Πληροφορίες για τον Μιχαήλ Μητσάκη εδώ
Μιχαήλ Μητσάκης
Η ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ, τακτοποιημένα και φροντισμένα από τον Δημ. Ταγκόπουλον, Τόμος δεύτερος, ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ», έκδοσις της εταιρείας ΤΥΠΟΣ, 1922. Έγινε μεταφορά στο μονοτονικό. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου εκτός από την ορθογραφία του ρ. είναι και του πληθυντικού των άρθρων.
Ο «Αθηναίος Χρυσοθήρας» τυπώθηκε στο 1890 σ' ένα μικρό βιβλιαράκι ως πρώτο τεύχος της Β' Περιόδου της «Ελληνικής βιβλιοθήκης» που είχε αρχίσει τότε να βγάζει ο μακαρίτης Χρίστος Χιώτης των «Εκλεκτών μυθιστορημάτων». Είχε υπότιτλο «Αθηναϊκαί σελίδες». Το κάθε τεύχος έπρεπε νάχει 100 σελίδες κι επειδή ο «Χρυσοθήρας» έπιανε μοναχά τις 76, ο εκδότης το συμπλήρωσε με την αρχή του «Νικόλα Σιγαλού - Αθηναϊκής μυθιστορίας υπό Γρηγορίου Ξενοπούλου».
Μίαν ημέραν του παρελθόντος έτους διέβαινα από το Ψυρρή. Εις την καμπήν του δρόμου τον οποίον επερνούσα είναι ένα μπακάλικον. Έξωθεν της θύρας αυτού ήσαν βαλμένα δύο σκαμνιά, επ’ αυτών δε ενθρονισμένοι δύο άνθρωποι, κι εν τω μέσω τρίτον, εφ’ ου ζεύγος ποτηρίων, πλήρων ρετσινάτου. Οι άνθρωποι πρέπει να ευρίσκοντο εκεί προ ικανής ώρας, και οι σπονδαί του αφρόεντος ποτού να μην ήσαν αι πρώται, διότι κατά την στιγμήν εκείνην ακριβώς, ο υπηρέτης ο κομίσας τα δύο πλήρη εισήρχετο εις το μαγαζί, συναποφέρων εκ του καθίσματος δύο έτερα κενά. Ο εις των καθημένων ήτο φίλος μου και τον ανεγνώρισα· επειδή δε εβιαζόμην, η πρώτη σκέψις μου υπήρξε να διολισθήσω ει δυνατόν, υπεκφεύγων την συνάντησιν. Αλλ’ ο φίλος με είχε διακρίνη ήδη και αυτός, και καλών με ονομαστί, γεγωνυία τη φωνή·
— Αι, και για πού, νάχουμε καλό ρώτημα, κυρ Δημητράκη;..., εκραύγασεν ευθύμως. Δε μας λες και καμμιά καλησπέρα τουλάχιστον;...
— Μπα! τι γίνεσαι, Παναγιώτη;… απεκρίθην εγώ πλησιάζων, προσποιούμενος ότι τότε μόνον τον έβλεπα.
— Αμ' πώς ήταν κι αυτό και μας ξέπεσες κατά το Ψυρρή;… επανέλαβεν ο Παναγιώτης. Έλα να σου δώσουμ' ένα κρασί... Κάθησε!
— Κάτι δουλειά είχα δώθε κάτου κι έτυχε να περάσω, απήντησα, ως μη προσέχων εις την πρόσκλησιν να καθήσω, εις κάθισμα άλλως μη υπάρχον.
— Καλά λοιπόν που έτυχε να μας βρης κιόλα... Κάθησε λοιπόν!...
Παρατηρών δε και ο ίδιος την έλλειψιν κενού καθίσματος και στρεφόμενος προς την θύραν του μαγαζιού
— Γιώργη, εφώναξε, φέρε άλλον ένα σκαμνί!
— Α, όχι, όχι, διεμαρτυρήθην εγώ, άφησε, θα τραβήξω, έχω δουλειά!...
— Τι δουλειά, αδελφέ, δε βαρειέσαι!, ανταπήντησεν εκείνος, και εν τω μεταξύ επεφάνη και ο Γιώργης, φέρων το σκαμνί, όπερ και έθεσεν οπίσω μου, σχεδόν υποκάτω των σκελών μου.
Ούτως, ηναγκάσθην εκών άκων να καθήσω, επικουρικόν δε ποτήριον, πλήρες επίσης ρετσινάτου, εναπετέθη αυτομάτως ως ειπείν, χωρίς να διατάξη τις, επί του εν τω μέσω σκαμνίου, του υποβαστάζοντος τ' άλλα δύο, ως απαραίτητον συμπλήρωμα, προς αποτέλεσιν τριάδος, αφού τρεις ήσαν πλέον οι συμπαρακαθήμενοι.
— Να σου συστήσω και τον κύριον Μεγγλίδην, προσέθηκεν υποδεικνύων τον σύντροφον αυτού ο φίλος μου. Ο κύριος Μεγγλίδης, γεωμέτρης... Ο κύριος Γεωργιάδης...
— Χαίρω πολύ, είπον εγώ, κατά την συνήθη μωράν φρασεολογίαν των συστάσεων, υψόνων την χείρα προς το καπέλλον μου.
Αλλ’ ο επικληθείς Μεγγλίδης, χωρίς να δείξη ότι προσέχει το παράπαν εις αυτά·
— Γεωργιάδης;..., υπέλαβεν αμέσως, μεγαλοφώνως, ερωτηματικώς. Γεωργιάδης;... Τίνος Γεωργιάδου;... Του αγωνιστού;...
— Μάλιστα, απήντησα, μετριοφρόνως κάπως, μη γνωρίζων τι εσήμαιναν αι αλλεπάλληλοι αύται ερωτήσεις.
— Του αγωνιστού;..., επανέλαβεν εκείνος επιμένων. Του αγωνιστού;... Από την Τρίπολιν;... Του Γεωργιάδου;...
— Μάλιστα, από την Τρίπολιν, επανέλαβα εγώ, σχεδόν ηλιθίως, μη δυνάμενος να εξηγήσω την τοιαύτην επιμονήν, και δυσφορών ολίγον διά τας ερωτήσεις του ανδρός.
— Τι λες αδερφέ!!..., ανεκραύγασε τότε εν εκρήξει οικειότητος και γηθοσύνης ο Μεγγλίδης. Αμ' εγώ μωρέ αναστήθηκα μέσ' στο σπήτι σας!... Εμένα μ' έχει κουνήση στα γόνατά της η μητέρα σου!... Αμ' εγώ το Γεωργιάδη γνώρισα πρώτα στον κόσμο κι έπειτα τον πατέρα, μου!... Αμ' εμένα αυτοί μ' εκάμανε άνθρωπο!...
— Μα... πώς... είσθε από την Τρίπολιν και σεις τον διέκοψα συνεσταλμένως και λίαν βαθέως απορών.
— Αμ’ από που είμαι λοιπόν;..., απήντησεν αποτόμως ο Μεγγλίδης. Βρε το Γεωργιάδη θα μου πης συ εμένα;... Μωρ' εγώ έχω φάη ψωμί κι αλάτι μαζί τους!... Μωρέ εμάς ο παππούλης σου ο γέρω-Αρχηγός μας είχε πάππων προς πάππων γονέων προς γονέων μέσα στο σπήτι του!... Μαρ' εγώ είμαι περισσότερο από σένα παιδί του!.. Βρε ξέρεις ποιος μ’ έχει βαφτίση εμένα;...
— Αμ’ πού να ξέρω;…, περιωρίσθην ν’ αποκριθώ ακόμη ηλιθιώτερον πλέον εγώ, θεωρών όλως μάταιον να επιχειρήσω καν ν' ανακόψω άλλως τον χείμαρρον των ακατασχέτων επιφωνημάτων του τιτλοφορηθέντος γεωμέτρου.
— Η κυρούλα σου η καπετάνισσα μ' εβάφτισε!..., ανεβόησεν επί μάλλον και μάλλον εν εξάψει. Μάλιστα, κύριε!... Μα πού ναν τα ξέρης συ αυτά!..., προσέθηκε κατευνασμένος βαθμηδόν και αρχίζων κάπως και να λογικεύεται. Συ ήσουν αγέννητος ακόμη... Εγώ σε θυμάμαι όταν παντρεύτηκε η Κατίγκω, —αλήθεια, τι γίνεται η Κατίγκω;...—
— Καλά, καλά...
— Πού βρίσκεται τόρα; ...
— Στο Ναύπλιον.
— Την καϋμένη!... Τα παιδιά της... καλά; ... Πόσα έχει τόρα;,...
— Έξη.
— Αι, όταν παντρεύτηκε η Κατίγκω, σε θυμάμαι τόσο δα, ήσουνα δεν ήσουνα δυο χρονών, κι εχωνόσουνα από κάτω απ' τα φουστάνια της, κι έκανες μπέέέ!... μπέέέ!...
***
Το επ’ εμοί, δεν ημπορώ μεν να βεβαιώσω ακριβώς αν υπήρξε ποτέ εποχή καθ’ ην προσεπάθουν ν’ απομιμηθώ τα αρτιγενή πρόβατα, δύναμαι όμως ανενδοιάστως να διακηρύξω ότι ο κύριος Μεγγλίδης μου εφάνη αρκετά περίεργος άνθρωπος. Πρώτον, το εξωτερικόν του αυτό, δεν ήτο βεβαίως όλως άμοιρσν ενδιαφέροντος. Εύσωμος, σχεδόν παχύς, ευρύνωτος, μετά δυσκολίας συνείχεν εαυτόν επί του σκαμνίου του, αφ' ου μέγα μέρος του ατόμου του εξεχείλιζε. Το πρόσωπόν του ήτο πλατύ και ξυρισμένον, τα δε λεπτά κατ’ αντίθεσιν χείλη του επέστεφον μύστακες επίσης λεπτοί, ων τας άκρας είχε στριμμένας επιμελώς, πράγμα το οποίον λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι περί ων ο λόγος μύστακές του δεν ήσαν τοιούτοι ώστε να στρίβωνται, όλως δ' άλλως τε δυσανάλογοι και προς την ευρύτητα της μορφής του, έδιδεν εις την φυσιογνωμίαν του έκφρασίν τινα αστειοτάτης αυθαδείας. Η μύτη του ήτο μεγάλη, επιμήκης, εν δυσαρμονία επίσης προς το λοιπόν πρόσωπον, και ιδίως προς τους μικροτάτους οφθαλμούς του, οίτινες ανεπήδων εκατέρωθεν της ρίζης αυτής, αδιαλείπτως κινούμενοι, ζωηρότατοι και στίλβοντες. Ομιλών συνείθιζε να ημικλείη σχεδόν πάντοτε ταχύτατα τον αριστερόν, επειδή δε και εμειδία αδιακόπως, μακρά πτυχή σχηματιζομένη επί της αριστεράς ομοίως κυρίως παρειάς του παρείχεν αυτώ, συνδυαζομένη προς το πανούργον ιλλώπισμα του οφθαλμού, όψιν τινά, ειρωνικήν μεν φαίνεται κατά την ιδέαν του, κωμικωτάτην όμως πράγματι ακουσίως του. Εν τούτοις το βλέμμα του δεν εστερείτο νοημοσύνης, εφαίνετο όμως αριδήλως ότι συχνά θα εκάλυπτεν αυτόν η μέθη, αν δε κανείς επρόσεχεν ολίγον περισσότερον θα διέκρινεν ίσως προς το βάθος του και ως φευγούσας σκιάς αορίστου τινός ρέμβης. Ενδυμασίαν εφόρει ομοιόμορφον, εξ εγχωρίου υφάσματος, φαιάν, με μελανά τετραγωνίδια διαστίζοντα αυτήν πυκνότατα, τριμμένην όμως κατά τους αγκώνας εντελώς και ειδεχθώς ξεθωριασμένην. Υπό μάλης δε, αν και καθήμενος, εκράτει μεγάλην γυριστήν μαγκούραν, ογκώδη και οζώδη, ικανώς επίφοβον, ην κατά την φοράν της συνδιαλέξεως, άλλοτε μεν εξήγε διά της δεξιάς από της υπό την αριστεράν μασχάλην οριζοντίας θέσεώς της και την εκτύπα επί του εδάφους ή την ακουμβούσεν επί του εγγύς τοίχου, άλλοτε δε την ανελάμβανεν εκείθεν και την εισήγε πάλιν κάτωθεν της μασχάλης του οριζοντίως. Και εκ της επισκοπήσεως μεν ταύτης της στιγμιαίας ωρισμένην γνώμην περί αυτού δεν ηδυνήθην να σχηματίσω, μου εφάνη όμως αδιαφιλονεικήτως ως από πολλού εις ουδεμίαν βέβαια σχέσιν ευρισκόμενος μετά της ευπορίας. Άλλα το σπουδαιότερον εξ όλων είναι ότι μετ’ ολίγον είχε πάρη μαζί μου τόσον θάρρος, όσον ουδέποτε έσχεν ούτε αυτός ο συστήσας αυτόν προς με παλαιός και κάλλιστος φίλος μου. Εντός μισής ώρας μου είχε διηγηθή όλην την ιστορίαν της οικογενείας μου εν λεπτομερεία, ποικίλα συμβάντα αυτού τε και των συγγενών του συναφή με τας σχέσεις των προς τον οίκον μου και την εν αυτώ διαμονήν των επί γενεάς ως ανθρώπων του σπητιού κατά την παρά πάσαις σχεδόν ταις αρχαίαις οικογενείαις των καπεταναίων και των κοτζαμπάσηδων της Ρούμελης ή του Μωριά ακόμη και μέχρι σήμερον πολλαχού συνήθειαν, πλήθος ανεκδότων συνδεομένων προς διάφορα περιστατικά του βίου των οικείων μου, μυρία δ' άλλα άμα γεγονότα αναφερόμενα εις την ιδιαιτέραν μας πατρίδα. Κατόπιν, εξαντλήσας φαίνεται τα θέματα αυτά, μου ωμίλησε περί πολιτικών, αφού προηγουμένως με ηρώτησε «πώς τα βλέπω τα πράγματα», εμού αρκεσθέντος να σηκώσω τους ώμους εις απάντησιν, αμέσως δε μετά ταύτα ήρχισε να μου εκθέτη επακριβώς τα οικογενειακά και τ' ατομικά του, χωρίς κανείς να τω δώση την παραμικράν αφορμήν προς τούτο.
— Εγώ που λες Δημητράκη μου, (σημειωτέον ότι δεν είχα ειπή λέξιν,) εγώ που λες Δημητράκη μου, ήμουν γεωμέτρης... Έκαμα κάμποσα χρόνια, στη Χαλκίδα, στο Ναύπλιον, στην Άμφισσα, το μισθούλη μου ταχτικόν, έξοδα λίγα, τυχερά όσα θέλεις, βλέπεις η θέσις εσήκονε, πασσάς!... Μα... η πολιτική βλέπεις... με κατέτρεξαν οι κύριοι βουλευταί μας... ας είναι καλά... γιατί... ξέρεις... εγώ δε χαμπαρίζω και κανένα... με το ένα με το άλλο... με έβγαλαν από τα Δημόσια Έργα... Ας είναι... Έκαμα για λίγον καιρό τον έμπορο... μα... τι τα θέλεις... μούντζωσ' τα να πάνε στο διάολο!... Έπειτ' από κάμποσο, τα κατάφερα και διωρίστηκα γραμματεύς του ειρηνοδικείου στη Μήλο... Έπειτα με μετέθεσαν στο Τσιρίγο και κατόπιν στην Τήνο... Ας είναι... Στην Τήνο, κάτι έτυχε με κάποιον ένα βράδυ σ' ένα μαγαζί, ελογοφέραμε, ξέρεις εγώ δεν παρασηκόνω κηόλα... δε χάνω καιρό... τον καταχερίζω... ας είναι, μ' έπαυσαν κι από γραμματέα... Είχα κάτι κρητικά γραμμάτια από τα 67, μου τα είχε δώση ο συχωρεμένος ο Κουμουντούρος. σηκώνομαι, πάω στο Άργος, να ιδώ, να μπορέσω ναν τα πραγματοποιήσω, να κάνω τίποτα... Πού!... Τα είχαν καταλάβη άλλοι... τότε ήταν συμμορίαις διωργανωμέναις... Περρωτής, Τομαρόπουλος, τα ξέρεις, τι ναν τα λέμε... πού έκανες τίποτα μοναχός σου!.... Πάω στας Καλάμας... τίποτα κι εκεί πέρα... δεν ήθελαν ναν τ' αναγνωρίσουν... ας τα να πάνε στο διάολο!... Είχα κάτι παραδάκια μαζωμένα, τότε ήταν τα μετάξια στην ακμή τους στη Σπάρτη, είχα φίλους εκεί, λέω δεν πάω ν' ανοίξω μια φάμπρικα για τα κουκούλια;... Σηκώνομαι, πάω, ας είναι, μουντζωσ' τα κι από κει, έχασα και τα λεπτά μου... Κάθησα έτσι κανένα δυο χρόνια, πότε δω πότε στις επαρχίαις, κύτταζα, να ιδώ, να κάνω τίποτα, δε βαρειέσαι!... Έτσι κι έτσι, δουλειά δεν είχα, πηγαίνω στον Πύργο,—ξέρεις η γυναίκα μου είναι από τον Πύργο,— κάθησα κάμποσον καιρό... κάτι σταφίδες, κάτι τέτοια... τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις... απελπισία!... Ξανάρθα, κάθησα κανένα χρόνο πάλι έτσι... Της προάλλαις, είδα κι απόειδα, κινώ και πάω στον Αναγνωστόπουλο μοναχός μου, του παριστάνω την θέσιν μου, τον παρακαλώ στενά, και με διωρίζει απαριθμητήν επί της φορολογίας των οίνων στη Λιβαδειά...
— Αι, καλά ήσουν εκεί... , είπα και εγώ δια να μη μένω ολοτελώς άφωνος.
— Καλά και καλά, μα να ιδής τι γίνεται.... Εκεί είναι ένας αστυνόμος, Γαρμπής, παληάνθρωπος, μασκαράς... Μα σου λέω τενεκές ολωσδιούλου!... Αυτός είχε μια γυναίκα... ξέρεις... — μορόζα—..., μια παληοβρώμα εκεί, χήρα μ’ ένα κοριτσάκι... Αλλά... κομμάτι!... Ας είναι... άμα πήγα γω, ύστερα από λίγο, τα καταφέρνω, του την παίρνω... Εννοείς ο Γαρμπής ελύσσαξε... και... φιρί-φιρί... δόστου να με διώξη από κει πέρα... μου σκαρόνει μια καταγγελία στο υπουργείο... με συκοφαντεί ότι εμεθούσα κάθε βράδυ και εγύριζα από ταβέρνα σε ταβέρνα... Εννοείς αυτός είχε τα μέσα με τους βουλευτάς εδώ, τα καταφέρνει και με παύει!...
Εν κοντολογία, εξ όλων αυτών είχα κατορθώση να μάθω απνευστί ότι ο Μεγγλίδης ήτον ανήρ πολυδιήγητος εν γένει κατά την δημώδη έκφρασιν, πολύπλαγκτος και πολυμέριμνος, περιελθών σχεδόν όλην την Ελλάδα, εξασκήσας αδιακρίτως πλείστα όσα επαγγέλματα, επιζητήσας την τύχην υφ' όλας σχεδόν αυτής τας μορφάς, αναδεχθείς δε αλλεπαλλήλως σωρείαν όλην δημοσίων λειτουργιών, από της αρχικής αυτού εις γεωμέτρην προχειρίσεως υφ' ην μου συνεστήθη υπό του φίλου μου εν Ψυρρή μέχρι της τελευταίας εν Λεβαδεία κατά το λέγειν του μετεμψυχώσεως εις απαριθμητήν επί της παραγωγής των οίνων, όστις αντί ν' απαριθμή τας φορολογητέας οκάδας έκρινε, τουλάχιστον ως ισχυρίζετο ο αστυνόμος Γαρμπής, πολύ φρονιμώτερον να τας πίνη. Εκτός τούτου μου είχεν αποκαλυφθή βαθμηδόν, ως παρετήρησαν αναμφιβόλως οι νοήμονες και ευμενείς αναγνώσται, και ως ανεξαρτήτων φρονημάτων άνθρωπος, ως παλληκαράς και ως κατακτητής καρδιών εν τέλει.
***
Έμελλεν όμως να μου εμφανισθή και υπό άλλην υπόστασιν, ολοτελώς τη αληθεία απροσδόκητον. Η συνδιάλεξις είχεν ήδη ικανώς παραταθή και η εσπέρα επλησίαζεν.
Ο Γιώργης ήναψε τα φώτα μέσα εις το μαγαζί, έξω δε σκότος εκάλυπτε πλέον τον δρομίσκον. Εσηκώθημεν λοιπόν και οι τρεις, κι εξακολουθούντες την ομιλίαν ηρχίσαμεν διευθυνόμενοι προς την πλατείαν του Ψυρρή, εκείνοι μεν όπως παραμείνουν εις κανέν των εν αυτή μαγειρείων διά να φάγουν, και εγώ ίνα διά της οδού Ερμού ανέλθω εις την πλατείαν του Συντάγματος. Εννοείται δε ότι πάντοτε κατά το πλείστον τον λόγον είχεν ο Μεγγλίδης, ημών περιοριζομένων να ακούωμεν.
— Και δε μου είπες, τι δουλειά λοιπόν κάνεις; Πήρες το δίπλωμά σου ή σπουδάζεις ακόμη με ηρώτησεν αίφνης αφίνων τα καθ' αυτόν.
— Τόρα!..., απήντησεν ο φίλος μου Παναγιώτης αντ' εμού. Είναι δικηγόρος...
— Δικηγόρος, α! επανέλαβεν ο Μεγγλίδης ωσεί θαυμάζων.
— Και καλός δικηγόρος!, προσέθηκεν ο Παναγιώτης. Έχει υποθέσεις...
— Καλός, αι; υποθέσεις, αι;… επανέλαβε δίκην ηχούς ο Μεγγλίδης.
Και απαντών αμέσως προς εαυτόν.
— Αμ' υπάρχει αμφιβολία;!..., ανεφώνησεν, οιονεί ενδομύχους σκέψεις ανελίσσων. Ο άνθρωπος που αξίζει φαίνεται!... Έπειτα... η οικογένειά τους!... Αρχαία οικογένεια πλέον!... Γνωστή!... Ξέρεις τι οικογένεια είναι αυτή;... Εγώ ξέρω!... Τι Κολοκοτρωναίοι και Μαυρομιχαλαίοι και κολοκύθια στο πατερό!... Πρώτη του Μωριά!... Τους Γεωργιάδηδες θα μου πης συ εμένα, μωρέ;!..., εξηκολούθησεν εν δευτέρα πάλιν εκρήξει ανεξήγητου ενθουσιασμού υπέρ του οικογενειακού ονόματός μου.
Καταπραϋνόμενος δ' αμέσως μετά τούτο ως ανακουφισθείς·
— Αμ' φρόντισε λοιπόν, αφού είσαι δικηγόρος, και έχεις και σχέσεις, και γνωρίζεσαι, και για τον κακομοίρη το Μεγγλίδη, πού αναστήθηκε μεσ' στο σπήτι σας!... Να, μίλησε ντε τόρα, σε κανένα βουλευτή, όπου γνωρίζεις, να ξαναδιοριστώ...
— Μα... για να ιδούμε... να φροντίσουμε..., απεκρίθην αμηχάνως.
—Ουμ!... Μα τι ναν τον κάνω και το διορισμό να σου είπω!... Σήμερα είσαι κι αύριο δεν είσαι!... Μούντζωσ' τα να πάνε στο διάολο!... Την άλλη δουλειά να μπορούσα να καταφέρω!... Αι Παναγιώτη;!..., ηρώτησε λαμβάνων αυτόν από του βραχίονος και πλησιάζων την σεσηρώς μειδιώσαν αριστεράν του παρειάν προς το πρόσωπον του φίλου μου, ενώ ημιέκλειε ταχύτατα και συνεχώς τον αριστερόν οφθαλμόν πονήρως.
— Τι δουλειά ηρώτησα, ασυνειδήτως περίπου, εξ απλής περιεργείας, εν αδιαφορία.
— Χμ!... Τι δουλειά απήντησε, περιφρονητικώς σχεδόν. Να μπορούσα ναν την καταφέρω!... Άιντε μωρέ!... Τότε να ιδείς Μεγγλίδης!... Να διορίζης όχι να σε διορίζουνε!... Κάτου το καππέλο απ’ όπου περνάς!... Αμαξάδα που να τρίζη το πελεκούδι!... Λακέδες!... Όξω φτώχια όλοι μας!... Να ιδείς μια φορά!...
— Μα τι δουλειά επανέλαβα εγώ, υποκεντηθείς ολίγον.
— ΤΙ δουλειά ρωτάει, αι Παναγιώτη! υπέλαβεν εκ νέου ο Μεγγλίδης, σφίγγων ισχυρώς τον βραχίονα του φίλου μου, πονηρότερον δε και ταχύτερον ανοιγοκλείων τον οφθαλμόν, ως να με ειρωνεύετο ασυστόλως πλέον διά την αφέλειάν μου. Τι δουλειά, αι;!... Τι λέει μωρέ Παναγιώτη;!... Ναν του την πούμε, τι λες, αι;...
— Όπως θέλεις..., απήντησεν ο Παναγιώτης.
— Ακούς τι δουλειά αι!;... Μωρέ γούστο!... Πού νάξερε, αι;!... Μωρέ ναν του την πούμε, τι λες, αι;…
— Εμ!... γιατί όχι απεκρίθη πάλιν εκείνος.
— Θα 'μπορεί να ενεργήση τίποτα, τι λες, αι;... Εγώ πιστεύω πως θα 'μπορή
— Χμ!... ίσως..., επανέλαβεν ο Παναγιώτης.
— Βρε αδερφέ, να τι τρέχει... απεφάσισεν αιφνιδίως ο Μεγγλίδης, αφίνων διαμιάς τον βραχίονα του Παναγιώτη, ερχόμενος εξ ευωνύμων μου και λαμβάνων τον ιδικόν μου, ενώ σχεδόν προσεκόλλα ταυτοχρόνως την παρειάν του επί της εμής. Εσύ... είσαι δικηγόρος... έχεις σχέσεις... γνωρίζεσαι... η οικογένειά σας... 'μπορείς να ενεργήσης... Θα σου εκμυστηρευθώ!... Εγώ τόρα... ξέρεις... έχω αναστηθή μέσ’ το σπίτι σας, είμαι σαν παιδί σας... Κει που θα ωφεληθή ένας άλλος γιατί να μην ωφεληθής συ;… Γιατί να ωφεληθή ξένος;... Μα... σε ορκίζω... να μη 'βγη κουβέντα απ’ ό,τι θα πούμε!...Ο λόγος είναι αν γίνη τίποτα να γίνη, αλλέως να μην το μάθουν τίποτ' άλλοι και ζημιωθούμε...
— Μείνε ήσυχος αδερφέ!..., τον καθησύχασα εγώ. Λέγε ό,τι θέλεις…
— Ξέρεις... σου λέω... γιατί... ξέρεις τι δουλειά είν' αυτή;... Εκατομμύρια!... Αι, Παναγιώτη;...
— Χμ! , εμούγγρισεν επιβεβαιωτικώς ο Παναγιώτης.
— Βρε αδερφέ, να τι τρέχει..., επανέλαβεν εκ νέου, εν τόνω υψίστης πλέον εμπιστοσύνης και εκμυστηρεύσεως, ο Μεγγλίδης. Έχω ένα μεταλλείο στον Ωρωπό... Έχω κάνει τας αναλύσεις, τα διαγράμματα, το παραχωρητήριον εις όνομά μου, όλα εν τάξει... Υλικόν . .. πρώτης ποιότητος!... Χρυσάφι μοναχό!... Έκτασις απέραντος, βάθος αμέτρητον, το βρέχει η θάλασσα, τι ναν τα λέμε!... Όλαις της ευκολίαις!... Μα σα σου λέω μεταλλείο, μεταλλείο!... Χα, έτσι να κάνης, να μεζέψης χώμα, και να πλουτήσης!... Λαύριο αληθινό!... Εκατομμύρια των εκατομμυρίων!... Μα... πού λεφτά!!.... Τι να σου κάνω;!... Τώχω και κάθεται!... Μπορείς εσύ που γνωρίζεσαι, να βρης τίποτα παράδες, ν' αρχίσουμε τη δουλειά, να βγάλουμε πράμμα... ή να βρης καμμιά εταιρεία, ναν πης το δώσουμε, να πάρουμε καμμία πεντακοσαριά χιλιάδες... κι ας λείψουν πια τα εκατομμύρια;!...
Η αιφνίδια αύτη αποκάλυψις του τέως γεωμέτρου, εμπόρου, γραμματέως ειρηνοδικείου, απαριθμητού οίνων κλπ. κλ.π. και ως ιδιοκτήτου ανεξερευνήτων μεταλλείων, γινομένη μάλιστα μετά τοσαύτης απλότητος, εν συντομία και φυσικότητι απιθάνω, ωσεί επρόκειτο περί του κοινοτέρου πράγματος του κόσμου, οφείλω να ομολογήσω ότι με εύρεν όλως απαράσκευον. Εστράφην και προσέβλεψα αυτόν εν απορία και αμφιβάλλων αν τυχόν δεν με ενέπαιζεν. Αλλ’ ο Μεγγλίδης ήτο σοβαρώτατος.
— Τι με κυτττάς;... ηρώτησε προσβλέπων με και αυτός διά του αεννάως ανοιγοκλειομένου οφθαλμού του. Σωστά πράμματα, όχι λόγια!... Είναι δουλειά εδώ!... Δεν έχει κουβέντα!... Παράδες!... Όξω φτώχια!... Μπορείς να κάνης τίποτα;...
— Μα... πώς έτυχε και το ηύρες;..., ετόλμησα να παρατηρήσω προς τον παράδοξον ομιλητήν μου.
— Μμμμ!... Στον καιρό των Λαυριακών ήμουν στη Χαλκίδα... Μια μέρα έρχεται σπήτι ένας κουμπάρος μου απ’ το Μαραθώνα και μου λέει,—ξέρεις, τότε όλος ο κόσμος είχε να κάνει με τα μεταλλεία,—: «Τι μου δίνεις, κουμπάρε, να σου ειπώ ένα πράμμα; —Τι πράμμα, κουμπάρ’ Αναγνώστη;... — Ηύρα ένα μεταλλείο πού είναι άιντε ντε!... Χάμου στον Ωρωπό... Είχα πάη κάτου με τον αναδεξιμιό σου και τον άφηκα πίσω, στάθηκε σε μια στάνη... Εγώ τράβαγα μπροστά, περιμένω, πουθενά να φανή... Στο πλάι ήταν ένα καταρράχι, ανεβαίνω να ιδώ μπα κι ερχότανε... Κει που κύτταγα, βλέπω μονομιάς την πέτρα απάνου στο λόφο κι εγυάλιζε... — μα δεν ηξέρεις... — σα χρυσάφι!.. Βρε διάολε, είπα μέσα μου, τ’ είν’ τούτο!... Είχα και την τσάπα μου παρμένα μαζί μου... Για να ιδώ, λέω... Τραβάω μια άλλη... όλο και πέτρα... μα δεν έχεις ιδέα... μια πέτρα αλλοιώτικη!... Ποτές μου δεν έχω ξαναϊδή τέτοια πέτρα!... Έρχεσαι, καμμιά μέρα να πα να ιδούμε τι τρέχει;...» Ύστερ' από δυο-τρεις ημέραις δε χάνω καιρό, κινώ και πηγαίνω... Παίρνω μαζί από το Μαραθώνα το κουμπάρο μου, τα δυο παιδιά του και το γαμπρό του,—για να μη μαθευτή, κατάλαβες; — και κατεβαίνουμε... Κατεβαίνουμε, βρίσκουμε, το μέρος, σκάφτουμε, γεμίζουμε δυο σακκούλια, κάνω την καταμέτρησι, γυρίζω στη Χαλκίδα, σου σκαρόνω αμέσως τα διαγγράμματα, τα παίρνω όλα, μαζί και τα σακούλια, και μια και δυο στην Αθήνα... Στην Αθήνα, πάω στο Χημείο ο ίδιος, βρίσκω το Χρηστομάνο, του τα δίνω, μου κάνει την ανάλυσι, και μου λέει πως έχει χρώμιο... Χρώμιο, ακούς;
— Μα καλά, υπέλαβα εγώ, μη εννοών γρυ θετικόν εξ όλης αυτής της φλυαρίας, μα καλά, μπορεί να έχη,.. αλλά... είναι ποσόν άραγε;…
— Ποσόν λέει;... Ποσόν και ποσόν!... Μωρέ χρυσάφι, καθαρό σου λέω!... Τρεις λόφοι είναι αυτοί... Και οι τρεις ένα πράμμα... Κοντά... Ο ένας ψηλότερος, οι δύο χαμηλότεροι... Χάμου στη θάλασσα... Να, το κύμα από δω και κει πέρα, καμμιά εκατοστή μέτρα... Μεταλλείο με τα όλα του σου λέω!...
—Μα σου είπε θετικά ο Χρηστομάνος πως έχει αξίαν;..., επανέλαβα εγώ, προσπαθών να μορφώσω ιδέαν τινά, σαφεστέραν κάπως, περί τε του ανθρώπου και των εκπληκτικών ανακοινώσεών του.
— Αξίαν;... Σπανίαν αξίαν!... Και έπειτα, έχω ανάγκη εγώ να μου ειπή ο Χρηστομάνος;... Δεν ηξέρω εγώ;... Δεν το βλέπω το πράγμα;... Αυτό φαίνεται, φως φανερόν!... Μην τα σκέπτεσαι καθόλου αυτά!.... Είναι δική μου δουλειά!... Εσύ να κυττάξης τόρα σου είπα να οικονομήσης τίποτα παράδες, ν' αρχίσουμε να βγάλουμε πράμμα... Ή να κυττάξης να βρης καμμιά εταιρία, ναν της το φουρνίσουμε... Τα θέλουν αυτά οι ξένοι... γιατί... βλέπεις... αυτοί έχουν τα μέσα!... Να μας δώση καμμιά πεντακοσαριά χιλιάδες, ναν της το δώσουμε... Έτσι κι έτσι, πέτραις είν' εκεί πέρα!... Τι θα χάσουμε;… Παίρνουμε τον παρά, τον κάνουμε τρία μερίδια, (συμπεριέλαβε φαίνεται γενναιοφρόνως και τον Παναγιώτην), και… αντίο Ψυρρή, σου λέει ο άλλος!... Γλυτώνουμε κι από της σκοτούρες... Πού να κάθεσαι τόρα να σκάβης, δεν είμαστε μεις γι' αυτά!... Εταιρία να βρης!..., επανέλαβεν ως σχηματίσας οριστικήν γνώμην. Άκουσε που σου λέω εγώ!... Το κάτου της γραφής, τι έχουμε να χάσουμε;... Βουνά του Θεού θα δώσουμε, πέτραις του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίναις θα πάρουμε!...
Ως δε να επέτυχεν ακριβώς πλέον την τελειωτικήν έκφρασιν των ενδομύχων σκέψεών του, ως να συνεκέντρωσεν εις την περίοδον αυτήν κυρίως την ουσιαστικήν έννοιαν των αλλεπαλλήλων συλλογισμών του, και ως να κατώρθωσεν επί τέλους μόνον δι’ αυτής ν' ανακαλύψη τον τρόπον πώς να μου δώση να καταλάβω εναργώς περί τίνος πρόκειται, επανέλαβε δις ή τρις ακόμη ταύτην επιμόνως, μετά προφανούς αυταρεσκείας, προσκολλών οριστικώς καθολοκληρίαν την παρειάν του επί της ιδικής μου, ιλλωπίζων σπασμωδικώς τον οφθαλμόν και κραυγάζων μέσα εις τ’ αυτί μου:
— Βουνά του Θεού θα δώσουμε, πέτραις του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίναις θα πάρουμε!...
***
Εν τω μεταξύ, είχαμεν φθάση εις την άκραν του δρόμου, του εκβάλλοντος εις την οδόν Ερμού. Τους εκαληνύκτισα επομένως, δώσας δε εις τον σχεδόν ζητούντα να με ασπασθή εκ του ενθουσιασμού του επί τη γνωριμία και φωνασκούντα οπίσω μου να φροντίσω περί της υποθέσεως Μεγγλίδην την διαβεβαίωσιν ότι θα κάμω παν ό,τι είναι δυνατόν, τους άφησα. Ο στενός εμπορικός δρόμος ήτο πλήρης κόσμου κατά την ώραν εκείνην και ο εν αυτώ θόρυβος πολύς. Αλλ’ αδιαφορών προς την γύρω κίνησιν, ενώ ανηρχόμην διαγκωνίζων τους πυκνούς διαβάτας προς την Καπνικαρέαν, δεν ηδυνάμην ν’ αποσπάσω τον νουν μου από της προ μικρού αλλόκοτου συναντήσεως. Ο πρωτότυπος νέος γνώριμος, αφ' ου μόλις είχα χωρισθή, μου είχε κάμει αληθώς πολλήν εντύπωσιν, και εβασάνιζα το πνεύμα μου να σχηματίση ευκρινή τινα αντίληψιν περί αυτού. Κατά τα ολίγα έτη καθ' α εξασκώ το επάγγελμά μου, μου έτυχεν εν τούτοις πολλάκις να εμπλέξω και με τρελλούς διαφόρων ειδών και με διαφόρων ειδών ψευδολόγους και με ανοήτους και με αγύρτας και με άλλους εν γένει ιδιορρύθμους ανθρώπους ικανούς. Αλλ’ ο Μεγγλίδης δεν ωμοίαζε προς κανένα εξ αυτών. Εν τη εκπλήξει εις ην κατά πρώτον μ' ενέβαλεν η εναντίον μου έφοδός του, ακούσαντος απλώς και μόνον το όνομά μου, ως σχετικού τη οικογενεία μου, και η αμέσως ερμητική οικειότης του, και αι εκμυστηρεύσεις, και αι περίεργοι αιτήσεις και προτάσεις του, αλληλοδιαδόχως είχα υποθέση και απορρίψη ότι ήτον χυδαίος τις αυθάδης, μωρός φλύαρος, εύθυμος αστείος, μεθυσμένος ή παλαβός. Αλλ’ ουδέν εξ αυτών εδικαιολογείτο καθ’ όλα σύμφωνα προς τα πράγματα. Εκ συμπτώσεως, την επαύριον συνήντησα εκ νέου τον Παναγιώτην, μόνον πλέον, όστις μ' εφώτισεν εντελώς περί του ανδρός. Ούτος, επί τη ερωτήσει μου, εκάγχασε μεν πλατέως κατ’ αρχάς, ως να εξεδήλου ότι ανέμενε ταύτην αναποφεύκτως, ευθύς δ' έπειτα μου διηγήθη, πολύ βέβαια καταληπτότερον και ομοιαληθέστερον ή εκείνος, ό,τι ήξευρε δι' αυτόν. Κατά τον Παναγιώτην ο Μεγγλίδης ήτο κάλλιστος άνθρωπος. Αυτός τον είχε γνωρίση προ πολλών χρόνων, δεν ενθυμείτο πλέον πού και υπό ποίας περιστάσεις. Τον εγνώρισε δε τότε ως δημόσιον υπάλληλον — γεωμέτρην — την θέσιν ης ο τίτλος τω είχεν απομείνη και ον ηγάπα να τω αποδίδωσιν. Ευρίσκετο δε εις πολύ καλήν κατάστασιν κατά τους χρόνους εκείνους, κερδίζων τακτικώς μεν ικανά εκ του επαγγέλματός του, κεκτημένος εκτός τούτου και ιδίαν τινά μικράν περιουσίαν, και προίκα δε αρκετήν λαβών από την γυναίκα του εκ του γάμου του. Ήτο νοήμων, ζωηρός, εύχαρις, της καρδίας, αεικίνητος και εν γένει λίαν κοινωνικός. Μαθήσεως είναι αληθές ότι εστερείτο άλλης ή της στοιχειώδους, αλλ’ εις το έργον του ήτο αρκετά καλός. Δυστυχώς, έλεγεν ο Παναγιώτης, ο ευλογημένος ήτον ανέκαθε χαρακτήρος κατά βάθος όχι τόσον ηρέμου και αήθους εν πολλοίς, είχε δε προ πάντων εν μέγα ελάττωμα, όπερ ην η διακαής έφεσις τού να πλουτήση υφ' ης κατείχετο. Ούτως, αντί να καταγίνεται εις το επάγγελμά του και να προσπαθήση πώς να εξασφαλίση την περιουσίαν του, δεν ησχολείτο ή εις το να σκέπτεται πώς ήτο δυνατόν να αυξήση αυτήν διά παντός τρόπου. Ενώ καθ' όλα τα άλλα ήτον άρτιος, και ηδύνατο να ζη κάλλιστα, δεν εσυλλογίζετο αδιακόπως ενδομύχως ή πως θα κατώρθονε να επολλαπλασίαζε τα υπάρχοντά του. Ο πλούτος ήτον η διαρκής φροντίς των ημερών του και η μέριμνα των νυκτών του, είχε δε παιδικήν σχεδόν ούτως ειπείν αντίληψιν και της αξίας του και των τρόπων δι' ων επιτυγχάνεται. Οσάκις τυχόν ήκουε ποτέ να ομιλούν περί πλουσίων, εγίνετο όλος ώτα, ανεμιγνύετο εις την συνδιάλεξιν ευθύς, εζήτει πληροφορίας λεπτομερείς περί αυτών, του ποσού του πλούτου των, των μέσων διά των οποίων τον απέκτησαν. Οσάκις δ' έβλεπε τινά επιχειρούντα τι κερδοσκοπικόν, αμέσως εφρόντιζε να μάθη εν εκτάσει τα καθέκαστα, κι εφλέγετο υπό επιθυμίας να τον μιμηθή. Κατά τον τρόπον τούτον, προέβη διαδοχικώς, κατά διαφόρους περιστάσεις, εις ποικίλας επιχειρήσεις, ων αποτέλεσμα υπήρξε να σπαταλήση μεν και την ιδίαν εαυτού ουσίαν, ν' απολέση δε και την προίκα της γυναικός, χωρίς να ευδοκιμήση εις ουδέν. Παρ' ελπίδα όμως, αντί αι αποτυχίαι να διορθώσουν το ελάττωμά του το εχειροτέρευαν, αντί να τον σωφρονίσουν απεναντίας συνέτειναν εις το να οξύνουν την αλλόκοτον πάθησιν αυτού, όσας δ' εκτρώσεις υφίσταντο τα σχέδιά του τόσων νέων εγκυμοσυνών τον καρπόν συνελάμβανεν αυτός. Ούτω βαθμηδόν ο βίος αυτού κατέστη λίαν τρικυμιώδης και η φύσις αυτού μετεβάλλετο συνεπώς. Εν τούτοις, παρ' όλας τας κυμάνσεις ταύτας του βίου του, είχεν ως στήριγμα την θέσιν αυτήν του γεωμέτρου, εις ην εν αποτυχία των άλλων αυτού ενασχολήσεων επανήρχετο συνήθως ως εις καταφύγιον, θεραπευόμενος προσωρινώς κι εγκαταλείπων τα περί πλούτου όνειρά του, διά να επανέλθη μετ' ολίγον βιαιότερον πάλιν εις αυτά. Ατυχώς, κατά μοιραίαν συγκυρίαν, προ δεκαοκταετίας, κατά την εποχήν των λαυριακών, ευρέθη άνευ οβολού εις Αθήνας, τούτο δε έδωκεν αληθώς δυσάρεστον τροπήν εις το πνεύμα του. Το θέαμα όπερ παρίστα τότε επί τη ανακαλύψει των γειτονικών της μεταλλείων η πρωτεύουσα του έκαμεν εντύπωσιν βαθείαν, η όψις δε ολοκλήρου πόλεως κατειλημμένης υπό δίψης πλούτου δεν ήτο βεβαίως τοιαύτη ώστε να τρέψη επ’ άλλα τας σκέψεις ανθρώπου έχοντος ήδη την λ ό ξ α ν αυτήν, ως την ωνόμαζεν ο Παναγιώτης. Ο Μεγγλίδης ανεχώρει μετά τινας μήνας, αλλά συναποφέρων υπέρποτε εξημμένην την επιθυμίαν του να πλουτήση, άμα δε και την σταθεράν απόφασιν, εν τω ναυαγίω παντός άλλου σχεδίου, να καταγίνη αποκλειστικώς πλέον εις το εξής, αντί ετέρου τινός, εις την ανεύρεσιν μεταλλείων και αυτός. Έκτοτε, παντού όπου μετέβαινεν ως γεωμέτρης, παραιτήσας πάσαν άλλην εργασίαν, τίποτε άλλο δεν έκαμνεν ή να περιέρχεται τα όρη καταμετρών αυτά επί τη πιθανή υπονοία κεκρυμμένων εις τα σπλάγχνα των ορυκτών. Τούτο εννοείται ότι έγινε μετ' ολίγον αφορμή ν' αποπεμφθή οριστικώς των Δημοσίων Έργων. Ήλθε δε πάλιν εις Αθήνας, τότε δε και εξέθηκεν εις τον Παναγιώτην κατά πρώτον το σχέδιον της ανορύξεως υποθετικού τίνος μεταλλείου όπερ ως ισχυρίζετο είχεν αποκτήσει εκεί που εις τα περίχωρα του Ωρωπού και όπερ παρίστα ως θαυμάσιον, παραπονούμενος ότι δεν είχε χρήματα να το εκμεταλλευθή, λέγων δε ότι έμελλε να φροντίση να εύρη συνεταίρους διά να τα καταβάλουν. Ο Παναγιώτης τω παρέστησεν ότι βεβαίως δεν ήτο δυνατόν αυτός να τα καταβάλη, μετά μικρόν δε και τον έχασεν, αναγκασθέντα να ζητήση άλλην οιανδήποτε θέσιν, διά να κατορθώση όμως πάλιν να παυθή μετά μικρόν. Το παιγνίδιον τούτο επανελήφθη πολλάκις, ούτω δε βαθμηδόν είχε καταστή μία των γνωστοτέρων φυσιογνωμιών μεταξύ των αέργων και θεσιθηρών της πρωτευούσης, οικειότατος ιδία προς τα οινοπωλεία του Ψυρρή, κυλιόμενος πάντοτε εις αυτά όταν ήτο παυμένος, μεθυσκόμενος,—διότι το είχε ρίψη και εις το κρασί, — πολιτικολογών εις τα καφφενεία, συχνάζων εις τας συνεδριάσεις οσάκις ήτο βουλή, εξαφανιζόμενος δε των Αθηνών μόνον όταν διωρίζετο.
