Πληροφορίες για τον Μιχαήλ Μητσάκη εδώ
Μιχαήλ Μητσάκης
Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο βιβλίο το Ελληνικόν Διήγημα ήτοι Απάνθισμα Εκλεκτών Διηγημάτων της Νεολληνικής Λογοτεχνίας.
ΔΙΠΛΑ από τον μαρμαρένιο Καποδίστρια, που ορθώνεται λευκός μέσα στον κηπάκο του, αντίκρυ στην πανύψηλην, την επιβλητικήν Ιόνιον Ακαδημίαν, με το αμαυρωθέν από τον καιρόν χρώμα της και την μεγάλην σκάλαν του απ’ έξω, επί του κατηφορικού δρόμου, του αμμοστρώτου και του καγκελοφράκτου, παρά το δεξιόθεν ύψωμα, υπό τα πυκνά δένδρα, προς την ήσυχη Γαρίτσα, της οποίας ολοστρόγγυλος ο κόρφος αναλάμπ’ υπό το φίλημα του πρωινού ήλιου, κατεβαίνουμε μαζί με το μεσίτη, ο οποίος μου κολλήθη, και ρωτά αν «θέλω τίποτσι» ―κάμαρη να μου βρει, λοκάντα να μου δείξει, ή άλλην τινά υπηρεσίαν, μάλλον εμπιστευτικήν, να μου προσφέρει.
Σάββατο, ξάστερος ουρανός, θερμός ήλιος, μαλακή πνοή, από το πέλαγο, φύλλα πράσινα στα δένδρα, έντομα τριζονίζοντα στα χόρτα, χαρά Θεού τριγύρω, εις στερέωμα κι εις πόντον και εις γην.
Επιθάλασσον, το κάστρο το δικόρυφον, εγείρεται υπέρ τον στρωτόν κόρφον, απ’ εδώ δεσπόζει της λιμνοθαλασσούλας, μακρινός ο ανεμόμυλος, εκεί κάτω· διπλώνει την καμπύλην του, αγκαλιάζων εκατέρωθεν τ’ αβαθή νερά. Κανένας, εις τον δρόμον. Δεν είναι καιρός του ερχομού των ξένων, και αυγή ακόμα. Κοιμούνται οι Κορφιάτες αργοξύπνητοι. Αλλ’ απ’ οπίσω μας, μία γυναίκα, έρχεται ομοίως, προσπερνά, καλημερίζει το μεσίτη, και τραβά προς τα κάτω, ξέσκουφη, με το χρωματιστό φουστάνι της, κρατούσα εις το χέρι της μέγα μπουκέτο από άνθη. Και ο μεσίτης, υποχρεωτικός, πληροφορών με:
― Τη σερβάρεις αυτήν, αφέντη μου;… Είναι δημόσια… Οβριά… Και ξέρεις πού πάει τώρα; με τα φιόρα;… πάει στο Κοιμητήριο, να ντα βάλει στο λάκκο του μορόζου τση… Αυτήνη, αφέντη μου, που γλέπεις, είχε μορόζο… χριστιανό… εδώ, κορφιάτη…έναν κόγο… μάγερα, αφέντη μου… Κι αυτός, όξ’ από μας… άγιος να μας φυλάει!… έπαθε… αρρώστησε ο άνθρωπος… το πέτο του… φισικός… και αυτήνε, αφέντη μου, τον εβάσταξεν όλη την εποχήν που έκαμ’ άρρωστος… ένα χρόνο και πιλιότερο… τον διατήρησε, μ’ όλη ντη ρέγουλα, να ξοδεύ’ αυτή, που δεν μπόρουνε να δουλεύψει ‘κειός, να ντον έχει στην κάμαρή τση, να του πάρει γιατροί, τσι καλύτεροι γιατροί τση Κέρκυρας, να ντο μπερποιέται καλύτερα κι από άντρα τση… να ντου κάνη τη ‘σοκόμα… να κάθεται ναν του καρτεί γκουάρδια απάνω ‘πό το κεφάλι του… όλοι τσοι μήνοι που κατάπεσ’ ο άθρωπος… να κοιμάται αγκαλιά ως το ύστερο μενούτο, ίσιαμε ξεψύχησε, ακούς, αφέντη μου! Κι απέκεια, σαν απόθαν’ αυτός, πήρε, αφέντη μου, τσοι παπάδες, τσοι πλέρωσε, του ‘καμε τη θανή του, του αγόρασε το ντόπο, τον ετάφιασε, όλα τα πάντα… Πήε και στο σιόρ Μίκιο, να πάρει άδγεια να ντου φκιάσει κιβούρι… μόν’ τη μπόδισαν… τσ’ ηύρηκαν δυσκολίες… να μη ντην αφήκουν, μαθέ, φτωχιά γυναίκα, να ξοδέψει τόσα όβολα… Κι από τότες, που λες, αφέντη μου, ασκώνεται και πααίνει ταχτικά, του πάει το λάδι του, τ’ ανάφτει το καντήλι του, κάθε αυγή του πάει φιόρα… ‘Κει πααίνει τώρα με τα φιόρα που τη γλέπεις… Μήνοι τούτ’ η δουλειά οπού κρατεί… από τότες που απόθανε… Κι άσε που τόνε βάσταξε άρρωστονε άκνα δυο χρόνια που σου λέω…
― Και είναι δημόσια αυτή;…
― Δημόσια, αφέντη μου!… Δημόσια!… Δε μ’ ακούς που σου λέω; Η Μαρκά με τ’ όνομα… Οβριά, ‘πό την Άρτα ‘νεφερμένη…Είναι γυναίκα δέκα οβολώνε!…
Δημοσιεύτηκε στο «Ο Νουμάς, Εφημερίς πολιτική κοινωνική φιλολογική» Τόμος 17, Τεύχος 684 (1920), σελίδες 307-308
Ας τιναχθεί κι ας αφρίσει αποκάτου απ’ την καρένα η θάλασσα! Το τρελό το καράβι πηδάει, από κύμα σε κύμα. Ο καπετάνιος, προσεκτικός στις ετοιμασίες του ταξιδιού, προστάζει τους σιωπηλούς και πρόθυμους ναύτες.
Ο πιο νιος απ΄ όλους επήρε ένα κιουπάκι γεμάτο από παλιό και καλό κρασί, το σήκωσε, το ακούμπησε απάνου στον μπάγκο. Και κάθε ένας από τους ταξιδιώτες πίνει με τη σειρά του το ποτηράκι του, αφού πρωτύτερ’ αποκριθεί μ΄ ένα στίχο που τον παίρνει ο άνεμος, στην ερώτηση που του κάνουν όλων των ταξιδιωτών οι φωνές τριγύρω :
«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το ομορφότερο πράμα στον κόσμο;»
Από πού έρχεται το καράβι, και πού πάει τάχα;
Τι μας μέλει; Του πιθαριού του το κρασί είναι γερό.
«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το ομορφότερο πράμα στον κόσμο;»
― Το ομορφότερο πράμα στον κόσμο είναι η αγάπη μου, λέει ένας σπουδαστής, ίσα με είκοσι χρόνων. Ο έρωτας είναι η μόνη ευτυχία.
― Η ευτυχία είναι εις τον πόλεμο, πετάγεται ένας στρατιώτης. Το ομορφότερο πράμα στον κόσμο είν’ ένας καβαλάρης, που χύνεται με το σπαθί στο χέρι.
― Όσο έχω ΄γώ μια κασίτσα γεμάτη και καλά φυλαγμένη… λέει ο φιλάργυρος.
Και ο γεωργός απαντάει : ― Είν΄ άλλο τίποτα ομορφότερο, από ένα χωράφι, χρυσωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με στάχυα;
Αλλά ο ποιητής ορθωμένος : ― Με τη δάφνη η Ομορφιά στεφανώνεται. Τι ωραιότερο από τη δάφνη; Μα τον Απόλλωνα! Πού ακούστηκε πως η ευτυχία βρίσκετ’ αλλού παρά εις τη σκέψη;…
Μα ο μουσικός την ίδια την ώρα : ― Τι τη θες τη σκέψη; Ένιωσες ποτέ σου τι λέει τ’ αηδόνι; Τ’ ακούς μοναχά, κι αυτό φτάνει.
Και ο ζωγράφος με πείσμα : ― Η Ομορφιά δεν βρίσκεται σε ήχους και λόγια. Η Ομορφιά είναι εικόνα.
Μα κι ο φιλόσοφος, αγριεμένος : ― Τι λέτε; τους κραίνει. Η Ομορφιά είναι η Αλήθεια.
― Είναι η Επιτυχία! φωνάζει με χειρονομίες ένας πολιτευόμενος, που πήγαινε στην παρτίδα του να βάλει κάλπη.
― Μωρέ, καλά λες! του κάνει αμέσως ο τυχοδιώκτης· η Ομορφιά είναι μια νταρντάνα με όξω τα στήθια, που κρατάει τα χαρτιά τού τυχερού τζογαδόρου.
― Ώ! μουρμουρίζει σιγά ― σιγά κι ένας έμπορος, τι άσχημο που είναι να παίζεις. Να λογαριάζεις, μάλιστα, να πράγμα!
Μα κι ένας παπάς, κάνοντας το σταυρό του : ― Ώ αδελφοί μου, τι καλύτερο από την πίστη, τι ομορφότερο από την προσευχή;…
Αλλά έξαφνα : ― Κατάρα, εμούγγρισε ο καπετάνιος, και οι τραγουδιστάδες σιωπήσαν αμέσως τρομαγμένοι. Κατάρα!… Σκάστε, να πάρ’ ο διάβολος… Σφίχτε το πανί!…
Γιατί η θάλασσα είχεν αγριέψει, και για το ναυτικό, η Ομορφιά γελάει στου καραβιού του την πρύμη, όταν, ύστερ’ απ’ την καταιγίδα μπαίνει καμαρωτό στο λιμάνι.
Και την ίδια στιγμή, μια παρέα χαρούμενα σκυλόψαρα, ακολουθούσαν τ’ αυλάκι που χάραζε στα κύματα το πλοίο, κι εκουβέντιαζαν, κι έλεγαν αναμεταξύ τους :
― Το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο, είναι ένα καράβι που πάει να βουλιάξει στο φούντο, γεμάτο από ταξιδιώτες…
Εφημερίς, 7/4/1891
Η άμαξα ανήρχετο δρομαίως προς το Κολωνάκι. Είχεν ως φαίνετ΄ εκκινήσει από άκρον τι της πόλεως, διήλθε μέρος της οδού Σταδίου, ανέβη εις την οδόν Σόλωνος, διέσχισε τα υπό τον Λυκαβηττόν στενά, κι επρόβαλεν εις την πλατείαν, όθεν ετράπη τον ανάντη δρόμον, προς τον Ευαγγελισμόν. Προδήλως δε, το διάστημα που είχε διανύσει, δεν ήτο μικρόν, και αι πορείαι της ημέρας ουκ ολίγαι. Διότι, αν και δεν ήτον έτι θέρους εποχή, πλήρη κονιορτού ήσαν τα άλογα, κοπιασμένα προφανώς πολύ, και κάθιδρα. Νέα ακόμη, ρωμαλέα, υψηλά, και καινουργής η άμαξα ήν έσυραν. Αλλά, βεβαίως, ακριβώς δια την καινουργότητα αυτής, και την νεότητα εκείνων, θα τα υπέβαλλαν εις κόπους υπερβολικούς, εις εργασίαν ασυνήθη, εις κίνησιν και εις σπουδήν αέναον, καθώς παρίστατο. Σήμερον δε προπάντων, πιθανώτατα, θα είχαν εκμεταλλευθεί δεινώς την αντοχήν των, από πρωΐας θα τα ετυράννουν χωρίς άλλο, θα τα είχαν βασανίσει, κυριολεκτικώς. Και δια τούτο, μ΄ όλον των το παρουσιαστικόν, εν τούτοις, η δύναμίς των δεν εφαίνετο να είναι εν ακμή καθόλου, το τρέξιμόν των ήτο βιασμένον και ακούσιον, το κάλπασμα ημίκοπον και ράθυμον, κι η όρεξις προς δρόμον αναγκαστική. Της ψυχράς ταύτης εσπέρας του Μαρτίου ο αήρ δεν ήρκει να στεγνώσει τον ιδρώτα των, ουδέ παρείχε εις τα στήθη των αναψυχήν. Καθ΄ όλα τα διδόμενα, τα γόνατά των είχαν καταπονηθεί, κι οι πνεύμονές των ήσαν φουσκωμένοι. Κι εκ της εν γένει όψεώς των, εν ασφαλεία θα ηδύνασο να συμπεράνεις ότι είχαν βαρυνθεί, γυρίζοντα επ΄ άπειρον ανά πλατείας και εις ρύμας κι εις σοκάκια και εξοχάς, και μ΄ άχθος βέβαια εν τη καρδία είχαν αναλάβει να ανέλθουν και εδώ επάνω. Ο αμαξάς, καθήμενος επί του επηρμένου έδους του, με την στολήν του ης ανέλαμπον τα στίλβοντα κομβία εις το προσπίπτον φως των μαγαζίων δι΄ ων παρήρχετο, υπό τον όρθιον κυλινδρικόν του πίλον, τα εμάστιζεν ουχ ήττον στιβαρώς, και τα προέτρεπε, κι εξέβαλλεν ανάρθρους και δυσήχους τόνους προσταγής ή απειλής συχνά από τα χείλη του, στερρώς εκράτει τα ηνία, κι επλατάγει το καμτσίκι του. Και αντιθέτως προς εκείνα, εφαίνετο να εβιάζετο πολύ, να ήθελε να τρέξουν γρηγορώτερα και βιαιότερα τα μέγιστα, να μην τον ευχαρίστουν διόλου ως εβάδιζον. Εις τας τραχείας του παλάμας οι ιμάντες εκινούντο διηνεκώς, πυρετωδώς επάλλετο η μάστιξ, οι χαλινοί ανετινάσσοντο, εν νευρική ανυπομονησία. Αναμφιβόλως θε να είχε να υπάγει πουθενά, εις ωρισμένην ώραν, κι εν τω μεταξύ ηθέλησε να κάμει και την κούρσαν ταύτην, και εφοβείτο μη δεν φθάσει έγκαιρα, και χάσει τον πελάτην, ή, μισθωμένον ήδη, τον παρέλαβεν ο επιβάτης από πούπετα, κι επείγετο να τον πετάξει κάπου εν στιγμή, όπως γυρίσει εις το πρώτον μίσθωμα. Εν ορμή λοιπόν ραγδαία προσπαθεί να τ΄ αγάγει συνεπώς, επιχειρεί να τα κάμει να εντείνουν τας δυνάμεις των, και να το βάλουν εις τα τέσσερα ει δυνατόν, και μ΄ απροκάλυπτον ανίαν βλέπει την οκνότητα που φαίνεται ότι τα έχει καταλάβει, και ήτις εκδηλούται, προπολλού, εις συνεχή του δρόμου επιβράδυνσιν, εις στάσεις κάπου-κάπου ν΄ αναπνεύσουν, εις λαχάνιασμα, ωσεί απηυδημένων, κι επιθυμούντων πλέον να υπάγουν εις τον σταύλον τον. Και άκαμπτος, δεν σκέπτεται ουδ΄ επ΄ ολίγον να προσέξει, απεναντίας εξοργίζεται, είναι ηρεθισμένος κατ΄ αυτών φρικτά, και τα ωθεί παντοιοτρόπως τα οτρύνει, τα κεντά, τους ψάλλει τον αναβαλλόμενον, μεμψιμοιρεί αδιακόπως, τοις εγκολάπτει ισχυράς πληγάς, μετά ονειδισμών και ύβρεων. Εκείνα, υπακούοντα εις του αυθέντου των την βούλησιν, βαδίζουν, προχωρούν, σπεύδουν σχεδόν, και αγωνίζονται να εκπληρώσουν το καθήκον. Αλλά, η προθυμία των αυτή, τόσον ηλαττωμένη και πρωτύτερα, εφάνη ως επαισθητώς να εμειώθη, να εξηφανίσθη εντελώς σχεδόν, ως είδαν πως τα διηύθυνε προς τον ανήφορον. Ο άνθρωπος δεν υπελόγισεν ορθώς επί της καλωσύνης των, και την υπακοήν των προφανώς υπερετίμησε. Και από διαστήματος τινός, ήρχισαν ήδη ωσεί να δεικνύουν τάσεις ελαφράς εις ανυποταξίαν. Εις του ηνίου την επιταγήν παρίσταντο κάπως ατίθασα και εις της μάστιγος το πλήγμα ως κωφεύοντα. Εγίνοντο, ως λέγουσιν οι ιππογνώσται, βαρυκέφαλα. Παρά τον Άγιον Διονύσιον το πρώτον, κι εις την εν τη πλατεία είσοδον, δις ήδη είχαν δοκιμάσει να σταθούν, και έμειναν, αρνούμενα την πρόοδον, και αναπνέοντα βαθέως, ως να του έδιδαν να εννοήσει ότι έπρεπε ν΄ αφήσουν κάποιον μέρος του καμάτου των εκεί, κι είτα να προχωρήσουν. Αλλά, οργίλος, λοιδορών Χριστόν και Παναγίαν, προπηλακίζων τον σταυρόν των, ασεμνολογών και αισχρολογών βαναύσως, ο αμαξάς τοιαύτην είχε καταφέρει θύελλαν πληγμάτων εις την ράχιν των, τόσον αγρίως επετέθη κατ΄ αυτών, και εν κραυγαίς τα έπαιεν, ώστ΄ επανέλαβαν ευθύς εκόντα άκοντα τον δρόμον εν ωκύτητι.
Ούτω, την στιγμήν ταύτην, είχαν φθάσει προ της θύρας καφενέ τινός, όστις φρουρεί την προς τα άνω άκραν της πλατείας, κοσμούμενος με της Επιστρατείας το πομπικόν όνομα. Εκεί, όπου ανηφορικωτέρα πλέον γίνετ΄ η οδός, και αύθις ανεκόπησαν, ωπισθοχώρησαν ολίγον, εσταμάτησαν, κι εφάνησαν ως θέλοντα να μεταστρέψουν μάλλον επιτέλους προς τα κάτω. Πλην ρωμαλέος ήτο του ανθρώπου ο βραχίων, και τα νεύρα δυνατά, και η επιθυμία του να φθάσ΄ εις τον σκοπόν του γρήγορα πολλή. Εξήψε λοιπόν τον θυμόν του έτι μείζον η αντίστασις, συνέσχε τ΄ ανυπότακτα τετράποδα, και, παραφόρως, εν ανηλεότητι, εκ νέου εξεβίασεν αυτά εις τα εμπρός. Ανερριχήθησαν κι εκείνα επομένως, ήθελαν-δεν ήθελαν, την ανωφέρειαν, επροχώρησαν, ως θυμωμένα, αλλά υποκύπτοντα εις την ανάγκην μόνον, έκαμαν επί πλέον ως τριακοντάδα καλπασμών. Αλλά, μ΄ αυτούς, ηύξησε καταδήλως ο αγών των, και η σκηνή επανελήφθη· εσταμάτησαν εκ νέου. Κι εκ νέου όμως υπερίσχυσεν η θέλησις του οδηγού, σφαδάζοντος πλέον επί της θέσεώς του εκ του θυμού του κατά γράμμα, υβρίζοντος και ονειδίζοντος αυτά αδιακόπως, και καταφέροντος απαύστως το καμτσίκι του, και εξερευγομένου αληθώς τα εξ αμάξης κατ΄ αυτών. Αλλ΄ ο ανήφορος καθίστατο ακόμη περισσότερον απότομος, και η οργή του αμαξά δεν ήρκει να τον καταστήσει μάλλον εύβατον, ούτε να ελαττώσει των αλόγων του τον κάματον. Και μετ΄ ολίγον, εξηντλήθη η υπομονή των φαίνετ΄ εντελώς, απέκαμαν οριστικώς, και, εξαπίνης, έστησαν απροσδοκήτως την φοράν αυτήν, τελειωτικώς, αρνούμενα αποφασιστικώς να προχωρήσουν, καρφωθέντα εις την γην.
Επί του ύψους του, έξω φρενών ο άνθρωπος ηγέρθη, όρθιος, εδέσποσεν αυτών, καθ΄ όλον το ανάστημά του, συνέστειλε τα γκέμια, τα συνέσφιξε, και, μανιώδης, φοβερώς επάταξε την μάστιγα επάνω των. Από του στόματος αυτού εκατρακύλισε βλασφημιών πλημμύρα. Κατακόκκινος εφάνη, ως να προσεβλήθη εκ σεληνιασμού. Σχεδόν αφρίζων, εξεμεί ό,τι του έλθει εις τον νουν ωρύετ΄ υπεράνω των, και τα κτυπά, κτυπά τα ζώα, δια τρόπου ως να ήθελε να τα σκοτώσει παραχρήμα. Επί του δέρματος των ίππων καταπίπτει η λωρίς, συρίζουσ΄ απαισίως, αδιακρίτως, όπου τύχει, εις τα νώτα, εις την πλάτην, στα παγίδια, εις την χαίτην, εις την κεφαλήν. Κι εν τη νυκτί, η σαρξ των φρίσσει υπό τα κτυπήματα, ως ρίγος διατρέχει κατά παν πλήγμα το σώμα των, κι ανατινάσσονται αλγούντα. Αλλά, η κόπωσις αυτών θα είναι φαίνεται πολύ μεγαλυτέρα, και πείσμα καταδήλως θα τα έπιασε κι αυτά, και αδιαφορούντα προς το άλγος, στωικώς, μένουν διαρκώς ακίνητα, στηλώνοντ΄ εις τους πόδας των καλύτερα, δεν εννοούν να μετακινηθούν εκείθεν βήμα. Και έξαλλος, συναισθανόμενος ότι επήραν την απόφασιν ν΄ αντισταθούν, ο αμαξάς κραυγάζει λυσσωδώς, ωσεί πνιγόμενος:
— Την Παναγία σας μέσα, άτιμα!… Θα τραβήξετε ή θα σας πάρ΄ ο διάολος τον πατέρα;…
Και τας κραυγάς του συνοδεύει, ουδ΄ επί στιγμήν διακοπτόμενος, του καμτσικιού ο κρότος, κρακ! κρακ! κρακ! χαρακούντος των αλόγων το πετσί, εμπλεκομένου εις τας τρίχας των, ξεσχίζοντος και καθαιμάσσοντος αυτά. Αλλά προ της επιμονής των, άπρακτος καθίσταται η βοήθειά του, και αδίκως ματαιοπονεί, κουράζων τους μυώνας του ο άθλιος. Και προ του ανελπίστου εμποδίου, του ανθρώπου η μανία υπερέβη πλέον κάθε όριον, και θα ενόμιζες πως κατελήφθ΄ υπό σπασμών.
— Δεν τραβάτε, μωρέ άτιμα, ε;!…, βρυχάται. Σταθήτε να βγάλω τώρα κ΄ εγώ το κλειδί, να σας αλλάξω το Χριστό, ρουφιάνικα!…
Και καταβαίνει, καταλείπων επί του εδράνου την μάστιγα, βιαίως, παρά της αμάξης τους τροχούς.
Διαμιάς, έτεινε την χείρα, ετράβηξεν αστραπηδόν το υποκάτω του εδράνου του κιβώτιον, εν ω εγκλείεται το βαρύ σίδηρον, δι ου βιδώνεται και ξεβιδώνεται η άμαξα, όπερ οι αμαξάδες ονομάζουσι κλειδί, το έβγαλε, το ήγειρε, και το κατέφερεν επάνω στα πλευρά του ενός ζώου, ισχυρώς. Εκλάγγασ΄ εξαγόμενον το σίδηρον, απήστραψ΄ εις το σκότος, κατέπεσεν επί της μαλακής σαρκός του ίππου μεθ΄ ορμής. Το άλογον, συγκλονισθέν καθ΄ όλον τον κορμόν του, ανεπήδησεν, έβαλε χρεμέτισμα οδυνηρόν, ως παραπόνου, ανετρίχιασεν, αλλ΄ εναπέμεινεν ακίνητον. Αλλά και δεύτερον τινάσσει το βαρύ του σίδηρον επί του σώματος του ζώου ο κρατών, ως ελαυνόμενος εκ πάθους εκδικήσεως, και τρίτον, εις την αυτήν θέσιν, εκχύνων επί του αθώου κτήνους θηρίου λύσσαν και οργήν. Προς τον αήθη θόρυβον, εστάθησαν τινές διαβάται, παρερχόμενοι, και βλέπουν εν περιεργεί΄ αδιαφόρω. Και τις εξ αυτών, παρατηρών τα ζώα μη κινούμενα, ασθμαίνοντα, ως θέλων να βοηθήσει εις παράκαμψιν της δυσχερείας και να δώσει συμβουλήν:
— Βρε, είναι φουσκωμένα, λέγει. Δεν τραβάνε. Είν΄ ανήφορος. Δεν τα πας αποκάτου ναν τα γυρίσεις;….
