Πληροφορίες για τον Δημήτριο Καμπούρογλου εδώ
Καμπούρογλου Δημήτριος
Η κυρά Τρισεύγενη, Ο 'Αγιος Δημήτριος του Σέγκιου – Ο Λουμπαρδιάρης, Γραικός Γενίτσαρος και Βενετσάνος, Ο Τρελός της Αθήνας, Καλογήρου απομνημονεύματα, Το Μαγνάδι, Διπλή γιορτή, Ο Μοναχογιός της γριάς, Η Κυρα-Ζιγκαρού, Η Πολεμική κολοκύθα, Του ‘πεσ’ ο λότος, Το αντίτιμον, Δυο φαμίλιες, Το πρώτον ειδύλλιον.
Παλιότερη γενιά απ’ τους Λυκοδήμους δε γνώρισ’ η Αθήνα. Η Σωτήρα του Λυκοδήμου ήταν η εκκλησία τους. Είχαν κι ένα τροπάρι ―άγραφο ήταν― που μυστικά και μουρμουριστά, καταλάβαιναν δεν καταλάβαιναν, το ‘λεγαν και το παράδιν’ ο γέρος που θα ‘φευγε απ’ τον κόσμο, στο νέο, που θα κρατούσε τη σειρά της γενιάς.
Παράξενο ωστόσο τροπάρι κι εκείνο. Το ‘λεγαν ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, κι αυτό ήταν για Άγια γυναίκα· μα πάλι της Παναγιάς δεν ήταν.
Και μια φορά, την ώρα που το αποτέλειων’ ο γέρος και το απόμαθεν ο εγγονός, τον αρώτησ’ ο μικρός, που ήταν περίεργος: για ποιον Άγιο είναι το τροπάρι, ο γέρος αγρίεψε τότες και του είπε σουτ! κι έτσι αγριεμένος πέθανε.
Στην Αθήνα τους λέγανε Λύκους, μα και τους αρχαίους Λυκομήδας Λύκους τους λέγανε κι εκείνους.
Έτσι ήταν γραμμένος και στο σκολειό ο Στεφανής, ο μόνος και τελευταίος από δαύτους: Στέφανος Λύκος.
Το σόι ―άτυχο σόι― σ’ αυτόν και μόνον τώρα κρέμεται.
Οι γονείς του είχαν πεθάνει, μαζί κι οι δυο, στο τελευταίο θανατικό που ρήμαξε τον τόπο· κι ο Στέφανος έμεινε στα χέρια της θείας του της Κυρα-Τρισεύγενης ―αδελφή του πατέρα του ήταν― που δεν παντρέφτηκε, για να τον αναθρέψει.
Αυτή την υπόσχεση έδωσε «ενώπιον θεού και ανθρώπων» στον αδελφό της και στη νύφη της την ώρα της θανής των και την κράτησε την υπόσχεση, σα Λυκοδήμαινα που ήταν κι αυτή.
Και τώρα ζουν οι δυο τους στο προγονικό τους αρχοντικό, που είναι δίπλα στη Σωτήρα, την εκκλησιά τους.
Η Τρισεύγενη ήταν γιάτρισσα με τ’ όνομα. Λίγα βότανα γνώριζε μα και σε λίγα είχε εμπιστοσύνη. Ένα κι ένα: για τα μάτια, για το στομάχι, για την καρδιά, για τη χρυσή, για την φούσκωση και για το ξορκισμένο κι αμνημόνευτο: το χτικιό.
Και να δεις που τα βότανα πήγαινε και τα ‘βρισκε μοναχή της, κι είχε ξεχωριστά κουτάκια για το κάθε ένα από δαύτα: για του δράκου το κέρατο, της λάμιας το νύχι, των εφτά αδελφών το αίμα, το φεγγαρόχορτο, την τάτουλα, το μαρμαρόχορτο, το νυχτεροβότανο, το χελιδονόχορτο, το κορακόχορτο, τον χαμολιό… ως και μελιτήρα του θυμαριού είχε. Μα την μαγγούτα ―αγύρευτη να ‘ναι― που μια φορά μονάχα στη ζωή της την έδωσε, σ’ ένα γέρο που βασανιζότανε μια βδομάδα για να βγει η ψυχή του ― την είχε κρυφά και παράμερα.
Μπορούσε σαν έπεφτε στο χέρι άλλου να γίνει μεγάλο κακό με δαύτην.
Το παλιό καιρό όμως, που την έδινε το χέρι της πολιτείας, κακούργημα δεν ήταν: μα τότες βλέπεις λεγότανε κώνειον, δεν λεγότανε μαγγούτα.
Στο κελί της εκκλησιάς καθότανε ο παπα-Νίκαντρος ―καλόγερος ήταν― και σήμερα πρωί πρωί θα καβαλίκευε τη μούλα και θα πήγαινε σ’ ένα ξωκκλήσι να κάνει λειτουργία. Θα γλεντούσαν κιόλας κάτω απ’ τον πλάτανο και δίπλα στη βρυσούλα της ρεματιάς και να, που σ’ ένα σακούλι κρεμασμένο στο σαμάρι του μουλαριού βρίσκεται μέσα ένα αρνάκι που ξεπροβάλλει έξω μονάχα το μουσούδι του.
Αυτό ήταν ζωντανό κι ο παπα-Νίκαντρος που μπαινόβγαινε κάνοντας την ετοιμασία του, συλλογιζότανε πως θα φάει κοκορέτσι από δαύτο.
Ο Στεφανής την ώρα που η θεια-Τρισεύγενη έψηνε τον καφέ της ξεγλίστρησε και βγήκ’ έξω· και βλέποντας το μουλάρι που βασανιζότανε, γιατί είχαν μπλέξει τα πόδια του στο σκοινί, το λυπήθηκε και πήγε να το ξεμπλέξει κι εκείνο εκδικήθηκε τον άνθρωπο και του ‘δωκε μια κλωτσιά μ’ όλη του τη δύναμη.
Ο Στεφανής έπεσε τ’ ανάσκελα και δεν ξανασηκώθηκε πια.
Ο παπα-Νίκαντρος είδε πως χτύπησε το παιδί μα είτε γιατί δεν κατάλαβε πως ήταν κακό το χτύπημα είτε γι’ αποφύγει τις φωνές και τα αλικόντισμα, καβαλίκεψε χέρι χέρι κι έφυγε βιαστικά.
Με όσα και να του ‘καμε του Στεφανή η δυστυχισμένη Τρισεύγενη, δεν σήκωνε πια το κεφάλι του και σε τρεις μέρες πέθανε.
Γενική ομιλία και σούσουρο στην Αθήνα είναι ο χαμός του Στεφανή. Ξεκλήρισε πια η γενιά των Λυκοδήμων!
Αν πεις και για τον παπα-Νίκαντρο, μην ηξέροντας τι να πει και τι να κάνει, απ’ τη γενική κατακραυγή έφυγε κι αυτός, και ξαναπήγε «εις την Μονήν της μετανοίας του».
Μα κι ένα άλλο πράγμα λένε μυστικά και με απορία τους στη χώρα.
Γιατί και την ώρα που πέθανε και την ώρα που τον θάψανε τον Στεφανή και τώρα ακόμη, ούτ’ ένα δάκρυ δεν έσταξ’ απ’ τα μάτια της Τρισεύγενης.
Μονάχα μια γριά γειτόνισσα που γνώριζε τους Λυκοδήμους χρόνια των χρόνων είπε: Κάποια απόφαση μεγάλη θα ‘λαβεν η Τρισεύγενη ξέρω εγώ τι σιδεροκέφαλη είναι η γενιά των Λύκων κι έχω ακουστά κι απ’ τους γερόντους μου που τους γνώριζαν αντάμ μπαμπατάμ.
Είναι Σάββατο πρωί κι η Κυρά Τρισεύγενη προσκαλεί τον Νοτάριο της Πολιτείας.
― Πάρε χαρτί και γράφε άρχοντα κυρ-Νοτάριε.
― Μετά χαράς σου Κυρα-Τρισεύγενη. Μεγάλη είναι η συμφορά σας, αλλά κι ο Κόσμος…
― Άσ’ τ’ αυτά. Εγώ τα ξέρω καλύτερά σου. Τη δουλειά μας τώρα. Της μάνας μου το σόι κρατεί απ’ τους Καλογεράδες που τώρα βρίσκονται στη Μονοβασιά. Θα πάω κι εγώ εκεί να ζήσω για πάντα, κι αν δεν μπορέσω να κάμω μακριά απ’ το χώμα του τόπου μας θα γυρίσω πάλι και θα πάω να μείνω στη Σηργιανή, να φροντίζω την εκκλησιά του Μοναστηριού.
Στην Αθήνα δε θα μείνω πια· έτσι τ’ αποφάσισα μα ούτε και το βιος μου πάλι μου χρειάζεται. Λοιπόν αυτές τις μέρες, έκατσα και ταχτοποίησα όλο μου το έχει: Το σπίτι μας τ’ αφήνω στην εκκλησιά. Τα μετρητά που ‘χω, σ’ αυτό το σακούλι μέσα, να δοθούν στους προεστούς, για τους φυλακισμένους. Όλο μου το ρουχικό και το συγυρικό τ’ αφήνω στην Καριά του Σωτηριανού για πανωπροίκι. Σε όλους τους συγγενείς μου και τους φίλους του σπιτιού μας αφήνω από ένα χτήμα: Έχω αμπέλια, αμπελότοπους, χωράφια και δεντρά. Τα μελίσσια μας τ’ αφήνω στους δυο μαρτύρους που θα φωνάξομε. Το περιβόλι της Γυψέλης στην αφεντιά σου. Να, εδώ στο χαρτί αυτό έχω γραμμένο, πού βρίσκεται το κάθε μας υποστατικό: στους Βουθούλους στο Βουρλοπόταμο, στον Διασορίτη, στο Ίσος, στα Καθήμια, στην Καρυδέα, στην Παναγιά την Κλαριώτισσα, στη Χρυσαυγιώτισσα, στο Αμπελουργίο και στον Ταύρο. Έχω γραμμένα και τα σύνορα και τους σούμπλιους όλους. Ακόμα και πόσες σποριές είναι στα χωράφια πόσα ξηστία και πόσα μερούγια λάδι βγάζουν τα λιόδεντρα ―είναι μέσα σε δαύτα και λευκάδες και λιοφουτάδες. Το σπίτι τ’ αφήνω είπαμε της εκκλησιάς ―αν θέλουν οι προεστοί ας το κάμουν σκολειό· μαζί με το σπίτι αυτό δίνω κι όλη του την αφουσία. Και για χαρτί και για φτερό και για καλαμαριά φρόντισα εγώ. Κάτσε τώρα και γράφε. Εγώ θα πάω να ‘βρω τους δυο μαρτύρους. Θέλω να είναι δύο μεγάλα της γειτονιάς μας σπίτια· λογαριάζω να ‘βρω τον Σωτήρχο Αλίκοκκο και τον Λινάρδο Κοττάκη.
Σαν ετέλειωσαν όλ’ αυτά και ξεπροβόδισεν όξω κι όξω τον Νοτάριο και τους μαρτύρους που την επαίνεσαν πολύ και της ευχήθηκαν καλό ταξίδι και με το καλό να γυρίσει, και πως η πολιτεία δε θα την αφήσει έτσι ανοικονόμητη, κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού και είπε τότες κι αυτή.
― Θα σας αλικοντίσω τώρα λιγάκι και με συμπαθάτε κιόλας. Μπρος στους μαρτύρους παραδίνω στο Νοτάριο το κλειδί του σπιτιού.
― Από τα τώρα, Κυρα-Τρισεύγενη;!
― Μα δε με βλέπετε δα που είμαι έτοιμη και συγυρισμένη; Θα μείνω στο κελί ως που να μου φέρουν το ζω που παράγγειλα για να κατέβω στο Δράκο. Εκεί με προσμένει το καΐκι. Εφρόντισα και για δαύτο ακόμα.
Και τώρα φεύγουν όλοι· και η Τρισεύγενη, αφού πρώτα πήγε στην εκκλησιά των Λυκοδήμων κι ανησπάσθηκε όλες τις εικόνες και τα ασημωμένα εικονίσματα και έκαμε από τρεις σταυρούς στο κάθε ένα κι εννιά μετάνοιες στη μέση κάτω απ’ τον Παντοκράτορα, ύστερα μπήκε στο κελί.
Ξεχάσαμε να πούμε πως το εικόνισμα της Παναγιάς που ήταν γεμάτο από κορδελίτσες κι απ’ ασήμια ―χέρια, πόδια, μάτια, αυτιά και μια καρδιά― είπε πολλά λόγια και το ανησπάστηκεν άλλη μια φορά.
Σα βρέθηκ’ έτσι ολομόναχη στο κελί χαμογέλασε και κούνησε τρεις φορές το κεφάλι της. Ύστερα έβαλε στη μέση τον κράβατο της εκκλησιάς, τον δοκίμασε αν είναι στέρεος και γύρισε στη γωνιά του κελιού που είναι κατά τα έμπα του ήλιου και είπε το τροπάρι της γενιάς της το μυστικό.
Σαν το απόειπε έβγαλε απ’ τον κόρφο της ένα μπουκάλι γεμάτο με ζουμί βρασμένο μαγγούτας έδωκε μια, το ήπιε όλο, και ξαπλώθηκε στο κράβατο.
Ο Νοτάριος που κάτι ακόμη ήθελε να την ρωτήσει και ξαναγύρισε, δοκίμασε την πόρτα του κελιού και την ηύρε κλειστή και τότες είπε μέσα του: «Λες να ‘φυγε κιόλας;»
Έβαλε λοιπόν τ’ αυτί του για καλό και για κακό στο παραθύρι κι άκουσε μουρμούρισμα σαν προσευχής· και να δεις, που στα τελευταία άκουσε καθαρά και ξάστερα ―μα πολύ ξάστερα γιατί αυτό το φώναξε δυνατά η Τρισεύγενη― τα περίεργα αυτά λόγια: «γυμνούσθω του φυσικού χιτώνος η ακαμπής ψυχή». Τίποτες άλλο δεν ακούστηκε πια!
Ο ήλιος γέρνει. Ο Γιουσούφ αγάς, πίνει το σερμπέτι του, ξαπλωμένος απάνω σε μαλακό και παχύ σιτζαδέ, σ’ ένα προσηλιακό μέρος, κάτω από τα Προπύλαια της Ακροπόλεως, της οποίας είναι ο κυρίαρχος (Αγάς του κάστρου, σου λέει ο άλλος!…)
Δίπλα του ένα κομμάτι σπασμένης κολώνας. Κάποτε ανασηκώνεται ο Αγάς και ακουμπά σ’ αυτό επάνω τη μέση του να ξεμουδιάσει.
Φορεί κατακόκκινα. Πυκνός καπνός βγαίνει από το στόμα του ―σωστή καμινάδα.
Ο Αράπης του είναι ξαπλωμένος λίγο παρακάτω στο χορταριασμένο χώμα πρόμυτα· έχει τους αγκώνους του στηριγμένους στη γη και τα δυο του μάγουλα ακουμπισμένα στις δυο του τις παλάμες. Η δουλειά του είναι να πετιέται κάθε τόσο και να τινάζει το λουλά του τσιμπουκιού του αφέντη του, να βάζει πάλι καπνό και ν’ ανάβει την ίσκα.
Τα περασμένα χρόνια (πάνε, αυτά πια λησμονήθηκαν!) ο Γιουσούφ αγάς ήτον σεΐζης1 (ένας απ’ τους πολλούς) του Κισλάραγα, του μαύρου Αρχιευνούχου των χαρεμιών του Σουλτάνου. Πώς από σεΐζης έγινε φρούραρχος (Δισδάρης) της Ακροπόλεως των Αθηνών, η Ιστορία δεν το γνωρίζει ακόμα.
Λίγον καιρό είχε που έλαβε το υψηλόν αξίωμα· τόσην όμως κακήν εντύπωσιν είχε κάμει η φυσιογνωμία του, σιχαμερό ξάφρισμα της μαύρης ψυχής του, ώστε κανένας απ’ τους επισήμους Τούρκους δεν είχε την σχέση του. Για τούτο κι αυτός, όταν κατέβαινε αργά και πού στην πόλη, γύριζε γρήγορα πάλι στο Κάστρο με τρεις πήχες μούτρα, αμίλητος και βαρίσκιωτος.
Τον πρώτο που συναντούσε στον ανήφορο του Κάστρου τον αγριοκοίταζε, τον δεύτερο τον έβριζε, και τον τρίτο τον έδερνε.
Τα παιδιά του, όταν τον έβλεπαν, τρύπωναν σαν τα κουνέλια, οι γυναίκες του τον έτρεμαν, και μόνο μια γυναίκα του, η νεότερη απ’ όλες, η κατάξανθη Χανούμ, κατάφερε μια χαραυγή, όπως έλεγε, και τον έκαμε να χαμογελάσει. Το πρωί έμαθαν όλοι οι Καστριώτες, ότι γελά και ο Αγάς των.
Στους ανωτέρους του όμως, εμπρός σε κείνους που είχε ανάγκη, γινότανε άλλος άνθρωπος. Γελούσαν και τα παπούτσια του ακόμα· έκανε αδιάκοπους τεμενάδες, ελύγιζε τη μέση του σαν το ζαγάρι και μόνο που δεν είχε ουρά να κουνήσει. Η Αθήνα δε είδε αυτό το θαύμα. Ο ανώτερος του ―ο πασάς του Ευρίπου― εξ αιτίας των προνομίων του τόπου, δεν πατούσε εδώ το ποδάρι του.
* * *
Καμιά όμως μέρα δεν ήτον ο Αγάς στις κακές του όπως σήμερα. Απ’ το πρωί βρίζει και βλαστημάει. Με δεύτερο λόγο βγάζει το λουλά2 και τον ιμαμέ3 και δέρνει με το τσιμπούκι του.
Άμα δεν έχει τι να χτυπήσει, χτυπάει τα χέρια του, τα πόδια του… Όλα του φταίνε, και το χώμα που πατεί ―τι χώμα!… Γυρεύει κάποιον να ξεσπάσει απάνω του και ο κάποιος αυτός στο τέλος βρέθηκε· ήτον ένας πτωχός ξωτάρης4, που η κακή του η μοίρα τον έσπρωξε και πέρασε κάτω απ’ το Κάστρο καβάλα στο μουλάρι του απάνω.
* * *
Κτύπησε τρεις φορές παλαμάκια και καμιά δεκαριά Καστριώτες πετάχτηκαν πίσω απ’ τα χαλάσματα, σαν να ξεφύτρωσαν απ’ τη γη.
― Πιάστε αυτόν που περνάει μπρος απ’ τη μύτη μας καβάλα! δέστε τον χεροπόδαρα, φέρτε τον απάνω και ρίχτε τον στον Κουλά5· ύστερα βλέπομε…
Ο Αγάς τώρα περπατεί απάνω κάτω· συλλογίζεται, φαίνεται, ποια τιμωρία του χρειάζεται. Έξαφνα στέκεται σαν καρφωμένος, σηκώνει το κεφάλι του, τεντώνει τα χέρια του… οι πυκνές τρίχες του προσώπου του που το σκεπάζουν ολόκληρο ανασηκώνονται σαν τόσες καρφοβελόνες… φταρνίζεται και βήχει μαζί… τρέμει ολόκληρος απ’ το θυμό του.
― Μπρε σεις;!… Κοιμάστε, χαλέδες6!; Δεν βλέπετε μπουλούκια μπουλούκια που πάνε τον ανήφορο! γέροι, γριές, νέοι, νέες… ως και βυζασταρούδια ακόμα!…. πού πάει, μπρε σεις, αυτό το σκυλολόι;…
Κανείς δεν αποκρίνεται. Ο Αγάς δίνει στον πιο κοντινό την πρώτη ανάποδη.
― Μίλα και σ’ έσκισα…
― Είμαστε νεοφερμένοι, Αγά μου!… Πάω να ρωτήσω κανέναν παλιό…
― Γκρεμίσου· ρώτα καλύτερα τον φυλακωμένο. Στη στιγμή να γυρίσεις.
Σαν αστραπή επήγε και γύρισε.
― Αύριο, Αγά μου, έχει πανηγύρι ο Αη-Δημήτρης, αυτή η εκκλησίτσα που φαίνεται κει κάτω, και οι άπιστοι πάνε στον εσπερινό…
― Πανηγύρι ρωμαίικο! μπρος στα μάτια μας!… στο τιμημένο Κάστρο μας από κάτω!… Και γιατί είμαι εδώ εγώ; Ξέρω τι τους χρειάζεται. Πρέπει, να λείψει αυτή η ντροπή μια για πάντα….
Τα μάτια του τώρα πετούν φλόγες, και τα δόντια του τρίζουν. Σωστή πυρκαγιά στην ψυχή του.
― Φέρτε μου εδώ σούρνοντας τον φυλακωμένο…. Όχι! σταθείτε!…
Ανασηκώνει το σαρίκι του, ξύνει το άτριχο κεφάλι του… και κτυπά με τη δεξιά του παλάμη τσακ! το κούτελό του, σαν να σκότωσε κανένα κουνούπι. Κάποια μεγάλη ιδέα κατέβασε ο Αγάς. Το πρόσωπό του το γλυκαίνει τώρα όσο μπορεί.
― Χάι… χάι… φέρτε τον εδώ το ραγιά, μα με καλό τρόπο. Αν τον πειράξει κανένας, φίδι που τον έφαγε…
Φέρνουν τον ξωτάρη μισοπεθαμένο απ’ το φόβο του. Πέφτει στα πόδια του Αγά και ζητεί έλεος.
― Σήκω απάνω· μη φοβάσαι. Είχα σκοπό να σε κρεμάσω, μα τώρα μετάνιωσα. Τυχερός άνθρωπος είσαι. Πρόσεξε να κάνεις ό,τι θα σε προστάξω, γιατί αλλιώς χάθηκες!….
― Ό,τι προστάξεις, Αγά μου, ό,τι προστάξεις… ό,τι… ό,τι…
― Σουτ! πολλά λες. Μόνο αυτιά να ‘χεις, στόμα να μην έχεις. Καλό ήτανε έτσι κοντά στο Κάστρο μας να μη βρίσκεται εκκλησιά, μα αφού μια φορά που βρέθηκε, πρέπει να μένει και να λειτουργιέται. Θα την έκαμαν οι παππούδες μας στους δικούς σας χαλάλι!7… Εγώ, η αλήθεια είναι, πως ορίζω μόνο το Κάστρο μου ―λύκος που τον έφαγε κείνον που θα το στραβοκοιτάξει!― μα κι αυτή η εκκλησούλα λογαριάζω πως βρίσκεται στη εξουσία μου μέσα, αφού είναι κάτω απ’ το στόμα των κανονιών μου.
Και ζάρωσε το μούτρο του με νόημα.
«Ο Δεσπότης σας δεν ήρθε να με χαιρετήσει· ας είναι· το κατάλαβε φαίνεται και αυτός πως δεν καταλάγιασα ακόμα και δεν έχω κέφι για κουβέντες με δίχως νόημα. Πήγαινε μ’ όλον τούτο ―ο αφέντης δεν πρέπει να συνερίζεται τους δούλους του― και χαιρέτησέ τον από μέρους μου και πες του, πως αφού έτυχε που έτυχε και μ’ έριξε η κακή μου η μοίρα στον πετρότοπό του και γίνεται το πρώτο ρωμαίικο πανηγύρι που βλέπω, και κατά τα μέρη της εξουσίας μου, έχω μεγάλη επιθυμία να γίνει όπως πρέπει…. Και να ιδείς που αύριο…―καλά που το θυμήθηκα κι αυτό― γιορτάζομε κι εμείς τον Κασήμ!… Ας είναι, κι ο δικός σας ο Άγιος κάτι θα ‘ξιζε για ν’ αγιάσει!… Θα τον τιμήσω το λοιπόν! Πρέπει να γίνει μονοκκλησιά. Όλες οι άλλες εκκλησιές να μη λειτουργήσουν και να μαζευτούν όλες οι ενορίες με τους παπάδες τους εδώ στον Αη-Δημήτρη μου. Πες και στους Αρχόντους και στους Προεστούς και στους Πρωτομαστόρους και σε κάθε νοικοκύρη που θ΄ απαντήσεις, πες από μέρους μου, πως αυτό είναι η θέλησή μου. Όποιος δε θα ‘ρθεί εμένα θα προσβάλει. Έλα· τρέχα τώρα· χάσου απ’ τα μάτια μου!… Στάσου! Άκουσε. Αύριο το πρωί πρωί την ώρα που θα ψέλνουν στην εκκλησιά το τροπάρι του Αγίου, ν’ ανέβεις σ’ ένα ψήλωμα κοντά στην εκκλησία και να κουνήσεις για σημάδι ένα κόκκινο πανί, για να βάλομε φωτιά στη λουμπάρδα8 και στα τόπια9 του Κάστρου, να τιμήσομε τον Άγιο σας. Ε! ας γίνει κι αυτό!… Γκρεμίσου τώρα· σε βαρέθηκα· τυχερός άνθρωπος είσαι…
Ο ραγιάς έκαμε μια μετάνοια κι άγγιξε η μύτη του στο χώμα. Ο Αγάς, χωρίς να τον κοιτάξει, γύρισε στους ανθρώπους του και είπε:
― Τι ωραίος που θα είναι ο κάμπος αύριο το πρωί πρωί, βόλτα στον Αη-Δημήτρη, γεμάτος κόσμο που να μην πέφτει χάμω ούτε μήλο!…
Και κουνώντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά κοίταζε το ραγιά που έφευγε τρεχάτος.
― Τον παρασφίξατε τον άνθρωπο, αθεόφοβοι, και πηγαίνει τον κατήφορο σαν ξεβιδωμένος! Χα, χα! χα! (ξεφώνισε τρεις φορές χωρίς να γελάσει το μούτρο του.)
«Δεν είναι άλλος Θεός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης αυτού» ακούστηκε από τον μιναρέ του Παρθενώνος η φωνή του μουεζίνη10 που καλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν.
* * *
Σκοτείνιασε. Ο Αγάς επρόσταξε να φύγουν όλοι· και όλοι έφυγαν. Δύο μονάχα έμειναν και κρυφομιλούν. Ο Αγάς και ο αρχιπυροβολητής Αχμέτ.
Κοίταξε, τοπτζήμπαση, ναν τα καταφέρεις καλά. Το στοιχειωμένο μαρμαρόσπιστο (και έδειξε τα Προπύλαια) που η τύχη μ’ έριξε και κάθομαι μέσα, έχει μπαρούτι μπόλικο· μπάλες έχομε άλλο τίποτις, λογιών των λογιών, δεν χρειάζεται δα και μεγάλη φασαρία! Το μόνο που φοβάμαι είναι ο καιρός, να μη μας τα χαλάσει… ύστερα από καλοκαιρινή λιακάδα, ο ουρανός έγινε πίσσα.
― Μη λες τον κακό το λόγο, Αγά! Όλα θα πάνε καλά, μη σε μέλει… Ο Μουφτής11, τι γνώμη θα είχε τάχατες;…
― Και ποιος τον ρωτάει; Μου κάνει τον μεγάλο. Αύριο βλέπομε ποιανού το όνομα θα βουίξει στα εφτά βασίλεια. Θα πούμε πως έγινε λάθος. Εγώ είπα για μπαρούτι μονάχα, κατάλαβες; Αν μας παραφορτωθεί, τον στέλνομε στον αγύριστο με τη γνώμη του μαζί.
― Και λέμε πως ήταν σύμφωνη με τη δική μας.
― Καλά τα συλλογιέσαι, Αχμέτ. Εγώ πάω τώρα να φάω και να πλαγιάσω, και πριν να χαράξει θα είμαι στο πόδι. «Πέτρες και χώμα και κορμιά να γίνουν ένα, έτσι που ναν τα σιχαθούν να τα φάνε και αυτά τα σκυλιά και τα κοράκια».
Ήσαν τα τελευταία λόγια που είπε ο Γιουσούφ και έφυγε.
* * *
Ο Αχμέτ προσκαλεί τώρα τους τοπτζήδες. Τα κανόνια των Προπυλαίων ετοιμάζονται· μεταφέρονται ακόμα και τα κανόνια των εορτών από το μέρος του Ερεχθείου. Στη μέση βάζουν την περίφημη λουμπάρδα «για φιγούρα», όπως είπε ο φρούραρχος.
Γενική κίνησις στο Κάστρο και συζήτησις διά την τιμή που θα δώσει ο Αγάς στους ραγιάδες. Οι περισσότεροι βρίσκουν σωστή την απόφασή του· «όσο πιο ευχαριστημένα είναι τα ζα, τόσο πιο πολύ δουλεύουν» επρόσθεσ’ ο γέρο-μάγερας του Αγά. Τα Τουρκόπουλα είναι καταχαρούμενα. Ο ιμάμης12 όμως του Μεγάλου Τζαμιού (του Παρθενώνος), και ένας επίσημος διαβατικός Δερβίσης13 έχουν άλλη γνώμη· αφού όμως; δεν έχουν την δύναμη αντιπράξουν, φεύγουν μουρμουρίζοντας την γνώμη τους.
Το μυστικό μόνον ο Αχμέτ το γνωρίζει.
Είναι νύχτα βαθιά. Όλοι κοιμούνται. Οι τοπτζήδες έφυγαν και αυτοί τελευταίοι. Νέκρα εις τον βράχον. Μόνο οι νυχτερινές καντήλες των σπιτιών της Ακροπόλεως μαρτυρούν που κείτονται τα κορμιά των Καστριωτών. Κάποτε κάποτε οι πελαργοί του Τζαμιού χτυπούν τη μύτη τους σαν να συνοδεύουν την φωνή της ντροπιασμένης Γλαύκας του Ερεχθείου. Αυτή τη βραδιά όμως ακούστηκε στα Προπύλαια απάνω κι ένα νεκροπούλι. Εφώναξε εννέα φορές και χάθηκε. Η γραία η μητέρα του Γιουσούφ που το άκουσε δεν ξανακοιμήθηκε πια….
Σε λίγο μια σκιά ζυγώνει στα κανόνια. Πηγαινόρχεται. Κουβαλεί σφαίρες, τις βάζει στα κανόνια και τις σκουντά με το γεμιστήρι με μεγάλη δύναμη και με λίγο κρότο. Γεμίζει και την λουμπάρδα με την πιο μεγάλη μπόμπα και ξαπλώνεται στα μάρμαρα κουρασμένος.
Μια μεγάλη αστραπή φωτίζει τον κατάμαυρο ουρανό και φανερώνει την άγρια του Αχμέτ όψη, ενώ μακριά, στα πρόσβορα, απάνω απ’ το φρούριο του Θρασυβούλου, κεραυνός αυλακώνει το στερέωμα. Ο Αχμέτ φεύγει σε λίγο και αυτός. Η δουλειά του ετέλειωσε.
Είναι μεσάνυκτα…
Ολίγη ώρα περνά και βροντές τραντάζουν το έδαφος. Έρχεται σαν ελαφρός πρόσκοπος ένα ψυχρό αεράκι. Και αρχίζουν ύστερα να πέφτουν χονδρές ψιχάλες.
Κοντεύει να ξημερώσει, αλλά το σκοτάδι είναι ακόμα βαθύ.
* * *
Ο φόβος κάνει τους ανθρώπους και βαστούν τον λόγο τους. Για τούτο και ο κακότυχος ο ξωτάρης ―έχοντας πάντα δίπλα του και έναν άνθρωπο του Κάστρου αρματωμένο σαν αστακό― έκαμε ό,τι του είπε ο Αγάς. Ο φρόνιμος Μητροπολίτης όμως, ο Άνθιμος, αφού άκουσε και την γνώμη των Δημογερόντων και του βοϊβόδα14, ηύρε έναν μεσιανό δρόμο: να μη γίνει, δηλαδή μονοκκλησιά, αλλά να λειτουργήσουν μόνο οι Αη-Δημήτρηδες (ο Κατηφόρης, ο Νέος, ο Τζιρίτης, το Παρακκλήσι…) Το κόμμα του «πρώην Αθηνών» Δανιήλ δεν επρόφθασε να αντιπράξει.
* * *
Θαμποφέγγει. Με όλη την κακοκαιριά κάμποσοι φαίνονται κατά τον ανήφορο που πηγαίνουν να προσκυνήσουν. Αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα κόκκινα σκουφώματα των εργατικών και κάπου κάπου και κανένα σκιάδι Άρχοντα.
Δεν είναι όμως οι πανηγυριώτες τόσοι όσους τους ήθελε ο Γιουσούφ.
Η Λειτουργία άρχισε. Η βροχή τώρα πέφτει με το τουλούμι15.
― Μας τα χάλασε η βροχή.!
Ωρύεται ο Αγάς μέσα στην κρεβατοκάμαρά του και στριφογυρίζει σαν λιοντάρι στην κλούβα του.
Οι βροντές είναι αδιάκοπες τώρα. Η ξανθή χανούμ εμαζεύτηκε σαν κουβαράκι σε μια γωνίτσα του κρεβατιού της.
― Αγά! μη φύγεις… φοβάμαι!!!
Και ανοίγει με ερωτική παράκληση την αγκαλιά της.
Ο Αγάς ετοιμάζεται να φύγει. Η χανούμ τον αγκαλιάζει· αυτός την σκουντά και πετιέται έξω. Ρίχνει μια γούνα απάνω του, περνά βιαστικός από τ’ άλλο δωμάτιο που είναι μαζεμένη όλη του η φαμίλια, χωρίς να βγάλει λέξη, και ανεβαίνει σε έναν φεγγίτη που βλέπει κατά τα κανόνια.
Το χαλάζι τον κτυπά στο πρόσωπο. Ο άνεμος τον δαιμονίζει. Είναι να σκάσει.
― Την πάθαμε, Αγά! . .
Του φωνάζει από κάτω ο Αχμέτ.
«Ο καιρός θα σηκώσει και μας και τα κανόνια μας… Λίγοι ραγιάδες πέρασαν. Ο κάμπος είναι έρημος… Μόλις πού και πού φαίνεται από κανένας. Να, άλλοι δυο τρεις ακόμα πηγαίνουν… Τι κάνει αυτός εκεί… Α! κουνάει ένα κόκκινο πανί!…»
Αχ!… (βογγάει ο Αγάς).
«Ο παπάς βιάζεται· Θα ψέλνει τώρα το τροπάρι του Αγίου, γι’ αυτό ο ξωτάρης κουνάει το κόκκινο πανί, καθώς τον επρόσταξα. Σε λίγο θα τελειώσει κι η λειτουργία!… Γρήγορα λοιπόν, Αχμέτ. Γύρισε όλα τα κανόνια κατά την εκκλησιά απάνω και φωτιά! Πέτρα στην πέτρα να μη μείνει! να μη φανεί πια ούτε η θέση που ήτανε η εκκλησιά. Σε θέλω, τοπτζήμπαση, σε θέλω!… φωτιά!…»
Σα δαιμονισμένος ο Αχμέτ τριγυρίζει στα κανόνια, τα κουνεί δεξιά και ζερβά, σκύβει, σηκώνεται, ξανασκύβει, ξανασηκώνεται,… ως που τα βάζει στο σημάδι. Φοβερή μπόρα έπιασε τώρα. Ο Αχμέτ ζυγώνει αναμμένο το αλειμματοκέρι πρώτα στην λουμπάρδα…
Την ίδια τη στιγμή όμως, πάνω απ’ το κεφάλι του, χύνεται απ’ τον ουρανό φωτιά. Κρότος φοβερός και ξερός, κρότος άγριος… Όλη η Ακρόπολις σειέται… Κεραυνός πέφτει στα Προπύλαια, απάνω στη μπαρουτοθήκη… Καταστροφή και θάνατος!!… Αν είναι ο Αχμέτ καλός σημαδιάρης, είναι ο ουρανός καλύτερος.
Η καταστροφή είναι φοβερή. Οι ταξιδιώται γράφουν γι’ αυτήν με φρίκη και με θαυμασμό… Ήταν μια φορά κάποιος φρούραρχος Γιουσούφ. Είχε μάνα, είχε τέσσερεις γυναίκες, είχε δυο γιους, είχε και μια κόρη ορφανή ― από μάνα Χριστιανή ―ούτε κομμάτι δε βρέθηκε από όλους αυτούς. (*)
Ήτον μια φορά ένας τοπτζήμπασης Αχμέτ. Χάθηκε κι αυτός, και μόνο κατά τον Αη-Δημήτρη βρέθηκε το δεξί του χέρι, που κρατούσε ακόμα το αλειμματοκέρι που θα ‘βαζε τη φωτιά. Τα κανόνια σκορπίστηκαν, η λουμπάρδα έγινε χάλι.
