Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, έτος 10ο του έτους 1895.
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
ΠΕΤΡΟΣ, ΛΕΩΝ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ΑΣΠΑΣΙΑ
Η σκηνή εν Αθήναις εν έτει 1875
(Οι στίχοι των ασμάτων εποιήθησαν υπό του κ. Γ. Στρατήγη)
(Αίθουσα κομψή θύραν έχουσα κατά το βάθος και παράθυρα εκατέρωθεν. Αριστερά του θεατού θύρα φέρουσα εις το δωμάτιον της Ασπασίας· παρ’ αυτή προς τα εμπρός κιλλίβας εφ’ ου ανθέων αγγεία· άνωθεν του κιλλίβαντος καθρέπτης. Κατέναντι αυτού εστία εν η καίει μεγάλη πυρά. Επ’ αυτής ωρολόγιον και κηροπήγια· άνω της εστίας καθρέπτης· παρ’ αυτή προς το βάθος θύρα φέρουσα εις το γραφείον του Πέτρου. Επί της πρώτης θέσεως αριστερά ανάκλιντρον και τράπεζα. Έδραι, εδώλια, κτλ.)
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΠΕΤΡΟΣ καθήμενος επί έδρας παρά την τράπεζαν και αναγινώσκων εφημερίδα. ΑΣΠΑΣΙΑ.
ΑΣΠΑΣΙΑ, ετοίμη όπως εξέλθη. — Τι ώρα είναι;
ΠΕΤΡΟΣ, στρεφόμενος. — Φεύγεις, Ασπασία;
ΑΣΠΑΣΙΑ, κατερχομένη. — Ναι, τι ώρα είναι;
ΠΕΤΡΟΣ, παρατηρήσας το ωρολόγιον του. — Ένδεκα.
ΑΣΠΑΣΙΑ, διορθουμένη εις τον καθρέπτην. — Αν δεν έλθω έως μεσημέρι μην με περιμένεις.
ΠΕΤΡΟΣ. — Πάλι μόνο θα μ’ αφήσεις να φάγω;
ΑΣΠΑΣΙΑ, ασπαζομένη αυτόν και εξερχομένη. — Αι, όλο παραπονείσαι… έλα, φίλησέ με ...
ΠΕΤΡΟΣ, ασπαζόμενος αυτήν. — Κακιά! ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, εξερχομένη. — Θα προσπαθήσω να έλθω ... μη σε νοιάζει ...
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΠΕΤΡΟΣ, εξακολουθών την ανάγνωσιν μεγαλοφώνως και είτα ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ.— «Ενθυμούνται οι ημέτεροι αναγνώσται τον κύριον Κιλδίνην, τον οξύφωνον εκείνον, όστις είλκυε μάλλον διά της ωραιότητός του ή της φωνής του τας συμπαθείας των κυριών. Ούτος ευρισκόμενος εις Αλεξάνδρειαν τόσον εμάγευσε την κυρίαν Δ... , ώστε αύτη εγκατέλειψε τον σύζυγόν της ίνα τον ακολουθήσει ...» (Εγειρόμενος) Ω, ω ... κακή νύχτα θα επέρασεν ο καημένος ο σύζυγος! (Καθήμενος προς της εστίας και το πυρ υποσκαλεύων) Η κυρία Δ. ποία είναι αυτή η κυρία Δ... εις Αλεξάνδρειαν;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, υποφαινόμενος εις την θύραν του βάθους. Η φυσιογνωμία του εμφαίνει ψυχήν τεταραγμένη, το βλέμμα του είναι άγριον και ωχρότης θανάτου καλύπτει τι πρόσωπον αυτού. Ατημέλητος την ενδυμασίαν έχει ημελημένην την κόμην και το γένειον. Εισέρχεται, ρίπτει γύρω εταστικά βλέμματα, είτα προχωρεί προς τον Πέτρον και κινών την κεφαλήν. — Ο Πέτρος; ...
ΠΕΤΡΟΣ, όστις εξακολουθεί να υποσκαλεύει την πυράν. — Τι παράξενα πράγματα βλέπει κανείς εις αυτόν τον κόσμον! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, εγγίζων τον ώμον του Πέτρου. — Πέτρε…
ΠΕΤΡΟΣ, στρεφόμενος, παρατηρών αυτόν και εγειρόμενος. — Κύριε…
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, διανοίγων τας αγκάλας του. — Πέτρε μου ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία παρατηρήσας αυτόν από κεφαλής μέχρι ποδών εν απορία. — Ποιος είν’ αυτός;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, τείνων αυτώ τη χείρα. — Τι κάμνεις, αδελφέ;
ΠΕΤΡΟΣ, λαμβάνων αυτήν μετά δισταγμού. — Πολύ καλά, αδελφέ... αλλά δεν έχω την ευχαρίστησιν να σας γνωρίζω ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, έκπληκτος. — Πώς; τι;... δεν με γνωρίζεις;... (Ιδία σείων την κεφαλήν) Δυστυχισμένος εγώ!... τόσον άλλαξα λοιπόν;
ΠΕΤΡΟΣ. — Το όνομά σας παρακαλώ ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Με τα σωστά σου ομιλείς, Πέτρε; ... δεν με αναγνωρίζεις; ... δεν ενθυμείσαι τον Θεόδωρον;
ΠΕΤΡΟΣ, έκπληκτος εν αρχή και είτα γελών. — Τον Θεόδωρον; ... συ ο Θεόδωρος; ... αστεΐζεσθε βεβαίως, φίλε μου κύριε...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Μπρε, αδελφέ, εγώ είμαι ... δεν αστεΐζομαι καθόλου ... εγώ ο Θεόδωρος, ο φίλος σου, ο συμμαθητής σου ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Μα τότε πως κατήντησες έτσι;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, στένων . — Πώς κατήντησα! ...
ΠΕΤΡΟΣ, εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Έλα να σε φιλήσω, αν είσαι συ, αδελφέ! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, σείων την κεφαλή. — Αχ! όλα ειμπορούσα να τα περιμένω ... αυτό όμως όχι ...
ΠΕΤΡΟΣ, παρατηρών αυτόν καλώς στρεφόμενος πέριξ αυτού. — Στάσου, στάσου ... ναι … εσύ είσαι ... τώρα σε αναγνωρίζω ... Μα δε μου λες πώς εγήρασες έτσι;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ άδων — Αριθ. 2
Δεν μ’ εγήρασαν οι χρόνοι
αχ, τον δυστυχή! ...
μόν’ μ’ εμάραναν οι πόνοι
που 'χω στην ψυχή.
Από με εις τας Αθήνας
νέος πιο λαμπρός
και καλύτερος δεν ήταν
απ’ εμέ γαμπρός!
Σας εξέχασα παλιά μου
χρόνια ευτυχή,
πού ‘ν’ τ’ αμάξια, τα καλά μου,
πού ‘ν’ η εποχή;
Τα χρυσά εκείνα χρόνια
επεράσαν πλια,
π’ όλα μ’ είχαν τα σαλόνια
ωσάν βασιλιά.
Με ψαρά τα γένια τώρα
και ψαρά μαλλιά
στη γενέθλιό μου χώρα
δεν με ξέρουν πλια.
Όλοι γέρο με νομίζουν
εκατό χρονών,
τον κομψό πλια δεν γνωρίζουν
νιο των Αθηνών.
ΠΕΤΡΟΣ. — Δυστυχισμένε, πως έγινες! ... Κάθησε, κάθησε.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, καθήμενος και στένων. — Α!...
