Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Αλεξάνδρω Μωραϊτίδη
Εδέχθην, φίλτατε, την αφιέρωσιν του καλού σου δράματος Βάρδα Καλλέργη, επί τη ελπίδι ότι θα γράψω κι εγώ αντάξιον αυτού δράμα, ίνα σοι το αφιερώσω. Αλλά πολύ φοβούμαι ότι, εκτός εάν ουδέποτε γράψω, θ’ αργήσω πολύ· διό σπεύδω να σοι αφιερώσω τον μικρόν τούτον χαρακτήρα, ευχαριστών σοι δια την καλή ενθύμησιν.
Η σαιξπήρειος σχολή, ην ακολουθείς, μοι φαίνεται τοσούτον δύσκολος, ώστε διστάζω πάντοτε οσάκις πρόκειται να πραγματευθώ τα εις αυτήν ανήκοντα θέματα.
Μόνον εις δαιμόνιον πνεύμα επιτρέπεται τούτο, εγώ δ’ ομολογώ την αδυναμίαν μου και προτιμώ να πηδώ ρυάκια ή μεγάλους ποταμούς.
Δεν έχω φόβον να πνιγώ· το πολύ πολύ θα βραχώ· μικρόν το κακόν, αλλ’ επί τέλους δια της ασκήσεως θα κατορθώσω να τα πηδώ και άνευ ορμής.
Ίνα γράψη τις σαιξπήρειον δράμα πρέπει να είναι ανήρ και ανήρ πολλά ειδώς, πλείστα δε υποστάς εν τω βίω· διότι τότε μόνον δύναται να περιγράψει τα ποικίλα του ανθρώπου αισθήματα. Η μελέτη αναπτύσσει το πνεύμα και συντελεί τα μάλα εις τε την πλοκήν και του δράματος οικονομίαν, αλλά η πείρα, ην ο άνθρωπος αποκτά, καθόσον προβαίνει εις τον βίον, τοιαύτην έχει επιρροήν επί δραματικού έργου, ώστε εξ αυτής πολλάκις εξαρτάται η επιτυχία αυτού.
Εν Αθήναις τη 24 Ιουλίου 1875.
Δημήτριος Α. Κορομηλάς.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΑΡΜΟΔΙΟΣ, ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ
Η σκηνή σύγχρονος εν Αθήναις
Η σκηνή παριστά αίθουσαν κομψοτάτην εν τη οικία της Χαρικλείας. Θύρα εις το βάθος και παράθυρα εκατέρωθεν. Δεξιά επί της πρώτης θέσεως εστία, εν η καίει μεγάλη πυρά· επί της δευτέρας θέσεως παράθυρον. Αριστερά επί της πρώτης θέσεως κιλλίβας υποστηρίζων καθρέπτην· επί της δευτέρας θύρα φέρουσα εις το δωμάτιον της Χαρίκλειας. Δεξιά τράπεζα μικρά και έδραι, αριστερά ανάκλιντρον. Ανθοδόχοι εις τας γωνίας, εδώλια κτλ.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος παρά τινα τράπεζαν και αναγινώσκων εφημερίδας, ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ εισερχομένη.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Με περιμένεις προ πολλού Αρμόδιε; καημένε, τώρα μόλις μου το είπαν.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος. — Πώς είσαι;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Καλύτερα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μετά διαφέροντος. — Τι; ήσο ασθενής;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α, κακέ φίλε, ούτε καν εφάνηκες να ερωτήσεις, ζω, απέθανα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Καλέ με τα σωστά σου ομιλείς;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σε βεβαιώ, υπέφερα πολύ και μόλις σήμερον ανέλαβα ολίγον.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Α, ταλαίπωρε Χαρίκλεια. Κι εγώ το τι υπέφερα αυτήν την εβδομάδα ούτε λέγεται. Έχω ημέρας να εξέλθω· μάλιστα ητοιμαζόμην να σου παραπονεθώ ότι δεν μ' ενθυμήθης καν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πραγματικώς είσαι ωχρός.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν έχω πλέον τίποτε, αν όμως μ' έβλεπες προχθές κι αντίπροχθες θα μ' ελυπείσο... ω, υπέφερα πολύ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Προγευματίζεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Όχι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Όχι; Διατί;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Μα τώρα ότι έφαγα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τουλάχιστον θα μείνεις, δε θα φύγεις γρήγορα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ διστάζων. — Μα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Μα δεν προσμένεις επισκέψεις;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και καλά, αυτήν την ώραν εκτός σου τις έρχεται;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Σε βλέπω με ωραίον φόρεμα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και τι με τούτο;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τούτο δεν συμβαίνει πάντοτε.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Προς χάριν σου εφόρεσα το φόρεμα αυτό.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μειδιών. — Προς χάριν μου; σ' ευχαριστώ πολύ· δεν ήξιζε τον κόπον όμως δι' εμέ να στολισθείς, ηξεύρεις...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Είσαι δύσκολος καημένε... Σου αρέσει;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν είν' άσχημον, αλλά σου είπα κι άλλοτε· το ένδυμα δεν παραλλάσσει δι' εμέ το πρόσωπον.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ καθημένη. — Καλά, καλά, θ' αρχίσεις πάλιν τα παλιά... Δεν έχεις άλλο να ειπείς;... Τι νέα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πώς, από εμέ προσμένεις νέα; πρόκοψες! Κλεισμένος εις το σπίτι μου τι ήθελες να μάθω; Νέον εν υπάρχει παλαιόν, και το οποίον συ γνωρίζεις κάλλιον εμού.