— Φουσκωμένα ξεφουσκωμένα, θα πάνε ή θαν τα σκοτώσω δωχάμου!…
Και ανεγείρων ερρωμένως τον μοχλόν, εκ νέου να τον καταφέρει ετοιμάζεται.
Πλην, αιφνιδίως, η θύρα της αμάξης ήνοιξε και ο εντός αυτής εξέρχετ΄ αποτόμως. Είνε υψηλός ανήρ διοπτροφόρος, και ξανθός, με γενειάδα καταπίπτουσαν μακράν επί του στήθους, ταξιδιώτου εξωτερικόν, και φαίνεται προδήλως ξένος. Η όλη όψις του τον παριστά ωσεί αρχαιολόγον Γερμανόν, ή Αμερικανόν περιηγητήν. Από του ένδον της αμάξης, είδε τας συνεχείς βραδύτητας, και αντελήφθη ότι εσταμάτησαν, και τον αμαξηλάτην καταβάντα, αλλά δεν εκατάλαβε τι τρέχει εξ αρχής. Βλέπων όμως παρατεινόμενον το πράγμα, και ακούων ταραχήν, έκυψεν εκ του παραθύρου, κι ενόησε τοιουτοτρόπως τα συμβαίνοντα. Και εν οργή, ηρεθισμένος, με την φωνήν τρέμουσαν:
— Διατί κτυπάτε ζώον;… λέγει. Διατί κτυπάτε;… Τι πράττει υμίν ζώον;…
Αλλ΄ ο αμαξάς, χωρίς να κάμη κόπον να μεταστραφεί, προσηλωμένος εις την ιδικήν του αγανάκτησιν, μετ΄ αυθαδείας, είρων:
— Δε γλέπεις γιατί το χτυπάω;!… Να, δεν τραβάει και το χτυπάω!… Ακούς γιατί το χτυπάω!…
Ο ξένος όμως, δίχως να προσέξει τι τω είπε και αυτός, εν οργή αυξούση και εντείνων έτι μάλλον την φωνήν:
— Διατί κτυπάτε ζώον;… Διατί κτυπάτε;… Εγώ δεν πληρώνει υμάς, αν κτυπάτε ζώον!…
Τότε ο αμαξάς, καταρρίπτων επί του εδάφους το κλειδί, μεταστρεφόμενος, σταυρώνων επί της κοιλίας του τας χείρας, και αποβλέπων μετ΄ εκφράσεως υψίστου οίκτου και περιφρονήσεως, ως προς υπέρτατον τινά ηλίθιον, προς τον ξένον, ωσάν να μην του εχρειάζοντο ή δύο μόνον λέξεις δια να τον αποστομώσει, με την ακαταμάχητον αγρίου λογικήν:
— Βρε κερατά, λέγει, βρε κερατά, αν δεν το χτυπήσω πώς θα σε πάω να κάνεις την δουλειά σου;!…
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία», τεύχος 415, έτος Η’. (11 Δεκεμβρίου 1883)
Διήγημα επαινεθέν εν τω Α' διαγωνισμώ «Εστίας». (Είναι το πρώτο διήγημα του Μητσάκη)
Η κατωτέρω αφήγησις δεν πληροί ίσως όλως τον σκοπόν, δι’ ον γράφεται· δεν είναι καθαρώς διήγημα, ως δεν είναι καθαρώς μόνον χαρακτήρ· ηδύνατο ναναχθή εις εποποιίαν ή εις δράμα και ηδύνατο κάλλιστα να μεταπλασθή εις κωμωδίαν. Η παράδοξος και επιβλητική προσωπικότης, της οποίας νεκράν σκιαγραφίαν πειρώνται να χαράξωσιν αι επόμεναι γραμμαί, ηδύνατο να μορφωθή εις έμψυχον τύπον υπό την πνοήν μεγαλοφυίας, ως ήτο αξιώτατον θέμα ιδιαζούσης μελέτης φρενολόγου.
Ο Γεώργιος Σαράντης δεν εφαίνετο άνθρωπος ιδιόρρυθμος, ούτε υποκείμενος εις ονειροπολήσεις. Ούτω τουλάχιστον διεπίστουν οι συγγενείς του, οι φίλοι του, όλοι οι σχετισθέντες και επ’ ολίγον προς αυτόν, σώφρονα, μεμετρημένον και αγαθόν νοικοκύρην, τον οποίον μόλις το υψηλόν του ανάστημα, η ασυνείδητος ισχύς, ήτις διωράτο υπό του ολίγον προσεκτικού παρατηρητού εις το βάθος του βλέμματός του, η μελανότης της μακράς γενειάδος του —δίδοντα εις αυτόν τύπον μάλλον στρατιωτικόν—σε εμπόδιζον να θεωρήσης ως τον ειρηνικώτερον άνθρωπον του κόσμου. Ησυχώτατος εν τη κοινωνική του συμπεριφορά, παρά πάντων μετά προσοχής ακουόμενος, τηρών όλους τους αστικούς, τους θρησκευτικούς ακόμη τύπους, γενικώς δε τιμώμενος δια την ορθότητα των κρίσεών του, την δύναμιν και την γλυκύτητα του χαρακτήρος του.
Εν τοσούτω, κατά το παλαιόν των μυθιστοριογράφων λόγιον, υπό την φαινομένην ταύτην γαλήνην ελάνθανέ τι προσόμοιον τρικυμία.
Ο τόσον φρόνιμος αυτός άνθρωπος, τόσον συνήθους εξωτερικού, τόσον απλούς και τόσον ήρεμος, είχεν εν τούτοις μίαν ιδέαν, μίαν ιδιοτροπίαν, μονομανίαν σχεδόν, καρφωμένην εκεί εις το βάθος της μεγάλης κεφαλής του, ως όστρεον επί βράχου, αλλά τόσω σφικτά, ώστε είναι αμφίβολον αν εκριζουμένης αυτής όπως λέγουν οι ερωτευμένοι διά την καρδίαν των, δεν συνεξερριζούτο και η κεφαλή του.
Είναι αληθές ότι σπανίως ανέσυρεν αυτήν από του βυθού της και την εξέθετεν υπό τα όμματα· αλλ’ όταν ηναγκάζετο εις τούτο, την απεκάλυπτεν εις το φως περιβαλλομένην υφ’ όλης του της επιβλητικότητος, καταπνίγουσαν υπό την απεριόριστον πίεσίν της πάσαν άλλην και αναγκάζουσαν οιονδήποτε και τον μάλλον αισθανόμενον το γελοίον αυτής να κύψη το μέτωπον εν σεβασμώ. Πας άλλος θα επνίγετο εκστομίζων αυτήν εν ωκεανώ καγχασμών αλλ’ αυτόν ανύψου η εμψυχούσα την ύπαρξίν του μανία και αυτός ήξευρε νανυψοί και αυτήν εις την εμπρέπουσαν θέσιν, ώστε και αν τον έκρινες κατά βάθος και απόντα μωρόν, δεν ήτο εύκολον να παρέλθης αδιάφορος ή γελών προ αυτού.
Εγώ, καίτοι πολύ φίλος του μακαρίτου —διότι δεν είναι πλέον μεταξύ των ζώντων,— ίσως ήμην ο τελευταίος, εις ον απεκαλύφθη. Αλλ’ υπό περιστάσεις παραδόξους και εν περιέργω ειρμώ γεγονότων άλλων, άτιν’ απ’ αυτής εξηρτώντο, ώστε εις εμέ ιδία εφάνη και φανταστικώς μεγάλη και επίσημος και υπερβάλλοντος κωμική.
Ενθυμούμαι ότι ήτο εσπέρα Νοεμβρίου, εξ εκείνων, καθ’ ας καταλαμβάνεται τις υπό δυσορίστου τινός αθυμίας —πάθημα πολύ συχνόν του φθινοπώρου, όπερ πολλοί περιέγραψαν και περισσότεροι αισθάνονται— βλέπων τον ουρανόν περιβαλλόμενον ως αραχνοΰφαντον χιτώνα εκ μεγάλων φαιών νεφών, την γην καλυπτομένην υπό θαμβού τινος και αορίστου φωτός, οποίον είναι συνήθως το των μεγάλων χιονωδών εκτάσεων των βορείων τόπων και τα υποδήματά του βυθιζόμενα μετ’ απεχθούς κριγμού εις την λάσπην των δρόμων, ήτις τω κηλιδοί το πανταλόνιον.
Συναντηθέντες δε διηυθύνθημεν εις εν πλησίον καπηλείον, όπως πάρωμεν την συνήθη διά την όρεξιν προ του δείπνου μαστίχαν, προτού διευθυνθώμεν εις τας οικίας μας.
Ήτο μία ταβέρνα, εξ εκείνων των καθαρώς ρωμαίικων, δύο τρεις βαθμίδας υπό την γην, σκιερά, εστερημένη και του παραμικρού ίχνους καλλωπισμού· οι τοίχοι υγροί και γυμνοί, ενιαχού μόνον καλυπτόμενοι υπό γελοιογραφιών των δημωδών φύλλων ή εκ βιβλίων και καζαμιών· υπό κεκομμένων εικόνων του Γαριβάλδη, του Ναπολέοντος και άλλων ιστορικών προσώπων· το έδαφος ανώμαλον πολλαχού και λασπώδες, εις δε το βάθος προβάλλοντες οι πύροι των βαρελίων, άτινα εκρύπτοντο εις το σκότος του μυχού· εις την μίαν πλευράν είδος γραφείου, εφ’ ου διεκρίνετο ανοικτόν κατάστιχον ρυπαρόν και ξεσχισμένον, χρησιμεύον δια τα μεγάλα χρέη, διότι δια τα πρόχειρα και μικρά αντικαθίστα αξιόλογα παν κατάστιχον η θύρα, εις της οποίας τον προορισμόν νανοιγοκλείη εισδεχομένη τους επισκέπτας προσετέθη και η καταγραφή των χρεών και επομένως εδέχετο επί των οπισθίων της ποικίλα ιερογλυφικά σημεία δια κιμωλίας χαραττόμενα· το είδος αυτό του γραφείου ήτο αναγκαίον και δια να κάθηται ο ταβερνιάρης, χονδρός τετράγωνος κατακόκκινος άνθρωπος, και διά να εναποθέτη τα ποτήρια ο υπηρέτης, ένας παλληκαράς ως εκεί πάνω, αρειμάνιος, με την ποδιάν κατακηλιδωμένην εκ νερών και κρασιών, και ατημελώς αναζωννυμένην εις τα οπίσω της οσφύος, ξεμανίκωτος και με τόνον φωνής προστακτικώτατον, όταν εζήτει τας διαταγάς σου.
— Αι, και πότ’ ελευθερόνεται η γυναίκα σου; τον ηρώτησα λαμβάνων το ποτηράκι με την μαστίχαν, όπερ μοι έτεινεν όρθιον επί της παλάμης του ο υπηρέτης.
— Μα σε κανένα μήνα.
— Αι, λοιπόν θάχουμε χαραίς και βαφτίσια...
— Α μπα.!
— Γιατί; Σε καλό!
— Αμ’ τι; εδώ θα το βαφτίσω;
— Πού λοιπόν;
— Αμ’ τώχω τάμμα, το πρώτο που θα κάμω, να το βαφτίσω στην Αγιά Σοφιά.
Εγέλασα. Προφανώς ηστειεύετο.
Αλλ’ εκείνος βλοσυρώς εμβλέπων με:
— Τι γελάς; μοι λέγει.
— Αμ’ είναι να μη γελάσω; Στην Αγιά-Σοφιά, αι, χα, χα, χα!!
— Για να σου πω! Τι και συ λοιπόν;
Δεν ήμην εκεί δια να το ηξεύρω, αλλά δεν πιστεύω ο δολοφονούμενος Καίσαρ να έδωκεν εις την φωνήν του εκφράζουσαν όλον της ψυχής του τον πόνον, θλιβερώτερον και μάλλον ελεγκτικόν χρωματισμόν, όταν έλεγε το περίφημόν του Tu quoque, Brute?
Επίσης ούτε η ιστορία μας διδάσκει, ούτε εγώ έμαθα ποτέ, αν ο Βρούτος συνεκινήθη από την σπαρακτικήν επιφώνησιν του αυτοκράτορος. Αλλ’ εγώ δεν ήμην Ρωμαίος, και άλλως τε τον ηγάπων τον Γεώργην μου, τον ηγάπων. Εν τοσούτω, καίτοι ιδών ότι επειράζετο, ετόλμησα να τω είπω:
— Μα πιστεύεις αλήθεια πως θα γίνη αυτό ποτέ;
Τότε απλόνων εκείνος την στιβαράν χείρα του και σείων με από του ώμου:
— Θα γίνη, μοι λέγει, θα γίνη και γρήγορα... Και δε θα το βαφτίσω το παιδί μου παρά εκεί που σου είπα!
* * *
Αναμφιβόλως έπρεπε να τραπώ εις φυγήν.
Εξ αποφάσεως είχον ενώπιόν μου ένα τρελλόν, ένα μονομανή, πιστεύοντα εις την Αποκάλυψιν, αναγινώσκοντα τους χρησμούς του Αγαθαγγέλου, προσδοκώντα ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος.
Διότι βεβαίως υγιής άνθρωπος δεν ήτο δυνατόν να περιπέση εις τοιαύτην απάτην· τι φρονείτε;
Αι πίστεις των παρελθόντων χρόνων εκοιμήθησαν πλέον καλά εις τους τάφους των — τα στήθη των πατέρων μας· αι πομφόλυγες της ονειροπολήσεως διερράγησαν υπό την πνοήν της πραγματικότητος, αι ελπίδες της συνεχίσεως και κληρονομικότητος της δόξης άλλης γενεάς κατέφυγον από πολλού εις τας χώρας του απιθάνου, τους ενθουσιαστάς διεδέχθησαν οι σκεπτικοί, τους πατριώτας οι κοσμοπολίται... Άλλοι καιροί, άλλα πουλιά, ως έλεγεν ο Χάινε. Ημείς τόρα καλά κελαδούμεν...
Τι ήθελε το φάντασμα τούτο, όπερ εξύπνα αυτός και περιήγεν εν μέσω ημών, εκλιπόν, σαββανωθέν, ταφέν δι’ όλους μας, αλλά μόνον δι’ αυτόν ζωντανόν, ολοζώντανον;
Τι εζήτει από ημάς, οίτινες το εκηδεύσαμεν και το εθάψαμεν με όλας τας ανηκούσας τιμάς;
Βρυκόλαξ δραπετεύων του τάφου του εν σταθερά μεσημβρία, δεν ήτο άξιον ούτε του φόβου μας, αλλά μόνον του γέλωτός μας.
Τι εζήτει από ημάς;
Δεν ήτο πλέον αυτό διά την εποχήν μας, ούτε ημείς είμεθα δι’ αυτό. Παρήλθεν ο καιρός των γιγάντων και ημείς την φαεινήν του μορφήν, ως υψούτο υπερνεφές επί των κολοσσαίων κοθόρνων του, δεν ηδυνάμεθα να την ίδωμεν ούτε ρίπτοντες την κεφαλήν επί του αυχένος.
Βεβαίως ήτο τρελός!
* * *
Και εν τούτοις δεν έφυγα. Ανεξήγητος τις δύναμις μ’ εκάρφωσεν επί του ολισθηρού εδάφους του καπηλείου. Ωσάν η επιτεθείσα του ώμου μου χειρ του ήτο σιδηρά, ησθάνθην την σπονδυλικήν μου στήλην καμπτομένην, τα γόνατά μου εκνευριζόμενα. Δεν ηδυνάμην να φύγω. Παράδοξος έλξις με συνείχεν εις ωρισμένην απ’ αυτού απόστασιν.
Ταυτοχρόνως εσμός, συρφετός σκέψεων αποσβεθεισών, ιδεών λησμονηθεισών, διανοημάτων κεκοιμημένων εξηγείροντο αίφνης και ανά μία και όλαι διά μιας εβόμβουν, εθορύβουν, ως κώνωπες οχληροί, ους δεν δύναται τις ναποδιώξη, μ’ εζάλιζον. Μυστηριώδες τι ετελείτο εν εμοί. Και προ των ομμάτων μου, υπό την χαμηλήν και πνιγηράν του καπηλείου οροφήν, ανά μέσον των εις το βάθος βαρελίων ανεφαίνοντο, διήρχοντο και εξηφανίζοντο αμαυρωθείσαι εικόνες, εκλείπουσαι σκιαί και λάμψεις αστραπιαίαι, αίτινες εφώτιζον παρελθούσας ημέρας.
Μα την αλήθειαν, ήρχιζα και εγώ να γίνωμαι τρελός, αφού δεν κατεξανιστάμην και δεν επεχείρουν να του βγάλω την τρέλλαν του!
* * *
Το δε βέβαιον είναι ότι η σκηνή του καπηλείου μοι επαφήκεν ισχυροτάτην εντύπωσιν.
Δεν εγνώριζα λοιπόν τον άνθρωπον αυτόν, όστις επί τόσα έτη ήτο φίλος μου; Τις ήτο αυτός, όστις ετόλμα να φρονή και να λέγη, εν πεποιθήσει, νήφων, γρηγορών, ό,τι δεν ετόλμων να ονειρευθώσι καν πλέον όλοι τριγύρω του; Τι ήτο αυτός, ο βλέπων χωρίς να τυφλωθή αντικατοπτρισμούς, όστις ηρέσκετο ναυταπατάται και την απάτην του αυτήν να εξαίρη εις δόγμα και ναναγκάζη και εμέ ακόμη να μένω προ αυτού άφωνος; Μωρός βεβαίως ήτο αφού εις την τυφλήν του αυτήν πίστιν υπέτασσε και προλήψεις άλλας και παραδόσεις και αισθήματα και φίλτρα. Αλλά μέγας βεβαίως και εν τη μωρία του, αφού κατώρθου δια της παρουσίας του μόνης να επιβάλλη την παλαβωμάραν του αυτήν εν όλη της τη εξάλλω μεγαλειότητι.
Δυστυχώς δεν ήτο ούτε το εν ούτε το άλλο.
Γεννηθείς εν εποχή, καθ’ ην δεν είχεν έτι δύσει ολοτελώς ο ήλιος των αναμνήσεων του μεγάλου αγώνος, καθ’ ην έζων έτι τα συντρίμματα αυτού, εκ πατρός πολεμήσαντος κατά του Ιβραίμη και πληγωθέντος εν Πέτα, φέροντος δ’ επί της καρδίας του ομού με το χαϊμαλί του την πίστιν γενικής ημέραν τινα εξεγέρσεως του Γένους, είχεν αποταμιεύσει λεληθότως εν τω εγκεφάλω του και τη ψυχή του φρονήματα και σκέψεις γενεάς άλλης, τόσον στερρώς εγχαραχθείσας. Ίσως δε και η φύσις αυτού η επίμονος συνετέλεσεν ώστε μόνος πιθανόν αυτός να μη στέρξη ουδέ με την πάροδον των χρόνων ν’ αποβάλη τα διδάγματα των πρώτων ετών του.
Και λοιπόν, Ροβινσών, αποπλανηθείς εν μέσω εποχής ερήμου των αισθημάτων και των πόθων οίτινες εγαλούχησαν αυτόν, εδημιούργει ανδρωθείς περί εαυτόν κόσμον φανταστικόν ολόκληρον , πυργοποιίαν ονείρων, εν η έζη.
Τι έμελεν αυτώ αν οι πέριξ του, ολιγόπιστοι, εμυώπαζον προς το φως της ηούς, ην αυτός ηγρύπνει αναμένων προσεγγίζουσαν; Τι προς αυτόν, αν οσημέραι επί πλέον ηρημούτο ο κύκλος, εν ω ήτο καταδεδικασμένος, ως ειπείν, να διαβιώση; Η γενεά, ήτις επίστευε και εκληροδότησεν αυτώ το ιδανικόν του είχε παρέλθει αληθώς. Αλλά και αυτή, η νόθος τα αισθήματα και διεφθαρμένη τους πόθους, η αποπτύουσα τας πίστεις των πατέρων της, όταν έβλεπε προ αυτής τον Μεσσίαν της εθνικής παραδόσεως θα τον ανεγνώριζεν αμέσως και θα τον ηκολούθει μέχρι της Αγίας Σοφίας, όπου αυτός θα εβάπτιζε το παιδί του!
Το δωμάτιον είναι ευρύ και σκιερόν. Η διακόσμησις αυτού είναι καθαρώς οικοκυριού της μέσης τάξεως. Διά των πυκνών εμπετασμάτων μόλις επιτρέπεται η είσοδος εις το αμαυρόν ήδη φως της δείλης. Σιγή επικρατεί. Τον θόρυβον των βημάτων αμβλύνουσι παχείαι βελέντζαι, ηπλωμέναι κατά γης. Μία κανδήλα επιχέει την τρομαλέαν λάμψιν της κρεμαμένη προ του άνωθεν της θύρας εγειρομένου εικονοστασίου, απαραιτήτου έτι εν τη διακοσμήσει δωματίου του ύπνου παρά πάση οικογενεία της μέσης ή κατωτέρας τάξεως του ελληνικού λαού, συγκεντρούντος δε μετ’ ολίγων προλήψεων και νηστειών την υστάτην εκδήλωσιν του οσημέραι αμαυρουμένου θρησκευτικού αισθήματος, και την μόνην ίσως, ην ηδύνατο να εκζητήση παρά των ανθρώπων τούτων ο χριστιανισμός, αδύνατος να εννοηθή άνευ εξωτερικεύσεως και είδους τινός σχεδόν ειδωλολατρείας.
Εις το βάθος επί κομψής κλίνης υπό μεταξοϋφή ουρανόν κατάκειται η ετοιμόγεννος νεαρά γυνή, ωχρά και λυμφατική, φέρουσα δ’ επί του συμπαθούς προσώπου της εμφανή την αποτύπωσιν των αλγηδόνων, ας διεγείρουσιν αυτή τα πρώτα σκιρτήματα του βαθμηδόν εμψυχουμένου εν τη κοιλία της ανθρώπου. Η διπλή ύπαρξις, ην εγκλείει εν εαυτή, τη προξενεί πόνον, τον οποίον την αναγκάζει να φανερώση στένουσα το μικρόν θηρίον, όπερ ανυπομονεί να εξέλθη της κρύπτης του.
Η μαία, γραία δύστροπος, αμαθής και ερρυτιδωμένη, με μαύρην καλύπτραν επί της κεφαλής και τα κλασικά ομματοϋάλια επί της μύτης, πηγαινοέρχεται με ύφος απησχολημένον. Χωρίς να έχη συνείδησιν του μεγάλου έργου εις το οποίον υπηρετεί, αποδιώκει τους παρισταμένους θορυβωδώς, κραυγάζει, βλασφημεί, τα βάζει με την υπηρέτριαν και ανασκουμπόνεται όπως οι γαλακτοπώλαι κατά την ώραν της αμέλξεως.
Οσμή τις λιβάνου πληροί την αίθουσαν.
Απαραλλάκτως σχεδόν ως να παρίσταταί τις εις σκηνήν νεκρικού θαλάμου. Το αυτό δειμαλέον και ύπωχρον φως, αι κανδήλαι και αι λαμπάδες, ο λίβανος, η σιγή και το δέος, ην διακόπτει αίφνης εκεί μεν αντάρτης μη συγκρατούμενος λυγμός τινος των οικείων, εδώ δε σπαρακτική τις κραυγή της μητρός.
