Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ, του έτους 1886, του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Φ. ΣΚΟΚΟΥ, 1ος τόμος.
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΤΑΣΣΟΣ ΜΑΓΚΑΝΟΣ, ΣΠΥΡΟΣ ΤΖΑΜΑΣ, ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ, ΣΤΥΛΙΑΗ
Η σκηνή σύγχρονος εν Αθήναις.
Δωμάτιον ευρύχωρον γυμνόν επίπλων σχεδόν. Θύραι του δωματίου εκατέρωθεν. Θύρα εις το βάθος· και δεξιά μεν της θύρας ταύτης ψάθινον ανάκλιντρον αριστερά δε τράπεζα εφ' ης υάλινον αγγείον πλήρες ύδατος, εν ω πλέουσιν ερυθροί ιχθύς. Επί των τοίχων εικόνες παριστώσαι σκηνάς της Ελληνικής επαναστάσεως. Εδώλια ψάθινα.
ΣΚΗΝΗ Α'
ΜΑΓΚΑΝΟΣ εισερχόμενος αριστερόθεν, ΤΖΑΜΑΣ εισερχόμενος διά της μεσαίας θύρας.
ΤΖΑΜΑΣ. Καλημέρα.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. Καλώς τον.
ΤΖΑΜΑΣ. Μ’ εγύρευες έμαθα.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. Ναι, ήθελα κάτι να σου ειπώ. Κάθισε.
ΤΖΑΜΑΣ καθήμενος. — Συννεφιασμένο σε βλέπω· τι τρέχει;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ καθήμενος παρ' αυτώ. — Να...η Στυλιανή...
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι έπαθε;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Ξέρω κι εγώ;...έλεγα να την έπαιρνες σπίτι σου...
ΤΖΑΜΑΣ εγειρόμενος. — Σπίτι μου;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Για λίγον καιρό μονάχα... όχι για πάντα...
ΤΖΑΜΑΣ. — Μα τι έτρεξε;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Είμαστε πέντε μήνους παντρεμένοι... τι λέω 'γώ,… πέντε και πάν' έξι... σ' αυτούς τους έξι μήνους μέσα έναν κακό λόγο δεν αλλάξαμε. Καλή, φρόνιμη, νοικοκυρά, είναι χαριτωμένη γυναίκα η Στυλιανή μου... μα είναι τώρα κάμποσες μέρες που δεν κάνει άλλη δουλειά παρά να κλαίει από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
ΤΖΑΜΑΣ έκπληκτος. — Κλαίει;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Και τι κλάμα!
ΤΖΑΜΑΣ καθήμενος. — Μήπως έχει τίποτε; Δεν την ρώτησες;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Μια και δυο φορές; Κάθε στιγμή τη ρωτώ... μήπως λέει και τίποτε;... Τίποτε... Δε βγάζει μιλιά απ’ το στόμα της και να τα δάκρυα ίσαμε τα πόδια της.
ΤΖΑΜΑΣ. — Μπα!
ΤΖΑΜΑΣ. — Είπα κι εγώ να σε παρακαλέσω να την πάρεις για μερικές μέρες στο σπίτι σου, σαν αδερφή σου που είναι, ίσως και σας επεθύμησε, ξέρω κι εγώ;
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι να κάνει στο σπίτι; Πέντε αδέρφια χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα, καθένας με τη δουλειά του έξω απ’ το σπίτι όλη την ημέρα, τι να κάνει σ' εμάς;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Να ξανοίξει η καρδιά της... ξέρω κι εγώ;
ΤΖΑΜΑΣ. — Α, μπα! κολοκύθια! Φώναξες τον γιατρό;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τρεις γιατρούς της έχω φέρει ίσαμε τώρα.
ΤΖΑΜΑΣ. — Αι, τι είπαν;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έχει.
ΤΖΑΜΑΣ. — Πού είναι; πάμε να την ιδώ.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Να την έρχεται... Κοίταξέ την, πάλι κλαμένη είναι. Δεν την ρωτάς εσύ τι έχει, τι θέλει; ίσως εσένα σου ειπεί τον πόνο της.
ΤΖΑΜΑΣ. — Θα την ρωτήσω· άφησέ με μονάχο μαζί της.
