ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ


 

 

Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, έτος 5ο του έτους 1890.

Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.

 

Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ

ΔΙΑΛΟΓΗ

υπό

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑ

 

Ο κύριος ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΨΗΤΑΡΑΣ, άνθρωπος υπερήλιξ, πρόσωπον, μακρόν και κατεγρυπωμένον· φέρει παραγναθίδας πυκνάς και αδρότατον μύστακα καλύπτοντα ολοσχερώς το στόμα· στραβίζει ολίγον, αλλά τούτο φαίνεται μόνον οσάκις οργίζεται. Ήτο άλλοτε τμηματάρχης, μετά τον σχηματισμόν όμως του νέου υπουργείου εξεφράσθη αυτώ πλήρης ευαρέσκεια και απεστάλη αυθημερόν οίκαδε, τουθ' όπερ ουδόλως ευηρέστησεν αυτώ, εννοούντι να υπηρετήσει την πατρίδα έστω και μετ' ανδρών όλως αντιθέτων φρονημάτων. Τελευταία λεπτομέρεια. Ο κ. Ψητάρας είχε περιουσίαν εκ της συζύγου του, ην απώλεσε —την περιουσίαν— αναμιχθείς εις επιχειρήσεις γηπέδων. Τώρα ζει δια της συντάξεώς του αναμένων πάντοτε την βελτίωσιν των οικονομικών της χώρας, την επάνοδον των φίλων του εις την εξουσίαν και την εκ νέου υπερτίμησιν των γηπέδων. Εισέρχεται εις την αίθουσαν φέρων κοιτωνίτην και σκούφον, βλέπει την πυράν εν τη εστία και σύρων μέχρις αυτής έδραν ρίπτεται εις αυτήν —την έδραν — και εξαπλεί τας τε χείρας και τους πόδας ίνα θερμανθεί.

 

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μειδιών ευαέρστως — Ανόητος! δεν ηρχόμην τόσην ώραν που επάγωσα μέσα!... Τι κρύον είναι και το σημερινόν!... και αυτό το σπίτι μας είναι Σιβηρία!... Δεν έχει μία τρύπα για θερμάστρα· ό,τι κάμνει αυτό το τζάκι εδώ... Μα είναι κι αυτή η γυναίκα μου!... μια φορά το μήνα θα το ανάψει!.... Πώς το έπαθε σήμερα;... ΤΙ καλά που το άναψε.... να έχει την ευχήν μου!... Άκουα κι εγώ κρακ κρακ από μέσα και δεν ημπορούσα να καταλάβω τι έτρεχεν... Ήσαν τα ξύλα που έκαιαν... και εγώ επάγωνα!... (βυθιζόμενος εν τη έδρα νωχελικώς) Εδώ θα μείνω τώρα έως ότου να καλυτερεύσει ο καιρός!

Η κυρία ΕΥΑΝΘΙΑ, σύζυγος του προειρημένου, την μέσην ηλικίαν υπερβάσα και καταγινομένη να διορθεί την φύσιν, ήτις —η αχάριστος— είναι αδιόρθωτος· πρόσωπον στρογγύλον ως πλησιφαής σελήνη, έχον και λωγάνιον υποκρεμάμενον, διήκον δε απ’ άκρου έως άκρου των ώτων· ρις ανάσιμος, στόμα φρεατώδες, εν ω φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού τα ερείπια της Καρχηδόνος εν είδει οδόντων· τράχηλος βραχύς και δυνάμενος να φέρει οιονδήποτέ άλλον ζυγόν πλην του συζυγικού· προεκβολαί άνω της οσφύος εις άκρον τεθραμμέναι, οσφύς τοσαύτη ώστε να δεικνύει την θέσιν εν η αύτη άλλοτε υπήρχε· γαστήρ προέχουσα μέχρι της ευθείας των προεκβολών, ήτις —ευθεία— προεκτεινομένη απέχει μίαν μεν σπιθαμήν από της γραμμής του μετώπου, δέκα δε κονδύλους από της γραμμής των ποδών. Φέρει εσθήτα μεταξίνην χρώματος πρασίνου υδατώδους, βαρύτιμα ψέλλια, μακρά ενώτια, σωρείαν δακτυλίων, έχει δε την κόμην αναδεδεμένην κινεζικώς.

ΕΥΑΝΘΙΑ εισερχομένη μετά πατάγου εις την αίθουσαν και τον σύζυγον αυτής βλέπουσα προς της εστίας. — Τι είν’ αυτό, Παρασκευά;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ, όστις εστράφη ακούσας την φωνήν της Ευανθίας. — Αυτό; φωτιά.... τι θέλεις να είναι;

ΕΥΑΝΘΙΑ δυσανασχετούσα. — Καλέ σ' ερωτώ τι κατάστασις είναι αυτή;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ Ζητών να εννοήσει. — Ποία κατάστασις;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Καλέ με την ρόμπαν σου; με τον σκούφον σου;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εννοήσας, αλλ’ εκπλησόμενος. — Τι, δεν σ' αρέσω;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Να μ' αρέσεις;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ παρατηρών εαυτόν εν απορία. — Δεν με βλέπεις έτσι κάθε ημέραν;

ΕΥΑΝΘΙΑ τας χείρας ανατείνουσα. — Μα σήμερον, αδελφέ;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ βυθιζόμενος εν τη έδρα και τον κοιτωνίτην περισυνάπτων. — Σήμερον περισσότερον από κάθε άλλην ημέραν, διότι κάμνει ένα κρύον διαβολεμένον!

ΕΥΑΝΘΙΑ αεριζομένη δια του ριπιδίου. — Είσαι απελπισία, καημένε Παρασκευά.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ στρέφων την κεφαλήν κνισθείς. — Διατί, παρακαλώ;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Διότι σήμερον είναι ημέρα που δέχομαι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έκπληκτος. — Δέχεσαι;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Βεβαίως...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Τι δέχεσαι;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Επισκέψεις.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αναπηδών. — Αι!

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τι είπες;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Είσαι με τα σωστά σου;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Πώς;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ούτινος η έκπληξις έφθασεν εις το κατακόρυφον. — Ώστε η κυρία.... δέχεται;...

ΕΥΑΝΘΙΑ εκπλησσομένη επί τη εκπλήξει του κ. Ψητάρα. — Σου φαίνεται παράξενον;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ κατερχόμενος. — Όχι.... δηλαδή... ναι, και πολύ μάλιστα.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Διατί;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ, στένων. — Δια πολλούς μεν άλλους λόγους, ιδίως όμως, διότι θ' αναγκασθώ ν' αφήσω αυτήν την καλή φωτιά και πού να πάγω να καθίσω;...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μα δεν σ' εμποδίζει κανείς να καθίσεις εδώ, αρκεί μόνον να βγάλεις τη ρόμπα και το σκούφο.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά μικράν σκέψιν — Η ιδέα σου μ' αρέσκει· δεν έχω καμίαν δυσκολίαν να βγάλω την ρόμπαν μου... αλλά τον σκούφον...

ΕΥΑΝΘΙΑ διαπορούσα. — Πώς;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μειλίχιος και δια τρόπου παρακλητικού. — Δεν είναι δυνατόν να μη βγάλω το σκούφο;...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Δεν γίνεται... θα έλθουν άνθρωποι... κυρίαι... είναι δυνατόν να κάθεσαι μ' ένα σκούφον;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διατηρών μικράν τινα αμφιβολίαν. — Δεν είναι δυνατόν....

ΕΥΑΝΘΙΑ — Αλλά πώς;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ πειθόμενος. — Έχεις δίκαιον. (βαίνων μέχρι της θύρας αλλ’ επιστρεφόμενος αμέσως) Έχεις πολύ δίκαιον.

ΕΥΑΝΘΙΑ, ήτις παρετήρει την επιστροφήν αυτού. — Διατί δεν πηγαίνεις;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εν στενοχωρία. — Θα πάγω... αυτό σκέπτομαι... ήθελα πολύ να πάγω,... και αμέσως μάλιστα... αλλά...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τι αλλά;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εκδηλών και δια χειρονομίας το αίσθημα του ψύχους. — Δεν σου φαίνεται ότι θα κάμνει κρύον έξω εις το πέρασμα;...

