Τα Λόγια της Πλώρης εκδόθηκαν το 1899 και πρωτοδημοσιεύτηκαν σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.
Τα διηγήματα Ο εκδικητής και Η Καπετάνισσα ψηφιοποιήθηκαν διά χειρός Σφραγιδονυχαργοκομήτη, ενώ Το Γιούσουρι δια χειρός Κωνσταντίνας.
Πληροφορίες για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα εδώ.
Ο πατέρας μου - μύρο το κύμα που τον τύλιξε - δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
- Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
- Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
- Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία - πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι - τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνεί με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει
και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά της Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν’ αρμενίζει στ’ ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχει παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί.
Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.
- Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να ’χεις φαΐ και ύπνο.
Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί - τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.
Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα· τώρα στον αργάτη· φόρτωμα - ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ’ έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κι έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.
- Ψε!... έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!...
Απάνω στο μεθύσι μου ακούω τη φωνή του καπετάνιου να βροντά δίπλα μου:
-Μάινα πανιά!... Μάινα και στίγγα πανιά!...
Τρόμαξα και τρέχω πίσω από τους ναύτες. Πηδούν εκείνοι στους φλόκους· κοντά και γω. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω και γω. Σε πέντε λεπτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Μα ο καπετάνιος δεν έπαυε να φωνάζει, να βρίζει και να βλαστημά. Τον κοιτάζω, ανάθεμα και κατάλαβα τι έλεγε.
-Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω το διπλανό μου, εκεί που δέναμε τον παπαφίγκο.
- Η τρόμπα, δε βλέπεις; Ο σίφουνας!
Σίφουνας! έφριξα. Ακουστά είχα τα θάματα του· πως σαρώνει ότι λάχει στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τώρα τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας· ήταν τρεις-τέσσερες. Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ’ ανοιχτά. Κι εμπρός μας ο Καύκασος, σκουντούφλης, έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του. Ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, η θάλασσα μαυριδερή μ’ ένα ελαφρό τρέμουλο, σαν να είχε ανατριχίλα. Πρώτη φορά που είδα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.
Ο ένας σίφουνας λιγνός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, κρεμόταν στα νερά μαύρος και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, κόπηκε άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, σκόρπισε η βάση του και απόμεινε γλωσσίδι κρεμάμενο από τα σύγνεφα. Είδα να τεντώνει το λαιμό του εδώ και κει, να κινεί τις φούντες του σαν φιδόγλωσσες, λες και ζητούσε κάτι στα νερά, και άξαφνα να κουλουριάζεται και να φωλιάζει στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως, σταχτόμαυρος, σαν κορμός λεύκας, αφού ρούφηξε και πρήσθηκε καλά, δραμπαλίστη και βάδιζε καταπάνω μας.
- Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω τη φωνή από το κάσαρο. Γυρίζω· οι ναύτες είχαν κατεβεί. Εγώ, αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο, ξεχάστηκα κοιτάζοντας το θάμα. Γλίστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με μάτια γουρλωμένα να κοιτάζει το στοιχειό. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα μαυρομάνικο λάζο κι έστεκε πίσω στο πρυμιό κατάρτι, σαν να το έβανε μετερίζι. Κοντά ο ναύκληρος γέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι και γύρω οι ναύτες κοίταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα κερωμένοι.
Ο σίφουνας ωστόσο πλάκωνε φτεροπόδαρος, ρουφώντας το νερό και τινάζοντας το στον ουρανό, μαύρη καταχνιά κι αντάρα. Τώρα έλεγες θα μας γδύσει το καράβι ή θα το σηκώσει σύσκαρμο ψηλά. Έτσι έφτασε δυο οργιές μακριά μας. Έφεγγε ολοστρόγγυλος, ξανθοπράσινος, σαν καπνισμένο κρύσταλλο και μέσα του ανεβοκατέβαινε το έμβολο, λες και ήθελε να σβήσει μεγάλη πυρκαγιά στα επουράνια.
- Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος.
Ο ναύκληρος αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά, όλα χώνεψαν στα πλευρά του. Φάνηκε να τρεμουλιάζει και σταμάτησε. Δοκίμασε πάλι να κινηθεί, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο και στάθηκε πάλι σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό.
- Δεν κάναμε τίποτα, είπε πικραμένος ο καπετάνιος στο ναύκληρο.
- Το βλέπω και γω. Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το κρίμα το παίρνω.
- Θεέ μου, ήμαρτον· ψιθύρισε αποφασιστικά εκείνος κάνοντας το σταυρό του.
Και με το λάζο χάραξε μια πεντάλφα απάνω στο κατάρτι και είπε τρεις φορές:
- Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος.
Και κάρφωνε το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας, σαν να το κάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού.
Βρόντος ακούστηκε, λες κι έσκασε κανόνι και μέγα κύμα κύλησε επάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε και βρυχηθεί τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε κι η θάλασσα η φοβισμένη άφρισε τώρα και μάνιασε απ’ άκρη σ’ άκρη του πόντου.
- Ίσια πανιά! πρόσταξε ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!
Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι τη γραμμή του.
***
Τρεις βδομάδες αργότερα κατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα το πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα, πρώτο μαχαίρι στην καρδιά μου.
«Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγε η γριά. Όταν γυρίσεις πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αϊ-Νικόλα και την ευκή μου, δε θα είσαι πια καπετάνιου παιδί. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει, πάνε οι δόξες μου! Τα ρούφηξε όλα η Μαύρη Θάλασσα. Τώρα δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και το Θεό. Γεια στα χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, και τίμα το θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου».
Σταύρωσα τα χέρια μου, κοίταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα. Τα λόγια της γραφής μου φάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τώρα η χήρα του πρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο, για να κάμει τα κόλλυβά του! Και κείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνει τα ψηλόλιγνα κόκαλα!
Ωιμέ! Ανταμώσαμε για ύστερη φορά μόλις μπήκε στη Θεοδοσία. Καθώς με είδε ψηλά να μαϊνάρω τον τρίγγο, έκαμε το σταυρό του κι έμεινε άφων’ άλαλος.
- Τι τον κοιτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης· δεν τον αλλάζω με τον καλύτερο ναύτη σου.
Εγώ διπλοπαρακάλουν ν’ ανοίξει η θάλασσα να με καταπιεί. Όσο ένιωθα απάνω μου το βλέμμα του, ησυχία δεν έβρισκα. Έτρεχα βιαστικός, από τη μια άκρη στην άλλη, κατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, πέρναγα τις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, δούλευα την τρόμπα. Εκείνος κατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δε σηκώθηκε από τη θέση του, μόνο με ακολουθούσε με βλέμμα παραπονιάρικο σα να μ’ έβλεπε στο νεκροκρέβατο.
Την άλλη μέρα μ’ έμπλεξε που πήγαινα στην πόλη. Μόλις τον αγνάντεψα, θέλησα να κρυφτώ, αλλ’ από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημα του, που τα πόδια μου κόπηκαν.
- Βρε, παιδί μου, τι έπαθες; μου λέει. Το σκέφτηκες καλά τι θα κάμεις;
Πρώτη φορά γνώρισα τη γλύκα της φωνής του. Δε σάστισα όμως.
- Πατέρα, του είπα· το σκέφτηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είναι το κίνημά μου, μα δε δύναμαι να κάμω αλλιώς. Δε μπορώ να ζήσω αλλιώτικα. Με κράζ’ η θάλασσα. Μη θες να με μποδίσεις. Άσε με κει που βρίσκομαι, γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δε με ξαναβλέπεις.
Έκαμε το σταυρό του· στάθηκε λίγο, με κοίταξε κατάματα, κούνησε το κεφάλι.
- Καλά, παιδί μου, είπε· κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ έκαμα το χρέος μου. Ούτε έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το, να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευκή μου.
Ύστερη του ευκή, πρώτη μου θλίψη. Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξίδι πλήρωσε την αγάπη μου. Έμεινα πια αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Το ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισσας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τιμήσω ούτε να δουλέψω μπόρεσα περισσότερο το θείο μου. Αν είναι να δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δόξα σοι ο θεός, βρίσκονται κι άλλα καράβια. Από να δέχομαι τις βρισιές του συγγενή μου, καλύτερα ενός ξένου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό.
- Με το καλό, άσε και να ιδείς· λέει ο καπετάν Καλιγέρης, όταν μάντεψε το σκοπό μου.
Πάω μια μέρα να του ζητήσω λάδι για το φαγί.
- Δεν έχει, μου λέει· το τρώει κείνος που κάθεται στο τιμόνι.
Πάω δεύτερη· το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Φυλάω και γω μια μέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Αϊ-Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφήνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζει σαν άμυαλο στη θάλασσα.
- Μπρε Γιάννη! φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;
- Εκείνον που τρώει το λάδι.
Οι ναύτες σκάνε τα γέλια. Θυμώνει.
- Να φύγεις! μου λέει· γρήγορα τα ρούχα σου κι όξω.
- Να φύγω· το λογαριασμό.
Με παίρνει στην κάμαρα κι αρχίζει να στρώνει το λογαριασμό κατά τη συνήθεια του.
- Την τάδε μέρα συμφωνήσαμε, την τάδε μπήκες μέσα· την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είναι έτσι;
Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ήμερων μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.
- Έτσι, του απάντησα.
Και βγήκα με δυο σβάντσικες στη Μεσσήνα.
Άρχισε τώρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τάξη. Μερμήγκι σωστό. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να εύρεις, τι να συνάξεις; Μεροδούλι μεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα, ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ-Αλτί, άλλος. Ένας μήνας άδουλος, έξι χρέος. Σύρε να κάμεις κομπόδεμα και να κυβερνήσεις σπίτι. Δόξα να έχει ο Χάρος που μου το ’κλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισσα στο χρόνο απάνω κι έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξίδι σε ταξίδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Τα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ’ αυτιά μου. Μα τι τ’ όφελος; Βάρα του μαχαιριού γροθιά. Αν είχα και γω ένα κλήμα στη στεριά, πέτρα μαύρη θα έριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφαση το πήρα. Ή το κύμα θα με φάει ή θα με δώσει πετσί και κόκαλο στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη! Δουλειά και γλέντι. Μηγάρις ήμουν μοναχός; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα δε ζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισιές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ’ από τη στεριά. Όπου και να γυρίσεις, στα κόντρα βρίσκεσαι.
Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα, είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δε γύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ’ έφερε σβούρα στη γη. Πήγα, ήβρα το σπίτι χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένο και μια μικρούλα μου αγαπητικιά σωστή αντρογυναίκα. Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά ανατρίχιασα.
- Ποιος ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Ο πατέρας της, ο καπετάν Πάραρης, ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου. Στάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την τρύγησε καλά, ήβρε την περίσταση, πούλησε το μπάρκο, αγόρασε χωράφια και τα έκαμε περιβόλι. Μούντζωσε για πάντα το ταξίδι.
Την άλλη μέρα δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξέρω τι με κράταγε κει· δουλειά δεν είχα. Μα κάθε στιγμή στο νου μου ερχόταν λυχνοσβήστης ο συλλογισμός:
- Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουνα σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Κι έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο το δρόμο που πήγαινε στο πηγάδι για νερό, να πάρω μια ματιά. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ. Όταν την έβλεπα να διαβαίνει χαμηλωθώρα, λεβεντοπερπάτητη, με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά ανεμιστά στις πλάτες, ποθούσα να κολλήσω απάνω της. Ο μαγνήτης που μ’ έσυρε άπραγο παιδί στη θάλασσα, μ’ έσερνε τώρα στη γυναίκα. Με το ίδιο πάθος ρίχτηκα στ’ αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα.
- Δε φεύγω, αν δεν πάρω απόκριση· συλλογίστηκα.
Η προξενήτρα τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της και πλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς.
- Να σου ειπώ· μου λέει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου. Δε θέλω και καλύτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου μου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είναι δικό σου· με μια συμφωνία. Θ’ αρνηθείς τη θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω και γω. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος, θα την αφήσεις λοιπόν τη θάλασσα.
- Μα τι να κάμω; του είπα, πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα.
- Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.
- Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;
- Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα δουλέψεις· θα δουλέψετε κι οι δυο. Είναι το περιβόλι, είναι τ’ αμπέλι, είναι το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Αϊ-Λια που πήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη στα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τ’ όνομά της. Παρόμοια και γω. Ούτε τ’ όνομά της, ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν για μένα μυστικά, τα μάγια λύθηκαν.
- Σύμφωνοι, του είπα· έχεις το λόγο μου.
***
Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού μου· τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα και δούλευα μαζί της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς πέρναε ο καιρός δεν το κατάλαβα. Δουλειά κι αγάπη. Τώρα σκάφταμε, τώρα τρέχαμε κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω τ’ αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Είχα πενήντα τάλιρα το χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά είδα ζωντανή στα χέρια μου την πληρωμή. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήσει, «ευχαριστώ» να μου ειπεί που το δούλευα. Άνοιγα τ’ όργωμα και τ’ όργωμα έμενε στη θέση του, δεχότανε το σπόρο, τον έκρυβε από τα πετεινά, τον ζέσταινε και τον νότιζε ως που τον έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο, σαν να μου έλεγε: Κοίτα πώς τον ανάστησα! Αλάφρωνα το κλήμα από το βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας τιναζόταν χαρούμενο, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα την κιτριά κι εκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου χάριζε ίσκιο στα μεσημερινά κάματα και ύπνο αρωματισμένο τις νύχτες· το είναι μου όλο το δρόσιζε με τον χρυσόξανθο καρπό της. Α! ο Θεός ευλόγησε τη Γη που της έδωκε αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αποβλακώνεις και τρέχει να σβήσει τ’ αχνάρι σου· το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς και κείνο σε σπρώχνει σα να σου λέει «τι θες εδώ!» και βρυχιέται να σου ανοίξει το λάκκο. Ο Κάης, θαλασσινός έπρεπε να πάει έπειτ’ από το κακούργημα.
Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάσει το δείπνο μας. Άναβα και γω την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που σκάλωνε στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους δυόσμους, τις μαντζουράνες που δεν ζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με μόσκους.
- Καλησπέρα.
- Καλή σου ’σπέρα.
- Καληνύχτα.
- Καλό ξημέρωμα.
Άλλαζα καρδιοστάλαχτες ευχές με τους συντοπίτες μου. Δεν κοίταζα πια τον ουρανό, δεν ’ξέταζα του φεγγαριού τη θέση, το τρεμολάμπημα των άστρων, του άνεμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά, ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο μπορούσε να χαρίσει την ευτυχία μου!
Έτσι πέρασε ο δεύτερος χρόνος και μπήκαμε στον τρίτο. Μια Κυριακή του Φλεβάρη κατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Αϊ-Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος βάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρα - αρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, τη μυρουδιά του κατραμιού, της πίσσας, των σχοινιών. Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και απ’ άκρη σ’ άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια ανασκελωμένα, γολέτες ξερμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και στρειδοφόρτωτες, σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντηριού, άλλοι με το κοράκι και το σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι. Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες, ξυλόχτιστες έστεκαν στην αμμουδιά. Οι καλεσμένοι - όλο το νησί μας - γιορτινοντυμένοι γύριζαν στα σκαριά, πηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα ψηλαφούσαν οι άντρες, τα καμάρωναν, τους μιλούσαν πολλές φορές· έλεγαν την αξία τους, λογάριαζαν τη γοργάδα τους, συμβούλευαν τον πρωτομάστορα για το καθετί.
Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου απάνου στη σκάρα του, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντίλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά. Ολογάλαζη η θάλασσα άστραφτε και παιγνίδιζε κι έφτανε γλώσσες γλωσσίτσες στα πόδια του, το ράντιζε με τον αφρό της, του κελαηδούσε μυστικά και μπιστεμένα:
- Έλα, Έλα, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ’ αναστήσω μ’ ένα μου φίλημα. Τι κάθεσαι άψυχο ξύλο και βάρυπνο; Δε βαρέθηκες του δάσου τη νάρκη και την άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα να παλέψεις με το κύμα· όρμησε στηθάτο να κουρελιάσεις τον άνεμο. Έλα να γίνεις ζήλια της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαψη, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου, Έλα!...
Και κείνο το άπραγο άρχισε να τριζοβολεί, έτοιμο ν’ αφήσει την κλίνη του.
Ο καπετάν Μαλάμος, φρεσκοξυρισμένος, γελαστός, με την τσόχινη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η καπετάνισσα ντυμένη στα μεταξωτά, άστραφταν κι οι δυο τους σαν να έκαναν πάλι το γάμο τους. Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι, λάλαγαν τη χαρά στα τετραπέρατα.
Εγώ - τι να σου ειπώ; δε χαιρόμουνα καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνει στα πόδια μου και κάποια θλίψη μού έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ’ από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. Πίστεψα πως με κοίταζε κατάματα, πως μιλούσε θλιμμένα, πως μ’ έβριζε παραπονιάρικα:
- Άπιστε, απατεώνα, δειλέ!...
- Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας το σταυρό μου. Ηθέλησα να φύγω, αλλά δε βάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα κόλλησε στ’ ορθολίθι και τα μάτια μου, τ’ αυτιά, η ψυχή μου όλη παραδομένη στο κύμα, άκουε το παράπονο:
- Άπιστε, απατεώνα, δειλέ!...
Λίγο έλειψε ν’ αρχίσω τα δάκρυα.
- Ε, πουλί μ’, τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου.
Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή με το λεβέντικο ανάστημα της. Σάστισα, λες και μ’ έπιανε να κάνω απιστίες.
- Τίποτα, είπα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ, γιατί ζαλίστηκα.
Και γαντζώθηκα απάνω της, σαν να φοβόμουν μη με συνεπάρει το κύμα. Ο παπάς ντυμένος τ’ άμφια διάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορας άρχισε τα προστάγματα:
- Φόρα το πρυμιό ποντίλι!
- Φόρα το πλωριό!
- Φόρα σκόντρα και σκαρί!...
Ένα με τ’ άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να δραμπαλίζεται, μουδιασμένο θαρρείς από το καθισιό, άτολμο ακόμη στη νέα του ζωή. Τα παιδιά που ήταν ανεβασμένα στο κατάστρωμα έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με την κουφή ποδοβολή κοπαδιού.
- Γιούργια! έκραξε ο πρωτομάστορας.
Και με το σπρώξιμο των καλεσμένων το πλοίο στέναξε και γλίστρησε στα νερά σαν πάπια, μαζί με το αμούστακο πλήρωμά του.
- Καλοτάξιδο, καπετάν Μαλάμο· καλοτάξιδο! και το καρφί του μάλαμα! φώναξε ο ναυτόκοσμος, βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα.
Μα κείνη την ώρα ένα παιδί χτύπησε κάπου και πλάτσασε λιπόθυμα στο νερό. Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κι έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο, μα μπλέχτηκα εγώ στα δίχτυα της. Από τότε έφυγε ο ύπνος, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιο νερό που αγκάλιασε το κορμί μου, έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπι του. Το θυμόμουν και νόμιζα πως κάτι ζωντανό έσερνε στη ραχοκοκαλιά μου φιλήματα.
Δεν έπιασα πια δουλειά. Δοκίμασα να πάω στο περβόλι, στο χωράφι, στ’ αμπέλι· όλα στενόχωρα. Γύριζα ολημερίς στ’ ακρογιάλι, βούταγα στο νερό, ρουφούσα την αρμύρα, κυλιόμουν στα φύκια· κυνηγούσα αχινούς και καβούρια. Συχνά κατέβαινα στο λιμάνι και δειλά πλησίαζα στις συντροφιές των ναυτικών ν’ ακούσω κουβέντα για τ’ άρμενα, για ταξίδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δε γύριζαν καθόλου να με ιδούν. Χωριάτης, βλέπεις, εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί, αγριοδέλφινοι! Τα ναυτόπουλα με κοίταζαν σαν να έλεγαν:
- Μωρέ, πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό!
Οι παλαιότεροι αξίωναν να μου λένε κάποτε:
- Εσύ, Γιάννη, την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ούδ’ άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Που θα ειπεί: Πάει, πέθανες, δε ζεις στον κόσμο!
Κι έφευγα πάλι στ’ ακρογιάλι, να ειπώ τη θλίψη μου στα κύματα. Τέλος έκανα καραβάκια και καραβάκια περίτεχνα, με κατάρτια πριναρίσια, με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που τα έκανε μπάρκο τρικούβερτο.
Η Μαριώ μ’ έβλεπε κι έκανε το σταυρό της. - Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγε.
Κι έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, πήγαινε ξυπόλυτη στα ξωκλήσια, διάβαζε τα ρούχα μου και στηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείσει τους άγιους να με φέρουν στα λογικά μου.
- Τι τα πας, τι τα γυρεύεις, Μαριώ· της λέω μια μέρα. Ούτε τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θες τώρα, θες αργότερα, θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου.
Καθώς το άκουσε, ντύθηκε στα μαύρα.
- Την τέχνη σου! λέει· ναύτης θα πας να γενείς! θα καταντήσεις ναύτης πάλι!
- Ναι, ναύτης· δε μπορώ. Με κράζ’ η θάλασσα!... Μα που εκείνη! Να μην το ιδεί, να μην τ’ ακούσει. Άρχισε τα δάκρυα, τα παρακάλια· ριχνόταν απάνω μου, μ’ έσερνε στους κόρφους της, με σκέπαζε με φιλιά. Έβριζε τη θάλασσα, την ψεγάδιαζε, την καταριόταν. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ’ έδεναν πια. Όλα μου φαίνονταν άνοστα, και το κρεβάτι ακόμα.
Ένα ηλιοβασίλεμα που καθόμουν στο ακρωτήρι, βλέπω μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια ξεχώριζαν. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγκους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι μπορώ να ειπώ πως είδα. Είδα την κάμαρη του καπετάνιου με τον Αϊ-Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις κουβέντες, οσμίσθηκα την ξυλεία τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου μελαγχολικό πουλάκι κάθισε απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να τραγουδάει του ναύτη τη ζωή. Πέρασαν εμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχρινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαγούτα γλυκόφωνα. Εκεί άκουσα ένα ναύτη να με δείξει στους συντρόφους του και να ειπεί:
— Να κι ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο!
Τινάχτηκα απάνω. Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, πιάνω το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφτασα στον Αϊ-Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φτάνω στη φρεγάδα.
Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπείς, δε μετάνιωσα; Και γω δεν ξέρω. Αλλά και να γυρίσω τώρα στο νησί, πάλι δε θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα.
Με το πρώτο ανάβλεμμα του ηλιού φάνηκαν οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθ’ ερχόντανε; για πού πήγαιναν; ούτε άκουσε ούτε έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήταν βασιλικές φρεγάδες. Κι οι τέσσερες λέει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη πλώρη. Κι είχαν τις αρματωσιές τους, βασιλικές και κείνες. Το κατάρτια τους ατόφια μπρούτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα· τις αντένες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήταν ντυμένες. Κι είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκολλητό σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο το Βαγγέλιο και στο μεσιανό κατάρτι, ψηλά σ’ ένα δικέφαλο αητό, την Παναγιά που έλαμπε -προσκυνώ τη χάρη της — σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήταν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που όριζε στην Πόλη. Εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξέρει τι αλλόφυλους πήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοδύναμο σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό!
Ήταν η αυγή ανοιξιάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δε σειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πήχτρα. Στο διάφανο ουρανό πρόσμενες να ιδείς καθρεφτισμένο τα νησιά και τ’ ακρογιάλια με την πρασινάδα τους. Αριστερά φαίνονταν της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω απ’ την καταχνιά που τα έδενε σαν πουπουλένιο γεφύρι· και δεξιά κατέβαιναν τ’ ακρωτήρια και οι κόρφοι του Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς χτυπούσεν ο ήλιος, έβλεπες τις στεριές να χύνουν λογιών λογιών χρώματα και τις φρεγάδες ν’ αστραποβολούν, ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.
Είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγκοι και παρουκέτα και τρίγγοι, όλα στη θέση τους. Μα κρέμονταν όλα παραλυμένα και μόνα τα μπρούλια τους ανάδευαν καμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες κρέμονταν και κείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν προσταγή να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Κοιμήθηκε απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· η βάρδια στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά κοιμήθηκε και κείνη, τηρώντας πάντα εμπρός της. Οι καπετάνιοι στα χρυσά και τα βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω από την πρασινορόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, κοιμήθηκαν και κείνοι μέσα στις βαριές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπεί πως κοιμήθηκαν! Τα κουρασμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως κι η ψυχή τους. Εκείνη τρέχει και χαμοπατά στ’ άσπρα τους σπιτάκια, στις θλιμμένες γυναίκες και τ’ αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα τα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια στ’ αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδα και τα πούλουδα γλυκιάς πατρίδας που δεν ελπίζουν να την ιδούν ποτέ.
Άξαφνα όμως ξύπνησαν οι θαλασσινοί.
- Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α-λα τα χέρια στα κουπιά· Βγείτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια αγνά, ό,τι βρείτε!
Το είπε κι έγινε ευθύς. Έριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδια αγνά, ό,τι βρίσκουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό ξεκόβει από τ’ άλλα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια αγνά, ό,τι έβρει. Γυρίζει μόνο απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια, σαν κάτι να ζητεί. Τι είχε τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός μεγάλος, πλούσιος φτωχός, έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμει κατιτί; Ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Βουλήθηκε να πάει πουθενά; Ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τώρα και τον κασιδιάρη, ανάγκαζε να πηγαίνει ζητώντας πράμα που δεν έχασε. Τέλος είδε ο κασιδιάρης στο βράχο μια σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδεί; Τοίχους γυμνούς περίγυρα. Πάει βαθιά· σκοτάδια, πίσσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει τικ τακ, τικ τακ σαν ν’ αργοστάλαζε νερό. Ζυγώνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που δεχότανε του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν κάμα. Παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογιέται. Αστόχαστα, βγάνει κι ένα ψαράκι που ήβρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι ζωντάνεψε και αρχίζει να τριγυροφέρνει μέσα στο νερό.
- Μπρε! λέει, κάνοντας το σταυρό του.
Αλλά την ίδια ώρα νιώθει και κείνος το αρρωστημένο του κορμί να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες του. Τα λέπια πέφτουν και δείχνεται το δέρμα ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρώνονται στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξει στα επουράνια. Κουφάρι ήταν, περιστέρι έγινε.
- Μπρε! ξαναλέει! έλα, Χριστέ και Παναγιά, κοντά μου!
Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κοιτάζουν και σταυροκοπιούνται. Άγγελος είναι, άνθρωπος είναι, δεν ξέρουν.
- Μωρέ, ποιος είσαι συ;
-Εγώ ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν, περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια.
Τρέχουν κοντά, τον κοιτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν.
- Αμ ποιος σ’ έκαμ’ έτσι;
- Τος και τος, ήβρα τ’ αθάνατο νερό.
- Πώς; - Πού;
- Μέσα στη σπηλιά.
Ακούνε και θαμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικία.
- Όχι, εγώ θα μπω πρώτος.
- Όχι, εγώ.
Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στιλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπεί παλιόκοσμος! Για να έβρουν την αθανασία, ήβραν όλο το θάνατο εμπρός στην πηγή της!
Το ναυτόπουλο, καθώς είδε αυτά, πηδάει στ’ ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στη θάλασσα, α λα τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν και κείνοι το θάμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν, πιάνουν τη φιλονικία.
- Όχι, εγώ θα μπω πρώτος.
- Όχι, εγώ.
Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στιλέτα, μακελοκόβονται και κείνοι.
Το ναυτόπουλο, βλέποντας έτσι, πηδάει πάλι στ’ ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το τσούρμο μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνιοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μας ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είναι πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κι αιμάτου δίψα κυρίευε καθέναν που πλησίαζε σε κείνη τη σπηλιά, λες και άχνιζε γύρω του Κάη ο θυμός. Οι ναύτες με τα στιλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στιλέτα σήκωναν τις αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν τον τάφο του εχθρού. Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι όσοι δεν είχαν πέτρες, είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που κατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έβαφε τις πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι έφραζαν την πόρτα της σπηλιάς κι οι λαβωμένοι βαρυβογκούσαν. Ωστόσο δεν έπαυε ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Οι ίδιοι καπετάνιοι άρχισαν να νιώθουν κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνει στο χαμό και δυο τρεις φορές έφεραν το χέρι στο στιλέτο και γλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από τη θηκάρι της. Μα κρατήθηκαν.
- Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είναι θεϊκή κατάρα!... Σε τι κριματίσαμε κι ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!...
Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα, κλαίνε, μύρονται, σταυροκοπιένται.
- Αμάν, Θεέ μου! σώσε μας από το κακό ταζόμαστε όλοι στη χάρη σου. Ξεχνούμε τον κόσμο και τα καλά του· παρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος!
Μόλις τάχτηκαν οι καπετάνιοι, αμέσως έπαψε το κακό. Μεμιάς συνήρθε το τσούρμο. Σαν να μην ήξεραν τι έκαναν ως τώρα, είδαν με φρίκη το σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Πέταξαν στη θάλασσα τα στιλέτα και άρχισαν να κλαίνε τους συντρόφους που σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Οι καπετάνιοι πήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξει τη σπηλιά για να έβρουν το αθάνατο νερό. Άμα το έβρουν, σκέφτηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο φόνος το μόλεψε κι έφυγε από το μάτι του ανθρώπου· μαζί χάθηκε το ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγήκαν έξω οι καπετάνιοι. Αλλ’ ως που να έβγουν, ακούνε που φρεσκάριζε ο καιρός. Ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνονται στα ριζιμιά σπηλάδια.
- Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.
Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ’ ορθολίθι ν’ αγναντέψουν τις φρεγάδες. Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχότανε δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό κι ο άνεμος, άξιοι κι οι δυο γεμιτζήδες, πόδισαν τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωκαν δρόμο στ’ ανοιχτά.
Οι καπετάνιοι πέφτουν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν πως ήταν θέλημα Θεού ν’ απομείνουν στο φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί τα είκοσι τέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό δεν ξαναφάνηκε. Μόνο δυο φορές το χρόνο, στην πρώτη Ανάσταση και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει από μια στάλα στη γη. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγεροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες με τα μαντίλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει κι η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται, λες, μην τ’ αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλιτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Κι οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ιδούν άλλο, παρά τα κάτασπρα κόκαλα που κείτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.
Εγώ είδα τα κόκαλα και γω άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Αφού παράδειραν για χρόνια στ’ ανοιχτά, κατέβηκαν σύξυλες στον άμμο του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο, μι οι άλλες δυο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είναι ακόμα ίδιες κι απαράλλαχτες, όπως πρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είναι χυτές πρύμη πλώρη κι έχουν τις αρματωσιές τους βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια μπρούτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες, σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα είναι ντυμένες. Κι έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, επάνω στο τιμόνι, έχουν το άγιο Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ’ ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που λάμπει – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Κάθε αυγή, με το πρώτο ανάβλεμμα του ηλιού, οι φρεγάδες αστραποβολούν στα γαλανά νερά. Τώρα ψυχή δεν έχουν· έρμες είναι από ναύτες κι από καπετάνιους. Όμως θα έρθει η ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισσες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στο δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα λιμάνια, στο δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά.
Τον μπαρμπα-Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν δε χρειάζονται παρά να του ειπούν το συνηθισμένο λόγο τους:
- Έλα, πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
Στο άκακο το ρώτημα ο γεροναυτικός ανάβει σαν δαδί. Το σκεβρωμένο από τα χρόνια κορμί του ορθώνεται αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη, γυρίζει και τους λέει:
- Μωρέ άιντε πορρρ!... Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμή!... τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!...
Το τσούρμο τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλια, και γελά μαζί του ο μπαρμπα-Καληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κι ένα μεσημέρι, που η πρώτη βάρδια έραφτε κάποιο πανί στην πλώρη και η δεύτερη γιομάτιζε με σκύλινη όρεξη, θέλησαν πάλι να τον πειράξουν. Τώρα όμως δε θύμωσε. Έμεινε ήσυχος εκεί που καθόταν και μόνο τη σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στο πανί και στύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με κάποιο χαμόγελο στα χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή, τ’ αγέρωχα κατάρτια, την κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο γλιστρούσε απάνω στα νερά; Ποιος ξέρει! Μα αφού για κάμποση ώρα έμειν’ έτσι, γύρισε αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά το ναύκληρο, που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, [1] είπε με τόνο προφητικό:
- Να ξέρεις καλά μπαρμπα-Γιώργη, που η θάλασσα έχει την κρίση της όπως κι η στεριά. Και την έχει καλύτερη από τη στεριά. Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες έλαβες· σου το τίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!... Μα το κακό που είδα σε κείνο το καταραμένο καράβι! Δεν πολυκαίρισε ούτε μήνα. Τι λέω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’ ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Και να σου ειπώ, έτσι είναι σωστό. Γιατί ό,τι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε· πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει κείνο που θα ’ρθει, να έρθει σύγκαιρα.
Ήμουνα, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε κι αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα, να στεφανωθώ. Μα μέρα με τη μέρα να βρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για το γάμο. Από το σιφνέικο καφενέ στη σαντορινιά ταβέρνα· από τη σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμέρ Αλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτοήμερα! Σε δεκαπέντε μέρες έβαλα και χρέος τρία τάλιρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμέρ Αλτί μη ρωτάς· λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα.
Μα το δουλευτή όσο είναι γερός μην το φοβερίζεις. Εκείνες τις μέρες βγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσιώτης τσουρμάρει για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνιάρης που με πίστωνε ήρθ’ ένα βράδυ και μου λέει στ’ αυτί:
- Πάρε το καρτάκι [2] και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια [3] του καπετάν Μπισμάνη κι έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.
Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, πήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα πήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξέρεις τι πιπεράτες σου είναι! Τέλος βγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ήβραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες μέρες περάσαμε στο Κέρτζι.
Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για το ταξίδι. Πλάκωσε όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση πιάσει αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα», [4] έλεγαν οι παλιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάτα τα σημάδια του καιρού, δεν έλυνε πρυμόσχοινο. Μα τι να φέρει ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσα γλυκά σπιτίσια να φιλέψει τον έμπορο. Για να μην πληρώσει τελωνείο τα δίνει μια νύχτα σε φίλους να τα βγάλουν λαθραία. Την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσα την πιάσανε οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δε χωρατεύουν. Δεν τους κόστιζε τίποτα να πάρουν το πράμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ούτε καιρό κοίταξε ούτε τίποτα, μόνο πάρσιμο την άγκυρα κι εμπρός. Και να ιδείς που συνεπήρε κι άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήταν έτοιμα να φύγουν, με έμεναν βλέποντας συλλογισμένο τον καιρό· τώρα όμως βγήκαν και κείνα στα πανιά.
Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δε θα παίξει. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήταν κατάσκουρα· ο ήλιος άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λες και βιαζότανε να κρυφτεί στα κύματα. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό και πηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα κυνηγούσε καμιά φάλαινα. Οι γλάροι με το λαιμό χωμένο, χαμοπετώντας και σκούζοντας, έφευγαν κατά τις στεριές. Ο καπετάνιος, βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλέψει παλικαρίσια.
- Α λα παιδιά· φώναξε κοιτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα [5] πανιά! ούτε φούσκα να μείνει στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα!...
Σε μισή ώρα το είπε κι έγινε: ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα. Τ’ αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό καρφώθηκαν που δεν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί πλάκωσε το ψυχοσάβανο.
- Ε, και να μας τον έφερνε τραμουντάνα!
- Ας τον πάρει πρώτα στην όστρια, [6] οστριασορόκο [7] και βλέπουμε.
- Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντομαΐστρο· [8] στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια.
Και ο σκύλος ακόμη, ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, τέντωνε το λαιμό, γύριζε ολούθε και μυριζόταν τον άνεμο. Μόνον ο καπετάνιος, ορθός εμπρός στην κάμαρή του, τραβούσε την πίπα ακίνητος, λες κι ήταν από μάρμαρο.
Απάνω στα μερόνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο και ξέσπασε ο γρεγολεβάντες. [9] Ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του. Αλίμονο στο σιταρόσπυρο που πέσει στου μύλου τα δόντια!
Εφτά είμαστε στο μπαρκομπέστια κι ο καπετάνιος οχτώ. Κι οι οχτώ μάτι δεν κλείσαμε, τσιγάρο δε στρίψαμε όλη τη νύχτα. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ’ όλες τις μεριές και πελάγωνε. Τα μπούνια [10] ορθάνοιχτα και δεν μπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε, δυο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο κι ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά, γύριζε την πλώρη και το δεχότανε στα πλάγια· αλλιώς θα παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κι έτσι όμως η ζημιά δεν έλειψε. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και τη χόρευε στην κουβέρτα σαν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δυο τρία παιδιά να την αρπάξουν· μα πού να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; Χέρια είναι, δεν είναι ατσαλοσίδερο. Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη βρισκότανε. Και την ώρα που άπλωναν κατά την πρύμη, στην πλώρη έφτανε. Αν την βλέπατε, μωρές παιδιά, πώς πηδούσε, αν την ακούατε πώς μούγκριζε κι αγκομαχούσε, πώς έκοβε τα σχοινιά κι έσπαζε τα σίδερα, θα πιστεύατε πως ήταν ο διάβολος σωστός.
- Το Κόνισμα, παιδιά· το Κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος.
Καθώς άκουσε «το Κόνισμα», λύσσαξε ο τρισκατάρατος! Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμει σαν το φυλλοκάλαμο. Και την ώρα που έφερναν το Κόνισμα, πήδηξε στα κύματα με το Γιώργη το Σπετσιωτάκι, που αντιμαχόταν μαζί της. Για μια στιγμή, τον είδα κάτω σε βαθιά θεοσκότεινη λαγκαδιά ν’ αντρομάχεται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους απλοκαμούς, να τον παίζει στ’ αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω· αλλά σύγκαιρα πισωπάτησα. Ο δύστυχος κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά. Δεν πρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη, και το κύμα, το ίδιο κύμα που μας τον έριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε για πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ήταν ο καλύτερος της συντροφιάς μας!
Ήρθε τέλος η αυγή. Καλύτερα όμως να μην ερχότανε! Είδες το καλοκαίρι που βάνουνφωτιά στις καλαμιές, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί; Έτσι κολώνες, ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρόμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την αμπασογάμπια [11] του καταρτιού μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγκος κι ο παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μου φάνηκε πως βρέθηκα στο χτίσιμο του κόσμου, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που τον έγλυφαν τα βόδια· πως οι καπνοί δεν ήταν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψει. Και απ’ ώρα σ’ ώρα περίμενα την καλόγνωμη γουστερίτσα [12] να φέρει το νερό για να σβήσει τη φωτιά· ο ουρανός να ψηλώσει γαλανός, ο ήλιος να διώξει τους καπνούς, να φανεί γη πλουτοδότρα, να λάμψ’ η θάλασσα και τα πετούμενα στ’ ανθισμένα κλαδιά να δοξολογούν το Δημιουργό.
Όνειρο ήταν η ελπίδα μου! Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι μας έζωναν περίγυρα και δεν ξεχώριζες παρά καμιά φορά άσπρο τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως άριεψαν και είδα μακριά τον ίσκιο ενός μπάρκου που κατέβαινε με τα πανιά του τρίγκου [13] και της αμπασογάμπιας. Πιάσαμε και μεις τραβέρσο [14] απάνου στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ, το έχασα το μπάρκο. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν, κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους, άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες στις κορφές, εδώ αδερφωμένες, εκεί αριοφύτευτες. Και εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από κείνα τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσιές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δε διαβαίνει, και πουλί δε λαλεί, και θεριά δε μονιάζουν, παρά βασιλεύει ερημιά, και σκοτάδι κυβερνά, κι η παγωνιά καταλαλεί αργά κι άσφαλτα τους δύστυχους που πλάνεψε η τύχη στα μονοπάτια του!
Και όμως ούτε τ’ αγριεμένα κύματα, ούτε οι καπνοί, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας βασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε μέσα μας, θεόστραβη, μωρέ, η πείνα μάς θέριζε τα σωθικά! Ήρθε η ώρα που αφήσαμε κάθε δουλειά και ρίξαμε όλοι τέτοια φωνή, που τα θεριά της θάλασσας τρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξηλώσουμε τ’ αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη κι ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κι έβγαλε από την κάμαρη του ένα κουτί γαλέτες κι ένα μποτιλάκι ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάϊκα! θεριέψαμε. Πλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη κι άγρια. Άγριοι και μεις ’τοιμαστήκαμε να μετρηθούμε με το Χάρο.
***
Άξαφν’ ακούω στην πλώρη στριγκιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που χτύπησε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή κι άλλη καμπάνα ακούστηκε να βγαίνει απ’ το τρισκόταδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος! Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερότερη απ’ αυτή. Την ακούς μια στιγμή και τη θυμάσαι ώσπου να πεθάνεις. Γιατί πίσω ακολουθάει πάντα ένας χτύπος που θυμίζει το χώμα και το νεκροκρέβατο.
