Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, έτος 8ο του έτους 1893.
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Η σκηνή εν Αθήναις εν έτει 1880.
[Τα άσματα εποιήθησαν υπό του κ. Κ.Φ. Σκόκου]
Αίθουσα, ης η διασκευή απλουστάτη· θύρα εις το βάθος, έτεραι πλαγίως· παράθυρον δεξιά. Ανάκλιντρον αριστερά· έδραι, εδώλια, κτλ. τράπεζα δεξιά.
ΣΚΗΝΗ Α'
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ επί του ανακλίντρου εξηπλωμένος, ΣΟΦΙΑ παρ' αυτώ καθημένη, ΖΑΜΠΕΤΑ εισερχομένη ακροποδητί.
ΖΑΜΠΕΤΑ χαμηλοφώνως. — Τον αφέντη τον επήρε ο ύπνος βαριά και βαθιά.
ΣΟΦΙΑ ομοίως. — Την πόρτα κάτω την έχεις κλεισμένη;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Κλεισμένη είναι, μη φοβάσαι.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Καημένη Ζαμπέτα, δε μου φέρνεις ολίγο νερό, σε παρακαλώ;
ΣΟΦΙΑ προς την απερχομένην Ζαμπέταν. — Φέρε και γλυκό.
ΖΑΜΠΕΤΑ ισταμένη παρά την θύραν δεξιά. — Γλυκό πού να το 'βρω τα κλειδιά τα έχ' η κυρά μαζί της...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Μες στην κάμαρα του πατέρα είναι ένας κεσές.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Για να τα βάλει μ' εμένα έπειτα ο ξεκουτιασμένος;
ΣΟΦΙΑ. — Αι, καλά... φέρε νερό...
ΖΑΜΠΕΤΑ ιδία απερχομένη. — Θα σε κάνω εγώ να στέκεσαι σούζα μπροστά μου...
ΣΚΗΝΗ Β'
Οι ανωτέρω πλην της ΖΑΜΠΕΤΑΣ
ΣΟΦΙΑ. — Το τι υποφέρω μ' αυτή τη Ζαμπέτα δε λέγεται, καημένε...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Παράβλεπε κι εσύ καμμιά φορά, κι έχε το νου σου στη μητέρα σου να μη μας τσακώσει...
ΣΟΦΙΑ εγειρομένη και γελώσα. — Πέντε μήνες τώρα δεν ένιωσε τίποτε και θέλεις τώρα να ξυπνήσει;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Ξέρω εγώ;
ΣΟΦΙΑ άδουσα. Αριθ. 2
Έννοια σου, φως μου, μη σε μέλει
κι έλαβα μέτρα εγώ γερά,
έχω μια μάνα που είναι μέλι
και την γελάω μια χαρά.
Εις τις φινέτσες είμαι φίνα
τους παίζω όλους σαν μωρά,
Κι ας μ' έχουν όλοι στην Αθήνα
πως είμ' αγνή περιστερά.
Όλ' η τέχνη είν' αυτή
να 'σαι κάλτσα του διαβόλου
και να μη σε νιώθουν διόλου
όλ’ οι άλλοι οι κουτοί,
ναι, όλ’ οι άλλοι οι κουτοί!
Ηύρα μια τέχνη που 'ναι τρέλα,
στέλνω τη μάνα μ' τη χαζή,
πότε για φόδρα, για δαντέλλα
στο 'να και στ’ άλλο μαγαζί.
Κι ενώ η μάνα τριγυρνάει
κει που την στέλνω για δουλειά,
η κόρη της εδώ περνάει
στου έρωτα την αγκαλιά.
Όλ' η τέχνη κτλ.
Αμ' αν δεν ήταν οι μητέρες
να τρέχουν στα εμπορικά.
τότε οι δόλιες θυγατέρες
θα την περνούσαμε κακά.
Στο σπίτι πάντα κλειδωμένες
θα μας εστρώναν στη δουλειά
χωρίς να ξέρομ' οι καημένες
αγάπης χάδια και φιλιά.
Όλ' η τέχνη κτλ.
ΣΚΗΝΗ Γ'
Οι ανωτέρω, ΖΑΜΠΕΤΑ.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Η κυρία, η κυρία... γρήγορα...
ΣΟΦΙΑ τεταραγμένη ενώ ο Κουρκουλές αναζητεί τον πίλον του αναπηδήσας. — Έρχεται;
ΖΑΜΠΕΤΑ. —Την είδ' από μακριά και της άνοιξα... Να.. . τώρ' ανεβαίνει τη σκάλα...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ.— Σοφία μου, πότε;...
ΣΟΦΙΑ. — Αύριον, ύστερα... το πρωί... φύγε...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ όστις ετράπη δεξιά επιστρεφόμενος και φιλών αυτήν. — Ένα φιλάκι...
ΣΚΗΝΗ Δ'
ΣΟΦΙΑ και είτα ΜΑΡΩ.
ΣΟΦΙΑ. — Δόξα σοι ο Θεός!... (Βλέπουσα καταγής σιγαρέτα) Κι αυτά τα σιγάρα!... Αχ και κάθε φορά λέω να μη καπνίζουμ' εδώ (Ρίπτουσα έξω του παραθύρου όσα συνέλεξεν). Πώς τα πετά κάτω; …
ΜΑΡΩ έξωθεν. — Σοφία.
ΣΟΦΙΑ κλείουσα το παράθυρον. — Πάλι θα μυρίζει καπνούς.
ΜΑΡΩ. — Σοφία, Σοφία... ποιος εκλείδωσε; …
ΣΟΦΙΑ. — Να κι άλλο πεταγμένο εκεί. [Αίρει αυτό και το κρύπτει εις την τσέπην της. — Ο ευλογημένος!...
ΜΑΡΩ διασείουσα την θύραν... — Σοφία!
ΣΟΦΙΑ τρέχουσα και ανοίγουαα.— Α, εσύ είσαι μητέρα;
ΜΑΡΩ εισερχομένη έκπληκτος. —Τι κάνεις; πού είναι ο πατέρας σου; γιατί εκλείδωσες;
ΣΟΦΙΑ μετά συστολής.— Την προσευχή μου έκανα μητέρα...
ΜΑΡΩ διαπορούσα. — Μέρα μεσημέρι την προσευχή σου;... κι έπρεπε να κλειδώσεις;
ΣΟΦΙΑ. — Μα έρχεται αυτή η Ζαμπέτα και δε μ' αφήνει ήσυχη...
ΜΑΡΩ. — Σου είπα και άλλη φορά, ότι δύο προσευχές φθάνουν την ημέρα... μία το πρωί και μία το βράδυ... δεν κάνουν κάθε ώρα την προσευχή των οι άνθρωποι... είναι και αμαρτία...
ΣΟΦΙΑ προσποιουμένη απορίαν. — Α! …
ΜΑΡΩ. — Σου έφερα τις δαντέλλες που μου γύρεψες... Κοίταξε σου κάνουν;
ΣΟΦΙΑ. — Ολίγο πιο πλατιές τις ήθελα.
ΜΑΡΩ. — Μα εκείνες που σου έφερα εχτές, ήταν πλατιές...
ΣΟΦΙΑ. — Να τις δώσεις πίσω, δε μ' αρέσουν...
ΜΑΡΩ δυσανασχετούσα. — Πάλι να πάω στα μαγαζιά; … τρεις η ώρα!...
ΣΟΦΙΑ. — Δεν πειράζει... πας αύριο...
ΜΑΡΩ δυσαρεστημένη ως οσφραινομένη. — Τι μυρίζει εδώ μέσα;... καπνούς μυρίζει...
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Ω δυστυχία μου!...
ΜΑΡΩ. — Περίεργον!... δε σου φαίνεται να μυρίζει καπνούς;
ΣΟΦΙΑ. — Ναι, μητέρα... σαν να μυρίζει...
ΜΑΡΩ. — Ήτον Ο θείος σου εδώ;
ΣΟΦΙΑ. — Όχι... Ξεύρεις όμως τι μου φαίνεται;... ότι έρχεται από κάτω η μυρωδιά...
ΜΑΡΩ. — Πώς από κάτω;
ΣΟΦΙΑ. — Από το κάτω πάτωμα... δεν βλέπεις τι ανοικτά που είναι τα σανίδια;... να, κοίταξε... καπνίζουν κάτω και ο καπνός περνά φαίνεται από τις χαραμάδες...
