με πλαδαρό και με μεγάλες ζάρες πρόσωπο, να έρχεται και να υπηρετεί.

Και τρώγανε σιωπηλοί.

Ο Φίλιππας αισθάνθηκε ανησυχία: Μα πού είναι αυτή;

Και το τραπέζι τελείωσε έτσι, χωρίς να λένε σχεδόν τίποτα.

Του φαινόταν σα να ’τανε δεμένος τόση ώρα και τον λευτερώσανε. Και καθώς αυτοί διευθύνονταν στη σαλίτσα, αυτός μπήκε στο μαγερειό, όρμησε έπειτα κάτω και κοίταξε. Η Σοφία δεν ήταν ούτε εκεί.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα πόδια του είχανε γίνει βαριά και η όψη του είχε χαλάσει. Μα τι έγινε; Μην την έδιωξαν; Ζάλη του ’ρθε. Και σ’ αυτή την ταραχή είδε κάτι καλά, που δεν ήξερε. Την αγαπώ! είπε. Ναι, και τι άλλο ήταν αυτό απ’ αγάπη; Αυτήν αγαπούσε!

Και τώρα το πρόσωπο της ξανθούλας που φάνηκε στο νου του, του ’φερε θυμό, γιατί αυτή έφταιγε που αυτός δεν την πρόσεξε περισσότερο, δεν… Α, θα την έβρισκε, αν την είχανε διώξει, δε θα την άφηνε, όχι, ποτέ!

Ζαλισμένος πήγε μέσα. Η γυναίκα, η πλύστρα, έπλενε τα πιάτα μες στο μαγερειό. Πέρασε στην τραπεζαρία και απ’ εκεί βγήκε στο διάδρομο. Εκεί βρήκε τους αδελφούς του να κάθονται μ’ έναν γεροντάκο, που του τον σύστησαν για πατριώτη του πατέρα τους. Και δε θα τον σύσταιναν, αν ο γεροντάκος δε ρωτούσε, που τον είδε. Αυτοί τον γεροντάκο τον ήξεραν. Τον είχανε γνωρίσει στην πατρίδα του πατέρα τους, που είχαν κάποτε με τη μάνα πάει. Είχανε μείνει και στο σπίτι του. Τώρα είχε έρθει ζητώντας τον πατέρα τους. Κι επειδή δεν τον βρήκε στο κατάστημά του, ήρθε στο σπίτι, είχε κάτι δουλειές…

Έμεινε κι αυτός εκεί, μη θέλοντας να πάει επάνω, κι έκανε πως ακούει. Μα και όταν ήθελε να προσέξει, κάτι σα ρεύμα που φαινότανε να τρέχει στο νου του τα παρέσυρε.

Αλλά να, η πόρτα! Ο χωριάτης σηκώθηκε νομίζοντας πως είναι ο πατέρας του, αλλ’ αντί να φανεί αυτός, φάνηκε η μορφή η μελαχρινή της Σοφίας. Γαλήνη έπεσε μεμιάς στο νου του Φίλιππα. Η τρικυμία έπαψε που τον έδερνε, και σα να ’λαμψε μεμιάς λαμπρός ο ήλιος.

- Μα γιατί άργησες; η φωνή της μάνας του ακούστηκε αγριεμένη.

Είχε βγει στην πόρτα της σαλίτσας.

- Μαμά! η φωνή της αδελφής του από μέσα, για να κρατήσει το θυμό της μάνας της.

Ο Φίλιππας φοβήθηκε στην αρχή μην η μάνα του, και ας ήταν ο πατριώτης του πατέρα του εμπρός, ορμήσει και τη χτυπήσει, όπως έκανε συχνά, και αναγκαστεί κι αυτός να επέμβει. Αλλ’ η μάνα του δεν όρμησε, έμεινε στην πόρτα με αγριεμένα μάτια λέγοντας:

- Ακούς, η πλύστρα να πλένει τα πιάτα, να κάνει τη δικιά σου δουλειά!...

- Μα, κυρία, της έλεγε η Σοφία, αυτή μ’ άργησε, όσο να τα δώσει! Δε φταίω γω!

- Πού ’ν’ τα!

- Νά τα, νά τα!

