ΜΗΤΣΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ

ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ


 

Πληροφορίες για τον Μιχαήλ Μητσάκη εδώ

Μιχαήλ Μητσάκης
Μιχαήλ Μητσάκης

 

Η ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ, τακτοποιημένα και φροντισμένα από τον Δημ. Ταγκόπουλον, Τόμος πρώτος, ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ», έκδοσις της εταιρείας ΤΥΠΟΣ, 1920.

Έγινε μεταφορά στο μονοτονικό. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου εκτός από την ορθογραφία του ρ. είναι και του πληθυντικού των άρθρων.

 


 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ

Α’ ΤΟ ΕΡΓΟ TOΥ

Όπως λησμονήθηκε ο Δημοσθένης Βαλαβάνης — ένας αληθινός ποιητής, που με τον «Τάφο του Κλέφτη», με «Τόνειρά μου» και με δυο - τρία ακόμα γνωστά ποιήματά του που στολίζουν τις νεοελληνικές ανθολογίες, δείχνει πως μπορούσε να σταθεί, αν όχι παραπάνω, πλάι όμως, δικαιωματικά, στο Ζαλοκώστα και τους άλλους, γνωστούς και φημισμένους, ποιητές της εποχής του, αν και πέθανε πάνω στην άνθιση της ζωής του και της τέχνης του, είκοσι, οχτώ μόλις χρονώνε· όπως λησμονήθηκε ο Γεώργης Παράσχος που, κατά τη γνώμη μου, ήταν ποιητής ίσος με τον αδερφό του Αχιλλέα, και σε μερικά έργα του, όπως λ. χ. η «Ολονυχτιά της Κρήτης», κι ανώτερός του· όπως λησμονήθηκαν τόσοι και τόσοι, (μήπως, εξόν από μας, τους οπωσδήποτε συχρόνους του, θυμάται κανείς σήμερα από τους νέους ποιητές και λογοτέχνες τον ποιητή Κλεάνθη Τριαντάφυλλο του «Ραμπαγά», που δίκαια στην εποχή του χαραχτηρίστηκε για Έλληνας Βερανζέρος;), που είτε με το στίχο, είτε με την πρόζα τους είχαν αποχτήσει όλα τα δικαιώματα να ζήσουν, αν όχι στη θύμηση του κοινού, στη θύμηση όμως εκείνων που καταγίνονται με τα γράμματα· κι ακόμα, όπως θα λησμονιότανε σίγουρα, ύστερ’ από είκοσι, τριάντα, το πολύ χρόνια κι ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντης, (μήπως δε λησμονήθηκε, αν και ζωντανός, ο συμπατριώτης του και φίλος του κι ομότεχνός του Αλέξαντρος Μωραϊτίδης;) αν οι εκδότες δε μαζεύανε από δω κι από κει τα σ’ εφημερίδες και περιοδικά κι ημερολόγια σκορπισμένα διηγήματά του και δεν τα βγάζανε σε βιβλίο — την ίδια τύχη, δίχως την καλή αληθινά έμπνευση της Εταιρίας «Τύπος», θάχε κι ο Μιχαήλ Μητσάκης, ένας δυνατός συγραφέας, που λογαριαζότανε από τους πρώτους την εποχή του και που, σίγουρα, θάχε μιαν από τις πρώτες θέσες, και σήμερ’ ακόμα, στα νεοελληνικά γράμματα, αν κακιά αρρώστεια δεν του θόλωνε και δεν του σκότωνε τόσο πρόωρα το μυαλό του, πάνω στη μεγαλύτερη του ίσια - ίσια ένταση, την εποχή που είχεν αρχινήσει, με τις « Αθηναϊκές σελίδες» του και με τις «Ταξιδιωτικές σημειώσεις» του, ύστερ’ από λογίς ολόγυρά του ψαξίματα, να βρίσκει το δρόμο του και να ξεδιπλώνει το ξεχωριστό του ταλέντο.

Ο «Τύπος» σήμερα, συγκεντρώνοντας το σκορπισμένο και δυσκολόβρετο έργο του και ταξινομώντας το, τον ξαναδίνει στα νεοελληνικά γράμματα, ξαναδίνει σ’ αυτά ένα παραπεταμένο τους, μπορεί να πει κανείς, στολίδι, που σε λίγο, δίχως τη μεσολάβηση του βιβλίου τούτου, θα θαβότανε για πάντα κάτου από τη λησμονιά. Γιατί, τι τα θέλετε — το βιβλίο μόνο σώζει και διαφυλάττει έναν ποιητή κι ένα συγραφέα, τονέ μεταβάλλει από θρύλο, από παράδοση, που θάμενε με το σκόρπιο έργο του, δίχως τη σωτήρια μεσολάβηση του βιβλίου, σε πρόσωπο ιστορικό.

* * *

Ποιος είτανε ο Μητσάκης και ποιο το έργο του θα σας το πει ο ίδιος, θα σας το πει το βιβλίο του. Γιατί ο Μητσάκης είχε τόση ειλικρίνεια στο γράψιμό του, τόση δύναμη, τόση πρωτοτυπία, ώστε από κάθε γραμμή του, ακόμα κι από κάθε λέξη του, ξεπροβάλλει η αδρή ατομικότητά του, η ξεχωριστή φυσιογνωμία του, — γιατί όπως στη ζωή του, έτσι και στο έργο του είτανε από κείνους που χαραχτηρίζονται ως «τύποι», ως «φυσιογνωμίες». Τον άνθρωπο θα δοκιμάσω να τον αναπαραστήσω σε μια σύντομη σκιαγραφία, που θα προσαρτήσω στο δεύτερο μέρος του προλόγου μου· ως συγγραφέα θα σας τον παρουσιάσουν, καλύτερα από κάθε άλλη κριτική ανάλυση, τα ίδια του τα έργα. Σε μένα δεν απομένει τίποτ’ άλλο, καρά να πω δυο λόγια για τη γλώσσα του, να δικαιολογήσω την ακαταστασία της, την ανταρσία της ακόμα, γιατί, όπως όλα του, έτσι κι η γλώσσα του, μπορεί να πει κανείς, είτανε καθαρώς π ρ ο σ ω π ι κ ή.

Αντάρτης, όπως είτανε ως άνθρωπος, και σκλάβος της όμορφης, της ηχηρής φράσης, όπως είτανε ως καλλιτέχνης, δεν ημπορούσε να υποταχτεί, στο ζήτημα της γλώσσας, να υποδουλωθεί, να μπει κάτω από τούτο ή από κείνο το γλωσσικό σύστημα. Θαύμαζε τον Ψυχάρη, μα απάγγελνε κι ολάκερα κομμάτια από τους Εκκλησιαστικούς λόγους του Μηνιάτη, πούσαν σε γλώσσα ανακατεμένη, καθώς και περικοπές πολύστιχες από τους «Κυψελίδες» του Δ. Βερναρδάκη, πούσαν γραμμένοι σε απελπιστική υπερκαθαρεύουσα· και τον ενθουσιασμό πούδειχνε για τα «Τραγούδια για παιδιά» του Πάλλη, έδειχνε και για τους καθαρευουσιάνικους στίχους του Βαλαβάνη, που τους απάγγελνε μάλιστα συχνότατα και με στόμφο:

Εις σύρτιν όπου στρώννυται ανύποπτος γαλήνη

το ασθενές ακάτιον του βίου μου προσπλέει·

χειρ άγνωστος την τρόπιδα προς ταύτην διευθύνει

και πεπρωμένη θύελλα ως άνεμός της πνέει...

***

Όσο όμως κι αν ήταν αντάρτης και στη γλώσσα, φαίνεται πως κάποτε τον τραβούσε, όπως δείχνεται στην «Κυρα-Κώσταινα» και σ’ άλλα έργα του, το ανακατεμένο γλωσσικό σύστημα που ζητούσανε τότε να καθιερώσουν οι Κερκυραίοι λόγιοι Πολυλάς και Καλοσγούρος, απλοποιώντας τάχα την καθαρεύουσα ή φορτώνοντας τη δημοτική με σειρά λόγιες λέξες και τύπους. Στην ιδιοσυγκρασία του Μητσάκη ταίριαζε καλύτερα το σύστημα αυτό, γιατί τούδινε περισσότερη λευτεριά να παίρνει από δω κι από κει, πότε από την καθαρεύουσα και πότε από τη δημοτική, το υλικό που του χρειαζότανε για να δώσει ζωή, κίνηση, χρώμα, ηχηρότητα στην περίτεχνη και σμιλεμένη φράση του. Αν μπορούσε να μεταχειριστεί καλά, και πόσο, τη δημοτική, αν τη συμπαθούσε, και πόσο, φαίνεται από τον ολοζώντανο διάλογό του, φαίνεται από το «Παράπονο του μαρμάρου», φαίνεται από τόσες περικοπές, σκορπισμένες δω κι εκεί, του έργου του. Το περίφημο «Le style c'est l’homme» του Μπυφφόν, ημπορούσε αξιόλογα ναν το παρωδήσει, για τον εαυτό του, στο «Η γλώσσα είναι ο άνθρωπος», γιατί στη γλώσσα του δείχνεται ολάκερος ο Μητσάκης —«ο Κάλβος του πεζού λόγου», καθώς σε μια κουβέντα φιλική μού τονέ χαραχτήρισε επιγραμματικά ο Παλαμάς. Και πολύ σωστά· γιατί όπως ο Κάλβος, έτσι και ο Μητσάκης με την περίτεχνη και δυνατή του φράση, κατάφερε να δώση ζωή ως και σε μια τεχνητή γλώσσα, την καθαρεύουσα.

Παντού, παντού, βλέπεις τη δύναμή του, το χαραχτήρα του, το δυνατό του Εγώ, τη γλώσσα του. Όχι μόνο στη λογοτεχνική, στη δημιουργική του εργασία, μα και σ’ αυτή τη δημοσιογραφική. Είτε αρθρογραφώντας ή χρονογραφώντας σ’ εφημερίδες, είτε σατυρογραφώντας στον «Ασμοδαίο», στο «Ραμπαγά», στο «Άστυ» το σατυρικό, πάντα, κάτου από την ανωνυμία ή από τα διάφορα ψευδώνυμά του, έβλεπες το Μητσάκη, γιατί γι’ αυτόν ημπορεί κανείς αδίσταχτα να πει πως ανέβασε τη δημοσιογραφία έως τη λογοτεχνία, αντίθετα με μερικούς σημερινούς λογίους μας, που για να κολακέψουνε τα παρδαλά γούστα του κοινού, κατεβάζουνε τη λογοτεχνία στη δημοσιογραφία.

Β’. Η ΣΙΛΟΥΕΤΤΑ ΤΟΥ

εδώ και είκοσι, περίπου χρόνια ο Μητσάκης δεν εζούσε πια. Είχεν αποθάνει πνευματικώς. Το πνεύμα, του που κυριολεχτικά σπινθήριζε, αχτινοβολούσε, γοήτευε, το πνεύμα το πλούσιο και πολύμορφο, — το σατυρικό μαζί και λυρικό, το κριτικό μα και δημιουργικό, το ρεαλιστικό μα και ιδεαλιστικό, το πνεύμα αυτό που έδειχνε πως θα ρίξει μια μέρα φως πολύ στα νεοελληνικά γράμματα, ένα πρωί θολώθηκε απότομα, θολώθηκε βαριά, όσο που τελειωτικά πια έσβυσε.

Το είχε προμαντέψει ο ίδιος αυτό. Κάποτε έγραφε: «Το κρασί όσο μένει, μέσα στην μπουκάλα δυναμώνει και την σπάζει. Έτσι και οι ιδέες, όσο μένουν μέσα στο κεφάλι, χωρίς να ευρίσκουν διέξοδο, το σπάζουν». Και το κεφάλι του έσπασε ίσως γι’ αυτό το λόγο. Τόνειρό του, η λαχτάρα του, η μανία του, είτανε να βγάλει βιβλίο, και δεν το κατάφερνε. Τα περιοδικά, οι εφημερίδες και τα ημερολόγια δεν τον ικανοποιούσαν, δεν τόνε χόρταιναν. Ήθελε βιβλίο. Μα και ποιος να του το βγάλει; Τάβαζε με τον Κασδόνη και τον Μπαρτ και Χιρστ, τους τότε εκδότες. Μα ίσως νάφταιγε κι αυτός λίγο. Ο χαραχτήρας του ο ιδιότροπος και λίγο οξύθυμος, τον έκαμνε ασυμβίβαστο. Κι ένας άνθρωπος που δεν ημπορεί να χωνέψει τα παράξενα, ούτε βιβλίο βγάζει, ούτε καμιά επιτυχία σημειώνει στη ζωή. Πηγαίνει στην τάξη των εκλεκτών μα και αποτυχημένων, κι αν δεν τρελλαθεί, όπως ο Μητσάκης, περνάει σαν τον Παπαδιαμάντη τη ζωή του με στέρησες και με αθλιότητα.

Όταν τον πρωτογνώρισα ένα βράδυ, φοιτητής ακόμα τότε και μουντζουρωτής πρωτόβγαλτος του χαρτιού, στο γραφείο του «Ραμπαγά», που βρισκότανε κάτου από τη Δημαρχία, και φάγαμε μαζί τη γιουβετσάδα, που μας είχε ετοιμάσει ο Κλεάνθης και ήπιαμε το λιαστό κρασί το νησιώτικο, θυμάμαι πόσο χάρηκα και πόσο περηφανεύτηκα που τονέ γνώρισα.

Τονέ διάβαζα ταχτικά και με ξεχωριστή αγάπη στον «Ασμοδαίο» και ύστερα στο σατυρικό «Άστυ» ως Κ ρ α κ, και τον έβλεπα στους Αθηναϊκούς δρόμους ταχτικά, ταχτικώτατα, πάντα με το ίδιο χρώμα των ρούχων, το ίδιο σχήμα της ρεμπούπλικας, τη «σφήνα» του καλοψαλιδισμένου πάντα γενιού του, την ανασηκωμένη, που αντίκρυζε την άκρη της μύτης, με τα μάτια του τα μικρά, τα μυωπικά, τα περιεργότατα, που αδιάκοπα γύριζαν δεξιά - ζερβά και όλα προσπαθούσαν να τα ιδούν και να μην τους ξεφύγει το παραμικρότερο από τα γύρω. Να γνωρίσω τον Κρακ; Και να τρώγω και μαζί του μάλιστα; Είταν από τα όνειρα που δεν τολμούσα τότε να τα ιδώ πραγματοποιημένα μέσα στη νεανική μου φαντασία.

Κι όμως όχι μόνο τονέ γνώρισα, μα και γενήκαμε φίλοι στενοί, αχώριστοι. Το γκιουβέτσι του Κλεάνθη ήταν τυχερό. Ύστερ’ από κείνη τη βραδιά, τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα. Πότε στον περίπατο, πότε στο γραφείο του Ραμπαγά, και συχνότερα σπίτι του.

Καθότανε τότε στην οδό Αλωπεκής μαζί με τη γριά μητέρα του και πήγαινα μια - δυο φορές τη βδομάδα. Την Κυριακή μάλιστα το πρωί ποτέ δεν έλειπα, γιατί την Κυριακή έβλεπα εκεί και τον ποιητή Κρυστάλλη, που τονέ γνώρισα από το Μητσάκη, και που μόνο την Κυριακή άδειαζε (γιατί δούλευε στοιχειοθέτης στο τυπογραφείο του Παπαγεωργίου), να πηγαίνει ναν τονέ βλέπει. Ο Μητσάκης μας δεχότανε σχεδόν πάντα με κοστούμι αδαμιαίο, έκανε κάθε πρωί ντους και ύστερα έμενε γυμνός για να στεγνώσει. Εγώ γελούσα που τον έβλεπα έτσι. Ο Κρυστάλλης, που είτανε ντροπαλός σαν κορίτσι, κατέβαζε τα μάτια του.

— Βρε, Μίχου, του παρακάνεις! τούλεγε.

Κι ο Μητσάκης ξεκαρδιζότανε. Το ίδιο κι εγώ.

Μια Κυριακή πρωί που καθόμαστε έτσι οι τρεις μας, κάποιος χτύπησε την πόρτα.

— Εμπρός! φωνάζει ο Μητσάκης.

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο ράφτης του, που μόλις είδε έτσι το Μητσάκη, θεόγυμνο, αποσβολώθηκε.

— Με το παρντόν.

— Ελεύθερα!

— Σας έφερα το λογαριασμό, κυρ Μιχαλάκη! Αν έχετε τίποτε...

— Δεν έχομεν, δεν έχετε. Όταν έχομεν, θα έχετε! του αποκρίθηκε ξεκαρδισμένος.

Γέλασε κι ο ράφτης, μα κι επέμενε;

— Ό,τι ευκολύνεστε!

Τότε ο Μητσάκης σηκώθηκε από τον καναπέ, που είτανε ξαπλωμένος, και προτείνοντας τη γυμνότητά του στο ράφτη του φώναξε:

— Χριστιανέ, δε με βλέπεις; Εγώ δεν έχω πουκάμισο να φορέσω και συ έρχεσαι να μου ζητάς ραφτικά;

Ο ράφτης, μπροστά στο αδιάσειστο αυτό επιχείρημα, υποχώρησε κι έφυγε με γέλια.

***

Παθαίνω τούτο το παράξενο. Δεν μπορώ να προχωρήσω. Έχω καταστρώσει στο μυαλό μου το σχέδιο της σκιαγραφίας αυτής, αλλά μόλις πατήσω την πέννα στο χαρτί μπαίνει μπροστά αμέσως ένα ανέκδοτο της πλούσιας σε ανέκδοτα ζωής του και μου εμποδίζει το δρόμο και μου αναποδογυρίζει το σχέδιο. Από πού ναρχίσω και πώς να τελειώσω; Το είπα στην αρχή; Το πνεύμα του Μητσάκη ήταν πολύμορφο, και η δράση του στα γράμματα, το ίδιο πολύμορφη κι αυτή. Μα ξεχωριστά η επιτυχία του η μεγάλη είταν το διήγημα και η σάτυρα. Έγραφε και κριτικές, μα κι αυτές είχαν τόση σάτυρα μέσα, τόσο σαρκασμό, ώστε δεν ημπορούνε να πάρουν ιδιαίτερη θέση στην ταξινόμηση της φιλολογικής του παραγωγής. Μια τελευταία του μάλιστα κριτική για τον Παλαμά, περνούσε τα όρια της σάτυρας κι άγγιζε το λίβελλο1.

Η σάτυρά του έτσουζε, έκαιγε. Δεν της έλειπεν η χολή. Είταν τόσο αγαθός άνθρωπος, τόσο αγαπητός, ακόμα τόσο ευαίσθητος, μα δε χώνευε τα παράξενα, είπαμε. Και κείνος που θάπεφτε στα χέρια του θα τραβούσε των παθών του τον τάραχο. Κάποτε είχεν ανοίξει έναν καυγά μ’ επιγράμματα στη «Νέα Εφημερίδα» με το μακαρίτη ποιητή Κόκκο. Ένα επίγραμμα ο Κόκκος τη μια μέρα, άλλο επίγραμμα ο Μητσάκης την άλλη. Και ο καυγάς κράτησε μέρες αρκετές. Επιτέλους αναγκάστηκε ο Κόκκος να καταθέσει τα όπλα, γιατί ο Μητσάκης ένα επίγραμμα του το έκλεινε έτσι;

Των μασκαράδων ποιητά,

και μασκαρά των ποιητών.

Άλλη φορά πάλι, όταν οι λόγιοι όλοι είχαν κέντρο τους τα γραφεία της «Εφημερίδος» του Κορομηλά, ένας νέος, ο μακαρίτης Μανόλης Γουβέλης, που είχε τυπώσει τότε κάποιο δράμα του, «Τ ο π ρ ώ τ ο σ φ ά λ μ α», το πήγε μόνος του στα γραφεία της «Εφημερίδος», ακριβώς την ώρα που είντουσαν όλοι συγκεντρωμένοι, ο Λ. Κορομηλάς, ο Παλαμάς, ο Μπάμπης ο Άνινος, ο Μητσάκης και άλλοι. Το δράμα επερνούσε από χέρι σε χέρι και ο καθένας έλεγε από κάτι πειραχτικό, που ο Γουβέλης δεν το άφινε δίχως απάντηση. Επί τέλους το δράμα έφτασε και στα χέρια του Μητσάκη, που τόφερε κοντά στα μάτια του τα μυωπικά, και άρχισε να διαβάζει ανάποδα τον τίτλο του:

— Τ ο π ρ ώ τ ο ν δ ρ ά μ α, σ φ ά λ μ α ε ι ς π ρ ά ξ ε ι ς π έ ν τ ε.

Ομηρικά γέλια ακολούθησαν το αναποδογύρισμα του τίτλου και ο ποιητής, όπου φύγει.

Πού ν’ ανθέξει σε τέτοιο τοπομαχικό!

Ο μακαρίτης λόγιος και ποιητής Κώστας Ξένος είχε προικιστεί από τη φύση με μύτη οπωσδήποτε όχι μικρή. Κι όταν τονέ πήραν σε κάποια επιστράτευση και τον κατέταξαν για σκαπανέα, ο Μητσάκης δεν άργησε να του εξακοντίσει με το «Ραμπαγά» τ’ ακόλουθο επίγραμμα:

Των μυταράδων βασιλιά, ω μυτοβασιλέα,

για τη σκαπάνη μύτη σου σε κάμαν σκαπανέα!

***

Μα τι να πρωτοθυμηθώ; Είναι σωρός. Τυπωμένα κι ατύπωτα, άλλα που τάκουσα από το στόμα του, κι άλλα που τάκουσα από φίλους, είναι τόσα, ώστε θα μπορούσα να γράφω με το μεροκάματο και τελειωμό να μην είχαν. Μα εγώ θέλω να γράψω μόνο μια σκιαγραφία του στα πεταχτά, δημοσιογραφικά, που να μπορούνε να τη διαβάζουν και άνθρωποι που να μην ενδιαφέρονται και τόσο για τα γράμματα. Γι’ αυτό γράφω ό,τι μου χρειάζεται, για να τον χαραχτηρίσει κάπως. Κι ένα απ’ αυτά είναι και το ακόλουθο:

Όταν ο μακαρίτης ιδρυτής του «Σκριπ» Κουσουλάκος, αποφάσισε να εκδώσει ένα οποιοδήποτε φιλολογικό ημερολόγιο της εφημερίδας του, που τότε ήταν ακόμα σατυρική κι έβγαινε μια ή δυο φορές τη βδομάδα, δεν καλοθυμάμαι, ο Μητσάκης βρισκότανε στην Κέρκυρα. Ο Κουσουλάκος, πούθελε νάχει και τίποτα δικό του, τούγραψε και τον παρακαλούσε να του στείλει ένα διήγημα ή ό,τι άλλο θέλει. Μα να του το στείλει γρήγορα, τ η λ ε γ ρ α φ ι κ ώ ς, γιατί το ημερολόγιο θάβγαινε σε λίγες μέρες.

Ο Μητσάκης πιάστηκε σ’ αυτό το «τηλεγραφικώς» που του τόγραφε ο Κουσουλάκος για να του δείξει πόσο βιάζεται, και τούστειλε ένα διήγημά του2...τηλεγραφικώς! Ο Κουσουλάκος τραβούσε τα μαλλιά του για τα τηλεγραφικά που πλήρωσε, και όταν το θυμότανε έλεγε πάντα:

— Ποτέ δεν πληρώθηκε ελληνικό διήγημα τόσο ακριβά. Κάθε λέξη του και πεντάρα!...

Το έργο του Μητσάκη είναι σκορπισμένο σ’ εφημερίδες, σε περιοδικά και σε ημερολόγια. Ξεχωριστά είχε τυπωθεί μόνο το «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας» και «Μια φιλολογική σελίς εις δύο γλώσσας». Το πρώτο είτανε μυθιστόρημα σύντομο μα γοητευτικό, γιατί στις σελίδες του ο Μητσάκης είχε σκορπίσει όλα τα χαρίσματα του ακριβού ταλέντου του, και το δεύτερο είτανε αληθινά μια φιλολογική σελίδα, «Η θλίψις — το παράπονο του μαρμάρου», γραμμένη σε δημοτική και σε καθαρεύουσα. «Με τα πόδια σπασμέν’ από τα γόνατα, με τα χέρια κομμένα από τον αγκώνα». Έτσι άρχιζε το «Παράπονο του μαρμάρου» και «Με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ακρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας...» άρχιζε «Η θλίψις του μάρμαρου». Και δεν μπορούσε να πεις ποιο είναι καλύτερο από το άλλο. Το κείμενο της δημοτικής, ή το κείμενο της καθαρεύουσας, γιατί και τα δυο είταν ισοδύναμα, και τα δυο είχαν Μητσάκη μέσα. Άλλο ζητούσε να αποδείξει και άλλο απόδειξε. Με τη «Μια φιλολογική σελίδα σε δυο γλώσσας» απόδειξε πως ο αληθινός συγραφέας ημπορεί, σε όποια γλώσσα κι αν γράψει, να δώσει έργο τέχνης. Ο Καμπύσης μου είχε πει κάποτε πως ο Μητσάκης είναι βγαλμένος από τη «Νανά» του Ζολά, και μάλιστα από τη μετάφραση της «Νανάς» που την είχε κάμει ο μακαρίτης I. Καμπούρογλους. Ο Καμπύσης τη θεωρούσε αριστουργηματική αυτή τη μετάφραση και ικανή να βγάλει ακόμα κι ένα Μητσάκη. Ο ποιητής του «Δαχτυλιδιού της μάνας», που δε μιλούσε ποτέ στα κουτουρού, ημπορεί να είχε και δίκαιο. Μα εγώ δε θυμάμαι να μου μίλησε ποτέ ο Μητσάκης για τη μετάφραση της «Νανάς», ενώ θυμάμαι που μου μιλούσε πάντοτε για τους εκκλησιαστικούς λόγους του Μηνιάτη και είχε μάλιστα αποστηθίσει και κομμάτια ολάκερα, που τα απάγγελνε φωναχτά, όπως συνήθιζε, και στο σπίτι και στους εξοχικούς περίπατούς μας, και με συμβούλευε να διαβάζω κι εγώ Μηνιάτη. «Γιατί μ’ αυτόν μορφώνει κανείς ύφος», μου έλεγε, και διάβαζε ακόμα και Σολωμό, μα περισσότερο διάβαζε Γαλλική φιλολογία, την καταβρόχθιζε.

Έτσι μορφώθηκε το ύφος του, ένα ύφος εντελώς προσωπικό, δικό του, που από τις πρώτες - πρώτες αράδες που διάβαζες, το αναγνώριζες, ένα ύφος που δεν ημπορούσες ναν το πεις ούτε τραχύ, ούτε μαλακό, ούτε λυρικό, ούτε ωμό, ούτε απλό, ούτε συνθετικό, ούτε πολύπλοκο, ούτε φυσικό, ούτε επιτηδευμένο, γιατί τα είχε όλ’ αυτά μέσα, και πολλά άλλα ακόμη, που αυτό ίσα - ίσα το ανακάτεμα και το αξεδιάλεχτο το κάνανε γοητευτικό και πρωτότυπο.

Τα έργα του βγαίνουνε τώρα σε βιβλίο. Τώρα θα μελετηθεί ο Μητσάκης και θα πάρει τη θέση που του αξίζει στα νεοελληνικά γράμματα. Η «Φλογέρα» του, κι αν πέθανε από χρόνια, ο γεροντάκος που την έπαιζε στους δρόμους της Αθήνας, θα διαβαστεί και σήμερα μ’ ενδιαφέρο και με συγκίνηση, κι ο «Εις τοίχος», όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα μένει ασάλευτος εκεί σε κάποια μεριά της Ρούμελης, γιατί ο Μητσάκης με την πέννα του του στοίχειωσε τα θεμέλια και δε θα πέσουν ποτέ.

***

Είταν είκοσι οχτώ περίπου χρονώνε, όταν έπαθε. Κι όμως, αν και τόσο λίγο είχε ζήσει πνευματικώς, δεν άφησε μόνο δείγματα μα κι έργα τέχνης, γιατί όσο αυστηρά κι αν τον κρίνει κανείς, θα δυσκολευτεί ν’ αρνηθεί, τέχνη στη «Φλογέρα», στο «Παράπονο του Μαρμάρου» και σε μερικά άλλα έργα του.

Είχε μανία στους εξοχικούς περίπατους· στις εκδρομές και στα μικροτάξιδα. Από τις εκδρομές και τα μικροταξιδάκια του πάντα κάτι έφερνε. Λίγα πάντοτε, μα διαλεχτά.

Ο «Εις τοίχος» βγήκε από ένα ταξιδάκι στη Ρούμελη, και τα Πατρινά «Ψηλά αλώνια» με τη μαγευτική δύση στο Ιόνιο, σ’ ένα ταξιδάκι του τα χρωστούμε. Έπρεπε να βρισκότανε κανένας πλούσιος, που να καταλάβαινε από Τέχνη, και να πληρώνει τα έξοδα για να γυρίζει, να γυρίζει, και να φέρνει, μόνο μια σελίδα από κάθε πολυδάπανο και πολύμηνο ταξίδι του.

Έπρεπε να βρεθεί!... Για κάθε άλλονε θα μπορούσε να βρεθεί, όχι όμως και για τον Μητσάκη, γιατί αυτός έφερνε την αποτυχία μαζί του σε κάθε δουλειά του, ακόμα και σε κάθε του ονειροπόλημα. Δυο φορές αποπειράθηκε να βγάλει περιοδικό, μα, και τις δυο φορές, απότυχε. Ο «Θόρυβος» και η «Πρωτεύουσα» δε ζήσανε περισσότερο από δυο τρία φύλλα. Και το βιβλίο που ονειροπολούσε να βγάλει, πάντα την τελευταία στιγμή ναυαγούσε.

— Την έχω στο αίμα μου την αποτυχία! μούλεγε. Βγάζετε τουλάχιστον εσείς βιβλία που είσαστε τυχερότεροι!

Ο Κρυστάλλης απ’ αυτόν παρακινήθηκε κι έβγαλε κάποιο βιβλίο του. Το ίδιο κι εγώ, στην πιεστική επιμονή του χρωστάω το πρώτο βιβλίο μου. Και θυμάμαι με συγκίνηση, και τώρα ακόμα, τη χαρά του όταν μου το παινούσαν το βιβλίο μου σε καμιάν εφημερίδα, και τη λύπη του όταν μου το κατάκριναν.

— Έλα, ποέτα! Πάλι σήμερα μας επαινούν! μου φώναζε μόλις με συναντούσε. Πάμε στον ήλιο να το εορτάσουμε!

Και με τραβούσε κατά το Πολύγωνο ή πέρα στους Αμπελόκηπους να «χαρούμε τη λιακάδα» κι ας ήταν και Ιούλιος! Άλλοτε πάλι με σταματούσε στο δρόμο, καταμεσήμερα, και σε μέρος που το έψηνε ο ήλιος, για να μου απαγγείλει κανένα ποίημα, δικό μας ή Γαλλικό, που έτυχε να το διαβάσει εκείνη την ημέρα και να του κάμει εντύπωση. Ιουλιανό μεσημέρι, σας τ’ ορκίζουμαι, άκουσα για πρώτη φορά από το στόμα του τους στίχους του κ. Αλ. Πάλλη:

 

Άλλοι να φάνε θεν, αμή

ψωμί δεν έχουν, κι άλλοι

έχουν ψωμί, μα όρεξη

δεν έχουνε να φάνε....

 

Και μου τους απάγγειλε δυο και τρεις φορές φωναχτά και με κρατούσε κι από το σακκάκι να μην του φύγω. Από τότε που έπαθε, απέφευγα να τον συναντήσω. Μια λύπη βαθειά έσφιγγε την ψυχή μου μόλις τον αντίκρυζα, και άλλαζα αμέσως δρόμο. Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ μια τραγική μου συνάντηση. Ανέβαινα βράδι - βράδι προς στο Σύνταγμα, όταν εκεί απ’ έξω από του Ζαχαράτου βλέπω το Μητσάκη και κάτι λούστρους που τονέ σταυρώνανε. Ο Μητσάκης αγριεμμένος έλεγε λόγια ασυνάρτητα, έβγαζε άναρθρες κραυγές, και μ’ ένα μικρό μπαστουνάκι που κρατούσε, προσπαθούσε ναμυνθεί κατ’ αυτών των λύκων. Επήγα κατά πάνω τους. Πριν τους φτάσω, με πλησίασε ο Μητσάκης και με ύφος παρακλητικό μου είπε: — Κύριε, σώστε με απ’ αυτούς τους Κάφρους! Έδιωξα τους λούστρους κι έφυγα καταλυπημένος, δίχως να σταθώ που με φώναζε για να μ’ ευχαριστήσει. Άλλοτε πάλι, γιατί είχε και φωτεινά διαλείμματα, με αναγνώριζε και με σταματούσε, μα και πάλι, του ξέφευγα κρυφά, γιατί δεν μπορούσα να τονέ βλέπω. Σ' ένα απ’ αυτά τα διαλείμματα χρωστάω και τούτο το ανέκδοτό του, που θα κλείσω μ’ αυτό το πρόχειρό μου σημείωμα.

Έβγαινε τότε η «Τέχνη», κι ο κόσμος χαλούσε με τους «μαλλιαρούς». Είτανε δείλι και κατέβαινα από το Σύνταγμα, όταν εκεί, απ’ έξω από τη Βουλή, ενώ περπατούσα αφηρημένος, με αρπάζει ο Μητσάκης ξαφνικά από το μπράτσο· κέρωσα.

— Τι γίνεσαι, Μίχο; τραυλίζω.

— Ορέ, καλά γίνουμαι, μα τι γίνουνται κι οι μαλλιαροί; μου κραυγάζει.

— Οι μαλλιαροί...

— Μα πρώτα - πρώτα, με ρωτάει, γιατί τους λένε μαλλιαρούς;

— Να, γιατί έχουνε μακριά μαλλιά...

— Έχουν κόμην, λοιπόν, όπως και οι Αρχαίοι!... Τότε, γιατί να μην τους λένε κ ο μ ι κ ο ύ ς, πούναι κι Ελληνικώτερο;

Είταν το τελευταίο χαριτολόγημα που άκουσα από το στόμα του. Ύστερα, όσες φορές τον ξαναείδα από τότε, λίγες ευτυχώς, τ’ ασυνάρτητα λόγια του δε μου θύμιζαν το Μητσάκη, κι έτσι η λύπη μου είτανε λιγότερη.

Ιούλιος του 1920

Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

Γ’ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

(Από το «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» του Μπαρτ και Χιρστ).

Εγεννήθη εν Μεγάροις κατά Σεπτέμβριον του 1868. Υιός του Αριστείδου Μητσάκη, καθηγητού και ανωτέρου διοικητικού υπαλλήλου, και της Μαριγώς, θυγατρός του στρατηγού και αγωνιστού Παναγ. Γιατράκου. Αποφοιτήσας εκ του Γυμνασίου Σπάρτης, ενεγράφη εις την νομικήν σχολήν του Εθν. Πανεπιστημίου, ης επί δύο έτη ήκουσε τα μαθήματα. Λίαν δ’ ενωρίς επεδόθη εις τα γράμματα. Μαθητής έτι ων του ελληνικού σχολείου, κατεγίνετο εις ευρείας ιστορικάς μελέτας, και συνέτασσεν εφημερίδα χειρόγραφον εν Σπάρτη, τον «Ταΰγετον». Ελθών εις Αθήνας, μετέσχεν αμέσως της συντάξεως, του «Ασμοδαίου», εν ω έγραφεν υπό άγνωστον ψευδώνυμον. Υπήρξε δε μετά των Θεμ. και Χαρ. Αννίνων ιδρυτής του περιοδικού «Άστεως», εν ω τα άρθρα του φέρουσι τα ψευδώνυμα Κ ρ α κ και Κ ό θ ο ρ ν ο ς. Συγχρόνως συνειργάζετο εν τη «Εφημερίδι» του Δημ. Κορομηλά, συντάσσων μετ’ ευφυίας τα πρακτικά της Βουλής. Έπειτα μετέσχε της συντάξεως της «Ακροπόλεως», επί τινα καιρόν του «Χρόνου», γράφων τα χρονικά, ίδια δε φύλλα εξέδωκε τον «Θόρυβον» και την «Πρωτεύουσαν», βραχύβια μεν, ευφυέστατα δε, προς δε εδημοσίευσεν ουκ ολίγα ιστορικά και άλλα άρθρα του «Εγκυκλοπαιδικού λεξικού», εξηκολούθησε δε δημοσιογραφών και ασχολούμενος άμα εις την φιλολογίαν μέχρι του 1896, ότε ασθενήσας απέσχε πάσης εργασίας. Τα άλλα έργα του, πλην των καθαρώς δημοσιογραφικών, είναι διασκορπισμένα εις πολλά περιοδικά, ημερολόγια, και εφημερίδας, είναι δε κυρίως, διηγήματα ή μάλλον εικόνες ποιητικαί, ενέχουσαι πολλήν δύναμιν εκφράσεως και παραστατικότητος, φέρουσαι εν μέρει τον τίτλον «Αθηναϊκαί σελίδες» και «Ταξιδιωτικαί σημειώσεις». Μόνον ολίγα τινά εξ αυτών εξεδόθησαν και χωριστά, ως «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας» (1890) «Το γατί», «Το παράπονον του μαρμάρου». Μία των εξοχωτέρων εικόνων είναι το «Φιλί» (αποθέωσις του θανάτου τον Παπαφλέσσα), ήτις μετεφράσθη και εις την Γερμανικήν. Ο Μητσάκης ηυδοκίμησε λίαν και εν τη φιλολογική κριτική.3

Δ΄. ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΙ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(«Νουμάς» αριθ. 594 — 18 Ιουνίου 1916 — σελ. 158—160.)

Φίλε «Νουμά»,

Σου στέλνω κάποιο χειρόγραφο του Μητσάκη, φυλαγμένο στα χαρτιά μου από τα 1890 που μου το πρόσφερεν ο ίδιος: «Μία επιστολή και εν ποίημα». Το χειρόγραφο τούτο, από τα χαραχτηριστικώτερα του συγγραφέα της «Φλογέρας» και της «Κυρά Κώσταινας», όταν ο λογισμός του έφεγγε γαληνά και η καρδιά του στάλαζε την καλοσύνη, είναι κι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς στέκεται μοναχικό δείγμα της δεξιοσύνης του ποιητή και στο Στίχο. Κι ακόμα σημαντικότερο, γιατί μας δίνει να στοχαστούμε πώς έβλεπε και πώς έκρινε ο Μητσάκης ένα του φίλο και θαυμαστή και σύντροφο στην αγάπη της Τέχνης, πώς έγραφε οδηγημένος από τη Μούσα Συμπάθεια.

Και το γράμμα και το τραγούδι, καθώς φανερά δείχνεται, τα γέννησεν η εντύπωση που του προξένησε το άκουσμα της ομιλίας μου στο σύλλογο «Παρνασσό», ένα βράδι, στις 20 του Μάρτη του 1890. Διάβασα τότε τρία μου ποιήματα που φάνηκαν ύστερα στα «Μάτια της Ψυχής μου», το «Άνθος», το «Τραγούδι των Βουνών» και τους «Τάφους του Κεραμεικού», μαζί με μια στον πεζό λόγο εισαγωγή, που τυπώθηκε τις ημέρες εκείνες στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά, με τίτλο «Πώς εννοούμεν την Ποίησιν»· το πρώτο σχεδίασμα του φιλολογικού μανιφέστου που προλογίζει στα «Μάτια της Ψυχής μου».

Ψάχνοντας για το χειρόγραφο τούτο, βρέθηκα μπροστά και στα πέντε φύλλα του «Άστεως», (Φλεβάρης του 1894), τα παραγεμισμένα από τις επιφυλλίδες του Μητσάκη του ίδιου, που όσο κι αν επιγράφονται «Ολίγα λόγια», δεν είναι παρά ποταμός κατεβασμένος και ξεχειλισμένος κατεπάνω μου με την πρόθεση αλύπητα να με ξερριζώση. Η εναντίο μου αυτή φοβερή επιστρατεία ωργανώθηκε στην Κέρκυρα, εκεί που είχε καταφύγει ο ποιητής, κυνηγημένος από τις Ερινύες της αρρώστιας· της αρρώστιας που ξέσπασεν εκεί τρομαχτικά και ανάγκασε τους θλιμμένους του φίλους να τον απομονώσουν και να τον περιορίσουν.

Το κριτικό αυτό κεραυνοβόλημα, είτανε κακή πράξη από μέρος της εφημερίδας «Άστυ» να το δεχτή και να του δώση ορμητήριο τις στήλες του με όλη τη γνώση πως ο συγγραφέας των επιφυλλίδων αυτών είτανε πια δηλούμενος άρρωστος, επομένως απρόσβλητος από μένα και απαραβίαστος· κι έτσι ενώ από τη μια μεριά είμουν υποχρεωμένος να υπομένω σιωπηλά και ανυπεράσπιστα την επίθεση ανθρώπου που δυστύχησε και παύει να λογαριάζεται, από την άλλη μεριά άφινα τον εαυτό μου ασκέπαστο σε χτυπήματα ενός δυνατώτατου χειριστή του λόγου, ακόμα και στην αρρώστια του, ή, καλύτερα, δυνατώτατου κι από την αφορμή της αρρώστιας του· χτυπήματα που σε περίστασην άλλη θα είχα χρέος ή θα είχα όρεξη να τα αποκρούσω, αντιχτυπώντας καθώς ταίριαζε.

Μολαταύτα δοκίμασα μια παράξενη ευχαρίστηση ξαναβλέποντας τα «Ολίγα λόγια» του Μητσάκη. Με όλο το σε πολλά αέρινό του φούσκωμα, είναι λαμπρογραμμένα και συγκεντρώνουνε κι αυτά σε μια σαν υστερνήν εναγώνια προσπάθεια και τα χαρίσματα και τα ψεγάδια της σκέψης του και της τέχνης του. Και πολύ περισσότερο, μας δίνουνε κι αυτά να στοχαστούμε πώς, ύστερ’ από πέντε χρόνια, έβλεπε και έκρινεν ο Μητσάκης τον ίδιο του το φίλο και θαυμαστή, οδηγημένος όχι πια από το λευκό φως της Συμπάθειας, αλλά συρμένος από τον πύρινο δαίμονα του Πάθους αλόγιστου σε όλη του την πλατωσιά και σε όλη του την ένταση.

Οπωσδήποτε πολύ θα επιθυμούσα να μη λείψη το κατόρθωμα τούτο από τις σελίδες του βιβλίου που μπορεί να συγκεντρώσει, αργά ή γλήγορα, το σημαντικό έργο του Μιχαήλ Μητσάκη. Συλλογίζομαι την ώρα τούτη όλους εκείνους, που δίκαια ή άδικα, μπορεί να τους ενοχλώ με τη δουλειά μου ή αυτό τον τόπο ή και, με την παρουσία μου σ’ αυτόν τον κόσμο, δυστυχήματα που δεν είναι στο χέρι και του πιο καλοπροαίρετου να ταποφύγη. Τους συλλογίζομαι, κι επειδή αιστάνομαι να με τραβά μιαν ανεξήγητη συμπάθεια προς εκείνους που καταλαβαίνω πως με αντιπαθούν, ήθελα να τους προξενήσω κάποια χαρά. Βεβαιώνω πως διαβάζοντας τα «Ολίγα λόγια» του μαζί μεγάλου μου και φίλου και πολέμιου, θα περάσουν ηδονοστάλαχτες στιγμές.

Υποσημείωση. — Στο τύπωμα της «Επιστολής και του Τραγουδιού» παρακαλώ το «Νουμά» να φυλάξη ευλαβητικά και την ορθογραφία του χειρογράφου· όλα έχουν το λόγο τους και δείχνουν κάτι.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΕΝ ΠΟΙΗΜΑ

Προς τον Κύριον Κωστήν Παλαμά

Αγαπητέ μου Κωστή,

Θα παραξενευθής βεβαίως πολύ βλέπων κάτωθεν των ολίγων επομένων όλων προχείρων και άνευ της παραμικράς αξιώσεως στίχων, τόσον απροσδοκήτως, το … όνομά μου. Το πράγμα είναι όντως λίαν άηθες δι’ εμέ, — μη καταλέγοντα ευτυχώς, όσον άφορα την ποίησιν, μεταξύ των ποικίλων μέχρι τούδε παντός είδους αμαρτημάτων μου ή εύθυμα τινα νεανικά στιχουργήματα, εκ των ασημάντων εκείνων δημοσιογραφικών, των λησμονημένων την αυτήν της αναγνώσεως στιγμήν, εις τα διάφορα σατυρικά φύλλα του καιρού. Δεν αμφιβάλλω δε ότι πολλών θα κινήση ίσως και το μειδίαμα. Το αιφνίδιον όμως τούτο και τόσω παράδοξον accés —όπερ σπεύδω καθησυχάζων σε να σε διαβεβαιώσω ότι ελπίζω να μη έχη καμμίαν συνέχειαν— οφείλεται, ως θα εννοήσης αμέσως και συ ο ίδιος, μόνον και μόνον εις την όχι πολύ συνήθη εντύπωσιν, ην επαφήκεν εις το πνεύμα μου η πρόσφατος εν τω «Παρνασσώ» ακρόασις των τελευταίων ποιημάτων σου και της συνοδευσάσης ταύτα εισαγωγής, εν η εκτίθενται αι περί ποιήσεως εν γένει, και ιδία, της ημετέρας, σκέψεις σου. Δι’ αυτών δεν ηθέλησα να εκφράσω τίποτε περισσότερον, τίποτε ολιγώτερον, ή την εντύπωσιν ταύτην, το συναίσθημα όπερ την παρηκολούθησε, και τον πόθον — α, πόσον αιωνίως και πικρώς ανεκπλήρωτον! — ον η τοιαύτη ευρεία, οίαν διετύπωσες αυτήν, της ποιήσεως και του ποιητού αντίληψις θα ηδύνατο να διεγείρη εις ένα ως εμέ απλούν θνητόν, — δηλαδή μη ποιητήν. Τώρα, αν η εντύπωσις και ο πόθος αυτός ευρεθούν, παρά πάσαν ελπίδα, μη διατυπωθέντα και πάρα πολύ αδεξίως, και τούτο πάλιν θα οφείλεται, εις το αν το μόνον προσόν, όπερ έχουν ίσως οι ολίγοι αυτοί στίχοι, είναι η συμφώνως προς όλους τους κανόνας της ποιητικής σου σύνθεσίς των — και ως προς την αρχικήν ιδέαν και ως προς τον τρόπον της εκφράσεως αυτής και ως προς την γλώσσαν και τας άλλας λεπτομερείας. Όπως βλέπεις, ελήφθη μεγάλη φροντίς, δια να μη λείψουν προ πάντων ούτε αυταί αι τόσον προσφιλείς σου συνιζήσεις. Εννοείς λοιπόν εξ όλων αυτών ότι αν υπάρχη τις υπόλογος δι’ αυτούς είσαι κυρίως και πράγματι συ και μόνος, δια τούτο δε ακριβώς έκρινα απαραίτητον να προτάξω και την μικράν ταύτην ε ι σ α γ ω γ ή ν — μιμούμενος σε και εις αυτό ακόμη — όπως αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, σου φορτώσω δηλαδή ει δυνατόν την δι’ αυτούς ευθύνην, μολονότι, φέρουν την υπογραφήν μου.

Αθήναι, 30 Μαρτίου 1890

Εν θερμή αγάπη

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ

 

ΠΟΙΗΤΗΣ

Κωστή Παλαμά

Άλλοι ζητούν παρηγοριά μέσ’ το τρελό μεθύσι

Ποιοι σε γυναίκας αγκαλιά, ποιοι σε πελάγου πλάτη,

Ποιοι στου χασίς τα σύννεφα, οπού σε συνεπαίρνουν,

Σε άλλαις σφαίραις μαγικαίς, σε άλλης γης τα κάλλη,

Σ’ άλλους αρέσει των χορών η τύρβη και η ζάλη,

Σ’ άλλους αρέσ’ η μουσική, κι η ζωγραφιά σε άλλους,

Ποιοι, θέλουν την ανάπαυσι, την κίνησι άλλοι θέλουν,

Άλλοι αγαπούν το ψάρεμμα, και άλλοι το κυνήγι,

Ποιοι στα χαρτιά λυσσομανούν, τον πόλεμο άλλοι έχουν

Ζωή τους κι ευτυχία τους, σκοπό τους και θεό τους,

Κι άλλοι το χρήμα λαχταρούν, τον πιο λαμπρό μαγνήτη.

 

Αλλά εγώ, μια ήθελα, μια μόνη ευτυχία,

Μια δύναμι, μια απόλαυσι και μια παρηγοριά του,

Για να μπορώ μέσα σ’ αυτό μ’ άλλη ζωή να ζήσω,

Για να μπορώ μέσα σ’ αυτό να χάνωμαι για πάντα,

Για να μπορώ να λησμονώ και να ξαναγεννιέμαι,

Να φεύγω απ’ το κουφάρι μου, να φεύγω απ’ τη ζωή μου,

Να φεύγω απ’ τον τόπο μου και από κάθε τόπο,

Να κολυμπώ στ’ αθάνατα κι αιώνια κύματά του,

Και να μπορώ αδιάκοπα μέσα σ’ αυτά να ρίχνω

Ό,τι με κάνει να γελώ, και ό,τι να πεθαίνω,

Ό,τι με κάνει να πονώ, και ό,τι μ’ ανασταίνει,

Του νου την κοσμοχαλασιά και τη δημιουργία,

Της νειότης τα παράπονα, των γηρατειών της λύπαις,

To γέλοιο του μικρού παιδιού, το δάκρυ της μητέρας,

Της ερωμένης τον παλμό, τον νικητού το στόμφο,

Τη λύσσα του αδύνατου και του φιλιού τον ήχο,

Του λιονταριού το βρυχηθμό, της θάλασσας το βόγγο,

Και τον πουλιού το στέναγμα μέσα στα μαύρα δάση,

Της αναμνήσεις των παλιών καιρών, της προαισθήσεις

Του μέλλοντος, που πλιότερο άδοξη, σιχαμένη,

Μας δείχνουν την κακομοιριά του θλιβερού παρόντος·

Την ευωδία των ανθών και των βουνών το ύψος,

Και τη γαλήνη τ’ ουρανού, τη λάμψι του ηλίου,

Του πνεύματος την έξαρσι και της ψυχής τα πάθη,

Όλαις της άγριαις κραυγαίς που στο σκοτάδι βγάζει

Όταν μονάχη δέρνεται η πληγωμένη σάρκα

Και η καρδιά η δύστυχη, —

Της αρετής τη θλίψι,

Και της κακίας το φρύαγμα, το κέντημα της πείνας,

Της ερημιάς τα βάσανα, του κόσμου της φροντίδες,

Και όλον τον αλάλητον αυτής της ψεύτρας πλάσης,

Έρωτες, πίκραις και καϋμούς, συμπάθειες, καταφρόνιες,

Χτυπήματα, αγκαλιάσματα, και χάχλανα, και κλάμμα,

Πόθους και σκέψεις κι όνειρα, κι επιθυμιές κι ελπίδες,

Όλα όσα κρύβω μέσα μου...

Και νάταν:

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗ

 

“ΘΟΡΥΒΟΣ” ΚΑΙ “ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ”

Είναι οι τίτλοι των δυο εφημερίδων πούβγαλε ο Μητσάκης και που ζήσανε, σχεδόν όσο και τα ρόδα, «πρωίαν μόνην». Ευτυχήσαμε νάχουμε το κύριο άρθρο του «ΘΟΡΥΒΟΥ».

Στην αντικρυνή σελίδα βλέπει ο αναγνώστης το χειρόγραφο του άρθρου που τώχε γράψει ο ίδιος ο Μητσάκης, με τη σημείωσή του μάλιστα για το στοιχειοθέτη από πάνω, που ορίζει τα στοιχεία των δώδεκα στιγμών.

Χειρόγραφο του Μητσάκη

 

[Σκοπός της εφημερίδος ταύτης είναι η αναπλήρωσις της πρωτοφανούς ελλείψεως σατυρικού, κοινωνικού και φιλολογικού φύλλου, ευθύμως και ζωηρώς απεικονίζοντος την αθηναϊκήν κίνησιν. Κεφάλαια: η εφ’ εαυτήν πεποίθησις και ανεξαρτησία της. Συντάκται: οι μάλλον διακριθέντες ως θορυβογράφοι εν Αθήναις εκ των παρ’ ημίν παρωδούντων τους συγγραφείς και τους ποιητάς. Δύναμις: η ελπιζομένη ευμένεια του κοινού. Φιλοδοξία: κανείς των αναγνωστών να μη αναγκασθή να είπη ποτέ περί αυτής «Πολύς θόρυβος δια τίποτε»]

 

Εξόν από το άρθρο αυτό, έχουμε και μιαν έντυπη αγγελία για την έκδοση της «ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ», που στον πίνακα των εγγραφών της μάλιστα υπάρχουν γραμμένα και έντεκα ονόματα συνδρομητών από τη Σπάρτη. Η αγγελία για την «ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ» είναι αυτή:

 

Προ εξ ακριβώς μηνών, κατά τον παρελθόντα Απρίλιον, εξεδόθη εν Αθήναις εφημερίς δημοσιευομένη δις της εβδομάδος υπό τον τίτλον «Ο ΘΟΡΥΒΟΣ», χαρακτηρισθείσα ως πολιτική, κοινωνική, σατυρική, και φιλολογική, κύριον δε σκοπόν προκηρύξασα ότι έμελλε να έχη την αναπλήρωσιν της ελλείψεως φύλλου απεικονίζοντος ευθύμως και ζωηρώς την αθηναϊκήν ιδίως ζωήν και κίνησιν, ης την μίαν μόνον όψιν παρέχουσι τα καθημερινά σοβαρά πολιτικά ή των ειδήσεων φύλλα. Της εφημερίδος ταύτης ευθύς από του πρώτου αριθμού ανηγγέλλετο ότι ως μόνα μεν κεφάλαια έμελλον να χρησιμεύσουν η εύνοια ην είχεν επιδείξη το κοινόν προς τους επιχειρήσαντας την έκδοσίν της καθ’ όλον το έως τότε διάστημα της δημοσιογραφικής αυτών εργασίας και η ελπιζομένη υποστήριξις αυτού και εν τω μέλλοντι, αρχαί δε η απόλυτος ειλικρίνεια και ευσυνειδησία εν πάσι. Δυστυχώς όμως τα κεφάλαια ταύτα, ιδίως μετά την κατά τελευταία έτη κατ’ εξοχήν βιομηχανικήν και κερδοσκοπικήν τροπήν ην έλαβε παρ’ ημίν ο τύπος, δεν θα ήσαν φαίνεται εκείνα άτινα μόνα θα ήρκουν όπως εξασφαλίσωσι την ύπαρξιν και συντήρησιν εφημερίδος παρά νέων ανθρώπων το πρώτον επιχειρούντων ανεξαρτήτως τοιαύτην αυτοτελή εργασίαν ιδρυομένης, ουδαμόθεν μάλιστα δ’ αναμενούσης βοήθειαν τινά ή αντίληψιν ή συνδρομήν, ούτε παρά κομμάτων, ούτε παρά χρηματιστικών ομάδων, ούτε παρ’ άλλων οιονδήποτε είδους συντροφιών. Διά τούτο η νέα εφημερίς εύρεν, ως μη ώφειλεν, ευθύς εξ αρχής τοιαύτα απροσδόκητα κωλύματα της προόδου της, προσέκρουσεν επί σκοπέλων ούτω δυσυπερβλήτων και προσετρίβη εις δυσχερείας, καθ’ ων δεν ηδύνατο ν’ αντεπεξέλθη ή μόνον ίσως καταφεύγουσα εις αρρήτους πόρους και αποκρύφους συνδυασμούς, ώστε ευνόητον αμέσως εγένετο ότι δυσκόλως θα επάλαιε κατά των αναιτίων αντιδράσεων, ας έμελλε να γεννήση και ας εν πλήθει πράγματι εγέννησε, χωρίς καν να υποπτεύη τουλάχιστον πρότερον. Συνέπεια δε άμεσος πάντων τούτων υπήρξαν η τε αιφνιδία και όλως απροπαράσκευος έκδοσίς της και η επίσης απότομος αλλ’ αναμενομένη ουχ ήττον και ευεξήγητος, μ’ όλον το περί τα πρώτα φύλλα θερμόν εκδηλωθέν ενδιαφέρον, αποτυχία, —ήτις μόνους ίσως τους μη μεμυημένους εις τας λεπτομερείας της αθηναϊκής και δημοσιογραφικής μαγειρικής θα επετρέπετο να εκπλήξη.

Την αποχυχίαν ταύτην η διεύθυνσις της εν λόγω εφημερίδος εδέχθη γενναίως, διότι άλλως τε και δια του προγράμματός της προήγγελεν ήδη εξ αρχής αυτήν ως λίαν πιθανήν, ανωμολόγησε δε αδιστάκτως μετά το συμβάν και η ιδία, συμφώνως προς της εν πάσιν ειλικρινείας και ευσυνειδησίας τας αρχάς ας είχε κηρύξη. Αλλά περιέργως, μετά την ούτω επελθούσαν διακοπήν της εκδόσεως, τοσαύται υπήρξαν αι προς την διεύθυνσιν του βραχυβίου φύλλου ενδείξεις συμπαθείας και υπολήψεως πανταχόθεν, τοσαύτα δε τεκμήρια λύπης εκ μέρους μεγάλης μερίδος του δημοσίου διεβιβάσθησαν προς αυτήν και τόσον άμα ευνοϊκαί επήλθον διαμιάς εκ των υστέρων, όσω δυσμενείς ήσαν κατά το διάστημα της υπάρξεώς του, κρίσεις περί του ούτω βιαίως συλληφθέντος, τεχθέντος και αποβιώσαντος δημοσιογραφικούς οργάνου, ώστε ήρχισεν αύτη να σκέπτηται μη έσπευσε πιθανώς κατά τι περί την εκτίμησιν των περιστάσεων υπό την πίεσιν των οποίων έκρινεν επιβαλλομένην την διακοπήν του φύλλου, θεωρήσασα ότι υπό τους όρους, υφ’ ους είχεν εκδοθή δεν επετρέπετο αυτώ επ’ ουδενί λόγω ούτε του προορισμού του να εκτραπή, ούτε να επιμείνη να ζήση, ως τόσα άλλα, έστω και φυτοβιούν, ούτε υποχρεώσει προς συνδρομητάς και άλλας αναλόγους, ας δεν θα ηδύνατο ίσως να εκπληρώση, ν’ αναλάβη. Προπάντων όμως εδόθη αυτή εκ των ανωτέρω αφορμή να μελετήση επί μακρόν αν μη, ως προς μεν το αρχικό σχέδιον, της εκδόσεως και της δυνατής ευδοκιμήσεως και τοιούτου φύλλου μεταξύ των ήδη υπαρχόντων δεν είχεν απατηθή, δεν εχρειάζετο δε ή αι υλικαί βάσεις να ετίθεντο ολίγον στερεώτεραι εξ υπαρχής και οι καθόλου όροι να εκανονίζοντο κάπως επί το εδραιότερον, ίνα ως άμεσον αποτέλεσμα αντί της αποτυχίας επέλθη η πλήρης και αδιαμφισβήτητος επιτυχία.

Αι σκέψεις αύται εστήριξαν ημάς να μη αποθαρρυθώμεν εν τω αγώνι τον οποίον ανελάβομεν και ούτινος πρώτη ασήμαντος απόπειρα και αψιμαχία απλή υπήρξεν η έκδοσις του «Θορύβου», απόρροια δ’ αυτών είναι η απόφασις της εκδόσεως της σήμερον αγγελλομένης ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ υπό τας αυτάς μεν πάντοτε αρχάς, αλλά και υπό την τελειοτέραν μορφή, ασφαλή πλέον τα θεμέλια και εγγυημένην την ύπαρξιν και την, αν όχι εξ αρχής, βεβαίαν όμως πάντως εν προσεχεί μέλλοντι ευδοκίμησιν. Την απόφασιν δε ημών ταύτην φέρομεν νυν εις γνώσιν του κοινού, ευελπιστούντες ότι υπό τας συνθήκης αυτάς την φοράν ταύτην η υποστήριξις του δεν δα μας λείψη.

 

Σκέψεις του Μητσάκη, ριγμένες σκόρπιες στο «Αττικό Μουσείο» κι αλλού, άλλες με το ψευδώνυμο «Ιξίων», άλλες με τα στοιχεία Μμ. κι άλλες ανώνυμες. Δεν έχουν όλες τον ίδιο τίτλο, γιατί άλλοτε τις τιτλοφορεί: «Μερικά φύλλα εκ του ιδιαιτέρου σημειωματαρίου μου», άλλοτε «Σκέψεις και απαντήσεις» και άλλοτε «Ιδέαι και εντυπώσεις».