ΕΥΑΝΘΙΑ — Τι κρύον;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ρίπτων το βλέμμα εις την εστίαν. — Πώς να πάγω μέσα εις το δωμάτιόν μου έπειτα από αυτήν την φωτιάν... θα πάρω κανένα συνάχι· δεν νομίζεις ότι ημπορώ να το αρπάξω;

ΕΥΑΝΘΙΑ διανοίγουσα τον κοιτωνίτην του κ. Ψητάρα. — Στάσου να σε ιδώ· είσαι λαμπρά ενδυμένος.... δεν έχεις ανάγκην παρά να φορέσεις τη ρεδιγκότα σου...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ δεικνύων ότι συμφωνεί πληρέστατα. — Έτσι αι;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Πηγαίνω να σου την φέρω.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ γηθοσύνως. — Αυτό ήθελα να σου ειπώ τόσην ώραν, Ευανθίτσα μου, αλλά δεν ήθελα να σε βάλω και σε κόπον.

ΕΥΑΝΘΙΑ εξερχομένη. — Καλέ δεν βαρύνεσαι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μόνος περιτρέχων την αίθουσαν εν προφανεί στενοχωρία. — Τι ιδέα! τι ιδέα!... που της ήλθε να δεχθεί... είμεθα ημείς για τέτοια πράγματα με τρεις καρέκλες και μ' ένα καναπέ μισοσπασμένο;... Τι ιδέα!... μα τι ιδέα!... Ήθελα να της κάμω την παρατήρησιν ότι αυτά είναι ανοησίαι, αλλ’ αφ' ότου έχασα την προίκα της δεν τολμώ και να λέγω πολλά λόγια. Εκείνο το μάτι της όταν με κοιτάζει είναι σαν να μου λέγει: «Σιωπή, κύριε, μου έφαγες την προίκα μου! » Δηλαδή όχι ότι την έφαγα... την έχασα όμως, που είναι το αυτό... Αχ, καλύτερα να την έτρωγα τουλάχιστον σε διασκεδάσεις, θα είχα τώρα την ενθύμησίν της, ενώ δεν έχω παρά τα γήπεδα!... Εις την αρχήν έκαμα να της ρίξω έναν πούντον, μα δεν ηξεύρω διατί εδειλίασα έπειτα... εφοβήθηκα το μάτι της... Δέχεται!... (σταυροκοπούμενος) Πίσω μου είσαι δαίμονα!... (τείνων το ους) Ποιος έρχεται;... αυτό είναι ανδρός βήμα... έχει γούστον να ήρχισαν οι επισκέψεις της κυρίας... κι εγώ είμαι ακόμη με τη ρόμπα μου... (περίτρομος κρυπτόμενος εν τη γώνω του παραθύρου όπισθεν παραπετάσματος). Διάβολε!...

Εισέρχεται ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ κρατών δίσκον πλήρη κυάθων και ποτηρίων, άτινα συγκρουόμενα κροτούσι καθ' όσον ούτος προχωρεί. Φέρει λευκόν λαιμοδέτην κατά τι ερρικνωμένον, φράκον, εφ’ ου διακρίνονται μεγάλαι κηλίδες και ούτινος τα μανίκια είναι βαθυτέρου χρώματος παρ' ό,τι το επίλοιπον ένδυμα, εξ ου υποτίθεται ότι παθόντων των πρώτων σπουδαίαν βλάβην αντικατεστάθησαν υπ' άλλων ανηκόντων εις άλλο φράκον. Περί του πανταλονίου, όπερ φέρει, δύνανται να υπάρξωσιν ενδοιασμοί, αν και κατά πόσον ανήκει τούτο εις την πατριάν των δισκελών χωνίων, εκτός εάν παραδεχθόμεν, και παραδεχόμεθα τούτο ανεπιφυλάκτως, ότι καίπερ πεπαλαιωμένον εδωρήθη αυτώ υπό παχυσάρκου τινος κυρίου. Εννοείται ότι φέρει και χειρόκτια ο υπηρέτης, παραδόξως δε ταύτα είναι καινουργή. Και ούτω λοιπόν χωρών υπό τον ήχον των συγκρουομένων ποτηρίων διευθύνεται προς την τράπεζαν, εφ' ης αποθέτει τον δίσκον και άρχεται της διευθετήσεως των πάντων.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ προκύπτων την κεφαλήν εκ του παραπετάσματος.— Ποίος είναι αυτός;… Υπηρέτης; (εξερχόμενος του γώνου) Πότε ήλθε;... και με φράκον... και με γάντια;...

ΥΠΗΡΕΤΗΣ μορφάζων καθ’ όσον διευθετεί τα ποτήρια και τους κυάθους. — Άνθρωποι κι αυτοί για να δεχθούν· δεν έχουν ούτε τσιμπίδα για την ζάχαρη!... Φλυτζάνια είν' αυτά; είναι αυτή τσαγιέρα;... μυρίζει ακόμη χαμομήλι!... Και κάτω στην κουζίνα είναι που είναι!... Βρόμα και των γονέων!... .

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ όστις επλησίασε τον υπηρέτην. — Τι κάμνεις εσύ αυτού;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ παρατηρών αυτόν απαθώς. — Διορθώνω κατά πώς πρέπει.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Διορθώνεις;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ ιδία. — Ο αφέντης θα είναι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Τι είναι αυτά;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Για το τσάι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έκπληκτος. — Ποιο τσάι;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ ιδία παρατηρών αυτόν περιέργως. — Κοροϊδεύει τώρα ή μας κάνει τον κουτό;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Πότε ήλθες εσύ εδώ;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Τώρα δεν είναι ούτε τρία τέταρτα της ώρας.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ — Ποιος σου είπε να έλθεις;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Η κυρία.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Έτσι αι;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Αμ' τι; μονάχος μου θα ‘ρθω;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Και σ' εσυμφώνησεν η κυρία;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Τι να με συμφωνήσει... εμείς δεν κάνουμε συμφωνίες.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διαπορών. — Τι θα ειπεί δεν κάμνετε; Πόσα θα σου δίδει;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Δέκα δραχμές.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Το μήνα;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ μειδιών αυταρέσκως. — Όχι δα... την ημέρα... εμείς μπαίνουμε με την ημέρα.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αναπηδών. — Την ημέραν;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Αμ' τόσο είναι, αφέντη· αυτά είναι ξεκομμένα· όποιον και αν πάρει το ίδιο θα της ζητήσει.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία δυσκόλως αναπνέων — Εφ!... εφ!... εφ!... ετρελάθηκεν η γυναίκα μου!... δεν υπάρχει αμφιβολία, ετρελάθηκεν... και θα με βάλει στα έξοδα να την πάγω στου Δρομοκαΐτη...

ΕΥΑΝΘΙΑ εισερχομένη και ρεδιγκόταν κρατούσα. — Την είχες κάμει σ’ ένα χάλι... ετρόμαξα έως ότου να την παστρέψω... Έλα, βγάλε τη ρόμπα σου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία διατρέχων την αίθουσαν. — Ακούς εκεί δέκα δραχμές την ημέραν, όταν η σύνταξίς μου είναι όλη διακόσιες τριάντα εννέα δραχμές και είκοσι λεπτά!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Κυρία.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τι θέλεις;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ δεικνύων μεθ’ υπερηφανείας την τράπεζαν, εφ’ ης τα πάντα είναι εν τάξει. — Δεν πιστεύω να χρειάζεται τίποτες άλλο.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Καλά είναι· τώρα πήγαινε να φέρεις το σαμοβάρι.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ εξερχόμενος. — Αμέσως.

ΕΥΑΝΘΙΑ, διανοίγουσα την ρεδιγκόταν, ην κρατεί και βηματίζουσα όπισθεν του κ. Ψητάρα, όστις δεν έπαυσε να διατρέχει την αίθουσν. — Έλα λοιπόν!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ παρακολουθών δια του βλέμματος τον εξερχόμενον υπηρέτην. — Μίαν στιγμήν...