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι νέον;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μειδιών. — Τώρα να τα λέγομεν; ή μας το κρύπτεις; αι;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σε διαβεβαιώ δεν εννοώ τι λέγεις…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος απέναντι αυτής. — Πότε γίνονται οι γάμοι σου;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ καμμύουσα. — Με ποιον;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ειρωνικώς. — Α! ούτε τον γαμβρόν δεν ξεύρεις τώρα;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αστειεύεσαι;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ποσώς· ο κόσμος όλος περί τούτου ομιλεί, κι ευρίσκει ότι... ότι ο Χαρίλαος και νέος είναι και ωραίος και καλός, ότι δεν έχει ελαττώματα... Πολλούς επαίνους λέγουν τέλος πάντων μάλιστα αφού σ' αρέσει...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Δεν αρνούμαι...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Σ' αγαπά.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — ΤΙ κάμνει δεν ηξεύρω. Μου αρέσει, ναι· αλλά δεν είναι λόγος αποχρών αυτός.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Και λέγουν ότι και την άδειαν αυτήν του γάμου του επήρε.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και επίστευσες ό,τι σου είπαν;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τάχα διατί να μη πιστεύσω πράγμα πανθομολογούμενον, γνωστόν...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ σοβαρώς. — Ηξεύρεις ότι αν επρόκειτο ν' αποφασίσω μόνον περί πράγματος τοιούτου, πρώτος θα εγνώριζες αυτό, και να με συμβουλεύσεις θα εζήτουν συ.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Μήπως το λέγεις τώρα, όπως συμβουλήν ζητήσεις; Λέγε... Ίσως απεφάσισες…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ εγειρομένη. — Α! τι παιδί που είσαι…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ψεύματα λοιπόν τα όσα διαδίδουν;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Όλα ψεύματα. Θα μάθω όμως τις τα διαδίδει…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος. — Μα όστις κι αν είναι ίσως έχει δίκαιον. Τον βλέπουν όλοι να σε επισκέπτηται συχνά πυκνά, ακούουν τόσα παρ’ αυτού, ποτέ δεν παύει λέγων ότι σ’ αγαπά και ότι σου αρέσκει· αφ’ ετέρου συ δεν διαψεύδεις τίποτε και μάλιστα δεικνύεις ότι σου αρέσκει... Βέβαια, τι άλλο θέλεις απ’ αυτό ίνα πεισθεί ο κόσμος ότι πλέον στεφανώνεσθε;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πρώτον σου είπα χιλιάκις πως σκοπόν δεν έχω εκ δευτέρου να υπανδρευθώ, και έπειτα, αν ίσως μου επήρχετο τοιαύτη τις ιδέα, τον Χαρίλαον βεβαίως δεν θα είχα εις τον νουν ποτέ· είναι καλός, ωραίος, προτερήματα έχει πολλά, αλλ’ όμως δια σύζυγος δεν είναι.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Α!
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σ' εκπλήττει τούτο; διατί; αλλά τι φλυαρούμεν; Είπα κι άλλοτε: σκοπόν δεν έχω πάλιν να υπανδρευθώ, τετέλεσται!
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τετέλεσται! τας φράσεις σου να λησμονήσεις δεν ημπόρεσες... Ποτέ!... τετέλεσται!... ο γάμος είναι βάσανος!... φρικώδης τυραννία!... Θα υπανδρευθείς μίαν ημέραν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Όχι, τ’ απεφάσισα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Κι εγώ σου λέγω ότι απατάσαι· μη γνωρίζει, τις τι γίνετ' έως αύριον; σ’ αυτόν τον κόσμον τόσοι ηπατήθησαν, και συ θα διαφύγεις;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ καθημένη. — Τι παράδοξος που είσαι! Πρέπει να υπανδρευθώ; προς τι; δεν βλέπω· είμαι νέα, έχω χρήματα, διασκεδάζω όσον δύναμαι, λοιπόν τι άλλο θέλω;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ερειδόμενος επί του ανακλίντρου όπισθεν αυτής. — Πόσον αι ιδέαι σου είν’ εσφαλμέναι, πόσον! Πώς δεν εννοείς ότι θα σε κουράσει η ζωή αυτή αν όχι αύριον, αλλά μεθαύριον βεβαίως· μόνη σου, κατάμονη σχεδόν θα δυνηθείς να ζήσεις;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ στρεφομένη προς αυτόν. — Ναι, θα δυνηθώ.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ απομακρυνόμενος. — Λόγια χαμένα! θα υπανδρευθείς και συ ως όλαι όσαι είχαν τας ιδέας σου.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ παίζουσα μετά του ριπιδίου αυτής. — Βλέπεις επέρασα ζωήν χαρούμενην με τον αποθανόντα, κι είν’ επάναγκες και εκ δευτέρου να υπανδρευθώ.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ φυλλολογών λεύκωμα. — Εμέ το λέγεις; μήπως πταίω άραγε εγώ;... Και τάχα δεν σου είπα την ιδέαν μου όταν σε είδα και μ' ηρώτησες; Αλλά εγώ το είπα και εγώ το ήκουσα. (Κλείει το λεύκωμα και κατέρχεται την σκηνήν.) Τον ήθελες, σου ήρεσκε και έγινες κυρία Πάλα· τον ηγάπας εμμανώς... (Πλησιάζει εις το παράθυρον.)
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Δεν τον ηγάπων, όχι.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ στρεφόμενος. — Πώς;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ενόμιζα, αλλ’ ηπατώμην... πόσον μετενόησα κατόπιν, συ γνωρίζεις.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ πλησιάζων αυτήν. — Ούτ' η θεία σου δεν ήθελεν αυτόν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μα δι’ αυτό κι εγώ δεν είπα πλέον τίποτε... Υπέφερα, υπέφερα τα πάνδεινα, εσίγησα, τα βάσανά μου δεν τα έμαθε κανείς, και εις σε μόνον εξεμυστηρεύθην· συ μετά παρέλευσιν καιρού τα έμαθες. Ω! ενθυμείσαι τι υπέφερα μ' αυτόν; Τι λύπας και τι θλίψεις; τι μαρτύρια; Και έπειτ' από τόσα βάσανα μού λέγεις υπανδρεύσου!
