Τα Διηγήματα του Γυλιού εκδόθηκαν το 1922 και πρωτοδημοσιεύτηκαν σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.
Πληροφορίες για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα εδώ.
Μαζί κι εγώ στους κόπους σου
μαζί και στη χαρά σου.
Και στο καλό το γύρισμα
λεβέντη μου κοντά σου.
—Ωχ, κακό που μας ηύρε! κακό που μας ηύρε!...
— Μπα που να πάει και να μην έρθει!
— Να είχε καεί η ώρα που τον έβγαλε!
— Να πνιγόταν το βαπόρι που τον έφερνε.
Πλατύς κύκλος από γυναίκες της γειτονιάς είχε σχηματισθεί εμπρός εις την αυλόπορτα της κυρα-Γερασιμίνας. Η δεσποινίς Κατερινιώ η δασκάλα του Βατραχονησιού· η Χρίστενα η παχουλή και δροσερή γυναίκα του μανάβη· η Μαρή του φούρναρη και άλλες που αντιπροσώπευαν όλας τας ηλικίας και όλους τους χαρακτήρας του γυναικείου φύλου, ήσαν μαζεμένες εκεί και συνομίλουν θορυβωδώς και πολυτρόπως. Και δεν είναι βέβαια σπάνιαι αι συναθροίσεις και αι θορυβώδεις συνομιλίαι, των γυναικών κατά τα μέρη εκείνα. Αλλά τώρα είχαν γίνει πολύ συχνότεραι. Γιατί θέμα της ομιλίας των ήτο ο Τζακ, ο φοβερός του Λονδίνου αντεροβγάλτης.
Από μηνός αι εφημερίδες έγραφαν ότι ούτος είχε βαρεθεί τας μεγαλοπόλεις της Ευρώπης και κατέβη εις Αθήνας δια να συνεχίσει τα φοβερά κατορθώματά του. Από εφημερίδα εις εφημερίδα και από στόμα εις στόμα, από τον γραμματισμένον εις τον αγράμματον διεδόθη σε λιγάκι εις όλας τας τάξεις της κοινωνίας. Εφοβήθηκαν πολύ οι άνδρες, ετρόμαξαν τα παιδιά άλλα προ παντός έπαθαν πανικόν αι γυναίκες. Και με το δίκιο τους. Όλες αι διαδόσεις έλεγαν ότι αυτάς και μόνον καταδιώκει ο κακούργος. Μόλις ιδεί γυναίκα, σαν να τον πιάνει το δαιμόνιο τραβά το μαχαίρι του και την ξεκοιλιάζει άψε σβήσε. Και μήπως τον γνωρίζει κανείς να προφυλαχθεί. Λέγουν πως είναι νέος, μόλις είκοσι τριών χρονών, με μαύρα μάτια και μαύρο μουστάκι. Τουλάχιστον έτσι τον παρέστησε το τελευταίον θύμα του πριν ξεψυχήσει. Αλλά μήπως ένας και δυο είναι οι νέοι με τα μαύρα μάτια και το μαύρο μουστάκι!
Αι γυναίκες τώρα ανατρίχιαζαν εις το όνομά του αλλά και δεν έπαυαν να ζητούν την αιτίαν που τον ηνάγκασε να κυνηγά τόσον άγρια το φύλον των.
—Εγώ βάζω το κεφάλι μου πως κάποια του έκαψε την καρδιά!... είπε με ακλόνητη πεποίθηση η κυρα-Γερασιμίνα.
—Έρωτας είναι στη μέση!… έρωτας χωρίς άλλο! επρόσθεσε η κυρα-Φρόσω, καλοθρεμμένη χήρα, με μαύρα ρούχα ξεβαμμένα από την πολυκαιρία και κόκκινα μάγουλα ζωηρά από το φκιασίδι.
— Δεν τον αφήνεις τον κακούργο! εφώναξεν η δασκάλα με αποστροφήν. Αιμοβόρος άνθρωπος!... Αποφόλιον τέρας!…
— Αχ! και να τον έπιαναν! Πώς θα ’τρεχα να τον ιδώ· είπε ανυπόμονη η Μαρή.
— Ποιος να τον πιάσει, καλέ! Δεν τον πιάσανε άλλες κι άλλες αστυνομίες και θα τον πιάσει η δική μας, η φαγοκοιμίστρα! επρόσθεσε με αγανάχτησιν η Φρόσω. Δεν μπόρεσαν να πιάσουν τον κλέφτη της μπουγάδας μου και θα πιάσουν τον Τζακ.
— Τι άγριο όνομα! Τζακ! Λες και σου δίνει τη μαχαιριά.
— Θεός φυλάξει, παιδί μου! είπε η Γερασιμίνα ανατριχιάζουσα σύγκορμη.
— Και δεν ακούς καλότυχη πως τις ξεκοιλιάζει· επρόσθεσεν η κυρα-Θοδωριά καταζαρωμένη εξηντάρα, κάμνουσα διαφόρους μορφασμούς.
Και εξήγησε με λεπτομέρειαν τον τρόπον με τον οποίον ο φοβερός κακούργος δολοφονεί τα θύματά του. Τα μόνα του όπλα, ακούς, είναι ένας πλατύς δίκοπος λάζος κι ένα μπουκαλάκι με υπνωτικό. Εκεί που πηγαίνει στο δρόμο της το κορίτσι — η Ελένη σου να πούμε, μακριά από λόγου της, κυρα-Γερασιμίνα μου — πλησιάζει με τέχνη ο Τζακ της ακουμπά στη μύτη το μπουκαλάκι, εκείνη εν τω άμα — ακούς!— εν τω άμα υπνωτίζεται και εκείνος με το λάζο του της ανοίγει την κοιλιά σαν πετάλι.
— Μήσθητι μου, Κύριε! Ο άδης τον έβγαλε!... εψιθύρισε σταυροκοπουμένη η Γερασιμίνα.
Και αι άλλαι γυναίκες εφρικίων από κεφαλής μέχρι ποδών, και συνεταράσσοντο κατάχλωμοι, με τα μάτια ολάνοικτα ως να έβλεπαν εμπρός των τον φοβερόν κακούργον.
— Και κυνηγάει όλο τις χήρες...
— Τις ανύπαντρες!
Βέβαια η Μαρή το είπε για να φοβίσει την κυρα-Φρόσω. Άλλα εκείνη το ανταπέδωκε αμέσως. Γιατί ναι μεν ήταν χήρα η Φρόσω, αλλά προ πολλού είχε αγαπητικό έναν πλούσιο φοιτητή από την Σύρα, ο όποιος άμα έδιδε εξετάσεις θα την έπαιρνε. Επίστευε λοιπόν ότι από καιρού δεν ελογαριάζετο πια με τις χήρες και δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από τον Τζακ.
— Τι τις χήρες; όλο τα κοριτσάκια τ’ ανύπαντρα κυνηγάει· εφώναξε η Θοδωριά. Όποια έχει ανύπαντρα ας βρει γαμπρούς!
Και εκοίταξε κατάματα την Γερασιμίνα σαν να της έλεγε: Για σε τα λέω και άκου τα.
*
Η Γερασιμίνα ήτο σαραντάρα και πλέον, ξερακιανή, με άσπρα μαλλιά εις το κεφάλι και μέτρια καμπούρα εις την ράχη. Ήτο δεκαπέντε χρόνια χήρα και δεν είχε από τον άντρα της παρά ένα σπιτάκι σε κεντρικό μέρος της συνοικίας και μια κόρη την Ελένη. Από το νοίκι του απάνω πατώματος είχε εισόδημα τριάντα πέντε δραχμές και από την Ελένη πολλές σκοτούρες.
Ό,τι όμως υπέφερε τόσα χρόνια όλα τα ελησμόνει όταν έβλεπε την κόρη της. Τώρα εδούλευαν και οι δύο. Η Γερασιμίνα έπλυνε τα ασπρόρουχα· η Ελένη ειργάζετο εις μοδιστράδικο με ημεροκάματο μιας δραχμής. Είναι αλήθεια μικρά και τιποτένια η πληρωμή, αλλά τι να γίνει; Με αυτήν και τις οικονομίες της θα κατόρθωνε σιγά σιγά να κάμει την προίκα της και να αποκατασταθεί. Και εις αυτόν τον συλλογισμόν, κύμα θερμόν ευφροσύνης έτρεχεν εις όλην την ύπαρξιν της Γερασιμίνας και μισογελούσαν τα χείλη ενώ εκοκκίνιζαν τα μαραμένα μάγουλα.
Αλλά τώρα εις τους λόγους της γειτόνισσας ότι ο Τζακ μαχαιρώνει κατά προτίμησιν τα κορίτσια τα ετοιμόγαμα, ετινάχθη από την πέτραν όπου εκάθητο ορθία και την εκοίταξε ερωτηματικά.
— Ποιος σου το είπε;
— Τι ποιος μου το είπε; Δε ρωτάς όποιον θέλεις… Δε ρωτάς το Γιάννη μου…
Αλλά τι ανάγκη να ερωτήσει τον Γιάννη η Γερασιμίνα; Ενθυμείτο τώρα ότι το είχε ακούσει και από άλλους πριν. Και ο μπακάλης της το είπε και ο παπάς της ενορίας και ο μανάβης χθες ακόμη, όταν επήγε ν’ αγοράσει λάχανα, την εκοίταξε κατάματα και της είπε σοβαρά:
— Τήραξε γρήγορα να παντρέψεις την Ελένη. Τώρα η πτωχή μητέρα έτρεμεν από φόβον.
Εσκέφθη ότι η κόρη της δεν είχεν έλθει ακόμη από την μοδίστρα και άρχισε να βάνει με τον νουν της χίλια κακά. Από την ανυπομονησίαν της άφησε την συντροφιάν και αργά βαδίζουσα έφθασε εις την γέφυραν του Ιλισού και εκοίταξε με περιέργειαν γύρω.
— Μα πώς δε φαίνεται ακόμη! εψιθύρισε με αδημονίαν.
Και κάτι της έσφιγγε τον λαιμόν. Η καρδιά της εβροντοκτύπα από προσδοκίαν, ενώ δύο δάκρυα ανέβαιναν από τα γεροντικά μάτια της έτοιμα να κυλισθούν καταγής.
Ο ήλιος είχε δύσει από αρκετής ώρας, και μόλις αι ανταύγειαί του διετηρούντο ακόμη επάνω εις τα ξανθά μάρμαρα της Ακροπόλεως. Τα άστρα είχαν αναφανεί ένα με το άλλο εις τον γαλανόν ουρανόν· οι φανοί του φωταερίου ανάψανε εις την πλατείαν του Ζαππείου· ένα προς ένα εφωτίζοντο ως λαμπρά σκαλοπάτια τα σπίτια που εσκάλωναν εις τους γύρω λόφους, οι περιπατηταί έγιναν αραιοί και μόνον οι φωνές μιας συντροφιάς παιδιών ηκούοντο συγχεόμεναι με τον αδιάκοπον και βαθύν θόρυβον της πόλεως. Και όσον επροχωρούσε η νύχτα τόσον περισσότερον ανησυχούσεν η Γερασιμίνα. Είναι αλήθεια ότι και άλλοτε αργούσε η Ελένη, όταν είχαν βιαστική δουλειά εις το κατάστημα και ηναγκάζετο να πηγαίνει η ιδία προς αναζήτησίν της. Αλλά τώρα, έπειτα από τόσες διαδόσεις θα ήτο δυνατόν να εβράδυνε χωρίς κακό το κορίτσι της:
— Μπα! Δεν είναι για καλό! εψιθύρισε σταυροκοπουμένη.
Και σχεδόν μισοκλαίουσα απεφάσισε να πάει έως το κατάστημα να πληροφορηθεί. Μόλις όμως έκαμε ολίγα βήματα από την γέφυραν και διέκρινε μακράν από το καμαρωτόν περπάτημά της την κόρην σπεύδουσαν με το δέμα εις την μασχάλην. Πλησίον της όμως είδε να βαδίζει και άλλην σκιάν ανδρικήν αυτήν, και ελαχτάρισε φαντασθείσα ευθύς τον Αντεροβγάλτην.
— Έλα κορίτσι μου, τώρα! εφώναξε δυνατά.
— Εδώ είσαι, καλέ! απάντησε η κόρη.
Αλλ’ ούτε η ταραγμένη φωνή της, ούτε η κίνησις του συντρόφου της, που εστάθη παράμερα διέφυγε την γριάν. Το εναντίον μάλιστα. Η Γερασιμίνα εγνώρισεν ότι ήτο ο Γιάννης, ο γιος της γειτόνισσας, τον οποίον της εσύσταιναν να ερωτήσει διά τον Τζακ. Και έτσι όμως δεν ησύχασε, αλλά περισσότερον δυσαρεστήθη.
— Μπα! συντροφιά μου ’ρχεσαι! είπε με θυμόν εις την θυγατέρα της.
Και όλον τον δρόμον ώσπου έφθασαν εις το σπίτι, δεν έπαυσε να ψιθυρίζει βρισές εναντίον του συντρόφου της Ελένης. Διότι η Γερασιμίνα εγνώριζε από καιρόν ότι η κόρη της ησθάνετο την καρδιά της κλίνουσαν προς τον Γιάννη.
*
Και δεν ηπατάτο καθόλου η Γερασιμίνα. Ο Γιάννης ήτο κοντόχοντρος νέος, είκοσι χρονών, τσαγκάρης το επάγγελμα και κούτσαβος κατά συνήθειαν. Μυτερά παπούτσια, πλατύ πανταλόνι, κόκκινο ζωνάρι και ρεπούμπλικα κάτω της οποίας προς το μέτωπον, επρόβαλαν λαδωμένες αφέλειες. Τις καθημερινές εδούλευε μεροκάματο, και τις γιορτές εχόρευε με την λατέρνα εις την πλατείαν της συνοικίας. Η Θοδωριά η μάνα του τον εκαμάρωνε περισσότερο για τον χορόν του παρά για την δουλειά του. Ώρες καθόταν και τον κοίταζε να γυρίζει σαν σβούρα στις μύτες των παπουτσιών του, όταν εχόρευε το χασάπικο, και συχνά έλεγε με περηφάνια εις τις άλλες γυναίκες.
— Τι ελεύθερος, καλέ γειτόνισσές μου! τι ελεύθερος! Δε χορεύει· πετάει σα γεράκι.
Όμως από αυτά κι αυτά η Γερασιμίνα καθόταν στα κάρβουνα. Δεν το ήθελε το γεράκι κοντά εις την περιστέρα της. Ο Γιάννης, εκτός που ήταν καυγατζής και σκροποχέρης, είχε μητέρα να θρέψει και μιαν αδελφή να υπαντρέψει. Και δεν είχε τίποτα άλλο από τα δυο του χέρια. Εις το σπίτι εκάθοντο με νοίκι. Όταν την αυγήν ο Γιάννης επήγαινε εις την πόλιν να πιάσει δουλειά, με το τσιγάρο εις το στόμα και τα χέρια εις τις τσέπες του πανταλονιού, ετύχαινε πολλές φορές και η Ελένη να πηγαίνει με το δεματάκι της εις την μασχάλην. Και όταν το βράδυ εγύριζεν ο ίδιος εις το σπίτι, νωθρά σύρων τα παπούτσια του εις τον δρόμον και συρίζων τραγουδάκια του παλκοσένικου, ετύχαινε να γυρίζει και εκείνη με το υπόπτερον βάδισμά της, ωσάν βιαζομένη να φθάσει εις την μητέρα της. Τότε εις τα συναπαντήματα εκείνα εγνωρίσθηκαν αμοιβαίως. Και επειδή η νεότης έχει πάντα την καρδιά εις το χέρι και πρόθυμα ανταποδίδει την φιλίαν, οι δύο νέοι γρήγορα εφιλιώθησαν τόσον, ώστε δεν άργησε ο ένας να ομολογήσει εις τον άλλον, τον πόθον που είχαν και οι δύο, να πηγαίνουν μαζί εις την εργασίαν και μαζί να γυρίζουν το βράδυ εις το σπίτι τους. Επειδή δε πρώτη ομολογία του έρωτος είναι η προσπάθεια που καταβάλει καθένας για να κρύψει από τον άλλον τα αισθήματά του, οι δύο νέοι εγνωρίσθησαν περισσότερον όταν εσυμφώνησαν να φυλάσσονται από τους γονείς των.
Αλλά με το πέρασμα του χρόνου και η αγάπη τους έγινε περισσότερη. Μέχρις ου ο Γιάννης το είπεν εις την μάνα του και εκείνη έπειτα από μερικούς δισταγμούς απεφάσισε να το προτείνει εις την κυρα-Γερασιμίνα. Αλλά η γριά αμέσως έδειξεν ότι ούτε ν’ ακούσει ήθελε τέτοιο γάμο. Την κόρη της αυτή δεν την είχε για τον Γιάννη· ας το βγάλει από τον νουν του!… Και σήμερα τα ίδια εξηκολούθει να καλαναρχά εις την θυγατέρα της, θυμωμένη που την είδε πάλιν με τον νέον υποδηματοποιόν.
— Συντροφιές ε! Δεν μπορείς, βλέπεις, να ’ρθεις μοναχή σου! — έλεγε και ξανάλεγε η γριά.
— Μοναχή μου, βέβαια! είπε μιξοκλαίουσα η Ελένη. Δεν ακούς τι γίνεται με τον αντεροβγάλτη.
Εις το όνομα του κακούργου η Γερασιμίνα έπαυσεν αμέσως τις φωνές της. Ο θυμός της κατέπεσε διά μιας όπως μετά ψυχρολουσίαν και το ρίγος επέρασε πάλιν όλον της το σώμα.
— Τι άκουσες νυφούλα μου; ερώτησε σιγά την θυγατέρα της. Αλήθεια πως κυνηγάει τα κορίτσια;...
— τα ετοιμόγαμα· εσυμπλήρωσεν αμέσως η κόρη. Βέβαια. Δεν άκουσες που ξεκοίλιασε ένα στη Βάθεια.
— Πότε:
— Ψες — όχι, σήμερα το μεσημέρι.
— Τι λες;
—Εκείνο που λέω. Και ήταν αρραβωνιασμένο. Την Κυριακή θα γινόταν ο γάμος της.
— Ωχ αλλοίμονό μου της άμοιρης! … εφώναξεν η γριά κοιτάζουσα φοβισμένη την θυγατέρα της.
— Αμ βέβαια! εψιθύρισεν η κόρη δειλά. Ο ένας δεν της αρέσει, ο άλλος της βρομάει. Να μη μας χαιρετίσει κανείς! να μη μας συντροφέψει κανένας!
*
Η νύχτα είχε προχωρήσει αλλά ο ύπνος δεν εκάθιζε εις τα βλέφαρα της κυρα-Γερασιμίνας. Τα λόγια της μάνας του Γιάννη, η συμβουλή του μανάβη, τα λόγια του παπά που έφτυσε τρις και έκαμε τον σταυρό του εις το όνομα του κακούργου ως να επρόκειτο περί του Οξαποδώ, εγύριζαν κι εξαναγύριζαν εις το κεφάλι της γριάς διασταυρούμενα μεταξύ των ως αστραπαί εις νεφελώδη ουρανόν. Αλλά προ πάντων η Γερασιμίνα εσκέπτετο τα λόγια που της είπε η θυγατέρα της απόψε. Η μητρική της στοργή εύρισκε μέσα εις αυτά κάποιαν διαμαρτυρίαν, κάποιο παράπονο της δροσεράς νεότητος και της ζωής εν γένει, που εκινδύνευε. Και εύρισκεν ότι εκινδύνευεν όχι διά τιποτ’ άλλο αλλά διά την μωράν επιμονήν της, να μη δεχθεί ως γαμπρόν της τον Γιάννη, το παιδί της Θοδωριάς.
Άλλα μήπως και αύτη το έκαμε για κακό! εσυλλογίζετο τώρα η Γερασιμίνα, θέλουσα να δικαιολογηθεί εις τον εαυτόν της. Κάθε γονιός για το καλό του παιδιού του φροντίζει. Ήθελε να πανδρέψει την κόρη της· αλλά ήθελε να της δώσει άνδρα, από τον οποίον να μη στερηθεί τουλάχιστον το ψωμάκι. Αλήθεια ο Γιάννης ήτο καλός· ψυχή μάλαμα· αλλά τι να τον κάμεις που ήτο πτωχός· είχε και συνάλλαγμα να εξοφλήσει — την αδελφή του. Ενώ ο διπλανός μπακάλης, που είχε παραμεστωμένον από εμπορεύματα το μαγαζί του, εφαίνετο πολύ προτιμότερος. Ήτο βέβαια ηλικιωμένος, είχε περάσει τα πενήντα αλλά είχε γεμάτο το πουγκί. Ότι είχε και αυτός την ιδέα του για την Ελένην, δεν υπήρχεν αμφιβολία. Όταν η Γερασιμίνα επήγαινε εις το μαγαζί του της έκανε τόσες περιποιήσεις και την ερωτούσε συχνά πυκνά για την κόρη της. Όταν λοιπόν μια μάνα έχει τόσες καλές ελπίδες για την τύχην της κόρης της, βέβαια δεν μπορεί να βιασθεί να την δώσει σε χειρότερα.
— Μπόραγα να κάμω αλλιώς; ερωτούσε μονάχη της.
Αλλά τώρα παρεδέχετο και αυτή ότι έπρεπε να βιασθεί. Ο μπακάλης δεν έλεγε ούτε ναι ούτε όχι. Και όμως η Ελένη της είχεν ανάγκην από προστασίαν, ισχυράν προστασίαν. Άσε που μπορεί να κλείσει έξαφνα και εκείνη τα μάτια της και να την αφήσει εις τους πέντε δρόμους! Και τόσο ζωντανή εφάνη εις την φαντασίαν της η ερημιά της κόρης της ώστε άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει την ιδέα που είχε πριν διά τον Γιάννη. Καλό παιδί και αυτός! γερός, δουλευτής. Πως είναι μαχαιροβγάλτης; Αλλά τάχα και αυτό δε χρειάζεται εις τους καιρούς που ζούμε; Ας πάρει τα μούτρα του ο κύριος Τζακ να φανεί μπροστά του. Έπειτα την αγαπάει την Ελένη.
— Δώσ’ μου την Ελένη κι ας είναι με το πουκάμισο! της είχε ειπεί κάποτε για να δείξει πως εκείνη αγαπά και όχι την προίκα της.
Έ! Αφού αγαπιόνται ας ζήσουν τα παιδιά της· κατέληξεν η γριά. Και άμα μέσα εις τις σκέψεις της αυτές ετύχαινε να καταβάλλεται η γεροντική της κράσις και να βυθίζεται εις νάρκην, ο Αντεροβγάλτης πελώριος με μακριά μαύρα μουστάκια και γενειάδα δασείαν, με δυο μάτια φλογερά και μεγάλα ως άστρα, εφαίνετο έξαφνα να μπαίνει από τις χαραμάδες της πόρτας, με γιγάντια μάχαιρα εις το ένα χέρι και παμμεγίστη μποτίλια εις το άλλο. Και τίποτε δεν εζήτει εκεί ο κακός άνθρωπος παρά να ξεκοιλιάσει την θυγατέρα της. Τότε η γριά ετινάζετο εις το στρώμα έξαλλος και άπλωνε τα χέρια προς τ’ αριστερά όπου εκοιμάτο η Ελένη και για πολλήν ώραν εκοίταζε το πρόσωπόν της, θέλουσα εις το αμυδρόν φως που έχυνε επάνω της η κανδήλα του εικονίσματος να καμαρώσει τα χαρακτηριστικά της. Και έξαφνα τα μητρικά της αισθήματα εκυρίευσαν τόσον την καρδιάν της, ώστε έσφιξε την κόρην εις τους κόλπους της σπασμωδικώς χύνουσα άφθονα δάκρυα.
— Τι έχεις μαμά; ερώτησε η κόρη εξυπνώσα κατατρομαγμένη.
— Τίποτα κόρη μου! τίποτα νυφούλα μου… είπε η γριά τρυφερά. Ναι· αύριο θα σε δώσω του Γιάννη… τ’ απεφάσισα.
Μόλις εξημέρωσεν η κυρα-Γερασιμίνα ήτο στο πόδι. Περισσότερον ανυπομονούσε τώρα αυτή παρά η Ελένη. Την εύρισκε μάλιστα τόσον φυσικήν την απόφασίν της που δεν ημπορούσε να εξηγήσει πώς εμπόδισε τόσον καιρόν αυτόν τον γάμον, αφού επρόκειτο να ευτυχήσουν όχι μόνον οι δύο νέοι, αλλά και αυτή η ιδία. Και η ανυπομονησία της έγινε μεγαλύτερη όταν ανοίξασα την πόρτα της είδε της γειτόνισσας κλειστήν ακόμη. Γούστο είναι να έφυγαν πρωί πρωί και να περιμένει ως το βράδυ. Και αν δεν έρθουν το βράδυ κι αν δεν έρθουν ούτε αύριο; Και πού να πήγαν: Μην επήγαν στον Περαία; Μην άλλαξαν κατοικία; Μην τον πάντρεψε σώγαμπρο πουθενά τον Γιάννη η κυρα-Θοδωριά; Όλα γίνονται. Ο διάβολος άμα θέλει να χαλάσει μια δουλειά όλα τα καταφέρνει... Η Γερασιμίνα έπινε τον καφέ της, εσυλλογίζετο και όσο που δεν έκλαιε.
Τέλος άνοιξε η απέναντι πόρτα και η Θοδωριά εχαιρέτισε πρώτη. Η Γερασιμίνα ήθελε να πετάξει μια στιγμή, να κάμει την πρότασή της και να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Αλλά πράγμα παράδοξον — κάτι της έσφιξε την καρδιά και εδίστασε. Η ιδέα της παλαιάς της διαγωγής, ο πρόστυχος τρόπος με τον όποιον άλλοτε απέρριψε αυτή τας προτάσεις των, ήλθε τώρα και την εκάρφωσε εις το κατώφλι της. Δεν ήτο τάχα δίκαιο να της φερθούν έτσι κι εκείνοι τώρα;
— Καλημέρα, θεια-Γερασιμίνα;
Ο Γιάννης επέρασε κοντά και την εχαιρέτησε με πολύν σεβασμόν. Και η μητέρα του που ήρχετο από πίσω με την στάμνα, την εχαιρέτησε και εκείνη με μαλακό και γλυκό χαμόγελο.
— Καλημέρα κι από κοντά, γειτόνισσα. Πώς πέρασες απόψε;
Η Γερασιμίνα εμαγεύθη από την καλοσύνη και των δύο. Καρδιές μια φορά! Ρουμπίνια να βάλεις δε ζυγιάζονται. Επήρε τέλος θάρρος, έσφιξε τον εαυτό της και τους έκραξε με τ’ όνομα.
— Γιάννη! κυρα-Θοδωριά!... κοπιάστε μέσα μια στιγμή!
—Ελυπήθηκ’ η καρδιά σου επί τέλους! εφώναξε με χαρά η Θοδωριά.
Η Γερασιμίνα έκαμε πως δεν άκουσε. Εμπήκε πρώτη εις το σπίτι, άναψε το καμινέτο, έβαλε νερό εις το μπρίκι και το ετοποθέτησε απάνω. Έπειτα εσυμπλήρωσε την πρόσκλησή της:
— να πάρτε έναν καφέ...
Μάνα και γιος εκοιτάχθηκαν με απορία. Γι’ αυτό τους κάλεσε! να πάρουν έναν καφέ; Τάχα δεν έχουν καφέ στο σπίτι τους; Η Θοδωριά ετοιμάζετο να ζητήσει εξηγήσεις, αλλά εμπήκεν η Ελένη δροσερή και χαρούμενη και άρχισε να φιλεί την γειτόνισσά της σαν να είχε να την ιδεί χρόνους. Σύγκαιρα τα μάτια της λαμπερά και γελαστά έπαιζαν του νέου, δίνοντας του υπόσχεση πως όλα ετελείωσαν πια.
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε έξω δυνατή φωνή:
—Εφημερίδες! και η σύλληψη του Αντεροβγάλτη!...
— Τι, τι, τι; έκαμε η Γερασιμίνα.
—Α! το τέρας!... εφώναξε η Ελένη
— Τον έπιασαν τέλος πάντων! είπε με ανακούφισιν η Θοδωριά.
Ο Γιάννης εβγήκεν εις την πόρτα, αγόρασε την εφημερίδα και αφού εκοίταξε εδώ κι εκεί, άρχισε να διαβάζει δυνατά:
— Τέλος απηλλάγη η πόλις μας — τι λέγομεν η πόλις μας, ο κόσμος όλος και ιδία ο γυναικείος — απηλλάγη ενός εφιάλτου. Ο Τζακ, ο φοβερός Τζακ ο αντεροβγάλτης δεν θα διαπράξει πλέον τα στυγερά αυτού κακουργήματα. Ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης τάχιστα θα επιπέσει βαρύς επί του τραχήλου του...
— Δόξα σοι ο Θεός!... εστέναξε η Γερασιμίνα.
— Γειτόνισσα, πάει ο καφές!... εφώναξε βιαστικά η Θοδωριά.
Αληθινά η γριά τόσον είχεν αφαιρεθεί από τα νέα της εφημερίδας, ώστε δεν επρόσεχε καθόλου εις το μπρίκι. Ο καφές φούσκωσε, εχύθη και έσβησε το καμινέτο.
—Ω!... έκαμεν η γριά με θλίψιν. Να βάλω άλλον.
—Όχι, δεν είναι ανάγκη, θεια-Γερασιμίνα· είπε ο Γιάννης. Ώρα να πηγαίνω.
— Να μην πάρτε έναν καφέ!... Δε γίνεται επέμενε η γριά.
— Δεν είναι καιρός, μητέρα· είπε στενοχωρημένη και η Ελένη. Πες ό,τι έχεις να ειπείς και να πηγαίνει.
— Άργησα μάλιστα και θα φάω πρόστιμο· είπε ο Γιάννης, παίζοντας νευρικά τη ρεμπούπλικά στο χέρι του.
— Βγάλε τον πια το λόγο σου και δε θα σε κρεμάσουν!... είπε με γέλιο και αγανάκτηση μαζί η Θοδωριά.
Η κυρα-Γερασιμίνα βρέθηκε στενοχωρημένη. Αλήθεια τι είχε να τους ειπεί; Ο αντεροβγάλτης επιάστηκε· δεν τον εφοβόταν πια. Ο μπακάλης ήταν εκεί με το εμπορικό του τίγκα. Γιατί να βιαστεί; Απόφευγε όσο ημπορούσε τα μάτια της κόρης της. Γύρισε σαν να ζητούσε κάτι και τέλος έσκυψε, έβγαλε από το πόδι της μια μισολιωμένη παντόφλα και την παρουσίασε στο Γιάννη.
— Είπα, γιε μ’, κάνε μου τη χάρη να την μπαλώσεις. Το βράδυ που θα γυρίσεις μου τη φέρνεις. Δεν έχω άλλη και θα βάλω τα καλά μου σήμερα όλη μέρα. Κι ό,τι κάνει θα σε πληρώσω...
