ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

Πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη εδώ

 


 

(Μάιος 1891)

Η θεια-Ζωίτσα ήτο γραία πλέον, έως εξήκοντα ετών. Πλην εκ φύσεως ήτο σκληρά γυνή και κράσεως υγιούς, με δυο ροδινάς παρειάς, ως παρειάς μήλου, θαύμα διά την ηλικίαν της. Είχε σώμα λεπτόν και ην μικρά το ανάστημα ως συμμαζευμένη μέσα εις το μαύρο φουστανάκι της, όπερ έδιδεν εις τας κινήσεις της ασυνήθη κουφότητα κ' ελευθερίαν, και σχεδόν επετούσεν εις το περπάτημά της. Δεν την έφθανε καμμία, ούτε εκ των νεωτέρων την ηλικίαν.

— Σαν κοριτσάκι πλειο η θεια-Ζωίτσα! έλεγαν.

Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν. Ιδίως άλλαι τινές «χονδροκοπής» γυναίκες, αι οποίαι μετ' αγωνίας και μόχθου, πνευστιώσαι, βήμα προς βήμα ανήρχοντο τους πρόποδας του ανωφερούς βουνού, εν ω η ευσταλής γραία ήτο πλέον εις την κορυφήν με τους γυμνούς ποδίσκους της, φέρουσα εμπεπηγμένας εις την ζώνην της τας δύο εφθαρμένας εμβάδας— τα κατσάρια της— και κρατούσα βαρύ κοφίνιον με δύο μεγάλας προσφοράς διά τον άγιον, μίαν ιδικήν της και άλλην της γειτονίσσης της, Κρατερίτσας της πιασμένης. Ότε δε αι άλλαι εκείναι χονδροκαμωμέναι, πλέουσαι μέσα εις τον ιδρώτα και κοντανασαίνουσαι, έστρεφαν προς τ' άνω την κεφαλήν, και δεν έβλεπαν πλέον την θεια-Ζωίτσα, εισελθούσαν ήδη εις το πυκνόν δάσος του οροπεδίου, εν ω η Εκκλησία του αγίου, δεν ηδύναντο να κρύψωσι τον φθόνον των κ' έλεγαν περιφρονητικώς:

— Αμ' η κακομοίρα η γρήτσα! δεν έχ' κρηάς! Ούλου κοκκαλάκια είνε!

Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής. Και τούτο εκίνει τον φθόνον των άλλων γραιών, αίτινες εις την γωνίαν της εκκλησίας κρίνουσαι περί πάντων ορατών και αοράτων, γνωστών και αγνώστων, δεν άφιναν και τούτο απαρατήρητον κ' έλεγαν προστατευτικώς τάχα:

— Δεν κυττάζ' τες θυγατέρες της που είναι για παντρειά, μόνον μ' θέλει καινούργια μανδήλα!

Και δεν ήτο καινουργής της πτωχής! Αλλ' ακούραστος και τετραπέρατος γραία, συχνά την έβαφε μόνη της και ανεξόδως, κατασκευάζουσα το χρώμα από της γης τας βοτάνας, ων εγνώριζεν ως έμπειρος ιατρός την ιδιότητα και φύσιν.

Αλλ' ούτω συμβαίνει εις αυτόν τον παληόκοσμον. Ο ράθυμος φθονεί πάντοτε τον φιλόπονον, κ' ευρίσκει πάντοτε τρόπον να εμπαίξη και υποβιβάση η οκνηρία τα έργα της φιλοπονίας.

Διά την θεια-Ζωίτσα όμως ο φθόνος είχε τούτο το ίδιον, ότι εξεφράζετο επιμονώτερον και αποτομώτερον, και δι' αυτά τα ανάξια λόγου αντικείμενα.

Διά τούτο πολλάκις έλεγεν η κακομοίρα με βαθύ παράπονον.

— Το αίμα μας τώχει!

Τώρα τον μάϊον, την έβλεπον να κουβαλή εις την πτωχικήν της οικίαν τα ωραία εκείνα λευκά και μεγάλα σκόροδα, εις μακρούς ορμαθούς, τα οποία μόνη της εκαλλιέργει, την εζήλευον. Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον. Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν:

— Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα!

Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θεια-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της.

Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε:

— Τώχ' το αίμα μας πλειο!

Είχεν η θεια-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά. Πώς να τας αποκαταστήση γυνή αυτή και χήρα; Διά τούτο πολλάκις όταν εσκάλιζε τα κουκκιά υπό τον καυστικόν του μαρτίου ήλιον— τας θυγατέρας της δεν τας άφινε να εξέλθουν τον μάρτιον, μη τας μαυρίση ο ήλιος— κάτι εψιθύριζε μέσα εις τα δόντια της, κάτι έλεγεν, αλλά ποίος να το ακούση; Παράπονον ήτο; συγγνώμη ήτο; Ίσως συγγνώμη. Διότι ήτο ευλαβής γυνή. Θυγάτηρ ιερέως η γραία, ανατραφείσα δι' ιερών προσφορών και κολλύβων, εντός πλούτου ευχών και θυμιαμάτων, και είχεν ευγενή και συγχωρούσαν καρδίαν.

Πολλάκις έχουν και αυτά την επιρροήν των.

Και πόσον εκακοπάθησεν έως ου τας αναθρέψη! Τα παρέλαβεν ως χήρα νήπια σχεδόν, την μίαν οκταετή παιδίσκην και την άλλην πενταετή. Και ήδη η μεν ήγε το εικοστόν όγδοον της ηλικίας της η δε το εικοστόν πέμπτον. Αλλ' έως ου δυνηθώσι και αυταί να εργάζονται, ειργάζετο μόνη η γραία. Ήτο τεσσαράκοντα ετών τότε. Εξενοδούλευε και εξενόπλυνε και εξενόφαινεν η πτωχή. Αλλ' ήτο ευχαριστημένη, διότι οι κόποι της δεν εγίνοντο ματαίως. Και αι δύο ως προς μεν την γνώμην ήσαν όμοιαι προς αυτήν, αγαθαί, φιλεργοί και φιλόπονοι.

— Πώς υποφέρουν μερικές με σταυρωμένα τα χέρια; έλεγαν πολλάκις ενώ ειργάζοντο.

Διότι και αυταί εξενόπλεκον, εξενόρραπτον, εξενόφαινον, εξενοδούλευον. Τα καλτσάκια εκείνα τα κομψά, τα οποία εφόρουν τα εύμορφα παιδάκια της ωραίας καπετάνισσας, και τα κομψά φορεματάκια, ήσαν έργα της πρώτης, της Δεσποινιώς· τα ωραία πάλιν χρυσά κεντήματα τα νυμφικά, άτινα εθαυμάσθησαν κατά τους τελευταίους γάμους, αι χειρίδες με τα ανθοφόρα κλαδία, αι λεπτόταται χρυσαί στίξεις του ποδογύρου και η πολύτιμος σκούφια με την μεγάλην ανθοφόρον γλάστραν εν τη κορυφή ήσαν όλα κομψοτεχνήματα της Σοφούλας, της μικροτέρας. Και αι δύο ήταν επιτήδειαι και ευφυείς. Πλην η μεν επετύγχανε περισσότερον εις τα εκ βάμβακος πλεκτά, η δε εις τα εκ χρυσού. Αλλά ποία πενθερά δεν εθαύμασε τα υφαντά της Δεσποινιώς; Τα βαρέα κυλίμια με τα χρωματιστά τετραγωνίδια και τους ρόμβους και τας ζώνας ποικίλων εν αρμονία χρωμάτων; τα τραπεζομάνδηλα τα μεταξωτά, θαύμα της υφαντικής υπερφυέστατον και τας μεγάλας εκείνας προσκεφαλάδας με τας ερυθράς και λευκάς ζώνας;

Αλλά και τούτο εκίνει τον φθόνον.

— Έχει βιβλία! έλεγον περιφρονητικώς.

Τωόντι η θεια-Ζωίτσα, η προοδευτική και πολιτισμένη Παπαδοπούλα, εφρόντισε να εισαγάγη τας θυγατέρας της, πρώτας-πρώτας, κατά την σύστασιν του σχολείου των θηλέων εν τη νήσω, προκαλέσασα την περιφρόνησιν πολλών, διότι εθεωρήθη ως νεωτερισμός επικίνδυνος τάχα.

Αλλά ιδού τώρα πόσον ωφέλιμος επεφάνη ο νεωτερισμός εκείνος. Διότι εν τω σχολείω ωξύνθη ο νους των κορασίδων, ανεπτύχθη το ενυπάρχον εν τη απαλή καρδία τάλαντον και έλαβον τα πρώτα τεχνικά μαθήματα επί των διαφόρων κεντημάτων και πλεκτών χειροτεχνημάτων.

Και ετέθησαν λοιπόν και τότε αι κακαί γλώσσαι εις κίνησιν, όταν έβλεπον τας δύο ορφανάς παιδίσκας να διέρχωνται την αγοράν και κρατούμεναι εκ της χειρός να μεταβαίνωσιν εις το σχολείον με τας μαύρας μανδήλας των και τα μαύρα φουστανάκια των, με πρόσωπα κατακίτρινα εκ του πένθους της ορφανίας.

Και έλεγον:

— Τώρα και η θεια-Ζωίτσα, η ψωροπερίφανη! Γράμματα μ' θέλει!

Ως προς την εξωτερικήν όμως μορφήν δεν ωμοίαζον διόλου προς την μητέρα. Ήσαν ωραίαι και περικαλλείς αμφότεραι εν σώματι αναλόγω μ' εύπλαστα κ' εύγραμμα τα μέλη, με μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς και μαύρην κόμην γυαλιστερήν ως κόρακος πτερά, καταπίπτουσαν επί των νώτων υπό την μαβιάν μανδήλαν εις δύο παχείς οφιοειδώς πεπλεγμένους πλοκάμους.

Διά της πολυτίμου και περιζήτητου εργασίας των δύο αδελφών επορίζετο η γραία από ετών ήδη τα του οίκου χρειώδη, επερίσσευον δε και ποσά τινα ευτελή, δι' ων αι δύο κόραι εφιλοτέχνουν την προίκα των, τα ασπρόρρουχα και τα επιστρώματα και τα λοιπά πολυτελή στολίδια, κεντώσαι ταύτα μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Πλην φευ! Όλα αυτά τα χρυσά και σπάνια προτερήματα ήσαν άγνωστα εις τους γαμβρούς του χωρίου, οίτινες έν μόνον εγνώριζον ότι η θεια Ζωίτσα δεν έχει «μέτρημα!»

Ο σημερινός υλιστικός βίος επέδρασε πανταχού, εισπνεύσας και εις αυτήν την διαυγεστέραν ατμοσφαίραν του χωρίου κ' εξηχρείωσε και εξηυτέλισε τα πάντα. Κάλλος, ευφυία, φιλοπονία, καλοκαγαθία, όλα εξαφανίζονται ενώπιον του αχρείου μετρήματος.

— Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία.

Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπαρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη.

Περιφρονήσας τας αγίας συμβουλάς του αγαθού πνευματικού του, και τας προτροπάς της συζύγου του ηγόρασε μοναστηριακά ότε επωλούντο κατά τμήματα, διαλυθέντων των μοναστηρίων, και δεν είδε προκοπήν έκτοτε· τουλάχιστον η θεια Ζωίτσα εις τούτο το συμβεβηκός απέδιδε την κατά πόδας καταδιώκουσαν αυτούς έκτοτε σκληράν ειμαρμένην.

— Δεν του τώλεγα! Δεν του τώλεγα! επανελάμβανε πολλάκις η αγαθή γραία ενώπιον του πνευματικού, όταν επήγαινε να εξομολογηθή εις τον «Παπά- Ερημίτη», ούτως αποκαλούσα κατά παραφθοράν εύκολον τον ενάρετον πνευματικόν της νήσου Παπά-Ιερεμίαν, ασκητεύοντα εις την δροσερωτέραν της νήσου εξοχήν.

Ο μακαρίτης ο Μπαρμπα-Δήμας ήτο κύριος δύο λαμπρών ελαιώνων λίαν προσοδοφόρων, τόσον προσοδοφόρων, ώστε εις κάθε εσοδείαν του ελαιοκάρπου με την λαδωμένην βράκαν του καταγινόμενος εις το ελαιοτριβείον έλεγεν εξ αγαλλιάσεως:

— Όξω φτώχια, κυρά Ζωίτσα! Και εκρότει θλίβων τον αντίχειρα και μεσοδάκτυλον ως κάμνουν οι σύροντες τον χορόν.

Αλλ' έχων ακράτητον προς την καλλιέργειαν της γης επιθυμίαν, δεν ηδυνήθη να κρατήση εαυτού, όταν επωλούντο τα μοναστηριακά. Και ακούων την πρόσκλησιν του κήρυκος: «έχει άλλος», προσήλθε παρά την τράπεζαν της πωλήσεως, προσέθηκε εις την τελευταίαν προσφοράν ποσόν τι υπέρτερον και κατεκυρώθησαν επ' ονόματί του δύο μεγάλοι ελαιώνες του Αγίου Χαραλάμπους.

— Τώρα να ιδής λάδια, κυρά Ζωίτσα! έλεγεν.

Η θεια Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν.

— Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπαρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι!

— Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν. Και όποιος αγοράση από αυτά, είνε ωσάν να τα παίρνη πίσω από τον Θεόν και είνε αφορισμένος από την Εκκλησίαν και προκοπή δεν θα βγη. Είνε κανών φοβερός της Οικουμενικής Συνόδου.

— Ναι! Μακάρι' νάχες ν' αγοράσης και συ κανένα τεμάχιον. Τι έπαθε ο κυρ Θανασός που επήρε τον ελαιώνα της Κουνίστριας;

Ούλο και παχαίνει. Αμ' ο καπεταν Καφαντάρας που εμάζωξεν όλα τα Προδρομίτικα; Πιθάρια νάχη για τα λάδια!

— Καλά στερνά! σου είπα.

Και όμως, είπατε ό,τι θέλετε, ο Μπαρμπα Δήμας, αφότου ηγόρασε τα μοναστηριακά δεν είδε προκοπή. Ηκολούθησαν δι αυτόν έτη κατά σειράν αφορίας των ελαιών. Όχι μόνον τα μοναστηριακά δεν ευφόρησαν, αλλ' ουδέ τα ιδικά του, τα οποία ουδέποτε «ξεχνούσαν», ως έλεγε. Και ο Μπαρμπα Δήμας μη έχων να πληρώση τα χρέη του, διότι εχρεώθη κρυφά από την γυναίκα του, ίνα πλειοδοτήση κατά την δημοπρασίαν, μετά τινα έτη, αυξηθέντος του χρέους, απελπισθείς ότι θα ηδύνατο πλέον να το εξοφλήση, ηναγκάσθη να παραχωρήση εις τον δανειστήν μέρος από τα δύο μοναστηριακά του, αν και μετά μεγάλης λύπης. Πλην το θλιβερώτερον είνε ότι ο δανειστής σκληρός τοκογλύφος, τοκίζων 18 τοις % και μετατρέπων κατ' έτος τους τόκους, εις κεφάλαιον, δεν υπεχώρει εις το παραμικρόν· και προς εξόφλησιν κατέσχε και τους δύο ελαιώνας του ατυχούς Μπαρμπα-Δήμα, όστις ούτως απέθανε μετ' ολίγον πάμπτωχος, αφού εθρήνησε τας τελευταίας ημέρας του και τον μονογενή υιόν του, ένα ωραιότατον έφηβον, όστις θα ήτο ήδη η αχώριστος βακτηρία της γραίας.

Η δε θεια-Ζωίτσα απέμεινε χήρα με μίαν ωραίαν άμπελον, μοναστηριακήν και αυτήν, «Αη-Χαραλαμπήτικην», με τ' όνομα, εις την Αμμουδιά, φέρουσαν μίαν παχύσκιον καρυδέαν εν μέσω, την οποίαν ο πατέρας της είχεν αγοράσει κατά την πρώτην διάλυσιν των ιερών μονών, λεπτομέρειαν άγνωστον εις την ανήλικον τότε κόρην, και μίαν οικίαν, τα προικιά της, τα οποία δεν ηδυνήθη να κατάσχη ο άσπλαγχνος δανειστής προς τελείαν εξόφλησιν. Ατελείωτον γίνεται πάντοτε το χρέος. Πολλάκις δε μετά ταύτα ηπείλει και ανησύχει την τεθλιμμένην χήραν.

— Να σ' πω. Έχουμε κάτι λογαριασμούς ανοικτούς με τον μακαρίτην τον Μπαρμπα-Δήμαν.

— Κάμε καλά με τον Μπαρμπα Δήμα, απήντα οργίλως η θεια Ζωίτσα.

— Να σ' πω. Το αμπέλι προικιό σ' είνε;

— Δεν ξέρω, απήντα μετά σκαιάς περιφρονήσεως η χήρα, έχουσα πεποίθησιν εις το εκ του νόμου δίκαιον.

— Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε;

— Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος.

Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζΗ την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα. Πολλάκις περιήρχετο και την ωραίαν άμπελον μετρών αυτήν κλήμα προς κλήμα, και πολλάκις ανεδίφησε τα κεκονιαμένα του συμβολαιογραφείου βιβλία ερωτών τον γέροντα διοπτροφόρον συμβολαιογράφον.

— Να σ' πω. Έχουν καμμιάν αξίαν αυτά τα βιβλία; Σαν παληά μου φαίνονται.

Και πάλιν επανελάμβανε προπετώς:

— Να σ' πω, κύριε συμβολαιογράφε. Λέγει ο νόμος ότι η προιξ δεν κατάσχεται;

Ο συμβολαιογράφος αντί πάσης απαντήσεως εις την αυθάδη αυτήν ερώτησιν ηρκέσθη να ρίψη εις το πρόσωπον του αχρείου δανειστού το στίλβον φως των διόπτρων του.

Ούτω λοιπόν η θεια-Ζωίτσα μετά τον θάνατον του συζύγου της ευρέθη άνευ κινητής περιουσίας, με την ασήμαντον προίκα της, τας δύο θυγατέρας, και τας βαρβάρους ενοχλήσεις του δανειστού, ένεκα των οποίων πολλάκις ηναγκάσθη, με όλην την πεποίθησιν ην είχεν εις το δίκαιόν της, να καταφύγη εις την συμβουλήν του μόνου δικολάβου της κώμης, φέρουσα και μίαν παχείαν όρνιθα, ίνα ερωτήση αν πραγματικώς η προιξ δεν κατάσχεται.

Ο δικολάβος πονηρός άνθρωπος απήντησε προς την χήραν με κάτι διφορούμενα. Και τότε εκείνη μετέβη παρ' αυτώ και δευτέραν φοράν, φέρουσα ήδη δύο παχείας όρνιθας. Αλλά και πάλιν δεν ηδυνήθη να λάβη σαφή και επαρκή απάντησιν.

Διά τούτο ηκούσθη λέγουσα ένα πρωί:

— Κρίμα 'ς τες κοττίτσες μου!

Έως ότου ήλθεν εις το χωρίον ο πρώτος επίσημος εκ του Πανεπιστημίου δικηγόρος, ένας ζωηρός και ροδοκόκκινος έφηβος, όλος καρδιά και γεμάτος ειλικρίνειαν και αγαθότητα, όστις την εβεβαίωσε πλέον την γραίαν.

— Σώπα, θεια Ζωίτσα, μη φοβάσαι.

— Του Χριστού την ευχίτσα να έχης γυιόκα μ'! του Χριστού την ευχή και της Παναγίας γυιέ μ'!

Έκτοτε περιωρίσθησαν και ο δικολάβος και ο δανειστής. Διότι δεν επερνούσε πλέον η μπογιά των. Αλλά διά τρόπου αξιοπρεπούς και οι δύο.

— Καλά, κυρά, είπε μίαν ημέραν ο δανειστής με γλυκύτερον ύφος. Ησύχασε. Αργότερα πάλι βλέπομεν. Ούτε εγώ να αδικηθώ, ούτε συ.

— Έχεις δίκαιον, κυρά Ζωίτσα, είπε και ο δικολάβος μετά θριαμβευτικής ευφραδείας. Ηύρα το άρθρον του νόμου. Μα εκοπίασα πολύ. Μη φοβήσαι. Η προιξ δεν κατάσχεται.

Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους;

— Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θεια-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε- μάνε.

— Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη.

— Αμ πώς, αδελφή; Δεν ξέρεις πως ακρίβαιναν οι γαμπροί;

— Ακρίβαιναν ε!

Τας έβλεπε λοιπόν τας ωραίας θυγατέρας χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως κ' έφθινεν η γραία κ' εφθείρετο. Και αποδίδουσα και αυτήν την ατυχίαν εις τα μοναστηριακά, εφοβείτο ότι θ' απέθνησκε και θα τας άφινεν εις τους πέντε δρόμους. Και ανεστέναζε κρυφίως η γραία.

— Τι έχεις, μάννα μ'; Είπε μίαν ημέραν η Δεσποινιώ.

— Τι ν' άχω, κόρη μου!

Ίσως το εννόησεν η ωραία κόρη, ίσως δεν το εννόησεν· όμως δεν ωμίλησε. Πλην τα πολλά παράπονά της η γραία, τον αληθινόν της καρδίας της πόνον εξεμυστηρεύετο μόνον εις τον «Παπά-Ερημίτη» όπου μετέβαινε κατά Κυριακήν μετά των θυγατέρων της ν' ακούση την ωραίαν ακολουθίαν, των σεμνών Κολλυβάδων ακολουθίαν, εκλείπουσαν ολονέν από της Ανατολής, των ερημιτών Κολλυβάδων, επτάκις της ημέρας υμνούντων τον Κύριον, κατά τον ψαλμόν. Εν όρθρω τη πρώτη ώρα της ημέρας, τη τρίτη, τη έκτη, τη ενάτη τω εσπερινώ και τω αποδείπνω.

— Ούλου διαβάζνι, Μα, έλεγεν η Σοφούλα ενίοτε, θελγομένη εκ της συχνής προσευχής. Σ' νακκλησιά δε διαβάζνι έτσι δα.

Εκεί λοιπόν εύρισκε παρηγορίαν και ανακούφισιν η θεια-Ζωίτσα. Και όταν ο γέρων έκαμνε τας ωραίας αγρυπνίας κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτο εκ των πρώτων η γραία. Κ' εκεί την νύκτα υπό την θείαν ανταύγειαν των οφθαλμών του Παπά- Ιερεμία, οίτινες έλαμπον ζωηρότερον από το μαρμαίρον γαλάζιον φως των κανδηλών του ασκητικού ευκτηρίου του, προσεπάθει η γραία μετά πόνου ν' ανακαλύψη, έστω και μακρόθεν φέγγουσαν, την συγγνώμην του βαρέος αμαρτήματος του μακαρίτου.

— Να, τώρα δεν έχουμε τίποτε πλεια, γέροντα, έλεγε κατά την εξομολόγησίν της. Έχασα τον άνδρα μου, έχασα το παιδί μου, αχ! το καλό μου παιδάκι, θα ήταν σήμερα γαμπρός φοβερός. Εχάσαμε το βιο μας. Δεν θα φωτίση ο Θεός κανένα καλόνε άνθρωπο, να πανδρεύσω το μεγάλο το κορίτσι μου; Μεγάλο καϋμό το έχω, γέροντά μου. Μου έρχεται 'σάν ντροπή. Τουλάχιστον το μεγάλο μου κορίτσι!

Και ελησμονείτο η γραία χάσκουσα εις την έκθαμβον λάμψιν των μεγάλων του γέροντος οφθαλμών.

— «Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από του νυν και έως του αιώνος», απήντα ο Παπά-Ιερεμίας, ως συνείθιζε διά ρητών της Γραφής, ξηρά-ξηρά απαγγέλλων τας λέξεις, ως ήτο ξηρόν το ασκητικόν του σώμα, ζωντανόν άγιον λείψανον, αποπνέον ευωδίαν αρετής και αγιότητος.

Και επανελάμβανεν:

— «Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον!»

Και μόνη της η γραία αναγνωρίζουσα το αμάρτημα του οίκου της, έλεγε προλαμβάνουσα τον γέροντα:

— Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα! τι τάθελε; Φωτιά βάλαμε 'ς το σπίτι μας από τότες.

— Ε, να παρακαλής, τέκνον μου, να προσεύχεσαι. Συνεβούλευεν ο γέρων Πνευματικός. Ο Θεός είναι εύσπλαγχνος προς τους μετανοούντας.

Η δε γραία κατήρχετο την εσπέραν εις την πόλιν με μεγάλην ανακούφισιν και παρηγορίαν, κομίζουσα τας ευλογίας και τα τρυφερά βλασταράκια «που της εδώρει ο Παπά-Ερημίτης».

Ούτως αι θυγατέρες της θεια-Ζωίτσας είχον αποκτήσει εν τοιαύτη αγωγή ουχί τόσον φιλοκόσμους έξεις. Ητοίμαζον μεν τα προικιά των, μετά σεμνότητος πάντοτε κ' εντός του κύκλου των δυνάμεών των, κατά το έθιμον της νήσου, πλην δεν εύρισκον τόσην ευχαρίστησιν εις την πόλιν. Ήθελον κατά τας εορτάς να παραμένωσι παρά τω Ιερεμία και ν' ακούωσι τα ωραία εκείνα συναξάρια. Εις την οικίαν των τραγούδι δεν ηκούσθη καθ' όλα της ορφανίας των τα έτη. Την καμάραν δεν την εχόρευσαν καμμίαν ημέραν της Διακαινησίμου. Και τόσον τας έθελγεν ο σεμνός ούτος χορός! Ήτο το μόνον εκ των του κόσμου τερπνών, όπερ επενήργει επί της τρυφεράς καρδίας των. Ο ηρέμα κινούμενος εν λαμπρά μεγαλοπρεπεία κύκλος εκείνος της καμάρας είχε τι το εξαρτικόν εν τη πραεία των κορασίων φαντασία.

Διά τούτο τας ημέρας του Πάσχα απέφευγον αι δύο θυγατέρες ν' αναβαίνωσιν εις τα βουνόν του Παπά-Ιερεμία, όστις μετά προστατευτικού μειδιάματος ηρώτα την γραίαν.

— Πώς δεν ήλθαν τα κορίτσια;

— Να, κάνουν χάζ' τ' καμάρα πλειο, απήντα η γραία.

— «Παγίς θηρευτών» ο χορός, «παγίς θηρευτών», έλεγεν ο γέρων Πνευματικός.

Και είτα επανελάμβανε καθαρά.

— Να προσέχουν από τον χορό τα κορίτσια, να προσέχουν!

Και όμως τον μέγαν και πομπικόν αυτόν χορόν ουδέποτε εχόρευσαν. Περιωρίζοντο μόνον τα ορφανά να κυττάζωσι κρυφίως διά των ημικλείστων παραθύρων, πλην ποτέ δεν μετέσχον μετά των άλλων νεανίδων, αι οποίαι συνηθροίζοντο καθ' εσπέραν τη εβδομάδα του Πάσχα εις την γειτονικήν πλατείαν κ' εχόρευον κ' έλεγον «θάλασσα» τα τραγούδια εκείνα τα εύμορφα.

Η ιδέα ότι είνε ορφαναί κόραι, τας έκαμνε να συστέλλωνται και να διστάζωσι. Τι ήθελον αυταί μέσα εις την χαράν του κόσμου;

Η γραία όμως όσην ευλάβειαν και αν είχεν εις τους σεμνούς λόγους του Παπά- Ιερεμία, ησθάνετο κοσμικωτέρους παλμούς εν τη γηραιά καρδία της.

Ήθελε να καμαρώση μια φορά νύμφας τας θυγατέρας της— και τι ωραίας νύμφας!— Επεθύμει να σύρη τον χορόν εις τους γάμους της Δεσποινιώς της, και να κολλήση ένα μεγάλο ασημένιο εις το μέτωπον του παιγνιδιάτορος του γέρω Τζαχείλα οπού τον ετρόμαζαν όλα τα λαγούτα.

Πλην ούτε ακτίς από το εύμορφον αυτό μέλλον υπέφεγγε. Και τούτο την εβασάνιζεν, έως ου τελευταίον ησθάνετο κόπωσιν εις τα γόνατα και πόνους εις την οσφύν, ελαττώσασα εσχάτως και την προσφιλή αυτής γεωπονικήν εργασίαν.

Ούτως η αργοπορία της εκπληρώσεως των πόθων μας εξασθενίζει τα νεύρα, ως να είνε ταύτα εξηρτημένα από την ολονέν απομακρυνομένην επιθυμίαν μας.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου.

— Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι αδελφαί.

— Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν:

— Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθή 'ς τα βακούφκα! Κάτι άλλο κακό μεγαλείτερο θα μας εύρη!

Εξημέρωνεν η πρωτομαγιά. Αι πρώται της αυγής ακτίνες διεπέρων ήδη τον μελανόν ορίζοντα όπισθεν του οποίου ήρχισε να οποφέγγη λαμπρά ημέρα· τα άστρα εξηφανίζοντο και εσβέννυντο το έν κατόπιν του άλλου ως σβέννυνται λαμπάδες μία-μία την ημέραν του Πάσχα. Τα νυκτοπούλια αισθανθέντα τον κρύον αέρα της αυγής έπαυσαν τον θλιβερόν και μονότονον κρωγμόν των, αφήσαντα ελεύθερον το στάδιον εις τα ποικιλόστομα πρωινά πουλιά, ων το γλυκύ κελάδημα διέτρεχε χαρμοσύνως το κενόν ως χαιρετισμός προς την αφυπνιζομένην πολίχνην. Κατά σειράν ένα-ένα εξεχωρίζοντο τα κατάφυτα βουνά, και μόνον οι αμπελώνες του κάμπου ήσαν ακόμη σκεπασμένοι από την σκοτεινήν της νυκτός ομίχλην. Σκέπη πυκνή κατεκάλυπτεν εισέτι και τον λιμένα, από την οποίαν εκάθευδον ακίνητα τα εύμορφα κόττερα και λοιπά πλοιάρια της θαλασσινής πολίχνης. Αύρα δροσερά κ' ευώδης ήρχισε να καταβαίνη από το βουνόν του Παπά-Ιερεμία ως ευλογία από της ολονυκτίου προσευχής του ασκητού, ηδέως αρωματισμένη εκ του θυμιάματος του ουρανού και των ανθέων του κόσμου. Τότε ηκούσθη και ο κώδων των Τριών Ιεραρχών διά τον όρθρον. Κ' ευθύς ηγέρθη η θεια- Ζωίτσα από της ξηράς κλίνης της, ήγειρε δε και τας δυο αδελφάς, αίτινες με χαράν επετάχθησαν, ν' απολαύσωσιν ως πάντοτε την ήρεμον εορτήν της πρωτομαγιάς εν τω ωραίω αμπελώνι αυτών.

— Μας πήρεν η 'μέρα, κορίτσια! είπεν η θεια-Ζωίτσα.

— Τώρα δα σήμανεν η εκκλησία, απήντησεν η Σοφούλα.

— Έπρεπε πιο νύχτα. Αλλά δεν ξέρω πώς δεν έχω όρεξι. Μου φαίνεται πώς είνε κομμένα τα ήπατά μου.

— Μήπως κάθεσαι καμμιά μέρα; Ούλου παλεύεις, είπεν η Δεσποινιώ.

Και εχασμάτο η γραία, ενώ αι θυγατέρες της ενεδύοντο.

— Θα τα 'ρμάξνι κείνα τα 'κκιά! είπεν η θεια-Ζωίτσα.

— Αμ την καρυά;

— Καλά λες· είπε ζωντανεύσασα ολίγον η γραία. Κάμετε γλίγωρα.

— Η θεια-Ζωίτσα συνήθιζε κατ' έτος την πρωτομαγιά να μεταβαίνη εις τον αμπελώνα μετά των θυγατέρων της «νύχτα-νύχτα». Και διότι πιστή εις τα πάτρια δεν ήθελε να παραμελήση μίαν ωραίαν συνήθειαν, η ποιητικωτάτη την καρδίαν γραία, αλλά το σπουδαιότερον, διότι έπρεπε να προφυλάξη την ημέραν ταύτην από της διαρπαγής τα προσφιλή προϊόντα της, έργα των χειρών της, και μίαν μεγάλην πυκνόφυλλον και πλατύφυλλον καρυδέαν, ην απεμάδων τελείως οι παίδες και αι κορασίδες συμπλέκοντες τους στεφάνους των διά των πλατεών και χλοερών φύλλων του ωραίου δένδρου. Μια χρονιά που δεν ημπόρεσε να εξέλθη προς φύλαξίν της, την έκαμαν «παραστόλιο» την εύσκιον καρυδέαν, «που της ήλθε της γραίας να την κόψη με το τσεκούρι».

— Μήπως απόχτησε ποτέ τ' δήμαρχο αυτό το χωριό; έλεγε παραπονουμένη.

Και είχε τόσα καλά να προφυλάξη ακόμη η γραία. Φύσει αγαπώσα την γεωργίαν ως είδομεν, είχε μεταβάλει τον αμπελώνα της εις αληθή κήπον. «Περιβολάκι» τον ωνόμαζε. Και ην αληθώς περιβολάκι. Εφύτευσεν οπωροφόρα δενδρύλλια εις τας άκρας, αμυγδαλέας και βερικοκκέας και κερασσέας που ήτον «ένα ρέος» να τα βλέπης ή με τα άνθη ή με τους καρπούς. Έσπαιρνε τα ωραία εκείνα πλατοκούκκια «που κανείς δεν τα είχε». Και «τόσο τα εσήκονεν ο τόπος!» Εφύτευσαν και αι θυγατέρες της εις μίαν άκραν διάφορα άνθη, απομιμούμεναι της μητρός τας έξεις, κιτρινωπά μαντζαράκια με τα βελούδινα άνθη των, και κρίνα λευκά και κόκκινα, και δύο τριανταφυλλέας όπου εύρισκον την χαράν των τα παιδία τώρα την άνοιξιν, οσάκις δεν ευρίσκετο εκεί η γραία. Αλλά ήτο να λείψη; Νύκτα πήγαινε, νύκτα έφευγε. Πλην καμμία φορά θα επιτύχη πάντοτε ο κλέπτης. Ιδίως όταν επήγαινεν εις τον Παπά-Ιερεμίαν, πάντοτε ήθελεν ανακαλύψη ζημίαν τινά.

Άμα εγερθείσαι αι τρεις γυναίκες, εδάγκασαν κατά την συνήθειαν από την ξηράν κουλούραν του Πάσχα, ην εφύλαττον κρεμασμένην από καρφίου επίτηδες, «μη φωνάξη ο γάιδαρος». Έρριψαν το υπόλοιπον είς τινα μικρόν κάλαθον, έλαβον και τι πρόχειρον προσφάγιον και το απαραίτητον διά την πρωτομαγιάν σκόροδον «που καθαρίζει το αίμα» και εξήλθον, αφού εν τω μεταξύ η Σοφούλα πεταχθείσα εις το πηγάδι, εκόμισε κρύο-κρύο νερό, να υπάρχη όταν θα επανέλθουν την νύκτα.

— Ποιος ξέρει τι ώρα θα γυρίσουμε, είπεν η πτωχή νοικοκυροπούλα κόρη.

Πλην η Δεαποινιώ βλέπουσα την μελαγχολίαν της μητρός της κατελήφθη και αυτή υπό τίνος μυστικής ανίας και δεν ήθελε ν' ακολουθήση και μόλις και μετά βίας την παρέπεισεν η γελαστικωτέρα Σοφούλα.

— Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντά 'ς τη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια!

— Αχ! πώς μ' αρέσουν!

Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον.

Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον. Η καταπράσινος και κατάλευκος εξ ανθέων χλόη εμαύριζε συγκεχυμένη εν τη σκοτία, και μόνον ως ασβεστωμένοι τόποι διεκρίνοντο υπολευκάζοντες εδώ και εκεί επί του μικρού πεδίου, τα μέρη ένθα εφύοντο τα σμήνη των χαμαιμήλων και αι άγριαι μαργαρίται.

Η γραία ξεμουδιάσασα, αφού πλέον εξεκίνησεν, ανέκτησε πάλιν όλην την φαιδρότητά της και προηγείτο ελαφρά, παίζουσα και γελώσα με τας θυγατέρας της.

Η δρόσος επεκάθητο άφθονος επί των θάμνων ως αδαμαντίνη βροχή, και εβράχησαν αι άκραι των ιματίων και των τριών γυναικών.

Ανέβησαν ήδη εις τον λόφον. Έφεγγε καλά πλέον. Ευωδίαζεν ο τόπος.

— Τι εύμορφα! είπεν η Δεσποινιώ, σταματήσασα και πνέουσα βαθέως το μεθυστικόν εκείνο άρωμα της πρωίας, σφόδρα ζωτικόν.

— Και δεν ήθελες! διέκοψεν η Σοφούλα.

Εξαίσιον ήτο το θέαμα. Κάτω έβλεπες την λευκήν πολίχνη ης οι οικίσκοι, μια τούφα συμμαζευτοί, ωμοίαζον προς νύμφας με τα λευκά κολοβόλια των, νύμφας θεωρούσας την θάλασσαν. Εξήρχοντο ήδη συντροφίαι φαιδραί διά την πρωτομαγιάν, ων η γελόεσσα ιαχή εξεχύνετο προς όλας τας διευθύνσεις κ' εχάνετο είτα μέσα εις τους θάμνους και τους κήπους και τους αγρούς. Δεξιά επρασίνιζον οι αμπελώνες. Αριστερά εκινούντο αιδημόνως ως καλημερίζοντα τας τρεις γυναίκας τα ευεργετικά λήια, τα καταπράσινα σπαρτά, αποτελούντα ελαφρότατον μορμυρισμόν ηδύτατον εις την ακοήν. Εδώ κ' εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των «μπαμπάκι μοναχό», εφ' ων επακκουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων.

Ω! εις έν άνθος τρυφερόν στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον. Και όταν δεν συνδράμη ο καιρός; Όταν η θύελλα αρπάση το άνθος και ο αετός το πνίξη; Ω! τότε πνίγεται το παρόν του πατρός και της παρθένου το μέλλον!...

«Ψεύσεται έργον ελαίας και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν!».

Οι δε παρόδιοι φράκται διέχυνον συμμιγές άρωμα σχοίνου, συμπεπλεγμένου καλλιτεχνικώς μετ' αγιοκλήματος και βάτου και κομάρου και πρίνου του σκολιού με τας επί των ακανθωτών φύλλων μιζιθρίτσες του.

Και όπου ο αγρός ην άσπαρτος, εκεί πλέον είχον αναφυή όλα τα αγριολούλουδα με τα αναρίθμητα χρώματά των. Εδώ τούφα από κατακόκκινες παπαρούνες, εκεί άγριαι μαργαρίται λευκαί και κίτριναι, παρέκει παντοία ανθύλλια έχοντα τα μικρά τριγωνικά φύλλα των, άλλα ως είδος ανεμομύλου και άλλα ως είδος σταυρού· τα λευκόστικτα άνθη της καυκαλίθρας, τα ψευδοτριαντάφυλλα της κολλώσης κουνούκλας και διαφόρων σχημάτων και μεγεθών ψευδοστάχυες. Τι άλλα ζεμπιλάκια και τι παραδάκια εν ορμαθώ, τα οποία μετά τινας ημέρας ξηρανθέντα υπό το καύμα του Μαΐου θα βροντούν αχυρώδη τινά ήχον, δι' ων θα «μερόνωσι» τα παιδία των αι μητέρες.

Όλα τα είδη των φυτών και των βοτάνων και τα πλέον μικρά και τα πλέον καταφρονεμένα, και αυτά τα αόρατα, είχον το άνθος των. Και αυτή η ανακάνθη υψηλή εις τους φράκτας ως μανουάλιον είχεν εις την κορυφήν ωραίον ιόχρουν βελονωτόν άνθος.

Εις την ωραίαν αυτήν νήσον, ένθα συμβαίνει η παρούσα διήγησις, ανθίζει και αυτή η γη και εμφανίζει κάτι χωματένια λουλουδάκια κοντά και στρογγυλά. Το άνθος του χώματος! Ως και η δηλητηριώδης και αχρεία χλαμπάτζα, από την οποίαν τρώγουν αι αμνάδες και χλαμπατζάζουν, είχε και αυτή τα λουλουδάκια της, ωχρά ως κρόκον ωού, διά τα οποία θα εσυγχώρει τις το κακόν ιδίωμά της.

Μετ' ολίγον διερχόμεναι αι γυναίκες σιτοφόρον αγρόν εξηφανίσθησαν μέσα εις τους αστάχυς, υψηλούς λίαν.

— Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο.

— Θεια-Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον.

Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν.

— Θεια-Ζωίτσα!

— Αρί Δεσποινιώ! ηθέλησε να παίξη και η γραία, παρατείνουσα την τελευταίαν συλλαβήν και οξύνουσα επί το νεανικώτερον την φωνήν.

Τα κορίτσια εγέλασαν.

Ήδη ήσαν εντός της αμπέλου των, της ζηλευτής Αη-χαραλαμπήτικης αμπέλου.

Η γραία κατά πρώτον έσπευσε προς την καρυδέαν, ην εύρε καλώς έχουσαν και ανέπνευσεν εξ ευχαριστήσεως. Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή.

Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.

Η γραία ευχαριστημένη εκάθισε παρά την ρίζαν του δένδρου να ξεκουρασθή, ενώ τα κορίτσια πλήρη ζωηρότητος και δροσιάς εκίνησαν να υπάγουν εις το θαμνώδες μέρος, εν τω άκρω της αμπέλου, όπου υπήρχε και χάλασμα παλαιάς οικοδομής κ' εντός κρήνη μετά καθαρού και διαυγούς ύδατος. Εκεί είχε τους κυάμους της η γραία, εκεί τα καλούδια της. Εκεί ήτο το άδυτον της θεια-Ζωίτσας, εις το οποίον είχεν επιθυμίαν να μη εισδύη «ξένο μάτι». Εκεί εφύετο η πρασινωτέρα και ανθηροτέρα αγριαμπελιά, περιζήτητος εις όλην την πόλιν, ήτις ως πυκνός φράκτης περιέβαλλεν όλον εκείνο το ευώδες και μυστικόν κηπάριον.

— Έλα να μας κόψης αγριαμπελιά, είπεν η Δεσποινιώ προς την μητέρα.

— Κόψ' τε κ' έρχουμι, απήντησεν η γραία.

— Τι; Δεν είνε το φείδι; ηρώτησε μετά δειλίας η Σοφούλα.

Η γραία διά να μη της πειράζουν τα ωραία εκείνα κηπουρικά προϊόντα είχε διαδώσει μετά τέχνης εις την κωμόπολιν ότι «μέσα εις εκείνο το χάλασμα βγαίνει ένα φείδι, χονδρό σαν το χέρι της» έλεγε. Τόσον δε πειστικώς διηγείτο τα κατ' αυτό, ώστε κατώρθωσε να την πιστεύσουν οι άνθρωποι. Τοιουτοτρόπως τα περισσότερα παιδία εφοβούντο να παρεισδύσωσιν εκεί. Και μόνον, οσάκις παρεσύροντο μέχρι της θέσεως εκείνης, περιωρίζοντο από μακρόθεν να θαυμάζωσι την ωραίαν αγριαμπελιάν και τα εύμορφα τριαντάφυλλα, και να οσφραίνωνται ως κυνάρια τα ευωδιάζοντα πλατοκούκκια της θεια- Ζωίτσας.

Η μετά πονηρίας διασωθείσα αυτή φήμη υπό της γραίας τοσούτον είχε γενικευθή, ώστε και αι θυγατέρες της την επίστευον, και ιδού μόλις έφθασαν προ του ευώδους εκείνου θάμνου, εσταμάτησαν, καλέσασαι την μητέρα.

Η γραία ήλθε και ως ήτο μικρά κ' ευσταλής, εισέδυσεν ευκόλως εις το πυκνότερον μέρος σκαλώνουσα ως αιξ ελαφρά επί του χάσματος του λιθίνου τοίχου, όπου ην η τρυφερωτέρα και μακροτέρα αγριαμπελιά.

Αι δύο αδελφαί ίσταντο παραέξω, θαυμάζουσαι τας κουκκέας, φορτωμένας εκ του ευγεύστου της ανοίξεως καρπού.

Αίφνης ακούεται από των υψηλοτέρων θάμνων, όπου και αγκαθωτοί βάτοι, συρμός συνεχής ως κινουμένου μεγάλου και ογκώδους ερπετού.

— Το φείδι! το φείδι! κραυγάζει η γραία μετά τρόμου και αποσύρεται. Αλλ' εν τη ταραχή της προσκρούει επί τινος ογκολίθου του ερειπίου και πίπτει μετά φωνών. Αλλ' ως ήτο γενναία πάλιν εγείρεται, πλην συλληφθείσα υπό της αυθάδους βάτου ξεσχίζει ολίγον το φουστάνι της, διά το οποίον αργότερα, παρελθόντος του φόβου, εφώναζε και εβλασφήμει ασκόπως.

Αι δύο αδελφαί κατακίτρινοι εκ του τρόμου, είχον αποσυρθή μακράν εις το άκρον κάτω, χωρίς και αυταί να το αισθανθώσι καν.

Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν.

— Αρέ, Νιούδα, είπεν αναθαρρήσασα η γραία, ποιος σούδωσε την άδεια; Και επανέλαβε με υψηλοτέραν φωνήν πάλιν το αυτό, ίνα δείξη ότι δεν εφοβήθη.

— Να, θεια-Ζωίτσα, απήντησεν ο βοσκός, λίγη αγραμπελιά έκοψα για την καλή Χρονιά...

Και έγεινεν άφαντος εις το βουνόν, σύρων τα πλέγμα του χλορού θάμνου της Πρωτομαγιάς, μίαν βαρείαν κουλούραν επί της κεφαλής του.

Αι δύο κόραι ακούσασαι τον διάλογον και ιδούσαι και τον βοσκόν ανεθάρρησαν και αυταί και επανήλθον, ενώ η μήτηρ αφόβως πλέον εισδύσασα εκ νέου εις την ευωδιάζουσαν λόχμην έφερε μετ' ολίγον άφθονον αγριαμπελιάν, δι' ης εζώσθησαν αι θυγατέρες και η γραία ευχομένη:

— Σιδερένια η μέση μας! Και του χρόνου κορίτσια!

Ήδη ο ήλιος καίων υψώθη εις τον ορίζοντα. Ουδεμία πνοή ανέμου ηκούετο και η ημέρα προηγγέλλετο θερμή ως ημέρα θέρους. Όλα τα λουλούδια της περί την άμπελον λόχμης και τα οπό τας ελαίας, εν τη χέρσω γη, θερμανθέντα ετάνυσαν και ήπλωσαν τα ποικιλόχρωμα φύλλα των, εφ' ων μετά βόμβου ήρχοντο να επικαθήσωσι μέλισσαι και σφήκες και ζούνες και άλλα ζωύφια διά της συχνής μετατοπίσεώς των δεικνύοντα την χαράν, την οποίαν ησθάνοντο, ως αυθένται του διηνθισμένου εκείνου λειμώνος.

Αι δύο αδελφαί πλέξασαι προχείρους στεφάνους αγροτικούς εκ της αγριαμπελιάς και κοσμήσασαι τούτους με αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα εν ωραία αντιθέσει χρωματισμών έθεσαν αυτούς εις την κεφαλήν των, και αποδιώκουσαι ούτω από του τρυφερού προσώπου των τας ακτίνας του οχληρού ηλίου έτρεχον εδώ και εκεί ως ψυχαί πτερωταί, ως νύμφαι ορεστιάδες επί των ανθέων εν χαρά και αγαλλιάσει μικρών παιδίων.

Πόσον ο άνθρωπος γίνεται παιδί έξω εις την χλόην!

— Κοίταξε αυτή η παπαρούνα, έλεγεν η Σοφούλα, σαν τα μάγουλα της μητέρας δεν είνε;

Και εγελούσαν.

— Να αυτοδά το μικρούτσικο, να τα ξεσκώσης, Σοφούλα, είπεν η Δεσποινιώ, παρουσιάζουσα μικρόν εύμορφον ανθύλλιον. Να το κεντήσης 'σ το ποκάμισό σου το νυμφικό. Καμμιά δεν θα τώχη.

— Αχ! τι ώμορφο! Ναι, τα φυλλάκια θα τα κεντήσω με πράσινο μετάξι. Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο!

Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.

Και η θεια-Ζωίτσα εστεφανωμένη και αυτή με την αγριαμπελιάν και εζωσμένη την οσφύν, ομοία προς γραίαν υπηρέτιδα του αρχαίου θεού, περιήρχετο την άμπελον, ης τα φύλλα έλαμπον εκ των ακτίνων του ηλίου. Λοχερά-λοχερά τα κλήματα «ήτανε μια χαρά να τα βλέπη κανείς», ως έλεγεν η γραία, αποδίδουσα την υγιά κατάστασιν του κτήματός της εις τους κόπους της και μόνον εις τους κόπους της, και υπερηφανευομένη διά τούτο. Οι βλαστοί τρυφερώτατοι υψούμενοι προς διαφόρους διευθύνσεις ακτινωτώς άνω των κλημάτων με βαθέως πράσινα μεγάλα και απεσκληραμμένα τα κάτω φύλλα, μικρότερα και ανοικτοτέρου χρώματός τα υψηλότερα και τρυφερώτατα τα επάνω-επάνω βυσσινόχροα, ως να περιερραντίσθησαν δι' οίνου μαύρου, απέληγον εις άγκιστρα δίχαλα και κυρτά, τας λεγομένας τσούγκρας, δι' ων αι κορασίδες, αφού φάγουν τους βλαστούς παίζουσιν είτα κατασκευάζουσαι αγκυλωτάς βελόνας, τας οποίας διαγκιστρούσαι έλκουσιν αντιθέτως δι' ελαχίστης δυνάμεως, έως ου διαθλασθή η μία, η της ηττημένης. Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως.

— Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θεια-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών.

— Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της.

Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν. Κάτω εις την άκραν ιστάμενοι, όπου διηνοίγετο ευρύ χωράφιον γειτονικόν, εθεώντο συντροφίαν πολυάριθμον τριών- τεσσάρων οικογενειών συγγενικών, αίτινες άρτι εξεπέζευον με θορυβώδη χαράν και γέλωτας και άσματα, ελθούσαι να διασκευάσωσι την φαιδράν της πρωτομαγιάς ημέραν.

— Κορίτσια! επανελάμβανεν η γραία εγγύτερον ελθούσα, αύριον θα θειαφίσωμε.

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά.

— Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!

Εάν δεν είχεν άλλο τι να πράξη, το προχειρότερον ήτο να περισυλλέξη «ξηράδια» από των ελαιών και μηλεών και απιδεών, ξηρούς κλώνους, δι' ων το βράδυ θα συνεπλήρου το φορτίον της, θέτουσα ταύτα ως επικάλυμμα εις το καλάθιόν της, ίνα έχη εύκολα προσανάμματα την πρωίαν, αλλά κυρίως, ίνα μη καθ' οδόν ιταμοί διαβάται ανιχνεύωσιν εν τω πεπληρωμένω πάντοτε εκ των ωραίων προϊόντων της καλαθίω «και μαλάξωσι την ευωδιάζουσαν δροσερότητα αυτών». Φιλάργυρος δεν ήτο, αλλ' είχε συνηθίσει ότε επέστρεφεν εις την οικίαν να τοποθετή μόνη της τα προϊόντα του περιβολιού της εντός απλωτού ταψίου μετά προσοχής, εδώ τα κουκκιά, εκεί τα μάραθα, αλλού τα κρόμμυα, εκεί τας αγγινάρας. Και αφού επί ώραν τα εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τα έργα των χειρών της, εξηπλωμένη εις τας γυμνάς σανίδας του πατώματος έως ου ξεκουρασθή, εμοίραζεν είτα εις τους συγγενείς και φίλους της λίαν αφιλαργύρως.

Αλλά καθ' οδόν δεν ήθελε να τα εγγίση τις.

— Σωρό πάλι τα πλατοκούκκια η θεια-Ζωίτσα, παρετήρουν αι γειτόνισσαι, όταν την έβλεπον επιστρέφουσαν φορτωμένην την γραίαν.

— Να, δυο ξλάκια πλειο για πρόσαναμμα! απήντα η θεια-Ζωίτσα η μυστική και εχάνετο απ' εμπρός των.

Αι δύο αδελφαί εκάθησαν εις άκραν τινά και εθεώρουν την άρτι ελθούσαν πολυάριθμον φαιδράν συντροφίαν, προσπαθούσαι ήδη να γνωρίσωσι τίνες ήσαν.

Αλλά φωναί της μητρός και βλασφημίαι τώρα τας εξήγειραν.

Συνήντησεν η γραία είς τινα γωνίαν πυκνήν και αυθάδη αγριάδαν, απειλούσαν να καταστρέψη ικανά κλήματα και ήρχισε να φωνάζη κατά των σκαφέων, οίτινες την εξηπάτησαν. Δεν ηδύνατο να χωνεύση το ελάττωμα τούτο, τον δόλον.

— Σ' ακούνε οι λοχεμένοι! Να! τάπνιξε τα κλήματα, ταφάνισε η αγριάδα. Τρεχάτε κορίτσια!

Και ήρχισε πάραυτα οχληράν και αγωνιώδη εργασίαν εκριζώσεως διά των χειρών της απεσκληραμμένης πλέον αγριάδας, «όπως δώση αέρα εις τα καϋμένα τα κλήματα, τα οποία είχαν ανάψει».

Αι δύο αδελφαί αισθανθείσαι τον πόνον της γραίας ήλθον πάραυτα και έλαβον μέρος και αυταί εις την επίπονον εργασίαν.

— Μας ηύρε δλειά πάλι! είπεν η Σοφούλα.

— Καλά έλεγα εγώ να μη ρθω, προσέθηκε και η Δεσποινιώ γελώσα.

Ο ήλιος έκαιεν.

— Να δγης, Μα, έλεγε κατά την εργασίαν η μικροτέρα. Ήρθαν κ' ήρθαν 'ς το χωράφι κάτω. Ο κυρ Γεώργης, ο καπεταν Μαθιός, ο Γιάννς τς Μαχώς.

— Έχνι σφαχτά, προσέθηκε και η Δεσποινιώ. Έχνι ψτά, γάλατα, τυριά χλωρά και μιζίθρες.

— Πήρανε κι' τ' νύφ'; ηρώτησεν και η γραία.

— Τν' έχνι.

Η εργασία εξηκολούθει. Είχεν ήδη εξαχθή μέγας σωρός του αναιδούς αργοφυτού.

Δύο-τρεις φορές εθεάθησαν παιδία και κορασίδες κατευθυνόμενα προς το ζηλευτόν άδυτον «το περιβολάκι» της γραίας, πλην επειδή είδον τας γυναίκας δεν επροχώρησαν. Εκαμάρωνον μόνον μακρόθεν τα ωραία κεράσια, τα οποία τώρα μόλις ήρχισαν να λάμπουν κοκκινίζοντα κρυμμένα από τα μεγάλα φύλλα ως να εντρέποντο με το παρθενικόν εκείνο χρώμα των, και υπέστρεψαν.

Παρήλθεν η μεσημβρία. Τότε είχε καθαρισθή πλέον και η αγριάδα και αι τρεις γυναίκες κατάκοποι εκάθησαν υπό την καρυδέαν, εις τον δροσερόν ίσκιον της να ξεκουρασθώσι και να φάγωσι το λιτόν γεύμα των, άρτον, τυρόν και μοσχοβολούντα πλατοκούκκια αρτιδρεπή στάζοντα δρόσον ακόμη. Εις το αντικρυνόν χωράφιον εβούιζεν η χαρά και η φαιδρότης των ευθυμούντων. Φωναί παιδίων, άσματα νεανίδων, καγχασμοί γυναικών, διαταγαί ανδρών, προπόσεις πυκναί και γελαστικαί, κάκου κάπου κλαυθμός οξύς κανενός νηπίου απετέλουν πολύφωνον συναυλίαν συμποτικού γεύματος, όπερ είχε στρωθή υπό πυκνόφυλλον υψηλήν δρυν, εν μέσω του χωραφίου κειμένην. Αυτά είνε της εξοχής τα ηδέα και απλά.

Ο άνθρωπος εκεί αφίνει το αίσθημά του ελεύθερον να πετά, να πηδά, να χορεύη, να τραγουδή, ως πετώσι και πηδώσι και χορεύουσι και τραγουδούσι τα ελεύθερα πουλιά κυνηγούμενα μεταξύ των μίαν ωραίαν πρωίαν από 'κλάδου εις κλάδον.

Ο θόρυβος των συνευθυμούντων ως βοή, βοή του χειμάρρου του Πετραλώνου, έφθανε μέχρι της καρυδέας, οπού αι τρεις γυναίκες ησύχως και ηρέμα έτρωγον το λιτόν γεύμα των, συντροφευόμεναι υπό δύο κοσσύφων, οίτινες εις τα υψηλότερα κλωνάρια του ωραίου δένδρου συνεκρότησαν αγώνα άσματος επίμονον και φίλεριν, προς ερημικήν αηδόνα επί άλλου καθημένην κλώνου άλλου δένδρου και κατακηλούσαν ηδέως του θνητού την καρδίαν. Ετελείωνον οι κόσσυφοι και ήρχιζεν η αηδών.

— Να! χορεύουν τη καμάρα, επετάχθη πρώτη η γραία, ενωτισθείσα του ωραίου άσματος, το οποίον τοσάκις είχε τραγουδήσει εις τα νειάτα της.

Αι δύο θυγατέρες ακροασθείσαι και αυταί ηγέρθησαν ως να επρόκειτο να λάβωσι μέρος εις τον χορόν. Άγνωστος δύναμις τας είχεν εξεγείρει αίφνης, ως όταν ανατινάσσεταί τις εις τον ύπνον του.

Αληθώς, μετά το πλουσιώτατον γεύμα, είχεν αρχίσει κατά το σύνηθες ο χορός και ήδη διά μέσου των φυλλοφόρων βλαστών της αμπέλου έφθανον σαφώς μέχρι της καρυδέας αι λέξεις του άσματος της καμάρας:

Καμάρα χτι Καμάρα χτι-

Καμάρα χτίζω 'ς το γιαλό (δις)

Καμάρα δε στεργιόνει

να ζήτε λέει τ' αηδόνι, (δις)

Έλα το πουλί μου, έλα

μοσκοκάρφια και κανέλλα.

Αι δύο παρθένοι θελγόμεναι προσεπάθουν να διανοίξωσι χώρον διά μέσου των κλημάτων, ίνα ίδωσι τον πομπικόν του Πάσχα χορόν. Επήγαινον εδώ, έβλεπον εκεί, πλην δεν κατώρθονον να εύρωσι μέρος εκ του οποίου να βλέπουν χωρίς να βλέπωνται.

— Αναβήτε απάν 'σ τη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν.

Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας! Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της;

Πάραυτα από μυστικού πόθου κινούμεναι αι δύο θυγατέρες της θεια- Ζωίτσας, ανήλθον μετά προσοχής βαίνουσαι επί των λείων και ολισθηρών κλάδων του δένδρου συνηθισμέναι, διότι ανέβαινον και εσύναζον τα κάρυα. Και σταθείσαι εις μέρος υψηλόν εθεώρουν διά μέσου των φύλλων τον μεγαλοπρεπή χορόν, όστις εν ευρεί κύκλω εχορεύετο εν μέσω του γειτονικού αγρού υπό φαιδρού ομίλου νέων και νεανίδων και γυναικών, ων οι συρόμενοι μετά τέχνης και χάριτος πόδες κατεπάτουν θλιβερώς και ασπλάγχνως τα ωραία αγριολούλουδα.

Πόσον επαγωγώς θεαματικόν είνε να βλέπη τις τον χορόν τούτον. Οι χορεύοντες σχηματίζονται εις σφιγκτώς συνδεδεμένην άλυσιν, του πρώτου δίδοντος την δεξιάν εις την δεξιάν του δευτέρου και την αριστεράν εις την δεξιάν του τρίτου, ενώ του δευτέρου η αριστερά προτείνεται εις την δεξιάν του τετάρτου, ώστε να σχηματίζωνται χιαστοί σταυροί ρομβοειδώς συμπεπλεγμένοι. Και ίσως δι' αυτό ο χορός είνε καθιερωμένος εις τας κοσμικάς εορτάς του Πάσχα. Οι χρωματισμοί των ποικίλων ενδυμασιών των γυναικών απετέλουν εύμορφον αρμονίαν προς τον υπό των ποικίλων ανθέων χρωματισμόν του αγρού, τα λευκότατα πάλιν κολόβια των νεονύμφων άτινα επί τούτω είχον λευκανθή τον Μάρτιον εις τον χαλικόστρωτον αιγιαλόν του Κάστρου ήταν εις ευάρεστον αρμονίαν εγγύς των ερυθρών φουστανιών παιδισκών τινων, εν ω τα χρυσά κεντήματα του διά κρεμέζης βεβαμένου χιτώνος επί του στήθους φαεινώς ηκτινοβόλουν κατέναντι των ακτίνων του λαμπρού ηλίου.

Και ο ιστάμενος θεατής ευφραίνετο βλέπων πρόσωπα απαλά εξ ενός και χρυσάς κορυφάς εξ άλλου υπό την διαύγειαν λεπτοτάτης μεταξοϋφάντου μανδήλας, και εν γένει κομψά και θελκτικά κορμιά ερασμίων γυναικών, εν θρησκευτική προσοχή περιφερομένων κύκλω συνεκδοχικώς. Σεμνόν θέαμα! Κύκλος καμαρωτός με ωραία λάμποντα μάτια και χρυσώς ακτινοβολούντα στήθη, βαίνων αργώς βήμα προς βήμα, ώστε να υποφαίνηται ηδέως η χρυσόρραπτος κοντούρα, με χαριεστάτην ελαφράν κίνησιν του κορμού δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τους ιάμβους του άσματος, ως κινείται λέμβος ηδυπαθώς εν γαλήνη, ώστε ο χορεύων να μη αισθάνηται κόπον ταράσσοντα. Και αυτό το πήδημα κατά τον δεύτερον στίχον να είνε τόσον ελαφρόν, ώστε να νομίζη τις ότι εποχείται επί απαλού και δροσερού κύματος συρόμενος απαλά με το κύμα.

Η γραία καταπεπονημένη— ήθελε να κοιμάται ολίγον πάντοτε την μεσημβρίαν— επακκουμβήσασα παρά την ρίζαν του γηραιού δένδρου παρηκολούθει σιγά- σιγά, πλην ηδέως, τους ιαμβικούς του άσματος στίχους, υποτονθορύζουσα αυτούς συμφώνως προς τον αναδιπλούμενον ρυθμόν του σεμνού χορού, επιλέγουσα εκάστοτε και την επαλλάσσουσαν επωδόν:

Καμάρα χτίζω 'ς το 'γιαλό,

Καμάρα δε στεργιόνει.

 

Ένας κοντός κοντούτσικος,

κοντός και μ' ένα χέρι.

 

Το μάρμαρο πελέκαε

τις πέτρες πελεκούσε.

 

— Κοντέ μ', και πού ν' το χέρι σου,

και πελεκάς με τώνα;

 

— Βασιλοπούλα φίλησα,

και μούκοψαν το χέρι.

 

Ας την εξαναφίληγα,

κι' ας μούκοφταν και τ' άλλο.

 

Και αντηχεί καλλικέλαδος η ηχώ ανά τους εγγύς λόφους επαναλαμβάνουσα:

 

Καμάρα δε στεργιόνει,

να ζήτε λέει τ' αηδόνι.

 

— Να ιδής, Μα, εφώνησεν από της καρυδέας, κρυμμένη εντός των φύλλων, η Δεσποινιώ, «ξομπλιάζουσα», ήτοι παρατηρούσα και κρίνουσα τας ενδυμασίας. Να ιδής, το Μαργιώ τ' καπεταν Μαθιού, φορεί το καλλίτερο κολοβόλι. Τι ώμορφα που είνε βολτιασμένο! Σαν να ήνε από χαρτί!

— Ναι, καλά λες, προσέθηκεν η Σοφούλα, επί άλλου κλάδου ισταμένη. Σαν σκοπελίτικο είνε! Σαν το χιόνι λαμπέινο!

— Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη.

— Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσα 'σ τον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής.

— Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν έχει καμμιά θωριά!

— Αχ! Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια.

— Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι.

— Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα.

— Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη.

Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!

Η γραία είχεν αποκοιμηθή.

Η δε Δεσποινιώ, εξακολουθούσα να θέλγεται εκ της θέας προσεπάθει να στερεωθή καλλίτερον επί του ολισθηρού κλώνου, όπως «ξομπλιάση» την νύμφην χορεύουσαν.

Αλλά φαίνεται ότι η νύμφη «'ντροπαλή ως άβγαλτη» δεν εχόρευε τόσον καλώς. Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως:

— Κρίμα 'ς το κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να πάρη τα ποδαράκια της.

— Την χαλνάει ο καπεταν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ, σεμνότερα πάντοτε.

— Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται.

Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν!

Είνε μερικά πράγματα τα οποία μανθάνει τις αυτομάτως. Άλλως δεν εχόρευσαν μεν, ως είπομεν, αλλά πολλάκις εθεώρησαν την καμάραν, τελουμένην εις την γειτονικήν της οικίας των πλατείαν.

— Να! Να! είπε γελώσα πάλιν η Σοφούλα. Έχασε την κουντούρα της η νύμφη. Σκύφτει για να την πάρη. Ω, ντροπής νυφίτσα μου! Κρίμα 'ς το ατλαζένιο μπαμπουκλί σου, νυφούλα μ'.

— Μποδίζουν τα χορτάρια, τι να σου κάμ'! Απήντησε πάλιν η Δεσποινιώ και αφηρείτο όλη εις του χορού το μεγαλοπρεπές θέαμα, όπερ εξήρθη ήδη σφόδρα, διότι έλαβον μέρος όλαι αι γυναίκες και όλοι οι άνδρες.

Αλλ' αίφνης βαρύς κρότος αντήχησεν εντός των φυλλωμάτων της καρυδέας, ως να έπεσεν άνωθεν ογκώδης λίθος κ' έσεισε δεινώς τους χονδρούς κλάδους του πυκνού δένδρου. Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν.

— Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θεια-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος.

— Νερό! Νερό! Σοφούλα, Νερό! εκραύγασεν η γραία. Αχ! Πάει το κορίτσι! Σκοτώθηκε! Τι να γένω!

— Η Σοφούλα καταβάσα ταχέως από του δένδρου περίτρομος ως να έπεσε και αυτή έσπευσεν εις την κρήνην ως πτερωτή κ' εκόμισε δροσερόν ύδωρ, δι' ου η γραία περιέβρεχε το μέτωπον και τας παρειάς της Δεσποινιώς, ήτις ωχρά ως νεκρωθείσα είχεν ημικλείστους ως ημίσβεστον λυχνίαν, τους ωραίους οφθαλμούς της.

— Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω!

Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους. Ανεκάθισεν ωχρά εκ του τρόμου της δεινής καταπτώσεως, με λευκά τα χείλη εκ της λιποψυχίας, με οφθαλμούς απλανώς βλέποντας, ως βλέπει εκείνος όστις εκ της ζάλης θεωρεί στριφογυρίζουσαν την γην ως σφονδύλιον, με λυτήν την μαύρην της κόμην, της μανδήλας τη παρασυρθείσης υπό των κλάδων του δένδρου εν τη πτώσει, κ' έβαλε τώρα κραυγήν οξυτέραν, διότι τώρα ησθάνετο της πτώσεως το βαρύ αποτέλεσμα.

— Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος.

— Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους.

Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα.

Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ.

Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος.

— Ωχ! Ωχ! Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη.

— Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια.

Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας:

Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου

Και πελεκάς με τώνα;

Έλα το πουλί μου ν' έλα . . . .

Η Σοφούλα σιωπηλή ίστατο ως απομαρμαρωθείσα. Η δε γραία εξηκολούθει να εκφέρη στεναγμούς και οιμωγάς οδυνηροτέρας της παθούσης ωραίας παρθένου:

— Αχ! πάει το κορίτσι! Τώχασα το κορίτσι!

Κλαυθμηρώς και διακεκομμένως ως μοιρολόγημα επί νεκρώ προφέρουσα τας συλλαβάς.

— Δεν έσπαζα το πόδι μου να μην έλθω; Έλεγε συνεχώς· και τύπτουσα την κεφαλήν της επανελάμβανε:

— Η λαχταρισμένη! Η πλαντασμένη! Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνε 'ς τη καρυά!

Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της.

Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα:

— Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!

Όταν δε ενύκτωσε, διά να μη βλέπουν οι άνθρωποι, μήτηρ και θυγάτηρ, βαστάζουσαι εντός κυλιμίου την πανάτυχον Δεσποινιώ, εκόμισαν αυτήν εις την οικίαν των εν τω χωρίω, ως να εκόμισαν νεκρόν, υπό τας συγκινούσας αναφωνήσεις της θεια-Ζωίτσας, ήτις εθρήνει, ως να εθρήνει νεκρόν.

 

Πρωίαν τινά θερινήν έν έτος μετά ταύτα είχον αναβή εις τον Προφήτην Ηλίαν να δροσισθώ υπό την σκιάν των δροσοκρατούντων πλατάνων και ασπασθώ την δεξιάν του Παπά-Ιερεμία, όστις εκεί είχε το απλούν και σεμνόν ερημητήριόν του, εκτισμένον εν μέσω των παχυσκίων δένδρων εγγύς δροσερού ύδατος, εκρέοντος από τινος μεγάλου βράχου, κεκαλυμμένου υπό πυκνού θάμνου, κισσού και αγρίων βάτων. Οικοδομή μεγάλη τετράγωνος, διώροφος, εν η ευρίσκοντο κατά σειράν τα κελλία, οικοδομή ασχεδίαστος του μακαρίτου Γέροντός του, ήτις ως στρατών έρημος υψούται εκεί ακόμη μελαψή και πένθιμος εις την δροσόπνοον εκείνην κορυφήν της νήσου.

Ήτο περί το τέλος η Ακολουθία. Διέκριναν ψαλλόμενα τα Νεκρώσιμα Ευλογητάρια. Ετελείτο μνημόσυνον. Ως ήμην κατασκονισμένος εκ της κοπιώδους πορείας, πριν νιφθώ εις την δροσεράν πηγήν, έστην εις το κατώφλιον του ναΐσκου, παρασυρθείς υπό της γλυκείας μελωδίας του ψαλλομένου άσματος: «Μετά των αγίων ανάπαυσον. . . ». Από της θύρας, σκιαζομένης υπό τινος αγριελαίας, ηκροώμην του πενθίμου ύμνου, περιεργαζόμενος συνάμα τα εν τω μικρώ και απλώ εκείνω ευκτηρίω, το οποίον εν τω κάτω πατώματι προς την ανατολικήν πλευράν είχε προορίσει διά τα ασκητικάς προσευχάς του ο εν μακαρία τη λήξει Διονύσιος ο Λογιώτατος, ο Γέροντάς του, τελευταίος των Κολλυβάδων, αυστηρός και άκαμπτος, ανήκων εις μίαν των ισχυροτέρων οικογενειών της νήσου «ο Γέροντας» αποκαλούμενος. Ούτε τέμπλεον είχεν ούτε πολυελαίους, αλλ' ούτε στασίδια. Ολίγας εικόνας εις τους μαυρισμένους του τοίχους και μίαν Αγίαν Τράπεζαν εφ' ης έκειτο ευλαβώς φυλασσόμενον το πυξίον του Αγίου Άρτου διά την θείαν Μετάληψιν. Λειτουργίας δεν ετέλουν. Μόνον την τακτικήν ακολουθίαν εδιάβαζον, και μετελάμβανον όσοι ήσαν προετοιμασμένοι. Ο θάνατος του Γέροντος δεν επέτρεψε να συμπληρωθή το Ευκτήριον εις τακτικόν ναόν.

Ο Παπά-Ιερεμίας 80 ετών γέρων, με λευκήν κόμην και λευκόν πώγωνα ως τολύπην βάμβακος, απήγγελλε τας ευχάς με το αυστηρόν εκείνο και πένθιμον ύφος του, όπερ όμως παραδόξως εγέννα εν τη καρδία μαλακά και πραέα αισθήματα παρηγορίας κ' ελπίδος. Δεξιά έψαλλε νεαρά μοναχή— διά τούτο ην γλυκύς τόσον ο ύμνος— φέρουσα μέχρι των οφθαλμών το μαύρον κουκκούλιόν της με τον μικρόν κόκκινον σταυρόν επί του μετώπου, και αφίνουσα ελευθέρας μόνον τας λευκάς εκ της ασκήσεως παρειάς, παρειάς νηστεύοντος αγγέλου. Εμπρός επί του στήθους της του παρθενικού, υπό τας πτυχάς του μαύρου ράσου, διεφαίνοντο τα Σχήματα της μοναχής, μέγας ερυθρός σταυρός με την Λόγχην και τον Σπόγγον ένθεν και ένθεν εν σχήματι τριγώνου, έχοντος προς τα κάτω την κορυφήν, όπου ήτο κεντημένον, ερυθρόν και αυτό, το γυμνόν κρανίον του Αδάμ. Η φωνή της ην ασθενής αλλά γλυκυτάτη, φωνή αγγελική. Κ' έμεινα εκστατικός εκεί εις την θύραν μέχρι τέλους, ρίπτων ενίοτε τους οφθαλμούς μου και επί των χρυσοκεντήτων ποδιών, αίτινες με βαρείας χρυσάς φούντας εκρέμαντο υπό τας ολίγας αγίας εικόνας, ποδιών ουχί επί τούτω εξ αρχής κεντηθεισών, ως μοι εφάνη. Το χρυσοΰφαντον εκείνο ύφασμα ίσως κατ' αρχάς θα ήτο προωρισμένον δι' άλλον σκοπόν, ίσως εχρησίμευσεν εις την προικώαν ενδυμασίαν νύμφης τινός, μετά τον θάνατον της οποίας, ακαίρως ίσως θανούσης, τα εχάρισεν εις την εκκλησίαν, χάρισμα πένθους ή και χηρείας.

Την προσοχήν μου εφείλκυσε και ζεύγος νεαρών συζύγων, εν κατανύξει ισταμένων εγγύς της ψαλλούσης μοναχής. Εκτός κ' ενός άλλου μοναχού, του γηραιού Πέτρου, υπηρετούντος και ψάλλοντος με την άξεστον μεν χονδρήν φωνήν του κατανυκτικήν δε, ουδείς άλλος υπήρχεν εν τω ναΐσκω, ου τα ολίγα φώτα εχλώμαινον πενθίμως εν μέσω του ευώδους καπνού του θυμιάματος. Κ' έβλεπες τότε το γλυκύ λευκόν πρόσωπον της μοναχής ως εν μέσω νεφελών εν τοις ουρανοίς.

Μετά το τέλος του μνημοσύνου ο ιερεύς φέρων την στολήν του, κρατών λαμπάδα και θυμιατόν, εξήλθε του ναού και κατόπιν αυτού η συμπαθής καλογραία, ήτις, μετά λύπης παρετήρησα ότι ην χωλή η δυστυχής, μετά δεινού κόπου σύρουσα τον έτερον των ποδών της, υποβασταζομένη περιπαθώς υπό του νεαρού ζεύγους των συζύγων. Μακρόθεν ηκολούθουν κ' εγώ, θελχθείς συμπαθώς υπό των προσώπων της ασκητικής αυτής συνοδείας. Μετά τινα βήματα έστησαν επάνω τάφου, φέροντος εμπεπηγμένον ξύλινον μαύρον σταυρόν. Ο ιερεύς, αφού εθυμίασεν, ήρχισε ν' αναγινώσκη το πένθιμον Τρισάγιον, οι δε λοιποί εγονυπέτησαν εν κατανύξει μεγάλη, ψιθυρίζοντες ευχάς αναμεμιγμένας με θρήνους, όταν μάλιστα ήκουσαν του ιερέως μνημονεύοντος: «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της δούλης του Θεού Ζωίτσας».

Τότε έκθαμβος ανεγνώρισα τα συμπαθητικά πρόσωπα της παρούσης διηγήσεως.

Ο νεοσκαφής τάφος με τον μαύρον ξύλινον σταυρόν, προς το ρίζωμα του οποίου είχον φυτρώσει, τις οίδε πώς, μεγάλη τις κουκκέα με δροσερά υπόφαια ως στακτωμένα φύλλα και ολίγα μαυροπράσινα μάραθα με τα κίτρινα άνθη των τα φουντωτά, ην ο τάφος της θεια-Ζωίτσας, ήτις απέθανε τρεις μήνας μετά το πάθημα της θυγατρός της, πονούσα βαθέως διότι έβλεπε χωλήν την ωραίαν θυγατέρα της. Αι τελευταίαι της λέξεις, όταν απέθνησκεν, ήσαν:

— Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα!

Ταύτα επρόφερεν η πτωχή με τα ξηρά του θανάτου χείλη ενώπιον του αγγέλου της, και έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς της.

Η δε λευκή και χωλή μοναχή, ην η προσφιλής της θεια-Ζωίτσας θυγάτηρ, η ωραία και καλόκαρδος Δεσποινιώ, ήτις μετά νοσηλείαν επίπονον δύο μηνών, απομείνασα χωλή τον θραυσθέντα πόδα, εκάρη μοναχή παρά τω γέροντι Ιερεμία κ' έμεινε παρ' αυτώ.

Το νεαρόν πάλιν ζεύγος των συζύγων, ην η μικροτέρα θυγάτηρ της θεια- Ζωίτσας, η καλή Σοφούλα, ην υπάνδρευσεν ο Παπά Ιερεμίας ως καλός πατήρ μετά τινος αγαθού ναύτου εργατικού και δραστηρίου, αρκεσθέντος εις την οικίαν, και μη θελήσαντος να εγγίση την εκκλησιαστικήν άμπελον.

Αι χρυσοκέντητοι τέλος ποδιαί, αι στολίζουσαι το κομψόν τέμπλον του προχείρου εκείνου ναΐσκου τόσον λαμπρώς, ήσαν τα προικιά της Δεσποινιώς τα εύμορφα, τα οποία με τόσην αγνήν προσπάθειαν εφιλοτέχνησεν η καλή παρθένος, ως να ήξευρεν ότι έμελλον ποτε να στολίσωσι τας εικόνας του Χριστού και της Παναγίας.

Αφού τέλος εμοιράσθησαν τα κόλλυβα, τα οποία ήσαν πολύ εύμορφα στολισμένα με σταφίδας, κουφέτα, βαράκια ολόχρυσα και φύλλα ευώδη, ο παπα- Ιερεμίας είπε τον επίλογον με την ξηράν πάντοτε και στεγνήν φωνήν του:

— Τα αναθήματα, τιμαλφή ταξίματα και τα βακούφικα, ήτοι κτήματα αφιερωθέντα άπαξ εις τον Θεόν, επ' ουδενί λόγω αναλαμβάνονται πλέον οπίσω. Όστις τα αφαιρέση, έστω και δι' αγοράς, είνε ιερόσυλος και υπόκειται εις την κατάραν του Θεού.

 

αρχή

 



 

-1899

Α'.

Καταπρασίνη. Με το γλυκύ, σαπφείρινον, του πόντου χρώμα. Νύμφη του γιαλού, με το λαχανί φόρεμά της. Εις τας απαλάς της, τας ονειρώδεις στρογγυλότητας της μάσκας της, εις τα λεία, τα χυτά πλευρά της, εις την κομψήν, την εύγραμμον, λαγόνα της, Νηρηίδος λαγόνα, παντού, θαρρείς και αντικατωπτρίζετο το σαπφείρινον του πόντου χρώμα.

Μακρά, στενή, στιλάδο σκαρί, φορτωμένη διά Κωνσταντινούπολιν η σκούνα, ήτο αραγμένη εις τον ευρύν, τον ακύμαντον λιμένα, με τους υψηλούς δύο ιστούς της, ακινήτους ως τρόπαια. Με τα πανιά μαζευμένα, δεμένα εις τας θέσεις των, εις τα σταυροειδή πενά, έτοιμα, θαρρείς, εις μίαν πνοήν, πνοήν ελαφράν, ν' ανοίξουν, να γλυστρίσουν, μαλακά-μαλακά, ως νεφέλαι, λευκός πέπλος του Γάμου.

Καμαρόνουσα, κούφη, ελαφρά σειομένη, ως κρεμαστή, εις το γλυκύ της αύρας φύσημα, με τ' αναρίθμητα, τα πολυώνυμα εκείνα σχοινία των ιστών, δίκτυον γραμμών και γωνιών πολύπλοκον, ως ζωγραφιστή εφαίνετο εν αιθερίω πίνακι, πανδαίδαλον ίνδαλμα των θαλασσών, όνειρον θελκτικόν του κοιμωμένου λιμένος.

Καθρέπτης αργυρόχρυσος ο λιμήν. Και εις την κρυσταλλώδη, την στίλβουσαν αυγήν του, έβλεπες εν ρεμβασμώ, μίαν καταπράσινην, αραγμένην σκούναν.

Κάθε βράδυ, μετά τον θαλασσινόν μου περίπατον, επερνούσα δίπλα της. Η μικρά φελούκα εσειάριζεν. Ανεκόπτετο ο δρόμος. Και ιστάμενος εν θάμβει, την εθεώρουν, την εκαμάρωνα, με πόθου διψαλέα όμματα, λαμποκοπούσαν εις την εσπερινήν φωτοβολίαν, με μίαν κάτασπρην γραμμήν, μεταβλητήν· εκ βρόχου χιονώδους ταινίαν, περιθέουσαν την άκραν του υψηλού της παραπέτου, με το σπιράγιο της πρύμνης κατάλευκον, τετράγωνον βωμόν του θαλασσινού Θεού, με τον Ηρακλέα ξύλινον, επί της υψηλής, της αρρενωπής πρώρας της, πολιόν αργοναύτην, λευκανθέντα εις των κυμάτων την πυκνήν βροχήν.