Κατά φυσικήν δε ροπήν, εφ' όσον εξέπιπτε, και προέβαινεν εις ηλικίαν, και υφίστατο ως εκ των αλλεπαλλήλων παύσεων μείζονας τρικυμίας, επί τοσούτον μετά στοργής περιείπε κατά διάνοιαν το όνειρον αυτού και του εκαρφώνετο αδιάσειστος η ιδέα ότι μόνον αν κατώρθωνε ποτέ την εκμετάλλευσιν του φανταστικού του ορυχείου, εις ο είχε πλέον συγκεντρώση όλας τας ελπίδας του, θα εύρισκε την σωτηρίαν του, και θα ηδύνατο να συλλάβη τέλος το φευγαλέον ίνδαλμα του πλούτου, όπερ μάτην είχε θηρεύση τοσάκις εν τη ζωή του. Διά τούτο επεδίωκεν όταν το εύρισκεν εύκολον να σχετίζεται προς πρόσωπα εύπορα ή ανωτέρας πως κοινωνικής τάξεως, εις ους επί τη παραμικροτέρα αφορμή ην τω έδιδον δεν εβράδυνε ν' αφηγηθή τα καθ' αυτόν και το μεταλλείον του, νομίζων ότι ούτω θα ελάμβανε τις ενδιαφέρον και θα τω παρείχε τα μέσα της τελέσεως του έργου, εν αγανακτήσει διότι κάτοχος τοιαύτης περιουσίας κι ευτυχίας διά την έλλειψιν των μέσων αυτών την ε ί χ ε κ α ι έ κ ά θ η το κατά την έκφρασίν του και δεν ηδύνατο να την απολαύση. Ούτως εζήτει πολλών την συνδρομήν, πάντοτε όμως δυστυχώς αποτυγχάνων. Έζη δε κατά τον τρόπον τούτον προ πολλού, ούτως ή άλλως, κατά την φοράν των περιστάσεων, όπως του ετύχαινε, προσπαθών μεν να εξοικονομή όπως όπως τας ανάγκας του και διοριζόμενος όταν το κατώρθωνεν όπου και αν δυνατόν, μίαν όμως έχων κατά βάθος και ανακυκλών κυρίως σκέψιν, του ορυχείου του, την εξερεύνησιν, φανταζόμενος την ευδαιμονίαν ην θα τω προσεπόριζεν αν ήγετο εις φως, ονειροπολών έργα εκτελούμενα εν αυτώ, και λόγον περί αυτού γινόμενον, και μετοχάς αντιπροσωπευούσας τα εξ αυτού κέρδη και κυκλοφορούσας εν τη αγορά, και κεφαλαιούχους συνάπτοντας σχέσεις μετ' αυτού, κι εταιρίας εξαγοραζούσας τους θησαυρούχους λόφους του. Εν τω μεταξύ όμως, επειδή οι θησαυροί αυτοί του μέλλοντος ήκιστα συνετέλουν εις το να τρέφουν και το παρόν, διήρχετο δεινής πολλάκις πενίας τας στενοχώριας, εύθυμος όμως αμεταβλήτως, έχων ίδιον σύστημα καινοτρόπου φιλοσοφίας, λίαν ευχάριστος σύντροφος, εκτός όταν ως είρηται συνέπιπτε να συναντήση κάποιον, περί ου να νομίση ότι θα ημπορούσε πιθανώς να τον βοηθήση εις την ιδανικήν του επιχείρησιν, οπότε η κρυφή του μονομανία εξεκαίετο και τον κατελάμβανεν όλον και τον εξώθει να προβαίνη εις μακράς εκμυστηρεύσεις και να τω προσκολλάται αγωνιζόμενος να πείση το αγρευθέν θύμα του να συμμεθέξη εις αυτήν.
***
Αι εξομολογήσεις του ιδίου και αι νεώτεραι αύται περί Μεγγλίδου πληροφορίαι του Παναγιώτη δεν ήσαν βεβαίως φύσεως ώστε να μου εμπνεύσουν μεγάλην πεποίθησιν περί της επιχειρήσεως ην μου επρότεινεν ή τουλάχιστον περί της σοβαρότητος του ατόμου του, έσχον όμως ως αποτέλεσμα ν' αναζωογονήσωσιν εν τω πνεύματί μου ολόκληρον εποχήν νεκράν, να εξεγείρουν πλήθος αναμνήσεων εξαλειφθεισών, λησμονηθεισών εντυπώσεων, εικόνων αίτινες είχον εκλίπη της διανοίας μου, γεγονότων άτινα είχον διαγραφή από της αντιλήψεώς μου. Ενόμιζα ότι είχα γίνη κατά έτη και έτη νεώτερος και είχα μεταφερθή εις το κέντρον της Πελοποννήσου, εις την καρδίαν της επαρχίας μου, εις την ιδιόρρυθμον πόλιν εις ην διήλθα τους παιδικούς χρόνους μου, κατά την εποχήν των επικληθέντων Λ α υ ρ ι α κ ώ ν. Υπήρχον λοιπόν ακόμη λείψανα του περιέργου εκείνου καιρού, διασώσαντα και μετά τόσα έτη τας παραδόξους ιδέας και τ’ ανεξήγητα όνειρα άτινα εκράτησαν κατ' αυτόν, υπήρχον λοιπόν ακόμη εγκέφαλοι εφ' ων τόσω βαθεία ενετυπώθη η ενθύμησίς του και η σφραγίς του ώστε να μην αποτριβώσι μέχρι σήμερον, υπήρχον λοιπόν ακόμη θύματα της αλλόκοτου νόσου υφ' ης κατελήφθη ποτέ ολόκληρον το έθνος;... Της εποχής αυτής η ιστορία δεν εγράφη εισέτι, ίσως δε και δεν θ’ αξιωθή εν τη αφηγήσει των κατά το νέον ελληνικόν κράτος ή ολιγοστίχου μόνον μνείας και δεν θα περιέλθη εις γνώσιν των μεταγενεστέρων ή εκ συγκεχυμένων τινών θρύλων, αορίστως και εν περιλήψει. Ήξιζεν όμως βεβαίως πλήρης και λεπτομερής να περισωθή διά ν' αποτελέση μίαν των ωραιοτέρων σελίδων των ανεκδοτικών χρονικών του τόπου. Το κεφάλαιον το περιλαμβάνον τα πέντε εξ έτη καθ' α διήρκεσε θα ηδύνατο να επιγραφή, αναλόγως προς τον Χρυσούν Αιώνα, τα Χρυσά Έτη της Ελλάδος. Αλλ’ ο χρυσός αυτός δεν έλαμπεν ή εν τη φαντασία εγρηγορότων οπτασιαστών και δεν εχρύσωνεν ή τα δράματα εξημμένων ονειροπόλων. Την έναρξιν αυτής εσημείωσεν η ανόρυξις των μεταλλουργείων του Λαυρίου. Εις ιταλοελληνικήν τινα εταιρίαν κερδοσκόπων εχόντων φαίνεται και αρχαιολογικάς γνώσεις είχεν επέλθη κατά το σωτήριον έτος 1869 η αρκετά πρωτότυπος ιδέα ότι τα από των αρχαίων συγγραφέων περιγραφόμενα, εν Λαυρίω μεταλλεία αργύρου δεν είχαν ίσως ολοσχερώς εξαντληθή υπ' εκείνων, αφού δε οι νεώτεροι χρόνοι είδαν το έκτακτον φαινόμενον ολοκλήρου λαού, τεθαμμμένου τέως ως δια παντός υπό την δουλείαν, ανισταμένου εκ νεκρών, δεν θα ήτον όλως παράβολος πιθανώς η σκέψις ότι διά καταλλήλου εργασίας θα ηδύναντο ν' ανευρεθώσι και οι θησαυροί ους είχεν άλλοτε, υπό την γην του κεκρυμμένοι. Εκίνησαν λοιπόν, και ήλθαν εις τας Αθήνας, και διηυθύνθησαν εις το Λαύριον, και έκαμαν πειράματα, κι επέτυχαν, και ήρχισαν να αγοράζουν αφειδώς των χωρικών τα κτήματα. Συγχρόνως έστησαν προχείρως κι εργαστήρια τινά, και επεχείρισαν ανασκαφάς, κι εξήγαγον τας επονομασθείσας ε κ β ο λ ά δ α ς, χώμα τουτέστι και γης βώλους, των παλαιών ορυχείων τ' απορρίμματα, εν οις υπήρχεν αργυρούχος μόλυβδος ή άλλα ορυκτά. Εις τας Αθήνας έγινε γνωστόν πως εις το Λαύριον εξάγεται ασήμι, ο κόσμος συνεκινήθη ως εικός διά το καινότροπον άγγελμα μεγαλοποιούμενον βέβαια ανά τα στόματα παντοίως εννοείται, η κυβέρνησις έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλισιν των συμφερόντων του κράτους, η Ιταλική αφ' ετέρου επενέβη όπως εξασφαλίση τα δικαιώματα της Εταιρίας, διεθνές επεισόδιον εγεννήθη και το πράγμα έλαβε διαστάσεις εθνικού και ευρωπαϊκού σχεδόν ζητήματος. Και το μεν ζήτημα ελύθη, έλληνος υπηκόου αγοράσαντος παρά της ιταλικής το δικαίωμά της και καταρτίσαντος εταιρίαν άλλην, αλλ’ η είδησις ότι ολίγας ώρας εκ των Αθηνών υπήρχεν υπό την γην άργυρος και πιθανώς χρυσός— διότι τι την υπόθεσιν απέκλειεν; — ευνόητον ότι επέφερε σεισμόν όχι συνήθη εις τα πνεύματα. Αιφνιδία δίψα πλουτισμού κατέλαβε τα πλήθη, ην εκμεταλλευόμενοι οι έξωθεν επί τη ευκαιρία ταύτη επελθόντες τότε χρηματισταί υπεξέκαυσαν όλα τα μωρά ένστικτα του όχλου κι έδωκαν να πιστεύση εις αυτόν, ότι εκεί πέραν, εις την Σουνιακήν άκραν, εκρύπτοντο θησαυροί αμύθητοι. Ολιγώτερα δε βεβαίως τούτων ήρκουν διά να μεταβληθούν αι τέως ήσυχοι Αθήναι, αι τέως ανατολίτισσαι Αθήναι, αι Αθήναι των νοικοκυραίων, των παντοπολών και των τραμπούκων, εις είδος τι αμερικανικής πόλεως μαινομένων χρυσοθήρων. Η επιχείρησις του Λαυρίου ωρίσθη να γίνη διά μετοχών, από της στιγμής δ' εκείνης δεν υπήρξεν άνθρωπος ώστε να μη φιλοδοξήση ν' αποκτήση τοιαύτας, να γίνη συμμέτοχος του μεγάλου έργου. Έξωθεν της Ωραίας Ελλάδος εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον, και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελλάς, η Ελλάς των οικογενειών του 21 και των αναμνήσεων του αγώνος, η Ελλάς ήτις ήτον ακόμη εν είδος οικογενείας και αυτή, τα θαυμάσια της ζωής των πεπολιτισμένων κοινωνιών, τον περί το χρήμα αγώνα, τον διά παντός τρόπου εκ του μηδενός πλουτισμόν, τα μυστήρια της κυβείας. Ήτο δ' εκεί πλέον ανά πάσαν πρωίαν το γενικόν των Αθηναίων εντευκτήριον. Έμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, εργάται, αστοί, πολιτευόμενοι, πάσαι της κοινωνίας αι τάξεις και πάσαι αι αρχαί και πάντα σχεδόν τα μέλη, συνωθούντο, εκεί υπό της αυτής επιθυμίας ελαυνόμενοι και εις την αυτήν δόνησιν υπείκοντες. Και έφερον τας οικονομίας αυτών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης, περιουσίας εν μόχθω και βραδέως κατά λεπτόν αποκτηθείσας, παν ει τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι ο εργάτης, το μηνιαίον εκατοντάδραχμον όπερ υπό του πατρός του τω εστάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο άσωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής, και τα έρριπτον εκεί, μέσα εις το μεγάλον χωνευτήριον, εις το καζάνι του χρυσού, όπερ διεδίδετο ακαταπαύστως ότι έβραζε, παράγον το παμπόθητον το μέταλλον, που να πλουτήση την Ελλάδα πάσαν έμελλε και ν' αναδείξη Ρότσχιλδ όλους εν στιγμή. Κι ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρήματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί, όπερ όπως τοις έλεγαν, εντός της τσέπης των, μετά μικρόν, διά μυστηριώδους αλχημείας, θενά μετουσιούτο αυτομάτως εις χρυσόν. Αλλ’ από την πρωτεύουσαν η νόσος μετεδόθη κι εις τας επαρχίας τάχιστα, κι η φαντασία του μεσημβρινού λαού εξήφθη, και όλοι να πλουτήσουν επεθύμησαν, κι επείνασαν ως υπ' ακαριαίας βουλιμίας προσβληθέντες χρήματος, επείνασαν οι τέως ευτελείς κι ολιγαρκείς και λιτοδίαιτοι κι ευχαριστούμενοι εις όσα έτυχε να εύρουν επί γης του όλβου την θερίζουσαν την πείναν.
Ηδύνατο λοιπόν να γίνη Κροίσος απ’ το τίποτε κανείς, και ημπορούσε ν' απολαύση όλα διαμιάς του κόσμου τ' αγαθά αν ήθελε, και δεν έπρεπε να αρκήται εις όσα τω παρείχε τέως ο αγρός αυτού ή η ελαία ή η άμπελος αυτού, αλλ’ ανασκάπτων έξαφνα αυτά, χρυσάφι θα ηδύνατο να εύρη, πεφυλαγμένον ούτω μέσα εις το χώμα ως επίτηδες δι’ αυτόν; Ήτον αλήθεια λοιπόν ότι εκεί πάνω εις το Λαύριον, εις των βουνών τα έγκατα, χρυσός υπήρχε τεθαμμένος άπλετος, κι επήγαιναν οι εν Αθήναις και τον έβγαζαν, και έπειτα τον εμοιράζοντο πολύν; Αφού δ’ εκεί υπήρχε, να μην υπάρχη τάχα διατί κι αλλού; Διατί να είναι μόνον εις το Λαύριον, και εις την Σπάρτη όχι, κι εις την Τρίπολιν, κι εις τας Καλάμας, κι εις το Αίγιον, παντού; Κι η όρεξις τοιουτοτρόπως ηκονίζετο, και η επιθυμία ηύξανε, και εξηπλούτο των συλλογισμών αυτών η δύναμις, φλογίζουσα τας φρένας όντων τέως αμαθών και ανιδέων του παντός. Και επειδή δεν είχαν και αυτοί χρηματιστήριον, και ν' αγοράσουν μετοχάς δεν ήτο εύκολον εσκέφθησαν ότι καλλίτερον θα ήτο να κυττάξουν μήπως εύρουν μεταλλεία και αυτοί. Και ήρχισε μανία ερευνών παντού, ανά νομούς και επαρχίας και εις πόλεις και εις κώμας κι εις χωριά, πυρετός προς αναζήτησιν του κιτρίνου μετάλλου, κ ί τ ρ ι ν ο ς τη αληθεία και αυτός την μεταδοτικότητα, χ ρ υ σ ή ασθένεια ως ίκτερος εκόλλησε τους πάντας, ανάλογος προς την καταλαβούσαν την Ευρώπην και Αμερικήν, ότε του ελδοράδου τα χρυσωρυχεία ήχθησαν εις φως. Κατήντηοε να πιστευθή σχεδόν, πως η Ελλάς μικρά Καλλιφορνία ήτο και αυτή. Τα βουνά, αι ράχεις, τα λαγκάδια, τα χωράφια, πάσα γης πτυχή και πάσα όγκωσις και πάσα έκτασις ανεδιφώντο λυσσωδώς υπό αυτοσχεδίων επιδρομέων. Καραβάνια ολόκληρα εξεκίνων από των πόλεων προς ανιχνεύσεις ανά τας ερημίας μερών άτινα υπετίθετο —διατί δε τούτο, άδηλον— πως θα εγκρύπτουν ορυκτά. Εταιρίαι εσχηματίζοντο. Συμμορίαι μεταλλοκυνηγών διωργανούντο. Καθ' όλην την χώραν ουδέν άλλο ζήτημα, ουδέν άλλο θέμα, τίποτε εκτός αυτού δεν ενδιέφερεν. Αυτό απετέλει την βάσιν όλων των συνομιλιών, όλων των μερίμνων, όλων των σκέψεων. Καμμία σχεδόν άλλη ενασχόλησις, καμμία σχεδόν άλλη φροντίς.
Άλλο μηδέν άξιον της ελαχίστης προσοχής. Η πολιτική αυτή —απίστευτον! είχεν υποχωρήση προ της μεταλλουργίας. Ως είδος μέθης πρωτοφανούς κατέλαβε τον τόπον. Και όλοι πλούτη, πλούτη ωνειρεύοντο, με φλέγοντα τα όμματα και ανοικτά, κι όλοι περί χρημάτων ωμιλούσαν, και όλοι σχέδια επί σχεδίων έκαμναν. Η εργασία της Κυβερνήσεως, των αρχών, είχε περιορισθή περίπου μόνον εις το παρέχειν αδείας προς ανασκαφάς τοιαύτας και εις έκδοσιν παραχωρητηρίων μεταλλείων φαντασιωδών. Τα νομαρχιακά και επαρχιακά καταστήματα είχαν μεταβληθή εις αποθήκας σάκκων πλήρων λίθων και χωμάτων, οίτινες απετίθεντο εκεί κατά χιλιάδας, ίνα αποσταλώσιν εις Αθήνας προς ανάλυσιν. Αφού δε η ανάλυσις εγίνετο, κι ανεκοινούτο εκ του υπουργείου εις τον έπαρχον, οποιαδήποτε κι αν ήσαν τα αποτελέσματα, δόστου τον τίτλον της ιδιοκτησίας μας ευθύς, διά να μην τύχη και μας πάρη άλλος την κυριότητα. Η ορυκτολογία ήρχισε να θεωρήται επιστήμη και αυτή, κι εκ της αγνοίας ην περί αυτής ο κόσμος είχε παχυλήν πασίγνωστος κατέστη και ανυψώθη παρευθύς τα μέγιστα. Πρώτην φοράν τα βάθρα της εν τω Πανεπιστημίω Φυσικής Σχολής εμέτρησαν τους φοιτητάς των όχι πλέον εις τα πέντε δάκτυλα. Η νομική και η ιατρική, αι μόναι αίτινες εκρίνοντο ως τότε ως υπάρχουσαι, πρώτην φοράν είδαν εξαίφνης ν' αραιούνται οι πελάται των, ενώ εκείνης ετετραπλασιάσθησαν εντός μικρού. Οι εν Αθήναις χημικοί ηύραν δουλειάν, κι εξέδιδαν φετφάδες αδιάκοπα, διά παν ό,τι και αν τοις έστελλαν, και ξύλον κούτσουρον αν ήτον, ότι πολύτιμα ενείχε μέταλλα και θαυμαστά, ίνα δεσπόζη ούτω κι επεκτείνεται του απομουρλαθέντος όχλου η κτηνώδης άνοια. Ενθυμούμαι, παιδί ακόμη, μόλις, ένα θείον μου, όστις παρήγγειλεν εν εγχειρίδιον Στοιχειώδους Ορυκτολογίας και εκλείσθη έκτοτε, άνθρωπος γέρων, μέσα εις το σπήτι του, και εμελέτα ανενδότως επ’ αυτού. Και ενθυμούμαι τον πατέρα μου αυτόν, όστις είχε συνδέση όμιλον εκ φίλων του, ενός συνταξιούχου αποστράτου μοιράρχου, βουλευτού τίνος, ενός πρώην δημάρχου και ενός άλλου κτηματίου και εξήρχοντο, μίαν φοράν την εβδομάδα τακτικά εις παγανιάν, εις τα ρουμάνια του νομού μ' εργάτας και αξίνας και σκερπάνια, εις μεταλλείων εύρεσιν, όπως εις άγραν μπεκατσών ή λαγωών. Και έσκαπταν, και ανεκίνουν του εδάφους τα εντόσθια, κι εβασανίζοντο, κι εγύριζαν κατάκοποι το βράδυ, φορτωμένοι με σακκούλια, εις α ογκώδεις πέτραι και σβώλοι γης και χώματος πολλά κατά οκάδας εκυλίοντο, και τα απέθετον εις τας γωνίας του σπητιού, και συνεζήτουν εν εκτάσει περί των ελπίδων έπειτα. Αλλ' όπως όλα εξητμίσθη βαθμηδόν και αύτη η ορμή, και κατηυνάσθη το μυστηριώδες πάθος, και ησύχασαν τα εξαφθέντα νεύρα, κι εκόπασεν ο πάταγος ο άλογος, πεισθέντος κατά μικρόν μετά πολλά του πλήθους ότι αυταπάτης θύμα ην και ανοήτου ουτοπίας είχε γίνη παίγνιον. Τώρα, μετά την τρικυμίαν την μεγάλην, έκτοτε, δεν έλειψαν βεβαίως να περισωθούν ναυάγιά τινα, και ίσως αν επρόσεχε κανείς θα ήκουεν ακόμη κι έτι μέχρι σήμερον, κατά μακρά διαλείμματα, πού και πού, ως ξένον παραμύθι, κρούσματ' αραιά, αλλά τόσον ολίγα, ώστε να μη τείνη τις το ους. Κι ιδού ότι εξαίφνης, μετά τοσούτων ετών πάροδον και αλλαγήν πραγμάτων τηλικαύτην, μου εμφανίζετο της εποχής εκείνης εν απομεινάριον, τοιούτος εις βραδύνας χρυσοθήρας, λαυριακός καθυστερήσας, επιμενίδης μόλις θάλεγες κι εξύπνησεν εκ του λαμπροφανούς ονείρου όπερ εκοιμήθη τότε πάσα η Ελλάς...
***
Παρήλθαν τρεις ή τέσσαρες ημέραι, ήρχισα δε σχεδόν να τον λησμονώ, όταν, ένα πρωί, ό,τι κατέβηκα εις το γραφείον μου, ο πρώτος άνθρωπος ον είδα να με αναμένη ήτον ο κύριος Μεγγλίδης, εξηπλωμένος αναπαυτικώτατα επί μιάς πολυθρόνας και αναγινώσκων τας εφημερίδας.
— Α!, μου λέγει εγειρόμενος, άνευ άλλου τύπου και προλόγου, σε ανεκάλυψα!... Εδώ λοιπόν κάθεσαι, αι;. Πολύ καλά είσαι εδώ!... Βρε αδελφέ, συ έχεις λαμπρόν γραφείον!... Και κρατείς και το απάνου, αι:...
— Ναι, και το απάνου...
— Και... μένεις μόνος σου, αι;… Την οικογένειαν... εδώ την έχεις;... όχι, αι;... Η μητέρα... πού είναι η μητέρα;...
— Στην Τρίπολι.
— Α, τι κρίμα!..., ανεκραύγασε πλήττων τον μηρόν αυτού. Μωρέ να μην είναι 'δω πέρα!... Αι μωρέ πως θάκανε άμα μ' έβλεπε!... Πού να φαντασθή το Μεγγλίδη ναν της ξεφυτρώση άξαφνα μπροστά της!... Μωρέ πώς ήθελα ναν την έβλεπα!...
— Πόσον καιρό έχεις ναν την ιδείς, είναι πολλά χρόνια;
— Α, μα πρέπει να είναι περίπου των εικοσιπέντε ετών… Βέβαια, είναι!... Βλέπεις εγώ έφυγα μικρός από την Τρίπολι... Παιδιόθεν!... Άμα εννόησα τον εαυτό μου έφυγα!.. Μα τι ναν τα λέμε τόρα!... Εκείνη έπρεπε να είναι δω πέρα να σου τα 'πη..., Να ιδείς πως θάκανε!...
— Πιστεύω, πιστεύω...
— Αμ’ γεννημένος πια μέσ' στο σπήτι σας πες!... Αναστημένος από δαύτους!... Τι τα θέλεις!... Άλλα χρόνια εκείνα!... Πούντα τόρα, πάνε, περάσανε!... Κι ύστερ' από τόσα χρόνια πού να πίστευα 'γώ πως θα βρω το Δημητράκη, που τον ήξερα τόσον δα, μεγάλον λέει, κύριον λέει, δικηγόρον, αποκαταστημένον!... Πώς περνούν τα χρόνια!...
— Αλήθεια, τι παράξενο!...
— Ναν της τα γράψης, ακούς;... Ναν της γράψης προσκυνισμούς από τον Πέτρο το Μεγγλίδη, πού είχατε τον πατέρα του στο σπήτι σας, και τον εβάφτισε η γρηά καπετάνισσα, και τον ηύρα εδώ, και μου τα είπε όλα, τος και τος...
— Θαν της τα γράψω, θαν της τα γράψω...
— Αι, για να ιδούμε κηόλα τώρα, επανέλαβε με έκφρασιν ζωηροτάτου ενδιαφέροντος, περιβλέπων γύρω μυστηριωδώς, τι έκαμες;...
— Για τι πράμμα;...
— Μα... δεν τα είπαμε;... για τη δουλειά… για το Λαύριον...
— Μα... τόσο γρήγορα;... απεκρίθην γελών από καρδίας επί τη αναμνήσει των μοναδικών εκμυστηρεύσεών του.
— Άααα χούχαα!, εβόησεν ο Μεγγλίδης. Γρήγορα λέει;… Αμ’ τι, χρόνια θέλουμε;… Ό,τι είναι να κάμουμε να κάμουμε... Θέλεις να βάλης εσύ τα λεπτά, να πάμε μια 'μέρα, να ιδής, να καταλάβης, ν' αρχίσουμε τη δουλειά, να βγάλουμε υλικόν, θέλεις να 'βρης καμμιά εταιρία, απ’ αυταίς που τα παίρνουνε, ναν της παραστήσης, τι τρέχει, ναν τα καταφέρης, ναν της το δώσουμε, εγώ σου είπα... Ό,τι θέλεις κάμε!...
— Μα... σιγά σιγά... για να ιδούμε επανέλαβα εγώ αστεϊζόμενος.
—Τι σιγά σιγά!... Το γοργόν και χάριν έχει!... Ό,τι είναι να γίνη να γίνη συντόμως... Εγώ σου εξήγησα προχθές που έτυχε το ευτύχημα να βρεθούμε έτσι τι συμβαίνει... Εκατάλαβες ή δε σου έδωκα να εννοήσης καλά;…
— Μα... ξέρω κι εγώ
— Έτυχε να έχω ένα μεταλλείο στον Ωρωπό, το είχα δηλώση τότε στα Λαυριακά, αλλά... δεν επωφελήθην της ευκαιρίας τότε, το άφησα, είχα άλλαις σκοτούρες, δεν εφρόντισα αμέσως, ελογάριαζα να κυττάξω καμμιά φορά γι’ αυτό εν ανέσει... Έπειτα... με κατέτρεξε η τύχη... μου έλειψαν τα μέσα... το ένα το άλλο... πέρασαν τα χρόνια,… η εποχή βλέπεις... έμεινε έτσι... Εγώ μοναχός μου δεν ημπορούσα να κάνω τίποτα, κανένα να φροντίση δεν είχα κατάλληλον, τι να κάμω;... Είναι αληθές ότι εις πολλάς περιστάσεις πολλοί που το είχαν μάθη μου επρότειναν να κάμουμε τίποτα μαζί... αλλά... εγώ δεν ηθέλησα… δεν επιθυμούσα ν' ανακατευθώ με όποιον τύχη... ήθελα αν θα κάμω τίποτα ναν το κάμω με άνθρωπον της εμπιστοσύνης μου... καθώς πρέπει... Προχθές που έτυχε να συναντηθούμε, είδες, άμα μας εσύστησε ο Παναγιώτης, άμα άκουσα το όνομα και μου είπε πως είσαι δικηγόρος και έχεις θέσιν και τα λοιπά, αμέσως εσυλλογίστηκα: να περίστασις!... είδες η τύχη πώς τα φέρνει καμμιά φορά;… φαντάσου ύστερα από τόσα χρόνια να βρω άνθρωπον που αναστήθηκα μέσ' στο σπήτι του και να είναι εις θέσιν να μου παράσχη και μίαν συνδρομήν... τι θέλω άλλον;… να ευκαιρία!... Και σου εξηγήθηκα...
— Καλά έκαμες, απήντησα πάλιν, ευθυμότατα διατιθέμενος εξ όλων αυτών.
— Μεταλλείο με τα όλα του, επανέλαβεν ο Μεγγλίδης ενθουσιωδώς, θησαυρός!... Σα να ήταν εκ Θεού να μου τύχη!... Τρεις λόφοι είναι αυτοί... Στον Ωρωπό... Όλας τας ευκολίας... Βάθος απέραντον, έκτασις... μεγίστη, το βρέχει η θάλασσα... Ναν το ήξεραν οι ξένοι θα έτρωγαν τα λυσσακά τους ποιος ναν το πρωτοπάρη... Αλλά... σου είπα... αι περιστάσεις... έμεινε έτσι... Τώχω και κάθεται!.. Τόρα που έτυχε να συναντηθούμε... από σένα εξαρτάται.. Σκέψου και κρίνε!
— Χμ!... για να κυττάξουμε!...
— Να κυττάξης βέβαια!... Εγώ σου είπα, ή εσύ ο ίδιος ή εταιρία... Έτσι κι έτσι μαζί θα ωφεληθούμε... Κει που θα ωφεληθή ένας άλλος γιατί να μην ωφεληθής συ;...
— Καλά, καλά...
— Εγώ όμως νομίζω καλλίτερον να βρης εταιρία... Μα ένα εκατομμύριο μας δώση, μα οχτακόσαις χιλιάδες, μα πεντακόσαις πάλι καλά... Ας βγάλουν αυτοί τα μελλεούνια!... Τι έχουμε να χάσουμε 'μείς; ,.. Πέτραις του Θεού θα δώσουμε, βουνά του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίναις θα πάρουμε!...
— …
— Ό,τι θέλεις κάμε!... Εγώ δεν ανακατεύομαι, εις αυτά... Εγώ σου εξήγησα τόρα τι συμβαίνει, εννόησες, αυτά είναι!... Ενέργησε όπως νομίζεις... Σε αφίνω πληρεξούσιον... Τι με μέλλει εμένα!... Όπως θέλεις κάμε τα... Τον παρά θέλω να ιδώ 'γώ!... Πέτραις του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίναις θα πάρουμε!...
Εγώ ετήρησα εκ νέου σιωπήν, εκείνος δε αφού επανέλαβε δις ή τρις ακόμη την συμπερασματικήν φράσιν του απήλθεν.
***
Η επίσκεψις αύτη φαίνεται να ενεθάρρυνε σπουδαίως τον Μεγγλίδην. Η θέα του γραφείου μου, της οικίας μου, κλπ., θα έπεισε πιθανώς αυτόν ότι δεν διέψευδα τας οικογενειακάς παραδόσεις μου και η κοινωνική θέσις ην κατείχον ήτο τη αληθεία οποία έδει δι’ απόγονον της πρώτης οικογενείας του Μωριά ως έλεγε. Συνεπέρανε δε βεβαιότατα, ως εξάγεται εκ τούτου, ότι εγώ ήμην πράγματι ακριβώς ο επηγγελμένος άνθρωπος, ον εζήτει ίνα τον βοηθήση εις την πραγματοποίησιν των σχεδίων του, μόνος κατάλληλος προς τούτο υποχρεωμένος δ' άλλως και δι' αυτό προς αυτόν, αφού έτυχε κατά θείαν παραχώρησιν να είναι παλαιόθεν συνδεδεμένος προς την οικογένειάν μας. Διά τούτο, μετά δύο μόλις ημέρας, ενεφανίζετο εκ δευτέρου, πρωί, πρώτος, και όταν κατήλθα, βαίνων ευθύς πλέον προς τον σκοπόν, άνευ περιττολογίας:
— Αι, έκαμες τίποτα;..., ηρώτα.
— Ακόμη, ακόμη!..., εγέλων εγώ.
— Ακόμη;... Μα γιατί;... Δεν είδες κανέναν;…
— Κανέναν, δεν μου έμεινε καιρός...
— Ξέρεις, μην το πάρεις αψήφιστα... Μην αναβάλης... Αι αναβολαί δεν είναι καλαί... Πότε λογαριάζεις να ιδείς;...
— Μα... αυταίς της ημέραις...
— Εσκέφθης καθόλου τι θα αποφασισθή;…
— Όχι, θα σκεφθώ...
— Να σκεφθής εξάπαντος!... Πρέπει ν' αποφασισθή αυταίς της ημέραις!... Και εν τω μεταξύ, όποιος γνωρίζεις πως μπορεί να κάμη τίποτα, είναι ανακατεμένος σε καμμιά εταιρία, ξέρει, ναν τον βρης, ναν του ειπής: αυτό κι αυτό, έχουμ' ένα μεταλλείο ‘ς τον Ωρωπό, είναι έτσι κι έτσι, το θέλεις;... Και βλέπεις τι σου λέει κι εκείνος... Εμείς τόρα πλέον εξηγηθήκαμε... Σου τα είπα με το νι και με το σίγμα... Εννόησες τι πρέπει να κάμεις, δεν είν' έτσι;
—Βέβαια, βέβαια...
— Μήπως θέλεις τίποτ' άλλαις πληροφορίαις;...
— Α μπα!
— Αι λοιπόν, κύτταξε!... Ό,τι νομίζεις πως μπορεί να γίνη... Ξέρεις εσύ... Ό,τι θεωρείς συντελεστικόν... Να σκεφθής και να αποφασίσης...
— Καλά, καλά...
—Τόρα... περιττόν να σου ειπώ τίποτ' άλλο… Να μου ορίσης μόνο μια ημέρα να πα ναν το ιδούμε αν θέλης...
— Α, μα δεν είν' ανάγκη...
— Μπα, γιατί!… Ναρθής! Εννηά ώραις είν' από δω.., Όρισέ μου μια μέρα να πάμε...
— Μα... για να ιδούμε... περιττόν μου φαίνεται...
— Όπως θέλεις...
Επηκολούθει δε πανομοιότυπος σειρά σκέψεων και διηγήσεων και προτροπών και συλλογισμών κατά το γνωστόν ήδη υπόδειγμα και επί του αυτού τόνου.
Μετά δύο ή τρεις ημέρας η αυτή σκηνή επανελαμβάνετο απαραλλάκτως.
— Αι, εσκέφθης;... Θα γίνη τίποτα;
— Μα, όχι ακόμη, δεν ηύρα καιρόν...
— Τι καιρόν;... Δεν έχεις και πολλά πράγματα να σκεφθής... Δύο είναι αυτά!... Έχεις τα μέσα συ, θέλεις, ν' αρχίσουμε μόνοι μας, να πάμε να βγάλουμε υλικόν, να κάμουμε ό,τι μπορούμε οι δυο μας;…
— Μα... δεν είναι εύκολον αυτό, καημένε Μεγγλίδη... χρειάζονται πολλά χρήματα...
— Αι, τότε να βρης εταιρία... Εγώ σου το είπα εξ αρχής, καλύτερα εταιρία...
— Καλά, θα ιδώ...
— Θέλεις ναρθώ και καμμιά μέρα να πα ναν το ιδούμε;…
— Α, όχι, δεν ευκαιρώ, είναι περιττόν!...
— Όπως θέλεις...
Μετά δύο τρεις ημέρας πάλιν τα αυτά, και μετά δύο τρεις άλλας τα ίδια. Προτού τελειώση η εβδομάς είχα υποστή πέντε ή εξ τοιαύτας εφόδους.
— Ακόμη τίποτε έλεγεν ο Μεγγλίδης. Πρέπει να επισπεύσης... Τι κάθεσαι;...
— Μα... δε με αφίνουν η δουλειαίς...
— Ναν της αφήσης συ!... Αυτή είναι η σπουδαία δουλειά!... Δεν το εννόησες;… Αυτή είναι η κυριωτέρα!... Τι της θέλεις της άλλαις;… Μούντζωσ' ταις!
— Μα άφησε να ιδούμε...
— Τι να ιδούμε;... Ανάγκη ταχύτητος!... Μην κυττάζης που το είχα αφήση εγώ τόσα χρόνια... Δεν ήμουν κουτός!... Πάντοτε το εσκεπτόμουν και ενεργούσα... Μα... τι να σου κάμω;!... Δεν είχα τα μέσα!... Είναι αλήθεια πως μου επρότειναν πολλοί, κατά διαφόρους περιστάσεις, άλλα εγώ δεν συνήνεσα... δεν ήθελα... πού να πας να μπλέκης με τον έναν και με τον άλλον!... Προσωπικώς δεν ημπορούσα να συνεννοηθώ με αυτούς με της εταιρίας;... Τι να κάμω;... Τόρα όμως... είναι της γνώμης μου... είναι καιρός!... Συ είσαι άλλο πράμμα... έχεις τα μέσα... γνωρίζεσαι... μπορούσες και ίδιος ναν το αναλάβης αν ήθελες... ή, αν δεν ευκολύνεσαι από χρήματα, μπορείς να μιλήσης, ναν το πάρη κανένας άλλος... Εγώ συναινώ... γιατί!... βλέπεις... συ είσαι σα να είμαι εγώ ο ίδιος... άλλος εγώ... η οικογένειά σας βλέπεις... συνδέομαι... κει που θα κερδίση ξένος...
— Καλά, καλά!
***
— Αι, έκαμες τίποτε;...
— Μα άφησε αδελφέ, έχε υπομονήν...
— Υπομονήν εγώ έχω... τόσα χρόνια τόρα... γιατί θέλω να γίνη καλά η δουλειά... και να την κάμω και με άνθρωπο δικό μου... Τόρα... ήλθε το πλήρωμα του χρόνου... Πρέπει να προβώμεν αποφασιστικώς... Να βρης μια εταιρία, ναν της το δώσουμε, να ξεμπερδεύουμε...
Και είπετο ως επί το πλείστον η προσφιλής περί των πετρών του Θεού επειδή, ενώ εγώ προσεπάθουν να τον προπέμψω διά του καθιερωμένου «Καλά, καλά!»
Εν τούτοις, μίαν των ημερών, κατά τινα των σκηνών αυτών, βαρυνθείς, απεφάσισα να τον ερωτήσω σπουδαίως:
— Μα στο θεό σου, Μεγγλίδη, πιστεύεις αλήθεια σε όσα μου λες;...
— Τι θα πη αυτό;...
— Μα πιστεύεις με τα σωστά σου πως έχεις πραγματικό μεταλλείο;...
— Τι λες αδελφέ;... Δεν τα είπαμε τόσαις φοραίς;… Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα τόρα; Δεν έχεις πεποίθησι σε μένα;... Σου λέω μεταλλείο κουνητό, δηλωμένο, το παραχωρητήριον εν τάξει, εις όνομά μου, τα διαγράμματα γινωμένα, βάθος απέραντο, έκτασις μεγίστη, το βρέχει η θάλασσα... Κουτουρού λοιπόν κουβεντιάζουμε;...
— Μα ξέρεις, αυτά φαίνονται πολλαίς φοραίς πως κάτι είναι... μα δεν είναι τίποτε...
— Αλλά πάλι!... Μα τι λέμε τόρα τόσον καιρό;... Έχεις αμφιβολίαις; Αφού σου το λέω εγώ;!... Τι άλλο θέλεις;…
— Μα καλά, αλλά αυτά τα πράγματα δεν πρέπει κανείς ναν τα πέρνη έτσι... δε θυμάσαι τα Λαυριακά;...
— Τα Λαυριακά!... Αυτό δεν είναι σαν τα Λαυριακά, βρε αδελφέ!... Κυττάζεις τον κουτόν κόσμο τότε!... Εγώ βλέπεις, είμαι άνθρωπος της δουλειάς, έκαμα γεωμέτρης, ξέρω... Έπειτα, τα Λαυριακά μου λες, τι νομίζεις, και πολλά από κείνα δεν είχαν τα μέσα οι άνθρωποι ναν τα δουλέψουν και γι’ αυτό έμειναν έτσι. Καλή ώρα σαν το δικό μου... Να, σήμερα ακόμα, δόσε μου εμένα παράδες, να ιδείς, να σου βρω ένα σωρό μεταλλεία, να τραντάζη ο κόσμος!... Τι νομίζεις;... Η Ελλάς έχει πλούτη!... Μα τι να σου κάμω!...
— Μα ξέρεις, αυτά τα πράγματα δεν γίνονται με λόγια...
— Βρε αδελφέ, θέλεις να πα ναν το ιδούμε;... Εγώ σου είπα... Εννηά ώραις είν' από δω... Σηκωνόμαστε μια μέρα, πάμε, και βλέπεις... Θέλεις να σκάψουμε, σκάβουμε, θέλεις να πετάξουμε ένα φουσέκι με δυναμίτι, να βγάλουμε υλικόν, να φέρουμε δω, ό,τι θέλεις... Να ιδείς τι πράμμα είναι, ναν το δείξης και σε κανέναν απ’ αυτούς απ’ της εταιρίαις, να καταλάβης... Κι έπειτα, ενεργείς ό,τι κρίνης... Είσαι κύριος!
Έβλεπα δε ήδη αναθρώσκουσαν σχεδόν επί των χειλέων του και την συνήθη φράσιν, ότε κατώρθωσα να τον κάμω ν' απέλθη.
Την επαύριον ήλθε πάλιν, πολύ ενωρίτερον του συνήθους.
— Ξέρεις, μου λέγει εν σπουδή, έμαθα πως ο Σερπιέρης αγοράζει μεταλλεία αυταίς της ημέραις...
— Μπορεί, απεκρίθην εγώ διά να τον ψυχράνω ολίγον αλλά ερώτησα και έμαθα· αυτά των εταιριών είναι δύσκολα.
— Τι δύσκολα;... Ουδέν ευκολώτερον!... Δε βαριέσαι!... Πρέπει να έχης το θάρρος μόνον να μιλήσης... Συ που γνωρίζεσαι έπρεπε ναν τους έχης μιλημένα όλους...
— Μα δε θα ήταν καλύτερα, επανέλαβα ζητών πλέον τρόπον να τον ξεφορτωθώ έστω και δι' ολίγον χρόνον να επήγαινες να έφερνες ολίγο πράγμα, να ιδούμε τι τρέχει;…
— Κατάλαβα!... Βρε αδελφέ, τι το θέλεις το πράγμα;... Αφού σου λέω εγώ!... Έπειτα, αφού σου είπα αν θέλης να πάμε μαζί...
— Μα δε μπορείς να πεταχθής μοναχός σου;…
— Βρε μπορώ, μα... θέλω έξοδα!... Πού λεφτά!;...Να πάμε μαζί αν θέλης, μάλιστα!... Πες πως πάμε κυνήγι... Δεν πας στο κυνήγι καμμιά φορά;... Κινάμε, παίρνουμε και τα ντουφεκάκια μας,—έχεις ντουφέκι; — παίρνουμε και δυο άλογα απ’ την Κηφισσιά, φορτώνουμε στο ένα τα πράγματά μας, το κουμάντο μας, στο άλλο αν θέλης καββαλικεύεις και πουθενά, τραβάμε σιγά σιγά, βαρούμε πού και πού και κανένα πουλάκι στο δρόμο, κοιμώμαστε το βράδυ στη Μαλακάσα, έχω έναν κουμπάρο, και το πρωί ξανακινάμε και πάμε... Εκδρομή!... Από τη Μαλακάσα δεν είναι παρά δυόμιση τρεις ώραις... Σκέψου!
Από τότε, υπώπτευσε κάπως, ότι δυσπιστώ προς αυτόν και ότι δεν δίδω και την δέουσαν σημασίαν εις τους λόγους του. Όλαι του δε αι προσπάθειαι συνεκεντρώθησαν, πλέον και περιεστράφησαν εφεξής εις το να με πείση να πάμε μια μέρα να ιδούμε μαζί το μέρος, νομίζων φαίνεται ότι η θέα αυτού ίσως και μόνη θα συνετέλει εις το να ενδιαφερθώ περισσότερον περί της υποθέσεως...
***
Εγώ, δεν είχα ιδή άλλοτε τα περίχωρα της Αττικής. Η επιμονή δε του ανθρώπου ήρχισε και να μου κινή κάπως την περιέργειαν ολίγον. Αφού λοιπόν επανειλημμένως του ηρνήθην, μίαν ημέραν εσκέφθην ότι ίσως δεν θα ήτον και τόσον άσχημος μία εκδρομή τοιαύτη έξω των Αθηνών, ήτις θα μου έδιδε την διπλήν ευκαιρίαν αφ’ ενός μεν να ιδώ την Αττικήν, αφ' ετέρου δε ν' απαλλαχθώ των περαιτέρω ενοχλήσεων του Μεγγλίδου. Μολονότι δε υπελόγισα ότι δύο ή τρεις όλαι ημέραι εν συντροφιά του δεν θα ήσαν και απηλλαγμέναι φορτικότητος, εν τούτοις του έδωκα ελπίδας τινάς, μετά μικρόν δε αφού επανέλαβε και πάλιν κατά διαδοχικάς νέας επισκέψεις την απαίτησίν του απεφάσισα και ενέδωκα. Ο Μεγγλίδης έγινε έξω φρενών επί τη αποφάσει μου, ανέλαβε δ' αυτός να διοργανίση τα της εκδρομής. Σύντροφος εξελέχθη μόνον ο Παναγιώτης, δρομολόγιον δ’ απεφασίσθη ν’ ακολουθήσωμεν το υπό του Μεγγλίδου προταθέν, την μίαν ημέραν δηλαδή να μεταβώμεν εντεύθεν εις Μαλακάσαν, να κοιμηθούμεν εκεί και να εξυπνήσωμεν νύκτα διά να καταβούμεν εις τον Ωρωπόν. Ημέρα αναχωρήσεως ωρίσθη το απόγευμα του Σαββάτου και επάνοδος εις Αθήνας η εσπέρα της Κυριακής ει δυνατόν, διά να ημπορέσω εγώ και είμαι εδώ την Δευτέραν πρωί κατά την εβδομαδιαίαν έναρξιν των υποθέσεων. Εμεσολάβουν επομένως μέχρι της ημέρας της αναχωρήσεως ημέραι δύο— διότι Πέμπτην τω έδωκα την συγκατάθεσίν μου —καθ' ας ο Μεγγλίδης ήτον αεικίνητος. Δις ή τρις καθεκάστην ήρχετο εις το σπήτι διά να μου ανακοινώση ότι παρήγειλεν εις την γυναίκα του να μας κάμη κεφτέδες διά να πάρωμεν μαζί εις τον δρόμον αν τύχη πουθενά και πεινάσωμεν, ότι ηγόρασεν εν παγούρι διά να βάλωμεν ρακί και το έχωμεν ως δροσιστικόν διά την δίψαν, ότι επρομηθεύθη μπαρούτην και σκάγια διά το όπλον του, και άλλας τοιαύτας αναλόγου σπουδαιότητας ειδήσεις. Εφαίνετο δε εμπειρότατος εις τα περί των τοιούτων εκδρομών, μας διεβεβαίου ότι θα περάσωμεν περίφημα, κατώρθωσε δε να μου αποσπάση και εν εικοσπεντάδραχμον διά να συμληρώση τας προμηθείας του και παρασκευάση τα πράγματα καλλίτερον. Εν γένει δε παρίστατο κατενθουσιασμένος και είμαι υπερβέβαιος ότι εκ της χαράς του θα εμεθύσκετο τακτικώς καθ' εσπέραν μετά του Παναγιώτη εις τα οινοπωλεία του Ψυρρή.