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος παρ' αυτή. — Μα Χαρίκλεια δεν είναι ως ο Πάλας όλ' οι σύζυγοι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α, όλοι είναι ως αυτός, και δι' εμέ προ πάντων όλοι ομοιάζουσι μ' αυτόν.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πόσον απατημένη είσαι... μη γελάς...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι θέλεις άραγε να είπεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ήθελα να μάθεις ότ' υπάρχουσι και άνθρωποι καλύτεροι του Πάλα, σύζυγοι καλοί.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αν ίσως και μου φέρεις πρότασιν, ειπέ να το ηξεύρω...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ίσως...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τότε, φίλε μου, ν' αλλάξεις ομιλίαν, σε παρακαλώ. Αυτήν την ομιλίαν άφες την.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Λοιπόν δεν θέλεις να ακούσεις τίποτε;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αυτήν την ομιλίαν άφησε· βαρύνομαι τ' αυτά ν' ακούω πάντοτε.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος. — Σε χαιρετώ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι, φεύγεις; μη, μη φεύγεις, μη, Αρμόδιε· δεν είσαι όπως ήσο άλλοτε… καλός... Μα από πότε ήλλαξες; σε βεβαιώ αγνώριστος κατήντησες, Αρμόδιε. Μη φεύγεις, έλα...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ σύννους. — Είναι πάντα η αυτή.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μη κατσουφιάζεις κι είσαι άσχημος... ακούς; μα δεν ακούεις; τι αφηρημένος!... Αι, Αρμόδιε, Αρμόδιε!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ως από ληθάργου εξερχόμενος. — Μ' εφώναξες; (βαίνει προς την εστίαν.)
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μα δε μου λέγεις, φίλε μου, τι σκέπτεσαι; δεν κάθισαι πλησίον μου; Αρμόδιε, τι κάμνεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ πάρα την εστίαν. — Βλέπεις, ξύλα βάζω στη φωτιά.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μη βάζεις άλλα... μη... είν’ αρκετά αυτά.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ γονυπετών και υποσκαλεύων την πυράν. — Α, τι πειράζει...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Έχεις δίκαιον, αφού διασκεδάζεις...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ στρέφων προς αυτήν την κεφαλήν. — Τι;... τι εννοείς μ' αυτό;…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Aι, βάλε κι άλλα... βάλε... βάλε.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Άδειασε… δεν έχει πλέον.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αι! μη βάζεις τότε.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος Α! δεν θέλεις άλλο τίποτε;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Προς το παρόν δεν θέλω.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ χαιρετίζων αυτήν. — Τότε χαίρε...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Φεύγεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ βαίνων προς την θύραν. — Φεύγω, ναι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Οριστικώς;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ανοίγων την θύραν. — Οριστικώς.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ μετ' αγανακτήσεως. — Αντίχαιρε!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ παρά την θύραν ιστάμενος. — Όχι, δε φεύγω.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Όπως θέλεις.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ επιστρεφόμενος. — Άκουσε, Χαρίκλεια, δεν έχω πλέον δύναμιν ν' ανθέξω... πρέπει τέλος πάντων να ειπείς τι σκέπτεσαι... ω, λέγε, σε παρακαλώ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μα πρώτον περί τίνος πρόκειται;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μετ’ αδημονίας. — Ουφ!...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Απόβαλ' επί τέλους την ψυχρότητα, γενού ως ήσο άλλοτε, γενού καλή· μειδία, χαίρου και αγάλλου... μη ζητείς να μεταβάλεις ήθος... μη, Χαρίκλεια, μη προσποιείσαι πλέον την ανάλγητον, Χαρίκλεια... λυπήσου με…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ απαθώς. — Ως φαίνεται σπουδαιοτάτη ήτο η ασθένεια και όχι παίξε γέλασε... Τα ίχνη της ακόμη μένουν... Μα προς ποίαν ομιλείς;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Προς σε, Χαρίκλειά μου, ην ηγάπησα, προς σε την μόνην φίλην, ην ελάτρευσα, προς σε, ην αγαπώ εξ όλης της ψυχής προς σε...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πλην μήπως απατάσαι, φίλτατε; μην είσ' αφηρημένος όπως πάντοτε και αντί άλλης μ' εκλαμβάνεις;...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μετά πικρίας. — Α! πολύ πολύ παρήλλαξες, και η Χαρίκλεια η άλλοτε Χαρίκλεια, η φίλη μου παν αίσθημα γενναίον απελάκτισε· κατόρθωσε να πνίξει εις τα στήθη της και την φιλίαν και τον έρωτα αυτόν· Χαρίκλεια μου, χαίρε!... (βαίνει προς την θύραν.)
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Φεύγεις το λοιπόν;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ιστάμενος. — Συ με διώκεις…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Διατί;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν εννοείς ή μάλλον προσποιείσαι...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Έλα δα εδώ, πλησίον μου... ακόμη... πλησιέστερα... τι θέλεις τώρα;… λέγε τι ζητείς;... λοιπόν;..