ΜΑΡΩ. — Είναι δυνατόν;
ΣΟΦΙΑ. — Να... δεν βλέπεις;... κοίταξε... κοίταξ' εκεί που αναβαίνει και ο καπνός.
ΜΑΡΩ. — Μπα!... κι ένα τσιγάρο!...
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Αι, αι, αι!...
ΜΑΡΩ αίρουσα το σιγαρέτον. — Από κάτω ανέβηκε κι αυτό;
ΣΟΦΙΑ προσποιουμένη έκπληξιν. — Τσιγάρο;... Τι λες μητέρα;
ΜΑΡΩ επιδεικνύουσα το σιγαρέτον. — Να, δεν βλέπεις;
ΣΟΦΙΑ. — Α, αυτό θα έπεσε από πάνω...
ΜΑΡΩ. — Από πάνω;
ΣΟΦΙΑ. — Βέβαια... να, κοίταξ' εκείνην την τρύπα στο ταβάνι, την βλέπεις;
ΜΑΡΩ. — Τρύπα είναι ή αράχνη;
ΣΟΦΙΑ. — Καλέ τρύπα...
ΜΑΡΩ. — Σαν αράχνη μοιάζει...
ΣΟΦΙΑ. — Αυτό όμως να ρίχνουν τσιγάρα...
ΜΑΡΩ. — Μεγάλη τους η κακοήθεια...
ΣΟΦΙΑ. — Δεν εντρέπονται...
ΜΑΡΩ. — Πέταξέ το Σοφία μου...
ΣΟΦΙΑ αποποιουμένη. — Αχ, μητέρα μου, σιχαίνομαι να το πιάσω.
ΜΑΡΩ βαίνουσα προς το παράθυρον, όπερ ανοίγει διά να πετάξει το σιγαρέτον. — Έχεις δίκαιο, καημένο παιδί... Πολύ κακοαναθρεμμένοι άνθρωποι!
ΣΟΦΙΑ. — Και να ιδείς πού και να τους το ειπεί κανείς, θα ειπούν πως είναι ψέματα...
ΜΑΡΩ. — Βέβαια.
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Άλλη φορά δεν έχει κάπνισμα...
ΜΑΡΩ φωνούσα. — Ζαμπέτα, πού είσαι Ζαμπέτα;
ΣΟΦΙΑ εξερχομένη δεξιά. — Να σου την στείλω, μητέρα.
ΣΚΗΝΗ Ε'
ΜΑΡΩ μόνη.
ΜΑΡΩ. — Δηλαδή ο Θεός μ' εφύλαξε και δεν ανέθρεψα τη Σοφία μου όπως η Ελενίτσα, η αδερφή μου, ανάθρεψε την κόρη της... Καλέ τι πράμα είν' εκείνο; τι ομιλίες με τον κάθε άνθρωπο που βλέπει; τι ελευθερία στους τρόπους; τι καμώματα;... Πώς χάνουν τα κορίτσια των μερικοί άνθρωποι!... Τώρα αυτή ημπορεί πολύ καλά να ξεπορτίσει μια μέρα κι εγώ δε θα της δώσω άδικο, γιατί όπως την ανατρέφουν, αυτά μαθαίνει... Καλέ ακούς να έχει την άδεια να μιλεί με όλους, και να γελά, να χωρατεύει, να πηγαίνει περίπατο, να πηγαίνει στη μουσική, να πηγαίνει στο θέατρο!... Και να βλέπει... καλέ να βλέπει ανθρώπους, να τους κοιτάζει, να την κοιτάζουν, και ο θεός πλέον ξέρει πώς παίζουν εκείνα τα μάτια... Ανατροφή!... ανατροφή για τα κορίτσια, να έλθουν σ' εμένα να τους μάθω... Ήλιος δεν την έχει ιδεί τη Σοφία μου, όχι άνθρωπος!...—
(Άδει. Αρ. 3)
Τι μάλαμα που 'χω, τι κόρη!...
τι φρόνιμη, τι γνωστική,
δειλιάζει σα βλέπει αγόρι
σα νοιώθει λαλιά ανδρική.
Στο σπίτι πάντα μένει
τη Σύνοψη μόνο κρατεί,
στο στήθος τα χέρια της δένει
εμπρός στις εικόνες σκυφτή.
Τι αθωότης είν' αυτή,
στον κόσμο δε βρίσκεται ταίρι,
καλέ, αυτή σαν παντρευτεί
τ' είν' άντρας καλά δε θα ξέρει.
Αυτή να μιλήσει με νέο;
θεός να φυλάξει, τι λες;
μπα, μπα, τέτοιο πράγμα χυδαίο,
που κάνουν οι άλλες λωλές.
Τις βλέπεις να γυρνάνε
περίπατο δώθε κι εκεί,
με άντρες καλέ να μιλάνε,
τι τρόποι, θεέ μου, κακοί!
Τι αθωότης κτλ.
Η κόρη μου να 'βγει σεργιάνι,
σε θέατρο μέσα να μπει
κουβέντες με νέους να κάνει;
θεέ μου, πω, πω... τι ντροπή!...
Ας έλθουνε τώρα να δούνε
οι μάνες και κάθε μια νια
την κόρη μ’ και τότε να πούνε
αγνότη, τιμή, παρθενιά.
Τι αθωότης κτλ.
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
MAPΩ, ΖΑΜΠΕΤΑ
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Τι αγαπάς, κυρία;
ΜΑΡΩ. — Κάτι σε ήθελα... μα το ξέχασα... α, ναι το θυμήθηκα... Δε μου λες;... εκάθησε διόλου στο παράθυρο η Σοφία;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Διόλου.
ΜΑΡΩ. — Είχες το νου σου να ιδείς αν εκείνος ο ξανθός που περνά κοιτάζει εδώ;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Ξανθός είναι ή μελαχρινός;... εμένα μου φάνηκε μελαχρινός.
ΜΑΡΩ. — Για ξανθό τον πήρα εγώ...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Θα ήταν η αντηλιά...
ΜΑΡΩ. — Λες;... τίποτε παράξενο... κοιτάζει λοιπόν; κοιτάζει;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Αυτός πρέπει να τα ‘χει με τη γειτόνισσα.
ΜΑΡΩ. — Και τι έκανε η Σοφία όλη την ώρα που έλειπα;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Εδιάβαζε...
ΜΑΡΩ. — Το Ευαγγέλιο;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Ξέρω κι εγώ; ευαγγέλιο ήτανε, άλλο πράμα ήτανε... ένα βιβλίο είχε μπροστά της και δεν εσήκωσε τα μάτια της από πάνω το καημένο το κορίτσι.
ΜΑΡΩ. — Καλά... πήγαινε...
ΖΑΜΠΕΤΑ ιδία απερχομένη. — Τρομάρα να σου 'ρθει κι εσένα!...
ΣΚΗΝΗ Ζ'
MAPΩ, ΔΕΚΑΣΤΟΣ
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Καλημέρα.
ΜΑΡΩ. — Καλώς τον... πώς ήταν αυτό το καλό;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Αι, σας θυμήθηκα, βλέπεις.
ΜΑΡΩ. — Κάθεσαι να φας μαζί μας το βράδυ;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Μα αυτό ήρθα να σου ειπώ... Θα φάγω εδώ και επειδή ξεύρω ότι εσύ δεν πηγαίνεις στο θέατρο, θα πάρω τη Σοφία μαζί μου...
ΜΑΡΩ. — Τι θα κάμεις;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Μου έστειλε το κλειδί του θεωρείου του ο σύντροφός μου και απεφάσισα κι εγώ να το ρίξω έξω απόψε...
ΜΑΡΩ. — Γιατί όχι, Γιάγκο μου; αλλά μονάχος σου σε παρακαλώ... τη Σοφία να την αφήνεις ήσυχη...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Ακόμα έχεις τις παλιές, τις σκουριασμένες ιδέες σου;... τα ίδια πάλι;
ΜΑΡΩ. — Ο καθείς με τας ιδέας του αδελφέ... Ακούς, θέατρον!... Όταν παντρευτεί, ας πηγαίνει τότε κάθε βράδυ... μα όσο είναι στα χέρια μου, θέατρα και μασκαραλίκια δεν θα ιδεί ποτέ!...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ καθήμενος. — Δεν είναι ανατροφή αυτή, Μάρω μου, και να με συγχωρείς...