Μόνον ότι εκεί μεν οι παριστάμενοι κλαίουσιν, εδώ δε μειδιώσι. Και ενώ ο αποθνήσκων μετά λύπης προπέμπεται, ο ανθρωπίσκος εκείνος εκεί, όστις ασυνειδήτως σαλεύει επί των προσκεφαλαίων εκπληττόμενος, οιμώζων και ριγών επί τη πρώτη διαψύχρω, οδυνηρά αισθήσει της ζωής, προκαλεί την χαράν των παρεστώτων.
Διατί;
Η γνωστή ευχή ενός Πέρσου ποιητού: «Παιδίον, όταν εγεννάσο, συ μεν έκλαιες, ημείς δ’ εγελώμεν· είθε, όταν θαποθνήσκης, συ μεν να γελάς, ημείς δε να κλαίωμεν», ης το ήμισυ σχεδόν πάντοτε εφαρμόζεται και εν τη καθ’ ημέραν ζωή, είναι μόνον ποιητική φρασεολογία. Διότι είναι άσκοπος η χαρά, όταν προ του ανθρώπου γεννωμένου απλούται ο δύσπλους ωκεανός της ζωής και αδικαιολόγητος η λύπη, μη δυναμένη να προβάλη ως επαρκές επιχείρημα ούτε αυτό το άλγος του χωρισμού, όταν προ του αποχωρούντος ουδέν άλλο διαφαίνεται ή ο ήσυχος του τάφου πυθμήν και οι τέσσαρες ξύλινοι τοίχοι του φέρετρου.
Αλλά τα τοιαύτα δεν υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν της σκέψεως.
Ο αυτοματισμός είναι πολύ ανώτερος αυτής, ήτις είναι η υστερότοκος της διανοίας.
* * *
Ευρισκόμην εις μίαν των γωνιών της συνεχομένης προς το δωμάτιον της μητρός αιθούσης· κεκρυμμένος οπίσω του παραπετάσματος και εστηριγμένος επί του παραθύρου, έδιδα ελευθερίαν εις το βλέμμα μου και το πνεύμα μου νακολουθώσιν όντινα δρόμον ήθελον· αλλά το μεν βλέμμα μου επέσυρεν ανεπιγνώτως ημικαές τι κατάμαυρον δένδρον, ορθούμενον εντός γειτονικού κήπου· το δε πνεύμα μου δεν ηδυνάμην ναποσπάσω της επιμόνου σκέψεως περί του εις το πλάγι μου τικτομένου παιδίου. Είχον προ ολίγου ακούσει τας διατόρους και παρατεταμένας φωνάς της νέας γυναικός, ης τα σπλάγχνα έμενον έρημα του επί εννέα μήνας κατοίκου των. Είχα ιδεί την μαμμήν τρέχουσαν, ανασκουμπωμένην και απωθούσαν μετ’ οργής τους προστυγχάνοντας τη διαβάσει της· την πενθεράν ασθμαίνουσαν και ανερευνώσαν τα ντουλάπια, όπως κομίση όξος ή άλλο τι αρωματικόν εις την πάσχουσαν κόρην της· τας υπηρετρίας αναταρασσομένας εδώ κι εκεί, διασταυρουμένας και προσβλεπούσας αλλήλας μετά πονηρού μειδιάματος και ανοιγοκλειούσας τας θύρας προς εκτέλεσιν των επιταγών της μαμμής· τον Γεώργην, όστις εβημάτιζεν ολίγον απωτέρω μου σκεπτικός.
Μετ’ ολίγον η σιγή απεκατεστάθη και πάλιν.
Μόνον υπόκωφός τις γογγυσμός ηκούσθη συνεχώς επαναλαμβανόμενος παρά τον τοίχον...
Ο Γεώργης ώρμησεν εκ της θύρας της αιθούσης, η μαία προσέτρεξεν εκ της αντικρυνής και παρέδωκεν εις αυτόν το αρτίτοκον παιδίον του, εν αρκετά καλοκαμωμένον αγόρι, κατακόκκινον και κραυγάζον γοερώς.
Το παιδίον, όπερ έμελλε να δεχθή η κολυμβήθρα της Αγίας Σοφίας, είχε γεννηθή!
* * *
θα ήτο κοπιώδες άμα και άσκοπον ναφηγηθή τις τας οικογενειακάς έριδας, τας θορυβώδεις σκηνάς, αίτινες εξέσπασαν εν τω οίκω χάριν των δύο αντιμαχομένων προλήψεων, άμα ως οριστικώς επιστώθη ότι ο πατήρ και μετά την γέννησιν του παιδίου δεν συγκατένευεν εις ουδεμίαν υποχώρησιν και εξηκολούθει επιμένων εις την ιδέαν του να το αφήση αβάπτιστον.
Την ιδίαν εσπέραν ο πενθερός, αστός προσκεκολλημένος ισχυρώς εις τας θρησκευτικάς προλήψεις, καθ’ ας είναι μέγα αμάρτημα η μη βάπτισις του νεογεννήτου, διεκήρυξε ρητώς ότι δεν ήσαν υποχρεωμένοι νακούουν τις παλαβωμάραις αυτού του τρελού. Η πενθερά, παχεία και ελευθέρα τους τρόπους και την γλώσσαν μεσόκοπη, έκοψε κι έρραψεν ικανά κατά του γαμβρού της, ενώ η αξιότιμος Μαμμή —νομίζουσα δικαίωμα και καθήκον της ως εκ της θέσεώς της να αναμιγνύηται εις τα οικιακά— εκηρύχθη υπέρ των τολμηρών μέτρων και επρότεινε να βαπτισθή το παιδί χωρίς να το πάρη είδησιν ο κυρ-Γηώργης.
Το θύμα δε όλης αυτής της ιστορίας ήτο η ταλαίπωρος μήτηρ, μη δυναμένη να εκφέρη γνώμην και ανακλίνουσα την φλέγουσαν κεφαλήν εν θλίψει επί των προσκεφαλαίων και υπογογγύζουσα εκ πόνου και λύπης.
Ουχ ήττον όταν παρουσιάσθη ο Γηώργης εις την οικογενειακήν συνάθροισιν, η πρότερον τόσον θρασέως εγείρασα την κεφαλήν κατά των σχεδίων του αντίδρασις ελώφαξεν αμέσως· η πενθερά έκρινε καλόν να εξέλθη του δωματίου, όπως δήθεν επιστατήση εις την ετοιμασίαν αναψυκτικού τινος διά την λεχώ, η δε κυρία Μαμμή έκρινεν ωφελιμώτατον ναποφύγη παντί σθένει πάσαν επί του ζητήματος ομιλίαν, οτέ μεν περιθάλπουσα το μικρόν, οτέ δε συνδαυλίζουσα το εν τη εστία πυρ. Μικρά τις αψιμαχία συνεκροτήθη μόνον μετά του πενθερού, περιορισθέντος όμως και τούτου μετ’ ολίγον να γρυλλίζη οπίσω του μεγάλου νταμωτού μανδηλίου του, όπερ τω εχρησίμευεν όπως καθαρίζη την μύτην και τους οφθαλμούς του από του ταμβάκου.
Ούτε δε αποκρύφως ετολμήθη πραξικόπημά τι, κατά την θαρραλέαν συμβουλήν της μαίας. Ήτο δε όντως παράδοξος η γοητεία και η μαντευομένη ισχύς του ανδρός τούτου, προ των προλήψεων του οποίου ετρέποντο εις φυγήν πάσαι αι των άλλων, όσον ισχυραί και λογικώτεραι και αν ήσαν.
Και παρά την αντίστασιν των συγγενών και των φίλων, παρά την διατυμπάνισιν του πράγματος καθ’ όλην την γειτονίαν και την γενικήν κατακραυγήν των αξιοτίμων νοικοκυράδων και παρά την διαμαρτύρησιν του Παπα-Χαραλάμπους ότι αυτός απονίπτεται τας χείρας, —πράγμα το οποίον σπανίως τω συνέβαινεν, —αν πάθη τίποτε το παιδί,—το παιδί έμεινεν αβάπτιστον.
* * *
Και έμεινεν επί πολύ. Διήλθε τον πρώτον μήνα, διήλθε τον δεύτερον, διήλθε τον τρίτον και καθεξής· απεγαλακτίσθη· έπειτα ήρχισεν η οδοντοφυία, τόσον επώδυνος και τόσους κινδύνους υποκρύπτουσα διά τα μικρά· και το παιδίον υπέφερεν· η μήτηρ απετόλμησε μικράς τινας παρατηρήσεις· η πενθερά διετύπωσεν αυτάς εις απαίτησιν, διότι άνθρωποι είμεθα, ποιος ξέρει...
Αλλ’ ο πατήρ, ως εννοείται, διέμεινεν άκαμπτος. Μόνον ότι ώφθη μετά πλείονος ενδιαφέροντος και συχνότερον κύπτων επί του λίκνου του νηπίου και εφωράθη αναγινώσκων ημέραν τινά εν τω δωματίω του βιβλίον φέρον επιγραφήν: «Περί των κατά βρεφικήν ηλικίαν νόσων».
Ευτυχώς ο κίνδυνος παρήλθε και ο δράκος απέκτησε χωρίς να βαπτισθή ωραιοτάτους οδόντας.
Μετά μικρόν ήρχισε να βαδίζη, κατέλιπε την βρεφικήν ηλικίαν και ανεπτύσσετο εκτάκτως. Μετά τρία δε ή τέσσαρα έτη ήτο χαριτωμένον ανθρωπάριον, κομψόν, ζωηρόν και φιλομειδές· ήρχισε να φοιτά εις το σχολείον και εθαυμάζετο διά τας καταπληκτικάς αυτού προόδους. Ταχέως μετεπήδησεν από των τελευταίων εις τας ανωτέρας τάξεις του αλληλοδιδακτικού. Εμελέτα πολύ, απεμνημόνευεν ευκόλως τα διδασκόμενα, η δε νοημοσύνη αυτού η έμφυτος παρακινούσα αυτό περί πάντων να μεριμνά και περί πάντων να μανθάνη, συνεβάλετο μεγάλως εις την ευμάθειαν αυτού. Το πνεύμα όμως αυτού ήτο οξύ άμα και ευερέθιστον, μικραί δε αφορμαί ήρκουν να διαταράξωσιν αυτό.
Διά τούτο μεγάλην ήσκησεν επ’ αυτού επιρροήν μικρόν τι επεισόδιον, το οποίον τω συνέβη εν τω σχολείω ημέραν τινά, δι’ ου το πρώτον τω απεκαλύφθη ότι διέφερε πως των συνομηλίκων του.
Ελλείψει του εκκλησιαστικού του ονόματος εν τη οικία, εν τη γειτονία, εν τω σχολείω απεκαλείτο έτι διά του συνήθως εις τα μικρά διδομένου ονόματος ο δράκος. Ούτω διέκριναν αυτόν ο διδάσκαλός του, οι συμμαθηταί και οι φίλοι του.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας είχεν έλθει εις το σχολείον νεόφερτόν τι παιδάριον, ξανθόν και ανήσυχον, το οποίον εκάθισε πλησίον του Δράκου εις το θρανίον. Οι μικροί κύριοι δεν εχρειάζοντο συστάσεις όπως γνωρισθώσι· παρετηρήθησαν αμοιβαίως και το ξένον παιδάριον ηρώτησε τον Δράκον αμέσως:
— Πώς σε λένε;
— Δράκο.
— Δράκο; Χα, χα, χα! Κοτζάμ παιδί! χα, χα, χα!
— Τι γελάς; ηρώτησεν ο Δράκος θυμώσας.
— Αμ’ είναι να μη γελάσω; Δράκο ακούς! δέκα χρονών παιδί!
— Και τι πως είμαι δέκα χρονών;
— Αμ’ μάθε λοιπόν, είπεν ο μικρός λαμβάνων ύφος διδακτορικόν, πως δράκους λένε μόνο τα μικρά παιδάκια, όχι ανθρώπους σαν κι εμάς; κατάλαβες; Να, κύττα τριγύρω σου, είδες κανέναν άλλον να τον λένε δράκο; Μονάχα το μικρό που κρατάει εκείν’ η γυναίκα απ’ οπίσω απ’ την πόρτα. Εμένα με λένε Κώστα, τον άλλο Γιάννη, τον άλλο Νικήτα, τον άλλο πάλι Γιάννη...
Εις τον Δράκον έκαμε πολλήν αίσθησιν το περιστατικόν τούτο. Επανελθών εκ του σχολείου αφηγήθη αυτό κλαίων εις την μητέρα του, απήτησε δε να τω ειπούν διατί τον έλεγαν ακόμη δράκο.
— Έτσι θέλει ο πατέρας σου, τω είπεν η μήτηρ ίνα εύρη διέξοδον της στενοχωρίας της.
* * *
Το δε ξένον παιδάριον, όπερ είχεν εν τη αγνοία και τη επιπολαιότητί του επιφέρει την σύγχυσιν ταύτην, εν τω μεταξύ δεν έμεινεν αργόν. Εις το ανήσυχον και σαρκαστικόν πνεύμα του έδωκεν ικανήν τροφήν η μετά του Δράκου συνομιλία του.
Διηγήθη αυτήν εις όλα τα παιδία του σχολείου και τοις εξήγησεν εμπεριστατωμένως πόσον αστείον ήτο κοτζάμ παιδί, ως έλεγε, ναποκαλήται ακόμη δράκος.
Θα είπη ότι δεν είχεν άλλο όνομα.
Τα απλοϊκά παιδία παρεξενεύθησαν σφόδρα διά το σπουδαίον τούτο.
Δεν είχε λοιπόν όνομα ο υιός του Γεωργίου Σαράντη, ως άλλα δεν έχουσιν επώνυμον!
Τούτο διήγειρεν είδος τι φόβου παρά τοις μικροίς και δικαίως, αφού αυτοί κάλλιον ίσως ηδύναντο να νοήσωσι την έλλειψιν του ονόματος ή την του επωνύμου.
Αλλά δεν ετόλμησαν να εκδηλώσωσι το παράδοξον αίσθημα τούτο προς τον αβάπτιστον συμμαθητήν των, προσεγγίζον περίπου προς ό,τι θα ησθάνοντο μεγάλα παιδία, άνδρες, απέναντι νόθου!
Ουχ’ ήττον ο δράκος κάτι υπωπτεύθη και συχνάκις εύρισκεν αφορμάς δυσαρεσκειών.
Επερίμενε δ’ ευκαιρίαν όπως ζητήση από τον πατέρα του την εξήγησιν του φαινομένου.
Η ευκαιρία αύτη δεν εβράδυνε.
Μίαν των ήμερων ο διδάσκαλος παρέδιδεν αυτοίς Κατήχησιν και τοις εξήγει τα κατά τα μυστήριον του βαπτίσματος.
Όλοι ήκουον μετά προσοχής, αλλ’ ιδία ο δράκος.
Ήκουσεν ότι η εκκλησία επιβάλλει όπως τα γεννώμενα παιδία βαπτίζωνται· ότι τούτο ήτο θρησκευτικός τύπος, άνευ του οποίου δεν είχε τις το δικαίωμα να φέρη όνομα και να καλήται χριστιανός.
Τούτο επέφερεν αυτώ κατάπληξιν.
Εν τη μικρά αυτού κεφαλή είχεν ήδη εγκαθιδρυθή πολύ πρωίμως ο πρώτος συλλογισμός, ότι τα νήπια μόνον εκαλούντο δράκοι, αυτός δεν ήτο νήπιον και εν τούτοις δεν έφερεν άλλο όνομα.
Άρα δεν είχε βαπτισθή.
Επέστρεψεν εις την οικίαν του δύσθυμος.
Εις το τραπέζι, ενώ έτρωγον, δις κάτι ηθέλησε να είπη και δις ανεκόπη.
Επί τέλους μη κρατηθείς ηρώτησε τον πατέρα του εν επιτετηδευμένη ολίγον αφελεία:
— Πατέρα, γιατί δε μ’ εβαφτίσατ’ εμένα;
Ο πατήρ έμεινε με το πηρούνιον εις τον αέρα.
Δεν εφαντάζετο ποτέ τοιαύτην ερώτησιν.
Υπωπτεύθη δε μήπως οι γυναίκες έβαλαν τον μικρόν επίτηδες να κάμη την ερώτησιν μη τυχόν και νεώτεραι σκέψεις και η δυσχερής θέσις του απέναντι του υιού του τον έπειθον να προβή εις τον θρησκευτικόν τύπον, του οποίου την εκπλήρωσιν επί τοσούτον είχεν αμελήσει και περιφρονήσει σχεδόν, αφού εξήρτα αυτήν από του τόπου, εν ω θα εγίνετο, και των πολιτικών του φοονημάτων, άτινα ίσως ποτέ δεν θα ελάμβανον υπόστασιν.
Διά τούτο εις μεν τον Δράκον απηγόρευσε να τω κάμνη τοιαύτας ερωτήσεις, εις δε την μητέρα του συνέστησε προσοχήν...
Αλλ’ όταν έμαθε τα εν τω σχολείω εταράχθη άμα και ελυπήθη πολύ. Εμάντευσε τον εν τω πνεύματι του μικρού συμπυκνωθέντα συλλογισμόν. Έμαθε τα κατά τον πονηρόν ξένον παίδα και τους άλλους συμμαθητάς του.
Απ’ εκείνης δε της ημέρας απέσυρε τον Δράκον του σχολείου της γειτονίας και ήρχισε να τον στέλλη εις άλλο.
Βεβαίως αυτός, όστις επί τόσα έτη είχε την δύναμιν να κωφεύση εις την βοήν και τον θόρυβον των συγγενικών και κοινωνικών απαιτήσεων, όστις επεβάλλετο εις πάντα διά μόνης της παρουσίας του, ηδύνατο κάλλιστα να παραβλέψη και την μικράν του Δράκου περιέργειαν.
Αλλ’ εν τούτοις τον επείραζεν η ερώτησις αύτη, ην τω έκαμεν, η εν τη αφελεία της οδυνηρά πως.
Ανεμίμνησκεν εις αυτόν τόσους χρόνους αδίκως παρελθόντας εν τη προσδοκία της βαπτίσεως του υιού του εις τον ναόν των ονείρων του. Ανεμίμνησκεν εις αυτόν τόσην συμφοράν ερίδων, δυσθυμιών, δυσαρεσκειών, θλίψεων, ας αυτός διά της προλήψεώς του είχε προξενήσει εις εαυτόν και εις τους άλλους.
Ανελογίζετο ότι ο Δράκος είχεν ήδη σχεδόν υπερβή τον ουδόν της παιδικής ηλικίας, προσήγγιζεν ο χρόνος, καθ’ ον θα καθίστατο έφηβος και μετ’ αυτού θα συνεφήβα και το πνεύμα του και θα εμάνθανε τας αιτίας δι’ ας αυτός διέφερε των λοιπών ομηλίκων και συμμαθητών του.
Και θα εγέλα ίσως επί τη μωρά πίστει του πατρός του, ως εγώ είχα γελάσει εν τω καπηλείω.
Και θα ησθένει ίσως ποτέ επικινδύνως και θαπέθνησκεν ίσως, προτού η Αγία Σοφία, η φαινομένη εκεί εις το βάθος του ορίζοντος ως φαεινόν μετέωρον, αλλ’ εκφεύγουσα, εκφεύγουσα οσημέραι ολονέν, συγκατατεθή να σταματήση.
* * *
Αλλ’ αι στιγμαί αύται της συναισθήσεως ήσαν ολίγαι συνήθως δ’ απήλειφεν αυτάς η μεγάλη του σκέψις και ελπίς.
Και υπό το κράτος ρέμβης ανεκλαλήτου, εις μακράς ώρας εντελούς λησμοσύνης όλων των περί αυτόν, έβλεπεν εν βήμα μόνον μακράν την Πόλιν, εις ης την κατάκτησιν επίστευε πάντοτε· ήπλωνε σχεδόν τας χείρας, ως παιδίον προς την εις το βάθος του φρέατος λάμπουσαν σελήνην, διά να την φθάση.
Έβλεπε τους εθνικούς στόλους και στρατούς, τους οποίους ανέπλαττεν εν τη παραισθητούση φαντασία του, εισελαύνοντας νικηφόρους εις αυτήν. Τα γαλανά ύδατα του Ελλησπόντου και τον αλμυρόν ποταμόν του Βοσπόρου διαυλακούμενον υπό ελληνικών σκαφών με αλκίμους ναύτας.
Μονονουχί έβλεπεν επί του μειδιώντος ουρανού του Βυζαντίου το σύμβολον του Κωνσταντίνου «Εν τούτω νικάτε».
Σχεδόν έβλεπεν αυτόν και εξήρχετο εις προϋπάντησιν του επηγγελμένου βασιλέως, όστις ήθελε κυριαρχήσει της αποκαθισταμένης μεγάλης βυζαντινής αυτοκρατορίας.
* * *
Όμως δεν ήτο πλέον και ο πρώτος άνθρωπος.
Η πραγματικότης εποίει αλλεπάλληλα ρήγματα, υπεισέδυεν ολονέν, εκρήμνιζε καθ’ ημέραν πλευράς ολοκλήρους εκ του φανταστικού οικοδομήματός του.
Είχε παραστή εις την εκτύλιξιν του βίου και των πράξεων σχεδόν δύο γενεών. Είχεν ήδη αρχίσει να λευκαίνηται η γενεάς του και εκυρτούτο ολίγον το υψηλόν ανάστημά του. Λεληθυία μεταβολή ετελείτο μετά της προόδου της ηλικίας πλέον εν αυτώ.
Και ήρχισε να τον κυριεύη απόκρυφος, άρρητος φόβος μη δεν προφθάση να ιδή την Πόλιν του, μηδέ να βαπτίση τον δράκον του.
* * *
Την αποδυσπέτησιν ταύτην ανέκοψεν επ’ ολίγον η κατά τα τελευταία έτη επελθούσα έκτακτος κατάστασις, ο νευρικός πυρετός, όστις κατέλαβε το έθνος, ως η υστάτη αναλαμπή εσωτερικής φλογός ζωπυρωσάσης αυτό άλλοτε και ολονέν σβεννυμένης.
Ιδία δε το σωτήριον έτος 1878.
Η ιστορία δεν ωμίλησεν έτι περί της χρονικής ταύτης περιόδου, αξιοσημειώτου κατά πάντα εν τη συγχρόνω ζωή του ελληνικού έθνους.
Αλλ’ επιτρέπεται εις την παρούσαν διήγησιν, περιγράφουσαν αληθή γεγονότα, στενήν έχοντα σχέσιν προς την εποχήν ταύτην και κατ’ αυτήν διαδραματισθέντα, να περιλάβη και ολίγας γραμμάς περί αυτής.
Λοιπόν, κατά την φρασεολογίαν των εφημερίδων, η λυμαινομένη από του 1875 την Ανατολήν πυρά τότε ανέδιδε τας λαμπροτέρας αυτής φλόγας αναρριπιζομένας υπό των ρωσσικών σημαιών. Ο από τις Ερζεγοβίνης εξορμήσας σπινθήρ εμεγεθύνθη εις κολοσσαίον άνθρακα. Πάντες προεμάντευον μεγάλα και σοβαρά αποτελέσματα.
Ο δε Γεώργιος Σαράντης έτριβε πλέον τας χείρας του εκ χαράς, καίτοι έβλεπε το έθνος του έξω του χορού, λέγων καθ’ εαυτόν ότι οι άλλοι πάντες προελείαινον την οδόν του Κυρίου της Ανατολής, όστις τελευταίος θα επήρχετο όπως επενέγκη το έσχατον κτύπημα.
Και όντως συνεταράχθη επί τέλους εκ βαθέων σύμπαν το ελληνικόν.
Ωσάν υπό την γην ετελείτο απόκρυφος μυστηριώδης βρασμός, ανήρχοντο εις την επιφάνειαν και εκυκλοφόρουν εν τω αέρι ατμοί, οποίοι συνήθως αναφαίνονται κατά τας παραμονάς μεγάλων έργων.
Αι Αθήναι ιδίως παρίστων θέαμα έξοχον.