Η κυρία της άπλωσε το χέρι της και τ’ άρπαξε και μπήκε πάλι μες στο σαλονάκι. Η Σοφία κοίταξε τον Φίλιππα, κι αυτός της ένεψε να φύγει.

Ο γερο-χωριάτης γελαστός κουνούσε το κεφάλι:

- Μα δε μου λέτε, αυτή, είπε δείχνοντας με το κεφάλι το μέρος που η Σοφία είχε φύγει, δεν είναι η κόρη του Κοντομιχάλη, ε;… Όμορφο γίνεται το κακόμοιρο! Άτυχο όμως, άτυχο! Ποιος το ’λπιζε ποτέ, του Κοντομιχάλη το παιδί να γίνει ψυχοπαίδα στου Μπαλάτη!...

- Γιατί; ρώτησε ο ένας αδελφός του.

- Γιατί;… Φαίνεται δε θα το ξέρετε, για να ρωτάτε! Θα σας το πω εγώ! Γιατί

αυτουνού εκεί του κοριτσιού η φαμίλια του ήταν η πρώτη μες στον τόπο μας!... Αυτό δε σας το είπε ο πατέρας σας; Το ξέρει καλά και καλά!...

- Μα εγώ έχω ακούσει, του απάντησε ο Σωκράτης, ο αδελφός του Φίλιππα, πως η δικιά μας ήταν η πρώτη!…

- Ποιος το είπε; Δεν το λέω να σας προσβάλω, παιδί μου, μα αυτή είναι η αλήθεια!

Ο πατέρας σας δεν πιστεύω να σας το είπε αυτό!… Εμένα τι με μέλει, μα αυτό είναι η αλήθεια!… Καλή κι άξια ήταν η φαμίλια του πατέρα σου, μα αυτή, του κοριτσιού, ήταν η πρώτη!… Κι ύστερα, τι άλλο θέλετε, ξέρετε γιατί ξενιτεύτηκε ο παππούς σας;…

- Γιατί ξενιτεύτηκε; τον ρώτησε με κάποιο θυμό ο αδελφός του Φίλιππα, ο Μίμης.

- Γιατί; Τώρα σεις, παιδάκια μου, δε σας αρέσουν αυτά, το βλέπω, μα αυτή είναι η αλήθεια!… Ξέρετε λοιπόν γιατί ξενιτεύτηκε; Πρέπει να το ξέρετε κι αυτό, δεν κάνει κακό! Ο πατέρας σας αυτό δεν μπορούσε να σας το πει, έπρεπε να τ’ ακούσετε απ’ άλλονε!… Ξενιτεύτηκε ο παππούς σας, γιατί είχε ξετρελαθεί με τη γιαγιά αυτουνού του κοριτσιού, της ψυχοπαίδας σας! Και ο γερο-Μπάτσας δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόνα! Ήθελε έναν άλλο, τον Μπάρα, που ’χε κι αυτός χρήματα και καράβια! Κι ο παππούς σας φαρμακώθηκε απ’ τον καημό του, αλλά τον σώσανε! Κι ύστερα έφυγε, πήγε στην Αμερική με καράβια! Και η γιαγιά της όμως τον αγαπούσε, λέγανε, κι είχε αρρωστήσει!... Μα και δεν έζησε πολλά χρόνια, η καημένη, δυο παιδιά έκανε και πήγε… Και λένε ότι την έφαγε αυτό, του παππού σας!...

Ο Φίλιππας έφυγε ευχαριστημένος απ’ το σπίτι και διευθύνθηκε στο καφενείο για να βρει κάποιον ή κάποιους και να μιλήσει. Δεν τον έμελε και να λέγανε και για το Ελεύθερο Κράτος.

Απ’ έξω απ’ το καφενείο βρήκε τον Θεοφάνη να περπατά πάνω κάτω και να χτυπά τη μαγκούρα του χάμω, στις πλάκες του πεζοδρομίου.

Άμα είδε αυτός τον Φίλιππα, στάθηκε υψώνοντας το χέρι που κρατούσε τη μαγκούρα του.