Και να τος! ακούστηκε ο αναθεματισμένος χτύπος κι ένιωσα το καράβι να σπαράζει, σαν να το πιάσανε σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη· ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας ήταν μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Εκεί ν’ ακούς φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε το δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας απαντούσε: «παπλωματά»! Οι βάρδιες πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξέροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξέρουν γιατί. Άλλοι γύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας γύριζε σαν το άλογο στ’ αλώνι, σέρνοντας πίσω του μια γούμενα, θαρρώντας πως ήταν το σεντούκι του. Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός τραβούσε τα μακριά του τα γένια, πιστεύοντας πως τραβούσε τη σκότα [15] του παπαφίγκου. Ο Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης λούφαξε πίσω από τον αργάτη [16] λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμειναν ήσυχοι. Ο Καψάλης κι ο άλλος του μπάρκου, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα, άφριζαν δαγκώνοντας ξύλα και σχοινιά κι αλυχτούσαν, λες κι έβριζαν ο ένας «τσομπάνο» κι ο άλλος «παπλωματά»! Έβριζαν οι καπετάνιοι, φώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα ρέκαζε, [17] τα καράβια ανεβοκατέβαιναν και τριζοκοπούσαν, σαν δυο θεριά που πάσχουν να γονατίσει το ένα το άλλο! Και ψηλά τα φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα [18] φαγωμένη και το κύμα χυνότανε στ’ αμπάρι κι ένιωσα την κουβέρτα [19] να φεύγει από τα πόδια μου. Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο.
- Παιδιά, εδώ! φωνάζω.
Γιατί πήδησα στο μπάρκο; Γιατί φώναξα «παιδιά εδώ»; Και γω δεν ξέρω. Μου το είπε ο άγγελός μου. Στη φωνή μου πήδησαν κι άλλοι στο μπάρκο κι ο καπετάνιος στερνός. Απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα πηγαίναμε στο φούντο. Γιατί από το τίναγμα ήρθε στιγμή και χωρίστηκαν τα καράβια. Το μπαρκομπέστια στέναξε βαθιά, βούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε μια, ως που άνοιξε η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι θεού συνέργεια! Το μπαρκομπέστια κατεβαίνοντας συνεπήρε μαζί το μπαστούνι [20] του μπάρκου με όλα τα σκοινιά και τους φλόκους [21] και τα σίδερα. Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αλάφρωσε το ξύλο· αντρειεύτηκε και τινάχτηκε με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρι μα κυλήσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.
- Α λα, παιδιά, στις τρόμπες! φωνάζει ο καπετάνιος. Οι τρόμπες είναι η σωτηρία μας!
Ξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι μέρα! Ουρανός και θάλασσα είχαν μια θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πιο σιχαμένη αυγή δε θυμούμαι ν’ απάντησα στη ζωή μου!
Άξαφνα, εκεί που τρομπάριζα, ακούω το ναύκληρο κάτι να σφυρίζει στ’ αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι· οι ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι! Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν ιταλικό. Οι ναύτες πήδηξαν βέβαια στο καράβι μας, όπως εμείς στο δικό τους· και μαζί τους ρούφηξε η θάλασσα. Έλειπε όμως η μεγάλη βάρκα και μπορεί σε κείνη να ζήτησαν τη σωτηρία τους. Κοιτάζω γύρω· τίποτα. Τους συχώρεσα και τους ξέχασα. Ήβρε ωστόσο τον κόχυλα και φύσηξε ο ναύκληρος δυο τρεις φορές. Αλλά μονάχα η φωνάρα του ακούστηκε βαριά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο.
Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδόσιας, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ’ από θολά νερά. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος να πλησιάζαμε κει, θα είχαμε ελπίδα. Αλλά το μπάρκο στην κατάσταση που βρισκότανε ήταν ακυβέρνητο. Και μην είχε σκοπό να λιγοστέψει η χιονιά; Όσο πήγαινε, Τούρκος γινότανε. Φύλλο στο φύλλο ερχόνταν οι ανέμοι, άρπαζαν την παγωμένη άχνη στα φτερά τους, τη στριφογύριζαν σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν σαρανταήμερο, βλέπεις, κι όλα τα συντάγματα των διαβόλων ήταν πεσμένα στο γιαλό. Κι ο Βασιλιάς του, ακούς, που είχε θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν και κείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στο χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα και ψήλωναν και δέρνονταν και βαρυβογκούσαν, γκαστρωμένα το χαμό. Δεν πίστευες πως ήταν νερό παρά θεριά ανήμερα· λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες· αρκούδες ασπρόμαλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα ουρανοθέμελα και χύνονταν στο άμοιρο καράβι μας. Ένα κύμα εδώ πλάκωνε με το στήθος πλατύ, τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σαν να ζητούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί γλιστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρη που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώσει κοιμάμενο τον οχτρό της· καθώς έφτανε κοντά, ψήλωνε γιαμιάς, καβαλίκευε το κατάστρωμα, σάρωνε ό,τι έβρισκε, ξύλα και σχοινιά και σίδερα, και περνούσε αντίπερα γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας πεισμωμένα, γιατί δεν μπόρεσε να κάμει περισσότερο κακό. Άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό και φουσκωμένο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με φαρμακερές σαγίτες, ανυπόμονος να κάμει και να δείξει. Έσκαε όμως πριν να φτάσει στο σκοπό του και μανιασμένο έστελνε τους αφρούς καταπάνω μας. Και άλλα μύρια σπρώχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήσει πρώτο, ποιο να δώσει τη δυνατότερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ λάγγευε κι άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή, άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με μύτη φοβερή σούβλιζε τα παραπέτα κι έπιανε από την πρύμη και τάραζε σύξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολάκερο, γλιστρούσαν κάτω από την καρίνα και γιαμιάς πηδούσαν ορθά, πάσχοντας να το αναποδογυρίσουν. Και κείνο το δόλιο έγερνε από δω, διπλάρωνε από κει, βουτούσε με την πρύμη, σηκωνόταν με την πλώρη, σερνόταν και βογκούσε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράμα. Ήρθε στιγμή που το συμπόνεσα. Ξέχασα το δικό μου κίνδυνο και γύρισα σε κείνο την έννοια μου, μη μπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήταν τόσο ενάντιά του τα κύματα.
Το μπάρκο είχε δυο τρόμπες· μια στην πρύμη και μια στην πλώρη. Για να νικηθούν, ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμιά. Στην αρχή δεν άφηναν τον καπετάνιο να καταπιαστεί με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε· πήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κι έτσι έβγαινε ο ναύτης κι έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που τρακάραμε ως την αυγή δουλέψαμε καλά. Αν δε λιγόστευε το νερό, δε μπόρεσε όμως να μας κεφαλώσει.
Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο. Θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλει αφρίζει· χωρίς να σκεφτεί δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο και γυρεύει να μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου. Τον βρίζει· και βλέπει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή. Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα στο πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλεύει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του νιώθει να φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, που απορεί πως δεν τις ήξερε πριν. Τον σπρώχνει από δω, από κει τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγγαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνει το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμονται στα δάχτυλά του σπαρταριστά και κείνος όλο φυσά κι όλο θυμώνει και αντρειεύεται.
Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν και γω. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε που δε γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωνεμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όσκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ’ ανάσκελα στην κουβέρτα.
- Μωρέ σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, τι κάνεις;
- Δεν μπορώ πια.
- Μωρέ, θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ’ ελπίδες μας.
- Ας χαθούμε! έτσι κι έτσι θα μας φάει που θα μας φάει το κύμα· κάλλιο μια ώρ’ αρχύτερα. Λύθηκα…
Αλήθεια· όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν· τα δάχτυλά μου όπως ήταν κλεισμένα στο σίδερο, έτσι έμειναν· ούτε ν’ ανοίξουν, ούτε να κλείσουν περισσότερο μπορούσαν. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα, ήθελα άλλον να με τραβά από πίσω για να σηκωθώ. Έτοιμος ήμουν και γω να την παρατήσω. Αλλά στην ώρα ακούω το ναύκληρο να φωνάζει από την πλώρη:
- Πανί, παιδιά! ένα πανί!
- Ένα πανί! φωνάζω χωρίς να ιδώ τίποτα.
Είδαμε τέλος μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε το μαΐστρο. Με μιας ζωντάνεψα. Όχι εγώ· όλοι μας. Κι ο Σκοπελίτης ακόμα πήδηξε και ρίχτηκε στην τρόμπα, που έκαμε να τρίξουν όλα της τα χάρβαλα. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο χαϊμαλί ψηλά κι αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και να κινούμε τις σκούφιες μας. Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξη, φαινόταν το καράβι ασώματο μακριά. Και όμως πίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, γνώρισε τον κίνδυνο κι ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε τις τρόμπες κι έτρεξε καθένας στην πλώρη για να έβρει τίποτα να πάρει μαζί του.
- Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου.
Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας κεφάλωσε. Ριχτήκαμε πάλι ν’ αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τώρα δε μας φαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο και πλάκωνε. Σε λιγάκι φάνηκε ολάκερο το σκαφίδι. Αλλά δεν ξέρω γιατί, στοίχειωσε η απελπισία στην ψυχή μου, και δούλευα ακόμη την τρόμπα.
- Ρε Καληώρα, δεν παρατάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέει ο καπετάνιος· να το, πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα;
- Δεν πειράζει.
Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία, γιατί θα μ’ έπαιρναν για παλαβό. Το μπάρκο πλησίαζε· διάβαζα μάλιστα και τ’ όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα».
- Α! α! α!... έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές.
Από κείνους ούτε κινήθηκε, ούτε φώναξε κανείς. Είδα τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο ορθό στην πρύμη· το ναύκληρο και πέντ’ έξι ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας κοίταζαν, μα ούτε σχοινιά ’τοίμαζαν, ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε το άγριό του αλίχτημα.
- Τους άτιμους, ψιθύρισα.
- Για ποιους λες; με ρώτησε ο καπετάνιος.
- Για τους σκύλους.
Και ρίχτηκα με τα δυνατά μου στην τρόμπα.
- Όρεξη που την έχει ο Καληώρας, είπε ο καπετάνιος γελώντας. Θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίσει.
Ωστόσο το μπάρκο ήρθε μια βόλτα κι έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζει στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σταβέντο. [22] Βάνουμε τις φωνές:
- Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία!... Αδέρφια, πνιγόμαστε!... Σωτηρία!...
Ακούστηκε κάποια φωνή και πάψαμε βουλώνοντας ο ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή:
- Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!…
Δεν το πίστευαν τ’ αυτιά μου! Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξει με τη θέση μας και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξη. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα μάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές:
- Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία! Πνιγόμαστε, σωτηρία!...
Βουλώσαμε πάλι το στόμα· κρατήσαμε την ανάσα μας. Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη με το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγκημα, πιο δυνατή και αναμπαίχτρα, ξαναδευτέρωσε:
- Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!…
Έμεινε όπου βρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Άξαφνα, σκορπίσαμε τρελοί, σκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε και να φωνάζουμε:
- Της μάνας σου το κέρατο!... Χάννε μούνε!... χάννε μούνε!...
***
Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο έμοιαζε με νυχτερίδα. Κάπου άρχισαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ’ ουρανού, αργά όμως, σαν να πάλευαν συνατοί τους οι καιροί· Έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος και το κύμα, καθώς έσκαζε ψηλά, σπιθοβολούσε πολύχρωμο και βροντερό, σαν να κυλούσε συντρίμμια από λόγχες και γυμνά σπαθιά, δίκοπους μπαλντάδες και μαχαίρια και κράνη χάλκινα, σπρώχνοντας να τα ρίξει πέρα στην ακρογιαλιά, μαζί με τα γυμνά κορμιά. Και μέσα στην υγρή άχνη, που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά, το Τόξο [23] έλαμπε υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο διασίδι. [24] Μα τι κατάρα που την πήραμε και μεις! Το θεόσταλτο σημάδι, που προλέγει πάντα την καλοσύνη του καιρού στους ναυτικούς, γράφτηκε να προλέγει θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια:
Είδες Τόξο την αυγή;
καλοσύνη το βραδύ!
Είδες Τόξο το βραδύ;
κακοσύνη την αυγή!
Άρχισα να πιστεύω πως ξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως οι άνθρωποι τράβηξαν χέρι μη συνεπάρει και κείνους του Θεού η κατάρα. Και άλλοι αν μας απαντήσουν, έλεγα, έτσι θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές φωνές του καπετάνιου, που δεν έχανε το θάρρος του, πιάσαμε πάλι τις τρόμπες. Τρομπάραμε καμιά ώρα· έπειτα ένας ένας τις αφήσαμε. Πλάκωσε ωστόσο η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα! Είπε μια στιγμή να φυσήξει πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το γύρισε γρεγοτραμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζει· θυμήθηκε, βλέπεις, ο ουρανός πως χρειαζόμαστε σάβανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι και νόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνο στην πλώρη αγουριόταν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
- Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! μουρμούριζε· ένας κι ένας! Να χαθούν, δε βρίσκονται σ’ όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε, καημένοι μου, να φορέσετε φουστάνια!
- Μα τι θες να κάνουμε; του λέει ο Κράπας.
- Τι να κάνετε; να παλέψετε, μωρέ· να παλέψετε! Σ’ άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσ’ τον από το λαιμό… θα σε πάρει – να σε πάρει παλικαρίσια. Όχι να σταυρώσεις τα χέρια και να παραδοθείς!
- Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιεί!
- Ώσπου να με καταπιεί κείνο, το ρουφάω γω!...
Ο καπετάν Μπισμάνης γύρευε να μας κεντήσει το φιλότιμο. Αλλά ποιος μπορούσε να κινηθεί; Το χιόνι πλάκωνε μια πήχη στο κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια των πανιών απλωνόταν κι ασπρογάλιζε σαν κουλουριασμένα φίδια. Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο. Μα δεν είχα δύναμη να σηκωθώ. Άρχισε να με πιάνει αποκαρωμάρα [25] και κει που ήμουν ακόμα ζωντανός νόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως με κυλούσαν τα κύματα. Έλεγα πως ήμουν πρησμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου ζύγιζαν καθένα από πεντακόσια καντάρια! Άξαφνα, λέει, τα θεριά της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια τριγύρισαν λαίμαργα το κουφάρι μου και πιάσανε διαβολικόν καβγά με τα όρνια τ’ ουρανού για τα κοψίδια μου. Εγώ τα κοίταζα και γελούσα σκαστά και τρανταχτά γέλια, βλέποντας να λαχταρούν τ’ αρρωστημένα κρέατά μου. Κι έπειτα, λέει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο, βρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας. Ήταν ανήμερα Λαμπρή, κι ή χώρα έλαμπε κάτασπρη, σαν μαρμαρόχτιστη, και μοσκοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια βροντούσαν και βαρούσαν παιγνίδια κι έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κι έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ’ αβγά κι έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη. Το κεφάλι μου, αργοκυλώντας μέσ’ από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε κι άραξε στην ακρογιαλιά και βγήκαν οι νιες περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατιά ζωνάρια τους, με κοίταζαν κι έλεγαν μ’ απορία: Τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και συγγενείς, μ’ έβλεπαν και κείνοι, ρωτούσαν κι έλεγαν: Τάχα τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα και στενοχωριόμουν που δε με γνώριζαν, κι ήθελα να τους φωνάξω: - Δικό μου είναι, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια [26] και τα καπηλειά. Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαγούτου του κι ο Σουλεϊμάνης απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ, αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα παραθύρια, αρνιέται κάθε γυναίκα τον άντρα της· κι αν σύρω το χέρι στη μέση μου, το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ ψάρεμα πρώτος το μελάτι [27] στους βυθούς της Μπαρμπαριάς και ξερίζωσα το στοιχειωμένο γιούσουρι [28] μ’ ένα τίναγμα. Οι Καλυμνιώτες είδαν το βούτημά μου και θάμασαν. Μ’ είδε το σκυλόψαρο – μοβόρικο ψάρι! – κι ήρθε μπρος στο γυαλί της περικεφαλαίας μου, θέλοντας να γνωρίσει το νέο θεριό που συνεμπήκε στα νερά του. Με είδαν οι Αραπάδες της Βεγγάζης και με τίμησαν ως βασιλέα· μου άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα πίνω νερό και το κοπάδι που θα τρώγω το κρέας. Εμένα μ’ έμαθαν από μικρό παιδί όλ’ οι ανέμοι, από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· και συντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Εγώ είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της Μαύρης Θάλασσας και της Άσπρης τα λιμάνια, πέρα και πέρα, και πώς εσείς δε με γνωρίζετε;
Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· μα δεν μπορούσαν να βγάλω λέξη από το στόμα μου. Ώσπου μ’ άρπαξαν τα παλικάρια και οι λυγερές και βγήκαν πέρα στο Βληχό να παίξουν κλοτσοσκούφι. Εδώ μ’ έριχναν, εκεί με πετούσαν ολημερίς. Γελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο γέλιο τους μάντευα της καρδιάς τη λαχτάρα. Τραγουδούσαν τα παλικάρια κι έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών τον πόθο και τον καημό τους. Και γω που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ’ ασημένια γέλια, σε Κόλαση ήμουν απ’ τη ζήλεια, γιατί δεν ήμουν σε κείνη την Παράδεισο!
Το βάσανό μου βάσταξε, λέει ως το ηλιοβασίλεμα. Και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας τραγουδούσαν και μου έλεγαν:
- Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
Μέσα στο καταχώνιασμα ακούω μια φωνή να μου φέρει το αέρι:
- Ε, από το μπάρκο!... ε!...
Τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αυτιά. Και όταν πάλι δυνατότερη και πιο κοντά ξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Μα, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από τη γολέτα που μας έσωσε.
Όλοι σωθήκαμε, ένας απόμεινε ο σκύλος μας. Κανένα δεν άφηνε να τον ζυγώσει. Του καπετάνιου, που τόλμησε να τον πιάσει, του έκαμε κουρέλια το μουσαμά. Και τα χαράματα που βολταζάροντας να βρούμε τον καιρό περάσαμε πάλι από κει, είδα το μπάρκο να κατεβαίνει στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά του σκύλου, να γαργαρίζει και να σβήνει μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου το βόγκο, σα να μας έλεγε κειος με παράπονο:
- Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
***
Δεν ξέρω πόσον καιρό κοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις πατήσαμε κει, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που έβγαιναν μαζί με το πετσί, μας πότισαν τσάι με το ρούμι και μας ξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια, ήμαστε μπρος στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και θάλασσα σωστό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες φιλούσαν απαλά τις στεριές. Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι, αστραποβολούσαν στο λιοπύρι και καθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ’ άσπρα και τα κόκκινα πανάκια τους αρμένιζαν στις ακρογιαλιές,σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Καράβια κάθε λογής κατέβαιναν βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια. Απάνω από το κεφάλι μας πετούσαν σύννεφα πουλιά.
Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν οι κόκκινες σημαίες και άστραφτε των κανονιών το ατσάλι, ηχολογούσαν οι σάλπιγγες και κοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια. Όλα φαίνονταν πασίχαρα και γελαστά. Έπεσα στα γόνατα και με πήραν τα δάκρυα. Αχ ναι, τ’ αδέρφι· δε φαίνεται τόσο όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψει να τον χάσει!
Η γολέτα ήταν γαλαξειδιώτικη, του καπετάν Καρέλη. Ερχόταν από τον Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον Ποταμό και θα πήγαινε πρώτα να κάνει καραντίνα στις Δήλες. Ο καπετάν Καρέλης μάς ρώτησε, αν ήθελε κανείς να βγει στην Πόλη· μα όλοι μονόγνωμοι ζητήσαμε να μας πάρει στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί, όταν κανείς κινδυνέψει, πιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα. Μία φορά πήγα να ψοφήσω από πλευρίτη στο γερμανικό νοσοκομείο της Πόλης. Άλλη μία φορά στην καραντίνα της Σινώπης έκαμα δυο μήνες από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι κατακέφαλα κι έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα, μόλις έπαιρνα την καλύτερη, μονοφύσημα τραβούσα για την πατρίδα. Και, στη θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από κείνες δε γνώρισε ακόμα η ψυχή μου. Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα κι αγκάλιαζα όχι μονάχα τους συγγενείς μα και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι φαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη πίστευα πως με χαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!
Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκιο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του. Εγώ τίποτα δεν περίμενα. Από μικρός ορφάνεψα κι από μικρός ξενιτεύτηκα με τα καράβια. Πέντ’ έξι μήνες πριν, με κατάφεραν κι αρρεβωνιάστηκα με μια φτωχούλα. Δεν τη συλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρρεβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τώρα από τη στιγμή που βρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψε μπρος μου, με τη φτωχή της φορεσιά, δακρυσμένη να δέρνεται απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου. Δεν ξέρω γιατί ανάτειλε στο νου μου άξαφνα, πως η τύχη εκεινής ήταν να σωθώ· πως ο θεός θέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της, να μη μαυρίσει η καρδούλα της, πριν ανοίξει σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνει χήρα πριν νύφη γίνει η ορφανούλα! Και η αγάπη σε μια ώρα φύτρωσε μέσα μου και ρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα, και πρασινίζει και ανθοστολίζει τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα μπρος μου και ομορφιές τής έβρισκα· γελούσε κι οι άγριοι κάμποι άνθιζαν και πεντοβολούσαν. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα. Έστειλα γράμμα της θειας της από την Πόλη και της έλεγα να ’τοιμασθούν για το γάμο και πλακώνω. Το σπιτάκι μου, που σφάλισε αφότου πέθαναν τα γονικά μου και σκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες κι έπνιξε η αγριαγκαθιά και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίσει, έλεγα εκείνη σα νεράιδα· θα φυτέψει μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή· θα κρεμάσει μοσχομύριστ’ αφροκύδωνα πάνω απ’ το κρεβάτι και ρόιδα μοσχομύριστ’ ψηλά στο πατερό!
Οι σύντροφοί μου άρχισαν να διηγώνται τον κίνδυνό μας με περιφρόνηση και να παιζογελά ο ένας τον άλλο για το φόβο του. Έπλαθε καθένας ό,τι του κατέβαινε και παρουσίαζε τον εαυτό του για ήρωα. Σε μένα μάλιστα, που ήμουν σαν αφαιρεμένος, ρίχτηκαν όλοι και με πείραζαν στα γερά. Ο καπετάν Μπισμάνης, δεν ήταν ώρα να φανώ μπρος του και να μη μου φωνάξει γελώντας:
- Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψεις την τρόμπα;
Τέλος κατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμει λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά, άμα όμως τον πάρει τραμουντάνα και κατεβάσει ο Τσικνιάς, [29] ουδέ βάρκα δε μένει μέσα. Γυρεύαμε τόπο ν’ αράξουμε· πού ν’ αράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά μεγάλα, ήταν εκεί· χωριστά πέντ’ έξι βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά πίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ωστόσο ήρθε ο πιλότος και μας άραξε κατά τα Κοκκινάδια. Δεν αράξαμε ακόμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινο, ξεσκούφωτο, αναμαλλιασμένο να τρέχει στην πλώρη, να καβαλάει το μπαστούνι, ν’ αρπάζει τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζει και να καταριέται και να θεορίχνει. Κοιτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας!
- Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσε ο καπετάνιος μας. Δε φοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! Τη θάλασσα δε φοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου! θάλασσα, μωρέ, αν είναι θα το δείξει, αργά γλήγορα!...
Είδα κι έπαθα να τον ησυχάσω. Τέλος πήρε να νυχτώνει και κακά σημάδια έδειχνε ο καιρός. Ο ήλιος βασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα σκούραναν κι οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία. Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς σκοτείνιασε. Ασυνήθιστη κίνηση άρχισε στις Δήλες, σαν σε μερμηγκοφωλιά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι, μαρινάροι! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνηση. Ένα καράβι εδώ μάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έριχνε και τη σπεράντσα [30]· άλλο κατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, κει τα βαπόρια κάπνιζαν. Πλάκωνε, νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ’τοιμαζόταν να τον αντικρίσει με όλα του τα σύνεργα.
Και αλήθεια σε λίγο πλάκωσε ο εχθρός. Μαύρος, θεοσκότεινος, πέταξε από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κι έκαμε το λιμάνι μαλλιά κουβάρια. Εκεί ν’ ακούσεις τη σαλαλοή και το θρήνο. Σίδερα βροντούσαν, ξύλα τρίζανε, φωνές αντηχούσαν κι αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος γκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες. Εδώ τριζοβολούσαν οξιές θεόρατες, εκεί βροντούσαν χιλιόχρονες βελανιές· δεξιά χούγιαζαν [31] πεύκα φουντωτά, αριστερά στέναζαν λυγερά κυπαρίσσια. Σ’ ένα μυκονιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία πετούσαν τα σανίδια σαν πούπουλα και σκέπασαν τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι [32] σμυρνέικο, κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια. Μια σφουγγαράδικη μηχανή την έγδυσε, σαν να την πάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια πήραν τις άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ρίχτηκαν στραβά πάνω στα πλεούμενα. Εμείς είμαστε στην άκρη κι εύκολα, αμολώντας την άγκυρα, βγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.
Όλη τη νύχτα βάσταξε θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα, είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήταν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε και κρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δεν ξέρω πώς πήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι, να κλαίει να μύρεται σα γυναίκα.
- Τ’ έχεις, καπετάνιε, τ’ έπαθες; τον ρωτάω.
- Αχ, μωρέ παιδί! λέει στενάζοντας μ’ οργίστηκε ο Θεός!... Ο κακομοίρης χάθηκε, φτωχός άνθρωπος!...
Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια· ο «Σωτήρας» μαδέρια βρισκότανε στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκαλο, τουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Κι ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, αναμαλλιασμένος και αγριομάτης, κοίταζε τα ναυάγια σα να κοίταζε των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Το τίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια, λυπήθηκα και γω το μπάρκο. Μα η θάλασσα έκαμε την κρίση της!...
Ο μπαρμπα-Καληώρας σώπασε τέλος. Αλλά το τσούρμο έμεινε άφωνο για πολλή ώρα. Δε συλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης Θάλασσας, ούτε τις παλικαριές κι αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος λίγο ποιος πολύ, τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αιστανθεί. Εκείνο που τους έκαμε εντύπωση ήταν το πάθημα του «Σωτήρα». Καθένας φανταζότανε τη θεϊκή οργή, μαύρο πουλί ν’ ακολουθεί από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται και να το πετσοκόβει με ασπλαχνιά. Τρόμος τούς είχε κυριέψει. Και όταν ακούστηκε η καμπάνα της βάρδιας, σηκώθηκε καθένας και πήγε να πιάσει δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα. Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήσει το γέροντα:
Έλα πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές εναυάγησες;
Ο υποναύκληρος τώρα σηκώθηκε πάλι αλύγιστος, τα μάτια του σπιθοβόλησαν θυμούς και φοβερίσματα με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη γύρισε και είπε:
- Μωρέ άιντε πορρρ!... Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμήηη!... τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!...
Σημειώσεις
[1] χοντρό καραβόσκοινο, παλαμάρι
[2] δοχείο ενός τετάρτου
[3] Τρικάταρτο πλοίο. Στο μπροστινό κατάρτι φέρει τετράγωνα πανιά, ενώ στο κύριο και στα υπόλοιπα μόνο πανιά παράλληλα με τον άξονα του πλοίου.
[4] λιμάνι
[5] πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε
[6] ο νότιος άνεμος
[7] σιρόκος, ο νοτιοανατολικός άνεμος
[8] πουνέντες = ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος. μαΐστρος = ο βορειοδυτικός άνεμος
[9] γρέγος = ο βορειοανατολικός άνεμος, λεβάντες = ο ανατολικός άνεμος
[10] ανοίγματα για την αποστράγγιση των νερών από το σκάφος
[11] τα ιστία ενός ιστιοφόρου από κάτω προς τα επάνω: μάιστρα, γάμπια, παπαφίγκος, κόντρα παπαφίγκος
[12] σαύρα
[13] Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός
[14] η θέση πλοίου κατά την οποία πλέει, καθώς δέχεται τον άνεμο ή το κύμα από τα πλάγια μπροστά
[15] σκοινί που κρατάει τεντωμένο ένα πανί ιστιοφόρου πλοίου
[16] είδος βαρούλκου
[17] βγάζω άναρθρη και άγρια φωνή
[18] το μπροστινό προστατευτικό τμήμα διάφορων πραγμάτων
[19] το κατάστρωμα του καραβιού
[20] δοκάρι που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων, πάνω στο οποίο στερεώνεται ο φλόκος
[21] μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου
[22] πλέω απάνεμα, αντιπαρέρχομαι άλλο πλοίο
[23] ο αστερισμός Τοξότης
[24] το νήμα που χρησιμοποιείται για στημόνι ή υφάδι και με επέκταση το υφαντό
[25] η τάση για ύπνο, η υπνηλία και η κατάσταση του βαθιού ύπνου, της νάρκης από κούραση ή από υπερβολική ζέστη
[26] ξύλινο βαρέλι για κρασί
[27] είδος σφουγγαριού
[28] είδος μαύρου κοραλλιού
[29] βουνό της Τήνου
[30] η πιο μεγάλη άγκυρα του πλοίου
[31] φωνάζω δυνατά
[32] σκάφος οξύπρυμνο και οξύπλωρο
Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει όρεξη για τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον ρίξανε στα γηρατειά, τα γηρατειά σαπίλα, του νέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι ρίχνει στον Όλυμπο! Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά, τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό, που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Πώς να την αισθανθεί και πού να την ακολουθήσει; Αδύνατο! Κράζει το γιο του, μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί και λέγει του με σβησμένη φωνή, με θολωμένα μάτια:
- Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σα βασιλιάς.
Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά:
-Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ. Δε θέλω τίποτα· δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς· Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι.
Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει, βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρη μόνο την παλικαριά, μα σμίγει και τη γνώση το βασιλόπουλο. Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά, δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και απελατίκια· μα και τροφές, βρώση και πόση για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα –βόδια ολάκερα· παίρνει ψωμιά –φούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιά –βαρέλια χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα για το νησί.
- Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι, λέει αποφασιστικά.
***
Γοργόνα τη λένε οι ναύτες, αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα· σαλαμάντρα κυματιστή, ολογάλαζη, πέτρινο ξερονήσι ανάμεσα στα διάφανα νερά του Λιβόρνου. Εκεί πάνω φώλιαζαν οι αράπηδες, τέσσεροι Αράπηδες αιμοβόροι και απάνθρωποι, στοιχειά του κόσμου, τρόμος των θαλασσινών. Ένας πατέρας ήταν, δυο του παιδιά κι ένας ανιψιός. Σκληρός ο πατέρας, άκαρδα τα παιδιά, ο ανιψιός θεριόψυχος. Ούτε νόμο ξέραν, ούτε θεό. Μόνο μια τράτα είχαν καλαρματωμένη και γοργοκίνητη. Φωλιασμένοι εκεί παραμόνευαν νυχτοήμερα τα πέλαγα. Και μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο, απάνω του! Ποιος μπορούσε να γλιτώσει; Ποιος τολμούσε ν’ αντισταθεί; Κούρσευαν το πράμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, βύθιζαν τα πλεούμενα. Λάμιες της θάλασσας κακόγνωμες.
Πολλά παλικάρια κίνησαν και πήγαν να τους πολεμήσουν· πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με το θάνατό τους. Μα όσοι κι αν πήγαν, κανείς δεν πρόφθασε να μετανιώσει για το κίνημά του. Το άχαρο νησί, σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με λησμοβότανο, τους κοίμιζε παντοτινά, έδειχνε στο λιοπύρι βωμούς τα κόκαλα. Και οι Αράπηδες θεριακωμένοι, πάντα πικροί κι αδάμαστοι, κάθονταν εκεί φοβέρα του ναυτόκοσμου.
Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο τρέχει γοργά τώρα, ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο. Η ευχή του λαού γίνεται αέρι και φουσκώνει το κόκκινο πανί· των θαλασσών τα δάκρυα σμίγουν με το γαλάζιο κύμα και λαχτίζουν εμπρός στο σκαφίδι του. Έφτασε νύχτα στων κακούργων τη μονιά· έβγαλε τις προμήθειες όλες. Βγάζει τα κρέατα – βόδια ολάκερα· βγάζει το κρασί – βαρέλια χιλιοστέφανα. Βγάζει και τ’ απλώνει όλα στην ακρογιαλιά και κείνο κρύβεται με τη μπρατσέρα σ’ ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα χορτάσουν τ’ αχόρταγα στοιχειά με τις προμήθειές του.
Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι Αράπηδες στην ακρογιαλιά, βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν και ρωτάν ποιος τάχα να τα ’στειλε. Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ’ όνομά τους, τρέμει στον ίσκιο τους. Μα τα ρέγονται περισσότερο παρά ν’ απορούν. Κάθονται, τρώνε και παραχορταίνουν. Βλέπουν το κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερο διψούν παρά ξαφνίζονται. Ρίχνονται και ρουφούν· πάσχουν να ξεδιψάσουν.
- Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα, και δεν ξέρουμε το τι μας βρίσκει· λέει μια στιγμή ο ανιψιός στο θείο του.
Χασονούσης εκείνος, δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη σαγόνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο παιδιά· ρίχνεται κι ο ανιψιός για να ξεχάσει τον πόνο του. Ρούφα ρούφα τ’ αδειάζουν τα βαγένια [1]. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν το στομάχι τους, σκοτίζουν το νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· πιάνουν το χορό. Χορεύουν και χορεύουν ώσπου ξαπλώνονται στον άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τώρα οι μαύροι δαίμονες!
Τότε αφήνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κοιτάζει άφοβα τους Αράπηδες και χαμογελά. Δε χάνει καιρό, δένει τους καλά, με βαριές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα ρίχνει στη μπρατσέρα· φτάνει γοργά στο Λιβόρνο.
- Ο λαός μου σώθηκε· συλλογιέται πασίχαρος σε όλο το ταξίδι.
***
Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος κείτεται από φόβο και απελπισία. Ερημιά τριγύρω και θλίψη μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ’ άρματα λαμπρά προστατεύουν την ακριβή ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα άρμα προσμένει κι ένα σύμβουλο· το παιδί του. Εμπρός, το άψεγο κρύσταλλο του παραμυθιού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· πανιά και άρμενα πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργώνεται από σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια όμως δεν έχουν γλώσσα γι’ αυτόν· οι βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέει, του κράτησε τον ακριβογιό· έρημος θα μείνει και άβλαστος ο δοξασμένος θρόνος του στον αιώνα!
Άξαφνα διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο.
- Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ, λέει γονατίζοντας. Όλα τα παίρνω τώρα και σ’ αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα, το σιδεροπουκάμισο· βάνω το Στέμμα, στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο, κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σα πατέρας και σα βασιλιάς.
Δεν πρόφτασε ν’ αγκαλιάσει το παιδί του ο γέροντας κι έξω ακούστηκε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λες και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής κύκλωσε το παλάτι.
- Εκδίκηση!... εκδίκηση! διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.
Ο λαός ξαρματώνει τους φρουρούς, ανοίγει με το τσεκούρι τις πόρτες, ανεβαίνει τις ταπητοστρωμένες σκάλες, σχίζει κουρέλια τις μεταξωτές κουρτίνες, συντρίβει τα βάζα, φτάνει αγριόθυμος εμπρός στο βασιλιά.
- Να σε ρωτήσω, πατέρα μου δικαιοκρίτη· του λέει. Με τι πληρώνει εκείνος που πατάει την καραντίνα;
- Με θάνατο.
- Υπόγραψε.
Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα του ο βασιλιάς στη θανατική απόφαση. Τότε του διηγείται ο λαός το κάμωμα του βασιλόπουλου. Κακή χολέρα θέριζε τα περίχωρα και είχε καραντίνα η πόλη. Όμως το βασιλόπουλο δεν πρόσμενε πρώτα να καθαρισθεί· ήρθε γραμμή στο παλάτι. Μπορεί να ήφερε την αρρώστια και μέσα στα σπίτια του.
- Ευχαριστώ! λέει ο βασιλιάς δακρύζοντας. Παιδί μου το βασιλόπουλου, παιδί μου κι ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το νόμο· εκείνος θα χάσει το βασιλόπουλο.
Πήραν το μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του.
Τώρα καταμεσής του Λιβόρνου οι Αραπάδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις αλυσίδες στο λαιμό βαριές. Ο γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σα να θέλει να χάψει τα πέλαγα. Τα δυο του παιδιά ανασκελωμένα σηκώνουν τα μάτια με πόνο στον ουρανό, λες και γυρεύουν έλεος. Δίπλα ο ανιψιός, με τη σαγόνα ξεκλειδωμένη, μορφάζει απαίσια σα να νιώθει ακόμη τον πόνο του. Κι επάνω απ’ όλους ολόρθο το βασιλόπουλο, ο νικητής και μάρτυρας, δείχνει χαρά και λύπη στο αγένειο πρόσωπο.
Το τρισεύγενο θύμα έχει κακούργους για θρόνο του. Η νέα ζωή, πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη, σκορπά τριγύρω του ακόμη, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό, που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Και κάπου κάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού ίσως, ίσως του γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και κράζει το βασιλόπουλο:
- Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σα βασιλιάς.
Σημειώσεις
1. το βαρέλι, ιδίως αυτό που προορίζεται για αποθήκευση κρασιού
Να σου ειπώ, καπετάν Σταμάτη, εκείνη, η γάμπια [1] δε μου φαίνεται γερή.
- Δίκιο έχεις, καπετάν Βασίλη· και ο τρίγκος [2] θέλει άλλαμα. Μαράζι το ’χω να περάσω τον κάβο – Ντόρο χωρίς ζημιά. Πότε φλόκο [3] θα μου σχίσει, πότε κορζέτο [4] θα μου κόψει, πότε θα μου σηκώσει μπαλόνι το φλις [5]. Στο τελευταίο καβατζάρισμα μου ’σπασε τον τρίγκο στη βόλτα.
- Χοντρός κάβος π’ ανάθεμά τον!...
Οι δυο μας στο κάσαρο [6] του «Αϊνικόλα» κουτσοπίναμε χιώτικη μαστίχα και ρουφούσαμε τσιμπούκι, προσμένοντας ανυπόμονα το φαγί. Τρεις μέρες τώρα μας έδενε κει τον «Ταξιάρχη», το μπρίκι μου, και το μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα κάλμα – μπουνάτσα. Αλλά δεν είμαστε μοναχοί. Μπάρκα, γολέτες, σκούνες, μπρίκια, τρεχαντήρια, νάβες [7] έστεκαν σκόρπια μπρος στην Τρωάδα. Κάπου τριάντα κομμάτια ολάρμενα. Και καθένα με το δρόμο του. Μα τι δρόμο! ούτε τρίχα δε σάλευαν από τη θέση τους. Όλα με το τσιμπούκι στη δύση, κοιτάζαν, λες, μαρμαρωμένα κάποιο φοβερό φάντασμα να προβάλει από τα ουρανοθέμελα.
Η θάλασσα έμοιαζε λαπά χρυσογάλαζο. Εδώ και κει μολύβιζε από τον ίσκιο διαβατάρικου σύγεφου. Αλωνάκια κροσσωτά, μακρυλαρίκια κρυσταλλόστρωτα, ριγωτά οργώματα, έδειχναν απάνω κάτω τα ρέματα. Και παντού ολόγυρα οι αρμενιστάδες πλήθος, με το μικρούτσικο πανάκι με τον κυβερνήτη τους, αρμένιζαν κι αρμένιζαν, της γαλήνης αλάθευτα σημάδια.
Ο ουρανός σταχτογάλαζος άχνιζε από το λιοπύρι. Ο τρωαδίτικος κάμπος κυματιστός, χαμηλόγερνε από της Ίδης τα ριζά ως τη θάλασσα. Χωριαδάκια δενδροφυτεμένα πρόβαιναν εδώ και κει στα ψηλώματα, κοκκίνιζαν οργωμένες οι πλαγιές και τα λακκώματα, γαλαζοπράσινη καταχνιά καθισμένη πέρα, τα λιοστάσια και τις πουρναριές σημάδευε. Η ζωή έπλεκε τον πλοκό της τώρα παντού ήμερο και ποθητό, δίχως σάλαγο πολέμου και αρμάτων λαμποκοπήματα. Δίπλα η Τένεδος φύτρωνε από το κύμα κατάξερη, κοκκινόμαυρη, με τις φτερωτές των μύλων χασκισμένες, σαν να ζητούσαν ελεημοσύνη τον άνεμο. Και κάτω στο μελαψό ακρωτήρι του Καραμπαμπά μαύριζε ίσκιος πελώριος, σαν να ήταν του Αχιλλέα ο ίσκιος και ζητούσε βασιλοπούλας αίμα στον τάφο του.
Αν δε δούλευε το πανάκι, δούλευαν όμως τα κουπιά. Οι πιο ανυπόμονοι καπετάνιο έβαλαν τις βάρκες να σύρουνε ρυμούλκιο· οι άλλοι έκαναν βίζιτες. Ποιος είχε να χαιρετήσει αδερφό, ποιος πατέρα, ποιος συγγενείς, φίλους, πατριώτες. Πολλοί να ξεκαθαρίσουν παλιούς λογαριασμούς· άλλοι για να τελειώσουν συμπεθεριά· άλλοι να μιλήσουν για τα οικογενειακά τους. Τα έχει αυτά η θάλασσα. Χωρίζει για χρόνια και σμίγει μια στιγμή. Δεν έχεις πάντα στο χέρι τον καιρό και σαν τον έβρεις τρέχεις μαζί του θέλοντας και μη.
