Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, έτος 7ο του έτους 1892.
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ, ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ, ΦΙΛΛΙΠΠΟΣ, ΣΟΦΙΑ
Η σκηνή εν Αθήναις εν έτει 1875
Αίθουσα θύραν έχουσα εις το βάθος και ετέρας πλαγίας. Επί της πρώτης θέσεως δεξιά παράθυρον, αριστερά δε εστία. Τα έπιπλα της αιθούσης απλούστατα· προ της εστίας τράπεζα και έδρα· κατέναντι δε τραπέζιον και ανάκλιντρον.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ μόνη, εισερχομένη αριστερόθεν και βαίνουσα προς το παράθυρον.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Κάνει μνια μέρα σήμερις που εν εματαστάθητσεν1 άλλη φορά... τσ' άμα ξυπνήσει ο Μισσέρ Τζαννής θα τόνε πάρω να πάμενε στο Φαληρέα, σαν προψές που επεράσαμενε μνια χαρά... (κατερχομένη) Α, μα τι καλά που επεράσαμενε... Ο Μισσέρ Τζαννής τσι ο Μισσέρ Μπουρλής πηαίνανε στο περιάλι... τσ' ο Μισσέρ Μπουρλής έριξεν ένα λιθάρι, τσ' ήκανε μπλιουμ... Α, μα τα γέλια που ηκάνανε του διαόλου τα κουλούτσια!2... (πλησιάζουσα στο παράθυρο). Για δες τι ευδιά3 είν’ έξω... μου θυμίζεινε τη Χιο με το χρουσό της τον ήλιο!... (άδουσα)
Όλα είν’ ετσεί με τέτοιανε μνια χάρη
που δε ξέρεις πια τι να πρωτοθαμάξεις,
τις ομορφονιές, τον ήλιο, το φεγγάρι
ή τις λεμονιές, που πας να ξεπετάξεις.
Όντις ο Θεός ξεχώριζε την Πλάση
ήκανε τη Χιο για να ‘χει περιβόλα,
τσι όντις πάλ’ αυτός τον κόσμο θα χαλάσει
έξ’ από τη Χιο θε να χαθούνε όλα.
Όσοι το λοιπός εν είστεν παγεμένοι
μην καθούστ’ εδώ, αμέστενε4 ‘τσεί πέρα·
τσι αν απ’ τις σεισμούς εν είστεν σκοτωμένοι
θα σας ξαναϊδώ τσαι λέμεν τα μνια μέρα!
(παρατηρούσα δια του παραθύρου και οπισθοχωρούσα έκπληκτος). Ουγού μαριολιά5… ουγού!... ίντα ‘ναι τουτανά; καλέ ίντα 'ναι;... Αλί μου!... ηχάλασενε ο κόσμος!... Καλέ ίντα γλέπω;... η Σοφουλιώ κλώθει!... Καλέ, εγλέπετενε κλώθει, κλώθει του πρωτοδιαβόντρου6 μου η κόρη… γνέφει του, γνέφει του... τσαι εν έχω τα ματουγιάλια μου να την δω καλύτερη... (σταυροκοπουμένη) Έλα, Αη Γεώργη μου του Σταφυλά, τσαι Παναγιά μου του Παχειά!... Κοιμούμαι ή ολόρτη είμαι;... Με ποιόνα μιλεί;… με το Μισσέρ Τζαννή μιλεί; με το Τζαννή; (σκεπτομένη) Στο κάτω πάτωμα εν κάθουντενε μήτε ποντιτσοί, από πάνω είναι το ταβάνι τσαι τα τσεραμίδια... Μα ε μου χωρεί στο τσεφάλι… Η Σοφουλιώ να γνέφει του Τζαννή μου; (βλέπουσα έξω) Τσαι φιλιά, ουγού!... φιλιά, στέλνει του... ουγού! η κατακακόσορτη ίντα 'παθα! (απειλητική) Αχ, πρωτοδιαβόντρου μου μέγκλα7, ίντα μου ‘μπλεξες, να μου ξελογιάσεις τον καλό μου, τον Μισσέρ Τζαννή!... (κατερχομένη). Έγνοια σου τσαι δείχτω σου, Μισσέρ Τζαννή, τώρη δείχτω σου!... (βάλλουσα κραυγάς). Μισσέρ Τζαννή, Μισσέρ Τζαννή!... (κατερχομένη). Κάνει τον κουφό ο μαριόλος! Έγνοια σου τσαι θα σε διαλαλήσω!... (ερχομένη εκ νέου εις το παράθυρο) Καλέ, εν ηβαρέβητσεν8 η στσύλα9 τσαι πάλι γνέφει του;... Μα εν τρωγούστενε πια μήτε ανήψητοι μήτε ψημένοι!...Ουγού!... ήγνεψέν της να φύγει... Ήφυγενε!... εν είναι πια... (κτυπώσα την προς τα δεξιά θύραν θορυβωδώς). Μισσέρ Τζαννή, Μισσέρ Τζαννή, ανοίξετενε,... ουγού, καιούμεστενε... Μισσέρ Τζαννή, ανοίξετενε!...
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ, ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ φέρων κοιτωνίτην10, σκούφον και εμβάδας11. — Καλ' ίντα λέτενε, Λουλιώ, ίντα μόδος φωνάζετενε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ συλλαμβάνουσα αυτόν από της χειρός. — Στη φάκα ήπιασά σε, πρωτοδιαβόντρου γιε, χειροπιαστό ήπιασά σε!...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Μπας τσ' ελωλαθήκατενε, μάτια μου; πού καιούμεστενε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ σύρουσα αυτόν. — Ελάστεν’ εδώ, αϊτσάρη, ακαύκαλε12...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Σταθείτενε να φωνάξω τλουμπατζήδες13 ωχονούς…
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Καλύτερη να καιούμενε, κουκόμυαλε14...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλ' ίντα λες, Λουλιώ; καιούμεστενε, καίγεται το έχει μας, τσαι εν το ‘χουμε τσαι στη σιγουρτά15... Ουγού ο κατακακόσορτος16, ουγού!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Η φωτιά ησβήστηκενε.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ησβήστηκενε; τσαι πού ήπιασενε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Σε καμνιά μεριά.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ έκπληκτος. —Εν ηκαιούμαστενε;... τσαι τότενες ελωλαθήκατενε τσαι μ' εξυπνήσετενε στον πρώτο;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Κοιμούστενε;... αι, μαριόλε, κοιμούστενε;…
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Κοιμούμουνε, Λουλιώ μου, να σας χαρώ...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Τσ' έχετενε μούρη τσαι με γλέπετενε, τσαι μου λέτενε να σας χαρώ... τσαι ε γίνουμαι λιλικιά17 για να σας βγάλω το φεγγίτη18 σας, πρωτοδιαβέντρου μου μαριόλο, που θαρρείτενε πως είστενε εικοσάρης η μούρη σας;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλ’ ίντα λέτενε, Λουλιώ;... ίντα κάνετενε; θέτενε να με στραβώσετενε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ αγρίως. — Ναίστσε, άτσαλε19...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Έτσι να χωρατεύγετενε;... θαρρείτενε πως είστενε στα χρόνια που εκλώθαμενε;... Πάει πια, εγεράσαμενε, εγεράσαμενε, λέγω σας.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Τσείνο που 'θελα να σας πω μου λέτενε αδιάλογα20, διαβόλου ανηφόρη; Είδετενε μαριολιά; Ετούτο μήτε ο θεός το βαστά, μήτε η γης το απομένει!...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ σταυροκοπούμενος. — Έλα, Αη Γιάννη μου του Βουδουμάτη!... μπας κι είδετενε, Λουλιώ μου, στοιχειό;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εν είδα στοιχειό... εν είδα στοιχειό... εν, εν, εν είδα…
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Το λοιπός;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ κλαίουσα. — Είδα σε, μαριόλε, είδα σε να γνέφεις της.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ έκπληκτος. — Να γνέφω της;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Βρε ίντα ‘καμα σου, στσυλί, τσαι μ' εβαρέθητσες σαν το παλιό σου χράμι21;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ηγώ;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αχ... η κατακακόσορτη!... Αλί μου... ίντα 'παθα!... (Άδουσα εν διωδία μετά του Μισσέρ Τζαννή.)
Εν ήταν να μη γεννηθώ
ποτές να μ’ είχα ζήσει
Αχ, αχ, Μισσέρ Τζαννή, Μισσέρ Τζαννή,
που βρέθητσες μπροστά μου
τσαι σ’ αγάπησα;...