- Βρε αδελφέ, αν δεν ερχόσουνα θα ερχόμουνα γω να σ’ έβρισκα στο σπίτι! του είπε. Έχω πράματα να σου πω!…

Και γρήγορα άρχισε να σου λέει πως είχε βρει κάποιον απ’ τη γειτονιά της ξανθούλας και τον ρώτησε γι’ αυτή! Και τι του είπε αυτός! Πράματα και θάματα της ξανθούλας, που λεγότανε Ρηγούλα! Αυτή η Ρηγούλα ήταν μια βρομίτσα, πρώτη λέρα, αφού και με τον ψάλτη της εκκλησίας που πήγαινε τα ’χε φκιάξει! Και μόνο μ’ αυτόν; Και με τον διάκο, έναν τράγο ίσαμε κει απάνω! Είχε προτίμηση φαίνεται στους εκκλησιαστικούς. Άσε τα παλιά της, όταν πήγαινε σχολείο! Είχε γίνει πρώτη στη σύνταξη ερωτικών επιστολών! Γυμναζόταν το κορίτσι στη σύνταξη…

Ο Φίλιππας, αν και είχε αποφασίσει πια να τραβηχτεί απ’ την ξανθούλα, αισθάνθηκε κάποια ταραχή, ζήλια και δυνατά παρουσιάστηκε εμπρός του αυτή με τα ναυτικά και όπως την είχε δει στο παράθυρο, με ξέπλεχα μαλλιά. Αλλά γρήγορα ευχαριστήθηκε ότι θα ησύχαζε απ’ εκεί και θα αφοσιωνότανε στη Σοφία.

Ευχαρίστησε τον Θεοφάνη και του είπε πως κι αυτουνού έτσι είχε αρχίσει να του φαίνεται. Και νά το! Σώθηκε από μια βρομίτσα, που, αν έμπλεχε, αλίμονό του!

Μέσα στο καφενείο, που μπήκαν έπειτα, βρήκαν τον ιδιοχτήτη του, τον Λούκα, να παίζει χαρτιά με τον Κουρομάτη, έναν της παρέας. Ο Κουρομάτης αυτός ήταν ο πονηρότερος απ’ όλη τη συντροφιά και αυθάδης, αναιδής όσο παίρνει. Ένας, που τις αποκριές όταν πήγαινε μ’ άλλους φίλους σε σπίτια να διασκεδάσουν άρπαζε τα κορίτσια και τα χόρευε χωρίς να ξέρει διόλου χορό. Και πάνω στο χορό, κάθε τόσο σήκωνε, για σκέρτσο, και το ένα του πόδι. Ψεύτης, ύπουλος, χωρίς καμιά πίστη. Μόνον όταν μεθούσε, γινόταν ευαίσθητος και θυμόταν τότε τον μακαρίτη πατέρα του κι έκλαιγε. Μια φορά, τις αποκριές, φορώντας τις φουστανέλες του μακαρίτη πατέρα του, ένα τερατώδες φέσι στο κεφάλι κι έχοντας κάτι μουστάκια ψεύτικα, άγρια, που τον κάνανε να μοιάζει με τον Οδυσσέα Αντρούτσο, ή με τη ζωγραφιά του Αντρούτσου, έκλαψε, άμα ήπιε, τον πατέρα του.

Τώρα παίζοντας με τον Λούκα τον ζαχαροπλάστη, προσπαθούσε να τον κλέψει. Το είδε ο Φίλιππας. Ο Λούκας όμως, ο χοντρός και με τα σάπια δόντια, που έλεγε γι’ αυτά ότι γινήκαν έτσι απ’ τη ζάχαρη που κοπανούσε, δεν είχε καταλάβει τίποτα.

Πάνω στο παίξιμο, ήρθαν και άλλοι της συντροφιάς. Πιάσανε ομιλία. Ο Φίλιππας ευχότανε να μην αρχίσουν την ομιλία της Αφρικής και πότε θα πάνε. Αλλά νά, ξαφνικά στην πόρτα φάνηκε ο Ζαχαρίας ο παντουφλάς, με τη ζακέτα του τη μαύρη και ημίψηλο στο κεφάλι, κύριος σωστός.

- Χαιρετώ τους κυρίους! είπε και στάθηκε στην πόρτα.

- Μα τι έγινες! Χάθηκες εσύ! του έκανε ο Λούκας, αφήνοντας τα χαρτιά του κάτω.