ΜΑΡΩ. — Τόσο ξέρεις... τόσο λες...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Ο πολύς περιορισμός δεν ημπορεί παρά να βλάψει τη Σοφία.
ΜΑΡΩ. — Έννοια σου, και κανένας δεν πεθαίνει από ζέστη...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Δεν είναι πλέον μικρό κοριτσάκι... ήρχισε να εννοεί, να σκέπτεται, να θέλει να διασκεδάσει... Είναι καιρός να την σχετίσεις με τον κόσμον...
ΜΑΡΩ. — Δηλαδή να κάμω εκείνο που κάνει η αδερφή μας; Ωραίο πράγμα!... και το βρίσκεις σωστό εσύ;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Η Ελενίτσα κάμνει πολύ καλά... δεν βλέπεις τι χαριτωμένη που είναι η κόρη της; Πώς θέλεις σε παρακαλώ ν' αναπτυχθεί το πνεύμα της Σοφίας καθώς την ανατρέφεις; εσύ περίπατο σχεδόν δεν την βγάζεις...
ΜΑΡΩ. — Τι θα της κάνει ο περίπατος; αυτός ξεμυαλίζει τις νέες.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Κανέναν άνθρωπο δεν βλέπει να ομιλήσει κι αυτή σαν νέα που είναι, να γελάσει, να ευχαριστηθεί...
ΜΑΡΩ. — Δεν της χρειάζοντ' αυτά... είναι περιττά... Βλέπει εμένα και τον πατέρα της... τον ουρανό και τη γη... της φτάνει...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Ξέρεις τι φοβούμαι; ότι αν εξακολουθήσει αυτό που λες ολίγον καιρό ακόμη, θ' αρχίσει να βαριέται και τον ουρανό και τη γη, και τον πρώτο άνθρωπο που θα ιδεί θα τον αγαπήσει, και θα έχετε ατελείωτες ιστορίες...
ΜΑΡΩ. — Μη σε μέλη και η Σοφία μου είναι χρυσή κόρη... έπειτα τι άνθρωπο να ιδεί; πότε να τον ιδεί... Εμείς δεν την αφήνομε ποτέ μοναχή· ή εγώ θα είμαι μαζί της, ή ο πατέρας της και όταν λείπομ' εμείς, έχομε τη Ζαμπέτα που έχει τα μάτια της τέσσερα...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Λοιπόν δεν μου την δίνεις απόψε.
ΜΑΡΩ. — Θεός να φυλάξει...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Πολύ καλά...
ΜΑΡΩ μυστηριωδώς. — Και να σου πω ένα πράγμα;... αυτό που φοβείσαι δε θα γίνει ποτέ, διότι κάτι τι πρόκειται και τελειόνομεν...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Όχι δα; με ποίον;
ΜΑΡΩ. — Είναι και φίλος σου... Ο Ραγκίδης...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ εγειρόμενος. — Και δε μου το λέγεις τόσην ώραν να χαρώ;... την εζήτησεν ο Ραγκίδης;
ΜΑΡΩ. — Μη βγάλεις όμως λέξιν από το στόμα σου, διότι δεν το ξεύρει κανείς από τους συγγενείς μας ακόμη... ούτε της Ελενίτσας δεν το είπα...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Καλέ θα τον κάνω ανεψιόν τον Ραγκιδάκον;
ΜΑΡΩ παρατηρούσα προς τας θύρας. — Σσσσσσσς... να μη σ' ακούσει κανείς!...
ΣΚΗΝΗ Η'
Οι ανωτέρω, ΒΕΡΚΑΛΗΣ
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι γίνεσαι, αδελφέ;... πού ήσουν τόσον καιρόν;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ σφίγγων αυτώ τη χείρα περιχαρής. — Τι μου λέγει η Μάρω για τη Σοφία;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ κατερχόμενος μετ’ αυτού. — Αι, ακόμη δα δεν ετελείωσε... να ιδούμε πως θα γίνει...
ΜΑΡΩ. — Τα ετελείωσα εγώ σήμερα μια χαρά...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ έκπληκτος. — Αλήθεια;
ΜΑΡΩ. — Και θα έλθει να μας την ζητήσει μόνος του...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ (άδων Αρ. 4)
Γεια σου, μπρε σοφή γυναίκα,
συ αξίζεις θησαυρό,
έχεις νου για άλλες δέκα
και τσερβέλο τρομερό.
Δέκαστέ μου σε συγχαίρω.
έχεις σπάνι' αδελφή,
και εγώ να μην το ξέρω,
τι καπάτσα, τι σοφή!...
Το μυαλό της με θαμπώνει,
το 'χουν άλλες; αμή δεν;
παντρειές να σου σκαρώνει
έτσι από το μηδέν!...
Και ώσπου να πεις κρεμμύδι,
και ώσπου να πεις φακή,
να σου φέρνει το Ραγκίδη
για γαμπρό μες στο σακί.
Δέκαστέ μου σε ζηλεύω,
που ‘χεις τέτοιαν αδελφή,
όπου άλλη δεν πιστεύω
να υπάρχει πιο σοφή.
Κι αν ποτέ αποφασίσεις
να υπογυναικωθείς
μία σαν κι αυτήν επίσης
σ' εύχουμαι να παντρευθείς...
ΜΑΡΩ.— Περίεργον, να μην έλθει ακόμα...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μα θα έλθει σήμερα;
ΜΑΡΩ. — Τώρα ίσως...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Κι εγώ δεν είμαι ούτε ξουρισμένος... δεν ήρθε ο μπαρμπέρης...
ΜΑΡΩ. — Είσαι απελπισία, καημένε κι εσύ με το ξουράφισμά σου... δε θα βάλεις μια τάξη και σ' αυτό;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μα τι να σου κάνει ο δύστυχος; είναι μόνος του και έχει και τόσες δουλειές...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Άλλαξέ τον... δεν εχάθησαν οι μπαρμπέρηδες από τον κόσμο... να σου στείλω τον δικό μου που είναι λαμπρός...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — A, μπα!...
ΜΑΡΩ. — Ηύρες κι άνθρωπο v' αλλάξει το μπαρμπέρη του...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Όχι, αλλά είναι καλό παιδί, έχει ελαφρό χέρι... έπειτα μου λέγει και πολλά νέα, γιατί είναι έξυπνος...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ — Ώστε τον έχεις περισσότερο για την κουβέντα.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ γελών. — Επάνω κάτω... γιατί να σου ειπώ ένα πράγμα;... μου κάνει μία οικονομία από μια δεκάρα την ημέρα, γιατί μου λέει όλη την εφημερίδα απ' έξω...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ γελών. — Κι έτσι έχεις μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ γελών. — Το πέτυχες!... οικονομία φίλε μου...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ λαμβάνων τον πίλο του. — Τι ώρα τρώτε;
ΜΑΡΩ. — Στας επτά.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Πάω στης Ελενίτσας να της ζητήσω την κόρη της για το θέατρο.
ΜΑΡΩ. — Εκείνη θα σου την δώσει και θα σου το χρεωστεί και χάριν μάλιστα...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Θα ειπεί ότι έχει μυαλό...
ΣΚΗΝΗ Θ'
Οι ανωτέρω πλην του ΔΕΚΑΣΤΟΥ
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τώρα, Μάρω μου, νομίζω πως πρέπει να προϊδεάσομε και τη Σοφία, δεν το βρίσκεις σωστό;
ΜΑΡΩ. — Βέβαια.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Αφού μάλιστα πρόκειται να έλθει και ο γαμπρός... Εννοείς πολύ καλά ότι θα τον ιδεί...
ΜΑΡΩ. — Είσαι της ιδέας να τον ιδεί;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Όπως και αν είναι δεν ξέρεις τι ημπορεί να συμβεί... αν τον αντικρύσει έξαφνα την ώρα που ανεβαίνει τη σκάλα... με καταλαβαίνεις τι θέλω να ειπώ... και επειδή δεν είδε ακόμη άνθρωπο, να μην παραξενευθεί...