«Πέτρες και χώμα και κορμιά έγιναν ένα, έτσι που τα σιχάθησαν να τα φάνε και αυτά τα σκυλιά και τα κοράκια».
* * *
Η βροχή ύστερ’ απ’ την καταστροφή έπαυσε. Ο ουρανός καθάρισε. Σαν να μην έγινε τίποτις!… Τα θαύμα και ποιος δεν το ‘μαθε!!…
Ο Αη-Δημήτρης πήρε με το δίκιο του το παρανόμι που του ‘πρεπε, και ίσα με τα τώρα λέγεται Λουμπαρδιάρης16.
Δυστυχισμένα Προπύλαια!…
* Απάνω στην ιστορία φυτρώνει και ζει κολλημένη, σαν τον κισσό τριγύρω στον πλάτανο, η παράδοσις. Η παράδοσις λοιπόν θέλει πως η κόρη του Γιουσούφ, γέννα Χριστιανής, μόνη αυτή δεν εσκοτώθη απ’ τον κεραυνό. Αφού είναι τόσο γερή η παράδοξ’ ιστορία που έγινε, γιατί να μη ζήσει μαζί της και η κόρη της παραδόσεως;
Λεξιλόγιο
1 σεΐζης = ιπποκόμος, υπηρέτης αξιωματούχου
2 λουλάς = το μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα
3 ιμαμές = το κεφάλι (ο παπάς) του κομπολογιού
4 ξωτάρης = ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στους αγρούς, έξω από την πόλη
5 κουλάς = Πύργος, ακρόπολη
6 χαλές = 1. αποχωρητήριο. 2. (μτφ.) άνθρωπος χυδαίος, κυρίως στα λόγια του
7 χαλάλι = για κάτι που, αν και μου κοστίζει, το διαθέτω όμως με ευχαρίστηση
8 λουμπάρδα = τεράστιος όλμος
9 τόπι = σφαιρικό βλήμα κανονιού, κατ’ επέκταση = κανόνι
10 μουεζίνης = μουσουλμάνος κληρικός ο οποίος απ΄ τον εξώστη του μιναρέ καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν
11 μουφτής = μουσουλμάνος θεολόγος και ιδίως ερμηνευτής των σχετικών νόμων με θρησκευτικές, δικαστικές και αστικές δικαιοδοσίες
12 ιμάμης = ο ιερέας που από το μιναρέ καλεί τους πιστούς σε προσευχή (πρβ. χότζας, μουεζίνης)
13 δερβίσης = μουσουλμάνος μοναχός που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες
14 βοϊβόδας = Ο κατά τόπους εκπρόσωπος της κεντρικής οθωμανικής αρχής με διοικητικές, αστυνομικές και οικονομικές δικαιοδοσίες
15 τουλούμι = ασκί από δέρμα
16 Λουμπαρδιάρης = βομβαρδιστής
Ήτανε περασμένα τα μεσάνυχτα. Καμμιά φωνή δεν ακουότανε κανένα ζωντανό δεν ελάιζε στα ρημαγμένα μέρη· κι αν κάπου κάπου κανένα τριζόνι έκανε πως θ’ αρχίσει τον παραπονιάρικο σκοπό του, ως κι αυτό σώπαινε απ’ το φόβο του.
Μακριά ακούστηκ’ ένα μικρό πετεινάρι να λαλεί πίσω από κάτι χαλάσματα μα κι αυτουνού η φωνή τρομαγμένη πνίγηκε στο λαρύγγι του.
Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. ΟΊ Βενετσάνοι τριγυρίζουν σαν τ’ αγρίμια στη χώρα. ΟΊ Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους. Βρισκόμαστε στα 1687.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, κανένας δεν πάει να προσκυνήσει· και μόνο το κυπαρίσσι της εκκλησιάς που το φυσούσε ο άνεμος πήγαινε κι ερχότανε κι ο ίσκιος του στον τοίχο έμοιαζε σαν καλόγερος τυλιγμένος στο ράσο του.
Το αγιασμένο το νερό κατρακυλούσε μουρμουρίζοντας τον κατήφορο και πότιζε ό,τι εύρισκε στο δρόμο του.
Μα να… κι από κάτω, απ’ της Όμορφης Εκκλησιάς τη στράτα, κάποιος προβάλλει.
Φθάνει σε κάτι χαλάσματα, βγάζει βαθύ αναστεναγμό, κι ακούει πέρα απ’ το βράχο τον αντίλαλό του μονάχα.
Έρχεται γύρω γύρω απ’ τα χαλάσματα, κουνώντας λυπητερό το κεφάλι του…
Ποιος άλλος από σένα, άμοιρε Αθηναίε, θα μπορούσε να γνωρίσει το σπίτι σου!;…
Χαϊδεύει το αγιόκλημα που ‘χε φυτεμένο με τη δύστυχη την αδελφή του, σκύβει παραμερίζει τις πέτρες σαν κάτι να γυρεύει… ύστερα φεύγει μακριά από κει… πάει κατά την εκκλησιά, στέκεται, γονατίζει σ’ έναν τάφο μπροστά, και φιλεί το μάρμαρο του.
Χορτάριασε του γονιού σου ο τάφος!
Μα γιατί κλαις σα μικρό παιδί; Τάχατε θα ζεις και συ αύριο;…
Τ’ αγριολούλουδα χύνουν γύρω τη μυρωδιά τους. Ξαπλώνεται στη γη, ακουμπάει το κεφάλι του στον τάφο και κοιτάζοντας τον ουρανό ρωτάει, τι έφταιξε κι έμειν’ έρημος και μοναχός στον κόσμο!
Ξάφνου, απ’ τα Τουρκοβούνια, κάποιος άλλος προβάλλει. Οι νυκτερίδες τρελά φτερουγίζουν και τρίζουν γύρω του… Κατεβαίνει μονοπάτι μονοπάτι, πηδάει έναν έναν τους βράχους και κοιτάζει ολούθε σαν κάτι να γυρεύει.
Η αγριεμένη η θωριά του φαίνεται πιο άγρια μες στο σκοτάδι. Αλλοίμονο σ’ εκείνον που θα ‘βρει στο δρόμο του!
Μα όσο ζυγώνει στην εκκλησιά κοντά, τόσο ημερώνει…
Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι, άγριε Γενίτσαρε;…
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράμα να ‘ρχεται απ’ το κάτω μέρος… Βαθύ το σκοτάδι και δεν ξανοίγει τι να ‘ναι· μα σε μιαν ξαφνικήν αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος, ήτανε Βενετσάνος!
Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος. Βγάζει το χαντζάρι του και χύνεται καταπάνω του… Μα κι ο Βενετσάνος δε χωρατεύει. Τα κτυπήματα του ενός βρίσκουν όλο το σίδερο του άλλου. Πιάνει ο Γενίτσαρος με το ζερβί το χέρι το δεξί του Βενετσάνου, μα την ίδια στιγμή πιάνει κι ο Βενετσάνος με το ζερβί του το δεξί του Γενίτσαρου… Σκουντιούνται σαν τ’ αγρίμια και με πολλά έρχονται σιμά στον τάφο…
Πετιέται ο Αθηνιός με το σπαθί στο χέρι και βρίσκεται ξάφνου μπροστά τους.
― Έμενα βόηθα, πατριώτη ―φωνάζει ρωμαίικα ο Βενετσάνος― να σκοτώσομε τον Τούρκο τον άπιστο!…
― Έμενα βόηθα, πατριώτη ―φωνάζει ρωμαίικα κι ο Γενίτσαρος― να σφάξομε το Φράγκο, τον άπιστο!…
― Κανέναν δε βοηθάω! Τους Τούρκους ας τους αγαπούν οι παπάδες μας και τους Βενετσάνους οι άμυαλοι οι λαϊκοί· εγώ και τους δυο τους ξέρω για εχθρούς της πατρίδας μας… Όποιος είναι πιο γερός ας φάει τον άλλον, και τους δυο ας σας φάνε τα σκυλιά και τα κοράκια. Μα τραβηχθείτε από δω! Δε θ’ αφήσω να χυθεί αίμα ανθρωπινό στου πατέρα μου, του γερο-Χωραφά, τον τάφο!…
Γιατί μια φωνή από δυο στόματα ακούεται: «αδερφέ μου»! Γιατί με μιας πέφτουν τ’ άρματα κάτω; Γιατί ανοίγονται τρεις αγκάλες;
Ποιος το ‘λπιζε· ο πρώτος που μικρόν τον πήραν οι Γενίτσαροι, ο δεύτερος που παιδάκι τον ξαγόρασαν οι Βενετσάνοι, και ο μικρός, που τάχατ’ εστάθη πιο τυχερός, για πρώτη φορά να σμίξουν, και σαν εχθροί, στου πατέρα τους τον τάφο;…
Κοντεύει να ξημερώσει. Τα πουλάκια μέσα στα χαμόκλαδα τινάζουν τα φτερά τους βγάζοντας χαρωπή λαλιά. Το νυκτοπούλι κρύφτηκε στα χαλάσματα, να μην το ‘βρ’ η μέρα. Τ’ άστρα τρεμοσβήνουν· η νυκτερίδα έγιν’ άφαντη!…
Πόσο θα ξιπαζότανε κανένας διαβάτης, αν περνώντας έβλεπε ένα Γραικό, ένα Γενίτσαρο και ένα Βενετσάνο, γονατισμένους σιμά σιμά, να χύνουν μαύρο δάκρυ σ’ ένα τάφου λιθάρι!…
Δε γεννήθηκε τρελός ο Γιάννης, του παπα-Κωνσταντή ο γιος· ήταν έξυπνο και πολύ έξυπνο παιδί. Ο πρώτος μαθητής του παπα-Δανήλη, τόσο τον αγαπούσ’ ο δάσκαλος, που δεν τον ξεχώριζε από παιδί του, και βλέποντας αυτόν παρηγοριότανε για το γιο του που είχε χαμένο…
Του γερο-δάσκαλου του είχε απομείνει τώρα η κόρη του, η Καρυά. Σαν ήταν ανήμπορος ο πατέρας της, αυτή έκανε μάθημα στα παιδιά. Και τότες να ‘βλεπες πια το φτωχό το Γιάννη! Ροδάνι πήγαινε η γλώσσα του.
Ο Γιάννης έγινε το καλύτερο Αθηνιωτάκι· όλοι τον καμάρωναν.
Μα ξάφνου τον έπιασε ένα αλλιώτικο πράμα· δεν ζύγωνε άνθρωπο, κι όλη τη νύκτα την περνούσε στο πόδι. Η καημένη η μάνα του βρισκότανε σε απελπισία.
Και δε γνώριζε κανένας τι είχε, μήτε και μπορούσες να μάθεις· αν τον ρωτούσες χαμογελούσε, κουνούσε το κεφάλι του, κι έφευγε…
‘Ύστερ’ από λίγο καιρό παντρεύτηκε του δασκάλου η κόρη και πήρ’ ένα Βενετσάνο που αγαπούσε. Τότες πια ο Γιάννης απόγινε· μα τότες κι ο κόσμος κατάλαβε τι είχε.
Κόντευα να ξεχάσω ένα παράξενο πράμα. Ο πατέρας της Καρυάς και του Γιάννη η μάνα, πέθαναν την ίδια την ημέρα.
Ας αφήσομε τώρα το Γιάννη που μισότρελος, με το ντουφέκι του στον ώμο και με τον πιστό του τον σκύλο, γύριζε στα βουνά, κι ας πούμε δυο τρία λόγια για την Αθήνα. Βρισκόμαστε στα 1688. Οι Βενετσάνοι είχαν έρθει απ’ το Μωριά και πήραν την Αθήνα. Τι βγαίνει όμως, αν και με τη βοήθεια του τόπου, διώξαν τον Τούρκο!… Ο Τούρκος κι αν έφυγε, πάλι ξαναγυρίζει, μα οι Βενετσάνοι δεν βοηθάνε την Αθήνα, και φεύγουν… Και μαζί μ’ αυτούς φεύγουν κι οι Αθηναίοι όλοι ―άντρες, γυναίκες, γέροντες και παιδιά― κι αφήνουν τον τόπο τους, τα σπίτια τους, τις εκκλησιές τους, και των γονιών τους τάφους… Κι αν γυρίζουν μερικοί πίσω, ύστερ’ από τρία χρόνια, με το έλεος του Σουλτάνου, σαν καταφρονεμένοι δούλοι, και με τον αφορεσμό του Πατριάρχη, ξαναβρίσκουν το χώμα της πατρίδας τους, μόνο χώμα, τα σπίτια τους μόνο πέτρες, τις εκκλησιές τους γυμνές και ντροπιασμένες, και τους τάφους των γονιών αγνώριστους κι αυτούς απ’ τ’ αγκάθια.
Κανένας δε θυμήθηκε τον τρελό το Γιάννη, που μήτε στη Σαλαμίνα φάνηκε, μήτε με τα καράβια πήγε, μήτε στην Αθήνα έμεινε.
Αυτός όμως μια μέρα, εκεί που γύριζε από βουνό σε βουνό, είπε: «Ας πάω να ιδώ μια ματιά τι γίνονται και στην Αθήνα κάτω».
Κατεβαίνει, και τι να ιδεί! Όλοι φευγάτοι… Απ’ άκρη σ’ άκρη ερημιά· ψυχή ζωντανή δεν ελάιζε· οι άνεμοι ανοιγόκλειναν και πόρτες και παραθύρια… Άλλα σπίτια γκρεμισμένα, άλλα καυμένα και όλα αδειανά.
Βλέποντας αυτό το χάλι ο τρελός ο Γιάννης πρώτα πρώτα αρχίνησε τα γέλια· ύστερα πήγε και χαιρέτισε όλα τα σπίτια που γνώριζε και στη θέση του νοικοκύρη κάθιζε το σκύλο του και άρχιζε την κουβέντα. «Ε! πώς τα περνάτε με τους Βενετσάνους; Τα μάθατε τα φράγκικα ή ακόμα; Έμαθα πως θα ξανάρθουν πίσω οι Τούρκοι και οι Βενετσάνοι πως θα φύγουν… Μα δεν το πιστεύω… Πού να σας αφήσουν μονάχους!… Να ‘ρθεί κανένας Τούρκος να σας αρπάξει το κορίτσι σας, ή να σας πάρει το βιος σας, ή να σας γκρεμίσει τις εκκλησιές σας»!… Και ύστερα μιλώντας και με τα σωστά του στο σκύλο του. «Ε! τι λες, Μοροζίνη, ―αυτό το όνομα του ‘χε δομένο― πάμε ναν τα πούμε κι αλλού;» και γελώντας έφευγε, κι ο σκύλος του έτρεχε μπροστά γαυγίζοντας και κουνώντας την ουρά του απ’ τη μεγάλη του χαρά.
Αφού γύρισ’ έτσι τα περισσότερα σπίτια, ανέβηκε και στο Κάστρο, γιατί ήθελε κι από ψηλά, να καμαρώσει της Αθήνας το χάλι.
Όταν ξάφνου ακούει φωνές κι αντάρα κατά το μέρος του παζαριού.
«Μπα! είπε, δε φύγανε λοιπόν όλοι; Ποιοι να ‘μειναν; Έχει γνωστικούς ανθρώπους κι η Αθήνα; Ας πάω να ιδώ». Και κατέβηκε αγάλι αγάλι και περπατούσε σκυφτά σκυφτά σα να ‘θελε να πιάσει καμιάν αλεπού απ’ την ουρά.
Έφτασ’ ύστερ’ από λίγην ώρα στο παζάρι, και τι να ιδεί! Μήτε αγοραστής, μήτε πουλητής!
Τότες ο τρελός στάθηκε με απορία, και βλέποντας γύρω του, έλεγε μέσα του: «Μα τι λοιπόν;! Όνειρο έβλεπα ή τ’ αυτιά μου βουίζανε;! Τ’ ήταν η αντάρα που άκουσ’ απ’ το Κάστρο;!…»
Φωνάζει όλους τους παζαρίτες, με τ’ όνομα έναν έναν, μα καμιά απόκριση δεν ακούει… Τότες τον πιάνουν πάλι τα γέλια κι αρχίζει να κάνει αυτός τη φωνή τους· και παζάρευε κι έλεγε πως δεν τον συμφέρει· και τους έβριζε και έφευγε γελώντας…
Μα δεν είχε φύγει ακόμα καλά καλά, όταν άκουσε πάλι τις φωνές και την αντάρα και τούτη τη φορά πιο δυνατά, γιατ’ ήταν κοντά του.
Οι φωνές βγαίνανε μέσ’ από μια μεγάλη μάντρα του παζαριού που σφάζανε τα ζωντανά.
Ζυγώνει κοντά αγάλι αγάλι, ρίχνει τα χέρια του στον τοίχο, σηκώνεται κρυφά κρυφά και ύστερα δίνει μία και βρίσκεται στου τοίχου το σαμάρι.
Κοιτάζει μέσα και τι να ιδεί!
Όλες οι γάτες και όλοι οι σκύλοι της Αθήνας ήτανε μαζεμένοι εκεί και πολεμούσαν να φάνε έναν λησμονημένο μέσα στη μάντρα γάιδαρο, αποκαμωμένον απ’ την πείνα κι απ’ τη δίψα, αφού τον σύντροφό του τον είχαν φάει, σαν ακούστηκαν οι άλλες οι φωνές…
Η πρώτη δουλειά του τρελού ήτανε να πηδήσει μέσα και με φωνές και με ξυλιές να γλιτώσει τον άμοιρο το γάιδαρο απ’ τον άδικο θάνατο…
Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια γκρεμισμένη κολώνα, αρχίνισ’ έτσι να μιλεί στις γάτες και στους σκύλους, στις μόνες της Αθήνας ψυχές, έχοντας στα δεξιά του τον μπιστεμένο σκύλο και στ’ αριστερά του το γλιτωμένο γάιδαρο.
«Ντροπή σας, Αθηναίοι, να μείνουν στον τόπο σας μονάχα δύο ευγενείς Βενετσάνοι κι εκείνους να θέλετε σώνει και καλά, ναν τους φάτε! Τι καταλάβατε που φάγατε τον ένα; Αφού τελειώσετε και τον άλλον τι θα φάτε; Δεν καταλαβαίνετε πως στα ύστερα θα φαγωθείτε συναμεταξύ σας;!… Να λοιπόν, τώρα που ο Θεός μ’ έστειλ’ εμένα να σας γλιτώσω…
«Αν μου ‘χετε υπόληψη κι εμπιστοσύνη και με κάνετε βασιλιά σας, θα σας βάλω τάξη, θα σας δώσω νόμους, και μήτε φαΐ πια θα σας λείψει, μήτε πιοτό, μόνο θα ζήσετε ευτυχισμένοι και θα είσαστε καλοθρεμμένοι σαν το Μοροζίνη μου. Μήπως σας πέρασε απ’ το νου, καθώς σε κείνους που άφησαν τον τόπο τους κι έφυγαν, πως είμαι τρελός; Τρελός, ξετρελός, είμαι πιο γνωστικός από σας και πρέπει να με κάμετε βασιλιά σας, αν θέλετε να χαρείτε ζωή και νιάτα! Το λοιπόν όλοι μαζί:
«Ζήτω ο τρελός Βασιλιάς της Αθήνας!»
Γαυγίσματα λογιώ λογιώ και νιαουρίσματα ακουστήκανε τότε, σαν να κατάλαβαν κι αυτά τι τους έλεγε ο τρελός· και μέσα σ’ όλ’ αυτό το κακό ακούστηκε και η χονδρή φωνή του τυχερού γαϊδάρου.
Τώρα ο τρελός αρχίνησε να δίνει βαθμούς. Γυρίζει λοιπόν κατά τους σκύλους και λέει:
«Σένα με το χονδρό κεφάλι σε διορίζω βεζίρη μου, σένα με τη μαύρη κι άγρια τρίχα σερασκέρη, σένα καπετάν πασά… σένα…» και μόλις εγύρισε κατά το μέρος του γαϊδάρου για να τον κάνει αρχιμουσικό του, είδ’ ένα σκύλαρο με κόκκινη τρίχα και με κομμένα αυτιά που ζύγωνε κρυφά κρυφά ν’ αρπάξει το γάιδαρο απ’ την ουρά…
Λες γιατί δεν κατάλαβε του τρελού την κουβέντα, λες γιατί ήταν δυσαρεστημένος που δεν του ‘δωκε κι αυτουνού κανένα πασαλίκι, αποφάσισε να κάνει αυτή την κακή την πράξη. Μα κι ο Βασιλιάς δε χωρατεύει… σηκώνει το ντουφέκι του του δίνει μια και πάρ’ τον κάτω. Τον αρπάζει απ’ την ουρά και πετώντας τον στο ασκέρι του: «Φάτε, τους λέει, πιστοί μου, φάτε του κακού πατριώτη το κορμί…». Δεν πέρασαν δέκα λεπτά της ώρας και μήτε φάνηκε πια ο άμοιρος ο σκύλος… Και κείνο που δεν έκαμαν τα λόγια του βασιλιά, το ‘καμε αυτή του η πράξη… Από τώρα κι εμπρός και σκύλοι και γάτες τον άκουαν και τον έπαιρναν από πίσω σαν τ’ αρνάκια…
Εκαβαλίκεψε λοιπόν το γάιδαρο όπως όπως, μα κι αυτός έβαλε τα δυνατά του, πήρε στα καπούλια το Μοροζίνη του, κρέμασε στο ραβδί του ένα μεγάλο πανί για μπαϊράκι και μπρος αυτός, πίσω οι μεγαλοσιάνοι κι όλο του τ’ ασκέρι, εβγήκαν έτσι απ’ τη μάντρα του παζαριού.
Μα δεν ήτανε δα, να πούμε και τη μαύρη την αλήθεια κακός βασιλιάς ο τρελός… δεν έλειψε απ’ τ’ ασκέρι του, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε γλέντι… Επήγαινε από σπίτι σε σπίτι, άνοιγε τα κελάρια, και ό,τι βρισκότανε μέσα τους το μοίραζε και το τρώγανε… Τόσο, που τους συνήθισε ύστερ’ από λίγον καιρό και παίρνανε το φαΐ απ’ τα χέρια του ένας ένας, με την αράδα του. Και να δεις που όταν έκαμε μεγάλη ζέστη τους πήγαινε στην Καλλιρρόη και λουζόντουσαν στο Βούθουλα· τους πήγαινε και περίπατο ―σα δάσκαλος με τα παιδιά του.
Κι έτσι ο τρελός με τ’ ασκέρι του ζούσαν ζωή χαρισάμενη.
Κάμποσος καιρός πέρασε. Τ’ ασκέρι του τρελού είχε λιγοστέψει ―το περισσότερο οι γάτες― γιατί μ’ όλες τις φωνές του δεν μπόρεσε ναν τις φιλιώσει με τους σκύλους, και δεν περνούσε μέρα, χωρίς να χαθούν πέντ’ έξι από δαύτες· τόσο, που στα ύστερα, γάτα για γάτα δεν είχε πια απομείνει. Δεν λυπήθηκε δα και πολύ γι’ αυτό ο Γιάννης, γιατί περισσότερο αγαπούσε τους σκύλους. Μα κι αυτοί δεν τον αγαπούσαν λιγότερο. Μπρος ο τρελός πίσω όλοι τους, νύχτα μέρα…
Κι όταν καμιά νυχτιά άστραφτε και βρόνταγε, και τ’ αστροπελέκι πέφτοντας δεν είχε τι να γκρεμίσει, τότες αλήθεια ήταν άγριο πράμα να βλέπεις έναν τρελό να πηδάει με γέλια τα χαλάσματα της έρημης της χώρας, κι από πίσω του ένα σωρό σκυλιά να ουρλιάζουν…
Μία μέρα, δεν ξέρω τι του ‘ρθε του τρελού και πήρε τους σκύλους του να πάει στο Δράκο, για να τους κολυμπήσει στη θάλασσα.
Κόντευε να φτάσει στο γιαλό, σαν άκουσε μεγάλη βουή κι αντάρα. Κοιτάζει μακριά και βλέπει μια μαυρίλα απ’ το Δράκο ν’ ανεβαίνει κατά την Αθήνα…
Ο βασιλιάς εστάθη και μαζί μ’ αυτόν εστάθη κι όλο του τ’ ασκέρι. Δεν καταλάβαινε τι τρέχει· για καλό και για κακό όμως έβαλε τους σκύλους στην αράδα· ύστερα ξεπέζεψε και τράβηξε μπρος για να ιδεί, αφού τους είπε να σταθούν στη θέση τους, και να είναι έτοιμοι σε κάθε περίσταση να πεθάνουν για τον βασιλιά τους και για τον τόπο τους… Μα η μαυρίλα είχε ζυγώσει πολύ… Ο τρελός είδε πια πως ήταν άνθρωποι, και κάτι παραπάνω, πως ήταν Αθηναίοι και όλοι δικοί και γνώριμοι. Γύρισε πίσω να ιδεί το πιστό του τ’ ασκέρι… και δεν βλέπει κανέναν!…
Όλοι οι σκύλοι είχαν γίνει άφαντοι.
Κάθε ένας είχε τρέξει στον αφέντη του και πηδούσαν κι έκλαιγαν και κουνούσαν την ουρά τους και τριβόντουσαν απάνω στ’ αφεντικά τους.
Ως κι αυτός ο γάιδαρος επήρε τα χωράφια κλοτσώντας και γκαρίζοντας απ’ τη χαρά του που είδε τον αφέντη του… ο αχάριστος!
«Καταραμένοι να είσαστε! Καταραμένοι να είσαστε όλοι!»… φωνάζει ο τρελός, με πικρό και περιφρονητικό γέλιο, και κουνώντας το ραβδί του, που το είχε μια φορά για βασιλικό φλάμπουρο: Εμπρός, φωνάζει, εμπρός πιστέ μου, εμπρός Μοροζίνη μου»! Και γίνεται άφαντος.
(Αστέρα 1691, Απριλίου 4)
Να εγώ πάλι στο μοναστήρι μου, μονάχος, μέσα στους τέσσερις του κελιού μου τοίχους, έχοντας για συντροφιά τα νυχτοπούλια του βουνού, και για παρηγοριά των πεύκων τη σιγανή λαλιά.
Τι είδαν τα μάτια μου αυτά τα τελευταία χρόνια. Πώς σε άφησα και πώς σε ξαναβρήκα κατακαημένη Αθήνα!
Καλά που ήρθατε και σεις χελιδόνια, να μου θυμίσετε πως είναι Άνοιξη, γιατί εγώ, έχοντας της καρδιάς μου τη μαυρίλα, έλεγα πως είναι βαρυχειμωνιά.
Μονάχος έμειν’ απ’ τους Αστεριώτες ως την ώρα ―σαράντα τόσοι! Άλλοι πέθαναν και άλλοι ζούνε, ας πούμε, στην ξενιτιά.
Σε ποιον ν’ ανοίξω της καρδιάς μου το μυστικό κελί; Τ’ ανοίγω σε σέναν που μπορεί να διαβάσεις τα γραφόμενά μου.
Μα κι αν δεν τα διαβάσει κανείς δε χάθηκε ο κόσμος! Το ράσο σκεπάζει τόσα και τόσα, ας σκεπάσει κι ο τάφος ένα ράσο.
Τρίτη γεννήθηκα· στις δεκατρείς του μηνός, Φλεβάρη μήνα, δίσεχτο χρόνο· όλα καλά σημάδια.
Ήμουν το πρώτο παιδί της μάνας μου κι έμεινα το τελευταίο. Όλα τ’ αδέρφια μου χαθήκαν ένα ένα.
Σαν εξέκαμε αυτά ο χάρος, έβαλε χερικό και στους γονείς μου. Πρώτα πέθανε ο πατέρας μου. Η μάνα μου στα τρία χρόνια πάνω ξαναπαντρεύτηκε.
Πήρε ένα γείτονά μας χηρευάμενο, που είχε και ένα κορίτσι.
Μα δεν περνούσαν καλή ζωή.
Εκείνος θυμότανε την πρώτη του γυναίκα που ήταν στο θέλημά του πρόθυμη σα γυμνασμένη σκύλα, κι η μάνα μου τον πρώτο της άντρα που πικρό λόγο δεν άκουσ’ απ’ τα χείλη του.
Στην αρχή γκρινιάζανε, ύστερα μαλώνανε, στα τελευταία έπεφτε και ξύλο.
Εγώ πια κι η αδερφή μου ας πούμε, η Μηλιά, μαζεμένοι σε μια γωνιά κλαίγαμε τη μοίρα μας.
Τέτοια ζωή περάσαμε κάμποσα χρόνια, όσο το καλό μου ποδαρικό, έφαγε και το δεύτερό μου τον πατέρα.
Ένας Τούρκος, κάποιο πρωί που ‘τυχε να περάσει απ’ το υποστατικό του, τον έβαλε σημάδι, μια και κάτω.
Η μάνα μου τώρα αντί για ένα είχε δυο παιδιά.
Με τη Μηλιά δεν εχωρίζαμε ούτε στιγμή, και πάντα ο ένας βοηθούσε στις δουλειές τον άλλον.
Τι χρυσή κοπέλα! Μεγάλωνε στο κορμί μα στην καρδιά έμενε πάντα παιδάκι.
Η μόνη μας λύπη ήταν που βλέπαμε τη μάνα μας μέρα με την ήμερα να λιώνει, ως που πέθανε κι αυτή.
Μείναμε πια μονάχοι. Σαν αδέρφια ζούσαμε, μα αδέρφια δεν ήμαστε.
Είναι Μάρτης του 1687 και έστω για ενθύμηση.
Ένα πρωί της λέω: Μηλιά! θα λείψω δυο τρεις μέρες στο κυνήγι.
Έφυγα με μισήν καρδιά και αυτήν πονεμένη. Σαν κάτι να μου ‘λεγε μείνε.
Μα κι η Μηλιά την ώρα που φιληθήκαμε έτρεμε και κιτρίνισε σα ζαφορά. Λέξη δε βγάλαμε.
… Κυνήγησα όλη μέρα. Τη νύχτα έγειρα να κοιμηθώ σε μιαν ελιά από κάτω, μα δε με κολλούσε ύπνος· μόλις έκανα να κλείσω τα μάτια μου και πεταγόμουν τρομαγμένος. Κράτησα τότες σφιχτά μέσα στα χέρια μου τα μάτια μου για να με πάρει λίγ’ ο ύπνος κι ύστερα να σηκωθώ να τραβήξω για τη χώρα, στο σπίτι μας.
Μα τη στιγμήν εκείνη ένα κακό νυχτοπούλι άρχισε να βογκάει στο κλαρί, απάνω απ’ το κεφάλι μου. Κρύωσα όλος.
Σηκώνομαι τότες και παίρνω τα μονοπάτια και τους δρόμους τρέχοντας σα να με κυνηγούσαν ξωτικά.
Έφτασα σπίτι μας και ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα.
Χτυπώ την αυλόπορτα, κανένας δεν ακούει, ξανακτυπώ, τίποτις. Σκαρφαλώνω απ’ τον τοίχο. Η μέσα πόρτα κλειστή, φέρνω γύρω τότες το σπίτι χτυπώντας τα παραθύρια. Απόκριση καμία. Σκουντώ το μικρό πορτάκι που από το σπίτι έβγαινε στον κήπο της πίσω αυλής, ήταν βιαστικά κλειδωμένο και άνοιξε.
Μπαίνω μέσα στο σπίτι. Φωνάζω, μα απόκριση δεν ακούω. Ψάχνω παντού και σα δεν ήταν πουθενά η Μηλιά, βγαίνω στο δρόμο πάλι. Χτυπώ στους γειτόνους· από το φόβο τους κάναν όλοι τον ψόφιο. Τους λέω ποιος είμαι… Με τα πολλά ανοίγει ένα παραθυράκι και προβάλλει το κεφάλι της μια γριά γειτόνισσα. Μου λέει αυτή πως είναι ώρες πολλές που σα ν’ άκουσε στο σπίτι μας σαματά μα δεν ξεπόρτισε απ’ το φόβο της.
Αλλοίμονο φώναξα. Τη Μηλιά θαν την άρπαξαν Τούρκοι.
Έφερα τότες βόλτα τα τούρκικα σπίτια και αφουκραζόμουν ν’ ακούσω γέλια ανδρών και κλάματα γυναίκας. Άδικος κόπος.
Μια βδομάδα έζησα έτσι ζωή τυραννημένη. Είχα τον καημό μου είχα και τα λόγια του κόσμου. Ηύραν την περίσταση να χύσουν κι αυτοί το φαρμάκι τους. Μα κανένας δε με πλήγωσε τόσο σα μια που μου είπε:
― Τάχατες να την άρπαξαν ή να ‘φυγε;…
Απελπίστηκα πια και βλέποντας την κατάντια μου και την ερημιά μου αποφάσισα να πάω σε μοναστήρι. Το ’πα και το ‘καμα.
Ξεκίνησα για το Αστέρι κι ήταν απόβραδο. Σαν έφτασα, ο κατάμαυρος ουρανός ήταν σπαρμένος με φώτα.
Οι Αστεριώτες κοιμούνται. Τριγυρίζω τότε στους βράχους χτυπάω με το ραβδί μου την πέτρα για παρηγοριά ― λαλιά είναι κι αυτό· ο αντίχτυπος με ταράζει. Τα κλαριά μου φαίνονται πως ζωντανεύουν. Ζυγώνω τότε στο Μοναστήρι και κάθομαι στην εξώπορτα δίπλα ως που να ξημερώσει. Ας μην ταράξω τον ύπνο τους, είπα.
Εκεί αποκοιμήθηκα. Σαν ξύπνησα οι καλοί Αστεριώτες, ―κάνα δυο από δαύτους με γνώριζαν κιόλας― με είχαν τριγυρισμένον και με κοίταζαν με λύπη. Σε λίγες μέρες με γνώρισαν όλοι και μ’ αγάπησαν.
Μα δεν ξέρω αν θα με γνωρίσουν τώρα πια κι οι λαϊκοί τυλιγμένον σε μαύρο ράσο με ασπρισμένα τα μαλλιά και τα μακριά γένια.
… Τέσσερα χρόνια κάναμε στη ξενιτιά σαν ερημώθηκ’ η Αθήνα. Ξαναγυρίζω· μα γι’ αυτήν δεν έμαθα τίποτες ακόμα. Κι αρχίζω να γράφω τα βάσανα μου…
(Με ξένο χέρι).
Γράφω για ενθύμηση πως σήμερα τα ξημερώματα βρέθηκε στο κελί του αποθαμένος ο αδελφός Γερβάσιος ιερομόναχος. Ήταν άγιος άνθρωπος και ξεκινούσε κόσμος και κοσμάκης για να ‘ρθούνε στο κελί του για να ξεμολογηθούν. Η χάρη του έδειξε και θαύματα.
Λένε πως εμαράζωσε και πέθανε από παλιά αγάπη. Κι ακόμα πως αυτή που αγαπούσε σαν ήτανε λαϊκός ήρθε να ξομολογηθεί σε δαύτον και τη γνώρισε μα κείνη δεν τον γνώρισε όπως άλλαξε η φάτσα του και η φορεσιά του, όπως γέρασε παράκαιρα και μέσα στο σκοτεινό του το κελί. Ο αδελφός Ιγνάτιος που πριν να γίνει καλόγερος ήταν λαουτιέρης και τραγουδιστής, έγραψε γι’ αυτήν την αγάπη ένα μεγάλο τραγούδι που μας το λέει κάπου κάπου όχι τραγουδιστά. Κατά πως λέει το τραγούδι αυτό, το κορίτσι είχε φύγει και κρύφτηκε στον Αη-Σπυρίδωνα του Δράκου που είχε το Γούμενο δικό της, για να μην τον αγαπήσει. Θα ήταν αμαρτία.
Ήρθαν ύστερα οι Βενετσάνοι, και ρήμαξ’ η Αθήνα και λησμονήθηκε στην ξενιτιά κι αυτή μαζί με άλλους. «Του ελέους Σου Κύριε πλήρης η γη, τα δικαιώματά Σου δίδαξόν με, του αμαρτωλού».
Μονή Αστερίου ― Φεβρουαρίου 13, έτος 1695.
Πολύ ενθουσιάστηκε ο Κατακτητής, όταν από το ύψος της Ακροπόλεως των Αθηνών εθαύμασε τη «Χώρα των Σοφών», που κι αυτή έπεσε στην εξουσία του.