- Χάθηκα, χάθηκα!… Και είπαν, λέει, εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τα δαιμόνια: «Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων. Και είπεν αυτοίς: Υπάγετε!» Τα δαιμόνια, όπως λέει ο φίλος μου Ριφάδης, τα ’χουν οι περισσότεροι άνθρωποι! Κι αυτά τους κάνουν να κοιτάζουν το κέρδος και να περιφρονούν την αιώνιον ζωήν. Τι κάνει ο καθείς που ούτε κοιμάται καλά; Να κάνει πλούτον, χρυσόν και άργυρον!...

- Ε, καλά, τι μας τα λες αυτά; τον διέκοψε ο Κουρομάτης.

- Πού να καταλάβεις εσύ! Εσύ μοιάζεις με τους Φαρισαίους, που ήτανε γραμματισμένοι, αλλά δεν καταλάβαιναν τον λόγον, τον λόγον του Θεού! Μα και γι’ αυτό πήγαν κατά δια… κατά Σατανά και σκορπίστηκαν εις τις τέσσερις άκρες της γης!…

- Αμήν! έκανε ο Κουρομάτης.

- Είσαι κουτός, του είπε ο Ζαχαρίας. Κι ύστερα στον Φίλιππα μπαίνοντας μέσα: Δε μου λες, τούτον εδώ, ρώτησε δείχνοντας τον Κουρομάτη, τι θα τον κάνουμε, όταν θα πάμε, με το καλό, εις την γην της επαγγελίας;

- Ιεροκήρυκα! του απάντησε ο Λούκας.

- Ε, ε! έκανε αυτός θυμωμένος και κινήθηκε και περπάτησε μες στα τραπέζια.

Μίλησαν πάλι για την Αφρική. Και θέλανε όλοι να φύγουν πια!

- Να κάνουμε αυτές τις ημέρες καμιά συνάθροιση, τους είπε ο Φίλιππας, να μαζευτούνε και οι άλλοι και να τ’ αποφασίσουμε πότε!...

Και λέγοντας αυτά, ο Φίλιππας σα να αισθάνθηκε την παλιά του μανία να τον αγγίζει…

Έφυγε για το σπίτι όταν είχαν ανάψει τα φώτα. Ο καιρός ήτανε βαρύς. Σύννεφα είχανε σκεπασμένο τον ουρανό.

Απ’ τη σκάλα, καθώς ανέβαινε σπίτι του, άκουσε τη φωνή του γαμπρού του κάτι να λέει αγριεμένη.

Κι ήταν όλοι μαζεμένοι στο σαλονάκι.

Πρόσεξε ν’ ακούσει τι έλεγε. Και ο γαμπρός του φώναζε με φωνή μανιακού:

- Σας το λέγω! Δε θα του επιτρέψω να με καταστρέψει, να καταστρέψει το μέλλον μου! Όχι! Θα ’χουμε μεγάλα πράγματα! Δε βλέπετε και σας; Άνθρωπος με περιουσία να σας έχει και σας εδώ, στη βρομούπολη!... Τώρα έχει να κάνει με μένα! Εγώ δε λογαριάζω κανέναν! Απ’ εδώ θα τον πιάσω, απ’ το μουστάκι, και θα τον οδηγήσω στο συμβολαιογραφείο!...

Ο Φίλιππας παρουσιάστηκε στην πόρτα. Ο γαμπρός του όρθιος μιλούσε στη μέση της σαλίτσας. Στο παρουσίασμα του Φίλιππα, στράφηκε και τον κοίταξε αγριεμένος.

- Δε μου λες, ρε πατριώτη, ποιόνα θα πιάσεις απ’ το μουστάκι! τον ρώτησε αυτός.

- Τι λες, βρε μόρτη!

