Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, τεύχος 1, 1922
ΔΕΝ γνωρίζω από ποίαν αληθινήν ιστορίαν ο Οσκάρ Ουάιλδ, διασκευάζων την θρησκευτικήν παράδοσιν, επήρε το φίλημα της Σαλώμης και το απέθηκεν εις την αιμοσταγή κεφαλήν του Προδρόμου. Αλλά, και αν απλώς το εφαντάσθη, κάτι αληθινόν διέπλασε. Διότι εις τ' ανθρώπινα ένστικτα, αν λανθάνη το κτήνος, πολλάκις εμφανίζεται το απόσταγμα των προθέσεων του θηρίου. Λέγω δε ότι κάτι αληθινόν διέπλασε, διότι και αυτό ακόμη θα ημπορούσε να έχη συμβή, αφού μία παρομοία τραγωδία, με ταπεινοτέρους αλήθεια ήρωας, εξετυλίχθη κάτω από τον πλάτανον του Σαϊτάγα εις το Λάλα, ολίγον καιρόν προ της Επαναστάσεως.
Από το περιβόητον αυτό χωρίον, όπου ενεφώλευεν η αγριωτέρα Αρβανιτιά διά να κατατυραννήση όλην την Δυτικήν Πελοπόννησον επί ένα περίπου αιώνα, σώζονται ακόμη, εις καμένα ερείπια, το Σαράγι του Σαϊτάγα, και κοντά εις την εκκλησίαν και το κοιμητήριόν της, ο περίφημος πλάτανος. Εις τα μεγάλα κλαριά του, κατά καιρούς, πολλοί χριστιανοί εκρεμάσθησαν. Ο χρόνος όμως έσβυσε την μνήμην του καθενός μαρτυρίου, διά να κρατήση μόνον μίαν σπαρακτικήν ανάμνησιν. Και την ανάμνησιν αυτήν, άτυχοι στίχοι και κολοβοί διετήρησαν, χωρίς όμως και να ελαττώσουν την φρίκην της αληθινής ιστορίας, την οποίαν μαρτυρούν και διαιωνίζουν.
Ο Σαϊτάγας αυτός, πλουσιώτατος μεγαλοκτηματίας, με δικαιώματα ζωής και θανάτου εις τους δύσμοιρους ραγιάδες, ήτο κατά την επιχώριον παράδοσιν, ένας υψηλός ομορφάνθρωπος, πολύ δυνατός και θηρίον ανήμερον, αλλά ταυτοχρόνως, ή μάλλον σύμφωνα με το κέφι της στιγμής, χωρατατζής και ψυχικάρης. Ελήστευε τους μεν χωρίς ν' αρνήται την ελεημοσύνην εις τους άλλους. Κι εκρεμούσε τους ανθρώπους με όσην ευκολίαν επροίκιζε τα ορφανά. Τα πλούτη του ήσαν αμέτρητα και απέραντα τα υποστατικά του. Και όλα, από διαρπαγάς κι από λεηλασίας. Αν ήθελεν όμως κανείς να βρει το δίκιο του, έπρεπε στον Σαϊτάγαν να τρέξη. Και θα το εύρισκε. Διά τούτο και πολλοί τον έκλαυσαν, όταν εδολοφονήθη το 1816.
Αυτός λοιπόν ο Σαϊτάγας, μεσόκοπος πλέον, αλλά πάντοτε υψηλός και ομορφάνθρωπος, επερνούσε μίαν ημέραν από την βρύσην της Λουκίσσας και εκεί, είδε την Γαρουφαλιάν να πλένη.
Διά την Γαρουφαλιάν αυτήν δεν γνωρίζομεν τίποτε άλλο έξω από τας τραγικάς περιπετείας της υστερινής της ημέρας. Πιθανόν να ήτο κανένα κορίτσι απωρφανισμένον από την καταδίωξιν των Λαλιωτών, και θ' ανετράφη ως ψυχοκόρη κανενός ασημάντου χωρικού, ανώνυμος οικογενειακώς, και άγνωστος έως την στιγμήν, που είλκυσε την προσοχήν του αγά. Ότι ήτον εύμορφη, δεν χωρεί αμφιβολία, ύστερα από αυτό που έγινε. Διότι ο Σαϊτάγας, καβάλλα στο άλογόν του εκοντοστάθηκε κι εζήτησε να πιάση κουβένταν:
— Το τι χαμπέρια από τη βρύση:
Βέβαια, δεν ενδιεφέρετο να μάθη τα νέα της ημέρας, όσα ανταλλάσονται εις τας γυναικείας αυτάς λέσχας του υπαίθρου. Απλώς ήθελε να καλοκυττάξη την Γαρουφαλιάν που έπλενε, και η οποία, κατάπληκτος διά την τόσην προσήνειαν του τυράννου, εχαμογέλασε και τον επληροφόρησε περί του σπουδαιοτέρου νέου της στιγμής:
— Διαβαίνει αγάς δίχως να βρίση!