***
Το Σάββατον ήλθε και ητοιμάσθημεν πλέον οριστικώς διά την εκδρομήν. Από της πρωίας ο Μεγγλίδης ήτο επί του ατμού και περί την μίαν μετά μεσημβρίαν επεφάνη ημφιεσμένος κωμικώτατατα, με μίαν παλαιάν τις οίδε πού και από πότε περιελθούσαν εις την κατοχήν του κατάτριπτον θερινήν αγγλικήν περικεφαλαίαν επί της κορυφής, με εν ζεύγος καταμπαλωμέναις πανταχόθεν μπότταις εις τους πόδας, μίαν τσάνταν εις το εν πλευρόν και εν δίκαννον τουφέκι εις το άλλο, συνοδευόμενος δε υπό του Παναγιώτη. Ανεχωρήσαμεν λοιπόν με το τραίνον της μιάμισης και μετά μισήν ώραν είμεθα εις την Κηφισσιάν. Εκεί ο Μεγγλίδης επρότεινεν, ως είχεν ειπή, να πάρωμεν δύο ζώα διά να φορτώσωμεν τα μεθ' ημών ολίγα πράγματα και να καββαλικεύση και όποιος εξ ημών ήθελεν. Αλλ’ η ημέρα ήτον εξαισία, ανυπέρβλητος φθινοπωρινή ημέρα, λουομένη συγχρόνως και εις γλυκύτατον απλέτου ηλίου φέγγος και εις δρόσου θεσπεσίας κύματα, ώστε τους προέτρεψα να τραβήξωμεν πεζοί και οι τρεις διά την Μαλακάσαν, αφού δε κοιμηθώμεν εκεί, να προμηθευθώμεν αυτόθεν τα ζώα την νύκτα και αναπαυμένοι να φθάσωμεν εις τον Ωρωπόν. Επομένως, ηρχίσαμεν τον δρόμον, ανερριχήθημεν τας θαυμασίας του Τατοΐου δασώδεις ανωφερείας, διήλθομεν το ωραίον βουνόν του Αγίου Μερκουρίου, επέσαμεν κάτω εις την πεδιάδα, και μετά εξάωρον πορείαν είμεθα εις την Μαλακάσαν. Εκεί, εκοιμήθημεν κατά τα συμπεφωνημένα εις του κουμπάρου του Μεγγλίδου, όστις ευρίσκετο από παντού όπου διήλθομεν έχων σχέσεις, και την νύκτα εξυπνήσαντες παρελάβομεν τα ετοιμασθέντα ζώα και δύο χωρικούς διά να μας βοηθήσουν εις την εργασίαν ως απήτει και έλεγεν ο Μεγγλίδης, και εκινήσαμεν. Η ώρα ήτο δύο μετά τα μεσάνυκτα και πανσέληνος, υπό το μελιχρόν δ' αυτής φως το περιβάλλον διά λευκής αίγλης τα βουνά, τα δάση και τας φάραγγας ας διηρχόμεθα, η εκδρομή απέβαινεν εξαιρετικώς ευχάριστος. Αλλ’ εις το να καθιστά αυτήν έτι μάλλον ηδονικήν, οφείλω εν ειλικρινεία να ομολογήσω ότι τα μέγιστα συνετέλει και ο έτερος των συντρόφων μου. Με το δίκαννόν του επ’ ώμου, και την κάσκαν του, και της μπότταις του, ωμοίαζε καθ' όλα προς παρωδίαν άγγλου περιηγητού ή θα ηδύνατο να χρησιμεύση ως κάλλιστον πρότυπον ζωγραφιάς του Ροβινσώνος. Εβάδιζε δε ταχύτατα και ελαφρότατα ως νεανίας, ήδε παντοειδή άσματα, μας διηγείτο πληθύν αστειοτάτων ανεκδότων εκ της παραμικροτέρας αφορμής κινούμενος, μας παρείχεν ακριβεστάτας πληροφορίας περί των μερών αφ' ων διεβαίναμεν συνδέων αυτάς όπως μας εξηγήση πως τας ήξευρε προς διάφορα επεισόδια του πολυκυμάντου βίου του, μας ωδήγει δι' ιδιαιτέρων μονοπατιών ων ήτο γνώστης όπως συντέμνωμεν τον δρόμον, και εν γένει απεδεικνύετο υπό πάσαν έποψιν πολύτιμος. Ούτω, χωρίς σχεδόν να το καταλάβωμεν, εφθάσαμεν εις τα πέριξ του Ωρωπού, με την ανατολήν του ηλίου. Η πρωία ήτον ανέφελος και διαυγεστάτη, ο ουρανός ηπλούτο άνωθεν λευκοκύανος, η θάλασσα εκοιμάτο έτι γαλακτώδης μεταξύ των δύο στερεών, πέραν δ’ αυτής η Εύβοια εξετείνετο ως εντός αερώδους πέπλου τυλιγμένη νύμφη, ενώ της Δίρφυος η κορυφή ηγείρετο υπέρ αυτήν με το διαρκές απαστράπτον εκ χιόνος στέμμα της. Η σελήνη μόλις εφαίνετο εις τον ορίζοντα, εξαφανιζομένη υπό την προβαίνουσαν της ημέρας λάμψιν, ως αμαυρά αργύρου σφαίρα, απ’ ανατολών δε ο ήλιος προέβαλλεν, εν τω αιωνίω ωσεί παντοδυνάμου μονάρχου της φύσεως μεγαλείω του, σκορπίζων ασώτως επί της γης, επί του ουρανού, επί της θαλάσσης, πανταχού, των χρυσών του ακτίνων το απαράμιλλον κάλλος και τον αμύθητον πλούτον. Αλλ' ούτε εις της σελήνης τον άργυρον ούτε εις του ηλίου τον χρυσόν εφαίνετο το παράπαν προσέχων ο Μεγγλίδης. Παρά την θάλασσαν, βρεχόμενοι σχεδόν από το κύμα της, εν τω μέσω της πέριξ βλαστήσεως, ολίγον εντεύθεν της αμμώδους ακτής, ηγείροντο γυμνοί, άνευ ίχνους τινός θάμνου ή δένδρου ή χλόης επ’ αυτών τρεις πετρώδεις γήλοφοι, οίτινες ανέλαμπον υπό τας ακτίνας του ηλίου. Ο Μεγγλίδης εβάδισε προς αυτούς, νεύων προς ημάς να τον ακολουθήσωμεν, ανέβη εν σπουδή επί της κορυφής του πρώτου, όταν δε ευρέθη μεταξύ των σπινθηριζουσών πετρών, ήρχισε να χοροπηδά ως αίγαγρος, να σκιρτά ως πώλος, να φωνάζη ως μεθυσμένος, να τραγωδή, και επί τέλους, πεσών πρηνής επί του εδάφους, να κυλίεται καταγής.
— Βλέπετε εκραύγαζε προς ημάς εννεούς διά την έκρηξιν αυτής της χαράς, βλέπετε Χρυσάφι μωρέ μοναχό!... Βλέπεις πώς γυαλίζει;...
Εγώ έκυψα χαμαί και έλαβα ένα εκ των λίθων. Ήτον πέτρα ογκώδης, χρώματος ωχρού, πράγματι όχι πολύ κοινού και τη αληθεία εσπινθηροβόλει.
— Τι κυττάς;... ηρώτησεν ο Μεγγλίδης εγειρόμενος. Αληθινό μέταλλο, το βλέπεις;… Όλαις έτσι είναι!... Δουλειά να θρέψη ένα βασίλειο!... Δεν επίστευες το Μπάρμπα-Μεγγλίδη σα σου τάλεγε, που αναστήθηκε μέσ' στο σπήτι σας κι έχει φάη το ψωμί σας!...
Αυτοστιγμεί δε με αφήκε και έτρεξε προς τους δύο χωρικούς, οίτινες ίσταντο παρέκει, με τας αξίνας των ανά χείρας. Τους διέταξε δε ν' αρχίσουν να σκάπτουν υπό μέγαν τινά βράχον εκ των επί της κορυφής. Δεν άφινε δε κανένα άλλον να πλησιάση, αυτός δίδων τας καταλλήλους οδηγίας ως ειδήμων, και συμβουλεύων, και αξιών να διευθύνη τας ε ρ γ α σ ί α ς. Μετ' ολίγον υπό τον βράχον είχεν ανοιχθή ευρύ κοίλωμα, τότε ο Μεγγλίδης ήνοιξε μετά προσοχής την τσάνταν του και εξέβαλε θήκην τινά ην κρατών επλησίασεν εις το κοίλωμα. Από της θήκης εξήγαγεν επίμηκες τι κυλινδροειδές πράγμα, με μικράν οπήν εις το μέσον, εις ην εκβαλών της τσέπης του προσήρμοσε καψύλιον και θρυαλλίδα, φυσίγγιον δυναμίτιδος ως εννοήσαμεν, όπερ ο αστείος είχε προμηθευθή και φέρη μεθ' εαυτού χωρίς να μας είπη τι. Το εναπόθεσε δε ευλαβώς εις το μύχιον βάθος του κοιλώματος ηρέμα, έβγαλεν έπειτα ένα κουτί σπίρτα και ήναψεν εν, αφού δε μας διέταξε ν’ απομακρυνθώμεν, το προσήγγισεν εις την θρυαλλίδα, και εσώθη τρέχων δρομαίως προς το μέρος μας. Μετά μικρόν, το φυσίγγιον εξεπυρσοκρότησε μετά πατάγου δεινού, ου ο δονισμός έφθασε μέχρι της θέσεως όπου ιστάμεθα, δούπος δε λίθων κυλινδουμένων και αποσπωμένων πετρών και χωμάτων καταπιπτόντων αντήχησε ταυτοχρόνως. Ο Μεγγλίδης έσπευσε πρώτος, επανήλθε δε κρατών ανά χείρας δραγμάς χωμάτων και λίθων. Και τα μεν χώματα δεν παρείχον βεβαίως τίποτε το αξιοθέατον, οι λίθοι όμως διετέμνοντο εσωτερικώς και υπό γραμμών τινών, αίτινες ενεθουσίαζον τον Μεγγλίδην.
— Βλέπεις της φλέβαις, της βλέπεις;… έλεγεν αδιακόπως.
— Της βλέπω εκάγχασα εγώ, αλλά να ιδούμε και την κυκλοφορίαν αυτών των φλεβών...
Αλλ’ ο φίλος είχεν επανέλθη ήδη παρά το κοίλωμα, τη διαταγή του δε οι εργάται εγέμιζαν διά χωμάτων και πετρών ένα μέγαν σάκκον ον είχαν φέρη μαζί. Κατόπιν διηυθύνθη εις άλλο μέρος και τους διέταξε και έσκαψαν κι εκεί, κατόπιν δε και εις άλλα δύο, παρά τας πλευράς του λόφου, όπου η αυτή ιστορία επανελήφθη. Αφού δε επληρώθησαν κατά τον τρόπον τούτον και οι δύο άλλοι σάκκοι, οι χωρικοί τους εφορτώθησαν επί των ώμων των και κατελθόντες τους έδεσαν καλώς επί των ζώων. Ημείς παρεμείναμεν μικρόν επί του λόφου ίνα αναπαυθώμεν και θαυμάσωμεν το πέριξ απλούμενον εξαίσιον πανόραμα, επωφεληθείς δε της ευκαιρίας ο Μεγγλίδης κατήλθε και επανήλθε κρατών ανά χείρας το παγούρι του με την ρακήν, εξ ου αφού έπιε πρώτος, το έτεινε και προς ημάς, επιφωνών.
— Εβίβα μας λοιπόν κηόλα!... Ο Θεός στο καλό!... Ν' αλλάξη το γούρι!... Άιντε ντε μωρέ μια φορά! Είμαστε για νάμαστε!... Όξω φτώχια!... Πέτραις του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίναις θα πάρουμε!...
Αφού δε ετελέσθησαν και οι σπονδαί αύται υπέρ της επιτυχίας, κατέβημεν και ημείς διά την επιστροφήν.
***
Το βράδυ της Κυριακής ήμεθα εις τας Αθήνας, όπου παρέλαβα κατ' οίκον τους σάκκους, όπως την επιούσαν τους αποστείλω προς ανάλυσιν, και απεχωρίσθημεν. Πραγματικώς, την επαύριον τους απέστειλα εις ένα των εν τω Πανεπιστημίω καθηγητών της Χημείας, φίλον μου, διά να κάμη τα σχετικά πειράματα και μας ανακοινώση τι περιέχουν. Ο Μεγγλίδης ήλθεν εις το γραφείον μου τετράκις την ημέραν εκείνην, αναμένων το αποβησόμενον, απαθώς όμως και ως εν πλήρει πεποιθήσει. Την ακόλουθον επανήλθε πάλιν δις, βιάζων με να μεταβώ και ερωτήσω τι απέγινε. Μετά δύο ημέρας συνήντησα και εγώ τον χημικόν, παρά του οποίου έμαθα, ως επερίμενα άλλως τε, ότι ούτε καν άνθρακες ήσαν ο θησαυρός, — θα ήτον ευτύχημα, — αλλά, μόνον λίθοι, σιδηροπυριτικής απλώς συστάσεως εις ην και ώφειλον το παρεμφερές προς τον χρυσόν χρώμα των, ως και την σπινθηροβολίαν των, άνευ αξίας όμως της παραμικράς σχεδόν.
Την επιούσαν ήλθεν εκ νέου ο Μεγγλίδης, εις ον ανεκοίνωσα την απόφασιν του χημικού γελών. Αλλ' ο Μεγγλίδης δεν εφάνη ταραχθείς ποσώς.
—Αμ’ τα ξέρω εγώ αυτά!... είπε. Κάθεσαι κι ακούς τι λένε οι χημικοί... Δεν τον αφίνεις τον κούκο!... Ξέρω εγώ γιατί τα κάνουν!... Έτσι λένε πάντα πως δεν είναι τίποτα σαν τους πηγαίνη κανένας μέταλλα, για ναν τ’ αφίνη ο κόσμος, και να πηγαίνουν αυτοί έπειτα ναν τα δηλώνουν και ναν τα παίρνουν μαζί με τους ξένους!... Μασκαράδες!... Αν θέλης δος τα και σε κανέναν άλλον να ιδής τι σου λέει κι αυτός... Και κύτταξε προπάντων να βρης καμμιά εταιρία ναν της το δώσουμε… Αυτό είναι το σπουδαίον!... Εκείνη ας βρει τι έχει!... Μα πεντακόσαις μας δώση, μα τετρακόσαις, μα διακόσαις επιτέλους, καλά, ας πάη στο διάολο!... Ας το σκάψη, ας το αναλύση, ας κάμη τα χίλια καλά!... Τι έχουμε να χάσουμε!...
Εννοείται ότι δεν επεχείρησα καν να δώσω τα δείγματα εις άλλον χημικόν. Εξ όσων δε μου είπεν εις απάντησιν της γνώμης του καθηγητού εννόησα ότι ο Μεγγλίδης και άλλοτε θα είχεν έλθη εις σχέσεις προς τοιούτους και θα είχεν υποστή, παρ' όσα έλεγε, κρίσεις εναντίας προς σκέψεις του, εξ ου και είχε σχηματίση την πεποίθησιν ότι τον εδολιεύοντο επίτηδες, επείσθην δε οριστικώς πλέον ότι ήτον μονομανής εις ον είχε περάση άπαξ η ιδέα ότι εκεί ήτον μεταλλείον του ιδιόκτητον, και δεν ημπορούσε πλέον να του έβγη, και έπλαττε διά της φαντασίας του ό,τι ήθελεν, αδιαφορών και μη δίδων καμμίαν σημασίαν εις τα πράγματα, αξιών δε και ελπίζων να πωλήση εις εταιρίαν ή άλλως να πλουτήση από της πέτραις του απλώς μόνον διατί εγυάλιζαν και διότι έτυχε να συλλάβη την γνώμην ότι ήσαν πολύτιμοι. Απόδειξις δε τούτου, περιττή άλλως, ήτον και ότι δεν απεθαρρύνθη διόλου, ούτε έδωκε καμμίαν προσοχήν και εφεξής εις όσα του ανεκοίνωσα, εξηκολούθησε δε ερχόμενος καθεκάστην και επαναλαμβάνων τα αυτά και προσπαθών πάντοτε να με οτρύνη εις το να ενεργήσω και ελέγχων με διά την αμέλειάν μου.
Εγώ ηγωνιζόμην κατά το σύνηθες να τον οικονομώ όπως ηδυνάμην καλύτερα και ν’ απαλλάσσωμαι αυτού μίαν ώραν γρηγορώτερα. Αλλά το πράγμα δεν ήτον και τόσον εύκολον. Και αμφίβαλλε μεν πλέον αρκετά περί της ειλικρινείας των ενεργειών μου, το απέδιδεν όμως φαίνεται μάλλον εις οκνηρίαν μου παρά εις έλλειψιν διαθέσεως προς τούτο. Καταγινόμενος δε να με εξαγάγη της νάρκης μου ταύτης ως ενόμιζεν, επολλαπλασίαζε τας εφόδους του και μου έλεγεν ότι ημείς οι νεώτεροι δεν είμεθα όπως οι παλαιοί δραστήριοι και μου έφερε παραδείγματα και με εζάλιζε παντοιοτρόπως.
Επί τέλους, εκ της συχνής επαναλήψεως, απολέσασα και το ψυχαγωγικώς ενδιαφέρον του καινοφανούς, η υπόθεσις είχεν αρχίσει να γίνεται αρκετά οχληρά και είχα αποφασίσει να τελειώσω άπαξ διά παντός, διδομένης ευκαιρίας, μαζί του.
Μίαν ημέραν, ήλθεν ως συνήθως, πρωί πρωί, καθ' ην στιγμήν ακριβώς εγώ, ενωρίτερον εγερθείς ή άλλοτε, ήμουν ενησχολημένος εις σπουδαίαν τινά και κατεπείγουσαν εργασίαν. Ενεθρονίσθη δε εις την πολυθρόναν ως εικός, και ήρχισε να φλυαρή, καπνίζων σιγάρον, όπερ έλαβεν από της τραπέζης.
Αλλ’ εγώ, βιαζόμενος και νευρικός, τον διέκοψα αμέσως, μετ' αποτομότητος δι' ην ηπόρησα και μετενόησα κατόπιν και ο ίδιος, λέγων αυτώ ότι τόρα έχω εργασίαν, και έπρεπε να εννοήση τόσον καιρόν ότι δεν γίνεται τίποτε, και αυτά είναι ανησίαις, και να κυττάξη τη δουλειά του να βρει καμμιά θέσι, για να μην ψοφούν απ’ την πείνα κι αυτός και τα παιδιά του, και να μη με σκοτίζη, και τα τοιαύτα.
Ο Μεγγλίδης απέμεινε επί τινα λεπτά ολοτελώς άναυδος, καταπίνων διά των ώτων τα λεγόμενα, ως μη εννοών, και παρατηρών με ατενώς. Η πτυχή της παρειάς του εξηλείφθη ως διά μαγείας και το ιλλώπισμα του οφθαλμού του έπαυσεν. Εφαίνετο ως βους ον ευρισκόμενον τέως επί μακρόν εις βύθος είχε διασείση τις βιαίως από των κεράτων ίνα εξυπνήση, ή ούτινος, κτυπηθέντος αιφνηδίως κατακέφαλα, διεκόπη ούτως απροσδοκήτως και σκληρώς επίμονον όναρ. Έπειτα, διά κινήσεως απαρραλάκτου ακριβώς ως να εξηγείρετο από ληθάργου, ανετινάχθη διαμιάς, εν στιγμή, από της πολυθρόνας, παραδόξως κάτωχρος, ευρέθη επί των ποδών του όρθιος, και απολέσας πάσαν την συνήθη ευθυμίαν του.
— Κύριε Δημητράκη, είπεν, ασθμαίνων και ασυναρτήτως, κύριε Δημητράκη... με προσβάλλετε... εγώ ενόμιζα... ότι ενδιαφέρεσθε… δεν επίστευα ποτέ... σας είπα ό,τι σας είπα καλή τη πίστει... ενόμιζα ότι ημπορούσαμε να κάμουμε τη δουλειά μαζί... εκεί που θα ωφελείτο ένας άλλος διατί να μην ωφεληθήτε σεις... διότι, βλέπετε, συνδέομαι με την οικογένειάν σας... πατρογονικώς... αλλά βλέπω... άλλα επίστευα... λυπούμαι πολύ... δεν το επερίμενα ποτέ από σας, κύριε Δημητράκη!... Χαίρετε!
Και ανεχώρησεν εξηρεθισμένος.
***
Έκτοτε δεν τον επανείδα. Ούτε εις το γραφείον μου εξαναπάτησεν, ούτε εις τον δρόμον τον συνήντησα ποτέ, ούτε πουθενά. Προ τίνων όμως μηνών έτυχε να εύρω τον Παναγιώτην, και δεν ηξεύρω πώς ενθυμηθείς αυτόν, τον ηρώτησα τι γίνεται ο Μεγγλίδης, έμαθα δε παρ' αυτού ότι είχε διορισθή εκ νέου εις θέσιν τινά. Τις οίδεν εις ποίαν επαρχιακήν ταβέρναν θα κυλίεται πάλιν την στιγμήν ταύτην ο αστείος! Τις οίδε προς ποίον θα εκμυστηρεύεται πάλιν, εν τόνω υψίστης εμπιστοσύνης, το προσφιλές του όνειρον πλούτου, και θα του περιγράφη το φανταστικόν μεταλλείον του,—τρεις λόφοι είναι αυτοί, βάθος αμέτρητον, έκτασις μεγίστη, το βρέχει η θάλασσα!... — , και θα προσπαθή να τον πείση να γίνη συμμέτοχος! Και τις οίδε διά ποσοστήν φοράν θα τω επαναλαμβάνη, με το σεσηρός του μειδίαμα το πτυχούν την παρειάν αυτού και το αδιάκοπον ιλλώπισμα του οφθαλμού, κύπτων προς αυτόν, την περιώνυμον φράσιν του, την χρησιμεύουσαν ως το κατ' εξοχήν επιχείρημα προς υποστήριξιν των λόγων του, ήτις τόσον με διεσκέδασεν ότε κατά πρώτον την ήκουσα και τόσον μου ετάραττε τα νεύρα εις το τέλος:
— Πέτραις του Θεού θα δώσουμε, βουνά του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίναις θα πάρουμε!...
Ο κ. Μιλτιάδης Φωτιάδης, εκδότης του εν Αθήναις δημοσιευομένου «Εικονογραφημένου Ημερολογίου», απηύθυνε κατά τον παρελθόντα Σεπτέμβριον προς τον κ. Μιχαήλ Μητσάκην επιστολήν, δι’ ης εζήτει την εις το Ημερολόγιον τούτο συνεργασίαν του. Εις την αίτησιν ταύτην ο κ. Μιχαήλ Μητσάκης απήντησε δια της επομένης επιστολής, την οποίαν ως σχετιζομένην προς το παρ' ημίν φλέγον γλωσσικόν ζήτημα, δυναμένην δε ίσως να είναι χρήσιμος, ανατυπόνομεν και ιδιαιτέρως ενταύθα.
Αθήναι 4 Οκτωβρίου 1892.
Αξιότιμε κύριε.
Μου εκάματε την τιμήν να με παρακαλέσετε να σας γράψω κάτι τι δια το «Εικονογραφημένον Ημερολόγιον» που εκδίδετε ευδοκίμως από τριετίας. Και δια μεν την τιμήν σας ευχαριστώ, εις την εκπλήρωσιν όμως της παρακλήσεώς σας επί πολύ εσκέφθην αν έπρεπε να συγκατανεύσω. Διότι, επανειλημμέναι δοκιμασίαι και συμβάντα διάφορα και ποικίλα, προπολλού μ’ έπεισαν καθ’ όλα, ότι σκληρά Μοίρα, παραστάσα κατά την γέννησίν μου, ως μίαν εκ των κυριωτέρων ελλείψεων της ζωής μου, φαίνεται ότι μου εχάρισε και το να μην ημπορώ ή πολύ σπανίως να ευρεθώ εις ψυχικήν αρμονίαν προς τους εντίμους και νοήμονας κυρίους, οίτινες εκδίδουν συνήθως τα εν τη πατρίδι μας παντοία δημοσιεύματα, είτε εφημερίδες, είτε περιοδικά, είτε και ημερολόγια είναι ταύτα. Τας δοκιμασίας και τα συμβάντ’ αυτά ίσως αποφασίσω ποτέ εν εκτάσει να διηγηθώ, και το πόνημα, το οποίον θα ηδύνατο κάλλιστα να επικληθή «Οι Εκδόται εν Ελλάδι», θα ημπορούσα να διαβεβαιώσω από τόρα, άνευ εγωισμού, ότι θα είναι εξαιρέτως και διδακτικόν και διασκεδαστικόν. Αλλ’ εν τω μεταξύ, μετά την τελευταίαν ιδίως περιπέτειαν η οποία μου συνέβη, του να στείλω τουτέστι προς συνάδελφόν σας τινά, εκδότην γνωστού ημερολογίου, όστις επί μακρούς μήνας μ’ εβασάνιζε φρικωδώς να του δώσω κάτι τι διά το βιβλίον του, μίαν εκ των «Αθηναϊκών Σελίδων» τας οποίας συνειθίζω να δημοσιεύω κάπου-κάπου, και όστις έκρινε καλόν να μου επιστρέψη το χειρόγραφον μετ’ επιστολής, εν η μ’ επληροφόρει ότι «το έργον είναι αληθώς εξαίρετον και σπάνιον εις το είδος του, αλλ’ ότι αυτός θα επροτίμα αντ’ αυτού κανέν διηγηματάκι άλλης υφής, διότι ατυχώς οι πολλοί των αναγνωστών του Ημερολογίου δεν εννοούν τα πρωτότυπα και ιδιόρρυθμα έργα», απεφάσισα εις το εξής, όσον ημπορώ, να κωφεύω εις τοιούτου είδους παρακλήσεις. Δυστυχώς όμως, αι αποφάσεις τας οποίας ολιγώτερον τηρεί κανείς συνήθως, είναι ιδίως, καθώς φαίνεται, αι οριστικαί. Και δυνάμει του νόμου τούτου, αναγκάζομαι και εγώ να παραβώ προς χάριν σας την απόφασίν μου, και να σας αποστείλω το εσώκλειστον χειρόγραφον. Οφείλω όμως τουτοχρόνως να σας διακοινώσω εξ αρχής, δια να γνωρίζετε, ότι μετά τα γεγονότα τα οποία σας ανέφερα, συνέλαβα και άλλην τινά απόφασιν, —οριστικώς οριστικήν πλέον αυτήν και αμεταθέτως αμετάθετον, μη επιδεχομένην δε εξαίρεσιν καμμίαν,— και αύτη είναι, μετά παρακλήσεις εκδοτών προς συνεργασίαν εις τα δημοσιεύματα αυτών, τουλάχιστον επιστροφάς χειρογράφων να μην εννοώ δυνάμει ποίας λογικής πρέπει να δέχωμαι και να μην επιβάλλω και διά ραβδισμών έτι εις αυτούς την δημοσίευσιν.
Αλλ’ εκτός τούτου, μετά τα ανωτέρω, είναι αναγκαίον να προσθέσω ώδε κι εξηγητικάς τινάς σημειώσεις περί του χειρογράφου το οποίον σας εσωκλείω, αν όχι άλλο, διά να προλάβω καν τον πιθανόν και τούτου χαρακτηρισμόν ως «έργου πρωτοτύπου και ιδιορρύθμου», κι επομένως εντελώς ακαταλλήλου να ιδή το φως εν ταις σημεριναίς Αθήναις. Το διήγημα λοιπόν ή η εικών ή το πεζόν ποίημα ή η φανταιζί ή η αθηναϊκή σελίς, είτε όπως θέλετε ονομάσατέ το, που σας στέλλω υπό την υπογραφήν «Το Παράπονο του Μαρμάρου», δεν εγράφη κυρίως το πρώτον ήδη. Εγράφη, αν δεν μ’ απατά η μνήμη, κατά Μάρτιον, κι εδημοσιεύθη τον Ιούλιον του 1890 κατά πρώτον, υπό τον τίτλον «Η Θλίψις του Μαρμάρου», εις περιοδικόν τι, λεγόμενον «Αττικόν Μουσείον», εις ο μου είχεν έλθη τότε η ιδέα να συνεργασθώ επί στιγμήν μετά θερμότητος, ως ενθυμείσθε ίσως, εν τη ελπίδι πως μπορούσε βαθμηδόν, κακά-ψυχρά, από εικονογραφημένου σαχλοφύλλου, όπως είχε αρχίση να εκδίδεται, να μορφωθή εις φιλολογικήν καψοεπιθεώρησιν,—απλότης διά την οποίαν επληρώθην αρκετά διά βδελυράς αχαριστίας και κτηνωδών ύβρεων εκ μέρους του οικτρού εκδότου, ενός εκ των αξιωτέρων όπως καταλάβουν επιφανή θέσιν εις το πάνθεον των Ελλήνων εκδοτών. Εγράφη δε καθ’ όλα εις την κρατούσαν έως τόρα παρ’ ημίν γραπτήν γλώσσαν, ην ο κόσμος εσυνείθισε να λέγη κακοζήλως καθαρεύουσαν διότι εις αυτήν μου ήρχοντο τότε αυτομάτως τα νοήματα που ηθέλησα να εκφράσω, και εις αυτήν ενόμισα ορμεμφύτως ότι έπρεπε να το γράψω. Φαίνεται δε να ήρεσε εις όσους το εδιάβασαν, κι επαίνους αρκετούς ήκουσ’ από τους ολίγους που προσέχουν κι εις αυτά τα πράγματα δι’ αυτό, κι ιδίως διά την γλώσσαν του, ην εύρισκαν μεγάλως ζωηράν, θερμήν και έντονον, εξ ολοκλήρου δε αρμόζουσαν και μόνην αυτήν αρμόζουσαν εις το θέμα, και επιτυχούσαν επομένως εντελώς την τόσον ποθητήν εις φιλολογικόν έργον συνταύτισιν ιδέας και μορφής. Αι κρίσεις αύται, αν και κολακεύουσαι την φιλαυτίαν την συγγραφικήν μου, ήρχισαν όμως περιέργως κατ’ ολίγον και να μ’ ενοχλούν κομμάτι, μ’ έκαμαν δε να συλλογίζωμαι ανίσως η πτωχή μου «Θλίψις του Μαρμάρου» θ’ απετύγχανε και τόσον, πράγματι, εάν μου ήρχετο η όρεξις, αντί της γλώσσης εις ην αρχικώς την έγραψα, να την έγραφα έξαφνα εις κανέν άλλο εκ των υπαρχόντων ιδιωμάτων, και εις αυτό ακόμη λ. χ. το μάλλον φαινόμενον εν αντιθέσει προς το θέμα, το δημοτικόν. Η σκέψις δε αύτη, εφ’ όσον επροχώρει ο καιρός, μ’ απασχολούσε και πλειότερον, ωσότου κατελήφθην από την επιθυμίαν να ιδώ και πειραματικώς στο τέλος, αν θα ήτον τόσο δύσκολον να γραφή και εις δημοτικήν γλώσσαν, αν θα μπορούσα να το έκαμνα τυχόν δίχως ν’ αποτύχω, αν εν τοιαύτη περιπτώσει θενά ήτον ανταξία, χειροτέρα ή και καλυτέρα της εις καθαρεύουσαν, κι εν γένει ποίαν όψιν θα ελάμβανε, μεταλλάσσουσα μορφήν. Βαθμηδόν δε, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, έφθασα και εις το να καθήσω αληθώς μίαν ημέραν και την γράψω και εις δημοτικήν, χάριν του εαυτού μου μάλλον, και ούτως από της αρχαιοπρεπούς εκείνης «Θλίψεως του Μαρμάρου» παρήχθη απροσδοκήτως το λαϊκόν αυτό «Παράπονο του Μαρμάρου». Και ως προς μεν τον τρόπον της συνθέσεως και το ύφος εν γένει, ούτ’ εζήτησα, ούτε έπρεπε βέβαια, ούτε θα ημπορούσα ίσως, επιχειρών την οιονεί μετάφρασιν αυτήν, ν’ απομακρυνθώ του πρώτου εκείνου υποδείγματος, διότι ταύτα θεωρώ ιδιαιτέρως και αποκλειστικώς σχεδόν ανήκοντα εις τον συγγραφέα, όταν ούτος είναι συγγραφεύς αληθινός, και αποτελούντα αυτήν την ψυχήν των έργων του. Επροσπάθησα όμως κατ’ αυτήν να αποφύγω πάσαν είτε λέξιν είτε τύπον, όστις μου εφαίνετο απομακρυνόμενος του δημοτικού χαρακτήρος, τον οποίον ήθελα να προσδώσω εις το έργον και μη εν χρήσει γενικώς, αν όχι παρά τω λαώ των αγρών, τουλάχιστον όμως και παρά τω λαώ έτι αυτώ των πόλεων· όπου όμως αφ’ ετέρου ο λαός δεν μου παρείχε διόλου τον κατάλληλον τύπον ή την λέξιν, ή εκείνα τα οποία μου παρείχε μου εφαίνοντο δυνάμενα να αλλοιώσουν τον καθόλου τόνον και σκοπόν του έργου, ηναγκάσθην να μεταχειρισθώ ανάλογα με τα του πρώτου υποδείγματος· αλλά τούτο εις δύο ή τρία μόνον μέρη συνέβη· μολονότι δε θα ηδύνατο σχεδόν να περάση απαρατήρητον, αν ημπορούσα και εις αυτά θα το απέφευγα, διότι η κυρία πρόθεσίς μου την φοράν αυτήν ήτο να το κάμω όσον το δυνατόν δημοτικώτερον. Τόρα, αν το μικρόν αυτό πείραμα επέτυχε ή απέτυχε, εις άλλους βεβαίως απόκειται να κρίνουν· αλλ’ εννοείται πως η κρίσις των, τότε μόνον θενά έχη πραγματικήν τινά σημασίαν, όταν είναι εξ εκείνων οι οποίοι επίσης καλά γνωρίζουν και την τόρα επικρατούσαν παρ’ ημίν ως γραπτήν γλώσσαν και την δημοτικήν, δεν κατέχονται υπό προκαταλήψεων ή κατά συνθήκην συμπαθειών και αντιπαθειών, είτε διά την μίαν είτε διά την άλλην, έχουν δε κάποιαν συγχρόνως είδησιν και είναι εις θέσιν ν’ αντιληφθούν τους αγράφους και μυστικούς νόμους της αρμονίας και του ρυθμού, οίτινες διέπουν την ποιητικήν πεζογραφίαν, εις ην ανήκει η φιλολογική αύτη σελίς, και οίτινες είναι πολύ ελευθεριώτεροι και αοριστότεροι και ευρύτεροι και ποικιλώτεροι, αλλά διά τούτο ακριβώς και πολύ μάλλον ίσως δυσκολώτεροι και εις αντίληψιν και εις πλήρωσιν, παρά αυτοί οι της κυρίως λεγομένης ποιήσεως.
Πιθανόν όμως τις να παραξενευθή, πώς, αφού είπα ολίγο παραπάνω, ότι χάριν του εαυτού μου μάλλον επεχείρησα την μικράν αυτήν μετάφρασιν, αποφασίζω σήμερον να δώσω αυτήν εις τύπον, και να ερωτήση ποία τάχα ημπορεί να είναι η ωφέλεια εκ τούτου· εις τον οποίον απαντώ, ότι κάμνω τούτο, διότι ενόμισα, ότι το πράγμα θα ημπορούσε, αν όχι να παραγάγη μεγάλην τινά ωφέλειαν, τουλάχιστον όμως να δώση αφορμήν εις μερικάς σκέψεις, εξ ων τολμώ ν’ αναφέρω όσας μου φαίνονται μάλλον πρόχειροι: α') ότι αν η αρχαία αυτή εικών, αφού γραφείσα αρχικώς εις την κοινώς γραφομένην παρ’ ημίν γλώσσαν εκρίθη ως επιτυχούσα και καθόλου και ιδίως υπό την έποψιν της αρμοζούσης εις αυτήν γλώσσης, μεταλλάσσουσα τόρα εντελώς «ένδυμα», όπως συνειθίζουν να λέγουν, και μορφήν, δεν θεωρηθή πολύ υπολειπομένη της πρώτης αυτής εμφανίσεως, νομίζω, πως οι μη κατεχόμενοι υπό ιδιαιτέρου τινός έρωτος, προς εν εκ των δύο ημετέρων γλωσσικών ιδιωμάτων και οι φρονούντες πως αμφότερα ενέχουν ίδια στοιχεία και δυνάμεως και χάριτος και γλυκύτητος και ευκαμψίας, ων μόνον η από μέρους δεξιών συγγραφέων εκμετάλλευσις καθυστέρησεν ολίγον έως τόρα, θα ηδύναντο ίσως να ευρούν εν έτι όχι ευκαταφρόνητον επιχείρημα· β') ότι αν τυχόν ανάλογοι τινές δοκιμαί και άλλαι συνέβαινε βαθμηδόν να γίνουν, παρουσιάζοντο δε συγγραφείς παρέχοντες απτά δείγματα, ότι επίσης ευπρεπώς θα ηδύναντο να χειρισθούν, και μάλιστα εις δημιουργικά έργα, και τα δύο υπάρχοντα ιδιώματα, η γνώμη των ανδρών τούτων περί του ποία πρέπει να είναι η φιλολογική γλώσσα, ήτις δέον να επικρατήση εν Ελλάδι, θα ήτο πιθανώς ή μάλλον σεβαστή και αξία να ακουσθή, διότι ούτοι δεν θα έτρεχαν βέβαια τον κίνδυνον να χαρακτηρισθούν ως εξ αδυναμίας και αγνοίας του ενός εξ αυτών προτιμώντες το άλλο ή επί οιουδήποτε τινός παρομοίου λόγου ή συμφέροντος βασίζοντες την προτίμησίν των, αλλ’ εξ ειλικρινούς και λελογισμένης μελέτης και πείρας του πράγματος οδηγούμενοι, μόνοι αυτοί αληθώς κατάλληλοι να λαλούν και να κρίνουν περί αυτού· γ') ότι τα πολλά ή ολίγα, μικρά ή μεγάλα εκείνα έργα, άτινα θα ηδύναντο αζημίως να υποστούν την τοιαύτην μεταλλαγήν της εξωτερικής αυτών μορφής και του φορέματος την αλλοίωσιν, όχι αδίκως ίσως θα έπρεπε να κριθούν και ως έχοντα εσωτερικήν αξίαν και υπόστασιν, αν όχι άλλο, τουλάχιστον όμως υπερτέραν των αχρόων και αψύχων θεματογραφημάτων, των οποίων και η πρόχειρος αίφνης από της καθαρευούσης εις την δημοτικήν, ή και το εναντίον, μεταφορά, θα συνετέλει απλώς και μόνον εις το να καταστή διά μιας και εις τυφλόν ορατή η αφυσικότης, η αλογία ή η πεζότης των· δ’) ότι τοιαύτη μέθοδος αναλόγου αντιπαραθέσεως κατ’ ευθείαν και εκ του συστάδην διά να ειπώ έτσι των δύο ιδιωμάτων, θα ήτον ίσως η καλλιτέρα προς ακριβή εκτίμησιν της αξίας καθενός, παρέχουσα αντί κενών και αρνητικής σημασίας συζητήσεων και θεωριών αισθητήν πλέον και θετικήν και πειραματικήν και αναμφισβήτητον την σύγκρισιν και την εξέτασιν· ε') ότι εκ της τοιαύτης συγκρίσεως και παραθέσεως, τόσον τελείως θα εφανερώνοντο και τα καλά εκάστης και τα τρωτά, ώστε, αν απεκαλύπτετο λ.χ., ότι εκείνη καθυστερεί εις τούτο, ενώ η άλλη εις άλλο, ή αυτή πλεονεκτεί σ’ αυτό και αυτή σ’ εκείνο, θα διευκολύνετο πιθανόν μεγάλως το έργον των ολίγων, όσοι εκτιμώντες αμφοτέρων κατ’ αξίαν και τας αρετάς και τας ελλείψεις, κρίνουν ότι άλλος παρά ο της στενής αγάπης και της προσηλώσεως εις την αμιγή χρήσιν ταύτης ή εκείνης αποκλειστικώς είναι ο δρόμος, ον και ακολουθεί και πρέπει ν’ ακολουθήσ’ η γλώσσα μας, διά να χρησιμεύση εις όλας τας ανάγκας που αισθανόμεθα σήμερον και ισχυροτέρας θα αισθανθούμεν βεβαίως αύριον, κλπ. κλπ. Εν τοιαύτη δε περιπτώσει, και τόσον ταπεινόν, ως η διφυής αύτη σελίς βοήθημα, δεν θα ήτον προφανώς όλως ανάξιον να ληφθή υπ’ όψιν εις τας διεξαγομένας ζωηρότερον από τίνος φιλολογικάς περί γλώσσης συζητήσεις.
Εις τας συζητήσεις αυτάς, σχεδόν κανέν μέρος δεν έλαβα έως τόρα, μολονότι θα είχα ίσως κι εγώ να ειπώ την λέξιν μου· αφίνω όμως να φροντίζουν μετά πάθους περί αυτών, να λαμβάνουν μέρος και να πρωτοστατούν ενίοτε μάλιστα εις την διεξαγωγήν των κυρίως όλοι οι στείροι, οι ανίκανοι, οι σχολαστικοί, οι φλύαροι και οι μωροί, οι επί οιωδήποτε τίτλω ανακατευόμενοι εις τα της αρτιγενούς φιλολογίας μας· διότι έχω την απλοϊκότητα να νομίζω, ότι οι έχοντες αληθώς ιδέας περί των τοιούτων ζητημάτων, προσπαθούν να εφαρμόζουν και να υποδεικνύουν αυτάς εις έργα, αντί να χάνωνται εις απεράντους και εις τίποτε μη δυναμένας να καταλήξουν συζητήσεις και εις θεωρίας πολυλόγους και αγόνους. Και δεν θα έκαμνα παρά να επαναλάβω κοινόν τόπον, αν έλεγα, ότι εις αυτά τα πράγματα, αι συζητήσεις και αι θεωρίαι δευτερεύουσαν όλως έχουν σημασίαν, όταν λείπουν τα προς υποστήριξιν αυτών έργα, και ότι η αλήθεια και η δύναμις και η ζωτικότης εκείνων, μετράται με την αλήθειαν, με την δύναμιν και με την ζωτικότητα των απ’ αυτάς παραγομένων τοιούτων. Διότι είναι αλήθεια γέρικη ως ο κόσμος: αυτές περνούν και αυτά μένουν. Διά τούτο ιδιαιτέρως συμπαθώ συνήθως προς εκείνους, οι οποίοι, αντί να με σκοτίζουν δι’ αεννάων λόγων και θεωριών, με αφίνουν να μαντεύω μοναχός μου τις ιδέες των και να βγάζω τις θεωρίες των από εκείνα οπού κάμνουν. Η μόνη ίσως αξία λόγου τινός φορά, καθ’ ην έγραψα κι εγώ δυο τρεις συλλαβάς περί του φοβερού ζητήματος, ήτον προ διετίας, ακριβώς κατά την εποχήν της δημοσιεύσεως της «Θλίψεως του Μαρμάρου», εις ένα περί του ποιητού Μαρκορά άρθρον μου, εις ο ενόμισα καλόν, απέναντι των ατελευτήτων και οχληροτάτων υπέρ της επικρατήσεως του ενός ή του άλλου ιδιώματος ερίδων, να καταδείξω την κενότητα αυτών, να διαμαρτυρηθώ επ’ ονόματι της δημιουργικής φιλολογίας εναντίον των γραμματικών μορμολυκείων, και να διεκδικήσω εν τη βασιλευούση γλωσσική συγχύσει, την οποίαν άλλοι ευρίσκουν αποτρόπαιον και φρικώδη και ανήκουστον και κινδυνώδη και δεν ξεύρω τι άλλο και στενοχωρούνται και πάσχουν και κόπτονται και αφρίζουν κατ’ αυτής, ενώ εγώ την ευρίσκω ηδονικωτάτην και διασκεδαστικωτάτην και μυρίων καλών προάγγελον, να διεκδικήσω λέγω εν τη βασιλευούση γλωσσική συγχύσει υπέρ των ποιητών και συγγραφέων της συγχρόνου εποχής το δικαίωμα της εν ελευθερία εκλογής της μορφής διά της οποίας νομίζουν, ότι πρέπει να περιβάλουν τας ιδέας των μεταξύ και εξ όλων των γλωσσικών στοιχείων, τα οποία υπάρχουν σήμερον εν χρήσει, και τα οποία όλα είναι νόμιμα, και έχουν κάποιον λόγον να υπάρχουν, διότι, απλούστατα, αλλέως δεν θα υπήρχαν. Αλλά ευνόητον είναι ότι, ακριβώς επειδή, όπως φρονώ εν πεποιθήσει, και όπως θ’ αποδείξη αναμφισβήτητα το μέλλον, η γνώμη αύτη, —μολονότι λίαν συνεπτυγμένως και σκαιώς ίσως εκφρασθείσα, και επί της πρωτοτυπίας της οποίας αν θέλετε δεν έχω και καμμιάν αξίωσιν, διότι αυτή κυρίως επρυτάνευσε κατά την μόρφωσιν των φιλολογικών γλωσσών όλου του κόσμου,— είναι ορθοτέρα και λογικωτέρα πάσης άλλης, κανείς δεν ευρήκεν άξιον του κόπου να προσέξη ολίγον κι εις αυτήν, εκτός μόνον του εν Κερκύρα λογίου κ. Γεωργίου Καλοσγούρου, όστις εκδόσας πέρυσι φυλλάδιόν τι, εν ω εξετάζει ευρέως το γλωσσικόν ζήτημα, εν ω συνοψίζει σαφώς, μεθοδικώς και τελείως τα πλείστα σχεδόν εξ όσων ενστίκτως και πολύ πιθανόν ατελώς αισθάνεται η νέα φιλολογική μας γενεά, και το οποίον είναι μετά των σπουδαιοτάτων έργων του κ. Ιακώβου Πολυλά, και των αξίων πολλής της προσοχής (τελευταίων δηλαδή, κι εννοώ ως προς τα συμπεράσματα αυτών ιδίως, τα οποία και κυρίως μ’ ενδιαφέρουν) γλωσσικών διατριβών του κ. Γ. Χατζιδάκι η μόνη όασις εν τω μέσω της απελπιστικής συζητητικής επ’ αυτού Σαχάρας, εσταμάτησε προς στιγμήν και προ αυτής, αλλά δια να την παρεξηγήση, χαρακτηρίσας ταύτην ως εμφαίνουσαν «αφροντισίαν προς τον γλωσσικόν τύπον, αρκεί οπωσδήποτε να αρέσκη, ως αν περιεχόμενον και μορφή ήσαν απολύτως κεχωρισμένα». Και προς μεν τον κ. Γεώργιον Καλοσγούρον εγκαίρως επροσπάθησα να εξηγήσω, εφ’ όσον ήτο τούτο δυνατόν εν προχείρω και συντόμω ιδιωτική αλληλογραφία, ότι όχι αφροντισία, αλλ’ απεναντίας βαθύ μάλλον ενδιαφέρον και πόθος υπέρ της ταχείας γεννήσεως του καταλλήλου γλωσσικού τύπου, θερμός δε έρως προς παραγωγήν νεοελληνικών έργων, εν οις αρμονικώς και τελείως να επιτυγχάνεται η περιπόθητος συνταύτισις περιεχομένου και μορφής είχαν υπαγορεύση τας γραμμάς εκείνας, ως και εκ προσεκτικωτέρας αναγνώσεως των θα ημπορούσεν ευκόλως ν’ εννοηθή1· αλλ’ αφού έτυχε και τόρα περίστασις, δεν νομίζω περιττόν να δηλώσω, ότι ως προς την εv γένει θέσιν του ζητήματος δεν απεμακρύνθην ούτε κατά κεραίαν της προ διετίας γνώμης μου, θεωρώ δε ότι εις την επιβράδυνσιν της λύσεως αυτού, εις την επίτασιν της κρατούσης συγχύσεως και εις την κορύφωσιν της γενικής παρεννοήσεώς του, η οποία κυριαρχεί υπέρ παν άλλο συντελούν αι μονομερείς περί αυτού αντιλήψεις και ιδέαι, ενώ το ασφαλές και ευκταίον γλωσσικόν μέλλον έγκειται μόνον εις την όσον το δυνατόν ευρυτέραν κι ελευθεριωτέραν συγχώνευσιν των δύο κυρίως διαμαχομένων ιδιωμάτων και όλων ανεξαιρέτως των άλλων γλωσσικών στοιχείων, οθενδήποτε και αν προέρχωνται, τα οποία ημπορούν να χρησιμεύσουν εις την βαθμιαίαν παραγωγήν, ούτε δημοτικής, ούτε καθαρευούσης, αλλά Νεοελληνικής Γλώσσης, πολυμορφωτάτης μεν και πολυσυνθετωτάτης πιθανώς, αλλά διά τούτο και περισσότερον καταλλήλου να υπηρετήση πάσαν χρείαν και πάσαν επιθυμίαν της οσημέραι προβαινούσης και ανδρουμένης συνειδήσεως του έθνους2.