Πριν προφτάσουν οι άλλοι να επέμβουν, ο Φίλιππας είχε ορμήσει πάνω στον ψηλό γαμπρό του. Τα χέρια αυτουνού λύγισαν γρήγορα απ’ τ’ άρπαγμα του Φίλιππα, που, μαζί μ’ αυτό, τον χτύπησε με το κεφάλι δυνατά στο πρόσωπο, κάνοντας τη μύτη του να μεταβληθεί σε κάνουλα που έτρεχε αίμα. Κι ύστερα με μια σπρωξιά τον ξάπλωσε χάμω, ρίχνοντας και δυο καρέκλες κι ένα μικρό τραπεζάκι… Φωνές, κακό… Τον σέρνανε να τον ξεκολλήσουν από πάνω του, γιατί είχε κολλήσει ζητώντας να τον αποτελειώσει. Και τον τράβηξαν, ή τραβήχτηκε, όταν είδε τον γαμπρό του να μένει ακίνητος.

- Πάει!

- Αχ!

- Ξίδι!

- Πού είναι κείνη! Ξίδι γρήγορα!

- Φεύγα! έκανε στον Φίλιππα ένας απ’ τ’ αδέλφια του.

- Τι λες, ρε; του είπε αυτός, έτοιμος να ορμήσει.

Ο αδελφός σα να μαρμαρώθηκε.

Ο Φίλιππας έφυγε προς τη σκάλα, ενώ ο ένας αδελφός του, ο Σωκράτης, κι η Σοφία τρέχανε μέσα φέρνοντας το ξίδι…

Αυτός γέλασε ένα άγριο ξερό γέλιο:

- Να σώσετε το πιτσουνάκι σας! τους είπε.

Και κατέβηκε. Αλλ’ όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι, πάλι ανέβηκε σιγά. Και κρυφάκουσε…

Κι έμεινε κει κρυφακούγοντας, ώσπου κατάλαβε πως τον είχανε συνεφέρει. Και καθώς έκανε να φύγει, να κατεβεί σιγά τη σκάλα, άκουσε τη φωνή της μάνας στο διάδρομο να λέει:

- Ρεζίλι γινήκαμε, ρεζίλι!

Γύρισε στο σπίτι αργά. Αλλά, που νόμιζε πως όλοι θα κοιμόντουσαν, είδε φως στην τραπεζαρία. Και μέσα κει βρήκε τον πατέρα του να κάθεται μόνος. Μα σα ν’ άκουσε, καθώς ανέβαινε, και κλείσιμο πόρτας…

Ο πατέρας του τον κοίταξε για λίγο, που μπήκε και στάθηκε, κι ύστερα του είπε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού:

- Για έλα δω!

Αυτός πλησίασε. Ο πατέρας του σήκωσε το κεφάλι και τον είδε πάλι:

- Δε μου λες, του είπε, μια φορά μου είχες πει πως θέλεις να ξενιτευτείς, να δεις κόσμο, να κάνεις δεν ξέρω τι… Εγώ το σκέφτηκα και βρήκα πως καλό θα σου κάνει η ξενιτιά!... Ιδού, πάρε αυτά!

Και ο πατέρας του, σύροντας ένα χαρτί, ξεσκέπασε ένα σωρό χρυσά νομίσματα, εικοσόφραγκα…

- Παρ’ τα! του είπε ο πατέρας του. Όταν έχεις ανάγκη για άλλα, θα μου γράψεις,

για ν’ αρχίσω να σου στέλνω ταχτικά όσα σου αναγκαιούν…

Τίποτα δεν είπε. Άπλωσε μόνο και πήρε τα λεφτά.

Με διώχνουν! είχε σκεφτεί. Κι έριξε τα εικοσόφραγκα στις τσέπες του όπως άλλοτε, και τώρα κάποτε, έριχνε τα στραγάλια.

- Να κι αυτά…

Και ο πατέρας του έβγαλε το πορτοφόλι του και του έδωσε και χαρτονομίσματα.

- Είναι αρκετά αυτά που μου δώσατε…

- Παρ’ τα, σου λέω!

Ο πατέρας του φαινόταν ταραγμένος. Ο Φίλιππας τα πήρε λέγοντας τώρα ένα «ευχαριστώ». Δε θέλησε τίποτα να ρωτήσει, αν κι είχε καταλάβει καλά πως αλλιώτικα πολύ θα του τα διηγήθηκαν του πατέρα του.

- Μα έτσι πρέπει, παιδί μου, μίλησε ο πατέρας του, έτσι πρέπει να γίνει! Αν μείνεις εδώ, θα έχουμε και δυστυχήματα! Δεν είδες, του έσπασες τα δόντια και πήγες να του βγάλεις και το μάτι. Μα είναι φοβερό!