Τούτο τουλάχιστον βεβαιώνουν οι χρονογράφοι, ο δε περίφημος γραμματικός του ―εκ των ημετέρων― διαφημίζει κοντά στ’ άλλα και τον φιλελληνισμό του πολύγλωσσου Κυρίου του. Ήτον τόσο κόλακας ο μακαρίτης, ώστε δεν αμφιβάλλομε ότι και στον άλλον κόσμο θα εξασφάλισε κάποια εξαιρετική θέση.
Στις εντυπώσεις αυτές του Κατακτητού, να χρεωστά άραγε η Αθήνα τα προνόμιά της, ή στο ότι οι Αθηναίοι δεν επρόβαλαν τα στήθη των εναντίον του ορμητικού χειμάρρου των νέων κατακτητών, για να υπερασπίσουν τους παλαιούς;
Οπωσδήποτε η Ακρόπολις δεν παραδόθηκε αμέσως· γι’ αυτό όμως, ούτε έφταιγε, ούτε ετιμωρήθηκε ο τόπος και μόνον όταν ανακαλύφθη κάποια συνωμοσία, κι αυτός ετιμωρήθη κι οι πρωταίτιοι εξοντώθηκαν, οι δε ισχυρότερες φαμίλιες για να μην επαναληφθούν τα ίδια, εξεπατρίστησαν.
Μπορεί όμως τα προνόμια να τα χρωστούνται και σε κάποιαν ωραία ευνοούμενη μιας ημέρας, που βρήκε νοστιμότατο το μέλι του Υμηττού και ενώ έγλειφε τα χειλάκια της από ευχαρίστηση, είπε στον Κατακτητή.
― Χάρισε μου την πόλη που κάνει τόσο ωραίο μέλι!
Ο Κατακτητής χαμογέλασε μονάχα και η Αθήνα καταγράφηκε στις προνομιούχες πόλεις του αρχιευνούχου, για να χρησιμεύουν τα εισοδήματά των, σε είδη και σε χρήματα, στις ανάγκες του σουλτανικού γυναικωνίτου.
Αντί για πάσα λοιπόν άλλη διοικητική αρχή, ένας Βοϊβόδας, οικονομικός κυρίως διαχειριστής και αντιπρόσωπος του αρχιευνούχου, έμενε στην Αθήνα, που κάθε τόσο άλλαζε, έχοντας κοντά του το Φρούραρχο της Ακροπόλεως ―δηλ. τον Δισδάρη― το Μουφτή, τον Κατή και τον αρχηγό της φρουράς της πόλεως, το Σαρδάρη.
Η Εύβοια όμως δε βρίσκεται πολύ μακριά απ’ την Αθήνα και η Εύβοια είχε πασά, κι οι Τούρκοι της Ευβοίας, οι Καρυστηνοί μάλιστα, ήσαν οι χειρότεροι Τούρκοι. Ο πασάς λοιπόν, που δεν του ‘φθανε κάθε ακμή και κάθε βλάστηση που φαινότανε στην περιοχή του, μα έκανε και ταξιδάκια και περιοδείες και εκδρομές για να μάθει τάχα για την κατάσταση των ζωντανών του, πάντα έβλεπε με λάγνο μάτι την Αθήνα, που κλεισμένη μέσα στα τείχη της περνούσε ταπεινή αλλά ήσυχη ζωή.
Όταν λοιπόν ο πασάς είχεν ισχυρούς προστάτες που να μπορούν ν’ απομακρύνουν τους κεραυνούς του αρχιευνούχου, ή ερχότανε η πληροφορία πως ήσαν ανωμαλίες στη Βασιλεύουσα, και κανείς δεν είχε την διάθεση να σκεφτεί και για την Αθήνα, τότες ο πασάς του Ευρίπου, είτε συνεννοημένος με τον Βοϊβόδα, είτε όχι, ερχότανε και στην Αθήνα, βρίσκοντας για καλό και για κακό κάποια αφορμή.
Και η ανατολίτικη κουτοπονηριά αυτά τα πράγματα τα ξέρει με το παραπάνω!
Αυτή λοιπόν ήταν η περίφημη στην ιστορία της πόλεως φοβερή είσοδος του πασά.
Όταν ακουότανε πως ζυγώνει, τότε τα παλιοκάνονα των εορτών, που ήσαν αραδιασμένα κατά το βορεινό τείχος της Ακροπόλεως, κοντά στο Ερεχθείο, μπαίνανε σ’ ενέργεια.
Με την πρώτη κανονιά αμπαρωνόντουσαν όλοι οι κάτοικοι και σταυροκοπιούνταν οι γυναίκες, ενώ η γριά ευχότανε να ‘θελε τσακίσει το ποδάρι του ο πασάς.
― Κι αν δεν μπορεί τότες να φύγει, γιαγιά;…
― Ε, ας το σπάσει στο γυρισμό!…
Η είσοδος ενός φοβερού πασά του Ευρίπου αγγέλθηκε. Βρισκόμαστε στο έτος 1801.
Οι Άρχοντες είχαν παραγγείλει στον Βοϊβόδα πως μεγάλη είναι η τιμή που τους γίνεται και είναι λυπηρό, ότι τα προνόμια της πόλεως, για τα οποία θα γράψουν πάλι στη Βασιλεύουσα, δεν επιτρέπουν συχνότερα να αξιώνονται αυτήν την τιμή.
― Καταλαβαίνω τι λέτε, ―απαντά χαμογελώντας ο Βοϊβόδας, μα δεν είναι τίποτις στο χέρι μου. Φορέστε τα καλά σας και πάμε ναν τον υποδεχτούμε, γιατί είναι αψύς, και δε θα καλοπεράσομε ούτε εγώ μα ούτε και σεις…
Να τον! ζυγώνει τώρα. Περνάει απ’ την πόρτα των Μεσογείων, απ’ τη Μπουμπουνίστρα, και μπαίνει στην πόλη.
Μπροστά έρχονται καβαλαρέοι σωματοφύλακες και Σπαχήδες των χωριών απ’ τα οποία πέρασε. Μαύρα γένια, ενωμένα με πυκνά μουστακόφρυδα μόλις αφήνουν λίγη θέση για να φαίνονται τα δύο φοβερά μάτια του πασά που λαμποκοπούν. Όλοι οι Τούρκοι της πόλεως με κουρελιασμένα κόκκινα μπαϊράκια, τρέχουν για να τον υποδεχτούν αλαλάζοντας. Τα κανόνια τραντάζουν το έδαφος της Ακροπόλεως. Αυτός κοιτάζει μόνο το στολισμένο κεφάλι του αλόγου του και προχωρεί υπερήφανος και καμαρωμένος. Πίσω απ’ τον τούρκικον όχλο μπρος απ’ όλους ο Βοϊβόδας βαδίζουν αμίλητοι και συφοριασμένοι οι Δημογέροντες με το Δεσπότη. Ένα παιδάκι περνά τρέχοντας απ’ το ‘να μέρος του δρόμου στο άλλο. Ο πασάς με μικρή κίνηση του χεριού του προστάζει το Μποσταντζή ναν το αποκεφαλίσει «γιατί του ‘κοψε το δρόμο».
Και μακριά απ’ όλους ένα αρχοντόπουλο, είναι δεν είναι εικοσιπέντε χρόνων, παρατηρεί όλ’ αυτά και κλαίει.
Αφού ο πασάς προχωρεί σιγά σιγά, μας αφήνει λίγον καιρό να μιλήσομε γι’ αυτόν που κλαίει.
Τον λένε Μιχαήλ, και είναι ο μοναχογιός μιας παλιάς επίσημης οικογένειας του τόπου. Ο πατέρας του κρατεί από τους Παλαιολόγους της Αθήνας που τους διακρίνουνε με το παρατσούκλι Πόλπατσας· άλλοι ήταν οι Παλαιολόγοι Μπενιζέλοι, και άλλοι οι Ζιγκαράδες. Η μητέρα του κατάγεται από τους Λίμπονες· πρόγονος του Μιχαήλ κατακομματιάσθηκε από τους Τούρκους, από εκδίκηση, γιατί όχι μόνο κατόρθωσε να πάρει τα καταπατημένα προνόμια της πόλεως αλλά να επιτύχει και την τιμωρία των αιτίων. Αφού έμαθε τα κολλυβά γράμματα απ’ τον παπά του Αγίου Θωμά, ο Μιχαήλ Πόλπατσας, έγινε μαθητής του ιερομόναχου Ναθαναήλ που ήταν απ’ την Πάτμο. Αυτός του έμαθε ό,τι εγνώριζε. Και δεν εγνώριζε λίγα. Το πρώτο μάθημα έγινε την νύχτα στην ταράτσα του σπιτιού. Του έδειξε τον κατάστερο ουρανό και αφού του είπε με λίγα κι ευκολονόητα λόγια το σύστημα της κοσμογονίας που παραδεχόντουσαν τότε, άρχισε ναν του δείχνει τους διαφόρους αστερισμούς. Το μάθημα εξακολούθησεν αρκετές νύχτες.
Την ημέρα του συμπλήρωνε ό,τι έπρεπε. Τελευταία του είπε για τη γη σαν ουράνιο σώμα. Ήρθε ύστερα το μάθημα της γεωγραφίας, κι έπειτα της ιστορίας. Στους περιπάτους που έκαναν του δίδασκε Φυσικήν ιστορία. Το μάθημα της γραμματικής γίνονταν το πρωί, ως και η εξήγηση αρχαίου κειμένου, απ’ τον αγαπητό στον Ναθαναήλ Αριστοτέλη. Όταν ο Ναθαναήλ του έμαθε ό,τι γνώριζε, τον επήγεν ο πατέρας του ―ο γερο-Αλέξαντρος Πόλπατσας― στον προϊστάμενον της Μονής των Καπουτσίνων, τον πάτερ Φραγκίσκο, τον αγαπητό στον λαό Φραγκοπατέρα. Κοντά σ’ αυτόν κουτσόμαθε ξένες γλώσσες και γνωρίσθηκε και με ξένους περιηγητές.
Μ’ έναν από δαύτους, που είχε φωτιά στα μάτια, φωτιά στο πρόσωπο, φωτιά και στην καρδιά, ο Μιχαήλ σχετίστηκε πολύ. Ήτον ποιητής ο ξένος. Η πρώτη του συνάντηση ύστερ’ απ’ τη τοπική γνωριμία στην Μονή έγινεν έτσι.
Ο Μιχαήλ γύριζε μια μέρα στην πόλη απ’ τον δρόμο του Δράκου, δίπλα απ’ τους βράχους εκείνους που απάνω τους συγκεντρώθηκαν όλοι οι θρύλοι του μυστικού κόσμου και τους οποίους αφήνοντας κανείς, φτάνει εκεί που νομίζει, πως ακόμα και τώρα θ’ ακούσει τον αντίλαλο της φωνής του Δημοσθένη.
Εκεί απάντησε τον κατάξανθο ξένο και περπάτησαν μαζί. Ο ήλιος έγερνε· ο ξένος επήγαινε σιγά σιγά και είχε καρφωμένα τα μάτια του στην Ακρόπολη. Άξαφνα λέει στο Μιχαήλ:
― Πώς μπορείτε να ζείτε εδώ πέρα, έχοντας κάθε μέρα μπροστά σας την Ακρόπολη, φορτωμένην Τούρκους!; Ήρθα για να μείνω κάμποσο μα θα φύγω γρήγορα. Τα περασμένα μεγάλα χρόνια του τόπου σας και η σημερνή κακομοιριά χτυπιούνται μέσα στα στήθια μου και μου σπαράζουν την καρδιά.
Αυτά είπε και πολλά αλλ’ ακόμη και απ’ τα χείλη του έριχνε άσβεστη φλόγα στου Μιχαήλ την ψυχή.
Πάντ’ αγαπούσε την πατρίδα του ο Μιχαήλ, αλλ’ από τότες η αγάπη της έγινε πιο βαθιά, πιο δυνατή, πιο αληθινή. Άλλος κόσμος, κόσμος μεγάλος και μαγεμένος πετάχθηκ’ έξαφνα και ξανοίχτηκε μπρος του και η ζωή του έγιν’ από τώρα κι εμπρός ένα ατέλειωτον όνειρο.
Για τούτο ο Μιχαήλ έκλαψε σαν είδε να μπαίνει στην πόλη καμαρωμένος ο πασάς της Ευβοίας.
Β’.
Το τουρκικό διοικητήριο το είχαν ετοιμάσει και συγυρίσει καταλλήλως για να μείνει ο πασάς. Εκεί, αφού εδέχθηκε αυτός τα δώρα των επισήμων Τούρκων και Ελλήνων, του Μητροπολίτου και των Μονών της Αττικής, παρέδωσε στον Αρχηγό της φρουράς των Αθηνών κατάλογο των καλυτέρων νοικοκυραίων του τόπου ―είχε δε γενεί με πολλή επιμέλεια ο κατάλογος.
Αυτοί θα έπρεπε να πληρώσουν, με κάποιαν αναλογία αρκετά μεγάλο ποσό, που χρεωστούν τάχα από διάφορες αιτίες στον αποκεφαλισθέντα προ ολίγων χρόνων Χασεκήν, του οποίου την περιουσίαν ήρθε να καταγράψει ο πασάς. Οι άνθρωποι του πασά ελαφυραγώγησαν τότε, άρπαξαν, εβίασαν, εβασάνισαν και όταν έφυγε τέλος ο πασάς, καταφορτωμένος από δώρα και λάφυρα, έσυρεν από πίσω και μερικούς από τους κατοίκους, περιμένοντας να στείλει ο τόπος ή να πληρώσουν οι οικογένειές των τα λύτρα που είχεν ορίσει, και τα ονόμαζε χρέη.
Καθεδρική εκκλησία των Αθηνών ήτον τότε ο Άγιος Παντελεήμων. ―Ούτε ίχνος του δε σώζεται πια στην πλατεία του Δημοπρατηρίου, όπου ήτον. Όλοι οι ενορίτες του Καθολικού είχαν συγκεντρωθεί εκεί την Κυριακή, αλλά και από τη συνοικία του Κάτω Σιντριβανιού ακόμη, και από τη συνοικία του Τεκέ των Αέρηδων, όπου είναι και το τζαμί του Κατακτητού, η Παλαιά Μητρόπολις των Αθηνών, ο σημερινός στρατιωτικός δηλ. φούρνος, γιατί θα μιλούσεν ο Μητροπολίτης.
Αυτός όμως δεν εφάνηκε, και ούτε είχ’ ευλογήσει το ποίμνιό του από την ημέρα της αναχωρήσεως του πασά, κουρασμένος και βαργεστημένος.
Στο προσκυνητήρι του όμως, το καταστολισμένο με αρχαία ανάγλυφα παλαιό εκκλησιδάκι, που λέγεται τώρα μικρή Μητρόπολις και τιμάται τ’ όνομα του Αγίου Ελευθερίου, είχε μεταβεί από την απέναντι ακριβώς κατοικία του, για να δεηθεί. Η παραδοξότατη αυτή εκκλησία ονομάζετο τότε Παναγία η Γοργοεπήκοος, και κοινώς Γοργοπήκο.
Εκεί είχαν έρθει και μερικοί άρχοντες, οι οποίοι σαν ετέλειωσεν η λειτουργία, πήγαν μαζί με τον Μητροπολίτη στο μέγαρό του, όπου σε λίγο ήρθαν και οι Δημογέροντες του έτους εκείνου και δύο Επίτροποι της Πολιτείας, που τους είχαν παραγγείλει να ειδοποιηθούν οι επισημότεροι άρχοντες, οι οποίοι και ήρθαν στη σύσκεψη αυτή.
Οι γεροντότεροι απ’ τους άρχοντας αυτούς, ο γερο-Αλέξανδρος Παλαιολόγος Πόλπατσας, πατέρας του Μιχαήλ, έλαβε τότε το λόγο και είπε.
Μεγάλες είναι οι ανωμαλίες που έφερε στον τόπο και η διχόνοια που εδημιούργησεν ανάμεσα στους Χριστιανούς και στους Τούρκους, ακόμη και στην Εκκλησία μας, αυτός ο αλιτήριος ο Χασεκής. Τέλος μας απάλλαξεν ο Θεός απ’ αυτόν, ελπίζω ότι προς το συμφέρο της και η Πύλη δε θα στείλει πια το πρώτο κάθαρμα των στάβλων για Βοϊβόδα της Αθήνας. Και η Εκκλησία μας με την καλή θέληση του Παναγιωτάτου ελπίζομε πως θα ειρηνεύσει. Μόλον τούτο η τελευταία επίσκεψη του πασά μας έπεισε, πως ότι οι αγώνες μας για την αποκατάσταση των πραγμάτων στον τόπο μας δεν πρέπει να σταματήσουν. Νέα πάλι πρεσβεία από κατάλληλα πρόσωπα πρέπει να ξεκινήσει για τη Βασιλεύουσα, προς τιμωρία του πασά που καταπάτησε τα προνόμιά μας, και για την έκδοση νέου Φιρμανίου που να μας εξασφαλίζει περισσότερο και να είναι πιο αυστηρό για τους παραβάτες των ορισμών του.
― Ορθά είναι όσα είπες Αλέξαντρε, είπεν ο Μητροπολίτης τότες· όπως είναι όμως τώρα τα πράγματά μας αν λείψουν δύο τρεις των αρχόντων θα παρατηρηθεί και θα έχομ’ εδώ εκδικήσεις και στη Βασιλεύουσα εμπόδια. Μη λησμονείς πως ο πασάς είναι πολύ ισχυρός. Τον προστατεύει ο ίδιος ο Καετάν πασάς, που είναι και συγγενής του. Μου φαίνεται, πως πρέπει να πάει στη Βασιλεύουσα ένας μονάχα και όχι από τους πιο γνωστούς και να προφασιστεί πως φεύγει για τη Βενετία. Και για τέτοιο προτείνω, άρχοντες, το γιο του άρχοντος Αλεξάντρου, τον Μιχαήλ, νέο μυαλωμένο, φιλόπατρη και φρόνιμο.
Όλοι συμφώνησαν με τον Μητροπολίτη τότες και ανάθεσαν στους Δημογέροντες να φροντίσουν για τις συστατικές επιστολές και για τα χρήματα με τα οποία θα τον εφοδιάσουν.
― Όσο για τις επιστολές, είπ’ ο Αλέξαντρος, κάμετε ό,τι πρέπει, χρήματα όμως του τόπου δε δέχομαι. Δεν έχω πολλά, όσα όμως έχω, όσα μου άφησαν δηλαδή να έχω, αρκούνε για το ταξίδι, τη διαμονή και το ξαναγύρισμα, με τη βοήθεια του Θεού, του γιου μου.
― Πάντοτε ευγενικός και γενναίος ήσουν Αλέξαντρε! είπε τότες ο άρχοντας Γερένης.
― Αλήθεια είναι αυτό, επρόσθεσ’ ο Κοδρικάς, αλλά πρώτ’ απ’ όλα να ερωτηθεί ο νέος.
― Να ερωτηθεί!;… Όποιος τον ρωτήσει θα τον προσβάλει. Ούτε προτροπές, ούτε παρακλήσεις, μόνο διαταγές δέχεται ο καλός πατριώτης, όταν πρόκειται να εργαστεί για τη σωτηρία του τόπου του.
― Εγώ προτείνω λέει ο Γερένης και κάτι άλλο. Να μην πάει χωρίς αξίωμα. Ναν τον εκλέξομε δημογέροντα. Άλλο είναι να επισκεφτεί τους επισήμους της Κωνσταντινουπόλεως ένας νέος Αθηναίος και άλλο ένας Κοτζάμπασης. Καθώς γνωρίζετε ο αριθμός των φετινών Δημογερόντων μας δεν είναι πλήρης. Δε σημαίνει πως θ’ αργήσει ολίγο η αναχώρηση του, δεν σημαίνει πως είναι πολύ νέος. Νέος ήτον κι ο εθνομάρτυρας ο Λίμπονας… Θα συνεννοηθώ με τους προέδρους των ρουσφετίων και τους πρωτομαστόρους για την εκλογή του.
Όλοι συμφωνήσανε σε τούτο και η συνάθροιση διαλύθηκε.
Ενώ όμως εγίνονταν αυτά, ένα νέο, ασυνήθιστο πράγμα συνέβηκε στην Αθήνα.
Γ’.
Βρισκόμαστε στην αρχή του 19ου αιώνος. Είναι Άνοιξη. Η εμφάνιση ξένου στην Αθήνα ήτον και δικαίως, με την κατάσταση της πόλεως και τις δυσκολίες των ταξιδιών, και με τους συχνούς πολέμους, πολύ σπουδαίο πράγμα.
Τώρα δεν πρόκειται για έναν ξένο. Είναι συντροφιά ολόκληρη από έξι καλλιτέχνες.
Τους οδηγούσεν ο υποπρόξενος της Αγγλίας και είχαν μπροστά τους τον Ιταλό ζωγράφο Λουτζιέρη. Στην αρχή διαδόθηκεν ότι έχουν σκοπό να μελετήσουν και να ζωγραφίσουν τ’ αρχαία, όπως πάντα έκαναν οι περιηγητές. Αγάλια αγάλια όμως άρχισε να κυκλοφορεί η πληροφορία πως θα κάμουν ανασκαφές. Ύστερα πως θα περιμαζέψουν τα εδώ κι εκεί σκορπισμένα, κατασπασμένα και περιφρονημένα αρχαία. Αλλά πως δεν έχουν την άδειαν να ρίξουν κτίριο για να πάρουν κολώνες, επιγραφές ή ανάγλυφα.
Ο τόπος ανησύχησε πολύ. Η αξία και η τιμή της πόλεως, αλλά και η ελπίδα της ακόμα στα αρχαία της εφώλιαζε.
Ο Μιχαήλ ήταν απαρηγόρητος, αλλά και οι Καπουτσίνοι και οι διάφοροι πρόξενοι, και οι ξένοι που έμεναν εδώ έφριξαν για το μεγάλο έγκλημα.
― Δε θ’ αφήσουν στην Αθήνα ούτε ερείπια για να κλαίμε επάνω σ’ αυτά την τύχη της αθανάτου πόλεως, εφώναξ’ ο Αβάς και τα ‘ψαλε με πολύ θυμό και βρισιές σε κάποιον που τόλμησε να πει πως με τη μεταφορά των σε πολιτισμένο κέντρο θα ωφεληθεί η τέχνη.
Όταν οι πράκτορες του Έλγιν σήκωσαν κακούργο χέρι κατά του Παρθενώνος, και αυτοί οι Τούρκοι αντιστάθηκαν. Και χρειάστηκαν νέες πολιτικές ενέργειες και χρήματα πολλά του Έλγιν, για να βγει νέο φιρμάνιο που να επιτρέπει να παίρνουν εκμαγεία απ’ τον Παρθενώνα και έδινε το δικαίωμα, αν θελήσουν και μερικά τεμάχια να τ’ αφαιρέσουν, χωρίς να εμποδίζονται από κανέναν σ’ αυτό. Η εργασία που έδιναν στους Τούρκους με γερή πληρωμή, και τα χρηματικά και άλλα δώρα στις τουρκικές αρχές, εσυμπλήρωσαν την ασάφεια του φιρμανιού.
Και μ’ όλα ταύτα ―πράγμα απίστευτο― όταν ένα ανάγλυφο του Παρθενώνος απ’ την δεξιότητα των τεχνιτών έπεσε κάτω και κομματιάσθηκε, ο Τούρκος φρούραρχος δάκρυσε, πέταξε το τσιμπούκι του κάτω, επλησίασε και φώναξε παρακαλεστικά στον Λουτζιέρη: «Λυπήσου τα επί τέλους…».
Ο Μιχαήλ δεν είχε φύγει. Η κομματική αντίδρασις εδημιούργησεν εμπόδια και αναβολές ακόμα. Και τέλος κατόρθωσαν, η εναντίον του πασά του Ευρίπου ενέργεια να γίνει μόνον με αναφορά στον Πατριάρχη και με την ενέργεια των Αθηναίων που ήσαν στην Πόλη. Ήτον ανυπόφορα γι’ αυτούς, ένας τόσο νέος, να δοξαστεί και να παρουσιαστεί για σωτήρας του τόπου, επαυξάνοντας έτσι την υπόληψη του σπιτιού του. Την εκλογή του όμως για Δημογέροντα δεν μπόρεσαν ναν την εμποδίσουν. Κι ο Μιχαήλ και η οικογένειά του, κι αυτός που ‘λαβε την πρωτοβουλία ο Γεράνης, ήσαν πολύ αγαπητοί σ’ εκείνους που είχαν στα χέρια τους την πραγματική δύναμη του τόπου, στους αρχηγούς των συντεχνιών, ή ρουσφετίων, όπως λεγόντουσαν τότε.
Τα όργανα του Έλγιν άρχισαν να σακατεύουν και το Ερεχθείον. Όταν μάλιστα πήραν την ωραιότερη απ’ τις Καρυάτιδες και την μετέφεραν και την κατάριξαν στο Ριζόκαστρο, γενικό και βαθύ ήτον το πένθος της Αθήνας.
Δεν έμεινε σπίτι που η γριά να μη διηγηθεί τον θρύλο «για τις Βασιλοπούλες του Κάστρου, που τις εμαρμάρωσ’ ένα κακό στοιχειό». ― Μεγάλη διαφωνία γεννήθηκε μονάχα τι σόι στοιχειό να ήταν αυτό, ή αν ήταν ο Εξαποδώ απατός του ή κανένας απ’ τους παλιούς θεούς, «που τους εφυλάκωσε στα Τάρταρα ο Μεγαλοδύναμος».
Κανένας δε είχε ιδωμένα ποτές του από κοντά την Καρυάτιδα. Ποιος Χριστιανός ημπορούσε να ανεβεί στο Κάστρο εξόν αν τον πήγαιναν για να τον κλείσουν κατάδικο στον Κουλά των Προπυλαίων για να μη βγει ποτές του πια;!
Όλοι λοιπόν, μικροί και μεγάλοι πήγαν και την είδαν τότε, την χάιδευαν, την μοιρολογούσαν, την έκλαιγαν μάλιστα, την έκλαιγαν.
Τόσο γενική, τόσο βαθιά ήτον η συγκίνηση, που να κλονίσει την ψυχή και να ερεθίσει τα νεύρα, τόσο, ποτές δεν είχε παρατηρηθεί στην Αθήνα. Τώρα δεν πρόκειται για συνηθισμένη λεηλασία και καταδίωξη, πρόκειται για την αρπαγή του ωραίου κορμιού της Μαρμαρωμένης Βασιλοπούλας του Κάστρου.
Δ’.
Είναι νύχτα βαθιά και σκοτεινή. Όλοι κοιμούνται στο σπίτι του Αλέξαντρου, μόνος ο Μιχαήλ αγρυπνεί. Βρίσκεται μόνος στον ξενώνα του σπιτιού του. Είναι μεγάλο δωμάτιο με ψηλά καφασωτά παράθυρα, απ’ τα οποία κάθε πρωί ο Μιχαήλ βλέπει την Ακρόπολη, ακριβώς το Ερεχθείον και την Πινακοθήκη των Προπυλαίων. Τον τοίχο του δωματίου αυτού που βλέπει κατά το δρόμο τον πιάνει όλον ένα μεγάλο ντιβάνι· στην απέναντι πλευρά είναι μια θύρα, απ’ την οποία μπαίνανε οι μουσαφιρέοι, αφού περάσουν έναν ευρύχωρο διάδρομο· στις δε πλάγιες πλευρές δύο αντικρισμένες θύρες φέρνουν στα δωμάτια του ύπνου του Μιχαήλ και των γονέων του. Ο ξενώνας έχει ένα μεγάλο τζάκι· στη μέση βρίσκεται ένα τραπέζι καταστρόγγυλο με μάρμαρο μαύρο. Απάνω σ’ αυτό είναι ένας ψηλός λύχνος τρίφωτος αναμμένος και ένα παλιό βιβλίο. Μία καρέκλα βενετσιάνικη που καθόταν ο Μιχαήλ και διάβαζε, είναι κοντά στο τραπέζι. Απέναντι είναι μια άλλη καρέκλα στην οποία είναι ριγμένος ένας μαύρος μανδύας, το καφτάνι, της Δημογεροντίας το γνώρισμα και το αρχοντικό του καλπάκι.
Τα φορέματα της αρχοντικής τάξεως, πολύ μοιάζουν με παπαδίστικα· όταν ο Άρχοντας με τα μακριά του μαλλιά δε φορούσε το καλπάκι του, μόνον απ’ την έλλειψη της γενειάδας, την οποία εξούριζαν, τον διέκρινε κανείς πως δεν ήτον κληρικός.
Ο Μιχαήλ στέκεται στο ολάνοιχτο παράθυρο και παρατηρεί έξω. Ο καιρός είναι βροχερός. Κάθε τόσο αστράφτει. Για μια στιγμή φαίνεται η Ακρόπολις και πάλι χάνεται στο σκοτάδι.
Αλλοίμονο! Και η συννεφιά θα περάσει, και το σκοτάδι θα το διαλύσει ο ήλιος που θ’ ανατείλει την αυγή. Άλλο είναι το σκοτάδι εκείνο που αιώνες τώρα, προσμένουν οι σκλάβοι να διαλυθεί και ολοένα πυκνώνεται.
Όλον τον πόνο της πόλεως τον αιστάνεται συμπυκνωμένον στην ψυχήν του ο Μιχαήλ, και ο πόνος αυτός τού διώχνει τον ύπνο απ’ τα βλέφαρα και τον κρατεί άγρυπνο και ορθόν στο παράθυρο, από το οποίο κάθε τόσο που αστράφτει, για μία στιγμή φαίνεται η Ακρόπολη και πάλι χάνεται.
Άξαφνα ο Μιχαήλ ακούει σαν κλάματα γυναικών. Έρχεται ένας ελαφρός αρμονικός ήχος, σαν από Αιολική λύρα, που δε γνωρίζει κανείς αν είναι απήχηση των οργάνων, μουσικών που παίζουν μακριά ή τραγουδιών, ή θρήνοι που μόλις ακούονται. ‘Ύστερ’ ακούεται και σα θρηνητική φωνή μονάχα μιας γυναικός.
Ο Μιχαήλ προσέχει. Πολύ καλά γνωρίζει, πως είναι επικίνδυνο να βγει έξ’ απ’ το σπίτι του τη νύκτα και τέτοιαν ώρα μάλιστα. Αλλ’ αν άρπαξαν, αν κινδυνεύει καμιά Ελληνοπούλα και ζητά βοήθεια; Τη βοήθεια αυτή, που σα ραγιάς μπορεί και να την αρνηθεί, σα Δημογέροντας μπορεί να κάμει πως δεν άκουσε τίποτις, σα νέος ευγενής και γενναίος μπορεί να μην τη δώσει; Προσέχει. Πάλι ο θρήνος ξανακούεται. Αρπάζει τότες το μανδύα του, φορεί και το κάλυμμά του και σβήνει το λυχνάρι.
Την ίδια στιγμή όμως, μισοανοίγει μια θύρα και προβάλλει το χέρι της μητέρας του που κρατεί ένα αναμμένο λυχνάρι. Η κατάλευκη κεφαλή της είναι ωραία, που μόλις φωτίζεται απ’ το λυχνάρι αυτό. Ο Μιχαήλ μένει τότε στη θέση του ακίνητος. Η μητέρα του δεν τον είδε ακόμη και φωνάζει.
― Παγώνα! Σταμάτα! Κοπέλες μου!… κοιμάστε καλέ ακόμα;… Ντροπή σας! Το ορνίθι λάλησε και σεις ψοφολογάτε;
Προχωρεί δυο τρία βήματα ακόμα, βλέπει έξαφνα τον Μιχαήλ, και κάνει ένα βήμα πίσω, τρομαγμένη.
― Έλα Χριστέ και Παναγιά! Παιδί μου!… τέτοιαν ώρα έξυπνος!;… Τι τρέχει; τι έχεις; Μην είσαι άρρωστος, κι εγώ, η δόλια η μάνα σου, κοιμάμαι;!…
Ενώ λέγει όμως αυτά, σηκώνει το λυχνάρι και τον παρατηρεί.
― Μπα! σε βλέπω ντυμένον για καλά με το καλπάκι στο κεφάλι· φορείς και το καφτάνι του κοτζαμπάση!… Τώρα έρχεσαι ή τώρα βγαίνεις έξω; Και το ένα κακό και το άλλο ψυχρό. Κι εγώ φοβήθηκα μην είσ’ άρρωστος! Κι εσύ μου είσαι γιε μου, λύκος δράκος. Δε μιλάς καλέ; Ολόρθος τέτοιαν ώρα μέσα στη μέση του σπιτιού σαν το σκιάζαρο; Κάμε Σταυρό απάνω σου! Καλέ ποιανού μιλώ και δε μου δίνει απάντηση; Σύρε γδύσου, κοιμήσου γρήγορα… Οι καλοί ανθρώποι, ύστερ’ απ’ τα μεσάνυχτα δε τριγυρίζουν στα σκοτάδια!
Ενώ μιλεί η μητέρα του, αυτός το νου του τον έχει στο παράθυρο και προσέχει στη φωνή. Κάτι ξανακούει, μα η μητέρα του αρχίζει πάλι ναν τον μαλώνει.
― Μα μητέρα, σώπα πια…
― Να σωπάσω λέει;… Ακούς εκεί! να σωπάσω!… Θα φωνάξω, θα σηκώσω όλους στο ποδάρι, να ιδούμε τι τρέχει.
Ο Μιχαήλ προσπαθεί τώρα ναν τη καθησυχάσει. Την χαϊδεύει και της λέει σιγά και γλυκά.
― Μη συγχύζεσαι μητέρα. Μη φωνάζεις και ξυπνήσεις τον πατέρα. Θα ‘βγω έξω και σε λίγο θα γυρίσω.
― Έξω θα ‘βγεις τέτοιαν ώρα!!… Και για ποιαν αιτία; Σε τρώει το κεφάλι σου φαίνεται. Δεν ξέρεις τι εχθρούς έχομε;! Ο πρώτος κακός Τούρκος που θα σε βρει μονάχο θα σε σκοτώσει ―ας φάω τη γλώσσα μου― θα σε πετάξει σε κανένα ξεροπήγαδο, και αύριο θα πούνε «τον έφαε το φεγγάρι…».
― Μητέρα μου! είναι ανάγκη να βγω. Δεν ακούς λοιπόν; Λέγοντας αυτά κάνει να φύγει, μα η μητέρα του τον κρατεί απ’ το ρούχο του.
― Μείνε σου λέω. Η μάνα σου μιλάει. Λυπήσου τα νιάτα σου. Κάνε μου λυπήσου τα γεράματά μου. Άκουσέ με.
― Σ’ ακούω μητέρα μου, μα ακούω κι άλλη γυναίκεια φωνή έξω, που σα να ζητάει βοήθεια… Άφησέ με…
Ο Μιχαήλ φεύγει σαν αστραπή, ενώ η μητέρα του απελπισμένη φωνάζει.
― Αλέξαντρε! Αλέξαντρε!
Στη φωνή της συζύγου του, με όλα του τα γεράματα, έρχεται γρήγορα ο Αλέξαντρος, αφού ντύθηκε όπως όπως. Τα κάτασπρά του τα μαλλιά είναι χυμένα πάνω στον μαύρο του μανδύα.
― Τι τρέχει, Όρσα; Τι έπαθες; Σώνει και καλά λοιπόν θέλεις να μας σηκώνεις όλους στο πόδι απ’ τα μεσάνυχτα;
Η Όρσα όμως χωρίς ναν τον αφήσει να τελειώσει τη φράση του, χωρίς ναν τον ακούσει καν, του φωνάζει παρακαλεστικά.
― Πρόβαλε στο παραθύρι… φώναξέ τον γρήγορα να γυρίσει πίσω!…
― Ποιον καλέ, να φωνάξω!
― Το παιδί μας!
― Το παιδί μας!… Και πού πάει τέτοιαν ώρα;
― Ώσπου να σου πω πού πάει, και γιατί πάει, ο Θεός ξέρει τι συφορές θα μας βρουν. Φώναξέ τον γρήγορα για τους οικτιρμούς του Θεού!…
― Σύχασε, Όρσα, μην κάνεις έτσι!… Για να ‘βγει τέτοιαν ώρα όξω, θα ‘πρεπε. Τον ξέρω καλά εγώ το γιο μας.
― Από ένα πανί είσαστε κομμένοι κι οι δυο σας!… Ο ένας, ακούω, λέει, γυναικεία κλάματα στο δρόμο και μπρουφ μία κι όξω, κι ας είναι άγρια μεσάνυχτα, ο άλλος, σαν πιο φρόνιμος να πούμε, χωρίς να ξέρει τι τρέχει… «Δίκιο θα ‘χει, καλά έκαμε…».