ΠΕΤΡΟΣ. — Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι είμεθα της αυτής ηλικίας; (καθήμενος παρ’ αυτώ) Και από πού έρχεσαι; από την Κωνσταντινούπολιν;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Όχι… την Αλεξάνδρειαν ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Αι, πώς επέρασες εκεί; καλά; καλά; ... Δεν ηύρες καμμιά νύφη να παντρευτείς και συ;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, έκπληκτος. — Πώς; δεν γνωρίζεις τίποτε;
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι να γνωρίζω; ... μήπως έφαγες καμμιά χυλόπιτα;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, τραγικώς. — Τι χυλόπιτα ... που με άφησε η
γυναίκα μου! ...
ΠΕΤΡΟΣ, έκπληκτος. — Σε άφησε; ... Είσαι πανδρεμένος;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, εγειρόμενος. — Ενώπιόν σου, έχεις φίλτατε, τον δυστυχέστατον των ανθρώπων... Η γυναίκα μου έφυγε μ’ έναν τενόρον! ...
ΠΕΤΡΟΣ, έκπληκτος. — Ω! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, τραγικώς. — Έναν θεατρίνον! ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι περίεργος σύμπτωσις! ... Αυτό εδιάβαζα προ ολίγου εις την εφημερίδα …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, στένων και την κεφαλήν σείων. — Το έχουν και αι εφημερίδες! ...
ΠΕΤΡΟΣ, σφίγγων αυτού την χείρα. — Α! φίλε μου, σε λυπούμαι... Πού να υποθέσω, ότι αύτη η κ. Δ ... ήτο η σύζυγος του καλυτέρου μου φίλου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Μη λυπείσαι ... το μέγεθος του πράγματος σ’ εκπλήττει; ... Aι, φίλε μου, λάβε υπ’ όψιν σου το δυστύχημά μου και μην παντρευτείς ποτέ σου! ...
ΠΕΤΡΟΣ, μειδιών. — Ολίγον αργά μου δίδεις την συμβουλήν σου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Διατί;
ΠΕΤΡΟΣ. — Διότι είμαι παντρεμένος ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, έκπληκτος. — Εσύ;
ΠΕΤΡΟΣ. — Και οικογενειάρχης.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Έχετε θέατρον εδώ; ... υπάρχει κανένας τενόρος;
ΠΕΤΡΟΣ, γελών. — Ετρελάθηκες;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, επιμένων. — Υπάρχει;
ΠΕΤΡΟΣ. — Ναι ... είναι μάλιστα πολύ καλός.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Ωραίος;
ΠΕΤΡΟΣ. — Μα δεν είναι άσχημος.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Μην πηγαίνεις τη γυναίκα σου εις το θέατρον ... πρόσεχέ την ... φύλαγέ την από τον τενόρον ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Εσύ πάλι νομίζεις ότι όλες οι γυναίκες είναι οι ίδιες.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Όλες, όλες ... άνευ εξαιρέσεως.
ΠΕΤΡΟΣ. — Είσαι πολύ ηπατημένος, φίλε μου, διότι η σύζυγός μου είναι η καλυτέρα γυναίκα του κόσμου ... Με αγαπά όσον δεν φαντάζεσαι και είμαι ευτυχής.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Κι εμένα κατ’ αρχάς με αγαπούσε ... με ελάτρευε ... ύστερα όμως …
ΠΕΤΡΟΣ. — Έχω κι ένα παιδάκι σαν αγγελούδι ωραίο ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Μα διατί να είσαι τόσον απλούς και να μη θέλεις να εννοήσεις τα στοιχειωδέστερα των πραγμάτων;
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι να εννοήσω;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Ότι θα σε απατήσει ...
ΠΕΤΡΟΣ, σταυρών τους βραχίονας. — Για να σου ειπώ; ... γι’ αυτό ήρθες από την Αλεξάνδρεια;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Πέτρε, αμφιβάλλεις περί της αγάπης μου;
ΠΕΤΡΟΣ, μεταβαίνων εν οργή αριστερά. — Όταν κάθεσαι και μου λες τέτοιες ανοησίες! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Και όμως σου λέγω την αλήθειαν ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Πρέπει να είναι τρελός ο δυστυχισμένος!...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Άκουσέ με, Πέτρε, διότι δεν επιθυμώ να με παραγνωρίσεις ... Ήσουν πάντοτε καλός μαζί μου και σήμερα που κινδυνεύεις δεν θα σ’ αφήσω να χαθείς ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Κινδυνεύω ... εγώ;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, αγρίως. — Αυτό το ον, το οποίον εκάλεσαν γυναίκα ... δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παγίδι που έκοψεν ο Θεός από την πλευρά τού Αδάμ... Κορίτσι, απατά τους γονείς της· γυναίκα, απατά τον άνδρα της· γριά, απατά τον εαυτόν της ... Βλέπεις λοιπόν ότι είναι όλη απάτη και αυτή μονάχη... Και μη νομίσεις ότι δι’ αυτής της απάτης έχει πάντοτε ένα σκοπό ... όχι! ... πολλάκις άνευ λόγου, χωρίς την παραμικράν αιτίαν, αυξάνει την φιλαρέσκειάν της, λησμονεί και τα ιερότερα καθήκοντα, παραβλέπει τα πάντα ... διατί; Και αυτή δεν ειξεύρει! ... Σημείωσε δε ότι δεν σου ορίζω πρόσωπον ... σου ομιλώ περί της γυναικός εν γένει και όταν λέγω αυτά περί μιάς, περιλαμβάνω στη μία μέσα όλες τις γυναίκες ...
ΠΕΤΡΟΣ, άδων. — Αριθ. 3
Αι, φίλε μου, σε δικαιώνω,
γιατ’ είναι όλα μελανά,
με τέτοιο στην καρδιά σου πόνο
τα βλέπεις όλα σκοτεινά.
Το πάθος που ‘χεις μες στα στήθη
πολλοί να το ‘χουνε ποθείς,
το λέγει κι ένα παραμύθι
που θα σου 'πώ τώρα ευθύς.
Απ' τα τόσα παραμύθια
που μου είπεν ο παππούς
πιο πολύ μα την αλήθεια,
μ’ άρεσε της αλεπούς.
Θα σου 'πω πώς διορθώσαν
την παμπόνηρη κυρά,
πώς μια μέρα την τσακώσαν
και της 'κόψαν την ουρά!
Ένα θεόρατο δοκάνι
σε μια μεριά δε ξέρω πού,
μια μέρα μες στον τρύγο πιάνει
απ’ την ουρά μιαν αλεπού ...
Στες φίλες τότε λέγει όλες
αν θέλουν να ξαλαφρωθούν
πως σαν κι αυτήν πρέπ’ οι μαργιόλες
αμέσως να κολοβωθούν.
Μοιάζει με το πάθημά σου
κι η δική της συμφορά,
κι όσους βλέπεις εμπροστά σου
θες να κόψεις την ουρά.
Βλέπεις και τα παραμύθια
που μαθαίναμε μικροί
μας διδάσκουν την αλήθεια
όσο κι αν είναι πικρή! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Πέτρε, μη με φέρεις εις την δυσάρεστον θέσιν ν’ αναλάβω εγώ την υπόθεσιν και να σου αποδείξω ότι η σύζυγός σου σε απατά! ...