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τι θέλω; τώρα θα το μάθεις;... προ πολλού γνωρίζεις τούτο...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ σείουσα την κεφαλήν. — Είν' αδύνατον αυτό…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Αδύνατον;… Και τότε, φίλη, διατί μου έδιδες ελπίδας;…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Δεν σου έδωσα· πλανάσαι, ηπατήθης ίσως...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος. — Αλλά πώς;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σου είπα ποτέ λόγον, όστις δύναται ως γάμου αρραβών καν να θεωρηθεί;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν είπες, όχι... τώρα όμως διατί δεν μου τον λέγεις;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ μειδιώσα. — Τώρα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ω, Χαρίκλεια, τον έρωτα μου δέξαι... μη περιφρονείς καρδίαν, ήτις τόσον σ' αγαπά· γενού του βίου μου η σύντροφος... Χαρίκλεια, σε αγαπώ ειλικρινώς... σε αγαπώ, Χαρίκλειά μου.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Είν' αδύνατον, ποτέ!... επίορκος δεν γίνομαι, Αρμόδιε...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Επίορκος, επίορκος! μα πάντοτε τον όρκον σου προβάλλεις; δεν κουράζεσαι επαναλέγουσα συχνά τα ίδια;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πώς; να επιορκήσω θέλεις;., μη γελάς…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Γελώ και όμως όρεξιν δεν έχω να
γελάσω... συ με κάμνεις και γελώ μ' αυτά τα τετριμμένα πράγματα...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Όρκον ποτέ δεν έκαμες;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Και δέκα κι εκατόν και…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και τους όρκους σου ετήρησες;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τους όρκους μου! μα δια ποίον μ' εκλαμβάνεις, φίλη μου;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι λέγεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ότι σήμερον, Χαρίκλεια, οι όρκοι δεν τηρούνται ακριβώς. Υπάρχουν όρκοι τους οποίους κάμνομεν μόνον και μόνον ίνα μη τηρήσομεν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σιώπα... τι ιδέαν θέλεις περί σού να σχηματίσω;...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Την αρίστην, φίλη μου· ανθρώπου, όστις συμβαδίζει πάντοτε με της παρούσης εποχής το πνεύμα και με του αιώνος τας αρχάς…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σιώπαινε…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ω! τι απλή που είσαι, τι απλή! Αλλά αυτό που κάμνεις είναι άραγε σωστόν; Τι;... συ, γυνή πλουσία, νέα, συ, γυνή χαρίεσσα, ωραία, τρέφεσαι μ' αυτάς τας παλαιάς ιδέας; Α! Χαρίκλεια, ευφυεστέραν σε ενόμιζα, πολύ ευφυεστέραν· και διότι εν στιγμή θυμού ορκίσθης, πρέπει την καρδίαν σου διά παντός να θάψεις;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Εν στιγμή θυμού; ως φαίνεται ουδέποτε επρόσεξες οποίον όρκον έκαμα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Αι, πώς να μη προσέξω; μήπως δεν σ' ακούω πάντοτε τα ίδια να λέγεις.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ελησμόνησες τον όρκον μου, Αρμόδιε.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος. — Αλίμονον αν ελησμόνουν όσα επανέλαβες εκατοντάκις, χιλιάκις ίσως.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και εντούτοις βάζω στοίχημα... Πλην κάθισε ν' ακούσεις.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Να καθίσω;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Έλα κάθισε.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Μα ξεύρω τι θα είπεις, ξεύρω, φίλη μου· θα μου επαναλάβεις πάλιν τα αυτά... θ' ακούσω πάλιν ότι η καρδία σου είναι κενή και ότι δεν αισθάνεσαι, ότι προς πάντα αδιαφορείς και... και... τις οίδε πόσα άλλα...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Όχι... κάθισε και άκουσέ με, πρέπει επί τέλους να το εννοήσεις, ότι έχεις άδικον.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος. — Εκάθισα, ιδού.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αρμόδιε, ειπέ: το βλέμμα σου οπίσω εις το παρελθόν δεν έριψες ποτέ;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ποτέ μου.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α!
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ποτέ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Εγώ πολλάκις έστρεψα το βλέμμα μου, πολλάκις είδα τούτο…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τι εκέρδισες;... τι σ' ωφελεί; ειπέ μου.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι εκέρδισα; βεβαίως τίποτε...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ διακόπτων αυτήν. — Κι εξηκολούθησες το παρελθόν σου πάντοτε να ερευνάς;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Οσάκις όμως έκλεισα τους οφθαλμούς κι ενώπιόν μου όλος εξελίσσετο ο μέχρι της στιγμής εκείνης βίος μου, εις μάτην ανεζήτουν πάντοτ' εμαυτήν δακρύουσαν, απέλπιδα. Ουδέποτε τα στήθη μου ησθάνθησαν συγκίνησιν· γελώσα ήμην πάντοτε· κοράσιον εγέλων, ήμην εύθυμος, εκάγχαζα· νεάνις, γέλως όλη και χαρά.., γυνή εγέλων πάντοτε…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Και δεν σ' εκούρασεν ο γέλως ούτος;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ναι, μ' εκούρασε πολύ... να κλαύσω επεθύμουν... είχα δάκρυα πλην δεν με συνεκίνει τίποτε ποτέ… Ω, πίστευσέ με, τότε μόνον, άπελπις και όχι όπως είπες εν στιγμή θυμού, αφού ωρίμως το εσκέφθην, έκαμα τον όρκον, όρκον, τον οποίον, φίλε μου, βεβαίως θα τηρήσω... Όστις δυνηθεί να συγκινήσει την καρδίαν μου, αυτός θα καταστήσει την ζωήν μου ευτυχή, αυτός θα έχει όλην την αγάπην μου...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Τι κρίμα ότι εις τοιαύτην εποχήν επί της γης μας ως το ρόδον ήνθησες· αλήθεια, τι κρίμα! Έπρεπε να ζεις μετά αιώνας δέκα, ότε πάντοτε θα έκλαιες, διότι τότε, φίλη μου, υπό το σκήπτρον της μωρίας άπαντες τον βίον θα διάγουν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σύ φιλοσοφείς.