ΜΑΡΩ. — Να της το ειπούμε λοιπόν, και να είναι έτοιμη όταν θα 'ρθει.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Αυτό λέγω κι εγώ... άλλα τώρα είναι και το άλλο ζήτημα...
ΜΑΡΩ. — Ποίο;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Πώς θα της δώσομε να εννοήσει το πράγμα που δεν έχει καν ιδέαν του γάμου...
ΜΑΡΩ. — Πού να έχει ιδέαν η καημένη!...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Αθώα περιστερά!
ΜΑΡΩ άδουσα Αριθ. 5 και την επωδόν εν διωδία μετά του Βερκάλη.
Αχ, τι αθώα θυγατέρα.
λες κι από χώμα δεν επλάσθη
παρά απ’ όνειρα κι αγέρα
σαν πλάσμα ουράνιο, θεϊκό!
Δεν ξέρει τίποτε του κόσμου,
δε νιώθει διόλου το κακό
λες θα πετάξει απ' εμπρός μου,
σα Χερουβείμ ιδανικό.
Μπρε τι αλλόκοτη αθωότης,
τι θηλυκό,
απόνηρο μυαλό,
τρα λάρα, λάρα λο.
Δε νιώθει διόλου το καύκαλό της
ντιπ το κακό,
και θε να ‘ν’ απ' αυτή
ένα μωρό
πιο πονηρό!
ΒΕΡΚΑΛΗΣ άδων.
Ακούς εκεί να με ρωτάει
ο ήλιος νύχτα πώς δεν βγαίνει;
το βόδι πώς να κουτουλάει
εμπρός και όχι απ’ την ουρά;
τάχα γεννά η κότα πρώτα
τ' αυγό την κάθε μια φορά,
ή μη τ' αυγό γεννά την κότα
κι αυτή τ’ αυγό με τη σειρά;
Μπρε τι αλλόκοτη κτλ.
ΜΑΡΩ άδουσα
Ο νους μου πάει να πετάξει
με τ' απονήρευτο μυαλό της!
γιατί —μου λέει— εμπρός στ’ αμάξι
να ζέβουν τ’ άλογα, γιατί;
πώς δεν τα ζέβουν κι από πίσω
οι αμαξάδες οι κουτοί;
Ε, πώς λοιπόν να μη σαστίσω
με την κουβέντα που κρατεί;
Μπρε τι αλλόκοτη κτλ.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ εναγκαλιζόμενος την Μάρων. — Αχ, σ’ εσένα, χρεωστώ, Μάρω μου, αυτήν την ευτυχίαν μου...
ΜΑΡΩ θαυμαστικώς. — Αλλά και η δική σου αυστηρότης όμως...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ μετριοφρόνως. — Αι, βέβαια!
ΜΑΡΩ. — Ιδού λοιπόν τι να γίνει...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι να γίνει;
ΜΑΡΩ. — Εγώ θα έβγω μια στιγμή για να ιδώ πώς δεν εφάνη ακόμα ο Ραγκίδης.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Να έβγεις...
ΜΑΡΩ. — Θέλω να μάθω τι συμβαίνει, θα έλθει σήμερα, αύριο...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Να μάθεις...
ΜΑΡΩ. — Εσύ σ' αυτό το διάστημα της ομιλείς, την προδιαθέτεις, ώστε όταν επιστρέψω να είναι όλα εν τάξει... ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Σωστό...
ΜΑΡΩ. — Εσύ ξεύρεις πλέον πώς θα της ομιλήσεις...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Αι, καλά είσαι!...
ΜΑΡΩ. — Και μην την αφήσεις μια στιγμή μονάχη... Αν σου τύχει τίποτε φώναξε αμέσως τη Ζαμπέτα...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Καλά, καλά...
ΜΑΡΩ ασπαζομένη αυτόν. — Γεώργη μου, μάτια μου, εσύ που μ' εβοήθησες να την αναθρέψω σαν Παναγία...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ ασπαζόμενος αυτήν. — Πήγαινε στην ευχή του Θεού Μάρω μου...
ΜΑΡΩ απερχομένη. — Πάω κι έρχομαι...
ΣΚΗΝΗ Ι’
ΒΕΡΚΑΛΗΣ και είτα ΣΟΦΙΑ.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ κατερχόμενος. — Τώρα θ' αρχίσω να θερίζω τους κόπους μου, και όσοι μ' έλεγαν βλάκα, θ’ αναγκασθούν να ομολογήσουν ότι είμαι ο μόνος που ξεύρω ν' ανατρέφω παιδιά... Εκείνο που λυπούμαι είναι ότι ο Θεός δεν μου έδωσε παρά ένα κι έτσι πρέπει να ειπώ παιδί για να μη φαίνομαι πως λέγω και υπερβολές.
ΣΟΦΙΑ εισερχομένη περίφροντις. — Πού πάει η μητέρα;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τώρα θα σου το ειπώ, κόρη μου, αγαπημένη μου κόρη...
ΣΟΦΙΑ παρατηρούσα από του παραθύρου. — Κοίταξε τι ατυχία!... η μητέρα εβγήκε πάλι έξω και ο Βασιλάκης δεν είναι στο φανάρι...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ καθήμενος επί του ανακλίντρου. — Έλα εδώ, κάθησε κοντά μου.
ΣΟΦΙΑ τρέχουσα προς αυτόν. — Να καθήσω, πατέρα μου...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ μειδιών. — Τι έκανες σήμερα; τι εδιάβασες; την Παλαιάν Γραφήν ή την Νέαν;
ΣΟΦΙΑ ζητούσα να ενθυμηθεί. — Στάσου να ιδείς τι εδιάβασα… εκείνο το... πώς το λένε... α... το ξέχασα.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Από την Παλαιάν Γραφήν;
ΣΟΦΙΑ. — Ναι από την παλιά... το... αχ... πώς το λησμονώ πάντοτε...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τον σοφόν Σιράχ;
ΣΟΦΙΑ. — Ναι, ναι, τον Σεβάχ...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Όχι Σεβάχ, κόρη μου, αλλά Σιράχ...
ΣΟΦΙΑ. — Αυτό λέω κι εγώ... Σιράχ Θαλασσινός.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Πάλι κάμνεις λάθος...
ΣΟΦΙΑ. — Καλέ, ναι, πατέρα, αυτός που έκανε τόσα ταξίδια.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Όχι, όχι... εκείνος είναι της Χαλιμάς... εγώ σου μιλώ για τη Γραφή... Σιράχ, υιός του Ιησού, σοφός... σοφότατος...
ΣΟΦΙΑ. — Μπα!... έχεις δίκαιο... Σιράχ... Βέβαια... τώρα το θυμήθηκα
ΒΕΡΚΑΛΗΣ μειδιών. — Τι απλότης!...
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Πρώτη φορά που άκουσα τέτοιο όνομα!...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Εις την Αγίαν Γραφήν, κόρη μου, θα είδες εκείνο το χωρίον που λέγει: Και εγκαταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται τω ανδρί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν.
ΣΟΦΙΑ. — Ναι, πατέρα.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Το εννόησες;
ΣΟΦΙΑ. — Όχι.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι απλότης!...
ΣΟΦΙΑ. — Μα τι θα ειπεί αυτό;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Και παρακάτω λέγει: Και ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω...
ΣΟΦΙΑ . — Μπα!... το λέγει κι αυτό;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Ναι, αλλά συ δεν το εννοείς...
ΣΟΦΙΑ. — Πού να το εννοήσω;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι απλότης!
ΣΟΦΙΑ. — Δεν μπορείς να μου το εξηγήσεις;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Βέβαια... διότι τώρα πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα σπουδαία…
ΣΟΦΙΑ. — Σαν τι;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Ξεύρεις πως έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον;
ΣΟΦΙΑ. — Να... επήρε χώμα, επήρε και νερό, τα ανακάτεψε στα χέρια του, τα έκαμε πηλό, έπειτα εφύσηξε μία φου!... κι έγινε ο Αδάμ...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ ασπαζόμενος αυτήν. — Μα εσύ είσαι χαριτωμένη!...