ΕΥΑΝΘΙΑ βλέπουσα και αύτη τον υπηρέτην. — Τι είναι;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ δεικνύων τον υπηρέτην, όστις εξήλθεν. — Τι αγαπά η ευγενία του εδώ;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ποιος; ο υπηρέτης;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Μάλιστα.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Νόστιμη ερώτησις...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Νοστιμοτάτη!

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Και ποιος θέλεις ν' ανοίξει την πόρτα;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διανοίγων τους οφθαλμούς. — Ποιος;

ΕΥΑΝΘΙΑ, διανοίγουσα τους ρώθωνας. — Ναι, ποιος; η Κατερίνα;... ποιος να φέρει επάνω τας επισκέψεις; η Κατερίνα; ποιος να σερβίρει το τσάι; η Κατερίνα;…

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εν πεποιθήσει. — Διατί όχι, παρακαλώ, αφού δεν μας κοστίζει και τίποτε;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τι λες τώρα, στο θεό σου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Μήπως δεν την έχομε που την έχομε;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μα...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διακόπτων αυτήν. — Σημείωσε δε ότι αυτή παίρνει μόνον εικοσιπέντε δραχμές τον μήνα και κάμνει... κουζίνα, πλύση, σίδερο, σιγύρισμα... όλα τέλος πάντων... ενώ δι’ αυτόν θέλεις τριακόσιες... δι’ ένα τσάι μόνον.

ΕΥΑΝΘΙΑ Τι κάθεσαι και λες; τι τριακόσιες;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Δραχμές!

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ποιος σου τα είπεν αυτά;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Αυτός ο ίδιος εκτός... αν λέγει ψέματα. Δέκα δραχμάς την ημέραν, μου είπεν ότι θα του δίδεις.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Πολύ καλά, δέκα· πού ευρέθησαν οι τριακόσιες;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εξαπτόμενος βαθμηδόν. — Μα, ευλογημένη, τριάντα ημέρες από δέκα την ημέραν δεν κάμνουν τριακόσιες;... και δεν σου βάζω τους μήνας που έχουν τριάντα μία, διότι έχει και ο Φεβρουάριος είκοσι οκτώ...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Και ποιος σου είπεν ότι θα τον έχω κάθε ημέρα;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ, ούτινος η έξαψις μετετράπη αμέσως εις έκπληξιν. — Α!

ΕΥΑΝΘΙΑ μειδιώσα. — Κάθε ημέραν!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ συνερχόμενος εντελώς. — Δεν θα τον έχεις λοιπόν κάθε ημέραν;…

ΕΥΑΝΘΙΑ γελώσα. — Ξεκούτιανες, καημένε... Έλα, βγάλε τώρα τη ρόμπα σου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ, όστις απέβαλε τον κοιτωνίτην και ενεδύθη την ρεδιγκόταν. — Μα έτσι πες μου, αδελφή...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Θα τον έχω όσες φορές θα δέχομαι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετ’ ευχαριστήσεως. — Α, α!

ΕΥΑΝΘΙΑ βλέπουσα τον υπηρέτην, όστις εκόμισε το σαμοβάριον. — Εκεί επάνω βάλε το.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Όσες φορές θα δέχεσαι λοιπόν...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μα είναι πράγματα να τα ερωτάς αυτά; Μόνον κάθε Σάββατον.

Ο κ ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία ξέων την κεφαλήν αυτού. — Αδιάφορον!... πάλιν είναι σαράντα δραχμές το μήνα... κάθε Σάββατον... Αν ήτο δυνατόν να εδέχετο κάθε δεκαπέντε, θα είχαμεν μίαν οικονομίαν από είκοσι δραχμές… Θα της το προτείνω.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Πήγαινε μέσα τη ρόμπα του κυρίου και φέρε τα γλυκίσματα και ό,τι άλλο είναι.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ υποκλίνων και απερχόμενος. — Αμέσως, κυρία.

ΕΥΑΝΘΙΑ δεικνύουσα την άλλην θύραν. — Πήγαινε απ’ εδώ διά να μη λερώνεις το αντρέ με τα σύρτα φέρτα σου.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ συνοφρυούμενος ιδία. — Να μη λερώνω;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Είναι κλειστά απ’ εκεί.

ΕΥΑΝΘΙΑ ερευνώσα εν τω θυλακίω της. — Α, ναι, εγώ εκλείδωσα. (ανοίγουσα την θύραν και είτα κατέρχεται) Πήγαινε και μην αργείς.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ ιδία εξερχόμενος. — Πολύ ζόρικη γυναίκα είναι η κυρία. Ακούς να μη λερώνω!...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Είναι που φοβούμαι το μάτι της, αλλά θα της το προτείνω... χωρίς να την κοιτάζω.

ΕΥΑΝΘΙΑ διορθούσα τα επί της τραπέζης. — Δεν ηξεύρεις πώς μ' ευχαριστεί... (βλέπουσα τον κ. Ψητάραν, όστις φορεί τον σκούφον του). Αι, καλά, έτσι θα φορείς το σκούφο σου;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ στρεφόμενος. — Τι πειράζει;

ΕΥΑΝΘΙΑ δυσανασχετούσα. — Μα είναι γελοίον να έρχονται οι άνθρωποι και να σε βλέπουν με το σκούφο στο κεφάλι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αφελώς. — Α, θα τον βγάζω τότε. (αφαιρών τον σκούφον και θέτων αυτόν ταχέως εις το θυλάκιον αυτού) Να, έτσι… μία και πάει.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μα να μη το λησμονήσεις.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μειδιών. — Μη σε μέλει. (φορών και πάλιν τον σκούφον) Τι έλεγες λοιπόν;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Έλεγα ότι πολύ μ' ευχαριστεί ότι απεφάσισα κι επήρα ημέραν.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Καιρός είναι να της το ειπώ.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Διότι έτσι βλέπει κανείς και όλους του τους γνωρίμους· και επί τέλους τους υποχρεώνει κιόλας με ένα τσάι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ υποτονθυρίζων. — Ναι, τους υποχρεώνει να έλθουν να το πάρουν χωρίς να θέλουν καμιά φορά.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τι είπες;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Τίποτε· είμαι σύμφωνος με την ιδέαν σου

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Δεν είναι άνθρωπος, ο οποίος να μη μου είπε: «Μα τέλος πάντων, κυρία Ψητάρα, δεν θα σας εύρομεν ποτέ στο σπίτι σας; πάρτε και σεις μίαν ημέραν δια να σας βλέπομεν.»

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ στένων. — Και επήρες το Σάββατον!...

ΕΥΑΝΘΙΑ γηθοσύνως. — Και το νοστιμότερον είναι, ότι το έμαθεν όλος ο κόσμος και το τι θα έλθει σήμερον δεν λέγεται.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Νομίζω ότι είναι καιρός να της το ειπώ.

ΕΥΑΝΘΙΑ περισκοπούσα την αίθουσαν. — Το σαλόνι μας είναι μικρόν, αλλ’ αδιάφορον, δεν θα έλθουν και όλοι μαζί.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά κρατερόν ενδόμυχον αγώνα και προσπαθών, ν’ αποφύγει το βλέμμα της Ευανθίας. — Μα τώρα έλα να ομιλήσομεν και ολίγον σοβαρώς.