Ο νέος άπλωσε μηχανικά επήρε την παντόφλα και εστάθη ακίνητος εκεί, κατάχλωμος, με τα χείλη τρέμοντα, τα μαλλιά σηκωμένα. Η Ελένη εκοίταζε πότε αυτόν πότε τη μάνα της και πότε τη Θοδωριά κατάπληκτη κι εκείνη και όλο εψιθύριζε σαν αποβλακωμένη.
— Τι λέει! τι λέει! τι λέει!...
Και η κυρα-Θοδωριά έπαθε την ίδια κατάπληξη· αλλά συνήλθε αμέσως. Γρήγορα ένοιωσε την μεταβολή της γειτόνισσάς της και την αφορμή που την εγέννησε.
— Πήγαινε, παιδί μου· είπε εις τον γιο της ήσυχα παίρνοντας την εφημερίδα από τα χέρια του. Πήγαινε. Δεν είναι λόγος να χάσεις το μεροκάματο σήμερα.
— Μαμά!... εφώναξε με παράπονο η κόρη. Η Γερασιμίνα εφαίνετο αφοσιωμένη εις το να σφογγίζει τους καφέδες από το τραπέζι και ούτε εγύρισε να ιδεί την κόρη της.
— Μα τι μας διάβασες παιδί μου! είπε έξαφνα η Θοδωριά παίζοντας ταυτοχρόνως το μάτι και εις τους δυο νέους. Δεν είδες παρακάτω;
Και άρχισε να διαβάζει δυνατά και χτυπητά: «Κατά δυστυχίαν όλα είναι ψεύματα. Ο φοβερός Άγγλος και πάλιν ελεύθερος. Εκεί που τον οδηγούσαν εις την ανάκρισιν εξέφυγε από τας χείρας του χωροφύλακα — κουλαμάρα ντε! — φόρα την κάμα και ανοίγει σαν πετάλι την κόρη του Διαφεντή — ετοιμόγαμη κοπέλα είκοσι χρονών.»
— Έλα Χριστέ και Παναγιά! … διέκοψεν η Γερασιμίνα.
— Μπα το τέρας!… είπε η Ελένη κοιτάζοντας με κρυφή χαρά τον τρόμον της μάνας της.
— Τον έπιασαν τουλάχιστον; ερώτησεν η Γερασιμίνα.
— Μπα! δεν ακούς τι λέει; έκαμε η Θοδωριά και άρχισε πάλι το διάβασμα. Η εξουσία ετράπη προς καταδίωξή του. Λέγεται ότι ο κακούργος διευθύνεται στο Βαθρακονήσι....
— Πο πο πο πο!… ηκούσθη η φωνή της Γερασιμίνας. Και συγχρόνως όρμησε και έκλεισε δυνατά την πόρτα με τον σύρτη.
— Δεν έχεις να πας πουθενά, κορίτσι μου· είπε τρέμουσα ολόκορμη. Δεν θα βγεις από την πόρτα μας βήμα.
— Και βέβαια! είπε η Θοδωριά. Καλέ τι ’ναι τούτο που μας ηύρε! Να μην ορίζουμε τα παιδιά μας!..
Οι δύο νέοι την εκοίταζαν με θαυμασμόν: Πώς τα καταφέρνει, καλέ!
—Εγώ θα φύγω ωστόσο· είπε ο Γιάννης. Δε θα γλυτώσω, φοβάμαι το πρόστιμο.
— Θα μας αφήσεις μονάχες! … εψιθύρισεν η Ελένη τρομασμένη τάχα.
Ο Γιάννης εκίνησε να φύγει, έφτασε εις την πόρτα και κοντοστάθηκε.
— Λοιπόν, θεια-Γερασιμίνα; ερώτησε με χαμόγελο· ποια θες να πάρω να μπαλώσω;
— Την παντόφλα ή την... κυρα-Λένη; επρόσθεσε γελαστή η Θοδωριά.
Η γριά τον εκοίταξε με αγωνίαν. Έριξε τα μάτια εις όλα γύρω, έμψυχα και άψυχα σαν να τους εζητούσε συμβουλή και τέλος απάντησε σαν να παραμιλούσε:
— Πάρ’ τες και τις δυο! πάρ’ τες με την ευχή μου!...
Ήσαν ψηλές και λυγερές σαν το κυπαρίσσι, ωραίες σαν την Αφροδίτη, χαρούμενες και γελαστές όπως θέλουν την Αμαριλίδα. Και είχαν τα αυτά χαρακτηριστικά: Μεγάλα γαλανά μάτια με μακριές βλεφαρίδες· χείλη λεπτά και κόκκινα σαν το λουλούδι της ροδιάς· μαλλιά χρυσά και τόσο μακριά που όταν έπεφταν εις την λίμνη εσκέπαζαν όλο της το πρόσωπο σαν χρυσοπλεγμένο δίχτυ.
Την μία την έλεγαν Ροδιά και την άλλη Τριανταφυλλιά.
Μιαν αυγή ανοιξιάτικη κατέβηκαν εις την λίμνη και αφού έβγαλαν τα πέπλα τους έπεσαν εις το νερό, που με ανατριχίλα και αυτό άρχισε να γλείφει το άσπρο τους κορμί.
— Είναι άλλη καλύτερη από μας: ερώτησεν έξαφνα η Ροδιά την αδελφήν της.
— Είσαι και συ, είμαι κι εγώ· μα είναι κι η Νεράιδα της λίμνης που λέει: φέξε ήλιε μου τι εγώ θα φέξω.
— Και είναι καλύτερη από με;
— Είναι, βέβαια.
—Αμή δε... Σα θέλει ας έβγει και θα ιδούμε, είπε με θυμό η Ροδιά.
Αλλά δεν επρόφθασε να τελειώσει τον λόγον της και η κοιλάδα εφωτίσθη από μαγικήν λάμψιν. Μαύρα ως άσφαλτος μαλλιά πλεγμένα κατά την αρχαίαν ελληνικήν συνήθειαν απάνω σε κεφάλι κανονικό και έπειτα πάγκαλον και απαλόν στήθος εφάνησαν επάνω από το νερό. Ήτο η Νεράιδα. Αι δύο αδελφαί έκλεισαν τα μάτια τους από την λάμψιν.
—Ιδές με, είπε στη Ροδιά η Νεράιδα· είμαι καλύτερή σου;
— Είσαι, κυρά... είπεν εκείνη, τρέμουσα ως το φυλλοκάλαμον.
— Τότε, θα σε πάρω στο παλάτι μου, να γένεις δουλεύτρα μου. Θα σε κλείσω εκεί να μαραθούν τα κάλλη σου και να μη καυχηθείς πια.
Και έσυρε μέσα εις την λίμνη χωρίς να θέλει την Ροδιάν.
*
Όταν έμεινε μόνη η Τριανταφυλλιά έκλαιε και δεν ήθελε να αφήσει το μέρος όπου ετάφη ζωντανή η αδελφή της. Έφερε μελόπιτες από τις σπηλιές και γάλα από τα γίδια και ξανθό μαλλί από νεογέννητο αρνί και τα έριξε εις την λίμνην για να μαλακώσει την Νεράιδα. Αλλά δεν κατόρθωνε τίποτα.
Κάποια ημέρα, εβαρέθηκε τα κλάματά της και εβγήκε η Νεράιδα.
— Τι θέλεις εδώ, Τριανταφυλλιά; της είπε με θυμό.
— Κυρά, είπεν εκείνη δειλά, δώσ’ μου την αδερφή μου ή πάρε κι εμένα μαζί... Εκείνη δεν έμαθε να δουλεύει· είμαι καλύτερη δουλεύτρα εγώ».
— Δεν σε θέλω εσένα. Αν θες την αδερφή σου κόψε και δώσ’ μου τα μαλλιά σου.
— Τα μαλλάκια μου; είπε με ανατριχίλα η Τριανταφυλλιά.
Δεν εδίστασεν όμως, αλλ’ ευθύς έκοψε και έριξεν εις την λίμνην τα χρυσά της μαλλιά. Τότε εφάνη επάνω από τα νερά ένα κλωνί ροδιάς· αλλά δεν τον επρόσεξε η κόρη, γιατί περίμενε να ιδεί την αδελφήν της. Και άρχισε πάλι τα κλάματα.
Την άλλην ημέραν εφάνη πάλιν η Νεράιδα.
— Γιατί κλαις Τριανταφυλλιά; της είπε, με χαρούμενο γέλιο.
— Είσαι κακή και σκληρή· η αδερφή μου δεν εφάνηκε πουθενά.
—Εφάνηκε, αλλά δεν μπορείς να την γνωρίσεις... Δώσ’ μου τα μάτια σου και θα την αποκτήσεις.
—Ω! τα μάτια μου!... είπε με πόνο η κόρη.
— Δεν θέλεις; είπεν η Νεράιδα τότε... Και εκινήθη να φύγει.
— Ω, στάσου! στάσου! είπε με δάκρυα και δένουσα παρακλητικά τα χέρια η κόρη. Δε θέλεις άλλο από τα μάτια μου; Έχει πολύ χρυσάφι ο πατέρας και η μάνα μου, διαμάντια και μπριλάντια που λάμπουν σαν τον ήλιο. θέλεις να σου φέρω από κείνα;
— Θέλω τα μάτια σου· μου τα δίνεις; είπεν απειλητικά η Νεράιδα.
— Τα μάτια μου!... είπε με φρίκην η κόρη. Να, πάρε κι αυτά και δώσ’ μου την αδερφή μου... Ορκίσου όμως πως θα μου τη δώσεις.
—Ορκίζομαι να πεθάνω και να μη ξαναζήσω πια. Τα χείλη μου να σκεπάσουν τ’ αγριαγκάθια και το νερό μου να γίνει βρομερό· είπεν η Νεράιδα.
— Να πεθάνεις και να μη ξαναζήσεις ποτέ. Τα χείλη σου να σκεπάσουν τ’ αγριαγκάθια, και το νερό σου να γίνει βρομερό· ξανάειπε η Τριανταφυλλιά.
Και με την άκρη του βούρλου «κέντησε τα μάτια της και τα έχυσε μέσα εις την λίμνην.
— Να η αδελφή σου, ηκούσθη ευθύς η φωνή της Νεράιδας.
Η δυστυχής τυφλή, αργοβατούσα και σφάλλουσα, άπλωσε τα χέρια, αλλά μόνον αγκάθια έσφιγγεν εις τα στήθη της.
— Ω! δώσ’ μου την! έλεγε με πόνον ψυχής-δώσ’ μου την...
— Σφίξε την αγκαλιά σου και θα την εύρεις, είπεν η Νεράιδα.
Εκείνη έσφιξε πρόθυμα την αγκαλιά της, αλλ’ αντί το σώμα της αδελφής της, αγκάθια ροδιάς ένοιωσε να τρυπούν το σώμα της.
—Ω! με γέλασες! είπε με πόνον και έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Και δεν ένοιωσεν ότι η ροδιά που αγκάλιαζε ήτο η μεταμορφωθείσα αδελφή της.
*
Η Τριανταφυλλιά όταν συνήλθε αργότερα, εσηκώθη και ηθέλησε να βαδίσει, αλλά εσκόνταβε εις κάθε βήμα... Έλειπαν τα γαλανά και μαγευτικά μάτια της. Το φως εκείνο, δίχως του οποίου και ο ήλιος χάνεται και αυτή η θεία και φεγγοβόλος στήλη θα καταντούσε περιττή εις τους υιούς, του Ισραήλ, είχε σβήσει δι’ αυτήν.
— Μου έλεγαν τις Νεράιδες κακές και φθονερές· μα δεν το πίστευα τόσο!... Έκοψα τα μαλλιά μου, τα χρυσά μαλλιά μου και της τα έδωκα... Έπειτα της έδωκα τα μάτια μου. «Τι με μέλλει, έλεγα, αφού θα μου δώσει την αδερφή μου; Εκείνη θα με παίρνει από το χέρι, θα μου μιλεί, θα γελούμε μαζί και θα τα λησμονώ όλα» μα τώρα;
Αχ!... είπε, και άρχισε τα δάκρυα.
Άκουσε τότε φωνές ανθρώπων και γαυγίσματα σκύλων. Ένας άνθρωπος επλησίαζε προς αυτήν· εμαζεύθη πίσω από τα βάτα όπως η Άρτεμις προ των περιέργων βλεμμάτων του Ακταίωνος.
— Κόρη μου!... εφώναξεν ο άνθρωπος μόλις την είδε.
— Πατέρα μου!... είπεν εκείνη εις την φωνήν και έπεσε εις την αγκαλιά του.
Αλήθεια ήτο ο δύστυχος πατέρας, που είχεν έβγει εις αναζήτησιν των θυγατέρων του.
Ο γέρος έμαθε τα πάντα. Εφώναξε τους υπηρέτας του, άδειασαν την λίμνην, και εις τον πάτον αυτής εύραν μια πλάκα στακτιά.
—Από κάτω από αυτήν είναι η κόρη μου, είπε και διέταξε να την σηκώσουν.
Αλλά εις το πρώτον κτύπημα, φωνή τρομώδης ηκούσθη. Οι εργάται ετράπησαν εις φυγήν. Η λίμνη εγέμισε πάλι νερό και μια φωνή γλυκεία, αλλά μελαγχολική ηκούσθη να λέγει.
— Του κάκου ζητείς να με σώσεις, πατέρα... Πάρε την άλλη σου κόρη και φύγε... Εδώ είναι τόπος κακός. Μη θελήσεις να βγάλεις την πλάκα, γιατί αμέσως θα πηδήσει νερό που θα πνίξει τον κόσμο... Δεν είναι σωστό για μια ψυχή όσο αγαπητή κι αν είναι, να θυσιάζει κανείς τη ζωή των άλλων...
Η φωνή εσιώπησεν. Ο γέροντας και η τυφλή εκυριεύθησαν από φρίκην, έφυγαν μακριά. Ο γέροντας θλιμμένος έφερε την τυφλήν θυγατέρα του εις τον πύργον και έμεινεν η κοιλάδα ήσυχη και η Ροδιά δίχως την αδελφήν της...
Αλλά η τυφλή δεν θέλει να λησμονήσει. Όπως ο Αλφειός την Αρέθουσαν, ο Παν την Σύριγγα, ο Ωρίων τας Πλειάδας και η Γη τον Ουρανόν, έτσι και αυτή ποθεί το μέρος όπου η αδελφή της μένει κλεισμένη. Κάποτε εξέφυγε από τους φύλακάς της κατέβηκε εις τον κήπον και τρέχει εκεί που είχαν φυτεύσει με την αδελφήν της μίαν ροδιάν. Έκοψε ένα μικρό κλωνάρι πιστεύουσα ότι τούτο, επειδή από εκείνην εφυτεύθη, θα ωδήγει τα βήματά της, όπως ο χρυσόφυλλος κλάδος τον Αινείαν εις τα δάση του Αόρνου, και θα αντικαθίστα τα σβησμένα μάτια της προς ανεύρεσιν της Ροδιάς. Και τώρα κρατούσα αυτό εις το αριστερόν χέρι, και εις το δεξιόν οζώδη ράβδον και ακολουθούμενη υπό μικράς λευκομάλλου ελάφου, επέρα βραδυπορούσα φάραγκας και δρυμούς, διευθυνομένη προς το μέρος όπου ήλπιζεν ότι ήτο η αδελφή της.
Μετά καιρόν έφθασεν εις μέρος όπου ο Πηνειός εκύλιε με πάταγον τα ψυχρά και θολά νερά του, ανάμεσα εις πέτρες και κορμούς δένδρων.
Δεν εδίστασεν. Καθόλου δεν την τρομάζει ο βρόντος των νερών. Έκραξε την πιστήν της έλαφον και καθίσασα επάνω της, πέφτει εις τον ποταμόν. Αλλά το ρεύμα είναι ορμητικόν· η έλαφος αγωνίζεται, φθάνει εις το μέσον, και μόνον το μικρόν και ωραίον κεφάλι της φαίνεται απάνω από τα νερά. Ο άνεμος φουσκώνει τα φορέματα της τυφλής, σκορπίζει τους αναπτυχθέντας χρυσούς βοστρύχους της και εκείνοι ραπίζουν ελαφρά το ωχρόν, πλην γαλήνιον πρόσωπόν της. Εις τα χείλη της που έχουν το χρώμα μαραμένου κρίνου κάθηται πικρία, τα βλέφαρά της κινούνται, ως να θέλουν να δείξουν εις αυτήν τον κίνδυνον. Έχει σταυρωμένα εις το στήθος τα χέρια και εις το ένα κρατεί την ροδιάν, μόνην της ελπίδα. Φαντάζεται την έκτασιν, τον ποταμόν που περνά, τα χαλίκια και τας όχθας του και τας ιτέας, αλλά γνωρίζει ότι δεν ημπορεί να ίδει, και κρατεί την κεφαλήν της ίσα προς το μέρος όπου η έλαφος διευθύνεται.
Ο Πηνειός, νομίσας αυτήν ως την αγαπητήν του νύμφην Κρέουσαν, κρατεί το ρεύμα του και η έλαφος αποθέτει εις την όχθην την τυφλήν. Σηκώνεται εκείνη και εξακολουθεί, μέσα από αγκάθια και τριβόλους, τον δρόμον της· βάτα ξεσχίζουν τα φορέματά της και τα αγκάθια τους πόδας της, αλλά αδιαφορεί.
— Ω! αν είχα τα μάτια μου! λέγει. Και σπεύδει, σπεύδει εκεί, όπου ταχύτερος έχει φθάσει ο λογισμός της.
*
Σε λιγάκι ακούει κοντά εις τα πόδια της άλλα νερά ορμητικώς θραυόμενα, αλλά συγχρόνως και γλυκείαν φωνήν, περιπαθώς ψάλλουσαν ένα απελπιστικό τραγούδι, όπως το τραγούδι ισοβίου καταδίκου:
Ο ήλιος έσβησε,
Παν τα λουλούδια,
Φύγαν τα όνειρα,
Χαρές, τραγούδια·
Η γη σκοτείνιασε,
Χάθη τ’ αηδόνι,
Βοριάς εχύμηξε,
Πλακώνει χιόνι...
Νιάτα περήφανα,
Περίσσια κάλλη
Όλα χαθήκανε...
Ανεμοζάλη,
Τα πήρε κι έφυγε...
Αχ! έλα, Χάρε,
Κι εμέ την άμοιρη,
Μαζί σου πάρε...
Εγνώρισε την φωνήν της αδελφής της και συγκινημένη και κατάκοπος από την οδοιπορίαν εκάθισε κοντά εις την ρίζαν πολυφύλλου πλατάνου.
— Ω αδερφή μου, που είσαι; έλεγε η Ροδιά. Με άφησες λοιπόν και συ!... Όταν ήμεθα μικραί, εσύναζα τα λουλουδάκια κι έπλεκα με αυτά τα μαλλιά σου... Σου έφερνα νεράκι κρύο από την πηγή και την πρωτομαγιάτικη δροσιά για να νίβεις το πρόσωπό σου... Τώρα με λησμόνησες... Αχ! με λησμόνησες και συ!...
Η τυφλή ηθέλησε ν’ απαντήσει, αλλά δεν ηδυνήθη. Εσηκώθη τότε και ηθέλησε να περάσει τον ποταμόν· αλλά μόλις επροχώρησεν ολίγον εις το νερό εφοβήθη και εβγήκε.
Αλλά η φωνή της Ροδιάς ηκούσθη πάλιν.
— Μη φοβείσαι το νερό, αδερφή μου. Θα γνωρισθούμε από τους χτύπους της καρδιάς μας. Έλα· εσύ με την αγκαλιά σου θα μου δώσεις ζωή κι εγώ με τα φιλήματά μου τα μάτια σου.
— Δεν θέλω τα μάτια μου, φθάνει να σε αποκτήσω· είπεν η τυφλή.
Και ερίφθη ασυλλόγιστα εις το νερό.
Αλλά το ρεματάκι που τώρα μόλις κυλά κάτω από τα χόρτα, τότε εχύνετο με ορμήν και μανίαν. Η τυφλή σηκώνει ψηλά τα χέρια για να ζητήσει βοήθειαν· αλλ’ ούτε η καλλίσφυρος Λευκοθέα έριξεν εις αυτήν τον πέπλον της, ούτε κανένα δένδρον έγειρε τα κλαδιά του, για να πιαθεί και να σωθεί.
Επνίγη. Και τα καλάμια εις την όχθην άρχισαν πάλιν τους θρήνους των και ο νυκτοκόρακας ηκούσθη επάνω εις το κυπαρίσσι.
*
Την άλλην ημέραν μικρή τριανταφυλλιά εφάνη κοντά εις την ρίζαν του πλατάνου. Παρεκάλεσεν αυτόν να την πάρει εις το ψήλωμά του και αυτός έγειρε και εσκάλωσε εις τον κορμόν του η τριανταφυλλιά. Αλλά όλο και εστέναζεν.
— Τι έχεις τριανταφυλλιά μου; την ερώτησε κάποτε ο πλάτανος.
— Εκεί εις την αντικρινή όχθη, είναι η αδελφή μου. Ο ποταμός με εμπόδισε να την ιδώ όταν εζούσα. Τώρα αδύνατη δεν μπορώ να την φτάσω και να την φιλήσω, καθώς πρώτα· είπε με στεναγμόν.
Ο πλάτανος εσυγκινήθηκε· άπλωσε ένα του κλαδί, έκαμε τόξον απάνω από το νερό, ετυλίχθη εκεί η τριανταφυλλιά και έπειτα έσκυψε το κλωνάρι της, ακριβώς απάνω από την ροδιά. Όταν ο άνεμος φυσήξει ταλαντεύει το κλωνάρι της τριανταφυλλιάς και η άκρη της φιλεί την ροδιάν τρυφερά. Τότε τα καλάμια συρίζουν ηδονικά, τα πουλιά γλυκοκελαδούν, τα φυτά στολίζονται με τα ευωδέστερα άνθη, το ρυάκι κελαρύζει, και αι δύο αδελφαί ανταλλάσουν τα άνθη των και δεν παύουν να ψιθυρίζουν τον όρκον της Νεράιδας.
— Να πεθάνεις και να μη ξαναζήσεις ποτέ. Τα χείλη σου να σκεπάσουν τ’ αγριαγκάθια και το νερό σου να γίνει βρομερό.
Και αληθινά. Από τότε το νερό της λίμνης εβρόμισε και τα βούρλα εσκέπασαν το πρόσωπό της.
Ταχτικά, είτε την αυγήν όταν εξυπνούσε διά να πάγει εις την δουλειά του, είτε την εσπέραν όταν εγύριζε με το κάρο του ο Σταμάτης Τομαράς πρώτα απ’ όλα ήθελε ερωτήσει με τρέμουσαν φωνήν την γυναίκα του:
— Πώς είν’ οι κότες;
—Ε, καημένε και συ! Σκοινί λουρί το ’πιασες!... εφώναζε κάπως δυσαρεστημένη η Δεσποινιώ. Δε ρωτάς κάνε μου για τη γυναίκα σου παρά για τις κότες!...
— Μωρ’ ακούω τόσα!... έλεγε με φοβισμένον βλέμμα ο Σταμάτης.
Και αληθινά· άκουε τόσα ο αγαθός καρολόγος. Αι εφημερίδες από το Σαραντάημερο κι εδώ δεν έκαναν άλλο παρά να γράφουν ότι κάθε ημέραν γίνονται φοβεραί ορνιθοκλοπαί εδώ και εις τον Πειραιά. Οι συνάδελφοί του τα βράδια, συναγμένοι γύρω εις τα τραπεζάκια του Ταρούση, απάνω από την ξανθή ρετσινόκουπα, διηγούντο ότι ενώ κουβαλούσαν χαλίκι από τον Ιλισό, άλλο δεν απαντούσαν εις τον δρόμον τους παρά σωρούς από φτερά πουλερικών. Ο Σταμάτης ανατρίχιαζε εις το άκουσμα και έμενε ώρες άφωνος και συλλογισμένος. Και δεν εσυλλογίζετο τίποτε άλλο παρά τις κότες του, των οποίων τα πούπουλα μαύρα και άσπρα και ρεβιθιά, επίστευεν ότι εξεχώριζε εις τους σωρούς που έβλεπαν οι άλλοι καρολόγοι και τα κεφάλια τους με τα ματάκια κλειστά και τα πόδια τους με τα στενόμακρα γυριστά νύχια, ξυλιασμένα εις το χώμα. Και εβιάζετο να φθάσει εις το σπίτι του, μικρό, καινούργιο με στενόχωρη αυλή τριγυρισμένη από πλήθες, εκεί πίσω από το μνημείο του Φιλοπάπου. Και μόλις έφθανε, εσήκωνε τα μάτια προς το μονάκριβον δένδρον, την μουριά που εσκέπαζε την αυλήν και εμέτρα τις κότες, ενώ αυτές εκοιμώντο με το κεφάλι κάτω από το φτερόν. Τότε ευχαριστημένος που τις εύρισκε σωστές, εψιθύριζε τρίβοντας τα χέρια με χαϊδευτική φωνή: — Κότες μου! κοτούλες μου! κοτίτσες μου!...
*
Δεν είχε και πολλές κοτούλες ο Σταμάτης παρά μόνον τέσσερες. Αλλά τις είχε καλοθρεμμένες. Το πώς τις απόχτησε είναι ολόκληρη ιστορία.
Πρώτα επήρε την Κοκκό, μιαν αρχοντόκοτα με λειρί κόκκινο και μεγάλο, σαν το στέμμα που ζωγραφίζουν εις του Σολομώντα το κεφάλι. Όταν εβάδιζε ή όταν εκοίταζε εδώ κι εκεί, την έλεγες δίχως άλλο βασίλισσα μέσα στις άλλες κότες. Την εψώνισε ο Σταμάτης για να την φάνε ανήμερα των Χριστουγέννων. Μα την παραμονή, ενώ η κυρα-Δεσποινιώ με τροχισμένο μαχαίρι επήγαινε να την προσφέρει θυσία, την βλέπει τσοπ! ν’ απολάει ένα αυγό μέσα στο καλάθι με τα κάρβουνα. Η νοικοκυρά εσυγκινήθηκε — ήταν άλλωστε καλή ψυχή, Πολίτισσα καλέ! από το Μπογιατζίκιοϊ, το χωριό του Πατριάρχη Ιωακείμ — επέταξε μακριά το μαχαίρι, επήρε την κότα εις την αγκαλιά της και άρχισε να την φιλεί και να λέει:
— Δε σε σφάζω γω κυρά μου! δε σε σφάζω γω κοπέλα μου!...
Και να! τα δάκρυα η ευαίσθητη ψυχή. Αλλά και ο Σταμάτης όταν το έμαθε άρχισε τα δάκρυα.
— Τέτοια κότα γουρλίδικη να σφάξεις! είναι κρίμα κι από το Θεό.
Έτσι εσώθηκε η Κοκκό και για το ευχαριστώ άρχισε κάθε ημέρα ν’ απολάει κι από ένα αυγό εις το καλάθι. Και τι αυγό! μεγαλύτερο από τη γροθιά του καρολόγου — γροθιά που την ήξερε γιατί κάποτε την δοκίμαζε η κυρα-Δεσποινιώ.
Αντί λοιπόν κότα έφαγε κρέας χοιρινό τις ημέρες των Χριστουγέννων το αντρόγυνο. Αποφάσισε όμως ορισμένως του Αγίου Βασιλείου ν’ αγοράσει μιαν άλλη κότα. Α! δεν μπορεί! Κότα πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη. Ο Σταμάτης εννοούσε ν’ ακολουθήσει κατά γράμμα την παλιά λαϊκή παραγγελία. Γιατί ιδρώνει τάχα και δουλεύει και αγωνίζεται; Και αγόρασε αληθινά η Δεσποινιώ μιαν άλλη κότα από ένα χωρικό που εγύριζε κοντά στο Θησείο φωνάζοντας.
— Κότες! πάρτε κότες!... παχιές κότες!...
Αλλά — τι ευχή Θεού! — ο Σταμάτης μόλις την είδε, σαν να κατάπιε το ψαροκόκαλο. Ήταν μια κότα λαθουράτη· το όλον της παράξενο. Με πρώτη ματιά σου θύμιζε στρουθοκάμηλο. Είχε ένα λαιμό μακρύτατο ως της χήνας κι ένα κεφάλι μικρό σαν καρύδι. Και ποτέ δεν έστεκαν ήσυχα στη θέση τους· είχαν ένα αδιάκοπο τρέμουλο που σου έφερνε το γέλιο.
Αλλά και έτσι δεν θα εγλύτωνε από το μαχαίρι της Δεσποινιώς αν δεν έκανε το εξής: Ο Σταμάτης την παραμονή της πρωτοχρονιάς ετσάκιζε καρύδια για να χρησιμέψουν σε κάποιο γλύκισμα. Η Πιπή όμως επλησίασε ύπουλα και άρχισε να τσιμπά ένα ένα κομμάτι. Ο Σταμάτης απόρησε. Μπα! Επήρε τα καρύδια και τα έκρυψε στα γόνατά του. Η Πιπή έγινε πιο τολμηρή. Ο λαιμός ετεντώθηκε περισσότερο· το κεφάλι της εγύρισε ερευνητικό εδώ κι εκεί, έπειτα εσκαρφάλωσε εις τα γόνατά του και άρχισε να τσιμπά τις φούχτες του, ανάμεσα από τα χοντρά δάχτυλά του. Ο καρολόγος ελιγώθηκε στα γέλια.
—Μωρέ τ’ είναι τούτο! μωρέ θα με φάει το θηρίο!... Μωρέ τη παλαβόκοτα είναι αυτή!...
Το αποτέλεσμα είναι ότι το αντρόγυνο έφαγε χοιρινό και του Αγίου Βασιλείου και η κότα εξακολούθησε ν’ αρπάζει τα καρύδια και τις παλαβωμάρες της.
Η κυρα-Δεσποινιώ όμως — από το Μπεγιατζίκιοϊ καλέ! — άρχισε να σκέφτεται πρακτικότερα από τον άντρα της. «Καλά δεν τις σφάζουμε· είπε. Δεν τις βάζω κάνε μου κλώσες να μου βγάλουν πουλιά, να φάω αυγά, να φάω κι από τα πουλιά τους.
Και άμ’ έπος άμ’ έργον εδόθηκε να συνάξει αυγά. Πώς τα σύναξε ο Θεός ξέρει· τα σύναξε όμως. Δώδεκα καλοδιαλεγμένα, σποράτα αυγά και τα έβαλε της Πιπής. Εκείνη έκρινε πιο θερμοαίματη. Γκλαν γκλαν! η φωνή της, σαν καμπάνα. Μα που ήταν παλαβή! Θα έχει την υπομονή να κάτσει να κλωσήσει ή θα τα παρατήσει στη μέση σαν τη μητέρα την αλαφαλού!