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πλην ακουσίως· έφερες το ζήτημα επί πεδίου όλως φιλοσοφικού και δεν θα ήτο άσχημον να μείνομεν έως εδώ, διότι δεν θα δυνηθώ να σε ακολουθήσω... Θ' αναπτύξομεν πολλάς ιδέας μεταφυσικάς κι εγώ του ποθουμένου δεν απομακρύνομαι. Ω! μη συστέλλεις τας οφρύς, Χαρίκλεια, πείσθητι πλέον και ιδέας άλλαξε· ναι άλλαξε, δεν είναι διά σε αύται, αλλ’ ούτε είσαι δι' αυτάς. Γενού, γενού επίορκος και τάχιστα, Χαρίκλεια, αγάπησόν με όπως σ' αγαπώ εγώ και κάλεσέ με σύζυγόν σου, φίλη μου· μειδία, γέλα, ίσο πάντα εύθυμος, μη ζήτει συγκινήσεις, μη τα δάκρυα· όταν αυτά δεν έλθουν μόνα άφες τα εις όσους μοίρα άσπλαγχνος τα έδωσε· και αν δεν έκλαυσες ποτέ, Χαρίκλεια, το πρώτον δάκρυ, όπερ των βλεφάρων σου θα φύγει, μαύρην θα χαράξει την γραμμήν, θα ανορύξει αύλακα βαθύτατον επί της ροδοχρόου παρειάς σου, και... δεν είναι κρίμα;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ εγειρομένη. — Φίλτατε, ουδέποτε θα συνεννοηθόμεν!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Όχι, φίλη μου, υπάρχει πλήρης συνεννόησις... Εγώ είμ’ ευχαριστημένος...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ας αλλάξομεν αυτήν την ομιλίαν... εβαρύνθην.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Α, μην επιμένεις, όχι, σε παρακαλώ· αυτή η ομιλία έχει σήμερον πολλήν επιρροήν επί της τύχης μου. Μου είπες ότι δάκρυα δεν έρρευσαν από των οφθαλμών σου· όχι δάκρυα σωματικής οδύνης, αλλά ψυχικής· εκείνα τα οποία ρέουσι σιγά, αλλά μαραίνουν την καρδίαν, δάκρυα πικρά.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τοιαύτα δάκρυα δεν έχυσα ποτέ μου…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Έχεις άραγε καρδίαν;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ μειδιώσα. — Α! πολύ φοβούμαι πως δεν έχω.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Όχι, αι; αφού συ λέγεις όχι, έχεις βέβαια, αλλ’ είσαι πλάσμα όλως ακατάληπτον ναι, είσαι είδος τι αινίγματος πολύ δυσκόλου... είσαι... πλην δεν απελπίζομαι... Ανέγνωσες πολλά μυθιστορήματα;...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πολλά.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Και ενθυμείσαι όσ' ανέγνωσες;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Σχεδόν τα ενθυμούμαι όλα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Κάλλιστα! αυτά διέστρεψαν τον νουν σου, φίλη μου, αλλά χωρίς να θίξουν την καρδίαν σου· την υποθέτω σώαν, αβλαβή, καλήν και θα την συγκινήσω…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αι! τους κόπους σου θα χάσεις. Συγκινείται ο αναίσθητος; είναι κενή, ω φίλε, η καρδία μου κι εις μάτην προσπαθείς· ουδείς θα δυνηθεί ποτέ να μ’ αποσπάσει δάκρυα…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Εγώ θα δοκιμάσω.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι θα κάμεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Άφες με να δοκιμάσω, τι θα πάθεις; τίποτε... αν επιτύχω, σώζομαι εγώ και συ μαζί μου, άλλως, μένεις πάντα η αυτή, κι εγώ εξ άλλου μέρους πάλιν σώζομαι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ καθημένη. — Μα τι θα κάμεις; τι;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Του όρκου σου αυτού θα προσπαθήσω πρώτον όσον δύναμαι να γίνεις επιλήσμων.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αι, και έπειτα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Να σ' αποσπάσω δάκρυα…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Εσύ;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Εγώ, εγώ και είμαι πλέον παρά βέβαιος πως θα το κατορθώσω…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ γελώσα. — Νοστιμότατον!... συ να μου αποσπάσεις δάκρυα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Εγώ...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ γελώσα πάντοτε . Α! λέγε τι θα κάμεις, σε παρακαλώ... και πώς θ' αρχίσεις...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Μεταπείθων σε.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Εσύ!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Θ' αναγνωρίσεις που πλανάσαι μόνη σου, θα σ' αποδείξω, ότι εκ συνθήκης και εκ πείσματος κατήντησες αναίσθητος, ότι δεν είσαι ως νομίζεις σεαυτήν, θα ίδεις ότι έχω δίκαιον και συ ευγνωμονούσα θα μοι τείνεις δεξιάν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ακούω.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Οιωνός καλός· ενόμιζα πολύ δυσκολοτέραν την αρχήν...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αλλά αν δεν το κατορθώσεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Είν' αδύνατον, αδύνατον, διότι ή συ θα πεισθείς, Χαρίκλεια, ακούουσα του φίλου σου ακαταμάχητα επιχειρήματα, λόγους φρονίμους και σωστούς...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ή;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ή εγώ τον νουν μου θ’ απολέσω βεβαιότατα και όπως είσαι συ θα γίνω…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Άραγε θα είπεις λίγον φρόνιμον; Πεποίθησιν πολλήν δεν έχω εις τους λόγους σου εγώ και διά τούτο υποθέτω μάταιον τον κόπον σου· δεν πείθομαι...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Περίμενε ν' ακούσεις. Βάλε δύο κάρβουνα μαζί το ένα αναμμένον, τ' άλλο δε σβηστόν, ή τ' αναμμένον θα ανάψει το σβηστόν ή το σβηστόν θα σβύσει τ' αναμμένον. Συ, Χαρίκλειά μου, είσαι το σβηστόν, κι εγώ το αναμμένον, θα σ' ανάψω...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Συ εμέ; Και αν εγώ σε σβήσω;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος, καθ' εαυτόν. — Τι μαρτύριον!... δεν παίρνει από λόγους... όχι... τίποτε... εξήντλησα τα πάντα και μου μένει εν και μόνον μέσον... η ζηλεία ! άραγε ζηλεύει; αν ζηλεύει, σώζομαι, πλην τι να κάμω; Α! το εύρον! ναι, αυτό...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και αν εγώ σε σβήσω!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μειδιών. — Βεβαιώθητι το λάθος δεν θα είναι ιδικόν μου!... (Πλησιάζει εις την εστίαν.)