Έκαμα και γω κάμποσες βίζιτες. Είχα τα δικά μου, τις ληψοδοσίες μου. Το πρωί που γύριζα στο μπρίκι από ένα γαλαξιδιώτικο, κάνω έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν’ ανταμώσω το φίλο μου. Δεκαπέντε κλειστά, όταν μίσεψε από το νησί μας και πήγε να σμίξει με μια πιπεροχήρα στην Αττάλεια. Έλεγαν πως το ήβρε καλά με τη χήρα· παρά με ουρά! Έχτισε το μπαρκομπέστια και φόρτωνε για λογαριασμό του. Είχε σπίτια, μαγαζιά, ταβέρνες, αποθήκες· χοντροκαραβοκύρης σωστός!
Πηδάω στη σκάλα, σκαρφαλώνω απάνω. Μπρε καλώς τον! μπρε καλώς τον! Ματς μουτς! Μας παίρνουν τα δάκρυα. Από τα δάκρυα πέσαμε στο τσιμπούκι και τη μαστίχα ώστε να γίνει το φαγί.
- Ξέρεις; μου λέει ο καπετάν Τραγούδας· έχω μέσα και τον ανιψιό μου το Μανολιό, το παιδί της Ζαφειρένιας!...
- Μπα, πού ’ναι το;
Γνώριζα καλά το Μανολιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν και κείνος απ’ τ’ αποπαίδια της τύχης. Μόλις γεννήθηκε, ήβρε τα βάσανα μπρος του. Λάμια τον καρτέραγε η δουλειά, σίδερο η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα. Ο πατέρας του ήταν καλός καραβοκύρης· αλλά κάποια Κοντοσκαλιώτισσα του σήκωσε τα μυαλά. Και αν ήταν τα μυαλά, μικρό το κακό· του σήκωσε όμως και το ψωμί των παιδιών του. Άφησε τέσσερα κορίτσια, τη γυναίκα του και το Μανολιό μικρό και κόλλησε μαζί της. Ούτε γράμμα, ούτε λεφτά έστελνε σπίτι του. Πού να χορτάσει ο ρούφουλας! Τον μάδησε καλά, του έφαγε και το καράβι, έπειτα μια κλωτσιά κι όξω ο καπετάν Μαθιός. Όξω φτωχός και σακατεμένος. Γυρίζει στο νησί, βρίσκει το σπίτι πουλημένο, τις κόρες του ξενοδουλεύτρες, το Μανολιό ναυτόπουλο, θέλησε να πιάσει δουλειά, να πληρώσει τις ανοησίες του, μα ήταν αργά. Θες από το πιοτό, θες από κατάχρησες, δεν ήταν άξιος ούτε φύλλο να σηκώσει. Τον μάζωξαν τα κορίτσια του και τον διατήρησαν ώσπου έκλεισε τα μάτια.
Ο Μανολιός όμως δεν ακολούθησε τον πατέρα του. Ρίχτηκε σύψυχος στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήταν γι’ αυτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καβγάδες, τίποτα. Ίσα στο δρόμο του. Έτσι κατάφερε να παντρέψει ως τώρα τις τρεις αδερφές του, να συγγενέψει με τα καλύτερα σπίτια.
- Ε, του λέω, Μανολιό, μόλις τον είδα. Τώρα που έβγαλες από πάνω σου το βάρος, να κοιτάξουμε να παντρευτείς και συ.
- Εγώ; λέει με πικρό χαμόγελο. Εγώ παντρεύτηκα. Πήρα τέσσερες γυναίκες.
- Τις αδερφάδες σου λες; Εκείνες με τη δόξα του Θεού τις ξέκαμες. Μένει ακόμα η Ρούσα· μα και κείνη, καθώς άκουσα, την έχεις αρρεβωνιασμένη. Θα μάσεις και κείνης τα λίγα πολλά της κι έπειτα να σκεφτείς για λόγου σου.
- Τα μάζεψα και κείνης· τα μάζεψα και τα ’δωκα. Προχτές στην Πόλη έλαβα γράμμα και μου ’λεγε πως έκαμαν το γάμο στις δεκαπέντε του Μαρτιού. Ήπιαν λέει και στις χαρές μου· τις δικές μου χαρές!...
Είπε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα, που ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάσει τον ουρανό με τα χέρια.
- Γιατί όχι! του είπα· ήρθε η αράδα σου.
- Η αράδα μου για ταξίδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο.
- Για ταξίδι! Α το φιλαράκο! γυρίζω και λέω του καπετάν Τραγούδα. Την έχει, βλέπω, και σημαδεμένη. Δε μου λες κατά πού; Απάνω ή κάτω;
Δεν έδειξε ούτε την Άσπρη ούτε τη Μαύρη Θάλασσα.
- Κάτω· μου κάνει, δίνοντας μπηχτή.
Δεν υποψιάστηκα και άρχισα να τον πειράζω. Η μαστίχα μού κέντησε για καλά την όρεξη και μυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν ήμουν εγώ μονάχα που πεινούσα· ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θες, ο ναύτης δεν είναι πλασμένος για το καθισιό. Ζωή του είναι η φουρτούνα, το πέλαγο· θάνατός του η γαλήνη. Μην τον αφήνεις να συλλογιέται, γιατί τον έχασες. Τους έβλεπα όλους τώρα νευρικούς, ανήσυχους, με κατεβασμένα μούτρα να γυρίζουν στο μαγεριό. Ήθελαν να έβρουν δουλειά με το φαγί. Μερικοί καθισμένοι στην κουπαστή έπαιζαν πέρα δώθε τα γυμνά ποδάρια τους με τόση δύναμη, λες κι ήθελαν να τα ξεκλειδώσουν. Άλλοι αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος του. Δυο τρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό και βλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με θυμό. Ένας ερέθιζε το μαύρο καραβόσκυλο να ριχθεί στη γάτα. Ο υποναύκληρος με άλλους δυο μπάλωναν στην πλώρη ένα πανί· και οι λοιποί ορθοστεκάμενοι, με τα χέρια σταυρωμένα, την πίπα στο στόμα, σήκωναν τα μάτια στα πανιά με αγωνία. Τι τα κοίταζαν; Ψόφια έστεκαν στη θέση του, αφούσκωτα, νυσταγμένα και τους ίσκιους έριχναν συγχυσμένους με τους ίσκιους των καρτιών, των μακαράδων, των σχοινιών, έναν απάνω στον άλλο, ως κάτω στο πενταπάστρικο κατάστρωμα.
Για μάνα, για την πείνα μου, ήβρεμα ήταν η κουβέντα του Μανολιού και εξακολουθούσα να τον πειράζω αλύπητα.
- Έχει γρόσια;
- Ου! άμετρα.
- Έχει γλώσσα;
- Κατά τον καιρό. Τώρα είναι άλαλη· μα σαν θυμώσει, κουφαίνεσαι να την ακούς.
Κι όλο χαμογέλαε. Εγώ επίμενα:
- Ξέρει τραγούδια;
- Θάλασσα.
- Είναι άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχρινή;
- Γαλανή.
Το είπε σοβαρά· στύλωσε τα μάτια του στο κουφό κύμα με τόση τρυφεράδα, που πάγωσα. Δεν κοιτάζει αγαπητικός με τόσον πόθο την αγαπητική του. Αλλά και κείνο ανάθεμά το – ναι, το νερό, που ήταν πήχτρα μπρος μας – έκαμε άξαφνα κάτι σούφρες και πάφλασε εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο αφρόδροσο, σα ν’ ανατρίχιαζε στο βλέμμα του.
- Μπρε!
Με το πόδι κούνησα τον καπετάν Τραγούδα. Αλλά κείνος ρουφούσε μακάριος το τσιμπούκι με τον κεχριμπαρένιο λουλά, με τη φέσα ορθή στο κεφάλι, με τη βράκα χυμένη λόξες στο κεντητό πεύκι, λες κι αναπαυόταν απάνω στα πλούτη του. Δεν έδινε πεντάρα για τις κουβέντες των φτωχών και των δυστυχισμένων. Ήθελε να ’ναι σκληρός και άπονος. Μόνο το εγώ του γνώριζε. Όταν έμαθε την κακομυαλιά του γαμπρού του, τη δυστυχία της αδερφής τους, των ανιψιών του τη δύσκολη ζωή, δεν άπλωσε χέρι να τους βοηθήσει. Πήγαν πολλοί να του παραστήσουν την ανάγκη τους, να του ζητήσουν συνδρομή· εκείνος τον κουφό.
- Καθένας, έλεγε, κάνει την τύχη του μοναχός του. Αλί σε κείνον που περιμένει από ξένο χέρι! Αλί στον κούκο που γεννά σε ξένη φωλιά! Εγώ, ναι! εγώ – και δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκος – μόνος μου ήβρα την τύχη μου. Την έπιασα από τα μαλλιά και την έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι άλλοι. Εγώ μην περιμένουν να τους δώσω τίποτα!
Είπα πως πήγαν όλοι και του μίλησαν. Ένας μοναχά δεν πήγε· ο Μανολιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν πλησίασε το θειο του παρά σαν αρρεβώνιασε και τη Ρούσα. Και τότε όχι σα συγγενής, αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και τους άλλους ναύτες του· τίποτε περισσότερο. Αν θες μάλιστα, κάτι λιγότερο από τους άλλους.
- Δεν κάνει, συλλογίστηκε, να του δώσω θάρρος, γιατί τεμπελιάζει. Κι η τεμπελιά μπορεί να τον φέρει ίσα στο δρόμο του πατέρα του.
Γύρισα πάλι στο Μανολιό.
- Βρε παιδί μου, του λέω· τι κουβέντες είν’ αυτές;
- Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θες να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά, σα να λες να σηκώσω ένα σακί στον ώμο. Καλά, το σήκωσα· κι έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτα σκέτα. Όρεξη δεν έχω να ζήσω πια. Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πώς δούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα μπρος μου κείνα τα κορίτσια, ήθελα να ζήσω και να δουλέψω. Όχι να ζήσω, μα και τρομάρα είχα μη χάσω άξαφνα τη ζωή και τ’ αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου. Έκανα τη νύχτα μέρα. Όσο στέκει τ’ αλόγου η ουρά, και γω στάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της βγήκα και γω με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα. Έμοιαζα μ’ ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμμένους, τα λεβέτια ζεστά, γεμάτο τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ άνεμος να του κόψει το δρόμο. Ως τα προχτές που έλαβα το τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις διάβασα πως έγινε της Ρούσας ο γάμος, λύθηκαν τα ήπατά μου. Θες ήταν ανέλπιστη χαρά, θες το θέλημα του Θεού, άμα τέλειωσα, κάτι ανάλαφρο και κάτι ζεστό ένιωσα να φεύγει από την καρδιά μου κι έπεσα αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πια όρεξη για δουλειά· ούτε για ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου, κι έχει δίκιο, το καταλαβαίνω πως έχει δίκιο. Μα τι να κάνω; Ως εδώ ήταν η συρμή μου. Έσωσα, πες, το κάρβουνό μου έσβησαν οι φωτιές, κρύωσαν τα λεβέτια και στάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσής του δρόμου, ν’ αφήσω την αδελφούλα μου παραπονεμένη!... Τώρα – ώρα μου· δε δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα κι ας έρθει το γρηγορότερο.
Κι έλεγε τα λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απλά, που πίστεψα πως ήθελε να πείσει όχι εμέ, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του. Το μελαχρινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσιά μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του έδιναν τόση σοβαρότη στα λόγια του, που μ’ έπιανε σεβασμός. Δεν τολμούσα να τον αντισκόψω. Τίποτα απάνω του δεν έδειχνε την απελπισία. Όλα του ήσυχα σαν τη θάλασσα που μας κρυφάκουε. Μόνο τα χείλη του μια δυο φορές σπαρτάρησαν άξαφνα, λες και φλόγα ο λόγος έβγαινε από τα φυλλοκάρδια του.
Τόλμησα τέλος κάτι να του ειπώ, να του αλλάξω το νου.
- Μα, παιδί μου!...
Αλλά μόλις άρχισα, και βλέπω τον καπετάν Τραγούδα να πηδάει απάνω.
- Στα πόστα σας!... προστάζει με άγρια φωνή. Βάλε το τιμόνι στη μπάντα! – Α λα, μόλα, γάμπια!... Μπούκα τουρκέτο! [8]...
Τρέχουν οι ναύτες απάνω κάτω· άλλοι στα μπράτσα [9], άλλοι στις κόστες, άλλοι στα στράλια [10]. Το βάρυπνο ξύλο ξύπνησε, ψυχωμένη κι αράθυμη Γοργόνα.
- Στη βάρκα σου καπετάν Βασίλη! γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι’ άλλη φορά, σαν ξανανταμωθούμε με το καλό.
Άνεμο μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Σφύριζε άγριος κι ανατάραζε απ’ άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, ξένοιαστα, τ’ άρπαξε στην τρελή του δύναμη και τα σκόρπισε φτερά σ’ όλο το πέλαγο. Άλλα έριξε στον άμμο της Τρωάδας, άλλα έχωσε στο λιμάνι της Τένεδος, άλλα διπλάρωσε στο Σίγκρι, άλλα ξόρισε κάτω για το κανάλι της Μάλτας, άλλο δρόμο είχαν, αλλού τα ’στειλε.
Πηδάω στη βάρκα και τρέχω στο μπρίκι. Ο γραμματικός μου κατάφερε να κρατήσει τον «Ταξιάρχη» κι έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου, αλλά βλέπω εκεί μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έριχναν στη θάλασσα, φωνές κακό σα να βούλιαξε άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος, βλαστημούσε κι έβριζε, κινώντας τα χέρια σα φτερωτές.
Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω:
- Τ’ είναι μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλετε;
- Ο Μανολιός μας πνίγηκε!... Ο Μανολιός μας χάθηκε!... θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας.
Η καταστροφή έλιωσε το χιόνι της καρδιάς του… Κακόμοιρο παιδί! Νερό πήγε να σύρει με τον κουβά, παραπάτησε στο ξύλο, έπεσε, πάει. Όσο κι αν γύρεψαν οι βάρκες, πουθενά δεν τον ήβραν. Το κύμα ζηλιάρικο τον σφιχτόδεσε στην αγκαλιά του, για πάντα τον κράτησε. Τάχα έκαμε την υπόσχεσή του; Ποιος ξέρει; - Μα ο βιοπαλαιστής αναπαύθηκε.
Σημειώσεις
[1] τα ιστία ενός ιστιοφόρου από κάτω προς τα επάνω: μάιστρα, γάμπια, παπαφίγκος, κόντρα παπαφίγκος
[2] Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός
[3] μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου
[4] Καμπύλο επίπεδο δοκάρι στα πλάγια του καταστρώματος που περιβάλει τους νομείς
[5] τριγωνικό ιστίο
[6] μέρος της πρύμνης του πλοίου, το επίστεγο
[7] για περισσότερες πληροφορίες για τους τύπους των πλοίων εδώ
[8] Το κάθε κατάρτι, ανάλογα με τη θέση του, έχει τη δική του ονομασία: το πρώτο από την πλώρη κατάρτι ονομάζεται τουρκέτο (ακάτιος ιστός), το δεύτερο, μεγάλο ή μαΐστρα (μέγας ιστός), και το τρίτο μετζάνα (ο ιστός του επιδρόμου, ο πρυμναίος ιστός).
[9] είδος σχοινιού
[10] τα σχοινιά (ή τα συρματόσχοινα) που στερεώνουν κάθε ιστό του πλοίου από την πλώρη.
Είμαστε άντρες εμείς είμαστε άντρες! είπε ο υποναύκληρος καθισμένος ανάμεσα στο πλήρωμα. Έλληνας! σου λέει ο άλλος· δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας - δε λέω· πήραμε δρόμο στραβό, σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε και ντιπ! για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε, θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε. θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα. Το σιδερόξυλο σιδερόξυλο είναι, όσο κι αν το κουτσουρέψεις· όσο κι αν του μαδήσεις την κορφή, αν του ζεματίσεις τα φύλλα, αν του πριονίσεις τα κλαδιά. Ο λέοντας, λέοντας λέγεται, όσο κι αν του ψαλιδίσεις τη χήτη, αν του κόψεις την ουρά, αν του βγάλεις τα νύχια, αν του ξεριζώσεις τα δόντια. Φτάνει το βρούχημά του να σε πάει ριπιτί. Το έχει το σκαρί μας, ναι· το θέλ’ η τύχη μας να είμαστε πάντα μεγάλοι. Όπου κι αν γυρίσεις, σε στεριές και θάλασσες, σε νότο και βοριά, σ’ ανατολή και δύση, θα το ιδείς γραμμένο. Και γραμμένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι, αλλά με το ίδιο χέρι, το παντοδύναμο χέρι του Δημιουργού. Είμαστε άντρες, σου λέω!
Να, κοίταξε στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο ήλιος, ήλιος λαμπρός και αβασίλευτος - ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια, εκείνος δε βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καημός αιώνων όλων - όχι κουραφέξαλα.
Κοίταξε γύρω μας: θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι, θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό δέρνει τη στεριά, την τρώει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμει τα πάντα θάλασσα και ν’ απλωθεί αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομο κόσμο.
Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια. Καιρός διαμάντι· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτείς. Έχεις πονόματο; άλειψε τα ματόφυλλό σου ν’ αγναντέψεις κόσμους. Είσαι κουφός; θ' ακούσεις αρμονίες. Βερέμης είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπήθρα σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, εθνική πρώτ’ απ’ όλα. Είναι η Άγια Τράπεζα της Αγιασοφιάς, το προσκυνητάρι του Γένους μας.
Την άπαρτη Πόλη μας ξένου πόδι την πάτησε - ποδάρι Βενετσάνου. 0 τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου πιθυμιά έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την παρθένα μας· μάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βρωμερό του χνώτο· ρούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματα του. Εννιακόσιων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβησε μ’ ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης, φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του Γένους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά, που θα γυρίσει πάλι μια μέρα θεριεμένος εκδικητής. Και ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ πουλάρι, που τσαλαπατεί με τα πέταλά του τ’ αβρά λούλουδα, χύνονται απάνω της αχόρταγοι. Με το σταυρό τους συντρίβουν το σταυρό μας· με τη θρησκεία τους πελεκούν τη θρησκεία μας. Γκρεμίζουν εκκλησίες, ποδοπατούν καλλιτεχνήματα, μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν πνευματικά αριστουργήματα. Και σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες, πατούν αρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια· νεκρούς γυμνώνουν ένδοξους, ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά, στενάζει η Βασιλεύουσα· μυρολογά η Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων, δε λησμονεί την τέχνη των πατέρων του. Κουρσεύει και θέλει με ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίσει τη λιμνογέννητη πατρίδα του.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλούτο μας τον αδαπάνητο, τη δόξα μας, την αβασίλευτη τη λάμψη, τη σοφία, τα ιερά μας. Η Βενετία τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το βλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της· ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας. Παίρνει την κολυμπήθρα, που τόσοι βαφτίστηκαν πορφυρογέννητοι, και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες του ναού μας στολίζει τον Άγιο Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρολόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννηση· στήνει στις πλατείες της τ’ άλογα τ’ ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική παράσταση.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας, τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε, στη Δύση την τρισβάρβαρη, να ημερέψουν και κείνης τους λαούς, να δοξάσουν και κείνης τα χώματα.
Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί. Η πλάκα η πολύτιμη, που την έστησε ο Ιουστιανός στη μέση του Ναού, λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια και θυσίασε απάνω της ο Φώτιος, δεν πάει να κλειστεί σκλάβα στα δολερά τείχη, στ’ αρπαχτικά χέρια του Ιννοκέντιου. Όχι, δεν πάει. Άνοιξε η καρίνα στα δυο και γλίστρησε η Αγιατράπεζα στα νερά του Μαρμαρά. 0 βούρκος έφυγε από κοντά της, όπως φεύγει η αμαρτία στο Σταυρό, και ο χρυσός άμμος στρώθηκε, κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του θεού το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, στάθηκε απάνω της άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του μονάκριβου παιδιού της.
***
Και από τότε είναι εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό τρισάγιο. Μύρο ανεβαίνει από το βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο της θάλασσας και κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα ψυχικό, εθνικό πρώτ’ απ’ όλα! Όπως από το Δισκοπότηρο βγαίνει η σωτηρία του χριστιανού, θα έβγει από κει και η δική μας απολύτρωση. Η χαραυγή του γένους μας εκεί θ’ ανατείλει· ναι, εκεί θα ανατείλει. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να πιάσει τη στεριά. Αργά η γρήγορα θα την πιάσει τη στεριά. Και τότε σ’ όλη την ελληνική γη, από άκρη σ’ άκρη, από νότο και βοριά, χαρούμενος ο ήλιος θα πυρώσει τους δούλους, καμπάνα θα σημάνει σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία. Και τότε πάλε η Χρυσόπορτα θα στολίσει Ελλήνων βασιλιάδων τα τρόπαια.
Τότε θα πάρουμε και τα κουρσεμένα πίσω. Τα πλούτη μας, τις δόξες, τα ιερά μας. Θα πάρουμε το σπαθί του Κωνσταντίνου και την κολυμπήθρα του Πορφυρογέννητου· τις πόρτες του Ναού μας, το Ρολόγι των Μάγων, τ’ άλογα τ’ αράθυμα. Και θα μείνει πάλι φτωχή και ταπεινή ψαρούδισσα η Βενετιά, και η Πόλη μας θα γίνει καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως ήταν πριν τη μαράνει του Βενετσάνου το αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του Τούρκου.
Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε πάλι. Είμαστε άντρες εμείς· μωρ’ είμαστ’ Έλληνες!...»
Και ορθός τώρα έριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές, σαν προφήτης του Ισραήλ, υμνώντας τη γη της Επαγγελίας, ο υποναύκληρος. Και δεν ήταν, όχι, ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο Ελληνισμός ολόκληρος, με την ακλόνητη πίστη στις παραδόσεις και τους θρύλους του.
Ποτέ δε ζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου! Αγάπησα τη θάλασσα, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της· μα τους θησαυρούς της όχι, ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξέρω πώς μου φαινόταν, δε θυμούμαι πώς την παρομοίαζα· όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Κάτι σιχαμερό, του Σατανά χειροτέχνημα, φάνταζε πάντα στα μάτια μου. Όταν κάθε χρόνο, τη βδομάδα του Θωμά, το νησί μας βούρκωνε από το καρδιοχτύπι των μανάδων και στεφανωτικών, ή βούιζε από το γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα μπρος μου παρά Λάμια τη Μπαρμπαριά, να στρώνει τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να πλαγιάσει αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της. Και όταν πάλι το χινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν το γυρισμό τους, εγώ με κακή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι γύριζαν παράλυτοι, κουρέλια της ζωής, και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι, των Αραπάδων βρώση και μπαίγνιο.
Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω και γω. Οι συνομήλικοί μου πήγαν όλοι και πήραν προκαταβολή από το γερο-Μορφονιό, το μεγαλέμπορο. Πήραν τα λεφτά με τη συμφωνία να τους κατεβάσει με παιγνίδια στο καράβι, όταν θα μπαρκάρουν. Με μέθυσε η κακή παρακίνηση, πήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου μέτρησε δύο «άγκουρες» κι έναν «παππού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν είκοσι πέντε δραχμές. Δεν πήγα όμως να τα ρίξω στην ταβέρνα.
- Να, μάνα, της λέω· σου ’φερα τα πλάτικα [1]. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες.
- Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέει εκείνη. Δεν πας καλύτερα να πέσεις στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώκεις πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένει κανείς απ’ τη γενιά του.
- Ευχή και κατάρα!
- Ναι· τρέξε γρήγορα να δώκεις πίσω τα πλάτικα.
- Μωρέ μάνα· δε βλέπεις που δε βρίσκω δουλειά; Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε;
- Τίποτα να μη φάμε· τίποτα. Να ψοφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς!
Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσο υπάκουος. Αλλά η αντιπάθεια που έτρεφα στην τέχνη ξύπνησε μέσα μου με τον πρώτο λόγο της γριάς. Δεν μπορούσα όμως και να ξηγήσω τι ήταν εκείνο που έδενε το θέλημα του πατέρα μου τόσο σφιχτά με το αίσθημά μου! Τι διάβολο! κληρονομιά το είχαμε πάππου προς πάππου! Εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλύτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά παράβγαινε με τους Καλυμνιώτες. Κι ο πατέρας μου ήξερα πως έκανε την ίδια τέχνη, ως τη χρονιά που χάθηκε ο αδερφός του.
- Δε μου λες, μάνα· της λέω το βράδυ που γύρισα στο σπίτι, θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας μου άφησε τέτοια ευκή στα παιδιά του;
- Να σου ειπώ, απάντησε η γριά πρόθυμη· να σου ειπώ αμέσως. Και τήραξε να το φυλάξεις καλά στο νου σου. Εγώ δε θα είμαι πάντα δίπλα σου να σε εμποδίζω. Μα τη χειρότερη δυστυχία να βρεις, σφουγγαράς να μη γένεις.
Εσύ δεν τους πρόφτασες τους Ραφαλιάδες, της Ύδρας, δυο στοιχειά και δυο λαχτάρες της θάλασσας. Και όμως ο μικρότερος, ο Πέτρος Ραφαλιάς, ήταν πατέρας σου· κι ο μεγαλύτερος, ο Νικολός, ήταν αρρεβωνιαστικός μου· θα ειπείς πώς γίνεται; Να που έγινε. Οι δυο μαζί μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, άτρομοι, λέγονταν οι καλύτεροι βουτηχτάδες του νησιού μας. Κάθε έμπορος διπλή, τριπλή τους έδινε προκαταβολή για να τους πάρει στη δούλεψή του. Αυτοί όμως είχαν τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα κείνη τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. Ο πατέρας σου μπήκε σε μια αιγινήτικη μηχανή. Ο αρρεβωνιαστικός μου έμεινε με τον Καλέμη. Μόλις πήρε την προκαταβολή, έτρεξε κοντά μου.
- Πάρ’ τα, Χρυσούλα, μου λέει, και φύλαξέ τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω, να κάνουμε το γάμο και ν’ ανοίξουμε το σπίτι. Αν με κρατήσει άντρα της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρείς με άλλον τυχερότερο.
Είδες τι γίνεται, όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα! Έτσι και καλύτερα γινότανε στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι να τους κατευοδώσει. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια πλάνταζαν τον αέρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο. Άλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται χαιράμενη, εκεί που λιώνει από το φαρμάκι της. Πού να κλάψεις!
Έφτασαν τέλος στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκα, είκοσι ντεπόζιτα [2]. Έφτασαν κι έριξαν κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα. Η έρμη θάλασσα της Αφρικής βούιζε πάλι από γέλια και τραγούδια· οι κόρφοι της ανοίχτηκαν ν’ αγκαλιάσουν πάλι τη λεβεντιά της Ύδρας, της Αίγινας, του Πόρου και της Κάλυμνος. Πάσα ημέρα, με την κονταυγή, τα πανάκια φύτρωναν στη γαλανή απλωσιά τριάντα μίλια, σαράντα, πέρα στο πέλαγο κι άρχιζε το κιντυνευμένο έργο. Ένας ανέβαινε, άλλος κατέβαινε. Κατέβαινε φτωχός κι ανέβαινε πλούσιος.
Ο πατέρας σου όμως ήταν ο ατυχότερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε το σφουγγάρι από τα μάτια του. Καθότανε ώρα, έφερνε γύρα παντού, ψαχούλευε και τα θαλάμια ακόμη, ώσπου τον ανέβαζαν με τη βία. Με όλη του όμως την επιμονή, δεν κατόρθωνε να ρίξει στο δίχτυ παρά καμιά κιμούχα [3], κανένα σφόγγο. Πού και πού ν’ ανεβάσει και κανένα μελάτι. Πείσμωνε τότε ο μηχανικός κι άρχιζε το βρισολούσι:
- Αμ και στον Περαία να βούταγες, καημένε, κάτι περισσότερο θα ’βγαζες. Ή μην είδες το ψάρι και βιάστηκες ν’ ανεβείς; Μωρέ, το παλικάρι της φακής!
Ο Ραφαλιάς φουρκιζότανε· μα και τι να κάμει! Οι μηχανικοί όλοι τους είναι μια πάστα. Όταν θέλουν να τσουρμάρουν [4], τάζουν λαγούς με πετραχήλια· γλυκομιλούν, δίνουν παράδες, κεράσματα, όσο να τους ξεγελάσουν. Μια και τους έβαλαν στο καΐκι, αλλάζουν πρόσωπο και κουβέντα. Είναι αφέντες κι είσαι δούλος τους. Ο Πέτρος Πίπιζας όμως, ο μηχανικός του πατέρα σου, είχε και δίκιο περισσότερο. Δυο του βουτηχτάδες πάθανε. Τρεις λαμνοκόποι ήταν άχρηστοι από τις πληγές των Αράπηδων. Η τύχη, λες και ισοζύγισμα, έφερε έτσι τα πράματα, ώστε την εποχή που κατεβαίνουν οι ναύτες μας, να κατεβαίνουν και οι Αραπάδες από τα χειμαδιά τους. Η θάλασσα γεμίζει άρμενα, γεμίζει και η στεριά κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα και καλύβες. Ναύτες ηλιοκαμένοι εδώ· τσοπαναρέοι εκεί χαλκοπρόσωποι. Ο αρχιτσέλιγκας ασπροφλόκατος, αρματοζωσμένος, με το καριοφίλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφήνει να γεμίσει νεροβάρελο· θα πληρωθεί πρώτα.
- Μπισμάτ!... μπισμάτ!... φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας.
Πόσα και πόσα δε γίνονται για το νερό εκεί κάτω! Πολλές φορές, ακούς! ανοίγει πόλεμος κι έρχονται με τις βάρκες να πάρουν την πηγή και τρέχουν οι ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα σκουροντούφεκα, να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα. Όχι μια, όχι δυο, μα δεκαείκοσι φορές το χρόνο, το νερό στολίζεται με το αίμα των παιδιών μας και η πύρινη αμμουδιά δαγκώνεται από τα κεφάλια των Αραπάδων και το ακρογιάλι αναστατώνεται από πατήματα και άρματα σπασμένα και κορμιά σα να πάλεψαν δράκοι. Έτσι έγινε και φέτος και πολλοί καπετάνιοι έκλαιγαν τους ναύτες τους. Τους ναύτες όχι· μήπως εκείνοι τους γέννησαν; Τα χαμένα χρήματά τους έκλαιγαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφησε τη ζημιά· δεν είχε κι ανθρώπους να κάμει τη δουλειά του. Δώσ’ του λοιπόν βουτιά στη βουτιά· ατμός η μηχανή! Κι έτσι όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος· όλο γκρίνια και φωνές:
- Διαβολόσπορε!... Δούλευε, το σταυρό σου!... Μέσα, το Θεό σου, κεραταΐμ κερατά! Αμή… τα κατοστάρικα ήξερες να τα πετάς σαν παλιόπανα στους βιολιτζήδες!
Ο πατέρας σου έσκυβε το κεφάλι και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε και γάτιασε από το κακό του. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ’ όνομά του τέτοια γλώσσα.
- Τ’ έχεις, μωρέ αδερφέ, κι έγινες έτσι; τον ρωτά μια Κυριακή που σμίξανε ο δικός μου. Μπας κι έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα;
- Τι να σου ειπώ, του απάντησε κείνος· δεν μπορείς να φανταστείς το κακό μου. Διάργυρος [5] γίνεται το σφουγγάρι μπροστά μου! Άσε τα λόγια του μηχανικού, άσε και τη ζημιά. Μα το ’χω για προσβολή. Ακούς ο Γρίτης, ψεσινό παιδί και να βγαίνει με το δίχτυ γεμάτο! Και τι; όλο μελάτι! Και γω, που γέρασα στην τέχνη, να μην μπορώ να πιάσω εκατό δράμια! Μα το Σταυρό· θα κατεβώ καμιά ώρα και κει θα μείνω από το κακό μου!
- Σώπα, καημένε· του είπε ο άφτουρος [6] γελώντας. Έτσι είναι το σφουγγάρι, θέλει τύχη.
- Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνου κάτου και δε βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα, εκεί που ξεχωρίζω κανένα και ρίχνομαι να τ’ αδράξω, χαπ! κι άλλος μου τ’ αρπάζει!
- Τ’ αρπάζει άλλος!
- Ναι· ώστε να σκύψω, άλλος φανερώνεται και το παίρνει από τα χέρια μου.
- Και τον αφήνεις;
- Τον αφήνω! Μα τι να κάμω;
- Ωχ, αδερφέ! δε μου λες έτσι παρά κάθεσαι και κλαις την τύχη σου! Τι σου φταί’ η τύχη σαν δεν είσαι άξιος να ζήσεις;
- Μα τι, καβγά να πιάσω;
- Καβγά βέβαια! Να ’ρθει άλλος να πάρει το δικό μου ήβρεμα και δε θα πιάσω καβγά! Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι;
- Μα πώς θα μαλώσεις; επιμένει ο πατέρας σου· η θάλασσα είναι για όλους.
- Δεν ξέρω γω για όλους για ξόλους. Είμαι γω εδώ· είναι δικό μου το λιβάδι. Άμα φύγω, ας έρθει άλλος να κάμει ό,τι θέλει.
- Μα πώς;
- Πάψε πια· τον έκοψε ο Νικολός· δεν έχεις δίκιο· δε σου φταί’ η τύχη, μόνος σου φταις· θα πάρεις στο λαιμό σου τον κακομοίρη τον Πίπιζα!...
Έφυγε ξαναμμένος ο πατέρας από κοντά του. Και όλη νύχτα δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Δεν έβλεπε την ώρα να βάλει σε πράξη τις συμβουλές του αδερφού. Στον ύπνο του είδε πως ήταν κάτω στο βυθό και πάλευε και κονταροχτυπιόταν για ένα ψίχαλο σφουγγαριού. Το άδραχνε τέλος στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν’ ακούσει το γλυκό λόγο του. Μα κείνος δεν έβγαζε από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι:
- Κεραταΐμ κερατά!
Κι ο πατέρας σου απελπισμένος ριχνόταν πάλι και άρχιζε νέο ψαχούλεμα, έβλεπε πάλι αίματα και ξεσκλίδια [7] γύρω του.
Τέλος έφεξε η αυγή και τα πρύμισε η μηχανή του Πίπιζα. Ο Γρίτης είδε μια θέση γεμάτη από μελάτι· καθαρό μελάτι· λιβάδι ατρύγητο. Το είπε κρυφά του μηχανικού και κείνος διάταξε να τραβήξουν ανοιχτά, για να πλανέψουν τις άλλες μηχανές. Ανοίχτηκαν κάπου είκοσι μίλια. Οι άλλοι άρχισαν να υποψιάζονται. «Κάτι σχοινί θα μας πλέξει το αιγινήτικο κουρούπι [8]»· έλεγαν. Ωστόσο έριξαν τους βουτηχτάδες και άρχισε το ψάρεμα. Παρατιμονιά τότε ο μηχανικός και βρέθηκε πάλι το καΐκι στα νερά του.
- Έλα Ραφαλιά, ετοιμάσου· λέει ο καπετάνιος. Σε φέρνω σε βλισίδι. Αν δε βγάλεις και τώρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα κάμεις να ταχτείς καλόγερος. Μην ντροπιάζεις άδικα τ’ όνομά σου.
Εκείνη την ώρα πέρασε δίπλα και η μηχανή του Καλέμη με το δικό μου. Και κείνος καθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος και σφούγγιζε με το μαντίλι το πρόσωπό του για να φορέσει την περικεφαλαία [9].
- Το νου σου, Πέτρο! φώναξε γελώντας, καθώς είδε τον πατέρα σου. Άσε την τύχη να κάνει ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί στ’ αμόνι! σφυρί στ’ αμόνι!...
Εκείνος δεν είπε τίποτα· δεν ήθελε πια συμβουλές. Το πήρε απόφαση: δε θα καταντήσω ανάμπαιγμα στους σφουγγαράδες!
Ωστόσο τον έντυναν οι άλλοι σα γαμπρό. Σα γαμπρό και μαζί σα λείψανο. Ζωντανός έμπαινε, μα ποιος ξέρει αν θα ’βγαινε ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτζα τη ζωή του. Το γνωρίζουν όλοι· το καλογνωρίζει πρώτος αυτός. Για τούτο μεταλαβαίνουν πριν φύγουν από το νησί· για τούτο οι καπετάνιοι παίρνουν σάβανα, κεριά και λιβάνι μαζί με τη γαλέτα και τ’ άλλα χρειαζούμενα. Τέλος, τον έντυσαν το λάστιχο, του φόρεσαν την ατσαλένια περικεφαλαία, του έζωσαν τη ζώνη με τα γαντζούδια, κρέμασαν τα μολύβια στην τραχηλιά· λαστιχένια βραχιόλια στα χέρια, παπούτσια μολυβοπάτωτα στα πόδια. Μόλις κατόρθωνε να κινηθεί από το βάρος. Πάτησε τέλος τη σκάλα, κλείσανε καλά το φεγγίτη κι ο Πέτρος Ραφαλιάς, αγνώριστος, ασούσουμος, άπλωσε απάνω στα νερά σα ν’ άπλωνε στα βαμπάκια. Αμέσως φούσκες [10] πρασινόγλαυκες πήδηξαν μια κατόπι της άλλης, λες και νεράιδα κάτω έπαιζε κρυσταλλένια πεντόβολα. Τέλος δεντρί ψήλωσε σαν κυπαρίσσι λυγερό, συμμαζωχτό, με σιντεφένιες χάντρες κινούμενες από τη ρίζα ως την κορφή. Ο πατέρας σου στάθηκε στον πάτο σαν να μπήκε σπίτι του. Γύρισε τα μάτια ζερβόδεξα κι αναγάλλιασε. Ο γεωργός έτσι δε χαίρεται που βλέπει πολύκαρπο το χωράφι του. Τώρα, συλλογιέται, θα ψαρέψω για τα καλά. Όχι το δίχτυ μου, μα κι απόχη θα γεμίσω! Κι αρχίζει το θέρισμα.
Απάνω, μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα. Ολόγυρα το νερό πηχτό, σταχτοπράσινο σα θαμπό κρύσταλλο, τον ψηλαφούσε από παντού, τον έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε χιλόμορφο κόσμο. Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, διάβαιναν ολόγυρά του με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι τα δόντια στις δυνατές σαγονίτσες τους, τιμόνι την ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω του, τυφλά προσόχτιζαν σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του· άλλα διάβαιναν σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του.
Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός, άνοιγε πλατύς και μαλακός σα βελούδο. Εδώ σκαλήφες βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά· άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν αρχαία κύπελλα· μερικές σαν κρίνα μεγάλα κι άλλες έφευγαν ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τ’ απαυτά τους. Παρέκει τερηδόνες ντυμένες στο καστανό χνούδι τους, ανάδευαν ανυπόμονες να κολλήσουν στο πλεούμενο. Αλλού της Αφροδίτης ο κεστός [11] μακρύς, κλωθογύριστος, ολομέταξος άπλωνε τις κορδέλες του, σα να ζητούσε κάτω εκεί το πανόμορφο κορμί της θεάς. Και παντού περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κι αισθαντικά έκαναν κήπο ονειροφάνταστο. Και κόσμος μυστικός, οστρακοφόρος και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος, γύριζε απάνω κάτω, μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ, και άλλος ταπεινός, φοβητσιάρης, τροφή ο ένας τ’ αλλουνού. Κάπου άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κι έτρεχε να συλλάβει τη σουπιά ο αστακός, πνιγμένος στο μελάνι της. Κάπου μια καβουρομάνα έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελωμένη για να προφυλάξει τ’ αβγά της. Παραπέρα η φώκια έριχνε βρομερό τ’ αέρι του πισινού της, για να σκάσει το χταπόδι στο θαλάμι του· μα ξαφνικά της άρπαζε ο φοβερός απλοκαμός το μουσούδι της κι έσκαε εκείνη. Και πέρα δώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα άγνωστα. Αλλά για κείνα δε φρόντιζε ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν μπρος του κι έριχνε αδιάκοπα στο δίχτυ του. Τώρα σε τι θα παραπονεθεί ο Πίπιζας;
Άξαφνα σηκώνει γύρω τα μάτια του και βλέπει μακριά του ένα βράχο ψηλό, με δυο δεντράκια μονόκλαδα στην κορφή. Φάνταζε μέσα στο νερό σαν δράκος με ανοιχτά χέρια. Και κοντά στη ρίζα του, απάνω στην ξανθή αμμουδιά είχε μια τούφα μελάτι διαλεχτό. Μαύριζε σαν κατακαίνουργιος κατηφές [12]. Δε χάνει καιρό και τρέχει να το αδράξει. Δεν ήθελε παρά δυο δρασκελιές ακόμη. Τότε από την κόχη του βράχου πρόβαλε άλλος βουτηχτής. Έτρεχε και κείνος ίσα στο μελάτι. Δρασκελιά ο ένας, δρασκελιά ο άλλος, σμίξανε. Ο πατέρας σου πρόφτασε κι έβαλε πόδι απάνω του.
- Τι θες εδώ; ρωτάει τον άλλο με νοήματα· είναι δικό μου εγώ το πρωτόειδα.
- Μπα· κάνει ο άλλος· είναι δικό μου· το φύλαγα από χτες. Κάμε πέρα.