 

αρχή

 


ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ


 

Η ΦΛΟΓΕΡΑ4

Εις την οδόν της Κηφισσιάς, εις την αντίκρυ του βασιλικού κήπου γωνίαν, επάνω εις το πεζοδρόμιον, γέρων ρουμελιώτης, καταβαίνων άνωθεν, από το μέρος των Αμπελοκήπων, εστάθη διαμιάς, παρά την ρίζαν πιπεριάς τινός, έρριψε καταγής την κάππαν του, την ήπλωσε, κι εστρώθη σταυροπόδι επ’ αυτής. Ηλιοκαής, μαύρος σχεδόν τον σβέρκον και το πρόσωπον, την φουστανέλλαν ολιγόπτυχον, λερήν, λερόν επίσης και ελεύθερον, γυμνόν αφίνον στήθος και λαιμόν το υποκάμισον, τον οφθαλμόν οξύν και μέλανα και στίλβοντα, τραχύτατον το δέρμα, μεμβρανώδες, κυρτός υπό το βάρος των ετών, πλην ρωμαλέος έτι καταδήλως τον κορμόν, θα έλεγες πως προ ολίγου εγκατέλιπε κανέν λημέρι των Αγράφων ή του Πίνδου. Εις το πλευρόν τον φέρει κρεμασμένον τράστον, εις ο θα περιέχετ’ ίσως το ψωμί του, και εις την χείρα του κρατεί αγκλίτσαν επιμήκη, κεντητήν. Πλήρεις από κονιορτόν είν’ οι βλαχόκαλτσες, αίτινες περιβάλλουν τας νευρώδεις κνήμας του, και λασπωμένα τα ημίβρωτα τσαρούχια του, ως να διήνυσε πορείαν εκτενή. Υπόλευκα έχει και μύστακα και κόμην, και τας οφρύς του τας δασείας. Διά του χιτώνος του ημιανοίκτου λάσιος ο θώραξ του προβάλλει, και μυώδης και ευρύς. Αφού εκάθισεν, ετοποθέτησεν εις το πλάγι την αγκλίτσαν του, ετράβηξεν εμπρός του το κρεμασμένον εις το πλευρόν αυτού ταγάρι του, το ήνοιξε κι εξέβαλε δύο φλογέρες, μακροτάτας, μίαν σιδηράν, παχείαν, κατασκευασθείσαν εκ μεταποιηθείσης κάννης όπλου προφανώς, την άλλην λεπτοτέραν, άσπρην, από κόκκαλον, πιθανώς γινωμένην εξ οστού φτερούγας φονευθέντος αετού, όπως πολλάκις τας κάμνουν εις την Ρούμελην. Κατόπιν έβγαλε τον κατάμαυρόν του σκούφον, τον έβαλεν ανεστραμμένον προ της κάππας του, επήρεν αλληλοδιαδόχως τις φλογέρες του, εφύσησεν εντός, άπαξ, άνωθεν και κάτωθεν, δια να ιδή μην έχουν μέσα τίποτε, τας άφησεν, έπτυσεν δις ή τρις, ελαφρώς, εις τας παλάμας του, και έπειτα, λαβών την σιδηράν, την επλησίασεν εκ νέου εις το στόμα του. Η δείλη εξέτεινεν ήδη τας πρώτας της σκιάς επί της πόλεως, ο ήλιος έκλινεν οπίσω της «Μεγάλης Βρεττανίας» προς την δύσιν του, κι ερρόδισ’ η ανταύγεια των ακτίνων του την κορυφήν του Υμηττού. Επί του δρόμου, έφιπποι και πεζοί, περνούν πυκνοί, αι άμαξαι διέρχονται, δρομαίαι, η κίνησις είναι αρκούντως ζωηρά, διότι κι εορτάσιμος είναι η ημέρα. Από τα παραπήγματα κατέρχονται στρατιωτών ομάδες, ταραχώδεις, εύθυμοι, κροτούσ’ επί του λιθοστρώτου τας χονδράς αρβήλας των. Το κέρας του ιπποσιδηροδρόμου αντηχεί εκάστοτε, και συγκλονεί το έδαφος των τροχών του ο ορυμαγδός. Δύο ή τρεις στραγαλοπώλαι, ρυπαροί, νωθροί, τα όμματα ημίκλειστα, εν νυσταλέα κτηνωδία, έχουν στημένους εγγύς τους τρίποδάς των, και γύρο των περιβομβούν παιδίων στίφη. Σύμμικτος θρύλλος φωνών, βημάτων, και πετάλων πάταγος, γελώτων και ομιλιών αλαλητός, τυλίσσεται εις τα θολά νέφη της σκόνης της οδού, άτινα τον απάγουν πέραν. Εκ της πλατείας του Συντάγματος, συχνά, κύματα φθόγγων μουσικής ανέρχονται, βαρύηχα, διάτορα, βοή τυμπάνων και σαλπίγγων και βιολίων και βαρβίτων. Και εκ του κήπου, ούτινος αι κυπάρισσοι, θροούν ατρέμα, τα εν αυτώ διαιτώμενα παγώνια, ηρεθισμένα και περίφοβα εκ των ποικίλων κρότων, αγρίας και δυσακούστους βάλλουν αδιάκοπα οργής ακατασχέτου και βλακώδους τας κραυγάς. Επάνωθεν του γέροντος η πιπεριά απλόνει το φαιόν της φύλλωμα, κατοικιδίου δένδρου, τιθασσού, δούλου, νοσηρού γεννήματος των πόλεων, αναπτυσσομένου και ζώντος και γηράσκοντος εν τη στενή των ατμοσφαίρα τω κονιορτώ, χωρίς ακμήν, χωρίς χυμόν, βλέποντος προς τα κάτω, προς το χώμα, ριγούσα υπό τας περιοδικάς ριπάς του μόλις πνέοντος αέρος. Και παρ’ αυτήν, εκτείνονται κατά σειράν, μαθήτριαι θα έλεγες εν παρατάξει, ομοιόμορφοι, αι σύντροφοί της, σιωπηλαί, αναιμικαί, ραχιτικαί, τεφραί το χρώμα, με παχύ στρώμα σκόνης όλ’ επί των φύλλων των, αιδήμονες, νεύουσαι χαμαί, ωσεί γεροντοκόραι. Και υπεράνω και αυτών, φράττοντα την οδόν αφ’ όλου του εντεύθεν μέρους της, τα κατά μήκος εκτισμένα μέγαρα, εγείρουν τα μαρμάρινά των στέρνα, τα ευρέα των παράθυρα, τους κίονάς των τους ογκώδεις, τας πλατείας κλίμακας, ή τας μεγάλας θύρας, πολυτελή, αλλ’ ακαλαίσθητα κατά το πλείστον, άκομψα, οψίπλουτοι κενοί και φουσκωμένοι, γαυριώντες εν ανοία.

***

Και εν τω μέσω του παντοειδούς αυτού θορύβου, υπό το φύλλωμα του ψωραλέου αυτού δένδρου, εν τη σκιά των υψηλών αυτών μεγάρων, ο γέρων άρχισε, να παίζη την φλογέραν του. Χωρίς να κυττάζη αν είναι κανείς γύρω του ή όχι, χωρίς να προσέξει διόλου εις την κίνησιν της οδού, χωρίς να ρίψη βλέμμα προς τους διαβάτας ή να απευθύνη την παραμικράν τυχόν επίκλησιν, στηρίξας μόνον τα νώτα επί του κορμού της πιπεριάς, απαραλλάκτως ως να ευρίσκετο εις καμμίαν στάνην, ήρχισε να φυσά εντός αυτής, εναλλάσσων τους δακτύλους επί των οπών, κι επέταξεν εξαίφνης προς τον δρόμον τους πρώτους βραδείς και μελαγχολικούς ήχους δημώδους τραγουδιού της Ρούμελης. Οξείς, λεπτοί, συριστικοί, αλλόκοτοι, αήθεις, παρατεταμένοι, εσκορπίσθησαν οι τόνοι εις τα πέριξ, εκυμάνθησαν, συνεμίγησαν εις την λοιπήν της λεωφόρου τύρβην. Και τούτους παρακολουθούν αμέσως άλλοι, και μετ’ αυτούς άλλοι πάλιν κυλίονται, παρόμοιοι, επίσης παρατεταμένοι, οξείς, επίσης, και λεπτοί, συριστικοί, βραδείς, παλλόμενοι, αήθεις, ο αρήιος εξίσου και θλιβερός σκοπός κλέφτικου άσματος. Δίχως να εννοής σχεδόν πόθεν εκβαίνουν, ποία να είναι η προέλευσις αυτών, ως από μακράν, εξ ύψους ή εκ βάθους, πόρρωθεν, έρχονται, ως να τους φέρη ο αήρ εις τα πτερά του. Ασθενείς, αμυδροί, τρέμοντες, υπόκωφοι, δειλοί, εξαπολύονται εκ του οργάνου, ίπτανται προς το μέσον της οδού, πτερυγίζουν εν αυτή επί μακρόν, ως ζαλισμένοι, συγκρούονται προς τους διαφόρους άλλους ήχους της, τεμαχίζονται, σκεδάννυνται, και θνήσκουν τυλισσόμενοι, ομοίως εις τα θολά της σκόνης σύννεφα. Ξένοι θα έλεγες, το πρώτον νυν εμπίπτοντες εις μέρος όπερ δεν γνωρίζουν, τις οίδε κατά ποίον τρόπον και εκ ποίας αφορμής, και, οι οποίοι, εξερχόμενοι, απορούν και οι ίδιοι, πώς τάχα να ευρέθησαν εκεί, και τριγυρίζουν ως χαμένοι, άνευ οδηγού, άνευ πυξίδος, έρμαιον πάσης φοράς και πάσης τύχης. Η όλη όψις του νεήλυδος, είναι ως γηραιού τσοπάνου, όστις θα ημπορούσεν ίσως, άλλοτε, εις τα νεανικά του χρόνια, να έκαμε και αρματωλός. Και ως τσοπάνης κάθεται τόρα κι εκεί, ωσάν να έχη πέριξ του τα πρόβατα του βόσκοντα, ή ως αρματωλός, κανένας γεροκλέφτης ον έβαλαν τα νέα τα κλεφτόπουλα, επάνω εις την χλόην, όπου διεμελίσθη το ψητό αρνί, τόρα το δείλι, εις το βάθος του λημεριού, να παίξη την φλογέραν του, διά να σύρουν τον χορόν. Ακίνητος, τους πόδας του συμπεπλεγμένους εις την ιδίαν στάσιν, ην αρχήθεν έλαβε, καθώς εστρώθη, κλίνων μικρόν την κεφαλήν προς τον αριστερόν του ώμον, το βλέμμα του προσηλωμένον εις την άκραν του διαρκώς, κρατεί μεταξύ των χειρών του τον αυλόν, βαστάζει ελαφρώς αυτόν, και παίζει. Και το δημώδες άσμα άρχεται εξελισσόμενον, τρομώδες, αργοκίνητον, μόλις ακουόμενον, ροχθούν, ανά πάσαν στιγμήν διακοπτόμενον από της μουσικής τους φθόγγους ή από τον κρότον των τροχών ή από τας κραυγάς των παγωνίων. Έκαστον στίχον, πριν φέρη την φλογέραν εις το στόμα του, προλογίζεται, ο γέρων δι’ ιαχής, από βαθέων αναπεμπομένης, ως εις αγώνα πρόκλησιν ή αποτίναξιν υποκαρδίου άλγους εκδηλούσης. Έπειτα, κολλά τα χείλη εις το στόμιον αυτής, φυσά, κι εκείνη εις το φύσημα υπείκουσα, αρχίζει να λαλή, να κελαδή, να ολολύζη, να στενάζη, να βοά, τονίζουσα του στίχου τον ρυθμόν. Τα δάκτυλά του τρέχουν κατά μήκος της, παρακολουθούντ’ άλληλα, κατά την απαίτησιν του μέλους, εξ υπαμοιβής, άλλα συγκαμπτόμενα, και άλλα διαστελλόμενα, άλλα υψούμενα και άλλα καταβιβαζόμενα, ταύτα μεν εφαπτόμενα εκείνα δε εναέρια, άλλα κλείοντα τας οπάς, άλλα μόλις εγγίζοντα και άλλα αιωρούμενα υπέρ αυτάς, ηνεωγμένας. Και ο ρυθμός εξέρχετ’ απ’ αυτάς, συρόμενος, ή αιρόμενος, ή καταπίπτων, ή μεστός, ή διαλείπων, κλιμακωτός και ρέων, και μακρός, εωσού περατωθή ο στίχος. Τότε ο γέρων αοιδός εκβάλλει γογγυσμόν βαρύν, και επαφίνων κατά μέρος τον αυλόν, επακουμβή τον άγκωνά του εις το γόνυ, και αρχινά να ψάλλη και τας λέξεις. Βραχνή, κεκαλυμμένη, δυσδιάκριτος, αναδίδετ’ η φωνή από του λάρυγγος, εν μόχθω και καμάτω, ως μετά ενδομύχου πόνου, ποικιλλομένη συνεχώς διά στεναγμών, επίσης συρομένη ή αιρομένη, ή διαλείπουσα, ή μεστή, και απαγγέλλουσα του άσματος τα λόγια, σύμφωνα προς τον ρυθμόν, ον η φλογέρα προ μικρού ετόνισε. Και αφού ο στίχος, αύλημα άμα και τραγούδι, τελειώση ούτω πως, αναλαμβάνει πάλιν τον αυλόν, τον πλησιάζει εις το στόμα, κι επαναρχίζει έτερον, κατά τον ίδιον τρόπον. Τοιούτοι, οι αρχαίοι ραψωδοί, οι πλάνητες, θα ήρχοντο και θα εκάθηντο εις τας γωνίας των οδών, θα έστρωναν την κάππαν των και θενά ήρχιζαν να ψάλλουν των ομηρικών ηρώων τ’ άθλα.

***

Και είναι πράγματι ως άσμα ομηρικόν άγνωστον, απόσπασμα λησμονημένης ραψωδίας το τραγούδι όπερ ήρχισε, της αρματολικής εποποιίας εν των μάλλον συγκινητικών, της μάνας του χαθέντος Κίτσου ο ολοφυρμός, κλαιούσης την απώλειαν του υιού της, παρά την όχθην του ασπλάγχνου ποταμού, όστις της εμποδίζει την διάβασιν, διά να περάση αντικρύ και ερωτήση τι ν’ απέγινεν, όπως παρά τας όχθας του Σκαμάνδρου, οι γονείς οι εκ της Τροίας, οίτινες ήρχοντο να εκζητήσουν των υιών των τους νεκρούς. Και ως ο γέρων αοιδός εκάθησε, και άνευ τύπου, προοιμίου κανενός, ήρχισε να το τραγουδή, ούτως, απαραλλάκτως, και ο ανώνυμός του ποιητής, αρχίζει και αυτός το έπος του. Καιρόν έχει να τον ιδή, να μάθη δι’ αυτόν η μήτηρ του αρματωλού, και μη αντέχουσα να υπομένη πλέον, θέλουοα να γνωρίση τι περί της τύχης του, εκίνησε και ήλθε να διαβή τον ποταμόν, και να υπάγη πέραν, εις των κλεφτών τα ενδιαιτήματα, όπου θα είναι βέβαια κι εκείνος, εάν ζη· αλλ’ είν’ εξωγκωμένον το ποτάμι, βίαιον, και τα θολά του κύματα αφρίζοντα βογγούν, και η διάβασις αυτού δεν είναι εύκολος· και άπελπις η πτωχή μάνα, το παρακαλεί, το ικετεύει, να λιγοστέψει κάπως, να την λυπηθή και να γυρίση πίσω δι’ ολίγον, να της κάμη πέρασμα· αλλά βωβός ο ποταμός, κωφός, τα ρείθρα του κυλίει, αδιάφορος, μη εννοών ή αψηφών τον πόνον και εξηγριωμένη, έκφρων, η γυνή, οργίζετ’ εναντίον του, τον απειλεί κι ερίζει προς αυτόν, και τον λιθοβολεί και τον υβρίζει. Το μέλος είναι άξεστον και απειρόκαλλον, αγροίκον, ιδιότροπον, μονότονον και ομοιόμορφον, μη παραλλάσσον σχεδόν διόλου από του ενός εις άλλον στίχον ή από μιάς εις άλλην στροφήν, με τον αυτόν ρυθμόν αρχόμενον, προβαίνον, και αυτόν τηρούν, με τας αυτάς τομάς, και τας αυτάς κυμάνσεις, και εξάρσεις, και τας πτώσεις, και τα ίδια γυρίσματα, ωσεί βαυκάλημα, όπερ να απηχή συγχρόνως γόους θανάτου ή μεμακρυσμένην μάχης βοήν. Και το άσμα είναι απλούν και άτεχνον και αφελές, ξηρά έμμετρος του συμβάντος διήγησις, εν των πρωτογενών εκείνων, των έξω παντός κανόνος και παντός νόμου, πάσης τάξεως και παντός ορισμού, αλλά διά τούτο ίσως μεγάλων εν τη αφελεία του, αλλά αιωνίων εν τη απλότητί του, διά των οποίων ομιλεί, απερικόσμητος, ανεπιτήδευτος, γυμνή, η καρδία και το αίσθημα αυτό το λέγει ο γέρων εν ειλικρινεία, εν όλη του τη αληθεία και τη φυσικότητι, προδήλως αισθανόμενος την έννοιά του κατά βάθος. Με όσην δύναμιν ενέχουν οι πρεσβυτικοί του πνεύμονες, εγχύνων εις το σιδηρούν του όργανον όλην την πνοήν του λασίου στήθους του, όπερ φαίνεται υπεγειρόμενον διαμέσου του υποκαμίσου του, ωθεί τους τόνους από των χειλέων του εντός αυτού, όπως ημπορεί οιδαίνων τας γνάθους του κι εξογκώνων τον λαιμόν του. Ως να εκφράζη λύπην ιδικήν του, ίδιον καϋμόν, διηγείται με τον αυλόν του τον κακόηχον και την φωνήν του την γεροντικήν, της μάννας τον αρματωλού την θλίψιν, την αγωνίαν της περί της τύχης του, την έριν της προς τον ποταμόν, και την σκληρότητα αυτού και την μήνιν εκείνης. Αργότερα, αργότερα πολύ, και μελαγχολικότερα αφ’ ό,τι άδεται συνήθως, το παίζει άμα και το τραγουδεί σιγά – σιγά, ως να επρόκειτο και να το λέγη και να το ακούη μόνος του, ως να μην αποτείνεται εις άλλον, ή ως να εκάθησεν εις την γωνίαν του, διά να τα είπη εμπιστευτικώς με σύντροφόν τινα αόρατον, με τον διαβαίνοντα ίσως της εσπέρας άνεμου. Νωχελώς, χθαμαλώς, μηκύνοντες τον σκοπόν όσον ενδέχεται, χρονοτριβούντες, εκκοκίζουν των ήχων του το κομβολόγιον ηρέμα, και αυτός και η φλογέρα του, εκείνη ωσάν να οιμώζη και αυτός ως να θρηνή. Εν επιμόνω συνεχεία, εν ταυτολογί’ αλλεπαλλήλω, ωδή και μέλος παρατείνονται, ως ήρχισαν, κατά διηνεκή εξακολούθησιν, ως εν κωκυτώ. Το άσμα του το ολιγόστιχον φαίνεται ως να πρόκειται να διαρκέση διά παντός. Κάθε του στίχον, άδων, επαναλαμβάνει δις και τρις, τον κόπτει πριν να τελειώση συνηθέστατα, κι επαναστρέφει εις τα πρώτα, πάλιν, διά να τ’ αρχίση όπως πριν, εκ νέου· και ως να μη του ήρκει του ρυθμού η έκτασις, νομίζεις ότι έτι μάλλον τον απλόνει, τον τεντόνει, και τον καθιστά ελαστικώτερον, κι ευρύν, και κυματόεντα πλειότερον, κι εκλελυμένον έτι μάλλον. Θα έλεγες ότι αρέσκεται εις την παλινωδίαν ταύτην, την ομοειδή, απαραλλάκτως όπως τα παιδία, τα οποία κλαίοντα, επί πολύ ευχαριστούνται άνευ αφορμής να εξακολουθούν τους κοπετούς των, ως να αισθάνωντ’ ηδονήν ιδιάζουσαν τα ώτα των, ακούοντα τον ήχον των, ον αναπέμπουν τα θλιμμένα στήθη των. Και οι στίχοι διαδέχονται τους στίχους, οδυρόμενοι, και οι τόνοι διαδέχονται τους τόνους, λύζοντες, και οι στροφαί διαδέχονται τας στροφάς, βαρύθυμοι, και πένθιμον σχεδόν το τραγούδι εκτυλίσσεται, ωσάν να έρχεται επίτηδες να αναμίξη παραφώνως, άδηλον διατί, τον κλαυθμόν, εκ του οποίου είναι πλήρες, εις την φαιδράν του δρόμου ταραχήν.

***

Εν τη λεωφόρω κανείς κατ’ αρχάς δεν επρόσεξεν εις την ύπαρξίν του, κανείς δεν εσταμάτησε, κανείς δεν αντελήφθη τον ραψωδόν. Παρέρχονται αμέριμνοι οι διαβάται, και τα εξ Αμπελοκήπων τραίνα διασταυρούνται πλήρη κόσμου, και το κέρας τον οδηγού ηχεί εκάστοτε, και τα οχήματα κυλίονται ορμητικά, και η μουσική της πλατείας βρέμει εκεί κάτω. Του τραγωδού οι στίχοι και οι ήχοι της φλογέρας του επήγαν εις τον βρόντον, εξηνεμίσθησαν κι εχάθησαν επί ματαίω· ακροατήν όμως τινά δεν ηδυνήθη έτι να αγρεύση. Εν τη κινήσει της οδού, ακόμη δεν κατώρθωσε να προσελκύση ο παρείσακτος τα βλέμματα, ουδέ το όργανόν του να κάμη το ρήγμα του εν τω θορύβω. Κι εν τη αυτή μονώσει, εν τη ιδία ερημία θεατών, αρχίζει και το δεύτερον τραγούδι του. Μονότονον και τούτο, ομοιόμορφον, ανάλογον καθ’ όλα, της αυτής οικογενείας κατά πάντα, μητρικής στοργής τον πόνον εκδηλούν κι αυτό, αλλά πολύ βαθύτερον τον τόνον, και τον ρυθμόν βραδύτερον, και πενθιμώτερον τον ήχον, και υψηλότερον την έκφρασιν, και περιπαθέστερον την έννοιαν. Γνήσιον τέκνον των δασών, δεν είναι καν γνωστό όπως το πρώτον κάπως, και ίσως άλλοτε ποτέ δεν έπληξ’ ο σκοπός αυτού της πρωτευούσης τον αέρα. Και η κεκαλυμμένη, δυσδιάκριτος του γέροντος φωνή, το αναμέλπει όσον δύναται καλύτερα, μ’ όλον το πάθος ούτινος είν’ έμπνευσις, εν τη αλληγορία του τη πρωτοτύπω και εικονική. Εν τω δρυμώ, συν τη ανατολή του άστρου της ημέρας, μόλις έδοσ’ ο ήλιος, εξήλθον επί την βοσκήν αι έλαφοι και τα ελαφομόσχια. Αγεληδόν, οι άρρενες εμπρός, και τα μικρά παρακολουθούντα τας μητέρας των, κι εκείναι οδηγούσαι ταύτα, πορεύονται, όπου χλόη παχεία, όπου χόρτου πράσινος τάπης, υπό το άπλετον φέγγος της πρωίας. Αλλά, μία ελαφίνα, μόνη, δεν ακολουθεί τας λοιπάς, δεν συμπορεύεται, δεν επιζητεί την βοσκήν, και μακράν της θορυβώδους αγέλης, ταπεινή, θλιμμένη, φεύγει του ηλίου την λάμψιν, διώκει την μοναξίαν, «κι όλο τ’ απόσκια περπατεί, κι όλο ζερβό πηγαίνει, κι όθ’ εύρη γάργαρο νερό, θολόνει και το πίνει». Αλλ’ ο Ήλιος, ο μέγας θεός των ορέων και των πεδιάδων, την επρόφθασεν όσον και αν τον φεύγη, την αντίκρυσεν όσον και αν του κρύβεται, την αγνάντεψε αναβαίνων υψηλήν τινα ράχιν, και κάθεται και την ρωτά κάθεται και της λέει: — «Τ’ είσαι, λαφίνα, ταπεινή, δεν πας κοντά με τ’ άλλα; — Κι όλο τ’ απόσκια περπατείς, κι όλο ζερβό πηγαίνεις — Κι όθ’ εύρης γάργαρο νερό, θολόνεις και το πίνεις;». Και η λαφίνα εξομολογείται τότε προς τον Ήλιον τον πόνον της, και τον ερωτά κι εκείνη εις απάντησιν, ότι «πως να μην είναι ταπεινή, και πώς να πάη με τ’ άλλα, π’ όλαις οι μάνναις έχουνε μαζί και τα παιδιά τους, κι εκείνης το μοναχογυιό που ήτανε χρόνια κλέφτης, φέτο της τον εσκότωσαν οι σκύλ’ οι σύντροφοί τους;». Και αφού η φλογέρα, στένουσα και ολολύζουσα βιαιότερον ή πριν ετελείωσε και της ελαφίνας το τραγούδι, ο ραψωδός, χωρίς σχεδόν να διακοπή, χωρίς σχεδόν ν’ αναπνεύση, κατά τον ίδιον τρόπον, απαράλλακτα, αρχίζει άλλο πάλιν, νέον. Βραδύ επίσης και αυτό, και παρατεταμένον, και ροχθούν, και αργοκίνητον, αλλ’ ούτινος τραχύτερος είναι ο ρυθμός, και εντελώς διάφοροι οι στίχοι. Άξεστον έτι μάλλον και ανώμαλον, και ακανόνιστον, και σκοτεινόν, άρχεται δι’ επικλήσεως προς άγριον κόρακα, κραυγάζοντα εν τη ερημία, τι έχει τάχα και φωνάζει, τι του λείπει, τι επιθυμεί, μήπως διψά αίματα και πεινά κουφάρια; Και το δυσοίωνον όρνεον αποκρίνεται ευθύς, ότι σκούζει φωνάζει και διψά ν’ ανοίξη ένα σεφέρι, δια να φάη σώματα μπέηδων και να πιη αίματα πασσάδων, και να φάη της χήρας τον υγιό, π’ άλλον υγιό δεν έχει. Το άσμα είναι απότομον, σχεδόν φρικώδες, πολέμου άσμα, αυτόχρημα αιματηρόν, χρωματισμένον βαθέως, ως εν λύθρου πορφύρα, και αναδίδον ως ροΐζον πτερύγιον και, ως οδόντων τροχισμόν. Αγρίως μεγαλοπρεπές και επιβάλλον, ανελίσσει τας στροφάς αυτού, της εκδικήσεως και του μίσους το ζοφερόν γέννημα, των πεδίων της σφαγής το ερυθρόν άνθος. Ωσεί σφυρηλατούμενος χαλκός παρέρχονται αι φράσεις του βαρείαι και εναργείς, οι τόνοι του διαδέχονται αλλήλους, ωσεί βουλόμενοι εν λύσση. Και η φωνή του αοιδού ακούεται ως τραχυτέρα τόρα και αυτή, και της φλογέρας του το σύριγμ’ αυτό τούτο γοερόν ηχεί, ιταμόν και αγωνιώδες απολύεται, ωσάν να αντιλαλή του μαύρου πτηνού τον απαίσιον κρωγμόν…

***

Αιφνιδίως, δύο στρατιώται, διαβαίνοντες έμπροσθεν αυτού, ανεκόπησαν ορμητικώς, εστάθησαν, κι έρριψαν μίαν πεντάραν εις τον σκούφον του. Εις τούτους προσετέθη μετ’ ολίγον κι έτερος, και ούτος εκ των συναδέλφων του, μόνος του καταβαίνων, κι έρριξε και αυτός την πενταρούλαν του. Κατόπιν ένα μπακαλόπουλον, ερχόμενον εκ της πλατείας του Συντάγματος, εν εορτασίμω αμφιέσει, επλησίασε κι αυτό και συνηνώθη εις τον μικρόν όμιλον, μειδιών ηλιθιότατα. Και κατ’ ολίγον, περί τον πυρήνα τούτον, ήρχισε βαθμηδόν να σχηματίζεται ο συνήθης των τοιούτων θεαμάτων κύκλος. Τινά των παιδαρίων, εγκαταλείψαντα τους στραγαλοπώλας των, προσήλθον. Χονδρός τις οικοκύρης, κρατών από της χειρός πλαγγονοειδές νήπιον, εστάθη και αυτός, διερωτών τι τρέχει. Έπειτα τρεις κομψοενδεδυμένοι νεανίσκοι, λιμοκοντόροι βέβαια, προσέθηκαν τας κεφαλάς των εις την σύναξιν, ωθούντες. Και όλο ίστανται περί τον γέροντα, κινούμεν’ υπό της αυτής μοίρας περιεργείας, θέλοντας όλοι να ιδούν, κυττάζοντες αυτόν ως ζώον τι παράδοξον, θεώμενοι, ακούοντες μ’ ειρωνικόν χαμόγελον οι πλείστοι εις τα χείλη. Αλλ’ ο ραψωδός, χωρίς να υψώση προς αυτούς το βλέμμα, το όμμα προσπασσαλευμένον διαρκώς εις της φλογέρας του την άκραν, εξακολουθεί να παίζη τον σκοπόν του και να τραγουδή, ωσάν να έπαιζε και να ετραγουδούσε πάντοτε δι’ εαυτόν. Με την ησυχίαν του, επέρανε και του σαρκοβόρου ορνέου το άσμα, προμικρού, και τότε μόνον επαφίνει την φλογέραν του εις το πλάγι του, ώραν τινά, αναπαυόμενος, και ίσταται σιωπηλός, οιονεί εις σκέψεις βυθισμένος και στοχασμούς ανακυκλών. Αλλά, μετ’ ολίγον, την αναλαμβάνει αύθις, και, ως εν είδει ανακουφίσεως, παίζει γοργόν πλέον τώρα τραγούδι, ζωηρόν, εύηχον, τραγούδι του χορού. Ταχείς, ευκίνητοι, φαιδροί, σκορπίζονται, ήδη οι τόνοι του οργάνου, ω διαχύνοντες την χαράν και αντιλαλούντες ευθυμίαν. Το γηθόσυνον όμως άσμα περατούτ’ ωκύτατα, σχεδόν αμέσως, και ο αοιδός επανέρχεται πάλιν εις τα πρώτα του, και λέγει άλλο, και άλλο εκ νέου μετά τούτο, κλέφτικα και αυτά, αληθινά κλέφτικα, της ιδίας μεγάλης εποποιίας αποσπάσματα, επίσης μελαγχολικά, και βαθέα, και αρήια, και περιπαθή, των προ της Επαναστάσεως καιρών, ηρωισμού ύμνους και ανδρείας ωδάς. Προδήλως ο γέρων αισθάνεται ιδιάζουσαν ευχαρίστησιν εις ταύτα, με εξαιρετικήν τα λέγει ηδονήν, αρέσκεται να ενδιατρίβη εις τους στίχους των και τους ρυθμούς, και υπεγείρεται το στήθος διά μέσου του υποκαμίσου του ταχύτερον και εξοιδαίνονται ορμητικώτερον αι γνάθοι του και εξωγκούται ισχυρότερον ο τράχηλός του. Με την καρδίαν του, αληθώς με την καρδίαν του τα διαλαλεί, ήτις θα πάλλη βέβαια νεάζουσα ακόμη υποθέτεις εις τα γηραλέα στέρνα του. Και βαθμηδόν, εφ’ όσον προχωρεί, λησμονείται φαίνεται και περισσότερον, κι εντείνει, όσον του είν’ εύκολον του άσματος τον ήχον, και όσον οίον τε οξύνει της φλογέρας τον ολολυγμόν. Συχνότερον βάλλει νυν τας αντί προλόγου ιαχάς, και συχνότερον εκπέμπει, τους στόνους δι’ ων ποικίλλει το άσμα του, και συχνότερον αναδίδει τους γογγυσμούς, δι’ ων καταλήγει. Μετεκινήθη προ ολίγου εκ της θέσεως αυτού μικρόν, κι εξήπλωσε τον ένα των ποδών, κι η στάσις του έγινε μάλλον ελευθέρα, κι οι κινήσεις ανετώτεραι. Και η διαδοχή των τραγουδιών του, περιέργως, θαρρείς ότι τον εμψυχώνει... Καταφανώς, το κλέφτικον ασματολόγιον είναι κυρίως το στοιχείον του, και το γνωρίζει εν τελειότητι, και όσον λέγει, τόσον ενθυμείται κι άλλα και αρχίζει νέα. Θα έλεγες σχεδόν, ότι δεν τραγουδεί εξ αναμνήσεως, αλλ’ εμπνεόμενος εκείνην την στιγμήν, ο ίδιος επινοών και στίχους και ρυθμούς, αυτοσχεδιάζων εξ υπογυίου κατά βούλησιν. Συνήθως, από τις φλογέρες του, παίζει την σιδηράν ιδίως, προς την οποίαν φαίνεται ωσάν να τρέφη χωριστήν προτίμησιν. Και του παλαιού όπλου η κάννη, ως εκουσίως παρέχει εαυτήν, γηράσασα και αυτή και άχρηστος πλέον δια να σκορπίζη τον θάνατον, πόσον, ω πόσον, προσήκον όργανον εις την εξύμνησιν εκείνων, οίτινες την εχειρίσθησαν ίσως διά να τον σκορπίσουν με αυτήν! Κάποτε όμως, ως διά ν’ αλλάξη και ολίγον, ή να την αφήση να ξεκουρασθή, την αποθέτ’ εις το πλευρόν, και δοκιμάζει και την άλλην, ήτις μάλλον οξείαν και λεπτήν έχει φωνήν. Ενίοτε κουράζεται κι ο ίδιος, και σταματά επί μικρόν, παίρνει ανασασμόν, και καθαρίζει με του μανικίου του την άκραν εκείνης, ην συνέβη να κρατή, τα χείλη. Έπειτα δε ως ανακτών ισχύν, την ενθέτει μέσα εις τα δάκτυλά του, και ξαναρχίζει να φυσά. Και ενώ το κέρας του ιπποσιδηροδρόμου αντηχεί εκάστοτε, κι ενώ η μουσική της πλατείας παιανίζει πάντοτε, κι ενώ κραυγάζουν τα παγώνια διηνεκώς, οι τόνοι της φλογέρας αναπέμπονται, οξείς, και παρατεταμένοι, και λεπτοί, συριστικοί, βραδείς, παλλόμενοι, αήθεις, και σκορπίζονται γύρω, και κυλίονται προς την οδόν...

* * *

Πώς άραγε ευρέθη εν τη αθηναϊκή αυτή λεοφώρω, τις άνεμος τον έρριψε μέσα εις την κίνησιν της εορτασίμου αυτής ημέρας, μέσα εις το τόσω διαφορετικόν απ’ αυτόν πλήθος, εντός του περιβάλλοντος αυτόν αττικού τούτου τοπίου; Πώς, αφού περιήγαγε καθ’ όλην του την ζωήν το κορμί του, όπερ προδήλως έψησεν ο ήλιος των κάμπων κι ελαγάρισεν ο αήρ των βουνών, τις οίδεν εις ποία και πόσα λειβάδια και μονοπάτια και καταρράχια εξέπεσε, τίνος ναυάγιον τρικυμίας, γέρων, εις το πεζοδρόμιον αυτό; Κατ’ άλλους, είναι ήρως τραγωδίας φονικής, μοιραίον θύμα μυστικής κατάρρας, φονεύσας τον υιόν του κάποτε, ενώ εφύλαττε τα πρόβατα εντός της στάνης, κατά λάθος, εκλαβών αυτόν ως άρπαγα, ελθόντα κρύφα διά να κλέψη, κι έκτοτε, ημιπαράφρων εκ της λύπης, πλανώμενος και αλητεύων πανταχού. Ίσως, ως λέγουν άλλοι, εδυστύχησεν απλώς, εψόφησαν τα πράμματά του εκ θεομηνίας, και μόνος, εις τοιαύτην ηλικίαν, έρημος, μη έχων ούτε συγγενείς, ούτε βοήθειαν άλλην, επήρε την φλογέραν και τα μάτια του, και τριγυρνά διά να βγάλη το ψωμί του. Ίσως και μόνον διαβαίνων από τα περίχωρα, πηγαίνων εξ ενός εις άλλο χειμαδιό, τον ήλθεν αίφνης όρεξις να κατεβή και εις την πόλιν, κι ευρεθείς άπαξ εις αυτήν, να το ειπή λιγάκι και με την φλογέραν του. Και ίσως να του διηγήθη κάποιος περί Αθηνών, κι εν τη απλοϊκή του φαντασία να ανέπλασεν αυτάς ως κανέν πανηγύρι διαρκές, κι επήρε την φλογέραν του και ήλθεν, ως θα επήγαιν’ εις το πρώτον πανηγύρι του γειτονικού χωριού. Αν ήλθεν όμως προς επίδειξιν της τέχνης του, κακόν λογαριασμόν βέβαια έκαμεν. Αναμφιβόλως, ως υπόδειγμα παίκτου φλογέρας δεν θα ημπορούσε να κριθή, και των παρισταμένων το μειδίαμα, πολλοί ίσως λεβέντηδες βοσκοί, θα εμιμούντο πιθανώς εάν τον ήκουαν. Τα έτη, ως εκύρτωσαν το σώμα του, ηλάττωσαν του στήθους την ισχύν, κι ημαύρωσαν την διαύγειαν τον λάρυγγός του. Το φύσημ’ αυτού δεν είναι όσον πρέπ’ έντονον και συνεχές, και η φωνή αυτού εξέρχεται συχνά από των στέρνων του, διακεκομμένη εντελώς και εντελώς βαιά. Καταφανώς, του λείπει προπολλού και των δακτύλων η ευκινησία και των πνευμόνων η αλκή. Το μέλος δεν τηρεί επί μακρόν τον ίδιον χαρακτήρα, και η χροιά του άσματός του παραλλάσσει. Πολλάκις, ενώ φυσά, τον εγκαταλείπει αιφνιδίως η πνοή, και το αύλημα κόπτει αποτόμως. Και άλλοτε, εκεί που τραγουδεί, του αναστέλλεται απροσδοκήτως η φωνή, και αντηχεί ως ρόγχος. Οι τόνοι δεν τον υπακούουν πάντοτε, και εκπηδούν αυθαίρετοι και άνισοι, οτέ μεν ανελπίστως ισχυροί και διαπεραστικοί, οτέ δε ως διαφεύγοντες, βωβοί. Ενίοτε, αντί του ήχου της φλογέρας, ον μάτην αναμένεις, ακούετ’ εντός του στομίου, μόνον, ξηρόν ασθματικόν, άνευ αποτελέσματος, το φύσημα του χείλους. Και άλλοτε τα δάκτυλά του δεν προφθάνουν να κλείσουν διαμιάς, όσας εκ των κατά μήκος της τρυπών θα εχρειάζετο, μεταστρεφόμενα εγκαίρως… Αλλά και ούτω παράδοξον θέλγητρον το αγροίκον άσμα του ενέχει, κι η ποίησις των ιδιορρύθμων και αξέστων τραγουδιών του, σε ελκύει εν γοήτρω, ανακινεί τα σπλάγχνα εκ βαθέων. Ο γέρων ραψωδός, ούτε στιγμήν εσκέφθη να επιδειχθή, να καταβάλη κόπον διά να φανή καλλίτερος από ό,τι είναι, να επιτηδευθή τέχνην, ην δεν έχει. Αυθόρμητα σχεδόν, υπείκοντα ως εις ενδόμυχον ανάγκην να διαχυθούν, ως θέλουν και ως δύνανται, αύλημα και ωδή εκβαίνουν από των εγκάτων του. Οι στεναγμοί του δεν είναι προσποιητοί, ούτε οι γογγυσμοί αυτού ψευδείς. Και διά τούτο ίσως ακριβώς, το τραγούδι του είναι τόσον άηθες, και η αίσθησις ην σου προξενεί τοσούτον έκτροπος. Χωρίς να προσέχης εις τα κενά του, χωρίς να προσέχης εις τας μεταλλαγάς του, χωρίς να προσέχης εις τας διαλείψεις του, και μόνη η αλήθεια ην εκφράζει, κι η πρωτοτυπία που το πλημμυρεί, φαίνονται να σε υποτάσσουν εις ακρόασιν. Ενίοτε, υποθέτεις ακουσίως, ότι πράγματι είν’ εξοιδημένον εκ πατάγου πολεμικού, ευχωλής ολλύντων και ολλυμένων οιμωγής. Και άλλοτε υποθέτεις, ότι παράπονον μυστικόν, όπερ κατέχει πράγματι αυτήν του ψάλτου την ύπαρξιν, άλγος αυτού απόκρυφον, και ακατάσχετον, κυλινδείται διά των στροφών, εξαίρει, τους τόνους του ως εις οδύνης κραυνήν, ή τους πνίγει ως υπό δάκρυα. Τόρα πιστεύεις ακούων την βραχνήν ιαχήν, ην βάλλει, ότι να εξορμήση εις γιουρούσι είναι έτοιμος. Και τόρα πιστεύεις, ακούων εκλίπουσαν την φωνήν του, ότι του την έκοψε λυγμός, και βλέπων τρέμοντα τα δάκτυλά του, ότι τρέμουν από συγκίνησιν...

***

Και είναι τα τραγούδια του, αείποτε, όλα εις τον αυτόν τύπον χυμένα, παν ό,τι υψηλόν και ποιητικόν, παν ό,τι ανδρικόν και ελληνικόν έχει η πλήρη δυνάμεως και πλήρη εμπνεύσεως, γεμάτα από φαρύγγων δροσιάν, και πνοήν ελευθέρου ζεφύρου, εκχειλίζοντα από χυμόν και από άρωμα τα οποία διαχύνουν ως ευωδίαν ανοικτού κάμπου εις τον κονιορτώδη αυτόν δρόμον, και ανέρχονται προς την αραχνιασμένην πιπεριάν, ωσάν να θέλουν να εκτινάξουν μίαν φοράν κατά το διάστημα του οικτρού βίου της το τεφρόν της φύλλωμα με φύσημα ρώμης. Τώρα ψάλλει του κλέφτου το γήρας, την κόπωσιν μετά τους αγώνας, την επιθυμίαν του να ξαποστάση μετά τόσων χρόνων περιπλανήσεις ανά τα όρη και τας κοιλάδας, αποκαμόντος τέλος, εν τη ηρεμία του τάφου, από του οποίου θέλει όμως ακόμη να συμμετάσχη εις την πάλην, και ν' απολαμβάνη την φύσιν, θέλει όμως ακόμη ν’ ακούη τον θύρυβον της ζωής και την κλαγγήν των όπλων·

 

Εγέρασα, μωρέ παιδιά, και θέλω να πεθάνω.

Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε μου να κάτσω

Φέρτε κλαριά και στρώστε μου να πέσω να πλαγιάσω.

Ζυγώστε που θενά χαθώ και θενά ξεψυχήσω.

Και πάρτε, σύρτε με, παιδιά, εκεί ψηλά στη ράχη.

Και φκιάσε μου το μνήμα μου να πέρνη δυο νομάτους.

Να στέκ’ ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω,

Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παρεθύρι,

Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,

Να πέρνουν χαιρετίσματα...

 

Τόρα ψάλλει τα κλέφτικα λημέρια, και τα δράματα αυτών τα ζοφερά, και τα άγρια, τα εκτυλισσόμενα ανά τας απορρώγας ράχεις των βουνών, ή τους απροσίτους χαραδρών μυχούς, όπου οι αετοί ανίπτανται ή καθίπτανται, προς αναζήτησιν βοράς:

 

Χρυσός αητός καθότανε σε κλέφτικα λημέρια,

Και κράταγε στα νύχια του ανθρωπινό κεφάλι.

Βολές το τσίμπαγε, βολές βολές του λέει:

— Κεφάλι, κακοκέφαλο...

 

Τόρα ψάλλει τους έρωτας των κλεφτών και τας καταβάσεις των εις τα κατοικούμενα μέρη, και τους ιμέρους τους καταλαμβάνοντας τους τραχείς άνδρας μεταξύ δύο παγανιών ή δύο εφόδων, και τας παρά ταις Ομφάλαις των χωρίων λησμοσύνας των Ηρακλέων τούτων της δουλείας·

 

Απόψε δεν κομήθηκα και σήμερα νυστάζω

Για δυο ματάκια γαλανά, για δυο γλυκά ματάκια,

Θε ναν τα κλέψω μια βραδυά, νύχτα χωρίς φεγγάρι.

Ναν τ’ ανεβάσω στο βουνό, ψηλά στο κορφοβούνι.

Ναν τα φιλώ μεσάνυχτα, ναν τα φιλώ το τάχυ,

Όντας λαλάη η πέρδικα, όντας λαλάη τ’ αηδόνι.

 

Τόρα ψάλλει των ακτών της Ρούμελης γλυκύτατον, τρυφερώτατον τραγούδι, όπερ φαίνεται ως να συνοδεύη ο φλοίσβος του κύματος, σπωμένου επί των αποτόμων βράχων του Ξηρομέρου·

 

Κόρη, όταν φιλιώμασταν, νύχτα ήταν, ποιος μας είδε;...

Μας είδε τ’ άστρι της αυγής, μας είδε το φεγγάρι·

Και το φεγγάρι έσκυψε, της θάλασσας το λέει,

Θάλασσα τώπε του κουπιού, και το κουπί του ναύτη.

Κι ο ναύτης το τραγούδησε...

 

Τόρα ψάλλει της στάνης την ζωήν, και την ερημίαν των μανδριών, και της βλάχας τα κάλλη, και τα ειδύλλια του αγροτικού βίου, και το πολύτιμον λαγιαρνί·

 

Έβγα, βλάχα, στο βουνό

Τρία λόγια να σου ειπώ.

Μπήκαν κλέφταις στο μαντρί.

Πήρανε το λαγιαρνί·

Πήρανε το λαγιαρνί,

Πούχε το χρυσό μαλλί.

Το πήρανε και παν, παν, παν,

Kαι παν, παν, παν...

 

Και βαθμηδόν, ενωτιζόμενος αυτόν, λησμονείσαι και συ, όπως εκείνος, αφαιρείσαι χωρίς να το καταλάβης, χάνεις ομοίως την συνείδησιν και του τόπου και του μέρους εν ω ευρίσκεσαι, δεν αντιλαμβάνεσαι πλέον ούτε την αδεξιότητά του, ούτε το γήρας του, και νομίζεις σχεδόν, ότι διαμέσου των παρατόνων ήχων της φλογέρας του, διαμέσου της βραχνής πνοής του γεροντικού στήθους του, όλη η ψυχή της ποιμενικής Ελλάδος, της αρματωλικής Ελλάδος, της θαλασσινής Ελλάδος, διέρχεται...

 ***

Μεταξύ του πλήθους, η εντύπωσις είναι αυτόχρημα ζωώδης. Βλακωδώς τον προσβλέπουν όλοι γύρω πάντοτε, μη γνωρίζοντες πώς πρέπει να διατεθούν εκ του θεάματος, με απαραλλάκτους ως προς την έκφρασιν της αυτής ανοήτου περιεργείας τας κοινοτάτας φυσιογνωμίας, συνωθούμενοι εκ της αφίξεως των όπισθεν προσερχομένων, ανυπομονούντων και αυτών να ίδωσιν. Εις τους αρχήθεν συντελέσαντας τον κύκλον έχουν ήδη προστεθή και άλλοι ικανοί, πολυπληθείς σχεδόν, περιβάλλοντες την πιπεριάν επ’ αμφοτέρων των μερών, πυκνούμενοι επί του πεζοδρομίου. Κι εκ των διαβαινόντων, οι πλειότεροι, δεν παραλείπουν να σταθούν κατά στιγμήν, προσελκυόμενοι κι εκείνοι να κυττάξουν, διότι έτυχε να ιδούν άλλους κυττάζοντας, εν τω ωσεί μαγνητισμώ ασυνειδήτω όστις αδελφώνει όλους των οδών τους χάχηδες. Στρατιώται είν’ όμως ιδίως πάλιν οι συχνότεροι, ουχ ήττον και του λαού άνθρωποι, προσήλθε δε και παραμάννα τις. Τα εγκαταλείψαντα τους στραγαλοπώλας των παιδάρια, είναι εις την πρώτην γραμμήν, συνταρασσόμενα. Οι τρεις κομψοί λιμοκοντόροι αναβιβάζουν και καταβιβάζουν τα υελώδη όμματά των από του χαμαί καθήμενου γέροντος εις τους περιεστώτας. Μερικοί εκ τούτων, κόπτουν ενίοτε, λαμβάνουν τον εκάστοτ’ εκ των δύο αργόν κατακείμενον αυλόν, τον εξετάζουν πανταχόθεν μετά προσοχής, επισταμένως, ως να βλέπουν τοιούτον πρώτην φοράν επί ζωής των, περνώντες αυτόν από χειρός εις χείρα. Άλλοι, εκ των νεωστί ιδίως ερχομένων, ζητούν πληροφορίας, εν κενοσπουδία φορτική, τι γέρος είναι αυτός, πώς ευρέθη εκεί, τι θέλει και τι κάμνει, και τα παρόμοια, ως να μην ημπορούν ν’ αντιληφθούν αφ’ εαυτών οι ίδιοι. Από καιρού εις καιρόν, έρχεται και καμμία πεντάρα, άνωθεν, εναερία, να καταπέση εις τον σκούφον του. Και, έρχεται εκ της ομάδος των στρατιωτών, ως επί το πολύ, οίτινες μόνοι φαίνονται να συγκινούνται κάπως, και ακούουν σιωπηλοί και με προσήλωσιν, και λύουν μετά δυσκολίας, με αδεξίους τους χονδρούς δακτύλους των, τον εις του μανδηλίου των την άκραν δεδεμένον σφιγκτόν κόμβον, όπου φυλάττουν το ολίγα των λεπτά, διά να την δώσουν, εκ του υστερήματός των βέβαια, εις την ανάμνησιν ίσως αυτήν της απούσης πατρίδος των. Ο οικοκύρης, ο κρατών το πλαγγονοειδές νήπιον, τον παρατηρεί εξ αποστάσεως, μη εκστομίζων λέξιν, ατενώς, ως εν αισθήματι βαθέος οίκτου. Διάλογοι συνάπτονται συχνά. Κάποιος πειράται να τον ερωτήση τι.

— Και πού ξέπεσες δώθε, γέρο;…

— Αι, αέρας μ’ έρριξε... απαντά αυτός, λακωνικώς, βραχέως.

— Τώλεγες, γεροπατέρα, καμμιά ψύχα με τον Αντρούτσο κειά τα χρόνια;... τον ερωτά, επιτηδευόμενον τάχα ρουμελιώτικην προφοράν, ενώ φαίνεται να είναι μάλλον εκ Πελοποννήσου, αηδώς επιχειρούν να ευφυολογήση δήθεν το μπακαλόπουλον.

— Ελληνική μουσική αυτή!.. ανακοινώνει προς τον γείτονά του, εν είδει αποκαλύψεως, διά ν’ ανοίξει κουβένταν, ο εις εκ των λιμοκοντόρων, συνηθισμένος, φαίνεται, πολύ το κτήνος εις την γαλλικήν ή την ιταλκήν εκ γενετής.

— Δε βαστάς πια, καψογέρο! Πάει πια, δε βγαίνει!… τω λέγει άλλος, αινιττόμενος την βραχνότητα και την αδυναμίαν της φωνής του.

..... Μ’ τι ν’ σ’ καν;!... Τορ’ μ’ τ’ λες;... Να σε είχα να μ’ τώλ ‘γ ‘ς δω και σαράντα χρόνια!... Να τ’ δης να σκίζ’τ’ πέρα !... απαντά ο ραψωδός, εις αυτό κυρίως αξιών μόνον να προσέξη, ως αναγνωρίζων την αδυναμίαν του πλέον και ο ίδιος, κι ενθυμούμενος τα παλιά του χρόνια, καθ’ α τόση ήτο η δύναμις της πνοής του, ώστε να σχίζη και αυτήν την φλογέραν, από του στομίου και κάτω, πέραν και πέραν, εκ της ορμής.

Από αμάξης διερχομένης, δεσποινίς επιφωνεί προς τους εν αυτή συντρόφους της, μίαν παχείαν, κυρίαν ομογενούς βέβαια, και δύο λεπτοκαμωμένους νεανίας, διπλωματιδείς, κατά πάσαν πιθανότητα:

— Regardez done, regardez regardez-ce vieux, là bas ! .... Και oι ίπποι καλπάζουν εν πατάγω, και δουπούσι του ιπποσιδηροδρόμου οι τροχοί, και το κέρας του οδηγού ηχεί εκάστοτε, και η μουσική της πλατείας αναπέμπει τους διατόρους τόνους της και τα παγώνια του κήπου υπέρποτε ηρεθισμένα, ανακράζουν. Και εν τω μέσω του παντοειδούς αυτού θορύβου, υπό το φύλλωμα του ψωραλέου αυτού δένδρου, εν τη σκιά των υψηλών αυτών μεγάρων, ο γέρων εξακολουθεί να παίζη την φλογέραν του, εξακολουθεί ν’ ανελίσση τα τραγούδια του. Και βλέπων αυτόν, τόσω ξένον προς τον κόσμον, εντός του οποίου ευρίσκεται, τόσω ξένον προς το πλαίσιον όπερ τον περιβάλλει, σου έρχεται διαμιάς η ορμή να διασχίσης τον ανθρώπινον συρφετόν, να τον αρπάξης καθώς κάθεται με την φλογέρα του και με την καπότα του, να τον απαγάγης εν στιγμή, μακράν των αμαξών και των τραίνων και των νοικοκυραίων και των λιμοκοντόρων και των δεσποινίδων και των παγωνίων, εις κανένα βουνόν της Ρούμελης, να τον ανεβάσης εις την κορυφήν του, να τον στηλώσης εις την ρίζαν κανενός δένδρου, όπερ να θεμελιόνει τους πόδας του εις τον βράχον και να κρύπτη τα φύλλα του εις τα σύννεφα, γέρικου όπως το κορμί του, να ξαπλωθής εις το πλάγι του, κι εκεί, ενώ θενά φυσομανά ο αέρας μέσα εις τα έλατα και θεν’ αντιβοΐζ' η ρεμματιά, να του ειπής:

— Άιντε, πες τα τόρα, μωρέ γεροκούφταλο!...

 

αρχή

 



 

ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΥΚΗΝ5

Εις το πλευρόν του λόφου, χωμένον εις του βράχου την ρωγμήν, ως να εζήτησε προστασίαν υπ’ αυτόν, μικρόν, σιωπηλόν κι έρημον, εγείρεται το εκκλησίδιον. Ως αναχωρητής μισών την τύρβην του κόσμου, αποστέρξας την ζωήν ασκητής, κατέφυγεν επίτηδες θα έλεγες εκεί επάνω, ενεσφηνώθη, κι εξησφαλισμένον, βλέπει τόρα από του ύψους του, κάτω, την μυριοθόρυβον πόλιν, την πεδιάδα, ην σκιάζει κονιορτού σύννεφον, και της οποίας η βοή, μόλις ανέρχεται, εις εκπνέοντα κύματα, μέχρι των ποδών του. Άμα φθάσης, διασκελίζων δύο ή τρεις μόνας βαθμίδας, ευρίσκεσαι εντός αυτού. Αντί τέμπλων και θόλων και τρούλλων, την κορυφήν του σκεπάζει απλή εκ κεράμων στέγη. Παρά τον τοίχον του, ανηρτημένη εκ φαγωμένου σχοινίου, κρέμαται από ξύλου σαπέντος, μία γηραλέα καμπάνα, ης ο ήχος, θλιβερός, ραγισμένος, ακούετ’ ενίοτε, περί δυσμάς ηλίου. Μάνδρα στενή περιτρέχει γύρω του, από της μιας άκρας της κοιλότητος του βράχου αρχομένη, και εις την άλλην τελευτώσα, κυκλόνουσα αυτό, εν είδει τείχους, όπερ σχηματίζει έμπροσθέν του ως μικράν πλατείαν. Και του περιβόλου αυτού τον στολισμόν, αποτελούν τρία θρανία εξηρθρωμένα, χωλά, οι θυσσανώδεις κλώνοι αρτιφυούς πεύκου, και μία λεύκη, μικρά, εις την πρώτην ανάπτυξίν της, ανθούντα εν τω μέσω. Εγγύς αυτών, καλυπτόμενον με δύο σανίδας, πηγάδι προβάλλει τα λίθινα χείλη του. Και εις το βάθος, παρά την ρίζαν του βράχου, μεμονωμένη, μία μεγάλη συκή, απλόνει τα πλατέα φύλλα της. Δεν είναι όμως μόνον αυτός, του στενού περιβόλου ο πτωχός κόσμος. Ακριβώς υπό την συκήν, στεγαζομένη εκ των κλάδων της, στηριζομένη σχεδόν επί του κορμού αυτής, ως να εκφύεται και αυτή από του εδάφους πλησίον της, ευθυτενής, μαρμαρίνη στήλη, επιτυμβία, υψούται, με τον λευκόν της σταυρόν επί κεφαλής. Και επ’ αυτής, με ογκώδη κεφαλαία γράμματα, χαραγμένα βαθέως επί του μαρμάρου, σκαλισμένα, αναγινώσκεται η επιγραφή: «Ενθάδε κείνται τα οστά της μακαρίτιδος Εκατερίνης, συζύγου Αθανασίου Γκίγκιζα. Απεβίωσε την 4 Ιανουαρίου 1869». Είναι απλουστάτη επιγραφή, μετακομιδής λειψάνων, γυναικός του λαού, γραίας, κατοικούσης πιθανώς, κατά το διάστημα της ζωής της, εις τινα των παρακειμένων συνοικιών, και της οποίας οι συγγενείς, έτη μετά τον θάνατόν της, εκπληρούντες τον ύστατον φόρον του σεβασμού, θα μετέφεραν τ’ απομεινάρια, εκ του νεκροταφείου, να τα θάψουν εις τον περίβολον του γειτονικού ναΐσκου των. Αλλ’ από κάτω απ’ αυτήν, αμέσως ύστερον, σχεδόν μη χωριζομένη, άλλη επιγραφή προσπίπτει εις το βλέμμα. Είναι οκτάς ονομάτων πάλιν, γυναικείων και αυτών, γραμμένων με μολυβδοκόνδυλον. Κατά μήκος, το εν κάτωθεν του άλλου, παρατάσσονται μέχρι της βάσεως της στήλης, παρακολουθούν το όνομα της νεκράς, προφανώς όχι νεκρών βέβαια επίσης, περιέργως, ωσάν να ήλθαν εκεί από σκοπού, διά να της κάμουν συντροφιάν. Και εις το πλάγι των, μακρά γραμμή, τραβηγμένη κατά μήκος και αυτή, πέραν της οποίας, άλλη επιγραφή, κοινή, γραμμένη με το ίδιον μολύβι, τ’ αντικρύζει. Και αποκάτω ακόμη, άλλη πάλιν, κατά τον αυτόν τρόπον, κοινή ομοίως, ως συνοψίζουσα και τας δύο, απλούται κατά πλάτος. Kαι αι ποικίλαι επιγραφαί, αι νέαι, αι πρωτότυποι αυταί, ιδού τι λέγουν: — «Σοφία Παρηγόρη, Καλυψώ Μανωλακάκη, Φανή Θηβαίου, Σοφία Στεργίου, Όλγα Βάθη, Ελένη Παππαθανασοπούλου, Θάλεια Φαισίτσα, Φωτεινή Ξάνθη. 28 Οκτωβρίου, Σάββατον, ώρα 4 μ. μ. 1889. Άπασαι άκραι φίλαι μέχρι τάφου». — Τα οκτώ ονόματα, εκτείνονται κατά σειράν, παρ’ άλληλα, συμπιεζόμενα σχεδόν, καταλαμβάνουν όλην την νανώδη στήλην, μαύρα επί της ωχράς της όψεως. Θα έλεγες, ότι συσφίγγοντ’ εκουσίως, το εν προς τ’ άλλο, διά να χωρέσουν, ή και διά να δανεισθούν θερμότητα, φρίσσοντα επί της κρύας πλακός. Κορασίδες βεβαίως όλαι, από δεκατριών έως δεκαέξ ετών αναμφιβόλως, μαθήτριαι κατά πάσαν πιθανότητα. Γνωστών οικογενειών της Νεοπόλεως αι πλείσται, εις το πρώτον άνθος της ήβης, εις την πρώτην ακμήν της υπάρξεως. Θα ήλθαν το Σάββατον αυτό, προδήλως, επωφελούμεναι της αργίας του σχολείου των το απόγευμα, χάριν περιπάτου, θ’ ανερριχήθησαν τον κοντινόν εις τα σπήτια των λόφον, διά ν’ αναπνεύσουν εν ελευθερία, εν λήθη επί μίαν ημέραν του πληκτικού μαθήματος και της ανιαράς διδασκαλίσσης, δια να ταράξουν το έρημον εκκλησίδιον με τους αργυροήχους των γέλωτας και με τα εύθυμα ποππύσματά των. Μόναι, χωρίς οχληράν παιδαγωγόν, χωρίς προσεκτικήν μητέρα, χωρίς πατέρα σοβαρόν και συμβουλεύοντα, δίχως να ειπούν ίσως τίποτε εις κανένα πού θα υπάγουν, εκ κοινής συμφωνίας, εν ορμή ανεξαρτησίας, υπείκουσαι εις τ’ αχαλίνωτα, τα θεία ένστικτα, δι’ εν απόγευμα εξυπνήσαντα εντός των, άτινα ωθούν την μικράν δορκάδα ν’ αναπηδά εν τω μέσω των δασών ή τον αρτιγέννητον νεβρόν, να άλλεται προς του βουνού την κορυφήν, διά να χαιρετήση εκείθεν, αφ’ υψηλού, την μεγάλην μητέρα του Φύσιν. Θ' αλληλεκρατούντο βέβαια εκ του βραχίονος αναβαίνουσαι αι περισσότεραι, θα έσπευδαν προς τον τραχύν ανήφορον, και θα συνομίλουν διαρκώς, και θα ηδολέσχουν αδιακόπως, εν τη ηδονική αισθήσει της προσκαίρου των χειραφετήτεως, εν τη ευθύμω υπερηφανεία διά το πραξικόπημα. Και θα εβάδιζαν όπως αν ετύχαινε, προς την φοράν της ευμεταβλήτου των ορέξεως, άλλοτε κατά ομάδας ευαρίθμους, αποσπωμένας από αλλήλων, διά να ενωθούν αύθις μετ’ ολίγον, ή παντοιοτρόπως να αλλάξουν, άλλοτ’ εν μια ζωηρά μάζη, προχωρούση φύρδην μίγδην. Και θα επροπορεύοντο κάποτε τινές, διά να ευρεθούν μετά μικρόν οπίσω, και θα ήρχοντο άλλαι τελευταίαι διά να ευρεθούν αίφνης εμπρός, και θα εβραδυπάτουν αυταί τόρα, διά ν’ αφεθούν κατόπιν γρήγορα εις δρόμον, και θα διεσκέλιζον εκείναι ήδη το πρανές ωκείαι, διά να σταματήσουν έπειτ’ αποκαμωμέναι, εν όλη τη δυνατή αταξία, ακαταστασία, συμπλεκόμεναι ή μακρυνόμεναι, ή συμμιγνύμεναι ή χωριζόμεναι, κατά την στιγμιαίαν θέλησιν ή την ακαριαίαν έφεσίν των. Και θα τα έλεγαν πολλαί αυτών συχνάκις, κατά δυο, ασχολοφανείς, σοβαρευόμεναι, με φευγαλέα ερυθήματα και μειδιάματα, πτερόεντα, σιγά - σιγά, ως ν’ ανεκοίνουν μεταξύ των στουδαία μυστικά, και θα έτρεχαν πολλάκις άλλαι, διαγωνιζόμεναι, ποία να προσπεράσ’ εις την ταχύτητα, με μικράς – μικράς, οξείας συνεχείς φωνάς πτηνών εξαφνισθέντων, και πηδήματα, εν τω κοχλασμώ του νεανικού των αίματος, εν τη ανάγκη των παιδικών των μελών να κινηθούν. Και θα επροσποιούντο πως εμάλλωναν τας μάλλον ταραχώδεις μερικαί, θα επροσπάθουν να υποδυθούν μεγαλητέρων προσωπείον, χωρίς να ημπορούν να το κρατήσουν, επιθυμούσαι να φανούν ως δήθεν φρόνιμοι, αδεξιώταται και χαριέστατ’ εν τη υποκρίσει των. Και θα συνέλεγαν αναμφιβόλως όλα τ’ αγροδίαιτα λουλούδια, όσα θα εύρισκαν καθ’ οδόν, και θα εστόλιζαν με αυτά τα καπελλάκια των, και οι ομπρελλίτσες των ερυθραί θ’ ανεπετάννυντο, υπό τον ήλιον του φθινοπώρου, και θα ήσθμαιναν, και θα εγέμιζαν την έκτασιν με θόρυβον και αλαλητόν. Και αφού καταϊδρωμένοι, σκονισμέναι, αλλά πλήρεις χαράς, πλήρεις αγαλλιάσεως, θα έφθασαν εκεί επάνω και ανέβησαν τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και εμβήκαν εις τον περίβολον, θα εκάθησαν εις τα σπασμένα του θρανία, διά να ξεκουρασθούν τάχα και λιγάκι, και θα απέβλεψαν με τα έκπληκτα όμματά των προς τον ευρύν και διαυγή ορίζοντα, και θα παρετήρησαν την μυριοθόρυβον πόλιν, συνταρασσομένην εκ του αγώνος της ζωής της, αφρόντιδες νέαι, ουδέν εννοούσαι ακόμη εξ αυτής, ή την γλυκείαν μέθην των δεκαπέντε ετών των. Έπειτα, αεικίνηται, ακούρασται, εκ μιας στιγμής αναπαύσεως αντλούσαι δύναμιν χρόνων, θα ήρχισαν εξετάζουσαι την μικράν εκκλησίαν, και θα περιήλθαν την μάνδραν, και θα έπαιξαν εν τω περιβόλω, και θα έσκυψαν να ιδούν το βαθύ πηγάδι, και θα έκοψαν κανένα κλώνον του αρτιφυούς, ως αυταί, πεύκου, ή της ως αυταί νεαράς λεύκης. Κι εν τω μεταξύ καμμία εξ αυτών, θα επλησίασε και εις την μονήρη στήλην, υπό την συκήν, την καλύπτουσαν τα οστά της γραίας, και γελώσα, με όλην την προς το άγνωστον αφοβίαν της ηλικίας των, με όλην την νηπιώδη ασυνειδησίαν των πραγμάτων, θ’ ανέγνωσε μεγαλόφωνως την επιγραφήν: «Ενθάδε κείνται τα οστά της μακαρίτιδος Εκατερίνης, συζύγου Αθανασίου Γκίγκιζα. Απεβίωσε την 4 Ιανουαρίου 1869». Και θα υπέδειξε πιθανώς εις τας συντρόφους της την διαλάμπουσαν του γράψαντος ανορθογραφίαν, και θα επείπε, δήθεν απευθυνομένη προς αυτόν: — Αι μωρέ κακομοίρη, μηδενικό που θα σούβαζε η κυρία Χαρίκλεια, αν τώγραφες στην εξήγησί σου... — Και κιχλισμοί θ’ αντηλλάγησαν ευθύς, και περιέργειαι θα ηγέρθησαν ακράτητοι, και θα επλησίασαν όλαι να κυττάξουν, και θα συνωθούντο περί το νεκρικόν μάρμαρον, και η κυρία Χαρίκλεια θα εκοροϊδεύθη προσηκόντως. Κατόπιν, ίσως η ιδία, ίσως άλλη, θα έβγαλε υπό την τσεπίτσα της και το μολυβδοκόνδυλόν της, και θα επλησίασε περισσότερον, και θα εύρεν αστείον, να γράψει εκεί επάνω εις την στήλην τον τύμβου, και τα ονόματα αυτών, υπό το της γραίας. Και ήρχισε: — «Σοφία Παρηγόρη, Καλυψώ Μανωλακάκη, Φανή Θηβαίου, Σοφία Στεργίου, Όλγα Βάθη, Ελένη Παππαθανασοπούλου, Θάλεια Φαισίτσα, Φωτεινή Ξάνθη». — Κα έβαλε την ημερομηνίαν εις ανάμνησιν, και το έτος και την ημέραν της εβδομάδος, και την ώραν ακόμη, ενθύμημα παντοτεινόν. Και μετατούτο, δι’ ομοφώνου επινεύσεως, θα ετράβηξεν εις το πλάγι την περληπτικήν γραμμήν, και πέραν αυτής, απηθανάτισε την παιδικήν αγάπην την συνδέουσαν τ’ αθώα έτη των, και ην εν τη αγνοία, εν τη απλότητι αυτών, θενά νομίζουν αιωνίαν. «Άπασαι φίλαι μέχρι τάφου». Επιτέλους, θα έφυγαν, θα κατέβησαν κατά τον ίδιον τρόπον, θα εγκατέλειψαν τον γηραιόν βράχον, ωσάν να έλεγες τον γηραιόν παππούν, άνθη φυέντα μίαν στιγμήν εις τους πόδας του δια να τα στερηθή πάλιν αμέσως, εις την μόνωσίν του και την σιγήν. Έκτοτε η επιγραφή των μένει εκεί, όπως μένει η άλλη, η σκαλισμένη επί του λίθου. Η συκή απλόνει επί αυτής τα πλατέα φύλλα της και ο βράχος ρίπτει την ημέραν την σκιάν του. Η στήλη εγείρεται, φέρουσα εις το εξής το όνομα μιάς νεκράς και οκτώ ζώντων, εν πλήρει δόξη καλλονής και θάλλους. Και η θέα των νεανικών αυτών ονομάτων, πλησίον του της πρεσβύτιδος, γεννά όλως ιδιόρρυθμον συναίσθημα εις την ψυχήν. Θα έλεγες, ότι επί του μονήρους αυτού μνήματος, η ανυπαρξία τείνει την χείρα προς την ύπαρξιν, το παρόν προσμειδιά προς το παρελθόν, η ακμή αδελφούται προς την παρακμήν και την εκμηδένισιν. Αι δύο επιγραφαί, φαίνονται ως γρονθοκοπούσαι αλλήλας ή συμπληρούσαι εαυτάς. Η πρώτη καταχέει, ως σκυθρωπόν πέπλον επί της δευτέρας. Και η δευτέρα αντανατέλλει ως μυστικήν αίγλην, φαεινήν ανταύγειαν επί της πρώτης. Νομίζεις, ότι εκείνη εγράφη, οιονεί ζοφερά απειλή προς αυτήν, και αυτή, οιονεί τολμηρά αυθάδεια προς εκείνην. Θα υπέθετες, ότι επίτηδες αι θορυβώδεις επισκέπτριαι, καίτοι ασυνειδήτως, έγραψαν εν τούτοις αυτήν, πρόκλησιν υπερόχου αδιαφορίας και περιφρονήσεως προς το μέλλον, το μέλλον και α υ τ ώ ν, —ω, είθε όσω το δυνατόν μάλλον μεμακρυσμένον!—, όπως παντός επί της γης όντος, το μέλλον όπερ, κατ’ ασύνηθες, αδυσώπητον οξύμωρον, αντιπροσωπεύει μετά του παρελθόντος η άλλη επιγραφή. Και θα υπέθετες αφ’ ετέρου όμως ότι εν μυστηριώδει και σκοτεινή προαισθήσει, αιφνιδίως επισκηψάση, την έγραψαν εις αναγνώρισιν μάλλον του μέλλοντος του αφύκτου αυτού, και υπ’ αυτών ακόμη των κατ’ εξοχήν αφροντίστων, δειλής υποταγής αφελή ένδειξιν, έδωκαν δι’ αυτής σιωπηλήν υπόσχεσιν προς την εν αυτώ οικούσαν, ητοίμασαν το επιτύμβιόν των αι ίδιαι, από τούδε, παρά το εκείνης. Και ενώ ο ήλιος, δύον εκεί κάτω, οπίσω του Πάρνηθος, αποχαιρετίζει με τας τελευταίας ακτίνας τους το ερημικόν εκκλησίδιον, τα ονόματα των τρελλών κορασίδων, εκρήγνυνται επί του μαρμάρου, υφ’ ο κείνται της γραίας τα κόκκαλα, φαιδρά, ως ειρωνικός καγχασμός της Ζωής και της Νεότητος προς τον Θάνατον, και παραδόξως ταυτοχρόνως πένθιμα, ως απροσδόκητος και αλλόκοτος αρραβών προς τον Τάφον…

 

αρχή

 



 

ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΣΚΗΝΗ6

— A! Σε ηύρα επιτέλους, άτιμε!... Τι ενόμισες;… Πως θα μου ξεφύγης;… Γι’ αυτό λοιπόν μ’ αφίνεις μονάχη κάθε βράδυ στο σπίτι και φεύγεις!... Κακούργε!...