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α! Εμπρός λοιπόν τους λόγους τους σωστούς, τ' ακαταμάχητα επιχειρήματα. Ειπέ, ακούω... πλην αυτού τι κάμνεις, αι;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ υποσκαλεύων την πυράν. — Το βλέπεις, διορθώνω την φωτιά...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α! α! και απ’ αυτού θ' αρχίσεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Έχεις όρεξιν κι εγώ δεν έχω…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Περιμένω, λέγε μου τους λόγους σου... Αρμόδιε, Αρμόδιε... Καλά, εγώ εν τούτοις μέχρις ου σκεφθείς, διότι καθώς βλέπω δυσκολεύεσαι, κοιμούμαι, κι όταν θέλεις με ξυπνάς.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Καλά· κοιμήσου, ίδε όνειρα φαιδρά, κοιμού, καλή μου φίλη..
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ προσποιείται ότι κοιμάται. — Καλήν νύκτα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ιδία. — Τίποτε! αλλά πολύ φοβούμαι ότι μάταιος θα είναι πάλιν η απόπειρα... Αφού ουδέν την συγκινεί πώς είναι δυνατόν ζηλείαν να γνωρίζει;... Είναι κάλλιστον το σχέδιόν μου, είμαι όμως βέβαιος εάν θα επιτύχω; και αν προδοθώ; αν εννοήσει το στρατήγημα; (εγειρόμενος) Εμπρός, ολίγον θάρρος κι έχει ο Θεός!... (πλησιάζων αυτήν) Κοιμού, καλή μου φίλη, ίδε όνειρα φαιδρά…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ανοίγουσα τους οφθαλμούς. — Και συ καημένε· μα τι, το επίστευσες;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πώς όχι;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α! καημένε!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Είδες όνειρα;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ γελώσα. — Πολλά και πρώτον πάντων ότι μ' έπειθες.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Αλήθεια;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Βάζω στοίχημα, ότι κι αυτό πιστεύεις.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Όχι, όχι βέβαια.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α! μπα!
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Και τόσον είναι βέβαιον...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μα βέβαιον;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Αφού το λέγω. ...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Επί τέλους έβαλες ως βλέπω γνώσιν, το εννόησες λοιπόν.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πολύ αργά, αλλ’ όμως το εννόησα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και δεν θα ομιλήσεις πλέον επ' αυτού του θέματος;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ποτέ μου.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Α! μα δος μου, δος την χείρα σου· μα εύγε σου! περίφημα. Α! τώρα είσαι άνθρωπος λαμπρός, λαμπρός· ειπέ μου ό,τι θέλεις τώρα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Βέβαια, θα ήμην πολύ άφρων αν επέμενα πλειότερον, Χαρίκλεια.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Το ήξευρα εγώ πως επί τέλους θα παραιτηθείς.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Και παρητήθην…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Εύγε σου, σε εκτιμώ.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μειδιών. — Ειπέ μου, είσαι, αν δεν σφάλλω, συγγενής της Φαιναρέτης; αι; δεν είσαι;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Συγγενής; ολίγον... μάλλον τίποτε... συγγένεια τοιαύτη ούτε λογαριάζεται, αλλά φιλία μας συνδέει και πολλή…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Καλά· δεν είναι λέγουν ούτε είκοσι ετών.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ποτέ... δεν είναι τόσον.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Α! δεν είναι, αι;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μα τι; τι θέλεις; τι ενδιαφέρεσαι.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Θα είναι υποθέτω σύζυγος καλή.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πώς; δια ποίον;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δι' εμέ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ έκπληκτος. — Τι; διά σε;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Η έκπληξίς σου με εκπλήττει φοβερά.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Την Φαιναρέτην συ να νυμφευθείς;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Εγώ... δεν είναι τάχα δι' εμέ κατάλληλος;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Δεν λέγω, αλλ’ ειπέ μου, αδιάφορον σου είναι ποίαν σύζυγον θα λάβεις, αι; αρκεί να εύρεις σύζυγον;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν λέγω...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πώς λοιπόν; τα όσα είπες εις εμέ…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πλην συ δεν θέλεις, τώρα μου το είπες... ψεύματα; Ο τρόπος σου, οι λόγοι σου μ’ ηνάγκασαν αλλέως να σκεφθώ... ζητώ να νυμφευθώ... Αφού δεν θέλεις συ, η μόνη φίλη μου, συ, ήτις με γνωρίζεις και με αγαπάς, συ, την οποίαν αληθώς ηγάπησα, μου είναι πλέον όλως αδιάφορον ποία θα γίνει σύζυγός μου, κι επειδή η Φαιναρέτη έχει οικογένειαν μεγάλην κι είναι πτωχοτάτη, βέβαια αυτήν θα προτιμήσω από άλλας... αι; δεν έχω δίκαιον.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ωραία σκέπτεσαι, λαμπρά! Τιμώ προ πάντων τα φιλάνθρωπα αισθήματά σου· και αν επιτρέπεται να ερωτήσομεν, πότε θα γίνωσιν οι γάμοι σου ;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μειδιών. — Ακόμη δεν εζήτησα την νέαν, δεν ηξεύρω αν με θέλει και περί των γάμων ερωτάς;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Παράδοξον δεν είναι να μη θέλει... μολονότι συ και νέος είσαι και καλός και πλούσιος. Αλλ’ είναι, ξεύρεις, υπερήφανος πολύ της Φαιναρέτης η μητέρα... Άλλοτε δεν ήτο όπως είναι τώρα πάμπτωχος· δεν ήτο βέβαια ως συ υπέρπλουτος, αλλά δεν εστερείτο…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Όλα όλ' αυτά γνωστά μου είναι προ πολλού και δι' αυτό θα σε παρακαλέσω συ ν' αναδεχθείς την διεξαγωγήν της υποθέσεως.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Εγώ;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ναι συ... συ είσαι συγγενής αυτής, συ είσαι γνώριμός μου, φίλη μου, και συ βεβαίως από κάθε άλλον άνθρωπον θα επιτύχεις πάντοτε καλύτερα...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Είν' άτοπον μου φαίνεται, Αρμόδιε, εγώ να αναλάβω την υπόθεσιν αυτήν, οπόταν συγγενής σου δύναται την πρότασιν να κάμει.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πώς; τι συγγενής; πλην συ γνωρίζεις κάλλιστα πως συγγενείς δεν έχω πλέον, είμαι μόνος, έρημος επί του κόσμου τούτου.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ούτε μακρινόν δεν έχεις συγγενή;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν' έχω συγγενείς, Χαρίκλεια, συ, μόνη συ και φίλη μου και συγγενής μου είσαι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι επιθυμείς;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Να, θέλω συ να είπεις εις την φίλην σου πόσον θα ευτυχήσει μετ' εμού, καθώς πολλάκις είπες τούτο· την μητέρα της συ μόνη δύνασαι να πείσεις, σ' αγαπά και θα την πείσεις, είμαι βεβαιότατος. Ηξεύρω ότι κι άλλοι την εζήτησαν, αλλ’ ήσαν όλοι πλούσιοι καθώς εγώ και διά τούτο δεν ηθέλησε ποτέ την κόρην της να δώσει, φοβουμένη μη ο κόσμος είπει, ότι την υπάνδρευσε, διότι εύρε χρήματα· πλην όλ' αυτά αναμφιβόλως θ' ανατρέψεις συ...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ προσπαθούσα να μειδιάσει. — Λοιπόν το απεφάσισες.
