Η Βασάντα πρωτοδημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.
Πληροφορίες για τον Φώτη Κόντογλου εδώ.
Πολλές φορές καταπιάστηκα πράματα που χρήζουν έναν τεχνίτη πολύ πιο επιτήδειον από μένα· και πάντα στάθηκα φρόνιμος, φτάνοντας γλήγορα στη συναίσθηση της αδυναμίας μου. Το να τραβηχτώ από τέτοια παρόμοια επιχειρήματα, που είναι όξω απ’ τις δυνάμεις μου, έμεινε το άδοξο και λυπηρό αποτέλεσμα.
Αυτή η αδυναμία δε μ’ έζωσε ποτές τόσο σκληρά σε άλλα ξεπετάγματα της καρδιάς, όσο κάθε φορά που με πήρε η επιθυμία να βάνω σε λόγια τη φλογερή αγάπη που τη βουρκώνει για Σένα.
Πάντα άφηνα για αργότερα την ελπίδα να φτάξω στο ποθούμενο της καρδιάς μου, μόλο που τα χρόνια βλέπω πως μου δίνουν άλλες σοφίες λογιών λογιών, μα όχι και κείνη που προσδοκούσα, γιατί, όπως φαίνεται, τούτη δεν είναι θυγατέρα του καιρού.
Δεν είναι μια φορά είτε δυο, που η φαντασία μου με ξεγέλασε πως σιμώνω να εύρω τα λίγα δυσεύρετα λόγια που μου χρειάζονται για να ξαλαφρώσω· και κάθε τόσο πνίγεται το τραγούδι που σκεδιάζω, μέσα στον άπατον ωκεανό της σιωπής. Μια τέτοια απόφαση, στο τέλος, δάμασε τ’ αναπηδήματά της, μα αυτό το παγωμένο σάβανο της σιωπής άχνιζε απ’ την καρδιά που φλογιζότανε τυλιμένη μέσα του.
Δεν πέρασε από πάνω μου είτε χαρά είτε θλίψη είτε ελπίδα ανάπαψης κι από τα δυο αυτά βάσανα, δίχως να αιστανθώ, στο καθετί απ’ αυτά, να σταλάζει μέσα μου απ’ τη γλυκιά θύμησή Σου ένα άρωμα ευτυχίας του Παραδείσου· και δεν είναι κανένα πράμα μέσα στην αρμονική μουσική του Παντός που να με κάνει ν’ αγαπώ τον αγαθό Θεό, όσο η ευγνωμοσύνη μου γιατί Σ’ έστειλε σε μένα. Μια μυρουδιά από άγρια δροσερά λουλούδια μ’ ευφραίνει αδιάκοπα· ο κάθε καιρός που θα φυσήσει μου τη φέρνει απάνω στα φτερά του — να τι είσαι Εσύ για μένα!
Τη νύχτα κάθουμαι στο παραθυράκι μου και βλέπω τ’ άστρα που αγρυπνούν· μια ουράνια δροσιά στάζει μέσα μου. Ο νους μου ξεκουράζεται ακουμπώντας σε Σένα. Ακούγω το γλυκό χτύπο της καρδιάς Σου από χιλιάδες μίλια· μου φαίνεται πως κρατά το ρυθμό του Σύμπαντος.
Όξω από Σένα, δε μου ’γινε ανάγκη η φροντίδα κανενός ανθρώπου. Αυτό δείχνει πως είμαι μια δυνατή ψυχή, μια ψυχή που δε φοβάται να πλανιέται ολομόναχη και δίχως παρηγοριά μέσα σ’ ένα έρημο χάος, τέτοιο που είναι αυτός ο κόσμος. Μα να που η αγάπη αυτή κατάντησε η θροφή της ψυχής μου.
Μέσα στην παλιανθρωπιά που μας ζώνει από στεριά κι από θάλασσα, στέκεσαι Εσύ σα για να μου δείχνεις πως δε χάθηκε ολότελα απ’ αυτόν τον κόσμο η ευγένεια. Ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος μονάχα, μπορεί να δείξει πως η φύση μας είναι θεϊκή μέσα σε μια πρόστυχη ανθρωπότητα. Ο Χριστός γιομίζει την απελπιστική ερημιά ολοκλήρων αιώνων. Ακούγω τη γλυκιά λαλιά του και δοξάζω το Θεό γιατί είμαι άνθρωπος, γιατί μπορώ να την ακούγω, σε στιγμή που όλα τα πάντα γύρω μου μού κράζουν να βλαστημήσω τον κόσμο τούτον.
Συμμαζώνουμαι στην ερημιά μου σαν ένα λιοντάρι που ξαπλώνει παράμερα από τα ζούζουλα. Εκεί Σε συλλογιέμαι. . .
Άγιον Όρος, Καψοκαλύβια, μπρος
στο πέλαγος, καθισμένος κάτου απ’
τ’ αγαπημένο δεντράκι του αλησμόνητου
Ισίδωρου. 2 Ιουνίου 1929.
Μ΄ άλλα λόγια πώς τον σκοτώσανε.
Βέβαια τους ληστές τους σκοτώνουν. Αλλά, νυστασμένε μου αναγνώστη, λάβε, σε παρακαλώ, λίγη υπομονή· δεν είμαι τόσο κουτός όσο φαντάζεσαι, που να κουράζω άδικα τα δικά μου μάτια ως και της αφεντιάς σου, ιστορώντας σου ένα πράμα που μπορείς κι εσύ ατός σου να είδες ένα όμοιο με τα μάτια σου.
Ο Φόβος δε σκοτώθηκε όπως όλοι οι ληστές· εξ άλλου είμαστε πολύ λίγοι παρόν στο τουφέκισμα, κι από μιαν άλλη μεριά είναι έτσι νόστιμη η ιστορία μου, που, μ΄ όλο που το στόμα μου είναι δίχως χάρες, δε θα στεναχωρεθείς, γιατί ο Θεός πιπέρωσε τα συντέλεια του μακαρίτη Ιγνάτιου, με τρόπο που θα σου φανεί το ιστόρημά μου σα στρείδι του Πόρτο. Μπορεί ακόμα να σου έρτει σα μια σπιρτόζα πρέζα ταμπάκος, και να πιάσεις να φτερνίζεσαι από τα γέλια ως που να σβήσεις τα ψηφιά μου με τα σάλια σου. Ο Θεός να το δώσει….
Το κάτω – κάτω, ο θανατωμένος ήταν ένα πρόστυχο πούλουδο – ένας κακός λύκος, που κουρέλιασε το κορμί του μέσα στα βουνά, μέχρι που ο διάολος κατάφερε στο τέλος να χάψει την ψυχή του…Αμ΄ γι΄ αυτήν την αιτία καταπιάνουμαι κι εγώ, ένας ταπεινός λεβίτης, να γίνω ιστορικός του – τέτοιο μούτρο, τέτοιο ξουράφι! Το να ιστορήσει κανένας τη θανή του Μεγ΄- Αλέξαντρου, είτε το πώς στερήθηκε ο κόσμος κανένα ακριβό υποκείμενο σαν τον σουλτάνο της Μαδαγασκάρας ή σαν τον σέχη της ξακουστής Φουμαρόλας, είτε σαν τον αυτοκράτορα του Καλμούκ, που λοξέψανε τα μάτια τους να τον μοιρολογάνε ένα σωρό μιλιούνια μυξάρηδες, ένα τέτοιο πράμα θέλει κεφάλι γερό σα σιδερόπετρα. Μα για κείνον το λωποδύτη εγώ φτάνω και περσεύω. Ναίσκε, του πέφτω πολύς. Ίσως – ίσως απορέσεις κιόλας με το πώς νοιάζουμαι για την ψυχή του Φόβου· γιατί, στ΄ αλήθεια, κανένας ιστορικός, καθόσο ξέρω, δε νοιάζεται τους ανθρώπους του, μια φορά που τους έβαλε στο λάκκο: κι έτσι αρμόζει για τα σπουδαία κείνα προσώπατα. Μα εδώ, ο συφοριασμένος ο Φόβος ήτανε μια ψυχή σακατεμένη, μια νυχτερίδα, ένας τυφλοπόντικας, που σκάβει τώρα το μαύρο χώμα της Κόλασης και σφυρίζει ξεχασμένος απ΄ τη σπλαχνιά του Θεού.
Κι αυτός ο κουρελιάρης να συλλογιέσαι πως πέρασε της ζωή του μέσα στ΄ ασήμι – θέλω να πω πως δούλεψε κάμποσα χρόνια στις μίνες που βγάζουν ασήμι, σιμά στην Κοζάλα. Ο διάολος να με πάρει, αν κατάλαβε ποτές τι σκάλιζε, ασήμι ή κοπριά. Ο διάολος να με πάρει, καλά λέω, μια φορά που αυτός ο φουκαράς τον πήρε ο διάολος δίχως να ΄χει μισό ριάλι στην τσέπη. Τι να πεις; Ένα τέτοιο χαμένο κορμί δεν ήθελε στρέξει να το βάλει σπίτι του ούτε κ΄ ένας άνθρωπος ακόμα, δίχως μισό ριάλι στην τσέπη, πολύ περσότερο ο διάολος! Οι μίνες ήτανε χτήμα του κουβέρνου, κ΄ είναι ν΄ απορέσεις με τα παλιόσπιτα και με το κουρελαριό της Κοζάλας….
Τον σκοτώσανε στα 1834. Έτυχε να βρεθώ εκεί περαστικός, και πήγα να δω, όπως όλος ο κόσμος, τον ληστή, που τον είχανε πιάσει λίγες μέρες πριν. Ο μπιρμπάντης! Έβαζες στοίχημα πως πας να προσκυνήσεις τον Χριστό. Τα γενάκια του έστριβαν μπούκλες-μπούκλες, λες κι ήτανε ο ίδιος ο Χριστός – λες κι ήτανε ένας ζωντανός Χριστός. Χαμογέλαγε, όπως κάπνιζε με την ησυχία του ένα μακρύ τσιγάρο, μα τα μάτια του, ο Θεός να δώσει να χάσω τα δικά μου, αν δεν ήτανε τα μάτια ενούς λαφιού…. Όχι πω δεν έβλεπε τον κόσμο που βούιζε γύρω του, μα λες και δεν έδινε ένα κάρτο του ριαλιού για όλα τα ζούπαστρα της Δημιουργίας.
Ο δικαστής που ήθελε να τον κρίνει ήτανε παλιός μου σχετικός. Αυτός ήτανε όλος-όλος ο Juez de Lettras* στην Κοζάλα. Από κείνον έμαθα πως θα τον δίκαζε αύριο κατά το μεσημέρι.
Ίσως-ίσως το μεσημέρι αυτό ήρτε γληγορότερα για τον Φόβο παρά για μένα. Κείνος ήτανε κιόλας μέσα, σαν έφταξα.
Αν βλέπατε το δικαστήριο, δε θα κρατιόσαστε· θα φωνάζατε: Ζήτω η Μέξικα! Ωστόσο εγώ άνοιξα μονάχα το στόμα μου και κοίταζα τα καθέκαστα. Τα έπιπλα ήτανε ένα κρεβάτι που κρεμότανε από δυο δοκάρια της σκεπής, δύο σκαμνιά από καλάμι της Ιντίας κ΄ ένα τραπέζι κουτσό.
Πίσω απ΄ το τραπέζι καθότανε ένα γεροντάκι στραγγισμένο σαν τσίρος, μ΄ ένα μούτρο όλο ζάρες, λες κ΄ ήτανε τσαλακωμένο χαρτί. Ακούμπαγε το πηγούνι στο δεξί του χέρι και, μ΄ όλο που τα ρούχα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα, μεσ΄ στους ρέστους κουρελιάρηδες φάνταζε σαν κάτι. Αυτός ήτανε ο Juez de Lettras! Απάνου στο τραπέζι βρισκότανε ένα κουτί σπίρτα πλάγι σ΄ ένα μάτσο τσιγάρα που τα περσότερα ήτανε ξεκοιλιασμένα, κ΄ ένα καλαμάρι σκονισμένο, μ΄ ένα λιγδιασμένον κοντυλοφόρο.
Ο Ιγνάτιος καθότανε σ΄ ένα σκαμνί και, στα οπίσθια του, απάνου στην ψάθα ήτανε ξαπλωμένοι οι δυο χωροφύλακες που τον φυλάγανε, στρίφτοντας από ΄να τσιγάρο. Ο κόσμος ούρλιαζε ένα γύρω, οι βρισιές σφεντονιζόντανε από παντού σα ρουκέτες, οι γροθιές κατεβαίνανε απάνω στα κεφάλια – κάτι γροθιές σαν εγγλέζικες πατάτες.
Το γεροντάκι, όχι και με πολλή επισημότητα, γύρισε κατά τον Φόβο.
«Αί, λοιπόν, παλληκαρά μου, τώρα, θα σε κρίνουμε, αί;»
«Με συμπάθιο, αφεντικό! είπε ο Ιγνάτιος· και, δίχως να δώσει απόκριση, σίμωσε στο τραπέζι και πήρε τα σπίρτα για ν΄ ανάψει το τσιγάρο του.
«Ω! Έννοια σου, παιδί μου, μη σε μέλει! Είναι φυσική ανάγκη να φουμάρει κανένας, μ΄ όλο που ο καπνός μας είναι κακορίζικος απ΄ τη μέρα που έβαλε φόρους το κουβέρνο….»
«Ωστόσο βρίσκουνται ακόμα τίμιοι χριστιανοί, που φουμάρουνε φίνα τσιγάρα και πλερώνουν με μπάλες τους τελώνες. Να, πάρε τούτα δω, αν θέλεις να βεβαιωθείς.»
«Μετά χαράς! Μετά χαράς!»
Ο γέρος τράβηξε ένα τσιγάρο απ΄ το μάτσο κι άναψε.
«Περίφημο! Έχεις δίκιο, βρε παιδί, τούτο είναι έξοχο! Αμ΄ τώρα πια μονάχα εσείς οι παλληκαράδες καπνίζετε φίνα τσιγάρα…. Άκου, παιδάκι μου, πες δυο λόγια για μένα, στ΄ όνομα της φιλίας μας, στον κύριο λαθρέμπορα που σου τα προμήθεψε…. Εξ΄ άλλου δεν θα το μετανιώσει, γιατί, εξόν που θα ωφεληθεί απ΄ τα τσιγάρα του, ίσως καμιά φορά λάβει χρεία της προστασίας μου… Μα ας τελειώσουμε με τούτην την ανάκριση…. Μωρέ, τι διάολος σου μπήκε και σκότωσες κείνον τον Αντόνιο;»
«Αμ΄ κ΄ εγώ δεν το καλοσυλλογίστηκα ποτές, γιατί τάχα τον εσκότωσα!» είπε μη δίνοντας σημασία στα λόγια του. «Μου φαίνεται πως κείνην τη μέρα, ήτανε μουδιασμένα τα νεύρα μου, και θα το ΄κανα για να ξεμουδιάσω.»
«Το δικαιολόγημά σου είναι καλό, είμαι σύφωνος, όμως δεν είναι γερό… Αλήθεια, πόσο πουλά το κουτί τα τσιγάρα ο φίλος σου ο λαθρέμπορας;»
«Δώδεκα ριάλια· κάθε κουτί έχει τριανταδύο μάτσα.»