Οπωσδήποτε η Δεσποινιώ την εμπιστεύτηκε. Εκείνη εκάθισε πρόθυμα και άρχισε να κλωσά. Εκάθισε τρεις, τέσσερες, πέντε ημέρες! Το αντρόγυνο έκανε το θάμα του με την φρονιμάδα της Πιπής. Τι δεν κάνει η μητρότης!.. Έξαφνα όμως επάνω εις τις πέντε, μέσα εις το καταμεσήμερο, ετρόμαξε η γειτονιά από ένα φοβερό φτεροκόπημα. Το όρνεον Ροκ να κατέβαινε δεν θα εθορυβούσεν έτσι. Η Πιπή πετάχτηκε με ορμή μέσα από τη φωλιά της, επέρασε την πόρτα, επέρασε την σάλα, πετάχτηκε από το παράθυρο και χάθηκε στη γειτονιά.
Η Δεσποινιώ έβαλε τις φωνές, απελπίστηκε. «Πάνε τ’ αυγά μου! είπε· κρίμα στα έξοδα! θα κρυώσουν και τώρα θα χαλάσουν. Τι έπαθα να εμπιστευθώ σ’ αυτή την παλαβή! Δεν έβανα την Κοκκό.
Όχι· καλά έκαμε που δεν έβαλε την Κοκκό.
Έπειτα από μισή ώρα η Πιπή εφάνηκε πηδηχτή ταρναριστή, ανέβηκε την σκάλα γυρίζοντας εδώ κι εκεί ερευνητικά το κεφάλι, με τον μακρύ τρεμουλιαστό λαιμό της, επήγε ίσα και εκάθισε εις τα αυγά της.
Αυτό εγινότανε τακτικά κάθε μέρα πια, ώσπου η κότα έβγαλε τα πουλιά της. Ω χαρές και παιγνίδια η κυρα-Δεσποινιώ με τα ξεπεταρόνια της! Ω τα χαρωπά γαυγίσματα του Φρίγκου, που τα μάζευε όταν τα έβλεπε μακριά από το κοτέτσι· τα μάζευε αβρά, απαλά με το στόμα και τα έφερνε κοντά εις την μάνα τους. Ω η μανούλα η παλαβή πως εσήκωνε τα πούπουλα της και ετέντωνε το λαιμό της και αγρίευε σαν τίγρης να ξεσχίσει τον αγαθό το Φρίγκο όταν επλησίαζε τα πουλιά της! Και ακόμη ω! κι ο Σταμάτης ο καρολόγος, όταν την έβλεπε όλη μαζί τη φαμελιά του: τα κοτοπούλια, τις κότες, τ’ άλογό του, το σκυλί του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του!..
—Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ!... έλεγε συχνά για να δείξει την αφθονίαν των κτημάτων του...
*
Ο χρόνος όμως έκαμε κι εδώ το μέρος του. Από τα τόσα κλωσσοπούλια και με όλη τη φιλοστοργία της Πιπής και με όλη τη αγαθή φροντίδα του Φρίγγου και την προσοχή της Δεσποινιώς, άλλα πάτησε το άλογο, άλλα χάθηκαν στις γειτονικές αυλές, άλλα εξεκοκάλισε μόλις έγιναν για φάγωμα ο κυρ-Σταμάτης. Δεν απόμειναν παρά οι δύο αρχικές κότες και άλλες δύο που μεγάλωσαν κι εκείνες και άρχισαν να κάνουν αυγά. Η μία απ’ αυτές είχε κάτι μάτια μεγάλα και μπλάβα που σε μαγνήτιζαν. Και ήταν ήμερη σαν αρνάκι. Μόλις άπλωνες χέρι και της έλεγες «κάτσε»! δέκα οργιές δρόμο να ήταν μακριά θα καθότανε. Η άλλη έμοιαζε εις τα φτερά και εις το παράστημά της Κοκκός μα ήταν φλύαρη σαν γαλιάντρα. Με την κυρα-Δεσποινιώ — από το Μπογιατζίκιοϊ καλέ! — έπιανε αληθινή κουβέντα.
— Πες κυρά μου κρα κρα κρα!... της έλεγε η Πολίτισσα.
— Κρα κρα κρα κρα!... αρχίναε πρόθυμα η Κελαηδίστρα όλο και ανεβάζοντας τη φωνή της ώσπου να φθάσει στο απροχώρητο.
Πήγαινε λοιπόν εσύ να πείσεις τον κυρ-Σταμάτη και την συμβία του να σφάξουν τέτοιες κότες. Μπα!
Αλλά πάλι να τις φάνε οι άλλοι! Ή μήπως τάχα είναι δύσκολο! Οι κλέφτες άδειασαν το ένα κοτέτσι, άδειασαν το άλλο, τίποτε δεν θα τους εμπόδιζε να κάμουν την ίδια τιμή και εις το ιδικόν του. Όταν η αρκούδα χορεύει στου γείτονα την αυλή γρήγορα θα χορέψει και στη δική σου, λέει μια παροιμία. Αυτό όμως δεν του άρεσε καθόλου του κυρ-Σταμάτη. Αν πολλές φορές εξεκαρδίζετο εις τα γέλια, όταν τελειώνων το ιδικόν του φαγητόν άρπαζε και από το πιάτο του συντρόφου του, με την δικαιολογίαν ότι όπου φυλάει φυλάει για άλλον δεν ήθελε όμως να το κάνουν και οι άλλοι προς ζημίαν του. Τις έθρεψε, εννοεί να τις φάγει αυτός τις κότες του! Και για τούτο ο αγαθός καρολόγος εθύμωσε και παραθύμωσε όταν ανεκάλυψεν έξαφνα ότι μία από τις κότες του έλειπε.
— Μωρέ Δεσποινιώ! Τάκη!. . Μιστόκλη! εφώναξε τη γυναίκα και τα παιδιά του μέχρι του μικροτέρου που είχε εις την φασκιά ακόμη.
— Τ’ είναι καλέ; τι τρέχει; ερώτησε η γυναίκα του τρομασμένη.
—Η κότα!... Λείπει η Κελαηδίστρα!
Εκοίταξαν παντού γύρω, έψαξαν όλες τις γειτονικές αυλές, ερώτησαν όλους, φίλους και γνωστούς από το Βαρθακονήσι ως τα Πατήσια, αλλά πουθενά κότα. Και ο Σταμάτης εσυλλογίζετο με θυμόν ότι τη νύκτα, εις του ύπνου του το βύθος, σαν ν’ άκουσε κακάρισμα· και δεν είναι απίθανον να ήτο της κοτούλας του και εθύμωνε γιατί δεν έτρεξε να την ελευθερώσει. Έτσι να έκανε πως έβηχε, θα την άφηναν αμέσως την κότα! Και χωρίς να σκεφθεί ότι το κακάρισμα αυτό μόνον εις το όνειρόν του είχεν ακούσει, ορκίζετο εις όλους τους αγίους, την ερχομένη νύκτα να φυλάξει έξω μήπως του αρπάξουν και τις άλλες. Βέβαια ο κλέφτης ήτο αδύνατον να μη ξαναέρθει. Και ο καρολόγος ελυπείτο κατάκαρδα, έκλαιε σχεδόν σκεπτόμενος πώς θα εκοκκίνισεν ο λαιμός της κότας του από το μαχαίρι· πώς θα ετσιτσίριζε εις την χύτρα το κρέας της και πως θα εκριτσάνιζαν τα κοκαλάκια της ανάμεσα εις τα κοφτερά δόντια τίποτε αλητών. Και τόσον υπέφερε από τους συλλογισμούς αυτούς ώστε κάθε λίγο και λιγάκι εψιθύριζε με πόνον:
— Κότα μου, Λαλίστρα μου, εγώ δε θα σε τραγάνιζα έτσι!...
*
Όταν ήλθε η νύκτα ο Σταμάτης αφού έπεισε όχι και με λίγον κόπον την γυναίκα του ν’ αποσυρθεί με τα παιδιά και να μη φοβάται, εκάθισε εις το χαγιάτι με μόνη συντροφιά το τσιγάρο και κοντή σκουριασμένη καραμπίνα. Πλησίον, επάνω εις σωρόν από κλήματα εκοιμάτο γρίζων ο Φρίγγος κι επάνω εις την στέγην ο γάτος του με άλλους της γειτονιάς επροσπαθούσαν να αρμόσουν επιθαλάμιον συναυλίαν.
Η νύκτα ήτο αγρία· ο αέρας εφύσα ψυχρός και ταραχώδης· εσάρωνε καθετί που εύρισκεν εμπρός του. Ο ουρανός σκεπασμένος με μαύρα σύννεφα, φερόμενα από βοριά προς νότον ως γιγάντιαι αράχναι. Το φεγγάρι σπανίως εφώτιζε μ’ ένα κοκκινωπόν χρώμα, πένθιμον ημπορεί κανείς να ειπεί όλην την αυλήν. Για τον χουζουρλή Σταμάτην ήτο και τούτο μια σκληρά δοκιμασία. Η κυρα-Δεσποινιώ δυο και τρεις φορές άνοιξε την πόρτα, τυλιγμένη εις την κουβέρτα της και τον εκάλεσε να πάει εις την ζεστασιά της και ν’ αφήσει τις κότες να κουρεύονται. Αλλά ο Σταμάτης δεν άλλαζε την απόφασιν του. Θα μείνει εκεί έστω και αν πρόκειται να ξεπαγιάσει! Και εις κάθε νέον ρόφημα του τσιγάρου του ήρχετο εις αυτόν και μία ιδέα περί του τρόπου που έπρεπε να φερθεί εις τον κλέπτην. Έκανε το σχέδιόν του ήσυχα και πότε εσκέπτετο μόλις τον ιδεί να του φωνάξει αλτ! τόσον δυνατά που να παγώσει το αίμα εις τις φλέβες του· πότε να τον αφήσει να ανεβεί εις το δέντρον και τότε να βαδίσει σιγά, να τον αρπάξει από το πόδι και να τον γκρεμοτσακίσει· πότε να βήξει μόνον για να καταλάβει ότι τον ένοιωσαν και να φύγει· και άλλοτε παραφερόμενος εις γενναίας ορμάς και ενθυμούμενος τους καιρούς που κατεδίωκε τους ληστάς μαζί με τ’ αποσπάσματα έλεγε αποφασιστικά:
— Μωρέ του ανάβω μια και τον κάνω στάχτη!...
Και άπλωνε το χέρι προς την καραμπίνα του.
Έξαφνα όμως ανατρίχιασε. Αντίκρυ του, κάτω από τη μουριά είδε ένα μαύρον όγκον, όχι μεγαλύτερον από σταμνί και επάνω εις το σταμνί δύο φωτεινά σημάδια, κατακόκκινα άλλοτε και άλλοτε χαλκοπράσινα, πάντα όμως στυλωμένα ψηλά προς τις κότες του. Ο καρολόγος εσκέφθη, ότι τέτοιο πράγμα δεν ήτο πριν εκεί. Ούτε βέβαια το είδε να έρχεται από πουθενά. Εξεφύτρωσε ξαφνικά· αλλά πώς εξεφύτρωσε; Κι ενώ εβασάνιζε τον νουν του να λύσει το μυστήριον, εις μίαν του φεγγαριού ακτίνα παρετήρησε το σταμνί να μεταμορφώνεται εις τετράποδον με αυτιά μακριά, δυσανάλογα προς το ανάστημά του, κινούμενα εμπρός οπίσω αδιάκοπα και ουράν μακριάν και μαλλιαρήν.
— Μπα διάτανε!
Ο Σταμάτης θυμήθηκε ότι τα Δωδεκαήμερα ακόμη δεν ετελείωσαν και ότι οι Καλικάντζαροι και τ’ άλλα πονηρά πνεύματα, ακόμη περιτρέχουν την γην και πειράζουν διαφοροτρόπως τους ανθρώπους. Ηθέλησε να κάμει τον σταυρόν του· αλλά το χέρι ήτο απρόθυμον να υπακούσει. Ηθέλησε να ψιθυρίσει κανένα τροπάρι· αλλ’ ούτε ο νους ούτε τα χείλη του τον εβοηθούσαν. Εδοκίμασε να σηκώσει τα μάτια του από το τετράποδο· αλλά δεν είχαν ξεκολλημό. Η καρδιά του εβροντοκτύπα εις τα στήθη του και τους άκουε τους κτύπους σαν τα σφυριά στο αμόνι μακριά. Άπλωσε το χέρι του εις το όπλον του και το χέρι έπεσε ξερό. Δεν είχε θέληση, δεν είχε δύναμη πια ο καρολόγος.
Αλλά το μαύρο εκείνο ζώον απέναντι του εξηκολούθει να μένει εκεί, ακίνητον με τα δύο φωσφορίζοντα σημάδια επάνω προς τις κότες του. Κι έξαφνα ηκούσθη από πάνω κάποιος ρόγχος, μικρόν φτεράκιασμα κι ένας δούπος ως σάκος χώματος εκτύπησε κατά γης. Ήταν μια κότα. Ο Σταμάτης είδε τότε το τετράποδο ν’ αρπάζει την κόταν κακαρίζουσαν και να φεύγει μακριά. Αλλά ταυτοχρόνως είδε και τον Φρίγγον να τινάσσεται από τα κλήματα και να ορμά κατόπιν της.
Τότε ελύθη η βασκανία του Σταμάτη.
—Η αλπού! εφώναξε αρπάζοντας την καραμπίνα και τρέχοντας έξω από την αυλή.
Αλλά δεν επρόφθασε να κάμει ολίγα βήματα και εφάνη ο Φρίγγος να φέρνει θριαμβευτικώς εις το στόμα του την κυρα-Μάρω σφαδάζουσαν.
— Δεσποινιώ!... Τάκη!... Μιστόκλη!... εφώναξε κι εχτύπησε με χαρά την πόρτα του. Τον πιάσαμε τον κλέφτη.
— Ω! τι λαμπρό γουναρικό! εφώναξε η κυρα-Δεσποινιώ θωπεύοντας το τρίχωμα της αλεπούς. Θα φτιάσω μία γούνα που θα είναι τρέλα.
— Θέλουμε και μεις γούνα!.. θέλουμε και μεις γούνα!... εφώναξαν μονόγνωμα τα παιδιά χωρίς να ξέρουν περί τίνος πρόκειται.
— Βρε α να μου χαθείτε! που θέλετε και σεις γούνα!... είπε η Δεσποινιώ.
— Όχι, θέλουμε κι εμείς! θέλουμε κι εμείς!... επέμεναν τα παιδιά.
— Σκάστε να χαθείτε που σηκώσατε τη γειτονιά! είπε η Δεσποινιώ.
Και έδωκε από ένα χάστουκο ελαφρό στα παιδιά για να ησυχάσουν. Εκείνα όμως έβαλαν δυνατότερες φωνές. Τότε ο Σταμάτης ενώ επήγαινε να κρεμάσει εις τον τοίχο την καραμπίνα, εγύρισε απότομα, εσήκωσε τον γρόθο του και τον κατάφερε απανωτά εις τις πλάτες της συμβίας του.
— Τι βαράς μωρή τα παιδιά! Τι σου κάμανε!...
—Τρίζει τρίζει το κραμπάκι. Έτσι τρίζει και της μάνας μου η καρδούλα για τ’ εμένα τη Μαρούλα.
Μεγάλη ήτο η θλίψις της κόρης κατά την ημέραν εκείνην. Έξαφνα έξαφνα, χωρίς να το θέλει και αυτή, ενώ επλανάτο χαρούμενη ανά τας μαγευτικάς εκτάσεις του Παραδείσου, απλούν τι πράγμα, ένα κουνέλι άσπρο σαν πυγμή από χιόνι που έφευγε δρομαίως υπό τας πρασιάς, την έκαμε να ενθυμηθεί τον μικρόν πατρικόν λαχανόκηπον και την χαμηλήν ερεικοσκεπή μάνδραν του και τον πενιχρόν οικίσκον και την γραίαν μητέρα της. Η χαρά της εσβέσθη ευθύς· το μειδίαμά της εξηφανίσθη· το ωραίον και παρθενικόν πρόσωπόν της εσκυθρώπασε· ρυτίδες τινές διεγράφησαν επί του μετώπου και παρά το μεσόφρυον ως εις πρόσωπον γραίας και εστάθη. Σιγά σιγά η φαντασία της έφερεν εμπρός της την μητέρα της, την μικρόσωμον εκείνην συμπαθητικήν γριάν με το μαύρο γεμενί εις την κεφαλήν, με τας χείρας αδρανείς επί των γονάτων, καθημένην καταμόναχην επί του κατωφλίου της θύρας της ως μάγισσαν εις το σταυροδρόμι και μη στρέφουσαν να ίδει εντός του οικίσκου φοβουμένη την ερήμωσιν και την σιωπήν του. Έβλεπε τα δάκρυα ν’ αναβλύζουν από τους γεροντικούς οφθαλμούς της και αργά να κυλίωνται επί των μαραμένων παρειών και των πτωχικών φορεμάτων της· έβλεπε το σώμα της ν’ αναπηδά από τους λυγμούς και σχεδόν ήκουε το σιγαλό σιγαλό αναφιλητό της. Και η Μαρούλα ενώ όλα γύρω της εχαίροντο, η φύσις αυτή, τα πουλάκια, τα ζώα, και οι άνθρωποι οι πλανώμενοι ευτυχείς υπό τους πράσινους θόλους των δένδρων — η Μαρούλα εθλίβετο ότι δεν είχε την μάνα της και προστρίβουσα με τα δάκτυλα της ένα φύλλον από κραμβολάχανο απαλόν ως βελούδον, έλεγε με παράπονον:
—Τρίζει τρίζει το κραμπάκι. Έτσι τρίζει και της μάνας μου η καρδούλα για τ’ εμένα τη Μαρούλα.
Και τα δάκρυα της κόρης έσταζαν καυτά επάνω εις το δροσερόν κραμβολάχανον.
— θέλεις να πας, Μαρούλα, στη μάνα σου; ερώτησε έξαφνα κάποια φωνή από πίσω της.
Η κόρη εστράφη και είδε τον Θεόν που την εκοίταζε με το ήμερον και γλυκύ βλέμμα του. Εντράπηκε που άκουσε ο Θεός το μυστικό της, άναψε το πρόσωπό της και εχαμήλωσε την κεφαλήν.
— Ε Μαρούλα; θέλεις να πας στη μάνα σου; ερώτησε πάλι ο Θεός μειδιών πάντοτε.
Η κόρη έμεινε άφωνος, κλίνουσα ακόμη περισσότερον την κεφαλήν, ως να την εβάρυνε το βλέμμα του Παντοδύναμου. Αλλά και τι ν’ απαντήσει; Μήπως δεν του έλεγε περισσότερα με την στάσιν της εκείνην, την πένθιμον και συνάμα απελπιστικήν; Μη δεν ήξευρεν Αυτός τι αισθάνεται η μάνα για το παιδί και το παιδί για τη μάνα; Πώς λαχταρίζει του ενός η καρδιά για τον άλλον. Ποιος μπορεί ποτέ να ειπεί ότι δεν θέλει να ιδεί την μανούλα του! …
Ο Θεός που «ετάζει καρδίας και νεφρούς» είδε την καρδιά της Μαρούλας και εγνώρισε τα αισθήματά της. Εκίνησε με οίκτον το σεβάσμιο κεφάλι του και εχτύπησε ελαφρά τα παλαμάκια. Επρόσταξε
— Ελαφάκι κουδουνάκι κούκου κι έλα δω!...
Αμέσως ένα έμορφο παρδαλό ελαφάκι με χρυσά, κέρατα εφάνηκε μπροστά του.
— Πάρε τη Μαρούλα να την πας στη μάνα της είπε. Μα κοίταξε. Να μην αργήσει να την στείλει πίσω γιατί ξέρει… Σκάφτω λάφτω, την καρδιά της θάφτω!...
Το ελαφάκι είναι ο παντοτινός αγγελιοφόρος του Θεού. Ταχύτερον και από το φως έτρεχε τώρα εις τον αέρα και έφερε εις τις πλάτες του την Μαρούλαν, ανυπομονούσαν να ιδεί την μάνα της. Η κόρη ήτο το μόνον αγαπημένον ον που είχεν αποκτήσει εις την γην η κυρα-Διαμάντω. Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από την ημέραν των γάμων της και δεν απέκτησε παιδί. Έβλεπε τας άλλας γυναίκας, τας συντρόφους της παιδικής της ηλικίας, τας μικροτέρας της όλας με παιδί εις την αγκαλιά και άλλο κρατούμενον από τα φορέματά των και εμαύριζε η καρδιά της.
— Θεέ μου, δώσ’ μου ένα παιδάκι! παρεκάλεσε τέλος μίαν ημέραν που είχαν ξεχειλίσει τα μητρικά της αισθήματα· και άμα γίνει δέκα χρονών στείλε και πάρε το μου!...
Η δέησίς της ήτο τόσον θερμή και ειλικρινής που ο καλός Θεός την εισήκουσεν. Εγέννησε την Μαρούλα. Πόσα υπέφερεν η πτωχή ώσπου να την αναθρέψει. Εσύναζε κλήματα κατά την εποχήν του κλαδεύματος· αστάχυα κατά την ώραν του θερισμού· ετρύγα εις τις σταφίδες και τα αμπέλια· εξενόπλυνεν, εξενόραπτεν, έκανε τα πάντα νια να θρέψει καλά την Μαρούλα και να την ενδύσει καλύτερα. Όλαι αι φροντίδες της ήσαν έκτοτε δι’ αυτήν ο σκοπός διά τον οποίον έζη. Ήρχισε μάλιστα να της κάμνει και προικιά ως προβλεπτική μάνα, με ευχαρίστησιν σκεπτομένη από τώρα την καλήν αποκατάστασιν της κόρης της μίαν ημέραν.
Έξαφνα όμως εις τον ορισμένον καιρόν, όταν η Μαρούλα έγινεν ωραία μελαχρινή κόρη δέκα ετών, η κυρα-Διαμάντω ηναγκάσθη να ενθυμηθεί το τάμα της. Το ελαφάκι με τα χρυσά κέρατα και το αστέρι εις το μέτωπον εστάθη μια ημέρα εμπρός εις την πόρτα της και εζήτησε την κόρην.
— Τι την θέλεις; Ποιος σ’ έστειλε: ερώτησε η χήρα με αγωνίαν.
— Ο Θεός.
— Ψυχούλα μου! … εβόγγηξεν η κυρα-Διαμάντω.
Και έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της. Πάνε οι κόποι της! πάνε και τα όνειρά της! Τι να κάμει όμως; Έβαλε σίδερο στην καρδιά της, εστόλισε με ό,τι είχε καλύτερο την θυγατέρα της και την έδωκεν εις το ελαφάκι. Και έμεινε πάλιν εις την πρώτην της ερημιάν. Το σπιτάκι της εβυβίσθη και πάλιν εις την σιωπήν και εκείνη εις την λύπην και το πένθος της. Διά τούτο και τώρα που της την έφερε πάλιν το ελαφάκι δεν πιστεύει και στα ίδια της τα μάτια.
— Μαρούλα μου! κυρά μου! αφέντρα μου! έλεγε σφίγγουσα αυτήν εις τας αγκάλας της.
*
Αι ημέραι περνούν η μια με την άλλην γρήγορα χωρίς αι δύο γυναίκες να το εννοήσουν καθόλου. Ενόμιζαν ότι προ ολίγου είδεν η μία την άλλην.
— Πώς επέρασες Μαρούλα μου;
— Καλά μάνα μου, καλά. Όλα δεν έχουν άλλο σκοπό εκεί παρά να δοξάζουν το Δημιουργό.
— Και μένα; Με θυμόσουνα εμένα στον Παράδεισο;
— Μόνο στην αγκαλιά της μάνας είναι ο Παράδεισος.
Και η κόρη ελιγώνετο κάτω από τα φιλήματα της μάνας της και εμαζεύετο μέσα εις την αγκαλιά της ως τον χειμώνα μέσα εις απαλά και ζεστά φορέματα. Έξαφνα εθυμήθηκε τους λόγους του Θεού να γυρίσει γρήγορα εις τον Παράδεισο και το αυστηρό όσο και γλυκύ βλέμμα όταν απειλούσε: Γιατί σκάφτω λάφτω, την καρδιά της θάφτω!...
— Μάνα μου, να φύγω πια! είπε.
— Πού να πας;
— Στο Θεό.
Α! μπα! Δεν έπρεπε να φύγει, να την αφήσει μοναχή, τώρα που εσυνήθισε τόσο καλά εις την συντροφιά της. Έπειτ’ από λίγο θα έλθουν αι μακραί και παγεραί νύκτες του χειμώνος και πώς θα έκανε αυτή, έρημη και καταμόναχη εις το παραγώνι της: Όχι· δεν έπρεπε να την αφήσει. Ο Θεός δεν είναι δα και τόσο κακός· δεν θα της θυμώσει. Η γριά θα υπάγει ξυπόλυτη εις την εκκλησίαν. Θα του κάψει σερνικό λιβάνι. Θα του ανάψει μια λαμπάδα από κίτρινο κερί και θα τον παρακαλέσει να την συχωρέσει. Όχι, δεν έπρεπε να της φύγει.
Έτσι έλεγε η κυρα-Διαμάντω για να κρατήσει κοντά της την Μαρούλα. Ο Θεός είναι τόσον υψηλά και τόσον άγνωστος η μορφή του, ώστε ο άνθρωπος δεν τον συλλογίζεται παρά όταν έχει την ανάγκην του. Και η Μαρούλα ενόμιζε ότι δεν τον είχε ανάγκη τώρα. Τα φτωχικά σπιτάκια του χωριού της ήσαν τόσον ασφαλή· οι μικρές και σαρακοφαγωμένες πόρτες των ωμίλουν εις την ψυχήν της τόσον ζωηρά περί της ευτυχίας και αγάπης που βασιλεύει μέσα εκεί, ώστε σχεδόν την εμάγευαν· αι χωρικαί της εφαίνοντο τόσον γλυκομίλητες· τα παλικάρια τόσον ευμορφοντυμένα και ευχαριστημένα από την ζωήν των, οι γέροντες τόσον σεβαστοί και σοβαροί ώστε μικρόν κατά μικρόν ευχαριστείτο να μένει εκεί ως ο κύκνος μέσα εις το νερό. Και τόσο σε λιγάκι ελησμόνησε τον Παράδεισον και τα καλά του ώστε, όταν η μητέρα της της επρότεινε τον Αντώνη για άνδρα της, η Μαρούλα εκοκκίνισεν ως τ’ αυτιά και εχαμήλωσε τα μάτια.
Άμα οι λυγερές κοκκινίζουν και χαμηλώνουν τα μάτια, ψιθυρίζουσαι μάλιστα ασυναρτήτους λέξεις, είναι σημείον ότι δέχονται τον γάμον. Η κυρα-Διαμάντω εννόησεν ευθύς τι ήθελε να είπει η θυγατέρα της. Έσπευσε λοιπόν να κάμει τον γάμον μη θέλουσα να χρονοτριβήσει εις αρραβώνας από φόβον μήπως χάσει τον γαμβρόν. Και οι καλοί γαμβροί είναι πολύ ακριβοί και δυσκολοεύρετοι εις τα χωριά.
— Τι τις θέλεις τις μεγάλες δουλειές! Φαντασίες! Ένα «Κύριε λέησον» έξω από την πόρτα! έλεγε εις την θυγατέρα της φοβουμένη μήπως της ζητήσει αναστολήν.
Αλλά και η Μαρούλα ήτο της αυτής γνώμης. Για να ζήσει καλά το ανδρόγυνο έλεγε, δεν χρειάζεται να γίνει πολυτελής ο γάμος· ούτε είναι ανάγκη να διαβάσουν την ευχή Δεσπότης ή Πατριάρχης. Αρκεί να είναι η αγάπη. Και την αγάπη αυτήν την ησθάνετο από καιρού να καίει τα στήθη της για τον Αντώνη. Όχι μόνον δεν ήθελε να αναβληθεί ο γάμος, αλλά να γίνει όσον ήτο δυνατόν γρηγορότερα.
— Πέντε μέρες θέλουμε, θυγατέρα κι έπειτα δικός σου ο Αντώνης· της είπεν η μάνα της διά να ησυχάσει την ανυπομονησίαν της.
Και η Μαρούλα εμετρούσε τις ημέρες εις τα δάχτυλα με λαχτάραν, περισσότερον από όσην έχει η χωρική που περιμένει να της βγάλει τ’ αυγά η κότα της.
Τέλος έφθασε η ωρισμένη ημέρα. Το σπιτάκι της από την αυγήν εβούιζε ως κυψέλη. Έξω τα παιδιά του χωριού έπαιζαν, επήδων, εσύριζαν, μέσα δε οι φιλενάδες της Μαρούλας εχόρευαν, ετραγουδούσαν επαίνους και ευχές διά τους μελλονύμφους. Η Μαρούλα ευμορφοστολισμένη, με το κοντογούνι και το φουστάνι από μουσελίνα και το στεφάνι εις το κεφάλι έμοιαζε σαν να εκέρδισε το βραβείον της καλλονής. Εκάθητο κοντά εις τον Αντώνη, στολισμένον και αυτόν με φουστανέλλαν, κεντητά μεντανογέλεκα, και λεβέντικα το φέσι, από του οποίου κατέβαινε μέχρι του ώμου η φούντα, κατάμαυρη ως του κοράκου το φτερό. Ο υμέναιος είχε τελειώσει· αι γαμήλιοι ευχαί ειπώθηκαν απερίττως από τον παπάν του χωρίου, και τώρα χωρικοί και χωρικαί ήρχοντο και έδιναν τας ευχάς και τας ευλογίας των. Η κυρα-Διαμάντω εγύριζε ακούραστη μέσα εις το σπίτι προσφέρουσα ζαχαρωτά και ρακί εις τους χωρικούς.
— Να ζήσουν τα παιδιά σου, κυρα-Διαμάντω και με γιους.
— Ο Θεός να δώσει και στ’ αρχοντόπουλά σας.
Έξαφνα εκεί που πήγαινε να πάρει το ρακί από το τραπέζι επισωπάτησε με φρίκην και έκλεισε τα μάτια. Το ελαφάκι εφάνη εις την πόρτα και με αργό βάδισμα ήλθε ίσα εις την κυρα-Διαμάντω:
— Ο Θεός μ’ έστειλε να πάρω τη Μαρούλα· είπε σοβαρά! Κοίταξε, είπε, καλά μην αρνηθείς γιατί σκάφτει λάφτει την καρδιά σου θάφτει.
Και χωρίς να προσθέσει άλλο τίποτα μέσα εις τον τρόμον και την κατάπληξιν όλων, επήγε στην Μαρούλαν που εσυμμαζεύετο σαν πουλάκι κοντά εις τον άνδρα της, την έριξεν εις τις πλάτες του και εχάθη.
— Ήταν θέλημα Θεού! θέλημα Θεού!... έκραξεν όταν συνήλθε χτυπώσα το κεφάλι της με τα δυο της χέρια η κυρα-Διαμάντω.
— Και βέβαια! επρόσθεσε κάποιος από τους καλεσμένους. Ό,τι τάξουν του θεού πίσω δεν το παίρνουν.
Ορθώνεται υψηλό, τετράγωνο, βαρύ σαν κολοσσός το οικοδόμημα. Τα παράθυρά του, τα δώματα, ανοίγονται εις τον αέρα και εις τον ήλιο. Οι πόρτες του διάπλατες δείχνουν μαρμαροστρωμένες τις σκάλες του, διαδρόμους πλακόστρωτους, τοίχους βαμμένους φιστικί που αντιλάμπουν σαν καθρέφτες.