παρά που έπεσα σ' αυτόν
για να με τυραγνήσει
Αχ, αχ, κτλ.
Αυτά περίμενα ηγώ
μες στα τριάντα χρόνια
Αχ, αχ, κτλ.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ άδων εν διωδία.
Εν έχεις δίκιο να το λες
πως ότι σε βαριούμαι
Αχ, αχ, τσυρά Λουλιώ, τσυρά Λουλιώ
μας άφησεν η νιότης
εγεράσαμεν
Όντις θα φάω και θα πιω
μ’ αρέσει να κοιμούμαι.
Αχ, αχ, κτλ.
Αυτά ‘χει τούτος ο ντουνιάς
μπορείς να τον αλλάξεις;
Αχ, αχ, κτλ.
τώρη να πεις καλή ψυχή
και τήραξε ν’ αράξεις
Αχ, αχ, κτλ.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Α μπορείτε δείτε με καλά καλά... τσαι ύστερις πείτενε ίντα μου πλέξετενε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ίντα σας έπλεξα, σπαρτάρα μου22;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Καλέ, εν τονε γλέπετε που μου κάνει τσαι τον ανήξερο τώρα ο πισσήτης;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Να σας χαρώ, Λουλίτσα μου, ε σας καταλαβαίνω... ε σκαμπάζω23 αυτά που λέτενε...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ε με καταλαβαίνετε; ε με καταλαβαίνετε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Όεσκε, να συχωρεθεί ο πάης μου...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Καλέ, ε βλέπετενε στούδιο που το βαστά τσαι κάνει πως ε ξέρει τίποτι;… Ουγού!... ουγού!... ε βαστώ πια… φύγετενε να μη σας γλέπω… φύγετενε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Να φύγω;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ πίπτουσα επί εδωλίου. — Καλέ, ε βρίσκετε κανείς να φέρει μνια γουλιά νερό; Ουγού, νερό, νερό, νερό!...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ τρέχων εν τη αιθούση. — Νερό!... πού είν’ τ' αμουλλάτσι24;… α, νάτο, στην ιστιά25. (πλησιάζων την Άμμια Λούλαν) Έλα, Λουλιώ μου... άνοιξε το στόμα σου… μη σφίγγεις τα δόδια σου... πιε το μονοτάρους26... να σου τρίψω τσαι τον αντικούτικα27...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ συνερχομένη και απωθούσα τον Μισσέρ Τζαννή. — Όχι... φύγετενε σεις... καλύτερη να μου εδίνετενε φαρμάκι...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Φαρμάκι;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αχ, Μισσέρ Τζαννή μου, θέτενε να με στείλετενε στον Άδη την κατακακόσορτη;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ουγού!... φουρτούνα που μου 'ρθενε... ίντα ‘χέτενε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ίντα 'χω, άπιστε; ίντα 'χω;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Άπιστος ηγώ :
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ηύρετενεν αμανί28 τσαι κάνατε τη δουλειά σας καθώς ηθέλετενε την ώρα που ηγώ ημάζευγα τα ποδηγούμενα;... Είχετενε για σύντζυγο μια συμμαζώχτρια τσαι πήγετεν να ρίξετε τα μάτια σας σε μνια διωμιτάρα!... Ίντα κρυφοαθιβολές29 μου σκαρώνετενε από τα παραθύρια πωρού πωρού;… Τσαι ίντα παράπονο μπορείτενε να 'χετενε μ' εμένανε που αμπός σας είδα εν εματαγνώμισα τσαι μονοβολές30 γίνηκα διτσή σας; Ίντα απηλογιά θα δώσετενε στο θεό για μένανε που ετσινάς τα ξεφτάτεν ευτύς; Ίντα 'χω μ' ερωτάτενε, διαβόντρου φαφλιόνι31;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ εξανιστάμενος. — Φαφλιόνι!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ήδωκά σας το έχει μου, τα μούρκια32 μου, τη μαστίχη μου, το πορτοκάλι μου, τρία ζα τσαι δύο αλεβούδες33… Ήδωκά σας έναν μπύργο με τρεις οντάδες, ήδωκά σας τον τζουμπέ34 τσαι τα καλούπια του πάη μου, ήδωκά σας είκοσι πήχες χωράφι στο Κοντάρι... τσαι τι εν σας ήδωκα;... τσαι δυο πουγκιά μετρητά... Τσαι ύστερις από τριάντα χρόνια που ζούμενε σαν περιστεράτσια με ποτίζετενε, Μισσέρ Τζαννή μου, του κόσμου τα φαρμάκια;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλέ για μένα λέτενε, Λουλιώ μου;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Για σας που σας αγαπούμενε, ζαχαρένιε μου, για σας... τσαι σεις μου πικραίνετε της Λουλιώς σας την καρδιά, που ήγλεπέ σας μες στο στόμα…
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ ιδία. — Ουγού!... την εζαβλάκωσε η τρέλα!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Μα ξέρω 'γώ ίντα μόδος μου τα κάνετε ετουτανά... γιατί εν ηθέλησεν η χάρη της να μου χαρίσει έναν παιδάκι... γι' αυτό μου ψήνετενε στα αχειλάκι μου το ψάρι...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ίντα;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. Πιταγού θα πάω στον αδερφό μου... τσαι θα δείτενε ίντα μόδος βαρεί του σιορ Καλούπα το χέρι… τσαι αύριο θα πάμενε στο δεσπότη!...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Στο δεσπότη;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ κλαίουσα και απερχομένη. — Ύστερις από τριάντα χρόνια χωριζούμεστενε!...
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ μόνος
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ διατρέχων την αίθουσαν και την κόμην αυτού ανασπών. — Α, κατακακόσορτη Λουλιώ μου!... ίντα 'μελλε σου να σ' εύρ' η κατσή ώρα!... Ηλωλάθηκενε η Λουλίτσα μου, ηλωλάθηκενε!... Ώφου, φλαγκάρα35 που 'ψε στα σωτικά μου!... Τσαι ίντα θα γενώ; που να 'βρω παρηγοριά; Άγιε μου Τρύφω και κάνε το θάμα σου!... (άδων)
Ίντα 'v' του—
ω, κακό που μου ‘ρθε,
ίντα ‘ν’ τούτα που ζητάει;
στα γερά—
βόηθα μ' άγιε Τρύφω,
στα γεράματά της τώρη,
με το Γρέγο36 που φυσάει
ποιος μπορεί για να 'βγει πλώρη!...
Που θυμή—
ω, κακό που μου 'ρθε,
που θυμήθηκε τη Σάρα,
και γυρέ—
βόηθα μ' άγιε Τρύφω,
και γυρεύγει να της μοιάσει,
σαν να ήταν σαραντάρα
στο ζουμί της θε να βράσει!...
Όλα του—
ω κακό που μου 'ρθε,
όλα τούτα 'ν' ζαβομάρες,
εν τα νιώ—
βόηθα μ' άγιε Τρύφω,
εν τα νιώθω στο θεό μου
άρες μάρες, κουκουνάρες
ηλωλάθηκ' η Λουλιώ μου!
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ την κεφαλήν δια της θύρας εισάγων. — Καλημερούδια σας!... Μπα!... κοιμάται!... (εισερχόμενος) Άι, άι... και η Σοφία όπου κι αν είναι θα έλθει... Πρέπει να τον ξυπνήσω (βήχων) Γκχμ, γκχμ!... Τίποτε!... ύπνο που σου το κάνει!... τριών βοδιών!... Ναι, μας αυτό δεν πάει!... (βήχων και πάλιν) Γκχμ, γκχμ!...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ ολοφυρόμενος. — Λουλιώ μου!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ πλησιάζων. — Θείε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ στρεφόμενος. — Εσείς είστενε, Φιλιππή;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τι έχεις θείε; γιατί κλαις;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ εγειρόμενος. — Ίντα 'χω, γιούκα μου;... ηχάθηκα, ήσβησα... Η Άμμια Λούλα ήχασεν τ' αστρακιά της!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τι λες;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ναίστσε, γιούκα μου... ήχασέν τα... τσαι εν ξέρω τσ' εγώ ίντα θα πάθω... γιατί πονεί με, γιούκα μου, πονεί με η Λουλίτσα μου, τσαι πάει πάει... άνεμος των ανέμω ‘χαθήκαμε!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μα πως; χθες ακόμα ήταν καλά.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλέ χτες;... ίντα χτες; σήμερη το ταχύ ήτανε σαν το μήλο μου ‘μίλιεινε, μου γέλανε, ηφάγαμενε, κι έτσι όλ' αντάμα ετσεί που 'παιρνα τον πρώτο, ακούς τηνε να φωνάζει μου : «Καιούμαστενε, καιούμαστενε!» Με μνια σηκώνομαι, έρχουμαι μες στην καμινά, και ίντα να 'δω γιούκα μου; την άμμια σου να μου λέ' άλλα των αλλώ!... να μου διαβάζει το χιλιάδι μου, τσαι να γώζεται37, τσαι να με σέρνει σαν παιδί μες στο σαλότο38 μας... Τσαι μου λέγενε, τσαι ίντα ε μου λέγενε;... τσαι ξέρω 'γώ ίντα μου λέγενε;... Σούρδου μπούρδου ήλεγεν τα!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μπα!