Κίνησις πυρετώδης, ορμή φλογερά, άγνωστοι παλμοί, θόρυβος πατριωτισμού, εξήγειρε, μετέδιδε ζωήν εις αυτάς, βεβυθισμένας συνήθως εις νεκράν ακινησίαν ή ανιαράν μονοτονίαν. Σχεδόν εμύριζον πυρίτιδα αι οδοί της και ήσαν έτοιμα δι’ οδοφράγματα τα λιθόστρωτά της. Ο Μαραθών, αι Πλαταιαί, οι πρόγονοι, η τιμή, το καθήκον και πάσα η λοιπή συνοδία εκαλούντο εις επιστράτευσιν και παρετάσσοντο εν ταις στήλαις των εφημερίδων, οπόθεν προσεκάλουν το έθνος να εξεγερθή του ληθάργου. Η Πνυξ απετίνασσε το περιβάλλον αυτήν σκότος και την απ’ αιώνων δεσπόζουσαν σιγήν, το πεδίον των Στηλών ήκουεν ασυνήθεις φθόγγους και κραυγάς, αι αρχαϊκαί αναμνήσεις ήσαν εν μεγίστη κυκλοφορία.
Είναι αληθές ότι εις την Πνύκα επρομήθευε παραδόξως Δημοσθένεις η θεολογική σχολή, έμποροι και παντοπώλαι εξύπνων δημεγέρται και πολέμαρχοι, και οι αξιότιμοι συντάκται των εφημερίδων, οίτινες εφλέγοντο υπό του ιερού πυρός του πατριωτισμού εν τη πρώτη σελίδι, εκόπτοντο εν τη δευτέρα κατά του υπουργείου διά την παύσιν ενός τηλεγραφοφύλακος.
Αλλά τις έδιδε προσοχήν εις τοιαύτα μικρά πράγματα απέναντι του μεγάλου αγώνος;!
Συλλαλητήρια πολυπληθή συνεκροτούντο καθ’ εκάστην, σύλλογοι, ων μόνα τα ονόματα ήσαν άξια να κατατροπώσουν τους εχθρούς συνιστώντο αλλεπαλλήλως, η επανάστασις εμαίνετο εν Ηπείρω και Θεσσαλία και η κυβέρνησις είχεν ανοίξει τα ταμεία της και εφωδίαζε τους επιθυμούντας να εκστρατεύσουν σταυροφόρους.
Ως υπό μυστηριώδους δυνάμεως ο παραλυτικός εκινείτο.
Και ο Γεώργιος Σαράντης ήτο εις το κατακόρυφον της χαράς του. Επίστευε πλέον οριστικώς εις την πραγμάτωσιν του ιδανικού του. Αυτός, όστις είχεν ιδεί δύο έξω επαναστάσεις καταστελλομένας, μίαν εσωτερικήν επαγγελλομένην νέαν ζωήν και απολήξασαν εις σήψιν, όστις είχεν ιδεί τόσους θορύβους διά το τίποτε και εδοκίμασε τόσην προσδοκίαν διαψευσθείσαν, ήλπιζε ότι θα ήλπιζε το τελευταίον.
Είχεν εγκαταλίπει πλέον πάσαν εργασίαν, ηδιαφόρει περί των οικιακών του, εφαίνετο έξαλλος, ηκούετο μονολογών. Εξηγείρετο από πρωίας. Μετείχε πάντων των συλλαλητηρίων και των συναθροίσεων. Επληροφορείτο περί όλων. Επεζήτει την γνωριμίαν των αναμεμιγμένων εις τα επαναστατικά ανδρών, όπως είναι εντός της υποθέσεως. Εκ του υστερήματός του συνεισέφερεν ό,τι ηδύνατο.
Αλλ’ η αγαπητοτέρα του ενασχόλησις ήτο να πηγαίνη να βλέπη τους αφικνουμένους στρατιώτας πυρετωδώς γυμναζομένους. Εβυθίζετο εις την θέαν των επί μακρόν. Και όταν ετελείωνον τα γυμνάσια επέστρεφε και αυτός συμβαδίζων μετά των απερχομένων στρατιωτών εις την οικίαν του περιχαρής.
Μίαν των ημερών η θέα ενός ολοκλήρου λαού τραπέντος εις φυγήν προ ενός αφηνιάσαντος ίππου, τον έκαμεν επ’ ολίγον να σκεφθή.
Αλλά μετά τινας ημέρας, η πρώτη είδησις ην έμαθε πρωί πρωί, εξυπνήσας ενωρίτερον του συνήθους, παρά του καφεπώλου, ήτο ότι ο στρατός είχεν εξέλθει των συνόρων· την ημέραν εκείνην επύρεσσον πάντες και οι ψυχρότεροι. Αυτός δ’ ετέλει υπό φρενίτιδα σχεδόν· διότι τον στρατόν, ον εκείνοι ενόμιζον βαίνοντα προς κατάληψιν της Θεσσαλίας, αυτός έβλεπεν ορμώντα... όπως κυριεύση την Κωνσταντινούπολιν.
* * *
Αλλά μετά εικοσιτέσσαρας ώρας η πρώτη πάλιν είδησις ην ήκουσε παρά του γείτονός του καφεπώλου ήτο ότι ο στρατός ο βαδίζων προς κατάκτησιν της Θεσσαλίας —όχι, της Αγίας Σοφίας— είχεν επαναφέρει τας σκηνάς του εις Λαμίαν.
Η χιονοστιβάς μιας υπουργικής ανακοινώσεως κατέπνιγεν υπό τον παγετώδη όγκον της και φλόγα και ενθουσιασμόν και ζωήν έθνους ολοκλήρου.
Ο Γεώργιος Σαράντης πεισματωδώς ηρνήθη την αλήθειαν του πράγματος.
Αλλ’ όταν επείσθη, όταν δεν τω έμεινεν η ελαχίστη πλέον αμφιβολία ότι ο στρατός, όστις θα επροχώρει μέχρι του Αγίου Στεφάνου, είχε φθάσει μέχρι της Ομβριακής, ο στρατός, όστις θα διέσχιζε νικηφόρως Θράκην και Μακεδονίαν, θανέστελλε την πρόοδον των ρωσσικών αετών, θα συνέτριβεν υπό τους πόδας του πόλεις και φρούρια και έθνη και λαούς, επέστρεφε με καταβιβασμένας λόγχας και διπλωμένας σημαίας, αφού εκυρίευσεν ενδόξως την Φούρκαν, έμεινεν εμβρόντητος και εννεός.
Τούτο ήτο κτύπημα θανάτου δι’ αυτόν.
Ως είχε πριν αρχίσει ναμφιβάλλη ολίγον, καταπεπονημένος εκ των ηθικών ταλαιπωριών και πυρακτωθείς τέλεον εκ του εν τοις στήθεσί του επί τοσούτον εκτρεφομένου πυρός, δεν ηδύνατο να προσδοκά άλλην αναβολήν.
Τούτο ήτο φοβερά καταστροφή, κατερειπίωσις ανήκουστος ονείρων, πόθων, ελπίδων, δι’ ων επί τόσα έτη είχε συντηρηθή εν τη ζωή.
Ησθάνετο ότι τω έλειπεν η τροφή αύτη.
Και δεν ήθελεν, όχι, ναποθάνη εξ ασιτίας.
Όχι! Επί τέλους η λελογισμένη εν τη αλογία της πίστις αυτού κατήντα τυφλόν πείσμα.
Δεν ήθελε να εγκαταλείψη το ιδανικόν του πλέον, και απραγματοποίητον και τώρα και εν τω μέλλοντι, έστω! Και αν επρόκειτο ναποθάνη μετ’ αυτού και αν επρόκειτο να πιστευθή οριστικώς παράφρων κοινός, θα το διετήρει, θα συναπέθνησκε, θα συνεθάπτετο μετ’ αυτού, το οποίον υπήρξεν ο μόνος αληθής σύντροφός του.
Ως οι παίδες των αρχαίων Σπαρτιατών ετήρουν υπό το ιμάτιόν των το σπαράσσον αυτούς κλοπιμαίον αγρίμιον, κλέψας εκ του βωμού των πατέρων του μίαν πίστιν, εννόει να την διατηρήση και αν κατεσπαράσσετο υπ’ αυτής.
Και επήλθε τούτο επί τέλους. Μίαν πρωίαν ευρέθη επί της κλίνης του ενδεδυμένος, εξηπλωμένος φαρδύς πλατύς, με ανοικτούς οφθαλμούς και εν βλοσυρά ακινησία καρφωμένους επί μεγάλης ωραίας εικόνος της Κωνσταντινουπόλεως και της Αγίας Σοφίας, ήτις απήστραπτεν επί του απέναντι του λευκού τοίχου εν χρυσώ πλαισίω.
Μετά 15 ημέρας εκαλούμην υπό της οικογενείας να βαπτίσω τον δράκον. Τον ωνόμασα Δημήτριον το όνομα του πάππου του.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία, τεύχος 47, έτος ΙΖ, 1892
Ευρείαι ή στεναί, ηλιολαμπείς ή σκιεραί, βορβορώδεις ή κονισαλέαι, κοσμούμεναι από πλουσίων μεγάρων στοίχους υπερήφανους ή πλαισιούμεναι από πτωχών οικιδίων ταπεινά στίφη, ερημικαί ή πολυάνθρωποι, σιγηλαί ή θορυβώδεις, εκτείνοντ’ αι οδοί της πόλεως. Και δι’ αυτών, σπεύδοντες ή βραδυπορούντες, σύννοες η εύθυμοι, ευπρεπείς ή ατημέλητοι, βαρείς ή ζωηροί, νέοι, άνδρες, γέροντες, γυναίκες ή παιδία, οι διαβάται διέρχονται. Αργός περιπατητής, πλάνης αδιάφορος, σύρω το βήμα μου το άσκοπov, διαβάτης των ακούσιος κι εγώ, πλην ξένος προς την πέριξ κίνησιν, ακολουθών των φευγαλέων σκέψεών μου τον ειρμόν, ή βυθισμένος εις τα σκότη των κενών ονείρων μου. Αλλ’ ενώ διαγκωνίζω απροσέκτως τους ομίλους των, καθώς περνούν εγγύς μου, ο αήρ φέρει προς τα ώτα μου τα έκπληκτα, ως μακρυσμένους ήχους άλλου κόσμου, των συνδιαλέξεων αυτών τα τμήματα τ’ ασύνδετα, των συνομιλιών αυτών τα ράκη τα διακεκομμένα. Και εις τα τμήματα αυτά τ’ ασύνδετα, και εις τα διακεκομμένα αυτά ράκη,—κοινάς φράσεις, συνήθεις διαλόγους, χυδαίας φλυαρίας, αδολεσχίας τετριμμένας,— άτινα κυλίει ο αήρ, κυλίονται ομοίως, εγκλειόμεναι, επιθυμίαι, έχθραι, πόνοι, αγώνες, ορέξεις, αλγηδόνες, πόθοι, φροντίδες, χαραί, λύπαι, ασχολίαι, — όλα τα πάθη και όλα τα συναισθήματα, — παν ό,τι εξωθεί αυτούς εις του ημερησίου βίου των την δίνην.
— Τι τα θέλεις βρε αδερφέ, τη συμπάθησα πολύ αυτή τη γυναίκα· δε μπορώ να κάμω ούτε στιγμή χωρίς αυτή..., λέγει προς τον σύντροφόν του, ενώ κατέρχεται την οδόν Μαυρομιχάλη, ένας κοντούλης, με αδρόν τον μύστακα, πλατείαν φυσιογνωμίαν, χονδρός αλλά με κυματίζον το ευρύτατόν του πανταλόνι, ασθμαίνων εκ του δρόμου, με πλέοντας τους οφθαλμούς εις ρέμβην, κι υγραινόμενα τα χείλη εν σιέλω. Να, ό,τι και να μου πεις, δε μπορώ να κάμω χωρίς αυτή!...
Και είναι ο Έρως όστις λαλεί διά στόματος του προστύχου αυτού αστού, ο Έρως όστις καταλαμβάνει την καρδίαν και όστις κυριαρχεί του πνεύματος, ο Έρως όστις δεσμεύει την ψυχήν και υποδουλόνει τας αισθήσεις, ο Έρως όστις παραλύει την θέλησιν και αμαυρόνει την κρίσιν, ο Έρως, ο μέγας θεός, ο απηνής δήμιος, ο σύρων εξοπίσω του τα όντα, ασυνείδητα και άκοντα.
—Εγώ μωρέ ναρθώ εις συνάντησιν ποτέ μ’ αυτόν;... Αμ’ δε ρωτάς αν έχω άλλον εχθρόν ασπονδότερον;... Αυτός αν με βρη σε μια στάλα νερό μπορεί να με πνίξη και μου λες να συναντηθούμε μαζί;!..., αναφωνεί ενώ διαβαίνει την οδόν Σταδίου, παρά τους Βασιλικούς Σταύλους, ισχνός τις, χειρονομών βιαίως και κυττάζων συνεχώς πλαγίως του υπόπτως, ως να φοβήται μήπως καταδιώκεται.
Και είναι το Μίσος όπερ εμφανίζεται ούτως έξαφνα εν τω μέσω της οδού, το Μίσος το ωχρόν και το σκυθρωπόν, το Μίσος το βαθύφρον και το σιγηλόν, το Μίσος εις ου τας φλέβας ρέει χολή αντί αίματος, το Μίσος εις ου τα στήθη καίει άσβυστη φλόγα, το Μίσος με τα βλοσυρά όμματα και τα πικρά χείλη, το Μίσος με τους οξείς οδόντας και τους γαμψούς όνυχας, τους ακονισμένους εις σαρκών σπαραγμόν.
—Χα, χα, χα! μωρέ αλήθεια; χα, χα, χα!, εκρήγνυται αλληλωθουμέν’ εις καγχασμούς, ακράτητος, άδηλον διατί, φοιτητών τριάς, κατερχομένη εκ του Πανεπιστημίου, προς το άντικρ’ υπουργείον.
Και είναι ο θείος Γέλως, ο παχύς και ο πτερωτός, ο Γέλως, ο ηχών ως το κρύσταλλον και ο αναλάμπων ως η αστραπή, ο Γέλως, ο συγκινών τον αέρα και ο ανερχόμενος προς τον ουρανόν, ο Γέλως ο ευεργέτης και ο παρήγορος, ο Γέλως ο αντιλήπτωρ και ο σωτήρ, η λευκή Ευθυμία, το κάλλιστον δώρον των αθανάτων.
—Μα δεν πιστεύεις βρε αδερφέ;!... Δεν είσαι χριστιανός;!... Μωρέ δεν έχω ψωμί να φάω σου λέω!... βοά ο εις εκ δύο στεκομένων επί της λεωφόρου Κηφισσιάς, παρά τ’ Ανάκτορα, κινούμενος καθ’ όλον του το σώμα, ως πνιγόμενος τον λάρυγγα, οφειλέτης πιθανώς, ον θα στενοχωρή ο δανειστής του.
Και είναι η Πείνα, προβάλλουσ’ αποτόμως την στυγνήν όψιν της, υπό την αίγλην του αιθρίου στερεώματος, υπό την λάμψιν του ξανθού ηλίου, η Πείνα, η ρακένδυτος εριννύς, η Πείνα με τα στραγγισμένα μάγουλα και τους οφθαλμούς τους χωμένους μέσα εις τας κόγχας, η Πείνα με το κατεσκληκός σώμα της και την απόζουσαν πνοήν της.
— Θαν την πέρασες όμως ζωή εσύ με την Ελένη, άτιμε!..., ψιθυρίζει νέος τις, σφίγγων ισχυρώς τον βραχίονα του φίλου του, με τον οποίον βαδίζει περιπλέγδην, αναβαίνων την οδόν των Φιλελλήνων, πονηρώς χαμογελών, ως εν συνεννοήσει αμοιβαίων ιδιαιτέρων εξομολογήσεων.
Και είναι η Ηδονή, η τυφλή και η κωφή Έλξις της σαρκός προς την σάρκα, η γλυκεία και ζοφερά Κίρκη, η Μάγισσα η μυστηριώδης, η δονούσα με τα θεία της δάκτυλα τας παλλομένας χορδάς των νεύρων, η φιλούσα και η δάκνουσα, η ανυψούσα και καταβυθίζουσα, η θωπεύουσα και η μαστιγόνουσα, η μεθύουσα και η εξοντόνουσα, η γόησσα και η δολοφόνος.
— Τι να σου πω φίλε μου, εγώ ελπίζω πως θα γίνη... —· επέταξαν αι λέξεις, βραχείαι και μελωδικαί, ως χελιδόνος κελάδημα αιφνίδιον.
Και είναι η Ελπίς, ραδινή και μειδιώσα, κούφη και απαστράπτουσα, στροβιλιζομένη, και μυροβολούσα, και σεισοπυγούσα, και ανασύρουσα την ουράν του τριανταφυλλένιου της φορέματος, και χανομένη εις το βάθος του ορίζοντος...
— Αι, λες να κάνει τίποτα φέτος;...
— Αμ’ πολεμάει όσο μπορεί κι αυτός ο καϋμένος... μα τι να σου κάνει;... δεν πιστεύω... θαν τον φάνε οι άλλοι... είναι πολύ ισχυροί... τον κυνηγούν δυνατά..., βαίνει βραδέως, ανταλλάσσον κρίσεις, περί γνωρίμου των απόντος, ζεύγος φλανάρον εν τη πλατεία Ομονοίας, εν πάση απαθεία, μ’ ήσυχον φωνήν, ήρεμον το πρόσωπον.
Και είναι η Πάλη, του Αγώνος η άτεγκτος, σιδηρά ανάγκη, η εξωθούσα τους ανθρώπους, ενστίκτως και σκοτεινώς, εις το κυνήγι κατ’ αλλήλων, την λυσσαλέαν δίωξιν ομοίου από όμοιον, την αμοιβαίαν άγραν και το φάγωμα, καθ’ ο η νίκη είναι του ισχυροτέρου γέρας, καθ’ ομάδας, και αναμέσον εις τας πόλεις, και αναμέσον εις τας κοινωνίας, απαραλλάκτως όπως άλλοτε, μεμονωμένους, ανά τα βάθη των κοιλάδων και εν τω μέσω των δρυμών.
— Μωρέ βήχα που τον έχεις!...
— Α στο διάολο, είμαι κρυωμένος μια βδομάδα τόρα... θα πάω να πέσω...
Και είναι η Νόσος, η απηνής του σώματος εχθρά, με το πολυάριθμον και φρικτόν της άγημα των Πυρετών και των Νευρώσεων, των Καμάτων και των Βηχών, των Κρυάδων και των Ιδρώτων, των Αϋπνιών και των Βαλμάδων, η φθονερά της Ακμής και της Δυνάμεως αντίπαλος, η έρπουσα επί της γλοιώδους της κοιλίας, αψοφητεί και αοράτως, η καιροφυλακτούσα μοχθηρώς κι επιπίπτουσα εναντίον των θυμάτων της, άλλοτε σφοδρά και ορμητική, βιαία και αγρία, όταν την αναμένης ακριβώς το ολιγώτερον, και άγχουσα τον λαιμόν αυτών, και ροφώσα το αίμα των φλεβών των, και κατακαίουσα τα σπλάχνα των, άλλοτε ύπουλος, βραδεία, σαράκι εμφωλεύον εις τα έγκατα, τήκουσα σιγά, η Νόσος, ήτις γεμίζει την ατμοσφαίραν των δωματίων από φαρμάκων οσμήν και απλόνει επί των τοίχων των σκιάς φασμάτων, ήτις καταστρέφει τα άτομα και δηόνει τους οίκους, ήτις σκορπίζει την θλίψιν και σπέρνει την αγωνίαν, ήτις εκμηδενίζει τους δειλούς και κάμπτει τα γόνατα των ανδρειοτάτων...
— Να είχαμε κι εμείς το μισό του εισόδημα τι άλλο θέλαμε!..., φιλοσοφεί κάποιος, επί καρέγλας του καφφενείου Γιαννόπουλου, δείχνων παρερχόμενον σωματώδη τινά άνδρα, ξαπλωμένον εφ’ αμάξης.
Και είναι η Όρεξις του Πλούτου, η διαβρωτική του Χρυσού δίψα, η βασανίζουσα, Ταντάλους βρωμερούς, τα πλήθη, η κτηνώδης λατρεία του μωρού και του παντοδυνάμου Χρήματος, του παρέχοντος τας απολαύσεις και τας τιμάς, την λαμπρότητα και την τρυφήν, την χλιδήν και την επίδειξιν, του εξαίροντος την ευμορφίαν και του επαυξάνοντος την γνώσιν, του αποκρύπτοντος την ασχημίαν και του καλλωπίζοντος την άγνοιαν, του στίλβοντος εν τη ασημότητι αυτού, και ογκουμένου εν τη ματαιότητι αυτού, και αντηχούντος εν τη κενότητι αυτού.
— Βρε άφησέ με!... Δεν έρχουμαι!... Έχω γραφείο στης δύο!... διαμαρτύρετ’ άλλος, αποσπώμενος με ορμήν εκ του εταίρου του, ζητούντος να τον συγκρατήση, υπάλληλος βεβαίως, βιαζόμενος να πάγη όπου το καθήκον τον καλεί.
Και είναι η Εργασία, η τιμία παρθένος, η ακμαία κόρη, με την σοβαράν μορφήν και τους πλατείς ώμους, με τα κόκκινα χέρια και τα στέρνα τ’ αγκομαχούντα, με τους ρωμαλέους βραχίονας και το ανέφελον πνεύμα, με τα κάθιδρον μέτωπον και την γαλήνιον καρδίαν.
— Ήρθ’ ο Τρικούπης ή ακόμα;... — Να ο Κώστας ο Κουμουντούρος... — Ποιος είν’ τούτος, ποιος είν’ τούτος;... — Ο Παππαγιαννακόπουλος... —· ερωταποκρίνονται, εντός του προαυλίου της Βουλής, οι χάχηδες, προσμένοντες ν’ ανοίξ' η συνεδρίασις, και βλέποντες τους δρασκελίζοντας την σκάλαν βουλευτάς.
Και είναι η Φήμη, η κραιπαλούσα μαινάς, η γεννηθείσα δια να κατοική, πάναγνος νύμφη, το καθαρόν του ουρανού, και κυλιομένη, εσχάτη πόρνη, μέσα εις την λάσπην των οχετών, η θεόστραβος βάκχη, η ρυπαίνουσα την θαυμασίαν καλλονήν της εις τ’ απεχθή αγκαλιάσματα του πρώτου αυθάδους, η γαυριώσα, και τρικλίζουσα, και σείουσα τας μυρίας ροκάνας τας κρεμασμένας απ’ την ζώνην της, και τα τυμπανίδια, και τα κύμβαλα.
— Καλημέρα σας!... Τι κάμνετε;…
— Καλά, ευχαριστώ, σεις;...
— Μα τι;... κάτι... μαύρα βλέπω...
— Αμ’ δεν έχασα τον πατέρα μου;...
— Μπα!... Έτσι αι;!... Μα πότε;... Σε συλλυπούμαι βρε αδελφέ!...
Και είναι ο Θάνατος, ο μορφάζων εντός της αιωνίως αοράτου κρύπτης του βδελυκτός γέρων, ο ενεδρεύων υπό το αδιαπέραστον σκότος του Αγνώστου φοβερός ληστής, ο υιός του Απείρου και της Νυκτός, ο πατήρ της Λήθης και της Σιγής, το χάσκον Βάραθρον, το μοιραίον Τέρμα, που σβύνουν τα πάντα, σιωπούν τα πάντα, χάνονται τα πάντα, αφανίζονται τα πάντα...