Δεχθήτε, κύριε, κτλ.
Μ. Μ.
Το χειρόγραφον περί ου γίνεται λόγος εν τη ανωτέρω επιστολή έχει ως εξής:
Το παράπονο του μαρμάρου
Με τα πόδια σπασμέν΄ από το γόνατο, με τα χέρια κομμέν΄ από τον άγκωνα, κοίτεται μέσα στο μουσείον το παλληκάρι το αρχαίο. Μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέρνοντας ζερβά λίγο το κεφάλι, είναι ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του, και φαίνεται ωσάν να κυττάζη το ίδιο του το κορμί. Ακέρηο απ΄ άκρη σ΄ άκρη, το σώμα του τεντώνεται, σαν κατάλευκ΄ ονειροφάντασμα ωραιότητος και γεροσύνης. Της γλυκειάς ωσάν κοριτσιού, της παλληκαρίσιας σαν ήρωα μορφής του το αλαφρό σήκωμα, βαστούνε του εξαίσιου λαιμού του οι χαριτωμένες γραμμές. Από το σβέρκο του που σκύβει λιγάκι, φεύγουνε πίσωθε, ανοιχτές, οι δυνατές πλάτες του· μα από μπροστά, τα στήθια του ορθώνονται εύρωστα, σφιχτά, με φουσκωμένα, ξαναμμένα τα βυζά, σα ναν τ΄ ανασηκώνη ο πλούσιος χυμός, που αναβράζει από μέσα τους. Η ράχη του μακρυά, ίσια, κατεβαίνει, χωρισμένη με αυλάκι βαθύ, και τυλίγει, λες και το βλέπεις, αποκάτου από το δέρμα, το κανονικώτατο φκιάσιμο των κοκκάλων και το αξεχώριστο δέσιμό τους. Απαλή, με τα πλευρά πλεγμέν΄ αρμονικά, τώνα με τ΄ άλλο, λυγίζεται η μέση του η λεπτή, που σε πάει μαλακά-μαλακά, από το ανδρικό τέντωμα των στηθών του, εις της τρεμάμενης, της ανθισμένης σάρκας των πισινών του την αφροδίσια εμμορφιά, στα ρυθμικά μάγια των λαγαρών του. Λαμποκοπάει, γυαλιστερή σαν καθρέφτης, όλη, με ανεπαίσθητες ζάρες εδώ κι εκεί, η κοιλιά του, η πλατειά και η σύμμετρη αντάμα, και καταμεσής της χαμογελάει γλυκύτατα ο αφαλός του, που μόλις φαίνεται, και αποκάτου της, ξέσκεπο, ελεύθερο, περίλαμπρο, ολόφωτο, το θείο βασίλειο της νειότης του υψώνεται. Ακμαία, γενναία, τορνευμένα, στρογγυλώνονται τα μεριά, και τραβούν κατά κάτου, ομαλά, ευθύγραμμα, για να βρουν τα κορδωμένα ντικλίνια.3 Δώθε και κείθε δίπλα εις το κορμί, ξεφυτρώνουν από τους ώμους τα νευροδύναμα μπράτσα του, κι απάνω τους, χωρισμένοι, καθαρά-καθαρά, καθ΄ ένας από τον άλλον, μα κι ενωμένοι αξεκόλλητα εντούτοις, ήσυχοι, αξέννοιαστοι, ωσάν ν΄ αναπαύωνται με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, προβάλλουνε οι μυώνες, καμαρωτοί και περήφανοι. Αλλά κει που με τον αγκώνα η πήχη θα εκαρφωνότανε στερεά στο μπράτσο, κει που η πανώρηα κάμαρα της άντζας θα εκολλούσε σφιχτά με την ισάδα την τολμηρή του μεριού, σα μια πληγή ανώμαλη και βαθειά, με απότομα τα ξεπεταχτά της τα χείλια, μονάχη δείχνει, πού θα ήντουσαν τα στιβαρά χέρια, τα επιδέξια να ρίχνουνε το λιθάρι ή να κατεβάζουν τη γροθιά, πού θα ήντουσαν τα πόδια τα φτερωμένα, τα πόδια τα άφθαστα εις το τρέξιμο και τα ασύγκριτα εις το πήδημα. Σαν ναν την έχη δομένη παλάμη άγνωστη, οπού να προμελέτησε το χτύπημα, που να επροσχεδίασε το άδικο, τ΄ άρπαξε, χέρια και πόδια, καθώς κατέβηκε, η βαθειά πληγή, και λείπουνε παρμένα. Όλο το άλλο του το σώμα, απείραχτο κι ανέγγιχτο και έμψυχο, παρουσιάζετ΄ εμπρός σου, μονομιάς, σα ναν του χάρισαν, λες δεν επέρασε ακόμη στιγμή, το δώρο της ύπαρξης, σα να εφύσηξαν μέσα του, λες και δεν είναι στιγμή ακόμη, την πνοή της ζωής. Από τα σκέλια έως εις τα μαλλιά, από την κορφή έως τα ντικλίνια, τίποτα δε θολώνει το φάνταγμα του θαυμαστού του κορμιού, τίποτα δεν ατιμάζει τη μαγική του την όψι, τίποτα δεν ντροπιάζει την όψι του τη λαμπρή. Ούτε το μικρότερο τρίψιμο, ούτε το απλούστερο ράγισμα, ούτε το ελάχιστο χάλασμα, δε ζημιώνει καθόλου του παλληκαριού τη θωριά που σε θαμπώνει. Αλλά των μπράτσων του η πληγή, μα η πληγή των μεριών του, προβάλλει και χάσκει, άσπλαχνη, φρικτή, και κόβει με κακία στη μέση το κατάλευκ΄ ονειροφάντασμα, και ξυπνάει το μάτι άξαφνα απ΄ το μεθύσι του το γλυκό. Θάλεγες πως μοίρα κρυφή, θάλεγες πως εκδίκησι μυστική, που ή εφθόνησε η ίδια το τέλειο, το μοναδικό το κορμί, ή θέλησε να δουλέψη το άγριο μίσος εχθρού ζηλιάρη, επίτηδες άπλωσ΄ απάνω του το βαρύ χέρι της, το χέρι της το αλύπητο, κι επίτηδες τ΄ άφηκε ανέγγιχτο τ΄ άλλο, κι επίτηδες τούκοψε μονάχα τα άκρα του, για ναν του πάρη τη δύναμι να κινιέται, για να το κάμη ν΄ απομείνη να σέρνεται, το φτωχό, πεντάμορφο μα κολοβωμένο, για ναν το κάμη να βλέπη, ωσάν κατάδικος, τον εαυτό του παράλυτο, για να το κάμη να παρασταίνη αντάμα και τη μεγαλείτερη εμορφιά και τη μεγαλείτερη ασχήμια. Και ο νέος κοίτεται τώρα, έτσι, εκεί πέρα, δίχως να μπορή να σηκωθή, σαν σακάτης σε κρεββάτι αρρώστιας. Την ασπράδα την άγγιχτη του κορμιού του, θλιβερά αγκαλιάζει η μαυρίλα του ξύλου, που είν΄ απλωμένος, κι αποκάτου του ένα ψηφίο φανερώνει τη σειρά που τον έχουν βαλμένον. Απ΄ των παραθυριών τα αψηλά τζάμια πέφτει χάμου, θαμπό, το φως, και σκορπίζει πένθιμη λάμψι. Γύρω τριγύρω του, συντρόφια του εις τη συφορά του, σα ναν τα σώριασε η ίδια μοίρα, κι αυτά κει-πέρα, παρόμοιας κατάρας θύματα, άθλια χαλάσματα της ζωής, οπού γυρεύουν ησυχίαν από τα πάθη, λείψανα τέτοιας τύχης οπού βρήκαν λιμάνι για να φύγουν τις μπόρες, να γλυτώσουν τα βάσανα ταραγμένης υπάρξεως με τον ίδιον τρόπο, απαράλλαχτ΄ απάνω στα ξύλινα, απάνω στα μαύρα στηρίγματά τους, σα σε κρεββάτια ξαπλώνονται, γεμίζουν όλον τον τόπο, κοψοπόδαρα, ή κουλά, ή ραγισμένα, ή μισοσπασμένα, ή κατατσακισμένα, σα σε νοσοκομείου ζωγραφιά, λες κι ακαρτερούν το χειρούργο για να ιδή τις πληγές τους, ένα σωρό κι άλλα κορμιά σαν αυτόν, ωσάν αυτόν κι άλλα κουφάρια ένα σωρό. Μέσα στην κρύα τη σάλα, τη στρωμένη με πλάκες, η σιωπή είναι απόλυτη, ανέκφραστο παράπονο βασιλεύει και μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέροντας ζερβά λίγο το κεφάλι, το παλληκάρι το ωραίο, φαίνεται σαν να βλέπη το ίδιο του το κορμί, και σαν σύννεφο λύπης, που μόλις διακρίνεται, να σκεπάζη την καλή του μορφή, την παλληκαρίσια και τη γλυκειά. Αχ, δεν εφανταζότανε ποτέ βέβαια αυτήν την τύχη, όταν, λεβέντης καμαρωμένος, εσυργιανούσε εις τις στοές και στα γυμναστήρια της παλαιάς πόλεως την ανεκδιήγητη δόξα των αψεγάδιαστων μελών του. Αχ, δεν εφανταζότανε βέβαια αυτήν την τύχη, όταν, στεφανωμένος αγωνιστής έρριχνε το λιθάρι στο Στάδιο, ή ενικούσε στο πάλαιμα, ή εκουβέντιαζε με τους φιλοσόφους, ή ανέβαινε στην Ακρόπολι, μπροστά-μπροστά στα ιερά πανηγύρια. Δεν εφανταζότανε ποτέ βέβαια αυτήν την τύχη, όταν έβγαινε από τα χέρια του γλύπτη του, όταν άστραφτε μέσα στο αργαστήρι του, αποκάτου απ΄ τον ολάνοιχτο ουρανό της Αθήνας, αποκάτω απ΄ του ήλιου την ασκίαστη λάμψι, ανατριχιάζοντας όλος από δύναμι κι από αντρειά. Και δεν εφανταζότανε – αχ, ποτέ βέβαια! – αυτήν την τύχη, όταν, θνητός αυτός, έβλεπε ναν τον στηλώνουνε στο ναό, για να παραστήση του Απόλλωνα ή του Ερμή το αθάνατο είδωλο. Και σαν νικημένος πολεμιστής, με σπασμένα τα πόδι΄ από το γόνατο, με κομμένα τα χέρι΄ από τον άγκωνα, είναι ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του. Ακίνητο, με τα μάτια του σταθερά, θάλεγες όμως πως τριγυρνάει το βλέμμα του από τους ώμους του τους νευρώδεις εις τα τορνευμένα του τα μεριά, από τη λυγερή του τη μέση εις το φούσκωμα των στηθών του, απ΄ την τρεμάμενη, την ανθισμένη σάρκα των πισινών του στο θείο βασίλειο της γυμνής νειότης του. Καθώς σκύβει ελαφρά το λαιμό του, λες κι εξετάζει μονάχος του το σώμα του, και μελετάει τους μυώνες του και σπουδάζει το φτειάσιμό του. Και κάπου-κάπου, στον κρυφό του περίπατο, το βλέμμα του φαίνεται σαν να καρφώνεται, βαρύ, βαρύ, και εις των γονάτων του τις απότομες λαβωματιές, και εις τις σκληρές των αγκώνων του τις πληγές. Κι αν τον κυττάξης ώρα πολλή, πολλή, πεσμένον έτσι, με της λύπης το σύννεφο το άφαντο, οπού σκεπάζει το μέτωπό του, θαρρείς πως ότι – τάχα μονάχα σε γελάει το μάτι σου; – σιωπηλό δάκρυο λαμποκοπάει κάπου-κάπου, μέσ΄ απ΄ τα πέτρινα ματόφυλλά του…
Ιδού δε και το κατά τον Ιούλιον του 1890 δημοσιευθέν εις το περιοδικόν «Αττικόν Μουσείον».
Με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας, κατάκειται εν τω μουσείω ο αρχαίος έφηβος. Ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του, και φαίνεται ως να προσβλέπη εις το ίδιον σώμα του. Άρτιος κατά πάντα, ο κορμός αυτού, εκτείνεται, πάλλευκον όνειρον κάλλους και ευρωστίας. Της γλυκείας ως κόρης και αρρενωπής ως ήρωος μορφής την ελαφράν έπαρσιν ανέχει του εξαισίου τραχήλου η εύγραμμος χάρις. Ευρείαι φεύγουν οπίσω, από του ηρέμα καμπτομένου αυχένος, αι ισχυραί ωμοπλάται, ενώ προς τα εμπρός ογκούνται τα στέρνα, ρωμαλέα, έντονα, με προεξέχοντας και σφριγώντας τους μαστούς, ωσεί υπεγειρόμενα εκ του πλουσίου χυμού, του κυκλοφορούντος μέσα των. Υπό βαθείας αύλακος τεμνομένη καταβαίνει η ράχις, μακρά, ευθυτενής, περιβάλλουσα την μαντευομένην υπό το δέρμα κανονικωτάτην των οστών διάπλασιν και την αδιάσπαστον σύνδεσιν. Λεπτή, με τας πλευράς συμπλεκομένας προς αλλήλας εν αρμονική διαδοχή, γλαφυρά, κολπούται η οσφύς, μαλακώς μετάγουσα, από των στέρνων την ανδρώδη έντασιν, προς της αναθαλλούσης και παλλομένης σαρκός των νώτων την επαφρόδιτον ευμορφίαν και των ισχίων ή των λαγόνων τα εύρυθμα θέλγητρα. Αναλάμπει, στίλβουσα όλη, ανεπαισθήτως πτυχουμένη πού και πού, η αδρά συγχρόνως και σύμμετρος γαστήρ, εν μέσω της οποίας, ηδύτατα, μόλις διαφαινόμενος, προσμειδιά ο ομφαλός, και υφ’ ην, ακάλυπτον, ελεύθερον, παμφαές, έκπαγλον, εγείρεται της ήβης το θείον κράτος. Τολμηροί, εύτορνοι, ακμαίοι, στρογγυλούνται οι μηροί, ίσοι και λείοι βαίνοντες προς τας τεταμένας ιγνύς. Από των ώμων, εκατέρωθεν, εκ παραλλήλου τω κορμώ, εκφύεται των βραχιόνων η νευρώδης δύναμις, εφ΄ ων κυρτούνται αγερώχως οι μυώνες, κεχωρισμένοι αφ΄ εκάστων ευκρινώς, και συνεχόμενοι αρρήκτως εντοσούτω, ήσυχοι, γαλήνιοι, ωσεί αναπαυόμενοι εν πεποιθήσει υπερτάτ΄ εις εαυτούς. Αλλ΄ όπου δια του αγκώνος ο πήχυς θα συνεπορπούτο προς τον βραχίονα στερεώς, όπου της κνήμης η θεσπεσία καμπύλη θα συνηρμόζετο προς την θρασείαν ευθύτητα του μηρού, ωσεί πληγή ανώμαλος και βαθεία, με απότομα τα προέχοντα χείλη, μόνη δεικνύει πού θα υπήρχαν αι στιβαραί χείρες, αι δεξιώταται να ρίπτουν τον δίσκον ή να κατάγουν την πυγμήν, οι ευπετείς πόδες, οι προσφορώτατοι δια τον δρόμον ή ανυπέρβλητοι εις το πήδημα. Ως δι΄ αγνώστου παλάμης, ήτις να ανεμέτρησε το κτύπημα, ήτις να προδιέγραψε το αδίκημα, τας αφήρπασε κατενεχθείσα, κι ελλείπουν αποτετμημέναι. Όλον το λοιπόν σώμα του, άθικτον, ανέπαφον, έμψυχον, εμφανίζεται, ωσάν προ μιας στιγμής έτι να έλαβε της υπάρξεως το δώρον, να ενεφυσήθη την πνοήν της ζωής. Από των σκελών μέχρι της κόμης, από της κορυφής μέχρι των ιγνύων, τίποτε δεν αμαυρώνει του θαυμασίου κορμού την αίγλην, τίποτε δεν μιαίνει το γόητρον της λαμπράς όψεως. Ουδ΄ η παραμικρά προστριβή, ουδέ το απλούστερον ρήγμα, ουδ΄ η ελαχίστη απώλεια, ζημιοί του νεανίου την θαμβούσαν παράστασιν. Αλλά, μοχθηρώς διακόπτουσα το πάλλευκον όνειρον, εξεγείρουσα βιαίως το όμμα από της αβράς μέθης του, των βραχιόνων η πληγή προβάλλει, και των μηρών χαίνει το τραύμα, ανηλεές και απαίσιον. Θα έλεγέ τις, ότι κρυφή μοίρα, μυστική νέμεσις, ή αυτή φθονήσασα του απαραμίλλου σώματος την τελειότητα, ή αντιζήλου υπηρετούσα το άγριον μίσος, επίτηδες επέθηκεν αυτώ την βαρείαν και αδυσώπητον χείρα της, και εκείνο μεν αφήκεν αλώβητον από σκοπού, κατέκοψε δε μόνα τα άκρα του, ως δια ν΄ αφαιρέση απ΄ αυτού την ισχύν της κινήσεως, να το καταδικάση εις την οικτράν τύχην να σύρεται εις το εξής, πάγκαλον αλλά κολοβόν, να βλέπη εαυτό εν αδρανεία, να εικονίζη άμα την υψίστην ωραιότητα και την υψίστην ασχημίαν. Κείται ούτος εκεί, ο νέος, αδυνατών να ανεγερθή, ανίκανος να στηριχθή εις τας χείρας του, ανίκανος να σταθή επί των ποδών του, ως ανάπηρος επί κλίνης νοσοκομείου. Προς του σώματός του την άσπιλον λευκότητα, πενθίμως αντιτίθεται η μελανότης του υποστηρίγματος, και αριθμός δηλοί υπ΄ αυτό την θέσιν, ην κατέχει εν τω ιδρύματι. Δια των υέλων των υψηλών παραθύρων καταπίπτει αμυδρόν το φως, σκορπίζον σκυθρωπήν λάμψιν. Γύρω του, σύντροφοι εν τη συμφορά, ωσάν να εσώρευσε και αυτούς εκεί, παρομοίας κατάρας θύματα, οικτρά της ζωής ερείπια, ησυχίαν από των παθών ζητούντα, λείψανα αναλόγου βίου, η αυτή μοίρα, ευρόντα άσυλον από των θυελλών πολυταράχου υπάρξεως, κατά τον αυτόν τρόπον, επί των μελανών ξυλίνων βάθρων των, ως επί κλινών, απαραλλάκτως εξαπλούνται, πληρούντα πάντα τον χώρον, κυλλά, ή χωλά, ή κατεαγότα, ή συντεθλασμένα παντοίως, χειρουργείου εικόνα παριστώντα, ως ν΄ αναμένουν θα υπέθετες τον μέλλοντα να θεωρήση τας πληγάς των, πλείστ΄ άλλα σώματα και πλείστοι άλλοι κορμοί ως αυτός. Εν τη διαψύχρω αιθούση με το πλακόστρωτον έδαφος, η σιγή είναι απόλυτος, και άρρητος μελαγχολία βασιλεύει. Και ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, ο ωραίος έφηβος, φαίνεται ωσάν να προσβλέπη εις το ίδιον σώμα του, και ως αδιόρατον νέφος θλίψεως να σκιάζη την καλήν του μορφήν, την αρρενωπήν και γλυκείαν. Α! δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν, θριαμβευτής μείραξ, περιήγεν ανά τας στοάς και τα γυμναστήρια της αρχαίας πόλεως την άφατον δόξαν των αμέμπτων μελών του. Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν στεφανηφόρος αθλητής, έβαλλεν εν τω Σταδίω τον λίθον, ή ενίκα την πάλην, ή συνωμίλει τοις φιλοσόφοις, ή ανήρχετο εις την Ακρόπολιν, άγων τας ιεράς πομπάς. Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν εξήρχετο από των χειρών του γλύπτου του, κι εξήστραπτεν εν τω εργαστηρίω του, υπό τον αναπεπταμένον αττικόν ουρανόν, υπό την πλήρη λάμψιν του ηλίου, φρίσσων όλος εκ ρώμης και αλκής. Και δεν εφαντάζετο – α, βεβαίως ποτέ! – την τύχην αυτήν, όταν θνητός αυτός, απετίθετο εν τω ναώ, μέλλων να υποτυπώση του Απόλλωνος ή του Ερμού το αθάνατον είδωλον. Και ως ηττημένος μαχητής, με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του. Ακίνητος, με σταθεράς τας κόρας των ομμάτων του, περιάγει εντούτοις θα έλεγες το βλέμμα του, από των νευρωδών ώμων εις τους ευτόρνους μηρούς, από της κολπουμένης οσφύος εις των στέρνων την προβολήν, από των νώτων την παλλομένην και αναθάλλουσαν σάρκα εις της γυμνής ήβης το θείον κράτος. Καθώς κάμπτει ελαφρώς τον αυχένα, ετάζει θα υπέθετες τον κορμόν, και μελετά τους μυώνας, και επισκοπεί την όλην του κατασκευήν. Και από καιρού εις καιρόν, εν τη λανθανούση περιπλανήσει του, το βλέμμα αυτού φαίνεται ως να προσκολλάται βαρύ, και εις των γονάτων τας αποτόμους πληγάς, και εις των αγκώνων τα τραχέα τραύματα. Και παρατηρών αυτόν επί μακρόν, με το αδιόρατον νέφος της θλίψεως όπερ καλύπτει το μέτωπόν του, νομίζεις σχεδόν – είναι άραγε οπτική μόνον απάτη; – ότι σιγηλόν δάκρυ μαρμαίρει ενίοτε μεταξύ των λιθίνων βλεφάρων του…
Άλλοτε, επί Τούρκων και Βενετών, υπερήφανος και ζηλευτή, της Πελοποννήσου το καύχημα και της Ανατολής το φόβητρον, θα ηδύνατο να προκαλέση πάσαν άλλην εις αγώνα δυνάμεως, ευδαιμονίας ή δόξης. Το όνομα αυτής, γνωστότατον ανά την υφήλιον όλην, ήτο συνώνυμον της ευμαρείας και της ισχύος. Σπουδαιότατος εμπορικός σταθμός, απετέλει ως εκ της θέσεώς της το μεταίχμιον μεταξύ δύο ηπείρων και εχρησίμευεν ως η αναγκαία δίοδος αφ' ης ο πολιτισμός της Εσπερίας μετωχετεύετο εις την Ανατολήν και της Ασίας ο πλούτος διεβιβάζετο εις την Ευρώπην. Επιβλητικώτατον δ' άμα πολεμικόν ορμητήριον, εδέσποζε συγχρόνως εκείνης και επέδρα αμέσως επί ταύτης. Όλοι οι λαοί όσοι την ευτυχίαν και την πρόοδον αυτών επεζήτουν εν τη ειρηνική εργασία, προς αυτήν ήρχοντο όπως εύρωσιν ανάλογον το αντίτιμόν της. Και όσοι πάλιν την υπεροχήν αυτών εβάσιζον επί του κράτους των όπλων, προς αυτήν απέβλεπον μετ' έρωτος και αυτής την κυριαρχίαν πρωτίστως επωφθαλμίων — χωρίς να την ελπίζωσι πάντοτε.
Στηρίζουσα εκείθεν μεν να νώτα της επί υπερυψήλου βράχου εγειρομένου άνωθεν αυτής ως προστατευτικόν στέγασμα, και αφορώσα εντεύθεν προ το άπειρον πέλαγος όπερ ηπλούτο κάτωθεν αυτής ως δεδαμασμένον υπό της εξουσίας της και ερχόμενον να τη αποδώση τον φόρον του σεβασμού του, θα εδικαιούτο να είναι βεβαία ότι πολύ έπρεπε να το συλλογισθή ο τολμητίας εχθρός, όστις θ’ απεφάσιζε να επιχειρήση την κατάκτησίν της. Οι στόλοι αυτού θα κατεθραύοντο επί της απορρώγος ακτής της, θα συνετρίβοντο υπό των φρουρίων της το πυρ, και, ναυάγια οικτρά και θαλασσόδαρτα, θα εξωθούντο επί του αρρήκτου τείχους της, όπερ αρχόμενον από της μιας του βράχου άκρας, και διαθέον την παραλίαν κατέληγε κυκλικώς εις την άλλην, περικλείον αυτήν, όχι απρόσβλητον, αλλά σχεδόν και αθέατον άλλοθεν ή εκ του ουρανού. Των δε στρατών του όσαι και επήρχοντο αι μυριάδες, μάτην θα καθημάτουν του βουνού τας κλιτύς.
Η φύσις είχε πλάση αυτήν άβατον. Η δε τέχνη, της φύσεως το έργον συμπληρώνουσα, είχε καταστήση αυτήν και τρομεράν.
Έβρεμον δεινόν τα τελεβόλα των τετραπύργων οχυρωμάτων της, εξηρεύγοντο τον θάνατον ασφαλή των απείρων του τείχους της πολεμιστρών τα χαίνοντα στόματα, και εσείετο όλον το υπερκείμενον όρος, ως να ήθελε να καταπέση επί της κεφαλής των επιδρομέων, οίτινες εζήτουν να ταράξωσι την ησυχίαν της παρά την ρίζαν αυτού ενσφηνωθείσης ως να εζήτει άσυλον πόλεως.
Και έπειτα, ότε ήρχον αυτής οι Βενετοί, πόσων ανδρείων ιπποτών η υπερήφανος πανοπλία δεν ήστραπτεν εις τα τείχη και πόσων νικηφόρων ευγενών, του άνθους της Βενετίας, οίτινες είχον περιαγάγη απτόητοι και αδάμαστοι ανά τα τετραπέρατα της Δύσεως και της Ανατολής της αγερώχου Δημοκρατίας την δύναμιν και την δόξαν, η αποφασιστική μορφή δεν επεφαίνετο εις τας επάλξεις προμηνύουσα τοις επερχομένοις ότι οπίσω των τειχών εκείνων υπήρχον και σώματα εξίσου αδιαπέραστα και ακαταμάχητα!
Και έπειτα πάλιν, όταν ποτέ δι' επιβουλής εκυριεύθη υπό των Τούρκων, πώς ελαμποκόπουν εις τας στενάς τριόδους της των σπαχήδων αι δαμασκηναί ρομφαίαι και των γιαννιτσάρων αι αιματοπόρφυροι στολαί και πως αντήχει των ασιανών επιλέκτων επί των καλδιριμίων της το βαρύ βήμα!
***
Αλλ’ ιδίως ήξιζε να την ιδή κανείς εις τους καιρούς, της ειρήνης, καθωπλισμένην μεν πάντοτε και έτοιμον αλλ’ ανοίγουσαν φιλοξένους τας ευρείας πύλας της εις των γειτονικών χωρών τα άπειρα πλήθη, εις της Δύσεως τον χρυσόν και εις της Ανατολής τον όλβον.
Εμυρμηκία εν ταις οδοίς της ο από των απωτάτων συρρέων συρφετός των εμπόρων, ους πανταχόθεν είλκυεν αθρόους του κέρδους η όρεξις, εβραίοι, σύροι, φράγκοι, γενουήνσιοι, αρμένιοι, κομίζοντες τα ποικίλα των τόπων των προϊόντα και παραδόντες και ταύτα και εαυτούς εις μόνην των ανέμων την ώθησιν όπως τους κατευθύνη εις τον ευρύν λιμένα της, επί παντός είδους και σχήματος πλοίων και κελυφών, τριηρών, βρικίων, σχεδιών, γονδολών, γαλέρων, λιβυρνίδων, αίτινες όλαι συνωστίζοντο εν τοις όρμοις της.
Εις το παμμέγιστον αυτής παζάρι, απέραντον σανιδόκτιστον οικοδόμημα, μετέχον της όψεως λαβυρίνθου και θερμοκηπίου, εστοιβάζοντο μέχρι της οροφής όλα της Περσίας και της Αραβίας και της Ινδικής τα θαύματα, μέταξα και άργυρος και κοράλλιον και μαργαρίτης και ελεφαντόδους, ως μυστηριώδεις νύμφαι οικούσαι εις τα βάθη των μακρυνών εκείνων μερών να τα είχον επίτηδες εξαποστείλη ούτω μεγαλοπρεπώς διεσκευασμένα και θαμβούντα.
Και του πενιχροτέρου παραπήγματος οι ξύλινοι τοίχοι εξηφανίζοντο υπό των σαλίων της Κασεμίρης, υπό των λαχουρίων της Βεγγάλης, υπό των λεοντοδορών της Ερήμου, υπό των κομψοτεχνημάτων της Σμύρνης τους ατιμήτους σωρούς, και ο μυχός εκάστου αυτών ηνοίγετο, από κρυφός και βαθύς και σκοτεινός, οίος σηκός εκκλησίας ή λέκτρου ίμερον προκαλούντος και επιθυμίαν εξεγείροντας άδυτον.
Και πόσα πράγματι βλέμματα αγρίας επιθυμίας δεν προσείλκυε, και ποσάκις η αρπαγή δεν ήλθε να σαρώση της εργασίας τα οφέλη, και ποσάκις απηνούς γιαννιτσάρου το αμφίστομον γιαταγάνι δεν εβυθίσθη εις τα στήθη ατυχούς πωλητού αρνουμένου να παράσχη εις τον γενναίον οπλίτην του σουλτάνου εις ελαχίστην τιμήν το πράγμα του ή και να δωρήση αυτό!...
***
Α! εάν υπήρξε πόλις, εν η έπαλλε ποτέ ο σφυγμός της ζωής υφ' όλας αυτής τας εκδηλώσεις και τας μορφάς, υπήρξεν αύτη! Σύβαρις άμα και Ρώμη εν μικρογραφία, ή εκυλίετο εις την ηδονήν, βακχίς μαινομένη, ή έφρισσεν υπό την σάλπιγγα του αγώνος, σκυθρωπή αμαζών. Ή ειργάζετο πυρετωδώς, ή ηκολάσταινεν εκφρόνως, ή οργίλη εμάχετο. Ή εσκόρπιζε τον πολιτισμόν, ή διέχυνε την διαφθοράν, ή ενέπνεε τον φόβον και όλα εν ταυτώ. Φλογερά, αδυσώπητος πνοή δράσεως, κινήσεως, πάθους, διήλαυνε διά των αρτηριών της, ανεκύκα αυτήν απ’ άκρου εις άκρον, εξήγειρεν από των οδών, από των καταλυμάτων, από των εργαστηρίων, από των οίκων της απολαύσεώς της γιγαντώδη κραυγήν προς τον ουρανόν λαού βαθύτατα αισθανομένου της υπάρξεως το θέλγητρον και τα πάντα πράττοντος όπως χορτασθή αυτής τελείως. Όλα τα υψηλά ή τα κτηνώδη συναισθήματα, όσα λανθάνοντα συνήθως εν τη ψυχή των ανθρώπων εξαίρει ιδίως η κατά μεγάλας ομάδας επί το αυτό συγκέντρωσις των αγωνιζομένων τις να εκτοπίση τον γείτονα όπως καταλάβη ευρυτέραν την υπό τον ήλιον θέσιν του, έρωτες, αντιζηλίαι, φιλοδοξίαι, ραδιουργίαι, αφοσιώσεις, μίση, εύρισκον ανοικτόν πεδίον εν αυτή και αντεπάλαιον ωρυόμενα, ως εν θηριοτροφείω εκμανέντα αγρίμια. Εκάστη πέτρα των δόμων της και έκαστον λιθάριον των αγυιών της θα ηδύνατο να έχη την ιδιαιτέραν του ιστορίαν, την ιδιαιτέραν του βιογραφίαν. Και αφού καθ’ όλην την ημέραν επλήρου την έκτασιν διά του πάταγου της ζωής της, ακόμη και την νύκτα η θορυβώδης ως κορεσθέντος τέρατος αναπνοή της αποκοιμωμένης διηγωνίζετο προς της υπό τους πόδας της θαλάσσης την άπειρον ζωήν.
***
Ήλλαξαν όμως από τότε μεγάλως οι καιροί.
Η ελληνική επανάστασις επήλθε, και, ανοίξασα διά των εν αύτη χριστιανών τας θύρας της εις τους έξωθεν αντάρτας, κατέστη εν των επιφανέστερων της εξεγέρσεως προπυργίων. Επί πολύ αυτή υπήρξε το κυριώτερον στήριγμά της και αυτή διηνεκώς την υπεδαύλιζεν. Αυτή ανέκοψεν επανειλημμένως τας εχθρικάς στρατιάς και έσωσε συνεχώς την απειλουμένην χώραν. Και κατά τας στιγμάς ακόμη καθ' ας εξηντλημένη και φθίνουσα εκινδύνευε να εκπνεύση η ανταρσία, εν αυτή καταφεύγουσα ελάμβανεν ενθάρρυνσιν και προστασίαν και επορίζετο νέας δυνάμεις και εύρισκε φιλόξενον συνδρομήν.
Αλλά, συντελεσθείσης της μεταβολής, αν τις έμεινεν ευχαριστημένος εξ αυτής, βεβαίως δεν ήτο η τοσούτον εργασθείσα υπέρ αυτής πόλις.
Δεν εχρειάσθη χρόνος πολύς και ευθύς κατεφάνη η πρόδηλος δυσαρμονία της προς την νέαν των πραγμάτων τάξιν.
Αι ανάγκαι αίτινες ώθουν τους Τούρκους και τους Βενετούς κατακτητάς να οικίζωσι τας υπωρείας ή τας κορυφάς των ορέων, τους κρημνώδεις βράχους ή τας οχυράς παραλίας, είχον παρέλθη.
Άλλαι πόλεις ανέκυψαν από του εδάφους παρ’ αυτή, ευρυιάγυιαι, ευάεροι, τεχνικώς ρυμοτομημέναι και κατά τελειοτέρας οικοδομικάς συνθήκας δημιουργηθείσαι. Τα τηλεβόλα αυτής, άχρηστα λείψανα άλλης εποχής και παρεληλυθυίας πολεμικής τέχνης, τη αφηρέθησαν, και αι σιδηραί πύλαι της ανεσπάσθησαν από των παραστάδων. Οι έμποροι και οι ταξειδιώται εύρον μάλλον άνετον και ωφέλιμον να κατευθύνωνται πλέον εις τα νέα του πολιτισμού και της κινήσεως κέντρα. Βασιλικόν Διάταγμα ώρισεν αυτήν, την υπερήφανον μαχήτριαν, έδραν του πρώτου τυχόντος εκλογικού διαμερίσματος. Και εις αυτήν, ην άλλοτε διώκει δουξ ή πασσάς, διωρίσθη έπαρχος!
Εις επίμετρον οι κάτοικοι αυτής ήρχισαν να δυσχεραίνωσιν επί τη νέα ταύτη καταστάσει. Κατά μικρόν, εστερούντο όλων των ευκολιών ας είχον άλλοτε, όλης της προτέρας λαμπρότητας, όλης της προτέρας ευτυχίας. Συναίσθημα τι πλήξεως ανικήτου κατελάμβανεν ήδη παραδόξως αυτούς βαθμηδόν μεταξύ των υπερυψήλων τειχών της. Η άνεσις εξέλειπεν από ημέρας εις ημέραν. Η ζωή δεν εκυκλοφόρει πλέον εν αυτή μετά της εντάσεως εκείνης της ποτέ, αφίπτατο κατ' ολίγον —πτηνόν αποδημητικόν προς άλλους ορίζοντας— όπως αφίπταται από των χειλέων επιθανάτου η πνοή. Ως φυσική πλέον επήρχετο και δεν εκρίνετο ποσώς άλογος η τολμηρά η σκέψις αν δεν ήτο ανόητον ν' απομένωσι φυλάττοντες ακόμη το γηραιόν έδος, ενώ τόσοι γύρω νέοι ανθούντες συνοικισμοί τους προσεκάλουν.
Και, μίαν πρωίαν, πανοικεί, ως εκ προηγηθείσης ενστίκτου συνεννοήσεως, την εγκατέλειπον όλοι διαμιάς, συν γυναιξί και τέκνοις, αιφνιδίως, βιαίως, όπως εγκαταλείπει τις μίαν ερωμένην...
***
Έκτοτε, κείται εκεί, παρά τον αιγιαλόν, σιωπηλή και ακίνητος, ως μέγα ληθαργούν σώμα. Ως εν στυγνή και αφώνω απελπισία παρατηρεί πάντοτε διά των ανοικτών παραθύρων της ως διά τόσων αψύχων οφθαλμών, το άπειρον πέλαγος, ωσάν ν’ αναμένη εκείθεν τι ή τινά, άγνωστον και αόρατον εραστήν, αείποτε ποθούμενον, ουδέποτε ερχόμενον. Αντιθέτως προς την Κατηραμένην Πόλιν του Δάντου εν η οι εισερχόμενοι απέβαλλον πάσαν ελπίδα εξόδου, αυτή, αφήσασα τους ενοίκους της να εξέλθωσιν, απέβαλε πάσαν ελπίδα να ίδη τινά επανεμβαίνοντα εν αυτή... Και έλειψεν απ’ αυτής ολοσχερώς τέλος η ζωή, έλειψεν ο θόρυβος —χωρίς όμως εν τούτοις περιέργως να μεταβληθή η προτέρα όψις της. Ούτε μία οικία αυτής ερραγίσθη, ούτε εις τοίχος αυτής διεσείσθη, ούτε εις σχεδόν χάλιξ αυτής μετετοπίσθη. — Αλλά, — υπερμεγέθεις αράχναι σαβανούσιν αυτήν απ' άκρου εις άκρον και άλυτος νέκρωσις και αδιατάρακτος ηρεμία βασιλεύει —…Μάτην καν θ' ανεζήτει τις εν αυτή τα δ ά κ ρ υ α τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν περί ων ομιλεί ο Βιργίλιος. Απολιθωθείσα Νιόβη, ίσταται, απαθής, άδακρυς, απολέσασα παν ό,τι είχε και επιμένουσα να ζη ζωήν μαρμάρου, άψυχον ζωήν. Οι των δημοτικών παραδόσεων τους ήρωας και τας ηρωίδας, ους θίγει αόρατος δύναμις, και απομένουσιν, αντιστρόφως προς την Γαλάτειαν ην από πέτρας μετέβαλεν ο έρως του γλύπτου εις σώμα, αντί σωμάτων πέτρινοι κορμοί, θα έλεγέ τις ότι τοιαύτη τις την έθηξεν αφανής χειρ...— Την είδον προ πέντε ετών, την είδον προ δύο, την είδον προ μηνών μόλις. Και εν τούτοις τίποτε δεν είχε σαλεύση, ως εις πτώμα συντηρούμενον δια μυστικής επηρείας αναλλοίωτον και μη θέλον να σαπή και μη θέλον να καταπέση εις κόνιν. Μόνον μία — πράγμα παράδοξον! — μόνον μία νέα οικία είχε προστεθή εις μίαν άκραν αυτής, ιδιοτρόπου τινός φαίνεται θελχθέντος εκ της αγρίας καλλονής του μέρους και αρχίσαντος να την κτίζη αλλ’ έπειτα ιδόντος την φοβίζουσαν ερημίαν και αφέντος αυτήν ημιτελή... Και εγείρεται ήδη και αυτή προς ταις άλλαις, θέαμα οικτρόν, πένθιμη και παμπάλαια υπό τους καινουργείς τοίχους της, αναπεπταμένη πανταχόθεν, εστία φρύνων και ασπαλάκων, στεγαζομένη υπό του φαιού ουρανού, ερείπιον πριν κτισθή, γηράσασα πριν ζήση... Και παρ' αυτή παρατάσσονται εν γραμμή μακρά αι λοιπαί, αι πρεσβύτιδες σύντροφοί της, πάσαι φέρουσαι επί των μετώπων των εγκεχαραγμένον το μεγαλείον της σιγής δι' ου περιεβάλλοντο οι στωικοί εκείνοι πατρίκιοι της κυριευθείσης Ρώμης οίτινες εκάθηντο εν τη αγορά αυτής αναμένοντες την έλευσιν του Βρέννου όστις έμελλε να τους σφάξη, — του Χρόνου όστις μέλλει να τας κρημνίση. Και της σιγής ταύτης ουδέν ισχύει να την εξαγάγη, ούτε ο κρότος του παρερχομένου ατμοπλοίου, ούτε ο κρωγμός των υπεριπταμένων ορνέων, ούτε του πόντου ο αδιάκοπος μυκηθμός. Μόνον όταν ο άνεμος γογγύζη την νύκτα ανά μέσον των ηρημωμένων οδών της θα έλεγέ τις ότι είναι ο στεναγμός της Εγκαταλελειμένης Πόλεως αναζητούσης τους απόντας κατοίκους της…
Εκ των τεσσάρων τοίχων του παλαιού πύργου μόνος αυτός απέμεινεν ορθός, εκεί επάνω επί της κορυφής του κωνοειδούς λόφου, του υπερκειμένου της λίμνης αυτός μόνος, ο οπίσθιος. Τον είχε κτίσει, ως λέγεται, τον γηραιόν πύργον των Κομνηνών τις άλλοτε προ αιώνων όλων, πολύ πριν να υπάρξη Νέα Ελλάς κατά τους ζοφερούς βυζαντινούς καιρούς, φιλοδοξήσας ν' αποχωρισθή του λοιπού κράτους, και να ιδρύση εδώ, εν τη Αιτωλία, ίδιον δεσποτάτον. Και εν αυτή έστησε της δυνάμεως αυτού την έδραν και το όνομά του έδωκεν εις το κάστρον τούτο όπερ ούτως ωκοδόμησεν, οχυρόν πανταχόθεν και περίοπτον και εις αυτό έμενεν αυθέντης κυρίαρχος της πέριξ χώρας. Έπειτα εν τη αιματηρά δίνη του μεσαιώνος καθ' ην την γην της Ελλάδος ως ίνα την λιπάνουν με την σάρκα των απείρων πτωμάτων άτινα εσκόρπιζον επ' αυτής και την ζωογονήσουν δια τον αμητόν του ελευθέρου μέλλοντος διήλαυνον μυρία φύλα και γένη ερχόμενα και παρερχόμενα ως να παρεφέροντο ασυνειδήτως υπό της αοράτου πτέρυγος πεπρωμένης τρικυμίας, αλληλοδιαδόχως εστέγασε και των Αλβανών την ορμήν και των Σέρβων την βίαν και των Φράγκων την αυθαιρεσίαν και των Τούρκων την ωμότητα και την υπεροψίαν των Βενετών. Κατόπιν όταν ο κοιμώμενος δούλος ήρχισε να ανασηκώνη την πλάκα της τυραννίας, αρματωλών καταφύγιον κι ενδιαίτημα συχνόν η Επανάστασις τον εύρε. Και ύστερον ο Χρόνος, ο Χρόνος ο τελευταίος των κατακτητών και ο ισχυρότατος των επιδρομέων, ο Χρόνος δι' ον εργάζονται νομίζεις όλοι οι άλλοι τον παρέλαβεν εις την εξουσίαν του, τον υπέταξεν εις την κυριαρχίαν του. Μόλις των περιστάσεων η φορά ή η μεταλλαγή των εποχών απεδίωξεν εξ αυτού και τον έσχατον των κυρίων του, μόλις είδεν αυτόν απομείναντα έρημον ως να εκαιροφυλάκτει την στιγμήν, έσπευσεν Αυτός να ορμήση επ’ αυτού ως επί λείας πολυτίμου και αόρατος οικήτωρ αφανής εχθρός εγκαθίδρυσεν εν αυτώ το κράτος του. Όχι όμως διά να δεσπόση απ’ αυτού της άλλης χώρας, να τον μεταχειρισθή ως όργανον απειλής ή καταστροφής εναντίον της, να φυλαχθή υπό την ερυμνότητά του και να αρθή επί του ύψους του δια να είναι φοβερώτερος προς εκείνην. Κατ’ αντίθεσιν προς πάντας τους άλλους. Αυτός επ’ αυτού εννόει να εξασκήση την δύναμίν του, κατ’ αυτού εννόει να επιδείξη την ισχύν του. Ως ο απηνέστερος και επιτηδειότερος των πολιορκητών ήρχισεν άμα εγκαταστάς βαθμηδόν, να τον υπονομεύη να τον αδυνατίζη να τον διασείη. Εν τη υπομονητική βραδύτητι, εν τη ασφαλεί νωχελεία ην δίδει η βεβαιότης της νίκης αφήρεσε κατά μικρόν παν ό,τι παρείχεν αυτώ την αλκήν και την ρώμην την άλλοτε. Χωρίς στρατών κίνησιν και μαχών ιαχήν, ηρέμα και αθορύβως κατέρριψεν ολίγον κατ' ολίγον το εξωτερικόν αυτού τείχος ούτινος ίχνη μόλις τινά σώζονται. Τους προμαχώνας οίτινες περιέστρεφον την οφρύν του λόφου κατέλαβε τον ένα μετά τον άλλον. Μίαν μικράν εκκλησίαν ήτις παρέκειτο αυτώ μετεποίησεν εις σωρόν λίθων ηπλωμένων επί του εδάφους, άμορφον τύμβον μαρμάρων. Και έπειτα ήρχισε λυμαινόμενος και αυτόν τον βαρύν όγκον του πύργου, υπέσκαφε τας ρίζας, κατέφαγε τας γωνίας ήνοιξε ρήγματα, έτριψεν, έξεσεν, εξέδαρεν εγύμνωσεν, αφείλε το χώμα, αφείλε την άσβεστον, μετεκίνησε τους λίθους, ετίναξε την σκέπην χαμαί, συνεμάχησε με την βροχήν και τον αέρα, εκρήμνισε τον ένα τοίχον, εκρήμνισε τον δεύτερον, εκρήμνισε και τον τρίτον, τους εσώρευσε κατά γης ως αθλητάς, ων άγνωστος χειρ και κρυφή νόσος κόπτει τα γόνατα και λύει τα γυία, και μόνον αφήκεν αυτόν τον οπίσθιον, ίσταντο. Άρα γε εξ αδήλου και παραδόξου ελέους ή διότι έχει εισέτι το δέον σθένος, το σθένος όπερ έλειψε ταχύτερον από των άλλων να αντιτάσσεται ακόμη εις τον αθέατον τον επίβουλον επιδρομέα; Τις οίδεν; Αλλά τούτο άγεσαι μάλλον να υποθέσης, βλέπων αυτόν πώς επικάθηται τόσον στερεώς ακόμη της βάσεώς του.