Νικήτρια, ερρέμβαζε τρυφερώς την νίκην.

Ανεπαύετο.

* * *

— Ν' αρμένιζα μαζί της!

Και ο αράπης, μπογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους αγρίους οδόντας του την κωπαστήν, καβαλαρωμένος επάνω, φύλαξ άγρυπνος της κοιμωμένης θαλασσονύμφης, κι' εξέβαλεν ενίοτε μετ' ωρυγών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζον δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ' εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.

* * *

Ήρεμος, απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράν 'ς την καταπρασίνη αγκαλιά της, θαρρείς κ' η θάλασσα επλάσθη δι' αυτήν.

Κ' εκείνη γλυκά-γλυκά την έψαυε, καταπρασίνη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ' επλάσθη διά την θάλασσαν.

— Ν' αρμένιζα μαζί της!

* * *

Η θάλασσα, μπονάτσα— λάδι, κοιμάται. Κοιμάται κ' η σκούνα, τυλιγμένη μέσα εις αεροειδή πέπλον.

Κι αν εξυπνήση η θάλασσα μια φορά!

Κι αν εξυπνήση κ' η σκούνα μια φορά!

— Ν' αρμένιζα μαζί της!

Με τα πανιά!

Το γνήσιον, το αληθές, το καθ' αυτό ταξείδι.

Με τα πανιά!

Άρρητος ο πλους, αχόρταστος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις.

Με τα πανιά!

Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη πλημμυρίζουν την καρδίαν σου.

Με τα πανιά!

Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ.

Θεωρείς κύματα, διαλογίζεσαι κύματα, ομιλείς με τα κύματα, την ηδέως κηλούσαν του ύδατος γλώσσαν, βόμβον εράσμιον ως από μυριάδων κυψελών. Τρώγεις 'ς τα κύματα, κοιμάσαι 'ς τα κύματα, κ' εξυπνάς 'ς τα κύματα, ζης σαν γλάρος, του κύματος γλάρος.

Με τον ατμόν είνε νόθος ο πλους.

Μαύρη, κατάμαυρη αιθάλη σε αποπνίγει.

Δεν προφθάνεις να ιδής, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης. Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου, μαύρου κόσμου, εν πυρίνη κοιλία. Και συνταράσσονται όλα εν καταρράξει δεινή σιδήρου πριονιζομένου, εν βοή σιδηρού πύργου καταπίπτοντος, εν χαλασμώ σιδηρού κόσμου μηχανημάτων και τροχών κ' ελίκων και πλακών, και μοχλών και καρφίων και κοχλιών, εν σεισμώ σιδηράς πόλεως, ότε το παν τρέμει επάνω, ως ο Δαθάν, κ' υποχωρεί προς τα κάτω ως ο Αβειρών, να εξαφανισθή, θαρρείς, εν τη αβύσσω. Και ωρύεται σειόμενον πράγμα και φεύγει, ενώ αιφνίδιαι στοναχαί, τιναγμοί σιδηροδεμένων τιτάνων, σ' εξεγείρουσι κοιμώμενον, σε ανατινάσσουν δειπνούντα, έξαλλον, αγνοούντα, να φύγης, ενώ το παν θα διαρραγή, θαρρείς, εις δύο, εν μέσω του πελάγους.

Και καίουσιν οι πύραυνοι εις την κοιλίαν του, ως το παμφάγον πυρ εν τω κέντρω της γης. Και ζέον ύδωρ εξερεύγουσιν αι σιδηραί πλευραί, και ζέουσα βροχή ανατινάσσεται από της μηχανής προς τάνω, ατμοί, και σπίθαι και φλόγες και μυκηθμοί αγρίου τέρατος, πλέοντος εν δεινώ άσθματι.

Τρικυμία τεχνητή, ην εξιστάμενος θεωρεί ο πόντιος Θεός, ο κυανοπώγων Ποσειδών.

Β'.

— Άιντε! Για την Πόλι!

Με αφύπνισε τραχεία, άτακτος, ασχημάτιστος φωνή, παιδός φωνή, του νεαρού καμαρωτού η πρόσκλησις.

Επετάχθην.

Παις γαλανομμάτης, μ' ελαφρόν κούκκον εν τη ακτενίστω κεφαλή του, με γαλάζιαν βλούζαν, ανυπόδητος με γυμνάς τας κνήμας, βρεγμένος, ανασκουμπωμένος μέχρι γονάτων, ήλθε να παραλάβη την βαλίζαν μου, ο νεαρός καμαρώτος.

* * *

— Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ!

Πρωί-πρωί, χαράγματα, είχεν εξυπνήσει η σκούνα. Κ' η σιδηρά πόμπα της, ανασύρουσα την άγκυραν, διά ρυθμικών βραδέων και πενθίμων κρότων, απεχαιρέτιζε τον λιμένα, κλαίουσα ναϊάς.

— Τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ!

* * *

Σκαμπαβία μολυβδόχρους, ελαφρά ως εκ ναστοχάρτου, με τέσσαρα κωπιά, μας έφερε μετά του πλοιάρχου επάνω εις την αρμενίζουσαν ήδη σκούναν, ήτις μετά κομψής, χορευούσης παρθένου χάριτος, ανακόψασα ως εν χαιρετισμώ τον ελαφρόν της δρόμον υπέκλινε θαρρείς και μας εδέχθη, πηδήσαντας ευφροσύνως εις τας αγκάλας της, μητέρα τα παιδάκια της.

Κ' ιδού εγώ τέλος επί της σκούνας. Εν τη θαλάσση.

Με τα πανιά, επί του καθαρού καταστρώματος του πλέοντος, του ηδέως ολισθαίνοντος. Εν μέσω πολυπλόκων σχοινίων, τεταμένων σχοινίων, χαλαρωμένων, κρεμασμένων, κουλουριασμένων, σχοινίων πισσωμένων, κατραμωμένων, βρεγμένων, αβρέκτων, χρωματισμένων σχοινίων, αχρωματίστων σχοινίων, εν ατμοσφαίρα δροσερώς υγρά, αποπνεούση ευάρεστον, καραβίσιαν απόπνοιαν. Υπό τα ιστία όλα ανοικτά, κολπωμένα, έτοιμα να μας αναρπάσουν όλους, θαρρείς, με την σκούναν μαζί, προς τους αιθέρας.

* * *

Κατευόδιον!

Εις τας δύο προκυμαίας, εις την πλατείαν την υψηλήν, εις τας θύρας των μαγαζείων της αγοράς, εις τα παράθυρα των οικιών, παντού μας καμαρώνουν.

— Η σκούνα! η σκούνα!

— Σηκώθη η σκούνα!

Και διά πυροβολισμών μας χαιρετίζουν. Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα:

— Έχετε γεια!

Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός. Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της.

Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη.

Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Το δειλινόν εχάσαμεν την κώμην, κρυφθείσαν όπισθεν μιας άκρας στενής και μακράς. Κατευθυνόμεθα προς βορράν, ανοικτά, προς την Σκόπελον. Ο φάρος της Γλώσσης επί τινος βράχου, ως πύργος γλάρων επί αργιλλώδους, γυμνού εδάφους. Μικρόν κατά μικρόν εξαφανίζονται οι έρημοι όρμοι της Σκιάθου εις ευθείαν τεφρόχρουν γραμμήν. Οι ναύται, εν τη πρώρα, ξαλλάξαντες, παρεκάθησαν εις το λιτόν πρόγευμά των, το ανοιχτόκαρδον κολατσιό, συνομιλούντες ως αδελφοί, και με πόνου δακρυσμένα βλέμματα παρατηρούντες αδιακόπως την εξαφανιζομένην πατρίδα. Οι ναύται την αγαπούν την θάλασσαν, πολύ την αγαπούν, αλλά μόνον την στερεάν ονειροπολούν. Το σώμα των 'ς την θάλασσα κι' ο νους των 'ς την στεργιά.

Ο πλοίαρχος, κοντός, χονδρός, ορθογώνιον τμήμα στερεοποιηθέντος σώματος, με χείρας χονδράς, επικαμπείς ως χηλάς καβούρας, με πρόσωπον πλατύ, με τον μύστακα ένθεν κ' ένθεν ως τα δύο του αλφαβήτου πνεύματα, ευχαριστημένος διότι τα πανιά εδούλευαν, ανοίξας τα δεφτέρια του, εξετάζει τους λογαριασμούς του.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος.

— Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά.

Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν.

— Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Ερώτησε χαριεντιζόμενος, ο αγαθός πλοίαρχος με ξηρομασημένας λέξεις, βαστάζων μεταξύ των οδόντων τεμάχιον μολυβδοκονδύλου.

Ο πηδαλιούχος σαν να επειράχθη, αδιάφορος, χωρίς ν' απαντήση εκύτταζε προς το πέλαγος, κάτω, όπου η Σκιάθος ολονέν εξηφανίζετο υπό έναν γαλανόν πέπλον με κλαδιά ενώ κ' εκεί, χρυσά, λευκά, πράσινα, γαλάζια κλαδιά, κόκκινα κλαδιά.

— Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη;

Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους.

— Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα!

Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος.

— Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Είπεν ο πλοίαρχος κ' επαραμέρισε την ένθεν κ' ένθεν του στόματός του επικολλημένην δασείαν και ψιλήν, ως διά να γελάση ελεύθερα.

Ο Γιαννάκης ήτο νεανίας, μόλις δεκαοκταετής. Αγένειος, μελανόφθαλμος, μελαψός, με κόμην άφθονον κατάμαυρην, εξέχουσαν γύρω, γύρω από τον κούκκον ως επικάλυμμα κυψέλης Και συνεχώς μετά τινος μελαγχολίας έστρεφεν οπίσω προς τη γαλανήν Σκίαθον, κυάνεον όγκον πλέον, κι εβύθιζε το βλέμμα του κάτω εκεί, παραμελών την πηδαλιουχίαν, και φέρων την σκούναν συνεχώς διά γραμμής τεθλασμένης.

— Τώρα θα μας κυττάζουν ακόμα. Μου είπε.

— Μας βλέπουν;

— Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτω 'ς την άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη.

Και μετά μικρόν τεθλιμμένος:

— Πηγαίνει 'ς τον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Αη-Γιαννιού και ύστερα τραβάει 'ς το Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τους!» όλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου.

— Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

Διέκοψεν ήδη ο πλοίαρχος, αντιληφθείς αίφνης ότι τ' απόνερα της σκούνας εσχημάτιζον πάλιν τεθλασμένην μακράν γραμμήν.

Μετ' ολίγον έπαυσε και ο νεανίας να κυττάζη την νήσον, ήτις, αγνώριστος πλέον, είχε διαιρεθή υπό της αποστάσεως εις τρεις μικράς νησίδας ξένου αρχιπελάγους. Εκβαλών βαθύν στεναγμόν, τον τελευταίον προς την πατρίδα του αποχαιρετισμόν, αφιερώθη εις την πηδαλιουχίαν, το έργον του, ενώ χονδρόν δάκρυ εκυλίετο εις τας ζωηράς παρειάς του.

Στηρίζων το στήθος μου επί του υψηλού δρυφάκτου της πρύμνης, ως επί των χειλέων εξοχικού ανδήρου, με κρυφήν χαράν εισπνέω την δρόσον, την αμύθητον του πελάγους δρόσον, την αχώνευτον, την αλησμόνητον ζωήν.

Δύο-τρία κοπαδάκια, σκιρτώντα μικρά ψαράκια, μικρούτσικες αθερίνες της Σκιάθου, μας παρηκολούθησαν από του λιμένος. Και σπεύδουν τα καϋμένα, και σείουν της ουρίτσες των ως να τρέμουν μη μας χάσουν. Αραιόνουν, πυκνούνται, αλαργεύουν, σιμόνουν, παρατάσσονται, ανακατόνονται. Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαν 'ς την μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες. Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσα 'ς το κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν. Εξάγουν τα κεφαλάκια των να μας ιδούν και σχηματίζουν φυσαλίδας ως να επιπλέη εκεί τρυπημένον κόσκινον. Στρέφουν εξαίφνης προς το πέλαγος ως να κυνηγούν ψιχίον καταπεσόν, κ' αίφνης μετανοούν τάχα και το αφίνουν· και πάλιν ξαναμετανοούν και παρακολουθούν πάλιν όλα μαζύ, ένας σωρός, την σκούναν, της οποίας τα λευκά ιστία κεντώσιν ήδη με χρυσάφι πολίτικο αι χρυσαί της δύσεως ακτίνες.

Γ'.

Νυκτώνει. Όπισθέν μας, προς νότον, διαγράφονται αι σκιαί των βορείων Σποράδων, ογκώδεις, μαύραι, ως σύννεφα καταιγίδος. Εμπρός προς βορράν, μόλις σχηματίζονται, δεξιά, ως νέφη μελαψά, τα Ρημονήσια, και πέραν εκεί επάνω μακράν ως νεφέλωμα σκοτεινόν η πολυσχιδής Χαλκιδική.

Οι ναύται κατακλίνονται επάνω εις το κατάστρωμα. Ο μεν εντός της μεγάλης σκαμπαβίας, στερεωμένης εν μέσω του καταστρώματος, ο δε δίπλα της, απ' έξω υπό την μάσκαν της, ως υπό στέγην, ο δε υπό το υπόστεγον της πρώρας και άλλος υπό την δρόσον του πλατέος τρίγκου του πλέον χαμηλού ιστίου, ως υπό τους κλώνους πυκνοφύλλου πλατάνου. Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα.

— Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου! Και να δης μια πατατούκα που θα σου πάρω στην Πόλι!

Είπεν ο πλοίαρχος και εξηπλώθη επάνω εις το σπιράγιο της πρύμνης, τυλιχθείς ως κούτσουρον εντός βαρείας χλαίνης.

Ο μπάτης, δυναμώσας την νύκτα, κολποί τα ιστία τα οποία θαμβά υψούνται κατά σειράν επί των δύο ιστών, ως σημαίαι πανηγυρικών αψίδων, λησμονηθείσαι την νύκτα.

Η σκούνα σείεται όλη ελαφρώς, επιπλέουσα ως πτερόν.

Ο ουρανός πλήρης αστέρων, απλούται ως απέραντος οροφή άνω του πελάγους, το οποίον μαυρίζει προς τα κάτω και χάνεται εις τα σκότη, αφ' ων αόριστος, μυστηριώδης αναδίδεται ψίθυρος ως αύρας πνεούσης μακράν εν τω δάσει. Ψίθυρος ευάρεστος, μορμυρισμός ρυακίου, ρέοντος υπό την χλόην, μαλακά, υποκώφως. Η λεία του πόντου επιφάνεια, ρυτιδουμένη, σχηματίζει μικρά κυματάκια, τα οποία παίζουν εν τη σκοτεινή εκτάσει κυνηγούμενα, και κυνηγούνται παίζοντα, και τρέχουν, και θορυβούν, και γελούν, θαρρείς, προσκρούοντα επί της πρώρας, ελαφρά, ως δεματάκια εκ βάμβακος. Φλοισβίζουν, φλυαρούν, αφρίζουν κ' ενίοτε αντικρύζοντα τον ελάτινον της πρώρας ημίθεον απαθή και ακίνητον ως εκ μετάλλου εξίστανται και αυτά.

Αλμυρά, νόστιμος ευωδία πληροί την όσφρησίν μου. Φέρομαι επί των κυμάτων ως ένα κάρφος, ένα πτερόν. Παμποίκιλοι διαλογισμοί ως τα κύματα παίζουσιν εν τη ψυχή μου, δροσερά ως ο πόντος. Ενθυμήσεις αόριστοι, συγκεχυμέναι, ως η περί εμέ υγρά φύσις κατέχουν την διάνοιάν μου. Κόσμος σχοινίων πολυώνυμος, ξάρτια και παταράτσα και κάργα, κόσμος ιστίων, τρίγκοι και παπαφίγκοι και φλόκια και φλέσια, κόσμος εξαρτισμών και πλεγμάτων και τροχιακών και τρυμαλιών, καρχήσια πολύστομα και πλατύστομα, απλούνται επάνωθέν μου όλα συμπεφυρμένα εις τετράγωνα, εις κύκλους και ρόμβους και τρίγωνα, εις αναβαθμούς και αναρτήσεις κ' αιώρας, πέραν των οποίων σελαγίζουσιν αναρίθμητα άστρα, φωτόμορφοι αστερισμοί, αγύριστος κόσμος άλλου, μετεώρου πελάγους, με τα γαλακτώδη του Γαλαξίου νεφελώματα, ως πολυκαμπή οδόν των ψυχών και των πνευμάτων.

— Να παίζη ο κόντρας, βρε Γιάννη!

Ακούεται αίφνης, διακόπτουσα τους ψιθυρισμούς της ψυχής, η τραχεία φωνή του πλοιάρχου ως ονειρευθέντος εκεί υπό την αναισθητούσαν χλαίναν του.

Και ο Γιαννάκης μετά προσοχής θεωρεί τον μόλις εν τω ύψει και τη νυκτί διαγραφόμενον, ως φαιόν νέφος, κόντραν, προς τας κινήσεις του οποίου κανονίζεται η ευθυπλοΐα.

— Πήγες σ' την Πόλι; Κολακεύει πάλιν τον έφηβον υιόν του ο πλοίαρχος, ενισχύων αυτόν εν τη αγρυπνία του. Να πας σ' την Πόλι και να ιδής! Να ιδής αγάδες και να ιδής χανούμισσαις! Να ιδής αγάδες 'ς τα άλογα και χανούμισσαις 'ς τους μπιαντέδες σαν ζωγραφιαίς.

Γλυκά-γλυκά κατέρχεται επί των βλεφάρων μου ο ύπνος ως ψεκάζουσα δρόσος από των Εστιών, άτινα συγχέονται προς την σκοτίαν πλέον, όγκοι σκοτεινόφαιοι ατμών και καταχνιάς.

Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν:

 

Από ξένον τόπο

κι' απ' αλαργινόν—

γιάλα-γιάλα

Ήλθε το Μορφάκι,

ήλθε το καϋμένο

δώδεκα χρονών. . .

γιάλα-γιάλα.

 

Τι όνειρον! Γλυκύ, δροσερόν όνειρον. Η πλατεία μπούμα, αγρυπνούσα με παρεφύλαττεν ως δροσερός άγγελος καθ' όλην την νύκτα. Αλλ' εκοιμήθην επί στρώματος εξ ανθέων; Εκοιμήθην επί του αφρού; Εκοιμήθην επί νεφέλης κούφης; Ελαφρά; Μαλακά; Εναέριος; Επί πτίλων περιστερών; Επί πετάλων ρόδων; Επί ερίων χρυσών; Κλίνη μυστηριώδης. Βυθίζουσα εις το αχανές. Ανάγουσα εις κόσμους μεταρσίους. Λιικνίζουσά με ως δι' αβροδιαίτων χειρών νυμφών και νηρηίδων, υπερκοσμίων πνευμάτων. Βαυκαλίζουσά με ηδέως. Εάν αι ψυχαί κοιμώνται εν τω παραδείσω, ο ύπνος των δεν θα είναι αλλοίος.

Και ότε αφυπνίσθην, την αυγήν, εξηκολούθει ακόμη ο θείος όνειρος.

Θέαμα ευρύ. Θέαμα ποικίλον, θέαμα απεριόριστον, απερίγραπτον, ασύλληπτον θέαμα. Σκηνογραφία έξοχος εξόχου γραφέως, την οποίαν διά μαγικού ελατηρίου ανύψωσεν επί του αιθρίου ορίζοντος η πολυέραστος πρωινή νύμφη φωτίσασα αίφνης διά μαλακού, καθηδύνοντος φωτός, το Αιγαίον.

Ο σεμνότατος Άθως, τριγωνικός ως πυραμίς Αιγυπτιακή, εις το βάθος, επιβάλλων διά του μεγαλείου του και αναγκάζων σε, γονυκλινή, εις επιτακτικήν προσκύνησιν. Δεξιά τα Ρημονήσια, γιγάντια κήτη, νομίζεις, αναδύσαντα εκ του βυθού, μαυρογάλανα, οζώδη, φαλακρά. Πλέουσι, θαρρείς, εν μακρά γραμμή, κατά σειράν, εν εξαισία παρατάξει, συντροφία γιγάντων, να προσκυνήσουν τον ιερόν Άθωνα, αποκαλύψαντα την πολιάν κορυφήν του ως προς υποδοχήν, ενώ από τους μαύρους βοστρύχους του κρέμανται μοναί και ασκητήρια, καλιαί αββάδων.

Ιδού η Αλόνησος με το σφαιρικόν όρος της και τον απόκρυφον λιμένα της, καταφύγιον των ναυαγών και των πειρατών.

Ιδού παρέκει η Κυρά-Παναγιά με το καταγάλανον των δασών της χρώμα, ως με κυανούν πρωϊνόν μανδύαν περιβεβλημένη, υφ' ον βόσκουσι τα ποίμνια της Λαύρας, τα γαλακτερά. Ιδού τα αγριόμορφα, τα χοιρώδη Γιούρα, σιωπηλά και ακατοίκητα. Ο αλιεύς, ον η γαλήνη, καταδελεάσασα παρέσυρε μέχρι των αποτόμων ακτών του, έντρομος βλέπει την νύκτα να κατρακυλώσιν εν βρόντω σατανικώ βράχοι αμαξιαίοι, υπό αοράτων δαιμονίων ωθούμενοι, άτινα— λεγεών όλη— εξώσθησαν εκεί εκ του Άθωνος διά των προσευχών του οικιστού αυτού Πέτρου του Αθωνίτου. Όπισθεν αυτού, συνεσταλμένον, γαλανόχρουν, το έρημον Πιπέρι, με τ' άφθονα καυσόξυλά του και το ασκητικόν μετόχι του, οίκημα, θαρρείς, των μιαρών αμφιβίων.

Κ' εμπρός-εμπρός ιδού η Ψαθούρα, μακρά, ομαλή, ηπλωμένη επί των κυμάτων, ως Αλεξανδρινή ψίαθος, με τον πύργον του φανού της εν μέσω, ως ιστόν πλοίου μακρόθεν φαινόμενον, πλοίου αγκυροβολήσαντος δι' άγνωστον αιτίαν εν μέσω εκεί του πελάγους. Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος.

Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν.

Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα. Κατ' αρχάς φαίνεται ως κεφαλή σαρικοφόρου Τούρκου, αναδύοντος μεγαλοπρεπώς από των κυμάτων, είτα ως ωραιότατος τεράστιος μύκης, θαλασσίου λειμώνος, είτα ως χύτρα χαλκή κατακόκκινος επί της πυράς, χύτρα παμμεγέθης Γκέκιδων γεωργών. Προς στιγμήν μετεμορφώθη εις πάγκαλον ανθοδοχείον, μέγα, φοινικικόν, και τέλος από μέσα από την ακατανόητον αυτήν σύγχυσιν του φωτός, σύγχυσιν εις πράγματα και σύγχυσιν εις σχήματα, αναθρώσκει ο ήλιος, ως νυμφίος από του παστού, ακτινοβολών, φωτίζων, ζωογονών, και λύνων το παν, όπερ ελούσθη πλέον, θαρρείς, περιεβλήθη το αιώνιον φωτεινόν ιμάτιόν του, ζη.

Άγριον, φοβερόν είνε το πέλαγος άνευ του ηλίου. Αι φωτοβόλοι του προσφιλούς άστρου ακτίνες παραμυθούσι, συντροφεύουν, λαλούν, αποδιώκουν την κρυεράν ερημίαν. Την νύκτα, με το πυκνό σκότος, άπασα η περικαλλής αύτη σκηνογραφία θα ήτο απαισία. Τα Ρημονήσια, δαίμονες σπεύδοντες να συμπλακώσι προς τον αρχηγόν του σκότους, τον φοβερόν Άθωνα. Τα κύματα, άγριοι οδόντες Αιθίοπος, απειλούντος φθοράν.

Και νυν οποία μεταμόρφωσις ηπιότητος, ειρήνης και μειδιάματος. Λάμπουν τα Ρημονήσια, χορός Ναϊάδων. Αι ράχεις των ακτινοβολούν από χαράν, με ρόδινον ή κυανούν πέπλον ημφιεσμέναι. Γελούν αι γυμναί κορυφαί των, γελούν και η γυαλιστεραίς ακρογιαλιαίς των, μ' ευωδιάζοντα— δεν το πιστεύετε;— λαλαρίδια, ποικιλοσχήμους και ποικιλοχρώμους χάλικας, όπου θα επεθύμει να κυλίεται κανείς ολόγυμνος, κολυμβών εις την χρυσήν την άμμον και εις τον καταπράσινον αιγιαλόν των.

Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί- πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας:

βρε σεις, βρε,

βρε σεις, βρε,

χάρισμά σας

τον τζιβρέ....

Τα κύματα δεν φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρά του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκύν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται, κ' αίφνης αναγεννώνται.

Το ζείδωρον ηλιακόν φως συνησθάνθησαν και τα εν τω πυθμένι τέρατα κ' ιδού εξάγουσι τας βοώδεις κεφαλάς των, τα φοβερά κήτη, οι ογκώδεις, ως φουσκωμένοι ασκοί, φυσητήρες, ζωντανοί πίδακες, ανατινάσσοντες εις ύψος την θάλασσαν, πρωί-πρωί, ως να λούωνται μετά συριστικού κρότου του λάρυγγος και των χειλέων των με γαργαρώδεις ανακογχυλιασμούς, γέροντος Τρίτωνος. Νομίζεις ότι θελγόμενα υπό της λειότητος του πελάγους θέλουν να πηλαλήσουν, ίπποι θαλάσσιοι, κ' ένεκα του όγκου των βυθίζονται ασθμαίνοντα, άσθμα ύστατον, αποπνηκτικόν άσθμα, της τελευταίας αγωνίας τον γοερόν μυκηθμόν, ενώ μετά πόνου εξέχει η βόειος κεφαλή των, με δύο μεγάλα αγελάδος όμματα, μιαρώς υαλίζοντα, εν τη θαλασσινή ερημία. Και από το κακόν των, που θα σκάσουν θαρρείς, φυσούν και αναρρίπτουν προς τ' άνω βροχήν ραγδαίαν το κύμα, μετά κρότου εκπωματιζομένων τεραστίων φιαλών. Και συναθροίζονται πέριξ των αι μικραί ταχύπτεροι αλκυόνες, και άλλα μαύρα μακροτράχηλα θαλασσοπούλια, αι μελαψαί Καλικαντζούναι, και τα τσιμπούν τ' αναίσθητα «γκαβοντόλια» και τα περιπαίζουν τα αχρεία κήτη, ταπρόσιτα του Αιγαίου θηρία.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην.

Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

— Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν.

Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του:

— Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια!— Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης. Διελθών το μικρόν σχολείον του χωρίου του εμβαρκάρισεν ο νεανίας με του πατρός του την σκούναν, μικρός-μικρός ονειρευθείς την θάλασσαν ώς τινα θελκτικήν και ανέφελον ζωήν, θαρρών ότι ο εν πελάγει πλους ωμοίαζε προς το καραβάκι του το μικροσκοπικόν που το εκαράβιζεν εις την προ του οίκου των ήρεμον παραλίαν.

Δ.'

Καθ' όλην την ημέραν ησθανόμην αμύθητον αγαλλίασιν, κυττάζων την εξαισίαν αυτήν του Αιγαίου σκηνογραφίαν.

Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν.

Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον. Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου. Οι γλάροι εκλαβόντες αυτήν ως νησίδα καταπρασίνην την περιτριγυρίζουν παίζοντες, διαγράφοντες εν τη ταχεία πτήσει των ποικίλους ακανονίστους κύκλους, βυθίζοντες τα ράμφη των εις την θάλασσαν, ως διά να δροσισθώσι κ' εξαίφνης ανυψούμενοι προς τας κόφας και τα χρυσά κορζέτα της σκούνας, και πάλιν επαναβυθιζόμενοι και κολυμβώντες ολίγας οργυιάς ως εκ χάρτου βαρκάκια με ανοικτά τα πτερά, με κλειστά τα πτερά, χιονώδεις, βαμβακεροί, ζωηροί, όλοι ομού, στολίσκος παίζοντος παιδίου, ένας- ένας, γύρω-γύρω, εις την γραμμήν, μακράν, εγγύς, ως να εργάζωνται, ως να θέλωσι να κτίσωσι τας φωλεάς εκεί, επί της λαμποκοπούσης επιφανείας. Χορός δελφίνων παρέκει, ανακύψας αίφνης από του μαύρου βυθού, διαγράφει μελαψάς γραμμάς, αψιδωτάς γραμμάς, κατρακυλούντος ασκού γραμμάς. Του πελάγους δύται αμιλλώνται, θαρρείς, εις τας αναδύσεις και καταδύσεις· αροτήρες πελαγήσιοι οργώνουσι την μαλακήν επιφάνειαν. Θεωρών το κύμα από της κωπαστής διακρίνω τα ψαράκια πάλιν, τρία-τέσσαρα κοπαδάκια, ψαράκια μικρά, της πατρίδος μου ψαράκια, τα οποία μας παρηκολούθησαν από του λιμένος της Σκιάθου. Παιδάκια ορφανά, κυνηγούν την μητέρα των φεύγουσαν. Και πόσον αγάλλονται οπού την κατέφθασαν. Προσκολλώνται εις τα ύφαλα μη την χάσουν, αναπόσπαστα. Και την φιλούν και την τσιμπούν. Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια.

* * *

Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν. Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος. Αφηρημένος προς το αιφνίδιον θέαμα, νομίζω πως διακρίνω ένδον της καιούσης καμίνου τους Τρεις Παίδας άδοντας και χορεύοντας: «Τον Κύριον υμνείτε πάντα τα έργα...» Στιγμάς τινας διαρκεί το φλογερόν θέαμα εν τη απλή κυανότητι ουρανού και θαλάσσης και είτα σβέννυται αυτοστιγμεί.

Ο ήλιος έδυσε πλέον. Και φλόγες και κάμινοι εξαφανίζονται και απομένει περί ημάς το πέλαγος σιωπηλόν, σκοτειδιαζόμενον. Χειρ άγνωστος ήπλωσε περί ημάς καταγάλανον αερώδη πέπλον, όστις ελαφρά- ελαφρά μας επεκάλυψε μετ' ολίγον ως νυξ. Κ' εχάσαμεν πλέον τους χρυσούς λοφίσκους του Αη-Στράτη με τα κλιμακωτά αγρίδια του και της εύμορφαις ακρογιαλιαίς του.

Το παν εβυθίσθη μετ' ολίγον εις σκοτίαν. Σκοτίαν που την αισθάνεσαι γύρω σου συνθλίβουσάν σε ως οι όχλοι τον Κύριον. Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.

Αλλά προχωρούσης της νυκτός ακούεται πέραν από του βάθους του αοράτου πόντου θορυβώδης αύρα, ως να σείωνται προς δυσμάς αθέατα δάση υπό στυγνού μαΐστρου, βοΐζοντος υποκώφως, λέγεις και κατέρχεται χείμαρρος αφανής από υψωμάτων. Προαγγέλλεται νυκτερινόν μελτέμι. Βίαιος άνεμος που παίρνει τα μεσάνυχτα. Υπό τας αστρολαμπάς διακρίνομεν τας ρυτιδώσεις του πελάγους ως πτυχάς ηπλωμένης οθόνης. Ο πλοίαρχος στηρίζει τας χείρας επί της οσφύος ως Αινήτικη λάγηνος, βλέπων σύννους προς τα ιστία, διατάσσει τους ναύτας, μόλις αποδειπνήσαντας να στερεώσωσιν αυτά τεζάροντες μανδάρια και μπράτσα, όπως ευρεθώμεν έτοιμοι εις υποδοχήν του επερχομένου ανέμου, αποστείλαντος ήδη τας προφυλακάς του, μερικά φουσκωμένα κύματα.

— Νέτα κάργο!

— Άλλα μπρούλια!

 

Και ιδού αιφνίδιαι ριπαί καταφθάσασαι προσπίπτουσιν επί των ιστίων, άτινα τινάσσονται κυματοειδώς εν ηχηροίς πλαταγισμοίς, ως να προσέκρουσαν επ' αυτών αγέλαι πτηνών νυκτοβίων και κτυπώσι τας πτέρυγάς των. Τέλος κολπούνται εν κραδασμοίς και παλμικαίς κινήσεσι του σκάφους, όπερ μετά στεναγμόν ισχυρόν ανεκινήθη αίφνης— εξηπλωμένον όλην την ημέραν 'ς την λιακάδα— και ως προσωθηθέν ερρίφθη ακούσιον εις την ανοιγείσαν οδόν.

— Τα φανάρια σου!

Προστάσσει τον παίδα ο πλοίαρχος, επιβλέπων τους επί των πλευρών μεγάλους του πλου φανούς, εξέχοντας ένθεν και ένθεν ως δύο μεγάλα όμματα αλλοιθόρου τέρατος, πράσινον και ερυθρόν.

Και ιδού θρήνοι αντηχούσιν από του ύψους και των κορζετών, θρήνοι άρπας και λύρας. Οδυρμοί και γόοι αυλού φρυγικού, το φρύγιον αυλούντος. Μέλος νεκρώσιμον αοράτων πνευμάτων, εν νυκτίαις φοβεραίς ώραις επικαθησάντων, θαρρείς, επί των ακροτάτων της νεώς και θρηνούντων εν ιαχή του ερήμου πελάγους.

Αθέατα τελώνια, κρεμάμενα από των πολυσχιδών σχοινίων των αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά, τραγούδια μέθης, αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια χορού, ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια. Ανακατωμένα, σκοτεινά τραγούδια. Μοιρολογούν γυναίκες επί νεκρώ, κ' εξαίφνης αι ίδιαι καγχάζουν ως αι Βάκχαι. Τώρα αλαλάζουν τούρκοι εν εφόδω, τώρα ψαλμωδούν ψάλται κηδεύοντες. Από τα σκολιά εξάρτια, από τα υψηλά παταράτσα, από τα χιαστώς συμπλεκόμενα μαντάρια, πανταχόθεν αντηχούσιν οι θρήνοι και οι γέλωτες, ταχύπτεροι του μελτεμίου απόστολοι, το οποίον κατόπιν των να το, αφρίζει, ωρύεται, μυκάται. Ενίοτε κόρη καταμόναχη τραγουδεί, θαρρείς, επάνω εις τον υψηλόν κόντραν, κόρη τον ταξειδεύοντα μνηστήρα ονειροπολούσα. Κατόπιν μήτηρ κλαίει τα παιδάκι της μέσα εις ταις γάμπιαις τυλιγμένη, αόρατος. Στιγμάς τινας εξέχει οξύτατος ο ήχος της γλυκυτάτης φλογέρας, επάνω εις το πανύψηλον φλέσι, ως νεαρού βοσκού κελάειδημα από του ύψους όρους. Μετά δέους επαίρω τους οφθαλμούς μου προς τα ισχία, όθεν ο άνεμος διά των ποικίλων οπών του εξαρτισμού εισχωρών βιαίως, συρίζει. Συρίζει πενθίμως, συρίζει οξέως, συρίζει γοερώς. Τώρα μεν ακούω τας στοναχάς του σφαζομένου Αγαμέμνονος· τώρα δε τον γόον του αυτοκτονούντος Αίαντος και αύθις τους ολολυγμούς της Ηλέκτρας· και νυν τον κλαυθμόν τον ακατάσχετον του Πέτρου, και πάλιν της Μαγδαληνής τους λυγμούς. Περιβαλλόμεθα πάντοθεν υπό της σκοτίας και κατευθυνόμεθα εις αδιόρατον σκότος. Η πυξίς μόνη μας οδηγεί, και των άστρων η τρέμουσα φεγγοβολή.

Ο κόντρας κτυπά, διπλούμενος εν εαυτώ, υπ' αντιθέτων ριπών συγκρουόμενος, ως αετός πληγωμένος θανασίμως. Το φλέσι κρούεται ως τύμπανον παρατάξεως. Η τρικυμία μυκάται ήδη, φωνάζει, ακούεται, βρυχάται μακράν ως βοή λεόντων και τίγρεων αμιλλωμένων εν διαύλω και δολίχω. Πυρκαϊά αθέατος, και φθάνουσιν οι κροταλισμοί των φλογών της. Τα κύματα πλακόνουν, επλάκωσαν.

— Μάϊνα φλέσι! Μάϊνα κόντρα!

Είνε τα λεπτοφυέστερα, ούτως ειπείν, των ιστίων, κ' εν τη εισβολή του ανέμου πρώτα-πρώτα καταβιβάζονται, τα μονάκριβα παιδάκια της σκούνας να μη πέσουν από τόσον ύψος.

Οι ναύται, παλαισταί έτοιμοι, ίστανται παρά τα μαντάρια με το τσιγάρο στο στόμα, ανασκουμπωμένοι.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη:

— Εδώ είμαι!

Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα.

Η μάχη αρχίζει.

Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά.

— Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε.

Το κατάστρωμα μέχρι της υψηλής πρύμνης είνε διάβροχον.

Οι ναύται γυμνοκνήμιδες, ίστανται εις τας θέσεις των, βρεχόμενοι μέχρις αστραγάλων. Τα κύματα εισρέουσιν αδιακόπως ως ποταμός αφρίζων κ' εκρέουσιν από τ' ανοικτά πορτέλλα. Θαρρείς και το ήμισυ σκάφος πλέει υπό την θάλασσαν.

Το πέλαγος εφούσκωσε πλέον, υψωθέν υπεράνω ημών επιφόβως, αλλ' η σκούνα, γυρμένη προς την δεξιάν πλευράν,— μούρα αριστερά— ως τυφλή εισχωρεί διαμελίζουσα εις δύο κραταιώς τους ατελευτήτους όγκους, τους οποίους το πέλαγος σωρεύει κατ' αυτής τον ένα μετά τον άλλον, θαλάσσιον τέρας η σκούνα, λυσσωδώς καταπατεί υπό την τρόπιν της τα ογκώδη κύματα, και του δίνει, μωρέ γέμου, λοξοδρομούσα προς ανατολάς, εν τριγμώ των ιστών και συριγμώ των καρχησίων, εν ω όπισθέν μας αλαλαγμός και βοή και σύγχυσις και σκοτία και συμπλοκαί κυμάτων και ολοφυρμοί, εφ' ων πένθιμοι ακτίνες προσπίπτουσιν, ακτίνες πράσινοι και ερυθραί, το φως των φανών της γραμμής.

Τα κύματα διωκόμενα μας φθάνουν· και βλέπομεν τας θραυομένας κορυφάς των ως στόματα αφρίζοντα εκ της οργής, φαγκρίζοντα, με στίλβοντας λευκούς οδόντας. Έρχονται από το σκότος και χάνονται εις το σκότος. Λόχοι με πυκνάς αργυράς λόγχας απαστράπτουσας εις την φωτοβολίαν των οίστρων, λόχοι λευκάσπιδες, πίπτοντες γενναίως επί του υγρού πεδίου, πλην πάραυτα αντικαθιστάμενοι υπό των ετοίμων εφεδρειών. Τέρατα άγνωστα με αργυρόξανθον φαεινόν τρίχωμα εις την κυρτήν των ράχιν.

— Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα!

Επαναλαμβάνει πάλιν, ενισχύων, ο πλοίαρχος· και στρεφόμενος προς τον έφηβον, ευρεθέντα πάλιν εις την πηδαλιουχίαν, νουθετεί ηρέμα:

— Πρόσεχε, παιδί μου, πρόσεχε!

Και ίσταται εκεί επάνω με τα ευρέως κολπούμενον υποκάμισόν του, αρχηγός, διευθύνων εκείθεν την συμπλοκήν.

Η σκούνα, παλαίουσα, σκιρτά μετά ρώμης επί των κυμάτων, αντιπαρερχομένη, αναβαίνουσα, καταβαίνουσα, υψούσα τεραστίως την πρώραν της, στάζουσαν από του ιδρώτος, θαρρείς, με το μπαστούνι της προτεταμένον ως δόρυ μέγα, βριθύ, Αθηναίης δόρυ, ενώ η πρύμνη της, με τα υψηλά δρύφακτα, κατέρχεται προς τον ανοιγόμενον πόντον, βαρεία, να ταφή, νομίζεις, εκεί, εις λάκκον απρόσιτον, ανοιγέντα ένθεν κ' ένθεν. Και πάλιν αίφνης ιδού, ω τεραστία απόλαυσις! η πρύμνη ανέρχεται υψηλά, μετέωρος, να πετάξη, θαρρείς, προς τάστρα, ενώ ήδη η πρώρα βυθίζεται κάτω κατά του κύματος εμπήγουσα ως φάσγανον μέγα τον αρειμάνιον θαλασσομάχον της εις την καρδίαν του πόντου, να τον φονεύση εκεί, και ανοίγουσα δρόμον προχωρεί, πολεμιστής αγαθός, με τα μούτρα ορμώσα, τυφλή θεότυφλη, αψηφούσα τον θάνατον.

Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων.

Έρχονται στιγμαί που φοβείσαι μήπως όλον εκείνο το τεχνητόν πύργωμα αναρπαγή ως τι κούφον αερόστατον. Και όμως εκείνο, το οποίον μόλις, ως πτερόν θα διακρίνηται εν μέσω του πελάγους, παλαίει ακατάβλητον. Ίσταται μαχόμενον. Νικά και φεύγει. Φυλαττόμενον από τας απείρους ενέδρας διά της δεξιάς πηδαλιουχίας, θέτει την πρώραν του εις ωρισμένην διεύθυνσιν και προβαίνει εις το σκότος ως εν φωτί.

Πάντες αγρυπνούσιν.

Οι ναύται, γυμνόποδες, ίστανται ένθεν και ένθεν παρά τα μαντάρια, έτοιμοι εις πάσαν διαταγήν. Ο σκοπός ακίνητος εν τη πρώρα θεωρεί πάντοτε εμπρός, λησμονήσας και το τραγούδι του νυν, συμμαζευμένος μέσα εις την γούναν του, κατάβροχος, κρατούμενος καλώς μη αναρπαγή, κτυπώμενος συνεχώς υπό των κυμάτων ως να θέλουν να τον ρίψουν κάτω από την σκοπιάν του, τον φύλακα τον άγρυπνον, κ' εν εφόδω εισορμήσωσιν είτα.

Καταβληθείς υπό της αγρίας συγκινήσεως κατήλθον κάτω εις το πρυμναίον. Το πάτωμα ως ξεκλειδωμένον ανέβαινε και κατέβαινε προς τας κινήσεις του πλοίου, χορεύον τον ίλιγγον— είδος θαλασσινού χορού— ότε ο άπειρος παραπαίει και σαλεύει ως ο μεθύων. Η βοή του ανέμου η βραχνή μόνη έφθανε κάτω διά της θυρίδος του ταμπουκιού ακλόνητος. Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του.

Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος. Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν:

 

από ξένον τόπο

κι' απ' αλαργινό . .

γιάλα-γιάλα . . .

 

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα:

— Μάννα μου! Μάννα μου!

Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς.

Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα. Ο άνεμος ετράπη εις βόρειον καθαρόν ως εν χειμώνι, μετά ψύχους και ψεκάδων χιόνος.

Η σκούνα επροχώρει πλέον με βόλταις.

Κατεκλίθην επί μικρόν. Αλλά παρά το ους ειργάζετο κλέπτης ν' ανοίξη την κλειδαριάν. Το κύμα, προσπίπτον εις την πλευράν του πλοίου από του φοβερού λαίλαπος, απετέλει τον κρότον εκείνον του νυκτοκλέπτου. Η καρδία μου επόθει αγρυπνίαν, αλλ' ο κάματος αντιπαλαίων κ' υπερισχύων έκλειε τα βλέφαρά μου. Μ' εφαίνετο ότι ευρισκόμενος επί αιώρας, από του ισχυρού κλώνου μεγάλης πλατάνου κρεμαμένης, εκραδαινόμην ακουσίως υπό ισχυροτάτων βραχιόνων, οίτινες από το άγνωστον με απώθουν προς το άγνωστον. Οι ημίκλειστοι οφθαλμοί μου μόλις διέκρινον έν φως μετακινούμενον ένθεν και ένθεν, το φως της κρεμαμένης λυχνίας, ήτις μεταμορφώθη εις την αποκαμούσαν διάνοιάν μου εις εκκρεμές φωτεινόν, τας κανονικάς κινήσεις του οποίου παρηκολούθουν, ότε ακούω επάνω κραυγήν γοεράν.

— Αλλέστα!

Ανήλθον επί του καταστρώματος ως αποδιωχθείς υπ' αγνώστου φόβου. Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια. Η θάλασσα αδιακόπως εισερχομένη από της πρώρας και χυνομένη από τα πορτέλα, ορθάνοικτα, κατά κυματισμούς, εν αφρώ και βροχή ραγδαία, κατεπλημμύρισε το κατάστρωμα πλέον όπου οι ναύται ως πάπιαι, παρά τα χονδρά ξάρτια και τα κατραμωμένα παταράτσα, ανέμενον πάντοτε τας διαταγάς του πλοιάρχου, όστις ίστατο ακίνητος, τετράγωνος, ανεμιζόμενος, ασκεπής, με το τσιγάρο 'ς το στόμα, μισοφαγωμένο, επάνω εις την πρύμνην, κρατών τα ναυτικά δίοπτρα και βλέπων το ηγριωμένον πέλαγος, ατάραχος ως κορμός δρυός εν ώρα καταιγίδος. Σκότος βαθύτατον. Και μόνον φως έν προς το Σίγρι, κατακόκκινον, έφεγγε θλιβερώς κατενώπιον, ως πύρινος Κύκλωπος οφθαλμός, σβεννύμενον αίφνης και πάλιν αίφνης αναπτόμενον, ο φάρος του ακρωτηρίου της Μιτυλήνης.

Η σκούνα με αριστεράν μούραν πάντοτε έκλινε προς την δεξιάν πλευράν, ολονέν πλαγιαζομένη υπό των κυμάτων, άτινα κάτωθεν ως μοχλοί προσεπάθουν να την ανατρέψουν, αλλ' έφευγε λοξώς πάντοτε προς τον φάρον της Μιτυλήνης πλέουσα, όστις ολονέν εμεγεθύνετο, φεγγοβολών εις απόστασιν τεραστίως.

Ο πλοίαρχος υψούμενος επί της πτέρνης, καμπτόμενος ως κουλούρα, ανατείνων τον λαιμόν ως χην, κλίνων δεξιά, κλίνων αριστερά ως ει ησθάνετο πόνους περί την οσφύν, ακροώμενος με το ους προς τον φάρον ως ει εκάλει αυτόν πρωρεύς άγνωστος από του πελάγους, βαστάζων τα δίοπτρα, επάνω εις την υψηλήν πρύμνην, σχοινοβάτης επί θεατρικού ικριώματος, ηγωνίζετο υπερανθρώπως να υπολογίση την από της ξηράς απόστασιν, οδηγούμενος από του κρότου των επί της ακτής θραυομένων κυμάτων. Και όταν ενόμισεν ότι προσηγγίζομεν εις την ξηράν κ' ότι ήλθεν η στιγμή «να τα γυρίση», τότε εκραύγασεν «αλέστα» διατάσσων τους ναύτας να είνε έτοιμοι. Η διαταγή εκείνη γοερώς αντηχήσασα εν τη τρικυμία ως φωνή πνιγομένου, μ' ηνάγκασε ν' ανέλθω επί του καταστρώματος, ως είπον.

— Μόλα μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Ηκούσθη πάλιν εν μέσω της εξάλλου βοής του πελάγους, διατάσσων ο πλοίαρχος, με γλώσσαν άγνωστον εις εμέ, γλώσσαν βομβούσαν ως το άγριον μελτέμι με όλην την υγρότητα αυτής, της θαλάσσης την γλώσσαν.

Ο επί της πρώρας ακοίμητος φρουρός είχεν αντιληφθή εγκαίρως του σχασίματος των κυμάτων, άτινα εθραύοντο κατά της αποτόμου του φάρου άκρας εν παρατεταμένη νεροποντή και έδωσε σημείον, ο δε πλοίαρχος, ακροώμενος ως είπομεν, παρεδέχθη του φρουρού την αντίληψιν και διέταξε να χαλαρώσωσι τα χονδρόν σχοινίον, την μπουρίναν, την συγκρατούσαν τον παμμέγιστον τρίγκον, όπως «τα γυρίσωσι» τα ιστία προς την αντίθετον κλίσιν.

Ο πηδαλιούχος επιδέξιος τιμονιέρης, ακίνητος ως άγαλμα έως τότε, συγκρατών το πηδάλιον εις την θέσιν του, πάραυτα εκινήθη προς την διαταγήν. Έλαβε ζωήν εμψυχωθείς κ' έστρεψε τον κύκλον του πηδαλίου ταχέως, γύρους πολλούς, πολλούς ώστε να έλθη «το τιμόνι ς' την μπάντα».

Εν τω άμα ο δρόμος ανεκόπη. Διότι συγχρόνως και οι ναύται, εκτελούντες το πρόσταγμα του πλοιάρχου έσυρον μετά ταχύτητος τα σχοινία των ιστίων, άτινα όλα ομού συνεστράφησαν προς την άλλην πλευράν υπό την διεύθυνσιν του ναυκλήρου:

— Γιάσσα-Γιάσσα! Όλοι μαζί!

— Γιάσσα-Γιάσσα! Άλλα παιδιά!

Ο άνεμος εναντίος ήδη, κολπών τα ιστία, με λύσσαν, έγυρε προς την αριστεράν άλλην πλευράν την σκούναν, ήτις κλονισθείσα αποτόμως εφάνη ότι εστάθη. Η πρώρα της δεχθείσα αίφνης εις τας μάσκας της τα φοβερά ραπίσματα των μαινομένων κυμάτων ανυψώθη ως θαυμασίου ίππου κεφαλή αποφεύγουσα τους λακτισμούς του αντιπάλου και η πρύμνη φυσικά συσταλείσα εκ του σεισμικού τρόμου, υπεχώρησε προς τα κάτω ως κατακάθεται ηττημένος εν σταδίω ίππος· και ήφριζεν αγρίως εν τη νυκτί το πέλαγος γύρω ως να ήτο ο νικητής. Αλλά τα ιστία ισχυρώς τεταμένα, πληρωθέντα πνεύματος, ενίσχυσαν την σκούναν εν τω αγώνι. Η υπερήφανος πρώρα με τον Ηρακλέα της όρθιον εμπρός, κύπτουσα, κυάνεος ίππος, με την ωραίαν χαίτην του, καταπατεί γενναίως τους όγκους των νέων κυμάτων, θραύει αυτούς κινητικώς, και υπεγειρομένης της πρύμνης επιβοηθητικώς, ανοίγει οδόν προς την Λήμνον— μούρα δεξιά— επικροτούντων εν οξυτάτω συριγμώ των καρχησίων. Τα πανιά μπουκάρισαν πλέον. Η σκούνα τα πήρε. Ο φάρος της Μιτυλήνης εχάθη.

Αναχθέντες συναντώμεν εν απολαύσει δεινού μεγαλείου δύο μπάρκα, με της γάμπιαις μόνον, ένθεν και ένθεν ημών, εκτελούντα την λοξοδρομίαν των προς την Μιτυλήνην, άτινα ως κήτη θαλάσσια με τας κοιλίας των θαρρείς εκυλίοντο πλησίον ημών, ασθμαίνοντα, στένοντα, υπό αφρών και άχνης καλυπτόμενα· ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν, κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι. Οι πλοίαρχοι και των δύο παρά τα πηδάλια, με τα δίοπτρα εις χείρας εκραύγαζον την στιγμήν εκείνην ως με θαλασσίαν σάλπιγγα, την οστρακώδη κοχύλαν:

— Μόλα-μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Κ' εβόϊζε το άγριον πέλαγος αντηχούν εις απόστασιν:

— Μόλα μπουρίνα! Τίρα-Μόλα!

Μετ' ολίγον φως άλλο κατακόκκινον αστράψαν όπισθέν μας με κατετάραξεν, άπειρον της θαλάσσης, φοβηθέντα σύγκρουσιν προς ατμόπλοιον, αλλ' ήτο η σελήνη ήτις λειψίφωτος, την αυγήν ανατείλασα ως πεπυρακτωμένον κλαδευτήριον εφώτισε την σκούναν ημίπνικτον και το πέλαγος ηγριωμένον, του οποίου τα κύματα ελάμβανον φωνήν, θαρρείς, εν τη βιαία του ανέμου ορμή κ' εβλασφήμουν και έβριζον.

Ε'.

Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης.

Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος. Ο καραβόσκυλος, σειόμενος παταγωδώς, ετίνασσεν από του στιλπνού τριχώματός του την θάλασσαν βραχείς και αυτός την νύκτα· αλλ' οι ναύται τυλιγμένοι εις τας κηρόχρους νιτζεράδες των με τα κηρωτά κασκέτα κεκαλυμμένοι μέχρι των ώτων, με τας χείρας αφανείς κρεμαμένας ως χηλάς οστρακοδέρμου με τους πόδας γυμνούς ωμοίαζον προς καβούρας με τας αγκυλωτάς των μύστακας αναμένοντες «να σκαντζάρη η βάρδια» ίνα ξαλλάξωσιν. Ο σκοπός ο πρωραίος, εσκυμμένος εκεί ημέρας υπό την κιτρίνην νιτζεράδα του, έσταζεν όλος ως άρτι αναδύσας εκ του βυθού, ο δε πηδαλιούχος με την μίαν χείρα κρατών τον τροχόν του πηδαλίου ασφαλώς, με την άλλην απέμασσεν από του πώγωνος και από του μετώπου την θάλασσαν, τον ιδρώτα του παλαίοντος ναύτου. Και εις έν τίναγμα αιφνίδιον— ριπής, τελευταίας του εκπνεύσαντος ανέμου— ανακινηθείσα η σκούνα εφάνη ότι άρτι αναδύσασα και αυτή ανετινάσσετο, ως ο καραβόσκυλος πρότερον, αποβάλλουσα την άλμην, αφροδίτη με κομψούς τιναγμούς αποσμήχουσα την μακράν της κόμην.

* * *

Μεγάλη απλούται η Λήμνος, μακρά και χθαμαλή με ωραία ακρωτήρια, με μεγάλους βαθυκόλπους λιμένας με χρυσοκιτρίνους αγρούς θερισμένους, με εύμορφαις ακρογιαλιαίς. Χωρίς δάση, χωρίς χωριά, έρημος, θαρρείς, ακατοίκητος.

Από την Λήμνον έπειτα εις την Τρωάδα και από την Τρωάδα εις την πολύκωμον Ίμβρον κ' από την Ίμβρον εις την Τένεδον.

Βόλταις. Θαλασσινοί περίπατοι, αι ναυτικαί λοξοδρομίαι.

Συντροφιά με τους γλάρους.

Ω! την ηγάπησα την συντροφιάν την λευκήν των γλάρων. Είνε αθώα, ως είνε κάτασπρα τα πτερά των. Σε διασκεδάζουν χωρίς να σε κουράζουν. Αγάπη κουράζουσα δεν είνε αγάπη. Σε συντροφεύουν χωρίς να σε ενοχλούν. Αθορύβως, σιωπηλώς. Ευγενώς. Είνε καλόγνωμος η συντροφιά των γλάρων. Εμφανίζονται ενώπιόν σου εκεί όπου δεν τους περιμένεις. Ως παλαιοί σου φίλοι. Δεν εξίστασαι δι' αυτό, ως να τους ανεζήτεις μετά κόπου. Νομίζεις κ' έπλευσες δι' αυτούς. Νομίζεις κ' υπέφερες δι' αυτούς. Κ' εκείνοι πάλιν ό,τι θέλεις διά να σε ευχαριστήσουν. Χορεύουν, βουτούν, παίζουν. Προηγούνται, ως να θέλουν να σε οδηγήσουν εις τας κατοικίας των, τας δροσεράς, τας υγράς φωλεάς των, όπου το κύμα φωσφορίζει φέγγον, όπου η δρόσος είνε αιωνία. Κ' εν ω προβαίνουν ταχύπτεροι, αίφνης ίστανται και σε περιμένουν και σε κράζουν μετά μονοσύλλαβά των, γλαριστί:

— Καλώς τον φίλον μας! Καλώς τον φίλον μας!

Κ' εν ω περιμένουν, θωπεύουν τον αέρα με τας κυρτάς των ως δαμασκιά πτέρυγας, και φιλούν το κύμα με τα ράμφη των. Πόθεν ήλθον; Πού πηγαίνουν οι φίλοι μου, οι κάτασπροι γλάροι; Είνε γλάροι της Μιτυλήνης; Είνε γλάροι της Λήμνου; της Τρωάδος είνε οι γλάροι η της Τενέδου; Τους έβλεπον τάχα και οι Αχαιοί;

Ω! η λευκή, η καλή συντροφιά μου, οι γλάροι του Αιγαίου! Καταμεσής 'ς το πέλαγος αναμένουν να χαιρετίσωσι τους ταξειδεύοντας. Άγγελοι του αισίου πλου, υπάρξεις ποθηταί εν κρυερά του πόντου ερημία. Μειδίαμα γλυκύ εν τη πικρά μοναξία. Ελπίς ότι εγγύς που ο κόσμος. Αφορμή μελέτης διά τον σοφόν. Έμπνευσις διά τον ποιητήν. Δουλειά διά τον άεργον. Παραμυθία διά τον ναύτην, όστις επακουμβών επί της κωπαστής συνάπτει άφωνον διάλογον με τον λευκόν πτερωτόν του σύμπλουν. Ναύτης προς ναύτην. Θαλασσοδαρμένος προς θαλασσοδαρμένον. Γλάρος προς γλάρον.

Και πετούν ενίοτε υψηλά. Πλησιάζουν εις τας κόφας του πλοίου, τρέχουν γύρω και χορεύουν περί τον θαλασσομάχον, τον ξύλινον της πρώρας αδελφόν των, όστις βουτά και αυτός καθώς αυτοί ως δίστομον στιλέτο κόπτον το κύμα. Και πολλάκις πολλοί-πολλοί περισυναχθέντες τριγυρίζουσι την σκούναν εν χαιρετισμοίς, μεγάλην γλαρίναν, μητέρα πολυπαθή των λογικών γλάρων.

Εκόπασε πλέον ο σάλος· τα κύματα καταπονηθέντα καθ' όλην την νύκτα επραΰνθησαν. Η θάλασσα γαληνιάζει πάλιν. Δευτέραν φοράν διερχόμεθα εγγύς της πολυσχιδούς Λήμνου, ηρέμα, από της αντιθέτου πλευράς. Επί τινος χρησίζοντος λοφίσκου υπολευκάζει παρεκκλήσιον. Όλοι οι ναύται, προς αυτό ατενίζοντες ευλαβώς, κάμνουν τον σταυρόν των.

— Αη-Νικόλα!

Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου.

Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.

Υπό τινα βράχον μοι φαίνεται πως διακρίνω την σκιάν του εκσφενδονισθέντος από του Ολύμπου άλλοτε χωλού Ηφαίστου και παρά τι σπήλαιον:

«Ορώ κενήν οίκησιν ανθρώπων δίχα» την οίκησιν του Σοφοκλείου Φιλοκτήτου· καί τινας συκάς απέξω εκλαμβάνω ως ράκη, τα οποία ήπλωσεν εκεί ο έρημος ήρως «βαρείας του νοσηλείας πλέα».

* * *

Εξημέρωσε Κυριακή;

Οι ναύται, απηυδηκότες από της παρελθούσης τρικυμιώδους νυκτός, κοιμώνται ακόμη, ενώ ο μάγειρος πρωιαίτερον εγερθείς, απολεπίζει ιχθύδιά τινα, σημαδιακούς χάνους εκατοστάρικους, πελαγίσιους χάνους, τους οποίους είχομεν αλιεύσει κατά την γαλήνην της προτεραίας. Μόνος ο πηδαλιούχος, κουκουλωμένος ακόμη με τον χειμερινόν μουσαμάν του, ίσταται παρά το πηδάλιον, και ο φρουρός της πρώρας, ανάψας το εικοστόν σιγάρον κατά την τετράωρον βάρδιάν του, βρεγμένος ακόμη με τον κηρωτόν μουσαμάν του, φρουρεί.

Τα πανιά! όλα επάνω τώρα. Και ο μοναχογυιός κόντρας ο λεπτοκαμωμένος, ο γαλαζοαίματος.

Ιστάμενος επί της πρώρας ως επί πύργου, καμαρόνει την ταχείαν σκούναν πετώσαν μαλακά-μαλακά. Άνευ τιναγμών πλέον προηγείται δύο άλλων ιστιοφόρων μεγάλων, άτινα μας παρακολουθούσι μετά σπουδής ως να θέλουν κάτι να μας ειπούν. Αλλ' η σκούνα φεύγει, πετά. Από του ύψους ένθα ίσταμαι νομίζω ότι δεν άπτεται καν της θαλάσσης. Τόσον γλυκά πνέει, θαρρείς και 'ς τα νύχια πατεί. Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην.

— Σκάντζια-βάρδια:

Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.

Ταυτοχρόνως γλυκύτατα αντηχούσιν όπισθέν μας εν τω πελάγει οι κώδωνες των δύο ιστιοφόρων ως παρεκκλήσια λειτουργούντα, σημαίνοντες την ογδόην ωσαύτως ώραν.

Μετ' ολίγον οι ναύται νιφθέντες κ' ενδυθέντες κατέρχονται εις τον θάλαμον του πλοιάρχου, καλέσαντος αυτούς, όπως προσευχηθώσι— Κυριακή πρωί— κ' ευχαριστήσωσι τον άγιον Νικόλαον διασώσαντα αυτούς από της τρικυμίας.

Ο φαιδρός και πρόθυμος πάντοτε Γιαννάκης, ο υιός του πλοιάρχου, αλλαγμένος γαλάζιαν βλούζαν, εκτελεί χρέη καμαρώτου, παθόντος εκ ναυτίας του τοιούτου και κοιμωμένου ακόμη, και ανάψας κηρίον και θέσας πυρ μετά θυμιάματος εις το ορειχάλκινον στιλπνόν θυμιατήριον, θυμιά πρώτον ευλαβώς την εικόνα του Αγίου Νικολάου, μικράν επάργυρον, κρεμαμένην από τινος δοκού εν τη άκρα του θαλάμου, και είτα πάντας τους λοιπούς, ψάλλων και το μεγαλυνάριον του Αγίου «Ορφανών προστάτην.... » Τέλος ασπάζονται πάντες την εικόνα του θαλασσινού ιεράρχου ευωδιάζουσαν θάλασσαν ως να ηγωνίζετο και ο Άγιος με τους ναύτας όλην την νύκτα παλαίων κατά των κυμάτων.

Οι ναύται είτα ευφροσύνως πίνουσι το προσενεχθέν αυτοίς ποτήριον ρουμίου και ανέρχονται οι μεν ν' αντικαταστήσωσι την βάρδιαν, οι δε να τακτοποιήσωσι τα επί του καταστρώματος αντικείμενα μετακινηθέντα εκ του νυκτερινού σάλου.

Τα πανιά δουλεύουν.

* * *

Αφίνομεν προς τα δεξιά τα λευκόν κτίριον του φανού του Σιτίλ-Βαχάρ εν τω στομίω του Ελλησπόντου και ιδού ξανοίγει η Ίμβρος, χθαμαλή, στρογγυλή, ιόχρους, με τα δάση των ελαίων της εδώ κ' εκεί και με τα οπωροφόρα δένδρα της.

Η Ίμβρος με τα πολλά χωριά και με τας αμμώδεις ακτάς. Εγκατεσπαρμένοι σωροί όγκων φαιών και κοκκινωπών. Είνε τα χωριά τα πολυώνυμα της θρακικής νήσου. Δύο-τρεις καλύβαι εδώ, πεντέξ παρέκει, δεκάς οικίσκων αλλαχού. Επί των λοφίσκων, επί της ακτής.

Ιδού έν μεγαλείτερον παρά το κύμα. Μικροκάικα πολλά σαλεύουν εγγύς της άμμου ως να παίζουν μετ' αυτής. Και άλλα πάλιν καϊκάκια με τα λευκά πανάκια των πηγαίνουν ν' αράξουν. Ένα τσερνίκι, φορτωμένον «ως τα μπούνια» με τα εκ πανίου παραπέτα, πετά σχεδόν ως θαλασσοπούλι με τον μακρύν λαιμόν του κατάμαυρον. Αγρόται αλωνίζουν εγγύς της ακτής, και όρνιθες εδώ κ' εκεί τσιμπούν με τα ράμφη των τους στίλβοντας ξηρούς χάλικας.

Όπισθεν της Ίμβρου ουρανομήκης υψούται η κορυφή της αιπεινής Σαμοθράκης.

Παραπλέομεν την Τένεδον μακράν και χθαμαλήν εν σχήματι μαχαίρας. Λόφοι γυμνοί και άθαμνοι. Καταπράσινοι αμπελώνες απόκρυφοι και πολυάριθμοι ανεμόμυλοι καταφανείς ένθεν και ένθεν της κώμης, συσσωρευμένης παρά τον αλίμενον αιγιαλόν. Μικρά καϊκάκια την συντροφεύουν αρόδο ιστάμενα.

Έμπροσθέν της εκτείνεται του Ελλησπόντου η μεγαλοπρεπής είσοδος με το Σιτίλ Μπαχάρ το παμπάλαιον φρούριον. Τα ιστία των παμμεγίστων ιστιοφόρων λευκά κατάλευκα σχηματίζουσι [αρχή σελ. 73] αναριθμήτους χιονοστιβάδας κινουμένας ηρέμα κατά διαφόρους διευθύνσεις του εκτεταμένου όπισθέν μου Αιγαίου και ο καπνός των ατμοπλοίων, άτινα ως εκ της αποστάσεως ως καρκίνοι θαρρείς, βραδυπορούσι διατέμνοντα την απέραντον έκτασιν, αποτελούσι νέφη πυκνά συσκιάζοντα τον γαλανόν αιθέρα του. Πλαγιάζει η μυθική νησίς κατέναντι της Τρώας ως να την παρέσυρε προς τα εκεί το ισχυρόν του Ελλησπόντου ρεύμα το οποίον ορμητικόν εκχύνεται απλούμενον επί του Αιγαίου.

Ο περίφημος κρυψώνας των Αχαιών σήμερον ευφημισμένος μόνον διά το λαμπρόν μαύρο κρασί του, το Τενέδιο κρασί, ακουστόν εις την Πόλιν και περιζήτητον εις τα ξενοδοχεία του Γαλατά.

Επιάσαμεν εις την Τρωάδα. Ιδού τα έρημα πεδία της, μαύρα εκ των καταπεύκων θάμνων. Ιδού αι ακταί όπου αι θεαί των Αχαιών νήες δέκα όλα έτη ανέμενον. Ιδού τα Πέργαμα, ο Σκάμανδρος, αι Σκαιαί Πύλαι... Ω! τίποτε, τίποτε σήμερον δεν υπάρχει.

— Fuit Ilium...

Τα Μπεσίκια με την δασώδη φυτείαν των κάμπων και με τον μέγαν κόλπον των. Τα βουνά της Ανατολής, μακρά, υψηλά, κατάφυτα. Ευλογημένα βουνά.

ΣΤ'.

Μετά το γεύμα εκαθήμην μετά του πληρώματος δίπλα του μαγειρείου. Είμεθα εξηπλωμένοι όλοι . . Αν και τον λυσίπονον επόθουν ύπνον, αγρυπνήσας όλην την νύκτα, όμως δεν με άφινον αι θελκτικαί διηγήσεις της Νεροφίδας. Ο γέρο-ναύτης ο Μπαρμπα-Μήτρος, η Νεροφίδα αποκαλούμενος μεταξύ των πληρωμάτων, διά την πονηρίαν του, γηράσασαν πονηρίαν, ο πάντοτε διολισθαίνων ως ποτάμια έγχελυς από μέσα από τα φοβερά δίκτυα του κινδύνου, μ' επείραζε συνεχώς με το νυκτερινόν κολύμβημα, ως απεκάλει της νυκτός την τρικυμίαν.

— Και τι, μωρέ παιδί μου; Τι εμαϊνάραμε; Μόνον τον [τέλος σελίδος 73] κόντρα και τα φλέσα, κ' εδέσαμε και δυο μούδαις 'ς την μπούμα. Είδες εσύ, μωρέ παιδί μου, μπάρκο μπέστια· γάμπιαις συριακό σκαρί ξυλάρμενο, να θαλασσοδέρνη απόξω από τον Κάβο-Δόρο; Είδες σκούνα κασσώτικη, 28 χιλιαδώνε, συριανό σκαρί, με τα μικρά παρουκέτα μονάχα, να παραδέρνη απόξω από τον Κάβο-Μαλιά τρία ημερόνυκτα; Ο καιρός δεν μας έπαιρνε, θάλασσα-κιαμέτι! Μας έφαγε της γάμπαις ο χιονιάς και μας έσπασε τα τσιμπούκια ο βορειάς. Ο κόρφος δεν μας εδεχότανε, το Τσιρίγο μας έδιωχνε. Το βάλαμε κ' ημείς τραβέρσο, τρία ημερόνυχτα, με τον μέσα φλώκο μονάχα και με την μπούμα καταιβασμένη τρίγωνο. Λες κ' ήτανε κρασοβάρελο που το πετάξανε 'ς την θάλασσα κ' η θάλασσα το χτύπαε σαν αφωρισμένο. Δεν είχαμε και καπνό. Εξούσαμε τα παραπέτα με τους σουγιάδες μας κ' εφουμάραμε. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή! Να, πλυθήκαμε κομμάτι.

Και εκβαλών την καπνοσακκούλαν του επλήρου μικρόν τσιμπουκάκι μεθ' υπομονής και φιλοκαλίας θεργιακλή.

— Όντας εναυαγήσαμε πάλι 'ς το Ασπρονήσι, απόξω από την Σκιάθο; Ωχ! μωρέ γυιε μου, κάτι κύματα! . . . Βουνά τα ωργισμέγα. Και νύχτα! Πίσσα! Και χιονιάς! Κατεβαίναμε φορτωμένοι, από τον Ποταμό, γέννημα για τον Περαία, με διαταγή! Ωχ, μωρέ γυιε μου, και να σε είχα μέσα εκείνη τη βραδειά! Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσω 'ς την θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε:

— Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπεταν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνο 'ς τον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμε 'ς τα πανιά— ώρα εσπερινού— , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως. Ο καιρός 'ς τον Μάστορη— Μαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! Σκοτάδι— Πίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμη 'ς την πλώρη. Εγώ του είπα του καπεταν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο. Μας σπάζει το πρυμνιό τσιμπούκι με το φλέσι και κρεμνιέται και παραδέρνει σαν ξεμανίκωτο χέρι. Μετά πολλά ξανοίξαμε κατά την Μεγάλη Λήμνο. Τα κύματα βουνά! Και σου καταιβάζει κάτι κύματα τ' Άινόρος! Θεέ Δημητρίου! Μετά τα μεσάνυχτα όλοι αποκάμαμε. Ήμουνα 'ς το τιμόνι. Γυρίζω, τίποτε. Δεν τ' άκουε το τιμόνι πλεια. Βρε για το Θεό, καπεταν Φώκα. Λέγω 'ς τον καπετάνιο. Ο κακομοίρης ήλθε κ' εκέρωσεν αμέσως. Τα κύματα μας άρπαξαν πλεια την σκούνα από τα χέρια μας. Η θάλασσα την έκαμε ξέρα κ' έμπαινε κ' έβγαινεν ελεύθερα. Ύστερ' από τα τόσα τινάγματα, που έτριξαν τα παΐδια της, η σκούνα έγειρε με την μια μπάντα. Τότες πλεια όλοι τα χρειασθήκαμε. Σπάζει η ράντα της μπούμας, κάτω η γάμπιες κουρέλια. Μονάχα ένα κομμάτι απέμεινε ψηλά 'ς της κόφαις κ' ενόμιζε λες κ' ήτανε σκιάχτρο για της κουρούναις 'ς τα μποστάνια. Ο καπεταν-Φώκας τότες τάχασεν. Εγονάτισε και δεν μπορούσε ούτε το σταυρό του να κάμη. Γυναίκα, γυναικούλα μου! έκλαιε. Τα κύματα την επήραν πλεια από κάτω την σκούνα. Η κουβέρτα σαρώθηκε. Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ω τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπεταν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει:

— Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο!

Και όλοι επαναλαμβάνουν·

— Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο!

Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος:

— Ίσα τον Αράπη!

— Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει:

— Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστά 'ς την πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένο 'ς το πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο. Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

— Ίσα τον Αράπη ξαναφωνάζω, έτσι 'ς τα ψέματα για να δώσω καρδιά 'ς τους ναύταις. Μα ποιος άλλος μπορούσε να 'πάγη 'ς την πλώρη;

Το κύμα θα τον ερροφούσεν όσο να πης τρία. Έτυχε νάχωμε 'ς το τσούρμο τον Παπα-Δράκο, της Παπαδράκαινας τον γυιό. Μάννα για τον Αράπη.— Θεός σχωρέσ' τονε!

Ο Παπα-Δράκος της Παπαδράκαινας ο γυιος ήτανε ένα παιδί όλο κεφάλι. Από μικρό έδειχνε. Εγεννήθη μ' ένα μεγάλο κεφάλι. Ύστερα, εμεγάλωνε το παιδί, εμεγάλωνε και το κεφάλι του. Ένα τέρας. Η κακαίς η γλώσσαις καθήσανε και λογαριάσανε τους μήνους, από την ημέρα που γεννήθηκε, κ' εβγάλανε πως επιάσθη Μεγάλη Παρασκευή. Τόσο εβούιξεν ο κόσμος όλος. Ο Παπα-Δράκος, ο πατέρας του, ένας καλός χριστιανός, παπαδοπαίδι και αναγνώστης με μια ώμορφη γυναικούλα, μικρούλα σαν κουκλίτσα.

Αναγκάσθη να φύγη για πάντα από το χωριό. Δεν μπορούσε να υποφέρη τον κατατρεγμό, και το κατηγόριο, κ' ουδέ να βλέπη ήθελε το παιδί του εκείνο με το μεγάλο κεφάλι, λες κ' ήτανε καταμαρτυρία της αμαρτίας του. Ένα βράδυ λοιπόν λέει στην Παπαδράκαινα:— «Έχε γεια, Παπαδράκαινα!» Έχωσε το κεφαλάκι της μέσα 'ς τα πυκνά γένεια του, ένα ώμορφο στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, και την εφίλησε, την εφίλησε την Παπαδράκαινα, κ' έφυγε, και δεν ξαναγύρισε πλεια. Απέθανε, είπαν, 'ς τα Καντουνάκια 'ς τ' Άινόρος. 'Σ την έρημο. Ο δε Παπαδράκος ο γυιος του εμεγάλωνεν, εμεγάλωνεν, είπαμε, και το κεφάλι του.

— Παπα-Δράκος να σε φάη! του φώναζεν η Παπαδράκαινα, για να το τρομάξη, όταν έκλαιε, που το εσυχαινότανε σαν την αμαρτία της.

Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψη— όταν ήτανε 'ς τα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε:

Παπα-Δράκος να σε φάη!

Παπα-Δράκος να σε φάη!

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της:

— Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα! Άιντε να βρης ψωμί! κ' εκείνο το καϋμένο πήγε με τα καράβια· με χρόνια έγεινε ακουστός ο Παπα-Δράκος ο γυιος της Παπα-Δράκαινας μέσα 'ς τα τσούρμα των καραβιών, 'ς τα πληρώματα καθώς λένε τώρα. Άξιος κ' επιδέξιος ναύτης, φημισμένος για την αποκοτιά του. Μα ήτανε άτυχος. Με όποιο καράβι μπαρκάριζε, κινδυνεύανε πάντοτε, και αυτόν, ως απόκοτον, έστελναν πάντοτε 'ς τον Αράπη. Ώστε σου έγεινε ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπά-δράκαινας, μάννα για τον Αράπη!

'Σ τα ύστερα όμως εκατάλαβαν την ατυχία του, σαν να ήτανε καταραμένος, και δεν τον ετσουρμάριζαν.

— Δεν είμαι για τον Αράπη! έλεγαν οι καπετανέοι, όταν τους παρακαλούσε κλαίοντας να τον γράψουν 'ς τα χαρτιά.

Κι οι ναύταις πάλιν έλεγαν εις τους καπετανέους.

— Βάρδα από τον Παπαδράκο!

Τόσον που κατάντησεν ο δυστυχής ο Παπαδράκος να πωλή αχινούς— πέντε 'ς το λεπτό— για να ζήση. Και έβλεπαν συχνά οι άνθρωποι, ένα μίλι μακρυά από το χωριό, μια φλάσκα μεγάλη-μεγάλη μέσ' 'ς τη θάλασσα να καραβίζη. Ήτανε ο Παπαδράκος με το μεγάλο κεφάλι που έβγαζε τους αχινούς.

Η φελούκα του εχώνευε, και το κεφάλι του φαινότανε ακόμα ένα μίλι μακρυά!

Ο καπεταν Φώκας δεν ήθελε να τον τσουρμάρη τελευταία, ούτε οι ναύταις του τον ήθελαν. Μα τι να κάμη; του έλειπεν ένας ναύτης. Το ξέρω, βρε παιδιά μου, έλεγε. Μα να χάσωμε το ναύλο; Και τον ετσουρμάρισε. Έτσι λες εσύ; Να κινδυνέψωμε για τον Αράπη.

Α! Πάπα-Δράκο! παιδί μου! παρακαλεί ο καπετάνιος, λοιπόν είπαμε. Ίσα τον Αράπη!

Ο Παπα-Δράκος ήτανε έτοιμος. Σαν να το είχε καταλάβει και πριν τον διατάξη ο καπετάνιος είχε τα μάτια του 'ς τον Αράπη. Άμα τον διέταξεν ο καπετάνιος, με το κεφάλι του το μεγάλο, ο Παπαδράκος ανασκουμπωμένος όπως ήτανε, χυμά 'ς την πλώρη. Τρώει ένα κύμα, τρώει δεύτερο, τρώει τρίτο. Τρεις φοραίς πέφτει πίστομα όσο ν' αναβή 'ς την πλώρη. Τρεις φοραίς σαν νεροβάρελο εκατρακύλισε 'ς την κουβέρτα και τρεις φοραίς σηκώθηκε. Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκε 'ς τα πόδια της η σκούνα. Μέσα 'ς την νύχτα και 'ς την χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστά 'ς την πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Λες κ' είχε χέρια ο Αράπης κ' έπιασε γερά την σκούνα και την εσήκωσε σαν μάννα του. Εσηκώθηκε αμέσως και ο καπεταν Φώκας. Όλοι εκάμαμε τον σταυρό μας. Άρχιζε τότες και να μολυβίζη. Εχάραζε και εβλέπαμε της στεριαίς.

— Γεια σου Παπαδράκο! φωνάξαμε όλοι, που τον εβλασφημούσαμε προτήτερα.

Τα πρωί εξημερώσαμε ανοιχτά από την Σκύρο. Ανασάναμεν. Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα. Άμα εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα ήμαστε καλά. Έπεσε κομμάτι κι' ο αγέρας. Μα είδαμε πως μας έλειπεν ένας από το τσούρμο. Ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπαδράκαινας. Ούτε φάνηκεν ο καϋμένος. Ψάχνομε παντού. Πουθενά ο Παπαδράκος. Φωνάζουμε εμπρός, πίσω, κάτω. Τίποτα! Πουθενά ο Παπαδράκος. Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρη 'ς την κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθη 'ς τα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα!

— Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

— Παπαδράκο! ακούσθηκεν άλλαις τρεις φοραίς τρεμουλιαστή βοή σαν κλάμα από την κατάξηρη των Ψαρών ράχη.

— Θεός σχωρέσ' τονε!

Είπαμε όλοι τότε κ' εκάμαμε τον σταυρό μας. Κ' εβγάλαμε τα κασκέτα μας, ξεσκούφωτοι, σαν να περνούσεν από πάνω μας την ώρα εκείνη η ψυχή του Παπαδράκου, του γυιού της Παπα-δράκαινας, που έσωσε πέντε σπίτια εκείνη την νυχτιά κ' ένα καράβι. Εχάθη ο καϋμένος, σαν να μη ήθελε ν' ακούση ευχαριστίαις από στόματα που τον εβλασφημούσαν . . . .

Ζ'.

— Μπούκα!

Ακούομεν αίφνης την φωνήν του πλοιάρχου μας. Εγειρόμεθα όλοι. Οι ναύται τρέχουν εις τας θέσεις των.

— Μόλα-μπουρίνα— τίρα-μόλα!

Εισήλθομεν εις τον Ελλήσποντον, διά χειρισμού δεξιού αποφεύγοντες το ισχυρόν ρεύμα. Δεξιά μας το Κουμ-καλέ, αριστερά το Συτίλ- Μπαχάρ, ορθάνοικτα φύλλα της πόρτας του γαλάζιου πορθμού.

Άνεμος δροσερός μας αναρριπίζει όλους. Αύραι ζωνταναί, αι αύραι του Ελλησπόντου. Τας βλέπεις σχεδόν πνεούσας κυανάς από το Τσανάκ- καλέ, αόρατον όπισθεν μιας κυανής άκρας της ασιατικής παραλίας. Τα ιστία αναταράσσονται κατ' αρχάς χαρμοσύνως ως μανδήλια της σκούνας επισειόμενα προς χαιρετισμόν επί τω αισίω κατάπλω και πλαταγούσιν ηδέως ως πτερά όρνιθος ετοιμαζομένης να καθήση. Συρίζουν δε και τα καρχήσια εν αγαλλιάσει και τα «δίνουμε» σκιρτώντες διά τ' Άσπρα Γιάρια. Το ρεύμα ροχθούν, αφρίζον, περιδινούμενον μεθ' ορμής κατέρχεται προς τα κάτω, καθιστών αδύνατον τον περαιτέρω ανάπλουν.

— Μπρούλια τρίγκο.

— Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι!

— Μάϊνα γάμπιαις!

— Μάϊνα φλόκια!

Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν.

— Πόντισον!

Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.