Και γυναικεία παλάμη, χειροκτιοφόρος, αρπάζει μετά δυνάμεως τον βραχίονα του ανδρός, νέου ωσεί τριακονταετούς, αρκετά ευμόρφου και ικανώς κομψού. Ο συνοδεύων αυτόν φίλος παραμερίζει, έκπληκτος, και η γυνή παρεντίθεται εις το μέσον, κρατούσα αυτόν πάντοτε υπό του βραχίονος, ως δι’ αρπάγης θήραμα όπερ εκοπίασε ν’ ανεύρη κι επιθυμεί να μη της διαφύγη πλέον.

Η ώρα είναι δεκάτη της νυκτός, ενάστρου νυκτός Ιουλίου γλυκυτάτης, και το πλήθος πληροί το θέατρον των «Ολυμπίων», — η διήγησις ανάγεται εις την προ των τελευταίων μεταβολών του περί τους Στύλους πεδίου εποχήν, — πλημμυρεί τον προ του έξωθεν καφφενείου χώρον και περιδιαβάζει, κατά πυκνούς ομίλους, διευθυνόμενον ή επανερχόμενον εκείθεν, επί της προς τα έξω αγούσης πλατείας λεωφόρου ή υπό την δενδροστοιχίαν.

Εκείνος, την ανεγνώρισεν αμέσως, και περιδεώς προσβλέπων γύρω μη τις ήκουσε, δια βραχείας φωνής, συριττούσης, πνιγομένης, είπεν αυτή:

— Πάμε!

Αλλ’ αυτή, βραδύνουσα επίτηδες, εχομένη επιμόνως του βραχίονός του ισχυρώς, έλκουσα αυτόν προς εαυτήν, οπίσω, όπως συναρμόση το βήμα του προς το ιδικόν της, χωρίς να φροντίση να χαμηλώση της φωνής της τον τόνον;

— «Πάμε!», λέγει, αι;!... Τόρα «πάμε!».... Πού να πάμε;... Στο σπίτι;… Τόρα το συλλογίσθηκες το σπίτι;...

Αι λέξεις εξέρχονται από του στόματός της διακεκομμέναι, βίαιαι, και ασθμαίνει, ως εκ μακρού δρόμου, ομιλούσα, και τακτοποιεί διά της άλλης χειρός, τρεμούσης και πυρετώδους, τα ενδύματά της, άτινα φαίνονται ότι έχουν φορεθή εν σπουδή και αταξία.

— Διασκεδάζεις βέβαια.... επαναλαμβάνει σχεδόν αμέσως. Δε μπορεί, βλέπεις, να κάμη χωρίς θέατρο ο κύριος!... Κι εγώ ας κάθουμαι να μαραζώνω με τα παιδιά του! Αμ δε μούλεγες λοιπόν σα μ’ έπαιρνες πως με ήθελες για παραμάνα;...

 

Οι δύο άνδρες φαίνονται ως συντετριμμένοι εκ της απροόπτου εμφανίσεως. Κύπτουν την κεφαλήν ως κατάδικοι υφιστάμενοι δικαστού επιτιμήσεις, ένοχοι ακούοντες απαγγελομένην την κατηγορίαν των, δεν λέγουν γρυ και σχεδόν προσπαθούν να κρύψουν τα πρόσωπά των, βυθίζοντες μέχρι της ρινός τους πίλους των και συστρέφοντες τους μύστακάς των. Απεναντίας η γυνή βαδίζει εν τω μέσω αυτών, σειομένη όλη, ως άγουσα θρίαμβον, πάλλουσα εξ οργής αλλά και ευχαριστήσεως, αδιαφορούσα αν δυνατόν ν’ αναγνωρισθή ή να προκαλέση τα όμματα, το πρόσωπον γυμνόν, την γλώσσαν λελυμένην. Η στάσις αυτής είναι σχεδόν εμπόλεμος και η όλη όψις της εριστικωτάτη, εμφαίνουσα δίψαν φιλονεικίας ακόρεστον, επιθυμίαν πάλης, όρεξιν αγώνος. Αλεκτορίς, θα έλεγες, τινάσσουσα τας πτέρυγάς της κι ετοιμαζομένη εις μάχην αλληλομαδήματος. Η φωνή αυτής είναι οξεία, λεπτή, εισερχομένη βαθέως εις το ους ως τρύπανον, κι εξικνουμένη μέχρι των ενδοτάτων του εγκεφάλου, και δονούσα και αυτάς τας μάλλον αποκρύφους ίνας του.

— Παραμάνα!...., εξακολουθεί συρίζουσα ως ερπετόν. Τον πρώτο χρόνο ήμουν καλή, το δεύτερο ήμουν καλή!... Τόρα δεν είμαι παρά για την κουζίνα και για να κοιμίζω τα παιδιά!... Κάθε βράδυ - κάθε βράδυ: — «Θα πάω στου Νικολάκη... Έχουμε δουλειά!»... Στα «Ολύμπια είναι η δουλειά σας!....

Και προχωρεί, αλλ’ αργά - αργά, σταματώσα εκάστοτε, προφέρουσα κεχωρισμένας τας φράσεις, μελετημένας πιθανώς πρότερον, ως κατά πτύσματα ριπτόμενον δηλητήριον, πεφυλαγμένον επί τούτο υποκάτω της γλώσσης της, χωρίς να κυττάζη πέριξ, ως να ευρίσκεται εις το σπίτι της, όπερ τόσω συχνά αναφέρει, ενώ οι άνδρες σπεύδουν επειγόμενοι τουλάχιστον φαίνεται να εξέλθουν του φωτισμένου χώρου και να φθάσουν υπό τα σκότη της δενδροστοιχίας... Εκάστην λέξιν, ην απαγγέλλει, φαίνεται ως να την σταθμίζη, αναμετρά την εντύπωσιν ην θα κάμη, να την οξύνη, νομίζεις, επίτηδες ως αιχμήν βελόνης, ην θέλει να εμπήξη εις κρέας... Άρρητος ιδίως είναι η έκφρασις ην δίδει εις το τ ο υ εκείνο, όταν ομιλή περί των παιδιών τ ο υ. Αδύνατον θα ενόμιζες τέως μία απλή κτητική αντωνυμία να ημπορή να περιλάβη τόσην χολήν μίσους και βδελυγμίας....

Ήδη τινές των παρερχομένων ομίλων στρέφουν περίεργοι την κεφαλήν, και πολλοί των διαβατών τείνουν το ους διά να εννοήσουν τι συμβαίνει. Και εκείνη, χωρίς να τους αξιώση ούτε βλέμματος, χωρίς να λάβη τον κόπον ή την αιδώ να προσέξη, ανελίσσει εφ’ όσον προχωρεί το κατηγορητήριόν της, ανηλεής, ομιλούσα τριτοπροσώπως νυν, διηγηματικώς, ως εν τω θεάτρω οι ηθοποιοί προς το ακροατήριον, ή προς ένδειξιν μείζονος περιφρονήσεως φαίνεται.

— Ένα μήνα τόρα πολεμώ ν’ ανακαλύψω πού πάει, τι κάνει... Άμα φάμε, το καπέλλο του αμέσως κι έξω!... Στέλνω την Ελένη στου κυρ-Νικολάκη... — «Εδώ είναι ο αφέντης μου; — Τόρα ό,τι βγήκαν με τον δικό μου… Την στέλνω στου Σταμάτη... — «Μήπως ήρθε εδώ ο αφέντης μου;.. — Όχι, δεν ήρθε!»... Απόψε μου λέει: — «Πάω στου πατέρα μου.»... Εμένα μ’ έτρωγαν τα φείδια... Σηκώνομαι, ντύνομαι, πηγαίνω... — «Καλησπέρα!.. Τι;... Μόνοι σας είσθε;... — Μόνοι. — Μα καλά, πού είναι ο Δημητράκης;... — Σου είπε πως θάρρθη εδώ;... Έχει ένα μήνα νάρθει!»... Δολοφόνε!...

Τους παρακολουθώ από τίνων στιγμών ήδη. Η παράδοξος αυτή σκηνή, συζυγική έρις προδήλως, εκρηγνυμένη ούτως ανελπίστως προ εμού, εν πλήρει οδώ, εν μέση λεωφόρω, υπό τον μαρμαίροντα αττικόν ουρανόν, ενώ μυρμηκιά πέριξ ο λαός και από του θεάτρου αναπέμπονται, πληρούντες την έκτασιν και διαχύνοντες την φαιδρότητα οι θορυβώδεις της «Αΐδας» τόνοι, μ’ ελκύει ακατασχέτως, αδιάφορον περιπατητήν, όστις επλάνων προ ολίγων λεπτών άσκοπον το βήμα. Κωφαίνων τον ήχον των βημάτων μου, έπομαι όσον το δυνατόν αψοφητί. Αι ολίγαι λέξεις, ας ήκουσα, αι ποικιλλόμεναι δι’ ονειδισμών και στεναγμών, μου ήνοιξαν αρκετά την όρεξιν. Και ανίκητος επιθυμία με καταλαμβάνει να εξιχνιάσω την αιτίαν της περιέργου σκηνής, ην ούτως ακουσίως έτυχε να συναντήσω έμπροσθέν μου, να παρακολουθήσω τας περιπετείας της, ν’ ανακαλύψω τι συμβαίνει, να την παρατηρήσω εξελισσομένην, να ίδω το αποβησόμενον. Ομολογουμένως δε ό,τι είδα έως τώρα, δικαιολογεί πληρέστατα την περιέργειαν αυτήν. Αλλ’ εννοείται ότι και η φαντασία, η άλλοτε γόησσα και άλλοτε εριννύς αυτή θεότης, δεν αργεί να έλθη επίκουρος διά να την υπεκκαύοη. Και ενώ προσπαθώ, λαθραίος, προσεκτικός, ως ωτακουστής, να κρύπτωμαι όσω το δυνατόν μάλλον καλλίτερον — διότι ο ανήρ δεν παύει να στρέφη οπίσω και γύρω του παρατηρών μετ’ αγωνίας — αναλογίζομαι άμα κατ’ εμαυτόν ποίον αρά γε μυστικόν δράμα να κρύπτουν ίσως αι ολίγαι αυταί φράσεις και τα ολίγα αυτά σχήματα... Τις οίδε ποία άρα γε αλληλουχία γεγονότων, αφ’ ων κρέμανται πολλάκις υπάρξεις όλαι, να εξώθησε τους άνδρας τούτους και την γυναίκα αυτήν, να έρχωνται τοιαύτην ώραν εκεί, να τρέξουν έξω του οίκου των, όχι διά να περιπατήσουν ή να ευθυμήσουν, όπως οι άλλοι, αλλά διά να ξεσχίσουν ίσως μετ’ ολίγον τας σάρκας των!... Τις οίδε ποία αγρία απόκρυφος τύχη να έσπρωξε τους ανθρώπους αυτούς, συνήθεις αστούς καθ’ όλα τα εξωτερικά φαινόμενα, να σπεύδουν ούτως ασυνειδήτως διά να φωνάξουν τον πόνον των εις το μέσον του δρόμου, διά να ρίψουν το άλγος των ως παράχορδον θλιβερόν τόνον εν τω φαιδρώ θορύβω λαϊκής συναθροίσεως, διά να πετάξουν την μυχίαν οδύνην των, σφαδάζουσαν βοράν εις τα όμματα του πρώτου τυχόντος!... Τις οίδε ποίας κολάσεως ωρυγαί, ύβρεις, μανία, εξέβαλον τον άνδρα τούτον εις τας αγυιάς, πνιγόμενον, απηλπισμένον έκφρονα, διά να ζητήση μακράν της οικογενείας — Μεγαίρας με γαμψούς όνυχας και βλοσσυρούς οφθαλμούς, — ανάπαυσιν, ανακούφισιν, ησυχίαν πνεύματος, αέρα!... Τις οίδε ποίας απεχθούς προδοσίας υπόνοια και λύσσα να έρριψε την γυναίκα αυτήν εκτός, με τα φορέματα εν αταξία, ασμαίνουσαν, κάθιδρον, μη ενωτιζομένην παρά την κραυγήν της οργής της και μη ακούουσαν παρά το πάθος της!...

Τίποτε απ’ αυτά.

Το μυστηριώδες δράμα δεν είναι, ως εξάγεται, παρά απλή χυδαία έρις αθηναϊκού ανδρογύνου της μέσης τάξεως. Η γυνή φαίνεται μάλλον ηλικιωμένη του ανδρός. Τα ενδύματα αυτής έχουν φορεθή εν σπουδή και ατάκτως, αλλά και εν τάξει αν τα εφόρει δεν θα διεκρίνοντο πιθανώς πολύ δια την κομψότητά των. Η μορφή της, υπό το φευγαλέον φως παρατυχόντος φανού, παρίσταται ικανώς αντιπαθητική. Αι κινήσεις της είναι απότομοι και νευρικαί, και προς την όλην της εν γένει εικόνα φαίνεται ότι πληρέστατα θ’ ανταπεκρίνετο ο τύπος ον είχεν υπ’ όψιν του ο λαός, όταν έπλαττε την εκφραστικωτάτην λέξιν του α ν δ ρ ο γ υ ν α ί κ α . Απεναντίας ο ανήρ παρίστατ’ ευσταλής υπό τον κοντόν επενδύτην του, οξύαιχμον κεκαρμένος το γένειον, συμπαθής, επιδεικνύων μικράν ανθοδέσμην εξ ίων προσεισηγμένην τη κομβιοδόχη. Προδήλως το ζεύγος είναι ανάρμοστον. Πώς συνηρμόσθησαν, πώς την επήρε δηλαδή, άδηλον. Αλλ’ αυτά συμβαίνουν. Και ο πρώτος χρόνος, και ο δεύτερος χρόνος, θα οικονομήθησαν όπως – όπως ούτως ή άλλως. Άλλα του καιρού παρερχομένου, η δυστροπία του χαρακτήρος της κυρίας, ούτινος αρκετά δείγματα και η σκηνή έδωκεν ήδη, θα ήρχισεν ίσως να μη γίνεται πλέον και πολύ ανεκτή. Προστιθεμένων δε και των εκ της αυξήσεως της οικογενείας και των άλλων παρομαρτουσών ενοχλήσεων, η ζωή εν αυτή δεν θα παρέχη βεβαίως εξαιρετικώς γοητευτικά θέλγητρα. Και φαίνεται, ότι ο νέος αυτός έχει την ατυχίαν, τον εγωισμόν ή την καλαισθησίαν, όπως θέλετε, να πλήττη παρά τη ανδρογυναίκα αυτή και να ζητή έξω της εστίας του ό,τι δεν δύναται να εύρη πλησίον της. Τούτο δε ήρκεσε να εξαπολύση την σύζυγον αυτήν, την μητέρα ταύτην, μαινάδα παράφορον, λύκαιναν ωρυομένην, εις την δίωξίν του!...

 

Αν είναι όμως κοινή και χυδαία ως προς την βάσιν της η σκηνή, δεν είναι πάντως αναξία ενδιαφέροντος εν ταις λεπτομερείαις της. Αν όχι άλλο, το πλαίσιον εν ω εκτυλίσσεται από τινων στιγμών, θα ήτο αντάξιον καθ’ όλα και δι’ υψηλής ακόμη εικόνα τραγωδίας. Έφθασαν ήδη βαδίζοντες υπό την δενδροστοιχίαν. Οι φανοί δεν έχουν αναφθή εν αυτή, και εκτείνεται πέραν, σκοτεινή και μακρά. Και τα φυλλώματα των δένδρων της συμπλέκονται υπέρ τας κεφαλάς των πένθιμα, ενώ μυστηριωδώς θροούσιν υπό τον άνεμον του βασιλικού κήπου τα ζοφερά βάθη, και κυάνεον απλούται άνωθεν το στερέωμα και τα άστρα ρίπτουν αμαυράν κι υποτρέμουσαν φεγγοβολήν.... Τοιαύτη δεν ήτο περίπου η νυξ καθ’ ην έβαλες τον τελευταίον σου στεναγμόν, ω Δεσδεμόνα;... Αλλά της Δεσδεμόνας το πρόσωπον εν τη χυδαία σκηνή της αθηναϊκής δενδροστοιχίας, θα ηδύνατο αστειότατα, παρ’ όλην την ποίησιν της νυκτός, να παίξη ο δυστυχής σύζυγος, ενώ η γυνή θα ηδύνατο κάλλιστα να διεκδικήση τον τίτλον Οθέλλου με ποδόγυρον. Η φωνή αυτής αντηχεί πάντοτε διαπεραστική και δυσηχοτάτη, εις τρόπον ώστε αρχίζουν εμού αυτού του αδιαφόρου παρατηρητού να εξεγείρωνται βαθμηδόν τα νεύρα, και μου έρχεται να ριφθώ και να της βγάλω την γλώσσαν. Τα κινήματα αυτής είναι διηνεκώς απειλητικά και η στάσις της, αγώνος στάσις. Προφανώς, διακρίνει την δυσχέρειαν, εις ην εμβάλλει τους συνοδούς της, και εννοεί να καταχρασθή αυτής ει δυνατόν απεριορίστως. Τη αληθεία σπανιώτατα έτυχε να παραστώ εις τοιούτο πρωτοφανές και απελπιστικόν, μα την Έριδα, είδος γ ρ ί ν ι α ς. Η θέσις των ανδρών είναι ακριβώς αξιοδάκρυτος. Λυπούμαι ιδίως εξαιρετικώς τον φίλον του συζύγου, όστις ευρίσκεται, προδήλως περιπεπλεγμένος, και δεν ηξεύρει, τι να κάμη, εν δυσκολωτάτη στάσει, αμφιβάλλων αν πρέπη να τους αφίση να λύσουν τας διαφοράς των μόνοι, των ή να εξακολουθήση παίζων και αυτός τον βωβού τριταγωνιστού αρκετά κωμικόν ρόλον του. Χρειάζεται δε βεβαίως ικανή δόσις ανεκτικότητος, ώστε να υπομένουν τα βασανιστήρια εις α τους υποβάλλει ο απροσδοκήτω ενσκήψας αυτός δήμιός των. Αν αυτοί βραδύνουν το βήμα, αυτή το επισπεύδει, αναγκάζουσα αυτούς να την παρακολουθούν και άκοντες. Αν αυτοί αρχίσουν να σπεύδουν, αυτή σταματά επίτηδες. Αν θελήσουν να διευθυνθούν προς τα δεξιά, αυτή τους ωθεί να στραφούν προς τ’ αριστερά. Αν στραφούν προς τ’ αριστερά, αυτή τους πιέζει να διευθυνθούν προς τα δεξιά. Αν θέλουν ν’ αποφύγουν την απειλουμένην προσέγγισιν ομίλων διαβατών, αυτή τους εκβιάζει να συγκρουσθούν με αυτούς πρόσωπον προς πρόσωπον. Και αι μομφαί και τα παράπονα, και οι μεμψιμοιρίαι, εκτυλίσσονται πάντοτε, ακατάπαυστοι, φορτικώταται:

— Για την κουζίνα, αι;... Να σου κοιμίζω τα παιδιά, σ ο υ, αι;...

Και ανά παν λεπτόν, εις εκάστην φράσιν της, ως βάσις των αιτιάσεων, φέρονται εις το μέσον τα «παιδιά». — τα «παιδιά τ ο υ», ως τα αποκαλεί, ως να του τα ρίπτη εις το πρόσωπον, ως να μην είναι και ιδικά της, μετ’ εκφράσεως υψίστης καταφρονήσεως και υπάτης αγανακτήσεως διότι κατεδικάσθη να τα περιποιήται. — ως να εκτελή πράττουσα τούτο υπηρεσίαν επιβεβλημένην και να προσφέρη εκδούλευσιν προς αυτόν... Και τα ακούει εκείνος, σιωπηλός, κύπτων την κεφαλήν, χαμαί νεύων, χωρίς να απαντά, καταπίνων τον θυμόν του…

 

Αλλά φαίνεται ότι από μικρού απηύδησε. Και βοά τη φωνή:

— Θα σωπάσης επί τέλους; λέγει.

— Εγώ να σωπάσω;... Σιγά να μη μου βουλώσης και το στόμα!...

— Θα τραβήξης να πάμε στο σπίτι;...

— Δεν πάω!... Ό,τι θέλω θα κάμω ..

— Αι, τότε λοιπόν έλα να καθήσης... Εγώ εκόπηκα...

Και κάθηται επί τίνος των παρακειμένων θρανίων της δενδροστοιχίας.

— Δεν κάθουμαι, όχι!...

Αναγκάζεται συνεπώς να εγερθή.

— Πάμε λοιπόν, επαναλαμβάνει.

Αλλά τότε:

— Δεν πάμε πουθενά. Θα καθήσω. Είμαι κουρασμένη… Προδήλως ο άνθρωπος υποφέρει δεινώς.

— Μα τι είναι αυτά τέλος πάντων; της λέγει. Τι κάνεις έτσι;... Έτσι θα φωνάζης ολοένα;... Δε ντρέπεσαι λιγάκι. τον κόσμο;...

Και εκείνη, ως να προσκαλή ακριβώς τον κ ό σ μ ο ν αυτόν, το περιπλανώμενον γύρω και κυκλούν αυτούς θηρίον, όπερ τόσον φαίνεται ότι φοβείται ο ανήρ, υψούσα την φωνήν, αναιδής, αυθάδης:

— Δεν ντρέπουμαι κανένα!... Δεν έχω ανάγκη κανένα!... Ας έλθουν όλοι ν’ ακούσουν και να ιδούν τι κακούργος είσαι!...

Έχασεν εις το κάτω της, γραφής την υπομονήν! Και αρπάζων αυτήν αυτός πλέον τόρα από του βραχίονος, ωθών αυτήν, επιβλητικώς, αξιωματικώς, σχεδόν βαναύσως:

— Εμπρός! της λέγει, δεν υποφέρεσαι πλέον!... Στο σπίτι!... Τράβα!

Αλλ’ αυτή, ανετινάχθη όλη διαμιάς, άγρια, έξαλλος.

— Άφησέ με! ωλόλυξε. Θα σε φάω, κακομοίρη…

Η κραυγή αυτής αντήχησε διάτορος εν τη νυκτί και ενόμισα ότι είδα εν τω σκότει λευκάζοντας τους οδόντας της, ωσάν αυτήν εκείνην την στιγμήν ο θήλυς Καννίβαλος να ήθελε να πραγματοποιήση την απειλήν....

Και ο τάλας, έντρομος προ της απροσδοκήτου οξύτητος της φωνής και προ της ακατασχέτου βιαότητος, αφίνει αύθις τον βραχίονά της ηττημένος, υποτεταγμένος, βλέπων ότι το καλλίτερον πάλιν είναι να δώση τόπον τη οργή, περιδεέστερος ή το πριν.

***

Και η σκηνή επαναλαμβάνεται και εξακολουθεί όπως και πρότερον, της γυναικός αναλαβούσης την θριαμβευτικήν εν τω μέσω πορείαν της, και εξεμούσης ό,τι της καταβή, και επικαλουμένης εκάστοτε ως αίσχος εις ο την υποχρέωσεν ο ά τ ι μ ο ς αυτός και ως έγκλημα δι’ ο είχε δίκαιον να κατηγορή αυτόν τον κ α κ o ύ ρ γ ο ν ότι την αφήνει κάθε βράδυ μόνην στο σπίτι δια να κοιμίζη τα παιδιά τ ο υ, και υβριζούσης εν φαρμακερώ σιέλω, ενώ εκείνοι κρύπτουν εκ νέου τας μορφάς των με καταβιβασμένους τους πίλους των και συστρέφοντες τους μύστακάς των...

Με το αυτό βάδισμα και τας αυτάς στάσεις και τα αυτά επεισόδια έφθασαν ήδη εις το τέλος της δενδροστοιχίας.

Εκείθεν, έκαμψαν αριστερά, προς την Πλατείαν του Συντάγματος.

Κατήλθον εις αυτήν.

Έκαμαν ολίγα βήματα.

Και διά τινος των παρόδων της, τους έχασα αίφνης απ’ έμπροσθέν μου...

Παρετήρησα γύρω διά να ίδω πού διηθύνθησαν, αλλά δεν τους είδα πλέον.

Είχα βαρυνθή άλλως τε να τους παρακολουθώ...

Και ενώ απέρχομαι, γελών ενδομύχως διά την αλλόκοτον ιστορίαν, εις ην παρέστην προ μικρού ούτως ανελπίστως ακουσίως μάρτυς, συλλογίζομαι αφ’ ετέρου μετά λύπης τα δυστυχή μωρά, άτινα απέμειναν εις το σ π ί τ ι, μόνα μετά την ερήμωσίν του προ ολίγου και υπό των δυο κυρίων του, των ηρώων της σκηνής, εμπεπιστευμένα ίσως εις την φύλαξιν καμμιάς υπηρετρίας, ήτις θα ερωτολογή πιθανώς και αυτή τόρα εν τω μαγειρείω και θα τα στέλλη εις τον διάβολον, εγκαταλειμμένα κα από τον πατέρα αυτόν φεύγοντα την όψιν της μαινάδος ταύτης και από την μητέρα αυτήν τρέχουσαν τας οδούς, προς καταδίωξιν του φυγάδος τούτου, και θα κλαίουν βέβαια την στιγμήν ταύτην, τα ταλαίπωρα βρέφη, και θα οιμώζουν και θα κόπτωνται μέσα εις τα μικρά λίκνα των.

 

αρχή

 



 

ΕΝ ΤΩ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩ7

Το ξενοδοχείον είναι πλήρες. Υπό το φως των θαμβών ραμφών του αεριόφωτος, άτινα διαλύουν την συσκοτίζουσαν ήδη τας οδούς και επικαθημένην των παραθύρων αχλύν της εσπέρας — βαρείας εσπέρας του Δεκεμβρίου, — οι υπηρέται τρέχουν ανά μέσον των καθισμάτων, διαγκωνίζοντες τους πελάτας, ασχολοφανείς, περιεζωσμένοι λευκάς μεν ίσως αρχικώς αλλ’ απροσδιορίστου νυν ως εκ των πολλαπλών στρωμάτων των κηλίδων χρώματος εμπροσθέλλας, με ανασεσυρμένας τας χειρίδας, κρατούντες ανά χείρας αχνίζοντα πινάκια και κραυγάζοντες μανιωδώς. Εν τω καπνώ των σιγάρων και των αναπνοών, όστις υψούται προς την οροφήν ως θολή νεφέλη, αποτελούσα την ατμοσφαίραν του εστιατορίου, ως εν μιά αορίστω μάζη διακρίνονται συγκεχυμένως κεφαλαί, χείρες, πόδες, κορμοί, παροψίς φερομένη υπεράνω του πλήθους, φιάλη οίνου διαβιβαζομένη μετέωρος, ράβδος, ην εκκρεμά από του τοίχου και πάλλει τις αναχωρών. Εξ μακραί τράπεζαι είναι εστημέναι κατά σειράν εκατέρωθεν της ευρείας αιθούσης, και μία —η μακροτέρα πασών— εν τω μέσω, πέριξ δ’ αυτών, στενοχωρημένοι, μόλις δυνάμενοι να κινούνται, αλληλωθούμενοι, κάθηνται, οι πυκνοί θαμώνες —σπουδασταί ή υπάλληλοι. Προς τον μυχόν της αριστεράς γωνίας, εις απόστασίν τινα των τραπεζών και των καθισμάτων, απομεμονωμένος, ως ο σηκός εν ταις εκκλησίαις, εγείρεται ο μ π ά γ κ ο ς του διευθυντού, όστις, παχύς, υψηλός, ευρύστερνος και ευρύνωτος, με τράχηλον αχθοφόρου και αυχένα ταύρου, απλόνει την υπερμεγέθη κοιλίαν του επί του προ αυτού ξυλίνου οχυρώματος και επιβλέπει, σοβαρός και άγρυπνος, την σκηνήν από του ύψους του. Τοιούτος ο Ναπολέων θα επεθεώρει δι’ ενός βλέμματος πεδίον μάχης. Περί αυτόν δε, αδιάκοπος κίνησις ερχομένων και απερχομένων. Οι άρτι αφικνούμενοι έξωθεν κατευθύνονται εκεί δια να τον χαιρετίσουν, οι φεύγοντες προσεγγίζουν δια να πληρώσουν, ο πτωχός φοιτητής πλησιάζει μόνος και δειλός, διά να τω είπη συνεσταλμένος να τα γ ρ ά ψ η, άλλοι συσπειρούνται καθ’ ομάδας, οι οικειότεροι ανταλλάσσουν αστειότητας και χαριεντισμούς μετ’ αυτού, διάλογοι συνάπτονται αιφνιδίως:

— Μα τι, εσύ θα πληρώσης;… Άφησε, βρε αδελφέ!...

— Ναι, ναι!... Δικά μου και τα δυο!...

— Μα άφησε!... Τι κάνεις τόρα;... Δεν έχει κανένα λόγον…

— Όχι, όχι!... Δικά, μου… κυρ-Γηώργη!

Και ήχος ριπτομένων κερμάτων, και θόρυβος φωνών και κρότος ποτηρίων. Βήματα αντηχούσιν αδιακόπως αλλεπάλληλα επί του εδάφους, έδραι, σύρονται μεθ’ ορμής, γρόνθοι καταφέρονται επί των τραπεζών προς κλήσιν των υπηρετών. Μαστίζει τας υέλους η βροχή, κρίζουσιν επί των στροφίγγων των αι θύραι, και σίζουν του αεριόφωτος τα ράμφη. Αι περόναι πλαταγούσιν επί των πινακίων και παφλάζει κενούμενος ο ρητινίτης, και συγκρούονται οι οδόντες τρώγοντες. Και εν τω μέσω της αφορήτου ταραχής και της αήθους συγχύσεως, αι συνδιαλέξεις διεξάγονται θορυβωδέστατα, εις επίτασιν της εκκωφαινούσης βοής, από του ενός άκρου εις το άλλο, εν κραυγαίς και εν χειρονομίαις. Όλοι ομιλούν ταυτοχρόνως, ανά δύο ή τρεις ή κατ’ ευρυτέρους κύκλους, μεγαληγόρως, βροντωδώς, καγχάζοντες ακατασχέτως εκάστοτε, ερίζοντες ενίοτε, μετ’ αλλαλαγμού σχεδόν πάντοτε. Προ μικρού μόλις επερατώθη η συνεδρίασις της Βουλής και οι εξ αυτής ερχόμενοι ανακοινούσιν εν λεπτομερείαις τα συμβάντα εις τους μη παρευρεθέντας φίλους των. Άρχονται, δε αμέσως επί των διηγήσεων τα σχόλια και διασταυρούνται αι κρίσεις, και αντιτίθενται αι παν άλλο βεβαίως ή ήρεμοι συνήθως γνώμαι, και εξαπολύωνται αχαλίνωται αι σκέψεις, και τα σχήματα διαγράφονται βιαιότερα και ευκρινέστερα εν τη ομίχλη, και οι λάρυγγες βάλλουν δυνατοτέρους τους τόνους των, και αι γλώσσαι τροχίζονται εν σπουδή, και εξουδαίνονται αι γνάθοι μασσώσαι άμα και φωνάζουσαι, κανενός μη αποτέμνοντος βαθμηδόν, όστις να μη λάβη μέρος εις την συζήτησιν, αδιάφορον αν γνωστοί ή άγνωστοι προς αλλήλους, αναλόγως των πεποιθήσεων και των ιδεών του έκαστος, και από καιρού εις καιρόν, παρεμβαίνων, ρίπτει, υπεκκαίων ή καθησυχάζων τας διαφωνίας, αξιωματικήν τίνα φράσιν, συμπληρωματικήν ή συμπερασματικήν, και ο ιδιοκτήτης, και μόναι, διακόπτουσαι αυτήν, κατισχύουν να δεσπόσουν του δαιμονίου πατάγου αι οξείαι παράχορδοι, σχεδόν φρενήρεις επιταγαί των γκαρσονίων εν τη συμβολική των αθηναϊκών εστιατορίων διαλέκτω:

— Το έξη — δύο μία και είκοσι!...

— Θέλω άλλο ένα ψητό βιδέλο!...

— Ένα βραστό κεφαλάκι του κυρίου Επαμεινώνδα!!...

***

Αλλ’ από μιάς στιγμής εις τον θόρυβον και την ταραχήν προσετέθησαν και άλλοι τινές ήχοι. Τέσσαρες πλάνητες Ιταλοί, εξ εκείνων οίτινες περιέρχονται τας οδούς και τας πλατείας παίζοντες επί αχορδίστων και παραφώνων οργάνων τα αυτά πάντοτε μέλη, ήνοιξαν την θύραν και εκάθησαν παρ’ αυτήν. Ολόκληρος οικογένεια. Γέρων λευκοπώγων, κυρτός το ανάστημα, κύπτων υπό μέγα βιολίον. Γυνή ώριμος, κατεσκληκυία και ωχροτάτη, κρατούσα δι’ ανισχύρων βραχιόνων και αναιμικών χειρών έμπροσθεν των γονάτων της άρπαν. Νεαρά κόρη, με ίχνη καλλονής αλλά και περισσότερα κακοπαθείας επί του προσώπου, πλήττουσα αμελώς τρίγωνον. Και τελευταίος μείραξ δεκαοκταετής περίπου, φέρων εφ’ όλου του του ατόμου την σφραγίδα της οκνηρίας και της αναιδείας, φυσών πλαγίαυλον. Παρειαί στραγγισμένοι και ερρυτιδωμέναι, οδόντες κίτρινοι, χείλη πελιδνά, όμματα κεχωσμένα εντός των κογχών ιμάτια εσχισμένα, πίλοι εφθαρμένοι, υποδήματα τετριμμένα· κόμαι ακτένιστοι, κοιλίαι επίπεδοι, στήθη άσαρκα και πίπτοντα· θέα μαρτυρούσα ολόκληρον ύπαρξιν πενίας και δυστυχίας. Να τους βλέπης ούτως εκεί συνεσπειρωμένους παρά την θύραν, αόριστον τι συναίσθημα σε καταλαμβάνει, αηδίας άμα και οίκτου, προς όλον το ανθρώπινον γένος, ούτινος αντίτυπα είναι. Πόσον οδυνηρώς διατίθεται εκ της όψεώς των ο οφθαλμός και πόσον άχθεται το ους ακροώμενον! Με τα δάκτυλα τρέμοντα υπό του ψύχους, ήρχισαν ανακρούοντες. Και το τεμάχιον, ούτινος πρώτου εξέρχονται από των οργάνων των οι βραδείς τόνοι είναι πληρέστατα ανάλογον προς την όλην κατάστασίν των, τετριμμένον και αυτό, ως οι αγκώνες των, εφθαρμένον και αυτό καθώς οι πίλοι των, γηράσαν εκ της πολυκαιρίας ως οι χιτώνες των, πένθιμον ως η θέα των, ως ευρώτος οσμήν αναδίδον, αλλά κινούν εν τούτοις παραδόξως ενταυτώ πάντοτε αγνώστους και κοιμωμένους συνήθως εν τη καρδία χορδάς, το κλασικόν και αιώνιον όλων αυτού του είδους των αλητών μέλος, όπερ αδύνατον είναι να μην ακούσης δονούν τον αέρα γλαυκής αθηναϊκής πρωίας ή εσπέρας, από πλανήτιδος λαντέρνας ή φυσαρμόνικας, εν οιαδήποτε ώρα του έτους, της ταλαιπώρου Τ ρ α β ι ά τ α ς ο ασθματικός θρήνος. Και το περιπαθές της θνησκούσης εταίρας άσμα αντηχεί υπόκωφον και συρόμενον, ως εξ αποστάσεως, συγκεχυμένον, μη κατισχύον να κυριαρχήση της άλλης βοής, αλλ’ ως ερχόμενον περιέργως να συμπληρώση μόνον αυτήν…

***

Και όπως το παίζουν μάλιστα, νωχελώς, νωθρώς, ως εν παραλύσει, εν αδιαφορία, επιβεβλημένον τύπον νομίζεις απλώς εκπληρούντες, χάνεται σχεδόν εν τω ορυμαγδώ των συνδιαλέξεων και της κινήσεως του εστιατορίου... Η μήτηρ μόλις εναλλάσσει τους δακτύλους επί της άρπας, ως να βαρύνεται ότι ζη. Ο νέος φυσά, ως να τω έλειψεν η πνοή. Και η κόρη, το βλέμμα απολωλός ως εν ονειροπολήσει, καταφέρει μηχανικώς το πλήκτρον επί του τριγώνου, ως να μη έχη συνείδησιν του τι πράττει.... Από καιρού εις καιρόν στρέφοντες προσβλέπουν αλλήλους, οιονεί οικτείροντες εαυτούς. Κατάδικοι, θα έλεγες, υποβληθέντες εις ακουσίαν αγγαρείαν. Η κόπωσις ζωγραφίζεται επί των μορφών των και η ανία αποτυπούται επί των μετώπων των. Τα βλέμματά των φέρονται απλανή εν τη αιθούση και πολύ μάλλον φαίνονται προσέχοντες εις τους βλωμούς του άρτου, ους καταβροχθίζουν λαιμάργως οι πελάται, ή εις το έργον, όπερ εκτελούν.

Αλλ’ όλως, όλως διαφόρως, παίζει ο γέρων.

Κεκλιμένος επί του βιολίου του, σφίγγει αυτό επί του στήθους του μετά δυνάμεως. Η χειρ αυτού σείεται μεθ’ ορμής, ως εν σπασμώ. Το κεκυρτωμένον σώμα του τινάσσεται εν κωμικαίς αναπάλσεσι και το ημίσβεστον βλέμμα του είναι διαρκώς προσηλωμένον επί του οργάνου του. Μετά σοβαρότητας αστείας, μετά προσοχής αήθους, εν θρησκευτική σχεδόν θα έλεγες αφοσιώσει, προσπαθεί να παίξη όσον το δυνατόν πιστότερον, όσον το δυνατόν τελειότερον. Ως διευθυντής ορχήστρας μεγάλου θεάτρου, επιχειρεί θα ενόμιζες να δώση τον τόνον εις την όλην συναυλίαν, και κατά διαλείμματα μεταστρεφόμενος παρατηρεί απορών τους λοιπούς, ως ν’ αγανακτεί διά την αμέλειάν των. Το στρεβλόν βιολίον του φαίνεται ως συμπαγέν ταις παλάμαις του και το θλίβει πολλάκις ισχυρώς, ως να καταλαμβάνεται υπ’ εξάψεως στοργής προς αυτό ή ως να ήθελεν αίφνης υποθέτεις να το θραύση διότι τον προδίδει. Ενώ οι άλλοι κάθηνται, αυτός μένει όρθιος. Και, κάτισχνος, υψηλός, υπό το φως των θαμβών ραμφών του αεριόφωτος, με τα κύματα της λευκής γενειάδας του προσψαύοντα τας χορδάς, έχει σχεδόν κάτι το φασματώδες. Άλλοτε επισύρει βιαίως το τόξον του, οργίλος, ως επιθυμών να εξαγάγη απ’ αυτών τόνους, ους δεν έχουν. Άλλοτε άγει και φέρει αυτό βραδέως, μαλακώς, μόλις εφαπτόμενον, ως να φοβήται μη τας βλάψη. Και ενώ ο πλαγίαυλος μόλις ακούεται ως εκπνέων στόνος, και ενώ η άρπα μόλις πάλλεται τον αυτόν πάντοτε ήχον βάλλουσα ως εν μονοτόνω επικλήσει, και ενώ το τρίγωνον παταγεί ασκόπως, το άρρυθμον και κακόφωvov βιολίον υπερβάλλει πάντα κατά την δύναμιν και κατορθώνει να διακρίνεται και εν μέσω αυτής της ταραχής και συγχύσεως του εστιατορίου και γοεί οξύ, θέλον να εικουσθή, επιβλητικόν, πείσμον...

Η «Τραβιάτα» έπαυσε προ μικρού θρηνούσα και την διεδέχθη τι εκ του «Τροβατόρε» και τούτο τι εκ του «Χορού Μετημφιεσμένων»... Αλλά το ακρόαμα απομένει το αυτό και αμετάβλητον. Ασκόπως παταγεί το τρίγωνον και η άρπα μόλις πάλλεται επί του αυτού πάντοτε ήχου ως εν μονοτόνω επικλήσει, και ο πλαγίαυλος μόλις ακούεται ως εκπνέων στόνος. Η κόρη καταφέρει αμελώς το πλήκτρον της και η μήτηρ μόλις κινεί, ως βαρυνομένη να ζη, τους δακτύλους, και ο νέος φυσά ως να τω έλειψεν η πνοή. Αλλ’ ο γέρων παίζει μετά προσοχής, αφιερωμένος εις το όργανόν του, εν πεποιθήσει, εν ευσυνειδησία. Αδιαφορών προς τον αλλαλαγμόν, όστις πληροί την αίθουσαν, νομίζεις σχεδόν, βλέπων την ενδελεχή σπουδήν και φροντίδα μεθ’ ης ανακρούει το βιολίον του, ότι. θέλει ν’ α ρ έ σ η εις τους ακροατάς του... Αυτοί ούτε εσκοτίσθησαν βέβαια να σκεφθώσι να τον ακούσωσιν, ούτε ενδιαφέρωνται αν υπάρχη εκεί. Αι κραυγαί διασταυρούνται σχίζουσαι την θολήν ατμοσφαίραν του εστιατορίου, θυελλώδεις. Η πολιτική συζήτησις έχει φθάση εις το κατακόρυφον αυτής. Αι ρίνες μηκύνονται πλησιάζουσαι προς αλλήλας εν τη ορμή της συνδιαλέξεως, και εξογκώνει τους λάρυγγας το πάθος ασθμαίνοντας εκ της βιαιότητος της ομιλίας και εκ της πνιγηρότητος του αέρος, και κοκκινίζουν αι μορφαί ερεθιζόμεναι. Βραχνή φωνή ωρύεται αυθαδώς από του βάθους της εσχάτης τραπέζης:

— Μωρέ είναι προδότης, σου λέω!...

Και πυγμαί δουπούσιν επί του ξύλου, ως συμπληρούσαι τα επιχειρήματα, και σπονδαί οίνου ή ύδατος ροφώνται εν κοχλασμοίς ίνα δροσίσωσι, τα εκ μακράς αποστροφής θερμανθέντα εν τη εξάψει της έριδος στήθη, και βραχίονες πάλλονται εναέριοι, ως δια να έλθουν εις επικουρίαν των ισχυρισμών. Ποίος να προσέξη εις της «Τραβιάτας» τους ολολυγμούς ή του «Τροβατόρε» τα μινυρίσματα! Τινές, διακοπτόμενοι εν τω μέσω της συζητήσεως υπ’ οξυτέρου τινός τόνου του βιολίου, στρέφουν πολλάκις την κεφαλήν εν οργή, σχεδόν απειλητικώς, προς την θύραν. Αλλ’ όσον εκείνοι λυσσώσιν, ως να το κάμνουν επίτηδες διά να σκεπάσουν την φωνήν του, τόσον και αυτό επιμένει να γείνη ακουστόν. Υπό τους δακτύλους του γέροντος εξ υπαμοιβής στένει, ολολύζει, κραυγάζει. Και εφ’ όσον παρέρχεται η ώρα και οι σύντροφοι αυτού παίζουν βραδύτερον και αμελέστερον και νωθρότερον, επί τοσούτον αυτός εντείνει τας δυνάμεις του.

***

Αναμφιβόλως θα είναι ο μόνος, όστις δεν θα έχη κλέψη τον άρτον, ον θα επαιτήση μετ’ ολίγον! Οι άλλοι έπαυσαν από μικρού και αυτός, ακούραστος, αντί να καθήση, αρχίζει μονωδίαν τινά. Αι χείρες του τρέμουν υπέρποτε, τα γόνατά του λυγίζονται, όλον του το σώμα φρίσσει, εκ του καμάτου βεβαίως, αλλ’ εν τούτοις εξακολουθεί. Άλλοτε υψώνει το όργανόν του μέχρι των χειλέων του ως διά να το φιλήση, άλλοτε το απομακρύνει ολίγον ως διά να το θεωρήση καλλίτερον, άλλοτε το θάλπει ως παιδίον. Το μέλος είναι μακρόν και βαρύ και κουραστικόν και ατελείωτον. Και το οικτρόν βιολίον το παραμορφώνει επί πλέον και το καθιστά ανιαρώτερον και βάλλει παράφρονας κρωγμούς και αναδίδει παραδόξους ήχους και βοΐζει. Αλλ’ ούτε εις αυτά φαίνεται πολύ προσέχων ο κύριός του. Σύρει και πάλιν σύρει και αιωνίως σύρει το τόξον του επί των χορδών μεθ’ ορμής και τόρα νομίζεις ότι ακούεις βρέφους κλαυθηρισμούς και έπειτα κριγμούς κοπτομένης υέλου και ύστερον δερομένου κυνός υλακάς και κατόπιν ρόγχους πνιγομένου. Ιδρώς περιρρέει το μέτωπον αυτού και συνταράσσοντα πάντοτε εν κωμικαίς αναπάλσεσι και μορφάζει, αλλ’ επιμένει, επιμένει. Και βλέπων αυτόν ούτως, όρθιον παρά την θύραν, υψηλόν, κάτισχνον, με τα κύματα της λευκής γενειάδος του σχεδόν προσψαύοντα τας χορδάς, έχοντα υπό το φως των θαμβών ραμφών του αεριόφωτος κάτι τι το φασματώδες, δεν ηξεύρεις πώς να εξηγήσης την περίεργον αυτήν ευσυνειδησίαν και επιμονήν, και αόριστος παράδοξος σκέψις, ην δεν δύνασαι να συγκρατήσης, αλλά δι’ ην σπεύδεις να μειδιάσης αμέσως και ο ίδιος, διέρχεται ακουσίως σου του πνεύματός σου, ότι ο ταλαίπωρος αυτός αλήτης δεν είχεν ίσως γεννηθή διά να είναι απλούς οργανοπαίκτης των ξενοδοχείων, και είχεν ίσως — ίσως! — και αυτός κάτι τι εις την κεφαλήν του κάτι τι εις την καρδίαν του!...

* * *

Αλλά, τέλος, εβαρύνθη φαίνεται ή εκουράσθη και αυτός παίζων. Ο αδιάφορος θόρυβος του εστιατορίου εξακολουθεί πάντοτε ο ίδιος. Η κίνησις και η όψις της αιθούσης είναι πάντοτε η αυτή, άλλων εγειρομένων και απερχομένων, άλλων εισελαυνόντων, των υπηρετών σπευδόντων, του διευθυντού επιβλέποντος άνωθεν, απαθούς και προσεκτικού, την όλην σκηνήν και των συζητητών εκλαρυγγιζομένων. Από του βάθους της εσχάτης τραπέζης η βραχνή φωνή ωρύεται υπέρποτε μανιωδώς:

— Θα τον κρεμάσουμε τον άτιμο!

Και ο γέρων αποφασίζει ν’ αφήση επί καθίσματος το όργανόν του και λαμβάνει ανά χείρας δισκάριον, όπερ είχεν ήδη προαποθέση εξ αρχής. Άρχεται δε περιερχόμενος τα τραπέζια. Οι πελάται θέτουν τας χείρας εις τα θυλάκιά των ως να προησθάνοντο ότι εκεί έμελλε να καταλήξη όλη η ιστορία, και αναζητούσι μετ’ ανυπομονησίας ή αγανακτήσεως πεντάλεπτα. Πολλοί τον εκδιώκουσιν αποτόμως. Άλλοι, τον ειρωνεύονται βαναύσως. Περιήλθεν ήδη τα τρία τέταρτα σχεδόν όλων των καθισμάτων. Ολίγα τινά απομένουν, εις α δεν επλησίασεν έτι, προς τον μυχόν. Τελευταίος δε, πλησίον της γωνίας, συμμαζευμένος κάθεται νέος τις βεβυθισμένος εις σκέψεις, και ως ξένος προς τον πέριξ του θόρυβον. Υπάλληλος ίσως τις, ον προσφάτως επέπληξεν ή ετιμώρηοε τις οίδε, διατί ο προϊστάμενός του, σπουδαστής ερωτόληπτος πιθανώς, τελειόφοιτος μελετών δι’ εξετάσεις και έχων βεβαρημένην την κεφαλήν εκ της εργασίας, ή τις άλλος εις ον ανηγγέλθη αρτίως κακή τις είδησις. Και όταν ο γέρων φθάνη προ αυτού, εισάγει αμελώς την χείρα εντός του θυλακίου του και τω ρίπτει απροσέκτως, χωρίς να κυττάξη, νόμισμα τι… Αλλά περιέργως, δεν είναι πλέον πεντάλεπτον… Ο πελάτης τω έρριψε, μόλις ψηλαφήσας αυτό, προδήλως απατηθείς εκ του σχήματος. Εν τω μέσω της σκοτεινής σωρείας των χυδαίων κερμάτων, επί του φαιού χρώματος του δίσκου, λευκή αποστίλβει η επιφάνεια και φαιδρά προβάλλει η αργυρά όψις… μιάς δραχμής του Όθωνος! Ο γέρων παρατηρεί κατ’ αρχάς, αμφιβάλλων, ως να μη πιστεύη εις ό,τι βλέπει και να μη εννοή... Αλλά, μετά μικρόν, αιφνιδίως, συμπεραίνων φαίνεται ότι είναι δείγμα της εκτιμήσεως ίσως του αγνώστου προς αυτόν, έκφρασις ευαρεσκείας επί τη επιτυχεί μουσουργία του, σημείον υπολήψεως προς την τέχνην του, κατασυγκινημένος προφανώς, υποκλίνει μέχρι του εδάφους το κυρτόν σώμα τον, και δι’ εντόνου φωνής, αξιοπρεπώς:

... Grazie, Signore, λέγει, mille grazie!...

 

αρχή

 



 

ΘΕΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΨΥΡΡΗ8

Εκ του στενού, ως τουρκικής πόλεως, δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται, ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδία και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον, διαφοροτρόπως ενδυμένον, ως εν απόκρεω προχείρω, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. Κορασίδες, φέρουσαι τας στάμνας των εις χείρας, διευθύνονται συχνά, προς την πλησίον βρύσιν της πλατείας, δια να τας γεμίσουν, μαθηταί επιστρέφοντες εκ του σχολείου, οψοκομισταί, λούστροι, πλύστραι, μοδιστρούλες, εμποροϋπάλληλοι, δικηγόροι ενίοτε με δικογραφίας υπομάλλης, εξερχόμενοι του κοντινού κακουργιοδικείου, ρασσοφόροι κάποτε, βρακάδες πού και πού, στρατιωτών πηλίκια και αρβύλαι, κανέν μαύρο τσεμπέρι γραίας, ιθαγενών αθηναίων φουσκωμένα προς τα οπίσω πανταλόνια, φθάνοντα μέχρι του γόνατος και μόνον, πολύχρωμοι κνημίδες υποκάτω, εμφανίζονται, κινούνται, σπεύδουν, βραδυπορούν, διασχίζουν τον δρομίσκον, βυθίζονται εις τας λοιπάς της συνοικίας ατραπούς, λαβυρινθώδεις, στενάς επίσης αλλά ζωτικωτάτας αρτηρίας, υπηρετούσας την ερμαϊκήν ταινίαν, την Βλασσαρούν, τον Άγιον Φίλιππον, το Γεράνι, την πλατείαν της Ελευθερίας, την λεωφόρον Πειραιώς, τα μέρη του σιδηροδρόμου. Άμαξαι ή κάρρα παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακιού, με τους τροχούς των συμπιεζομένους από τα εκατέρωθεν λιθόστρωτα. Ομάδες καρπαθίων, λατόμων ως επιτοπολύ, εκ των ασχολουμένων εις τα πέριξ της πόλεως νταμάρια, επανακάμπτοντες εκείθεν, δια να αναπαυθούν και διασκεδάσουν, αύριον Κυριακήν, επιδεικνύουν λυγιζόμενα τα υψηλά των αναστήματα και την ιδιόρρυθμον αμφίεσίν των. Πλανόδιοι οπωροπώλαι οδηγούν αργά αργά τα βασταγούδια των, φορτωμένα με σταφύλια ιδίως και τις εξ αυτών, εκαβαλίκευσε το ιδικόν του εις τα νώτα, όπισθεν των κοφινίων, κι εποχείτο με τα μικρά του σκέλη ψαύοντα την γην. Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, εις χρυσοχόος εκθέτων αναμίξ επί των θαμβών υέλων του δακτυλίδια προϊστορικά, αλύσσεις παναρχαίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού και εικόνας αγίων, ταβερνιάρηδες ή κρεοπώλαι ή μανάβηδες. Ο γείτων μάγειρος, ο Τάσσος, έχει ανοικτόν το μαγειρείον του, και κάθητ’ έμπροσθεν αυτού, κοντός, χονδρός, με την μακράν ποδιάν του, τους νευρώδεις βραχίονας, οίτινες μόνου του υποκαμίσου την περίπτυξιν ανέχονται. Του καφφενείου του κυρ Πολύχρονη οι θαμώνες, στριμόνοντ’ επί του πεζοδρομίου, μόλις κρασπεδούντος την οδόν, το πολύ δύο σπιθαμών εκτάσεως, επιτελούντες θαύματα ισορροπίας, με τον κορμόν των και τους δύο πόδας της καρέγλας επ’ αυτού, τους δ’ ιδικούς των και τους δύο άλλους της, εντός του οχετού του παραρρέοντος οι πλείστοι. Μία φεσού, διήλθε προ μικρού, στολισμένη, εύσωμος, σείουσα το παππάζι της, κυμαίνουσα τα πυγαία, μεγαλοπρεπώς. Από του ενός μέρους εις το άλλο διαμείβονται συνομιλίαι, διάλογοι, συνάπτονται, αστεία πολλάκις, απευθύνονται, ανταλλάσσονται φωναί και επικλήσεις, θορυβώδεις, εύθυμοι, κραυγαστικαί συνήθως, εν οικειότητι ως οικογενειακή. Εις υψηλός λοιδωρικιώτης, επέρασεν αρτίως, φέρων περί τον αυχένα τυλιγμένον ζωντανόν αρνίον, όπερ εκράτει εκατέρωθεν διά των χειρών, άγων φαίνετ’ αυτό κάπου προς πώλησιν ο άνθρωπος. Και υπήρξε γέλως σιγηλός επί στιγμήν, και βλέμματα ειρωνικά τριγύρω, διά τον τρόπον ον εκράτει το σφακτόν, με το κεφάλι του προβάλλον παραλλήλως προς το ιδικόν του, εκ πλαγίου. Δύο κουτσαβάκηδες διήλασαν συγχρόνως, περιπλέγδην, ως μισομεθυσμένοι, την ρεπούμπλικαν στραβά, κάτω τους γύρους, τρικλίζοντες προσποιητά και επιδεικτικώς, τραγουδούντες διά λάρυγγος βραγχώδους οιδαλέου άσμα, αρτίτοκον γέννημα των ρυακίων του Ψυρρή:

Βάρα με το στυλέτο

Κι όσο αίμα τρέξη πιέτο!

Αίφνης, οπίσω των διαβατών, μόνος εν μέσω της οδού, σκύλος επεφάνη, βραδέως βαίνων.  Την κεφαλήν έχων σχεδόν εγγίζουσαν το χώμα, κυρτήν την ράχιν, κατεβασμένην την ουράν, τα σκέλη διεστώτα, επροχώρει βήμα προς βήμα, επωδύνως. Η γλώσσα του εκρέματο εκτός, ερυθρά, μακρά, γλοιώδης, εν αγκομαχητώ και άσθματι. Ύφαιμοι οι οφθαλμοί του, απλανείς, σκοτεινοί και σταθεροί, εφαίνοντο ως πλέοντες εις όνειρον, παρατηρούντες ωρισμένον τι σημείον επί του εδάφους, μετακινούμενον κι εκείνο προς τα πρόσω, χωρίς να στρέφωνται ούτε εντεύθεν, ούτ’ εκείθεν. Το τρίχωμά του όλον, έφρισσεν, ήτον ανορθωμένον, ως ακανθοχοίρου, αιχμηρόν, κι εκάμπτοντο τα γόνατά του ως εβάδιζεν. Εβιάζετο εν τούτοις, έσπευδεν, ωσάν να ήθελε να τρέξη, ως να φύγη, μετά βίας, και εν τάχει, όσω δυνατόν. Επί της γης, κατόπιν του, άφινε προχωρών, μακράν γραμμήν, κόκκινην, χαράσσουσαν το έδαφος, εξελισσομένην εν συνεχεία ως επί το πλείστον, άλλοτε εις στίγματα ευρέα, παρακολουθούσαν τον παράδοξον διαβάτην. Και από της κοιλίας του, ηνεωγμένης κατά μήκος, εκ μακράς πληγής, τεμνούσης όλον το υποκάτω του σώματος αυτού, διηκούσης από των αιδοίων μέχρι του στήθους του, σχεδόν, τα εντόσθιά του έπιπτον χαμαί, πάνοπτα, κρεμάμενα, εσύροντο επάνω εις το χώμα, όλα έξω, εν όγκω υποπρασίνω και αιμοφύρτω. Μόλις εκινείτο, απάγον ούτω τα έντερα αυτού, οικτρόν την θέαν, το τετράποδον, καταμεσής του δρόμου, ωσάν να ήθελε συγχρόνως και να επιδείξη όσον οίον τε μακρότερον και εμφανέστερον την όψιν του τοιαύτην. Η κατακόκκινη γραμμή, εσημείωνεν ανά παν βήμα την διάβασιν αυτού, εκτείνετο, εκ της πλατείας όθεν εμφανίσθη, κατελάμβανε βαθμηδόν όλον τον δρόμον, μηκυνομένη κατ’ ολίγον, απλουμένη αδιακόπως, πένθιμος. Και ως από συνθήματος, διά την στιγμήν αυτήν, έλειψαν κι οι άλλοι διαβάται, όλοι, ανεκόπη κατά σύμπτωσιν τυχαίαν η παρέλασις αυτών, και της οδού κυρίαρχον, το ζώον επροχώρει, επιβλητικόν εν τη απαισιότητι αυτού.