«Και το κουβέρνο μας τα πουλά δεκατέσσερα!» έγρουξε φτύνοντας ο Juez de Lettras. «Αυτό πια είναι κλεψιά πρόστυχη, φανερή… Μα, τι τα θες, μη μου κουβεντιάζεις για τα κουβέρνα· πάρε το ΄να, χτύπα τ΄ άλλο· είναι όλα παστρικά!»
«Δίχως άλλο!» είπε χαμογελώντας ο Φόβος. «Μονάχα που δεν τα τουφεκίζουνε!»
«Καλά που μου το θύμισες, λίγο έλειψε να το ξεχάσω! Σε άκουσα – τώρα θα συντάξω την απόφαση.»
Και, λέγοντας αυτά, τράβαγε την πέννα, που ήτανε κολλημένη μέσα στο καλαμάρι.
«Ω διάολε!» φώναξε. Να δεις που λησμόνησα να πάρω και χαρτόσημο….Τι να κάνω τώρα;»
Άξαφνα του ήρτε ιδέα και γύρισε στο ακροατήριο:
«Ακούστε, παιδιά, εν ελλείψει χαρτοσήμου για να γράψω την απόφαση, σας παίρνω μάρτυρες πως καταδικάζω τον Ιγνάτιο Κλόκα, το φονιά του Αντόνιο, να τουφεκιστεί σε εικοσιτέσσερες ώρες, στο ίδιο μέρος που έπραξε το κακούργημα…. Σύρτε τον στο φρέσκο!»
Την ώρα που διασκέλιζε ο κατάδικος το κατώφλι, ο Juez de Lettras έτρεξε, του πήρε το χέρι και του λέγει:
«Ιγνάτιε μου, ελπίζω πως αυτό το καθέκαστο, που είναι δουλειά μου να το πράξω, δε θα σε μποδίσει να με συστήσεις στο φίλο σου, πόχει κείνα τα ωραία τσιγάρα….»
Σε δυο μέρες βγάζανε πάλι απ΄ τη φυλακή το συφοριασμένο τον Φόβο για να τον σκοτώσουν.
Κείνος είχε μεγάλη πρεμούρα, και τράβαγε σα φρεγάδα μ΄ ανοιχτές κουρτελάτσες. Μα τον σταμάτησαν, γιατί κείνην τη στιγμή θυμήθηκε ο φρούραρχος που του χρειαζόντανε οι έξι χωροφύλακες, μ΄ άλλα λόγια όλη η φρουρά της πολιτείας, για να συνοδέψουνε τα μουλάρια που θα κουβάλαγαν τ΄ ασήμι της μίνας. Ο Ιγνάτιος όμως έπρεπε, έτσι ή αλλιώς, να τουφεκιστεί.
Στο τέλος λάβανε απόφαση ν΄ αλλάξουν τους χωροφύλακες, νοικιάζοντας τρεις άντρες με τουφέκια. Αυτό όμως δεν ήτανε εύκολο, και περάσανε τρεις ώρες ως να τους κονομήσουν, όχι γιατί έλειπε η καλή θέληση από μέρος των κουρελήδων, μα γιατί δεν είχανε άρματα, επειδής, όποιος είχε την τύχη να έρτει στα χέρια του ένα τέτοιο δώρο του Θεού, δε χασομέραγε να γίνει ληστής. Όπως και να ΄ναι, ως τη στιγμή μονάχα δυο απ΄ τους τρεις αρματωμένους είχανε δεχτεί τη συμφωνία. Ο τρίτος, ένας μπακιρόμουτρος Ιντιάνος, σα βόδι, παζάρευε ακόμα.
«Μ΄ όλο που ΄ναι λίγα τέσσερα ριάλια για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, πάλι θα δεχόμουνα, αν ήτανε για κανέναν άλλον. Μα ο Ιγνάτιος είναι φίλος μου, και μάλιστα φίλος μου γκαρδιακός και τίμιος, και δε θα τον τουφεκίσω ποτές για λιγότερο από έξι ριάλια. Τούτος είναι ο τελευταίος λόγος μου!»
Ο δεσμοφύλακας, δίχως να δώσει σημασία σ΄ αυτές τις φασαρίες, ορδινάρισε να ξεκινήσουν.
Σε λίγο φάνηκε κ΄ ένας παπάς και κόλλησε δίπλα στον Ιγνάτιο, για να τον ξαγορέψει στις τελευταίες στιγμές του. Κράταγε ένα χρυσό σταυρό κ΄ έλεγε, έλεγε:
«Τέκνον μου, είσαι ευτυχισμένος άνθρωπος, επειδή, χάρη στη συχώρεση που θα σου δώσω, είναι σίγουρο πως θα δειπνήσεις μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ!»
«Ευχαριστώ, γέροντα», του είπε γλυκά-γλυκά ο Ιγνάτιος. «Εγώ όμως δεν είμαι εγωιστής· και, επειδή, μαθές, είσαι έτσι σίγουρος για την καλή τύχη που με προσμένει, πάρε τη θέση μου… Και, να σου πω κιόλας; Σου τη δίνω με την καρδιά μου!»
«Μα αυτό δε γίνεται, παιδί μου! Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις! Έτσι λέει το Βαγγέλιο και αυτό ζητάει η κοινωνία!»
«Η κοινωνία δεν ξέρει τι της γίνεται, είναι κουτή!»
«Είναι δίκαια!»
«Είναι για το διάολο!»
«Κάνει σωστά!»
«Είναι παλαβή, σου λέω!»
«Δίνει το καλό παράδειγμα!»
«Δεν ξέρει τι Θεό λατρεύει!» φώναξε θυμωμένος ο Ιγνάτιος. «Επειδή, αποκρίσου μου, παρακαλώ. Ένας άνθρωπος κλέβει ένα άλογο. Τι είναι;»
«Κλέφτης!»
«Καλά!. Έρχεται ένας άλλος και το κλέβει κι αυτουνού. Τι είναι αυτός ο άλλος;»
«Κλέφτης κι αυτός!»
«Περίφημα, παπούλη μου! Σύμφωνος! Τώρα, λοιπόν, πώς τον λέτε κείνον που σκότωσε;»
«Φονιά!»
«Ακόμα πιο λαμπρά! Και κείνους που σκοτώνουν αυτόν τον φονιά, πώς του λέτε, αι, παπαδάκι μου;»
Ο παπάς κοκκάλωσε. Έκανε πως έπεσε σε βαθειά συλλογή, κ΄ είπε:
«Στ΄ αλήθεια, δεν ξέρω τι μου ήρτε και χάνω τον καιρό μου μαζί σου. Καταδικάστηκες δίκια. Αυτό φτάνει. Είμαι βέβαιος πως είναι με τη γνώμη μου κι ο άγιος Αυγουστίνος που ΄χω στη βιβλιοθήκη μου!»
«Τι έχει να κάνει; Κι ο άγιος Αυγουστίνος ατός του ήθελε χάσει τα λόγια του, αν μου ΄λεγε πως είναι δίκιο να με σκοτώσουνε…»
Στο μεταξύ σίμωσαν στο μέρος που έπρεπε. Ο παπάς κι ο ληστής περπάταγαν δίχως μιλιά. Άξαφνα ο Ιγνάτιος έστρεψε κι είπε του παπά:
«Σε παρακαλώ να με συμπαθήσεις, γέροντα, για τις ανοησίες μου… Φαίνεται πως είχα άδικο… Είμαι ένας αγράμματος σκύλος, ένα σκουπίδι….»
Ένα ποταμάκι κυλούσε το δροσερό νερό του ανάμεσα στα δέντρα. Ο Ιγνάτιος ζήτησε να πιει. Του το ΄στρεξαν και γονάτισε με τα χέρια δεμένα στις πλάτες.
Λίγο παρέκει είδαμε έναν σταυρό, ψηλόν έξι ποδάρια, μπηγμένον στο χώμα. Δυο-τρεις πιθαμές απάνου απ΄ τη γη είχε ένα είδος σκαμνί, για να καθίζει ο κατάδικος. Σε πολλές μεριές ήτανε τρυπημένος από ένα σωρό μπάλες.
Ο Ιγνάτιος πήγε ίσια και κάθησε γελώντας στο θρονί του. Στη στιγμή τον δέσανε με λουριά, τα χέρια κρεμασμένα στα δυο φτερά κεινού του σταυρού. Το ξαναλέω, ήτανε απαράλλαχτος ο Ιησούς Χριστός…..
Ακόμα δεν τον είχανε καλοδέσει και άρχισε να λέει ένα σωρό προσευχές.
Στη Μέξικα κρατά συνήθιο, φτάνοντας ο κατεργάρης στο μισό Πιστεύω, ο παπάς του δίνει με μια μεγάλη φωνή τη συχώρεση, ενώ ο αξιωματικός τραβά το σπαθί και προστάζει: Πυρ. Μα τούτην τη φορά ο Ιγνάτιος είπε το Πιστεύω και, όξ΄ απ΄ το Πιστεύω, ένα σωρό άλλες προσευχές, γιατί ο Ιντιάνος δεν έστεργε με τέσσερα ριάλια.
«Σας είπα και σας ξαναλέω», έσκουζε, «δεν τουφεκίζω εγώ ποτές έναν κολίγα για λιγότερο από έξι ριάλια!»
Ο δεσμοφύλακας όμως δεν παραδεχότανε τίποτα.
Στο μεταξύ είχαν αφήσει μονάχο το σταυρωμένο να λέει τις προσευχές του….
Έτσι πέρασε κάμποση ώρα, ως που στο τέλος ο Juez de Lettras έστειλε να του φέρουν την καραμπίνα του Ιγνάτιου, λέγοντας όπως πως έπρεπε να του τη γυρίσουν ύστερ΄ απ΄ την εχτέλεση γιατί κείνη ήτανε το «πειστήριο».
Όταν λοιπόν έφταξε αυτό το «πειστήριον», το πήρε στα χέρια του ο Juez de Lettras, κι αφού το γιόμισε, ρώτηξε:
«Ποιος αγαπά να κερδίσει τέσσερα ριάλια;»
Ένα σωρό λαζαρόνοι χύμηξαν. Ο δικαστής διάλεξε έναν παλιό ληστή, γνώριμό του, και του ΄δωσε την καραμπίνα και τα τέσσερα ριάλια.
Ο δεσμοφύλακας τότες γύρισε και λέει του Ιντιάνου:
«Άι, σκουριασμένο μούτρο, βλέπεις πως μπορούμε να περάσουμε και δίχως εσένα!»
«Ναι! Ο Θεός να δώσει! Μα κατά την πλερωμή κι η δουλειά! Τώρα βλέπουμε…»
Στο μεταξύ οι τρεις λέπεροι στάθηκαν σε τέσσερα βήματα απ΄ τον Ιγνάτιο, σημάδεψαν και περιμένανε την προσταγή.
Ο αξιωματικός τράβηξε το σπαθί, μα μοναχά ένα μπαμ ακούστηκε! Ο Ιγνάτιος έβγαλε μιαν άγρια φωνή, απ΄ την τρομάρα του όμως, γιατί η μπάλα μόνο που άρπαξε το τσαρούχι του, που κρεμότανε στο σταυρό, κι έπεσε στο ποτάμι. Ο ένας απ΄ τους δυο που δεν τράβηξαν είχε ξεχάσει να σηκώσει τον κόκορα. Ο άλλος, πάλι, είδε κείνην τη στιγμή πως το τσακμάκι του ήτανε κομμένο άσκημα και βάρθηκε να το πελεκήσει για τη δεύτερη μπαταριά.
Μα ξανά, στη διαταγή, σφύριξε ένα μονάχα βόλι, γιατί τούτην τη φορά ο λέπερος που τράβηξε, έκοψε στη μέση τους δυο άλλους κι έτρεξε να δει την επιτυχία του απάνω στο σταυρό. Και, στ΄ αλήθεια, η σφαίρα του τρύπησε το ξύλο έξι δάχτυλα απάνω απ΄ το σφυριασμένο κεφάλι του Φόβου.
«Παρά τρίχα!» φώναξε και γύρισε στη θέση του.
«Λοιπόν, κύριε δεσμοφύλακα», πετάχτηκε ο Ιγνάτιος, «βλέπεις πώς τραβούν κείνοι που ΄ναι ενός ριαλιού; Καλύτερα θα ΄κανες να μου δώσεις τα έξι ριάλια απ΄ αρχής. Χμ, εγώ δεν κρατώ έχτρα. Δος μου τα και τώρα, να σου τελειώσω τη δουλειά στο μινούτο!»
«Ιωσέ», είπε με σοβαράδα ο δεσμοφύλακας, «το κουβέρνο δεν παίζει. Δε δέχουμαι, κι αν ακόμα βραδιαστούμε δω χάμου!
Τότες άρχισε μιαν ελεεινή σκηνή – μια σκηνή να κλαις.
Περσότερο από μισή ώρα, οι τρεις λέπεροι γιόμιζαν τα όπλα τους, δίχως να βιαστούν στο παραμικρό, και τ΄ άδειαζαν στα μούτρα του Φόβου, άλλος μπρος, άλλος πίσω, δίχως να μπορούν να τον τελειώσουν.
Στο τέλος, ο άμοιρος, είδε πως έπρεπε να νοιαστεί ο ίδιος για τον σκοτωμό του.
«Εδώ είσαι, Ιωσέ;» είπε με θλιμμένη φωνή.
«Εδώ!» είπε ο Ιντιάνος σιμώνοντάς τον.
«Σκότωσέ με, amigo!»
«Αυτό γυρεύω κ΄ εγώ! Μα ο δεσμοφύλακας δε θέλει να μου δώσει έξι ριάλια για τον κόπο μου…»
«Αυτό είναι;…. Ω, ω, μη σε μέλει…. Σκόρπισέ μου πρώτα τα μυαλά κ΄ έπειτα πάρε όσα βρεις απάνω μου….»
«Είναι έξι ριάλια;»
«Εφτά…. Μα κάνε γλήγορα, γιατί τραβώ όλα τα βάσανα της Κόλασης….»
«Ο φουκαράς ο Ιγνάτιος…» μουρμούριζε ο Ιντιάνος σημαδεύοντάς τον. «Ο καϊμένος ο κολίγας μου, πόχει εφτά ριάλια και κάθεται και τον τυραγνάνε σαν τον Χριστό οι Οβραίοι….»
Μίλαγε ακόμα, που πήρε φωτιά η καραμπίνα. Το βόλι βρήκε τον Ιγνάτιο ανάμεσα στα μάτια και του βούλιαξε ολάκερο το πρόσωπο.
Ο Ιωσέ χύθηκε απάνου στο φίλο του, κ΄ έχωσε τα χέρια στις τσέπες του. Βρήκε μονάχα δυο ριάλια και δυο πακέτα τσιγάρα.
«Ιγνάτιο», είπε κακιωμένα, «στάθηκες άπιστος amigo…»
Και λέγοντας τούτα, τράβηξε απάνου στο σταυρό ένα σπίρτο, για ν΄ ανάψει ένα τσιγάρο.
Δικαστής της Μέξικας με κάθε εξουσία.
Χα χα! Στο διάολο! Στέλνω και με στέλνουν κάθε τόσο σ’ αυτόν τον κύριο διάολο! Ο καθένας έχει την ιδέα του. Ο ένας τον παίρνει γι’ αστείο, ο άλλος θυμώνει, ο άλλος σταυροκοπιέται και ξορκίζεται… Εγώ όμως ήρτε μια μέρα που το πήρα στα σοβαρά! Μου μπήκε στο κεφάλι να μάθω που είν’ αυτό το μέρος, αυτό το μακρινό και μυστικό μέρος που ζει ο κύριος διάολος!