* * *

Σκάφη παντοία ηγκυροβολημένα εν αταξία, καθώς ηυκολύνοντο, επλήρουν τ' Άσπρα Γιάρια, ένα μέγαν λιμένα του Ελλησπόντου προς την Ανατολήν. Τριίστια μπάρκα και σκούναι κομψαί και μπάρκα- μπέστια και τσερνίκια και τρεχαντήραι παμμέγισται λαδάδικαι, φορτωμένα και κενά. Μαύρα, φαιά, πράσινα, γαλάζια, με άσπρα μπούρδα, κατάμαυρα. Στιλπνά, καινουργή, παληοκάραβα ανθρακοφόρα. Αυστριακά παμπάλαια, του πετρελαίου μπάρκα, Σκιαθίτικα, Κασσώτικα, Χιώτικα, καράβια Γαλαξειδιώτικα, Ψαριανά καράβια όλα φύρδην μίγδην ανέμενον άλλα μεν να πνεύση νότος, ίνα πλεύσωσι προς την Προποντίδα, άλλα δ' εκαρτέρουν τα ρυμουλκά να τα ρυμουλκήσωσι δύο- δύο, τρία-τρία μέχρι του Αναγαρά.

Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι. Τα μαγαζάκια έξω του χωριού μέσα εις καταπρασίνους κήπους, γεμάτα πλοιάρχους, εγελοκοπούσαν, κ' η βάρκες εκουβαλούσαν πρωί-βράδυ τροφάς νωπάς, σφακτά τετράπαχα και δροσερά λαχανικά διά τον αραγμένον στολίσκον, ου τα πλείονα πλοία προωρισμένα διά την Μαύρην θάλασσαν ήθελαν ν' αποχαιρετίσωσι τα δροσερά της Ανατολής ζαρζαβατικά. Τινές δε πλοίαρχοι και συνεπλήρουν την αποθήκην των τροφών, ευρίσκοντες αυτόθι ευθηνότερα και καλλίτερα τα πράγματα.

Η Θρακική Χερσόνησος απέναντι μας με τα θαμνώδη βουνάκια της εσκοτίνιαζεν ήδη. Ο κάβο-Φονιάς, επικίνδυνος, εις αβαθή ύδατα, άκρα, μας έκρυπτε το Τσανάκ- καλέ, όπου έπρεπε να παρουσιάση ο πλοίαρχός μας τα χαρτιά του κατά την τάξιν.

Χαριεστάτη διήλθεν είτα η πρώτη της νυκτός φυλακή. Ο γλαυκός Ελλήσποντος ποικιλοτρόπως αντήχει από τους διαφόρους γλωσσικούς ιδιωτισμούς των ναυτικών Ελληνικών πόλεων, συγχεομένους όλους εις μίαν δροσερωτάτην αρμονίαν. Πλοίαρχοι και ναύται εκουβέντιαζαν από τα διάφορα πλοία ξεκουραζόμενοι μετά τον επίπονον πλουν, διηγούμενοι προς αλλήλους τα κατά τον πλουν και ερωτώντες «για της δουλιαίς πώς πάνε».

* * *

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά. Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι. Καμμιά φορά ότε το ρεύμα ήτο ισχυρόν ήσθμαινε το ρυμουλκόν, εκοντοστέκετο και η σκούνα με τα δυο τρεχαντήρια ένθεν και ένθεν αρνουμένη να προχωρήση— κατάδικοι που τους επήγαινον να τους κρεμάσουν . . . . Ατμόπλοια διάφορα, φορτωμένα και κενά παραπλέουσι αναβαίνοντα και καταβαίνοντα σιωπηλά, βωβά, μη ανταλλάσσοντα ουδέ χαιρετισμόν από την βίαν των.

— Έτσι μπορώ να ταξειδεύω με κάθε καιρό!

Έλεγεν η Νεροφίδα, ξαπλωμένος ο γέρων ναύτης,— έλεγε πώς ήτο αδιάθετος— παρά το μαγειρείον, οπόθεν εξήρχετο ευώδης η ορεκτική οσμή του παρασκευαζομένου αλιπάστου κρέατος διά το πρόγευμα. Περί αυτόν οι ναύται έξαινον στυππείον, διότι ο πλοίαρχος είχεν επαναλάβει πάλιν ειπών ότι «η μόνη τέχνη που δεν περνά είναι η τεμπελιά».

— Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου. Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: «— Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: «— Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: «— Να καπετάνιος μια φορά!»

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν.

— Γεια σου, ξεφτέρι μου! |

Κ' εξηκολούθει:

— Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.

Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας. Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη:

— Πράσινο φανάρι!

— Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του.

Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν:

— Πράσινο φανάρι!

Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη. Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια.

— Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι.

Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε.

— Αη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω!

Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο.

— Ε! από το βαπόρι! Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα!

Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο.

Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν. Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο!

Ποιος φώναξε:— την καμπάνα;— Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Αη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.

Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Αη-Νικόλας.

Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν.

— Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα. Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Αη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Αη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι. Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστά 'ς την πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός. Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος.

Είνε τώρα κρεμασμένη 'ς τον πολυέλαιο του Αη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.

* * *

Το ρυμουλκόν, αφού μας εξήγαγεν έξω από τα ρεύματα, μας άφησε πλέον. Επεράσαμεν τα Γαλατάρια. Αφήσαμεν οπίσω τον Αναγαράν. Εχώνεψεν η Καλλίπολις με τους μιναρέδες της, θαλασσωμένη μέσα εις τα γλαυκά της Προποντίδος κύματα. Χάθηκε το Λαμψάκι το ιστορικόν και το Τσαρδάκι δεν φαίνεται πλέον. Έκλεισεν ο Ελλήσποντος κ' ήνοιξεν η Προποντίς, ο κατακύανος Μαρμαράς και κατάκρυος. Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια.

Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν.

Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς. Ατμόπλοια, γολέταις, τρεχαντήρια, βρίκια αναιβοκαταιβαίνουν σαν πουλιά ταξειδιάρικα. Χορταίνει η καρδία καθαρόν αέρα και η όρασις καταπρασίνην χλόην των αμπελώνων και φυτειών, αίτινες παχείαι περιβάλλουσι τα ονομαστά Γανόχωρα της Θράκης. Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης. Όταν ανήλθον επί του καταστρώματος, έτριβον κ' επανέτριβον τους οφθαλμούς μου, έκθαμβος προ του πανοράματος εκείνου του ζωντανού, το οποίον ξετυλίσσετο ευφρόσυνον ενώπιόν μου. Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών.

— Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη;

Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

— 'Σαν ψεύτικη, πατέρα!

Είπε μετά ώραν, αφηρημένος προς το θέαμα ο έφηβος, με παλμούς ανυπομονησίας καρτερών πότε ν' απολαύση εγγύτερον, να ψαύση την εύμορφον εκείνην ζωγραφίαν της αιχμαλώτου μητροπόλεως του Γένους.

— Ινανμάσι γκελ ταμπάκ!

Ετραγωδούσεν εκείνην την ώραν γλυκύτατα ο πωλητής του αφράτου μουχαλεμπιού από της υψηλής των Ψωμαθειών ακτής.

— Σαν δεν πιστεύης έλα να ιδής!...

Η'.

Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου.

— Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου!

Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος.

— Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω!

Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες. Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα!

Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον. Μ' αρέσει τώρα να βλέπω την θάλασσαν από μακράν, έως ου έλθη καιρός να βλέπω και τον κόσμον από μακράν....

Και μόνην ευχαρίστησιν πλέον αισθάνομαι να εκκλησιάζωμαι εις τον ναόν του αγίου Νικολάου— επάνω εις τα Κοτρόνια— εις την υψηλήν πετρώδη της νήσου κορυφήν. Και όταν ο Γέρω-Συμβίας ο κορακοζώητος, ανάπτη τον μέγαν πολυέλαιον και σείη αυτόν, μ' αρέσει να βλέπω να σείεται μετ' αυτού και η ασημένια σκούνα, η οποία κρέμεται από τον μέγαν του ναού πολυέλαιον, υπό τον θόλον, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου. Απαράλλακτη η σκούνα μου, η καταπρασίνη, που μια φορά κ' έναν καιρόν ήταν αραγμένη εις τον βοσπορίζοντα λιμένα της νήσου. Με τα κατάρτια, με τα πανιά, με τα σχοινιά, με τάρμενα. Απαράλλακτη. Αλλά δεν είνε πρασίνη πλέον, ουδέ μεγάλη. Είνε μικρά και ασημένια όλη, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου, που εγλύτωσε μια φορά από τράκο μέσα 'ς τη θάλασσα του Μαρμαρά, θαρρείς και είνε η ψυχή της καταπρασίνης σκούνας, μικρά, ασημένια σκουνίτσα. Και όταν σείεται ο πολυέλαιος και σείεται κι' αυτή μαζί της πέρα- δω, θαρρώ πως είμαι μέσα κ' εγώ, και ταξειδεύει, ο νους μου ακόμη με τα πανιά....

 

αρχή

 



 

-1891

Θερινήν τινα εσπέραν του έτους 1854 ασυνήθης κίνησις παρετηρείτο εν τω ορμίσκω της μικράς πολίχνης της νήσου. Εκεί ην και η λιθίνη αποβάθρα, όπου ηδύνατό τις ευκόλως ν' αποβιβασθή, αποφεύγων την προς τα δεξιά ημικυκλικήν κλίσιν της χαλικώδους ακτής, ένθα εκινδύνευε να βραχή, εμβαπτιζόμενος εν τω ύδατι μέχρις αστραγάλων, χωρίς να υπολογίση το πλατσάνισμα, ούτινος θα εγίνετο πρόξενος πηδών εντός της αβαθούς θαλάσσης. Εκτός αν εξήρχετό τις πρώτον πατών εις το ύδωρ και σύρων είτα την λέμβον, αν ήτο ελαφρά, μέχρι των ποικιλοχρώμων οστράκων της παραλίας, άτινα εσώρευεν εκεί και ξηρά και θάλασσα, η μεν λεία, καθαρά και εστιλβωμένα εν τη προστριβή του κύματος, η δε ρυπαρά και ακάθαρτα, όσα θραύσματα έρριπτον οι κάτοικοι εις τον άνω της ακτής βράχον, γενικήν αποθήκην των σαρωμάτων. Εν τούτοις την εσπέραν εκείνην αι προσερχόμεναι από του πελάγους λέμβοι, συστέλλουσαι πρώτον το μικρόν πανίον, είτα διά των κωπίων σιγά-σιγά ως πάπιαι επλησίαζον κατά προτίμησιν ουχί εις την αποβάθραν, αλλά εις την αβαθή εκείνην παραλίαν. Έρριπτον το μικρόν αγκύριον, κατεβίβαζον οι ναύται τον ιστόν, διπλούντες αυτόν εν τω πανίω, και ησύχως μετά ταύτα εξεσφενδόνιζον επάνω εις τα υαλιστερά λαλαρίδια το φορτίον των, σάκκους τινάς πλήρεις, αλλά τοσούτον ελαφρούς ως να περιείχον άχυρον. Τούτο, και ιδίως ότι αι λέμβοι απέφευγον την αποβάθραν, έθεσεν εις πειρασμόν τον τελωνοφύλακα της νήσου, όστις ήρχισε ν' αναβοκαταιβαίνη εις τον επάνω της ακτής βράχον, χρησιμεύοντα και ως πλατείαν της μικράς πολίχνης. Οι σάκκοι έπιπτον τόσον αψοφητεί, ώστε, συνεπέρανεν ο τελωνοφύλαξ, το φορτίον θα ήτο αβαρές τι πράγμα.

— Να είνε άχυρα! διελογίζετα. Πλην δεν εθέρισαν ακόμη. Και μετ' ολίγον προσέθηκε:

— Να είνε μπαμπάκια! Αλλά δεν ήτο καιρός· της μπαμπακιές της εσκάλιζον ακόμη.

Εκοντοστάθη ολίγον ο τελωνοφύλαξ εις την άκραν του βράχου, ως εάν προσεπάθει να ίδη από εκεί το περιεχόμενον των σάκκων, ή να διακρίνη εκ του υποκώφου κρότου, ον απετέλουν εκσφενδονιζόμενα επί των οστράκων τα πλήρη εκείνα σακκία. Και είτα ώρμησε να κατέλθη εις την παραλίαν, συμπεραίνων εν θριάμβω:

— Χωρίς άλλο θα είνε καπνά!

Ήτο περί το τέλος του ο μάϊος. Και την νύκτα εκείνην έλαμπε μελιχρώς η σελήνη, διαχέουσα γλυκύτατον ωχρόλευκον φως επί της πολίχνης και του ορμίσκου, όστις έστιλβεν ως απέραντος καθρέπτης με χρυσά κροσσωτά πλαίσια, χρυσήν παίζουσαν ανταύγειαν του φωτάς της σελήνης. Ηδύνασο να διακρίνης εξ αποστάσεως ως αν ήτο ημέρα. Ιδίως δε μίαν γλυκείαν αργυρόχρυσον λάμψιν προσέλαβον οι προς αριστεράν του ορμίσκου λευκοί βράχοι και οι οικίσκοι της κώμης, επί των φαεινών τοίχων των οποίων εγράφοντο μαύραι γραφαί στεγών, εξωστών, γείσων, καπνοδόχων, κληματαριών και δένδρων, σκιάσματα πραγμάτων απεικονιζομένων επί του τοίχου ως τις πάντεχνος εικονογραφία. Ακόμη και γαλής τίνος η σκιά, ήτις εκαμάρωνεν ως νύμφη επί τινος στέγης, ρεμβάζουσα υπό το φως της σελήνης, εζωγραφίσθη καί αυτή, ακίνητος και μεγάλη, με τας κομψάς κλίσεις των γραμμών του ευτραφούς σώματός της. Νησίς τις πετρώδης και στρογγύλη, εν μέσω του ορμίσκου, έλαμπεν ως μέγα αυγόν, το οποίον αργότερον ως κλώσσα ήθελε καλύψη με τας πτέρυγάς της η μαύρη νυξ.

Ήδη και άλλη λέμβος ενεφανίσθη εις την είσοδον του ορμίσκου. Κατ' αρχάς ηκούοντο απ' αυτής γυναικείων φωνών άσματα, τα οποία γλυκύτατα έπληττον τον ήρεμον πόντον, αντίθεσις φαιδρά προς τον πένθυμον κρωγμόν του νυκτοπουλιού, όπερ εστέναζεν από της σεληνοφώτου καμάρας του κωδωνοστασίου. Προσεγγιζούσης ολίγον κατ' ολίγον της λέμβου, έπαυσε το άσμα και ήκουες τώρα μόνον τον πλαδαρόν κρότον της κώπης, ήτις μαλακά-μαλακά εσκάλιζε την λείαν της θαλάσσης επιφάνειαν ως να εσκάλιζε φωτός τολύπην μαρμαίρουσαν κ' έβλεπες κατά την από της θαλάσσης ανύψωσίν της ν' αποστάζωσι φαειναί ρανίδες ύδατος ως ιλαράς φλογός σκορπίσματα με αδαμαντίνην λάμψιν.

Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον. Ήτο και ηλικιωμένη τις γυνή εν τη πρώρα, γυρμένη εκεί εις την χαμηλήν κωπαστήν υπό της νυκτός την αποναρκούσαν δρόσον, τρεις δε νεάνιδες με λυτά τα ξανθά μαλλιά των, πραέως ακτινοβολούντα, με βοστρύχους ως χρυσάς δέσμας, εκωπηλάτουν ως άνδρες κανονικώς και ισχυρώς, σπεύδουσαι να φθάσωσιν εις την παραλίαν.

Ο τελωνοφύλαξ βέβαιος πλέον ότι θα συλλάβη τα λαθραία, εισέδυ υπό τινα σκιερόν του βράχου θάμνον και παρεφύλαττε την τελευταίαν ταύτην λέμβον, ήτις ήτο και μεγαλειτέρα.

— Αν δεν ήσαν λαθραία, είπε μετά πεποιθήσεως, θα πήγαινε 'σ τη σκάλα.

Διότι πραγματικώς η λέμβος προσήγγισεν εις το απώτερον του ορμίσκου μέρος, όπερ περιφρασσόμενον υπό τίνων σχοίνων, ήτο σκοτεινόν και απρόσιτον.

Ηκούσθη ο κρότος του αγκυρίου και συνάμα νεαρά φωνή γυναικεία από της ακτής:

— Ελάτε δα, χρονιάσατε!

Από της λέμβου εξήλθε χαιρετισμός φαιδρός συγχρόνως παρ' όλων.

— Ξέρς πως φοβήθ'κα! επανέλαβεν η έξω φωνή της αναμενούσης νεανίδος.

— Η αγάπη γεννά τον φόβον· απεκρίθη ο γέρων πηδαλιούχος.

— Απαντήσατε τίποτε; ηρώτησεν η αναμένουσα.

— Δόξα σοι ο Θεός! ησυχία. Περάσαμε πολύ ώμορφα.

Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί.

Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο. Γυναίκες, κατελθούσαι από της ελικοειδούς ατραπού του βράχου, και νεάνιδες και παιδία με φλυαρίαν ατελείωτον προσεπάθουν να μετακομίσωσι τους σάκκους.

Ο τελωνοφύλαξ, ως ιέραξ κεκρυμμένος εις το ύψος του καθήκοντός του, ητοιμάζετο με τους γαμψούς όνυχάς του να επιπέση κατά της αθώας λείας, ότε την ορμήν του ψυχραίνει γραία τις, φωνάζουσα μετά δακρύων σχεδόν.

— Αρί-σείς, κορίτσια, δος τε μου κ' εμένα δυο φ'λλάκια πλειο. Αρί-σείς θα ψουφίσ' 'κεινουδά του καματερό.

Νεάνις τις, φορτωθείσα τον σάκκον μετά της νεαζούσης εκείνης προθυμίας και ορμής, την ετσαλαπάτησε την γραίαν ολολύζουσαν. Αλλ' αυτη ηγέρθη πάλιν και απετείνετο προ άλλην τώρα νεανίδα.

— Αρί-σείς, κορίτσια, δυο φ'λλάκια πλειο.

Ο τελωνοφύλαξ έγρυξεν απολύσας από του στόματός του βραχνήν βλασφημίαν, εννοήσας πλέον περί τινος επρόκειτο και τι ην το ελαφρόν εκείνο φορτίον.

— Τουλάχιστον να μη ξεχνάμε την τέχνην είπε, και ανέβη εις τον βράχον, όπου είχον συναχθή περίεργοι τινες νησιώται, αμερίμνως καπνίζων το σιγάρον του ως να μη είδε τίποτε.

Αι γυναίκες λαμβάνουσαι τους σάκκους, ελαφρούς ως αχυροδέματα έφευγον προς τας οικίας, γλήγορα-γλήγορα ανερχόμεναι τον βράχον, ίνα αποφεύγωσι των περιέργων τα βλέμματα. Διά τούτο αι λέμβοι απέφευγον και την αποβάθραν.

Αι τρεις ξανθόμαλλοι νεάνιδες, εξελθούσαι επί της ακτής εγένοντο ήδη τέσσαρες μετά της έξω αναμενούσης, και αυτής ξανθομάλλου. Εξήλθε και η ηλικιωμένη γυνή, παρέλαβεν εις τας αγκάλας της και απεβίβασε και τον γέροντα πηδαλιούχον ως σάκκον πλήρη και αυτόν, όστις αμέσως με δύο χονδράς ράβδους επιστηριζόμενος ανήρχετο σιγά- σιγά τον ανήφορον, εν ω αι τέσσαρες νεάνιδες και η άλλη γυνή, φορτωθείσαι ανά δύο ογκώδεις σάκκους, έσπευδον προς την οικίαν των, αφού προσέθεσαν εν ασφαλεία την λέμβον.

— Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πως 'ς την Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα.

— Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή.

— Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.

Και ετράπησαν όλαι αι γυναίκες προς τον ανήφορον, όπου ο γέρων πηδαλιούχος ανήρχετο ακόμη σιγά-σιγά χωλαίνων με τους δύο πρισμένους πόδας του και τα δύο χονδρά ραβδία του.

— Αρί-σείς, ηκούσθη όπισθεν πάλιν η φωνή της αιτούσης γραίας. Αρί- σείς, δος τε μου δυο φ'λλάκια πλειο· τι ήτανε! Μάλαμμα τα κάματε;

Επειδή δε και αύται δεν έδωκαν προσοχήν εις τους λόγους της, κουρασμέναι από το ταξείδιον, η γραία, έρημος απομείνασα πλέον εις την έρημον παραλίαν, είπε μετά τινος οργής:

— Καλά σας είπανε Αναράϊδες!

Αι τέσσαρες νεάνιδες, ακούσασαι το όνομα τούτο εταράχθησαν, πλην η άλλη γυνή η συνοδός αυτών, ήτις ωμοίαζεν ως μήτηρ, χωρίς παντάπασι να πειραχθή, αναγνωρίσασα την φίλην της γραίαν γειτόνισσαν, ολίγον κακόγλωσσον, είπε:

— Δεν έρχεσαι, καϋμένη, 'ς το σπίτι; μόνον ήλθες 'ς το γιαλό; Ημείς ξεπλατισθήκαμε 'ς το κουπί.

 

Ο Καπετάν-Θοδωρής, γέρων 65 ετών, υπήρξεν είς των ικανωτέρων εμποροπλοιάρχων της νήσου. Διά του ιδρώτος του προσώπου του ευτυχήσας ν' αποκτήση μέγα βρίκιον, εταξείδευεν από της Ισπανίας μέχρι της Αζοφικής, έχων πλούτον και υπόληψιν, δύο πράγματα, τα οποία σπανίως συναντώνται επί ενός και του αυτού ατόμου. Πλην κατά τινα αποκλεισμόν των παραλίων της δυτικής Μεσογείου υπό του στόλου της Αγγλίας, ο καπεταν-Θοδωρής μη λαβών γνώσιν της προκηρύξεως αυτού, ότε απέπλεεν εκ Βαρκελώνης, ευρέθη αίφνης με το βρίκιόν του φορτωμένον εντός της αλύσεως των Αγγλικών πολεμικών.

— Στοπ!

Πάραυτα το εσταμάτησαν το ωραίον βρίκιον οι άγριοι της θαλάσσης κατακτηταί, τα κατέσχον μετά του φορτίου, δυνάμει του πολεμικού αποκλεισμού και τον ατυχή καπεταν-Θοδωρή συνέλαβον κ' έρριψαν εις την ειρκτήν της ναυαρχίδος, απολύσαντες τους ναύτας, αφού πρώτον καλώς τους εμαστίγωσαν.

Δύο έτη έκλαιον εν τη νήσω του καπεταν Θοδωρή, η σύζυγος αυτού Γερακούλα και τέσσαρες θυγατέρες του, ωραίαι και ξανθόμαλλοι, δροσεραί ως αφρός της θαλάσσης κ' εύμορφοι ως μυρσίνης κλωνάρια. Έμαθον το δυστύχημα πλην έκλαιον όχι το βρίκιον, αλλά τον καπεταν- Θοδωρή, όστις ήτο σιδηροδέσμιος εις τας ειρκτάς του αγγλικού πλοίου, βυθισμένος μέχρι της οσφύος εν τη θαλάσση επί ικανάς ώρας κατά τας πρώτας ημέρας, καθώς έλεγαν.

Και η εύμορφος Γερακούλα έτρεχε με τας τέσσαρας θυγατέρας της, μικράς τότε, και ήναπτε τας κανδήλας των εξοχικών ναΐσκων και παρεκάλει κ' εδέετο. Τέλος μετά έν έτος πεισθέντες οι άγγλοι περί της αθωότητος του καπεταν-Θοδωρή— πόσον αργά πείθονται οι ισχυροί!— πεισθέντες ότι ο καπεταν-Θοδωρής ουχί εκ περιφρονήσεως χάριν κέρδους επισφαλούς αλλ' εξ αγνοίας ευρέθη εντός της γραμμής του αγρίου εκείνου στόλου, απέλυσαν αυτόν, δόντες μίαν ενδυμασίαν και μίαν λίραν— ελεημοσύνην ισχυρού προς ασθενή— ως πικράν ανάμνησιν της εν τη αγγλική ναυαρχίδι καθείρξεώς του.

Πλην άλλη και πικροτέρα έμελλε να ήνε η από των άγγλων ανάμνησις του αγαθού εμποροπλοιάρχου. Ο καπεταν-Θοδωρής έχασε την υγείαν του. Εκ των συχνών αναγκαστικών λουτρών εν τη ειρκτή και των άλλων μαρτυρίων εν τοιαύταις ώραις έπαθεν εκ χρονίων ρευματισμών κ' εξήλθεν εις την πατρίδα του ως γέρων κυφός και πιασμένος, ο ανδρείος εκείνος καπεταν-Θοδωρής, όστις επατούσε κ' εσείετο η γη, όταν τον είδεν η ωραία Γερακούλα και τον ηγάπησε.

Μόλις δύο έτη μετά ταύτα ήρχισε να βαδίζη κάπως ελευθερώτερον, πλην δεν ήτο πλέον δι' εργασίαν. Έφαγε και τα ολίγα αποταμιεύματά του και ήδη απέζη, αυτός και η οικογένειά τους εκ των μικρών προσόδων των κτημάτων του.

Τα έτη παρήρχοντο. Αι εύμορφοι θυγατέρες του εμεγάλωνον και εγίνοντο ευμορφότεραι. Ο δε καπεταν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ,— τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροί— και να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα. Αύτη με όλην την πτωχίαν διετήρησε τον φαιδρότατον χαρακτήρα της δροσερόν και χαρμόσυνον, τρέχουσα εις τα κτήματά της με τας θυγατέρας της, χωρίς η παραμικρά κατήφεια να επισκιάση την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών.

— Καλομοίρα που είσαι! έλεγεν ενίοτε ο καπεταν-Θοδωρής, γυρμένος τον χειμώνα παρά την θερμήν εστίαν, ενώ παραπέρα εκάθηντο κατά σειράν τέσσαρες κόραι ξανθόμαλλοι, αι τέσσαρες της Γερακούλας θυγατέρες, με την κάλτσαν περί τον λαιμόν πλέκουσαι.

— Έχει ο Θεός! απήντα η φαιδρά Γερακούλα.

Και όταν πάλιν η γραία πονηρά γειτόνισσά της, απόξω-απόξω, διά να μάθη, ωμίλει περί υπανδρείας προς την Γερακούλαν και ότι τάχα πώς θα ημπορέση σ' αυτόν τον δύσκολο καιρό να υπανδρεύση τέσσαρας θυγατέρας,— είχε και αυτή μίαν μόνην θυγατέρα κ' έκλαιε και ωδύρετο— η Γερακούλα απήντα πάλιν περιχαρής:

— Έχει ο Θεός!

Και έλαμπον τα μαύρα τα μάτια της από την χαράν και από την ελπίδα, και περιήρχετο τα εξωκκλήσια κατά τας εορτάς ξένοιαστος κ' ελευθέρα παθών και βασάνων, ανάπτουσα τας κανδήλας και δεομένη του Δεσπότου Χριστού, όστις φροντίζων εν τη απείρω αυτού αγαθότητι περί των πετεινών του ουρανού, τα οποία ούτε σπείρουσιν ούτε θερίζουσι, πολύ περισσότερον φροντίζει περί των ευσεβών και αγαθών θυγατέρων.

Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν.

Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπεταν- Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων.

— Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό!

Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών.

— Χριστός και Παναγία, καπεταν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.

— Χριστός και Παναγία, πατέρα! έλεγον και αι θυγατέρες του.

Πλην όσον ηύξανεν η ηλικία των, τόσον ηύξανον και αι ελπίδες της μητρός, αίτινες ως κολοκύνθαι ανεβλάστανον, αι οποίαι όσον κόπτονται αι κορυφαί των, τόσον φύουσι νέα άνθη και νέους καρπούς.

Κατά δε τας μακράς του χειμώνος νύκτας, ότε η Γερακούλα ενυκτέρευε μετά των τεσσάρων θυγατέρων της, ενώ ο καπεταν-Θοδωρής πιών τον τελευταίον καφέ του εκοιμάτο εγγύς της εστίας, έλεγε μετά θαυμαστής φαιδρότητος πάντοτε, δώρου ζηλευτού της θείας δυνάμεως, ήτις ενισχύει τους δούλους της εν ταις περιπετείαις και θλίψεσι του βίου, ως ενίσχυε τους μάρτυρας προ των βασάνων.

Έλεγε λοιπόν η Γερακούλα προς την μεγάλην:

— Εσένα, Ελένη, θα σου δώσω κτηματία, να έχης αμπέλια και χωράφια.

Αι θυγατέρες γελώσαι άφινον το πλέξιμον και έκαμνον ήδη μπαμπακούλες, τυλίσσουσαι λοβούς κροκωτούς αραβοσίτου εντός της καιούσης τέφρας της εστίας.

— Εσένα, έλεγεν είτα, αποτεινομένη προς την δευτερότοκον, την Μαριγώ, θα σου δώσω έμπορα.

— Τρακ! εκρότει η μπαμπακούλα, ο λοβός του αραβοσίτου· εκτινασσόμενος σχασμένος βαμβακόλευκος εκ της τέφρας και κροτών ως αι στράκαι την Μεγάλην Εβδομάδα.

— Θάχης πανικά, νήματα, καλούδια, εξηκολούθει η Γερακούλα.

Και προς την τρίτην έλεγε:

— Εσένα θα σου δώσω, Μυρσινιώ μου, γραμματικό.

— Τρακ! εκρότει πάλιν από της τέφρας εκτινασσομένη αφράτη και άσπρη η μπαμπακούλα.

— Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες.

Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα.

— Εσένα... εξηκολούθει η Γερακούλα...

— Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα και ξανθοτέρα.

— Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω γιατρό!

— Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.

— Εγώ θέλω καπετάνιο, παρεπονείτο η Φανιώ, παίζουσα και αστεϊζομένη, κ' έκαμνε πως κατέβαζε τάχα τα μούτρα, καταγινομένη εις της μπαμπακούλες.

— Καπετάνιο! απεκρίνετο η Γερακούλα μετά τινος μυστικού πόνου· και εσιώπα, αφαιρουμένη εις τα ζωηρά της φλογός παιγνίδια.

— Aχ! ανεστέναξε τότε ο γέρων, ακούσας ως εν ονείρω την οδυνηράν λέξιν και αφυπνισθείς.

— Γιατρό, θα σου δώσω, γιατρό με το ψηλό καπέλλο, να σε πηγαίνη περίπατο, επανελάμβανε ζωηρότερον η καλή μήτηρ, διακόπτουσα την οδυνηράν ανάμνησιν.

Και εκάγχαζον αι νεάνιδες και έτρωγον μπαμπακούλες και εκρότουν οι λοβοί του ξανθού αραβοσίτου εν τη τέφρα της εστίας επικροτούντες και αυτοί τας φαιδράς της μητρός αστειότητας.

— Γελάτε Αρί-σείς, παρετήρει η μήτηρ. Μεθαύριο βλέπετε.

— Σ' το πιθάρι τους έχεις, θεια-Γερακούλα, τους γαμπρούς; ηρώτα γελώσα πάλιν και παίζουσα η Φανιώ.

 

Η προσφιλεστέρα όμως ενασχόλησις της Γερακούλας και των θυγατέρων της ήτο η έξω εις τα κτήματα των εργασία. Έμενεν η μία των θυγατέρων, συνήθως η μικροτέρα, εις την οικίαν παρά τω γέροντι «να σαρώση, να βολέψη το σπίτι, να ζυμώση, να μαγειρεύση» να περιποιηθή τον ασθενή πατέρα, αι δ' άλλαι ηκολούθουν την μητέρα. Ούτω δυνάμεθα να είπωμεν ότι τα κορίτσια αυτά εν τη εξοχή ανετράφησαν. Διά τούτο έφερον εις το πρόσωπόν των την δροσερότητα των δασών και εις την κόμην των το χρυσούν του αστάχυος χρώμα. Ως να μη ήσαν τέκνα της Γερακούλας εφαίνοντο, αλλά βλαστήματα αγνά της αμωμήτου φύσεως, των βουνών, των δασών, των ρευμάτων. Τόσην αγάπην είχον προς την πρασίνην χλόην και τον δροσερόν αέρα της. Και οικιακήν αν είχον εργασίαν, απαιτούσαν την παρουσίαν και των τεσσάρων θυγατέρων, πάντοτε την πρωίαν ήθελον πεταχθή εις τον ελαιώνα ή την άμπελον, κάτι να ίδουν, κάτι να φέρουν, κάτι να αναπνεύσουν. Επιάνετο η αναπνοή των μέσα εις τον στενόν οικίσκον.

Αλλ' όταν δεν είχον εργασίαν εν τη κώμη, τότε όλην την ημέραν διήρχοντο εν τη εξοχή μετά της μητρός των, ως αγαθού φρουρού, την δ' εσπέραν θαμπά-θαμπά επανήρχοντο φαιδραί, δροσεραί, με την πλουσίαν ξανθήν κόμην των αόρατον υπό την λευκήν ελαφράν μανδήλαν, πλήρεις αγροτικής ευωδίας και καλλονής ως άνθη του βουνού, τα οποία δρέπει τις εις την κορυφήν αποτόμου πέτρας. Και τι δεν έφερον τότε εις την οικίαν, εις τον αγαπητόν πατέρα των, όστις βαθύ παράπονον το είχε, διότι δεν ηδύνατο να περιπατήση μέχρι της αμπέλου τουλάχιστον. Και τι δεν έφερον! Λάχανα δροσερά, ευώδη και πολυώνυμα, λάπαθα, καυκαλίθρες, παπαρούνες και λεβοδιές. Αλλά και αμανίτας απαλάς και ευωδιάζοντα βουνόν κούμαρα. Και τότε την εσπέραν κατεσκεύαζον τα εύγευστα εκείνα «καλαπόδια» τυλίσσουσαι ημικυκλικώς εις φύλλον λεπτόν ζύμης ψιλοκομμένα λάχανα μετ' ελαίου και έψηνον αυτά ουχί εις τον φούρνον, αλλ' εν τη εστία επί πλακός τιθεμένης επί του τρίποδος και απλουμένων υπ' αυτήν αραιώς των ανθράκων. Και αν μεν ήτο καιρός εργασίας, αυταί εφρόντιζον περί πάντων, πλην του σκαψίματος και κλαδεύματος. Εκαθάριζον τας ελαίας, συνήθροιζον τον καρπόν, αργολογούσαν και εθειάφιζον την άμπελον, εκρεμούσαν τον ορεινόν εις την συκήν και επεμελούντο της επιμόχθου συγκομιδής των σύκων, ότε περισσότερον ηλιάζονται αι νεάνιδες παρά τα σύκα εν τω μέσω του αδένδρου αγρού, όπου τοποθετούνται αι ηλιάστραι υπό τας φλογεράς του θέρους ακτίνας· τέλος ετρυγούσαν την άμπελον. Πλήρης και ατελείωτος σειρά εργασίας περιφερομένη κυκλικώς μετά της περιόδου του ενιαυτού. Όταν δε πάλιν δεν είχον εργασίαν γεωργικήν, τότε ηρέσκοντο να πλέκωσι, να ράπτωσι και να νήθωσιν υπό την κατάμαυρον σκιάν της συκής, ή να κάμνωσιν ένα περίπατον μέχρι της παραλίας της Κεχρεάς προς άλλην άγνωστον ακτήν, διάφορον της συνήθους της κώμης παραλίας, και καθήμεναι παρά το ευώδες κύμα να ρίπτωσι στρογγυλούς χάλικας εις τον διαυγή πυθμένα και τα πράσινα νερά, ή να τρέχωσιν επί των στιλπνών οστράκων, τρικλίζουσαι μετά χάριτος, ως νύμφαι θαλασσιναί, άρτι αναδύσαι εκ του αλμυρού πόντου, αναζητούσαι επί της ευωδιαζούσης εκ της καθαρότητος παραλίας τα παμποίκιλλα εκείνα κελύφη των οστράκων, άτινα μετά τόσης λεπτότητος κατεργάζεται λεία και στιλπνά ο καλλιτέχνης πόντος, προστρίβων ταύτα έως ου αποκτήσωσι το χρυσίζον εκείνο, ή υπέρυθρον, ή πάλλευκον χρώμα. Ενώ η μήτηρ, καθημένη εγγύς του κύματος, αφηρείτο εις τας απέναντι νέας ακτάς και αγνώστους τόπους, θαυμάζουσα την απλουμένην μυστηριώδη καλλονήν του πελάγους.

— Τι ώμορφα! εψιθύριζεν η μήτηρ ως εν ονείρω, θεωρούσα τας κομψάς γραμμάς των θεσσαλικών ακτών και του Πηλίου τας ερυθρωπάς σχισμάδας· εν ω ως κοπάδιον λευκών περιστερών υπελεύκαζον επάνω- ψηλά της Ζαγοράς αι οικίαι.

Ούτως είνε ο άνθρωπος. Το άγνωστον καταπλήττει. Όσον ωραίον, όσον τερπνόν, όσον επαγωγόν και αν είνε το παρόν, το απτόν, γοητεύει πάντοτε το άγνωστον, το άοπτον και αόρατον.

Κ' εκεί της εφαίνετο ότι έβλεπεν εις το βάθος πέραν του κυανού πόντου έν μαύρον βρίκιον με τα λευκά του ιστία ταχέως να διέρχηται ως αστραπή προ των οφθαλμών της, ως να το εκίνει ουχί άνεμος, αλλά η αμείλικτος του πεπρωμένου χειρ. Και τότε έκυπτεν η πτωχή εις το κύμα, ελάμβανεν αλμυρόν ύδωρ διά των χειρών της και απέπλυνε τα πικρά δάκρυά της.

Ούτω διά δακρύων εχαιρέτιζε την οιχομένην ευδαιμονίαν της η αρχαία της νήσου καπετάνισσα.

Ήτο η μόνη ανάμνησις, ήτις της έφερνε δάκρυα, νεφύδρια εις τον αίθριον ουρανόν των μαύρων της οφθαλμών.

Αλλ' οποίαν τρυφήν ενετρύφων την μεσημβρίαν, ότε εις το σκοτεινόν ρεύμα της Κεχρεάς— εκεί πλησίον ήτο το κτήμα των— υπό τας πλατάνους και τα βαΐα και τας μύρτους μαζή με τους κοσσύφους, τας τρυγόνας και τας φαιάς αγριοπεριστεράς έτρωγον βρέχουσαι τον άρτον εις το κρύον του ρεύματος νερόν, παραμερίζουσαι τα βρύα και τα καταπράσινα πολυτρίχια, τα οποία φύονται εις τας πηγάς και τας κρήνας ως δροσεροί των υδάτων ανθισμοί. Και όταν το καύμα εδυναμούτο υπό τας πλατάνους, κ' έβλεπον πέραν εις το κενόν να παίζη η ατμοσφαίρα ως λεπτοτάτη και αόρατος σχεδόν αράχνη— σημείον υψίστης θερμότητος— τότε απέβαλλον αι θυγατέρες της Γερακούλας τα μαύρα φουστάνια, εκρεμούσαν την λεπτοΰφαντον λευκήν μανδήλαν από των κλώνων των χλοερών και μακροφύλλων βαΐων, και με τα λευκά κολόβια ενίπτοντο κ' ελούοντο εις το κρύον ρεύμα, δροσίζουσαι τον απαλόν και λευκόν αυτών λαιμόν ως κύκνοι και βρέχουσαι την μακράν ξανθήν των κόμην ως μεταξίνην χρησίζουσαν κυματοειδώς επί των νώτων.

Και είτα ετραγωδούσαν με την γλυκείαν λεπτήν φωνήν των και αι τέσσαρες εν αρμονία θελγούση και πολλάκις εχόρευον. Ω! και έψαλλον καλλιφώνως, ναι, έψαλλον εις το ρεύμα αι ευσεβείς νεάνιδες το ωραίον τροπάριον της Παναγίας, της γειτονίσσης των, ως την απεκάλουν τρυφερώς αι τρυφεραί κόραι. «Εν τη Γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας... »

Κ' ησθάνετό τις γλυκύν τον αντίλαλον ν' αναβαίνη από του ρεύματος διά των φύλλων της μυρωμένης εκείνης λόχμης ως ένθους και γοητευτική αρμονία νυμφών, κατακηλούσα την ακοήν και καθηδύνουσα την καρδίαν.

Διά τούτο αι φιλοσκώμμονες άλλαι γυναίκες τας απεκάλεσαν, κατά το εγχώριον γλωσσικόν ιδίωμα, Αναράιδες.

— Γιατί να μας λένε Αναράιδες; έλεγεν ενίοτε η μεγαλειτέρα.

— Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ.

— Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της.

— Τι λες και συ, θα πω;

— Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.

Και ήρχιζε τότε η μήτηρ, βλέπουσα τα σειόμενα βρύα υπό του ρεύματος, να διηγήται προς τας θυγατέρας τον περί Νεράιδων μύθον, καλλωπίζουσα αυτόν κομψώς διά της αφελούς φαντασίας της:

— Αι Αναράιδες ήτανε ώμορφες γυναίκες, μα πολύ ώμορφες. Ψηλές, λιγνές, κάτασπρες, ροδοκόκκινες, με ξανθά μαλλιά, κ' ετραγωδούσαν εις τα ρεύματα σαν αηδόνια κ' εχόρευον ελαφρές σαν αέρας, καλή ώρα σαν εσάς. Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες.

— Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της.

— Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά!

— Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.

Ούτω παρήρχοντο αι ημέραι και νύκτες της αθώας αυτής οικογενείας.

Ευδαίμονες γυναίκες!

Έχε πλούτον, δεν έχεις χαράν, είσαι πένης. Έχε ξηρόν άρτον. Έχεις χαράν; Είσαι πλούσιος.

Ευδαίμονες γυναίκες!

 

Την άνοιξιν όμως πράγματι εμόχθουν η καλή μήτηρ και αι τέσσαρες θυγατέρες της.

Κατεγίνοντο περί την βομβυκοτροφίαν, ήτις ιδίως κατά τα τελευταία έτη, καθ' ά συμβαίνει η παρούσα διήγησις, είχε λάβει μεγίστην ανάπτυξιν εν τη νήσω. Και ηυδοκίμει σφόδρα, αν ουχί και προς εξαγωγήν μεγάλην των μεταξοπλέκτων κουκκουλίων, αλλά προς παραγωγήν της απαιτουμένης διά τας πλουσιωτάτας προικώας ενδυμασίας των νεανίδων μετάξης, αίτινες μετά τρυφεράς προσπαθείας, αψηφούσαι πάντα κόπον και κίνδυνον, αρέσκονται εις την διατροφήν και ανάπτυξιν των ιδιοτρόπων και λεπτοφυών σκωλήκων από της πρώτης ως μαύρης μυίας μικροσκοπικής εμφανίσεως, μέχρι της ερωτικωτάτης αυτοθυσίας των, ότε αναβάς ο φαιόχρους με τους αιχμηρούς ποδίσκους του σκώληξ επί του δροσερού κλώνου της δρυός ή του ακανθωτού κιτρινανθέμου κλαδίου, βλέπει περιπαθώς δι' υστάτην φοράν την μετά τόσης στοργής περιέπουσαν αυτόν παρθένον και κινών τους ημίσεις του σώματός του δακτυλίους γοργώς κατά διαφόρους διευθύνσεις, πλέκει το μετάξινον δίκτυόν του και κλείεται εντός αυτού ως ο ερημίτης, ο εγκλεισμένος εν τω κελλίω του, ζων νεκρός, λέγων μυστηριωδώς: λάβε την πνοήν μου εις πολύτιμον μέταξαν, ω τρυφερά παρθένος, και κατασκεύασον το αραχνοϋφές ύφασμα, δι' ου θα περιβάλης το απαλόν σώμα σου την ημέραν των γάμων σου.

Η ωραία νήσος αφθόνως εσκιάζετο υπό των συκαμινεών, ων τα φύλλα είνε η μόνη τροφή των μεταξοσκωλήκων. Οι περί την κώμην κήποι, αυταί αι αυλαί των κομψών οικίσκων επρασίνιζον θελκτικώς από τα πλατέα αμυγδαλοειδή φύλλα της μεταξοτρόφου συκομορέας εν αρμονία προς το λευκόν των τοίχων και το ερυθρωπόν των στεγών.

Πλην επί μακράν σειράν ετών πρότερον ηστόχησεν η ζωηρά αύτη ενασχόλησις. Οι σκώληκες ηύξανον, ηύξανον γοργώς και όταν προσήγγιζεν ο καιρός της ανόδου των εις το κλαδίον, ησθένουν και απέθνησκον και αι καλαμωταί, τα καλάμινα απλωτά διαμονητήρια των σκωλήκων, ετινάσσοντο εις τα καταλύματα— οικτρόν θέαμα— υπό τους οδυρμούς τόσων μητέρων και τόσων παρθένων, αίτινες εις μάτην εμόχθησαν υπό το καύμα του μαΐου φυλλολογούσαι εν τοις αγροίς.

Εις μάτην η πτωχή μήτηρ την ημέραν του Ευαγγελισμού εισήρχετο εις τον ναόν, φέρουσα εν τοις κόλποις της εντός μανδηλίου τον μικροσκοπικόν σπόρον του βόμβυκος, όστις λειτουργηθείς ούτως ετίθετο μετά ταύτα εγγύς της πυράς, ηυλογημένος, ίνα ανοίξη επί απαλού πανιού κ' εμφανισθή ο σκωληκίσκος, η μέλλουσα μεταξωτή χαρά της παρθένου. Εις μάτην άλλη μήτηρ έδιδεν ωσαύτως τον σπόρον εις τον υιόν της να τον φέρη την μεγάλην Παρασκευήν εν τω ναώ, όπως αγιασθή πριν ανοίξη. Ουδεμία κόρη εκλάδονεν.

Τότε απελπισθείσαι αι πτωχαί γυναίκες, φαίνεται ότι εγκατέλιπον εις το εξής επί πολλά έτη τους ματαίους μόχθους και έβλεπες ξηρά κούτσουρα τας συκαμινέας, εγκαταλειφθείσας εις την διάκρισιν άλλων σκωλήκων πλέον, μεταξωτών και αυτών, των σκληρών παιδίων του χωρίου, τα οποία αναβαίνοντα εις τα ωραία δένδρα, επλήρουν την κοιλίαν και τον κόλπον των από τα σακχαρωτά συκάμινα κ' έθραυον είτα τα ευλύγιστα κλωνάρια απομαδώντα τα τρυφερά φύλλα των εις διατροφήν των λαιμάργων αιγών και αμνάδων.

Η αποτυχία κοινώς απεδόθη εις ασθένειαν του σπόρου, αδυνατούντος να παραγάγη γενναίον σκώληκα μέχρι του σχηματισμού των στιλπνών ωχρολεύκων κουκκουλίων.

Όμως κατά τα έτη της διηγήσεώς μας η ανάπτυξις της βομβυκοτροφίας παρουσίασε νέαν θαυμασιωτέραν της παλαιάς ευδοκίμησιν. Η Κυβέρνησις εξαπέστειλεν εις τα χωρία χημικώς εξηρευνημένον βομβυκόσπορον της Προύσσης και η παραγωγή υπήρξε θαυμασιωτάτη.

Και είδες πάραυτα ν' αναλάβη ζωήν το χωρίον κατά την άνοιξιν. Επρασίνισαν πάλιν αι αυλαί του από τας ευμόρφους συκομορέας κ' επανεφυτεύθησαν εις τους κήπους τα χλοερά δένδρα.

Ανεκλάλητος χαρά ήτο διακεχυμένη έξω κατά το έαρ. Κόραι δε και γραίαι ημιλλώντο εις το άσμα κατά την επίπονον συλλογήν των φύλλων. Έλεγες ότι γενική εορτή τελείται εις το μικρόν χωρίον.

Η ανάπτυξις του βόμβυκος προέβαινε λαμπρώς το έτος τούτο.

Μόλις εφάνησαν τα πρώτα τρυφερά φυλλάκια εις τας συκαμινέας, ήνοιξε και ο σπόρος επί του θερμού πανίου εγγύς της εστίας. Πρέπει να συμπίπτη πάντοτε η άνοιξις του σπόρου με την άνοιξιν των μορεών.

— Καλορροίζικο, Μα, είπεν η μεγαλειτέρα κόρη της Γερακούλας, η Ελένη.

— Καλά κουκκούλια! ηυχήθη η μήτηρ.

Και η Ελένη παρατηρήσασα ότι εσχηματίσθησαν όλα τα μαύρα σκωληκάρια, ενέθηκεν εκεί τρυφερόν φύλλον, εκόλλησαν όλα επ' αυτού, κινούμενα υπό της λαιμάργου ορμής προς το φαγητόν και ούτως η κόρη έθεσεν αυτά εις μεγαλείτερον ταψίον, όπερ ετοποθέτησεν επί καθέδρας, τους τέσσαρας πόδας της οποίας εστήριξεν εντός στάκτης, ίνα μη δύνανται οι μύρμηκες ν' αναβώσι και πνίξωσι τους μικρούς σκώληκας τους οποίους δεινώς καταδιώκουσι. Τώρα τρέφονται οι σκώληκες διά φύλλων, μετά προσοχής κοπτομένων, ψιλά-ψιλά, διά ψαλλίδος. Και αφού αυξηθώσι και είνε ανάγκη μεγαλειτέρου πάλιν χώρου, κατά τον αυτόν τρόπον τοποθετούσιν αυτούς εις μεγαλείτερα και περισσότερα ταψία, έως ου, αναπτυχθέντα τελείως πλέον τον ωραίον σκώληκα και γενόμενον φαιόχρουν, τοποθετήσωσιν επί ευρείας καλαμωτής, ην αποκρεμώσιν από των δοκών της οροφής διά τεσσάρων σχοινίων, επαλείφουσαι αυτά επάνω διά κατραμίου, ίνα μη κατέλθωσιν οι λαίμαργοι μύρμηκες.

Και πλέον ησυχία απόλυτος εν τω οίκω. Ούτε ταραχή, ούτε φωνή, ούτε άσμα. Είνε δειλοί οι μεταξοσκώληκες. Ο παραμικρός κρότος τους εκφοβίζει και τότε δεν αναβαίνουσιν εις το κλαδίον και δεν κάμνουσι κουκκούλια. Κατά την περίοδον ταύτην νομίζει τις ότι το χωρίον είνε έρημον.

Και τρέχουν διά φύλλα αι νεάνιδες δις της ημέρας. Και προσέχουν να είνε τρυφερά και δροσερά, διότι τα πανιασμένα δεν τα τρώγουσιν οι ευγενείς μεταξοσκώληκες.

Αυτό είνε το καματερό. Και πράγματι κάματος και πόνος συνοδεύει την ανάπτυξίν του.

— Πάλι για φύλλα Μα! έλεγε κάθε πρωΐαν η Ελένη προς την μητέρα της.

Και έσπευδεν η Γερακούλα και αι θυγατέρες της εις την άμπελον και εις την Κεχρεάν, όπου είχον χλοεράς συκαμινέας. Είχον ανοίξει εφέτος περισσότερον. Υπελόγιζον να εξαγάγωσι δέκα οκάδας μέταξαν, ήτοι έπρεπε να καταρτίσωσι κουκκούλια 100 οκάδων. Κατ' έτος εισέπραττον 250 δραχμάς. Εφέτος υπελόγιζον να εισπράξωσι 500. Εγέμισεν η οικία των καλαμωτάς, τέσσαρας-τέσσαρας, κρεμαμένας την μίαν επάνω της άλλης. Τον γέροντα τον εστρίμωξαν κάτω εις μίαν γωνίαν του ισογαίου.

— Καλοκαίρι είνε, πατέρα, είπεν η Ελένη. Και ήκουες ένα βρυχηθμόν λαίμαργον, όταν έρριπτον τα φύλλα εις τας καλαμωτάς, ως όταν πνέη ξηρός άνεμος διά μέσου ξηρών φύλλων. Εις την στιγμήν τα πλατέα φύλλα εγίνοντο άφαντα, εν πατάγω καταβροχθιζόμενα υπό του στακτερού σκώληκος.

— Πώς τρώει, θα πω! έλεγεν η Ελένη, κουρασθείσα να κουβαλή φύλλα.

— Χριστός και Παναγία! διέκοπτεν η Γερακούλα. Φτύσε το μη το βασκάνης!

Και ανεζήτει εν μέσω των αεικίνητων σκωλήκων η μήτηρ, που ήτο τρόμος να βλέπης τους απείρους μαύρους οφθαλμούς με τα στακτερά σωληνοειδή σώματα, ανεζήτει υπό τα φύλλα κρυπτόμενα τα ακαμάτικα, τα οποία δεν κάμνουν κουκκούλια, δεν προκόπτουν, τα ανεύρισκε, διακρίνουσα ταύτα μετ' επιτηδειότητος, και τα έρριπτεν εκ του παραθύρου εις την οδόν, επιλέγουσα σιγά- σιγά:

— Άιντε, ακαμάτες, που είσθε σεις για κουκκούλια!

Άλλοτε πάλιν εφρόντιζε διά πανίων να περιφράξη τας καλαμωτάς, όταν ποτέ εσύριζεν ο βορράς και χειμών όψιμος προηγγέλλετο. Και περιέφρασσε και τας θύρας ακόμη και τα παράθυρα. Τόσον το λεπτοϋφές, το μεταξωτόν καματερό επηρεάζεται εκ του ψύχους.

— Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ω η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα:

— Να ιδώ το καματερό σας πλειο!

— Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα. Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·

— Ψόφησε!

Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων.

Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Και όταν ίδουν ότι οι σκώληκες ηλάττωσαν την τροφήν των και υψούσι προς τ' άνω τας κεφαλάς των μετά του ημίσεως σώματος ως να ζητούσι ν' αναβώσι που, καί τινες αρχίζουσι ν' αναρριχώνται εις της καλαμωτής τα σχοινία, τότε πλησιάζει το «κλάδωμα». Θα μεταβώσιν αι παρθένοι εις το βουνόν, θα φέρωσι «ζαλίκα» επί των νώτων, τους ωραίους φουντωτούς θάμνους, το κλαδί, θα τοποθετήσωσιν αυτούς πέριξ των καλαμωτών κ' εν μέσω σταυροειδώς, και θ' αναβαίνωσιν ένας ένας οι σκώληκες να πλέξωσι τον κυλινδρικόν τάφον των, τα μεταξοφόρα κουκκούλια, τον καρπόν τόσου καμάτου του επιμόχθου καματερού.

 

Πρωίαν τινά του Μαΐου του έτους εκείνου εν τη ακμή της βομβυκοτροφίας εγένετο ανάστατον το μικρόν χωρίον έκ τινος κοινοποιήσεως υπό του δημάρχου αναγνωσθείσης εν τη εκκλησία.

Η κοινοποίησις αύτη ην έγγραφον του Υπουργείου, αποτεινόμενον προς τους κατοίκους των βορείων της Ελλάδος παραλίων, ων εφιστάτο η προσοχή επί των αναφανέντων ληστρικών στιφών.

Αληθώς κατά τας ημέρας εκείνας του Μαΐου, μετά την αποτυχίαν των Καλαμπακικών, των «Αγγλογάλλων» καταλαβόντων τον Πειραιά και αναγκασθέντος του βασιλέως Όθωνος να διακηρύξη εις τους πρέσβεις Αγγλίας και Γαλλίας, ότι θα τηρήση πλήρη και αυστηράν ουδετερότητα απέναντι της Τουρκίας επί του Κριμαϊκού πολέμου, ήρχισαν να διαλύωνται τα επαναστατικά σώματα, τινές δε, οι αρειμανιώτεροι τάχα; δεινώς πάσχοντες εκ της πενίας, ετράπησαν προς τον ληστρικόν βίον και είχον αναγγελθή ήδη καί τινες ληστρικαί πράξεις αυτών επί των θεσσαλικών μεθορίων προς την Φθιώτιδα.

Δύνασθε να φαντασθήτε τον φόβον, ον παρήγαγεν είδησις τοιαύτη της Κυβερνήσεως εις την φιλήσυχον κωμόπολιν της διηγήσεώς μας, όπου αι γυναίκες πλεονάζουσι, διότι οι άνδρες ταξειδεύουσιν.

Αι νυκτοφυλακαί της μικράς κώμης ετριπλασιάσθησαν. Οι πολίται άπαντες, πλην των γερόντων, κατετάχθησαν εις λόχους κατά συνοικίας και κατά σειράν εφρούρουν από της δύσεως του ηλίου μέχρι της ανατολής. Όπλα υπήρχον αρκετά εν τη δημαρχία. Η νήσος αύτη εχρησίμευσε πολλάκις ως καταφύγιον ή ορμητήριον επαναστατικών σωμάτων επί των ορίων του Βασιλείου κειμένη, και αυτομάτως, ούτως ειπείν, είχε σχηματισθή εκεί μικρά αποθήκη εκ καρυοφυλλίων του εικοσιένα και καραμπινών του τακτικού στρατού, άτινα εγκατέλιπον ή επώλουν τα διαλυόμενα εκάστοτε ανταρτικά σώματα.

Μίαν ώραν μετά την ανάγνωσιν του φοβερού εγγράφου, ο είς και μόνος κλητήρ της δημαρχίας, καλέσας εν τω δημαρχείω και τους δύο αγροφύλακας, είπε με ύφος αρχηγού:

— Τώρα θα γείνη το ρωμαίικο, παιδιά! Χωρίς άλλο!

Και παρουσίασε προς αυτούς σωρείαν εσκωριασμένων όπλων, ράκη τινά εριούχου και πινάκια ελαίου.

— Να τα καθαρίσουμε γλήγορα, παιδιά. Χωρίς άλλο θα γείνη το ρωμαίικο!

Ο πτωχός αστυνομικός κλητήρ, γηραιός πολεμιστής του εικοσιένα, δεν ενόει άλλον πόλεμον παρά τον προς απελευθέρωσιν των δούλων αδελφών, δεν ενόει να καθαρίζη όπλα παρά προς πόλεμον κατά του εχθρού.

— Μ' αυτή τη σκουργιά θα γείνη το ρωμαίικο; Παρετήρησαν οι δύο αγροφύλακες, μάλλον από νωθρότητα ή από φιλοτιμίαν.

— Με ό,τι έχουμε, και ό,τι δεν έχουμε, επανέλαβεν ο κλητήρ. Ούτως εις διάστημα τριών ωρών εκαθαρίσθησαν τρεις δεκάδες όπλων, δι' ων ωπλίζοντο τας εκτάκτους αυτάς νύκτας αι βάρδιες της μικράς νήσου.

Την επαύριον έδειξε σημεία ζωής και ο λιμενάρχης, εμφανισθείς πρώτην φοράν εις την αγοράν και διατάξας να ετοιμάσωσι μίαν πολεμικήν λέμβον, ην είχεν αφήσει εκεί η «Ματθίλδη» πανάρχαιον πολεμικόν πλοίον. Οι κάτοικοι τω προσήνεγκον άλλην καινουργή και στερεάν, πλην ο κ. λιμενάρχης συνειθισμένος εις τα πολεμικά ήθελε «βασιλική βάρκα» να την ίδουν από μακράν οι πειραταί και να τρομάξουν. Εστύπωσεν οπάς τινας, περιήλειψεν αυτάς διά πίσσης, έβαψεν είτα την λέμβον διά φαιού χρώματος στιλπνού και επιβιβάσας εν αυτή δύο γέροντας ναύτας, ων ο έτερος μονόχειρ, διέταξε να περιπλέωσι την νήσον μέχρι του Κάστρου προς βορράν κατέναντι της Χαλκιδικής.

Την πρώτην νύκτα ο κλητήρ ηγρύπνησε μέχρι της πρωίας μετά μεγάλης δυσαρεσκείας. Όταν την πρωίαν ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου, το πρόσωπόν του ήτο στενόν και μακρόν, ως όταν παρατηρεί τις εντός τεθραυσμένου καθρέπτου. Συνειθισμένος να κτυπά τον κώδωνα της βάρδιας αφ' εσπέρας και να κοιμάται, εταλαιπωρήθη ο αγαθός εντός μιας νυκτός. Και αι χείρες του και οι πόδες του ήσαν πλαδαραί ως πλόκαμοι οκτάποδος.

— Ε, τι νέα Γέρω-Γιάννη; ηρώτησεν αυτόν ο δήμαρχος.

— Ησυχία και ασφάλεια, κύριε δήμαρχε.

— Μπράβο, Γέρω-Γιάννη! Αρματώθηκες βλέπω σαν αστακός.

Ο Γέρω-Γιάννης έρριψεν υπερήφανον βλέμμα εις τες ασημένιες παλάσκες του και το υαλιστερόν όπλον, καρυοφύλλι μ' επαργυρωμένον κοντάκιον.

— Έτσι νάσαι πάντοτε! ηυχήθη αυτώ ο δήμαρχος.

— Κύριε δήμαρχε, έτσι είμαι πάντοτε. Και εις πυρ και εις θάνατον.

Ο δήμαρχος τότε περισκοπών το στιλπνόν καρυοφύλλι είδεν ότι έλειπεν ο πυρίτης λίθος.

— Αμ' πού είνε η τσακμακόπετρα Γέρω-Γιάννη; Έτσι θα γένη το ρωμαίικο;

Ο Γέρω-Γιάννης ερυθριάσας ολίγον εξήγαγεν εκ του θυλακίου του τετράγωνον μυτερήν εις τας άκρας τσακμακόπετραν.

— Την είχα εις την τσέπη μου! είπε μετ' αφελούς ετοιμότητος.

Μετά τινας ημέρας ο δήμαρχος διέταξε τους αγροφύλακας να περιοδεύσωσιν εις τα ενδότερα της νήσου, κάμνοντες διαφόρους κατοπτεύσεις εις πολλά μέρη, παραλαβόντες καί τινας ακόμη οπλοφόρους. Ητοιμάζετο δε να γνωστοποιήση εις το υπουργείον ότι ησυχία και ασφάλεια επικρατεί εις την νήσον, ότε ενεφανίσθη προ του λιμένος μεγάλη και πολύκωπος λέμβος, μετά τάχους κατευθυνομένη προς την πολίχνην.

Εταράχθη ολίγον. Πλην ίνα μη αποφανή, λέγει προς τον παριστάμενον πάνοπλον κλητήρα.

— Τα τσακμάκια σου, Γέρω-Γιάννη!

Ο κλητήρ παρατηρήσας πάραυτα το ωραίον καρυοφύλλιόν του είδεν ότι έλειπε πάλιν η τσακμακόπετρα. Πλην ετοίμως εξάγει αυτήν εκ του θυλακίου και την τοποθετεί καταλλήλως, περισφίγγων αυτήν.

— Πάλι ς' τη τσέπη; παρετήρησεν ο δήμαρχος. Έτσι θα κάμωμε το ρωμαίικο;— Δεν ξεύρω τι συμβαίνει, κύριε δήμαρχε, μου την παίρνουν τα ποντίκια, και γι' αυτό την προφυλάττω.

Την στιγμήν εκείνην προσήλθε και ο λιμενάρχης τεθορυβημένος.

— Τι κάμνομεν κ. δήμαρχε; οι λησταί. Δεν τους βλέπετε; Εξήλθον όλοι εις τον εξώστην· ο δήμαρχος με το πονηρόν του βλέμμα, ο λιμενάρχης ωχρός ολίγον, και ο κλητήρ προσπαθών να βιδώση καλώς την τσακμακόπετραν. Κάτω οι άνθρωποι ατάραχοι έβλεπον την προσεγγίζουσαν λέμβον. Τινές δ' άλλοι προσήρχοντο δρομαίοι, αντί όπλων, ως ανέμενεν ο λιμενάρχης, κρατούντες εις χείρας πινάκια κίτρινα και πράσινα του Τσανάκ-καλέ.

— Είνε ο γρίπος, εφώνησε θριαμβευτικώς ο Γέρω-Γιάννης, βλέπων μετά προσοχής την πλησιάζουσαν μεγάλην και πολύκωπον λέμβον.

— Μα έχεις μια μύτη, Γέρω-Γιάννη!

— Και μάτια και αυτιά, κ. δήμαρχε. Με συγχωρείτε.

— Αληθώς ήδη ηκούετο και το ζωηρόν των τσεσμελήδων αλιέων κέλευσμα:

Ο γρίπος μας, η τράτα μας!

Άλ-λά, παιδιά!

Αλλά και ο δήμαρχος είχε δίκαιον να μη ανησυχήση και ο λιμενάρχης είχε δίκαιον ν' ανησυχήση. Εις τας εκτάκτους περιστάσεις όλοι οι εν τη εξουσία έχουσι δίκαιον.

Εν τούτοις η περίστασις αύτη ήτο ατυχής διά την μικράν νήσον, ανοικτήν πανταχόθεν εις την επιδρομήν των ληστών. Ωχρόν δέος εζωγραφίζετο κατά τας ημέρας εκείνας εις τα πρόσωπα πάντων. Αι εργασίαι αι γεωργικαί διεκόπησαν και πάντες έμενον εν τη αγορά διερωτώντες αλλήλους περί των συμβαινόντων. Συνεχώς δε τρις και τετράκις της ημέρας κατήρχοντο από του υψηλοτέρου βουνου οι αγροφύλακες, οπόθεν κατεσκόπευον το πέλαγος κ' εκόμιζον ειδήσεις εις τον δήμαρχον.

Ουδέν όμως υπέστη τοσαύτην καταστροφήν όσον η βομβυκοτροφία. Τα καματερά, τα οποία, ως είδομεν, έκτακτον εσοδείαν προεμήνυον εφέτος, ηπειλούντο διά τελείας καταστροφής, στερούμενα τροφής. Θρήνος και οδυρμός μεταξύ των γυναικών. Πώς να εξέλθωσιν εις τους αγρούς προς συλλογήν φύλλων μετά την ύποπτον είδησιν περί ληστών; Ο δήμαρχος εφρόντισε και κατήρτισε σώματα οπλοφόρων, τα οποία προεφύλαττον πάσας τας παρόδους και τας κορυφάς, όπως ευκολύνηται η συλλογή των φύλλων. Πλην τι τρόμος ήτο εκείνος εν τοις αγροίς! Η ευωδιάζουσα από μυρίων αρωμάτων εξοχή, η πάγκαλος εκείνη φύσις της χλοεράς νήσου, είχε μεταβληθή εις σιωπηλήν και στυγνήν κοιλάδα πένθους. Εις τους τρομασμένους οφθαλμούς των εξερχομένων γυναικών τα δροσερά και μυριόχρωμα άνθη εφαίνοντο μαραμένα και άχροα. Και αυτά τα καταπράσινα των συκαμινεών φύλλα μαύρα εφαίνοντο. Τα αναρίθμητα κελαδήματα των πτηνών ούτε ηκούοντο καν υπό των καταπεπληγμένων γυναικών και πάσα κίνησις φύλλων υπό του δροσερού ανέμου αναπαρίστανεν εις την έκπληκτον φαντασίαν των δειλών εκείνων όντων την αυχμηράν όψιν ληστού ή λιάπη!

Πόσον ο τρόμος μεταβάλλει την όψιν των πραγμάτων!

Αι περισσότεραι ούτε εξήλθον καν τας τρεις πρώτας ημέρας. Όσαι είχον άνδρας, έστειλαν βεβαίως τους άνδρας των, αλλ' όσαι δεν είχον, ή ηγόρασαν φύλλα παρά τινων αγαθών γειτονισσών ή εγκατέλιπον τα καματερά εις την τύχην των.

Και ήκουες:

— Πάει το καματερό!

— Αρί-καϋμένη, πάει πλειο. Κρίμα και κρίμα!

Και ηκούσθη και γραία τις θρηνούσα αληθώς υψηλά εις τον βράχον ως επί απωλεία ανθρώπου επανειλημμένως οδυρομένη «Καματερό μου, καματεράκι μου!»

Τωόντι τινές τα επέταξαν εις τον βράχον, όπου αι όρνιθες εύρον την χαράν των, καταβροχθίζουσαι λαιμάργως τους τεφρόχρους εκείνους σκώληκας μεγάλους και μαλακούς ως βούκας ζύμης.

Η Γερακούλα ευτυχώς κατώρθωσε να εξοικονομή φύλλα κατά τας δεινάς εκείνας ημέρας. Αναβιβάσασα επί οναρίου τον καπεταν-Θοδωρή, πληρώσαντα καλώς έν ωραίον τρομπόνιον, το μόνον λείψανον του απολεσθέντος βρικίου του, εξήρχετο μετά της μεγαλειτέρας των θυγατέρων της και συνέλεγε φύλλα εις τα πλησιέστερα κτήματα, δίδουσα αυτά εις το καματερό της μετά φειδούς. Εις το μέγα κτήμα όμως, εις την Κεχρεάν, δεν ετόλμησε να μεταβή.

Αλλά μετά παρέλευσιν ημερών τινων, επειδή ουδέν εγένετο εξ όσων εφοβούντο οι άνθρωποι, ουδέ ληστρική συμμορία επεφάνη, επανήλθε και πάλιν η ησυχία και το θάρρος εις την πολίχνην.

Αι νυκτοφυλακαί έπαυσαν, οι άνθρωποι ήρχισαν να εξέρχωνται εις τας εργασίας των και την νύκτα μέχρι του μεσονυκτίου μόνος ο Γέρω- Γιάννης, ο δημαρχικός κλητήρ, περιήρχετο την έρημον κώμην, φέρων το ωραίον καρυοφύλλι εις τον ώμον του και την τσακμακόπετραν εις το θυλάκιόν του. Και αν τον έβλεπες υπό την φαεινήν ακτινοβολίαν της σελήνης, εθεώρεις ότι περισσότερον ζωντανόν ήτο το αργυρούν καρυοφύλλι, ου αι γλυφαί έπαιζον ως φολίδες έρποντος όφεως υπό τας μαρμαρυγάς του αργυρού φωτός, παρά ο φέρων αυτό Γέρω-Γιάννης, όστις σιγά-σιγά με κλειστά τα μάτια εβάδιζεν ως άνθρωπος έχων αντί ψυχής καρυοφύλλι.

Τέλος το υπουργείον απέστειλε νέον έγγραφον προς τον δήμαρχον της μικράς νήσου, αναγγέλλον ότι αι συμμορίαι εκείναι των ληστών διελύθησαν και καλούν τους νησιώτας να επαναλάβωσιν αφόβως τα έργα των.

Διά τούτο είδομεν εν αρχή της διηγήσεώς μας τόσαι λέμβοι μετά γυναικών ιδίως ν' αποβιβάζωσι σάκκους φύλλων συκομορέας εις την παραλίαν υπό το φως της σελήνης.

Επειδή δε και μετά την καταστροφήν πολλών καματερών, πάλιν αι συκομορέαι της νήσου δεν επήρκουν εις την διατροφήν των απομεινάντων,— τόσων λαμπρώς έβαινεν εφέτος η ανάπτυξις του μεταξοσκώληκος— πολλαί γυναίκες παραλαβούσαι και τους συζύγους των ή άλλους συγγενείς των, μετέβησαν εις την εγγύς κωμόπολιν Γλώσσαν, επί άλλης γειτονικής νήσου, όπου έμαθον ότι υπάρχουν φύλλα άφθονα άνευ καματερών.

Ούτω και η φιλόπονος Γερακούλα, παραλαβούσα τας τρεις θυγατέρας της και τον καπεταν-Θοδωρή με το τρομπόνιον πλήρες, την άλλην θυγατέρα άφησε προς φύλαξιν της οικίας, μετέβη εις Γλώσσαν κ' εκόμισεν, ως είδομεν, τόσους σάκκους δροσερών φύλλων.

 

Μόλις ανεπαύθη την νύκτα η φιλόπονος αύτη οικογένεια από του κόπου του διημέρου εκείνου ταξειδίου, και ητοιμάζετο λίαν πρωί να μεταβή εις Κεχρεάν, εις το μακρινόν εκείνο κτήμα της, όπου κατά τας δύο ημέρας της απουσίας ουδείς μετέβη και όπου υπήρχον αι χλοερώτεραι συκομορέαι.

— Θεια Γερακούλα, ηκούσθη φωνή την αυγήν έξωθεν εκ γειτονικού παραθύρου, η φωνή της γραίας ξηράς και ωχράς γειτονίσσης.

— Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα.

— Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά;

— Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε!

— 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας.

— Καλώς ναρθής.

— Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'!

— Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμε 'ς τη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα.

— Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε.

— Χριστός και Παναγία! Δεν είνε τίποτα.

— Θαρθή κι' ου καπεταν-Θοδωρής;

— Θαρθή.

— Ναρθή.

Αληθώς μετ' ολίγον ο καπεταν-Θοδωρής εξεκίνησε πρώτος, αναβάς επί του οναρίου, κρατών και το βαρύ τρομπόνιον πλήρες.

Η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες της, έφερον εκάστη από ένα σάκκον κενόν και εντός καλάθου έλαιον διά τα κανδήλια της Παναγίας. Επί άλλου καλάθου, ον εκρέμασαν επί του οναρίου έθεσαν τον άρτον και το προσφάγιον. Θα επέστρεφον μετά το δειλινόν. Έως τότε υπελόγιζον ότι θα εσύναζον όλα τα υπάρχοντα εις τας εκεί συκομορέας φύλλα. Επί του οναρίου ο καπεταν-Θοδωρής εφόρτωσε και τους ψευδείς πόδας του, τα δύο χονδρά ραβδία, τα οποία μετεχειρίζετο ως αληθινούς του πόδας. Οι άλλοι δύο πόδες του, οι αληθινοί, εκρέμαντο από του οναρίου ξεκλειδωμένοι ως ψευδείς.

Η Γερακούλα ήρχετο τελευταία, συνομιλούσα μετά της γειτονίσσης της.

Καθ' οδόν συνήντησαν άλλας πολλάς συντροφίας, αίτινες προς τον αυτόν σκοπόν μετέβαινον εις τα κτήματα, άλλαι φλυαρούσαι, άλλαι άδουσαι. Και δεν διέκρινες ποίαι ομιλούν, και ποίαι τραγουδούν. Η ομιλία εν φαιδρά συντροφία εις τα βουνά ούτως ερρύθμως απαγγέλλεται, ώστε εκ της ηχούς της αντηχούσης εντός των βαθέων γευμάτων, ουδόλως διαφέρει του άσματος.

Αλλ' όταν ανέβησαν εις το βουνόν κ' έμελλον να κλίνωσι προς το μέγα της Κεχρεάς ρεύμα, έπαυσαν πλέον να συναντώσι νέας συντροφίας. Προς τούτο το μέρος υπήρχον περισσότερα δάση και ολίγα κτήματα. Μόνον το μέγα της Γερακούλας κτήμα εξετείνετο κάτω εις το ρεύμα, και έν άλλο πλησίον, της γειτονίσσης της, καί τινα ακόμη προς την θάλασσαν κατά τας δυτικάς ακτάς της νήσου.

Ενόησαν ότι εισήλθον πλέον εις ερημίαν, ης η νεκρά νάρκη εζωογονείτο κατά τι εκ των φαιδρών συνομιλιών των τεσσάρων αδελφών, προς ας ο γέρων πατήρ, προηγούμενος, διηγείτο διάφορα επεισόδια του ναυτικού του βίου, όστις συνεκρούσθη προς τας τρικυμίας και τα πάθη της ζωής τόσον, όσον αι μαύραι δρύες, εν μέσω των οποίων ήδη εβάδιζον, επάλαισαν προς τους κεραυνούς και τας καταιγίδας. Αλλ' αν δεν κατώρθουν αι ολίγαι αυταί ανθρώπιναι ομιλίαι να διασπάσωσι της ερήμου την νεκρικήν σιωπήν, τα αναρίθμητα όμως πτηνά κατωτέρω, κεκρυμμένα εντός των γηραιών του δάσους δένδρων, τόσην ζωήν, τόσην κίνησιν εμαρτύρουν με τα αρμονικά αυτών κελαδήματα, ώστε αν έκλειες τους οφθαλμούς να μη βλέπης την μαύρην ατελείωτον σειράν των σιωπηλών δένδρων με τους σκληρούς κορμούς και το πυκνόν φύλλωμα, θα ενόμιζες ότι ευρίσκεσαι εν μέσω του Παραδείσου, περικυκλούμενος υπό μυριάδων αγγελικών όντων ως πτηνών κελαδούντων.

Η Γερακούλα και η γειτόνισσα συνομιλούσαι έμενον ολίγον όπισθεν.

Αι τέσσαρες θυγατέρες η μία κατόπιν της άλλης προέβαινον έχουσαι σκεπασμένην την ξανθήν κόμην των, ίν' αποφύγωσι πρωινήν δρόσον.

— Ελπίζεις, χριστιανή μ, λέγει αίφνης η γειτόνισσα σταματήσασα, ελπίζεις να πανδρεύσης τέσσερες θυγατέρες; Εγώ μία την έχω, και απελπίσθηκα πλεια.

Έχουσα θάρρος πάντοτε ενώπιον της αγαθής Γερακούλας η ωχρά γειτόνισσα, επενέβαινεν άκλητος εις τοιαύτας οικογενειακάς συζητήσεις. Και μη ανεχομένη να βλέπη τόσον εύελπιν την καλοκάγαθον γυναίκα, επεθύμει να την ακούση μια φορά να βλασφημήση, διά να χαρή.

— Καϋμό τώχω! έλεγε πολλάκις.

— Ελπίζω λες; απήντησε τότε η Γερακούλα, πλήρης χριστιανικής λάμψεως. Και τι θαρρείς; Είνε 'ς το χέρι μας; Αυτά είνε του Θεού. Όποιος πιστεύει εις τον Θεόν, αυτός ελπίζει. Ποτέ μου, γειτόνισσα, δεν απελπίσθηκα. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς θα τα οικονομήση. Σώπα, γιατί τώχω σε κακό μου να μου κόπτουν την ελπίδα. Όποιος κόπτει την ελπίδα από τον άλλον, του κόπτει την ζωήν. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού.

— Αμ' δεν είνε του Θεού! 'Σ τα ρίξανε, κακομοίρα. Αχ! 'ς τα ρίξανε και τι έχεις να υποφέρης!

Ενόει η γειτόνισσα την επικρατούσαν αφελή πλάνην, καθ' ην την ώραν του στεφανώματος εν τω γάμω οι εχθροί συνοικεσίου τινός διά μαγείας προορίζουσι τον τοκετόν τόσων θυγατέρων, προς δυστυχίαν του νέου ζεύγους, μέλλοντος να πάθη βάσανα και πειρασμούς, μέχρις ου αποκαταστήση αυτάς, ιδίως εις τας δυστυχείς ταύτας ημέρας.

— Σώπα, γειτόνισσα! Μου το είπες κι' άλλη φορά. Σώπα. Εγώ σου είπα πολλές φορές, τα μάγια δεν τα πιστεύω. Τα μάγια είνε ψευτιές για να ψευτοπερνούν μερικοί 'ς τον ψεύτικο κόσμο.

Είπεν η Γερακούλα κ' έρριψεν αίφνης το πλήρες ελπίδων βλέμμα της εις τας τέσσαρας θυγατέρας της.

Είχον σταθή εις την κορυφήν του τελευταίου λόφου να ίδουν την ανατολήν του ηλίου. Αφήρεσαν τας μανδήλας των, θερμανθείσαι εκ της πορείας και αι ακτίνες του ηλίου πίπτουσαι εις την χρυσήν των κόμην, θαυμασίως αυτήν κατηύγαζον. Ενόμιζες ότι κύμα χυτόν χρυσού έλουε τας κορυφάς των τεσσάρων αυτών θυγατέρων, χρυσού παίζοντος εις τους παρθενικούς αυτών ώμους μ' εξαισίαν στιλβηδόνα κ' έκλαμψιν, χρυσού μαλακού, μαλακώς καταρρέοντος μέχρι της οσφύος.

Φρίκη κρυφή διέτρεξε τα μέλη της Γερακούλας.

Η μεγαλειτέρα ήτο 27 ετών, αι άλλαι ανά δύο έτη κατά σειράν μικρότεραι και η τελευταία 21 ετών. Όλαι εις την ακμήν του γάμου.

Και ως από μυστικής τινος ορμής κινηθείσα η πτωχή μήτηρ, ήρχισε να μετρά επί των δακτύλων: μία, δύο, τρεις, . . . .

Και εσταμάτησε κατηφής γενομένη, ως να εκάλυψε μαύρη σκέπη την γελόεσσαν του προσώπου της αίγλην.

Ούτως ο Σατανάς παρασύρει εις την παγίδα της αμαρτίας τον άνθρωπον.

Και η στρυφνή γειτόνισσα παρ' ολίγον με την θνητήν παρατήρησίν της, παρ' ολίγον να ρίψη εις τα δίκτυα της αμαρτίας την ενάρετον Γερακούλαν, ης το στόμα ουδέποτε έπαυσε να επικαλήται τον Κύριον, και ης η καρδία ουδέποτε έπαυσε να ελπίζη εις τον Θεόν.

Αλλ' η θεία χάρις σκέπει πάντοτε τον κοπιάσαντα εν τη αρετή, όστις αποκτά ούτως ειπείν δικαιώματα επί της θείας δικαιοσύνης και δεν τον αφίνει να πέση εις βλασφημίαν, καθώς τον δίκαιον Ιώβ.

Έπτυσεν εις την γην η αγαθή Γερακούλα, ως να απέπτυσε την βλασφημίαν, και ποιήσασα το σημείον του Σταυρού.

— Δόξα σοι ο Θεός! εφώνησεν εκ βάθους στενάξασα ως από των εγκάτων των σπλάγχνων της.

Και επανέλαβε:

— Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση.

Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας.

Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.

Αλλά μετ' ολίγον κραυγάζει ως να είχε λησμονήσει να το είπη πρότερον.

— Νάχετε το νου σας, κορίτσια. Είνε, ακόμα κλέφτες! τα μάτια σας τέσσερα! κορίτσια!

Και επανέλαβεν οξέως παρατείνουσα την ξηράν φωνήν της.

— Κλέφτες!

Και η ηχώ δεινή και άχαρις επανέλαβε δις·

— Κλέφτες!