Εν τη οδώ ανακίνησις έγινε μεγάλη, συνεταράχθη εκ βαθέων παρευθύς, πας ο συρφετός. Μετά περιεργείας αναμίκτου ηδονή, απέβλεψαν οι εν αυτή επί το όραμα προσήλωσαν τα βλέμματά των θεωρούντες εν εκπλήξει, εξεγέρσει διά το απροσδόκητον, αλλά και μ’ ευχαρίστησιν ανθρώπων μη ανοικειώτων εις τοιαύτα. Τρεις μάγκαι, καθήμενοι πλησίον της πλατείας, πρώτοι - πρώτοι το ανήγγειλαν, καθώς το είδαν έβαλαν κραυγάς, εγέλασαν παταγωδώς, — Τήραξε ρε, τήραξε!— το επλησίασαν, ήρχισαν να το συνοδεύουν προχωρούν. Ένθεν κι εκείθεν, επί τω ακούσματι, κεφαλαί υψώθησαν, τράχηλοι ετάθησαν, όμματα το ανεζήτησαν, εκαρφώθησαν επάνω του. Επί του δρόμου διέτρεξεν ακαριαίως πνεύμα ωσεί χαρμονής, και φιλοπραγμοσύνης εν σπουδή. Οι αναγινώσκοντες επί του πεζοδρομίου τας εφημερίδας τας αφήκαν, ο Τάσσος εξηγέρθη του καθίσματος, προέβη δυο - τρία βήματα, διά να ιδή καλύτερα. Μυκτηρισμοί, αναφωνήσεις, θόρυβος παντοειδής, ηκούσθη, ανεδόθη, εκυλινδήθη παρατεταμένος. Εκ των μικροεργαστηρίων, προς αυτόν, εξιππάσθησαν πολλοί, ανείδον, και μαντεύσαντες, ετινάχθησαν, εβγήκαν εις τας θύρας, ανέμιξαν τας ερωτήσεις και τους γέλωτάς των και αυτοί, και ίσταντ’ επί των ουδών κυττάζοντες. Εις εκ των ευρισκομένων έξω εις τον δρόμον, εστράφη προς τα ένδον μαγαζείου, προσεκάλεσέ τινα μεγαλοφώνως: —Έλα να ιδής ρε Παναγιώτη!... Ο Πολυχρόνης άφησε να ψήνωνται μονάχοι οι καφφέδες, προέβαλε θυελλωδώς, εξώρμησε δι' αλμάτων κολοσσιαίων, από του καφφενείου του το βάθος.

— Τι τρέχει ρε, τι τρέχει;...

— Να, ένα σκυλί σφάξανε και πάει πέρα...

— Βρε το άτιμο!... Τι λες ρε;... Ποιος τώκαμ' έτσι ρε;...

— Ξέρω γω;!...

— Τήρα τα πλεμόνια του!... Βρε το άτιμο!... Ποιος τώκαμ’ έτσι ρε Σταύρο;...

— Ο Μιχάλης ο χασάπης, πήγε ναν τον δαγκάση λέει χτες το βράδυ που γύριζε στο μαγαζί και το βάρεσε· σήμερα κει που καθότανε στον καφφενέ πάλε του πήγαινε απόκοντα και τον εβάβυζε· βγάζει κι εκείνος το μαχαίρι και τoύχει μια στην κοιλιά!...

– Αλήθεια ρε;... Τι λες ρε;... Αλήθεια...

Και καγχασμοί, εκρήγνυντ’ επί τη διηγήσει, σκώμματα, και ερωτήσεις, και διαλέξεις γεγωνυίαι. Αυξάνεται η περιέργεια εκ των πληροφοριών, όρεξις εκμαθήσεως γεννάται πλειοτέρων , και ανακοινώσεων αιτήσεις. Αποβλέπουν πάντες προς τα πέραν, παρακολουθούν δια των οφθαλμών το φεύγον ζώον, συνταυτίζοντ’ εν κοινώ αισθήματι ευθύμου θεαματικότητος, ανταποκρίνονται, και γήθονται ακούοντες την ιστορίαν. Οι πλείστοι απετέλεσαν ως στοίχους εκατέρωθεν του δρόμου, οιονεί εν παρατάξει, δια μέσου των οποίων διέρχεται ο αιμοσταγής περιπατητής. Άλλοι τρέχουν οπίσω του, διά να τον φθάσουν καν τον απολαύσουν περισσότερον. Οι μάγκαι είναι πάντοτε οι κύριοι δορυφόροι του, επόμενοι πιστώς και επισήμως, οι δύο εκ πλαγίου και ο τρίτος ουραγός, εγγύτατα. Αλλ’ εις αυτούς, ικανοί ήδη προσετέθησαν, βαδίζουν παραπλεύρως των παρατηρούντες, και εσχηματίσθη όμιλος.

Ο πληγωμένος σκύλος εν τω μεταξύ, εξηκολούθει την πορείαν του, εσύρετο, ως ημπορούσε, μετά μόχθου. Αργά – αργά, τρικλίζων επί τας τρεμούσας κνήμας του, σιωπηλός διέγραφε τα βήματά του τα επώδυνα, ως να τα εμετρούσε ταυτοχρόνως. Ως γέρων, κύπτων υπό των μακρών ετών το βάρος, προέβαινε προδήλως υποφέρων, πάσχων προφανώς. Κατάδικος θα έλεγες, φέρων επί των ώμων τον σταυρόν αυτού, και διευθυνόμενος, με γυία κεκομμένα, να υποστή το μαρτύριόν του. Αναμφιβόλως η πορεία τού εκόστιζε πολύ, μετ’ άχθους αυξομένου επροχώρει με λογιζόμενα τα διεσταλμένα σκέλη του αείποτε κατά στγμήν. Κατώρθωνεν όμως ουχ ήττον να βαδίζη, εκινείτο, άφινεν οπίσω ίχνη της προόδου του. Ήδη, είχε διέλθει μέγα μέρος του δρομίσκου, κοπιωδώς, αλλ’ εν αντοχή. Ενίοτε η δύναμις εφαίνετο εν τούτοις να τον εγκατέλειπε, κι εστέκετο δι’ εν λεπτόν, και έπαιρνεν αναπνοήν βαθείαν. Όμως, ετίθετο εις δρόμον πάλιν γρήγορα, μετετοπίζετο, ωσάν ν’ ανέκτησεν εκ του σταθμού του κάποιαν ισχύν, ήνοιγεν αύθις τας τρεμούσας κνήμας του. Και τα εντόσθια αυτού εσάρωναν το έδαφος διαρκώς, εμίαιναν το χώμα και εσήκωναν την σκόνην, ήτις προσεκολλάτο εις αυτά.

Περί αυτόν, ο όμιλος ηυξάνετο και η βοή πλειότερον. Όλα τα παιδαρέλια, όσα εύρεν εμπροστά της η πομπή, τα προσηλύτισε, τα ήγρευσεν, εξογκουμένη ολονέν. Εκ των εργαστηρίων υπηρέται προσετέθησαν πολλοί, και κύριοι ουχ ήττον ουκ ολίγοι. Οι εντός έτι απομείναντες, ακούοντες αυξάνοντα τον θόρυβον, αποφασίζουν επιτέλους, παραιτούν την εργασίαν των, υποκεντώμενοι. Οι μη ιδόντες διόλου, εκζητούν να εισέλθουν εις το θέαμα, όσοι είδαν αρχήθεν, θέλουν λεπτομερείας ευρυτέρας.

— Τι τρέχει ρε Δημητράκη;…

— Να, δε γλέπεις τι τρέχει;...

— Στο σεργιάνι τάβγαλε τάντερα του, ρε Δημητράκη;..

Εκ των συναντωμένων καθ’ οδόν, εσταματούσαν ως εικός οι περισσότεροι, και έβλεπαν, τινές δε διεγειρόμενοι, παρηκολούθουν και αυτοί. Και κατά βήμα προσετίθεντο και άλλοι, απετέλουν μέρος της πορείας, έτειναν την κεφαλήν κι εκύτταζαν, κι ιδόντες, είποντο, ρυθμίζοντες το βάδισμά των προς το των λοιπών. Απετελέσθη ούτω συνοδεί' αλλόκοτος, ωσεί αήθης λιτανεία, άγουσα τον σκύλον τούτον, με τα έντερα εκτός, επί την τελευτήν του την μοιραίαν. Και εξ αυτής, γέλωτες πάντοτ’ ανεδίδοντο, ομιλίαι, τωθασμοί, συρίγματα ενίοτε, ορυμαγδός ποικίλος, αναγκάζων τους περιοικούντας να ανοίγουν διά να μάθουν την αιτίαν του. Έβαινε δ’ εν τω κέντρω το τετράποδον, διηνεκώς, ωσεί διευθύνον την πομπήν, βραδυπορούν πλειότερον ή πριν, αδυνατίζον επί μάλλον, την αυτήν στάσιν τηρούν, φαινόμενον ωσάν να ηδιαφόρει διά τα πέριξ του γινόμενα. Κι η κατακόκκινη γραμμή, ήρχετ’ αείποτε κατόπιν, μακροτάτη, εκτυλισσομένη δίκην νήματος.

Κατά τον τρόπον τούτον, εν καμάτω, εν αγώνι, σχεδόν έρπων, είχε προχωρήση, διήλθεν εξ ολοκλήρου τον δρομίσκον, έφθασεν εις την καμπήν, κι εστράφη προς τα κάτω.

— Που πάει ρε, που πάει τόρα;...

— Να, κείθε πέρα, έστριψε από τη γωνιά...

— Κάτου τράβηξε ρε;...

— Ξαπλώθηκε αποκάτου απ’ το φανάρι.

— Και τι κάνει ρε, τι κάνει;...

— Να, χάμου κάθεται, ξαπλωμένο. Δε μιλάει καθόλου...

Η είδησις διεδόθη εν ακαρεί καθ’ όλον το Ψυρρή, διεσπάρη ανά τους πλαγινούς δρομίσκους, εκυκλοφόρησε, διεγείρουσα το ίδιον πανταχού, περιεργείας και διαχύσεως συναίσθημα. Εξ όλων των γειτονικών μερών, ομάδες παίδων ήρχισαν συρρέουσαι, μανάβηδες εκ της πλατείας, και χασαπόπουλα και μπακαλόπουλα, έδραμον προς της συγκεντρώσεως την θέσιν, έκαμαν κύκλον γύρω του, κι εκείθεν αναγγέλλουν εις την συνοικίαν τα καθέκαστα δι’ ανακραυγών. Οι μικροκαταστηματάρχαι του δρομίσκου εις τας θύρας των, ο χρυσοχόος κρατών έτι εις την χείρα κρεμαμένην άλυσσιν, ο Τάσσος και ο Πολυχρόνης έξω, όρθιοι, ολίγω παραπέραν από το καφφενείον, αναμένουν τας πληροφορίας, τας υποδέχονται πτεριγιζούσας από στόματος εις στόμα, τας μεταβιβάζουν μεγαλοφωνούντες, εν χειρονομίαις. Δυο κορασίδες, χαριέσταται, γνώριμαι λίαν εις τον μαχαλάν, ζωηραί, η μία με τα μαύρα, ην οι θαμώνες του καφενείου Πολυχρόνη ονομάζουν «η καλόγρηα», και η άλλη με τα κόκκινα, ιστάμεναι παρά την θύραν των οικίσκων των, παλαιωμένων, αμαυρών το χρώμα, με κίτρινα παράθυρα, συνεννοούνται μεταξύ των.

— Πάμε να ιδούμε, καϋμένη Ελένη!...

— Πάμε, τράβα!...

Και τρέχουν μετά βίας, εν σπουδή, και εν χαρά, ασθμαίνουσαι, κιχλίζουσαι, πηδώσαι, μ’ ανεμιζούσας τας πτυχάς των φορεμάτων των, και τας μικράς των κνήμας γλαφυράς, ευρώστους από τόρα, αποκαλυπτομένας εις παν βήμα, μέχρι του μηρού.

Το ζώον, είχεν υπερβάλλη την γωνίαν, πράγματι, και είχε σταματήση, και εξαντληθέν, ηπλώθη υποκάτω του φανού, ετέντωσε τους πόδας του και κατεκλίθη επί του αριστερού πλευρού. Χωρίς να λέγη όντως τίποτε, χωρίς ούτε την ελαχίστην υλακήν, χωρίς καν οιμωγήν, εκάθησεν εκεί, έστρωσεν ως ερρίφθη τον όγκον των εντοσθίων του εμπρός, εστηρίχθη εις τον τοίχον. Και μένει ήδη ούτω, από ώρας, την γλώσσαν κρεμαμένην εκ της ρίζης, και αγκομαχούν. Εκ της πληγής του ρέει αδιάλειπτον το αίμα, άφθονον, πηκτόν, μαύρον σχεδόν, πυκνούται προ αυτού, σχηματίζει τόρα μικρόν τέλμα. Τα ώτα καταβιβασμένα και συμμαζευμένην την ουράν ως πριν, τους οφθαλμούς υφαίμους, απλανεἰς, χαμένους εις το όνειρόν του το παράδοξον, βλέπει συνήθως προ αυτού ακόμη ατενώς. Το στόμα του, ημιάνοικτον τελεί, πλήρες σιέλου κατερύθρου. Οφιοειδείς, διπλούνται των εγκάτων του οι πλόκαμοι, λιπαροί, εκτεθειμένοι εις τον ήλιον. Το μέγα έντερον αυτού, παχύ, εξωδηκός, ως από προσφάτου χορτασμού, κυλίεται εν λίμνη λύθρου. Οι πέριξ του συνηθροισμένοι, ίστανται, συνδιαλέγονται φαιδρώς, εν αντιθέσει προς την σιγηλότητα αυτού, παραστατούν την αγωνίαν του, το επισκοπούν αλγούν, εκφράζοντες διαφόρους κρίσεις και παρατηρήσεις.

— Τι λες ρε, θα ψοφήση;..

— Αμ’ τι θα κάνει, θα χορέψη;…

— Εγώ λέω που δε θα ψοφήση!...

— Ρε άιντε να χαθής δεν το γλέπεις ρε;...

— Τι λέει ρε Μήτσο, τι λέει;…

— Λέει που δε θα ψοφήσει, ακούς!;…

— Καλό ξημέρωμα!...

— Βάνουμε στοίχημα;…

Ιλαρύνονται δε τα χασαπόπουλα, και τα μπακαλόπουλα ηδύνονται, και αγαλλιώσιν οι μαγκόπαιδες. Αι δύο κορασίδες είν’ εμπρός – εμπρός, παρά το θνησιμαίον, εγγίζουσαι σχεδόν αυτό διά του φορέματος. Εις ώθησε το μέγα έντερον αυτού δια του ποδός, ως δια να το εισαγάγη εις την πληγήν. Αλγήσας δ’ έτι μάλλον φαίνεται, ο σκύλος, απεσύρθη εις τον τοίχον, συνεθλίβη προς αυτόν πλειότερον.

— Τι λες ρε, του τα χώνουμε μέσα;

— Άιντε ρε σαπέρα, που θαν του τα χώσης μέσα!...

Νέοι δε προσέρχονται κατά στιγμήν περίεργοι, ευρύνεται ο κύκλος, ζητούνται αγγελίαι διά τας φάσεις του θεάματος, γυναίκες έτι πλησιάζουν, εκ των γύρωθεν τρωγλών, ωρυγαί πόρρωθεν ακούονται:

— Ψόφησε ρε, ψόφησε;..

— Πού να ψοφήση ρε, έχει καιρό ακόμα!...

Προδήλως, δεν είχεν όμως πολύν καιρόν ακόμα, το θνήσκον κτήνος. Ρίγη συνεχή ετάρασσον από μιας στιγμής το δέρμα του, και το συνέσπων, το ετίνασσον από κεφαλής μέχρι ποδών. Το στόμα του ηνοίγετο συχνότερον, μεγαλωστί, βιαίως ανασαίνον, ροφών και αναδίδον τον αέρα μεθ’ ορμής. Σφοδρώς να πάλλη η καρδία του εφαίνετο, ηκούετο σχεδόν, ντουκ! ντουκ! υπό τα στήθη του. Κάποτε, μετετόπιζε την κεφαλήν αυτού, από της ακινήτου θέσεώς της, την έστρεφε πλαγίως, εν βραδύτητι, κι εκοίταζε τα σπλάχνα του χυμένα, παρίστατο θα έλεγες ως και το ίδιον εις την αγωνίαν του, ωσάν ν’ ανέμενε να ίδη εαυτό να ξεψυχά. Άλλοτε, καθώς ήτο απλωμένον, κατά μήκος, επεχείρει να την εξαπλώση και εκείνην, να την ακουμβήση ως δια να την ξεκουράση, ανεκόπτετο αμέσως, την εσήκωνεν εκ νέου, προφανώς πονούν. Τέλος συνεταράχθη διαμιάς, όλον, εξαίφνης, συνέστειλε το στόμα, έβρυξε τους οδόντας, ήφρισεν, εζήτησε ν’ ανεγερθή, εν απροόπτω εντάσει νεύρων και μυών, ανίσχυρον ηπλώθη αύθις, ετεντώθη και συνεσπειρώθη, αλληλοδιαδόχως. Υστάτη ανατριχίλα, παρατεταμένη, εμαστίγωσεν απ’ άκρου εις άκρον το κορμί αυτού, το διέδραμεν αστραπιαίως, ισχυρότατα. Ως κύμα αίματος ανέβη επί τον λάρυγγά του, εκόχλασεν, ανερροφήθη, και κλείσαν τα όμματα, ωσάν να ετελείωσε το όνειρόν του το συγκεχυμένον, εξέπνευσε το ζώον. Η κεφαλή του εκυλίσθη πλέον τόρα καταγής κι αυτή, εν αδρανεία, ελευθέρα, κι εξετάθησαν τα μέλη του, ακίνητα, άπνοα, λυμένα.

Ο συρφετός ανεκινήθη τότε πάλιν, εκ βαθέων, υπέρποτε περίεργος, όλοι έτειναν τον λαιμόν δια να ιδούν, εγούρλωσαν τα μάτια, συνωθήθησαν πλειότερον. Εις έσκυψεν ολίγον και το έψαυσεν, άλλος το έσπρωξε με το παπούτσι του, διά να βεβαιωθούν περί του τέλους. Και οι συνηθροισμένοι διασκορπίζονται, συναποφέροντες το άγγελμα της εκπνοής, της αγωνίας τας ειδήσεις, την περιγραφήν, καθ’ όλον τον ανυπόμονον Ψυρρή.

— Ψόφησε ρε, ψόφησε;…

— Τόρα πλια, τα κακκάρωσε!...

— Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο!... Τρεις ώραις έκανε να ξεψυχήση!...

— Ζωή σε λόγου σου!...

— Βρε το άτιμο!...

 

αρχή

 



 

ΚΑΥΓΑΣ9

Υπό το τρομαλέον φέγγος του φανού, συνεπλάκησαν οι δύο κουτσαβάκηδες. Προ ώρας ήδη, ερίσαντες έμπροσθεν της τραπέζης του παρακειμένου καφφενείου, όπου εκάθηντο μαζί, είχαν εγερθή και ηπειλούντο. Εν τη ασελήνω νυκτί, επί της σκοτεινής πλατείας, εφ’ ης το ράμφος του αεριόφωτος διέχυνεν αμυδράν λάμψιν, ο εις είχεν ανασπάση πελωρίαν κάμαν, εξαστράπτουσαν, και ρεβόλβερ ο έτερος προτείνη. Και από μακράν, ιστάμενος ο πρώτος εις το πεζοδρόμιον, επάνω, κάτω ο άλλος, εν τω μέσω της οδού, απέναντι, προσβλέπονται αγρίως, εν ανορθώσει μυστάκων και κομών, λοιδορούνται αμοιβαίως, φαίνοντ’ έτοιμοι να εξορμήσουν κατ’ αλλήλων. Από του βραχνού των λάρυγγος, αρτίως προφανώς οινοβραχέντος, εξέρχονται άναρθροι κρωγμοί, εκρύγνυνται βλασφημίαι εμπαθείς, ύβρεις πτύονται., βάλλονται προκλήσεις, εν χειρονομιών παραφορά και βιαιότητι κινήσεων. Με την πλατύγυρον ρεπούμπλικαν ανερριμμένην επί το ινίον του αυτός, τον κούκκον του ο δεύτερος προσπίπτοντα επί την οφρύν, ωχροί, άνευ γελέκου, το υποκάμισον προβάλλον ανοικτόν επί του στήθους, την μίαν μόνην χειρίδα του επανωφορίου περασμένην, μ’ ευρύ ζωνάρι, κατακόκκινον κι οι δύο, περιτυλίσσον την οσφύν, λαμβάνουν ούτω στάσεις παλαιστών, δραματικάς, ωσεί ακατασχέτων εκ θυμού και μένους, λυσσαλέων, παρασκευαζομένων να ροφήσουν αίμα μεστοίς χείλεσι, χωρίς όμως εντούτοις να μετακινούνται κατά βήμα.

— Τι σκιάζεσαι ρε, τη Μπαναγία σου μέσα!... Τι κάνεις έτσι σα γυναίκα;... Θαρρείς μωρέ που θα σε φοβηθώ που έχεις περίστροφο;... Να μωρέ, εγώ την πετάω και την κάμα!... Έλα στα χέρια, σα σου βαστάει!...

— Το σταυρό σου, ρουφιάνε!... Εγώ σε φοβάμαι ρε;… Πέταχτη ρε την κάμα ναν τ’ αφήκω το περίστροφο... Τι την έβγαλες ρε;...

— Τι σκούζεις έτσι, βρε πεζεβέγκη;!... Για να μαζωχτή κόσμος;... Πού θα μου πας ρε, θα στο πιω το αιματάκι σου!...

— Εσύ θα μου το πιης ρε;... Κείνος που θα μου το πιη δε γεννήθηκε ρε ακόμα!... Σου τώφαγα το μάτι, κακομοίρη!...

Απαμείβονται κατά τον τρόπον τούτον, διηνεκώς, ως ομηρικοί ήρωες, εκσφενδονίζουν φράσεις κομπαστικάς, και επιφόβους, προσπαθούν ποίος να προξενήση διά του λόγου τρόμον εις τον άλλον. Θα είναι ωσεί μία μετά τα μεσάνυκτα, και τα παράθυρα των γύρω οικιών είναι κλειστά. Έρημος η πλατεία, σιγηλή, εκτείνεται, με ελαφρώς θροούντα προς τον άνεμον τα δένδρα της, προχωρεί, μέχρι της λεωφόρου Πειραιώς, φραττομένη αποτόμως από τον βαρύν όγκον του Βρεφοκομείου. Κι εν τη σιγή της, αι φωναί των αντηχούν, παράτονοι, προσποιημέναι, ως εγγαστριμύθων, οιδαλέαι, οιονεί εν αρειμανίω γαυριάματι. πλην ραγισμέναι ταυτοχρόνως, τρέμουσαι, ωσεί εξ ενδομύχου συνοχής. Την αποκρύπτουν όμως, όσον δύνανται, την συνοχήν αυτήν, μετά φροντίδος, υπό των απειλών τον χείμαρρον, και την βροχήν των βωμολοχιών, και των λοιδοριών την πλημμύραν, ήτις κυλίετ’ εκ του στόματος αυτών, ακράτητος. Ενίοτε, εκάτερος ομοίως, φέρει την χείρα, ήτις μένει ελευθέρα, προς το χείλος, ωσεί προς υποστήριξιν κι επίτασιν, εξωτερίκευσιν αρρενοπρεπεστέραν των προκλήσεων, άπτεται των τριχών, και τας συστρέφει προς τα άνω, λοξώς προσβλέπων άμα τον εχθρόν του, βλοσσυρός. Θα εξελάμβανες αυτούς ηθοποιούς, αυτόχρημα επίτηδες ελθόντας, και συντυχόντας προς αλλήλους, ως διά να παραστήσουν εν υπαίθρω, αυτοσχέδιον εικόνα θεαματικήν, δρώντα συγχρόνως πρόσωπα κι υποκριταί οι ίδιοι αυτής.

Εκ των εγγύς ημιανοίκτων ταβερνών, άλλων καταγωγίων αναλόγων, από των αγόντων ιδίως προς το Ψυρρή πλαγινών δρομίσκων, εξήλθε προς τον θόρυβον εσμός, ποικίλος, υπηρέται, καταστηματάρχαι ή θαμώνες, δύο ή τρεις διαβάτ’ εκοντοστάθησαν, εφάνη δε μακρόθεν κι ερυθρόστολος κλητήρ. Αλλ’ άμα είδαν την αιτίαν, και μαχαίρι έξω και πιστόλι, έσπευσαν να απομακρυνθούν αμέσως, έτρεξαν προς τας γωνίας των πλησίον οικιών, άλλοι εκρύβησαν υπό τας θύρας, δια να φυλαχθούν, και εξασφαλισθέντες, θεώνται ήδη την σκηνήν εκείθεν. Ο ερυθρόστολος κλητήρ κατέλαβεν αυλήν τινά, εισήλθεν, ώθησε την πόρταν εξοπίσω του και μεταστρέψας, παρατηρεί προς τα εκτός, δια της χαραμίδος.

Οι δύο αθληταί, ίστανται πάντοτε, απέναντι αλλήλων, μετά όπλα των, εξεμούντες την οργήν των. Αλλά των όπλων δε αυτών να κάμη χρήσιν δεν το σκέπτεται κανείς, ο αγών περιορίζεται, να είναι μόνον λόγων, κι εφ’ όσον ταύτα απομένουσιν αργά, επί τοσούτον ούτοι γίνονται τραχύτεροι. Προδήλως οι ενδιαφερόμενοι, θα ηύχοντο να έμεναν τα πράγματα έως εκεί, ή κάλλιον να ευρίσκωντο αμφότεροι μακράν, παντού αλλού, παρά να διαγωνίζωνται ανδρείας πάλην επί της πλατείας ταύτης. Δυστυχώς, οι θεαταί πυκνούνται έτι μάλλον, προστίθενται και άλλοι, διαβάται εις αυτούς, όλοι όμως σπουδάζοντες να φυλαχθούν, ως δύνανται καλύτερα, και μακρυνόμενοι εν ταραχή των διαπληκτιζομένων. Και αυτοί λοιπόν, αφού ουδείς ευρίσκεται να τους κρατήση, αφού εξήντλησαν και το υβρεολόγιον και το φοβερολόγιον αυτών, αφορώντες προς την συνάθροισιν, εκτεθειμένοι, αναγκαζόμεν’ ίσως να ενθυμηθούν και ανήκοντες το σύνηθες παρά ταις τάξεσί των λόγιον, δι’ ου εξηγούνται οι καυγάδες, «το φιλότιμο έφαγε τον Κυβερνήτη», βλέπουν μετ’ άλγους υποχρεωμένους εαυτούς να συντομεύσουν την απόστασιν, αρχίζουν να πλησιάζουν προς αλλήλους, με ακκισμούς και με λυγίσματα διάφορα, συχνάκις ως να κάμνουν βήμα σημειωτόν, ή ως να θέλουν μάλλον να χορεύσουν τον καρσιλαμάν, καταβαίνει τέλος από του λιθοστρώτου του ο εις, ο άλλος προχωρεί, αργά - αργά, και ούτε να πυροβολήση ο κραδαίνων το πολύκροτον τολμά, αλλ’ ούτε και ο λαζοφόρος να ορμήση. Δεν παύουν όμως εν τοσούτω να ερεύγωνται, τα εξ αμάξης, ως διά να ενθαρρύνουν εαυτούς με τας κραυγάς, να συνειθίσουν εις την σκέψιν της τυχόν πραγματοποιήσεως των απειλών εν προσεχεί, προφέροντες αυτάς κι επιχειρούντες να επιβληθούν πλειότερον, όσω μάλλον εγγίζουν τον αντίπαλον. Εκ των καταφυγίων των κρυβέντων, ακούονται κατά καιρόν κρίσεις τινές, αίτινες φαίνονται ως να εξερεθίζουν τους ανθρώπους. Και η απόστασις ανεπαισθήτως συντομεύεται, οι παλαισταί θα προσπελάσουν, θέλουν δεν θέλουν θα επέλθ’ η σύγκρουσις.

Αίφνης, ο εις εξ’ αυτών, ο αίρων την κάμαν, ως συγκεντρώσας τας δυνάμεις του, λαβών απόφασιν εσχάτη, ορμά εν ακαρεί, αναπηδά, και ρίπτετ’ επί τον εχθρόν. Εκείνος ζαλισμένος προ της αποφάσεως, βλέπων τον κίνδυνο ενσκήπτοντα, αφίνει την σκανδάλην, και ο κρότος του ρεβόλβερ αντηχεί, ξηρός. Αλλ’ από της τρεμούσης του χειρός, εκφεύγει αδεξία η βολή πλαγίως, άπρακτος, χαμένη, και ενεπάγη εις τον τοίχον αντικρύ. Ο άλλος, έφθασεν ήδη πλησιέστατα, δεν απέχει πλέον παρά σπιθαμάς, επίκειται αυτώ. Οι κουτσαβάκηδες, ασθμαίνοντες, έρχονται εις χείρας, σώμα προς σώμα, ανταρπάζονται, ενηγκαλίσθησαν σχεδόν. Αλλά, πριν ή επιτεθεί ο εις του άλλου, σπεύδει το πρώτον έκαστος να ασφαλίση εαυτόν, και ο μεν δράττει την χείρα την κρατούσαν το ρεβόλβερ, από του καρπού, ο δε του πήχεως του τείνοντος την μακράν μάχαιραν. Διά της ετέρας των χειρών κρατεί εκείνος από του λαιμού τον έτερον, τον σφίγγει, και ούτος περιβάλλει την οσφύν αυτού, ζητεί να τον κλονίση, και τον σείει συνεχώς. Πλην πάσαι αι προσπάθειαι αυτών, καταφανώς δεν συγκεντρούνται, ή εις το να επιτύχουν, όσον ένεστι, των όπλων την αδράνειαν, κι ενώ συγχρόνως αγωνίζονται ποίος να ρίψη καταγής τον έτερον, το βλέμμα έχει μόνον εις την χείρα του εχθρού προσηλωμένον και προς τα εκεί την δύναμιν αυτού εντεταμένην.

Τρικλίζουν επομένως, επί του εδάφους, προπολλού, εν τω κονιορτώ, πολυειδώς κινούνται, διαγράφουν σχήματα ως μαινομένων νευροσπάστων παλαιόντων, και της καρδίας των ο ήχος, ισχυρός, φαίνεται ως να συνοδεύη τας φωνάς, και αι σκιαί των πάλλονται, μελαναί επί του χώματος. Θα έχουν πλέον του τετάρτου βέβαια, όπου τοιουτοτρόπως κατατρίβονται, και διατρέχουν την τριγύρω έκτασιν, μετατοπίζονται αδιακόπως, βάλλουν αγρίας ωρυγάς, πνιγόμενοι, ιδρώνοντες εξ αγωνίας, εν θρασυδειλία απεριγράπτω. Κι οι βλασφημίαι των τηρούν τον αυτόν τύπον απαράλλακτον, και ουδ’ επί στιγμήν εγκατελείφθη η πολύτιμος του λόγου συνδρομή, και αφού συνεπλάκησαν καλά - καλά, τόρα, πειρώνται, ποίος εκ των δύο, να καταφέρη τον εχθρόν — να τον αφήση.

— Άσε με ρε, το σταυρό σου μέσα!... Άσε με ρε, σου λέω!... Θα σε βαρέσω μωρέ, να φάω τα κόκκαλα της μάννας μου, θα σε βαρέσω!... Άσε με!...

— Εσύ μωρέ θα βαρέσεις;… Τι με κρατάς μωρέ από το λαιμό;… Αμόλα το χέρι σα σου βαστάει!...

Και οφθαλμοί προβάλλουν έξω των κογχών, και γλώσσαι κρέμαντ’ έξω εν σιέλοις και γογγυσμοί ακούονται, και την ωχρότητα έδιωξε προ πολλού η πελιδνότης.

Αλλά, διαμιάς, εξ εντάσεως ως ακουσίας, αποσπασθείσα ακαθέκτως η χειρ του κρατούντος την μάχαιραν τινάσσεται, φέρεται ταχεία, χωρίς να ηξεύρη και εκείνη πώς προς τ’ αντικρύ στήθος, κι ισχυροτέρα έτι μάλλον εκ του ανεπιγνώτου της φοράς, εμπήγετ’ εις την σάρκα, κάτωθεν του δεξιού μαστού.

— Ωχ!... έκαμεν ο άνθρωπος, βαθέως, μετά πόνου... κατακίτρινος ως το φλωρί. Άιντε μωρέ, μ’ έφαγες!...

Το αίμα ήρχισε να διαβρέχη τα ενδύματα, διέφυγε της παλάμης το ρεβόλβερ, έπεσε χαμαί, παρά τον πρότερον πεσόντα ήδη κούκκον. Έντρομος ο άλλος επί τη θέα του συμβάντος, έσυρε την μάχαιραν, έκυψε κι έλαβε τον κούκκον, φαίνεται ως λάφυρον, και φεύγων εις τα τέσσερα ευθύς, εξηφανίσθη εξοπίσω της γωνίας, αστραπή. Ο τραυματίας έμεινε μεμονωμένος, έκλινε το γόνυ προς το χώμα, έβαλεν επώδυνον οιμωγήν.

— Ελάτε μωρέ παιδιά!... Μ’ έφαγε ο άτιμος!...

Οι κεκρυμμένοι, βλέποντες ένα πλέον, μόνον και πεσμένον καταγής, και πληγωμένον, ήρχισαν συρρέοντες, εξήλθον από των θυρών, και άφησαν τα αγκωνάρια, προσέδραμον, τον περιέβαλον εν κύκλω. Δύο έλαβον αυτόν από των μασχαλών, τον υπανήγειραν, τον έστησαν επάνω εις τους πόδας του, κι εβάδισαν, διευθυνόμενοι προς τα εμπρός.

— Μωρ’ έκαμα γω να του κρατήσω το χέρι που να πάρ' ο διάολος!... λέγει οιονεί αχθόμενος επί τω συμβάντι εις των προσδραμόντων.

— Μωρέ τους είχα πιασμένα και τους δυο εγώ, μα μου ξέφυγαν!... προσθέτει άλλος, πλειοδοτών εις γενναιότητα.

— Βρε θαν του την έπαιρνα 'γώ την κάμα, μα τι να σου κάνω!... αντικρούει τρίτος, όλοι υπονοούντες ότι προσεπάθησαν πάση δυνάμει να προλάβουν το κακόν, και ανεμίχθησαν ενεργώς διά να χωρίσουν, αλλ’ άδηλον εκ ποίας ανωτέρας τύχης, η επέμβασίς των δεν απέβη τελεσφόρος. Και ενώ ο τραυματίας μεταφέρεται υποβασταζόμενος εις το πλησίον φαρμακείον, συνεχώς αναστενάζων, οι θεαταί χειρονομούν βιαίως εν τω μέσω της οδού, υπό το τρομαλέον φέγγος του φανού,  και συζητούν επί μακρόν, με παραστατικά κινήματα και με κραυγάς, και μεγαληγορούν, προσπαθούντες να καταπείσουν και αλλήλους κι εαυτούς, ότι και αυτοί έλαβον μέρος εις τον καυγάν…

 

αρχή

 



 

ΑΡΚΟΥΔΑ10

— Άιντε ωρέ τόρα να κάνει πώς φυλάει ου τζομπάνος τα πρόβατα...

Και η αρκούδα, κατάμαυρη αρκούδα, νέα ακόμη, λίγο μεγαλητέρ' από μανδρόσκυλον, αλλά κακουχημένη, ρυπαρά, ως κουρασμένη από αθλίαν ζωήν, με μαδημένον εις πολλά μέρη το δέρμα της, με τσιμπλιασμένους οφθαλμούς, και ψωριασμένη, ορθία επί των οπισινών ποδών της, παίρνει πειθήνιος το ξύλον από των χειρών του βλάχου, το περνά, μακρόν, φθάνον ως κάτω, εις την γην, αναμέσον εις τους δύο της ώμους, το κρατεί κατά τον τρόπον τούτον, και στηρίζετ' επ' αυτού, ανακλίνουσα και κάπως πλαγιάζουσα το σώμα, ως ν' αποβλέπη δήθεν προς το βόσκον, πέραν, ποίμνιον· μεθ' ο, το κατεβάζει, και φέρουσ' αυτό κάθετον, ως κλίτσαν, κάμνει βήματα τινά, κινείται, ωσάν να είχεν εμπροστά της στάνην, την οποίαν σαλαγά...

— Χάιντε τόρα να κάνει πώς ντρέπουντη τα κουρίτσια...

Και η αρκούδα, βάλλουσα λαρυγγώδη γρυλλισμόν, δίδει το ξύλον και υψόνει το εμπροστινόν δεξί της πόδι, εκ των δύο που επέχουν παρ' αυτή τόπον χειρών, σκεπάζει δι' αυτού τα όμματα, ημικρύπτουσα το πρόσωπον, ως ντροπαλή παρθένος, νεάνις που συστέλλεται τον κόσμον, χαμηλόνει το κεφάλι, φεύγει τ' αυθάδη βλέμματα...

— Χάιντε τόρα να κάνει πώς γυαλίζεται του κουρίτσι για να πάη στου πανηγύρι...

Και η αρκούδα προσεγγίζει το ζερβί της πόδι, γουβωμένον, ως καθρέφτην τάχα, εις το ρύγχος της, και προσποιείται πως γυαλίζετ' εις αυτό, ενώ με τ' άλλο τακτοποιεί τας τρίχας του μετώπου της, χαϊδεύει ελαφρώς αυτάς, φιλάρεσκος...

— Μπράβο!... Έλα χάιντε τόρα να φιλήση και του χέρι...

Πλησιάζον δε, συμφώνως με το πρόσταγμα, το τιθασσόν αγρίμιον, δουλοπρεπώς, τρίβει την μούρην του επάνω εις την μαλλιαρήν τραχείαν χέραν του αλήτου*...

— Μπράβο, μπράβο!... Χόρεψε τόρα και λιουγάκι, για να ιδούνε οι κυράδες...

Και η αρκούδα, σείουσα τον χαλκάν, όστις περιβάλλει τα σαγόνια της, κλαγγάζουσα τον κρίκον, όστις διατρυπών συνέχει το επάνω προς το κάτω χείλος της, κροταλίζουσα την μακράν άλυσον, δι' ης κρατεί αυτήν δεμένην ο αφέντης της, αρχίζει να περιγυρνά τον κύκλον των παιδίων. Ο βλάχος, μακεδών βλάχος, με μικρόν καλπάκι, μόλις στηριζόμενον επί της κορυφής της κεφαλής του, παμμέλαιναν πυκνήν κόμην, ανήμερον, ακανθώδη γένεια πλαισιώνοντα την ηλιοκαμμένην όψιν του, ψηλός, φουστανελλάς, στεκόμενος εν μέσω, εις το κέντρον, κρούει δια των δακτύλων του το ντέφι που βαστά εις την παλάμην του, και τραγουδεί ανώμαλον και άξεστον και δύσηχον τραγούδι, με ξενίζοντα σκοπόν, αγνώστους λέξεις, ακατάληπτον την έννοιαν. Κι εκείνη, προς τον δούπον του, προσπαθεί να αρμόση τα βήματα αυτής, να κινηθή ερρύθμως, με τα σκέλη απλωτά, εις όρχησιν, διαγράφουσα πέριξ του βλάχου τροχιάν κανονικήν, χονδροειδώς λυγίζουσα το άκομψον κορμί της, και ακκιζομένη κωμικώς, πηδώσα κάπου κάπου, και μουγκρίζουσα συχνά...

* * *

Εις την μικρήν πλατείαν, εκεί πέρα, κατά το Βαθρακονήσι, δεν είναι οι θεαταί πολλοί. Τον κύκλον απαρτίζ' εικοσαριά παιδιών, δεκάς περίπου γυναικών προβάλλει εκ των γύρωθεν σπιτιών, και από το μπακάλικον που είν' εις την γωνιάν τρεις-τέσσερες προσβλέπουν, καθισμένοι έξωθεν επάνω εις σκαμνιά. Αλλ' ο αλήτης, προ μικρού εμφανισθείς, από στενού τινός, κατεβαίνοντος το πλευρόν ενός εκ των παρακειμένων λόφων, ερχόμενος μακρόθεν, βαρυνθείς να προχωρήση, αρκεσθείς πιθανώς εις τούτους, ή ελπίζων ίσως να ελκύση κι άλλους βαθμηδόν, το έστησεν εκεί, καταμεσής, προ μερικών στιγμών, και άρχισε να προσκαλή την ηθοποιόν του την τετράποδα εις πρόχειρον παράστασιν χορού και μιμικής. Εκείνη, επομένη πριν κατόπιν του, βραδυπατούσα εις τα τέσσερα, κοιτάζοντας χαμαί, ωσάν ν' αναζητούσε τίποτ' εις το έδαφος, ωρθώθη αίφνης, εσηκώθηκ' εις τα δύο, ισοσταθμήθη αντιμέτωπος αυτού. Έτρεξαν τα παιδιά, παίζοντα τέως άτακτα εδώ κι εκεί, ανέβλεψαν αι διαλεγόμεναι γειτόνισσαι, οι πίνοντες εις το τραπέζι του μπακάλικου έστρεψαν το κεφάλι. Και υπό την σκιάν του Υμηττού, ον βάφ' η δείλη με τα ροδινότερά της χρώματα, παρά την όχθην του ξηρού πλησίον ρεύματος, εις την εσχατιάν αυτήν της πόλεως, ο αυτοσχέδιος θεατρώνης εξεγείρει τους ηχούς της συνοικίας με τ' αήθη του προστάγματα, χάριν του πρωτοτύπου του θεάματος. Και τα προστάγματα αυτά, θέλον — μη θέλον, φιλοτιμείται το αγρίμιον να εκτελή, συμμορφούμενον με της γνωρίμου του φωνής τους τόνους και ταυτίζον τας κινήσεις και τας στάσεις και τα άλλα του διαβήματα, προς την μαντευομένην έννοιάν των.

— Χάιντε ωρέ τόρα να κάνει πώς καμαρώνει του νύφη κι ου γαμπρός...

Και η αρκούδα, ρίχνει κάτω παρευθύς τα μούτρα της, σταυροθετεί τα χέρια, προσλαμβάν' ήθος ευπρεπές και σοβαρόν, γέρνοντας τον λαιμόν και μισοκλείνοντας τα μάτια...

— Χάιντε τόρα να κάνει πώς ζυμόνει του νοικοκυρά να φκιάσει ψωμί να φάνε στου σπήτι...

Και η αρκούδ' αρχίζει ν' ανεβοκατεβάζη τις χερούκλες της, μ' ορμήν, ως να τις χών' εις σκάφην μέσα, και ν' ανακινή την πλέουσαν εις το νερό λευκήν πλαδαράν ζύμην...

— Άιντε τόρα να χορέψει πάλε καμπόσο...

Και η αρκούδα, επαναλαμβάνει τον ορχηστρικόν της γύρον, αρχίζουσα να συστρέφεται, και να κτυπά τα πόδια εις την γην, και να σαλτάρη, και να κορδακίζη, και να χαριεντίζεται...

— Χάι γλήγουρα λιγάκι!...

Και τριγκινίζει, συρομέν' η άλυσος, απότομα, ελκύουσα σκληρώς τον κρίκον των χειλέων της. Η δε αρκούδα, πρόθυμος, υπακούουσα, επιταχύνει τον χορόν της, ενώ ο άνθρωπος βροντά με δύναμιν το ντέφι του...

***

Θα την συνέλαβεν, αναμφιβόλως, αρκουδόπουλον μικρόν, αρτίτοκον, εις καμμίαν φάραγγα του Πίνδου, της Ροδόπης, νεβρόν πλήρη αγριότητος και ρώμης, γεμάτον από τον ακάθεκτον χυμόν ζωής θηριώδους γεννημένον αποκάτω από το φύλλωμα καμμιάς γηραιάς οξιάς ή κανενός γιγαντίου γράβου, μέσα εις των δασών τα μαύρα βάθη, δίπλα εις την φοβεράν βοήν του παραρρέοντος χειμάρρου, νύκτα τινά τρικυμιώδη, υπό την χιονώδη του βορρά πνοήν, και υπό την αμυδράν λάμψιν των αστέρων, μαστιζομένων υπό της καταιγίδος. Θα εκαιροφυλάκτησε βεβαίως, κάποιαν στιγμήν, καθ' ην θα έλειπεν η μάνα, ο πατήρ του, προς αναζήτησιν βοράς, ανύποπτοι, θα το είχαν αφήσει μόνον, έρημον, εμπιστευμένον εις την αγκαλιάν της μητρός φύσεως, χωμένον εις τον ίσκιον της φωλιάς του, και περιμένον να γυρίσουν. Και από ημερών κατασκοπεύων, ενεδρεύων μετά προσοχής, άμα το ηύρεν έτσι, εκατάλαβε πως ήτον εγκαταλειμμένον και ανυπεράσπιστον· θενά έτρεξεν αμέσως, θα εχώθ' εις την μονιάν του, θα το ετύλιξε διαμιάς εις το καπότον του, θα το εζάλισε, θα το ετύφλωσε, και θα το άρπαξεν αιφνίδια, σπαράζον, σαστισμένον, ανίκανον ν' αντισταθεί κατά της βδελυράς δυνάμεως του δόλου, προς της απάτης την τεχνικήν έφοδον. Ή, αφού άφησε κι επέρασαν μήνες τινές από την γέννησίν του, μόλις άρχισε να μεγαλώνει, θα του έστησε παγίδα ίσως, εκεί κάπου, εις την κρύπτην του κοντά, δοκάναν με προβάτου κρέας, κι εξελθόν δια να σκιρτήση εις τα χόρτα, να δοκιμάση την ισχύν των νέων νεύρων του, ελκυσθέν εκ της οσμής, θενά το έπιασε το άμαθον, μάτην εγείρον την ηχώ της λαγκαδιάς με τας εκπλήκτους ωρυγάς του. Και αφού άπαξ έγινε τοιουτοτρόπως κύριός του, θα το μετέφερεν εις την οικτράν του κατοικίαν, εις την αχυρόπλεκτον καλύβαν του, και θα του έκοψε τα νύχια τ' ανυπόμονα να εμπηχθούν εις σάρκα, θα ξερίζωσε τα δόντια του, άτινα κνίζει από τόρα αίματος η όρεξις, θα του ετρύπησε τα χείλη, δια να περάση μεταξύ τον κρίκον, θα εδέσμευσε με τον χαλινόν το ρύγχος του, θα ήρμοσε την άλυσον, όπλα φυλακτικά της ανανδρίας του, δειλής προς ασφάλειάν του πονηρίας μηχανεύματα. Και αφού έτσι εσιγούρεψε το άθλιον πετσί του, θεν' απέμεινε ζων έκτοτε μαζί του, θα το εκράτησε καιρόν συγκυλιόμενον όπως αυτός εντός της βρώμας της δυσώδους τρώγλης του, θα του εκόλλησε την λέραν του κορμιού του, θενά του μετέδωκε τις ψείρες του, και θενά ήρχισε δια της πείνας, δια της δίψας, δια του ξύλου, δια του φόβου, δια της βίας, δια της πειθούς και της ανάγκης, τυραννών αυτό, παιδαγωγών αχρείως εις τοιαύτα παίγνια, προς τέρψιν μέλλουσαν των όχλων. Αφού δε το εγύμνασε καλά καλά, αφού κατέπνιξε βραδέως βαθμηδόν εντός του παν γενναίον ένστικτον, αφού το έκαμε λημών, απόζον, οκνηρόν τετράποδον, εκνευρισμένον κατοικίδιον, αφού το εκατάντησε των φαύλων επιθυμιών του όργανον τυφλόν, μέσον ασυνείδητον, χωρίς υπερηφάνειαν, χωρίς θέλησιν, θα το επήρ' από το χαλινάρι, και το σέρνει τόρα δούλον, στην σκλαβιάν ανατραφέν, το γεννημένον να πλανάτ' αδέσμευτον, ελεύθερον ανά των ράχεων τα ύψη, εις ρεμματιές και εις χαράδρας κι εις δρυμούς, ακολουθούν αυτόν ανά τ' ακάθαρτα σοκάκια των πόλεων, ανά τας συνοικίας των χωρίων, ως χειρόηθος μαϊμού, δια να επιδείξη την θαυματουργόν του ικανότητα. Κι ελεεινόν, ταπεινωμένον, δειμαλέον, άτονον υπείκον εις τους ραβδισμούς, εις τας στερήσεις και εις την συνήθειαν, αυτό, γυρίζει μετ' αυτού, χορεύει, υποκρίνεται, χειροφιλεί, δέρεται, γρυλλίζει...

* * *

— Χάιντε τόρα να κάνει πώς φυλάει ου δραγάτης τα σταφύλια που πάνε να κλέψ'νε...

Και η αρκούδα, κάθεται του κ... βάζει πάλιν στη ράχη της το ξύλον, διαμπερές, πλάγιον, ως τουφέκι, ακουμπά τη μια του άκραν χάμω, το χουφτιάζει απ' το άνω, κι απ' το κάτω μέρος, κι αγναντεύει, ως από τσαρδάκαν υψηλήν, μακράν...

— Χάιντε τόρα να κάνει πώς σημαδεύει τους κλέφτες...

Και η αρκούδα, φέρνει το τουφέκι της το ξύλινον εμπρός, και το ευθύνει οριζόντιον, το στηρίζει επί των δακτυλίων των ποδών αυτής, επί του γόνατος, παρά την ρίζαν της μασχάλης, κρατούσ' αυτό δια των χειρών, εν στάσει σκοπευτού, ετοίμου να πυροβολήση...

— Χάιντε τόρα να κάνει πώς αγαπιέτι του αντρόγυνου...

Και η αρκούδα, ωρθωμένη, εξαπλώνει τον βραχίονα, ωσάν να θέλη ν' αγκαλίση, να ζητή να περιβάλη μέσην υποτιθεμένην προ αυτής, ερωτικώς...

— Χόρεψε καλά, μωρή...

Κι επισειόμενον το ρόπαλον, εξαίφνης, απειλεί αυτήν, ανόρεξον ολίγον δειχνομένην…

* * *

Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, δια να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρήγορα και χόρεψε θερμά, δια να μη σου αργάσουν το τομάρι οι ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ' εύθυμα, διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, όπου άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα, διότι θα δεθής σκληρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο κημός την μύτην σου! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να σε ίδουν οι κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κοιτάζουν απ' τας θύρας, από τα παράθυρα, και μειδιούν με τα παράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα του, φαιδρά δια το σπάνιον φαινόμενον, κι οπού σε βλέπουν έκπληκτα, και σε περιεργάζονται και σε θαυμάζουν και σ' εμπαίζουν και χοροπηδούν τριγύρω σου κι αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού και πού επιχειρούν ν' αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των! Και αν από τα μάτια τα μικρά σου, κάποτε, τα θαμβωμένα, στιγμιαίον όνειρον αποστασίας διελαύνει, συλλογίσου, ότι υπάρχουν εις τον κόσμον και άλλαι αλυσίδες, και χονδρότεραι! Και αν, ενίοτε, το βλέμμα το καμμύον σου, μ' έρωτα προσηλούται εις του αντικρύ βουνού τα πλάτη, σκέψου πως πριν να κάμης κι έν' ακόμη βήμα δι' εκεί, περισσότερ' από μίαν θενά είν' αι ράβδοι που θα σου συντρίψουν τα πλευρά! Και αν από τον σκοτισμένον νουν σου, και τ' ασφυκτιώντα στέρνα σου, και την ψυχήν σου την βασανισμένην, πόθος περνά, ανάμνησις, επιθυμία, μάταιον ορμέμφυτον, ω, ενθυμήσου πως δεν έχεις πλέον ούτε νύχια κοπτερά, ούτε οξείς οδόντας, ούτε μυς αδρούς, ούτε αλκήν πνευμόνων, ούτε σφρίγος αίματος!

* * *

— Χάιντε, τόρα να χαιρετίση τους αφεντάδες...

Και η αρκούδα, υψώνει προς το κούτελον το χέρι, κάμνει το σχήμα, ευσεβάστως, ως στρατιώτης...

— Χάιντε, τόρα να κάνει πώς φυλάγουντι οι γυναίκις για να μην τις μαυρίσ' ου ήλιος...

Και η αρκούδα, συγκάμπτει τον αγκώνα παρευθύς, καλύπτει δι' αυτού την μούρην της, προσπαθεί ν' αντικρούση ούτω πως το φως, να γλιτώση τας ακτίνας του καυστικού άστρου, ων η φλόγα την φοβίζει...

— Χάιντε, τόρα να κάνη πώς κοιμάται ου γέρος με τη γριά...

Και η αρκούδα εξαπλόνετ' εις το χώμα, και κυλίετ' επ' αυτού, τείνουσα τους πόδας της, ανάσκελα, με την ράχην καταγής, κινούσα τους οπισινούς μηρούς της εις ασελγή σχήματα. Όταν δ' εγείρεται ορθή, εκ νέου, επί της δοράς της μελανής της, άσπρη κηλίς πλατεία σκόνης εκτυπούται. Κι έτσι, ο αλήτης, δίδει το ντέφι προς αυτήν, δια να γυρίση επί άγραν πενταρών. Αλλ' οι κυράδες δεν δεικνύουν και μεγάλην προθυμίαν, κάνουν ότι δεν προσέχουν διόλου τον αλλόκοτον επαίτην, αποφεύγουν να του ρίψουν αμοιβήν. Μόνον δε τρεις ή τέσσερες επιτυγχάνει να μαζεύση, τις οποίες παρουσιάζ' εις τον αφέντην της, κι εκείνος εν στιγμή τις χών' εις το ταγάρι του, μεμψίμοιρος.

* * *

— Μα δεν την χόρεψες καλά..., λέγει δικαιολογουμένη προς αυτόν μία χονδρή.

— Δε χόρεψ' καλά, δε λες που δε θες να δώσ'ς!..., αποκρίνετ' ο βλάχος θυμωδώς.

Και δυσαρεστημένος, ο αλήτης, έλκει εκ του χαλινού το ζώον του, κινείτ' εις αναχώρησιν. Και μελαγχολικόν, βαρύθυμον, με ύφος ανιών, τετραποδίζον πάλιν, ακριβώς όπως ένας μολοσσός, λειψόθριξ, κολοβός, βαίνει το αρκούδιόν του εξωπίσω του, σκύβον την κεφαλήν, αργά βαδίζον, με την πλατείαν άσπρην του κηλίδα εις τα νώτα, στρογγυλήν, διαγραφομένην στο τομάρι του. Και καθώς βαίνει έτσι, λέγεις πως πράγματ' ίσως συλλογίζεται, ότι εάν δεν ήτον η κατηραμένη αυτή άλυσος και ο κλοιός ο απεχθής και ο φρικτός ο κρίκος, θεν' απετίνασσε με ένα μόνον της σιαγόνος κτύπημα τον μισητόν αλήτην, θα εσκόρπιζε τον συρφετόν των παρεστώτων, και θεν' έφευγ' έκφρον, ωρυόμενον, προς των αγρών την έκτασιν. Αλλ' ο χαλκάς τού σφίγγει πάντα στερεώς τας σιαγόνας, ο κρίκος δυνατά συνέχει το οξύ του ρύγχος κλειδωμένον, και η σιδηρά του άλυσος, τραχεία, το τραβά, και άτολμον, ουτιδανόν, νυστάζον, προστρίβετ' εις τας κνήμας του ανθρώπου, προχωρούν, ενώ των παιδαρίων ο σωρός ηγείται κι έπεται, εξαγγέλλων ανά την συνοικίαν του εξευτελισμένου θηρίου την διαπόμπευσιν...

 

αρχή

 



 

ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ11

Τρεις μετά τα μεσάνυκτα, και η πλατεία της Ομονοίας είναι έρημος. Από των γύρω δρόμων, μεγάλοι πνοαί ανέμου, εισβάλλουν εκ των γωνιών, συρίζουσαι, σαρόνουν το έδαφος σφοδραί, συσπούν την κόμην των υψηλών δένδρων της, σηκόνουν εις σύννεφα την σκόνην. Επάνω, εις τον καταξάστερον ουρανόν, μεταξύ βορρά και ανατολής, πλησιφαής λάμπει η σελήνη· κι εις το πλάγι της, ολίγο παρακάτω, φέγγει εν άστρον, ως λευκός ακόλουθος, ανασύρων νομίζεις την άκραν της θείας εσθήτος της· ενώ προς την μεσημβρίαν, επί του στερεώματος το κέντρον, ως παμμεγέθης αργυρούς ήλος, συνέχων την απέραντον κυανήν οθόνην, εν άλλο άστρον εξαστράπτει. Τα πέριξ οικήματα, βωβά, — παράθυρα κλειστά, πόρτες σφαλισμένες — εγείρουν αμαυράς τας όψεις των. Ένα προς ένα, βαθμηδόν, τα μαγαζειά, τα καφφενεία που την περιβάλλουν, άδειασαν από τους θαμώνας των, είδαν να λιγοστεύ' η θορυβώδης κίνησις, η ζωή που τα εγέμιζε, ησύχασαν εβυθίσθησαν εις την σιγήν και εις το σκότος· δυο καπνοπωλεία μόνον, άγρυπνα, πλάι - πλάι, εις το προς την οδόν Σταδίου άκρον της, ρίχνουν επί το πεζοδρόμιον κάτασπρον το φως των δύο στρογγυλών λαμπτήρων των· και πέραν, προς το βάθος της, διά των φύλλων, όπισθεν των δένδρων, το εν εκ των μεγάλων καφφενείων της διακρίνεται ημιφώτιστον, ως μυστηριώδες άντρον, όπου οι σωροί των καρεγλών υψούνται εις παραδόξους, τερατώδεις λόφους προς την οροφήν, κι ένας υπηρέτης, νυσταλέος, αίρων κολοσσαίαν πατσαβούραν, ξετινάσσει τα κενά τραπέζια. Έξω της «Ήβης», μόλις προ μικρού, η πλανωδία μουσική, η μισθωμένη δια να τέρπη τους ζυθοποτούντας, έπαυσε να σπαράτη την Τραβιάταν, το ισπανικό, το τραγούδι του Στραβογιώργη· και τα γκαρσόνια, πηγαινοερχόμενα, μεταφέρουν τα καθίσματα, εισάγουν τους ξυλίνους καναπέδες, παίρνουν τ’ απομείναντα ποτήρια, σκουπίζουν από χάμω τ’ αποτσίγαρα, των φυστικιών τα φλούδια, των ποδιών τα ίχνη, τα φτυσίματα, όλην την βρώμαν που αφίνει πίσω της πληθύς ανθρώπων συνελθόντων δια να ιδωθούν, να ξαπλωθούν, να πιουν, να φλυαρήσουν. Τρία - τέσσερ’ αμάξια, στέκονται προ αυτής, βραδύναντα, περιμένοντα κανέναν πάρωρον διαβάτην, με τ’ άλογα των κουρασμένα, μισοκοιμώμενα ορθά, θαμπά, μισοσβυσμένα τα φανάρια των, τους δυο αμαξάδες κάτω, ακουμπισμένους εις τον τοίχον, ομιλούντας με τους υπηρέτας, ξαπλωμένον υψηλά, επί του εδωλίου του, τον άλλον, και ρογχάζοντα, ενώ ο τέταρτος, επί του εδωλίου του κι αυτός, ξάπλα επίσης, στηρίζει εις το χέρι το κεφάλι του, και ως εις ρέμβην αφειμένος, μουρμουρίζει, σιγανά, διακεκομμένα, ως βαυκάλημα θα έλεγες, χυδαίον αθηναϊκόν τραγούδι, αλλοκότως αντηχούν εν τη νυκτί:

— Τι ναν του κάμω του μικρού

Που είναι μικρό και κλείει, ωχ!...

Αντίκρυ δε, υπό το φέγγος τ’ ουρανού, αγρυπνούν κι αυτό, και φωτισμένον, ορθόνεται το κιόσκι, ως λευκόν κουβούκλιον εβραϊκής συναγωγής· και από μέσα, πιάνων όλον τον στενόν χώρον του, καθήμενος εις την καρέγλαν του, κοιμάτ’ ο πωλητής του, μπρουμουτισμένος επί της θυρίδος του, της υελοφράκτου, ούτως ώστε να κρύβετ’ εντελώς το πρόσωπόν του μεταξύ των βραχιόνων του, να φαίνεται δε μόν’ η κορυφή του προεξέχουσα, της κεφαλής του η δασεία τρίχωσις, ως μία τούφα μαλλιών μαύρων, κολλημένη εις το τζάμι. Ψυχή άλλη επ’ αυτής, ψυχή εις τους πέριξ δρόμους. Φαιοί κι ευθείς, οι τηλεγραφικοί στύλοι, φεύγουν κατά μήκος της. Οξέα, υπερύψηλα τα τέσσερα κοντάρια του ηλεκτρικού, σβυστά, φρουρούν τας τέσσαρας πλευράς της, παμμεγέθη. Άφωτα τα γκαζ, τυφλά επίσης, ως σβεσθέντ’ από τον άνεμον, την τριγυρίζουν πανταχόθεν. Ελεύθερος ο άργυρος των άστρων, πέφτει επ’ αυτήν, απλόνεται, λαμπρός. Σκορπισμέν’ ανά την έκτασιν, πλέοντα εις το φως, τα θρανία οπού χρησιμεύουν προς ανάπαυσιν των εις αυτήν φοιτώντων, γυμνά ανθρώπων, μαστιγόνονται αγρίως από την βιαιότητα της σκόνης. Αλλ’ εις ένα εξ αυτών, κοντά εις την εξέδραν όπου παίζ’ η μουσική, υπό μίαν των συστάδων των σκοτεινών θάμνων, οίτινες ζοφούν το κέντρον της, στον ίσκιον, φαίνονται δύο συγκαθήμενοι. Ο πρώτος υψηλός ανήρ, με μαύρην γενειάδα, καταπίπτουσαν επί του στήθους του, ευρύνωτος, ευρύστερνος, με πρόσωπον μισοκρυμμένον υπό το πλατύ καπέλλον του, οζώδη ράβδον ανά χείρας, κατέχει τη μίαν άκραν του θρανίου, εστραμμένος προς τον άλλον. Και ο δεύτερος, μικρός λούστρος, ωσεί δεκαετής, με το κασκέττον του σκεπάζον την ευειδή όψιν του, στρέφων τα νώτα προς τον πρώτον, κατέχει την ετέραν. Σιωπηλοί, κάθοντ’ έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπον, προ ώρας ήδη, μη μετακινούμενοι, αδιαφορούντες δια την νύκτα και την σκόνην, μόνον, κάπου-κάπου ο ανήρ, βιαίως, ρίχνει δύο-τρεις λέξεις, ωσανεί μονοσυλλάβους ερωτήσεις, μασσωμένας μεταξύ των μαύρων του γενείων· και ο μικρός ο λούστρος, δίχως να γυρίσει, απαντά ομοίως, μονοσύλλαβα επίσης, σιγαλά. Ο άνεμος φυσά, πάντοτε σφοδρός, διελαύνων την πλατείαν μετ’ οργής, αναστατώνων τα φυλλώματα, απειλών να καταρρίψη, τρίζοντας, τους στύλους των φανών του τηλεγράφου, ανεγείρων προς τον ουρανόν κονιορτού σίφωνα. Κι εκεί κάτω, εις κάποιαν εκ των γωνιών, ένα παράθυρον, ανοικτόν λησμονηθέν, παραφερόμενον υπό του βιαίου ρεύματος, δέρνει το σπίτι θηριωδώς, βροντά λυσσωδώς κατά του τοίχου, έκφρον και βαρύ, ωσάν να ήθελε να συγκλονίση την πλάσιν…

— Κουλούρια ζ…στάάά ! ήχησε φωνή, σκιά ενεφανίσθη, παρά του καφφενείου το ημίφως, εν μέσω του σκονοστροβίλου, κρατούσα μέγαν πίνακα επικεφαλής, τρίποδα εις χείρας.