Με βασάνισε κάμποσα χρόνια, κάθε τόσο μου ξαναρχότανε στο κεφάλι αυτή η σκέψη και η επιθυμία να τον ανακαλύψω. Όπου, ύστερ’ από χρόνια, σ’ ένα ταξίδι μου κατά το 18.., ίσα ίσα σε μιαν εποχή που διόλου δεν είχα κατά νου πια αυτήν την υπόθεση, μου δόθηκε η ευκαιρία, έτσι τυχαία, να πατήσω σε κείνα τα μέρη.
............................................................................................
Αυτό το νησί ήτανε ολότελα έρημο. Οι μόνοι κάτοικοί του φαίνεται πως ήτανε κάτι ποντίκια, όμως σε πόσο πλήθος, που σκόρπαγαν κοπάδια κοπάδια μπρος από μένα, όπως περπατούσα. Είχανε τις φωλιές τους στις ακρογιαλιές. Στο μέσα μέρος του νησιού μπορούσε να δει κανένας μονάχα πού και πού ένα δυο, πλανεμένα όπως φαίνεται. Εκεί, στην ακρογιαλιά, αλέθανε ό,τι βρίσκανε και γι’ αυτό, όπου έστριβα, έβλεπα μαύρες κουβάρες από ψιλότατο ροκανίδι. Ίσα ίσα στη μέση του νησιού, βρισκότανε ένα βουνό· αυτό το βουνό ήτανε όλο όλο. Ανέβηκα λοιπόν στην κορφή του, για να βιγλίσω από κει πάνου, επειδής δεν μπορούσα να καταλάβω τι τρέχει. Μα είδα ένα πράμα που με σάστισε περσότερο.
Κείνο το σύννεφο στεκότανε απάνου απ’ το νησί, ίσιο, λες και το κράταγαν τεζαρισμένο τέσσερις διαόλοι απ’ τις τέσσερις μεριές του ουρανού. Ίσκιωνε ολάκερο το νησί· το σκέπαζε μ’ έναν θεοσκότεινον ίσκιο, λες κι ήτανε νύχτα. Μα πέρα, στο πέλαγο, ο ωκεανός λαμποκοπούσε μ’ ένα δροσερό και χρυσό πράσινο χρώμα. Το πιο παράξενο ήτανε πως αυτό το σύννεφο είχε απαράλλαχτα το σκέδιο του νησιού, μ’ όλες τις κόψες της ακρογιαλιάς του· μονάχα πως ήτανε φαρδύτερο απ’ τη στεριά, έφτανε ως μισό μίλι ανοιχτά στο πέλαγο από κάθε μεριά, με τέτοιον τρόπο, που, όπως οι αχτίδες του ήλιου πέφτανε κατακέφαλα από πάνω του, ξεφεύγανε απ’ τις άκρες του κι η μελανή σκιά του σχεδίαζε όλα τα καθέκαστα της ακρογιαλιάς, μισό μίλι ανοιχτά στο πέλαγο, όπως είπα παραπάνω.
Βάλε τα δυνατά σου να το φέρεις στη φαντασία σου! Έβλεπα κατά τον πουνέντη. Οι αχτίδες του ήλιου κατεβαίνανε, σαν να ’τανε μια μπόρα, ίσιες και πυκνές, απ’ τα χείλια εκείνου του σύννεφου, κι έτσι ξεχώριζε η λιασμένη θάλασσα πίσω από μια γιγάντια κουρτίνα, που σ’ έπιανε φόβος να την κοιτάς. Το σύννεφο δε σάλευε πιθαμή απ’ τη 8έση του - αυτό το εσπούδασα καλά από κει πάνου, απ’ την κορφή που καθόμουν. Κι επειδής δε σάλευε μήτε κι ο ίσκιος του, συμπέρανα πως ο ήλιος δε μετατοπιζότανε ούτε πόντο απάνου στο γύρο τ’ ουρανού. Κι ακόμα, όπως οι αχτίδες του πέφτανε κατακόρυφα πάνου στο νερό, είπα μέσα μου πως το νησί έπρεπε να βρίσκεται πάνου στο γύρο του Ισημερινού.
Καθόμουν και κοίταζα αυτό το θαυμαστό όραμα, κι έλεγα πως νειρεύουμαι. Μα ούτε στ’ όνειρο δε θα μπορούσα να δω ένα τέτοιο θάμα, δυο νησιά απαράλλαχτα, το ’να τ’ ουρανού και τ’ άλλο της θάλασσας.
Μέσα στο μέρος της θάλασσας που το ίσκιωνε κείνο το τελώνιο τ’ ουρανού, ξεχωρίζανε μεριές μεριές κάτι βούλες του βυθού κατάμαυρες σαν πίσσα, κι άλλου χρυσάφιζαν οι αμμουδερές μεριές του μ’ ένα θολό και άγριο χρώμα, σαν να ’τανε φρέσκο ατσάλι.
Από δω πάνου το σύννεφο ήτανε πολύ σιμά μου, σκεδόν άγγιζε το κεφάλι μου. Γύρισα ανάσκελα και συγκρυάστηκα, φοβήθηκα, τόσο σιμά μου ήτανε. Μάλιστα μου φάνηκε ένα δυο φορές πως άκουσα και κάτι μουρμουρά, κάτι μυστηριώδεις κραξιές. Μ’ όλα ταύτα, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα μέσα στην πηχτή μάζα του, μ’ 8λο που το κοίταξα προσεχτικά πολλή ώρα.
Κάτου, δεν ακουγότανε πνοή! Κι εδώ απάνου, δε φύσαγε καν μιαν ανάσα αγεριού, να σουσουρίσουν τα ψηλά ξεροχόρταρα.
Μα, σαν έβαλα ένα δυο φωνές, ο αντίλαλος κατρακύλησε ως πέρα, όμοιος με μια βροντή, λες και γκρέμισε το βουνό. Όλος εκείνος, ο ήσυχος αγέρας γιόμισε από αναρίθμητες φωνές λογιών λογιών. Θα ’λεγες πως πετάχτηκαν απ’ τη φωνή μου εκατομμύρια ζωντόβολα, και με φοβέριζαν από κάθε μεριά, κι ερχόντανε καταπάνω μου...
Δε βλέπω τίποτα! Μ’ όλον τούτο καταλαβαίνω πως πετά στον αγέρα ένα φως πολύ ανάριο, που δε βρίσκει τίποτα να πέσει απάνου.
Τα πόδια μου πατάνε γερά απάνου στο σκοτεινό και υγρό χώμα. Μα το κεφάλι μου θολώνει ολοένα... Μέσα στο καύκαλό μου έχω ένα κομμάτι πάγο, που κουδουνίζει όπως περπατώ... Σα να πιάνει το αυτί μου κατιτίς που έρχεται από ψηλά πάνου απ’ το κεφάλι μου. Σα να σπάνε εκεί απάνου τα κύματα του αγέρα... Μια δροσιά χτυπά στο πρόσωπό μου - νιώθω έναν θόλο απάνου απ’ το κεφάλι μου...
Άξαφνα ξεχωρίζω έναν άνθρωπο. Με σιμώνει, όχι σαν ένας άνθρωπος που περπατά, μα σαν ένας άνθρωπος που κολυμπά, και μου λέει:
«Αχουένα!»
Σα να κατάλαβα τότες τι ήθελε να πει, και τον ακλούθησα κουνώντας τα πόδια μου χωρίς να βλέπω...
Ύστερ’ από λίγο αρχίζω να ξεχωρίζω πλάγι στο δεξί χέρι μου έναν ανεδωμένον τοίχο, έναν βράχινον τοίχο που κλείνει από πάνω μας σα θόλος. Αυτός ο θόλος στέκεται περσότερο από εκατό μέτρα από πάνω μου. Πώς μπορούσα να μη συγκρυαστώ;...
Το μάτι μου όλο και ξεκαθαρίζει το ’να και τ’ άλλο μέσα στο σκοτάδι. Η αλήθεια είναι πως σιγά σιγά βρίσκουμε περσότερο φως... Στο τέλος, μέσα σε λίγα λεπτά, βλέπουμε ένα χωριό· ένα αληθινό χωριό, που θα ’ναι γιομάτο τυφλοπόντικους... Ωστόσο, πιστέψτε πως εκεί μέσα ζούσαν άνθρωποι. Οι πιο πολλοί κοιμόντανε, μα είδα άντρες και γυναίκες να περπατούν, να μιλούνε και να γελούν σα μαϊμούδες...
Μια φωνή σα φωνή πουλιού ακουγότανε κάθε τόσο σιμά μας. Από μακριά βλέπαμε τις καμινάδες του χωριού που καπνίζανε, κι ο καπνός έκλωθε μέσα στις ογρές κουφάλες που κρέμουνταν σ’ ένα φοβερό ύψος μέσα στο σκοτάδι...
Οι άνθρωποι αυτοί μιλάγανε σπανιόλικα. Εδώ κι εκεί, μέσα στις γούβες της σπηλιάς, είδα κάτι μεγάλες ρόδες κι ένα σωρό καννάβι και λινάρι, απ’ όπου υπόθεσα πως το εργόχειρα τους ήτανε να κάνουνε σκοινιά... Μιλούσανε, όπως είπα, σπανιόλικα, και πολλοί απ’ αυτουνούς φοράγανε ένα είδος σομπρέρος, κείνα τα πλατιά καπέλα της Μέξικας, σα να τους έψηνε ο ήλιος.
Απόρεσα για όλα τούτα· γιατί, ο Θεός ξέρει πώς, ήξερα πια πως βρίσκουμαι στο μέρος της Γιαπωνίας που λέγεται Χιλό-ου, μέσα στην ξακουστή σπηλιά του Λόγκα-φί-φί. ..
Το σκοτάδι άρχισε να γίνεται πιο πηχτό σαν περάσαμε το χωριό. Ο σύντροφος μου χτύπησε μια μικρή πόρτα. Σε λίγο έβγαλε το κεφάλι της μια γριά, μια στρίγγλα που δάγκωνε τη μύτη της, κι αφού είπανε δυο λόγια, ξαναβγήκε κρατώντας δυο δαδιά αναμμένα. Πήραμε από ’να και κινήσαμε.
Μα την άγια Ρόκκα, κολυμπούσαμε μέσα στο σκοτάδι, όπως το ψάρι μέσα στο νερό. Περπατούσαμε διπλωμένοι στα δυο, για να μη σπάσουμε τα κεφάλια μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο περάσαμε κάμποσο διάστημα, κι έβλεπα τη λόχη του δαδιού μου να φλύφει το βράχο, σα να τον έβαφα με μια βούρτσα.
Άξαφνα, στην άκρη της γαλαρίας βουίξανε τα πατήματα του υποκείμενου που πήγαινε μπρος. Η σπηλιά φάρδαινε με μιας. Σηκώσαμε τα δαδιά μας, μα ο θόλος φαίνεται πως βρισκότανε πολύ ψηλά. Βρήκα ψηλαφώντας μια μικρή πέτρα και την έριξα όσο ψηλά μπορούσα. Μα δε χτύπησε πουθενά. Άκουσα μονάχα ένα μπλουμ, σαν να ’πεσε μέσα σε νερό. Ανατριχιασμένος, σίμωσα τον κολίγα μου, και τότες είδα μια λίμνη που άπλωνε μπρος στα πόδια μου. Σαν να πέρναγε ένα αλαφρύ και κρύο φύσημα πάνου σ’ αυτό το κοιμισμένο νερό, κι έσπρωχνε κάτι μελανά κυματάκια στο λιγδιασμένο χώμα.
Γύρω μας, βαθιά ησυχία! Ένα καν ποντίκι δε σφύριζε...
Περάσαμε, τσαλαβουτώντας μέσα στο ρηχό νερό, περσότερο από ένα κάρτο της ώρας, ώσπου βρεθήκαμε μπρος σε μια στενή τρύπα. Για να την περάσω, διπλώθηκα ώσπου βούτηξε το στήθος μου μέσα στο νερό. Μα ευτύς βρεθήκαμε ξανά κάτου από ’ναν θόλο που ήτανε ψηλός σα μια μητρόπολη.
Το νερό είχε τελειώσει. Μα ο δρόμος ήτανε γλιστερός απ’ τη λάσπη. Σε μια στιγμή, μου πέρασε απ’ το μυαλό η σκέψη: αν τυχόν σβήνανε τα δαδιά μας; Και πιάστηκε η καρδιά... Θα θαβόμαστε εδώ μέσα... Ξεχώριζα πού και πού, δεξιά κι αριστερά, ένα σωρό καμάρες που ανοίγανε άλλες σπηλιές, γιομάτες υγρασία και θάνατο...
Κείνο το παράξενο υποκείμενο είναι ακούραστο. Τραβά σα να γυρεύει κάτι...
Σε λίγο μου λέγει να δώσω προσοχή στο κεφάλι μου, κι αρχίζουμε να περπατάμε πάλι χεροπόδαρα. Έτσι μπήκαμε σε μιαν άλλη σπηλιά, που αντιλάλησε, όπως περπατούσαμε, σα να κυλούσανε βράχια από ψηλά...
Ακλούθησα το σύντροφό μου, και πιάσαμε να σκαλώνουμε απάνου σ’ ένα όρθιο βουνό. Κάθε τόσο κατρακυλούσα· μα κείνος μ’ έσερνε απ’ το χέρι. Έτσι φτάξαμε στην κορφή. Τότες είδα: ο θόλος κρεμότανε λίγα μέτρα πάνου απ’ τα κεφάλια μας. Κάτου, δεν ξεχώριζα τίποτα. Το κεφάλι μου γύριζε. Ένα πηχτό σκοτάδι σκέπαζε τη λίμνη εκεί κάτου...
Άξαφνα κείνος ο μυστηριώδης πιλότος μου κατηφόρισε με μιας, κι ώσπου να συνέρτω, κατρακύλησε μέσα στο χάος και χάθηκε...
Ύστερ’ από μια στιγμή είδα το αναμμένο δαδί του, κάτου, χαμηλά, μέσα σε κείνην την άβυσσο, σα μια μικρή σπίθα, μονάχη, που πηγαινοερχότανε... Έστησα τ’ αυτί μου.
Τι έκπληξη, τι αναπάντεχο κατιτίς μπορεί να περιμένει κανένας, βάζοντας το πόδι του απάνου στο μουράγιο μιας πόλης σαν τη Μυτιλήνη; Όλα είναι προεξοφλημένα! Λες: δεν είναι ανάγκη να δουλεύουν τα αισθητήριά μου. Πέφτεις ψόφιος απάνου σε μια καρέκλα, σα να μην ήθελες σηκωθεί ποτές, κοιτώντας ό,τι γίνεται μπροστά σου, σαν ένας γέρος απόμαχος, κουρασμένος απ’ τις παράτες. Καν η σκέψη πως ένας λωποδύτης σου φερμάρει την τσέπη δε σε δροσίζει με την ευχάριστη ανησυχία της. Τίποτ’ απ’ αυτά τα κίντυνα δε θέλει να ’ρτει σε βοήθειά σου, να σου διώξει τη νύστα, να σε γλιτώσει απ’ το μούδιασμα· η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από ασφάλεια...