Ευρείαι ή στεναί, ηλιολαμπείς ή σκιεραί, βορβορώδεις ή κονισαλέαι, κοσμούμεναι από πλουσίων μεγάρων στοίχους υπερήφανους ή πλαισιούμεναι από πτωχών οικιδίων ταπεινά στίφη, ερημικαί ή πολυάνθρωποι, σιγηλαί ή θορυβώδεις, εκτείνοντ’ αι οδοί της πόλεως. Και δι’ αυτών, σπεύδοντες ή βραδυπορούντες, σύννοες η εύθυμοι, ευπρεπείς ή ατημέλητοι, βαρείς ή ζωηροί, νέοι, άνδρες, γέροντες, γυναίκες ή παιδία, οι διαβάται διέρχονται. Αργός περιπατητής, πλάνης αδιάφορος, σύρω το βήμα μου το άσκοπov, διαβάτης των ακούσιος κι εγώ, πλην ξένος προς την πέριξ κίνησιν, ακολουθών των φευγαλέων σκέψεών μου τον ειρμόν, ή βυθισμένος εις τα σκότη των κενών ονείρων μου. Αλλ’ ενώ διαγκωνίζω απροσέκτως τους ομίλους των, καθώς περνούν εγγύς μου, ο αήρ φέρει προς τα ώτα μου τα έκπληκτα, ως μακρυσμένους ήχους άλλου κόσμου, των συνδιαλέξεων αυτών τα τμήματα τ’ ασύνδετα, των συνομιλιών αυτών τα ράκη τα διακεκομμένα. Και εις τα τμήματα αυτά τ’ ασύνδετα, και εις τα διακεκομμένα αυτά ράκη,—κοινάς φράσεις, συνήθεις διαλόγους, χυδαίας φλυαρίας, αδολεσχίας τετριμμένας,— άτινα κυλίει ο αήρ, κυλίονται ομοίως, εγκλειόμεναι, επιθυμίαι, έχθραι, πόνοι, αγώνες, ορέξεις, αλγηδόνες, πόθοι, φροντίδες, χαραί, λύπαι, ασχολίαι, — όλα τα πάθη και όλα τα συναισθήματα, — παν ό,τι εξωθεί αυτούς εις του ημερησίου βίου των την δίνην, — παν ό,τι καθιστά την ζωήν αυτήν, θλιβεράν ή φαιδράν, τερπνήν ή ανιαράν, περιπόθητον ή μισητήν, — απαισίως ειδεχθή και αρρήτως γλυκείαν.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία», τεύχος 582, Έτος ΙΒ’, 22 Φεβρουαρίου 1887
Εξ αποφάσεως, μία των μάλλον αγνώστων χωρών της υδρογείου σφαίρας είναι και η Ελλάς. Και εν ταις παγκοσμίαις γεωγραφίαις και επί των χαρτών φέρεται ανέκαθεν ως αποτελούσα μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Κατά πόσον όμως πράγματι ανήκει αυτή, τούτο ουδέποτε εξηκριβώθη. Ερευνηθείσα υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν περισσότερον ίσως και αφ’ ό,τι εχρειάζετο, κοινωνικώς και εθνολογικώς απέμεινεν εν τοις πλείστοις σχεδόν άθικτος έτι εξετάσεως και μελέτης. Όπως ως προς τόσα άλλα, προδήλως και ως προς τούτο μεγάλως έβλαψεν αυτήν το ένδοξον παρελθόν της. Επί μακρά έτη —και σήμερον δε ακόμη παρά τοις ξένοις— ως κυρία ιδιότης αυτής εθεωρήθη ότι έτυχε να κατοικηθή άλλοτε ποτέ υπό λαού, όστις ήτο ο μάλλον πεπολιτισμένος του καιρού του. Ευνόητον δε αποτέλεσμα τούτου υπήρξεν ότι πάσα μεν η δέουσα φροντίς και σπουδή κατεβλήθη όπως διευκρινισθή μέχρι και των ελαχίστων λεπτομερειών πώς έζων, πώς ωμίλουν, πώς ενεδύοντο, πώς έτρωγον, πώς εκοιμώντο και ει τι άλλο οι προ τόσων εκατονταετηρίδων κατοικήσαντες τον τόπον αυτόν, μικροτάτη δε αφ’ ετέρου προσοχή εδόθη εις την σημερινήν αυτού κατάστασιν. Την απόδειξιν των ανωτέρω θα ηδύνατο να εύρη πας τις και απλούν μόνον βλέμμα ρίπτων εις τα περί Ελλάδος γραφόμενα και λεγόμενα αλλαχού, μάλλον ανακριβή και συγκεχυμένα συνήθως προκειμένου περί της ευρωπαϊκής ταύτης χώρας ή αυτά τα περί των αφρικανικών αίφνης φύλων ή των ασιατικών χωρών, ας εξερευνώσι μετ’ αδιαλείπτου επιμονής στρατιαί όλαι περιηγητών και ιεραποστόλων. Της αγνοίας δε ταύτης των καθ’ ημάς μετέχομεν κατά πολύ και ημείς οι ίδιοι. Της σημερινής εν τω τόπω ζωής, οίαν εμόρφωσαν αυτήν αι αλληλοδιάδοχοι διαβάσεις επιδρομέων, οι μακροί της βαρβάρου κατακτήσεως αιώνες, η υπέρ της απελευθερώσεως κατά το διάστημα αυτών συνεχής πάλη, η βαθμιαία ήδη εισαγωγή του έξωθεν πολιτισμού και η κατά μικρόν συνταύτισις προς το είδος του συγχρόνου εν τω λοιπώ κόσμω βίου, ουδείς βεβαίως θα ηδύνατο να καυχηθή ότι έχει σαφή ιδέαν. Της καθ’ αυτό όψεως, ην παριστά, κανείς αναμφιβόλως δεν έχει πλήρη συνείδησιν. Της προ ολίγων έτι δεκαετηρίδων μορφής της χώρας ή της οσημέραι λεληθότως τελούμενης μεταβολής, ην υφίσταται, δεν θα ήτο δυνατόν να διαγράψη τις έστω και τας μάλλον εξεχούσας γραμμάς. Άγνωστος και ανεκμετάλλευτος είναι των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων ημών, των βαθμηδόν εκλειπόντων, ο θαυμάσιος πλούτος. Πώς βιοί, πώς εργάζεται, πώς διοικείται ο λαός ημών, ο αληθής λαός, όχι ο των κέντρων και των πρωτευουσών, αλλ’ η μεγάλη μάζα η πληρούσα την λοιπήν επικράτειαν, τελείαν αντίληψιν δεν έχομεν. Ο διά πρώτην φοράν απερχόμενος των Αθηνών εις το εσωτερικόν θα ηδύνατο επιστρέφων εν πλήρει δικαίω να λέγη απαραλλάκτως ως ο πολύπλαγκτος εκείνος ήρως του μελοδράματος ότι επανέρχεται εκ των μάλλον παραδόξου χωρών. Υπό την προεδρείαν του αρχιδουκός της Αυστρίας Ροδόλφου ήρξατο προ τίνος πολυμελής εταιρία, ης αποτελούσι μέρος οι διασημότεροι της μεγάλης αυτοκρατορίας συγγραφείς, ποιηταί, ζωγράφοι, ιστορικοί, ηθολόγοι και άλλοι επιστήμονες, δημοσιεύουσα μέγα έργον, ούτινος σκοπός είναι η εντελής περιγραφή αυτής υπό φυσικήν άμα και κοινωνικήν και εθνολογικήν έποψιν. Εγώ δε φαντάζομαι ολόκληρον καραβάνιον εκ ζωγράφων επίσης και ποιητών και συγγραφέων περιερχόμενον ομοίως την μικράν Ελλάδα μας και εξερευνών αυτήν ομοίως υπό τας τρεις ταύτας επόψεις, δημοσιεύον δ’ έπειτα τας εντυπώσεις της περιέργου περιηγήσεως υπό τον τίτλον: Ταξίδιον Ελλήνων… εις Ελλάδα.
Αι αποκαλύψεις των ιθαγενών τούτων Λίβιγκστον θα ήσαν εν πολλοίς σχεδόν απίστευτοι.
Σας εγγυώμαι ότι θα ηδύνατο να τας ζηλεύση και αυτός ο Στάνλεϋ!
* * *
Διά να εννοήσετε δε τούτο, φαντασθήτε διά μίαν στιγμήν το κεφάλαιον όπερ θ’ αφιερούτο αίφνης εν τω θαυμασίω αυτώ έργω εις τας ελληνικάς φυλακάς. Μολονότι ακριβής περιγραφή αυτών εγώ δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να γείνη ποτέ. Άνευ υπερβολής, υποθέτω ότι προς τούτο δεν θα εξήρκει ουδεμιάς γνωστής γλώσσης το αφιερωμένον εις έκφρασιν της φρίκης λεξιλόγιον. Εις της φανταστικής Κολάσεώς του την απεικόνισιν δεν θα εδοκίμασεν αναμφιβόλως τόσην δυσκολίαν ο μέγας ποιητής. Ο κατελθών εις του φρουρίου της Χαλκίδος τας υπογείους κατακόμβας, εις του Παλαμηδίου τα ζοφερά έγκατα, εις του Βουλευτικού τας γλοιώδεις κλίμακας, εις του Ρίου τα υποθαλάσσια άντρα, θα ηδύνατο επίσης να ισχυρισθή ότι είδε τα τρίτα καταχθόνια. Αν δεν κοκκινίσωσιν αι τρίχες αυτού, ως έγεινε κατά την παράδοσιν του ιταλικού όχλου πυρρός ο πώγων του επισκεφθέντος την κόλασιν γιβελίνου αοιδού εκ της αναλαμπής των φλογών της, εις το πνεύμα του όμως θα εγχαραχθή ανεξαλείπτως του φοβερού θεάματος η δεινή φρίκη. Αν επιχειρήση ν’ αφηγηθή ό,τι είδεν, η χειρ του θα σταματά ανίσχυρος και η σκέψις του θα παγόνη υπό ρίγος τρόμου. Ο μη ιδών καμμίαν των ειρκτών αυτών ας ιδεασθή αν ημπορή βάραθρα εις α δεν καταβαίνει ήλιου ακτίς, βόθρους εν οις μόλις εισχωρεί ο αήρ, βάθη εν οις κρατεί άλυτον σκότος, μορφάς ουδέν εχούσας το ανθρώπινον, τέλματα ιλύος και εγκλήματος, σώματα σηπόμενα εν διαρκεί ακινησία, πανδαιμόνιον αποκτηνώσεως, αργίας και κακοηθείας. Λάβετε ως υπόδειγμα τον Μεδρεσέν. Είναι ο παράδεισος των φυλακών μας. Έχει την αυλήν του, την ικανώς ευρείαν, ην στεγάζει μέγα κυανού αττικού ουρανού τμήμα. Έχει δωμάτια ικανώς ευρύχωρα. Έχει τον πλάτανόν του, τον καθαρίζοντα την ατμοσφαίραν του και γλυκύ θροούντα υπό τον άνεμον και ευεργετικήν απλούντα την σκιάν του και ενθυμίζοντα διά του πρασίνου φυλλώματός του εις τους υπό την σκέπην του δεσμώτας την έξω φύσιν, ης εστερήθησαν. Και ιδέτε τι αποτρόπαιος είναι! Απολέσατε πάσαν ελπίδα οι εισερχόμενοι! Τι θέλει την λαιμητόμον η Ελληνική πολιτεία; Προτιμότερος ο βραδύς θάνατος! Παρετηρήθη ότι οι βαρύποινοι κατάδικοι, οι εξερχόμενοι τυχόν αυτού, εξέρχονται κατά τα τρία τέταρτα φθισικοί, ρευματικοί, σκελετοί ζώντες. Και πώς να μη εξέρχωνται ημίνεκροι ή απεκτηνωμένοι, αφού ζωή αυτών είναι η οκλάδην διηνεκής στασιμότης, μόνη ενασχόλησις η αένναος οκνηρά και αδρανής χαρτοπαιξία, αήρ των η δυσώδης απόπνοια του κοινή ανά εικοσάδας και τριακοντάδας συναγελασμού των όπου δεν θα εχώρουν ούτε πέντε ή δέκα, πνοή των ο ρυπαρός ιδρώς των τοίχων της γηραιάς οικοδομής;
* * *
Και εν τούτοις —τις θα το επίστευεν!— υπάρχει και μία φυλακή εν Ελλάδι, ης οι τρόφιμοι δεν κυλίονται εις τον βόρβορον, δεν αποκτηνούνται, δεν αλληλοκτονούσι, δεν αποθηριούνται. Υπάρχει μία φυλακή, ην διά να επισκεφθής δεν αναγκάζεσαι να κατέλθης εις βάθη ανήλια, ήτις δεν απόζει, ης δεν αποκλείουν τείχη κυκλώπεια τον αέρα, και το φως αδιαπέραστοι φραγμοί. Υπάρχει μία φυλακή, εν η δεν κάθηνται νυχθημερόν σταυροποδητεί χαρτοπαικτούντες οι κατάδικοι, δεν μένουν βεβυθισμένοι εις την ιλύν και την αργίαν, δεν χάνουν εισερχόμενοι των μελών των την χρήσιν, δεν αποβάλλουν πάσαν ζωής και ρώμης ικμάδα, παν ανθρωπισμού ίχνος, πάσαν βελτιώσεως ελπίδα. Υπάρχει μία φυλακή, εν η δεν βιούσιν ως λύκοι μανδρωθέντες, δεν διαιτώνται ως χοίροι, δεν αυξάνει, αντί να εκλείπη, της ψυχής και του σώματος αυτών ο ρύπος. Υπάρχει μία φυλακή, ήτις δεν παρουσιάζει την εικόνα παγίδος, εις ης τον μυχόν ενέπεσαν ύαιναι, μη αναμένουσαι ή την πρώτην τυχούσαν ευκαιρίαν διά ν’ αποτιναχθώσιν εξ αυτής και ν’ απολυθώσιν αύθις όπου τας καλεί του θηριώδους ενστίκτου των η αγρία ορμή. Υπάρχει μία φυλακή, εν η εργάζονται!
Και αύτη είναι το Σωφρονιστήριον της Κερκύρας.
* * *
Δεν είναι πολύς καιρός αφ’ ότου επεσκέφθην το Παλαμήδι. Τι τρώγλαι και τι άβυσσοι και τι έρεβος και τι αγωνία! Το αρχαίον και φοβερόν ενετικόν φρούριον, μη δυνάμενον πλέον χάρις εις τους ειρηνικούς καιρούς και την μεταβολήν των πραγμάτων να θερίζη διά των τηλεβόλων του υπάρξεις, εύρεν άλλο μέσον διά να κατατρώγη τοιαύτας, μεταμορφωθέν εις απαισίαν ειρκτήν. Ο αναβαίνων διά των παρά τέσσαρας χιλίων βαθμίδων του επί της κορυφής του και εκείθεν εμβλέπων εις τα σπλάγχνα του, κάτω, εις τας εσκαμμένας υπογείους φυλακάς του Μιλτιάδου, καταλαμβάνεται υπό σκοτοδίνης. Νομίζεις ότι βλέπεις τα έγκατα πελωρίου τέρατος ζωντανού, κήτους παραδόξου, όπερ κατεβρόχθισεν εκατοντάδας όντων, άτινα ανακινούνται ανησύχως εντός των απειρομεγέθων στομαχικών θυλάκων του. Είναι δυνατόν λοιπόν να ζώσι —δέκα, είκοσι, τριάκοντα έτη!— άνθρωποι εκεί μέσα! Είναι όμοιοι ημών λοιπόν τα φασματώδη αυτά νευρόσπαστα, τα τεθαμμένα πεντήκοντα μέτρα υπό την επιφάνειαν εφ’ ης ίστασαι, άτινα ανατείνουν την κεφαλήν προς τον ήλιον, όστις δεν εμφανίζεται, αποβλέπουν προς τον ουρανόν, όστις δεν τα λυπείται, υψούσι προς σε, τον ελεύθερον, την πυγμήν απειλητικήν, το βλέμμα άγριον, το στόμα βλασφημούν; Και είναι όμοιοι ημών πράγματι και ζώσιν εν τούτοις. Ζώσιν εις τας κρύπτας των αυτάς, εις τα επί των πλευρών του βράχου σκαφέντα κάθυγρα δωμάτιά των, εις τα κρησφύγετά των τα σκιώδη. Ζώσιν ο εις επί του άλλου, έχοντες ως στρώμα το έδαφος, το χώμα, ως θέρμανσιν των βδελυρών σαρκίων των την επαφήν, ως ορίζοντα τον απέναντί των τοίχον. Ζώσιν εις τας οπάς των, εις ας σύρονται και εισχωρούσιν έρποντες ως αγριμαία, ζώσιν εις τας τρύπας των αίτινες θα ηδύναντο να χρησιμεύσουν μόνον ως κατοικίαι ασπαλάκων, ζώσιν εις τον Αράπην, το φοβερόν υποχθόνιον σπήλαιον, όπου ουδέ ποτε εισήλθε φως, όπου κατέρχεσαι διά περιαιρετών κλιμάκων εις τρεις ή τέσσαρας αλλεπαλλήλους λάκκους, τον ένα βαθύτερον του άλλου, τον ένα ζοφερώτερον του άλλου, τον ένα απαισιώτερον του άλλου, όπου το φέγγος των λύχνων σβέννυται αυτομάτως εκ της υγρασίας, όπου ασφυκτιάς μετά εν μόλις από της εισόδου σου λεπτόν, οπόθεν εξερχόμενος φέρεις τεθαμβωμένους ως να ετυφλώθης αίφνης τους οφθαλμούς και θαμβούντα τα ώτα και την κεφαλήν ιλιγγιώσαν, ως να ανέβης από τίνος των μυθολογουμένων εκείνων παρά τοις αρχαίοις μαντικών άντρων, δι’ ων ετελείτο η εις Άδου κατάβασις...
Και τόρα, επισκεπτόμενος το Σωφρονιστήριον, δεν δύναμαι να μη κάμω την σύγκρισιν…
Αναμφιβόλως το τελευταίον τούτο δεν είναι ελληνική φυλακή!
* * *
Πράγματι, είναι εν εκ των ευεργετικών ιδρυμάτων, άτινα οφείλει η Επτάνησος εις την Προστασίαν. Τον Μέγαν Αρμοστήν Ουάρδον Δούγλας επί πολύ θα έχη αφορμήν να ενθυμήται ο τόπος. Γέρων αυστηρός και ύποπτος και ευερέθιστος, εκυβέρνησε την χώραν με συγκεκρατημένα τα ηνία και την μάστιγα εις τον αέρα. Τίποτε δεν παρέλειπεν αφ’ όσα εχρειάζοντο όπως καταστήσωσι την αγγλικήν δύναμιν σεβαστοτέραν και την υποταγήν των νησιωτών πλήρη. Ούτε στασιαστικάς εκδηλώσεις ηνείχετο, ούτε τας φιλελευθέρους ορμάς άφινεν αχαλιναγωγήτους, ούτε εις τα φιλελληνικά αισθήματα ηρέσκετο. Εξαιρετικήν δε ιδίως αυστηρότητα ανέπτυξε κατά τα 1838, ότε ανεκαλύφθη η άλλη πάλιν παράδοξος εκείνη προπαγάνδα του καιρού εκείνου, η καλουμένη Φιλορθόδοξος Εταιρία, ης εδρευούσης εν Αθήναις, αλλά και πλείστα μέλη αριθμούσης εν Επτανήσω, σκοπός ήτο η βάπτισις του Όθωνος ορθοδόξου, η επανάστασις του Ιονίου, η κήρυξις της ενώσεως αυτού μετά της Ελλάδος, η σύνδεσις της εκκλησίας της Ελλάδος και της Κωνσταντινουπόλεως διοικητικώς και η εξέγερσις των υπό την Τουρκίαν ελληνικών χωρών. Επί τη περιστάσει ταύτη ο Δούγλας εις πλείστας προέβη συλλήψεις και εξορίας διαπρεπεστάτων μάλιστα ανδρών και εις σοβαρώτατα προέβη μέτρα. Τοιούτον δε δεικνύει αυτόν και η εν τη αιθούση της Γερουσίας προτομή του, δι’ ης παρίσταται σύνοφρυς και σκυθρωπός και στυγνός σχεδόν. Αλλ’ εν τούτοις οι Ιόνιοι ευγνωμονούσι προς αυτόν και ιδιαίτερος μάλιστα οβελίσκος επί τούτω ανεγερθείς εν τη πλατεία προς τιμήν του εκδηλοί την ευγνωμοσύνην των ταύτην. Διότι συγχρόνως ηγάπησε και τους υπηκόους αυτού και εμερίμνησεν υπέρ της προόδου της χώρας. Επηύξησε και εβελτίωσε το υπό του Άδαμς κατασκευασθέν υδραγωγείον, εκανόνισε τα κατά την ακριβή ενέργειαν της τοπικής νομοθεσίας, ίδρυσε το Ιόνιον Γυμνάσιον και εσύστησε το Φρενοκομείον. (Ιδιαιτέρα παρένθεσις: δι’ όλα δε τα δημόσια ταύτα έργα ο προϋπολογισμός του μικρού κράτους επ’ αυτού είχεν ισοζύγιον και περίσσευμα έτι). Μεταξύ δε των άλλων ίδρυσε και το Σωφρονιστήριον τούτο. Τον θεμέλιον λίθον αυτού έθηκε τη 19η Απριλίου 1840, εν μεγάλη πομπή, καθ’ ην εξεφώνησε και κατάλληλον επί τη περιστάσει λόγον. Επετελειώθη δ’ έπειτα το κτίριον και ελειτούργει καθ’ όλον της Προστασίας το διάστημα. Ακόμη δε ιστορείται η τάξις η εν αυτώ και η ασφάλεια και ο άριστος διοργανισμός.
* * *
Με την μεταβολήν των πραγμάτων εννοείται ότι ταύτα δεν ήτο φυσικόν να διατηρηθώσιν. Υπό την ελληνικήν διοίκησιν απώλεσε βεβαίως πολλά των προσόντων, άτινα καθιστούν αυτό μοναδικόν διά την Ελλάδα κατάστημα. Αλλ’ όσον και αν παρήλλαξε και αν κατέπεσε και αν παραμελήται, απομένει αναμφιβόλως πάντοτε πρωτοτυπότατον δημόσιον ίδρυμα, όμοιον του οποίου δεν θα είχομεν να επιδείξωμεν άλλο.
Ρωμαντικωτάτη είναι η θέσις αυτού. Κείται, εν τέταρτον περίπου έξω της πόλεως, επί μικρού υψώματος, ούτινος εκείθεν χαρίεσσα κυλίεται κλιτύς, κατάφυτος και καταπράσινη. Βρέχει ραγδαίως καθ’ ην στιγμήν μεταβαίνομεν εις αυτό, αλλά και ούτω υπό την βροχήν γελά και φαιδρόν απλούται το τοπείον, τυλισσόμενον εις ελαφράς ομίχλης νέφος. Καλλιεργημένη και χλοάζουσα όλη η πέριξ έκτασις και οι γήλοφοι και οι αγροί. Ημερωτάτη άποψις. Εκατέρωθεν της οδού, ην διέρχεται η άμαξα, αύλακες χωρίζουσι την γην, προβάλλουσιν από του εδάφους την κορυφήν αρτίσπορα φυτά, νεωστί φαίνεται ανακινηθέν το χώμα προς γεώργησιν. Όλη η θέα του μέρους ομοιάζει περιοχήν αγροτικής επαύλεως. Και ως τοιαύτην εκλαμβάνεις το δεσπόζον της εκτάσεως κτίριον. Εγώ τουλάχιστον ανέμενον να εύρω έξωθεν αυτού οικοδέσποιναν τροφοδοτούσαν πυκνουμένας γύρω της και κραζούσας όρνιθας, εξοχικού οικήματος φιλόξενον στέγην, καλήν εστίαν προ της οποίας να στεγνώσωμεν τα διάβροχα ημών ενδύματα...
Είναι δε πράγματι και αγροτική άμα έπαυλις υπό μίαν έποψιν η φυλακή αύτη. Όλη η πέριξ της έκτασις, οι καλλιεργημένοι ούτοι αγροί, η θάλλουσα φυτεία ανήκουσιν εις αυτό, είναι κτήσεις του. Και τα κτήματά του αυτά τα επιμελείται αυτό το ίδιον διά των εγκατοίκων του. Καθ’ ωρισμένας ημέρας και ώρας εξέρχονται οι εν αυτώ φυλασσόμενοι υπό συνοδείαν και εργάζονται εις τους αγρούς των. Κατάδικοι άμα και γεωργοί και ιδιοκτήται. Εις αυτούς οφείλεται όλης της περιοχής του η ωραία άποψις και η ανθούσα χάρις. Καταγίνονται δε εις την καλλιέργειαν αυτής μετ’ ιδιαζούσης ευαρεσκείας και δραστηριότητος. Αναπνέουν ούτω τον αέρα της θαλάσσης και της εξοχής, διαθέτουν ικανόν μέρος του καιρού των, όστις άλλως θα διέρρεεν άχρηστος και ανιαρός, εις ενασχόλησιν τερπνήν και γνώριμον ίσως εις πολλούς εξ αυτών και εκ των προτέρων, δοκιμάζουν, καίτοι φρουρούμενοι, το συναίσθημα είδους τινός μικράς ελευθερίας παρεχομένης διά του μέσου τούτου εις αυτούς και εισκομίζουν άμα και όχι αξιοκαταφρόνητον χρηματικόν ποσόν εις του καταστήματός των το ταμείον εκ των προσόδων των κτημάτων τούτων, αίτινες ανέκαθεν ήσαν ωρισμέναι διά την ιδιαιτέραν αυτού υπηρεσίαν και την καλήν συντήρησιν.