Αυτή η απόκρισις τον ενεθάρρυνεν. Η Γαρουφαλιά δεν του εφάνη ούτε κουτή ούτε κανένα αγριοκάτσικον. Εις την ετοιμολόγον απάντησίν της διέκρινε μίαν χαρακτηριστικήν πρόκλησιν, και δεν ηθέλησε να την αφήση να περάση απαρατήρητος. Την έβλεπεν εύμορφην, λυγερήν, ορεκτικήν. Και ήσαν τόσον άσπρα τα γυμνά χέρια, που επάλευαν μέσα εις το νερόν! Η καλαισθησία του δεν του επέτρεπε να τ' αφήση ανύμνητα. Και χαμογελαστός, μέσα σ' ένα βαθύ αναστέναγμα προσέθηκε:
— Άσπρο χεράκι στα νερά
μαύρο σεκλέτι στον αγά.
Κι εξηκολούθει να την κυττάζη με τα μάτια του θαυμασμού και του πόθου, την ώραν που η Γαρουφαλιά, στενοχωρημένη δια την επιμονήν του, έβλεπεν ότι έπρεπε να διακόψη την ενοχλητικήν αυτήν συνομιλίαν. Κι έτσι, μισογελαστή και μισοθυμωμένη, του απήντησε:
— Τ' άσπρα σκουτιά μου κοπανώ
και σύρε, αγά μου, στο καλό!...
Έδοσε τόπον εις την οργήν ο Σαϊτάγας, και ούτε απεκρίθη ούτε απεχαιρέτησεν. Ίσως, μαζί με την Γαρουφαλιάν, έπλεναν κι άλλα κορίτσια. Και η επιμονή του όχι μόνον θα προεκάλει σκάνδαλον, αλλά και θ’ απέβαινεν επικίνδυνος. Διότι τα κορίτσια, όταν είναι πολλά μαζί, δεν χωρατεύουν. Απεμακρύνθη λοιπόν συλλογισμένος ο Σαϊτάγας, χωρίς να λησμονήση το εύμορφον πλάσμα, που συνήντησεν εις τον δρόμον του. Όταν όμως έφθασεν εις το Λάλα κι εκλείσθη μέσα εις το Σαράγι του, μετενόησε δια την χαμένην ευκαιρίαν. Διότι εκατάλαβε, κάπως αργά, πως δεν θα ημπορούσε να ησυχάση, εκείνο το βράδυ τουλάχιστον, εάν δεν την εξανάβλεπε. Του αγά τα ένστικτα εξύπνησαν, και του αγά τα παλαμάκια εκτύπησαν, διά να έλθη ο Αράπης του. Κι έτρεξε αμέσως, ο πελώριος Αράπης του παραμυθιού αλλά και της αληθινής ιστορίας, με τα βήματα της γάτας, το σχοινί στο χέρι και τις χάντρες στον λαιμόν.
Ο Σαϊτάγας, αλήθεια, εφαίνετο πολύ στενοχωρημένος. Και αφού ανεστέναξε βαθιά διά να ελαφρώση τα στήθη του, τα προφανώς λάσια, βαρύθυμος εμουρμούρισε:
— Θα σκάσω από το ντέρτι
η Γαρουφαλιά αν δεν έρτη,
Μ' ό,τι θες και μ’ ό,τι ξέρεις
Σύρε, Αράπη, να τη φέρης...
Έτρεξεν ο Αράπης να εκτελέση την παραγγελίαν. Όπως δήποτε, έπρεπε να ευχαριστήση τον αφεντικόν του. Και ήξευρε καλά την δουλειάν του. Ούτε πρωτόπειρος ήτο, ούτε δειλός. Και την νύκτα, όταν όλοι εκοιμώντο μέσα εις το φτωχόσπιτον της Γαρουφαλιάς, εμπήκε με τα βήματα της γάτας από το χαγιάτι, και την ευρήκε μέσα εις τον σωρόν των κοιμισμένων. Της εμπούλωσε το στόμα με την μαύρην του παλάμην, έσφιξε το πρόσωπόν της εις το στήθος του το μαύρον, απαλά την ανεσήκωσεν, επήδησε τον φράκτην και την έρριξε στην πλάτην, δια να τρέξη εις το Σαράγι. Η Γαρουφαλιά δεν εφώναξε. Και αν εφώναξε, δεν ηκούσθη.