Εμπρός εις την είσοδο και εις τους διαδρόμους ανάμεσα βουή και σάλαγος στρατώνος. Βροντούνε τα σπαθιά, λάμπουν γαλόνια, αντιλαλούν αυστηρά προστάγματα. Τι θυμός και ποια φρίκη! Σείονται και λυγίζονται κορμιά, μάτια γυαλίζουν, μουστάκια στρίβονται· βροντά εις το πάτωμα το πάτημα, φλυαρούν τα σπιρούνια: γλιν γλιν!... γλιν γλιν!... Ο Άρης βασιλεύει μέσα εις το πλατύχωρο οικοδόμημα. Ντυμένος τον ολόχρυσον λεπιδωτόν θώρακά του, με το μεγάλο σπαθί στο πλευρό και το βαρύ κοντάρι στο χέρι, αρματοδροδεί ο Θεός του πολέμου φοβερός. Ο λόφος της περικεφαλαίας του χύνει ανεμοστρόβιλο γύρω. Ο Δείμος και ο Φόβος τρέχουν εμπρός του, σκορπίζοντας τον πανικόν. Η Ενυώ με το δαδί αναμμένο εις το χέρι κρατεί άσβεστη την αμάχη. Η Διχόνοια, ο Θυμός και η Βοή τρέχουν κατόπιν του σπείροντας την φρίκην και την απόγνωσιν...
Έξαφνα ακούστηκε η προσταγή:
— Αναφορά!…
Αμέσως είκοσι τριάντα άνδρες, ένας πίσω από τον άλλον, με βήμα σταθερόν, με κορμί ορθόν και ζωντανό βλέμμα, μπαίνουν και παρατάσσονται εις την γραμμήν. Όλοι φορούν το ίδιο μαύρο φόρεμα· κρατούν τα πιλίκια εις την αριστεράν μασχάλη· κρέμεται το σπαθί στο πλευρό ακίνητο· πέφτει δεξιά το χέρι και το κεφάλι ορθοκάθεται εμπρός με τα μάτια ατενώς. Απέναντι ένας γηραλέος κύριος με την ίδια στολή, με την ίδια στάση. Το βλέμμα του γλιστρά από τον ένα εις τον άλλον, από τα πόδια ως την κεφαλή, ερευνητικό, αυστηρό. Και από το άφωνο εκείνο βλέμμα σαν να είναι μαγνητικό κουμπί, αναταράσσονται εις την τάξιν όλοι. Ένα πόδι τραβιέται έξαφνα πίσω· ένα χέρι κολλά εις το μηρί· κάποια δάχτυλα περνούν αστραπή εμπρός εις το στήθος· ένα σπαθί πατά στο πάτωμα δειλά, τακ! Και ψηλά εις τους τοίχους μέσα από τις μεγάλες χρυσές κορνίζες, κοιτάζουν οι συνάδελφοι, περασμένοι συνάδελφοι, λησμονημένοι ήδη με το ίδιο αυστηρό βλέμμα, αλλά και με χαμόγελο αγαθοσύνης, ίσως ειρωνικό, ξένοι από τον κόσμο τούτο και την πειθαρχία του.
Έξαφνα προβάλει ένας δυο βήματα και λέγει:
— Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω ότι παραδίδω υπηρεσίαν.
Προχωρεί άλλος και προσθέτει:
— Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι παραλαμβάνω υπηρεσίαν.
Άλλος:
— Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι παρουσιάζομαι ως τοποθετηθείς ενταύθα.
Και άλλος:
— Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι επανέρχομαι ληξάσης της αδείας μου...
Έπειτα αρχίζει το διάβασμα της Ημερησίας Διαταγής. Ακούονται: ο Παλαιός Στρατών, τα Παραπήγματα, οι φυλακές Αβέρωφ. Μνημονεύονται ονόματα, τοποθεσίες, συντάγματα, υπηρεσίες. Αναφέρονται τιμωρίες, νουθεσίες, έπαινοι, παρατηρήσεις. Και μέσα εις την νεκρικήν σιγήν, επάνω από τ’ ακίνητα εκείνα κορμιά και τας νεκράς θελήσεις, ακούεται έξαφνα μια φωνή που παγώνει το αίμα εις τις φλέβες και φέρνει στα μάτια το δάκρυ.
— Ωχ, Ωχ!...
Είναι ο πόνος που έρχεται από κάπου γύρω αόρατος. Είναι το άσθμα που ξεσπά σε αγωνίαν. Είναι πολλές φορές ο ρόγχος του θανάτου. Ό,τι όμως και αν είναι πόνος ή ρόγχθος η υπηρεσία δεν ανησυχεί· η πειθαρχία δεν θέλει να τον ακούσει. Κάπου ίσως να παίξει ένα βλέμμα συμπαθείας. Σε κάποιο κρανίον μπορεί να σχηματισθεί ένας θλιβερός συλλογισμός. Μα μόνον ως εκεί. Αλλά να εκδηλωθεί σε κίνηση όχι. Τα κορμιά εξακολουθούν να μένουν ακίνητα, τα πρόσωπα αυστηρά και η φωνή του ανωτέρου αποδίδει το δίκαιον μονοκόμματη, χτυπητή και τελειωτική σαν μπαλταδιά:
— Δέκα ημέρες φυλάκισις! εξαήμερος κράτησις! περιορισμός! Εγκρίνεται — δεν εγκρίνεται· να γίνει έγγραφον! να σταλεί εις το σώμα του!...
Κι ενώ ξεστομίζονται αυτά, οι φυσιογνωμίες γύρω μένουν απολιθωμένες ως να μη λέγεται γι’ αυτούς, ως να μην ενδιαφέρουν αυτούς· να μη θίγουν τα συμφέροντά τους, τη ζωή τους, την ελευθερία τους, την ύπαρξιν τους. Ένα χαλάζι καταστρεπτικό είτε ένας ήλιος ζωογόνος πέφτει απάνω εις τα πλάσματα του Θεού κι εκείνα τον δέχονται με την αυτήν υπομονήν, με την αυτήν εγκαρτέρησιν.
— Δέκα ημέρες φυλάκισις!
*
Τέλος αντήχησε η προσταγή:
— Διάλυσις!...
Και μέσα εις το σούσουρο που σηκώνεται παρόμοιο με σάλαγος φουσκοθαλασσιάς ακούεται καμπάνας κλαγγή:
— Στους θαλάμους!... επίσκεψις!... πετά από στόμα σε στόμα.
Τρέχουνε αμέσως δώθε κείθε τα γαλόνια. Στρατιώτες, υπαξιωματικοί, αξιωματικοί, ανακατεύονται, συναλλάσσονται, προστάζουν, φωνάζουν, όπως το πλήρωμα πλοίου καταληφθέντος υπό θυέλλης. Μην είναι τάχα πολεμική κραυγή, εφόδου καμπανοχτύπημα; Μην αίμα θα τρέξει και θα πέσουν κορμιά: Ωιμέ τι έχει να γένει! Νάτοι, έρχονται!... Αλλά δεν είναι άγριοι πια, δεν είναι πολεμόχαροι. Τα στριμμένα μουστάκια δεν φοβερίζουν τον ουρανό και τα μάτια είναι ιλαρά, παιγνιδιάρικα. Στα πρόσωπά τους κάθεται γαλήνη και συμπάθεια. Σεμνή χαμογελούσα η Επιστήμη προπορεύεται. Κι εκείνοι την ακολουθούν πρόθυμα μ’ ένα κονδυλοφόρο εις το χέρι τους καθένας. Την ακολουθούν και χάνονται μέσα εις τους θαλάμους, που η αρρώστια βασιλεύει και ενεδρεύει ο θάνατος.
Τα πατήματα γίνονται ελαφρά, οι φωνές συμπαθητικές.
— Καλημέρα, παιδί μου.
— Πώς είσαι, λεβέντη μου;
— Πού πονείς;
— Θα περάσει... ησύχασε...
— Θα γράψουμε της μάνας σου να ’ρθει...
— Θα σου δώσουμε άδεια. Κάνε υπομονή. Και τα προστάγματα γίνονται απλά σαν κουβέντα, σαν φιλική σύστασις.
— Ήμισυ.
— Δύο σούπες.
— Μία οκά γάλα, τέσσερα ωά.
— Νηστεία.
Και το βαρύ τετράγωνο οικοδόμημα δεν μοιάζει πια στρατώνας, αλλά ναός, μέγας και σιωπηλός ναός που τελείται μυσταγωγία. Κάπου ν’ ακουσθεί κανείς καλπασμός αγγελιοφόρου. Κάπου να φανεί καμία στρατιωτική στολή. Ο θυρωρός μισοκοιμάται ξαπλωμένος στο κάθισμά του. Οι διάδρομοι χάσκουν αδειανοί. Οι τοίχοι και το πάτωμα αλληλοκαθρεφτίζονται στην λάμψιν τους φιλάρεσκα. Και τα σπαθιά τ’ αράθυμα, κείτονται τώρα σωριασμένα εις τις γωνίες σαν περιττά παλιοσίδερα. Κλαίνε τη λεβεντιά και τη μοίρα τους. Κανείς δεν τα χρειάζεται· ούτε θα χύσουν αίμα, ούτε θα λιανίσουν κόκαλα. Ο Άρης ο δικός τους ευνουχίστηκε...
*
Όμως την ίδια ώρα κάποιος ίσκιος εφάνηκε. Είναι η Υγεία. Δάφνινο στεφάνι κάθεται στο κεφάλι της. Ένα ραβδί στο χέρι και στο άλλο φιάλη ολόχρυση. Μεγάλο φίδι, μακρύτατο, διπλώνεται και ανεβαίνει από τη μέση στους κόρφους της. Βαδίζει αργά και μεγαλόπρεπα η Υγεία. Την ακολουθούν η Ιασώ, η Πανάκεια και ο Τελεσφόρος, τυλιγμένοι σε μακριά πέπλα. Μπαίνουν ελαφρά από θάλαμο σε θάλαμο, πλησιάζουν εις τα κρεβάτια των αρρώστων, εδώ αφήνουν τον Ύπνο — ένα φτερωτό σγουρόμαλλο παιδί που ακουμπά σε λαμπάδα και κρατεί αγκαλιές παπαρούνες· εκεί παραιτούν τα Όνειρα — κάτι παιδιά παχουλά, ομορφοντυμένα, γελαστά. Και στην παρουσία τους τρέχουν να κρυφθούν φοβισμένες οι Ασθένειες, ο Πόνος και αυτός ο Θάνατος.
Η Υγεία έτσι προχωρεί με την καλόβουλη συντροφιά της, φθάνει εμπρός εις τα σπαθιά. Τα κοιτάζει με συμπάθεια κι εκείνα, σαν να βλέπει άρρωστο, χαμογελάει. Έπειτα βουτά το κρινάτο χέρι της στο υγρό της φιάλης, το τινάζει απάνω τους και ψιθυρίζει πονετικά:
— Να μη βασκαθείτε!...
Κατά τον περασμένο Οκτώβριο εβγήκα μία ημέρα εις το κυνήγι. Είχε βρέξει και το χώμα ήτο μαλακό και εβούλιαζε εις το πάτημα ως παχύμαλλο καινούργιο ταπέτο. Αι πρώται πνοαί του φθινοπώρου είχαν έλθει και τα δέντρα ήρχισαν να χάνουν τα φύλλα τους, τα οποία κίτρινα υπεχώρουν εις το παραμικρόν φύσημα του ανέμου. Τ’ αμπέλια ήσαν έρημα. Κανείς δεν εγύριζε να τα ιδεί τώρα που έχασαν τον γλυκόχυμον καρπόν τους, όπως μια μαραμένην καλλονήν. Ο μούστος έβραζεν εις τα βαρέλια και επερίμενε τον Αϊ-Δημήτρη διά να χυθεί εις τα ποτήρια και να δροσίσει τα διψασμένα χείλη κάθε κρασοπατέρα.
Αφού επλανήθην επί πολύ και έκαυσα την μπαρούτη ανωφελώς, εκάθισα το μεσημέρι κοπιασμένος κάτω από μίαν λεύκαν, κοντά εις το χείλος διαυγούς ρυακίου. Έβγαλα από την τσάντα μου ολίγον ψωμί και τυρί, έριξα το ανάλογο μερίδιον εις τα σκυλιά και έφαγα το υπόλοιπον με μεγάλη όρεξη. Μετά εξηπλώθην εις τον ίσκιο της λεύκας και αφού εσκέπασα με την ψάθα το πρόσωπόν μου προσεπάθουν να κοιμηθώ.
Φαίνεται όμως ότι δεν ήτο πεπρωμένον να κοιμηθώ, διότι μόλις ήρχισε να με κυριεύει η νάρκη, η προηγουμένη του ύπνου, τα σκυλιά ήρχισαν να γαυγίζουν δυνατά. Εσήκωσα το κεφάλι και είδα ερχόμενον προς εμέ με το όπλον επ’ ώμου τον αγροφύλακα. Τον εγνώρισα από τον μαύρον στεμματοφόρον σκούφον του.
— Γεια χαρά· είπε πλησιάζων και στηρίζων κατά γης το όπλον του.
— Καλώς τονε.
— Βάρεσες τίποτε;
— Όχι... δε βρήκα.
— Έχεις καπνό; Έχω από προχτές να πάω στο χωριό και κάηκα για τσιγάρο.
— Έχω· πάρε· του είπα, και του έδωσα φύλλον σιγαροχάρτου.
— Δε θέλω χαρτί· φουμάρω με πούσι. Και έδειξε μικρόν και λεπτόν φύλλον αραβοσίτου που μεταχειρίζονται αντί σιγαροχάρτου για οικονομίαν οι περισσότεροι χωρικοί.
Του έδωκα καπνό και έκαμε τσιγάρο. Αλλά παρετήρησα ότι από καιρού εις καιρόν εσήκωνε τα μάτια και με κοίταζε με κάποια περιέργεια και ανησυχία.
— Έλα κάτσε· του είπα. Γιατί στέκεσαι και σε βαρεί ο ήλιος;
— Όχι! μου είπε χαμογελώντας. Σ’ αυτό το δέντρο δεν κάθουνται οι άνθρωποι.
— Γιατί;
Αντί να απαντήσει άπλωσε το χέρι και μου έδειξε την ρίζαν του δέντρου. Γύρω εις τον κορμόν της λεύκας το χώμα ήτο σκαμμένο και απάνω του αφημένο ένα σκουριασμένο τσεκούρι. Εις την ρίζαν του κορμού ήσαν ανοιγμένοι τέσσερες λάκκοι και μέσα εις αυτούς είχαν εμπηχθεί τέσσερα χοντρά και μεγάλα καρφιά. Εγύρισα και κοίταξα με απορία τον αγροφύλακα.
— Πάμε εκεί κάτω και σου λέω· μου απάντησε. Εσηκώθην και τον ηκολούθησα κάτω από μικράν αχυρίνην καλύβα. Εκεί μου διηγήθη τα ακόλουθα:
Εσείς οι γραμματισμένοι θαρρείτε πως τα ξέρετε ούλα· μα τίποτα δεν ξέρετε με συμπάθιο. Τι το όφελος σαν ξέρεις γράμματα και δεν ξέρεις να φυλάξεις τη ζωή σου;
Ο οξωμάχος γνωρίζει καλύτερ’ από σένα πως η καρυδιά λόγου χάριν ή η καστανιά έχουν βαρύν ίσκιο και δεν πάει να κάτσει από κάτω της. Πόσοι δεν το ’παθαν το κακό! Άλλος ξύπνησε πιασμένος· άλλος στραβός, άλλος άλαλος κι άλλος με ξυλιασμένα πόδια. Αμ τι; όσα φέρν’ η ώρα δεν τα φέρν’ ούλος ο χρόνος.
Με τούτο θέλω να σου ειπώ, πως το δέντρο που έγειρες να κοιμηθείς είναι στοιχειωμένο. Είδες τα περόνια και το τσεκούρι: Εδώ και δέκα χρόνια κάρφωσε ο Ζούδιαρης εκεί το Ζούδιο του κατακαημένου του Αντώνη... Πήγε απ’ αγάπη το δυστυχισμένο το παιδί. Και τι παιδί! μάλαμα! Σταλιά νερό δε θόλωνε ποτέ του. Την Κυριακή σα νύφη περπάταγε στο παζάρι· την καθημερινή δούλευε σα σκυλί. Κοίταζε όπως όπως να οικονομήσει τις δόλιες του αδερφάδες. Ο πατέρας του ήταν αρρωστιάρης· ποτέ δεν έβλεπε γεια. Μια λυκοφαμελιά και όλοι από τον Αντώνη κρεμόσαντε.
Μα είδες που λέει: κάθε φτωχός κι η Μοίρα του. Δεν έσωναν τα τόσα που τράβαγε, πήγε ν’ αγαπήσει κιόλα. Και ποια ν’ αγαπήσει; Μια που δεν ήταν για δαύτονε. Ήταν πλούσια η κόρη, με γράμματα και με καλά πιθέματα. Έπειτα ήταν και ξένη. Εγώ — τι να σου ειπώ — τις ξένες δεν τις χωνεύω. Αλλιώς είναι μαθημένες κι αλλιώς βρίσκουν: Παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Ξέχωρ’ απ’ αυτό η κόρη ήταν παιγνιδιάρα αλαφαλού. Ήξερε, που λες, πως τον πλούσιο ό,τι κι αν τον πουν δεν τον φτάνουν τα λόγια. Εμείς οι φτωχοί είναι να στεκόμαστε μη στάξει και μη βρέξει. Κάλλιο να βγει το μάτι σου παρά τ’ όνομά σου.
Ο Αντώνης ήταν όμορφος, πολύ όμορφος νέος. Ήξερε κάτι γραμματάκια, έλεγε κάποτε και τον Απόστολο στην εκκλησία. Θες από δω, θες από κει έπιασαν την αγάπη.
Εδώ στα δικά μας τα χωριά το ’χουμε. Κάθε νιος δουλευτής, τα πρώτα λεφτά που θα πάρει από τη δουλειά του, θα κάμει μια αλλαξιά ρούχα. Έπειτα δεν τον γνοιάζει πια· τα δίνει όλα στο σπίτι. Εμ καρολόγος είναι, εμ τσαγκάρης, εμ σκαφτιάς, τη γιορτή θα είναι φριγγί.
Έτσι κι ο Αντώνης. Μα τώρα το παράκανε. Γιορτή καθημερνή ένα το είχε: Καθισιό κι αναπαή κι από καιρού καζάντι. Στο σπίτι του άρχισαν να πεινάνε.
— Γιατί, παιδί μου, δεν πιάνεις δουλειά; τον ρώταγε η κακομοίρα η μάνα του.
Δεν έχει δουλειά· έλεγ’ εκείνος, βάζοντας το κεφάλι κάτου.
Κι έφευγε· μα όποιος τον έβλεπε ένοιωθε με τι ντροπή έλεγε το λόγο. Ωχ! κλαίγε τον όποιος πιαστεί σε αγάπη. Του πουλιού ο νους στο κεχρί κρέμεται.
Σε λίγο εμαθεύτηκε στο χωριό πως ο Αντώνης αγάπαγε τη Φροσύνη — έτσι την έλεγαν τη νια. Ο κόσμος, καθώς ξέρεις, και στην αγάπη ακόμα δεν κατηγορεί παρά το φτωχότερο. Ο πλούσιος ό,τι κι αν κάμει είναι καλά καμωμένα: Του φτωχού είναι καρύδια και βροντάνε· του πλούσιου είναι σύκα και δεν ακούγονται. Σα να λέμε ο φτωχός δεν πρέπει να ’χει καρδιά· δεν πρέπει ν’ αγαπάει!
Πολλοί του το είπαν του παιδιού. — Όπου δεν φτάνει το χέρι σου μην απλώνεις.
Η μάνα του η άμοιρη σαν τ άκουσε την έπιασε ο χτύπος — ήταν αρρωστιάρα η δόλια — κι έμεινε τρεις ώρες ξερή. Όχι πως δεν το ήθελε η γριά να πάρει ο γιος της τη Φροσύνη. Θες στραβέ τα μάτια σου; μαγάρι να είχα το ’να. Ποιος δε θέλει το καλό; Μα ένοιωθε πως ήταν δύσκολο να γένει και φοβότανε μη χάσει το παιδί της. — Το παιδί μου δεν πάει τον ίσιο δρόμο! έλεγε κουνώντας το κεφάλι.
— Τ’ είν’ το κακό που σε συγκολλήθηκε παιδί μου. Βγάλ’ το να μη σε φάει και χαθούμε. Η κοπέλα δεν είναι για το φτωχικό μας.
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά
και θα λυγίσει ο κλώνος
και θα σου φύγει το πουλί
και θα σου μείνει ο πόνος!
Μα πού να ιδεί, πού ν’ ακούσει ο Αντώνης.
— Μ’ αγαπάει· έλεγε.
Κι έτσι με την ελπίδα ζούσε.
*
Πέρασαν κάμποσα χρόνια- η Φροσύνη ήταν στον καιρό της· δεκαεφτά χρονών κορίτσι.
Εδώ στα χωριά μας ότι είναι να γένει πρώτα πρώτα θα το μάθουν οι γυναίκες. Την ημέρα έξω, στις αργατιές και το βράδυ βράδυ στις αυλές τους κάθουνται και τα ξομπλιάζουν η μια με την άλλη.
—Τα ’μαθες κυρα-Γιάννενα: Τος και τος ο τάδε με την τάδε.
— Τι λες καλότυχη; αλήθεια!
— Ναι, ναι· μα την ψυχούλα μου την αμαρτωλή! Αμ εγώ τα μυρίστηκα από καιρού, αδερφή δεν τα ’λεγα:... Κι είναι — πού είσαι — είναι κι η άλλη δουλειά· άκουγέ με μένα.
— Θε μου γλύτωνε που καταντήσαμε!
Και μαγουλοτραβιόνται τάχα.
Έτσι εμαθεύτηκε σε λίγο πως τη Φροσύνη την παίρνει ένας έμπορος από την Πάτρα.
Ο Αντώνης το ’μαθε. — Είναι ψέμα! είπε. Κι είχε δίκιο να ειπεί πως είναι ψέμα το παιδί, αφού η κόρη του έκανε νοήματα ακόμη.
Σε λίγο γίνηκαν και οι αρρεβώνες. Ξέρεις πως γένονται οι αρρεβώνες εδώ. Δύο τρεις πάνε τη νύχτα με το γαμπρό και τον παπά στο σπίτι της νύφης, αλλάζουν το δαχτυλίδι και τελειώνει η δουλειά.
Ο Αντώνης πού ν’ ακούσει, πού να πιστέψει τέτοιο πράμα! Βλέπεις η αγάπη στραβώνει.
*
Έπειτ’ από λίγο έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Ο γαμπρός ήρθε και ο γάμος θα γινότανε την Κυριακή.
Από τότες έπαψε και η κόρη να κάνη νοήματα του Αντώνη. Όπου τον έβλεπε του γύριζε τις πλάτες... Α! δε θέλεις άλλο ψευτότερο πράμα από τη γυναίκα. Σήμερα μπορεί να σου λέει πως πεθαίνει κι αύριο να σου κουνάει κλαρί. Κάπου μ’ είδες κάπου σ’ είδα.
Ο Αντώνης ήταν παιδί με καρδιά· δεν είπε τίποτα. Μάλιστα πήγε μαζί με το συμπεθεριό στην εκκλησία, φίλησε και τα στεφάνια... Εγώ ήμουν σ’ ένα στασίδι αντίκρυ και τον κοίταζα. Ήταν κίτρινος σαν το θειαφοκέρι· τα χείλη του μαραμένα έτρεμαν. Πήγε σιγά, φίλησε τα στεφάνια, έπειτα γύρισε και ακούμπησε σε μια κολώνα. Έβγαλε το μαντήλι και το ’βαλε στα χείλη του. Το μαντήλι μάτωσε.
Από τότε το κατάλαβα.
— Κρίμα στο νιο! είπα μέσα μου
*
Όταν γύρισε στο σπίτι ο Αντώνης ηύρε τη μάνα του στη γωνιά να κλαίει... Την έτρωγαν τα φίδια.
— Σώπα, καημένη μάνα, που κλαις! είπε της γριάς να την παρηγορήσει. Έτσι ήταν γραφτό Εγώ το ξέρω· πάντα άτυχος θα είμαι.
Κι έπεσε στη δουλειά με τα μούτρα. Ήταν η εποχή που καίνε τα καμίνια για κεραμίδια. Μπήκε σύντροφος σ’ ένα καμίνι κι έβγαζε παράδες. Δέκα δραχμές το μεροκάματο του ερχότανε.
Η κακομοίρα η μάνα του πέταγε από τη χαρά της.
Πάει το παιδί μου, ξέχασε! έλεγε. Ο Θεός με λυπήθηκε
Μα δεν το χάρηκε πολύ. Μια βδομάδα ήταν όλη η προκοπή του Αντώνη. Έπειτα παράτησε το καμίνι κι έτρεχε δώθε κείθε στις εξοχές· ούλο τ’ απόσκια έπιανε.
Μια φορά έλειψε κάμποσες ημέρες από το σπίτι. Η μάνα του υποψιάστηκε.
— Τι να έγινε το παιδί μου; είπε.
Κι επήρε τις αργατιές ρωτώντας τους στρατηλάτες, και μοιρολογώντας αδιάκοπα. Πού δεν επήγε: ποιον δεν ερώτησε: Τα πόδια της έβγαλαν νερό από τις στράτες· τα φουστάνια της εκουρελιάστηκαν από τ’ αγκάθια. Το ηύρε τέλος μέσα σ’ έναν τράφο και μαυλίζοντάς το σαν σκυλάκι το έφερε στο σπίτι της. Μα πώς το έχασε πώς το ηύρε! Όλοι το ένοιωσαν πως έπαθε απ’ αγέρι. Κάποιος είπε πως το είδε να ξεμεσημεριάζεται κάτω από μιαν αγριλιά — ξέρεις η αγριλιά έχει βαρύν ίσκιο.
Η γριά έπεσε στου Θεού τα χέρια. Έταζε λαμπάδες, έκανε παράκλησες, επήγε με τα γόνατα στην Παναγία· μα το παιδί όλο στο χειρότερο. Κάθε Κυριακή το έφερναν στην εκκλησιά και το απόθεταν σωρό κουβάρι μπροστά στην Ωραία Πύλη. Εκαθόταν ως την ώρα που θα έβγαιναν τ’ Άγια ήσυχο και ακίνητο σαν ζωντόβολο. Μα μόλις ακουγόταν από μέσα η φωνή του παπά «τας θύρας... τας θύρας!...» έβανε κάτι αγριοφωνές που έτριζαν τα γυαλιά της εκκλησιάς και ίδρωναν τα εικονίσματα. Ίδρωναν τα εικονίσματα κι ετρόμαζε ο λαός από τα λόγια του. Κατιτί λάγνο και κάτι βρομερό εμόλυνε για μιας του ναού τ’ άδυτα, έφερνε τη ντροπή και στων γερόντων τα πρόσωπα. Και ποιος να το κρατήσει, ποιος να το συμμαζέψει τότε; Έκοβε τα σχοινιά, εχτύπαε τις αλυσίδες, όσο που έπεφτε λιποθυμισμένο στις πλάκες.
Είδαν κι απόειδαν έστειλαν να φέρουν το Ζούδιαρη από το Ιμάμ Τσαούση.
— Έχει τον Ανάποδο μέσα του· είπε ο Ζούδιαρης άμα είδε το παιδί.
Ο Ανάποδος — θα έχεις ακουστά — είναι ένας διαβολάκος τόσος δα, μια πιθαμή. Όπου γίνεται τραπέζι, όπου φιλονικούν, όπου χαρτοπαίζουν εκεί βρίσκεται. Αν τύχει και βλαστημήσει κάποιος την ώρα που ο άλλος πίνει ή χασμουριέται, μπαίνει μέσα του και του βυζαίνει το αίμα... Για κείνο — άκου που στο λέω — άμα ακούς και βλαστημάν να φτείς... Μη γελάς· δεν ξέρω, μπορεί να μην είναι τίποτα· κάνε το εσύ: Το καλό πάντα καλό είναι.
Το παιδί σαν αντίκρισε το μάτι του Ζούδιαρη έπαψε τις φωνές και λάιασε. Ηύρε το μάστορή του είδες που λέει.
*
Ο Ζούδιαρης είπε σε καμιά δεκαριά ανθρώπους να πάρουν τα ντουφέκια τους και να πάνε κοντά του.
Εγώ — είμαστε μια πόρτα με τον Αντώνη — είδες που λέει: ο Θεός κι ο γείτονας· πρώτα θα ιδείς το γείτονά σου κι έπειτα τον ήλιο — πήρα το ντουφέκι μου, το γιόμισα με το ζερβί χέρι — έτσι μας είπε ο Ζούδιαρης και πήγα κοντά. Σε λίγο ήμαστε όξω από το χωριό. Μπροστά πήγαινε το παιδί ήσυχο σαν αρνάκι. Πίσω πήγαινε ο Ζούδιαρης με τα περόνια και το τσεκούρι στα χέρια· και παραπίσω εμείς.
— Να τος! βαρείτε του! μας λέει ο Ζούδιαρης σαν είδε ένα δέντρο.
Εμείς δεν είδαμε τίποτα από το φόβο μας ρίξαμε στα στραβά. Μπαμ! μπουμ! κόσκινο το δέντρο.
— Δεν τον πετύχαμε· λέει ο Ζούδιαρης. Να τος, πέρα πάει...
Και άρχισαν τα τρεχάματα, μπροστά εκείνος με το παιδί και πίσω εμείς, μέσα στα χωράφια και τις σταφίδες λαχανιάζοντας. Σε κάθε δέντρο που απαντούσαμε διάταζε ο Ζούδιαρης και αδειάζαμε τα ντουφέκια. — Μπαμ! μπουμ!
Μας παίδεψε ο αναθεματισμένος. Γυρίσαμε από τον Αϊ-Θανάση στ’ Αληκανιωτέικα, το Καταράχι, τα Κατσαπέικα, μα τίποτα.
Ο Ζούδιαρης το είχε ειπωμένο:
—Είναι δυσκολοβάρετος ο Ανάποδος.
*
Να μην τα πολυλογώ φτάσαμε και στη λεύκα που έγειρες να κοιμηθείς. Καθώς βλέπεις, άλλο δέντρο μεγάλο δεν είναι εδώ πέρα.
— Σταθείτε· μας λέει ο Ζούδιαρης· εδώ θα κάτσει· αλλού δεν έχει να πάει. Ετοιμάστε τα ντουφέκια σας και άμα σας πω βαράτε.
— Μπαμ μπουμ! ρίξαμε άμα μας είπε. —Άου! άου! άου! ούρλιασε το παιδί.
Το πετύχαμε το ζούδιο. Μα έννοια σου κι εμείς διορθωθήκαμε! Αλλουνού έσπασε το ντουφέκι· άλλος αιματοκυλίστηκε. Εμένα μου φάνηκε πως μ’ έπιασε κάποιος από τη μπούκα μ’ έσπρωξε κι έπεσα ανάσκελα στον τράφο.