ΕΥΑΝΘΙΑ παρατηρούσα περιέργως αυτόν. — Τι να κάνομεν;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εντείνων την φωνήν αλλ’ αποστρέφων πάντοτε το βλέμμα. — Λέγεις ότι θα έλθει πολύς κόσμος…

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Λέγω;… Είμαι βεβαία.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Ποίος κόσμος; τι σχέσεις έχομεν ημείς δια να δεχόμεθα και επισκέψεις;

ΕΥΑΝΘΙΑ σχεδόν μειδιώσα. — Τι θέλεις να ειπείς μ' αυτά, διότι δεν σε καταλαμβάνω.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αναθαρρήσας εκ της ηπιότητος του τρόπου και στρέφων ολίγον την κεφαλήν, είτα δε και αυτό το βλέμμα. — Θέλω να ειπώ, και σε παρακαλώ να μη με παρεξηγήσεις, ότι αι σχέσεις μας είναι πολύ περιορισμέναι, καθ' όσον αφορά τους ανθρώπους, οι οποίοι το έχουν δουλειά να κάμνουν επισκέψεις. Ημείς, δεν λέγω, είμεθα συνδεδεμένοι με πολλάς οικογενείας, αλλ’ αι οικογένειαι αυταί βγαίνουν μια φορά στους τρεις μήνας από το σπίτι των, και θέλεις να μας έρχονται εδώ κάθε Σάββατον, αφού μάλιστα καθήμεθα και εις την άλλην άκραν της πόλεως;

ΕΥΑΝΘΙΑ τείνουσα το ους. — Τον σκούφον σου... κάποιος έρχεται.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αφαιρών ταχέως τον σκούφον. — Ω, παρ' ολίγον να τον λησμονήσω.

ΕΥΑΝΘΙΑ βλέπουσα τον υπηρέτην, όστις κομίζει τα γλυκίσματα. — Δεν σου είπα να έρχεσαι απ’ εδώ δια να μη λερώνεις το αντρέ;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ κνισθείς. — Μα δεν ημπορώ να περνώ από τις κρεβατοκάμαρες όλην την ώρα, κυρία· γι’ αυτό είναι οι αντρέδες.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία φορών και τον σκούφον αυτού. — Είναι και αυθάδης ο φίλος... αφού παίρνει και δέκα δραχμές!

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Πήγαινε τώρα κι έχε το νου σου στο κουδούνι.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ απερχόμενος και μορμύρων. — Την ξέρω εγώ τη δουλειά μου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά μικράν σιγήν, καθ’ ην η Ευανθία διορθεί τα επί της τραπέζης. — Δεν εσκέφθης όμως, Ευανθία μου, ότι αυτά τα πράγματα έχουν έξοδα, και ημείς...

ΕΥΑΝΘΙΑ λίαν αυστηρώς. — Τι είπες;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία την κεφαλήν αποστρέφων. — Ω, διάβολε, το μάτι της... δεν το επρόσεξα· ως να μου λέγει: Και η προίκα μου;

ΕΥΑΝΘΙΑ τονίζουσα εκάστην λέξιν. — Τι έξοδα; το τσάι το έχομεν καθώς και την ζάχαρην, τα κάρβουνα καίονται πάντοτε, το γάλα είναι αυτό που δεν πίνω το πρωί, το κονιάκ, μας το στέλνουν πότε και πότε πεσκέσι, τα λεμόνια δεν θα μας λείψουν ποτέ όσο πέφτει στην αυλή μας η λεμονιά του γειτονικού σπιτιού· το μόνον έξοδον είναι τα ολίγα γλυκίσματα...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ δειλώς. — Και ο υπηρέτης;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μεγάλη δουλειά! δέκα δραχμάς!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Ναι, μα είναι τέσσαρες φορές το μήνα, που μας κάμνουν σαράντα στρογγυλές, και είναι μερικοί μήνες που έχουν πέντε Σάββατα. Δεν είναι δυνατόν να δέχεσαι μίαν φοράν τον μήνα;

ΕΥΑΝΘΙΑ εμβρόντητος — Καλέ, είσαι με τα σωστά σου;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ παρακλητικώς.— Κάθε δεκαπέντε τουλάχιστον.

ΕΥΑΝΘΙΑ καγχάζουσα. — Μα πως γίνεται αυτό;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ενθουσιωδώς. — Να το κάμεις εσύ και να ιδείς ότι θα σε ακολουθήσουν και άλλες.

ΕΥΑΝΘΙΑ υψούσα τους ώμους. — Είσαι τρελός, καημένε Παρασκευά.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έχων την πεποίθησιν ότι θα κατορθώσει ό,τι σκέπτεται ρυθμίζων την φωνήν αυτού ούτως ώστε πάσα λέξις ν’ αποστάζει μέλι. — Ξεύρεις πόσον οικονομικότερα θα μας έλθει;

ΕΥΑΝΘΙΑ πικρώς. — Ηξεύρω ένα πράγμα, ότι ημπορούσα να δέχομαι κάθε ημέραν και εξ αιτίας μερικών μερικών επιχειρήσεων...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αποστρέφων βιαίως το πρόσωπον ιδία. —Την προίκα της!...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μ' εκατάλαβες, νομίζω.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία καταπίνων στεναγμόν. — Έτσι τελειώνει κάθε συζήτησίς μας!

Σιγή, καθ' ην ο μεν κ. Ψητάρας διατρέχει την αίθουσαν εν προφανεί στενοχωρία, η δε Ευανθία διευθετεί καταλλήλως τους κυάθους επί της τραπέζης σκεπτομένη τι να επιπροσθέσει εις ό,τι είπε προς τον σύζυγόν της. Και φαίνεται ότι εύρε τούτο διότι στρέφεται, ίνα τον αναζητήσει εν τη αιθούση, και ανοίγει το στόμα ίνα την σκέψιν αυτής διατυπώσει μετά πολλής πικρίας, ως ο μορφασμός του προσώπου αυτής δηλεί, ότε ανακόπτεται υπό του κώδωνος της θύρας.

ΕΥΑΝΘΙΑ ριπτομένη επί του ανακλίντρου και βιβλίον ανά χείρας λαμβάνουσα. — Το κουδούνι... έρχονται, Παρασκευά... Βγάλ' τη σκούφια σου, πάρε και συ ένα βιβλίον... ή όχι... ακούμπησ' εδώ καλύτερα...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ όστις αφαιρέσας τον σκούφον του ερρίφθη και αυτός εις την έδραν, είτα εγερθείς εις την νέαν πρόσκλησιν της Ευανθίας, έτρεξε δεξιά και αριστερά. — Πού, πού, πού ν' ακουμπήσω;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Εδώ, στη ράχη του καναπέ, γρήγορα.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ τρέχων προς αυτήν. — Στη ράχη;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Και κοίταζέ με μες τα μάτια, ενώ εγώ θα κάμνω ότι διαβάζω...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ λαμβάνων ερωτικήν στάσιν. — Έτσι;

ΕΥΑΝΘΙΑ προσποιουμένη ότι αναγινώσκει και ρίπτουσα κρύφια βλέμματα προς τον κ. Ψητάραν. — Ναι.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ εισερχόμενος φέρων επιστολήν. — Κυρία;…

ΕΥΑΝΘΙΑ υπεγειρομένη. — Τι είναι;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εγειρόμενος και φορών τον σκούφον του ιδία. — Αυτός πάλιν είναι!... Ουφ!...

ΕΥΑΝΘΙΑ λαμβάνουσα την επιστολήν. — Ποιος το έφερεν αυτό το γράμμα;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Ένας άνθρωπος.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Δεν είπε τίποτε;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Δεν τον άκουσα να ειπεί τίποτε.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Καλά, πήγαινε.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά την έξοδον του υπηρέτου. — Ποιος σου γράφει;

ΕΥΑΝΘΙΑ, ήτις απεσφράγισε την επιστολήν, αναγινώσκουσα. — «Αγαπητή μου κυρία Ψητάρα, πόσον λυπούμαι, ότι έχομεν την αυτήν ημέραν· δεν θα ημπορέσομεν ποτέ να συναντηθόμεν και τούτο με λυπεί κατάκαρδα. Είσθε όμως και ολίγον κακή, αγαπητή μου κυρία Ψητάρα, διότι ενώ η εβδομάς έχει επτά ημέρας εξελέξατε την ιδικήν μου, και θα καταστρέψειτε τοιουτοτρόπως τα Σάββατά μου και θα ερημώσητε καθ’ ολοκληρίαν τας αιθούσας μου, τούθ' όπερ αυξάνει την λύπην μου. Εν τούτοις σας ασπάζομαι και μένω η φίλη σας, Χαρίκλεια Τσαπαλίδου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ λαμβάνων την επιστολήν σύννους ιδία. — Σαν να μας κοροϊδεύει αυτή η κυρία Τσαπαλίδου.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Η καημένη!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Δεν το εννόησεν!