Και εβούισεν έως κάτω το βαθύ ρεύμα βοήν φοβεράν, ως εάν εβούισε τουφεκιά, καταπλήξασαν τα πτηνά, τα οποία εσίγησαν εις τας δροσεράς κρύπτας των.

Η μεγαλητέρα, η Ελένη, 'σαν να ήκουσε την φωνήν την δευτέραν φοράν. Εκοντοστάθη ολίγον μετά τινος αγνώστου τρόμου, αλλ' είτα επειδή τα πτηνά επανέλαβον το κελάδημά των, απέδωκε τον φόβον εις την ύποπτον του ανθρώπου φαντασίαν και εξηκολούθησε τον δρόμον χωρίς να είπη τι.

Γειτόνισσαί τινες είνε πεπρωμένον να προβλέπωσι πάντοτε το κακόν, με την διαφοράν ότι τούτο ως επί το πλείστον αποβαίνει εις αγαθόν.

 

Την ώραν καθ' ην είχον εξέλθη της πόλεως ο καπεταν Θοδωρής, η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες των, αυγή-αυγή, τέσσαρες οπλοφόροι επεβιβάζοντο είς τινα σκοτεινόν και απότομον της Κεχρεάς ορμίσκον, Μανδράκι καλούμενον, προς τας δυτικάς της νήσου ακτάς. Έφερον και οι τέσσαρες στολάς πεπαλαιωμένας της χωροφυλακής, πλην αντί υποδημάτων εφόρουν τσαρούχια ελαφρά και είχον τα πανταλόνια κομμένα και περιδεδεμένα άνω του γόνατος, καλύπτοντες τον πήχυν του ποδός διά της συνήθους βλαχόκαλτσας.

Έσυραν την λέμβον των υπό τινα πυκνόν θάμνον, αόρατον εν μέσω των βράχων εκάλυψαν ακόμη αυτήν και διά τινων πυκνών και ακανθωτών αγριοβάτων και ανήλθον ως έλαφοι την άνω του ορμίσκου σκληράν της γης λοφιάν, βραχώδη μεν και ολισθηράν, πλην κεκαλυμμένην υπό δάσους ερείκων, κομάρων, πρίνων και σκολιών τινων πευκών, τας κορυφάς των οποίων φαρμακόνει η άλμη του κύματος ως άχνη ανερχομένη έως επάνω όταν μαίνεται κάτω η τρικυμία. Έως ότου έλθωσιν εις το μονοπάτιον οι τέσσαρες ξένοι, υπέστησαν παλλάς αμυχάς εις τας χείρας και τας παρειάς. Αλλ' επειδή ήσαν ένοπλοι με υαλιστεράς καινουργείς καραμπίνας ευκόλως διήνοιγον τας άκρας των σκληρών θάμνων και επερνούσαν παρεισδύοντες ως εν μέσω ακανθοχοίρων μετά προσοχής.

Επλησίαζαν τα χαράγματα. Η ημέρα προεμηνύετο ωραία αν και νέφη τινά μαύρα, ως κάπαι ποιμενικαί, έτρεχον γοργά, ακολουθούντα του πρωινού βορρά το ρεύμα. Άμα τη ανατολή του ηλίου θα έπνεεν ο βορειοανατολικός, το δροσερόν μελτέμι, και ήδη παρεσκευάζετο το ευρύ μετέωρον στάδιον του ουρανού, εν ω ήθελεν αγωνισθή άνευ αντιπάλου ο θερινός ούτος άνεμος, ου η ζωογόνος βία λυγίζει τας κορυφάς των αριών, μεταβάλλουσα εις στακτερόν το πράσινον χρώμα του δάσους, και λευκαίνει τον κυανούν πόντον μεταμορφούσα τα κύματα εις αγέλας λευκών περιστερών.

Οι τέσσαρες άνδρες εξελθόντες εις την ατραπόν, έστησαν προς στιγμήν, ως διστάζοντες, αλλά μάλλον διότι ο είς τούτων, ο φαινόμενος ως αρχηγός, προσεπάθει να διακρίνη τα μέρη ως άνθρωπος θέλων ν' αναμνησθή παλαιάν γνωριμίαν.

Ούτος έφερεν εν τη στολή του και χρυσά τινα σειρήτια και ράκος χρυσού θυσάνου εν τη εσκωριασμένη σπάθη, τα δε κομβία τη στολής του ήσαν μετά πλείονος επιμελείας εστιλβωμένα, ώστε ηδύνατό τις να εκλάβη αυτόν τουλάχιστον ως υπομοίραρχον. Περί την οσφύν του μετά χάριτος περιδεδεμένον ζεύγος μαλαμμοκαπνισμένων παλασκών εξέπεμπε χρυσάς λάμψεις. Ήτο τεσσαρακονταετής περίπου την ηλικίαν, έπαιζον δε γοργοί κ' ευκίνητοι οι μαύροι οφθαλμοί του εν αρμονία προς την ηλιοκαυμένην όψιν του και την μαύρην στιλβηδόνα της μαύρης κόμης του. Η χροιά και του προσώπου και των χειρών του ωμοίαζε προς το βαθύχρουν δέρμα κήτους. Οι άλλοι δύο ήσαν ηλιοκαείς γέροντες σχεδόν με σκληράς σάρκας κ' εξηγριωμένα χαρακτηριστικά, ο δε τέταρτος έφηβος συμπαθητικός με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μαύρην κόμην, με λευκόν και απαλόν δέρμα, τον οποίον όμως τερατωδώς ασχήμιζεν η ρακώδης ενδυμασία και η μετά των άλλων αγριωπών ανθρώπων συντροφία.

Τόσον δε πεπαλαιωμένη και εφθαρμένη ήτο η στολή των τριών τούτων, ώστε μόλις εκ του στέμματος διεκρίνοντο ότι είνε χωροφύλακες.

Προέβησαν ολίγα βήματα προς το δάσος, πλην και πάλιν έστησαν.

Ο αρχηγός τότε ο μαυριδερός, έρριψε λοξόν βλέμμα επί των συντρόφων του, ων ο νεώτερος είχε καταληφθή υπό τινος μυστικού φόβου όπερ τον ηνάγκαζε να βραδυπορή· οι δ' άλλοι ακουσίως εβραδυπόρουν και αυτοί, ως όταν σκοντάπτη κανείς επί λίθου.

Υπέκλινε δις και τρις τον υψηλόν αυχένα ο νεώτερος, ως να κατεπλάγη, ιδών αίφνης εξαπλούμενα προ των οφθαλμών του τα μαύρα της Κεχρεάς δάση εις τα οποία δεν είχον εισδύσει ακόμη της αυγής αι ασθενείς ακτίνες, αποφρασσομένης της ανατολής από υψηλού όρους. Μαύρη επλανάτο επάνωθέν των η νυξ και πλέον μαύροι παρετάσσοντο των γηραιών δρυών οι ακίνητοι όγκοι, άνωθεν των οποίων εσύριζεν ως όφις παρερχόμενος ο πρωινός άνεμος.

Η σελήνη είχε δύσει πρό τινων στιγμών και μόνον ως φλοξ ερυθρά καιομένης ασβεστοκαμίνου μακρόθεν έφεγγεν όπισθεν του Προμηρίου της Θετταλομαγνησίας ο αιμόχρους κύκλος της.

— Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι.

— Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης. Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου.

Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί.

— Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου!

— Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκεί— και έδειξε πέραν το δάσος.— Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν. Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα. Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβος 'ς την καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλά 'ς της Νεράιδες να μη με ιδής. Καλλίτερα να μη με ιδής.

Ο αρχηγός εγέλασεν, ακούσας επαναλαμβανομένην την αφελή διήγησιν του Θανάση. Και θωπεύσας αυτόν εις τον ώμον μετά πατρικής στοργής, είπε:

— Αι, μη φοβάσαι πλεια! Σήμερα θα πάμε σε μαυροφόραις. Μη φοβάσαι. Σήμερα θα κάμνουν μαύρα-μαύρα τα μάτια σου.

Και αφού περιέσφιγξεν ο μαυριδερός την οσφύν του ως εστηρίζετο εκεί όλον το θάρρος του, κ' εκρότησαν ηδέως αι παλάσκαι, ετράπη ταχύς προς το βουνόν ως άνθρωπος γνωρίζων τα «κατατόπια». Και μετ' ολίγον έχων προ αυτού πάντοτε τον νεαρόν Θανάσην, έκλινεν όπισθεν του όρους προς ανατολάς, όπου ηγείρετο η Μονή του Ευαγγελισμού.

Οι δύο άλλοι ηκολούθουν.

 

Εν μέσω βαθείας χαράδρας αθέατος μεταξύ των βράχων, ολίγον υψηλότερα του διαρρέοντος τον πετρώδη αύλακα χειμάρρου, ήτο κτισμένη η Μονή του Ευαγγελισμού. Προς το βορειοδυτικόν της χαράδρας υψούτο αμέσως άνωθεν του χειμάρρου μέγα και πετρώδες τριγωνικόν βουνόν φαλακρόν εν τη οξεία κορυφή, αλλά σκιαζόμενον προς τα κάτω υπό πυκνού δάσους δρυών, ων αι ρίζαι και οι κορμοί συνεχέοντο προς τους φαιούς βράχους του, απροσίτους εις τους πόδας του αγρότου, ως ήτο απρόσιτον εις την γλώσσαν το βάρβαρον όνομά του. Και μόνον αι αίγες είχον εκεί την προσφιλή των διαμονήν με τα μηκάσματά των και τους κωδωνίσκους των διασκεδάζουσαι τους μοναχούς. Προς δε το νοτιοανατολικόν άνω του χειμάρρου υψούτο πολύ ταπεινώτερος άλλος βραχώδης λόφος, εις την βορειοανατολικήν πλευράν του οποίου λειανθείσαν, φαίνεται, εκτίσθη η Μονή του Ευαγγελισμού. Σχοίνοι φουντωτοί και σφένδαμνοι υψηλαί και θάμνοι άγριοι παντοίων συμπλεγμάτων φυτών και αναδενδράδων εσκίαζον το μέρος τούτο, όπου ο γεωργός αντί βώλου γης ανασκάπτει πέτρας, θραύων τας αξίνας του.

Ο χείμαρρος διευθύνεται προς τας ανατολικάς ακτάς της νήσου, διαρρέων παρακάτω από τα τείχη της Μονής ορμητικώς μεταξύ των παρασυρομένων βράχων παρά τους χονδρούς κορμούς, καρυών και πλατάνων, αίτινες μαγευτικήν όψιν παρέχουσιν εις το άγριον ρεύμα.

Και μόνον προς ανατολάς καταβαίνει από του βράχου κλιτύς λιπαράς γης, εν η πρασινίζουσιν ωραίοι αμπελώνες με τας υψηλάς κυπαρίσσους των, απολήγοντες πλαγίως και προς βορράν εις το ρεύμα πάλιν, όπου κρέμανται κλιμακηδόν οι θαλεροί της Μονής κήποι, ο είς επί του άλλου, αρχόμενοι από της μεγάλης τετραγώνου στέρνας της δεχομένης τα άφθονα του ρεύματος ύδατα, δι' ων κινούνται οι μύλοι και ποτίζονται τα λαχανικά. Ο κατερχόμενος την ωραίαν των αμπελώνων κλιτύν παρελθών το αλώνιον επί της ομαλής κορυφής του γεώδους λόφου, διακρίνει αίφνης, χωρίς καν να το υποπτεύση, κάτω προς το ρεύμα, ως προσπεφυκυίας επί του βράχου τας στακτεράς της Μονής στέγας, εστεγασμένης όλης διά φαιών πλακών του βουνού. Μακρόθεν δε από του πελάγους αύτη φαίνεται ως κρεμαμένη από του βράχου προς ον συγχέεται. Βαρεία θολωτή καμάρα διά κτιστών δύο τετραγώνων κιόνων, των καλουμένων υπό των βυζαντινών πινσών υποβασταζόντων το παρεκκλήσιον του αγίου Δημητρίου με τον κομψόν θολίσκον του, σκιάζει τον πυλώνα με την μαύρην μεγάλην πύλην, ης αι οριζόντιοι διά χονδρών ήλων προσηλωμέναι χονδραί ορθόπλευροι σανίδες ως εκ σιδήρου παχέα φαίνονται ελάσματα. Μικρόν δ' επί του δεξιού θυροφύλλου πυλίδιον, το πορτέλλον, υπανοιγόμενον την νύκτα παρέχει είσοδον εις τους ξένους χωρίς ν' ανοιγώσι τα βαρέα της πύλης θυρόφυλλα. Ένδον διά των τεσσάρων ορθοπλεύρων πτερύγων, ανίσων το ύψος, τας οροφάς και την ηλικίαν, εφ' ων κατά σειράν υπάρχουσι τα κελλία των μοναχών, σχηματίζεται αυλή πλακόστρωτος, εν μέσω της οποίας κείται το εύμορφον Καθολικόν της Μονής με τας στρογγύλας γραμμάς του και τους δι' ερυθρού κονιάματος κεχρισμένους τρεις θόλους του, εστεγασμένους και αυτούς διά φαιών πλακών.

Η μονή αύτη ήκμαζε τότε, πλούσια κατέχουσα κτήματα ελαιώνων και αμπελώνων, ων οι ευώδεις μοσχάτοι οίνοι αλυπιακοί καλούμενοι έκ τινος των παλαιών ηγουμένων και κτητόρων, του Αλυπίου, ιδιαιτέρως σκευάζοντος αυτούς, πολλάκις εθαυμάσθησαν εν Αθήναις, εις τας τραπέζας των Συνοδικών. Θεμελιωθείσα περί τα τέλη του προπαρελθόντος αιώνος και μετά ταύτα ολονέν συμπληρουμένη διά προσθήκης οροφών και πτερύγων, δι' α εδαπάνα αφειδώς τον ατελείωτον πλούτον του πλουσιόπαις νησιώτης, καθιερώσας εκεί και την ζωήν του, έστιλβε καινουργής, «Καινούργιο μοναστήρι» καλουμένη, εις αντίθεσιν των παλαιών άλλων τριών μοναστηρίων της Νήσου. Η σεμνή πρόσοψις άνω του πυλώνος και οι τοίχοι όλοι έξω ήσαν κεχρισμένοι δι' ερυθρού ασβεστοκονιάματος ως οι θόλοι, όπερ παρείχεν επιβάλλουσαν ερημικήν σεμνότητα εις την όλην του κτιρίου όψιν. Σήμερον όμως τα ωραία κονιάματα κατετρίβησαν υπό των υετών και των καταιγίδων, οι τοίχοι εις πολλά μέρη κατερειπώθησαν και μονάζουσιν εν αυτή περισσότεραι γλαύκες ή μοναχοί...

Την αυτήν πρωίαν ο θυρωρός της Μονής μοναχός ανήρ 35 ετών ως κοντός τετράγωνος κορμός πεύκης, μάλλον στρογγυλός κ' έχων σχεδόν μόνον κεφαλήν και κοιλίαν, μετά περιεργείας είδε τέσσαρας ξένους χωροφύλακας, ων ο είς έφερεν αργυράς επωμίδας υπομοιράρχου άνευ κροσσών.

— Μμμμ, ηθέλησε ν' αρθρώση λέξεις τινάς ο θυρωρός, συγκεχυμένος το σώμα και τον νουν, ιδών βαίνοντας τους ξένους ευθαρσώς προς τα έσω, ως ανθρώπους οικείους, αλλά παρατηρήσας τα όπλα αυτών τα καινουργή και τα ξίφη των και τα ξεφτισμένα του μαυριδερού αρχηγού σειρήτια ηρκέσθη να χαιρετίση στρατιωτικώς μετά βίας υπανεγείρων την κοντήν δεξιάν του προς το μέτωπον, μέγα και πλατύ ως τεμάχιον σανίδος.

Οι ξένοι προχωρήσαντες σοβαρώς, κροτούτος του αρχηγού το ξίφος θορυβωδώς, ανήλθον μικρόν ξύλινον εξώστην προς τα δεξιά εκτεινόμενον και εισήλθον μόνοι των κατ' ευθείαν εις το αρχονταρίκιον— την αίθουσαν των ξένων— ανοικτήν πάντοτε και φέρουσαν εστρωμένους επί των μενδερίων κύκλω ωραίους περσικούς τάπητας. Προ πολλού είχε τελειώσει ο όρθρος, τινές δε των μοναχών λίαν πρωί είχον εξέλθει εις τους κήπους και τας αμπέλους προς εργασίαν.

Ο μαυριδερός αρχηγός καθήσας σταυροποδητεί επί του μενδερίου και θωπεύων τον μαύρον αυτού μύστακα εζήτησε πάραυτα τον ηγούμενον. Αλλ' ο εμφανισθείς αρχοντάρης, γέρων ρινόφωνος, είπεν ότι ο ηγούμενος απουσιάζει εις το Μετόχιον προ ημερών, αλλ' ότι εν ανάγκη δύνανται να τον καλέσωσι. Και έβλεπε τον μαυριδερόν αξιωματικόν μετά περιεργείας ως να ενόμιζεν ότι κάπου τον ξαναείδεν.

— Δεν πειράζει, είπεν ο άγνωστος, ημείς θα φύγωμεν αμέσως, διότι βιαζόμεθα.

Και μετά τέχνης απέφευγε τα πονηρά βλέμματα του γέροντος αρχοντάρη.

— Θα έρχεσθε διά την καταδίωξιν των ληστών; ηρώτησεν ο γέρων μοναχός διά της ρινός του, όστις ήτο γραμματεύς και οικονόμος συνάμα της μονής και ανεγίνωσκε την «Αθηνάν».

— Ακριβώς δι' αυτό, απήντησεν ο αρχηγός, ευχαριστημένος ότι ο αρχοντάρης, χωρίς να το υποπτεύη, διευκόλυνε μεγάλως την υπόθεσίν του.

Καθ' όλον αυτό το διάστημα οι τρεις άλλοι άγνωστοι χωροφύλακες ίσταντο άφωνοι εγγύς της θύρας, βλέποντες μετά προσοχής και περιεργείας την άνω αυτής κρεμαμένην μεγάλην χαρτίνην εικόνα, παριστάνουσαν διά ζωηρών ερυθρών και μαύρων χρωμάτων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επτά ωχράς ψυχάς εχούσας εν τω μέσω επί της καρδίας ενθρονισμένον μαύρον βασιλικόν δαίμονα.

Ήδη ο στρογγυλός θυρωρός, φοβερός ωτακουστής, ακούσας έσπευδε να καλέση τους μοναχούς προλαβών του υπομοιράρχου τας σκέψεις.

— Να έλθουν όλοι, διέταξε τότε ο αρχηγός, λαβών όλον το ύφος το σκληρόν αρχηγού αποσπάσματος, καταδιώκοντος ληστάς διότι έχω να σας αναγνώσω σπουδαίον έγγραφον της Κυβερνήσεως περί των ληστών.

Ο θυρωρός έτρεχε με όλας τας δυνάμεις του κινών κεφαλήν και κοιλίαν και τας κοντάς χείρας του εις την αυλήν· και πονηρός ως ήτο εκτύπησε τον μικρόν κώδωνα, προς μεγάλην των χωροφυλάκων δυσαρέσκειαν, οίτινες ηυχαριστούντο μάλλον να εργάζωνται αθορύβως και χωρίς κώδωνας.

Μετά μικρόν εισήλθον εις την αίθουσαν των ξένων πάντες οι μοναχοί με τα πρόσωπα αυτών τα ωχρά και τα βλέμματα τα απλανή πλην περίεργα και τους πώγωνας τους μακρούς. Ο αρχηγός εξήγαγεν ήδη ογκώδη φάκελλον, ον προσεπάθει ν' ανοίξη, οι δε μοναχοί προσήγγιζον εν κύκλω διά ν' ακούσωσιν.

Ήτο εκεί ο κηπουρός με τον μικρόν σκαλιστήρα, διακόψας την εργασίαν του. Δύο άλλοι νεώτεροι με κίτρινον τον πώγωνα εκ λεπτής κόνεως θείου, κρατούντες και τα εκ λευκοσιδήρου θειαφιστήρια· είχον εξέλθει προ μικρού μόλις ετελείωσεν η Ακολουθία, διά να θειαφίσωσι την άμπελον «πριν πάρη το μελτέμι». Ήλθε και ο μάγειρος, ανασφουγκωμένος τας χείρας και κρατών μεγάλην ξυλίνην του μαγειρείου κουτάλαν. Εν όλω πέντε μοναχοί μετά του αρχοντάρη.

— Δεν είνε άλλοι; ηρώτησεν ο αρχηγός των χωροφυλάκων.

— Όχι γενναιότατε, απήντησεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης, χαίρων διότι επέτυχεν εις τον τίτλον, δι' ον τόσην ώραν εσυλλογίζετο. Δυο τρεις φορές του ήλθε να τον ονομάση ενδοξότατον, αλλά δεν του εφάνη καλόν, άγνωστον διατί.

— Προσέξετε, είπε μετά φωνής σθεναράς ο αρχηγός. Μήπως απεκρύψατε κανένα;

— Όχι, γενναιότατε! επανέλαβε πάλιν ο ρινόφωνος, οι άλλοι δέκα είνε με τον ηγούμενον εις το Μετόχι, θειαφίζουν τα αμπέλια και άλλοι λείπουν εις το Νησί, τον Τσουγκριά, (μίαν δροσεράν Νησίδα προ του λιμένος, ανήκουσαν εις την Μονήν).

— Θα έλθουν τώρα;

— Θα έλθουν την Κυριακήν, μετά τέσσαρας ημέρας.

— Πολύ καλά, είπεν ο μαυριδερός αρχηγός, εγερθείς εν θορύβω των όπλων του.

Και πάραυτα ως να ήτο σύνθημα το «πολύ καλά» τούτο, οι τρεις χωροφύλακες, καταβιβάσαντες τους οφθαλμούς των από την φοβεράν χαρτίνην εικόνα εξήγαγον εκ της οσφύος των μακρά και λεπτά σχοινία και επιπεσόντες κατά των μονοχών εξαίφνης περιέδεσαν αυτούς μετά πολλής ευκολίας, ενώ ο αρχηγός ίστατο με γυμνήν την σπάθην του προ της θύρας. Μόνον ο μάγειρος, ο ζωηρότερος πάντων, διαμένων εν τη μονή εξόριστος εξ άλλου μοναστηρίου ένεκα εγκλήματος, Γεδεών ο καραβάς καλούμενος, διότι υπήρξε ναυτικός, ηθέλησε ν' αντισταθή και προχωρήσας μάλιστα προς την θύραν ίνα διεξέλθη, εκτύπησε τον αρχηγόν διά της ξυλίνης κουτάλας, εκστομίσας συγχρόνως μετά βοής και την λέξιν κλέφτες. Πλην ως αστραπή η χειρ του αρχηγού εφίμωσε το στόμα του, διά δε του πλατέος του ξίφους του επάταξε αυτόν εις τον ώμον σκληρώς. Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου.

— Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης;

Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος.

Ο λήσταρχος— διότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθα— έγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους.

— Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν. Ογλήγορα τα χρήματα, έλεγε κ' εκτύπα τους δειλαίους μοναχούς ωχρούς και αφώνους προ του απροσδοκήτου θεάματος.

— Πήγαινε 'ς το μαγειριό, Θανάση, να ετοιμάσης το λάδι. Είπε προς τον γνωστόν μας νεαρόν ληστήν ο αρχηγός, βλέπων ότι οι μοναχοί έμενον άναυδοι.

Σιγή φοβερά επηκολούθησεν.

Ο βορειοανατολικός έπνεε βίαιος σείων μετά τριγμού θλιβερού τους υελοπίνακας των παραθύρων, ων τα υελόφρακτα ημικυκλικά υπέρθυρα, τα ακίνητα, παρίστανον κομψά σχήματα ναών και κωδωνοστασίων, των διαφόρων διαιρέσεων της υάλου προσκολλωμένων δι' εξεχούσης λευκοτάτης γύψου μ' ευθυγράμμους κόψεις.

Μετ' ολίγον εμφανίζεται πάλιν ο Θανάσης κατακόκκινος, κρατών μέγα μαύρον τηγάνιον, εν ω ετσιτσίριζεν ακόμη σπαρακτικώς το έλαιον.

— Έχετε εις το ταμείον χρήματα! Εμπρός τα κλειδιά· είπεν ο αρχιληστής.

— Τα έχει ο ηγούμενος, γενναιότατε, είπεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης. Εμείς δεν γνωρίζομεν.

Αλλ' ο αρχιληστής εν γνώσει πάντων λέγει προς τον Θανάση:

— Εδώ Θανάση!

Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη.

— Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.

Τότε ο γέρων οικονόμος, διότι αληθώς αυτός ήτο γραμματεύς και αρχοντάρης, εννοήσας ότι επροδόθησαν και βλέπων τον άφευκτον κίνδυνον να καή ζων διά του ελαίου είπε με την ρινόφωνον θλιβεράν φωνήν του, καταστάσαν ήδη θλιβερωτέραν:

— Να τα κλειδιά! κ' έδειξε διά νεύματος τον κόλπον του, μη δυνάμενος ν' απλώση την χείρα, δεδεμένος ως ήτο.

Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ:

— Εμπρός!

Κ' εξήλθον.

— Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον.

Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού.

Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής. Έλαβε τα χρήματα, περιεχόμενα εν δοχείω εκ λευκοσιδήρου, και εξήλθε κλειδώσας εντός τον γέροντα οικονόμον, οδυρόμενον εν εσχάτη οδύνη και απογνώσει.

Ούτε ηθέλησε ν' ανερευνήση άλλο τι ο ληστής· αν και περιείχοντο εν τω κιβωτίω και άλλα αργυρά και χρυσά σκεύη, πολύτιμα βυζαντινά κειμήλια. Μόνον ήνοιξε το δοχείον, είδε το χρυσίον και εν μεγίστη βία επανακλείσας πάλιν τούτο επανήλθεν εις την αίθουσαν των ξένων κομίζων τον θησαυρόν της Μονής.

Εκείθεν δε χωρίς να ομιλήση, έθεσε το βαρύ δοχείον μετά του χρυσίου εντός πεπαλαιωμένου και ρακοπλέκτου δισακκίου, όπερ ευρέθη προχείρως εκεί, εν τω ετέρω των σάκκων έθεσεν άρτους τινάς ξηρούς καλογηρικούς και προς τροφήν και διά το ισοστάθμισμα του δισακκίου και φορτώσας τούτο εις τον ώμον του πιστού Θανάση είπε να κρατή καλώς και μετά προσοχής τον εμπρόσθιον σάκκον. Και παραλαβών τους συμμορίτας ανήλθε προς το βουνόν εν βία, αφείς δεδεμένους τους μοναχούς. Αι αίγες δεν διασκελίζουσιν ετοιμότερον τα βράχη, ως διεσκέλιζον τους θάμνους οι τέσσαρες λησταί.

— Θα μας προδώση ο πορτάρης· είπεν ο αρχηγός φρυάττων, όταν εξήλθον από του Μοναστηρίου.

 

Εις τα θεσσαλικά πεδία μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 54 και την διάλυσιν των επαναστατικών σωμάτων διάφοροι οπλίται περιεφέροντο γυμνοί σχεδόν, μ' εφθαρμένας στρατιωτικάς στολάς, κατηρτισμένας εξ ιματισμού παντός όπλου, άνευ άρτου διά την σήμερον και άνευ ελπίδος διά την αύριον, φεύγοντες την δίωξιν των αγρίων αλβανών, οίτινες με τα βαρέα πατήματα των ετσαλαπατούσαν τόσα ιερά όνειρα, φυέντα, ανθήσαντα και φυλλορροήσαντα εν μια μόνη νυκτί εις τας δυστυχείς εκείνας χώρας.

Τότε συνηντήθησαν εκεί και τέσσαρες χωροφύλακες, μ' εμβαλωμένας στολάς πλην με καινουργή λαμπρά όπλα. Είχον λειποτακτήσει εκ των φρουρών της Λαμίας, ως έλεγον, και κατετάχθησαν εις τα επαναστατικά στρατόπεδα. Οι δύο εξ αυτών προήρχοντο εκ του σώματος του Αλμυρού της Θεσσαλίας, οι δε εκ του στρατοπέδου της Κασσάνδρας.

Άγνωστον όμως αν οι τέσσαρες ούτοι αλήται ηγωνίσθησαν τωόντι είς τινα των συμπλοκών του Μαΐου. Εν ταις επαναστάσεσιν, ότε ανεφαίνοντο πρόσωπα και ονόματα άγνωστα έως τότε, ως να εξέρχωνται από των τρωγλών και των αδύτων της γης, ένθα μένουσι το λοιπόν της ζωής των διάστημα ως ναρκωμένα ερπετά, εν ταις τρικυμίαις εκείναις των εθνών, εν αις ως από ναυαγίων επιπλέουσι και πολλά άχρηστα πράγματα, δεν αγωνίζονται όλοι. Υπάρχουν επαναστάται διά την μάχην και επαναστάται διά το πλιάτσικο, αναφαινόμενοι αίφνης εις την μάχην. Εκ των δευτέρων τούτων ήσαν οι τέσσαρες αλήται με τας στολάς των χωροφυλάκων, οίτινες, ενώ οι άλλοι οι αληθείς πολεμισταί μετά την προκήρυξιν του υπουργείου Μαυροκορδάτου επανήλθον εις το ελληνικόν, εξηκολούθουν να περιφέρωνται περί τα πλούσια χωρία του Πηλίου ως λύκοι περί τας πολυάρνους μάνδρας, οσφραινόμενοι πού ήτο δυνατόν να περιτύχωσιν ακίνδυνον λείαν.

Ο καπεταν-Γεώργης, ούτως εβαπτίσθη εν τη συμμορία, ήτο ανήρ τεσσαράκοντα ετών, μαυριδερός με ωραίον μαύρον μύστακα, τολμηρός εν ειρήνη και πρωτοπαλλήκαρο εις το πλιάτσικο, πονηρός όμως και πολυμήχανος. Αι δύο μεγάλαι γοργόνες αι γαλάζιαι, τας οποίας έφερεν επί των δύο σκληρών βραχιόνων του υπερηφάνως, γεγραμμένας διά βελόνης, εμβαπτισθείσης εν διαλύσει πυρίτιδος και ο μέγας δικέφαλος αετός εν μέσω του στήθους του με ανοικτάς τας πτέρυγας και τον σταυρόν εν τω μέσω κατά τον αυτόν τρόπον κεντηθείς, εμαρτύρουν γενναίον άνδρα παίζοντα με την πυρίτιδα και με το αίμα του. Πλην η ιστορία εκτός των επί του σώματός του αιματηρών τούτων ιστοριών ουδέν κατόρθωμα του πολεμικόν εμνημόνευσεν έως τότε. Είπον ουχ ήττον ότι ηγωνίσθη εις την μάχην του Καραντελή, πλησίον του Δομοκού, έχων παρά το πλευρόν του νεανίαν άλλον Θανάσην καλούμενον, μεθ' ου συνεδέθη διά στενής φιλίας, εκτιμήσας την πίστιν και αφοσίωσίν του κατά το σύντομον της ανταρσίας εκείνης διάστημα και την σκληρότητα της ψυχής του.

— Έρχεσαι μαζί μου, Θανάση; λέγει ο καπεταν-Γεώργης προς τον πιστόν νεανίαν μετά την διάλυσιν του στρατοπέδου του Αλμυρού και την ματαίαν επιμονήν των περί την Καλαμπάκαν.

— Έρχομαι· απήντησεν ο Θανάσης.

Και αντί να εισέλθωσιν εις το Ελληνικόν εφάνησαν εις το Πήλιον, τας νύκτας μόνον περιπατούντες διά τον φόβον των τούρκων.

Κατά την επικίνδυνον αυτήν πορείαν συνηντήθησαν περί το Πήλιον, προς άλλους δύο φυγάδας, της αυτής φύσεως, δύο σκληρούς και τυλώδεις γέροντας, προερχομένους από της Χαλκιδικής.

 

Και ούτως οι τέσσαρες ομού εκάθησαν νύκτα τινά περί τα τέλη του Μαΐου υπό βαθύσκιον καστανέαν του Πηλίου ν' αναπαυθώσι.

— Τι να κάμωμεν τώρα παιδιά; είπεν ο καπεταν-Γεώργης, σιωπηλώς οικειοποιηθείς δικαιώματα αρχηγίας.

— Ό,τι διατάξης, καπετάνιε, απήντησαν οι δύο ξένοι, με ύφος υποταχθέντων παραχρήμα.

Ο μαύρος μύσταξ του καπεταν-Γεώργη και το διαπεραστικόν και πανούργον βλέμμα του είχον επιβληθή εκ πρώτης όψεως εις τους δύο νέους συνοδοιπόρους.

Ούτω φαίνεται ότι κατήρτιζε πάντοτε το καπετανάτον του ο καπεταν- Γεώργης. Από τα μάτια διέκρινε τους εταίρους του, οίτινες πάλιν από τα μάτια διέκρινον τον αρχηγόν των.

Και τότε ήρχισεν ο καπεταν-Γεώργης να διηγήται περί της εν τη νήσω Ν . . . ιεράς μονής του Ευαγγελισμού. Είχεν υπηρετήσει προ χρόνων ως «βορδονάρης» περιποιούμενος τα υποζύγια και κτήνη της Μονής και ήκουσε και είδεν εκεί τον πλούτον αυτής.

Η διήγησις του καπεταν-Γεώργη ήτο τόσον δελεαστική, η δε απελπισία των τεσσάρων εταίρων τόσον μεγάλη, ώστε εύκολον ήτο να καταστρωθή εκεί, υπό την μαύρην σκιάν του πυκνοφύλλου δένδρου, το δολερόν σχέδιον της ληστεύσεως του πλουσίου Κοινοβίου.

— Κατά τύχην είμεθα όλοι χωροφύλακες, είπεν ο καπεταν-Γεώργης, εγειρόμενος κ' επιδεικνύων χρυσίζοντα εν τω σκότει τα σειρίτια της στολής του. Έχουν μεν αι στολαί μας ελλείψεις τινάς αλλά δεν πειράζει— οι σκοτεινοί εταίροι ήρχισαν να περίμαζεύωσι και περιδένωσι τα ράκη του ιματισμού των.— Ποιος θα το καταλάβη; θα υποκριθώμεν τους χωροφύλακας της Κυβερνήσεως. Ως προς τα λοιπά μη σας μέλει.

Εύρον εις τον Πλατανιάν, το επίνειον του Προμηρίου, καλήν τινα λέμβον, εν διαστήματι ωρών τινων διέπλευσαν τον μεταξύ πορθμόν και διεπεραιώθησαν εις την απέναντι νήσον Ν . . . όπου είδομεν αυτούς αποβάντας εις την Κεχρεάν και εκτελέσαντας τόσον επιτυχώς το ευφυές του καπεταν-Γεώργη σχέδιον.

Τώρα εξηγείται το πώς ο αρχιληστής εγνώριζε τα μονοπάτια και τα βουνά της νήσου και τα του Μοναστηρίου ασφαλώς και βεβαίως. Ουδένα φόβον δε είχον μήπως αναγνωρισθώσι καθ' οδόν υπό των εγχωρίων, διότι εν εκείναις ταις ημέραις λησταί κ' επαναστάται περιεφέροντο ως μαύροι κόρακες εις τα βόρεια της Ελλάδος σύνορα, δεν ήτο δε παντάπασιν απροσδόκητος η αιφνιδία εμφάνισις χωροφυλάκων, καταδιωκόντων ληστάς, κ' ενίοτε ληστών, καταδιωκόντων χωροφύλακας.

Διά τούτο όταν μετέβαινον εις την Μονήν το θάρρος των ήτο στερεόν και ακλόνητον. Αλλ' από της εξαφανίσεως του θυρωρού συνεταράχθησαν κ' εν βία ενήργουν. Εκλονίσθη η καρδία των κ' εν απεριγράπτω φόβω ανέβαινον το βουνόν, θέλοντες να επανέλθωσιν εις τον έρημον της Κεχρεάς όρμον, όπου είχον αποκρύψει την λέμβον των. Από της αγρίας εκείνης ακτής μέχρι του Μοναστηρίου η απόστασις είνε δίωρος.

Όταν δ' οι λησταί μετά την διάπραξιν του ληστρικού των εγχειρήματος ανεχώρουν εκ της Μονής, η ώρα ην ωσεί ενδεκάτη της ημέρας. Δεν ηθέλησαν πλέον πρωί να εμφανισθώσιν εις τους μοναχούς, ίνα μη κινήσωσι το φιλύποπτον αυτών.

 

Ήδη αι τέσσαρες θυγατέρες της Γερακούλας είχον συναθροίσει τα φύλλα των συκαμινεών· επλήρωσαν τους σάκκους αυτών, θέσασαι αυτούς υπό τας πλατάνους κάτω εις το ρεύμα, ίνα μη μαρανθώσι τα φύλλα, και ανέμενον να κλίνη η μεσημβρία, και ούτω με την δρόσον επανέλθωσιν εις την κώμην.

Ο καύσων ήτο αφόρητος. Ο άνεμος είχε παύσει.

Η Γερακούλα είχεν ανέλθει εις την Παναγίαν, επάνω επί της οδού, ίνα ανάψη κατά το σύνηθες τας κανδήλας της εκκλησίας κ' ευχηθή. Ο δε καπεταν-Θοδωρής κάτω εις το ρεύμα εκάθητο— είχον γευματίσει πλέον— συνομιλών μετά των θυγατέρων του, αίτινες ένεκα του καύσωνος αποβαλούσαι τας λευκάς των μανδήλας και τα φουστάνια, εκρέμασαν αυτά από των πλατάνων κ' ενόμιζες τέσσαρες άλλαι γυναίκες κρέμανται κατά σειράν. Η μικροτέρα, επειδή σπανίως ήρχετο εις το μακρινόν τούτο κτήμα, όλη χαρά έτρεχεν από της μιας πλατάνου εις την ετέραν, και πότε έκοπτε δάφνας χλοεράς και μυροβόλους, πότε ευώδη φύλλα εκ των αγριολεμονεών και πότε ανεζήτει εις την πρασίνην του ρεύματος όχθην το πολυτρίχι, ου το εκχύλισμα έχει την ιδιότητα να μακραίνη τα μαλλιά. Ακολούθως εισήλθεν εις το ρεύμα αναζητούσα καρκίνους υπό τας ολισθηράς πέτρας. Αλλ' οι καρκίνοι των ρευμάτων είνε πονηρότατα όντα. Ανεγείρων την πέτραν, θολόνεις το ύδωρ, ο δε καρκίνος δεν φεύγει, ως οι καρκίνοι της βραχώδους ακτής, οίτινες εξαφανίζονται αστραπηδόν εις τας σχισμάς των υφάλων, αλλά μένει εκεί υπό τα θολά ύδατα ακίνητος. Ο δε φοβούμενος να εμβαπτίση την χείρα του εκεί εις τα θολά, όπου άγνωστον αν δεν συναντήση τα ανοικτά στόματα του οστράκου, σκληρά ως λαβίδα σιδηράν, δεν δύναται να συλλάβη καρκίνους.

Η μεγαλειτέρα έχουσα την σπανίαν ευτυχίαν να βλέπη τον πατέρα της εις το κτήμα— πρώτην φοράν— διηγείτο προς αυτόν τας διαφόρους εκδρομάς των και τας εν τω ερήμω εκείνω δάσει ενασχολήσεις των και ιδίως πώς στήνουσα τας θηλειάς υπό τους θάμνους συνελάμβανε τους κοσσύφους τον χειμώνα με τα μαύρα πτερά και με την κιτρίνην μύτην τους κηρομίτας. Και ήκουε μετά το φαγητόν ο πατήρ, ευαρέστως διερχόμενος την καταμεσημβρινήν εκείνην ώραν.

Και ήτο εύμορφος η σκηνή να βλέπης γυρμένον τον γέροντα επί σωρού μαλακής πτέρης, ην εκόμισαν τα κοράσια, διά ν' αναπαύσουν τα πρεσβυτικά μέλη του πατρός των, εγγύς του ηδέως μορμυρίζοντος ρεύματος, κ' εγγύς των ωραίων συμπλοκών της δάφνης, της μύρτου και της αγρίας ροιάς με τα κατακόκκινα άνθη της, τας οποίας επιχαρίτως εδέσμουν τα αγριόβατα, ενώ παραπέρα αι άγριαι λεμονέαι ως νύκτιαι νύμφαι ίσταντο κατά σειράν με τον κατάμαυρον ίσκιον των.

Και ήκουεν ο γέρων και διηγούντο αι θυγατέρες κ' ενίοτε ετραγώδουν από τα σπάνια εκείνα και τρυφερά δίστιχα, τα οποία όλαι αι νεάνιδες του χωρίου εζήλευον εις τους γάμους. Και δεν υπήρξε πενθερά ήτις δεν κατέφυγε προς τας τέσσαρας της Γερακούλας θυγατέρας να της είπουν δίστιχα, διά να τραγουδήση την νύμφην της η μία, τον γαμβρόν της η άλλη.

Και ιδού κοπαδάκι φαιών περιστερών προσέρχεται δειλά-δειλά με το ταχύ και νευρικόν πτερύγισμά του να ποτισθή εις το δροσερόν ρεύμα. Αλλ' αίφνης εν τη θέα των ξανθομάλλων παρθένων τρομάζει και χωρίς να πατήση εις τα βρεγμένα λιθάρια υποστρέφει πάλιν δειλά-δειλά.

Δύο-δύο έφευγον αι φαιαί αγριοπεριστεραί.— Τι ώμορφα, πατέρα, τι ώμορφα, ανέκραξεν η Ελένη.— Γρήγορα θα έχωμεν γάμους, επροφήτευσεν ο γέρων. Τα βλέπετε; Δύο-δύο φεύγουν, και είνε οκτώ τα στακτερά περιστεράκια. Έτσι θα φύγετε και σεις δύο-δύο να πάτε ς' της φωλίτσες σας.

Και ετραγούδησεν ο γέρων:

Σαν τα πουλιά που φτέρωσαν πετούνε ένα-ένα

τα όνειρα της νειότης μου τα μοσχοαναθρεμμένα.

Του κάκου απλόνω με στοργή την ορφανή αγκαλιά μου

τώρα όπου τανάθρεψα, πετούνε μακρυά μου.

Εξεπλάγησαν αι καλαί θυγατέρες. Πρώτην φοράν ο πατήρ των με τόσην φαιδρότητα ωμιλούσε και ετραγουδούσε.

— Άλλη φορά θα σε παίρνωμε πάντοτε μαζί, πατέρα. Σου κάμνει καλό η εξοχή· παρετήρησεν η δευτερότοκος η Μαργιώ.

Ο καπεταν-Θοδωρής, αισθανθείς μετ' ολίγον μίαν ακτίνα του ηλίου να έρχεται πλαγίως, υπανηγέρθη και είδεν ότι ο ήλιος ήρχισε να κλίνη προς το μέρος της θαλάσσης.

— Άργησεν η μητέρα, λέγει.

— Πάμε να την φωνάξωμεν, είπε και η Ελένη. Είνε ώρα να φύγωμεν. Δεν πρέπει ν' αργοπορήσωμεν, γιατί φόβος είνε ακόμα για τους κλέφτες,

— Ομιλείς πολύ σωστά, κόρη μου, είπεν ο πατήρ.

 

Η Γερακούλα την στιγμήν εκείνην κατήρχετο από του υψηλού λόφου, κρατούσα κενόν το ελαστικόν, αφού ήναψε πλέον τας κανδήλας της Παναγίας της Κεχρεάς, ότε όπισθεν της ακούει βαρείς βηματισμούς ανθρώπου, όστις κατέβαινε την οδόν ορμητικώς ως κατρακυλών λίθος.

Στρέφει και βλέπει κατέναντι αυτής τον Θανάσην, τον ληστήν, φορτωμένον το καλογηρικόν δισάκκιον και το όπλον του το υαλιστερόν. Η μορφή του η αγρία, εφάνη αγριωτέρα εν μέσω της ερημιάς και η Γερακούλα μετά δέους εζάρωσε, τρέμουσα ως οψάριον, παρά τινα σπηλαιώδη ρίζαν μεγάλης ελαίας.

Ο ληστής εστάθη αποτόμως και έβλεπεν αγρίως προς το βαθύ ρεύμα κάτω, ωχρός και με υπόλευκα μελανιασμένα τα χείλη.

Αν η Γερακούλα δεν κατεπλήσσετο αίφνης, θα παρετήρει ότι ο ληστής έτρεμε περισσότερον από αυτήν. Αλλ' εις ην δεινήν κατάπληξιν ευρίσκετο, δεν ήτο δυνατόν να κρίνη ασφαλώς.

Ο ληστής, ως κεραυνόπληκτος σταματήσας, εξηκολούθει να βλέπη προς το ρεύμα κάτω, όπου διά μέσου των κλαδιών ελεύκαζον αι τέσσαρες κρεμάμεναι λευκαί μανδήλαι των τεσσάρων αδελφών, κινούμεναι ελαφρώς υπό της δροσεράς πνοής του ρεύματος.

Εκ του μυστηριώδους τούτου θάμβους του ληστού, η Γερακούλα κατά παράδοξον αντίθεσιν ήρχισε ν' αναλαμβάνη θάρρος. Ο άγνωστος της εφαίνετο ως άνθρωπος δυνάμενος να ληστευθή παρά να ληστεύση. Διέκρινεν ήδη η Γερακούλα και τα κομβία της στολής του και το λευκόν βασιλικόν στέμμα επί του στρατιωτικού πίλου του. Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής.

Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της.

— Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουν 'ς το ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων.

Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.

«Αν επιτεθή κατά των κορασίων;» εσκέφθη. Η μικροτέρα των θυγατέρων της είχεν απομακρυνθή και απομονωθή απώτερον εν τω ρεύματι, αναζητούσα καρκίνους. Αν απαγάγη αυτήν ο κακοποιός άνθρωπος, πριν προφθάση ο γέρων να τον αποκρούση; Και πώς να προφθάση ο πάσχων και δυσκίνητος καπεταν- Θοδωρής!

Εσκέφθη προς στιγμήν να κραυγάση, αλλ' εσυλλογίσθη ότι θα ενέβαλεν εις αιφνιδίαν και επικίνδυνον ταραχήν τας δειλάς γυναίκας. Όλον το ωχρόν δέος των παρελθουσών εβδομάδων θ' αναπαριστάνετο ωχρότερον και φοβερώτερον εν μέσω του σκοτεινού εκείνου ρεύματος. Εσιώπα και διελογίζετο τι να πράξη, ψελλίζουσα ένδον το «Θεοτόκε Παρθένε», ως να ευρίσκετο ενώπιον φαντάσματος.

— Νεράιδες είνε εκεί κάτω ς' το ρέμα που ασπρίζουν; Ερώτησε πάλιν ο ληστής.

Τώρα μόλις ανέλαμψεν η φωτεινή ακτίς της θείας προνοίας εν τη ψυχή της Γερακούλας. Είδεν ότι είχεν ενώπιόν της δειλόν άνθρωπον και ήτο πλέον πρόχειρος ο τρόπος ν' αποκρούση την συνάντησιν αυτού μετά των θυγατέρων της.

Ένθους ως εκ τινος μαρμαρυγής της εν τη ψυχή ιεράς φωτοβολίας του πεπρωμένου της η Γερακούλα υποκρίνεται ότι βλέπει και αυτή τας λευκαζούσας και κινουμένας μανδήλας κάτω εις τας πλατάνους, όθεν δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τα βλέμματά του ο δειλός ληστής, και ανακράζει μετά τρόμου ποιούσα τον σταυρόν της:

— Αναράιδες, παιδί μου! πω! πω! Αναράιδες! Τι να γένω!

Και συνεμαζεύθη προς την ρίζαν της ελαίας, προσπεφυκυία ως τις μαύρος ρόζος του φλοιού.

Ο δειλός Θανάσης ακούσας ταύτα και ιδών την γυναίκα πτήσσουσαν εις τα σπήλαια της ελαίας και συμπτυσσομένην ετράπη παράφορος προς το κατέναντι δάσος, δεινώς παραπατών και διασχίζων τας ακανθωτάς πρίνους ως ανθοφόρα κλαδιά εν φοβερώ κρότω των θραυομένων ξηρών του δάσους κλώνων.

Ην και ο όγκος ο βαρύς του δισακκίου επί του ώμου του, περιπλεκόμενος κ' εμποδίζων αυτού την ελευθέραν διάβασιν.

Η Γερακούλα τον είδε τότε βιαίως περιπεπλεγμένον εντός του δάσους, τον είδε κλονισθέντα μίαν στιγμήν ως να ήθελε να πέση κάτω και να κυλισθή— ήτο ανώμαλον και βραχώδες το έδαφος και ολισθηρόν συνάμα εκ των ξηρών φύλλων των πευκών— πλην τον είδε καταβαλόντα τελευταίαν αντίστασιν και διά της κεφαλής του προς τα εμπρός υπερνικήσαντα, εισδύσαντα εντός της λόχμης και γενόμενον άφαντον.

Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της.

— Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας.

— Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.

Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον.

Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του.

Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων.

— Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπεταν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.

Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε.

Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος.

— Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.

Αι νεάνιδες εκ περιεργείας επροχώρησαν προς την λόχμην, όθεν εγένετο άφαντος ο ληστής και εθεώρουν το δάσος.

— Μα πώς πέρασε! Έλεγεν η Ελένη απορούσα.

— Ένας τενεκές! ανεφώνησεν αίφνης η μικροτέρα, ιδούσα εκεί εν μέσω των θάμνων δοχείον κυλινδρικόν εκ λευκοσιδήρου.

Ο γέρων, ως αρχαίος πλοίαρχος, έχων γνώσιν τοιούτων εκτάκτων ευρημάτων, ητένισε περιέργως προς την Φανιώ.

— Φέρε τον εδώ! λέγει.

— Είνε βαρύς! απαντά σπεύσασα η Γερακούλα και προσπαθούσα να μετακινήση το εύρημα.

Ο γέρων εδιπλασίασε την περιέργειάν του και κουτσά-κουτσά με τα δύο ραβδία του προέβη μέχρι της λόχμης.

Όλαι περικυκλούσι τότε τον γέροντα, καθήσαντα εκεί και προσπαθούντα ν' ανοίξη το δοχείον.

— Δεν φοβάσαι πατέρα; υπέλαβον αι νεάνιδες, ως εάν ήτο το δοχείον εκείνο φωλεά όφεων

— Σωπάτε! Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων.

— Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα.

— Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκι 'ς τον ώμο του.

— Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι σχισμένο από το δισάκκι.

Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.

Αι άλλαι έβλεπον τον πρεσβύτην καταγινόμενον ν' ανοίξη το δοχείον.

— Εδώ σας λέγω είνε η τύχη σας, επανελάμβανεν ο γέρων. Οποιανού είνε, εδώ είνε η μοίρα σας.

— Παληό πράμμα! εθαύμαζεν η Γερακούλα. Τώρα δεν φκιάνουν τέτοια γερά! Κύττα χόνδρος! Κύττα σκαλίσματα εύμορφα!

Το επικάλυμμα έφερεν ανάγλυπτον τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου. Πέριξ δε τα τοιχώματα έφερον γλυφάς άλλων αγίων και κοσμήματα και σταυρούς, κ' εν γένει το όλον εφαίνετο αρχαϊκόν τι εκκλησιαστικόν κατασκεύασμα εξ άλλου τινός πολυτιμοτέρου μετάλλου.

Αίφνης τότε, διανοιγέντος του επικαλύμματος, εξεχύθησαν επί των χόρτων λάμποντα πολυάριθμα χρυσά νομίσματα.

Προς την εξαφνικήν τούτων θέαν ο καπεταν-Θοδωρής ανετινάχθη ως να εξήλθον φλόγες εκ του δοχείου και προσέβαλον αυτού το πρόσωπον.

Ωσαύτως και αι γυναίκες υπεχώρησαν, αναφωνήσασαι θαυμασμού κ' εκπλήξεως αναφωνήματα, τεθαμβωμέναι εκ της λάμψεως του χρυσίου.

Και ως εξ ορμεμφύτου τινός κινήσεως ομοίως προσέβλεψαν πάσαι κύκλω τα βουνά και την ερημίαν.

Ταχέως συνελθών ο καπεταν-Θοδωρής εκ της πρώτης εκπλήξεως συνήθροισε τα εκχυθέντα νομίσματα, τα οποία εξαισίως έλαμπον υπό τον φλέγοντα ήλιον.

— Σωπάτε! Δεν σας είπα ότι εδώ μέσα είνε η μοίρα σας; Γλήγορα να φύγωμεν.

— Σαν είνε του χωροφύλακα; ηρώτησεν η Φανιώ.

— Αυτό είνε θησαυρός κεκρυμμένος, είπεν ο πατήρ. Αυτό είνε παληό πράμμα.

Και προσεπάθει να επανακλείση το δοχείον.

— Σαν καινούργια δίλεπτα, είπε τις των θυγατέρων, παραδόξως συγχέουσα εν τη απλότητι αυτής το πολύτιμον μέταλλον προς τον χαλκόν.

— Να σας πω τη γνώμη μου. Αυτός ο ξένος, φαίνεται, θα είναι κανένας που γνώριζε εδώ τα μέρη. Εδώ έρχονται πολλές φορές ξένοι με οδηγίες και ανευρίσκουν θησαυρούς. Εδώ 'ς την επανάστασι πέρασαν πολλοί οπλαρχηγοί, πολλοί λιάπηδες και πολλοί κλέφτες. Και όσοι είχον χρήματα τα έχωνον βάζοντας σημάδια πέτρες ριζιμιές, κουφάλες μεγάλων δένδρων και βράχους, για να γυρίσουν αργότερα και τα λάβουν. Αλλά φαίνεται ότι άλλοι από αυτούς εσκοτώθησαν εις τον πόλεμον, άλλοι συνελήφθησαν και απέθανον εις τας φυλακάς και τα χρήματα έμειναν θαμμένα. Ο καπεταν Νικόλας δεν ηύρε πέρσυ εδώ 'ς τη Κεχρεά μία τζάρα γεμάτη φλωριά βενετικά κ' έφκιασε το καράβι; Άλλοι πάλιν τα ονειρεύονται εις τον ύπνον τους κ' έρχουνται νύχτα και σκάπτουν. Ο Γέρω- Διαμαντής δεν χάλασε όλα τα αρέα της Παναγίας-Ντομάν κ' εξερίζωσε της ρίζες των για ν' αύρη χρήματα, κρυμμένα; Αλλά πολλοί από αυτούς πεθαίνουν, γιατί τυχαίνει να είναι στοιχειωμένα. Και αυτός ο ξένος, που τα πέταξε κ' έφυγε σαν τρελλός, θα έπαθε φαίνεται.

Εις το διάστημα τούτο, ενώ ωμίλει ο γέρων, συγχρόνως περιέκρυψε το δοχείον εντός σάκκου τινός των φύλλων, αι δε γυναίκες ητοιμάσθησαν προς αναχώρησιν.

— Θα ήταν στοιχειωμένα! επανέλαβεν ο γέρων.— Λοιπόν τότε κ' ημείς; . . διέκοψεν η Ελένη εν φόβω . .

— Ημείς δεν πταίομεν, επανέλαβε λέγων ο πατήρ, ημείς δεν τα ηνοχλήσαμεν εις τα βάθη της γης τα στοιχειωμένα φλωρία. Ημείς τα ηύραμεν επάνω, όπου τα εκτύπησε πλέον ο καθαρός αέρας και έφυγε πάσα ακαθαρσία και κακή ενέργεια του δαίμονος. Δι' ημάς είνε δώρον του Θεού. Και επειδή ο καπεταν- Θοδωρής ήτο φιλακόλουθος και καλός χριστιανός κ' εγνώριζεν απέξω πολλά «γράμματα της Εκκλησίας» προσέθηκε:

«Παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον»...

 

Ο δειλός ληστής κάτω εις τον ορμίσκον τον έρημον ανέπνευσεν. Άλλως δεν απείχε πολύ εκείθεν η θάλασσα. Καθ' όλον το διάστημα τούτο ενόμιζεν ότι όπισθεν κατεδίωκον αυτόν τα φοβερά του ρεύματος φαντάσματα, αι άυλοι Νεράιδες. Τα αγκυλωτά κλαδία, άτινα εν τη λόχμη διηγκύλονον τας άκρας του στρατιωτικού του ιματίου και το όπισθεν κρεμάμενον βαρύ μέρος της εφθαρμένης πείρας, εξελάμβανεν ως τας σατανικάς χείρας των κακοποιών πνευμάτων, αίτινες απειροπληθείς, μακραί κ' αιχμηραί ημιλλώντο περί της συλλήψεώς του, η μία αφίνουσα αυτόν και η άλλη λαμβάνουσα ατελευτήτως κατά διαδοχήν κ' εθραύοντο κατά την αγωνιώδη διάβασιν τα ξηρά τσαρπάλια κ' εκρότουν αγρίως και τον κρότον εκείνον εξελάμβανεν ως την φοβεράν φωνήν των φαντασμάτων.

Τότε κατά την εισβολήν του εν τω δρυμώ απέμεινεν εκεί, διαγκυλωθέν υπό τινος ακανθωτού και σκληρού θάμνου, το όπισθεν μέρος του δισακκίου, εν ω περιείχετο τα χρυσίον, όπερ αισθανθείς εν τη ορμή του συλληφθέν, ενόμισεν ότι αι Νεράιδες, συλλαβούσαι, είλκον αυτό εν βία προς τα όπισθεν. Ο δε Θανάσης εναγκαλισθείς σφιγκτότερον τότε το εμπρόσθιον μέρος της πήρας, ενώ περιείχοντο οι ξηροί άρτοι, νομίζων ότι εβάσταζε το χρυσίον, ώρμησε βιαιότερον προς τα εμπρός, όπως ελευθερωθή από των χειρών, ως εφαντάζετο, των βεβακχευμένων γυναικών.

Τότε θραυσθέντος του αιχμηρού ξηρού κλώνου, του εμπαγέντος εν τω όπισθεν σάκκω της πεπαλαιωμένης πήρας, διερράγη μέρος αυτής, δι' ου υποχώρησαν το βαρύ χρυσοφόρον δοχείον κατέπεσε, κυλισθέν επί των θάμνων κάτω.

Εκεί παρ' ολίγον να πέση άπνους ο ληστής. Τότε εθόλωσεν ο νους του, ότε, κρατηθέντος του δισακκίου, ενόμισεν ότι ενεπάγη ακίνητος εκεί, ασφαλής λεία των φαντασμάτων. Μυρίαι όψεις τον περιεκύκλωσαν— ούτω διηγείτο κατόπιν— όψεις παραδόξως ωραίαι και παραδόξως δυσειδείς, κράμα τερατώδες νεάνιδος και γραίας, οφθαλμοί γλυκείς και άγριοι, λαμπροί κ' εσβεσμένοι, στόματα με οδόντας και χωρίς οδόντας, κεφαλαί με πτερά ταώνων, με λοφιάς τσαλαπετεινών, με παντοία κέρατα, σώματα ως γυναικών και σώματα ως κυνών, σατανάδες ανθρώπινοι, ενεδρεύοντες εν στιγμή τινι του βίου να συλλάβωσι την δύσποτμον λείαν των, την ριπτομένην υπό της τύχης εν τω μέσω του ορχουμένου θιάσου αυτών. Ούτω τερατωδώς εις τους οφθαλμούς του ενεφανίσθησαν τα ωραία και αγγελόμορφα φαντάσματα των Νεράιδων.

Επήρε τον ανασασμόν του μια, όταν ηλευθερώθη από του ημίσεως φορτίου του, και μετ' ολίγον ευρέθη κάτω εις την παραλίαν. Όπισθεν της λόχμης ήτο ευρύ μονοπάτιον.

Οι δύο άλλοι γέροντες λησταί φθάσαντες προ αυτού είχον ήδη έτοιμον την λέμβον εν τη θαλάσση κατά τας διαταγάς του αρχιληστού, όστις ενεφανίσθη και αυτός μετ' ολίγον, ασθμαίνων.

Κατά την βεβιασμένην από του Μοναστηρίου αναχώρησιν, υποπτεύσας ο αρχιληστής ότι θα επροδόθη υπό του δραπετεύσαντος θυρωρού, επανήρχετο εις Κεχρεάν μετά πολλών προφυλάξεων. Όταν ανέβησαν επάνω εις την κορυφογραμμήν, από της οποίας εφαίνοντο εξ ενός η κώμη κ' εξ άλλου η Κεχρεά, διέταξεν οι μεν δύο γέροντες ως πρόσκοποι να βαδίζωσιν από των κορυφών, προσέχοντες προς το αντίθετον μέρος, ο δε Θανάσης, ο έχων το χρυσίον, ο αφωσιωμένος του σύντροφος, να καταβαίνη από του ομαλού διά της μεγάλης οδού και του ρεύματος. Ο αρχιληστής θα τον ηκολούθει. Ο καπεταν Γεώργης πονηρός και δόλιος, παρατηρήσας ότι ο πιστός αυτώ Θανάσης εκ του προς τες Νεράιδες φόβου του ανεκάλυπτε πρώτος πάσαν κίνησιν φύλλων και κλάδων, οσάκις διήρχοντο από ρευμάτων ή από δασών, διέτασσεν αυτόν να βαδίζη πάντοτε εμπρός, ίνα ανακαλύπτη ευκόλως πάσαν ενέδραν ή στρατιωτικήν κίνησιν.

— Το καλλίτερο καραούλι είνε ο δειλός, έλεγε πολλάκις. Αλλά τότε ο αρχιληστής παρέμεινεν εις την κορυφήν επί μικρόν, διότι ενόμισεν ότι είδε κίνησιν ανθρώπων, εξερχομένων εκ της κώμης. Είχεν οξύ το βλέμμα ως άγριον πτηνόν. Άλλως η κώμη απείχεν εκείθεν μίαν και ημίσειαν ώραν κατωφερώς. Εσύριξε προς τον Θανάσην— σημείον ίνα σπεύδη— και μετ' ολίγον, αφού κατεσκόπευσε τα πέριξ καλώς, κατήλθε βιαίως και ούτος, αφού εβεβαιώθη ασφαλέστερον περί του επικειμένου κινδύνου, διότι οι αναφανέντες οπλοφόροι διηυθύνοντο προς το Μοναστήριον.

Και τωόντι, όταν ο καπεταν-Θοδωρής και αι γυναίκες εθεώντο εν μυστηριώδει εκστάσει τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, θα διήρχετο από έμπροσθέν των ανύποπτος όλως ο αρχιληστής, αν το συμβάν εις τον Θανάσην δεν ηνάγκαζε και αυτόν να παραστρατήση προς το βουνόν. Ιδών δηλαδή μακρόθεν τον Θανάσην ορμώντα προς τα επάνω, και διασχίζοντα ως μαινόμενον την πυκνή λόχμην, έκρινεν ότι και αυτός θα έπραττε φρονίμως να τον ακολουθήση, αφίνων την πεπατημένην οδόν. Και ούτω και ο αρχιληστής περίφοβος, υποπτεύων ενέδραν, παρεξέκλινε, και διά των ορέων βαδίζων κατόπισθεν σχεδόν του Θανάση, κατήλθεν εις τον απόκεντρον όρμον.

— Εμπρός 'ς τα κουπιά! διέταξεν ο αρχιληστής επιβάς τελευταίος εις την λέμβον, ήτις εκινήθη αποτόμως ένθεν και ένθεν εκ του βαρέος αυτού πατήματος.

Ο Θανάσης ούτε ενόησε πώς ευρέθη εν τη λέμβω. Τόσον ήτο τεταραγμένος ακόμη. Εισήλθε και εκάθησε κρατών σφιγκτά μεταξύ των χειρών του εν τη αγκάλη του το εφθαρμένον δισάκκιον, βαρύ και δυσβάστακτον εκ των έμπροσθεν και κενόν εκ των όπισθεν.

Έλαβον τας κώπας οι λοιποί και απεμακρύνθησαν ολίγον από της παραλίας κατευθυνόμενοι προς βορράν, αθέατοι, υπό τους υψηλούς βράχους, κατά πρώτον γιαλό-γιαλό πλέοντες.

Και τότε μόνον ο αρχιληστής, καθησυχάσας, ανεζήτησε τον σάκκον, εν ω περιείχετο το χρυσίον.

Το δισάκκιον εκράτει σφιγκτά ακόμη ο πιστός Θανάσης.

Πλην εκπλήσσεται ο αρχιληστής μη ανευρίσκων εντός το χρυσοφόρον δοχείον.

Εκπλήσσεται και ο Θανάσης.

Εκπλήσσονται και οι άλλοι δύο, οίτινες εκωπηλάτουν, οι δύο γέροντες.

Ο αρχιληστής έκφρων εκκενώνει το ήμισυ δισάκκιον, και πίπτουσιν οι ξηροί του μοναστηρίου άρτοι, κτυπώντες επί των σανίδων της λέμβου θλιβερώς ως σκληροί λίθοι.

Προσέβλεψεν αγρίως τότε τον Θανάσην ο αρχιληστής. Το βλέμμα του έπνεε πυρ και φλόγας. Όλη η αγωνία της καρδίας του κατά την ύποπτον αυτήν πορείαν εξέσπασεν εις μανίαν.

Υποπτεύει ότι ο Θανάσης κατεχράσθη την εμπιστοσύνην του, αποκρύψας το χρυσίον, και μαίνεται κ' εκ της μανίας δεν δύναται να αρθρώση λέξιν.

Τότε μόλις εκ του νέου τούτου τρόμου συνήλθεν ο δειλός Θανάσης. Ο νέος φόβος απεδίωξε τον παλαιόν.

— Θα τα πήραν τα χρήματα αι Νεράιδες! λέγει με αφέλειαν μωρού ανθρώπου.

Εις τους πυρίνους του αρχιληστού οφθαλμούς νέαι φλόγες απήστραψαν.

Ο δε Θανάσης προσθέτει:

— Όταν μου έδωσες το δισάκκι, τα χρήματα ήσαν εις το εμπροσθινόν μέρος, το οποίον εβαστούσα καλά με τα δυο μου χέρια 'ς την αγκαλιά μου. Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα!

— Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών.

— Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης. Ο αρχιληστής εβρυχάτο ως λέων, εκ της μανίας αδυνατών να κινηθή καν.

Ο δε Θανάσης εξακολουθεί να διαμαρτύρεται προοιμιαζόμενος πάλιν ότι αν ήθελε να κλέψη τον αρχηγόν του, δεν θα είχε τόλμην να εμφανισθή πλέον ενώπιόν του, διότι εγνώριζεν ότι ήθελε κινήσει την οργήν του. Και θρηνεί.

Και ούτω θρηνών αφηγείται το συμβάν επάνω εις το ρεύμα, υπό την γενικήν αγανάκτησιν των συντρόφων όλων.

Παρ' ολίγον ν' ανατρέψη την λέμβον εκ της οργής ο αρχιληστής και να πνιγώσι πάντες εις την θάλασσαν.

Οι δύο γέροντες προέτεινον ν' αποβιβασθώσι πάλιν κ' επανέλθωσιν εις το μέρος, όπου, ως έλεγεν ο Θανάσης, είδε τα φαντάσματα.

Η πρότασις ήτο καλή.

Αλλ' ήδη ηκούοντο επάνω εγγύς της παραλίας πυροβολισμοί συνεχείς.

— Σκύλε, Θανάση! είπε φρυάττων ο αρχιληστής.

Έλαβον τότε οι λησταί τας κώπας, τέσσαρας μεγάλας και στερεάς, και απεμακρύνθησαν ταχέως προς την αλίμενον ακτήν του Πηλίου, σιωπηλοί και αγρίως κατηφείς, ως ν' απώλεσαν εν τη μάχη τον καλλίτερον σύντροφόν των.

Τη επαύριον οι περιπολεύοντες ακόμη αγροφύλακες ανεκάλυψαν εις την έρημον εκείνην ακτήν της νήσου πτώμα χωροφύλακος, σχεδόν διαμελισμένον.

Ήτο το πτώμα του δειλού Θανάση, ον ο αρχιληστής διεμέλισεν εν τη ληστρική οργή του.

Οι μοναχοί, εις ους επεδείχθη υπό του δημάρχου, τον ανεγνώρισαν. Τόσην δ' αίσθησιν είχε προξενήσει εις αυτούς ο ληστής ούτος, ώστε και διαμελισμένον το σώμα τοις εφαίνετο ότι εκράτει ακόμη το τσιτσιρίζον τηγάνιον.

— Αυτός είνε ο άθλιος, έλεγεν ο ρινόφωνος οικονόμος της Μονής πάτερ- Σισώης, προσθέτων και το ρητόν αργά-αργά:— Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν... ».

 

Ο στρογγύλος θυρωρός της Μονής, ότε ίστατο εμπρός εις το αρχονταρίκιον και ανέκρινε δευτέραν φοράν σιωπηλώς διά των οφθαλμών του τους ξένους εκείνους, τους τόσον οικείως εισελθόντας εις το Μοναστήριον, παρετήρησεν ότι από του φαινομένου αξιωματικού της χωροφυλακής έλειπον τα σύμβολα του βαθμού του— αι σαρδέλλες λεγόμεναι τότε— ένθεν κ' ένθεν του περιλαιμίου. Ο πονηρός μοναχός, διαμείνας άλλοτε εν Αθήναις, μετά πολλής περιεργείας εξηκρίβωνε τα του στρατού μάλιστα, έχων κλίσιν περί την πολεμικήν τέχνην.

Πολλάκις ο άνθρωπος εμφανίζει κλίσεις εις πράγματα διά τα οποία είνε όλως διόλου ακατάλληλος.

Παρετήρησε προσέτι,— τούτο ήτο λεπτότατον— ότι ο πίλος του υπομοιράρχου έφερεν έν σειρίτιον διαφόρου χρωματισμού των επί της στολής των άλλων.

Ταύτα πάντα παρέσχον αυτώ υπονοίας περί των ξένων και εθεώρησε φρόνιμον να κυλίση τον κατήφορον κρυφά-κρυφά, διά να γνωστοποιήση τας υπονοίας του εις τον ηγούμενον. Διά τούτο αναζητηθείς τότε ο θυρωρός υπό των ληστών, περιφρονησάντων αυτόν διά το ανάστημά του κατά πρώτον, δεν ευρέθη.

Και ιδού ότι ο άνθρωπος ουδένα πρέπει να περιφρονή εις αυτόν τον κόσμον.

Και κατ' αρχάς μεν εξήρχετο της Μονής ο θυρωρός, χωρίς να έχη σαφή ιδέαν περί των πραγμάτων, αλλ' όταν επροχώρησεν ολίγον, και είδε να κλείηται και ν' ασφαλίζηται η πύλη διά του σιδηρού μοχλού, και ήκουσε τέλος— δεινόν ειπείν!— ήκουσε γοερώς αντηχούσαν την φωνήν του μαγείρου, κραυγάζοντος «κλέφτες!», όταν τον είχε κτυπήσει ο αρχιληστής, ως είδομεν, τότε εκαθαρίσθησαν πλέον αι ιδέαι του στρογγύλου μοναχού, γενόμεναι στρογγυλώτεραι και μετά μίαν ώραν ήτο εις το Μετόχιον και μετά ταύτα εις την κώμην, όπου τον είδον περίφοβοι οι άνθρωποι, εις την αγοράν κυλιόμενον ως βαρέλιον διά της παραλίας και κραυγάζοντα «κλέφτες!» χωρίς να ίσταται και χωρίς να διασαφηνίζη το πράγμα, έως ου ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου. Πάραυτα κατόπιν διά συγκεχυμένων λόγων διεδόθη εν τη κώμη, η φοβερά είδησις.

— Πάτησαν το Μοναστήρι! έλεγεν ο έτερος προς τον έτερον.

— Πάτησαν το καινούργιο Μοναστήρι! επανελάμβανεν άλλος. Και εις όλον το χωρίον αντήχει η βοή:

— Πάτησαν το Μοναστήρι!

Και έκλειον οι άνθρωποι τα μαγαζεία και ησφάλιζον αυτά, και έκλειον αι γυναίκες τας θύρας και τα παράθυρα. Αμέσως αι οδοί ηρημώθησαν.

Και μόνον ο Γέρω-Γιάννης έτρεχεν, ο αστυνομικός κλητήρ, με τα τσακμάκια εις τα θυλάκια και το καρυοφύλλι του εις τον ώμον ανεβοκατεβαίνων την αγοράν και την δημαρχίαν, και εκάλει τους πολίτας εις τα όπλα κρούων τον μέγαν κώδωνα του ναού.

Το παραχθέν αίσθημα ήτο και φόβος και θλίψις. Φόβος μεν, διότι δεν εγνώριζον περί της συμμορίας εκ πόσων συνέκειτο και τι σκοπούς ακόμη είχε· θλίψις δε, διότι εγνώριζον ότι η Μονή του Ευαγγελισμού είχεν αποταμιεύματα πλούσια.

Και το εσέβοντο οι άνθρωποι το ιερόν Κοινόβιον και το ηγάπων. Οι πτωχοί το είχον ως πτωχοτροφείον και οι γέροντες ως γηροκομείον. Τας εορτάς του Πάσχα και των Χριστουγέννων φορτώματα εμοίραζε κάτω εις τον λαόν τον σίτον και το έλαιον.

Ούτως ο δήμαρχος επί κεφαλής οπλοφόρων εξήλθεν εις τα όρη προς ανακάλυψιν των ληστών, παρακολουθούντος και του ηγουμένου. Κατά πρώτον μετέβησαν εις την Μονήν, όπου εύρον τους μοναχούς δεμένους ακόμη, κ' έμαθον ασφαλώς πλέον την γενομένην συμφοράν.

— Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω.

Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός.

— Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Μετά ταύτα διηρέθησαν εις δύο σώματα και ο μεν Γέρω-Γιάννης απήλθε προς το Κάστρον, ο δε δήμαρχος προς την Κεχριάν. Είνε τα δύο αγριώτερα και απροσιτώτερα μέρη της νήσου.

— Τον νου σου, και τα τσακμάκια σου, Γέρω-Γιάννη, είπεν ο δήμαρχος, αποχωριζόμενος από τον κλητήρα του.

Και κατήλθε προς την θάλασσαν, του ηγουμένου, ενός ασκητικού και ξηραγκενού μοναχού, λίαν ιεροπρεπούς, κατόπιν του πεζοπορούντος και αυτού, και μη δυναμένου ούτε λέξιν να εκστομίση εκ της θλίψεως.

Εις το πέλαγος ουδεμία λέμβος εφαίνετο. Εις τα δάση και τα ρεύματα ουδέν σημείον ύποπτον παρετήρησαν. Και ότε, ιστάμενοι επί λόφου εγγύς της ακτής διελογίζοντο να επανέλθωσιν άπρακτοι, εξεκένωσαν τα όπλα των εις το πέλαγος, αγανακτούντες διά την αποτυχίαν των ερευνών των, τότε οι λησταί ακούσαντες τους πυροβολισμούς, απεμακρύνθησαν βορειότερον και είτα ετάχυνον διά του πελάγους. Και όταν ανήχθησαν πλέον μακράν, τότε είδον την λέμβον οι οπλοφόροι. Πάραυτα ο δήμαρχος έκρουσεν εξ απογνώσεως τας παλάμας του. Εννόησεν ότι οι λησταί διεξέφυγον εκ των χειρών των. Διότι ο λιμενάρχης είχε διατάξει ουδεμία λέμβος να εξέλθη του λιμένος την ημέραν εκείνην. Η δε ταχέως απομακρυνομένη των ακτών της νήσου βεβαίως δεν θα ήτο καλή λέμβος.

— Πάει, βρε παιδιά, μας γλυτώσανε! είπε τεθλιμμένος και επανεκτύπησε τας παλάμας του.

Εξεκένωσαν τότε και δευτέραν φοράν τα όπλα των οι οπλοφόροι, άτινα αντήχησαν πενθίμως επί της λείας επιφανείας της θαλάσσης, αποχαιρετισμός ηχηρός προς τους απομακρυνομένους ληστάς και τας φευγούσας ελπίδας των.

— Αιωνία των η μνήμη! είπεν ο δήμαρχος. Τι άλλο να είπη;

Και θέλων να διασκεδάση την θλίψιν του ηγουμένου ηρώτησεν ολίγον ατόπως:

— Τάλληρα ήτανε, γέροντα, ή λίρες;

Ο ηγούμενος εξηκολούθει να ήνε άφωνος. Ενόμιζες ότι αι λευκαί τρίχες του παχέος μύστακος αυτού απέκρυψαν τελείως το στόμα του.

Και μόνον ένα θρήνον τώρα εξέβαλεν υπόκωφον.

— Και τα είχαμε διά την ζωγραφίαν της Εκκλησίας! . . .

 

Ο καπεταν-Θοδωρής, επιβαίνων του οναρίου του, ως όταν από ευτυχούς ταξειδίου επανήρχετο με το βρίκιόν του φορτωμένος τάλληρα ισπανικά,— στιγμάς τινας μάλιστα εξέλαβε τας ευτελείς του ζώου ηνίας ως το μεγαλοπρεπές πηδάλιον του βρικίου του— μετά φαιδράς απαθείας εθεώρει τα βουνά και τα δένδρα, δι' ων διήρχετο σείων την κεφαλήν του κανονικώς, συμφώνως προς τας κινήσεις του οναρίου, και ονειρευόμενος ποικίλα σχέδια, κατά τα οποία διερρύθμιζε φρονιμώτερον τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, την πλουσίαν μοίραν των θυγατέρων του. Και συνεχώς δι' αιχμηρού ξυλαρίου εκέντα εις τα οπίσθια το βραδύ ζώον. Αι δε γυναίκες φορτωμέναι τα φύλλα ηκολούθουν κρυφομιλούσαι και αυταί και σχεδιάζουσαι μυρία όσα ευτυχή σχέδια, ουδέ ησθάνοντο το βάρος του συμπεπιεσμένου σάκκου εκ της χαράς, ήτις επλήρου την καρδίαν των τας ευδαίμονας εκείνας ώρας. Και δι' απατήτων ατραπών, αποφεύγουσαι τας συναντήσεις, έφθασαν εις την οικίαν των, χωρίς να εννοήσωσι και αυταί πώς τόσον ελαφρώς διήλθον το τρίωρον εκείνο διάστημα. Παρά πολύ δε κατεπλάγησαν ευρούσαι την ωραίαν κώμην σιωπηλήν, ως έρημον, και όλα εν αυτή κατάκλειστα και μόνον τους κύνας ανερευνώντας τροφήν.

Μόλις δε είχον εισκομίσει τους σάκκους των φύλλων, προφυλάξασαι τον θησαυρόν αι γυναίκες εις ασφαλές μέρος, ίνα κατόπιν την νύκτα τακτοποιήσωσιν αυτόν, και ήρχισαν να ρίπτωσι με χαράν δροσερά φύλλα εις το καματερόν, το οποίον εθεώρουν και του χρυσίου πολυτιμότερον, και ιδού προσέρχεται η γειτόνισσα ασθμαίνουσα.

— Αρί-σείς, ήρθατε! Εγώ πλειο τρόμαξα 'ς το δρόμο. Αι γυναίκες ουδέν εννόουν.

— Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό.

— Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπεταν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής.

— Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.

Και διηγήθη τότε η φλύαρος γραία μετά πολλής ζωηρότητος όλην την ιστορίαν της ληστείας μετά περιγραφών γυναικείας φαντασίας.

Ο καπεταν-Θοδωρής ήτο ευσεβής άνθρωπος. Η Γερακούλα, αυτή πλέον ήτο η προσωποποίησις της ευσεβείας και αρετής. Αι τέσσαρες θυγατέρες των, αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, ήσαν τύπος και ομοίωμα της μητρός απαράλλακτον. Οικογένεια πάσχουσα, πλην φοβουμένη τον Θεόν.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Ήκουσαν αι θυγατέρες ότι τον θησαυρόν του Μοναστηρίου έλαβον ως ήτο μετά του αρχαίου κυλινδρικού δοχείου, του οποίου το επικάλυμμα έφερε την εικόνα του Ευαγγελισμού, ήκουσε και ο καπεταν-Θοδωρής ότι ο θησαυρός απετελείτο εκ χρυσών νομισμάτων αυστριακών, γαλλικών και τουρκικών.

Και επείσθησαν πάραυτα όλοι ότι ο θησαυρός των, ον μετά τόσης κρυφής χαράς εκόμιζον, ην ο θησαυρός της σεπτής της νήσου μονής.

Και αντί ν' αφανισθή από των οφθαλμών των η χαρά, ως ήτο φυσικόν διά πάντα άλλον διάφορον έχοντα ανατροφήν, απ' εναντίας εμεγαλύνθη, επληθύνθη κ' εξέλαμπον εξαισίως τα πρόσωπα αυτών από της ηδίστης εκείνης ενδομύχου συναισθήσεως ότι εγένοντο αίτιοι να διασωθή ο θησαυρός πεφιλημένου Μοναστηρίου.

— Να τα δώσωμεν! Εφώνησαν αγαλλόμεναι, μια φωνή όλαι.

— Να τα δώσωμεν, πατέρα! επανέλαβον αι τέσσαρες θυγατέρες.

Ο γέρων ητοιμάζετο να εξέλθη εις συνάντησιν του δημάρχου, όπως αναγγείλη αύτω την χαρμόσυνον είδησιν και τον αστείον της διασώσεως του θυσαυρού τρόπον, ότε η Γερακούλα βλέπει έξωθεν της οικίας των— έκειτο έξω εις το άκρον της πόλεως, εν τη κεντρική προς τας εξοχάς οδώ— διερχομένους τον δήμαρχον και τον ηγούμενον, οίτινες πλήρεις κόνεως και ακανθωτών κολλητσίδων εις τα ενδύματα, κάθιδροι και καταπεπονημένοι, επανήρχοντο κατηφείς εκ της ακάρπου καταδιώξεως των ληστών.

Ο γέρων παρεκάλεσεν αυτούς να εισέλθωσι· και ανήγγειλεν αυτοίς πάραυτα την ανεύρεσιν του θησαυρού της Μονής.