* * *
Εισερχόμεθα. Ήμερος η όψις και αυτών των δεσμοφυλάκων και αυτών των φρουρών και αυτών των κλειδούχων. Βαρείαι όμως αι κλείδες και στερεά τα κλείθρα και αι κιγκλίδες ισχυραί. Η εν αυτώ διαμονή των κατοίκων του δύναται να θεωρηθή ηγγυημένη περισσότερον ή εις όλους τους βόθρους και τα υπόγεια των άλλων ειρκτών μας. Το πνεύμα υφ’ ο κατηρτίσθη το σχέδιόν του και όπερ επεκράτησεν εις την κατασκευήν του φαίνεται ότι ήτο να γείνη τοιούτον ώστε να μη ταλαιπωρούνται μεν οι εν αυτώ διαιτώμενοι, να μη ημπορούν όμως συγχρόνως να συλλάβουν και την εσφαλμένην ιδέαν ότι θα ηδύναντο να το εγκαταλίπουν ευκόλως. Τον άριστον αυτού διοργανισμόν, περί ου τόσα λέγονται, εικονίζει κάλλιστα η περιεργοτάτη αρχιτεκτονική του. Υπό έποψιν ασφαλείας είναι σχεδόν τέλειον. Μέγα και παχύ τείχος, καλώς φρουρούμενον, περιβάλλει το όλον οικοδόμημα. Το εσωτερικόν αυτού αποτελεί ευρύν κύκλον, όστις διαιρείται εις δέκα ισομεγέθεις και ισομήκεις ακτίνας, αγομένας από του κέντρου εις την περιφέρειαν. Οι τοίχοι των ακτίνων τούτων είναι ικανώς υψηλοί, αποχωρίζοντες ολοτελώς την μίαν από της άλλης, εις τρόπον ώστε ουδεμίαν να δύνανται να έχωσι συγκοινωνίαν προς αλλήλας, τα δε μεταξύ των τοίχων διαστήματα ικανώς απέχοντα. Το μεγαλείτερον μέρος των ακτίνων αυτών είναι άστεγον. Μόνον το προς την περιφέρειαν άκρον εκάστης είναι εστεγασμένον καλώς άνωθεν και αποτελεί διά του όπισθεν τείχους, των δύο πλευρικών τοίχων και κιγκλιδώματος φράσσοντος το εντεύθεν προς το κέντρον μέρος τα διαμερίσματα, εν οις μένουσιν οι κάτοικοι, χωριζόμενα και ταύτα εν τω μεταξύ εις δύο δωμάτια. Ευνόητον επομένως ότι μόνη έξοδος των εντός των ακτίνων, φρασσομένων όπισθεν μεν υπό του κοινού τείχους, εκατέρωθεν δε υπό των τοίχων των διαιρούντων τον κύκλον, απομένει η προς το κέντρον, αφ’ ης δεν είναι βεβαίως εύκολον να δραπετεύση τις. Άλλως τε δε το κέντρον τούτο αποτελεί οικοδομή, ης το μεν ισόγειον πάτωμα κατέχουσι τα διάφορα γραφεία, το δε άνω εχρησίμευεν ως κατοικία του διευθυντού. Συνίσταται δε το άνω τούτο πάτωμα εκ μιας και μόνης αιθούσης, κυκλικής επίσης και ισάριθμα εχούσης τα παράθυρα προς τα δέκα του δεσμωτηρίου τμήματα. Έκαστον παράθυρον της αιθούσης ταύτης ανταποκρίνεται και προς μίαν ακτίνα. Ούτω δε ο διευθυντής εν μια στιγμή ηδύνατο να βλέπη ό,τι ετελείτο εν οποιαδήποτε εξ αυτών. Συγχρόνως δε από της υψηλής ταύτης σκοπιάς και όλον το κτίριον, δι’ ενός βλέμματος περιβάλλων αυτό και καθορών τι συμβαίνει καθ’ όλην του την περιοχήν και αμέσως δυνάμενος να δώση τας δεούσας διαταγάς και έχων ούτω υπό την άμεσον αυτού επιτήρησιν και φυλακισμένους, και φρουρούς, και επιστάτας, και εισερχομένους, και εξερχομένους, και τους διαβάτας έτι τους έξωθεν αυτού περώντας.
* * *
Σήμερον όμως ήλλαξεν εξ ολοκλήρου προορισμόν. Ο διευθυντής δεν κατοικεί πλέον εν αυτή. Το διευθυντήριον κείται κάτω, μετά των άλλων γραφείων. Και η κυκλική αίθουσα μετεποιήθη προχείρως ... εις εκκλησίαν.
Διότι και εκκλησιάζονται οι έγκλειστοι εν τη παραδόξω ταύτη φυλακή.
Απέναντι της κλίμακος, δι’ ης ανέρχονται εις αυτήν, κατεσκευάσθη μικρός νάρθηξ και ιερόν εκ σανίδων, έξωθεν του οποίου εκρεμάσθησαν και εζωγραφήθησαν εικόνες τινές αγίων. Δύο κηροπήγια ετέθησαν παρ’ αυτό. Άλλη μεταβολή ουδεμία. Το απλούν τούτο και ούτω διασκευασθέν γυμνόν δωμάτιον είναι το τέμενος των πτωχών καταδίκων.
Και λειτουργεί εν αυτώ τακτικώς ιερεύς επί τούτω και οδηγούνται εις αυτό οι φυλακισμένοι όλοι, διαδοχικώς ανά δέκα ή είκοσι καθ’ εκάστην Κυριακήν, συνοδευόμενοι πάντοτε υπό της αναλόγου φρουράς μέχρι και αυτής της εκπληρώσεως των θρησκευτικών των καθηκόντων, και προσεύχονται και ενωτίζονται των θείων ρημάτων και κλίνουσι προ της τελουμένης χάριν αυτών μυσταγωγίας την κεφαλήν μετ’ αληθούς πολλάκις ευλαβείας και συντριβής ειλικρινούς και κατανύξεως συγκινούσης. Προσέρχονται δε πάντες προθύμως και ως εις υποχρέωσιν, ην ου μόνον στέργουσιν, αλλά και επιθυμούσιν ως επί το πλείστον. Εις μόνος, ως μοι είπον, ηρνήθη ποτέ, άγνωστον διατί, να προσέλθη μετά των άλλων. Ουδεμία όμως παρεκτροπή αναφέρεται συμβάσα κατά το διάστημα της λειτουργίας και εν γένει της διαμονής των φυλακισμένων εν τη Εκκλησία.
* * *
Ο εντός των ακτίνων βίος των φυλακισμένων είναι αρκούντως άνετος. Και τα δωμάτια αυτών είναι σχετικώς ευρύχωρα και ο αριθμός των εν αυτοίς διαιτωμένων υπήρξε πάντοτε περιωρισμένος. Οι τόρα εγκεκλεισμένοι εν τω Σωφρονιστηρίω δεν πρέπει να υπερβαίνουν τους εκατόν πεντήκοντα. Αναλογούσιν επομένως δεκαπέντε δι’ εκάστην ακτίνα. Και λείπει συνεπώς το αναπόφευκτον αλληλοστίβαγμα και ο απαίσιος συγκυλισμός και το εις μίαν πολυμελή και πολύμορφον μάζαν σύμφυρμα. Υπάρχει ο αρκών χώρος διά να κοιμώνται και διά να κάθηνται και διά να κινώνται ολίγον οι άνθρωποι. Υπάρχει μάλιστα αρκούσα θέσις διά να τοποθετώνται και τα χρειώδη αυτοίς διά την εργασίαν των. Διότι εκτός της γεωργικής εργάζονται και άλλως. Οι γνωρίζοντες τέχνην τινά ή επαγγελλόμενοι τοιαύτην προτού φυλακισθώσιν δεν διακόπτουσι την εξάσκησιν αυτής αν εισέλθωσι εδώ. Μία ακτίς προ της οποίας διερχόμεθα είναι η των υποδηματοποιών. Έχουν στήση εν τω μέσω του διαμερίσματός των το σύνηθες χαμηλόν τραπέζιον και καθήμενοι πέριξ εργάζονται εν άκρα προσοχή και ευσυνειδησία. Άλλος κόπτει διά μικρού μαχαιριδίου λωρίδας, άλλος καρφόνει τους απαιτουμένους ήλους επί του πέλματος ετοίμου ήδη υποδήματος, άλλος βρέχει εντός παρακειμένου αγγείου ύδατος τα δέρματα.
Άλλη είναι η ακτίς των ξυλουργών. Άλλη η των λεπτουργών. Αλλ’ ούτε καθολική είναι ως άλλοτε πλέον η εργασία, και της αναπτύξεως ην είχε λάβη πολύ καθυστερεί. Άλλοτε δι’ εκάστην τέχνην υπήρχεν ιδιαίτερον τμήμα, εφωδιασμένον με πάντα τ’ απαιτούμενα και παρέχον πάσας τας ευκολίας εις τον επιχειρούντα να εργασθή. Η διεύθυνσις επέβλεπε και ώριζε την εργασίαν. Τα έργα των κρατουμένων ήσαν τελειότατα και επωλούντο ακριβώτατα. Το Σωφρονιστήριον διεξήγεν αληθές εμπόριον.
Είναι δε δυστύχημα ότι εις τας χείρας της διοικήσεώς μας και αν ευρεθή τι εκ των προτέρων καλόν καταστρέφεται βαθμηδόν. Το Σωφρονιστήριον λόγου χάριν τούτο προ πολλού έχει αφεθή σχεδόν εις την τύχην του, περί την εκλογήν των διευθύνοντος εκάστοτε αυτό ουδεμία δίδεται προσοχή, και αν ευρεθή τις τοιούτος επιθυμών να μεριμνήση περί αυτού πράγματι και να το διευθύνη καταλλήλως, η παροχή των προς τούτο χρησίμων μέσων είναι φειδωλοτάτη προς αυτόν. Το δε πράγμα καταντά αστείον προκειμένου περί ιδρύματος, όπερ μάλλον ωφέλειαν θα προσέφερεν εις το δημόσιον ή δαπάνην θ’ απήτει. Εκτός των προσόδων των κτημάτων αυτού, πλείστα άλλα κέρδη καλώς διοικούμενον θα ηδύνατο να πορίζη. Εν Κερκύρα μοι ανἐφερον ως παράδειγμα ότι εσχάτως δι’ εργασίαν τινά δι’ ην ο αρμόδιος μηχανικός είχεν υπολογίση ικανώς υπέρογκον ποσόν, χρησιμοποιήσας ο νυν διευθύνων αυτό τους κρατουμένους ωφέλησε το δημόσιον περί την δεκάδα χιλιάδων δραχμών. Και εις πάσας δε τας δεούσας επισκευάς και εις ει τι άλλο χρησιμοποιούμενοι πολλά εκ των χάριν της συντηρήσεως του ιδρύματος οριζομένων προς εξόδευσιν ωφελούσιν επίσης την διατρέφουσαν αυτούς αρχήν. Δεν εχρειάζοντο δε βεβαίως μεγάλα πράγματα όπως αναζωογονηθή, όπως λάβη την προτέραν αυτού όψιν, όπως καταστή, σχεδόν ειπείν εκτός φυλακής ανθρωπινής και μικρόν άμα βιομηχανικόν πρωτότυπον εις το είδος του κατάστημα.
* * *
Τοιούτον είναι το περίεργον αυτό ίδρυμα, υπό πάσαν έποψιν άξιον και παρατηρήσεως και λόγου. Δι’ εμέ τουλάχιστον η επίσκεψίς του υπήρξε διδακτικωτάτη. Και εξέρχομαι αφού διέμεινα περί την μίαν εν αυτώ ώραν, μ’ επίσης ελεύθερον ως ότε εισήλθον το στήθος και ακώλυτον την αναπνοήν και καθαράν την σκέψιν. Πού ο εφιάλτης εκείνος του Παλαμηδίου!...
Δημοσιεύτηκε στην «Εστία» τεύχος 585, έτος ΙΒ’. 15 Μαρτίου 1887
Μεταξύ των ολίγων περιέργων θεαμάτων της μικράς επαρχιακής πόλεως, εν η διήλθον την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων, ούτινος η ανάμνησις έμεινε βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου. Υψηλός μάλλον το ανάστημα, κάτισχνος, την κόμην μακράν και αγρίαν, τους οφθαλμούς έξω των κογχών, το γένειον πυκνόν και άτακτον, το δέρμα κατερρικνωμένον υπό του ηλίου και του ψύχους ως εκ της διαρκούς υπαίθρου ζωής ην ήγε, τον αυχένα κεκυφώς, περιέφερεν από πρωίας μέχρις εσπέρας ανά τας οδούς το ρακένδυτον σώμα του και την πειναλέαν ύπαρξίν του. Τον ενθυμούμαι ακόμη ως να είναι τόρα, διατρέχοντα μεγάλοις βήμασιν εν σοβαρότητι την πόλιν, πλανώμενον εις τα περίχωρα αυτής, εξηπλωμένον ακίνητον ως νεκρόν και θερμαίνοντα την κοιλίαν του εις τας αφορήτου φλογός ακτίνας θερινής μεσημβρίας ή ριγούντα συνεσπειρωμένον παρά την είσοδον αχυρώνος τινός τον χειμώνα. Καθήμενος έξωθεν των καταστημάτων της αγοράς ή οκλάζων παρά τον ουδόν οικίας επί των τοποθετημένων συνήθως εκατέρωθεν της θύρας εκάστης αυτών λίθων, εφ’ ων εξερχομένη εδράζεται καθ’ εσπέραν φλυαρούσα η σύγκλητος των γειτονισσών, έμενεν επί ώρας βεβυθισμένος εις σιωπηλήν και άγνωστον μελέτην. Άλλοτε εμονολόγει βαδίζων ως να συνδιελέγετο μετ’ αοράτων ομιλητών και τινασσόμενος υπ’ αιφνίδιων ορμών αναιτίου θυμού εγρονθοκόπει βιαίως τον αέρα ως επιτιθέμενος κατ’ αφανών εχθρών. Άλλοτε ήδεν ακαταλήπτου στιχουργίας και μέλους άσματα, κατελαμβάνετο υπ’ εκρήξεων αλλοκότου ευθυμίας, έβαλλε διαμιάς, ενώ εφαίνετο χαίρων, σπαρακτικωτάτους λυγμούς ή ετρέπετο, ενώ περιεπάτει τέως γαλήνιος, εις δρομαίαν και ακατάσχετον φυγήν ως καταδιωκόμενος. Αβλαβής άλλως κατά πάντα άνθρωπον, ήρεμος ως αρνίον, συμπαθής μάλιστα , μ’ όλην της μορφής του την έκφρασιν και του βλέμματός του την ανήσυχον και αόριστον λάμψιν και τους καταπίπτοντας επί του μετώπου οφιοειδείς ως εριννύος βοστρύχους του. Αλλ’ ίσα ίσα διότι ήτο αβλαβής υφίστατο τα πάνδεινα εκ μέρους πάντων. Τα παιδία των σχολείων παρηκολούθουν αυτόν αλλαλάζοντα κατόπιν του, έσυρον εκ των όπισθεν τα εσχισμένα του φορέματα ή τον ελιθοβόλουν κατά βούλησιν. Οι χαριτωμένοι νεανίαι του γυμνασίου εδοκίμαζον την δύναμιν των βραχιόνων των επί της ράχεώς του, τον εκύλιον εις την λάσπην όταν έβρεχε και εις τον κονιορτόν όταν δεν έβρεχε, τον ηνάγκαζον ν’ ασχημονή παντοιοτρόπως έμπροσθέν των, τω έδιδον και εκάπνιζε σιγάρα εν οις περιείχετο πυρίτις όπως γελώσιν έπειτα βλέποντες αναφλεγομένας τας τρίχας του πώγωνός του, δεκαπενταετείς Τορκουεμάδαι μυρία και απανθρωπότατα επινοούντες προς βασανισμόν αυτού μαρτύρια. Ειδικαί συμμορίαι κατηρτίζοντο προς ανεύρεσίν του, τον συνελάμβανον, τον έδενον και τον έφερον όπου υπήρχε σύναξις κόσμου και ανελάμβανον τα καθήκοντα των εκτελεστών των προαποφασισθέντων προς τέρψιν των περιισταμένων και αναπλήρωσιν άλλης δημοσίας διασκεδάσεως. Αν έλειπεν αυτός θα ήτο αδύνατον να διέρχωνται ευαρέστως τας μακράς αέργους ώρας των οι κάτοικοι. Μόναι αι γυναίκες περιέθαλπον αυτόν κατά τι οσάκις εζήτει άσυλον εις τας αυλάς των οικιών, ενώ απέπεμπον συνήθως μετ’ οργής τους άλλους δύο πλανοδίους της πόλεως, ένα ειδεχθή κωφάλαλον και μίαν ανάπηρον επαίτιδα. Μ' όλα όμως ταύτα δεν εφαίνετο υποφέρων. Επί έτη έζη ούτω και διέτριβεν εν τη πόλει. Ουδέποτε δε τω επήλθεν η ιδέα ν’ απομακρυνθή της περιοχής της. Είχε γείνη απαραίτητος και αυτός εις εκείνην και εκείνη εις αυτόν. Γεγονός εθεωρείτο αν παρήρχετο ημέρα τις ολόκληρος χωρίς να φανή που. Όλοι εγνώριζον και αυτόν και την ιστορίαν του. Έμπορος πρότερον, ιδιοκτήτης καταστήματος, εκ των πλέον μάλιστα νοημόνων και ευπορούντων. Αλλεπάλληλοι όμως επισυμβάσαι αυτώ εν τη εξασκήσει του επαγγέλματός του ατυχίαι, εις ας προσετέθη ταυτοχρόνως και η ανακάλυψις της απιστίας της συζύγου του —η ιστορία δεν είχε τίποτε το έκτακτον— διέσεισαν τον νουν του και συνεπήραν τας φρένας του. Έκτοτε δ’ είχε περιπέση εις την κατάστασιν ταύτην, μη ανήκων μεν εις των μανιωδών τρελών την κατηγορίαν, αλλ’ εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, δημιουργήσας, θα έλεγέ τις, περί εαυτόν είδος τι ιδιαιτέρας ατμοσφαίρας εν η εβίου απαθής προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ξένος προς τον κύκλω του κόσμον, ούτινος δεν εφαίνετο η κατ’ αραιότατα διαλείμματα αντιλαμβανόμενος συγκεχυμένως την ύπαρξιν ως να εταξείδευε τον περισσότερον καιρόν μακράν, εις σφαίρας άλλας, και μόνον τυχαίως να επανήρχετο δι’ ολίγον κάποτε, χωρίς όμως να το εννοή καλά-καλά, κι εκεί όθεν ωρμήθη, υπνοβατών εν τη ζωή. Εν τούτοις μίαν των ημερών δεν εφάνη ουδαμού και την επιούσαν ομοίως και επίσης την μεθεπομένην. Διαμιάς εχάθη από της πόλεως και ήτο αδύνατον ν’ ανευρεθή. Είχεν αποφασίση άρα γε επί τέλους να μεταναστεύση αλλού; Ήτο κεκρυμμένος; Τω είχε συμβή τι; Ποικίλαι εκυκλοφόρησαν αι διαδόσεις. Αλλ’ η πιθανωτέρα πασών υπήρξεν η κομισθείσα υπό χωρικών τινων ότι ώφθη κάτωθεν ενός των πέριξ βουνών, εντός βαθέος κρημνού, καταπεσών από δυσθεωρήτου ύψους, με την κεφαλήν διερρωγυίαν και εσκορπισμένον επί των γύρω πετρών τον ενκέφαλον —όστις από τόσου χρόνου δεν τω εχρησίμευε πλέον.
* * *
Η σύντομος αύτη βιογραφία του ταλαιπώρου τούτου θα ηδύνατο να θεωρηθή ως κοινή πάντων των εν Ελλάδι φρενοβλαβών. Την οικτράν ταύτην ζωήν διανύουν και εις το άθλιον τέλος του καταλήγουν όλοι σχεδόν όσοι έχουν το ατύχημα να περιπέσουν εις το πάθημά του. Αι πλείσται των επαρχιακών πόλεων ή χωρίων έχουν και τον παράφρονά των, όστις σύρεται εις τας οδούς των, βασανίζεται παντοιοτρόπως υπό των φρονίμων, λιμώττει, γυμνητεύει, παγόνει υπό τον άνεμον, ψήνεται υπό τον ήλιον, αποκτηνούται ή αποθηριούται και τελειόνει εκ συμβεβηκότος τινός ελεεινώς τας πολυπαθείς του ημέρας στερών τους συμπολίτας του, οίτινες μόνον τότε ενθυμούνται να τον λυπηθώσι, του αθύρματος και της διασκεδάσεως αυτών. Διότι η συμφορά αύτη, η φοβερωτέρα όλων όσας δύναται να πάθη τις και ήτις έπρεπε μάλλον οιασδήποτε άλλης να ελκύη τον οίκτον, ως επί το πλείστον κινεί κατά προτίμησιν μάλλον πάσης άλλης τον γέλωτα και την φαιδρότητα. Αν ο Χριστός εκινήθη εις έλεον προς την αμαρτωλήν την εκπορνεύσασαν το σώμα της διότι ηγάπησε πολύ, οι άνθρωποι πολύ ολίγον αισθάνονται την ανάγκην να συμπαθήσωσι προς τους ομοίους των τους αφαιρουμένους το λογικόν είτε διότι ηγάπησαν και αυτοί, είτε διότι εσκέφθησαν, είτε διότι εμελέτησαν, είτε διότι εδυστύχησαν πολύ. Αλλά παρά τοις πεπολιτισμένοις λαοίς λαμβάνεται τουλάχιστον φροντίς περί της περιθάλψεως αυτών. Παρ’ ημίν, μετά πεντηκονταετή από της συστάσεως του βασιλείου βίον, μόλις ήδη κατωρθώθη να γείνη αισθητή η ανάγκη και η υπό του πολιτισμού επιβαλλομένη υποχρέωσις της υπάρξεως ενός ασύλου των δυστυχών τούτων. Εχρειάσθη ν’ αποτελέση κατά τας αρχάς του αιώνος η Επτάνησος κράτος ανεξάρτητον, να υπαχθή είτα υπό την αγγλικήν διοίκησιν, να κυβερνηθή υπό ξένων, να έλθη εις αυτήν αρμοστής ο Δούγλας, να προσαρτηθή δε τέλος εις το παλαιόν βασίλειον ... διά να έχη και η Ελλάς εν φρενοκομείον. Είναι το μόνον. Και λειτουργεί από τεσσαρακονταετίας ήδη εν Κερκύρα, εγερθέν τω 1838, κείμενον πλησίον του Σωφρονιστηρίου και αποτελούν μετ’ αυτού και του επίσης παρακειμένου Νοσοκομείου τριάδα ιδρυμάτων πολλής κοινωνικής χρησιμότητος και αξίας, δι’ α είναι ζηλευτή η νήσος.