ΕΥΑΝΘΙΑ εγειρομένη. — Τι λύπη!... πώς με αγαπά.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Εγώ λέγω να επωφεληθώ της περιστάσεως διά να της προτείνω και πάλιν...

ΕΥΑΝΘΙΑ διακόπτουσα την σκέψιν αυτού. — Δεν ευρίσκεις ότι μ' αγαπά πολύ;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ προσποιούμενος στενοχωρίαν. — Ε, ε,… αν σ' αγαπούσε δεν έπρεπε να σου πάρει την ημέραν σου.

ΕΥΑΝΘΙΑ δυσθύμως. — Τι ανοησίες λες; αυτή μου την επήρε η εγώ;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Α, ναι· έχεις δίκαιον… Αι, να την αλλάξεις.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τι ν' αλλάξω;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Την ημέραν σου.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τώρα που το ηξεύρει όλος ο κόσμος;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Να με πάρει ο διάβολος αν το ξεύρει κανείς... αφού δεν το ήξευρα ούτ' εγώ.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Έπειτα πόσες είναι αυτές οι ημέρες; επτά, και πρέπει να είμεθα τριάντα οι κυρίες που δεχόμεθα.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία στένων. — Βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες!

ΕΥΑΝΘΙΑ μετ' επιμονής. — Τριάντα!... δεν είναι παίξε γέλασε.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Αυτό έρχεται εις υποστήριξιν της ιδέας που σου έλεγα πρωτύτερα.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ποίας ιδέας;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μειλιχίως. — Να δέχεσαι μια φορά τον μήνα, ή τουλάχιστον... κάθε δεκαπέντε.

ΕΥΑΝΘΙΑ δυσανασχετούσα. — Ουφ!... να μην ακούω ανοησίες!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Έτσι θα εύρετε σειράν όλες σας.

ΕΥΑΝΘΙΑ στρέφουσα αυτώ τα νώτα βιαίως. — Κάμε τη δουλειά σου, σε παρακαλώ...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά βαθύτατον στεναγμόν καθήμενος παρά την πυράν. — Πολύ καλά.

Μακρά σιγή, καθ' ην εν μεν τη αιθούση ακούεται η πτήσις των απομεινασών μυιών, έξω δε εν τη οδώ, ήτις είναι και λίαν απόκεντρος, πού και πού η τροχηλασία πεπλανημένου κάρου. Αίφνης ακούεται ο κώδων της θύρας ήχων επανειλημμένως.

ΕΥΑΝΘΙΑ ριπτομένη εις το ανάκλιντρον — Παρασκευά, έρχονται...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αφυπνιζόμενος. — Α, Διάβολε!... μ' επήρε ο ύπνος.

ΕΥΑΝΘΙΑ εν οργή βλέπουσα τον κ. Ψητάραν σκορδινώμενον. — Μη χασμουριέσαι τώρα και θα έλθουν άνθρωποι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ χασμόμενος. — Α, θα έλθουν...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Έλα, ακούμπησ' εδώ εις τον καναπέν.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ερειδόμενος της ράχεως του ανακλίντρου, αλλά μη κατορθών να καταστείλει τα χασμήματα. — Τι να σου κάμω; όταν με πιάσει αυτό το χασμουρητόν;

ΕΥΑΝΘΙΑ οργίλη. — Πάλιν;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ δυσανασχετών. — Μήπως το θέλω;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ωραία!... πολύ ωραία!... μόνον διά να έχεις πόζαν ερωτευμένου!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Εγώ την έχω;... εσύ την ηθέλησες, και να σου ειπώ την αλήθειαν... μ' εκούρασεν.

ΕΥΑΝΘΙΑ περιδεής. — Βγάλ' τη σκούφια σου, για όνομα του Θεού!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αποβάλλων τον σκούφον του. — Μπα! την φορώ;

ΕΥΑΝΘΙΑ φέρουσα το βλέμμα επί του βιβλίου. — Δεν σου λέγω εγώ πως θα την λησμονήσεις;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά μικρόν δεικνύων σημεία μεγίστης ανυπομονησίας. — Eίσαι βεβαία ότι εκτύπησε το κουδούνι; ΕΥΑΝΘΙΑ. — Αφού το ήκουσα.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Πώς δεν έρχεται λοιπόν αυτή η επίσκεψις;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ξεύρω κι εγώ;... δεν ημπορώ να εννοήσω τίποτε.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ επιχειρών να μετακινηθεί. — Να πάγω να ιδώ μίαν στιγμήν;

ΕΥΑΝΘΙΑ ταχέως και υποκώφως. — Μην κουνιέσαι· νομίζω ότι έρχεται.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ τείνων το ους. — Λάθος κάμνεις· δεν είναι κανείς.

ΕΥΑΝΘΙΑ ης το βιβλίον διολίσθησι των χειρών. — Περίεργον!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ανορθούμενος. — Για να ιδούμε τι τρέχει.

ΕΥΑΝΘΙΑ περιδεής. — Μην έβγεις όμως έξω.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ φέρων τας χείρας περί την οσφύν και μετ’ άλγους στένων. — Οχ, να πάρει η οργή, εκοψομεσιάστικα!

ΕΥΑΝΘΙΑ υπεγειρομένη. — Φώναξε τον υπηρέτην να τον ερωτήσεις..

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ.— Πώς τον λέγουν;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ξεύρω κι εγώ;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έκπληκτος. — Πώς δεν ηξεύρεις το όνομά του;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μήπως θα παίρνω τον ίδιον πάντοτε;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ παρά την θύραν. — Αι, πού είσαι; Κώστα, Γιάννη...

ΕΥΑΝΘΙΑ διακόπτουσα αυτόν ταχέως. — Μη φωνάζεις έτσι δυνατά.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εξακολουθών, αλλά δια φωνής υποκώφου. — Παύλε, Βαρθολομαίε, Οσμάν, Εδουάρδε, Αναξαγόρα!...

ΕΥΑΝΘΙΑ μετ’ ανυπομονησίας. — Ου, καημένε και συ.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ κλείων την θύραν. — Όλα τα ονόματα του τα είπα... δεν ακούει.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Αι, καλά· κοίταξε να ιδείς τι τρέχει.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ εισερχόμενος. — Μ' εφωνάξατε;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έκπληκτος. — Μπα! ήλθες;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Μα δεν μ' εφωνάξατε;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Και πώς λέγεσαι;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Αναξαγόρας.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Ο Κλαζομένιος;...!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ υπερηφάνως. — Όχι.

ΕΥΑΝΘΙΑ — Πώς δεν ανέβηκ' επάνω;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Ποιος;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Αυτός που εκτύπησε το κουδούνι.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Δεν ήταν κανείς.

ΕΥΑΝΘΙΑ έκπληκτος. — Πώς;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ.— Κάτι μάγκες επερνούσαν και το εκτύπησαν.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Α!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Θέλετε τίποτες άλλο;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ φορών τον σκούφον αυτού. — Όχι, Αναξαγόρα… έχεις την άδειαν να μένεις παρά την θύραν κάτω... Κλαζομένιε.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ απερχόμενος και μορμύρων ιδία. — Γιατί με λέει Κλαζομένιο, αφού με λένε Βουρδουμπά;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διευθυνόμενος προς την τράπεζαν. — Τέσσαρες η ώρα... δεν πιστεύω να έλθουν πολλαί επισκέψεις...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Μπα! είν' ενωρίς ακόμη.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Τι ενωρίς που εις τας πέντε βραδιάζει;

ΕΥΑΝΘΙΑ βλέπουσαν τον κ. Ψηταράν όστις ετοιμάζεται να λάβει κύαθον τεΐου. — Τι κάμνεις αυτού;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αφελώς. — Να πιω ένα τσάι... βαρέθηκα να περιμένω.