Ο ήλιος είναι η μόνη θέληση που λιώνει κάθε άλλη, αναβρύζοντας έναν καταρράχτη από φλόγες. Απορείς βλέποντας γύρω σου το κάθε τι, σπίτια, καράβια, μαγαζιά, εμπόρια, υποθέσεις, που μαρτυρούν πως μια φορά είχαμε θέληση. Τώρα, πάει! Το χέρι μου μοιάζει πως δεν είναι σε θέση να μετατοπιστεί για να διώξει τις μύγες που μου βόσκουν το μούτρο. Ποιος να έχει φτιάσει όλ’ αυτά τα βαριά πράματα που μου ψήνουν το μυαλό να τα κοιτάζω!... Από το αντικρινό μουράγιο, κάτι μεγάλα γράμματα πάνω στους τοίχους μου φωνάζουν τη χαμένη ενέργεια των ανθρώπων.
Του κάκου! Στο παραλυμένο μυαλό μου χειρονομούν σαν κωφάλαλα και δίχως έννοια. Οι άνθρωποι μιλούν σαν αφιονισμένοι και βαριούνται να διορθώσουν ό,τι βγαίνει στραβό απ’ το στόμα τους. Η φωνή τους μοιάζει σα να ’ναι τυλιμένη μέσα σε μπαμπάκι. Κανένας δε δίνει προσοχή σε ό,τι λέει ατός του είτε σε ό,τι ακούγει. Σου μοιάζει πως πάει να παραλύσει κάθε δέσιμο, που κρατά σφιγμένα τα πάντα συναμεταξύ τους μ’ ένα κλειδί από θέληση.
Δεν πιστεύεις σε ό,τι πίστεψες άλλη φορά παίρνοντας μέτρο τη θέλησή σου.
…Η Ιστορία είναι πια ένας μύθος, γεμάτος από σκιές σαν από φεγγαρίσιο φως της αυγής... Τα βαριά βιβλία, που κλείνουν μέσα το αλογάριαστο ποσό της χαμένης ενέργειας των ομοίων μας, είναι, λες, τα ταμεία της ψευτιάς... Η πίστη πεθαίνει.. .
Όλα παν... Σβήνουν... Η κάψα μου μουδιάζει το καύκαλο... Ο ύπνος με τραβάει μέσα στ’ άπατα μιας λίμνης από πηχτό δηλητήριο.. .
Μυτιλήνη, Ιούνιος 1922
Οι βώλοι της γης αχνίζουν φωτιά. Ως πέρα στο αντικρινό βουνό τρέμουν όσα είναι στη γραμμή του ματιού, λες και τα βλέπεις μέσ’ από ένα τζάμι θολό που τρέμει κι αχνίζει. Τα σπερδούκλια χορεύουν σαν εύθυμα σκελετά. Πέρα, μακριά! Χαίρεσαι, γιατί είναι μακριά. Μέρα μεσημέρι καταλαβαίνεις ένα φόβο μεσονυχτιού.
Η αμμουδιά είναι γεμάτη από τούφες τούφες γκρίζα αγκάθια, που ’ναι όμοια με χελώνες. Καθετί που έχει μητέρα τη θάλασσα, έχει απάνω του κάποιαν αγριάδα αλλόκοτη. Αυτά τ’ αγκάθια μοιάζουν σα ζωόφυτα του βυθού. Αραδιασμένα πάνω στη μαλακή θαλασσόπετρα, ανασαίνουν τη βουή της θάλασσας με μιαν αγριάδα σιωπηλή. Λες μέσα σου: από πού αρκουδίσανε σιγά σιγά, ως να φτάξουνε στ’ αρμυρά κατώφλια της;
Πέρα, ένα μίλι κατά το βοριά, ξεχωρίζει μια μικρή γλώσσα στεριά, ένας μικρός κάβος ολόισος, χρισμένος με αλάτι. Στο παραλυμένο μυαλό μου φαντάζει σα μια ολάκερη έρημο. Κείνο το φλογισμένο αλάτι, πλουμισμένο με λίγες στρογγυλές πέτρες του πελάγου!...
Ένα βουνό στέκει από πάνω μου κι αχνίζει. Ένα κατάμαυρο βουνό. Εκατομμύρια πεύκα! Εκατομμύρια νεκρά δέντρα!...
Μού φαίνεται πως ακούγω μέσα στα φλογισμένα ρουμάνια, κάπου κάπου, να σκα κανένα ψημένο κλαδί: κρακ, κρακ...
Χαμηλά, στα πόδια του βουνού, τα χώματα κατρακυλούν κατά τη θάλασσα. Χωρίζουνε πάξες πάξες, λες κι είναι κακοψημένο ψωμί. Το χώμα είναι σαν καμίνι. Καταλαβαίνεις πως εκεί μέσα σκάνε σιωπηλά ένα σωρό σπέρματα. Θα γεννήσουνε κάθε ζωή· και η κάθε ζωή, ηδονή. Τα χώματα, τ’ ασπροχώματα, κυλούν κατά τη θάλασσα. Φωτιά κι ασβέστης· σού καίγουν το μυαλό να τα κοιτάς. Τ’ ακούς, γκουπ, γκουπ, να χωνεύουνε σκεδιάζοντας ειδών ειδών καμάρες, που στέκουν απάνω στο γλιστερό βράχο της ακρογιαλιάς...
Καταλαβαίνω όχι μονάχα την ερημιά και τη σιωπή τούτης της στιγμής, μα την αιώνια σιωπή, λες κι από τους αιώνες έτσι καβουρντίζεται αυτή η γης από ’ναν ήλιο που ολοένα κρέμεται μέσα σ’ έναν ουρανό γιομάτον πηχτή φλόγα, και ιδέα πως η νύχτα την έσβησε, είτε έρχεται να τη σβήσει, διόλου δε σού δροσίζει τον νου...
Γκουπ... Γκουπ... Θάβεσαι κάτου από τα χώματα, πνίγεσαι, μηδενίζεσαι, βουβά, δίχως μιλιά. Όλα λιώνουν. Τρίβουνται σε σκόνη. Τα πετραδάκια του γιαλού είναι σκεπασμένα από μια ψιλή σκόνη, από μια ψιλότατη πάσπαλη. Τα βότσαλα, λογιών λογιών ξύλα και ξεβράσματα της θάλασσας, και κείνα τρίβουνται σιγά σιγά, πέφτουνε σε σκόνη... Μυρίζει και το ζωντανό κρέας από τη λάβρα... Κι εγώ ατός μου τρίβουμαι, πέφτει σκόνη από πάνω μου, η ύπαρξή μου σκορπά λίγη λίγη, χάνεται... Τρίβεσαι, λιώνεις πέφτεις σα σκόνη, σαν αλισάχνη. Πεθαίνεις, κι η ψυχή σου κοιμάται μέσα σ’ έναν πύργο που οι τοίχοι του είναι από πυρωμένο σίδερο, μέσα σ’ ένα κουβούκλι γεμάτο ατμούς που κλώθουν. Εσύ, ναι μα το Θεό, πεθαίνεις, κι η ψυχή σου δεν ξυπνά, δεν ανοίγει τα μάτια της για να πεθάνει... Μόλις ακούς πια τα μικρά κυματάκια, οπού τα σηκώνει κάποια χαμένη πνοή που πλανιέται, ξαφνικά, ανοιχτά, στο πέλαγο, για μια στιγμή, και ξεψυχά με μιας...
Στο μεγάλο ζωγράφο Σ. ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ
Αν παραμερίσεις κανένα απ’ τα διψασμένα χαμόδεντρα που ’ναι ένα γύρω, θα σ’ αρπάξει απ’ το μούτρο μια λόχη που θα πηδήξει από κάτου, ανακατεμένη με τη σκόνη.
Είναι πρωί ακόμα, ο ήλιος δεν ανέβηκε καλά καλά δυο οργιές απάνου απ’ τη μελανή καράφλα του Χωρήβ, μα τα μαλυβοχώματα άρχισαν κιόλας ν’ αχνίζουν. Κοιτάζεις στη ρίζα του χαμόδεντρου και βλέπεις ένα σωρό ροκανίδια, κατιτί σαν αλεσμένο σκούρο πίτουρο· είναι οι τριμμένες ρίζες κι ένα σωρό θηκάρια από ψόφια μαμούδια, απαράλλαχτα με τσόφλια κανενός σπόρου, κανενός μικρού καρπού. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκουνται κι οι τριξαλίδες που αφουγκραζότανε τις νύχτες στην προσευχή του το κοφτερό αυτί του αβά. Αυτές οι τριξαλίδες, αυτά τα ζούζουλα, θαν αναστηθούν στην ανάσταση των νεκρών - κοίταξέ τα, κι ύστερα άσε το σκονισμένο πρινάρι να πλαγιάσει ξανά απάνω τους...
Οδοιπόρε μου, εδώ δεν μπορεί να σ’ έφερε καμιά δίψα χρυσαφιού, είτε εμπόριο, είτε ελπίδα να λάβεις ειδήσεις για χαμένους φίλους. Όσο για έρωτα γυναίκας - α, αυτός αγαπά τα μαλακά κρεβάτια και τα πράσινα δέντρα, ανάμεσα στα οποία τρέχουν ήμερα και δροσερά νερά... Εδώ όμως, κοίταξε! Αυτά τα καβουρντισμένα χώματα, τούτες οι πέτρες που κείτουνται απάνου στα βουνά σαν άγρια σίδερα, κάνουν τη σάρκα σου να φοβάται. Το μυαλό σου καπνίζει σαν το ξερό καμίνι που φαίνεται πέρα, απάνου στα χαμηλοβούνια του Εχάν.
Εδώ είναι μέρες που ο λύκος παραπατά ζαλισμένος με διπλωμένα πισινά, ακουμπά απάνου στη ζεματιστή πέτρα και τα σάλια του τρέχουν κάνοντας κόρδα απ’ τη δίψα, η ανασαμιά του τον κουνάει σύσσωμο. Τη νύχτα δεν μπόρεσε ν’ αρπάξει πρόβατο, γιατί η μασέλα του είναι κλειδωμένη· σαλτάριζε ώρες ολάκερες μέσα στο σκοτάδι, το έκλωσε σαν σιφούνι, μα το στόμα του το κλείδωσε ο Θεός... Αυτό συλλογιέται - κι ακουμπά αυτήν τη στιγμή απάνου στο λιθάρι, πίσω απ’ το μαντρί, κι είναι η καρδιά του γιομάτη παράπονο. Αποκοιμιέται εκεί, ξεχνώντας τα μικρά λυκούδια του — πώς μπορείς λοιπόν εσύ να συλλογιστείς τον έρωτα;
Το βουνό είναι μια μολυβένια πυρωμένη μάζα. Μυριάδες βράχια και πέτρες κείτουνται απάνω του... Να! Το όρνιο κρέμεται από πάνω μου με σφιγμένα νύχια...
Η πνοή του θανάτου απλώνει ως πέρα στον ορίζοντα...
… … … … …
Κάθουμαι απάνου στον τάφο του αβά Αμούν, στη μέση αυτηνής της ερημιάς. Η πλάκα τρίβεται στις γωνιές και βγάζει μια τέτοια λάβρα, που θα μου ’καιγε τα ρούχα αν δεν κρέμαζε από πάνου τα δυο ψόφια κλωνιά του ένα ψωρόδεντρο, μια χουρμαδιά οχτακόσω χρονώ. Ο ίσκιος της τρέχει απάνου στο χώμα, ένας ίσκιος μαβής, σαν να ’ναι κανένα δροσερό ρέμα που αναβρύζει απ’ τη ρίζα της.
Φωνάζω δυο τρεις φορές τ’ όνομα του αβά. Καμιά απόκριση... Περνά λίγο και ξαναφωνάζω... Ακούγω να χαρχαλεύει κάτι μέσα στο μνήμα. Βάζω το μάτι μου σε μια τρύπα και κοιτάζω μέσα στο σκοτάδι... Τίποτα!
Στις τριάντα ή σαράντα φορές που τον έκραξα, τ’ αυτί μου έπιασε αυτά τα λόγια:
«Έμέν ελελίμ σούκουφ άαρακ χας.»
Η χαρά μου στάθηκε μεγάλη. Η ψυχή μου ξεδίψασε, και ξάπλωσα στο χώμα, βάζοντας το κορμί μου στο μάκρος μέσα στο στενόν ίσκιο του ενούς απ’ τα δυο κλαδιά της χουρμαδιάς...
Τέσσερα πέντε μικρά κατάμαυρα δέντρα στέκουνται στη σειρά απάνου σ’ ένα βουνό. Στον ίσκιο ενούς απ’ αυτά τα δέντρα είναι ξαπλωμένος ένας άνθρωπος. Αν σιμώσεις, θα δεις πως κοιμάται με το κεφάλι ακουμπισμένο απάνου σ’ ένα μεγάλο κάτασπρο σαρίκι, και πως ρουχαλίζει μ’ ανοιχτό στόμα...
Γύρω, ως πέρα στον μπάσον ορίζοντα, δε σαλεύει τίποτα. Πνοή. Μια τρομαχτική νέκρα πλακώνει το καθετί· χώματα, πέτρες, δέντρα, ζωντόβολα, όλα είναι πνιγμένα μέσα σ’ ένα θολόν ύπνο.
Ως που φτάνει το μάτι, δε βλέπει κανένας άλλο από χαμηλά βουνά που κείτουνται το ’να πίσ’ απ’ τ’ άλλο, φουσκωμένα σαν να ’ναι θόλοι που σκεπάζουνε υπόγειες κατοικίες. Τίποτ’ άλλο...
Από πάνω ο ουρανός στέκει έρημος, κατάξερος, όμοιος με πετσί τεζαρισμένο απάνου σε τούμπανο. Μονάχα σ’ ένα σημάδι ανεβαίνει ένα ψιλό φιτίλι καπνός. Τίποτ’ άλλο. Ούτε ζωύφιο ούτε μύγα. Πουθενά! Πουθενά! Το μάτι, και μαζί κι η ψυχή του ανθρώπου, μάταια ψάχνει να βρει κάτι για να μερέψει. Αργοσαλεύει εδώ κι εκεί, ώσπου πάει και πέφτει αφιονισμένο κάτου από μια συκιά, που ’ναι κάτασπρη απ’ τη σκόνη, ή τρυπώνει φοβισμένο σ’ ένα χουνί, στην καρδιά μιας αραποσυκιάς, που φωλιάζει μια φούχτα ίσκιος... Εκεί τρυπώνει, κι ένα γύρω βουίζει, λες, η φλόγα αχνίζοντας απ’ τη γη, θολώνει τον ουρανό μια κατάξερη στάχτη που πέφτει και στουπώνει τα ρουθούνια... Η ψυχή παραπατά και πάει και κουρνιάζει εκεί μέσα...
Μια διαπεραστική μυρουδιά από καμένα αγκάθια, μια βρώμα από τριμμένη μπαρουτόπετρα...
Ο ουρανός είναι γιομάτος λόχες που κλώθουν. Χαμηλά, στις ρίζες των βουνών, φαίνουνται γκρεμισμένα χώματα. Μέσα στις χαράδρες μαυρίζουν πού και πού μικρές γούβες γιομάτες ίσκιο. Εκεί μέσα, ένα σωρό θυμωμένες τσουκνίδες χύνουν μιαν ανυπόφορη σπιρτάδα, δαγκώνουνται συναμεταξύ τους σαν διψασμένες όχεντρες. Εδώ κι εκεί στέκουνται σωροί σωροί τα λιθάρια του ξεροπόταμου. Και σε μια κρυμμένη μεριά κείτουνται τα κόκαλα κι η κομματιασμένη προβιά κανενός γαϊδάρου η καμιάς καμήλας, κι η βρόμα ώρες ώρες έρχεται ως εδώ που κάθουμαι.