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Για 'πέ μου, Φιλιππή μου, λωλά καμώματα εν είν' αυτά;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τι να σου ειπώ, θείε μου, λυπούμαι για όσα μου λες… δεν πιστεύω όμως να είναι και μεγάλο το κακό… τα νεύρα της ίσως να έχει… διότι τώρα τώρα τα έχει πολύ συχνά.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Τα νεύρα της;… αγέρι που λέμενε;...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Αγέρι, ναι.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΛΝΝΗΣ. — Καλέ εν είναι νεύρα αυτά, ετούτο ήταν κατσή ώρα, παιδάτσι μου..
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ιδία. — Διατί δεν έρχεται η Σοφία;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΗΣ. — Ε μου λες, γιούκα μου, ίντα να κάμω τώρη, που μου 'ρθενε ετσινάς ανάφραντα39;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μα το καλύτερο που έχεις να κάμεις είναι να φωνάξεις το γιατρό.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΗΣ. — Δίκιο έχεις άματις40… να φέρουμενε γιατρό… να φέρουμεν τον πατριώτη μας, μα που ‘ναι φωτιά ο έρημος τσαι λογιάζει τσαι τους Χιώντες μες στους αθρώπους!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ιδία γελών. — Αυτό είναι που τον καίει.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Εν τρέχεις μνια στιγμή εμναά;…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Πού;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΗΣ. — Εμναά στην Αστυκλανική που 'ναι μελίσσι τα γιατρουδάκια… Τρέξε, Φιλιππή μου μεσαργιά, να χαρείς τον πάη σου…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ιδία. — Άι, άι, άι… και αν έλθει η Σοφία και δε μ' εύρει;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΗΣ. — Αυτούνοι με μνια δραχμή πάνε τσαι στις Τράχωνες...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ξέρεις τι, θείε μου;... να πας ο ίδιος.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ίντα μόδος να πάω που κοπήκανε τα ήπατά μου και κουφογονατιάζω;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ιδία. — Τον λυπούμαι τον καημένο, μα αν έλθει η Σοφία;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Αμ' αανά!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τίποτε... πρέπει να πας μόνος σου, διότι δεν κάμνει να σε ξαναϊδεί... αφού είναι και εις αυτήν την κατάστασιν.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλό, γιούκα μου, να πάω… και να 'ναι σήμερη γιορτή που 'χουν τ' αγώγια φωτιά!
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Αι, δεν πειράζει τώρα...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΗΣ. — Σαν το πουλί πετιούμαι, γιούκα μου, μα την Λουλιώ μου τσαι τα μάτια σου.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μείνε ήσυχος.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ επιστρεφόμενος. — Τσαι το νου σου να μην την αγγρίσεις41... άφησέ την να λέ', να λέ', να λέ' απάν' απανωτού, για να ξεθυμάνει το κακό.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ναι, ναι.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Επίστευές το, γιούκα μου, ετούτο;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ποτέ!
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ εισερχόμενος εις το δωμάτιόν του. — Μήτ' εγώ!
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ μόνος
ΦΙΛΙΠΠΟΣ παρατηρών προς το μέρος όθεν εξήλθεν ο Μισσέρ Τζανής. — Και τώρα τι εκάναμε;… δεν εκάναμε τίποτε αν τρελάθηκε πραγματικώς η θεία... Να τρελάθηκε α, μπα!... έτσι θα του φαίνεται του θείου... Όπως είπα θα είναι... τα νεύρα της θα έχει... Γιατί όμως να μην έρχεται η Σοφία;… της έκαμε νόημα να έλθει εδώ και μου έδωσε να καταλάβω πως το εννόησε... πώς δεν έρχεται όμως; (κατερχόμενος) Έως τώρα καλά πηγαίνομεν, αλλ' αν μας πάρουν από το πλάγι μυρωδιά δεν θα την βλέπω παρά εδώ και ο θεός ηξεύρει πότε!... (ανήσυχος) Α, μα τι κάμνει τόσην ώραν και δεν φαίνεται;...
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ, ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ήβαλά τα τα σουρέλλα, που να μην ήσωνα ναν τα βάλω...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εδώ είσαι ακόμα, θείε;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Πάω, Φιλιππή μου, πάω...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Πήγαινε γρήγορα...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Την ορδινιά42 μου τσοίταξε...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μη σε μέλη...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Τσι αν σου φέξει μνια δυο ξυλιές να μη βγάλεις τσιμουδιά.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ πεφοβισμένος. — Μα είναι λοιπόν μανιώδης;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Εν ηξέρω ίντα ‘ναι, παιδί μου, μα είναι μεγάλο το κακό της, γιούκα μου, γιατί ξέρεις... κάθε Χιώντης έχει μνια βιδιά... μα πόσες βιδιές έχουνε οι Χιώντισσες κανείς εν το ξέρει. (εξέρχεται.)
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ μόνος
ΦΙΛΙΠΠΟΣ έκπληκτος. — Διάβολε, διάβολε, διάβολε... φαίνεται ότι το πράγμα είναι σπουδαίον και τότε η Σοφία δεν πρέπει να έλθει εδώ... Πώς να την ειδοποιήσω… να πάω κάτω πάλι;... (πλησιάζων εις το παράθυρον και βλέπω έξω). Το παράθυρό της είναι κλειστό... αν κάμω ολίγον θόρυβον ίσως με ακούσει... αλλά και η θεία μπορεί ν' ακούσει και να έλθει να με πιάσει... (εισερχόμενος εις το δωμάτιον δεξιά). Απ' εδώ από το γραφείον του θείου ημπορώ να συνεννοηθώ καλύτερα...
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ μόνη
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ εισερχομένη καθ’ ην στιγμήν ο Φίλιππος αφανίζεται εις το δωμάτιον. — Φεύγει μου ο μαριόλος... πάχνα πάχνα φεύγει μου… μα, έγνοια σου και τώρη δείχνω σου... (μετά λύπης). Τριάντα χρόνια να του δώκω τσαι την ψυχή τσαι τη ζωή μου, τσαι ύστερις ο άπιστος, ο διαστραμμένος, να ξεχνά τη Λουλιώ του !... (άδουσα)
Όντις πρωτοπαρθήκαμε
μ' ήγλεπε μες στα μάτια,
για κάθεν τις που 'γύρευγα
γινούντανε κομμάτια,
μου ‘φερνε πασουμάκια
κρίνα τσαι γιασουμάκια,
όλον τον κόσμο εξέχναγε.
αχ, αχ...
για μένα μοναχή
ήμουν τσυρά τσαι αφέντρα του.
αχ, αχ...
του νου του η ψυχή!
Τώρη μ' αρνιέται ο άπιστος
τσαι κλώθει με τις άλλες,
στα παραθύρια, στις αυλές,
στους δρόμους τσαι στις σκάλες.
λέει γλυκά λογάκια
κάνει γλαρά ματάκια,
τσ’ ευρήκε τη γειτόνισσα
αχ, αχ,
την παλιο Σοφουλιώ
για να ξεχάσει ο άτσαλος
αχ, αχ,
εμένα τη Λουλιώ!...
Μα έγνοια σου, Μισσέρ Τζαννή, τσαι τώρη δείχνω σου... (τρέπεται προς την θύραν του βάθους.)
ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ, ΣΟΦΙΑ
ΣΟΦΙΑ, εισερχομένη. — Για πού; για πού, Άμμια Λούλα; Καλημέρα σας.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Εν τηνε, του διαβόντρου η κόρη!...