Έσχατος μάρτυς του τι υπήρχεν εκεί φαίνεται ως να συνεκέντρωσεν εις εαυτόν όλην την δύναμιν των πεπτωκότων αδελφών του, ως να κατέφυγεν εις αυτόν όλη η ζωή του παλαιού έργου. Στενός και υψηλός, πανύψηλος, εγείρει επιβλητικόν το γιγαντώδες αυτού ανάστημα, και ενώ ο εχθρός εκνευρίζει και αυτόν καθημέραν, και ενώ οι λίθοι του αποσπώνται επίσης κατά μικρόν από των γωνιών, και ενώ η φθορά επέθεσε κι επ’ αυτού την απαισίαν σφραγίδα της, βασιλικήν έχει ακόμη την παράστασιν και παρ' όλην την γυμνότητα και την μόνωσίν του θαρρείς ότι ο λόφος είναι ακόμη θρόνος δι’ αυτόν. Νομίζεις σχεδόν, θεωρών πώς ίσταται επί των ευρέων θεμελίων του ότι επίτηδες εκαλοκάθισεν επ’ αυτών, ως διά να πέση ποτέ μεγαλοπρεπέστερον. Και υψούται εκεί, σκυθρωπός την μορφήν, σιγηλός, σχεδόν άγριος, ως βεβυθισμένος εις αλλόκοτον όνειρον, με τας βωβάς πολεμίστρας του χαινούσας και τον παρηκμακότα του λιπόσαρκον κορμόν, τον πελιδνόν την χροιάν και ομοιάζοντα προς οστεώδη σκελετόν περιέργου τέρατος. Πολεμιστής θα έλεγες στυγνός, τραυματίας και μόνος περισωθείς στρατεύματος, γενεάς εποχής όλης. Επί της εντεύθεν πλευράς αυτού, επάνω εις το αέτωμα, επιγραφή τις διακρίνεται, ημιεξηλειμμένη, δυσανάγνωστος, εις ποίον ίσως λέγουσα ανήκε, τις τον έκτισε. Κι επί της κορυφής του, εναέριος, σπόρος ριφθείς από τρελλήν βέβαια πνοήν και πώς ριζώσας εις τον λίθον άδηλον, μία αγρία απιδιά έφυσε τους χλωρούς κλάδους της. Αλλά και εκείνη και αυτή, προσθέτουν νομίζεις εις την σιγηλήν κατήφειάν του, την καθιστούν αισθητοτέραν. Την επιγραφήν εκλαμβάνεις ακουσίως επιτύμβιον, όπερ εχαράχθη επ’ αυτού επίτηδες, ωσεί εν γνώσει και προαγγελία της αφεύκτου τύχης ήτις τον αναμένει. Και το φυτόν σού ενθυμίζει πόρρωθεν, τόσον παράδοξον τόπον εκλέξαν να αναφυή, τους στεφάνους οίτινες επιτίθενται εις τους νεκρούς. Κι εν τούτοις, παρ’ όλην την σκυθρωπότητα και την σιγήν του, λαλεί νομίζεις, λαλεί ο γηραιός τοίχος, δι' όλων των πόρων του, διά των λίθων του των καταρρεόντων, διά των πολεμιστρών του των χαινουσών, διά των οπών ας ήνοιξεν ο καιρός εις τα διερρωγότα του πλευρά αφ' ων εκφεύγει κατ' ολίγον η ζωή του. Εν γλώσση αφράστω, αλλά πόσον ευλήπτω, διηγείται προς πάντα δυνάμενον να τον εννοήση ιστορίαν όλην την ιστορίαν του πολυκυμάντου βίου του, τας καταιγίδας ας υπέστη, ή τους αγώνας ους ήγαγε, τους λαίλαπας ους προεκάλεσεν ή των λαών τας συγκρούσεις εις ας παρέστη, τας θυέλλας ας είδε, στοιχείων πολέμους, ανθρώπων θυέλλας, ων υπήρξεν ήρως ή θεατής. Λέγει την δύναμιν ην έσχε και την μεγαλοπρέπειαν ην ενέκλεισε. Λέγει τα θαυμαστά γεγονότα του παρελθόντος, και την βάσιν των ενιαυτών των μεμακρυσμένων απηχεί και μνημονεύει των θορύβων των άλλοτε, και την ζωήν την αποιχομένην μαρτυρεί. Και ύστερον λέγει την βαθμιαίαν εγκατάλειψιν, και των καιρών την μεταβολήν, και την ματαίαν κατά του χρόνου εις ον ουδέν δύναται ν' αντιστή πάλην, και το γήρας το βραχύ αλλ’ αδυσώπητον, και την κατά της ανηλεούς Ειμαρμένης άσκοπον αντίδρασιν. Και αφού διηγηθή πάντα ταύτα, θρηνεί θαρρείς τώρα, αφώνως ως όλοι οι γενναίοι, αλλά πόσον πενθίμως θρηνεί την σημερινήν του μόνωσιν και των αδελφών του την πτώσιν και την άφευκτον και τυφλήν μοίραν, ήτις μεταλάσσει των πραγμάτων την όψιν, και αφαιρεί την ρώμην και την ύπαρξιν, και μεταστρέφει των αναγκών της ανθρωπότητος την ρέουσαν φύσιν και πότε εξαίρει των έργων και των ιδρυμάτων του Πολέμου την αξίαν και την εύκλειαν και πότε των έργων και των ιδρυμάτων της Ειρήνης αναδεικνύει την χρήσιν, μελαγχολικόν ερείπιον, πρόγονος ένδοξος επιθανάτιος, ανωφελής απόμαχος και άχρηστος βλέπει πέραν τον κάμπον, την Αιτωλίαν πάσαν ης επί τοσούτον άλλοτε εδέσποζε, τους δρυμούς αυτής και τας λίμνας και τους αγρούς και τας καπνοφυτείας και την άλλην καλλιεργημένην γην και τον αρτίτευκτον σιδηρόδρομον διερχόμενον εν τάχει και συρίζοντα ως να σαλπίζη οξέως το εγερτήριον νέας εποχής, και μυστική οργή εξογκώνει βεβαίως τα άψυχα στήθη του, και συναισθάνεται ίσως και αυτός ότι είναι ξένος πλέον προς την υπ’ αυτόν χώραν, κι ευρίσκει πιθανώς και ο ίδιος ότι αρκετά έζησε, και ότι αργεί να φυσήση ο άνεμος όστις θα τον ρίψη καμμίαν νύκτα εν πατάγω πετρών κυλιομένων, κάτω του υψηλού θρόνου του...
ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ
Εις το Μανιάκι, επί της κορυφής του λόφου, εκ των τριακοσίων μαχητών δεν απέμεινεν ούτε ένας ζωντανός. Ο ήλιος προβάλλων από τας χιόνας των βουνών τους εχαιρέτησεν, ορθίους όλους, εφώτισε τας λευκάς φουστανέλλας, εχάιδευσε τας μαύρας κόμας των, απήστραψεν εις τους φλογερούς των οφθαλμούς, κατωπτρίσθη εις τον χάλυβα των σπαθιών των, εχρύσωσε των αρμάτων των τας λαβάς. Και τώρα δύων εκεί κάτω, μέσα εις το πέλαγος, τους αποχαιρετίζει λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους επάνω εις το χώμα, και χάνεται, αργά-αργά, ως μέγα κλειόμενον ερυθρόν όμμα, όπερ σβύνον θέλει ακόμη να ρίψη τελευταίον βλέμμα προς τους γενναίους. Όλην την ημέραν άσιτοι και άποτοι επάλαισαν προς την θύελλαν των σφαιρών, αντέστησαν εις την χάλαζαν των βομβών, κατήσχυναν την βροχήν των μύδρων, εχλεύασαν την ορμήν της ρομφαίας και της λόγχης την βίαν. Και αφού έφαγαν την μπαρούτην με την φούχταν, αφού και το έσχατον σπειρί της εσώθη μέσα εις τις παλάσκες των, αφού ερραγίσθη και του τελευταίου όπλου των η κάννα, αφού και το ύστατον γιαταγάνι έσπασε μέσα εις το χέρι των, έπεσαν χαμαί, άψυχοι ναι, ηττημένοι όχι. Κι εν τω μέσω των ο Παπαφλέσσας, ο πρώτος αρχίσας την σφαγήν και τελευταίος σταματήσας, πελιδνός, ξαπλωμένος, με πλατείαν πληγήν επί του στήθους, κρατεί ακόμη το θραυσμένον τμήμα, αιμοστάζον, με σφιχτά δάχτυλα, εν σπασμώ έρωτος και λύσσης. Και ο Αιγύπτιος ανέρχεται, εν καλπασμώ ίππων και κλαγγή ξιφών, εν ήχω τυμπάνων και σαλπίγγων βοή, ενώ τα μπαϊράκια του αναπεπταμένα φρίσσουν εις τον άνεμον της εσπέρας, και τα μισοφέγγαρα αστράπτουν επί του καθαρού ορίζοντος της δύσεως. Μυρμηκιά ανά την πεδιάδα και τα πρανή ο συρφετός, και βαρύ ακούεται το βήμα του. Επί της υγράς εκ του λύθρου γης οι Άραβες βαδίζουν επιμόχθως, των αλόγων τα πέταλα γλυστρούν. Αλλ΄ η χαρά επί τη ανελπίστω νίκη είναι τόση, τόση είναι η μετά τον φόβον ηδονή, ώστε φέρει αυτούς ταχείς προς τον ανήφορον, ταχείς φέρει αυτούς επί την ράχιν. Ήδη ο αρχηγός των έφθασεν εις την οφρύν του λόφου, ανέβη, κι επ΄ αυτής εστάθη, περιέφερε το βλέμμα, εκοίταξε το κοκκινίσαν έδαφος, όπερ πίνει λαιμάργως το αίμα των ανδρείων, επεσκόπησε τον ανερχόμενον στρατόν, είδε κύκλω τους πεσόντας. Και μ΄ ανοικτόν το όμμα, έκπληκτον, αναμετρά τους υψηλούς κορμούς των, τα ευρέα στέρνα των, και τους βραχίονάς των τους νευρώδεις, τας ωραίας των μορφάς, τα μέτωπά των τα αγέρωχα. Και επί την βραχείαν όψιν του ως νέφος τι διέρχεται, το βλέμμα του θολούται ελαφρώς, αδιόρατος παλμός συσπά τα χείλη του.
— Κρίμα να χαθούν τέτοιοι λεβέντες.
Και βλέπει, βλέπει γύρω, βλέπει θαυμάζων, βλέπει απορών, ωσάν να μην πιστεύει πως εχάθησαν τοιούτοι άνδρες, ότι κείτονται αναίσθητοι, και δεν κοιμώνται μόνον, δια να ξυπνήσουν πάλιν φοβερώτεροι, πως και ο ίδιος ο θάνατος υπήρξεν ισχυρότερος αυτών.
— Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έσπευσαν, προσέδραμον, έδειξαν το πτώμα, διάβροχον, περιρρεόμενον εκ του ιδρώτος του αγώνος, κατερρακωμένον τα φορέματα, μαύρον από του καπνού.
— Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον... Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το παλληκάρι...
Δυο άνδρες έλαβαν αυτόν από των μασχαλών, τον ήγειραν, τον έστησαν επάνω εις τους πόδας του, κι εβάδισαν, διευθυνόμενοι προς παραρρέουσαν πηγήν. Εκεί του έπλυναν τας χείρας και το πρόσωπον, εξέτριψαν τον πηλόν και τον ιδρώτα, τον εκαθάρισαν εκ του κονιορτού και της ασβόλης, του καπνού και του ιχώρος, τον εσπόγγισαν, διευθέτησαν τα ξεσχισμένα του ενδύματα, κι εγύρισαν οπίσω, φέροντές τον.
— Στήστε τον εκεί από κάτω...
Οι άνδρες κρατούντες εκατέρωθεν αυτόν, ώδευσαν προς το δειχθέν δένδρον, τον απέθηκαν παρά την ρίζαν του, τον ύψωσαν και τον ακούμβησαν, τον εστερέωσαν επί το στέλεχος αυτού, τον ισορρόπησαν, ωσανεί ζώντα. Έπειτα ετραβήχθησαν, απεμακρύνθησαν, και τον αφήκαν μόνον, βασταζόμενον δια της ιδίας του δυνάμεως. Το πτώμα εναπέμεινεν ακίνητον, ευθύ στηρίζον επί του κορμού την ράχιν, τον θώρακα προτεταμένον, και κρεμάμενα τα χέρια, με αναπόσπαστον το τμήμα του σπασμένου χατζαριού, τα σκέλη διεστώτα, υψηλά την κεφαλήν. Τότε ο Ιμπραΐμης πλησιάζει βραδέως προς το δένδρον, ίσταται και προσβλέπει σιγηλός επί μακρόν το άπνουν πτώμα του αντιπάλου και υπό το φως της σελήνης ήτις ανέτελλε την ώραν εκείνην αιματόχρους, ωσεί βαφείσα και αυτή εκ του λύθρου του χυθέντος κατά την μάχην, υπό τους σειομένους κλάδους, οίτινες ανέφρισσον πενθίμως, φιλεί, παρατεταμένον φίλημα, τον όρθιον νεκρόν.
Χωμένη μέσα στα παλιά βενετσάνικα μουράγια, χάμου εις τη θάλασσα, ένα μέτρο αποπάν΄ απ΄ το νερό, εις το βάθος της μικρής κρυψώνας της, η Παναγία η Μεγαλομμάτα βλέπει προς τ΄ αντικρυνό νησί. Τέλεια γυναίκα ως τη μέση, με το θείο παιδί της στην αγκάλη, γραμμένη επάνω εις τον τοίχο, ποιος ξέρει από ποιο ευσεβές χέρι, ποιον μακρυνόν αιώνα, κάθεται, αποκάτ΄ απ΄ το μικροσκοπικό της το βολτάκι, απομέσ΄ απ΄ τα μικροσκοπικά της καγκελάκια, ολομόναχη και ήσυχη, ασυντρόφευτη και έρημη. Άλλος κανένας δίπλα, και κανένας γύρω της, μέσα στη σπηλίτσα της. Μπροστά της, μόνο, τρία καντηλάκια κρεμασμέν΄ από ψηλά, τριγωνικά, ακινητούν ανάερα, ρίχνουν το γλυκό φως τους στο γλυκό της πρόσωπο, τις νύχτες του χειμώνα, μέσ΄ τη σκοτεινιά, της κρατούνε συντροφιά, ενώ απόξω βράζει τ΄ άγριο πέλαγο. Δεξιά, στο πλάι, καρφωμένο το κουτάκι της, ξύλινο, μικρούλι και τετράγωνο, καρτερεί κανένα όβολο, από κανέναν ανεπόλπιστον πιστό, σ΄ αυτόν τον άπιστον καιρόν. Και χάμου ένας μπότης πήλινος, να δέχεται το λάδι, που της πάνε οι γυναίκες του λαού. Γιατί η Παναγίτσα είν΄ έρημη, η Παναγίτσα είν΄ απροστάτευτη, δεν έχει σχέσι ούτε με δεσπότη ούτε μ΄ εκκλησιά, μονάχα ο λαός την προστατεύει κι ο λαός την συντηρεί. Και οι γυναίκες του τής πάνε το λαδάκι της, και οι γυναίκες του τής πάν΄ τα λουλουδάκια της, και οι γυναίκες του τής φέρνουν τον παπά, να τους διαβάσει κάπου-κάπου μια μικρή παράκλησι, και οι ψαράδες που περνούν με τα καΐκια τους, σαν πιάσουν κάνα ψάρι και πορεύονται, ζυγώνουν στο μικρό το λιμανάκι της, μπαίνουν και τής ανάβουν το κεράκι της. Κι οι άρρωστοι που πάσχουν κι απελπίζονται, κι από γιατρούς του κόσμου δεν προσμένουν γιατρειά, τάζονται στη Μεγαλομμάτα Παναγιά, κι η Παναγιά τους θεραπεύει, και της πάνε τα ματάκια τους σε φλούδα ασημένια και της τα κρεμούν, στο σπλαγχνικό της χέρι, της πάνε τα ποδάρια τα σάπια, και της τα κρεμούν ασημένια και χρυσά.
Κι ο σιορ Σπύρος ο Μπονέλλης, ο επιστάτης του γειτονικού Άη–Νικόλα, ωσάν γείτονας, έρχεται κάθε μέρα, τη φροντίζει, τη σκουπίζει, της ανάφτει τα καντήλια της, βράδυ και αυγή, της στρώνει στα πόδια της την μπόλια της, που ακουμπούν τα βάζα με τα φιόρα της, περνώντας το στενό το πεζουλάκι της, οπού εχτίσθη κάτου εις τη ρίζα, στο μουράγιο το παχύ, για να συγκοινωνεί με τη στεριά η Παναγίτσα, πατώντας τα δύο-τρία το πολύ σκαλιά, που κατεβαίνουν από την πετρούλα της στη θάλασσα, με κίνδυνο να πέσει, να γλιστρήσει στο νερό. Κι ενώ απάνωθε περνοδιαβαίν΄ ο κόσμος, άμαξες, πεζοί, εντόπιοι, ταξιδιώτες, η ζωή της πόλεως, κι ενώ μπροστά περνούν καΐκια και βαπόρια, βάρκες και καράβια, η ζωή της θάλασσας, είτε η μέρ΄ απλώνει το καθάριο φως, είτε η νύχτα ρίχνει το βαθύ σκοτάδι, είτε βροντά η μπόρα, είτε η γαλήνη ανασαίνει, ολομόναχη και ήσυχη, ασυντρόφευτη και έρημη, απροστάτευτη και αόρατη, χαμένη μέσα στα παλιά βενετσάνικα μουράγια, χάμου στη θάλασσα, ένα μέτρο αποπάν΄ απ΄ το νερό, εις το βάθος της μικρής κρυψώνας της, αποπάν΄ απ΄ το μικρό της το βολτάκι, απομέσ΄ απ΄ τα μικρά της κάγκελα, με το θείο παιδί της στην αγκάλη, η Παναγία η Μεγαλομμάτα κοιτάζει αδιάκοπα με τα μεγάλα της γλυκά μάτια το λευκόν κύμα.
Αι «Ταξιδιωτικαί σημειώσεις» άρχισαν να δημοσιεύουνται στην εφημ. «Ακρόπολις» το 1895. Στα χειρόγραφα τον Μητσάκη βρεθήκανε και μερικές ανέκδοτες, ίσως όμως να υπάρχουν κι άλλες τυπωμένες, που ελπίζομε ναν τις βρούμε και ναν τις δημοσιέψουμε στο τέταρτο τόμο, στα «Παραλειπόμενα».
Αγριεμμένη, η θάλασσα ρουχνά. Σπρωχνόμενα από τον δυνατόν άνεμον, τα κύματα έρχονται από την απέναντι στερειάν, μεγάλα και ογκώδη, απότομα κυλούν, προβάλλουν τα πλατειά των στήθια, βίαια, σφοδρά, τινάσσονται, βογγούν, ορμούν προς την παραλίαν, ως εις έφοδον στρατός, συναντούν το φράσσον τον λιμένα πρόχωμα, το άσπρον και το μακρόν, ανακόπτοντ' έκπληκτα, συντρίβονται οργίλα, αφροκοπούν γύρω του, λευκά επί της λευκής πέτρας. Αλλά αποπίσω, αλλά δίπλα των, αλλ’ από τα βάθη του πελάγους, του ανοιχτού, εκείθε κάτου, όπου ο τραχύς κάβος ορθόνει τα άξεστα πλευρά του, ακόμη κάτου, όπου των νησιών η τεφρά γραμμή, μαλακή χαράσσει τον ορίζοντα, αλλ’ από παντού, άλλα καταφθάνουν, ογκωδέστερα, βαρύτερα, επιτίθεντ' εναντίον των, συγκρούονται, παλεύουν, τα εξωθούν προς τα έσω του λιμένος, εισβάλλουν απ’ τα πλάγια εις αυτόν, χτυπούν μετά θυμού των μώλων τας στενάς λωρίδας, συνταράσσονται, κοχλάζουν, πλήττουν της προκυμαίας την λιθίνην έκτασιν, δονούν των καραβιών τους ευσείστους όγκους, δέρνουν των βαποριών τας μαύρας κατατομάς, ρουφούν κι εξεμούν των βαρκών τα ελαφρά τσόφλια, φυσομανούν βοΐζουν, προχωρούν εις τον μυχόν του κόλπου, και εκεί, συμπιεζόμενα στενώς, ανάμεσα εις της δύο ξηρές, λυσσάζουν, αναβράζουν. Όλη η ευρεία του νερού λεκάνη, ωσάν να την κουνούν μανιωδώς, αποκάτω, τερατώδη υποχθόνια χέρια, σαλεύεται δεινώς, πάλλεται, σκιρτά, αναπηδά, κυρτόνεται, κλονείται, τρέμει, βρέμει, πρίσκεται, θραύεται, παφλάζει, βοά, αγκομαχά, ξερνά, λωλή και πελιδνή, ως ύβρεως σίελον θολόν. Και από τη μίαν άκρη ως την άλλη, και εντός των μυχών του κόλπου, και ανά τον περιφρούρητον χώρον του λιμανιού, και μεταξύ της αντιμετώπου γης, και κατά το ανοιχτό πέλαγος, και τον τραχύν κάβον, και πέραν έτι, έως εκεί κάτου, όπου περί των νησιών η τεφρά γραμμή χαράσσει τον ορίζοντα, ωσάν χιλιάδες φουστανέλλες ανεμίζουν, ωσάν μυριάδες ίππων, χαίτες φρίσσουν, ωσάν αστραπές σπαθιών περνούν, λάμψεις και ήχοι άγριοι, εις κλύδωνα σκληρόν. Χαμηλή, αλιτενής, λεία, ίσια, φυτεμμένη, γεμάτη από σπίτια, από επαύλεις, από αγροικίες, από δέντρα, η από δω ξηρά απλόνεται, βαίνουσα ευθεία, κάμπος και πόλις και δρόμος και κήπος και χωράφι κι εξοχή· και ξεφεύγοντ' απομέσα της, τα δύο μπράτσα του λιμένος της, βουτούν μέσα εις το νερό, προτείνονται· παράλληλος μ' αυτήν μονάχος του ριχμένος, απάνου εις το κύμα, αντιτιθέμενος προς τ' άκρα των, ο ερημικός κυματοθραύστης, κόβει κατά μήκος τα βαθέα ύδατα· οξύς υπέρκειται ο φάρος· και αναμέσω των, ωσάν τρελλόν χορεύει το πλήθος των καραβιών, ανατραντάζεται το μέγεθος των βαποριών, των λέμβων ο σωρός κατρακυλά. Γυμνή η άλλη, η αντίκρυ, όρθια, υπεράνω του αφρού, εγείρει των βράχων της το στέρνον, προσδείχνει των κρημνών της την ακτήν, φύσις παρθένος και κλειστή, ζευγάρι αδελφών βουνών, δίδυμοι κώνοι και κοφτοί, ταιριαστοί αιρόμενοι, πλάι-πλάι ανεβαίνοντες, υψονόμενοι εγγύτατα, φρουρούντες την είσοδον του κόλπου, φύλακες ερυθροβαμμένοι και αχνίζοντες. Ξάστερος αποπάνω, καταξάστερος, ο μέγας ουρανός, καμπυλόνει το καταγάλανό του κρύσταλλο, ελεύθερος, διαυγής, ευρύς, στιλπνός, φεγγοβολών, ωσάν γυαλισμένος απ’ το πνεύμα του αέρος. Πέρα-πέρα, εκείθε πέρα, πέρα και πέρα, οπίσωθ’ από ράχες, κάμπους, δάση, όρη και λαγκάδια, ξεκινά, τραβά, τραβά, ξαπλόνεται, τεντώνεται, στρογγυλόνεται, διπλόνεται, σκεπάζει τον κοσμάκη, γελαστός, καλός, και χάνετ' εκεί κάτου, εκεί κάτου, εκεί κάτου, πέρα-πέρα, εκείθε πέρα, πέρα και πέρα, οπίσωθ’ από άλλες ράχες, κάμπους, δάση, κι όρη και λαγκάδια και βουνά και πέλαγα. Και ξάστερος γελά και καλός λάμπει, και καθάριος φέγγει, και ανοίγεται πλατύς, και κυττά, ακίνητος. Και την απόλυτήν του την διαύγειαν, και την βαθείαν ξαστεριά του, από πέρα ως πέρα, τίποτε δε θολόνει, ούτ' αχνού πνοή, ούτε ίσκιου πέρασμα. Μονάχα δύο τρία συννεφάκια, ολοντυμένα εις τα κάτασπρα, μικρούτσικα τρελλούτσικα και ωμορφούτσικα, γυρίζουν-τριγυρίζουν, παιγνιδίζουν αρμενίζουν, ως χαμένα εις το πλάτος του. Και μόνον εκεί-κάτου, εκεί-κάτου, αποπάν' απ’ τα νησιά, ένα μαύρο σύγνεφο, παμμέγεθες, κάστρο εναέριον, κάθεται θρονισμένο, φουσκωμένο και ακλόνητο, θεριεμένο και ατάραχο, υπερήφανο, βαρύ, πυργόνει τα μπροστά του, ογκόνει τα πλευρά του, καρτερεί, αγριωπόν. Κι επάνω εις τον ολοφωτισμένον ουρανό του, κυριάρχης του και εφέντης του, δεσπότης του και εξουσιαστής του, στολίδι του και γκόλφι και καμάρι του, μόνο και μοναχό, αστραφτερός, μεγάλος, στρογγυλός, λαμπρός, ο ήλιος κατεβαίνει, ήσυχος, αργός, χρυσός και θαυμαστός, απάν' από το βράζον κύμα, από την βομβούσαν πόλιν, από τον δουλευτήν αγρόν, απ’ τον πνέοντ' άνεμον απ’ τ' αχνίζοντα βουνά, ψηλά-ψηλά, άφθαστος, ανέγγιχτος, αδιάφορος, υπέρτερος, σιωπηλός, βασιλικός.
Πέτρινος σωρός μεγάλων οίκων, μαζεμμένος εις την άκρη του γιαλού, υπό το φως το περιβάλλον, το υδρογείτον άστυ, κινείται εργαζόμενον, αναδίδει δυσδιάκριτην την πολυσύνθετην πνοήν του. Σύμφυρτη η μάζα των σπιτιών του, αρχίζουσ’ απ’ τα πόδια του παλαιού κάστρου, ανώμαλη, γεμίζει πρώτα των υψωμάτων του τα πλάγια, κατέρχετ' απ’ αυτά κλιμακωτή, προχωρεί συμπιεσμένη, συσφιγμένη, μικρά σπίτια, κολλημένα ωσάν στρείδια, γύρω-γύρω, επάνω εις τον γήλοφον, δρομάκοι στενοί και σκολιοί, μόλις διακρινόμενοι, αναμέσον εις αυτά. Έπειτα, αφού φτάσ’ εις τα χειλώματα, πέφτει κάτου, διαμιάς, εις το ίσιο έδαφος, το ως τεναγώδες, προβαίνει αποδώ και αποκεί, εις άπλωμα ευρύ, χώρον άνετον, μέχρι της θαλάσσης. Και τακτικά πλέον, και κανονικά, το πυκνόν άθροισμα των οίκων, κωλοκάθετ' εις το χώμα, στρώνετ' εις το ίσιωμα, φτάνει έως κάτου, εκεί, παρά το κύμα. Ευδιάκριτα, ξεχωρίζουν τα μικρά τετράγωνά του, υψηλά, καλοχτισμένα, ωσάν χαραγμένα εις αβάκιον επάνω. Και ανοιχτά κενά, διαγραφόμεν’ αναμέσω των γυμνά, δείχνουν των πλατειών αυτού τον τόπον, από κάποιαν των οποίων, τόνοι μουσικής παρατεταμένοι και διάτοροι, ακούοντ' ανερχόμενοι. Μακρές πλέον και πλατειές, των οδών του οι ταινίες, δώθε κείθε, διασταυρόνονται, ευθείες. Διασταυρόνονται, διασχίζονται, το τεμαχίζουν, βγαίνουν έξω προς τον κάμπον και ασπρίζουν, σκονισμένες, ανάμεσα εις τα χόρτα. Δύο-τρεις αυτών, ανοιχτότερες, ευρύτερες, και ωσάν βαθύτερες, αρχινούν απ’ τη ρίζα του υψώματος, το διατρέχουν κατά μήκος, έως την παραλία, το χαράζουν και το κόβουν καταμεσής, ως μεγάλες μαχαιριές, κατατέμνουσαι τα σπλάχνα του. Και των κεράμων, του οι στέγες, το καλύπτουν, απλονόμενες επάνωθεν, άχρωμες αλλού, και συγχεόμενες εις πλάκα ασαφή, αλλού ζωηρόχρωμα εκρηγνύμεναι, εις ερυθρότητα νεάζουσαν. Πού και πού κατά μέρη, υπέρ την σύμφυρτην μάζαν των σπιτιών, και των στεγών το ομοιόμορφον επίπεδον, εκτοξεύοντ' ως αιχμαί οξείαι, φαίνονται ως διατρυπούσαι τον αιθέρα, διαγράφοντ' επί του ορίζοντος ανάγλυφες, εργοστασίου όρθιον φουγάρο ή ναού καμπαναριό. Και από κανένα εξ αυτών, συχνά, καπνού τολύπες αναβαίνουν, μαύροι έλικες, αρπαζόμενοι ευθύς από τον άνεμον, και σκορπιζόμενοι μακράν. Ενώ υπέρ την όλην έκτασίν του, ως ατμός τις επιφέρετ’ ελαφρός, πλανάται ως λεπτή ομίχλη, άχνα ζωής, ως ανασασμός, αλλαλαγμός όντων, και πραγμάτων θόρυβος, φωναί ανθρώπων, ρούλημα τροχών, ποδοβολής σάσαγος, αντάρευμα φροντίδος, κρότων και κτύπων και δούπων και βρόντων και βόγγων και κραυγών ωσάν ποικίλη συμφωνία, αδιάσπαστη αξεχώριστη, ανάκατη, απειρόπλαστη και μία ρόχθος εκ βαθέων, όλοι οι μύριοι ήχοι της υπάρξεως οι αποτελούντες ένα βούιμα αόριστον. Χλοερός, υπό την πρώτην ώθησιν της άνοιξης που έρχεται, εκτείνεται ο κάμπος, άρουρα παχεία, την οποίαν ανεσκάλεψε τ' αλέτρι και κατέφαγ’ η σκαπάνη. Πλαισιονόμενος εδώθε από το υψηλόν του όρος, το οποίον κυανίζει, κάθετον επ’ αυτού, μακρόν, κι εκείθε από τ' άτακτα νερά, τα οποία, του μαστίζουν το πλευρόν, πλατύνεται μηκύνεται, ησυχάζει, μαλακός, αθόρυβος, πραΰς. Ψιλός αλλού, αλλού σκεπασμένος με συστάδας βαρυφύλλους, ισχυρών, πυκνών κορμών. Αραιότερες αλλού, αλλού πυκνότερες επίσης, οι επαύλεις και οι αγροικίες του, σπαρμένες κατ' απέχοντα διαστήματα, στίζουν την λείαν όψιν του, απ’ άκρη έως άκρη. Άνισα τα τμήματα των χωραφιών του, αρχινώντας απ’ τα πρόθυρα της πόλεως, τον κομματιάζουν, γρίζα από του όρους τα ριζά, έως τη θάλασσα και πέρα-κείθε, έως όπου βλέπει ο οφθαλμός. Και λευκάζοντες, έρπουν επ’ αυτού οι εξοχικοί του δρόμοι, εφ' ων ως μετακινούμεναι κηλίδες, μικρές και αμυδρές εν τη αποστάσει, διακρίνοντ’ οι βαδίζουσαι ομάδες των χωρικών, ζώων και ανθρώπων, όπου επί τη προσεγγίσει της εσπέρας φεύγουν απ’ την πόλιν, ή διευθύνοντ' εις αυτήν. Ενώ διασχίζουσα την μαλακήν του επιφάνειαν, καθ’ όλον της το μήκος, μακρά σιδηρά γραμμή, σπινθηρίζει κατά μέρος υπό τον ήλιον, αναλάμπ' ή χάνεται, εξελισσομένη διά μέσου των αγρών. Και από κάτω-κάτω απ’ το βάθος του, κυλιόμενος επάνω εις αυτήν, όγκος μελανός, φαίνετ' ερχόμενος, ταχύς προβαίνει, σπεύδει, τρέχει, και καλπάζει, αφίνων πίσω του σύννεφον καπνού, τραίνο σιδηροδρόμου, ανεβαίνον απ’ τα μέσα του Μωριά.
Προστατευόμενες από τα επιμήκη μπράτσα των στενών μώλων, πολυάριθμες, οι βάρκες τα καράβια είναι προσδεδεμένα κατά μήκος της λιθίνης προκυμαίας, πλάι-πλάι τη γεμίζουν πέρα-πέρα, αναμίξ. Και υπεράνω των τα μυτερά των κατάρτια, οι ιστοί, οι σταυρωτοί των, ανατείνονται, συμφύρονται, πυκνά, ωσάν μικρού αφύλλου δάσους γυμνοί κλάδοι εναέριοι. Ενώ πάρα πέρα απόμερα ολίγο, παραταγμένα στη σειρά, κοντά στο φάρο, με την πλώρη γυρισμένη στο πλευρό του, το ένα δίπλα εις άλλο, τα τρία τέσσαρα βαπόρια, που σταθμεύουν στον λιμένα, ανορθώνονται, ογκώδη και βαρέα. Κι έξω από την πόλιν, μακρυσμένες, προς τον κόλπον, επί της ακτής, χάμου εις τη θάλασσα βρεχόμενες σχεδόν μερικές ερημικές οικίες, ξεχωρίζουν, μονωμένες, άσπρες-άσπρες ωσάν μεγάλοι γλάροι, καθεσθέντες επί της παραλίας. Παρά τα άκρα του κυματοθραύστου, αποδώ και αποκεί, πέντ'-έξη τράτες, μ' ανοιγμένα τα πανιά πολεμούν να βγουν απ’ το λιμάνι, στ' ανοιχτά, δοκιμάζουν να τραβήξουν προς τα όξω, ν' αναχθούν κατά το πέλαγος. Μα ο άνεμος ακριβώς αντίθετος, καταμέτωπος στην πλώρη τους, μπήχνεται στο πανί τους, το φουσκόνει με ορμήν, το ξετινάζει, το τραντάζει, το σηκόνει, το διπλόνει, του τραβά μπατσιές, κλωτσιές, απειλεί ναν το ξεσκίση, ναν τ' αρπάξη, ναν το παρασύρη προς τα ύψη. Τιμονιαριζόμενες γερά, αρματωμένες στα γεμάτα, σκότες και φλόκους φόρα, προχωρούν αυτές, ξεκινούσ’ απ’ την ακτήν, αποφασισμένες, τολμηρές, ανορθούντ' επί του κύματος, ως γαυριώντες κέλητες, ευθύνονται αργά, καμαρωμένες φτάνουν περί τα χείλη του προχώματος, κάνουν να ξεμυτίσουν. Αλλά τότε, ο εχθρός τους, αμολιέται απ’ αντίπερα, αιφνίδιος, τους πέρνει τα μπροστά αψύς, τους κόβει την φοράν, τους αντικόφτει την γοργάδα, τους επιτίθεται, τραχύς. Ανθίστανται εκείνες, όσον ημπορούν, προσπαθούν να πάρουν δρόμο, τον αψηφούν, τον απωθούν, εντείνουν τα νεύρα τους με ζόρι, ζητούν να υπερφαλαγγίσουν την πνοήν του, σφίγγονται, σαλτάρουν, επί τον σίζοντα αφρόν. Αλλ’ αυτός μπήχνεται αψότερος, θυμόνει, δυναμόνει, χοροπηδά κύκλω τους, προτάσσει το στήθος του παντού, δεν τους αφίνει διέξοδον καμμίαν, ανεγείρεται διαρκώς, προ της διαβάσεώς των, παρεντίθεται, μεταξύ αυτών και της θαλάσσης, τείχος κινητόν, αδιάρρηκτον κι αόρατον. Και τότε και αυτές, αδυνατούσαι να τον σπρώξουν, αδυνατούσαι να τον κάμψουν κάνουν μια στροφή, φέρνουν μία βόλτα, πέφτουν δίπλα, του γυρίζουν διαμιάς την πρύμη, κι επιστρέφουν προς τα μέσα του λιμένος, νικημένες, χολιασμένες, και ωσάν εντροπαλές. Μία εξ αυτών, έχει αρποράρη πανί κόκκινο, διαγράφεται επάνω εις το κύμα, ζωντανή, ως καθημαγμένη, βίαιη την κατατομήν, μάχιμη την μορφήν, ψαροπούλα, ειρηνική, μ' ένδυμα κουρσάρου. Και αυτή ιδίως επιμένει, βάνει τα δυνατά της, πεισματάρα επελαύνει, ατζαρδεύεται, θρασύνεται, πισωστρέφετ' αποτόμως μετ' αγώνα μάταιον. Του ήλιου η λαμπράδα περιχύνεται τριγύρω, άσπιλη, αμόλυντη, αποτόμως, μετ' αγώνα μάταιον. Του ήλιου η λαμπράδα, περιχύνεται τριγύρω άσπιλη, αμόλυντη, άυλη, και άπειρη. Και καταρρέει η θεία χάρις, καταρρέει, καταρρέει, σέλας άπλετον, τυλίγει παν το υπ' αυτήν, ουρανόν και γην και θάλασσαν, αραχνοΰφαντη σινδόνη, ατελεύτητη, γάζα αγανή άνευ ορίων. Και φαεινή η αίγλη των ακτίνων του, ρίχνετ' από του ύψους του, αδρά, οξεία, σχίζει το διάστημα, σκορπίζετ' εις θαμβόνουσαν βροχήν γοργών σπινθήρων, σπέρν' εις τ' αφρώδη κύματα ως δίνην διαμαντένιων ανταυγειών, αμέτρητων, αρίθμητων, οπού σπαρταριστές τρεμοσταλάζουν, ανάφτει πυρκαϊάν εις των τζαμιών της πόλεως την υέλινην διαφάνειαν, πλημμυρίζει τα χωράφια, λούζει τα βουνά, προσπαίζει με τα μικρά σύννεφα. Υπό το γυμνόν φως, το απροκάλυπτον, η θάλασσα, αναλάμπει και αυτή, φεγγοβολεί, σπιθοβολεί και επί την θολήν της όψιν, αναμέσον της λευκής αντάρας του θυμού της, αναμέσον των αγρίων της οργής της αστραπών, φαίνεται διατρέχουσα, απ’ άκρη σ' άκρη, τα μαυρωπά πλάτη της, απειροστή και ταχυτάτη, ωσάν αναπτομένη στιγμιαίως, στιγμιαίως σβυνομένη διαρκής πτήσις μικροτάτων άστρων σμαραγδίνων. Και ζέον άμα, θολόν έτσι κι έτσι αναλάμπον, τόρα κάτασπρο, πελιδνωμένο τόρα, τόρα διάφωτο, το θυμώδες πέλαγος, εξαποστέλλει προς τα μέσ' αλλεπαλλήλους των κυμάτων του τας φάλαγγας, κοιλαίνει τα βαθιά του σπλάγχνα, οιδαίνει την ράχην του την εύκαμπτην, μάχετ’ αφηνιασμένο, ξεχαλίνωτο, προς του ανέμου τας ορμάς, ξεσπά εις της ξηρές βάλλει από μυχίων, προς το ύψος του ηλίου μούγγρισμα βαθύ. Και ως ορμά προς τ' άνω, ως κυρτώνεται, και καθώς αναπηδά, όπως βαθαίνει τόρα, κι ύστερα ογκόνεται, ωσάν αγκάλη που ανοίγει κι οπού κλείνει, θάλεγες ότι προς αυτόν ορμά, πως προς αυτόν αναπηδά, κι έπειτα καταπίπτει εν ανισχύρω πόθω, μαστιγόνει, ωργισμένη κι έξαλλη, τα γύρω της. Απολυόμενος από τ' αντικρυνά βουνά, ο άνεμος, χύνεται επί τον ευρύν ορίζοντα, κλαγγάζει τα μεγάλα του φτερά, στριφογυρίζει, στροβιλίζει, ρίχνεται επάνω της, την αρπάζ' εις τους στιβαρούς βραχίονάς του, την συσφίγγει, την συνθλίβει, την ζυμόνει, την οργόνει, κατακεφαλιάζει της ψαράδισσες, καλπάζει ανά την πεδιάδα, εισβάλλει σφοδρός εντός της πόλεως, άλλεται προς τ' ουρανού τα ύψη πάλιν, διελαύνει την διαυγή του έκτασιν, ηχηρός, παράφορος. Περίρρυτος από τον παχύν αφρόν, κατάβροχος από την δριμείαν άρμην, ως από πάλης ίδρωτα, ο κυματοθραύστης αγωνίζεται στερρός, στέκει εν μέσω του τραχέος σάλου, αντιτάσσεται προς την βίαν των υδάτων, τα αμπώχνει, τ' αποδιώχνει, προσπαθεί να βασταχθή, γερά, ανασηκόνει το κεφάλ' υπέρ αυτά, δεν μπορεί ν' αποφύγη την πληθύν των, φαίνεται κάπου κάπου ως να υποχωρή, ως να σκεπάζετ' από τας απείρους λευκάς γλώσσας των. Και το λιμάν' ανακυκάται, και ο κόλπος ξεχειλίζει, και του νερού το μουγγυτό γεμίζει τον αέρα, αιωρείται μεταξύ των δύο στερεών, άπαυστος αχός, αναπεμπόμενος προς τον ουρανόν. Και προς αυτόν ανταποκρίνεται, της πόλεως ο βόμβος, ο παντοίος, αιωρείτ' υπέρ αυτήν, όπως υπέρ το κύμα του πελάγους ο αχός, παράλληλος μ' εκείνον, άπαυστος επίσης, και ανάλογος σχεδόν. Κι από τον σύμμικτόν του κυκεώνα, φαίνονται συχνά, ως ν' αποσπώνται, περιοδικώς, ποικίλοι ήχοι, να ξεχωρίζουν, μάλλον έντονοι, και ωσάν δεσπόζοντες εις στιγμής διάρκειαν, γυρολόγου διάτορος κραυγή, διαλαλούντος το εμπόρευμα του, κάρρου βιαίως συρομένου βάναυσος κριγμός, της μουσικής οι τόνοι, από την πλατεία, παρατεταμένοι και οξείς.