Μα ο Ζούδιαρης κάρφωσε στο δέντρο το ξωτικό. Άξαφνα νοιώθομε μια μυρουδιά σαν καυμένη θειάφη κι ακούμε ένα φοβερό και παράξενο γέλιο κι ένα φρου!... απάνω από το κεφάλι μας, σαν όταν σηκώνονται από τη βοσκή μπουλούκι αγριόπαπια. Τότε έδωκε το στερνό χτύπημα κι είπε το φοβερότερο ξόρκι ο Ζούδιαρης.
— Πάει να χαθεί· το καρφώσαμε· είπε.
Και απίθωσε το τσεκούρι χάμω για να το βλέπουν οι οξωμάχοι να μη ζυγώνουν.
Πήγαμε τότε να πάρουμε κι εμείς το παιδί. Ήταν χάμου ξαπλωμένο, κατακίτρινο και ξυλιασμένο. Το σηκώσαμε, το πήραμε στα χέρια, το πήγαμε στο σπίτι και το ξαπλώσαμε στο κρεβάτι.
Το δόλιο! δεν ήταν γραφτό του να σηκωθεί. Ο Ζούδιαρης άργησε να βάλει το χέρι του. Το ζούδιο που φώλιαζε μέσα του, του είχε βυζάξει όλο το αίμα.
Δυο τρεις ημέρες και πάει χάθηκε το παιδί.
Σαν καλός ο Αύγουστος εφέτος· ε;
— Ναι· μακάρι πάντα μας!
— Εγώ φοβόμουνα την αυγή.
— Και γω. Μα δεν άκουσες τα κοκόρια; Άμα λαλούν τα κοκόρια παράωρα ο καιρός αλλάζει.
— Και μαζί κι η τύχη μας.
— Βέβαια· στην τρίχα κρέμεται.
Ο Δημάκης και ο Βρανάς στολισμένοι όπως οι χασάπηδες τις νηστίσιμες ημέρες, εκάθηντο ήσυχοι εις τον πάγκον ενός κρασοπουλειού και συνομίλουν για τον καιρό. Είχαν και αυτοί απλωμένη εις τ’ αλώνι την σταφίδα των κάτω από τας φλογεράς του ηλίου ακτίνας ως αι χωρικαί τας θυγατέρας των εις τα περιπαθή βλέμματα των λεβέντηδων, και μετρώντες τις ημέρες εις τα δάκτυλα επερίμεναν ανυπομόνως να ξεραθεί. Φυσικά λοιπόν αι συζητήσεις της ημέρας και της νυκτός τα όνειρα δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την κατάσταση του καιρού και τις τιμές της σταφίδας.
— Άκου που σου λέω· μου το είπε ο κουμπάρος του κυρ-Γιάννη· είχε γράμμα από την Πάτρα! έλεγεν ο Δημάκης εις τον σύντροφόν του εμπιστευτικά.
— Λες;
— Λέω βέβαια! Περσυνό πράμα δεν έμεινε ρόγα· τ’ αμπέλια στη Γαλλία χάλασαν. Στην Πάτρα έβρεξε· στη Βοστίτσα παλιόπραμα.
— Α! πασά μου! εφώναξε ενθουσιασμένος ο Βρανάς· Σαράντα κι αμάν αμάν!
— Τι σαράντα; Εξήντα δε λες! Και ο Δημάκης άρχισε πάλι το τραγούδι που είχε διακόψει:
Κι άλλος θέλει τον Άγουστο
που ’ναι τα ταλαράκια.
— Ταλαράκια· ψυχή μου φρούτο!... είπε ο Βρανάς ξερογλείφων τα χείλη του σαν να πιπίλιζε καραμέλα. Ο Μάης βγάνει τα κεράσια, ο θεριστής τ’ αγγούρια, ο Αλωνάρης τα καρπούζια και ο Άγουστος τα τάλαρα. Αν παραφάς από τ’ άλλα θερμαίνεσαι. Αν παραφάς τάλαρα, γίνεσαι κυρ-Λινάρδος. Λέω γω ο φτωχός πως μου ’φαγε ο ποντικός το τυρί, κανείς δεν το πιστεύει. Λέει ο κυρ-Λινάρδος πως του ’φαγε το σίδερο, το πιστεύουν όλοι. Καλά το λέει κι ο λόγος: Άγουστέ μου καλέ μήνα, να ήσουν δυο φορές το χρόνο.
—Μωρέ καλός να είναι κι ας είναι και μια φορά. Μου φτάνει· είπε ο Δημάκης.
*
Αλλά την ίδια στιγμή έκοψε την κουβέντα τους μία φωνή. Πίσω τους άλλος χωρικός ψηλός και αδύνατος, που κρατούσε εις το ένα χέρι βουρλιά ψάρια και εις την μασχάλην ένα ζευγάρι τρυπημένα παπούτσια, έστεκε ακίνητος με μάτια ολάνοικτα, στυλωμένα πέρα εις τον δυτικόν ορίζοντα.
— Τ’ είναι Χαραλάμπη; ερώτησεν ο Βρανάς.
— Δε βλέπετε: Ένα σύγνεφο.
— Σύγνεφο!...
Επετάχθηκαν και οι δύο ορθοί.
— Αμ το είπα από την αυγή εγώ! είπε ο Βρανάς με κλαψάρικο ύφος. Άκουσα τις χήνες που γύρευαν νερό.
— Κι εγώ είδα δίπλα το σκυλί.
— Είδα και γω τη γάτα της νύφης μου που νιβόταν στην άστρια.
Εκείνην την στιγμήν εφάνη εις τον δρόμον ο δήμαρχος με την άσπρη λινή φορεσιά του, τον παναμά εις το ξουρισμένο κεφάλι, γελαστός, αξιοπρεπής, ποζάτος — αληθινός άρχοντας του τόπου. Εις τα δάχτυλα της δεξιάς εκρατούσε μια πρέζα ταμπάκου και εις το αριστερόν δέμα από εφημερίδες που ήρθαν εκείνη την ώρα με το ταχυδρομείο. Επήγαινε αργά διαβάζοντας την εφημερίδα. Και κάθε τόσο εγέμιζε τα ρουθούνια του ταμπάκο και ταυτοχρόνως ένα τρανταχτό φτάρνισμα εξάγνιζε το κοιμισμένο Σταυροπάζαρο. Ηκούοντο τότε από τα μαγαζιά γύρω οι ευχές των φίλων:
— Με τις υγείες!
— Γεια σου!
— Γεια σου, κυρ-Δήμαρχε!
— Ευχαριστώ!.. ευχαριστώ!... απαντούσε ο Δήμαρχος δυνατά, ευτυχισμένος για τη δημοτικότητά του, χαμογελώντας και μη σηκώνοντας μάτια από την εφημερίδα. Όταν όμως επλησίασε τους χωρικούς και άκουσε τις φωνές τους εσήκωσε τα μάτια του και ρώτησε·
— Τι είναι; τι τρέχει; Γιατί κάνετ’ έτσι;
— Ένα σύγνεφο...
— Σύγνεφο!..
Αληθινά εις τον δυτικόν ορίζοντα εφαίνετο μικρόν μαύρο σύγνεφο που είχε σχήμα και μέγεθος ενός κριαριού. Η παρουσία του έγινε σε λιγάκι γνωστή εις όλην την αγοράν. Αμέσως οι έμποροι άφηκαν τις πήχες των, οι χασάπηδες τις μαχαίρες των, οι παπουτσήδες τα τσαγκαρόσουβλά των, οι καφενόβιοι απάνω εις τα τραπέζια την τράπουλα και όλοι έσπευδαν εις το μέρος όπου έστεκε ο κυρ-Δήμαρχος. Εκοίταζαν όλοι εις, σημείον του ουρανού με αγωνίαν. Οι Καμπίσοι είναι όλοι, όπως οι παλαιοί Χαλδαίοι, δόκιμοι μετεωροσκόποι. Ιδίως κατά τους μήνας Ιούλιον και Άγουστον, αδιακόπως έχουν γυρισμένα τα μάτια εις τον ουρανόν, και από τας σπασμωδικάς κινήσεις του προσώπου των, ημπορεί κανείς ασφαλώς να μάθει τα σημεία των καιρών.
Ωστόσο το συγνεφάκι όλο κι εμεγάλωνε. Τώρα είχε σκεπάσει όλον το από Κεφαλληνίας μέχρι Χλομούτσι διάστημα. Οι χωρικοί εκοίταζαν εις εκείνο το μέρος ακίνητοι ως να διετέλουν υπό βασκανίαν. Από πολυχρονίους παρατηρήσεις, ήξευραν ότι η βροχή είναι άφευκτος εις τον Κάμπον, όταν το μέρος εκείνο, το Στενό συννεφιάσει. Με τα χέρια σταυρωτά εις το στήθος, κατακίτρινοι, εκοίταζαν εκεί και κάποτε εγύριζαν ένας εις τον άλλον και άλλαζαν δειλά ολίγας λέξεις,
— Βρέχει στην Πάτρα!.. είπε κάποιος και έδειξε προς ανατολάς.
— Και στον Πύργο!.. επρόσθεσεν άλλος.
Όλων τα πρόσωπα εχαροποιήθησαν αμέσως· τα χείλη των σχεδόν εγέλασαν. Άρχισαν να ελπίζουν. Και λησμονούντες την θέσιν των εσκέπτοντο ευχαρίστως την ωφέλειαν, που θα έχουν αυτοί από την καταστροφήν των άλλων.
— Κλωνί δε θα μείνει στην Πάτρα!
— Ούτε τσάμπουρο δε θα γλυτώσει στον Πύργο!
— Μωρέ δεν τη δίνω αν δε τα σκάσουν τα εξήντα.
— εξήντα! Τι λες ξάδερφε!.. Εκατό και αμακινάριστη!
— Όχι δα, καημένε...
— Άκου που σου λέω! θα την πάρει από το αλώνι. Και — που είσαι — τον παρά στο χέρι. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν...
Ήσαν αχόρταστοι, απαιτητικοί, ασυγκίνητοι. Η καταστροφή της σταφίδας των άλλων, τους έκανε να πιστεύουν ότι έπλεαν ήδη εις ωκεανόν ταλήρων. Έβλεπαν τους σταφιδεμπόρους ταπεινούς, ικετευτικούς μπροστά τους και φιλέκδικος διάθεσις τους εκυρίευσε να σταθούν ανένδοτοι, για να τους εξευτελίσουν. Ακόμη έφθαναν και εις την χαροποιάν διάθεσιν να λυπήσουν, να τιμωρήσουν τους καταναλωτάς της σταφίδος, τους Εγγλέζους με τις λίρες, τις στερλίνες των. Άλλες χρονιές ήσαν δύσκολοι· επλήρωναν με κατεβασμένες εξηυτελισμένες τιμές. Ή την άφηναν να σήπεται εις τας αποθήκας απώλητη. Εφέτος θα ιδείς Εγγλέζε με το ξουρισμένο μουστάκι!...
— Σκύβαλα θα φάνε! σκύβαλα!.. είπε με αγανάκτηση ο Δημάκης.
— Ακούστε! είπε ξαφνικά δείχνοντας με το δάχτυλό του ο Βρανάς.
Μια δυνατή βροντή ακούστηκε πέρα ως κανονιά
— Δεν είναι τίποτα. Είναι βαθιά· είπε ο Δημάκης.
— Βαθιά βροντή γοργό νερό! εσυμπέρανε κάποιος.
— Γοργό για την Πάτρα, για τον Πύργο. Τώρα το νερό στρατεύει.
— Άμποτε!..
— Τι άμποτε; είπε θυμωμένος ο Βρανάς. Δεν βλέπεις που τους έπνιξε;
Αληθινά το σύγνεφο είχε απλώσει γύρω και είχε κατασκεπάσει όλον τον ουρανόν, πυκνό και μαύρο σαν γιγάντια αράχνη. Το Κάστρο δεν εφαίνετο πλέον ούτε τα βουνά του Μεσολογγιού· ούτε ο Ωλονός των Πατρών· ούτε τα χαμοβούνια του Πύργου που κρεμνίζονται μέχρι του Κατακώλου εις την θάλασσαν. Μόνον απάνω από το δικό τους χωριό ο ουρανός εφαίνετο ακόμη ασκέπαστος, αλλά σταχτής και ο ήλιος καθώς έπεφτε εχρωμάτιζε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα μ’ ένα κοκκινωπόν σκούρο χρώμα, σαν να περνούσε από καπνισμένο γυαλί. Αυτό όμως δεν εφαίνετο ν’ ανησυχεί τους χωρικούς και εξακολούθησαν την ομιλία τους, τις μεγάλες ελπίδες και τ’ αμέτρητα κέρδη των.
— Ναι· μα σαν να το κρέμασε κι εδώ, λέω! ετόλμησε να είπει κάποιος κοιτάζοντας ανήσυχα τον ουρανό.
— Να φας τη γλώσσα σου! είπε ο Βρανάς
— Μωρέ δώσ’ του μια με το βουνό της Κεφαλλονιάς!… είπε ο Δημάκης.
— Το κρέμασε... σε λίγο θα βρέξει· επέμενε ο χωρικός.
Όλοι εσήκωσαν διά μιας πάλι τα μάτια εις τον ουρανό και τώρα ανατρίχιασαν· το καπνισμένο γυαλί είχε γίνει κατάμαυρο. Η αντηλιά έπαιζε απάνω στο Σταυροπάζαρο σαν ανατριχίλα. Μια σιγή εβασίλευε ολούθε σαν εκείνη που προηγείται αφεύκτως της καταιγίδας. Έξαφνα μια φωτεινή καδένα εράγισε τον ουρανό προς το μέρος του Στενού, έδειξε μια τις κοκκινόμαυρες τάπιες του Κάστρου, τις σκοτεινές πλαγιές του βουνού, λακκώματα, τούφες, δένδρα, ξερολιθιές, βοσκοτόπια, χωριά και τα ’κλεισε πάλι στο σκοτάδι και την ασάφεια. Οι χωρικοί εστραβώθηκαν από το ξαφνικό φως και έκλεισαν τα μάτια τους. Σύγκαιρα άκουσαν να κυλίονται στον ουρανό χιλιάδες άδεια βαρέλια. Και πριν ανοίξουν τα μάτια τους ένοιωσαν στα μέτωπά τους μεγάλες πλατιές σταγόνες νερού σαν ρώγες σταφυλιού: πλατς! πλουτς!
— Θεέ και κύριε!.. είπε έτοιμος να βλαστημήσει ο Βρανάς.
— Δε λυπάσαι τους χριστιανούς, Θε μου!
— Τι διάβολο μας κυνηγάς έτσι;
— Βάλθηκες να μας καταστρέψεις φέτος;
Διά μιας η συγκέντρωσις εσκόρπισε.
Το Σταυροπάζαρο έμεινε έρημο. Ένας με τον άλλον οι χωρικοί έτρεξαν εις τα σπίτια τους και σε λιγάκι απ’ όλους τους δρόμους του χωριού, δεν άκουες παρά κροταλισμούς άλογων, κάρων τροχούς, μαστιγώσεις, φωνές, θρήνους και αλαλαγμούς ανδρών, γυναικών και παιδιών. Όλοι μετέφεραν, ότι είχαν ρουχικά εις το σπίτι τους, παλαιά ή καινούργια, φόρεμα, σκέπασμα ή στολίδι· το μετέφεραν εις τ’ αλώνι για να σκεπάσουν την σταφίδα, να την φυλάξουν από την βροχήν. Τα περισσότερα μαγαζιά έκλεισαν, τα καφενεία ερήμαξαν. Το Σταυροπάζαρο έμεινε γυμνό, σιωπηλό. Κι ενώ όλοι έτρεχαν εις την εξοχήν εφάνη ένας κύριος να σπεύδει εις το κεντρικότερον μέρος της αγοράς ξεσκούφωτος, ξεκούμπωτος και καταϊδρωμένος.
— Κύριε τηλεγραφητά! κύριε τηλεγραφητά! του λέγει ο δήμαρχος ερωτηματικώς.
— Έχω ανοικτή τη μηχανή· απήντησε χωρίς να σταθεί φοβισμένος.
— Α ντε! να μας πετάξεις στον αέρα… εψιθύρισε ο Δήμαρχος. Μου φαίνεται πως πρέπει να ζητήσω την μετάθεσίν του.
Πολλοί πέρασαν στον κόσμο χωρίς να βάλουν σε δουλειά ούτε το μικρό δαχτυλάκι τους· μα σαν τον άγιο Κασσιανό κανείς άλλος. Και όχι μόνον στον απάνω αλλά και στον κάτω κόσμο το ίδιο. Πώς το κατάφερε, αφού πέρασε έτσι τη ζωή του, να μπει στον Παράδεισο είναι ακόμα μυστήριο. Όσα χαρτιά και αν έψαξα, όσα συναξάρια και αν εδιάβασα πουθενά δεν απάντησα τ’ όνομά του.
Ωστόσο ο άγιος Κασσιανός βρίσκεται από χρόνια στον Παράδεισο — αυτή είναι η αλήθεια. Μα κι εκεί εξακολουθεί την ίδια του δουλειά — την ίδια ντεμπελιά ήθελα να ειπώ. Πάει και κάθεται από την αυγή στην πόρτα του Παράδεισου και κοιτάζει τον κόσμο που μπαίνει. Κοιτάζει τον κόσμο που μπαίνει μα πιο πολύ κοιτάζει τ’ αφιερώματα που στέλνουν οι χριστιανοί στους αγαπημένους τους άγιους. Τώρα του γαργαλίζει τη μύτη το λιβάνι· τώρα το κίτρινο κερί· έπειτα της ελιάς το λάδι και λίγο αργότερα, πλακώνουν οι πεντάρτοι, λαμπάδες ίσαμε το μπόι του ανθρώπου, μεταξωτά, χρυσαφικά. Καθένα που θα ιδεί με τα αφιερώματα τρέχει από κοντά και τον ρωτάει.
— Πού τα πας; τίνος είναι πατριώτη:
— Της Παναγίας· του άπαντα βιαστικός εκείνος.
Τον αφήνει δυσαρεστημένος και πιάνει άλλον.
— Πού τα πας; ποιον γυρεύεις πατριώτη;
— Τον Αϊ-Νικόλα...
Τον αφήνει και πιάνει άλλον. Μα κι ο άλλος του λέει τον Αϊ-Γιώργη, τον Αϊ-Γιάννη τον Καλυβήτη, τον άγιο Φίλιππα το φτωχό που αποκρεύει στο χωράφι του. Ο άγιος Κασσιανός δαιμονίζεται.
— Για θυμήσου καλά, παιδί μου· του λέει. Μην κάνεις λάθος. Μη σου είπαν άλλον άγιο και ξέχασες; Μη σου είπαν — σαν να λέμε τον άγιο Κασσιανό, σαν να λέμε;
— Άγιο Κασσιανό! Μπα. Ούτε το ξέρουμε τέτοιο όνομα...
Τότε πια απελπισμένος ο άγιος πιάνει παράμερα μια θέση και κάθεται κοιτάζοντας με ζήλια τ’ αφιερώματα. Η ψυχή του στάζει φαρμάκι.
— Μα κανείς να μη θυμάται και μένα! συλλολίζεται.
*
Έξαφνα ένοιωσε κάποιον να τον τραβάει από το μανίκι. Γυρίζει και βλέπει δυο μάτια στυλωμένα στα δικά του, δυο μάτια φωτερά που ένοιωθε να του τριβελίζουν το μυαλό· κι ένα χαμόγελο που τον έκαμε να κοκκινίσει. — Τι θες; τον ρώτησε απότομα, γυρίζοντας αλλού το κεφάλι σα να έβλεπε το Σατανά.
— Γιατί είσαι έτσι θλιμμένος;
— Τι σε μέλλει;
— Με μέλλει και με παραμέλλει.
— Τώρα ήρθες;
— Τώρα δα.
— Έχεις δίκιο… Το λοιπόν να τι συλλογίζομαι. Ο Σαβαώθ εμένα με αδίκησε, πολύ με αδίκησε. Φαντάσου! δε μου έδωκε μια μέρα το χρόνο να με μνημονεύουνε οι άνθρωποι. Για τούτο στους άλλους κουβαλάνε τόσα καλά και σε μένα τίποτα.
— Για τούτο σκας! αμ αυτό διορθώνεται.
— Πώς διορθώνεται;
— Άκου που σου λέω γω, διορθώνεται. Να κάνεις μια αναφορά στο γέρο Σαβαώθ και να του ειπείς το παράπονό σου. Άγιος δεν είσαι και συ; Δε δούλεψες και συ τη χριστιανοσύνη; Σου πρέπει το λοιπόν και σένα μια θέση στο Γιορταστικό. Άμα πάρεις και συ τη μνήμη σου να ιδείς πώς θα σε θυμόνται.
— Σαν καλά με συμβουλεύεις· λέει ο άγιος. Μα ποιος να κάμει την αναφορά;
— Όσο γι’ αυτό μη ζαλίζεσαι. Εγώ την κάνω.
Και αμ' έπος αμ' έργον βγάνει από την τσέπη του μια κόλλα χαρτί, φόρα την πένα και το καλαμάρι, κάθεται και σκαρώνει την αναφορά. Την παίρνει ο άγιος, μια και δυο πάει και την αφήνει στα γόνατα του Θεού. Καθώς τη διάβασεν Εκείνος άναψε από το θυμό του.
— Ποιος την έγραψε; ρωτάει τον άγιο.
— Να, του λόγου του.
— Έλα κοντά, του λέει. Εσύ την έγραψες;
— Εγώ.
— Αμ τι είσαι συ;
— Δικηγόρος.
— Δικηγόρος!... Και πώς μπήκες εδώ μέσα; Κράζει τον άγιο Πέτρο και τον βάνει στο βρισίδι. — Κοίταξε καλά, του λέει, στο τέλος· μια φορά μου την έφτιασες με το λοστρόμο. Τώρα μου έμπασες το δικηγόρο. Δε μένει άλλο παρά να μπάσεις και το Βενιζέλο για να κάνει Μεγάλη Ελλάδα τον Παράδεισο! Πρόσεξε γιατί θα φας κλωτσιά που δε θα ιδείς πούθε πάει η σκάλα.
Κάνει νεύμα. Τον αρπάζουν οι άγγελοι το δικηγόρο και τον πετάν έξω από τον Παράδεισο. Τότε γυρίζει ο Σαβαώθ στον άγιο και του λέει — Καλά, του λέει, έχεις και κάποιο δίκιο· μα πολύ λίγο. Εσύ για τον κόσμο δεν κάνεις τίποτα. Παραπονείσαι πως κουβαλάνε στους άλλους. Κάτι καλό βρίσκουν από τους άλλους και τους κουβαλάνε. Για να ιδούμε· φωνάχτε τον Αϊ-Ννικόλα.
Τρέχουν οι άγγελοι να φέρουν τον Άγιο Νικόλα· φέρνουν γύρα όλο τον Παράδεισο· πουθενά Αϊ-Νικόλας. Πέρασε καμιά ώρα να σου ο Άγιος κι έρχεται καταμουσκεμένος. Ρούχα του, γένια του, μαλλιά του έσταζαν θάλασσα.
— Πού ήσουν άγιε; τον ρωτά ο Σαβαώθ.
— Κάτω στην Μπαρμπαριά αφέντη· λέει ο γέρος. Κινδύνευε ένα σφουγγαράδικο και πήγα.
— Σώθηκε το σφουγγαράδικο;
— Σώθηκε.
— Κι οι ανθρώποι;
— Όλοι.
— Βλέπεις τα χασομέρη; γυρίζει ο Σαβαώθ και λέει στον Κασσιανό. Δουλεύουνε οι άγιοι και γι’ αυτό ο κόσμος τους θυμάται! Αμ εσένα τι να σου θυμηθεί.
— Κι εγώ δουλεύω, πάτερ άγιε.
— Τι δουλειά κάνεις;
— Μετράω τ’ αφιερώματα που μπαίνουν στον Παράδεισο. Μου βγαίνει η ψυχή κάθε ημέρα.
Εγέλασε ο Άγιος Θεός με την καρδιά του.
— Ας έρθει ο χαρτουλάριος· διάταξε.
Εν τω άμα ήρθε ο Άγιος Ανδρέας μ’ ένα κύλινδρο χαρτί στο χέρι και το ασημένιο καλαμάρι στη ζώνη του.
— Γράψε τον κι αυτόν είπε ο Θεός.
— Δεν έχει θέση· είπε δειλά ο Άγιος Ανδρέας. Εγέμισε ο κύλινδρος.
— Στρίμωξε τον όπως όπως σε μιαν άκρη. Από τότε κάθε τέσσερα χρόνια έχει και ο άγιος Κασσιανός τη μνήμη του. Η αναφορά του έπιασε.
— Έλα συχάστε, διαβολάκια!
— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομάτι κρεατάκι…
Εις μεγάλην στενοχωρίαν ευρίσκετο ο Γιαννάκης, ο γιος του κυρ-Νικόλα του μυλωνά. Όπου εγύριζε τα μάτια του, όπου άπλωνε τα χέρια του δεν έπιανε άλλο από Καλικαντζάρους. Ήταν τόσοι δα κοντοί, σαν ένα καρύδι και είχαν τα γένια μακριά και τα πόδια τους τράγινα και ένα μυτερό ψηλό σκούφο εις το κεφάλι τους. Εσκέπαζαν όλο το πάτωμα του μύλου· βελόνι να έριχνες δεν θα έπεφτε χάμω.
Ο γιος του μυλωνά έψηνε εις την σούβλα χοιρινό και ξίγκι καθώς έσταζε εις τα κάρβουνα έβγαζε καπνό και πεντοβολούσε, που ήταν να λιγώνεται κανείς. Τα διαβολάκια φυσικά λιχούδικα δεν ημπορούσαν να κρατηθούν και τα μικρά σαν καρδαμόσπορος μάτια τους, άναβαν όπως τα κάρβουνα της θράκας. Εκείνα τουλάχιστον ερουφούσαν το λίπος· μα οι Καλικάντζαροι;
— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομάτι κρεατάκι! εζητιάνευαν αδιάκοπα, κολλώντας απάνου εις τον Γιαννάκη σαν τσιμπούρια.
— Έλα, συχάστε διαβολάκια· τους έλεγε καλοπιαστά εκείνος.
Και κάθε τόσο για να τα ξεφορτώνεται, έβγαζε από τη σούβλα μισοψημένο κομμάτι κρέας και το έριχνε στο σωρό! Εκείνοι χιμούσαν, πατείς με πατώ σε απάνω εις το κομμάτι, ούρλιαζαν, εχτυπιόνταν, δαγκώνονταν συναμεταξύ τους, ώσπου το κομμάτι εχώνευε εις την αχόρταγη κοιλιά μερικών. Οι άλλοι δυσαρεστημένοι ερίχνονταν πάλι εις τον Γιαννάκη τον τσίμπαγαν, τον έκρυβαν ολόκορμον. Και εκείνος επέταε άλλο κομμάτι και ύστερα άλλο ώσπου η σούβλα εκόντευε να μείνει δίχως κρέας και ο γιος του μυλωνά θεονήστικος.
*
Ο πατέρας του αρρώστησε ξαφνικά και έφυγε από το μύλο την αυγή. Ο Γιαννάκης έμεινε στο πόδι του να τελειώσει τ’ αλέσματα. Κάθε στιγμή φόρτωμα ξεφόρτωμα. Από τις πλάτες του γαϊδάρου έσερνε το σιτάρι στη σκάφη του μύλου και αποκεί πάλι, ζεστό το αλεύρι το έριχνε στο σακί και το εφόρτωνε ξανά εις τις πλάτες του ζώου. Όλη την ημέρα δεν ήβρε μια στιγμή να ησυχάσει το παιδί. Ούτε να φάει καλά καλά δεν μπόρεσε ώσπου νύχτωσε. Και τώρα που επίστευε πως ετελείωσαν πια τα βάσανά του, πλάκωσαν οι Καλικάντζαροι και ήθελαν παιχνίδια.
Μπρε όρεξη που την είχαν! Μα και γιατί να μην έχουν; Μήπως δούλεψαν ποτέ τους; Εκόπιασαν στη ζωή τους για το καρβέλι; Κάθονται όλη την ημέρα ξαπλωμένοι στις σπηλιές, χορταίνουν με τις σαύρες και τα φίδια που τους στέλνει η τύχη και βγαίνουν τη νύχτα να παιγνιδίζουν και να πειράζουν τους ανθρώπους. Καλό κι αυτό!
Και ο Γιαννάκης εβασάνιζε το μυαλό του με τι τρόπο θα πείσει τα διαβολάκια να τον αφήσουν να φάει.
— Να σας πω, ρε παιδιά· τους είπε μαλακά
— Να μας πει ο άγουρος ο κολοκυθομάγουλος!... Να μας πει ο άγουρος ο κολοκυθομάγουλος! εβάβιζαν αμέσως ομόφωνα οι Καλικάντζαροι.
Και συνάχτηκαν γύρω του, ανέβηκαν εις τα γόνατά του, εσκάλωσαν εις τους ώμους του· άλλοι κρεμάστηκαν από τα μουστάκια και το κοντό γουνάκι του, και για μια στιγμή τον σκέπασαν όλον σαν ήμερο γατάκι οι ποντικοί. Χαχάνιζαν μεταξύ τους σαν χήνες· τον τσιμπούσαν στα γυμνά τάχα για να τον χαϊδέψουν· τον δάγκωναν τάχα για να τον φιλήσουν και τριτς πριτς! τριτς πριτς! τριτς πριτς! έτριζαν και πορδοκοπούσαν ξαδιάντροπα, που έκαμαν το μύλο να βρομάει σκορδίλας.
Και παπάς θα γένεις Κώστα — έτσι το φερε η κατάρα· εσκέφτηκε ο Γιαννάκης. Έτσι που βρέθηκε ολομόναχος μέσα στο μύλο, όλα έπρεπε να τα υποφέρει. Τίποτε δεν μπορούσε να κάμει. Έπειτα ήξερε καλά πως οι Καλικάντζαροι, μόνον τα Δωδεκαήμερα γυρίζουν εις τη γη και θέλουν να πειράζουν τους ανθρώπους. Όλον τον άλλο χρόνο βρίσκονται κάτω εις τα βαθειά και τ’ άπατα και πριονίζουν το Δέντρο της Ζωής που βαστάει τον κόσμο, με την κακή πρόθεση να καταστρέψουν τον κόσμο. Πριονίζουν πριονίζουν ως τα Δωδεκαήμερα και δεν απομένει παρά μια φλούδα. Τότε όμως το αφήνουν και βγαίνουν εις τη γη για να χαρούν την ελευθερία που έχουν από τον Παντοδύναμο να πειράξουν τους ανθρώπους. Το ξέρουν πως άμα γυρίσουν πάλι, θα εύρουν το Δέντρο θρεμμένο και φτου κι από της αρχής.