ΣΟΦΙΑ περισκοπούσα την αίθουσαν, ιδία. — Δεν ήλθεν ακόμη ο Φίλιππος;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εσείς είστενε;
ΣΟΦΙΑ κατερχομένη. — Ναι, και με το εργόχειρόν μου... Καλά, δεν με φιλείτε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Α, την κουκουγιάβλα!
ΣΟΦΙΑ περισκοπούσα πάντοτε την αίθουσαν, ιδία. — Πώς δεν είν' εδώ;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Γυρεύγει τονε η άπιστη… οσμάται σαν το λαγωνικό.
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Περίεργον!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ περιπτυσσομένη αυτήν. — Ελάστενε να σας φιλήσω...
ΣΟΦΙΑ οπισθοχωρούσα έντρομος. — Ω!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αχ... την αιμάτωσα!...
ΣΟΦΙΑ φέρουσα την χείραν εις την παρειάν. — Καλέ σεις μ' εδαγκάσατε, Άμμια Λούλα…
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εδάγκωσά σας; μια, μπα!... μην το λέτενε μήτε για χωρατό... το δόδι μου ξεπετάχτηκεν χωρίς να θέλει...
ΣΟΦΙΑ ιδία παρατηρούσα εις τον καθρέπτην. — Ας μου έλειπε τέτοιο φιλί..
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ακούουσα θόρυβον εν τω δωματίω δεξιά ιδία. — Ίντα κάνει ο άτσαλος;... τηλεγραφίζει της; (διεθυνομένη προς την θύραν δεξιά) Μα ε θα πιάσει το λαγό!..
ΣΟΦΙΑ. — Πού πάτε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ε σας κόβγει... ε φεύγω...
ΣΟΦΙΑ παρατηρούσα πάντοτε εις τον καθρέπτην ιδία. — Κοίταξε τι σημάδι μου έκαμε η μπαμπόγρια... κι αν με ιδεί έτσι ο Φίλιππος;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ήτις ήνοιξε την θύραν έλαβε την κλείδα και εκλείδωσεν αυτήν. — Τώρη, καθίστενε ίσα μ' αύριο το ταχύ σαν ποντικός στη φάκα, Μισσέρ Τζαννή.
ΣΟΦΙΑ. — Μήπως σας εμποδίζω; γιατί σας βλέπω έτοιμη να έβγετε έξω.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εν ήξερα πως θα 'ρθετενε. (ιδία) Φρόνιμα, Λουλιώ, φρόνιμα!...
ΣΟΦΙΑ. — Μα αν είναι να έβγετε...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εν πειράζει, καλέ... καθίσετενε... (αποβάλλουσα τον πίλον της) Πάρετενε μνια καρέγα. (σύρουσα την έδραν) Θέτενε την καλόπαντρη καθίσετενε...
ΣΟΦΙΑ καθημένη επί εδωλίου. — Α... σας ευχαριστώ... ηξεύρω ότι μ' αγαπάτε πολύ, και πώς θα σας ανταποδώσω τας τόσας περιποιήσεις σας;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Διαβολοκόριτσο!...
ΣΟΦΙΑ. — Τι είπατε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ καθημένη. — Είπα πως είστενε μνια χαρά.
ΣΟΦΙΑ εργαζομένη. — Με κολακεύετε...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Αλογοφάισσα43!...
ΣΟΦΙΑ. — Δεν έκαμα καλά που έφερα το εργόχειρόν μου μαζί;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ακούουσα τον κρότον. — Καλά εκάματενε.
ΣΟΦΙΑ. — Κι έτσι θα μείνω ίσαμε το βράδυ.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Εκεινά θε να σκάσει ο έρημος.
ΣΟΦΙΑ. — Αν με θέλετε.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ παρατηρούσα αυτήν, ιδία. — Εξωψίασενε ακούοντας του Μισσέρ Τζαννή τον τηλέγραφο...
ΣΟΦΙΑ περισκοπούσα την αίθουσαν, ιδία. — Περίεργον όμως να μην έλθει.!
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ίντα ΄χεις Σοφουλιώ;
ΣΟΦΙΑ αφελώς. — Καλά, διατί;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ παρατηρούσα αυτήν υπόπτως. — Μου φαίνεται πως κάποιονε γυρεύγεις.
ΣΟΦΙΑ ταρασσομένη. — Εγώ;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Εν μπορεί να κρουφτεί ο δαίμονας!
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Μήπως μας ένιωσε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ίμπα θες κανέναν;
ΣΟΦΙΑ. — Ποιον να θέλω; ο Μισσέρ Τζαννής είναι καλά;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ αναπηδώσα. — Να 'μαστε.
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Ας της αλλάξομε την ομιλία.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Καλά, καλά... ευκαριστώ σας.
ΣΟΦΙΑ. — Και δε θα τον δούμε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ αγρίως. — Ίντα; (ιδία ησύχως) Απομονή!... (προσπαθούσα να μειδιάσει) Όεσκε, ε θα τον δείτε...
ΣΟΦΙΑ ακούουσα τον κρότον. — Εργάζεται;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ναίσκε... μαστορεύγει... κόβγει... καρφώνει... ρουκανίζει... αρέσει του να πλανίζει.
ΣΟΦΙΑ. — Όχι δα;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Τη μαριόλα!... ε με καταλαβαίνει άματις!...
ΣΟΦΙΑ. — Και αυτός κάμνει όλον αυτόν τον θόρυβον;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Α, την άτσαλη!... αν ημπόρεια να της έδωνα καμνιά ξεστρεφτή44!...
ΣΟΦΙΑ γελώσα. — Αλλόκοτος ιδέα!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ αγρίως. — Μα!... (ιδία) Απομονή... απομονή!...
ΣΟΦΙΑ. — Κάτι ηθέλατε να ειπείτε…
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ εγειρομένη. — Τίποτι… τίποτι... τη γουρμαθιά τ' αδραχτιού μου γυρεύγω...
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Μήπως δεν μ' ενόησεν ο Φίλιππος;… Και όμως του έδωσα να το καταλάβει φανερά πως θα έλθω εδώ...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ηύρα την...
ΣΟΦΙΑ δεικνύουσα το εργόχειρόν της. — Κοιτάξετε πόσο έκαμα, και η μαμά με μαλώνει κάθε μέρα.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ καθημένη. — Μαλώνει σε, μα όχι σαν που πρέπει...
ΣΟΦΙΑ μειδιώσα. — Α... θέλετε να με μαλώνει περισσότερον;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Να σου 'πω, κόρη μου, καμνιά φορά οι μάνες χαλούντα τα κορίτσια τους, γιατί ε κάθουντενε σα λιλικιές στ' αυτιά να λεν, να λεν, να λεν για να τους πήξουν το μυαλό, μόνο αφήνουν τα στο δρόμο τον κακό τσαι χάνουντενε!...
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Άι… άι!...μας επήρε μυρωδιά!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Είχασέν τα η μαριόλα!... για δες ίντα λογής αποξυλώθη!... (άδουσα εν διωδία)
Εν έχει να μου φύγει πια,
την ήπιασα στη φάκα
και ωχονούς στην τσάτσα της
θε να την μαντατέψω.
Κι αν εν της σπάσει της λωλής
στη μούρη την πινάκα
ηγώ με το αδράχτι μου
στο ξύλο θα την ρέψω.
Είδες εκεί την άτσαλη
να μου τον ξελογιάσει
και μέσ’ από τα χέρια μου
να ‘ρθει να μου τον πάρει;
Αχ, μέγκλα μπακανιάρικη45,
ξετσίπωτο κουμάσι46,
όσες ξυλιές εν ήφαγες
θα φας με το καντάρι!
ΣΟΦΙΑ ομοίως
Αχ, αν μας πήρε μυρωδιά
θ’ αρχίσει να φωνάζει
και ίσια στη μητέρα μου
θα πα να μας προδώσει·
αγρίεψε το μάτι της,
πω, πω!... πώς με κοιτάζει
τι ξέρεις τι θα της ειπεί
πώς θα τ’ ανακατώσει!
Πρέπει με τέχνη, με καλό
με τρόπο να την πάρω
και σαν να ήταν θείτσα μου
να της το ‘μολογήσω,
γιατί αλλιώς εχάθηκα
δε θα τη σκαπουλάρω47,
και δεν θα ημπορέσω πια
εδώ να του μιλήσω!
Έχετε δίκαιον, δεν λέγω... μα πόσες φορές και τα κορίτσα δεν έχουν άδικο τα καημένα... διότι επί τέλους αν μία νέα αγαπήσει κανέναν, αυτή θα ζήσει μ' αυτόν και όχι η μητέρα της...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Αι, την έρημη!... θαρρεί πως με πουλεί για πράσινο χαβιάρι!...