Ο ηγούμενος προς το άκουσμα τούτο προσήλωσε τους οφθαλμούς του ακίνητος εις το πρόσωπον του καπεταν-Θοδωρή.

Ο δήμαρχος έκαμε κίνημα δυσεξηγήτου εκπλήξεως βλέπων προς την στέγην.

Αι τέσσαρες θυγατέρες παρίσταντο μετά σεβασμού μ' εσταυρωμένας τας χείρας.

Η δε Γερακούλα έσπευσε κ' εκόμισε το κυλινδρικόν χρυσοφόρον δοχείον, το ευρεθέν εν τω δάσει, ανέπαφον, φέρον επί του επικαλύμματος την εικόνα του Ευαγγελισμού.

Τότε μόλις συνήλθεν από της εκπλήξεως ο ηγούμενος, αποκαθηλώσας τους επί του γέροντος ακινήτους οφθαλμούς του, και κινήσας αυτούς επανειλημμένως από του ανευρεθέντος θησαυρού προς τον δήμαρχον και από τούτου προς τον καπεταν-Θοδωρή. Προς τας γυναίκας ουδόλως έστρεφε το βλέμμα ο ερημικός μοναχός, των ασκητικών διατάξεων μη επιτρεπουσών τούτο.

Και ήρχισε πάραυτα η Γερακούλα να διηγήται πώς συνηντήθη μετά του δειλού εκείνου χωροφύλακος εις Κεχριάν και πώς ενίσχυσε τον φόβον του, χωρίς να γνωρίζη ότι ήτο ληστής, και περιπλέον αγνοούσα ότι έφερε μεθ' εαυτού ληστεύσας τον θησαυρόν του Μοναστηρίου, «ως να την είχε φωτίση η Μεγαλόχαρη, που δεν ήθελε να χαθώσιν έτσι οι κόποι της».

Ανεκλάλητος ήτο μετά ταύτα η χαρά και ο θαυμασμός του ηγουμένου και του δημάρχου. Δεν είξευρον τι να θαυμάσωσι περισσότερον, την ευφυά επίνοιαν της Γερακούλας, διασωζούσης τον θησαυρόν, ή την ευσέβειαν όλης της οικογενείας παραδιδούσης τα διασωθέντα.

Εις τον κοσμικόν του δημάρχου νουν εφαίνετο υψηλότερον το δεύτερον, η παράδοσις του θησαυρού. Εις τον νηπτικόν όμως λογισμόν του ηγουμένου εξέλαμπε φαεινότερον ως μεγάλη πανηγυρική λαμπάς η λαμπρά επίνοια της Γερακούλας, υπό θείας αυγής φωτισθείσης την στιγμήν εκείνην εν τω δάσει, όπερ προϋποτίθησι την ευσέβειαν της γυναικός και της οικογενείας πάσης. Και αν δεν προϋπήρχεν αύτη εν τη καρδία των ανθρώπων τούτων, εσκέπτετο ο ηγούμενος, δεν εισέδυεν η φωτιστική εκείνη ακτίς, το αγνόν και θείον φως, όπερ εν τω κόσμω καλείται ευφυία, ήτις συνετέλεσεν εις την διάσωσιν των κλαπέντων.

Έλαμπον τα πρόσωπα πάντων.

— Εγώ, εγώ, εφώνει η καλή Γερακούλα, έσωσα τον θησαυρόν. Και επανέλαβε μίαν ακόμη φοράν το περιστατικόν ως εγένετο, τελειότερον ήδη και ζωηρότερον, παρελθούσης της πρώτης συγκινήσεως, ως συμβαίνει πάντοτε εις τον νικητήν, όστις την πρώτην φοράν συγκεχυμένος θ' αφηγηθή τας ανδραγαθίας του.

Και τώρα μόλις ο δήμαρχος και ο ηγούμενος καθησυχάσαντες, τώρα κατά την δευτέραν αφήγησιν ησθάνθησαν πάσαν την λεπτότητα της επινοίας της Γερακούλας, θαυμάσαντες την ευστοχίαν αυτής και τόλμην. Και συνδυάσαντες το αποδιδόμενον εις τας τέσσαρας ξανθοκόμους αδελφάς παρώνυμον προς την εκτύλιξιν του απροσδοκήτου γεγονότος, συνεπέραναν, πρώτου του ηγουμένου εκφράσαντος τούτο, ότι αι τέσσαρες αδελφαί ήσαν προωρισμέναι υπό των μυστικών βουλευμάτων της θείας προνοίας να περισώσωσι τον θησαυρόν της Μονής, όστις βεβαίως άλλως ήθελεν εξαφανισθή διά παντός.

— Η Παναγία θέλει να ζωγραφισθή ο ναός της, είπεν ο ηγούμενος.

Διότι αληθώς τα χρήματα μετά φειδούς και οικονομίας απεταμιεύοντο προς τούτον και μόνον τον σκοπόν, τον καλλωπισμόν του ωραίου Καθολικού.

Ο ηγούμενος, υψώσας τας χείρας, ηυλόγησεν ιεροπρεπώς τους ευσεβείς γονείς πρώτον, και είτα τας σεμνάς θυγατέρας των, ευχηθείς ταχέως ο Ύψιστος ν' ανταμείψη αυτάς κ' εν τω κόσμω τούτω ως Δίκαιος και Πανάγαθος πατήρ.

 

Μετ' ολίγον όλον το χωρίον ωμίλει περί του συμβάντος και της οικογενείας του καπεταν-Θοδωρή.

Ο δήμαρχος, κήρυξ στωμύλος, διατρέχων την αγοράν και τας οδούς εκήρυττε προς τους κατοίκους το γεγονός, οίτινες μετά θαυμασμού ήκουον και άλλοι μεν έκαμον τον Σταυρόν των, άλλοι δε εχαρακτήριζον όσον σεμνότερον ηδύναντο το πράγμα.

Έπος ολόκληρον συνερράφη προχείρως κ' εψάλλοντο κ' εξυμνούντο αι ξανθόμαλλοι Νεράιδες της νήσου, του σατυρικού παρωνύμου αποκτήσαντες πλέον λάμψιν και κάλλος και γοητείαν. Και αν πρότερον αι άλλαι γυναίκες, λέγουσαι «Νεράιδες», εννόουν πτωχάς τινας νεάνιδας, καταδικασμένας υπό της σκληράς μοίρας να διέρχωνται τον βίον των εις τα ρεύματα και τα δάση, ανυπόδυτοι, εντός ακανθών και τριβόλων συνάζουσαι τον ξηρόν άρτον, την μόνην ευσπλαγχνίαν της πενομένης ζωής των, άνευ ελπίδος αποκαταστάσεως και άνευ μέλλοντος, ήδη εννόουν ωραίας και ξανθάς αδελφάς, ευλογημένας υπό του Θεού, πλήρεις ελπίδων, μ' ευγενή κ' ευσεβή την καρδίαν, ων το λαμπρόν μέλλον αυτή η Παναγία διά χρυσών γραμμών προδιέγραψε.

Και αι ευλογίαι ήρχισαν να πραγματοποιώνται. Εν πρώτοις το ηγουμενοσυμβούλιον της Μονής εψήφισε δωρεάν τεσσάρων χιλιάδων δραχμών προς την ευσεβή του καπεταν-Θοδωρή οικογένειαν. Ο θησαυρός ο περισωθείς της μονής ανήρχετο εις 30,000 δραχμών. Το Δημοτικόν Συμβούλιον ωσαύτως, υπείκον εις εκφρασθείσαν επιθυμίαν γενικώς παρ' όλων των κατοίκων, εδώρησεν ανάλογον ποσόν εις περίθαλψιν του γέροντος πλοιάρχου και ανέγραψε τα ονόματα των τεσσάρων θυγατέρων και της μητρός εν τοις βιβλίοις του δήμου, ίνα διασώζωνται εις τιμήν αΐδιον.

 

— Αρί-σείς, κορίτσια, τι κάνετε: Είπε τας ημέρας εκείνας η φίλη των γειτόνισσα με το ξηρόν πρόσωπόν της και την πλέον ξηράν ομιλίαν της.

Αι ωραίαι νεάνιδες ανεβασμέναι επί κλιμάκων «ξεκλάδωνον» το καματερόν. Είχον παρέλθει ικαναί ημέραι από των ανωτέρω γεγονότων και αι αγαθαί γυναίκες καταγινόμεναι περί την προσφιλή αυτών βομβυκοτροφίαν είχον «κλαδώση» προ ημερών και έφθασαν ήδη εις το ευφρόσυνον τέρμα, κ' εσύναζον από των κλαδίων τα σχηματισθέντα κουκκούλια. Καθαρά ιμάτια φέρουσαι, ως εν εορτή λευκά κολόβια και λευκούς χιτώνας περί τα άκρα των χειρίδων και της τραχηλιάς με κεντήματα δι' ερυθράς και πρασίνης μετάξης, και έχουσαι επιμελώς κεκαλυμμένην την ξανθήν των κόμην δια λευκών με χρυσούς κροσσούς μανδηλίων της Κωνσταντινουπόλεως, από πρωίας ενησχολούντο εις την ευχάριστον αυτήν εργασίαν, ήτις ως όασις δροσερά εμφανίζεται μετά τον τόσον μόχθον της ανατροφής του μεταξοσκώληκος, ιδίως όταν η ανάπτυξις αυτού επιτύχη και η συγκομιδή των κουκκουλίων είνε άφθονος.

— Αρί-σείς, κορίτσια, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είνε αλήθεια πως ταύρατε τα χρήματα;

Μετά την τελευταίαν συνάντησίν των, ότε πρώτη η γειτόνισσα ανήγγειλεν εις την Γερακούλαν και τας θυγατέρας της ότι επάτησαν το Μοναστήρι, ησθένησεν αύτη, καταληφθείσα υπό τινος δεινού των νεφρών πόνου— σύνηθες αυτή— και είχεν ημέρας να έλθη εις την οικίαν του καπεταν-Θοδωρή. Τώρα δε— πρώτη ημέρα της εξόδου της— ενεφανίσθη ωχροτέρα και ξηροτέρα, και διά να ίδη τα κουκκούλια των νεανίδων και διά να βεβαιωθή περί πολλών, τα οποία ήκουεν εν τη ασθενεία της και τα οποία δεν επιστευε και, ως εφαίνετο εκ του τρόπου της, θα επροτίμα μάλλον να μη είνε αληθή παρά να ευρίσκεται εις την δυσάρεστον θέσιν να τα πιστεύη.

Είνε πλασμένοι πολλοί τοιούτοι άνθρωποι.

Αι νεάνιδες και το δεύτερον δεν ήκουσαν. Εξηκολούθουν και αι τέσσαρες να ξεκλαδώνουν με χαράν και να τραγουδούν εύμορφα δίστιχα, χαιρετίζουσαι ούτως την πλουσίαν των κουκκουλίων εσοδείαν, την ευφρόσυνον απόλαυσιν τόσης φροντίδας, αλλά συνάμα και την αιτίαν τόσης ανακουφίσεως προς την πενομένην οικογένειάν των.

— Αρί-σείς, κορίτσια, είπε πάλιν η γειτόνισσα, μετά λαιμαργίας θεωρούσα τα κάνιστρα, τα πεπληρωμένα κουκκουλίων λευκών και κροκωτών ωσάν οι ξηροψημένοι λουκουμάδες, Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως τα δώσατε πίσω τα φλωριά;

Εις όλον το χωρίον δεν ευρέθη άνθρωπος να εκφράση απορίαν διά τούτο. Είπομεν πόσου σεβασμού αντικείμενον ήτο και πόσης αγάπης το σεμνόν Κοινόβιον της νήσου, το γηροκομείον και πτωχοτροφείον αυτής.

Και είτα προσέθηκε μετά τινος πικρίας.

— Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως σας δώσανε συνδρομή από το Μοναστήρι και από την Δημαρχία;

Αι σεμναί και εντροπαλαί νεάνιδες, ήδη εις την υψηλοτέραν καλαμωτήν εγγύς των δοκών της στέγης, εξηκολούθουν να συνάζουσιν ένα-ένα τα κουκκούλια από των πεπληρωμένων κλαδίων, άτινα ως εύμορφα μεταξωτά άνθη απήστραπτον συμπεπλεγμένα ως διά μεταξίνης αράχνης εν μέσω των μαρανθέντων φύλλων των κλάδων.

Ίσως κ' εκ της μελωδικής του άσματος αρμονίας δεν ήκουσαν αι νεάνιδες την ομιλούσαν κάτω γειτόνισσαν, ούτε την είδον, περιφρασσομένην από τον σωρόν των καταρριπτομένων αχρήστων πλέον κλαδίων, άτινα μετ' ολίγας ημέρας θα εχρησίμευον διά τας πυράς, τας αναπτομένας την νύκτα της Γεννήσεως του Προδρόμου προ των πυλών των οικιών, ίνα πηδήσωσιν επάνω αυτών και νέοι και νέαι «για το καλό», ούτως εν νυκτί ιερά και πλήρει μυστηρίου, υπό τας υψηλάς λάμψεις και τας ερυθρωπάς αυγάς ποικίλων φλογών, περατουμένης της συμπαθούς ιστορίας του καματερού, ότε καθ' όλον το χωρίον επάνω των οικίσκων εκ της φαιάς νεφέλης των αναριθμήτων πυρών δεύτερος ουρανός σχηματίζεται με φλογίνους μαρμαρυγάς, έχων αντί άστρων τους απείρους των φλογών σπινθήρας εκεί αφανιζομένους κ' εκεί υπό νέων άλλων αντικαθισταμένους.

Διά τούτο η γειτόνισσα απήλθε κρατούσα τα νεφρά της από τον πόνον ακόμη, αλλ' ίσως από την θλίψιν ότι συνήντησεν εν τω οίκω του καπεταν-Θοδωρή τόσην χαράν, μεγαλειτέραν της παλαιάς, ην τοσάκις προσεπάθησε να μετριάση διά των θλιβερών παρατηρήσεών της.

Πλην άλλη ήτο η χαρά η αληθής και μεγάλη του οίκου τούτου, η επακολουθήσασα μετά τα ανωτέρω συμβάντα, ένδειξις ευγενείας λεπτής των κατοίκων.

Τέσσαρες νέοι εύμορφοι, τέσσαρα καπετανόπουλα, ως από ιερού ενθουσιασμού εμπνευσθέντες, όταν επανελθόντες από του ταξειδίου το φθινόπωρον, ήκουσαν αδόμενον και υμνούμενον το φαιδρόν συμβάν της διασώσεως του θησαυρού του Μοναστηρίου και την αρετήν της οικογενείας ταύτης, ήτις αν και ηδύνατο να αποκρύψη το χρυσίον, διότι ουδείς θα το εγνώριζεν, όμως παρέδωκε τούτο ανέπαφον ως ιερόν και άγιον χρήμα, απεφάσισαν εν τη στιγμή εκείνη της θείας εξάρσεως, καθ' ην ο άνθρωπος μεταβάλλεται όλος εις πνεύμα, υπερήφανος εν τη θεία του ευγενεία και ελευθεριότητι, απεφάσισαν να λάβωσιν ως συζύγους τας τέσσαρας ωραίας αδελφάς, άνευ προικός άλλης, μόνον με τας πλουσίας νυμφικάς ενδυμασίας των και τας λοιπάς επιπλώσεις του οίκου, προικιά κατασκευασθέντα διά της δωρεάς του Μοναστηρίου.

Εξήλθον και οι τέσσαρες ευγενείς νέοι εις περίπατον, έξω εις τους κήπους του χωρίου, όπου ωραίαν τινά ημέραν και αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, χαριτωμέναι κ' εύμορφοι «έβγαζαν το μετάξι», κομίζουσαι εντός κανίστρων εις τα μαγκάνια την άφθονον συγκομιδήν των κουκκουλίων των, εκεί όπου αι επιτήδειαι μαγκανάρισαι, βυθισμέναι μέχρι της οσφύος εντός λάκκου, με την μίαν χείρα ανακατόνουσι τα εντός εκτισμένης εκεί μεγάλης χύτρας βράζοντα κουκκούλια, ενώ με την άλλην γυρίζουσι μετά τέχνης τον μέγαν ξύλινον τροχόν του μαγκάνου, εν τω οποίω περιτυλίσσεται λεπτή και στίλβουσα ως χρυσός η λευκή και κιτρίνη μέταξα, των παρθένων παρισταμένων εν χαρά και υπηρετουσών. Αι νεάνιδες ιδούσαι κοντοσταθέντας τους νέους, ετάχυναν το βήμα περισσότερον, επί του ατάκτου λιθοστρώτου αργά βαίνουσαι και κατεβίβασαν προς τους οφθαλμούς αιδημόνως τας λευκάς μανδήλας των. Πλην οι τέσσαρες νέοι επρόλαβον και είδον την ξανθήν των καλλονήν και τον άφθονον πλούτον των νεανικών χαρισμάτων. Και ως ήτο η φαντασία των ζωηρά εκ των ακουσθέντων περί αυτών, εφάνησαν και αι τέσσαρες νεάνιδες εις τους οφθαλμούς των πολύ ωραιότεραι παρ' ό,τι ήσαν, ηπλωμένης περί αυτάς και χρυσής νεφέλης ευσεβείας και αρετής, υπό την οποίαν έθελγεν ακτινοβολούσα η σωματική καλλονή των, ως ο αδάμας εντός πλουσίου φωτός.

Ο γέρων ευφροσύνως ήκουσε την ανέλπιστον πρότασιν. Η Γερακούλα, αν και αι αναμνήσεις της από της θαλάσσης ήσαν τόσον πικραί, με χαράν ωσαύτως το ήκουσε το χαρμόσυνον άγγελμα, θεωρήσασα τούτο ως άνωθεν προωρισμένον υπό της θείας προνοίας, δεν εσυλλογίσθη καν τας θλίψεις και την αβεβαιότητα του θαλασσινού βίου. Άλλως, τι εν τω κόσμω είνε βεβαιότερον;

Και μετά τινας ημέρας, αφού ητοιμάσθησαν τα πάντα, ετελέσθησαν οι τέσσαρες γάμοι εις τέσσαρας Κυριακάς εν σειρά, εορτάζοντος και χορεύοντος γάμους και χαράς όλου του χωρίου.

 

Με πόσην αγαλλίασιν τότε η αγαθή μήτηρ, η πτωχή πλην φαιδρά Γερακούλα, εκαμάρωνε την τελευταίαν Κυριακήν εις τον τελευταίον γάμον! Εστεφανώνετο η μικροτέρα και ξανθοτέρα θυγάτηρ, η αιθέριος και τρυφερά νύμφη, η τελευταία Νεράιδα του χωρίου, η εικοσαέτις Φανιώ.

Ο καπεταν-Θοδωρής, καθήμενος εις τον καναπέ και ροφών τον ναργιλέ του τον πεφιλημένον, τον οποίον του ημπόδισαν οι ιατροί— έκαμνε κατάχρησιν τας ημέρας εκείνας— όλος χαρά και αγαλλίασις, ο υπερήφανος και ευγενής γέρων καπετάνιος, έβλεπε τον μέγαν χορόν, όστις εκλόνιζεν εκ θεμελίων την οικίαν όλην· κ' έτριζε το πάτωμα το καινουργές, κ' έτριζον τ' αγγειοπλαστικά κομψοτεχνήματα, ποτήρια και πινάκια επί των μακρών αραφίων. Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Εχόρευον οι τέσσαρες γαμβροί του καπεταν-Θοδωρή, ευγενή καπετανόπουλα, υπό τας ευλογίας του Θεού και τας ευχάς όλου του χωρίου, τέσσαρες σεμνοί νέοι, ευλογηθέντες μετά τεσσάρων σεμνών κ' ευσεβών παρθένων και ζηλευτών νοικοκυράδων. Και έσυρε τον χορόν τον μέγαν αυτόν του τελευταίου γάμου η Γερακούλα, η ευτυχής μήτηρ.

Έλαμπον τα φώτα καθ' όλην την νύκτα, αιθερίως μαρμαίροντα επί των χρυσοκεντήτων των νυμφών στολισμάτων, κ' έλαμπον περισσότερον τα πρόσωπα των ωραίων και ξανθών νυμφών.

Και μέσα εις τα τραγούδια των καλεσμένων, επανέλαβε και ο καπεταν- Θοδωρής το τραγουδάκι του, όπου πρώτην φοράν το είχε τραγουδήσει εις το Ρεύμα της Κεχριάς, αλλά υπό λυγμών ιεράς συγκινήσεως διακοπτόμενος τώρα, διότι είδε την επαλήθευσίν του. Και είτα εγερθείς, εστάθη εν μέσω των καλεσμένων, εκθάμβων ορώντων, έκαμε τον σταυρόν του, και εκφράζων και την πίστιν συνάμα της Γερακούλας του, απήγγειλεν ιεροπρεπώς τα λόγια όπου είπε ποτε ο τοπάρχης της Εδέσσης Αύγαρος, όταν εθεραπεύθη από τον Χριστόν, καθώς τα ενθυμείτο από τα Συναξάρια.

— Χριστέ ο Θεός, ο ελπίζων επί σε ποτέ δεν χάνει!

Και εξελθών εις τον εξώστην εξεκένωσε το ναυτικόν του τρομπόνιον χαιρετίζων τα ευλογημένα τέλη της ζωής του.

 

αρχή

 



 

-1901

Και την πρωίαν εκείνην, κατά την συνήθειάν της η Αρφανούλα, πριν μεταβή εις το εργοστάσιον, διερχομένη, εμβήκεν εις την Καπνικαρέαν, κ' ελαφρά-ελαφρά, ως πτηνόν βηματίζουσα, με την ελαιόχρουν κοντήν μπερτίτσαν της και με το εκ μαύρου ψιαθίου καπελάκι της, ήναψε κηρίον εις το εικονοστάσιον, ησπάσθη ευλαβώς την εικόνα της Θεοτόκου και ρίψασα βιαστικά βλέμματα προς το βάθος όπου ετελείτο η θεία Μυσταγωγία, έκαμε πεντέξ σταυρούς ακόμη, βιαστικά, κ' εξήλθε πάλιν, ελαφρά-ελαφρά βηματίζουσα ως πτηνόν, η Αρφανούλα με την κοντήν μπερτίτσαν της, κατευθυνομένη με σπουδήν, προς την οδόν Ερμού, εις το εργοστάσιον, ως πτηνόν κυνηγημένον.

Έξω του Ναού, παρά το Άγιον Βήμα, κατά σειράν, ικαναί ήδη τράπεζαι παιγνιοπωλών εστολίζοντο, παρατασσομένων επ' αυτών εν σωρώ διαφόρων παιγνιδίων, και αθυρμάτων εκ των ευθηνών, τα οποία αγοράζουσιν ιδίως οι παίδες του λαού. Εξημέρωνεν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η οδός Ερμού ήτο έρημος ακόμη διαβατών· και μόνον οι υπάλληλοι των πλουσίων της οδού ταύτης καταστημάτων, αγρυπνήσαντες όλην την νύκτα, παρεσκεύαζον τα πλούσια κομψοτεχνήματα της Πρωτοχρονιάς με προσοχήν εξαιρετικήν, ως να έστηναν παγίδας να συλλάβωσι κοσσύφους, κ' εκάλλυνον εν παρατάξει τα χρυσόλαμπρα αθύρματα εντός των προθηκών, αίτινες ομοιάζουσι με τα βέλα πολλών κυριών, διακοσμούντες αυτά ούτως ώστε μία απλή επιθεώρησις αυτών ν' αρχίζη από περιέργειαν και να τελειώνη εις ίλιγγον, όπου ο αγοραστής να μη γνωρίζη τι θα δώση και τι θα πάρη. Άρτι δε και οι διευθυνταί και οι κύριοι των καταστημάτων, πρωί-πρωί ελθόντες από τας οικίας των, έστεκον ακόμη εις τα προαύλια, εν μέσω ανοιγμένων κασσών και στιβάδων χαρτίου και αχύρου, θεωρούντες άνω τον ουρανόν ως οι σταφιδοκτήμονες, όπου έχουν απλωμένην την σταφίδα των.

Ο καιρός ήτο τωόντι βροχερός. Αν και προέβη η ημέρα, ούτε μία ακτίς ηλίου δεν είχε λάμψει ακόμη. Υγρασία παγερά κατέβαινεν από τους βρεγμένους τοίχους των υψηλών οικιών, ενώ άλλη παγερωτέρα ανέβαινεν από του μουσκευμένου εδάφους της στενοχωρημένης αυτής μεγάλης οδού.

Η Αρφανούλα, κάμψασα την αριστεράν γωνίαν του ναού, άμα αξελθούσα επροχώρησε προς τας κοσμουμένας τραπέζας των παιγνιοπωλών και προσεγγίσασα μετά θάρρους προς μίαν αυτών είπε:

— Καλημέρα Σπύρο!

Ο Σπύρος, ένας υψηλός και γεροντώδης άνθρωπος, με πρόσωπον μαλακόν ως προζύμιον και με χείρας πλαδαράς ωσαύτως, προσεπάθει αγωνιών, ιδρόνων, ζαλισμένος, να τακτοποιήση τα επί της τραπέζης του συσσωρευμένα παίγνια και αθύρματα, με αδέξιον όλως τρόπον, και με ύφος απαρεσκείας, ως να έλεγε μέσα του:

— Τι τρελλός που είνε αυτός ο κόσμος!

Και βλέπων πάλιν προς το στήθος του, ως να συνεπλήρωνε την δοξασίαν του, μετ' ολίγον επέλεγε:

— Και τι τρελλότερος που είμαι εγώ!

Ακούσας την φωνήν της Αρφανούλας, ανεσήκωσε τα όμματά του κ' ενεθαρρύνθη ολίγον.

Σαν να έπηξε κατά τι το λυωμένον πρόσωπόν του, σαν να ενευρώθησαν αι χείρες του, αι ξεβιδωμέναι:

— Και σε είχα 'ς το νου μου, καϋμένη! Είπε.

Και ενώ η Αρφανούλα, πεταχτά-πεταχτά ήρχισεν αμέσως να τακτοποιή τα ποικίλα εκείνα ξύλινα και μετάλλινα αθύρματα, με χάριν και δεξιότητα, με παίζοντας τους δύο μαύρους οφθαλμούς της, ως του αστρείτου του όφεως, ο Σπύρος απομείνας με κρεμασμένας τας χείρας, εν η στάσει ερωτούσι τους ποιμένας μερικοί ειρηνοδίκαι, έλεγε:

— Και ξέχασα όλως διόλου καϋμένη, τας τιμάς! Πώς μου τα είπες; Τάκαμα όλα σαλάτα μέσα 'ς το κεφάλι μου, όπως κι' επάνω 'ς το τραπέζι μου. Εδώ έγεινε, βλέπεις, σωστό εμπορικό.

— Δεν μου είπες πως τα θυμάσαι ψες, που σου τα είπα πέντε φοραίς; Όλως διόλου αδέξιος, καϋμένε Σπύρο; Γι' αυτό τα πρόκοψες 'ς το εμπορικάκι.

— Μα ένα σωρό πράγματα! Ανακατώθηκαν 'ς το κεφάλι μου όπως και 'ς το τραπέζι μου. Πόσα μου είπες η ροκάναις η μεγάλαις, πόσα η μικραίς και πόσα η σφυρίκτραις: Πού να θυμηθώ;

Η Αρφανούλα τον είδε με βλέμμα λύπης και απελπισίας, έσεισε την κεφαλήν της και είπεν.

— Άκουσέ τα λοιπόν πάλιν γλήγωρα, γιατί βιάζομαι. Πενήντα η μεγάλαις η ροκάναις, τριάντα η μικρότεραις, είκοσι η πειο μικραίς.

Αλλά την στιγμήν εκείνην την διέκοψαν ξηρά πατήματα εγγύς, τακ- τακ, ως κτυπά θλιβερώς παράθυρον την νύκτα, κινούμενον υπό του ανέμου κανονικώς: τακ-τακ.

Εστράφη και είδεν η Αρφανούλα τον θείον της, τον μπαρμπα Σταυρή:

— Καλά που ήλθες! Τώρα κατάλαβα πως μας αγαπάς. Πες του, Μπαρμπα- Σταυρή, τας τιμάς, είπεν η Αρφανούλα, γιατί σήμερα— ημέρα που είνε— έχω 'ς το εργοστάσιον σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσης, Μπαρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, γιατί είχες μια φορά ψιλικατζίδικο. Εγώ θα σε παρακαλούσα από τα χθες, αλλά ντράπηκα.

— Έννοια σου, Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω!

Και ο Μπαρμπα-Σταυρής με τον ένα ξύλινον πόδα του, με δύο ξύλινα ραβδία επιστηριζόμενος επροχώρει προς την τράπεζαν, όπου η Αρφανούλα ετακτοποίει ακόμη τ' αθύρματα· έκυψε την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του— την βάσιν προς τα άνω και την κορυφήν του τριγώνου προς τα κάτω— ακούμβησεν εις τα δύο ξύλινα ραβδία του, ως να ήθελε να ειπή τον Αη-Βασίλην, και ήρχισεν αμέσως ν' απαριθμή τας τιμάς των διαφόρων αθυρμάτων προς τον εκθάμβως χαίνοντα ανεψιόν του. Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά!

— Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Η Αρφανούλα έρριψεν ακόμη ένα τελευταίον χέρι εις την τακτοποίησιν και ένα τελευταίον βλέμμα εις την εστολισμένην πλέον τράπεζαν του Σπύρου, ήτις έστιλβεν ως κάνιστρον πλήρες αγροτικών ανθέων και απήλθεν ευχαριστημένη από την απροσδόκητον παρουσίαν εκεί του θείου της, ευχηθείσα «καλήν πούλησιν».

Και με την κοντήν μπερτίτσαν της και τα μαύρο ψιάθινον καπελλάκι της απήλθε βιαστικά, ως πτηνόν κυνηγημένον και εισέδυσεν εις το εγγύς εκεί εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, ενώ ο Μπαρμπα-Σταυρής εξηκολούθησε:

— Πέντε δραχμαίς αυτή η βλαχοπούλα, και μια δεκάρα ο κάθε γαμπρός ο γύψινος. Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα.

— Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω.

— Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.

— Ε, τώρα κατάλαβα, Έτσι, πες μου ντε!

— Μόνον να θυμάσαι πρώτα-πρώτα να λες τα πειο πολλά από ό,τι περιμένεις να πάρης. Ταις άλλαις ημέραις οι έμποροι λένε ό,τι βαστά η ψυχή τους, σήμερα λένε ό,τι τους κατέβη . . .

— Τώρα κατάλαβα. Έννοιά σου!

Ο Μπαρμπα-Σταυρής εγνώριζεν από το ψιλικατζίδικο όπου είχε μια φορά κ' ένα καιρόν, αλλ' εγνώριζεν ασφαλέστερον από το εργοστάσιον, όπου ειργάζετο η ανεψιά του Αρφανούλα, συχνά επισκεπτόμενος τούτο, διότι αυτός την συνώδευε μικράν εις την εργασίαν κ' έβλεπε και ήκουεν εκεί τας τιμάς των γυναικείων πίλων και πτερών και πτηνών και ανθέων, μεταξύ των αθυρμάτων και ψευδοπαιγνίων κατατάσσων και το είδος τούτο του γυναικείου στολισμού. Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του:

— Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.

Και ετράπη προς τα κηράδικα ο Μπαρμπα-Σταυρής, ενώ κατόπιν του έφθανον θρηνώδεις και πένθιμοι οι βραχνοί της ροκάνας του Σπύρου κροταλισμοί, θαρρείς κ' έκρωζον μαύροι κόρακες άνω του λευκού άστεως, μοιρολογούντες την τελευταίαν ημέραν του έτους.

 

Ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, του περιφήμου κηπουρού των Σεπολίων, όστις πρώτος εκαλλιέργησε φράουλαις εν Αθήναις, λαβών τον σπόρον από τα εξακουστά περιβόλια του Βοσπόρου, ήτο πρεσβύτερος αδελφός της Αρφανούλας. Αλλ' όσον αυτός ήτο πλαδαρός και ξεβιδωμένος και άγαρμπος σαν μονόκλαδος βάτος, τόσον η Αρφανούλα ήτο επιδέξια και δραστηρία εις κάθε έργον της επισπώσα την συμπάθειαν και τους επαίνους.

Μικρός ο Σπύρος επήγαινεν εις το σχολείον κ' εδείκνυεν ότι θα έστρωνεν, ως μερικά σκολιά φυτά, τα οποία συν τη αναπτύξει ορθούνται εύμορφα· αλλ' αποτόμως εσταμάτησεν εις την δευτέραν του γυμνασίου, χωρίς να το εννοήση και ο ίδιος· εκάθητο έπειτα όλην την ημέραν εις την δροσεράν εξοχήν, αναγινώσκων εφημερίδας και μυθιστορήματα και εκλέγων τας ευχυμωτέρας οπώρας του πατρικού κήπου.

— Βρε Σπύρο μου, βρε Σπυράκη μου, βρε Σπυρέτο μου!, τω έλεγεν ο Γέρω-Λαχανάς, ένας χαρωπός γέρων, με λάμπουσαν εξ αγαθότητας ψυχήν ως το λαμπρόν πρόσωπόν του, πνιγμένος μέσα εις τον ιδρώτα, με την σκαπάνην εις τας χείρας, μέσα εις τα χώματα των αυλακιών μέχρι γονάτων. Δεν κάνεις καλά, βρε Σπυράκο μου! Αλλ' αυτό μόνον έλεγε. Καθώς ο γέρων Ηλεί της Παλαιάς Γραφής. Δεν έπαιρνε και κανένα ξύλο από τον κήπον του. Και κατόπιν ο μεν Γέρω-Λαχανάς μετέβαινε εις άλλα αυλάκια, ο δε Σπύρος ο υιός του εγύριζε άλλην σελίδα του εις χείρας του μυθιστορήματος, ή ανήρχετο εις άλλο δένδρον. Τα δύο εκείνα λόγια του Γέρω-Λαχανά έμβαινον εις το ένα αυτί του και έβγαιναν αμέσως από το άλλο, χωρίς να επιψαύσωσι διόλου τον εγκέφαλόν του, κλεισμένον μέσα εις χονδρά κόκκαλα. Ώστε μετά τον θάνατον του πατρός του ο Σπύρος ευρέθη, είκοσιδύο ετών νέος, χωρίς εργασίαν και χωρίς επάγγελμα. Χωρίς διόλου να το καταλάβη και ο ίδιος πώς συνέβη αυτό το παράδοξον.

Η μητέρα των δύο παιδίων είχε προαποθάνει. Τότε ένας θείος των εφρόντισε και το μεν περιβόλιον παρέδωκεν εις ξένον κηπουρόν επί μισθώματι, την δε Αρφανούλαν δεκαπενταέτιδα πλέον κορασίδα, εισήγαγεν εις τι μέγα εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων.

Ο θείος των αυτός, αδελφός της μητρός των, ο Μπαρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ήτο ένας τετραπέρατος άνθρωπος.

Με το ξύλινον ποδάρι του στηριζόμενος εις δύο ραβδία περιήρχετο όλας τας οδούς των Αθηνών καθ' εκάστην, μανθάνων όλα τα νέα και βλέπων όλα τα περίεργα, ενώ εξ άλλου έχων τετραγωνικόν νουν εις μίαν μεγάλην τριγωνικήν κεφαλήν— την βάσιν προς τάνω και την κορυφήν προς τα κάτω— , έκρινεν ευφυώς και ασφαλώς, άλλος Γέρω- Νίκος του Πηλίου, έξω εκεί εις τα Σεπόλια, ο Ξυλόσοφος αποκαλούμενος διά τα ξύλα ίσως όπου έφερεν επάνω του, τον ένα πόδα και τα δύο ραβδία. Είδεν αυτός ότι ο ανεψιός του ο Σπύρος δεν ήτο διά τίποτε. Τον έβλεπεν αυτός από πολλού αυξανόμενον κατά το ανάστημα ως λεύκαν του περιβολίου των άνευ της παραμικράς ελπίδος να καρποφορήση, ένας κρεμανταλάς και ανάξιος, κ' έλεγεν εις τον Γέρω-Λαχανά:

— Δεν εφύτευες, καϋμένε, κανένα πεύκο να σου κάνη τουλάχιστον κουνέλια για το ρετσινάτο, να τα ρίχνης εις τα βαρέλια να μοσχοβολούν;

Διά τούτο ο μπάμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος εφρόντισε κ' εύρεν ένα καλόν κηπουρόν εργατικόν και δραστήριον προς ον εμίσθωσε το περιβόλιον μετά τον θάνατον του αγαθού κηπουρού.

Κατά δε τους περιπάτους του εν Αθήναις ανεκάλυψεν ότι το αρτιπαγές εμπόριον των γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων θα προέβαινεν εις θαμβωτικήν προκοπήν εις μίαν πόλιν όπου τα αθύρματα και τα ψεύδη τιμώνται πολύ ακριβώτερα από την αλήθειαν και σταθερότητα, και εισήγαγε την Αρφανούλαν εις το εργοστάσιον των γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, όπου η δροσογενής Σεπολιώτισσα δεξιά τον νουν, με δύο μαύρα μάτια, ως του αστρείτου του όφεως παίζοντα, εγένετο μετ' ολίγα έτη αρχιεργάτρια, αυτή δίδουσα όλα τα σχέδια των πίλων και ψευδοστεφάνων.

Από μικρά η Αρφανούλα βλέπουσα τους θαυμασίους συνδυασμούς των χρωμάτων εις τα αγριολούλουδα των Σεπολίων, μελετώσα τας ωραίας και καλλιτεχνικάς συμπλοκάς και περιπτύξεις κισσών και γιασεμιών, αγιοκλήματος και αγριάμπελης, εμβαθύνουσα δ' εις τα μυστήρια των ανθοφόρων κλάδων του κήπου των, κατήρτιζε, συν τη μικρά συνδρομή των ευρωπαϊκών φιγουρινιών, θαυμάσια συμπλέγματα ψευδοστεφάνων και υπέρκαλα στολίσματα ανθοφόρων πιλιδίων. Και είχεν η Αρφανούλα το σχέδιον, σύμφωνα με τας ιδέας του Μπαρμπα-Σταυρή, με τον καιρόν, ν' ανοίξη ίδιον εργοστάσιον, ώστε να μη καρπούται άλλος τα κέρδη της ευφυίας της.

Αλλ' ο Σπύρος ο αδελφός της, αργός από πρωίας έως εσπέρας, εγένετο πάντοτε κώλυμα ανυπέρβλητον εις τα σχέδιά της εκείνα.

Πώς να τον αφήση; Τον αγαπούσε. Τον επροστάτευεν. Είχε κληρονομήση την βλαπτικήν απλότητα του Γέρω-Λαχανά και η Αρφανούλα, και δεν εβάστα η ψυχή της να τα χαλάση με τον αδελφόν της. Να μη τον πικράνη.

Ο θειός της όμως, ο Μπαρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελυπείτο δι' αυτό και προέβλεπεν ατυχήματα:

— Βρε κορίτσι μου, έλεγε. Γιατί χαλνάς τα λεπτά σου;

— Μα τι να κάμω;

— Να τον διώξης! . . .

— Και πού να πάγη;

— Ν' αυρή δουλειά!

 

Η φράουλα μετά τινα έτη είχε διαδοθή και εις άλλα προάστεια. Το δε μεγαλείτερον κέρδος του περιφήμου κήπου του Γέρω-Λαχανά εμειώθη. Εμειώθη και το μίσθωμα. Μία δύο πλημμύραι προς τούτοις είχον καταστρέψει μέρος του περιβολίου, αφορία δε άλλη και ξηρασία έβλαψαν τα λαχανικά. Το έτος εκείνο δεν έδωκε μίσθωμα ο ενοικιαστής. Ο Σπύρος εκάθητο μίαν πρωίαν ανοίξεως συλλογισμένος. Εις τα προαύλιον του οικίσκου των του εξοχικού διεχύνοντο μεθυστικά αρώματα διαφόρων ανθέων, τα οποία εκεί παραπέρα έλαμπον εις τας ακτίνας του ηλίου με ανεκλαλήτους χρωματισμούς, ονειρώδους λειμώνος. Ζωύφια εβόμβουν κύκλω, πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων. Ο Σπύρος ανεπόλει διαφόρους αναγνώσεις του, θεωρών τα περί αυτόν φαιδρά αντικείμενα.

— Ποίος ενδύει τόσον μεγαλοπρεπώς τα κρίνα του αγρού, οπού ουδέ ο μέγας Σολομών με όλην την σοφίαν του δεν ημπόρεσε να ενδυθή με τέτοιαν λάμψιν; Ποίος τρέφει τα πουλάκια τα μικρά; Διατί ο άνθρωπος να μη είνε πάντοτε γελαστός και χαρούμενος ως τα πτηνά; Διατί και ο άνθρωπος να μη είνε στολισμένος ως τα κρίνα του αγρού; Διατί να σκάπτη την γην; Διατί να ιδρώνη και να κρυώνη; Να πεινά; Να κλαίη; Διατί να μη τραγουδή πάντοτε ως τα πτηνά; Ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον, το εκλαμπρότερον δημιούργημα, σκοτεινόν, χωρίς άρωμα, χαμερπή, γυμνόν, πειναλέον . . .

Ο Μπαρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος ερχόμενος και ακούσας, τας τελευταίας λέξεις του Σπύρου, επροχώρησε με τον ξύλινον πόδα του, τακ-τακ με την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του, σείων αυτήν δεξιά και αριστερά, με τα δύο ξύλινα ραβδία, τακ-τακ, και καθίσας πλησίον του Σπύρου, εθώπευσεν αυτόν πατρικώς εις τους ώμους και είπε:

— Εγώ να σου το πω, Σπύρε μου, ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον γυμνόν και πειναλέον. Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . .

Ο Σπύρος εγέλασε και είπε:

— Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο!

— Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπαρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια! Μόλις έπαθες μια μικρή ζημία και κάθεσαι και συλλογιέσαι. Και πού νακούσης τι δυστυχίαις μεγαλείτερες μας περιμένουν. Ήμουνα σήμερα, παιδί μου, εις τα βιβλιοπωλείον του Νάκη και ήταν εκεί ένας ροδοκόκκινος γέρος, με γελαστά μάγουλα και γελαστά μουστάκια και γελαστά γένεια, και τους εδιάβαζε τον Χρονογράφον και τους έλεγε για την Πόλι ότι πλησιάζει ο καιρός της και τους έκαμεν όλους να συλλογίζωνται. Και τους είπεν ύστερα ότι στην Αθήνα θάρθουν ακρίβειαις μεγάλαις, θάρθουν δυστυχίαις, θαρθή πείνα και κακή ασθένεια, θάρθουν— έλεγεν ο Χρονογράφος— θάρθουν από την Πόλι και από την Λόντρα οι «ομογενείς» στην Αθήνα, και θα μας φέρουν ακρίβεια και την κακή ασθένεια και θα μας φέρουν πείνα και θ' ακριβήνουν όλα τα πράγματα, θ' ακριβήνουν τ' αυγά, θ' ακριβήνουν η κότταις. Θα συνάξουν από τον κόσμον τα «υπέρπυρα» και θα τον φορτώσουν με «πτυκτά». Και την κακήν ασθένειαν όπου έλεγεν ο Χρονογράφος, εκείνος ο γέρος ο γελαστός την εξηγούσε ότι είνε τα λούσα τα μεγάλα που θα μας φέρουν οι «ομογενείς», γιατί τα λούσα είνε κακή ασθένεια κολλητική σαν την πανούκλα.

— Και τι είνε τάχα αυτοί οι «ομογενείς;» Ηρώτησεν ο Σπύρος, συγκινηθείς ολίγον και ακούων μετά προσοχής.

— Ποιος ξέρει, απήντησεν ο Μπαρμπα-Σταυρής. Ο γέρος ο γελαστός που ξηγούσεν εκεί τον Χρονογράφον, δεν είπε τίποτε. Μα εγώ θαρρώ πώς θενάνε, παιδί μου, τίποτε άνθρωποι, θηρία αρπακτικά δεν πιστεύω να είνε οι ομογενείς. Θενάνε τίποτε φαγάδες, τίποτε μπερεκετλήοες και θαρθούν εις την Αθήνα και θα μας ακριβήνουν τα πράγματα. Και θα μας πάρουν τα «υπέρπυρα» δηλαδή της λίραις, τον χρυσόν, που λάμπει περισσότερον από την φωτιά και θαμβόνουν τα ασυνήθιστα μάτια των ελλήνων, και θα μας φορτώσουν με τα «πτυκτά» δηλαδή με μετοχάς και χρεώγραφα, τα οποία είνε πτυκτά χαρτιά, διπλωμένα ώμορφα. Έτσι τα εξηγώ εγώ αυτά. Γιατί ούτε ο «Χρονογράφος» τα ξεκαθαρίζει, ούτε ο γέρος ο γελαστός ήξευρε να τα εξηγήση (2).

— Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπαρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος.

— Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.

— Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, επανέλαβεν ο Ξυλοπόδαρος και κτυπήσας άλλην μίαν φοράν τον ξύλινον πόδα του έλαβε τα δύο ξύλινα ραβδία του, και τακ-τακ απήλθε να περιέλθη κατά την συνήθειάν του τας συνοικίας της πόλεως, ενώ τα ποικιλόχρωμα άνθη του κήπου διέχυνον το μεθυστικόν άρωμά των περί τον έκθαμβον απομείναντα υιόν του Γέρω-Λαχανά, και τα πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων την αιωνίαν προς τον Πλάστην μελωδίαν των. Και ενώ ο μπαρμπα Σταυρής έκλειε την αυλόπορταν σταθείς είπε:

— Καλό είνε παιδί μου, το καθησιό, μα το ξάπλωμα είνε ακόμα καλλίτερο!

 

— Δεν θα σ' ενοχλώ πλεια, Αρφανούλα μου, είπε με χαράν μίαν εσπέραν μετά ταύτα ο Σπύρος προς την αδελφήν του. Μ' εσύστησαν εις τον κυρ Νίκον, τον υποψήφιον βουλευτήν, να διαβάζω τους εκλογικούς καταλόγους 'στής ημέραις των εκλογών και να σημειώνουν οι κομματάρχαι ποιοί είνε ζωντανοί και ποιοί είνε πεθαμένοι, θα τρώγω μεσημέρι-βράδυ 'ς το σπίτι του. Και όταν επιτύχη 'ς της εκλογαίς, θα με διορίση.

Η Αρφανούλα εχάρη κ' εδόξασε τον Θεόν. Πρώτην φοράν έβλεπεν αυτό το θαύμα, του οποίου εργάτης βεβαίως ήτο ο Μπαρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ο νέος θαυματουργός των Σεπολίων με τον ξύλινον πόδα του και με την ως ραβδίον πλήττουσαν ξυλίνην φιλοσοφίαν του.

— Μου είπε να με διορίση από τώρα, εξηκολούθησεν ο Σπύρος, τελωνοφύλακα. Αλλά πού να τρέχω και να ξενυχτώ για τα λαθρεμπόρια. Μου είπε να με βάλη στο Καπνοκοπτήριο, μα ο καπνός μου μυρίζει και δεν βαστάω διόλου. Εγώ του είπα ότι προτιμώ να με στείλη επόπτην εκεί που θα φορτώνουν την σταφίδα 'ς την Πάτρα, να στέκωμαι και να βλέπω. Αυτήν την υπηρεσίαν, κυρ Νίκο, του είπα, σου υπόσχομαι να την κάμω καλλίτερα από κάθε άλλον. Δυστυχώς όμως ο Νίκος απέτυχεν εις τας εκλογάς και ο Σπύρος έμεινε πάλιν άνευ έργου, υπότροφος της αδελφής του. Αλλ' όταν μία καταστρεπτική πλημμύρα του Κηφισσού, η οποία κατέστρεψεν όλας σχεδόν τας εξοχάς των Αθηνών, εξηφάνισεν ολοτελώς και το περίφημον περιβόλιον του Γέρω-Λαχανά, τα δε παιδία μόλις εσώθησαν επί της στέγης της οικίας των, ο Σπύρος ήρχισε να συλλογίζηται πάλιν ως και την άλλην φοράν και να θέλη να φιλοσοφήση επί των καταιγίδων και των πλημμυρών.

— Τώρα τι να κάμωμεν!

Είπεν η Αρφανούλα προς τον αδελφόν της.

— Λες να γλύτωσεν η Βουλή, από τον φοβερόν αυτόν καταποντισμόν; είπεν ο Σπύρος, αναμένων πάντοτε εκλογάς.

— Εθεμέλιωσεν ο γέρως, Σπύρο μου, εθεμέλιωσε. Δεν πέφτει, έλεγεν ο Μπαρμπα-Σταυρής, εκεί παρών, μόνον κύτταξε να πιάσης την τσάπα του γέρω Λαχανά. Αυτό που σου λέγω!

— Και τι να σκαλίσω; Τα χαλίκια που μου χάρισεν ο ποταμός;

— Αυτό που σου λέγω!

Είχε μαλακυνθή όλως διόλου ο δυστυχής από την αργίαν. Αι σάρκες του ήσαν απαλαί, αι παρειαί του ως εκ προζυμίου, αι χείρες του ως ξεβιδωμέναι. Αι τρίχες της κόμης του άσπρισαν και αυταί. Τι να κάμη: Η αδελφή του, τη επιμόνω παρατηρήσει του μπαρμπα Σταυρή είχε σκληρυνθή ολίγον.

— Τον παίρνεις στον λαιμόν σου, άφησέ τον, της έλεγεν ο Ξυλοπόδαρος. Αργός μη εσθιέτω. Θα σε κανονίση ο παπα-Μεθόδιος. Δεν πας να ιδής; Αργός μη εσθιέτω! Εις τον κόσμον αυτόν χέρι με χέρι όλα γίνονται. Πάρε δουλειά, νά φαΐ . . .

Εν τη εσχάτη εκείνη ανάγκη ο Σπύρος προσεκολλήθη παρά τινι συμβολαιογραφείω, ν' αντιγράφη συμβόλαια αντί δραχμής από πρωίας μέχρι νυκτός. Το βράδυ, ότε επέστρεφεν η Αρφανούλα από το εργοστάσιον, με λύπην της τον έβλεπε τον αδελφόν της κατακομμένον ως να έσκαπτε, με τους δακτύλους της δεξιάς του πληγωμένους και καταμελανωμένους. Αλλά δεν ωμίλει, μήπως και συνειθίση. Ούτε ο Σπύρος ωμίλει μήπως και συνειθίση. Πλην μετά μίαν εβδομάδα η Αρφανούλα έξαφνα ακούει τα παράπονά του:

— Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον Μπαρμπα- Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με κυνηγά η ατυχία καϋμένη. Τι να σου κάμω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν διά μίαν κατάχρησιν του συμβολαιογράφου!

Τότε ο Μπαρμπα-Σταυρής λυπούμενος περισσότερον την Αρφανούλαν τον συνέστησεν εις άλλο συμβολαιογραφείον. Αλλά μετά δύο ημέρας ήλθεν ο Σπύρος έξω φρενών.

— Μέβαλες σ' αυτόν τον μασώνον, σ' αυτόν τον άθεον!.. Ο τετράγωνος νους του Μπαρμπα-Σταυρή, ο περικλεισμένος μέσα εις την τριγωνικήν κεφαλήν του εξήναψε μετά ταύτα άλλην ιδέαν φαεινήν και είπεν.

— Ο γέρως εθεμελίωσε, παιδί μου. Δεν είνε ελπίς να πέση και να διαλυθή η Βουλή. Άνοιξέ μου ένα καφενείο, εκεί κατά την Βάθεια. Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι...

Αφού μάλιστα η ιδέα προήρχετο από τον Μπαρμπα-Σταυρήν, ο Σπύρος ευρέθη μετ' ολίγον ευκόλως διευθυντής ενός ωραίου καφενείου εις την Βάθειαν, με μίαν μεγάλην λεύκαν εμπρός. «Εις την Λεύκα» με το όνομα. Ο νταμπής έψηνε τους καφέδες, ο σερβιτόρος τους εμοίραζε, και ο Σπύρος εκάθητο από το πρωί έως το βράδυ στον μπάγκο αναγινώσκων εφημερίδας και διαλεγόμενος περί εκλογών. Οσάκις δε εγίνετο λόγος περί εργασιών ή θέσεων έλεγε προς τον Μπαρμπα- Σταυρήν, όστις συχνά τον επεσκέπτετο.

— Ωχ, αδερφέ, βαρέθηκα να κάθωμαι από το πρωί ως το βράδυ εδώ στον μπάγκο. Επόπτης εις την σταφίδα. Εκείνη η εργασία μου αρέσει. Γλυκεία, σταφιδένια θεσούλα. Μα που θα μου πάη. Δεν θα τον ρίξουν τον γέρω καμμιά φορά...

Ας παρεπονείτο ο Σπύρος. Έτσι το έκαμνε. Διά να δείξη εις τον Μπαρμπα- Σταυρή, ότι ενδιαφέρεται πλέον διά τα ζωτικά ζητήματα, δια τα ζητήματα της ημέρας, διά τα ζητήματα του εαυτού του, διά την αποκατάστασιν της αδελφής του.

Ήτο πολύ ευχαριστημένος με την διεύθυνσιν του καφενείου. Και η Αρφανούλα ήτο όλη χαρά. Κάθε βράδυ εις τας ένδεκα της έφερνε πότε δέκα δραχμάς και πότε είκοσι, κέρδος. Αλλά μετά τρεις μήνας, έξαφνα έρχεται θυμωμένος ο Σπύρος και της λέγει:

— Πες του χαιρετίσματα του Μπαρμπα-Σταυρή, Αρφανούλα μου. Ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης. Έχω τρεις μέραις να πιάσω δεκάρα, και χρεωστώ μισθούς εις τον σερβιτόρο, και χρεωστώ το ενοίκιον. Δεν σ' αφίνει ο φθόνος, Αρφανούλα μου. Ήλθε δίπλα μου ένας άλλος και άνοιξεν άλλο καφενείο, και μου πήρε όλους τους μουστερήδες,

— Δεν πάγαινες, κακομοίρη, παρακάτω, τω είπα. Το μέλι έχει αυτή η θέσις;

Αληθώς άλλος τις φίλεργος και δραστήριος, ιδών την ανάγκην εκεί της συνοικίας, ιδών και τον Σπύρον από πρωίας έως νυκτός καθήμενον και μη κινούμενον διόλου εις περιποίησιν και κολακείαν των πελατών, ήνοιξεν άλλο καφενείον παραπλεύρως, και μόνος περιποιούμενος τους πελάτας προθύμως, αφήρεσεν όλην την πελατείαν του Σπύρου, όστις τέλος ηναγκάσθη να κλείση το καφενείον του, πωλήσας τα έπιπλα εις ευτελεστάτην τιμήν και ζημιώσας την Αρφανούλαν υπέρ τας χιλίας δραχμάς.

Τότε και η Αρφανούλα ήρχισε να εξυπνά. Όσα εξώδευε προς διατροφήν του αδελφού της και προς ενδυμασίαν, δεν υπελόγιζεν. Αλλά να ρίψη, χιλίας διακοσίας δραχμάς εις το πηγάδιον... τούτο την αφύπνισεν από του ληθάργου.

— Έχει δίκαιον ο Μπαρμπα-Σταυρής, είπεν.

Αλλ' αυτήν την φοράν ο Μπαρμπα-Σταυρής ηλέγχετο ότι αυτός έγεινεν αίτιος της μεγάλης αυτής ζημίας της ορφανής κόρης.

— Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου, έλεγε δικαιολογούμενος ο Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που εγελάσθηκα. Αλλά πάλιν δεν εγελάσθηκα. Η θέσις εκείνη ήτανε αληθινά διά καφενείον. Αλλά το καφενείον θέλει και καφετζήν. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι ο καφετζής πρέπει να κάθεται και εδώ είνε που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται, Αρφανούλα μου, όταν έχη δουλειά. Και ο επόπτης της σταφίδος θαρρεί ο Σπύρος ότι κάθεται; δεν πιστεύω να κάθεται και αυτός. Κάτι θα κάμνη, κάτι θα σημειώνη· και σταφίδα να πάρη κανένα τσουβάλι, θα κουνηθή, θα δουλέψη. Εγνώριζα ότι ο αδελφός σου δεν είνε για τίποτε, ούτε για την σταφίδα, αλλά έλεγα ότι σε ένα δύο χρόνια θα προφθάση να κερδίση κάτι τι στη Βάθεια να πιάση μαγιά. Αλλά βλέπεις, σήμερα, Αρφανούλα μου, στέκουν οι άνθρωποι με ανοιχτό το στόμα να χάψουν τας ιδέας των άλλων. Και εδώ πλέον χρειάζεται ταχύτης: Όποιος πρόφτασε τον Κύριον εδόξασεν. Όλα έγειναν σήμερον «ηλεκτροπαραγωγά», είπεν ο Ξυλοπόδαρος, κτυπών τα τρία ξύλα του εις την γην με την νέαν αυτήν του συρμού λέξιν.

— Και τώρα; ηρώτησεν η Αρφανούλα, περιδεής.

— Τώρα; 'Σαν ταποτώρα! απήντησεν ο Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ξύων την βάσιν της τριγωνικής κεφαλής του. Κάμε ό,τι θέλης. Μόνον να μη ξεχάσης τι προφητεύει ο Χρονογράφος για την Αθήνα κ' έχε τον νουν σου. Και κάμε λήγωρα να ανοίξης δικό σου εργοστάσιο. Γιατί θαρθούν ακρίβειαι εις την Αθήνα, θάρθουν από την Πόλι οι ομογενείς και από τη Λόνδρα και θα φέρουν 'ς την Αθήνα την ακρίβεια και την κακή ασθένεια, ήγουν τα λούσα. Έπειτα δεν θα πανδρευθής κιόλας; Το Σπύρο θα κάθεσαι να περετάς; Μη τον λυπάσαι. Η ανάγκη θα τον κάμη να κυττάξη ναυρή δουλειά. «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς... »

 

Ούτε ο γέρως όμως έπεφτεν, ούτε η βουλή διελύετο. Μόνον τα ιμάτια του Σπύρου διελύθησαν εις ράκη από της επονειδίστου «αεργίης». Η Αρφανούλα πεισθείσα εις τας συμβουλάς του «Γέρω-Νίκου» των Σεπολίων απεφάσισε να εγκαταλίπη πλέον τον αδελφόν της. Μόνον τον έτρεφε. Φορέματα τίποτε. Δραχμήν διά το καφενείον, τίποτε. Κατ' αρχάς εκείνος ήρχισε να την απειλή, ζητών να μοιράσουν την πατρικήν κληρονομίαν, τον παμπάλαιον οικίσκον των Σεπολίων. Τον περίφημον κήπον είχε μεταβάλει ο Κηφισσός εις κοίτην του. Εδέχετο δε να έλθη εις συμβιβασμόν μαζί της, αν του έδιδεν ολίγα κεφάλαια ν' ανοίξη ένα εμπορικάκι, εκεί κατά την Αγίαν Μαρίναν.

Ήτο πληθυσμός παιδιών μικρών εις την εργατικήν εκείνην συνοικίαν κ' ήλπιζε να κερδίζη πολλά ο Σπύρος από το μικρόν εμπορικάκι ψευτολογών τα μικρά. Αλλά η Αρφανούλα ήτο άκαμπτος.

— Βάστα καλά! της έλεγε και ο Μπαρμπα-Σταυρής.

Ιδών τότε ο Σπύρος ότι διά των απειλών ουδέν κατώρθου, αλλά μάλλον θόρυβος εγίνετο, απεφάσισε να μεταχειρισθή τας δεήσεις. Εις τα τοιαύτα, δεήσεις και δάκρυα, οι αργοί είνε θαυμάσιοι ημπορούν να κάμψουν και την σκληροτέραν καρδίαν, όχι την μαλακήν της Αρφανούλας καρδίτσαν όπου λαχταρούσε σαν του πουλιού. Ημπορούν να μεταπείσουν και αυτόν τον Μπαρμπα-Σταυρή να μεταβάλη γνώμην περί αυτών, όχι την γυναικείαν της Αρφανούλας διάνοιαν, η οποία επείθετο αμέσως ως το μικρόν παιδίον.

— Μη βλέπης, έλεγε κλαίων σχεδόν ο Σπύρος, μη ακούης, Αρφανούλα μου, με κυνηγά η ατυχία. Ξέρω εγώ την δουλειά μου. Ας μη άνοιγε το διπλανό καφενείο, και θ' άβλεπες σήμερα τον Σπύρο. Ας έπεφτε ο γέρως, να διαλυθή η βουλή, και θάβλεπες τον Σπύρο 'ς την Πάτρα, 'ς την σταφίδα να γυρίση πίσω με χρυσά ωρολόγια.

Γυνή ήτο, αδελφή του ήτο, ευσπλαγχνική φύσις ήτο.

Η Αρφανούλα εκάμφθη.

Και ο Σπύρος μετά τινας ημέρας, εκεί παρά την Αγίαν Μαρίναν, χωμένος μέσα εις ένα μικρόν εμπορικάκι, γεμάτο ψυλικά ποικιλώνυμα, με κατάστιχα, με καλαμάρια, και πέννες να σημειώνη, με απομεινάρια του εργοστασίου της Αρφανούλας διά τας πτωχάς εκεί κορασίδας, που τρελλαίνονται για ένα φτερό, ή για ένα ψευδοάνθος, επώλει, χωρίς να γνωρίζη και ο ίδιος τι κάμνει.— Πήγες καμμιά μέρα, να ιδής τι κάμνει εκείνος ο αδελφός σου;

Ηρώτησε μετά τινας μήνας την Αρφανούλαν ο Μπαρμπα-Σταυρής, θυμωμένος διότι δεν εισηκούσθη.

— Είχα καιρόν; . . . Απήντησεν η Αρφανούλα.

Ο Μπαρμπα-Σταυρής όμως, τακ-τακ, με τον ξύλινον πόδα του και τα ξύλινα ραβδία του, τακ-τακ— περιερχόμενος όλας τας συνοικίας καθ' εκάστην, είχε καιρόν. Και έμαθεν ότι εις την Αγίαν Μαρίναν άνοιξεν ένα εμπορικάκι που πωλεί φθηνά, πάμφθηνα, που δε ζητάει τα βερεσέδια ο εμποράκος, που δεν σημειόνει, που τον γελάνε τα παιδάκια και τα κοριτσάκια· που του κλέβουν τα κονδύλια και της πλάκαις και της κορδελίτσαις από μπροστά από τα μάτια του, και τόσα άλλα.

Η Αρφανούλα τα είπεν αυτά εις τον αδελφόν της, χωρίς ν' αναφέρη τον Μπαρμπα-Σταυρήν. Αλλ' ο Σπύρος τα διέψευδεν. Έλεγεν ότι τα διαδίδει αυτά ένας φούρναρης εκεί δίπλα του, ο οποίος αφού είδεν ότι το μαγαζάκι του έκαμνε δουλειά, παρήγγειλε και αυτός και του έφκιασαν μέσα εις τον φούρνον μια μόστρα και έβαλε κάμποσα ψιλικά και αυτός και τα κατέβασεν ελεεινά, και η αλήθεια είνε ότι του έκοψε του Σπύρου τους μουστερήδες. Γιατί αυτός είνε κατεργάρης και όσα σπίτια δεν στέλνουν τα παιδιά τους να ψωνίσουν τα ψιλικά από αυτόν, δεν τους δίνει ψωμί κρέντιτο. Να, αυτά είνε τα σωστά. Ότι δηλαδή, Αρφανούλα μου, η ατυχία με κυνηγά· και να πης χαιρετίσματα εις τον Μπαρμπα-Σταυρήν ότι ο Σπύρος ειμπορεί να είνε άτυχος, τεμπέλης όμως δεν είνε.

Η Αρφανούλα ένεκα συσσωρεύσεως παραγγελιών εν τω εργοστασίω, δεν έλαβε καιρόν να φροντίση εγκαίρως· και ούτως με την νέαν επιχείρησιν του αδελφού της εζημιώθη άλλας χιλίας δραχμάς.

Επήγε να σκάση από τον θυμόν του ο Μπαρμπα-Σταυρής. Αλλ' ενόμιζε πλέον ότι η Αρφανούλα έβαλε γνώσιν, ότε την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς ελθών να χαιρετίση την ανεψιάν του διά τα Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει και ητοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια και αθύρματα πολλά, σωρόν μεγάλον.

Ο Σπύρος έλειπε.

— Τι είν' αυτά Αρφανούλα; ηρώτησεν ο θείος της. Κάτι πολλά δώρα θα κάμης εφέτος. Μήπως τον αρραβώνιασες τον Σπύρο, κρυφά από τον Μπαρμπα- Σταυρήν; Να σου πω, δεν θα ήταν άσχημα. Ο γάμος είνε σαν το τυπογραφικό πιεστήριον και μπορεί να στρώση και ο Σπύρος.

Η Αρφανούλα εγέλασε. Και διηγήθη είτα εις τον θείον της τα συμβαίνοντα.

— Τι να σου πω, Μπαρμπα-Σταυρή. Τον λυπήθηκα. Δεν βαστά η ψυχή μου. Δεν έχει παντελόνι να φορέση. Έπεσε 'ς τα πόδια μου με τα δάκρυα, σαν μωρό, και μου είπεν. Απ' τον Θεόν και στα χέρια σου, αδελφούλα μου. Άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο να στήσω 'ς την Καπνικαρέα ένα τραπέζι να πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, να βγάλω μια φορεσιά ρούχα το ελάχιστο. Σε λίγαις ημέραις θα τον φάνε τον Γέρω, τέλος πάντων. Και άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Το βλέπω κ' εγώ. Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσα 'ς τον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπα 'ς το ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις.

Και έκλαιεν ο καϋμένος . . .

Τον λυπήθηκα Μπαρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο. Τον κυνηγά και η κακοτυχία. Δεν είνε μονάχη η κακομοιριά.

— Μα δεν ξέρεις, κορίτσι μου, ότι όπου κακομοιριά, εκεί και κακοτυχία; . . .

 

Ούτω λοιπόν ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, με την πονηρίαν του και με την φυσικήν αγαθότητα της Αρφανούλας τα κατάφερε πάλιν και τον είδομεν την παραμονήν της πρωτοχρονιάς πρωί πρωί, παρά το Άγιον Βήμα της Καπνικαρέας, εμπρός εις μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα ευθηνά αθυρμάτια, στρέφοντα, τη συμβουλή του θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν εκεί θρηνητικώς, πρώτην-πρώτην αυτήν, ως το εγερτήριον της μεγάλης εμπορικής οδού, την τρελλήν εκείνην ημέραν.

Αλλά μόλις εξηφανίσθη ο Μπαρμπα-Σταυρής με τα τρία ξύλα του, ως είδομεν, και ψεκάδες πυκναί ήρχισαν να πίπτουν.

Ο άνεμος ετράπη προς το βορειοανατολικόν του ορίζοντος και μετ' ολίγον βροχή δαρτή ήρχισε να πίπτη. Θόρυβος επηκολούθησε τότε και ταραχή μεγάλη εις τας πέριξ εκεί άλλας τραπέζας των παιγνιοπωλών, και φωναί και βλασφημίαι ηκούσθησαν. Άλλοι με λευκάς σινδόνας εσκέπαζον τα προς πώλησιν αθύρματα, ως να τα εσαβάνοναν, και άλλοι εισεκόμιζον τας τράπεζας των εις τα εγγύς εμπορικά. Οι έμποροι, απηλπισμένοι συνέκρουον τας χείρας των ως οι σταφιδοκτήμονες, βραχείσης της σταφίδος. Οι υπάλληλοί των εγελούσαν σκαστά.

Ο Σπύρος τότε του Γέρω-Λαχανά, ανοίξας την ομβρέλλαν του, είχεν αυτήν την πρόνοιαν, με όλην την ανικανότητά του ήτο γεμάτος πονηρίαν, ανέμενε να παύση, η βροχή κ' εξηκολούθει να συστρέφη την τεραστίαν ροκάναν.

Ουδείς διαβάτης ετόλμησε να προβάλη επί τόσας ώρας και εκινδύνευε να κηδευθή η τελευταία ημέρα του έτους εκείνου άνευ της προπομπής, αλλά μόνον με τους θρηνητικούς κρωγμούς της ροκάνας του Σπύρου, του υιού του Γέρω- Λαχανά.

Διότι αληθώς μετ' ολίγον ορμητική θύελλα εκραγείσα, θαρρείς και απέλυσεν επί της πόλεως ολόκληρον τρούμπαν. Καταρράκται κατακλυσμού ανοίχθησαν και ρεύμα μετά ηχηράς βοής κατήλθεν αμέσως από του Συντάγματος, το οποίον παρέσυρε παν το πρόστυχον. Οι έμποροι έσπευδον ν' αποσύρωσιν από των θυρών των τα προς πώλησιν πράγματα. Η δε τράπεζα του Σπύρου, μη προνοήσαντος να την εισαγάγη εγκαίρως εις τι εμπορικόν, ως έπραξαν προ μικρού οι άλλοι παιγνιοπώλαι, ανετράπη φευ! και τα παίγνια όλα και όλα τα αθύρματα του οικτρώς παρεσύρθησαν υπό του χειμάρρου κ' εξηφανίσθησαν εις την εκεί πλησίον μεγάλην καταβόθραν.

Και εσώθη μόνος ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, ως ο τελευταίος άγγελος του Ιώβ, ίνα αναγγείλη την θλιβεράν είδησιν εις την αδελφήν του.

— Πες χαιρετίσματα εις τον Μπαρμπα-Σταυρή, Είπε θρηνών ο Σπύρος, πες του που ξέρει να κάνη το ξυλόσοφο, ότι ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης, αλλά τον κατατρέχει η ατυχία....

 

Κατόπιν, μετά μεσημβρίαν, ο ουρανός της Αττικής, ο απατεών, εξαστέρωσε κ' έγεινεν αρκετή κίνησις, ο δε σχηματισθείς βόρβορος συνετέλεσεν εις το να ανυψώση εις βακχικήν τελετήν, την γενομένην εκείνο το έτος παρέλασιν των Αθηναίων.

— Δεν ξεύρω, τέλος πάντων, έλεγεν ο Μπαρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελθών την επαύριον να χαιρετίση την Αρφανούλαν, δεν ξεύρω ποίος πταίει, ο αδελφός σου ή η ατυχία του. Σου το είπα όμως και άλλαις φοραίς. Όπου κακομοιριά εκεί και ατυχία. Έπειτα εσύ διαβάζεις βιβλία. Δεν ξεύρεις ότι «κακομοίρης» θα πη άτυχος; Το βέβαιον όμως είνε, ετελείωσεν ο Μπαρμπα-Σταυρής, ότι αν ο Σπύρος επήγαινεν από μικρός σε κανένα Μοναστήρι, μπορούσε σήμερα να είνε κάτι τι. Κ' εκτύπησε τον ξύλινον πόδα του κραταιώς επί του πατώματος, ως να εκτυπούσε την κεφαλήν του, διότι δεν το είπεν αυτό, όταν έπρεπε.

 

αρχή

 



 

-1901

Με τα δύο καλαμοειδή χεράκια του και τα δύο σκολιά ποδαράκια του, ο Μιστόκλης ο Κοντούλης κατεγίνετο εν χαρά, τόσας ημέρας τώρα, με το νέον του επάγγελμα, όπερ ανέλαβε με χρυσάς ελπίδας, ωσάν κάθε νέος επαγγελματίας.

Προσκολλών χαρτίνας ρωσσικάς εικόνας επί μικρών σανίδων, μετά προσοχής και δεξιότητος, ώστε να φαίνωνται ως εξ αρχής εζωγραφημέναι επί των σανίδων, και πλαισίων αυτάς είτα δι' απλών εκ λευκοσιδήρου κορνιζών, κατήρτιζε πλουσίαν συλλογήν, σκοπών ν' απέλθη εις Τήνον, κατά την πανήγυριν, και κερδίση ασφαλώς και ακόπως κέρδη από ευτελών και πτωχικών κεφαλαίων. Έξυπνος ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, είχε κάμει πρό τινων ημερών δοκιμάς εις τα περίχωρα της Αττικής και είδεν ότι αι κομψώς πλαισιωμέναι εικονίτσες του ηγοράζοντο προθύμως υπό των χωρικών, εις τους περιεργοτέρους των οποίων ο Μιστόκλης ηναγκάζετο να περιγράφη την σπανίαν τέχνην του, εξαπατών ότι αυτός εζωγράφιζε διά της χειρός τας εικόνας, εκμαθών τάχα εν Κιέβω την ρωσσικήν αγιογραφίαν, μη βραδύνων να προσθέτη εις τους πλέον περιέργους ακόμη, ότι αυτός επί το εκκλησιαστικώτερον, ως απεκάλει την βυζαντινήν αγιογραφίαν, μετερρύθμιζε τα άκομψα και χονδροειδή ρωσσικά σχέδια. Τόσην δε πεποίθησιν είχε πλέον εις την επιτυχίαν του νέου του έργου, ώστε επανειλημμένως τω ήρχετο διάθεσις ν' ανακράξη προς την γυναίκα του «όξω φτώχια». Αλλά πολλά παθών έως τώρα, πολλά έμαθε, και, το καλλίτερον, έμαθε να σιωπά πλέον.

Και αφού εκόλλησε τας χαρτίνας αγιογραφίας και ηλίαζε τας υγράς σανίδας, ήρχισε να ετοιμάζη και συλλογήν άλλην προσωπογραφιών της αυτοκρατορικής ρωσσικής οικογενείας.

Εκεί πλησίον του, η σύζυγός του, φίλεργος και φιλόπονος γυνή, ξενοπλύνουσα είχε καθήσει επί σκάμνου, παρά μεγάλην και ασήκωτην κόφαν, μπουγαδιάζουσα τα πλυθέντα ιμάτια και αναπαυομένη προς στιγμήν, εθήλαζε χρονιάρικον βρέφος, μετά συνέσεως, περισφίγγουσα τους ατάκτους του πόδας επί της οσφύος της, εις ενδιαφέρουσαν ευρισκομένη κατάστασιν. Τρία άλλα παιδία, το έν μικρότερον του άλλου, έπαιζον παρά-πέρα εν τη ρυπαρά αυλή, καταβορβορωμένα μέσα εις τα νερά της πλύσεως.

— Της προάλλαις, εις το Μενίδι, έλεγεν ο Μιστόκλης, προσβλέπων μετά τινος δισταγμού την βεβαρημένην της συζύγου του κοιλίαν, από κάθε εικόνα που μου κοστίζει— τέχνη και κόπος και κεφάλαια,— μια δεκάρα, έβγαλα δύο και τρεις δραχμαίς. Πρώτα ο Θεός, να πωλήσω εις την Τήνο από δυο και τρεις δραχμάς την μία, της πεντακόσιες εικόνες μόνον—

Διεκόπη αίφνης, Τω ήλθε διάθεσις πάλιν να εκφώνηση «όξω φτώχια», αλλά συλλογισθείς τα παθήματά του, εδάγκασε την γλώσσαν του και εσιώπησεν.

Η σύζυγός του, κάθιδρως, κουρασμένη από της επιμόχθου πλυντικής εργασίας ανεπαύετο ακόμη, θηλάζουσα και το βρέφος, το νήπιον, του οποίου περιέσφιγγε τους αεικίνητους πόδας επί της οσφύος της.

— Δεκαπέντε δραχμαίς την χιλιάδα της αγόρασα από το παππά-Σάββα τον αγιορείτην, διηγείτο ο Μιστόκλης προς την γυναίκα του, ατενίζων μετά φόβου πάντοτε την βεβαρημένην της κοιλίαν· τα σανιδοκόμματα μου τα χάρισεν ο ξάδερφός σου ο μαραγκός, ώστε λίγη ψαρόκολλα μόνον αγόρασα και λίγες λωρίδες τενεκέ και λίγα τζάμια από το φαναρτσή, απομεινάρια. Πρώτα ο Θεός να της πωλήσω όλαις, και της χίλιαις, έστω και προς μία δραχμή την μίαν—

Εδάγκασε και πάλιν την γλώσσαν του, ίνα μη εκφωνήση υπερήφανόν τινα καύχησιν. Και είχε πάθει πολλά έως τώρα.

— Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων.

— Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν. Και μετά δισταγμού και φόβου εμβλέπων προς αυτήν και προς το βάρος της, διά νευμάτων, σαν να εζήτει να μάθη τον χρόνον του τοκετού, εψιθύρισε κατ' ιδίαν μασσημένους λόγους:

— Έχει γούστο εις την τόση χαρά μου για το ταξείδι, να μου παρουσιασθούν και γεννητούρια, και ν' απομείνη ο Μιστόκλης με της εικόνες στα χέρια! Εν τούτοις υπελόγιζε και εύρισκεν ότι ο τοκετός θα επέλθη μίαν εβδομάδα μετά την εορτήν της Παναγίας. Επρολάμβανε λοιπόν και εις την Τήνον να μεταβή και την λεχώ να θεραπεύση.

Ουχ ήττον κάτι τι τον ετριβέλιζε μέσα εις την καρδίαν του. Μήπως έχει λάθος; μήπως ο λογαριασμός γίνεται χωρίς τον ξενοδόχον; Πολλά παθών, έμαθε πολλά...

 

Εις όλα τα προηγούμενα επαγγέλματά του ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, εις όλας τας επιχειρήσεις του, είχε διαψευσθή. Τας μακράς του χειμώνος νύκτας στενοχωρημένος από τας ανάγκας της πολυμελούς του οικογενείας, απηρίθμει εν απογνώσει όλα τ' αποτυχόντα παλαιά έργα του, εις μάτην ζητών ν' απολαύση απλήν τινα εις νεωτέραν επιχείρησιν επιτυχίαν.

Πανταχού η μοίρα του, του πτωχού η μοίρα, παρουσιάζετο φοβερά ενώπιόν του, απελπιστική, καταστρέφουσα τας ελπίδας του, διαλύουσα τα όνειρά του, ώστε ν' αληθεύη πάντοτε το της παροιμίας «όπου πτωχός και η μοίρα του».

Και εις αυτό το έργον της παιδοποιίας, εις το οποίον και μόνον τω έλεγεν ο γείτονας του ο κυρ-Γεώργης ο συνταξιούχος, ότι επέτυχε, θέλων να τον παρηγορήση παραπονούμενον, και εις αυτό ο Μιστόκλης έβλεπε την φοβεράν μοίραν του, του πτωχού την μοίραν, προαγγέλλουσαν αυτώ τας αποτυχίας του.

Από την ημέραν που επρωτόπιασε εργασίαν, πρώτην φοράν ελθών εις την πρωτεύουσαν εκ των νήσων του Αιγαίου πελάγους, από τότε εφάνη ότι ούτε η μοίρα του επήρε με καλό μάτι τον Μιστόκλην, ούτε ο Μιστόκλης την μοίραν του. Αυτός, μικρός το ανάστημα, αλλά και υγιής τω σώματι και ευτραφής ως ουρανόπεμπτος εφάνη εις τον Γέροντα του Λυκαβητού, ένα σκληροτράχηλον και φιλάργυρον προεστώτα του Αγίου Γεωργίου, όστις «με το μέλι» κατ' αρχάς ομιλών, ήρχισεν εις το τέλος να τον ποτίση όξος και πικράν αλόην.

Γνωρίζων ο Μιστόκλης τα γράμματα του ελληνικού σχολείου υπηρέτει καλώς εν τω ναΐσκω, συλλειτουργών τους ιερείς. Αλλ' ο γέρων βλέπων το ανθηρόν της υγείας του, μετ' ολίγον καιρόν επέβαλεν εις αυτόν να περιέρχηται την πόλιν μετά μεγάλου δισακκίου και να συνάζη ελέη των χριστιανών, διά τον Άγιον Γεώργιον. Εις το χωρίον του, είνε αληθές, ο Μιστόκλης εξετέλει και αγροτικάς εργασίας, αλλ' είχεν έλθει εις τας Αθήνας, αποβλέπων εις στάδιον ευγενέστερον. Διά τούτο βαρέως έβλεπε τους ώμους του εξασθενίζοντας από το αφόρητον άχθος του δισακκίου. Τότε κατά πρώτον είδε καθ' ύπνους την Μοίραν του ως άγριον και δυσαχθές γερόντιον, απεσκληρωμένον και πολιόν, να θεωρή τον νεαρόν νησιώτην ως τι μελιτωμένον πλακούντιον, έτοιμον εις βρώσιν.

Υπέμεινεν όμως ο Μιστόκλης όλας τας βαρείας υπηρεσίας του βράχου, ελπίζων ίσως διά της υπακοής του και ταπεινώσεως να μαλάξη τον σκληρόν γέροντα. Αλλ' εκείνος την υπακοήν του εκείνην και ταπείνωσιν εκλαβών ως ηλιθιότητα, τω επέβαλε να λαξεύη τον βράχον τον απρόσιτον, και να κατασκευάζη με την γλυπτικήν σμίλην βαθμίδας επί της ανωφερούς πέτρας, προς εύκολον ανάβασιν των προσκυνητών και έδρανα προς αναψυχήν των.

Αλλ' η εργασία αύτη ήτο λίαν επαχθής· και μετ' ολίγα έτη ελάξευσε μεν ο ευτραφής Μιστόκλης τον απορρώγα βράχον, πλατείας ισοπεδώσας και πεζούλια υψώσας και δεξαμενάς γλύψας διά το βρόχινον ύδωρ, αλλά συγχρόνως, χωρίς να το εννοήση, ελάξευσε και το τρυφερόν σώμα του, καταντήσας με δύο καλαμοειδή χεράκια και δύο σκολιά ασθενή ποδαράκια και μίαν άκρεων πλατίτσαν. Έκτοτε, η Μοίρα του, εμφανιζομένη σκληρά, υπό την μορφήν του Γέροντος, κοντού και απηνούς, πολιού και εχθίστου, με πώγωνα βαθύν και επανωφόριον ποδήρες ρωσσικόν, συνετάραττε την νυκτερινήν ανάπαυσίν του· και αποκαμών επεθύμει την κατάβασίν του προς τα κάτω, όπου τω εφαίνετο ότι θα εύρισκεν ανάπαυσιν εις την μαλακά γύρω του βουνού, αναπαυομένην πόλιν.