ΣΟΦΙΑ. — Αφού τον έκανε τον έβαλε στον Παράδεισο.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Και διά να μην είναι μονάχος του ο Αδάμ στον Παράδεισο τι του έδωσε;
ΣΟΦΙΑ. — Εκεί που εκοιμούνταν επήρ' ένα μαχαίρι, έκοψε μια πλευρά του, κι έκανε την Εύα...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Θαυμάσια!...
ΣΟΦΙΑ. — Αμ' τι νομίζεις; όλ' αυτά τα 'ξέρω εγώ νεράκι...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Αυτό λοιπόν θα ειπεί: Και ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω...
ΣΟΦΙΑ. — Όχι δα;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Όλ' αυτά σου τα λέγω, διά να εννοήσεις, ότι δεν πρέπει να μείνεις μονάχη σου σ' αυτή τη ζωή.
ΣΟΦΙΑ ιδία μειδιώσα. — Αυτό είναι παλιά δουλειά.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Ήρθε ο καιρός να παντρευτείς, κόρη μου, και ο Θεός σου στέλνει ένα λαμπρόν άνθρωπον, ο οποίος λέγεται Ραγκίδης.
ΣΟΦΙΑ έκπληκτος. — Εμένα;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Ναι, μάτια μου, αυτός είναι ο δικός σου ο Αδάμ...
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Ω, διάβολε!...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Ο Θεός φροντίζει πάντοτε για κείνους που τον αγαπούν, κι εσύ τον αγαπάς, γιατί διαβάζεις τας Γραφάς, κάνεις την προσευχή σου τακτικά, και όλα σου τα χρέη σαν καλή χριστιανή.
ΣΟΦΙΑ. — Και πρέπει, πατέρα, να παντρευτώ;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Βέβαια... όπως επαντρεύτηκε η μητέρα σου, όπως επαντρεύτηκε η μαμμίτσα σου, όπως παντρεύεται ο κόσμος όλος.
ΣΟΦΙΑ. — Και πρέπει να πάρω αυτόν τον κύριον Ραγκίδην;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τούτο θέλει Κύριος ο Θεός ημών.
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Να ιδούμε αν το θέλει κι ο Βασιλάκης.
ΣΚΗΝΗ ΙΑ'
Οι ανωτέρω, ΖΑΜΠΕΤΑ.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Αφέντη, ο μπαρμπέρης...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ εγειρόμενος. — Δόξα σοι ο Θεός.
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Τι καλά που ήρθε...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Πες του να έρθει εδώ.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Επήγε μέσα.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Καλύτερα εδώ, έχει περισσότερο φως.
ΖΑΜΠΕΤΑ εξερχομένη. — Αμέσως.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τώρα, κόρη μου, πήγαινε στη κάμαρά σου, κάμε τρεις προσευχές, και ο Θεός βοηθός!...
ΣΟΦΙΑ ιδία απερχομένη. — Αμ' δε χάνομ' εγώ σε τέτοιες μικροδουλειές!...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι απλότης!...
ΣΚΗΝΗ IB'
ΒΕΡΚΑΛΗΣ, ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ και είτα ΖΑΜΠΕΤΑ.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Δούλος σας ταπεινότατος.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Καλώς τον Κουρκουλέ.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Καλά είστε, καλά;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. —Πώς άργησες, αδερφέ; τόσην ώρα σε περιμένω.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Οι δουλειές, αφέντη, οι δουλειές... δε μ' ερωτάς, κάθουμαι και μια στιγμή;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ θωπεύων αυτόν. — Κατεργάρη!... κερδίζεις...κερδίζεις;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Ακούς κερδίζω... του Κροίσου τους θησαυρούς έκανα... χαρά στη νύφη που θα με πάρει...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μπράβο, παιδί μου...
ΖΑΜΠΕΤΑ, ήτις εισήλθε κομίζουσα ύδωρ, σάπωνα και τ’ αναγκαιούντα προς ξύρισιν, πλησιάζουσα κρυφίως τον Κουρκουλέν. — Πριν να φύγεις να σε ιδεί η Σοφία.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ ομοίως. — Καλά.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Θέλετε τίποτες άλλο, αφέντη;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Όχι... το νου σου στη Σοφία...
ΖΑΜΠΕΤΑ απερχομένη. —Μπα, τι λόγος!...
ΣΚΗΝΗ ΙΓ'
Οι ανωτέρω πλην της ΖΑΜΠΕΤΑΣ
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ δεικνύων κάθισμα. — Έτοιμος.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ καθήμενος. — Εάν κάνεις τόσες δουλειές, πώς δεν ανοίγεις μεγαλύτερο μαγαζί;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Μαγαζί ν' ανοίξω;... εγώ λέγω να κλείσω κι αυτό που έχω.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Γιατί;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Αμ έχω κι εγώ κάτι σχέδια...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Α, α... για να τ' ακούσουμε...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Θα γίνω υπάλληλος.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ αναπηδών. — Αι, είσαι με τα σωστά σου;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Από πολλούς είμαι πολύ καλύτερος, γιατί να μη γίνω;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μπρε, μην αφήνεις την τέχνη σου και καλά είσ’ εκεί που βρίσκεσαι.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Δεν την χάνω εγώ την περίσταση, κυρ Βερκάλη μου...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Να σε πάρει ο διάολος θα με κάνεις ν' αλλάξω μπαρμπέρη, και τι θα γίνω που σ' εσυνήθισα...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ προτετοιμάζων αυτόν όπως τον ξυρίσει. — Έννοια σου γι’ αυτό, γιατί και γραμματέα να με κάνουν εγώ μισή ώρα την ημέρα θα την βρίσκω για να πετάγομαι να σου κάνω τα γένια.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μα έχεις κανένα φίλο να σε υποστηρίζει;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ σαπωνίζων αυτόν. — Φίλο λέει; ένα μονάχα;… Προς το παρόν θα διορισθώ γραφεύς στην Εφορεία, κι έπειτ' από τρεις μήνας θα με περάσουν στο υπουργείο των Οικονομικών.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Και πώς έτυχε να σου έρθει αυτή η ιδέα;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Ένας από τους βουλευτάς μας μου χρωστούσε κάτι ψιλούς παράδες που τον ξουράφιζα τόσον καιρό, κι επειδή δεν είχε να με πληρώσει μου είπε αν θέλω να με διορίσει σε καμιά θέση τώρα που θα 'ρθει το νέο υπουργείο στα πράματα, για να μου μπατάρει τα χρεωστούμενα...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Κι εσύ το δέχτηκες;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Αμ' κουτός είμαι;... πάντα κερδεμένος θα βγω.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ σταυροκοπούμενος. — Έλα Χριστέ και Παναγία!
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ άδων Αριθ. 6.
Και τάχα γιατί, κυρ Βερκάλη,
Ρωμιός δεν είμαι τάχα κι εγώ;
πώς τρων το γκουβέρνο οι άλλοι;
τι έκαμαν τάχα; τ’ αυτό;
Εδώ καν και καν ρεμπεσκέδες
βυζαίνουν παρά δυνατό,
ενώ ήσαν πριν τενεκέδες
χωρίς τσακισμένο λεπτό.
Εγνώρισα ένα τελώνη
που ήταν πριν μπαλωματής,
δεν είχε γερό πανταλόνι
κι είν' τώρα, που λες, τοκιστής!
Θα πεις πως εσούφρων' εκείνος
και έκαμε κόλπο γερό,
και τάχα εγώ θα 'μαι κτήνος;
θα κλέβω κι εγώ όσον μπορώ.
Κι εγώ έχω ψήφο σαν Έλλην
πολίτης συνταγματικός,
και μες στων κλεφτών την αγέλην
θα κλέβω κι εγώ επαρκώς!
Γκουβέρνο θα πει να το κλέβεις,
γκουβέρνο θα πει τεμπελιά,
και όχι μπαρμπέρης να ρέβεις,
να σπας σαν σκυλί στη δουλειά.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Από πού είσαι;... Μωραΐτης είσαι;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ όστις ηκόνιζε το ξυράφιον. — Να με συμπαθάς... είμαι Πελοποννήσιος!