ΣΟΦΙΑ. — Έτσι δεν είναι σας παρακαλώ: τι με κοιτάζετε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Τα χάσανε... εξώψιασανε... μια εν πουλεί με του διαβόντρου μου η κόρη.
ΣΟΦΙΑ. — Εγώ, διά να εξακολουθήσω, ό,τι σας έλεγα, σας βεβαιώ, ότι θ' αποθάνω από την λύπην μου, αν δεν πάρω εκείνον που αγαπώ.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Ήξερά το πως θα μου το πεις, μα εν είμαι ούρκα.
ΣΟΦΙΑ. — Α, είναι πολύ δυστυχισμένο το κορίτσι εκείνο που φθάνει έως εκεί!
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ προσπαθούσα να μειδιάσει. — Μπας σ' έχετενε, Σοφουλιώ, καμνιά κρουφή λαβωματιά στην καρδιά;
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Αν της εξεμυστηρευόμην τον έρωτά μου;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ κινούσα την κεφαλήν. — Α, μαριόλα!
ΣΟΦΙΑ. — Πέτε μου, θα μου κρατήσετε το μυστικόν;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Α, τρισκατάρατη... φωτιά να σε δαυλιάσει...
ΣΟΦΙΑ. — Θα μου το κρατήσετε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ σταυροκοπουμένη. — Μα την Άγια Ματρόνα, κόρη μου.
ΣΟΦΙΑ. — Αι, λοιπόν... δεν σας το κρύπτω, αγαπώ έναν ωραίον νέον... ευφυέστατον, κομψόν... με πολλά προτερήματα...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία ρίπτουσα την άτρακτον κι εγειρομένη εν ταραχή. — Εκείνος, εκείνος... ουγού, η κατακακόσορτη... ο άντρας μου είναι...
ΣΟΦΙΑ. — Ο οποίος όμως έχει ένα ελάττωμα...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ποιο; (ιδία συνερχομένη) Εν είν’ αυτός...
ΣΟΦΙΑ. — Το ελάττωμά του είναι, καθώς λέγει ο πατέρας, ότι είναι πολύ πτωχός.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Το διαβόσκου μου τη μαριόλα, ίντα μόδος μου τ' αραδιάζει... έτσι μου 'ρχεταινε να της βγάλω τσαι τα δυο της μάτια!...
ΣΟΦΙΑ. — Δεν μου λέγετε τίποτε.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ίντα να σας πω;...
Αγάπη εν είναι δεντρί
εν είν’ αθός να πέσει
μόν’ είναι βάτος τσαι κλαδί
τσ’ αλί στον όπου μπλέξει!...
ΣΟΦΙΑ μειδιώσα. — Γιατί αλί στον;... εγώ είμαι μάλιστα πολύ ευχαριστημένη που έμπλεξα...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Πίσσα να 'ν' το κόκκαλό σου!...
ΣΟΦΙΑ. — Είναι τόσο εύμορφος και τον αγαπώ με όλη μου την καρδιά.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αμ' εκείνος αγαπά σας;
ΣΟΦΙΑ. — Μου το είπε χίλιες φορές.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Τσαι που τον είδετενε;
ΣΟΦΙΑ. — Ήρχετο στο σπίτι.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ουγού!...
ΣΟΦΙΑ. — Αλλά μία μέρα, όταν μ' εζήτησεν... ο πατέρας του είπε να μην ξαναπατήσει πλέον εις το σπίτι.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Τώρη θα της βγάλω τα μάτια που θαρρεί πως θα με γελάσει.
ΣΟΦΙΑ. — Από τότε τον έβλεπα σπανίως, αλλ’ όσες φορές τον απαντούσα πάντοτε μου ορκίζετο πως μ' αγαπά.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Αι, τώρη θα της φά'!...
ΣΟΦΙΑ μετά συστολής. — Ευτυχώς μας έμενεν ένα καταφύγιον· μία θεία του πολύ καλή, την οποίαν αγαπούμε και οι δύο, υπήρξε δι’ ημάς η άγκυρα της σωτηρίας μας, και... α, μη θυμώσετε... εδώ τον έβλεπα υστερότερα.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εδώ:
ΣΟΦΙΑ. — Α, συγχωρήσατέ με... ναι, αγαπώ τον Φίλιππον... τον περιμένω να έλθει και δεν έρχεται... διατί δεν εφάνη;... μήπως ήλθε και δεν τον είδα;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ αγρίως. — Τον Φιλιππή; καλέ ίντα λέτενε;... ίντα;
ΣΟΦΙΑ πεφοβισμένη. — Γιατί με κοιτάζετε έτσι;... συγχωρήσατέ μας αν σας ηπατήοαμεν, αλλ’ αγαπόμεθα πολύ, Άμμια Λούλα...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ψεύτρα... μαριόλα!...
ΣΟΦΙΑ έκπληκτος. — Άμμια Λούλα, εμένα;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ναίσκε, εσένα... ε σας πιστεύγω... λέτενε ψόματα... εν αγαπάτενε το Φιλιππή...
ΣΟΦΙΑ. — Σας ορκίζομαι...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αθεόφοβη!... καλέ εβάσταξέ σας να μου ξελογιάσετενε τον ακριβό μου, που ήμαστενε σαν της μηλιάς καμάρι, καλέ εν ντρεπούστενε μνια σταλά; Ερχούστενε στ' αρχοντικό μου σαν την αλεπού και ζερβά, εβλέπετενε εκείνονε που αγαπώ σαν της ελιάς το φύλλο...
ΣΟΦΙΑ εμβρόντητος. — Τι;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αμέ, αμέ... αμέστενε στο καλό... να μη σας δουν τα μάτια μου...
ΣΟΦΙΑ. — Αγαπά τον Φίλιππον;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ιδία. — Καλέ, είδετενε μαριολιά;… Ίντα 'ναι τουτανά; μαριολιές είναι, λωλιές48 είναι; τσαι ίντα της εδιάλεξενε;... τη φάτσα της που 'ναι για σιδέρωμα ή τα στραβά της τα κανιά.
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Δεν είναι δυνατόν... κάτι άλλο θέλει να πει.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αμέστενε στον αϊκοφονεμό49, είπα σας... καλέ εδώ είστενε ακόμα;
ΣΟΦΙΑ μειδιώσα. — Μα σας παρακαλώ…
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ίντα μόδος εμάγεψές τονε; ίντα 'λεγές του, αλεμούρα; ίντα χαμογέλια τσαι γνεψίματα ήκαμές του τσαι μου τον πήρες του πουλιού μου; Καλέ εν ξέρεις πως μ' αγαπά, τσαι πως άλληνε εν πρέπει ν' αγαπά παρά εμένανε;
ΣΟΦΙΑ ιδία. — Ο Φίλιππος;... ο Φίλιππος την αγαπά!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ουγού!... κολάστηκα! Αμέστενε στο
καλό, πρωτοδιαβόντρου κόρη, αμέστενε… (ενώ η Σοφία ετοιμάζετο να εξέλθει αίφνης την κρατεί από της χειρός) Όεσκε... σταθείτενε μνια σταλιά κι εγώ πηγαίνω στην τσάτσα σας... (φορούσα το καπέλον της). Τώρη πηγαίνω και βολεύγω σας... Όσα είδαν τα μάτια μου θα της τ' αραδιάσω, τσ' εκείνη βολεύγει σας..
ΣΟΦΙΑ. — Άμμια Λούλα...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Μπας τσαι θαρρείτενε πως εν είδα τα γνεψίματα που κάμνετεν από το παραθύρι;... μπας τσαι θαρρείτενε πως βάφω κουκούλια;... τώρη που μου ματώσετενε την καρδιά, τώρη δείχνω σας... (Εξέρχεται δρομαίως.)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ
ΣΟΦΙΑ μόνη
ΣΟΦΙΑ εμβρόντητος. — Θεέ μου, θεέ μου... πού πηγαίνει; τι θα κάμει;... τι έλεγεν;... αγαπά τον Φίλιππον;... Ο Φίλιππος την αγαπά; Ο Φίλιππος;... μη χειρότερα!... και θα το ειπεί στη μητέρα μου ότι τον αγαπά και αυτή; Θα το κρύψει και θα κοιτάξει να με καταστρέψει... Θα της ειπεί όμως ότι ερχόμουν εδώ, ότι τον έβλεπα ενώ μου το είχεν απαγορεύσει... ενώ της ορκίσθην ότι δεν θα τον ιδώ πουθενά... Α, είμαι χαμένη!... (τρέχει προς την θύραν του βάθους) Κλειδωμένη!... την εκλείδωσε δια να φέρει την μητέρα μου!... (άδουσα)
Ποιος θα με βγάλει απ’ εδώ
και ποιος θα με γλιτώσει
που μου ‘ρθαν όλ' ανάποδα
χωρίς να το προσμένω;
Να είν’ αλήθεια όλ’ αυτά
θεός να μη το δώσει
μα έλα δα που τα ‘κουσα
δεν είν’ να πεις λαθαίνω.