ΕΥΑΝΘΙΑ δι’ ενός άλματος ευρισκομένη παρ’ αυτώ. — Ετρελάθης;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εμβρόντητος. — Διατί;

ΕΥΑΝΘΙΑ αρπάζουσα την τεϊοδόχην — Να λερώσεις τις τσάσκες;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Μα εστέγνωσεν ο λαιμός μου, αδελφή!

ΕΥΑΝΘΙΑ τας χείρας ανατείνουσα. — Πα, πα, πα, Θεός φυλάξει!... Να έλθει ο κόσμος και να τα εύρει άνω κάτω;…!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μελαγχολικώς. — Μία τσάσκα, ευλογημένη!...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Τίποτα, τίποτα... αυτά δεν πρέπει να τα εγγίξεις καθόλου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ απελπιστικώς. — Μα δεν βλέπεις πως βράζει το νερόν;... πάει χαμένον...

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ας πάει...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Πως θα πιώ ένα φλυτζάνι...

ΕΥΑΝΘΙΑ.— Ούτε μισόν.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ καταπνίγων βαθύτατον στεναγμόν και απλών την χείραν όπως λάβει τρωγάλιον. — Καλά, ας ευχαριστηθώ με ένα μπισκότον.

ΕΥΑΝΘΙΑ κρατούσα την χείρα αυτού. — Μα μην είσαι λιχούδης, καημένε.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Ένα θα πάρω, μήπως θα τα πάρω όλα;

ΕΥΑΝΘΙΑ αρνουμένη. — Όχι, όχι!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Να πάρω ένα εγώ και ένα εσύ.

ΕΥΑΝΘΙΑ σείουσα την κεφαλήν. — Φάγ' εσύ και φάγ' εγώ, τι θα μείνει για τους ξένους;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αισθανόμενος την οργήν καταλαμβάνουσαν αυτόν. — Θα μου επιτρέψεις να σου ειπώ ότι αυτά είναι ανόητα καμώματα....

ΕΥΑΝΘΙΑ παρατηρούσα αυτόν ασκαρδαμυκτί. — Τι είπες,

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ υπομένων το βλέμμα της καρτερικώς, αλλά στραβίζων ένεκα της οργής. — Όταν γίνεται το έξοδον δια τους ξένους, εγώ ο άνδρας σου έχω νομίζω το δικαίωμα...

ΕΥΑΝΘΙΑ οργίλη. — Το έξοδον... το έξοδον...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ εις άκραν παροργισμένος. — Μάλιστα, το έξοδον το οποίον γίνεται από την σύνταξίν μου...

ΕΥΑΝΘΙΑ θηριωδώς απελπιστική. — Το έξοδον!... δεν νομίζω να είναι από την σύνταξίν σου... το έξοδον!...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ πίπτων επί της παρά την εστίαν έδρας εν απελπισία. — Ω!

ΕΥΑΝΘΙΑ εξακολουθούσα να φαίνεται πάντοτε απειλητική, σείουσα δε ισχυρώς την κεφαλήν. — Με καταλαμβάνεις.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ σιγά κάτω νεύων και βυθίζει το βλέμμα εντός της σβεννυμμένης πυράς, όπως ανεύρει την ύψωσιν της τιμής των γηπέδων.

Επικρατεί επί πολλήν ώραν βαθεία σιγή και ούτε η πτήσις των μυιών ακούεται πλέον, ούτε άλλος εν τη οδώ θόρυβος.

Εν τούτοις η Ευανθία δεν δύναται να καταστείλει την ανησυχίαν της ότι δεν προσέρχονται αι αναμενόμεναι πολυπληθείς επισκέψεις, ευρίσκουσα μάλιστα ότι είναι λίαν κακοήθεις, και το μέρος του τάπητος από του ανακλίντρου μέχρι του παραθύρου αρχίζει να φθείρεται.

Αίφνης ακούεται ο κώδων της θύρας και μετ’ ολίγον ηχούσιν επί της κλίμακος βήματα στερεά.

ΕΥΑΝΘΙΑ ριπτομένη επί του ανακλίντρου πλήρης χαράς. — Τέλος πάντων!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ χασμόμενος εν τη έδρα του. — Αχ, α, α, α, α!

ΕΥΑΝΘΙΑ εν αρχή χαμηλοφώνως, είτα υψούσα την φωνήν. — Παρασκευά, έλα... (βλέπουσα ότι ο κ. Ψηταράς δεν απαντά) Τι κάμνεις αυτού; κοιμάσαι;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ υψών τους ώμους χωρίς να στρέψει. — Χμ!

ΕΥΑΝΘΙΑ εν μεγίστη αγωνία. — Βγάλ' τη σκούφια σου... έρχονται.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ πάντοτε χωρίς να στρέψει. — Θα μου δώσεις τσάι;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Σου δίδω, έλα... βγάλ' τη σκούφια σου...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ στρεφόμενος. — Και μπισκότα;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Ό,τι θέλεις... βγάλ' τη σκούφια σου...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αφαιρών τον σκούφον. — Τότε μάλιστα.

ΕΥΑΝΘΙΑ τείνουσα το ους. — Έλα εδώ κοντά μου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ αλλά βλέπων κύριον εισερχόμενον μένει ακίνητος. — Διάβολε, δεν προφθάνω.

Εισέρχεται ο κύριος Χ... νέος ουχί και τόσον ευειδής, υψηλού αναστήματος, κομψός την περιβολήν, φέρων άνθος εν τη κομβιοδόχη και κρατών ράβδον λεπτοτάτην.

Ο κύρος Χ… υποκλίνων εν στενοχωρία. — Κυρία μου…

ΕΥΑΝΘΙΑ υπεγειρομένη και την χείραν τείνουσα προς υπόδειξιν έδρας πλησίον του ανακλίντρου. — Ορίστε, κύριέ μου.

Ο κ. Χ... στρεφόμενος προς τον κ. Ψητάραν πριν ή καταλάβει την θέσιν του. — Ο κύριος Ψητάρας, αναμφιβόλως;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ υποδεικνύων την αυτήν έδραν μετ’ επιχαρίτου μειδιάματος. — Μάλιστα, κύριέ μου.

Ο κ. Χ... καθήμενος εν στενοχωρία πάντοτε. — Χαίρω πολύ, κύριέ μου.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ πλησιάζων τον κ. Χ. — Δεν αφήνετε το καπέλο σας;

Ο κ. Χ... αρνούμενος να δώσει τούτο εις τον κ. Ψητάραν, όστις έτεινεν ήδη την χείρα. — Σας ευχαριστώ, δεν σκοπεύω να σας ενοχλήσω πολύ.

ΕΥΑΝΘΙΑ εκθύμως και συγκεντρούσα επί των χειλέων όλο το μειδίαμα, όπερ προυτίθετο να διαμοιράσει εξ’ ίσου εις πάντας όσοι θα ήρχοντο προς επίσκεψιν αυτής. — Να μας ενοχλήσετε; τι λέγετε; είναι μεγάλη ευχαρίστησις μάλιστα δι’ ημάς.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ όστις έθεσεν ήδη την χείρα επί του πίλου και της ράβδου του κ. Χ. — Αφήστε τα σας παρακαλώ.

Ο κ. Χ... μετά μικράν αντίστασιν. — Όπως αγαπάτε.

ΕΥΑΝΘΙΑ ιδία. — Πού τον είδα εγώ αυτόν.

Ο κ. Χ... ιδία. — Ήλθον εις κακήν στιγμήν· περιμένουν κόσμον οι άνθρωποι... το νερόν βράζει εκεί... όλα είναι έτοιμα διά το τσάι.... και έπειτα η παρουσία του συζύγου...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ, όστις ανήλθε προς το βάθος της αιθούσης όπως αποθέσει επί εδωλίου τον πίλον και την ράβδον του κ. Χ. ιδία. — Πολύ ευγενής νέος φαίνεται, αλλά ποίος να είναι;

ΕΥΑΝΘΙΑ μετά τινα σκέψιν ιδία. — Πρέπει να τον είδα εις της κυρίας Καλημεράκη; Ναι, ναι... μου φαίνεται ότι μου τον εσύστησεν πρότινος καιρού.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διερχόμενος πλησίον της Ευανθίας και χαμηλοφώνως. — Πώς τον λένε :

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Και την βλέπετε συχνά την κυρίαν Καλημεράκη;

Ο κ. Χ... — Ποίαν κυρίαν;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Την κυρίαν Πολυξένην Καλημεράκη.