Όταν δε μίαν ημέραν, με το καύμα, αχθοφορικώς τοποθετών ογκώδεις λίθους, εις κατασκευήν πεζουλιών, προς συντήρησιν της διαρρεούσης πάντοτε από των όμβρων οδού, είδεν αίφνης να κυλίση βράχος προς την υπώρειαν, με ταχύτητα ακράτητον, ηυχήθη να εκύλιε και αυτός, χωρίς ο εαυτός του, ως άλλος Σίσυφος, να τον αναβιβάση πάλιν επάνω. Κ' εθάρρει ότι δεν θα εχάνετο εις μίαν πόλιν, τόσον μεγάλην και τόσον φιλάνθρωπον, όπου και πέντε αγαθοί να υπήρχον, θα έσωζον όλας τας άλλας μυριάδας, και αυτόν μαζί.

Ο γλυκύς αυτός πόθος του δεν εβράδυνε να εκπληρωθή, διότι μίαν άλλην ημέραν φορτωμένος το δισσάκιον των ελεών, με τα χονδρά του ράκη και τα μεγάλα κρητικά υποδήματα, με τα λεπτοκαμωμένα και σκολιά ποδαράκια του, αναβαίνων τον ελικοειδή δρόμον, κατέπεσεν από του καύματος υπό τινα δροσεράν πευκών συστάδα, και ανακλιθείς, με προσκέφαλον το δισάκκιον, εβυθίσθη εις δροσερόν ύπνον, και εβράδυνε να κομίση προς τον Γέροντά του το δισάκκιον με τα ελέη, διαρπαγέντα, κατά τον ύπνον του, υπό λωποδυτών. Την νύκτα εκείνην, ως βαρύς λίθος, ο Μιστόκλης εκύλισε τωόντι κάτω, προς την υπώρειαν, αποδιωχθείς αγρίως υπό του Γέροντος, αυτός δε καμμίαν όρεξιν δεν είχε πλέον να γείνη Σίσυφος και ν' αναβιβάση πάλιν τον εαυτόν του επάνω.

— Τότε, πρώτα-πρώτα, ο Μιστόκλης ως έξυπνος όπου ήτο, επιθυμών να εργασθή πλέον εν τη πόλει, την οποίαν ως όνειρον έβλεπε πάντοτε από την κορυφήν του Λυκαβητού, να δράση και να προοδεύση, ως έβλεπεν από του ύψους εκείνου ότι έδρα και προώδευε κάτω τόσος κόσμος, εζήτησε κ' εύρε την παρά του Θεού ορισθείσαν τω ανθρώπω βοηθόν και σύντροφον εν τω βιωτικώ αγώνι και ήλθεν εις γάμον. Πλην όλα τα επαγγέλματα, εις τα οποία προχείρως επεδίδετο έκτοτε— τακτικόν τι έργον δεν είχεν εκμάθει— όλα, τον ωδήγουν από ατυχίας εις ατυχίαν. Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως:

— Όπου φτωχός και η μοίρα του! Εσύ μου τάφαγες τα πρόσφορα και είπες πως σου τάκλεψαν οι λωποδύταις!

Τον είδε τον Γέροντα, όταν τον εμπόδισεν η εξουσία να πωλή καπνά και σιγαρέττα, οπού, εκέρδιζεν αρκετά, χωρίς κανένα κόπον, διότι είχε ψηφισθή το μονοπώλιον. Κατόπιν τον ξαναείδε πάλιν, κοντόν και χονδρόν, κατάλευκον, με τον ρωσσικόν επενδύτην του, όταν πωλών κουλουράκια ζαχαρένια, όπου τα εζήμωνεν η γυναίκα του, εκέρδιζεν ικανάς δραχμάς την ημέραν. Ολίγας ημέρας μετά το όνειρον, εγέμισεν η Αθήνα από κουλουροπώλας, και έκαμε λογαριασμόν ότι τα πωλούμενα κουλούρια αναλογούσαν δέκα προς έκαστον Αθήναιον. Αν ήτο δυνατόν να προκόψη κανένας! έλεγεν αγανακτών ο Μιστόκλης.

Αμυδρώς ενθυμείτο ότι τον είδε, τον φοβερόν Γέροντα, άγριον ως λύκον και όταν η γυναίκα του εγέννησε το πρώτον τέκνον των· και τω εφάνη ότι και τότε είπεν εις τον Μιστόκλην ο Γέρων.

— Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Καλά-καλά δεν την εβεβαίωνε ταύτην την οπτασίαν, αλλά το να αποκτά κατ' έτος και από έν παιδίον, τούτο βεβαίως δεν ήτο πλουσίου ριζικόν, εσκέπετο ο Μιστόκλης.

Και όταν ο Μιστόκλης πάλιν με την βούρτσαν του επ' ώμων, με τον τενεκέ των χρωμάτων παρά πόδας εις μάτην ανέμενε παρά την Νέαν Αγοράν, ως σουβατζής, να προσληφθή εις καμμίαν εργασίαν, υποχρεωμένος εκεί ναπαριθμή τους οψοπώλας και τους κομίζοντας πλήρεις οψωνίων τους καλάθους εις τας οικίας των ευδαιμόνων αστών, έλεγε:

— 'Σ πολλά έτη, που ξενοπλένει η γυναίκα μου και βγάζουμε το ψωμάκι . . . .

Εις τας δεινάς τότε στενοχωρίας του εσυλλογίζετο την πρώτην του εργασίαν και τω ήρχετο σκέψις ν' αναβή εις τον Άγιον Γεώργιον, να βάλη μετάνοιαν εις τον Γέροντα και να ζητήση συγχώρησιν από την Μοίραν του.

Φοβεραί της στενοχωρίας του παρετείνοντο αι νύκτες τότε. Παρά τον μέγαν πύραυνον, εν τη ρυπαρά αυλή της κατοικίας των, παρά την Βλασταρούν, η γυναίκα του προσεπάθει να μπουγαδιάση, ρίπτουσα ολίγον κατ' ολίγον το βραστόν νερόν εις την βαθείαν της μπουγάδας κόφαν. Τα παιδία των ως γατάκια εκοιμώντο εις μίαν ψάθαν επάνω, όλα μαζί, μία τουφίτσα σαν ορφανά. Ο Μιστόκλης, στηρίζων την καθαράν από της αργίας βούρτζαν του επί του τοίχου, και καθήμενος είτα επί του κενού τενεκέ των χρωμάτων έβλεπε την βασανιζομένην γυναίκα του. Έβλεπε τα κοιμώμενα παιδία επί της ψάθης, ως να ήσαν εγκαταλελειμμένοι νεοσσοί, έβλεπε και την βεβαρημένην της μητρός κοιλίαν και διελογίζετο, αν δεν ήτο καλλίτερος ο πρώτος αχθοφορικός εκείνος βίος του, ότε κάθιδρως και ασθμαίνων αναβίβαζεν επί του Λυκαβητού το δισάκκιον των ελεών. Τότε έν δισάκκιον είχε μόνον, αλλά τώρα έχει τρία παιδιά και μίαν γυναίκα γαλακτοτροφούσαν και συνάμα έγκυον. Τότε ήτο ελεύθερος να το κάμη ό,τι ήθελε το δισάκκιον εκείνο, όπως ποτέ το έκαμε και προσκέφαλον. Ήτο ελεύθερος να το ρίψη κάτω από των ασθενικών του ώμων όπως και το έρριψε, διότι ήτο άψυχον και άπνουν δισάκκιον. Αλλά το δισάκκιον αυτό το ζωντανόν, το έμψυχον, που φέρει ήδη εις την αδύνατον και λαξευμένην πλατίτσαν του; Το κλαίον πολλάκις και πολλάκις γελών, το εκφράζον πόθους και ορέξεις, πείναν και δίψαν, γυμνότητα και στέρησιν; Το δισάκκιον το πλήρες ονείρων και σχεδίων, το πεπληρωμένον όχι ελεών διά τον Άγιον Γεώργιον, αλλά υπάρξεων τόσων διά τον κόσμον;

Υπάρξεων, αίτινες έχουν χαράν, υπάρξεων, αίτινες έχουν λύπην; Ούτε να το ρίψη πλέον κάτω ημπορούσεν, αλλ' ούτε και να το μεταχειρισθή ως προσκέφαλον.

Και πόσας απολαύσεις είχεν εκείνος ο βίος, όστις τότε τω εφαίνετο βαρύς και μοχθηρός. Την άνoιξιν ο κωνοειδής εύμορφος λόφος, ο άγονος το θέρος και κατάξηρος, ήτο παγκάλως εστολισμένος, ζωγραφισμένος με τόσα αγριολούλουδα, κ' ευωδίαζεν όλος ο βουνός από την νέαν του θύμου βλάστησιν.

Πατών εις την καταπρασίνην εκείνην λόχμην και διά μέσου των τερπνών πεύκων αναβαίνων την βουστροφικήν οδόν του ο Μιστόκλης, ασθμαίνων από το βάρος του δισακκίου, ίστατο κατά δεκάδας βημάτων να ίδη πότε μεν τα γλαυκά του Σαρωνικού νερά και πότε τους θαλερούς αμπελώνας του Γουδίου. Απέθετε τότε το δισάκκιον ν' ανασάνη ολίγον και ανέπνεε την ευώδη της ανοίξεως δρόσον, αγνήν και αθάνατον, ενώ δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, ως από τέλματος, εκάλυπτον κάτω την πόλιν. Και πάλιν ανελάμβανε το δισάκκιον και ανέβαινε· και πάλιν ίστατο διελθών ήδη τας ευσκίους υπωρείας και αναβαίνων τον απρόσιτον της κορυφής βράχον με τας ελικοειδείς υπ' αυτού λοξευθείσας καμπάς του, εστεφανωμένας με στέμματα χλοερά μαργαριτών και αιμοχρόων μυκώνων.

Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών. Τι αν ίδρωνε να λοξεύση μίαν βαθμίδα, ή να κομίση το βαρύ δισάκκιον; Κατόπιν ήτο ελεύθερος— τω εφαίνετο τώρα— να χαίνη προς τον ευώδη του ύψους εκείνου αέρα....

 

Ετοποθέτησεν όμως τας εικόνας όλας εις τρεις μικράς κασσίτσας.

Έθεσεν εντός καλάθου τα εφόδια του ταξειδίου, είπεν εις την γυναίκα του να ετοιμάση μίαν γουνίτσαν μ' έν κυλιμάκι μαζί, και ητοιμάζετο, αφού κοιμηθή ολίγον και ξεκουρασθή, να εξέλθη και μισθώση αχθοφόρον, ίνα μεταφέρη τα πράγματα εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου, εις Μοναστηράκι. Την εσπέραν εκείνην θ' ανεχώρει το πρώτον ατμόπλοιον διά την πανήγυριν της Τήνου.

Το βρέφος το νήπιον εκοιμάτο προ μικρού θηλάσαν. Τα τρία άλλα παιδία, βαστάζοντα ανά έν τεμάχιον άρτου, ανεπιμέλητα, εβύθιζον αυτό εις τους ρύπους της αυλής, και είτα το έτρωγον. Η σύζυγός του, προς νέαν πλύσιν ετοιμαζομένη, παρεπονείτο ότι ησθάνετο αδιαθεσίαν και κόπωσιν αφόρητον.

— Θα κρύωσες, είπεν ο Μιστόκλης, γιατί εψές, κατάλαβες, φυσούσε μπονέντες.

Είπε και έγυρεν εκεί παρά την πυράν της καμίνου της πλύσεως, τυλιχθείς μ' έν παλαιόν ράκος.

Η σύζυγός του ήρχισε την πλύσιν, κύπτουσα με όλον το βάρος της, παρά την μεγάλην και κτιστήν εκεί σκάφην του πλυντηρίου, ότε μετά μικρόν, σαν να ησθάνθη οδυνηρόν πόνον κ' έβαλε κραυγήν. Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν:

— Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Αλλ' έως ου αποτελειώση το όνειρόν του ο Μιστόκλης, επήλθον εις την σύζυγόν του αι ωδίνες του τοκετού· και τότε ο πτωχός, αντί να φροντίση διά την αναχώρησίν του, μετέβη να καλέση την μαίαν.

Δεν ηδύνατο πλέον ν' αναχωρήση εις Τήνον, αι δε εικόνες του έμειναν κεκλεισμένοι μέσα εις τας τρεις κασσίτσας. Ότε δε κατόπιν εκλαυθμήριζε το αρτιγέννητον βρέφος γοερώς, ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, ίνα διευκολύνη την λεχώ και αποκοιμηθή ολίγον, βαστάζων αυτό εις τας αγκάλας του, επανελάμβανε θρηνωδώς:

— Κλάψε, καϋμένο, κλάψε! Όπου φτωχός και η Μοίρα του!

Ενώ αι εικονίτσες του, μέσα εις της τρεις κασσίτσαις κλεισμέναις σιωπηλαί και ακίνητοι, ούτε έτριζον καν εξ οικτιρμού...

 

αρχή

 



 

-1907

Όταν απερνούσεν από τον Άγι-Αντώνη— και απερνούσε κάθε βράδυ, εκείναις ταις ημέραις ο παπά-Κονόμος, καβάλα στο γαδουράκι του— ησθάνετο μεγάλην χαράν να ξεπεζεύση εις την αυλίτσαν του μικρού εξωκκλησίου, να έμβη μέσα, να χαιρετίση τας αγίας εικόνας και έπειτα να καθίση στο μόνον στασιδάκι, όπου υπήρχε— διά τον ψάλτην— και να ξεκουρασθή, αφαιρούμενος σιωπηλός με τα μικρά κανδήλια, οπού εφεγγοβολούσαν εκεί, στην αράδα, την γαλήνην και την ανάπαυσιν, πραγματικήν εκεί και ζωντανήν ανάπαυσιν, αντανακλώντα το ακίνητόν των φως εις τας ακινήτους μορφάς των αγίων.

Αλλά μόνον να ξεκουρασθή τάχα;

Εκείναις ταις ημέραις ο παπά-Κονόμος είχε χάσει την κόρην του, μίαν γλυκυτάτην μοναχοκόρην, την Κουκκίτσαν, οπού τόσον αγαπούσε και ελάτρευεν. Η κυρά-Κονόμισσα, η αγαθή πρεσβυτέρα του, μία φιλάσθενος και ολοκίτρινη γυναίκα, αποθνήσκουσα, την άφησε την Κουκκίτσαν της, επάνω εις το πετραχείλι του παπά της, βρέφος εις τα σπάργανα, και την εμεγάλωσε μόνος του ο παπά Κονόμος οπού ήταν τώρα δεκαεπτά ετών δροσεροτάτη παρθένος, σαν μια ελήτσα φουντωτή. Και την είχε μη στάξη και μη βρέξη ο γηραιός εφημέριος. Χάρμα του ασκητικού σπιτιού του και ζηλευτόν εις όλον το χωρίον βλαστόν.

Όταν εμεγάλωσεν η Κουκκίτσα κ' εβγήκεν από το σχολείον, έγεινε το δεξί χέρι του παπά-Κονόμου. Όπου και αν επήγαινε να λειτουργήση, την έπαιρνε μαζύ του, εις όλα τα εξωκκλήσια, να διαβάζη της ώραις, να ψάλλη, να τον συλλειτουργή. Τόσον επιδέξια και τόσο μελωδικά, ώστε την έλεγαν εις το χωρίον: η διακοπούλα.

Αλλ' έως εδώ ήτο θέλημα Κυρίου να φθάση. Υψηλή, στρογγυλοπρόσωπος, μαυρομαλλούσα και μαυροφρυδούσα, με μίαν χάριν σελαγίζουσαν, όταν ετέθη εις το φέρετρον με τα κάτασπρα, ωμοίαζεν όχι με νεκρόν, αλλά με νύμφην εντός της παστάδος. Και απέμεινεν ο παπά-Κονόμος μόνος, ολομόναχος, με μόνον το πετραχείλι του, απαράκλητος και απαρηγόρητος, προσπαθών να εύρη αναψυχήν εις μίαν μεγάλην αγροτικήν εργασίαν την οποίαν ήρχισε πίσω εις την Κεχριά, μίαν δασώδη οροσειράν, προς το δυτικόν μέρος της νήσου, όπου άρχισαν τελευταίον οι νησιώται να ξανοίγουν αγρούς. Ήτο ένα δάσος πυκνόδενδρον, το οποίον ο παπά- Κονόμος παρεχώρησεν εις τους Παρισαίους, τους ανθρακείς να κάμουν κάρβουνα διά να φυτεύση κατόπιν ελαίας. Παρηκολούθει δε τακτικά την εργασίαν ο γέρων εφημέριος, διά να διασκεδάζη ο λυπημένος του νους, προ πάντων δε διά να λαμβάνη αφορμήν, κατά την επιστροφήν του, να διέρχεται από τον Άγι-Αντώνην το βράδυ— το πρωί διά το συντομώτερον επήγαινεν από άλλον δρόμον, από τον Αηλιά— και να παρηγορήται μέσα εις τον ναΐσκον, τον οποίον ιδιαιτέρως επεριποιείτο ζώσα η Κουκκίτσα, αυτή ράψασα την αγίαν Πύλην με ένα χρυσοκέντητον σταυρόν μεγάλον εις το μέσον, αυτή κρεμάσασα της ποδιαίς εις όλους τους αγίους από ωραίον τσίτι, και αυτή κάθε σαββατόβραδον μεταβαίνουσα και καθαρίζουσα τον ναόν και ανάπτουσα τα κανδηλάκια του.

Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του. Δεν ημπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά του. Εκεί οπού ελειτουργούσεν, εκεί οπού έτρωγεν. Ως ιερεύς και ως πνευματικός πολύ ηγωνίζετο να κρύπτεται από τους ενορίτας του. Αλλά δεν ημπορούσε. Πολλά θέλομεν, αλλά πολλά δεν δυνάμεθα. Εκεί οπού ήρχοντο να τον ίδουν και να τον παρηγορήσουν, εδοκίμαζε να κάμη τον γενναίον, να κρύψη τον πόνον του, και άρχιζε να ψάλλη τότε το: πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα. Αλλά δεν κατώρθωνε. Διεκόπτετο από ένα συνεχή θρήνον. Ο πόνος ο αληθινός δεν κρύπτεται.

Πολλαίς φοραίς— της πρώταις ημέραις,— εξεχνούσεν ο παπά-Κονόμος πως είχεν αποθάνει η κόρη του, και όταν επέστρεφεν από την εκκλησίαν εις τον οίκον του το πρωί, εφώναζεν αστόχαστα:

— Κουκκίτσα, ετοίμασε τον καφφέ!

Άλλοτε πάλιν εξεχνούσε πώς αυτός είχε κλειδώσει και εκράτει το κλειδί, και επιστρέφων από τον εσπερινόν, εκτύπα την θύραν καλών:

— Άνοιξε, Κουκκίτσα!

Την πρώτην παρασκευήν, το δειλινόν, εκεί οπού εδιάβαζεν εις το δωμάτιόν του και ήρχοντο αι ενορίτισσαι να του φέρουν προσφοραίς και κόλλυβα, εφώναζεν ο παπά- Κονόμος:

— Κουκκίτσα! Έβγα να πάρης τα κόλλυβα!

Αι ενορίτισσαι έκπληκτοι εσταυροκοπούντο. Συνήρχετο όμως ο γέρων αμέσως και τότε τα μάτια του επλημμυρούσαν από δάκρυα.

Μια νύχτα, είχαν περάσει εννέα ημέραι από τον θάνατον— του εφάνη πως άργισε να σηκωθή· είχε λειτουργίαν εις το Κάστρο, τρεις ώραις δρόμον, εδέχθη δε επίτηδες προς παραμυθίαν με την εξοχήν.

Εξύπνησε μεσάνυκτα, φοβισμένος ότι επέρασεν η ώρα και εφώναξε:

— Κουκκίτσα! Θαρθής στο Κάστρο;

Σιγή νεκρική διεδέχθη τότε την φωνήν του. Εφοβήθη και ο ίδιος. Σαν να είδε μίαν σκιάν, του εφάνη. Σαν μαύρη σκιά, σαν άσπρη σκιά, οπού αστραπιαίως διήλθε τον κοιτώνα του.

— Εσύ είσαι Κουκκίτσα;

Είπε χωρίς να θέλη. Αλλά το εκκρεμές μόνον απήντησεν εις την ερώτησίν του, εξακολουθούν την μονότονον κίνησίν του.

Τα μάτια πάλι του παπά-Κονόμου εγέμισαν από δάκρυα. Εστάθη όρθιος, και έκαμε τον σταυρόν του.

Μία μέρα ήλθε κουρασμένος από μίαν μακρυνήν λειτουργίαν, από τον Πλατανιά. Ήτα φθινόπωρον, ήτο ζέστη· το γαδουράκι εκεί οπού το άφησε να βοσκήση στης καλαμιαίς των θερισμένων αγρών, εδραπέτευσε, και ήλθε πεζός ο παπά-Κονόμος. Κ' εκράτει κ' ένα ταγαράκι γεμάτο φρέσκα φασουλάκια που τον εφίλεψαν.

Μεσοκομμένος και κάθιδρος ανήλθε την ξυλίνην σκαλίτσαν του οίκου του. Εξεκλείδωσε την πορτίτσα και εισελθών ερρίφθη κατάκοπος επί του πενθίμως ενδεδυμένου ανακλίντρου του, ενός μεγάλου νησιωτικού καναπέ, όστις έπιανεν όλην την πλευράν του τοίχου. Έβγαλε το καλυμάχι του να ξανασάνη. Θα ήτο μεσημέρι και τα καύμα έκαιεν. Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν.

— Παπά! Να βάλω τραπέζι;

Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.

— Ποιος μ' εφώναξε! . . .

Τα μάτια του εγέμισαν αμέσως πάλιν από δάκρυα. Καταπραϋνόμενος δε ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να ψάλλη με θρηνώδη φωνήν, διακοπτομένην ενίοτε από λυγμούς.

«— Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία; . . .»

Ούτω λοιπόν εφαίνετο εις τον παπά-Κονόμον ότι η οικία όλη ήτο γεμάτη από την σκιάν και την φωνήν της Κουκκίτσας του, η οποία διαρκώς επεριπατούσε μέσα εις τα δωμάτια. Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα.

— Δεν είναι καλό πράγμα αυτό!

Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν. Και ήρχισεν εκείνας τας ημέρας την επίπονον εργασίαν πίσω εις τα δάσος με τους ανθρακείς. Συνέπεσε δ' απροσδοκήτως να εύρη και πολλήν ανακούφισιν του πένθους του μέσα εις τον ναΐσκον εκείνον του Αγίου Αντωνίου όπου πλέον κάθε βράδυ εξεπέζευεν από το γαδουράκι του.

Μέσα εις ένα ευώδη πευκώνα χωμένον το ερημικόν παρεκκλήσιον, υπό συστάδα υψηλών και μονοκόρμων πεύκων, ήτο εκεί ως μία φωλεά ευλαβείας και κατανύξεως. Υπάρχουν εις τας νήσους πολλαί τοιαύται ευλαβητικαί απολαύσεις, όπου, ο άνθρωπος σιγά σιγά γίνεται χριστιανός, ειρηνικός και εύσπλαχνος. Η ερημία θέλγει την ψυχήν και εξεγείρει αυτήν εις πίστιν και προσευχήν, εις αγάπην και συμπάθειαν, όσον αποδιώκει την ευλάβειαν και προσοχήν εν ταις εκκλησίαις των πόλεων ο θόρυβος και η τακτική ακαταστασία.

Είχε και αυλίτσαν ο ερημικός ναΐσκος, μίαν μικράν τετράγωνον, εις τα πεζούλια της οποίας γύρω γύρω τα κάτασπρα, ως νεωστί ασβεστωμένα, επρασινοβολούσαν ωραία φουντωτά βασιλικά και ευώδη πλατύφυλλα καρυοφύλλια, δενδρολίβανα και βάλσαμα ακόμη από δω και από κει εις την είσοδον, και εις μίαν γωνίαν μία ρίζα θηριεμένου ροσμαγιού με σαν ξερούς τους κλάδους, αλλά με δροσεραίς φουντίτσαις, γεμάταις από αρωματικήν ευωδίαν.

Όλα αυτά η Κουκκίτσα τα είχε φυτεύσει. Αυτή τα επότιζεν, αυτή τα ανέτρεφε. Τα νερό το έφερνε μακράν, από κάτω, από το πηγαδάκι της Φτελιάς, γεμίζουσα μίαν μικρήν στάμναν, την ώραν οπού ήθελε διέλθει από κει διά να αναβή τον ανήφορον.

Η πορτίτσα ήτον χαμηλή, να σκύψης και να έμβης.

Τα θυρόφυλλα τεφρά και από της βροχαίς και από τους ήλιους σχισμένα ως διά μαχαιριού. Εις το μικρόν τοξοειδές υπέρθυρον εσχηματίζετο ημικυκλικόν διαχώρισμα, ως μία χιβαδίτσα, φέρουσα ένα σταυρόν, σχηματισμένον με πέντε μικρά πρασινογάλαζα πιατάκια της Βενετίας, δυσεύρετα σήμερον.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Κατ' αρχάς εδίσταζε να διέλθη εκείθεν φοβούμενος μήπως εξανάψη την θλίψιν του έτι μάλλον με τας αναμνήσεις που θα του έφερε το ερημικόν εξωκκλήσιον, το προσφιλές της Κουκκίτσας του προσκύνημα, και επέστρεφεν από τον ίδιον δρόμον του ερχομού, από τον Αηλιά. Αλλά μίαν εσπέραν, λησμονήσας, επήρε τον δρόμον του Αγίου Αντωνίου κατά την επιστροφήν, και διελθών από τα σκοτεινόν πηγάδι του Αχειλά και περάσας τα επτά ρεύματα, γεμάτα νερό, έφθασεν εις τον πευκώνα τον μεγάλον, και αίφνης αντίκρυσε μακρόθεν την πορτίτσα του Αγιαντώνη. Έκαμε τον σταυρόν του από ευλάβειαν, αλλ' εταράχθη. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω, αλλ' ήτο νύκτα πλέον και θα υπέφερε πολύν κόπον εις την νυκτερινήν οδοιπορίαν, με τους ανωμάλους και βοθρώδεις δρόμους και με την σκοτίαν της ασελήνου νυκτός. Εξανάκαμε τον σταυρόν του. Συνέσφιξε όσον ηδύνατο την καρδίαν του, καθώς σφίγγομεν την μέσην μας όταν μας πονή, και προσήγγισε.

Του ήλθε λογισμός να παρέλθη χωρίς να έμβη να προσκυνήση. Αλλά μετέγνω κατόπιν.

— Άτοπον είναι, ιερεύς εγώ, να νικώμαι από τοιαύτα ανθρώπινα πάθη ολιγοπιστίας.

Έκαμε και τρίτην φοράν τον σταυρόν του.

— Ήμαρτον, Κύριέ μου! είπεν.

Και ήνοιξε την πορτίτσαν του ερημοκκλησίου.

— Ν' ανάψω και τα κανδηλάκια του που ξημερόνει Κυριακή.

Πρώτα πρώτα τον συνήρπασεν ηδέως το φως των κανδηλίων, τα οποία όλα ήσαν νεωστί αναμμένα. Φως ήμερον και γλυκύ. Σαν άλλο φως, διαφορετικόν από το φως του κόσμου, το οποίον άφθονον εχύνετο από τα κανδηλάκια, αναμμένα στην αράδα. Εστάθη ακίνητος εν μέσω σαν να φορούσε το φελόνι του, σαν να έκαμνεν «είσοδον». Το φως ήτο γλυκύ αληθώς, ήτο φως ιλαρόν, φως αγίας Δόξης, θαρρείς, ψαλμικόν φως. Μία γλυκητάτη χαρά εισέδυσε πάραυτα εις την ψυχήν του ιερέως. Το φως εκείνο του έσβυσε πάσαν θλίψιν από την καρδίαν, πάντα πόνον και πάσαν κακότητα, και του επλήρωσε την ψυχήν γαλήνης και ιλαρότητος. Τέτοια γαλήνη και φως ιλαρόν θα είναι εις τον Παράδεισον! . . . . .

Διατί να θρηνή, διατί να κλαίη πλέον την κόρην του, η οποία ευρίσκετο εις τον Παράδεισον, εις ένα κόσμον ωραίον έτσι και αδιατάρακτον, ως την γαλήνην της ερημικής εκείνης εκκλησίτσας, η οποία εν όλη τη σιγή αυτής ήτο γεμάτη από ζωήν; Εις το γλυκύ εκείνο των κανδηλίων φως, όλοι οι άγιοι του μικρού ξυλίνου τέμπλου απετέλουν μίαν ζωντανήν χοροστασίαν ψυχών, ως ζώσι μακαρίως των αγίων αι ψυχαί επάνω εις τους ουρανούς. Έπαιζεν— έπαιζεν εν χαρμονή ο Σταυρός του τεμπλέου επάνω ο ξύλινος, και ένα περιστεράκι, ξύλινον και αυτό, από το ράμφος του οποίου απεκρέματο του Σταυρού το κανδηλάκι, εκινείτο, θαρρείς, χαρούμενον να πετάξη πλέον επάνω, εις τον ουρανόν του ουρανού, και να εισχωρήση βαθειά εις το αόρατον, εις τον πύρινον ουρανόν. Ηγάλλοντο και οι τοίχοι, ηγάλλοντο όλα όσα υπήρχαν εκεί αντικείμενα.

Επροσκύνησε τας αγίας εικόνας γαλήνιος, και εκάθισεν εις το στασιδάκι ν' αναπαυθή από τον δρόμον.

Η αγία Πύλη ήτο κλεισμένη με μια ποδιά από τσίτι γαλάζιο με κλαδάκια άσπρα, σαν να τα είχαν κολλήσει απάνω, έτσι για στόλισμα, λουλουδάκια άσπρα του βουνού. Ομοία ποδιά έφραζε και την άλλην θύραν του ιερού. Ένα παραθυράκι δεξιά και ένα αριστερά, κλεισμένα και τα δύο με τζάμια· από το ένα αστρόφεγγεν ο ουρανός και εγυάλιζε θαμβά πέραν ο πόντος. Από το άλλο εμαύριζεν ο δρυμός, σκεπασμένος πλέον από την νύκτα, νύκτα μαύρην και παχυλήν, νύκτα δρυμώνος αδιαπέραστον. Επάνω εις το ένα παραθυράκι υπήρχαν τα βιβλία της Ακολουθίας. Εις το άλλο ευρίσκετο ένα πήλινον θυμιατήριον, ένα τασάκι— ήμισυ αραποκαρύου— με θυμίαμα, ένα ελαδικόν πήλινον, απόκηρα και ένα κουτί σπίρτα.

Δύο ξύλινα μανουάλια από κορμόν νεαράς αγριελαίας, στηριζόμενα με την τρίχαλον φυσικήν των βάσιν ίσταντο προ του τεμπλέου, το οποίον ήτο χθαμαλόν, απλούστατον, ξύλινον όπου υπήρχον αι εικόνες του ναΐσκου, εικόνες παμπάλαιαι, φέρουσαι όλην την χάριν της ιεράς αρχαιότητος, ως ένα βαθύχρουν πέπλον τον οποίον εσχημάτισαν οι αιώνες επί των αυστηρών και σεμνών γραμμών του αγιογράφου. Ήσαν εικόνες τέσσαρες και αι τέσσαρες στολισμέναι με λουλούδια φρέσκα, προ μικρού κοπέντα από το κηπάριον της μικράς αυλίτσας του ναΐσκου. Προς τας δύο γωνίας της δυτικής πλευράς, υψηλά προς την οροφήν ως εν ασφαλεία εκεί, ήσαν κρεμασμένα στεφάνια γάμου αποθανόντων ανδρογύνων, δύο-δύο δεμένα και ξεθωριασμένα πλέον, των οποίων είχον αποτριβή από τον χρόνον τα φύλλα της λεμονέας και τα βαράκια, εδώ και εκεί. Εφαίνοντο μόνον οι σκελετοί σχεδόν και τα απογυμνωθέντα από τους καλλωπισμούς των βαμβάκια, εικόνες θλιβεραί της ζωής, υπό την δρόσον της οποίας θα κρύπτεται αιωνίως εις όλους ενεδρεύων, ο θάνατος. Εις άλλους κρεμαστήρας πάλιν εκρέμαντο δύο-τρεις σακκούλαις με οστά νεκρών, και εις δύο-τρεις πετσέταις σκονισμέναις ήσαν τυλιγμένα κρανία αποθαμένων, των οποίων είχε γείνη η ανακομιδή. Οι δε φιλόστοργοι συγγενείς δεν ηθέλησαν να τα ρίψωσιν εις την οστεοθήκην του νεκροταφείου ίνα έρχωνται εδώ και ανάπτουν κηρία και καίουν θυμίαμα εις ανάπαυσιν των ψυχών προσφιλών των υπάρξεων.

Ο Παπά-Κονόμος καθήμενος εις το στασιδάκι του και βλέπων γύρω όλα αυτά εξεπλήττετο, ιδίως διά την καθαριότητα του ναΐσκου· και διελογίζετο:

— Ποιος να κυττάζη τώρα το ερημικόν αυτό εκκλησιδάκι οπού τόσον το αγαπούσεν η Κουκκίτσα μου; Ούτε μια λαδιά κάτω εις της πλάκαις. Ποιος ανάπτει τα κανδηλάκια του τώρα και ποιος τα πλύνει οπού είναι τόσον διαυγές το γυαλί των;

Και του ήρχετο ηρέμα και γλυκά εις την ανάμνησιν η ωραία παπαδοπούλα, η οποία ζώσα επεριποιείτο το εξωκκλήσιον. Και παραδόξως ήρχισε να μη αισθάνεται πλέον την παλαιάν θλίψιν. Ο πόνος εις την καρδίαν του εγένετο γλυκύς και τα δάκρυα οπού εσχηματίζοντο εις τα μάτια του δεν ήσαν θολά πλέον, αλλά στιλπνά και λαμπρά ως αδάμαντες, εκείνα που ονομάζουν οι ασκηταί χαρμολύπης δάκρυα.

Έτσι εύρεν ο παπά-Κονόμος την ανακούφισιν. Και πλέον ετάχυνε να φεύγη από τα έργα των ανθρακέων εις τα δάσος, διά να μένη μόνος περισσοτέρας ώρας εις τον Άγι-Αντώνην. Εκεί και να έβλεπε την κόρην του, διελογίζετο εις το στασιδάκι καθήμενος, δεν θα εταράσσετο πλέον, ως άλλοτε, όταν είδε την σκιάν της εις τον οίκον του.

Εκεί και να την ήκουε να ψάλλη, θα συνέψαλλε και αυτός. Και επόθει μάλιστα πολύ να την ιδή ανάπτουσαν τα κανδηλάκια και θυμιώσαν τον ναόν και αυτόν ακόμη. Η χαρά η αθάνατος, η οποία επλήρου τον ναΐσκον όλον τας νυκτερινάς εκείνας ώρας, τον έκαμε να μη λυπήται πλέον διά τον θάνατον, και να πιστεύη ότι οι Δίκαιοι θνήσκοντες ζώσιν εις τον αιώνα.

— Αφού εδώ μέσα με τας εικόνας των Αγίων, είναι τόσον ωραία, πόσον ωραία θα είναι εις τους ουρανούς με αυτούς τους ιδίους Αγίους;

Μετ' ολίγον όταν θα ετελείωνε πλέον και η εργασία εις το δάσος, διότι επλησίαζεν ο χειμών, τόσον εξοικειώθη με την μόνωσιν και την ορφανίαν του, ή μάλλον τόσον συνήθισε με την ιδέαν ότι η κόρη του δεν απέθανε, αλλά ζη, ώστε δεν τω επροξένει λύπην να μένη εις τον οίκον, όπου άλλοτε τον ετρόμαζε η φανταστική σκιά της Κουκκίτσας και η ανύπαρκτος φωνή της. Τώρα ησθάνετο άφατον χαράν, αν την έβλεπεν εις το σπίτι, αν ήκουε την φωνήν και το περιπάτημά της.

— Οι Δίκαιοι ζώσιν εις τον αιώνα!

Την ανακούφισίν του όμως αυτήν ήλθε να ταράξη ένα απροσδόκητον περιστατικόν εκείνας τας ημέρας, όλως διόλου αιφνίδιον. Εις τα μικρά χωρία γεννώνται εκ του μηδενός μεγάλα ζητήματα, τα οποία φέρουν αναστάτωσιν σεισμού. Άγνωστον πώς και πόθεν. Ίσως αι μυστηριώδεις φωναί τας οποίας ήκουεν ο παπά-Κονόμος εις την οικίαν του, το οποίον διεδόθη μεταξύ των γυναικών. Ίσως αι προς την αποθαμένην κόρην προσκλήσεις του όταν ήρχοντο αι ενορίτισσαι με τα κόλλυβα. Ίσως και η εξακολουθούσα περιποίησις του ερημοκκλησίου, το οποίον ζώσα επεριποιείτο η Κουκκίτσα αλλά, μετά τον θάνατόν της, ήτο άγνωστος ο τόσον επιμελής και ευλαβής νεωκόρος, το οποίον εν τη απλότητί του διεφήμισεν ο παπά-Κονόμος, επαναλαμβάνων εις τους ενορίτας διά τα κανδηλάκια του τα καθαρά και τα λουλούδια του τα φρέσκα και λέγων: Μα ποιος τ' ανάπτει τα κανδηλάκια και φεγγοβολούν και ποιος φέρνει εις τον Άγι-Αντώνην τα ωραία λουλούδια και μοσχοβολούν.... Όλα αυτά εσχημάτισαν τον πυρήνα μιας φρικώδους φήμης. Και μια βραδεία την ώρα οπού ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον:

— Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα!

Ο παπά-Κονόμος το ήκουσε κατά πρώτον την ώραν οπού εδιάβαζε τον Απόδειπνον εις το σπίτι του, διά να ησυχάση. Εθλίβη προς την στυγεράν φήμην εκείνην, ήτις απεγύμνου την ωραίαν του παπαδοπούλαν από όλον το αθάνατον κάλλος της, παριστάνουσα αυτήν ωσάν μίαν αχρείαν και φρικαλέαν αθιγγάναν οπού μπορούσε να βρυκολακιάση. Δεν ημπόρεσε διόλου ν' αποκοιμηθή έως την ώραν του όρθρου. Κατόπιν όταν επέστρεψεν από την εκκλησίαν, δεν επέρασε από την αγοράν να ψωνίση κανένα ψαράκι, διότι του εφαίνετο ότι όλοι θα τον εκύτταζαν ύστερα από την δεινήν εκείνην φήμην. Και τω όντι απ' έξω από το σπίτι του ήσαν αρκεταί γυναίκες και παιδία οπού τον επερίμεναν με περιέργειαν. Μάλιστα του εφάνη ότι ήκουσεν:

— Ο πατέρας του Βρυκόλακα.....

Απέρασαν αρκεταί ημέραι και η φήμη άναπτεν εις όλον το χωρίον θανατόνουσα όλην την πνευματικήν του παπά-Κονόμου γαλήνην, την οποίαν τόσον ωραία είχεν ανεύρει εις το ερημικόν του βουνού εξωκκλήσιον. Πώς ν' αντιμετωπίση κατά της μαύρης εκείνης δυσειδαιμονίας των αγραμμάτων νησιωτών. Ηναγκάσθη να καταφύγη και εις τον παπά- Φλαβιανόν τον ηγούμενον του Καινούριου Μοναστηρίου, όστις μετ' αποστροφής απέκρουσε την φήμην, αναφωνήσας εν οργή εξάλλω:

— Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν!

Και τόσον εβροντοφώνησεν από τον θυμόν του ο φιλάσθενος παπά- Φλαβιανός, ώστε όλον το ρεύμα το βαθύ του Μοναστηρίου με τα πλατάνια και με της καρυδιαίς, επανέλαβε με μίαν τρομακτικά βουΐζουσαν ηχώ:

— Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν!

Όμως οι χωρικοί δύσκολα αποσπώνται από εκείνο οπού πιστεύσουν μια φορά. Και εξηκολούθουν ακόμη να διασταυρούνται εις τους φούρνους, ιδίως μεταξύ των γυναικών, αι παραδοξότεραι φήμαι.

Είδαν πολλαί την Κουκκίτσαν να μαγειρεύη εις το σπίτι του παπά, άλλαι την είδαν να σαρόνη, τυλιγμένη την κεφαλήν με μίαν άσπρην πετσέτα. Άλλαι την είδαν να πηγαίνη εις το Κάστρο, βαστάζουσα το δισσάκι με τα ιερά του παπά-Κονόμου.

Μέσα εις τας φήμας αυτάς ήρθε να προσθέση και τας ιδικάς του οπτασίας ο γέρω-Γιωργός ο Κοψιδάκης, ένας κοντός και κυφός βοσκός, γνωστός εις την νήσον διά τας πολλάς οπτασίας και αποκαλύψεις του. Καταβαίνων από τον πευκώνα του Αγίου Αντωνίου μ' ένα δερμάτινο ταγαράκι εις τους ώμους, συνήντησεν απέξω από την Αγία Τριάδα πολλάς γυναίκας της γειτονιάς εκείνης παρά το νεκροταφείον, αι οποίαι συνεζήτουν διά το τρομερόν επεισόδιον του παπά-Κονόμου, πρωί-πρωί εκεί οπού εσκούπιζαν της αυλαίς τους.

Μόλις τον είδαν αι γυναίκες, ηλάλαξαν αλαλαγμόν επιδεικτικώτατον και τον υπεδέχθησαν πανηγυρικώς.

— Νά, ο μπαρμπα Γιωργός ξεύρει. Ο μπαρμπα-Γιωργός θα μας πη την αλήθεια, που έρχεται από τον Άγι-Αντώνη.

Ήξευραν αι γυναίκες, ήξευρεν όλον το χωρίον, ότι ο γέρων βοσκός εύρισκεν ύλην ζωής εις τα τοιαύτα τα οποία παρηκολούθει, υπομένων οδοιπορίας και νηστείας και αφίνων το εκ προβάτων ποίμνιόν του. Κοντός, κυφός, με φορέματα χονδρά από σκουτίον, με ένα καλογηρικόν καστανόχρουν σκούφον μέχρι των οφθαλμών, με τα δακρυσμένα πάντοτε μάτια του και τα κοντά ψαρά γενάκια του, με ένα ταγαράκι εις τον ώμον του όπου είχε το ψωμί του, και με το Κύριε Ιησού Χριστέ εις τον νουν, σαν καλόγηρος— ψυχή του, καρδιά του, να ξενυκτίση όπου φήμη φαντάσματος, όπου διάδοσις ονείρου και οπτασίας, διά να ημπορή μεθαύριον να παρέχη λεπτομερείς πληροφορίας εις τους νησιώτας, εις τας γυναίκας και τους αργούς.

Τον ήξευραν λοιπόν αι γυναίκες τον μπαρμπα-Γιωργό. Ήξευραν ότι από την ημέραν που άρχισεν η φήμη ότι εβρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα, αφήσας έρημον το ποίμνιόν του, εξενυκτούσεν εις τον Άγι-Αντώνην με ένα ξηρό κομμάτι ψωμί εις τον τουρβά του. Διά τούτο μόλις τον είδαν, εννόησαν ότι ήρχετο από τον Άγι-Αντώνην.

Ο γέρων βοσκός τας εχαιρέτισε, και ακούσας από μακράν τας ομιλίας των περί Κουκκίτσας, νεκρών και βρυκολάκων, εσταμάτησε γαλήνιος και ατάραχος.

— Τι κάθεσθε και λέτε, χριστιαναίς μου! Νά, δεν πάτε εις τον Άγι- Αντώνη να την ιδήτε που ανάπτει τα κανδήλια!.....

— Η Κουκκίτσα; εκραύγασαν αι γυναίκες έντρομοι.

— Ανάπτει τα καντήλια τακτικά. Σκουπίζει την εκκλησία, τα συγυρίζει όλα, ανάπτει φωτίτσα και θυμιατίζει, τι θα πη!....

— Παναγία μου!

Είπαν και εσταυροκοπήθηκαν αι γυναίκες.

— Την είδα τρεις φοραίς έως τώρα.

— Κι απόψε μπαρμπα-Γιωργό;

— Ξαργού ξενύκτησα, μα δεν την είδα απόψε. Ήταν όμως τα καντήλια όλα αναμμένα, της ώρας. Και μοσχοβολούσεν η Εκκλησία θυμίαμα, θα πήγεν, ως φαίνεται, απόψε πιο νωρίς που είναι σαββατόβραδο.

— Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα! Νά! Δεν σας τάπα εγώ; ανέκραξε μία μεσόκοπη, τινάζουσα την σκούπαν της.

Την επαύριον, την οπτασίαν αυτήν, αφού πλέον είχε διαδοθή, ο μπαρμπα- Γιωργάς την εξωμολογείτο εις τον ίδιο τον παπά-Κονόμο.

— Νά, όπως με βλέπεις και σε βλέπω, παπά μου. Τι θα πη! Δε θυμούμαι εγώ την Κουκκίτσα που την πήγα εγώ τόσαις φοραίς στο μανδρί μου με το ζω;

— Και άναπτε τα καντήλια;

— Ναι, Δέσποτά μου. Τα κανδηλάκια του Άγι-Αντωνίου. Τα κατέβασεν ένα ένα. Ναι, τώρα θυμούμαι. Τάπλυνε, τα γέμωσε λάδι πρώτα, τα ξεφτίλισε, κι' ύστερα τάναψε.

Και μετά τινα διακοπήν.

— Α ξέχασα, εσκούπισε πρώτα καλά καλά, και ύστερα άναψε τα καντήλια και ύστερα να ιδής— πού να τα θυμούμαι όλα— εγώ, αν και είδαν πολλά τα μάτια μου, εκέρωσα από την τρομάρα μου· ύστερα έβαλε φωτίτσα στο θυμιατό και εθύμιασε της εικόνες. Ξέχασα, πρώτα τ' Aηδήμα θύμιασε— Αμ' πού να σου πω, που ήρθε να θυμιάση κ' εμένα. Τι να σου πω, παπά- Κονόμε, αυτό που είδα δεν λέγεται. Ήρθε να με θυμιάση, που λες, ήταν ώμορφη! ώμορφη! άλλο πράμα, άσπρη-άσπρη σαν το χιόνι, και τα μαλλιά της ξέπλεκα τα είχε. Σαν διάκος. Και φορούσε άσπρο στιχάρι. Εγώ έτρεμα σαν φύλλο. Τάχασα. Τώρα θα με πιάση, είπα . . . Μώρριξε μια γλυκεία ματιά. Κι εγώ ξέχασα πως ήτανε πεθαμένη. Και της λέω: Με τον παπά σου ήρθες Κουκκίτσα; Τότες έγεινε άφαντη. Σαν αέρας. Φου μια, και χάθηκε.

Ο πολιός εφημέριος απέμεινε σύννους. Εσκέφθη πολύ. Επηκολούθησε μικρά σιωπή. Εις την ψυχήν του παπά-Κονόμου αντηλλάγησαν πολλαί υποθέσεις. Εις τον νουν του εσχηματίσθησαν πολλά συμπεράσματα.

Το αποτρόπαιον βρυκολάκιασμα όμως ήρχισε να διαλύεται ολίγον κατ' ολίγον, και η ωραία οπτασία του βοσκού απετέλεσε την βάσιν μιας γλυκητάτης υποθέσεως μέσα εις τον νουν του ιερέως. Και είπε προς τον βοσκόν:

— Δεν είναι παράξενον. Δεν είναι παράξενον μπαρμπα-Γιωργό, παιδί μου. Αι ψυχαί των μακαρίων αγαπούν να συναναστρέφωνται με τους ζώντας, ως αι ψυχαί των αγίων, επισκεπτόμεναι τους αγαπημένους των, τα σπίτια των, τα αμπέλια των, παν ό,τι ηγάπησαν τρυφερώτερα εις τον κόσμον αυτόν. Η Κουκκίτσα μου ήταν ενάρετος. Ξεύρω κ' εγώ! Τι παράξενον λοιπόν, να επισκέπτεται την εκκλησίτσαν την οποίαν ζώσα τόσον αγαπούσεν; Αυτός ο Κύριος δεν εφανερώνετο μια στιγμή μετά την Ανάστασιν εις τους Μαθητάς του έως εις την Ανάληψίν τους; Δεν τους ωμιλούσε; Δεν έφαγε μαζή τους, και δεν τους ευλόγησε; Και όμως ήτο Θεός πλέον . . . . .

Και ιδού εζωγραφήθη μία χαρμόσυνος ιλαρότης εις το πρόσωπον του παπά- Κονόμου. Αι διαδόσεις των γυναικών του επροξένουν αποστροφήν και τρόμον. Αλλ' η ωραία οπτασία του χωρικού, η τόσον τρυφερά, η έχουσα την σκηνήν της εις τον γλυκύν εκείνον ναΐσκον όστις τόσον επράυνε την θλίψιν του, του εφαίνετο πολύ φυσική διά μίαν ψυχήν Δικαίου.

— Μπαρμπα-Γιωργό, η ψυχή είναι αθάνατος, είπεν ο παπά-Κονόμος. Αι ψυχαί ζουν εις τον άλλον κόσμον τον αιώνιον. Αι ψυχαί των δικαίων μάς επισκέπτονται ως αι ψυχαί των αγίων. Ο παπά-Φλαβιανός ο ηγούμενος του Καινούργιου Μοναστηριού μου διηγήθη πολλά και παράδοξα. Και όλα αληθινά! Ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης είχεν υποτακτικόν τον ενάρετον και υπήκοον Βασίλειον, όστις απέθανεν. Και αφού απέθανε, επί σαράντα ημέρας η ψυχή του εξηκολούθησε να παρευρίσκεται εις τον ναόν της Μονής την νύκτα και να προσεύχηται μετά των αδελφών. Κατά την τελευταίαν ημέραν, αφού τους απεχαιρέτησεν όλους, έγεινεν άφαντος και δεν τον ξαναείδαν πλέον. «Σώζεσθε, αδελφοί! Δεν θα με ξαναδήτε πλέον» είπε. Και έγεινεν άφαντος.

Μετά την ανωτέρω εξομολόγησιν πολλαίς βραδειαίς ο παπά-Κονόμος απέμεινεν αγρυπνών ολομόναχος, έως την αυγήν, εις τον ναΐσκον, προσδοκών και αυτός πλέον να ίδη έστω και εις οπτασίαν, την προσφιλή του Κουκκίτσαν. Αλλ' εις μάτην ηγρύπνει· και ως προς μεν την περιποίησιν του ναΐσκου και το άναμμα των κανδηλίων επείσθη ότι ήτο πλάνη του βοσκού, τον οποίον απεκάλει ελαφροαΐσκιωτον. Διότι εκεί οπού ανέμενεν αγρυπνών μια δυο βραδειαίς ο ιερεύς είδε μετά λύπης του τον Φραγκούλαν, ένα ακτένιστον και ξυπόλυτον καλόγηρον, ο οποίος σύρων τα ράκη του εις τα βουνά εμβήκε και εις τον Άγι-Αντώνην και αφού εσυγύρισε πανταχού τον ναΐσκον, έμπηξε φρέσκα λουλούδια εις τας αγίας εικόνας, άναψε τα κανδηλάκια του, και άρχισεν έπειτα να κάνη μετάνοιες. Επείσθη λοιπόν ότι ο μπαρμπα-Γιωργός ήτο όντως ελαφροΐσκιωτος, και τότε όλα τα όνειρα του ιερέως τα ωραία ότι θα έβλεπε την Κουκκίτσαν του, ήρχισαν να διαλύωνται. Και όμως θα επεθύμει να ήτο και αυτός ελαφροαΐσκιωτος, να ήτο σαββατογέννητος— ω αγάπη και ω στοργή! αυτός ο τόσον ευλαβής και ενάρετος ιερεύς εις πόσην δυσειδαιμονίαν εκυλίετο από της τυφλής αγάπης. Πόσον επεθύμει αντί του ρακενδύτου εκείνου Φραγκούλα, να έβλεπε την Κουκκίτσαν του να συγυρίζη τον ναΐσκον και ν' ανάπτη τα κανδηλάκια του, έστω και ως φάντασμα, έστω και ως οπτασία. Έμεινεν αγρυπνών εκεί δύο σαββατόβραδα ακόμα. Όμως εις μάτην! Από τον πολύν πόθον κατήντησε ν' αναλογισθή μίαν νύκτα:

— Ας την έβλεπα, και ας ήτον και βρυκόλακας!

Αναφρικίασις διέδραμε τα μέλη του.

Η εργασία μετά των ανθρακέων εξηκολούθει εις το δάσος πίσω, εις την Κεχριάν. Μετ' ολίγον θα ετοιμάζοντο και τα καμίνια διά τα κάρβουνα. Ο παπά-Κονόμος κάθε βράδυ επέστρεφεν από τον Άγι-Αντώνη με το γαδουράκι του. Εξεπέζευε, και εμβαίνων εις τον ναΐσκον εκάθητο εις το στασιδάκι του, πότε διαβάζων εκεί τον εσπερινόν του, και πότε διαλογιζόμενος περί ψυχών πάντοτε και περί μελλούσης δόξης.

Μίαν νύκτα-ήτο σαββατόβραδο— το πρωί είχε κάμει της Κουκκίτσας του τα σαράντα εις την Παναγιάν-Κεχριάν· έμεινε παράωρα εις το ερημοκκλήσιον. Τα κανδηλάκια εφεγγοβολούσαν ένα ιδιαίτερον λαμπρόν και αιγλήεν φεγγοβόλημα οπού ποτέ άλλοτε δεν το ενθυμείτο.

Όλος ο ναΐσκος, με τα εν αυτώ αντικείμενα, φωτεινώς κατηυγάζετο. Όταν εμβήκεν, αμέσως τον κατέλαβε μία ευωδία άρτι καέντος θυμιάματος, του εφάνη μάλιστα, του πολιού ιερέως, ότι διέκρινε καπνούς τινας ακόμη εις την οροφήν εκείνην την χθαμαλήν, και εντός του Ιερού, στροβιλίζοντας ευαρέστως, και από το ένα παραθυράκι, προς το βουνόν, οπού ήτο ανοικτόν, αύρα ελαφρά έμβαινεν από τον δρυμόν εγγύς, κομίζουσα την μεθυστικήν εκείνην ευωδίαν δένδρων και φυτών και θάμνων, και την άλλην εκείνην την αχόρταστον, οπού εκπέμπουν την νύκτα αυτά τα βουνά, αναπνέοντα σαν άνθρωποι με πνοήν, την οποίαν τόσον απολαμβάνουν οι ησυχασταί και οι ερημίται, οι μόνοι τακτικοί σύντροφοι των βουνών. Μία γλαυξ εστέναζεν επάνω εις ένα βράχον πέραν, και τα τρυζονάκια, αι θορυβώδεις πυγολαμπίδες, εγλύκαιναν την ακοήν με την συριστικήν αδιάκοπον αρμονίαν των. Κτύποι μυστηριώδεις ηκούοντο εδώ και εκεί, κτύπος του δάσους, οπού θαρρείς και κινείται την νύκτα, ωσάν ανασασμός· οπού ανασαίνει θαρρείς και αυτό την νύκτα και ζη, και ψίθυροι αόριστοι και αιφνιδιαστικοί ηκούοντο από μέσα από τας λόχμας, σαν ομιλίαι, σαν στεναγμοί των φύλλων, τα οποία εκινούντο από τον ελαφρόν άνεμον, τον νυκτερινόν απόγαιον, που κατήρχετο από τον Άγιον Κωνσταντίνον, από την κορυφήν του έναντι αυτού βουνού, ευάρεστοι διάλογοι άρρητοι, οπού συντροφεύουν συνήθως των ποιμένων την αγραυλίαν και των άλλων αγροτών και ανθρακέων την μοναξίαν.

Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν:

— Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε.

Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά.— Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.

— Και αν δεν ήλθεν ο Φραγκούλας, εσκέφθη, θα τ' άναψαν αι γυναίκες τα κανδηλάκια και θα εθυμίασαν.

Εκείνας τας ημέρας οπού τόσον εφημίσθη τα βρυκολάκιασμα της Κουκκίτσας εσυνάζοντο εκεί κάθε βράδυ ενωρίς, πολλαί γυναίκες από περιέργειαν.

Ο παπά-Κονόμος έμενεν ήδη αρκετήν ώραν εις τα στασιδάκι του, ότε, νύκτα βαθεία, ακούει κτύπον απέξω, κτύπον χονδρόν πίπτοντος κατά γης δεματίου ξύλων.

Ανοίγει δε η πορτίτσα και εμβαίνει ο μπαρμπα-Γιωργός κοντός και κυφός, κατάκοπος, από τα βουνόν ερχόμενος με ζαλίκαν ξύλα. Επροσκύνησε πρώτα και εκεί οπού κατηυθύνετο εις το στασιδάκι να ξεκουρασθή, βλέπει τον γέροντα ιερέα ψιθυρίζοντα ευχάς.

— Βλοείτε! εχαιρέτισεν ο βοσκάς καλογηρικώς, μαθημένος από το Καινούριο Μοναστήρι, όπου υπήρχεν αγιορείτικη τάξις.

— Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος,

Ο μπαρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα:

— Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Αη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει:

— Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε.

Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν:

— Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν.

Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Ο παπά-Κονόμος, αν και επόθει τόσον να ίδη την ωραίαν αυτήν οπτασίαν, όμως ήρχισε να δειλιά.

Την επικρατήσασαν ήδη ησυχίαν εκ της σιωπής των δύο ομιλητών διέκοψε κρότος ασυνήθης εν τω αγίω Βήματι. Ιδού δε εξέρχεται εξ αυτού ο Φραγκούλας, χασμώμενος και νυσταλέος και κατευθύνεται προς την θύραν. Διερχόμενος δε προ των δύο προσκυνητών, έρριψεν άφροντι βλέμμα προς αυτούς και συμμαζεύων περί τον τράχηλόν του τα ράκη του, επροχώρησε να εξέλθη ψιθυρίζων ως εν εαυτώ:

— Θα λειτουργήσης αύριο, παπά-Κονόμε;

Οι δύο προσκυνηταί εκυττάχθησαν αμοιβαίως εν απορία.

— Βλέπεις πως είσαι ελαφροΐσκιωτος;

Είπεν ο παπά-Κονόμος· και με πένθιμον ύφος προσέθηκε:

— Νά ποιος ανάπτει τα κανδήλια!

— Τι να πω κ' εγώ, παπά-Κονόμε. Εγώ την είδα τρεις φοραίς την Κουκκίτσα. Άλλο τίποτε δεν ξέρω...

Είπεν ο βοσκός σαν με εντροπήν,

Ο παπά-Κονόμος ετοιμάζετο ήδη να απέλθη και ηγέρθη να προσκυνήση.

Αλλ' αίφνης ριπαί ανέμου ηκούσθησαν από τον πευκώνα έξω, όστις εσείσθη ακαριαίως όλος. Εκ της βίας τα θυρόφυλλα της πορτίτσας ανοιγόκλεισαν με κρότον ασυνήθη και οι δύο οδοιπόροι εστράφησαν προς την είσοδον χωρίς να θέλουν. Φρικίασις διέδραμε τα μέλη τους, τους εφάνη, από του ανέμου εκείνου την ριπήν, όστις σαν ζωντανός έξω εσύριζε σύριγμα παρατεταμένον, ως συρίζουν εις τα βουνά οι βοσκοί· ότε ο μπαρμπα-Γιωργός συμμαζεύεται όλος κατακίτρινος κοντά στο στασιδάκι οπού ευρίσκετο όρθιος ο ιερεύς, βαστάζων αυτόν από μίαν πτυχήν του ράσσου του,

— Παπά-Κονόμε! Παπά-Κονόμε!

Υποτραυλίζει ο βοσκός. Νά! Νά! κύτταξε! Νάτηνε! Η Κουκκίτσα.

Κ' έγεινεν ένα με το στασίδι ο περίφοβος γέρων.

Ο παπά-Κονόμος κατεχόμενος και αυτός από άγνωστον φόβον, στρέφει προς την θύραν του ναΐσκου εν τρόμω και βλέπει οπτασίαν θαυμασίαν και γοητευτικήν. Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπαρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.

Η οπτασία ήτο όντως ιλαρά και γλυκεία. Η εμφάνισις της παρθενικής εκείνης καλλονής χωρίς να έχη τίποτε το φοβερόν, τίποτε το σατανικόν, τίποτε από τας τρομεράς φαντασίας των γυναικών του χωρίου, ενίσχυσεν ολίγον κατ' ολίγον τον παπά-Κονόμον, όστις ενθαρρυνθείς ήρχισε να προσβλέπη μετ' ευχαριστήσεως ιδιαιτέρας την εμφανισθείσαν μυστηριώδη κόρην. Ηθέλησε να εξέλθη από το στασίδι και να ομιλήση προς εκείνην. Αλλ' ο μπαρμπα-Γιωργός τον εκράτησεν από τα ράσσον ψιθυρίζων:.

— Μη, παπά-Κονόμε! Μη! θα σ' πάρη τη μιλιά...

Η λευκοφόρος κόρη έλαβε τότε το λαδικόν και έκαμε κινήσεις πως γεμίζει λάδι τας κανδήλας και κατόπιν επήγεν εις το Άγιον Βήμα.

— Μη, παπά-Κονόμε! Μη! έλεγε πάντοτε έντρομος ο Μπαρμπα-Γιωργός προς τον ιερέα.

Μετ' ολίγον εξήλθεν η παρθένος από το ιερόν βαστάζουσα θυμιατήριον εσβεσμένον και θυμιάζουσα τάχα. Και τότε την είδε κατά πρόσωπον ο παπά-Κονόμος. Έβλεπε τότε εκπληρούμενον τον πόθον του τον βαθύν. Έβλεπε την κόρην του. Ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Η κόμη της, τα μάτια της, τα ανάστημα. Λευκή το πρόσωπον, λευκή την περιβολήν, λευκή και την καλύπτραν, υπό την οποίαν εξηνεμίζοντο ξέπλεγα τα μαλλιά της, μόνον το πρόσωπόν της ήτο εκτάκτως και θαμβητικώς λευκότατον, ο αθέρας του λευκού.

Εις την ψυχήν του ο ιερεύς ησθάνθη χαράν και αγαλλίασιν ενεκλάλητον. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ώρμησε να την εναγκαλισθή κράζων περιπαθώς:

— Κουκκίτσα μου! Κουκκίτσα μου!

Αλλ' η λευκόπεπλος παρθένος διεξέφυγε σαν αέρας, από τας αγκάλας του γηραιού εφημερίου, του οποίου αι χείρες θλιβερώς επλατάγησαν μέσα εις την γαλήνην εκείνην του ναΐσκου.

Κ' ευρέθη τότε η μεν έκπαγλος κόρη ισταμένη μεγαλοπρεπώς προ της Αγίας Πύλης και βλέπουσα προς τον ναόν ως θέλουσα να ομιλήση, ο δε παπά-Κονόμος, γονατισμένος κάτω εις τας πλάκας. Ο γέρων βοσκός έτρεμε διαρκώς.

— Σώπα, σώπα, σου λέγω! τον ετραβούσεν ο μπαρμπα-Γιωργός διαρκώς από το ράσσον. Θα σ' πάρη την μιλιά.

Υψηλή, χαριτωμένη ως διακοπούλα, η λευκοφόρος κόρη ίστατο εκεί επί του μαρμαρίνου βαθρυδίου της Αγίας Πύλης ακίνητος, ιερά. Και ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα.

Και ήνοιξε τότε τα στόμα της και είπεν εν ψαλμωδία.

— Σώζου, γλυκύτατε πάτερ! Σώζου, ω μάταιε βίε. Σώζου η σύμπασα κτίσις. Ο ουρανός και τα άστρα. Το φως, η σελήνη και ο ήλιος. Η γη και τα ύδατα. Σώζεσθε πάντες οι φίλοι και γνωστοί. Σώζου και συ, ναΐσκε πεφιλημένε μου, ιερόν της ψυχής μου εντρύφημα. Σώζεσθε! Εδώ πλέον δεν θα με ιδήτε άλλην φοράν! . .

Όταν ανηγέρθη από τας πλάκας επώδυνα ο ιερεύς, δεν ηκούετο πλέον τίποτε από εκείνην την μελωδίαν, ήτις ολίγον κατ' ολίγον διελύθη και εχώνευσεν, ως διαλύεται το μοσχολίβανον. Απέμεινε δε μόνον εις την καρδίαν του γηραιού εφημερίου μία λεπτή ευωδία άρρητος, ως από νάρδου μυριστικής ασύλληπτος ευωδία.

— Κουκκίτσα μου, εφώναξε πάλιν ο παπά-Κονόμος, κλαίων από την χαράν του, μίαν χαράν ανεξήγητον και όλως πνευματικήν. Και στραφείς προς τον μπαρμπα-Γιωργόν είπεν. ·

— Ζώσι λοιπόν όντως αι ψυχαί των Δικαίων και μας επισκέπτονται!

— Ως τα σαράντα, παπά-Κονόμε! είπεν αξιωματικώς πλέον ο παγγνώστης μπαρμπα-Γιωργός ο Κοψιδάκης, κατακίτρινος ακόμη από τον φόβον του, αλλά με κάποιαν δικαίαν υπερηφάνειαν. Και προσέθηκεν.

— Έχουν ιδεί τέτοια τα μάτια μου!...

Από τότε ο παπά-Κονόμος ήτο τελείως παρηγορημένος. Μετ' ολίγον δε έπαυσαν και αι πικραί εκείναι διαδόσεις μεταξύ των γυναικών του χωρίου. Και δεν ηκούετο πλέον το όνομα της Κουκκίτσας, ειμή εν τη εκκλησία κατά Σάββατον, οπού το εμνημόνευεν ο παπά- Κονόμος, ο πατέρας της, με δακρυσμένους πάντοτε τους οφθαλμούς του...

 

αρχή

 



 

-1889

Την κοινήν περιέργειαν είχε διεγείρει η γρηά-Σπύραινα την παραμονήν των Χριστουγέννων. Βεβαίως κατά τας ακριβεστέρας παρατηρήσεις άλλων της γειτονίας γραϊδίων— και είνε τα παρατηρητικώτερα των λογικών ζώων τα όντα ταύτα πανταχού— δωδεκάκις από της αυγής μέχρι της δεκάτης ώρας της πρωίας είχεν εμφανισθή επί του Βράχου, της υψηλοτέρας θέσεως της νησιωτικής κωμοπόλεως, από της οποίας εφαίνετο το πέλαγος.

— Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα— κατώκει έξω προς τα Αλώνια,— εις τας εσχατιάς της κώμης.

Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.

Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.

Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.

— «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!»

Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.

Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.

* * *

Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ' εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.

— «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.

— Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.

— Τι νάνε, παιδί μου!

«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω

τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.

— Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;

— «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια

και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».

Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.

— Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης;

— Με τον καπεταν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.

— Με τον καπεταν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο- καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!

Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της.

Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπεταν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί. Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.

Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.

Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.

— Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα».

Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς.

— Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».

— Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει. Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της.

— Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών.

— Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος.

Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα. Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς:

— Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον!

Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.

* * *

Ο καπεταν-Κωνσταντής, ον οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε και είρωνες πολλάκις νησιώται απεκάλουν «αναποδιασμένον», ξηρός και αυστηρός πλοίαρχος, εξήκοντα πέντε ετών, διεκρίθη εν τη νεότητι αυτού διά την φιλεργίαν και ναυτικήν του ικανότητα, και την «ξυπνάδα του», ως έλεγον εν τη νήσω. Αρξάμενος από της ακτοπλοΐας και επεκτείνων κατ' αρχάς τας ναυτικάς γνώσεις του μέχρι Πτελεού και Στυλίδος, ετόλμησε πρώτος αυτός να επιδείξη βρίκιον της πατρίδος του, την «Ευαγγελίστριαν», εκατόν πέντε τόννων, εις τους λιμένας της Μαύρης θαλάσσης και του Ποταμού, και το αρχαϊκόν φέσι του εις την Μασσαλίαν, όπου— ειρήσθω εν παρόδω— τον υπεχρέωσαν οι λιμενικοί φύλακες, όταν εξήλθε να «πρατηγάρη», να επανέλθη εις το πλοίον του με την λέμβον, τρία μίλια μακράν, ίνα καλλωπισθή ενδυόμενος ευπρεπέστερον. Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτο— ίδιος και απαράλλακτος— με την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.

Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο.

— Άμα εφθάσαμε 'ς το Λιμεναρχείο, έλεγε,— ξεπλατιαστήκαμε 'ς τα κουπιά— μας ερωτά ο φύλαξ:

— Ποιος είν' ο καπετάνιος;

— Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος. Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω— εσυνήθιζεν ο καπεταν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών.

— Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης.

Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπεταν Κωνσταντής. Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα. Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπεταν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των. Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ω το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.

— Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς:

— Κοτσάνι!

Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του. Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν. Εις άκρον δε οικονόμος και αποβλέπων πάντοτε εις την πρόοδον κ' επιζητών να υπερβή τους άλλους νησιώτας, ως ο δελφίν ο αγωνιζόμενος εις τον πλουν και υπερπηδών τους άλλους συγκολλυμβητάς του, ένα μόνον είχε σκοπόν, να ναυπηγήση βρίκιον. Και το κατώρθωσεν.

Οποία χαρά ως μαρτιάτικος ήλιος τον περιέλουεν, όταν πρώτην φοράν καταπλεύσας εις την νήσον με τα καινουργές βρίκιον εκ του Δουνάβεως, επεβιβάζετο διά της λέμβου εις το λιμεναρχείον, κωπηλατούντων των ναυτών, εν ω αυτός εκαμάρωνεν ως γυφτοσκέπαρνον πίσω εις την πρύμνην, στίλβων όλος υπό τας ερυθράς λάμψεις του φεσίου του— τότε το είχεν αγοράσει— με την γαλανήν φούνταν, ανεμιζομένην ελαφρώς, φέρουσαν ακόμη το λευκόν χαρτίον, δι' ου οι τεχνίται προφυλάττουσι τας μεταξωτάς αυτής κλωστάς, ίνα μη συμπλεκόμεναι αποξαίνωνται.

Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπεταν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του.

Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου. Οσάκις δε ναύται, αγνοούντες την ιδιοτροπίαν του, ήθελον να οδηγήσωσι τάχα τον καπεταν Κωνσταντήν, ούτος έπραττεν όλως το εναντίον, έστω και με βλάβην πολλάκις του πλοίου του.

Τρις είχε προσαράξει την «Ευαγγελίστριαν» επί βράχου, διότι κατά τον πλουν τω υπεδείχθη παρά ναύτου να προσέξη, επειδή εκεί που ην ύφαλος, άγνωστος τάχα εις αυτόν. Και ο καπεταν Κωνσταντής την εγνώριζεν. Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του».

Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος:

— Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε;

Είπεν ο καπεταν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ω ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον. Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού:

— Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ω ο καπεταν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν:

— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπεταν Κωνσταντή.

Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπεταν Κωνσταντή. Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπεταν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά!»

Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδα— κουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίς— απέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος! Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν:

— Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή.

Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη:

— Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη:

— Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς!

Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς.

Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της:

— Τα συχαρήκια! Ήλθ' ο Γιωργάκης!

— Ήλθε, παιδί μου;

Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ω κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι.

Ο καπεταν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς. Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός. Επειδή κατά την στροφήν είχε τον άνεμον εναντίον, τα ιστία ανεστατώθησαν αίφνης κινδυνεύοντα να διαρραγώσι, τα δε κύματα μετ' αδυσωπήτου λύσσης εθραύοντο κατά της πρώρας, όλον δε το σκάφος εκλυδωνίζετο ως εν καταποντισμώ. Ενόμιζες ότι του θαλασσίου δαίμονος αι χαλύβδιναι χείρες ερράπιζον τας μαύρας της πρώρας παρειάς. Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην.

Ο καπεταν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα. Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια. Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων. Προς τούτοις είχε συνηθίσει, όταν εισπλέη εις την πατρίδα του,— ήτο δε λίαν φιλόπατρις και υπερήφανος, κατά την πανήγυριν των Τριών Ιεραρχών, ότε εορτάζει η νήσος, ρίπτων έν τάλληρον εις τον δίσκον,— είχε συνηθίσει να υψώνη πλην της σημαίας, ην είχε μεγάλην με ωραία γλυκά χρώματα, και όλα τα ποικιλόχρωμα εκείνα σήματα, τα «σενιάλα» λεγόμενα, τα χρησιμεύοντα διά την εν τω πελάγει συνεννόησιν, τα οποία ο καπεταν-Κωνσταντής είχε προορίσει μόνον προς στολισμόν του βρικίου του.

— Θέλω να με καταλαβαίνουν πως έρχουμαι, βρε! έλεγε.

Εννοείται ότι ευκόλως ανεγνωρίσθη υπό των κατοίκων η «Ευαγγελίστρια», οίτινες πολλοί ήδη συνηθροισμένοι εις την αγοράν περί τους σφαζομένους χοίρους εύρον ευχάριστον θέαμα να βλέπωσι τα μικρόν βρίκιον μετά υπερβαλλούσης γενναιότητος αψηφούν των κυμάτων την μανίαν. Ο καπεταν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού. Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων.

— Όρτσα, καπεταν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις.

— Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.

Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπεταν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον.

Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα. Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον».

— Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους.

— Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.

— Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους.

Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου.

Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του.

Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον.

Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου.

Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν.

Και δεν είχον άδικον.

Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπεταν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν:

— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

* * *

Ιδού πώς συνέβη το κακόν.

Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε.

— Τι κάνεις, καπεταν Κωνσταντή;

Και ο καπεταν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.

Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον. Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα:

— Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον!

Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της:

— Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!

Αλλ' οι ναύται έμενον ακόμη εντός του σκάφους, νομίζοντες ότι και με την συνδρομήν των κατοίκων θα ηδύναντο να σώσωσιν αυτό.

Ο καπεταν Κωνσταντής ως να μη συνέβη τίποτε, και ως να μη ήτο αυτός αίτιος της καταστροφής του, κατεγίνετο και αυτός μεταβαίνων από της πρύμνης προς την πρώραν και εκφωνίζων, ασυναρτήτους τινάς φράσεις.

Αλλ' όλα εις μάτην. Ο σφοδρός βορειοανατολικός κραταιώς πλαταγίζων επί των πλευρών του πλοίου, και ωθών αυτό πάντοτε κατά των βράχων διέρρηξε τέλος αυτό, όπερ διεσπάρη εν τω τεταραγμένω λιμένι εις ιστούς, ιστία, σχοινιά, ξύλα και τα διάφορα άλλα έπιπλα του πλοίου, άτινα όλα αναμίξ, οικτρά ναυάγια, πλησσόμενα ασπλάγχνως υπό των κυμάτων, συγκρουόμενα, βυθιζόμενα και πάλιν εμφανιζόμενα εν μέσω των αφρών και προσκρούοντα κατά των βράχων επιμόνως, απετέλουν απερίγραπτον και φοβεράν ναυαγίου εικόνα. Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των.

Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς. Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι. Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά».

Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν.

Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου. Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς. Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.

Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά,— αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.

Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον.

— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

 

αρχή

 



 

-1888

Ήτο παραμονή του Αγίου Νικολάου. Προ δύο ημερών τρικυμία δεινή μαστίσασα και παράλια και βουνά της χθαμαλής νήσου είχεν εξατμίσει πλέον όλην της την ορμήν εις αφρούς και βίαν ανέμων ανταγωνιζομένων, και ήδη σχετική τις γαλήνη οία εν χειμώνι είνε δυνατή, επεκράτει, παρέχουσα φαιδροτάτην όψιν εις τον προ του χωρίου ευρύκολπον λιμένα, όπου ικανά διαχειμάζοντα πλοία επανεπαύοντο με γυμνούς τους ιστούς. Αι προ του λιμένος μικραί νησίδες ως νήσσαι γιγαντώδεις επεκάθηντο σταματήσασαι εκεί επί των ηρέμα κινουμένων κυμάτων, τα δε καταντικρύ βουνά της Ευβοίας, ανακαθαρθέντα από των νεφών, επεδείκνυον όλην την λάμψιν της χιόνος των, διακρινομένης πάντοτε της τριγωνικής Δίρφυος διά την στίλβουσαν λευκότητά της. Η θάλασσα αποσυρθείσα της ακτής εις απόστασιν ικανών μέτρων, ως συμβαίνει ότε επικρατούσι βόρειοι ξηροί άνεμοι, επέδειξε μίαν ευωδιάζουσαν και καθαράν παραλίαν, αποτελουμένην από ποικίλα το χρώμα και τον σχηματισμόν λιθάρια απαστράπτοντα εκ της λειότητος, από ξηρά κελύφη οστρειδίων, πεταλίδων και αχιβάδων, πάλλευκα ή με υποπρασίνους κ' ελαφρώς ροδίνους χρωματισμούς, άτινα εσπαρμένα επί της επιμόνως υπό των κυμάτων ξεπλυθείσης άμμου εδώ κ' εκεί, απετέλουν εύμορφον της ακτής κόσμημα, ήτις ενόμιζες, εστολίσθη, ίνα πανηγυρίση και αυτή την εορτήν του προσφιλούς της Αγίου. Πρόσθες τα λοιπά άλλα θραύσματα ποικίλων αγγείων και κεραμίνων σκευών, ωραία υπό της θαλάσσης τορνευμένα, τα μοσχοβολούντα θαλάσσια φύκη, τα άλλα εκείνα ξύλινα τεμάχια από ναυαγίων ή τους ξηρούς και αποφυλλισμένους κλαδίσκους, άτινα τόσον δεξιώς γνωρίζει σύμμετρα να κατασκευάζη το άγριον κύμα έως ου, τις οίδεν εκ τίνος θαλασσίου βάθους τα εξαγάγη εκεί εξακολουθούν ακόμη να τα κτυπά με τον φλοίσβον του, και έχεις πλήρη την ακτινοβόλον της παραλίας εικόνα μετά την τρικυμίαν. Αλλά το ωραίον θέαμα δεν διαρκεί πολύ. Όλα τα ωραία θεάματα δεν διαρκούσι πολύ. Μετ' ολίγον θα έλθωσιν αι φαιδραί συντροφίαι των παιδιών, άτινα φωνάζοντα μετά τινος αρμονίας ιδιοφυούς «ς' το γιαλό, ς' το γιαλό» θα διασκορπισθώσι με λασπώδη τα πλείστα υποδήματα ή και ξυπόλυτα επί των ακτινοβολούντων εκείνων πραγμάτων του αιγιαλού, και θα καταστρέψουν την ωραίαν εκείνην πολύχρωμον εικόνα, ανασκαλίζοντα εν τη άμμω να εύρωσι τάχα τα «ματάκια της Παναγίας», επιμελώς απεξεσμένας κορυφάς κογχυλίων, ή τα ωραία εκείνα γουρουνάκια, οστρακόδερμα μικρά με δύο μελανά σημεία εμπρός ως οφθαλμούς, με ερυθρωπήν καμπυλωτήν ως χοιριδίου ράχιν και με λευκήν απεσχισμένην κοιλίαν, εκβράσματα περίεργα του αργίλου πόντου.

Ο ήλιος ανατείλας λαμπρός με υποθέρμους ακτίνας εφώτιζεν όλας τας οικίας της μεσημβρινής πολίχνης, ήτις εφαίνετο ενδεδυμένη την εορταστικήν της περιβολήν. Αι πλείσται αυτής οικίαι, νεωστί επιχρισθείσαι δι' ασβέστου, έλαμπον, φεγγοβολούσαι εις του ηλίου το ακτινοβόλημα, τα δε φύλλα των θυρίδων και θυρών καλώς πλυθέντα ή χρωματισθέντα, εφαίνοντο ως καινουργή εις καινουργείς οικίας. Ο άγιος Νικόλαος είνε η τρυφερωτέρα των νησιωτικών εορτών. Δεν υπάρχει σχεδόν οικία εν τη νήσω να μη έχη και ένα ναύτην, και δεν υπάρχει ναύτης να μη ονομάζεται Νικόλαος. Εννοείται τώρα ποία ευχάριστος κίνησις εν τω χωρίω θα προσημαίνη την ημέραν της παραμονής, την φθάνουσαν πανήγυριν, ότε οι εορτάζοντες οίκοι αμιλλώνται εις την καθαριότητα και την καθόλου διάταξιν των πραγμάτων, δι' ων θα φανερώσωσιν ότι εορτάζουσι.

Παρήλθεν ήδη η μεσημβρία. Οι ιερείς καλοενδεδυμένοι και πρόσχαροι μετέβαινον εις τους ναούς ενωρίς διά τον εσπερινόν. Αι γυναίκες επέστρεφον ήδη από τους κλιβάνους, κομίζουσαι με χαράν τα ετοιμασθέντα μεγάλα εκείνα πρόσφορα, τα οποία μετά τόσης ιδιαιτέρας προσοχής και δεξιότητος ζυμωθέντα, είτα δε ψηθέντα, άμα σημάναντος του εσπερινού, θα κομισθώσιν εις τον ναόν. Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας. Αργότερον ακόμη αι μητέρες, αποκτήσασαι καλή μοίρα το πολυάσχολον εκείνο της πενθεράς ύφος, φαιδραί ώστε να γελώσι σχεδόν, καμαρώνουσαι ώστε να βαδίζωσι σιγά σιγά, εκόμιζον από τους κλιβάνους πάλιν επί παμμεγίστων σινίων τους μπακλαβάδες, τα ευώδη χορταστικά εκείνα νησιωτικά γλυκύσματα, προωρισμένα «για τον γαμπρό», όστις εις όλα τα ταξείδια και εις όλας τας τρικυμίας ονειρεύεται αυτήν την ευφρόσυνον ημέραν, ότε, αρραβωνισμένος, να ευρεθή εις την νήσον του και να είπη ευχαριστημένος εις την γραίαν μητέρα του, δακρύουσαν εκ της χαράς: «φάγε, μάνα, μπακλαβά από την νύφη». Ολόκληρον το χωρίον ευρίσκετο εις αυτήν την ατελεύτητον προετοιμασίαν της εορτής, ότε νομίζει τις ότι όλα τα έχει και όλα λείπουν και μόνον ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής, υψηλός και ξηραγγινός τις διοπτροφόρος, αναιβοκαταίβαινεν εις την παραλίαν, διότι περιεμένετο το καθυστερήσαν ατμόπλοιον.