ΠΕΤΡΟΣ, οργιζόμενος. — Ξέρεις ότι θα με φέρεις εσύ εις την δυσάρεστον θέσιν να σε πετάξω από το παραθύρι με το κεφάλι;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, αταράχως. — Ημπορείς να με πετάξεις με το κεφάλι από το παράθυρο, ημπορείς να με κάμεις ό,τι θέλεις ... Βεβαιώσου όμως ότι αυτό δεν θα εμποδίσει τη γυναίκα σου να σε απατά...
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Οι ανωτέρω, ΛΕΩΝ
ΛΕΩΝ, εισερχόμενος. — Καλημέρα.
ΠΕΤΡΟΣ, ανερχόμενος. — Τι κάμνεις, Λέων;
ΛΕΩΝ, κατερχόμενος μετ’ αυτού. — Καλά, εσύ;
ΠΕΤΡΟΣ. — Αι, σου επέρασαν οι μελαγχολίες σου;
ΛΕΩΝ, θλιβερώς. — Α!
ΠΕΤΡΟΣ. — Θεόδωρε, σου παρουσιάζω τον εξάδελφόν μου Λέοντα.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, παρατηρών αυτόν περιέργως. — Έχω ευχαρίστησιν .
ΛΕΩΝ, υποκλίνων. — Κι εγώ επίσης.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Να είναι αυτός;
ΠΕΤΡΟΣ, μειδών. — Μελαγχολικότερον και αυτής της μελαγχολίας.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία εν πεποιθήσει. — Αυτός είναι! ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Πώς δεν ήλθες εχθές το βράδυ;
ΛΕΩΝ. — Ήμην εις το θέατρον.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Πηγαίνει να παίρνει μαθήματα από τον τενόρον.
ΠΕΤΡΟΣ, όστις επλησίασεν εις την εστία δια να υποσκαλεύει το πυρ. — Η Ασπασία σ’ επερίμενε.
ΛΕΩΝ μετά διαφέροντος. — Μ' επερίμενε;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Αυτός είναι αναμφιβόλως!
ΠΕΤΡΟΣ. — Αι, βέβαια... και μάλιστα είχε μεγάλην ανησυχίαν, διότι δεν ήξευρε τι γίνεσαι δυο ημέρες τώρα.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Α, οι σύζυγοι! ... οι σύζυγοι! ...
ΛΕΩΝ. —Ξεύρεις πού είναι;
ΠΕΤΡΟΣ. — Να σου πω την αλήθεια δεν ξεύρω ... δεν την ηρώτησα ... προ ολίγου εβγήκε και μου είπε να μην την περιμένω εις το τραπέζι.
ΛΕΩΝ, ιδία. — Αν επήγε εις την αδελφήν σας ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Κάθεσαι να φάγεις μαζί μας; ... Ο Θεόδωρος κι εγώ είμεθα ...
ΛΕΩΝ. — Όχι, όχι ... πρέπει να φεύγω ... (Χαιρετίζων τον Θεόδωρον) Κύριε μου, χαίρω πολύ ότι έλαβα την ευχαρίστησιν να σας γνωρίσω ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ψυχρώς. — Και εγώ επίσης, κύριε.
ΠΕΤΡΟΣ, συνοδεύων αυτόν μέχρι τινος. — Το βράδυ σε περιμένομεν.
ΛΕΩΝ, εξερχόμενος. — Καλά, καλά ...
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Οι ανωτέρω πλην του ΛΕΟΝΤΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία μεταβαίνων δεξιά. — Και δεν βλέπει τίποτε! ... και δεν εννοεί τίποτε! ...
ΠΕΤΡΟΣ, κατερχόμενος. — Πώς σου φαίνεται ο εξάδελφός μου, Θεόδωρε;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Πώς μου φαίνεται;
ΠΕΤΡΟΣ. — Ημπορείς να φαντασθείς ότι μ’ αυτόν τον ήσυχο τρόπο του είναι κάλτσα του διαβόλου;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Βεβαίως.
ΠΕΤΡΟΣ. — Α, το εννόησες;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Άμα τov είδα.
ΠΕΤΡΟΣ. — Και εντούτοις δεν ξεύρεις πόσοι απατώνται... Δεν φαντάζεσαι τι παραλυμένος που είναι ... έκαμε τέρατα και σημεία εις το Παρίσι.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Ήταν σε κανέναν θεατρικόν θίασον αυτού;
ΠΕΤΡΟΣ. — Πού αν ήταν;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Σ' ερωτώ αν ήτον ποτέ τενόρος.
ΠΕΤΡΟΣ, εν οργή. — Αι, μα κατήντησες αηδία πλέον ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Πέτρε, είμαι φίλος σου και σε αγαπώ ... πρόσεχε τον εξάδελφό σου ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Έρχεσαι να μ’ αφήνεις ήσυχο λέω εγώ;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. —Δεν θα σ’ αφήσω μέχρις ότου βεβαιωθείς.
ΠΕΤΡΟΣ.— Μα τι να βεβαιωθώ, δι’ όνομα του Θεού; ... Είμαι βέβαιος, πλέον ή βέβαιος, πώς να σου το ειπώ;... δεν εννοείς;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, αφού παρετήρησεν αυτόν καλώς. — Εγώ έκαμα το χρέος μου ... ηθέλησα να σε σώσω και δεν με άκουσες ... Νίπτω τας χείρας μου ... έχω την συνείδησίν μου ήσυχη ...
ΠΕΤΡΟΣ, σταυροκοπούμενος και γελών. — Πίσω μου είσαι δαίμονα!...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, απομακρυνόμενος αυτού. — Κάμε ό,τι θέλεις …
ΣΜΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Οι ανωτέρω, ΑΣΠΑΣΙΑ
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Ήλθα, βλέπεις;
ΠΕΤΡΟΣ, δεξιούμενος αυτή. — Καλώς τηνε τη γυναικούλα μου.
ΑΣΠΑΣΙΑ, χαιρετίζουσα τον Θεόδωρον. — Κύριε ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Ασπασία, ο φίλος μου ο Θεόδωρος.
ΑΣΠΑΣΙΑ, περιχαρής. — Ο παλαιός σου συμμαθητής;
ΠΕΤΡΟΣ. — Ναι, που σου έλεγα πάντοτε.
ΑΣΠΑΣΙΑ, χαριέντως. — Χαίρω πολύ, κύριε, καθήστε σας παρακαλώ ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, άκαμπτος. — Σας είμαι ευγνώμων κυρία μου, αλλά θα μου επιτρέψετε ν’ αναχωρήσω.
ΑΣΠΑΣΙΑ, ωσεί μεμφομένη αυτόν. — Τώρα που ήλθα εγώ;
ΠΕΤΡΟΣ, κρυφίως τη Ασπασία. — Άφησέ τον αδελφή, να πάει στη δουλειά του ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Λυπούμαι, κυρία μου, άλλα πρέπει να ίδω μίαν θείαν μου ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, προθύμως. — Τότε να μη σας εμποδίζουμε μάλιστα...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, υπόδρα βλέπων αυτήν. — Σας προσκυνώ ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, χαιρετίζουσα και μεταβαίνουσα αριστερά. — Χαίρετε ...
ΠΕΤΡΟΣ, αποχαιρετίζων αυτόν. — Αντίο, αντίο ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία ανερχόμενος. — Τov απατά! ...
ΠΕΤΡΟΣ, μειδιών και βλέπων αυτόν. — Και χαιρετίσματα στην θεία σου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, απερχόμενος. — Έχε το νου σου ...