Εις την νύκτα και εις το ύπαιθρον, ποιος θα ήκουε την φωνήν της; Και αν την ήκουε, ποιος θα έτρεχε; Και αν την έβλεπε, ποιος θα την εγλύτωνεν από τον Αράπη του αγά;
Τρομαγμένη από το κακόν το ξύπνημα η Γαρουφαλιά, σαν πουπουλένιον μαξιλάρι εγλύστρησεν από τον ώμον, κι έπεσεν εις τον σοφάν. Το έβλεπε· θα ήτο ματαία κάθε αντίστασίς της μέσα εις εκείνον τον πλούσιον οντάν, όπου ο Σαϊτάγας, με κάρβουνα εις τα μάτια, την εκαρτερούσεν. Όμως, πικρά του ωμίλησε και είπε:
— Αγά, με τον Αράπη
δεν πιάνεται η αγάπη.
Θέλει χάδια και φιλιά
θέλει αντρίκειαν αγκαλιά...
Ο Σαϊτάγας το ήξευρε. Το έμαθε καλύτερα από κάθε άλλον τόσα χρόνια, που εδούλευε την αγάπην. Μόνον που ήτο βιαστικός πολύ, και δι' αυτό έστειλε τον Αράπη να την φέρη. Τώρα που η Γαρουφαλιά ήτο κοντά του, θα την έπιανε με το καλό, με το μέλι, με τα χάδια... Κι επρόσταξεν αμέσως να φέρουν τα σερμπέτια και τα δροσιστικά. Και όταν έμειναν πάλιν μόνοι, εκάθισε κοντά της εις τον σοφάν να την καλοσορίση όσον ημπορούσεν ευγενικώτερα: Τι θα ημπορούσε να της ειπή πλέον χαϊδευτικόν αφ' όσα της είπεν, όταν την ηρώτησε:
— Θα μου γλυκάνης το γλυκό,
θα μου δροσίσης το νερό;
Να ιδής χαΐρι απ’ τον αγά
και να μη πλένης πια σκουτιά;
Και την εχάιδεψε απαλά εις το χέρι το λευκότατον, το χέρι το παρθενικόν από κάθε στολίδι. Το ετράβηξεν η Γαρουφαλιά αφού δεν είπε τίποτα; Το εκράτησεν ο αγάς αφού δεν ηύρεν άλλην αντίστασιν; Οπωσδήποτε, από το δακτυλάκι του έβγαλεν ένα ωραίον δακτυλίδι με πολλά διαμαντικά και το έβαλεν εις το λευκότατόν της χέρι. Της εταίριαζε το πλούσιον δώρον και ήτο άξιον διά την μεγάλην ευμορφιάν της. Η Γαρουφαλιά όμως, περίλυπος εκύτταξε τον βάναυσον αρραβώνα. Ανεστέναξε βαθειά και πικρά απελογήθη:
— Αγά, του αγά το χάδι
είναι σαν το πετράδι...
Γυαλί - γυαλί γυαλίζει
και το γυαλί ραγίζει...
Πού να τ’ ακούση όμως αυτά ο Σαϊτάγας. Και ποια λόγια τρομαγμένα, και ποιοι στοχασμοί θα είχαν την δύναμιν να του αλλάξουν την γνώμην. Μέσα εις τ' αρώματα του οντά της αγάπης, σαν τον αγριόγατον παίζει με το ποντικάκι, που θα πνίξη. Και όσον νοιώθει την φτωχήν καρδούλα να ξεκολλά, τόσον μεθά και τόσον αφρίζει. Δεν τον τρομάζουν τα ξεφωνητά της Γαρουφαλιάς. Διότι η νύχτα είναι ήσυχη, κι έξω από την πόρταν στέκει με σταυρωμένα χέρια ο Αράπης. Μόνον, τα κλάματά της τον στενοχωρούν. Και μεθυσμένος, την σφίγγει περιπαθέστερα εις τα στήθη του:
— Πάψε να κλαις Γαρουφαλιά,
και γύρε εδώ στην αγκαλιά.