ΣΚΗΝΗ Β'
Οι ανωτέρω, ΣΤΥΛΙΑΝΗ
ΣΤΥΛΙΑΝΗ μελαγχολικώς. — Καλημέρα, Σπύρο, πώς από 'δω;
ΤΖΑΜΑΣ. — Αι, ήρθα να ιδώ τι κάνετε.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ δακρύουσα. — Τι κάνουν τ' αδέρφια μας; πώς δεν έρχουνται;... μ' εξεχάσατε.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ κρυφίως τω Τζίμα. — Αυτό είναι που σου λέω... σας επιθύμησε.
ΤΖΑΜΑΣ. — Δε σ' εξέχασε κανείς, Στυλιανή μου, μα οι δουλειές, βλέπεις.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ κρυφίως τω Τζίμα. — Ρώτησέ την το λοιπόν, εγώ εδώ είμαι, δε φεύγω. (Μεγαλοφώνως.) Θέλεις τίποτε, Στυλιανή; πάω ίσαμε το παζάρι.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Όχι· ευχαριστώ.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ απερχόμενος ίδια — Τι να έχει η καημένη!
ΣΚΗΝΗ Γ'
Οι ανωτέρω πλην τον ΜΑΓΚΑΝΟΥ
ΤΖΑΜΑΣ. — Λοιπόν, Στυλιανή, πώς τα πάμε; καλά;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ στένουσα. — Α!
ΤΖΑΜΑΣ. — Γιατί, γιατί, βαριαναστενάζεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Αμ' είναι ζωή αυτή;
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι έχεις; δεν είσαι ευτυχισμένη;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ευτυχισμένη λέει; Ποιος έχασε την ευτυχία για να την εύρω ‘γώ;
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι λες, Στυλιανή μου; έχεις κανένα παράπονο με τον άντρα σου;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Α, ο καημένος! καλύτερος άντρας δεν μπορεί να γίνει, σ' αυτόν τον κόσμο.
ΤΖΑΜΑΣ. — Λοιπόν; πού είναι η δυστυχία σου; (Βλέπων αυτήν κλαίουσαν). Μα τι κλαις; τι σου λείπει; Όλα τα ‘χεις, αφού καλύτερος άντρας δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτόν τον κόσμο από τον Τάσο. Στο σπίτι δεν είχες τα καλά που έχεις εδώ. Είχαμε την ατυχία να χάσουμε τους γονιούς μας μικρά παιδιά, σας εμεγάλωσα εγώ, σ' επάντρεψα, ζεις ευτυχισμένη, τι παραπάνω θέλεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Τι θέλω;
ΤΖΑΜΑΣ. — Ναι, πες μου τι σου λείπει να σου το δώσουμε. Αν δεν μπορεί ο άνδρας σου ένας, πέντε αδέρφια είμαστ' εμείς και ο διάβολος να σκάσει κάτι θα καταφέρουμε.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ούτε ο άντρας μου, ούτ' εσείς θα μπορέσετε ποτέ να μου δώσετε εκείνο που θέλω και γι' αυτό θα είμαι πάντα δυστυχισμένη.
ΤΖΑΜΑΣ. — Τόσο μεγάλο πράμα είναι; (Βλέπων ότι πάλιν κλαίει.) Πάλι κλαις; Τέλος πάντων πες τι είναι και ποιος ξέρει αν δε μπορέσουμε να κάνουμε τίποτε.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ολοφυρομένη.— Άφησε... δε γίνεται...
ΤΖΑΜΑΣ. — Μα μην κλαις, Στυλιανή μου· γιατί ραγίζεται η καρδιά μου να σε βλέπω... Πες μου τι είναι... Έλα Στυλιανή, πες το του αδερφού σου. Στυλιανή μου. (εναγκαλιζόμενος αυτήν.) Μη χαλνάς τα ματάκια σου... τι θέλεις; πες μου τι θέλεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ήθελα...
ΤΖΑΜΑΣ. — Λέγε λοιπόν... τι ήθελες;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ήθελα μια πεθερά.
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι πράγμα;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Μια πεθερά.
ΤΖΑΜΑΣ. — Πεθερά;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ναι.
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι είναι αυτό; έπιπλο ή ρούχο;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Καλέ μια πεθερά... πεθερά... πώς να σου ειπώ;..