― Κλάματα γυναικεία άκουσε τέτοιαν ώρα στο δρόμο!… Κλάματα καμιάς δυστυχισμένης χριστιανής… και δεν πετάχτηκε απ’ το παραθύρι;!… Ποιος ξέρει πόσην ώρα ναν τον κράτησες εδώ άπονη γυναίκα!… Ο Μιχαλάκης είναι αρχοντόπουλο, είναι Δημογέροντας τώρα, είναι άνθρωπος του τόπου, όχι του σπιτιού του… Γνωρίζω τι μπορεί ναν τον εύρει, μα ο τόπος δεν τον έκαμε Δημογέροντα μόνο για να τον τιμήσει. Ακούς εκεί, να χαλάσεις τον κόσμο γιατί βγήκε όξω;!… Και τι θα κάμεις αν πάει καμιά φορά στην Πόλη για να βγάλει το νέο φιρμάνι;
― Ποιο φιρμάνι;
― Το φιρμάνι που να μην μπορεί ο πασάς απ’ τον Έγριπο να ‘ρχεται κάθε λίγο και λιγάκι να μας γδύνει. Το φιρμάνι που ‘χαν οι παππούδες μας.
― Και το Μιχαλάκη θα στείλετε να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα; Αυτά μαγερεύετε τόσον καιρό που ακούω όλο και κάτι μισόλογα; Δεν το ‘χω ‘γώ το παιδί μου για πέταγμα. Αυτό δε θα γίνει ποτέ!
― Θα γίνει και θα παραγίνει. Θα γλιτώσει τον τόπο κι ας πάθει ό,τι πάθει. Γενιά του δεν ήταν κι ο Λίμπονας;
― Άλλος άμυαλος πάλι!
― Μιχαήλ κι αυτός, Δημογέροντας των Αθηνών κι αυτός, το φιρμάνι για τα καταπατημένα δίκια του τόπου έφερε κι αυτός, όπως θαν το φέρει κι ο γιος μας.
― Και μπορείς να μου πεις πού βρίσκονται τα κόκκαλα του Λίμπονα; Χάθηκε κι αυτός, ξεκλήρισε κι όλο του το σόι. Τι κατάλαβε;
― Συ κι εγώ Όρσα μου, σαν πεθάνομε θα μας πουν Θεός σχωρέστ’ τους;
― Βέβαια και θα μας πουν· τι κακό κάναμε;
― Θα μας κάμουν σαράντα, τρίμηνα, ξάμηνα, χρόνο;…
― Αν ζει το παιδί μας βέβαια και θα μας κάνει.
Η συνομιλία των γερόντων γίνεται, ενώ έξω αστράφτει και βροντά. Ο Αλέξαντρος εξακολουθεί.
― Ύστερα θα μας πλύνουν τα κόκκαλά μας με κρασί;
Πάλι βροντά και η Όρσα κάνει το Σταυρό της.
― Ω αναθεματισμένε… ξορκισμένος να ‘σαι!… Κουβέντες που τις κάνεις τέτοιαν ώρα, με τέτοιο σκοτάδι, με τέτοιο μπουμπουνητό, και με τέτοια λαχτάρα που ‘χω στην καρδιά!…
Ο Αλέξαντρος όμως εξακολουθεί.
― Θα περάσουν 4, 6, 8, 10 χρόνια… και ύστερα; Ποιος θα μας θυμάται, ποιος θα ξέρει σε κάμποσα χρόνια ακόμη, αν ζήσαμε και μεις στον κόσμο; Αλλά τον Λίμπονα ποιος δεν τον μνημονεύει;
Και παρατηρώντας στο τραπέζι, προσθέτει.
― Να, και το τραγούδι του Λίμπονα. Ο Μιχαλάκης πάντα δίπλα του το ‘χει.
― Αυτά κι αυτά σας εσήκωσαν τα μυαλά. Έννοια σου και θα σας τη συγυρίσω εγώ καμιάν ώρα αυτή τη φυλλάδα.
― Δε θα κάνεις τίποτις. Την ξέρομε απ’ όξω. Άκου.
Η Όρσα δεν έχει καμιά διάθεση να προσέξει. Παρατηρεί απ’ το παράθυρο ανήσυχη, ενώ ο γερο-Αλέξαντρος απαγγέλλει ενθουσιασμένος.
«Με τι θυμόν οι Αγαρηνοί τον Μιχαήλ αρπούνε
κι ως λύκοι αγριότατοι λιοντάρια θυμωμένα
τον εκαταξεσχίσανε, κι εκείνος ολοένα
τους έλεγε, βαρείτε με, σκληρά φονεύσετέ με
και δια την Πατρίδα μου κομμάτια κάμετέ με…»
Η Όρσα τώρα χάνει την υπομονή και του κόβει το λόγο θυμωμένη.
― Ουφ! βαρέθηκα πια αυτόν τον εξάψαλμο!… Όλο τα ίδια και τα ίδια μου κοπανάς σαράντα τώρα χρόνια που ‘μαστε παντρεμένοι!…
Αλλά κάτι θυμάται και χτυπά ελαφρά με το χέρι το κεφάλι της.
― …Καλέ! τόσην ώρα και να μην το θυμηθώ! Ένα κεφάλι βλέπεις το ‘χω κι αυτό μου το κουρκούτιασες με τις ρίμες του Λίμπονα… Θα στείλω το Σιδέρη με το φανάρι για το Μιχαλάκη μας.
― Κι αν τον σκοτώσουν οι Τούρκοι;
― Ναι, βλέπεις, θα χάσει η Βενετιά βελόνι!
Και προχωρεί για να φύγει.
― Όρσα!… Έχει και ο Σιδέρης μάνα!…
Η Όρσα είχε γεροντικές παραξενιές και αδυναμία στο μονάκριβο γιο της, ο περιορισμός μέσα στα στενά όρια του σπιτιού την είχε καρφώσει στις συνηθισμένες σκέψεις, που λέγονται πραχτικές και την είχεν αποξενώσει από κάθε ενθουσιασμό. Ήτον όμως κατά βάθος αγαθή και καλή γυναίκα για τούτο ο Αλέξαντρος, άμα βγήκε από το δωμάτιο την εσυμπόνεσε και λυπήθηκε κατάκαρδα γιατί της μίλησεν έτσι απότομα· μελαγχόλησε κι αυτός τότε και εκάθισε κατά το παράθυρο περίλυπος και συλλογισμένος. Τις σκέψεις του όμως τις έκοψ’ η Όρσα άξαφνα.
― Σαν η γρουσουζιά μπει σ’ ένα σπίτι, μπαίνει με τα όλα της. Ο Αλέξαντρος έχει το νου του αλλού και χωρίς να την ακούσει τι είπε, της λέγει σιγά και βιαστικά.
― Όρσα! Όρσα!
― Τι θέλεις; Μήπως ξέχασες τίποτις απ’ τη φυλλάδα του Λίμπονα, ή μήπως αποφάσισες να ξεπορτίσεις και συ;
― Όρσα, Όρσα! Έλα κοντά μου. Πρόσεξε λίγο! Άκουσ’ όξω!
Η Όρσα ζυγώνει στο παράθυρο και ακούει.
― Καλέ σαν ν’ ακούω κάτι. Βοήθα Χριστέ και Παναγιά το παιδί μας, βόηθα το σπίτι μας.
― Και κάθε Χριστιανό. Μα σώπα και άκουε.
Η Όρσα ακούει, κιτρινίζει, τρέμει, και πάει πίσω πίσω φοβισμένη ύστερ’ αφήνεται απάνω στο άλλο κάθισμα.
― Αυτές είναι! Αυτές είναι! Παναγία βόηθα! Παναγία βόηθα!
― Τι τρέχει; Τι έπαθες! Ποιες είν’ αυτές;
― Οι Καλοκυράδες του Κάστρου! Οι Καλοκυράδες του Κάστρου!
Προσέχουν τώρα και οι δυο στριμωγμένοι στο παράθυρο και εξακολουθούν την ομιλία τους.
― Μπορεί να ‘χεις δίκιο Όρσα. Οι φωνές αυτές δεν είναι σαν κάθε φωνές, είναι κάτι σα βουή και σαν κλάμα μαζί σαν τραγούδι και σα μοιρολόι μαζί! Κάτι έχω ακούσει γι’ αυτές!…
Η Όρσα τώρα έχει τον λόγο:
― Η γριά η μαμή μου ―Θιος σχωρέστην πεθαμένη τώρα και 45 χρόνια― που ήξερε καλά από ξωτικά κι αερικά ―έξω απ’ το σπίτι μας― μου ‘λεγε, πως είχεν ακουστά απ’ τη προμάμη της, πως τον καιρό που ‘πεσε το μεγάλο τζαμί του Κάστρου…
― Ο Παρθενών;
― Τζαμί του Κάστρου το ξέρω εγώ. Να αυτό που κατεβάζουν οι Εγγλέζοι τα μάρμαρα. Όταν λοιπόν οι Βενετσάνοι γκρεμίσανε το μεγάλο τζαμί, ακουστήκανε τα μεσάνυχτα γυναικεία κλάματα στο Κάστρο. Κλαίγανε οι μαρμαρωμένες Βασιλοπούλες ―οι Καλοκυράδες ντε!― που είναι πίσω απ’ το τζαμί, σ’ αυτό το άλλο μαρμαρόσπιτο…
― Το Ερεχθείον;
― Όπως θέλεις πες το… Αυτό που είναι οι μαρμαρωμένες κοπέλες και βαστούν το ταβάνι στο κεφάλι τους. Αυτές το λοιπόν, κατά πως μολογούσαν οι γερόντισσες ήτανε αθάνατες βασιλοπούλες και κάποιο μεγάλο στοιχειό τις εμαρμάρωσε και τις έκανε μαρμαροκολόνες στο παλάτι τους. Η ψυχή τους ούτε κόλαση βρίσκει ούτε παράδεισο, και στοίχειωσαν κιόλας και γινήκανε αερικά, Καλοκυράδες, και τριγυρίζουν νύχτα μέρα γύρω γύρω απ’ τα μαρμαρωμένα τα κορμιά τους, και χορεύουν σα σίφουνας· και μήτε ακούονται μήτε φαίνονται, μόνο κάπου κάπου γελούν σαν τον όξ’ από δω, και αλλοίμονο σ’ αυτόν που θαν της ζυγώσει την κακή την ώρα…
― Καλά, μα η μια φωνή, που μοιάζει με τις πολλές, μα ακούεται κάτω, σαν πιο κοντά, τι να ‘ναι;
― Να μην σήκωσαν και καμιά από δαύτες οι Εγγλέζοι και την κατέβασαν κάτω;
― Βέβαια, σήμερα μάλιστα, και την έχουν ακουμπισμένη στο Ριζόκαστρο, όχι και πολύ μακριά από δω, γιατί δεν μπόρεσαν ναν τη στείλουν στο Δράκο.
― Αυτό είναι! Αυτό είναι! Κλαίνε οι Καλοκυράδες του Κάστρου για την αδερφή τους, κι αυτή τους αποκρίνεται από κάτω! Ω δυστυχία μας, δυστυχία μας, αν δώσει κανένα μπάτσο στο γιο μας και πάθει το φως του!!
― Μη φοβάσαι Όρσα, μη φοβάσαι!
― Πώς να μη φοβάμαι;! Δεν θυμάσαι τι έπαθε ο Γιάννης του Πουλημένου; Η Κλίνω της Σερέταινας που την κράτησαν οι Καλοκυράδες μια βδομάδα και την πήγαν ύστερα και την άφησαν στον Τεκέ, στους Αέρηδες!; Κι ο παπασεραφείμης; Κι ο φτωχός ο Αρδάνης;!
― Οι κοπέλες του Κάστρου δεν είναι κακές. Οι κακές βρίσκονται στις σπηλιές, στα ψηλά τ’ αλώνια, στα βαθιά ξερορέματα. Αυτές είναι Ελληνοπούλες, θα είναι Νεράιδες. Μάλιστα να ‘χαμε τύχη…
― Τι τύχη να ‘χαμε;! Ν’ άρπαζε τάχατες ο Μιχαλάκης μας το μαγνάδι της και ναν την κάναμε νύφη;! Ας μας λείψει τέτοια τύχη. Έρχεται από Νεράιδα ομορφιά στο σόι μα έρχονται και συμφορές! Δεν ξέρω τι απόλαψαν οι Βρετοί που κρατούν από Νεράιδα! Αφού μάλιστα θα συμπεθερέψομε και με τους Χειλάδες κι έχομε τα παιδιά μας από μικρά ταιργιασμένα; Τους ξέρεις τι αγροπερήφανοι, τι φίδια που σου είναι αυτοί οι Χειλάδες, άμα τους πατήσει κανένας την ουρά τους.
― Ναι, κάναμε βλέπεις τη Νεράιδα νύφη, μόνο αρχίσαμε να φοβόμαστε και τις συμφορές και τους Χειλάδες.
― Ωστόσο εγώ εδώ θα ξημερωθώ.
― Όχι Όρσα πάμε να ‘συχάσεις. Αρκετά βασανίστηκες. Ο Μιχαλάκης ώρα την ώρα θα γυρίσει. Για να ‘σαι ήσυχη μάλιστα θα ξυπνήσω τον Τούρκο το νοικάρη του μαγαζιού μας ναν τον στείλω.
― Δόξα σοι ο Θεός που τ’ αποφάσισες να κουνηθείς και συ λιγάκι!
Οι γέροντες αποτραβήχτηκαν απ’ το παράθυρο.
Η Όρσα αντί να ξαναμπεί στο δωμάτιό της κατέβηκε να παρατηρήσει αν νυχτερεύουν οι κοπέλες της, όπως συνηθιζότανε τότες, ο δε Αλέξαντρος κατέβηκε για τον Τούρκο νοικάρη.
Αλλά γιατί δεν γυρίζει πίσω ο Μιχαήλ;
Ε’.
Σκοτεινοί κι έρημοι είναι οι βράχοι της Ακροπόλεως και μόνο τα καντηλάκια του Ριζόκαστρου θαμποφωτίζουν της Παναγιάς το παρήγορο χαμόγελο. Ο Μιχαήλ επείσθηκε πως δε θα κατορθώσει να μάθει από πού έρχονται και γιατί ακούονται οι θρήνοι. Και αν για τις πολλές φωνές κατάλαβε πως έρχοντ’ απ’ την Ακρόπολη ―όπου ποιος ξέρει τι άγριο δράμα να γίνεται― για τη μια φωνή, την παθητική αυτή φωνή, που κάθε τόσο ακούεται και κοντά μάλιστα στη θέση που βρίσκεται, δεν μπορεί να καταλάβει τι να είναι. Αρχίζει να πιστεύει πως είναι αντίλαλος των φωνών της Ακροπόλεως κι αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι του. Όταν κάτω, προς το δυτικό μέρος, διακρίνει κάτι που ασπρίζει. Ζυγώνει και βλέπει πως ήτον το άγαλμα της Καρυάτιδος που το ‘χαν αφαιρέσει το πρωί απ’ το Ερεχθείο και το ‘χαν ριγμένο εκεί, για να το στείλουν ύστερα στο Δράκο, όπως έλεγαν τότες τον Πειραιά.
Ο Μιχαήλ πλησίασε πολύ λυπημένος· τώρα δε αιστάνθηκε ακόμη περισσότερο να προσβάλλεται η αξιοπρέπειά του, αφού είναι Δημογέροντας του τόπου, χωρίς να έχει ούτε τη δύναμη, ούτε το δικαίωμα να φροντίσει γι’ αυτόν.
«Μόνο να κλαίμε για σένα έχομε το δικαίωμα δυστυχισμένη κόρη της Αθήνας!», είπε στο μάρμαρο και κούνησε λυπητερά το κεφάλι του.
Τη στιγμήν εκείνην όμως, πολύ κοντά του, ακούει πάλι το κλάψιμο και τη φωνή. Ξεχωρίζει μάλιστα τις λέξεις: Βοηθήστε με!… Αυτό θέλει ο θρύλος.
― Σε βοηθάω εγώ! Πού είσαι, ποια είσαι; φωνάζει ο Μιχαήλ.
Κι ενώ σηκώνει σφιγμένα μ’ απελπισιά τα χέρια του, νιώθει μέσα σ’ αυτά την άκρη κάτι σαν πέπλου. Είναι και δεν είναι ύφασμα. Τόσο είναι ψιλό. Και στη στιγμή, χωρίς να προφθάσει καν να σκεφτεί και να νιώσει πως κρατεί στα χέρια του μαγεμένο μαγνάδι Νεράιδας ―που γι’ αυτό κοντά στην παραφωτιά τόσες φορές άκουσε τη γιαγιά του ναν του λέει τα πιο παράξενα πράγματα―, κάνει δύο βήματα πίσω και το τραβάει με βία και τότε φανερώνεται μπρος του μια κόρη. Μόνο σε όνειρο μπορεί κανείς να δει τέτοια ομορφιά. Φαίνεται σαν ναν την έχει τριγυρίσει κάποια ομίχλη, κάποιο μικρό κάτασπρο συννεφάκι, που άφηνε να φαίνεται όλη της η κορμοστασιά και να σκορπίζεται η λάμψη μιας απόκοσμης ομορφιάς.
Προχωρεί ευτύς προς τον Μιχαήλ τότε και με ενωμένα τα χέρια τον παρακαλεί. Ω!, τι φωνή είναι αυτή!…
― Δος μου σκληρόκαρδε τον πέπλο μου! Λυπήσου με!
Αλλ’ ο Μιχαήλ κρύβει γρήγορα τον πέπλο στον κόρφο του, που μέσα σ’ αυτόν χάνεται σχεδόν τόσο είναι ψιλός.
Και η Νεράιδα εξακολουθεί να τον παρακαλεί, ενώ ο Μιχαήλ μένει ακίνητος και άφωνος.
― Κακέ θνητέ! Γιατί με ξεσπάς απ’ τη μαγεμένη, την αιώνια ζωή των πνευμάτων;
― Εγώ κακός;!
― Δος μου λοιπόν τον πέπλο μου!
― Και ποιος έδωσε ποτέ μαγνάδι Νεράιδας πίσω; Μαζί μ’ αυτό δίνει την ευτυχία του. Είναι ντροπή στη γη και αμαρτία στον ουρανό, καταπατώ την τύχη που θέλησε να καλυτερέψει τη γενιά μου. Είσαι δική μου, δική μου. Απ’ τη στιγμή που φανερώθηκες μπρος μου ό,τι με κρατούσε με άλλη γυναίκα έσπασε πια με μιας. Η αγάπη η δική σου δεν είναι συνηθισμένη αγάπη· είναι μανιασμένη λαχτάρα που άξαφνα χτύπησε τα στήθια μου και χώθηκε βαθιά στα φυλλοκάρδια μου κατάμεσα. Αν έχω μάτια, έχω μόνο για να βλέπω τη θωριά σου, αν έχω αυτιά έχω μόνο για ν’ ακούω τη λαλιά σου. Θα γίνεις δική μου, δική μου!
― Εγώ γυναίκα αυτού του κόσμου!;
Η Νεράιδα κλαίει τώρα και ο Μιχαήλ της λέει:
― Μου σπαράζεις την καρδιά. Μην κλαις, παρηγορήσου. Κοντά σε μένα η ζωή σου θα είναι ένα παντοτινό χαμόγελο. Μου είπες να σε λυπηθώ, αλλά συ πρέπει να λυπηθείς εμένα, τον δυστυχισμένο. Πώς θέλεις να ζήσω πια χωρίς εσέ;!
― Θα με περιφρονούν οι γυναίκες σας, θα με θεωρούν πνεύμα κακό, δαίμονα καταστροφής.
― Σου υπόσχομαι πως κανείς δε θα μάθει ποτέ ποια είσαι. Θα ειπώ πως είσαι αρχοντοπούλα της Τζιας, θα ειπώ πως σε ξαγόρασα από κουρσάρους, που σε είχαν αρπάξει εκεί που σεργιάνιζες στο περιγιάλι, και σ’ έφεραν στην Αθήνα για να σε πουλήσουν σ’ έναν πλούσιον Αγά. Θα με κατηγορήσουν πως παίρνω για γυναίκα μου μια κλεμμένη, μα θα γίνει αυτό που θέλεις.
Η κόρη όμως εξακολουθεί ναν τον παρακαλεί και στα τελευταία λέει σ’ αυτόν:
― Ω ας τέλειων’ εδώ η ζωή μου! Ψυχροί και άσπλαχνοι άνθρωποι με χώρισαν απ’ τις αδελφές μου εκεί απάνω, και συ με χωρίζεις απ’ το μαρμάρινο κορμί μου, που κοντά σ’ αυτό ζούσα πάντα.
― Εσένα κλαίνε εκεί!; Εσύ τους απαντούσες από δω! Είσαι λοιπόν μια από τις στοιχειωμένες, τις μαρμαρωμένες Βασιλοπούλες του Κάστρου; Είσαι η Καρυάτις;
― Ναι. Αλλ’ αφού με λυπάσαι, άφησε με να πάγω μαζί με το μάρμαρό μου! Να το προσέχω, να ζω πάντα σιμά του.
― Γνωρίζεις πού θα πας; Θα περάσεις ξένους τόπους, μαύρα βουνά, άγρια θάλασσα. Θα πας σε χώρα που δεν τη χρυσώνει ο ήλιος, σε χώρα σκοτεινή, βουτηγμένη πάντα σε μαύρην καταχνιά. Δε θα βλέπεις πια τον Αυγερινό στον Υμηττό από πάνω, να δείχνει που εξύπνησεν η πρώτη ομορφιά, ούτε τον Αποσπερίτη προς τα βουνά της Σαλαμίνος, να δείχνει που κοιμήθηκεν η τελευταία δόξα.
Η κόρη θρηνεί και στην ψυχή του Μιχαήλ τρανεύουν τώρα τα ευγενικότερα αισθήματα. Σε μια στιγμή συλλογιέται πως είναι σκληρό και άνανδρο να έρθει για σωτήρας τάχα και να γίνει βασανιστής. Αλλάζει λοιπόν ευτής γνώμη και της λέγει.
― Σώνει πια. Πάρε το μαγνάδι σου!
Η κόρη όμως κάνει ένα βήμα πίσω και λέγει:
― Ποτέ! Ας ζω στην Ελλάδα, ας ζω στην Αθήνα μου κι ας είμαι θνητή. Έρχομαι· σε ακολουθώ.
― Ω, Καρυάτις, Καρυάτις!
― Λέγε με μόνο Καρυά.
Μόλις είπε τη λέξη αυτή άρχισε να τρέμει. Έφευγε, χανότανε ό,τι την ένωνε πια με τον μυστικό κόσμο. Της μένει μονάχα η ομορφιά. Τίποτις δε θυμάται πια. Σκληρή λήθη σκέπασεν όλα της τα περασμένα, απαράλλακτα, όπως σκέπασεν όλο της το κορμί ο μαύρος μανδύας του Μιχαήλ, με τον οποίο την ετύλιξε.
Είναι μια έρημη κόρη· αυτό μόνο θυμάται. Την λένε Καρυά. Την ελυπήθηκε, την προστάτευσεν ο Μιχαήλ, και τον ακολουθεί.
Ενώ προχωρούν και απομακρύνονται, πηδάει άξαφνα απ’ τα ερείπια ο Αράπης του Βοϊβόδα ο περιβόητος Μαξούτ. Παρατηρεί αυτούς που φεύγουν, αλλάζει θέσεις, πηδάει δεξιά και αριστερά, μυρίζεται τον αέρα και στο φώτισμα μιας αστραπής, βλέπει πως κάποιος οδηγεί μια γυναίκα. Μια άλλη αστραπή τον κάνει να ξανάιδει πως ο κάποιος αυτός είναι ο Μιχαήλ ―τον γνωρίζει πολύ καλά. Η τρίτη αστραπή είναι δυνατότερη και αυτός πάντα χωρίς να φαίνεται μα πιο κοντά τους, βλέπει πως η γυναίκα είναι νέα πως είναι χυμένο απάνω στον μαύρο μανδύα του Μιχαήλ ένα πλήθος από ολόχρυσα μαλλιά. Και μονολογεί:
― Κρίμας τη γυναίκα!… Δεν πρέπει τέτοια γυναίκα σε ραγιά. Μα πάλι σε Τούρκο; Σε Αράπη θα ‘πρεπε… Θα είναι άσπρη… σου είμαι μαύρος… Γελάω και μοναχός μου. Γιατί να γελάω; Μήπως η νύχτα και η μέρα δεν γεννήσανε το πιο γλυκό αστέρι του ουρανού; Να! φτάνουν στο σπίτι. Χτυπάει ο Μιχαλάκης. Βλέπω φως. Η πόρτα ανοίγει. Α… α… χάθηκαν. Και τώρα Αράπη, σούρε τα ξεράδια σου, τράβα στο ξεροκρέβατό σου και ροχάλιζε ως το πρωί.
Στο σπίτι του Μιχαήλ την αρχοντοπούλα της Τζιας την υποδέχτηκαν με πόνο και με αγάπη.
Ο Μιχαήλ θα πήγαινε στη Τζια να δώσει την είδηση στους γονείς της, βουτηγμένους στο πένθος και στην απελπισία, για τη σωτηρία της κόρης των. Έτσι τους είπε.
Μόνο στον πατέρα του είπε πως σκέπτεται να την πάρει γυναίκα χωρίς να λογαριάσει την έχθρα που θα φέρει η απόφασή του αυτή, στους Χειλάδες.
Ο πατέρας του, που αγάπησε την Καρυά σαν παιδί του απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε, είναι σύμφωνος, αυτός θα τα ταχτοποιήσει όλα. Εσυμφώνησαν όμως, ο γάμος να γίνει σα θα γυρίσει ο Μιχαήλ απ’ την Πόλη, που αποφασίστηκε πια να πάει από την υποψία νέας επιδρομής του Πασά.
Τώρα αυτός ήτον πιο δυνατός ακόμη και ερεθισμένος απ’ τα μέτρα που είχαν λάβει οι Αθηναίοι στην Πόλη και τα εξαφάνισε· εδικαιώθηκε μάλιστα και επαινέθηκε, γιατί ήρθε τάχα στην Αθήνα ν’ αναστηλώσει της εξουσίας το πεσμένο γόητρο και να μαζέψει χρεωστούμενα ποσά απ’ την πούληση της περιουσίας του Χασεκή. Ένα μέρος απ’ τα χρήματα τα έστειλε μάλιστα από τώρα ο Πασάς όπου έπρεπε, με μεγάλη ποσότητα μελιού, που σε διπλή δόση κατέβαλαν τα μοναστήρια της Σηριανής και της Πεντέλης.
ΣΤ’.
Ο Μιχαήλ βρίσκεται ―είναι λίγος καιρός τώρα― στην Πόλη και δε γύρισεν ακόμη. Τα αποτελέσματα της ενεργείας του ήτανε άγνωστα.
Η Αθήνα εξακολουθεί τη δυστυχισμένη της ζωή, και οι ξένοι εξακολουθούν και αυτοί να ρίχνουν κάτω και να αφαιρούν τα αντικείμενα που την εδόξασαν.
Είναι Κυριακή. Το Παζάρι της Αθήνας είναι γεμάτο από αγοραστάς και πουλητάς, Χριστιανούς και Τούρκους.
Δεξιά κι αριστερά είναι μαγαζιά, που έχουν επιδειχτικά κρεμασμένα τα πράγματα που πουλούν.
Στου διαβάτου τα μάτια χτυπούν το περισσότερο τα κόκκινα φέσια και τα πλουμιστά ζουνάρια. Οι Έλληνες παζαρίτες φορούν όπως κι οι νοικοκυραίοι ―η δεύτερη κοινωνική τάξη των Αθηνών― τα χαραχτηριστικά του τόπου κοντοβράκια· έχουν τα μαλλιά τους κομμένα τετραγωνικά. Τούτο τους διακρίνει απ’ τους νοικοκυραίους, που διατηρούν τα μακριά μαλλιά. Οι παζαρίτες είναι η τρίτη κοινωνική τάξη. Τέταρτη είναι οι άνθρωποι του κάμπου, οι ξωτάρηδες. Πρώτη δε, οι Άρχοντες, που για την ενδυμασία τους μιλήσαμε παραπάνω.
Την αγορά στολίζει το κάτω Σιντριβάνι, κοντά στο τζαμί του Παζαριού. Αριστερά σε κάμποσην απόσταση υψώνει το μιναρέ του το Φετιχιέ τζαμί ―του Καταχτητού δηλαδή― κοντά στους Αέρηδες· και δεξιά, αψηλά, το Κουτζούκ τζαμί, κοντά στο οποίο βρίσκεται ο μικρός Τεκές.
Όλη η αγορά είναι σκεπασμένη με μια μεγάλη κληματαριά ― κρεβατίνα τη λένε.
Στο καφενείο κάθονται, και πίνουν καφέ, με τα τσιμπούκια και τους ναργιλέδες των, ο φρούραρχος της Ακροπόλεως, ο αρχηγός της φρουράς της Αθήνας, ο Καδής, ένας Χόντζας και δυο τρεις αγάδες. Κουβεντιάζουν με λίγες λέξεις που κάθε τόσο λέει ο ένας στον άλλον.
Δίπλα στο καφενείο, σ’ ένα ξύλινο κάγκελο, είναι ακουμπισμένος ο γνωστός μας Μαξούτ, ο Αράπης του Βοϊβόδα, και σα να βρίσκεται σε καραούλι τα παρατηρεί όλα. Ύστερα πηγαινοέρχεται στις διάφορες συντροφιές και από κάτι τους λέει.
Αριστερά είναι μαζεμένοι οι Φράγκοι και συζητούν ζωηρά, σα να μαλώνουν. Είναι ο υποπρόξενος της Γαλλίας Φωβέλ, ο Ιταλός ζωγράφος Λουτζιέρης και ένας Καπουτζίνος. Κοντά τους βρίσκεται και ο άρχων Λογοθέτης, υποπρόξενος της Αγγλίας.
Στο κέντρο τέσσερις άρχοντες Αθηναίοι, ο Ταρωνίτης, ο Κοδρικάς, ο Γερένης και ο Σωτηριανός συζητούν σιγά και με επιφύλαξη.
Στο βάθος της αγοράς, σε μια γωνιά, τρεις Τούρκοι μουσικοί παίζουν Ανατολίτικους σκοπούς με ζουρνά, με τουμπελέκι και με ντέφι, ενώ τριγύρω τους μερικοί διαβάτες, χαζεύουν.
Μια γριά Αραπίνα ζητιανεύει.
Διάφοροι καταστηματάρχαι κουβεντιάζουν με τους αγοραστάς.
Πολύ εμπρός, κοντά στο τζαμί, διάφοροι μικροπουληταί παζαρεύουν κι αυτοί.
Στο μεταξύ πηγαινόρχονται Τούρκοι, Τούρκισσες, στρατιώτες, χωρικοί, Αθηναίοι όλων των τάξεων, ένας παπάς μας και μια χανούμισσα.
Ένας Αθηναίος, που πουλάει ξυλοκέρατα βουτάει το ψωμί του σένα κουρούπι με νερό και τρώει με πολλήν όρεξη. Ένας διαβάτης του λαού στέκεται τον βλέπει και τον πειράζει.
Ας ακούσομε τι λένε.
― Ώρα καλή της καλυπόληφτης ο γιος.
― Καλώς τον «στέκα τσ’ έλιεπε».
― Το καημένο το ψωμάτσι, βουτημένο στο νεράτσι τι καλό που ‘ναι!
― Να, μαχαίρι τσε νερό! ψωμί σαν έχεις, κάτσε τσε φάε.
― Όροξη που την έχεις ωστόσο! Λιέω πως θα ‘χεις να φας απ’ τα τότες που αρραβωνιάστητσε ο άρχοντας ο Μιχαλάτσης με την πεντάμορφη αρχοντοπούλα της Τζιας. Τσε οι σιούλοι χαρτάκανε τότες. Δεν προσμένεις κάνεμου να ξαναφάς σα θα γιουρίσει απ’ την Πόλη τσε θα κάνει το γάμο του, μόνο γιομίζεις την τσουλιά σου με ξεροκόμματα;
Τόσον τσαιρό να βαστάξω νηστικός! Ντα είμαι! χελώνα που βαστάει μήνες νηστική μέσα στο χούμας; Τσε γιαντά δεν πας τσε συ σήμερα στης κόρης του Χειλά το γάμο να χορτάσεις;
― Ναι, τον βρήκες τον τζουμέρτη το Χειλά. Τσε ποια κόρη του ‘βλογιέται; Τσείνη που παράτησεν ο άρχοντας ο Μιχαλάτσης; η Δάφνη;
― Όχι δε καημένε τσε συ. Αυτή έμεινε που ‘μεινε στο ράφι. Η άλλη, η μικρότερη.
― Αυτή η τσιτρίνα;
― Μωρέ με τις κουβέντες ξέχασα τη δουλειά μου: «Χαρούπια καλά, χαρούπια ζουμερά, ―ας τα λιέμε τσε ζουμερά. Πάρτε άρχοντες, πάρτε Αγάδες.
― Ναι, το τσέφι σου έχουνε οι άρχοντες ν’ αγοράσουνε χαρούπια. Έχουνε τσ’ έχουνε σκοτούρες.
― Μωρέ βουβάσου να κάμω τη δουλειά μου! Χαρουπάτσα καλά. Φώναξε ντε τσε συ κατακαημένε!
Τη στιγμήν αυτή περνάει μια ωραία χανούμισσα κι ο Αθηναίος φωνάζει.
― Μωρέ πράμα! Να, που φωνάζω τσ’ εγώ· μα δε μας ζυγώνει κανένας.
― Πάμε το λοιπός κατά τους μαχαλάδες; Εδώ κανένας δεν έχει το νου του. Όλο λιένε λιένε τσε τελειωμό δεν έχουν.
Αλλά ποιο να ‘ναι άραγε το θέμα της φιλονικίας των Φράγκων, της συζητήσεως των αρχόντων και της ομιλίας των Τούρκων;
Απ’ τον κύκλο των αρχόντων ο Γερένης, βλέποντας το Μαζούτ χαρούμενο να ζυγώνει τη μια συντροφιά και την άλλη νευρικός και ασταμάτητος, διακόβει ξαφνικά τη συζήτηση και λέει:
― Αυτό το μεγάλο κέφι του Μαξούτ σήμερα δε μ’ αρέσει. Κάτι τρέχει. Κάτι ξαφνικό κακό πολύ γρήγορα θα ‘ρθει στην πόλη μας. Αυτό θαν το γνωρίζει και δε μπορεί να το κρατήσει τη χαρά του. Τον ξέρω καλά εγώ αυτόν τον άνθρωπο.
Ο Σωτηριανός έλαβε τότε το λόγο κι είπε.
― Πώς κατάντησεν ο δυστυχισμένος ο τόπος μας! Ένας αράπης, ένας δούλος του χαρεμιού του Βοϊβόδα, να είναι το παντοδύναμο πρόσωπο του τόπου, και να κοιτάζομε αν θα ‘χει η δε θα ‘χει κέφι για να καταλάβομε αν θα ‘ρθει ή δε θα ‘ρθει κακό στον τόπο μας.
Ο Ταρωνίτης επρόσθεσε τότες.
― Ας είναι καλά ο Χειλάς που μας τον κουβάλησε. Δεν τον άφηνε καλύτερα να ψοφήσει εκεί κάτω στο Φαληρέα, στην άμμο της Μεσίας; Τον περιποιήθηκε, τον γιάτρεψε, τον έθρεψε, τον έντυσε και τον χάρισε στο Βοϊβόδα, για να σφιχτεί η φιλία τους πιο πολύ.
― Άφησε τώρα τη φαγούρα Ταρωνίτη, λέει ο Γερένης. Όλοι τα γνωρίζομε.
― Εμένα μ’ αρέσει ναν τα λέω όσες φορές βρίσκω αφορμή, για να μη λησμονιούνται. Ο Βοϊβόδας και ο Χειλάς θαν τον αποτελειώσουν αυτόν τον τόπο.
― Για το Βοϊβόδα έχεις δίκιο, είναι, με όλη του την κουταμάρα, επίφοβ’ όργανο του Πασά, ο Χειλάς όμως, εχθρεύεται βέβαια μερικούς στον τόπο και προ πάντων τον Μιχαήλ τώρα, αλλά πονεί κι αυτός σαν κι εμάς. Σήμερα μάλιστα που ‘χει και τους γάμους της κόρης του, ας μην τον γλωσσοτρώμε.
― Αλήθεια, λέει ο Σωτηριανός, με τα βάσανά μας λησμονήσαμε τα χρέη μας. Πρέπει να πάμε στην εκκλησιά.
Ο Ταρωνίτης όμως δεν προσέχει και εξακολουθεί.