— Κουλούρια!... Εδώ!... εφώναξε διαβάτης, ανεβαίνων εκ της λεωφόρου Πειραιώς, φθασμένος έξω του «Μεγάλου Αλεξάνδρου», κι εξακολουθών να βηματίζη.

— Κουλούούριααα!... καίνε... εφτύύύύς!... απήντησε η πρώτη των φωνών, από του καφφενέ το μέρος, κι η σκιά διευθύνθη, τρέχουσα, αήθης διαγραφομένη επί του εδάφους, ως εκτρόπου φανταστικού όντος αλλομένου, με τον μέγαν πίνακά της στο κεφάλι και τον τρίποδα στα χέρια προς το μέρος όθεν ήλθε η πρόσκλησις. Μετ’ ολίγον συνηντήθη με την άλλην, έβαλε τον τρίπουν καταγής, απέθεσ’ επ’ αυτού τον πίνακα. Ο διαβάτης έψαξ’ εις την τσέπην του, έρριξε προς αυτόν μίαν πεντάραν, επήρε το κουλούρι του, εστράφη και εχάθηκ’ εις την οδόν της Αθηνάς. Ο κουλουράς έβαλε πάλι στο κεφάλι του τον πίνακα, εσήκωσ’ εις τα χέρια του τον τρίποδα, και ήρχισε να βαίνη προς τα πρόσω. Εβάδισ’ έτι βήματα τινα επί του δρόμου, ανέβηκ’ έπειτα επί του στρογγυλού περιθωρίου της πλατείας, επροχώρησε ολίγο, εσταμάτησε κατόπιν, βλέπων κύκλω. Προέβη πάλιν μετατούτο, έκαμε ακόμη βήματα καμπόσα, εσταμάτησεν εκ νέου, ξαναείδε. Δις ή τρις, ομοίως, ήρθρωσεν αύθις την κραυγήν του.

— Ζ...στάάά κουλούούρια!.. Κουλούούρια!... Καίαίνεε!... — Τέλος, έφθασε προ της «Ήβης», διέβη το διάζωμα, ανεφώνησε και πάλιν, και εστάθη, λίγο παραπέρ’ από τους υπηρέτας και τους αμαξάδες, όρθιος και ακίνητος.

— Θα στα πάρη μωρέ ο αγέρας!... έκαμε προς αυτόν ένα γκαρσόνι, αποφέρον ένα σιδερένιο τραπεζάκι καθώς διέβαιν’ έμπροσθέν του.

— ...εν τα παίρνει... απεκρίθη ο κουλουροπώλης, λαρυγγωδώς και βαρυθύμως.

— Μπραφ!... μπραφ!... μπραφ!... εβρόντησε, ως εις ανταπάντησιν, το ανοικτόν παράθυρον, δεινώς, από το βάθος της πλατείας. Και πνοή ανέμου ισχυρά εισώρμησεν, εκυλινδήθη παταγούσα, έγυρε τας κορυφάς των κυπαρίσσων, συνεθόλωσε τα πάντα. Ο κουλουράς υπέστη την έφοδον γενναίως, έκαμε στροφάς τινάς διά να τηρήση την ισορροπίαν και εξήλθεν εκ του συννέφου αβλαβής. Αλλά, παρατηρών τον κίνδυνον κι αυτός, κατέλιπε τον όμιλον, ετράβηξε λίγο παραπάνω, και απέμεινε δίπλα εις το καπνοπωλείον, προφυλαττόμενος οπίσ’ από το αγκωνάρι του σπιτιού. Κι εκείθεν, εκ του ασφαλούς πλέον, έβαλε πάλιν την κραυγήν του·

— Κουλούούριααα!...

Αλλ’ η φωνή του, αφηρπάγη υπό του ανέμου, παρεσύρθη, και εσβύσθη εις ηχώ βραδείαν. Και ομοίως, παρασύροντ’ απ’ αυτόν κι όλοι οι άλλοι ήχοι της πλατείας, αναρπάζονται ταχέως, χάνονται ευθύς, προς της φοράς του την διεύθυνσιν. Αλλά, κατά τα σπάνια διαλείμματα, καθ’ α παύει να πνέη, κι ο ελάχιστος αυτών ακούετ’ ευκρινής, διαχύνετ’ επ’ αυτής, φαίνεται ως να την ξυπνά, να την γεμίζη, όπως αι σκιαί των αμαξών, των δένδρων, των φανών των στύλων, των ανθρώπων που ευρίσκονται ή εμφανίζοντ’ εν αυτή, φαίνονται ως να την πληρούν ολόκληρον, μεγάλαι και μακραί.

— Φρατ!... φρατ!... φρατ!... διακρίνετ’ αντηχούσ’ από το καφφενείον, πλαταγίζουσα, η υπερμεγέθης πατσαβούρα, που κρατεί ο υπηρέτης, καταφερομένη επί των επίπλων του.

— Κρακ! κρακ! κρακ!, κροταλίζουν τα καθίσματα, προσκρούοντα προς άλληλα σφοδρώς, καθώς αρπάζοντ’ απ’ τα σπεύδοντα γκαρσόνια, δια να εισαχθούν στην μπιραρίαν.

— Γκροπ! γκροπ! γκροπ!, αγροικούνται βαρείς βηματισμοί, επάνω εις τις πλάκες κι εκ της οδού Σταδίου, άλλος διαβάτης παρουσιάσθη, κατεβαίνων, εσταμάτησε προ του ετέρου των καπνοπωλείων, έρριξε δύο τρεις δεκάρες επί της προθήκης. Ο καπνοπώλης έσυρ’ έσωθεν το τζάμι, επήρε τις δεκάρες, άπλωσε το χέρι προς τα μέσα.

Κρρρ!, έκριξ' ελαφρά, η ύαλος, επανακλειομένη, και μετά μικρόν, ο διαβάτης ανεφάνη, διήλθε, ηφανίσθη φωτιζόμενος το πρόσωπον από την φλόγα του τσιγάρου οπού άναψε.

— Ντιγγ! ντιγγ!... ανέδωκ’ ήχον διαυγή, οξύν, από παρακειμένου δρόμου, κρουόμενον το κουδουνάκ’ οικίας, από κάποιον νυκτοβάτην φαίνεται, μόλις τόρα μεταβαίνοντα να κοιμηθή.

— Γκκκρρρ!..., άμαξα εκυλίσθη, ερχομένη πόρρωθεν, επρόβαλεν, επέρασεν από τα πλάγια της πλατείας, διηυθύνθη προς τον Άγιον Κωνσταντίνον, τρέχουσα.

— Άαααχ!... έκαμ’ ο ένας εκ των αμαξάδων, των ακουμπισμένων εις τον τοίχον, κουρασθείς να στέκετ’ έτσι, και αρχίσας να περιπατή, ως θέλων να ξεμουδιάση....

— Κουλούούριααα ανεφώνησε και πάλιν, η σκιά του κουλουρά, οπίσ’ από το αγκωνάρι.

— Θαν τα κολλήσης ούλα συ τόρα;…

— Aμ' τι θα κάμω;…

— Δεν πάμε να κοιμηθούμε καμμιά ώρα στον «Κάτου Κόσμο» και να σηκωθούμε ναν τα κολλήσουμε;... Να σε

κεράσω και καφφέ… διάλογος ηκούσθη διαμειβόμενος, κι εις την απέναντι γωνιάν, δύο σκιαί νέαι ανεφάνηκαν, ακούμπησαν επί του τοίχου δύο σκάλες, η μια εκάθησ’ εις το τελευταίον σκαλοπάτι, ως νυστάζουσα, ανέβ' εις την δικήν της η δευτέρα, άλειψ’ ένα πλατύ χαρτί χρωματιστόν μ’ ένα πινέλον, το εκόλλησ' εις τον τοίχον και μένουσα ολίγον εναέριος χωρίς να κατεβή απ’ εκεί πάνω, στρεφομένη προς την κάτω σύντροφόν της:

— Αμ τι διάολο κομπανία είν’ και τούτη;... είπε, δίχως ν’ απαντήσ’ εις την ερώτησιν εκείνης. Δε βάνουνε τίποτα της προκοπής....

— Μα τι της προκοπής να βάνουνε έκαμεν η άλλη.

—Χα... να βάνουνε Αφρικάνα… να βάνουνε Τροβατόρο…

— Χμ!... Αφρικάνα!... εμουρμούρισεν η άλλη, ως εμπειρογνώμων. Αμ’ αυτά που λες μωρέ είναι όπερες... Δεν είναι τούτοι, γι’ αυτά…

— Αμ; γιατί είναι;…

— Να... τούτοι είναι για μικρά… αυτά που λες είναι όπερες... τούτοι είναι οππερέττα...

— Ωχ αδερφέ!.. Δε μας αφίνουνε!... Οπερέττα... ανταπήντησε εκείνη, ως βαρυνομένη κατεβαίνουσα και καθομένη και αυτή στο σκαλοπάτι της δικής της.

— Αι, πάμε να κοιμηθούμε κι ύστερα να σηκωθούμε ναν τα κολλήσουμε;... είπε πάλ’ η πρώτη, καθώς έμειναν καθήμεναι, κι οι δυο, κάθε μία εις την σκάλαν της.

— Και δεν τα κολλάω ούλα καλύτερα ως στις έξη κι ύστερα να πάω να κοιμηθώ στην κάμαρα;...

— Δόσε μου κάνεμου λιγουλάκι κόλλα που σώθηκε η δική μου, είπ’ η άλλη, αναδεύουσα με το πινέλον το πλησίον της αποτεθέν καθώς εκάθησε δοχείον κόλλας που εκράτει, παρά τον ριχμένον δίπλα ποικιλόχρουν ορμαθόν των προγραμμάτων.

— Πού ναν τη βρω μωρέ... δε γλέπεις που δε θα με φτάση και μένα;…

— Όχι να μη σε φτάση... Δε λες πως λυπάσαι...

Και ο πρώτος εσηκώθη, εχασμήθη, ετανύσθη και ανεκλαδίσθη, και έπειτα ανέβηκ’ εις την σκάλαν του και ήρχισε κολλών το πρόγραμμά του. Και αμέσως ύστερα, κατέβη, εμάζωξε τ’ αγγεία, τα χαρτιά και τα πινέλα του, εζαλώθ’ εις τον ώμον του την σκάλαν κι επανέλαβε, τραβών προς πέραν.

— Αι, θάρθης να κοιμηθούμε στον «Κάτου Κόσμο»;... Θα σε κεράσω και καφέ...

Ο άλλος εφορτώθη παρομοίως τα μπαγκάκια του, ετράβηξ' αντιθέτως, και απήντησε:

— Δεν έρχομαι… Θα πάω ναν τα κολλήσω.

— Δε μου δίνεις κάνεμου λιγουλάκι κόλλα;…

Αλλ’ ο άλλος, απομακρυνόμενος, αφού προχώρησε ολίγον, μεταστρέφων:

— Μήτσο

— Έι!...

— Καληνύχτα!... Να ήσουνα ώμμορφος θα σούδινα.

Και οι κολληταί των προγραμμάτων, χωρισθέντες, χάνονται κι αυτοί, ο ένας δώθε και ο άλλος κείθε. Κι έτσι. περνά η νύκτα, η πλατεία νεκροζή, έρχετ’ η πρωία. Ώρα σχεδόν παρήλθε, δίχως να διακόψη την σιγήν άλλη φωνή, δίχως πνοή ανέμου να φυσύση. Βαθμηδόν οι υπηρέτ’ εσήκωσαν όλα τα καθίσματα, τα έμπασαν, απεσκούπισαν σχεδόν. Ο έτερος των δύο αμαξάδων, των ακουμπισμένων εις τον τοίχον, βαρυνθείς, εσκαρφάλωσ’ εις την άμαξαν, έλαβε τα ηνία, εμαστίγωσε τους ίππους, κι έφυγε καλπάζων. Μακράν ηκούσθη κρότος κάρρου, παρατεταμένος κι ηχηρός. Ο κουλουράς από το αγκωνάρι έβαλε πάλι την κραυγήν του: — Κουλούριαααα!... — Τότε, εκ της οδού Σταδίου, επί του πεζοδρομίου, σύρριζα εις τα σπίτια, προέβαλ’ άνθρωπός τις, κύπτων προς την γην, κρατών και προφυλάττων μεταξύ των παλαμών του αναμμένον σπερματσέτο, και κυττάζων γύρω μετά προσοχής. Έτσι, έφθασε εις την «Ήβην», ρίπτων χάμω εταστικά βλέμματα, παρατηρών το έδαφος οξέως, διέβη προ αυτής χωρίς να σταματήση. Και, διαπεραιωθείς εις το αντίκρυ πεζοδρόμιον, ετράβηξε προς κάτω, επέρασ’ από το καφφενείον Χαραμή, διήλθε, προ του Ζαχαράτου.

— Αι, ηύρες τίποτ’ απόψε... τον ηρώτησε το ξετινάζον τα τραπέζια γκαρσόνι, ευρεθέν παρά την θύραν την στιγμήν αυτήν.

— Μμμμ!... εγόγγυσεν ο άνθρωπος. Tι να βρεις!... Ένα φράγκο μοναχά στην έκθεσι...

Και ο νυκτόβιος τσαγκάρης, ο δουλεύων όλη-μέρα εις το μαγαζί του, κοιμώμενος δε της νυκτός του θέρους μόλις φθάση και σουρπώση, κι εξυπνών στις δύο μετά τα μεσάνυκτα, και παίρνων ένα σπερματσέτο και αρχίζων να γυρνά απέξ’ από τα ερημούμενα υπαίθρια καφφενεία, μπιραρίες, θέατρα, καφέ - σαντάν, παντοία κέντρα αθηναϊκών διασκεδάσεων, με την ελπίδα πως μπορεί να βρει παράδες πέφτοντας απ’ τους θαμώνας κατά λάθος εις την γην, έστριψ' από την γωνίαν, απεκρύβη υπ’ αυτής, έγινεν αόρατος, διευθυνόμενος προς τον σταθμόν Λαυρίου. Αλλά αι πρώται λάμψεις της αυγής άρχισαν ήδη να φωτίζουν το στερέωμα, λευκότης αμαυρά διεχύθη εις τα άκρα του ορίζοντος, το εν των άστρων ετρεμόσβυσε, ως εν αγωνία. Νέα πνοή ανέμου, συνετράνταξε το ανοικτόν παράθυρον δεινώς, διήλασεν αύθις την πλατείαν, ανεστάτωσε αυτήν απ’ άκρη σ’ άκρη. Μία προς μία, αι απολειφθείσαι άμαξαι, απήλθαν και οι τρεις, ετράπησαν εις τους πέριξ δρόμους. Δεύτερος κάρρου κραδασμός, αντήχησε, βαρύς, προς άλλην διεύθυνσιν. Επί του ουρανού ωχρίασ’ η σελήνη, αμυδρά, δερομέν’ υπό της σκόνης. Εσβύσθηκαν του γκαζ τα ράμφη εις την μπιραρίαν, έκλεισαν οι πόρτες της, ο κουλούρας απεμακρύνθη προς τα άνω, και μόνον ο γενειοφόρος και ο λούστρος κάθονται ακόμ’ εις το θρανίον, πραγματευόμενοι παζάρια ειδεχθή...

 

αρχή

 



 

ΤΟ ΓΑΤΙ12

Εις την Νεάπολιν τέσσερα παιδιά εξεμονάχιασαν ένα μικρόν γατί. Τα δυο εγύριζαν βεβαίως από το σχολείον, εάν έκρινε κανείς απ’ τα βιβλία που κρατούσαν. Τα άλλα ήσαν μάγκες, υποστάσεως αδήλου, εξ εκείνων τα οποία διημερεύουν εις τας οδούς, τριγυρίζουν τον ταβλάν των στραγαλάδων, θορυβούν ανά τας συνοικίας, αδιακόπως και παντοίως. Άμα το είδαν, έτρεξαν επάνω του, το εκυνήγησαν, ηθέλησαν να το συλλάβουν. Εκείνο, κάτασπρον γατάκι, τρυφερόν και καθαρότατον, με την ροδίνην του μυτίτσαν, πλανημένον ίσως απ’ το σπίτι του, νεόβγαλτον, αμάθητον, ωσάν χαμένον εις τον δρόμον, ευρεθέν αντίκρυ των, ετρόμαξεν, οπισθοχώρησεν, αγριωπόν, εζήτησε να φύγη, έκαμε δεξιά κι αριστερά, κι επέτυχε, ορμήσαν, να διέλθη των σκελών ενός, δρομαίον. Αλλά δεν είχε κάμει ούτε πέντε άλματα, όταν, πέτρα βαρεία, υψόθεν απελθούσα, γκοπ! αντήχησε σφοδρώς επί της ράχης του, και την συνέτριψε σχεδόν. Μιάουου! έβαλεν οιμωγήν, θλιβεροτάτην, πληγωθέν το αιλουρίδιον, κι επεστράφη, ως διά να ιδή τι έπαθε. Πλην ταυτοχρόνως, άλλη πέτρα, δύο, τρεις επήρχοντο· η μία το επήρ’ εις το κεφάλι, το εξέγδαρε, δευτέρα του σακάτεψε το πόδι, εκατρακύλησεν η τρίτ’ υπό το στήθος του, ενώ ρανίδες αίματος διέστιζον την λευκήν αυτού δοράν. Και αυθωρεί, τα δύο των παιδιών έσπευδαν, του έβγαιναν εμπρός, εμπόδιζαν την πρόοδόν του, ενώ τ’ άλλα δυο του έκοπταν την υποχώρησιν. Τοιουτοτρόπως πολιορκηθέν το κάτασπρο γατάκι, τα εσάστισεν ολότελα, έμεινεν εις το μέσον, εστάθη προς στιγμήν, συγκεχυμένον. Αλλά συνελθόν, με ορθωμένους εν οργή τους μύστακας, όρμησε πάλιν εξ ενστίκτου προς τα πλάγια ελεύθερα, νόμισαν ότι ημπορεί να εύρη διέξοδον εκείθεν. Πράγματι δε κατόρθωσε και διέφυγε από το πεζοδρόμιον, ήρχισ’ εκ νέου να πηδά, με την ελπίδα να γλυτώση. Αλλ’ ενώ έτρεχεν, οι πέτρες ήρχισαν κι εκείνες να επαναπίπτουν βροχηδόν, μία το κτύπησ’ εις το κόκκαλον, επάνω της ουράς, άλλη του έμπασε μέσα τα πλευρά, άλλη το εύρηκ’ εις την ρίζαν του δεξιού αυτιού, βιαία, ήρπασεν ένα κομματάκι εκ του δέρματος αυτού, το συναπήγαγε κυλούσα, τετάρτη του επλήγωσεν άλλου ποδός το νύχι, συγχρόνως δε οι διώκται του επήλαυναν, το κύκλωναν, κι ένας εξ αυτών άπλωνεν ήδη την χείρα να το πιάση. Αισθανθέν όμως τον κίνδυνον το ζώον, καταφοβισμένον, διολίσθαινε και τώρα υπό την παλάμην ήτις το ηπείλει, και ετρέπετο, σύρον τους δύο πόδας του αλγούντας, το αιμάσσον του αυτί, την ράχιν του μισοσπασμένην, την ουράν του την τραυματισμένην, αύθις προς άτακτα πηδήματα. Αλλά κι εκείνοι επηδούσαν εξοπίσω του ομοίως, το κατέφθαναν, αδυνατούν να τρέξη πλέον γρήγορα, το άρπαζαν, σφαδάζον.

— Στάσου, μπρε! έκαμε υπορρίνως προς αυτό, ειρωνικώς, ο έτερος των μαγκοπαίδων, ξεσκούφωτον χαμίνι, με ανώμαλον δασείαν μαύρην κόμην, ο αστείος της παρέας, προσπαθών να το κρατήση συστρεφόμενον, κινούμενον, συνταρασσόμενον.

Πλην κι έστι εδυνήθη να εκφύγη από τα χέρια του, και πάλιν το μικρό γατί, κι εξεσαλτάρισε, αφήνον δράκα τριχαρίων εις τα δάκτυλα αυτού. Προτού σχεδόν προφθάση να πατήση όμως εις το έδαφος καλά-καλά, και άλλος το εβούτ’ αμέσως, από το άκρον της ουράς, και το ανύψωνεν ανάστροφον, κρεμάμενον με το κεφάλι κάτω, εναέριον. Εκάγχασεν η μαγκαρία προς το θέαμα, παταγωδώς, ενώ ο ήρως το εκράτει πάντοτε, σφικτά, και το ετίνασσεν, ως διά να ξερριζώση την ουράν του. Εν τω κενώ ανηρτημένον ούτω, συνέσπα το απαλόν σώμα του το ζώον, εκάμπτετο ελαστικόν, εστριφογύριζεν εντεύθεν και εκείθεν, ζητούν να ανακτήση την ισορροπίαν, να απαλλαχθή, ξανάπεφτε και εκραδαίνετο, κι επάλλετο, και εμιαούριζ’ ικετευτικώς και επωδύνως. Όσον δ’ αυτό επέτεινε τας απελπιστικάς του προσπαθείας, τας ματαίας, και εσείετο, και εδονείτ’ ολόκληρον, κι ελύγιζε τα νεύρα του, κι εστροφοδίνει το κορμί του, αιωρούμενον, πλήττον διά των ποδών του τον αέρα, τόσον κι η ευθυμία επετείνετο μεταξύ της συντροφιάς, εις ην και άλλοι πλέον επροσετίθεντο, παιδιά εκ του σχολείου και μαγκόπαιδες επίσης, σεβαστή ομάς. Και εν τω μέσω των γελώτων, αφού αρκετά κατά τον τρόπον τούτον το ετίναξεν ο νεανίσκος και διεσκέδασε, του έδωκε μίαν επιτέλους, το εξεσφενδόνισε προς τ’ άνω, και αφήκεν αυτό να καταπέση. Εστροβιλίσθη περί εαυτό αναρριφθέν έτσι αποτόμως το γατάκι, έκαμε σπασμωδικάς τινάς κινήσεις και ασυνείδητους, απλόνον τα μικρά του σκέλη ως διά να συγκρατηθή από ανύπαρκτό τι στήριγμα, τεντωνόμενον και μαζευόμενον ακαριαίως εν τη πτώσει του, κι εδούπησ’ εις το χώμα, βροντερώς, εκυλίσθη ζαλισμένον, παραπαίον, ως εκ μέθης, μέχρι του πλησίον οχετού, εις ον κατελάσπωσε την άσπρην του γουνίτσαν. Έπειτα, μόλις εννόησε λιγάκι ότι βρίσκετ’ εις την γην, εκινήθη, μίαν φοράν ακόμη, προς φυγήν. Μα παρευθύς λάκτισμα δεινόν το απετίνασσε προς την αντίθετην μεριάν, άλλο εκείθεν το διηύθυνεν οπίσω, τρίτον εκ του πλαγίου το εκτύπα προς τον τοίχον, ενώ συγχρόνως ανηρπάζετο εκ της ουράς το δεύτερον.

— Κράτα το, μωρέ, να πά’ να φέρω ’να ντενεκέ! ανεκραύγασεν εις εκ της ομάδος, και διηυθύνθη τρέχων προς παρακείμενον εν τη οδώ σωρόν εκ σκουπιδιών, σκορπισμένων επί του εδάφους εις πανδαισίαν των σκυλιών.

Εκεί ευρήκεν υπερμέγεθες κομμάτι εξ αποσυντεθειμένου σκεύους πετρελαίου, από τα υψηλά εκείνα των οποίων κάμνουν χρήσιν οι μπακάληδες, κι εγύρισε ταχύς, κραδαίνων εν θριάμβω το βρωμερόν λάφυρον. Κάποιος εκ των μαθητών ανέλαβε να προμηθεύση, εν σπουδή, τον σπάγγον όστις εχρειάζετο διά να δεθή ο τενεκές, ψάξας δε εις τις τσέπες του, εξήγαγε τεμάχιον μακρόν, όπερ παρέδωκε εις τον κομίσαντα εκείνον. Ενώ δε οι τρεις εβάστουν το ζωάριον, άλλος από την πλάτην, άλλος απ’ τ’ αυτιά, και άλλος από τον αυχένα, διαρκώς κλαιόμενον και πάσχον και αδίκως προσπαθούν να μεταστρέψη και τους τσουγγρανίση με τ’ αδύνατα νυχάκια του ή τους δαγκάση με τ’ αρτιφυή του τα δοντάκια, και έτρεμαν τα μέλη, κι η πνοή εκόπτετο και η καρδία του εβρόντα μέχρι διαρρήξεως υπό τα χέρια των, ο σπάγγος επεράσθη καταλλήλως από μίαν των τρυπών του τενεκέ, ισοζυγήθη, και είτα προσεδέθ’ εις την ουράν του τετραπόδου, συσφιχθείς στερεότατα.

— Αμολάτε το, μωρέ, τώρα!

Και το τενεκεδοφορούν γατί εξαπελύθη, με το παράρτημα το άηθες αυτού, τον στολισμόν του τον παράξενον, και ήρχισε να τρέχ’ υποχωλαίνον, λασπωμένον, αιματόφυρτον, άγον τον κροταλέον συνοδόν του, ξαφνισμένον απ’ τον πάταγον τον εκρηγνύμενον σφοδρώς παρά τα νώτα του, εμποδιζόμενον να δράμη εκ του βάρους, σκοντάπτοντος τον δρόμον του, ασθμαίνον, και ασχάλλον, κι έξαλλον. Οπίσω δε αυτού εβάδιζαν οι παίδες, ατασθάλως και ατάκτως, φύρδην μίγδην, καταληφθέντες πλέον υπό γηθοσύνης ακρατήτου, και καγχάζοντες, σφυρίζοντες, φωνάζοντες, χειροκροτούντες, εκμαινόμενοι. Από των εξωστών, από τας θύρας, από τα παράθυρα, κοιτάζουν οι περίοικοι, προκύπτοντες εκ τούτων και εξ εκείνων ή στεκόμενοι πλησίον εις αυτάς, γυναίκες και νεάνιδες και νέοι, ως επί το πλείστον, συνδιαλεγόμενοι, και βλέποντες κατά την ώραν ταύτην την εσπερινήν τον δρόμον. Αλλά το πράγμα δεν ελκύει καθώς φαίνετ’ ιδιαιτέραν προσοχήν, εκτός εάν χαμογελούν τινές ολίγον μόνον δι’ αυτό. Και οι διαβάται δε ομοίως διέρχονται, και σχεδόν ούτε βλέμμα ρίπτουν, απαθείς, και αδιάφοροι. Και το γατάκι τρέχει, τρέχει, όπως ημπορεί, ακολουθούμενον από τους σφυριγμούς και τα χλευάσματα, κι εκθερμανθέν από ελπίδα νέαν να σωθή, το έβαλ’ εις τα πόδια μ’ ορμήν, απεμακρύνθη της ομάδος αρκετά, παρέκαμψε την αντικρύ γωνίαν.

— Θα μας φύγη, μωρέ... θα μας φύγη, μωρέ... το σταυρό του! αντήχησαν κραυγαί οργής και λύσσης, και εκάλπασεν ο συρφετός, τρομάξας πως θα χάση την απόλαυσιν. Αι πέτραι δ’ αι οποίαι δεν απέλειπαν να πίπτωσι και πριν κρούουσαι ισχυρώς συχνά τον τενεκέν, επανελήφθησαν εν πλήθει και ραγδαίως.

— Στάσου, μωρέ, καλύτερα ναν το δέσουμε... απεφάνθη τις, οπόταν μετ’ ολίγον και ακόπως το κατέφθασαν και πάλιν.

Και αφαιρών την ζώνην του, δένει διά του λωρίου τον λαιμόν αυτού, τραχέως, και αρχινά ευθύς να το τραβά, υπό αλαλαγμούς κωφαίνοντας, τρέχων αυτός εμπρός και βιάζων και αυτό να άλλεται κατόπιν του, με το παράρτημά του το ηχήεν. Έπεται δε εκείνο, θέλει - δεν θέλει, με αγχόμενον τον λάρυγγα, ημίπνικτον σχεδόν, χωρίς να δύναται ούτε να μιαουρίση καν πλέον απ’ το σφίξιμον, να ειπή το παράπονόν του, με το ρύγχος υψηλά, προς τ’ άνω τεταμένον ακουσίως το κεφάλι, αποβλέπον προς τον διαυγή ορίζοντα. Και τα γαλανά ματάκια του, τα έξω των κογχών προβάλλοντα εκ της αγωνίας, συνηντήθησαν ούτω προς τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, κρυπτομένου οπίσω του βουνού, το οποίον επλαισίωνε την άκραν του δρόμου εν απόπτω, εκαρφώθησαν επ’ αυτού μίαν στιγμήν, με έκφρασιν αρρήτου λύπης και εκπλήξεως και τρόμου, ωσάν το επιθανάτιον μικρόν ζώον να ερωτούσε το παμμέγεθες θνήσκον άστρον διατί έμελλε και αυτό να αποθάνη...

 

αρχή

 



 

Η ΚΥΡΑ-ΚΩΣΤΑΙΝΑ13

Η κυρά-Κώσταινα συνήθως διημερεύ΄ εις την δενδροστοιχίαν, εμπροστά εις το παλάτι. Χονδρή, κατακόκκινη το πρόσωπον, με μικροτάτους οφθαλμούς μισοκλεισμένους απ΄ την γλάραν την ηδονικήν οπού παράγει μπεκρηλίκι συνεχές, με τα ευρέα της φουστάνια, εις α μόλις χωρεί το παχύ σώμα της, που ξεχειλίζ΄ εις όγκους πλαδαράς σαρκός εντεύθεν και εκείθεν με το διαφόρου χρώματος εκάστοτε φανταχτερόν φακιόλι της, την ομπρελλίτσαν της την κροσσωτήν και ερυθρόλευκον, περιστοιχίζεται διαρκώς από πολυπληθές φουσάτον ομοφύλων της. Διότ΄ η κυρα-Κώσταινα είναι μεσίτρα, πασίγνωστος μεσίτρα, μεσίτρα υπηρεσιών, μαγειρισσών, καμαριερών, νταντάδων, δουλαρίων και παντός αναλόγου εμπορεύματος. Τώρα, αι κακαί γλώσσαι λέγουν ότι προς αυτό αρμονικώς ενόνει και άλλα επαγγέλματα, ποικίλα, τα οποία των σημερινών λαών η στενή διάνοια δεν θεωρεί και πολύ εύφημα. Αλλά αι κακαί γλώσσαι ποίον σκοπόν έχουν εις τον κόσμον, ή να συκοφαντούν και να διασύρουν οιονδήποτε διακρινόμενον κατά τι υποκείμενον; Και ποίον οπωσδήποτε επιφανές ή γνωστόν πρόσωπον διέφυγε τας βδελυράς των επιθέσεις, εις παν έθνος, κατά πάσαν εποχήν της ιστορίας; Δεν εσυκοφαντήθη ο Σωκράτης, ως εισάγων θεούς νέους, ομιλών με τα δαιμόνια, άπιστος προς τους νόμους και τα έθιμα του τόπου του; Δεν ερραδιουργήθη ο Φωκίων ως συνεννοούμενος προς τους εχθρούς; Δεν εκατηγορήθη ότι έπαθεν εξ αργυράγχης ο Δημοσθένης; Δεν εξεχύθη το φαρμάκι του φθόνου αφειδές κατά του Κικέρωνος; Δεν ερρίφθησαν αι αισχρότεραι των μομφών κατά του Γαΐου Γράκχου; Δεν επεζητήθη η αμαύρωσις της μεγάλης μορφής του Πομπηΐου; Δεν εχαρακτηρίσθη ως σφετεριστής εχθρικών λαφύρων ο Φούριος Κάμιλλος; Δεν αμφισβητήθη η αρετή της Λουκρητίας; Δεν παρεστάθη ως μοιχαλίς η Ευδοκία; Δεν εικονίσθη ως η τελευταία των πορνών η Θεοδώρα; Δεν υπέστη τα πάνδεινα εκ των κατ΄ αυτού διαβολών ο Βελισσάριος; Δεν εζωγραφήθη ως παράφρων ο μέγας Κρόμβελ; Δεν εκηρύχθη πουλημένος ο Μιραμπώ; Δεν ελοιδωρήθη απηνώς ο Λεδρού-Ρολλέν; Δεν άκουσε τόσα και τόσα ο Ροαγιέ-Κολλάρ; Δεν υβρίσθη ο Πιτ; Δεν επροπηλακίσθη ο Πάλμερστων; Δεν εποτίσθη μυρίας πικρίας ο Δισραέλης, ο Καβούρ, ο Μαντσίνης, ο Γουερίνης, ο Λαμαρτίνος, ο Γιραρδίνος, ο Κοσσούθ; Δεν εθεωρήθη εταίρα η Μαντάμ Ρολάν; Δεν εκυλίσθη εις ειδεχθή βόρβορον δι΄ επιτηδείως εξυφανθεισών πλεκτανών ο Δίλκε; Δεν απέθανε, θύμα μισητών θρυλλημάτων, ο Πάρνελ; Οπόσα δεν κατελαλήθησαν και οποίαι μηχανορραφίαι δεν ελέχθησαν εναντίον του Θεοδώρου Δηληγιάννη;

…Τι παράδοξον λοιπόν αν και οι κάτοικοι των συγχρόνων Αθηνών θρυλλούν περί της συμπολίτιδος αυτών, ότι τα κέρδη της και εν γένει το επάγγελμά της σχετίζεται μάλλον προς την εργασίαν μελών τινών του σώματος των νεανίδων, τας οποίας προμηθεύει, άτινα συνήθως είναι κάπως ολιγώτερον φανερά από τας χείρας των; Αλλ΄ οι γνωρίζοντες να εκτιμούν τους χαρακτήρας και να εμβαθύνουν εις τα πράγματα, θενά σας έλεγαν ότι ουδέποτε ψυχή καθαρωτέρα ήστραψεν υπό τον λάμποντα της Αττικής ήλιον, ότι ουδέποτε αγνότης λευκοτέρα και πτερών περιστεράς εστόλισε τα στήθη μεσιτρίας, ότι ουδέποτε καρδία μάλλον ευγενής εκτύπησεν υπό χρωματιστόν φουστάνι, μεταξύ δύο πλατέων και αδρών μαστών. Αλλ΄ εχρειάζετο απόδειξις του πράγματος πλειότερον τρανή, επίσημος, πασίδηλος, και αναντίρρητος βεβαίως εφεξής, και ταύτην δεν εβράδυνε να την παράσχει αληθώς περιφανή, ο Παντεπόπτης. Το γεγονός έλαβε χώραν μίαν εκ των περασμένων ημερών, και θεαταί αυτού παρέστησαν όλοι οι καταβαίνοντες με το τραμβάυ εις το Φάληρον, ο κόσμος ο περιπατών εις την πλατείαν προ των Ανακτόρων, ο πωλών εισιτήρια εις το τραπεζάκι του υπάλληλος, δύο στραγαλάδες, γκουβερνάνται ικαναί, και εν τοις πρώτοις ο κατ΄ ευμενή της μοίρας παραχώρησιν αξιωθείς να αναγράψη τούτο σήμερον επί τας δέλτους ταύτας εις αιώνιον μνημόσυνον, οίτινες πάντες θα ηδύναντο να μαρτυρήσουν την αλήθειαν αυτού.

Την ημέραν αυτήν λοιπόν, η κυρα-Κώσταινα, εκάθητο, κατά το ειωθός, εις ένα μπάγκον, εκ των βαλμένων κατά μήκος, άνωθεν του κήπου των Μουσών, υπό τα δένδρα, έχουσα εις το πλάγι της νέαν τινά, πολύσαρκον ομοίως, ην εσκόπευε να προμηθεύση ως νταντάν, και συνδιελέγετο ησύχως μετ΄ αυτής, ότε, εξαίφνης, είδε θέαμα φρικτόν. Επί του τροτουάρ, εμπρός εις την Μεγάλην Βρεττανίαν, ανέβαινε νεάνις τις, με κόκκινον πολκάκι, κόκκινην ομπρέλλαν εις το χέρι, φόρεμα λαδί, ξεσκούφωτος, με την μακράν κοτσίδαν της στριμμένην μετά προσοχής, και καταπίπτουσαν οπίσω, απ’ τον κούτρουφαν αυτής, επί της ράχης της και φθάνουσαν ως κάτω, εις την μέσην της, μαζί της δε και δίπλα της, συνομιλών και συνοδεύων, ζωηρά και με χειρονομίας, νέος τις, φορών πλατύγυρον καπέλλον, ως υπόπτου εξωτερικού, μισοεργατικός, μισολιμοκοντόρος, μισοκουτσαβάκης, εκ του είδους των αγνώστου προελεύσεως και χαρακτηρισμού εκείνων αμφιβίων, οπού πληθύνουν οσημέραι τους πλουσίους φαυλοβίους κύκλους των οδών και πλατειών της πρωτευούσης. Ομιλών δε ούτω προς την νέαν, ο άνθρωπος αυτός έκαμνε νοήματα συγχρόνως, μιμικά, συμβολικά, προς τον ολίγο παραπάνω, εις το σταυροδρόμι, έχοντα στημένον το τραπέζι του υπαίθριον πωλητήν των λεμονάδων, όστις πάλιν, γυρίζων, έλεγε λέξεις τινάς ή έκαμνε νοήματα επίσης σ’ έναν αμαξάν, στεκόμενον επί της λεωφόρου Κηφισσιάς, μετακινούντα δε διαφοροτρόπως την καρότσαν του, συμφώνως προς τας οδηγίας. Προδήλως δε, σκοπός των ανδρών τούτων ήτον ως εφαίνετο, να μπάσουν εις την άμαξαν την νέαν, ν΄ ανεβούν κι αυτοί, και να απέλθουν, Κύριος οίδε πού. Αλλά η Θεία Πρόνοια ηγρύπνει, όπως πάντοτε, και την φοράν αυτήν, εις την γωνίαν της οδού, υπό την όψιν του ανεψιού της κυρα-Κώσταινας, του χρησιμεύοντος και ως πράκτορος αυτής. Ο ανεψιός λοιπόν, κάμνων καρτέρι εκεί που, κι ιδών ότι περί απαγωγής, καθ΄ όλα τα διδόμενα, επρόκειτο της νέας, ιχνηλατών δε ίσως κι από πριν αυτήν, κι εν γνώσει ευρεθείς των διατρεχόντων, μόλις αντελήφθη το συμβαίνον, άφησε την σκοπιάν του, έτρεξεν ευθύς, ασθμαίνων, έφθασεν εντός δευτερολέπτου εις τον μπάγκον που εκάθητο η θεία του, και με φωνήν διακεκομμένην:

— Θεια, λέγει, θεια…. ήρθε μια δούλα… απ΄ τη Σύρα… για να μπη σε σπήτι… και την έμπλεξ΄ ένας… με το λεμονά κειπέρα… κι έχουνε και την καρρότσα έτοιμη ναν την πάρουνε… μόν΄ τρέξε!

Προς την φωνήν, η κυρα-Κώσταινα εσήκωσε την κεφαλήν, βιαίως, ως δακέθυμος πολεμικός ίππος, ακούων μάχης σάλπισμα, απέβλεψε βλέμμα οξύ προς πέραν, περιέλαβε δι΄ αυτού τον όμιλον, και, άμα εκατάλαβεν, ωρθώθη εν στιγμή, εχύθη παρευθύς, μ΄ όλον τον όγκον της, ως θωρηκτόν που εφορμά με όλην του ατμού την δύναμιν κατ΄ άλλου εν πελάγει, και δι΄ αλμάτων, ήρχισε να τρέχη, προς την διασταύρωσιν των δρόμων, παρά το υψηρεφές ξενοδοχείον· ενώ δε σπεύδει, σύρουσα το φουστάνι της, ανοίγουσα τα σκέλη, κλίνουσα δεξιά κι αριστερά, κουτσαίνουσα ολίγον, εγείρουσα την σκόνην, μ΄ ανεμίζον το μανδήλι της, φουσκόνοντα τα μισοφόρια της, παλλομένην ωσεί κοντάρι την ομπρέλλαν της, τρέχει κι ο ανεψιός της, παραπλεύρως της, ομοίως, εξακολουθών να της μιλή, να την πληροφορή λεπτομερέστερον, να της διηγείται τα καθ΄ έκαστα, αποκρινόμενος εις τας μονοσυλλάβους ερωτήσεις της. Ούτως, αστραπηδόν, διήλασαν την έκτασιν, κατέφαγαν το διάστημα, έφθασαν εις τον τόπον της σκηνής, παρά του λεμονά το τραπεζίδιον. Οι άνθρωποι, εν τούτοις, είχαν φθάση εις την άμαξαν, είχαν ενωθή κι οι τρεις, το όχημα εστάθ΄ εις εν σημείον, και η νέα άπλωνεν ήδη το ποδάρι, δια ν΄ ανέβη επ΄ αυτού, ότε ενέσκηψ΄ εν τω μέσω των, περιφλεγής η κυρα-Κώσταινα. Και ριπτομένη προς την νέαν, διαγκωνίζουσα τους συνοδούς της αποτόμως, στηλωνομένη στιβαρώς επί τους πόδας της, τείνουσα προς τα πρόσω τους βραχίονας, κεραυνοβόλος, με τας λέξεις χειμαρροειδώς κατρακυλούσας απ΄ το στόμα της.

— Μωρή… της λέγει, μωρή, πού πας; πού τους ηύρες αυτούς; τι θέλεις; να μπης σε σπήτι;… και δεν έρχεσαι σε μένα… που είμαι μεσίτρα… γνωρισμένη… να σε βάλω σε ό,τι σπήτι θέλεις… πού τους ξέρεις αυτούς, μωρή; πού ξέρεις πού θα σε πάνε; σα θέλεις να μπεις σε σπήτι, δεν έρχεσαι να σε βάλω ΄γω;… πού τους ξέρεις αυτούς, μωρή;

Επί τη ανελπίστω επιθέσει, η νέα μετεστράφη απορούσα, προσέβλεψε την κυρα-Κώσταιναν με έκπληξιν, απέμεινεν αμφίρροπος, με το ένα πόδι της εις την σκάλαν της αμάξης, και το άλλο καταγής. Κ΄ η κυρα-Κώσταινα, βιαία έτι μάλλον, και ακάθεκτος, προβαίνουσα, σπρώχνουσ΄ αποτομώτερον τους δύο άνδρας, κυριεύουσα το κέντρον του ομίλου.

— Πού πας, μωρή, επαναλαμβάνει. Πού τους ηύρες αυτουνούς; Πού τους ξέρεις; σα θέλεις να μπεις σε σπήτι, δεν έρχεσαι να σε πάω ΄γω; σε σπήτι όπως θέλεις… αι, μωρή;

Αλλά, οι δύο άνδρες, συνελθόντες εκ της πρώτης εντυπώσεως, ηρεθίζοντο προδήλως, και ο φέρων το πλατύγυρον καπέλλον, πιάνων με θυμόν, εκ του βραχίονος, την κυρα-Κώσταιναν, και προσπαθών να την παραμερίση:

— Α στο διάολο, παληοβρώμα!... υπεγόγγυσεν οργίλως προς αυτήν.

Αλλά η κυρα-Κώσταινα, αποσπωμένη μεθ΄ ορμής, εκμαινομένη προς το άκουσμα.

— Βρώμα, λέει; κραυγάζει. Θα με πης και βρώμα, βρε κ…;! Εγώ είμαι μεσίτρα… αποδειγμένη! Πού το πάτε το κορίτσι, βρε άτιμοι;!... Πού το βρήκατε;… κι έχετε και τον αμαξά έτοιμο; πού θαν το πάτε; αι, βρε;!...

— Α στο διάολο, σκρόφα, σου είπα… να μη σου πάρ΄ ο διάολος τον πατέρα!...

— Εγώ να πάω στο διάολο, βρε κ…;! Πού το πάτε το κορίτσι, μωρέ;… Σε τι σπήτι θαν το βάλετε;… Πού το ξέρετε το κορίτσι, βρε σεις;…

— Αμ εσύ, πού το ξέρεις, μωρή παληοβρώμα;…

— Εγώ είμαι μεσίτρα… εγώ έχω χρέος… για να μπει δούλα σε σπήτι, πρέπει να περάσει απ΄ τα χέρια μου… ή το βρήκατε μοναχό και θαρρείτε πως θα σας τ΄ αφήκω;!...

Και στρεφομένη προς την νέαν.

— Πού σε βρήκανε, μωρή;… επαναλαμβάνει. Πού τους ξέρεις αυτούς, μωρή;… Τι θέλεις εσύ, μωρή, με την άμαξα;… Πού σου είπανε πως θα σε πάνε;…

Εις τας ακατασχέτους κραυγάς της κυρα-Κώσταινας, ήρχισε κόσμος να συνάζεται, ν΄ ακούη, να περιβάλλη τον μικρόν γρούπον των απαγωγέων και της νέας. Βλέπουσα δε τούτο η κυρα μεσίτρα, ενθαρρύνεται, εντείνει την φωνή, και απευθυνομένη προς τους ερχομένους:

— Ορίστε, κύργιοι, ν΄ ακούστε, λέγει, γι΄ αυτούς τους άτιμους… που βρήκανε μοναχό αυτό το κορίτσι, που ήρθε απ΄ τη Σύρα να μπει σε σπήτι.. και θέλουνε να το πάρουνε… κι έχουνε και την άμαξα έτοιμη οι κακούργοι!

Και γυρίζουσα πάλιν προς την νέαν, με τόνον πλέον δημοσίου κατηγόρου, αντιπροσώπου του συνελθόντος λαού, εισαγγελέως της κοινής γνώμης, αποτεινομένου προς υπόδικον:

— Πού πας, σου λέω, βρυχάται, μωρή κακούργα;… Πού τους βρήκες αυτούς, σου λέω;… Σα θέλης να μπης σε σπήτι, γιατί δεν έρχεσαι να με βρης εμένα;…

Η νέα με το κόκκινον πολκάκι, παρατηρούσα την τροπήν που ελάμβαναν τα πράγματα, συγκεχυμένη εκ της απροόπτου παρεμβάσεως της ακαθέκτου κυρα-Κώσταινας, καθορώσα τον πυκνούμενον τριγύρω κόσμον, εκλονίσθη εντελώς, κατέβασε το πόδι απ΄ την σκάλαν της αμάξης, κι ήρχισε ν΄ απαντά εις τας αλλεπαλλήλους ερωτήσεις, ως δικαιολογουμένη τάχα:

— Να.. πού τους βρήκα.. σάματις τους ξέρω κι εγώ… εγώ ήρθ΄ απ΄ τη Σύρα… με το βαπόρι… να μπω σε σπήτι… και με βρήκ’ αυτός στον Περαία… κει πούβγαιν΄ από τη βάρκα… και μου λέει «από πού έρχεσαι;»·ּ του λέω κι εγώ «απ΄ τη Σύρα»… «τι θέλεις;», μου λέει, «να μπεις σε σπήτι;»… «ναι», του λέω… «έρχεσαι», μου λέει, «να σε βάλω σ΄ ένα σπήτι… καλό;»… «γιατί δεν έρχομαι», του λέω κι εγώ, «σαν είναι καλό το σπήτι…», «άιντε πάμε», μου κάνει… μπήκαμε στο σιδερόδρομο μαζί και ήρθαμε…

— Ακούτε, κύργιοι, αναβοά εμμανώς η κυρα-Κώσταινα, εξαπτομένη έτι μάλλον εκ της αφηγήσεως, ακούτε, κύργιοι, έχουνε εταιρίες… και πάνε και βρίσκουνε στον Περαία τις δούλες που βγαίνουνε από το βαπόρι… και τις παίρνουνε και τις γλεντάνε… και ύστερα τις πουλάνε στο Γκαζ… ακούτε… πήγε και την εβρήκε στον Περαία… και την ανέβασ΄ απάνου… και ήτανε συνεννοημένοι και με το λεμονά… είχανε και την καρότσα έτοιμη… να, ο ανειψιός μου τους είδε που κάνανε τα νοήματα… εγώ καθόμουνα κειπέρα με το άλλο το κορίτσι… δεν ήξερα τίποτα… μονέ τρέχει ο ανειψιός μου και μου λέει: «Θείτσα, αυτό κι αυτό»… «τρέξε», μου λέει…

Αλλ΄ οι ως απαγωγείς παρουσιαζόμενοι, καταλαμβάνοντες της θέσεώς των το δυσάρεστον, και αισθανόμενοι πως χάνουν έδαφος, και εννοούντες ότι κινδυνεύει να τους διαφύγ΄ η λεία, κι ότι υπέρ άλλου εκοπίασαν, αποπειρώνται τελευταίαν τιν΄ αντίστασιν. Και ο φορών εις το κεφάλι την ρεπούμπλικαν, διακόπτων αυθαδώς αυτήν, θρασύς και απειλητικός.

— Έρχεσαι να πας στο διάολο… λέω ΄γω… ή να μη σου πάρ΄ ο διάολος τον πατέρα! επαναλαμβάνει.

           Η κυρα-Κώσταινα δεν είναι όμως εξ εκείνων, οίτινες πτοούνται τόσον εύκολαּ και ισχυρά εν τω δικαίω της, βασιζομένη επί των συνερχομένων περιέργων, πεποιθυία εις την δύναμιν της φωνής αυτής, ορμητική, αγρία:

— Μη με βρίζης, του λέει, γιατί σου βγάζω το μάτι με την ομπρέλλα!... Έχει και μούτρα και να με φοβερίση κι όλα!

Και διακρίνουσα, λίγο παρέκει, έναν υπενωμοτάρχην, μεταξύ των παρεστώτων, χαζώς βλέποντα:

— Κύριε νωματάρχη, να με προστατέψης! βάλλει αιφνίδιον ωρυγήν. Εγώ είμαι μεσίτρα αποδειγμένη… έχω και τα χαρτιά μου… είναι στη Διεύθυνσι… τάχει ο κύργιος Μπαϊραχτάρης… να προστατέψης αυτό το κορίτσι το αθώο… που πήγανε και το πήρανε από το βαπόρι… και θαν το πουλήσουνε στο Γκαζ… και το γλύτωσα απ΄ τα χέρια τους… και άκουσα και τόσα λόγια… με είπανε σκρόφα… με είπανε… εγώ είμαι μεσίτρα… αποδειγμένη!...

Επί τη εμφανίσει και τη επικλήσει ταύτη της εξουσίας, ο γύρω κόσμος συνταράσσεται, άλλοι γελώντες, άλλοι ερωτώντες, άλλοι αναμένοντες το αποβησόμενον, οι ως απαγωγής παρουσιαζόμενοι κρίνουν χαμένην πλέον την παρτίδα και θεωρούν αναγκαίον να το στρίψουν, η νέα πλησιάζει έτι μάλλον προς την κυρα-Κώσταιναν, ως δια να τεθή εφεξής οριστικώς υπό την αιγίδα της, ο αμαξάς μαστίζει τους ίππους και απέρχεται, καλπάζων, και ο υπενωμοτάρχης, αυθεντικώς και αξιωματικώς, λέγει προς την κυρα-Κώσταιναν, με δασυτάτην ρουμελιώτικην προφοράν, παραμερίζων τους μεσολαβούντας, και συστρέφων των μύστακ’ αγερώχως:

— Πάρ΄ το κορίτσι και τράβα… και μην παραφωνάζης… τι σκούζεις έτσι… άφησε να κρυώση το πράμμα κι έρχουμαι και σε βρίσκω…

Ενώ δε ο ήλιος βασιλεύει εν θαμβούση πορφύρα, και χρυσώνεται ο ορίζων και ροδίζεται ο Υμηττός, και το παλάτι καταλάμπεται από τας τελευταίας του ακτίνας, και τα φύλλα των πέριξ δένδρων ψιθυρίζουν προς τον άνεμον της εσπέρας και το δια τα Φάληρα τραμβάυ ξεκινά σφυρίζων διατόρως, και η κάτω μουσική αρχίζει να βροντά τον Ύμνον της Ελευθερίας, η κυρα-Κώσταινα, εν τη ευχαριστήσει του θριάμβου, πάλλουσα όλη, φουσκωμένη, καταϊδρωμένη, γαυριώσα, μετά μεγάλου φουστανιών θρου και φωνών ήχου, απάγει προς την λεωφόρον Αμαλίας την νεάνιδα με το κόκκινον πολκάκι, και λαλεί διαρκώς, και σείεται βιαίως, και χειρονομεί μεγαλοπρεπώς, και κουνεί στον αέραν αδιακόπως την ομπρέλλαν της, και ξεφυσά και δημηγορεί προς τα εντυγχάνοντα πλήθη, εκθέτουσα δια μακρών το γεγονός, εξημμένη, καταγανακτημένη, προστάτις της απειλουμένης δημοσίας ηθικής, και της κοινωνικής ευπρεπείας αντιλήπτωρ, και της κινδυνευούσης αρετής υπέρμαχος…14

 

αρχή

 



 

ΤΟ ΘΕΡΟΣ15

Tο θέρος ήγγισεν. Αι ημέραι ήρχισαν ήδη να παρατείνονται, μακραί και ηλιοκαείς και αι νύκτες να λούωνται εις δρόσον ευάρεστον και άπλετον σεληναίον φέγγος. Κοπιωδεστέρα καθίσταται οσημέραι η εργασία υπό την θερμότητα της ατμοσφαίρας, και βαρύνει το πνεύμα αφορήτως το καύμα του ουρανού. Λιβυκαί πνοαί στροβιλίζουν ανά τας οδούς εις λευκάς νεφέλας τον κονιορτόν και ο ιδρώς ρέει από των μετώπων — οχληρός προάγγελος και σύντροφος της αφικνουμένης ώρας του έτους. Καταβαλλόμενον υπό του άχθους κλίνει προς ανίκητον ύπνον το σώμα, εφ’ όσον, παμμεγέθης κρατήρ, εκχέει, κρεμάμενος άνωθεν, την ζέουσαν των ακτίνων του λάβαν ο ήλιος, και αναμένει την εσπέραν, διά ν’ απολαύση ολίγων στιγμών ανεκτής υπαίθρου ζωής, πολύ μετά την δύσιν του ανηλεούς άστρου. Τότε μόνον ανακουφίζονται πως τα κεκμηκότα μέλη, τότε ενδυναμούνται κατά τι τα παραλελυμένα νεύρα, τότε συσφίγγονται αύθις αι ίνες αι χαλαρωθείσαι και ανοίγονται, οι καμύοντες και τεθαμβωμένοι οφθαλμοί και καθαρίζεται η διάνοια η θολωθείσα. Και πληρούνται λαού αι εξοχαί και τα προάστεια και αι ακταί, και σπεύδει το πλήθος όπου το καλεί έστω και η παραμικροτέρα αναψυχή, και αναζώσιν οι νεκροί δρόμοι και εκχύνεται εις αυτούς νυκτοβάτις η πόλις όπως αναπνεύση, περιπατήση, λουσθή ή ευθυμήση. Και άρχονται τα υπό το ελεύθερον στερέωμα θεάματα και εγκαινίζεται η εις Φάληρον κατάβασις και ανέρχεται γογγύζων, υπό το βάρος τον επιβατών, ο σιδηρόδρομος προς τον ανήφορον της δροσεράς Κηφισσίας. Και από του ερημωμένου βαθμηδόν άστεως η ανθρωπίνη πλημμύρα κυλίεται παντού όπου δένδρων εν ανοικτώ ορίζοντι σκιά ή βουνού χλοόζουσα ράχις ή θαλάσσης φλοίσβος γλυκός. Είναι η μεγάλη εποχή των αθηναϊκών διασκεδάσεων. Και είναι άμα διά τον περίεργον παρατηρητήν η καταλληλοτέρα επίσης περίστασις όπως ίδη απροκαλύπτους τας τάσεις, τας ιδέας, τας συνηθείας, τας ορέξεις, τον χαρακτήρα του λαού — το προσφορώτερον στάδιον όπως σπουδάση την βαθμιαίαν των ηθών παρ’ ημίν μόρφωσιν.

Από του διασήμου κριτικού Sainte Beuve αποφανθέντος τον γνωστόν αφορισμόν «Ειπέ μου ποίον θαυμάζεις διά να σου είπω ποιος είσαι», μέχρι του περίφημου Brillat-Savarin ανακηρύξαντος ως αξίωμα, ότι μόνον εκ του είδους της συνήθους αυτώ τροφής και του τρόπου καθ’ ον τρώγει θα ηδύνατο να ορισθή ασφαλώς ο χαρακτήρ παντός ανθρώπου, μυρίαι προυτάθησαν και υπεδείχθησαν θεωρίαι προς καθορισμόν ή εξήγησιν των γενικωτέρων ψυχικών διαθέσεων εκ των εξωτερικών φαινομένων του καθημέραν βίου. Αλλ’ ο μάλλον ανάξιος προσοχής μεταξύ αυτών, δεν θα ήτο ο τρόπος καθ’ ον διέρχονται τας ώρας της αργίας των τα άτομα ή τα έθνη, λαμβανόμενος ως μέτρον και δοκιμαστήρ του καθόλου αυτών χαρακτήρος. Ο αφορισμός του κριτικού δεν θα ήτο ολιγώτερον αληθής αν διετυπούτο αναλόγως: Ειπέ μου πώς διασκεδάζεις και θα σου είπω ποίος είσαι. Κατ’ άλλον τρόπον εργάζεται, αλλά και άλλως ευθυμεί ο πεπολιτισμένος, άλλως δε ο άξεστος και χυδαίος. Άλλως εργάζεται αλλά και άλλως ευθυμεί ο προοδευτικός, και άλλως ο στάσιμος και οκνηρός. Άλλως εργάζεται, αλλά και άλλως ευθυμεί ο άπιστος ή ο πιστός, ο σκεπτικός ή ο απλούς, ο ελεύθερος ή ο δούλος. Της οθωμανικής φυλής την στασιμότητα, το αποκλειστικόν, την αδράνειαν, την εις το πεπρωμένον τυφλήν πίστιν, απολαυστικότητα, την εις ιδανικόν άλλης ζωής υλικωτέρας έτι και ηδονικωτέρας της παρούσης πεποίθησιν θα ηδύνατό τις αμέσως να αισθανθή και εννοήση και άπαξ μόνον παραστάς εις τουρκικού θεάματος σκηνήν ή ενωτισθείς ασιατικού άσματος, τους ηδυπαθείς και συρομένους και στένοντας και ομοιοχρώμους και εν κοιμιζούση νωθρότητι εξελισσομένους μελιτώδεις τόνους. Ο χονδρός και ήσυχος γερμανός αρέσκεται εις του οικογενειακού βίου τας απλοϊκάς ηδονάς, ή εις την βραδείαν και ήρεμον και αποκτηνούσαν μέθην του ζύθου. Ο θερμός Ισπανός ταυρομαχεί. Ο χαύνος Ιταλός ψάλλει προς άρπαν ή προς κιθάραν ερωτικών πόνων μέλη. Ο γάλλος αγαπά το καινοφανές, το πρωτότυπον, την ζωήν, την λάμψιν των φώτων, τον θόρυβον, των ποτηρίων την κλαγγήν και των χορών την ζάλην και την βοήν του γέλωτος και τον αφρόν του καμπανίτου. Και ομοίως εκάστη εποχή έχει και τα ιδιαίτερα αυτής ήθη και τα έθιμα και τας λύπας και τας χαράς και τας διασκεδάσεις, άτινα συναποφέρει παρερχομένη μεθ’ εαυτής εις τον τάφον. Εκάστη αξία λόγου πολιτική ή κοινωνική μεταβολή, είτε φυσική και βαθμιαία είτε απότομος και βιαία, αρκεί να έχη ως βάσιν εξέλιξιν ιδεών και ως κρηπίδα του καιρού τας απαιτήσεις, συνεπάγεται αναποφεύκτως και την μεταβολήν της ζωής. Πώς θα περιεφρόνουν τας εορτάς και τας διασκεδάσεις ημών, τας επί τη βάσει των τύπων και όρων και κανονισμών, πώς θα εγέλων, αν τας έβλεπον, διά τας αβλαβείς ημών ιπποδρομίας και τας σεμνάς απόκρεω οι αρχαίοι Ρωμαίοι, οι μεθυσκόμενοι εις το αίμα των σφαζομένων εν τω κίρκω θηρίων και κορεννύμενοι εδωδής και πότου εις λουκούλλεια δείπνα και οργιάζοντες εις έκφρονα σατουρνάλια και πλέοντες εις ποιητικωτάτης ακολασίας τον ακατάσχετον χείμαρρον! Πώς θα ενέπαιζον τας ευαισθήτους και αναιμικάς και νευροπαθείς ημών γυναίκας αι υπερήφαναι και σκληραί δέσποιναι, αι κοσμούσαι τας αιματηράς πανηγύρεις του Forum και καταβιβάζουσαι τον αντίχειρα όπως φονευθή υπό τα όμματά των ο αιχμάλωτος, και σοβούσαι, βακχίδες ευμανείς, εν τη Σοβούρρα! Πώς θα διερρήγνυντο εις καγχασμούς επί τη θέα ημών φρακοφορούντων και περιβεβλημένων τους λευκούς λαιμοδέτας και τας δερματίνας χειρίδας μας οι πυργοδεσπόται και οι σταυροφόροι και οι καβαλιέροι και οι παλαδίνοι του μεσαιώνος, οι πεφορτωμένοι χάλυβι και σιδήρω και απαστράπτοντες εκ του χρυσού και του αργύρου! Και πόσον αστεία θα εφαίνοντο τα συμπόσιά μας εις τους αγρίους Ινδούς, τους γυμνούς και καταστίκτους, και δακτυλιοφορούντας τα ώτα και την ρίνα και ευωχουμένους επί αξένου τινός παραλίας, υπό τον ουρανόν των αντιπόδων, απέναντι του μεγάλου πανοράματος του ωκεανού, διά σαρκών ανθρωπίνων!