- Δε με κουνάς από δω ούτε με φουρνέλο. Τράβα δρόμο σου.
Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξει. Ο πατέρας σου άναψε· τα λόγια του Νικολού, διαβόλοι, του σηκώσαν τα μυαλά. «Δεν το παίρνεις, λέει, που να χαλάσει ο κόσμος. Ή θ’ ανεβώ με το μελάτι ή αφήνω τα κόκαλά μου!» Καθώς έκαμε να σπρώξει δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι. Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του. Άξαφνα πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και χύνεται ξιφιός απάνω του.
- Ή μ’ αφήνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά!
- Α! όχι· εδώ σφαζόμαστε.
Και τραβά ο Ραφαλιάς το λάζο [13] από τη ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα το σκοινί δυο φορές ζητώντας αέρα.
Απάνω η θάλασσα άρχισε να σιγοτρέμει και να κυματίζει σκοτεινογάλαζη, κάπου με αφρούς πλατείς, κάπου με ηχούς παράξενους. Σείσμα και τάραχο έβγαζε το μεγαθήριο, λες κι ήθελε να κρύψει το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του. Το σκαφίδι με την αντένα ορθόγυρτη στο κατάρτι, σάλευε ζερβόδεξα και κοντυλόγραφε ξόρκια ψηλά. Και όλο το τσούρμο, ο κολαουζέρης [14] με το σκοινάκι του βουτηχτή στα δάχτυλα, ο καρσκουτσέρης στο μαρκούτσι [15], οι ροδάδες από δυο στη μηχανή, οι λαμνοκόποι στα κουπιά γυμνοτράχηλοι· δυο άλλοι βουτηχτάδες ξαπλωμένοι καταηλιακού με χαλκοπράσινη όψη και μάτια βουρκωμένα ακολουθούσαν του ξύλου το κύλημα. Στην πλώρη καθισμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο κουβέντιαζε με τον Καλέμη, σα να ήταν στο τραπέζι της ταβέρνας.
Ο Αιγινήτης πήγε μακριά κι έριξε το βουτηχτή του· μα δεν έβρισκε τίποτα, και τραβώντας έσυρε το καΐκι δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα. Και άλλα πέντ’ έξι ψάρευαν ολόγυρα και κουβέντιαζαν από μηχανή σε μηχανή, μετρούσαν οι καπετάνιοι τις ζημίες τους, λογάριαζαν τους μήνες, έλεγαν για τη σοδειά της χρονιάς, για την τιμή που θα πουληθεί στην Αγγλία και στην Αμερική.
- Τι τα θες; μ’ έφαγαν τα πλάτικα φέτος· είπε στενάζοντας ο Πίπιζας. Κοντεύει να μας πάρει ο Σεπτέμβρης και γω δεν έχω ούτε χίλιες οκάδες στο ντεπόζιτο.
- Μα και γω έχω κάτι χαραμήδες! είπε ο Καλέμης· άλλη χρονιά δε μου ’τυχαν τέτοιοι. Φοβούνται από τον ίσκιο τους. Δέκα δώδεκα οργιές, δε βουτούν παρακάτω.
- Στις τριάντα βρίσκεται· είπε ο μαρκουτσέρης κείνη τη στιγμή, βλέποντας καλά το μανόμετρο.
Εκείνος έκαμε πως δεν άκουσε και ξακολούθησε με τον Αιγινήτη. Είπαν για το κόντρα ντεπόζιτο που μένει αραγμένο στη Βεγγάζη· για το ξελιμπάρισμα του σπόγγου και για το σκυλόψαρο που φάνηκε. Ο ήλιος κόκκινος και γοργογύριστος, σκάλωνε στα μεσούρανα, χύνοντας λαύρα ολούθε. Μακριά, η γραμμή κάτασπρη σαν κιμωλίας χάραμα, πρόβαινε η αμμουδιά της Αφρικής αχνοσκέπαστη, κι ακόμα μακρύτερα το Χαψίνι έδειχνε την πυρωμένη χήτη του, σα θεριό αναμαλλιασμένο. Απέραντο χώνευε στα διάφανα ουρανοθέμελα το πέλαγο με κάποιο τρέμουλο, λες κι ανάσαινε δύσκολα. Πού και πού, σαν φελλοί παραγαδιού, μαύριζαν τα σφουγγαράδικα, δυο και τρία μαζί, άλλα μοναχικά, και ίδρωναν τα δύστυχα κορμιά, νιάτα γέραζαν, κινδύνευαν ζωές για το άκαρπο χάρισμα της θάλασσας. Και κοντά στου Πίπιζα το καΐκι ένας με τον άλλον οι δουλευτές, γνώριμοι και φίλοι, δούλευαν μεστά και σύγκαιρα φρόντιζαν να μάθουν τα νέα της πατρίδας και πειράζονταν πολλές φορές συναμεταξύ τους. Του ενός έλεγαν πως παντρεύτηκε η αρρεβωνιαστική του· άλλου πως τον αγαπούσε το Μαριορή, ασχημομούρα κι αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πως τον αποπαίδισε ο πατέρας του. Δυο παιδιά από το αιγινήτικο καΐκι άρχισαν να αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη βάρβαρη προφορά τους. Απαντήθηκαν, έλεγαν, δυο καπετάνιοι στο πέλαγο και ρώτησε ένας τον άλλο πούθε ερχόνταν. – Από το Ύδρ’ από το Σπέτσα, από το χόντρο το θάλασσα, του αποκρίθηκε ο ένας. – Και τι χαμπάρια; - Τι χαμπάρια; καλά. Απάν’ από τον Αγιολιά έπεσε μια φυλλάδα· και το φυλλάδα έγραφε: Όλος ο κόσμος να χαθεί, το Ύδρα Σπέτσα γιοκ. – Μαγάρι, Παναγία μου, να μείνουμε σπορίτες!... Και σύριζε το ρ τόσο ατελείωτο, που έσκαναν όλοι τα γέλια και οι καπετάνιοι έκοψαν τη σοβαρή κουβέντα τους. Αλλά του Ξακουστή που γύριζε τη ρόδα, έτοιμος να πηδήσει στο αιγινήτικο, να δείξει αυτός πώς αναμπαίζουν τους Υδραίους. Ο αναμπαίχτης έτοιμος και κείνος, στάθηκε ολόρθος και τον περίμενε, να τον σφηνώσει στα δυνατά μπράτσα του.
- Ε, μωρέ! φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας, τσιμπάει ο βουτηχτής· στη θέση σου!
Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης και το λάστιχο έχυσε άνεμο μέσα στην περικεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανε βαθιά, πήρε δύναμη, και βαστώντας ψηλά το λάζο, ρίχτηκε να ξετοπίσει τον άλλο. Μα ο άλλος περίμενε άφοβα, τρίχα δε σάλευε από τη θέση του. Και καθώς τον είδε να πλησιάζει αρκετά, μια έδωξε με το κεφάλι στη βαλβίδα και σφεντόνισε σίφουνα νερού στο φεγγίτη απάνω. Ο Ραφαλιάς τα έχασε. Το κλωθογύριστο κύμα κάθισε απάνω του σύγνεφο και τον έκλεισε στα σκοτεινά. Ούτε βουτηχτή έβλεπε πια ούτε τίποτα. «Πάει», σκέφτηκε, «τώρα θα με φάει!». Αλλά για να μη χαθεί άδικα χαμήλωσε γοργά κι έδωσε με το λάζο του μπηχτή στα τυφλά. Στα τυφλά, μα δεν έσφαλε. Ένα πορτοκάλι κατακόκκινο φάνηκε στο ξανθοπράσινο νερό. Ο βουτηχτής έσφιξε το πλευρό του, έκλεισε τη βαλβίδα κι αέρας τον σήκωσε μπαλόνι απάνω.
- Α! σιχτίρ! είπε ο πατέρας σου· έλα τώρα να μου πάρεις το μελάτι.
Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνει το σφουγγάρι. Δεν ήταν και μικρό πράμα… Όλο το γάλα του να έστιβες, να έβγαζες όλη του την πέτσα, πάλι θα ζύγισε τις δυο οκάδες. Δεν πρόφτασε όμως να το ξεριζώσει και σηκώθηκε ορθός, σαν να τον κέντησε δράκαινα. Απόμακρα ερχόταν όγκος θεότρομος, μαύρος και γυαλιστερός. Το σκυλόψαρο μυρίστηκε το αίμα. Σαν πλώρη καραβιού αναποδογυρισμένη σφήνωνε η σαγόνα του κι από κάτω έχασκε κατακόκκινος ο φάρυγγάς του και τα τριγωνικά δόντια του άσπριζαν φοβερά. Στα πλάγια του λαιμού πέντε γραμμές μεγάλες, κατάμαυρες, χόχλαζαν το νερό σαν σιφούνι αδιάκοπα. Και πίσω το κορμί, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέρα δώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγε μπρος κι αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, με τρελά πηδήματα, γιατί ένιωθαν τον κίνδυνο. Όσα όμως τύχαιναν κοντά του πήγαιναν ίσα στο αχόρταγο στομάχι του.
Όταν το κήτος είδε τον πατέρα σου, η παράξενη φορεσιά του φαίνεται πως το τρόμαξε· στάθηκε δίβουλο. Ποιος ξέρει για τι τον πήρε; Τα μάτια του στηλώθηκαν απάνω του ακίνητα. Έπειτ’ άρχισε να φέρνει βόλτες γύρω του, να θέλει μια να πλησιάσει και πάλι να πισωδρομεί. Ο δικός μας, σκυφτός στα νύχια με το σταλίκι [16] στον άμμο, ακολουθούσε τα κλωθογυρίσματά του, γύριζε σαν ξόανο στη θέση του, απάνω στο μελάτι και το κοίταζε κατάματα.
Από πάνω τσιμπούσαν το σκοινί κάθε λίγο.
- Έλα! τι κάνεις τόση ώρα, καιρός να βγεις· έτοιμος;
- Περιμένετε! τους τσιμπούσε κείνος. Πού να βγει; Μόλις έκανε να τραβήξει απάνω, θα τον έκοβε στα δυο.
Τέλος, σαν να κουράσθηκε το θηρίο, αργά πήγε, πλάγιασε στο βράχο κι άρχισε να ξυέται. Έξυνε την κοιλιά για να κοιμίσει την πείνα του. Ο βράχος με τα δεντράκια έτρεμε συθέμελα, σαν να τον έπιασε σύγκρυο.
- Τώρα κακά τα μπλέξαμε! σκέφτηκε ο πατέρας σου. Εδώ θα μας πάρει η νύχτα.
Αλλά με το σκοτάδι θα κινδύνευε περισσότερο.
Πήρε θάρρος κι αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξει από κοντά του.
- Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει επάνω. Έτοιμοι;
- Έτοιμοι.
Τραβά τότε κατεπάνω του με το καμάκι ψηλά, με την ξανθοκόκκινη περικεφαλαία του θυσσανοσκέπαστη από το χοχλαστό νερό της βαλβίδας. Το μολυβοφορτωμένο στήθος του αστράφτει· τα γαντζούδια της πλατιάς ζώνης τρεμολάμπουν απάνω στο σκοτεινό του λάστιχο. Το θηρίο σάστισε· μωρέ τ’ είναι τούτο! κουτοσυλλογίστηκε. Έκαμε δυο τρεις φορές να σταθεί και ν’ αντικρούσει τον εχθρό του· μα δεν το κατάφερε. Μια έδωσε με την ουρά του αφροκοπώντας τα νερά και χάθηκε πίσω τους. Ο δικός μας έμεινε στη θέση του ώσπου καθάρισαν τα νερά. Τότε ψαχούλεψε το βράχο· είδε πέρα δώθε να μη λούφαξε πουθενά το ψάρι. Τίποτα. Τ’ απονέρια του του έδειχναν ακόμη το διάβα του.
- Πάει στον άνεμο το κουτόπραμα· συλλογίστηκε γελώντας με το φόβο του.
Άδραξε ευθύς το μελάτι, μια στο σκοινί κι έφτασε απάνω. Βρόντοι, φωνές, σφυρίγματα, πέτρες και ξύλα πλαταγιαστά στη θάλασσα δέχτηκαν το βουτηχτή, σαν να τον χαιρετούσαν για το σφουγγάρι που έφερνε. Δεν ήταν για το σφουγγάρι. Ήθελαν να τρομάξουν τον καρχαρία, για να φτάσει στο καΐκι άβλαβος ο πατέρας σου. Τέλος τον άρπαξαν τα παιδιά, του βγάλανε την περικεφαλαία, τον ξάπλωσαν στο κατάστρωμα κι άρχισαν να του γδύνουν το λάστιχο. Νόημα τότε ο Πίπιζας και το καΐκι έβαλε πλώρη για το ασπρονήσι.
- Μη φεύγεις, καπετάνιε· είπε ο Ραφαλιάς· έχει κάτω πολύ σφουγγάρι.
- Δεν πειράζει· μας φτάνει για σήμερα· απάντησε κοιτάζοντας αλλού εκείνος.
Υποψιάστηκε ο δικός μας και σήκωσε το κεφάλι. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά.
- Δεν πειράζει· μας φτάνει για σήμερα· απάντησε κοιτάζοντας αλλού εκείνος. Υποψιάστηκε ο δικός μας και σήκωσε το κεφάλι. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν κατά τη στεριά.
- Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη.
- Ναι· κάποιος έπαθε.
- Από ποια;
- Δεν ξέρω· μακριά είδαμε τη σημαία του μετζάστρα.
Έφτασαν όλες οι μηχανές στο Ασπρονήσι· πήδηξαν έξω τα πληρώματα. Καθένας είχε καρδιοχτύπι, ώστε να ιδεί το νεκρό. Τέλος έφτασε κι η μηχανή του Πίπιζα· πρώτος πήδηξε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό.
Ακούς! Για το μελάτι ο πατέρας σου σκότωσε τον αδερφό του. Τον έθαψαν εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν και πανέρμους, και στον ξύλινο σταυρό έγραψε:
«Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς, 1876»
Από τότε δε βούτηξε πια στη θάλασσα, δεν πάτησε μηχανή. Εκεί κάθισε στο άκαρπο νησί, διώχτης των γλάρων και φύλακας του νεκρού. Τέλος με το πρώτο ντεπόζιτο γύρισε πίσω. Ήρθε ίσα στο σπίτι μου.
- Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, κι δυο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρρεβωνιαστικό σου και γω τον αδερφό μου. Το κακό που έκανα σε κείνον ήρθα να το πληρώσω σε σένα· θα γίνω άντρας σου.
Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδελφος κι έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίσει. Νυχτόημερα τον τυραννούσε το κρίμα και πέθανε μονοχρονίς. Αλλά την ώρα που ξεψύχαε, δεν είχε άλλη κληρονομιά ν’ αφήσει παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ’ αφήσω να γίνεις σφουγγαράς!
Φύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τώρα που γέρασα στ’ άρμενα, την ίδια αισθάνομαι αηδία μπρος σε μια μηχανή. Δεν ξέρω πώς μου φαίνεται· μα όχι ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Του Σατανά χειροτέχνημα φαντάζει ακόμα στα μάτια μου.
Σημειώσεις
[1] προκαταβολή για εργασία στο σφουγγαράδικο
[2] το πλοίο του σπογγαλιευτικού συγκροτήματος στο οποίο συγκεντρώνονταν τα αλιευμένα σφουγγάρια
[3] κιμούχα, σφόγγος, μελάτι = είδη σφουγγαριών
[4] το κλείσιμο συμφωνίας μεταξύ καπετάνιου – πληρώματος
[5] ο υδράργυρος,, εδώ με τη σημασία ότι χάνονται, εξαφανίζονται όλα· υπάρχει και η κατάρα «στάχτη και διάργυρος»
[6] εκείνος που δεν φτουράει, δεν επαρκεί. ο αχαΐρευτος, ο ανεπρόκοπος
[7] μικρό αιχμηρό κομμάτι ξύλου το οποίο μένει όταν το κόβουμε με τσεκούρι ή με σκεπάρνι
[8] είδος πήλινου αποθηκευτικού αγγείου
[9] το σκάφανδρο του δύτη
[10] είδος οστρακοειδούς θαλασσινού που τρώγεται
[11] κέντημα, ο κεστός της Αφροδίτης, το στηθόδεσμο στο οποίο υπάρχει όλη της η ερωτική δύναμη
[12] είδος φυτού µε μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια
[13] είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή
[14] αυτός που καθοδηγεί με ειδικό σχοινί το δύτη.
[15] το λάστιχο με το οποίο τροφοδοτούνταν με αέρα ο δύτης
[16] κοντάρι με το οποίο ακουμπούσαν στον πυθμένα
Τι βοριάς και θρακιάς μου λέτε μένα!... Τι βοριάς και θρακιάς!... είπε ο Χούρχουλας κινώντας σοβαρά το κεφάλι. Άκου που σας λέω. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι.
- Αμ ποιοι τις κάνουν;
- Ποιοι τις κάνουν; Εγώ να σας πω. Όχι, σου λέει, είναι χοντρός κάβος και χύνει το βουνό αέρα κι έρχεται ο θρακιάς από πάνω και βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισσες. Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι…
- Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε; πες μας το λοιπόν! φώναξε ανυπόμονα ο Αλέξης ο Σκιαθίτης, πάντα αράθυμος.
- Τις φουρτούνες του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το ξέρω… Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· εγώ να σας πω…
- Όχι· να μη μας πεις! τον έκοψε ξαφνικά ο Κώστας ο θερμαστής. Διάολε! κοντεύεις να μας βγάλεις την ψυχή με τον Καβομαλιά σου! Για κάβο τάχα θα τον περάσεις κι αυτόν, που τον κατάντησαν πουτάνα οι ψαρόβαρκες… Δε θέλουμε να μας πεις τίποτα!
Και γύρισε αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα, κι άρχισε να ψιθυρίζει κάτι στ’ αυτί του συντρόφου του με αγανάχτηση, σα να του έλεγε: «δεν υποφέρεται, βρε αδερφέ! δεν υποφέρεται!...» Ο Χούρχουλας πήρε το πράμα στα σοβαρά, κοίταξε τους άλλους, ηθέλησε να χαμογελάσει, και μη βρίσκοντας θαρρετή απάντηση, αναψοκοκκίνισε σαν παπαρούνα.
- Γιατί, ρε παιδί; τόλμησε μόλις να ρωτήσει το θερμαστή.
Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγείται. Μόλις παρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθίσει το πλήρωμα, έτοιμος ν’ αρχίσει τη διήγηση. Ποια διήγηση; Οποιαδήποτε. Δεν τον έμελε ούτε για την υπόθεση ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία ούτε αν ήταν τραγική. Ούτε αν έβγαινε από τα ξάστερα νερά της αλήθειας ή από την ελεφαντένια πύλη των ονείρων και το χρυσόθρονο αίσθημα. Ούτε κι αν ήταν της ώρας φρόντιζε. Είχε πεποίθηση στον εαυτό του κι είχε τη δύναμη να βαμπακοστρώνει το δρόμο και να σέρνει σιγά κι ανάλαφρα τα πιο περασμένα στα τωρινά ή και να μεταφέρνει τους ακροατές του στις μουχλιασμένες θήκες των περασμένων. Κι είχε την τέχνη απάνω στην αλήθεια ν’ απλώνει τη μεταξωτή σκέπη του όνειρου και κάτω από τ’ όνειρο να θεμελιώνει την ύλη την αληθινή, τεχνίτης θαυμαστός, όπως ο μέγας ήλιος, που σύγκαιρα ιδανικεύει το πέτρινο βουνό και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο. Κι έβρισκε πάντα τον τρόπο, κατά την περίσταση, να μακραίνει ή να πλαταίνει την υπόθεσή του, χωρίς ποτέ να την αφήνει τέρας των άλλων και σίχαμα. Όλα τα ήθελε ισόμετρα, ξάστερα και αρμονικά. Κι ήθελε μόνο να τον ακούει το πλήρωμα.
Οι ναύτες τον ήξεραν και διασκέδαζαν με τις αδυναμίες του. Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους, πότε στην ώρα που διηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι το βήχα· πότε έπιαναν φιλονικία και τον εσύγχυζαν και κάποτε έφευγαν ένας ένας και τον άφηναν ολομόναχο να λέει και να ακούει. Ο Γιαννιός φουρκιζόταν κι έβανε όρκο στης μάνας του τα κόκαλα, στη θάλασσα που αρμενίζει, να μη διηγηθεί πλια τίποτα. Όχι μόνο να μη τους διηγηθεί, αλλ’ ούτε και να τους μιλήσει· ούτε να τους κάμει συντροφιά ποτέ! Κι ήταν βέβαιος πως, άμα χάσουν τη συντροφιά του, τα διηγήματά του μάλιστα άμα στερηθούν, πάει, θα σκάσουν από το κακό τους. Δεν ήταν καταλαχάρης άνθρωπος ο Γιαννιός ούτε έλεγε λόγια του ανέμου!...
Μπορεί αυτή του η πεποίθηση να μην ήταν και καθόλου άδικη. Γιατί το πλήρωμα, μόλις τον έφερνε σε κείνη τη θέση, έπεφτε πάλι και τον προσκαλούσε κοντά του και τον παρακαλούσε να ξαναρχίσει, δίνοντάς του υπόσχεση πως θα τον ακούσει με προσοχή.
Κι ο Γιαννιός ασυνέριστος, ξέχανε τους όρκους και άρχιζε τη διήγηση δίχως χρονοτριβή. Συνήθιζε όμως πρώτα με λόγια μισοκομμένα να συσταίνει στους ακροατές του εκείνο που θα διηγηθεί. Τώρα, με τις πρώτες φωνές του θερμαστή και τον κρύο τρόπο των άλλων, ο Γιαννιός έχασε το θάρρος του. Οι συμφωνίες άργησαν να έρθουν κι αυτό τον απέλπιζε. Μα ξαφνικά πλησίασε ο μπαρμα-Γιώργης ο ναύκληρος, είδε την ψεύτικη κατσούφια που έδειχναν οι ναύτες, τη στεναχώρια του Γιαννιού και μάντεψε όλα.
- Σώπα ρε συ· είπε στον Κώστα με αυστηρή φωνή. Άσε το Γιαννιό να μας πει τίποτα.
- Ναι, έλα, Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά κι οι άλλοι ναύτες.
- Εγώ να σας πω, ναι· άρχισε αμέσως εκείνος ξαναβρίσκοντας την ευθυμία του· κι αν δε σας λέω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι· τις κάνουν τα στοιχειά.
- Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! φώναξε αναμπαιχτικά ο θερμαστής. Κι οι άνεμοι τάχα δεν είναι στοιχειά; Ο βοριάς δεν είναι στοιχειό που καταλεί πέντε στο φαγί και δέκα στην καθισιά του, και αν γεράσει δεν ταξιδεύεται! Η νοτιά δεν είναι σαν πουτάνα, που όσο γεράζει τόσο και ξετσιπώνεται! Ο σορόκος, ο γαρμπής, ο γρέγος, ο πουνέντες τι άλλο είναι παρά στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ, λόγο που μας τον είπε κι ο Γιαννιός!
Εκείνος γύρισε και τον είδε με βλέμμα παθιασμένο κι αδύνατο.
- Μα τι πειραχτήριο είσαι συ, δε μου λες; του είπε με παράπονο. Ποιος διάολος σ’ έφερε μέσα για τις αμαρτίες μου; Άσε ν’ ακούσεις πρώτα, μωρέ παλιόγυφτα! Τα στοιχειά του Καβομαλιά είναι ξωτικά. Όποιον ρωτήσεις στα Βάτικα, την ίδια ιστορία θα σου ειπεί. Είναι χρόνια τώρα· πάππου προς πάππου! Είδες όταν φτάνουμε ανάμεσα Τσιρίγου κι Αλαφονησιού, που φαίνονται κρεμασμένα στο βουνό τέσσερα πέντε χωριά; Είναι τα χωριά των Βατίκων. Κι από αυτά το Φαρακλό είναι το μεγαλύτερο. Εκείνα τα χρόνια ο πλουσιότερος και δυνατότερος μπέης των Βατίκων ήταν ο μπέης του Φαρακλού. Ο κάμπος κάτω ως την Πεζούλα – τη Νεάπολη να ειπούμε – ήταν δικός του. Το Καστράκι στο ρίζωμα εκείνος τ’ όριζε. Ακόμη και τα είκοσι τέσσερα μοναστήρια του Καβομαλιά πλήρωναν φόρο σε κείνον. Οι πύργοι του ακόμη σώζονται σπαρμένοι εδώ κι εκεί σ’ όλα τα κορφοβούνια από τον Αρχάγγελο ως τη Μοναβάσια. Μα καμιά φορά τα πλούτη και η δύναμη δε φέρνουν τη χαρά και την ανάπαψη.
Ο μπέης κι η μπέισσα είχαν οχιά τη λύπη που δεν αποχτούσαν ένα παιδί. Όσο μετρούσε το βιος του κείνος και το έβλεπε αμέτρητο, τόσο θλιβότανε που δεν ήξερε τον κληρονόμο του. Όσο έβλεπε κείνη τα ρούχα της, σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα στολίδια της, τόσο στέναζε που δεν είχε μια κόρη να τα χαρεί και να τα ξανανιώσει. Κι όταν βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην κρεβάτα, πόσοι πόθοι και τι καημοί σεμνοφτέρωτοι γοργοπετούσαν γύρω στο πικραμένο το αντρόγυνο!
Τέλος, θες από το Θεό, θες από τα μαγικά της μπέισσας, απόχτησαν ένα παιδί· μια μπεοπούλα παρόμοια της Ηλιογέννητης. Οι γονείς της δεν είχαν πλια πού να κρύψουν τη χαρά τους, πώς να προφυλάξουν από κάθε κακό την ακριβή τους. Δεν πρόφτασε να γίνει δέκα χρονών κι άρχισαν τα προξενιά. Από το Μωριά, από τη Ρούμελη, την Έγριπο και την Αθήνα οι πλουσιότεροι κι αντρειότεροι μπέηδες κι αγάδες, έστειλαν πλούσια κανίσκια ν’ αρρεβωνιάσουν τη Γκιουλχανούμ. Αλλά ο μπέης, όταν αποφάσισε να την παντρέψει, δεν ήβρε καλύτερο από το Μωσά Μπαρδούνια, τον ξακουσμένο μπέη των Μπαρδουνοχωριών. Με κείνον την αρρεβώνιασε.
Αχ! κακό μάτι παράστεκε στη χαρά της άμοιρης. Δεν πέρασαν τρεις μέρες κι έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγκονήσια, στην Πόλη και τη Βενετιά, διαλαλούν και λένε:
- Όποιος βρεθεί και γιατρέψει τη μπεοπούλα του Φαρακλού, θα τον ντύσει στο μάλαμα ο μπέης ο αφέντης της και στ’ ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας της!...
Το ακούν και τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια, οι γιάτρισσες με τα βότανα, οι δερβισάδες με τα ξόρκια, οι παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα τίποτα δεν μπορούν να κάμουν στην πικρή αρρώστια της πεντάμορφης! Λιώνει και σβήνει σαν τον ανθό στο ανθογυάλι του. Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ’ αρώματα. Μέσα στο απόμερο δωμάτιο του πύργου, το στρωμένο με χνουδωτούς τάπητες, στο απαλό κρεβατοστρώσι απάνω, δράκοι παλεύουν δυνατά η ψυχή και το σώμα της. Απάνω της σκυμμένοι, αφνοί κι άλαλοι παραστέκουν οι γονείς, ανίκανοι να βοηθήσουν την κόρη στο χαροπάλεμα. Και δεν ακούεται άλλο μέσα στο θλιμμένο δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγκομαχητό της μπεοπούλας, σαν φτεροκόπημα ψυχής.
Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει το μπέη παράμερα:
- Ένας γέροντας, λέει, φάνηκε στην πεζούλα ερχάμενος από τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψει την μπεοπούλα.
Καθώς τ’ ακούει εκείνος, αναγάλλιασε.
- Τρέξε γλήγορα! λέει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου φέρτε το γέροντα!
Τρέχουν, βρίσκουν έναν κοντό και κακοτράχαλο γεροντάκι καβάλα σε μια κασέλα. Ήταν κασέλα κι έμοιαζε σα χελώνα· ήταν χελώνα κι έμοιαζε σαν κασέλα. Τρέχει ο μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια.
- Αμάν, γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι κι ό,τι θες από μένα.
- Μη φοβάσαι, μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμαι εδώ, μη φοβάσαι! Μόνο ένα πράμα θα κάμεις· να πάρεις τη μπέισσα να φύγετε από τον πύργο. Και να διαλαλήσεις στο χωριό, με το ηλιόγυρμα οι χωριανοί να κλειόνται στα σπίτια τους συφάμελοι για τρεις μέρες.
Ο μπέης κι η μπέισσα στην αρχή δεν ήθελαν να φύγουν και ν’ αφήσουν μοναχή τη θυγατέρα τους. Μα ο γέροντας επίμενε στο λόγο του.
- Αν δε θέλτε, είπε, αφήστε την να πεθάνει.
Τέλος έφυγαν οι γονέοι κι ο γέροντας έμεινε ολομόναχος με την ομορφονιά. Ο γέροντας ήταν μάγος, από κείνους τους μάγους που με το λόγο μπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και να θαλασσώσουν τις στεριές. Η δύναμή του όλη και τα μάγια του ήταν σε κείνη την κασέλα· την έκανε όπως ήθελε: γοργοπόδαρο άλογο στη στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο στον αγέρα. Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ξωτικών· το ένα φουσάτο φοβερότερο από το άλλο. Και με κείνα έλεγε να γιατρέψει τη Γκιουλχανούμ. Πιάνει γοργά κι ανοίγει την κασέλα· χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσε, κάποιο βαθύ βογκητό ακούστηκε και τα όρη γύρω άρχισαν να χτυπιόνται σα δαιμονισμένα.
Πέρασαν τέλος τα τρία μερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα. Όχι μόνον έγινε καλά, μα και πιο όμορφη και γλυκιά και δροσερή από πρωτύτερα. Οι δύστυχοι γονείς κατάντησαν τρελοί από τη χαρά τους· δεν ήξεραν με τι τρόπο ν’ αντιπληρώσουν το γέροντα. Μα κείνος δε φρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελ’ έτσι και να φύγει. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείσει πάλι στην κασέλα. Μα κείνα δε θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει, ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως θύμωσαν με τα λόγια του και ρίχτηκαν λυσσασμένα, κάνοντας άνω κάτω τον τόπο περίγυρα. Άκουες φωνές, κλάματα, βρισιές, βλαστήμιες, δοντοτριξίματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιά και λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα. Ο αέρας γέμισε από γλώσσες αόρατες που καθεμιά είχε και το σκοπό της.
Έκανες εδώ, άκουες τ’ όνομά σου· έκανες εκεί, έχανες τη σκούφια σου. Έσκυφτες χάμω κι ένιωθες άξαφνα φοβερή σφήνα να σου χωρίζει τα μηριά. Βρέθηκαν άνθρωποι που γύρισαν μέρα μεσημέρι θεόγυμνοι στα σπίτια τους. Τα χωριά ρήμαξαν· οι κάτοικοι σφιχτομανταλώθηκαν· τα ζωντανά δεν έτρωγαν το χόρτο τους· τ’ αγρίμια κλείστηκαν στις μονιές τους· άδειασαν τα βουκολιά και τα βαλμαδιά· και τα γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά, συνεπήραν τα μαντριά και γκρεμοτσακίστηκαν στη θάλασσα.
Ο γέροντας πήγες να σκάσει από το θυμό του. Όλα τα ξόρκια είπε, μα κανένα δεν πιτύχαινε. Τα ξωτικά, που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά σα σκυλιά στα πόδια του, τώρα γύριζαν και τον περιγελούσαν, του τραβούσαν τα γένια κι έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα μακριά του τα μαλλιά. Και κείνος δε μπορούσε να καταλάβει τι έτρεχε τάχα, γιατί τα μάτια του δεν έχαναν τόσο τη δύναμή τους. Έπεσε στη σκέψη κι άρχισε ν’ ανασκαλίζει με το νου τα περασμένα.
- Μπρε! είπε άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του.
Τώρα φωτίστηκε. Ναι, τώρα θυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα έμεινε ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξε αστόχαστα:
- Μωρέ, μήλο για δάγκωμα!
Κι έσυρε το τρεμάμενο χέρι του γλυκά κι ανάλαφρα απάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας μολεύτηκε, και μολεμένου ανθρώπου δεν πιάνουν τα μάγια ποτέ!
Άρχισε τώρα να κλαίει και να μύρεται. Τέλος δεήθηκε στο Θεό, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του για να σώσει τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον άκουσε και μ’ ένα λόγο συνάζει ο μάγος τα φουσάτα, και σα να έριχνε θανάσιμους οχτρούς, τα διασκορπίζει περίγυρα. Τρία ρίχνει στις Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες, που κρέμονται απάνω από τη χούνη του Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στο Κούνο, ψηλά στο Παραδείσι· και το φοβερότερο με βρισιές κι αναθέματα, γυρίζει και το ρίχνει στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ στο Τσιρίγο.
Για τούτο, σας λέω, τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι! Ακούτε μένα· τις κάνουν τα στοιχειά!...
Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας, όταν τελείωσε, γύρισε περήφανο βλέμμα να ιδεί τους συντρόφους του. Πριν, αφαιρεμένος στη διήγησή του, δεν είδε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματά τους. Μα τώρα τους βλέπει όλους γύρω να κοιμόνται και να ροχαλίζουν. Δρόλαπας τον πλάκωσε ο θυμός. Με τους ίσκιους λοιπόν μιλούσε τόσην ώρα! Αναψοκοκκίνησε, τινάχτηκε ορθός κι αρπάζοντας τη σκάλα θέλησε ν’ ανεβεί, βρίζοντας θεούς κι ανθρώπους. Αλλά οι ναύτες ξύπνησαν μεμιάς, έσκασαν δυνατά γέλια κι ο θερμαστής, το πειραχτήριο του Γιαννιού, τον ακολούθησε φωνάζοντάς του:
- Άλλο ένα, Γιαννιέ!... άλλο ένα και σώνει σου!..
Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γλήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί, για να παινέψουν το γαμπρό, έλεγαν:
- Καλόγνωμος σαν τον καπετάν-Παλούμπα.
Οι ναυτικοί, όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι:
- Καλοτάξιδο σαν τη γολέτα του καπετάν-Παλούμπα.
Κι οι νέοι, όταν μιλούσαν για την αγαπητικιά τους:
- Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν-Παλούμπα.
Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός και το έχει του.
- Τήρα καλά, κακομοίρη: την καπετάνισσα και τα μάτια σου! μου είπε όταν την έφερε στη γολέτα νύφη. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μοναχή και να φύγω.
Ε, καλά! Και ποιος δεν το ήξερε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν-Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτεί. Το αποφάσισε – όχι, ψέματα είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που γύριζε σε κάποιο νησί, είδε άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα σηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή αλλιώς κι αλλιώτικα. Η ματιά της κόρης χτύπησε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού και πήδηξε κεφαλόβρυσο το αίσθημα. Το λυγερό κορμί, που έφευγε λαυράκι στα νερά, ξάφνισε τα νεύρα του· και το γέλιο, που απέμενε οκνό στον αέρα, τον τύλιξε σε πόθους και σε όνειρα.
Δε χασομερίζει· βάνει τα γιορτινά του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά παπούτσια· ζώνει στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι, περνά το κεντητό γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και τρέχει στο σπίτι της Λενιώς. Πριν όμως πατήσει στη βάρκα, πισωγυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό μεταξομάντιλο, και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι.
- Γεια σας κι ήρθα, λέει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της «Κυραδέσποινας», που άραξε προχτές στο νησί σας. Τ’ όμορφο καράβι θέλει κι όμορφη καπετάνισσα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα μου. Αν είναι με το θέλημα του Θεού και την ευκή σου, αύριο τη στεφανώνω.
- Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε, σαν τον καλόν το χρόνο, απάντησε η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της χρόνια χήρα. Βουτηχτής ο άντρας της, καθώς ανέβαινε με το δίχτυ του γεμάτο, τον έκοψε το σκυλόψαρο στα δύο, σαν πράσο. Άφησε πεντάρφανο το κορίτσι του. Εκείνη πάλεψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρουφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ. Δεν έλεγε όμως ποτέ να της δώσει άντρα γέροντα. Ούτε και διάβαινε στο νου της τέτοιο κακό. Όταν συχνά πυκνά συλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παλικάρι χρόνων είκοσι, με μουστάκι μαύρο, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ, απαράλλαχτο σαν το Μακεδόνα που βάζουν στην πλώρη τους πολλά καράβια. Αλλά τώρα, μόλις είδε τον καπετάν-Παλούμπα, καλοδέματον αληθινά, πάντα όμως ψαρομάλλη, ταμπακορούφη, σαλιάρη και τέλος γέροντα, δε δίστασε να δώσει αμέσως το λόγο της. Γέροντας, σου λέει, μα καπετάνιος· και καπετάνοι δε βρίσκονται κάθε μέρα στο νησί!
Ο καπετάν-Παλούμπας στεφανώθηκε τη Λενιώ, και μόλις έφτασε στη Σύρα, ολάκερο βίο ξόδεψε για τα στολίδια της.
- Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! Να τα φορείς να χαίρεσαι, της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν τη Λιογέννητη. Αν δε σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι άλλα. Κι αν δεν αρκούν και κείνα, πουλώ και τη γολέτα μου, να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά.
Εκείνη δεν είπε τίποτα, παρ’ απόμεινε κοιτάζοντας τα φανταχτερά ρούχα της. Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά σήκωσε τα μάτια πάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να ειπεί αν έβγαινε απρόθυμη από το νησί, ή ότι της δώσαν άντρα γέροντα.
Μέσα στη γολέτα ήμαστε όλοι κι όλοι εξ νομάτοι. Ο καπετάνιος με το γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκονιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος, ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορυφή, κατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζει δροσερό, μεταξωτό επάνω σε μελαχρινό κεφαλοκόλονο. Είχε τα μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα. Αν τον έβλεπε η γρια-μάνα της Λενιώς, βέβαια θα γνώριζε τον ονειρεμένο της γαμπρό. Τον είδε όμως η κόρη. Τον είδε και τον γνώρισε για φαντασιά της μάνας της, μπορεί και για στοχασμό δικό της. Έβγαλε αμέσως τα μεταξωτά, έκλεισε τα χρυσαφικά σ’ ένα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κι έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον άσπρο σάκο της. Ωιμέ, τ’ ήταν εκείνο! Τι πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε, δώρο τ’ ουρανού ή του κυμάτου γέλασμα, στο άχαρο σκαφίδι μας! Άλλαξε αμέσως η έρμη ζωή του ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή ως το βράδυ το γύριζε, το στόλιζε, το περιποιόταν σα νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, κατέβαινε στην πλώρη, συγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέσει μαζί μας τους φλόκους. Τι ήθελες και δεν έκανε του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψει· ποιος μπάλωμα να τον μπαλώσει· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να τη σηκώσει με το δροσάτο γέλιο της, με το γλυκόλογό της. Πουλάκι, θαρρείς, αγαπησιάρικο και ομορφόπλουμο, πέταξε από τα δέντρα της παράδεισος στην κούρνια μας, και με το φτερούγισμα, με τον κελαηδισμό του, άπλωσε βάλσαμο στις τυραννισμένες ψυχές, ανάδωσε τη χαρά, πλανεύτρα την ελπίδα, τον πόνο και το μόχθο άβλαβα και ποθητά. Έφευγε η μαρτιάτικη μέρα γοργή σα διάνεμα. Ερχόταν η αυγή και λέγαμε: ποτέ να μη νυχτώσει! Νύχτωνε και λέγαμε: πότε θα ξημερώσει; Την ημέρα όλοι μαζί, χαρά, τραγούδι, γέλια. Τη νύχτα μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας τ’ αλλουνού απόφευγε το συναπάντημα, παραξηγούσε το βλέμμα, με τον παραμικρό λόγο άπλωνε το χέρι στο λάζο, σα να τον είχε αντίδικο. Κάθε χαραυγή το μάτι ανυπόμονο γύριζε στου καπετάνιου την κάμαρη, λες κι ήταν σημάδι τ’ ουρανού να δείξει τον καιρό της ημέρας. Και όταν τέλος χάραζε στο κεφαλόσκαλο το κόκκινο μεσοφόρι κι έχυνε στο κατάστρωμα του κρεβατιού τη ζεστασιά, του θηλυκού το μόσκο και της νυχτιάς τα μυστικά, αλί στους ταύρους και τα κόκκινα μεσοφόρια!
Άξαφνα ο ουρανός συγνέφιασε. Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος θόλος. Εκείνος ξακολουθούσε ολογάλαζος και ηλιολουσμένος τη μέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκεπάζει το τρυφερό θάμα που έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λες, ήταν και κείνος μαζί του κι έβλεπε κι αναγάλλιαζε. Άλλος ουρανός συγνέφιασε· το μέτωπο του καπετάν-Παλούμπα. Η καλογνωμιά της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του, μα την ήθελε δική του. Ούτε από τον αέρα της δεν χάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα, έπειτα την περιόρισε.
- Από την άκρη του κάσαρου δεν έχει να κάμεις βήμα! της είπε ορθά κοφτά.
Και για να βάλει σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα καραβόπανο. Χωρίστηκε έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η κόλαση· εκεί παράδεισος. Εκείνη θύμωσε.
- Παλιόγερε! ψιθύρισε πεισματικά. Παλιόγερε! με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντεύεις να με κάνεις κουρούνα με τις γκρίνιες σου!