Σιωπηλός ο κάμπος, κι άνεργος, την ώρ' αυτή, δεν αναδίδει ήχον, κρότον δεν αναπέμπει, είναι βυθισμένος εις ατάραχτην γαλήνην. Μόνον όταν ο άνεμος περνά, με την διαλείπουσαν πνοήν του, φαίνετ' ως να τον εξεγείρη, να τον συνταράσση, εν βραχεί, κι έπειτα τον αφίνει να επαναπέση στην ησυχίαν του. Βιαστικό, επί της σιδηράς γραμμής, το τραίνο, έρχετ' από κάτω, έρχεται και έρχεται, γκαλοπάρει ακαθέκτως, μέσα στα χωράφια και κυλίεται, μαύρο, άλλοτε κρύβεται, μεταξύ των δέντρων, άλλοτε ξαναφαίνεται, ακάλυπτον, επί της γυμνής γης. Μόλις συγκροτούμενα, από τ' αναπαλλόμενα σκοινιά των, παρά την προκυμαίαν, ταρναρίζονται οι βάρκες, τα καράβια, ως να ήθελαν να σπάσουν τους δεσμούς των, να αποσπασθούν, πετάζονται ψηλά, βουλιάζονται βαθειά, κλίνουν δώθε, γέρνουν κείθε, τινάζονται, σωριάζονται, τώρα η πλώρη τους ορθόνετ' απομπρός, τόρα η πρύμη τους σηκόνετ' αποπίσω, εις ταμπάλισμα διαρκές· ενώ τα λιγοστά βαπόρια εις την άκρη τους, βαρέα και ογκώδη, ανεβαίνουν κατεβαίνουν, ως αντιστεκόμενα, αργότερα, μάλλον δυσκολοκίνητα, ταλαντεύονται βραδύτερα, και ωσάν αχθόμενα. Επίμονες εις την επιθυμίαν τους, αφού σταθούν λιγάκι παρά την παραλίαν, οι τράτες κάθε μία, διαδοχικά, ξεκόφτει απ’ αυτήν, στρέφει την πλώρη της προς έξω, ξεχωρίζετ' από τον εσμόν των μαζομένων πλοίων, βαίνει προς το μέσον του λιμένος, και αρχίζει τα τσαλίμια, κορδαρίζεται, ακκίζεται, σμίγει με τις συντρόφισσές της αποσπάται απ’ αυτές, περνά από μπροστά τους ξεπερνάει αποπίσω τους, φέρνει γύρους στο νερό, βουτά και ξαναβγαίνει μ' άσπρα τα πανιά, θαλασσοπεριστέρα, που θαρρείς πως παίζει με το κύμα το κακόν αλλ’ εις το χείλος του κυματοθραύστου, βρίσκει πάντα το αόρατον το τείχος, πέφτει στα χέρια του πηδώντος αντιπάλου, στέκει οριζόντιος, βλέπουσα προς τα πέρα, κι απομένει, ζυγιασμένη, τρέμουσα, ακίνητο κορμί, πανί τσαλακωμένο, και ανίσχυρο τιμόνι· κι έπειτα φρατ!, η βόλτα η υστερινή, ως έξαφνη ανάπλασις λευκής σημαίας, κόκκινης η κόκκινη, το πέσιμο στο πλάγι, το συντσάκισμα το τελειωτικόν, το γύρισμα της πρύμης, το εντροπαλό. Κολπούμεν' απ’ το φύσημα τ' αέρινον, τα συννεφάκια πλέουν, εις το απέραντον κενόν, το ολόφωτον, κυλούν και ολισθαίνουν, επί τον μέγαν θόλον, ανεμπόδιστα, κολυμπούν εις το καθάριο κυανούν, ως εν χαρά. Άσπρη η φορεσιά τους, άσπρη κάτασπρη, ωσάν φκιασμένη από χιόνι παρθενικό, και στίζουν την ατέλειωτην στιλπνότητα, ωσάν μικρά σπικώματα, λευκά, αγνά. Κι ελεύθερα επί του ελευθέρου στερεώματος, του διαφανούς και ολογύμνου, περιοδεύουν, εις το ευρύ άπειρον, αεικίνητα και εύστροφα, ιδιότροπα και άτακτα, παιδικοί περιηγηταί του αχανούς αιθέρος, σαν ν' ακολουθούν της φαντασίας των την πετώσαν έμπνευσιν, και ωσάν να πατινάρουν, εις το έδαφός του το γυαλιστερό. Και άλλοτε χωρίζονται, κι άλλοτε ενόνονται κι άλλοτε πλησιάζονται, κι άλλοτε, μακρύνονται· και αλλάζουν θέσι κάθε ώρα· και δε μπορούν να σταθούν ούτε στιγμή· και τρέχουν κατά μυρίας διευθύνσεις, ασυλλόγιστα και εύθυμα. Τα είδες τόρα δω, και τόρα τάχασες, τα βλέπεις εκεί κάτου. Τα βλέπεις τόρα εκεί, και τόρα σούφυγαν, με μιας, κυττάς και πού, τα βρίσκεις εκεί πέρα. Τα ηύρες τόρα κει, και πάλι ψτ!, σ’ εγέλασαν, σου γλύστρησαν, και πάνε, πάνε, δώθε πάν’ οι άλλοι. Και τώρα προσεγγίζουν εις τον ήλιο, προσεγγίζουν, σα να ζητούν να ζεστάνουν εις την δάδα του το χιονάτο των στηθάκι· και τόρα χαριεντίζονται εμπροστά σ' αυτόν, περνοδιαβαίνουν απ’ το πλάγι του, σιγά, ζητούν να τον κυκλώσουν, τώνα δώθε, τ' άλλο κείθε· και τώρα φεύγουν, φεύγουν, φεύγουν μακριά του, πέρα, πέρα κει και τώρα γκεζερούν από παν’ απ’ τα βουνά· και τώρα κρέμονται άνωθεν του κόλπου· και τώρα έρχονται λίγο λίγο προς την πόλιν και τώρα πήραν δρόμο, αλληλοδιωχνόμενα, επήραν δρόμο, πήραν, τράβηξαν, κείθ' ακόμα, κείθε, κείθε, μακριά. Αφρόντιστος, ο ήλιος αποπάνω, κατεβαίνει ολοένα, λίγο λίγο, διπλωμένος με την φωτεινήν απάθειάν του, τυλιγμένος εις την λάμπουσαν σιγήν του. Βγαλμένος από της γλυκειάς του μάνας, της ξανθής Ανατολής,, την αγκαλιά, εμμορφοστολισμένος απ’ τα ρόδινα και τα κρινόλευκά της χέρια, ο αιθέριος πεζοδρόμος, επήρε όπως πάντα το στρατί-στρατί, να κάμη το καθημερνό του το ταξείδι, να φέξ’ εις πολιτείες και χωριά, να χύση της ζωής τη φλόγα σε στερηές και θάλασσες, σιγά σιγά, ετράβηξε, κόλλησε τον ανήφορο, κατάκορφα, έφθασε στου ωμού Μεσημεριού την πυρωμένη στάσι, κατηφόρισε, εκύλησε και τώρ' αποσταμένος, αλλά πάντοτε ωραίος, πάντοτε θερμός, γερμένος από παν' από τ' ανήσυχο αυτό λιμάνι, πέφτει, πέφτει, να βουλιάξ’ εις της σκοτεινής Δύσις τον βαθύν βυθόν, να κοιμηθή στης μαύρης Νύχτας το θεόρατο κρεβάτι. Γάλι γάλι, χωρίς να φαίνεται καν ότι κινείται, ωσάν να εποθούσε νάμενε ακόμη λίγο στο απρόσιτον, το υπερκόσμιον λιμέρι του, γυρίζει, στρίφει, στρίφει, γέρνει, γέρνει, και θωρεί, θωρεί, ωσάν να ήθελε να πάρη την ενθύμησιν μαζί του της εικόνος οπού βλέπει κάτω του, μάτι ανοιχτό, αγαθόν και κολοσσαίον. Και εις το τέλος πλέον του παντοτεινού του κύκλου, του απείρου, εγγίζων πλέον εις το άκρον του γιγαντιαίου τόξου του, ολοένα προχωρεί, μετατοπίζει, και μακρύνεται, αιώνιος οδοιπόρος, πάντοτ' ο αυτός, επάνω εις τον ίδιον δρόμον, πάντοτε. Ανήμερη, όλο γογγά η θάλασσα, κυλά διαρκώς το κόχλασμα, το πείσμα της, πηγαινοέρχεται, θορυβώδης και ατίθασσος. Και η πόλις, αναδεύεται διαρκώς, ασχολημένη, κοπιασμένη, ως ν' αγκομαχή, απ’ τον εργατικόν της πόνον, την φροντίδα της την καματεράν, αραβαΐζει, από του παλαιού κάστρου της τα πόδια έως της παραλίας της την άκρη. Και της πεδιάδος η λιπαρά έκτασις, αυλακωμένη, καλλιεργημένη, πρασινίζουσα, χωρεί εις μήκος και εις πλάτος, ομαλή και ήρεμη, σιωπηλή και αδιατάραχτη. Και το τραίνον έρχετ' αδιάκοπα, κατατρώει το διάστημα, διακρίνεται σαφέστερον, κοντεύει, ολισθαίνει επί της γραμμής της σιδηράς, αστραπιαίον, τώρα στέκει προς στιγμήν, ως ξανασαίνον, περιμένον, τώρα ξανακινά σφοδρόν, ασθμαίνον, περνά δρομαίον διά των κλάδων, ζυγόνει και εσίμωσε. Και τα βουνά τ' αντίκρυ, ίστανται, αμίλητα, τραχέα σηκόνουν αιχμηράς τας κορυφάς των, άγουν την ερυθράν φρουράν των, παρά την είσοδον του κόλπου, ορθόνονται στέρεα και γαύρα, τηρούν, σοβαρά και άσειστα. Και τα πλοία κραδαίνονται τρομώδη, τριζοβολούν στένοντα, υψόνονται και χαμηλόνονται, αίρονται βυθίζονται, κούφα φέρονται, άβουλα, ριπτάζονται φρικιούν υπό τον ξύλινον φλοιόν των, καθ’ όλον τον κορμόν των, από της υγρής καρίνας των, έως των καταρτιών των τας αβρέχτους άκρας. Και ο άνεμος τρέχει φτερωτός, σαρόνει το φάρδος του ορίζοντος, αναστατόνει το μάκρος του πελάγους, φυσά, ηχολογά, βρύχεται, φριμάσσεται, σπαρνά, μοχθίζει, φεύγει, έρχεται, αποσύρεται, ορμά, σφαδάζει, πέτεται, κοπάζει, αντρειεύεται, σφυρίζει, ισχυρός και παλαβός. Και οι τράτες βασανίζονται μοχθούσαι, παραδέρονται ασκόπως, εξανλούντ' εις αποπείρας, χαράζουν το νερό μ' αύλακες χαμένους, κλυδωνίζονται αμφίρροποι, μεταξύ της προσταγής του τιμονιού των, και της αντιστάσεως του κύματος. Και του καπνού οι έλικες, ξεφεύγουν από τους μεμονωμένους καπνοδόχους, θολώνουν τον αέρα δι' εν λεπτόν, και σβύνονται ευθύς εκεί ψηλά.
Και τα συννεφάκια, απολυμένα εις το γαλανό σιάδι, κυνηγιώνται πεταχτά, άστατα κυλιώνται, αεροβαίνουν ανερμάτιστα, μετέωρα πλανώνται, αλητεύουν καπριτσιόζα, πότ' εδώ πότε κειπέρα, τόρα εις τη μέση τόρα εις την άκρη, πότε μακρυνόμενα πότε επιστρέφοντα, τόρα γοργά γλυστρούν, τόρα σταματούν αμετακίνητα, τόρα πλησιάζουν τώνα τ’ άλλο, ως για να φιληθούν ερωτικά τόρα δείχνουν τη ράχη τώνα στ’ άλλο, τόρα θαρρείς ότι θ' αγκαλιασθούν, ότι θα συσμιχθούν, αδελφωμένα, τόρα τα βρίσκεις χωρισμένα ταξειδεύουν, κόβουν βόλτες, τούτο πάνω, κάτω κείνο. Και εκείνος, ολοένα κατεβαίνει - κατεβαίνει, ροβολά κατηφορίζει, αλαργεύει, πέφτει - πέφτει, δίχως ν’ αφίνη ίχνος, ανάκαφρα, σιγά, επάνω εις το διαυγές κρύσταλλον. Και σιγά - σιγά, και λίγο - λίγο, καθ' όσον το άστρον κλίνει, όσο προχωρεί, μετατοπίζει και μακραίνει, ωσάν να την είλκυε κανείς, ανεπαισθήτως, αοράτως, η γάζα του φωτός, η ατελεύτητος, φαίνεται λίγο λίγο ως να ανασύρετ' απ’ του στερεώματος τα πέρατα, να συμμαζεύεται μικρόν κατά μικρόν, να δίνη τόπον εις σκιάν προβαίνουσαν, αμαυράν και δυσδιάκριτην. Έλκεται, και έλκεται, ανεπαισθήτως, αοράτως, ανασύρεται, μαζεύεται, θάλεγες ότι εξατμίζεται, διαλύεται, σιγά σιγά, ανεπαισθήτως, αοράτως. Και η σκιά, ανέρχετ' αντιθέτως, λίγο λίγο, ανέρχεται απλόνεται, κατακτώσα έδαφος, άτολμος ακόμα, και αμφίβολος, και ωσάν διστακτική, αλλά υποκαθισταμένη βαθμηδόν, δειλή θαμπή, αλλά βαθμηδόν εντονουμένη, πυκνουμένη. Και βαθμηδόν, καθ' όσον το δειλ' αποτραβιέται, και βαθμηδόν, καθ' όσον το βράδυ φθάνει, τριγύρω εις τις πέτρες, εις τους ογκολίθους, εις το χώμα, η άσπρη μανία του αφρού χύνετ' αγριώτερη, τινάζει τα ξέπλεκα μαλλιά της, καββαλικεύει του μονήρους κυματοθραύστου την γραμμήν, χώνεται βαθιά εις τα σπηλώματα των βράχων, κατακλύζει τον άμμον των ακτών, δαγκόνει λυσσωδώς τα πλευρά των μώλων, καταξεσχίζεται εις τα γερά πόδια του φάρου. Και βαθμηδόν, καθ' όσον το δείλ' αποτραβιέται, και βαθμηδόν καθ' όσον το βράδυ φθάνει, ο αχός του νερού του κινουμένου, αίρετ' επί μάλλον, αίρετ' αίρεται, ομοιόμορφος, αένναος, κυλινδείται μεταξύ των δύο στερεών, γεμίζει τον αέρα γοερός, ως στεναγμός από μυχίων. Και βαθμηδόν, καθ' όσον το δείλ' αποτραβιέται, και βαθμηδόν, καθ' όσον το βράδυ φθάνει, η άχνα της ζωής, η πλανωμένη υπέρ την πόλιν, φαίνεται ως αυξανομένη, διά να καταπέση μετ' ολίγον, έντασις βοής, κινήσεως, θορύβου, φαίνετ' εξαπλουμένη, από της παραλίας της την άκρη, έως την άλλη άκρη, πέρα εις τα Γύφτικα, ως σπουδής αλαλητός. Και βαθμηδόν, καθ' όσον το δείλ' αποτραβιέται, και βαθμηδόν, καθ' όσον το βράδυ φθάνει, επάνω εις τ' αφρώδη κύματα, η δίνη των ανταυγειών των διαμαντένιων η αμέτρητ' η αναρίθμητη, οπού σπαρταριστή τρεμοσταλάζει, πορφυρωμένη φεγγοστίλβει, σαπφειρωμένη σπιθολάμπει, θρύμματα βηρύλλου και αχάτου κι αμεθύστου κι οπαλλίου και ιάσπιδος, μύρια σκορπισμένα, μύρια απλωμένα, μύρια παλλόμενα, μύρια δονούμενα. Και βαθμηδόν, καθ' όσον το δείλ’ αποτραβιέται, και βαθμηδόν, καθ' όσον το βράδυ φθάνει, επί του ουρανού τα συννεφάκια, κλέφτοντ' από το φεύγον φως του, στολίζουν, δίχως να εννοηθούν το φορεματάκι τους το άσπρο, τόρα του βάζουν μια δαντέλλα ρόδινη στην ουρίτσα του, τόρα του κολλούν ένα φιόγγο κόκκινο στο πλάγι του, τόρα του πλέκουν μια χρυσή γκιρλάντα γύρω του. Και βαθμηδόν, καθ’ όσον το δείλ’ αποτραβιέται, και βαθμηδόν, καθ' όσον το βράδυ φθάνει, οι ακτίνες που προσπέφτουν στα γυαλιά της πόλεως, περαστικές κι έξαφνες, σκουν και ξεσπούν κι εκρήγνυνται, φλογισμένες, πορφυρές, φουντόνουν σε καθένα απ’ αυτά, ως θράκα οπού σπιθουρακίζει. Και βαθμηδόν, καθ' όσον το δείλ' αποτραβιέται, και βαθμηδόν, καθ' όσον το βράδυ φθάνει, όλοι οι μύριοι ήχοι της υπάρξεως, οι αποτελούντες ένα βούισμα αόριστον, γίνονται ωσάν πιο συγκεκριμένοι, παίρνουν ως έναν χαρακτήρα πιο οικείον, άλλοι αφανίζονται, σιγούν, άλλοι πάλι γεννιούνται, και προσθέτονται, άλλοι εξασθενίζουν, άλλοι δυναμόνουν, άλλοι χάνονται άλλοι ανακύπτουν. Συχνότερα, ανεβαίνουν του καπνού οι έλικες, από τα σκορπισμένα εργοστάσια, πυκναί σπείραι, παρακολουθούμεν’ αμοιβαίως, για ν’ αποσυντεθούν μετά μικρόν, εις αραιάν ομίχλην, φεύγουσαν κι αυτήν.
Από τους εγγύς δρόμους, οι κραυγές των γυρολόγων, πολλαπλασιασμένες, ξεχωρίζοντ’ ευκρινείς, ξεπερνούν τον άλλον θρύλλον, τον ποικίλον, ακούονται, συνεχείς και έρρυθμες. Μονότονον, αγροίκον, το κύλισμα των αμαξών, τρύζει προς στιγμήν, τραχύ παρέρχεται, τρέχον διελαύνει, σβύνει μακρυνόμενον. Από μπαλκόν’ οικίας, εκεί κάπου, κατά το Βλατερό, σκυλί γαυγίζει, θυμωδώς, γαυγίζει ολοένα, πεισμωμένο, οχληρόν φωνάζει, βάλλει επιμόνως, δύσηχα υλάγματα, μόλις παύει, και αρχίζει πάλι, αδιάκοπα γαβ γαβ! Κρυστάλλινα, γέλοια παιδιών εκρήγνυνται κουδουνίζουν τσιγκρινίζουν, φαιδρά ξεφωνητά, ωσάν πετειναρίων εν χαρά, και τρέξιμο τρελλό, σφοδρόν κυνηγητό, κάτου, προς τον κατήφορο, μετά πατάγου λιθαριών κατρακυλούντων, σκόνης ανασηκονομένης. Γειτόνισσες χάμου εδώ υπό το ρίζωμα του βράχου, παίρνουν νερό από βρυσούλα, αντηχούν συγκρουόμενες οι στάμνες τους, οι κουβέντες τους θροούν, το κελάρυσμα της βρυσούλας φθάνει, απαλόν, τερπνόν. Ήσυχος ο κάμπος, όσο πάει, και βυθίζετ' επί μάλλον, εις γαλήνην άφωνην, εις ατάραχτην σιγήν. Μονάχα, τόρα, από κάποια κώχη του, πέρα κει, ήχος καμπάνας έρχεται, κούφος και λεπτός, γλυκός και μακρυσμένος, από εξωκλήσ' ερημικό, δονεί τον αέρα θλιβερός, πάλλεται, θρηνεί, ωσάν παράπονον, αρμονικόν και δακρυστάλαχτον. Και από την πόλιν, από το άκρον ύψος εκκλησίας υψηλής, της οποίας ο μέγας τρούλλος διακρίνεται κυρτούμενος, ογκώδης, επιβάλλων, πλατέα εκτείνοντας τα νώτα, άλλος ήχος τον διαδέχεται, βαρύς αυτός, βαθύς και σοβαρός, εξαπλωνόμενος τριγύρω, εις βραδέα κύματα. Και οι δύο ήχοι, εκείνος από πέρα, κι αποδώ αυτός, συναντώντ' εις τον αιθέρα, και διαλλάζονται, μόλις ο ένας παύει, και αρχίζ' ο άλλος, κραδαίνοντ' ενωμένοι, και εκπνέοντες μαζί, φαίνονται ωσάν να ανταποκρίνωνται, και να μιλούν, συναμεταξύ τους, εκείνος να ρωτά πενθίμως και ως αγωνιωδώς, και ετούτος ν' απαντά, αργά και ήρεμα, να κλαίη 'κείνος, και αυτός να τον παραμυθή, ως πατέρας προς παιδί, εις διάλογον μυστηριώδη και αλλόκοτον. Το τραίνο, προπολλού, εξηφανίσθ' απ’ την πεδιάδα, εισέβαλ' εις την πόλιν, έβγαλ' ένα σφύριγμα βραχνόν, τραχύ, κι επανειλημμένον. Της μουσικής οι τόνοι, σώπασαν από την πλατεία, εσκορπίσθηκαν, εξανεμώθηκαν, εξέπνευσαν μικρόν κατά μικρόν. Μία μία, εμπεζέρισαν οι τράτες, παραιτήθηκαν απ’ τον μάταιον αγώνα τους, εγύρισαν οριστικώς την πρύμη, εσύστειλαν τα πανιά, ανεμίχθηκαν εις τον κόσμον των άλλων πλοίων παρά την ακτήν. Κρυφά-κρυφά, ολότελα, τα συννεφάκια, λίγο λίγο, εγδύθηκαν τα κάτασπρα, εφόρεσαν τριανταφυλλιά. Και τα βουνά αλλάζουν όψες και εκείνα, μυστικά, τόρα πυρρά, τόρα ανοιχτά, τόρα φαιά, τόρα ροδισμένα, τόρα ωσάν φέροντα ριχμένους επάνω εις τους ώμους των μανδύας μολυβόχρους, τόρα ως σκεπασμένα με παχύ-παχύ στρώμα μενεξέδων. Και ο ήλιος, ολοένα κατεβαίνει, κατεβαίνει, κατεβαίνει, γέρνει, γέρνει, πέφτει πέφτει, τόρα άστραψε εις εκείνο κει το τζάμι, τόρα έλαμψε εις εκείνο κει το κύμα. Κατεβαίνει, κατεβαίνει, γέρνει, γέρνει, γέρνει, πέφτει, πέφτει χωρίς να φαίνεται καν ότι κινείται δίχως ν’ αφίνη ίχνος, ανάλαφρα, σιγά. Κατεβαίνει κατεβαίνει, γέρνει, γέρνει, πέφτει, πέφτει, τόρα ρόδισε εις εκείνο κει το πλάγι, τόρα χρύσωσε εις εκείνη κει τη ράχη. Κατεβαίνει, κατεβαίνει, γέρνει, γέρνει, πέφτει, πέφτει, κατέβηκε, κατέβηκε, έκλινε, εγύρισε, έφτασ' έως εκεί κάτω, ως το μαύρο σύγνεφο, το μέγα, το εκτεινόμενον επί του ορίζοντος. Και διά μιας, βιαίως, στιγμιαίως εχώθη μέσα εις αυτό, εκρύφθηκε, ολόσωμος, ολόβολος, εχάθη αποτόμως. Θάλεγες ότι στόμα τέρατος, ενεδρεύον, αναμένον, πλησιάσαντα τον άρπαξε, τον τράβηξ' εις τα βάθη του, τον ρούφηξε τον χώνεψε, τον κατεβρόχθισε λαιμάργως, ξανακλείσθηκ' επ’ αυτού. Και τότε μαύραι πλάκες απλόνονται επάνω εις τα νερά, τα βουνά σκυθρωπάζουν ζοφερά, ωσάν πέπλος πένθους φαίνεται έξαφνα τυλίξας την πόλιν και τον κάμπον, σκοτεινιάζουν τα συννεφάκια ωσάν λυπημένα. Θαμπωμένος ο ουρανός δεν φέγγει πλέον, σκιασθείς απ’ άκρη σ' άκρη. Ως υπόκωφος ανεβαίνει ο θόρυβος της πόλεως, βαιός, διπλωμένος μέσα εις την αχλύν. Ακίνητ' η πεδιάδα, άλαλη, ως συμμαζωμένη, φαίνεται νεκρωθείσα προς στιγμήν, εξ ολοκλήρου. Βιαιότερον, εξεμεί την χολήν αυτής η θάλασσα, θλιβερώτερον, ηχεί του κώδωνος το κρούσμα. Ωσάν περιοδικές ανατριχίλες, φαίνονται να διατρέχουν, σιωπηλές, την ριγηλήν έκτασιν. Απαράλλαχτα όταν όρνεον διαβαίνη, μ' ανοιγμένα τα φτερά, θολώνει το μέρος που περνά, χύνει ωσάν κρύου, σιωπής, νέκρας αίσθησιν στο διάβα του, φρίσσει ο μικρόκοσμος των όντων ο τυχαίνων αποκάτω του.
Πυκνόν εκείνο τον σκεπάζει, τον τυφλόνει, τον κρατεί, ως λείαν ποθητήν, βοράν επί πολύ προσδοκηθείσαν, αδιαπέραστον, σάββανον βαθύ, ως υφασμένον από σκότος άδου. Και μένει εκεί μέσα, ώρα πολλή-πολλή, σκεπασμένος, χαμένος, αφανής, πάσχων. Ούτε μια ακτίνα του δεν ισχύει να τρυπήση το μελανόν τείχος που τον κλίνει, ούτε εις σπινθήρ του δε μπορεί να διασχίση την βαρείαν φυλακήν του. Δεσμώτης θείος, εμπεσών εις εχθράν παγίδα, απομένει, απομένει, αόρατος, αθέατος, μαντεύεις, αγωνίζεται, παράδοξον αγώνα, επιμόχθως. Αλλά διαμιάς, από την άλλη άκρη, κάτω κει, ολίγο υπέρ τον ορίζοντα, νικητής και λυτρωθείς, αδέσμευτος απαλλαγμένος, και λυμένος, γλυτωμένος υπερήφανος, ελεύθερος, κοκκινωπός, πυρώδης, ξαναμμένος, προβάλλει αιφνιδίως, βγαίνει απροοδοκήτως, επεφάνη πάλι, απροόπτως, και αστράφτει διαμιάς εκ νέου.
Και διαμιάς, ροδίζουν πάλι, αιφνιδίως, τα βουνά, το στερέωμα φωτίζεται, αναλάμ' η θάλασσα, η πόλις αίθρια, ζωντανεύ' η πεδιάς, χαμογελούν τα συννεφάκια, πορφυρόχρυσα, ταξειδεύουν πάλι, κυνηγιούνται εύθυμα, νησάκια ζυμωμέν’ από τριαντάφυλλα, αεροπορούντα, επί τον ημισκότεινον ουρανόν. Αλλά ωσάν να εξαντλήθηκ' από τον αγώνα του να βγη, ωσάν να άφηκε την δύναμίν του εκεί μέσα, γυμνός από το στέμμα του, ανίσχυρος αχνός, κουρασμένος πλέον εντελώς, και ωσάν λιποψυχών, κατεβαίνει πάλι, γέρνει, πέφτει, υπό το μαύρο σύγνεφο, αργά. Ωσάν εξατμιζόμεν' οι ακτίνες του, σιγά σιγά, διαλύονται εις κόνιν, σβύνοντ' εις το άπειρον. Δίσκος ερυθρός και ολοστρόγγυλος, απλούς, και μικρυσμένος, κατεβαίνει, κατεβαίνει. Ήδη επλησίασε της θαλάσσης την κορφήν, και σιγά-σιγά, βυθίζεται μέσα εις αυτήν, βραδύς. Μεταξύ των αφριζόντων κυμάτων, ο κύκλος του κρύβεται και χάνεται, ηρέμα. Εχώθη, εχώθη, ακόμα, και ακόμα, εις τον υγρόν τάφον του, και μετ' ολίγον, εξ αυτού, δεν απέμεινε, παρά, επί του φαεινού ορίζοντος, και επί του κύματος του παλλομένου, ωσάν καρφωμένο, ένα μικρότατον σημείον, οξύ, λαμποκοπούν, πύρινη αιχμή, εισερχομένη βαθιά εις τον οφθαλμόν, και χαϊδεύουσα αυτόν, αντί να τον πληγόνη. Έπειτα, ωσάν τελευταίον βλέμμα, έφεξεν, εχάθη, το άστρον αφανίσθη. Αυτοστιγμεί, εγαληνίασε η θάλασσα, ακύμαντος απλώθη, ησύχασε ολίγο κατ' ολίγο, έπαυσε να βοΐζη, να παλεύη. Θάλεγες πως δεχθείσα εις τους κόλπους της το αντικείμενον του πόθου της, εκόπαζε, τιθασσευμένη, ευχαριστημένη βάλλουσα μόνον πάντα το βαθύ της μουγγυτό, ως ρόχον πλέον πληρωθέντος έρωτος. Αλλ’ εκείνο ως επιθυμούν ακόμη να αφήση την ανάμνησίν του εις την κτίσιν, από του υγρού τάφου του, αφανές, εξέπεμψ' αιφνιδίαν δέσμην χρυσών ακτίνων, απότομον, βιαίαν, και επυρπόλησε το μαύρο σύγνεφο, το παμμέγεθες, το εκτεινόμενον επί του ορίζοντος. Κατακόκκινον, πορφυρούν, αιματώδες πλέον, ανέλαμψεν αυτό, ώρθωσε τα πλευρά του και τα στήθη του, επλάκωσε την θάλασσαν βαρύ, ως φέρον μέσα του, πρίσκον τα έγκατά του, μέγα κύμα λύθρου. Και απομένει έτσι εις το ύψος του, όρθιον θρονιασμένο, κάστρο εναέριον, φουσκωμένο, θεριεμένο, βουτημένο εις το αίμα, βουτημένο εις το πυρ. Βαθμηδόν, ο άνεμος, εβουβάθη κι αυτός, έπαυσε να σφυρίζη, εβαρέθη να χορεύη.
Ο ήχος των κωδώνων, βαθμηδόν εξέπνευσε κι εκείνος, εσβύσθη και εχάθη, μακρυνθείς. Αμυδρότεροι, σπανιώτεροι, ανέρχονται της ζωής οι θόρυβοι, εξασθενούντες όλοι, βαθμηδόν. Ησυχία πλέον εις το πέλαγος, ησυχία στον λιμένα, ησυχία εις τον κάμπον, ησυχία εις την πόλιν. Μαύρος ο ουρανός, μαύρ' η θάλασσα, μαύρα τα βουνά, και οι ξηρές μαύρες. Τα συννεφάκια, σιωπηλά, απεμακρύνθηκαν κι εκείνα, το σκαπούλησαν οριστικώς, σιγά σιγά, εξαφανίσθηκαν, εχάθηκαν, εκρύφθηκαν, τις είδε εις ποίαν μυστικήν γωνίαν της εκτάσεως. Και μόνον εκεί κάτω, επί του φοβισμένου στερεώματος, και επί του πελάγους του δαμασμένου, βασιλεύουσα, επικρέμεται, του καιομένου συννέφου η φλογερά απειλή. Έμεινεν έτσι, έμεινεν ώρα αρκετή, κυρίαρχον, αγέρωχον ως τύραννος φορών χλαμύδα βύσσου, καθρεφτιζόμενον εις τα κάτωθεν νερά. Έπειτα, λίγο λίγο και αυτό, ωχρίασε ερόδισε εχρύσωσ' εκιτρίνισ' εσκιάσθη, συνεφύρθη με την γύρωθεν μαυρίλαν. Νύχτα πλέον επέπλευσε βαθιά, άστραψε η λευκή ακτίς του φάρου, και απ’ ανατολών επί του ερήμου ουρανού, μόνον, δειλόν, σεμνόν επεφάνη το φεγγάρι στέλνον το ασημένιο του φίλημα εις το σκοτεινόν κύμα.
Εις τη μικρή σάλα του βαποριού, την ημικυκλικήν προς τ’ άνω, μακρουλήν δε προς τα κάτω, την οποίαν τριγυρίζουν τα αβλέφαρα στρογγυλά μάτια των θυρίδων, ενώ το φως των δύο κρεμαστών λαμπών ρίχνει επί του μουσαμά των κατά μήκος μακρότατων τραπεζών, και επί των ξυλίνων νώτων των πλαγίως των καναπέδων και εδρών, και επί των εκατέρωθεν πλευρών των καμπίνων, και επί του κρυστάλλου των αντιμετώπων καθρεπών, την λευκήν του λάμψιν, υπό την οποίαν ζωηρά αναδίδετ' η στιλπνότης των, καθισμένοι ο ένας αντίκρυ εις τον άλλον, οι δύο ταξειδιώται κουβεντιάζουν. Ο πρώτος, έχει μπροστά του ένα δίσκον, επί του οποίου είναι αποτεθειμένον ένα φλυτζάνι με καφφέ, ένα πιατέλο με λουκούμια, κι ένα ποτήρι με νερό. Και στρέφων τα πίσω προς την έξοδον, βαλμένος δίπλα επί του εκείθεν καναπέ, ακουμπά τον ένα του αγκώνα στο τραπέζι, απλώνει συνεχώς το χέρι του, και σηκώνει το φλυτζάνι, το οποίον φέρνει προς τα χείλη του, ροφών. Και ο δεύτερος, ξαπλωμένος αντιθέτως, εις την επί της κορυφής της πρώτης τραπέζης πολυθρόνα, αναπαύεται απλώς, στηρίζων τους ώμους του στη ράχη της, με το χέρι του ριχμένο επί του βραχίονος αυτής, και τα πόδια του διπλωμένα σταυρωτά. Εκείνος φορεί το καπέλο στο κεφάλι του και έχει περασμένην, αναμέσον των σκελών του την ογκώδη του μαγκούραν. Και αυτός ασκέπαστος, έχει αφειμένα δίπλα του, απάνου στο τραπέζι, το μπαστούνι του, και επ’ αυτού, το ημίψηλό του, το οποίον μαύρον, κυρτόνετ' επί του λαμποκοπούντος μουσαμά. Ξυρισμένος τούτος, εύσωμος, παχύς, στρογγυλοπρόσωπος, επιμελημένος τα ενδύματα, με μεγάλην άλυσσον χρυσήν ωρολογίου, αυλακόνουσαν το γελέκο του, κατάστηθα, εν αστραπή λαμπρά, με αισθητώς προβαίνουσαν φαλάκραν, κανονικά χαρακτηριστικά, αδράς γραμμάς, μεσόκοπος, προγάστωρ, λιπαρός. Λεπτότερος εκείνος, αφελέστερος την περιβολήν, σκαιότερος, μ' άφθονα γένεια περιβάλλοντα την όψιν του, πιο ηλικιωμένος, και ψαρίζων. Βραδύς ο ένας, σοβαρός, αργά λαλών, ωσάν ζυγίζων τα λεγόμενα, κι εν αξιοπρεπεία εμφανεί. Ταχύς ο άλλος, εύστομος, μετά οικειότητος, μετά ζωηρότητος, σα στο σπίτι του, ελεύθερος, πολυλογώτερος και οξυλογώτερος, Κοντά κι οι δύο. Καπνίζουν και οι δύο. Μέσα εις την κενήν αίθουσαν, εκτός αυτών, δεν φαίνεται κανείς ως τόρα, και μόνη την γεμίζει, κυριαρχούσα, άδηλον από πού εξερχομένη, πυκνή και θλιπτική, η ξεχωριστή μυρουδιά της βαπορίλας, άγχουσα το στήθος, πνίγουσα τον λάρυγγα, σκορπισμένη πανταχού, αναπεμπομένη από όλους τους κρυφίους πόρους του, μήτηρ της αηδίας και γεννήτρια του εμετού. Και από το πλησίον μαγερειό, άλλη μυρουδιά, απεχθεστέρα, εξορμά, αναμιγνυομένη με αυτήν, ενώ οι υπηρέται τριγκινίζουν τα ποτήρια και τα πιάτα των, παρασκευάζοντες τα της μελλούσης εργασίας των. Ακίνητον, το πλοίον, δεν άφηκε ακόμη τον ευρύν λιμένα, οπού είν' αγκυροβολημένον. Αλλά εις το κατάστρωμα, επάνου, οι ετοιμασίαις του απόπλου, αντηχούν, κροτούν, βροντούν, απασχολούν τους ναύτες, δονούν και συγκλονούν όλο το σκάφος. Τρέχουν οι άνθρωποι, μ' ορμήν, ανεβοκατεβαίνοντες τις σκάλες, διασκελίζοντες το πάτωμα, σύρνοντες τις βάρκες, φέρνοντες τα πράγματα, κλείνοντες τις τρύπες, ανοίγοντες καταπαχτές, τραβούντες αλυσσίδες, λύνοντες σκοινιά, δένοντες παλαμάρια, γυμνοπόδαροι οι πλείστοι, με τ’ αθλητικά των μπράτσα έξω, κόκκινοι και κάθιδροι, με τους χοντρούς λαιμούς των και τα πλατειά στήθια των, κινούμενα ελεύθερα, μέσα στα νταμωτά πουκάμισά των, σπεύδοντες και πηδώντες γρήγοροι, με τα κοντά των πανταλόνια, ολιγόλογοι και βίαιοι. Σύνοφρυς, ξεφυσών, περίφροντις, ο πλοίαρχος, με τα χέρια του στις τσέπες, περπατεί, από το ένα μέρος εις το άλλο, αναμέσω των, με το κασκέτο του χωμένο στο κεφάλι του, επιβλέπων, παραγγέλνων, συνταχύνων παροτρύνων, επιπλήττων, προσκαλών, ερεθιζόμενος. Παραλογισμένοι, αποχαζωμένοι, με μορφάς βλακώδεις, χαλασμένες, από τη σκοτούρα του εμπαρκαρίσματος, οι επιβάται έρχονται βραδέως, βγαίνουν με δυσκολίαν απ’ τη βάρκα, κολλούν μετά κόπου εις τη σκάλα, προσπαθούν να κρατηθούν προσεκτικά, σκαρφαλόνουν μετά μόχθου εναέριοι, ξεμπουκάρουν στο κατάστρωμα ασθμαίνοντες, χτυπούν το κεφάλι των στα πάτερα, κυττάζουν δεξιά κι αριστερά, γλυστρούν, γυρίζουν πέρα δώθε μήπως έχασαν κανένα πράμμα τους, παραπατούν, σκοντάφτουν, τρικλίζουν ως μεθυσμένοι, τσακόνονται με τον βαρκαδόρον, πέφτουν ο ένας απάνω εις τον άλλον, σκουτιούνται αποτόμως απ’ τους ναύτες, παραδέρονται ως εν εσχάτη αγωνία, ζητούν απελπιστικώς τον καμαρότον. Εις το σκοτάδι που σκεπάζει την κουβέρτα, και το οποίον πού και πού διασχίζουν, κατά μέρη, θολαί φαναριών αυγαί, μπαούλα, σάκκοι, κάσσες, κόφφες, δέματα, βαλίτσες, είναι αποτεθειμένα, πεταμένα, στιβαγμένα, καββαλικεμένα, στριμωγμένα, πεσμένα, τοποθετημένα, φύρδην μίγδην, εδώ, εκεί, ανάκατα, μπροστά στις σκάλες, παρά τα χείλη των αμπαριών, μέσα εις τα περάσματα, επάνω εις νερά χυμένα, εν τω μέσω της κινήσεως, και μεταξύ αυτών, όλος ο καραβίσιος κόσμος, αναδεύεται, κυκλοφορεί, θορυβεί, σαλεύεται, δουλεύει, τακτοποιείται, δίνει, παίρνει, μάχεται, κοπιάζει, ανταρεύεται, φωνάζει. Ζεσταμένες οι μηχανές, αχνίζουν πλέον, ανασαίνουν υποκώφως, εκ βαθέων, και τα έμβολά των, τα βαρέα, άρχισαν, αργά αργά να μπαινοβγαίνουν, σκανδαλώδη. Παρά τη μία σκάλα, τρεις μαούνες, υψηλές, μακρές, γεμάτες ως τα μπούνι από βαρέλια, ξεφορτόνουν. Και το μέγα βίντσι, το εγείρον εις το κέντρον του βαποριού, σχίζοντα τον αέρα, τον μακρόν βραχίονά του, τον χονδρόν και προτεταμένον, στριφογυρίζων επί της βάσεώς του, κατεβαίνει μέχρις αυτών, προκύπτει εισπηδά εντός των, τα αρπάζει προσδενόμενα, ανασηκόνεται, τα ταρναρίζ' εις το κενόν, γράφει τόξον καμπυλούμενον για να επανέλθη εις τη θέσι του, και τ' αμολά στα βάθη της χασκούσης σ' το κύτος αποθήκης.
Τριγύρω, το λιμάνι ξαπλόνεται πλατύ, εν κύκλω, ήσυχον, μισοκοιμώμενον εντός της μαύρης αγκαλιάς της σιωπηλής νύχτας, με τ' αραιά και τρεμοσβύνοντα φανάρια των δρόμων ή των σπιτιών ή των μαγαζιών της εις τον μυχόν του, φωλευούσης πόλεως, εν τη γαλήνη των υδάτων του, των λείων, εφ' ων ορθόνονται οι ζοφεροί όγκοι των άλλων πλοίων, που σταθμεύουν, αραγμένα κι άφωνα, μέσον εις τους κόλπους του. Επί των πέριξ υψωμάτων, που πυργόνοντ' υπεράνω του, αθόρυβον, αναρριχάται το παράλιον συνοίκισμα, εις σωρόν συγκεχυμένον, βυθιζόμενον στον ύπνον. Διαμαντοκαρφωμένος, ο ουρανός ακινητεί, εκεί ψηλά, βουβός και σκοτεινός, απ’ άκρη σ' άκρη, ολοκάθαρος. Και του νερού η έκτασις η άπειρος, εξ' από το λιμάνι, προχωρεί, και χάνεται, μακρυά, μακρυά, υπ' αυτόν και μετ' αυτού, εις του ορίζοντος το εύρος, παρομοίως σιγηλή, παρομοίως ήρεμος εξαποστέλουσα μόνον προς τα μέσα, ωσάν μακρυσμένον και μουγγόν βόγγημα. Κι εν τη σιγή του λιμανιού, και υπό τ' ουρανού την ηρεμίαν, και προ της ακινήτου πόλεως, και επί της θαλάσσης την γαλήνην, οι κρότοι του απερχομένου καραβιού, ακούονται βραχείς, απότομοι και βάναυσοι, ως εξυπνούντες εν οργή την οκνηράν νύχτα και την φίλυπνον ηχώ. Και υπέρ πάντας τρανταχτός και βίαιος, ερμητικός, σφοδρός, σκληρός, οργίλος, δεσπόζει του βιντσιού ο πάταγος, περιοδικός, και αλλεπάλληλος, δουπών, εν αδιακόπω σεισμώ του καταστρώματος. Και υπό το ταραχώδες κράτος του, και υπό την κεραυνώδη απειλήν του, οι φράσεις των δύο ταξειδιωτών, οπού συνομιλούν κι οπού καπνίζουν, κάτω εις τη σάλα, διαμείβονται, οτέ μεν ευκρινείς οτέ δε αδιάκριτοι, άλλοτε συγκρατητές κι αυτοτελείς, και άλλοτε συντριβόμεναι και κατακερματιζόμεναι, από την επάνωθεν βροντήν.
— Καιαιαι... θα μένετε πολύ εις τας Πάτρας;...
— Ναιαι... θα μείνω ολίγες μέρες... κι έπειτα θα πάω στη Ζάκυνθο...
— Κι έχετε υποθέσεις βέβαια... η έτσιιι... χάριν διασκεδάσεως...
— Α, όχι... Έχω κάτι δουλειές... Επρόκειτο να κάμωμε μερικάς παραγγελίας... και έπρεπε να πάη ένας... για να ιδή... Πηγαίνω εκ μέρους του καταστήματος...
— Είσθε έμπορος;...
— Μάλιστα... Εις την Σύρον...
— Α έέτσιι;... Χαίρω πολύ... Και τι κατάστημα είν’ αυτό σας παρακαλώ;…
— Μα... είναι μεγάλο κατάστημα... Κάνει όλα τα είδη... θα έχετε ακούσει ίσως… «Καρώνης και αδελφός».
— Αα.., ναιαι... έχω ακούση... Και εργάάζεεσθεε χονδρικώς... ή λιανικώς...
— Μαα... και τα δύο... Και χονδρικώς και λιανικώς... Σας λέγω... είναι μεγάλο κατάστημα... Κάνει όλα τα είδη...
— Και πώς παν οι δουλειές;…
— Αιαι... μα πώς να πάνε.. Εμείς έχομε πάντοτε, εργασίες... αλλά... Τόρα βλέπετε είν’ αυτή η κατάστασις... Μας έχει σακατέψη όλους... Είν' αυτό το συνάλλαγμα βλέπετε οπού μας ερήμαξε... Εμείς ξέρετε έχομε μεγάλας συναλλαγάς... ιδίως με το εξωτερικόν... Χάνομε αδίκως τα χρήματά μας...
— Ω!... Εμένα θα μου το πήτε;... Αμ' υπάρχει, καμμία αμφιβολία;… Υποφέρει ο κόσμος αδελφέ!... Είναι κατάστασις αυτή;… Εμείς ελυώσαμε εις τα πόδια μας πλέον…
— Α... Εμείς υποφέρομε πολύ... Δεν ημπορείτε να, φαντασθήτε τι ζημιονόμεθα... Ενθυμούμαι τι διαφορά άλλοτε... Εμείς τουλάχιστον ημπορώ να σας ειπώ... ότι άλλοτε είχαμε... τριπλάσιας εργασίας...
— Τριπλασίας!...Δε λέτε δεκαπλασίας!... Μας κατέστρεψαν αδελφέ!...Εγώ απορώ πώς αντέχει ο κόσμος!...
— Και το κακόν είναι ότι δεν φαίνεται και καμμία διόρθωσις... Εγώ απορώ πως αντέχει ο κόσμος!...
— Και το κακόν είναι ότι δεν φαίνεται και καμμία διόρθωσις… Εγώ δεν ηξεύρω τι να ειπώ... Τουλάχιστον να έβλεπε, κανείς... κανένα ενδιαφέρον... καμιά φροντίδα...
— Ωχ! Ενδιαφέρον!.. Τόρα το πετύχατε!... Ποιος περιμένετε να ενδιαφερθή; Ο Τρικούπης; Πού χάνεσθε!
— Δεν έχομεν πολιτικούς δυστυχώς, κύριεεε...Το όνομά σας παρακαλώ;
— Παναγιωτόπουλος.
— Είσθε υπάλληλος;…
— Ναιαι... Εχρημάτισα έφορος... Επί πολλά έτη… αλλά με έπαυσε αυτός ο φαύλος... και έκτοτε δεν ξαναδιωρίσθην... Πολιτευόμεθα όμως κυρίως εμείς...Η οικογένειά μας...
— Δεν έχομεν πολιτικούς δυστυχώς, κύριεεε...Παναγιωτόπουλε... Αυτή είναι η αλήθεια... Εμείς είχαμε μίαν πεποίθησιν εις αυτόν τον Τρικούπην... αλλά απεδείχθη και αυτός... κενός...