ΑΡΜΟΑΙΟΣ. — Το απεφάσισα, διατί όχι; Όταν τις δεν ημπορεί να έχει ό,τι θέλει, πρέπει ν' αρκεσθεί μ' εκείνο που ευρίσκει· είσαι σύμφωνος; Συ δεν με θέλεις, έχεις λόγους ισχυρούς, καθώς μου λέγεις πάντοτε, αλλά εγώ εξ άλλου μέρους πάλιν θέλω σύζυγον, διότι ίσως αύριον θα είν' αργά· καιρόν να περιμένω πλέον δυστυχώς δεν έχω... Φεύγει ο καιρός, γηράσκομεν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ εγειρομένη. — Τοιαύτην ώραν είναι άραγε εκεί της Φαιναρέτης η μητέρα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Αγνοώ… αλλ’ όχι, όχι, δεν πιστεύω, αύριον πηγαίνεις.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Έως αύριον δεν την ζητούν και άλλοι τάχα;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος. — Όπως θέλεις, πήγαινε, αλλ’ ίσως δεν την εύρεις και τον κόπον σου θα χάσεις...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ εκρηγνυμένη εις νευρικόν γέλωτα. — Τι αστείον! δεν φαντάζεσαι τι κωμικόν θα μου φανεί, Αρμόδιε, εάν σε ίδω νυμφευμένον!
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μετά δυσαρεσκείας. — Κωμικόν; με περιπαίζεις;...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ καθημένη. — Έλα, έλα κάθισε, διότι δεν ηξεύρεις πόσον σ' αγαπώ... και εννοείς δεν θέλω υστερότερα να έλθεις προς με δυστυχής.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος. — Πώς δυστυχής;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Την Φαιναρέτην την γνωρίζεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Κάλλιστα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και την γνωρίζεις εκ του σύνεγγυς;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Πολύ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ωμίλησες μαζί της;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Απειράκις.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Πλην ηξεύρεις ότι είναι ακατάληπτος νεανίδος καρδία; Μήπως ξεύρεις αν, ενώ συ αύριον ζητείς την χείρα της, δεν λησμονείται άλλος αγαπών αυτήν; ηξεύρεις ότι ούτος ο λησμονηθείς ενώπιον του γάμου, επανέρχεται μετά τον γάμον εις την μνήμην δυστυχώς, και τότε πλέον ωραιότερος πολύ, θερμός και πλήρης αισθημάτων, ευφυής και του συζύγου πάντοτ' ευφυέστερος; ηξεύρεις ότι τότε πρώτον αγαπά νεάνις συζευχθείσα άγνωστον ως χθες; και αγαπά διότι είναι κίνδυνος, διότι έχει θέλγητρα πολλά πολλά το απηγορευμένον, και διότι φευ! επλάσθημεν τοιαύται;
ΑΡΜΟΑΙΟΣ. — Κατά σε λοιπόν ο πρώτος βασιλεύσας εις καρδίαν και τα ίχνη του αφήσας, ούτος πάντοτε κατέχει την καρδίαν της νεάνιδος.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Βεβαίως…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Απατάσαι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Είναι γενικός κανών.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Υπάρχουν εξαιρέσεις άπειροι. Ποσάκις όλως άγνωστοι κατόρθωσαν ερωτολήπτους να ελκύσωσι ψυχάς, οπόταν είναι σύζυγοι καλοί· ποτέ δυσαρεσκείας αφορμή δεν δίδεται και η ευδαιμονία καταπλημμυρεί τον οίκον τότε... Αλλ’ ακόμη ευτυχώς περί της Φαιναρέτης δεν ηκούσθη τι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Περί αυτής δεν λέγω· άπαγε! ποτέ!... εν γένει ομιλώ... μη με παρεξηγείς· η Φαιναρέτη είναι νέα φρόνιμος, καλή, γλυκεία, έχει τρόπους ευγενείς και σύζυγος θα γίνει βέβαια καλή, πλην διά σε δεν είναι...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Διατί;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μα να, τι να σου είπω... δεν ηξεύρω ούτ' εγώ... Ο χαρακτήρ σου είναι, ομολόγησον, αλλόκοτος ολίγον και χρειάζεσαι γυναίκα, ήτις να γνωρίζει κάλλιστα αυτόν... δεν θέλεις, λόγου χάριν, σύζυγον κομψευομένην και φιλάρεσκον.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ποτέ.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Δεν σου αρέσκουν οι χοροί, τα θέατρα.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Δεν λέγω...