ΠΕΤΡΟΣ, γελών. — Καλά, καλά.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
ΠΕΤΡΟΣ, ΑΣΠΑΣΙΑ
ΑΣΠΑΣΙΑ, ήτις μετέβη δεξιά προς τον κατερχόμενον Πέτρο μειδιώσα. — Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός και γιατί είναι έτσι;
ΠΕΤΡΟΣ, γελών. — Τον άφησε η γυναίκα του και από τότε είναι όλο υποψίες ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Α!
ΠΕΤΡΟΣ. — Νομίζει ότι όλες οι γυναίκες απατούν τους άνδρας των...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Μπα ο καημένος! ....
ΠΕΤΡΟΣ. — Του έχουν φύγει ένα-δύο βίδες ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, καθημένη. — Χαιρετίσματα πολλά από την Ελένη.
ΠΕΤΡΟΣ, ιστάμενος προ αυτής. — Ήσουν εκεί; Τι κάμνει;
ΑΣΠΑΣΙΑ, μειδιώσα. — Μουρουδιακά ετοιμάζει.
ΠΕΤΡΟΣ. — Όχι δα; ώστε είναι ολίγον τι;
ΑΣΠΑΣΙΑ, γελώσα. — Καθώς φαίνεται ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Δεν χάνει τον καιρό της …
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Με παρεκάλεσε μάλιστα να της εύρω δαντέλλες και άμα θα φάμε θα σ’ αφήσω...
ΠΕΤΡΟΣ, δυσανασχετών. — Πάλι θα μου φύγεις;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Μου έδωκε και το δείγμα ... πού το έβαλα... πού το έβαλα ... (ερευνά εις την τσέπην της, αλλ’ ενώ εξάγει το μανδήλιόν της χαρτίον δεδιπλωμένον πίπτει προ των ποδών του Πέτρου και καθώς το βλέπει αύτη βάλει κραυγήν) Α! . .
ΠΕΤΡΟΣ, αίρων το χαρτίον. — Κάτι σου έπεσε ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, αρπάζουσα αυτό. — Ευχαριστώ.
ΠΕΤΡΟΣ, έκπληκτος. — Γιατί μου το άρπαξες έτσι; τι είναι αυτό το χαρτάκι; ... κρύπτει κανένα μυστικό;
ΑΣΠΑΣΙΑ, θορυβουμένη. — Όχι ... δεν είναι τίποτε.
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι σημαίνει λοιπόν η τόση βία;
ΑΣΠΑΣΙΑ, ερυθριώσα. — Τι βία;
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία οπισθοχωρών και παρατηρών.— Διάβολε, διατί κοκκινίζει;
ΑΣΠΑΣΙΑ, ιδία μεταβαίνουσα αριστερά. — Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου.
ΠΕΤΡΟΣ, άδων εν διωδία. — Αριθ. 4
Μες στο μυαλό μου τριγυρίζει
μια υποψία φοβερά,
και μια ιδέα βασανίζει
την κεφαλή μου τρομερά.
Σαν παπαρούνα έχει γίνει,
να μάθω θέλω το γιατί,
γιατί, γιατί να μη μ’ αφήνει
να ιδώ τι γράφει το χαρτί.
Δεν ξέρω τι να λέγει
εκείνο το χαρτί,
μια υποψία φλέγει
το πνεύμα μου φρικτή! …
ΑΣΠΑΣΙΑ, άδουσα εν διωδία.
Α! καρδιοχτύπι μ’ έχει πιάσει
και στενοχώρια δυνατή
γιατί δεν θέλω να διαβάσει
τι γράφει μέσα το χαρτί.
Μα έλα πού φοβούμαι πάλι,
με βλέπει μ’ ύποπτη ματιά,
κακές ιδέες μήπως βάλει
και του ‘μπουν ψύλλοι μες στ’ αυτιά.
Μα έλα που τη ζήλεια
φοβούμαι τουτουνού,
αν δεν το δώσω, χίλια
θα βάλει μες στο νου.
ΠΕΤΡΟΣ.— Και αν σε παρακαλέσω να μου δώσεις αυτό το χαρτάκι;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Τι ιδέα σου έρχεται;
ΠΕΤΡΟΣ. — Δεν πιστεύω να είναι παράξενη.
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό το πράγμα.
ΠΕΤΡΟΣ, εν νευρική ταραχή. — Τέλος πάντων επειδή είναι πρώτη φορά μη μου το αρνείσαι.
ΑΣΠΑΣΙΑ, ομοίως. — Τι θα κερδίσεις αν το ιδείς;
ΠΕΤΡΟΣ. — Αι, έτσι ... μια ιδιοτροπία μου.
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Ου! τι οχληρός καταντάς καημένε ... αφού δεν είναι τίποτε.
ΠΕΤΡΟΣ. — Ασπασία μου... .
ΑΣΠΑΣΙΑ, τρεπομένη προς τη θύραν. — Μη επιμένεις σε παρακαλώ...
ΠΕΤΡΟΣ, σταματών αυτήν. — Α! Όχι... δεν θα φύγεις απ’ εδώ, αν δεν μου το δώσεις ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, παρατηρούσα αυτόν αυστηρώς.— Πέτρε, θα με λυπήσεις.
ΠΕΤΡΟΣ. — Δώσε μου το.
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Αδύνατον
ΠΕΤΡΟΣ. — Θα μου το δώσεις ... το θέλω … το απαιτώ ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, εκσχίζουσα το χαρτίον και ρίπτουσα τα τεμάχια εις την πυράν. — Αι, όχι, λοιπόν ... προτιμώ να το ξεσχίσω ...
ΠΕΤΡΟΣ, ενεός. — Ασπασία! ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, εξερχομένη αριστερά. — Μ' ελύπησες όμως πολύ.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
ΠΕΤΡΟΣ, μόνος
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι ιδέα! (τρέχων προς την εστίαν) Δεν εκάησαν όλα, όχι ... (κύπτων και συνάζων τα απομείναντα τεμάχια) Είναι άραγε αποδείξεις αυτά; ... και λέγει λοιπόν αλήθεια ο Θεόδωρος; ... Ω, είναι φρικτόν, φρικτόν! ... φοβούμαι να τ’ ανοίξω! ... Τι περιέχουν! ... Είναι γράψιμον; ... ερωτικόν γράψιμον; ... όχι, όχι ... δεν είναι τέτοια η Ασπασία … αδύνατον! ... Και όμως δεν ήθελε να μου το δείξει ... επροτίμησε να το ξεσχίσει, να το κάψει, να το εξαφανίσει! ... (γελών) Είμαι τρελός! ... η Ασπασία είναι άγγελος! … αν δεν ήρχετο αυτός ο διάβολος σήμερα εδώ, θα μου περνούσε ποτέ τίποτε από τον νουν; … τι υποψίες ανόητες βάζω στο κεφάλι μου .... Στη φωτιά λοιπόν κι αυτά! … (βλέπων προ της εστίας έτερον τεμάχιον) Είναι ακόμη ένα ... (κύπτων όπως το λάβει) Θεέ μου! ... τι βλέπω; ... (οπισθοχωρών δια τρεμούσης φωνής) ο έρως μου είναι αιώνιος … Δεν εδιάβασα καλά... . αδύνατον … (λαμβάνων αυτό και αναγινώσκων) «ο έρως μου αιώνιος! » Είναι γραμμένο... Είναι το γράψιμό της... (Εμβρόντητος) Α! δυστυχισμένε Πέτρε, κατεστράφης! ...
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ
ΠΕΤΡΟΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Ήλθα ... πηγαίνω υστερότερα στη θεία μου, διότι ο κίνδυνος τον οποίον τρέχεις ...