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Εσύ θα πας μπροστά... και πού είσαι;... να μη με ξεχάσεις όταν γίνεις υπουργός...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ όστις ήρχισε να τον ξυρίζει. — Εγώ να σε ξεχάσω;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Κρίμα που δεν έχεις γίνει ακόμα, γιατί θα ήθελα να είχα κι έναν υπουργό στο γάμο...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Παντρεύεις κανέναν;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Την κόρη μου.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ κάμνων βιαίαν της χειρός κίνησιν. — Αι;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ αναπηδών. — Ωχ!...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ ιδία — Θα την παντρέψουν;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ εγειρόμενος καθημαγένην έχων την σιαγόνα. — Μωρέ μ’ έκοψες, άπιστε σκύλε... μ' εσκότωσες!... (Διατρέχων την σκηνήν). Ζαμπέτα, Ζαμπέτα!... (κατερχόμενος εν οργή) Πού είχες τα μάτια σου, σου, χαμένε, ξόανο;… μαγκούφη!...
ΖΑΜΠΕΤΑ εισερχομένη. — Τι είναι, αφέντη;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Φέρε μου νερό γρήγορα, κι ένα πανί, ολίγη αράχνη, μια ίσκα...
ΖΑΜΠΕΤΑ έκπληκτος απερχομένη δεξιά. — Αίματα...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ απερχόμενος αριστερά. — Πετάξου εσύ στο γιατρό, θεοσκοτωμένε!...
ΣΚΗΝΗ ΙΔ’
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ, είτα ΖΑΜΠΕΤΑ και ΣΟΦΙΑ.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Α, όχι... δεν τ' ακούω εγώ αυτά... θα την παντρέψει λέει;... κι εγώ;...
ΖΑΜΠΕΤΑ εισερχομένη δρομαίως. — Ξέρω εγώ πώς τον έκοψε;
ΣΟΦΙΑ ερχομένη κατόπιν αυτής. — Μα πού είναι;
ΖΑΜΠΕΤΑ εξερχομένη αριστερά. — Στην κάμαρά του θα πήγε...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ σταματών την Σοφίαν ήτις ητοιμάζετο ν’ ακολουθήσει την Ζαμπέταν. — Καλέ δεν είναι τίποτε… τον ετσουγγράνισα λιγάκι...
ΣΟΦΙΑ. — Πώς ετρόμαξα...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Ξέρεις όμως τι μου είπε;... πως θα σε παντρέψει...
ΣΟΦΙΑ. — Αμ' δε μου το είπε κι εμένα;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Αι... λοιπόν;
ΣΟΦΙΑ. — Γι' αυτό ήθελα να σε ιδώ... τι θα κάνουμε;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Να φύγουμε...
ΣΟΦΙΑ πίπτουσα επί έδρας. — Πω πω... τι λες;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Αμ' τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;
ΣΟΦΙΑ. — Και τι θα ειπεί ο κόσμος;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Ορίστε λοιπόν με τα χάλια που έχεις να παρουσιαστείς στον κόσμο!...
ΣΟΦΙΑ εγειρομένη. — Καλά... να φύγουμε... πάμε... Μια στιγμή μονάχα να ετοιμάσω τα ρούχα μου...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Να πάρεις όσα μπορείς περισσότερα... πάρε και μερικά του πατέρα σου για μένα...
ΣΟΦΙΑ. — Κάτσ' εδώ εσύ...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Όχι... εγώ πάω να πάρω τ' αμάξι... και σε δέκα λεπτά είμ' εδώ...
ΣΟΦΙΑ. — Απ' την πόρτα της κουζίνας να έλθεις...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Τα διορθώνω εγώ με τη Ζαμπέτα.
ΣΟΦΙΑ. — Όχι, για το Θεό... μην της ειπείς τίποτε αυτηνής.
ΖΑΜΠΕΤΑ, ήτις ήκουεν από της προς τ’ αριστερά θύρας εισερχομένη. — Έτσι αι;
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Διάβολε, μ' άκουσε...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Κρυφά από τη Ζαμπέτα θέλομε να ξεπορτίσομε, αι;
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Σσσσσσς!...
ΣΟΦΙΑ. — Ου, καημένη κι εσύ... του έλεγα να μη σου το ειπεί, γιατί θα σου το 'λεγα εγώ.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ εξερχόμενος. — Λοιπόν σε δέκα λεπτά...
ΣΟΦΙΑ. — Πώς είναι ο πατέρας;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Τον έκοψε, μάτια μου, γερά και γερά... του έχει πάρει όλη την κάτω σαγόνια.
ΣΟΦΙΑ εξερχομένη αριστερά. — Αχ... τον καημένον!... πάω να τον ιδώ!...
ΣΚΗΝΗ IE'
ΖΑΜΠΕΤΑ μόνη.
ΖΑΜΠΕΤΑ μετά περιφρονήσεως παρατηρούσα την εξερχομένη Σοφίαν. — Την έσφιξε η αγάπη!... τόσην ώρα εζαχάρωνε με τον άλλον εδώ... τώρα εσυλλογίστηκε τον πατέρα της να τον λυπηθεί!...Κ έπειτα λεν εμάς τις δούλες άπονες!... αμ' είναι δα κι οι κυράδες όταν βγουν!... ο Θεός να σε φυλάγει!... Τι τα θέλεις τι τα γυρεύεις... όταν το 'χει το φυσικό του ανθρώπου... Μήπως της έλειψαν οι δασκάλες; μήπως δεν την ανάθρεψε με το ευαγγέλιο στο χέρι ο πατέρας της; μήπως έβγαιν' έξω να πεις πως θα της σηκώσουν τα μυαλά;...Κλεισμένη, κλειδωμένη με χίλια κλειδιά... και όμως το πουλάκι πάει!... και δεν της φτάνει που τον έχει πότε και πότε… τον θέλει και όλη την ημέρα... και θα ξεπορτίσει η αφεντιά της. (Άδει Αριθ. 7)
Μωρ' τι κουμάσι είν' αυτή, μη βασκαθεί...
αυτ' είν' τραμπούκος θηλυκός, ου, να χαθεί!...
Διαόλου ράτσα!...να 'μουν πάλι τέτοια 'γω
στη θάλασσα να πέσω κάλλιο, να πνιγώ.
Τώρα πάει! άνοιξε τώρα πλια
το πουλί φτερά,
και μια και δυο από τη φωλιά
φεύγει μια χαρά!
Ακούς εκεί! κυράδες, λέει...πω, πω, πω!...
να ήμουν τέτοια ήθελα να ντραπώ,
αμ' όχι πάλι έτσι, τέτοι' αδιαντροπιά!...
δε φτάνομε σε τέτοια ατιμία πια!
Και λεν εμάς παλαβές!
σαν τέτοια δα αφεντικά
είμαστε κάτι εμείς
τα δουλικά!
Ακούς σ' ένα μπαρμπέρη παλιομασκαρά,
να πάει να πέσει έτσι μια νοικοκυρά!...
που εγώ δε καταδέχουμ' ούτε να τον δω
κι αυτή να ξεπορτίσει θέλει από δω.
Τώρα πάει! κτλ.
Α, μα δεν ξεπορτίζουν, μάτια μου χωρίς να κάνουν πρώτα την προίκα της Ζαμπέτας... Δεν έχεις να πάρεις παρά ένα μπογαλάκι, κι όλα τα άλλα είναι δικά μου...
ΣΚΗΝΗ ΙΣΤ'
ΖΑΜΠΕΤΑ, ΜΑΡΩ
ΜΑΡΩ έξωθεν. — Ζαμπέτα...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Αι… η κυρά!...
ΜΑΡΩ εισερχομένη. — Σιγύρισε γρήγορα... να ξετινάξεις τους μπερντέδες... να πας να ντυθείς… να ετοιμάσεις το γλυκό...
ΖΑΜΠΕΤΑ ιδία. — Τι την έπιασε;
ΜΑΡΩ. — Πού είναι η Σοφία, ο αφέντης σου;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Aχ, κυρά μου... ο αφέντης... μη τα ρωτάς...
ΜΑΡΩ. — Τι;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Εκείνος ο παναθεματισμένος ο μπαρμπέρης...
ΜΑΡΩ. — Αι;
ΖΑΜΠΕΤΑ.— Τον έκοψε!...
ΜΑΡΩ. — Τι;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Και το τι τραβά δε λέγεται!...
ΜΑΡΩ. — Πολύ;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Το αίμα που έτρεξε!...