Και λύθηκε στα δάκρυα. Μα δε βάσταξε πολύ. Σε λίγο πάλι τα γέλια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι απ’ άκρη σ’ άκρη στο κατάστρωμα. Το μεσοτοίχι που πίστεψε ακλόνητο εκείνος, έγινε μαγνάδι στη θέληση της γυναίκας. Την κονταυγή, όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος βαρυροχάλιζε στην κάμαρη, ξέφευγε αχτίνα από το πλευρό του κι ερχότανε να πλύνει μαζί μας το κατάστρωμα. Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά, με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον άνεμο, με τον άσπρο σάκο αφρόντιστα κουμπωμένο και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, τσαλαβουτούσε στα νερά κι έτριβε τα σανίδια ξαναμμένη, τρελή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το λυγερό κορμί, λαχταριστό κι ολότρεμο, έδενε την ψυχή μας. Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανάτελνε αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανο – π’ ανάθεμά το! – οι γάμπες τορνευτές, τα τριανταφυλλένια ακροδάχτυλα, έφευγαν περιστέρια στο νερό. Εκείνη όμως, αδιάφορη, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο:
- Ε, καλό γραμματικούδι! Δε με παίρνετε μούτσο σας;
Και ξεχνιότανε κοιτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κι έτρεχε να κολλήσει σε γλυκόχυμο ανθό. Μα αμέσως, ξαφνιασμένη από το κάμωμά της, «Σουτ!» σφύριζε, βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρα, «Σουτ, μη μας ακούσει ο γέρος!»
Και λέγοντας «Σουτ!» έβαζε κάτι γέλια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, κυματιστά γέλια, που και νεκρό μπορούσαν να αναστήσουν. Αλλά σε λίγο το γκουχ γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη κι η Λενιώ έσβηνε πίσω στο κάσαρο. Έκλεινε τότε η πύλη της παράδεισος κι έμεναν όξω, ταπεινοί και περίλυποι, οι εξόριστοι δαίμονες. Εδώ ανάτελνε και κει φώτιζε η μέρα. Γέλια εκεί, τραγούδια και μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Ο μπούφος σφιχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τρυγόνα· ελεύθερος αναγυρίζει τα φτερά της· ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. Δε φτάνει πια σε μας παρά το σβησμένο γέλιο της. Το γέλιο που φορτώνει μολύβι την καρδιά, τα αίμα φέρνει στο κεφάλι μας. Έτσι τη συνηθίσαμε πάντα μαζί, που πίστεψε καθένας πως η γυναίκα κείνη ήρθε να σκορπίσει σε όλους τη χάρη της κι όχι σ’ ένα μοναχά. Έτσι, φαίνεται, το συνήθισε και κείνη. Γιατί άξαφνα, εκεί που τριβόταν σαν χαϊδεμένη γάτα κοντά στον καπετάνιο, πεταγόταν απάνω και μέριαζε το καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά:
- Παναγία, βόηθα!... Παναγία, βόηθα!...
Κι ευθύς που δροσόλουζε το καράβι με τη ματιά της, γύριζε πίσω γελαστά κι έλεγε στον τρομαγμένον αφέντη της:
- Τίποτα, καλέ! Τίποτα!... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψει.
Έτσι ξημερωθήκαμε μια μέρα μπρος στην Καλλίπολη. Να ειπώ την αλήθεια, ξημέρωσε η μέρα κι όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζε ακόμη. Πυκνή καταχνιά πλάκωνε τα Μπουγάζια, κι ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνο μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου φάνηκε ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και ψεύτικο! Χρυσό τρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβηνε και θάμπωνε, έλαμπε κι έσβηνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο πισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, πείσμα έδειχναν και το ξάφνισμα ενού δράκου. Σύντροφοι όμως ήταν και τους κοίταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η καταχνιά έσυρε και κει την υγρή σκέπη της, μας ξεμονάχιασε στη γολέτα.
Καθένας έπιασε τώρα τη θέση του. Ο καπετάν-Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι· οι άλλοι ναύτες ζερβόδεξα στις κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια.
- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!
Σφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν στο σφύριγμά μου. Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά μας σήμαντρα. κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δε βροντοφωνούσαν άλλο, με κάθε τρόπο, βραχνά, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή:
- Σταθείτε! Φυλαχτείτε! Μη και τρακάραμε!
Όλοι το έλεγαν και το ένιωθαν όλοι να πέφτει χιονοβολή στην ψυχή τους. Και μονάχα η καταχνιά, αδιάφορη, επίμενε να συσμίγει τους ατμούς κρύους και να τυλίγει, να τυλίγει τα τόσα τέρατα που βρουχιόνταν περίτρομα στους κόρφους της.
Άξαφνα, βλέπω κάτω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια πέταξαν λες από την πλώρη μας, απλώθηκαν γραμμή ολότρεμη, ξύρισαν με το φτερό τα νερά, χάθηκαν πέρα σαν μαύρο φίδι μακρύτατο, που φεύγει τη φωτιά. Και ζερβόδεξα, φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, πανιά και ξάρτια καραβιών, που έτρεχαν αιθεροπλανεμένα, θαρρείς, να βρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην καταχνιά μόλις ξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξιδεύουν στο χάος. Έτρεχαν και κείνοι ζερβόδεξα, κοίταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά κι απάνω στον αέρα, μην ξεβράσει κακό η θάλασσα και μη βρέξει χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν και φώναζαν και σφύριζαν δαιμονισμένα:
- Σταθείτε!... Φυλαχτείτε!... Μη και τρακάραμε!...
- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!
Φυσώ και γω τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος. Σα να φύσηξαν Τρίτωνες στ’ όργανό μου, η καταχνιά σηκώθηκε από τη Ρούμελη. Φάνηκαν τώρα οι πλαγιές πράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ’ ακρογιάλια γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε σπέρνοντας παντού, στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και τα νερά, σωρό τις διαμαντόπετρες. τα πλεούμενα με κατάβροχα πανιά φρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή τους. Και κάτω κει, από το στενό της Μάδυτος, πρόβαλε τρεχάτο, σα να έκοψε τις αλυσίδες του, το αράπικο βαπόρι ερχάμενο καταπάνω μας.
Μα η «Κυραδέσποινα» αρμένιζε ακόμη στο σύθαμπο. Γύρω μας, και στην ανατολή αντίκρυ, έστεκε η καταχνιά σκοταδερή, αέρινος Καύκασος, σα να μας είχε πείσμα. Μονάχα δυο τρεις φορές ο ήλιος λόγχισε τ’ αδυνατότερα μέρη κι έδειξε τη φυλακή μας ασημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τα δυο ακρογιάλια. Μα εγώ ξακολουθούσα πάντα να ρίχνω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλαλαγμό και το θρήνο.
- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!
Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα στην πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ’ αυτί μου. Ένα γέλιο μικρό, γαργαλιστικό, γνώριμο γέλιο έρχεται να μου παγώσει την καρδιά. Και μια φωνίτσα μασημένη, κελαηδιστή, ακούω να λέει:
- Αχ, τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα... Έτσι πάντα... Αιώνια έτσι!...
Ήταν η φωνή της καπετάνισσας.
- Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή και κείνη.
- Για να είμαστε οι δυο μονάχοι, οι δυο μας σ’ όλο τον κόσμο... Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τώρα· μεταξοσέντονα με χρυσές ούγες, με δαντελένιες άκρες, με στημόνι από δροσιά. Γύρω κι απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά, που δεν τα γνώρισε αργαλειός, που δεν τα ύφανε υφάντρα. Μεταξοσέντονα σαν αυτά που τ’ άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να κρύψουν στις χαρές τους εσέ, καλέ μου, κι εμέ τη σκλάβα σου.
Άνοιξα τα μάτια διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η καταχνιά έσφιξε πάλι και θάμπωσε και σκέπασε όλα με μυστήριο. Χάθηκε η Ρούμελη, έσβησε η θάλασσα, πάνε τα καράβια που γύρευαν τη γραμμή τους· έσβησε και τ’ αράπικο που έτρεχε πριν καταπάνω μας. Και μέσα στο σταχτόμαυρο πλοκό πύρινα φίδια, οι σαγίτες, έφευγαν ψηλά με βραχνό σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν ψηλά, έβρεχαν καντήλια πέρα δώθε, λες κι ήθελαν να ιστορήσουν στ’ αστέρια τη μοίρα μας. Όχι στην πλώρη, μήτε δίπλα μου δεν ξεχώριζα τίποτα. Τον κελαηδισμό τους μόνον άκουα, και κείνον κομματιαστό, πνιγμένο, σα να ερχότανε από το πηγάδι μέσα.
Δαίμονας μ’ έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δε μπορούσα ν’ αφήσω τη θέση μου! Έπρεπε ν’ απαντάω και γω κάθε δυο λεφτά στον αλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα η φωνή της γολέτας· η ψυχή της ήμουν. Και ξακολούθησα τακτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με δύναμη, λες κι ήθελα να τη σπάσω.
- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!
Εκείνη την ώρα ακούω τον καπετάνιο, με φωνή πεισμωμένη, να κράζει κοντά του το μικρό ναυτόπουλο. Απελπίστηκε από τον άνεμο και σκέφτηκε του Επιτάφιου το κερί. Σε κείνο δεν αντιστέκεται η καταχνιά ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος κι ο αθωότερος μέσα στη γολέτα. Νίφτηκε αμέσως, φόρεσε τα γιορτινά του, έβαλε το κερί μ’ ευλάβεια σ’ ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.
- Λύτρωσέ μας, Χριστέ, όπως λύτρωσες τον κόσμο!
Στη στιγμή – τ’ ορκίζομαι – στη στιγμή έρχετ’ ένα φύλλο και σαρώνει από τη γολέτα την αντάρα. Την κουρέλιασε, την έσπρωξε στις σκοτεινές σπηλιές σαν κατάδικο. Ο ήλιος χρύσωσε τώρα τα σίδερα, διαμαντοστόλισε τα σχοινιά, βερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες· έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Αλί! Έδειξε κι ένα αντρόγυνο που γλυκοφιλιόταν δίπλα στον αργάτη.
Δεν πρόφτασα να καλοκοιτάξω, κι ακούω πίσω μου τέτοιο βόγκο, που νόμισα πως το στοιχειό της θάλασσας χύθηκε να μας καταπιεί. Δεν ήταν το στοιχειό· ήταν ο καπετάν-Παλούμπας· έτρεξε από το κάσαρο κακό δρολάπι απάνω τους. Εκείνοι, καθώς άκουσαν το βόγκο του, κατάλαβαν πως τα μεταξοσέντονα τους πρόδωσαν. Τινάχτηκαν ντροπιασμένοι.
- Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου!
Και με το λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να ακολουθήσει το Λενιώ. Αλλά μόλις αντίκρισε το κύμα, πισωπάτησε ολότρεμη. Πλάκωσε τότε ο καπετάν-Παλούμπας κι άπλωσε τα χοντρόχερά του στα χρυσά μαλλιά. Δεν πρόφτασε. Βρόντος ακούστηκε, και τινάχτηκαν ξύλα κι άνθρωποι στη θάλασσα. Το αράπικο, τρέχοντας να κερδίσει το δρόμο του, ήρθε σωτήρας της λυγερής και σκόρπισε πανιά μαδέρια την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινε ο γραμματικός; Πώς σώθηκε η ερωταριά; Δεν ξέρω τίποτα. Μπορεί να χαίρονται κάπου τη ζωή, όπως την ονειρεύτηκε ο καπετάν-Παλούμπας. Εκείνον όμως τον είδα σακατεμένο, άγριο, μελαγχολικό στο περιγιάλι. Τίποτα πια δεν έβρισκε κανείς να του παινέψει.
Πάει κι η καλή καρδιά, πάει κι η γλήγορη γολέτα, πάει κι η όμορφη γυναίκα του!
Δε λέτε, ρε παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε;
Και με το λόγο φάνηκε μαύρο κορμί στην ανοιχτή θυρίδα, κύλησε από τη σκάλα κάτω ο Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ’ ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στη θερμάστρα, φρόντιζαν να ζεσταθούν με τη φασκομηλιά και το ψωμοτύρι. Ο λύχνος, καρφωμένος στη μέση ενός στύλου, φώτιζε και κάπνιζε μαζί τα περίγυρα σωθέματα. Διπλά τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στα πλευρά, με τα μαύρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθήκες στ’ ανήλιαστα βάθη της γης ταιριασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου, ανοιχτόπορτη, έδειχνε άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και ολούθε κρεμασμένα τα ρούχα, στο λάδι και στο κάρβουνο βουτημένα. Οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι. Τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδειχναν το χώρισμα καλογερικό κελί. Αλλά το φλίφλισμα του νερού που ακουόταν στα πλευρά, η μυρωδιά του κατραμιού και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν πρόσεξε τώρα στο αστείο κατρακύλημα του θερμαστή.
- Δε λέτε, ρε παιδιά, και τίποτα να ζεσταθούμε; ξαναδευτέρωσε εκείνος, αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα σαν ερωμένη.
- Τι να ειπούμε; ρώτησε μελαγχολικός ο Κώστας ο Αξιώτης. Νυχτιά σαν την αποψινή δε θέλει παραμύθια. Όχι, δε θέλει παραμύθια! Εδώ στον άγριο κόρφο πού είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το μούγκρισμα της Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι από τον πουπουλένιο θυμό τ’ ουρανού, ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη πού έχουμε εμείς τώρα. Περνούσαν τις άγιες ημέρες κάτω από τη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής τ’ αμπέλι του, τρυγούσανε και κείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα και χαίρονταν το χειμώνα τα καλά της άφοβα. Ήξεραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό για τη χαρά και για τη θλίψη τους. Εμείς τίποτ’ απ’ αυτά! Χειμώνα-καλοκαίρι τ’ οργώνουμε το κύμα. Βόδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης, υποταχτικά θ’ αυλακώνουμε τ’ αρμυρό χωράφι, μονάχα τη φάκνα μας έχοντας για πληρωμή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν’ αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δε λέω πως θα μείνουμε τώρα ήσυχοι. Ο αφέντης θέλει δουλειά από το δουλευτή, γιατί φοβάται μην οκνέψει με την ακαμωσιά. Φαντάσου όμως, αν ήταν καλοσύνη, τι δρόμο θα παίρναμε τώρα. Έτσι τουλάχιστο έχω ελεύθερο το νου να συλλογιστώ το σπίτι μου.
Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν άπραγο παιδί. Μα δε φταίω γω. Φταίει αυτή η νύχτα. Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, τ’ αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας πίσω από τα χιονισμένα βουνά και τάραξε το είναι μου. Όπως τους Μάγους οδήγησε και μένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στη Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, το ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ. Παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν ταξιδέψω στη θάλασσα.
Καθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας, που τα έραψε της μάνας μας η φροντίδα και της αδερφής μας, της ομορφούλας τα πιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στις προσκεφαλάδες ψηλά και ρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του.
Όταν μας έβλεπε έτσι συναγμένους, του άρεσε να διηγέται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της Επανάστασης διάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα μπροστά μας. Μα κείνη τη νύχτα δε θέλησε να μιλήσει ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξίδια του. Μόλις βάλαμε το λύχνο στο λυχνοστάτη και φάγαμε τη λειψόπιτα, μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ’ άφηνε από κοντά του. Αλήθεια, στα ταξίδια του είχε πρόχειρα τα τροπάρια και τις βλαστήμιες. Μα τώρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής, φρόντιζε για τη σωτηρία της ψυχής του.
- Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου το μικρότερο, τι όραμα είδε η Παναγία τη νύχτα που γέννησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό;
Κόκαλο εκείνος. Ρωτάει εμένα, το ίδιο.
Α, δεν το ξέρετε ! πρόσθεσε με ήρεμη φωνή. Μα δεν φταίτε σεις, φταίω γω που δεν σας το έμαθ’ ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, στον τόπο τον παράδοξο. Ποιο χρόνο δε σας λέω. Φτάνει να μετρήσετε το φετινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια γυναίκα, συντροφιασμένη από τον τέχτονα τον άντρα της, στάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά και γέννησε ένα παιδί. Φτωχά ήταν τα ρούχα της, η όψη της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στη ματιά, που έλεγες θ’ αναστήσει και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι, το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο για να θρονιάσει μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη τα μυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι από τα χρυσά στολίδια του, φανέρωναν την αισθαντική πηγή που θα σαρκώσει την αγάπη και την Καλοσύνη.
Γέννησε το παιδί, το βύζαξε, το τύλιξε στο σάλι της και τ’ απίθωσε στη φάτνη πάνω στ' άχυρα να κοιμηθεί. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινε από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να τα περιγλείφει κι έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσε. Η φάκνα έτριζε κάποτε. Αλλά και κείνη έμενε ξερομασημένη στο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτο, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια, σκισμένα από τα νύχια του όρνιου, τρύπια από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από τον ποντικό, ψήλωνε βουβή κι ατάραχη. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί ψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα. Εκεί τ’ αμπέλια έδειχναν κλαδιά έτοιμα ν’ ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της άνοιξης. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές λαγάριζαν από τώρα το χυμό που θα καεί θυσία στο νεογέννητο. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα πάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λες και στολίσθηκαν να καλωσορίσουν Εκείνον που θα τους χαρίσει τη δόξα. Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θ’ άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη σαν κατάρατο πνεύμα βρουχιόταν η Νεκρή θάλασσα, λες κι είχε ακόμη μέσα της τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά, απάνω από τους ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε το ανθρώπινο μάτι, ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και στην ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Γεροσόλυμα, το άσμα των Προφητών κι η λατρεία λαού μεγάλου.
Ο Ιωσήφ, μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί, κατέβηκε στο χωρίο να φροντίσει για τη λεχώνα. Και κείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, σταύρωσε τα χέρια, ακούμπησε το κορμί σ’ ένα στύλο κι έκλεισε τα ματόφυλλα. Μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθεί. Η τύχη του θεόσταλτου ήρθε να της τυραννήσει την ψυχή. Τι θ’ απογένει στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, Εκείνος που της δόθηκε με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είναι η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάσει δρόμο πορφυρόστρωτο ή θα βάψει με το αίμα του τ’ αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πια στα λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμα των Φαρισαίων και των Ρωμαίων το ζυγό. Δεν κιθαρίζει ο Δαβίδ ούτε η Δεβόρρα δικάζει το λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν. Απιστίας σύγνεφο κάθεται στην Ιερή Κιβωτό και στου Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη, χωρίς ν’ αποδώσει ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας χάθηκε χωρίς ν’ ανορθώσει το Νόμο. Η Γη της Επαγγελίας, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, φθείρεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, σα να τη βαραίνει ακόμη η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγινε ο ποτέ Παράδεισος! Εγωιστής και εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου! Πώς θα ζήσει σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;
Άξαφνα λύχνος ηλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρος στης μάνας την ψυχή, έτοιμος να δείξει το μέλλον του νιογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξε άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιό να μαγνητίζει τις ψυχές του λαού. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια, μιλούσε στο λαό και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. Διαβαίνει ανάλαφρα τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που τον προσπερνούσαν, τώρα πισωδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζεί στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ’ απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατιά στέρνα του και δροσίζει το καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και σηκώνονται οι ταπεινοί, τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Γεροσόλυμα στρώνουν τους δρόμους με βάγια να τον δεχτούν. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν το σταυρό. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος του αρνιέται πριν λαλήσει ο πετεινός. Μα Εκείνος, ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνηση και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τις κοροϊδίες και τα φτυσίματα, πίνει το ξίδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.
- Γυναίκα, να ο γιος σου, λέει την τελευταία στιγμή.
Και αποχαιρετά, μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό, τη μάννα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, το λαό που τον τυράννησε, τη Γη που είδε τις πίκρες του και τον Ουρανό που θα δεχόταν το Σώμα του.
Η μάννα ήταν εκεί και τα έβλεπε όλα. Ήθελε να φωνάξει, να τρέξει για να τον σώσει από τα χέρια των κακούργων αλλά δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδε ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπο, έτοιμο να λογχίσει τα πλευρά του,
- Μη! ... εφώναξε με όλη της τη δύναμη.
Και με το μη! ξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρα της τίποτα από το φριχτό δράμα. Το βρέφος κοιμότανε ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Μα δε βασίλευε η σιγή και το σκοτάδι, όπως πριν. Αγγελική αρμονία κατέβαινε από ψηλά και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά.
Και μπρος στα πόδια της, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα και το μόσχο και το λιβάνι, ονόμαζαν το γιο της βασιλέα και Θεό.
Εκείνη την ώρα φάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.
- Να φύγουμε· λέει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κι οι ανθρώποι τον ψάχνουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!
Εκείνη άρπαξε αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της και πήραν δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα τους έκρυψε. Μα τα αίματα των άλλων παιδιών κι ο θρήνος των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.
-Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη! ψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα!...
Τέλειωσε ο Αξιώτης το διήγημα του κι οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν άλλοι στέναξαν βαθιά σα να ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μα ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ’ αστεία και στα σοβαρά, ρώτησε πονηρά το σύντροφό του:
-Δε μου λες, βλάμη. Είδε η Παναγιά στ’ όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραββά;
Εκείνος χολοταράχτηκε. Φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Μα την κατάπιε. Δεν ήταν καιρός τώρα να κολαστεί κανείς! Χαμογέλασε, έκαμε το σταυρό του και ξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.
- Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας! ευχήθηκε.
- Στα σπίτια μας, μα θα μας θερίζει η πείνα, είπε ο θερμαστής.
Και γέλασε δυνατά.
Η «Παντάνασσα» το νιόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα, φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο, αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του Γαλαξιδιού. Έκανε το πρώτο ταξίδι του. Χτες πήρε τη σαβούρα του, σύναξε όλες τις προμήθειες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και το χάραμα έλυσε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, χυμένοι όξω στο ακρωτήρι το κοίταζαν, το καμάρωναν και το καταβόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη. Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα κι ο καπετάν Δρακόσπηλος δώδεκα, μια ματιά ρίχναμε στ’ άρμενα και μια στη στεριά.
- Καλό ταξίδι· και καλή αντάμωση!...
- Ναι· καλή αντάμωση!...
Ο Μοσυρίνας ο σκύλος μας έτρεχε απάνω – κάτω χαρούμενος και κείνος. Μπλεκότανε στα πόδια μας, κατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε στου καπετάνιου την κάμαρη, γύριζε στο μαγεριό, πηδούσε στο τσιμπούκι και γαβ! γαβ! αλύχταγε κατά τις στεριές, σα να τους έλεγε και κείνος:
- Καλές αντάμωσες!
Ο ουρανός καταγάλανος απάνω· τα νησιά, τ’ ακρογιάλια γύρω ήμερα και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρίμος άνεμος φούσκωνε τα πανιά κι έσπρωχνε το καράβι γοργό στο δρόμο του. Μα τι τα θες! Με όλη τη χαρά που έδειχναν ψυχωμένα κι άψυχα γύρω, κάτι κρεμόταν αόρατο ψηλά και κάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μας. Ήταν η πίκρα του χωρισμού; Ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν η «Παντάνασσα» πρωτοτάξιδη, εμείς είμαστε παλαιοί θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας διάλεξε τον αθέρα για να βάλει μέσα. Χρόνια, ταξίδια και θαλασσοδαρμούς δεν ήξερε ποιος είχε τα περισσότερα. Κι οι απέξω που μας καταβόδωναν δεν ήταν άμαθοι. Χίλιες φορές είδαν το μισεμό και το γυρισμό μας. Τα δάκρυα κι οι χαρές έχασαν το σύνορό τους σε κάθε ναυτότοπο. Τραγούδια και μοιρολόγια βρίσκονται αδερφωμένα, όπως το κυπαρίσσι κι η τριανταφυλλιά στο νεκροταφείο.
Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπηλο δε γέννησε δεύτερο. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι, τα ήξερε με το διαβήτη, σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ’ ακρωτήρια, τις λένες, [1] τα ρήχη, τα πόρτα μπορούσε να τα ειπεί ένα κι ένα με τα μίλια τους. Αν ρωτάς για τους ανέμους; Ένιωθε το φύσημά τους τρεις ώρες πριν να κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα δεν είχαν γι’ αυτόν μυστικό. Μιλούσαν στην ψυχή του.
Και δεν τον έφταναν αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να μαθαίνει τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι, πετούσε η φαντασία του. Άμα έβρισκε κανένα κοσμοπερπατημένο, τον ρωτούσε για όλα. Για τους Ωκεανούς, για την Αμέρικα, για τους Πόλους, για τους πάγους που κατεβαίνουν ως τ’ ακρογιάλια της Αγγλίας και τα ρέματα που έρχονται από το Μεξικό στη Νορβηγία κι έχουν το νερό ζεστό και φέρνουν βανάνες, καφέδες, των τροπικών καρπούς, στα παγωμένα κλίματα. Όνειρο είχε να κλείσει στο κεφάλι του όλη την Υδρόγειο.
Και όμως – θα το πιστέψετε; - αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν είδε από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος και τρόμαξε το ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το σκόρπισε η λεονάδα το Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισιακό με το δήμαρχο, το δάγκωσαν οι πέτρες στο Βονιφάτσιο. Του πεθερού του μια γαλέτα την έφαγε ο άμμος του Αλαφονησιού. Με κανένα ξύλο δεν μπόρεσε να τελειώσει ταξίδι. Αν γλίτωνε στο πρώτο, την πάθαινε στο δεύτερο. Αν γλίτωνε και στο δεύτερο, στο τρίτο ήτανε ξοφλημένος. Κατάντησε ούτε τ’ όνομά του να μη θέλουν ν’ ακούσουν οι ναυτικοί. Κανείς καραβοκύρης δεν του έδινε καράβι να κυβερνήσει· κανείς ναύτης δεν του μπιστευότανε τη ζωή του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγαν καπετάν Δρακόσπηλος κι ανατρίχιαζε όλο το Γαλαξίδι, σα να πλάκωνε ο Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνιοι που θα ταξίδευαν φρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στο δρόμο του.
Το είχαν κακοσημαδιά.
Εκείνος τα έβλεπε κι αναστέναζε κατάκαρδα. Δεν παραπονιόταν όμως, γιατί γνώριζε το δίκιο τους. Εκείνο που τον απέλπιζε ήταν η τύχη του. Με κείνη πάλευε στον ύπνο και στον ξύπνο του. Πίστεψε πως κάτι κακό γεννήθηκε με τη γέννησή του και τον ακολουθούσε στα ταξίδια του. Αναγνώριζε πως δεν είχε πια δικαίωμα να συνεπαίρνει στην κακοτυχιά του ξένη περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή πολυάκριβη.
Αυτό δα ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία του. Ήρθε και ψυχομαράθηκε· σούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν’ αποφεύγει όχι πια τους ξένους, αλλά και τους δικούς του. Πήγαινε πάντα μοναχός, μιλούσε, χειρονομούσε, πότε δυνατά και θυμωμένα, πότε κουφά και φοβισμένα. Και κάθε ηλιοβασίλεμα ξεκινούσε από το σπίτι του, που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, γλίστραγε αμίλητος στην αγορά, κατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ’ ορθολίθι, κοίταζε τη θάλασσα. Κοίταζε κάπου μισή ώρα. Έκανε φτου! Φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλι έπαιρνε τον ανήφορο, διάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του.
Η γυναίκα του, η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας κι ο γεροπεθερός του ήταν απαρηγόρητοι. Δεν ήξεραν τι να κάμουν· πώς να τον σώσουν. Νέος άνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, άτρομος για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος, πώς μπορεί να κάθεται άδουλος σαν άκαρπο δεντρί; Και όχι μονάχα οι συγγενείς του, αλλά κι οι ξένοι πόναγαν για την κατάστασή του. Ο ναυτόκοσμος, βλέπεις, είναι μια φαμελιά. Ήθελαν πολλοί να τον βγάλουν από τη νέκρα του, να του δώσουν δουλειά· έλα όμως που τρόμαζαν την τύχη του! Δεν ήταν παίξε-γέλασε. Καλά αν γύριζε πίσω το πλεούμενο. Μ’ αν το κάρφωνε σε καμιά ξέρα;
Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα Καταλόνια. Ο πρωτομάστορης έβαλε όλη την τέχνη να το κάμει γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλύτερα ξύλα τους· οι μαστόροι κι οι καλαφάτες όλη τη μαστοριά τους. Ο Βάραγγας ξόδεψε αλύπητα. Πούλησε και κάτι χωράφια που είχε προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους, συλλογίστηκε.
Η Χρυσούλα ρίχτηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα:
- Λυπήσουν τον, λυπήσου τα παιδιά μου! Βάλε τον μέσα γρεντή.
- Μωρέ αδερφή, τον λυπούμαι, μα τι να κάμω; έλεγε κείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που ξόδεψα τα μαλλιοκέφαλά μου. Θες να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει, στάχτη γίνεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάσει στη στεριά δουλειά και να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
- Τι δουλειά να πιάσει; Επίμενε κείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμει άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζει το ψάρι όξω απ’ το νερό;
Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασσα» το Δρακόσπηλο.
- Τήρα, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας, όταν αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήρα μην το κάμεις μαδέρια και τούτο.
- Αν δεν έρθει το μπάρκο δε θα ’ρθω και γω· απάντησε κείνος.
- Όχι, καλύτερα να έρθετε κι οι δυο.
Τώρα η «Παντάνασσα» έτρεχε ολάρμενη στον Καβομαλιά. Πηγαίναμε ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, δροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά τη λίκνιζε. Ρύζι σκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος φούσκωνε τα ολοκαίνουργια πανιά, καμάρωνε στα σχοινιά, σφύριζε στους μακαράδες, στις στραλιέρες, [2] στις μούδες. [3] Δίπλα πισωδρομούσαν οι στεριές καταπράσινες, έφευγαν τρεχάτες, έσβηναν την ώρα που άλλες έβγαιναν εμπρός, για να χαθούν και κείνες κι άλλες να φανερωθούν. Δέκα κόμπους έπαιρνε την ώρα. Έβλεπα τα γερά δεσίματα, το λυγερό σκαφίδι, λαμπάδες τα κατάρτια το γοργό τρέξιμο, τ’ ορθοπλώρισμά της και την καμάρωνα. Δεν ήταν καλύτερο μπάρκο σε όλη τη Σφαίρα! Τα βουνά, έλεγα, πρόβαιναν να το καλωσορίσουν· τα κύματα έτρεχαν να στρωθούν στην καρίνα του.
- Την τάδε ώρα στον Καβογρόσο· λογάριαζε ο γραμματικός. Αύριο πρωί στον Καβομαλιά· αύριο βράδυ στον Καβοντόρο· αντιμεθαύριο στα Δαρδανέλια· σε οχτώ ημέρες στον Ποταμό.
- Κι αν τύχει καμιά φουρτούνα; έκανε να ψιθυρίσει κανείς ναύτης.
Όλοι γύριζαν και τον κοίταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να δαγκώσει τη γλώσσα του! Κοτάει, μωρέ, η φουρτούνα να βγει σε τέτοιο ομορφοκάραβο;
Πίσω της όμως η «Παντάνασσα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ήταν παραδομένα στο κύμα και κανένα δε συλλογιζόταν κανείς. Φαινότανε αφύσικο. Εκείνοι που ήταν συγγενείς του και κείνοι που δεν είχαν κανένα, πάθαιναν το ίδιο.
- Πού να είναι τάχα η «Παντάνασσα»; ρωτούσε στο συναπάντημά του ο ένας τον άλλον.
- Στο καφενείο, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα. Ο Βάραγγας απελπίστηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε, πρώτο λόγο είχε να τον ρωτήσει:
- Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από το γαμπρό σου;
Άρχισε να θυμώνει.
- Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο· συλλογίστηκε.
Όταν όμως λάβαινε γράμμα, έτρεχε να το διαβάσει στον καφενέ, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες, να το ακούσουν όλοι. Και γράμματα λάβαινε συχνά. Όλοι γράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο κι ο καπετάνιος. Και γω που δεν ήξερα να πιάσω την πέννα, έβαλα το γραμματικό κι έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο κι ένα γράμμα: Σήμερα φτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε από το τάδε μέρος. Τέτοιον καιρό είχαμε ως τον Καβομαλιά· με τέτοιον καιρό περάσαμε τον Καβομαλιά». Σωστό ημερολόγιο.
Ο καπετάν Δρακόσπηλος τα μάτια του τέσσερα. Το είχε απόφαση. Ή να γυρίσει πίσω το καράβι στον κύρη του ή να μη γυρίσει και κείνος. Τις πρώτες μέρες δεν είχε ύπνο· δεν είχε σε κανένα μπιστοσύνη. Ατού! Το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα.
Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους πείραζε στο φιλότιμο.
- Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνηδες είμαστε! Τόλμησε να του παραπονεθεί μια ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε και μεις τιμόνι, δεν είδαμε μπούσουλα!...
Εκείνος το αισθάνθηκε. Τον κοίταξε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέει:
- Συχώρα με τ’ αδέρφι· δε φταίω γω. Σε γνωρίζω καλύτερό μου. Δε φταίω γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!
Δεν κατέβηκε να πλαγιάσει παρά όταν βγήκαμε από τα Μπουγάζια κι έβαλε γραμμή για την Καληάκρια! Ανοιχτή θάλασσα τώρα, ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες! Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· αφίχτηκε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σκοινάκι δεν κόπηκε…»
Όταν τελείωσε το φορτίο και πήραμε την άγκυρα, ο καπετάν Δρακόσπηλος είπε του γραμματικού:
- Τρέμουν τα νεφρά μου τ’ αδέρφι· τώρα είναι το μεγάλο πήδημα.
- Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρετά εκείνος. Δεν κοιτάς τι καιρό έχουμε; Διαμάντι!
Διαμάντι, ναι. Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο καπετάνιος. Η θάλασσα, παμπόνηρη, γνώριζε νομίζεις την αξία του και πάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ώσπου να τον αρπάξει στα φτερά της. Μια και τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε, ώστε να τον κάμει πασπάλη. Φιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του γραμματικού κι έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα κατεβαίναμε στην Πόλη. Είχαμε πρίμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασσα» φορτωμένη ως τα μπούνια, με τ’ αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα, έφευγε ίσκιος στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν και κείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύννεφο έσκουζαν ολόγυρα.
- Τα Μπουγάζια! ψιθύρισε ο καπετάνιος ένα πρωί. Ήθελε να τα καλοπιάσει και να τα ημερώσει, σα να ήθελε να τα φοβερίσει και να τους βγει στο πάλεμα. Εκείνα όμως στρωτά, καταχνιασμένα, έστεκαν εμπρός σκοτεινογάλαζος τοίχος σα να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος δείλιασε.
- Τα Μπουγάζια! ψιθύρισε πάλι.
Και θέλησε να ορθοπλωρίσει στον άνεμο. Ο γραμματικός τον εμπόδισε.
- Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είναι θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε στην άκρη άκρη. Γαλαξιδιώτες μας λεν!
- Ο χιονιάς πλακώνει! είπε ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του.
- Σαν τι πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η μέρα μόλις άρχισε. Ώσπου να πλακώσει το χιόνι, φουντάρουμε στα Καβάκια.
Και φώναξε πάλι:
- Ντροπή μας!
Αλήθεια ήταν ντροπή μας! Κάπου δέκα ξύλα μικρά μεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα φύτρωναν στο θαλασσόφρυδο. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο· κανένα δεν ορθοπλώριζε. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς!
- Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι τη ζωή μου; είπε οξύθυμος στο γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα, όλα τα σφάζω εδεπαδά για τίποτα. Συλλογιέμαι το μπάρκο και το Βάραγγα. Φαντάσου να τον καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!
Δεν πρόφτασε να τελειώσει το λόγο του και το πλοίο λάγγεψε ξαφνιασμένο. Ο χιονιάς ξέσπασε καραβοπνίχτης.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνει στα πανιά, να λιώνει στη σκοτεινή τη θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβησαν τ’ άλλα πλεούμενα, χάθηκαν τα Μπουγάζια. Χάθηκαν από τα μάτια μας, όχι όμως κι από την ψυχή μας. Όλοι το νιώθαμε κάπου εκεί λουφασμένα. Και ο χιονιάς ο προδότης έσπρωχνε απάνω τους το καράβι μας.
- Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τώρα ο γραμματικός.
- Σώπα, μωρέ, που χαθήκαμε! Φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπηλος.
Άλλαξε αμέσως πρόσωπο. Μυρίστηκε τον κίνδυνο κι έδραμε να τον απαντήσει στηθάτα. Άστραψε το βλέμμα του· αγρίεψε τη φωνή του. Ξεφέσωτος, με τα μαλλιά πίσω, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαξε το δοιάκι από το χέρι του γραμματικού.
- Κάτω τους κούντρους!... Στίγγα τη μπούμα!... προστάζει αγριόθυμος.
Έπεσαν κάτω οι κούντροι, σφιχτοδέθηκε η μπούμα στα κέρκια της. Ο χιονιάς όλο και δυνάμωνε. Φύλλο στο φύλλο πλάκωνε από πίσω, έπεφτε στα πανιά, τα φούσκωνε και τα τέντωνε με πείσμα να τα ξεσχίσει. Και το κύμα κάτω, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασσας», την κλόνιζε από αρμό σε αρμό, με βρούχημα, σα να της έλεγε: τρέχα! Και κείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη, έτρεχε, δρασκέλαγε νερένια κορφοβούνια, έπεφτε σε λαγκαδιές, δυσκολοσκάλωνε στα πλάγια και στέναζε βαριά.
- Στίγγα μαΐστρα!... Κάτω τον κοντραφλόκο.
Ο καπετάνιος έχυνε τρανταχτερά σαν καδένες τα προστάγματα. Και οι ναύτες έτρεχαν εδώ και κει, σκαρφάλωναν στα κατάρτια. Τα πόδια τους αρπάγια γάντζωναν στο σχοινί· τα χέρια τους μάγκανο έσφιγγαν τη σταύρωση. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες, [4] τον τρίγκο, [5] και τους φλόκους [6] είχαμε ακόμη ανοιχτούς. Το μπάρκο έτρεχε θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξερε. Η σκοτεινιά διπλή τριπλή κάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; Πού το Μπουγάζι; Πού μας έσπρωχνε ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; Τίποτα! Χάθηκαν για μας τα γαλόμετρα.
- Τραβέρσο· λέει τώρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπηλος.
Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίσει το μπάρκο. Πρόσταξε γοργά τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα, [7] να κάμουν τη μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους.
- Βάλε κάτω σιγά σιγά το δοιάκι· λέει στον τιμονιέρη κάπως δίβουλος.
Τρέχω να τραβήξω τη σκότα [8] της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκαλισμένη από το χιονιά, δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμει τη μαΐστρα και – φτου σου, διάβολε! – η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται κι η μαΐστρα ανεμίζει σαν παντιέρα. Πού να ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δε μας ακούει πια. Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του λύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο.
- Δυο κεριά στον Αϊ-Νικόλα· προστάζει το ναυτόπουλο.
Φτερό εκείνο στην κάμαρη· άναψε τα κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο κόνισμα του αγίου μας.
- Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μού γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάραμε σήμερα ή χανόμαστε.
Αγκάλιασα το κατάρτι κι έφτασα απάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ και τι να παραγγείλω! Ούτε το μπαστούνι [9] δεν ξεχώριζα. Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο χιονόβολο. Και η «Παντάνασσα» έτρεχε ακόμη γοργή, θεότρελη, σα να την έσερναν μαγνήτες στη στεριά.
- Τίποτα! Φωνάζω.
- Άλλα δυο κεριά, μωρέ! Πρόσταξε πάλι ο καπετάνιος. Άναψε και το καντήλι· άναψε τα όλα στη χάρη του.
Του κάκου! Ο άγιος δε βοηθούσε. Ο χιονιάς όλο και δυνάμωνε. Η θάλασσα βρουχιόταν και άφριζε και τίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας.
Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξερα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό.
- Τίποτα! Ματαφώναξα.
- Έτσι; είπε ο καπετάνιος με θυμό· καλά! φέρε το κόνισμα.
Τίναζε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια, που και το ξύλο ακόμη ανατρίχιασε.
Το ναυτόπουλο έφερε τρέμοντας τον Αϊ-Νικόλα στον καπετάνιο. Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, στο αργυρό φελόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη στο κεφάλι, ήταν ατάραχος σα να μη γινόταν τίποτα γύρω του. Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια χαμπέριζε. Ο καπετάν Δρακόσπηλος άναψε περισσότερο.
- Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δε δίνεις χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου, και την ώρα που σε χρειάζεται δε λες και συ να βοηθήσεις. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ! Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήσει ένας χοντρονοικοκύρης ζητιάνος, πώς θα χαθεί ένα όμορφο πλεούμενο, καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν· κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω και γω ό,τι μπορώ.
Άρπαξε το κόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε στο κατάρτι και με το βρομερό παπάζι [10] άρχισε να δέρνει τον άγιο.
- Κάμε λοιπόν το θάμα σου, κάμε το· τι κάθεσαι; Φώναζε κι έτρεμε ολόκορμος.