Τον αγαπάει φανερά.
δεν τα είπε σκεπασμένα
κι αυτός; πώς είναι δυνατόν;
μπα! θα της δίνει χέρι
Σ’ αυτόν τον κόσμο τα σωστά
δεν είναι ταιριασμένα
κι απέ απ’ τα παράξενα
όλα τα βρίσκεις ταίρι!...
Πολύ καλά... μα τι θα γίνω τώρα που μ' έκλεισαν εδώ μέσα;… Α... ο Μισσέρ Τζαννής είναι στο γραφείον του... είναι καλός και άμα του ειπώ την θέσιν μου θα εύρει τρόπον να με λυτρώσει (κτυπώσα την θύραν) Μισσέρ Τζαννή, ανοίξετέ μου σας παρακαλώ…
ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΣΟΦΙΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ένδοθεν. — Σοφία, εσύ είσαι;
ΣΟΦΙΑ οπισθοχωρούσα έκπληκτος. — Ο Φίλιππος!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σοφία...
ΣΟΦΙΑ. — Τον είχε κρυμμένον εκεί μέσα;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σοφία μου δεν ακούς; είσαι μόνη;
ΣΟΦΙΑ μεγαλοφώνως. — Άνοιξε, άνοιξε γρήγορα...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Είμαι κλειδωμένος μέσα... το κλειδί πρέπει να είναι απ’ έξω…
ΣΟΦΙΑ ανοίγουσα. — Έβγα, τέρας!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ εισερχόμενος. — Τι έγινες, δι' όνομα του θεού;
ΣΟΦΙΑ απομακρυνομένη αυτού. — Μη μ' εγγίζεις, άθλιε...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ έκπληκτος. — Άθλιος εγώ;
ΣΟΦΙΑ. — Τι έκαμνες εκεί μέσα;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σ' επερίμενα εις το παράθυρον... τώρα ήλθες;
ΣΟΦΙΑ. — Όχι κύριε... είμαι προ πολλού εδώ... και τα έμαθα όλα, όλα...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτε, θα της περάσει...
ΣΟΦΙΑ. — Έτσι αι;… νομίζεις ότι θα παίξω εγώ αυτό το παιχνίδι;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τι να γίνει; αφού δεν ημπορούμε να κάμομε και αλλέως.
Σοφία. — Ορίστε απάντησις!..
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μα σου το είπα ότι από το γραφείον του θείου μου θα είναι δύσκολον να σε βλέπω, δι' αυτό εζήτησα κι εγώ από την θείαν το κλειδί του κάτω πατώματος...
ΣΟΦΙΑ. — Και σου το έδωσε το κλειδί...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εις τας δύο θα είμαι πάντοτε κάτω και θα συνεννοούμεθα πότε θα ημπορείς να έρχεσαι εδώ δια να βλεπόμεθα...
ΣΟΦΙΑ. — Ωραία θα βλεπόμεθα!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τώρα έτυχε αυτό το δυσάρεστον σήμερα... μήπως το ήξευρα αυτήν την στιγμήν το έμαθα κι εγώ...
ΣΟΦΙΑ. — Αυτήν την στιγμήν;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σε βεβαιώ.
ΣΟΦΙΑ. — Και έχεις λοιπόν πρόσωπον να με κοιτάζει στα μάτια και να μου αραδιάζεις όλες αυτές τις ανοησίες;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μα τι σου έκαμα που μου ομιλείς με αυτόν τον τρόπον;
ΣΟΦΙΑ. — Τι μου έκαμες;... Δεν εντρέπεσαι ν' αγαπάς την θείαν σου μα γυναίκα πενήντα χρόνων, δεν εντρέπεσαι... αι, πού κατήντησες!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εγώ;... αγαπώ την θείαν μου;... ποιος σου το είπε;
ΣΟΦΙΑ. — Η ίδια μου το είπε, κύριε... το ομολόγησε...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Την είδες;
ΣΟΦΙΑ. — Ναι, ναι, την είδα και μου είπε ότι σ' αγαπά και την αγαπάς...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μα τότε λοιπόν τι λες πώς τα ξέρεις όλα; δεν ξέρεις τίποτε...
ΣΟΦΙΑ οπισθοχωρούσα. — Τι;... είναι και άλλα;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ μειδιών. — Βέβαια,… διότι είναι τρελή... Σήμερα το πρωί της εγύρισεν η βίδα.
ΣΟΦΙΑ. — Αλλού πήγαινε να τα λες αυτά... εμένα δεν με γελούν… το κατάλαβες;... ξέρω όμως κι εγώ τι θα κάμω...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Διάβολε!... μήπως το έχει το σπίτι να τρελαίνεται ο κόσμος;... Είσαι τρελή, Σοφία...
ΣΟΦΙΑ. — Ο άθλιος!... με λέγει τρελήν, όταν αυτός, αυτός είναι τρελός!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μα την αλήθεια δεν ξεύρω αν δεν είμαι… μου φαίνεται ότι όλοι εδώ μέσα είμεθα για δέσιμο!...
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ
Οι ανωτέρω, ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ κρούων την θύραν. — Ανοίξετεν, σιορ Φιλιππή, ανοίξετενε...
ΣΟΦΙΑ. — Ο θείος σου!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Βλέπεις τι κάνεις με τις ανοησίες σου; τώρα πώς θα τα πούμε;
ΣΟΦΙΑ. — Φύγε από κοντά μου, τέρας!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σοφία μου...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλέ ίντα διαβόσκου μου... ηκλειδώσατε;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Αυτά είναι παιδιάστικα πράγματα.
ΣΟΦΙΑ. — Μη μ' εγγίζεις...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ θραύων την θύραν και εισερχόμενος. —Έλα Χριστέ και Αη Γεώργη Σταφυλά... καλέ ποιος ηκλείδωσενε;... πού είναι τα κλειδιά που μ' εκάματενε κι ήσπασα την πόρτα;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Θείε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Πού 'ναι, Φιλιππή μου; γιατί ηκλειδώσετενε;... εδώ 'στενε, Σοφουλιώ;... Τώρη πρέπει να φέρουμενε το μάστορη...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Είσαι καλά, θείε μου;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλέ, ίντα λέτενε;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σ' ερωτώ αν αισθάνεσαι ότι έχεις το μυαλό σου, διότι μου φαίνεται ότι εγώ δεν το έχω πλέον...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Καλέ εν είναι ώρα να χωρατεύγετενε... ήσπασα την κλειδωνιά... Πού 'ναι η Λουλίτσα μου; ε μου λέτενε; εσάς την άφηκα, Φιλιππή...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ξέρω 'γώ; δεν την είδα καθόλου.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Εν την είδετενε; μέσα θα 'ναι...
ΣΟΦΙΑ. — Όχι· επήγε στο σπίτι μας.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ περίφοβος. — Στ' αρχοντικό σας;... αχ, κατακόσορτη... θα πάει να πνίξει κανέναν...
ΣΟΦΙΑ. — Τι;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Μα εν ηξέρετενε πως ήχασέν τα; καλ' ε σας το 'πενε ο Φιλιππής;
ΣΟΦΙΑ έκπληκτος. — Ετρελάθη;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ναι, Σοφουλιώ μου... ταχύ, ταχύ ήχασέν τα...
ΣΟΦΙΑ. — Γι' αυτό λοιπόν μ' εδάγκασε;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Σ' εδάγκασε;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ουγού!... θα 'λύσσαξενε!... Και πρέπει να φέρουμενε τσαι το μάστορη για την πόρτα που ήσπασενε...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ όστις παρετήρει την παρειάν της. — Καημένη, πώς με ετρόμαξες… δεν είναι τίποτε... μ' ένα φιλάκι θα περάσει...
ΣΟΦΙΑ. — Ώστε όσα μου είπε..