ΜΑΡΩ απερχομένη — Μπα, μπα, μπα!...
ΣΚΗΝΗ ΙΖ'
ΖΑΜΠΕΤΑ και είτα ΣΟΦΙΑ
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Μπρε!... τώρα το συλλογίζομαι πώς είπε ο αφέντης για το γιατρό!... Αμ' δε θα πήγε ο Βασιλάκης;
ΣΟΦΙΑ. — Ζαμπέτα, γρήγορα... έλα να ετοιμάσουμε τα ρούχα μου...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Τι ρούχα να ετοιμάσουμε;... θα πάρεις σ' ένα μπογαλάκι όσα σου χρειάζονται και τ' άλλα θα τ' αφήσεις της Ζαμπέτας σου να παντρευτεί κι αυτή η καημένη...
ΣΟΦΙΑ. — Δε θα σ' αφήσω εσένα τα φουστάνια μου!
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Γιατί;
ΣΟΦΙΑ περιφρονητικώς. — Ορίστε μούτρα που θα φορέσει τα ρούχα τα δικά μου...
ΖΑΜΠΕΤΑ θέτουσα τας χείρας επί της οσφύος.—Δε σ' αρέσω παρακαλώ;
ΣΟΦΙΑ. — Μάτια μου!...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Και είσαι καλύτερη εσύ από μένα;
ΣΟΦΙΑ. — Μπα!...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Ω, να σε χαρώ!...
ΣΟΦΙΑ. — Κάμε μου τη χάρη να μην είσαι αυθάδης!...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Πως είσαι τάχα κόρη του κυρ Βερκάλη;
ΣΟΦΙΑ. — Σιώπαινε, ανόητη!...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Δε μου λες, σε παρακαλώ, ποιος είναι ο αγαπητικός σου;
ΣΟΦΙΑ. — Έλα... σκασμός!...
ΖΑΜΠΕΤΑ περιφρονητικώς και μορφάζουσα. — Ένας μπαρμπέρης...πφ!...
ΣΟΦΙΑ.— Ίσια κι ίσια ο δικός σου με τον δικό μου;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Εμένα, κυρά μου, είναι δεκαεννέας... και δεν τον καταδέχεται τον δικό σου, που βάζει αβδέλλες ξέρεις πού...
ΣΟΦΙΑ. — Ν' αρπάξω την καρέκλα...
ΖΑΜΠΕΤΑ προκλητική. — Δεν κοπιάζ' η μούρη σου;
ΣΟΦΙΑ ηπιοτέρα. — Μα θέλεις να με σκάζεις Ζαμπέτα;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Όχι… μα επειδή της και ήρθε λόγος... και για να μη νομίζεις πως είσαι καλύτερη μου…
ΣΟΦΙΑ εν οργή. — Εγώ!...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Εμένα, κυρία μου, είναι το μέτωπό μου καθαρό, και δεν κρύβω τίποτες... το κατάλαβες;
ΣΟΦΙΑ. — Έννοια σου, εγώ θα σου δείξω...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Εσύ, εμένα!...
ΣΟΦΙΑ. — Αν δε βάλω το Βασιλάκη μου να του σπάσει τα κόκκαλα του δεκανέα σου να μη με λένε Σοφία.
ΖΑΜΠΕΤΑ καγχάζουσα. — Χαχ, αχ, αχ!... α!... μ’ έκανες κι εγέλασα που είχα όρεξη για κλάματα!...
ΣΟΦΙΑ απερχομένη. — Καλά!...
ΣΚΗΝΗ ΙΗ'
ΖΑΜΠΕΤΑ και είτα MAPQ.
ΖΑΜΠΕΤΑ γελώσα. — Ωχ, κι αν του το ειπώ τι πανηγύρι έχει να γίνει!... δεκαπέντε μέρες θα τον δέρνει τον Βασιλάκη της.
ΜΑΡΩ. — Τα ετοίμασες, Ζαμπέτα;
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Μάλιστα, κυρία, έτοιμα είναι...
ΜΑΡΩ. — Άμε, πετάξου στο γιατρό και πες του να 'ρθει αμέσως.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Θα είναι τέτοια ώρα στο σπίτι του;
ΜΑΡΩ. — Κάμ' εκείνο που σου λέγω…
ΖΑΜΠΕΤΑ ιδία εξερχομένη. — Κι αν φύγει η άλλη;
ΜΑΡΩ. — Εδώ είσ' ακόμα;
ΣΚΗΝΗ ΙΘ'
ΜΑΡΩ ΒΕΡΚΑΛΗΣ
ΒΕΡΚΑΛΗΣ όστις εμφανισθείς προ μικρού αριστερά ήκουσε την διαταγήν. — Δεν είν' ανάγκη, Μάρω...
ΜΑΡΩ. — Άφησε, καλέ. . ξεύρω εγώ τι ημπορεί να έβγει;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μα τι θα μου κάμει ο γιατρός;
ΜΑΡΩ. — Κι αν σου έκοψε καμία φλέβα;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ φέρων την χείρα επί της παρειάς. — Ωχ... πώς με τσούζει!
ΜΑΡΩ. — Βλέπεις;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Είπες της Σοφίας να ετοιμαστεί;
ΜΑΡΩ. — Τώρα θα της το ειπώ…
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Πολύ ήθελα να μην ήρχουνταν σήμερα ο Ραγκίδης.
ΜΑΡΩ ήτις ετοιμάζετο να εξέλθη επιστρεφομένη. — Πώς θα σε ιδεί έτσι;... τι πειράζει;... μ' αυτή τη μαγουλίκα ούτε φαίνεσαι καν πως είσαι αξούριστος.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ τείνων το ους. — Κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα...
ΜΑΡΩ. — Αυτός θα είναι...
ΣΚΗΝΗ Κ’
Οι ανωτέρω, ΔΕΚΑΣΤΟΣ και εν τέλει ΖΑΜΠΕΤΑ.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Μπα!... τι έπαθες, Γεώργη;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μ' έκοψε, αδερφέ, αυτός ο μασκαράς ο μπαρμπέρη…
ΔΕΚΑΣΤΟΣ κατερχόμενος μετ’ αυτού. — Γι’ αυτό τον επερίμενες τόσην ώρα;
ΜΑΡΩ. — Να ιδείς πώς τον έχει κάνει…
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Δε μ' ακούς εμένα... θες κουβέντα... θες να οικονομήσεις και μια δεκάρα...
ΜΑΡΩ. — Ολίγο ακόμα και του κατέβαζε το μάγουλο…
ΔΕΚΑΣΤΟΣ — Να σου στείλω τον δικό μου... βάζει και
καλές βεντούζες...
ΜΑΡΩ. — Νομίζεις πως θα τον αλλάξει;…
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Αμ' ας πάει στο διάβολο… θα τον αφήσω
το παλιάνθρωπο... έπειτα θα γίνει μια μέρα και υπουργός!
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Υπουργός;… τότε να τον πάρω εγώ!...
ΜΑΡΩ. — Τι κάν' η Ελενίτσα;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Ατυχία κι από κει, θα παν' απόψε σε μια συντροφιά.
ΜΑΡΩ — Μα πρωτύτερα που την είδα δεν μου είπε τίποτε.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Την ώρα που έφευγες της ήρθε η πρόσκλησις.
ΜΑΡΩ. — Και θα πάγει;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Γιατί όχι;
ΜΑΡΩ.— Πώς κάμνει αυτή η γυναίκα, αδερφέ... περίεργον πράγμα!...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Κάμνει πολύ καλά… εννοεί να διασκεδάσει το παιδί της...
ΜΑΡΩ. — Μα έτσι το καταστρέφει! . ..
ΔΕΚΑΣΤΟΣ άδων Αριθ. 8.
Μπρε Μάρω, άκου... τη Σοφία
να την ξανοίξεις μια σταλιά,
δος της λιγάκι αλλεγρία,
γιατί θα βρεις κάνα μπελά.
Τα νιάτα ζητούν φως, αγέρα,
τραγούδια, χορό, μουσική,
και όχι δεσμά νύχτα μέρα,
όχι σκλαβιά και φυλακή!
Νιάτα θα πούνε, αλλεγρία,
ξεφάντωμα, αποκριές,
το κλείσιμο και η νηστεία
εγίνηκαν για τις γριές.