- Του έπρεπε! απάντησε σ’ αυτά ο Φίλιππας.

- Δεν ξέρω, είναι κακό, αυτό λέω! Όχι, παιδί μου, πρέπει ν’ αλλάξεις! Αυτό σε συμβουλεύω! Δεν κάνουν έτσι! Όλοι είναι στο πόδι! Ή εσύ πρέπει να φύγεις ή όλοι αυτοί! Αυτό είναι!

- Καλά, καλά, κατάλαβα! Θα φύγω αύριο πρωί πρωί, για να μη με δουν και συγχυσθούν!

- Θα μου πεις μόνο πού σκοπεύεις να πας…

- Θα σας γράψω! Χαίρετε!

Και ο Φίλιππας κινήθηκε προς την πόρτα.

- Στάσου, δε μου είπες, πού σκοπεύεις να πας;

- Δε σας είπα; Θα σας γράψω!

Δεν ήθελε να δει τον πατέρα του να συγκινηθεί πολύ, γιατί τον έβλεπε, όσο πήγαινε, να ταράζεται. Κι έφυγε. Άκουσε τον πατέρα του να του λέει:

- Το πρωί τα λέμε!

Θα σας γράψω! Περιμένετε! είπε με το νου του καθώς ανέβαινε τη σκάλα.

Στο δωμάτιό του άναψε φως. Ύστερα, πηγαίνοντας στο παράθυρο, τ’ άνοιξε και κοίταξε κάτω. Το σιδερόφραχτο παράθυρο δε φωτιζόταν, ήτανε σκοτεινό. Ψηλά μαυρίλα. Αστέρι δεν έλαμπε κανένα, άνεμος φυσούσε δυνατός. Έκλεισε πάλι το παράθυρο σιγά κι άρχισε να περπατά πάνω κάτω μες στο δωμάτιο και να σκέπτεται. Σε όχι πολύ όμως σκέφτηκε πως ίσως ν’ ακουγόταν κάτω το βάδισμά του και κάθισε στο γραφείο του.

Έμεινε ώρα εκεί.

Ένα ξύσιμο της πόρτας του ελαφρό τον έκανε να πεταχτεί και ν’ ανοίξει. Ήταν η Σοφία, με αλλαγμένη μορφή. Την άρπαξε, κι αυτή έπεσε στο στήθος του.

- Πε μου, θα φύγεις, ε; Θα φύγεις;…

- Στάσου, παιδί μου, και τι θέλεις να κάνω, αφού με διώχνουν;

- Όχι, μη φύγεις, μείνε εδώ! Θεέ μου! Δε θέλω!

- Πωπώ! σιγά, σώπα! Θα μας ακούσουν! Έλα, πάψε, μην κλαις!

Την έσυρε και κάθισαν και οι δυο στο κρεβάτι. Αυτός τη χάιδευε στο κεφάλι, στα μαλλιά της, κι αυτή γυρισμένη στο στήθος του έκλαιε σιγά. Ο Φίλιππας σταμάτησε το χάιδεμα και την κοίταξε. Άκουσε το σιγαλό της κλάμα. Ξαφνικά της είπε:

- Δε μου λες, άφησε το κλάψιμο! Έρχεσαι μαζί μου;

Αυτή σήκωσε γρήγορα το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα δάκρυα κόπηκαν. Τα τελευταία πέφτανε και κυλούσανε στα μάγουλά της.

- Πώς… πώς είπες; τον ρώτησε.

- Είπα πως, αν θέλεις, να ’ρθεις μαζί μου!

- Το ρωτάς;

Εσφόγγισε τα υγρά απ’ τα δάκρυα μάτια της με το χέρι της, και τον κοίταξε καλά.