― Εγώ αυτά τα χωρίσματα των ανθρώπων σε δύο, δεν τα καταλαβαίνω. Αγαπάω λέει τους Τούρκους για τις δουλειές μου, μ’ αγαπάω και την πατρίδα μου. Ο Πασάς πάει κι έρχεται κάθε τόσο ρημάζοντας τον τόπο, και μεις μιλάμε ακόμα με δύο γλώσσες. Εγώ γεννήθηκα στρογγυλός και δε θα πεθάνω τετράγωνος. Ή τον τόπο σου ή τους Τούρκους. Διάλεξε και πάρε. Τώρα έχομε το ίδιο παιγνίδι και με τους Εγγλέζους που μας αρπάζουν το μόνο καλό που μας απόμεινε.
― Να ιδούμε δα τι θα μας κάνει, Γερένη, για τον Πασά και για τ’ αρχαία ο δικός σου ο Μιχαήλ. Είπε τότες ο Σωτηριανός.
― Τον Μιχαήλ τον γνωρίζεις καλύτερα από μένα που είσαι και γενιά του. Ό,τι μπορέσει να κάμει θαν το κάμει. Ποιος ξέρει τι βάσανα να τραβά.
― Να σου πω· μεγάλο του το κουράγιο. Κακό παιγνίδι παίζει γιατί το φιρμάνι αυτό θα είναι η καταστροφή του Πασά και ο Πασάς δε χωρατεύει. Δε φωνάζομε τον Μαξούτ, μήπως του βγάλομε κάτι;
― Άφησέ τον και θα ‘ρθει μόνος του.
Και των Τούρκων η κουβέντα για το Μαξούτ είναι.
― Πολύ γούστο έχει αυτός ο Αράπης λέει ο Φρούραρχος, ενώ ξεσκαλίζει την ίσκα του λουλά του. Θέλοντας και μη θέλοντας γελάς. Όσο θα χαρώ σα θα φύγει ο Βόιβοδας, τόσο θα λυπηθώ για τον Αράπη του.
― Λες ναν τον πάρει μαζί του; Ερωτάει ο Αρχηγός της φρουράς.
― Ε καλά! και κάνει χωρίς αυτόν ο Βόιβοδας; Απόγινε πια απ’ το ρακί. Κουρκούτσιασε, και κλαίει η φτωχή η χανούμ, και ως που ναν την παρηγορήσει ο Αράπης βλέπει και παθαίνει.
Και του λέει κάτι στ’ αυτί.
― Δεν υποφέρνεται πια η κακογλωσσιά σου…
― Εμένα όμως μου φαίνεται πως αυτός ο Βοϊβόδας δε θα ξεκολλήσει από δω· τάχει μ’ όλους καλά. Με τον Πασά, με τους Εγγλέζους, και με το ‘να κόμμα του τόπου. Έχει και στην Πύλη μεγάλη προστασία. Δε βλέπεις τι δύναμη έχει; Σαβουρώνει απ’ όλους και μάλιστα οι Εγγλέζοι του γιόμισαν το πουγκί του όλο και φλουρί.
― Η προστασία των Μουσουλμάνων σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι, και οι ραγιάδες είναι άστατοι.
― Έχεις δίκιο· μα οι Εγγλέζοι είναι πιστοί φίλοι και αυτοί σήμερα κάνουν ό,τι θέλουν.
― Σήμερα ναι, μα όχι και αύριο. Να ιδούμε τι λένε και οι Φραντζέζοι. Δε βλέπεις εκεί κάτω τον Μουσιού Φωβέλ, αγρίεμα που σου το ‘χει;
― Είναι αγριεμένος γιατί ναν τα παίρνουν οι Εγγλέζοι και να μην τα παίρνει αυτός.
― Ας είναι αυτοί το παραξήλωσαν.
― Γι’ αυτό κι εγώ σιχαίνομαι ν’ ανέβω στο Κάστρο μου. Όλο κάτω βρίσκομαι.
Ένας γερο-Αγάς μπαίνει στην κουβέντα και λέει σιγά, ζαρώνοντας πονηρότατα το μούτρο του.
― Στην αρχή, Δισδάρη μου, δεν τους είχες και σε τόσο θυμό.
Ο Δισδάρης δεν απαντάει, ο Σαρδάρης όμως λέει σ’ αυτόν.
― Και καθώς άκουσα δίνουν πολλά δώρα στο Βόιβοδα…
― Ο κόσμος Σαρδάρη μου, είναι πιλάφι. Χαρά σ’ εκείνον που μπορεί να χώσει το κουτάλι του να φάει…
Ο γέρος ξαναμιλεί πάλι.
― Αρκετά δα το ‘χωσες κι εσύ Δισδάρη μου… Όλοι γελούν. Ο Δισδάρης όμως δεν τα χάνει.
― Όχι όσο έπρεπε. Αν δεν είχαν το δεύτερο φιρμάνι τους εσυγύριζα καλά εγώ. Και τον παρά τους θα τραβούσα, και μάρμαρα πολλά δε θα παίρνανε. Υπομονή!
Ένας αμίλητος αγάς της συντροφιάς των, μιλεί επί τέλους κι αυτός:
― Τι μύγα σας έπιασε μ’ αυτά τα μάρμαρα; Το άλλο βάσανο του πασά, δεν το λογαριάζετε καθόλου;
― Έχεις δίκιο, μας κατάντησε ναν τον φοβόμαστε κι εμείς σαν τους ραγιάδες! Τι ν’ απόκαμε τάχατες ο Μιχαλάκης;
― Αν περιμένεις απ’ αυτόν να διορθώσει τα πράματα, το πρόκοψες. Δεν τον άφηναν τον άμοιρο στο χουζούρι του, να κάνει και το γάμο του, μόνο τον έστειλαν στον Πόλη άδικα; Κοντεύει μήνας τώρα και ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.
― Τέλος πάντων από παντού σκούρα τα βλέπω. Ήτον η τελευταία φράσις του γερο-Αγά, ύστερ’ από την οποία βυθίσθηκαν όλοι πάλι σε ηδονική σιωπή.
Κάθε τόσο όμως κοίταζαν τη συντροφιά των Φράγκων που εξακολουθούσε τη φαγούρα και χαμογελούσαν, κοροϊδεύοντάς τους.
― Άδικα τα ‘χεις μαζί μου, μουσιού Φωβέλ, έλεγε ο Λουτζιέρης. Εγώ είμαι μικρό όργανο δυνατών ανθρώπων. Τίποτις άλλο. Οι τεχνίτες δε ζουν με τον αέρα.
― Είναι και άλλοι τρόποι να κερδίσει χρήματα και ν’ αποχτήσει και υπόληψη και δόξα ένας τεχνίτης, και μάλιστα τεχνίτης σαν κι εσένα σινιόρ Λουτζιέρη.
― Σ’ ευχαριστώ για την καλή ιδέα που ‘χεις για την τέχνη μου, μουσιού Φωβέλ. Από σέναν όμως τουλάχιστον, ζητώ να ‘βρει κάποιο δίκιο ο Λόρδος. Ό,τι κάνει, το κάνει για την Τέχνη.
Ο Φραγκοπατέρας παίρνει τώρα φωτιά.
― Μη μιλάτε για τέχνη! Ντροπή πια! Στο όνομα της δυστυχισμένης αυτής τέχνης γίνεται ό,τι γίνεται και όχι γι’ αυτή. Τι είχαν να πάθουν τα αρχαία απάνω στην Ακρόπολη; Πετρίτσα δε μπορούσε να πάρει κανένας από ‘κει. Το κάστρο είναι το καμάρι των Τούρκων. Και μάλιστα ναν τα βγάζετε όπως τα βγάζετε! Τι αξία θα ‘χουν τα μάρμαρα του Παρθενώνος έξω από τη θέση των; Κάτω απ’ το ύψος που τους χρειάζεται; Χωριστά απ’ το μνημείο του οποίου είναι μέρη; Μακριά απ’ την ατμόσφαιρα του τόπου των; Μακριά απ’ τον ήλιο της πατρίδας των, που τα χρυσώνει και τα ζωντανεύει!; Τεχνίτης που γκρεμίζει, που κομματιάζει, που αρπάζει τα πράματα που λέγει πως τα θαυμάζει, είναι το λιγότερο ασεβής, αν δεν είναι τρελός.
Και φεύγει καταθυμωμένος.
Τη στιγμήν εκείνη περνάει ένας Αθηναίος παπάς κρατώντας ένα μικρό δέμα. Χαιρετάει το Χότζα που έχει αποτραβηχτεί απ’ τη συντροφιά των Τούρκων και συνομιλούσε μ’ ευθυμία· ο Χότζας βλέποντας τον Καπουτσίνο που φεύγει τον φωνάζει:
― Φραγκοπατέρα, Φραγκοπατέρα!
― Τι με θέλεις Χότζα;
― Στάσου εδώ τώρα που είναι και ο παπάς, να κουβεντιάσομε.
Και τα λένε και οι τρεις με ευθυμία. Ο Λουτζιέρης, που απ’ το θυμό του για τη γλώσσα του Καπουτσίνου έμεινε λίγα λεπτά αμίλητος λέει στον Φωβέλ.
― Αβάς ξεαβάς, θαν τον μάθω εγώ πως δεν έχει το δικαίωμα να βρίζει.
― Ίσως να φοβάται μήπως καμιά μέρα σηκώσεις και το φανάρι του Διογένη που έχει μέσα τη βιβλιοθήκη του και πάρεις κι αυτόν μαζί.
― Δε με πρόσταξαν ακόμα γι’ αυτό. Λέει ο Λουτζιέρης γελώντας και φεύγει.
Τότες πλησιάζει ο Λογοθέτης και λέει στο Φωβέλ.
― Άσχημη, πολύ άσχημη είναι η θέση μου, Μουσιού Φωβέλ. Να είμαι, άρχοντας Αθηναίος και υποπρόξενος της Αγγλίας.
― Έχεις δίκιο. Μα επί τέλους δε θα κάνει τίποτις και ο τόπος; Δε σου φαίνεται πως θα ‘πρεπε ζωηρότερα να δείξει τη θλίψη και την αποδοκιμασία του;
― Ωχ, αγαπημένε μου Φωβέλ, μήπως έχουν αυτά τα βάσανα μονάχα; Κάθε μέρα κινδυνεύουν να χάσουν την τιμή τους, την περιουσία τους, τη ζωή τους… Κάτι ενεργούν στη βασιλεύουσα, μα δεν πιστεύω να κατορθώσουν τίποτις.
Και τώρα που κι αυτοί αποτραβιούνται συνομιλώντας, αρχίζει να φαίνεται ο γάμος της κόρης του Χειλά.
Ήτον μια παράδοξη λιτανεία ο γάμος τότε κι αξίζει να τον περιγράψομε λίγο.
Μπρος πηγαίνει ένας δίσκος με τα στεφάνια που τον κρατάει ένα παιδάκι. Κι ύστερα έρχονται τα λαλούμενα: βιολιά και λαούτα, και παίζουν ένα σκοπό που τον λένε «Νίνι Νάνα».
Είναι ένας πολύ αργός σκοπός αυτός και τον ακολουθούν τα βήματα των ανθρώπων που μόλις σέρνονται. Ύστερα έρχεται ο γαμπρός φορώντας ρούχα άρχοντος Αθηναίου. Κρατιέται από το μπράτσο από δυο γερόντους. Ακολουθάει ένα παιδάκι που περπατεί ανάποδα και κρατάει καθρέφτη χαμηλά μπρος απ’ τη νύφη, έτσι που να ‘χει αυτή καρφωμένα ολοένα τα μάτια της στον καθρέφτη και να μην κοιτάζει ούτε δεξιά, ούτε ζερβά, ούτε επάνω. Τώρα έρχεται λοιπόν η νύφη που την κρατούν δυο γριές, οι ασχημότερες απ’ τις γνωστές της οικογενείας.
Ύστερα έρχονται οι συγγενείς και οι φίλοι απ’ τις δυο φαμίλιες ανακατεμένοι. Μπρος πηγαίνει ο Χειλάς και μερικοί άλλοι άρχοντες και κληρικοί.
Πώς να περιγράψομε τώρα την τόση ποικιλία που ‘χουν οι φορεσιές των;
Ας πούμε μονάχα για το στόλισμα του κεφαλιού της νύφης.
Απ’ την ενοριακή τους εκκλησιά δανειζόντουσαν την «Κορώνα της Παναγίας».
Είχεν αυτή πέντε φούντες καρφωμένες στο φωτοστέφανο με πέντε ανθισμένα κλωνάρια από μέταλλο. Οι φούντες γινόντουσαν από φλούδες μετάλλινες και ψιλά σύρματα χρυσά που ‘χαν περασμένα πούλιες διαφόρων χρωμάτων, που στην παραμικρότερη κίνηση ετρεμούλιαζαν. Η κορώνα αυτή ήτον καρφωμένη απάνω σ’ ένα μαξιλαράκι βελουδένιο γεμάτο από χρυσωμένα νομίσματα, καμιά φορά και χρυσά. Το μαξιλαράκι αυτό ήταν της φαμίλιας. Ένα χρυσό καψάλι περνώντας κάτω απ’ το σαγόνι εστήριζε όλο αυτό το πράμα.
Το πρόσωπο της νύφης ήταν παραμορφωμένο κι αγνώριστο.
Στο μέτωπό της είχαν κολλημένα καταμεσής ένα χρυσό αστέρι κι απάνω απ’ τα φρύδια της δυο σειρές από αστεράκια στο σχήμα των φρυδιών.
Τ’ αστέρια αυτά τα φτιάγναν με κομματάκια από χρυσόχαρτα και χρυσόμυγες.
Στο ένα μάγουλο της νύφης μ’ αυτόν τον τρόπο εζουγράφιζαν τον ήλιο και στο άλλο το φεγγάρι, ολόγιομο. Και σ’ άλλα μέρη του προσώπου της είχαν κολλημένα χρυσά σημάδια. Το πρόσωπό της αυτό ήταν φτιασιδωμένο και κάτασπρο και ροδοκόκκινα τα μάγουλά της, κατακόκκινα τα χείλια της και τα φρύδια της κατάμαυρα. Κάπου στο πρόσωπο, προπάντων στο σαγόνι, η στολίστρα της είχε βαλμένα μιαν ελιά. Με γραμμίτσες μαύρες της είχαν μεγαλώσει τα μάτια· με μαύρο πάλι χρώμα είχαν δυναμωμένα τα τσίνορα και τη σκιά των ματιών.
Τα μαλλιά ήσαν χωρισμένα σε δυο πλεξίδες πλάγιες, ανακατωμένες με νήματα χρυσά. Στα μπροστινά μαλλιά ήσαν κομμένες οι σημερινές αφέλειες ―τότες τις έλεγαν κιαυκιούλια.
Πίσω τα μαλλιά ήταν πλεγμένα σε σαράντα ψιλές πλεξίδες που έπεφταν και γέμιζαν την ωμοπλάτην.
Απ’ τ’ αφτιά της κρεμόντουσαν δυο πολύ μεγάλα σκουλαρίκια.
Η λιτανεία, αφού πέρασε σιγά σιγά, έφτασε στο σπίτι του γαμπρού που ήταν κοντά στην Αγορά. Τούτο φανερώνεται απ’ τον ήχο της μουσικής, ένα επιταυτού ταξίμι, γρήγορο και εύθυμο.
Απ’ τα μαγαζιά έριχναν στη λιτανεία ρύζι και βαμπακόσπορο.
Την ώρα που περνά ο γάμος η κίνηση της αγοράς ολιγοστεύει κάπως, εξακολουθούν όμως οι κουβέντες και τα παζαρέματα κάπου κάπου.
Οι τρεις άνθρωποι του Θεού: ο Χότζας, ο Φραγκοπατέρας και ο Παπάς μας, μιλάνε για το ζήτημα που τους είπεν ο Χότζας.
Για να μην του φύγουν μάλιστα τους κρατεί και τους δυο απ’ τα χέρια.
― Τώρα που σας έχω και τους δυο θα σας ρωτήσω ένα πράμα. ― Κρίμα να μην έχομε και κανέναν Οβραίο Χαχάμη. Αλλά δεν πειράζει. ― Λοιπόν, τι λένε τα κιτάπια σας για τις αστραπές; Γιατί ο ουρανός αστράφτει;
Ο Παπάς μας λέει τη γνώμη του πρώτος.
― Αυτά ο Θεός τα ξέρει, Χότζα μου.
Ο Φραγκοπατέρας προσπαθεί να ξεφύγει με άλλον τρόπο.
― Δεν είναι Χότζα μου, αυτά τα πράματα δική μας δουλειά…
Ο Χότζας παίρνει τώρα επίσημη στάση, αφήνοντας των συναδέρφων του τα χέργια και χειρονομώντας σα ιεροκήρυκας:
― Πάει να πει πως τα κιτάπια σας δε λένε τίποτις. Τα δικά μου όμως λένε. Ο Χριστός σας τρέχει μπροστά πεζός, γιατί γεννήθηκε βλέπετε πρωτύτερα, ο Μωάμεθ ―μεγάλο και ένδοξο το όνομά του στους αιώνες των αιώνων!― τον κυνηγάει καβάλα για ναν τον πιάσει. Και τα πέταλα του αλόγου του χτυπούν στ’ αστέρια τ’ ουρανού και βγαίνουν αστραπές και λάμπει ο κόσμος όλος.
Ο Φραγκοπατέρας κρυφογελάει· ο παπάς όμως λέει:
― Τι να σου πω Χότζα μου, καβαλάρης που δε φτάνει έναν πεζό, τι καβαλάρης είναι;
Ο Χότζας όμως δεν παίρνει από χωρατά και αγριεμένος λέει.
― Για να σας πω! Όλα κι όλα, μα κοροϊδίες δε θέλω, γιατί χαλάμε τις φιλίες.
― Χωράτεψα, χωράτεψα, Χότζα μου, λέει φοβισμένος ο παπάς… Με συμπαθάς μα πρέπει να φύγω. Είμαι βιαστικός.
― Άιντε το πεσκέσι σου στο δεσπότη σου!
Και ψηλαφίζοντας και μυρίζοντας το μικρό δέμα του Παπά λέει: «Κοτόπουλα ψητά». Κάν’ του και τρεις μετάνοιες και φίλησέ του και το χέρι. Άλλη μέρα τα λέμε.
― Να με συμπαθήσεις και μένα να φύγω, λέει και ο Καπουτσίνος.
― Τράβα και συ να βάλεις κάμποσα σκάνδαλα στους δικούς σου. Εγώ θα πάω στο τζαμί μου να κάνω την προσευχή μου.
Λησμονήσαμε όμως το Μαξούτ.
Αυτός είχε το νου του σε όλα. Εζύγωνε στις διάφορες συντροφιές ανακατευότανε με τον κόσμο παζάρευε χωρίς ν’ αγοράζει τίποτις και πάλι ξαναρχότανε κοντά στο καφενείο.
Όσο περνούσ’ η ώρα και τόσο πιο νευρικός γινότανε. Όλα τα νεύρα του προσώπου του βρίσκονται σε κίνηση. Ολοένα χαμογελάει και κάποτε ξεκαρδίζεται, και τότες τα δόντια του λαμποκοπούν.
Αλλά δε γελάει μόνο και κάνει γκριμάτσες, αλλά και μιλάει μόνος του.
«Α, Α! ο γάμος έφτασε στο σπίτι. Άκου… ταξίμι παίζουνε. Ας ζήσουν· ας γεράσουν. Μα του Χειλά η κόρη να πατρεύεται κι εγώ να λείπω; Τι να γίνει! Είμαι βλέπεις μαύρος. Τι γυρεύουν τα μαύρα στο γάμο; χρουσούζικα πράματα. Οι Ρωμιοί, βλέπεις, είναι άσπροι, γι’ αυτό πάνε οι δουλειές τους καλά!… Έφυγαν οι Αγάδες, έφυγαν οι Αρχόντοι, έφυγαν κι οι Φράγκοι. Ό,τι είχαν να πουν το είπαν. Πάνε, όλοι με κρεμασμένα μούτρα και πήραν και τη φαγούρα τους μαζί. Και που να ‘ξεραν τι τους προσμένει!».
Και γελά κατευχαριστημένος.
«Σήμερα είμαι στις χαρές μου. Κακός δεν είμαι μα η ανακατωσούρα μ’ αρέσει, τα ξαφνικά με τρελαίνουν. Τι γλέντι που είναι να βλέπει κανείς να τρώει ο Τούρκος το Χριστιανό, και ο Χριστιανός να δαγκάνει κι αυτός κάπου κάπου τον Τούρκο, οι Φράγκοι να τρώγονται συναμεταξύ τους, κι ο Αράπης, ο περιφρονημένος κι απ’ τους τρεις Αράπης, ο σκυλάραπας, ο βρωμάραπας, ο παλιάραπας, ο στραβάραπας, να στέκεται καλά στα πόδια του, και ναν τα ανεβοκατεβάζει μόνο από ευχαρίστηση! Μου ‘ρχεται να χοροπηδώ, να γελώ, να γελώ… Απ’ όλους αυτούς μονάχα ο Αράπης ξέρει σήμερα τι του γίνεται. Οι Αγάδες μιλούν για τις πέτρες που κατεβάζουν οι Εγγλέζοι απ’ το Κάστρο, χωρίς να ξέρουν τι μεγάλη πετριά τους περιμένει ώραν την ώρα απ’ τον Πασά που πρώτ’ αυτούς θα στριμώξει. Ακούς εκεί, σου λέει ο άλλος να κατεβάζουν τα μάρμαρα χωρίς τη γνώμη τους; Στην αρχή που δεν είχαν οι Εγγλέζοι το φιρμάνι και τους τραβούσαν τον παρά ο Δισδάρης κι ο Σαρδάρης κι οι φίλοι τους οι Αγάδες, ήταν όλα καλά καμωμένα. Τώρα μουρμουρίζουν, γιατί τα δώρα και τον παρά να τα παίρνει μονάχα ο Βοϊβόδας ―κάτι δα τσιμπολογάει κι ο Αράπης κοντά του― τώρα όλα είναι κακά κι ανάποδα. Ακούς εκεί! Παλιά πράματα σου λέει ο άλλος, στοιχειωμένα! Πώς τ’ αγγίζουν! Κι απ’ το Κάστρο κι όλας ναν τα κατεβάζουν! Είναι ντροπή! Είναι προσβολή! Οι παλιοφράγκοι πάλι βριζολογούνται συναμεταξύ τους, γιατί ναν τα παίρνει ο ένας κι όχι ο άλλος. Κι ο Φραγκοπατέρας στη μέση κι αυτός. Το φιρμάνι βλέπεις το ‘φερε Εγγλέζος παπάς απ’ την Πόλη και του κακοφάνηκε. Χα, χα, χα… Οι Αρχόντοι απ’ τ’ άλλο το μέρος τα μοιρολογάνε τα μάρμαρα σαν παιδιά τους. Τους παίρνουν, βλέπεις, το εισόδημα και την ξιπασιά τους, που σαν έρχεται κανένας ξένος, με ανοιχτό το στόμα και μ’ ανοιχτό το πουγκί, καμαρώνουν αυτοί και φουσκώνουν σαν το διάνο. Το σόι τους βλέπεις κρατάει από αγάλματα! Και γεννάει μπρε ποτές το μάρμαρο ανθρώπους;…
«Μα ο Λογοθέτης είναι ένα με τους Εγγλέζους ―κονσόλας τους μάλιστα― κι ο Δεσπότης τους είναι ένα και αυτός με τους Εγγλέζους και τ’ αρχαία τα λέει διαβολικά πράματα, είδωλα τα λέει ―τ’ άκουσα με τ’ αυτιά μου!― ποιος έχει δίκιο λοιπόν; Αυτοί, ή ο Δεσπότης τους που ‘χει και μια πήχη γένια; Και να ‘ξεραν τι κακό τους προσμένει σε λίγο!… Κανείς δεν ξέρει τίποτις, μόνο ο Αράπης του Βόιβοδα τα ξέρει όλα, και προσμένει την ανακατωσούρα, το κακό και το τέρμενο, το φυλάκωμα, το φάλαγγα, το άρπαγμα, το γδύσιμο, το κρέμασμα. Α… α… α… Είσαι κακός Αράπη; Όχι και τόσο, μ’ αρέσει όμως ναν τους βλέπω άνω κάτω. Και πάλι να σου πω την αλήθεια; Τους φτωχούς τους Ρωμιούς σα ναν τους λυπάμαι λιγάκι. Πολλά τα τραβάνε. Σκλάβος είμαι κι εγώ. Μικρό μ’ αρπάξανε οι Φούστες, μπουπ! μία, σ’ ένα καράβι και δρόμο. Μα κι αυτοί που είναι στον τόπο τους τι όφελος; Δεν είχαν καλά καλά συχάσει απ’ το Χατζαλή και την πανούκλα ―κακές αρρώστιες κι οι δύο― άρχισε ο Πασάς κάθε λίγο και λιγάκι χοπ! και στην Αθήνα. Τους ερήμαξε. Και φωνάζουν οι φτωχοί: «Έχομε φιρμάνια. Δεν έχεις εξουσία απάνω μας. Εμείς δε γνωρίζαμε παρά το Χαρέμι του Σουλτάνου και τον Κισλάραγα και τώρα τους σαράφηδες της Πόλης. Ναι αυτός!… Πάλιωσαν τα χαρτιά σας, τους λέει, φέρτε άλλα. Δώσ’ του και ολοένα κάνουν αναφορές στην Πόλη. Μα οι αναφορές, που γράφονται με τόσο φόβο και τρόμο, δεν πάνε στην Πόλη κι αν πάνε κανείς δεν τις διαβάζει. Είδαν κι απόειδαν κι αυτοί και στείλαν στην Πόλη τον Άρχοντα Μιχαλάκη. Δεν τον άφησαν ούτε το γάμο του να κάμει. Και τι γυναίκα είν’ αυτή που θα πάρει!; Σαν τη θυμηθώ τρεμούλα με πιάνει. Κι όταν καμιά φορά, σα γείτονας με χίλια βάσανα, τη βλέπω!… Καταραμένη σκλαβιά… Να πω την αλήθεια; Μ’ άρεσε που ‘φυγε για την Πόλη ο Μιχαλάκης, μα και να μη γύριζε θα μ’ άρεσε καλύτερα. Αυτό δα είναι κι η κρυφή χαρά του Χειλά του πρώτου μου αφέντη. Κόμματα βλέπεις. Με το δίκιο του όμως. Δεν ήταν τρόπος να παρατήσει την κόρη του για μια κλεμμένη μάλιστα. Μα ώρες ώρες πάλι τον λυπάμαι. Θα μ’ άρεσε η γυναίκα του Μιχαλάκη να στόλιζε κανένα χαρέμι. Είναι αμαρτία τέτοιο άστρο να βασιλεύει σε μιαν αυλόμαντρα μέσα. Της γυναίκας η θέση είναι μόνο στο χαρέμι. Αλλού μαραίνεται σα λουλούδι κομμένο απ’ το κλαρί του και χωμένο ψεύτικα στο χώμα. Και να ‘ταν της τύχης μου να φύλαγα εγώ εκείνο το χαρέμι! Και πάλι τη λυπάμαι, που θαν της έρθει κακό. Α, α, α, φέρνω τα πράματα και πάλι α, α, α, μου ‘ρχεται ναν τα τραβήξω πίσω. Τι σόι άνθρωπος σου είμαι ωστόσο!;…»
Φέρνει δυο τρεις βόλτες στη θέση του και πάει κατά το μέρος των μουσικών που ξαναγύρισαν, αφού πήγαν στο σπίτι του γαμπρού κι έπαιξαν χαρούμενο σκοπό.
Ενώ τραβά προς τα εκεί, κάνοντας ολοένα γκριμάτσες και κουνώντας το κεφάλι του χαρακτηριστικά δεξιά κι αριστερά, εξακολουθεί να λέει:
«Η Έγριπο είναι κοντά, μα η Πόλη είναι μακριά. Έχει θάλασσες, έχει φουρτούνες πολλών λογιών, έχει φούστες στο δρόμο κάνουν χοπ! μια στο καράβι σου, σε πιάνουν, σε δένουν, και μπουμπ μια σε πετούν στ’ αμπάρι τους σαν σακί με ρύζι… Κι αν τα καταφέρει ο Μιχαλάκης και πάρει το νέο φιρμάνι, κι αν το φέρει, ο τόπος γλιτώνει για κάμποσον καιρό, δε σου λέω, μα αυτόν φίδι που τον έφαε. Αφρούς βγάζει απ’ το στόμα του ο Πασάς, καπνό απ’ τα ρουθούνια του, σπίθες απ’ τα μάτια του και τα γένια του αγριεύουν και οι τρίχες τους γίνονται σαν καρφοβελόνες… Είναι μακριά η Πόλη, κι η Έγριπο είναι κοντά. Η μπόρα πλάκωσε, ο σίφουνας, η κοσμοχαλασιά βρρρρ. Γι’ αυτό γελάει ο Αράπης και πηδάει και χορεύει, τραγουδάει και σφυρίζει.
Σαν ξεζουρλαμένος ζυγώνει τώρα τους μουσικούς, αρπάζει του ενός το ντέφι, το χτυπάει και τραγουδεί, ενώ οι άλλοι μουσικοί συντροφεύουν το τραγούδι του και τα χοροπηδήματά του.
«Της Αραπιάς ο ήλιος που το κορμί μαυρίζει,
και τη φτωχή καρδιά μας ερωτικά φλογίζει·
Γι’ αυτό η καρδιά σου Αράπη
χτυπάει τικ―τακ γι’ αγάπη.
― Μα δεν έχεις γυναίκα.
― Έχει ο αφέντης δέκα!
Γονιούς αδέρφια, φίλους, δεν έχω για να κλάψω,
και μαύρο για κανέναν το μούτρο δε θα βάψω.
Μια μέρα σαν ψοφήσω,
κληρονομιά θ’ αφήσω,
το δόλιο μου κορμάκι,
να φαν σκυλιά κοράκοι.
Γι’ αυτό κι εγώ σφυρίζω,
γελώ, χοροπηδώ,
τη νύχτα ροχαλίζω,
τη μέρα τραγουδώ».
Το τραγούδι του όμως το κόβει ο Σαρδάρης που έρχεται τρεχάτος και λαχανιασμένος.
― Μαξούτ! εδώ είσαι; Σπουδαία έχω να σου πω· έρχεται!
― Το ξέρω.
― Πώς το ξέρεις;
― Εγώ!; Συ αγά μου πώς το ξέρεις;
― Μου το μήνυσαν μυστικά απ’ το Δράκο.
― Και τι γυρεύει ο Πασάς απ’ το μέρος του Δράκου;
― Ποιος Πασάς;
― Την έπαθα ―μουρμουρίζει μέσα του ο Μαξούτ. Μου φάνηκε πως ήξερες πως έρχεται ο Πασάς.
― Έρχεται ο Πασάς! Τότες να τρέξω να πάω με τους Γενιτσάρους μου ναν τον προαπαντήσω.
― Στάσου λίγο. Ποιος άλλος έρχεται;
― Ο Μιχαήλ!
― Μωρέ τ’ είν’ τούτα!… Ο Πασάς έρχεται και κοντοζυγώνει απ’ τη Μεσογείτικη τη πόρτα, κι ο Μιχαλάκης έρχεται απ’ την πόρτα του Μαντραβίλη· μπρε… και ποιος θα μπει τάχατες πρωτύτερα απ’ τον άλλον;
― Βέβαια ο Μιχαήλ που ώρα ώρα φτάνει.
― Μα κι ο Πασάς μακριά δεν είναι.
― Βάλε πια με νου σου αέρα που θα πάρουν τα μυαλά των ραγιάδων!
― Και το φέρνει το φιρμάνι;
― Το φέρνει λέει! Κουτάθηκες Αράπη; Βέβαια το φέρνει και το παραφέρνει. Τους παίρνει ο διάβολος και τον Πασά και τον Βοϊβόδα σου. Κεραυνοί βροντούν κατά του κεφαλιού τους μέσα στο φιρμάνι αυτό. Τρέξε λοιπόν γρήγορα και πες του Βοϊβόδα να μηνύσει του Πασά, να μην μπει στη χώρα ολότελα και ρεζιλευτεί.
Ο Μαξούτ τώρα πλησιάζει και του μιλεί συμβουλευτικά και μυστικά.
Ο Πασάς δεν πρέπει να μάθει τίποτις, και να μπει ξένοιαστος και περήφανος στη χώρα μέσα… Άσ’ τα πράματα να ‘ρχονται μόνα τους. Η τύχη καλά τα φέρνει. Εμείς μονάχα ναν τα βοηθάμε να μην κατρακυλάνε πίσω. Ο Πασάς θα μπει απ’ τη μια πόρτα. Καλώς να μπει. Κι ο Μιχαλάκης θα μπει απ’ την άλλη. Καλώς να μπει κι αυτός. Θα τσουγγρίσουν στη μέση. Ο Πασάς θα φύγει απ’ την πόρτα που μπήκε, μα ο Μιχαλάκης, άκουσ’ εμένα, να βγει κι αυτός από κάποιαν πόρτα για να μην ξαναμπεί πια.
― Τι είν’ αυτά που λες Μαξούτ;
― Ο Μαξούτ, ξέρει, τι λέει… Και ετοιμάζεται να φύγει.
― Στάσου λίγο Μαξούτ.
― Μη μ’ εμποδίζεις. Άφησε με να τρέξω! Έχω πολλές δουλειές, πολλές δουλειές…
Και γίνετ’ άφαντος. Ο Σαρδάρης τον ακολουθάει κι αυτός.
Ζ’.
Το Παζάρι πήρε πια την συνηθισμένη του θωριά. Είναι η ώρα που γίνεται η μεγαλύτερη δουλειά και κίνηση. Διάφορες συντροφιές σχηματίζονται, αρχίζει και το κουβεντολόι για προσωπικές και τοπικές υποθέσεις.
Από το απάνω μέρος της αγοράς φαίνεται άξαφνα ένας χωρικός που έρχεται τρέχοντας και ζυγώνει στους άρχοντας.
― Άρχοντες! ο Πασάς έρχεται!
Απ’ τα χείλη όλων ακούονται ξεφωνητά ξαφνιασμού και τρόμου.
Την ίδια στιγμή όμως ένας Αθηναίος του λαού φαίνεται κι αυτός απ’ το κάτω μέρος της αγοράς και πλησιάζει τρέχοντας στους ίδιους.
― Άρχοντες! ο άρχοντας Μιχαήλ έφτασε!
― Ας είναι ευλογημένο τ’ όνομα του Θεού!
Σ’ όλη την αγορά ακούονται μουρμουρίσματα και φαίνεται η γενική συγκίνηση.
Σε λίγο ακούονται κανονιοβολισμοί, πυροβολισμοί, αντάρα, βουή και αλαλαγμός. Τα μαγαζιά αμέσως κλείνουν και αμπαρώνονται. Οι άνθρωποι φεύγουν τρομαγμένοι. Ερημώνεται το Παζάρι.
Ένα παιδάκι περνάει τρεχάτο και φοβισμένο με τη σάκα του σκολειού του στον ώμο. Ακούονται πολύ κοντά δυο τρεις πυροβολισμοί. Άξαφνα φαίνεται ο Μαξούτ με πολλές προφυλάξεις. Κοιτάζει αδιάκοπα γύρω του.
― Α… α… α… άρχισε το πανηγύρι.
Ακούετ’ ένας πυροβολισμός.
― Α! η τουφεκιά ήτανε μουγκή, και άμα μια ντουφεκιά είναι μουγκή, πολλές κουβέντες θ’ ακούσεις για δαύτη… Α, α, και άλλη μουγκή. Ώρα σου καλή και συ όποιος κι αν είσαι.
Απ’ το ύψος του μιναρέ του τζαμιού, ακούεται η φωνή του Μουεζίνη.
― Να! κι ο Μουεζίνης λέει το χαβά του! «Ηύρε κι αυτός την ώρα!». Μουρμούριζε, ο Μαξούτ στέκεται ύστερα κι ακούει τον Μουεζίνη ως το τέλος με ευλάβεια.
Ένας Αθηναίος του λαού περνάει τρομαγμένος και τρέχοντας. Μ’ ένα πήδημα ο Μαξούτ τον πλησιάζει.
― Μπρε! ζύγωσ’ εδώ!
Ξετυλίζει απ’ τη μέση του ένα βούρδουλα.
― Ό,τι προστάζεις, Αράπ, εφέντη μου.
― Πες μου γρήγορα τι τρέχει;
― Οι Αρβανιτάδες του Πασά μπήκανε στη χώρα.