ΤΖΑΜΑΣ. — Μα μήπως ξέρω εγώ τι θέλετε να πείτε σήμερα μ' αυτό; καθώς κατάντησαν οι μόδες πού ξέρω εγώ τι θα ειπεί πεθερά;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Αχ! Θεέ μου· δεν καταλαβαίνεις. Καλέ σου λέω πεθερά.... να σαν να ειπούμε μια μάνα.
ΤΖΑΜΑΣ εγειρόμενος βιαίως. —Τι; μια μάνα; τέτοια πεθερά θέλεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ναι, τέτοια ήθελα να ‘χα, κι ας ήταν και πηλένια.
ΤΖΑΜΑΣ ποιών το σημείον του σταυρού. — Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! Και γι' αυτό κλαις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κλαίουσα. — Γι' αυτό.
ΤΖΑΜΑΣ μειδιών. — Αμ' δεν είσαι καλά, Στυλιανή μου, και καλά θα κάνεις να πας στην Τήνο τώρα που θα ‘ρθει το πανηγύρι.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Γέλα εσύ, εγώ όμως είμαι δυστυχισμένη.
ΤΖΑΜΑΣ. — Γιατί δεν έχεις πεθερά! Σώσον κύριε τον λαόν σου! Αμ' εδώ οι άνθρωποι δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν για να μην έχουν πεθερά και συ κλαις γιατί δεν έχεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. —Ακούς, λέει, κλαίγω, πώς να μην κλάψω; λίγο το ‘χεις;
ΤΖΑΜΑΣ. — Αι, καλά, τι να γίνει τώρα; να είχε ο άντρας σου μητέρα να την φέρει να κάτσει μαζί σου· μα που δεν έχει;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κλαίουσα. — Αυτό είναι που δεν έχει... γιατί να μην έχει;
ΤΖΑΜΑΣ. — Γιατί, γιατί...γιατί 'πέθανε.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ολοφυρομένη. — Γιατί να πεθάνει; ... .
ΤΖΑΜΑΣ. — Αι, μα είσαι ντιπ παιδί, καημένη Στυλιανή, και φταίω εγώ που κάθουμαι και μιλώ μαζί σου. (Λαμβάνων τον πίλον αυτού.) Αντίο.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Φεύγεις;
ΤΖΑΜΑΣ. — Αμ' τι να κάνω; μου γυρεύεις πεθερά, πού να την εύρω 'γώ την πεθερά; θέλεις να την φτιάσω; Αν ήμουν μαρμαράς να σου ‘φτιανα μια πηλένια αφού και τέτοια σου κάνει· μα δεν είμαι μαρμαράς, είμαι φούρναρης κι οι πεθερές δεν γίνονται απ’ αλεύρι, όσο κι αν τις ζυμώσεις.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ολοφυρομένη. —Καλά...αυτή η λύπη θα με πάει στον τάφο. (Ανερχομένη.) Αντίο.
ΤΖΑΜΑΣ. — Έλα εδώ, πού πας;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ απερχομένη. — Δυστυχία μου!
ΣΚΗΝΗ Δ'
ΤΖΑΜΑΣ και είτα ΜΑΓΚΑΝΟΣ
ΤΖΑΜΑΣ. — Πάει έφυγε! (κατερχόμενος) Δεν είναι καλά η αδερφή μου και πρέπει να κοιταχτεί. Ακούς εκεί να θέλει πεθερά! Και κλαίει γι' αυτό... Κλαίει!... έμεινε η μισή από τον καημό της. Μπα, μπα,... μήπως της σάλεψε; ... Δυστυχισμένη Στυλιανή!
ΜΑΓΚΑΝΟΣ εισερχόμενος ακροποδητί. — Αι... σου είπε;
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι να σου ειπώ, Τάσο μου, είναι μεγάλο το δυστύχημα.....
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τι;
ΤΖΑΜΑΣ. — Ναι, μεγάλο είναι και πρέπει να το πάρουμε απόφαση.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Μη με τρομάζεις Σπύρο.... τι έχει;
ΤΖΑΜΑΣ. — Τι έχει, τι έχει... . εκείνο που δεν έχει.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τι πράμα;
ΤΖΑΜΑΣ. — Δεν έχει πεθερά.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Πεθερά!