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Της τρέλας της αποτελέσματα βέβαια...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ όστις ανήλθε να παρατηρήσει το καταστραφέν κλείθρον κατερχόμενος. — Ίντα 'πε σου;... λέγε μου, Σοφουλιώ μου;… ίντα 'πε της, Φιλιππή μου; Ίντα, χρυσή μου κόρη;... πρέπει να τα πούμενε του εξοχότατου...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Φαντάσου, θείε...
ΣΟΦΙΑ εμποδίζουσα αυτόν. — Σιώπα, Φίλιππε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Όεσκε, όεσκε... λέτενε... όλα πρέπει να τα πούμενε του ιατρού...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Της είπε πως την αγαπώ εγώ... και ότι μ' αγαπά κι αυτή...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Κατακακόσορτη Λουλιώ μου, άνεμος των ανέμω λέγει τα... (άδων)
Ε μου ‘πενε τσ' εμένανε
πως εν την αγαπάω
τσαι πως την απαράτησα
σαν το παλιό μου χράμι;
που ‘γω για την αγάπη της
ηγέρασα και πάω,
σαν τ’ αγιοκέρι έλιωσα
τσαι δε φελάω δράμι;…
Τι θ’ απογίνω τώρη πια
με μνια λωλή ‘δω πέρα,
μην εν λωλαθώ κι ιγώ
σαν το ‘χει μου το γαίμα;
τσαι όσοι θα μας γλέπουνε
θα λένε κάθε μέρα
πως όλ’ οι Χιώντες είν’ λωλοί
χωρίς να λένε ψέμα!
Α!,... εν μπορώ πια... πόνεσαν τα τζιέρια μου... Τώρη πρέπει να πάω στ' αρχοντικός σας να την πάρω.
ΣΟΦΙΑ. — Όχι, μην πάτε, διότι τώρα εθυμήθηκα ότι η μητέρα επήγεν εις την αδελφήν μου και καθώς δεν είναι κι ο πατέρας, η Άμμια Λούλα θα γυρίσει.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Έτσι ‘ναι;
ΣΟΦΙΑ. — Βέβαια.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ιδία μειδιών. — Εκτός κι αν πάρει τους δρόμους...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ετότες πα να τα γράψω, γιατί ε θυμούμαι να τα πω του ντετόρου... Και να ‘χω κι αυτήνε την πόρτα που ήσπασενε!...
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
Οι ανωτέρω πλην του ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ γελών. —Ομολόγησε όμως, Σοφία μου, ότι εφάνης πολύ κουτή σ' αυτήν την περίστασιν...
ΣΟΦΙΑ. — Μα πώς της ήλθεν;... αλήθεια είναι τρελή;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Διάβολε!... δεν το πιστεύεις ακόμη;... και υπέθεσες ότι εγώ ημπορούσα να την...
ΣΟΦΙΑ μειδιώσα. — Μα τι να σου ειπώ...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ άδων.
Α, Σοφία μου τι ήταν
να πιστέψεις πως εγώ
της μπαμπόγριας της θειας μου
την αγάπη κυνηγώ!...
ΣΟΦΙΑ ομοίως.
Η αγάπη, βλέπεις, είναι
ασυλόγιστη πολύ
και γι’ αυτό της έχουν βγάλει
ότι τρέχει σαν τρελή.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Χαχ, αχ, α! τι κωμωδία!..
ΣΟΦΙΑ
Σώπαινε να χαρείς.
ΦΙΛΠΙΠΟΣ
Α, τι έπαθες, Σοφία!...
ΣΟΦΙΑ
Πες μου πως με συγχωρείς..
ΦΙΛΙΠΠΟΣ εν διωδία.
Αχ, να είμαστε για πάντα
όπως τώρα, τι χαρά!
έτσι σφιχταγκαλιασμένοι,
στης αγάπης τα φτερά!
ΣΟΦΙΑ ομοίως.
Θα περνούσαμε τα χρόνια
κι απ’ τις ώρες πιο γοργά,
κι η αγάπη μας μονάχα
θα 'τρεχε μ' αυτές αργά!
Τι θα κάμομεν όμως τώρα;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τίποτε... θα βλεπόμεθα σπανιότερα... και επειδή άλλο δεν μας μένει παρά το κάτω πάτωμα, ας ευχαριστηθούμε μ’ αυτό.
ΣΟΦΙΑ. — Και αν ο θείος σου το ενοικιάσει;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Α, μα γι’ αυτό έλαβα τα μέτρα μου... διέδωσα ότι είναι στοιχειωμένο... θ' αρχίσω μάλιστα να πετώ και πέτρες διά να το πιστεύσει ο κόσμος ακόμη καλύτερα.
ΣΟΦΙΑ. — Μην κάμνεις ανοησίες και σε πιάσουν, διότι όλος ο κόσμος δεν πιστεύει στα στοιχειά, και αν κανείς ξεύρει, ότι δεν είναι νοικιασμένο και μας πάρει μυρωδιά, συλλογίσου τι σούσουρο θα γίνει...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τότε να σκεφθούμε πώς θα κάμουμε...
ΣΟΦΙΑ. — Έλα, κάθισε να σκεφθούμε...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ γονυπετών προ αυτής. — Λέγε σε ακούω...
ΣΟΦΙΑ. — Πρώτ' απ’ όλα... (εξακολουθεί ομιλούσα χαμηλοφώνως)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Οι ανωτέρω, ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ και είτα ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Απάντεχα, μα εν είδα κανείνε (βλέπουσα τον Φίλιππον και την Σοφία) Ουγού!... ίντα γλέπω; Ο Φιλιππής στα γόνατα της Σοφουλιώς;... Αχ που είστενε, Μισσέρ Τζαννή, να δείτενε... τσαι ίντα θα δείτενε... Αχ... ανεγάλλιασα!... (διευθυνομένη προς το γραφείον και καλούσα τον Μισσέρ Τζανή ταπεινή τη φωνή) Μισσέρ Τζαννή, Μισσέρ Τζαννή... οχονούς ελάστενε...
ΣΟΦΙΑ θωπεύουσα τον Φίλιππον. — Μη με κοιτάζεις…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ασπαζόμενος τη χείρα της. — Σ' αγαπώ...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ σύρουσα αυτόν εκ της χειρός. — Ελάστενε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ εισερχόμενος. — Λουλιώ μου...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Δείτενε, δείτενε... τσαι αν μπορείτενε αγαπήσετέν τηνε πια...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΗΣ. — Λουλιώ μου, σπαρτάρα μου... ησύχασε, Λουλίτσα μου...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ έκπληκτος. — Ίντα; τσαι εν σας πειράζει;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ίντα να με πειράξει; ξέρω το...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ξέρεις το;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Βέβαια.
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Μα εν την αγαπάτε;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ποιάνανε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Τη Σοφουλιώ...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ήπιασέν τηνε πάλι το κακό...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Μ' αγαπάτενε το λοιπό; (φέρουσα βιαίως την χείρα εις το μέτωπον) Ουγού!... Άγια μου Τριάδα, εκατάλαβά το...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ έκπληκτος. — Ίντα κατάλαβε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Το κάτω απαρταμέντο50... το κλειδί που μου γύρευεν ο Μισσέρ Φιλιππής...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ εμβρόντητος. — Ποιο κλειδί;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ τρέχουσα προς τον Φίλιππον. — Α, Φιλιππάκη μου…
ΦΙΛΙΠΠΟΣ εγειρόμενος. — Θεία μου…
ΣΟΦΙΑ απομακρυνομένη. — Φοβούμαι, Φίλιππε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ήπιασέν τηνε το κακό, μα ήπιασέν τηνε... Ίντα 'μελλέ σου, Λουλίτσα μου!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Ε μου λες, χρουσέ μου γιε, μπας τσ' ήσουνε στο κάτω απαρταμέντο;… ίντα 'θελες το κλειδί;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ κρυφίως. — Μην την κοντρεστάρεις51, παιδί μου... Ήφαν που 'φαν.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ήμουν, θεία μου...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Πες μου, Σοφουλιώ μου, στο σιορ Φιλιππή σου ήγνεφες από το παραθύρι;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ κρυφίως. — Μην την κοντρεστάρεις, κόρη μου... Ήφαν που 'φαν!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Πες μου το χρουσή μου κόρη, τσαι εν φοβάσαι...