Γαρούφαλο, Γαρουφαλιά,
δος μου φιλιά, πάρε φλουριά...
Δεν συλλογίζεται τίποτε ο αγάς. Ούτε παζαρεύει. Ό,τι και αν του εζητούσεν η Γαρουφαλιά θα το έδινεν, έξω από το κεφάλι του. Και παλεύει, παλεύει έως την ώραν που έμπηξε μίαν αγρίαν φωνήν η καϋμενούλα, δια να θρηνήση:
— Αλλοί η μαύρη εχάθηκα,
στου αγά τα βρόχια επιάσθηκα!...
Κι έσβυσε το βαθύ παράπονον της κόρης, που αλήθεια εχάθη.
Κοντά της, υπερήφανος δια το κατόρθωμα ο αγάς, την χαϊδολογά να την παρηγορήση. Δεν είπε ψέματα όταν της έταξε φλουριά. Αυτός θα την φροντίση. Να μη νοιάζεται και για τα παρακάτω. Ο αγάς, είναι αγάς, μα είναι και ψυχικάρης. Και δεν θα την αφήση έτσι την φτωχούλα... Μήπως δεν ξεύρει αυτός τι πρέπει να κάνει διά να διορθώση το κακόν!
— Γαρουφαλιά μου έννοια σου,
μη σκας τη ζαχαρένια σου.
Και επειδή μένει σιωπηλή μέσα εις την μαύρην απελπισίαν της, ο αγάς της εξηγεί:
— Εγώ θα δώσω τα φλουριά
κι άντρα θα πάρεις στο Μωριά...
Δεν τον επίστευε τάχα; Και όμως, αυτός επέμεινε:
— Άντρα θα βρης μες στο Μωριά
και θα γενής νοικοκυρά...
Τι περισσότερα ημπορούσε να ονειρευθή η Γαρουφαλιά η ορφανούλα, η ψυχοκόρη, η φτωχή; Νοικοκυρά μες στον Μωριά, με τα φλουριά του Σαϊτάγα! Είχε και παράπονον ακόμη; Δεν το εφαντάζετο ο αγάς. Κι ευχαριστημένος την εκοίταζε να συλλογίζεται.
Όμως, σε άλλα πράγματα έτρεχε το μυαλό της Γαρουφαλιάς, που είχε μόνον μίαν έννοιαν: Ήθελε να τον σκοτώση... Πριν να ξημερώση, ήθελε να τον εκδικηθή. Και, όπως όλα τα πλάσματα τ’ αδύνατα, εμουρμούριζε, μέσα στα δόντια, την φοβέραν:
—Τον άντρα που θα πάρω
τον χάρισα στο χάρο,
να τον χαρή κι η γης
με τ' άστρο της αυγής.
Ήκουσε την φοβέραν ο Σαϊτάγας. Και πολύ του εβαρυφάνη. Τόσον αχάριστον δεν επερίμενε να ιδή αυτό το τρυφερούδι, που εφλούρωσε με τα φιλιά του. Τον εφοβέριζε κιόλας, αφού η Γαρουφαλιά, σκυμμένη εις τον σοφάν, μέσ από τα δόντια της εσιγοτραγουδούσε:
— Με τ' άστρο της αυγής
θα τον χορτάση η γης!...
Αλλοίμονόν της όμωςΙ Ο αγάς δεν εσυλλογίσθηκε πολύ, γιατί είναι η νύκτα ήσυχη και πίσω από την πόρταν καρτερεί, με σταυρωμένα χέρια ο Αράπης. Ο Αράπης ο πελώριος του παραμυθιού, αλλά και της αληθινής ιστορίας, με τις χάντρες στον λαιμόν και το σχοινί στο χέρι. Και αν είνε ψυχικάρης ο Σαϊτάγας, μα είνε και αγάς...
Κι εξανακτύπησε τα παλαμάκια:
— Αράπη ετούτη τη νυχτιά
να πνίξης τη Γαρουφαλιά.
Κάνε μπρισίμι από μαλλιά
και κρέμασέ την στα κλαριά...
Δεν επερίμενε περισσότερα ο Αράπης. Την ήρπασεν εις τα χέρια, την έσφιξεν εις τα στήθη και, με τα βήματα της γάτας, εβγήκεν από το Σαράγι. Από πίσω, ακολουθούσε ο Σαϊτάγας, να ιδή και να πιστεύση, να πιστεύση και να ησυχάση.