Σιωπή!
Μονάχα δυο χελώνες σαλεύουν μυστηριωδώς, καβαλικεύουνται σύρριζα σε μιαν αγάβη - τα κατάξερα καβούκια τους τσουγκρίζουν σαν καύκαλα...
… … … … … …
Περνούν δυο ώρες απάνου κάτου... Η ίδια ακινησία! Νέκρα, νέκρα, νέκρα!... Πας να τρελαθείς...
… … … … … …
Άξαφνα φανερώνεται με μιας απάνου απ’ την αποκοιμισμένη κορφή του Μαλέκ ένα στρογγυλό, ένα άσπρο σύννεφο... Δε σηκώθηκε σιγά σιγά πίσω απ’ τα βουνά, παρά φάνηκε μονομιάς στη θέση που το ’δα, ψηλά μέσα στον ουρανό· σιμώνοντας προς το μέρος που κάθουμαι, έσκισε τη θολούρα του αγέρα εκεί κάτου και μπήκε μέσα στο γύρο του ματιού μου. Γι’ αυτό, στην αρχή είναι αχνό και, στιγμή με στιγμή, όλο και ξεκαθαρίζει, όλο και φουσκώνει, σαν ένα πελώριο τόπι μπαμπάκι... Στο μεταξύ ξεφυτρώνουν πίσω του άλλα συννεφάκια, μικρά μικρά σαν φούσκες.. .
Με μιας, μια χαρούμενη πνοή πέφτει μέσα σ’ αυτήν την κοιλάδα του θανάτου. Πίσω από κείνην τη γωνιά τ’ ουρανού βρίσκεται, λες, μια μυστηριώδης φλέβα, απ’ την οποία χύνεται απαλά ένα ρέμα ζωής και χαράς, απλώνει απάνου στο καθετί και το δροσίζει. Το αφιόνι σκορπά. Το κάθε πράμα βγαίνει σιγά σιγά απ’ τη λιποθυμιά του...
Μα η λάβρα δεν έσβησε ολότελα την άψη της· μονάχα μια ελπίδα ανάστασης σαλεύει μέσα στα πλάσματα...
… … … … … …
Θα σε ζαλίσω κατιτίς περισσότερο, αδερφέ Αντρέα.
Κάθουμαι μέσα στο σπίτι, και πιάνω να θυμάμαι τη φυλακή του Παρισιού. Έτσι, το ρίχνω στο διάβασμα και στο γράψιμο. Σε συλλογίζουμαι, και μου είναι μια γλυκιά δουλειά να σου φτιάξω ένα γράμμα.
Η ζωή μου είναι ήσυχη σαν ένα ποταμάκι που τρέχει ανάμεσα στις λυγαριές. Τα δυο χειμωνιάτικα θεριακλίκια, ο καπνός και το διάβασμα, μου παραστέκουν όπως οι δυο ληστές. Τι να σου πω, αν μου έλειπαν τα βιβλία, ο κόσμος θα ’τανε για μένα άδειος (σήμερα, που ’μαι αλυσωμένος να κάθουμαι μέσα στην πολιτεία). Αν ζει κανένας, ζει με τα βιβλία, σαν δεν ζει μέσα στη φύση. Μα μες στη φύση, όπως ξέρεις, δεν μπορώ να ζήσω τώρα. Τ’ άλλα τα σκατά: κοινωνία, πολιτική και τα τέτοια, είναι τόσο βρομερά, που θα ’ρχεται η μυρουδιά τους στα ρουθούνια σου.
Όπως και να ’ναι, δεν έχουνε δίκαιο να λένε πως είμαι μισάνθρωπος. Οχτρεύουμαι την άσκημη μάκενα, που τη λένε κοινωνία και καμαρώνουνε... Ωχ, αδερφέ...
Έστειλα κάποιον να μου πάρει λίγα κατσίκια, για να πασκίσω να κάνω ξανά ό,τι έκανε το σόι μου, από εκατό χρόνια: ζωντανά! Ο Θεός να βοηθήσει...
Κείνο που μου στέκει στο στήθος, είναι που είμαι κλεισμένος μέσα στα σπίτια σα χελώνα. Πού ’ναι εμένα η φωλιά μου, η απόμερη, η ζεστή φωλιά μου!... Δέντρα, μαμούδια, καβούρια, φουρτούνες, αγέρας άγριος κι έρμη μαυροβραχιά!... Όρνια, γίδια, τυροκόμισμα, σωρός η κοπριά με το αψύ σπίρτο της, που μου θυμίζει το γερο-Εύμαιο και τον Άργο, το πιστό σκυλί του Οδυσσέα, που περίμενε να ξεψυχήσει σα θα ’βλεπε να γυρίσει σπίτι του ο ξενιτεμένος αφεντικός του!... Ξωκλήσι, λιβάνι, χερουβικό! Θεϊκή γαλήνη! Άγια κόχη με αντιμήνσιο και αρτοφόριο!... «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω»... Το κοινωνικό στη μνήμη κάθε αγίου είναι: «Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος»... (Αν μπορούσαμε να κάνουμε ένα ποίημα με τέτοιο αίσθημα, εμείς, που δεν ξέρω πως διάολο πήραμε στραβά το πράμα, θαρρώντας πως ποιητής και ρήτορας είναι ένα και το αυτό!)
«Αλλ’ ημείς ως αι νεάνιδες τω Κυρίω άσωμεν, ενδόξως γάρ δεδόξασται»...
… … … … …
Στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να κάνω κάτι ζεβζεκιές που μου κατεβαίνουν ουρανόθεν. Το μέρος είναι μικρό, και σε παραφυλάνε σα λαγό. Τις προάλλες είχα αποφασίσει πια ν’ αφήσω μικρές φαβορίτες αλά Σατωπριάν. Μα πού, για όνομα του Θεού! Τι διάολο, να μη μπορεί κανένας να κάνει τον εαυτό του ό,τι θέλει, ενώ είναι λεύτερος να είναι ψεύτης, κλέφτης, μπερμπάντης, φιλόπατρις, θεατρίνος, μασκαράς, αντάρτης, ρουφιάνος - και μάλιστα ενθαρρύνεται!...
Σε λυπάμαι, αγαπητέ μου Αντρέα, γιατί έχεις τόση πολλή ανάγκη από γυναίκα. Δεν αρνιέμαι πως έχει πολλά λαμπρά προτερήματα, αλλά μπορεί να πάθει κανένας και αγιάτρευτα πράματα εξ αιτίας της. Μα εγώ είμαι ερημοπούλι, κι ίσως έχω άδικο... Μια φορά, αυτή η κουβέντα μου φέρνει στον νου μια νόστιμη ιστορία που διάβασα προ χρόνια, και θα σου την πω:
Ένας θεοπάλαβος Φραντσέζος, ένας κάποιος Λεγκά, μαζί με άλλους εφτά, βαριεστημένοι απ’ τη ζωή της πολιτείας και τις φροντίδες της, πήρανε τα μάτια τους και μπήκανε σ’ ένα καράβι που πήγαινε στα νησιά της Άφρικας. Η παλαβάδα τους τούς σφύριξε να ζητήσουν απ’ τον καπετάνιο να τους βγάλει απάνου σ’ ένα ερη[μονήσι με …]μπαγκάζια, θροφές και σπόρο για να σπείρουν.
Αυτά ελάβαιναν χώραν κατά το 1869, τότες δηλαδή που το Αϊβαλί είχε τρία σπίτια, κι εδώ που γράφω ήτανε ξαπλωμένη μια γαϊδούρα που γεννούσε ...
Αυτοί οι χρυσοί άνθρωποι λοιπόν τα πόρευαν έτσι. Μα, ύστερ’ από έναν χρόνο, τούτοι οι χάσκοι τεμπέληδες βαρεθήκανε να ρουχαλίζουνε και να παίζουνε ντάμα κάτου απ’ τις χουρμαδιές... Βαρεθήκανε. Ξέχασαν τις πείνες της πολιτείας... Γιατί τους είχε πιάσει η επιθυμία του θηλυκού… Σκαρώσανε μια βάρκα και τη ρίξανε στη θάλασσα. Όπως φαίνεται όμως, τα κάνανε θάλασσα, την πετάξανε απάνου στα βράχια και, με λίγα λόγια, είδανε και πάθανε να γλιτώσουν. Ωστόσο, ένας τους, ο φουκαράς Ισαάκ Μπόγερ, ρολογάς θαρρώ απ’ την Αμβέρσα, τα χάλασε τα πιάνα απ’ την κούραση, και πέθανε. Τον θάψανε με θρήνος, κι ο Λεγκά, αρχιτέμπελος, έγραψε τον επιτάφιό του. Να τος:
«Στον ίσκιο των αθανάτων φοινίκων, εις τον κόλπον, τον πιστόν κόλπον μιας γης παρθένου, ευλαβώς απετέθησαν τα οστά του Ισαάκ Μπόγερ,
Που υπήρξε αγαθός Γασκώνος καταγόμενος εξ Αδάμ,
Από αίμα ευγενέστερον κάθε άλλου απ’ τους ανθρώπους αδελφούς του,
Οι οποίοι όλοι έχουν να λογαριάσουν σίγουρα μεταξύ των προγόνων των δεσποτάδες και μυλωνάδες.
Εάν όλοι οι άνθρωποι εζούσαν όπως έχει ζήσει,
Ο χορός, οι νταντέλες, οι χωροφύλακες, οι κλειδαριές,
Τα κανόνια, οι φυλακές, οι εισπράχτορες, οι βασιλιάδες,
Θα ’τανε πράματα αδιαφόρετα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Πιο φιλόσοφος απ’ τους φιλοσόφους, ήτανε γνωστικός,
Πιο θεολόγος απ’ τους θεολόγους, ήτανε χριστιανός,
Πιο διαβασμένος απ’ τους δοκτόρους, ήξερε πως δεν ήξερε τίποτα,
Πιο ανεξάρτητος απ’ τους πασάδες, δεν είχε μήτε πανούκλα των κολάκων, μήτε μεθύσι δόξας,
Και πιο πλούσιος απ’ τους πλουσίους, δεν του ’λειπε τίποτα, εκτός από μια γυναίκα.
Αναγκάστηκε ν’ αποχωριστεί την αγαπημένη του πατρίδα και το παν μαζί της, για να ξεφύγει απ’ τους λυσσασμένους υπουργούς της.
Σκίζει, φεύγοντας, βουνά και θάλασσες και, πέφτοντας απάνου σ’ αυτό το νησί,
Βρήκε τον αληθινό λιμένα της σωτηρίας.
Αυτός κι εφτά σύντροφοι της ίδιας μοίρας ήτανε αυτουνού του νησιού, επί δύο ολάκερα χρόνια,
Λαός μαζί και κυρίαρχοι.
Θα χαιρότανε πιο πολύ τη γλύκα αυτουνού του νέου κόσμου,
Αν ο κρυφός πόθος της καρδιάς του για το φύλον το άγαν αγαπητόν δεν τον βίαζε να κάνει μιαν απόφαση που του έδωσε το θάνατο.
Παρέσχε την τιμήν στο νησί Ροδρίγ να μπορέσει ν’ αποδώσει εις τον Ύψιστον ένα αναστημένον δίκαιον την ημέρα της κρίσεως.
Η ψυχή του μετέβη ένδοξος και εν θριάμβω εις τα Ανάκτορα της Αθανασίας.»
Αυτό το ηθικό διήγημα, σίγουρα, δεν μπορεί παρά να σε ωφελήσει, και να σε τραβήξει απ’ την παραλυσία.
Δώσε τα χαιρετίσματα μου στον Σ. Ο δε άλλος Αϊβαλιώτης που σου σύστησα είναι τρελός με παρελθόν, παρόν και προ πάντων μέλλον. Αν λάβεις την ευτυχία να τον γνωρίσεις, θα δεις πως εδώ είναι η Ακαδημία της ζεβζεκιάς.
Ωστόσο, πιε μια μπίρα στην υγειά μου, και σπάσε ένα δυο κολοκύθια στο κεφάλι του Ξουρή.
Φ.
Αϊβαλί, 4 Ιανουαρίου Ι921.
Αφιερώνεται στον ΙΣΙΔΩΡΟ ΚΑΨΟΚΑΛΥΒΙΤΗ, πνευματικό αδερφό μου.
Ο καιρός είναι χειμωνιάτικος. Συννεφιά, και φυσά χιονιά από πέρα, απ’ τα σβησμένα βουνά της Μακεδονίας. Από δω πάνου, το πέλαγο φαίνεται έρημο. Πού και πού είναι βουρκωμένο από τους άγριους και μελανούς ίσκιους που ρίχνουν τα σύννεφα. Μπορεί να ξεχωρίσει κανένας τους αφρούς που ασπρίζουνε απάνου στα βράχια, και πιο πολύ στις μύτες της μακρινής ακρογιαλιάς.
Ανοιχτά, το πέλαγο είναι θολό και τρικυμισμένο. Παντού φαίνουνται μικρά ασπράδια, που έρχουνται κατά τη στεριά σαν να κάνουνε γιουρούσι. Μα σε μια μεριά βλέπεις άξαφνα και πετιέται ένα ζωηρό άσπρο σημάδι· για μια στιγμή σβήνει, και πάλι φαίνεται, ώσπου το ξεχωρίζεις πια καλά πως είναι ένα φοβερό κύμα...
Κάθουμαι στο παραθύρι του κελιού μου. Καιρό είχα να ειρηνέψω. Το μάτι μου κατηφορίζει κατά τη θάλασσα, που δεν είναι μακρύτερα από μια τουφεκιά. Ανάμεσα σε δυο βαθύσκιωτες και καταπράσινες ράχες βλέπω τα κύματα που σκάνε, με κάτασπρους αφρούς και με βαρύ βουητά, στην άκρη της χαράδρας.
Πιο δεξά, ένα φουντωτό βουναλάκι μου κρύβει ως τη μέση τον πύργο του αρσανά. Φαίνεται το πάνου μέρος του, και τα μπιντένια του με κάνουνε να στοχάζουμαι πως βρίσκουμαι σε χρόνια παλιά... Βάλε με τη φαντασία σου να ξεμυτίζει πίσω από αγριόδεντρα ένας πύργος μ’ ένα μικρό καστράκι πλάγι του, μαυρισμένα, ροκανισμένα απ’ τα χρόνια. Από δω κιόλας που κάθουμαι, βλέπω την ταράτσα του, ανάμεσα απ’ τα μπιντένια. Ο πύργος ορθώνεται έτσι μπρος στο πέλαγο· κι ένα μεγάλο κύμα έρχεται καταπάνω του, τυλίγεται και ξεδιπλώνεται σα δράκοντας μπρος στο έρημο κάστρο. Όλο αυτό μαζί φαντάζει από μακριά σαν και κείνα τα σκουτάρια των παλιών αφεντάδων, που παράσταιναν ένα πύργο με τα μπιντένια του ψαλιδισμένα sur un fond d’ azur.
Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα δω να ξεμπροβέλνουνε οι Σαρακηνοί μέσ’ απ’ τη ρεματιά, και να χυμίζουνε κατά το μοναστήρι... Φιλοσοφώ...:
Τα τρεχαντήρια τους κόβανε βόλτες μπρος σε τούτα τ άγρια κατάγιαλα. Μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα, ο φουρτουνιασμένος αγέρας τούς έσπρωχνε, τούς ανεμοσούριζε... Φουντάριζαν, μα οι άγκουρές τους κρεπάρανε... - σε μια στιγμή, κάτου απ’ τον πύργο, ακουγόντανε, μέσα στη φριχτή βουή της θάλασσας, ουρλιάσματα, άγριες φωνές από στάματα που, ενώ παλεύανε με το νερό, δάγκωναν τα μαχαίρια.
Απ’ ανάμεσα, μέσα στην ανεμοζάλη, ξεχώριζε ο βουβός γκούπος που ’καναν τα καράβια τρακάροντας συναμεταξύ τους - κι άξαφνα μέσ’ από την άβυσσο σηκωνόντανε τα ουρλιατά πιο βροντερά, από καράβι που ’χε βουλιάξει η μπάντα του, είτε πετάχτηκε όξω, απάνου στα χαλίκια. ..
Απ’ ανοιχτά φτάνανε ακόμα στ’ αυτί σβησμένα χουγιαχτά απ’ ένα δυο τρεχαντήρια που ’χανε αργοπορέσει, είτε πασκίζανε να σταθούνε αλακάπα, μην κοτώντας να ζυγώσουνε στη θανατερή αγριοβραχιά. Απ’ το πέλαγο ερχότανε ο βρόντος που κάνανε τ’ άρμενα όπως τα μαϊνάριζαν, χτυπώντας μανιασμένα πάνω στ’ άλμπουρα...
Κι ύστερα κροταλούσαν καδένες..., φωνές... - μια κουβέρτα γιομάτη δαιμόνια περνούσε σύρριζα κάτου από το κάστρο (σε δυο οργιές απ’ τα θεμέλιά του) κι έπεφτε με την πλώρη απάνου στα μαζωμένα καράβια. Κείνα, στριμωμένα, αναστενάζανε ανεβοκατεβαίνοντας με μπερδεμένα άλμπουρα και με κομματιασμένα ξάρτια, σκορπώντας κατά το μέρος του πελάγου μια γραμμή αφρούς, που ξεχύνουνταν απ’ τις αραδιασμένες πλώρες τους κι ασπρίζανε μέσα στη νύχτα, ενώ οι σκουριασμένες καδένες τριζοκοπούσανε μέσα στα όκια...
Περνώ ευτυχισμένες μέρες. Γαλήνη. Ειρήνη.
Καταμόναχος. Τα παραθύρια μέρα νύχτα ανοιχτά. Δροσιά και φως. Τ’ αρχονταρίκι είναι δικό μου ολάκερο. Ένας απλόχωρος και χαμηλοτάβανος βυζαντινός οντάς, με δυο παμπάλαιες τεσσεράγκωνες κολόνες και μ’ ένα ταβάνι πλουμισμένο με παλιές ζουγραφιές που παρασταίνουνε πουλιά, άνθια και φρούτα. Παλιά, παμπάλαια. Αυτό το ανώγειο είναι απαράλλαχτο σαν και κείνα τ’ αγερικά κι ανοιχτά οικήματα, που βλέπουμε συχνά στις βυζαντινές ζουγραφιές, προπάντων στον Ευαγγελισμό.
Εδώ μέσα ειρηνεύω. Πότε ζουγραφίζω, πότε γράφω, πότε συλλογιέμαι. Είμαι στην ησυχία μου. Δόξα σοι ο θεός! Βλέπω τη θάλασσα και τον λόγκο. Κάτου απ’ τα παραθύρια οι πατέρες σηκώνουνε το χορτάρι με τα δίκρανα στα χέρια και φορώντας κάτι πλατιά μαύρα καπέλα με την καλογερική σκούφια από πάνου...
Τη νύχτα τ’ αηδόνια τραγουδάνε με πάθος. Κι ως εδώ λοιπόν έχει έρτει ο έρωτας!...
Τη μέρα, ησυχία γύρω τριγύρω. Η θάλασσα είναι σα γυαλί. Ανοιχτά, φαίνεται κανένα πανί, δυο και τρεις μέρες στη σειρά, καρφωμένο στο ίδιο μέρος. Βραδιάζεται και ξημερώνεται εκεί πέρα - κι ένα πρωί ξυπνάς, βγαίνεις στο παραθύρι και δεν το βλέπεις πια...
Αγριάδα κι ερημιά. Μαύρα σιδερόβραχα πάνω σε γυμνά ριζοβούνια. Εδώ είναι πια η άκρη του Άθωνα. Πίσω από τούτα τα χελωνωτά μικροβούνια, που καμπουριάζουνε κατά τη θάλασσα, είναι ο Κάβος της Σμέρνας κι ο Κάβο Φονιάς. Μ’ άλλα λόγια, δυο μπόγηδες...
Παίρνω ένα μονοπάτι που τραβά κατά κει. Ο ήλιος καίγει. Όπως περπατώ απάνω στις μελανές σιδερόπετρες, σκιάζουμαι με τον εαυτό μου. Κάτι χρυσομπαμπούλοι, χοντροί σαν καρύδια, βουίζουνε και παν και κάθουνται απάνου στα σπερδούκλια...
Σε λίγο έφταξα στα χείλια ενός γκρεμνού. Μα, όπως έσκυψα πάνου από κείνο το χάος, με χτύπησε ζάλη και τραβήχτηκα πίσω...
Τιτάνια βράχια κατρακυλάνε κατακέφαλα, ως κάτου στη θάλασσα, που θα βρίσκεται ως εκατόν πενήντα μπόγια πιο κάτου από δω που στέκουμαι.
Είμαι σαν πιωμένος. Ο αγέρας και το φως μπαίνουνε και τα δυο, λες, μέσα στα πνεμόνια μου. Ζαλίζουμαι κοιτώντας κείνα τα θεόρατα βράχια, όπως είναι περεχυμένα με σκουριές, που ’ναι αλλού κοκκινωπές κι αλλού πάλι γαλαζοφέρνουνε σαν ατσάλι. Πού και πού, απάνου απ’ την άβυσσο, ξεμυτίζει κανένα κλωνί αγριόδεντρου και σα να σαλεύει από κάποιο αλαφρύ αγεράκι που βουίζει χαμηλά, πάνου απ’ τη θάλασσα, και φέρνει ως εδώ μιαν ιδέα άρμης.
Από δω πάνου λες και πετάς. Σου ’ρχεται η μανία να κουτρουβαλήσεις ως κάτου, χαμηλά, χαμηλά, εκεί κάτου που βλέπεις τη θάλασσα στη ρίζα του βράχου, φρέσκια και δροσερή, δίχως πάτο, μαβιά σα ζαφείρι...
Ένα γεράκι κόβει βόλτες απάνου απ’ το κεφάλι μου· κατεβαίνει από ψηλά, απ’ τα θεούρανα, κατηφορίζει απ’ τις θεόρατες κορφές του Άθωνα, που συγκρυάζεσαι να τις κοιτάζεις. Βλέπω την άσπρη κοιλιά του. Κι άξαφνα, κει που ’ναι πάνου απ’ το κεφάλι μου, χυμίζει κατά τη θάλασσα και, σε μια στιγμή, βλέπω τη ράχη του όπως γκρεμνίζεται φτερουγίζοντας κάτου, κι ακόμα παρακάτου...
Κατά το λεβάντη μου φράζει τη ματιά ένας άλλος θεόχτιστος κάβος. Είναι κατάμαυρος σαν αράπης. Το φρύδι του κατεβαίνει κοφτά πάνου στα νερά, κι επειδής ο ήλιος είναι ακόμα από πέρα μεριά, τούτη που ’ναι προς το μέρος μου είναι βουτημένη μέσα σε σκιά θανάτου. Τα βαθιά νερά είναι σαν πίσσα κάτου απ’ τα βράχια, ενώ κατάκαβα μερμηδάνε, όπως γλύφουνε το μουστάκι του βουνού, ξεσπιθίζοντας έτσι δυνατά, που το μάτι μου θαμπώνει…
Στα ζερβά μου στέκεται ένας άλλος αγριόκαβος, κατακόκκινος σα να ’ναι περεχυμένος μ’ αίματα. Αυτός είναι ο Κάβο Φονιάς, κι ο πρώτος είναι ο Κάβος της Σμέρνας.
Καλή παρέα!...
Πέρα, το πέλαγο είναι δροσερό, και μεριές μεριές μερμηδάνε οι σπίθες του ήλιου. Κατά τον ορίζοντα, σα να βγάζουν τα νερά ένα ζεστόν αχνό.
Ένα λόβερ βολτατζάρει δίχως να σαλεύει σκεδόν απ’ τη θέση του, ανοιχτά απ’ τον Κάβο της Σμέρνας. Λες κι είναι καμιά μύγα για κανένας καντηλοσβήστης που πετά δίπλα σ’ ένα βουνό...
Ο ήλιος πάει να βουτήξει. Αυτήν τη στιγμή στέκεται ακόμα πάνου απ’ τον κάβο της Παλλήνης, μια δυο οργιές ψηλά, σαν κανένα γεράκι που ζυγιέται, λογαριάζοντας να χυμήξει κατά τη γης…
Έχω στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο και διαβάζω την ιστορία του μοναστηριού. Ο νους μου πάγει σε χρόνια παλιά. «Εμνήσθην ημερών αρχαίων...»
Ο σουλτάνος Σελήμ Α’ στο Χάττι Σερίφ που έδωσε στο Ξηροπόταμο, στο 9ο άρθρο, λέγει:
«...η βασιλεία μου προστάζει ότι από τώρα και στο εξής να μη τολμήσει τινάς Μουσουλμάνος να κληρονομήσει τους Μοναχούς του Άγιου Όρους, μήτε πατήρ ή μήτηρ του τεθνεώτος αγιορείτου Μοναχού ή και άλλος του συγγενής, πάρεξ το Μοναστήρι οπού τον είχε να κληρονομεί και όλην του την περιουσίαν. Επειδή ατός του ιδίω στόματι έτζι έταξεν έμπροσθεν εις τον Θεόν, και διά τούτο πρέπει να φυλάγει τινάς εκείνα οπού εβγαίνουν από το στόμα του.»
Το φιρμάνι γράφτηκε απ’ το Μισίρι, μιλά για την κατάχτησή του και λέγει πως ο σουλτάν Σελήμ, τον καιρό που ήτανε στην Αίγυπτο:
«...είδε σαράντα παλικάρια [1] μεγαλόσωμα, με άρματα ολόχρυσα, ωσάν αγγέλους εις αέρα τρέχοντας, και έλεγον ότι, εμείς είμεθα, ω Βασιλεύ, βοηθοί των Οθωμανών και συνεργοί της νίκης κατά των εχθρών σου, και θα μας ανταμείψεις εις το καλόν οπού σας εκάμαμεν· κατά την αύριον θέλουν έλθει κάποιοι ερημίται Ραυχμπάνηδες [2] να ζητήσουν θέλημα από την βασιλείαν σου εις το να ανακαινίσουν το σπίτι μας, οπού ευρίσκονται μέσα τα λείψανά μας. Και λοιπόν, ας αγαπάς να μας έχεις φίλους και εις άλλους καιρούς, πρέπει όχι μοναχά να τους δώσεις θέλημα να χτίσουν το σπίτι μας, αλλά και να τους φιλοδωρήσεις με βασιλικάς φιλοδωρίας.»
Έκραξε τότες ο σουλτάνος τον σεϊχουλισλάμη και τον βεζίρη Μουσταφά πασά, για να τους συβουλευτεί, όπου είπανε πως κι αυτοί είδανε το όραμα. Τότες παρουσιάστηκαν κι οι ερημίτες μ’ έγγραφα, που διαλάβαιναν πως επυρπολήθηκε το μοναστήρι του Ξηροποτάμου.
Τότες ο μουφτής εξέδωσε τον παρακάτου φετβά:
«Ο τόπος οπού αναγινώσκεται το Ιερόν Ευαγγέλιον, όταν συμβεί να καεί ή να χαλάσει, πάλιν να ανακαινίζεται.» Κι ο σουλτάνος έβγαλε την παρακάτου απόφαση:
«Τοιγαρούν και η βασιλεία μου, βουλομένη να πληρώσει την ευχαριστίαν εις τους βοηθούς και ευεργέτας αυτής, οπού δικαίως ταύτην την χάριν εζήτησαν, δια την πολλήν βοήθειαν οπού είδε πολλάκις το γένος ημών από τους ρηθέντας Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, προστάζει και διορίζεται εις όλον της το υπήκοον ταύτα...»
Ακλουθούν δέκα άρθρα. Το 10ο λέγει: «Το παρόν Χάττι Σερίφ να φυλάγεται εν τη Μονή, μόνον δε το Σουρέτ [3] να εξάγεται υπό των πατέρων διά τινα χρείαν αυτών εις τα δικαστήρια.»
Σημειώσεις
1. Το μοναστήρι του Ξηροποτάμου έχει εκκλησία σε τιμή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
2. Πνευματικοί
3. Αντίγραφο
Τ’ αφιερώνω στο ΘΩΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, που η ζωή του μου ’δωσε αιτία να πλάσω τον Γκρούμε
Είμαι καλά εδώ απάνου στην καρέκλα μου. Είμαι λιγάκι στενόχωρα και γι’ αυτό είμαι καλύτερα. Έτσι δείχνει λιγότερο η φτώχεια μου.
Απ’ το φεγγίτη δε φαίνεται τίποτα, για να καταλάβει κανένας πως βρίσκεται τόσο ψηλά, μ’ άλλα λόγια στο έχτο πάτωμα. Μάλιστα. Βρίσκουμαι από πάνου απ’ ένα σωρό λογιών λογιών ανθρώπους. Εγώ ο ίδιος το ’χω ξεχάσει κάθε άλλη ώρα, όξω από τούτην που το λέω. Μοναχά, πότε πότε τη νύχτα, μέσ’ απ’ το κρεβάτι μου, συλλογίζουμαι πως κοιμάμαι τόσο αψηλά μέσα στον αγέρα, απάνου απ’ τον μεγάλο δρόμο...
… … … … …
Άραγες πόσοι είναι κείνοι οι άνθρωποι, που περνούν απ’ το κεφάλι τους τέτοιες παράξενες ανοησίες!... Τότες βέβαια ο νους μου δεν είναι σε μια καλή κατάσταση. Όπως κι αν είναι, εγώ δεν άκουσα κανέναν να μου μιλήσει για τέτοια πράματα. Εμένα όμως, ο Θεός ξέρει γιατί, μέσ’ απ’ το κρεβάτι μου, το μυαλό μου κατεβαίνει και ψάχνει, όπως το σκαντάλι μέσα στο νερό. Μου φαίνεται πως περνώ σιμά απ’ τις πέτρες του τοίχου, όπως είναι στοιβαγμένες η μια πάνου στην άλλη, ίσαμε κάτου στα θεμέλια. Τις φχαριστώ με σφιγμένη καρδιά, γιατί σηκώνουν τόσο βάρος και με κρατάν εδώ απάνου. Ολάκερη η μικρή μου φυλακή φχαριστά, λες, αυτές τις καλές πέτρες, τα ξύλα και τα σίδερα, τα θεμέλια που ζαλίζουνται όλη τη μέρα απ’ τη βουή του κόσμου που περνά μέσα στο δρόμο. Συλλογίζουμαι με δάκρυα ευγνωμοσύνης το μαγαζάκι κάτου, πλάι στην πόρτα, που κάθεται μέσα ένα γεροντάκι με μακριά γένια, τριγυρισμένο από παλιά πράματα, που τα μαύρισε ο καιρός σε μακρινές χώρες κι έφταξαν ως εδώ μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη.