- Άκου δω, Σοφία, της είπε αυτός. Πρόσεξε καλά τι θα σου πω! Αν θέλεις, να γίνεις γυναίκα μου!… Ναι, γυναίκα μου! Τ’ ακούς; Άκου τώρα! Εγώ θα φύγω αύριο, και μετά πέντε μέρες… Θα περάσουνε γρήγορα! Μα και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, πρέπει να τακτοποιηθώ, να βρω σπίτι! Έτσι δεν είναι; Λοιπόν πρόσεχε…

Άμα η Σοφία έφυγε, αυτός βγήκε και βρήκε σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο που ήταν κει κοντά του μια βαλίτσα καινούρια του γαμπρού του και την πήρε στο δωμάτιό του. Άρχισε να τοποθετεί τα ρούχα του. Ύστερα πήρε τα χαρτιά του απ’ το μέρος που τα είχε κρύψει. Αν και η Σοφία του είπε πως αυτή τα είχε ανακατώσει κι είχε ανοίξει το συρτάρι χωρίς να της πει κανείς, με το κλειδί του μπουφέ, αυτός τ’ άφησε κει. Το μόνο που είχανε μάθει αυτοί απ’ τη Σοφία ήταν ότι αυτός κλεισμένος έγραφε. Τον είχε δει απ’ τις μεγάλες χαραμάδες της παλιάς σαραβαλιασμένης πόρτας του δωματίου του.

Αντί να τα κρύψει τα χαρτιά του, τα κράτησε και τα κοίταξε: Δεν ντρέπεσαι! Βλακείες! είπε.

Και τα έσχισε.

Κουταμάρες! έκανε πηγαίνοντας στο παράθυρο για να ρίξει τα χαρτιά.

Γδύθηκε, άμα τα ετοίμασε όλα, έσβησε το φως και πήγε να πλαγιάσει. Την ίδια στιγμή το δωμάτιό του φωτίστηκε απ’ αστραπή, και κεραυνός μετά βρόντησε.

Επλάγιασε. Άκουσε σε λίγο έξω τον κρότο της βροχής…

Έμεινε ώρα χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. Όλα πέρασαν απ’ το νου του, και ύστερα παιδικές αναμνήσεις του ήρθαν. Μαζί θυμήθηκε κι ένα αρνάκι που είχε μικρός, ένα αρνάκι άσπρο, άσπρο, που τον ακολουθούσε σα σκυλί, όπου πήγαινε. Κατέβαινε τη σκάλα, ανέβαινε, έτρεχε στο δρόμο, πίσω αυτό. Και θυμήθηκε τη λύπη του, τα κλάματά του, όταν έμαθε ένα πρωί που το ζήτησε ότι το ’χανε σφάξει! Κι είδε το αίμα του έπειτα στην αυλή, κάτω απ’ ένα πεύκο.

Κι αισθάνθηκε πάλι ο Φίλιππας λύπη για το αρνάκι του, λες την παλιά λύπη, σα να ξανάρθε αυτή με την ενθύμηση…

Κι έτσι ο ύπνος τον πήρε. Αλλά δεν κράτησε πολύ και ξύπνησε. Του φάνηκε όμως πως έβλεπε άστρα ψηλά και πως γύρω και πέρα βρισκόντουσαν δέντρα ψηλά πολύ, γιγάντια…

Τον ευχαρίστησε αυτό, αλλά και σα να φοβήθηκε.

Μήπως είναι νεκροταφείο; σκέφτηκε. Αλλά κυπαρίσσια δεν έβλεπε. Τα δέντρα, ή τα κλαδιά τους, σιγά σιγά πλησίασαν κι έκαναν ή σχημάτισαν πάνω του μια σκιάδα. Μαζί όμως τότε πέρα η τοποθεσία είχε αλλάξει… Τα μακρινά δέντρα είχανε φύγει, και σπίτια ψηλά, ωραία σπίτια, υψώνονταν…

Το όραμα αυτό έφυγε. Άκουσε έξω κρότο της βροχής.

Πάλι έπεσε σε σκέψεις. Ξαφνικά αιστάνθηκε ένα φόβο που θα έτρεχε στο άγνωστο με μια γυναίκα, που θα πολεμούσε να ζήσει, πώς θα έκανε, πώς… πώς… Και μια παράκληση τότε φάνηκε στο νου του. Ζήτησε απ’ την ψυχή του άσπρου αρνιού του, που τόσο το αγαπούσε, να τον βοηθήσει.

Χαμογέλασε που είδε τι έκανε και κούνησε το κεφάλι…

 

Το κείμενο ψηφιοποιήθηκε διά χειρός Μ.Μ.

 

αρχή