ΤΖΑΜΑΣ. — Ναι, όλα της τα κλάματα γι’ αυτό είναι, γιατί δεν έχει πεθερά.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Έλα τώρα, μη χωρατεύεις αδερφέ, και πες μου τι έχει;
ΤΖΑΜΑΣ. — Άκουσέ μου που σου λέω, τι; θα σε γελάσω; Αυτό είναι αρρώστια σαν κάθε αρρώστια και πρέπει να φωνάξουμε τους γιατρούς. Τι με κοιτάζεις; η γυναίκα σου είναι άρρωστη παιδί μου. Είναι κακό .... μα τι να γίνει; πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Πάλι με κοιτάζεις! Νιώθεις ρωμαίικα ή δε νιώθεις; Θέλει πεθερά και όταν μια γυναίκα σού γυρεύει πεθερά και σου λέει μάλιστα ότι και πηλένια αν είναι δεν την νοιάζει πάει να πει πως λασκάρισαν οι βίδες και σαν φρόνιμοι άνθρωποι που είμαστε να την στείλουμε στην Τήνο.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ εμβρόντητος. — Στην Τήνο!
ΤΖΑΜΑΣ. — Ακούς εκεί πηλένια! (Τύπτων το μέτωπον αυτού.) Ω!
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τι έπαθες;.
ΤΖΑΜΑΣ. — Μία ιδέα!... περίμενέ με κι έρχουμαι.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Πού πας;
ΤΖΑΜΑΣ εξερχόμενος. — Τώρα, τώρα.
ΣΚΗΝΗ Ε'
ΜΑΓΚΑΝΟΣ και είτα ΣΤΥΛΙΑΝΗ
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Μπα! Δε γίνεται· θα παράκουσε ο Σπύρος. Πεθερά λέει γυρεύει η γυναίκα μου; τι πεθερά; Δεν έχει και νόημα. Κάτι άλλο θα του είπε και δε το κατάλαβε...
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ήρθες, Τάσο;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Καλέ τι μου ‘λεγε ο Σπύρος;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Α, σου το είπε;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Ναι, μα κάτι άλλο θα του 'λεγες εσύ, κι αυτός δεν κατάλαβε και μου ‘λεγε άλλα των άλλων. Πεθερά λέει θέλεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κλαίουσα. — Καλά έλεγα εγώ να μην το ειπώ σε κανέναν... να, τώρα…. γελάτε.....
ΜΑΓΚΑΝΟΣ ιδία. — Μπα, μπα τι θα ειπεί αυτό;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Και δεν το ‘χετε για τίποτε να με πάρετε και για τρελή... μα τι να κάνω που δεν το θέλω... το ‘χω μέσα στην καρδιά μου και μου φαίνεται πως θα πεθάνω γιατί δεν έχω πεθερά.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ ιδία. — Ω δυστυχία μου! δεν είναι στα καλά της η Στυλιανή μου.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Αχ, γιατί να μη ζει η μάνα σου Τάσο μου· θα την αγαπούσα, θα την... ξέρεις πόσο θα την αγαπούσα;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ ιδία οργίλως. — Έτσι μου έρχεται να...
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κλαίουσα. — Μα πέθανε η καημένη.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ ιδία καταστέλλων την οργήν αυτού. — Καλύτερα να την πάρω με το καλό.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Και πέθανε χωρίς να την γνωρίσω.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Άκουσε να σου ειπώ, Στυλιανή μου, αυτό που ζητάς θα είχε νόημα αν ζούσε η μάνα μου· αλλά και τότες δεν ξέρω αν θα ήταν σωστό να την είχες εδώ.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Γιατί;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Η μάνα μου ήταν καλή γυναίκα· όσο καλή όμως κι αν είναι μια μάνα, πάντοτες είναι κακή πεθερά, να το ξέρεις αυτό. Δεν το λέω για τη μάνα μου, γιατί εσένα καθώς είσαι και τόσο καλή θα σ' αγαπούσε σαν τα μάτια της, μα έτσι είναι αυτός ο κόσμος. Ο γιος πάντα είναι γιος κι η νύφη πάντα νύφη. Θα ‘ρχουνταν μια μέρα που θα τα χαλνούσατε.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Εγώ να τα χαλνούσα μαζί της; ποτέ. Στα πούπουλα θα την είχα· στο κεφάλι μου, σκλάβα της θα γενόμουν· εγώ, εγώ... α, μόνον αυτό δε θα έβλεπες...