* * *
Παλαιόν οικοδόμημα και αυτό, μη κατηρτισμένον, είναι αληθές, βεβαίως, συμφώνως προς πάσας της επιστήμης τας απαιτήσεις, μη δυνάμενον να χρησιμεύση ως υπόδειγμα τοιούτου φιλανθρωπικού καταστήματος, υποστάν του χρόνου την επίδρασιν, ατελές τα θεραπευτικά μέσα και την ωφελιμότητα εν γένει, παραμελούμενον υπό των εχόντων καθήκον να μεριμνώσι και παρέχωσιν αυτώ την προς όσον ένεστι καλλίτερον καταρτισμόν και ανάπτυξιν αυτού φροντίδα, αλλά και ούτω αναγκαιότατον και μεθ’ ικανής επιτυχίας εκπληρούν τον σκοπόν αυτού. Άλλως τε ανακαινίζεται ήδη. Του νέου κτιρίου αυτού ωκοδομήθη προ τίνος η μία πτέρυξ, μέλλει δε όσον ούπω να περατωθή και η άλλη. Πολλοί των ανδρών μετηνέχθησαν ήδη εις την περατωθείσαν πτέρυγα· οι πλείστοι όμως μένουσιν έτι εν τω παλαιώ κτιρίω. Εν τω παλαίω κτιρίω μένουσιν έτι και πάσαι αι γυναίκες, κεχωρισμέναι από των ανδρών. Και οι μεν και αι δε αποτελούσιν είδος τι μικράς κοινωνίας. Εκτός των ιδιαιτέρων δωματίων, εν οις διαμένουσιν, ή των κοινών προς ύπνον θαλάμων, υπάρχουσι και ωρισμέναι αίθουσαι, εν οις συνέρχονται. Μία εξ αυτών εν τω διαμερίσματι των ανδρών και άλλη εν τω των γυναικών χρησιμεύουσιν ως εστιατόρια. Εν ευρεί περιβόλω, έχοντι εν τω μέσω κηπάριον, εξέρχονται και περιπατούσιν. Ικανός αριθμός κελλίων, εν οις εγκλείονται οι καταλαμβανόμενοι υπό παραφορών. Παρά τα υπνωτήρια αυτών συστοιχίαι νιπτήρων εις ους πλύνονται υποχρεωτικώς εξεγειρόμενοι. Εν γένει δε διαρρύθμισις ως απλού νοσοκομείου, εν ω όμως οι μένοντες αναγκάζονται εις τούτο ακουσίως, πολύ δε ολίγοι βεβαίως είναι οι έχοντες ελπίδας ιάσεως.
* * *
Και η θέα δε των εγκλείστων δεν παρέχει εκ πρώτης όψεως την ιδέαν εις τον παρατηρητήν ότι ευρίσκεται εν οικήματι τρελών. Υπάρχει παραδοξολόγος τις αστεϊσμός περί των φρενοκομείων ότι επενοήθησαν μόνον όπως οι εκτός αυτών έχωσι το δικαίωμα ως μη εγκεκλεισμένοι εν αυτοίς να λέγωνται φρόνιμοι. Πράγματι δε άγεται τις να πιστεύση αληθώς τούτο βλέπων τους ευρισκομένους εν τούτω πληρούντας τους διαδρόμους, διατρέχοντας την αυλήν ή καθημένους επί των θρανίων και των εδωλίων των, ησύχους και άνευ θορύβου. Πολλοί συνομιλούν, τινές αναγινώσκουν, άλλοι ίστανται απλώς παρατηρούντες σιωπηλοί, άλλοι αποτελούσι πολυαρίθμους ομάδας, άλλοι περιπατούσι μακράν των λοιπών εν υπερηφάνω απομονώσει. Με τινας εξ αυτών πρέπει να συνομιλήσης επί πολλήν ώραν διά να εννοήσης ότι είναι πράγματι παράφρονες. Άλλως τε τα επικρατούντα είδη της παραφροσύνης παρ’ αυτοίς δεν είναι τα της αγρίας. Το κυριώτερον εξ αυτών είναι ως μοι λέγουν η καλουμένη λυπομανία. Ερωτικαί ατυχίαι, οικονομικαί στενοχωρίαι ή φυσική και κληρονομική διάθεσις προς μελαγχολίαν ήγαγον τους πλείστους ενταύθα. Οι περισσότεροι υποφέρουν από απλάς νευρικάς περιοδικάς κρίσεις. Αλλ’ εκ των κινημάτων αυτών προδίδονται αμέσως. Επί δε της μορφής πάντες σχεδόν φέρουσιν αποτετυπωμένην του παθήματός των την σφραγίδα, οφθαλμούς απλανείς, χρώμα ωχρόν, χείλη τρέμοντα. Ικανοί μεταξύ αυτών είναι γνωστά της κοινωνίας ημών μέλη. Η ενδυμασία αυτών δεν είναι ομοιόμορφος, εκτός εκείνων εις ους, όταν καταλαμβάνωνται υπό εξάψεων, φορούσι τον επί τούτω ωρισμένον μανδύαν. Τα προς ίασιν μέτρα φαίνεται ότι καθυστερούσιν. Αυτής της υδροθεραπευτικής σπανία γίνεται χρήσις. Το συνηθέστερον είναι το απλούστερον —το ξύλον. Προς τους διευθύνοντας το κατάστημα, τους επιστάτας και εν γένει τους υπηρετούντας εν αυτώ δεικνύουσιν οι παράφρονες βαθύν σεβασμόν σύμμικτον φόβω. Ως επί το πλείστον είναι ολιγόλογοι, υπόπτως δε έχουσι προς τους επισκεπτομένους αυτούς ξένους, ους παρατηρούσιν ως περίεργα ζώα μετ’ απορίας. Όσοι είναι, τόσαι διάφοροι εκφράσεις, τόσαι διάφοροι όψεις, τόσαι διάφοροι τρέλλαι. Ό,τι έχουσι πάντες κοινόν προς αλλήλους είναι η επιθυμία της ανακτήσεως της ελευθερίας των... και η αίτησις σιγάρων. * * *
Υπάρχουσι δε μεταξύ αυτών κατ’ ιδίαν τύποι αληθώς περίεργοι και άξιοι μελέτης.
— Θέλεις το ηλιακόν ωρολόγιον; ακούω φωνήν οπίσω μου.
Και ανήρ μέσου αναστήματος, με κασκέτον επί κεφαλής, αγένειος, με ίχνη μύστακος, αγαθωτάτης φυσιογνωμίας, μοι εγχειρίζει μέγα φύλλον χάρτου, εφ’ ου διασταυρούνται ποικίλα γεωμετρικά σχήματα. Είναι ο Κοσκινάς, ο γνωστός εφευρετής του τετραγωνισμού του κύκλου, πάσχων την μαθηματικήν τρέλλαν, ησυχώτατος δε και αβλαβέστατος κατά τα άλλα. Το ηλιακόν ωρολόγιον, όπερ μοι δίδει, παριστά διά δύο μεγάλων σφαιρών τον ήλιον, από του κέντρου του οποίου άγονται προς την περιφέρειαν μύριαι ακτίνες, ευθείαι και καμπύλαι, υποδεικνυόμεναι διά διαφόρων γραμμάτων, διά ν’ αποδείξωσιν άδηλον τι. Η άλλη όμως είναι η μεγάλη του εφεύρεσις.
— Αυτό δεν είναι τίποτε σπουδαίον, μοι λέγει. Έχω και τον τετραγωνισμόν του κύκλου, αλλά δεν σ’ τον δίδω.
— Μα... εγώ γι’ αυτόν έκαμα το ταξείδι.
Φλέγεται δε, μολονότι ισχυριζόμενος ότι δεν ημπορεί να τον δώση διότι θα δυσκολευθή να κάμη άλλον, υπό της επιθυμίας να τον υποβάλη και αυτόν εις τον θαυμασμόν μου. Πράγματι δε μοι τον εγχειρίζει και αυτόν προσθέτων:
— Πρόσεξε καλά. Τέσσαρα θεωρήματα είναι λυμένα αυτού μέσα.
Απορώ δε πώς δεν είναι και δεκατέσσαρα. Ομολογουμένως πολύ ευθηνά εγείναμεν κύριοι τόσω μεγάλου μυστηρίου. Το πράγμα είναι προδήλως λίαν σοβαρόν. Το νέον αυτό φύλλον χάρτου καταλαμβάνουσιν υπερμεγέθεις κύκλοι. Τους κύκλους τούτους διαυλακούσι κατά παντοίας διευθύνσεις τολμηραί γραμμαί, παράλληλοι, κάθετοι, τεμνόμεναι, εφαπτόμεναι, φέρουσαι τα στοιχεία του αλφαβήτου ή αριθμούς ποικιλοτρόπως περιπλεκομένους ως διακριτικά σημεία. Τερατώδη τετράγωνα συγκρούονται προς ογκώδη τραπέζια, ρόμβοι ανορθούνται επί τριγώνων, παραλληλόγραμμα εισβάλλουσιν αυθαδώς εντός των κύκλων, όλος ο Ευκλείδης και ο Πυθαγόρας και ο Λέγενδρος αποδεικνύονται ξυλοσχίσται. Αφού δε τελειώση η κραιπάλη αύτη των γραμμών και των σχημάτων, κάτωθεν αυτών έρχεται η συμβολική εξήγησις. Πολύ δυνατός όμως μαθηματικός θα ήτο όστις θα κατώρθωνε να εύρη την εξήγησιν της εξηγήσεως ταύτης! Δεν είναι μόνον γεωμετρία, είναι και άλγεβρα, είναι και αριθμητική, είναι και τριγωνομετρία, όλαι αι μαθηματικαί επιστήμαι συμπεφυρμέναι. «Καλούμεν, λέγει, 4Π=4ρ2, καλούμεν α=3560 και Ρ=99/70ρ, Ι=88/70ρ, 3560 π=111/85ρ2 ». Και μετά τούτο αμέσως: «Ακτίς καλείται η ευθεία γραμμή η σχηματισθείσα εκ δύο σημείων του ενός ακινήτου λεγομένου κέντρου, του δ’ ετέρου κινητού λεγομένου αρχή της περιστροφής μέχρι της επανόδου του». Και κατωτέρω: «Επί ίσας ακτίνας τα ημικύκλιά των περιοριζόμενα δίδει χώρον μικρότερον του εφαπτομένου τετραγώνου». Των ορισμών και των πράξεων τούτων την σύνταξιν και την διεξαγωγήν μένει επιχειρών και καταγινόμενος επί ολοκλήρους ώρας, εργαζόμενος ανενδότως, μετ’ επιμονής αξίας καλλιτέρας τύχης, ασχολούμενος διαρκώς εις μαθηματικάς μελέτας, εις λύσιν ατελειώτων φανταστικών προβλημάτων, εις πρωτακούστων και αδιεξόδων θεωρημάτων την απόδειξιν. Και αν θέλετε σας κάμνει και την ανάπτυξιν αυτών. Και ακούοντες τα παράδοξα αυτά πράγματα, λεγόμενα διά φωνής μελιτώδους, ηρεμώτατα, αφελέστατα, ως να ήσαν τα φυσικώτερα και τα λογικώτερα των πραγμάτων του κόσμου, αρχίζετε να φοβήσθε μη το delirium είναι κολλητικόν και σπεύδετε να τραπήτε εις φυγήν.
* * *
Άλλος περίεργος τύπος είναι εις πρώην, νομίζω, ειρηνοδίκης. Αν ο Κοσκινάς θέλει να κατασκευάση το ωρολόγιον του ηλίου, ο κύριος ειρηνοδίκης φρονεί ότι είναι αυτός ο ίδιος ο ήλιος. Δεν αποκαλύπτει όμως την ιδιότητά του αυτήν αμέσως εις τον πρώτον τυχόντα. Όταν τω απέτεινα τον λόγον μοι ζητεί εις απάντησιν επανερχόμενος εις Αθήνας να ομιλήσω εις τον υπουργόν ή τον τελώνην να τω δώση άδειαν. Του το υπόσχομαι προθύμως, αλλ’ εκείνος μεταγνούς αμέσως μοι παραγγέλλει να ζητήσω την άδειαν από τον συνταγματάρχην! Του το υπόσχομαι και αυτό· αλλ’ εκείνος βαθμηδόν εξαπτόμενος:
— Επί τέλους, μοι λέγει, εγώ δεν έχω καμμίαν ανάγκην. Κι αν το ειπής κι αν δεν το ειπής το ίδιο μου είναι. Εγώ είμαι ο Ήλιος της Γης και είμαι με τους Δυτικούς και θέλουν να με κάμουν να πάω με τους Ανατολικούς και εγώ δεν θέλω και δι’ αυτό με έχουν φέρη εις αυτό το σπίτι!
* * *
Πλησίον αυτού κάθηται άλλος τις, όστις ουδόλως φαίνεται θαμβούμενος από τας ακτίνας του πρωτοφανούς τούτου ηλίου, μας αποτείνει δε τον λόγον ταυτοχρόνως εις τρεις γλώσσας, ιταλιστί, γαλλιστί και ελληνιστί. Αλλά διακόπτων αυτόν ορθούται εμπρός μας ένας παλληκαράς έως εκεί επάνω, εύρωστος, ζωηρός και όχι άσχημος. Είναι εκ Μάνης και ήτο πριν χωροφύλαξ. Και ηράσθη μιας θερμής μελαγχροινής ιταλίδος, αοιδού εις τι ωδικόν καφφενείον. Αλλ' η μελαγχροινή Ρόζα δεν τω ανταπέδωκε δυστυχώς αγάπην αντί αγάπης. Δεν τον εδέχετο, δεν τω ωμίλει, τον περιεφρόνει και τον απέφευγε. Και ιδού αμέσως ο ερωτευμένος μας —παράφρων— η απόστασις ην είχε να διατρέξη από του ενός εις το άλλο δεν ήτο αναμφιβόλως μεγάλη. Δεν τω αρέσκει όμως να τω κάμνουν λόγον περί τούτου. Άγριος οσάκις αναφέρουν την αιτίαν του παθήματός του και το όνομα της αγαπητής του ενώπιόν του, βυθίζεται εις κατηφή σιωπήν. Επιμονώτερον και απαιτητικώτερον των άλλων μοι ζητεί την ελευθερίαν του. Με εκλαμβάνει, ο θεός να με συγχωρήση, ως υπουργόν.
— Θέλω να με βγάλης έξω, κύριε υπουργέ, λέγει.
— Καλά· θα μιλήσω, θα σε βγάλουν αύριον.
— Όχι αύριον τόρα αμέσως.
Και οι οφθαλμοί του εξαγριούνται και αναπέμπουν αστραπήν.
— Μα τόρα δεν είναι δυνατόν άφησε, αύριον καλύτερα...
— Όχι·· τόρα αμέσως , επιμένει.
— Αλλ’ αν ηδυνάμην, δεν είναι μόνη η ελευθερία σου, ην θα σοι έδιδα, πτωχέ παράφρων! θα σοι έδιδα και το λογικόν σου όπερ έχασες και την ησυχίαν σου ην απώλεσες και την Ρόζαν προ πάντων αυτήν την σκληράν, χάριν της οποίας είσαι κλεισμένος εδώ μέσα. Διότι το πάθημά σου είναι το πλειότερον άξιον συμπαθείας, δεν υπάρχει δε κανείς βέβαιος ότι δεν θα ήτο πιθανόν να το πάθη. Και γνωρίζω δύο γλυκείς οφθαλμούς, οίτινες πολύ ισχυροτέρων σου τον νουν θα ηδύναντο να στρέψουν την κεφαλήν.
* * *
Αι γυναίκες είναι αι πλείσται μάλλον ηλίθιαι ή τρελλαί. Υπάρχουσιν όμως και τινες μανιώδεις. Μία Κρήσσα, εξ έρωτος παθούσα και αυτή, δεν καταδέχεται ν’ απαντήση καν εις τας ερωτήσεις μας και απομακρυνόμεθα αυτής φρονίμως, διότι όταν οργισθή πηδά αδιακρίτως εις τον λαιμόν του προστυχόντος ζητούσα να τον πνίξη. Αι συμπαθέστεραι όλων είναι δύο αδελφαί, μένουσαι εν ενί των ιδαιτέρων δωματίων προ ετών, μέσης ηλικίας, διατηρούσαι όμως επί της παρηκμακυίας μορφής των ίχνη καλλονής έτι, αίτινες θα ηδύναντο να χρησιμεύσωσιν ως υπόδειγμα αδελφικής στοργής. Είχε πάθη η μία εξ αυτών και ενεκλείσθη εις το άσυλον τούτο· αλλ’ η άλλη δεν ηθέλησε να την εγκαταλείψη και συνεκλείσθη μετ’ αυτής. Ούτω δε τρελαί αλλ’ αγαπώμεναι πάντοτε μένουσι συζώσαι, και η μία περιθάλπει την άλλην, και αι δύο δε ομού μεγάλην ξανθήν πλαγγόνα, με κατακοκκίνους παρειάς και στίλβοντα ακίνητα όμματα, αναστήματος πενταετούς παιδιού περίπου, ην κρατούσι πάντοτε ενηγκαλισμένην ως να ήτο βρέφος. Όλη των η στοργή συγκεντρούται εις το αναίσθητον αυτό ξόανον, και το θωπεύουν, και το λικνίζουν, και το ασπάζονται, και τω ομιλούν, ως να είναι έμψυχον, τέκνον των πραγματικόν. Του ετοιμάζουν μόναι των ράπτουσαι φορέματα, του αλλάζουν τα ενδύματά του τακτικά, τα πλύνουν, τα σιδηρόνουν, καλύπτουσαι αυτό μετά προσοχής όταν το γυμνόνουν διά να μη ταις κρυώση το πτωχόν! Και το νευρόσπαστον δέχεται όλα αυτά, ανοίγον υπερμέτρως διατεταμένους τους αβλεφάρους του οφθαλμούς, τείνον ασυνειδήτως εις τα φιλήματά των την εκπεπληγμένην μορφήν του και κινούν τους ξανθούς βοστρύχους του.
* * *
Μεταξύ των γυναικών επίσης θα ηδύνατο να καταλεχθή και εις των ανδρών, όστις νομίζει ότι ήλλαξε φύλον και μάλιστα ευρίσκεται εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν, ενώ άλλος παρ’ αυτόν φρονεί ότι συνεπεία φαρμάκου, όπερ τω έδωκεν η σύζυγός του, εφαγώθησαν όλα τα εντόσθιά του και είναι κενόν ως σπήλαιον όλον το εσωτερικόν του σώματός του. Αλλ’ εξ όλων των μορφών και των τύπων αυτών δεν θα λησμονήσω ποτέ ένα μανιώδη έγκλειστον εις τι των κελλίων. Η όψις του διαγράφεται εν τω πλαισίω της θυρίδος, πλατεία, μόλις κατά το ήμισυ ορατή. Ογκώδης, υπερφυσικού μεγέθους, είναι η κεφαλή του, παχέα και εξωδηκότα τα χείλη του, βλοσυροί και ζωωδέστατοι οι οφθαλμοί του. Ουδέποτε η αποκτήνωσις εζωγραφήθη ζωηρότερον επί μορφής ανθρώπου. Ηράκλειον δ’ έχει το ανάστημα και δύναμιν τεραστίαν. Όταν καταληφθή υπό της παραφοράς, δεκαπέντε μετά δυσκολίας κατορθούσι να τον συγκρατήσωσι. Διά τούτο είναι ως επί το πλείστον δέσμιος. Ριγοί όμως εν τούτοις ο ταλαίπωρος γίγας επί τη προσεγγίσει μας και τρέμει καθ’ όλον αυτού το σώμα και τραυλίζει άναρθρα ρήματα.
— Πότε θα 'βγω; μας ερωτά και αυτός, έχων ανά στόμα την κοινήν πάντων των παραφρόνων φράσιν.
— Δεν μου 'δωσαν χάρι; επαναλαμβάνει μετ’ ολίγον, νομίζων ότι κατά την ενηλικίωσιν του διαδόχου, ης η είδησις έφθασεν άδηλον πώς εις τα ώτα και τον νουν του, εδίδοντο χάριτες και εις παράφρονας!
— Θα σου δώσουν, θα σου δώσουν.
— Πότε; πότε θα 'βγω; τον Μάρτη;
— Το Μάρτη.
— Καλά! Α! όχι. Πολύ είναι! πολύ δεν είναι; έξη μήνες!... Και σχεδόν ολολύζει ο κολοσσός.
— Δεν είναι πολύ.
— Α καλά! Δεν είναι πολύ. Έξη μήνες!
Και άρχεται αριθμών διά των δακτύλων του, εξακολουθών να τρέμη καθ’ όλα του τα μέλη και να ψελλίζη.
* * *
Ο πληθυσμός του φρενοκομείου δεν είναι πολύς. Αν δεν απατώμαι ολιγώτεροι και των εκατόν πρέπει να είναι οι εν αυτώ διαιτώμενοι, άνδρες και γυναίκες. Αλλ’ αν επρόκειτο να περιλάβη πάντας όσοι έπρεπε να έχουν θέσιν εν αυτώ, οποίων τεραστίων διαστάσεων θα εχρειάζετο να γείνη το κτίριον! Πόσοι νομιζόμενοι φρόνιμοι δεν θα ευρίσκοντο έχοντες πολύ χειροτέρας και επιφοβωτέρας toquades, αφ' ό,τι οι εδώ κεκλεισμένοι! Μη δεν είναι άρα γε είδος παραφροσύνης υπό άλλην μορφήν και η επίμονος κενή φιλοδοξία και η ματαιότης και του πολλού πλούτου η ακόρεστος δίψα και των ανεφίκτων πόθων η δίωξις και η εις ανεγνωρισμένας μωράς προλήψεις υποταγή; Πόσοι πολιτικοί φαντασιοκόποι ανεκτέλεστων ουτοπιών την πραγμάτωσιν επιζητούντες και αναστατούντες το παν χάριν αυτών, δεν θα ήτο ορθότατον να κατελέγοντο μεταξύ των τροφίμων τούτου του ιδρύματος! Πόσοι λυσσαλέοι αρχολίπαροι, τιμών και ευφημιών πειναλέοι, δυνάμενοι τον κόσμον όλον να καταστρέψωσι προς ικανοποίησιν στιγμιαίου πάθους των! Πόσαι μετριοτήτων με αξιώσεις μεγαλοφυίας εκατοντάδες, ανάλογοι προς τον μαθηματικόν Κοσκινάν! Πόσαι ψυχαί ζωωδέστεραι της μορφής του ριγούντος κολοσσού! Πόσοι ερωτευμένοι, ως ο ατυχής χωροφύλαξ, άνευ ελπίδος και άνευ μέλλοντος, τρελοί αδέσμευτοι, παράφρονες λανθάνοντες, δαιμονισμένοι κυκλοφορούντες ανεμποδίστως!
Πληροφορίες για το Φρενοκομείο Κέρκυρας μπορείτε να δείτε εδώ κι εδώ.
Δημοσιεύτηκε στο «Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του έτους 1886» του Σκόκου.