* * *

Πλην όλην αυτήν την χαράν, ήτις εμεγεθύνετο όσον επλησίαζεν η νυξ, διέκοπτε κατά διαλείμματα δυσοίωνος θρήνος, κακόν μοιρολόγιον εν τοιαύτη ώρα, όπερ εξερχόμενον από τινος οικίσκου εις την ανωφέρειαν εκεί επάνω εχύνετο ως έν δάκρυ ρεύμα αερώδες. Αι γραίαι αι οποίαι επέστρεφον εις τους οίκους με τα γλυκά, καταίβαζαν τα πρόσωπα προς το άκουσμα του θρήνου και έρριπτόν τινες επάνω εις το σινίον την μανδήλαν των, μη τύχη τάχα και ο αέρας, μολυσμένος από το μοιρολόγιον, κτυπών επάνω, εγκολάψη το πένθος του. Άλλαι δεν εκύτταζον διόλου προς τα επάνω την στιγμήν εκείνην, αλλά κύπτουσαι ετάχυνον το βήμα, σκοντάπτουσαι εδώ κ' εκεί, ως αν σκύλος κακός να ήτο ο θρήνος και τας εδίωκε και ορμητικώς εισήρχοντο εις την οικίαν, κλείουσαι όπισθεν την θύραν· τινές δε αυθαδέστεραι, αφίνουσαι και καμμίαν βλασφημίαν.

— Τώρα ευρέθη και αυτός ν' αποθάνη!

Ετούτο ήτο το ελαφρότερον παράπονον κατά του πενθίμου τούτου επεισοδίου της φαιδράς άλλως πανηγύρεως του Αγ. Νικολάου.

Πλην τον δεινότερον πειρασμόν διήλθεν η γειτονική της πενθούσης οικία, ήτις τελούσα εορτήν προσφιλούς μέλους της οικογενείας, Νικολάου ονομαζομένου, είχεν αντικρύ της το πένθος κατάμαυρον και σπαρακτικόν.

Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπα 'ς το χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη.

— Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.

Έλεγε και σχεδόν έκλαιεν από την οργήν της· διότι ενίοτε εσπόγγιζε τους μαύρους οφθαλμούς της με την λευκήν πάνινον πετσέταν, δι' ης είχε περιτυλίξη την κεφαλήν της, αφήσασα μόνον προς τους οφθαλμούς μέρος ανοικτόν, ως αι οθωμανίδες, διά να μη κηλιδώση την ωραίαν ξανθήν κόμην της, ης οι βόστρυχοι αερίζοντο όπισθεν ωσάν βέργαις δροσεράς αγράμπελης.

Η δε γραία μήτηρ της, η γρηά το Μορφάκι, μικροκαμωμένη και μικροπανδρευμένη, χήρα πλέον, ήτο «να σκάση από το κακό της».

— Ακούς τώρα να βρεθή κι' αυτή να μοιρολογάη! Κακό καιρό να έχη!

— Όχι, μητέρα μου! έλεγε συμπαθούσα πάλιν η κόρη. Μήπως το ήθελε και αυτή!

— Έτσι αι! Να μη μ' αφήση να γιορτάσω του παιδού μου τη γιορτή;

Και έφερνε γύρω εις την αίθουσαν χωρίς να κάμνη τίποτε.

Το μοιρολόγιον προς καιρόν είχε παύσει. Και τότε αναθαρρήσασα η κόρη είχε τελειώση σχεδόν τας βαθμίδας όλας της κλίμακος. Έμενεν η αυλή, την οποίαν και άρχισε να ασπρίζη. Η δε γρηά το Μορφάκι είχεν αναβή είς τινα έδραν και προσεπάθει να στερεώση καθρέπτην τινά και δι' οθονών μεταξωτών ένθεν και ένθεν τον περικοσμήση, ότε γοερώτατος ακούεται θρήνος. Ενόμιζες ότι αυτή εδώ η οικία εθρήνει· και ιδού η κόρη μετά πατάγου ορμητικώς ανερχομένη ως να εδιώκετο, και καθώς εκράτει εις χείρας την σκούπα συνεκρούσθη εκεί προς την επί της έδρας αναιβασμένην μητέρα της· και ιδού κατά γης και γραία και έδρα και ο καθρέπτης πάρα πέρα, γενόμενος θρύμματα.

Η κόρη εμαρμάρωσε. Δεν ήξευρε τι να είπη. Εφοβήθη διά την μητέρα της περισσότερον. Αλλ' αύτη ηγέρθη καλώς έχουσα και ήρξατο βαναύσως να υβρίζη και νεκρούς και ζώντας· απαρηγόρητος πλέον, διότι έθραυσε τον ωραίον καθρέπτην, παλαιόν της Βενετίας με κεχρυσωμένον πλαίσιον.

Το δε μοιρολόγιον ηκούετο τώρα σπαρακτικώτατον· διεκρίνοντο και οι λυγμοί.

— Το βλέπω ότι δεν ημπορούμεν να γιορτάσωμεν έτσι. Ημπορείς κοντά σε τέτοιο νεκροταφείο να χορεύης, να τραγουδήσης, να γελάσης;

— Μα τι φταίει η κακομοίρα, εψιθύρισε πάλιν η κόρη!

Η γραία έκλεισε τα παράθυρα ερμητικώς και επειδή εσήμαινεν ήδη ο Εσπερινός, εφόρεσε μίαν καλήν μανδήλαν, έλαβε την προσφοράν ην εκάλυψεν υπερηφάνως με μίαν ολομέταξον λεπτοκαμωμένην οθόνην, έλαβε το μικρόν εικόνισμα του αγίου και τας λαμπάδας και απήλθεν εις την εκκλησίαν, χωρίς να είπη άλλο τίποτε. Μετ' ολίγον αι γειτόνισσαι εγέλων κρυφά, βλέπουσαι την γρηά το Μορφάκι «καμαρωτή-καμαρωτή η ωργισμένη» να μεταβαίνη εις την εκκλησίαν, κρατούσα τεταμένην εκεί πέρα την μεγάλην προσφοράν και αφίνουσα τον ελαφρόν άνεμον ελαφρώς να ξανεμίζη τας φουντωτάς άκρας της μεταξίνης οθόνης.

Η κόρη εγκατέλιπε πλέον την σκούπαν, αφήρεσε την λευκήν πετσέταν από την ξανθήν κόμην της και ήρχισε να νίπτεται απελπισθείσα περί της πανηγύρεως, αλλά ψιθυρίζουσα πάντοτε συμπαθητικώς: «μήπως το ήθελεν η κακομοίρα;»

* * *

Προ ημερών, τον πρώτον χειμώνα του Νοεμβρίου, τρικυμία συμβάσα εν τω Ευξείνω Πόντω επήνεγκε μεγάλα δυστυχήματα. Πλέον των δέκα ιστιοφόρων εναυάγησαν εις την άξενον εκείνην θάλασσαν. Ο Νεολόγος εφημερίς της Κωνσταντινουπόλεως, είχεν ξαναγράψει με πένθος τα ναυάγια εκείνα προσθέσας και τα ονόματα των Ελληνικών πλοίων και τους λιμένας εις ους ανήκον, ενός δε και τα ονόματα των ναυτών του πληρώματος. Το πλοίον, το τελευταίον τούτο, ανήκεν εις τον λιμένα του Γαλαξειδίου διακρινόμενον διά τα ωραία και μεγάλα αυτού ιστιοφόρα. Το μέγα τούτο βρίκιον μη δυνηθέν να υπολογίση καλώς την είσοδον του Βοσπόρου, ως εκ της δεινής τρικυμίας παρακολουθουμένης υπό δεινοτέρας ομίχλης, προσέκρουσεν επί των προς αριστεράν βράχων εκεί εις τα Καβάκια και συνετρίβη. Ούτε ήτο δυνατόν να σωθή τις εκ των ναυτών του, μεταξύ των οποίων διεκρίνετο ο εκ της νήσου νεαρός ναύτης, Νικόλας του Παπά- Νικόλα ονόματι, ον επένθει ήδη νεαρωτάτη χήρα, ραγίζουσα διά των κλαυθμηρών μοιρολογίων της τας καρδίας όλων των νησιωτών, και μελανόνουσα ούτω χωρίς να το θέλη μίαν τόσον λαμπράν πανήγυριν.

* * *

Μόλις προ ενός έτους είχε στεφανωθή· την νυμφικήν της ωραίαν χρυσοκέντητον εσθήτα δεν εφόρεσεν από των ημερών του γάμου της, όστις ετελέσθη μετά πολλής χαράς και χορών. Ότε ήτο παρθένος, διήρχετο βασανισμένην ζωήν, υφαίνουσα, πλέκουσα και ράπτουσα επί μισθώ· ήτο ορφανή, μίαν γραίαν μόνον μητέρα έχουσα. Νεωτέρα ούσα επήγαινε και εις τα κτήματα συνάζουσα ελαίας επί μισθώ ή ξεφυλλίζουσα και θειαφίζουσα τας αμπέλους. Αλλ' αφού έφθασεν εις την ηλικίαν του γάμου, αποφεύγουσα πλέον τα περίεργα των γραιών και γειτόνων βλέμματα, αίτινες έχουσι την κακήν συνήθειαν ν' ανακαλύπτουν και τα ανύπαρκτα ελαττώματα των νεανίδων, και τα πλέον αόριστα, εκλείσθη εν τω οίκω. Και έρραπτε και ύφαινε και έτρεφεν εαυτήν και την γραίαν μητέρα.

Και επερίσσευον πολλάκις χρήματα ν' αγοράση χρυσάφι της Πόλεως, από το καλλίτερον και υποκλέπτουσα τότε ώρας εκέντα πότε την ημέραν εις τον ήλιον, πότε την νύκτα εις τον λύχνον τα προικιά της η ωραία κόρη, ονειρευομένη την ώραν του γάμου της ως την πλέον χρυσήν εν τω κόσμω προσδοκίαν. Μόνον καμμίαν εορτήν, την άνοιξιν, εξήρχετο πρωί-πρωί με την μητέρα της, όπως μεταβάσα εις δίωρον απόστασιν από του χωρίου, ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, Κεχρεάς, μικρού διαλελυμένου μοναστηρίου εις ωραιοτάτην τοποθεσίαν προς την Θετταλομαγνησίαν, και επέστρεφε την εσπέραν, νύκτα πλέον, κομίζουσα εντός του καλαθίου τρυφερά του βουνού λάχανα, εκ των οποίων ωμά έτρωγεν η γραία τα περισσότερα, έως ου φθάσουν εις το χωρίον.

Τόσον νόστιμα της εφαίνοντο, αφού μάλιστα επλύνοντο εις την δροσεράν του Προφήτου Ηλία πηγήν, ώστε τα έχαπτε τότε μοναχά και άβραστα.

— Μα τι κάμνεις μάννα; Τι θα βάνουμε ς' το τσουκάλι;

— Μ' αρέσουν! έλεγεν η γραία μασώσα. Πού να την ίδη λοιπόν, νέος!

Πλην μίαν αυγήν— συνήθιζε την αυγήν να παίρνη νερό από το πηγάδι του χωρίου— επανήρχετο μετά της λαγήνου εις την οικίαν της βιαστική και την υδρίαν επί του ώμου κεκλιμένην βαστάζουσα διά της χειρός· η ετέρα εκρέματο προς τα κάτω υπό το βάρος του εκ λευκοσιδήρου κουβά. Ούτω πως εύμορφα κλίνουσα την κεφαλήν της υπό το βάρος της υδρίας προς το στήθος της έσπευδε. Πώς συνέβη να περνά πρωί πρωί απ' εμπρός της ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα, ωραίος, ναύτης, φιλόπονος και φιλομαθής, επιστρέφων από το πλησίον της πόλεως πατρικόν κτήμα του. Εκοκκίνισεν η Κυρατσούλα. Ούτως ωνομάζετο η εύμορφος κόρη. Έκαμε μίαν κίνησιν να σύρη προς τα κάτω την μανδήλαν της, αλλ' ένεκα του κουβά δεν επρόφθασε· και ο Νικολάκης κοντοσταθείς είδεν όλον τα ροδοκόκκινον πρόσωπόν της και εκοκκίνισε περισσότερον αυτός.

Εσταμάτησεν εκεί. Η Κυρατσούλα παρήλθεν ως ακτινοβόλον μετέωρον και αυτός έβλεπε τας τελευταίας του αναλαμπάς πλέον.

Έκαμε κίνησιν ως να εσπόγγισε με το χέρι του το ευρύ μέτωπόν του. Ανέπνευσεν ευρυστέρνως. Εκινήθη ως να ήθελε να γυρίση οπίσω λησμονήσας πού επήγαινε.

— Κάτι τι σαν σαγανάκι, έλεγε μόνος του έπειτα, μου παρουσιάσθη. Έτσι ενώ και η βάρκα πηγαίνει καλά και ελεύθερα, παρουσιάζεται έξαφνα τα σαγανάκι, ορμητικόν και άτακτον αέρος ρεύμα παροδικόν, και κλίνει η βάρκα αντιθέτως και σύρεται το ιστίον προς τα κάτω και κάμνει η βάρκα ως να θέλη να γυρίση πίσω.

— Δεν ξεύρεις, μάννα, έλεγε και η Κυρατσούλα έπειτα εις την μητέρα της. Πρωί πρωί ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα πού να ήτανε;

— Τι; Εμουρμούρισεν η γραία.

— Τίποτε· είπεν η κόρη και εκοκκίνισεν άλλην μίαν φοράν.

* * *

Το αθώον αυτό συνάντημα κατέληξεν εις αρραβώνας. Ω! είθε όλα τα αθώα συναντήματα ν' απολήγωσιν ούτως εις την πλέον χαρμόσυνον ευτυχίαν. Μετ' ολίγον καιρόν εωρτάσθησαν και οι γάμοι. Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς.

— Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη.

— Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι!

— Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.

Ο κόσμος έλεγε το κοντό και το μακρύ του, αλλ' οι νεόνυμφοι διήρχοντο εν ερωτική αγάπη τας ωραίας μετά τον γάμον ημέρας, την Κυριακήν και τας άλλας εορτάς μεταβαίνοντες το βράδυ εις το πλησίον εκείνο κτήμα, την αρχήν του έρωτος και του γάμου. Πόσον ωραία εφόρει την νυμφικήν εσθήτα η λυγηρά νεόνυμφος Κυρατσούλα. Ράπτουσα και κεντώσα τα ξένα φορέματα είχεν αποκτήσει τόσον λεπτήν ειδικότητα περί το ενδύεσθαι, ώστε οσάκις την έβλεπον, έδακνον τα χείλη τα ζηλότυπα του χωρίου κοράσια. Αι προς την ωμοπλάτην πτυχαί του αλεμίου, λεπτοτάτου διαφανούς καλύμματος της κεφαλής, εσχηματίζοντο με τόσην χάριν, στερεούμεναι δεξιώς διά καρφίδων το φουστάνι με τον πολύτιμον εκ στόφας παλαιάς ποδόγυρον τόσον κανονικώς κατέπιπτε μέχρι των ποδών η ζώνη κομβόνουσα εμπρός με δύο αμυγδαλωτά επίχρυσα τσαπράκια, δύο ωραίας παλαιάς πόρπας, ήτο τόσον κομψή, τα δε επί των χειρίδων και του στήθους κεντήματα του χιτώνος παριστώντα γλάστρας με άνθη ήσαν τόσον λεπτοκαμωμένα, ώστε όλα αυτά ανεδείκνυον την Κυρατσούλαν την ωραιοτέραν νύμφην του χωρίου. Όταν επήγε να πάρη βάγια των Βαΐων, έκαμαν εις τα μάτια όλαι αι γυναίκες εν τη γυναικωνίτιδι. «Αφιονιάσθηκαν», έλεγεν η γραία μήτηρ της.

Ο δε Νικολάκης του Παπά-Νικόλα ήτο πάλιν αξιέραστος εν τη ανθηρά νεότητί του. Τα φορέματά του κατεσκευάσθησαν εν τη κομψή και ευθηνή αγορά της Μασσαλίας εκ λεπτού εριούχου. Η άλυσις του ωρολογίου του έστιλβεν όπως έστιλβεν η φαιδρότης εις το πρόσωπόν του, ο δε μαύρος αυτού μύσταξ παρείχεν αυτώ έξοχον τολμηρού ναύτου όψιν.

— Μας εζάλισαν κι' αυτοί με τον περίπατόν τους, ήρχισαν να λέγουν οι γείτονες, Νά, τα χάλασε τα ρούχα του. Δεν έχει άλλα. Δεν πάει, λέω 'γώ, να δουλέψη ο κρεμανταλάς!

Θέλεις να ήτο φθόνος, θέλεις να ήτο τυχηρόν, τρεις μήνας μετά τον γάμον διήλθεν εκ της νήσου το ωραίον εκ Γαλαξειδίου βρίκιον ο «Αρχάγγελος». Εχρειάζετο ένα ναύτην.

— Όσω και να καθήσω, είπεν ο Νικολάκης, πάλιν θα μπαρκάρω. Δεν είνε άσχημα να πάω με το Γαλαξειδιώτικο. Έχω καλή πάγα.

Απεχαιρέτισε κλαίων την κλαίουσαν Κυρατσούλαν και ανεχώρησεν ο ναύτης εις την Μαύρην θάλασσαν. Η νεόνυμφος δεν εφόρεσε πλέον τα νυμφικά της. Ειργάζετο εις τον οίκον πλησίον της μητρός της και την Κυριακήν μετέβαινε τακτικώς εις την Εκκλησίαν, φορούσα ενδυμασίαν απλουστάτην, την συνηθιζομένην, όταν απουσιάζη ο σύζυγος. Εξοικειώθη πλέον με την ιδέαν του αποχωρισμού και ήρχισε να μη κλαίη. Ετραγωδούσε τώρα ηρέμα, ώστε να μη ακούηται εις την οδόν, άσματα της ξενιτείας περιπαθή, και ανεκάλει τον Νικολάκην «το ξενιτεμένο της πουλί», το οποίον το εφώναζεν «όπως η κλώσσα φωνάζει τα μικρά πουλάκια να έλθουν κοντά της, από κάτω από τα ζεστά της φτερά». Όλων δε των τρυφερών της ασμάτων η γλυκητάτη επωδός ήτο.

«Σου στέλνω χαιρετήματα

με του Βορειά τα κύματα».

Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της».

Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον.

Είπον όλοι να μη το φανερώσουν. Αλλ' η διδασκάλισσα του χωρίου, φλύαρος γεροντοκόρη, το είπεν εις τα μικρά κοριτσάκια αργολογούσα την επαύριον, και το δυστύχημα εφανερώθη μίαν εβδομάδα προ του αγίου Νικολάου.

Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς— «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν»— ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά.

Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς. Όλοι έσπευσαν τότε να την συλλυπηθούν «εις το μαύρο δυστύχημα». Όσαι πρότερον φθονούσαι την εκακολόγουν, ησθάνθησαν ήδη πρώται την λύπην. Βέβαια, ο φθόνος πάντοτε λυπείται πρώτος εις τας δυστυχίας! Την πρώτην ημέραν ήτο άφωνος, άγρυπνος και άγευστος. Τα όμματά της, εκείνα τα ωραία, ξηρά. Η γραία εφοβείτο περί της υγείας της: «Το άμοιρο!» έλεγε. Και επανελάμβανε. «Θα το χάσω!» Την τρίτην ημέραν εφόρεσε τα μαύρα, και έχουσα λυτήν την κόμην και αποπάνω μίαν μαύρην μανδήλαν εμοιρολογούσε χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, γονατισμένη προ των καλών φορεμάτων του Νικολάκη, τα οποία έβγαλε από το σεντούκι και άπλωσεν εμπρός της ένα ένα,— σπαραξικάρδιον θέαμα!

Αλλ' όταν έφθασεν η παραμονή του άγιου Νικολάου, οι θρήνοι της ήσαν ακράτητοι, και σχεδόν όλον το χωρίον παρεπονείτο διά το θλιβερόν κτύπημα, το οποίον εγίνετο κατά της πανηγύρεως. Περισσότερον δ' όλων εφώναζεν η γρηά το Μορφάκι. Κατήντησε να σταλή επιτροπή εις τον κ. δήμαρχον, όστις πάλιν εν τη βία του παρήγγειλεν εις τον κλητήρα να εμποδίση να φωνάζη τόσον «εκείνη η παλαβή».

Αλλ' επειδή οι θρήνοι δεν κατέπαυον, πάλιν ο δήμαρχος παρήγγειλε «της παλαβής» να ησυχάση.

Απαρηγόρητος, κλαίουσα θλίψις! Κλείσθητι καλλίτερον εις τας βαθυτέρας της καρδίας κρύπτας. Δεν έχεις το δικαίωμα να διακόπτης την χαράν των άλλων!

* * *

Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ' εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος και αφίνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον.

Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία-τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν' αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι· και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της Ατμοπλοϊκής εταιρείας αναιβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.

Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν.

Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του αγίου Νικολάου μικρόν ή μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο άγιος Νικόλαος είνε ο Παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία· των θαλασσών ο Άγιος. Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέφη εις την νήσον του, φέρει τα τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν' αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα πρώτα θα φέρη το τάξιμόν του εις τον άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετίση την μητέρα του ή την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ.

Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γείνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματά της θαλάσσης, πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηρίου τοίχους, εις τον Άθωνα.

Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε διά του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού Αρχιερέως. Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξείδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η Εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ευχαριστείτο ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ' ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ευχαριστούντο γύρω-γύρω οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του αγίου και ευλογούσεν η χειρ τους προσφιλείς του ναυτίλους, και ότι συχνά μετέβαλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μυρέων, άγριος και απειλητικός, εμφανισθείς εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα. Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παριστά τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν ο ενθυμούμενος την στιγμήν κατά την οποίαν ο άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν ότι έβλεπε διάβροχον τον ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.

Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Εις δε την άκραν του ναού προς την θύραν συνειλεγμένα ικανά γραΐδια του χωρίου ήλθον εις την Εκκλησίαν ν' ακούσουν την θαυμαστήν διήγησιν «της γρηάς με το λαδικό». Ω πόσον δραματικώς θαυμαστή είνε η διήγησις αύτη Συμεών του Μεταφραστού! Μετά την κοίμησιν του Αγίου έκλαμπρος ναός ανηγέρθη εις τα Μύρα της Λυκίας, την πατρίδα του, όπου και η μυρόβλητος σορός του αγίου λειψάνου κατέκειτο. Τούτον ηθέλησεν ο φθονερός πάντοτε δαίμων να καύση· και μεταμορφωθείς εις γραΐδιον προσήλθεν εις όμιλον προσκυνητών αναχωρούντων διά την πανήγυριν και μετά υποκριτικών κλαυθμών παρεκάλει να λάβουν διά τον ναόν του αγίου μικρόν λαδικόν πλήρες ελαίου, διότι αυτή ζαλίζεται, έλεγε μετά δακρύων, να πατήση εις πλοίον και να ταξειδεύση, νάχετε την ευχίτσα μου, έλεγε και έκλαιεν. Οι προσκυνηταί συγκινηθέντες το έλαβον αλλά την νύκτα επιφανείς ο άγιος Νικόλαος: Ογλήγορα, λέγει, να ρίψετε το λαδικόν εις την θάλασσαν. Είνε τέχνασμα του δαίμονος να καή ο ναός μου. Το έρριψαν, και ευθύς μία φλόγα μετέωρος υψώθη προς τον αέρα και καπνοί από εκεί δυσώδεις την αποφοράν εξεπέμποντο· τα κύματα διεσχίσθησαν πάραυτα, και ο πυθμήν, με καχλασμόν ανέβρασε και εσχηματίσθησαν αίφνης βρασμώδεις σεισμικοί κρότοι και αι αναπεμπόμεναι σταγόνες ήσαν σπινθήρες καίοντες. Οι ναύται κατεπλάγησαν εκ του αιφνιδιαστικού αυτού κινδύνου. Το πλοίον ήρχισε να βυθίζεται. Αλλ' ο άγιος ταχύς βοηθός, πάραυτα εξήγαγε το πλοίον μακράν του κινδύνου. Μία δε γλυκητάτη αύρα προσπνεύσασα ευώδης και αγιαστική ενέπλησε χαράς την καρδίαν των. Πόσαις φοραίς παιδίον με συνεκίνησεν η δραματική αυτή διήγησις!

Η Κυρατσούλα ακούουσα της αγρυπνίας τους κώδωνας, έπαυσε χωρίς να θέλη τον θρήνον και «Πήγαινε, μάννα, το εικόνισμα 'ς την Εκκλησιά», είπε. «Είνε αμαρτία να μη το πάμε».

Η γραία μήτηρ της μετά δυσαρεσκείας υπήκουσεν.

Εις την εκκλησίαν δεν έμεινεν. Εκόλλησε το κηρίον και απήλθεν αμέσως.

Τότε ηκούσθησαν και του ελθόντος ατμοπλοίου οι οξείς συριγμοί· και μετ' ολίγον εκεί εις την Εκκλησίαν, πάλιν εις τον κύκλον των γραιών πρώτον διεδόθη η φήμη ότι ο Νικολάκης ήλθε.

— Ποιος; Ποιος; Επανελάμβανον δέκα συγχρόνως στόματα.

— Νά, ήλθε, έλεγον αι γραίαι, ο Παπανικόλας. Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις Νικόλας.»

Και ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν:

— Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος!

Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.

* * *

Την στιγμήν εκείνην ανέβαινε την κλίμακα του πενθούντος εκείνου οικίσκου νεαρός ναύτης με μεγάλα ρωσσικά υποδήματα, με αμπαδίτικα φορέματα χονδρά και ένα μουσαμά απ' έξω ως επανωφόριον και μίαν προβιάν εις την κεφαλήν. Κόσμος πολύς έτρεχε κατόπιν του. Η εκκλησία εκενώθη σχεδόν.

Ήτο ο Νικολάκης.

Η ωραία Κυρατσούλα εις την αιφνιδίαν θέαν του έμεινεν άφωνος. Ελιποθύμησεν. Αλλ' ο Νικολάκης, όστις από της παραλίας ακόμη επληροφορήθη τα διατρέχοντα, έδειξε μεγάλην απάθειαν και εφρόντισε πρώτον να επαναφέρη εις τας αισθήσεις της την σύζυγόν του, ήτις έπεσεν αναίσθητος επάνω εις τα καλά φορέματα του συζύγου της, προ των οποίων ως προ απεικονίσματος εθρήνει τόσας ημέρας, ως είπομεν. Και αφού εκείνη συνήλθε, την εκύτταξε συμπαθώς με την κατάμαυρον μανδήλαν, με τα ωραία ξέπλεγα μαλλιά και με τους βουρκωμένους εκ των δακρύων οφθαλμούς και φρικίασιν αισθανθείς έπεσεν εις τους κόλπους της θρηνών και αυτός. Η σκηνή ήτο εξόχως δραματική.

Πού ήτο έπειτα κρυμμένη τόση χαρά; Όλοι οι συνελθόντες εγελούσαν θορυβωδώς, αλλ' η Κυρατσούλα ολίγον κατ' ολίγον εξωκειούτο με την ευφρόσυνον πραγματικότητα.

Τότε ο Νικολάκης ήρξατο να διηγήται προς τους συναχθέντας ναύτας τα του ναυαγίου με όλην την τραγικότητα του συμβάντος.

— Τα κύματα βουνά, έλεγε: Νύχτα, χιονιά. Από την πρύμνη δεν έβλεπες εις την πλώρη. Ένα κύμα θηρίο μας αρπάζει μαζί με το καράβι. Ο κρότος μου εφάνη σαν βροντή. Εγώ επρόφθασα να είπω μόνον «Άγιε Νικόλαε»· και ευρέθην μακρυά 'ς το πέλαγος κρατών ένα μεγάλο ξύλο. Οι άλλοι έπεσαν στο βράχο. Εχάθηκαν. Έμεινα 'ς το ξύλο μισοπεθαμένος μια νύχτα και μια μέρα, και τότε ένα βαπόρι που πήγαινε για το Βατούμ μ' επήρε και μ' έβγαλεν εκεί. Είχαν δίκαιον να γράψουν αι εφημερίδες πως επνίγηκα. Το πώς εγλύτωσα είνε θαύμα.

— Άγιε Νικόλαε! ως εξ ενός στόματος έκραξαν όλοι οι συνηγμένοι εκεί, αποκαλύψαντες ανεπαισθήτως τας κεφαλάς των και σταυροκοπηθέντες· και απήλθον εν χαρά εις την αγρυπνίαν, ενώ ο απέναντι οίκος της γρηάς το Μορφάκι, ελαμποκοπούσεν από τα φώτα.

— Το μεγαλείτερον όμως θαύμα του αγίου Νικολάου, που νάχουμε την ευχή του, προσέθετε την επαύριον ο γέρων του χωρίου ιερεύς, είνε ότι ουδέποτε φαιδρότερον επανηγυρίσθη η εορτή του Αγίου Νικολάου εις την νήσον μας από το έτος αυτό.

Ετούτο το έλεγε και τα ξανάλεγεν και η γρηά το Μορφάκι, η οποία πρώτην φοράν επί ζωής της είχε μείνει εις την αγρυπνίαν έως το πρωί.

Όταν δε την εσπέραν της εορτής επήγαν εις τον Ναόν και έψαλαν παράκλησιν και ευχαριστίαν, ενώπιον της εικόνος του Αγίου και τα τρία πρόσωπα του ιστορήματος, ο γέρων ιερεύς εις το τέλος ως γραμματισμένος οπού ήτο και μουσικός, επήρε το βιβλίον της Ψαλτικής και έψαλε με ιδιαιτέραν χάριν το Δαβιτικόν άσμα, πολύ κατάλληλον εις την περίστασιν εκείνην:

«Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις».

Η μελωδία του ιερέως ακουσθείσα έξω εις την μικράν πλατείαν παρεκίνησε πολλούς να έμβουν εις τον Ναόν· και ήτο μια χαρά να βλέπης τους νησιώτας με τόσην κατάνυξιν να ίστανται ενώπιον της Εικόνος του Αγίου των θαλασσών παρακολουθούντες την γλυκείαν του ιερέως ψαλμωδίαν με δάκρυα.

 

αρχή

 



 

1892

Ευτυχώς ο Γιώργος ο Μπάρμπα-δήμαρχος, μίαν εβδομάδα ολόκληρον κουβαλών κλάρες, είχε γεμίσει ως επάνω το χάλασμα μεθ' ου συνείχετο ο φούρνος, τον οποίον εκολλούσεν η γυναίκα του η Μιλάχρω, μία ανδρογυναίκα ως εκεί απάνω, με δυο χέρια μακρά ως το φουρνόξυλο, διά του οποίου διηυθέτει της κλάρες εν τω αναμμένω φούρνω, αν και πολλάκις αι γυναίκες αι φουρνίζουσαι τα ψωμία, την είδον την Μιλάχρω απάνω εις την οχλοβοήν να διευθετή με τας μακράς και ξηράς χείρας της, αψηφούσα το πυρ, το οποίον, λέγεις, τας είχε ψήσει και μεταβάλει εις φουρνόξυλο.

Λέγω ευτυχώς, διότι οσάκις τον Γιωργόν τον Μπάρμπα-δήμαρχον, ένα μικροκαμωμένον άνθρωπον, λεπτόν και λιγνόν και ξηρόν ως φαγωμένον από τας αίγας γηραιόν θήλιασμα, το οποίον ου μεγαλόνει πλέον, αλλ' ούτε και αναθάλλει, τον έπιανεν η τεμπελιά, εκάθητο εις το καφενείον της αγοράς τραβών τον ναργιλέ του και διαλεγόμενος περί των υδάτων της κώμης ως πρωτόγνωρος του χωρίου, με τι μέσον θα φέρουν εις το χωρίον το τρεχούμενο νερό, εκθέτων εκεί μέσα εις τους καπνούς του ναργιλέ τα διάφορα σχέδια, διόπερ ίσα-ίσα ο κόσμος ο αιωνίως φαιδρός τον απεκάλεσε Μπάρμπα-δήμαρχον. Ο φούρνος της Μιλάχρως της γυναίκας του θα εξόδευεν όλες της κλάρες τότε έως το μεσημέρι κι ύστερον η υψηλή και ξηραγκιανή Μιλάχρω— τέτοια μέρα που είχε τόση δουλειά ο φούρνος— θα εκάθητο μελαγχολική με κρεμασμένα σαν στυλιάρια τα δύο ξηρά και μακρά χέρια της, τα οποία ήσαν μαύρα ως να τα είχε ψήσει του φούρνου η λαμπ[;]

— Πολλή ζωίτσα νάχης, άνδρα μου! ηύχετο η Μιλάχρω έχουσα τα φρύγανα άφθονα.

Και εξηκολούθει και μετά το δειλινόν ακόμη να κολλά τον φούρνον της εκείνην την ημέραν— παραμονήν του αγίου Βασιλείου— ενώ ο Μπάρμπα- δήμαρχος φαγών ήδη πέντε φαρφούνες ζεστές— από τα φουρνιάτικα— με μια πεντάρα τουλουμοτύρι, εκάθητο εις την αγοράν, εις το καφενείον το καλλίτερον, τραβών τον ναργιλέ του ήσυχος και ευχαριστημένος, ως άνθρωπος ο οποίος είχε κουβαλήσει όλες της κλάρες της Μιλάχρως, διαλεγόμενος με τους άλλους προεστούς περί των υδάτων του χωρίου.

Πέντε φορές η μασσαλιωτική βαθεία λεκάνη είχε γεμίσει από τα φουρνιάτικα, και πέντε φορές η Μιλάχρω έρριψεν εις τον φούρνον και από ένα μεγάλο ψωμί ιδικόν της και από μίαν φαρφούναν· διά τον άνδρα της τον «δουλευτήν» επιλέγουσα:

— Χαλάλι σου, άνδρα μου!

Αλλ' ήδη— επλησίαζεν ο εσπερινός— ανασκουμπώσασα τα μανίκια της διά μέσου του επανωκορμίου του φουστανίου της και επιδείξασα μέχρι της μασχάλης σχεδόν μαύρας και ξηράς τας δύο εργατικάς χείρας της, είπεν αποτεινομένη προς τας παρισταμένας γυναίκας:

— Για να σας πω, θα με μεσανυχτίσετε;

Και ήρχισε να επισπεύδη το ξεφούρνισμα.

Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι της— τον βαρύν κεφαλόδεσμόν της— κρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.

— Τα, τι λουγάτι!

— Άψητες, θαπώ;

— Αρί! Μουλύβια!

Εκραύγαζον τότε αι γυναίκες δυσαρεστημέναι διά την βίαν της Μιλάχρως, ήτις εξεφούρνιζεν άψητες της βασιλόπηττες.

— Για σας μονάχα, θαρρείτε, ξημερόνει Άιβασ'λιού;

Και χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο, ήρχισε σπεύδουσα να ρίπτη πάλιν κλάρες εις τον φούρνον.

Επειδή δε αι γυναίκες εγόγγυζον και άλλαι ηπείλουν εν ταραχή θορυβώδει, είπε πάλιν η Μιλάχρω.

— Εσείς θα με μάθετε τη δ'λειά μ;

Και προσέθηκε:

— Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ!

Τωόντι ήξευρε την δουλειά της η φιλόπονος Μιλάχρω, διότι αλλέως δεν θα εγέμιζεν ως το μεσημέρι πέντε λεκάνες φουρνιάτικα.

Αυτήν την φοράν όμως η Μιλάχρω είχε συμμάχους και υπερασπιστάς και άλλας γυναίκας, αίτινες ιδούσαι τον καπνόν έσπευσαν να φουρνίσουν τα ταψία των λέγουσαι:

— Καλά λέει η Μιλάχρω!

Η Μιλάχρω όμως δεν έλεγε διόλου καλά, διότι από την βίαν της ελησμόνησε μέσα έν ολόκληρον ταψίον,

Και η κλάρες άναψαν πλέον.

Εφλόμωσεν ο φούρνος κατ' αρχάς από μαύρον καπνόν. Μετ' ολίγον ο καπνός έγεινε φαιός. Οι χλωροί πρίνοι ήρχισαν να πρατσαλίζουν μετά κρότου ως γλώσσαι εριζουσών γυναικών και η φλοξ ανέλαμψε δεξιά και αριστερά υπό τον θολίσκον τον πλίνθινον του φούρνου.

— Τά, τι κάνεις, θαπώ;

Εκραύγασε γυνή ηλικιωμένη, χονδρή από τα δύο φουστάνια και κόκκινη από τον θυμόν της.

— Λείπ' ένα ταψί!

— Σώπα και συ, Χριστιανή μου! διέκοψεν η Μιλάχρω, κάθιδρος από τας φλόγας, κατέρριψε νέους κλάδους εις τον φούρνον.

— Λείπ' ένα ταψί, θαπώ!

Επανέλαβεν η ωργισμένη γυνή μετρώσα κατά σειράν επί της λοξής και χωλή παγκιέτας τα ταψία της.

— Ένα, δύο, τρία, τέσσερα . . . . λείπ' ένα. Τι κάνεις, Μιλάχρω;

— Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε:

— Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!

Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της:

— Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες!

— Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.

Και ηρίθμει:

— Μια για το σπίτι με το φλουρί, μια για να την φωτίση ο παπάς τα Φώτα, μια για την κουμπάρα μ', μια για τον δάσκαλο.

— Θέλ' κι' ου δάσκαλος βασ'λόπ'τα!

Εμουρμούρισεν η Μιλάχρω.

— Τι να τήνε κάμω τώρα!

Εγόγγυζεν η ξένη γυνή, θεωρούσα την καείσαν βασιλόπητταν κατάμαυρην ως μουντζουρωμένην.

— Είνε τώρα για κόσμο αυτή;

— Μέρα που είνε, γίνονται και λάθη!

Προσέθηκεν άλλη τις εκ των παρισταμένων διά να φουρνίσωσι, βιαζομένη διότι ενύκτωνε.

— Τι να τήνε κάμω τώρα;

Επανέλαβε πάλιν η οργισθείσα γυνή.

Δος' νε τ' δασκάλ'!

Παρετήρησε, γελώσα η φουρνάρισσα.

Τι να κάμη η ατυχής εκείνη; Να κάθηται να φιλονική 'ς τον φούρνον; Παρέλαβε τα ταψία της ένα-ένα και απήλθεν.

Και επειδή ο φούρνος έκαιε πλέον κανονικώς, η Μιλάχρω εκάθησεν επί της λοξής και χωλής παγκιέτας να ξεκουρασθή ολίγον, σπογγίζουσα το μέτωπόν της και συμμαζεύουσα τον πεσόντα κεφαλόδεσμόν της.

Και χωρίς ούτε ν' ατενίση καν προς τας αναμενούσας γυναίκας είπε:

— Γλέπ 'ς πώς το τρώνε το ψωμί; Ύστερα σου φωνάζουνε κιόλα!

Και στραφείσα αίφνης προς τας αναμενούσας γυναίκας λέγει οργίλως:

— Τι κάθησάστε, θαπώ!

Αι γυναίκες εξαφνισθείσαι κατετρόμαξαν ως εκ ραπίσματος, εξαφνικού.

Ταυτοχρόνως ήλθε και κοράσιον μικρόν ξεμαλλιάρωτον με κάτι εμβάδας μεγάλας γυναικείας και ερωτά:

— Θεια-Μιλάχρω, είπ' η μάννα μ', θα κουλλήσης άλλη φουρνιά, λέει;

— Όχι, κορίτσι μ'! απήντησεν η Μιλάχρω.

Και ο φούρνος μέσα με την φλόγα καταναλίσκουσαν εγόγγυζε διαψεύδων την Μιλάχρω.

— Ναι, δε γλέπου 'γώ!

Απήντησε το κοράσιον και έφυγε, θέλον να τρέξη και βραδύνον περισσότερον εκ των μεγάλων γυναικείων εμβάδων του.

Αλλ' επειδή αι αναμένουσαι γυναίκες δεν παρεμέριζον, στραφείσα πάλιν είπε βιαίως η Μιλάχρω:

— Τι καθησάστε, θαπώ;

Και εκείναι εξαφνίσθησαν πάλιν ως να έφαγον δεύτερον ράπισμα.

— Να φουρνίσουμε! λέγει μία εξ αυτών.

— Σας είπα, δεν κουλλώ!

— Δε κουλλάς; Μ' τι κάνεις;

— Ό,τ' κάνει ου δεσπότης οπ' βλογάει τα γένεια τ' πρώτα. Δε του ξέρετε αυτό:

Απήντησεν η Μιλάχρω, διορθόνουσα την μανδήλαν της περί το πωγώνιον, ως εάν είχε πώγωνα.

— Πάμε, αρί-σείς, εφώνησε τότε μία εν οργή. Έχει να φουρνίσ' του μπακλαβά του γαμπρού!

— Έχου ζέρ'!

Απήντησε με υπερηφάνειαν η Μιλάχρω, διευθετούσα τα τελευταία λείψανα των ανθράκων.

— Έχεις, επανέλαβεν η οργισθείσα, άμ' θα πάη από κει οπούρθε!

— Να μη σε μέλ'!

Εξεφώνησεν η Μιλάχρω και ύψωσε την χείρα της ως φουρνόξυλον απειλούσα.

Αλλ' αντί να καταρρίψη επί της ενοχλησάσης αυτήν γυναικός την χείρα της, μετενόησεν έως ου να καταβιβασθή τόσον μακρά χειρ και εκτύπησε την γυναίκα εκείνην με την γλώσσαν της:

— Ό,τ' παθαίνω εγώ, είνε απ' το Θεό, άμ' συ να ιδούμε, κακομοίρα!

Και αφού απήλθον όλαι και έμεινε μόνη η Μιλάχρω και εκάη πλέον ο φούρνος, έκραξεν ηχηρώς με γλυκείαν φωνήν αρχίζουσα να πανίζη πλέον:

— Άιντε, Χρυσώ!

Ενόμιζέ τις ότι εκείνο το άχαρι και υψηλόν σώμα είχε δύο ψυχάς συγκοινωνούσας διά κοινού στόματος, μίαν απειλητικήν ως σατανάν διά τας γυναίκας, αι οποίαι την περιεφρόνουν, και μίαν πραείαν ως Χερουβίμ διά την θυγατέρα της, το εύμορφο Χρυσώ της.

* * *

Προ τριών ετών κατά πρώτον είδον αι γειτόνισσαι ν' αναιβοκαταιβαίνη την σαθράν ξυλίνην κλίμακα της μικράς οικίας— καλυβίου μάλλον— της συνεχομένης μετά του φούρνου, νεάνιδα εύμορφον, με μαύρα μάτια, με μαύρα πολλά και μακρυά μαλλιά, εικοσιδύο ετών κορίτσι, μετά χάριτος φέρον την λαδιάν μανδήλαν και το λευκότατον κολόβιον, 'σαν το χιόνι άσπρο και το κορίτσι και το κολόβιον, ενώ επιχαρίτως οι λεπτοκαμωμένοι πόδες της ωραίας κόρης φέροντες παλλεύκους περικνημίδας έσυρον κομψώς τας κεντητάς εμβάδας— της κουντούρες— βροντώσας φαιδρώς επί των μισοσπασμένων βαθμίδων της σαθράς κλίμακος.

Αι γειτόνισσαι βλέπουσαι τότε κατά πρώτον από το ερείπιον εκείνο, του οποίου έχασκον απειλητικώς τα παράθυρα ως τέρατος όμματα και το οποίον εσείετο ολόκληρον ως φύλλον εις την ελαχίστην πνοήν του ανέμου, βλέπουσαι να εξέρχηται αντί θηρίων ή ποντικών η αβρά και εύμορφος εκείνη λευκή κόρη εξεπλάγησαν, ως οπτασίαν εκλαβούσαι ή ως υπαρκτήν, την περικαλλή της παρθένου μορφήν, και έκαμνον τον σταυρόν των.

Από την υψηλήν και μαύρην φουρνάρισσαν και αιωνίως θυμωμένην, από τον μικροκαμωμένον εκείνον και άκομψον Μπάρμπα-δήμαρχον, ο οποίος καλά- καλά ακόμη μετά εικοσιπενταετή, έγγαμον βίον δεν είχε καταλάβει το γιατί ενυμφεύθη, από το αταίριαστον και άχαρι εκείνο ανδρόγυνον να εξέλθη μία τόσον ωραία και ταιριαστή κόρη, η οποία, λέγεις, εγεννήθη διά να γείνη νοικοκυρά σεμνή και σεμνοτέρα μήτηρ!

Ηπόρουν αι γειτόνισσαι!

Μήπως εις το άγριον δάσος δεν συναντάς εις την υγρασίαν και την σκοτίαν του κάτι υψηλούς και ακόμψους θάμνους ως ξεγκλισμένους, αισχύνην των υπερηφάνων δένδρων, να φέρωσιν εύμορφα άνθη, τα οποία θα εζήλευον αι μονάκριβοι των θερμοκηπίων γάστραι;

Το σαθρόν και σκοτεινόν εκείνο ερείπιον ήτο της Μιλάχρως η οικία· και η κόρη εκείνη η ως ηλιακή λάμπουσα ακτίς χρυσή, ήτο η θυγάτηρ της, το εύμορφον Χρυσώ, ήτις τότε πρώτον, προ τριών ετών, ενεφανίζετο εις τον κόσμον. Διότι τότε είχεν αρραβωνισθή. Προτήτερα που ήτο η ωραία κόρη; Έβλεπον καμμιά φορά αι γειτόνισσαι, σπανίως ν' αναιβοκαταβαίνη την σεσαθρωμένην κλίμακα έν ασθενικόν και άχρουν κοράσιον, κακοενδεδυμένον και κακοκαμωμένον, πλην ουδέ προσείχον εις την πτωχήν παρθένον εκείνην. Πού ήτο τότε το εύμορφον Χρυσώ; Πού είνε το ρόδον πριν ανοίξη;

Ούτω και η παρθένος εις τα χωρία. Ο οικός της είνε ο καλός ο σκληρός και άχρους. Όταν έλθη η ώρα και ανοίξουν τα πέταλα, τότε εμφανίζεται το ρόδον νεάνιδαν και αμίαντον πλήρες μυστικής ευωδίας. Όταν έλθη η ώρα και μνηστευθή η κόρη, τότε εμφανίζεται η ωραία παρθένος εις τον κόσμον, αθέατος και άγνωστος πρότερον, με τα μαύρα της μάτια και τα πλούσια μαλλιά της, με το λευκόν κολόβιόν της και τας χρυσάς εμβάδας της.

— Να μη βασκαθή! έλεγον αι γειτόνισσαι. Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή!

— Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι.

— Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο;

— Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο!

Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή. Την κόρην της την ανέτρεφεν η φιλόστοργος μήτηρ «μη στάξη, μη βρέξη» αυτή πονούσα, αυτή κοπιάζουσα και περιέπουσα αυτήν με την άλλην ψυχήν της την δευτέραν, ως είπομεν, την πραείαν ως Χερουβίμ. Την είδον ποτε να ξενοδουλέψη, να υπερβή το κατώφλιον του σαθρού οίκου; Ήτο αυτή ικανή να την ζήση, να την μεγαλώση. Αν είχε την δυστυχίαν να πάρη πτωχόν άνδρα, είχεν όμως την δεξιότητα ν' αναθρέψη ελευθερώτερον την μόνην θυγατέρα της. Της έπαιρνε χρυσάφι και εκεντούσε, της έπαιρνε τερεπλίκι και έπλεκε, της έπαιρνε χασέδες και έρραπτε. Και την εδίδαξε να κατασκευάζη μόνη της ωραία γλυκύσματα.

— Εγώ είμαι ένα φουρνόξυλο, διελογίζετο ενίοτε, αλλά το Χρυσώ μου είνε ένα ωραίο πλασένιο ψωμί που έβγαλα από τον φούρνον εγώ το φουρνόξυλο.

Διά τούτο όταν την αρραβώνισεν, εζήλευσεν ολόκληρον το χωρίον.

— Είδες, όταν θέλη ο Θεός; έλεγον.

Τωόντι η Μιλάχρω δεν είχε τίποτε παρά τον φούρνον της μόνον· το σπίτι δεν άξιζε τίποτε. Και ποντικόν να έκαμνε γαμβρόν, και ο ποντικός θα έκαμνε παρατηρήσεις διά τας τόσας τρύπας της σαθράς οικίας. Αμπέλια, χωράφια, τίποτε. Μέτρημα, Θεός φυλάξοι! Φουρνιάτικα, μάλιστα, εσύναζε· λεκάνες-λεκάνες· αλλ' από τα φουρνιάτικα δεν καταρτίζεται, κύριοί μου, μέτρημα, Και σήμερον σου λέγει άλλος: Έχεις μέτρημα; Έχεις γαμβρόν. Δεν έχεις; Κουκούλωνέ τα.

Το βέβαιον είνε, ότι είχε και τον Μπάρμπα-δήμαρχον η Μιλάχρω. Αλλά τι να σου κάμη και αυτός ο δυστυχής; Αυτός ήτο γεννημένος να κόπτη κλάρες και κατά λάθος τον υπάνδρευσαν. Τι να σου κάμη;

— Δεν είσαι για τίποτε! του έλεγεν η Μιλάχρω, επάνω εις τους θυμούς της.

— Εγώ δεν είμαι για τίποτα; απήντα υπερηφάνως ο Μπάρμπα-δήμαρχος. Εάν δεν είμαι για τίποτα, κατάλαβες, πώς σου έκαμα αυτό το ωραίο Χρυσώ, κατάλαβες;

— Και σαν τώκαμες μοναχά, τι θα το κάμης τώρα;

Ηρώτα η μήτηρ.

— Γι' αυτό θυμώνεις; Μακάρι νάχες κι' άλλο ένα Χρυσώ ακόμα.

Αληθώς η καλλονή και η σεμνότης του Χρυσού δεν ήργησε να γίνη γνωστή εις το χωρίον. Όσον και αν ήτο κεκαλυμμένη με τα πτωχικά εκείνα φορέματα η αρετή, υπάρχουν μάτια που την ανακαλύπτουν πολύ ευκόλως και πολύ ταχέως.

Διά τούτο πολύ εζήλευσαν την Μιλάχρω, διότι τόσον ευκόλως οικονόμησε το κορίτσι της. Κ' επήρεν άνθρωπον καλόν, εργατικόν και όχι ναυτικόν.

— Πωπώ, παιδί μου! μακρυά από θαλασσινόν! έλεγεν η Μιλάχρω. Να πάρης ένα πτωχότερον, μα να κάθηται κοντά σου. Όσο και να πης, πάντοτε θα μπορή να κουβαλάη κλάρες.

Όμως η χαρά της Μιλάχρως και η ζήλεια του χωρίου δεν διήρκεσαν πολύ. Αν έλειπεν η ζήλεια, ημπορεί να διαρκούσε περισσότερον και η χαρά. Αλλά τώρα την γλωσσόφαγεν αμέσως ο φθόνος την χαράν της Μιλάχρως, ως αι άκανθαι τον σίτον.

Μετά έν έτος ο Στεφανάκης, ο αρραβωνιαστικός του Χρυσού, νέος τριάκοντα ετών, ναυτικός κατά πρώτον και ήδη διατηρών καφενείον, ως ακινδυνωδέστερον στάδιον του βίου, ήρχισε τα κακιώματα και τας αναβολάς του γάμου, αφού είχεν έμβη πλέον μέσα εις το σπίτι του κοριτσιού.

Ωχ και να ιδής τότε φείδια που την έζωναν την Μιλάχρω. Φλόγες καυστικώτεραι από τας φλόγας του φούρνου έψηνον το πρόσωπόν της. Το εφύσα και δεν εκρύονε. Τον Μπάρμπα-δήμαρχον δεν τον έμελε τόσον.

— Καρφί δεν σου καίγεται, καϋμένε!

Εφώναζεν ενίοτε η Μιλάχρω.

— Τι να σ' κάμω κ' εγώ; απήντα. Κλάρες είνε για να σ' κουβαλήσω;

— Να τ' τάξης μέτρημα!

— Τώρα θα πά 'να το κόψω απ' τον τοίχο!

Και έφευγεν.

Ήλθεν ένας χειμώνας, ήλθεν ένα καλοκαίρι, ήλθεν άλλος χειμώνας, ήλθεν άλλο καλοκαίρι, ο Στεφανάκης τους έστελνεν από τα Χριστούγεννα εις την Λαμπρή, και από την Λαμπρή 'ς τα Χριστούγεννα, την ημέραν δ' ακριβώς την ορισθείσαν υπό του ιδίου διά τον γάμον, έκαμνε τον θυμωμένον, εκάκιονε με το παραμικρόν, ελάμβανε την κασσελίτσα του και την τσεργίτσα του και επήγαινε και εκοιμάτο εις το καφενείον.

Τι να σου κάμη και η Μιλάχρω; Τα χρήματα, καθώς έλεγε και ο Μπάρμπα- δήμαρχος, δεν κόπτονται από τον τοίχον. Και από τον τοίχον αν εκόπτοντο, της Μιλάχρως το σπίτι ούτε τοίχους σχεδόν είχε, το ερείπιον! Είχεν όμως φούρνον η Μιλάχρω, και από τον φούρνον εσύναζε φουρνιάτικα. Από τα φουρνιάτικα λοιπόν κατεσκεύαζεν ωραία αφράτα ψωμιά με το σησάμι, το Χρυσώ έκαμνε νόστιμα και επιτυχημένα γλυκύσματα, έψηναν καμμιά κόττα παχειά, εγέμιζον και μια μποτίλια μοσχάτο ευώδες και τα κουβαλούσεν η Μιλάχρω ύστερον από ολίγες ημέρες εις τον γαμβρόν της· και ο «σημαδιακός» εξεκάκιονε, και εκουβαλούσε πάλιν την κασσελίτσα και την τσεργίτσα του εις την οικίαν της αρραβωνιαστικής του, ήτις με τα δάκρυα τον υπεδέχετο τον άκαρδον αρραβωνιαστικόν της.

— Θα γέν' πλειο ο γάμος, Μιλάχρω! Έλεγαν μετά πεποιθήσεως αι γειτόνισσαι.

— Σα θέλ' ο Θεός! απήντα η μήτηρ μετ' αμφιβολίας. Πλην ο Θεός δεν ήθελε· και την επαύριον κλειστός ο φούρνος και κατάκλειστον το σπίτι.

Η Μιλάχρω μετά της κόρης επήγαιναν νύκτα-νύκτα εις το αμπέλι να συνάξουν λάχανα και να ξεσκάσουν μετά την άρνησιν πάλιν του «στερημένου», όστις έχων τα βιολιά όλην την ημέραν εχόρευεν εις το καφενείον του μόνος του, διότι οι φίλοι του ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν διά την διαγωγήν του αυτήν και να τον ειρωνεύωνται.

— Το προικιό σ' είν' αυτό, Στεφανάκη;

Τον ηρώτων, βλέποντες επί της ξυλίνης παγκιέτας του καφενείου του μίαν κασσελίτσα και μίαν τσεργίτσα.

Και όμως ο Στεφανάκης φαίνεται να την ηγάπα την ωραίαν κόρην αληθώς, διότι πάντοτε την ημέραν του κακιώματος έπαιρνε τα βιολιά και εμέθυεν όχι από την χαράν του, αλλ' από την λύπην του. Την νύκτα οι χωροφύλακες καθήμενοι αργά εις το καφενείον του τον ήκουον συχνά ν' αναστενάζη, και καμμιά φορά τον έβλεπον να σπογγίζη τα μάτια του με ένα ωραίο μανδήλι, δώρον του Χρυσού. Πλην έκαμνεν όλα αυτά τα κακιώματα διά να ξεκολλήση τίποτε μέτρημα, «να κάμη κι' αυτός μια δουλειά, να ζήση». Ναυαγήσας εις την Μαύρην θάλασσαν, είχε θραύσει το οστούν της αριστεράς χειρός του, η οποία αδύνατος πλέον καθίστα αυτόν σχεδόν άχρηστον ως ναυτικόν. Φιλόπονος όμως νέος, ήνοιξε το μικρόν καφενείον, εκ του οποίου «έβγαζε το τσουβάλι» την τροφήν του.

Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά.»

Του επέρασε λοιπόν η ιδέα— ηκούσθη μία φήμη— ότι ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχε παράδες και δεν τους εμαρτυρούσε,

Ταύτα σκεπτόμενος και έχων αυτήν την πεποίθησιν, ημέρας τινάς μετά το τρίτον κάκιωμα απέστειλε την θείαν του την Σταματίτσαν, την μόνην συγγενή του εις το χωρίον.

— Τι πάθατε πάλι; ερωτά την Μιλάχρω μετά προσποιήσεως η Θεια- Σταματίτσα.

— Δε μας κλαις, Χριστιανή μ! απήντησεν η Μιλάχρω.

Το Χρυσώ, η ωραία λευκή κόρη, γεράνιο φουστάνι φορούσα, με μίαν παλαιομανδήλαν πενθίμως καλύπτουσα την άφθονον κόμην της, ωχρά, έκλαιεν εις μίαν γωνίαν ζαρωμένη, μη περιμένουσα να την κλαύσουν άλλοι. Κάτω έκλινε την κεφαλήν της, σιωπηλή και φθίνουσα ως άνθος αβρόν, το οποίον όλην την νύκτα εμάστισεν ο βορράς, κ' ερρυπάνθη η καλλονή του η τρυφερά, κ' εμαράνθη η δρόσος του η ευωδιάζουσα.

— Δεν μπορείτε και σεις πλεια, να 'κονομήσετε χίλιες ψωροδραχμές!

— Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, δεν έκαμνα γαμβρό τον σερσέμη!

Είπε με την ωργισμένην φωνήν της η Μιλάχρω.

Η Θεια-Σταματίτσα ηθέλησε να οργισθή και αύτη και να φύγη, αλλά πάλιν— καλή χριστιανή— ανεγνώριζε το δίκαιον της Μιλάχρως.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν.

Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε:

— Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε!

— Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα!

Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

— Λένε πλεια πως ηύρες 'ς το βουνό.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ανεπήδησε διαμαρτυρόμενος και σταυροκοπούμενος.

— Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! να μη μ' εύρη ο χρόνος, αν εγώ ηύρα χρήματα!

— Το λένε πλειο! απήντησε πάλιν η Θεια-Σταματίτσα. Γι' αυτό τ' άκουσε και ο Στεφανάκης κ' επιμέν'. Εκεί δα, λέει, που ξερρίζωνες μια κλάρα 'ς το Κοτρόνι, ηύρες ένα τενεκέ φλουριά. Σ' είδε, λέει, ένα τσοπανόπουλο.

— Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! τόσα χρόνια παλαίβω με τα κλαριά και με τα κοτρόνια, και ούτε μια δεκάρα δε βρέθηκε. Νάναι κανένας στραβός, βρίσκει. Εγώ με δυο μάτια— τέτοια πράμματα, συμπεθέρα!

Η Μιλάχρω τον παρετήρει τον άνδρα της με βλέμμα λαίμαργον.

Η κόρη του η άμοιρος εσήκωσε τα μάτια της βουρκωμένα, θαρρούσα να ίδη τον τενεκέ με τα φλωρία.

Πρώτην φοράν και αι δύο ήκουον αυτήν την διάδοσιν.

Το βέβαιον είναι ότι Κυριακήν τινα είδον τον Μπάρμπα-δήμαρχον, μάννα και κόρη, να κρατή εις τας χείρας του έν παλαιόν φλωρίον. Πλην δεν υπώπτευσαν τίποτε.

Εκείναις της ημέραις εδούλευεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος εις το Μοναστήρι, που έκτιζεν ο Γέροντας ο Παπα-Διονύσιος, όστις— νάχωμε την ευχή του— επλήρωνεν όλο και μαντζάρικα— βενετικά φλωρία— τους μαστόρους, φλωρία των δέκα φράγκων, που έλαμπαν, φωτιά μοναχή λες και τα έβγαλαν τότε από το καμίνι. Έπειτα ο Μπάρμπα- δήμαρχος δεν είχε μυστικά από την γυναίκα του· τον εκακομεταχειρίζετο καμμιά φορά αληθινά, για την κουταμάρα του, αλλ' είχεν ως είπομεν δύο ψυχάς. Και προς τον άνδρα της, όσον και κακομοιριασμένον, ωμίλει με την πραείαν ψυχήν, ως και προς την κόρην της. Με όλον το ύψος της το άνοστον και το χρώμα της το μαύρον είχε καμμιά φορά όψες γλυκές και εύμορφες η Μιλάχρω. Επηρεάζετο τότε από την πραείαν ψυχήν, από το μυστηριώδες Χερουβίμ.

Τον είχε περιποιημένον και καλοενδεδυμένον τον μικροκαμωμένον άνδρα της.

Τι μόνον ήθελε; Να της κουβαλή κλάρες ακαταπαύστως.

Διά τούτο είχον και οι δύο εμπιστοσύνην αναμεταξύ των τουλάχιστον το επίστευεν η Μιλάχρω.

Ούτως η Θεια-Σταματίτσα απήλθεν άπρακτος.

— Πιστεύεις, παιδί μ'; είπεν εις τον ανεψιόν της τον Στεφανάκην. Φτώχια και των γονέων!

— Ηύρε, θεια, ο παληόγερος, ηύρε φλωριά! Χάλασε μια μέρα ένα καινούργιο μαντζάρικο!

— Ξέρω κ' εγώ πάλι!

Λοιπόν η Μιλάχρω ήρχισε μετά ταύτα να περιεργάζεται υπόπτως τον σύζυγόν της. Έτυχεν ολίγας ημέρας αργότερον, να διέρχεται από τον φούρνον καφεπώλης τις, εις το καφενείον του οποίου συνήθιζε να κάθηται ο Μπάρμα-δήμαρχος— εις του γαμβρού του δεν εσύχναζε, διότι εκεί συνηθροίζετο η θορυβώδης και παιγνιώδης νεολαία.

— Δε μ' λες, Θεια-Μιλάχρω. που την κόφτ' αυτή τ' μονέδα τ' καινούργια ο Μπάρμπα-δήμαρχος;

Είπε γελών ο καφεπώλης.

Η Μιλάχρω δεν απήντησε, πανίζουσα την στιγμήν εκείνην.

Πλην ενισχύθη η υποψία της. Πρώτον εφαίνετο ύποπτον εις αυτήν ότι ο σύζυγός της από τινος καιρού συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε εις το κατώγειον, μέσα εις τα ξύλα και τους ποντικούς, στρώσας εις μίαν γωνίαν το κλινίδιόν του το σκληρόν πλησίον εις σωρόν παλαιάς οικοδομησίμου ξυλείας εκ μαύρων μεγάλων ξύλων, άτινα ίσταντο όρθια εκεί εις την γωνίαν, συναχθέντα ένα-ένα εξ ηρειπωμένων οικιών, ίνα χρησιμεύσωσι προς ανακαίνισίν ποτε της σαθράς οικίας των.

Την επαύριον της σκηνής εκείνης, όταν ο σύζυγός της έλειπεν εις το βουνόν, η Μιλάχρω εξετίναξε μετά προσοχής το κλινίδιον πλην δεν εύρε τίποτε.

Δεύτερον, της έλεγον ότι εις το καφενείον κάθηται πάντοτε χαρούμενος και πίνει ναργιλέδες πολλούς και πληρόνει τακτικά, και κάπου κάπου τρατάρει.

Η Μιλάχρω του έκαμε παρατηρήσεις υπόπτους, πλην ο Μπάρμπα-δήμαρχος ετοίμως απήντησεν ότι αν τρατάρη, τρατάρει ς' το χρόνο μια φορά τον γέρο-Νικολά τον ψαράν, ο οποίος κάθε Πάσχα συνήθιζε να δίδη εις τον Μπάρμπα-δήμαρχον κανένα χταπόδι, ως δώρον, τα οποίον τω εφαίνετο τότε νόστιμον ως κρέας.

Τρίτον— τούτο ήτο το εκπληκτικώτερον— τα τελευταία Χριστούγεννα, παρουσιάσθη την παραμονήν ο Μπάρμπα-δήμαρχος, κρατών δέμα τυλιγμένον με χονδρόν χαρτίον.

Το ανοίγει η Μιλάχρω και ευρίσκει γόβες, διά την σύζυγόν του και διά την θυγατέρα του, και ένα ζωνάρι διά τον εαυτόν του.

— Καλή χρονιά!

Του λέγει η Μιλάχρω ειρωνικώς, προσθέτουσα:

— Μαντζάρικο πάλι χάλασες;

— Π'στευ'ς, καϋμένη, τον κόσμο!

Απήντησεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

— Θε ς' τάβρουμε, κακόμοιρε, και θε ς' τα πάρουμε ούλα!

Ηπείλησε τέλος η Μιλάχρω εν αστειότητι.

* * *

Εφέτος του αγίου Βασιλείου— είχε κακιώσει από τα Χριστούγεννα ο «σημαδιακός»— απεφάσισεν η Μιλάχρω να τον ξεκακιώση πάλιν.

Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην.

— Σ' αγαπάει, καϋμένη!

Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.

Όταν εξημέρωσε, τρέχει αμέσως η Μιλάχρω κ' ευρίσκει την Θεια- Σταματίτσα.

— Ήθελα πλειο, συμπεθέρα, να σας φέρω τ' Αϊβασιλιού, τον μπακλαβά.

— Να τον φέρ'ς, συμπεθέρα, να τον φέρ'ς! Ακούς λέει! Ο Στεφανάκης ξεκάκιωσεν.

Ήτο συνηθισμένη η Θεια-Σταματίτσα να τρώγη τα καλά της νύμφης γλυκύσματα, τρία χρόνια τώρα. Και χωρίς να γνωρίζη την γνώμην του ανεψιού της, εφάνη πρόθυμος να δεχθή τα δώρα, ως άλλοτε.

Πλην ο Στεφανάκης είχεν αποφασίσει να μη δεχθή πλέον δώρα και γλυκύσματα. Ήτο πονηρός ο μονόχειρ. Επληροφορήθη, ότι ο νέος δήμαρχος, δραστήριος και ικανός άνθρωπος, ανάδοχος του Χρυσού, θεωρών εντροπήν ιδικήν του να συμβαίνωσι τοιαύται εντροπαί εις το χωρίον του, να εισέρχωνται δηλαδή οι γαμβροί εις τας οικίας των αρραβωνιαστικών και ύστερον να κακιώνουν αναβάλλοντες επ' αόριστον τον γάμον, είχεν αποφασίσει, όταν τον ξεκακιώσουν τον Στεφανάκην και επανέλθη πάλιν εις την οικίαν της μνηστής του με την κασσελίτσαν και με την τσεργίτσαν του, να σπεύση την νύκτα ο κύριος δήμαρχος κρυφά με τον παπά και να τον στεφανώση τον Στεφανάκην ένα βράδυ όσο να πης κρεμμύδι.

— Έτσι θέλουν αυτοί! έλεγεν ο κ. δήμαρχος προς την Μιλάχρω εκείνας τας ημέρας.

Όσον δι' άδειαν επισκοπικήν, ολίγον εφρόντιζεν. Ηδύνατο αυτός να στεφανώση και ξεστεφανώση πολλούς τέτοιους σε μια βραδυά, φθάνει μόνον να προέκυπτεν αγαθόν εις το χωρίον.

Η Θεια-Σταματίτσα όμως δεν τα εγνώριζεν αυτά και την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς από πρωίας εκαθάριζε και ασβέστωνε το σπίτι του γαμβρού, του ανεψιού της, και ητοιμάζετο να στρώση τα καλά κυλίμια, ίνα υποδεχθή τους συμπεθέρους με τον μπακλαβάν, χωρίς να γνωρίζη τίποτε ο ανεψιός της, όστις την ημέραν εκείνην δεν παρεμέρισεν από το καφενείον, έχων πολλήν εργασίαν.

Ταυτοχρόνως δε η Μιλάχρω, ως είδομεν, υπολογίσασα ότι η θυγάτηρ αυτής είχεν ετοιμάσει πλέον τον μπακλαβάν και την βασιλόπητταν, από πρωίας μόνη της παλαίουσα, η φιλόπονος κόρη, εκόλλησε τελευταίον τον φούρνον διά λογαριασμόν της, αποδιώξασα τας αναμενούσας με τα ταψία γυναίκας κ' εφώνησεν:

— Άιντε Χρυσώ!

Και η ωραία κόρη κατήλθε τότε μετά προσοχής την σαθράν κλίμακα, κομίζουσα επί κεφαλής το μέγα σινίον του μπακλαβά, κατακκόκινη από τον κόπον. Και τι κόπον!

Ήνοιξεν είκοσιν αραχνοϋφή φύλλα ζύμης, δέκα από κάτω και δέκα από 'πάνω μεταξύ των οποίων έθηκε, δεξιώς επιστρώσασα, το εκ καρύων και μέλιτος και αρωμάτων κράμα. Εχάραξεν είτα τας ρομβοειδείς ψάρας, εκέντησε μικρά τριγωνίδια γύρω-γύρω εις τον μέγαν κύκλον του σινίου, αποκόψασα διά μαχαιριδίου τα κρεμάμενα έξω αυτού φύλλα, και έφερεν εις την μητέρα της, ήτις τον εφούρνισεν ευχηθείσα:

— Καλορρίζικος!

Ακολούθως αναβάσα πάλιν έφερε την βασιλόπητταν, μίαν μεγάλην και εύμορφα και αυτήν κεντημένην διά χαραγμένων ρόμβων και τριγωνιδίων, και παρέμεινεν επί μικρόν η κόρη προ του φούρνου με ελαφρά ροδισμένας τας παρειάς, συμπαθώς αδύνατος η επί τρία έτη τώρα βασανιζομένη γλυκεία παρθένος, ως με μίαν μυστηριώδη σκέπην προ του τρυφερού λευκού προσώπου της, υπό την οποίαν δειλώς εφαίνοντο μαραμμένα μικρόν τα παρθενικά της κάλλη. Ουδόλως δ' υπελόγιζε τον κόπον της ημέρας εκείνης, εξ ου επόνεσαν τα αβρά δάκτυλά της, απέναντι της δειλής χαράς, ήτις σιγά-σιγά εβόμβει εις τα ώτα της ως μακρυνόν άσμα αναγγέλλον την παύσιν των δεινών της. Η μανδήλα της, καινουργής της Πόλεως, εκάλυπτεν όλην την πλουσίαν μακράν κόμην της, και οι οφθαλμοί της οι μεγάλοι και μαύροι εμπρός εκεί εις τον πυρίκαυστον φούρνον υγροί εφαίνοντο, ως να παρεκάλουν τον θεόν να γείνη ίλεως πλέον και να παύσουν τα δεινά της και ν' ανοίξουν πάλιν τα μαρανθέντα της καρδίας της φύλλα, άτινα εψήθησαν ως εις τον φούρνον τόσον σκληρώς.

* * *

Την νύκτα, όταν πλέον τα μαγαζεία είχον κλείσει και οι άνθρωποι είχον αποσυρθή εις τας οικίας των, φως ανέβαινε την άγαυσαν προς την επάνω συνοικίαν της Παναγίας οδόν, φως φαναρίου φέγγον εις ικανήν απόστασιν και προχωρούν κινούμενον προς τους απέναντι τοίχους κατά σειράν. Ο Μπάρμπα-δήμαρχος βαστάζων την βασιλόπητταν επί κεφαλής, κεκοσμημένην διά πορτοκαλλίων βαρακωμένων και εις τας χείρας κρατών φανάριον απλούν προηγείτο σπεύδων, ηκολούθει δε η σύζυγός του η Μιλάχρω, υψηλή και μαύρη, βαστάζουσα ευλαβώς επί της κεφαλής της με τας δύο χείρας της το σινίον το παμμέγιστον, ως κύκλον μυλόπετρας, το περιέχον τον βαρύτατον και παχύτατον μπακλαβάν με τα είκοσι φύλλα, δέκα από πάνω και δέκα από κάτω, διαχέοντα παχείαν ευωδίαν εις την οδόν. Η εργατική γυνή ήτο ενδεδυμένη καθαράν μανδήλαν πολίτικην καινουργή και εκ πρασίνου εριούχου γουνάκι και φουστάνι μερινόν χρώματος καφέ, και επάτει μετά προσοχής επί των ολισθηρών πετρών του λιθοστρώτου. Αλλά και ο Μπάρμπα- δήμαρχος έφερε και αυτός καθαράν ενδυμασίαν. Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.

Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς.

— Παναγία μου, να είναι το τελευταίον!

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα. Αλλά και αν ήτο, δεν θα ήκουε τίποτε. Ούτος έν μόνον εσυλλογίζετο, αν η συμπεθέρα θα του βγάλη καμμιά ψάρα να φάγη.

Καθ' όλην την οδόν εβασίλευε σκοτία. Μόνον εις δύο τρεις οικίας ηκούοντο εισέτι τα τελευταία απηχήματα του τραγουδιού του αγίου Βασιλείου· και όταν ηκούσθη ο στίχος ο τρυφερός του εγκωμίου της κόρης: «Κυρά μ' τη θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου», η Μιλάχρω εσταμάτησεν ολίγον και διά ν' αναπνεύση και διά ν' ακούση τους στίχους, τους οποίους εφέτος εν τη ανησυχία της δεν είχεν ακούσει. Και εδάκρυσεν.

Αλλά ολίγον ανωτέρω με όλην την νύκτα και το ψύχος ηνοίχθησαν παράθυρά τινα, και αναβλέψασα είδεν εις την σκιάν η Μιλάχρω κεφαλάς τινας γυναικείας μανδηλωμένας καλώς, κεφαλάς μητέρων και θυγατέρων, αίτινες έκυπτον από τα παράθυρα να ίδωσι την Μιλάχρω, κομίζουσαν εις τον γαμβρόν της τον μπακλαβάν.

Η Μιλάχρω επίτηδες εβράδυνε— μεσάνυκτα σχεδόν— διά να μη την ίδουν. Εντρέπετο πλέον. Και όμως πάντοτε η περιέργεια θ' αγρυπνή και θα παραφυλάττη.

— Τον ξεκάκιωσε πάλι η Μιλάχρω!

Ηκούσθη μία φωνή.

— Ο Θεός να σε φυλάη, παιδί μ', εψιθύρισεν άλλη, μήτηρ αύτη, να μη πέσης σε τέτοια χέρια!

— Την έψησε την κακομοίρα χειρότερα από τον φούρνον της, ηκούσθη άλλη παρατήρησις.

Και η Μιλάχρω έσπευδε.

— Γιατί δεν τα θέλουν, παιδί μου, τα κορίτσια! είπεν άλλη μετά πικρίας.

Ούτως ο μέγας και ευώδης μπακλαβάς του Χρυσού, δι' ον συνήνωσαν την τέχνην των αι αβρότεραι χείρες και τα λεπτότερα αρώματα, αφού εκοπίασε δι' αυτόν η ευώδης εκείνη κόρη, αντί να προκαλή την χαράν την μελιτώδη κ' ευφραίνουσαν, και να κομίζεται με βιολιά και με άσματα, προεπέμπετο δι' επιφωνημάτων κ' εκφράσεων πένθους, ως να ήσαν τα κόλλυβα του Χρυσού και όχι τα φαιδρά του υμεναίου της προμηνύματα.

Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της.

— Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο;

— Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη.

— Κοιμούνται τάχα!

Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα.

Φως ουδέν.

Μόνον ηκροάσθησαν, πριν κρούσωσι την θύραν. και ήκουσαν φωνήν ωργισμένου ανθρώπου:

— Εσύ θα μου κάμης κουμάντο εδώ μέσα;

— Καλά, παιδί μου, καλά!

Απήντα φωνή άλλη πραεία.

Και πάλιν εξηκολούθει η ωργισμένη φωνή:

— Να καλαμώσης!

Και μετά μικρόν:

— Σου είπα καθαρά, δεν θέλω πλέον καμμιά σχέσι με την φουρνάρισσα. Ούτε τον μπακλαβά της, ούτε την πήττα της. Θα τα πετάξω 'ς τον βράχο.

— Καλά παιδί μ', καλά!

Διέκοψε πάλιν η πραεία φωνή.

— Καλά που τώμαθα κ' ήρθα. Αλλέως δεν ξέρω τι θα γίνουνταν!

Επανέλαβε πάλιν η ωργισμένη φωνή του Στεφανάκη, ελέγχοντος την Θεια- Σταματίτσα.

Η φλοξ του φούρνου δεν κατακαίει τόσον σκληρώς τους χλωρούς πρίνους, όσον τώρα οι λόγοι αυτοί οι άγριοι του ασπλάγχνου Στεφανάκη ακουσθέντες κατέκαυσαν την καρδίαν της Μιλάχρως.

Εθεώρησαν περιττόν και να κρούσωσι καν την θύραν του ωργισμένου.

Πλην πώς να γυρίσουν οπίσω;

* * *

Μετ' ολίγον φως βιαστικόν επροχώρει ταχέως χαρασσόμενον επί των σκοτεινών οικιών της μεγάλης λιθοστρώτου οδού, της συνενούσης τας δύο μεγάλας της πόλεως συνοικίας. Εφώτιζεν ως αστραπή τους τοίχους κ' έφευγε προς τα κάτω, αφίνον όπισθεν του την νύκτα μελανήν και απρόσιτον.

Από τινος οικίας ηκούσθη πάλιν πολύ αργά— ως εξεπίτηδες— ο στίχος του τραγουδιού του Αγίου Βασιλείου: «Κυρά μ' την θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου!...» ενώ εκ των παραθύρων, ανοιγομένων εν βία, εφώναξαν γυναίκες τίνες δυνατώτερα:

— Αρί! Τον έδιωξε τον μπακλαβά, ο λοχεμένος!

* * *

Όρθρος βαθύς. Μετ' ολίγον θα κρουσθώσι χαρμοσύνως οι γλυκείς του ναού κώδωνες, κηρύσσοντες τον Νέον Χρόνον. Όλος ο κόσμος κοιμάται τον γλυκύν της ευτυχίας ύπνον με τα δώρα του και με την χαράν του, ενώ ως εξαπτέρυγα καλλίμορφα Σεραφείμ, τα όνειρα του μέλλοντος ελαφρώς πτερυγίζουσι, βαυκαλίζοντα τον ύπνον τον γλυκύν της κοιμωμένης ευδαιμονίας, ήτις όσον πρόσκαιρος και αν είνε, όσον φθαρτή και αν πιστεύεται, όμως είνε τόσον ποθητή και αξιέραστος, ως να είνε παιδίον όλος ο κόσμος και δεν γνωρίζει, ότι το εκλεκτόν δώρον του, όπερ μετά τόσου κόπου εδιάλεξεν, είνε ξύλινον ιππάριον, ή εκ ψευδούς ελαστικού ψευδοκόρη, ήτις μετά τινας θωπείας θα θραυσθή και θα διαλυθή εις τα εξ ων συνετέθη . . .

Και μόνον εις τον σεσαθρωμένον της Μιλάχρως οίκον αγρυπνεί η δυστυχία και η κακομοιριά, ως να μη δύναται ούτε μίαν ημέραν ολόκληρον να καταυλισθή κ' εδώ η ευτυχία, και διαρρέει, νομίζεις, ως ύδωρ από τας οπάς και τας χασμάδας των τοίχων και των θυρίδων του χαλάσματος εκείνου.

— Ο σερσέμης! υβρίζει η Μιλάχρω.

Κ' ενίοτε αποτεινομένη μετά παραπόνου λέγει προς τον Μπάρμπα- Δήμαρχον.

— Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχ 'ς φλουριά και δεν τα μαρτυράς!

— Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα.

Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος:

— Τι θα γένω! Τι θα γένω!

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω.

— Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Ο δε γέρων δεν ησύχαζεν, αλλ' εξηκολούθει να της λέγη, άλλοτε μεν ότι θα κρυώση κάτω εις την υγρασίαν, άλλοτε δε ότι αυτός συνήθισεν εκεί με τους ποντικούς θέλει να τους έχη συντροφιά, καθώς τους έχει και εις το Κοτρόνι.

Και ενίοτε ήρχετο εις τα ψυχρά χείλη του και καμμία παρηγοριά, ανάμικτος όμως με την επιθυμίαν του:

— Σώπα, κόρη μου, σώπα και ανέβα επάνω!

Τέλος αναβαίνει ο γέρων επάνω κρεμάσας κάτω το λυχνάριον από τινος των εν τη γωνία μεγάλων παλαιών δοκών.

Άνεμος ψυχρός του Ιανουαρίου είχεν εγερθή προ τινων στιγμών και σείεται η σαθρά οικία ως δένδρον και κτυπώσιν εις τους ηρειπωμένους τοίχους τα παμπαλαιά παράθυρα και αφίνουσι πένθιμον ήχον.

Και εκεί που εθρήνει και ωδύρετο η καλή κόρη απεκοιμήθη ποιήσασα τον σταυρόν της πρώτον και ψελλίσασα μυστικούς τινας λόγους, εξ ων ηκούσθη μόνον ελαφρώς:

— Άι-Βασίλη μ'!

Και απεκοιμήθη κλαίουσα ακόμη και εις τον ύπνον της.

Δεν παρήλθον πολλαί στιγμαί και ο Μπάρμπα-δήμαρχος παραδόξως ανήσυχος, ου ηκούοντο ολονέν τα βήματα εις το παλαιόν πάτωμα πέρα-δω, πλησιάζει εις την κλαβανήν σιγά-σιγά πάλιν και κράζει·

— Να μη καής, Χρυσώ!