Μα το αφήνουν· γιατί η χαρά τους να πειράζουν τους ανθρώπους είναι πολύ μεγάλη. Μα πόσο θα είναι η βασιλεία τους ακόμη; συλλογίζεται ο Γιαννάκης. Αύριο θ’ αγιάσουν τα νερά και με το χάραμα τα δαιμόνια θα φύγουν φοβισμένα για να κρυφτούν πάλι εις τις σπηλιές τους. Ώρες έχουν ακόμα. Και αυτές τις ώρες πρέπει να κάμει τρόπο να τις περάσει όσο μπορέσει καλύτερα μαζί τους.
— Μα συχάστε λοιπόν να σας πω! λέει με χαμόγελο, πιάνοντας μερικούς απαλά για να τους ξεκολλήσει από πάνω του.
— Έλα, λέγε...
— Καθίστε πρώτα χάμου.
Ακούστηκε ένα δυνατό φαπ! σα να έσκασε καμιά φούσκα γεμάτη αέρα και όλοι οι Καλικάντζαροι βρέθηκαν κατάχαμα. Και εκεί που περίμεναν περίεργοι να τον ακούσουν, ο γιος του μυλωνά σοβαρός έβγαζε από τη σούβλα το κρέας κι έχαφτε ζεστά καυτά τα κομμάτια.
— Έλα, θα μας πεις; είπαν πολλοί ανυπόμονα.
— Μωρέ θα μας πεις! είπε θυμωμένα και ο Μπάκακας.
Αυτός ο Μπάκακας είναι ένα γεροντάκι με άσπρη γενειάδα, μακριά όσο δυο οργιές και από κάθε τρίχα της κρέμεται και ένα καλικαντζαρόπουλο, όπως εις τα ψιλά κλωνιά οι κουρμάδες. Όταν περιπατεί και σέρνεται η άσπρη γενειάδα του εις το χώμα, καθώς πηδούν τα Καλικαντζαρόπουλα απάνω, θαρρείς πως πηδούν τα ψάρια στην απόχη. Κρατούσε εις το χέρι του ένα λιανό ραβδί — το σκήπτρο του — και μ’ εκείνο εγινόταν σεβαστός εις τους συντρόφους του. Ο Γιαννάκης εκατάλαβε πως δεν μπορούσε να παίξει για πολύ με τον παμπόνηρο Μπάκακα και ηθέλησε να μιλήσει. Μα δεν μπόρεσε γιατ’ ήταν μπουκωμένος και βιαζότανε να καταπιεί το κρέας που του ζεμάτισε το στόμα. Και όσο εβιαζόταν τόσο εκιντύνευε να πνιγεί και άνοιξε τα μάτια του σαν τάλαρα.
Το γεροντάκι κατάλαβε κι έγνεψε με θυμό εις τη συντροφιά. Εκείνοι χύθηκαν σαν μανιασμένοι απάνω στη σούβλα, άρπαξαν τα κρέατα, τα σκόρπισαν κατάχαμα και άρχισαν να τα κλωτσοπατούν με πείσμα.
— Τρίτσι πριτς... τρίτσι πριτς … έκαναν κοιτάζοντας με γέλια και χάχανα το Γιαννάκη.
*
Ωστόσο ο μυλωνάς κάτι έφαγε και αν δεν εχόρτασε κάπως εκράτησε την πείνα του. Για τούτο δεν τον έμελλε και πολύ. Θύμωσε όμως περισσότερο για τα βρομερά παιγνίδια τους και απάνω εις το θυμό του, άρπαξε ένα δαυλί αναμμένο και το έριξε απάνω στα διαβολάκια.
Τρίτσι πριτς!... τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πριτς!
Εσκόρπισαν όλοι εδώ κι εκεί σαν κοπάδι πρόβατα που βλέπουν το λύκο. Οι Καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά. Δεν ξέχασαν ακόμα το τι τους έκαμε η πονηρή γριά, λίγο παραμπρός σε μερικούς απ’ αυτούς. Τους ξεγέλασε, τους έκλεισε εις ένα μικρό βουτσί και τους έκαψε ολοζώντανους. Και γιατί αυτό; Γιατί τ’ αναθεματισμένα πήγαν και ντρόπιασαν την κόρη της στον ύπνο. Την γκάστρωσαν κι από τότε είναι τα καλικαντζαρόπουλα στον κόσμο…
Ωστόσο ο Γιαννάκης άρχισε να σκέπτεται εις τα σοβαρά πώς να γλυτώσει από δαύτους. Η νύχτα πήρε δρόμο· σε λίγο θα ξημέρωνε παραμονή των Φώτων και έπρεπε να πάει το άλεσμα σπίτι του, για να ζυμώσουν τα ψωμιά. Μα πώς να κάμει να ξεφύγει τα δαιμόνια;
— Παιδιά, χορεύουμε; ρώτησε ξαφνικά πηδώντας ορθός.
— Ναι, χορεύουμε! είπαν όλοι πρόθυμα.
Και άρχισαν να κινούν τα αραχνένια πόδια τους, άλλοι να σηκώνουν ψηλά τα χέρια, να φωνάζουν βραχνά, να σφυρίζουν κι ένας μικρός άρπαξε από κάπου ένα κουρέλι και το κουνούσε για μαντίλι τάχα.
— Όχι μέσα· είπε ο Γιαννάκης. Έξω, στο φεγγαράκι.
— Ναι έξω! εσυμφώνησαν όλοι.
Και κοπαδιαστά εχύθηκαν έξω και γέμισαν την αυλή του μύλου. Το φεγγάρι ήταν εις το μεσουράνημα· τα άστρα της αυγής ένα με το άλλο φαίνονταν λαμπρά εις τον ορίζοντα. Ο αγέρας που όλη τη νύχτα φυσούσε άγριος και κουνούσε τα δέντρα, εσάρωσε κάθε σύγνεφο από τον ουρανό. Μακριά φαίνονταν τα βουνά που έκλειαν ολόγυρα τον πλατύ κάμπο. Τα φύλλα των δέντρων λουσμένα γυάλιζαν με την αυγινή δροσιά.
Οι Καλικάντζαροι με το γιο του μυλωνά χόρευαν και χόρευαν. Οι στριγκές φωνές τους γίνονται ένα με τα νυχτοπούλια και τα τριζόνια.
— Μωρέ παιδιά· τ’ άλογο φρουμάζει· είπεν ο Γιαννάκης ξαφνικά. Να ιδώ μια ματιά κι έφτασα.
Εμπήκε βιαστικά εις το μύλο, εφόρτωσε δύο σακιά αλεύρι στο άλογο, μπήκε σ’ άλλο σακί κι έπεσε απανογώμι εις το σαμάρι. Ντι! το ζώο και βγήκε από την άλλη πόρτα, παίρνοντας το δρόμο του χωριού.
Ωστόσο οι Καλικάτζαροι είχαν τόση όρεξη για χορό, που δεν επρόσεξαν καθόλου πως έλειπε ο μυλωνάς. Ένας με τον άλλον έμπαιναν μπροστά και χόρευαν διαβολεμένα κι ετραγουδούσαν δυνατά:
— Χορεύ’ η λάσπη κι η σβουνιά
κι η γιδοκακαρέτζα·
χορεύει το παλιόσκουτο
με την παλιανδρομίδα!...
— Μωρ' ο μυλωνάς τι έγινε; έξαφνα ο Μπάκακας.
— Ναι, ο μυλωνάς! πού είν' ο μυλωνάς! ερώτησαν και οι άλλοι μεταξύ τους.
Μερικοί έτρεξαν αμέσως εις το μύλο, έφεραν γύρα όλα τα σακιά, έψαξαν εις τη σκάφη, κοίταξαν το βαρδάρι, χώθηκαν και κάτω από τη μυλόπετρα· μα πουθενά Γιαννάκης.
— Έφυγε! είπαν κοιτάζοντας ένας τον άλλο με απορία και οργή.
— Τι να κάνουμε;
— Να τον φτάσουμε· επρόσταξε θυμωμένος ο Μπάκακας.
Εις την στιγμήν εχάθηκαν όλοι σαν ανεμοστρόβιλος εμπρός, πατώντες τη λάσπη με φωνές και θόρυβο, σαν κοπάδι τσακάλια που βαβίζουν. Σε λίγο πρόφτασαν το άλογο του Γιαννάκη που πήγαινε εις το χωριό με το κανονικό βήμα του. Τριγύρισαν όλοι τ’ άλογο και κοίταξαν ν’ ανακαλύψουν το μυλωνά.
— Να το ’να πλευρό, να και τ’ άλλο, να και τ’ απονογώμι· μα ο μυλωνάς πού είναι; ερωτούσαν μεταξύ τους αγαναχτισμένοι.
— Πίσω θα ’μεινε· είπε ο Μπάκακας. Αμέσως το ’βαλαν όλοι πίσω με σουρητά, τριποδίζοντας σαν άγρια πουλάρια. Έψαξαν όλο το δρόμο ως το μύλο, τους τράφους και τα βάτα, σήκωσαν και τα λιθάρια ακόμη· μα δεν απάντησαν πουθενά το Γιαννάκη. Εγύρισαν τότε πάλι κοντά εις το άλογο, που επήγαινε ήσυχα το δρόμο του και άρχισαν με περισσότερο πείσμα το ψάξιμο.
— Να το ’να πλευρό, να και τ’ άλλο, να και τ’ απονωγόμι· μα ο κερατάς ο μυλωνάς πού ’ναι; έλεγαν συναμεταξύ τους.
— Μπροστά πάει· φώναξε πάλι θυμωμένος ο Μπάκακας.
Τώρα έτρεξαν όλοι μπροστά, έψαξαν όλο το δρόμο ως τα πρώτα σπίτια του χωριού.
*
Ωστόσο ο Γιαννάκης χωμένος εις το σακί και μ’ όλο του το φόβο, δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια, όσο έβλεπε τα τρεχάματα των Καλικατζάρων. Κάποτε σήκωνε φοβιχτά το κεφάλι και κοίταζε ανυπόμονα εμπρός να ιδεί το χωριό του. Τέλος κάτω από το πρώτο γλυκοχάραμα το είδε αριστερά, με τις πολλές μουριές του και τα άσπρα σπιτάκια του.
— Ξύλα κούτσουρα δαυλιά καυμένα! εφώναξε αμέσως με όλη του τη δύναμη.
Οι Καλικάτζαροι εγύρισαν και είδαν κι εκείνοι το χωριό. Κρύος φόβος τους κυρίεψε αμέσως και στάθηκαν για κάμποση ώρα άφωνοι, άλαλοι όπου βρισκόταν καθένας, σαν καρφωμένοι. Την ίδια στιγμή ακούστηκε από το χωριό το πρώτο λάλημα του πετεινού — Κουκούκου!...
— Πάμετε! είπε πικραμένος ο Μπάκακας, όταν είδε το Γιαννάκη καθισμένον απάνω εις το άλονό του να τους περιγελά. Δεν είναι πια δουλειά στον κόσμο. Οι άνθρωποι μας πέρασαν.
Και σηκώνοντας το ραβδί του ψηλά σα σημαία μπήκε μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούσαν φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
γιατ' έφτασ' ο τουρλόπαπας
με την αγιαστήρα του
και με την πλαστήρα του.
Μας έβρεξε, μας άγιασε
και μας καψοκώλιασε!...
Τριτς πριτς! τριτς πριτς! τριτς πριτς!
Επεράσαμε το ποτάμι της Καμινίτσας και εσταθήκαμε εις τα Νιφορέικα. Το χωριό είναι από χαμηλά σπιτάκια και από λίγες καλύβες που κατοικούν αλβανόφωνοι ποιμένες και γύφτοι. Θεωρείται απ’ όλους η μέση του δρόμου από Λεχαινών εις Πάτρας και οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κάνουν εκεί τους πολυωροτέρους σταθμούς των.
Τώρα ο ήλιος είχε δύσει. Το σκοτάδι ήρχετο και οι καρολόγοι απεφάσισαν να ξενυκτίσουν εκεί. Εξέζεψαν τ’ άλογά τους και αφού τα έτριψαν καλά με δεμάτι από άχυρο για να στεγνώσουν τον ιδρώτα τους, τα εσκέπασαν με μεγάλα μάλλινα σκεπάσματα και τα έδεσαν εις το παχνί. Έπειτα εμπήκαμεν όλοι εις το χάνι, γιατί και το ψύχος άρχισε να τσούζει.
Το χάνι ήτο μικρό παλιόσπιτο με αυλήν εις το οπίσω μέρος, με το απαραίτητο πηγάδι και υπόστεγο για τ’ άλογα. Για τους ανθρώπους καμιά φροντίδα δεν έχει ο χατζής, γιατί αυτοί συνηθίζουν να κοιμούνται κοντά εις τα πόδια των αλόγων τους ή απάνω εις τα κάρα.
Οι τοίχοι του χανιού από μέσα ήτανε κατάμαυροι· η οροφή γεμάτη αράχνες, το έδαφος λασπερό και άνισο. Μερικές σανίδες σκεπασμένες με παλιόχαρτο έκαναν τον σκελετό γυμνών ραφιών. Στον ένα τοίχο ο πάγκος με ολίγα ποτήρια και δύο φιάλες ακάθαρτες και κατασκονισμένες έστεκε εμπρός και μακρύ τραπέζι έπιανε τον άλλο τοίχο.
Εκαθίσαμεν εις την μια άκρη του τραπεζιού, γιατί στην άλλη εκάθουνταν ήδη άλλη συντροφιά καρολόγων. Οι σύντροφοί μου έβγαλαν από τους ντορβάδες ψωμί από αραποσίτι και ελιές και αρχίσαμε το δείπνο. Ο χατζής έφερε σε δυο μαστραπάδες το σχετικό κρασί.
Οι καρολόγοι σχετίζονται εύκολα μεταξύ τους. Ακολουθούν τον ίδιον δρόμον, υποφέρουν τους αυτούς κόπους, δίδουν χέρι ο ένας προς τον άλλον σε ώρα ανάγκης. Έκτος τούτου έχουν να ειπούν τόσα και τόσα περί των αλόγων των, περί των συναδέλφων, περί του ταξιδίου των, ώστε ευθύς φιλιώνονται μεταξύ των ενώ δεν γνωρίζουν ούτε τα ονόματά τους. Τούτο έγινε σε λιγάκι και με τους συντρόφους μου. Άλλαξαν ολίγας λέξεις, εκεράσθηκαν μεταξύ τους και τέλος κατήντησαν στο τραγούδι:
Μπαίνω μες στ’ αμπέλι
σαν νοικοκυρά,
να κι ο νοικοκύρης
πο’ ’ρχεται κοντά!...
*
Σε λιγάκι έτριξε η πόρτα του χανιού, άνοιξε και μπήκε μέσα ο μπαρπα-Παναγιώτης. Τον θυμούνται όλοι οι καρολόγοι της εποχής εκείνης τον μπαρμπα-Παναγιώτη, γέροντα κοντόν, ξεραγκιανόν με ψαρά μαλλιά και γενειάδα δασείαν, φρύδια πυκνά και κατσουφιασμένο μέτωπο. Διέτρεχε τότε το από Λεχαινών μέχρις Αχαΐας διάστημα, φέρων μαζί του ένα γυάλινο κουτί με τέσσερες κούκλες μέσα και το μικρό μπουζούκι του. Εσταματούσε από χωριό σε χωριό, από χάνι σε χάνι, εμπρός εις τις καλύβες των αγροτών και την στάνη των ποιμένων, εις το δάσος, πολλές φορές κοντά εις τον δρόμον και με το μπουζούκι και τα νευρόσπαστά του εκέρδιζε το ψωμί του. Ποιος όμως ήτο ο άνθρωπος αυτός, μυστήριον! Οι καρολόγοι — άνθρωποι όχι και τόσον πιστευτοί — έλεγαν πολλά περί αυτού.
Ένας άνθρωπος, έλεγαν, υπόπτου εξωτερικού με το μαύρο φέσι του κατεβασμένο ως τ’ αυτιά και μικρή ξεσκισμένη καπότα, εστάθη ένα βράδυ εις την άκρη μικράς λίμνης. Η λίμνη αυτή λέγεται Κάρι-Κασέλα και είναι έξω από τη Μανωλάδα. Κατά τα μεσάνυκτα ο Αράπης της λίμνης, με τη σιδερένια ματσούκα του εβγήκε να βοσκήσει τα φλωριά του. Ο άνθρωπος εκείνος τα έβλεπε να πηδούν απάνω στο χορτάρι, κάτω από την αστροφεγγιά τα φλωριά και να προχωρούν αργά και να κουδουνίζουν σαν κοπάδι από πρόβατα. Όλα ήσαν κατακαίνουργα και λαμποκοπούσαν τόσο, που η χλόη εφάγκριζε σαν το πρόσωπο λίμνης. Και ο Αράπης ορθός με τη σιδερένια ματσούκα του, τα σαλαγούσε μπροστά, τα μάζευε από δω, τα έσπρωχνε από κει, εσφύριζε για να μη πλανηθούν, να μη σκορπίσουν στα χαμόκλαδα και χάσει κανένα.
Ο άνθρωπος αν ήθελε ημπορούσε να γίνει πλούσιος με μιας. Έφτανε να ρίξει την καπότα του και την αυγή να εύρει πλακωμένο πλήθος από φλωριά. Αλλά ούτε το σκέφθηκε. Το γλυκύ κουδούνισμά τους δεν εκέντησε καθόλου την πλεονεξία του. Εκάθητο με το κεφάλι στα γόνατα βαθιά συλλογισμένος. Μπορεί και να έκλαιε. Τούτο φυσικά έκαμε εντύπωση εις τον Αράπη, επλησίασε και τον ρώτησε:
— Τι κάνεις εδώ, γέροντα;
— Έρχομαι από μακρινό τόπο και νυχτώθηκα. Δεν έχω πού να μείνω κι έγειρα εδεπά να πλαγιάσω.
— Σε βλέπω λυπημένο. Για πες μου· είσαι δυσαρεστημένος από την τύχη σου;
— Είμαι λέει: Είμαι και πολύ.
— Τι θέλεις; Θέλεις να σου δώσω φλωριά. Να σε κάνω να πλέεις στο μάλαμα και στ’ ασήμι. Θέλεις;
— Δε θέλω φλωριά. Το μάλαμα και τ’ ασήμι δε γιατρεύουνε τον πόνο της καρδιάς μου.
— Αμ τι θες κάνε;
— Ε! σαν μ’ έχει η τύχη μου να ζήσω ακόμη, να πίνω τα φαρμάκια, ήθελα να είχα τίποτα να βγάνω το ψωμί μου.
— Καλά! είπεν ο Αράπης.
Μπήκε μέσα στη λίμνη και σε λιγάκι γύρισε φέρων ένα κουτί σκεπασμένο με κόκκινο πανί κι ένα μπουζούκι.
— Να· είπε στον άνθρωπο. Με τούτο θα κάμεις τη δουλειά σου... Αν με χρειαστείς καμιά φορά λέγε «Κάρι κασέλα» κι εγώ θα έρθω όπου και αν είσαι.
Αυτός ο άνθρωπος ήτο ο μπαρμπα-Παναγιώτης.
*
Αυτός λοιπόν άμα άνοιξε η πόρτα εμπήκε ατό χάνι, κρατών στο ένα χέρι το μπουζούκι του και στο άλλο το κουτί, σκεπασμένο με κόκκινο μισοτριμμένο πανί.
— Α! α!... καλώς τον μπαρμπα-Παναγιώτη. Κάτσε κοντά. Μωρέ και μάνα και πατέρα!.. εφώναξαν ομόφωνοι και με χαράν οι καρολόγοι.
Το μάνα και πατέρα, σημαίνει πως εστάθηκε τυχερός ο γέροντας γιατί τους βρήκε στο τραπέζι. Εκείνος εχαμογέλασε πικρά για το τυχερό του αυτό, εσούφρωσε τα φρύδια και γνωρίζων ότι οι άνθρωποι εκείνοι ήθελαν την χαράν και πολύ ολίγον εφρόντιζαν αν την είχε και αυτός, έριξεν εις μίαν γωνιά την κάπαν του και εκάθισε μεταξύ τους στο τραπέζι.
— Φάε, γέρο μου, και πιε, να κάνεις κέφι. θα το σκούξομε απόψε, θα βάλεις τις κούκλες να χορέψουν το τσάμικο! είπε κάποιος από τους καρολόγους.
Και χάιδεψε το γέροντα στον ώμο.
Ο μπαρπα-Παναγιώτης εκίνησε το κεφάλι παραδεχόμενος. Έφαγεν ολίγον, έπιεν ολιγότερον και έπειτα ετοποθέτησε απάνω στο τραπέζι το γυάλινο κουτί του, εσήκωσε το κόκκινο πανί και αφού πήρε το μπουζούκι του, άρχισε να παίζει τον καρσιλαμάν.
Μέσα στο κουτί εφάνηκαν τέσσερες κούκλες· δυο άνδρες και δυο γυναίκες. Οι άνδρες φορούσαν φουστανέλες και οι γυναίκες βλάχικα. Είχαν ανάστημα από μία πιθαμή κάθε μία. Άμα ο γέροντας άρχισε να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδεί, τα νευρόσπαστα εκινήθησαν και άρχισαν να χορεύουν σύμφωνα με τον ρυθμόν. Πότε ελύγιζαν τα γόνατα και το κορμί, εκουνούσαν το κεφάλι, εσήκωναν τα χέρια και έξαφνα εστριφογύριζαν για μιας όλες ως βακχίδες.
— Του διαβόλου τα πράματα! Κι έπειτα σου λέει δεν είναι διαβολικά! έλεγαν από καιρού εις καιρόν οι καρολόγοι, κοιτάζοντες με αυξάνουσαν απορίαν τας κινήσεις των νευροσπάστων.
Ωστόσο ο γέροντας εξακολουθούσε να τραγουδεί και να ταιριάζει τον ήχο του μπουζουκιού με τη φωνή του. Το μπουζούκι στα χέρια του καταντούσεν έμψυχον· έβγαζε γλυκιές και μελωδικές φωνές. Και τα νευρόσπαστα μέσα στο γυάλινο κουτί τους εχόρευαν και ο μπαρμπα-Παναγιώτης ετραγουδούσε διαφόρους χορούς: τον συρτό, τον Καλαματιανό, το πηδητό, το τσάμικο και εις την αλλαγήν των ήχων τα νευρόσπαστα ως να είχον αίσθησιν, να ήκουον τον ρυθμόν και τας λέξεις άλλαζαν τάξιν, θέσιν, κινήσεις και χορόν.
Ο χατζής, ο κύριος δηλαδή του χανιού κοντός και αδύνατος, εκάθητο τυλιγμένος μέσα εις παλιό επανωφόρι, με το κεφάλι στηριγμένο εις τον πάγκον κι εκοίταζε αφηρημένος τα διαβολικά πράματα. Η γυναίκα του, επίσης αδύνατη και ζαρωμένη γερόντισσα, συμμαζεμένη ως γάτα κοντά στη γωνιά, έκανε κάποτε το σταυρό της και εψιθύριζε λέξεις από το Πιστεύω και έφτυνε απάνω από τον ώμο της, δηλαδή καταπρόσωπον του Οξαποδώ. Οι καρολόγοι διαφοροτρόπως καθήμενοι εις τους πάγκους, άφωνοι και μισοφοβισμένοι εκοίταζαν με νυσταγμένα μάτια πότε τα νευρόσπαστα και πότε τον γέροντα ο οποίος έμοιαζε εκείνη την ώρα πως κρατούσε τη σφραγίδα της Σωλομονικής και ήταν κύριος εις τα ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα.
Ο Μπαρμπα-Παναγιώτης έπαυσε τέλος το τραγούδι του. Εσηκώθη μέσα εις την γενικήν σιωπήν, έσυρε από το συλάχι του μικρό ξύλινο καυκί και το έβαλε απάνω στο τραπέζι για να μαζέψει την αμοιβήν του. Οι καρολόγοι όταν θέλουν να διασκεδάσουν ξοδεύουν αλύπητα.
Ο γέροντας εφάνη ευχαριστημένος από το ποσόν που εσύναξε. Χωρίς να ειπεί λέξη επήρε την κάπα του, εσκέπασε πάλι με το κόκκινο πανί τον θησαυρόν του, εκαληνύχτισε και έφυγε.
— Γέρο στρίγκλε! Θα έχουμε λιβανίσματα τώρα!... εψιθύρισε ο χατζής όταν η πόρτα εκλείσθη οπίσω από τον γέροντα.
*
Εγώ από την ώρα που ο τραγουδιστής άρχισε τα παιγνίδια του έως την ώρα που έφυγε, δεν εκινήθην καθόλου από την θέσιν μου. Συμμαζεμένος μέσα εις μίαν φλοκάταν, εκοίταζα με φόβον και απορίαν άλλοτε τα νευρόσπαστα και άλλοτε τον γέροντα· άλλοτε το χέρι του που εκινείτο γοργά και αδιάκοπα επάνω από τις χορδές του οργάνου. Αληθινά ευρισκόμουν εις μεγάλην στενοχωρίαν που δεν ημπορούσα να καταλάβω ποια η σχέσις του γέροντα με τα νευρόσπαστα και πώς ακολουθούσαν τα τσακίσματα της φωνής του με τόσην ακρίβειαν. Ήρχισα να πιστεύω ως αληθινά τα λεγόμενα και όλην σχεδόν την νύκτα ενόμιζα ότι ευρισκόμην μεταξύ του φοβερού Αράπη της λίμνης και του μπαρμπα-Παναγιώτη.
Αλλ’ όπως όλα τα πράγματα τα ξεκαθαρίζει ο καιρός, εξεκαθάρισε σε λιγάκι και το μυστήριον του μπάρμπα-Παναγιώτη. Έμαθα δηλαδή ότι όχι ο Αράπης της λίμνης, αλλά πολυχρόνιος φυλακή του έδωκε το μπουζούκι και τα νευρόσπαστα.
Νέος ο μπαρμπα-Παναγιώτης παρεσύρθη από την κακογλωσσιά της γυναικός του εις φοβερό έγκλημα. Εσκότωσε το μόνο παιδί που είχε αποκτήσει με την πρώτην του γυναίκα. Και κατά την πολυχρόνιον κάθειρξίν του εφεύρε τον μηχανισμόν να τραγουδεί και να χορεύουν τα νευρόσπαστα.
Πώς το κατόρθωσε δική του δουλειά. Φτάνει που το κατόρθωσε.
Κείτεται η γυναίκα η πρωτόπλαστη, ξαπλωμένη στην παχιά χλόη, κάτω από το λιοπύρι του Μαγιάπριλου. Ο Αδάμ ο άνδρας της πέρα στο χωράφι οργώνει με τα καματερά του τη γη, ιδρώνει και μάχεται, πληρώνοντας βαριά το βαρύ του αμάρτημα. Και εκείνη στυλώνοντας το μάτι στον χαρούμενο κάμπο και τ’ αγέραστα βουνά, εις τα δάση τα πυκνοντυμένα και το φιδωτό ποτάμι και τη θάλασσα, εις τα ζωντανά της γης και εις τα πετούμενα του αιθέρα, λέει συμπλήρωμα της Δημιουργίας τον δουλευτή τον άνδρα της και πως χωρίς αυτόν και τους κόπους του, όλα θα ήσαν άχαρα και νεκρά. Και ακόμα λέει, πως αυτή είναι του ανδρός το ταίρι και το συμπλήρωμα, ολάκερη η Ζωή και με τη μεγάλη της κορμοστασιά επροκαλούσε θαρρείς να παραβγούν τη Γη — η μήτρα η αστείρευτη την πλατιά κοιτίδα της Ανθρωπότητος. Κάτω από τα πύρινα σκέλια της εκλωτσούσε πεισματικά το χώμα, έδερνε τον αέρα με τα στιβαρά της μπράτσα και δείχνοντας τους λαχταριστούς λαγώνες της, ετραγουδούσε με περηφάνια τη μυστική δημιουργία των σπλάχνων της κι εκαλούσε τα σύμπαντα στη δούλεψή της: — Εγώ φέρνω στον κόσμο του κόσμου τον αφέντη. Ο αέρας θα του δώσει ζωή και η Γη θα τον θρέψει και θα τον μεγαλώσει. Ο ουρανός θα χαρίσει στην ψυχή του χρώματα αρμονικά και ο Ήλιος τόλμην και ενέργειαν. Ο Αιθέρας θα του στείλει όνειρα και η απέραντη θάλασσα απέραντες ελπίδες. Όλα τα ψυχωμένα και τ’ άψυχα του κόσμου γενείτε δούλοι μου. Εγώ φέρνω στον κόσμο του κόσμου τον αφέντη...
Ο καλός Θεός κάπως άκουσε τα εγωιστικά αυτά λόγια της γυναίκας και επρόβαλλε στο φρύδι του Παραδείσου οργισμένος:
— Βρε τη χαραμοφάγα! λέει. Εγώ την έπλασα να συντροφεύει τον άνδρα της στους κόπους και τους μόχθους της ζωής κι εκείνη στον ήλιο τ’ απλώνει. Αν την αφήσω έτσι, δε θ’ αργήσει να κράξει κι εμένα για να της λυσωδέσω το παιδί. Α! δεν είπαμε έτσι. Για να της εύρω μια δουλειά που και να θέλει να μην ησυχάζει νύχτα ημέρα.
Παίρνει ο Θεός μια χούφτα χώμα, την φυσά τρεις φορές και λέει:
— Καταραμένος εσύ από όλα τα θηρία και απ’ όλα τα ζωντανά της γης. Επί του στήθους και της κοιλίας της γυναικός βοσκήσεις και παχυνθείς και πληθυνθείς από του αίματος αυτής και από της σαρκός αυτής. Και έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον της γυναικός και των δακτύλων αυτής και του σιέλου αυτής. Σιέλω ώσπερ ιξώ σιελισθείς και όνυχι ώσπερ δοκάνω διασπασθείς, αλλ’ ου μη λείψεις εις τον αιώνα. Αγαθός γαρ ο σπόρος και τροφαντόν το λιβάδι όπου υπάγεις.
Και τινάζει τη χουφτιά επάνω στο κορμί της Εύας. Πετιέται εκείνη αλαφιασμένη, τρέχει από δω, φεύγει από κει, πάει και τρίβεται στους κορμούς των δέντρων, χώνεται ως το πηγούνι στα νερά — τίποτα! Άγρια φαγούρα ανάβει το κορμί της. Χίλια βελόνια κεντούν τη σάρκα της. Τι να κάμει; Ξυλώνει τα φύλλα της συκιάς που εσκέπαζαν την γύμνια της και βλέπει το ελεφαντένιο της κορμί αυλακωμένο από τα φουσάτα των φύλλων. Και αρχινάει το ψυλλομάζωμα.
Ο Αδάμ σήκωσε κάποτε τα μάτια από τη δουλειά και τα έριξε στη γυναίκα του. Και καθώς την είδε να δέρνεται σαν παλαβή και να μη βρίσκει ησυχία έβαλε δυνατά γέλια:
— Ηύρε ο ανθός τον κλώνο του κι ο κλώνος τον ανθό του· είπε ευχαριστημένος.