— Ω!... Αμ' είναι αμφιβολία;!... Αυτός μας κατέστρεψε, αδελφέ!... Κακοηθέστατος!.. Εγώ τα προέλεγα από τα Ογδονταπέντε... Ημπορούσαμε να βγούμε, κύριε, με τόσα δάνεια;... Συνεταιρίσθη με αυτούς τους χρηματιστάς... και όλο δάνεια επί δανείων... φόρους επί φόρων... δόστου και δόστου... Ενόμισε ότι ηύρε εδώ το τσιφλίκι του πατέρα του... Αχρείος άνθρωπος!...
Βαρύ, επί του καταστρώματος, το βίντσι επλατάγησε, έγρουξε, εφύσηξε, εσφύριξε, έκριξε εκροτάλισε, συνταράσσον την υπ’ αυτό σάλαν, διακόπτον την κουβένταν, μεταβάλλον εις θρύμματα τις λέξεις.
— Αβάάραα! φωνή ηκούσθη, άνωθεν, συνοδεύουσα τον βρόντον του, ενώ κλαγγή αλυσίδων αντηχούσε.
— Βίίρααα!, άλλη φωνή απήντησε, εν τω κριγμώ και τω γρουσμώ του ανακινουμένου μηχανήματος, ούτινος επάλλετ' ο σκελετός, υπό τον εκ της βάσεώς του αναπεμπόμενον βρωμερόν ατμόν.
— Αγάάανταα!, τρίτο παράγγελμα εδόθη, συρνομένων των παλαμαριών, και των τροχών συστρεφομένων, και των κρίκων εξελισσομένων και των στροφίγγων αλληλοσυμπλεκομένων.
— Μάιναα! τετάρτη επίκλησις αντέκρουσε, από τα πλάγια ερχομένη, νέαν τροπήν δίδουσα εις τους χειρισμούς.
Και το βαρέλι, αιωρηθέν και κυμανθέν, ανήρθη και κατέπεσεν, εντός του προσδοκώντος τετραγώνου στόματος του ολανοίχτου αμπαριού.
— Να ιδούμε τόρα πλέον τι θα γίνη και με αυτόν τον συμβιβασμόν... Τόρα οπού θα έλθουν και αυτοί οι αντιπρόσωποι των ομολογιούχων...
— Ω... Τι να γίνη;.. Πιστεύετε στα σωστά σας πως θα γίνη τίποτε;… Δε βαρειέσθε!.. Τους φέρνει όλους αυτούς ο Τρικούπης... για να τα φκιάσουν όπως θέλουν... Παγαπόντιγα πράμματα!...
— Είδα ότι θα έρθει εκ μέρους των Άάγγλωων... αυτός οοοο Γκραν-Ντουφ… Λέγουν ότι αυτός είναι σπουδαίον πρόσωπον…
— Ωχ! θα είναι κι αυτός κανένας... σαν τον άλλον... τον Λόου!... Περιμένετε αδελφέ προκοπή από τον Τρικούπη;!...Καλέ αυτός είναι συνεννοημένος με τους Άγγλους... Αυτά είναι φανερά!... Θέλει να μας κάμη σαν τους Φελλάχους... Δεν βλέπετε τι γράφει κάθε μέρα αυτή η «Ακρόπολις»;... Μαζί με την άλλην... την... «Νέαν Ημέραν»...
Είναι τόρα και αυτό το ζήτημα των βερατίων... Δεν ηξεύρομε τι τροπήν θα λάβη... Είδα ότι άρχισαν να γίνωνται συναθροίσεις εις την Κρήτη...
— Αμ’ τι συναθροίσεις!... Να, θα σηκωθούν πάλι... και ο Τρικούπης θα κάμη πάλι τον χωροφύλακα της Τουρκίας. Θαν τους παραδώση δεμένους εις τον Σακήρ!... Δεν τα έκαμε πρόπερσυ τα ίδια;… Είναι άνθρωπος αυτός για να κάμη τίποτα;… Αυτός και αν είναι να γίνη κάτι τι μπορεί να το παραλύση... Τι κάνουν οι Βούούλγαροιοι... αλλά έχουν τον Σταμπούλωφ!... Παλληκάρι!... Του βαστάει... Εκεί!... Τραβάει μπροστά... Όχιι... οικονομικούς συνδυασμούς και οικονομικούς συνδυασμούς... Και λόγια!... Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση! Και ιστάμεθα παρά την βαλβίδα μωρέ;!... Πού σ’ αφίνει μωρέ ο άλλος να κουνηθής;!...Μήπως έχεις τον στρατόν, μήπως έχεις τον στόλον;... Τα παρέλυσε όλα αυτά ο φαύλος!...
— Εγώ νομίζω, κύριεεε... ότι άλλοτε η κατάστασις ήτον καλλιτέρα... Δεν ειξεύρω τι ελαττώματα είχον αυτοί οι παλαιότεροι... αλλά νομίζω ότι και τα οικονομικά μας ήσαν ανθηρότερα... και μας εφοβούντο και περισσότερον...
— Χμ!... Αμ’ υπάρχει αμφιβολία;!... Βάζεις τον Κουμουντούρον, βάζεις τον Ντεληγεώργην, βάζεις τον Βούλγαρην, βάζεις τον Ζαήμην!... Άνθρωποι πρακτικοί. Άνθρωποι με μυαλό... Όχιιι... Παπαράλες! Βάζεις αυτούς τους ανθρώπους;!... Με αυτόν τον αγύρτην!...
Βίαιος και ακάθεκτος, εκ νέου, του βιντσιού ο σάλος διεσάλευσε τη σάλα, τροχαλιών και γάντζων και σκοινιών σάλαγος ακούσθη, συνεπήρ' απ’ την μαούνα το βαρέλι, το ετίναξε στα έγκατα του κύτους. Εκερματίσθηκ' η κουβέντ' ανηλεώς, εκρεουργήθη κατά κράτος, διεκόπη, συνετρίβη, συνεθλίβη, τα ράκη της εσκορπίσθηκαν τριγύρω, δώθε-κείθε. Έτριξ' υπό την δόνησιν το πλοίον, εκλονίσθη, τρέμον, φρίσσον επάνω εις την υγράν βάσιν του, την άστατον, ως ίππος του οποίου πάλλονται τα νεύρα. Πνοή ατμού εξέφυγ' απ’ το πλάγι του βαρούλκου, ώρμησε προς τα έξω, συνεθόλωσε τα γύρω, εξαπλώθη, πληκτική, νοτερά, δυσώδης. Και ο μακρός ξύλινος βραχίων, ο ορθούμενος χονδρός και προτεταμένος υπέρ το επίπεδον του σκάφους, ελευθερωθέντος του αγκίστρου του, μετεστράφη αντιθέτως, έσκυψε και πάλι προς τα κάτω, με ορμήν και όρεξιν.
— Και δεν μου λέτε σας παρακαλώώώ... Ένας Γεωργαντόπουλος... μήπως ξεύρετε... είναι πάντοτε στην Σύρον;…
— Α ναι... ναι… Ο κυρ-Γιάννης, αι;. Αυτόν βέβαια θα λέτε... Εκεί βρίσκεται... Τον γνωρίζετε;...
— Ναιαιαι... Τον είχα γνωρίση άλλοτε... Τι κάνει, πώς πάει, είναι καλά;…
— Ναιαι... Καλά είναι... Εμπορεύεται πάντοτε... Αλλά αυτός ο καημένος... έπαθε πολλά δυστυχήματα... Αυτός εζημιώθηκε πολλά από τα κρασιά... Έκανε κρασιά... με τα νησιά… Και αυτά τα τελευταία χρόνια... Βλέπετε εξ αιτίας της φυλλοξήρας εις την Γαλλίαν... είχαν αρχίσει και ήρχοντο και τα έπαιρναν οι ξένοι... Αλλά αυτοί άρχισαν να τα νοθεύουν... και ξεύρετε, άμα το είδαν αυτό οι ξένοι... έπαυσαν πλέον να έρχωνται... Δεν ήλθαν διόλου τα τελευταία έτη... Και έχασε κάμποσα χρήματα ο άνθρωπος... Έπειτα είχε ένα παιδί... εις την τρίτην του γυμνασίου... και απέθανε... Και αυτό του εκόστισε πολύ... Και ιδίως εις την γυναίκα του... η οποία από τότε έπαθε μίαν διατάραξιν... και υποφέρει διαρκώς... Και έκτοτε... δεν είναι όπως ήτον άλλοτε...
— Έτσι αι;... Ω τον καϋμένο τον λυπούμαι... Λυπούμαι πολύ... Τον είχα γνωρίση άλλοτε... όταν έκαμε εις τας Κυκλάδας... και είχαμε συνδεθή στενά...
— Εκάματε στας Κυκλάδας;...
— Α βέβαια... Έκαμα εις πολλά μέρη... Αλλά... προ χρόνων... πολλών... Και όταν ήθελε έρθω εις την Σύρον... αυτός ήρχετο πάντοτε... και μ' έπαιρνε ο καημένος... να με περιποιηθή... Ήτον πολύ καλός...
— Ναιαι... έπαθε πολλά ο καϋμένος... Δεν είναι όπως είναι άλλοτε... Ημπορώ να σας ειπώ ότι σήμεροον... σχεδόν δυστυχεί...
— Έτσι αι; Ω τον καϋμένον!... Α, λυπούμαι... Λυπούμαι πολύ... Και αυτός ο Αργέντης... τι γίνεται... δε μου λέτε σας παρακαλώ...
— Α... μα αυτός… εχρεωκόπησε… Αυτός είχε έναν αδελφόν εις τας Πάτρας… Και αυτός ήτον σπάταλος… Δεν εκράτησε καλό κεφάλι... Και παρέσυρε και αυτόν...
— Ήτον ζωηρός...
— Ναιαι... Αυτός εσπατάλησε πολλά χρήματα... Εξώδευε πολλά… Δεν είχε λογαριασμό... Έπειτα είχε και πολύ πάθος... στη δουλειά του... Ήτον πολύ ριψοκίνδυνος... Και αυτά τον έβλαψαν... Και εζημιώσαν και τον άλλον... Έξαφνα για να χτυπήση έναν αντίζηλόν του... μπορούσε να διακινδυνεύση τα πάντα... Βλέπετε το εμπόριον... δεν τα σηκόνει πάντοτε αυτά... Το εμπόριον θέλει ψυχραιμίαν…
— Ναι... δεν ήτον σοβαρός... Τον είχα ιδή μια φορά εις του αδελφού του... Εγώ εγνώριζα τον αδελφόν του πολύ... Και δεν μου έκανε εντύπωσιν. Ήτον και νέος πολύ...
— Μάλιστα... δεν ήτον σοβαρός... Έκαμνε πολλά... Έξαφνα όταν ευρίσκετο εντός του καταστήματος... δεν είξευρε διόλου να κρατήση την θέσιν του... Και αυτά... Βλάπτουν πολύ... Ο Έμπορος πρέπει να είναι... πολύ σοβαρός...
— Α βέβαια!... το εμπόριον θέλει σοβαρότητα... Όταν κανείς διευθύνη ένα κατάστημα… πρέπει να βαστά, τη θέσι του... Πρέπει να είναι αξιοπρεπής... Αλλέως… πώς θα τον εμπιστευθή ο άλλος...
— Όταν κανείς ευρίσκεται εντός του καταστήματος... πρέπει να είναι κατάστημα αυτός ο ίδιος!... Αυτός δεν τα ήξευρε αυτά... Έκαμνε πολλά...
— Και... περίεργον!... Ο αδελφός του ήτον πολύ σοβαρός άνθρωπος...
— Ω ναι... Ο αδελφός του ήτον πολύ σοβαρός... Αυτός ήτον η άκρα αντίθεσις προς τον αδελφόν του...
— Και αυτοί οι Παπαδάκηδες... τι γίνονται... Πως πάνε...
— Αι... αυτοί βαστούνται καλά... Τι τα θέλετε όμως. Ολίγοι είναι εκείνοι... οι οποίοι μπορούν να ειπούν... ότι εμπορεύονται... Η Σύρος δεν είναι σήμερον… όπως έπρεπε να είναι...
Ακράτητος του βαρούλκου η βροντή, εξερράγη πάλιν άνωθεν, διήλθεν υπέρ τας κεφαλάς των ομιλούντων, εκραδάθη και εδούπησε. Αβάραα! Μάιναα! Αγάάνταα! Βίίρραα!, διεσταυρώθησαν τα παραγγέλματα, ταχέα και τραχέα, το βίντσι εκυλίσθη εν βρυγμώ, κατέκοψε το νήμα της κουβέντας, ανέδωκε τους παρατόνους στεναγμούς του, συνεκλόνισε το πάτωμα. Βραχίονες εν τω ημίφωτι επάλθησαν, κόμποι εδέθησαν, μυώνες ενετάθησαν, όγκοι εσπρώχθησαν, σίδερα εκρούσθησαν, βάρη απελύθησαν. Και άλλος κάδος, κοιλαράς και μεγαλοπρεπής, διασχίσας τον αέρα, εχώθη εις τα σκότη τ' αμπαριού, εχάθη ς' τα βάθη του βαράθρου, και επήγε ν' ανταμώση τον προκαταβάντα σύντροφόν του.
—Τόρα είδα ανεδιοργανώθη επί τέλους, και αυτή η Παλαιά Εταιρία... Ξανάρχισε πάλι... Αι, αυτό οπωσδήποτε θα είναι καλό για την Σύρον...
—Αι μα βέβαια... Όπως και αν είναι... Μα δεν ειμπορούσε άλλως τε να γίνη κι αλληώς. Αφού υπήρχαν τα υλικά... τα βαπόρια... Εκεί ήσαν όλα... Διεύθυνσις μόνον δεν υπήρχε...
—Α βέβαια... Αυτοί το είχαν κάμη λησταρχείον... Αμ’ δεν ήτον κατάστασις αυτή πλέον... Επόμενον ήτο να καταλήήξηη... Εκεί οπού κατέληξε... Εκεί πλέον ήτον... εμπάτε σκύλ' αλέσετε κι αλεστικά μη δώσετε!... Ενθυμούμαι άλλοτε με ένα τάλληρο... μπορούσες να πας από τον Πειραιά στας Πάτρας... Δεν υπήρχε καμμιά επίβλεψις. Έδινες ένα τάλληρο στον καμαρότο... και αυτός σ' έβανε στη δευτέρα θέσι... κι επήγαινες δουλειά σου... Ή έβγανες εισιτήριο τρίτης... και αυτός σ' έβαζε στην πρώτη... Έκαναν ό,τι ήθελαν οι πράκτορες με τους καμαρότους... Γι’ αυτό επήγε κατά διαόλου...
— Και δεν είναι αυτά μόνον... Συνετέλεσαν πολλά... και διάφορα... Αυτοί ήσαν... υφιστάμενοι... Όταν οι μεγάλοι... κυττάζουν μόνον διά τον εαυτόν τους... Από το κεφάλι βρωμά το ψάρι λέει μια παροιμία…
— Τέλος πάντων αυτή η Πανελλήνιος… πηγαίνει καλά.
— Αι, μα όταν υπάρχη τάξις. Αυτοί έχουν τάξιν... Δεν είναι άνω κάτω... Όταν η διοίκησις δεν είναι καλή… Αν η δική μας είχε την διοίκησιν της Πανελληνίου... θα ήτον άλλη η θέσις της Σύρου... σήμερον...
— Α βέβαια... Αλλά δεν πειράζει... Η Σύρος δεν έχει ανάγκην… Η Σύρος θα προοδεύση πολύ... Βλέπετε, είναι η θέσις... Είναι κέντρον... Έχει πλησίον την Πόλι... την Αίγυπτον... Είναι τα νησιά…
— Ναι... δεν σας λέγω... Αλλά σας είπα… η θέσις της Σύρου… έπρεπε να είναι άλλη σήμερον... Δεν εφρόντισαν όσον έπρεπε οι διευθύνοντες. Έπειτα φοβούμαι ότι αυτός ο σιδηρόδρομος της Λαρίσσης... θα την βλάψη πολύ... θα την απορροφήση πολύ ο Πειραιεύς...
— Α, δεν βαρύνεσθε!.. Αφήστε πρώτα να τελειώση... Δεν βλέπετε τι γίνεται και με αυτόν;... Έπειτα... Όσο και να της απορροφήση... η Σύρος πάντοτε θα έχη την θέσιν της...
Αλλά το σμερδαλέον σύνεργον, ενέσκηψε και πάλιν, αποπάνω, αναμέσον της κουβέντας, ετεμάχισε αυτήν, εβρόντηξε δεινόν και ακατάσχετον.
— Τούτος ο Τζων θα κάμη δουλειά...
— Ναι, αλλά μικρά τα βαπόρια του... βρωμερά...
— Και εν τούτοις... Τρέχει ο κόσμος... Γεμάτα πάντα... Κάμνουν συναγωνισμόν μεγάλον...
— Αι μα βέβαια... βλέπετε... ανεπτύχθη πολύ η συγκοινωνία...
— Είδα εις τας εφημερίδας ότι η κυβέρνησις έκαμε εσχάτως μίαν σύμβασιν και με τους Εμπειρίκους…
— Ναιαι... μα αυτά είναι εμπορικά... Έχουν μεγάλα βαπόρια... Ταξειδεύουν ιδίως τη Μαύρη Θάλασσα... τον Ωκεανό.
— Ως τόσο πολύ προώδευσε και αυτή η οικογένεια... Ενθυμούμαι όταν έκαμα εις την Άνδρον... είχα γνωρίσω τον Λεωνίδαν…
— Τον Καλόν άνθρωπον;
— Ναιαι… τον Καλόν Άνθρωπον… Μα αλήθεια... τον έλεγαν Καλόν Άνθρωπον... αλλά ήτον και καλός άνθρωπος... Πιστεύω… θα πέθανε πλέον..
— Α μπα! Ζη..
— Έτσι αι; ζη ακόμη ο Καλός Άνθρωπος; Α, μα θα είναι γέρων πλέον πολύ…
— Αι μα βέβαια... Θα είναι πλέον των ογδόντα ετών.
— Μπα, και περισσότερο ίσως... Εγώ θυμούμαι όταν τον εγνώρισα ήτον από τότε πλέον γέρων… Έπειτα ήτον ο άλλος ο Κωνσταντίνος...
— Μμ... Αυτός απέθανε... Αδελφοί...
— Αδελφοί, ναι... Ως τόσο προώδευσε αυτή η οικογένεια... Έγιναν όλοι τους εκατομμυριούχοι... Είναι και αυτοί σήμερον… σαν τους Βαλλιάνους... της Κεφαλληνίας... Άξιοι άνθρωποι τελοσπάντων..
—Ναιαι... δεν σας λέγω... Αλλά ηύραν και περιστάσεις. Βλέπετε αυτοί επήγαν σ' τη Βλαχία... εις εποχήν. Και έκαναν στάρια… Έπειτα έπεσαν στη Βουλγαρία… και από κει ωφελήθησαν πολλά... Τότε ο κόσμος εκεί ήτον πολύ αμόρφωτος. Γουρνοβοσκοί...
— Και εν τούτοις... Σήμερα είναι καλλίτεροι από μας!... Και μου έλεγαν εκεί εις την Άνδρο, ότι σ' την αρχή... δεν είχαν τίποτε…
— Αμ’ βέβαια. Ναυτικοί ήσαν… Ο Νικολός... έβαλε τας βάσεις...της περιουσίας των… Ο πατέρας του Καλού και του Κωνσταντίνου… Αυτός ήτον πλοίαρχος... και είχε τρία τέσσερα καράβια δικά του. Αλλά ήτον... πολύ τυχηρός σ’ την θάλασσαν. Φαντασθήτε ότι ενώ τα καράβια του εταξείδευαν επί σαράντα πενήντα χρόνια… και εκέρδιζαν πάμπολλα... δεν υπέστη ποτέ κανένα ναυάγιον... Ούτε ναυάγιον, ούτε άλλην ζημίαν... Καμμίαν…
— Για φαντάσου! Να, αυτό θα ειπή Τύχη! Κάθισε εσύ λέει έπειτα και δούλευε! Όταν δε σ' ευνοεί η Τύχη!
— Και σημειώσατε ότι ουδέποτε είχε ασφαλίση πλοίον του εις καμμίαν εταιρίαν... Ποτέ.
— Έτσι αι, Τύχη, αδελφέ!... Εγώ φίλε μου έχω παρατηρήση… όταν η Τύχη... δεν σε βοηθεί... ό,τι και να επιχειρήσης... Όλα ανάποδα σου βγαίνουν! Είναι τόρα και εις τας Αθήνας ένας νέος… που έγινε βουλευτής... Αυτός που επήρε του Κουμουντούρου... Λέγουν ότι είναι καλός…
—Ναιαι. Αυτός είναι γιος του Κωνσταντίνου... Αυτός έμεινε πολλά έτη εις την Ευρώπην... Λέγουν ότι έκαμε καλάς σπουδάς…
Υπό την καπνώδη λάμψιν φαναριού, κρεμασμένου εκεί πού, παρά το βίντσι ο επί του καταστρώματος σωρός ανεκινήθη, του μηχανήματος ο κρότος εσταμάτησε ολίγο, ναύτες βαρκαδόροι, ξεφορτωταί, έβαλαν κραυγάς ερίζοντες, έτρεξαν άλλος εδώ, άλλος εκεί, επήλθον μετά βίας προς αλλήλους. Φαίνεται ότι δυσκολίες ανεφύοντο περί το ξεφόρτωμα των μαουνών, το πράγμα ήτο περισσότερο του υπολογισμένου, άργητα επήρχετο απρόοπτος. Και οι μαουνιέρηδες εφώναζαν, αμοιβαίως προσκαλούμενοι, επισπεύδοντες, εν ερεθισμώ — Ρε Ντηνιατσέ, δεν ακούς μωρέ τρεις φωνάρες έβγαλα, κουφός είσαι δεν ακούς;! —Πού να σ' ακούσω μωρέ, εγώ είμαι κάτου στ' αμπάρι, πού διάολο θέλεις να σ' ακούσω! —Και οι άνθρωποι του καραβιού, έσκυφταν από της κουπαστής, προς τους κάτω, εις το νερό ευρισκομένους, εν θυμώ υβρίζοντες αυτούς διά την βραδύτητα. — Τι κάνετε μωρέ, ως το πρωί μωρέ θα καθήσωμε να σας προσμένουμε δωπέρα;! — Και ο πλοίαρχος, νευρικός, εξωργισμένος έβαινε προς τη σκάλα, διηγκώνιζε τους παρεμπίπτοντας, έλεγε ζωηρώς χειρονομών: —Mα τι κατάστασις είν' αυτή επί τέλους! — Θα χάσω εγώ το δρομολόγιόν μου εξ αιτίας σας!... Δε φταίει άλλος κανείς, φταίει ο πράκτωρ!... Ειδοποιεί ότι θα έρθουν δυο μαγόνες και έρχονται τέσσερες!... Ορίστε!... Ήρθε και άλλη αι;... Νάτα Εις κανένα άλλο μέρος δεν αργούμε· εδώ πάντοτε αργούμε! Θα ξημερωθούμε εδώ για το χατήρι σας!... Ορίστε!... Και έπειτα λέει δεν εκτελούνται τακτικά τα δρομολόγια! Θα χάσω εγώ εξαιτίας σας το δρομολόγιό μου!... Ελάτε, κάμετε γλήγορα!... Πάρ’ ο διάολος!...
— Και ποιον έχετε τόρα έφορον στη Σύρο;
— Είναι ένας Δημητριάδης...
— Α, τον ξέρω… Δεν μου λέτε... αυτός νομίζω είχε χωρίση με τη γυναίκα του… Μήπως ξέρετε, του έδωκε το διαζύγιον;... Τι απέκαμαν;…
— Μα νομίζω... Το πήρε... Δε ζουν μαζί…
— Αβάραα!...
— Μάιναα!...
— Εγώ μωρέ αβαράρω κι εσύ μαϊνάρεις, τι κάνεις μωρέ;
— Έλα, έλα, αφήστε τα λόγια, κάνετε γλήγορα!... Σε κανένα άλλο μέρος δεν αργούμε· εδώ πάντοτε αργούμε!... Κύριεεε, σημείωσε ότι ελήφθησαν εκατόν είκοσι βαρέλια διά Ζάκυνθον!..
— Γρρρ! Φσςςς! Κρρρ! Γκρρρ! ο ξεκουφαίνων του βαρούλκου σαματάς, εν τη μονονοτόνω ποικιλία των ρυθμών του, αντήχησε, έγρουξε, εκλάγγασε εβόησε.
— Α, θα έχωμε ωραίο ταξείδι ως φαίνεται... Ωραίος καιρός!... Να σας πω είναι ωραία να ταξιδεύει κανείς τόρα την άνοιξι… Όταν μάλιστα δεν τον ενοχλεί η θάλασσα... Σας ενοχλεί η θάλασσα;…
— Α, εμένα όχι...
— Και εμένα... ποτέ... Μάλιστα μου ήρεσε πάντοτε να ταξειδεύω... Πολύ... Ήμουν και ηναγκασμένος... ως εκ της υπηρεσίας μου... με μετέθεταν συχνά... Αλλά δεν με έμελε... Μου ήρεσε πάντοτε να ταξειδεύω... Πολύ... ιδίως την άνοιξι... Είναι αληθές ότι δεν είχα και μεγάλην οικογένειαν... Είναι... βάσανο!... Ενθυμούμαι έναν φίλον μου ο οποίος ήτον έπαρχος... και ο οποίος είχε κύριε οκτώ παιδιά... Και μικρά!... Βάλε τόρα αυτός και η γυναίκα του άλλοι δυο, δέκα... Είχαν και μίαν υπηρέτριαν, έντεκα... Είχαν και ένα σκυλί... δώδεκα!... Φαντάσου με όλην αυτήν την οικογένειαν... να σε μεταθέτουν έξαφνα από την Μήλον... εις τους Παξούς!...
Και πάλιν του βιντσιού ο τιναγμός εκυλινδήθη αποτόμως, έλυωσε την φράσιν, ερρουκάνισε, ερέκαξε, εισέβαλ’ εις τις μαούνες, και αφήρπασε την λείαν του. Άλλο βαρέλι, βουτηχθέν από του βάθους των, εσφενδονίσθη εναέριον, εις τον μαύρον βυθόν της καταβόθρας. Βραχνός, ο πλοίαρχος ακούσθη συνταχύνων: — Ελάτε μωρέ, ελάτε!... Τι κάνετε!... Τι κάνετε!... Θα ξημερωθούμε δωπέρα!... Πάρτε τον κάδο της μικρής αλτσάνας να κάμετε μια μπαρούμα!...
— Μήπως έχετε σας παρακαλώ καμμίαν εφημερίδα από τας Αθήνας;
— Όχι... δεν έχω... Είχα αλλά μου της επήραν... Δεν έχουν και τίποτε... Μόνον αυτά των βερατίων...
— Πάει είδα και αυτό το συνοικέσιον του Τσάρεβιτς... Παίρνει λέει αυτήν την Αλίκην... της Έσσης... Ώστεεε... πήγαν στο βρόντο και αυτά που έλεγαν... με τη δική μας τη Μαρία..
— Χμ!... Ποιος ξεύρει... Φαίνεται… άλλαι σκέψεις...
— Χμ! Καλύτερα να σου ειπώ... Δεν βλέπω τι εκερδήσαμε και μ' αυτά τα συνοικέσια... Επήραμε τη Σοφία... Και η Γερμανία μας πολεμεί χειρότερα από πριν.
— Ναι... Φαίνεται ότι αυτά δεν επηρεάζουν την πολιτικήν... Κανονίζονται από τας μεταξύ των συμπαθείας…
Τέλος πάντων εις την Γαλλίαν... Πάλι υπουργική κρίσις... Δεν ημπορούν τελοσπάντων και αυτοί να ησυχάσουν... Ακατάστατον έθνος... Είδα ότι προσεκλήθη πάλιν… ο Ντουπουί…
— Ναιαι…
— Δε θα ησυχάσουν τελοσπάντων και αυτοί με τη Δημοκρατία τους... Θα βρεθεί κανένας καμμιά μέρα… να κάμη κανένα πραξικόπημα... Όπως εις την Σερβίαν…
— Χμ! βέβαια..
— Εκεί πάλιν έχουν άλλα νταραβέρια... Δεν ηξέρομε τι συνεπείας θα έχη και αυτή η κατάργησις του Συντάγματος..
—Χμ! ποιος ξεύρει..
— Τελοσπάντων αυτός ο Αλέξανδρος… πολύ τολμηρός... Φαίνεται όμως ότι θα τον υποκινή και αυτός ο πατέρας του... Ο Μιλάνος... Αυτός είναι ο κακός δαίμων της Σερβίας... Τόρα λέγουν επήγε πάλιν εκεί... Τα έφκιασε και με την Ναθαλίαν... Κακός μπιρμπάντες τελοσπάντων κι αυτός!
— Και αυτή όμως φαίαίνεταιαι... εμπαθής γυναίκα…
— Μαα... Αυτή λέγουν ότι είναι τιμία... Φιλόδοξος όμως φαίνεται να είναι πολύ... Δεν είναι παράξενο να έχωμε κι εκεί κανέναν εμφύλιον πόλεμον... όπως σ' την Βραζιλίαν...
— Αι... βέβαια… όλα μπορεί κανείς να τα περιμένη.
—Δεν αφίνουν όμως εδώ αι Δυνάμεις... Βλέπετε έχουν την Αυστρίαν αποπάνω τους... Είναι η Ευρώπη εδώ... η οποία δεν αφίνει... Οι μεγάλοι... Κανονίζονται όλα από την διπλωματίαν.
— Α βέβαια..
— Ησύχασαν όμως εκείνοι φαίνεται… επιτέλους... Υπερίσχυσαν οι κυβερνητικοί... Αυτός ο στρατηγός... Ο Πεϊζότος..
— Μάλιστα…
Επί του καταστρώματος, των φωνών, των ήχων, των βημάτων ο αλαλητός, εφάνη επαυξάνων προς στιγμήν, σούσουρον μέγα έγινε, θορυβώδεις αντεγκλήσεις διημείφθησαν. Φαίνεται ότι νέαι δυσκολίαι ανεφύοντο περί το ξεφόρτωμα, η βραδύτης εξηρέθιζε τους ναυτικούς. Βάρκα ήρχετο φέρουσα επιβάτας, δε μπορούσε να πλησιάση ως εκ των μαουνών, ο βαρκάρης διεμαρτύρετο, κραυγάζων. — Ρίχτε του ένα σκοινί να πέση δίπλα στη μαούνα! —
— Πολύ αργούμε όμως... Για κυττάξτε! Το δρομολόγιον είναι να φύγη στις εννιά… και τόρα είναι... δώδεκα και είκοσι... Καμαρότο! Φέρε μου ένα ποτήρι νερό! Τέλος πάντων αυτό το συνταγματικόν πολίτευμα… μόνον σ' την Αγγλίαν... ευδοκίμησε... Εκείεί... έβαλε ρίζας! Δεν ηξεύρομε μόνον τώρα με την αποχώρησιν του Γλάδστωνος... Μήπως τα εύρουν κακά με τους Ιρλανδούς... Φαίνεται ότι εγήρασε πλέον αυτός πολύ... Έπαθαν λέει και οι οφθαλμοί του... Πάσχει από καταρράκτην... Του έκαμαν εγχείρησιν σ' τον αριστερόν οφθαλμόν... Ο Μέγας Γέρων!
Βαθεία, επροχώρησε η νύχτα. Τριγύρω το πλατύ λιμάνι, με τους σιωπηλούς όγκους των ακινήτων πλοίων που σταθμεύουν σ' τους κόλπους του, ησύχασε πλέον εντελώς, η πόλις η φωλεύουσα εις τον μυχόν του εκοιμήθη, με την κεφαλήν ακουμπημένην επί της ποδιάς των υψωμάτων της, ο ουρανός εβυθίσθη επί μάλλον σ' το όνειρόν του το αμίλητον και το αστροφώτιστον, η ήρεμος γαλήνη εξαπλώθη πυκνοτέρα. Και βαθμηδόν, κι επί του καταστρώματος του απερχομένου καραβιού, οι τραχείς βρόντοι ελιγόστεψαν, ελαφρωμένες οι μαούνες απ’ το βάρος των απεμακρύνθησαν σιγά, σχίζουσαι μαλακώς τα λεία ύδατα, το βίντσι έπαυσε να γρύζη και να πλαταγή, το αμπάρι εσκεπάσθη. Τακτοποιηθείσα κάπως, η κουβέρτα ανέπνευσε ολίγο, τα πράγματα διευθετήθησαν εν μέρει, οι επιβάται άλλοι κατέβηκαν στις θέσεις των, άλλοι παρέμειναν επάνω. Πεπυρακτωμένες πλέον, φλεγοβόλες οι μηχανές εμούγκρισαν, ανεκινήθησαν ταχέως, τα έμβολά των άρχισαν ν' ανεβοκατεβαίνουν με ορμήν, παλλόμενα, κροτούντα. Οι ναύτες επεριμαζώχθηκαν, ένας έπιασε το τιμόνι με τα γυμνά μπράτσα του, το έστριψε σφοδρώς, ο πλοίαρχος ανέβηκε στη γέφυρα, οι ετοιμασίες του απόπλου έφθασαν στο τέρμα των. Ως προς αποχαιρετισμόν η σφυρίχτρα του αναχωρούντος βαποριού, εφύσηξε οξεία, ένα σφύριγμα, μακρόν και διάτορον. Βρέμουσα, η άγκυρα εσύρθη από τα υγρά βάθη του πελάγους, κατάβρεχτη εφίλησε το ξύλον ανεβαίνουσα προσεδέθηκε σ' την άκρη της, η μυτερή αιχμή της πλώρης εστράφη κατ' ολίγον προς τα έξω, ο έλιξ άρχισε τέλος να γυρίζη, και ήδη περί του πλοίου τα πλευρά, αφρώδης ηχηρά, και μεγάλη, η θάλασσα ροχθεί.
Ακίνητοι, κάτω εις τη σάλα, οι δύο ταξειδιώται, εξακολουθούν την ομιλίαν των. Και αναμέσον των απλουστάτων φράσεών της, και αναμέσον των κοινοτάτων περιόδων της, όπως περί του πλοίου τα πλευρά η θάλασσα, αφρώδης, ηχηρά, και μεγάλη, με την δημοσίαν τύρβην της και με την ιδιωτικήν της δίνην, με των γενικών συμβάντων της τον θόρυβον και με των ατομικών της γεγονότων την βοήν, με της ευρείας της κινήσεως τα κύματα και με την ιλύν της καθημερινής υπάρξεώς της, με τον φλοίσβον της ειρηνικής ροής της και με του μαχίμου παφλασμού της την ηχώ, με της αμετρήτου επιφανείας της την έκτασιν και με του απροσίτου πυθμένος το βάθος, με την αίγλην της και με τον ζόφον της, με την μικρότητά της και τον όγκον της, με τας ηδονάς της, και με τους μόχθους της, με τας ευφροσύνας της και τας δυστυχίας της, με τας ενασχολήσεις της και με τους πολέμους της, με τους Ωκεανούς της και με τας σταγόνας της, με τα έργα της, και τα δράματά της, με τα ύψη της και με τας αβύσσους της, ροχθούσα επίσης και κυλιομένη, η Παγκόσμιος Ζωή παρέρχεται.
Την ημέραν αυτήν, όπως τόρα απαράλλαχτα, δεν ηξεύρω πλέον πώς και τι, επερνούσ' από τας Πάτρας. Είχα φθάση το πρωί, έρριξα όπως συνήθως τη βαλίζα μου εις ένα εκ των δωματίων της «Μεγάλης Βρεταννίας», εκεί πάνου, εις το τρίτο πάτωμα, ψηλά-ψηλά, με την Βαράσσοβαν αντίκρυ, και όλο το λιμάνι αποκάτου, και εβγήκα εις την πόλιν. Εις την πόλιν, η πρώτη μου δουλειά ήτον να περάσω μια ματιά από την Νομαρχίαν, και να ιδώ τον Χρηστάκην Παλαμάν, τον φίλον μου, τότε γραμματέα της, —διότι ήτον πεπρωμένον άνωθεν ως φαίνεται ο άνθρωπος αυτός να διαβιώση εν τη νομαρχία των Πατρών, ως γραμματεύς, ως διευθυντής ή ως νομάρχης της,— να τον αφήσω έπειτ' από λίγο στα χαρτιά και στα γραψίμια του, να τραβήξω προς το Κάστρο, και ν' αρχίσω να γυρίζω στα καντούνια και στις ρούγες του, τα γραφικά στενά του και τους περιέργους μαχαλάδες του. Έτσι, χάσκοντα επί υψώματος τινός προ του εξαισίου πανοράματος οπού απλόνει προ των οφθαλμών σου σμαραγδένιος ο Κορινθιακός, των αντικρύ βουνών οι ράχες οι κοκκινωπές, οι ηλιοψημένες, και πέραν το ευρύ το πέλαγος, με κατέλαβε το μεσημέρι, και με ανάγκασε να κατεβώ προς το Μαρκάτο, να χωθώ σ' ένα μπακάλικο, και εκεί, προ του θεάματος της ιδιορρύθμου του πλατείας, της στενής και τετραγώνου, με τη βρυσούλα εις τη μέση, από την οποίαν έπαιρνε νερό ένα μπακαλόπαιδο με έναν τενεκέ στο χέρι, γεμάτη από της φωνές των πωλητών, από τα σύρτα-φέρτα των αγοραστών, από καπότες και τσαρούχια χωρικών, να καθήσω και να φάω. Έπειτα, εροβόλησα σιγά-σιγά προς την πλατείαν Γεωργίου, και ανέβηκα στη λέσχη, όπου εβυθίσθην εις την ατελείωτον ανάγνωσιν της Ντεμπά και της Ρεβού, λίαν προσφιλών πνευματικών εντρυφημάτων εις τους καλούς εμπόρους των Πατρών. Φαίνεται δε ότι η διανοητική αυτή κραιπάλη θενά διήρκεσε πολύ, διότι, όταν ξαναβγήκα, ήτον ήδη σχεδόν σούρπα, και για τούτο, συναντήσας μετ' ολίγον και τον φίλον μου τον Λεωνίδαν Κανελλόπουλον, καγκελλάριον του τουρκικού προξενείου εν τη πόλει και λογογράφον εις τας ώρας του, τον επήρ' από το μπράτσο, και ετράβηξα μαζί του για το μώλο, όπου ο συνηθέστερος πατρινός περίπατος. Εις το μώλο, τέσσερες-πέντε συντροφιές έφερναν βόλτες, δεμένα εις τα εκατέρωθεν κανόνια τα μπηγμένα εις την γην με τα χονδρά των παλαμάρια δέκα-είκοσι καράβια εσιγοκινούντο, ανατείνοντα τας λόγχας των ιστών των προς τον καθαρόν αποπάνω ουρανόν, ένα βαπόρι, υπερύψηλον, πλατύ, μακρύ, ωρθώνετο, κατάμαυρος όγκος, εις την άκρη, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Και αφού εκάμαμε και εμείς μερικές γύρες, όταν το αιχμηρόν φανάρι που φρουρεί ως μιναρές το τέρμα του βραχίονος έρριξε την ακτίνα του λευκού φωτός του επ' αυτού, εχωρισθήκαμε, καθ' ένας αντιθέτως, ο μεν προς το σπητάκι του, ο δε, εγώ τουτέστι, προς το ξενοδοχείον. Η σάλα οπού εκπληροί τα χρέη ρεστωράν της παμμεγίστης Βρεταννίας, όταν εμπήκα, ήτον άδεια, κανείς δεν είχε έλθη ακόμη για να φάη, μονάχοι δε ευρίσκοντο εντός αυτής, ορθός και στηριγμένος εις τον μπάγκον, υπό την θαμβήν ανταύγειαν του γκαζ, στρογγυλός και ρεμβάζων, ο αγαθός Κοσμάς, και καθισμένοι, εις ένα εκ των πρώτων τραπεζιών, τελειώνοντες ως εφαίνετο το δείπνον των, ο φίλος μου, ο κυρ Παναγιώτης ο Χρυσανθάκης, ο διευθυντής, η κυρα-Γκιοβάννα, η υψηλή και εύσωμος ουγγαρέζα σύζυγός του, κι ένας νέος, με στενά, με μαύρα γένεια, ως τριάντα-τριάντα δυο χρόνων. Τους εκαλησπέρισα λοιπόν, και προσκληθείς από τον κυρ Παναγιώτην, εκάθησα στο τραπέζι των, εις το κενόν τέταρτον κάθισμα, και έστειλα τον προσδραμόντα αγαθόν Κοσμάν να μου φέρη μια μπριζόλα.
― Αι, πού επήγατε, εκάματε περίπατο; με ερώτησε, άμα εκάθησα, η κυρα-Γκιοβάννα.
― Ναι, αρκετά, απήντησα εγώ.
― Επήγατε στο Γεροκομειό; επήλθεν ερωτών και ο φίλος μου ο κυρ Παναγιώτης.
― Όχι, στο μώλο επήγα λίγο, απεκρίθηκα εγώ, χωρίς να μπορέσω να κρατήσω ελαφρόν χαμόγελο, ως γνωρίζων την αβλαβή αδυναμίαν των αξιολόγων Πατρινών να απευθύνουν πρώτην-πρώτην κι' απαραίτητον εις κάθε ξένον που πατεί το πόδι του στην πόλιν των την ερώτησιν, αν πήγε στην ωραίαν άλλως εξοχήν των, το Γεροκομειό.
― Και πώς σας φαίνεται η πόλις μας, κύριε Μητσάκη; υπέλαβεν ο τρίτος εκ των καθημένων, ο νέος με τα μαύρα γένεια, προστιθέμενος κι' αυτός.
― Ο κύριος αστυνόμος, φίλος μας, διέκοψεν η κυρα-Γκιοβάννα, συνιστώσα.
― Μα, την ήξευρα, είχα έρθη και άλλοτε, δεν είναι η πρώτη φορά, εμένα μ' αρέσει, είπα εγώ.
― Α... εμπορική πόλις... οι ξένοι συνήθως δεν ευχαριστούνται εδώ... δεν έχει κανείς τίποτε να ιδή...
― Ω, όχι... εγώ πάντα βρίσκω πολλά πράμματα που να μ' ενδιαφέρουν...
― Και θα σας έχωμεν πολλάς ημέρας εδώ;...
― Αι, λίγες ακόμη...
― Είχαμε και μίαν αυτοκτονίαν σήμερα... εμάθατε βέβαια...
― Όχι... μπα!... τίνος;...
― Μα... ενός ξένου... είχε έρθη χθες... κι εκάθισε σ' έν απ' αυτά τα ξενοδοχεία της παραλίας... είπε πως ήρθε από τας Αθήνας... αλλά δεν ήτον από κει... νομίζω πως θα ήτον από τη Σμύρνη... μάλιστα εις το ξενοδοχείον δεν ήξευραν ακόμα ούτε τ' όνομά του...
― Και, καλά, δεν εγνώσθη τίποτε, τι είχε;...
― Μα... λέγουν ότι έπασχε από ένα χρόνιον νόσημα... ξέρω κι εγώ... ήρθε χθες νύχτα, άφησε τη βαλίτσα του κι εβγήκε, εγύρισε αργά, κοιμήθηκε, το πρωί ζήτησε τον καφφέ του, ήσυχος, το εξωτερικό του δεν έδειχνε τίποτε, ξαναβγήκε, έκαμε έναν περίπατο προς της Ιτιές, το μεσημέρι έφαγε σ' ένα άλλο ξενοδοχείο, εγύρισε κατά της δύο, εχαιρέτισε το παιδί που ήτον στην πόρτα, ανέβηκε στην κάμαρά του, εκλείστηκε, και ύστερ' από λίγο άκουσαν την πιστολιά... Μου μήνυσαν, έσπασα την πόρτα, τον ηύρα ντυμένον απάνου στο κρεββάτι... βαρεμένος εδώ... -και ο αστυνόμος έδειξε την καρδιά του- ...στη στιγμή... δε θα έζησε ούτε δευτερόλεπτο... Άφησε και ένα χαρτί μάλιστα...
Και ο νέος αστυνόμος, έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, ετράβηξε ένα χαρτάκι, διπλωμένο εις τα δύο, άπλωσε το χέρι του από πάν' από τα πιάτα, και μου τώδωκε για να το διαβάσω. Ήτον το μισό κομμάτι μισής κόλλας του χαρτιού εκείνου του ταχυδρομείου, που μεταχειρίζονται συνήθως εις της επαρχίες, του ριγωμένου κατά πλάτος, με τα πράσινα ριγώματα, ζαρωμένο αρκετά, τσαλακωμένο, μ' ορατά τα ίχνη δαχτυλιών, ως να επέρασε από διαφόρους χείρας, άγραφο όλο, και μονάχα εις την μίαν των γραμμών, την πρώτην, διεκρίνοντο, λεπτά-λεπτά γραμμένες, με μικρότατα ψηφία, πέντε λέξεις: «Αυτοκτονώ. Ας μην ενοχληθή κανείς». Και από κάτω το όνομα της πόλεως, η ημερομηνία και το έτος, και ολίγο παραπέρα, η υπογραφή του αυτοκτόνου. Τίποτ' άλλο. Κι' όλ' αυτά, γραμμένα καθαρώτατα, με στερεόν το χέρι, ευανάγνωστα, χωρίς καμμίαν ανορθογραφίαν, δίχως ούτε τόνος ούτε κόμμα καν να λείπη, από άνθρωπον εγγράμματον προδήλως, δίχως ίχνος τρόμου, συγκινήσεως, ανησυχίας καν, απλούστατα, φυσικώτατα, κοινότατα. Εκύτταξα ολίγο το απαίσιον χαρτί, το ζαρωμένο και τσαλακωμένο, εις το οποίον επεριλαμβάνετο η τελευταία εκδήλωσις μιας ζωής, το εδίπλωσα εκ νέου, και το απέδωκα προς τον αστυνόμον. Και μετά τινας άλλας αδιαφόρους ομιλίας, αφού ετελείωσα κι εγώ το φαγητό μου, επροσκάλεσα τον φίλον μου Κοσμάν, επλήρωσα, τους εκαληνύχτισα, και διευθύνθηκα προς το δωμάτιόν μου. Η σκάλες του ξενοδοχείου, υψηλές και μισοσκότεινες, ανερριχώντο προς τα ύψη του πολύβαθμοι, έρημοι εξετείνοντο οι διάδρομοι, τα φώτα δεν είχαν ακόμη αναφθή καλά-καλά, ησυχία εβασίλευε. Μόνον, από το υψηλότερόν του πάτωμα, κωδωνισμός αντήχει, παρατεταμένος και επίμονος, οξύς και βίαιος τριλλίζων, ως ανθρώπου κρούοντος προ ώρας, και ανυπομονούντος επιτέλους· και από τα ζοφερά βάθη των κλιμάκων, κάτω, εις την είσοδον, φωνή ανέβαινε, βοώσα, ωργισμένη, του θυρωρού φαίνεται, προς άλλον υπηρέτην:
― Βρεεε Δηημηητράάκηηη, δεν ακούς μωρέ κουφαϊδόνι, τρεις ώρες χτυπάει ο άνθρωπος στο τρίτο, την Παναγία σου μέσα, ρουφιάνε!...