Εγώ από ψηλά έβλεπα κάτω και τρόμαζα περισσότερο του καπετάνιου το κάμωμα παρά του καιρού τη λύσσα. Τώρα δεν ήταν έξω, ήταν μέσα στο καράβι ο δαίμονας. Δαίμονας ο θυμός που έσπρωχνε το Δρακόσπηλο να κριματίσει, να βρίσει έτσι το δυνατό προστάτη του ναυτόκοσμου. Εκείνος πάντα στάθηκε κυβερνήτης του ξύλου. Εκείνος ήβρε πρώτος το τιμόνι κι έσωσε το πλεούμενο από του διαβόλου την επιβουλή. Και μεις τώρα τον κάνουμε θανάσιμο εχθρό. Ποια η τύχη μας;
- Τίποτα! ετοιμάστηκα να φωνάξω και πάλι.
Μα την ίδια στιγμή, μέσα από τα σύθαμπα, είδα να προβάλει σαν αράπικο κεφάλι, μια κοτρόνα κατάμαυρη. Πρόβαλε αργοκίνητη μουλωχτή, λες και τοιμαζόταν να ριχτεί απάνω μας.
- Ξέρα μπροστά!... φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.
- Το τιμόνι στη μπάντα! Προστάζει ο καπετάν Δρακόσπηλος.
Ώσπου να ειπεί «το τιμόνι στην μπάντα» η πλώρη της «Παντάνασσας» καρφώθηκε στου βράχου τ’ αγριόδοντα. Καρφώθη και σταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό περίγυρα άφριζε και μάνιζε, λες ήθελε να ξεριζώσει τα παρολίθαρα. Ο άνεμος σφύριζε βλαστήμιες και μοιρολόγια. Κανόνι βροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και μας έσπρωχνε και μας πελάγωνε, σα να μας είχε αντίδικους. Το ξύλο έτριζε απάνω στο βράχο, στέναζε, ένας ένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγε η καρίνα, σκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες. Άλλο κύμα ξερίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα του τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιά μαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινε η όμορφη «Παντάνασσα».
Το χιόνι έπεφτε και σαβάνωνε όλα, ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα! Κατατσακισμένος πιάστηκα σε μια σπηλάδα, σκαρφάλωσα απάνω, ξέφυγα του κυμάτου. Τώρα δρόμο για καμιά καλύβα, λίγη φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξερα. Φωνάζω· ματαφωνάζω·
- Κώστα! Βασίλη!... Τάραρη!...
Τίποτα! Ο βόγκος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου. Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ’ ένα κορμί.
- Βρε, κόφ’ το κούτσουρο! Κλωτσάω.
Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπηλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά, μόνο κοίταζε τη θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου.
- Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Εδώ θα μας θάψει το χιόνι.
Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.
- Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με το καράβι ή ποτέ. Δε θα πάω λοιπόν ποτέ.
Και λύθηκε στα δάκρυα. Με πήρε και μένα το παράπονο, καθώς είδα εκείνον το θαλασσόλυκο να κλαίει σαν μωρό παιδί.
- Άσ’ τα τώρα, καπετάνιε, του λέω· τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμεις, το ’καμες. Περισσότερο δεν μπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνει; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά…
- Γυναίκα, παιδιά!... ψιθύρισε, σαν να το άκουγε για πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν και κεινών. Φτώχυνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο… Να ρημάξω κι άλλα;
Ωστόσο σηκώθηκε ορθός.
Τράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω. Πέρασα βράχους, πήδηξα λιθάρια, έπεσα, σηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι σηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ήβρα όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεμένους ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους.
Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπηλος έμεινε στ’ ορθολίθι ώσπου τον έθαψε το χιόνι. Δε γύρισε η «Παντάνασσα», δε γύρισε και κείνος ποτέ στο Γαλαξίδι.
Σημειώσεις
[1] αμμώδης προέκταση της στεριάς
[2] ένα από τα πανιά ενός ιστιοφόρου. Για περισσότερες πληροφορίες εδώ
[3] λωρίδες υφάσματος ραμμένες στα πανιά
[4] τα ιστία ενός ιστιοφόρου από κάτω προς τα επάνω: μάιστρα ή μαΐστρα, γάμπια, παπαφίγκος, κόντρα παπαφίγκος
[5] ο πρώτος από την πλώρη ιστός
[6] μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου
[7] το πρώτο ιστίο από τα κάτω προς τα πάνω στο κατάρτι
[8] σκοινί που κρατάει τεντωμένο ένα πανί ιστιοφόρου πλοίου
[9] δοκάρι που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων, πάνω στο οποίο στερεώνεται ο φλόκος
[10] είδος σφουγγαρίστρας
Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο καλό. Άγνωστος και αδοξολόγητος, όπως γίνεται και με τους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη που ανάθεμά τη! Παντού η τύχη! Μα εγώ, αν ήξερα τ’ όνομά του, θα του άναβα περισσότερα κεριά απ’ όσα ανάβω κάθε χρόνο στον Αϊ-Νικόλα. Τούτος μας σώνει – όχι και τόσο συχνά - από τις φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του μαστοριά μάς απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και από τους αγίους του Παράδεισου, που θαρρώ δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Δε λέω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά τους. Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα τους θέλω ν’ ακούω σαν καμακίζουν άγρια καμιά ψυχή, ούτε το χόχλο του κατραμιού που βράζει στα Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων. Μα κι η συντροφιά των Πατέρων – την ευχή τους να ’χω – με τα κομπολόγια και τα λιβάνια, καθώς κι η ασύγκριτη ξαστεριά του Παράδεισου, δε μου πολυαρέσει. Τι θες, τι γυρεύεις; Καλύτερα όπως τα κατάφερε ο μακαρίτης. Έστησε χωριστά το τσαντίρι μας κι έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχο – αν έχουν μυαλό κι οι πεθαμένοι!
Μόλις άραξε το καΐκι στο νησί – στη Σέρφο ας πούμε – ο ναύκληρος πήρε το μισοκοίλι και τράβηξε στο χωριό για να μετρήσει το σιτάρι. Λιανοψιχάλιζε κάπως, όταν κίνησε, μα δε δυσκολεύτηκε. Πρωτοβρόχια, σου λέει, θα περάσει. Μα καθώς έφτασε τον ανήφορο, πιάνει μια δαρτή βροχή· νεροποντή σωστή! Πού να χωθεί; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξει για το χωριό, έλειπε ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβει πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλια. Κοιτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης – ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ. Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχεί δεν τον έμελε. Το δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δε φοβάται· είναι αργασμένο. Τον έμελε για τα ρούχα του που τα είχε πρωτόβαλτα ο φουκαράς.
Έπειτ’ από κάποια ώρα στάθηκε η βροχή. Στάθηκε η βροχή, ντύνεται πάλι, παίρνει το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο. Πριν φτάσει στο χωριό, τον απαντάει ο διάβολος.
- Γεια σου, πατριώτη.
- Γεια της αφεντιάς σου, κυρ-διάβολε.
- Πούθεν έρχεσαι;
- Από το γιαλό.
- Και η βροχή πού σ’ απάντησε;
- Στο δρόμο.
- Έλα δα!...
- Μα τα κέρατα σου, στο δρόμο.
- Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι.
Ο ναύκληρος γέλασε.
- Α, λέει πονηρά! Ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμαι.
- Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος, σαν τι τέχνη ξέρεις;
- Ξέρω μια...
- Για ν’ ακούσω.
- Δε σ’ τη λέω.
- Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θες. Θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω; Πες τη μου...
Ο ναύκληρος έριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως συλλογιόταν τι να ζητήσει για πληρωμή.
- Να σε βουλώσω θέλω· του λέει. Άμα σταθείς και σε βουλώσω, σου τη λέω.
Ο διάβολος άρχισε να ξυεί το αυτί του. Μωρέ, κι άλλο μασκαραλίκι να πάθω, συλλογιέται. Γιατί αλήθεια πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα και κείνοι του σκαρώνουν δουλειές, που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έριξαν στο δρόμο μια σκούφα κεφαλωνίτικη κι έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβει τι είναι. Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε, την έβανε καπνοσακούλα, ούτε· την τραβούσε από πάνω, από κάτω· τη μάζωνε, την άπλωνε τίποτα. Τέλος την πέταξε απελπισμένος, έφυγε κι ακόμη τη νομίζει μυστήριο!
Άλλη μια φορά κίνησε να πάει πειράξει τη γυναίκα. Η Εύα η παμπόνηρη, καθώς τον είδε, τουρλώθηκε ολόγυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο· και κείνος πήρε τέτοιο φόβο, που έκαμε το σταυρό του κι έφυγε στα τέσσερα. Και μη δε γράφουν τα χαρτιά πως ο Σολομώντας με τη βούλα του ανάγκασε όλα τους τα τάγματα να πετροκουβαλούν για να χτίσουν το Ναό στα Γεροσόλυμα; Άφησε την άλλη που πήγε μεταμορφωμένος σε γάιδαρο να πειράξει τα σχολιταρούδια και κείνα του έπεσαν απάνω, που είδε κι έπαθε να ξεφύγει από τα χέρια τους. Φαντάσου τι σοφίστηκαν τα διαβολόπαιδα! Επειδή δεν έφτανε να τον καβαλήσουν όλα, του έχωσαν ένα δοκάρι στον πισινό και καβάλησαν κι απάνω στο δοκάρι. Για τούτο στεκόταν τώρα δίβουλος και τρίβουλος. Μα πάλι που δεν ησύχαζε ώσπου να μάθει το μυστικό. Και με το δίκιο του. Τι διάβολος, σου λέει, είμαι γω, άμα δεν ξέρω όσα ξέρει ένας παλιογεμιτζής!
- Έλα, λέει αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου.
Άμα τον βούλωσε ο ναύκληρος, του είπε την τέχνη:
- Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, φόρεσα τα ρούχα μου, πήρα το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
- Μωρέ, αυτό ήταν όλο! λέει ο διάβολος τραβώντας τα γένια του· άιντε μου!
***
Πέρασε καιρός, πέθανε ο ναύκληρος. Πού αλλού θα πήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που χτίστηκε ο κόσμος, ναύτης δεν είδε την πόρτα του Παράδεισου.
Η Κόλαση, ακούς! είναι ένας ξερότοπος τρισχειρότερος κι απ’ τη Σαντορίνη. Ποτέ δε βρέχει, χλόη δε φυτρώνει, πουλί πετάμενο δε διαβαίνει. Είναι τοιχογυρισμένη με ψηλούς τοίχους κι έχει μονάχα μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν πρωτόγινε ο κόσμος, η πόρτα ήταν μικρή, γιατί οι άνθρωποι πήγαιναν γραμμή στον Παράδεισο. Μα λίγο-λίγο ξύπνησαν, έγιναν πονηροί και πίβουλοι κι έτρεχαν καραβιές στην Κόλαση. Για να μπουν όμως μέσα τους έβγαινε ο Θεός ανάποδα.
Οι φύλακες, καλόβουλοι, γκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα, που χιλιάδες μπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είναι ο λαός, ώστε πάντα στριμωγμένοι και με καβγάδες κατορθώνουν να μπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλιοτραβήματα πηγαίνουν καπνός! Αν δεν ήταν οι διαβόλοι με τα δικράνια να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.
Ο μαυροναύκληρος, όταν έφτασε, κοιτάζει· τι να ιδεί; Ο καλύτερος κόσμος πήγαινε εκεί. Οι άρχοντες με τις ολόχρυσες στολές και με τα σοβαρά τους πρόσωπα. Οι παπάδες και οι δεσποτάδες με τα φαρδομάνικα και τα ιερά τους γκόλφια· οι καλογριές και οι γουμένισσες όλοι τέλος εκείνοι που στον κόσμο περνούν για κατιτί και τους σέβεται είτε τους φοβάται ο χοντρός λαός, πήγαιναν εκεί κλαίοντας τον Κόσμο που άφησαν και κλωθογυρίζοντας ακόμη στο νου τις άδικες και παράνομες υποθέσεις τους.
Ο ναύκληρος ανακατώθηκε με το λαό και σπρώχνοντας ζερβόδεξα έφτασε τέλος στην πόρτα. Μα για κακή του τύχη να βρεθεί φύλακας ο βουλωμένος. Καθώς τον βλέπει, βάνει τις φωνές. Τρέχουν οι άλλοι διαβόλοι.
- Τι είναι, μωρέ; τι τρέχει; τον ρωτούν.
- Έτσι κι έτσι· τους λέει. Μην τον αφήσουμε και μπει, γιατί θα μας βουλώσει όλους.
Τον ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές τον πετούν έξω από την Κόλαση.
- Αμ’ τώρα τι να κάμω; συλλογιέται.
Δεξιά βλέπει τον Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λένε τα Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κι έρημη. Κανένας δε ζύγωνε εκεί.
Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον Άγιο Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο Άγιος Πέτρος, ακούς, είναι ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον καλύτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί.
Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρης – Κραβαρίτης θα ήταν – δυο ώρες τώρα χτυπούσε την πόρτα κι ο άγιος κλειδοκράτορας χαμπάρι δεν είχε. Τέλος άκουσε, αγριοβλαστήμησε δυο-τρεις φορές, σηκώθηκε τρέκλα δίπλα και άνοιξε να μπάσει τον κουρελιάρη. Ο ναύκληρος δε χάνει καιρό, χώνεται μέσα.
Ξυστά πάει σε μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στο θρόνο του. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι ο θρόνος στο χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά καθόταν ο Χριστός και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι, σε θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω ξαπλωμένοι στη χλωρασιά κάθοντας κοπάδια-κοπάδια οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες. Γλεντούσαν εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; πεντοβολούσε ο Παράδεισος. Κι έπιναν ένα κρασί – ρουμπίνι! Ο Δαβίδ – ο προφήτης ντε! – έπαιζε την κιθάρα και τραγουδούσαν οι άγγελοι, κάτι παιδιά – ψυχή μου! Να τα έβλεπε ο Μπίρας αποδώ, θα σηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κι έκαναν τέτοια σαλαλοή, που τράνταζε ο Κάτω Κόσμος.
Ο ναύκληρος τα έβλεπε και στενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήσει. Άρχισε να βλαστημάει τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση.
Τέλος δεν κρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέο άγιο και του λέει με σέβας:
- Δε μου λες, Πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είναι κείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;
- Ου, παιδί μου! έκανε ο άγιος· εκείνος είναι ο πατερ-Χαράλαμπος, που στον καιρό του μισόκαλου Σεβήρου είδε κι έπαθε για τον αφέντη το Χριστό μας!
- Μπα! είπε ο ναύκληρος· περισσότερα έκαμες του λόγου σου. Εκείνος αν πάλεψε, πάλεψε με τους ανθρώπους· αμ’ εσύ που τα ’βαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω γω· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες και συ τις έδιωχνες και κοιμόσουν ολόγυμνους στα χιόνια για ν’ αποφύγεις τον πειρασμό. Δε λέω, νοικοκύρης είσαι, μα τόση περιφρόνηση, θαρρώ, δε σου άξιζε.
Ο Αγιαντώνης έριξε το κεφάλι κάτω, σούφρωσε τα φρύδια κι έφυγε χωρίς να ειπεί λέξη.
- Καλά σ’ έχω· συλλογίστηκε ο ναύκληρος.
Και με την ίδια πιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κι έβλεπε από μακριά το γλέντι.
- Δε μου λες, του λέει· γιατί εσύ, τέτοιο αρχοντόπουλο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος κι άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης είσαι· μα τέτοια περιφρόνηση, θαρρώ, δε σου άξιζε.
Ο Αγιάννης σήκωσε τα μάτια, κοίταξε καλά το ναύτη· έπειτα μεμιάς τα χαμήλωσε, γύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίει.
- Καλά σ’ έχω και σένα· σκέφτηκε ο δικός μας.
Και τραβώντας το δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει και κείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι κέντρισε πέντ’ έξι αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια. Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται και κείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάσταση στον Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας, βαρύς από το φαγοπότι, κοιμόταν εκείνη την ώρα, γυρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καβγά, πετιέται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα, να σου! του ενού, να σου! τ’ αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.
- Δε φταίμε μεις, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα.
Πιάνουν το ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του.
- Μωρέ, πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο τον κάναμε τον Παράδεισο;
Μια κλωτσιά και τον ρίχνει μίλια έξω.
Τώρα πού να πάω; κάθεται και συλλογιέται. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον Κόσμο.
Κάπως του καλοφάνηκε του φίλου. Τι καλά ν’ αρχίσει πάλι τα γλέντια και τα ταξίδια του!
Τηράει περίγυρα να έβρει δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότιδο έμπαινε στα μπουγάζια σα να έμπαινε σπίτι του, γύριζε τώρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος. Ο Χάρος μόλις πάρει τον πεθαμένο, τον περνάει, ακούς; από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είναι της Αρνησιάς η βρύση. Τον ποτίζει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει από της Αρνησιάς το λιβάδι, που είναι δασοφυτρωμένο το λησμοβότανο. Άμα περάσει κι από κει ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του.
Για τούτο κι ο ναύκληρος, όσο και αν πάσχιζε, τίποτα δεν έκανε. Γύριζε αριστερά, βρισκόταν στην πόρτα της Κόλασης κι έβλεπε αγριεμένο το διάβολο μ’ ένα δικράνι σιδερένιο στα χέρια να τον φοβερίζει. Γύριζε δεξιά, έβλεπε τον Παράδεισο και τον Άγιο Πέτρο με τη θεόρατη κλείδα έτοιμον να του σπάσει τα κόκαλα.
- Μωρέ! λέει, σκούρα τα πράματα!
Αντί όμως ν’ απελπιστεί, θύμωσε· και ο ναυτικός σα θυμώσει, αναποδογυρίζει τις θάλασσες.
- Έτσι είστε; λέει· να σας μπω και γω στο ρουθούνι.
Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχε απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντίρι. Κατά δικό του. Ούτε Θεό φοβάται, ούτε διάβολο. Χώρια οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο.
Για τούτο σας λέω πως, αν τον ήξερα τον μακαρίτη, θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα ανάβω στον Αϊ-Νικόλα. Πέθανα; δε σκοτίζομαι για Κόλασες και για Παράδεισους.
Πάω γραμμή στο τσαντίρι μου!...
Είδες τόνε, είδες τόνε; - Είδα τόνε. – Κι ίντα φορούσε; - Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα! – Κι ακόμα δεν την έβαψε!...
Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έριξε αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί. Με τούτα θέλουν να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελοριζίτες, αφήνοντας το νησί τους για να ζητήσουνε στα ξένα τύχη, φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και τη βάφουν μόλις καλυτερέψουν τα οικονομικά τους. Γι’ αυτό κάποιου ξενιτεμένου η γυναίκα συχνορωτά όσους γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγειά του αντρός της, όσο για την προκοπή του και κράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τώρα, στη δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στο θερμαστή και τα λόγια του. Ο Στελόγιωργας όμως, που γνώριζε πατρίδα του αυτό το ξερονήσι, αν και είχε γεννηθεί στη Νάξο, πήδηξε άξαφνα σαν τον κέντησαν στον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξει ο Σαντορινιός με τα λόγια του! Μα αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξερε να χτυπά το σίδερο. Και λυγίζοντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης, ανταπόδωκε αμέσως το πείραγμα.
- Και μπρε το πουλί μου… Τσ’ αν πας στο Ταϊγάνι τσ’ ερθείς με το καλό, να μου φέρει ένα φλασκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!...
Ο θερμαστή είχε το ένα πόδι στη σκάλα κι ετοιμαζόταν να βάλει και τ’ άλλο. Πήγαινε ν’ αλλάξει τα βρεμένα ρούχα του. Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια πισωπάτησε αλαφιασμένος, σα να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ’ ήθελε ν’ ανακατέψει τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· η μάνα του έβαζε ταμπάκο κι η αδερφή του· συνήθεια του τόπου. Με τούτο όμως δε θα ειπεί πως η γυναίκα εκεί άλλαξε ολωσδιόλου· πως από τα στολίδια και τα ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλασκί ταμπάκο!... Ο θερμαστής κοίταξε κατάματα το ναύτη, να γνωρίσει αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να προσβάλει στ’ αληθινά. Ξέρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ’ εύκολα τις προσβολές. Είδε όμως το πρόσωπό του να λάμπει από ειλικρίνεια· γνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά που κατόρθωσε να τον θυμώσει τόσο εύκολα. Έφτυσε δυο τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλια και άρχισε ν’ αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελοριζίτες οι ναυτικοί. Αθέλητα όμως πειράχτηκαν τα νεύρα του και το μυαλό σταμάτησε απότομα, όπως σταματά η μηανή στο βαπόρι μ’ ένα κατέβασμα της λάμας. Δε δούλευε καθόλου π’ ανάθεμά το! Διάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα, όμως κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών, που δε γνωρίζεις πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι. Θυμήθηκε τη χαρά του πεθερού, όταν είδε το γαμπρό του ξεβράκωτο: - «Γεια σου, καλέ γαμπρέ, που θα χορτάσεις το καημένο το κορίτσι μου!»· ξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται σε όλα τα προικοσύμφωνα, μα δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: Γράψε, γράψε! – Γράψε και τι να γράψω; - Γράψ’ ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!...
Μα εκεί που έμενε έτσι αφαιρεμένος και φουρκισμένος που δεν τον βοηθούσε η γλώσσα, είδα άλλο ναύτη, ένα γέροντα χοντροκαμωμένο και κακοτράχαλο, να γελά πονηρά και κάτι να ψιθυρίζει στον Καστελοριζίτη. Βέβαια του θύμιζε κάποιο πείραγμα της Σαντορίνης αυτό το καβοντόγιο. Μα τι θέλουν οι άλλοι και ανακατώνονται στις κουβέντες τους! Και παίρνοντας την προφορά που έχουν οι Βαρνιώτες της Θράκης, με την περιφρόνηση που τρέφουν οι Ασπροθαλασσίτες ναυτικοί για τους Μαυροθαλασσίτες συναδέλφους των:
- Μ’ αφείς, πουΐ μ’, μ’ αφείς· είπε αλλάζοντας κατά τη φράση και τη φωνή, από το τρυφερό γυναίκειο στο βάναυσο αντρίκιο τόνο. – Να φύω θω!... – Και πού α πάγεις, και πού α πάγεις; - Στο Μπαλτζίκι. – Αχ! Στα χαμένα νερά! Και πότε θ’ ακούσω τις χαλκαδένιες σου να κάνουν γράντα γράντα;…
- Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις αλυσίδες της άγκυρας, πώς βυθίζονται στα νερά και κάνουν γράντα γράντα, έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει ώρα μόλις απ’ τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο τον τρόμο της γυναίκας για το μακρύ κι αβέβαιο ταξίδι του αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για το χωρισμό και την περηφάνια για το κατόρθωμα. Ο θερμαστής έδινε στη φωνή, στη στάση, στις χερονομίες του τόση αστεία μεγαλοπρέπεια, που έσκασαν όλοι, ναύτες και θερμαστές, στα γέλια και κοίταξαν το Βαρνιώτη, σαν κάτι παράξενο και περιφρονημένο πράμα. Έτοιμοι ήταν να του ριχτούν όλοι με σαρκασμούς.
Εκείνος χαμογέλασε στην αρχή, αναψοκοκκίνισε, έριξε το κεφάλι κάτω και τράβηξε να φύγει. Ήταν ήσυχος ανθρωπάκος, φευγάτος από την πατρίδα του, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος, είχε ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του και δεν του έμενε καιρός για μαλώματα και καβγάδες. Μα εκεί που διάβαινε κοντά στον Κώστα το θερμαστή, εκείνος άπλωσε την αρίδα του, πεδικλώθηκε ο ναύτης και κύλησε χάμω σαν ασκί. Τώρα τα γέλια έσκασαν στο καράβι δυνατά και τρανταχτά. Αλλά ο Μίμης ο Γαλαξιδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στο γέροντα και ηθέλησε να τον βοηθήσει στη γλωσσοφαγιά.
- Μωρέ, δεν του μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ μέσα, ζωντανό τον θάφτουνε. Τι ρίχνεις το κεφάλι κάτου και φεύγεις; Να κι ο Κρητικομηλιός τώρα που βγήκε στο μεϊντάνι. Δεν πάει να βάλει νέφτι σαν τον πατριώτη του. Ακούς, είχε μιαν οκνή γαϊδάρα και κάποιος τον συμβούλεψε να της αλείψει νέφτι τον πισινό. Το ’καμε ο μπουρμάς κι αλήθεια δεν είχε στασιό από τότε· έφευγε βαπόρι. Μα τώρα ο φίλος ξεποδαριάστηκε. Έτρεχε· πού να τη φτάσει! Σαν έξυπνος τέλος αλείβεται και κείνος νέφτι. Τώρα τη φτάνει και την περνάει. Διαβαίνει από το σπίτι του και βάνει τις φωνές: - Γυναίκα! ε, γυναίκα! έβγα να πιάσεις το χτήμα και γω έχω δρόμο ακόμη!...
Ο Κώστας δέχτηκε του Γαλαξιδιώτη το πείραγμα και τους σαρκασμούς των συντρόφων του. Σούφρωσε μόνο τα χείλη, αγνάντεψε τον ουρανό ψηλά, τις πράσινες στεριές αντίκρυ, κάτω τη γαλάζια θάλασσα που αυλάκωνε το πλοίο κι έβγαλε ένα πουφ! περιφρονητικό. Και όταν έπαψε ο θόρυβος, τέντωσε την άλλη του αρίδα, ανακλαδίστηκε χάσκοντας πιθαμή το στόμα, λες και ήθελε να χάψει τον ήλιο, και είπε σύγκαιρα αναγελάστρα και ράθυμη στο ναύκληρο:
- Και σου λένε, Μπαρμπαγιώργη, πως δεν είναι έξυπνοι οι Γαλαξιδιώτες. Αφού και στη στεριά παίρνουν οδηγό το μπούσουλα!... Αφού μετρούν τα χωράφια τους από άρμπουρο σ’ άρμπουρο κι απ’ ασφάκα σ’ ασφάκα… Και δεν είναι παλικάρια, γιατί πήραν το τιτίβισμα των περιστεριών για ληστάδες κι έφυγαν αφήνοντας τις γυναίκες τους στους νταβλοκαλόγερους!...
Ο Γαλαξιδιώτης άναψε αμέσως. Το χαμόγελο έσβησε στα χείλη του και χαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δε θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς σηκώθηκε απάνω και ήρθε κατάμπροστα στο θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σα να τον προσκαλούσε στο πάλεμα.
- Α στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.
- Να χαθείς, βλάχο! απάντησε ο Κώστας θυμωμένος.
Κι ευθύς τινάχτηκε ολόρθος, ζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός στη μέση, τον κοίταξε κατάματα, έσμιξαν μύτη με μύτη και σφύριξε πάλι:
- Να χαθείς, παλιόβλαχε!
Χόχλαζε και στους δυο ο θυμός. Ετοιμάστηκαν να χυθούν ένας στον άλλον, να γροθοκοπηθούν, να ξεμαλλιαστούν, να ξεσχιστούν· το κατάστρωμα να στρώσουν με τα κρέατά του· να βάψουν τη θάλασσα με το αίμα τους. Αλλά ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος μπήκε στη μέση, έσπρωξε τον ένα από δω, έριξε τον άλλο από κει και ορθός ανάμεσά τους:
- Ε, ντραπείτε και μια στάλα, ρε παιδιά· είπε με την τρανταχτή φωνή του. Αμή!... σα δε θέλετε να σας πειράζουν, μην πειράζετε και σεις! Καμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα χάθηκε το παιδί ο Ανέστης, ελαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! Και χάθηκε από ποιον; Από μια μύξα!... Α, εκείνο το κακό δε θα μου το βγάλει μήτε η πλάκα.
»Είμαστε στη Νοβοροσίσκη μ’ ένα γαλαξιδιώτικο μπαρκομπέστια. Εγώ ναυτολογήθηκα στην Πόλη. Εκείνοι ήταν από πριν. Είχαν πολλά ταξίδια μαζί και ήταν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη τους, άμα άκουε κανένα λόγο για τους πατριώτες του, ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο σκυλί εμπρός στον καθρέφτη.
Ο Ανέστης ήταν Σπετσώτης, αρβανίτικο κεφάλι – μπίντα σωστή! Είχε όμως αγαθή ψυχή· όση κορμοστασιά, τόση και καρδιά. Του άρεσαν τα γέλια και τα ξεφαντώματα. Μια δραχμή να είχε στην τσέπη, τη θυσίαζε για τους φίλους· τα ρούχα του πουλούσε για το σύντροφο. Εγνώρισα την καρδιά του μόλις πάτησα στο καράβι. Ο καπετάνιος δεν ήθελε το Γεράσιμο γιατ’ ήταν βλάστημος και σπιούνος. Αποφάσισε να τον βγάλει και γι’ αυτό ναυτολόγησε μένα. Ο Ανέστης όμως ήξερε πως είχε φαμελιά απάνω του και ηθέλησε να τον σώσει. Είπε στον καπετάνιο πως ήβρε δουλειά έξω και θ’ άφηνε το καράβι. Τον παρακάλεσε στη θέση του να κρατήσει τον Κεφαλλονίτη. Εκείνος κατάλαβε, αγαπούσε και το παιδί. Κράτησε τους δυο, κράτησε και μένα.
Μα εγώ ένιωσα τη διαφορά αμέσως. Μίλια ήταν μακριά ο ένας από τον άλλον. Ο Γεράσιμος φαρμακομύτης, αγέλαστος, κρυφονούσης, βρασμένη ψυχή. Ο Ανέστης το ενάντιο. Ό,τι έλεγε η καρδιά, το έδειχνε στα χείλη ο Σπετσιώτης. Ό,τι έλεγαν τα χείλη, το τάφιαζε στ’ απόκρυφα της ψυχής ο Κεφαλλονίτης. Και μέσα εκεί, σαν σε λεβέτι αγάνωτο, το έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια, ώσπου το έριχνε έξω φαρμάκι και χολή.
Ο Ανέστης όμως δεν πρόσεχε και πολύ στα τέτοια. Όταν ήθελε να γελάσει – και το ήθελε συχνά ο κακόμοιρος! – έλεγε το λόγο του, αδιάφορο και να πλήγωνε κανένα. Είχε να ειπεί για τους Κεφαλλονίτες, όπως και για κάθε τόπο της Ελλάδας. Εμείς οι Ρωμιοί τα έχουμε αυτά. Τ’ άφηκαν κληρονομιά οι παλαιοί μας. Έλεγε λοιπόν πως οι Κεφαλλονίτες στην Επανάσταση βγήκαν να πολεμήσουν στου Λάλα ξαρμάτωτοι. Και όταν τους ρώτησαν οι ντόπιοι γιατί πηγαίνουν έτσι στον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν με την παιδιάτικη προφορά τους: - Α δα και άρματα θέλου! Βγάνε βρούλα, δένε Τούρκους!... Κι έπειτα που τους λιάνιζε με το γιαταγάνι ο εχθρός, φρόντιζαν να μη χαλάσουν τα ρούχα τους! Κάτσε καλά, αγά, και μη μου χαλάς το γαμπά μου!...
Ο Γεράσιμος τ’ άκουε αυτά, μα δεν έλεγε τίποτα. Τι να ειπεί που έτρεμε του Ανέστη το γρόθο. Άσπριζε μόνο ως τ’ αυτιά· έδειχνε στο χαμόγελό του γούλια κατακίτρινα, σα να είχαν φαρμακόφιδο μέσα τους, και κινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον ξεφαντωτή. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό το παιχνίδι. Ήθελα να πείσω το παιδί να λιγοστέψει τα χωρατά.
- Μην το κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται ο Κεφαλλονίτης.
- Μπα· είπε σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέω.
- Μα εκείνος τα παίρνει στ’ αλήθεια.
- Δε βαριέσαι!...
Κι έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σα να έλεγε πως έτσι μπορεί να πατήσει καθένα, που θα θελήσει να αντισταθεί στη χαρά του. Εγώ δεν απελπίστηκα. Μίλησα στον Ανέστη, ηθέλησα να μιλήσω και στο Γεράσιμο.
- Σε πειράζει, πείραξέ τον και συ· του είπα. Μιλεί για τους συντοπίτες σου· μίλησε για τους δικούς του. Μην έχουν λίγα οι Σπετσιώτες! Να, πες του για το αρνοκέφαλο. Κάποιος ψώνισε από την αγορά ένα αρνοκέφαλο. Μα στο δρόμο τού γλίστρησε κι έπεσε στη θάλασσα. Κάνει να το πιάσει, αδύνατο· το κεφάλι όλο και μάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; Παίρνει μια τούφα χορτάρι και τη δείχνει στο αρνοκέφαλο. – Ψου!... ψου!... το μαύλιζε…
Δε μ’ άφησε να τελειώσω. Πήδηξε ορθός, με άρπαξε από τον ώμο.
- Δεν τα ξέρω γω αυτούνα! δεν τα ξέρω γω αυτούνα! ρέκαξε τρέμοντας. Ή θα πάψεις ή μα τον Άγιο!...
Και στύλωσε μάτια τόσο θυμωμένα στο φοβερό μπαλτά, που πίστεψα πως το σύνεργο σερνόταν να πέσει στα χέρια του. Από την ώρα κείνη το κατάλαβα. Ο Κεφαλλονίτης αδύνατο να μη μας κάμει δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορότερα και φοβερότερα απ’ ό,τι φανταζόμουνα.
Είχαμε κοντόγεμο το καράβι που μας πλάκωσε η Λαμπρή. Ο καπετάνιος φρόντιζε να πάρει το φορτίο και να φύγει πριν έρθουν οι άγιες ημέρες· μα στάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είναι στη Ρουσία! Θεός και Τσάρος· τίποτα άλλο. Έπαψε κάθε δουλειά και ρίχτηκε ο κόσμος στις εκκλησιές. Θέλοντας μ θέλοντας κάναμε και μεις το ίδιο. Ήρθε η Κυριακή· άρχισε το Χριστός βοσκρέσια. Χριστός ανέστη και μεις. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί, μας μοίρασε από ένα κόκκινο αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί.
Ήταν μέρα καταχνιασμένη και ζεστή, από κείνες που βλέπουν συχνά τ’ άγρια εκείνα λιμάνια. Δεξιά ο Καύκασος, ένα βουνό που χύνει στους θυμούς του φοβερό ανεμοστρόβιλο, τώρα πλάγιαζε ήρεμο, σαν λέοντας κοιτάζοντας τα πέλαγα. Αριστερά η πόλη φτωχική, με λίγα σπίτια και περισσότερες καλύβες, με πλατείς δρόμους πελαγωμένους στη λάσπη και μια εκκλησούλα πρασινοθόλωτη στη μέση, έμοιαζε ψαροχώρι. Και ανάμεσα το δάσος καψαλιασμένο πρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λες και προσπαθούσε να συρθεί στην ακρογιαλιά, να χαρεί και κείνο το χλιο το κύμα. Κι έβγαινε απ’ ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων. Άλλοι έτρεχαν αποκαρωμένοι απάνω στ’ αμάξια· άλλοι άρπαζαν τη μποτίλια της βότκας· άλλοι χόρευαν μεσοστρατίς κι άλλοι γκρεμίζονταν αναίσθητοι, γυναίκες και άντρες μαζί, στα χαλίκια του γιαλού και τους τράφους του δρόμου.
Οι ναύτες, όλοι στην πλώρη συναγμένοι, είχαν μπλεχτεί χεροπόδαρα κι ένας τριβόταν στη ράχη τ’ αλλουνού, άλλος έβανε στα σκέλια του άλλου το κεφάλι· μερικοί πάλευαν και άλλοι κυνηγιόνταν. Το σώμα τους, μαθημένο στη δουλειά, δεν μπορούσε να μείνει τώρα άδουλο. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεση και ηθέλησα να τον σηκώσω από κει.
- Έλα, του λέω, ν’ ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούνε σήμερα. Τα ’φαγε η νοτιά τόσες μέρες.
- Τράβα κι έφτασα· είπε πρόθυμος.
Στη δουλειά δεν έλεγε όχι. Τράβηξα εμπρός, σκάλωσα στο πισινό και άρχισα να λύνω τα σχοινιά. Μα δεν πρόφτασα να πάω στο τρίτο και άκουσα φωνές πίσω μου. Ο Ανέστης, παίρνοντας αφορμή από το μπλέξιμο των συντρόφων του, θυμήθηκε να ειπεί για τους σαράντα Κεφαλλονίτες. Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα θεριστάδες κοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ’ ένα στενό αχεριώνα και την αυγή δεν ήξεραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους. Ένας ήθελε να πάρει του άλλου και φιλονικούσαν. Ώσπου βρέθηκε κάποιος βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να πάρει τα δικά του και να φύγει. Δεν ήταν τίποτε. Μα ο Γεράσιμος, μπορεί να ήταν και πιωμένος λιγάκι, άρχισε τις βλαστήμιες. Φρίξον, ήλιε! Ο Ανέστης ακούοντάς τον ξαπλώθηκε χάμω ξεκαρδισμένος στα γέλια. Και όσο γελούσε, τόσο εκείνος άφριζε και μάνιζε. Κατεβαίνω να ιδώ τι γίνεται· απαντώ το Γεράσιμο πρασινοκίτρινο σαν τη μπακρίλα.
- Τι πάθατε, μωρέ παιδί;
- Θαν του πιω το αίμα, μα τον Άγιο· θαν του πιω το αίμα!... λέει άγρια.
Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ’ ένα βήμα άταχτο, σα να του δώκανε χτυπιά στο κεφάλι.
- Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια!... γροικώ εκείνη την ώρα φωνές και γέλια. Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πέντ’ έξι Ρούσες κολυμπούσαν στην πλώρη μας. Είδαν τη μέρα ζεστή, έπιαν και καμιά βότκα παραπάνω και ρίχτηκαν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Βουτούσαν το κεφάλι κι έπειτα τινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθιά μαλλιά τους κολλημένα στα μαρμαροτράχηλα· με τα στήθη ολόμεστα· με τα χιονάτα κορμιά στο κύμα σα διαμαντόπετρες κλεισμένες στο ζαφείρι. Έπαιρναν νερό με τις φούχτες τους, το έριχναν απάνω μας και ανοιγοσφαλώντας τα χειλάκια τους σα μύδια φώναζαν ολόχαρες:
- Γόσποντιν! Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια, σαλιότκι!...
- Ναι, Χριστός ανέστη!... Χριστός ανέστη! ποιος λέει τ’ όχι!...
Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή· το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκαλο ν’ αργοκινούνται και σ’ έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους δίναμε την ψυχή. Οι ραντίδες που έπεφταν απάνω μας, λέγαμε πως ήταν κάτι από το κορμί τους και τις σφίγγαμε στον κόρφο, τις φέρναμε στα χείλη με αχορταγιά. Τους ρίχναμε πορτοκάλια· τους πετούσαμε μεταξομάντιλα. Και κείνες θεότρελες τσαλαβουτούσαν εδώ και κει, άρπαζαν τα χαρίσματα, έπιαναν την καρίνα, αρπάζονταν στα σχοινιά ν’ ανεβούν απάνω τάχα και φώναζαν ολογέλαστες:
- Για βας λιουμπλιού!... Για βας λιουμπλιού!...
- Ναι, σ’ αγαπώ! και γω σ’ αγαπώ!... τους φώναζε ξετρελαμένος ο Ανέστης.
Άξαφν’ ακούω πίσω μου βροντή. Είπα πως κόπηκε η άγκυρα, πως έσπασε κανένα κατάρτι. Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, αλίμονο. Ο άθεος Κεφαλλονίτης έκαμε το λόγο του. Καθώς έσκυφτε στην κουπαστή ο Ανέστης μια του έδωκε με το μπαλτά και χώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόση δύναμη έβαλε, που έμεινε καρφωμένος πιθαμή ο μπαλτάς στη σανίδα. Δεν πρόφτασα να κινηθώ από τη θέση μου, να καλοϊδώ το ακέφαλο κορμί που σπάραζε στο αίμα του και βλέπω το φονιά να πηδάει στο τσιμπούκι και να ρίχνεται στη θάλασσα, σκούζοντας σαν το ρύσο.
- Πιάστε τον!... φώναξα.
Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες που έφευγαν με φωνές στο ακρογιάλι, σαν κοπάδι δελφινιών εμπρός στη φάλαινα!…»
Και με το λόγο έχωσε τη βελόνα δυνατότερα στο πανί ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σα να σούβλιζε την καρδιά του Κεφαλλονίτη. Κάποια ανατριχίλα φάνηκε να κυριεύει όλους, ναύτες και θερμαστές. Κοίταξε ένας τον άλλο σοβαρά, σα να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν’ αφήσουν τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους. Μπα! όσα πειράγματα κι αν ειπούν δε θα φτάσουν ως εκεί. Και άξαφνα ο Κώστας ο θερμαστής με φωνή παραπονιάρα, βλέποντας τον Κιμωλιάτη το μάγερα:
- Κι αν μάθεις πως έπεσ’ από τον κούντρο, μην το πιστέψεις, μάτια μου… Κι αν μάθεις πως έπεσ’ από τον παπαφίγκο, μην το πιστέψεις, μάτια μου… Μ’ αν ακούσεις πως έπεσε η καζάνα και με πλάκωσε, πίστεψέ το!... πίστεψέ το!...