― Καλά. Γκρεμίσου τώρα.
Ο Αθηναίος φεύγει σαν αστραπή.
― Χα, χα, χα, άλλη φορά με φοβόντουσαν μόνο τα σκυλιά. Πού το ‘λπιζες Αράπη πως θα ‘ρθει μέρα να σε φοβούνται κι άνθρωποι!… Ας πάω να ιδώ τι γίνεται.
Μια Αραπίνα ζητιάνα τον ζυγώνει.
― Βόηθά με, πατριώτη. Ελεημοσύνη!
― Τι διάολο! όπου πάω μπροστά μου σε βρίσκω; Άντε τρίψε τα μούτρα σου καλά και σαν ασπρίσουν έλα να σου πληρώσω τον κόπο και τα έξοδα.
Η Αραπίνα φεύγει και λέει μονάχη της!
― Έννοια σου και θα σε ιδώ μια μέρα κατά πώς το θέλει η καρδιά μου.
Ακούεται πάλι θόρυβος. Ο Μαξούτ παρατηρεί μακριά.
― Άλλη παρέα έρχεται πάλι. Να κι ο Αγάς τους. Τι νέα Αγά;
― Η δουλειά πάει καλά. Άμα πάρομε ό,τι πάρομε θα δουλέψομε και για τον Πασά.
Γελάει και λέει πάλι.
― Θαν τους πιάσομε όλους, θαν τους κλείσομε σαν τραγιά σε μια μάντρα κι όποιος πληρώσει φεύγει.
― Οι ντουφεκιές τι ήτανε;
― Τις ρίχνανε για ναν τους πιάσει ο φόβος.
― Μα άκουσα και δυο μουγκές.
― Α. Η πρώτη πήρ’ έναν Παπά. Και να δεις που σου ‘χω και μεζέ.
― Απ’ τον παπά;!
― Κουτός είσαι ζάβαλι. Από κάτι ψητά κοτόπουλα που είχε σ’ ένα χαρτί τυλιγμένα.
― Η δεύτερη ντουφεκιά;
― Α! μικροδουλειές: ένα παιδάκι σκότωσε που πήγαινε στο σκολειό.
Ο Αγάς φεύγει. Η Αραπίνα πάλι τριγυρίζει και κατασκοπεύει.
Ο Μαξούτ φεύγει κι αυτός λέγοντας:
― Προκομμένα παιδιά ωστόσο…
Ακούεται πάλι αντάρα και κάπου κάπου πυροβολισμοί. Τα κανόνια της Ακροπόλεως πάλι βροντούν. Αρχίζει να φαίνεται η συνοδεία του Πασά του Ευρίπου. Μπροστά Τουρκαλβανοί με τους καπετανέους των. Ύστερα μερικοί Γενίτσαροι με το Σαρδάρη της Αθήνας και το Δισδάρη του Κάστρου. Τώρ’ έρχονται διάφοροι επίσημοι Τούρκοι της Αθήνας. Μέσα σ’ αυτούς καμαρώνουν δυο τρεις Σπαχήδες των χωριών. Όλοι περπατούν σιγά και ξιπασμένα, κοντά και γύρω στον Πασά, που είναι καβάλα σε καταστόλιστο άλογο και κοιτάζει με μεγάλην αυθάδεια δεξιά κι αριστερά κάτω απ’ το μεγάλο σαρίκι του. Δίπλα του είναι ο Μποσταντζής (μπόγιας), ο Βόιβοδας της Αθήνας κι ο Μουφτής. Πίσω έρχεται ο Τουρκικός όχλος φωνάζοντας και κουνώντας μικρά κόκκινα μπαϊράκια. Μεγάλη ποικιλία από φανταχτερά χρώματα. Ούτε οι δημογέροντες, ούτε ο κλήρος πήγαν στην υποδοχή του, γιατί ήρθε χωρίς καμιά προειδοποίηση, για να μη προφθάσουν να φύγουν, ή να κρυφτούν ή και να κουρντίσουν και μερικούς επισήμους Τούρκους, δυσαρεστημένους από άλλοτε εναντίον του Πασά.
Από το αντίθετο της Αγοράς μέρος παρουσιάζεται ξάφνου ο Μιχαήλ μόνος, με σεμνότητα κι αξιοπρέπεια, κατάμαυρα ντυμένος και υπερήφανος χωρίς να είναι και αυθάδης. Στο χέρι του κρατεί τυλιγμένο το φιρμάνι. Προχωρεί λίγο και στέκεται σε κάποιαν απόσταση απέναντι του Πασά. Τον χαιρετάει γέρνοντας λίγο το κεφάλι και ελαφριά το σώμα του. Ύστερα ανασηκώνεται πάλι κι αρχίζει να μιλεί:
― Καλώς όρισες, Πασά μου, στον τόπο μας. Αυτό είναι για μας μια μεγάλη τιμή. Δε μπορούμ’ όμως, σαν πιστοί ραγιάδες, να μη φανερώσομε στην ενδοξότητά σου, πως το νέον φιρμάνι που έφερα και το κρατώ στο χέρι μου, προστάζει, ποτές να μην πατήσει εδώ του Πασά το ποδάρι. Κι αν ο Πασάς, μη γνωρίζοντες τα προνόμια του τόπου, γελαστεί και έρθει, να πάρει τις ίδιες του της πατημασιές και να γυρίσει πίσω. Έτσι, Πασά μου, προστάζει το φιρμάνι.
Όλοι στέκονται σαν απολιθωμένοι. Και ο Πασάς με φοβερό και ακράτητο θυμό, βγάζοντας το σπαθί του, φωνάζει: «Σκύλε!…»
Γενικό μουρμουρητό και σιγοταραχή.
Προχωρεί όμως γρήγορα ο Μουφτής, γέροντας εβδομηντάρης, με πράσινο σαρίκι και με μακριά κάτασπρα γένια και στέκεται ανάμεσα του Πασά και του Μιχαήλ, που δεν εκινήθηκε απ’ τη θέση του, και σηκώνοντας μπρος την παλάμη, σα να ήθελε ναν τους σταματήσει, λέει στον Πασά.
― Βάλ’ το σπαθί σου, Πασά μου, στο θηκάρι του, και πάντα έχεις καιρό ναν το βγάλεις.
Όλοι στέκονται αμίλητοι κι ακίνητοι. Ο Μουφτής εξακολουθεί:
― Φέρε το φιρμάνι εδώ Κοτζάμπαση.
Το παίρνει απ’ το χέρι του Μιχαήλ, που του το δίνει, το φιλεί, το ακουμπάει στο μέτωπό του, το ξεδιπλώνει με επισημότητα και το παρατηρεί προσεχτικά για να καταλάβει τι προστάζει.
― Αλήθεια, αλήθεια, έτσι προστάζει το φιρμάνι. Πλησιάζει ύστερα τον Πασά, και του λέγει βιαστικά και
μυστικά.
― Πασά μου, βρίσκεσαι σε κίνδυνο μεγάλο! Μην ξεχνάς πως έχεις κι εχτρούς. Πρέπει να γυρίσεις αμέσως πίσω. Περιποιήσου και τον Κοτζάμπαση. Αλλοίμονο αν του εγγιχτεί μια τρίχα του κεφαλιού του. Έτσι προστάζει το φιρμάνι.
Είπε και αποσύρθηκε πάλι.
Ευτύς τότες ο Πασάς άλλαζε τρόπο ολωσδιόλου με μεγάλη υποκρισία. Βάζει το σπαθί του στο θηκάρι του, ξεπεζεύει αμέσως, παίρνει το φιρμάνι, το φιλεί κι αυτός, το ‘γγίζει στο κούτελό του, το δίνει πάλι στον Μιχαήλ και του μιλεί με προσποιημένη γλύκα και με τρόπο, που ναν τον ακούσουν οι επίσημοι Τούρκοι που ήταν κοντά του.
― Γιατί να βασανιστείτε να βγάλετε το νέο αυτό φιρμάνι, που το ύψος του μεγάλου μας Σουλτάνου ―η ευλογία και η ευτυχία να σκεπάζει την ιερή του κορφή!― καταδέχτηκε να δώσει στους σκλάβους του, που του το ζήτησαν απ’ τα δοξασμένα ζιγκιά του αλόγου του; Μήπως δεν τα γνωρίζομε τα παλιά προνόμια, που οι τρισένδοξοι Σουλτάνοι μας, οι κύριοι των θαλασσών και των Ηπείρων, εχάρισαν στον τόπο των σοφών και των μαρμάρων; Εγώ δεν ήρθα με κακό σκοπό στον τόπο σας. Περαστικός είμαι, γι’ αυτό και τα τζαντίρια μου τα έστησα όξ’ απ’ τη χώρα σας.
Και δυναμώνοντας τη φωνή του για ναν τον ακούσουν όλοι, εξακολουθεί.
― Περαστικός είμαι, και είπα, ας μπω να καμαρώσω κι εγώ το δοξασμένο Κάστρο της Αθήνας, που την άλλη φορά, αποσταλμένος για δουλειά και βιαστικός, δεν πρόφτασα ναν το ιδώ. Ας ανέβω να προσευχηθώ στο χαλασμένο τζαμί του, που τον παλιό καιρό κάθε ξακουσμένος ντερβίσης της Ανατολής έπρεπε να ‘ρθει ναν το προσκυνήσει και να κρεμάσει στους ιερούς του τοίχους το μπαϊράκι του. Αφού όμως τον ερχομό του τον πήρατε αλλιώς, θα φύγω.
Και γυρίζοντας προς τον Μιχαήλ:
― Οι παππούδες σας ήτανε φιλόξενοι άνθρωποι· εσείς δεν τους μοιάζετε. Πού είσαι κρυμμένος Βόιβοδα;
Ο Βόιβοδας πλησιάζει καταφοβισμένος.
― Να παραγγείλεις του Δεσπότη, αύριο να γίνει μονοκλησιά, να μαζευτούν όλοι οι ραγιάδες στην καλύτερή τους εκκλησιά και να διαβαστεί το νέο προσκυνητό φιρμάνι, όπως το θέλει η τάξη. Και συ να ‘ρθεις στο τζαντίρι μου να φάμε μαζί.
Κι ο Βόιβοδας σκύβοντας ίσα με τη γη:
― Μετά χαράς σου Πασά μου, θα γίνει όπως προστάζεις.
― Γυρίζει τέλος ο Πασάς προς το Φρούραρχο και του λέει:
― Πάρε και συ τους Καστριώτες σου και ανέβα στο Κάστρο και συ Σαρδάρη τους Γενιτσάρους σου και φύγε. Με φτάνουν οι Αρβανιτάδες μου για συνοδεία.
Ο Δισδάρης κι ο Σαρδάρης προχωρούν λίγο, χαιρετούν βαθιά κι αποτραβιούνται.
Ενώ γίνονται αυτά, ζυγώνει με τρόπον ο Πασάς κατά μέρος του Μιχαήλ και του λέει σιγά, άγρια, και απαίσια.
― Έννοια σου και όλ’ αυτά εσύ θα μου τα πληρώσεις. Κι ευτύς παίρνοντας πάλι το πρώτο του ύφος, λέει δυνατά στον Μιχαήλ:
― Να μου χαιρετάς τους δικούς σου Κοτζάμπαση.
Απομακρύνεται λίγο, πεζός πάντα, και πάλι στέκεται και κοιτάζει το Μιχαήλ από μακριά κατάματα, και ύστερα προχωρεί σιγά· ο δε Μιχαήλ απ’ τη θέση του του λέει με απάθεια και με τόνο φωνής φυσικόν:
― Μη συγχύζεσαι, Πασά μου: το γνωρίζω τι με προσμένει. Δεν αξίζει όμως τόσο πολύ η ζωή, για ναν την κρατεί κανείς και ρεζιλεμένη ακόμη τόσο σφιχτά. Ποιος μπρος, ποιος πίσω, όλοι θα πεθάνομε. Στον άλλον κόσμο εγώ θα πάω εμπρός, το βλέπω και το ξέρω, και συ θα πας πίσω. Μα και τώρα για σένα το ίδιο θα γίνει… Θα πας πίσω στο ένδοξο κονάκι σου, Πασά μου.
Και με το χέρι του που κρατεί το φερμάνι, του δείχνει με ευγενικό κίνημα, το δρόμο.
Η’.
Ο Πασάς είχε στημένα τα τσαντίρια του έξω απ’ τα τείχη της πόλεως, κοντά στην πόρτα των Μεσογείων. Μέσα απ’ τα τείχη φαίνεται η βρύση Μπουμπουνίστρα. Στο κέντρον υψώνεται το μεγάλο και πολύτιμο τσαντίρι του Πασά. Δύο φύλακες Τουρκαλβανοί, δεξιά και αριστερά της εισόδου του τσαντιριού, φυλάνε, κρατώντας στο χέρι από μια πιστόλα. Δεξιά και αριστερά της Πόρτας των Μεσογείων οι στρατιώτες κάθονται σταυροπόδι. Τα όπλα των είναι ακουμπισμένα στο τείχος. Ένας απ’ αυτούς παίζει νάι και οι άλλοι ακούνε.
Μέσα στο τζαντίρι του Πασά κάθονται σταυροπόδι, απάνω σε παχύ χαλί, που είναι στρωμένο χάμω, ο Πασάς και ο Βόιβοδας της Αθήνας. Αυτός σε κάποια απόσταση. Ο Πασάς ρουφάει το τσιμπούκι του. Ο Βοϊβόδας είναι φοβισμένος, ταπεινός άοπλος, ενώ ο Πασάς έχει δυο πιστόλες στη μέση του. Κι οι δυο στέκονται άφωνοι και συλλογισμένοι. Αφού πέρασε λίγη ώρα, ο Πασάς στενάζει βαθιά και λέει:
― Αυτά λοιπόν μας φτιάνουν οι γκιαούρηδες, Βοϊβόδα;
― Βλέπεις Πασά εφέντη μου;
― Εγώ να ιδώ, ή εσύ; Που δεν εκατόρθωσες ή δε θέλησες να μυριστείς τα πράματα πρωτύτερα και ναν τα μποδίσεις; Τι να σου κάμω! Ας έχεις χάρη σε κείνον που προστατεύει και σένα και μένα στην Πόλη. Μα να ιδούμε, θα κατορθώσεις καν τώρα να κάνεις τίποτις; Δεν το πιστεύω. Λογάς είσαι… Και πώς σε άκουσαν οι Αρβανιτάδες μου κι ο Μποσταντζής;
― … Είπα… πως μου είχες σταλμένα μυστικά προσταγή έτσι να κάμουν.
― Αλήθεια!; Και με το κεφάλι σου τα κατάφερες όλ’ αυτά;
Ο Βοϊβόδας με αυταρέσκειαν:
― Με το κεφάλι μου.
― Αν πετύχει η δουλειά δε θα σε παιδέψω. Αν δεν πετύχει όμως… φίδι που σ’ έφαε! Μ’ αυτό το φιρμάνι που ‘βγαλ’ αυτός, χάνω όχι μόνο τα κέρδη μου, αλλά και την υπόληψη μου. Εκείνοι που πρώτα μ’ έτρεμαν τώρα θα με γελούν… Αλήθεια μπρε Βοϊβόδα; Για μένα, με τ’ όνομά μου, μιλεί το φιρμάνι;
― Αλήθεια Πασά μου! και το δικό μου το μπουγιουρουλδί τα ίδια λέει.
― Βάι… βάι. Για δος μου πάλι το χαρτί σου ναν το διαβάσω. Πάρ’ το, πάρ’ το’ θα μου ‘ρθει κανένα κακό… Θα σου τον διορθώσω εγώ, έννοια σου. Και τι σόι είν’ αυτός ο Μιχαήλ;
― Απ’ τις πρώτες φαμίλιες της Αθήνας.
― Αυτό δε με μέλει. Η καρδιά του το λέει;
― Το λέει, το λέει.
― Ο τόπος τον αγαπάει;
― Τον αγαπάει, τον αγαπάει.
― Και τώρα μάλιστα πιο πολύ… Κι αν του ‘ρθει κανένα ξαφνικό πως θαν τ’ ακούσουν;
― Θα σηκωθούν όλοι στο ποδάρι.
― Και τι λες πως θα κάνουν μπρε Βοϊβόδα;
― Όσο γι’ αυτό μη σκοτίζεσαι. Λίγες φωνές και τίποτις άλλο. Σε κάνα δυο μέρες θα κοιτάξει ο καθένας τα νιτερέσα του.
― Δεν είσαι και ολωσδιόλου κουτός, Βοϊβόδα.
― Σπολλάτη, Πασά εφέντη μου.
― Είναι παντρεμένος;
― Είναι αρραβωνιασμένος. Θα πάρει την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.
― Τι λες μπρε Βοϊβόδα; Μίλα καλά! Και πώς το ξέρεις;
― Μου το είπε ο Αράπης που ‘χω στο χαρέμι μου, γιατ’ είμαστε βλέπεις γειτόνοι με το Μιχαήλ.
― Και την έχει σπίτι του τη γυναίκα που θα πάρει;
― Πού να σ’ τα λέω! Είναι πολλά και παράξενα πράματα στη μέση. Θα βάλω τον Αράπη μου να σ’ τα πει για να κάμεις χάζι.
― Θα ‘ναι έξυπνος αυτός ο Αράπης σου…
― Τετραπέρατος.
Ενώ κουβεντιάζουν ο Πασάς και ο Βοϊβόδας, καταφτάνει και ο Μαξούτ λαχανιασμένος.
Οι στρατιώτες της πύλης θέλουν ναν τον μποδίσουν, μα τους λέγει κάτι και τον αφήνουν και περνά. Λοξοδρομεί τότες επιτήδεια, παρατηρεί από μακριά μέσα στο τζαντίρι του Πασά και κάνει σχήματα στο Βοϊβόδα, φανερώνοντας πως κάποιον έπιασαν. Ο Βοϊβόδας βλέπει, αλλά καμώνεται πως δεν είδε.
Ο Μαξούτ τραβιέται ευτύς πίσω απ’ το τζαντίρι. Οι μέσα εξακολουθούν τη κουβέντα τους.
― Θα μου τον χαρίσεις Βόιβοδα αυτόν τον Αράπη. Ακούς;
― Τον αγαπώ πολύ. Μα αφού τον θέλεις χάρισμά σου Πασά μου.
― Και συ δεν την είδες ποτέ σου αυτήν τη γυναίκα;
― Όχι· ποτές μου.
― Κουτούτσικος είσαι ζάβαλη Βόιβοδα.
― Σπολλάτη Πασά εφέντη μου.
― Πώς τη λένε;
― Καρυά.
― Και την αγαπάει πολύ ο Μιχαήλ;
― Τρελαίνεται για δαύτην.
― Καλά. Στείλε να φωνάξεις εδώ τον Αράπη.
― Τον πήρε το μάτι μου πρωτύτερα. Και προβαίνοντας έξω φωνάζει «Μαξούτ»!
Ο Μαξούτ μπαίνει μέσα τρομαγμένος και τρέμει βλέποντας τον Πασά.
Βρίσκει όμως την κατάλληλη στιγμή και με σχήματα ξηγάει στον Βοϊβόδα, πως κάποιον έπιασαν, έδεσαν, έριξαν μέσα σε αραμπά, τον σκέπασαν και τον φέρνουν.
Ο Πασάς, αφού σκέφτηκε λίγο λέει στον Μαξούτ.
― Στάσου καλά πρε. Μη φοβάσαι. Εγώ τα ζα και τους αραπάδες τους αγαπώ. Έλα κοντά.
Ο Μαξούτ πλησιάζει σκυφτός. Ο Πασάς σαν να ήταν ο Μαξούτ σκύλος του ξύνει λίγο το κεφάλι γελώντας και του δίνει και μια σβερκιά.
― Από τώρα κι εμπρός θα ‘σαι δικός μου. Ακούς; Στάσου ίσιος τώρα.
Ο Μαξούτ του κάνει μια μετάνοια και ύστερα στέκεται ίσιος, λέγοντας μόνος του. «Πάλι άλαξ’ αφέντη». Ο Πασάς του μιλάει πάλι.
― Για πες μου τι σόι γυναίκα είν’ αυτή, η γυναίκα του Μιχαήλ;
Μπαίνει στη μέση ο Βόιβοδας.
― Κέφι έχεις Πασά μου.
― Το κέφι μου να ΄χεις. Έτσι είμ’ εγώ. Σαν πάρω μιαν απόφαση, ησυχάζω ύστερα.
― Μίλα λοιπόν, Μαξούτ. Τι γυναίκα είναι;
― Γυναίκα!; Αυτή δεν είναι γυναίκα Πασά μου.
― Αμ’ τι είναι, άντρας;!
― Είναι ουρί, είναι αστέρι της χαραυγής, είναι δροσιά του ουρανού. Σαν χαμογελά, λες και πέφτουν άνθη της λεμονιάς και μαργαριτάρια στην ποδιά της. Και πάλι, σαν μιλεί, ύστερ’ από κάμποσην ώρα, σου μένει στ’ αυτιά σου ένας γλυκός αντίλαλος, μια μαγεμένη βουή, που σα να σου λέει: «αφού δε μπορείς να ζήσεις με μένα, πρέπει να πεθάνεις για μένα». Όταν τραγουδεί, σωπαίνουν τ’ αηδόνια. Τα μάτια της έχουν τη φλόγα του μεσημεριού και του μεσονυχτιού το μυστήριο. Όταν λυγίζεται, τσακίζεσαι συ, όταν σηκώνεται απ’ τη θέση της, σου ‘ρχεται να γονατίσεις. Όταν κάθεται, πετιέσαι ολόρθος, χωρίς να ξέρεις γιατί. Όταν χτενίζεται, λαμποκοπά η γειτονιά. Όταν λούζεται… το λαχταριστό κορμί της…
― Σκασμός! μ’ άναψες!… Γκρεμίσου από δω… Βογκάει ο Πασάς και ξαναμμένος τον χτυπά με το τσιμπούκι του.
Ο Μαξούτ φεύγει απ’ το τζαντίρι τρομαγμένος. Την ίδια στιγμή ένας καπετάνιος Τουρκαλβανός και ο Μποσταντζής, μπαίνουν απ’ την πύλη κατακουρασμένοι.
Μιλούν οι δυο τους μυστικά, ενώ οι στρατιώται παρατηρούν με ανησυχία και περιέργεια έξω απ’ την πύλη.
Μέσα στο τζαντίρι του ο Πασάς στα συγκαλά του πάλι χαμογελάει και φωνάζει «Μαξούτ!».
Ο Μαξούτ μπαίνει σκυφτός και φοβισμένος. Ο Πασάς του δίνει χρήματα.
― Πάρε να κάμεις κέφι.
Ο Μαξούτ τον προσκυνάει ως τη γη και βγαίνει όξω.
― Γειά σου Βόιβοδα, αυτός ο Αράπης αξίζει ό,τι να πεις. Και πώς τα κατάφερε και είδ’ όλ’ αυτά;
― Ξέρω κι εγώ Πασά μου!;
― Να ξεραθείς Βόιβοδα. Πολύ κουτός ζάβαλη είσαι.
― Σπολλάτη Πασά εφέντη μου.
Κόβεται τώρα η κουβέντα τους απ’ τον Μποσταντζή, που μπαίνει. Χαιρετάει τον Πασά και του λέει κρυφά.
― Πασά μου! η δουλειά σου τέλειωσε.
― Α, αναφωνεί ο Πασάς και πηδάει απ’ τη θέση του. Έγιν’ όπως είπαμε;
― Όπως είπαμε.
Ο Βόιβοδας κάνει πως δεν καταλαβαίνει, πως δεν προσέχει.
Ο Μποσταντζής του μιλάει μυστικά κι ο Πασάς ύστερα του λέει.
― Και ποιος σας βοήθησε σε όλ’ αυτά;
― Ο Αράπης του Βόιβοδα.
― Και τον είδα και δεν μου είπε τίποτις!…
― Δε θα ‘πρεπε να μιλήσει.
Κάτι του λέει ο Πασάς κι ο Μποσταντζής φεύγει.
― Πολύ ευχαριστημένος είμαι για το δώρο σου Βόιβοδα. Θα μου χρειαστεί πολύ αυτός ο Αράπης.
― Άλλο να σου λέω και άλλο ναν τον δοκιμάσεις στη δούλεψή σου Πασά μου. Αχ!
Ο Μποσταντζής μπαίνει πάλι και δίνει στον Πασά ένα έγγραφο και πάλι βγαίνει. Το έγγραφ’ αυτό το δίνει τότες ο Πασάς στον Βόιβοδα, λέγοντάς του.
― Να, πάρτ’ αυτό Βόιβοδα και φύγε. Ναν το υπογράψει πρώτα ο Δεσπότης και ύστερα το κόμμα σου, που λες πως έχεις, και όσοι άλλοι μπορέσεις, με το καλό ή με το στανιό. Φεύγα γρήγορα τώρα.
― Μετά χαράς σου Πασά μου.
Το παίρνει, το φιλεί, το βάζει στον κόρφο του και φεύγει.
― Μποσταντζή! φωνάζει ο Πασάς, τρέμοντας από συγκίνηση.
Ο Μποσταντζής μπαίνει μέσα.
― Ο Μαξούτ να μείνει εδώ και να μη μιλήσει με κανέναν, ούτε με το Βόιβοδα. Πήγαινε κι έλα πάλι.
Ο Μποσταντζής βγαίνει, πιάνει με τα δυο του τα χέρια τον Αράπη, που είναι κρυμμένος πίσ’ απ’ το τσαντίρι, τον ανασηκώνει λίγο και τον βάζει κοντά στους δυο στρατιώτες· τον κουνάει σα να είναι δέντρο, και του λέει:
― Στον τόπο! Μήτε να κουνηθείς, μήτε να μιλήσεις! Και μπαίνει πάλι στο τζαντίρι του Πασά, που του λέγει.
― Σα θα βρίσκεται κάμποσο μακριά ο Βόιβοδας και σε φωνάξω, να φέρεις εδώ τον άνθρωπο. Στάσου λίγο. Έξω από σας, ξέρει κανένας άλλος ποιος είναι;
― Όχι. Μονάχα ο Αράπης.
― Ο Μαξούτ τώρα είναι δικός μου. Φύγε.
Φεύγει και προχωρεί μέσα περνώντας απ’ την πύλη της πόλεως. Ο Πασάς μιλεί μονάχος του τώρα.
― Θα ιδούμε λοιπόν τι μπόι έχει κι αυτός που μας έκαμε τόσα και τόσα. Θα ιδούμε αν και τώρα θα μας κάνει τον άγριο. Θα τον κομματιάσω!…
Προχωρεί έξω απ’ τη σκηνή του και φωνάζει: «Μποσταντζή!» και πάλι μπαίνει μέσα.
Σε λίγο φτάνει ο Μποσταντζής με τον Μιχαήλ που τον ακολουθεί.
Θ’.
Ο Μιχαήλ έχει ξέσκεπο το κεφάλι και είναι ωχρός μα όχι και φοβισμένος. Τα χέρια του είναι δεμένα πίσω.
Ο Πασάς τότες, με έκπληξή του τάχα και με προσποιητή γλύκα λέει.
― Κοτζάμπαση! Πώς βρίσκεσαι σ’ αυτό το χάλι; Κι ευτύς, θυμώνοντας: «Μποσταντζή! Λύσ’ τον γρήγορα, παλιόσκυλο!»
Τον λύει, και ο Πασάς εξακολουθεί:
― Γκρεμίσου από δω! να μη σε ιδούν άλλη φορά τα μάτια μου.
Ο Μποσταντζής φεύγει. Είναι τώρα μόνοι.
― Κάτσε, Κοτζάμπαση, κάτσε.
Ο Πασάς κάθεται. Ο Μιχαήλ λέει ξερά:
― Ευχαριστώ.
― Μα δε μ’ άκουσες πώς τον έβριξα!;
― Σ’ άκουσα.
― Πρόσεξε Μιχαήλ σ’ αυτά που θα σου πω. Φαίνεσαι έξυπνος άνθρωπος. Είσαι νέος, έχεις ακόμη πολλά χρόνια μπροστά σου να ζήσεις… Τι σε ανάγκασε να πας στην Πόλη και να κάμεις ό,τι έκαμες;
― Ο τόπος μου που μ’ έστειλε.
― Και τον τόπο σου ποιος τον ανάγκασε;
― Τα βάσανα που τραβούσαν απ’ τον Πασά.
Ο Πασάς σηκώνεται θυμωμένος.
― Μην είσαι αυθάδης! Κάθεται πάλι. Εγώ, είδες, με τι γλυκόν τρόπο σου μιλώ.
― Το είδα.
― Τι ανάγκη ήτανε το φιρμάνι μέσα, να προσβάλει εμένα, με τ’ όνομά μου;
― Κάτω από κάθε καλή ή κακή πράξη, βρίσκεται ένα καλό ή κακό όνομα.
― Ας είναι κι αυτό το μάθημα. Ας αλλάξομε τώρα κουβέντα. Άκουσέ με Μιχαλάκη. Τώρα πια, ό,τι έγιν’ έγινε. Και το πιο κακό πράμα όπως και το πιο καλό, λησμονιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλ’ αλλάζουν. Άλλος γεννιέται, άλλος πεθαίνει… ως και οι Σουλτάνοι πεθαίνουν, Μιχαλάκη μου, ως και οι Σουλτάνοι! Βγαίνει ένα φιρμάνι σήμερα και λέει ό,τι λέει, βγαίνει αύριο ένα άλλο και λέει τ’ ανάποδα. Καταλαβαίνεις Κοτζάμπασή μου; Άκου Μιχαλάκη μου… Κάτσε, κάτσε, τζάνουμ!
― Τέλειωσε, Πασά μου, την ομιλία σου κι ύστερα κάθομαι.
― Γιατί δε θέλεις να είμαστε φίλοι; Κι οι δυο είμαστε καμωμένοι για αφεντάδες, δεν είμαστε για δουλειές. Άλλοι πρέπει να δουλεύουν για μας. Μη σε κόφτει που βλέπεις τους ανθρώπους με δυο ποδάρια. Ζα είναι κι αυτοί, Μιχαλάκη μου.
Και γελώντας από ευχαρίστηση και καμάρι για το μυαλό του ζυγώνει πιο πολύ στον Μιχαήλ.
― Αυτός ο τόπος, η Αθήνα, Μιχαλάκη μου, δεν είναι για προκοπή. Έχει πολλά κεφάλια κι άχρηστα. Κολοκύθια είναι τ’ αρχοντικά κεφάλια. Σαν έρθει η ώρα τους θέλουν κόψιμο. Στην Αθήνα φτάνει να μείνουν δυο μονάχα κεφάλια. Τα δικά μας κεφάλια σα να πούμε. Η Αθήνα έχει χτηματάκια καλά, έχει κουτσοεμπόριο, έχει μέλι, έχει λάδι, έχει πετσιά, έχει σαπούνι, έχει δουλευτάδες καλούς. Ένας δυο αφεντάδες μπορούν να ‘χουν καλούτσικο εισόδημα. Του Χασεκή του ‘κοψε κάτι να κάνει μα δεν κατάλαβε πως πρώτα φέρνουν σε λογαριασμό τους ανθρώπους κι ύστερα τα χτήματά τους. Συ, άρχοντα Μιχαλάκη, είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπαίνεις στο νόημα εύκολα. Ο νους του ανθρώπου, Κοτζάμπασή μου, είναι τριών λογιώ: από στουπί, από πετσί, και από καλάμι. Στο στουπί χώνεις το μαχαίρι σου, το βγάζεις, τίποτις δεν έκαμες. Στο πετσί κάνεις το ίδιο, και μένει μονάχα το σημάδι της μαχαιριάς. Μα το καλάμι, το χαράζεις λίγο από πάνω, και κρρρρ, σκίζεται ίσα με κάτω. Ο νους σου είναι καλαμένιος, Μιχαλάκη μου. Κατάλαβες τι σου λέω; Έλα να συντροφέψομε.
― Τι λες; Πασά μου; Εγώ εχτρός της Πατρίδος μου! Εγώ εχτρός των πατριωτών μου!;
― Αν δεν είσαι συ, θα βρεθεί άλλος.
― Να βρεθεί Πασά μου, να βρεθεί.
Ο Πασάς σηκώνεται θυμωμένος.
― Α, σε βαρέθηκα πια, ή τη φιλία μου ή…
― Θα με σκοτώσεις. Το εγνώριζα πριν να μου το πεις.
― Δε φαίνεσαι για τόσο παλικάρι.
― Εσείς, Πασά μου, δεν γνωρίζετε την παλικαριά της καρδιάς που δεν είναι κακούργα, την παλικαριά που τη λένε χρέος.
― Δεν έχομε καιρό για λόγια. Σκέψου. Σου χαρίζω λίγον καιρό ακόμα… Δε μιλάς λοιπόν; Σκύλε άπιστε! Μόνος σου σκάβεις το λάκκο σου.
― Πρόσεξε Πασά. Το φιρμάνι προστάζει ούτε τρίχα της κεφαλής μου να μην πειραχτεί.
― Θα φροντίσω στο κεφάλι σου να μείνουν όλες οι τρίχες. Και ποιος θα μάθει, τρελέ πως χάθηκες; Και ποιος θα με κατηγορήσει αν το μάθει; Αν εγώ ένα βήμα κάνω μέσα απ’ την πόρτα αυτή, θα μπορούσε κι ο τελευταίος άνθρωπος να με βλάψει χωρίς να πάθει τίποτις· και τώρα που βρίσκεσαι εσύ έξω απ’ την πόρτα σας, έξω απ’ τη χώρα σας, στο τζαντίρι μου μέσα, δεν μπορώ εγώ! ένας Πασάς! να σε σκοτώσω;
― Πασά, Πασά, πόσο γελιέσαι να πιστεύεις, πως με την καταστροφή μου θα κατορθώσεις τίποτις. Η γη αυτή που την πατείς για ναν τη βρίζεις και τη βρίζεις γιατί την πατείς, ποτέ δεν θα παύσει να γεννάει ανθρώπους σαν κι εμένα και καλύτερους ακόμη από μένα. Εμείς αλλάξαμε ρούχα, μα δεν αλλάξαμε καρδιά. Χάθηκε η χρυσή χλαμύδα των παλαιών, και ήρθε το μαύρο ράσο των Χριστιανών, όπως χάθηκ’ η δόξα και ήρθε το μαρτύριο. Είναι πολύς, πάρα πολύς καιρός, που άρχισε το μαρτυρολόι αυτό και δεν ετέλειωσεν ακόμα. Με το χέρι σου θα σφάξεις ακόμα έναν άνθρωπο, με το αίμα μου θα γράψω ακόμα ένα μάρτυρα. Μα έννοια σας, έννοια σας, έννοια σας. Το μαρτυρολόι αυτό δεν έχει πια πολλά φύλλα άγραφα. Κοντοζυγώνει ο καιρός, που με τα σαρίκια σας θα γελούν τα μικρά παιδιά στους δρόμους τις απόκριες. Αυτός ο γαλανός, ο γελάτος, ο κατάχρυσος ουρανός· αυτή η γλυκιά, η ήμερη, η μαλακιά, η μυρωμένη χώρα, εβαρέθηκε πια να σας βλέπει.
― Και πώς μιλείς έτσι σ’ έναν Πασά, τρελέ ραγιά;! Ξεχνάς πως είσαι ένας απ’ τους σκλάβους των Μουσουλμάνων;
― Οι σημερνοί σκλάβοι μπορεί να μην είναι και αύριο.
― Και τι σε μέλει εσέναν, αφού δε θα είσαι αύριο;… Δε λυπάσαι καν, την όμορφη γυναίκα που θα πάρεις;
― Το γνωρίζεις κι αυτό; Είσαι βλέπω καλά πληροφορημένος για όλα. Η τιμή που θα ‘ρθει στο σπίτι μου, όταν χαθώ για την Πατρίδα μου, θαν τη παρηγορεί την ημέρα και θαν τη γλυκοκοιμίζει τη νύχτα.
― Όσο για να γλυκοκοιμάται θα φροντίσω κι εγώ.
― Εσένα θα καταδεχτεί ποτέ να κοιτάξει η Καρυά;!
Ενώ γίνονται αυτά μέσα στη σκηνή, ο Μποσταντζής κοιτάζει πέρα μ’ ανησυχία έξω απ’ την πύλη, το ίδιο και οι στρατιώτες. Κουβεντιάζει ύστερα με τον Μαξούτ και πάλι κοιτάζει.
Ο Πασάς τρέμει όλος απ’ το θυμό του.
― Αν θέλω να ζήσεις, το θέλω, για να ιδείς με τα μάτια σου, αυτό που φοβάσαι.