Η νύχτα ήτον ήσυχη κι έβγαινε το φεγγάρι. Καμμία φωνή, καμμία πνοή. Και μόνον, μακρυνοί οι μανδρόσκυλοι, εγαύγιζαν βαρυά, πνιγμένα, σαν να ένοιωθαν κι αυτοί το χάρον, που με βίαν κοντοζυγεύει...
—Γαρουφαλιά! Γαρουφαλιά!
άκου π' ουρλιάζουν τα σκυλιά.
Φωνάζει ο αγάς, μισοπνιγμένος από την ανατριχίλαν:
— Άκου π' ουρλιάζουν τα σκυλιά
για να σε φαν, Γαρουφαλιά!..
Δεν την εμπαίζει. Ούτε την απειλεί, με αυτά τα λόγια του ο Σαϊτάγας. Την λυπάται κατάκαρδα. Εις τα μαύρα χέρια του Αράπη, που προβαίνει γρήγορα και μαλακά με την περπατησιάν της γάτας, τα χέρια και τα πόδια της Γαρουφαλιάς εχόρευαν, όπως χορεύει το άσπρο αρνί στην αγκαλιάν του μακελλάρη. Μα είναι κρίμα να χαθή τέτοιο κορμί, να σβύση τέτοια ευμορφιά. Αχ! αν ημπορούσε να της αλλάξη το κεφάλι, αν την εκατάφερνε με την φοβέραν ή με τα ταξίματα να ‘ρθει στα λογικά της:
—Μωρ' θα σε φάνε τα σκυλιά
Γαρούφαλο Γαρουφαλιά!...
Μωρ' θα σε φάνε τα θεριά...
Διπλά σου τάζω τα φλουριά.
Του κάκου και η φοβέρα του και τα δοσίματά του. Δεν βγάζει λέξιν η δύσμοιρη από τα σφιγμένα δόντια. Το μόνον που συλλογίζεται, είναι πως θα τελειώση μίαν ώραν αρχήτερα αυτό το μαρτύριόν της.
Επί τέλους. Έφθασαν εις τον πλάτανον. Θροούν τα φύλλα του εις το ήσυχον αεράκι, κι ένα ρίγος τα τρέχει την ώραν που, καρτερικά και αγόγγυστα, η Γαρουφαλιά επέρασε το ωραίον κεφαλάκι της μέσα εις την θηλειάν του Αράπη.
Μόνον, την ώραν που τον είδε να πετά την άλλην άκρην του σχοινιού σε μίαν γεμάτην κλάραν, θερμά τον παρεκάλεσε:
— Αράπη, αφού ήτανε γραφτό
στον πλάτανο να κρεμαστώ,
θυμήσου μάνα κι αδερφή
και τράβηξέ με στην κορφή…
Την ήκουσεν ο Αράπης. Και την εκρέμασεν, όσον ημπόρεσε ψηλά.
Μα ο Σαϊτάγας, που σε μίαν ημέραν, την είδε, την αγάπησε, την εκρέμασε, και πεθαμένην ακόμη δεν χορταίνη την ευμορφιάν της. Ήταν γραφτό! Μα δεν θα φύγη έτσι. Γιατί είναι κρίμα ν’ αφήση στα κοράκια αφίλητην την παρθενιάν της πεθαμένης. Κι επρόσταξε, δια να χορτάση αποτρόπαιον πάθος:
— Για λύσε, Αράπη, τη θηλειά
να σκύψη κι η Γαρουφαλιά.
Να την φιλήσω στο λαιμό,
στο μάγουλό της το χλωμό,
να τη φιλήσω στην ελιά,
την μαύρη την Γαρουφαλιά…
Κι όταν άφησε ο Αράπης το σχοινί να γλυστρήση, κι εχαμήλωσεν η πεθαμένη, ο Σαϊτάγας την εγλυκοφίλησε.
Κι έπειτα;
Έπειτα εγύρισεν ήσυχος εις το Σαράγι του, εκάθισε αναμφισβητήτως σταυροπόδι εις τον σοφάν του, εκτύπησε τα παλαμάκια του κι επρόσταξε:
— Αράπη, δος μου ένα λουλά,
γιατί έχω ντέρτι και σεβντά...
Φέρε μ' Αράπη τα βιολιά
να κλάψω τη Γαρουφαλιά,
που ήταν γραφτό της να ποθάνη
στου Σαϊτάγα το πλατάνι...
Διατί τάχα να φαντασθή κανείς, ότι αυτή η αληθινή ιστορία υπήρξε μόνη εις το είδος της;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