Χύθηκε τρελοβοριάς στο πέλαγο, σήκωσε μεσουρανίς το κύμα. Αφροί κάτασπροι απλώνουνται ολούθε· βουνά ψηλώνουν και ανοίγουν άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου ανέμου το θέλημα παραδομένο, κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει επάνω στα χάλαρα, φεύγει στη νοτιά με γοργά πηδήματα. Οι στεριές γύρω, οι κάβοι, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και αχνομέτωποι. Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός· τα σάρωσε ο άνεμος. Κάτω δεν έχει πλεούμενα η θάλασσα· τα έκλεισε ο φόβος στα λιμάνια. Ο ήλιος μονάχος γοργογυρίζει ψηλά και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει το βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Έχει πισσαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από πρινάρι, κατάρτια ελάτινα, πανιά και άρμενα γερά. Κι έχει για καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό· έχει ναυτόπουλο ένα κλαψιάρικο παιδί. Θυμώνει ξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο καπετάνιος. Και το ξύλο λεβέντικο φεύγει και χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράξει το δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρει στους βυθούς.
- Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέει ο καπετάνιος στο ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσεις, με ξυπνάς.
- Καλά, πατέρα· πήγαινε κι έννοια σου.
Μικρός βγήκε ο Βαλμάς απ’ το νησί και γύρισε πενηντάρης, με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με το Γιώργη δεκαοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισσαλειμμένο, λυγερό και καλοθάλασσο. Μα τι έγινε τόσον καιρό; Πού πήγε, πού στάθηκε, πώς βρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ.
- Το παιδί μου! έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ’ άλλο. Και αν θάρρευε κανένας γέροντας, κάποια γριά και τον ρωτούσε κατά πού πέρασε τη ζωή του, σούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κι έλεγε αόριστα και μυστικά:
- Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.
Μα η Άσπρη θάλασσα είναι μεγάλη. Αρχίζει από το Γιβραλτάρι και φτάνει στη Συρία. Σε ποιο μέρος της Άσπρης ήταν ο Βαλμάς; Άρχισαν οι νησιώτες, άντρες και γυναίκες, να δαιμονίζονται. Με τη φαντασία ψαχούλευαν κάθε νησί της, κάθε χωριό, κάθε μαχαλά· έπιαναν κάθε ξενοπάτη και τον ξετάζανε:
- Μπρε καλέ μου, μπρε άρχοντα! Ένας ψηλός, ένας λιγνός, ένας αρχάγγελος, ο καπετάν Βαλμάς, μη στάθηκε στο νησί σας; μην παντρεύτηκε, μην έκαμε παιδί, που το λένε Γιώργη; μην απόχτησε ένα τρεχαντήρι, το «Μπιούτη»;
- Όχι· όχι· δεν τον είδαμε, δεν τον ακούσαμε· όχι!
Οι νησιώτες άφρισαν: Μωρέ διάβολε! Και βελόνι να ήταν κάπου θα βρόνταε. Τέλος γυρεύοντας εδώ και κει, πες ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του, έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέει πως πήγε στην Άσπρη θάλασσα. Πήγε στην Αμέρικα. Εκεί παντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, που του γέννησε το παιδί. Έπειτα η Αμερικάνα πέθανε ή του έφυγε ή και τη σκότωσε – είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. – Λοιπόν τη σκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν’ αγοράσει; αυτός να δουλέψει; Να, σε κάποιο κόρφο το βρήκε αραγμένο, πήδηξε μέσα τη νύχτα, σκότωσε τον καραβοκύρη με το λάζο του – είχε δα κι ένα φοβερό λάζο! - έβαλε μέσα το παιδί του και γύρισε στο νησί. Τ’ όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά τ’ όνομα που είχε η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα, παράξενο και τ’ όνομά της. Έτσι τα κομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους.
Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ήβρε το πατρικό του χάλασμα, τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του ξεκληρισμένη. Μονάχα το σπίτι διόρθωσε για να ξεχειμάζει. Ούτε κήπο φρόντισε ούτε άλλο τίποτα. Ρίχτηκε στη δουλειά. Ταξίδευε σερμαγιά· καπετάνιος και φορτωτής μαζί. Από το νησί στον Πειραιά· από τον Πειραιά στα Δαρδανέλια· από τα Δαρδανέλια πίσω στα Ροδονήσια· και πάλε πίσω στον Πειραιά· πίσω πάλε στο νησί του. Και δεν είχε άλλον μέσα στο τρεχαντήρι. Αυτός και ο γιος του και ο Ρουφογάλης, ένας σκύλος μαλλιαρός, αγριομούτσουνος και φωνακλάς. Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ’ άλλο.
Μα ούτε κι αγάπη είχε άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να κοβότανε από το ξύλο, ήταν καλός να χαλάσει κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως του πονεί, έκλαιγε σα γυναίκα. Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το στόλιζε, το γλυκοκοίταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογό του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το κύλαε, το ψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το φιλούσε παθητικά σαν ερωμένη.
- Παιδί μου – Μπιούτη μου! τρυφεροψιθύριζε.
Τόσο τα είχε σφιχτά στην αγάπη του, που δεν ήξερε καλά καλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του.
Τώρα όμως ξένοιαστος ροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί καθότανε στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε στα κύματα. Δεν τον τρομάζει το βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά και κείνα δεν το ψηφούν, το καρυδόφλουδο. Κοντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λυγίζει, τα κατάρτια σκουντά· τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο. Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει και μανίζει, εχθρός του εαυτού του. Ο ναύτης μάταια προσπαθεί να κρατήσει γραμμή τη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ’ απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα πέρα δώθε. Πλάνο το κύμα, αντί να σπρώξει δεξιά το τρεχαντήρι, αριστερά το πλαγιάζει, το παραδίνει στ’ ανοιχτά.
Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάματα.
- Μωρέ Γιώργη, πού πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο.
- Σκασμός, πούστη! Μη βγάλεις άχνα, γιατί σ’ έφαγα!
Ο ναύτης φιλότιμος δε θέλει να κράξει βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είναι καλός δουλευτής· δεν είναι όμως και πιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν ξύπναε ο καπετάν Βαλμάς, εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στο δρόμο της. Μα ο Γιώργης δε θα τον ξυπνήσει ποτέ. – Τι άνεμο! λέει· δεν μπορώ να ταξιδέψω ένα σκαφίδι και γω!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε το ναυτόπουλο να μαζώνει τα πανιά! Μα ο καιρός τον κεφάλωσε. Μια σπηλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμνιό κατάρτι στη μέση.
Με το βρόντο πετάχτηκε ο καπετάν Βαλμάς. Κοιτάζει, τι να ιδεί; Εμπρός κάπνιζε ο Καβομαλιάς. Ο πέτρινος ελέφαντας στη θάλασσα προυμουτισμένος τίναζε νεροστρόβιλους στ’ αστέρια. Μηδέ Τσιρίγο μηδέ Ηλοί ξεχώριζαν πουθενά. Άχνα το νερό τα σκέπαζε από άκρη σ’ άκρη. Το πρόσωπό του κιτρίνισε σα λεμόνι· τα μάτια του έσταζαν αίμα και χολή. Ασυλλόγιστα έφερε το χέρι στο στιλέτο.
- Βρε άθεε· αγριομίλησε· πού πας να μας πνίξεις!
- Με πήρε στο φτερό· δεν το κατάλαβα· ψιθύρισε άτολμα.
- Γιατί, μωρέ, δε με ξύπναες;
Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι για να ορτσάρει· πού να ορτσάρει; Δεν είχε καιρό. Το όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένα απάνω στη στεριά. Και κείνη, πέτρα μοναχή στεκότανε αντίκρυ, περιφρονώντας τα κύματα που βρουχιόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που λάχτιζε οργισμένη τα δασά στέρνα του. Τρικυμία στο γιαλό, τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ρέκαζε η θάλασσα, ρέκαζε και ο καπετάν Βαλμάς. Κοίταζε εμπρός στη στεριά που πήγαινε αθέλητα με μάτι άγριο, λες κι έπασχε να την ανοίξει με το βλέμμα του· κοίταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο λαγουδάκι. Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· γροθιά στο κύμα που καβαλίκευε το ξύλο, κούρσευε το κατάστρωμα. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στιλέτο· πάλε το άφησε.
Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω.
Άξαφνα όμως ο Γιώργης τινάχτηκε ολόρθος κι έπεσε απάνω στο τιμόνι με όλη του τη δύναμη. Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε· στο νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο ζωγραφίστηκε. Στην άγρια πέτρα απάνω η ψυχή μάντεψε αγκαλιά καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι διάβηκε από την Καβοκαμήλα, λόξεψε στον άνεμο κι έσυρε γραμμή καταπάνω στη στεριά.
- Τι κάνεις αυτού, μωρέ! εφώναξε ο καπετάνιος.
- Στο λιμάνι, πατέρα μου· εκεί είναι πόρτο.
- Τι πόρτο, άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσεις;
- Όχι, σου λέω, πατέρα· είναι πόρτο μπροστά μας.
Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψει καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλε όλη του τη δύναμη. Μα τίποτε δεν ξεχωρίζει πουθενά. Η στεριά ψηλώνει ακόμη, πέτρα μονοκόμματη, άγρια σαν οστρακοντυμένος κολοσσός. Ούτε σχισμάδα δείχνει, ούτε λάκκωμα στις πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει τα και λευκαίνει, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει, σαν να το κράζει ποθητό φάντασμα. Δυο τρεις οργιές ακόμη και θα κουτρήσει στο μάρμαρο.
Τον καπετάν Βαλμά φριχτή τον δέρνει υποψία. Το παιδί του θέλει να παίξει με τη στερνή του ώρα! Τραγικό βλέπει εμπρός του όραμα: ξύλα μαδέρια το τρεχαντήρι στο βράχο και τ’ όνομά του ανάμπαιγμα στα χείλη των θαλασσινών. Δεν κρατήθηκε περισσότερο.
Έσυρε από τη ζώνη το στιλέτο και χύθηκε απάνω στην αγάπη του, την ώρα που το τσιμπούκι οργιά ήθελε να χωθεί στην πέτρα. Άρπαξε το Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω γύρισε το κεφάλι του και το στιλέτο άστραψε στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο καβάλησε την πρύμη, χώρισε το σφάχτη από το σφαχτάρι του.
Το τρεχαντήρι μ’ ένα τρέμουλο, σα να ήταν το ίδιο το σφαχτάρι, στάθηκε ακίνητο. Ούτε το κύμα το δέρνει, ούτε άνεμος πια. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα, με κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ανοίγει εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο.
Ο ήλιος βασιλεύοντας κατάραχα πορφυροβάφει στρωτό γυαλί τα νερά και καθρεφτίζει παράμορφα τα κουρέλια των πανιών, των αρμένων τα ξεσκλίδια, δίνει χαρά σε ψυχωμένα κι άψυχα. Ο Ρουφογάλης χαιρετά με τρανταχτά γαβγίσματα το περιγιάλι. Το ναυτόπουλο τραγουδά σκαρφαλώνοντας στο κατάρτι. Και πίσω από το κάσαρο, ταπεινός και περίλυπος ο καπετάν Βαλμάς, κρύβει το πρόσωπό του πάνω στο πανιασμένο στήθος του μοναχογιού.
Έτσι έμαθαν οι ναυτικοί το λιμάνι του Γέρακα.
Μας ήβρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα Σίφνου Σέρφου, δυόμιση μίλια κάτω από την κόκκινη Χερρόνησο. Ως εκεί βοήθησε ο γρεγολεβάντες και με πρωτοδεύτερα πανιά κατεβήκαμε από τη Μύκονο και τον Τρούλο για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρει και οχτώ και δέκα μίλια την ώρα. Όμως από δω κι εμπρός δεν έπαιρνε ούτε τρία στη βόλτα. Γιατί άξαφνα χύθηκε από το βουνό της Μήλου, σα να διάβαινε από απέραντο καλαμιώνα, το πουνεντογάρμπι, κεφάλωσε το γρέγο και μας χώρισε κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας πρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το πει, ξεθύμανε ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κι έγινε λιμνοστάσι.
- Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξει, μια μαγκάρει… Ταρσανά θα κάνουμε!...
Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά κάτασπρα· τα μάτια του ήταν μικρά, τα φρύδια και τα μουστάκι του βλάγκα· η φωνή του βραχνή και βαριά σαν ρέκασμα κυμάτου και η καρδιά του απονήρευτη. Από ναύτης ήταν δουλευτής και οικονόμος. Λίγο λίγο απόχτησε μερικά λεφτά, πήρε μισακό ένα σαπιοκάικο και δούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινε όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξίδια του πέρα στον Ποταμό.
Μα τώρα ήταν όλος θυμό. Όταν κατεβαίναμε από τη Μαύρη θάλασσα, οι ναύτες, που ήταν συντοπίτες του, φρόντιζαν κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους.
- Ε, καπετάνιε, και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα και να έπιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια και να βρίσκαμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και να διπλάρωνε η γολέτα μας κάτω από τον Τσικνιά! έλεγε ο ένας.
- Εκεί που θα ειπείς τον Τσικνιά, δε λες καλύτερα της Μύκονος τον Τρούλο; πρόσθετε άλλος, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Εκείνος γύριζε αλλού, τάχα πως δεν άκουε, κι έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη το ναύκληρο για τον καιρό. Και όταν τον στενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τις ματιές τους, που ήταν πιο παρακαλεστικές από τα λόγια του, έσκαε την κόκκινη σκούφια χάμω και μελανιάζοντας έλεγε:
- Ανάθεμα τον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδείς στο πίκι κρεμασμένο, Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...
Οι ναύτες έσκυβαν το κεφάλι και σκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ’ ένα δάκρυ, ψιλό ψιλό και άφαντο, στη βρύση των ματιών τους. Κι ο καπετάνιος, πικραμένος, έφευγε σέρνοντας στο κατάστρωμα τα ποδήματά του για να φανεί φοβερός και κλειότανε στην κάμαρή του. Γιατί και κείνου η καρδιά λαχτάριζε για τη Μύκονο. Εκεί είχε τη γυναίκα του, την ψιλομελάχρινη Ελεφάντω, μ’ ένα παιδί στην κούνια κι άλλο στην κοιλιά. Οι καιροί ενάντιοι μάς άργησαν στη Μαύρη θάλασσα, και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε το μισό δρόμο παρμένον. Μα να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κι έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια κι ήβραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και διπλάρωσε η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Ο καπετάνιος πρώτος έτρεξε σπίτι του. Μα στο γυρισμό ούτε παιχνίδια ούτε φίλους έφερε. Και στο ταξίδι τώρα, αν και είχε την πλώρη κατά τον γαρμπή, τα μάτια του ήταν στυλωμένα στο γρέγο κι έβλεπε πάντα εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του νησιού, ένα μονάχα σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρωμένη να χαροπαλεύει. Την έβλεπε να γυρίζει τα φωτερά μάτια της και ν’ αργολέει με αδύνατη φωνή:
- Πού είσαι, Μανολιέ και μαυροκαπετάνιε!... Πού είσαι, Μανολιέ και μαυροκαπετάνιε!...
Και πού να ζητήσει, πού να έβρει ησυχία ο Μανολιός. Δρασκέλαε το κατάστρωμα σαν το λιοντάρι· πότε μίλαε μόνος του δυνατά· πότε χειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε τραβούσε τα μαλλιά και χτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα. Και όλο βλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του.
Στη γολέτα είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι, τρεις στραλιέρες στη μέση, μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν βάρυπνο. Ρίζες έριξε, νομίζεις, στον πάτο και θα βλαστοβολήσει. Ακοκαρωμάρα βασίλευε γύρω, από άνθρωπο σε ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά κρέμονταν εδώ και κει και σταχτοκόκκινη σκόνη καθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Πότε και πότε έβγαζαν καμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνια τα πανιά και αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ’ ένα γλυκομουρμούρισμα, αποκαρωτικό και κείνο. Έπειτα έπεφτε ο άνεμος, τα πανιά κυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά λάγγευαν και χτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ώσπου έμεναν ακίνητα. Κι ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος συχνοψιθύριζε σφίγγοντας τα δόντια του:
- Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξει, μια μαγκάρει… Ταρσανά θα κάνουμε!...
- Σώπα, καπετάνιε, και γλήγορα δυναμώνει ο νότος· είπε ο Μπαρμπατρίμης. Για ιδές τι τέμπλα έκανε το Τσιρίγο!
Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύννεφα σωριάζονταν τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος σαΐτευε ανάμεσα από κροσσωτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες ή αιματοβαμμένες σπηλιές, δεμάτια αχτίνες, έλουζε τη γη με φως και χρώματα. Η θάλασσα, ασπρογάλαζη, καθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια. Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερμόμηλος που τρέφει τ’ αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξο παραπάνω με τους Βαραββάδες και η Πάρο με τα μάρμαρα· η Μόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρόνα κυματοπλανημένη, έπαιρναν ένα χρώμα κι έδιναν μύρια. Έστεκε το ένα με κάποιο συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζουνάρι καταχνιά στη μέση· το δώθε με κροκοβαμμένο μέτωπο· το κείθε καστανοστεφανωμένο· το παρακεί με κάτασπρο χωριουδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που λησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό παραπέτασμα, τα καράβια κοντυλογραμμένα, πήγαιναν οκνά κι ο μαύρος καπνός των βαποριών ψήλωνε κι έσβηνε σε χρυσόξανθες τουλούπες. Ανάερα πουλάκια πετούσαν κυματιστά κι έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλλα που άρπαξε ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια της στεριανής ζωής η βουή έφτανε, γεμάτη χαρές και γέλια. Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε τη ψυχή να ρουφήξουμε κείνη την παράδεισο, με ζήλεια στα μάτια για κείνους που τη χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξέρω πώς, ένιωσα μιαν ευτυχία γλυκιά και μια θλίψη γλυκύτερη, που ήθελα να τη φωνάξω, γιατί μ’ έπνιγε. Και άρχισα το τραγούδι:
Του ναύτη η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!...
- Σκάσε, βρε! μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ’ έκοψε ο καπετάνιος.
Ξέχασα το τραγούδι και λούφαξα σε μια κόχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της γύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας και στήριζαν ακίνητο το κορμί σα να ήταν ψεύτικη. Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφότερη κουκουβάγια που είδα στη ζωή μου! Όπως καθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε την ασχήμια που ταιριάζει στο σόι της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά, βγαλμένη στην πόρτα να περιμένει τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξη να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγκάω:
- Ξιξιξί!... ξιξιξί…
- Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος.
- Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.
- Κουκουβάγια!...
Σηκώθηκε από τη θέση του και ήρθε να την ιδεί από κοντά. Μα εκείνη, καθώς ψήλωσα το χέρι μου να δείξω, φρου!... έκαμε και πέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταμά της κι έπειτα, σαν να μην είχε δύναμη να γυρίσει στη θέση του, σωριάστηκε απάνω στο αμπάρι. Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο. Έπειτα μου είπε:
- Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρει τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά, θα είχαμε καλό ταξίδι· μα τώρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένει!...
Και γω εκείνη την ώρα τα ίδια συλλογιζόμουνα. Η κουκουβάγια λένε πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή. Η μάνα της
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα την επλέκε,
στ’ άστρι και στον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ήρθαν προξενητάδες και τη ζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ τ’ αδέρφια δεν ήθελαν να τη δώσουν τόσο μακριά· δε μπορούσαν να υποφέρουν το χωρισμό της. Μα ο Κωνσταντής επίμενε και κάθε μέρα έλεγε της γριάς του:
Δώσ’ τηνε, μάνα μ’ δώσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
να ’χω και γω παρηγοριά, να ’χω και γω κονάκι.
Μα της μάνας η καρδιά δε θέλει ν’ ακούσει τα λόγια του πραματευτή και σοφά του απαντά:
Φρόνιμος είσαι, Κωνσταντή, κι άσχημα απελογήθης.
Κι αν μο’ ’ρθει, γιε μου, θάνατος, κι αν μο’ ’ρθει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα ή χαρά, ποιος θα μου τήνε φέρει;
Εγώ, απαντάει εκείνος βαστάζοντας όρκο φριχτό. Κι έτσι κατάφερε να χωρίσει την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Θανατικό έπεσε στη χώρα. Σάρωσε κόσμο και κοσμάκη, σάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά! Έρημη εκείνη, καταμόναχη, κλαίει και μύρεται στα μνήματα των οχτώ παιδιών· αλλά στο μνήμα του πραματευτή κλωτσά τις πλάκες, βρουχιέται κι αναθεματίζει:
Ασήκω, σήκω, Κωνσταντή, την Αρετή μου θέλω!
Το Θεό μου ’βαλες εγγυητή και τους αγίους μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρεις!
Η κατάρα των γονέων ακούεται, όπως κι η ευκή. Σηκώνεται ο Κωνσταντής μισολιωμένος από το μνήμα.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρι σαλιβάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τηνε φέρνει.
Η μάνα βλέποντάς την άξαφνα δεν μπορεί να πιστέψει τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γυρισμό της, σωριάζεται νεκρή. Η Αρετή, απελπισμένη, ρίχνεται στο Θεό, παρακαλεί και λέει Του:
Θεέ μου, και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι,
να περπατώ στις ερημιές, να κλαίω τους αδελφούς μου!
Έτσι έγινε η κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το σόι, δεν άλλαξε όμως και την ψυχή. Ο ξεκληρισμός την ακολουθεί ακόμη και, όπου καθίσει, φέρνει και κει τη νέκρα και την ερημιά. Αφού τώρα ήρθε κι έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο, έκαμα τον αδιάφορο.
- Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέω. Ο Θεός καλός, όλα καλά.
Εκείνος δεν είπε τίποτα· κούνησε θλιβερά το κεφάλι και κατέβηκε στην κάμαρή του.
- Πάει ν’ ανάψει κι άλλο κερί· ψιθύρισε ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο.
Μα δεν ήταν τώρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήσει από το σπίτι, όλα τα σημάδια τού ήρθαν ανάποδα. Ζήτησε να βάλει μισθωτό καπετάνιο στη γολέτα και δεν ήβρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγει, βρέθηκε Τρίτη· ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατέβει στο γιαλό και πρώτο πράμα που αντίκρισε ήταν μια γίδα. Τι να κάμει; Γυρίζει πίσω. Τέλος την Πέφτη, αφού βγήκαν οι συγγενείς να ψάξουν τους δρόμους κι οι γυναίκες τράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, κατόρθωσε να φτάσει στη γολέτα.
Ωστόσο η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήσει από το καράβι! Ήρθε πάλι και κάθισε στο κατάρτι! Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο και στύλωνε τα μάτια της καταπάνω του. Μόλις την είδα, φρόντισα με χειρονομίες να την προγκήξω. Μα χίλια κι αν έκανα, δεν ξεκολλούσε ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κι έπειτα γύριζε αλλού το κεφάλι με περιφρόνηση, σα να μου έλεγε: Μωρέ, άι χάσου!...
Τέλος ο καπετάνιος την είδε.
- Πίσω μου, σατανά! είπε κάνοντας το σταυρό του.
Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε κατάματα. Μα και κείνη κατάματα τον κοίταζε, λες και ήθελε να τον αβασκάνει. Στο τέλος τα κατάφερε. Ο καπετάνιος κιτρίνισε σαν το κερί. Ύστερα μεμιάς έγινε αράπης· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξει. Κοίταξε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζει σαν αδικοτυραννισμένη ψυχή.
- Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο, πειρασμέ! Τι θες, μωρέ, από μένα, άθεε!... Φεύγα από πάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο, να βγάλω το ψωμί μου!...
Μα κείνη δεν καταλάβαινε από τέτοια. Κάθε τόσο χαμηλοπλάγιαζε το κεφάλι ζερβόδεξα, σα ν’ αυτιαζόταν μαντέματα, που έφερνε από μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας. Έπειτα το ψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γυαλιστά, σαν να είχε αφαιρεθεί από τα κοσμικά για να ξηγήσει τα μαντέματα. Και έξαφνα γύριζε στον καπετάνιο, σα να έλεγε: Κοίταξε καλά: αν θελήσω, αλίμονο σε σένα και στο σπίτι σου!...
Έσκυβε έπειτα, έχωνε τη μύτη στα στήθη της, σήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκιστρωτά λεπίδια, γούρλωνε τα μάτια, θερίο μανιασμένο που ξέσχιζε τα κρέατά του για να ξεθυμάνει. Ο μαυροκαπετάνιος, βλέποντάς την έτσι, χαμήλωνε τα μάτια κι έφευγε να μην τη θυμώσει περισσότερο. Μα αφού βημάτιζε λίγο, στεκότανε απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια σήκωνε το κεφάλι και της έλεγε:
- Μωρή, φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέωνέ μου! Άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζεις… Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, σιχαμένη, βρομιάρα!... Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο!...
Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική ανέβαινε και ξέσπαε βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρινό τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί, σα να χαιρόταν με την παραφορά του, άνοιγε το στόμα και χαυνιζόταν πλατιά με χαμόγελο και περιφρόνηση. Και κείνος, βλέποντάς το έτσι, όλο άναβε· βλαστημούσε κι έβριζε και χειρονομούσε και δάγκωνε τα δάχτυλά του.
- Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! φώναξε άξαφνα. Φέρε μου την τσάγκρα να του πιω το αίμα!
Κίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε, μα τίποτ’ άλλο. Ο κόκορας έπεσε, αλλά δεν έπιασε το καψούλι! Παγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά! Καλά το είπε ο καπετάν Κρεμύδας: Ή στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θα γένει!...
Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια πέταξε. Αλλά δεν πέταξε μακριά να φύγει, να χαθεί από μπρος μας. Χαμοπετούσε περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, καθότανε στο ξάρτι κι έριχνε ξαφνικά μια στριγκιά φωνή που πάγωνε το αίμα:
- Κουκουβάου!... κουκουβάου-βάου!...
Ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύση παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινο αθέρα σαν αντιλάμπισμα μεγάλης πυρκαγιάς. Πέρα στο Τσιρίγο ο νότος έχτιζε τέμπλο, σωριάζοντας σύννεφα θεοσκότεινα στη βάση, στη μέση ανοιχτότερα, στην κορφή καταγάλαζα. Κι απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και στις πολεμίστρες, έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο, κι άλλο από πάνω αργυρό και ψηλά για φλάμπουρο σήκωσε τον Αποσπερίτη. Και πίσω από κει σαΐτευε σπηλιά σε σπηλιά τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθεί συφάμελος ν’ αναποδογυρίσει τον κόσμο. Ο Μπαρμπατρίμης, που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του τέμπλου, είπε του καπετάνιου:
- Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλει αέρα ο νότος. Λέω να πάρουμε κάτω λίγα πανιά.
- Μπα! καλοκαιρινός είναι· άσ’ το κι ας πάει
Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος. Μακριά όμως να μην τον θυμώσεις. Τον θύμωσες; Ίδιος βοριάς γίνεται. Τρέχα να μπεις στο λιμνοστάσι, γιατί φίδι που σ’ έφαγε!
- Αν δε σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα! είπε σκάζοντας χάμω το σκούφο του.
Άλλαξε το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη.
- Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ’ απάνου στ’ άτιμο! Τήρα καλά να μην το χάσεις από τα μάτια σου!
- Λέω, καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλει αέρα ο νότος.
- Μωρέ, δώσ’ του να παίρνει, γεροξεκουτιάρη! Κυβέρνα καλά κι απάνω του σου λέω!...
Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι και χούφτωσε το δοιάκι. Ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συχνότερες και τα πανιά άρχισαν να γεμίζουν, τα ξάρτια και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τώρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα λίχνιζε το νερό. Μα καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν το νου στο ξύλο παρά στην κουκουβάγια, που δεν έπαυε να κλωθογυρίζει πετώντας πάντα ζερβόδεξα.
Στην αρχή βλέπαμε παράξενο το θέλημα του καπετάνιου. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα ένας με τον άλλο ξεχαστήκαμε, ακολουθώντας το πέταμα του πουλιού. Σε κείνο ή σε μας έπρεπε να ξεσπάσει η κακοσημαδιά. Αν το σκότωνε, σωνόμαστε και μεις και το καράβι και τα σπίτια μας. Γιατί ποιος ξέρει, αν ήταν για τον καπετάνιο η κουκουβάγια κι όχι για κανέναν άλλον! Αληθινά εκείνος ήταν ο καραβοκύρης· εκείνος στο σπίτι του άφησε άρρωστο· μα ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος μπόλιασε σε όλους τη μανία του και, αν μας έβλεπες, θα πίστευες πως φάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.
- Να το, βάρ’ του!... φώναζε ο ένας με τον άλλο, κινώντας χέρια και πόδια.
Και κείνος με το ντουφέκι στο χέρι, το πρόσωπο αναμμένο, έτρεχε κοιτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λες κι έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο.
Το πουλί ήξερε πολλά παιχνίδια. Δεν πετούσε τόσο μακριά να το χάνουν τα μάτια μας. Μα ούτε και κοντά να το φτάνει η τσάγκρα. Φανερωνόταν δεξιά μας και η γολέτα έτρεχε απάνω του. Εκείνο πετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα το ίδιο μάκρος. Έφτανε έτσι κάτω στη Μήλο ή απάνω από τα Γερακούνια ή κατά την Ερμόμηλο. Τότε, για να φυλαχτεί από τις δόλιες ξέρες, πόδισε η γολέτα. Εμείς βλαστημούσαμε που θα χάναμε το πουλί. Εκείνο φαινότανε πίσω στο πίκι, να στυλώνει τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο. Και μόλις εκείνος ξάμωνε το ντουφέκι, έχυνε τη φωνή του βρισιά και περιγέλασμα και πετούσε κλωθογυρίζοντας μ’ ένα πέταμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο· και η γολέτα πλιο μεθυσμένη έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά γεμάτα. Ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι. Και μεις όλοι με τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα, χειρονομώντας και παραμιλώντας, που αν μας έβλεπες, βέβαια θα πίστευες πως φάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα λογικά του!...
Τώρα το φεγγάρι ψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου. Τα μακρινά νησιά και περιγιάλια, σκοτεινιασμένα, νόμιζες πως έπλεκαν στο θαμπό αθέρα κι έδιναν να μαντεύεις παρά να ξεχωρίζεις τα σχήματά τους. Τα κοντινά, η Κίμωλος και η Μόλυβος, η Μήλος και η Ερμόμηλος και τα Γερακούνια, ξεχώριζαν τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη καταχνιά. Έδειχναν σχισμάδες και σπηλιές σκοτεινόμαυρες· τ’ ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινότερες· τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια· τις ρεματιές και τ’ ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα. Το πουλί μάς έριξε κάτω από την Ερμόμηλο και βλέπαμε τα φώτα στο Κάστρο της Μήλου και δυο φωτιές μεγάλες να χύνονται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι, που έλεγες τώρα θ’ ανάψει και κείνο. Από το αντίθετο πλευρό κατέβαινε του φεγγαριού η λαμπάδα κι έγλυφε με γλώσσες αργυρές το κατραμαλειμμένο σκαφίδι μας.
Ο αέρας όλο και δυνάμωνε· σφύριζε μέσα στ’ άρμενα κι έβγαζε χίλιων λογιών φωνές. Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζότανε το σφύριγμα και, την ώρα που ο καπετάνιος τον πλησίαζε, του ξανάειπε ανήσυχος:
- Καπετάν Κρεμύδα, ο νότος δυναμώνει. Να μαϊνάρουμε, λέγω λίγα πανιά.
- Κάμε ό,τι θες· απάντησε κείνος.
Ακούμπησε αγκομαχώντας στην κουπαστή και παράτησε την τσάγκρα. Μα την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή της κουκουβάγιας απάνω από το κεφάλι του:
- Κουκουβάου!... κουκουβάου-βάου!...
Το αναθεματισμένο! τόση ώρα ήταν χωμένο στο ξάρτι και μεις χαμπάρι δεν είχαμε. Τινάχτηκε ορθός, άδραξε την τσάγκρα και αγριοφώναξε!
- Στο τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στο τιμόνι κι απάνω του!
Αφήσαμε όλοι τα πανιά και πήρε καθένας τη θέση του. Ο Μπαρμπατρίμης γύρισε τη γολέτα από την Ερμόμηλο κατά τα Γερακούνια. Το μέρος έχει ρέματα κι εύκολα μπορεί να σε ξεπέσει. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό και πιδέξιο χέρι. Όταν χούφτωνε το τιμόνι, λαχτάρα το ’πιανε. Δεν είχαμε φόβο κι αρχίσαμε πάλι τον τρελό αγώνα.
Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψει το παιχνίδι του. Μαύρο σαν χούφτα χώμα, πετούσε αργά αργά, λες και φρόντιζε να μη χαθεί από τα μάτια μας. Πότε στριγογύριζε στη γολέτα, πότε διάβαινε σα σαΐτα ανάμεσ’ απ’ τα πανιά και χώνευε στις στραλιέρες και καβαλίκευε τον τρίγκο και περνούσε κάτω από τα κουρτελατσίνια και καθότανε στον έξω φλόκο. Άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα πηδούσε πάλι μέσα, κατέβαινε στο φλις, ροχοβολούσε στη μπούμπα. Και αποκεί, ρίχνοντας άλλη φωνή, ξανάρχιζε το κλωθογύρισμά του.
- Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος.
- Μωρέ, το κεφάλι μου κόβω πως δεν είναι πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης. Πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μην σου την πάρει, καπετάνιε! Δεν ακούς μια ώρα τώρα το σκυλί πώς γρινιάζει;
Αληθινά, ο Πιστός, ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο στα μπροστινά του, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια και γρίνιαζε. Αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα. Άλλος φιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη του κερί του Επιτάφιου κι άλλος μουρμούριζε τα τροπάρια. Ο καπετάνιος, καθώς είδε το σκυλί, σταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί χέρι το σκαντάλι.
Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως τέλειωσαν τα βάσανα! Η κουκουβάγια άρχισε ν’ αργοπετά, να χαμηλώνει και άξαφνα βρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.
- Βάρ’ της! φωνάξαμε ομόφωνοι.
Ώστε να ξαμώσει ο καπετάνιος, χάθηκε από μπρος μας. Εκείνος άρχιζε να μας βρίζει, που δε μιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτεί το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζει και με χειρονομίες να δείχνει στο σχοινί της μεσιανής στραλιέρας.
Βάρ’ της!
Μπαμ! αντήχησε και καπνός με σκάγια και στουπιά έπεσε στα πανιά, σαν να τα έδερνε αδρύ χαλάζι. Με την ντουφεκιά ένας άλλος χτύπος συγκρατητός ακούστηκε, όπως όταν γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο. Πέσαμε όλοι μπρούμυτα.
Ο διάβολος έκαμε το σκοπό του! Μια στιγμή που παράτησε ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημιά του νησιού ανέβηκε για τελευταία φορά πιο άγρια κι αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας:
- Κουκουβάου!... κουκουβάου-βάου!...
- Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... στέναξε ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του.
- Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε και του βούλωσε το στόμα.
- Φτύσ’ στον κόρφο σου, καπετάνιε, φτύσ’ στον κόρφο σου και μη βαργομάς το Θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά. Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου!
Ο καπετάν Κρεμύδας γύρισε και τον κοίταξε άφωνος. Θυμήθηκε το σπίτι του, τη γυναίκα του κλιναρωμένη να χαροπαλεύει, να γυρίζει εδώ κι κει τα φωτερά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μονάχα κι έρημα. Και πέφτοντας με αναφιλητά στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη:
- Ναι· είπε με φωνή μισοσβησμένη, λες και φοβότανε να την ακούσει κι ο ίδιος. Δόξα να ’χει ο Θεός! Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!...
Με το μπρίκι του καπεταν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα! πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού πηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορές. Μα εκείνη τη βραδιά ένιωθα τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή, που κινδύνευα να λιγοθυμήσω. Δεν ξέρω τι μου έφταιγε· θες η γαληνεμένη θάλασσα, θες ο ξάστερος ουρανός, θες το τσουχτερό λιοπύρι· δεν μπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαριά την ψυχή, ήβρεσκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξει στο νερό, «όχι!» δε θα ’λεγα.
Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια, που συντρόφευαν το βασίλεμά του, σκάλωσαν κάπου μαύρα σαν μεγάλες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Φάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κι ένας. Τα νερά κάτω πήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα, το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια· ο καπετάνιος κατέβηκε να κοιμηθεί· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι. Ο Μπραχάμης, ο σκύλος μας, κουλουριάστηκε στη ρίζα του αργάτη να ησυχάσει και κείνος.
Εγώ ούτε να ησυχάσω μπορούσα. Ούτε ύπνο ούτε ξύπνο. Δοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόση ανοστιά, που έσβησε σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα. Πήγα να παίξω με το Μπραχάμη· αλλά και κείνος τρύπωσε ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστημένος γρίνιασε, σαν να μου έλεγε:
Άφησέ με και δεν έχω την όρεξή σου!
Τότε βαριεστημένος και γω πήγα και ξαπλώθηκα μπρούμυτα καταμεσής κι έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου. Ήθελα να μη βλέπω τίποτα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο λίγο σχεδόν το κατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο, σαν θαμπό καντηλάκι, ένιωθα να ζει μέσα μου και γύρω το κορμί μου να σμίγει και να χωνεύει μέσα στ’ αναίσθητα σανίδια της κουβέρτας.
Πόσο έμεινα έτσι, δεν ξέρω. Τι μου ήρθε στο νου κι αν μου ήρθε τίποτα, δε θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν’ ανατριχιάζω· σαν κάποιος μαγνήτης να ερέθιζε τα νεύρα μου, όπως η υγρασία αναγκάζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κι ευθύς πορφυρό κύμα χύθηκε απάνω μου. Πίστεψα πως κολυμπούσα στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο αυτόματα ξυπνά στο λαμπρό φως της ημέρας, και γω άνοιξα τα μάτια μου. Τ’ άνοιξα ή τα ’κλεισα δε θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως έμεινα ακίνητος. Πρώτη μου σκέψη ήταν πως ξύπνησα στο στομάχι κάποιου ψαριού, που ρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήταν στομάχι ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα. Μα όλα, ψηλά και χαμηλά, στρωμένα ήταν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά τίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κι έριχνε φοβερούς αποκλαμούς πέρα δώθε. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν.
Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε και τύλιξε γαλαζόχρωμα τ’ αστέρια, τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κι έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορόδινα και γλαυκά, λες και ήθελε να βάψει το στερέωμα. Και το τόξο, κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα, κουνούσε τα κρόσσια εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλλες του και πρόβαινε, όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά και φούσκωναν και κυλούσαν πάντα σκοτεινά ή πράσινα, χρυσορόδινα ή γλαυκά, και σκόρπιζαν αντιφεγγίσματα ολούθε σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα και φαίνονταν όλα ξαφνισμένα μέσα στην τόση λάμψη. Μα περισσότερο ξαφνισμένος ήμουν εγώ. Δεν ήξερα τι να κάμω και τι να συλλογιστώ. Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια μπορούσε να ευχαριστήσει τον καθένα. Η Γη Βούλεται να πεθάνει μέσα στα ροδοκύματα!...
Άξαφνα ανατρόμαξα. Κάτω βαθιά, μέσ’ από το μενεξεδένιο σύγνεφο, είδα να προβαίνει ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια γύριζαν φωτεινούς κύκλους κι έβλεπαν περήφανα τον Κόσμο πριν τον κλωτσήσουν στην καταστροφή. Να τος, είπα, ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας! Τον έβλεπα κι είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή πρόσμενα σφυρί να πέσει το φριχτό χτύπημα. Πάει τώρα η Γη με τους καρπούς πάει κι η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλιο, ούτε ταξίδια, ούτε φιλιά!
Αλλά δεν άκουσα το χτύπημα. Ο ίσκιος πρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Κι όσο γρηγορότερα πρόβαινε, τόσο μίκραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρεμος όγκος χιλιόμορφη κόρη στάθηκε αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κορώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια έχυναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια πηρηφάνια βασιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλλε στο αριστερό την ασπίδα κι έπαιζε στο δεξί τη Μακεδόνικη σάρισα.
Δεν είχα συνέρθει από την απορία και φωνή γλυκεία, ήρεμη και μαλακή άκουσα να μου λέει:
- Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο Βασιλιάς Αλέξαντρος;
Ο Βασιλιάς Αλέξαντρος! ψιθύρισα με περισσότερη απορία.
Πώς είναι δυνατό να ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξερα τι ρώτημα ήταν εκείνο και τι να της αποκριθώ, όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε:
- Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
- Τώρα, Κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα βασιλιάς Αλέξαντρος! Ούτε το χώμα του δε βρίσκεται στη γη.
Ωϊμέ! κακό που το ’παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε μεμιάς φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κι έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα σηκώθηκαν περδώθε, έβγαλαν γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κι έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν αμέσως, σα να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού. Τώρα καλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν ο Χάρος της Γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα, τ’ Αλέξαντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γύριζε ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κι αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνο για Κείνης τον ερχομό έχυσε ο Πόλος το Σέλας του, να στρώσει τον αθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δε ρωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα, αλλά για τη μνήμη του αφέντη της. Και τώρα στην άκριτη μου απόκριση μανιασμένη έριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κι έδειξε Ωκεανό τον μαλακό Πόντο.
- Όχι, Κυρά, ψέματα!... τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα. Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξαναρώτησε:
- Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
- Ζει και βασιλεύει· απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.
Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κι έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο Μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.
Σήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τ’ αέρινα ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορόδινα και τα γλυκά, να σμίγουν στον ουρανό και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή μην ήταν απόκριση στο ρώτημα της αθάνατης; Ποιος ξέρει. Μα σιγά σιγά οι αχτίνες άρχισαν να θαμπώνουν και να σβήνουν μια με την άλλη, λες κι έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο.