— Ήταν, που λες, τέτοιες ημέρες, παραμονή Αϊ-Βασιλειού. Στο μικρό μου το χωριό, το θαμμένο στο γούπατο ενός κάμπου, η ζωή περνά ήσυχη και ανεπαίσθητη όπως η ζωή των άψυχων. Κάτι μικρομαλώματα, κάποιες μικροφροντίδες, μια χαρά γάμου και μια θανάτου λύπη, είναι τα μόνα που τρικυμίζουν κάποτε αυτή τη νεκροθάλασσα. Μα όταν έρθουν οι καλές, οι μεγάλες ημέρες, η ζωή πετιέται και θορυβεί σαν ανάβρα κεφαλόβρυσου. Δε δουλεύουν στα χτήματα· δε μαθητεύουν στα σκολειά. Παύει ο φόβος του δασκάλου και τα ζαρωμένα φρύδια του πατέρα. Χαρές και χάδια βασιλεύουν ολούθε.
Σε τέτοια καλή στιγμή κατόρθωσα κι εγώ μια χρονιά να ειπώ τον Αϊ-Βασίλη στα σπίτια. Ο Τάσης Γούναρης, σύντροφος στο σκολειό και στα παιγνίδια μου, ήταν πλουσιόπαιδο. Ο πατέρας του ήταν έμπορος· έκανε μαλλιά και τυριά και τα έστελνε στην Πάτρα στους μεγαλεμπόρους. Ο δικός μου ήταν φτωχότερος μα είχε την κοινωνική του θέση. Ήταν σοβαρός, λιγόλογος, αγέλαστος· τον έλεγαν Λάζαρο οι χωριανοί για να δείξουν το μελαγχολικό του χαρακτήρα. Οπωσδήποτε και οι δυο δεν είμαστε παιδιά του δρόμου και δεν ήταν εύκολο να μας αφήσουν να γυρίζουμε τα σπίτια συνάζοντας δεκάρες.
Η μάνα μου, όταν δειλά δειλά της το πρωτόειπα εθύμωσε στα γερά.
— Τι; θα γένεις, σαν το παιδί του Κουρδουκέφαλου; Εσύ αύριο θα ’χεις τους μποναμάδες σου.
Ο Κουρδουκέφαλος ήταν χαλκιάς μ’ ένα χοντρό ολοστρόγγυλο κεφάλι, σαν τις πέτρινες μπάλες των παλιών κανονιών· με μια κοιλιά παιδιά που τ’ ανάθρεφε μισόγυμνα μέσα στο χαλκιαδικό του πίσω από το φυσερό και τα κάρβουνα. Έλεγαν μάλιστα γι’ αυτόν ότι επειδή χρωστούσε, για να μην του πάρουν το μόνο χτήμα που είχε, το μαγαζί του, κάθε μήνα του άλλαζε την πρόσοψη αφού δεν μπορούσε να το μεταφέρει όπως το φούρνο του ο Ναστραδίν Χότζας. Πότε άνοιγε πόρτα στο δρόμο· πότε την έκλεινε και την άνοιγε στο πίσω μέρος· πότε άφηνε παράθυρο· πότε έκλεινε και το παράθυρο και άνοιγε φανέστρα στη στέγη.
Και αυτό έλεγαν το έκανε για να μην είν’ ποτέ σύμφωνο με κείνο που είχε υποθηκέψει. Αλήθεια ψέματα δεν ξέρω να το βεβαιώσω. Η μάνα μου όμως παρομοιάζοντάς με με το παιδί του Κουρδουκέφαλου, ήθελε να μου δείξει την εσχάτη περιφρόνηση.
Τέλος αφού έκλαψα γύρω της από το πρωί ως το μεσημέρι την κατάφερα. Την εβεβαίωσα πως δε θα πηγαίναμε παρά στα συγγενικά μας σπίτια. Μ’ έντυσε τα γιορτινά μου ρούχα, με καλοχτένισε σαν να μ’ έστελνε στην εκκλησιά και με άφηκε να πάω με το φίλο μου.
— Κοίταξε καλά· μου φώναξε από το κεφαλόσκαλο· μην ξεχάσεις να πάτε και στου παππούλη σου.
— Τσ .. έκαμα εγώ ανασηκώνοντας το κεφάλι.
Και αρχίσαμε την περιπλάνησή μας μέσα στο χωριό, αναζητώντας τα συγγενικά μας σπίτια. Στους δρόμους συχναπαντούσαμε άλλες συντροφιές παιδιών, που πήγαιναν κι εκείνα να ειπούν τον Αϊ-Βασίλη. Βαστούσανε ψηλά καλάμια στο χέρι και έτρεχαν κι εσφύριζαν κι εχόρευαν καταμεσής του δρόμου, γεμάτα από υγεία και χαρά. Γυμνοπόδαρα, λασπωμένα, ξεσκούφωτα, έμπαιναν σε κάθε σπίτι, σε κάθε μαγαζί, στις ταβέρνες και άρχιζαν το τραγούδι τους δυνατό, ξάστερο, σαν πουλιά ελεύθερα στο ελεύθερο κλαδί τους.
Ανάμεσα απ’ αυτά στην πρώτη γραμμή ήταν και ο γιος του Κουρδουκέφαλου, που δεν ήθελε η μάνα μου να του μοιάσω. Είχε κεφάλι ίδιο σαν του πατέρα του και πρόσωπο μελαμψό, κορμί γερό σαν από μπρούτζο μα κακοτράχαλο. Δεν φορούσε παρά ένα πουκάμισο ζωσμένο στη μέση με σχοινί και ένα βρακί που κατέβαινε λίγο κάτω από τα γόνατα. Και έτσι εφαινόταν ευτυχισμένος. Σε όλες τις συντροφιές έκανε τον αρχηγό ή για να ειπώ ακριβέστερα τον τύραννο. Εμπάτσιζε το ένα παιδί, επείραζε το άλλο, εκαβαλίκευε το τρίτο.
Εμείς, νωθροί στρατοκόποι της ζωής, από τώρα φασκιωμένοι με την κοινωνική πρόληψη, πηγαίναμε από πίσω αναζητώντας τα σπίτια, με τρόμο και με φόβο μην παραστρατήσουμε.
— Να ειπούμε τον Αϊ-Βασίλη; ρωτούσαμε δειλά κάτω στη σκάλα.
— Όχι· τον είπαν άλλον έπεφτε μια φωνή από πάνω.
Με λύπη και ντροπή μαζί κινούσαμε να φύγουμε αμέσως. Ούτε να μας ιδούν δεν ηθέλαμε.
Μα όταν μας αναγνώριζαν έτρεχαν και μας φώναζαν από τα παράθυρα οι γυναίκες.
Μπα! ο Τάσης του Γούναρη! μπα ο Πέτρος τσ’ Αβράμενας! ελάτε... ελάτ’ απάνω.
Τότε γυρίζαμε χαρούμενοι, ανεβαίναμε τις σκάλες ή γλιστρούσαμε στα ισόγεια και στεκόμαστε μπροστά στα εικονοστάσια. Το καρδιοχτύπι μας μεγάλωνε· τα μάγουλά μας άναβαν σαν κάρβουνα. Τέλος ατενίζαμε τα εικονίσματα, τα Βάγια, τα στέφανα, το αναμμένο καντήλι και αρχίζαμε με βραχνή και ολότρεμη φωνή, σαν πέταγμα πουλιού ξαφνισμένου από το φως το άφθονο:
Άγιος Βασίλης έρχεται
Γεννάρης ξημερώνει
Έτσι περάσαμε ένα με το άλλο όλα τα συγγενικά μας σπίτια. Δεν αφήκαμε ούτε του παππούλη ούτε της κυρα-μαμής, που εσύστησε στο σύντροφό μου η μάνα του. Μα σε ξένο σπίτι δεν πατήσαμε· δεν εμπήκαμε σε μαγαζί. Η καρδιά μας ελαχτάριζε· μα της μάνας η τσιμπιά και του πατέρα ο σφόντυλος αγρυπνούσαν φοβερά επάνω από το κεφάλι μας.
Ήρθε τέλος η ώρα της μοιρασιάς. Εγώ ήμουν ο ταμίας. Σε μια τσέπη του πανωφοριού μου έριχνα ό,τι μας έδιναν. Καθίσαμε σε μια πέτρα, άδειασα την τσέπη μου και αρχίσαμε να μοιράζομε σαν καλοί σύντροφοι. Δεκάρα ο φίλος μου δεκάρα εγώ. Πεντάρα εκείνος πεντάρα εγώ. Έκανε κρύο δυνατό· η νύχτα πλάκωνε· η πάχνη σκέπαζε με παγωμένο ίδρωτα όλο το χωριό. Έτρεξα και ρίζωσα στη γωνιά να ζεσταθώ. Η μάνα μου ετοίμαζε το χυλό που θα έφτιανε το πρωί τις τηγανίτες. Τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια καθόντουσαν τριγύρω και έπαιζαν με τ’ αναμμένα δαυλιά, εσγάρλιζαν τη στάχτη, εζάλιζαν τη μάνα με χίλια γλυκόλογα. Εγώ σοβαρός και αμίλητος μετρούσα τα ξεδούλεια μου. Πλάκωνε η αυριανή που θα έπαιζα τη βλάχα, το στριφτό, το ντοιχάκι με τ’ άλλα συνομήλικα. Άξαφνα βρόντησαν παράδες στο πανωφόρι μου. Βάνω το χέρι μου, ψαχουλεύω, βρίσκω μέσα στη φόδρα πεσμένα σαρανταπέντε λεφτά. Ναι· τέσσερες δεκάρες, και μια πεντάρα. Ίδρωτας με τσάκισε.
— Μάνα, φωνάζω· μάνα! βρήκα κι άλλα λεφτά στην τσέπη μου.
Εκείνη στη δουλειά της σκυμμένη δεν έδωκε απόκριση.
— Μάνα, της ξαναλέω· είχα κι άλλα λεφτά. Δεν τα μοιράσαμε τούτα. Δεν τα είδα, μα το Θεό· δεν τα είδα...
— Δεν πειράζει· τα μοιράζετε αύριο.
— Όχι· θα πάω τώρα.
Και σηκώνομαι ορθός, φορώ τα παπούτσια, έτοιμος ν’ ανοίξω την πόρτα. Μα η μάνα μου θυμωμένη μού φωνάζει άγρια.
— Πού θα πας, μωρέ, τέτοια ώρα: Δεν ακούς τι κάνει όξω!
Αληθινά έξω βογκούσε ο βοριάς και το νερόχιονο έπεφτε. Το σπίτι του φίλου μου ήταν μακριά. Έπρεπε να περάσω αυλάκια να διαβώ από τόπους στοιχειωμένους. Κοντά ήταν της θειας Κωσταντινιάς το χαγιάτι, που είδα προχτές σούρουπα τον Αϊ-Δημήτρη και έβαλα τις φωνές. Παρακάτω η συκιά της Πλεύρενας, που για να περάσω άλλοτε άφηκα το ένα μου παπούτσι. Παραπέρα η βρύση, που τέτοια ώρα οι νεράιδες πλένουν και λευκαίνουν τα μεταξωτά τους. Όλα τώρα τα θυμόμουν και ανατρίχιαζα. Μα δεν ημπορούσα και να ησυχάσω. Φίδι ανάδευε μέσα μου. Τα σαράντα πέντε λεφτά καίγανε τα χέρια μου.
— Μάνα, άσε με να πάω... δε θ’ αργήσω· είπα κλαίοντας τώρα.
— Πήγαινε ντε να σε πάρουν οι Καλικάντζαροι. Ή ξέχασες πως έχουμε ακόμη Δωδεκαήμερα;
Όχι· δεν το ξέχασα· το θυμόμουνα πολύ καλά. Οι γυναίκες κάθε ώρα μας το θύμιζαν με τα καμώματα και τ’ ανέκδοτά τους. Μα τι ήτανε για μένα οι σαϊτάνηδες αυτοί μπροστά στην αγωνία που έπνιγε την ψυχή μου; Ενόμιζα πως το ήξερε τώρα ο Τάσης το αδίκημα, πως το έλεγε της μάνας του· κλέφτης, κλέφτης, κλέφτης, ήμουνα εγώ!
— Μάνα, δεν μπορώ· θα πάω! ξαναφώναξα κατακόκκινος.
Γύρισε και με είδε κατάματα· χαμογέλασε. Δεν ξέρω γιατί χαμογέλασε. Μου φόρεσε καλά το πανωφόρι, μου σήκωσε το γιακά· μου στοίβαξε ως τ’ αυτιά τη σκούφια, άνοιξε την πόρτα.
— Τρέχα και πρόσεχε μην πέσεις στις λάσπες.
Κατέβηκα τη σκάλα και η καρδιά μου φτερούκαε. Το άπλερο σαρκίο μου ανατρίχιαζε μέσα στη νύχτα από φόβο και κρύο. Εδώ σκόνταβα, εκεί γλιστρούσα, αλλού εβάλτωνα. Έπεφτα στις φράχτες, χτυπούσα στα κορμόδεντρα. Μα όλο προχωρούσα με τα λεφτά στη φούχτα μου. Πέρασα με κλειστά μάτια το χαγιάτι της θεια-Κωσταντινιάς· διάβηκα χωρίς ν’ ατενίσω τη στοιχειωμένη συκιά· πήδησα στη βρύση χωρίς να προσέξω τα τραγούδια και τα όργανα της νεράιδας· έφτασα τέλος στο σπίτι του φίλου μου.
Μα ήταν κατάκλειστο, σιωπηλό και άγριο στο σκοτάδι. Βάνω τις φωνές.
— Τάση!... Τάση!...
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Έτρεμα ολόκορμος. Γύριζα και έβλεπα φοβισμένα πίσω μου. Ίσκιοι πέρναγαν μπροστά μου· κρύα χέρια ψαχούλευαν στις πλάτες, στα μαλλιά μου.
—Τάση! ε Τάση!.. ξαναφώναξα βραχνά.
Τίποτα. Σκύλοι γαύγιζαν απόπερα. Γαύγιζαν και ούρλιαζαν σαν λύκοι. Τα πόδια μου δεν ήθελαν να κρατήσουν ορθό το σώμα μου. Κάποτε ανοίγει ένα παράθυρο.
— Ποιος είναι; φώναξε ο φίλος μου.
— Τάση, εγώ είμαι· έλα κάτου να σου ειπώ.
— Δεν μπορώ, καημένε· δε μ’ αφήνει η μητέρα· Τι θες;
— Έλα κάτου· έχω κι άλλα λεφτά να μοιράσουμε. Ήταν μέσα στη φόδρα και δεν τα είδα... Να μα το Θεό, δεν τα είδα...
Κατέβηκε πάραυτα, του έδωκα τις δυο δεκάρες, κάνοντας χίλιους όρκους πως δεν τα είχα ιδεί. Η καρδιά μου αλάφρωσε. Έμεινε η πεντάρα· του την χάριζα κι εκείνη.
— Όχι, ναν τη στρίψουμε· λέει. Όποιος την πάρει.
Την έπιασε στο χέρι· την έριξε ψηλά.
— Κορώνα ή γράμματα;
— Κορώνα.
Δεν πρόφτασα να κράξω και ένας ίσκιος θεότρομος ερίχτηκε απάνω μας, σαν ουρανοκατέβατος. Μας άνοιξε τις χούφτες, μας πήρε τα λεφτά, έσκυψε έπειτα άρπαξε την πεντάρα από χάμου και χάθηκε τσαλαπατώντας σαν βούβαλος τις λάσπες του δρόμου. Ήταν το παιδί του Κουρδουκέφαλου.
Εμείς εμείναμε για κάμποση ώρα ξυλιασμένοι εδεκεί. Έπειτα μ’ ένα στόμα εβάλαμε τις φωνές και τα κλάματα ώσπου ήρθαν οι δούλοι του Τάση και μας συντρόφεψαν στα σπίτια μας.
Η συντροφιά ήτο με αυτό το όνομα γνωστή. Ο Γιώργης ο Ίκκινης και ο Γιώργης ο Μπαλαρής. Ο Ντίνος ο Γαρίπης και ο Νιόνιος ο Άου. Κάποτε έμπαινε μεταξύ τους και ο Θανάσης ο Παλιαδερφός για να κάνει θελήματα και να λέει τις αφάνταστες παλικαριές του. Αυτός όμως ήτο της προσκολλήσεως. Αχώριστοι ήσαν οι τέσσεροι πρώτοι.
Τα επίθετα τους είχαν λησμονηθεί εντελώς και εζούσαν μόνον με τα παρανόμια τους. Βέβαια θα ετελείωναν εις πούλος, αλλά και οι ίδιοι δεν θυμόνταν πως άρχιζαν. Αν τύχαινε να έρθει γράμμα τους, ο γραμματοκομιστής θα εκτυπούσεν όλες τις άλλες πόρτες και ύστερα τη δική τους. Έτυχε κάποτε να ζητηθεί επειγόντως εις το τηλεγραφείο ο Γιώργης Αναγνωστακόπουλος, να γίνει τόση κουβέντα εις το καφενείο και έπειτα από μισή ώρα ν’ ακουσθεί ο Μπαλαρής χτυπώντας το μέτωπό του:
— Μωρέ!.. Αναγνωστακόπουλος είμαι γω!..
Οι δυο πρώτοι εκρατούσαν συντροφικά ένα καφενέ στο Σταυροπάζαρο. Από πότε τον είχαν δεν θυμούνται, και οι ίδιοι. Ούτε από τους γεροντοτέρους του χωριού ημπορούσε να μαρτυρήσει κανείς. Όλοι θυμούνται και τον καφενέ και τους ενοικιαστάς ίδιους και απαράλλακτους. Το πρώτο με τοίχους γεμάτους αράχνες, με οροφή κατάμαυρη, το πάτωμα άπλυτο κι αιωνίως βρεμένο· τους καθρέφτες και τα κάδρα σκεπασμένα από μυγοκαθίσματα· τους πάγκους με ξεσχισμένους μουσαμάδες και τη τζαμαρία σκεπασμένη μ’ ένα ξεβαμμένο μπουγασί. Τους καφετζήδες ούτε καθαρότερους ούτε χαρωπότερους από τον καφενέ τους. Κοντοί και οι δυο, κακοτράχαλοι, με κεφάλια ωχρά και μακρουλά σαν πεπόνια, όταν δεν εκοιμώντο εις τις καθέκλες τους εβημάτιζαν σαν υπνωτισμένοι. Όταν τους έβλεπες με το δίσκο ή με τον ναργιλέ να πηγαίνουν εις τους πελάτες, ενόμιζες ότι τα πράγματα που κρατούσαν έσυραν αυτούς παρά εκείνοι τα πράγματα.
Αλλά σπάνιον ήτο να υπηρετούν και οι δυο ταυτοχρόνως. Πάντα ο ένας θα έπαιζε χαρτιά αν δεν έπαιζαν και οι δύο. Και αν τότε παρουσιάζετο πελάτης και ζητούσε καφέ ή λουκούμι, ένας από τους δυο ενώ εχτυπούσε δυνατά τον φάντε εις το τραπέζι του έλεγε:
— Έμπα φτιάσ’ τον μια στιγμή! δε θα κουρασθείς.
Και τούτο αν ετύχαινε ξένος. Γιατί οι τακτικοί πελάτες, άμα τους έβλεπαν καθισμένους εις το παιγνίδι, επήγαιναν ίσα στον πάγκον, έκαναν μόνοι τους τον καφέ και εσερβίριζαν μονάχοι τους.
*
Αυτά για τους δύο πρώτους. Ο τρίτος ο Γαρίπης είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στο μπακάλικο. Αντί όμως να αυξήσει την πελατεία του και να πλουτίσει τα είδη της μπακαλικής, έδειξε όλη του την δραστηριότητα εις το να το καλλωπίσει μόνον. Όποιος το έβλεπε το έπαιρνε για κουρείο, όχι μπακάλικο. Πρώτη και κυριότερη φροντίδα του έβαλε πως να κρύψει από τα μάτια των θεατών κάθε πρόστυχο εμπόρευμα.
Δεν περιορίστηκε μόνον να τυλίξει και τα σαρδελοβάρελα με χρωματιστά χαρτιά, αλλά αφού έβαψε τα ράφια με χτυπητά χρώματα, αφού έστρωσε τους τοίχους με χρυσόχαρτα και άπλωσε χάρτινες χρωματιστές καδένας απ’ άκρη σ’ άκρη χιαστί στο ταβάνι, άπλωσε εις τους τοίχους αρχαία ρητά: Μηδέν άγαν. Εις οιωνός άριστος. Αμύνεσθε περί Πάτρις. Χρόνου Φείδου.
Εκτός δύο ή τριών που ημπορούσαν να τα διαβάσουν και να τα εννοήσουν, οι περισσότεροι τα έπαιρναν και αυτά για κεντήματα. Όλα όμως αυτά δεν ετραβούσαν πελατείαν. Μόνον κατά το κοντόβραδο όταν εσκόλαζαν οι εργάτες, είχε κάποιο νταραβέρι χάρις εις την συνήθειαν που και αυτήν εκληρονόμησε από τον πατέρα του. Εσυνήθιζε δηλαδή να ρίχνει ένα τενεκέ νερό στο πηγάδι και οι εργάτες ήσαν βέβαιοι ότι μαζί με το ρακί θα πιουν και ένα ποτήρι δροσερό νερό. Αλλά τόσο του έφτανε.
Όσο για τον Άου και αυτός είχε κληρονομήσει ένα σπίτι με μεγάλη περιοχή για να κάθεται και λίγα στρέμματα σταφίδα. Το σπίτι είχε μεγάλον κήπον και ημπορούσε με λίγα ημεροδούλια να έχει της χρονιάς του τα λαχανικά και τα οπωρικά· αλλά τον άφηνε ακαλλιέργητον. Την σταφίδα την εκαλλιεργούσε με ξένους εργάτες. Και βέβαια η σταφίδα δεν κατόρθωνε να καλύπτει τα έξοδα της χρονιάς του· αλλά δεν εφρόντιζε να κάμει και τίποτε άλλο. Επίστευε πως δεν ήτο καμωμένος για δουλειά.
*
Ωστόσο μεταξύ τους οι τέσσερες φίλοι εζούσαν ζωή χαρισάμενη. Το κυριότερο μέρος που τους απασχολούσε στη ζωή ήταν η κουβεντούλα και το φαγοπότι. Και εις αυτό είχαν ομολογήσει αμοιβαία κοινοκτημοσύνη. Άμα επλησίαζε η ώρα του κολατσιού, του φαγητού ή του δείπνου πήγαινε ένας εις τον άλλον και ρωτούσε:
— Έχεις τίποτα για μάσημα:
— Κάτι θα βρεθεί…
Και το κάτι φανερωνότανε σε λιγάκι είτε ως τζουβέκι, είτε ως τσιπούρα Μεσολογγίτικη φτιασμένη με το κρεμμυδάκι, είτε γαρδούμες που κολυμπούσαν στη σάλτσα, είτε κυνήγι κατά την εποχή.
Άλλη φορά χωρίς προσυνεννόηση στην ώρα του φαγητού, έφτανε στον καφενέ καμία πιατέλα έτοιμη από το σπίτι ή νταβάς από το φούρνο και εκκαλείτο η συντροφιά να τον παστρέψει. Τότε εις το σπίτι εστέλλοντο μερικές δεκάρες για να αντικαταστήσουν το φαγητό με ψωμοτύρι. Ετύχαινε όμως κάποτε ένας από τη συντροφιά να προσκληθεί σε δείπνο έξω της παρέας. Η συντροφιά ειδοποιείτο καταλλήλως την ώρα και το μέρος που θα εγίνετο η συγκέντρωσις. Τότε ένας με τον άλλον, δήθεν τυχαίως περνούσαν από κει και
— Μπα! εδώ είσαι κι εγώ σε γύρευα κατακαπινού!
— Με ήθελες τίποτα;
— Κάτι σ’ ήθελα...
— Με φώναξε αποδώ ο τάδε να φάμε. Κάτσε να πάρεις μεζέ.
— Δεν ψώνισα τίποτα για το σπίτι. Ας είναι... Τον παίρνω ένα μεζέ στο πόδι...
Και ενώ έλεγε στο πόδι έπαιρνε κάθισμα και κάθιζε στο τραπέζι. Ο νοικοκύρης δεν έλεγε τίποτα. Μάλιστα προσπαθούσε να περιποιηθεί τον απρόσκλητο. Με ένα παραπάνω το φαγί δε θα λείψει. Των εννιά νομάτων το φαΐ δικάει και τους δέκα. Πριν όμως προφτάσει να αποτελειώσει το λαϊκό συλλογισμό του, ακουόταν από το δρόμο άλλη φωνή.
— Ρε Μπαλαρή! τι θες εδώ μέσα;
— Να, έχει μεζέ ο τάδε και με φώναξε να του κάμω συντροφιά.
— Ώστε δεν ετοίμασες τίποτα για σήμερα;
— Και μ’ άφησε η πρέφα! Από την αυγή τώρα δα τελειώσαμε. Κάτσε να πάρεις μεζέ.
— Τι μεζέ που δε σε βλέπω από την πείνα; Ο νοικοκύρης ξεροκαταπίνει αλλά προσθέτει και κείνος.
— Κάτσε αδερφέ Γιώργη. Είναι αρκετό φαγί.
— Τι αρκετό; είσαστε τόσοι νομάτοι! Α! μωρέ Μπαλαρή· θα μου το πληρώσεις!
Και θυμωμένος τάχα κάνει να έβγει από το μαγαζί. Ο Μπαλαρής γελά· ο νοικοκύρης το παίρνει στο φιλότιμο. Πηδάει απάνω, τρέχει στην πόρτα.
— Δε σ’ αφήνω να περάσεις· λέει γελαστά στον Ίκκινη. Κάτσε να φάμε τώρα.
— Άσε με.
— Δε σ’ αφήνω. Θα κάτσεις.
— Όχι. Θα πάω να πάρω ψωμοτύρι να φάω!
— Το τρως κι εδώ το ψωμοτύρι...
Τέλος πείθεται ο Ίκκινης, γυρίζει και κάθεται στη συντροφιά, βρίζοντας τον Μπαλαρή. Δεν έχει βάλει τρίτη μπουκιά ο δόλιος νοικοκύρης και ορμά μέσα, αναψοκοκκινισμένος ο Άου.
— Μωρέ μπράβο σας! λέει. Καλά μου την καταφέρατε. Μωρέ Μπαλαρή δε συμφωνήσαμε από χτες να βάλεις σήμερα ντζουβεκάδα; Πού είναι τη;
— Να τη!
— Εδώ την είχατε κι εγώ περίμενα στον καφενέ! Γυρεύω τον ένα, λείπει· γυρεύω τον άλλον, πουθενά. Κι ο καφενές γεμάτος από ευέλπιδες. Άλλοι φτιάνουν καφέδες, άλλοι σουμάδες και νοικοκύρης πουθενά.
— Ωρέ μας αφήνεις με τον καφενέ σου! λέει τάχα θυμωμένος ο Ίκκινης. Πεινάς; κάτσε φάε.
— Τι να φάω μωρέ! Τι να φάω! φωνάζει αγαναχτισμένος ο Άου, δείχνοντας τον νταβά αδειανόν σχεδόν. Κόκαλα θα φάω; Εγώ άφησα μία συναγρίδα στο σπίτι που ήταν σαν παιδί. Την άφησα για τη συντροφιά.
— Προφτάνεις και τώρα...
— Τώρα! ούτε τα σπάραχνά της δε βρίσκω τώρα. Στο σπίτι τρώνε από τις ένδεκα.
— Ε, μην κάνεις έτσι· ετόλμησε να ειπεί ο νοικοκύρης. Κάτσε κι ό,τι βρεθεί.
— Τι να κάτσω; δε βλέπω τίποτα.
— Κάτσε· θα πάρουμε και τυρί.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση δίνει το κάθισμά του στον Άου, παίρνει λεπτά και βγαίνει να αγοράσει τυρί. Πίσω του όλοι και οι τέσσερες με ένα σύνθημα φουσκώνουν τα μάγουλά τους και ξεραίνονται στα γέλια.
*
Τα γεύματα αυτά η συντροφιά τα έλεγε της προσκολλήσεως. Έτρωγε συχνά εις βάρος άλλων· συχνότερα όμως έτρωγαν άλλοι εις βάρος δικό της. Και επειδή τα γεύματά της τα έκανε πάντα μέσα εις τον καφενέ, αδύνατον κάθε φορά να μην τύχουν και άλλοι να τους ειπούν — Κοπιάστε! Και το έκαναν πάντα με ευχαρίστησή τους. Ήσαν καλοφαγάδες αλλ’ όχι και λαίμαργοι· κρασοπατέρες αλλ’ όχι μπεκρήδες· γλεντζέδες αλλ’ όχι θορυβοποιοί.
Το νόστιμο είναι που μοναχός του καθένας έκανε την εντύπωση κακούργου. Αμίλητος, αγέλαστος, σκυθρωπός, μισάνθρωπος. Αν τον συναντούσες μπροστά σου θ’ απόφευγες να του ειπείς: καλημέρα. Όταν όμως έσμιγαν μεταξύ τους άλλαζαν αμέσως· γίνονταν παιδιά. Δεν ήθελαν τίποτ’ άλλο παρά γύρω σ’ ένα νταβά, με το ρουμπίνι στο ποτηράκι να κουτσοπίνουν και να φλυαρούν για όλα τα πράγματα της κοινωνίας, για όλα τα ανδρόγυνα, για όλα τα νιτερέσια. Και το έκαναν ελαφρά, χαρωπά, λεπτά, τσουχτερά, γελαστά, άκακα. Ώρες έτσι επερνούσαν. Και όταν ετελείωναν με τους άλλους άρχιζαν και μεταξύ τους. Η μύτη του ενός, το χτένισμα του άλλου, το φόρεμα του τρίτου, το περπάτημα του τέταρτου ήσαν τόσες αφορμές για γέλια, για παρανόματα, για πειράγματα αφάνταστα. Και στο φαγί τους ακόμη επροσπαθούσαν ο ένας να πειράξει τον άλλον. Έτρωγαν πολλές φορές βιαστικά για να μείνει στον άλλον λιγότερο ή επροκαλούσαν του ενός μια διήγηση και ενώ εκείνος έλεγε, αυτοί επροσπαθούσαν να σαρώσουν το φαγί. Ή τον έκαναν να κοιτάζει άλλου και του άρπαζαν το φαγί από το πιάτο. Ή τον εκούρδιζαν να θυμώσει και να σηκωθεί από το τραπέζι για να του κλέψουν τους καλυτέρους μεζέδες. Συνέβη μάλιστα κάποτε και το έξης. Ο Γαρίπης εψώνισε για την παρέα χαμοκελάδες, τα μικρά εκείνα πουλάκια του Σαραντάημερου, που έρχονται εις τον Κάμπο και τα μαζεύουν κοπάδια το βράδυ με το πυροφάνι. Πήρε δυο δωδεκάδες και τις έδωκε του Μπαλαρή να τις βάλει στο φούρνο. Πριν όμως εδιάλεξε τις πιο παχιές, και τις σημάδεψε με μια κλωστή. Ο Μπαλαρής δεν έφερε αντίρρηση· τις ετοίμασε και τις έδωκε στο φούρνο.