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Το γνωρίζω... θέλεις ήρεμον ζωήν... δεν αγαπάς την πολυτέλειαν, καταδικάζεις την σπατάλην, περιττά δεν θέλεις έξοδα και τα ταξίδια διόλου δεν σ' αρέσουν... Είναι δύσκολον πολύ να εύρεις σύζυγον ανεκτικήν, να υποφέρει ιδιοτροπίας και να στερηθεί τα πάντα διά σε... ποτέ... Τυφλή, τυφλή αγάπη μόνον δύναται να υποστεί τοιαύτην βάσανον, αλλά ποτέ σου μην ελπίσεις πως θα ευρεθεί τοιούτον αίσθημα εις την καρδίαν της.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Εν τούτοις κάμε συ την πρότασιν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αλλά προς τι, αφού δεν είναι διά σε αυτή;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ιδία, εγειρόμενος. — Να την πιστεύσω!... ήλθεν εις συναίσθησιν; επέτυχε το τέχνασμα; αισθάνεται το κέντρον της ζηλείας;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Κάθισε.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Καλά, μα πότε θα υπάγεις;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Επιμένεις;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ καθήμενος. — Πώς αν επιμένω; νόστιμον! τι λέγομεν προ τόσης ώρας; είν' η νέα εύμορφος, εγώ δεν θέλω άλλο τίποτε· λοιπόν τι περιμένεις; άλλοι να προλάβωσιν ως είπες προ ολίγου;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ εγειρομένη και μετά θυμού. — Όχι, φίλε μου, δεν δύναμαι να κάμω ό,τι μου ζητείς, λυπούμαι…
ΑΡΜΟΔΙΟΣ εγειρόμενος. — Α!
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Και όσον δεν φαντάζεσαι, αλλά μου είναι παντελώς αδύνατον.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μετά πικρίας. — Συγχώρει, ότι προς στιγμήν επίστευσα εις την φιλίαν, ην μου έδειξες... Α! ναι, συγχώρει με, δεν έπρεπε.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Αρμόδιε !
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ω! μη συστέλλεις τας οφρύς, Χαρίκλεια· εάν πικρίαν έχουσιν οι λόγοι μου, αλλ’ είναι τραύμα καίριον, θανάσιμον η άρνησίς σου δι' εμέ... Διέλυσας τα όνειρά μου μ' ένα μόνον λόγον σου, διότι σε ηγάπων, σε ελάτρευον και όταν βλέπεις, ότι πλέον άπελπις ζητώ λιμένα ασφαλή, νεανίδος καρδίαν, συ αρνείσαι και προσκόμματα ακόμη παρεμβάλλεις· πλην δικαίωμα κανέν δεν έχεις ούτω να καταπατείς τα σχέδια του άλλου... Όχι, δύνασαι να κάμεις ό,τι θέλεις την καρδίαν σου, πλην της εμής καρδίας είμαι κύριος, και αν εγώ ο φίλος σου ο παιδικός δεν έχω τόσην επί σου επιρροήν, ώστε ευτόλμως να ζητήσω από σου την ελαχίστην χάριν, είσαι πράγματι, καθώς μου είπες ό,τι είσαι, άσπλαγχνος, ουδέν αισθανομένη, είσαι φθονερά, κακή και ό,τι άλλο…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Μη Αρμόδιε!
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ιδία. — Θεέ! τι βλέπω δάκρυα;... πώς έκλαυσε; συνεκινήθη;... (κρατών αυτήν από της χειρός) Ω ! μη φεύγεις... έρρευσαν τα δάκρυά σου... μη... μη φεύγεις, έκλαυσες, ησθάνθης άλγος... σε ελύπησα λοιπόν Χαρίκλεια;... Επάλαισα κι ενίκησα !
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ απομάσουσα τα δάκρυά της. — Ευχαριστώ, διότι με ελύπησες· πήγαινε τώρα... πήγαινε και άφες με. Την Φαιναρέτην κι άλλοι την ζητούν, αλλά σου πρέπει, είναι κόρη συμπαθής, καλή, θα ευτυχήσεις αν την λάβεις σύζυγον· πήγαινε, χαίρε!... (πίπτει επί του ανακλίντρου.)
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Όχι, μα τα δάκρυα αυτά, δεν φεύγω. (γονυπετών προ αυτής) Σε, σε πάντοτ' αγαπώ· και αν μετεχειρίσθην δόλον προς στιγμήν διά να επιτύχω το ποθούμενον, συγχώρει με, Χαρίκλεια, συγχώρει με· ναι, πίστευσέ με· σε, σε μόνον αγαπώ· αλήθειαν σου λέγω, ήτο τέχνασμα ο προς την Φαιναρέτην έρως μου. Ιδέ το βλέμμα μου, Χαρίκλεια, και πείσθητι· δεν σ' απατά· ειλικρινώς σου ομιλεί διά δακρύων, δος μου, δος την χείρα σου και δώρησέ μου πλέον την καρδίαν σου. Χαρίκλεια, Χαρίκλεια, αγάπησον. Δακρύεις πάλιν; μ' αγαπάς; Χαρίκλεια.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Τι πόνον προξενούν τα δάκρυα!...
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Ναι, ναι, μαραίνουν την καρδίαν, είναι πάντοτε πικρά τα δάκρυα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Ω προτιμότερον δι' όλης της ημέρας να γελά κανείς.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ. — Παρά να κλαύσει έστω και επί στιγμήν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ. — Να μη με κάμεις άλλοτε να κλαύσω, αι;
ΑΡΜΟΔΙΟΣ μετ’ αγάπης. — Ποτέ, Χαρίκλειά μου, σου υπόσχομαι φαιδρόν τον βίον, άλυπον, ευδαίμονα!
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ περιβάλλουσα την κεφαλήν του. — Α! έχεις, έχεις δίκαιον· μ' ενίκησες και του λοιπού γελώσαν πάντοτε, φαιδράν πλησίον σου θα έχεις, φίλε, σύζυγον.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