Αυτό κι η φύσις ορίζει
και πρέπει κανείς να πεισθεί
πως όποιος ενάντια βαδίζει
πικρά θε να τιμωρηθεί!
ΜΑΡΩ εξερχομένη. — Κοίταξε τη δουλειά σου, σε παρακαλώ.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Πολύ καλά.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι καιρός είναι έξω, γιατί αυτό αρχίζει και με τσούζει...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Καλός καιρός.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Μα γιατί με τσούζει αυτό; μήπως θα βρέξει;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Μην το συλλογίζεσαι... δεν είναι τίποτε ..
ΜΑΡΩ διερχομένη την σκηνήν εν ταραχή και εξερχομένη αριστερά. — Καλέ μην είδετε τη Σοφία;...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Με τσούζει πού με δαιμονίζει;…
ΔΕΚΑΣΤΟΣ γελών. — Τι να σου κάνω εγώ; αυτά να τα πεις του μπαρμπέρη σου… που ξουραφίζεσαι;
ΜΑΡΩ εισερχομένη δρομαίως. — Πού είναι η Σοφία;… δεν την ευρίσκω πουθενά...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Πώς γίνεται;... με τσούζει...
ΖΑΜΠΕΤΑ εισερχομένη δεξιόθεν κραυγάζουσα. — Τρέξατε γρήγορα... μας κλέβουν τη Σοφία!...
ΜΑΡΩ εξερχομένη εκ του βάθους. — Ε!...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Ο Κουρκουλές.
ΒΕΡΚΑΛΗΣ ομοίως. — Τι;
ΜΑΡΩ. — Ο μπαρμπέρης...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ ομοίως. — Πώς;
ΣΚΗΝΗ ΚΑ'
ΖΑΜΠΕΤΑ, είτα ΣΟΦΙΑ, κατόπιν ΔΕΚΑΣΤΟΣ.
ΖΑΜΠΕΤΑ γελώσα. — Της την έφτιασα μια χαρά!... Καλά που δεν επήγα για τον γιατρό... Θα ξεπόρτιζε!... Δε μου δίνεις τα φουστάνια σου….αι; να κι εγώ... αμ' τι θαρρείς;
ΣΟΦΙΑ εισερχομένη αριστερόθεν και επετιθεμένη κατ’ αυτής. — Εσύ μου τα 'καμες όλα, σιχαμένη!...
ΖΑΜΠΕΤΑ αμυνομένη. — Ωχ!...
ΣΟΦΙΑ συλλαμβάνουσα αυτήν από της κόμης ενώ έξω ακούονται φωναί. — Να σε ξεμαλλιάσω μια φορά για να ιδείς.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ εισερχόμενος εκ του βάθους και διαχωρίζων αυτάς. — Σοφία, Σοφία...
ΣΟΦΙΑ. — Αχ, θείε μου...
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Ξέρεις αφέντη.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Φύγε απ' εδώ εσύ, ανόητη! . ..
ΖΑΜΠΕΤΑ απερχομένη ιδία. — Της τα ξερίζωσα όμως τα μαλλιά!...
ΣΚΗΝΗ KB'
ΣΟΦΙΑ, ΔΕΚΑΣΤΟΣ, ΜΑΡΩ, ΒΕΡΚΑΛΗΣ.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ έκπληκτος. — Πώς το έκανες αυτό το πράγμα, Σοφία μου;
ΒΕΡΚΑΛΗΣ εισερχόμενος δεξιόθεν. — Τι συμφορά ήτον αυτή;
ΜΑΡΩ εισερχομένη αριστερόθεν. — Κατηραμένη, τι μας έκανες;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ προασπίζων την Σοφίαν και προσπαθών να καθησυχάσει αυτούς. — Με τρόπον, με τρόπον...
ΣΟΦΙΑ. — Τι σας έκανα;... τον αγάπησα... να...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Σιωπή!... και με τσούζει περισσότερο...
ΜΑΡΩ κλείουσα θύρας και παράθυρα. — Δι' όνομα του Θεού, να μη μάθει κανείς τίποτε...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Ποιος ημπορούσε να υποθέσει αυτό το πράγμα;
ΜΑΡΩ. — Έπειτ' από την ανατροφή που της εδώσαμε!...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Αυτά κάμνει η ανατροφή σας...
ΜΑΡΩ. — Κοίταξέ την την υποκρίτρια...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Κι εγώ να την θαυμάζω για την απλότητά της...
ΜΑΡΩ. — Αμ' εγώ
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Γκρεμίσου απ’ εδώ!...
ΣΚΗΝΗ ΚΓ'
Οι ανωτέρω, ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ όστις από τινων στιγμών επεφάνη προς της θύρας. — Αγάλια, αγάλια, παρακαλώ...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ εν οργή. — Εσύ, μαγκούφη!...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Δε σας επιτρέπεται να βρίζετε τη γυναίκα μου...
ΠΑΝΤΕΣ εμβρόντητοι. — Τη γυναίκα του!...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ. — Έχω δικαιώματα επάνω της!...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ αρπάζων εδώλιον. — Στάσου να σου δείξω τα δικαιώματά σου...
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ περιβάλλων την Σοφίαν. — Πατέρα, για τον Θεό... πρόσεξε μη κτυπήσεις το εγγονάκι σου...
ΠΑΝΤΕΣ ενώ το εδώλιον πίπτει των χειρών του Βερκάλη — Ο!...
ΜΑΡΩ καλύπτουσα το πρόσωπόν της. — Πω, πω!... εχαθήκαμε!...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Καλέ δε βαρύνεσαι... φέρε τα στεφάνια τώρα να τελειόνομε... και να τους πάρω μάλιστα και τους δύο στο θέατρο απόψε...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ. — Τι ήταν αυτά που επάθαμε, γυναίκα;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ περιχαρής. — Ηύρα τέλος πάντων συντροφιά και δε θα πάω μόνος.
ΜΑΡΩ. — Αχ, άντρα μου, ποιος το επερίμενε;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ γελών. — Ποιος;... εγώ... εγώ το επερίμενα… και οι ενδιαφερόμενοι…
ΣΚΗΝΗ ΚΔ'
Οι ανωτέρω, ΖΑΜΠΕΤΑ.
ΖΑΜΠΕΤΑ. — Κυρία... ένας κύριος Ραγκίδης σας ζητά... να του πω ν' ανέβει;
ΔΕΚΑΣΤΟΣ. — Με την ώρα του ήρθε κι αυτός!...
ΒΕΡΚΑΛΗΣ χειρονομών πεφοβισμένος και χαμηλοφώνως. — Πες πως δεν είναι κανένας στο σπίτι...
ΜΑΡΩ ομοίως. — Κανένας, κανένας, κανένας!...
ΔΕΚΑΣΤΟΣ γελών ιδία. — Εμείς θα 'χομε βαπτίσια μεθαύριο κι η ευγενεία του έρχεται για γαμπρός!
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ προς την Σοφίαν. — Μια χαρά τα καταφέραμε...
ΣΟΦΙΑ. — Σώπα και σ' ακούει ο θείος.
ΔΕΚΑΣΤΟΣ γελών. — Η αθώα περιστερά.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ άδων Αριθ. 9
Α τι να γίνει πλια
αφού ήλθε καλά η δουλειά,
και η μπαρμπερική
δεν είναι θαρρώ πολύ κακή.
Αντί να πεινάς
μπαρμπέρης ας είναι και τινάς.
ΠΑΝΤΕΣ
Θε να κόβει βεντούζες
στην πεθερά
της άλλης θα κάνει τα κατσαρά
και πάει μια χαρά!
ΚΟΥΡΚΟΥΛΕΣ
Δεν είναι δα κακή
η μπαρμπερική
φθάνει μόν’ ο μπαρμπέρης
να μην είν' χασομέρης.
Εγώ μπαρμπερειό,
κι αυτή μαγερειό.
ΠΑΝΤΕΣ
Καλέ ακούς εκεί,
έχει γούστο κι η μπαρμπερική·
θα βρίσκει δουλειά,
της μιας θα σγουραίνει τα μαλλιά...
σαν έχει καιρό
θα ξουραφίζει μια χαρά
τον πεθερό!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