Ο κ. Χ... — Δεν έχω την τιμήν να την γνωρίζω.

ΕΥΑΝΘΙΑ έκπληκτος. — Α!

Ο κ. Χ... ιδία. — Εάν δεν είναι εύποροι, όπως μου είπαν, αλλά δεν φαίνονται και στενοχωρημένοι... Διά να έχουν μάλιστα και υπηρέτην με βελάδα...

ΕΥΑΝΘΙΑ ιδία — Θα τον είδα τότε εις της κυρίας Πεμπέση... Αι, βεβαίως είναι αυτός που τους εκέρδιζεν όλους εις την τόμπολαν.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Βάζω στοίχημα ότι η γυναίκα μου δεν τον ενθυμείται καθόλου... Είναι τόσον πετεινόμυαλη!...

ΕΥΑΝΘΙΑ — Τι κάμνει η κυρία Πεμπέση;

Ο κ. Χ... εκφράζων απορίαν. - Δεν ηξεύρω.

ΕΥΑΝΘΙΑ ομοίως. — Πώς;

Ο κ. Χ... — Σας βεβαιώ, κυρία μου.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Αλλ’ εις το σπίτι της μου φαίνεται ότι σας είδον προ δύο εβδομάδων.

Ο κ. Χ... — Δεν είναι δυνατόν, κυρία μου, διότι προ εξ ημερών επανήλθον εκ Παρισίων.

ΕΥΑΝΘΙΑ έκπληκτος. — Εκ Παρισίων;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μειδιών. — Όχι δα!

ΕΥΑΝΘΙΑ ιδία. — Μα τότε πού τον είδα;... Εγώ είναι δέκα ημέρες που δεν εβγήκα από το σπίτι.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ όστις διήλθε πλησίον της Ευανθίας. — Τέλος πάντων κάμε τρόπον να μάθεις πώς τον λένε, αφού μάλιστα ήλθε και από το Παρίσι.

ΕΥΑΝΘΙΑ εγειρομένη. — Παίρνετε ένα τσάι, κύριε… κύριε... Αχ, λησμονώ πάντοτε το όνομά σας...

Ο κ. Χ... υποκλίνων. — Νικόλαος Χαρτζιβάνης, κυρία μου.

ΕΥΑΝΘΙΑ περιχαρής. — Χαρτζιβάνης, μάλιστα... τώρα το ενθυμούμαι. (ιδία) Πρώτην φοράν που το ακούω. Και τι όνομα!... Χαρτζιβάνης!...

Ο κ. Χ... ιδία. — Θα έμαθεν ίσως... .

ΕΥΑΝΘΙΑ διευθυνομένη ταχέως προς την τράπεζαν όπου ευρίσκονται τα του τεΐου. — Θα πάρετε ένα τσάι.

Ο κ. Χ... δυσανασχετών ελαφρώς. — Δεν επιθυμώ να σας δίδω κόπον.

ΕΥΑΝΘΙΑ προσφέρουσα κύαθον τεΐου — Καλέ τι λέγετε;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ, όστις προσπαθεί να πλησιάσει προς την τράπεζαν, αλλά δεν το κατορθεί, διότι προ αυτής απαστράπτουσι βλοσυρά τα όμματα της Ευανθίας. —Χαρτζιβάνης!... αι, βέβαια!... εγνώρισα τον πατέρα σας.

Ο κ. Χ... έκπληκτος. — Πώς; είσθε εις την Βράιλαν;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Εγώ; ποτέ.

Ο κ. Χ... . — Αλλά πού τον εγνωρίσατε;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Εδώ.

Ο κ. Χ... — Περίεργον!... ο πατήρ μου δεν ήλθεν εδώ ποτέ.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έκπληκτος. — Δεν ήλθεν;

Ο κ. Χ… — Όχι.

Ο κ. μετά μικράν σκέψιν. — Τότε θα εγνώρισα τον αδελφόν του πατρός σας.

Ο κ. Χ... μειδιών. — Δεν είχε ποτέ.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ούτινος η έκπληξις επιτείνεται. — Αδελφόν;

Ο κ. Χ... . — Ήτο πάντοτε μονογενής.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ούτινος η έκπληξις καθίσταται εις άκρον καταφανής. — Αν εγνώρισα κανέναν άλλον...

Ο κ. Χ… — Πιθανόν, και άλλης οικογενείας βεβαίως, διότι εγώ δεν έχω κανένα συγγενή.

ΕΥΑΝΘΙΑ προσφέρουσα αυτώ τρωγάλια. — Δεν βουτάτε τίποτε εις το τσάι σας;

Ο κ. Χ... αποποιούμενος. — Σας ευχαριστώ· δεν το συνηθίζω.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ επωφελούμενος της περιστάσεως καθ’ ην η Ευανθίαν συνομιλεί μετά του κ. Χ… πλησιάζων εις την τράπεζαν και ιδία. — Το βέβαιον είναι ότι δεν εγνώρισα ποτέ κανέναν Χαρτζιβάνην, αλλά διά να του κάμω μίαν ευγένειαν επάτησα εις την πίταν.

ΕΥΑΝΘΙΑ διευθυνομένη προς την τράπεζαν όπως αποθέσει τα τρωγάλια και χαμηλοφώνως τω κ. Ψητάρα. — Εξυπνάδες ήθελες να κάμεις με τον άνθρωπον;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ έκπληκτος. — Εγώ;

ΕΥΑΝΘΙΑ οργίλη. — Έγινες γελοίος.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Σε βεβαιώ, Ευανθία μου, ότι το έκαμα διά να του δείξω ότι τον γνωρίζομεν...

ΕΥΑΝΘΙΑ καταπόρφυρος εξ οργής. — Αν είναι να φέρεσαι έτσι με τας επισκέψεις μου, καλύτερα να πας να καθίσεις μέσα.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία. — Με τας επισκέψεις της!... σαν να είναι και πολλές οι επισκέψεις της... Μίαν είδαμεν έως τώρα κι εκείνη δεν ξεύρομεν από πού κρατά η σκούφια της.

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Άκουσες τι σου είπα;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ταπεινώς. — Μα σε βεβαιώ, Ευανθία μου, ότι με παρεξηγείς. Πίστευσέ με ότι εγώ ηθέλησα...

ΕΥΑΝΘΙΑ, ης η οργή κατεστάλη. — Έλα, φάγε τώρα ένα μπισκότον και σιωπή!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μετά παρακλητικού ύφους. — Να πάρω κι ένα τσάι;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Πάρε, μα να μη γεμίσεις πολύ το φλυτζάνι.

Ο κ. Χ…. ιδία αποθέτων επί τινος τραπέζης τον κενόν κύαθον. — Ο σύζυγος πίνει τσάι και θα ημπορέσω να ομιλήσω με την κυρίαν...

ΕΥΑΝΘΙΑ ήτις επλησίασε μειδιώσα τον κ. Χ…. — Ένα άλλο τσάι ακόμη, κύριε Χαρτζιβάνη;

Ο κ. Χ... αποποιούμενος. — Σας ευχαριστώ, κυρία μου, και αυτό που επήρα ήτο διά να μη σας αρνηθώ.