ΠΕΤΡΟΣ, αγρίως. — Ήλθες; ... γιατί να έλθεις;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, έκπληκτος. — Αι;
ΠΕΤΡΟΣ, δράττων τον βραχίονά του. — Καλά έκαμες και ήλθες ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Τι έχεις; φαίνεσαι στενοχωρημένος ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Εγώ; φαίνομαι πολύ;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Είσαι κατακίτρινος!
ΠΕΤΡΟΣ. — Κίτρινος; … Δυστυχία μου! …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Τι σου συμβαίνει;
ΠΕΤΡΟΣ. — Α! όχι ... να μην το μάθει καλύτερα ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Είναι από 'κείνα που δεν λέγονται;
ΠΕΤΡΟΣ. — Δεν λέγονται … το είπες ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, μη δυνάμενος να εκφράσει την χαράν του. — Μήπως ο τενόρος;
ΠΕΤΡΟΣ. — Α, σιώπαινε.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, χαίρων. — Ο τενόρος! ...
ΠΕΤΡΟΣ, πίπτων επί του ανακλίντρου. — Ναι, ναι, φίλε μου ... λυπήσου με …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, τρίβων τας χείρας του και δεικνύων σημεία υψίστης χαράς. — Α, μα επί τέλους! ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Γελάς; γελάς, Θεόδωρε, όταν είμαι τόσον δυστυχής;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, καθήμενος παρ’ αυτώ. — Βλέπεις όταν ένας άνθρωπος είναι βέβαιος ... διότι εγώ ήμην βέβαιος ... βεβαιότατος ... Και με τον εξάδελφόν σου αναμφιβόλως ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Με τον εξάδελφόν μου, με άλλον, δεν ηξεύρω ακόμη ... εδώ έχω τας αποδείξεις ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Έχεις αποδείξεις; ... περίφημα! ...
ΠΕΤΡΟΣ, έκπληκτος. — Περίφημα;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Δηλαδή ότι το πράγμα δεν επιδέχεται αμφιβολίαν.
ΠΕΤΡΟΣ, στένων. — Δυστυχώς! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, μετ’ ευχαριστήσεως. — Και ποια είναι η απόδειξις;
ΠΕΤΡΟΣ. —Τρέμω να την ιδώ ....
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, θωπεύων αυτόν. — Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! ... σ’ αυτά τα πράγματα πρέπει να έχει κανείς θάρρος! ... ρώτα και μένα!... γράμμα είναι; (ανοίγων την χείρα του Πέτρου) Μα διατί το εξέσχισες; τι έκαμες; πώς το εξέσχισες;
ΠΕΤΡΟΣ. — Αυτή το εξέσχισε.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. —Αυτή; ... φοβερόν!
ΠΕΤΡΟΣ. —Και το έριξε στη φωτιά ....
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Στη φωτιά; ... αποτρόπαιον!!! ...
ΠΕΤΡΟΣ, διατρέχων την σκηνήν. — Τώρα πες μου τι να κάμω ... συμβούλευσέ με διότι χάνω το νου μου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, όστις παρατηρεί τα τεμάχια τα οποία κρατεί. — Τι να κάμεις;
ΠΕΤΡΟΣ. — Όλα τώρα περνούν απ’ εμπρός απ’ τα μάτια μου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Όπως το 'παθα κι εγώ …
ΠΕΤΡΟΣ. — Όλα τα βλέπω ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Σαν να είναι πανόραμα ... έτσι τα έβλεπα κι εγώ ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Και τώρα ενθυμούμαι τα σούσου - σούσου της γυναικός μου και του Λέοντος …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, μετά περιεργείας. — Είχαν κρυφομιλήματα;
ΠΕΤΡΟΣ. — Κάθε ώρα και στιγμή.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Απαράλλακτα σαν τα ιδικά μου ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Λέγεις λοιπόν ότι είναι ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Ο εξάδελφός σου ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Αι! .
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Α! τι διορατικόν που έχω ... αμέσως το είπα καθώς τον είδον ... Αυτός πρέπει να είναι ο σκώληξ, αυτός ο όφις, αυτός! ... Πίστευσέ με ... δεν μου διαφεύγει πλέον τίποτε ... από ένα βλέμμα ημπορώ να εννοήσω τα πάντα ... δεν ξέρεις τι πείραν απέκτησα ... τον είδα ... ήταν ανήσυχος και είναι αυτός! ...
ΠΕΤΡΟΣ, ενεός. — Ο Λέων! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. άδων. — Αριθ. 5.
Και άλλος όταν δοκιμάζει
την ιδική μου συμφορά
μαζί μ’ εμέ σαν να μοιράζει
τη λύπη μου τη φοβερά.
Του είπα 'γω πως θα την πάθει
και την παθαίνει μια χαρά,
την αλεπού λοιπόν ας μάθει
να διηγείτ’ άλλη φορά.
Ω, τι ευτυχία...
τι παρηγορία,
κι άλλου— τι χαρά! —
κόπηκ’ η ουρά,
Ζήτω, ούρρα, ούρρα! ...
ζήτω! ... κουτσονούρα,
κι άλλη του λοιπού
θα 'ναι αλεπού!...
Αργά κι εμέ η μαύρη μοίρα
μου άνοιξε τα δυο στραβά
κι απέκτησα μεγάλη πείρα
αν και μου κόστισ’ ακριβά.
Θα είναι, φαίνεται, κατάρα
το κούτελό τους να χτυπούν
όσοι 'χουνε την κουταμάρα
το ήμισύ των ν’ αγαπούν.
Ω, τι ευτυχία...
τι παρηγορία,
κι άλλου —τι χαρά!—
κόπηκ’ η ουρά,
Ζήτω, ούρρα, ούρρα! ...
ζήτω! ... κουτσονούρα,
κι άλλη του λοιπού
θα 'ναι αλεπού!...
ΠΕΤΡΟΣ, εv απελπισία. — Ποιος ημπορούσε να το πιστέψει; …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Είχαν λοιπόν κρυφομιλήματα ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Και αυτός εφαίνετο μελαγχολικός, και αυτή προσπαθούσε να του δίδει θάρρος …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Ενθυμείσαι τίποτε άλλο;
ΠΕΤΡΟΣ. — Στάσου, στάσου ... μίαν ημέρα ήτον εδώ η αδελφή της η μικρά, η Κλεονίκη. Ήτον μέσα όταν ήλθεν ο Λέων... και η Κλεονίκη εκοκκίνισεν...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Θα τα ήξευρεν όλα και το κορίτσι εντράπηκε ... α, φρίκη! ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Α, βοήθησέ με, Θεόδωρε, τι να κάμω; λέγε... συμβούλευσέ με …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Τώρα είναι ανάγκη να κολλήσουμε αυτά τα χαρτάκια για να βγάλομε νόημα, και να ιδούμε εις ποιον σημείον ευρίσκονται ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Αυτόν όμως τι να τον κάμω; αυτό το τέρας, το θηρίον … τον Λέοντα ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Α! προσοχή, φίλε μου, προσοχή … διότι αν καταλάβουν ότι τους εννόησες μας κάμνουν και χάνομε τ’ αυγά και τα καλάθια ... Δεν ξεύρεις τι τετραπέρατοι είναι οι ερωτευμένοι και πόσα μέσα μεταχειρίζονται για να εξαπατήσουν και πάλιν τον ανακαλύψαντα τα πάντα σύζυγον ... Εγώ τρεις φορές τους έπιασα, και τις τρεις φορές μ’ έπεισαν πως δεν ήταν τίποτε, ώσπου την τέταρτην φοράν επείσθηκα πλέον ότι κάτι έτρεχε ... αφού έφυγαν! ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Μα τι να κάμω;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Τίποτε ... αν έλθει αυτός να τον δεχθείς με το χαμόγελο στο στόμα.