***

Ευνόητον επομένως, αν τον μεταβατικόν χαρακτήρα της εποχής, ην διατρέχει το ημέτερον έθνος νυν, ουδαμού αλλού θα ηδύνατό τις να εύρη καλλίτερον διατυπούμενον ή εις τα ήθη των κατοίκων της χώρας. Τον κυκεώνα, ον παριστά παρ’ ημίν πολιτεία άμα και κοινωνία, του εθνικού οικοδομήματος το ασυμπαγές έτι και ακατάρτιστον, ουδαμού θα ηδύνατό τις να εύρη ούτω προφανώς εικονιζόμενον όσω εις την incohérence των βιοτικών έξεων και φαινομένων. Άλλοτε, κατά τα πρώτα μετά την απελευθέρωσιν έτη, μετά συγκινήσεως διηγούνται ακόμη οι παλαιότεροι, πως αι τελευταίαι αύται ιδίως διεκρίνοντο διά την θαυμασίαν αυτών ομοιομορφίαν και μονοτονίαν. Καθ’ ην εποχήν αι Αθήναι δεν απετέλουν έτι συνοικισμόν άξιον να ονομασθή πόλις, καθ’ ην η σήμερον καλλιμέγαρος και θορυβώδης οδός Σταδίου δεν ήτο ή βαθύς κρημνός και θολόν ρεύμα, καθ’ ην οι εν τω τόπω ξένοι, ηριθμούντο επί των δακτύλων, καθ’ ην η προς τον επίλοιπον κόσμον συγκοινωνία εχρειάζετο εβδομάδος, επόμενον ήτο τα τε ήθη και τα έθιμα να εξακολουθώσιν όντα ό,τι εννοείται κοινώς διά του επιθέτου π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ά. Μ' όλας είτε τας πολιτικάς είτε τας οιουδήποτε άλλου είδους διαμάχας η καθόλου όψις του έθνους θα ήτο περίπου οποία πολυμελούς οικογενείας. Η υπό πάσαν έποψιν μετριότης της ζωής ήτο φυσική και επεβάλλετο μάλιστα. Υπό βασιλέα φουστανελλοφόρον και ηγεμονίδα φεσοφορούσαν, ευεξήγητον είναι αν ετηρείτο των εθνικών παραδόσεων η τε απλότης και η αγνότης. Των επισήμων εορτών, των ιδιωτικών συναθροίσεων και αυτών των δημοσίων περιπάτων το θέαμα, θα εφαίνετο ημίν τοις σημερινοίς παραδοξότατον. Σύμβολον πίστεως και φιλοπατρίας εθεωρείτο η εμμονή εις τα πάτρια, και οι τολμηροί νεωτερισμοί είχον εξησφαλισμένην εκ των προτέρων την αποτυχίαν. Και αν βραδέως και διά του χρόνου κατωρθούτο να εισαχθή τις, αναποφεύκτως υφίστατο αμέσως του εθνικού χαρακτήρος την επίδρασιν. Αυτοί οι ξενικοί χοροί εγκλιματιζόμενοι, προσελάμβανον ιδιαίτερόν τινα τόπον, ημιαρχαϊκόν, ημιδημοτικόν, ε λ λ η ν ο π ρ ε π ή όμως πάντοτε εξόχως, κατά την εν χρήσει χαρακτηριστικωτάτην έκφρασιν, και δεν ήτο ασύνηθες άκουσμα λαϊκόν άσμα τονιζόμενον αίφνης υπ’ αυτούς του ανακτόρου τους θόλους. Ο συγκρίνων τα άλλοτε συμβαίνοντα προς τα νυν, θα εξεπλήσσετο μεγάλος διά το βαθύ χάσμα, υπέρ εν ούτω μικρώ σχετικώς χρονικώ διαστήματι φαίνεται ορυχθέν μεταξύ των δύο εποχών. Θα έλεγέ τις, ότι εν διαστήματι τριών μόλις δεκαετηρίδων, τρεις διάφοροι — όχι γενεαί — αλλά λαοί κατώκησαν τον τόπον. Νομίζω ότι ελέχθη ήδη, αλλ’ είτε ελέχθη είτε δεν ελέχθη, είναι επίσης αληθές, ότι και ως σώματα και ως ιδέαι και ως ψυχαί και ως αρχαί και ως διάνοιαι, περισσότερον απέχομεν ημείς των πατέρων μας ή εκείνοι των παλαιοτάτων εκείνων μαραθωνομάχων και σαλαμινομάχων.

Η δε διαφορά εκορυφώθη κατά τα τελευταία ιδίως ταύτα έτη, και βαίνει αύξουσα από ημέρας εις ημέραν. Η του έξωθεν ερχομένου ρεύματος επίδρασις, είναι πλέον ή αισθητή, και υπό την ορμήν αυτού εξαφανίζονται βαθμηδόν τα ολίγιστα υπολειπόμενα έτι ίχνη του παρελθόντος. Κατά μικρόν συνοικειούμεθα και συμμορφούμεθα επί μάλλον και μάλλον προς τον εν τω λοιπώ κόσμω κρατούντα πολιτισμόν, ως άτεχνα μεν βεβαίως αντίγραφα, αλλ’ αντίγραφα επί τέλους. Και τόσω είναι τούτο ακριβές, ώστε όσω και αν δεν θέλωμεν να το ομολογήσωμεν είναι όμως εν τούτοις εκτός πάσης αμφισβητήσεως ότι ήρχισαν ήδη συμπηγνύμεναι και καταρτιζόμεναι και κοινωνικαί ακόμη τάξεις παρ’ ημίν, τω τέως κατ’ εξοχήν δημοκρατικώ θεωρουμένω λαώ. Και αριστοκρατία μεν, υπό την αποδιδομένην αλλαχού σημασίαν εις την λέξιν, δεν εσχηματίσθη, αλλ’ ούτε δυνατόν θα είναι να σχηματισθή ποτέ, αλλά της πλουτοκρατίας την δύναμιν και την ύπαρξιν δεν θα ήτο βεβαίως εύκολον να αρνηθή τις. Ο θέλων να πεισθή περί τούτου, δεν έχει ή να ζητήση να εισαχθή εις οιανδήποτε των ανωτέρων αθηναϊκών αιθουσών, εν αις κρατούσα γλώσσα είναι η γαλλική, σύνηθες προσφερόμενον τοις επισκέπταις ποτόν το τέιον και συχναί αι εσπερίδες. Η απομίμησις των ηθών του μεγάλου ευρωπαϊκού κόσμου είναι πλήρης, με μόνην την ελαχίστην διαφοράν ότι είναι... απομίμησις. Ενιαχού κατορθώνει κάποτε να προαχθή και μέχρι κιβδηλείας. Αλλ’ ως επί το πλείστον απομένει άκομψος και ακαλαίσθητος αντιγραφή. Η οικοδέσποινα έχει τας ωρισμένας καθ’ εβδομάδα ημέρας, καθ’ ας δέχεται, και τας ωρισμένας καθ’ ας δεν δέχεται. Εις την διακόσμησιν των ιδιαιτέρων του οίκου δωμάτων, εν οις εισάγει τους ξένους της, καταβάλλει όλως εξαιρετικήν προσοχήν —όπως φροντίζει περί της εσθήτος της να είναι πάντοτε σύμφωνος προς τον τελευταίον συρμόν. Είναι και τούτο είδος τι γυναικείου σπορτ, καθ’ ο νικά η πεπροικισμένη διά μείζονος φιλοκαλίας και νοημοσύνης. Εκτός των σουαρέ, εν μεγίστη ενεργεία και ακμή είναι και αι ματινέ και αι απρέ μιντί και τα φάιβ – ο - κλοκ, αι ημερίδες, αι απογευματιναί, τα δειλινά, ή όπως άλλως εξελληνίζονται. Ο κύριος, θέλων να σας δηλώση ότι επιθυμεί να διέλθητε παρ’ αυτώ την εσπέραν, σας καλεί δ ι ά ν α π ά ρ ε τ ε, ως λέγει, το τ σ ά ι. Επί του κλειδοκυμβάλου παίζονται τεμάχια του νεωτάτου μελοδράματος του Βέρδη ή του Βάγνερ, του Ο θ έ λ λ ο υ της εν Μιλάνω Σκάλας ή της Β α λ κ υ ρ ί α ς των Βρυξελλών. Κατά τας απόκρεω εντός των αναπεταννυμένων σαλονίων, άτινα καταυγάζονται εκ των φώτων και ων στίλβει ολισθηρόν το παρκέ, δίδονται ζωηροί και πολυπληθείς χοροί, des bals travestis, costumés, parés et masqués. To αμερικανικόν άνθος των αιθουσών, το τόσον επιτυχώς μεταφυτευθέν και εν Ευρώπη, εξωτικόν φυτόν, η μετά των νεανίδων flirtation (να τολμήσωμεν άρά γε να την μεταφράσωμεν ε ρ ω τ ο π α ι δ ι ά ν;) είναι πληρέστατα εν χρήσει. Εξοχικαί και άλλαι εκδρομαί διενεργούνται συχνότατα, des pic-nic, parties de plaisir, courses à pied ou à cheval. Αι μάλλον προτιμώμεναι εξοχαί είναι το Φάληρον και προ πάντων η δροσερά Κηφισσία, αληθές αριστοκρατικόν κέντρον με τας κομψάς επαύλεις της και τα δύο μεγάλα ξενοδοχεία της και το κατάστημά της το υδροθεραπευτικόν. Αν υπάρχη γαλλικόν θέατρον, εις τους κυρίους και τους επισκέπτας των αιθουσών τούτων ανήκουν αναποφεύκτως τα πρώτα καθίσματα· αν δεν υπάρχη, το αυτό γίνεται — αφού δεν είναι δυνατόν να γίνη άλλως — και διά το ιταλικόν· αλλ’ εις το ελληνικόν ουδέποτε θα ηδύνατο να σημειωθή η παρουσία των. Πέρυσι μόνον, παραδόξως, είχε καταλάβη αυτούς, ως ενθυμείσθε βέβαια, εκείνο το goût pervers (βλέπετε ότι εξακολουθώ να ομιλώ την γλώσσαν των) διά το Ά ν τ ρ ο ν τ ω ν Ν υ μ φ ώ ν και τον διάσημον Κωστάκην. Ο συχνάζων εις τας αιθούσας ταύτας κόσμος είναι συνήθως ο διπλωματικός, ο χρηματιστικός, ο ομογενικός, τραπεζίται, πρέσβεις, γραμματείς, επιτετραμμένοι, αυλικοί, ανώτεροι υπάλληλοι. Πολύ ολίγαι όμως είναι εκείναι εν αις η ομήγυρις είναι πράγματι select και σχεδόν καμμία τοιαύτη ομήγυρις δεν υπάρχει, περί ης θα ηδύνατο να εφαρμοσθή η γαλλική έκφρασις triée sur le volet. Αν μάλιστα το σαλόνιον έχη έστω και την παραμικροτέραν σχέσιν προς την πολιτικήν, δεν αργεί να προσλάβη εντός ολίγου την όψιν καφφενείου τινός των Χαυτείων ή του Δημοπρατηρίου. Τότε δε και παύουν — εκτός ενός — να είναι ψυχή αυτού αι κυρίαι. Εν εναντία περιπτώσει όμως, περί αυτάς συγκεντρούται παν το ενδιαφέρον και η μέριμνα και η προσοχή και η κίνησις. Αι δεσποινίδες μονωδούσιν ή διωδούσι, κάθηνται προ του κλειδοκυμβάλου ή χαριεντίζονται μετά των μεμυρωμένων νεανίσκων, ενώ αι δέσποιναι συνομιλούσι περί του γεγονότος της ημέρας, ανακοινούσι τα μικρά σκάνδαλα, άτινα απαραιτήτως δεν λείπουν από καιρού εις καιρόν εκ του κύκλου των, κακολογούσιν ή διαλέγονται περί της τελευταίας θεατρικής επιτυχίας ή του προσφάτου θορυβώδους βιβλίου, ων ειδήσεις αφίκοντο εκ Παρισίων. Από τινος μάλιστα, όλως ιδιαιτέρως φαίνονται κατά τι ενδιαφερόμεναι διά την φιλολογίαν, την ημετέραν άμα και την ξένην. Αλλ’ αι θετικαί αυτών φιλολογικαί γνώσεις, έκτος σπανιωτάτων εξαιρέσεων, δεν εκτείνονται πέραν του Ohnet, όπως οι διακεκριμένοι τρόποι, ους επιτηδεύονται, αφίνουν ενίοτε, προσωπεία διαφανή, μαντευομένην υπ’ αυτούς και αγωγής ατέλειαν και ήθους φυσικήν κοινότητα και απερίττου κληρονομικής ευγενείας στέρησιν.

***

Έπειτα έρχεται η μέση τάξις. Η μάλλον πασών άμορφος και στερουμένη ιδίας προσωπικότητος. Κατώτεροι υπάλληλοι, επαγγελματίαι, συνταξιούχοι, μικροεισοδηματίαι, φοιτηταί. Αν η ζωή της ανωτέρας τάξεως παρ’ ημίν είναι αντιγραφή της ζωής των ανωτέρων τάξεων αλλαχού, η ζωή των αστών μας είναι αντιγραφή της αντιγραφής, απομίμησις της απομιμήσεως. Η κυριωτέρα βάσις, εφ’ ης τείνει οριστικώς να στηριχθή και μορφωθή η αρτισύστατος ημών κοινωνία, οσημέραι καταδεικνύεται ότι είναι η προς μόνην την εξωτερικήν επίδειξιν άμετρος εκτίμησις, της δ’ ορθοδοξίας του δόγματος τούτου ο σπουδαιότερος απόστολος είναι η ημετέρα μπουρζουαζί. Τι αν το ένδον του ποτηρίου δεινόν απόζη, όταν το έξω απαστράπτει και σπινθηροβολή στιλπνόν; Τι αν τα έσωθεν ενδύματα καλύπτει ρύπος και ιλύς, αφού των εξωτερικών είναι κομψόν το σχήμα και ανεπίληπτος η μορφή; Τι αν ο θύλακος είναι πλήρη αέρος, αφού ούτως ή άλλως φαίνεται εξωγκωμένος; Το θέαμα τριακοσιοδράχμου οικογενειάρχου, προσπαθούντος εν πάσει δυνάμει ν’ αναπαραστήση εν τω κύκλω του εις μικρόν την εικόνα του βίου μυριοταλάντου πλουσίου, δεν είναι εκ των μάλλον σπανίων και ήττον αξιοθρηνήτων φαινομένων και συμπτωμάτων. Η εξωτερική παράστασις επιζητείται, εφ όσον είναι εφικτόν, να είναι η αυτή. Αι δεσποινίδες της οικογενείας ομιλούσιν απαραιτήτως και αυταί την γαλλικήν. Η Σαιζόν και παν άλλο ζουρνάλ συρμών παρέχει και εις αυτάς πρόχειρα τα υποδείγματα των εσθήτων και των πίλων των. Το κλειδοκύμβαλον δεν λείπει από της αιθούσης, ήτις στολίζεται επίσης καταλλήλως, — έστω και αν προς τούτο τα λοιπά δωμάτια πρέπει ν’ απαμείνωσι γυμνά και παριστώντα διαμερίσματα προστύχου ξενοδοχείου, εν ω σταθμεύει ομάς αλητών, ετοίμη ν’ αναχωρήση την επαύριον. Αι κυρία, επιτηδεύονται τους αυτούς ελευθέρους μετά των κυρίων τρόπους — θεωρούσαι αυτούς προσφορώτατον προς άγραν γαμβρών μέσον και απαραίτητον παρεπόμενον πεπολιτισμένης αγωγής. Τον χειμώνα δίδονται επίσης χοροί και εσπερίδες, εν αις πίνεται ομοίως τέιον και χορεύεται ο έγκυκλος. Η εις παν δημόσιον θέαμα, εις πάσαν πλήθους συνάθροισιν, εις πάσαν εορτήν προσέλευσις είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αι συναυλίαι του «Παρνασσού» πληρούνται. Η εις Φάληρον κατάβασις τελείται ανελλιπώς καθ’ έκαστον θέρος, και τα «Ολύμπια» δέχονται τους υπολοίπους. Εις τας ανακτορικάς πανηγύρεις ή τελετάς ο σύζυγος ή ο πατήρ προσκαλείται συνήθως μετά της κ υ ρ ί α ς ή τ ω ν θ υ γ α τ έ ρ ω ν τ ο υ ουχί δε σπανίως συμβαίνει, ν’ αναφέρη ενίοτε και καμμίαν των δεσποινίδων ως διακριθείσαν μεταξύ των κεκλημένων επί χάριτι ή καλλονή και εφημερίς τις, αφηγουμένη το κατά την ημέραν, κατά το επικρατήσαν από τινος χρονογραφικόν σύστημα. Εν τω μεταξύ δε οι νέοι της οικογενείας περιέρχονται τας οδούς και τας πλατείας, στολίζονται επί πιστώσει, αμαξοδρομούσι, παίζουν σφαιριστήριον εις τα καφφενεία, συνάπτουν χρέη.

***

Ο δε λαός;... Ο λαός υφίσταται — διότι δεν είναι άλλως δυνατόν — την επίδρασιν των ηθών τούτων. Συνείθισεν ήδη να πίνη ζύθον αντί του ρητινήτου του. Έχει τας εξοχάς του εις ας εκχύνεται κατά Κυριακήν συν γυναιξί και τέκνοις. Έχει τα ιδιαίτερα καφφενεία του, τα ιδιαίτερα καπηλεία του, τα ιδιαίτερα θεάματά του. Έχει τας ιδικάς του εορτάς, τας ιδικάς του συναθροίσεις, τας ιδικάς του πανηγύρεις. Αλλά πόσον διαφέροντα των άλλοτε! Τον χεμώνα, όταν αι λοιπαί τάξεις παραπονούνται κατά κανόνα διά την έλλειψιν θεάτρου, αυτός έχει τα ωρισμένα του θεατρίδια παντομίμας ή κωμικών παραστάσεων. Πολυπληθή ζυθοπωλεία παρέχουσιν ούτω αντί ευτελούς τιμής μπίραν υπόξυνον προς πόσιν και ρυπαράν ιταλίδα ή ελληνίδα υπηρετούσαν προς θέαν. Ικανοί δε ξενώνες, εν οις παρέχεται οίνος, ζύθος και τροφή, κατά προτίμησιν δε π α τ σ ά ς, μένοντες ανοικτοί προς χάριν αυτού καθ’ όλην την νύκτα, εισάγοντες δε μετά παραδόξου επιτυχίας το σύστημα των ιδιαιτέρων δωματίων, καλούσιν αυτόν εις παννυχίους ευωχίας. Αλλ’ η κυριωτέρα αυτού διασκέδασις περιορίζεται ως επί το πλείστον τον χειμώνα εις την ανά τας αγυιάς και τα προάστεια και τα περίχωρα περιπλάνησιν πεζή ή εφ’ αμάξης, εν απολαύσει της θαυμασίας και μοναδικής του λ ι α κ ά δ α ς .

Το θέρος όμως στοιβάζεται κατά χιλιάδας εις τους αγρούς και αθλίους παριλισσίους κήπους, όπου θεάται εν πατριωτική εξάψει και ενθουσιασμώ τον Λεωνίδαν εν Θερμοπύλαις κατατροπούντα διά π υ ρ ο β ο λ ι σ μ ώ ν τους Πέρσας, ή Κωνσταντίνον τον Παλαιολόγον ψυχορραγούντα επί των ξύλινων επάλξεων σητοβρώτου σκηνής, ή της Γενοβέφας τα θαυμάσια παθήματα, ή του Διάκου την διά μυστηριωδών σχημάτων μάχην προς τους επιτιθεμένους Τούρκους και τον μοιραίον ανασκολοπισμόν. Άλλοτε δε εξίσταται προ των τολμηρών ακροβατικών γυμνασμάτων πειναλέου τινός αθλητού, ή χειροκροτεί τα θανατηφόρα πηδήματα δεκαετούς κορασίου, ή διαρρήγνυται καγχάζων προ των τερατωδών μορφασμών ειδεχθούς παληάτσου. Ή άλλοτε τέλος πάλιν, εν τη ορμή όλων των κτηνωδών του ενστίκτων εξεγειρομένων, ραβδοκοπεί μέχρι συντριβής τα καθίσματα και τα θρανία εκδηλών την εύνοιάν του προς χυδαίαν ορχήστριαν ή αοιδόν, βραγχνόν έχουσαν τον λάρυγγα και δύσηχον την φωνήν, αλλά παχείας τας κνήμας. Και βοή τε τρομερά ανέρχεται προς τον ουρανόν, αλαλαγμός εκκοφαίνων, πάταγος σατανικός, ορυμαγδός διαβολικός, συρφετού έκφρονος, κόσμου εν μανία.

Αλλά, μολονότι φαίνεται τόσον ευθυμών, δεν ευθυμεί εν τούτοις ούτε κατά τον τρόπον τούτον πράγματι. Όπου πρέπει να τον ίδη τις αληθώς ευθυμούντα, είναι εις τα παρά την πλατείαν της Ελευθερίας, παρά τους σταθμούς των σιδηροδρόμων, παρά το Θησείον, εις τ’ απομεμακρυσμένα ολίγον κέντρα του εργατικού πληθυσμού, όπου ιδρύονται ιδιόρρυθμα ωδικά καφφενεία και εγκαθίστανται πλανήτες θίασοι ανατολιτών οργανοπαικτών ή αοιδών, και σμυρναίος βιολιστής μαγεύει δια του ευκινήτου τόξου του τους παρακαθημένους και καλλίφωνος αρμενία ή εβραία βάλλει περιπαθούς α μ α ν έ στόνους. Εκεί επανέρχεται ολίγον εις τας παραδόσεις του, εκεί επανέρχεται εις τας φυσικάς κλίσεις, εκεί επανέρχεται, εις τα πραγματικά αισθήματά του. Εκεί ο χαρακτήρ αυτού καταφαίνεται οίος είναι τω όντι, λαού μεσημβρινού, φίλου της απολαύσεως και της αργίας. Εκεί αφίνεται εις την εκχείλισιν των μυχίων πόθων του, των εσωτερικών τάσεών του, των απροσποίητων του ορέξεων.

***

Το επ’ έμοί, διά να εύρω ταιαύτην σκηνήν αληθούς λαϊκής διασκεδάσεως και ευθυμίας, ηναγκάσθην εσχάτως να κατέλθω μέχρι του Πειραιώς.

Σας συνιστώ να μεταβήτε και σεις, διότι αξίζει τον κόπον.

Εντός καφφενείου τινός, ενός των κοινών παρά την προκυμαίαν καφενείων, ανακυκάται πλήθος πολύ, σωρός κεφαλών και σωμάτων παρακαθημένων. Ναύται, εργάται, εμποροϋπάλληλοι, αμαξηλάται, αληθής λαός. Υπό την χαμηλήν του καφφενείου οροφήν, εφ’ ης εζωγραφισμένοι εμβλέπουσι προς τα κάτω διά των τερατωδών ομμάτων των παράδοξοι γρύπες και περιπλέκονται εις μυρία αλλόκοτα σχήματα, πολύχρωμοι απεικονίσεις ανθέων, η ατμοσφαίρα είναι πνιγηροτάτη. Βαρεία ομίχλη καπνού σκοτίζει την όρασιν και ως υπό πυκνόν πέπλον μόλις διακρίνονται από της εισόδου χειρονομούσαι εν φανταστικοίς κινήμασιν αόριστοι όψεις. Συμμιγής θόρυβος φωνών, κραυγών, βλασφημιών, φιλονεικιών πληροί την αίθουσαν. Τα καθίσματα και τα τραπέζια παράκεινται πλησιέστατα αλλήλοις, συνεσφιγμένα, συμπεπιεσμένα, παρεμποδίζοντα την διάβασιν. Οι υπηρέται μόλις κατορθούσι να διέρχονται διά μέσου αυτών, βάλλοντες οξείας κραυγάς προς παραγγελίαν των διατασσομένων υπό των πελατών. Προς το βάθος κείται ο υψηλός μπάγκος του διευθυντού, εφ ου αποτίθενται κύπελλα, κύαθοι, φιάλαι, ρίπτονται δ’ εν κρότω τα χαλκά κέρματα, άτινα συνάζουν οι υπηρέται. Προς την άλλην δε γωνίαν, αριστερά, εγείρεται είδος τι εξέδρας, εφ’ ης κάθηνται τρεις μουσικοί, παρ’ αυτούς δε τρεις γυναίκες. Ο πρώτος των μουσικών, ο πρεσβύτερος, εγείρει βραδέως το βιολίον του και άρχεται παίζων επ’ αυτού χρόνον τινά. Μία δε, η νεωτέρα των γυναικών, δεκατετραετής παιδίσκη, εβραία, με ζωηρούς μέλανας οφθαλμούς, μορφήν προπετή και ευάρεστον, κόμην πλουσίαν, κομψώς αναδεδεμένην, φέρουσα κιτρίνην εσθήτα, εσφιγμένην επιμελώς περί την οσφύν, και περικνημίδας κατακοκκίνους, ων, φιλάρεσκος επιδεικνυμένων, μόλις εξαρκεί να καλύψη την εμπροσθίαν άκραν μικρότατον και οξύ πέδιλον, εγείρεται και ορχείται συμφώνως προς τον ανακρουόμενον ρυθμόν. Αμέσως δε πας θόρυβος παύει. Η παιδίσκη στρέφεται περί εαυτήν, επί του εφ’ ου ίσταται στενού χώρου, υπερέχουσα πάντων των λοιπών, αναπηδά ελαφρώς, κινεί εν τω αέρι τους βραχίονας αφ’ ων εξηρτημένα συνοδεύουσιν εμμελώς της ορχήσεως τους ελιγμούς κρόταλα ηχούντα, προβάλλει το στήθος και περιπλέκει τας κνήμας. Και το πλήθος θεάται ηδυνόμενον και υποτονθυρίζει του ρυθμού τον ήχον, και παρακολουθεί παρασυρόμενον βαθμηδόν τον χρόνον του χορού, πλήττον διά των ποδών το έδαφος...

Αλλ’ ο χορός ετελείωσε. Και η παρακαθημένη τη παιδίσκη γυνή ψάλλει ταχέως σύντομόν τινα και εύθυμον δημοτικήν ωδήν.

Και μετά μικρόν η τρίτη, ώριμος νεάνις, όχι άσχημος, άλλα φέρουσα επί της φυσιογνωμίας αποτετυπωμένα προφανή τα ίχνη της αλήτιδος και ατάκτου ζωής της, άρχεται άδουσα διά βαθείας φωνής ανατολικόν τι άσμα.

Μονότονοι, βραδείς, εκπνέοντες ανέρχονται οι τόνοι προς την οροφήν, ομοιόμορφοι και ομοιόχρωμοι, εκτός ελαφρών παραλλαγών και διακυμάνσεων. Το όλον άσμα μετέχει βόμβου, γόου, παραπόνου και νανουρίσματος. Ο περίεργος ρυθμός ομοιάζει νήμα εν συνεχεία επί πολύ ανελισσόμενον. Αδιάκριτοι, μόλις ακουόμεναι εν τη μακρά τρομώδει παρατάσει του μέλους, κυλίονται αι αποτελούσαι αυτό ολίγαι λέξεις16, μόνη δε, κρατούσα των λοιπών, αντηχεί ευδιάκριτος και καθαρά μία, εν όνομα, ανά πάσαν στιγμήν προφερόμενον κι αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενον. Τα όργανα μόλις κινούνται, συνοδεύοντα την αοιδόν. Και το παράδοξον άσμα προβαίνει, πάντοτε νυσταλέον, πάντοτε αβίαστον, επί του αυτού πάντοτε ήχου και επί των αυτών ή μάλλον της αυτής λέξεως, ως επίμονος επίκλησις, ως απηλπισμένη κραυγή, ως μυχίου πόνου και πόθου έκφρασις, άλλοτε μαλθακώς ολισθαίνον, άλλοτε αιρόμενον εις θλιβεράν οιμωγήν και άλλοτε καταπίπτον και τελευτών εις βαθύν στόνον. Και υπό την βαυκαλητικήν και υπνωτικήν, ως χασίς ή οπίου, επήρειάν του το πλήθος σιγά και φαίνεται ως να βυθίζεται εις είδος νάρκης και ακροάται εν μακαρία ακινησία και ρέμβη. Και εφ’ όσον εκείνο παρατείνεται εν τη διαρκεί αυτού χαυνότητι και μελαγχολία, ως να διερμηνεύη επιθυμίαν αόριστον, αλλά τοσούτω μάλλον φλογεράν, πάθος επώδυνον προς τι άγνωστον και ασύλληπτον, ή ως να θρηνή τι απολωλός ανεπιστρεπτί, στέρησιν σκληράν και ανεπανόρθωτον, επί τοσούτο και τούτο ενωτίζεται ηρέμα ως να υποκύπτη εις μαγνητιστού θέλησιν. Αλλά όταν και ο ύστατος τόνος του βαθμηδόν, μικρόν κατά μικρόν εκλείπη, τότε εγείρονται όλοι διαμιάς και μανιώδεις κραυγαί αιτούσι την επανάληψίν του. Και η αλλόκοτος σκηνή, ήτις φαίνεται ως εξαχθείσα εκ φανταστικού τινός διηγήματος του Γκωτιέ ή του Όφφμαν, εξακολουθεί, εξακολουθεί επί πολύ, επί ώρας μακράς, καιρόν ήδη μετά το μεσονύκτιον και πέραν έτι...

 

αρχή

 



 

ΟΙΩΝΟΣ17

Σήμερον, ανελπίστως, εξύπνησεν ολίγον καλλίτερα η ασθενής.

Είναι η πρώτη ημέρα, μετά τριάκοντα άλλας ολοκλήρους, καθ’ ας η νεαρά κόρη κατάκειται παλαίουσα προς τον θάνατον. Από μηνός ήδη ο πυρετός φλογίζει τας σάρκας της και κατατρύχει το σώμα της. Ωχρά, ημιπνέουσα, εξηντλημένη, μόλις έχει την δύναμιν να ομιλή έτι. Διά των φλεβών της φαίνεται, κυανούν, μόλις ρέον το ολίγον υπολειφθέν αυτή αίμα και αυλακούντα τους ισχνούς της βραχίονας διακρίνονται υπό την πάλλευκον επιδερμίδα τα νεύρα. Η κόμη της απλούται ατημέλητος επί των προσκεφαλαίων και το αλγούν στήθος της υπεγείρει συνεχής και επώδυνος στεναγμός. Ριγούσα, παρ’ όλην του δωματίου την θερμότητα και το πάχος των εφαπλωμάτων, συνέχει ταύτα σφιγκτά περί εαυτήν και έξω αυτών προβάλλουσαν αφίνει μόνην την ξανθήν κεφαλήν της, ης εμάρανε την ανθηρότητα και ερρόφησε την δρόσον η μυστική νόσος. Και από μηνός ήδη έρχεται και απέρχεται ο ιατρός, περίσκεπτος και σκυθρωπός, μόλις συγκατανεύων να προφέρη ολίγας λέξεις, μη δυνάμενος να εννοήση του λαθραίου κακού το αίτιον, μη γνωρίζων πώς να πολεμήση τον κρύφιον εχθρόν, μη αποκρινόμενος εις των οικείων τ’ ανήσυχα ερωτήματα.

Θα σωθή; Δεν θα σωθή;

Κανείς δεν ηξεύρει.

Μόνον, ημέρα τη ημέρα, προδήλως η ζωή εκφεύγει των χειλέων της και η ελπίς εγκαταλείπει την ψυχήν της.

Διά τούτο η σήμερον είναι εορτή διά τον οίκον. Η μορφή της πασχούσης φαίνεται εμψυχωμένη πλειότερον παρά ποτέ, αφ’ ότου κατέπεσεν εις την μοιραίαν της κλίνην. Η χειρ της δεν καίει, όπως άλλοτε. Η αναπνοή αυτής είναι ελευθέρα και η φωνή καθαρά. Πρώτην τώρα φοράν μόνη εζήτησε να φάγη και τη έδωκαν ένα κύαθον γάλακτος, όν έπιε λαιμάργως.

Και η μήτηρ αυτής, η μήτηρ της, ήτις παρίσταται από τριάκοντα ημερών, συμπάσχουσα και αυτή άγρυπνος ημέραν και νύκτα εις την αγωνίαν της, και δεν απομακρύνεται της κλίνης εφ’ ης ταλαιπωρείται η πτωχή άρρωστος, και την περιθάλπει, και προλαμβάνει πάσαν της θέλησιν, και την φιλεί και την θωπεύει και την βρέχει διά των δακρύων της —η μήτηρ της, ήτις είδεν ήδη εν άλλο της τέκνον, κατά τον αυτόν τρόπον, ομοίως και απαραλλάκτως εκλιπόν, την παρατηρεί ατενώς διά των φλογερών της ομμάτων και αισθάνεται την καρδίαν της ανοιγομένην πάλιν εις την ελπίδα και αναμένει μετά παλμών τι θα είπη επί τη μεταβολή ταύτη ο ιατρός, και κύπτει από του παραθύρου διά να τον ίδη ερχόμενον…

***

Η πρωία, ανέφελος αττική πρωία, είναι φαιδροτάτη. Από του Υμηττού ο ήλιος ανέρχεται κατά μικρόν, βραδύς, λαμπρός, μεγαλοπρεπής, ως εν αποθεώσει δόξης και θριάμβου. Η διαφανής ομίχλη, η περιβάλλουσα το υπνώττον άστυ διαλύεται βαθμηδόν —νυκτερινόν κάλυμμα, όπερ αποτινάσσει εγειρομένη η πόλις. Εν τω φωτί της αρχομένης ημέρας αι οικίαι διαγράφονται λευκαί και χαρωπαί, όρθιαι, εν μακρά παρατάξει, κατά στοίχους, εκατέρωθεν των δρόμων. Τα παράθυρα ανοίγονται, αι θύραι αναπετάννυνται, η μακρά σιγή των σκοτεινών ωρών φυγαδεύεται υπό τας λάμψεις της αυγής. Αι υπηρέτριαι εμφανίζονται εις τους εξώστας, κρατούσαι τα σάρωθρά των, με ανασεσυρμένας χειρίδας και βεβαρημένους υπό του ύπνου οφθαλμούς. Εις το καφφενείον της γειτονίας προσήλθον ήδη οι εωθινώτεροι των πελατών και κάθηνται αναγινώσκοντες την εφημερίδα. Ο παντοπώλης χύνει από του ουδού του αλλεπαλλήλους κάδους ύδατος επί των πλακών, καταβρέχων το προ του καταστήματός τους πεζοδρόμιον. Εις του υποδηματοποιού οι μαθητευόμενοι κόπτουν εις τμήματα τα δέρματα και προετοιμάζουν την εργασίαν. Τα αετώματα των οικιών χρυσούνται υπό του ανατέλλοντος φωτός. Μία ακτίς θραύεται εις μυρίους σπινθήρας εντός του ρυπαρού παροδίου ρυακίου, εν ω ρίπτονται τα νερά από των πέριξ αυλών, όπερ αναλάμπει. Πλημμύρα αίγλης και ζωής αντικαθίστησι την βαρείαν της νυκτός σκιάν.

***

Και από της εξεγειρομένης οδού αναβαίνει θόρυβος σύμμικτος, βοή μυριόφωνος, αλαλαγμός και πάταγος ποικίλος. Οι πρωινοί διαβάται περώσι μεταβαίνοντες εις τας υποθέσεις των. Τα παιδία των σχολείων διέρχονται με τα βιβλία των υπό μάλης, πηδώντα. Γηραιά τις οικοκυρά κάμπτει την γωνίαν ακολουθουμένη υπό της θεραπαινίδος της κρατούσης διά της δεξιάς κάλαθον, μεταβαίνουσα βεβαίως εις την αγοράν. Κάρρον φορτωμένον διά λίθων και δοκών κυλίεται μετά δυσκολίας πολλής και κρότου περισσοτέρου, ως μέθυσος, επί των εξηρθρωμένων τροχών του. Και βαθμηδόν, βαθμηδόν, εφ’ όσον προχωρεί η ημέρα, αλληλοδιαδόχως, διέρχεται κραυγάζον, εν εκκωφαινούση συναυλία, εν η αντιπροσωπεύονται πάντες της μουσικής κλίμακος οι τόνοι, όλον το οχληρότατον πλήθος των μικροπωλητών, των μικρεμπόρων ή των παραγγελιοδόχων, οίτινες αποτελούσι την ζωήν των απομεμακρυσμένων συνοικιών. Διήλθεν ήδη ο γαλακτοπώλης, ο υψηλός και άγριος Λιδωρικιώτης, ο δι’ απαισίου υποκώφου μυκηθμού διαλαλών το εμπόρευμά του. Παρήλθεν η αντιπολιτευομένη αυτόν συνοδεία αιγών, ην αμέλγει παρ’ εκάστην θύραν, χάριν των επιθυμούντων νωπόν γάλα παροίκων, ο οδηγός της, κροταλίζουσα τους κωδωνίσκους της και βληχωμένη. Παρήλθον δύο ή τρείς πωληταί βελονών και καρφίδων και δακτυληθρών και νημάτων. Ηκούσθη του αρτοποιού η χονδρή φωνή και η μελιτώδης φλυαρία της γραίας, της πωλούσης βότανα και φύκη. Και ακολουθούντες αυτούς διέρχονται κατόπιν ιχθυοπώλαι, πραγματευταί, λαχανοπώλαι, οπωροπώλαι, οψοπώλαι, όλα των εμπορευομένων τα γένη και τα είδη, κύπτοντες τον αυχένα από το βάρος των προμηθειών των ή επιφορτίζοντες δι’ αυτών την ράχιν ψωραλέου οναρίου.

***

Αλλά, δεσπόζουσα των λοιπών, παράδοξος κραυγή ήχησε μακρόθεν:

— Τύχαις, καλαίς τύχαις!...

Είναι εις των γνωστών εκείνων πλανήτων πωλητών τ υ χ ώ ν, ους συναντά τις συχνότατα ανά τους αποκέντρους δρομίσκους και τας απομεμακρυσμένας γειτονίας. Περίεργον είδος αλητών, περίεργον επάγγελμα ασκούντες, περίεργον εμπόρευμα προσφέροντες εις πώλησιν —την τύχην του αγοραστού— εξ ης ζητούν να κάμουν την ιδικήν των. Φέρει επί του ενός των ώμων του είδος τι τρίποδος και επί του άλλου κλωβίον, εν ω πηδά έγκλειστον πτηνόν, προχωρεί βραδέως διά της οδού, φωνών αδιακόπως, κηρύττων ότι γνωρίζει, χάρις εις το θαυμάσιον πτηνόν του τα μυστήρια της ειμαρμένης, και ανακοινοί ταύτα εις τον βουλόμενον —πλανόδιος Πυθία, απονέμουσα αντί δεκαλέπτου εκατομμύρια ή στέμματα, στεφάνους γάμων, δακτυλίους αρραβώνων, ανώτατα αξιώματα ή μακρά και ευδαίμονα έτη. Και εξέρχονται εν σπουδή, αναμένουσαι την διάβασίν του, εις τας θύρας ή τα παράθυρα, νεάνιδες φλεγόμεναι να μάθουν αν θ’ αναφθώσι ταχέως και δι’ αυτάς της υπανδρείας αι λαμπάδες, γραίαι ορεγόμεναι να πληροφορηθούν πόσος υπολείπεται αυταίς μέχρι του πεπρωμένου τέρματος καιρός, νεανίσκοι ερωτευμένοι ή παιδία περίεργα και επιθυμούντα να γελάσουν. Και ο πρόθυμος χρησμοδότης καταβιβάζει αμέσως από των ώμων του τον τρίποδά του, ανοίγει τον κλωβόν του πτηνού και παρουσιάζει αυτώ πολύχρωμά τινα έντυπα και δεδιπλωμένα χαρτία, εσκορπισμένα εντός ιδιαιτέρου σιδηρού δισκαρίου, και εκείνο ραμφίζει εν, και ο υποφήτης το παραλαμβάνει και το εγχειρίζει εις τον χρησμοδοτούμενον. Και η πορεία του, ούτω βαίνοντος, καθίσταται σχεδόν θριαμβευτική, και ανά έκαστον σταθμόν ον κάμνει, πυκνούται γύρω του το πλήθος, και οι αγυιόπαιδες παρακολουθούσιν αυτόν εξόπισθεν κατά σμήνη, αλαλάζοντες, και οι εξώσται πληρούνται κεφαλών κατά την διάβασίν του, και τα παραπετάσματα ανασύρονται και καραδοκούσιν την έλευσίν του ανυπόμονοι μορφαί. Και εκείνος προβαίνει, αργά, σχεδόν υπερηφάνως, ως να ευρίσκετο πράγματι εν τω μέσω λαού, των τυχόν του οποίου είναι κύριος. Η φωνή αυτού εντείνεται, οξυτέρα, διαυγεστέρα, ζωηροτέρα. Από στιγμής εις στιγμήν προσεγγίζει, ακούεται εγγύτερον, αντηχεί σχεδόν υπό το παράθυρον της ασθενούς.

Η μήτηρ είναι ακόμη εκεί, αναμένουσα μη φανή ο ιατρός.

Και ο τυχοπώλης υψώνει την ρίνα του προς το ανοικτόν παράθυρον.

— Θέλεις να ιδής την τύχην σου κυρά;

Την τύχην της!

Της κόρης της την τύχην θα επεθύμει να ίδη, θα ηύχετο να ήξευρεν! Από την τύχην εκείνης κρέμαται και η ιδική της. Αλλ’ ημπορεί κανείς να της την είπη; Τις οίδε! Γελώσα και η ιδία διά την αιφνιδίαν προληπτικήν επιθυμίαν ήτις την κατέλαβε, δεν αντέχει εις τον πειρασμόν να ίδη τι θα δυνηθή άρά γε να της προφητεύση το πτηνόν αυτό, το σοφόν πτηνόν, όπερ περιάγει ο αγύρτης. Εντός ολίγου θα έλθη ο ιατρός και θα της είπη τι πρέπει να πιστεύση και τι όχι, τι πρέπει να ελπίζη και μη. Έως τότε ας ερωτήση και το αστείον αυτό μαντείον της οδού, χάριν περιεργείας…

Και καλεί τον αλήτην και τω λέγει να τη δώση μίαν τύχην διά την κόρην της.

Ο πλάνης αποθέτει τον τρίποδά του κατά γης, στηρίζει επ’ αυτού τον κλωβόν του, ανοίγει την θύραν του και εξάγει το πτηνόν. Το χειρόηθες πτερωτόν δίπουν περιπατεί επί μικρόν εντός του έξωθεν σιδηρού δισκαρίου, παρατηρεί ως ν’ αναζητή τι τα προ αυτού ηπλωμένα πολύχρωμα χαρτία, και τυχαίως ραμφίζει εν κίτρινον, όπερ εκείνος ρίπτει προς την πελάτιδά του.

Εκείνη το αρπάζει πετών και το εκδιπλώνει με ακουσίως τρέμουσαν κατά τι παραδόξως χείρα.

Είναι εις των συνήθων τούτων χρησμών, ανόητος και ασυνάρτητος προφητεία, γεγραμμένη εις σόλοικον και ιδιόρρυθμον γλώσσαν:

«Κυρία μου, τώρα είσαι κακότυχη και δεν περνάς καλά. Θα υποφέρης πολύ, και θα κακοπεράσης ακόμη περισσότερον. Αλλά με την βοήθειαν του Θεού θα νικήσης τας περιπετείας και θα προοδεύσης. Και θα υπανδρευθής ένα πλούσιον και θα κάμης παιδιά πολλά και καλά, και θα σου ζήσουν όλα. Και συ θα ζήσης ογδοήντα χρόνια και θα ίδης έγγονα και δισέγγονα…»

Και η εκ του προχείρου αποκάλυψις αύτη των μελλόντων εξακολουθεί ακόμη, ακόμη, επί του αυτού τόνου και διά των αυτών φράσεων. Η μήτηρ αναγινώσκει βραδέως και μεγαλοφώνως, μειδιώσα κατ’ αρχάς· αλλά βαθμηδόν αόριστος συγκίνησις χαράς την καταλαμβάνει και τρέμει βιαιότερον ήδη η χειρ της και πάλλει σφοδρώς η καρδία της. Από του αψύχου και κακοτυπωμένου χαρτίου νομίζει ότι εξέρχεται φωνή μυστηριώδης μάντεως αληθούς, και νομίζει ότι πράγματι κρατεί μεταξύ των δακτύλων της της κόρης της την τύχην. Και εφ’ όσον ακούονται εν τη σιγή του δωματίου τ’ ανορθόγραφα και ασύντακτα και συγκεχυμένα αλλ’ ευάγγελα εν τούτοις ρήματα, τούτο φαίνεται ως να πληρούται φωτός και καταγλαΐζεται της μητρός το πρόσωπον και μειδιά το ωχρανθέν της ασθενούς χείλος…

 

αρχή

 



 

ΜΕΡΙΚΑ ΦΥΛΛΑ ΕΚ ΤΟΥ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟΥ ΜΟΥ

Χθες είδα εις τον ύπνον μου ότι με επεσκέφθη μία Μοίρα. Η Μοίρα ήθελε το καλόν μου και μου εχάρισε την Γνώσιν. Εγώ την ευχαρίστησα ευθύς, άλλα της εζήτησα την Δύναμιν. Τότε, έφυγεν αυτή, και αντ’ αυτής ήλθε μία άλλη, η οποία μου έδωκε την Δύναμιν. Αλλά εγώ την ευχαρίστησα, και εζήτησα τότε και την Γνώσιν. Τότε εμφανίσθησαν διά μίαν στιγμήν κι αι δύο, μ’ εκύτταξαν καλά - καλά κι εχαμογέλασαν και έφυγαν χωρίς να μου δώσουν τίποτε.

 

Άνθρωποι, χριστιανοί, αδελφοί δεν γνωρίζετε να μου υποδείξετε κανένα θηριοδαμαστήν δι’ αυτά τα δύο αγρίμια, αυτόν τον πάνθηρα και αυτήν την τίγριν, άτινα φέρω εντός μου, κατασπαράσσοντα την σάρκα μου, — τον Εγκέφαλόν μου και την Καρδίαν μου;...

 

Βοτανική εφηρμοσμένη; Η αποτυχία είναι τσουκνίδα. Η επιτυχία είναι μανδραγόρας.

 

Το πονηρότερον και το μάλλον ευκόλως απατώμενον εξ όλων των ζώων είναι ο έλλην.

 

Η μαμμή είναι ο Μέγας Αλέξανδρος της ζωής. Κατά την γένναν, αυτή κόπτει τον λώρον, δηλαδή τον γόρδιον δεσμόν, τον συνδέοντα την ανυπαρξίαν με την ύπαρξιν.

 

Με ό,τι όπλα και αν με πολεμήσης, θα σε πολεμήσω!

 

Πολύ φοβούμαι ότι η Φρόνησις δεν κάθεται εις το ίδιον σπήτι, με την Λογικήν.

 

Πόσοι ασήμαντοι με πόσην χαράν θα εγίνοντο, αν τους βαστούσαν τα κότσια, βδελυροί!

 

Το Όνειρον, μήπως τυχόν δεν είναι παρά η Πραγματικότης εν εμβρύω;...

 

Απόφασις μετά σκέψιν = ένστικον βραδυπορούν.

 

Αρχίζω να πιστεύω ότι με όσους τυχαίνει να ομιλώ, πρέπει εξάπαντος ν’ αποφασίσω να παραδέχωμαι τυφλώς εν γένει ό,τι και αν μου λέγουν, διότι τόση είναι συνήθως η αντίθεσις εις ην ευρίσκομαι μαζί των, ώστε θα εχρειαζόμουν τους δ ι π λ ο ύ ς μ υ ς του Ταρταρέν αν ήθελα να τους δέρνω.

 

Εν τω ουτιδανώ αυτώ, όστις διέρχεται, εμπρός σας, ποίος σας εγγυάται ότι δεν περνούν δέκα Ηλιογάβαλοι συχρόνως;...

 

Η ευτυχία είναι πολύ συχνότερον αφ’ ό,τι κοινώς νομίζεται απεχθής, όπως η δυστυχία είναι πολύ συχνότερον γελοία.

 

Προχθές, απέναντι, εις το σπήτι μου, απέθανεν ένας αξιωματικός. Νέος ακόμη, κάλλιστος κι εκτιμώμενος κοινώς, εκ των μάλλον γνωστών και των μάλλον αγαπωμένων. Άφινε χήραν την νέαν και αυτήν σύζυγόν του, και τέσσαρα - πέντε παιδιά. Και ενώ εκαθήμην εις το παράθυρόν μου και έβλεπα την συρροήν του κόσμου η οποία ήρχιζε, κι εσυλλογιζόμουν τα δύο μικρά του, τα οποία χθες ακόμη εκύτταζα να παίζουν εις τον δρόμον, έφριξα διαμιάς σχεδόν μέχρι των κοκκάλων, ακούσας αίφνης την σπιτονοικοκυράν μου, υψηλήν κατακόκκινην γυναίκα, υπανδρευμένην και αυτήν και με παιδιά, κραυγάζουσαν βροντοφώνως προς μίαν από τας γειτόνισσας:

— Να πάμε να φάμε γλήγορα για να βγούμε να ιδούμε. Θαν του γίνη ω ρ α ί α κ η δ ε ί α!

 

Το καλοκαίρι μ’ ενοχλούν ανυποφόρως τα κουνούπια· το φθινόπωρον αι συνεδριάσεις της Βουλής· τον χειμώνα αι βροχαί και οι σαλεψήδες· την άνοιξιν αι εξετάσεις των σχολείων· όλον τον χρόνον οι φίλοι μου.

 

Φαίνεται από τίνος να μην κάμνω ανοησίες. Όσους συναδέλφους συναντώ, μου σφίγγουν το χέρι, ωσάν να ήθελαν να μου σφίξουν τον λαιμόν.

 

Τι στόφφα Αργοναύτου εις κάθε προικοθήραν των πλατειών μας! Και έπειτα λέγουν ότι οι Έλληνες δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι: Η μόνη διαφορά είναι ότι οι παλαιοί εκείνοι εκυνηγούσαν χ ρ υ σ ά δ έ ρ α τ α και οι νεώτεροι αυτοί ως επιτοπλείστον χ ρ υ σ ά τ έ ρ α τ α.

 

Εξ όλων των συναισθημάτων όσα διεγείρει ο Έρως, τίποτε δεν ημπορή να παραβληθή μ’ εκείνο το όποιον δοκιμάζετε, βλέποντες ανοιγομένην αιφνιδίως θύραν, ην ενομίζατε κλειστήν.

 

Εν τη ζωή, πολύ γρηγορώτερα μπαίνουν πολλάκις εις την πόρταν όπου θέλουν εκείνοι όσοι περιμένουν την σειράν των, παρά εκείνοι που σπρώχνουν τους άλλους δια να έμβουν.

 

Η κυριωτέρα ίσως διαφορά μεταξύ πολλών παραφρόνων και πολλών νομιζομένων φρονίμων είναι μόνη η ανικανότης ην έχει ο παράφρων περί την χρήσιν των λέξεων, ως εκ της οποίας δεν ημπορεί να μεταδώση και εις άλλους εκ των ομοίων του την τρέλλαν υφ’ ης κατέχεται.

 

Η ανανδρία κατορθώνει να ευρίσκει δικαιολογίας κι εκεί ακόμη όπου πας τις θα υπέθετεν ότι δεν υπάρχουν δι’ αυτήν παρά μομφαί.

 

Ουδένα των υπαρξάντων μέχρι σήμερον επί της γης εβδελύχθην, όσον τον Ιώβ. Αν εβλέπατε εν τη πραγματικότητι άνθρωπον κυλιόμενον επάνω εις την κοπριάν, πλήρη πληγών, ξύνοντα αυτάς με το κεραμίδι του, και ευχαριστημένον δι’ όλ’ αυτά, και έπειτα σας έλεγαν ότι πρέπει να τον θαυμάζετε και να τον μιμήσθε, πώς θα σας εφαίνετο, παρακαλώ;...

 

Τι περίεργα πράγματα! Όταν σε βλέπη εις τον δρόμον, ο μπαρμπέρης σε κυττάζει εις τα γένεια, ο παπουτσής σε κυττάζ’ εις τα παπούτσια, ο ράπτης σε κυττάζει εις τα ρούχα, και ούτω καθεξής. Τι περίεργα πράγματα!

 

Οι παλαιοί οίνοι, ωριμάζοντες πολύ σπάζουν ενίοτε την μποτίλλιαν. Αι παλαιαί ιδέαι, παραμένουσαι επί πολύ εντός αυτού και ανακινούμεναι ανεκτέλεστοι, σπάζουν ενίοτε το κεφάλι.

 

Θεέ μου, φύλαττέ με από τους ανθρώπους και ξεύρω πώς να φυλαχθώ από τα θηρία.

 

Πέντε Άγγλοι, πέντε ασχημιαίς, πέντε Γάλλοι πέντε τρέλλαις, πέντε Γερμανοί πέντε συμφέροντα, πέντε Ιταλοί πέντε μουσικαίς, πέντε Έλληνες δέκα ανοησίαις.

 

Για φαντάσου διά μίαν στιγμήν να είσαι ψωμάς και να περέλθης εις τοιαύτην φτώχιαν ώστε να μην έχης ψωμί να φας!..

 

Τρομερά μ’ ενοχλεί όταν μ’ ερωτούν εις τον δρόμον ή αλλού πουθενά, και άγνωστοί μου άνθρωποι πολλάκις, όπως συνήθως, τι ώρα είναι. Και διά ν’ απαλλαχθώ επιτέλους, σκέπτομαι να κάμω το εξής:

Να προμηθευθώ μίαν μεγάλην αγγλικήν μάχαιραν, δίστομον, και όταν κανείς τύχη να μ’ ερωτήση εκ νέου, να την εξάγω αμέσως και να του λέγω αιφνιδίως:

— Ό,τι ώρα και αν είναι, θα είναι η τελευταία σου!

Υποθέτω ότι τοιουτοτρόπως από πολλούς θα κοπή η όρεξις αυτή.

 

Εν τη φιλία όλα είναι κοινά... διά τον ένα εκ των φίλων.

 

Με την σύγχρονον ανατροφήν και παίδευσιν, ήτις δίδεται εις το θήλυ γένος, θα έλεγε κανείς ότι παρασκευάζομεν επίτηδες πολύ περισσοτέρας βασιλίσσας και πριγκηπίσσας και εν γένει αριστοκράτιδας αφ’ όσαι είναι δυνατόν να υπάρξουν, και πολύ περισσοτέρας εταίρας αφ’ όσαι χρειάζονται.

 

Γυνή αληθώς αξιότιμος δεν ημπορεί να γίνη σύζυγος και χήρα παρά μίαν μόνην φοράν.

 

Παρατηρείται ότι κατά τους συγχρόνους καιρούς ο αριθμός των συγγραφέων πανταχού του κόσμου είναι ήδη μέγας και προβαίνει αυξάνων καθημέραν. Η αιτία είναι ότι το επάγγελμα του συγγράφειν, μαζί με το επάγγελμα του πολιτεύεσθαι και του κυβερνάν, είναι τα μόνα τα οποία επιτρέπεται να τολμά εις καθένα να τα εξασκή χωρίς να έχη προτήτερα σπουδάση.

 

Οι επαίται κλέπτουν τους πτωχούς.

 

Ομολογουμένως, βλέπω ότι ο άνθρωπος τελειοποιεί καθημερινώς τα πάντα περί εαυτόν· αλλά δεν βλέπω να τελειοποιείται και ο ίδιος.

 

Το γ ν ώ θ ι σ α υ τ ό ν είναι ο τύπος του συμβολαίου, όπερ συνήψαμεν με την μετριοφροσύνην.

 

Η παραδοξωτέρα περίοδος του γυναικείου βίου αναντιρρήτως είναι η χηρεία.

 

— Φίλημα η δάκρυ;

Το πρώτον, αλλ’ ει δυνατόν, άνευ... σιέλου.

 

Πάντοτε παρετήρησα ότι οι γ ό ν ο ι των μεγάλων ανδρών αποβάλλουσι την κεφαλήν των, επί το απλούστερον....

 

— Τι εστίν αδιαφορία;

Χάσμημα της καρδίας, προαναγγέλον τον ύπνον της Αγάπης.

 

Εάν υποτεθή, ότι ο Θεός έχει υποπέση μέχρι τούδε εις αμάρτημα, αναμφιβόλως πρέπει να κατηγορηθή επί πλαστογραφία. Μας βεβαιούν, ότι έπλασε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του· ουδεμία μένει αμφιβολία ότι το πλάσμα του είναι ε ι κ ο ν ι κ ό ν.

 

— Τις είναι ευτυχής εν τω κόσμω τούτω;

Ο ολιγώτερον δυστυχής.

 

— Τι εστί ποίησις;

Οίησις.

 

Εάν εκ των νεκρών ανίστατό τις διά μίαν στιγμήν, και μας έλεγε τι ήσθάνετο νεκρωθείς, μοι φαίνεται, ότι oι θεολόγοι και οι ιερείς θ’ απέθνησκον τέλεον της πείνης.

 

Οι πρόγονοί μας έλεγον ότι η σιωπή είναι χρυσός. Σήμερον η διαφορά είναι ότι αν άλλοτε ετιμάτο η σιωπή, σήμερον τιμάται ο χρυσός.

 

Άλλοτε τα ζώα ωμίλουν· σήμερον γράφουν.

 

— Θέλετε να έχετε πτέρυγας;

Προ παντός πόδας, διά να... λακτίζω.

 

— Τι τερπνότερον εν Ελλάδι;

Το μασσάν, ροχαλίζειν και... αγορεύειν.

 

Εκ των Ολυμπίων θεών της αρχαιότητος, ο παραξενότερος θα ήτο αναμφιβόλως ο Ζευς. Αληθής Ζ ε υ - ζ έ κ η ς.

 

Πρακτικότης: το συνηθέστερον ψευδώνυμον του α ν α ν δ ρ ί α και του α χ ρ ε ι ό τ η ς .

 

Α! διατί ο έρως να μην είναι αιώνιος... και διατί να παρατείνεται περισσότερον από ένα μήνα;

 

Όταν η υστεροφημία έλθη να κάμη την εκλογήν της και την ταξινόμησίν της, τα έργα εκείνων που έγραψαν ολίγα και εκλεκτά, θα ευρεθούν με πολύ περισσοτέραν β α ρ ύ τ η τ α και από των γονιμοτάτων αυτών ακόμη.

 

αρχή

 


 

Τα κείμενα που ακολουθούν δε συμπεριλαμβάνονται στο παραπάνω βιβλίο. Τα βρήκα σε διάφορα περιοδικά της εποχής.

 


 

ΔΥΟ ΜΙΚΡΟΙ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία», τεύχος 694, έτος ΙΔ, 16 Απριλίου 1889

 

Εις την γωνίαν της οδού, δύο μικροί ίστανται. Ηλιοκαή είναι τα πρόσωπα αυτών και τα ενδύματά των τετριμμένα. Ασκεπείς και οι δύο, και η μαύρη κόμη των, άτακτος και ακτένιστος, μόνη καλύπτει την κεφαλήν αυτών, δασεία. Του αυτού σχεδόν αναστήματος και μ’ ομοιόμορφον περίπου την πενιχράν περιβολήν, ην συμπληρόνει καταπίπτουσα, από της ζώνης μέχρι των γονάτων, μακρά ποδιά. Ο εις κρατεί ανά χείρας τμήμα χαρτίου, κατερρακωμένον, κατεσπιλωμένον, υπομέλαν, εφ’ ου διακρίνοντ’ εξίτηλα τ’ αποτυπώματα πληθύος δακτύλων, αφ’ ων διήλθε. Και ο άλλος, προστριβόμενος εις αυτόν, μηρόν προς μηρόν, αγκώνα προς αγκώνα, κλίνει πλαγίως και αυτός το πρόσωπόν του επί του χαρτίου και ακροάζεται μετά προσοχής της αναγνώσεως του γράμματος. Διότι είναι γράμμα, και ο φάκελλος αυτού, ερριμμένος, κείται προ ποδών, επί του πεζοδρομίου, με το εικοσάλεπτον ερυθρόν αυτού σήμα έξωθεν, γράμμα δι’ επιτετηδευμένων καλλιγραφικών χαρακτήρων γεγραμμένον, μετ’ επιμελείας, μ’ ευθείας τας σειράς, ως διά χάρακος τεθέντος υποκάτωθεν ίσως επί τούτω όπως τας σημειοί. Και απευθύνεται φαίνεται προς τον ένα εκ των μικρών, εκείνον όστις παρατηρεί πλαγίως μετά προσοχής, ως προσπαθών να μαντεύση κάλλιον αντιλαμβανόμενος αυτών και διά του βλέμματος την άγνωστον αυτώ σημασίαν των επί του χάρτου σημείων, άτινα τω απαγγέλλει ο σύντροφός του, πλέον γραμματισμένος καθ’ όλα τα διδόμεν’ απ’ αυτόν κι εις ον, όπως εξάγεται, κατέφυγεν ίνα του τ’ αναγνώση.

* * *

Και αναγινώσκει ο μικρός διερμηνεύς, πράγματι·

— «Καλαμάτα, 27 Μαρτίου 1889. Παιδί μου Γιώργη. Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς και δι’ ημάς καλώς υγιαίνομεν. Παιδί μου, σου γράφω και σου λέω πως αφότου έφυγες είμαι εις μεγάλην ανησυχία και λαχταρίζω νύχτα και μέρα κάθε ώρα και στιγμή πώς να βρίσκεσαι μοναχό σου σε τόσο μεγάλη πολιτεία, που χάνονται οι μεγάλοι και όχι εσύ δέκα χρονών παιδί, και τι να γίνεσαι. Το γράμμα σου έλαβα οπού μου έγραφες πως ο μπάρμπας σου ο Αντώνης εφρόντισε και σ’ έβαλε ‘ς ένα μαγαζί με τριάντα δραχμαίς το μήνα. Έκαμα, παιδάκι μου, το σταυρό μου κι επαρακαλέσθηκα ‘ς το Θεό μέραις να μου κόβη και χρόνους ναν του της δίνη. Έλαβα και τα δύο τάλληρα που μου έστειλες από το μισθό σου με τον Παναγιώτη και σε ευχήθηκα η δυστυχισμένη πέτρα να πιάνης και μάλαμμα να γίνεται. Τόρα, από τότε έχω τρεις μήνες να μάθω για σένα. Τι κάνεις, τι γίνεσαι δεν ηξέρω. Ξημερόνει, βραδυάζει, με την έννοια σου πέφτω και με την έννοια σου ξυπνώ. Η αδελφή σου μου λέει: «Μα μη στενοχωριέσαι, τι κάνεις έτσι, θαρρωστήσης, καϋμένη μητέρα!», μα εμένα ύπνος δε μου πάει να συλλογίζωμαι ολοένα πού να είσαι και πώς να περνάς. Όσους έρχονται απ’ αυτού πηγαίνω και τους ρωτώ για σένα, μα αρηά και πού ναυρώ κανένα να μου πη πως σε είδεν. Η αδελφή σου μου λέει πάλι: «Μα πού ναν τον ιδούνε, μάνα, τόσος κόσμος 'κει πέρα...!», μα εμένα μου φαίνεται σα να σ’ έχω χαμένο και σένα σαν τον πατέρα σου...».