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Σε πιστεύω· αλλά τέλος πάντων η μάνα μου πέθανε, αν ζούσε ο πατέρας μου θα τον παρακαλούσα να ξαναπαντρευότουν για να έχεις μια γυναίκα που θα ‘μοιαζε με πεθερά. Και ο πατέρας μου δεν ζει, τώρα τι να σου κάνω; Άφησε λοιπόν αυτές τις ιδέες, αφού αυτή είναι όλη όλη η λύπη σου, και έλα να ζήσουμε ευτυχισμένοι σαν τις πρώτες μέρες. Δεν είναι καλύτερα;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Όχι· εγώ θα πεθάνω.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ ιδία. — Α, μα δεν παίρνεις βλέπω, από λόγια....
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Τάσο, να το ξέρεις θα πάρω φαρμάκι.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Για να σου ειπώ, γυναίκα, είμαι καλός καλός μα όταν με παραφουσκώσουν ανάβω. Τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Κοίταξε ν' αφήσεις αυτές τις ιδέες, γιατί αι, δε θέλω και πολύ για ν' ανάψω. Εγώ σ' έχω κυρά μες στο σπίτι μου, τίποτε δε σου λείπει, σ' αγαπώ σαν την πρώτη μέρα που παντρευτήκαμε κι εσύ έρχεσαι μ' αυτές τις ανοησίες να μου χαλάσεις όλη μου την ησυχία; Και να γύρευες τίποτε σωστό, στον διάολο, δε θα μιλούσα· μα να γυρεύεις πεθερά, όταν ξέρεις πως πέθανε η μάνα μου; αμάν σ' ακούσει και κανείς τι θα ειπεί; θα σε πάρει για τρελή... Να σου ειπώ ένα πράμα; όλα κι όλα, μα τρελή γυναίκα δεν την θέλω και ξέρε το.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κλαίουσα. —Δε φταίτε σεις, φταίω 'γω που το ‘βγαλα απ’ το στόμα μου ...
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Πάλι;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ολοφυρομένη. — Αχ, πεθερούλα μου, πού είσαι, πεθερά μου;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ οργίλως ιδία. — Α, μα έχασα πλέον την υπομονή και μου φαίνεται ότι...
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
Οι ανωτέρω και ΤΖΑΜΑΣ
ΤΖΑΜΑΣ. — Αι, πού θα την βάλεις Στυλιανή;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Τι πράμα;
ΤΖΑΜΑΣ. — Πού θα τη βάλεις;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ποιαν
ΤΖΑΜΑΣ. — Την πεθερά σου.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Τι;
ΤΖΑΜΑΣ. — Σου έφερα μια…
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Πεθερά;
ΤΖΑΜΑΣ. — Ναι, πεθερά, και κοίταξέ την σου έχει κι ένα καμάρι. (Εισέρχεται αχθοφόρος φέρων επ’ ώμου γύψινον άγαλμα γυναικός αρχαίας, μετρίου αναστήματος.)
ΣΤΥΛΙΑΝΗ έκπληκτος. — Α!
ΤΖΑΜΑΣ. — Δε μου είπες ότι και πηλένια αν ήταν θα σου 'κανε; να εγώ, σου έφερα από γύψο που αξίζει και παραπάνω.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ οδηγούσα τον αχθοφόρον. — Εδώ, εδώ φέρ’ την.
(Η Στυλιανή λέγει τω αχθοφόρω να τοποθετήσει αυτήν κατά γης, είτα θέτει αυτήν επί τίνος εδωλίου, κατόπιν μεταφέρει αυτήν εις το άλλο άκρον της σκηνής και θέτει αυτήν επί τινος τραπέζης. Βλέπουσα ότι ετοποθετήθη υψηλά μεταφέρει αυτήν επί τινος εδωλίου. Ο αχθοφόρος εις πάσαν μετακίνησιν δεικνύει σημεία δυσαρεσκείας· η Στυλιανή οτέ μεν ευχαριστείται δια την τοποθέτησιν, οτέ δε δυσαρεστείται· περί το τέλος του διαλόγου το άγαλμα ευρίσκεται επί τίνος εδωλίου αριστερά, εις το ύψος της Στυλιανής ισταμένης, ήτις θωπεύει και κατασπάζεται αυτό, εν συγκινήσει.)