Ο Θεός με νοιάζεται, όπως εγώ νοιάζουμαι ένα μικρό πουλί, ένα ασκημοπούλι, που έχω αγοράσει μαζί με το κλουβί του. Μέσα στη φωλιά μου ο πλούσιος Θεός οικονόμησε και για τούτο το αδύνατο πλάσμα του... Είναι τόσο αχαμνό! Τα πόδια του είναι, λες, δυο μαύρες κλωστές, κι απάνου στη μαδημένη κοιλιά του μπορείς να δεις το τικ τακ που κάνει η μικρή καρδιά του, όπως πασκίζει να το ζεστάνει. Η σγάρα του είναι και κείνη μαδημένη και, μέσ’ από το ψιλό πετσί της, ξεχωρίζουνε τα σπυριά έτσι καθαρά, που φοβάμαι μην τη σκίσουν...
Γυρίζω και βλέπω γύρω μου και τρίβω τα χέρια μου. Στο στόμα μου κρέμεται μια πίπα και μπροστά μου έχω μια μικρή γλάστρα... Οι άνθρωποι μου πειράζουν τα νεύρα... Τι έγινε λοιπόν; Τίποτα, λέω γω... Συλλογίζουμαι: Πόσες χειραψίες έχουνε σβήσει μόλις τραβήχτηκε το ξένο χέρι απ’ το δικό μου!...
Απ’ το φεγγίτη φαίνουνται δυο άστρα. Το καρφί, που κρατά το κλουβί στον τοίχο, παίρνει στα μάτια μου μια μεγάλη έννοια· είναι ο αιώνιος Θεός, που νοιάζεται για τη σαπουνόφουσκα που ’ναι κει μέσα. Ο Τρίπ Τσιπ κοιμάται με το κεφάλι χωμένο μέσα στα φτερά του. Η πόρτα του είναι σφαλιχτή και το κουπάκι του είναι γεμάτο ως τα χείλια από καθαρό νερό.
Στον αγέρα πετούν ένα σωρό πράματα! Ακούγεται η βαθειά βουή του ατελείωτου κόσμου... Στήσε το αυτί σου!... Τι μυστική γλώσσα έχει η ψυχή! ... Περπατώ με τις μύτες των ποδιών μου, το δάχτυλό μου είναι απάνου στο στόμα μου... Ειδών ειδών μυρουδιές κλώθουνται σε χρωματιστά ρέματα, που ’ναι όμοια με τόξα τ’ ουρανού... Απάνου στο πάτωμα στοιβάζουνται - φρου φρου - μαλακά πούπουλα, που στρίφουν στον αγέρα και πέφτουν αμέτρητα, σκεδιάζοντας χίλια χάδια αγάπης - χίλια χάδια αγάπης...
Οι άδειες καμάρες τ’ ουρανού γιομίζουν από μια κρυφή μουσική... Μέσα στο άπατο χάος κυλάνε αργά και βουβά εκατομμύρια χαμένοι αιώνες... Η Πούλια αφουγκράζεται με σιωπή τη σκέψη του θεού... Απάνου στις στερεμένες θάλασσες του Βέγα αρχίζει να φυσά ένα ερημικό αγέρι.
Φτωχή μου φωλιά! Εδώ μέσα οι άγγελοι χορεύουν με τις αιώνια παιδικές φτέρνες τους κάθε βράδυ... Ωσαννά! Ωσαννά!... Η γης αγιάστηκε!
… … … … …
(Όπως και να ’ναι, εγώ έχω την ιδέα πως δεν πάει διόλου να μπαίνουν στο χαρτί πράματα όπως αυτά τα σαστισμένα λόγια του Γκρούμε. Τα βρήκα γραμμένα ανάμεσα στα λουλούδια της ταπετσαρίας του και τα ξεσήκωσα. Αυτός ήτανε ένας μονόχνωτος άνθρωπος, που ποτές δε βγήκε απ’ την τρύπα του να δει τη δόξα του Θεού. Χειμώνα καλοκαίρι φόραγε ένα βαρύ ρούχο, να πεθάνεις στα γέλια. Τα λόγια του όμως ήτανε πάντα σαστισμένα· αλλά πάλι μίλαγε πολύ λίγο, κι έκλινες περσότερο να τον λυπηθείς, παρά να τον βαρεθείς. Τότες που τον ήξερα, ήτανε κιόλας γέρος, κι όπως υπόφερνε απ’ το στομάχι του κι απ’ τη μιζέρια, τώρα πρέπει να ’χει πεθάνει.)
(Αποσπάσματα)
Αφιερώνεται στο Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ
Το μυαλό μου είναι πανταχού παρόν. Λογιών λογιών ιδέες. Μέρα και νύχτα. Είναι ιδέες που περνούν απ’ το κεφάλι του ανθρώπου κάθε εκατό χρόνια - άλλες κάθε διακόσα κι άλλες κάθε χίλια χρόνια. Είναι κι άλλες που περνούν για πρώτη και τελευταία φορά. Μάλιστα! Για πρώτη και για τελευταία! Τότες καταλαβαίνει κανένας πως ανοίγουνε οι ραφές του κεφαλιού του και πως πηδά ένα πράσινο παγωμένο φως από μέσα.. .
Μια μονάχη καν μέρα δεν περνά, δίχως, να μου φέρει καινούργια ευτυχία. Αν αγαπώ τη ζωή, βρίσκω πως δεν έχω άδικο, γιατί περιμένω με νέα πάντα λαχτάρα το νυμφίο που έρχεται, θαυμάζω πώς γίνεται να ’ναι πάντα καινούργιος ο κόσμος μπροστά μου. Ωστόσο ολοένα περιμένω καινούργιες στιγμές, και είναι ν’ απορέσει κανένας πού βρίσκεται η αιώνια, η αξόδευτη αγάπη μου για τόσα πράματα, κι η άσωστη ευτυχία που μου δίνουν... Περνούν μέρες ολόκληρες, εκατομμύρια καινούργιες στιγμές, που είναι μια άκοφτη σειρά από μυστήρια που πανηγυρίζουν γύρω μου με κινέζικα φαναράκια. Είμαι μέσα σε λουλούδια φερμένα από τόσο μακριά, που ξέρω πως θα πέθαινε η ψυχή μου ως να φτάξει σε κείνο το χαμένο άστρο. Μ’ όλα ταύτα μου μιλούν, και καταλαβαίνω στην εντέλεια τα λόγια τους, σα να ’σκυψα και να τα είδα απ’ το παραθύρι μου....
Αυτή είναι η τελευταία στιγμή στην περασμένη ζωή μου, αλλά η ψυχή μου περνά την τελευταία στιγμή όλου του κόσμου. Κάθε μινούτο καταλαβαίνω πως περνά μέσα μου, σα δοξαριά, ολόκληρη η ζωή της Γης, απ’ τον Τριλοβίτη ως τα τώρα. Μια φλέβα αναβρύζει μέσα μου σα σιντριβάνι..., οι σκέψεις μου είναι κατακάθαρες - λες και δεν είναι γυρίσματα του μυαλού, παρά νότες· είναι νότες· είναι λόγια νέτα, που τ’ ακούγω με τ’ αυτιά μου! ...
Έχω τη συνήθεια να κάνω την προσευχή μου πριν πλαγιάσω - τις περσότερες νύχτες γυρίζω και λέω μέσα μου: Μην και κάνεις τίποτ’ άλλο, μέρα νύχτα, παρά να προσεύχεσαι; Αλήθεια! Ένας αδιάκοπος ύμνος βγαίνει από τ’ αθώο και πρωτομίλητο στοματάκι της κάθε μου στιγμής... Η ζωή μου περνά μέσα σε μια βαθιά ησυχία, που είναι γεμάτη από αρμονία, γεμάτη από έναν ακριβόν αιθέρα αρμονίας. Μυριάδες πράματα, αμέτρητα πράματα· χρώματα που δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει το μάτι, μούρμουρα που δεν μπορεί να τα πιάσει τ’ αυτί, μυρουδιές από λουλούδια ξωτικά και άγνωστα, χύνουν την ακατανόητη και μακάρια τούτη αρμονία! ... Μυριάδες πράματα, πράματα μυστηριώδη!... Το στόμα τους, όπως το δικό μου, είναι σφαλιστό - το μάτι τους καλυμμένο...Προσοχή! Μια αναπνοή μπορεί να τα σκορπίσει... Μ’ όλον τούτο έχουνε γιομίσει τον κόσμο χαρά κι ελπίδα.
Πόσες φορές χαμογέλασα, ακούγοντας να λεν πως η ευτυχία περνά γλήγορα!. Η ευτυχία του ενούς και τ’ αλλουνού! Εμένα όμως η ευτυχία μου είναι ένα φρέσκο, ένα παντοτινό κορίτσι· ένα αμάραντο λουλούδι, που το δροσίζει κάθε στιγμή το χέρι του Κυρίου. Η χάρη του κάνει να βλασταίνει η κάθε μου ώρα σαν το ξακουστό ραβδί του Ααρών.
… … … … …
Ο κόσμος είναι πάντα καινούργιος μπροστά μου. Στήνω τ’ αυτί μου σε τούτο το γενναίο και γλυκό χόχλασμα. Η ψυχή μου θρέφεται απ’ την αδιάφορη κι αυστηρή αυτή νότα, που σιγολαλεί κατάντικρυ στα τιποτένια κι ανόητα ανθρώπινα καθέκαστα. Η ζεστή πνοή της πλάσης μού δίνει ελπίδα, κάθε φορά που θα χάσω την εχτίμηση στον εαυτό μου, χάνοντάς την για τους ομοίους μου. Ναι, ναι, γιατρεύουμαι πάντα, και κάθε φορά καταλαβαίνω πως ποτές, ποτές πια, δε θα χάσω τον δρόμο που πάγει στους Εμμαούς και που μου κρατά συντροφιά ο Θεός...
… … … … …
Το κύμα στοιβιάζει τα φύκια κουβάρες στην ακρογιαλιά. Στον πάτο ξεχωρίζει ένα μαγευτικό περιβόλι, με μονοπάτια που ’ναι στρωμένα με σιντέφια. Εκεί ανθίζουν παράξενα φυτά, και μέσα στο καθένα είναι κλεισμένη μια ακατανόητη και ξυπνητή ψυχή, που βλέπει ολοένα γύρω της με χιλιάδες μάτια. Κάτου απ’ τα σκοτεινά φυλλώματα οι ίσκιοι είναι σαν κομμάτια μαύρο βελούδο. Απάνου πάλι στον καθαρόν άμμο σαλεύουν κάτ’ απ’ το νερό μυστηριώδη πράματα.. . Κοίταξε· γλήγοροι ίσκιοι γλιστράνε απάνου στον ήλιο που ’ναι απλωμένος κάτου απ’ τη γάζα του νερού... Αυτά τα βλέπω μπροστά μου, μα πιο πέρα, σε δυο τρεις οργιές νερό, ο Θεός πια μονάχα μπορεί να ξέρει τι γίνεται. Όλα θαμπώνουν μέσα στα βαθιά - εκεί γίνουνται πράματα μυστικά, μυστικά κι αλλόκοτα... Τσιμουδιά!. .. Εδώ η σιωπή μακραίνει τις ώρες· μονάχα το μάτι μελετά την άγνωστη γλώσσα, που δεν την αγροικά τ’ αυτί κανενός απ’ όσα πλάσματα ζουν στη στεριά, και προσέχει τους σπάρους που ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους, τραγουδώντας μυστηριώδη πράματα... Ο γερο-Νηρέας κοιμάται δίχως να σαλέψει, γιατί τ’ αυτιά του είναι μουδιασμένα... Ωστόσο καταλαβαίνεις ένα σωρό χαρούμενα γέλια, που ναι πνιμένα μέσα στο βούισμα της σιωπής. Όποιος δεν έχει μάτια, δε ζει εδώ κάτου! Το μεσημέρι εδώ είναι ίδιο με τα μεσάνυχτα, ήσυχο και σοβαρό! Σαν να ’ναι μακριά πικέτα, έτσι μπερδεύουνε οι ξιφίες τις μύτες τους, δίχως ν’ ακουστεί τίποτα· το ίδιο κι οι αστακοί, δίχως βρόντο ταράζουν την πάνοπλη δόξα τους. Η χαρά της ιπποκάμπης είναι βουβή, όπως βοσκά ανάμεσα στ ακίνητα ριπίδια της ανεμώνης... Παντού παραφυλάνε ακοίμητα μάτια... Όπως κρασόχρωμη πέτρα πάνου σε δαχτυλίδι, έτσι μοιάζουν τα μάτια της πέρκας απάνου στ’ ασημένια λέπια.
Τσιμουδιά! Κι ένα φιλί μας θαν έκοβε τον ύπνο του καρχαρία. Για δες τον; Πλαγιάζει πάντα θυμωμένος ανάμεσα στις κόκκινες χειρονομίες του κοραλιού, τριγυρισμένος από περίεργα μάτια, που τα γουρλώνουν χίλια δυο λουλούδια, ενώ το φεγγάρι από κει ψηλά απλώνει τη χλωμή σκέψη του απάνου σ’ αυτό το Βασίλειο της Σιωπής... Εσύ που το διαβάζεις, μην το μουρμουρίξεις, συλλογίσου το μοναχά, δίχως να παίξουν τα χείλια σου: σ’ αυτό το Βασίλειο της Σιωπής!...
… … … … …
Τώρα είμαστε χωμένοι βαθιά - κάτου - μέσα στ’ άπατα νερά της Γιαπωνίας. Ο αγέρας μπορεί να θρηνεί σα σκυλί μέσα στα ξάρτια του καραβιού - όπως, το ίδιο, ο ήλιος μπορεί να ραίνει τη χαρά του απάνου στις μακριές καταπράσινες δεντροστοιχίες στο Φουκοσίμα είτε στο Ναγκάνο... Αυτά όλα μπορεί να γίνουνται στ’ αλήθεια, μα εδώ κάτου εμείς είμαστε στραβοί και κουφοί! Τα μάτια μας είναι γιομάτα απ’ ένα σκοτάδι, που λες και τα σπρώχνει να τα χώσει πιο μέσα στις ματότρυπές τους. Θεέ παντοδύναμε! Ένα σκοτάδι που μας πνίγει σαν ένας πηχτός καπνός, αιώνιος κι ατελείωτος... Μοναχά τα χέρια μας ψάχνουν μέσα σε μια λάσπη, που λες είναι μυστηριώδες πράμα, ένα παμπάλαιο πράμα, που βρίσκεται κει από καταβολής κόσμου, δίχως να το ταράξει ένα καν μαμούδι... Τα χέρια ψάχνουν, κι αν τα δάχτυλα του ενούς τύχει ν’ αγγίξουν απάνου στ’ άλλο σα φριχτά σκουλήκια, ανατριχιάζεις... Όλο λάσπη - νεκρή λάσπη - στραβή, βουβή, κουφή λάσπη!... Για ξανασυλλογίσου το: το Βασίλειο της Σιωπής... Ωστόσο! Αν μπορείς ακόμα να θυμηθείς πως ήσουν άνθρωπος που έβλεπε και άκουγε, μπορείς να σκεφτείς πως σε κάποια μεριά μέσα σε τούτο το έρεβος, που κι ο Θεός δεν ξέρει τη χαμένη αυτή μεριά, κείτουνται, από πολλά χρόνια, ένα σωρό καδένες κι ανθρώπινα κόκαλα. Μπορείς να το φανταστείς: Κείτουνται κει πέρα, χωμένα μέσα στη νεκρή λάσπη. Αν είχες τα μάτια του Θεού, ήθελες δει ν’ ασπρίζουν όξ’ απ’ τη λάσπη μόνο τα παλιά καύκαλα, και την ειρήνη να τα χαϊδεύει αργά αργά με τ’ αχαμνό χέρι της.