ΣΟΦΙΑ. — Μα να μην πείτε τίποτε της μητέρας...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ περιχαρής. — Αχ, Αη Γιάννη μου Βουδομάτη!... τα 'νιώσετενε, Μισσέρ Τζαννή;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Όεσκε... εν ήνιωσα γρι!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εγώ ήνιωσά τα!... αχ, Παναγίτσα μου, ευχαριστώ σε... Μισσέρ Τζαννή, συμπάθειο σου, Μισσέρ Τζαννή... εν το θελα... Ουγού!... Τζαννή μου, ηθάρρειομουν πως ήκαμνέ σου τα εσένα τα γνεψίματα...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ηθάρρειουσουν;... (ιδία μελαγχολικώς) Τώρη που 'ναι καλά, ίντα θα 'πω του εξοχότατου που θα 'ρθει;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ περιπτυσσομένη τη Σοφία. — Χρουσή μου κόρη... εν το ‘θελα... συμπάθειο σου... Εσείς μου λέγετενε για το Φιλιππή, τσ' ηγώ η κατακακόσορτη ηθάρρειομουν, πως μου λέγετενε για το πουλί μου το Μισσέρ Τζαννή!...
ΣΟΦΙΑ μειδιώσα. — Α, τώρα εννοώ...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Σταθείτενε, μα τη χάρη του Χριστού, εν νιώθω τίποτι...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αι, μην τα ξέρετενε τσαι ούλα!...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. —Τι μισά μαθές... πέστε μου τενε τα μισά!..
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Τώρη, παιδιά μου, εσείς αγαπιούστενε τσαι ο παης σου, Σοφουλιώ μου, θε άντρα με άσπρα...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ, ΣΟΦΙΑ στένοντες. — Αχ... δυστυχώς!...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Μισσέρ Τζαννή, παιδιά εν έχουμενε...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ στένων. — Εν έχουμενε, αχ, εν έχουμενε, Λουλίτσα μου, το ξέρεις...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Εν ερχούστενε να κάμομεν έναν καλό;
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Τώρη πια παιδιά; εν ντρεπούστενε, Λουλιώ;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Καλέ, να κάνουμε παιδί μας το Φιλιππή...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ διστάζων. — Καλό ήτανε, μα ξέρετενε πως εν τα ‘χουμε και πολλά, και τώρη στα γεράματα έχουμενε ανάγκες… είναι ο εξοχότατος, η πόρτα που ήσπασενε...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Σώνουνέ μας τα μισά, ας τους δώκουμε τ’ ‘αλλα μισά...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ εξανιστάμενος. — Έτσε νας;... να δώκουμενε τα μισά, σαν να ήτανε φασούλια;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μην την κοντρεστάρεις, θείε μου... Ήφαν που 'φαν!...
ΣΟΦΙΑ. — Ήφαν που ‘φαν!
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Αι, ας τους δώκουμε το ένα κάρτο52...
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Μα ε θα ψωμοζητήσουμενε;
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Σωπάστενε τσ' εσείς τώρη που θα ψωμοζητήσουμενε... Πηγαίνετε πιταγού να ετοιμασθείτενε, γιατί ο Φιλιππής εν έχει άλλους γονιούς από μας, τσ' εμείς πρέπει να κάνουμε την προξενιά…
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ. — Ήπιασέν τηνε πάλι το κακό... τσ' αυτή τη φορά είναι σκληρό, γιατί σκορπάει το έχει μου...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ περιπτυσσομένη την Σοφίαν. — Επίκρανά σε, χρουσή μου κόρη· μα ε σε κόβγει... θ' ανεγαλλιάσεις κοντά μου...
ΣΟΦΙΑ. — Α, κυρία μου... πως θα σας ανταποδώσω ποτέ την τόσην σας καλοσύνην...
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ. — Καλέ, ίντα, Κυρία μου; Τώρη πια είμαι άμμια σου.
ΜΙΣΣΕΡ ΤΖΑΝΝΗΣ άδων.
Μα να σας χαρώ.
για πέτε μου τσ' εμένα,
ποιος τα φταίει όλ’ αυτά,
δεν μπορώ να νιώσω σκρα…
γιατί σα πολύ
τα γλέπω μπερδεμένα
όντις θέτες οχονούς
να σας δώκω και παρά
ΑΜΜΙΑ ΛΟΥΛΑ ομοίως
Αχ Μισσέρ Τζαννή,
μην τα πολυγυρεύεις
όλοι φταίμε τσαι κανείς
εν είναι ώρα να σ’ τα πω…
Τώρη μοναχά,
να μη μας τα μπερδεύεις
σώνει σου να ξέρεις πια
ίντα μόδος σ’ αγαπώ..
ΠΑΝΤΕΣ εν χορώ
Κι έτσι με καλό
και με χαρά μεγάλη
πάμε για την παντρειά
κι ο χορός καλά κρατεί…
Κάτω στο γιαλό,
κάτω στο περιγιάλι,
πλέναν Χιώτισσες κοντή
νεραντζούλα φουντωτή!...
Δημήτριος Α. Κορομηλάς
[1] εματαστάθητσεν| δεν ξανάγινε
[2] κουλούτσι| κουταβάκι
[3] ευδιά| ευωδία
[4] αμέστενε| πηγαίνετε
[5] μαριολιά| η πονηριά, η τσαχπινιά, το νάζι
[6] πρωτοδιαβόντρου| πρωτοδιαβόλου
[7] μέγκλα| πολύ όμορφη
[8] ηβαρέβητσεν| βαρέθηκε
[9] στσύλα| σκύλα
[10] κοιτωνίτης| ρούχο του σπιτιού, του ύπνου
[11] εμβάδες| παντόφλες
[12] καύκαλο| το κρανίο και γενικά το επάνω μέρος του κεφαλιού
[13] τλουμπατζής| πυροσβέστης
[14] κουκόμυαλος| αυτός που έχει μυαλό σαν του κούκου, υποτιμητικά άμυαλος.
[15] εν το ‘χουμε τσαι στη σιγουρτά| δεν το έχουμε ασφαλισμένο
[16] κακόσορτος| άτυχος
[17] λιλικιά| μέλισσα, σφήκα
[18] φεγγίτης| μάτια
[19] άτσαλος| ακατάστατος, τσαπατσούλικος
[20] αδιάλογα| συνεχώς
[21] χράμι| χοντρό στρωσίδι ή σκέπασμα για το κρεβάτι
[22] σπαρτάρα μου| ψυχή μου
[23] σκαμπάζω| γνωρίζω, καταλαβαίνω
[24] αμουλλάτσι| κύπελλο
[25] ιστιά| εστία
[26] μονοτάρους| μεμιάς, μονομιάς
[27] αντικούτικας| αυχένας
[28] αμανί| ευκαιρία
[29] αθιβολή| εδώ με τη σημασία της ομιλίας, συζήτησης
[30] μονοβολές| μεμιάς, αμέσως
[31] φαφλιόνι| το βρέφος που μιλάει άναρθρα και ακατανόητα
[32] μούρκια| οθωμανική φορολογική κατηγορία που περιλάμβανε τα σπίτια, τους κήπους, τα δέντρα και τους στάβλους, ιδιοκτησίες που κατά κανόνα ανήκαν στους Οθωμανούς.
[33] αλεβούδα| αγελάδα
[34] τζουμπές| μακρύ πανωφόρι, με ή χωρίς μανίκια, κυρίως των πρόκριτων και των υψηλόβαθμων ιερωμένων
[35] φλαγκάρα| μεγάλη φωτιά
[36] Γρέγος| ο βορειοανατολικός άνεμος, αλλιώς Μέσης
[37] γώζομαι| γκρινιάζω, παραπονιέμαι, δυσανασχετώ, διαμαρτύρομαι
[38] σαλότο| σαλόνι
[39] ανάφραντα| ανεπάντεχα, ανέλπιστα
[40] Δίκιο έχεις άματις| σαν να έχεις δίκιο
[41] αγγρίζω| ερεθίζω, ενοχλώ
[42] ορδινιά| εντολή
[43] αλογοφάισσα| γλωσσού
[44] ξεστρεφτή| ανάποδη
[45] μπακανιάρικη |ωχρή
[46] κουμάσι| άνθρωπος πρόστυχος, τιποτένιος
[47] σκαπουλάρω| ξεφεύγω, γλιτώνω
[48] λωλιά| ανοησία, βλακεία
[49] αϊκοφονεμό| στον κακό,στον άδικο χαμό(;)
[50] απαρταμέντο| διαμέρισμα
[51] μην την κοντρεστάρεις| μην της πας κόντρα
[52] κάρτο | τέταρτο
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