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τι είναι αυτό;
ΤΖΑΜΑΣ μειδιών. — Αυτό; η μάνα σου.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Αι;
ΤΖΑΜΑΣ. — Δεν ήθελε μια πεθερά η γυναίκα σου; πού να πάμε να ξεθάψουμε τη μακαρίτισσα. Θυμήθηκα πως ο Γιάννης του Μανώλη είχε αυτό το άγαλμα μες το υπόγειό του και πήγα και τ' αγόρασα· δεν έχει και ακριβά, πέντε δραχμές μονάχα, του λείπει ένα χέρι, μα δε φαίνεται. Άγαλμα όμως, θεός! αι;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Σπύρο, η γυναίκα μου δεν είναι καλά.
ΤΖΑΜΑΣ. — Τίνος το λες, εμένα; εγώ με πρώτης την κατάλαβα· να είσαι όμως ευχαριστημένος πως αυτή μονάχα είναι η αρρώστια της. Κανένα δε βλάφτει· πεθερά θέλει· να, έχει τώρα. Κοίταξέ την χαρά!
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Σπύρο, Σπύρο, δε μ' αρέσουν αυτά. Κάτι έπαθε η γυναίκα μου.
ΤΖΑΜΑΣ. — Τη δουλειά σου· θα της περάσει· θα τη φιλήσει μια, θα τη φιλήσει δύο, θα τη φιλήσει τρεις, έπειτα θα τη βαρεθεί και θα ησυχάσει.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ υπόπτως. — Καλά.
ΤΖΑΜΑΣ βλέπων τον αχθοφόρον. — Τι θέλεις εσύ, τ' αγώγι σου; Να και συ, κυρ συμπέθερε. (Δίδει χρήματα τω αχθοφόρω όστις χαιρετίζει και απέρχεται.)
ΣΤΥΛΙΑΝΗ περιχαρής. — Αχ, Τάσο μου, χίλια καλά να ‘χεις που μου 'φερες ό,τι σου ζήτησα.
ΤΖΑΜΑΣ. — Αι, είσ' ευχαριστημένη;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Ακούς, λέει.
ΤΖΑΜΑΣ. — Τόσο το καλύτερο.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Αύριο να ιδείς πώς θα τη στολίσω· δε θα τη γνωρίσεις.
ΤΖΑΜΑΣ. — Μακάρι!
ΜΑΓΚΑΝΟΣ ιδία. — Μπα, η καημένη! να μη την καταλάβω τόσον καιρό!
ΤΖΑΜΑΣ. — Πάμε τώρα μέσα, γιατί εδώ κάνει μια ζέστη που σκάζει ο τζίτζικας.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Εγώ λέω να πάμε για τους γιατρούς, γιατί καθώς βλέπω...
ΤΖΑΜΑΣ ωθών αυτόν προς την θύραν. — Βρε κάνε δουλειά σου και την ξέρω εγώ την αδερφή μου.