Μετά πολλής περιεργείας παρακολουθώ από τίνος τον εν ταις εφημερίσι και τοις περιοδικοίς διεξαγόμενον πόλεμον μεταξύ των γλωσσολόγων μας. Της πνευματικής ταύτης τροπής το πάντοτε εύπεπτον δεν θα ηδυνάμην να βεβαιώσω ούτε να συστήσω επομένως και εις άλλους ν’ ακολουθήσωσι το παράδειγμά μου· αλλ’ οφείλω ευγνωμόνως να ομολογήσω ότι διά τούτο πληρέστατα με αποζημιόνει το εξ αυτής κέρδος. Ούτως, εκτός πολλών άλλων χρησιμωτάτων πραγμάτων, των οποίων δύσκολος θα ήτο η απαρίθμησις, παρά μεν του κ. Χατζιδάκη διδάσκομαι άπαξ της Ε β δ ο μ ά δ ο ς τακτικώς ότι είναι δυνατόν να παθαίνεται τις υπέρ απλής και ασχήμου πολλάκις λέξεως όσον σχεδόν και υπέρ ωραίας γυναικός ή πως δύναται τις να μεταφέρη εν φιλολογική συζητήσει συνηγόρων αίφνης όπερ της χρήσεως του ρ ι ν ο μ ά κ τ ρ ο υ ως κυριολεκτικωτέρου αντί του μ α ν δ υ λ ί ο υ, ή του τονισμού κ α λ α θ ό π ω λ ι ς αντί κ α λ α θ ο π ώ λ ι ς, αυτότατον το ύφος των πολιτικών εφημερίδων μας οσάκις ερίζουσιν υπέρ της μεταθέσεως ενός ειρηνοδίκου ή της παύσεως ενός τελωνοφύλακος. Ο εν τω μεταξύ παρεντεθείς κ. Ροΐδης ανατρέπει πάσας τας περί ορθού λόγου επικρατούσας και γνωστάς μοι μέχρι σήμερον ιδέας παρέχων το θέαμα ανθρώπου κατά πάντα τα άλλα εχέφρονος και ευφυέστατου, παραδεχομένου δ’ εν τούτοις και αυτού την παραδοξωτάτην γνώμην του διά φυλλαδίων και διατριβών δυνατού της διορθώσεως και μεταβολής των γλωσσών. Ο δε κ. Βερναρδάκης μοι παρίσταται ανά πάσαν Ν έ α ν Η μ έ ρ α ν εκπληκτικώτατον παράδειγμα αξιοθαύμαστου υπομονής και ματαιοπονίας αγωνιζόμενος να μεταπείση στενοκεφάλους σχολαστικούς ή να συζήτηση λογικώς προς τυφλώττοντας γραμματοδιδασκάλους. Εις την ορθήν προφοράν, σύνταξιν ή ετυμολογίαν απειρίας λέξεων, ας μέχρι τούδε σολοίκως, εσφαλμένως ή αναιτίως μετεχειριζόμην, με μυσταγωγούσιν αι Γ λ ω σ σ ι κ α ί Π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι ς του κ. Κόντου· οσάκις δε αναγκασθώ να καταφύγω εις το λεξικόν του κ. Σακελλαρίου τόσον ακριβώς και βαθέως πληροφορούμαι τας αποκρύφους σχέσεις και του ελαχίστου μονοσυλλάβου συνδέσμου προς τους αναλόγους της σανσκριτικής ή της ζενδικής, ώστε θα ηδυνάμην να συντάξω αμέσως το γενεαλογικόν αυτού δένδρον μετά πλείονος ευκολίας ή του πρώτου τυχόντος αθηναίου ευπατρίδου των κοινωνικών διαφόρων της «Νέας Εφημερίδος». Αλλά προκειμένου να εξαχθή πρακτικόν τι συμπέρασμα εκ τούτων και ο ορισμός του τι τέλος πάντων προτείνουσιν οι σοφοί ούτοι και αξιότιμοι άνθρωποι ως πόρισμα των συζητήσεων και των ερίδων των, κατάδηλος παρίσταται η στασιμότης του αιωνίου αυτού και ευλογημένου γλωσσολογικού ζητήματος από της μακαρίας εποχής του μεταξύ Δούκα και Κοραή λεξιλογικών μαχών μέχρι της συνεχείας αυτών σήμερον υπό των κ. κ. Χατζιδάκη και Βερναρδάκη. Νομίζω δε ότι ανώτερον πάσης αμφισβητήσεως πρέπει να θεωρηθή ότι ουδέ εις των μετά τοσαύτης λύσσης συζητούντων θα ηδύνατο αν ηρωτάτο ν’ αποκριθή σαφώς και μετ’ ακριβείας ποίαν των αναρίθμητων αυτών νεοελληνικών διαλέκτων, ας υποστηρίζουσι, κρίνει κατάλληλον και αξίαν όπως γείνη δεκτή ως γλώσσα του ελληνικού έθνους. Θέλετε την δημοτικήν; Όλον το ηλιθιώτατον γένος των ασπαλάκων των λεξικών θα κατεβόα. Θέλετε την καθωμιλημένην, ήτις είναι άλλη παρά την δημοτικήν, μιξοπάρθενον τέρας αποτελούμενον εκ της δημοτικής, εκ της αρχαίας, εκ της γαλλικής, εκ της ιταλικής, εκ της τουρκικής, εξ όλων των γνωστών γλωσσών και πολλών άλλων ακόμη; Θέλετε την ψυχροτάτην εν τω πεζώ λόγω, παγερωτάτην δ’ εν τη ποιήσει μούμιαν καθαρεύουσαν, ην πάντες γράφομεν και ουδείς τολμά ν’ απολακτίση; Θέλετε την αττικήν του κ. Κόντου ή την γλώσσαν του Λασκαράτου; Θέλετε μίαν γ λ ώ σ σ α ν ψητήν ή βραστήν; Σκότος πλήρες· χάος αδιεξίτητον. Και υπεράνω του σκότους και του χάους τούτου πλανάται η απαισία σκιά του κατηραμένου αρχιτέκτονος της νέας ταύτης Βαβέλ, του πρώτου στρεβλόνου γραμματικού του ρίψαντος τον σπόρον της διχονοίας και υπεγείραντος το γλωσσικόν τούτο λεγόμενον ζήτημα.
* * *
Εις το σκότος και το χάος αυτό βεβαίως δεν έχω την όρεξιν να περιπλακώ· αλλ’ ανεξαρτήτως πάσης φιλολογικής αξιώσεως και μεθ’ όλου του προς τον κ. Χατζιδάκην οφειλομένου σεβασμού και φόβου, αν ηρωτάτο και η ιδική μου ταπεινή γνώμη περί της νεοελληνικές γ λ ώ σ σ η ς, θ’ απήντων ότι το μάλλον επείγον περί αυτής μέτρον θα ήτο να βραχυνθή διά παντός τρόπου ολίγον.
Της ανάγκης ταύτης το καταφανές και αναπόφευκτον θεωρώ δυνάμενον να περιφρονήση οιανδήποτε αντιλογίαν. Σήμερον όμως ιδίως προσέλαβε τον τύπον εγχειρήσεως επιβαλλομένης τάχιστα προς εξάλειψιν φυσικού ελαττώματος ισχύοντος όπως μόνον αυτό καθιστά αφανή και άχρηστα τόσα πλεονεκτήματα.
Διότι ανέκαθεν άδικος υπήρξεν η συνήθεια να κακολογώμεν απαύστως το πτωχόν αυτό νεοελληνικόν έθνος. Η φύσις δεν εφειδωλεύθη των προς αυτό παροχών της. Εγεννήθη κατά πάντα αρτιμελές και βιώσιμον και τα μέλη αυτού ήσαν καλώς συμπεπηγμένα και επί του προσώπου του έφερε τα χρώματα της υγείας. Μόνον οι βραχίονες αυτού ήσαν υπέρ το δέον κοντοί και η γλώσσα μακροτάτη.
Έκτοτε ήρχισε και υφίσταται το θαυμάσιον τούτο φαινόμενον έθνους κάλλιστα μεν έχοντος και σχεδόν αξιοζηλεύτου εκ πολλών, μη δυναμένου όμως να κινηθή επαρκώς ή να πράξη τι απαιτούν βραχιόνων έκτασιν ή ρώμην, πάσχοντος δε όσην αδράνειαν χειρών τόσην αφόρητον γλωσσαλγίαν.
Η ιστορία, καθ’ όσον γνωρίζομεν, δεν αναφέρει όμοιον παράδειγμα· η δε αιτία του νοσήματος τούτου είναι όλως ιδιοφυής, φαίνεται, και άγνωστος, μη δυναμένη ούτε εις κληρονομικούς λίγους ν’ αποδοθή· διότι μεθ’ όσα και αν λέγωνται περί της ομιλητικότητος και των αρχαίων Ελλήνων επίσης, εν τούτοις αρχαίος Έλλην ήτο ο Ησίοδος, ποιητής γράψας ολόκληρον έπος φέρον ως τίτλον ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ· αν έζη όμως κατά την σημερινήν εποχήν δεν θα ετόλμα βεβαίως να θέση εις το βιβλίον του τοιαύτην όλως ανόητον και απρόσφορον και διά την χώραν και δια τους συμπολίτας του επιγραφήν.
* * *
Το δε λυπηρότατον και αλλόκοτον είναι ότι το κακόν επιτείνεται ακριβώς κατά τας εποχάς, καθ’ ας είναι ιδίως αναγκαία και αισθητή των βραχιόνων η ύπαρξις και η χρήσις. Αι τελευταίαι δ’ εν τη Ανατολή περιπλοκαί είναι πρόχειρος και επισημοτάτη απόδειξις, διότι κατ’ αυτάς προσέλαβε τον οξύτατον αυτού χαρακτήρα. Απορεί τις ομολογουμένως και εξίσταται πού και πότε αναφαίνονται αίφνης ως δι’ υπογείου εκρήξεως τόσοι βραχύφωνοι Γαμβέτται, τόσοι αναλφάβητοι Καστελάρ, τόσοι διπλωμάται του καφενείου και του ζυθοπωλείου, τόσοι Μόλτκε των σταυροδρομίων και Βίσμαρκ των πλατειών, και θαυμάζει έπειτα πώς τόσον φωνάζοντες δεν ανενεώσαμεν έτι ως προς τους αντιπάλους μας το θαύμα της διά του ήχου των σαλπίγγων καταστροφής των τειχών της Ιεριχούς. Τούτο τουλάχιστον επιχειρούμεν εν πάση περιστάσει. Και εις παν μέγα πολιτικόν γεγονός, όπερ δημιουργεί η δύναμις και η τόλμη των άλλων λαών, ακούονται αντιτασσόμεναι αι παράχορδοι ημών κραυγαί, αι υλακαί των εκ ζηλοτυπίας εξαγριουμένων άνευ αποτελέσματος σκύλων επί τη θέα των εσθιόντων το κόκκαλον συναδέλφων των. Μίαν επαρχίαν οι Βούλγαροι; Ένα σύλλογον ημείς. Οι Βούλγαροι εις τον Αίμον; Τον Γεννάδιον εμπρός! Βαδίζουν επί την Φιλιππούπολιν; Ευθύς τον Συνοδινόν! Έφθασαν εις την Αδριανούπολιν; Αι τόρα πλέον, μέτρα σοβαρά! Επί τα πρόσω το βαρύ πυροβολικόν! Φόρα τον Παράσχον!
* * *
Κατά της ειδεχθεστάτης ταύτης νόσου δύνασθε να κάμετε τίποτε κύριε Χατζιδάκη; Προς περικοπήν της γλώσσης μας αρκούσι τα φώτα σας και αι γνώσεις σας; Εν τοιαύτη περιπτώσει είμεθα έτοιμοι να σας ανακηρύξωμεν εθνικόν ευεργέτην. Και αν εις τούτο θα συνέτεινε κατά τι και η ολιγόστευσις των κενών λεξιδίων, δι’ α τόσους αγώνας καταναλίσκετε και τόσον χάρτην μαυρίζετε, τις θα ευρεθή ο αληθώς σοφός και φιλόπατρις γραμματικός, όστις μειών την απειράριθμον στρατιάν θ’ αφήρει από του στόματός μας τα μέσα της φλυαρίας;
Της χρυσής όμως ταύτης επιθυμίας η πραγματοποίησις δεν φαίνεται πολύ απέχουσα του ονείρου εφ’ όσον τουλάχιστον η πατρίς ημών εξακολουθεί οικουμένη υπό των σημερινών αυτής κατοίκων. Το δε περίεργον είναι ότι εν τούτοις η διάθεσις προς ολιγώτερα λόγια και περισσότερα έργα από κανένα δεν λείπει· αλλ’ ο συνήθης τρόπος της εκδηλώσεως αυτής είναι ο επόμενος ως διετυπώθη κάλλιστα και εκφραστικώτατα εν φλογερωτάτω και φιλοπολέμω άρθρω δημοσιευθέντι εσχάτως· το αξιομνημόνευτον τούτο κείμενον ήρχιζε διά των εξής θαυμαστικών:
«Κάτω οι μακροί και ανωφελείς λόγοι! Καιρός να παύσωμεν φλυαρούντες!» κατελάμβανε δε τέσσαρας ήμισυ στήλας της μεγαλειτέρας των αθηναϊκών εφημερίδων.
28 Σεπτεμβρίου 1885.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πινακοθήκη», 184-185, Ιούνιος - Ιούλιος 1916
ΠΟΛΛΟΙ, οι οποίοι εις εν λιτόν νεκρώσιμον ανέγνωσαν το όνομα, του Μιχαήλ Μητσάκη δεν θα υπωπτεύθησαν, πλην των ανθρώπων των γραμμάτων, ότι εκηδεύετο εις εκλεκτός της νεοελληνικής φιλολογίας. Ο πνευματικός θάνατος όστις πρόωρα, προ 20 ετών, ενέκρωσε τον συγγραφέα, ήτο επόμενον να καταστήση άνευ σημασίας τον σωματικόν. Και ήδη ο Μιχαήλ Μητσάκης, από τους πλέον δυνατούς και ιδιορρύθμους και γλαφυρούς νεοέλληνας συγγραφείς, ανήκει οριστικώς εις την κρίσιν των μεταγενεστέρων.
Η εμφάνισις του Μιχαήλ Μητσάκη προ τριακονταετίας ως συγγραφέως ήτο μία δόνησις ισχυρά, εις ηλεκτρικός σπινθήρ, ο οποίος εφώτισε με αναλαμπάς το πνευματικόν στερέωμα. Ό,τι έγραφε, έφερε την σφραγίδα της ατομικότητος. Πρωτότυπος ηρύετο τας εμπνεύσεις του εκ του βάθους της ιδίας αντιλήψεως. Έγραφε όχι κατά συνθήκην, αλλ’ οιονεί εξ επιβολής ανωτέρας τίνος δυνάμεως. Αι φιλολογικαί σελίδες του είναι πλήρεις λεπτής παρατηρήσεως, αλλά και αδράς σκέψεως, εις ύφος έντονον. Και ο αναγνώστης παρεσύρετο ηδονικώς εις την ανάγνωσιν των έργων του. Ήτο εν είδος Γκυ ντε Μωπασσάν και ως προς την δύναμιν του πνεύματος και ως προς το θλιβερόν τέλος της ζωής. Το πνεύμα του Μητσάκη ήτο δημιουργικόν· είχε πολλάκις πρωτογόνου ορμής εκδήλωσιν, αγνής, μεγαλειώδους. Ήτο ρεαλιστής, αλλά δεν απέλιπεν αυτόν και η ειρωνεία, ήτις εξηκοντίζετο αμείλικτος.
Η εργασία του Μητσάκη ήτο πάντοτε εκλεκτή. Δεν ειργάζετο μηχανικώς. Εσέβετο το όνομά του και δια να εκτιμήσωμεν το μέγα αυτό πλεονέκτημα, πρέπει να αναλογισθώμεν την σημερινήν ανουσίαν θεματογραφίαν, ήτις πλημμυρίζει τας δημοσιογραφικάς στήλας. Παρηκολούθει με ενδιαφέρον την φιλολογικήν κίνησιν, θα μείνωσι δε αλησμόνητοι αι επιγραμματικής απλότητος σκωπτικαί κρίσεις του δια πολλούς συγγραφείς και τα έργα των.
Εις τα περιοδικά «Εστία» και «Αττικόν Μουσείον», εις το «Άστυ», εις ημερολόγια, εις την «Ακρόπολιν», εις τα ολίγα φύλλα του «Θορύβου» και της «Πρωτευούσης» σατυρικών βραχύβιων εφημερίδων ας εξέδωκε, είναι σκορπισμένα τα έργα του, τα πλείστα των οποίων φέρουν τον γενικόν τίτλον «Αθηναϊκαί σελίδες». Είναι δε διηγήματα, σκηναί του δρόμου, ταξειδιωτικαί εντυπώσεις, χρονογραφήματα, περιγραφαί, κριτικαί. Έχουν κύριον προσόν το ύφος, πρωτότυπον, τολμηρόν εις διατύπωσιν, προκαλούν ζωηρόν το ενδιαφέρον διά την ειλικρίνειαν την ελευθερόστομον. Ο «Αθηναίος χρυσοθήρας» μας δίδει μίαν εικόνα της πλουτομανίας, ήτις εξεδηλώθη ακάθεκτος κατά τα Λαυριακά. Μία περιγραφή εμπρησμού δάσους, άλλη των Ηπειρωτικών βουνών, η ποιητικωτάτη, «Παναγία η Μεγαλομμάτα», το «Κάρρο» —πολύ δυνατή ηθογραφική ζωγραφιά— η «Συζυγική σκηνή», ο «Παράφρων», η «Φλογέρα», ο «Ένας τοίχος», είναι έργα, τα οποία θα μείνουν εν τη νεοελληνική λογοτεχνία.
Η διαμάχη μεταξύ των ριζοσπαστών της δημοτικής και των αμυντόρων της καθαρευούσης είχεν εκδηλωθή ζωηρά εν τη γενέσει της, ότε ο Μητσάκης δι’ ενός πειραματισμού προσεπάθησε να αποδείξη, ότι και αι δύο μορφαί της γλώσσης είναι κατάλληλοι διά την έκφρασιν των διανοημάτων, αρκεί να υπάρχη εσωτερική αξία. Και εδημοσίευσεν εν φυλλαδίω την υπέροχον «Θλίψιν του μαρμάρου» εν αριστοτέχνημα —το καλλίτερον ίσως έργον του— εικόνα αισθητικής και ανατομικής περιγραφής ενός ακρωτηριασμένου αγάλματος αθλητού, την οποίαν είχε γράψη εις γλαφυρωτάτην καθαρεύουσαν και κατόπιν μετέγραψεν εις δημοτικήν. Ήτο περίεργος η εργασία του αυτή, γενομένη μετά πολλής προσοχής, ίνα αμφότερα αποδώσουν την έννοιαν, χωρίς η διατύπωσις να χάνη την δύναμίν της, μολονότι η εις καθαρεύουσαν περιγραφή, ως αναβλύσασα το πρώτον απ’ ευθείας εκ της ψυχής του, είναι αρτιοτέρα, καλλιτεχνικωτέρα, πλαστικωτέρα, αρμονιζομένη περισσότερον προς το θέμα του αρχαίου εφήβου. Εις την εν είδει προλόγου προτασσομένην επιστολήν προς τον εκδότην τον απασχολεί το γλωσσικόν ζήτημα· υποστηρίζει ότι ο συγγραφεύς έχει το δικαίωμα να εμφανίση το δημιούργημά του σε οιανδήποτε εκ των δύο μορφών, αρκεί κατ’ αυτόν ν’ αποδίδη το νόημα πιστότερον, και να τηρούνται οι νόμοι της αρμονίας και του ρυθμού, προκειμένου περί ποιητικής πεζογραφίας, ότι η φιλολογική γλώσσα δεν πρέπει να είναι η αμιγής και αποκλειστική τούτου ή εκείνου του ιδιώματος χρήσις,— διεμαρτυρήθη, κατά των γραμματικών μορμυλυκείων και εν τη γλωσσική συγχύσει εκηρύχθη υπέρ της ελευθέρας εκλογής της γλωσσικής μορφής και συγχωνεύσεως των διαμαχομένων yλωσσικών στοιχείων. Την θεωρίαν αυτήν θα καθίστα απτοτέραν εάν έγραφε και εκ τρίτου την «Θλίψιν του μαρμάρου» εις γλώσσαν επαμφοτερίζουσαν, διά να επετύγχανεν ίσως αισθητικωτέραν την έκφρασιν.
* * *
Ήτο ο περιεργότερος παρ’ ημίν τύπος λογίου.
Αφελής, γελών σαρκαστικόν γέλωτα, μονολογών, με τα μυωπικά μάτια πονηρώς προσηλούμενα διά να σε καθηλώσουν, με βήμα ρυθμικώς ταλαντευόμενον, ατημελώς ενδεδυμένος, με μίαν ράβδον περασμένην από του ώμου, απότομος αλλά και αγαθός, ήτο μία εξαιρετική φυσιογνωμία και όταν ήτο λογικός και όταν ήτο τρελλός.
Ανασύρω από τα βάθη της μνήμης μου την πρώτην γνωριμίαν μας. Είχα δημοσιεύση, δύο τρία —τα πρώτα— φιλολογικά μου δοκίμια. Ο Μητσάκης, όστις τότε εθεωρείτο προσωπικότης, μου ήτο γνωστός εξ όψεως. Εξεφύλλιζα ένα βιβλίον εις το βιβλιοπωλείον της «Εστίας» και απέναντί μου ο Μητσάκης έκαμνε το ίδιον. Έξαφνα απέσπασε το βλέμμα εκ του βιβλίου το οποίον ήγγιζε σχεδόν τα βλέφαρά του, και με εκύτταξε περίεργα. Ησθάνθην, χωρίς να τον βλέπω, την διεισδυτικότητα του βλέμματός του· χωρίς να το θέλω, τον κύτταξα και εγώ. Και αφού εξηκρίβωσε την ταυτότητά μου, μου λέγει με αυστηρόν τόνον.
— Καλά... Μου άρεσαν... Να γράφης… Καλά...» Και εβυθίσθη εις το βιβλίον του.
Δεν επρόφθασα να τον ευχαριστήσω, Ούτε και θα το ήθελε. Όταν έφυγα, τον εχαιρέτισα, αλλά αφηρημένος δεν μου ανταπέδωκε τον χαιρετισμόν.
Μία άλλη φορά με εκάλεσε να τον επισκεφθώ. Εκάθητο εις εν ημισκότεινον δωμάτιον της οδού Βησσαρίωνος. Η επίπλωσις απλουστάτη. Ένα τραπέζι εφ’ ου ατάκτως έκειντο ερριμένα βιβλία και περιοδικά, ένα κρεβάτι εις ακαταστασίαν, ένα μπαούλο, το οποίον εχρησίμευεν ως καναπές. Μου εδόθη η τιμητική θέσις του μπαούλου. Αυτός δεν εκάθησε· εβημάτιζε νευρικά, με το κεφάλι κάτω, εσταμάτα αποτόμως, εφθέγγετο αποφθεγματικώς, εγελούσε πλατύτατα, σχεδόν κραυγάζων και μονολογών. Αμίμητος εις χαρακτηρισμούς συναδέλφων του. Ήτο ο «άσπονδος φίλος» των. Μ' εζήτησε διά vα μάθη πώς εσκέπτοντο οι νεώτεροί του. Όταν έφυγα — είχε νυκτώση, μου έσφιξε πολύ δυνατά το χέρι. Ήτο η πρώτη και τελευταία επίσκεψίς μου. Τον συναντούσα έκτοτε εις τους δρόμους τρελόν. Με είχεν αναγνωρίση δύο τρεις φορές, άλλα δεν είχα καρδιά να τον σταματήσω. Με μίαν βαθιά θλίψι έσπευδα να απομακρυνθώ, διά να μείνω με τας παλαιάς ωραίας αναμνήσεις της τόσον πνευματώδους ομιλίας του.
Η κριτική του περιωρίζετο συχνά εις απλάς, αλλ' ευφυείς παρατηρήσεις ή απλήν ανάγνωσιν παιγνιώδη.
Του είχαν δώση, εν δράμα «λογίου νέου», του κ. Ε. Γ. του οποίου ο τίτλος ήτο «Το πρώτον σφάλμα, δράμα εις πράξεις τρεις» και ο Μητσάκης μόλις είδε το εξώφυλλον, ατάραχος εδιάβασε: «Το πρώτον δράμα, σφάλμα εις πράξεις τρεις».
Πόσον η κριτική του ήτο ευεργετική! Ο νεαρός συγγραφεύς δεν διέπραξε πλέον άλλο δράμα.
Άλλοτε, του έδωσαν να κρίνη μίαν ποιητικήν συλλογήν, φέρουσα τον τίτλον «Μικρά τραγούδια». Και ο Μητσάκης απεφάνθη.
— Την κριτικήν την έκαμε ο ίδιος ο ποιητής. «Τραγούδια... μικρά».
Διά τους μαλλιαρούς είχε ειπή, λογοπαικτών ότι πρέπει να λέγωνται κομικοί, ως τρέφοντες κόμην.
* * *
Αλλ' η φωτεινή αυτή διάνοια επέπρωτο ταχέως να σβεσθή εις παντοτεινόν σκότος. Το φρενοκομείον Κερκύρας τον εδέχθη, έφυγε από τους πληκτικούς τοίχους του, περιεφέρετο ερείπιον, προκαλούν την θλίψιν, ανά τας Αθηναϊκάς οδούς με το μυωπάζον βλέμμα, το οξύ υπογένειον, την στραβήν ρεπούμπλικαν, σιωπηλός, με βήμα αργόν και άσκοπον, έως ότου και πάλιν ενοσήλευθη, εις το Δρομοκαΐτειον την φοράν αυτήν, ίνα εξέλθη απολυτρωμένος εκ του μαρτυρίου και αποδοθή εις την προσφιλή του Αθηναϊκήν γην.
Το έργον του καιρός είναι ήδη να περισυλλεγή και διασωθή. Αι εκδοτικαί εταιρείαι, αι οποίαι προθύμως παντοία και πολυποίκιλα έργα εξέδωκαν, ας σπεύσουν να κάμουν ό,τι δεν έκαμαν έως τώρα εξ ασυγγνώστου αδιαφορίας: Να εκδώσουν τα έργα του Μητσάκη, ο οποίος τοιουτοτρόπως θα αναζήση επιβλητικός, εν όλη τη λάμψει της πνευματικής του δυνάμεως.
Δ.Ι.Κ.