* * *

Και η επιστολή εξακολουθεί, επί του αυτού τόνου και δι’ αναλόγων φράσεων, ανησυχίαν και λύπην και αγωνίαν εκδηλούσα. Προδήλως, μητρός είναι το κατερρακωμένον γράμμα, μητρός αγραμμάτου και πτωχής, —διά ξένης βέβαια χειρός γραφέν,— μητρός ήτις θα κατέφυγεν ίσως και αυτή εις κανένα γραμματισμένον διά να της το γράψη, υπαγορεύουσα αυτώ, όπως ο υιός της τόρα εις τον μικρόν φίλον του διά να του τ’ αναγνώση. Και η αγωνία ην εκφράζει, είναι η αγωνία της χωρισμένης από τον υιόν της αυτόν, ον έστειλε φαίνεται μακράν, εις την μεγάλην αυτήν πολιτείαν περί ης ομιλεί, εις την Αθήνα, εις την πρωτεύουσαν, αναγκασθείσα πιθανώς υπό της δυστυχίας, διά να εύρη πόρον ζωής, και αγνοεί έκτοτε τι γίνεται, και πονεί διά τον χωρισμόν του. Ο μικρός αναγινώσκει αργά-αργά, πιστώς, ευσυνειδήτως, συλλαβιστά, απομονών τας λέξεις, διαιρών αυτάς μίαν προς μίαν, ως να ταις αποδίδη υπέροχον έννοιαν. Και ο άλλος ακούει, εν σοβαρότητι, συγκεκινημένος κάπως, παρακολουθών το βλέμμα του φίλου του φερόμενον επί των γραμμών, διαπορούμενος ίσως καθ’ εαυτόν πώς τα άψυχα αυτά στοιχεία, τα κεχαραγμένα διά μελάνης επί του χάρτου, να ημπορούν να τω φέρουν την φωνήν της μάνας του, να τω φανερόνουν τι σκέπτεται, να τω μεταδίδουν πληροφορίας, να τω διαβιβάζουν ερωτήσεις, ως να την έχη εμπροστά του και να την ακούη την ιδίαν. Προ τριών μηνών την αφήκεν εκεί κάτω, εις την πατρίδα των, εις την Καλαμάταν, και έφυγε, και ήλθεν εις τας Αθήνας, πλησίον του θείου του του Αντώνη, διά να τον βάλη εις κανένα μαγαζί, ή να τον μάθη καμμίαν τέχνην. Και έκτοτε, πλανάται το παιδίον ανά την πρωτεύουσαν, υπό την προστασίαν μεν του θείου του πάντοτε, αλλ’ αφειμένον εις τας ιδίας του δυνάμεις, εργαζόμενον όπως ζήση και αμειβόμενον διά λογαριασμόν του, υπηρέτης εις ένα μαγαζί, εις το οποίον τον έβαλε μικροσκοπικός παλαιστής του αγώνος της ζωής. Και ιδού οπού η πτωχή μητέρα του, την οποίαν ενόμιζεν όταν έφευγεν ότι την έχανε διαπαντός, η απομείνασα εκεί, εις τον τόπον των, χήρα με τ’ άλλα δύο της μικρά, αποφασίσασα να τον εμπιστευθή ως εις άλλην μητέρα εις την πρωτεύουσαν, εις την Αθήνα ως την ονομάζει, εις την μεγάλην αυτήν πολιτείαν· ην μεγαλοποιεί έτι μάλλον η επαρχιωτική φαντασία της,— ιδού οπού του γράφει τόρα,— περίεργον! ως να του ομιλή!, — από την άκραν εκείνην της Πελοποννήσου, από την Μεσσηνίαν, διά να τον ερωτήση τι κάμνει και να μάθη τι γίνεται!...

* * *

— «Παιδί μου, λέγει, παιδί μου, να έχης την ευχή μου, ν’ ακούς τον μπάρμπα σου τον Αντώνη σε ό,τι και αν σου λέη σα να ήμαι εγώ η ίδια. Να κάνης τη δουλειά σου άξια και τίμια για να γίνης καλός άνθρωπος και να ιδώ κι εγώ και τ’ αδέρφια σου καλό από σένα, μια και θέλησε ο Θεός και μας επήρε τον πατέρα σου και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Ν' ακούς τον αφεντικό σου και να κάνης ό,τι θελήματα σου λέει. Τα λεπτά σου ναν τα φυλάς και να μην τα σκορπάς εδώ κι εκεί και άμα σου περισσεύουν ή ναν τα δίνης του μπάρμπα σου να σου τα φυλάη ή να βρίσκης άνθρωπον πιστόν από τους πατριώταις μας και να μου τα στέλνης... Μου είπαν πως αυτού είναι και ένα σχολείο για τα φτωχά παιδιά, των Απόρων, και έγραψα και εις τον μπάρμπα σου να σε βάλη και να αρχίσης να πηγαίνης για να μάθης και λίγα γράμματα, γιατί σήμερα όποιος δεν ξέρει γράμματα χάνεται...»

Τον συμβουλεύει δ’ ούτω επί μακρόν, εν αφελεία, μετά πόνου ψυχής, κοινοτάτων αλλά πλήρων ποιήσεως εν τη πεζότητί των εκφράσεων μητρός ποθούσης να ίδη το τέκνον της αποζών εκ της εργασίας του εν τιμή, και βοηθούν και την οικογένειάν του, και γινόμενον άνδρα τέλειον, και αποκαθιστάμενον, και αυτός και οι περί αυτόν, εν ευτυχία. Και τω δίδει επί πολύ οδηγίας και περί των ελαχίστων, και τον νουθετεί, και τον ποδηγετεί, η καλή επαρχιώτις, πώς πρέπει να βαδίση εν τω βίω, απαραλλάκτως νομίζεις όπως θα τον εποδηγέτει όταν ήτο βρέφος και θα τον εμάνθανε πώς να βαδίζη επί του ψυχρού εδάφους του ταπεινού των οικίσκου. Και ο μικρός συγκινείται προδήλως επί μάλλον εφ’ όσον προβαίνει η ανάγνωσις, και επί της φυσιογνωμίας αυτού αποτυπούται έκφρασις ενδομύχου ψυχικής εργασίας ήτις τελείται φαίνετ’ εν αυτώ υπό την επήρειαν του γράμματος, και το όμμα του πλέει ενίοτε, διαμιάς υγρόν, εις αιφνίδιον δάκρυ...

* * *

Όμως, από μιας στιγμής, απροσδόκητον νέφος εσκίασε του παιδιού την μορφήν. Τας παρειάς του ανέρχεται παραδόξως βίαιον ερύθημα και λευκαίνονται τρέμοντα τα χείλη του. Οι οφθαλμοί αυτού μεγεθύνοντ’ εν εκπλήξει και σχεδόν ανοίγει το στόμα απορούν.

Προβαίνουσα λέγει η επιστολή:

«Παιδί μου Γηώργη, κάποιος από τους πατριώταις ήρθε απ’ αυτού και τον ερώτησα και μου είπε πως είσαι κακό παιδί και δε δουλεύεις τακτικά εις το μαγαζί και γυρίζεις με τους μπερμπάταις 'ς τα σοκάκια και ξοδεύεις τα λεπτά σου όπως τύχη. Εγώ παιδί μου δεν τον επίστεψα, μα κύτταξε καλά να μην τύχη και είναι αλήθεια γιατί δε θέλω πια να σε ξέρω για παιδί μου...»

Είναι πραγματικώς διάδοσις ανακοινωθείσα αυτή η είδησις ή είναι τέχνασμα της καλής μητρός επιθυμούσης να δοκιμάση τον χαρακτήρα του παιδίου; Άδηλον. Αλλ' εκείνος, εφ’ όσον προχωρεί η ανάγνωσις, επί τοσούτον κοκκινίζει εξ αγανακτήσεως, κι εξαγριούται, και μη συνεχόμενος πλέον:

— Ψέμματα!, ανακράζει αίφνης εν οργή, είναι ψεύτης!...

— Ποιος ναν’ αυτός τάχα; λέγει διακόπτων την ανάγνωσιν ερωτηματικώς ο σύντροφός του.

— Τον ξέρω κι εγώ τον ψεύτη;... απαντά επί μάλλον και μάλλον οργιζόμενος ο παις.

— «Σε φιλώ— Η μητέρα σου Αγγελική.», επανέλαβεν ο άλλος.

Ετελείωσεν η επιστολή.

Και οι δύο μικροί αποχωρίζονται....

— Πότε θάρθης να κάνουμε το γράμμα που θαν της στείλω; ερωτά ο πρώτος.

— Το βράδυ να με περιμένης στο μαγαζί.

Δίδουν τας χείρας αποχαιρετιζόμενοι, ως μεγάλοι συμφωνούντες περί σπουδαίας τινός υποθέσεως. Και ενώ ο αναγνώστης του γράμματος απέρχεται ήδη, ο φίλος του ίσταται ακόμη επί μικρόν, διπλόνει μετά προσοχής το υπομέλαν και κατεσπιλωμένον χαρτίον, και ενώ το εισάγει ευλαβώς και το εναποθέτει εις τον κόλπον του:

— Ψεύταις, υποτονθορύζει εκ νέου μεταξύ των οδόντων του θυμωδώς, ψεύταις!...

 

αρχή

 



 

ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία», τεύχος 703, έτος ΙΔ’. 18 Ιουνίου 1889

Έξωθεν της Καπνικαρέας, περί ώραν έκτην της εσπέρας. Σάββατον, και τα παράθυρα της γηραιάς βυζαντινής εκκλησίας λάμπουν φωτισμένα, αναγινωσκομένου του εσπερινού. Η ερμαϊκή οδός αρχίζει να συσκοτίζεται, και οι φανοί του αεριόφωτος δεν είναι ακόμη αναμμένοι. Αι άμαξαι διέρχοντ’ εν πατάγω και καλπασμώ από του εντεύθεν μέρους, παρ’ ολίγον καταπατούσαι αδιαφόρως τους βραδύ βαίνοντας αραιούς διαβάτας, ενώ από του εκείθεν μέγα οδόφραγμα ογκωδών λίθων, συσσωρευμένων χάριν εγειρομένης εγγύς που οικοδομής, έκλεισε το πέρασμα. Ανιαρά φωνή ψάλτου ακούετ’ έσωθεν ρινοφθογγούσα μονότονα θρησκευτικά τροπάρια. Από καιρού εις καιρόν, γραία σπεύδουσα ή μεσήλιξ ανήρ, φέρων όλα τα σοβαρά εξωτερικά δείγματα αθηναίου οικοκύρη, καταβαίνει τας ολίγας βαθμίδας, εισέρχετ’ ευλαβώς εις τον υπόγειον ναΐσκον, απαραλλάκτως φαντάζεσαι ως θα εισήρχοντο οι πρώτοι χριστιανοί εις τας κατακόμβας, ας σου ανακαλεί εις την μνήμην ούτω πως κεχωσμένον εντός του εδάφους το παλαιόν εκκλησίδιον. Βίαιαι λιβυκαί πνοαί, κονιορτού λευκοί σίφωνες και χωμάτων στρόβιλοι φαιοί, μαστίζουν κατά διαλείμματα, τυφλούντες και ακατάσχετοι, τον δρόμον, ως να διήλθεν απροσδοκήτως άνωθεν αυτού παραδόξου νομίζεις λαίλαπος η πτέρυξ. Τα πλείστα των πέριξ εμπορικών εσφάλισαν ήδη τας θύρας των και ησυχία πλήρης κατά τ’ άλλα βασιλεύει. Βραδύναντες όμιλοι μικρών εργατίδων ραπτριών επιφαίνοντ’ ενίοτε ταχύνοντες το βήμα προς επάνοδον εις τας μεμακρυσμένας συνοικίας των ή αγυιόπαις συρίζων παρελαύνει. Και υπεράνω, σιγηλή, ακύμαντος, γαληνιαία, κυανούν στέγασμα, ανέφελον κάτοπτρον, μακρά ταινία του αττικού ουρανού σκεπάζει την οδόν.

* * *

Αίφνης, οπίσω του ιερού, από του προς την πλατείαν του Συντάγματος μέρους, παρά το οδόφραγμα, αλλόκοτος ήχησε κραυγή·

— Ορίστε, κύριοι, εις το περίεργον θέαμα, το ωραίον πανόραμα, μία δεκάρα ο άνθρωπος, κύριοι, ορίστε!...

Και κωδωνισμός, μακρός, οξύς, συνοδεύει την κραυγήν. Δύο χείρες επιφαίνονται στήνουσαι επί της γης, παρά την ρίζαν του ναού ακριβώς, μέγαν τρίποδα, εξ εκείνων εφ’ ων οι πλανόδιοι στραγαλοπώλαι αποθέτουν συνήθως τας πραγματείας των. Ο τρίπους στερεόνεται καλά και επ’ αυτού εναποτίθεται ευμέγεθες κιβώτιον, κατεσκευασμένον εκ προστύχων σανίδων καρφωμένων προς αλλήλας ούτως ώστε το κιβώτιον να διαιρήται εις δύο μέρη, εν, το άνωθεν, υψηλόν, επίμηκες, υπερκείμενον, άλλο δε, το κάτωθεν, προεξέχον, ως συρτάριον βιβλιοθήκης χρησιμεύον ως βάσις αυτής και ανοιγμένον, πλατύτερον, με τρεις μεγάλας οπάς επί της προσόψεως, εντός των οποίων είναι περασμέναι ύελοι χονδραί. Επί των σανίδων είναι κολλημέναι γελοιογραφίαι διάφοροι εξ εφημερίδων ή εξώφυλλα χρωματιστά φυλλαδίων σιγαροχάρτου, αποκρύπτοντα του ξύλου την όψιν. Παρά την δεξιάν πλευράν, από κρίκου προσηλωμένου, κινούμενος διά σπάγγου κρεμαμένου απ’ αυτού, κωδωνίσκος ήρτηται. Το όπισθεν μέρος του κιβωτίου είναι ανοικτόν, ούτως ώστε η χειρ να δύναται να εισάγη και να εξάγη ό,τι θέλει. Το κάτω τμήμα αυτού είναι φωτισμένον, και το φως εξέρχεται διά των οπών, από μικρού φανού προσκεκολλημένου φαίνετ’ έσωθεν. Το όλον οικοδόμημα απολήγει προς τ’ άνω εις είδος τι τριγωνικής πυραμίδος, επί της οποίας προσπασσαλευμέναι κυματίζουν τέσσαρες κυανόλευκοι σημαίαι, εκ των μικροσκοπικών εκείνων ας καθίζουν παρά τους φανούς αυτών αι άμαξαι, κατά τας βασιλικάς ή εθνικάς εορτάς. Τα πάντα τοποθετούνται μετά προσοχής, αφαιρούνται τα παρά τους πόδας του τρίποδος λιθάρια ίνα μη τυχόν πατών επ’ αυτών και ταλαντευόμενος πέση, μετακινείτ’ επ’ αυτού το κιβώτιον επανειλημμένως εωσού εύρη την ισορροπίαν και σταθή ασφαλώς, πλατάγημα δε των δύο χειρών ακούετ’ εν τέλει κροτουσών προς αλλήλας εις ένδειξιν φαίνετ’ ευχαριστήσεως επί τη επιτυχία του ποθουμένου. Το οικοδόμημα ιδρύθη.

* * *

Και η φωνή επαναλαμβάνει ισχυρότερον — Κύριοι, ορίστε, το ωραίον πανόραμα, να ιδήτε τα αξιοπερίεργα, τα σπουδαία πρόσωπα της εποχής και διάφορα άλλα πράγματα!... Μία δεκάρα μόνον, μόνον μία δεκάρα, κύριοι!...

Είναι αλήτης, μείραξ ωσεί δεκαοκταετής, εκ της μεγάλης νομαδικής φυλής εξ ης στρατολογείται το πολυάριθμον άγημα των παικτών του παπά ή των λωποδυτών της πρωτευούσης και του Πειραιώς, επιθυμήσας φαίνεται ν’ αλλάξη επί τινα καιρόν επάγγελμα και συλλαβών την ευγενή φιλοδοξίαν να παράσχη ψυχαγωγίαν τινά εις το στερούμενον θεαμάτων κοινόν της πόλεως, παράδοξος βεδουίνος των Αθηνών, ούτινος η πρωτότυπος κατατομή διαγράφετ’ εν τω σκιόφωτι της προβαινούσης εσπέρας, εκφραστικωτάτη. Το χρώμα αυτού σου ενθυμίζει διαδοχικώς και του σίτου και του πορτοκαλλίου και του χρυσού και του ηλέκτρου την χροιάν. Η μύτη αυτού ορθούται προς τ’ άνω, και τα μήλα του εξέχουν, υπέρ τας κοιλότητας των κάτισχνων παρειών του, οστεώδη. Οι οφθαλμοί του, μικροί, ζωηροί, ευκίνητοι, σπινθηροβολούν πονηρίαν και αναίδειαν. Ο λαιμός αυτού κατάμαυρος εγείρεται επί του ημιγύμνου στήθους του και ράκη καλύπτουν το λοιπόν σώμα του. Τρυπημένα είναι τα υποδήματα αυτού, άτινα σύρει περιπατών δίκην εμβάδων. Επί κεφαλής φέρει πίλον, προδήλως αθλήσαντα πολλαχώς, υπό καταιγίδων ορμάς και υπό καύματα ηλίων, πλατύγυρον, απεριγράπτου χρώματος και σχήματος ασυλλήπτου, με μακρόν σχίσμα οίον πληγής εκ μαχαιρίου επί του έμπροσθεν χείλους, κεχωσμένον μέχρι των ώτων, καταβαίνοντα μέχρι των οφρύων, φθάνοντα μέχρι του αυχένος. Καταφανώς, το προ αυτού κατασκεύασμα, το ιδρυμένον επί του τρίποδος, είναι έργον αυτού του ιδίου. Και ήλθε φέρων αυτό επ’ ώμων, αφού περιεπλανήθη επί μακρόν, κουρασθείς φαίνεται, νομίσας ίσως το μέρος μάλλον κεντρικόν ή αι πλατείαι και αι ρύμαι εις ας επλανάτο και κατάλληλον δια να πήξη επί ώρας τινάς το θέαμά του. Και ίσταται τόρα εκεί, με τους ρώθωνας εις τον αέρα, παρά τον τρίποδά του, ως στρατιώτης με τ’ όπλον παρά πόδα, αποβλέπων προς τους παρερχομένους ως να προσκαλή αυτούς και διά του βλέμματος θρασέως, ηδονικώς αναπνέων του δρόμου την κονιορτώδη ατμοσφαίραν, ως να πλέη εν τη θερμή αυτή αθηναϊκή εσπέρα εις το μόνον προσιδιάζον αυτώ στοιχείον, απαραίτητον νομίζεις συμπλήρωμα της όλης πέριξ σκηνογραφίας, έξοχον πρότυπον, απαράμιλλος εμφάνισις, αναμένων θαρρείς τον μέγαν ζωγράφον όστις να τον εγκολάψη και αυτόν εις αλησμόνητον εικόνα του τοπείου...

* * *

Από τούδε, τινές των διερχομένων ίστανται, περίεργοι. Τρεις ή τέσσαρες αγυιόπαιδες απετέλεσαν κύκλον περί τον αλήτην. Μαθηταί τινες, επανερχόμενοι προδήλως εκ του σχολείου των, με τα βιβλία υπό μάλης κι επωφεληθέντες της ευκαιρίας να περιπλανηθώσιν ολίγον χαζεύοντες, προστίθενται εις αυτούς. Δύο εργάτιδες σταματούν επί μικρόν και παρατηρούν αυτόν, ασκαρδαμυκτί, κινούσαι η μία την άλλην διά του αγκώνος και γελώσαι. Στραγαλοπώλης διαβαίνων βλέπει την συνάθροισιν και αποθέτει παραπλεύρως και αυτός τον τρίποδά του και τον ταβλάν του παραμένων. Οι περιεστώτες αυξάνουν κατά μικρόν και όλοι φαίνονται ως παρέχοντες την όψιν ανθρώπων οι οποίοι διαφλέγονται μεν υπό της επιθυμίας να ίδουν τι συμβαίνει, λυπούνται δ’ όμως αφ’ ετέρου σφοδρώς και την δεκάραν. Επί τέλους, εις των μαθητών πλησιάζει και εκδηλοί διαθέσεις να κυττάξη...

—Τον παρά ‘ς το χέρι —και κάνε χερ-χέρι!... λέγει ο αλήτης στιχουργών.

— Άσε να κυττάξω ντε και ‘ς τον δίνω…

— Δεν τ’ ακούει αυτά το παιδί!... Μπροστά!... απαντά ημικλείων τον αριστερόν οφθαλμόν δι’ ύφους εμπείρου ο πανοραματιστής.

Ο μαθητής υποκύπτει, και ο αλήτης ενθυλακόνει περιχαρώς το διώβολον.

— Στάσου τόρα, τω λέγει.

Και βουλόνει τας δύο εκατέρωθεν επί της προσόψεως του πανοράματος οπάς, αφίνων ανοικτήν μόνην την εν τω μέσω.

— Βάλε τόρα τα χέρια σου έτσι, επιτάσσει, και τω δεικνύει πώς να βάλη τας χείρας του εκατέρωθεν των κροτάφων του εισβλέπων εν τη οπή.

— Τόρα, ειειεις προσοχήήήν!... ανακραυγάζει.

Και έλκει βιαίως τον σπάγγον του κωδωνίσκου, και κωδώνισμα παρατεταμένον αντηχεί, και θέτει την χείρα όπισθεν του κιβωτίου, από του ανοικτού μέρους, εισάγων καθέτως μέγα τετράγωνον τεμάχιον μουκαβά, επί του οποίου είναι κολλημένη χρωματιστή τις παράστασις, εξ εκείνων ας δημοσιεύουν συνήθως τα ιταλικά εικονογραφικά φύλλα, μεταφέρουν δε και παρ’ ημίν ημέτερα τινα δημώδη, αφού αλλάζουν απλώς μόνον το κάτωθεν ιταλικόν λόγιον.

— Ορίστε, κύριε, εκφωνεί μεγαληγόρως, να ιδήτε την ωραίαν πόλιν της Ιταλίας, την Νεάπολιν, κυττάξτε πώς άναψε το ηφαίστειον του Βεζουβίου και καίει και οι άνθρωποι τρέχουν εις την θάλασσαν διά να φύγουν από τον καπνόν και τις πέτραις οπού πετάει... Κυττάξτε οι καρότσαις πώς τρέχουν εις τους δρόμους γεμάταις από ωραίαις πριμαντόναι... Κυττάξτε τα διάφορα σπουδαία καταστήματα τι πλούτος που έχουν!...

Ο θεατής εμβλέπει απλήστως και εκθάμβως. Και ο κύριος του πανοράματος, αφού τον αφήση εφ’ ικανόν ν’ απολαύση το θέαμα, εξάγει την εικόνα, την εναποθέτει διά ταχείας κινήσεως της χειρός εις το άνω μέρος του κιβωτίου, και εισάγει άλλην, κατά πάντα ανάλογον, αφού προηγουμένως κωδωνίση δις ή τρις προαναγγέλλων ότι νέα εμφανίζεται εικών, ως εν τω θεάτρω προειδοποιείται διά των τριών καθιερωμένων κτυπημάτων το κοινόν επί τη ενάρξη εκάστης πράξεως.

— Ορίστε, κύριε, επιφωνεί και πάλιν, εδώ είναι η πολιορκία της Πλεύνας, ο μεγάλος πόλεμος των Τούρκων με τους Ρώσσους, κυττάξτε πόσαις χιλιάδες πληγωμένοι και σκοτωμένοι, παρατηρήστε τον Οσμάν-πασσά πώς εχούμηξε και τρέχει κατεπάνω των με το σπαθί εις το χέρι...

Πράγματι δε η εικών παριστά πόλεμον, δεινόν αγώνα όλων των γνωστών χρωμάτων προς άλληλα, πάλην μανιώδη του ερυθρού και του πρασίνου και του λευκού προς το μαύρον και το κίτρινον και το κυανούν, συμπεφυρμένων όλων εις περιεργότατον μίγμα προς απεικόνισιν πεδίου μάχης, εν ω φανταστικοί τούρκοι ους θα ηδυνάτεις τέως να υποθέσης ποτέ υπό τοιαύτας μορφάς και εις τοιαύτας στάσεις συμπλέκονται εκ του συστάδην προς ρώσσους απιθανωτάτων όψεων και ανηκούστων σχηματισμών. Εκτρωματικαί λόγχαι συγκρούονται θηριωδώς, μακρότατα πυροβόλα εξερεύγονται φρικαλέα σύννεφα καπνού, σπάθαι πλατύταται κραδαίνονται εν λύσση. Παραδοξοτάτη άμορφος μάζα ζώντων και νεκρών καλύπτει το έδαφος απ’ άκρου εις άκρον. Πελώριος φαιός ίππος, μ’ εξηρθρωμένα τα σκέλη και στρεβλόν τον τράχηλον, καλπάζει ακατάσχετος ακριβώς εν τω μέσω της εικόνος, πατών ανηλεώς επί των δήθεν πτωμάτων. Άνωθεν δε, εστημένον επί είδους τινός βράχου, υπερμέγεθες κανόνιον βάλλει απιστεύτου και αοράτου μέχρι τούδε όγκου βόμβας, ων αι πλείσται καταπίπτουν επί της κεφαλής των μαχομένων, ως σάπια νομίζεις πορτοκάλλια ριπτόμενα αυτοίς, χωρίς να τους προξενούν ως φαίνεται και πολλήν εντύπωσιν. Αλλά κωδωνισμός καταπαύει διαμιάς και τον αγώνα τούτον των γιγάντων, και ο αλήτης επαναλαμβάνει, άλλην εικόνα υπεισάγων

— Εδώ είναι η περίφημος Βενετία όπου είναι κτισμένη μέσα εις την θάλασσαν, κυττάξτε τα παλάτια της πώς στέκονται από το ένα μέρος και από το άλλο, κυττάξτε και το νερόν πώς τρέχει μέσα εις τους δρόμους ωσάν ποτάμι...

Τη αληθεία δε, μεταξύ δύο στοίχων τερατωδών οικιών, μακρά γραμμή σημειοί ρέον πελιδνόν και κατά πάσαν πιθανότητα βρωμερόν νερόν. Και η περίφημος Βενετία εξαφανίζεται, ίνα την διαδεχθή —

— Το Συνέδριον του Βερολίνου, όπου είναι μαζευμένοι όλοι οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων και εις την μέσην ο Βίσμαρκ, και τους φοβερίζει, και κάνουν αυτοί να μιλήσουν, και τους λέει σουτ!...

Και επιφαίνεται τωόντι ο σιδηρούς καγκελλάριος, με το κράνος του, οργίλος, βλοσυρός, φουσκωμένος εκ του θυμού και εκ του πάχους, ως μέλλων από στιγμής εις στιγμήν να σκάση.

Και η φωνή του ιμπρεσαρίου, του παρέχοντος τόσον ευθηνά και ούτω προχείρως πάντα ταύτα τα θαυμάσια θεάματα εις το κοινόν, αντηχεί, στομφώδης, ευκρινής, επιβάλλουσα, ως δημοσίου κήρυκος ή υπαιθρίου ρήτορος πολιτικής διαδηλώσεως...

* * *

Βαθμηδόν, ο περί αυτόν κύκλος συσφίγγετ’ έτι μάλλον. Η συνάθροισις ογκούται και αποβαίνει θορυβωδεστέρα. Τον μαθητήν διεδέχθη προ πολλού έτερος και τούτον πάλιν άλλος. Όλοι θέλουν να ίδουν εξ υπαμοιβής. Και ο αλήτης, βλέπων το διεγειρόμενον ενδιαφέρον, εντείνει την φωνήν αυτού, και βοά κεκραγός, και ανελίσσει νυν την περιγραφήν και την διαδοχικήν έκθεσιν πολύ περιεργοτέρων αντικειμένων. Η σύγχρονος ιστορία και η σύγχρονος χρονογραφία και η σύγχρονος πολιτική ακόμη τω παρέχουν νέα και απροσδόκητα θέματα. Αναμφιβόλως ο άνθρωπος γνωρίζει καλά την τέχνην του και κυνηγά την επικαιρότητα.

— Ιδού, λέγει, κύριοι, εδώ είναι η φοβερά μάχη του Γιαννάκη του Αντεροβγάλτη, παρατηρήστε πώς εμπήκε μέσα εις την κάμαρα οπού είναι οι δύο κυρίαις και είναι ντεκολτέ διά να υπάγουν εις το θέατρον και τι φοβεράν μάχαιραν κρατεί ο θηριώδης άνθρωπος, και πώς η μία έμεινε με τα μεσοφόρια και με τις παντόφλαις εις τα χέρια από το φόβο της και η άλλη εντύθηκε ανδρίκια διά να τον γελάση και εχώθηκε αποκάτω από το κρεβάτι διά να γλυτώση...

— Να, κύριοι, και ο κύριος πρωθυπουργός μας οπού παίζει πρέφα με τον αρχηγόν της αντιπολιτεύσεως και λέει έξη από καρρά και δύο από μπαστούνια. Προσέξετε ο καημένος ο Θοδωρής πως φαίνεται λυπημένος, λέει μία από ατού και με κανόνα, και ο Σωτηρόπουλος λέει πάσσο.

— Εδώ, κύριοι, προσέξτε καλά, εδώ είναι το σπουδαίον της εποχής, η απόπειρα της αυτοχειρίας του Ροδόλφου με την Βερτσέρα, ένας αυτοκράτωρ ο οποίος αποφασίζει να γίνη θυσία διά το χατήρι της ερωμένης του, κυττάξτε οπού ανέβηκαν και οι δύο επάνω εις τα άλογα διά να υπάγουν εις το δάσος, παρατηρήστε τον Ροδόλφον πώς είναι χλωμό και πώς εμπερδεύθηκε το πόδι της Βερτσέρας εις τη σκάλα και φαίνεται και η κάλτσα της...

Και εισάγει πάντοτε εικόνας, πάσας κατά τον αυτόν τρόπον κατεσκευασμένας, παν άλλο βεβαίως παριστώσας ή τα πρόσωπα και τα γεγονότα άτινα διαλαλεί, θέτων αυτάς πρώτον εις το κάτω μέρος του κιβωτίου, απέναντι των ομμάτων του παρατηρητού, και έπειτα εις το άνω, κρατών δε και μερικάς ανά χείρας ως εφεδρείαν. Όταν δε τελειώση όλη η σειρά κωδωvίζει βιαιότερον τον κωδωνίσκον, και επιφωνεί βροντοφώνως, παρωδών τα στρατιωτικά προστάγματα:

— Αααα-νάπαυσις!!...

* * *

Α! βεβαίως είναι ο άνθρωπος του κοινού του. Νέοι όμιλοι προστίθενται ανά πάσαν στιγμήν και παρακωλύουν σχεδόν την κυκλοφορίαν. Διάλογοι συνάπτονται μεταξύ του πλήθους, αποριών ή θαυμασμού δηλωτικοί. Ο εις ωθεί τον άλλον και προσπαθούν τις μάλλον να πλησιάση εγγύτερον. Επικουρία κι εξ άλλων μαθηταρίων καταφθάνει. Συνοδείαι εκ στρατιωτών, με τα πλατέα πανταλόνιά των και τας χονδράς αρβύλας των, ανακοινούν προς αλλήλους τας εντυπώσεις των, με τα όμματα διεσταλμένα και ηλίθια εκ της εκπλήξεως και τα χείλη ανοικτά και σιελώδη. Νεοσύλλεκτός τις προφανώς, με το πηλίκιον πεσμένον προ των οφθαλμών, μπαρμπάτσι το οποίον βέβαια μόλις προ ολίγων ημερών μόνον θα ήλθεν από το χωριό του, χάσκει το κακόμοιρον, εννεόν, με την γλώσσαν μίαν πιθαμήν εκτός του στόματος. Αι άμαξαι διέρχονται πάντοτε καλπάζουσαι, αλλ’ ο κρότος αυτών ακούετ’ αμυδρότερος ως εκ του θορύβου της συναθροίσεως. Η ανιαρά φωνή του ψάλτου, του απαγγέλλοντος εντός του ναΐσκου μονότονα θρησκευτικά τροπάρια, κατεπνίγη εντελώς. Και ο πανοραματιστής θριαμβεύει, αποστίλβων όλος, δεσπόζων του συρφετού, ήρως της σκηνής, με την πονηράν και αναιδή πρασινοκίτρινον αυτού μορφήν αστράπτουσαν εξ ευχαριστήσεως, θαυμάζων καταδήλως εαυτόν, συνάζων απλήστως δεκάλεπτα και κραυγάζων αδιακόπως. Και ο τόνος της κραυγής υψούται ανά πάσαν στιγμήν ακατασχέτως προς την διαπασών, και ακούεται μακρότερον αναπαλλόμενος, και σκορπίζεσαι πάντοτε, οξύς, διάτορος, βραχνώδης, ως απηλπισμένη επίκλησις λιμώττοντος στομάχου:

— Ορίστε, κύριοι, το ωραίον πανόραμα, τα αξιοπερίεργα της εποχής, μία δεκάρα, κύριοι, ο άνθρωπος, ορίστε!...

* * *

Αλλά διαμιάς, απροσδοκήτως, διακόπτεται περιέργως εν τω μέσω της φράσεως. Χειρ τις ετέθη επί του βραχίονος αυτού και τον αναγκάζει να μεταστραφή. Είναι νεαρός ιερεύς, περίπου τριακοντούτης, μελανοπώγων, ωχρός, με βλοσυρούς οφθαλμούς και επικεχυμένην εφ’ όλου του του προσώπου την έκφρασιν εκείνην, ην τόσον εξαισίως εικονίζει ο λαός, όταν ονομάζη τινά φαρμακομύτην.

—Να σου ειπώ εσένα, λέγει αυστηρώς προσβλέπων αυτόν, να φύγης απ’ εδώ... Τι ήλθες και μας εκάθησες απ’ έξω;... Εδώ είναι εκκλησία... Να φύγης!...

Ο αλήτης παρατηρεί επί μικρόν έκπληκτος τον ανέλπιστον τούτον ομιλητήν και φαίνεται ως να μη εννοή· και ο ιερεύς, εξακολουθών και αυτός να τον προσβλέπη οξέως, επαναλαμβάνει·

— Τι με κυττάζεις έτσι;... Σου λέγω ότι πρέπει να φύγης απ’ εδώ... Δεν με καταλαμβάνεις;... Τι θέσις είναι αυτή που ήρθες και μου εδιάλεξες;.. Πανοράματα θέλουμε εμείς εδώ;... Εδώ είναι εκκλησία!... Να φύγης γρήγορα!

Την φοράν αυτήν ο άλλος φαίνεται ότι εννόησε· και υψών τους ώμους, αδιαφόρως·

— Καλά, απαντά σκωπτικώς, θα φύγω· και στρέφεται προς τον τρίποδά του διά να, εξακολουθήση το έργον του.

— Όχι θα φύγης... Να φύγης αμέσως!... Δε μπορείς να κάθεσ’ εδώ...

— Τόρα φεύγω, αποκρίνετ’ εκείνος πάλιν απαθώς.

Ο ιερεύς παραμένει επί μικρόν, αμφιρρέπων αν πρέπει να τον αφήση εις την διάκρισίν του και να επανέλθη εις την εκκλησίαν ή να επομείνη. Αλλ’ ο αλήτης δεν φαίνεται να το έχη σκοπόν να μεταναστεύση πράγματι. Και ο ιερεύς, εντονώτερον·

— Σου είπα να φύγης, επαναλαμβάνει μετ’ οργής. Τι κάθεσαι;... Να φύγης αμέσως!... Ορίστε!... Ηύρε τον τόπον να έλθη και να σταθή!... Δε μπορούμε εμείς να σε ακούμε να φωνάζης έτσι απ’ έξω... Η εκκλησία διαβάζει μέσα!... Εδώ είναι εκκλησία!... Διαβάζομε εμείς μέσα!...

— Καλά, βρ’ αδερφέ!... λέγει αδημονών ο άλλος. Και αποφασίζει να συλλέξη τα πράγματα αυτού και να μετακινήση τον τρίποδά του.

Μεταξύ του πλήθους η απροσδόκητος εμφάνισις του ιερέως επέφερεν ικανήν συγκίνησιν. Οι πλείστοι, μη αντιληφθέντες τι συμβαίνει, συνωθούνται διά να ακούσουν και να καταλάβουν το γινόμενον. Τινές κινούνται διά ν’ αναχωρήσουν. Άλλοι δε, απορούντες διά την αιφνιδίαν διακοπήν της παραστάσεως, φαίνονται δυσανασχετούντες, και άλλοι, οι πλησιέστερον ευρισκόμενοι και εννοήσαντες εξ αρχής τι τρέχει, αρχίζουν να λαμβάνουν μέρος και αυτοί.

Βρ’ αδερφέ του λες, μωρέ, λέγει παρεμβαίνων εις την υπόθεσιν εις των παρισταμένων επιτιμητικώς, δε βλέπεις που είναι παπάς, τι τον λες αδερφό;...

— Αμ’ τι θέλεις ναν τον πη;... Πατέρα;... απαντά ειρωνικώς έτερος.

Ο ιερεύς βλέπων τον αλήτην μετατοπιζόμενον αποφασίζει και αυτός να οπισθοχωρήση και κινείται, σοβαρώς και επισήμως, διά να επιστρέψη εις την εκκλησίαν. Και οπίσω αυτού, εις των μαθητών, ορθολογιστής προφανώς, θρασέως·

— Δε μας αφίνεις λέω 'γώ και συ!... Μας ήρθε τόρα κι αυτός να μας χαλάση τα σχέδια!...

Πάτε μέσα και κλέφτετε και μας λέτε πως διαβάζετε... «Διαβάζουμε!»... Κλέφτουνε και μας λένε πως διαβάζουνε...

Ο ιερεύς κάμνει ότι δεν ακούει.

Αίφνης, εις ένα των αγυιοπαίδων επέρχεται η ιδέα να βάλη οξείαν ωρυγήν·

— Το νου σου, παπά!... Θα σε βαρέση!... Ο παπάς μεταστρέφεται, βιαίως, διαμιάς, αφηνιασμένος. Αλλά βλέπων ότι η απειλή ήτο προσποιητή, ουδείς δε άμεσος κίνδυνος παρίσταται, επαναλαμβάνει αποβλέπων προς τον ιδρυτήν του πανοράματος:

— Φύγε αμέσως!...

Και κατέρχεται ταχέως τας βαθμίδας της εκκλησίας, μετά μεγάλου θρου ράσων κινουμένων και ανεμιζόντων, ενώ ο αλήτης μεταφέρει μεμψιμοιρών τον τρίποδά του εις το απέναντι πεζοδρόμιον, οι διάφοροι όμιλοι σχολιάζουν ποικιλοτρόπως το γεγονός, η δε ομάς των αγυιοπαίδων, διατεθείσα ευθύμως εκ της όλης σκηνής, γελά παταγωδώς κι εξακολουθεί ανακραυγάζουσα επί μακρόν εν χορώ θορυβωδέστατα, ως εν είδει επωδού:

— Το νου σου, παπά!... Παπά, το νου σου!...

 

αρχή

 



 

ΠΑΡΑΦΡΩΝ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία», τεύχη 710, 711 έτος ΙΔ’. 6 και 15 Αυγούστου 1889

 

Η πλατεία του Κολωνακίου είναι πολύ ιδιόρρυθμος πλατεία. Κανείς ίσως αν ηρωτάτο δεν θα ήξευρε ν’ απαντήση διατί το μέρος αυτό φέρει τούτον τον μεγαλοπρεπή της πλατείας τίτλον. Φαίνεται, κατά τύχην περίεργον, ούτω θα το απεκάλεσε τις κάποτε ασκόπως, και ούτως επεκράτησε να λέγεται, κατά μωράν συννήθειαν. Μήπως τάχα θα ήτο το μόνον πράγμα εν Αθήναις όπερ να καλήται με όνομα όπερ κατ’ ουδέν να δικαιολογή; Πολύ απλοϊκός όμως θα ήτο εκείνος όστις, καλή τη πίστει, επί τη βάσει της ονομασίας δι’ ης το περιβάλλουν συνήθως, θ’ απεφάσιζε να μεταβή προς περίπατον εν αυτή. Ανώμαλος, επικλινής, ακανόνιστος, βαραθρώδης σχεδόν ενιαχού τετράγωνος χώρος θα ήτο αδύνατον να υποστή διάβασιν άλλοθεν ή αφ’ ωρισμένων σημείων, ως θα ήτο εις το έπακρον δύσκολον να υπαχθή εις οιανδήποτε περιγραφήν. Διότι πώς να διαβής ή πώς να περιγράψης την απεχθούς, αγρίας σχεδόν όψεως αυτήν έκτασιν, την διαρκώς πλήρη χωμάτων ή πετρών ή κονιορτού, την κατά το ήμισυ παριστώσαν είδος οροπεδίου και κατά το άλλο ήμισυ είδος φάραγγος, την εικονίζουσαν αληθές χάος αφ’ ου ουδέποτε ίσως θα εξέλθη η εις αληθή πλατείαν δημιουργία του, ην ορίζει προς το βάθος μεν μεγάλη, ογκώδης, βαρεία, πυργοειδής, άκομψος οικοδομή, προς μεσημβρίαν αχρείαι μάνδραι οικοπέδων, προς άρκτον δε και δυσμάς σειρά χαμηλών ως επί το πλείστον και ρυπαρών καφενείων, ταβερνών ή παντοπωλείων; Αποπειρώμενος να διέλθης αυτήν νύκτα πρέπει να θεωρήσης σεαυτόν ως όλως εξαιρέτως ευνοηθέντα υπό της μοίρας και υπ’ αγνώστου θαυματουργού θεότητος ποδηγετηθέντα, χωρίς να το εννοήσης, αν κατορθώσης να διαπεραιωθής εκτός του χώρου αυτού, χωρίς να αισθανθής, την ανάγκην να διευθυνθής αμέσως σύρων τα υπολειφθησόμενα τυχόν ακόμη σώα εκ των τεσσάρων άκρων σου κατ’ ευθείαν προς το χειρουργικόν τμήμα του Δημοτικού Νοσοκομείου. Ημέραν δε, ότε το φως θα σοι επέτρεπε και να διακρίνης κάπως καλλίτερον την κατάστασίν της, θ’ απήρχεσο πεπεισμένος ακραδάντως ότι ενέπεσες εντός πόλεως ή άρτι απαλλαγείσης από επαναστάσεως ή ετοιμαζομένης εις τοιαύτην. Της παραδόξου αυτής εκτάσεως η όψις δεν ήτο ποτέ πολύ διαφορετική ή νυν. Άλλοτε όμως ήτο τουλάχιστον παντού επίπεδος. Πάντοτε μεν είχε τους ύβους της και τας αποκλίσεις της και τον κονιορτόν της και τας ρυπαρίας της και τας άλλας αυτής οικτρότητας. Αλλ’ εν τούτοις παρίστατο όπως δήποτε η αυτή απ’ άκρου εις άκρον, ομοιόμορφος προσπίπτουσα εις το βλέμμα και μη παρέχουσα την φρικώδη της σήμερον εντύπωσιν. Ηδύνασο αν όχι άλλο να διαβής ουχ ήττον αυτήν καθ’ όλας τας διευθύνσεις, προσπαθών μόνον να πηδάς επιμελώς, αν έφθανε το μήκος των σκελών σου, τα πολυπληθή τέλματα άτινα εσχημάτιζε το εική εκρέον ύδωρ κρήνης τινός, εστημένης εν τω μέσω, άνωθεν της οποίας καχεκτικόν δένδρον ήπλωνεν ατροφικούς κλάδους και φύλλα άχροα. Αλλά, ένα πρωί, εις τον νουν τις οίδε ποίου φιλοπόλιδος άρχοντος της πρωτευούσης επήλθεν η φαεινή ιδέα να τακτοποίηση, να διευθετήση, να καλλωπίση τον ατυχή αυτόν χώρov. Και εξεθεμελίωσε την κρήνην, και εξερρίζωσε το δένδρον, και κατέσκαψε μετά μανίας τα δύο τρίτα αυτής, και ήγαγεν ανά τα πλάγιά της δρόμους, και έκτισε πεζοδρόμια ως τοίχους παρά το χείλος κρημνών, και κατέστησεν αυτήν χαμηλοτέραν από του ενός μέρους, υψηλοτέραν από του άλλου, κατωφερή από τούτου, ανηφορικήν από εκείνου, ειδεχθή αφ’ οιουδήποτε, και την αφήκεν έπειτα φορτωμένην λίθους και άργιλον και οδοφράγματα και σκόνην. Και απέμεινεν ούτως έκτοτε, ημιτελής, αθλία, κινδυνωδεστάτη, χωρίς κανείς να φροντίζη περί αυτής, αφειμένης εις την τύχην της και των διαβατών εις την ιδικήν των, και χαίνει εκείνη τερατώδης, και κρημνίζονται ούτοι καθημέραν εν αυτή, και βλασφημούν, και αναγκάζονται να πλανώνται επί καιρόν πολλάκις έως ου εύρουν πόθεν είναι βατή, και άνθρωποι κατέπεσαν από των πεζοδρομίων της, άτινα ως επί το πολύ ομοιάζουν μάλλον θεμέλια αρχαίων κτιρίων ανακαλυφθέντα και αχθέντα εις φως εκεί μετ’ ανασκαφάς, και εσκοτώθησαν —ακούετε;— αν είναι δυνατόν να πέση άνθρωπος και να σκοτωθή από πεζοδρόμιον!...

* * *

Εν τούτοις, και τοιαύτη, η ιδιόρρυθμος πλατεία είναι ουχ ήττον λαϊκόν κέντρον αρκετά συχναζόμενον. Εις αυτήν κατέρχονται από των παρακειμένων νεοτεύκτων συνοικιών οι αγαθοί αστοί και προμηθεύονται τα χρειώδη διά τον οίκον, ερίζοντες μετά των πωλητών περί των τιμών ή αποστέλλονται αι υπηρέτριαι διά να μεταφέρουν τα οψώνια χαριεντιζόμεναι μετά των υπηρετών. Απ’ αυτής διέρχονται ως επί το πλείστον, τον χειμώνα ιδίως, οι φοιτηταί αναρριχώμενοι προς τα ύψη της Δεξαμενής ή εις τα περί τους πέριξ αυτής δρομίσκους δωμάτιά των. Τα καφενεία της προτιμώσιν ικανή μερίς εργατών, συνταξιούχων, μικροϋπαλλήλων και άλλων, εκ των τάξεων εκείνων, ας εκδιώκει προς τα άκρα της πόλεως, ζητούντες εστίας αναψυχής και διασκεδάσεως, ή εις τα κεντρικώτερα τμήματα της πρωτευούσης επιτελούμενη οσημέραι μεταβολή. Η πλατεία αύτη χρησιμεύει ως η εξ ανάγκης διάβασις των στρατιωτών, των υπαξιωματικών και των αξιωματικών των κατερχομένων από των στρατώνων των εις την πόλιν ή επανερχομένων από της πόλεως εις αυτούς. Βρίθει δ’ εξ αυτών ιδίως κατά το βράδυ, σπευδόντων κατά ομάδας, ίνα προφθάσωσιν εις την εσπερινήν πρόσκλησιν. Αργότερα δε, μετά την δεκάτην, παρέαι πυκναί εκ των περιέργων εκείνων όντων, άτινα η εγχωρία διάλεκτος χαρακτηρίζει διά της ειδικής προσωνυμίας κουτσαβάκηδων, ιδιοσχήμου λέξεως αναφυείσης ημέραν τινά εις τας αθηναϊκάς τριόδους όπως αντικαταστήση την παλαιωθείσαν και ανδρικωτέραν πως άλλοτε έννοιαν περιέχουσαν τραμπούκος, εμφαινούσης δε τον θρασύδειλον άεργον, τον αρεσκόμενον εις τας συμπλοκάς, τον θόρυβον και την ταραχήν αλήτην, τον οκνηρόν τον ορεγόμενον κενής και ανυποστάτου πράγματι επί γενναιότητι φήμης ην να εκμεταλλεύεται πολλαχώς οσάκις εύκολον, τον προσποιούμενον τον παλληκαράν μετά ή και άνευ αφορμής, επιδεικνύμενον δ’ εν δέοντι και με κορδακισμόν απειλητικών κινημάτων και αμφίεσιν ιδιότροπον και παραστήματος αναίδειαν και φωνής επιτήδευσιν ανοίκειον, παρέαι λοιπόν τοιούτων κουτσαβάκηδων διελαύνουσιν αυτήν, και ροφάται υπ’ αυτών ηδονικώς ο αηδής ναργιλές των τριγύρω καφενείων εν συνοδεία παταγωδών συνδιαλέξεων και γρόνθων επί των τραπεζών και βλασφημιών ή ύβρεων, και πληρούται ο χώρος εκ βοής, και μονότονον μπουζούκι συγκαλεί αυτούς πολλάκις εν ειδεχθεί τινι ταβέρνα, ανοικτή και μέχρι της πρωίας, και ωρυγαί ασμάτων βραγχωδών και ατασθάλων αντηχούσι, και κρότοι πιστολισμών έρχονται ουχί σπανίως να συναναμιχθώσιν εις αυτάς.

* * *

Την εσπέραν ταύτην, προς το βορειοδυτικόν κυρίως μέρος εν ω τα πλείστα των καταστημάτων της, η κίνησις είναι μάλλον επιτεταμένη του συνήθους. Ρητινώδεις δάδες καίουν προ των ανοικτών κρεοπωλείων, από των χαλκάδων των οποίων αιμοστάζουν κρεμασμένα τα κομμάτια των βοείων ή αρνείων κρεάτων. Τα μικρά οπωροπωλεία έχουν αναρτήση τους αιωρουμένους φανούς των, και τα καθίσματα των καφενείων είναι αρκετά γαρνιρισμένα. Βόμβος πυκνών ομιλιών ακούεται αδιάλειπτος, επικλήσεις διαμείβονται από του ενός μαγαζείου εις το άλλο μεγαλοφώνως, χαιρετισμοί ανταλλάσσονται, ήχοι παντοίοι αναδίδονται, γέλωτες εκσπώσι συνεχώς. Δύο υπηρέτριαι περιέρχονται από θύρας εις θύραν προμηθευόμεναι τας εσπερινάς αγοράς. Οι διαβάται πολυάριθμοι περνούν και κάρρον σύρει βαρέως επί του δρόμου τα τριζοβολούντα μέλη του. Έμπροσθεν ενός εκ των τραπεζίων, των καθημένων τις δημηγορεί προς τρεις συντρόφους του, δι’ απλέτων χειρονομιών και ραγδαίων ερωτηματικών περιόδων, περί τιμής, ζωής και αυτοκτονίας. Υπηρέτης παρακειμένου παντοπωλείου διπλόνων εντός πρασίνου κληματοφύλλου δύο σαρδέλλας αφαιρείται ακροώμενος αυτόν και ίσταται παρατηρών προς το μέρος του, με τας σαρδέλλας ανά χείρας και το στόμα ημιάνοικτον, ενώ μανάβης αμέριμνος παραπλεύρως βάλλει απαύστους κραυγάς, εξαγγέλλων το εμπόρευμά του. Ιδίως όμως εις την συνήθη κίνησιν, εξαιρετικώς εις την ζωηρότητά της συντελούν, έχει προστεθή περίεργόν τι υποκείμενον, εις των γνωστοτέρων πλανοδίων τύπων των Αθηνών, διάσημος κατά τα μέρη προπάντων ταύτα προσωπικότης, εκ του είδους εκείνου των εξοχοτήτων της οδού, ων περιφανέστατοι αντιπρόσωποι υπήρξαν οι αείμνηστοι Καραβίδας και Μπουρδούσης. Ρακενδύτης, δεν φορεί παρά λινόν πανταλόνι και βρωμερόν υποκάμισον, άνωθεν δ’ αυτού κυματίζοντα επί του λιποσάρκου κορμίου του διάτρητον, μέγαν στρατιωτικόν μανδύαν. Είναι ανυπόδητος σχεδόν, διότι τα καταφαγωμένα του σανδάλια αφίνουν το ήμισυ του ποδός αυτού συρόμενον εκτός. Προς το αυτί του το δεξιόν, μόλις κρατούμενον από της κορυφής του καταπίπτει πηλίκιον επίσης στρατιωτικόν, ούτινος ελλείπει από της προμετωπίδος, εξηλωμένον, το στέμμα, εις ου την θέσιν οπή χάσκει. Παραδόξως, μ’ όλην την οικτράν του κατάστασιν, είναι εν τούτοις ξυρισμένος εντελώς, απαραλλάκτως όπως οι νεοσύλλεκτοι, ως δια να συμπληρώση νομίζεις την στρατιωτικήν αυτού αμφίεσιν. Λεπτός μόνον μύσταξ επανθεί επί του άνω χείλους του. Βυθισμένοι εντός των κογχών του οι αμαυροί του οφθαλμοί, φαίνονται ως να πλανώνται εις έντρομον ονειροπόλησιν ή ως να καλύπτωνται υπό της αχλύος ην επιρρίπτει πολλάκις προ της οράσεως αιφνίδια φρίκη. Επί της ωχρολεύκου αυτού μορφής αποτυπούται συμπαθεστάτης ηλιθιότητος διαρκής έκφρασις και περί το στόμα του αυγάζει αδιακόπως επιμόνως αόριστον και ως ακούσιον μειδίαμα, αποκρυσταλλωθέν υποθέτεις απροσδοκήτως επ’ αυτού. Με το λινόν του πανταλόνι και τα εσχισμένα υποδήματα, θα ηδύνασο να εκλάβης αυτόν αληθώς ως νεοσύλλεκτον. Ούτως όμως ή άλλως, εν γένει η όλη αυτού παράστασις, αλλοκότως, αστείας τινός μάλλον αθλιότητος εντύπωσιν προξενεί, ποσώς δυσάρεστον.

* * *

Αλλ’ εν τη πλατεία, η παρουσία αυτού φαίνετ’ εξεγείρουσα πλήρη αγαλλίασιν. Από του ενός άκρου εις το άλλο η εμφάνισίς του προκαλεί την θυμηδίαν. Όλοι τον γνωρίζουν προφανώς και τω απευθύνουν προσκλήσεις, ερωτήσεις, σκώμματα ή ονειδισμούς. Πολλοί των παρερχομένων χαιρετίζουσιν αυτόν οικείως και ευθύμως. Οι υπηρέται των μαγαζείων παρίστανται κατενθουσιασμένοι διότι τον βλέπουν, περισσότερον ενασχολούμενοι με αυτόν παρά με την εργασίαν των, και αυτός δ’ ο μανάβης διέκοψε τας κραυγάς του ίνα τω είπη τι. Άγεται κανείς να νομίση ότι ο ρακένδυτος αυτός είναι η ψυχή της πλατείας και τούτον ανέμενεν ίνα πράγματι ζωογονηθή η βραδυνή της κίνησις. Ακόμη ως και ο δημηγορών περί αυτοκτονίας δεν απηξίωσε να στρέψη, όχι δυσθύμως, την κεφαλήν και μειδιών απέβλεψε προς αυτόν.

— Γιάννη, τω φωνάζουν πανταχόθεν, έλα 'δω, Γιάννη!...

Και ο Γιάννης, τρικλίζων επί των ποδών αυτού ως μεθυσμένος, με το πηλίκιον κινδυνεύον ανά πάσαν στιγμήν να πέση από της κεφαλής του, σύρων τα τρυπημένα του παπούτσια, πορεύεται προς έκαστον εξ αυτών, δεξιά, αριστερά, από του ενός μαγαζείου εις το άλλο, εισέρχεται εις αυτά, κάθηται παρά τα τραπέζια, εγείρεται, επιστρέφει επί των βημάτων του, ομιλών πάντοτε, άλλοτε μεν ως απαντών προς τους λαλούντας αυτώ, άλλοτε δ’ ως απευθυνόμενος προς εαυτόν.

— Τι με θέλεις μωρέ!, λέγει αδιαφορών ως επί το πλείστον να ορίση σαφέστερον προς ποίον αποτείνεται, μάλλον δε ως προς ιδανικόν τι πρόσωπον φαινόμενος ότι διαλέγεται ή γενικώς προς του κοινού την ολομέλειαν. Τι έχεις να κάμεις μ’ εμένα;... Γυρεύεις τίποτα;... Εγώ... είμαι στρατιωτικός!... Ανήκω εις το στρατό!... Τ' ακούς;... Τι θέλεις από μένα, αι;...

Και αν μεν ο τυχών κατ’ εκείνην την στιγμήν εμπρός του ακούη προσεκτικώς και φαίνεται ως πειθόμενος, ο Γιάννης ευχαριστείται· αν όμως τουναντίον τον κυττάζη γελών ή τον ειρωνεύεται, εξάπτεται.

— Τι με κυττάζεις μωρέ;! επαναλαμβάνει μετ’ οργής κωμικής. Να με γνωρίσης;... Τι νομίζεις πως είμαι;... Σαν τα μούτρα σου;... Τι γελάς μωρέ!... Εγώ μωρέ επολέμησα!... Στη Μελούνα, στο Γκριτζόβαλι, στο Ζάρκο, πού άλλου θέλεις;... Με τον Πετροπουλάκη μωρέ!... Τ' ακούς;...

— Αμ’ δεν πολέμησες!... τω απαντούν. Πού πολέμησες! . ..

— Εγώ δεν πολέμησα! υπολαμβάνει εκείνος πάλιν μετ’ εντάσεως θυμού. Εγώ δεν πολέμησα!... Νύχτα εφύγαμε απ’ τη Λάρισα!... Μια και δυο στη Μελούνα!... Το ξέρεις μωρέ το Γκριτζόβαλη εσύ;... Τι με κυττάζεις;... Εγώ είμαι!... Δεν πολέμησα, αι;... Τώρα θα ιδείς!...

Υβρίζει δε, και παθαίνεται, και ερεθίζεται, και λοιδορεί, χωρίς όμως εν τούτοις να βωμολοχή. Αλλ’ αι ύβρεις και αι λοιδορίαι του φαίνονται ότι έχουν την ιδιότητα να επαυξάνουν την ευθυμίαν. Οι ομιληταί του αισθάνονται πιθανώς ιδιαιτέραν ηδονήν προκαλούντες αυτόν εις συνδιάλεξιν, εις διήγησιν, και μάλιστα εις έξαψιν. Εκείνος δε παρέχει εαυτόν ασυνειδήτως, καταλληλότατον όργανον της φαιδρότητος αυτών.

— Και πότε πήγες στον πόλεμο, Γιάννη; τον ερωτά τις.

— Δεν έχω να σου δώσω λόγο! βρυχάται αυτός. Τι σε μέλει εσένα μωρέ!... Όταν έγεινε πήγα!... Τι νομίζεις;... Με τον Πετροπουλάκη μωρέ!... Και ήμουνα μπροστά μπροστά!... Δεύτερος ουλαμός πρώτη ενωμοτία τρίτος λόχος τρίτον τάγμα, όγδοον σύνταγμα!... Μπα και θάρρεψες πως λέω ψέμματα;... Δεν λέω ψέμματα!...

* * *

Καταφανώς, είναι η τακτική της πλατείας διασκέδασις. Πρόχειρος ηθοποιός, ον παρέσχεν αυτοίς η φύσις, εύρον δε ως εξάγεται χρησιμώτατον όπως διέρχωνται τας ώρας της ανίας των, προς ψυχαγωγίαν, οι κατά τα μέρη εκείνα διατρίβοντες, ελλείψει άλλου θεάματος. Και η παραμικροτέρα λέξις του εγείρει κύματα κτηνώδους ευφροσύνης παρά τω όχλω, τω ανακινουμένω εντός των πέριξ καταστημάτων ή διαβαίνοντι. Παν κίνημά του, παν σχήμα του, και μία τέρψις διά τους γύρω κύκλους εν οις συμφύρεται. Περιέργως δε, όλαι του αι ομιλίαι είναι κατά πάντα ευάρμοστοι προς την αμφίεσιν αυτού, εν πλήρει αναλογία προς τε το άνευ στέμματος εξηλωμένον του πηλίκιον και τον μεγάλον του μανδύαν τον διάτρητον. Πάσαι σχεδόν εις στρατιωτικά ανάγονται και τον στρατόν έχουν ως θέμα των. Αλλά τούτο ελάχιστα φαίνεται εκπλήττον τους ομιλητάς του. Ο Γιάννης είναι αβλαβής τρελός, αστείος ανόητος, εις εκ των γελοίων εκείνων δυστυχών,— διότι και η δυστυχία αυτή, ω σκληρά Ειμαρμένη, είναι συχνάκις γελοία, —ους άγνωστος και παράδοξος μοίρα εκλέγει τυφλώς συνήθως ως θύματα αδήλου, αλλόκοτου και ανεξιχνιάστου ιδιοτροπίας. Αλλ’ ο Γιάννης έχει ιστορίαν, γνωστοτάτην παρά τω όχλω της πρωτευούσης, εφ’ ω ούτε η αμφίεσις αυτού ούτε οι λόγοι του εκπλήττουν, μη στερούμενοι κι ενδιαφέροντος. Η τρέλα αυτού θα ηδύνατο κάλλιστα να χαρακτηρισθή ως στρατιωτική μανία. Πρωτότυπον βεβαίως είδος τρέλλας, όπερ ιδού πως τω επήλθεν. Ήτο επίστρατος, εκ των εν αλογίστω και πυρετώδει σπουδή συνεγερθέντων εκείνων αγυμνάστων και ακαταρτίστων κατά τας προ τριετίας εν τη Ανατολή περιπλοκάς, όπως αποτελέσωσι τον ελληνικόν στρατόν όστις επ’ ευκαιρία αυτών έμελλε να εισελάση εις την χερσόνησον του Αίμου, διεκδικών τα καταπατούμενα δικαιώματα της φυλής, αν ο επάρατος αποκλεισμός δεν του εδέσμευε τας χείρας. Τις οίδεν από ποίου ησύχου χωρίου την γαλήνην είχεν αποσπασθή βιαίως ο πτωχός και με τ’ αγροτικά του τα φορέματα, ξυρισθείς μόνον ίσως και μ’ εν πηλίκιον όπερ του εκάθισαν και κανένα μανδύαν επί των ώμων, εστάλη μετά των άλλων, αφού διήλθε θριαμβευτικώς τους δρόμους των Αθηνών, εις Θεσσαλίαν. Εκεί έμεινε καθ’ όλον το διάστημα της επιστρατείας και του αποκλεισμού, κυλιόμενος σαρξ αδρανής εις στρατώνας και εις γυμνάσια, πορείας και καπηλεία, φυλακάς και θεραπευτήρια, ανήκων μεν εις το όγδοον σύνταγμα, αλλ’ απεσπασμένος εις την Λάρισαν. Αίφνης, επισυμβαίνουν αι απροσδόκητοι συγκρούσεις παρά τα σύνορα και διαμιάς αποστέλλεται μετ’ άλλων εις το σώμα του. Αι επικουρίαι αναχωρούσι διά νυκτός και φθάνουν εις τον προς ον όρον, εκεί δε διατάσσεται να μεταβή μετά του λόχου του επί του πεδίου. Αλλά, μόλις προσήγγισεν επί του τόπου των συγκρούσεων, μόλις ετοποθετήθη επί της γραμμής, καθ’ ην ραγδαίον ελύσσα ήδη προπολλού το πυρ, και είδε των πυροβόλων τας αστραπάς, και του ποδοβολητού των ίππων ενωτίσθη, και των κανονίων τον βρόντον ήκουσε, ποιος ηξεύρει πώς τάχα παρέστη εις το απλούν πνεύμα του η αήθης του πολέμου και αγρία εν τη μεγαλοπρεπεία της εικών, και υπό τοιούτου, ως προ κεφαλής Μεδούσης ην ν’ αντίκρυσεν εξαίφνης, ανικήτου και εξάλλου δέους κατελήφθη ο ταλαίπωρος, ώστ’ έρριψε και όπλον και μανδύαν παρευθύς κι ετράπη, διά των ορέων, των αγρών, δρομαίος, ανά κράτος, εις φυγήν. Έκτοτε δε, οριστικώς, οριστικώς τα έχασε κι επί του σκοτισθέντος πνεύματος αυτού επί ζωής απέμεινεν η σκέπη ην μίαν φοράν επέρριψεν ο φόβος. Αλλά, κατ’ ανεξήγητον παλινδρόμησιν των διαταραχθεισών αυτού φρενών, αντί εκ της αιτίας ταύτης την απαισίαν αίσθησιν ν’ αποκομίση ισοβίαν και φρίκην να τω προξενή και μόνον του στρατού το όνομα, ως να εντρέπεται απεναντίας ίσως εαυτόν και την αισχράν του πράξιν νυν, εκ των υστέρων, διαψεύδων, αείποτε προς τους εκ του στρατού να αναστρέφεται αρέσκεται, και περί στρατιωτικών να ομιλή, κι επιζητεί να περιβάλλεται φορέματα τοιαύτα άτινα και κατορθώνει να δανείζεται εξ ελεημοσύνης παρά στρατιωτών, και επιμόνως κομπορρημονεί ότι εις τον στρατόν ανήκει και αυτός και επολέμησε κατά τας συμπλοκάς, αδιακόπως περί εκείνων διατριβών και ως προσπαθών να πείση τους τε άλλους και ο ίδιος πεισθή ότι τη αληθεία, και, τωόντι έλαβε μέρος εις αυτάς. Σχεδόν κάθε βράδυ, έως προ τίνος καιρού, θα ηδύνασθε να τον συναντήσετ’ επί μήνας, τακτικά, παντού όπου συνάζονται οι σπαθοφόροι, περί τα ύψη της Δεξαμενής, εις την πλατείαν αυτήν, παρά τα παραπήγματα, όμοιον πάντοτε, με τας αυτάς κινήσεις και τας αυτάς ομιλίας και τα αυτά ενδύματα. Και θα τον ηκούατ’ αγορεύοντα, επί ώρας της νυκτός μακράς, και διηγούμενον τα φανταστικά του κατορθώματα, και εκτυλίσσοντα τους υποθετικούς τίτλους εφ’ ων στηρίζει τας προς τον στρατόν σχέσεις του, και ωρυόμενον πενθίμως εν τη σιγή περί αγώνων και μαχών...