ΠΕΤΡΟΣ. — Αδύνατον ... Θα του σπάσω το κεφάλι ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Το κάμνεις ... αλλά δεν σε ωφελεί ... ο σκοπός είναι να μη μας διαφύγει τίποτε ... Είμεθα ήδη επί τα ίχνη φοβεράς και αποτροπαίας πράξεως … το σώμα του εγκλήματος ευρίσκεται εις χείρας μας ... δεν απομένουν παρά οι εγκληματίαι, τους οποίους θα κάνομε μία! χαπ! ... και θα τους πιάσομε μέσα στα δίκτυα μας ... τώρα φέρε κόλλα να τα κολλήσομε αυτά ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Πάμε εις το γραφείον μου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Πάμε ...
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ
Οι ανωτέρω, ΛΕΩΝ
ΠΕΤΡΟΣ. — Να τος! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, κρυφίως. — Προσοχή!
ΛΕΩΝ, ιδία εισερχόμενος. — Δεν ήτον εις της αδελφής της ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Αι, απεφάσισες να φας μαζί μας;
ΛΕΩΝ. — Ήλθεν η Ασπασία;
ΠΕΤΡΟΣ. — Ου, τώρα! ...
ΛΕΩΝ, περιχαρής. — Α!
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, κρυφίως. — Βλέπεις τη χαρά του ...
ΠΕΤΡΟΣ, ομοίως. — Την βλέπω, την βλέπω ...
ΛΕΩΝ. — Αν με κρατήσεις, τρώγω μαζί σας ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, κρυφίως. — Κράτησε τον ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Να φας, να φας ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Μείν’ εδώ ... πάω να τα κολλήσω ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Το γραφείον μου είναι αυτού ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία περιχαρής. — Αλεπού, αι;
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ
ΠΕΤΡΟΣ, ΛΕΩΝ
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Ας μπορούσα να τον πνίξω ...
ΛΕΩΝ, εξαπλούμενος επί του ανακλίντρου. — Και τι καλά μάς έχει σήμερα η Ασπασία;
ΠΕΤΡΟΣ. — Δεν ξέρω... αρνάκι, μου φαίνεται...
ΛΕΩΝ. — Α, α… έχει αρνάκι... στη σούβλα βέβαια... θ’ αξίζει έναν κόσμο! ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι ομιλία να του κάμω ... έχω χάσει και τα λόγια μου....
ΛΕΩΝ, ιδία σύννους. — Τι ν’ απέκαμεν άραγε η Ασπασία;
ΠΕΤΡΟΣ, καθήμενος περιβάδην επί τινος εδωλίου. — Δεν μου λες ... ήθελα να σ’ ερωτήσω ... πώς δεν σου ήλθεν ακόμη η ιδέα να παντρευτείς;
ΛΕΩΝ, ιδία. — Α! διάβολε... αυτό δεν το επερίμενα...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Πώς θα με οικτίρει ο άθλιος! ...
ΛΕΩΝ, μειδιών. — Αμ’ εσένα πώς σου ήρθε να μ’ ερωτήσεις; Προχθές ακόμα δεν έλεγες ότι θα είναι δυστυχισμένη εκείν’ η νέα που θα με πάρει ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Ναι, το έλεγα... διότι είν’ αλήθεια!
ΛΕΩΝ. — Μάγκα μ’ ανέβαζες, μάγκα με κατέβαζες ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Διότι είσαι πραγματικώς.
ΛΕΩΝ, γελών. — Μου το είπες τόσες φορές, ώστε θα με κάμεις να το πιστέψω κι εγώ.
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Γελά ο κακούργος, γελά ...
ΛΕΩΝ. — Εσύ δεν μου έλεγες ότι αν μάθεις ποτέ ότι σκοπεύω να παντρευτώ, θα κάμεις ό,τι είναι δυνατόν για να μου τα χαλάσεις;
ΠΕΤΡΟΣ. — Το έλεγα διότι δεν αξίζεις τίποτε.
ΛΕΩΝ, εγειρόμενος. — Και τώρα άλλαξες γνώμην; Α καημένε είσαι ...
ΠΕΤΡΟΣ, όστις ηγέρθη διακόπτων αυτόν εν οργή. — Τι είμαι;
ΛΕΩΝ, άδων. — Αριθ. 6.
Δεν ειμπορείς κι εσύ ακόμη
ακόμη να διορθωθείς
κάθε στιγμή και μία γνώμη
αλλάζεις όπου κι αν βρεθείς.
Σαν την ανέμη τριγυρίζεις,
ωσάν του μύλου τα φτερά,
και μία γνώμη δεν γνωρίζεις
μέσα στο νου σου σταθερά! ...
Εγώ ‘μως δεν του μοιάζω
καθόλου, βρε παιδιά,
τη γνώμη δεν αλλάζω
αλλ’ ούτε την καρδιά,
Στα στήθη μου λουλούδι
αιώνιο θ’ ανθεί,
έν’ άσπρο αγγελούδι,
η φίλη μου, η ξανθή.
ΠΕΤΡΟΣ, όστις τον παρατηρεί εν οργή. — Τι ήθελες να ειπείς πως είμαι;
ΛΕΩΝ, γελών. — Αδιόρθωτος!
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία πραϋνόμενος. — Εφοβήθηκα πως θα μου έλεγε τίποτε άλλο ...
ΛΕΩΝ. — Πού είναι η Ασπασία;
ΠΕΤΡΟΣ, αγρίως. — Τι την θέλεις;
ΛΕΩΝ. — Νόστιμο πράγμα! ... να την ιδώ ... μα τι έπαθες;
ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
Οι ανωτέρω, ΑΣΠΑΣΙΑ
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία βλέπων την Ασπασίαν. — Τον επήρε μυρουδιά και ήλθε ...
ΛΕΩΝ, ανερχόμενος. — Καλημέρα, Ασπασία ... τι γίνεσαι;… τι έχεις; ... είναι δακρυσμένα τα μάτια σου …
ΑΣΠΑΣΙΑ, κατερχομένη μετ’ αυτού. — Α, δεν έχω τίποτε... σ’ εζητούσα σήμερα.
ΛΕΩΝ, χαμηλοφώνως. — Έχεις να μου ειπείς τίποτε νεότερον;.
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Τι να λέγουν άραγε;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Ο πατέρας δεν φέρει καμίαν δυσκολίαν.
ΛΕΩΝ, αδημονών. — Λοιπόν;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Αλλ’ η μητέρα δεν πείθεται, καημένε, ότι εφρονίμεψες.
ΛΕΩΝ. — Μα δι’ όνομα του Θεού τι θέλει να κάμω;
ΠΕΤΡΟΣ, όστις εδείκνυε σημεία ανυπομονησίας, πλησιάζων και προσποιούμενος ευθυμίαν. — Και ειμπορούμεν να μάθομεν τι λέγει ο καλός αυτός εξάδελφος;
ΛΕΩΝ, στρεφόμενος αποτόμως. — Όχι …
ΠΕΤΡΟΣ, εν αγανακτήσει. Αι! (πραϋνόμενος) Προσοχή! ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Η διαγωγή σου βλέπεις δεν λησμονείται και τόσον εύκολα.