Τώρα ούτε Στέμμα ούτε Τόξο φαινόταν πουθενά. Κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα· και μέσα στην ψυχή μου θαμπή και ξέθωρη η πορφύρα της πατρίδας μου.
Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα.
Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ημέρες τώρα δεν ήβρεσκε ησυχία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, που ήταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δυο του αδέρφια. Δεν πρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και το ναύλο τους και τους χώρισε ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ’ ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στο Βόσπορο, ρώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες· αλλά τίποτε δεν έμαθε για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει κι εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ’ αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κι έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
Όταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών. Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ’ ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους. Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι ακούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.
Ο καπετάν Ξυρίχης δε μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το βάσανο. Βιαζότανε να μάθει και τη δική του μοίρα. Έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο στη θυρίδα και ρώτησε με ολότρεμη φωνή:
- Για τον «Αρχάγγελο»... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα;
- Τίποτα· του απαντά ξερά ο τηλεγραφητής.
- Τίποτα! πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Και κολλάει περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αυτιάζεται τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς, σαν δοντοχτύπημα κρυωμένου, η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· έτοιμος να λιποθυμήσει. Μα δεν την παρατά τη θέση του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκοιτάζει μια στιγμή και λέει με φωνή αδιάφορη:
- Ναι ...«Αρχάγγελος». Χάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης. Κόπηκε στα δυο· η πρύμνη του ρίχτηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είναι ζωντανά.
- Ζωντανά! Αναστυλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του.
- Τα ονόματα; λέει με φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματα;
- Πέτρος και Γιάννης.
Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης είναι τ' αδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα το ολοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ο θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο και ομορφότερο. Φιλεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: Δεν είναι τίποτα· όλοι καλά είναι· όλα καλά!
- Ποιας ηλικίας τάχα να είναι τα παιδιά; ρωτάει πάλι.
Ο υπάλληλος σκουντουφλιάζει· μα τον παρασκότισε! Γύρω ακούονται φωνές· ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ’ αδέρφια του· δεν του φτάνει; Είναι κι άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς τους. Ας μάθουν κι εκείνοι κατιτί! Μα εκείνος δεν αφήνει τη θέση του.
- Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά.
- Δέκα δώδεκα χρονών.
Πάλι απελπισία. Τ’ αδέρφια του δεν είναι τόσο μικρά. Είναι από είκοσι
πέντε κι απάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από κει μ’ έν’ άλογο φτάνει στον Αϊ-Γιώργη, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν. Ο ήλιος παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιο ουρανό. Η θάλασσα λίμνη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα. Η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μα η ακρογιαλιά μοιάζει με νεκροταφείο. Κάθε βράχος και νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, άδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στις σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στην πέτρα. Ένα τρεχαντηράκι ομορφοφτιασμένο, άγγελος, πρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λες κι αρμένιζε ανάερα. Και όμως ήταν καρφωμένο στο βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στην πέτρα, που ουδέ νερό ουδ’ άνεμος μπορούσε να περάσει. Κι ένα σκυλί στην πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σαν να το έβριζε, που χάλασε τ’ ομορφοκάραβο.
Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα βρέθηκε μπρος στο μπάρκο του. Έπρεπε να είναι δικό του ξύλο, για να το γνωρίσει. Ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε σκαφίδι απόμενε πλια. Μονάχα η πρύμνη του, κι εκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Κι ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει το ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα απάνω στα κοτρόνια, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιχνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Κι απάνω στα τουμπανιασμένα κουφάρια, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα τα όρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα και στον κρότο του πέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενοχλούσε στο πλούσιο φαγοπότι.
Αρχίζει τώρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Εκείνα τα κουφάρια δείχνουν πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμει, να ψάξει ολούθε, μα δεν τολμά. Κάτι μέσα του τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει στ’ αχνάρια τους. Τέλος πάει και ψαχουλεύει. Βρίσκει ασούσουμα και τ’ αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο, το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το ’λεγε η ψυχή, βέβαια δε θα τα γνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισε. Και τότε τα μάτια του στέρεψαν ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται να πέφτει με ορμή, που λες τρόμαξε και πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη.
Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ’ αδέρφια του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήσει· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στ’ αυτί, θες παρηγοριά, θες μακρινήν υπόσχεση. Έπειτα με το λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά απίθωσε πρώτα τ’ αδέρφια, έπειτα το ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κι έφτασε στα Θεραπειά. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο του.
- Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.
- Έτοιμα.
- Βίρα άγκουρα!
Ο καπετάν Ξυρίχης, αμίλητος, έπιασε τη θέση του στο κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι.
Η Παναγιά η Κλεφτρίνα», των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αραγμένο στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα. Κάτω από τ’ άστρα το πισσαλειμμένο σκαφίδι του, με τα παραπέτα φελλοντυμένα, την πρύμη και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα. Τα τέσσερα κανονάκια τα μπρούτζινα, που κάνουν το βρούχημά του τρόμο των θαλασσινών. Οι μπαλτάδες, που συχνοβάφονται στο αίμα. Τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι, που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των καραβιών, όλα είναι θαμμένα στο σκοτάδι. Μονάχα πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά, δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λύθρους εδώ και κει. Άλλο τίποτα.
Περίγυρα ψηλώνουν του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, και ορθοσκύβουν απάνω του, λες θέλουν να το φυλάξουν από μάτι κακότροπο. Και κει, ξαπλωμένοι στο σκοτάδι ή συμμαζωμένοι στις φωτιές, μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκιοι και φαντάσματα. Είναι κάπου σαράντα· όλοι ένας κι ένας διαλεχτοί. Πατρίδα τους το κάθε νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της Ρούμελης. Θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός ο καπετάν Λαχτάρας, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και στο αίμα. Ξαπλωμένος κατάνακρα στ’ ορθολίθι, τις πλάτες στηρίζοντας στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένια του και κοιτάζει κάτω, θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίσει το απέραντο κράτος του.
Δίπλα φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει, ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα στα μαλαμοκαπνισμένα τ’ άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα μεταξωτά βρακιά, τ’ άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του. Ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντουραδάτος, κοιτάζει κατάματα σα να τον ρωτά τι συλλογιέται, σα να του υπόσχεται πως όλοι κι αν τον αρνηθούν, αυτός θα μείνει πάντα πιστός ως τον τάφο του.
Έτσι το συνηθίζει να κάθεται στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια το σκύλο του ο καπετάν Λαχτάρας. Να κάθεται, να τσιμπουκίζει και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι του που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια, που παρακαλώντας τον θερμά λένε οι σκλάβοι του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του. Μα τώρα ούτε και τα πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολονάτα, στέρνες αστέρευτες τα δουβλόνια, τ’ ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα πουκάμισα των αγίων· άρματα τ’ αξετίμωτα· στοίβες απάτητες τα γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά, τα σαμούρια και τα λαχούρια. Και κείνα κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν μάρτυρα παρά το θεό και τα χέρια του.
Μια βδομάδα τώρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχο. Ο Τρακάδας, ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη στο Βαγγέλιο, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα. Εκείνος κάθε φορά τον απάλλαττε, με μια του μαχαιριά ή και μια πέτρα στο λαιμό, από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν πλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άραξαν έτσι στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τώρα ήρθε και η δική του σειρά. Τον ξεπάστρεψε με μια ψίχα φαρμάκι. Μα τι να γίνει; Ποιος του είπε να μάθει όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξέρει όλες τις κρυψώνες του; Έπρεπε να το έχει πάντα στο νου. Η φτελιά, που πάει και ριζώνει στην άκρη του ποταμού, καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του περηφανεύεται. Μα γρήγορ’ αργά θα λιώσουν μια ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάσει το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρει στο θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίει ο ποταμός;
Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθεί ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν ησυχάζει καθόλου. Δεν ησυχάζει, γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του. Οι φόνοι και τα κρίματα έπλεξαν πλοκό και δεν αφήνουν την ψυχή να διαβεί το τρίχινο γεφύρι στον Κάτω Κόσμο. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες, σκλάβα σέρνεται στους τόπους που κριμάτισε, θρηνολογεί και δέρνεται βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο χέρι το ραβδί, γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα, φάντασμα σκυθρωπό και αμίλητο. Πολλοί γνώριμοί του θέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλειό, πάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά.
Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβήνει από κοντά τους, σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψη αφήνοντας γύρω του. Και κάθε νύχτα τέτοια ώρα έρχεται στο βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου στο πρόσωπο και τη σκούφια του απλώνει ζητώντας μερδικό, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος, νευρικός, ψηλαφά τα γένια του, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψει το ενοχλητικό φάντασμα.
- Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξει όπως πάντα την ώρα της προσβολής.
Μα ο λάρυγγάς του αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχάει, το σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή και χαλκόστομη, σα να σαλαγάει κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας κρότος κουφός και συγκρατητός, σα να πήραν ζωή τα πορολίθαρα. Και μέσα στη σαλαλοή, φωνή σαν κουκουβάγιας ανάκρασμα, ακούεται να λέει:
Τάω τω!
και πίσω δεν κοιτώ!
Τ’ αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!...
Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τώρα στον ίδρωτα. Γνώριμη τού είναι η φωνή, γνώριμη η σφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είναι άλλος από τον Τρακάδα το βλάμη του. Έρχεται απόψε με περισσότερη μάνητα, με φριχτότερη συνοδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του δεν έχει αιματωμένο το πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι του φορεί και κρατεί στο χέρι το θρυμματισμένο ραβδί του. Μα έχει τόσο άγριο πρόσωπο· το βλέμμα του τόσο πικρό· τόσο καμπουριασμένο, μικρό κι ελάχιστο το κορμί, που μπορεί να τρομάξει και δράκο. Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στο βράχο του. Θέλει να σύρει το χέρι στ’ άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλυσοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλει φωνή· μα του είναι αδύνατο. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδεί τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από το φόβο τους. Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα· άλλοι χώνονται στις σπηλιές· άλλοι παίρνουν τα πλάγια· άλλοι ανεβαίνουν κατάραχα κι ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατο εχθρό. Ρίχνει βλέμμα στο σκύλο του, θέλει να του θυμίσει την παλιά υπόσχεση. Μα και κείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος, γρούζει μόνο και πάσχει να χωθεί κάτω από τα πόδια του αφέντη του. Ωστόσο κοντά του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο, που να πέφτει Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του, στέκεται μικρομέγας ο Τρακάδας· με γέλιο τον κοιτάζει κατάματα, τον περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του:
Τάω-τω!
και πίσω δεν κοιτώ!
Τ’ αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!..
- Να μοιράσουμε τι; ρωτά ο καπετάνιος. Θέλεις τα ρούχα μου; θέλεις τ’ άρματα και τα χρυσαφικά μου; Δικά σου είναι· δικός σου είμαι και γω. Μπροστά σου μ' έχεις άβουλο και ακυβέρνητο. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα κρυμμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς!
Το είπε δεν το είπε, το άκουσε ο βρικόλακας. Ανάβρυσε το γέλιο τρανταχτό από τα φτωχά στήθη του. Και είδε ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν’ απλώνει απάνω του, να τον σηκώνει στον ώμο. Είδε τ’ αστέρια κινούμενα απάνω του, σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο και το αίμα τρέχει κι αυτός.
- Ε, παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξει όπως πάντα στην ώρα της προσβολής.
Μα τίποτα δε βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανό μέσα στο μύστικο! Όλα κείτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα μπρούτζινα, οι αιματοβαμμένοι μπαλτάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι. Κείτονται λουφασμένα, σαν να τα έχει σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δίβουλα και κείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν τον Καρακαχπέ. Κανείς δεν έρχεται να τον βοηθήσει, κανείς δεν τολμά να κράξει στο βλάμη του: φτάνει! Και κείνος, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί λύνει πρυμόσχοινα. Και πάλι τον κοιτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι την άγρια λαλιά του:
Τάω-τω!
Και πίσω δεν κοιτώ!
Τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!...
Ασκί έγινε τώρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και αμόλησε δυνατό άνεμο. Φούσκωσε αμέσως το ράθυμο πανί, αναταράχτηκε η θάλασσα και το μύστικο πέταξε από το Κλεφταύλακο στ’ ανοιχτά.
Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν, σκοτεινά σύγνεφα στο φύσημα του βοριά. Βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ’ ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισιά. Τι θα γίνει! Πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύσει τα σχοινιά, θέλει να φωνάξει· μα είναι ανίκανος. Φυσά Και βράζει, μα δεν μπορεί ν' αλαφρωθεί. Βούλεται πασχίζει και τέλος βγάνει βρούχημα την κατάρα:
- Σύρε στο σαββατιανό λύκο! Σύρε!...
Με την κατάρα έσπασαν τα δεσίματα. Πήδηξε ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγει το βρικόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος. Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης και κείνος ρίχνεται στα βήματά του.
- Φεύγα! του λέει.
Ξεσχίζει του τη βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τώρα ο υποταχτικός κι ο σύντροφος! Καθώς τον βλέπει έτσι ο καπετάν Λαχτάρας, παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του· γνωρίζει στη λάμψη των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούστηκε άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια τους.
Μα σύγκαιρα άλλα μάτια η ανατολή άνοιξε αντίκρυ και η πλάση αναγάλλιασε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά, παίζουν σμαράγδια στους κάμπους. Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ το σκύλο του, τρομάζει τώρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα.
Απάνω στα λυχνανάμματα είδα φανό μπροστά μου τη φωτιά του Στρόμπολι. Ο νότος παλικάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη Μαρσίλια ως εδώ με δέκα δώδεκα κόμπους την ώρα. Πέρασα καλά τον Καβοκόρσο -Μάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της- άφησα βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τώρα όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνει τα φρύδια του. Ο στρόκος έβγαζε στοιχειά και κύματα. Ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, θεοσκότεινος, χαμήλωσε ως τα ξάρτια, έπνιξε όλα στην καταχνιά. Το κατάστρωμα γλίστραε σα να ήταν πλυμένο με σαπουνάδα. Τα σίδερα, τα κατάρτια, ο αργάτης, το δοιάκι βουτημένα στον ίδρωτα, μούσκεψαν τα πανιά· τα σχοινιά φούσκωσαν παραχορτασμένα σαν φίδια.
- Μπρε!
Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να κλείσουν καλά τ’ αμπάρια και να καθίσει ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι.
- Καλό πνίξιμο! Ακούω πίσω μου στριγκιά φωνή.
Σπασμοί μ’ έπιασαν. Τη γνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου στη σκούνα.
Μαζί του βύζαξα το γάλα μου της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα χείλη μας. Η μάνα του πέθανε πριν να τον αποκόψει. Ο πατέρας του πνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλάβριας πριν να τον χαρεί παλικάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ο δικός μου τον πήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιχνίδια. Πάντα οι δυο μας. Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ, ακριβή χαρά και μοναχός καβγάς μας.
Άξαφνα όμως μας άδραξε ο πατέρας και μας έριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας μάγεψε η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες μας για τα πλεούμενα. Όνειρο μας ήταν να μπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλύτερο ακόμη! Να βάνει μέσα χίλια κιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κιλά. Και να έχει πολλά πανιά· δάσος, κατάρτια, σχοινιά· σύρματα! Και να ταξιδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος, να σμίγουμε στη βόλτα και να χαιρετιόμαστε:
- Ε από το μπάρκο!... ποιος καπετάνιος;
- Ο Μήτρος του Τράχηλα!
- Ε, από τη νάβα!...ποιος;
- Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας.
- Και για πού με το καλό;
- Για την Αμέρικα... Και σεις;
- Για την Αυστράλια.
- Τι φόρτωμα;
- Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο... Και σεις;
- Διαμαντόπετρες, μπριλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!
Και όταν τέλειωνε το ταξίδι, θα γύριζε καθένας στο νησί φορτωμένος κολονάτα.
- Και σα γυρίσεις πίσω; ρώταε ο ένας τον άλλον.
- Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου.
Τέλος, όταν απέθανε ο καπετάν Τραχήλης, έγινε σύντροφος στη σκούνα ο Κάργας. Αλλά μόλις κλείσανε τα συμβόλαια μπήκε μέσα διαφορετικός.
- Το δοιάκι, λέει, δε μ’ αρέσει.
- Γιατί;
-Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκυλιού.
- Μα τι σε πειράζει φίδι σκυλί; Τη δουλειά του την κάνει.
- Δεν τη κάνει.
Και φρπ! Στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε κεφάλι σκυλιού.
Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε.
- Να βάλουμε, λέει, δέλφινα.
Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη.
- Όχι σταυρό, λέει· λουλούδι θα βάλω.
- Μα τι σε πειράζει σταυρός λουλούδι; Ίδιο είναι.
- Όχι· καλύτερα λουλούδι.
Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι. Τον αργάτη τον έβαψε πράσινο, την κάμαρη κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψει και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.
- Όχι γαλάζιο, λέει· κάτασπρο είναι ομορφότερο.
- Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα.
- Έχει δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.
Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδιος μπούσουλας· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέση του. Από τ’ άψυχα ρίχτηκε σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλο, έβριζε τον τρίτο.
Έπειτα ρίχτηκε στο καραβόσκυλο το Ζέπο μας, που τον είχε ο μακαρίτης μια ζωή μαζί του! Τον έδερνε, τον κλωτσούσε, τον άφηνε νηστικό. Τέλος μια νύχτα τον έπνιξε μισοκάναλα κι έφερε από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που βαριόταν και ν’ αλυχτήσει.
- Μωρέ, γιατί, βλάμη; τον ρωτώ.
- Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου.
Στο καράβι του! Δεν κρατήθηκα περισσότερο.
- Άκουσε Λάμπρο· του λέω. Εγώ δε σ’ έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ’ έβαλα σύντροφο.
- Σύντροφο, μου απαντάει με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια.
Τώρα κατάλαβα! Δεν έχει μονάχα μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο.
Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο ξιπάστηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης, που πίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξερε και όλα τα όριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα, όλα δικά του. Κι αν δεν ήταν δικά του, δεν έπρεπε να είναι αλλουνού!
Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στη τέχνη του.
Απελπισία μ’ έπιασε. Πέταξε η όρεξη για τη δουλειά, πέταξαν τα όνειρα. Ο αητός έχασε τα φτερά του κι έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη. Ψωμοζήτης, μα πονόψυχος. Ήξερα ποιος μου ψαλίδισε τα φτερά και όμως λυπόμουν να τον διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Πάθαμε ζημιές στα ταξίδια. Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά, δε θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το απόθεμα. Aς πάει να χαθεί! σκέφτηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω.
- Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτάω τώρα.
- Τον είπα· μου απαντά με θυμό. Φοβάσαι μην αληθέψει; Μη φοβάσαι!
- Μπα· τι να φοβηθώ; ψιθύρισα κάνοντας τον αδιάφορο. Μα γιατί να ειπείς τον κακό σου λόγο;
- Τον είπα. Μα δε μου λες; Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα;
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί, σίμωσε στο φανό της πυξίδας και διάβασε τρεχάτα:
«Το Σμαρώ παιδί μου, δεν είναι για σένα. Η Μαριώ του καπετάν Τραχήλη την αρρεβώνιασε με το γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δε φτάνεις. Τι έχετε να κάμεις εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανωρίου; Εκείνο είναι καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρει καραβοκύρη».
- Τ’ ακούς! μου λέει δεν είναι ψέμα, ε;
- Όχι βέβαια· δεν είναι ψέμα, του απάντησα ήσυχος. Ξέρεις πως το Σμαρώ τ’ αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά.
- Και γω τ’ αγαπούσα, είπε κείνος. Και γω από τότε τ’ αγαπούσα και τώρα τ’ αγαπώ και θαν τ’ αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλώνω εκεί που δε φτάνω! Και γιατί δεν φτάνω εγώ στο Σμαρώ; Σε τι είσαι συ καλύτερος από μένα; Τ’ έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης και γω. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή. Θες τώρα να πάρω το μπαλτά και να τη χωρίσω στη μέση;
Σηκώθηκε αγριοπρόσωπος, γύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα, σα να ζητούσε το μπαλτά να χωρίσει στη μέση τη σκούνα. Είδα πως ήταν να πάρει τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι.
- Τι τα θέλεις αυτά; ψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει, γιατί μ’ αγαπά.
- Σ’ αγαπά! Εκείνη σ’ αγαπά!... Εσένα!... Χμ!...
Να ειπώ τη αλήθεια, τον λυπήθηκα. Δεν πίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διεστραμμένη ψυχή δεν πίστευα να χωρεί τόση αγάπη.
Γύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα νιώθω να τραβά κάποιος το μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνει κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Σήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα χαμήλωσα και ανατρόμαξα. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, σιχαμερή μύξα. Μα ο σύντροφος με το χαμογελαστό πρόσωπό του, μου φάνηκε φοβερότερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από κείνους που τελωνίζουν τις ψυχές! Άφηκε, είπε, το σκοτεινό του θρόνο και ήρθε στη γη να τελωνίσει και τη δική μου ψυχή.
- Καλό πνίξιμο! Σφύριξε πάλι στ’ αυτιά μου.
Και πριν κουνηθώ από τη θέση μου, έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν τρισκατάρατος.
- Τα φώτα!... Σβήστε τα φώτα!... φώναξα ευθύς.
Μα οι ναύτες είχαν ιδεί τα Τελώνια και πρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τώρα στα χέριατους κι έβγαζαν σωστό δρολάπι από ήχους και φωνές. Νευρικό το μέταλλο άστραφτε, ούρλιαζε, τα στέρνα του ξέσχιζε άπονα, τρανολαλούσε με πάταγο, έκραζε με ρυθμό, έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας να κουρελιάσει το στερέωμα. Κλαγγή, δούπος, στρίγκλισμα, κραυγή, θρήνος, σμιχτά όλα, περιπλεχτά, ορμούσαν εδώθε κείθε, τάραζαν το σκαφίδι, λάμπαζαν την άβυσσο.
Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέση τους, περιφρονώντας την ταραχή και το θόρυβο. Τώρα δεν ήταν δυο, δεν ήταν τρία· ήταν εκατό χίλια. Τ’ ωχροκίτρινο φως τους έφευγε πέρα δώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλτέριες· άπλωνε κι έσβηνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθιά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός χύθηκε χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσε ο δαίμονας στο ψόφο αλαλαγμό μας. Απελπίστηκα.
-Το γουρούνι, παιδιά ! Τι το φυλάτε το γουρούνι! φώναξα.
- Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέει ο Μπίρκος.
Τρέχω κοντά, το κλωτσάω, το σπρώχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ’ αφτιά. Τίποτα! Το θρεφτό μας, συμμαζεμένο στην πλώρη, κλιναύτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενε ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από το φόβο του. Και τ’ αστροπέλεκο έλαμπε κι εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό, λες και βιαζόταν να κατακάψει τα σύμπαντα. Η σκούνα κυματόδαρτη, ανεμοπαρμένη σπαρτάριζε σύξυλη, λάγγευε τρελή κι έτρεχε μπροστά να ξεφύγει τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι, αόρατο μέσα στο σκοτάδι, τίναζε κάθε λεπτό φλόγες θεόψηλες από το ανήσυχο στόμα του, ξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα, που ροβολούσε ποτάμι πύρινο κάτω κι έβαφε αίμα τα σκοτεινά νερά. Και το σκυλί του συντρόφου το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τώρα από τους κλότσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίσει. Μα το ψωμάκι, σάστισα. Πρώτη φορά που σάστισα στη ζωή μου.
- Βόηθα, τύχη της Σμαρώς! είπα μέσα μου.
Ένας βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση το στοχασμό μου. Βρώμα και θειάφι με τύφλωσαν ευθύς· έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στήθη μου.
Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τώρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.
- Να το ήξερες καημένη μάνα, και ν’ άναβες ένα κερί στον Αϊ-Νικόλα! σκέφτηκα.
Τρέχω να βρω το δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στο κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτε δε βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρα μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά στα χέρια τους, πανιασμένοι γύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, ψηλαφούσανε τις κουπαστές. Όμως η «Αγία Μαύρα», σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της, λάγγευε ακόμη στα κύματα, έφευγε απάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέριες τα Τελώνια έπαιζαν το ωχροκίτρινο φως τους. Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στο δρόμο μας.
- Βαράτε, μωρέ, και μας έπνιξαν! φωνάζω.
Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, με κερί του Επιτάφιου στο χέρι, να κυνηγά από τα στράλια τα Τελώνια. Τα σίμωνε απάνω τους, έφευγαν εκείνα· τα έπαιρνε, πάλι φανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω, βλέπω και τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Μαύρο φίδι με δάγκωσε.
- Μωρέ, πού άφησες το τιμόνι; τον ρωτώ.
- Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουραστείς λιγάκι.
- Στον Κάργα τ’ άφησες! φωνάζω.
Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, κυλίστηκα κάτω ανάσκελα. Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του. Μια παρατιμονιά και η «Αγία Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στο βράχο· τι να ιδώ! Το ηφαίστειο, σαν πληγωμένος γίγαντας, έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με βρόντους στους στεναγμούς τηςσκούνας μας. Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί, αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι, πρόβαλαν μέσ’ από τις πέτρες, κλείστηκαν ολόγυρα στο ξύλο και έσυραν κάτω την «Αγία Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. Μαζί τους ήταν εκεί και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος.
Όταν το πρωτάκουσα, ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και σαν έφτασα εικοσάχρονο παλικάρι, έλεγαν ακόμη για κείνο, με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι, που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας· ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο, με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο! Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ αγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σα σίδερο, δυνατό σα λέοντας, ψυχωμένο κι αθάνατο σα στοιχειό.
Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβησαν από τη θύμηση των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρευτήκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη ή και στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν το σκοπό τους.
Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο, και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλιστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που λύνεται το σώμα με το πρώτο αντίκρισμα.
Εγώ, από μικρός που το άκουα, μ’ έπιανε κατιτί παράξενο. Φόβος και μαζί πείσμα.
Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μονάχα με τα γένια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλέξαντρου η αδερφή, που γυρίζει τη θάλασσα και στο πικρό άκουσμα βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά κι ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του. Μα ένα δέντρο εκεί, του νερού πλάσμα, θρέμμα του άμμου και να κάνει τόσα θάματα! Μπα, ντροπή μας! Άκουα τους άντρες λεβεντοθρεμμένους και να μιλούν γι’ αυτό με τόσο σεβασμό, σα να μιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο! Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους εμπρός στο κανόνι του Τούρκου! Πήδηξαν με αναμμένο δαυλί στις μπαρουταποθήκες του! Είδαν το θάνατο χίλιες φορές, και δεν τόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν μπορούσα να το χωνέψω.
- Δε μου λες, πατέρα; κάνω κάποτε του γέροντά μου· τι είναι αυτό το γιούσουρι;
- Ξύλο, παιδί μου, σαν και τ’ άλλα· θαλασσόξυλο. Αν θέλεις να το μάθεις, σύρε να ιδείς την πίπα μου.
Πάω μέσα, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη με ρόζους, μαύρη κατάμαυρη σαν έβενος.
- Μπα! τούτο είναι το γιούσουρι; Το κόβουν λοιπόν;
- Το κόβουν, λέει; Αφού το ’χεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς.
- Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψεις και το γιούσουρι του Βόλου;
Πέτρωσε ευθύς το χαμόγελό στα χείλη του· σοβαρεύτηκε το πρόσωπό του. Γύρισε και με κοίταξε αφαιρεμένα, σα να έλειπε ο νους από το κεφάλι του.
- Α! είπε. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είναι το ίδιο. Πήγα μια φορά κι εγώ. Μα λίγο έλειψε να αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου.
- Αφού κόβεται…
- Κόβεται, όταν είναι μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είναι δάση ολάκερα. Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι, αρπάζουν και κανένα κλαρί. Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήσει, δεν το κόβει ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου.
- Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται;
- Κοιμάται, μπορεί να κάμει δίχως ύπνο; Μα εκείνο στοίχειωσε πια! ζει με τους αιώνες. Ποιος ξέρει από πότε; Να ιδείς των παλαβών τα κόκαλα πως κρέμονται πολυέλαιοι απάνω του!...
Και το βλέμμα του, κάπως δειλό, στυλώθηκε απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή· το μέτωπό του σούφρωσε και κέρωσε, λες κι έβλεπε οχιά να προβάλλει από κει.
- Εσύ πατέρα, πως πήγες! Με τη μηχανή; ξαναρώτησα.
- Όχι, με την πέτρα, σαν τους Καλυμνιώτες. Που μηχανές στο καιρό μας!
- Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάω να το κόψω· είπα με πείσμα.
Ενόμιζα πως θα έλεγε όχι· πως θα φρόντιζε με χίλια δυο να μ’ εμποδίσει· πως θα μου διηγόταν ιστορίες τρομερές για να απελπιστώ. Τίποτα! Μια στιγμή με κοίταξε συλλογισμένος από τα πόδια ως τη κορφή, σα να μετρούσε το ανάστημά μου· χαμογέλασε.
- Καλά· σα μεγαλώσεις, να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τώρα που είσαι μικρός, σύρε να μάθεις τη θάλασσα».
Πήγα κι έμαθα τη θάλασσα. Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης. Είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια. Πήγα και με σφουγγαράδικα στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς, δεν ξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και το λόγο που έδωκα στον πατέρα μου. Μαζί με το κορμί μεγάλωνε και ο πόθος μέσα μου, σα να τον είχα στο αίμα μου. Εγώ ήθελα να κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το ξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλαλήσει σε όλη τη χώρα:
- Έβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της θάλασσας νικήθηκε από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο Γκαμάρο! Τρέμουν, τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε και να ειπείτε!...
Θα έτρεχε αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι θάλασσογέννητοι και θα σταυροκοπούνταν, θα έβλεπαν οι γυναίκες και θα τρόμαζαν τα παλικάρια και θα ζηλοφθονούσαν· οι λυγερές και θα έλεγαν: «Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας!». Δεύτερος Αϊ-Γιώργης θα δοξαζόμουν στο νησί. Και ένας τρόμος μυστικός, μια λαχτάρα βασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μην προλάβει άλλος και αρπάξει τη δόξα μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλι ησύχαζα με την ιδέα πως άλλος αξιότερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί. Και ακόμη πίστεψα πως το δεντρί εκείνο δεν καθόταν τόσους αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο του, παρά για να γένει μια μέρα δικό μου παίνεμα. Κι έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου.
Ψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάτσου στην Έγριπο. Δώσε απάνω, δώσε κάτω, φτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου.
Άρπαξα τον καιρό.
- Τι λες, καπετάνιε; Κάνουμε την απόπειρα;
- Ποια;
- Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;
Γέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· γέλασαν και οι άλλοι· γέλασα και εγώ. Δεν τολμούσα να κάνω το σοβαρό.
- Ρε, τι λες; μου κάνει, είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή, πήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα, και θα κάμουμε εμείς;
- Γιατί όχι; Είμαστ’ αδέξιοι εμείς; Έπειτα, άκου να σου ειπώ: εκείνοι πήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά;
- Μωρέ, κοίτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέει τέλος ο καπετάνιος.
Δεν απελπίστηκα. Θα τον καταφέρω στο ύστερο σκέφτηκα.
Και αλήθεια, έδωκα, πήρα, τον κατάφερα μια Κυριακή που δεν ψαρεύαμε.
- Τι λες, πάμε; του κάνω.
- Μωρέ, πού να πάμε;
- Για το γιούσουρι!
- Και ποιος θα βουτήξει;
- Εγώ βουτάω! Γι’ αυτό ρωτάς;
Πήγαμε τέλος. Κοιτάζω με το γυαλί στον πάτο, πουθενά γιούσουρι. Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισα ν’ απελπίζομαι. Μια απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάσταινα στη φαντασία μου, το έβλεπα μπροστά μου, πάλευα μαζί του, το νικούσα, και τώρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχει, κάπου να το συναντήσω, θες κάτω στους βυθούς, θες πέρα στο ακρογιάλι, θες πάνω στα σύγνεφα! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του, κι ας με καταλύσει. Ας κρεμαστούν και τα δικά μου κόκαλα απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου! Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μονάχα για το καρβέλι;
- Τραβάτε για το λιμάνι· τραβάτε να πιούμε και καμιά είπε ο καπετάνιος βαριεστημένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε παραμύθια.
Κρύος ιδρώτας με πήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου.
- Στο Θεό σου, καπετάνιε του λέω, έχε υπομονή! να φέρουμε μια βόλτα πάλι.
Ούτε κείνος όμως, ούτε οι λαμνοκόποι με άκουαν. Το καΐκι γύρισε κι έφυγε για το λιμάνι, βαριεστημένο και κείνο.
Εγώ, κρεμασμένος στη κουπαστή, δεν έπαυα να κοιτάζω ζερβόδεξα με καρδιοχτύπι μεγάλο, σα να ζητούσα της μάνας μου τα κόκαλα. Μάταια όμως! Το νερό πρασινογάλαζο έφτανε ως κάτω στον πάτο και μου έδειχνε ξερά τα φύκια· όχτους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσιές σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια για τις νεράιδες μαλακά κι απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ’ ονειρεμένο μου δεντρί.
Έλεγα ν’ αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε φάλαινα.
- Στοπ! φωνάζω· σταθείτε!
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι!
Ντύνομαι γοργά, παίρνω το λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι, και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα μάτια, σύγκρυο μ’ έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! Τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν τ’ αγκωνάρια, γάντζωναν τις ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κι εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργιές ψήλωνε. Και από κει κλαδιά και αντικλάδια μυριόριζα, καμαρωτά κι ολόισια έφευγαν πέρα δώθε, ψηλά και χαμηλά, λες κι έπασχαν ν’ αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, σαν γυάλα το σκέπαζε και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσο, κρύα και άπατη.
Ήβρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το ήβρισκα, το ίδιο έκανε. Αν ήταν ν’ αρπάξω ένα κλαδί και να βγω απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί. Έκαμα το σταυρό μου, ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του κατάφερα την πρώτη. Ξύπνησε ο Όφης. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες και χύθηκαν όλα τα ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε από την άβυσσο κι έχασα όλα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά, αρπάχτηκα σ’ ένα ρίζωμα να μη με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν σα μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα απάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα να κρέμονται τα σκέλεθρα, πομπή και γάνα των παλαβών που τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του. Στο βρούχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό. Και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκαλα που δέρνονταν μεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια λάχτιζαν με πείσμα τ’ άσαρκα μέτωπα, σα να τους έλεγαν:
Γιατί μας φέρατε εδώ!
Απάνω μου τσίμπαε ο καπετάνιος:
- Έλα τώρα. Έλα, και δεν θα κάμεις τίποτα.
Δε θα κάνω τίποτα! Και γω το κατάλαβα. Μα και με τι μούτρα ν’ ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλιά; Πού ο Αϊ-Γιώργης; Α, όχι· αν δεν κατέβαινα, καλά· μα τώρα, πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας, σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμη. Πέτρα να χτύπαγα, το λιγότερο θα ράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάει μέσα το τσεκούρι, έφυγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες, σα να χτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.
Τσιμπάω απάνω:
- Ρίχτε μου το λοστό.
Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω το λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Τυραννήθηκα, και γω δεν ξέρω πόσο. Ώρες ερχόταν, ώρες περνούσαν, και γω με το λοστό στο χέρι. Μόνο στεκόμουν κάποτε να πάρω ανάσα η και να ρίξω γύρω καμιά ματιά. Μπορούσε το σκυλόψαρο να ριχτεί απάνω μου.
Τέλος, τσιμπάω πάλι:
- Ρίχτε μου τη γούμενα.
- Μωρέ, έλα πάνω! τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλότερο σκοινί. Έλα πάνω· θα σου κόψω τον αέρα!
- Κόβεις τον αέρα, μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα. Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου;
Τα χρειάστηκε ο καπεταν-Στραπάτσος· μου έριξε τη γούμενα.
Πιάνω από μακριά και θηλυκώνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με το λοστό τις ρίζες. Εκείνο, δωσ’ του και γλαυκόπαιζε τα μάτια σα να ήθελε να με μαγνητίσει. Εσειόταν και τάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού απλοκαμοί, λάγγευαν δώθε κείθε, κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ’ ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα που να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξερα καθόλου τα δολερά παιχνίδια του, κι αν δεν είχα ακούσει τα καμώματά του, τα σκέλεθρα που έβλεπα σφηνωμένα ψηλά ήταν αρκετά να μου δείξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε του ανακλάδισμα στρείδι κολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Πόδια, χέρια, μάτια, όλα δούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός, αψύς, ξεκόλωνε ένα με το άλλο τ’ αντιρίμματα, τα έβγαζε από τα θαλάμια τους, τα χώριζε από την πέτρα, ξεφλουδισμένα πολλές φορές, κι άλλες φορές με σκλήθρες από χάλαρα, με φόρτωμα από κοχύλια.
Τέλος, κατάλαβα πως άρχισε να λασκάρει. Έχανε το στήριγμά του.
- Απάνω! τσιμπάω.
Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω τη πρώτη ανάσα.
Μπρε! Πήρε και σούρπωνε. Αντίκρυ το Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές, σκόρπια μάρμαρα. Στο Βόλο άναβαν τα φώτα και ο ουρανός, ολοπόρφυρος από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζε ένα τρεμόφεγγο τ’ αστέρια του. Μου φάνηκε πως ξανάζησα όταν είδα μπρος μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι και τους κόπους μου και τη δόξα μου ακόμη.
- Τι, απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν-Στραπάτσος.
- Τώρα θα ιδείς! του λέω πηδώντας απάνω. Έλα, παιδιά! τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε.
- Μωρέ, τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; Δε σ’ άγγιξε το στοιχειό;
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου, και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός.
- Μα τραβάτε παιδιά, λέω· το δέντρο κόπηκε.
Ρίχνονται στα κουπιά, τραβούν με δύναμη. Ναι! Αντί να σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε το καΐκι μας.
- Μωρέ, μας γελάς· λέει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος. Τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;
- Μα τον Αϊ-Νικόλα, το ’κοψα» του κάνω· τράβα! Τ’ ήθελες, να τ’ αποκόψω, για να με πλακώσει από κάτω; Δυο τραβήματα θέλει και θα ’ρθει με τις ρίζες του».
Αρχίζουμε πάλι το τράβημα. Κάπου μια ώρα έτσι παιδευτήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κι ετριζοβόλουν. Πείσμα έπιασε τους ναύτες και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν-Στραπάτσος, ξετρελαμένος από χαρά και περηφάνια, ψυχή έδινε σε όλους με τις φωνές του:
- Ω-ω! Ω-ω!... Γεια σας, παλικάρια! Ίσα, λιοντάρια μου! Ντροπή μας! Μωρέ, ίσα, τίγρηδες!
Και τα παλικάρια, τα λιοντάρια, οι τίγρηδες, έχωναν βαριά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμη, που έλεγες τώρα θα γίνει σύψαλα. Τέλος, βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κι η θάλασσα σήκωσε τρανό κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι πέταξε γοργόφτερο εμπρός. Αμέσως, μέγα κήτος φάνηκε να πιάνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
- Να ιδώ! Και γω να ιδώ!...
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν και σταυροκοπιούνται φοβισμένοι.
- Εμπρός! λέω στον καπετάν-Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τώρα που νύχτωσε, πριν το νιώσουν και μας το πάρουν οι Τούρκοι.
Μόλις βγήκαμε από τον κόρφο, Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η νοτιά. Ο ουρανός έσβησε τ’ αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκε απάνω μας. Το κύμα ψήλωνε βουνό, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κι έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια, τι φώκιες και τι φάλαινες κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιούνταν και αλάλαζαν στο σύσκοτο εκείνο χάος! Ν’ ανησυχώ άρχισα. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος.
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι, σφιχτοδεμένο, ακολουθούσε τα απονέρια που έστρωνε η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζει, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως νικήθη και πάσχιζε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί. Μα ποιος το άφηνε; Μέσα στο άγριο πέλαγο μια ξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα γνώριζα αίσθημα, το θάμασμα των γερόντων μας. Ένα πόθο, την ευχή των κοριτσιών:
«Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας!»
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ακόμη. Μα τρία γερά. Τα μπράτσα λύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί. Τα πρόσωπα σούρωσαν· τα μάτια θόλωσαν. Ζάρες έκαμε το μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σα να κύλησαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος, ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στον πάγκο, έμοιαζε πτώμα. Οι λαμνοκόποι αμίλητοι κινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα το έργο τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα να λάμνω σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους πήρα. Μα τι να κάμω και γω; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμή μου. Το κύμα επίμενε να ψηλώνει ακόμα, να λιχνίζει και να μας βρέχει και να μας κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος, ρόδισε η ανατολή, φάνηκε ο ήλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρι.
- Άλα, παιδιά, και φτάσαμε! φώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν’ αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυο χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδειάζω τη γούμενα.
Ωιμέ! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου!
Τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται, στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστο πάγκο του, με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένο τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του πέρα δώθε, λες και πάσχει να κλείσει όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι, πάντα μεγάλο, θαμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
Και γω, ο Γιάννος ο Γκαμάρος, νέος Αϊ-Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!