ΣΚΗΝΗ Ζ'.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ, μόνη περιχαρής
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Και τι να σου πρωτοκάνω, πεθερούλα μου; Καλέ έχω πεθερά, είναι δική μου· θα την έχω όλη την ημέρα εδώ να της λέω τις χαρές μου, τα βάσανά μου. Αχ, πεθερούλα μου, μάτια μου, ευτυχία μου. Στάσου να σε στολίσω εγώ που να χάνει τον νου του όποιος σε βλέπει. (Αποβάλλει το περιδέραιον αυτής και περιβάλλει δι' αυτού τον λαιμόν του αγάλματος) Πώς σου πάει! και πώς σου πάει! Στάσου να σου βάλω και φακιόλι... τι; φακιόλι; αμ' δεν είσαι συ για να ‘σαι πλακιώτισσα, πεθερούλα μου· θα σου βάλω σκούφια εγώ σαν την εγγλέζα τη δασκάλα. Σκούφια, σκούφια! πού να βρω σκούφια; Ας σου βάλω αυτή την πόλκα τώρα κι έπειτα βρίσκουμε τη σκούφια. (Καθ' ην στιγμήν προτίθεται να ενδύσει το άγαλμα παρατηρεί ότι ελλείπει μία χειρ). Μπα, πού είναι το χέρι σου, πεθερά μου; Αλί, φουρτούνα που μου 'ρθε! δίχως χέρι; Σου το ‘κοψαν οι γιατροί; αχ, κατακαημένη πεθερούλα μου! (ολοφυρομένη) Πώς σου ‘τυχε τούτο; και πώς θα σ' έχω τώρα η άμοιρη; κουλή; Κουλή θα μου είσαι πεθερούλα μου! αχ, η άμοιρη εγώ! (καθ' ην στιγμήν ευρισκομένη γονυκλινής προ του αγάλματος εκτελεί βιαιοτέραν τινα κίνησιν, το εδώλιον κλονείται και το άγαλμα πίπτον καταθραύεται επί της κεφαλής αυτής.) Αχ! αχ! αχ! (Πίπτουσα λιπόθυμος) Βοήθεια!
ΣΚΗΝΗ Η'.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ, ΜΑΓΚΑΝΟΣ, ΤΖΑΜΑΣ
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τι τρέχει;
ΤΖΑΜΑΣ. — Μπα! έσπασε η πεθερά; ω διάβολε, τώρα πρέπει ν' αγοράζουμε άλλη.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Στυλιανή, τι έπαθες;
ΤΖΑΜΑΣ. — Αίματα;
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Είναι σπασμένο το κεφάλι της. Στυλιανή.
ΤΖΑΜΑΣ. — Φέρε ολίγο νερό, λιγοθύμησε.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ τρέχων προς το βάθος. — Δυστυχία μου!
ΤΖΑΜΑΣ. — Στυλιανή... δεν ακούεις! Στυλιανή!
ΜΑΓΚΑΝΟΣ φέρων ύδωρ. — Ξελιγοθύμησε;
ΤΖΑΜΑΣ ραντίζων αυτήν. —Τρίψε της τα χέρια. Στυλιανή.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Ανοίγει τα μάτια της.
ΤΖΑΜΑΣ. — Στυλιανή, σήκω. Στυλιανή μου, τι έπαθες;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ συνερχομένη. —Πού είμαι; ποίοι είστε σεις;
ΤΖΑΜΑΣ. — Εμείς είμαστε· εγώ, ο Σπύρος ο αδελφός σου και ο Τάσος, ο άνδρας σου.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ υπεγειρομένη. — Τι έπαθα;
ΤΖΑΜΑΣ. — Α, τίποτες... λιποθυμιά σου ήρθε...
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κρατούσα την κεφαλήν αυτής. — Ωχ, πώς πονώ εδώ στο κεφάλι.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Αμ' πώς χτύπησες, Στυλιανή μου;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Να ετούτη η στρίγκλα, που της έκανα τόσα χάδια, έπεσ' απάνω μου και μου ‘σπασε το κεφάλι.
ΤΖΑΜΑΣ. — Η πεθερά σου;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Πεθερά μου; Κακό χρόνο να ‘χει! αχ, το κεφαλάκι μου!
ΤΖΑΜΑΣ. — Δεν πειράζει, έννοια σου, εγώ θα σου πάρω μια καλύτερη που να μη σπάζει ποτέ.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ. — Τι; άλλη; Θεός να φυλάξει. Πάρτε κι αυτά τα κομμάτια απ’ εδώ να μην τα ιδώ πλια στα μάτια μου.
ΜΑΓΚΑΝΟΣ. — Τι, δεν την θέλεις πλέον;
ΤΖΑΜΑΣ. — Την πεθερά σου, Στυλιανή μου, εσύ που εχάλασες τον κόσμο για να ‘χεις μια πεθερά!
ΣΤΥΛΙΑΝΗ μορφάζουσα. — Ωχ, το κεφαλάκι μου!
ΤΖΑΜΑΣ. — Σου πονεί, αι; αμ' ποιος σου είπε να ζητάς τέτοια πράματα;
ΣΤΥΛΙΑΝΗ κρατούσα την κεφαλήν αυτής. —Μήτε καλή, μήτε κακιά, μήτε πηλένια πεθερά!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