...Τόσες μέρες τώρα, τόσους μήνες, ποιος να πάρει είδηση τι γίνεται μέσα μου; Σπολλάτη, Θεέ μου, δε μου μίλησε κανείς· δεν κατέβηκε σε κανενός το κεφάλι να ταράξει την ευτυχία μου. Ο φόβος όμως αυτός κάνει να τρέμει ολοένα η καρδιά μου. Η ψυχή μου, φοβισμένη, σφηνώνεται, λες, όλο και περσότερο μέσα στο κορμί μου. Ώρες ώρες, μοιάζει σαν μια καραβίδα μέσα στο θολάμι της, σαν μια γουρλομάτα καραβίδα που κοιτάζει όξω, έτοιμη να χωθεί, περιμένοντας καλύτερη ώρα για να χαρεί τον ωραίον αυτόν κόσμο... Animula blandula, pallidula, rigida…
Γυρνώ κι εγώ μέσα στους δρόμους μαζί μ’ ένα σωρό ανθρώπους. Σπάνια τυχαίνει να ξέρω πού πάω. Η καρδιά μου είναι μαύρη ανάμεσα σε τούτα τα μαύρα σπίτια· είμαι μέσα σε φυλακή... Οι άνθρωποι ζουλέψανε την ευτυχία μου· πατήσανε το λημέρι μου· σφάξανε τα βόδια μου κόψανε τα βουνά μου. Μου ξεντύσανε τα ρούχα μου· με διώξανε - κι ήρτα στην πολιτεία, γιατί ήμουνα γυμνός, και γιατί τα βουνά και τα νησιά έχουνε ανθρώπους σαν και τούτους της πολιτείας. Με στείλανε εδώ, να βλέπω την κατάντια τους, ν’ ακούγω τις μικράδες τους. Μα εγώ ποτές δε σε ξεχάνω, έρμη μου μαυροβραχιά, που ’σαι χαμένη μέσα στο πέλαγο. Ίσα ίσα, το ό,τι βλέπω ένα γύρω μου με κάνει να σε θρηνώ κάθε μέρα όλο και με πιο καυτερά δάκρυα.
Δε θρηνώ για τη φτώχεια μου, μα γιατί βρίσκουμαι ανάμεσα σε φτωχούς και μικρόλογους. Η ζωή τους περνά σαν του ποντικιού, που δε βλέπει πρόσωπο Θεού. Μα εγώ Το είδα και δεν Το ξεχνώ ποτές, και γι’ αυτό είμαι γιομάτος πάντοτε από όλα τα πλούτη της γης. Θεέ μου, ελέησέ τους· ελέησε αυτουνούς περσότερο από μένα· γιατί εγώ Σε είδα μια φορά· απ’ τα μικρά μου χρόνια Σε γνώρισα για πατέρα μου, μα τούτοι γεννιούνται και πεθαίνουν μακριά απ’ τα έργα Σου κι απ’ τα θάματά Σου. Δεν καταλάβανε πως η φτώχεια δεν είναι η ενόχληση του στομαχιού, το σκληρό κρεβάτι και τα παλιά ρούχα, παρά φυσική μιζέρια της ψυχής.
Κι εδώ ακόμα, μέσα στα μουχλιασμένα τούτα σπίτια, ό,τι βλέπω είναι ευτυχία μου, Μια γάτα περνά ένα χαντάκι, και σαλτάρει απάνου στο πεζοδρόμιο, τινάζοντας το πόδι της που άγγιξε στο νερό. Αυτό το πράμα ξέρω πως δεν το ’δε κανένας άλλος όξω από μένα· για κανέναν δεν έχουνε μια τέτοια σημασία όλα τα τιποτένια καθέκαστα του κόσμου...
Η χαρά! Η χαρά! Η καρδιά μου αρχίζει να κελαηδεί μ’ ένα απερίγραφτο κέφι, σαν πουλί ύστερ’ από κακοκαιριά. Όλο δροσιά! Όλο πρασινάδα! Κάτι αναφτερουγιάζει μέσα μου· μια γλυκιά φωνή, ολόδροση, μια κρουσταλλένια φωνή, που λες κι είναι πίφερο. Αχ, ναι! Ο κόσμος είναι ξεχειλισμένος από ευτυχία, δεν είναι τίποτ’ άλλο από ευτυχία... Θεέ μου! Θεέ μου! Μα εγώ, Θεέ μου, τώρα είμαι αυτός - εγώ, το φτωχό πλάσμα που μέτραγε πριν από λίγο τα φανάρια και κουραζότανε το μυαλό του, που ήτανε έτσι περιφρονημένο, που οι υπηρέτριες τινάζανε από πάνω του τα ρούχα τους σαν περνούσε κάτ’ απ’ τα παραθύρια... Τώρα μπορώ να συλλογιστώ ό,τι συλλογίζεται κι ο Θεός. Τώρα μπορώ να δανείσω ευτυχία σ’ οποίον με πίκρανε. Μπορώ ακόμα να ρωτήξω τι είναι τάχα ο κόσμος!
… … … … …
Ό,τι περάσει απ’ το κεφάλι μου είναι ένα θάμα. Μπορείτε να φανταστείτε ένα κατακόκκινο πουλί που πετά σπαθωτά μέσα σε μια βαθιά λίμνη; Το νερό της λίμνης είναι ένα νερό από χαρά, και το πουλί είμαι γω. Τι κι αν είμαι ορφανός, αφού μπορεί ν’ ακούσει ο καθένας που περνά πλάγι μου πως μέσα μου είναι ένα ορμητικό ανάβρυσμα αρμονίας και χαράς; Όλοι οι άνθρωποι, ένα σωρό μιλιούνια άνθρωποι, δεν υπάρχουν για μένα, είναι το ίδιο σαν να μην υπάρχουν. Τι είναι τάχα πως γι’ αυτουνούς δεν υπάρχω εγώ;... θα μπορούσαν να με κάνουν να νοιώσω πως υπάρχουν, μονάχα αν μπορούσαν να μου δώσουν την ευτυχία μου, ή να την σκοτώσουν. Εμένα όμως την ευτυχία μου μονάχα ο Θεός μπορεί να μου τη στείλει, ή μονάχα Εκείνος μπορεί να ξεγυμνώσει την ψυχή μου απ’ τη στολή της. Ωστόσο, και τότες ακόμα θα σωπάσω, περιμένοντας με στερεή ελπίδα κείνο που δεν είναι δικό μου, παρά Εκεινού.. .
Είμαι πάλι απάνου στην αμμουδιά. Τα πόδια μου λοιπόν με φέρνουνε πάντα σε σένα; Μητέρα μου! Ύστερ’ από τόσα χρόνια, αφού ξεμάκρυνα από κοντά σου, κι έπεσα σε χίλια κίντυνα, και πέρασα απ’ ένα σωρό μικράδες ανάμεσα στους ανθρώπους, ύστερ’ από τόσα, έρχουμαι πάλι σιμά σου. Η καρδιά μου είναι πεινασμένη από αντρεία και λευτεριά, κι έρχουμαι να σε δω, σαν ένας γιος ξενιτεμένος που πάει να δει τη μάννα του. Μα όλ’ αυτά που λέω είναι μάταια λόγια - κι ίσως η γλώσσα κι ο νους μου μωρολογάνε από τα δάκρυα. Αμάν! Να τι είναι: έρχουμαι κουρασμένος και γερασμένος, και σε βρίσκω πάλι φρέσκια, σε βρίσκω πάλι δροσερή, και πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά, λες και τούτην τη στιγμή βγήκες απ’ την άβυσσο του Παντός· μπροστά σε σένα, που ’σαι η αιώνια νιότη κι η παντοτινή δύναμη, στέκουμαι σαν ένα παλιό πράμα, σαν κατιτίς κουρασμένο και που μυρίζει θάνατο. Όσο εγώ παλιώνω και τρίβουμαι, τόσο η δύναμή σου πέφτει απάνου μου και με κάνει ένα τίποτα... Μού φαίνεται πως είμαι ένας βασιλιάς πόχασε την κορόνα του, και περνά μέσα στο σκοτάδι, τυλιμένος σε παλιά ρούχα, για να δει κρυφά κείνον που βασιλεύει στη θέση του δίχως να φοβάται κανέναν αντίμαχο. Χαζεύω μπρος στη βουή σου, που μέσα της λες και μιλούνε όλα τ’ αμέτρητα ζωντανά που βόσκουν μέσα στα νερά σου...
Και όμως, ξέρουμε τα λόγια μας, αγαπημένη μου μανούλα! Η ψυχή μου, γιατί είναι μεγάλη, είτε γιατί η μικράδα του κόσμου την αηδίασε, σ’ εσένα βρίσκει αιώνια ξαλάφρωση. Εσύ την παρηγοράς στους κρυφούς καημούς της; Αχ! Εσύ τη θρέφεις, κι ολοένα εσένα ζητά, γιατί, κάθε φορά που θα την καταδεχτεί η βαθιά φωνή σου, όλο και πιο άγρια θρέφεις την περιφρόνηση μέσα της για ό,τι είναι ανάξιο της φροντίδας της.
Αιώνια σπλάχνα! Από μέσα σας γεννιέται χωρίς τέλος ό,τι η χαμένη μας λαλιά δεν μπορεί να προσδιορίσει. Τι είμαι γω τάχα; Τελώνιο; Ή κατιτίς οπού μια φορά ήτανε δικό σας, όμοιο σας;
Ξέρω πως έχω ζήσει εκατομμύρια αιώνες! Μην τάχα ο άνθρωπος είναι ένας ξαναμωραμένος Θεός; Και όμως, τίποτα δεν μπορώ να βρω αναμεταξύ μας — ανάμεσα σε μένα και στους ανθρώπους. Οι σκέψεις τους δεν αξίζουν περσότερο απ’ την περιφρόνηση, και δε θέλω να ξέρω τίποτ’ απ’ όσα είναι δικά τους. Κοίτα πώς κάθουνται νυσταγμένοι σιμά στο μυστήριό σου, όπως η γάτα που κοιμάται απάνω στην Άγια Τράπεζα...
Αιώνιο άπειρο! Ατελείωτο χάος! Αν δεν περιμένω πάρεξ να σβήσω, διψασμένος από μια σκληρή δίψα να μάθω τις σφαίρες εκείνες, που με μάγια άλλης λάμψης γυρνούν εκατομμύρια εκατομμυρίων άπειρα μακριά από το τίποτά μου, γιατί τότε να μπορώ να σε νοιώσω ;...
Η αδερφή μου. Όπως είχα να λάβω μαντάτα της χρόνια ολάκερα μέσα στο μεγάλο πόλεμο, όντας σε μακρινά μέρη και εξ αιτίας του αποκλεισμού της Ανατολής, έχοντας κιόλας στον νου το πόσο λεπτά ήτανε πλασμένη, κατάντησα πια να τη λογαριάζω με τους νεκρούς. Το παρακάτου ποίημα γράφτηκε μέσα σε τέτοια δυστυχία που έδερνε την καρδιά μου: πως ποτές πια δε θα ξανάβλεπα το αγαπημένο πρόσωπό της. Τα τελευταία χνάρια της μορφής της σβήνουν μέσα μου και παν. Ο αιώνιος αφανισμός… Ανόλπιστα, γυρίζοντας στο σπίτι μου, τη βρήκα στη ζωή. Ο Θεός με σπλαχνίστη.
Τα μεσάνυχτα κάθουμαι με το κεφάλι ακουμπισμένο στον αγκώνα. Κατέβα να μου κόψεις τη λύπη - έλα να μιλήσουμε.
Κάνε να ταραχτεί ο αγέρας, που βαραίνει από συφορά.
Έξι φτερά έχεις: Δυο φτερούγες αγριοπεριστεριού, ασπρότερες απ’ το λαιμό Σου - κι άλλες δυο πλουμισμένες με κοκκινάδια - κι άλλο ένα ζευγάρι που σαλεύουν πάνου απ’ το κεφάλι σου όπως της πεταλούδας.
Ωραία τα μαλλιά σου, χρυσά - κι ούτε μια τριχίτσα μετάξινη ταράζει την απλή ασπράδα του μετώπου.
Έλα! Τα χρυσόχρωμα φτερά σου ήθελ’ είναι για τα θλιμμένα μου μάτια σαν άνθι πλουμιστό μέσα σε βαθιά έρημο.
Αγκάλιασε με, τον αδερφό σου. Και δίπλωσέ με μες στα φτερά σου, στα πούπουλά σου, που έχεις εξ. Με το δεξί σκέπασε την καρδιά μου· και τ’ άλλα, άσ’ τα όπως κάνουν στον ουρανό...
Αδερφή μου! Τι μπορεί να ·ναι σκληρότερο από τούτο; Να σβήσεις μέσα στη φαντασία μου, σαν τα συννεφάκια που τα ξαίνει ο μπάτης, σε τρόπο που δεν ξέρεις αν πραγματικά υπήρχαν!...
Κι είμαι κούφιος εγώ τώρα. Είμαι ουρανός που η ερμιά του δεν κόβεται από άστρο, ούτε καν από φτεράκι πουλιού που περνά ψηλά.
Σε ζητώ στα μάτια όλων των κοριτσιών - μα είναι σκοτάδι εκεί μέσα.
Εσύ, σε μια γαλάζια πέτρα καθισμένη, σβήνεις πίσω από μαβιά πέλαγα.
Πας! Έσβησες! Μια φορά σε είδαν τα μάτια μου...
Périgueux, 1918
Αφιερώνεται στον Π. ΓΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗ
Ο κούκος είναι ένα ερημικό πουλί. Τρουπώνει βαθιά μέσα στο δάσος, και λέει το απλό του τραγούδι: Κούκου, κούκου, κούκου!
Δεν τραγουδά για να τον ακούσει κανένας, γιατί για τον κούκο δεν υπάρχει κανένας. Κι έπειτα το τραγούδι του είναι τιποτένιο, ένα τίποτα: Κούκου!
Μα άραγες δεν έχει καρδιά ο κούκος; Κλαίγει ή τραγουδά ή λέει το Φως ιλαρόν, τώρα το βράδυ;
Εκατομμύρια κλαριά τον ζώνουν. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ το σκοτεινό βουνό· αυτός όλο όλο που ξέρει, είναι τούτο το τίποτα: Κούκου!
Αυτός δεν είναι μήτε ψάλτης μήτε βιολιτζής μήτε στρατηγός μήτε καραβοκύρης· όλ’ αυτά τα ζούζουλα δεν ξέρει κιόλας πως υπάρχουν στον κόσμο.
Το φτεράκι του ανατριχιάζει, τα πόδια του σφίγγουν το κλαρί και φωνάζει: Κούκου, κούκου!
Το δάσος είναι έρημο· μα ο Θεός χαϊδεύει το σκούρο του το φτερό· ακούγει το παράπονο του.
Σουρούπωμα μέσα σ’ ένα έρημο δάσος του Άθωνα - Μάης 1923.