ΛΕΩΝ. — Σου ορκίζομαι , Ασπασία, πως ήλλαξα εντελώς ... δεν έχεις ιδέαν τι ευτυχής θα είναι μαζί μου η Κλεονίκη . . .
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Αι, πήγαινε λοιπόν να ιδείς και την μητέρα, και αν κατορθώσεις να την πείσεις ...
ΛΕΩΝ. — Του Πέτρου όμως μη του το ειπείς ακόμα ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Εν τούτοις πρέπει να το μάθει.
ΛΕΩΝ. — Μα ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Πήγαινε γρήγορα στη μητέρα, διότι καθώς της ομίλησα εγώ ...
ΛΕΩΝ, εναγκαλιζόμενος αυτήν. — Αχ, Ασπασία μου, είσαι άγγελος! ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Ω, δεν αντέχω πλέον.
ΛΕΩΝ. — Πέτρε, Πέτρε ... είμαι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων ... να σε φιλήσω ...
ΠΕΤΡΟΣ, οργίλως. — Οπίσω, άθλιε! ...
ΛΕΩΝ, απερχόμενος περιχαρής. — Δεν θέλεις; ... μου είναι αδιάφορον! ...
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ
ΠΕΤΡΟΣ, ΑΣΠΑΣΙΑ
ΠΕΤΡΟΣ, αυστηρώς. — Θα μου εξηγήσετε, κυρία μου, επί τέλους τι σημαίνουν τα κρυφομιλήματα αυτού του ανθρώπου, και πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεσις;
ΑΣΠΑΣΙΑ, μειδιώσα. — Πρώτον ... φίλησε χέρι δι’ αυτό που έκαμες.
ΠΕΤΡΟΣ. — Δεν φιλώ τίποτε ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Πέτρε, ο τρόπος σου είναι πολύ παράξενος σήμερα, και δεν ειμπορώ να καταλάβω τι σου συμβαίνει ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία μειδιών πικρώς. — Σαν να μη το ξέρει ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Ας είναι ... δεν πειράζει ... θα το μετανοήσεις όμως ...
ΠΕΤΡΟΣ, παρατηρών αυτήν υπόπτως ενώ αύτη διέρχεται προ αυτού μεταβαίνουσα δεξιά, ιδία. — Τι πονηρόν που είναι το βλέμμα της ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, καθημένη επί έδρας παρά την εστίαν. — Τώρα μίαν χάριν έρχομαι να σε παρακαλέσω …
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Πώς φαίνεται η ένοχος γυναίκα! ...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Δεν ειξεύρω τι έχεις με τον καημένον τον Λέοντα και όλον τον αποπαίρνεις ... προ ολίγου καιρού ανεκάλυψα ότι αγαπά την Κλεονίκην ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Πώς ζητεί να με εξαπατήσει! . .
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Και ο δυστυχισμένος δεν ετολμούσε να εκφράσει, το αίσθημά του, διότι είξευρεν ότι όλος ο κόσμος εγνώριζε το παρελθόν του ... προ πάντων όμως εφοβείτο εσένα και έτρεμε να μη ματαιώσεις τα σχέδιά του ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Δεν μου λες, Ασπασία, τίνος θέλεις να τα πουλήσεις αυτά;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Πίστευσέ με ... δεν σου αστεΐζομαι … ώστε κάμε μου την χάρη να μην αρχίσεις πάλι τα ίδια.
ΠΕΤΡΟΣ, έκπληκτος. — Ο Λέων αγαπά την Κλεονίκην και θέλει να την πάρει;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Ναι, ναι ... μου φαίνεται ότι ομιλώ καθαρά.
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Μα το γράμμα τότε εις άλλον απευθύνετο;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Λοιπόν μου δίδεις τον λόγον σου;
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — Προς ποίον απηυθύνετο;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Πέτρε, σε παρακαλώ ... μη σκέπτεσαι τόσον πολύ ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία. — «Ο έρως μου αιώνιος ...» δεν το λησμονώ.
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Είναι εξάδελφός σου επί τέλους και κάμνεις πολύ κακά να του φέρεσαι τοιουτοτρόπως.
ΠΕΤΡΟΣ, υπόπτως. — Τι θα ειπεί: «ο έρως μου αιώνιος.» Ασπασία;
ΑΣΠΑΣΙΑ, εγειρομένη καταπόρφυρος. —A! εδιάβασες το ποίημά μου;
ΠΕΤΡΟΣ, οπισθοχωρών έκπληκτος. — Πώς; ήτο ποίημα;
ΑΣΠΑΣΙΑ, αισχυντηλή. — Είναι η πρώτη φορά, Πέτρε ...
ΠΕΤΡΟΣ, εμβρόντητος. — Γράφεις ποιήματα, Ασπασία;
ΑΣΠΑΣΙΑ, κάτω νεύουσα.— Ήτον ένα μικρό ποιηματάκι εις ανάμνησιν της ημέρας των γάμων μας πού είναι αύριον... και...
ΠΕΤΡΟΣ. — Και διατί το εξέσχισες;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Διότι εντρεπόμουν ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Έχεις αντίγραφον;
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Άφησε καλύτερα ... δεν θέλω να γελάσεις με τους στίχους μου ... αν δεν το ανεκάλυπτες δεν θα είχον ποτέ το θάρρος να σου το δείξω ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Τότε μόνον θα επιτρέψω εις τον Λέοντα να πάρει την Κλεονίκην όταν μου δείξεις το αντίγραφον του ποιήματος...
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Α. τι κακός που είσαι.
ΠΕΤΡΟΣ, περιχαρής. — Φέρε μου το αντίγραφον, Ασπασία, και σου υπόσχομαι να πείσω τους γονείς σου να του την δώσουν...
ΑΣΠΑΣΙΑ, εξερχομένη ιδία. — Φαντάσου, λέγει, να το εύρει και καλό! …
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
ΠΕΤΡΟΣ, μόνος.
ΠΕΤΡΟΣ, γελών.— Χαχ, αχ, αχ, α! ... τι ανόητος είμαι! ... τι επήγα να κάμω! ... άδων αριθ. 7.
Τ' αγαπητό μου ταίρι
εβγήκε, τι χαρά,
ωσάν το περιστέρι,
αθώα, καθαρά.
Φαντάσου υποψία
που μ’ έτρωγε φρικτή,
εμπήκα σ’ αμαρτία
μ’ εκείνο το χαρτί.
Τι χαρά, ω, ναι τι χαρά!
σαν περιστερά
είν' η σύζυγός μου.
Τι χαρά, ω, ναι τι χαρά
είναι καθαρά
σαν περιστερά!
Μα τη χαρά μια λύπη
μεγάλη μ’ αφαιρεί,
με πιάνει καρδιοχτύπι
και σκέψη τρομερή!
Κοντά στην ευτυχία,
α, που να πάρ’ η οργή,
οποία δυστυχία,
να… να... να στιχουργεί!
Τι χαρά, ω, ναι τι χαρά!
σαν περιστερά
είν’ η σύζυγός μου,
αλλά φευ! ... ποία συμφορά!
που να πάρ’ η οργή,
κρίμα ... στιχουργεί! ...
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΠΕΤΡΟΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, εισερχόμενος εν ταραχή — Φρικτόν, απαίσιον! ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία μειδιών. — Η καημένη! ... και ποιος ξέρει τι κόπους έκαμε για να το γράψει ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, μυστηριωδώς. — Δεν πρόκειται, φίλε μου, περί έρωτος μόνον... αλλά περί γάμων τους οποίους έκαμον κρυφά... και ο άθλιος αυτός δεν είναι ο εξάδελφός σου... είναι άλλος... ο οποίος λέγεται και αυτός Πέτρος ...