― Αν θέλω να ζήσω το θέλω για να ιδώ με τα μάτια μου την καταφρόνια που θα σου κάνει.
Ο Πασάς μανιασμένος ακουμπά το χέρι του στο πιστόλι του και φωνάζει: «Άπιστε!». Ο Μιχαήλ σταυρώνει τα χέρια του και περιμένει με απάθεια και με περηφάνεια το θάνατο. Ο Πασάς όμως μετανογάει λέγοντας:
― Ας μη λερώσω το χέρι μου.
Κι ο Μιχαήλ του λέει τότε:
― Τι παλικάρια που είσαστε σεις, όταν έχετε μπρος σας ανθρώπους μονάχους και με δίχως άρματα!…
Ο Μποσταντζής μπαίνει αυτή τη στιγμή μέσα και λέει ιδιαιτέρως στον Πασά.
― Πασά εφέντη μου, πολλοί ραγιάδες έρχονται απ’ τη χώρα μαζωμένοι. Είναι κάμποσο μακριά ακόμα. Μπρος απ’ αυτούς περπατούν τρεις άρχοντες.
― Τι έρχονται να κάμουν; Μίλα δυνατά, δεν πειράζει.
― Ο Αράπης λέει, πως έρχονται να σου φέρουν δώρα.
― Καλά, πήγαινε.
Ο Μποσταντζής φεύγει. Τότε ο Πασάς λέει στον Μιχαήλ.
― Κακό παιγνίδι έπαιξες.
Βγαίνει κι αυτός, αφήνοντας μονάχο τον Μιχαήλ που νιώθει και τι συμβαίνει και ποια είναι η θέση του. Νιώθει πως οι δυστυχισμένοι οι Αθηναίοι δε γνωρίζουν, ούτε τι απόγινεν αυτός, ούτε πώς πρέπει να φερθούν στον Πασά. Δε γνωρίζουν πως σε λίγες στιγμές αυτός χάνεται για την ευτυχία τους.
― Καλέ μου πατέρα! λέει τότε, μάνα μου, δυστυχισμένη μάνα! Καρυά μου! δεν θ’ ακούσω πια τη φωνή σας, τα λόγια σας τα χαϊδευτικά.
Για μια στιγμή ο Μιχαήλ συγκινείται, μα ευτύς έρχεται στα συγκαλά του και λέει.
― Ντροπή! Οι μάρτυρες πεθαίνουν με χαμόγελο. Δεν είμ’ ο πρώτος, δεν είμ’ ο τελευταίος. Αν ο τόπος μας φοβάται ακόμα να δοξάζει τα ονόματά μας, η Εκκλησία μας ποτέ της δεν εγνώρισε τι θα πει φόβος.
Την ίδια στιγμή ο Πασάς έξω πηγαινόρχεται, αγριεμένος· ύστερα φωνάζει τον Μαξούτ και του λέει.
― Να πας να πεις σ’ αυτό το σκυλολόι εκεί κάτω, να γκρεμιστούν να φύγουν γρήγορα, να μην τους κόψω τα ποδάρια. Από τους τρεις άρχοντες ας έρθει μονάχα ο ένας. Πρόσεξε να μη βγει ούτε λέξη απ’ το στόμα σου, γιατί σ’ έσκισα.
Και γυρίζοντας κατά το μέρος των φυλάκων:
― Κλείστε το τσαντίρι εσείς.
Φεύγοντας ο Μαξούτ λέει καταυχαριστημένος:
― Τούτος ο αφέντης έχει κι έχει ανακατωσούρες! Κι αν αρπάξομε και την πεντάμορφη, ωχ!…
Και γίνετ’ άφαντος.
Ο Πασάς τρέμοντας όλος και αγριεμένος φωνάζει: «Μποσταντζή! κάμε την τέχνη σου! Να μη δει! να μη μάθει ποτέ κανείς τι έγιν’ εδώ. Να μη ξαναγίνει ποτές κουβέντα πια για δαύτον! Πρόσεξε!
Και αποτεινόμενος στο στρατιώτη που έπαιζε το νάι.
― Εσύ, γιατί σώπασες; Παίξε!
Ο στρατιώτης παίζει ένα θρηνητικό σκοπό. Οι άλλοι στρατιώτες στέκονται σε προσοχή.
Οι φύλακες έχουν όλοι τον νουν των στην είσοδο του τζαντιριού. Ο Μποσταντζής βγάζοντας το χαντζάρι του ορμά μέσα στο τζαντίρι για να σκοτώσει τον Μιχαήλ, ο δε Πασάς παίρνοντας στάση φοβερισμού και γυρισμένος προς το μέρος της Αθήνας, λέει:
― Φεύγω, Αθήνα, φεύγω! Μπορεί ν’ αργήσεις να με ιδείς, μα πάντα θα με ιδείς μια μέρα.
Ι’.
Ξαναγυρίζομε στην Αθήνα.
Είναι άγρια νύχτα. Το Ριζόκαστρο είν’ έρημο. Η γνωστή μας ζητιάνα Αραπίνα πηγαίνει να κοιμηθεί σε μια τρύπα των βράχων, κοντά σ’ ένα χάλασμα. Σέρνει ένα κουρελιασμένο ύφασμα και μονολογεί:
― Απόψ’ εκεί θα είναι το σαράι μου! Αναγκάζομαι βλέπεις κάθε τόσο ν’ αλλάζω σπίτι, γιατί με μυρίζονται τα Τουρκόπουλα και μου πετούν απ’ το Κάστρο πέτρες.
Κάθεται απάνω στα κουρέλια της και μετράει τα χρήματά της.
― Δεν πήγε άσκημα σήμερα η δουλειά. Τέσσερα γρόσια, εφτά παράδες και είκοσι άσπρα.
Τα δένει σφικτά στο κομπόδεμά της πάλι.
― Α! κουράστηκα πια. Θα γύρω. Μπρε!… τι είδαν τα μάτια μου σήμερα!… Κι έχω μια τρέμουλα μέσα μου κι ένα φόβο που μου φαίνεται πως κάποιος θα χιουμήξει να με πιάσει απ’ το λαιμό.
Κοιτάζει με υποψία γύρω της.
― Κανένας δεν ακούεται. Ας μπω στο σαράι μου. Και χώνεται στα χαλάσματα μέσα.
Απ’ το αντίθετο μέρος προχωρεί με πολλές προφυλάξεις μια νέα γυναίκα, με τούρκικη φορεσιά. Πηγαίνει κατά την τρύπα της Αραπίνας. Αυτή πετιέται απ’ τα χαλάσματα κατατρομαγμένη. Η τούρκισσα κρύβεται.
― Έλεος! φωνάζει η Αραπίνα· αλλά μη βλέποντας κανέναν γυρίζει πίσω στην τρύπα της και λέει μονάχη της.
― Τι έπαθ’ απόψε και ψόφος δε με πιάνει; Ξεράθηκαν τα μάτια μου ορθάνοικτα και ξύπνια βλέπω γύρω μου άγρια φαντάσματα.
Η Τούρκισσα βλέποντας ότι ήταν μια φτωχή Αραπίνα, ξεθαρρεύεται και προχωρεί κατά το μέρος της.
― Κυρά, κυρά!
― Τι είσαι συ; μίλα γρήγορα. Είσαι γυναίκα ζωντανή, ή μην είσαι στοιχειό! Μίλησε…
― Μη φοβάσαι, ζύγωσε κοντά, είμαι γυναίκα και πιο δυστυχισμένη από σένα.
Η Αραπίνα ζυγώνει με προφυλάξεις και παρατηρεί με περιέργεια και με φόβο, λέγοντας μέσα της:
― Αλήθεια, γυναίκα είναι. Ζωντανή. Είναι χανούμ.
― Έλα κοντά μου…
― Τι γυρεύεις εδώ τέτοιαν ώρα; Τι με θέλεις; Μίλησέ με.
― Να, πάρε όσα χρήματα έχω απάνω μου και απάντησέ μου σε ό,τι θα σε ρωτήσω.
― Τι με προστάζεις Χανούμ;
― Εσύ που γυρίζεις τις γειτονιές, για πες μου, μήπως είδες, μήπως άκουσες τίποτις, για κάποιον άρχοντα, που καθώς λένε, τον πιάσανε οι Τούρκοι;
― Για τον Μιχαήλ!
― Τον γνωρίζεις;
― Και ποιος φτωχός δεν ξέρει τον άρχοντα Μιχαήλ!
― Πες μου γρήγορα, αν ξέρεις τίποτις, για το όνομα του Θεού, κι αν δεν ξέρεις τρέξε να μάθεις… και ύστερα, ό,τι θέλεις ζήτησέ μου.
― Ο Θεός να σε πολυχρονάει όποια κι αν είσαι, Τούρκα ή Ρωμιά. Δε θέλω τίποτις άλλο. Μα… για να σου πω γι’ αυτό που με ρωτάς, πρέπει να ξέρω ποια είσαι, και γιατί ρωτάς. Αλλιώς φοβάμαι να μιλήσω.
― Είμαι η αρραβωνιαστικιά του.
Και λέγοντας αυτό ξεσκεπάζει το πρόσωπό της.
― Μπα αρχόντισσά μου! Και να μη σε γνωρίσω τόσην ώρα, απ’ τη φωνή!… Βάλε λοιπόν πέτρα στην καρδιά και άκουσέ με: Σαν έκαμε πως φεύγει ο Πασάς, σε λίγο ακούστηκ’ ένα μεγάλο κακό, φωνές, αντάρα, κουμπουριές… Οι Αρβανιτάδες και οι Γενίτσαροι ήρθαν στα χέρια ― μα με το κεφάλι μου όμως λέω, πως ο καυγάς ήτανε ψεύτικος. Όλοι οι Χριστιανοί κρύφτηκαν τότες σαν τους ποντικούς. Ούτε πόρτα άνοιγε κανείς, ούτε παραθύρι, γιατί μπορούσε να μπει στο σπίτι του ο χάρος. Μα εγώ κρύφτηκα σε κάτι χαλάσματα και είδα. Από μπροστά μου πέρασε τρεχάτος ο άρχοντας Μιχαήλ, γιατί κάτι θα κατάλαβε και τραβούσε κατά το σπίτι σας. Βλέποντας που δεν προφταίνει, έκαμε να μπει σε μια πόρτα που για μια στιγμή άνοιξε, μα πριν προφτάσει να μπει διπλοαμπαρώθηκε βιαστικά. Το κορίτσι του σπιτιού απ’ το παραθύρι έκλαιγε. Μα άκουσα και τις φωνές του πατέρα της, του άρχοντα Χειλά, που την μάλωνε. Λέω με το νου μου πως αυτή θα κατέβηκε ναν του ανοίξει την πόρτα χωρίς να ρωτήσει κανέναν του σπιτιού της. ‘Έφυγε ο άρχοντας ο Μιχαλάκης και από κει, μα ό,τι γύρισε στο στενό, τον πιάσανε οι Αρβανιτάδες. Μαζί τους ήτανε κι ο Αράπης του Βόιβοδα.
Ύστερα είδα πως τον πήγανε και τον κρύψανε μέσα στον τεκέ, στους Αέρηδες… Δεν είδα πια τι απόγινε μα με το κεφάλι μου λέω πως θα τον πήγαν στον Πασά.
Απελπισμένη η Καρυά, ακούει αυτά κι αφού ανάλαβε λίγο λέει στην Αραπίνα:
― Σ’ ευχαριστώ. Ό,τι ήθελα να μάθω το ‘μαθα. Τώρα φεύγω. Δε θα ξεχάσω το καλό που μου ‘καμες.
― Και πού θα πας αρχόντισσά μου;
― Ναν τον βρω, ναν τον δω! Δε φοβάμαι κανέναν!…
― Πρόσμενε λίγο, κρύψου σ’ αυτά τα χαλάσματα εκεί, να πάω εγώ πρώτα στον τεκέ. Κάτι θα μάθω. Κι αν δεν καταφέρω τίποτις, τότε βλέπομε, τι θα γίνει.
― Σε προσμένω. Μα κάτι ακούω. Κάποιος έρχεται. Σκεπάζει το πρόσωπό της η Καρυά και χώνεται μέσα στα χαλάσματα.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι υπόφερεν η ψυχή της πριν αποφασίσει να πάρει τους δρόμους τη νύχτα.
Στο σπίτι του Μιχαήλ πληροφορήθηκαν πως έφθασε φέρνοντας την ευτυχία στην Πατρίδα του. Ετοιμασία γενική τότες. Άνοιξαν όλες οι πόρτες και ο κόσμος ερχόνανε ναν τους συγχαρεί. Ο πατέρας του λες και ξανάνιωσε έβαλε μάλιστα τα καλά του που είχε χρόνια ναν τα φορέσει. Η μητέρα του έκλαιγε απ’ τη συγκίνηση της ευτυχίας.
― Τα βλέπεις τα κυρα-Όρσα που δεν ήθελες να πάει στην Πόλη;
Η ώρα όμως προχωρούσε κι ο Μιχαήλ δε φαινότανε.
Όπου κι αν πήγαν, όποιον κι αν ρώτησαν, παντού ανώφελα λόγια, παντού βουβές καρδιές. Άλλοι πάλι είχαν κρυφτεί και άλλοι είχανε φύγει.
Ο πατέρας του Μιχαήλ εθρηνούσε. Η μητέρα του κατάπεσε αναίσθητη.
Χωρίς να ρωτήσει λοιπόν κανέναν η Καρυά, χωρίς να σκεφτεί καν πού πηγαίνει και γιατί πηγαίνει έξω, σκεπάστηκε σαν Τούρκισσα κι έφυγε κρυφά απ’ το σπίτι.
ΙΑ’.
Ο θόρυβος που άκουσ’ η Καρυά δεν ήτον της φαντασίας της. Κάποιος πλησιάζει προς τα χαλάσματα, κι αυτός είναι ο Μαξούτ. Πηδά από χάλασμα σε χάλασμα και μονολογεί:
― Μπρε! την θυμάμαι ακόμα εκείνη τη νύχτα. Εκεί στα χαλάσματα αυτά, ήμουν εγώ. Εκεί ήτον το μαρμαρωμένο κορμί της Βασιλοπούλας του Κάστρου. Εκεί είδα τον Μιχαήλ που πήγαινε στο σπίτι του την αρχοντοπούλα της Τζιας.
Άξαφνα αγναντεύει μες τα χαλάσματα την Καρυά και πετιέται πίσω τρομαγμένος.
― Α! τι είσαι συ; Τι διάβολο! σ’ αυτόν τον τόπο όλο γυναίκες ξεφυτρώνουν; Έλα δω!
Την τραβά απ’ το χέρι. Η Καρυά το αποσύρει με θυμό.
― Πώς κοιτάς να πάσεις το χέρι μιας Χανούμ;
― Α, α, εσύ είσαι βλέπω άγρια. Ποια είσαι;
― Όποια κι αν είμαι, ο Αγάς μου θα σε συγυρίσει αύριο.
― Αγάς που τέτοιαν ώρα βρίσκεται η γυναίκα του όξω απ’ το χαρέμι, δε μου φαίνεται να είναι σοϊλίτικος.
Ακούεται αλαλαγμός. Ο Μαξούτ προσέχει, ακούει από πού έρχεται η βουή και λέει στην Καρυά:
― Α, α… τώρα να ιδούμε πως θαν τα ξεμπλέξουμε κυρα-Χανούμ. Ποιον θα πρωτοκυνηγήσει ο Αγάς σου.
Η Καρυά σπεύδει να φύγει. Ο Μαξούτ την ακολουθεί και της λέγει:
― Δεν είναι εσένα Χανούμ τα ποδαράκια σου για τρέξιμο. Κι αυτοί μας έφτασαν κιόλας. Ας σε γλιτώσω και ύστερα πιστεύω, πως δε θα είσαι πια μαζί μου έτσι άγρια.
Την αρπάζει, την σηκώνει ψηλά στην αγκαλιά του και φεύγει.
Την ιδία στιγμή, από διάφορα σημεία έρχονται προς το μέρος Τουρκαλβανοί, τους οδηγεί ο Μποσταντζής που κρατεί στο χέρι του σκοινί και φίμωτρο, και προχωρεί προς το μέρος που έφυγε ο Μαξούτ.
Απ’ άλλη μεργιά έρχεται ο Τουρκαλβανός αξιωματικός. Τον ακολουθούν στρατιώτες που μεταφέρουν σκεπασμένο το πτώμα του Μιχαήλ.
― Εδώ, εδώ, καλά είναι. Πετάξτε τον χάμω και φύγετε. Να μη σας πάρει το μάτι μου μέσα στη χώρα.
Οι στρατιώτες αφήνουν το πτώμα ακάλυπτον χάμω. Εκεί που το πέταξαν, έτυχε να είναι η θέση που ήτον ριγμένον άλλοτε το άγαλμα της Καρυάτιδος.
Οι στρατιώτες φεύγουν. Ακούεται και πάλι θόρυβος. Είναι ο Μποσταντζής που έρχεται κρατώντας απ’ το σβέρκο τον Μαξούτ. Κοντά του περπατάει η Καρυά σκεπασμένη πάντοτε. Οι στρατιώτες έρχονται πίσω. Ο Μποσταντζής φωνάζει στον αξιωματικό.
― Έλα Αγά, να ιδείς τι σου φέρνω. Αυτός εδώ ο παλιάραπας, με όλα του τα χάλια, είχε στην αγκαλιά του αυτή την Χανούμ, κι έτρεχε σα δαιμονισμένος. Του λέω να μου πει ποια είναι και πού την πάει και δε θέλει να μου πει.
Τον ζουλάει αναγκάζοντας τον να γονατίσει και τον χτυπά με το σκοινί.
― Μίλα λοιπόν και σ’ έφαγα. Ποια είναι η Χανούμ;
Εκείνη τη στιγμή ζυγώνει η Αραπίνα ζητιάνα, βλέπει ό,τι έγινε, και σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό λέει στον Μαξούτ.
― Α! σε είδα όπως ήθελα!
Ο Μαξούτ φωνάζει προς τον Μποσταντζή.
― Μα τον Αλλάχ, δεν ξέρω ποια είναι.
Ο Μποσταντζής, με τη μεσολάβηση του αξιωματικού τον αφήνει.
Η Καρυά προχωρεί λίγο τότε για να συναντήσει την Αραπίνα και βλέπει το πτώμα του Μιχαήλ.
― Α! αυτός είναι! αυτός είναι!…
Ο αξιωματικός προχωρεί προς την Αραπίνα φωνάζοντας «γκρεμίσου εσύ απ’ εδώ»!
Ύστερα τραβά με βία το σκέπασμα της Καρυάς.
Όλοι ζυγώνουν τότες και τα χάνουν απ’ την ομορφιά της, ενώ ο Μαξούτ κραυγάει:
― Η αρραβωνιαστικιά του Μιχαήλ!…
Ο Μποσταντζής καταχαρούμενος φωνάζει τότες:
― Δόξα να ‘χει ο Αλλάχ! Τυχερό μας ήτανε κι αυτό. Και μεις Κυρά, για σένα πηγαίναμε. Μας έβγαλες απ’ τον κόπο.
Η Καρυά φεύγει ορμητική και πλησιάζει προς το πτώμα του Μιχαήλ. Γονατίζει και κλαίει. Ο αξιωματικός προχωρεί προς αυτήν.
― Έλα, σήκω. Δεν έχομε καιρό για κλάψες. Πάμε. Τη σηκώνει, η Καρυά όμως αγριεμένη του φωνάζει:
― Εσύ τον εσκότωσες!
― Δεν είναι αυτή η δουλειά μου Κυρά. Ο Μποσταντζής από δω.
Η Καρυά ρίχνοντας προς αυτόν ματιά μίσους, φωνάζει «αυτός»!;
Και ο αξιωματικός της απαντά:
― Ναι, αυτός είναι, για να ξεμπερδεύει τους άντρες και ν’ αρπάζει τις γυναίκες, αφού τις δέσει καλά καλά και τις κλείσει και το στόμα, γιατί δύναμη δεν έχετε, μα φωνή άλλο τίποτις. Σε σένα όμως δε θα χρειαστούν αυτά, γιατ’ είσαι έξυπνη και τυχερή γυναίκα και με μεγάλη σου χαρά και ευχαρίστηση θα ‘ρθεις μαζί μας άμα θα μάθεις πως ο Πασάς σε θέλει για το χαρέμι του.
― Ο Πασάς κανένα δικαίωμα δεν έχει στην Αθήνα, ούτε να προστάξει μπορεί να πιάσουν άνθρωπο.
― Η γυναίκα δε είν’ άνθρωπος· είναι το παιχνίδι, η χαρά των ανθρώπων.
Και ζυγώνει στον Μποσταντζή, μιλώντας μαζί του μυστικά. Τότε βρίσκει την ευκαιρία ο Μαξούτ και πάει κοντά στην Καρυά.
― Μη λυπάσαι, αστέρι μου. Ο Πασάς είναι μερακλής. Δε θα περάσεις άσχημα. Μη φοβάσαι. Τώρα που με χάρισε ο Βοϊβόδας στον Πασά δε θα λείψω από κοντά σου ούτε στιγμή. Θα μ’ ανοίξεις την καρδιά σου, θα σ’ ανοίξω τη δική μου… Πρόσταξε με ό,τι θέλεις… Πόνεσέ με…
― Βοήθησέ με να φύγω και το βιος μας είναι δικό σου.
― Τώρα όχι δεν μπορώ. Πού φεύγει από κοντά σου ο Γενίτσαρος και ο μπόγιας ο Μποσταντζής;!… Τι θέλεις; Να ιδείς το κεφάλι μου να κατρακυλάει χάμω σαν το καρπούζι; Με τον καιρό σου υπόσχομαι κάτι να γίνει.
― Με τον καιρό!… λέγει η Καρυά και πιάνει τα χέρια της απελπισμένη.
Προχωρεί τότε προς αυτήν ο Μποσταντζής, αφού πρώτα φωνάζει στο Μαξούτ, «τραβήξου!» ύστερα λέει στην Καρυά.
― Εμπρός λοιπόν! Δεν μπορούμε να περιμένομε περισσότερο.
― Στάσου! φωνάζει η Καρυά αγριεμένη. Συλλογίσου πως σε λίγην ώρα θα είμαι γυναίκα του Πασά· και ως πρώτη χάρη θαν του ζητήσω το κεφάλι σου!
Ο Μαξούτ κουνεί με χαιρεκάκιαν το κεφάλι του και λέει χαμογελώντας:
― Τώρα τα ‘μπλεξες Χασάνη…
Η Καρυά αλλάζει ευτύς σκέψη και λέει στον Μποσταντζή παρακαλεστικά:
― Δε θα μ’ αφήσεις ναν τον φιλήσω άλλη μια φορά;
― Δίκιο, δίκιο, λέγει σιγά σιγά ο Μαξούτ.
Ο αξιωματικός κουνεί το κεφάλι του συμφωνώντας και ο Μποσταντζής πείθεται.
― Ας είναι, αλλά γρήγορα.
Πάνε τώρα λίγο πίσω όλοι. Η Καρυά γονατίζει, φιλεί τον Μιχαήλ, θρηνεί και απαγγέλει το μοιρολόι τούτο.
«Της πίκρας το άπιστο νερό, του Χάρου το ποτάμι,
κάτω στον Άδην αναβρεί, στο φλογισμένον τόπο,
Ποτίζει δέντρα ανήλιαστα, κατακαημένους κήπους,
τα δάκρυά μου τα θλιβερά το συχνοκυματίζουν.
Το λέγουν βρύση χωρισιάς, κι αλησμονιάς πηγάδι,
πίνουν κορίτσια, πίνουν νιοι, κι αλησμονούν τον κόσμον
πίνουν οι μάνες οι γλυκές κι αλησμονούν τα τέκνα…
τέτοιο νερό να μην το πιείς, και μ’ απαλησμονήσεις!…
Τι ν’ απέγιν’ η Καρυά; Την εβοήθησεν άραγε ο Μαξούτ να φύγει;
Σ’ αυτά μας απαντά ο θρύλος.
Η Καρυά άμα τελείωσε το μοιρολόι της, κάτι θυμήθηκε. Τα μάτια της άστραψαν άξαφνα τότε! Ψάχνει τον κόρφον του Μιχαήλ, και ω ευτυχία της! βρίσκει μέσα σ’ αυτόν, κατά την υπόσχεση που της είχε δομένη, κρυμμένο το μαγνάδι της: «Εδώ είναι» φωνάζει, το παίρνει τυλιγμέν’ όπως ήτον στο χέρι της και σηκώνεται δυνατή και περήφανη. Την πλησιάζουν οι Τούρκοι αυτή όμως πηδάει πίσω φωνάζοντας:
― Δε σας φοβάμαι!
Ο Μποσταντζής προχωρεί τότε να την πιάσει. Αυτή τώρα τρέχει προς τα πίσω, ξεδιπλώνει βιαστικά και τινάζει το μαγνάδι της.
Μια φωτιά χρυσή, σαν τη φλόγα της αφάνας, υψώνεται μπρος τους τότε, και η Καρυά χάνεται, ενώ οι Τούρκοι μ’ έκπληξή τους φωνάζουν:
― «Αλλάχ! Αλλάχ!…»
Την ίδια μέρα γιόρτασαν οι Χριστιανοί τη Λαμπρή τους και οι Τούρκοι το μπαϊράμι τους ―έτσι έτυχε.
Η γριά η κλησάρισσα της Σωτήρας, τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, αφού έκαμαν οι Χριστιανοί Ανάσταση κι απόλυσεν η εκκλησιά, κλείστηκε στο κελί της μέσα, διπλοαμπάρωσε την πορτίτσα της κι έβαλε για καλό και για κακό από πίσω και το φορτσέρι της γεμάτο μ’ όλο της το νοικοκυριό, γιατί το τούρκικο ξεφάντωμα μπορούσε να ξεσπάσει απάνω της.
Έξαφνα χτυπά τρεις φορές η πόρτα της, τακ, τακ, τακ… Άλλες τρεις φορές χτύπησε κι η καρδιά της κλησάρισσας.
― Αν είσαι Χριστιανός να σε πολυχρονάει ο μεγαλοδύναμος, κι αν είσαι Τούρκος πάλι καλώς όρισες.
― Άνοιξε γλήγορα γειτόνισσα και μη φοβάσαι, εγώ είμαι.
― Μπα! εσύ ‘σαι γειτόνισσα; Και τι γυρεύεις τέτοιαν ώρα; … Η πορτίτσα του κελιού ανοίγει. Το κατάλευκο κούφταλο, η κλησάρισσα, υποδέχεται το κατάμαυρο σκέλεθρο, μια γριά Αραπίνα, φιλενάδα της, που καθότανε μέσα σ’ ένα χάλασμα της γειτονιάς. Η πορτίτσα ξανάκλεισε. Η Αραπίνα μιλεί πρώτη:
― Τώρα που ‘σύχασ’ ο κόσμος όλος κι οι χαροκόποι τραβήχτηκαν στα σπίτια τους, ήρθε κι εμένα η αράδα μου να γιορτάσω το μπαϊράμι μου στο τρυπόσπιτό μου μέσα. Έκαμα ν’ απλώσω πάνω σε κάτι πέτρες τ’ αποφάγια των αγάδων που ‘χα σ’ ένα χαρτί τυλιγμένα, και τότες σε συλλογίστηκα, ζάβαλη γειτόνισσα, κλεισμένη καταμόναχη στο κελί σου, ξημερώνοντας η Λαμπρή σας σε ψυχοπόνεσα, τύλιξα πάλι τ’ αποφάγια, και είπα μέσα μου: «Κακόμοιροι Χριστιανοί! σκλάβοι και σεις, σκλάβοι και μεις. Πιο φτωχοί εμείς, μα πιο δυστυχισμένοι εσείς, γιατί γινήκατε δούλοι στον ίδιο τον τόπο, που μια φορά ήσαστε αφεντικά». Ας πάω λοιπόν, είπα, να γιορτάσομε μαζί, αυτή τη Λαμπρή της κι εγώ το μπαϊράμι μου. Ξεκίνησα κι ήρθα.
Κι ακούμπησε το μικρό της το δέμα απάνω στο τρικλό τραπεζάκι του κελιού.
Σηκώνεται τότες η κλησάρισσα γελαστή και ψάχνει μέσα στην κασέλα της. Βγάζει ένα κόκκινο αυγό και το δίνει στην Αραπίνα.
Το παίρνει εκείνη μ’ ευχαρίστηση μεγάλη, σηκώνει το χέρι της ψηλά και το παρατηρεί γύρω γύρω στο φως του λυχναριού, με χαρά μικρού παιδιού και το θαυμάζει σαν κανένα σπάνιο και περίφημο πράμα.
Η γριά η κλησάρισσα έρχεται σιγά σιγά, κάθεται κοντά της, και έξαφνα κάνει τσακ μία, και της το σπάζει με το άλλο κόκκινο αυγό που είχε κρυμμένο στο άλλο της το χέρι, ξεκαρδισμένη στα γέλια για το κατόρθωμά της.
Το κελί είναι μισοσκότεινο. Το λυχνάρι μόλις και φέγγει. Ζυγώνουν κοντά κοντά, μάγουλο με μάγουλο, τα δυο γεροντικά κεφάλια, κάτασπρο το ένα, κατάμαυρο το άλλο, και φιλιούνται…
Όλοι μακάριζαν την Κυρα-Καλή για το μοναχογιό της.
― Να σου ζήσει, κερά! Προκομμένο παιδί!
― Ναι, καλός βγήκε ― έλεγε μετριοφρόνως με τα χείλη της. Με το μάτι της όμως έλεγε: «αυτός είναι κι άλλος δεν είναι!…»
Παστρική παστρική και νοικοκυρεμένη πάντα η γρια-Καλή έβγαινε στην πορτίτσα της μεσημέρι και απόβραδο, για ν’ αγναντέψει τον μονάκριβο που θα πρόβαινε απ’ την πέραν άκρη της γωνιάς του δρόμου.
Μια μέρα ο γιος της της είπε, πως θα μπει στη δούλεψη ενός πλούσιου και σημαντικού Αγά.
Η γριά ξεροκατάπιε και δε μίλησε. Πέρασε κάμποσος καιρός και της λέει πάλι μια μέρα:
― Μάνα! να στείλεις να φέρεις σπίτι την ξαδέρφη να σου κάνει συντροφιά, γιατί εγώ θα λείψω για λίγον καιρό· θα πάω με τον Αγά στην Πόλη.
― Αφού το θέλει το νιτερέσο σου, να πας παιδί μου, με την ευχή μου. Εγώ δε θέλω συντροφιά. Είμαι γερή ακόμα, κι έχω και τους γειτόνους που μ’ αγαπούνε όλοι· αν τύχει ο Θεός να μην το δώσει, κι αρρωστήσω, τότε φωνάζω ή την ανιψιά μου, που της είπες, ή καμιάν άλλη. Δε θα χαλάσει ο κόσμος!
― Να μη λυπηθείς μάνα· θα γυρίσω γρήγορα.
― Μπα! γιατί να λυπηθώ!; Αφού φεύγεις για το καλό σου και με τόσην ευχαρίστηση!…
Μόλις ο γιος της βγήκ’ έξω, αυτή γονάτισε στα εικονίσματα κι έχυσε πολλά δάκρυα.
Ο καιρός περνούσε. Λάβαινε τακτικά γράμμα απ’ το γιο της, και χρήματα και δώρα. Μα όπως τα λάβαινε, έτσι και τ’ άφηνε. Τι ναν να κάμει τα χαρίσματα σαν έλειπ’ εκείνος;…
Στο τελευταίο του γράμμα, της έγραφε:
«Εγώ, μάνα μου, είναι καιρός τώρα που ‘φυγα απ’ τη δούλεψη του Αγά. Κάνω δουλειές δικές μου. Απόχτησα πολλά. Κάθομαι σε μεγάλο σπίτι· έχω δούλους και δούλες και νιώθω πως είναι ντροπή η μάνα μου να κάθεται σε μια χαμοκέλα καταμόναχη. Να ‘ρθεις κοντά μου. Άμα τ’ αποφασίσεις, να μου το γράψεις, κι εγώ θα στείλω ανθρώπους να σε πάρουν και να σε προσέχουν σαν τα μάτια τους.»
Το σκέφτηκ’ έτσι, το σκέφτηκε αλλιώς η γριά… Στα τελευταία είπε: «Ας πάω για λίγο. Έτσι ελπίζω κιόλας στο Θεό, πως θαν τον καταφέρω να γυρίσομε μαζί. Τι ωφελεί το βιος σε ξένο μέρος!… Αν γυρίσει στον τόπο μας πλούσιος και τιμημένος, κι εγώ θα πεθάνω ευχαριστημένη κι αυτουνού θα βουίξει τ’ όνομά του και θα σκάσουν οι κρυφοί οχτροί μας· γιατί στα φανερά δεν έχομε κανέναν. Προσκυνάω κιόλας και στην Άγια Σοφιά, κι ας την έχουνε κι οι Τούρκοι…»
Έφτασ’ η γριά στη Πόλη. Ο γιος της δεν ήξερε πια τι να της πρωτοκάνει. Χωμένη σ’ ένα μαλακό καναπέ, τυλιγμένη με μια πλούσια σαμουρόγουνα, είχε και του πουλιού το γάλα. Μα τη βασάνιζε μια υποψία· μια κρυφή τρομάρα είχε στην καρδιά… Ό,τι έβλεπε γύρω της, ήτον Τούρκικο… Ρωτούσε με τρόπο και όλοι έστεκαν σα μουδιασμένοι· όλο και μασούσαν τα λόγια τους. Σαν να φοβόντουσαν να πουν την αλήθεια, σα να τους είχαν πει: «προσέξτε γιατί αλλοίμονό σας!…»
Το πήρε πια απόφαση. Έτρωγε, έπινε, κοιμότανε και περίμενε πότε θα ‘ρθει η ώρα της να κλείσει τα μάτια της για πάντα.
― Ένα παράπονο έχω μάνα της λέει ο γιος της μια μέρα. Ποτέ δεν σε είδα να γελάσεις.
― Μπα μετά χαράς σου, ακούς;!… Γιατί να μη γελάσω, παιδί μου, που σε βλέπω έτσι ευχαριστημένον!;…
Και σούφρωσε τα μάγουλά της τάχατες πως χαμογελούσε.
Μια μέρα της λέει καταχαρούμενος.
― Αύριο μάνα μου, θα μου γίνει ένα μεγάλο καλό. Τι θες από μένα; Πες, και θα γίνει.
― Να πάμε στον τόπο μας· να πάμε στην Αθήνα. Καλή ‘ναι κι η Πόλη δε σου λέω, μα και το Ροδακιό, που εκεί γεννήθηκα, παντρέφτηκα, σ’ ανάστησα!…
― Καλά, καλά!… Σύχασε, θα ‘ρθει η ‘μέρα, που θα φύγομε. Τώρα δε μπορώ ακόμα να ξεκάμω… Θέλεις τη ζημιά μου;
― Μπα, Θεός να σε φυλάξει… Καλά ‘μαι κι εδώ.
Ξημέρωσε κι η αυρινή. Μεγάλη φασαρία στο σπίτι. Κοντά το μεσημέρι σα μια βουή ακούστηκε από μακριά…
Οι δούλοι μπαινοβγαίνουν τώρα, τρέχουν, πέφτει ο ένας απάνω στον άλλον απ’ την πολλή την προθυμία.
Τη γριά την έζωσαν τα φίδια.
Τώρα η βουή ακούεται κάτω απ’ τα παραθύρια των. Μια σκλάβα δε βάσταξε. Τρέχει και γονατίζει μπρος στη γριά.
― Σήκω, Κερά μου… πρόβαλ’ απ’ το παραθύρι να ιδείς τον αφέντη, το γιο σου, που τον φέρνει κόσμος και ντουνιάς… Εγίνηκε Πασάς!
Και η γριά κουνώντας το κεφάλι της, με πικρό χαμόγελο, και σα ν’ άκουσε κάτι που το περίμενε:
― Τι να σηκωθώ, καημένη, να ιδώ!;… Μήπως μου τον φέρνουν Δεσπότη;
Κι έκρυψε το πρόσωπό της μες τα χέρια της από ντροπή και λύπη.
Μ’ αυτό τ’ όνομα ήτον γνωστή μια γεροντοκόρη των παλαιών Αθηνών. Η οικογένεια των Ζιγκαράδων είχε την πεποίθηση, πως κατάγεται απ’ τους Παλαιολόγους της Πελοποννήσου. Το βέβαιον όμως είναι, ότι ήτον μία διακλάδωση των Παλαιολόγων των Αθηνών, ο κορμός μάλιστα αυτών, και ότι οι Παλαιολόγοι των Αθηνών είχαν και στις εκκλησιές των και στις οικογένειες των, ονόματα, που ενθύμιζαν πολύ τους Δέσποτας της Πελοποννήσου.