ΕΥΑΝΘΙΑ καθημένη παρ’ αυτώ. — Είσθε τόσον καλός!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία καταβροχθίζων λαιμάργως τα τρωγάλια και αποφεύγων τα όμματα της Ευανθίας άτινα καθηλούνται επ' αυτού ως δύο πύρινοι μύδροι. — Αυτά τα Σάββατα της γυναικός μου δεν αρχίζουν και περίφημα... Είναι τόση ώρα που ο άνθρωπος αυτός είναι εδώ και δεν ήλθε κανείς να τον αντικαταστήσει... Χαρτζιβάνης; δεν μου είναι και εντελώς άγνωστον το όνομα αυτό· κάτι εδιάβαζα προ ημερών εις μίαν εφημερίδα... Χαρτζιβάνης; αλλά περί τίνος επρόκειτο;… μία αγορά, μία πώλησις... δεν ενθυμούμαι καλά... Χαρτζιβάνης;... το είδα γραμμένον, δεν είναι να ειπείς ότι κάμνω λάθος;... Η γυναίκα μου όμως μου φαίνεται ότι έκαμε κακούς υπολογισμούς με τας επισκέψεις της... οπωσδήποτε έχομε διάφορο το τσάι. Πρώτον δεν μας το πίνουν ξένοι, και δεύτερον ότι κατορθώνω να πίνω κι εγώ ένα φλυτζάνι;... Και το νοστιμότερον είναι ότι θα πιώ κι άλλο ένα, διότι η γυναίκα μου ομιλεί και δεν βλέπει;... Πρέπει όμως να της λέγει σπουδαιότατα πράγματα δια να μη παρατηρεί τι γίνεται εδώ εις το τραπέζι...Υπ' αυτήν την έποψιν ευρίσκω ότι κάμνει καλά να δέχεται κάθε Σάββατον... αν δεν ήσαν εκείνες οι δέκα δραχμές του υπηρέτου... (παρατηρών την Ευανθίαν). Μπα; τι έχει η γυναίκα μου;... διατί εκιτρίνισεν;... τι της λέγει αυτός;… Περίεργον τώρα κοκκινίζει;... και φαίνεται στενοχωρημένη;… λάθος θα κάμνω... ο ήλιος δύει και θα είναι το φως... Βέβαια το φως είναι... και μου την δείχνει πότε κίτρινην και πότε κόκκινην... Ας πιω και το δεύτερον φλυτζάνι τώρα μάλιστα που δεν βλέπει... Και τι ωραία μπισκότα;... Έχω να τρώγω έως το βράδυ... .

ΕΥΑΝΘΙΑ μόλις συνέχουσα εαυτήν και δι’ εσβεσμένης φωνής. — Παρασκευά...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ. — Αμέσως... θέλεις τσάι;

ΕΥΑΝΘΙΑ. — Όχι, αλλ' ο κύριος Χαρτζιβάνης ήλθε διά μίαν σπουδαίαν υπόθεσιν.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ροφών ταχέως το τέιον, αρπάζων δύο τρία τρωγάλια, και μορφάζων, διότι κατεκάη εκ του τεΐου και απεπνίγη εκ των τρωγαλίων. — Είμαι εις τας διαταγάς σας.

Ο κ. Χ. . — Κύριε Ψητάρα, θα σας ζητήσω συγγνώμην, δια την ενόχλησιν, αλλά, όπως είπον και εις την κυρίαν, σκοπός της επισκέψεώς μου είναι η εκκαθάρισις μικρού τίνος λογαριασμού.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ διανοίγων τους οφθαλμούς. — Τι λογαριασμού;

Ο κ. Χ... — Ηγόρασα, κύριέ μου, το κατάστημα του αποθανόντος Περκνοπούλου και επειδή δεν επιθυμώ να στέλλω εισπράκτορας, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, δυσαρεστούν τους πελάτας, απεφάσισα να εισπράξω μόνος τους παλαιούς λογαριασμούς και ιδίως από τους γνωστούς και καθώς πρέπει ανθρώπους ως είσθε υμείς.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ιδία τον ιδρώτα του προσώπου αυτού απομάσσων. — Χαρτζιβάνης! ... καλά έλεγα εγώ πως είχα διαβάσει το όνομά του...

Ο κ. Χ… εξάγων εκ του χαρτοφυλακίου του λογαριασμόν. — Ο λογαριασμός εις όνομά σας εκ διαφόρων αγορών της κυρίας ανέρχεται εις δύο χιλιάδας δραχμών.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ οπισθοχωρών. — Δύο χιλιάδας;...

Ο κ. Χ… εγχειρίζων αυτώ τον λογαριασμόν. — Εάν έχετε την καλοσύνην να τον παρατηρήσετε... Είναι λεπτομερέστατος λογαριασμός...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ενεός εκτείνων την χείραν και τον λογαριασμόν λαμβάνων. — Μά… μά... μά... μάλιστα...

Ο κ. Χ... — Υποθέτω, κυρία μου, ότι θα είναι ακριβής..

ΕΥΑΝΘΙΑ μετ’ άκρας δυσκολίας δυναμένη να λαλήσει. — Υποθέτω, κύριε...

Ο κ. Χ... εγειρόμενος λαμβάνων τον πίλον και την ράβδον του και πλησιάζων την Ευανθίαν ίνα την αποχαιρετίσει. —Οπωσδήποτε εγώ θα σας τον αφήσω να τον παρατηρήσετε, και το ερχόμενον Σάββατον... το Σάββατον νομίζω ότι δέχεσθε... έτσι μου είπαν δύο φοράς που ήλθα να σας ζητήσω... δεν δέχεσθε το Σάββατον;...

ΕΥΑΝΘΙΑ μετά μεγάλης στενοχωρίας. — Το... το... Σάββατον...

Ο κ. Χ... — Το Σάββατον λοιπόν θα επανέλθω να λάβω απάντησιν. (υποκλίνων εδαφιαίως) Κυρία μου... κύριε μου... (νομίζων ότι ο κ. Ψητάρας ζητεί να τον συνοδεύσει μέχρι της θύρας) Μην ενοχλείσθε παρακαλώ.

ΕΥΑΝΘΙΑ εγειρομένη ως εξήλθεν ο κ. Χ... — Αυτό δεν το επερίμενα!

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ φορών τον σκούφον του μετά δυσαρεσκείας. — Μα την αλήθειαν ούτ' εγώ!

ΕΥΑΝΘΙΑ περίλυπος. — Κρίμα στας περιποιήσεις μου.

ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ μόλις συνέχων την αδημονίαν του. — Οφείλεις να ομολογήσεις ότι διά μίαν μόνην επίσκεψιν και τοιούτου είδους μάλιστα, δεν ήξιζε τον κόπον να ενοικιάσεις τον φίλτατον Αναξαγόραν αντί δέκα δραχμών, το οποίον μας κάμνει εν συνόλω δύο χιλιάδας… δέκα!...

ΥΠΗΡΕΤΗΣ εισερχόμενος. — Μ' εφωνάξατε;

ΕΥΑΝΘΙΑ εν μεγίστη στενοχωρία. — Πήγαινε και να έλθεις αύριον να σε πληρώσω.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Το Σάββατον θα ξαναέλθω;... διότι πρέπει να το ξεύρω από σήμερον.

ΕΥΑΝΘΙΑ μελαγχολικώς. — Όχι... δεν θα ξαναέλθεις.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ —Τότε τα άλλα;

ΕΥΑΝΘΙΑ μελαγχολικότερον. — Ούτε αυτά, ούτε τα άλλα.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ έκπληκτος. — Πώς; η κυρία δεν δέχεται;

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ βυθιζόμενος εν τη έδρα παρά την πυράν και τον λογαριασμό ανά χείρας κρατών. — Όχι, αδελφέ, δεν δεχόμεθα πλέον, δεν το καταλαμβάνεις;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. — Μα...

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ δυσανασχετών και εγειρόμενος. — Αι ξεφόρτωνέ μας και συ... Κλαζομένιε!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ οργίλως. — Κύριε, δεν είμαι Κλαζομένιος, και σε παρακαλώ πολύ να μη με βρίζεις.

Ο κ. ΨΗΤΑΡΑΣ ανατείνων τας χείρας εν απελιπίσα. — Ω περίδοξε φιλόσοφε, τίνα ιδέαν έχουν οι απόγονοί σου περί σου!

Και τώρα, εάν τις είχε σκοπόν να μεταβεί, προς επίσκεψιν της κυρίας Ευανθίας Ψητάρα είναι περιττόν να λάβει τον κόπον διότι... η Κυρία... δεν δέχεται πλέον.