Και μετ' ολίγον, ενώ επερνούσ' από το δεύτερον, σκιά διέβηκε κοντά μου, τρέχουσα, μ' εσκούντησε, κι εχάθη, αναβαίνουσα. Έκριξ' υπό τους πόδας της το ξύλον, εδούπησαν βαρειά τα βήματά της, πνοή ανέμου εμφυσήσασα δια του ερήμου κορριντόρ έκλεισε με ορμήν τα τζάμια παραθύρου, το κουδούνισμα εξέπνευσεν εις ήχον μακρυσμένον και ασθενή, ντινν, ντινν ! Και όταν ανέβηκα επάνου, είδα την σκιάν του υπηρέτου, στεκομένην έξωθεν της πόρτας του πλαγίου στο δικό μου δωματίου δια μέσου της οποίας, μισοανοιχτής, γυνή τις, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, έτεινε προς αυτόν λεκάνην. Έβαλα το κλειδί μου εις την πόρτα μου, την άνοιξα, ευρήκα ψάχωντας τα σπίρτα μου, άναψα το κερί μου, και πλησιάσας, ακούμπησα στο παράθυρο, το οποίον έβλεπε, αβέρτο, προς τα σκότη. Μέσα στη νύχτα, η οποία πλέον ήρχετο, εκτείνετο, εις μαύρην λειότητα, ευρεία, η ακύμαντος επιφάνεια της θαλάσσης, ακίνητα τα πέραν βουνά, ανώρθωναν τας σκιώδεις κατατομάς των, αι στέγαι των πέριξ οίκων συνεχέοντο εις επίπεδον σκοτεινόν, ο ουρανός είχε αρχίσει να σπέρνεται με άστρα, και εις τον κάτω δρόμον, αναμμένα, ετρεμούλιαζαν, τα πρώτα ράμφη του γκαζ. Και ενώ έσκυφτα έξω απ' αυτό, ροφών και με τας πέντε αισθήσεις μου, και τον βαθύν της θαλάσσης ανασασμόν, και την από των πέραν βουνών καταφερομένην μαλακήν πνοήν, και τον από των πέριξ οίκων αναδιδόμενον αόριστον θρουν της ζωής, και του μακρυνού άστρου την ακτίνα, και την από τον κάτω δρόμον αναβαίνουσαν σύμμικτον κίνησιν, η φράσις του χαρτιού το οποίον είχα ιδή προμικρού έπληξεν έξαφνα το πνεύμα μου και πάλιν, βαρεία, ως σφύρα επί άκμονος, επανήλθε διαμιάς απροσδοκήτως εκ νέου εις αυτό, εν εισβολή ακαθέκτω και βιαία, εν τω λακωνισμώ της τω παραδόξω και τω τραχεί.
Ας μην ενοχληθή κανείς! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η χειρ του Θανάτου σημειόνει με την μαύρην σφραγίδα της! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η αρπάγη του Πάθους, της Νόσου ή της Ανάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δια τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Μοίραν των ή καββαλικεμένοι από την Χίμαιράν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πώς έμελλαν ν' αποθάνουν! Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άγνωστος αυτός ξένος, ο οποίος ήρθε χθες μία νύχτα για να κοιμηθή σήμερα τον τελευταίον του ύπνον εις ένα ξενοδοχείον; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο αλλόκοτος αυτός ταξειδιώτης, ο οποίος ήρχετο από τας Αθήνας, πιθανόν όμως να ήτον από την Σμύρνη, ίσως -ίσως να ήτον και από τον Τσεσμέν, αλλά διόλου παράξενο να ήτον και απ' το Βουκουρέστι; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άνθρωπος αυτός, του οποίου και αυτά τα γκαρσόνια που τον υπηρέτησαν δεν ήξεραν ακόμη το όνομα; Μήπως ήθελε να ενοχληθή η άπειρος αυτή θάλασσα, η οποία κουρασμένη από τον αένναον αγώνα της προς υπονόμευσιν των στερεών και προς καταβρόχθισιν των πλοίων εκοιμώτανε τόρα, εκεί κάτω, ανασαίνουσα υπόκωφα και βαθειά, ως χορτασθέν κτήνος; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν τα ήσυχ' αυτά βουνά, τα οποία εκύτταζαν προς το πέλαγος, καλοκαθισμένα εις τα πόδια των τα γερά, και ανεπαύοντο, εις όλην την απόλαυσιν της υπάρξεως, ακίνητα και γαλήνια; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν τα μακρυνά αυτά άστρα, τα οποία έστελναν το ένα προς τ' άλλο, εν κρυφία συνεννοήσει, θα έλεγες ωσάν βλέμματα ερωτικά, τους τρελλούς των σπινθηρισμούς; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι αμαυροί αυτοί οίκοι, από των οποίων ανεπέμπετο, αόριστος, ο σύμμικτος θρους της ζωής; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν η κυρα-Γκιοβάννα ή ο κυρ Παναγιώτης, οι οποίοι απηυδημένοι από τον κάματον της ημέρας των, εξηντλημένοι από τον κόπον της τιμίας εργασίας των, έτρωγαν τόρα, ευχαριστημένοι, εις αυτό το τραπέζι, με τον φίλον των τον αστυνόμον; Μήπως ήθελε να ενοχληθή ο πορτιέρης αυτός, ο οποίος εβριζοκοπούσε τον σύντροφόν του, ή ο υπηρέτης αυτός, ο οποίος έτρεχε, ανεβαίνων της σκάλες, για να ιδή ποίος τον καλεί; Μήπως ήθελε να ενοχληθή η γυνή αυτή, η οποία έτεινε την λεκάνην από μέσ' από την πόρτα της, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, κι ετοιμαζομένη δια τον καλλωπισμόν της; Ή μήπως τυχόν ήθελε να ενοχληθώ, εγώ, ο οποίος έχασκα, απολαμβάνων τη δροσιά της πρωίας, επάνω εις το ύψωμα του Κάστρου; Και μισογελών, μισοφουρκισμένος δια την τοιαύτην ανοησίαν της εσχάτης σκέψεως ενός επιθανάτου, έκλεισα το παράθυρο, επήρα το καπέλλο μου, και κατέβηκα στο δρόμο. Η οδός Αγίου Ανδρέου ήτον πλήρης κόσμου, ο οποίος επηγαινοήρχετο, και προς το μέρος της ιδίως όπου είνε μαζωμένα τα μπακάλικα, κοντά εις το Λεσχίδιον, ανεκινείτο πολύ θόρυβος. Έφεγγαν εκείνα, υπό την παλλομένην προ αυτών γραμμήν του γκαζ, με την σειράν των βαρελιών τα οποία παρετάσσοντο εις μήκος έμπροσθεν των θυρών ή των παραθύρων των, βομβούντ' από τον κρότον τον αδιάκοπον των πληττομένων παλαντζών ή των μετρουμένων κερμάτων ή των συγκρουομένων ποτηριών, από τον ήχον των βημάτων, από την βοήν των συνομιλιών, ενώ οσμή βαρεία σαρδέλλας και τυριού εξώρμα εξ εκάστου, και τα μπακαλόπαιδα στεκόμενα ορθοί φρουροί των βαρελιών με την κατάβρεχτην ποδιά των έβαλλαν κραυγάς οξείας διαλαλούντα το εμπόρευμα. Ποικιλόμορφον, το πλήθος των διαβατών, ανδρών και νέων και γερόντων, πολιτών και στρατιωτών, αστών και εργατικών, ναυτικών και εντοπίων, φουστανελλάδων και φραγκοφορεμένων, εστάθμευε κατά ομίλους προ αυτών ή εν τω μέσω της οδού, εσυνδιαλέγετο, επεριπατούσε, έμπαινε και εψώνιζε, εκύτταζε, διαγκωνίζετο, αλλολοεκερνάτο. Εν γένει δε καθ' όλο το τετράγωνον αυτό, η κίνησις ήτον μεγάλως ζωηρά, αποτελούσε που και που συμπαγή μάζαν, σκορπιζομένην εις τους γύρω δρόμους, και πάλιν ανανεουμένην. Και μεταξύ του πλήθους τούτου του συμφυρομένου διαρκώς και πολυτρόπως, επηγαινοήρχοντο επίσης, άλλοι πωληταί, φωνάζοντες κι' αυτοί, αίροντες χειροφόρητον το μαγαζί των, και κηρύττοντες, ούτος μεν τα ψάρια του, εκείνος δε τ' αυγά του, και ο τρίτος τα λαχανικά του. Παρά το ρείθρον του πεζοδρομίου, εκεί-πέρα, στη γωνιά, ένας εκάθετο, και έχων προ αυτού ένα κοφίνι, ούτινος εμαύριζε το βάθος, έκρωζε βραχνώς·
― Μια πεντάρα δύο οι αχιναίοι! Μια πεντάρα δύο οι αχιναίοι!,
ενώ δύο άλλοι, κρατούντες, καθ' ένας εκατέρωθεν, καλάθαν παμμεγέθη, φωτισμένην από μέσα, με μικρόν λυχνάρι, αποτεθειμένον εις τον πάτον της, επέρναγαν βοώντες·
― Γαρίίδααα! Φρέέσκαα γααρίίδαα!...
Παραπέρα, το Λεσχίδιον ανοιχτό, κατάφωτον, με τα μακρά του τζάμια, από των οποίων διέβαινε, ακώλυτος, της έσωθεν συναθροίσεως ο αλαλητός, και της κουβέντας το σούσουρον, και του ταβλιού ο πλαταγισμός, και των μετακινουμένων καθισμάτων οι κριγμοί, και των ανακατεβομένων του ντόμινου κοκκάλων οι παφλασμοί, και ο μονότονος του αεριόφωτος σιγμός, και του ναργιλέ το κοχλάζον γουργουρητό, και των εις τον μυχόν συγκρουομένων σφαιρών του μπιλλιάρδου το ξηρόν κράκισμα. Εμπροστά του δε, η μικρή πλατεία εξετείνετο κενή, διαστιζομένη μόνον από μερικά τραπέζια και καρέκλες. Και κάτω, εις το μώλο, προς τον οποίον επροχώρησα, το αιχμηρόν φανάρι, έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρην του ακτίνα επ' αυτού, τα δέκα-είκοσι καράβια τα δεμένα δώθε-κείθε εσιγοκινούντο, το κατάμαυρο βαπόρι ώρθωνε τον όγκον του στην άκρη, και οι συντροφιές, είχαν επαναλάβη, μετά το φαγί ως φαίνεται, τον περίπατό τους. Ευθεία, η στενή λωρίς της γης, αρχίζουσα από την μικράν πλατείαν, την προ του Λεσχιδίου, εισήρχετο μέσα εις τη θάλασσα, επρόβαινε, και ετελείωνε στον φάρον, ο οποίος έφραττε το τέρμα της, με τους μικρούς του δύο φανούς, τους βλέποντας προς μέσα, ολίγον υπέρ το έδαφος, παρά το εξωτερικόν του τοίχωμα, και τον μεγάλον λύχνον του, τον κυκλικόν, ψηλά, εκεί-απάνου. Ελευθέρα, την στιγμήν αυτή, δεν εσκεπάζετ' από τίποτ' άλλο, παρά μόνον από λίγους κάδους, στρογγυλούς και φουσκομένους, αποτεθειμένους εκεί-κάτου, εις την μίαν των πλευρών της. Τα κανόνια, τα χωμένα κάθετα μέσα εις το χώμα, και προβάλλοντα εκείθεν όρθιον, τον ήμισυν κορμόν των, μαυρωπόν, παράδοξον, ογκώδη, υπερήφανα άλλοτε όργανα πολέμου, ταπεινοί σήμερον υπηρέται της ειρήνης, την εφύλατταν, κατεβαίνοντ' άνωθεν, από το ένα κι' απ' το άλλο μέρος της, κατά γραμμήν, αντικρυζόμενα, εν τη αφώνω εκπληρώσει του χρέους των του παθητικού. Και παρ' αυτά, οι στύλοι του γκαζιού, υψώνοντο επίσης, ομοίως κατά γραμμήν, και αντικρυζόμενοι, λεπτοί, ευθυτενείς, με το ελαφρόν των διάδημα, υέλινον, επί κορυφής. Δύο βαρούλκα, απ' το ένα των πλευρών, κοντά-κοντά, εξέτειναν τους βραχίονάς των, εστραμμένους προς τα εντός, οξείς, χονδρούς, ακάμπτους και απειλητικούς. Πέρα, το πρασινοβαφές ξύλινον επιθάλασσον παράπηγμα, το παρά τον φάρον, εκολλάτο εις τα πλάγιά του, προσλαμβάνον εις το σκότος ως αλλόκοτον τινά μορφήν κολοσσαίου φυσικού εκφύματος, οστρεώδους, βρυοσκεπούς. Και μεταξύ των καραβιών, παρά της σκάλες, μερικές βαρκούλες, δεμένες και αυτές, ελικνίζοντ' ως εκείνα, ενώ μία, επεριπλανάτο ανά τα νερά, φέρουσα εις την πρύμη μέγα φως, ρίχνον βαθείαν φλόγα κόκκινην επάνω εις αυτά, υπό την λάμψιν της οποίας ο βαρκάρης της εψάρευε. Και επί της στενής αυτής λωρίδος του εδάφους, αρχίζοντες επάνωθεν, κι' ανακοπτόμενοι προ του τοιχώματος του φάρου, οι περιπατηταί έφερναν της βόλτες των, κανονικές και ωρισμέναις, κατά μήκος, στριφογυρίζοντες εκάστοτε. Δύο-τρεις κυρίες, την φοράν αυτήν, ήσαν μεταξύ των, και ηκούοντο οι κιχλισμοί μιας, κοντής και στρουμπουλής, γελώσης. Ένας παχύς, προγάστωρ, περπατών με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και ξεφυσών, ως ασθματικός, έλεγε περνών προς τον σύντροφόν του·
― Ένας κεφαλαιούχος δεν ημπορεί, κύριε, να εμπιστευθή τα κεφάλαιά του κατ' αυτόν τον τρόπον. Πρέπει να έχη εγγυήσεις...
Η τάβλες οπού χρησιμεύουν προς ανάβασιν εις τα δεμένα πλοία έκριζαν ενίοτε, ένας καραβόσκυλος, ορθός επί της πλώρης, εγαύγιζε αγρίως τους διαβαίνοντας. Επάνω δε, το λιμεναρχείον από το ένα μέρος, και το τελεωνείον από τ' άλλο, σιωπηλά, εστέκοντο παρά την αρχήν του. Και πέραν τούτου, θαμποφωτισμένη από τα ολιγοστά φανάρια της, η παραλία εξαπλώνετο, μακρά. Τα καβαλέττα από των οποίων κρέμονται οι πλάστιγγες δι' ων ζυγιάζετ' η σταφίς, έρριχναν επ' αυτής τους ίσκιους των, προσπαίζοντας, και κατά διαστήματα, τα κασσονάκια της μελαχρινής ανάσσης των Πατρών, συμμαζωμένα εις πλατείς σωρούς, ετοίμους δια την επιβίβασιν, επρόβαλλαν τα λευκάζοντα πλευρά των, διανυκτερεύοντα υπαίθρια. Η αποθήκες της κλειστές, αμίλητες, και τ' άλλα της οικήματα βυθισμένα εις την νάρκην. Βαρέλια, κάδοι, σάκκοι, χειραμάξια, αφειμένα πρόχειρα δια την μέλλουσαν εργασίαν της αυγής, εσκέπαζαν τα πεζοδρόμιά της, κατά μέρη. Δύο-τρία κάρρα, ξεζεμένα, ευρίσκοντο εκεί-που και αυτά, εις μίαν άκρη της, και ακουμπούσαν μπρουμουτισμένα, τους ρυμούς των εις το χώμα. Ένα-δύο καφφενέδες, νυσταλέοι, άφιναν λίγο φέγγος κι έβγαινε από τ' ακάθαρτα γυαλιά των, δίχως να μπορή να διαλύση το σκοτάδι, ως δεν ίσχυε να το διαλύση η αναιμική των φανών λάμψις. Ούτε κίνησις κόσμου, ούτε θόρυβος ζωής, επάνω εις αυτήν. Εργαζομένη όλην την ημέραν, έλεγες πως εβιάζετο να κοιμηθή, μια ώρ' αρχήτερα. Σπανίως, κανείς αραιός διαβάτης επερνούσε απ' αυτήν, και μέσα εις το νερό, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, αραγμένα, ήσυχα, τα καραβάκια ωνειρεύοντο. Μονάχα, πέρα-πέρα, εις ένα μαγαζί, μία παρέα ιταλών, ετραγουδούσε κουτσοπίνοντας, και ακούντο τα r ρεκάζοντα τραχέα στον αέρα. Και μόνον δυο χαμίνια, ορεχθέντα φαίνεται φλανάρισμα ερημικόν, έσερναν της γυμνές πατούσες των στη σκόνη επιμόνως και εκραύγαζαν προς το κενόν:
Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,
Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,
Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,
Τη νύχτα το λυχνάρι, ωχ,
Τη νύχτα το λυχνάρι, ωχ.
Οπώχει μέσ' στο σπίτι της,
Οπώχει μέσ' στο σπίτι της,
Οπώχει μέσ' στο σπίτι της,
Τ' άστρι και το φεγγάρι, ωχ,
Τ' άστρι και το φεγγάρι, ωχ!
Εσταμάτησα δύο-τρεις που ηύρα μπρος μου, ερωτών αυτούς πού έγινε η αυτοκτονία· διότι ήμουν περίεργος να ιδώ τι όψιν καν θα είχε το ξενοδοχείον, όπου έγινε το πράγμα· μα κανείς δεν ήξερε να μου απαντήση. Τέλος πάντων, ένας οπού εκάθετο απέξω από κάποιον μικροκαφφενέν, μου έδειξε το σπήτι, απ' τα πρώτα της γραμμής, εκείπου, οπίσω και ολίγο δώθε από το τελωνείον. Και πλησιάσας, εκύτταξα προς αυτό προσεκτικά, εξετάζων την όλην θέαν του. Υψηλόν, αφώτιστον, σιγών, εγείρετο, ωσάν άψυχον εν τη σκιά. Κανένας δεν εστέκετο προ αυτού, κανένας δεν εφαίνετο κινούμενος μέσα εις αυτό. Ήρεμον, και άφωνον, και σκοτεινόν, ωρθοστατούσεν επί της θέσεώς του, απαθώς αποβλέπον προς την οδόν. Μόνον, οι φανοί της εισόδου του, έκαιαν, με ασθενές φως, και μόνον, εις ένα εκ των παραθύρων του, επάνω, εις το τρίτο πάτωμα, απομέσ' από το τζάμι, διεκρίνετο, τρεμολάμπον, ένα κερί. Παραμέσα θα έκειτο βέβαια το πτώμα, δύσμορφος σωρός, ακίνητος, επάνω εις το μαύρο του κρεββάτι, το κρεββάτι το αγκαλιάζον τον ξένον, τον οποίον κανένας δε θα έκλαιε αύριον. Και λυπημένος την φοράν αυτήν, χωρίς καλά-καλά να ξέρω κι εγώ γιατί, με την καρδίαν σφιγγομένην υπό αορίστου αγωνίας προ της εντελούς ησυχίας του οικήματος, έστριψ' απ' τη γωνιά του, κι ετράβηξα και πάλι προς τα άνω. Και μετά πέντε-δέκα βήματα, δια του πλαγίου δρόμου έβγαινα στην οδόν του Αγι' Ανδρέου. Εις τα μπακάλικα, η κίνησις είχε πλέον λιγοστέψη αισθητώς, οι πλείστοι των αστών θα είχαν πάη από ώρα εις τα σπίτια των, φέροντες τα οψώνιά των, και μόνον μερικοί βραδύναντες ακόμη έκαμπταν ανερχόμενοι τους κοντινούς δρόμους. Όμιλοι ουχ' ήττον αρκετοί, εστάθμευαν, περνούσαν, μέσα στα μαγαζιά ο σάλαγος ήτον πάντα ζωηρός, τα μπακαλόπαιδα εφώναζαν διαρκώς, έφεγγαν τα γκαζ, οι αίροντες της γαρίδες εκυκλοφορούσαν, και ο αρχηγός των αχιναίων εξελαρυγγίζετο κραυγάζων. Μία άμαξα, βραδεία, διέβαινε αψόφως σχεδόν κυλιομένη επί του κονιορτού, και εκτοπίζουσα τους βρισκομένους εμπροστά της. Και πάρα πίσω της, ένας μικρουλάκος, εκυλούσε ένα χειραμάξι, παταγών, και φωνάζων στεντορείως Βάάάρδααα!, ωσάν να ήτον δεκατρείς φορές μεγαλήτερο από την εμπρός άμαξαν. Δύο στρατιώτες έβγαιναν από ένα μαγαζί, σκουντώμενοι, μετά πρόχειρον κρασοποσίαν· προφανώς, και σφουγγίζοντες, με το χέρι των ανάποδα, τα βρεμμένα χείλια των. Κι εις την στροφήν του δρόμου, προς την λέσχην, τέσσαρες-πέντε μαζεμένοι, εστέκοντο και εμιλούσαν με σφοδρότητα· και ο ένας εξ αυτών, ψηλός, ευρύνωτος, χειρονομών βιαίως, έλεγε προς τους άλλους·
― Θέλεις φίλε μου να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος; Ναν του κάνης κακό!...
Εις την πλατείαν Γεωργίου, όπου μετ' ολίγον έφθασα, ερημία εκυριαρχούσε, τα περισσότερα εκ των τριγύρω μαγαζιών ήσαν σφαλιστά, κάμποσα αμάξια, άεργα, ανέμεναν, κι εν τη σιωπή, τα δυο αναβρυτήρια του μακαρίτη Γιώργη Ρούφου, με τους φανταστικούς των γρύπας, εξέχυναν τους σταλαγμούς των εις της γούρνες, φλοισβίζοντα γλυκά. Σιωπηλές επίσης, οι καμάρες των οδών της πόλεως, έφρατταν αυτάς δώθε και κείθε, με τους στύλους τους ογκώδεις των και με τα ημικυκλικά των τόξα, υπό τα οποία, άρχιζε πλέον να λωφάζη, η πληθύς των ποικίλων καταστημάτων, οπού φωλεύουν εις αυτάς. Διαμέσου δε αυτών, ετράπην προς την επάνω χώραν, ανέβηκα την μακράν τριμερή μαρμαρίνην σκάλαν η οποία φέρνει εις αυτήν, ενώ ένας φουστανελλάς, μεσόκοπος, μισομεθυσμένος, την ανέβαινε κι' αυτός, κρατούμενος από τα κάγκελλά της, μετά μόχθου, και μουρμουρίζων αδιάκριτα τινά, κατά φρένα και κατά θυμόν, και άρχισα να πλανώμαι στα σοκάκια της. Η ίδια ησυχία εβασίλευε κι εδώ, η ίδια ερημία, και μόνον σε καμμιά ταβέρνα, της οποίας την κόκκινη παντιερούλα εκυμάτιζε η νυκτία αύρα, ομιλίες αντηχούσαν, ετσουγγρίζοντο ποτήρια, ή εγόει αμανές. Σκεπαζόμενα από τον βαρύν ίσκιον του γηραιού κάστρου, ωσάν στρουθία που εζήτησαν θα έλεγες προφύλαξιν υπό τας ευρείας πτέρυγας αητού, τα μικρά σπιτάκια της, ανέβαιναν, κατέβαιναν, εστριμώνοντο, εξελίσσοντο επί των πλευρών του, και μεταξύ αυτών περιεπλέκοντο οι δρομάκηδές της, οι σκαλίτσες της, τα μονοπατάκια της, τα ποικιλώτατα και τα χαριέστατα. Αμπαρωμένες οι πορτίτσες τους, μανταλωμένα τα παραθυράκια τους, η φτωχολογιά εξεκούραζε το κεφαλάκι της, υπό την εύνουν στέγην του οικίσκου της. Έτσι, κατέληξα εις τα Ψηλ' Αλώνια, και εξεμπουκάρισα, από έναν στενωπόν, σ' αυτά. Ο ώμμορφος κάμπος ήτον τυλιγμένος εις την συνήθη του γαλήνην, το φεγγάρι εκρέμετο άνωθεν αυτού, αχνό, η χλόη του έφρισσεν ελαφρά υπό την μαλακήν πνοήν που ήρχετο μακρόθεν, και απαλή, απαλή και τρυφερά, σου εχάιδευε, ως δια θωπείας αγαπώντος χεριού, τα πόδια, τα δέντρα του εθροούσαν, ζοφερά και μυστηριώδη. Και προσεγγίσας εις την άκρη-άκρη των, εκεί όπου τα λίθινά των κάγκελλα δίνουν εις την ώμμορφη πλατεία ως όψιν τινά παμμεγέθους φυσικού εξώστου, εγειρομένου υπέρ την χαμηλήν εκείθεν χώραν, ακούμπησα και είδα προς τα κάτω. Και προ της αμόρφου μάζας της μισοκοιμωμένης τέλος πόλεως, προ της απολύτου ηρεμίας της θαλάσσης, προ της βαθυτάτης ακινησίας και της αδιαλείπτου σιγής των απέναντι βουνών, ο νους μου επέταξε και πάλιν προς τον δυστυχή, ο οποίος εκοίτονταν κει-κάτου, μοναχός, επάνω εις το άψυχο κρεββάτι του σκοτεινού ξενοδοχείου. Α, βεβαίως, εάν η ζωή τον είχε απατήση, αλλά επεθύμησε τουλάχιστον να εκπληρώση καν πιστότατα την τελευταίαν θέλησίν του! Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε η κοντή αυτή και στρουμπουλή, η οποία εγελούσε τόρα, με όλη της την καρδιά, πέρα εις το μώλο. Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε ο παχύς αυτός και ο κοιλαράς, ο οποίος επερπατούσε, με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και εξεφυσούσε ως ασθματικός, και εμιλούσε προς τον σύντροφόν του περί κεφαλαίων κι εγγυήσεων. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα μπακαλόπαιδα αυτά, τα οποία παρετάσσοντο, με την κατάβρεχτην ποδιά των, ως ορθοί φρουροί των βαρελιών, υπό την παλλομένην των ραμφών του γκαζ γραμμήν, και διαλαλούσαν το εμπόρευμά των. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι κουβεντιάζοντες αυτοί μέσα στο Λεσχίδιον, ούτε οι πλαταγίζοντες τα ζάρια του ταβλιού, ούτε οι ανακατεύοντες τα κόκκαλα του ντόμινου, ούτε οι μπιλλιαρδίζοντες οργίλως εις το βάθος. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα καβαλέττα αυτά, τα οποία επερίμεναν, ρίχνοντα εις την παραλίαν τους προσπαίζοντάς των ίσκιους, την επαύριον για ν' αρχίσουν τη δουλειά των, ούτε τα κασσονάκια, τα διανυκτερεύοντα υπαίθρια, εις πλατείς σωρούς, οπού εκαρτερούσαν, με τα λευκάζοντα πλευρά των, να ερθή η ώρα να μπαρκαρισθούν γι' αγνώστους χώρας. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα καραβάκια αυτά, τα οποία αραγμένα, ήσυχα, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, ωνειρεύοντο, τρέμοντα ακόμα, τους ανέμους του πόντου και του κύματος την ορμήν. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι ιταλοί αυτοί ψαράδες, οι οποίοι εκουτσόπιναν μέσα στην ταβέρνα, και ερέκαζαν τα r, τραχέα εις τον αέρα. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι στρατιώτες αυτοί, οι οποίοι έβγαιναν, ευφρανθέντες απομέσ' απ' το μπακάλικο, και επάστρευαν τα χείλια των, με την παλάμη των ανάποδα. Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε ο φιλόσοφος εκείνος, εις τη γωνιά, ο ευρύνωτος και ψηλός, ο οποίος εχειρονομούσε, και εδίδασκε τους εταίρους του, ότι για να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος, πρέπει ναν του κάνης κακό! Και εν τω μεταξύ, η πόλις εβυθίζετο επί μάλλον και μάλλον εις τον ύπνον, η νύχτα επρόβαινε μεγάλη, τα άστρα εσπινθήριζαν λαμπρά, δροσιά κατέβαινε, οξεία, εισδύουσα μέσα εις τα κόκκαλα. Αργά-αργά, εκύλισ' απ' τον πέρα δρόμον, οπού φέρνει δια μικρού εξοχικού γύρου προς εκείνον των Ιτιών, εβγήκα προς τους αγρούς. Τα χωράφια, νεόσκαφτα, ανέπεμπαν δριμείαν ευωδίαν χώματος και χόρτου, επρασίνιζαν οι φράχτες, ο άγρυπνος μικρούλης κόσμος των εντόμων αναδεύετο μέσα εις αυτούς, ζωηρός, ως εν χαρά, ένα αηδόνι, μεθυσμένο από την εμμορφιά της νύχτας, έστελνε προς αυτήν τους γλυκούς του χαιρετισμούς, αποπάνω από μία λεύκα, όμιλος μπακάκων εκόαζε φαιδρώς. Υπό την διαυγή αταραξίαν τ' ουρανού, παρά την λείαν νωχέλειαν της θαλάσσης, η γη, ασφαλής, εξεκουράζετο κι' αυτή. Οι κήποι, με τα εύρωστά των δέντρα, με τα υψιτενή των κυπαρίσσια, με τους πλουσίους των ανθώνας, έπλεαν εις την δρόσον κι εις το άρωμα. Και τα αμπέλια, διέγραφαν επ' αυτής, ευθείς και κανονικούς, τους αύλακάς των, εκτεινομένους από δω και από κει, καθ' όλας τας διευθύνσεις, πανταχόθεν. Και απομέσα κι' από κείνους κι' απ' αυτά, επρόβαλλαν, τα εξοχικά σπίτια, οι ληνοί, εις όγκους λευκούς ή σκιερούς, βωβούς, ωσάν βγαλμένους και αυτούς από τα σπλάγχνα της μητέρας. Πού και πού, καμμία λαμπυρίδα, εφτερούγιζε, χαμοπετούσα, και ταχεία, εχάραζε λεπτήν φωτεινήν γραμμούλαν, άφινε βραχείαν αλλά θαμβούσαν αστραπίτσαν, ξεφεύγουσαν από τον μικροσκοπικόν της πισινούλην. Φύλλα εσείοντο, κρυφομιλούντα, καλάμια εψιθύριζαν, σιγά. Ρυάκι έτρεχ' εκεί-κάπου, αλλά τόσο αγαλινά, οπού ενόμιζες ότι δεν ήθελε να ταράξη την γαλήνην. Τίποτε δεν διέκοπτε της γης την μυχίαν ανακούφισιν, τίποτε δεν αμαύρωνε της φύσεως την άφραστον καλλονήν. Ο Παναχαϊκός, μακρός και υψηλός, εδέσποζε της πεδιάδος, επιβάλλων. Από κάτω, αντικρύ μου, ομάς περιπατητών ήρχετο, επροηγείτο ζεύγος νέων, κι' αποπίσω, εις απόστασιν τινά, δύο κύριοι μετά δύο κυριών, άπαντες γεροντοποιοί. Ο νέος έπαιζε με το μικρό μπαστούνι του, έκλινε προς την νέαν, και της έλεγε, καθ' ην στιγμήν διέβαινε κοντά μου·
― Πώς δηλαδή μου το λέγετε αυτό;
― Σας το λέγω διότι με επειράξατε, απαντούσε η νεάνις, με κελάδημα τρυγόνος, χαριεντιζομένη, και ανακλίνουσα τον λαιμόν.
Το ζεύγος επέρασε, γιούλια εμύρισαν. Η κόρη είχε ένα ματσάκι εις τα στήθη της. Κατέβηκα εις τον παράλιον δρόμον, τον προς της Ιτιές, έστριψα προς τα μέσα. Μετ' ολίγον, έμπαινα εκ νέου στην οδόν του Αγι' Ανδρέου, έκαμπτα την εκκλησίαν οπού είνε στην αρχή της, και εξ ης έχει το όνομα. Και σταθείς, απέβλεψα προς αυτήν, προς τους λευκούς της τοίχους, προς την πόρτα της την θολωτήν, προς τον επί της στέγης της σταυρόν, προς το πελώριον δίπλα καμπαναριό, ένδοξον δημιούργημα του Γράβαρη. Σιωπηλή κι' αυτή, κατάκλειστη, και ακίνητη, και ήρεμη, εκοιμάτο, απαθής. Επροχώρησα ακόμη. Η ιδία ησυχία, η ιδία η σιγή, βαθυτέρα, πυκνοτέρα. Οριστικώς πλέον, τα σπίτια, όλα, ήσαν αποκαρωμένα, έρρεγχε η πόλις. Αλλ' από μεγάλο οικοδόμημα, ορθόν, εκεί-που, εις το πλάγι, εν τούτοις, ανεδίδετο βοή. Ένας ατμόμυλος, πελιδνός την όψιν, εβόγγα εν τη νυκτί. Άνθρωποι εδούλευαν, παρασκευάζοντες το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον. Και λίγο παραπέρα, από άλλο σπίτι, κρότοι οργάνων εξορμούσαν, τόνοι βιολιού, κλαρίνου στόνοι, τραγούδι έσχιζε τα σκότη. Καφφέ-σαντάν αγρύπνει, ίδρυμα γλεντιού, και άλλοι άνθρωποι, εδώ, επρόσφεραν τον φόρον των εις την απόλαυσιν. Ανήλθα την στενήν του σκάλα, εζήτησα μια μπύρα, και εκάθησα. Επί της πενιχράς σκηνής του, υπό την μαύρην των γλωσσών του γκαζ καπνιάν, εστέκετο, μία γυναίκα, φέρουσα παρδαλά φορέματα, κοντά, έως εις το γόνα, υπό τα οποία διεφαίνοντο, ακάλυπτες, οι παχειές της γάμπες, σφιγμένες μέσα εις της μαύρες κάλτσες της, ντεκολτέ, με βιαίως πουδραρισμένα τα λευκά της μπράτσα, τα μισά της στήθη έξω, κόκκινη τα μάγουλα, και τραγουδούσα. Άνοιγε το στόμα της πλατύ, επρόβαλλε το πόδι, έφερνε το χέρι προς τ' αριστερό της μάτι, το τραβούσε από κάτω, το διέστελλε, και ουρλίαζε βραχνώς:
― Regardez-moi dans l'oeil, dans l'oeil, dans l'oeil,
Regardez-moi dans l'oeil, dans l'oeil, dans l'oeil...
Και προσέξας κάπως, ανεγνώρισα σ' αυτήν, την ημίγυμνην γυναίκα, η οποία έτεινε την λεκάνην προς τον υπηρέτην, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, από την πόρτα του πλαγίου στο δικό μου δωματίου. Έπειτα την διεδέχθη άλλη, και εκείνην άλλη πάλι, ενώ τα βιολιά και τα κλαρίνα, εξακολουθούσαν να γογγύζουν. Και αφού ετελείονε καθεμία το τραγούδι της, έπερν' ένα δισκάκι ή ένα σακκουλάκι, και κατέβαινε τα δυο-τρία σκαλούνια της σκηνής, κι' άρχιζε να γυρίζη, περιφέρουσα αυτό, ανά την σάλαν, μεταξύ των στοίχων των εις τα τραπέζια καθημένων. Και η μωρία του νεκρού διεγράφη εκ νέου εμπροστά μου, κολοσσαία, εν τη λακωνική της συντομία. Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο πουλών τους αχιναίους, ή ο πουλών της γαρίδες; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο φουστανελλάς αυτός, ο οποίος μισομεθυσμένος εσκαρφάλονε τη σκάλα της επάνω χώρας, και ετρίκλιζε, και επιάνετ' απ' τα κάγκελλα, προσπαθών να στηριχθή; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, το αηδόνι αυτό, το οποίον μεθυσμένο από την εμμορφιά της νύχτας και από τη γλύκα της φωνής του, εκολυμπούσεν ευτυχισμένο εις τη δροσιά του αέρος και εις το φως του φεγγαριού; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο νέος αυτός που ερωτολογούσε με την κόρην, η κόρη αυτή η οποία έφερε τα γιούλια εις το στήθος, και εχαριεντίζετο, με κελάδημα τρυγόνος, ανακλίνουσα τον λαιμόν; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν της εκκλησίας οι κατάκλειστοι θύραι, οι άσπροι τοίχοι και ο κοιμώμενος σταυρός, μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι δουλεύοντες μέσα εις τον ατμόμυλον, τον βογγώντα εν την νυκτί, και παρασκευάζοντες με ίδρωτα το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι γλεντώντες αυτοί, εις το καφφέ-σαντάν, και χάσκοντες προ των ευρώστων κνημών και προ των λιγωμένων βλεμμάτων των γυναίων; Βαθμηδόν, η σάλα άδειασε, τα φώτα εχαμπήλωσαν, τα βιολιά εσώπασαν, έκλεινε το καφφέ-σαντάν. Κατέβηκα τη σκάλα τελευταίος, ετράβηξα ολίγο προς το μώλο. Το αιχμηρόν φανάρι έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρη του ακτίνα επ' αυτού, δεμένα εσιγοκινούντο τα καράβια, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Ψυχή δεν εφαίνετο σ' αυτόν, άχνα δεν ακούετο. Μαυρωπά, τα κανόνια παρετάσσοντο, προβάλλοντα τον έξω του εδάφους ήμισυν κορμόν των, εντεύθεν και εκείθεν, αντικρυζόμενα, εν τη εκπληρώσει του χρέους των του ειρηνικού, οι στύλοι του γκαζιού, λεπτοί κι ευθυτενείς, τα παρεστάτουν. Τα βαρούλκα τα επί την μίαν των πλευρών, έτειναν τους χονδρούς βραχίονές των, εστραμμένους προς τα εντός, ακάμπτους και απειλητικούς. Ο σωρός των κάδων, εμπόδιζε από το ένα μέρος την διάβασιν, ωγκούντο οι κοιλιές των βλακωδώς, υπό την περιοδικήν του φανού λάμψιν. Η βάρκα με το πυροφάνι είχ' εκλείψη, θα ησύχαζε κι εκείνη προφανώς, προσδεθείσα εκεί-κάπου. Η σιγαλιά ήτον μεγάλη, κι' ούτ' αυτές οι τάβλες που ανέρχονται στα πλοία έκριζαν καθόλου. Ο καραβόσκυλος θα είχε κοιμηθή κι' αυτός, πάνου εις την πλώρη του, βαρυμένος να γαυγίζη. Το φεγγάρι εβασίλευε, το σκοτάδι επυκνόνετο. Ένα φως έλαμπε, μακρυά, μέσα εις τη θάλασσα. Βαπόρι ήρχετο, από τα βάθη του πελάγους, επλησίαζε ταχύ, ακούσθη ο βαρύς ανασασμός του, το σφύριγμά του ανεδόθη, παρατεταμένον και απότομον. Εγύρισα για να κοιμηθώ, επέρασα και πάλι, απέξ' απ' το ξενοδοχείον, όπου έκειτο το πτώμα. Τα φανάρια της εισόδου του ήσαν κι' αυτά σβυμένα πλέον, θεοσκότεινο, κατάκλειστο, υψώνετο εν τη σκιά. Μονάχα, εκεί-πάνω, εις το τρίτο πάτωμα, ωσάν φοβισμένο, έτρεμε το κερί, ωχρόν και εξηντλημένον. Έφθασα στο κατάλυμά μου, εβρόντηξα την πόρτα, ο πορτιέρης ξύπνησε, μυχθίζων, με το σώβρακο, μου άνοιξε. Ανέβηκα επάνω, εμπήκα εις την κάμερά μου, γδύθηκα, επλάγιασα. Όλο το ξενοδοχείον, άφωτον, και άφωνον, ήτον βυθισμένον εις τον ύπνον. Μόνον, από το δεύτερο, εν τη σιγή τη απολύτω, βροντερώτερον φαινόμενον, ανέβαινε ρουχαλητό, κάποιου των κοιμωμένων, διαπερών θύρας και παράθυρα, και σχεδόν σείον τα τοιχώματα. Και από του δίπλα στο δικό μου δωματίου, εν ω είχα ιδή διαβαίνων την ημίγυμνον αοιδόν, αήθεις ήχοι ανεδίδοντο, παράδοξοι θόρυβοι αντήχουν, σκεπασμάτων θρους, και σεντονιών ψίθυρος, το κρεββάτι επηγαινοήρχετο, προσέκρουε συνεχώς κατά του τοίχου, εκλυδωνίζετο σφοδρώς, ως πλοίον εν καταιγίδι. Α, μα την αλήθειαν, επιτέλους, εξάπαντος ο άνθρωπος αυτός ήταν μωρός! Μήπως ήθελε να ενοχληθή το παιδί αυτό, το οποίον έλεγε το βράδυ, σέρνον επί της σκόνης τες γυμνές πατούσες του, το τραγούδι του λυχναριού; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι νυκτερινοί αυτοί ναυτικοί, οι οποίοι ήρχοντο από τα βάθη του πελάγους, με τα μάτια καρφωμένα εις την πυξίδα των, προσέχοντες μόνον εις το τέρμα του δρόμου των, και ζητούντες τ' αυλάκι του, μέσα εις τον αρμυρόν κάμπον; Μήπως ήθελε να ενοχληθή ο ρουχαλίζων αυτός, ο οποίος εχόρταινε τον ύπνον, τον εροφούσε δι' όλων των πόρων του, και διέσειε τα τοιχώματα, ή μήπως οι επί της κλίνης ταύτης ασελγαίνοντες; Και εστριφογύριζα, επάνω στο κρεββάτι μου, ανήσυχος. Το χράμι βέβαια οπού μου είχε βάλη απομέσα, μου έτρωγε το κορμί, και δε με άφινε να κοιμηθώ. Δύο-τρεις ώρες επέρασαν, και δεν είχα κατορθώση να κλείσω μάτι. Η νύχτα έφευγε καλπάζουσα, η αυγή είχε προχωρήση γιγαντίως. Και απελπισθείς ότι θα ημπορούσα να κοιμώμουν, εσηκώθηκα, τράβηξα τους μπερτέδες, και άνοιξα το παράθυρο. Η θάλασσα εξετείνετο κάτωθεν αυτού, γαληνιαία και ακύμαντος, ακύμαντος πάντοτε, και πάντοτε γαληνιαία, ακίνητοι ωρθούντο των πέραν ορέων αι κατατομαί, και από του Παναχαϊκού ο ήλιος ανέτελλε, θαυμασίως ομοιόμορφος και απαραμίλλως αναλλοίωτος...
[1] Να το περί ου πρόκειται σχετικόν χωρίον: «Γλώσσα είναι και πρέπει να είναι μία διά τον ποιητήν, μία διά τον συγγραφέα· εκείνη διά της οποίας αισθάνεται εαυτόν δυνάμενον να εκφράση τα διανοήματα και τα συναισθήματα αυτού, ακριβώς, εναργώς, ζωηρώς και ισχυρώς ως τα εσκέφθη, τα ησθάνθη, και να μεταδώση αυτά απαράλλακτα και εις άλλους, να κάμη και άλλοι να τα αισθανθούν όπως αυτός. Τόρα ποίον ιδίωμα θα του χρησιμεύση προς τούτο, πώς θα το μεταχειρισθή, πού θα εύρη το υλικόν του, πώς θα το διαπλάση, είναι ιδική του δουλειά, τι με μέλει εμένα, μου είναι εντελώς αδιάφορον, δευτερευούσης σημασίας, ας κάμη καλά ο άνθρωπος. Ημπορεί να με κάμη να συγκινηθώ, να ευθυμήσω, ν’ ανατριχιάσω, να εξαρθώ, να σκεφθώ, ν’ αγανακτήσω; Ιδού το ζήτημα, Αμλέτοι! Το εκατάφερεν; Είναι συγγραφεύς, είναι ποιητής, Δεν το εκατάφερε; Κάμνει καλά να αδράξη, γρήγορα τον πέλεκυν του ξυλοσχίστου ή τους χαλινούς του αμαξά». Εννοείται οίκοθεν νομίζω ότι διά να το καταφέρη απαιτείται προπαντός να έχη την δύναμιν και να ξεύρη να μεταχειρίζεται το ιδίωμα το οποίον θα διαλέξη, να διαπλάττη το υλικόν που του χρειάζεται, ούτως ώστε η συνταύτισις περιεχομένου και μορφής να είναι πλήρης. Όταν δεν μπορείς να μεταχειρισθείς την κριτικήν διάλεκτον όπως ο Κορνάρος, όταν δεν μπορείς να γράψης την δημοτικήν ως φιλολογικήν γλώσσαν στιχουργών όπως ο Σολωμός ή ο Μαρκοράς ή ο Τυπάλδος και πεζογραφών όπως ο Κονεμένος ή ο Λασκαράτος, όταν δεν μπορείς να μιλήσης το ιδίωμα των κλεφτών και των βουνών της Ηπείρου όπως ο Βαλαωρίτης, όταν δεν μπορείς να κάμεις κράμα γραφομένης και ομιλουμένης όπως ο Μηνιάτης ή ο Κάλβος ή ο Πολυλάς ή ο Σουρής ή ο Γαβριηλίδης, όταν δεν μπορείς να γράψης την γραπτήν μας γλώσσαν, έστω και επί το αρχαιοπρεπέστερον ακόμη, ως ο Σ. Ζαμπέλιος, τότε είναι περιττόν κι εντελώς να γράφης.
[2] Το πώς βαθμηδόν άρχισεν ήδη τούτο να γίνετ’ αισθητώς, πολύ δε αισθητότερον και καταφανέστερον μπορεί να γίνη και θα γίνη εις το μέλλον, θα καταδείξω εν εκτάσει προσεχώς, όταν έρθ’ η ώρα.
[3] Έτσι λέγονται εις την Κρήτην, κατ’ άλλους μεν, οποίοι και παράγουν την λέξιν εκ του «αντικλίνω» αι ιγνύς, κατ’ άλλους δε, οι οποίοι την παράγουν εκ του «αντικνήμιον», ότε πρέπει να γράφεται και «ντικλήνια», όλο το κάτω του γόνατος ποδάρι.
[4]Δημοσιεύθηκε το «Έλλ. Ημερολόγιον» που έβγαλε στο 1888 ο τυπογράφος Π. Δ. Σακελλαρίου. Την έκδοσιν την είχε επιμεληθεί ο Μητσάκης.