— Ποιος ήτανε στη Μελούνα;... ανακραυγάζει. Ήτανε κανείς από σας στη Μελούνα;... Εγώ ήμουνα!... Νύχτα, σκοτάδι πίσσα!... «Εμπρός! μαρς!», φωνάζει ο λοχαγός... « Πυρ!»... Αντίκρυ Τούρκοι μελλεούνι!... Μπαμ-μπουμ εμείς, μπαμ—μπουμ εκείνοι... Άιντε μωρέ σκοτωμός!...

— Μα τους είδες εσύ, Γιάννη, τους Τούρκους;…

— Δεν τους είδα λέει;... Εσύ δεν τους είδες!... Κακομοίρη μου!... Θερία ίσα με 'κεί πάνου!... Με τα σαρίκια τους!... Με τα φέσια τους!... Μπαμ! Μπουμ!...

— Μα που πρωτοήσουνα, στη Μελούνα ή στο Γκριτζόβαλη;...

— Και στη Μελούνα και στο Γκριτζόβαλη και στο Ζάρκο!... Αμμή;... Από τη Με­λούνα πήγαινα στο Γκριτζόβαλη!... Από το Γκριτζόβαλη στο Ζάρκο!... Από το Ζάρκο στη Μελούνα!... Διά νυχτός!... Τι θαρρείς τάχα;... Στρατιωτική πορεία σου λέει ο άλ­λος!... Το σάκκο στον ώμο κι εμπρός-μαρς!... Εν-δυο! Εν-δυο! Εν-δυο!...

— Μπα! κι ελαβώθηκες κι όλα, Γιάννη;

— Εγώ;... Δύο πληγαίς!... Μια στο στήθος κι άλλη στο μερί!... Με μαρτίνι!... Ξερό με πήγανε στο νοσοκομείο ... Στα Τρίκκαλα, μέσα!... Θέλεις να τις ιδής;...

Ζητεί δε ν' αποκαλυφθή, να επιδείξη το κρέας του γυμνόν, να αποβάλη και αυτά τα ράκη του, ίνα φανούν τα δήθεν τραύματα αυ­τού. Και εξακολουθεί ούτως απαράλλακτα επί πολύ, συγχέων πράγματα και τόπους και γεγο­νότα, σαλιαρίζων ό,τι κι αν του φθάση και του κατεβή, ασυναρτήτως, αλλά ποτέ μη απομακρυνόμενος του προσφιλούς του θέματος. Λέγει δε ταύτα, μη δυνάμενος να σταθή πουθενά, αενάως πηγαινοερχόμενος, άλλοτε εν τω μέσω της οδού, άλλοτε πλησίον τραπεζίου, άλλοτε μέσα εις μαγαζείον, αλλ’ ακούων παν ό,τι και αν λέγεται αυτώ και δίδων τας καταλλήλους απαντήσεις. Δεν διακόπτει δε την στρατιωτικήν του φληναφίαν παρά μόνον όταν τύχη να ιδή ή συναντήση διαβάτην τινά, καλοενδεδυμένον κάπως. Τότε τον πλησιάζει ευλαβώς, τον χαιρετά μετά διακρίσεως, και, παύων τον χείμαρρον των κενών φράσεων ας προσχέει το στό­μα του, προσεκτικώς και μειλιχίως :

— Χρυσό μου, δόσε μου μια δεκαρίτσα, τω λέγει.

Και αν μεν ο διαβάτης σταθή και τω δώση τι, υποκλίνεται βαθέως και μορφάζει εξ ευχαριστήσεως· αλλ’ αν παρέλθη αδιάφορος, επι­στρέφεται ευθύς, κι επαναρχίζει την φλυαρίαν του, μετ' επιτάσεως κενολογίας αφορήτου.

— Άιντε μωρέ τι να σου κάμω !... Έπρε­πε να μας αφήση ο Τρικούπης!... Δε μας ά­φησε!... Τότε θάβλεπες!... Στη Σαλονίκη θα μπαίναμε!...

— Μα πώς δε σε προβίβασαν εσένα, Γιάννη;... Πού είναι ο βαθμός σου;... Όλους τους άλ­λους που ήτανε στον πόλεμο τους προβίβασαν, τω παρατηρεί τις.

— Εμένα να με προβιβάσουνε; βοά εις απάντησιν ο Γιάννης. Εμένα θέλουνε να με σκο­τώσουνε, όχι να με προβιβάσουνε!... Ο Τρικούπης ο φονιάς να με προβιβάση;.. . Αυτός θέλει να με σκοτώση!...

Και αναμιμνησκόμενος αιφνιδίως προσφάτου τινός μυστηριώδους δολοφονίας κάποιου δεκανέως.

— Θέλουνε να με σκοτώσουνε! επαναλαμ­βάνει. Σαν το δεκανέα τον Πάνο!... Μα δε θαν τους γείνη το χατήρι!... Όχι, δε θα με σκοτώσουνε!... Δε θαν τους αφίσω να με σκο­τώσουνε!...

Άδηλον δε από τι απροσδοκήτως καταλη­φθείς οριστικώς, επιμένει ανακραυγάζων επί μα­κρόν, εν συνεχεία, γοερώς, διά τρόπου αληθώς εμβάλλοντος εις φρίκην.

— Θέλουνε να με σκοτώσουνε!... Θέλουνε να με σκοτώσουνε!...

Αλλ’ από παρακειμένου παντοπωλείου υπη­ρέτης εκάλεσεν αυτόν.

— Γιάννη, έλα να πιης μαστίχα...

— Μαστίχα;... Πού είν' τη;, λέγει ο τρελός με αστραπήν μεθύσου ορέξεως εις τους ο­φθαλμούς.

— Να, έλα !, αποκρίνεται ο υπηρέτης. Και χύνει εντός μικρού ποτηρίου υγρόν τι.

Ο Γιάννης προσέρχεται μετά χαράς και πί­νει· αλλά νερόν φαίνεται απλούν ην το εγχυθέν και αποπτύων το ποτόν μετ' αηδίας.

— Με κοροϊδεύεις μωρέ!;... τω λέγει. Μαστίχα είν' αυτή μωρέ ή νερό;...Μουσκέτο θέ­λεις μωρέ!... Διατάζω να σε μουσκετάρουν!... Σου ξήλωσα τα γαλόνια, κακομοίρη!... Καθαίρεσις!...

Αντικρύ καθήμενος, εντός άλλου μαγαζείου, προ του μπάγκου του, ο καταστηματάρχης είδε την σκηνήν και ως διά να τον παρηγορήση.

— Γιάννη, άφησε τον αυτόν, έκραξεν. Έλα να σου δώσω μια σαρδέλλα!...

Και ο Γιάννης, επιλανθανόμενος αμέσως, τρέχει και εισέρχετ' εν σπουδή και πλησιάζει τον μπακάλην. Αλλ’ αντί της σαρδέλλας ούτος, εγείρων την δεξιάν και συνενών τον αντίχειρα και τον λιχανόν, τω καταφέρει ανά μέσον της ρινός ισχυράν μυτιάν.

Ο τρελός επόνεσε και ωργίσθη την φοράν αυτήν.

— Και συ ακόμη μωρέ;... κραυγάζει ως ο Καίσαρ. Στρατιώται, πάρτε τους και τους δύο!... Μουσκέτο!... Φεεέρτεε αρμ!... Σκοοοπεύσατε αρμ!... Πυρ!...

Και εξέρχεται μεθ' ορμής. Ως δε τα προσ­τάγματα άτινα απήγγειλε να τον εκίνησαν εις ζέσιν και να του εκέντησαν τον οίστρον, σωρείαν όλων τοιούτων άρχετ' απαγγέλλων.

— Ταξιαρχία κατ' ενωμοτία; αριστερά μετωπηδόν! αναβοά. Ουλαμός δεξιά!... Ζυγείτ' επ' αριστερά!... Αααα... τνώς!... Εφ' όπλου λόγχην!... Αανα... ρίθμησις!

Εκτελεί δε ταύτα συγχρόνως, απομιμούμενος την πορείαν ολοκλήρου σώματος βαδίζον­τος, αναβαίνουν και καταβαίνων, προσποιούμε­νος ότι χειρίζεται φανταστικόν όπλον, όπερ άλ­λοτε τοποθετεί επί του ώμου του, άλλοτε ρί­πτει παρά πόδας, άλλοτε προτείνει ως φέρον αιχμήν δι' ης να διατρυπήση τον αέρα, καθηδυνόμενος προφανώς εν τη ανοία του.

— Βήμα σημειωτόν, μαρς!, επιτάσσει εαυτώ.

Και σταματά, κάθετος επί του εδάφους, α­κίνητος το λοιπόν σώμα, τινάσσων μόνον ηρέμα τους πόδας προς τα εμπρός και τα οπίσω.

— Τροοοχαάδην! ολολύζει μετά τούτο.

Και τοποθετεί τους βραχίονάς του υψωμένους και συγκεκαμμένους εκατέρωθεν του στήθους του, με συνεσπασμένας τας πυγμάς, και τρέχει αναμέσον της πλατείας μανιώδης, επιφωνών πάντοτε, εν ιδρώτι και βόγκω ανεγείροντι τον θώρακά του εκ του δρόμου, διακεκομμένως.

— Εν - δυο!... Εν - δυο!... Εν - δυο!...

Διήλασεν ούτω την πλατείαν, επανειλημμέ­νως, από άνωθεν έως κάτω, ακράτητος. Αλλάσσει δε διευθύνσεις ανά παν λεπτόν, και ανα­φαίνεται πότε προς ανατολάς και πότε προς δυ­σμάς, πότε προς άρκτον και πότε προς μεσημβρίαν, και ανατρέπει περών κάθισμα τι, και προσκρούει εις βαρέλλιον σαρδελλών παρά την θύραν μαγαζείου, και σκοντάπτει εις λίθον μετά βίας, και ασθμαίνει και αγωνιά εν τη εξασκή­σει του αήθους αυτώ καθήκοντος, όπερ επιβάλ­λει εις το ασυνείδητον σώμα του η παραπαίουσα ψυχή του. Δις ή τρις μόνον εσταμάτησεν ίνα ζητήση από διαβατών «μίαν δεκαρίτσαν». Αλλ’ οι διαβάται παρήλθον αδιάφοροι, χωρίς να τον αξιώσουν προσοχής ή απαντήσεως. Και αυτός λοιπόν, υπερηφάνως, δεν παύεται πλέον πληρών την πλατείαν διά των γυμνασίων του, αεικίνητος, πλανώμενος ανά τα βάθη της και αναρριχώμενος ανά τα ύψη της και κάμνων τον γύρον αυτής πολλάκις ολόκληρον. Τω φωνάζουν πάντοτε από πολλών μερών, αλλ’ αυτός δεν ακούει ή δεν θέλει να υποταχθή εις τας προσ­κλήσεις. Και ως υπνωτισμένος, διευθυνόμενος υπ' αοράτου εξωτερικής βουλήσεως, αλλοτρίας, ωθούμενος υπ' αγνώστου χειρός ακολουθούσης εξοπίσω του, τρέχει αδιαλείπτως, με αφρόν περί τα ωχρά χείλη του και τον τρυπημένον του μανδύαν κυματίζοντα. Του έφυγε κατά τον δρόμον εντελώς και έτερον των τμημάτων των δήθεν παπουτσιών του άτινα φορεί. Αλλ’ ούτε τούτο τω προξενεί την παραμικράν τυχόν συγκίνησιν, και αι προς εαυτόν επικλήσεις του δεν αναχαιτίζοντ' από τίποτε, εν πρωτακούστω πα­ραλήρω :

— Εν - δυο!... Εν - δυο!... Εν - δυο!...

* * *

Και ως διά να συμπληρώση λέγεις την εικό­να και να συνοδεύση την συμφωνίαν των διαδεχομένων άλληλα στρατιωτικών του προστα­γμάτων από του δρομίσκου του ανερχομένου εκ της οδού Ακαδημίας, καθ' ην ακριβώς ώραν ο τρελός εις την γωνίαν τούτου ίσταται, κλαγγή ξίφους ήχησε. Το περί το στόμα του Γιάννη αιώνιον μειδίαμα εφώτισεν όλην την μορφήν αυτού και στρέφεται περιχαρής. Επροχώρησε μετά σπουδής βήματα τινά, κι ευρίσκετ' αντι­μέτωπος προς νεαρόν λοχίαν, ευειδή, με τον μύ­στακα συνεστριμμένον μετά προσοχής, συνεσφιγμένον δε το ξίφος περί την λεπτήν οσφύν στερεώς και πλήττον ερρύθμως τον ευθυτενή μηρόν. Ο Γιάννης πλησιάζει προς αυτόν εν σεβασμώ.

— Χρυσό μου, τω λέγει με τον γλυκύτερόν του τόνον, κατά την συνήθη φρασεολογίαν του, χρυσό μου, δόσε μου μία δεκαρίτσα!...

Αλλά φωνή τραχεία ηκούσθη εις απάντησιν.

— Α στο διάολο βρε!...

Προδήλως, ο Γιάννης δεν ανέμενε ποτέ τοιαύτην υποδοχήν, μάλιστα δε από... συνάδελφον! Και πτήσσων όλος υπό την ύβριν, περιδεής το ύφος και χαμαίζηλος.

— Στρατηγέ μου, μη με διώχνεις, υπολαμβάνει επί μάλλον και μάλλον ευλαβώς. Εγώ... ανήκω εις το στρατό κι εγώ!... Είμαι στρατιω­τικός κι εγώ!... Επολέμησα!... με τον Πετροπουλάκη!... Δόσε μου μία δεκαρίτσα.

Αλλ’ η φωνή, επί μάλλον και μάλλον τραχυτέρα, βάναυσος:

— Μωρ' έρχεσαι να πας στο διάολο λέγω ‘γώ!...

Της παρακλήσεως του τρελλού ο τόνος εχαμηλώθη πλέον εντελώς, θωπευτικός και ικετήριος.

— Στρατηγέ μου, γιατί με βρίζεις; επανα­λαμβάνει ταπεινώς. Σε προβιβάζω... στρατάρ­χη!... Δόσε μου μία δεκαρίτσα!

Αλλά ράπισμα δεινόν, πάση δυνάμει σφενδονισθέν, σφοδρότατον ακούετ' εκρηγνύμενον, παφλάζον επί της εξυρισμένης παρειάς του. Εκραδάνθη επί των ραιβών αυτού σκελών ο άν­θρωπος, ήπλωσε τας χείρας προς το κενόν, και διαμιάς εβρόντησε καταγής. Ο δυστυχής παράφρων κυλίεται χαμαί, εντός του βορβόρου του παραρρέοντος ρυακίου της οδού, βάλλων φρι­κώδη ουρλιάσματα. Καγχάζουσι δε βροντωδώς οι περιεστώτες άπαντες, και επιχαίρει των υπη­ρετών ο συρφετός, και τις τούτων διερχόμενος ώθησεν αυτόν διά του ποδός, πειρώμενον ν' ανεγερθή, ίνα επαναπέση. Και ο κύριος λοχίας, σοβαρός και αξιοπρεπής, εξακολουθεί τον δρόμον του, μεταβαίνων εις τα παραπήγματα...

 

αρχή

 



 

ΤΟ ΜΩΡΟ

Από τη δημοσίευση στο περιοδικό «Μπουκέτο», τεύχος 26. 19 Οκτωβρίου 1924

 

Το κοριτσάκι εκρατούσε εις την αγκαλιά του το παιδάκι και εστέκετο εις την άκρη του δρομάκου. Ξανθό παιδάκι, παχουλό, με γυμνά τα ποδαράκια του, ξεσκούφωτο, ντυμένο εις τα άσπρα, με γλυκύτατα λακκάκια στα θρεμμένα μαγουλάκια του. Το πολύ οκτώ μηνών. Και τα σγουρά μαλλάκια του, νεοφύτρωτα, τριγύριζαν τ’ αυτάκια, το λαιμούλι και το μετωπάκι του, λεπτότατες τριχούλες που εχρύσιζαν στο τελευταίο φίλημα του ήλιου, όπου έπεφτε εκεί κάτου, εις την άλλη άκρη του δρομάκου του ερημικού. Τα κοριτσάκι θε να ήτον έως έντεκα χρονών, με το κοντό του φουστανάκι, άσπρο και αυτό, τη μαύρη πλεξιδούλα του, στριμμένη και ριχμένη ανάμεσα στους ώμους του, τα μαύρα του γοβάκια, τις καλτσίτσες του τις κόκκινες. Κι εστέκετο, χάμου στο δρόμο, κοντά - κοντά εις το στενό του πεζοδρόμιο, ένα βήμα πάρα πέρα απ’ το αυλάκι που κυλούσε τα νερά της γειτονιάς, κυττάζον προς την πόρτα της αυλής της ανοιχτής αντίκρυ. Τριγύρω, τα σπιτάκια του δρομάκου, μονόπατα ή δίπατα, τον επλαισίωναν, φεύγοντα προς τα πέρα, αποδώ κι από κει, κομψοχτισμένα και καθάρια. Εις τη γωνιά εδώθε, το μπακάλικο αρμάθιαζε στην πόρτα του τις σκούπες του, εφαίνοντ’ από μέσα τα βαρέλια του, έλαμπαν τα ποτήρια του στον μπάγκο του. Κι απέναντι στ’ άνοιγμα του δρόμου, στη μικρή πλατεία, στημένη, ανωρθώνετο η στηλίτσα της βρυσούλας, μικρουλίτσα, ένα μέτρο από πάν’ από τη γη, στενή και μακρουλή, τετράγωνη, μονάχη καθισμένη, εκειδά στο σταυροδρόμι, ως καρτερούσα τους διαβάτες, με το σιδερένιο τσουρουνάκι της, λησμονημένο ξέσφιχτο, με σιγανόν κελάρυσμα. Ένας μανάβης επερνούσε, με το γαΐδαρέλο του φορτωμένο, αργά αργά βαδίζων αποπίσω απ’ αυτόν, κύπτοντα προς το χώμα εν χαυνώσει.

Το μωρουδάκι εγελούσε και εφαίνετο να πλέη εις ωκεανόν ευδαιμονίας. Με τα μικρότατα χεράκια του, απλώνοντας, εγύρευε να πιάση τα μαλλιά του κοριτσιού, κοντά εις το ριζαύτι, και δεν έφτανε, και άπλωνε και πάλι, κι εκουνούσε το κορμάκι του, εις συνεχή προσπάθειαν, κακκανίζον, βατταρίζον άναρθρα και πού και πού μπατσίζον, με τα πλανώμενα ασκόπως δάκτυλά του, την κατατομήν της μικράς παραμάνας του. Εκείνη εκυττούσε πάντα προς το μέρος της αυλής, με προσοχήν, ως απορροφημένη από θέαμα λίαν ενδιαφέρον. Και το παιδάκι ετραβιέτο, ετραβιέτο, ανεσύρετο προς τ’ άνω, κυνηγούσε τα μαλλιά της, τα τραβούσε πιο ψηλά, προς την κορφή του κεφαλιού, και τα έγγιζε, και τ’ άφινε, κι εχύνετο εκ νέου, κι εχτυπούσε τα χεράκια του, χασκογελών, με τ’ αρτιγέννητα δοντάκια του προβάλλοντα, και τα γλυκά λακκάκια του, σκαπτόμενα βαθιά σε κάθε μάγουλο, και τις χρυσές τριχίτσες του, σειόμενες σιγά, από το ελαφρόν τ’ αέρος φύσημα. Έξαφνα από πέρα, φωνή ακούσθη, εκ του δρόμου, γυναικός, χονδρή και δυνατή.— Κατίίίγκωω!...

Έστρεψε το κορίτσι προς το φώνημα, βιαίως, αποτόμως, διά μιάς, για να ιδή ποιος το εφώναζε. Αλλά με το κυνήγι των μαλλιών του, το παιδάκι είχε τραβηχθή προς τα επάνω, αρκετά, είχε γλυστρήσει, είχ’ ελευθερώσει το κορμάκι του από την αγκαλιά της, και τα σταυρωμένα χέρια της δεν εκρατούσαν πλέον, συσφιγμένα, παρά τα δυο του άσπρα ποδαράκια, τα γυμνά, ολίγον παρά πάν’ από τα σφυρά. Και καθώς έστριψε με βίαν για να ιδή, το μικρουλάκι της ξεγλύστρισε αιφνιδίως, διά μιας, εξ ολοκλήρου, της εξέφυγε, ετίναξε εις τον αέρα τα ποδαράκια και τα χεράκια του, και εβρόντησ’ εις το χώμα βρόντημα βαρύ. Εγύρισε το κοριτσάκι, σαστισμένο, και το είδε, εσβολώθη και εχύθη παρευθύς, να το αρπάξη, με φωνήν τρομάρας: — Το παιδί!...

Αλλά ως είχε πέσει, με ορμήν βιαιοτάτην, το μικρό, το κεφαλάκι του καταφερόμενον ανάποδα, ευρήκε του πεζοδρομίου την αιχμήν, το μυτερόν του κόψιμον κι εσχίθη από πάνω ως κάτω. Έτρεξαν οι γειτόνισες, εξώρμησαν απ’ την αυλή οπού εκάθοντο, κατέφθασε η κυρά πλύστρα που σαπούνιζε στο βάθος, η πεντάπαχη με ανασκουμπωμένα τα λευκά της μπράτσα και αφροκοπούσα ξέστηθη, εχούμησαν, το βούτηξαν, το χώρισαν από το κοριτσάκι, το μετέφεραν εις την αυλήν, αλλ’ ήταν αργά πλέον. Και τώρα, μαζύ με το σαπουνώδες και θολόν νερόν του αυλακιού, ανάμικτον και κοκκινίζον την υπόλευκην σαπουνάδαν, τρέχει προς τα κάτω, αναλάμπον από τα φιλήματα του πέφτοντος ηλίου, το μικρόν διαυγές ερυθρόν ρείθρον, όπου εσχημάτισε το ρεύσαν άλικο αιματάκι του σκοτωμένου παιδιού!...

 

αρχή

 



 

TO KAPPON

Δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιον» του Σκόκου, έτος έβδομον (1892)

 

Το κάρρον ήρχετο μακρόθεν, φορτωμένον χώμα. Το έσυρε μονάχον του εν άλογον, οικτρός ψαρρός ροσσινάντης κάτισχνος, το ετράβα επωδύνως, αναστελλόμενος σχεδόν κατά παν βήμα, όπερ έκαμνεν ασθμαίνων. Ο καρραγωγεύς, αθηναίος καρραγωγεύς, ωσεί τριακοντούτης, με πλατύγυρον καπέλλον και επανωβράκια πλακιώτου, παρηκολούθει εις απόστασιν τινά πεζός, τας χείρας του συμπεπλεγμένας έχων εξοπίσω του, και περασμένον το καμτσίκι μεταξύ, βραδέως. Το χώμα είχε προφανώς ριφθή εντός κατά μεγάλας πτυαριάς, είχεν αρθή εις λόφον εν τω μέσω, είχε πατηκωθή εις τρόπον ώστε να μη χωρή πλέον ούτε δάκτυλον. Αλλά το άθλιον τετράποδον, το έσυρεν, ευσυνειδήτως εν τοσούτω, παρ’ όλον του το φυσαλέον αγκομάχημα προυχώρει, εκινείτο, τανύον των κνημών αυτού των καλαμίνων τους μυώνας, και καταβάλλον πάσαν την αλκήν των απεψιλωμένων κρέατος ισχίων του. Το γηραλέον του το δέρμα, ήτο κολλημμένον επί των πλευρών αυτού, ωσεί μεμβράνη, θα ημπορούσες να τας αριθμήσης ως διεγράφοντο τοιουτοτρόπως όπισθεν, κατά ραβδώσεις, οιονεί ανάγλυφοι, χωρίς να παρεντίθεται ούτε ιδέα καν σαρκός. Αι συναρθρώσεις των κοκκάλων του εφαίνοντ ωσεί σκελετού ανατομείου, επιταυτώ συναρμολογηθέντος ίνα χρησιμεύσ’ εις μάθημα, προέβαλλον θρασέως πανταχόθεν, ενόμιζες πως τώρα το πετσί του θα ερρήγνυον, δια να εξέλθουν πάσαι εν στιγμή εις φως. Ως έβαινεν, ηκούετ ο κριγμός των, καθώς εν τη κινήσει συνεκρούοντο κι ετείνοντο , η κεφαλή του εκινδύνευε να ακουμβήση εις την γην, κεηυφυία διαρκώς, και ο λαιμός εκαμπυλούτο, και η ράχις εκυρτούτο, εν τω αγώνι όστις εξηνάγκαζεν όλον το δυστυχές του σώμα να βαδίζη. Επί της κορυφής αυτής, προς τον αυχένα, πληγή ευρεία έχασκεν ερυθροπέλιδνος, ωσάν να αφηρέθη τμήμα τι βιαίως, τα χείλη της την περιέβαλλον, κατάμαυρα, διερρωγότα, κι εσχημάτιζον ωσεί εσχάραν κυκλικήν, εις δε το βάθος της διεκρίνετο υπολευκάζον το οστούν. Και τον κατεσκληκότα του αυτόν κορμόν, περιεπτύσσοντο ημίβρωτα λωρία, ιμάντες φαγωμένοι και κατάτριπτοι, ρακώδη χάμουρα, συνδέοντα προς τα προβάλλοντα εξ εκατέρων των μερών κοντάρια, κρατούντ’ αυτόν δεμένον προς το ραμπαδόξυλον, συνέχοντα τα πισινά του, ή προσαρμόζοντα το σαμαράκι επί της σπονδυλικής του στήλης. Και ούτως είπετο κατόπιν ο του κάρρου σκελετός, τετράγωνος, το χρώμα αμαυρός, ανάλογος προς το συσσωρευμένον χώμα εν αυτώ, από σανίδων πεπαλαιωμένων και μακράν δουλείαν διηγουμένων, με τους δύο του τροχούς, στρογγυλούς, λασπωμένους, στρεφομένους, τρίζοντας, εντεύθεν και εκείθεv. Και έλεγες ότι ο ήχος ούτος ον εξέπεμπον γυρίζοντες, ενούμενος προς του αλόγου το κοπώδες άσθμα, ήτο ως γόος τις αόριστος και άναρθρος, παράπονον θρηνώδες όπερ έβαλλον, εν αδελφότητι καμάτου, δυστυχίας, το άψυχον το ξύλον άμα και το έμψυχον τετράποδον...

* * *

Διέβαιναν λοιπόν, φερόμενον και φέρον, της ερήμου συνοικίας τας οδούς, αργά, υπό το καύμα του ηλίου το τραχύ. Και εν τω μέσω των στενών των δρόμων της, το κύλισμα του κάρρου αντεβόα, ομοιόμορφον, μονότονον, βαρύ, ξηρόν, ανιαρόν, βάναυσον, αγροίκον. Ο οδηγός του, νυσταλέος, κουρασμένος ίσως και αυτός, με το κεφάλι του χωμένον κατά βάθος υπό τους αντεστραμμένους, χαμαί νεύοντας γύρους του καπέλλου του, εβάδιζε μη επειγόμενος, σιγών ως επιτοπολύ, ως βυθισμένος εις σπουδαίας σκέψεις, ή συρίζων πού και πού δημώδες άσμα. Από καιρού δε εις καιρόν, μόνον, ως ενθυμούμενος, έβαλλε λαρυγγώδες επιφώνημα, εξέφερ’ επιταχτικήν αποστροφήν προς το προβαίνον ζώον, εσφενδόνιζε μέχρις αυτού χυδαίαν βλασφημίαν, ως διά να υπομνήση ότι εκεί ήτον και επιταχύνη την πορείαν του. Δεν είχεν όμως καν και επικλήσεων ανάγκην, το αχθοφόρον κτήνος, ως εφαίνετο. Διότι αν και βραδέως, υπείκον εις κτηθείσαν πολυχρόνιον έξιν καταδήλως, παντοιοτρόπως ασκηθέν ωμώς αρχήθεν, εις μόχθους εγκαταβιώσαν ασυνήθεις, εξετέλει το καθήκον του δεόντως, εφ’ όσον του επέτρεπεν η δύναμις. Αναίσθητον προς του σημειούντος ήδη φλογερού άστρου μεσημβρίαν τας ακτίνας, αφρόντιστον προς της ιδίας του ισχύος την προφανή έλλειψιν, αδιάφορον προς του φορτίου το υπέρογκον, εναλλάσσει επαλλήλους τους ασθενείς πόδας του, διαμείβει τας ισχνάς του κνήμας, μηκύνει τους μηρούς, κάμπτει τα γόνατα. Απλόνεται το αργασμένον του τομάρι υπό την προσπάθειαν, συστέλλεται ή εκτυλίσσεται, ρικνούται ή τεζάρεται, να ευκολύνη των ιστών το παίξιμον. Στηρίζοντ’ αι οπλαί του εις το έδαφος στερρώς, τα νεύρα τείνονται, ανδρίζονται τα γυία, κοπιάζουν αι ιγνύς. Από του λευκωπού μετώπου του, κατά χονδράς σταγόνας, πίπτει ο ιδρώς, θρόμβους ογκώδεις, επαφίνοντας ευρείαν την κηλίδα καταγής. Παρίσταται εν γένει προικισμένον υπό αντοχής παθητικής μεγάλης, ήτις πολλάκις είναι μάλλον χρήσιμος, παρά αυτή η ενεργός ρώμη. Τα βλέμματα έχει προσηλωμένα σταθερώς προς τα εμπρός, δηλαδή χάμω, κι αι παρωτίδες εμποδίζουν να κυττάξη πλάγια. Αλλά, η όρεξίς του, και χωρίς αυτών, δεν θα το εκινούσε να ιδή τι τρέχει τάχα γύρω του. Ίσως ακόμη, μάλιστα, ούτε και κάτω που κυττάζει βλέπει απολύτως τίποτε. Όλας του τας δυνάμεις, σωματικάς ή διανοητικάς ή ψυχικάς, φαίνεται να τας συνεκέντρωσεν ανεπιγνώτως στην δουλειάν του, και εις αυτήν μόνην να προσέχη. Το βάδισμά του, μ’ όλην την κατά στιγμήν αναστολήν του, δια να αναπνέη, είν’ εν τούτοις συνεχές, και αμετάβλητον, και απαραλλάκτον, όπως επίσης συνεχής και απαράλλακτος ο συνοδεύων τούτο γόος των τροχών και ο βαθύς ανασασμός του. Μηχανή θα επίστευες, άπαξ εις κίνησιν τεθείσα, και πιστώς ακολουθούσα την δοθείσαν αυτή εύθυνσιν. Κάποτε, ουχ ήττον, τυχαίνει να σκοντάψη αιφνιδίως εις λιθάριον, πέτραν τινά κυλιομένην ανά την οδόν, και παρεκκλίνει δι’ εν λεπτόν, τρικλίζει δεξιά - αριστερά, χάνει ολίγον την ισορροπίαν του. Ριπτάζεται δ’ ευθύς επί τους άξονάς του το επόμενον τετράγωνον κιβώτιον, κλυδωνίζεται και παραπαίει. Πλην, δεν αργεί να αναλάβη τον τακτικόν δρόμον του, και να τραβήξη πάλιν, αχρονοτριβεί, να επανεύρη την οικείαν του φοράν. Και υπό τ’ ανοικτά των οίκων όμματα, εν τω κονιορτώ, επί του αυχμηρού εδάφους, άγει το σαρκίον και το κάρρον του, με ήθος φιλοσοφικόν, ως αποφασισμένον να βαδίζη αιωνίως.

* * *

Όμως, ως έφθανεν εις της οδού το άκρον, και εστρέφετο προς τ’ άνω, απροόπτως, αποτόμως, συνεκόπη. Ο στενός δρόμος διετέμνετο κατά το πλάτος του από βαθείαν αύλακα, σκαφείσαν τις οίδεν από ποίον, κι ενούσαν προς αλλήλους τους δύο εκατέρωθεν υπό τα κράσπεδα των λιθοστρώτων ρύακας, τους οχετούς δι’ ων εκρέουν τα νερά των αγυιών. Επειδή δε τα ύδατα που χύνοντ’ εις την γειτονιάν είναι πολλά, κι εκ των αυλών τριγύρω, αι οικούσαι πλύστραι τ’ απορρίπτουν αδιακρίτως και απαύστως, η αύλαξ αύτη ήτον πλήρης πάντοτε και εκχειλίζουσα, είχεν εξαπλωθή επί του δρόμου, κατέφαγε το χώμα πέριξ, διήθησε τα νερά της εις την γην, και την εσάπισε, την εβαθούλωσεν εφ’ ικανόν, και εσχημάτισεν ως μικρόν τέλμα, εις ο εκαταστάλαζαν και τα εκ της βροχής τυχόν, αλλά ιδίως εφιλοτιμούντο να μη το αφήσουν πώποτε να ξηρανθή οι εκ των πλύσεων υπόλευκοι θολοί σαπωνοχείμαρροι. Ηπλούτο δε το τέλμα τούτο μέσα εις το πέρασμα, κι ήτον αδύνατον να διέλθη ζώον χωρίς να πατήση εις αυτό, και διαβάτης δίχως να πηδήση από μέρος τι στενόν. Εισέβη επομένως, αναγκαίως, εις τον λασπώδη αυτόν χώρον, επροχώρησε το άλογον, συνέρριψε το κάρρον, κι επλατάγησαν οι δύο του τροχοί, εντός του βούρκου του λιμνάζοντος. Ανήλθε δε επί την όχθην, με τα πέταλα βρεγμένα, εξεκίνησεν, έσυρε δια να εξακολουθήση την πορείαν. Αλλά, ορμητικώς, βιαίως, οιονεί δια χειρός τραχείας, ως έτεινε το σώμα προς τα πρόσω, εκρατήθη διαμιάς, εμποδίσθη ισχυρώς την κίνησιν, αντεστράφη εν πατάγω την φοράν, ετραβήχθη ακουσίως προς τα όπισθεν, εκόλωσεν, επεδικλώθη, εξωλίσθησε τους τελευταίους πόδας του εντός του τέλματος εκ νέου, εκινδύνευε να καταπέση. Είχαν κολλήση εις τον βούρκον οι τροχοί, και ενεπάγησαν εις την ιλύν βαθέως, εχώθησαν εις το ελώδες υγρόν μαλακόν έδαφος, εβούλιαξαν με δύναμιν, και δεν υπήκουαν πλέον εις το τράβηγμα. Επί των λιποσάρκων του σκελών, συνεκραδάνθη το τετράποδον, διεσείσθη, εδοκίμασε να ξανααναβή επί την όχθην, εκρατήθη πάλιν εξοπίσω απ’ το κάρρον, ηθέλησε και αύθις, επιτείνον την ισχύν του, αντεσύρθη πεισματωδώς διά των λωρίων, κι ηναγκάσθη να σταθή. Κλίνει λοιπόν εντεύθεν και εκείθεν, ωσεί θέλον να απαλλαχθή, κτυπά επάνω στα κοντάρια, επιχειρεί κινήματ’ άταχτα προς διευθύνσεις διαφόρους, κατ’ ευθείαν ή πλαγίως. Αλλά δεν κατορθώνει τίποτ’ εντελώς, και προσλαμβάνει μόνον στάσιν ασυνήθη, ως δεσμώτου επιθυμούντος να εξέλθη των δεσμών του, με τον ήμισυν κορμόν του υψηλότερον πολύ του υπολοίπου. Ανιών όμως καθώς φαίνετ’ εν αυτή, σαλεύεται και πάλιν, προσπαθεί να οδεύση οπωσδήποτε, τραβά. Πλην, οι κατάτριπτοι ιμάντες του, αντέχουν εντοσούτω αρκετά, το έλκουν προς το ραμπαδόξυλον στερρώς, καργάροντ’ ερρωμένως, και παραλύουν πάσαν του ορμήν. Τότε κι εκείνο, δίδει μίαν προς τα πίσω, υποχώρησιν σφοδράν, πλήττει τα νώτα προς το κάρρον, το κουνεί, ωσεί επιθυμούν να καρκινοβατήση και να βγη τοιουτοτρόπως απ’ τον βούρκον, αντιστρόφως. Αλλά κι εις τούτο δεν επιτυγχάνει περισσότερον, ανταπωθείται, ξεγλιστρά, επαναφέρεται εις την προτέραν θέσιν του, και κατιδόν το μάταιον του κόπου, εναπέμεινεν εκεί.

* * *

Ο άνθρωπος, συρίζων την στιγμήν εκείνην και προσβλέπων εις την γην, δεν εκατάλαβεν αμέσως ό,τι έγινεν. Αλλά, ακούων παύσαντα τον θόρυβον του κάρρου, ήγειρε την κεφαλήν, και είδε τούτο, ανελπίστως, στηλωμένον εις τον τόπον του. Αυθωρεί δε, καταληφθείς υπό θυμού ακατασχέτου, αμελλητί, λύει τους βραχίονας, ραγδαίον σκάζει το καμτσίκι στον αέρα ηχηρώς εν απειλή, ερεύγεται ως ωρυγμόν τινά, ορμά, έκαμε τρία - τέσσαρα πηδήματα, κι ευρέθηκ’ εις το πλάγι του, ευθύς. Και, δίχως να κυττάξη, δίχως να προσέξη, κατεβάζει την μακράν του μάστιγα εις τα πλευρά του ζώου, άπαξ, δις, τρις, εικοσάκις, βλασφημών, εν ύβρει, απευθυνόμενος αυτώ καθώς προς όμοιόν του:

—Το σταυρό σου μέσα, ψοφίμι!... Σα στραβός πήγες να πέσης μέσα, βρε κερατά!...

Προς τα κτυπήματα, το άλογον μετεκινήθη μετά κρότου επί τα εμπρός και νυν, ετέντωσε τον τράχηλον, συνεκύρτωσε την ράχιν, προέβαλε τους πόδας, κι επροσπάθησε να σύρη. Ασκόπως όμως, διότι το εμβύθισμα του κάρρου δεν είναι μικρόν, χρειάζεται δε δύναμις πολύ μεγαλητέρα της δικής του να το βγάλη. Αλλά, και πάλιν ο καρραγωγεύς κτυπά, κτυπά σφοδρώς, μαστίζει τα οπίσθια, τους μηρούς, τας κνήμας, την κοιλίαν, τον λαιμόν, εκβάλλει ωρυγάς επιταγής, φοβέρας, ενθαρρύνσεως, και το τραβά συγχρόνως εκ του χαλινού, και βλασφημοκοπεί, και το υβρίζει. Το ζώον, δεν είν’ ευχαριστημένον και αυτό προδήλως, και οξέως συναισθάνεται το άλγος των πληγών επί του ταλαιπωρημένου του κορμιού, και επαναλαμβάνει τα πειράματα. Κρατούμενον δ’ εκ των ηνίων υπό του ανδρός, με κίνδυνον να σπάση τα σητόβρωτά του χάμουρα, έλκει τον σκελετόν του κάρρου τον πηγμένον εις την γην. Πλην και το δεύτερον, και τρίτον, αποκάμνει, μάχεται, άνευ αποτελέσματος τινός, παιδεύετ’ ανισχύρως, και οπισθοβατεί, και σκουντουφλά, και συνταράσσεται. Όσον όμως αυτό φιλοτιμείται, τόσον ο καρραγωγεύς βλέπων αδίκως παρερχόμενον τον χρόνον, επιμαίνεται αυτώ, και νευρικώς χειρονομεί, κινείται αδιακόπως πέριξ του, πλήττει το σώμα του εξ όλων των μερών, το παροτρύνει, δαιμονίζεται μωρώς να το ωθήσ’ εις δρόμον, ανακραυγάζων εις βραγχώδεις, οιονεί εγγαστριμύθους επικλήσεις:

— Έι!... Έι!... Να χέσω το γονιό σου, ψοφάλογο!... Έι!... Το Χριστό σου, άτιμο!... Βρε ουστ!... Μπα να πάρ’ ο διάολος το κεφάλι σου, κερατά!... Έι!... Χέι!... Σςςς!...

Παραφέρεται δε, δεινώς, περιρρεόμενος υπό ιδρώτος, τινάσσει μεταξύ των χειλέων του τα γκέμια, και μη αρκούμενος εις το καμτσίκι, εν τη οργή και τη ανυπομονησία του, πατάσσει επικουρικώς αυτό και διά των ιδίων του ποδών και των χειρών, εν λακτισμοίς και γρόνθοις. Όλον το λαϊκόν βλασφημολόγιον, ο θησαυρός των ύβρεων των αγυιών, εκβράζεται ροχθών από το στόμα του, ως από καταρράκτου βρωμερός αφρός. Εν τη στενή οδώ, παρά την τελματώδη αύλακα, ονόματα Θεού, Χριστού, Σταυρού, και Παναγίας περιίπτανται, ανέρχονται προς τον αέρα, διασχίζουν το κενόν, συνοδευόμενα από των επιθέτων τα αισχρότατα, κατεμπτυόμενα, βορβοροκυλιόμενα, εκπορνευόμενα παντοίως. Κι ενώ ο κύριός του ασχολείται να ξερνά επάνω του την φούρκαν του, το ζώον, επανειλημμένως κατατρίβεται εις αποπείρας συνεχείς, παλαίει, αγωνίζεται, και άχθεται, και εξαντλείται ατυχώς εις δοκιμάς. Εντούτοις, μίαν από τας πολλάς, ο οστεώδης ροσσινάντης, έβαλε τα δυνατά του, και κατώρθωσε να αποσπάση τον δεξιόν τροχόν, τον εξεκόλλησε σχεδόν, και πλήρη βούρκου αποκάτω τον ετράβηξε να τον ανεβάση εις την όχθην. Αλλά, προσκρούσας κατ’ αυτής, γλοιώδης ήδη, παρευθύς εξανακύλισεν εκείνος, άλλως τε κρατούμενος κι εμποδιζόμενος από τον κολλημένον σύντροφόν του, έπεσε όπου και πριν ήτον, κατετράνταξε το άλογον, κι εχώθη έτι μάλλον νυν βαθύτερον. Απελπισθέν δε φαίνεται το κτήνος ωρισμένως, επανέλαβε την αρχικήν του στάσιν, με τους αστραγάλους βρεχομένους, προσεπασσαλεύθη ακινήτως, ανεβοκατεβάζον μόνον παραδόξως τον αυχένα, ως αρνούμενον να εξακολουθήση τον αγώνα.

* * *

Παρά το κάρρον το σταθμεύον, δεν εβράδυναν, εντός ολίγου, να συσταθμεύσουν εννοείται, κι οι απαραίτητοι περίεργοι των δρόμων. Διότι, εις τας πόλεις, τους γεννά εξάπαντος η γη τους περιέργους. Και ενώ τέως επεκράτ’ εις την οδόν η ερημία, εντελής, μόλις συντύχη το παραμικρόν, βλέπεις εξαίφνης τον δουλάκον του γειτονικού μπακάλικου να αποσπάται εκ της θύρας, να προσέρχεται, ένα παιδί, πηγαίνον ή ερχόμενον απ’ το σχολείον του, να σταματά, άλλο να ξεμπουκάρη τρέχον από την γωνιάν, του καφφενέ της συνοικίας υπηρέται να σας προσκομίζουν νωχελώς την κυματίζουσαν ποδιάν των και την λαδωμένην των χωρίστραν και τα καλοχτενισμένα κατσαρά των, έναν παπάν να εμφανίζεται ως να τον είχατε παραγγελιάν επίτηδες, και άλλους άμα, ούτω, πολυειδείς, πολυπληθείς, και να χαζεύουν γύρω, να παραμένουν απ’ αρχής μέχρι του τέλους, να κυττάζουν, να λαμβάνουν μέρος, να εκφέρουν κρίσεις, ν’ αφίνουν την δουλειάν των ή τον δρόμον των και να περνούν με το συμβάν την ώραν των. Εν μέσω του χορού λοιπόν αυτού, αναποφεύκτου, ο καρραγωγεύς κραυγάζει και βοά και ερεθίζεται και αγριούται. Και βλέπων ότι με το τράβηγμα δεν κάμνει απολύτως τίποτε, αποφασίζει να το σπρώξει και αυτός οπίσωθεν.

— Κράτα το μωρέ συ λιγάκι από τα γκέμια να μπω αποκάτου, το σταυρό του μέσα, λέγει αποτεινόμενος προς ένα εκ των παρεστώτων. Βάστα και συ δω μωρέ μια στιμή, λέγει προς τον δουλάκον του μπακάλικου. Τράβα του μωρέ στα παΐδια, άλλαχτου το Χριστό, να παρ’ ο διάολος το γονιό του τον κερατά!

Παραδίδει δε λέγων την μάστιγα εις του μπακαλόπαιδος τας χείρας και τους χαλινούς στον άλλον, και πηγαίνων από πίσω απ’ το κάρρον, κύπτων μικρόν, σχεδόν εντός του τέλματος, πειράται να το υπεγείρη διά των βραχιόνων, άρχεται ωθών. Εκείνοι δε, ως ευχαρίστως περιμένοντες ν’ αναμιχθούν, αρχίζουν παρευθύς ο μεν να αναπάλλη εις το στόμα του αλόγου τα ηνία, να τα σύρη, να το τυραννή να τον ακολουθήση προχωρούντα, και ο δε να καταφέρνη μεθ’ ορμής την μάστιγα.

Ο άνθρωπος, δυσκόλως, ποοσπαθών να μη χωθή κι ο ίδιος εις τον βούρκον, τα σκέλη διεστώτα, την οσφύν συγκεκαμμένην, τα μανίκια σηκωμένα, δοκιμάζει ν’ ανυψώση πως το κάρρον, να του δώση δύναμιν, ώστε, προβαίνοντος κατά τι του αλόγου, να βρεθεί εις την ιδίαν επιφάνειαν του όχθου, να το ξεκολλήση διαμιάς, και να τον υπερβή. Πλην, εκτός ότι είναι κολλημένον αρκετά καλά, έχει και βάρος ουχ ολίγον, κι εντείνει την προς την γην πίεσιν το αδρόν του το φορτίον. Άδικα λοιπόν σφίγγεται, και κατακόπτει τας παλάμας του τας τραχυδέρμους υπό των σανίδων την σκληρότητα, πορφυρούς την όψιν, με το αίμα ερυθραίνον τον λαιμόν του, αναβαίνον κατά κύματα, κάθυγρος το μέτωπον. Και κατορθόνει μεν να ανασύρη και αυτός τον ένα των τροχών, αλλά ο άλλος επιμένει, και όταν κάνει να εγείρη και εκείνον, επαναπίπτει ο ανεγερθείς εν παφλασμώ.

— Μωρ’ είναι βουλιαγμένο για καλά!... παρατηρεί τις των θεατών.

— Μωρέ μια σταλιά τόπος κι έχει τόση λάσπη!... συμπεραίνει δεύτερος, περιβλέπων γύρωθεν το τελματίδιον.

— Αμ’ είναι κι ο όχτος που δεν τ’ αφίνει, προσθέτει άλλος. Δε γλέπεις, να, κείνος ο τροχός ξεκόλλησε και χτυπάει και ξαναπέφτει.

Κάτωθεν του κάρρου σχεδόν εντελώς, παρά το έδαφος, ο καρραγωγεύς κατέβαλλεν ήδη ισχυράν προσπάθειαν. Επιτυχών δε να το ανυψώση περισσότερον ή πριν, έκαμεν επίκλησιν προς τους παρισταμένους·

— Βοηθάτε μωρέ παιδιά και σεις λιγάκι αποφτού να βγη κι ο άλλος...

Δύο - τρεις εκ των βλεπόντων, εργατικοί άνθρωποι, δεν απέστερξαν την πρόσκλησιν, προσελθόντες δε και τοποθετηθέντες καταλλήλως, ήρχισαν και αυτοί να σπρώχνουν, οι μεν τον ατίθασσον τροχόν, οι δε τον σκελετόν του αμαξίου. Παθαίνονται δε και οι ίδιοι μετ’ ολίγον, ανθισταμένου έτι τούτου, και ιδρόνουν παρομοίως, και ασθμαίνουν, και κλίνουν τον κορμόν του σώματος ως θέλοντες να τον κάμουν οριζόντιον, και ολισθαίνουν τεντωνόμενοι επί των εμπροσθίων των δακτύλων των ποδών, εκβάλλοντες επιφωνήσεις ενθαρρυντικάς, προτρεπτικάς, προς εαυτούς τε και αλλήλους, προεξάρχοντος του ενδιαφερομένου.

— Χάϊντε!... Άιντε μωρέ παιδιά!... Άιντε!... Αι μωρέ άτιμο!... Την Παναγία σου μέσα!... Έι!... Έι!...

Κι εν τω μεταξύ ο συγκρατών τους χαλινούς, τραβά εμπρός ανηλεώς το άλογον, και ο δουλάκος του μπακάλικου καταμαστίζει τα πλευρά του.

Ούτως, ωθούμενον ρωμαλέως και σφοδρώς, το κάρρον συγκλονείται όλον, συγκινείται, κυμαίνεται πέραν και εδώθεν, τρίζει, κρίζει, σίζει, προσκρούει κατά των πισινών του τετραπόδου, και πηγαινοέρχεται. Το άλογον πληττόμενον εξ άλλου, σκουντώμενον, δερόμενον, συρόμενον, εκβιαζόμενον, κινείται και αυτό παντοιοτρόπως, επί της θέσεώς του, ανανεύον τον λαιμόν διαρκώς, ως παριστάνον το αδύνατον του πράγματος. Κινούνται δε και συντινάσσονται απαύστως και τα επ’ αυτού, το σαμαράκι και η λιμαριά κι η πισινέλα κινδυνεύουν να εκφύγουν, σείονται τα καφάσια, τα κοντάρια, τα επανωκάπουλα, και οι τροχοί, επιθυμούντες να στραφούν επί του σιδηρού των τριγκιλίου και αποτυγχάνοντες, οιμώζουν. Τέλος, εν υπερτάτη εντάσει νεύρων και μυών, αλκή οργίλη, εξέσπρωξαν αυτό από της λάσπης, το ξεκόλλησαν, το απεβύθισαν, ως εναέριον το ανέβασαν επί του όχθου, το συνεπήραν επί τον ανήφορον, έκφρων δ’ εκ των μαστιγωμών και των κραυγών ο ροσσινάντης, ελευθερωθείς, τρέχει πλέον εν σπουδή, εξαπολύεται δρομαίος, πηλαλά. Κρατών δ’ αυτόν από του χαλινού, παραπλεύρως νυν, τρέχων τόρα και αυτός, θυμώδης, τον απάγει ο καρραγωγεύς, τον μαστιγόνει αδιακόπως, του κατεβάζει το καμτσίκι στα πλευρά, στα λαγαρά, εις τα καπούλια, στα σφυρά, εις τας ιγνύς, βρυχώμενος Την Παναγιά σου! Το Χριστό σου!» αδιαλείπτως και σκληρώς.

Εκ του πεζοδρομίου του πλαγινού δρόμου, προς ον μετά πάταγου φέρεται, ανέρχεται κυρία τις μεσόκοπος, φορούσα μαύρα, σεβασμίου εξωτερικού, είδος τι Ροζούς, με τας κορδέλας του καπέλλου της περιπλαισιούσας το ισχνόν της πρόσωπον, κρατούσα μπόγον τυλιγμένον με χαρτί εις χείρας. Νοικοκυρά τις αγαθή ως φαίνεται, ήτις θα πήγε να ψωνίση στα εμπορικά, και επιστρέφει εις τον οίκον με το δέμα που κρατεί. Και είδεν η καλή γυνή το πράγμα, προσέβλεψε το άλογον και τον καρραγωγέα, και του αθλίου τετραπόδου την φυγήν, και τας πληγάς που καταφέρει πάντοτ’ επ’ αυτό ο κύριός του, κι εν αγαναχτήσει, απευθυνομένη προς αυτόν, έρρηξε διαμιάς φωνήν οξείαν:

— Βρε, βρε, βρε, τι το χτυπάς έτσι, μην το χτυπάς, βρε, ω το καϋμένο, τι βάρβαροι άνθρωποι, τι βάρβαροι!... Βρε, βρε, μην το χτυπάς έτσι, τι βάρβαροι άνθρωποι, τι βάρβαροι!...

Απομένει δ’ εστραμμένη προς το φεύγον κάρρον βάλλουσα τας κραυγάς αυτής, και αποβλέπει προς αυτό, και ξεφωνίζει σχετλιαστικώς, κινούσ’ ασυνειδήτως στον αέρα και τον μπόγον της.

Αλλ’ ο καρραγωγεύς, εξαφανιζόμενος ήδη εκεί κάτω εντός νέφους κονιορτού, επαναστρέφων βιαίαν την κεφαλήν υπέρ την ψωραλέαν χαίτην του αλόγου του, αγρίως:

— Το σταυρό σου και σένα μέσα, βραχνοφωνεί, γρηά καρακάξα!... Πού να σε βρούμε σένα την πολιτισμένη ναν το ξεκολλήσης δίχως ναν το βαρέσης!...

Αθήναι, Αύγουστος του 1891.

 

αρχή

 




 

Σημειώσεις

[1] Στην κριτική αυτή επίθεση του απάντησε ό Παλαμάς ύστερ’ από είκοσι δυο χρόνια με το «Νουμά». Στo φύλλο 593 (18 Ιουνίου 1916) σελ. 158-160 λίγες μέρες ύστερ’ από το θάνατο του Μητσάκη, δημοσιεύτηκε το άρθρο του Παλαμά με τον τίτλο: «Δυο γράμματα κι ένα τραγούδι». Το γράμμα και το τραγούδι του Μητσάκη που περιέχονται σ' αυτό, θυμάμαι, τάδωσε ο ίδιος ο Μητσάκης στον Παλαμά σπίτι του, στην οδό Αλωπεκής, που είχαμε ανεβεί, Κυριακή πρωί, θαρρώ με τον Παλαμά ναν τον ιδούμε μια δυο μέρες ύστερ’ από την «Ομιλία» του στον «Παρνασσό», που αναφέρει ο Π. στο γράμμα του. Θυμάμαι μάλιστα πώς μας τα διάβασε ο ίδιος ο Μητσάκης με τη χαρακτηριστική του απαγγελία, φωναχτά και χειρονομώντας, και το γράμμα και το ποίημα.

[2] Την «Παναγιά τη Μεγαλομμάτα»

[3] Ο Μητσάκης πέθανε, στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο από περιπνευμονία, τον Ιούνιο του 1916.

[4] Εδημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «Αττικόν Μουσείον», έτος 3ον, αριθ. 11 και 12 (Οκτώβριος 1890).

[5] Εδημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «Αττικό Μουσείο», έτος Γ’, αρ. 6 (Αύγουστος 1890).

[6] Εδημοσιεύθη εις την «Εστίαν», τομ. ΚΖ’ αρ. 592. (2 Απριλίου 1889).

[7] Εδημοσιεύθηκε στην «Εστία», τόμ. ΚΖ’ αρ. 689 (12 Μαρτίου 1989).

[8] Εδημοσιεύθηκε στο «Αττικόν Μουσείον» έτος Γ’ αριθ. 10 (10 Σεπτεμβρίου 1890).

[9] Εδημοσιεύθηκε στο «Αττικόν Μουσείον, έτος Γ’ αριθ. 9 (1 Σεπτεμβρίου 1880).

[10] Εδημοσιεύθηκε στην «Ακρόπολιν» της 7 Φεβρουαρίου 1898

[11] Εδημοσιεύθηκε στην «Ακρόπολιν» της 16 Ιουλίου 1898

[12]Το «Γατί» πρωτοδημοσιεύθηκε στην «Ακρόπολιν» της 5 Φεβρουαρίου 1893 αλλά βγήκε και σε ξεχωριστό φυλλαδάκι με τον ακόλουθο πρόλογο:

«Η ακόλουθος τραγική και παθητική ιστορία ετυπογραφήθη υπό της «Ακροπόλεως». Πρόκειται περί σκληρού και ουχί αναγκαίου βασανισμού διαπραχθέντος υπό ανοήτων και ασπλάχνων παίδων κατά ημέρου και αξίου στοργής δημιουργήματος του θεού. Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι Ελληνόπαιδες τινές οι οποίοι θ’ αναγνώσωσι ταύτην την ιστορίαν θέλουσι κάμει ποτέ αυτό ή βοηθήσει άλλους προς τούτο. Οι παίδες έστωσαν γενναίοι, αλλ’ όμως ουδέποτε σκληροί.

Φίλος των ζώων και των παίδων

[13] Πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ακρόπολη» της 6 Φεβρ. 1893, στο φύλλο όμως την άλλης ημέρας (7 Φεβρ. 1893) κάτω από την «Αρκούδα» του, υπάρχει η ακόλουθη σημείωσή του: Αναγκαία σημείωση. Εις την χθες δημοσιευθείσαν Κυρά Κώσταιναν η διεύθυνσις της «Ακροπόλεως» έκρινε καλόν να ελαττώση κάπως την γραφικότητα των διαμειβομένων ύβρεων· και ηναγκάσθη μεν να συγκατατεθή ο γράψας εις το να υποχωρήση η φιλολογική αναίδεια προ της δημοσιογραφικής σεμνότητος, παρακαλεί όμως τους αναγνώστας να συμπληρώσουν ή αναπληρώσουν τα κενά και μεταβληθέντα, σύμφωνα με την εύκολον μαντευομένην έννοιαν και τον ευνόητον τόνον του καυγά, δια να έχουν την εικόνα αυτού πλήρη.

Μ.Μ.

[14] Η «Κυρα-Κώσταινα», κατά τη γνώμη μου, είναι η δυνατώτερη κι η χαραχτηριστικώτερη από τις «Αθηναϊκές σελίδες» του. Το μοντέλλο του αυτό το είχει μελετήσει πολύ, παραπολύ. Δυο τρεις φορές μάλιστα, θυμάμαι, πως πήγαμε και μαζί στη δενδροστοιχία για να τη βρούμε.

— Πάμε στη βιβλιοθήκη μου! συνείθιζε να μου λέη συχνά, σα βγαίναμε τέτοιους περίπατους μαζί.

— Τι θα διαβάσουμε σήμερα; τονε ρώτησα ένα πρωί.

— Σήμερα θα διαβάσουμε «Κυρα-Κώσταινα»! μου αποκρίθηκε φωναχτά και ξεκαρδισμένος στα γέλια.

Και πήγαμε στη δενδροστοιχία και τη βρήκαμε να κάθεται σ’ έναν πάγκο, περιτριγυρισμένη από δούλες και παραμάνες και να δημηγορή, κατά τη συνήθειά της. Ο απαραίτητος γερωφουστανελάς, που τον έλεγε άντρα της, στεκώτανε ολόρθος, όπως πάντοτε, πίσω της, προσέχοντας τα λόγια της, δίχως να βγάζει μιλά.

— Πότε θαν τη γράψεις επί τέλους αυτή την «Κυρα-Κώσταινα» του είπα, να συχάσουμε κι απ’ αυτή;

Ακόμα! Ακόμα! Δεν πέτυχα ακόμα ό,τι μου χρειάζεται.

Εκείνο το πρωί, θυμάμαι, μείναμε ώρα περίπου στον αντικρυνό πάγκο καθισμένοι και παρακολουθώντας κάθε λέξι και κάθε κίνησί της.

[15] «Εστία» 24 Μαΐου 1887 σελ. 337-342. Το τεύχος αυτό της «Εστίας» που έχομε υπόψη μας είναι πολύτιμο γιατί περιέχει στο περιθώριο ιδιόχειρα σημειώματα του Μητσάκη, άλλα με μολύβι κι άλλα με μελάνι γραμμένα, ελληνικά και γαλλικά μαζί, που μας δείχνουν πως ο Μητσάκης λογάριαζε ναν τις βγάλει τις «Αθηναϊκές σελίδες» του σε βιβλίο, ναν τους δώσει μάλιστα και τίτλο γενικό: «ΠΡΩΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ». Η πρώτη σημείωση, που βρίσκεται πάνω από τον τίτλο, γραμμένη με μολύβι, λέει τακόλουθα: «Να μην αποτελέσει μέρος της διηγηματικής σειράς, αλλά με τους «Εμπρησμούς Δασών», τους εν τω «Ελλ. ημερολογίω» και άλλα τέτοια, να περιληφθή εις ξεχωριστόν τόμον «Πρώτων δοκιμίων». Μ.Μ.

[16] Στην «Εστία» αντί «λέξεις» έχει τυπωθή «τάξεις». Ο Μητσάκης το διορθώνει στο φύλλο που έχουμε με μια σημείωση του, γαλλικά γραμμένη, που όμως, πολύ φοβούμαστε, πως την έγραψε σέ στιγμή που το πνεύμα του δεν ήταν εντελώς σωστό. Γράφει: «Les manuscrit portent aussi mots, il imprima pots! Prendre note de cette note pour toutes nos oeuves. S'il l'a fait expres, il n'a pas de goût. Cette - ci est bien bonne, le va -t - en de devant moi de la Fillette était superflu. Mais les suites!!!

[17] Εδημοσιεύθηκε εις την «Εστίαν» τόμος 23 (1887) σελ. 277

 

αρχή

 


 


© Γιάννης Παπαθανασίου