ΠΕΤΡΟΣ, μειδιών. — Έτσι, αι;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, τραγικώς. — Άντλησε θάρρος, δυστυχισμένε, και άκουσε ... άκουσε να ιδείς εις ποιον βαθμόν εκορυφώθη το θράσος της γυναικός ...
ΠΕΤΡΟΣ, προσποιούμενος ότι αντλεί. — Ας μην του χαλάσω το χατίρι ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, παρατηρήσας την κίνησιν. — Τι κάνεις αυτού; ...
ΠΕΤΡΟΣ, μειδιών. — Αντλώ θάρρος ... βλέπεις ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Α, καλά, καλά . . Δυστυχώς τα περισσότερα κομμάτια εκάησαν και δεν ημπόρεσα να βγάλω νόημα, άκουσε όμως ...
ΠΕΤΡΟΣ, παύων την κίνησιν. — Ακούω ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, αναγινώσκων. — Σε είδα και σε ηγάπησα ... ο
έρως μου αιώνιος ... παρήλθον έτη τρία ... Α, Πέτρε, είσαι άγγελος ... ο πόθος μου και πόθος σου... ουδείς να μας χωρίσει ... των γάμων μας τα στέφανα ... το τέκνον μας να ζήσει! ...
ΠΕΤΡΟΣ, ιδία μελαγχολικώς. — Σαπφώ! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Φρίκη, φίλε μου, ... εννοείς; ... Των γάμων μας τα στέφανα ... το τέκνον μας να ζήσει ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Τι ήθελες πάλι εσύ να πεθάνει;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Μα αυτό το πλάσμα, το οποίον εφιλούσες κάθε ημέρα σαν πατέρας, ανακαλύπτεται ξένον σήμερα! ...
ΠΕΤΡΟΣ, γελών. — Μωρέ αυτό είναι ποίημα... δεν είναι γράμμα ερωτικόν... ο Λέων αγαπά την αδελφήν της γυναικός μου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Αλλά δεν πρόκειται περί Λέοντος πλέον... εδώ είναι Πέτρος αυτός ...
ΠΕΤΡΟΣ. — Ο Πέτρος αυτός είμ’ εγώ, τον οποίον εγέμισες υποψίες στα καλά καθούμενα, και ο οποίος δεν θα σου συγχωρήσει ποτέ ότι τον έκαμες να υποπτευθεί αυτόν τον άγγελον...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, εξανιστάμενος. — Υποψίες!.. πώς τον απατά η γυναίκα του! ...
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
Οι ανωτέρω, ΑΣΠΑΣΙΑ και είτα ΛΕΩΝ
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Αν το εύρεις καλό, θα γράψω κι άλλα να τα στείλω στο διαγωνισμό ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Τα μάτια της, το μέτωπόν της, το σύνολόν της, όλα δείχνουν την ένοχον γυναίκα! ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, προς τον Θεόδωρον. — Δεν κάθεσθε κύριέ μου;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Και η φωνή της είναι φωνή ενόχου γυναικός ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, προς τον Πέτρον. — Αι, πώς το βρίσκεις;
ΠΕΤΡΟΣ, ασπαζόμενος αυτήν. — Ασπασία μου ... δεν θέλω να σε κακοκαρδίσω, αλλά προτιμώ να μου τα λέγεις παρά να τα γράφεις .
ΑΣΠΑΣΙΑ, περίλυπος. — Κρίμα στους κόπους μου! ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ. — Θεέ μου, Θεέ μου, πού έχεις τους κεραυνούς σου! ...
ΛΕΩΝ, εισερχόμενος περιχαρής. — Ασπασία! ... Πέτρε! ... μου την έδωσαν! ... Η Κλεονίκη είναι δική μου.
ΠΕΤΡΟΣ. — Σε συγχαίρω!
ΛΕΩΝ. — Σ' εσένα οφείλω τα πάντα Ασπασία μου.
ΑΣΠΑΣΙΑ. — Τώρα κοίταξε να μη με διαψεύσεις ...
ΛΕΩΝ. — Μείνε ήσυχος!
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, κρυφίως προς τον Λέοντα. — Νεανίσκε ... έχεις γενναίαν καρδίαν ... σώζεις νυμφευόμενος ένοχον ψυχήν ...
ΛΕΩΝ, ιδία. — Και αυτός γνωρίζει το παρελθόν μας;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — τρέμει ο άθλιος! ...
ΛΕΩΝ. — Άλλαξα, κύριε, σας βεβαιώ ότι άλλαξα ... δεν είμαι πλέον εκείνος που έλεγαν ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία. — Ω του θράσους και της αναιδείας! ...
ΛΕΩΝ. — Μη με καταδικάζετε και σεις ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ιδία. — Ανθρωπόμορφον θηρίον! ...
ΠΕΤΡΟΣ, μεταβαίνων δεξιά. — Ελάτε, πάμε τώρα στης πεθεράς μου ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, κρυφίως προς τον Πέτρον. — Πέτρε, Πέτρε ... πρόσεχε ... αυτός...
ΠΕΤΡΟΣ, εν αγανακτήσει. — Α, μα επί τέλους ξεφορτώνου με και συ να μη σε καταχερίσω …
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, απελπιστικώς. — Σύζυγε, σύζυγε, σύζυγε! ...
ΑΣΠΑΣΙΑ, προς τον Πέτρον. — Τι έχει;
ΠΕΤΡΟΣ, ποιών σημείον δια της χειρός ότι ο Θεόδωρος είναι παράφρων. — Τρία πουλάκια κάθουνται ...
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ιδία ενών τας χείρας. — Ω, τι κοινωνία τενόρων ...
ΠΑΝΤΕΣ, έχοντες εν μέσω τον Λέοντα άδοντες. — Αριθ. 8.
Ας ευχηθούμε όλοι τώρα
καλά στεφάνια κι ευτυχή,
κι οι δυο ψυχαί μας/των να 'ρθει ώρα
να γίνει μόνον μια ψυχή.
Στα όνειρα της ευτυχίας
εις τ’ ουρανού μας/των τη χαρά
να μη φανεί καμιά φορά
το σύννεφο της υποψίας! ...
Πλην σ’ όλου του χορού
εδώ την αρμονία
ωσάν παραφωνία
λυπείτ’ η αλεπού...
Σαν του παραμυθιού
κι αυτή εδώ θυμώνει
γιατί θα μείνει μόνη
χωρίς ουρά ‘λεπού, ου!,..
ΘΕΟΔΩΡΟΣ, άδων συγχρόνως, αλλά μακράν αυτών ιστάμενος.
Μέσα σ’ αυτήν την κωμωδία
κι ο νοικοκύρης μας γελά
ο κακομοίρης, τι μωρία!
του έχουν φύγει τα μυαλά.
Μα σαν κι εμένα θα το μάθει
πολύ αργά ο παλαβός,
αφού 'ναι δα τόσο στραβός
καλά ο βλάκας να την πάθει!...
Κι εις όλου του χορού
την ανακατωσούρα
γελά κι η κουτσονούρα
μαζί των αλεπού ...
Αχ, ας τα βλέπει του λοιπού
αυτά μας τα γελοία
τα ήθ’ η κοινωνία
κι ας κλαίει... που, που... που!