Ειδοποίησε όμως τους άλλους για την πονηρία του Γαρίπη. Πάνε εκείνοι στο φούρνο, λύνουν την κλωστή από τις παχιές και τη δένουν σε άλλες ισάριθμες, αλλά τις πιο αδύνατες. Το βράδυ στο τραπέζι ο Γαρίπης εκοίταζε το νταβά και απορούσε: «Αι μεν χείρες χείρες Ισαάκ η δε φωνή φωνή Ιακώβ» σκεφτότανε. Έπαιρνε τα σημαδεμένα πουλιά, αλλ’ ούτε η γεύσις ούτε τα μάτια του τον έπειθαν πως ήταν και τα καλύτερα. Την άλλη όμως ημέρα και όλη την εβδομάδα και μήνα ακόμη και μπορεί ως τα σήμερα να διηγείται το πάθημα του Γαρίπη και να γελάει όλο το χωριό.
*
Έξαφνα όμως ένα σύγνεφο παρουσιάστηκε εις τον γελαστόν ορίζοντα της συντροφιάς. Ο Μπαρμπα-Λινάρδος. Ήταν και αυτός της αγοράς, μαγαζάτορας με υπόληψη. Αλλά πασίγνωστος για την τσιγκουνιά και την λιχουδιά του. Ποτέ δεν καθότανε σε καφενείο ή σε κρασοπουλειό, παρά όταν επλήρωνε άλλος. Τον πρωινό και τον μισημεριάτικο καφέ του, τον έπινε στο σπίτι γιατί εδικαιολογείτο — εσυχαινότανε να πίνει από τα χέρια του Μπαλαρή. Ούτε σε κουρείο, επάτησε ποτέ. Δυο φορές τον χρόνο έκοβε τα μαλλιά του και τότε κατέφευγε εις την προβατοψαλλίδα του φίλου του Μπακαφούκα, που είχε μάθει την τέχνη επάνω εις την ράχη των προβάτων του.
Ο Λινάρδος είχε γυναίκα και μονάκριβο παιδί. Για να τους γλυτώσει από την ζέστη και τους πυρετούς του κάμπου, τους έστειλε να περάσουν το καλοκαίρι στο βουνό κι εκείνος άρχισε τη ζωή του εργένη. Έτσι μια ημέρα παρουσιάσθηκε εις τον καφενέ την ώρα που αρχίζει το μάσημα της συντροφιάς. Κατά την συνήθειά τους τον εκάλεσαν να πάρει μεζέ. Εδέχθη πρόθυμα. Την άλλη μέρα το ίδιο. Επίσης και την άλλη. Ο Λινάρδος εις την ορισμένη ώρα επερνούσε τυχαίως απόξω και άρχιζε ο διάλογος:
— Καλώς τα χαίρεστε.
— Ευχαριστούμε... ορίστε.
— Χαιρόστε. Τώρα απόφαγα κι εγώ.
— Δεν πειράζει. Ένα μεζέ.
— Δεν πάει κάτου...
— Θα πάει.
Και αληθινά επήγαινε και παραπήγαινε. Οι μπούκες κατέβαιναν η μια πίσω από την άλλη σαν οι χάντρες του κομπολογιού. Η συντροφιά στην αρχή διασκέδαζε με την αχορταγιά του. Κατάπινε τα κομμάτια, κατασύντριβε τα κόκαλα, εξέσχιζε τους τένοντας, ερουφούσε το μεδούλι και κατέβαζε τα ποτηράκια απανωτά, σαν να ενήστευε βδομάδες. Η συντροφιά έκοβε το μάσημα, εδηγούντο ανέκδοτα, κοροϊδεύονταν, γελούσαν, επειράζοντο. Εκείνος εμάσα κι έπινε αμίλητος.
— Μπα τον κόρακα! εψιθύριζε μέσ’ από τα δόντια του ο Μπαλαρής.
— Μωρέ θα μας φάει κι εμάς!... έλεγε ο Γαρίπης.
Έπειτ’ από λίγες ημέρες η συντροφιά άρχισε ν’ ανησυχεί. Ένας με τον άλλον του έριχναν πόντους να του δείξουν τα καθήκοντά του.
— Αύριο τι θα φτιάσουμε, παιδιά;
— Είναι η σειρά του Λινάρδου αύριο. Ας φτιάσει ό,τι θέλει.
— Δεν μπορεί ο Λινάρδος. Πού να κάτσει να κάνει τέτοια πράματα!
— Άμα ειπεί του Νικολού του Τσάντα το ετοιμάζει στη στιγμή.
— Τι του Τσάντα; έλεγε ο Μπαλαρής. Ας πει ο Λινάρδος κι εγώ το ετοιμάζω στο φτερό. Πότε θέλτε; Θέλεις αύριο; Και κοίταξε το γέρο στα μάτια ερωτηματικά.
— Ωραίο ψητό! κουρκουφίγγι!.. έλεγε εκείνος σφογγίζοντας με το μαντήλι τα μουστάκια του.
— Εγώ το ετοίμασα. Να σου φτιάσω εγώ τζουβέκι που να γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Πότε το θες; εξαναρώτησε ο Μπαλαρής.
— Αφήτε να χωνέψουμε τούτο. Από τώρα θα σκεφτούμε γι' αύριο. Ας ζήσουμε ως αύριο.
Η συντροφιά έσκαε στα γέλια με τον τρόπο που γλιστρούσε ο Λινάρδος. Και οι μέρες επερνούσαν έτσι ευχάριστες, αμέριμνες, με γέλια και με χάχανα.
*
Αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Απόγεμα Σαββάτου και το Σταυροπάζαρο μοιάζει με μεγάλο αρχοντικό που περιμένει γιορτή. Τα παιδιά των μαγαζιών είναι όλα σε κίνηση. Τα περισσότερα με τα ψηλά σαρώματα στα χέρια, σαρώνουν όχι μόνον το πεζοδρόμι αλλά και το δρόμο ολόκληρο. Άλλα ξύνουν τους πάγκους με μαχαιράκια· άλλα γυαλίζουν τις ζυγαριές και τα ζύγια· άλλα πλένουν τα ρακοπότηρα, άλλα καταβρέχουν. Ολούθε κίνησις και θόρυβος. Οι εργάτες γυρίζουν από τις εργασίες συντροφιές συντροφιές και σκορπίζουν εδώ κι εκεί.
Ο Γαρίπης εκάθητο απόξω από το μαγαζί του μαζί με τον Λινάρδο και κοίταζαν την κίνηση της αγοράς, περιμένοντες μοιρολατρικώς τους πελάτες. Ό,τι στείλει ο Θεός!
Έξαφνα ακούστηκε από το μέρος του Στρεμενού φωνή τραγουδιστή και δυνατή:
— Κύριοι πολίτες!...
Στου Δημητράκη την ταβέρνα,
βάλανε καλό κρασί!...
Οχτώ λεφτά το κατοστάρι,
δεκαπέντε η μισή!
Αν ρωτάς για την ακέρια
τρέχα στα παλιά δεφτέρια!...
Και πριν να σβήσει το τραγούδι εφάνη ν’ αναβαίνει καταμεσής του δρόμου ο Κόλιας, ο τελάλης με τη μεγάλη κορμοστασιά του, με την Αληπασάδικη γενειάδα του, τυλιγμένος στα ράκη του μεγαλοπρεπής, αυστηρός, επιβλητικός. Στο δεξί χέρι κρατούσε επιδεικτικά ένα μεγάλο κομμάτι ρουμπίνι, μια φιάλη με κρασί και στο άλλο ποτήρι αδειανό. Επλησίαζε τις διάφορες συντροφιές, έχυνε από λίγο κρασί στο ποτήρι και το έδινε να δοκιμάσουν. Σύγκαιρα αντί να δώσει απάντηση εις το ρώτημα τους, ετραγουδούσε δυνατά και ρυθμικά:
Στον Δημητράκη την ταβέρνα,
βάλανε καλό κρασί!
Οχτώ λεφτά το κατοστάρι,
δεκαπέντε η μισή!
Αν ρωτάς για την ακέρια
τρέχα στα παλιά δεφτέρια!...
—Αρχίζει το γλέντι· είπε με παιδική χαρά ο Γαρίπης.
Και πραγματικώς ακούσθηκε αμέσως η πρώτη βόμβα — Βζιτ!... Ο Κόλιας ετινάχτηκε σαν το άλογο που το τσιμπά αλογόμυγα και κοίταξε γύρω του. Αλλά την ίδια στιγμή ένα σου!... συγκρατητό εβγήκε, άγνωστο από πού και το βζιτ! δεν ξανακούστηκε. Ο Κόλιας επειράχτηκε περισσότερο. Σίγουρα υπήρχε συνενόησις. Ταραγμένος έφτασε κοντά εις τους δύο φίλους και με χέρια τρεμουλιαστά τους κέρασε το τελευταίο κρασί.
— Βλέπω έχουμε ησυχία σήμερα, Διονύση· του είπε ο Γαρίπης.
— Ναι· διαβολική ησυχία! εφώναξε δυνατά ο Κόλιας.
Κι ενώ είχε τελειώσει τη δουλειά του και ημπορούσε να φύγει, άρχισε πάλι να κατεβαίνει το Σταυροπάζαρο και να φωνάζει νευρικά:
— Μαρούλια! μαρούλια! Αγγουράκια, κολοκυθάκια, ραπανάκια! χλωρά κουκιά! Μπάμνιες, ντομάτες, μελιτζάνες!.. που να σας πάρει ο διάβολος!...
Τίποτε απ’ αυτά δεν είχε στα χέρια του· δεν ήτο άλλωστε της εποχής. Ήθελε όμως να κάνει να τον προσέξουν στην αγορά, να τον πειράξουν όπως άλλοτε, να θυμώσει, να βρίσει, να γίνει ντόρος γύρω του. Αλλά τίποτα! Κανείς δεν τον επρόσεξε. Αυτό τον εσκύλιαζε περισσότερο· τα γένια του άρχισαν να τρέμουν και τα πόδια του να μην τον βαστάζουν γερά. Ωστόσο επέμενε να κοιτάζει προκλητικά, έσπρωξε δυο τρεις με τις πλάτες, τάχα κατά λάθος και τέλος εφώναξε μυστικά βζιτ! βζιτ! τάχα πως το φωνάζει άλλος. Και έτσι όμως η ίδια αδιαφορία. Εκείνοι που έσπρωχνε ή που πατούσε, πάγαιναν πάρα πέρα, εφυλάγοντο· μα ούτε λέξη του έλεγαν, ούτε γύριζαν να τον κοιτάξουν. Εφρένιασε ο άνθρωπος.
Εστάθηκε άξαφνα, έβαλε τα χέρια στους γοφούς, γύρισε τα μάτια πέρα δώθε και άρχισε τις φωνές:
— Βζιτ! βζιτ!.. Μιλάτε ρε διάολοι! Βαλθήκατε να με τρελάνετε σήμερα!.. Φωναχτέ βρε Βελζεβούληδες, Εωσφόροι, Οξαποδώ, κακούργοι!... Βζιτ! βζιτ! βζιτ! βζιτ!..
*
Ο Λινάρδος ωστόσο ακόμη έσκαε τη γλώσσα του από την ηδονή του κρασιού που δοκίμασε.
— Σ’ άρεσε βλέπω· του είπε ο Γαρίπης.
— Μ’ άρεσε, λέει! Μ’ άρεσε! Μα κρασί είναι τούτο ή Θεός!
— Πάμε να πιούμε από ένα;
— Πάμε· θα κεράσω γω· είπε πρόθυμα ο Λινάρδος.
Ο Γαρίπης παραξενεύτηκε· είπε πως δεν άκουσε καλά και ήθελε να βεβαιωθεί.
— Όχι, δα· εγώ θα κεράσω.
— Δε γίνεται· επέμενε ο Λινάρδος. Είπα θα κεράσω γω. Ξέρεις, εσένα δε σε λογαριάζω σαν τους άλλους. Σαν παραστρατισμένος μου φαίνεσαι μέσα σε κείνη την παρέα.
Αληθινά ήτο παραστρατισμένος όχι μόνον στη συντροφιά αλλά και μέσα στο χωριό ο Γαρίπης. Λεπτός, αισθηματικός, επιφυλακτικός, έμοιαζε σαν να έπεσε από άλλη πιο πολιτισμένη κοινωνία εκεί. Επειδή όμως δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς επέμενε να συμμορφωθεί με το περιβάλλον όπως ένας άλλος θα το έριχνε στο κρασί, στα χαρτιά ή στο χαρτοπαίγνιο. Για τούτο και τώρα που του το θύμησε ο Λινάρδος εμελαγχόλησε.
— Άσ’ τα! είπε· τι κάθεσαι και ψιλοκοσκινίζεις.
Και κοίταξε ερευνητικά γύρω του. Ο Λινάρδος υποψιάστηκε πως ήθελε να ειδοποιήσει και τους άλλους.
— Άσ’ τους! είπε· μην τους λες τίποτα. Πάμε μόνοι μας να το τραβήξουμε.
Φυσικά ο Γαρίπης έκαμε το αντίθετο. Έκλεισε το μάτι του Μπαλαρή, ο Μπαλαρής του συντρόφου του, εκείνος του Άου και στη στιγμή η μισή αγορά ήξερε το μέγα γεγονός ότι ο Λινάρδος επήγαινε να κεράσει το Γαρίπη.
Δεν έφτασε ο τηλέγραφος των ματιών αλλά εμπήκε εις ενέργεια και το χέρι. Ο Γαρίπης πηγαίνοντας δίπλα στο Λινάρδο με τα χέρια πίσω, έγνεφε να τον ακολουθήσουν φίλοι και γνώριμοι. Και έγινε όπως ήθελε. Μόλις έφθασαν στο κρασοπουλειό και διέταξαν το κατοσταράκι σε δυο ποτήρια, εφάνηκαν, ένας πίσω από τον άλλον, από διάφορα μέρη της ταβέρνας οι φίλοι. Πρώτοι εφάνηκαν ο Άου με τον Μπαλαρή και ξαφνίστηκαν τάχα που τους είδαν.
— Μπα! έτσι, μοναχοί σας το πίνετε;
Ο Λινάρδος για να φανεί κουβαρντάς είπε αμέσως στον ταβερνιάρη.
— Μοίρασε το στα τέσσερα!.. και αμέσως έριξε μια δεκάρα στον πάγκο.
Ο ταβερνιάρης επήρε άλλα δυο ποτήρια και άρχισε ψηλοκρεμαστά και αργά να μοιράζει το κατοσταράκι στα τέσσερα και να ψιθυρίζει τραγουδιστά.
— Το ρουμπί, το ρουμπί, το ρουμπίνι το κρασί. Την καρδού! την καρδού! την καρδούλα μου τη σει!... Αμέσσσ!.. Μια δεκάρα στα όλα και δεκαπέντε ρέστα!...
—Εμείς μούλοι ήμαστε! Δεν μας γέννησε μάνα και μας! ακούσθηκε άξαφνα η φωνή του Ίκκινη μαζί με τον Παλιαδερφό. Ο Λινάρδος δυσαρεστήθηκε· αλλά δεν ηθέλησε να το δείξει. — Καλώς τους! είπε· ελάτε. Φέρε δυο ποτήρια ακόμη.
Και ηθέλησε ν’ αδειάσει από το ποτήρι του.
— Τι; ένα κατοστάρι στα έξι! είπε ο Μπαλαρής.
— Για να μεταλάβομε ήρθαμε; είπε ο Άου
— Κάμε το μισή! διέταξε ο Ίκκινης.
— Να βάλω, ρώτησε ο ταβερνιάρης τον Λινάρδο πιάνοντας την οκά.
— Εγώ κατοστάρι πλήρωσα. Να τη δεκάρα.
— Μα δε φτάνει ούτε το λαρύγγι μας να βρέξομε!
— Φτάνει και παραφτάνει· δεν ήρθαμε να μεθύσουμε.
— Πιάσε μας μισή, βρε αδελφέ! επίμενε ο Ίκκινης.
— Δεν το λέει ο Λινάρδος. Ας το ειπεί και πιάνω μια βαρέλα· είπε ο ταβερνιάρης.
— Δεν έχω άλλα λεφτά μαζί μου· είπε ο Λινάρδος.
— Δεν πειράζει· τα γράφω.
— Όχι· βερεσέδια δε θέλω.
— Πιάσε μας μισή και πληρώνω γω, αδερφέ! είπε τάχα θυμωμένος ο Γαρίπης.
Ο Λινάρδος τον κοίταξε στα μάτια, εκατάλαβε το λάθος του, εξεροκατάπιε και τέλος βάζοντας όσην μπορούσε προσπάθεια είπε στον ταβερνιάρη:
— Ας είναι· βάλε μας όλη τη δεκάρα.
*
Όταν το βράδυ συνάχθηκε η συντροφιά ο Γαρίπης αγαναχτισμένος είπε:
— Καταλαβαίνετε τι μας γίνεται, ρε παιδιά; Εμείς γελάμε με όλο το χωριό κι ο Λινάρδος γελάει μ’ εμάς. Μας φουσκώνει τα μάγουλα για καλά. Δεν εννοώ άλλη φορά να πάρει από μας ούτε ένα ποτήρι νερό.
— Να μην πάρει δεν είναι τίποτα· είπε ο Ίκκινης. Το ζήτημα είναι πώς να πληρώσει εκείνα που έφαγε.
— Πού πιάνεται! Ξέρεις τι πονηρό ζουλάπι είναι! είπε ο Μπαλαρής.
— θα πιαστεί! επέμεινε ο Γαρίπης. Με όλες τις πονηριές του, θα πιαστεί. Σας το υπόσχομαι.
— Να ιδούμε.
Και αληθινά δεν άργησαν πολύ να το ιδούν.
Ο Νικολός ο Τσάντας ειδοποίησε τη συντροφιά ότι ο Λινάρδος εψώνισε αρνάκι του γάλακτος. Ο Γαρίπης έβαλε εις ενέργειαν το σχέδιο του. Επήγε ίσα στο Λινάρδο.
— Τι έχεις σήμερα;
— Τι να σου ειπώ αδερφέ, είπε εκείνος σηκώνοντας τους ώμους. Ήθελα να νηστέψω, γέρος άνθρωπος, μα δε βρίσκεις και τι να φας. Ούτε ξέρω τι να κάμω...
— Εγώ έχω μια πείνα!...
— Πίνα;
Ο Λινάρδος εκοίταξε τον φίλο του με απορίαν και ζήλια μαζί. Αμέσως ένοιωσε να του γαργαλίζει τη μύτη οσμή της θαλάσσης τόσο δυνατή που τον έκαμε να δακρύσει· η γλώσσα του χωρίς να θέλει έσκασε απολαυστικά και βγήκε από τα χείλη του. Είδε εμπρός του τα μεγάλα όστρακα της πίνας μισοανοικτά να στάζουν άλμη και να υπόσχονται απολαύσεις, όπως τα βελουδένια κουτιά γαργαλίζουν τη γυναίκα. Και έπειτα πάλι είδε το κρέας της μέσα στο πιάτο καρυκευμένο με κρεμμυδάκια ψιλά ψιλά με μαϊδανό να μοσχοβολά γαργαλιστικά με την σάλτσαν μελανήν.
— Έχεις πίνα, είπες; ξαναρώτησε.
— Πείνα που δε σε βλέπω.
— Πού την ηύρες; Δεν είδα τέτοιο πράμα στο παζάρι.
— Μου την έστειλαν απ’ τη Γλαρέτζα. Ο Λευκαδίτης. Του ’κανα κάποια δουλειά και για να μ’ ευχαριστήσει μου την έστειλε.
— Πότε;
— Σήμερα την αυγή.
— Την έφτιασες;
— Μου την έστειλε έτοιμη. Ξέρεις· θέλει τέχνη για να τη φκιάσεις. Να βγάλεις το κάρβουνο. Στη Γλαρέτζα είναι τεχνίτες.
— θα την φάτε στον καφενέ!
— Μπα! τ’ είναι ο κάβουρας τι είν’ το ζουμί του; Αν την φανερώσω στην παρέα δε θα φτάσει ούτε από μια πιρουνιά. Α! μονάχος μου θα την δουλέψω. Να καταλάβω φαγί.
— Έχεις δίκιο.
— Και να ιδείς που δεν ξέρω πώς να τους ξεφύγω. Όπου και να πάω θα μ’ εύρουν. Να κλειστώ στο μαγαζί θα σπάσουν την πόρτα. Να πάω σπίτι θα έρθουν απόκοντα.
— Αν θέλεις κάνεις όπως θα σου ειπώ. Ο Λινάρδος εκόμπιασε. — Έλα να φας στο μαγαζί· είπε με τρεμουλιαστή φωνή.
Ο Γαρίπης χαμογέλασε πονηρά. Ο Λινάρδος πειράχτηκε.
— Όχι· έσπευσε να ειπεί. Μη θαρρείς πως θέλω να φάω αμάκα. Έχω κι εγώ το φαΐ μου. Για να φυλαχτείς από τους άλλους στο λέω. Θα κάτσουμε στο πίσω μέρος του μαγαζιού και θα βάλω το παιδί να φυλάει. Όποιος έρθει, τσ! δεν είναι μέσα!..
— Τι φαΐ έχεις εσύ: ρώτησε ο Γαρίπης με φανερή δυσπιστία.
— Χελομάνα από το Κοτίχι· έσβησε τη φωτιά από το πάχος. Μου την έφερε ο Κράγκαρης.
— Θαλασσινά και τα δυο, πάει πολύ! είπε ο Γαρίπης σουφρώνοντας τα χοντρόχειλά του με δυσαρέσκεια.
— Έχω και ψητό! επρόσθεσε βιαστικά ο Λινάρδος. Αρνάκι του γαλάτου. Στάσου να ιδείς. Και γυρίζοντες προς τα μέσα του μαγαζιού εφώναξε. — Σταύρο! Σταύρο!
— Αμέσως!... ακούστηκε ψηλοκρεμαστή φωνή. Και φάνηκε μπροστά του ξυπόλυτος, με αλατζένια ποδιά μακρύτερη από το ανάστημά του, ξεσκούφωτος υπηρετάκος.
— Τι εψώνισες σήμερα; ρώτησε ο Λινάρδος.
— Αρνάκι του γαλάτου... νεφραμιά.
— Και τι το ’καμες;
— Το ’βαλα στο φούρνο· γκιουβέτσι.
— Ήταν παχύ;
— Κουρκουφίγγι!
— Καλά, ας είναι... Με κατάφερες· είπε ο Γαρίπης, χαριζόμενος δήθεν εις την επιμονή του Λινάρδου. Αλλά κοίταξε καλά. Μη μας πάρουν μυρουδιά οι άλλοι!
— Έννοια σου. Πήγαινε συ να φέρεις την πίνα σου κι εγώ ετοιμάζω. Από την πίσω πόρτα. Να ξέρεις.
— Ετοίμασε κι έφτασα.
*
Δεν πέρασε μισή ώρα και οι δύο φίλοι είχαν αρχίσει το φαγί. Δυο σαπουνοκασέλες, ριγμένες τ’ απίστομα και στρωμένες με καθαρό αλατζένιο τραπεζομάντιλο έκαναν το τραπέζι· και δύο κάσες του πετρελαίου εχρησίμευαν για καθίσματα. Στη μέση ήταν τοποθετημένος ο χωμάτινος νταβάς με το ψητό, που αληθινά και νεκρό ανάσταινε. Δίπλα ένας μαστραπάς γεμάτος κρασί και ποτήρια. Επειδή δεν είχε παράθυρο άφησαν ανοιχτή την πόρτα για να μπαίνει λίγο φως· άλλωστε αποκεί ο δρόμος ήτο στενοσόκακο και δεν υπήρχε φόβος να τους ενοχλήσει διαβάτης. Όταν τον είδε με αδειανά τα χέρια το Γαρίπη υποψιάστηκε ο Λινάρδος και τον ρώτησε ανήσυχα:
— Πού είναι το φαγί;
— Τώρα θα ’ρθει· τον ησύχασε εκείνος. Μη ρωτάς· εκινδύνεψα να τους ξεφύγω. Κάτι πήραν μυρουδιά και δε με άφηναν βήμα από κοντά τους. Φαντάσου! είπα πως πάω στην ανάγκη μου για να γλυτώσω· μα πού! Ο Μπαλαρής ακόμα στέκει και με περιμένει στην πόρτα. Εγώ πήδησα από την πίσω μάντρα και ξέφυγα, θαρρώ πως ξεσκίστηκα κι όλα. Επρόσθεσε κοιτάζοντας ανήσυχα το πανταλόνι του.
— Και η πίνα; ξαναρώτησε ο Λινάρδος.
— Θα ’ρθει. Έστειλα το Λάμπρο τον Μποντέ να το πάρει από το σπίτι.
— Μην τον πιάσουνε στο δρόμο;
— Μπα. Του είπα να έρθει από τη Λάκκα.
— Και δε θα γνωρίσουν το τσουκάλι;
— Καλά! Έχουσι τον νουν οι φύλακες. Του είπα να βάλει το τσουκάλι μέσα στην καρδάρα και να το σκεπάσει με το τυροπάνι. Όποιος τον ιδεί, θα ειπεί πως φέρνει γάλα να πουλήσει.
— Ωραία! Μπράβο! Μα του είπες να ’ρθει από την πίσω πόρτα;
— Του είπα. Κάτσε τώρα και θα κρυώσει το φαγί.
— Δε θα περιμένουμε;
— Τι να περιμένουμε; Το θαλασσινό βλέπεις τρώγεται και κρύο. Μα το τζουβέκι...
— Έχεις δίκιο...
Εκάθισε· αλλ’ ο Λινάρδος δεν έτρωγε με τόση προθυμία όπως ο σύντροφός του. Δεν ήθελε να χορτάσει. Κρέας θα εύρισκε και αύριο· ήθελε ν’ απολαύσει το θαλασσινό.
— Εβίβα! εχαιρέτησε με το ποτήρι στο χέρι ο Γαρίπης.
— Εβίβα· πάντα με το καλό· ευχήθηκε ο Λινάρδος.
— Πάντα τέτοια.
—Αμήν, Παναγία μου!
Έξαφνα ακούστηκαν πατήματα εις τον δρόμον.
— Κάποιος έρχεται· είπε με συγκίνηση ο Λινάρδος.
— Ο Μποντές θα είναι. Την φέρνει...
Αλλ’ αντί να φανεί ο Μποντές με την πίνα εφάνη ένας εύελπις, ένα παιδί με το καμουτσί στο χέρι, με την τρίτσα ανάρριχτα στο κεφάλι, καταϊδρωμένο.
— Μπαρμπα-Λινάρδο· είπε λαχανιάζοντας· τρέχα στο σπίτι· σε θέλει η κυρά.
— Ποια κυρά, μωρέ;
— Η γυναίκα σου. Τώρα τους έφερα με το κάρο. Να τρέξεις, λέει, στο σπίτι. Να πας και το γιατρό.
— Το γιατρό; η γυναίκα μου;
— Ναι· αρρώστησε το παιδί. Προφτάνεις δεν προφτάνεις.
— Συφορά μου;
— Δεν θα είναι τίποτα... Μην κάνεις έτσι· είπε ο Γαρίπης.
Αλλά ο Λινάρδος είχε τιναχθεί ορθός και όπως ήταν ξεσκούφωτος και ακατάστατος πετάχτηκε από την πόρτα, ρίχνοντας μόνον δυο λόγια στο σύντροφό του.
— Έχε έννοια το μαγαζί...
*
Ενώ από τη μια πόρτα έβγαινε ο Λινάρδος στην άλλη εφάνηκαν γελαστές οι μορφές των τριών φίλων.
— Του την κατάφερες μια χαρά! είπε ο Άου στο Γαρίπη.
— Νέφτι του ’βαλες! πρόσθεσε ο Ίκκινης. —Ας λείπουν τα σχόλια· είπε ο Μπαλαρής, παίρνοντας τη θέση του στο τραπέζι. Θα κρυώσει το γκιουβέτσι.
— Και θα πλακώσει ο Λινάρδος.
— Δεν είναι φόβος· είπε ο Γαρίπης· το σπίτι του είναι μακριά. Ώστε να πάει και να ’ρθει τελειώνουμε.
—Ο εύελπις τα κατάφερε καλά;
— Περίφημα!
Εκάθισαν και άρχισαν με τη συνηθισμένη τους όρεξη το φαγί. Ό,τι έλειπε από το τραπέζι, έστελναν το παιδί του μαγαζιού να παίρνει λεφτά από τον μπεζαχτά και να ψωνίζει ψωμί, τυρί, φρούτα· να γεμίζει και την κανάτα κρασί. Η διαφορά από άλλοτε ήταν ότι όλα τα έκαναν βιαστικά. Όταν ετελείωσαν, έστειλαν τον υπηρετάκο κάπου για δουλειά, έκλεισαν την πίσω πόρτα του μαγαζιού, έκλεισαν και την μπροστινή και εύθυμοι σαν παιδιά του σχολείου επήγαν στον καφενέ για τον καφέ τους. Πριν όμως ο Γαρίπης έγραψε με κιμωλία στην πόρτα:
Κλειστόν ένεκα πένθους.
Το πλοίο ολοσκότεινο έσχιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια της γέφυρας ζερβόδεξα· ένα άλλο φανάρι άσπρο ακτινοβόλο ψηλά εις το πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω εις την πρύμη του. Τίποτε άλλο. Οι επιβάτες ήσαν όλοι ξαπλωμένοι στις κοκέτες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία εροχάλιζαν εις τα γιατάκια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν εναέριοι, έλεγες πως ήσαν πνεύματα καλόγνωμα, που εκυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμωμένων ανθρώπων.
Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας εσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα εσήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επίμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό και να κράζει όλους εις το κατάστρωμα. Και με μιας το σκοτεινό πλοίο επλημμύρισεν από φως, από θόρυβο, από ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα γιατάκια του και οι επιβάτες τις κοκέτες τους.
Εμπρός εις την πλώρη και εις την πρύμη πίσω ανυπόμονες έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου οι σαΐτες, έφθαναν λες τ’ αστέρια κι έπειτα έσβηναν στην άβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε απάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε αγιατράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και άλλο με λαμπροκούλουρα ήταν απάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψέλνει το Χριστός Ανέστη. Το πλήρωμα κι οι επιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια, ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.
— Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. ευχήθηκε άμα ετέλειωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες κι έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
— Χρόνια πολλά καπετάνιε! χρόνια πολλά!... απάντησαν εκείνοι ομόφωνοι.
— Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά! εξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι εφάνη στην άκρη των ματιών του.
— Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε!
Έπειτα επέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες έπειτα το πλήρωμα, επήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα:
— Χριστός Ανέστη.
— Αληθινός ο Κύριος.
— Και του χρόνου σπίτια μας...
Οι επιβάτες ετράβηξαν στας θέσεις τους να φάνε τη μαγερίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους, εφίριραν τ’ αυγά τους, εγελούσαν, εσπρώχνοντο συναμεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, εκαλοχρονίζοντο σοβαρά και κοροϊδευτικά.
Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι εβυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι επάνω στη γέφυρα, πνεύματα θαρρείς εναέρια, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι:
— Ένα κάρτο μαΐστρο!
— Μαΐστρο!
— Γραμμή!
— Γραμμή!
Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σχίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.