Το Ζιγκαράς ήτον παρατσούκλι. Και θύμωναν μεν όταν τους το ‘λεγε κανείς κατά πρόσωπο, εν τούτοις αλλιώς ήτον αδύνατο να εννοηθεί στον τόπον, ότι γι’ αυτούς πρόκειται.
Μετά το θάνατο των γονέων της η κόρη των Ζιγκαράδων δεν ηθέλησε να παντρευτεί «γιατί δεν εύρισκε τον όμοιό της», και έτσι από μοναχοκόρη έγινε γεροντοκόρη. Και όταν γέρασε, ήτον γνωστή μονάχα ως «Κυρα-Ζιγκαρού».
Μαζί μ’ αυτήν όμως εγέρασαν κι όλα τα πράγματα του σπιτιού της και ιδίως αυτό το σπίτι της, το οποίον άρχισε να ξεχαρβαλώνεται.
Τότ’ ενόησεν επί τέλους, πως έπρεπε να δανεισθεί ένα ποσό για να το επισκευάσει.
Μια γειτόνισσα, που της εμπιστεύτηκε τη σκέψη της, της είπε: «Τι τους θέλεις τους ξένους; Θα μπλέξεις. Δεν πας στον κυρ-Μηνά να του ζητήσεις ό,τι σου χρειάζεται;»
― Σε ποιο Μηνά;
― Καλέ λησμόνησες το παιδί του γκαμηλιέρη που σας έφερε τον καθρέφτη απ’ τον Περαία; Χρόνια μπαινόβγαιναν στο σπίτι σας.
― Μπρε καλά λες. Κι έχει αυτός παράδες;
― Έχει λέει!… Και τι δεν έχει; Βιος και μάλι.
― Μα που μου ‘ρχεται ντροπή!;…
― Ντροπή;! Τι ντροπή! Μπας και θα σ’ τα χαρίσει;… Δανεικά θαν τα πάρεις, με το διάφορό τους.
― Βι, βι, ακούς εκεί; Οι γκαμηλαρέοι να γινούν ανθρώποι!…
― Άσ’ τ’ αυτά τώρα, και σήκω να πάμε. Μακριά από δω δεν είναι.
― Άσε με ναν το συλλογιστώ.
Το συλλογίστηκε, ξεκίνησαν και πήγαν.
Η γειτόνισσα έμεινε κάτω για να την ξαναφέρει σπίτι της, αφού της χτύπησε και το κουδούνι της πόρτας του κυρ-Μηνά ακόμη.
Ανοίγει ένας υπηρέτης.
― Τι θέλεις κυρά;
― Τον κυρ-Μηνά. Πες του πως ήρθε η κυρά η Παλαιολογίνα!
― Κόπιασε απάνω… Πέρασε μέσα. Ο Κύριος θα έρθει.
Η Ζιγκαρού μπαίνει τώρα μέσα σε πολυτελέστατην αίθουσα. Παρατηρεί τα έπιπλα, τους καθρέφτες, τις εικόνες, τα παραπετάσματα, το πιάνο… Κουνεί το κεφάλι της, μονολογεί και λέγει:
― Μπα, μπα, χου, χου πώς καταντήσαμε… γίνηκαν οι γκαμηλιαρέοι αρχόντοι!… Μπα, μπα, χου, χου…
― Καλώς την κυρά μου. Τι κάνεις; Καλά είσαι; Πώς ήταν αυτό το καλό;
― Ε, αφού δεν ήρθες να με ιδείς καμιά φορά, τόσα χρόνια, είπα μέσα μου: «ας πάω ναν τον ιδώ εγώ, πριν πεθάνω».
― Ευχαριστώ, ευχαριστώ… Οι δουλειές μου βλέπεις… Πού ν’ αδειάσω!… Μα κάθισε δα να ξαποστάσεις, να πάρεις λίγο γλυκό, κάναν καφέ…
― Όχι, όχι, ευχαριστώ. Θα φύγω. Ήρθα μονάχα για να σε ιδώ. Σε είδα. Άλλη δουλειά δεν έχω. Σ’ αφήνω γεια, σ’ αφήνω γεια!…
Κι ενώ ο κυρ-Μηνάς έμπαινε στο γραφείο του μονολογώντας: «παράδοξη γυναίκα ως τόσο η κυρα-Ζιγκαρού», αυτή κατέβαινε τη σκάλα μουρμουρίζοντας:
― Μπα, μπα, τρομάρα ‘γε μου! γινήκανε κι οι γκαμηλιαρέοι άνθρωποι. Χου… χου…
Δε μας λες τώρα, γερο-Σταύρο, και καμιά ιστορία του πολέμου:
― Τι ξέρω ‘γώ και τι να πω…
― Πώς τι ξέρεις! Και πολλά ξέρεις και πολλά έκαμες, όλοι το μολογάνε, πως ήσουν τον καιρό του πολέμου παλικάρι ατρόμητο, ο πρώτος σημαδευτής.
― Λένε ψέματα! Σαν ήμουν, κι έκαμα κι έδειξα, πού ‘ναι ο βαθμός μου, πού ‘ναι το αρεστείο μου, πού ‘ναι η σύνταξη μου;… Τίποτις δεν έκαμα.
― Δεν έχει κέφι σήμερα.
Μου λέγει σιγά σιγά ένας Πλακιώτης που καθότανε κοντά μου.
«Αν θέλεις ναν τον κουρντίσεις να πει κάτι, ‘γγίξτον στο φιλότιμο».
Κι έκρυψε το κουτοπόνηρό του χαμόγελο μέσα στα σύννεφα του τσιγάρου του.
― … Δεν λέγω πως μονάχα εσύ έκαμες το χρέος σου, όλοι το κάματε, όπως μπορούσατε πάλι, γιατί δεν είχατε και τα μέσα θα πεις τι ήτανε τότες και οι Τούρκοι…
― Τι ήντουσαν!… λέει!… Και τι νομίζεις πως ήντουσαν τότες οι Τούρκοι σαν τους σημερνούς; Πού ‘ναι οι Λαλιώτες, πού ‘ναι οι Καρυστηνοί, πού ‘ναι τα σκυλιά οι Τουρκορωμιοί της Ρούμελης!;… Εμείς πολεμήσαμε με την Τουρκιά, με το Τούνεζι, με το Αλτζέρι, με τη Μπαρμπαριά και με όλη την Αραπιά, και τον καιρό που ο κόσμος φιλούσε την ποδιά του Σουλτάνου!
― Δεν λέω όχι, γερο-Σταύρο, με το πεζικό τα βγάλατε, κουτσά στραβά πέρα, γιατί τους γελούσατε κιόλας.
― Τους γελούσαμε!… Τους νικούσαμε, όχι τους γελούσαμε!…
― … Αλλά το ιππικό σάς πέθανε…
― Το ιππικό!… το ιππικό! χμ!… σου το ‘καμα εγώ μια μέρα το ιππικό με την κολοκύθα κάτω στα Χαντάκια του Φαληρέα, που το πήρε και το σήκωσε.
Επετάχτη από τη θέση του, έκαμε δυο τρία βήματα θριαμβευτικά, κτυπώντας την γη με το ραβδί του, και ξανακάθισε.
― Για πες μας την λοιπόν αυτή την ιστορίαν, να ΄χεις καλή ψυχή!
― Όχι! αυτή δεν την λέω. Θα σας πω μιαν άλλη πιο κοντινή:… Σαν τέλειωσε το ντουφέκι, όλοι κοιτάζανε να πιάσουν καμιά δουλειά να ζήσουν. Εγώ δεν καταδεχόμουνα να πιάσω το τζαπί κι έγινα κυνηγός και αμπελοφύλακας… Μια φορά λοιπόν σηκώθηκα δυο ώρες νύχτα, πήρα το ντουφέκι μου και πήγα κατά τους Τρεις Πύργους να χτυπήσω παπιά. Ό,τι ξημέρωνε. Δεν έφεγγε καλά καλά ακόμα. Στάθηκα πίσω από ‘να δένδρο, γιατί κάτι άκουσα να φτερουγίζει στα χαντάκια και κοίταζα γύρω μου. Μόν’ βλέπω μακριά κι ερχόντουσαν τρέχοντας και πηδώντας μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια τρεις καβαλαρέοι, κι ακούω φραγκ φρουγκ τα σπαθιά τους: Βρε τους παλιόφραγκους, λέω μέσα μου, θα μας χαλάσουν τ’ αμπέλια! τώρα σας συγυρίζω εγώ. Κρύβομαι κάτω από κάτι κλαδιά και σαν ζυγώσανε, ίσα μ’ ενός ντουφεκιού τόπο, βου… ου… ουμ…, τραβώ μια το σκοινί της κολοκύθας μου, κι ευτύς βλέπεις μωρέ μάτια μου τ’ άλογα να σηκωθούν στα δύο, ν’ αρχίσουν τις κλωτσιές και να μην ακούνε ούτε σπιρούνι, ούτε καμουτσί… βου… ου… ουμ… πάλι άλλη μια εγώ, σκορπιδόχορτο αυτοί! πήγαν να γκρεμοτσακιστούν… Σαν τους έχασε πια το μάτι μου, πήρα το δρόμο γελώντας, γιατί θυμήθηκα τα παλιά μου και έλεγα πως είχα να κάνω ακόμα με Τούρκους καβαλαρέους.
«Δεν πέρασε μια ώρα, μόνε βλέπω κι ερχότανε ένα μπουλούκι μεγάλο από καβαλαρέους Μπαμπαρέζους, για να σκοτώσουν το θεριό που μούγκριζε και κόντευε να γκρεμίσει τους τρεις μεγαλοσιάνους. Εμένα χτυπούσ’ η καρδιά μου και έλεγα μέσα μου «βρε, αν του κατέβει κανενός ―γιατί ήταν μαζί τους και Ρωμιοί― και μ’ αρωτήσει τι είδα, τι άκουσα, και τα χάσω, γιατί τα ψέματα δεν τα καταφέρνω καλά, και με ψάξουν και μου βρουν την κολοκύθα, τότες;… νίψου κι αποφάγαμε!… Ε! είπα μέσα μου, πρέπει ναν το κόψεις λάσπη, Σταύρο μου· είναι μέρα και με την κολοκύθα δεν μπορείς πια να σκορπίσεις και δαύτους, γιατί σαν ακούσουν τη φωνή της, μπορεί να βρεθεί κάποιος παλαβός να ξεπεζέψει και να ψάξει και τότες σε πιάνουν σαν τον ποντικό. Σαν είδα το λοιπόν που δε με πήραν μυρουδιά, το ‘βαλα στα πόδια και έτσι τη γλίτωσα».
Εσώπασε. Κοίταξε χάμω. Έμεινε ακίνητος κάμποσο· ύστερα κούνησε το κεφάλι του και στενάζοντας μας κοίταξε και είπε:
― Και δε μ’ ερωτάτε για τους τρεις καβαλαρέους που ξάφνιασα ποιοι να ‘τανε;!
― Τους έμαθες;
Τους έμαθα λέει!;… Ακούς δεν τους έμαθα!… Ντου έγινε σ’ όλη την Αθήνα…
«Ο ένας ήτον ο Καλλέργης· ο άλλος ο Χατζη-Χρήστος ο άλλος…»
Και εστάθη.
― Κι ο άλλος;
― Ο βασιλιάς… ο Όθωνας.
Και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
― Βγήκε ο λότος;
― Βγήκε.
― Σε ποιόν έπεσ’ ο ροφός;
― Στον μαστρο-Μικέ.
― Τι οργή Θεού είναι αυτή βρε παιδιά!; Μια φορά να μην πέσει και σε μένα ένας λότος!;…
― Καημένε Σωτήρη! λότους κάθεσαι και λογαριάζεις; Ποιος ξέρει αν θα ζούμε ίσαμε αύριο!…
Και όλοι με την αράδα τους ―η συντροφιά ήσαν έξι― κάτι είπαν για το Σωτήρη και γέλασαν.
― Πέστε ό,τι θέλετε. Ας έβλεπα μια φορά να μου πέσει ένας λότος κι ας πέθαινα. Μανία μ’ έπιασε και όσο δεν κερδίζω τόσο αγοράζω.
― Ξέρεις πού πάει το τυχερό. Εκεί που πάνε κι όλα τ’ άλλα.
― Εγώ βλέπω πως θα τελειώσει η Επανάσταση και μεις θα είμαστε πιο φτωχοί από πρώτα, είπεν ο πιο κακοντυμένος της συντροφιάς.
― Άντε να χαθείς! εφώναξαν δυο τρεις. Για συμφέρο ήρθες να πολεμήσεις;!…
― Πάντα ο ίδιος θα ‘σαι καημένε!;… είπ’ ο γεροντότερος, και με τρόπο μουρμούρισε στον διπλανό του: «Εγώ σας το ‘χω πει πως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι για παρέα μας. Τι διάβολο τον θέλετε και τον σούρνετε μαζί σας!;… Ούτε ξέρομε πούθε κρατάει η σκούφια του. Μπορεί κιόλας να μην είναι και Χριστιανός.
― Τώρα λογαριάζεις;… Ο Φαβιέρος, βλέπεις, τους έχει όλους περάσει απ’ την ψιλή κρησάρα!. Τι να πρωτοσκεφτεί κι αυτός! Κάθε καρυδιάς καρύδι εδώ βρίσκεται. Έπειτα, δεν τον αφήνετε να λέει ό,τι θέλει; Ποιος τον ακούει.
Ο ύποπτος της συντροφιάς κάτι κατάλαβε και είπε με ύφος παραπονεμένου.
― Είπα κι εγώ με την κουταμάρα μου κάτι, και μου ριχτήκατε όλοι να με φάτε. Μωρέ για κοιτάχτ’ εκεί! Άναψε φως στην τραπεζαρία· ενώ το άλλο σπίτι είναι στα σκοτεινά.
― Ποιος, μωρέ, άναψε το φως;
― Η καμαριέρα του Πρόξενου. Στραβός είσαι να δεις; Να την! βγήκε στο παραθύρι θαν το κλείσει. Ξέρετε τι παρά σου ‘χει ο Πρόξενος;
― Κι αν έχει μήπως τον έχει για μας;
― Κι αυτός βλέπεις τα ‘βρε απ’ τον πατέρα του! Όταν ήρθε στη Χιο, δεν είχε ούτε ένα μετζίτι στην τσέπη του.
― Από μας τα πήρε;
― Αυτούς που τους τα πήρε δεν τους ξέρουμε, αυτούς που θαν του τα πάρουνε αν δεν τους μάθει, ερχόμαστε ίσα ίσα.
Και γέλασε βραχνά και ξερά, και το γέλιο του έμοιαζε σα φωνή κοράκου.
― Μπας και θες να σε βοηθήσομε να κλέψεις!; του λέει ο γέρος.
― Για να κλέψει κανείς δεν χρειάζεται βοήθεια, στη φευγάλα μπορεί να χρειαστεί, σε μια κακή ώρα, να πούμε.
― Να σου πω παστρικά και ξάστερα, φωνάζει τότες αγριεμένος ο Σωτήρης. Αν θες να είσαι παρέα μας, τέτοιες κουβέντες να μη μας τις κάνεις!;…
― Ε καλά, περίμεν’ εσύ να σου πέσει ο λότος… Μωρέ, να την πάλι, άναψε φως και στο άλλο δωμάτιο, και βγήκε και στο παραθύρι να πάρει τον αέρα της. Ήρθε, βλέπεις, η ώρα που θαν τα κουβεντιάσομε. Δεν πάμε, βρε παιδιά ίσαμε κει; Μουχλιάσαμ’ εδώ στον καφενέ τόσην ώρα. Κάνετε και λίγο χάζι. Μόνο να κρυφτείτε, να μη σας πάρει το μάτι της.
― Αν είναι για αγάπη, πάμε. Τι λέτε βρε παιδιά;
―Ας πάμε να ιδούμε πως κάνουν την αγάπη στον τόπο του.
― Δεν κοιτάζει το χάλι του μόνο θέλει αγάπες! λένε σιγά σιγά δύο και γελούν όλοι.
Πέρασε λίγη ώρα. Κάποιος πηδά απ’ τον τοίχο.
― Κλέφτες! κλέφτες!… Ακούονται φωνές απ’ το Προξενείο. Η περιπολία του Τακτικού έτυχε να περνά από κει.
Ο κλέφτης επιάστη και μαζί μ’ αυτόν άλλοι πέντε, που κρυμμένοι παραμόνευαν.
Η Επίσημος Εφημερίς στο φύλλο της 8 Φεβρουαρίου 1828 γράφει:
«… Η Επιτροπή, ακριβώς εξετάσασα την αλήθειαν, απεφάσισεν ομοφώνως, ν’ αποδοθούν τα κλαπέντα και να γενούν εξ λαχνοί, εξ ων ο εις να φέρει την λέξιν θάνατος. Όστις δε εκ των ειρημένων εξ στρατιωτών τύχει τον λαχνόν του θανάτου, να κρεμασθεί αντικρύ του Ισπανικού Προξενείου».
Πήραν και οι εξ από ένα λαχνόν· των πέντε ήτον λευκός, του Σωτήρη έγραφε θάνατος.
― Να, παιδιά, που παραπονιόμουν τόσον καιρό. Μου έπεσε τέλος πάντων ο λότος!
Πολύ ήσυχο κι ευχαριστημένο στην τύχη του ήτον ένα μεγάλο χωριό ―άλλα είχαν περσότερα βάσανα― όταν το γνώρισε στα 1806 ο Περιηγητής.
Άφθονα νερά το έλουζαν και ήτον χωμένον μέσα σε δένδρα που εφαινόντουσαν σαν οπισθοφυλακή του αγρίου δάσους, που απαντά ο ταξιδιώτης φεύγοντας απ’ τη Λακωνία και πηγαίνοντας κατά την Κυνουρία.
Είχαν ξεχωριστούς κοινωνικούς νόμους στο χωριό αυτό, ακόμα και ξεχωριστή γλώσσα.
Είχαν και την αριστοκρατία τους. Την αντιπροσωπεύουν οι πρωτόγεροι.
Όταν πήγε ο περιηγητής, εβάραινε ακόμα τη ψυχή τους ένα έγκλημα, αν και ήτον περιτυλιγμένο με την κοινή απόφαση και με τη δικαιολογία κάποιου ανωτέρου σκοπού.
Μία ωραία κόρη του χωριού έμειν’ ορφανή· με όλη της τη μικρή ηλικία στάλθηκε απ’ τους συγγενείς της στην Πόλη για να υπηρετήσει εκεί και να γυρίσει μια μέρα με τη προίκα της.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια, χωρίς αυτή να αιστανθεί την επιθυμιά να ‘ρθει στον τόπο που γεννήθηκε.
Στα τελευταία ήρθε, μα πολύ αλλιώτικη.
Κυρία με τα όλα της. Έλαμπ’ από πάστρα· κτενιζότανε διαφορετικά και περπατούσε με τσακίσματα… Το χειρότερο απ’ όλα μιλούσε και Γαλλικά!!…
Οι πρωτόγεροι ξύνισαν τα μούτρα τους. Γενική κουτσομπολιά στο χωριό. Δεν ενήστεψε και κάποια Τετάρτη. Ο παπάς έγινε κι αυτός εχθρός της.
― Πωπώ! η άμοιρη η μάνα της!… κάλλιο που δε ζει ναν την βλέπει… την πήξε και τη δείξε… Έλεγαν οι γριές και τραβιόντουσαν λοξά λοξά για να μην ‘γγίξουν απάνω στην όξ’ από ‘δώ.
Κι αυτή ανύποπτη διασκέδαζε με τις κουταμάρες των χωριανών της.
Όσες φορές ερχότανε κανείς ξένος, πρώτη και καλύτερη αυτή. Η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι.
― Τι ναν του λέει τάχατες, γερο-Σπύρο;
― Ξέρω κι εγώ; Δεν καταλαβαίνεις; Τι άλλο θα λένε!…
― Χαχούχα!… Αυτή, μωρέ μάτια μου, πήρε το δρόμο της για καλά!…
― Τι κάνει εκεί ο φράγκος;!…
― Κοίτα, κοίτα… Πέρασε το δικό της μπράτσο μέσα στο δικό του και πάνε τον κατήφορο…
― Μα αυτό είναι ντροπή μας!… Θα γίνουμε σεργούνι στα εφτά βασίλεια!…
― Μεγάλη μας ντροπή, αλήθεια.
― Πρέπει να λείψει το σκάνταλο.
― Πρέπει να λείψει.
Σε λίγες μέρες, έκτακτος απεσταλμένος πήγε στον Πασά το χρηματικό φόρο του χωριού για ένα φόνο που γίνηκε.
Ο Πασάς όμως, άμα έμαθε πως η σκοτωμένη ήταν νέα, ωραία και απροστάτευτη κόρη, ζήτησεν άλλα τόσα.
Κανένας δε θυμάται πια, από πότε άρχισ’ η έχθρα της Πλαγιάς και του Μύτικα και ποία ήτον η πρώτη αφορμή της συγκρούσεως των δυο πολυμελών οικογενειών, των Ταρανταίων απ’ το Μύτικα και των Καποταίων από την Πλαγιά.
Ίσως κάποια απαγωγή που δεν τέλειωσε σε γάμο, ή κάποια αποτυχημένη προξενιά.
Κάθε τόσο, σκοτωνότανε και από ένα παλικάρι της μιανής ή της άλλης οικογένειας, αλλά και κάθε μια με την αράδα της, ήθελε να πάρει το δίκιο της με το χέρι της.
Χρόνια βάσταξ’ αυτό το κακό, που είχε παλιά την αρχή και δε φαινότανε πως θα ‘χει τέλος.
Ένας ξενιτεμένος είχε πεθάνει στα ξένα. Όταν ζούσε, του άρεσε κάθε τόσο ν’ ανοίγει τον Αη-Γεώργη και να τον λειτουργεί. Ο Αη-Γεώργης ήτον στα σύνορα της Πλαγιάς και του Μύτικα. Και η γυναίκα του λοιπόν, εκεί κάθε τόσο του ‘κανε μνημόσυνο.
Και σήμερα το ίδιο πάλι, μα επειδή πέρασε κάμποσος καιρός, ήτανε μονάχα αυτή, με την μητέρα του και με την αδελφή του.
Πήγεν όμως, και ο πρωτόγερος της Πλαγιάς και ο πρωτόγερος του Μύτικα, γιατί ο μακαρίτης ήτον καλός νοικοκύρης, απ’ τα μέρη της Ηπείρου.
Οι δύο γέροι στην πόρτα του ερημοκλησιού συναντήθηκαν και αγριοκοιτάχτηκαν και ενώ με το δεξί τους χέρι έκαναν το Σταυρό τους, ακούμπησαν για καλό και για κακό το αριστερό, με τρόπο, στο σιλάχι τους. Ήσαν και οι δυο ογδοντάρηδες.
Αφού κοιτάχτηκαν δυο τρεις φορές, μουρμουρίζει ο γερο-Ταραντάτης.
― Ας έχεις χάρη στον Αη-Γεώργη.
Και άπαντα ο γερο-Καποτάτης:
― Και συ στ’ άλογό του.
Παρεμβαίνει ο παπάς· λέει πολλά και δίκαια και τέλειωσ’ έτσι:
― Δεν καταλαβαίνετε πως ο Θεός σας έστειλ’ εδώ για να πάψει τέλος πάντων αυτός ο σκοτωμός; Μέγας ει Κύριε!…
Κι εσταυροκοπήθη.
Η συμφιλίωσις αποφασίστη. Στον Αη-Γεώργη που είναι στα σύνορα των δυο χωριών, θα μαζευτούν κι απ’ τις δυο φαμίλιες όλοι, και θα εκκλησιαστούν.
Πενήντα τόσοι!
Ύστερα θα καθίσουν να φάνε όλοι μαζί.
… Τα κριάρια ψήνονται τώρα στις σούβλες, και ενώ η κνίσα των ανέρχεται και τα σύννεφα ζητώντας τους αρχαίους θεούς, το λιβάνι μέσα στο ερημοκλήσι νεφελώνει τον νέο.
Τα κλαριά στρώθηκαν χάμω και τα κριάρια ελιανίστηκαν. Όλοι λαμποκοπούν με κάτασπρες φουστανέλες και με καινούργες φορεσιές. Δύο πλατάνια, μεγάλα, χοντρά και φουντωτά, το ένα κατά το μέρος της Πλαγιάς και τ’ άλλο κατά το μέρος του Μύτικα, λες και θέργιωσαν επίτηδες εκεί, για να κρεμάσουν χωριστά οι δυο φαμελιές τ’ άρματά των.
Στα σιλάχια των άφησαν μονάχα τις μπιστόλες.
Απάνω στα συγυρίσματα σμίξαν οι δυο γριές.
― Τα ‘λπιζες αυτά; Εγώ είμαι φχαριστημένη. Εσύ;
― Κι εγώ. Μα έχω μια κρυφή έννοια.
― Φοβάσαι;
― Του λόγου σου φοβάσαι;
― Όχι.
― Τότες, πώς θες να φοβηθώ εγώ;! Να, λέω, πως καλύτερα θα ‘ταν να ‘ρχόντουσαν οι άντρες εδώ ξαρμάτωτοι.
Κάθισαν όλοι στην αράδα, σταυροπόδι… Στο μέρος που ‘βλεπε κατά την Πλαγιά κάθισαν οι Ταρανταίοι και στο μέρος που ‘βλεπε κατά το Μύτικα κάθησαν οι Καποταίοι. Στα δυο κεφάλια κάθισαν οι δύο πρωτόγεροι.
Τρώνε τώρα, μιλούν, γελούν και κουτσοπίνουν.
― Στην υγειά σου, γερο-Νικόλα.
― Στην υγειά σου, γερο-Μήτρο.
― Πάντα αγαπημένοι.
― Κατά πως το θέλετε.
― Κατά πως το θέλετε και σεις.
Πολύ ζωηρό, πολύ άτακτο και πολύ περίεργο ήτον το μικρό παιδί των Ταρανταίων. Δεν ήτον ακόμη οχτώ χρονώ και άμα έβλεπε ντουφέκι μπορούσε να στέκεται και να το κοιτάζει όλη την ημέρα. Ζύγωσε λοιπόν με τρόπο και χάζευε γύρω απ’ τ’ άρματα των Καποταίων, που κρεμόντουσαν στον πέρα πλάτανο.
Δεν του έφτανε ναν τα βλέπει, άρχισε και ναν τα ‘γγίζει. Ένα ντουφέκι έπεσε χάμω και κύλισε κατά το ρέμα.
Ο Καποτάτης, ένα παλικάρι ως κει απάνω, σηκώθηκε, πήρε το ντουφέκι του, το σκούπισε, το ξανακρέμασε στο κλαρί, κάτι μουρμούρισε, και ξανακάθισε πάλι στη θέση του.
Σε λίγο το παιδί άρχισε να τριγυρίζει και να σκαλίζει πάλι. Ξαναπέφτει το ντουφέκι, και τώρα πιάνει φωτιά.
Σηκώνεται αγριεμένος ο Καποτάτης, το ξανακρεμάει και στο γύρισμά του, βρίσκοντας το παιδί μπρος στα πόδια του, του δίνει μια σβερκιά και κάθεται πάλι στη θέση του.
― Δεν ήταν σωστό να βαρέσεις το παιδί! του φωνάζει ο πατέρας του απ’ αντίκρυ· είναι σαν να βάρεσες εμένα.
― Όπως θέλεις πάρ’ το.
― Τότε σε βαρώ κι εγώ.
Δυο μπιστόλες βγήκαν στη στιγμή, αλλά σηκώθηκαν όλοι και τους έπιασαν.
Από τώρα κι εμπρός όμως, όλοι κάνουν πως τρώνε, μα στα κρυφά αγριοκοιτάζονται και δεν βγάζουν πια μιλιά απ’ το στόμα των, μόνο κρυφομουρμουρίζουν και τα ‘χουν με τους γέρους που έγιναν αιτία να σμίξουν μ’ αυτά τα σκυλιά τα άπιστα.
― Δε βάσταξε στα τελευταία ο γερο-Καποτάτης και λέει στο γερο-Ταραντάτη:
― Πάντα σεις είσαστε το σκάνταλο.
― Ο σκανταλιάρης θα πει πως έχει και καρδιά που το λέει:
― Και το δικό μας το κορμί κούφιο είναι; Η καρδιά μας δεν το λέει;
― Ακούς εκεί! το είδα με τα μάτια μου. Θα είναι τώρα πάνω από 50 χρόνια, όταν σε πρωτοκυνήγησα και κρύφτηκες σαν το λαγό.
― Εγώ λαγός;! Ε! λοιπόν, έτσι ήταν της τύχης.
Δύο πυροβολισμοί ακούστηκαν συγχρόνως και οι δύο γέροι έπεσαν κάτω.
Οι δύο πιστολιές των γέρων, που αλληλοσκοτώθηκαν, ήσαν το σύνθημα της γενικής μάχης…
Έχουν να πουν, πως από όλους γλίτωσε μονάχα, ένα παιδάκι, που έριξε το ντουφέκι του χάμω.
Από το σπίτι του δια να υπάγει στο Γυμνάσιον της Πλάκας, ένα μόνον δρόμον είχε ν’ αλλάξει.
Αυτός όμως προτιμούσε ένα στενόν σοκάκι, που δεν τον πήγαινε βέβαια συντομότερα, είχεν όμως άλλα προτερήματα. Είχεν ένα σπιτάκι και το σπιτάκι αυτό ένα παραθυράκι, και το παραθυράκι αυτό, κάθε πρωί στις 8 παρά τέταρτον που περνούσε, δύο μικρές συμμαθήτριες και πολύ φιλενάδες, που εδιάβαζαν. Είχαν επαναλήψεις.
Πότε η μία, πότε η άλλη κρατούσε το τετράδιον και άκουε την άλλην που έλεγε.
Μόλις ο φίλος μου πλησίαζε στο παραθυράκι αυτό, έσκυβε το κεφάλι του κάτω ―όλα τ’ αγόρια είναι μπούφοι― και κοίταζε τα βήματά του που κάθε τόσο ετρίκλιζαν. Την ώραν όμως που έστρεφε το στενόν, εγύριζε το κεφάλι του και έριχνε μια μονάχα βιαστική ματιά στο παραθυράκι.
Μια φορά είδε πως είχαν γυρίσει τα κεφαλάκια τους και τον κοίταζαν. Την άλλη μέρα του χαμογέλασαν. Την τρίτη μέρα του κούνησαν το τετράδιον. Έβγαλε και αυτός το καπέλο του τότε και χαιρέτησε από μακριά. Την άλλη μέρα, ύστερα απ’ τα πραξικοπήματα αυτά, άμα τον είδαν από μακριά που φάνηκε στο στενόν, τσακίστηκαν να μπουν μέσα.
Το πρωί πέρασε δειλά-δειλά, ξύνοντας σχεδόν τον τοίχο.
Αυτές όμως ήσαν δύο. Έσκυψαν και σαν κάτι ήθελαν να ειπούν· μα τραβούσε η μία την άλλη και ξεκαρδισμένες στα γέλια μπήκαν μέσα.
Θύμωσε και έκανε τρεις μέρες να περάσει.
Όταν ξεθύμωσε και πέρασε, με αδιαφορία τάχα και απάθειαν, ακούει μια φωνίτσα ―τι γλυκιά φωνίτσα που ήταν αυτή― να του λέγει:
― Γιατί τόσο σοβαρός;…
Νέο κρύψιμο και κατρακύλισμα καρέκλας πάλιν.
Ήτο Παρασκευή. Το Σάββατο, δεν πέρασε.
Τη Δευτέρα το πρωί, μόλις αντίκρυσε το στενόν, είδε πως τα κορίτσια, αντί να είναι στο παράθυρον, ήσαν στην πόρτα.
«Θάρρος, είπε μέσα του· θα περάσω και θα τις χαιρετήσω· και αν μου πουν κανένα δειλό-δειλό καλημέρα σας, θα σταθώ και θα τους μιλήσω. Δεν είναι σωστό να φοβάμαι έτσι· θα με πάρουν για κανένα κουτό».
Μόλις επλησίασεν, η μία από αυτές, η ζωηρότερη ―είναι ανάγκη να ειπώ πως ήτον μελαχρινή;― κοιτάζοντας και διορθώνοντας τάχα την ποδιά της φιλενάδας της, και σα να μιλούσε σ’ αυτήν, του λέγει:
― Τι γινήκατε πάλι, τρεις μέρες;!…
Και εξηκολούθησε να διορθώνει την ποδίτσα που δεν είχε τίποτε για διόρθωμα. Τότε λέγει κι αυτός, χωρίς να σταθεί, μες τα δόντια του:
― Τρεις μέρες δε θυμούμαι τι έγινα· τρεις νύχτες όμως εγώ το ξέρω!…
Και εξηκολούθησε τον δρόμον του, χωρίς να δει το αποτέλεσμα της εκρήξεως.
Ήτον η πρώτη εκ του συστάδην μάχη του προς το ωραίον φύλον. Για μια στιγμή το αίμα του είχε συγκεντρωθεί στο κεφάλι του, και κτυπούσαν τα μηλίγγια του. Και τόσο τα ’χασε, που δεν υπελόγισε καλά την στροφήν που θα έκανε βιαστικά στο τέλος του δρομίσκου και κτύπησε στον τοίχον.
Την άλλην ημέρα ―πώς αργούν να ξημερώσουν μερικές μέρες…― μόλις αντίκρισε το ωραίον σπιτάκι, τις είδε πάλι στο παράθυρο.
Μόλις επλησίαζεν, η μελαχρινή μπήκε μέσα ―ήτον η αράδα της άλλης, φαίνεται― η άλλη δε, ―η ξανθή, έριξ’ ένα διπλωμένον χαρτάκι και τραβήχτηκε κι αυτή μέσα γλιστερά σαν πετρόψαρον.
Ο φίλος μου έκαμε πως εσκόνταψε· σκόρπισε χάμω τα τετράδια του, και μαζεύοντάς τα, πήρε και το μυρωδάτο χαρτάκι… γυρίζει το στενό, κοιτάζει δεξιά, ζερβά, μπρος, πίσω, ψηλά, χαμηλά ―ως και χάμω κοίταξε― και, άμα βεβαιώθηκε πως δεν τον βλέπει κανείς, άνοιξε το χαρτάκι!
«Ποίαν εκ των δύο αγαπάς;»
Να, τι έλεγε το χαρτάκι.
Το τι έπαθε αυτή τη μέρα δεν λέγεται. Ο καθηγητής της Γεωγραφίας τον ηρώτησε πού είναι ο Σαρωνικός κόλπος και αυτός είπε: στην Ερυθράν.
Τα γέλια των συμμαθητών του νομίζει κανείς πως ακόμα ακούονται.
― Κρίμας στον πατέρα σου!… περιωρίσθη να του πει ο καθηγητής· και ρώτησ’ έναν άλλον. Αλλά με μια φωνή αποκρίθηκεν όλη σχεδόν η τάξις!…
«Ποίαν εκ των δύο λοιπόν;» Τον έβενον, ή το χρυσάφι; Το μυστήριον, ή την αποκάλυψιν;… τα λιγωμένα μάτια, ή τα λαχταριστά χείλη;… τις γραμμές, ή το χρώμα;… τα μεσάνυχτα ―που από το σκοτάδι δεν βλέπεις τι δρόμον να πάρεις― ή το θαμπωτικόν μεσημέρι, που απ’ το πολύ φως χάνεις πάλι το δρόμο σου;
Ερώτησε τα βιβλία του σχολείου, που είχε διαβάσει φανερά στην λάμψιν της ημέρας και στο φως της λάμπας, και δεν του είπαν τίποτε. Ερώτησε τα βιβλία που είχε διαβάσει κρυφά τη νύχτα, όταν εκοιμούντο όλοι, με την γλυκιά βοήθεια του μικρού καντηλιού, και του είπαν πολλά και ανώφελα.
Σαν ερώτησε και την ψυχή του, του είπε με πολλήν ειλικρίνειαν:
«Και τις δυο».
Το πρωί που πέρασε και ήσαν στο παράθυρο σκυμμένες απάνω στο βιβλίο τους ―να, που ντράπηκαν κι αυτές!…― έριξε κι αυτός το διπλωμένο χαρτάκι του μέσα στην πορτίτσα τους:
«Και τις δυο».
…Την άλλην ημέρα που ξαναπέρασε… το παράθυρο ήταν κατάκλειστο, και ούτε ξανάνοιξε πια στις 8 παρά τέταρτον.