Το Χρυσώ ανεπήδησεν αμέσως, ως όταν μας διακόπτουν όνειρον και με βουρκωμένους τους οφθαλμούς ως να εφόρει γυαλιά από δάκρυα, έσπευσε να αποκρεμάση το λυχνάριον, το οποίον ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχεν αναρτήσει από τινος δοκού, ως είπομεν, φοβηθείσα η κόρη μη τυχόν και πέση εντός των ξηρών ξύλων και καώσιν αίφνης.

Αλλ' ενώ προσεπάθει να το αποκρεμάση, μετεκίνησε τυχαίως την δοκόν την επί του τοίχου στηριζομένην και κατέπεσε πρώτον λίθος τις από του παλαιοτοίχου και είτα παλαιόν δοχείον μικρόν εκ λευκοσιδήρου, όπερ εν τη πτώσει του ήνοιξεν εσκωριασμένον ως ήτο, και εξεχύθησαν επί του κλινιδίου χρυσά φλωρία στιλπνά και λάμποντα ζωηρώς υπό το αμυδρόν του λυχναρίου φως.

— Μάννα λέω!

Εκραύγασε το Χρυσώ ως να προσέβαλε τας αισθήσεις της όλας ερπετού θέα, και απέμεινε βωβή και ακίνητος η καταπλαγείσα κόρη ως απολιθωθείσα.

Προς την φωνήν πρώτος έσπευσεν ο Μπάρμα-δήμαρχος, όστις εξηκολούθει επάνω ανήσυχος να βηματίζη.

Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους.

— Τι είνε, Χρυσώ;

Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

— Τι έπαθες;

Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω.

— Φλουριά, μάννα!

Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος.

— 'Νειρεύεσαι!

Παρατηρεί ο Μπάρμπα-δήμαρχος ωχρός και τρέμων ως να τον έπιασε πυρετός αιφνιδίως.

— 'Νειρεμένο είσαι!

Επαναλαμβάνει και η Μιλάχρω θλιβερώς.

Αλλά το Χρυσώ δεν ωνειρεύετο. Όταν ψελλίσασα σεμνώς και ευλαβώς το «Άι-Βασίλη μου!» απεκοιμήθη, τότε όντως ωνειρεύθη ιδούσα λαμπροφορεμένον, ως έλεγε κατόπιν, τον Άγιον Βασίλειον, με την ασκητικήν μορφήν του την ωχράν και τον βαθύν μαύρον του πώγωνα κόπτοντα από το χρυσούν του φελλόνιον τεμάχια χρυσά και μοιράζοντα εις τους πτωχούς, από τα οποία έδωσε και εις αυτήν έν με αδάμαντας στολισμένον· αλλά τώρα δεν ωνειρεύετο το Χρυσώ. Εκράτει και εκρότει διά των χειρών της τα χρυσά φλωρία, ων η χρυσή λάμψις από το φως του λυχναρίου απαστράψασα αντανακλάτο επί του ωχρού προσώπου της ως διά χρυσών ακτίνων και χρυσής αίγλης, περιβάλλουσα όλην εκείνην την σεμνήν της παρθένου μορφήν, ήτις έφεγγεν εν μέσω του σκοτεινού κατωγείου ως μορφή μάρτυρος στεφανηφορούσα.

* * *

Την επαύριον εξημέρωσε και το Χρυσώ πρωί-πρωί με τους κώδωνας της λειτουργίας υπό μυστικής ωθουμένη δυνάμεως, η συμπαθής κόρη, προσευχηθείσα κατά πρώτον, ενεδύθη τα καλλίτερά της φορέματα χαίρουσα πλέον η πολυπαθής αρραβωνιστική.

Η Μιλάχρω ωσαύτως ήτο στολισμένη ως διά γάμους. Και μόνος ο Μπάρμπα- δήμαρχος εφόρεσε τα πλέον παλαιά φορέματα, εκείνα τα ξεσχισμένα και εμβαλωμένα, τα οποία εφόρει εις το βουνόν, όταν εύρε τον τενεκέ με τα φλωρία, βλασφημών μέσα του και γαμβρούς και νύμφας, οπού έρχονται εις τον κόσμον διά να αφαιρούν τους τενεκέδες με τα φλωρία, τους οποίους οι Μπαρμπα-δήμαρχοι συνηθίζουν ν' αποκρύπτωσι. Και κατεπείσθη τέλος πάντων να διηγηθή το ιστορικόν της ανακαλύψεως του μικρού θησαυρού του επάνω εις το Κοτρόνι, απαράλλακτα ως διέδωκεν αυτό η φήμη, ήτις χωρίς αιτίαν ουδέποτε διαδίδεται, και εβεβαίωσε τα περί της μετά ταύτα τόσον μυστικής αποκρύψεως εν τη οπή του ηρειπωμένου τοίχου, καλώς περιφραχθείση διά λίθου και είτα διά των παλαιών εκείνων δοκών. Και αφού εδικαιολόγησε τον αφιλόστοργον τρόπον του τόσον καιρόν τώρα, φρονών τάχα εν τη απλότητί του, ότι επί τέλους θα εστεφανόνετο ο Στεφανάκης και άνευ των φλωρίων, μάλιστα ίνα γείνη συμπαθέστερος, προσέθηκεν ότι είχε πρό τινος καιρού αποφασίσει ν' αποκαλύψη τα φλωριά του, πλην εμποδίσθη υπό της ιδέας, ότι ο νέος δήμαρχος θα κατώρθου διά της διακρινούσης αυτόν ευφυίας και δεξιότητος να στεφανώση μία βραδυά την αναδεξιμιάν του και χωρίς φλωρία. Αφού λοιπόν εξηκριβώθησαν όλα ταύτα, περίεργα όλα και παράδοξα, εμετρήθησαν τα φλωρία τα χρυσά κ' ευρέθησαν όλα- όλα 98. Τα δύο είχε χαλάσει κατά το διάστημα τούτο ο Μπάρμπα-δήμαρχος, προδοθείς ούτω μόνος του χωρίς να το καταλάβη.

Το ποσόν όλον των φλωρίων ανήρχετο εις 980 φράγκα, άτινα μέχρι λεπτού εμετρήθησαν εις τον «καλόμοιρον» υπό του ιδίου δημάρχου του χωρίου, όστις έλεγε κατόπιν, ότι πολύ δύσκολον είνε να εξαπατήσης αλλέως γαμβρούς οπού ζητούν μετρητά, παρά μόνον με το μέτρημα. Η Μιλάχρω είχεν αφορμάς να μη συμπαθή πλέον τον «σερσέμην», ο οποίος τρία χρόνια την επαιζογελούσεν, αλλά ποιος γυρίζει πλεια να κυττάξη κορίτσι τρία χρόνια «αρραβωνιασμένο»; είπεν εις τον ανάδοχον του Χρυσού, τον κ. δήμαρχον. Έπειτα είχε καταλάβει η Μιλάχρω ότι ο Στεφανάκης το αγαπούσε το Χρυσώ και θα επερνούσαν πολύ καλά αυτόν τον ψεύτικον κόσμον. Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά;

Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη. Πλην ο Μπάρμπα-δήμαρχος κατ' ουδένα τρόπον συγκατετέθη να φορέση τα καλά του φορέματα πλέον αλλά μόλις ετελείωσε το μυστήριον του γάμου, και ο παράδοξος γέρων ανεχώρησεν εις το βουνόν με το ονάριόν του και την κλαδευτήρα του, και ήρχισε να κόπτη κλάρες εις το μέρος εκείνο του Κοτρονίου το ευλογημένον, όπου άλλοτε είχεν εύρει τον τενεκέν με τα φλωρία, ελπίζων ότι, χωρίς άλλο, θα εύρισκεν άλλον ένα τενεκέν, να έχη πλέον διά τα γηρατειά του, αυτός και η γρηά του. Η δε ελπίς του αυτή εσκέπτετο, δεν ήτο απίθανον να πραγματοποιηθή, διότι την νήσον αυτήν προ της επαναστάσεως είχον καταφύγιόν των και ορμητήριον οι αρματωλοί του Ολύμπου οσάκις κατεδιώκοντο. Έκτοτε ούτε ναργιλέν τον είδαν να πίη πλέον εις το καφενείον, ούτε να τρατάρη.

 

αρχή

 



 

-1890

Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου. Εις τον βράχον του επάνω, τον υψηλόν, όπου υπήρχον τα σπιτάκια του χωριού μου, του Κάστρου μου, τα εύμορφα μικρά σπιτάκια, μόνον χαλάσματα έμειναν, και από της τόσαις εκκλησίτσαις του, μία μόνον απέμεινεν, ο Χριστός μόνον, ο κάτασπρος Χριστός, οπού μακρόθεν ξεχωρίζει ασπροβολών, πρωί- πρωί, εις του ηλίου το ακτινοβόλημα. Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ' αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσής 'ς το έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή:

— Χριστέ, βοήθει!

Και όταν πάλιν ο ναύτης ξαγναντίση με το καϊκάκι του από τον κάβον της Γλώσσας, ή από την Ζαγοράν, πρώτα-πρώτα τον Χριστόν θα ίδη, κάτασπρον, θα κάμη τον σταυρόν του και θα πη κι' αυτός:

— Χριστέ, βοήθει!

Κι αν είνε και νησιώτης, θα ισάρη επάνω, ς' το πρυμνιό κατάρτι, την σημαία του, θα χαιρετίση την πατρίδα και θα πη κι' αυτός:

— Βοήθα με, Χριστέ μου!

Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίς 'ς το στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.

— Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει!

Κ' επερνούσα έτσι αβλαβής το ξύλινο γεφυράκι, που έτρεμε, που εσείετο, να πέση κάτω, εις το πετρώδες όρυγμα, δι' ου απεχωρίζετο από της άλλης νήσου το έρημο χωριό μου, το Κάστρο μου, μικρά βραχώδης, αιπεινή χερσόννησος, φρούριον παμπάλαιον, από τον καιρόν των Βενετσιάνων, ερημωθέν μετέπειτα, διά γεφύρας ξυλίνης, άνω βαθυτάτου χάσματος, συνδεόμενον προς την όλην νήσον. Η γέφυρα αύτη εις τους χρόνους των κλεφτών ανεσύρετο την νύκτα προς ασφάλειαν, να μη το πατήσουν οι κλέφτες το αγαπημένον Κάστρο μου.

Πόσαις φοραίς μετά την λειτουργίαν ανίχνευα τας αγριοσυκάς, και πόσαις φοραίς πάλιν εσύναζα κάππαριν εις τους βράχους του, ή ανερευνούσα τας φωλεάς των αγριοπεριστερών, με κίνδυνον να πέσω κάτω, εις την άβυσσον των κυμάτων, τα οποία πάντοτε, αφρισμένα, δέρνουν, ως μαινόμενα, τα γκριφιασμένα μαύρα του θεμέλια και ψοφούν βοΰζοντα από της Χαλκιδικής τον αντίλαλον. Και όταν πλέον ήθελα να επιστρέψω εις την κωμόπολιν, με τάλλα τα παιδιά, κατεβαίναμεν ολίγον παρακάτω από τον Χριστόν, εκεί όπου ο βράχος κατέρχεται αποτόμως προς την θάλασσαν, και όπου σχηματίζεται χάσμα επικίνδυνον, πληρούμενον αιωνίως θαλασσοβοής και αφρού των κυμάτων, τα οποία μέσα εκεί ροχθούν και αλαλάζουν, ότε το χάσμα φοβερόν αντιλαλεί, μακράν, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και κράζει και ζητεί βοήθειαν. Με τάλλα τα παιδιά, διαβαίνοντες τ' απάτητα χαλάσματα των οικίσκων γεμάτα όφεις και σκορπίους, εφθάναμεν επάνω εις το όρυγμα, ν' ακούσωμεν τον πένθιμον αντίλαλον, με φρίκην. Ν' ακροασθώμεν τρέμοντες τον ύστατον της Ατανούς της χήρας βογγητόν, της χήρας όπου είχε τα πολλά παιδιά, διάλογον συνάπτοντες εν τρόμω προς τον γοερόν αντίλαλον:

— Αλτανοουουουουού! . . .

— Ουουουουουουου! . . .

— Έχεις παιδιιιιί! . . .

— Εεεεεέχωωωω! . . .

— Πώς το λέεεεεένεεεε; . . .

— Μανωωωωώληηηηη . . .

— Τ' Άι-Μανώλη να μη βγήηηηη!

* * *

Την πρωίαν της παραμονής μόνον η σκαμπαβία του Μανώλη της Αλτανούς η ασπρογάλανη «Γαλανομμάτα» ήτο δεμένη μέσα εις το Διαπόρτι, μέρος μικρότατον θαλάσσης μεταξύ δύο σκοπέλων μεγάλων και υψηλών, κάτω ακριβώς του Κάστρου, προς το πέλαγος, οίτινες απέφραττον τον βορράν οπωσδήποτε. Δύο σκοπέλων τεφρών, οι οποίοι ως βάρκες εφαίνοντο, βλεπόμενοι από την πανύψηλον του Κάστρου άκραν. Εν μέσω αυτών εσχηματίζετο το γαλήνιον Διαπόρτι, όπερ ο Μανώλης μετεχειρίζετο ως όρμον του. Δύο- τρεις άλλαι, μικρότεραι σκαμπαβίαι, ήσαν συρμέναι έξω, υψηλά εις τους θάμνους της ακτής, διά την τρικυμίαν, εκεί όπου εκχύνεται του Αγά το Ρέμα, ένας χείμαρρος γεμάτος πρασινάδα εις τας όχθας του και καβούρια εις το ρεύμα του. Χιόνος παχύτατον στρώμα εκάλυπτεν όλην την νήσον από μιας ημέρας. Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν. Την εξεχιόνισε καλά, έστησε τον ιστόν, εδοκίμασε το ιστίον, τους τροπωτήρας, προσέδεσε τον φλόκον, έβγαλε τα νερά, κ' έβλεπε προς την ακτήν, κάποιον αναμένων. Έβλεπεν όμως υπόπτως και τον ουρανόν και τα κατέναντι βουνά.

— Τα κατέβασε πάλιν τα μούτρα της η Ζαγορά! εψιθύρισεν, ιδών κατάμαυρον το Πήλιον.

Και κατελήφθη αίφνης υπό συνεχών χασμημάτων, και ήρχισε να συλλογίζηται. Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης.

Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων. Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.

Αν το φορτίον ήτο έτοιμον από την αυγήν, δεν θα εσυλλογίζετο διόλου ο Μανώλης τους λόγους του πνευματικού του, αλλ' η βραδύτης του οικονόμου της Μονής και η μαυρίλα του Θερμαϊκού και τα συννεφάκια του Πηλίου τον έκαμον να ενθυμηθή όλα τα ανωτέρω και να χασμάται και να προτιμά να μη δουλέψη την ημέραν εκείνην, αλλά να ανέλθη επάνω και να ακούση την λειτουργίαν του, ως καλός χριστιανός. Πλην τέλος εφάνη εις την άμμον έξω ο οικονόμος ο πάτερ-Γαλακτίων, σύρων μετά κόπου ονάριον φορτωμένον. Ο Μανώλης ιδών αυτόν, πάραυτα με τα κουπιά επλησίασε προς την ακτήν, εις μέρος, όπου εσχηματίζετο φυσική διά σκοπέλων αποβάθρα, και εδιπλάρωσε την σκαμπαβίαν του με φόβον και με προσοχήν, να προφθάση πριν ξεσπάση ο άνεμος.

— Του οποίου, βλουημένε, άργησα κομμάτι, εδικαιολογείτο ο πάτερ- Γαλακτίων. Παραμονή βλέπεις.

Και συντόμως παρέδιδε το φορτίον, δυο σάκκους αλέσματος και δυο δοχεία πλήρη οίνου και ελαίου και έτερον μικρόν, περιέχον θερμαντικόν τι ποτόν. Ήτο κάθιδρως από την κουραστικήν κατάβασιν και κατακόκκινος— σφυρίξας, πρωί-πρωί και δύο-τρία ρούμια— με χιονισμένα τα κόκκινα γένεια του, ως να εκυλίσθη καθ' οδόν εις το χιόνι. Από του Κάστρου μέχρι της ακτής δεν είνε πολύ το διάστημα. Μία κατωφέρεια ξηρά και βραχώδης είνε μόνον, ήτις δεν είχε πιάσει και πολύ χιόνι.

Ενώ εγίνετο όμως η φόρτωσις, η μαυρίλα του Θερμαϊκού ηυξάνετο, εκτεινομένη προς νότον πλέον κελαινή, και η κορυφή του Πηλίου εχάνετο ολίγον κατ' ολίγον εις τα νέφη, ενώ ριπαί κρυεραί του ανέμου συνετάραττον υπούλως την γαλήνην του πελάγους και την παγεράν σιγήν της χιονισμένης νήσου. Ένας πετεινός έξω από μίαν εκκλησίτσαν του βράχου είχε λαλήσει. Σημείον μεταβολής του καιρού. Ο πάτερ-Γαλακτίων προβλέπων εμπόδια και ακούων τα συνεχή του Μανώλη χασμήματα, εξηκολούθει να δικαιολογήται διά την βραδύτητά του, χασμώμενος όμως και αυτός.

— Του οποίου, τσινάει ο κυρ-Μέντιος. Πρώτη φορά, του οποίου, τον σαμαρώσαμε και τσινάει. Του οποίου, μ' έφυγε και πήγε μέσα εις τα χιόνια και μ' έρριξε κάτου, του οποίου, και μ' έκαμε τα μούτρα σαν δυο ώραις νύχτα . . . του οποίου . . .

— Έλα, του οποίου, και του οποίου, κάμε γλήγωρα, παρετήρησεν ο Μανώλης, και θα μας χαλάση ο καιρός.

Ο πάτερ-Γαλακτίων, αφού παρέδωσε το φορτίον, έκαμε κίνησιν ως να θέλη να επιβιβάση και τον όνον του. Συγχρόνως δε και ο Μανώλης και ο πάτερ-Γαλακτίων εχασμήθησαν.

— Του οποίου τι είνε βλουημένε;

Ηρώτησεν ο Μανώλης και ηθέλησε ν' απομακρύνη αποτόμως την σκαμπαβίαν.

Αλλ' ο πάτερ-Γαλακτίων βιαζόμενος ν' αποστείλη εις το Μετόχιον και το ονάριον, να τροφοδοτήση δε τους μοναχούς κινδυνεύοντας από της πείνης ένεκα του αποκλεισμού, ηύξησε τον ναύλον και έταξεν εις τον Μανώλην και έν αιγίδιον, όστις τότε ευρέθη εις την δυσάρεστον θέσιν να μη δύναται να περιφρονήση ένα τόσον καλόν ναύλον, συνοδευόμενον μάλιστα και με τόσον τρυφερόν και Χριστουγεννιάτικον δώρον.

— Εγώ να περιφρονήσω ποτέ μου ναύλον; έλεγε πάντοτε ο κυβερνήτης της «Γαλανομμάτας». Την τρικυμίαν μάλιστα, την περιφρονώ πάντοτε.

Μετ' ολίγον λοιπόν η γερή σκαμπαβία έκαμε το πανάκι της και απήρε, κατευθυνομένη προς δυσμάς. Ο Μανώλης χασμηθείς το τελευταίον ισχυρόν χάσμημά του, έπιασε το τιμόνι και διέταξε τον πάτερ-Γαλακτίωνα να μένη εις την πρώραν, προσέχων τον φλόκον. Το ονάριον ίστατο ακίνητον εν μέσω της κοιλίας του σκάφους, ως νύμφη κ' εκαμάρονε τα κύματα που εχαιρέτιζον όλα εν παρατάξει την ωραίαν του Μανώλη σκαμπαβίαν. Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ω ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον.

— Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!

Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς.

— Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό!

Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς. Και ο πάτερ-Γαλακτίων και ο Μανώλης ατενίσαντες προς τ' άνω, όπου ακτινοβολούσεν ο κάτασπρος Χριστός με λάμπουσαν ήδη, χιονισμένην την οροφήν, έκαμαν τον σταυρόν των.

Ο Μανώλης βεβαίως τον έβλεπε τον καιρόν, αλλά δεν τον εφοβείτο. Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως:

Σαν αποθάνω, μάννα μου,

'ς το κύμα να με ρίξης . . .

ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . .

— Μανώλη!

Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς.

— Μανωωωώληηη!

Επανέλαβε πάλιν μίαν φοράν ο αντίλαλος, θρηνητικώτερον, πενθιμώτερον ακόμη. . .

Το ονάριον έστρεψε την κεφαλήν του αντιθέτως, ίνα μη προσπίπτη εις το κτηνωδώς ακίνητον πρόσωπόν του το χιονόνερον, όπερ ήρχισε να επιρρίπτη ορμητικώς ο γραίγο- λεβάντες την στιγμή εκείνην εκραγείς μετά βίας.

Η σκαμπαβία έπλεε ταχέως. Ήδη απεμακρύνθη του Κάστρου, ενώ το χιονόνερον ετίναζεν εις την πρύμνην της «Γαλανομμάτας» τον τελευταίον αντίλαλον της Αλτανούς, πένθιμον πάντοτε, ως στεναγμόν πνιγομένου:

— Μανωωωώληηη!

* * *

Η χήρα η Αλτανού, μία υψηλή-υψηλή χήρα, 'σαν λεύκα, με μια μαύρη μανδήλα πάντοτε, και με μια πλέον μαύρη καρδιά, καρδιάν θαλασσοκαμένην, είχε χάσει πολλούς, όλους, εις την θαλασσαν, η άτυχος.

Η θάλασσα είχε φάγει όλην την γενεάν της. Τον άνδρα της και πέντε τέκνα της. Ο άνδρας της, ο καπεταν Χιόνας, ένας ναύτης κάτασπρος, με κάτασπρα γένεια και κάτασπρα ρούχα, επνίγη με τα δύο τέκνα του, ότε η βρατσερίτσα του σύμψυχος απώλετο, απέξω από την Κύμην, φορτωμένη κρασιά. Άλλα δύο παιδιά της, δύο ωραία ναυτόπουλα, μπαρκαρισμένα με την γολέτταν του καπεταν Διανέλου, μίαν σάπιαν σκάφην, σκουμαΐδαν εμπαικτικώς καλουμένην, επνίγησαν και τα δύο, αγκαλιασμένα σαν αδελφάκια, ότε η σκουμαΐδα εναυάγησεν εις το Άγιον Όρος φορτωμένη σοδιά από το Μετόχι της Λαύρας, από την Σκύρον. Ένα άλλο παιδάκι της, μικρό, πέντε χρονών, της το έφερεν ο πορτάρης του Κάστρου, νεκρόν φουσκωμένο σαν τουλουμάκι. Είχε καταβή εις την ακρογιαλιάν κάτω χωρίς να το ίδουν, και ώρμησεν αγαλλόμενον σαν γλαρόπουλο, να παίξη ανύποπτον με τα καταγάλανα νερά και επνίγη. Είχεν ακούσει προσέτι από τον πατέρα της η χήρα η Αλτανού ότι ο προπάππος της, γέρων 70 ετών, παλαιός ναύτης και αυτός, εξελθών, ένα βράδυ, από τον εσπερινόν— Ιούλιος μήνας— και θελήσας να πλύνη τους πόδας του, κάτω εις τον αιγιαλόν τον δροσερόν και καθαρόν πάντοτε, ωλίσθησεν αίφνης και κατέπεσεν, ο γέρων, πρηνής προς τα ένδον, εις τάπατα, και παρευθύς απερροφήθη, γενόμενος άφαντος. Διά τούτο ησθάνετο μίσος προς το ακόρεστον δι' αυτήν και τους ιδικούς της στοιχείον, και ωρκίσθη εις τον Χριστόν, τον γείτονά της, το τελευταίον παιδί της εις ο συνεκέντρωσε πλέον όλην την γενεάν της, τον Μανώλην της, να μη το κάμη ναύτην. Αλλ' όσην αποστροφήν ησθάνετο η χήρα η Αλτανού προς την θάλασσαν, τόσην αγάπην και πόθον έτρεφε προς το υγρόν θηρίον ο Μανωλάκης της.

* * *

Από τα μικρά του χρόνια τίποτε άλλο δεν εζήλευσεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης παρά την θάλασσαν. Παις ακόμη, παιδάριον δεκαετές, ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, κρυφά-κρυφά, εξετρύπωνεν από την πορτίτσαν του κατωγίου, σαν κοτόπουλο, όταν η μητέρα του έλειπεν εις τον φούρνον, και ίσα εις την θάλασσαν, να παίξη εις το γιαλό τα ψωμάκια, να πιάση καβούρια, να καραβίση. Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον.

— Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα. Αλλά ποιον κυνηγούσεν ο παιδονόμος, ο Τσιτσούκας ο αγριάνθρωπος, με μίαν χονδρήν πλεκτήν μάστιγα, καραβίσιαν μάστιγα, μίαν σαλαμάστραν φοβεράν; Ποιον κυνηγούσεν εις τα βράχια του αγρίου εκείνου αιγιαλού;

Κυνηγούσε πάντοτε τον Μανώλην της Αλτανούς ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, ανασκουμπωμένον ως τα γόνατα, βουτηγμένον μέσα εις την θάλασσαν, μ' ένα φύλακα γεμάτον καβούρια αντί βιβλίων.

— Να τον κάμης ψαρά!

Είπεν ο διδάσκαλος, παρηγορών ημέραν τινά την γραίαν, ετοιμάζουσαν την μάστιγα με οργήν παράφορον.

— Ταχειά θα πάγω, μάννα, ταχειά θα πάγω 'ς το σκολειό!

Εφώναζε μετά δακρύων ο Μανώλης, αποφεύγων ούτω την μαστίγωσιν.

Αλλά «ταχειά» πάλιν ο παιδονόμος ο Τσιτσούκας με την σαλαμάστραν του, πάλιν τον Μανώλην κατεδίωκεν εις τας επικινδύνους εκείνας παραλίας.

Ήλθαν αι εξετάσεις. Και ενώ, τα παιδία όλα μετέβαινον αλλαγμένα, με τα βιβλία των, να εξετασθώσιν, ο Μανώλης της Αλτανούς εθεάθη πάλιν εις την ακρογιαλιάν, πέραν εις την Παναγίτσαν εις τα Ηλιόβολα, μ' έν καλαμίδι πέντε οργυιών, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, αλιεύων γαϊτανάδες και γιούλους. Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα.

— Τι να το κάμω; τι να το κάμω;

Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα. Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της.

Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα. Ξανθός παις, με γαλανά ματάκια, άσπρος κάτασπρος, σαν τον πατέρα του τον μπάρμπα-Χιονάν, κατά της καλλονής του οποίου εφαντάζετο, ότι ενέδραν φοβεράν είχε στήσει η αδυσώπητος θάλασσα.

— Για την θάλασσαν σ' έχω εγώ; Ανεστέναζε πολλάκις η χήρα.

Και όσον εμεγάλωνε, τόσον ηύξανε και ο προς την θάλασσαν έρως του. Τίποτε άλλο δεν εζήλευεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης της Αλτανούς από την θάλασσαν. Με ποίας μαγείας, με ποία μαγγανεύματα, τον εγοήτευσε τόσον τον ορφανόν της υιόν, το υγρόν στοιχείον; Η γαλανάδα της τον εμάγευεν, η γαλήνη της τον ανέπαυεν, η τρικυμία της τον εμέθυε καθήμενον επί βράχου και θελγόμενον από τους αφρούς των κυμάτων, οίτινες πολλάκις ερράντιζον το πρόσωπόν του. Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.

Εν τούτοις η μητέρα του δεν έπαυε να διαλογίζεται πώς να μετατρέψη τον πόθον αυτόν του υιού της, ον εθεώρει ολέθριον.

Ή άλλος τις το υπέδειξεν εις την δυστυχή μητέρα, ή μόνη της το εσκέφθη— η πενία τέχνας κατεργάζεται,— και ιδού μετ' ολίγον ο Μανώλης, ο ασπρογάλανος υιός της Αλτανούς, ευρέθη από την θάλασσαν εις το βουνόν, βοσκός δεκαεξαετής βόσκων τας αίγας του γέρω-Παππού, του πρώτου ποιμένος της νήσου, όστις είχε πέντε παιδιά, όλα γιδοβοσκούς, όλα ζωντανά.

— Να μου το κάμης τσομπανάκι, γέρω-Παππού.

Είπεν η χήρα η Αλτανού, η χήρα η πενθηφόρος, παραδίδουσα τον Μανωλάκην της εις τον ποιμένα. Σ' αυτόν κρέμονται, γέρω Παππού μου, οι νόμοι και οι προφήται.

— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!

Παρετήρησεν ο γέρω-Παππούς, παίρνων συγχρόνως την πρέζαν του. Και παρέδωκε μετ' ολίγον εις τον μικρόν ξανθόπαιδα «τα γαλάρια» του, διακόσια περίπου αιγίδια προς βοσκήν, εγχειρίσας αυτώ και μίαν λύραν τρίχορδον, μίαν ωραίαν ξεστήν λύραν, φέρουσαν γλυφάς αιγών και βουνών και τράγων. Τον διέταξε δε αυστηρώς ο γέρω-Παππούς να μη πλησιάζη εις τας ακτάς και τους αιγιαλούς, προς αποφυγήν αγροζημιών, διότι ήσαν προς τα μέρη εκείνα συνήθως κτήματα καλλιεργημένα.

Αλλά πώς ήτο δυνατόν ο Μανώλης της Αλτανούς να ζήση μακράν του αιγιαλού; Χωρίς να πατήση εις την θάλασσαν; Να κολυμβήση, να πιή, να φάγη θάλασσαν, μίαν φοράν τουλάχιστον την ημέραν; Τας πρώτας ημέρας επειδή ο γέρω-Παππούς, τον παρεφύλαττεν, αναγκασθείς να τηρήση την διαταγήν αυτού, δεν προσήγγισεν εις τους αιγιαλούς και πήγε να σκάση, να σκαρταδιάση. Ούτε έφαγεν, ούτε εκοιμήθη ούτε ήγγισε καν την τρίχορδον. Τρυπωμένος μέσα εις ένα θαμνώδη σχοίνον, με την καπίτσα του, με τα τσαρουχάκια του, συνεχώς εστέναζεν, ολοφυρόμενος την απροσδόκητον συμφοράν.

— Πώς τώκαμα αυτό! Πώς μου τώκαμαν αυτό!

Ενώ, γύρω-γύρω, με περιέργειαν τον έβλεπον τα γαλάρια— αι γαλακτοφόροι αίγες με τους μαστούς γεμάτους, ως καρδάραις, βοσκούσαι εις τον δρυμόν.

Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε.

Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς:

— Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!

Αλλά επί τέλους είτε διότι πολύ εστενοχωρήθη ο παις, είτε διότι ανεθάρρησε, μη βλέπων πλέον να τον κατασκοπεύη ο γέρω-Παππούς, κατήλθεν από την αυγήν με τα γαλάρια του εις τον Μεγάλον Ασέληνον, μίαν αμμώδη ωραίαν παραλίαν, κ' εισδύσας εν τω άμα μετά πόθου εις τα κύματα επλύθη, εδροσίσθη, έπαιξε με την θάλασσαν, και ανήλθεν είτα επί τινος σκοπέλου όπου καθήμενος έκρουε την τρίχορδον λύραν του γέρω-Παππού, τραγωδών. γλυκύτατα:

Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης·

Ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν, τα ψάρια να με θάψουν·

Ν' αρθή κ' ένα γλαρόπουλο, γλυκά να με φιλήση . . .

Πέντ' έξ μικρά θαλασσοπούλια με ασπρόμαυρα πτερά, ένα ωραίο κοπαδάκι, ήλθαν γύρω-γύρω εις τον βράχον κ' εκαράβιζαν, θελγόμενα από το θαλασσινόν του Μανώλη άσμα, ενώ τα γαλάρια του γέρω-Παππού εισορμήσαντα εις τον εγγύς ελαιώνα, έβοσκον, λαιμάργως καταβροχθίζοντα τα τρυφερά των ελαιών βλαστάρια, πλήρη ελαιοκάρπου.

Η σκηνή αύτη επανελήφθη πολλάκις έκτοτε, ώστε ο ποιμήν, ο γέρω- Παππούς, απαυδήσας να πληρώνη τα πρόστιμα των αγροζημιών, απέπεμψε τον επιζήμιον βοσκόν.

— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!

Επανέλαβεν ο γέρω-Παππούς προς την χήραν την Αλτανού, ελθούσαν, με την μαύρην μανδήλαν της και την κατάμαυρην καρδίαν της, να παραπονεθή.

Αλλ' εις το χωρίον δεν εφάνη πλέον ο Μανώλης.

— Μη πνίγηκε! Μη μπαρκάρισε! Έκλαιεν η μητέρα του. Ότε μετά τινας ημέρας, έξαφνα, ενεφανίσθη μίαν πρωίαν εις τον αιγιαλόν του Κάστρου μία ωραία σκαμπαβία. Ο νεαρός Μανώλης, ο οποίος την εκυβέρνα, την προσώρμισε κάτω-κάτω, παράμερα, προς την Παναγίαν 'ς τα Ηλιόβολα, όπου άρχισε να την επιδιορθώνη. Τη βοηθεία μερικών περιέργων την έσυρεν έξω υψηλά, να μη την φθάνη η τρικυμία και την εμερεμέτισε μετά προσοχής ως τέλειος ναυπηγός, την εμπάλωσε μόνος του, εξετάζων τα μαδέρια της, την εκαλαφάτισε, την επίσσωσε, και ακολούθως την εχρωμάτισεν όλην γαλάζια με ένα άσπρο ζωνάρι εις τα παραπέτα. Και την ωνόμασε «Γαλανομμάταν».

— Καλορρίζικη! τω ηυχήθησαν όλοι, όταν την έρριψεν εις την θάλασσαν.

* * *

Ιδού τι είχε συμβή:

Αποπεμφθείς από τον ποιμένα τον γέρω-Παππού ο Μανώλης, εφοβήθη να επανέλθη εις το χωρίον, μήπως φυλακισθή διά τας αγροζημίας. Και καταφυγών εις το Ξάνεμον, εις ένα όρμον της νήσου, δίωρον απέχοντα από του Κάστρου, έμεινεν εκεί παρά τινι κηπουρώ, επί τη προφάσει να παρέχη μικράν τινα βοήθειαν εις αυτόν εν τω κήπω, κυρίως όμως, ίνα ανιχνεύη την αψάρευτον εκείνην ακτήν.

Ότε μίαν πρωίαν καταβάς, κατά το σύνηθες, προς άγραν, βλέπει έκθαμβος μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν, διπλαρωμένην εις τους φοβερούς εκείνους σκοπέλους, έρημον, κινδυνεύουσαν να διαλυθή εκ των συχνών προς τους βράχους κτυπημάτων. Μένει δ' έτι μάλλον έκθαμβος ότε, παρατηρήσας εδώ κ' εκεί επί ώραν, ουδένα είδε ναύτην.

— Εγγλέζικη σκαμπαβία! είπεν ο Μανώλης. Θα την άρπαξαν τα κύματα από κανένα καράβι.

Δεν χάνει καιρόν. Πηδά ως καλός αυθέντης πλέον εις αυτήν. Εντός της ευρίσκετο πλήρης ο εξαρτισμός και κώπαι· τοποθετεί λοιπόν τας κώπας, την απομακρύνει από του κινδυνώδους εκείνου μέρους και τοποθετήσας τον ιστόν και υψώσας το ιστίον, κατέπλευσεν αισίως εις το Κάστρο κινήσας, ως είδομεν, την περιέργειαν πάντων και εφελκύσας συνάμα την συμπάθειαν των νησιωτών, οίτινες εχάρησαν τωόντι, διότι τον εκ γενετής εκείνον ναύτην είδον προβιβασθέντα αίφνης υπό της τύχης εις κυβερνήτην μιας ωραίας ταξειδιωτικής σκαμπαβίας.

Μόνον η μητέρα του κατεθλίβη, η χήρα η Αλτανού.

— Πάει κι' αυτό!

Εθρήνησεν η θαλασσοκαμένη χήρα, μη δυνηθείσα να ελευθερωθή από την απαισιοδοξίαν της.

Και τότε πράγματι ησθάνθη βοΰσασαν εις τα ώτα της την παροιμίαν του ποιμένος, του γέρω-Παππού.

— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!

Ο Μανώλης όμως διά του ζήλου και διά της δραστηριότητός του έγεινε μετ' ολίγα έτη ο πρώτος μικροκυβερνήτης του χωρίου, συγκεντρών εις χείρας του τους καλλιτέρους ναύλους. Να υπάγη εις Γλώσσαν να φέρη κρασιά διά τους παντοπώλας. Να υπάγη εις Κυρά- Παναγιάν διά τυριά. Να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσοκόμους.

— Άξια βάρκα!

Την εκαμάρωναν οι νησιώται την σκαμπαβίαν. Και την διετήρει τόσον καθαράν. Γαλάζια πάντοτε η «Γαλανομμάτα» με άσπρο ζουνάρι. Με πανάκια κάτασπρα. Συγυρισμένη πάντοτε η «Γαλανομμάτα», λαμπροφορεμένη πάντοτε. Και ο Μανώλης της Αλτανούς όρθιος, εις την πρύμνην, κρατών τα πηδάλιον και καμαρώνων εαυτόν. Καταγάλαζος και ο Μανώλης. Με την γαλάζιαν βλούζαν του και τον γαλάζον κούκκον του. Θαρρείς και ανέδυσεν εκ του βυθού του κυανού πόντου. Κυάνεος. Κυανοπλόκαμος.

Και όμως η μητέρα του δεν ηδύνατο να τον βλέπη. Εκόπτοντο τα ήπατά της. Εις τα βάθη της ψυχής της εσχηματίσθη πεποίθησις, ότι δεν θ' απέφευγε την συνάντησιν προς την τελευταίαν δυστυχίαν της, ήτις μακρόθεν ωρύετο εγγίζουσα, ως λέων ζητών ν' αρπάση τινά, να καταπίη τινά ακόμη. Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον:

— Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου!

— Ου ου ου ου ου!

Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.

Άλλην πάλιν τρικυμιώδη νύκτα αφυπνιζομένη έντρομος και νομίζουσα, ότι το τέκνον της κοιμάται πλησίον της:

— Παιδί μου! εκραύγαζεν.

Αλλ' ο Μανώλης εκοιμάτο από ετών πλέον με την «Γαλονομμάταν» του.

Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια.

— Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της! Εδικαιολογήθη ο Μανώλης, ιδών ότι η γραία ήτο ακόμη αδυσώπητος. Και την επαύριον, ως είδομεν, τυχόντος ναύλου, απέπλευσεν, ίνα μεταφέρη τροφάς εις το Μετόχιον της Μονής.

* * *

Αφού η «Γαλανομμάτα» απεμακρύνθη ικανώς από το Κάστρον τόσον, ώστε να μη ακούεται πλέον ο αντίλαλος των θρήνων της χήρας της Αλτανούς, ο καιρός μετετράπη αίφνης εις δυτικόν, επικίνδυνον μαΐστρον, χιονιστήν φοβερόν. Αλλ' η σκαμπαβία σθεναρώς έπλεε, φέρουσα τας τροφάς διά το Μετόχιον, τον οικονόμον πάτερ Γαλακτίωνα, καθήμενον έμφοβον παρά τον φλόκον, με ανεμιζόμενα τα κόκκινα τα γένεια του, και τον κυρ Μέντιον, τον αδάμαστον όνον, ησυχάζοντα εν τη κοιλία του πλοιαρίου, κτυπώντα δε κάποτε τα ώτα του, οσάκις ησθάνετο το χιονόνερον, παγωμένον, προσβάλλον αυτά.

— Δεν είδα ησυχώτερον επιβάτην από τον κυρ-Μέντιον. Παρετήρησεν ο Μανώλης, ίνα ενθαρρύνη τον κιτρινίσαντα εκ του φόβου πάτερ- Γαλακτίωνα,

— Του οποίου, βλουημένε, τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο, απήντησεν ο πάτερ-Γαλακτίων, προσποιούμενος αφοβίαν. Κ' εξηκολούθησε.

— Τώρα, του οποίου, κάνει τα καλά του· του οποίου, βλουημένε, σαν τσινίση, τότε να ιδής. Του οποίου, πετάει τα μαδέρια της «Γαλανομμάτας» πέρα-πέρα ως να πης τρία, του οποίου . . .

Ριπή αίφνης του μαΐστρου εκλόνισε την «Γαλανομμάταν» ως φύλλον καρυάς. Έτριξεν ο ιστός της, εβούιξε το ιστίον, εμπατάρισεν από το άλλο μέρος με ορμήν ο φλόκος, και παρ' ολίγον να παρασύρη εις το πέλαγος τον πάτερ-Γαλακτίωνα. Επταρνίσθη και ο κυρ-Μέντιος και ήρχισε να κροτή τους εμπροσθίους πόδας του κατά της κοιλίας της «Γαλανομμάτας» ως εάν ευρίσκετο επί πλακοστρωμένης άλωνος.

— Του οποίου, βλουημένε, δεν σ' λέω πώς τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο;

Ο Μανώλης ατρόμητος κρατεί διά της μιας χειρός το πηδάλιον κ' εκτείνων την άλλην, προσπαθεί να συλλάβη το ηνίον του όνου και συγκρατήση αυτόν. Αλλ' αι ριπαί του μαΐστρου επέρχονται αλλεπάλληλοι μετά χιονοβολής. Τα κύματα εξαγριούνται σχάζοντα ως να καχλάζωσιν επί πυράς ηφαιστείου, και, το κινδυνωδέστερον, είνε ανάγκη τώρα να παρακάμψωσι μίαν πλήρη υφάλων άκραν, όπισθεν της οποίας έκειτο το Μετόχιον της Μονής. Τότε εις τας περιπλόκους αυτάς στιγμάς, ο Μανώλης, λησμονήσας να λασκάρη την σκόταν του πανίου, εδέχθη όλην την ορμήν του ανέμου, όστις το διέρρηξεν εις δύο, άχρηστον πλέον ράκος. Συγχρόνως χιονόνερον κατάπυκνον εθάμβωσε τους οφθαλμούς του και δεν είδε πλέον τίποτε. Ήκουσε μόνον ροήν αφρίζοντος ύδατος, πληρούντος την «Γαλανομμάταν» κ' ησθάνθη τον πάτερ-Γαλακτίωνα μυκώμενον: «Του οποίου πνιγήκαμε, καπετάνιο μου!»

Άλλο τίποτε δεν ήκουσε πλέον ο Μανώλης, ούτε είδε. Κύματα και ύφαλοι, πλοιάριον και επιβάται εκαλύφθησαν από αφρούς συρίζοντας, λυσσώντας, σαρκάζοντας την ασθένειαν του ανθρώπου. Και συγχρόνως ο ουρανός τεφρός και σκοτεινός, εφάνη ως να κατήλθε προς τα κάτω χαμηλά προς το πέλαγος, κ' εκάλυψε τέλος και τους αφρούς υπό νεφέλην χιονίζουσαν.

* * *

— Δόξα σοι ο Θεός! Έλεγεν ο πάτερ-Γαλακτίων, περί την εσπέραν, εξελθών εις την άμμον του Μετοχίου της Μονής του και καταφιλών ως αγίαν εικόνα την μπουκαπόρτα την ξυλίνην της «Γαλανομμάτας» εφ' ης καθήμενος ο ναυαγός επεβιβάσθη εις την άμμον εκείνην, ολίγω μακράν της οποίας συνέβη το ναυάγιον της «Γαλανομμάτας». Ο ποιμήν της Μονής, ένας άλλος γηραλέος μοναχός, κίτρινος, σκυθρωπός πάντοτε, με αραιόν τμήμα πώγωνος, ομοιάζοντος προς πώγωνα τράγου, ιδών από του κελλίου του το ναυάγιον, έσπευσε προς την άμμον, φέρων μεθ' εαυτού και όσα ηδύνατο σκεπάσματα και ιμάτια και χιτώνας, διά τους ναυαγούς· και αφού εκουκούλωσε προς στιγμήν τον Πάτερ-Γαλακτίωνα, με μίαν χονδρήν κάπαν, εως ου συνέλθη, εμάνθανε παρ' αυτού συγκεκομμένας τινάς ειδήσεις περί του δυστυχήματος.

— Του οποίου, βλουημένε, δεν μπορώ να καταλάβω τι έγεινεν ο καϋμένος. Θεός σχωρέσ' τονε! . . .

Εθλίβη ο γέρων ποιμήν διά την απώλειαν των τροφίμων, διότι είχε δύο ημέρας νήστις, μετά των δύο υπηρετών του, αλλ' εθλίβη περισσότερον διά τον απολεσθέντα νεαρόν κυβερνήτην της σκαμπαβίας, τον οποίον πολλάκις εξένισεν εις το πτωχικόν του κελλίον ποδισμένον από «παρακαιρόν».

— Του οποίου, βλουημένε, δεν τον είδα. Απήντα εις τας ερωτήσεις του ποιμένος ο πάτερ-Γαλακτίων. Και κατόπιν, αφού εξάλλαξεν εις το κελλίον, θερμότατον από τα καίοντα επί της μαύρης εστίας του μεγάλα κούτσουρα, και αφού έπιε δυο τρία ρωμάκια, διηγείτο λεπτομερώς τα του ναυαγίου.

— Του οποίου, βλουημένε, τον ερρούφηξεν η θάλασσα, τον κατάπιε σαν λουκουμάκι. Του οποίου, ο καϋμένος ο κυρ Μέντιος εβάσταξε κάμποσο, ως εδωδά απόξω, μια τουφεκιά δρόμο, του οποίου έβλεπα, του οποίου, τα μάτια μεγάλα-μεγάλα σαν γαλιός, του οποίου σαν αφάληνα ο καϋμένος ο κυρ-Μέντιος. Μα ο κατακαϋμένος ο καπετάνιος χάθηκε από μπροστά μου σαν αστραπή. Εγώ ήμουνα απάνω 'ς τη μπουκαπόρτα. Η «Γαλανομμάτα» 'ς τον αφρό ακόμα, σαν να χόρευε. Του οποίου ο κατακαϋμένος ο Μανώλης 'ς την πρύμνη με το τιμόνι. Του οποίου 'ς την στιγμή, όσο να κυττάξω, χάθηκεν από μπροστά μου. Μέσ' 'ς την τρομάρα μου εφώναξα: Μανώλη! Του οποίου κανένας δεν μ' αφουγκράσθηκε. Του οποίου μόνον χιόνι έβλεπα ανακατωμένο με τα κύματα, και άκουα μόνον βογγητόν θηρίου πληγωμένου, τον βογγητόν της θάλασσας.

Και προσέθηκε δακρύων ο πάτερ-Γαλακτίων:

— Θεός σχωρέσ' τονε!

* * *

Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η χήρα με τα πολλά παιδιά που τα έφαγεν όλα η θάλασσα, η άσπονδος εχθρά της. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η ψηλή-ψηλή, σαν λεύκα, με την μαύρην μανδήλα και την κατάμαυρην καρδιά, η θαλασσινή Νιόβη. Μόνον όταν τα παιδιά πηγαίνουν τώρα εις το έρημο χωριό μου, 'ς το Κάστρο μου, αφού προσκυνήσουν τον κάτασπρον Χριστόν με τασημένια κανδηλάκια του, αφού συνάξουν σύκα από τας αγριοσυκάς, από μέσα από τα έρημα χαλάσματα και κάππαριν από τας βραχώδεις του Κάστρου άκρας, την ώραν που θα φύγουν, πλησιάζουν με τρόμον επάνω εις το αντιλαλούν εκείνο όρυγμα, εις το κατασκότεινον βάθος του οποίου αλαλάζει και βοϋζει το αφρισμένον κύμα, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και συνάπτουν, εις το χείλος του ορύγματος καθήμενα τα άκακα παιδία, συνάπτουν πένθιμον διάλογον προς την χήραν την Αλτανού, που είχε τα πολλά παιδιά.

— Αλτανουουουού!

— Ουουουουουού!

— Έχεις παιδιιιιιιί;

— Εεεεεεεέχωωωωωω!

— Πως το λέεεεεεένεεεε;

— Μανώωωωωωώληηηη!

— Τ' Αη-Μανώλη να μη βγη!...

Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της…

 

αρχή

 



 

1899

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο εισερχόμενος εις την εν Άθωνι Βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων, διά της μεγάλης ωσάν φρουρίου μεσαιωνικού Πόρτας αυτής, ευρίσκεται αμέσως, μετά ολίγα βήματα, ενώπιον κομψού Παρεκκλησίου, πάντοτε ανοικτού, ημέραν και νύκτα, όπου ο τακτικός αυτού προσμονάριος, διαβάζει αδιαλείπτως παρακλήσεις των ξένων ιδίως εκ Μακεδονίας προσκυνητών, ενώπιον μιας παμμαγίστης καταστολίστου Εικόνος, ης μόνον τα εικονιζόμενα πρόσωπα διακρίνονται από τα πλούσια χρυσά και αργυρά αναθήματα παντοειδών σχημάτων οπού αναρίθμητα την κατακαλύπτουν ολόκληρον. Η πανσέβαστος αύτη ευκών καταλαμβάνει όλον το προς αριστεράν μέρος του Παρεκκλησίου, το οποίον ωσαύτως ολόχρυσον ωσάν να εσχηματίσθη εξ απέφθου χρυσού απαστράπτει ακτινοβολούν από τα φώτα των παμμεγίστων λαμπάδων, αι οποίαι φεγγοβολούν εκεί επί αργυρών μεγάλων μανουαλίων.

Η εικών αύτη είνε η Παναγία η Πορταΐτισσα, παριστώσα την Κυρίαν Θεοτόκον βαστάζουσαν εν αγκάλαις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Προ πολλών αιώνων, εις τον καιρόν της εικονομαχίας, ενεφανίσθη το πρώτον εις τας τρικυμιώδεις ακτάς του Άθωνος ταξειδεύουσα μόνη της με θαυμαστόν τρόπον, όρθια πλέουσα, την οποίαν ιδών από θείαν εμπνευσιν ένας αγιώτατος ησυχαστής από το βουνόν επάνω, καταβάς έκαμε γνωστόν το παράδοξον αυτό εις την εγγύς Μονήν των Ιβήρων και εισελθών είτα εις την θάλασσαν παρέλαβεν αυτήν με θάμβος και με χαράν. Και ούτω με ψαλμούς και ύμνους τη συνοδεία των Πατέρων της Αυτοκρατορικής αυτής Μονής με λαμπάδας και θυμιάματα, και κρουσμένων των σημάντρων, από της παραλίας απεκόμισαν αυτήν εις την Μονήν και έθηκαν εν ωρισμένη θέσει εντός του ωραίου Καθολικού. Αλλά ω θαύμα θαυμάτων! Την επαύριον ευρέθη η αγία εικών εις την Μεγάλην Πόρταν της Μονής, επάνω εις το υπέρθυρον αποκειμένη. Την παρέλαβον πάλιν μετά θυμιαμάτων και ψαλμών, και απεκόμισαν πάλιν εις το Καθολικόν εξαπορούμενοι. Αλλά την πρωίαν πάλιν η αγία Εικών ευρέθη έξω εις το υπέρθυρον της Πόρτας. Αλλ' επειδή το αυτό επανελήφθη και τρίτην φοράν, τότε ως εξ' εμπνεύσεως της Θεοτόκου έκτισαν οι Πατέρες το ολόχρυσον αυτό Παρεκκλήσιον αμέσως μετά την είσοδον της Μονής κατέναντι της Μεγάλης Πόρτας και ενεθρόνισαν αυτήν εν αυτώ, ήτις έκτοτε παραμένει εκεί φρουρός και φύλαξ και μυστηριώδης της παμμεγίστης αυτής Μονής πορτάρισσα.

Αυτή είνε η Παναγία η Πορταΐτισσα, εξάκουστος και φημισμένη λαμπρώς εις τον Ελληνικόν κόσμον Ανατολής και Δύσεως διά τα πολλά και συνεχή θαύματά της, δι' ων επληρώθησαν από την δόξαν της όχι μόνον του Ελληνικού γένους αι χώραι, αλλά και των σλαβικών φύλλων τα βασίλεια και αυτή η αχανής της Ρωσίας επικράτεια, χάριν της οποίας η ιερά των Ιβήρων Μονή διατηρεί ονομαστόν Μετόχιον εν Μόσχα, ένθα συρρέουσιν από όλην την Ρωσίαν οι χριστιανικοί λαοί να καταθέσωσι τον σεβασμόν των και τα πλούσια αναθήματά των, εις αντάμειψιν των εξαισίων θαυμάτων, άτινα διαφοροτρόπως ενήργησε και ενεργεί η Κυρία και Δέσποινα και του κόσμου Βασίλισσα, ήτις προφθάνει πάντοτε τους μετά πιστεως και ευλαβείας επικαλουμένους το σεπτόν όνομά της όπου και αν ευρίσκωνται· αυτή περιέπουσα και σκέπουσα το ευσεβές των Ελλήνων γένος, και ανακηρυσσομένη βροντοφώνως εις γην και θάλασσαν, ιατρός των νοσούντων, προστάτις των ορφανών, παραμυθία των θλιβομένων, των δαιμόνων διώκτρια, και ελπίς των απηλπισμένων και βοηθός ετοιμότατος πανταχού προφθάνουσα.

Α.

Πρώτην φοράν ύστερ' από τόσα χρόνια, η γειτονιά την είδε ν' ασβεστόνη το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα την συμμαζευτή, με μια μυγδαλιά καταμεσής, επάνω, εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονίας, σαν ντάμπια καλοσυγυρισμένη, το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της. Αποκάτω απλόνετο το λιμανάκι του νησιού, γαλάζο, καταγάλαζο. Η βάρκαις εμπαινόβγαιναν με τα κάτασπρα πανάκια των. Και η βρατσέραις, και τα κότερα 'ς την αράδα, ξεκουράζοντο, ελαφρά-ελαφρά, σαν αποκρεμμυδόφυλλο, αποσαλεύοντα, σαν να ήσαν λαχανιασμένα από τα γλήγορα ταξείδια των. Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της. Και ηκούετο κάτω, εις την αγοράν, ο κτύπος της σκούπας της, ο πεταχτός, εις τον τοίχον οπού άσπριζε: πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, τραγουδιστά, θαρρείς πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, 'σαν νάλεγε το τρυφερό τραγούδι της ημέρας.

Σήκω, κυρά μ', να στολισθής,

να πας ταχειά 'ς τα Φώτα.

'Στα Φώτα και 'ς τον αγιασμό . . .

Εν ω αντικρύ, καταμεσής, 'ς το λιμανάκι το καταγάλαζο, την εκαμάρωνε την καλήν οικοκυρά η σκούνα η κατάμαυρη με τάσπρο μπούρδο, του καπεταν-Μοναχάκη η καλοτάξειδη σκούνα, του ευτυχούς συζύγου της, με σημαίαις στολισμένη κατακαίνουργαις και με πολύχρωμα σινιάλα εορτάζουσα.

Εξημέροναν τα Φώτα.

Β'.

Ο καπεταν-Μαμμής ήτον ο μόνος μεταξύ των ομοτέχνων του, πρώτος εις όλα. 'Σ την εξυπνάδα, 'ς την γληγοράδα, 'ς την τύχη.

— 'Σαν του καπεταν-Μαμμή την τύχη! έλεγαν οι άλλοι, οι καλοί καπετανέοι.

— Είνε τυχηρός! επανελάμβανον εκ συμφώνου όλοι οι καπετανέοι 'ς τον Αναγαρά, μέσα εις τον Ελλήσποντον, αραγμένοι, περιμένοντες καιρόν ν' αναίβουν, όταν η σκούνα του καπεταν-Μαμμή, φορτωμένη, κατέβαινε από το Ταϊγάνι, μαύρη με άσπρο μπούρδο, καλοτάξειδη.

Και όμως είχον μαζί αποπλεύσει από τον τελευταίον λιμένα. Ποια τύχη γοργή προήγε τον καπεταν-Μαμμή, ως ούριος ωθούσα αυτόν πάντοτε εμπρός; Και ποία τύφλα προσέδενε, τυφλή ειμαρμένη, τους άλλους, αργούς, κατηφείς, συλλογισμένους, μετρούντας τα κομβολόγιά των, με τα χέρια πίσω, μέσα εις τους σιωπηλούς κήπους του χωριδίου του Αναγαρά;

Ούτως ημείς οι άγνωστοι άνθρωποι, όταν ίδωμεν κανένα ευημερούντα ή προκύπτοντα εις 'την εργασίαν του, αποδίδομεν το καλόν αυτό εις την τύχην, ως να θέλωμεν με τούτο να καλύψωμεν ή την οκνηρίαν μας ή την ευλάβειάν μας προς τον Παντοδύναμον Δημιουργόν, όστις κυβερνά πανσόφως τα πάντα, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού και εις αυτόν ακόμη τον κόσμον.

Ο καπεταν-Μαμμής όμως ήξευρε πού να αποδώση την εν τω κόσμω ευτυχίαν του. Ανατραφείς από μικρός εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου από τους ευσεβείς γονείς του εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα ωραία εκείνων διδάγματα παντού και πάντοτε. Εις το σπίτι του εδιάβαζε τακτικά πρωί- βράδυ την ακολουθίαν του σαν ένας καλός χριστιανός. Από τας κοινάς Συνάξεις της Εκκλησίας δεν έλειπε πάσαν Κυριακήν και κατά τας εορτάς, κοντά εις τους ψάλτας έχων το στασίδι του, προκαλών τον σεβασμόν πάντων. Εις τον Εσπερινόν το Σαββατόβραδον ανεγίνωσκε τον Προοιμιακόν, εις δε την Λειτουργίαν έλεγε το Πιστεύω, ως αν ένας προϊστάμενος των Κληρικών, ως συνηθίζεται εις την Πόλιν. Την αυτήν τάξιν ετήρει και μέσα εις το πλοίον του, όταν εταξείδευε. Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα. Εκρατούσεν ένα ωραίον κομβοσχοίνιον, και εθυμίαζε με ένα ασημένιο θυμιατόν, ωσάν να ήτο Εκκλησία εκεί. Όταν ούριος ο άνεμος έπνεεν ή όταν ήτο γαλήνη, φροντίζων να έχη πάντοτε ένα καλόν και πιστόν λουστρόμον, αυτός άνοιγε τότε τα ωραία Εκκλησιαστικά βιβλία του και ανεγίνωσκε, βυθισμένος όλως εις το νόημα των Γραφών ή των άλλων λόγων των Αγίων Πατέρων. Ιδιαιτέραν δε ευχαρίστησιν ησθάνετο να αναγινώσκη τον Χρονογράφον, ένθα περιείχετο με τόσην θαυμαστήν χάριν η Ιστορία όλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πάσαν λεπτομέρειαν. Όταν επρωτοπήγεν εις την Βενετίαν, είχε προμηθευθή όλα τα ιερά βιβλία, τα οποία τα είχεν όλα χρυσοδεμένα, εν οίς διέπρεπον η Αμαρτωλών Σωτηρία, η Θύρα μετανοίας και τα Πνευματικά Γυμνάσματα. Εις αυτάς λοιπόν τας καλάς συνηθείας του απέδιδεν ο Καπετάν-Μαμμής την πρόοδόν του και ούτω τον ενίσχυε να πιστεύη και ο στενός φίλος του ο Παπά-Νικόλας, με τον οποίον διαρκώς συνανεστρέφετο από της χηρείας του ευχαριστούμενος εις τας καλάς συμβουλάς του, όστις οσάκις ήκουε μεταξύ άλλων καπετανέων να γίνεται λόγος περί της ευημερίας του καπεταν- Μαμμή τους έλεγεν με ένα αυθεντικόν τρόπον το προφητικόν:

— «Εάν θέλητε, και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε». Γιατί λοιπόν παραξενεύεσθε; Δεν πιστεύετε τα λόγια του Αγίου Πνεύματος;

Ο καπεταν-Μαμμής χωνεύσας καλώς τα διδάγματα των βιβλίων του είχεν αποκτήσει συνάμα και την ζώσαν και ενεργούσαν πίστιν διά της ενασκήσεως των αρετών και ιδίως της ελεημοσύνης, την οποίαν πλουσιοπαρόχως εμοίραζεν εις τους πτωχούς ως ένας ιλαρός δότης κατά τον Απόστολον. Εις αυτά λοιπόν ώφειλεν ο ευσεβής πλοίαρχος την καλήν του τύχην. Αλλ' ο κόσμος ο αμαθής και ακατήχητος που να εμβαθύνη εις τα τοιαύτα!

Αλλά τα χρόνια περνούν. Ασπρίζουν και τα μαύρα μαλλιά. Και ο καπεταν- Μαμμής κουρασμένος και χηρευάμενος πλέον, γέρων, ποδαλγός, έπεσεν εις το στρώμα να ξαποστάση. Και λέγει εις τον υιόν του, τον μοναχογυιόν του, τον Μοναχάκην.

— Να σε ιδώ, βρε!

Είπε και του παρέδωσε την μαύρην του σκούναν με το άσπρο μπούρδο, την καλοτάξειδη και τυχηρή. Και έπεσεν ο γέρων, πιασμένος, εις τον ήσυχον κοιτώνα του.

Αλλά πριν τον ίδη ο γέρων τον υιόν του τον μοναχογυιόν, τον είδεν η εύμορφη Ξενιώ, όταν εγύριζεν ένα βράδυ, πρόσαργα, από το πηγάδι, η κοντούλα η Ξενιώ.

Σκυφτή, με την μανδήλα ως τα μάτια της, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων, έβαινε ταχεία προς το σπιτάκι της, επάνω εις τον Βράχον.

Ήτο μία μικρή πλατεία εν μέσω, παγιδεύτρια των αντλουσών γυναικών. Ο δε πονηρός Περιστεράκης ήνοιξεν εκεί ταβέρναν, ίσα-ίσα εις το πέρασμα, ως έλεγε και εσυνάζοντο εκεί οι νέοι παγιδευταί, προσκαρτερούντες τας νεάνιδας ως οι κυνηγοί τας τρυγόνας εις της χωσιαίς.

Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας.

Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη.

— Στην οργή κι' αυτός!

Εψιθύρισε και έβαινε γοργά, σαν να την έπιασε βροχή.

Πλην παρεπάτησεν η δειλήμων κόρη— αποτυφλούται ο δειλός— και προσέκρουσεν εις τον κορμόν— της εφάνη— μιας εκεί συκομωρέας. Όμως ηπατάτο φευ! Προσέκρουσεν εις τον κορμόν του καπεταν-Μοναχάκη όστις, αναλαβών πλέον την πλοιαρχίαν, επήγαινεν 'ς του Περιστεράκη, όπου εσύχναζεν η νεολαία, να τσουρμάρη, να καταρτίση το πλήρωμα, και σαν αγιασθούν τα νερά, να φύγη.

Εζαλίσθη αίφνης η ωραία κόρη, να πέση εις την αγκαλιά του. Αλλ' ο νεανίας ευγενής, παρεμέρισεν. Η νεάνις ανέπνευσε και ώδευσε προς την οικίαν της, παραπατούσα όμως ακόμη, ως ζαλισμένη κόττα, και βλέπουσα πάντοτε εμπρός της μίαν εικόνα καλήν, τον εύμορφον κορμόν του καπεταν-Μοναχάκη, του σημαδιακού μοναχογυιού του καπεταν- Μαμμή.

Πού να τσουρμάρη πλέον ο μοναχογυιός, και πού να φύγη!

— Βάλε μια οκά! και βάλε μια οκά!

Επανελάμβανε προς τον πρόθυμον Περιστεράκην όλην την νύκτα, εις την ανοιχτόκαρδη ταβέρνα του κοντά εις την σκάλα.

— Για τα καλορρίζικα!

Του έλεγεν εκείνος ο πονηρός οινοπώλης. Περνά μια μέρα, περνάνε δυο, περνάνε τρεις και πέντε. Πού να τσουρμάρη και πού να φύγη ο καπεταν- Μοναχάκης.

— Νταμπλάς θα μούρθη!

Έλεγεν ο γέρων, ο καπεταν-Μαμμής, αναστενάζων επάνω ς' ένα αρχοντικό διβάνι.

— Βρε παιδί μου! βρε γυιε μου! βρε μοναχογυιέ μου! βρε Μοναχάκη μου!

Και αφού πέρασαν τα Φώτα ήρχισε να σχεδιάζη να παραδώση το πλοίον του εις άλλον πλοίαρχον επί μισθώ, διότι ηκούοντο δουλειές επάνω, εις τον Ποταμόν. Τι να κάμη!

Πολύ τον κατέπληξε τον πραΰτατον γέροντα η αιφνιδία αυτή μεταβολή του υιού του. Δεν ήτο μεν ο Μοναχάκης ευσεβής σαν τον πατέρα του, δεν ήτο δραστήριος, ούτε φιλόπονος όσον εκείνος, όμως δεν ήτο και οκνηρός. Είχε κάποιαν τάξιν εις τον βίον του, θέλεις από καλήν συνήθειαν της ανατροφής του, θέλεις από εντροπήν και σεβασμόν προς τον πατέρα του. Είχεν όμως έν μέγα ελάττωμα, μεγάλην επιπολαιότητα και κάποιαν ακρισίαν, διό και τον επέπληττε πολλάκις αστόχαστον αυτόν ονομάζων. Ο γέρων λοιπόν μη γνωρίζων τα καθέκαστα, δεν ημπορούσε να εννοήση του υιού του αυτήν την μετάπτωσιν, αν και προσεπάθησε πολύ κάτι να μάθη από τους φίλους, μεθ' ων εκουτσόπινε τας ημέρας εκείνας. Είνε αληθές ότι η ανεψιά του που τον υπηρετούσε τώρα εις την χηρείαν του, τον γέροντα, μία έξυπνη γυναίκα άγαμος, κάτι ακούσασα εις τον φούρνον, οπού φωνάζονται όλα τα μυστικά των χωρίων, το εψιθύρισεν εις τον γέροντα, αλλ' εκείνος δεν έδωκε προσοχήν.

Και ο Μοναχάκης εξηκολούθει ακόμη να τσουρμάρη εκεί εις του πονηρού Περιστεράκη την ταβερνίτσαν, όστις αναθαρρυνθείς πλέον τον επείραζε λέγων:

— Αντί να τσουρμάρης καπεταν-Μοναχάκη, σ' ετσουρμάρισα εγώ, βλέπω. Ας βγη και ο Γενάρης, ν' αγνισθούνε καλά τα νερά. Ακόμα είνε παγωμένη η Αζοφική.

— Καλά λες, εβεβαίωνε και ο Μοναχάκης. Και εσχεδίαζε μέσα εις της οκάδες του Περιστεράκη το πώς θα πη τον πόνον του εις τον πατέρα. Και εξημερόνετο.

Την αυγή πάντοτε ήρχετο, σιγά σιγά, σαν βρεγμένη γάτα, να κοιμηθή. Μεθυσμένος. Σαστισμένος. Διπλήν μέθην, διπλούν σάστισμα. Του έρωτος και του οίνου.

Τέλος μετά πολλά λέγει προς τον πατέρα του·

— Θα μου δώσης το Ξενιώ!

Εφαρμακώθη ο γέρων προς το άκουσμα. Τότε εννόησε πλέον τι τρέχει. Ήθελε να του δώση ένα από τα κορίτσια της γειτόνισσάς του, της γρηάς Μαθήνας τα κορίτσια, που τάξευρε και τον ήξευρον, και οπού τόσον επεριποιούντο την συγχωρεμένην την καπετάνισσα και εις τα μέσα και εις τα έξω με εξαιρετικήν προθυμίαν.

Αλλ' η επιμονή του νεανίου εις τους πόθους του ηύξανεν, όσον ηύξανε και η μέθη του. Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτως— είχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατον— βλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.

— Κόψε με πατέρα! εψιθύρισε μετά δέους ο νεανίας, αλλά το Ξενιώ να μου δώσης!

Και κύπτει σιωπηλός, κλίνας τα γόνατα ως ο Ισαάκ υπό την μάχαιραν Αβραάμ του Πατριάρχου.

Προς το αιφνίδιον θέαμα ο γέρων συνεκλονίσθη όλος. Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του.

— Ο ίδιος ο καπεταν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν.

Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων.

— Το πότισαν το παιδί μου! Το πότισαν!

Η ιδέα η ασφαλής πλέον, ότι εμάγευσαν τον υιόν του, εξιλέωνεν αυτόν ενώπιον της πατρικής εξουσίας, της φοβεράς αυτής δυνάμεως.

— Χάρισμά σου, βρε! Τω λέγει τότε αποφασιστικώς· και αφίνων άλλον ένα ευρύν αναστεναγμόν από τα βάθη της καρδίας, του, ως ανακουφιζόμενος από αφορήτου άχθους.

— Άιντε, και να φύγης! Να μη σε ιδούν τα μάτια μου! Και να ιδώ βρε την τύχην σου, να ιδώ το ριζικό σου. Σ' αυτά τα πράγματα καλά ήτανε ν' ακούς τον πατέρα σου.. . .

Γ'.

Δυο μήνας μόνον διήρκεσε, φευ! η χαρά της κοντούλας νειόνυμφης, της ωραίας Ξενιώς. Δυο μήνας μόνον μετά τον γάμον της. Ούτε η ιδία δεν εκαμάρωσε τον εαυτόν της νύμφην κάτασπρην, νύμφην ολόχρυσον, κοντούλαν νύμφην.

Ο καπεταν-Μοναχάκης απέπλευσε με την σκούναν του και ούτε ηκούσθη πλέον. Αληθές είνε, ότι αποπλέων ύψωσεν όλας τας σημαίας και όλα τα σινιάλα του. Αληθές είνε ότι ο έξυπνος Περιστεράκης καταχαρούμενος ετρατάριζεν όλους όσοι απερνούσαν από το μαγαζί του εκείνην την ημέραν για το κατευόδιο του καπεταν-Μοναχάκη του φίλου του οπού του άφησεν ένα εικοσιπεντάρικο για της πενετάδαις. Βέβαιον είνε, ότι ναύτης, επίτηδες εν τη πρύμνη ιστάμενος, διαρκώς εξεκένου το αρχαίον του πατρός του τρομπόνιον, από του κρότου του οποίου αντήχει γοερώς όλος ο λιμήν αλλά παρήλθεν έτος και ούτε ηκούσθη αν ζη ή απέθανε. Με ποίον τα είχε; Με τον πατέρα του; Αλλ' ο γέρων εθυσίασεν όλην την ρωμαϊκήν αυστηρότητα της εξουσίας του, ίνα κολακεύση του υιού του τας επιθυμίας. Κατά της νεαράς συζύγου του; Αλλά την τελευταίαν στιγμήν του απόπλου— εις την βόλταν— προσήγγισε τόσον πολύ εις τον Βράχον, εν τη κορυφή του οποίου έκειτο το άσπρο- κάτασπρο σπιτάκι της συζύγου του και ιδικόν του πλέον, ώστε παρ' ολίγον να καθίση την σκούναν εις τα ριχά, εκεί εγγύς, επάνω εις τον Μόλον.

Ανεβίβασε και κατεβίβασε τρις την μεγάλην σημαίαν προς αποχαιρετισμόν, εκρότησε τρις το τρομπόνιον κρότον φοβερόν, βοΰζοντα, και έγεινεν άφαντος είτα η μαύρη σκούνα με το άσπρο μπούρδο, οπίσω από της Πλάκαις, ενώ η κοντούλα η νειόνυμφη δεν επρόφθανε να σπογγίζη τα δάκρυά της, εκεί, εις το παράθυρον ισταμένη ως εν δεήσει.

Και όμως οσάκις αι γειτόνισσαι— και είνε τόσον περίεργοι αι γειτόνισσαι!— οσάκις την ανέκριναν να μάθουν τα μυστικά της, εκείνη με προσποιητήν χαράν έλεγεν.

— Ας είνε καλά. Παντού επήγαμε. Ναι, επήγαμε παντού. Ας είνε καλά. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε ζιαφέτια. 'Σ τον Αηλιά τρεις φοραίς. Στην αγία Παρασκευή. 'Σ τον Τσουγκριά. Είχαμε ψητά, είχαμε βιολιά, χορούς, τραγούδια, κούνιαις. Σ' τον Αηγιάννη . . . .

Και όμως όλα αυτά παρήλθον, έπαυσαν διά να μη ξαναρχίσουν πλέον.

Τα νυμφικά της δεν τα 'καλοφόρεσε, δεν τα χόρτασε. Αχ και χορταίνονται ποτέ; Αράχνιασαν κλεισμένα 'ς το μεγάλο εκείνο σεντούκι, το μακρύ σεντούκι. Δεν εβαστούσεν η ψυχή της να τα βγάλη, να τα ξετινάξη, να τ' απλώση 'ς τον ήλιο τ' Αιγιαννιού, 'ς το λιτρόπι, να ηλιασθούν, να αερισθούν. Και ήσαν όλα χρυσά, και ήσαν όλα χρυσοκέντητα. Με τα δάκρυά της και με τας αγρυπνίας της πεποικιλμένα και με τας νηστείας της γραίας μητρός της υφασμένα. Και έμειναν κλεισμένα τα νυμφικά της, τα προικιά της, τα στολίδια της, 'σαν αρχαίαις στολαίς αυτοκρατόρων εις τα δουλάπια των μουσείων.

— Ο αδιαφόρητος! έκλαιε!

— Αγυρισιά του έγεινε! Προσέθετε την επωδόν την επώδυνον και η γραία μήτηρ, μία γραία ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα:

Και το εύμορφο εκείνο σπιτάκι επάνω εις τον Βράχον, που ήτο ως κλουβί ευτυχίας, ως νεοσσιά χαράς, ολίγον κατ' ολίγον μετεβλήθη εις ειρκτήν δυστυχίας, εις δεσμωτήριον δακρύων, όπου κατεδικάσθη εις άλυτα δεσμά η κοντούλα η Ξενιώ η νειόνυμφη.

— Ούτε γράμμα, ούτε απολογία!

Και όμως όλοι οι συγγενείς της είπον:

— Μη τον παίρνης!

— Άφησέ τον τον μπεκρούλιακα! της εφώναζεν η μητέρα της, όταν μετά τους αρραβώνας είδε την μέθην του.

— Καλλίτερα να με ρίξης 'ς το Κεφαλόσκαλο, να πνιγώ, μαννούλα μου!

Η αληθινή αγάπη δεν λησμονεί τόσον εύκολα, ούτε μισεί. Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπεταν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.

Όταν όμως παρήλθε και δεύτερον και τρίτον και τέταρτον έτος, όταν παρήλθεν η πρώτη χαρά, ως παρέρχεται πάσα χαρά, όταν ούτε γράμμα ούτε χρήματα ελάμβανεν, όταν το αλεύρι έφθασεν 80 λεπτά και η εληαίς της, ξύλα κούτσουρα, δεν εκαρποφόρουν, τότε το εύμορφο Ξενιώ ηναγκάσθη να ξενοδουλεύη διά να ζήση. Πολλάκις μαζί με την δυστυχίαν έρχεται η γνώσις.

— Δεν μ' έπνιγες καλλίτερα, μάννα μου!

Είπε μίαν πρωίαν, μετά διήμερον νηστείαν.

— Δεν σ' έπνιγα, μαθές; απήντησε και η μητέρα της, ξηροκαταπίνουσα την θλίψιν της ως πικράν κινίνην.

Είνε αληθές ότι κατ' αρχάς μετά την αναχώρησιν του Μοναχάκη εξαπατώμενος ο πρεσβύτης από την γειτόνισσάν του Μαθήναν ήρχισε να πιστεύη ότι η μητέρα της νύμφης του για να πάρη τον υιόν του τον εμάγευσε και έπνεε πυρ και φλόγα εναντίον των, και ήτο θυμώδης ο γέρων, είχεν αυτό το ελάττωμα αλλ' ως καλός Χριστιανός καταβαλών πολλήν βίαν κατενίκησε τον πειρασμόν και έστειλε μίαν ημέραν και εκάλεσε την νύμφην του.

— Δεν είνε δυνατόν αυτό, είπε. Η Μαθήνα γίνεται όργανον του Σατανά, όστις εβάλθη να με υποσκελίση. Δεν ήτο δυνατόν αυτή η τόσον αθώα κόρη να πράξη ένα τέτοιο έργον δαιμονικόν. Αλλ' αν το έκαμεν η μητέρα της εν αγνοία της κόρης της; Ούτε αυτό! Δεν το δέχεται η ψυχή μου. Ο Μοναχάκης δεν είχε καμμίαν σχέσιν με το σπίτι αυτό. Περισσότερον εσύχναζεν εις της γειτόνισσάς μου της Μαθήνας, η οποία σαν να το εφαντάζετο να τον κάμη γαμβρόν μίαν ημέραν, αφού μάλιστα ήξευρε και την ιδικήν μου γνώμην που κλίνει.

Η νύμφη του με πολλήν χαράν δεχθείσα την πρόσκλησιν επήγεν. Έκτοτε δε δεν έπαυσε να επισκέπτεται τον πενθερόν της, όστις πολύ την εσυμπονούσε, με όλας τας κατηγορίας της Μαθήνας, διότι έβλεπεν ότι ήτο απλή και καλοπροαίρετος, με μίαν ακακίαν μικρού παιδίου στολισμένη. Ευλαβής δε προς τα θεία και γραμματισμένη, πολύ εβοηθούσε τον γέροντα εις τας προσευχάς του, αυτή αναγινώσκουσα τους ψαλμούς και τους ύμνους. Διότι ο γέρων δεν ημπορούσε πλέον να συχνάζη, κατά την έξιν του, εις την Εκκλησίαν, μόνον κατά, τας επισήμους ημέρας εκκλησιαζόμενος. Αυτό λοιπόν πολύ εκολάκευε τον γέροντα και συνετέλει εις το να αυξάνη την προς αυτήν συμπάθειάν του. Τα πρώτα λοιπόν έτη, όταν αι ελπίδες του περί της επανόδου του υιού του ήσαν ζωηραί ακόμη, και ητοιμάζετο με χαράν να τον δεχθή ως τον Άσωτον υιόν, την συνετήρει επαρκώς την νύμφην του. Αλλ' αφού η αφάνεια του Μοναχάκη παρετείνετο, ο γέρων ήρχισε ν' απελπίζεται και συνάμα να πτωχαίνη. Δεν είχεν άλλο εισόδημα από το πλοίον του. Αλλά το πλοίον του εχάθη πλέον δι' αυτόν. Ευρίσκετο λοιπόν εις στερήσεις ο γέρων. Η Ξενιώ, φιλότιμος, ήρχισε να στενοχωρήται, ήρχισε να φοβήται ότι του δίδει βάρος, και ηλάττωσε τας επισκέψεις της. Άλλως δε και η ανεψιά του γέροντος η υπηρετούσα αυτόν, μία γερόντισσα παράξενη, όλο και για τας ανάγκας των της ωμιλούσε.

— Τι να σου κάμη και το Απομαχικό! Το σπίτι θέλει έξοδα, παιδί μου! Δυο στόματα, τι θέλουμε να φάμε!

Τότε η Ξενιώ μόνον τας επισήμους ημέρας επήγαινεν. Ούτε ο γέρων την εκάλει πλέον. Παρήλθεν ήδη οκταετία μετά τον γάμον.

Χλωμή λοιπόν, σβυσμένη, σαν λαμπάδα νεκρού θαμβά φέγγουσα, με την κάλτσα της κρεμασμένην από τον λαιμόν, έβγαινε βράδυ-βράδυ από το πίσω μέρος του σπιτιού της, προς το βουνόν.

Να μη βλέπη την θάλασσαν, να μη θωρή τα καράβια. Το αφρισμένον πέλαγος την εζάλιζε. Τα καράβια την έσφαζον.

Και πλέκουσα την κάλτσαν της, μόνη, βράδυ-βράδυ, ανελογίζετο. Ανελογίζετο την τελευταίαν επιστολήν του θείου της, ενός ναυκλήρου, από την Πόλιν, και τας προφορικάς πληροφορίας του καπεταν-Γιαλή του Καλόγερου, φίλου στενού του καπεταν-Μοναχάκη του συζύγου της, αίτινες συνεφώνουν. Της έγραφεν ο θείος της από την Πόλιν, και της είπεν ο καπεταν-Καλόγερος.

— Τον απαντήσαμεν εις το Μπαλούκ-Χανέ, μέσα εις την βρωμερωτέραν συνοικίαν του Γαλατά. Εκάθητο με ένα ρώσον ναυτικόν εις μίαν φάμπρικαν ακάθαρτη, και έπιναν.

— Τούρτσι μπιλίρσιν; (μιλάς τούρκικα;) έλεγεν ο καπεταν-Μοναχάκης εις τον φίλον του τον ρώσον, σφλομωμένος από το καυστικόν ί σ ο ν (ούζον), αναμμένος πρόσωπον και οφθαλμούς και εκένου το καραφάκι του.

— Νιεζνάι! Νιεζνάι (δεν πειράζει, δεν πειράζει), απήντα ο ρώσος, χονδρός, μελαψός, με ένα κούκκον φοβερόν εκ δέρματος άρκτου, μ' έν επώμιον αποτρόπαιον, εκ δέρματος λύκου. Και εκένου και εκείνος το καραφάκι του ως ρώσος διψασμένος.

— Καπετάν Μοναχάκη! φεύγω για την πατρίδα! τω λέγει ο καπεταν- Καλόγερος.— Τα έγραφεν αυτά και η επιστολή του θείου της.— Τίποτε χαρτσιλήκι για την γυναίκα σου!

— Τούρτσι μπιλίρσιν; έλεγε πάλιν ο καπεταν-Μοναχάκης αποτεινόμενος προς τον φίλον του ρώσον και κενών το δεύτερον καραφάκι του ίσου.

— Νιεζνάι! Νιεζνάι! απήντα ο ρώσος πάλιν ροφών και αυτός το ιδικόν του.

Άλλην ημέραν τον συνήντησεν ο καπεταν-Καλόγερος, ο φίλος του, προς τον Τοπ- Χανέ.

Συλλογισμένος, παραπατών, εβάδιζε μόνος του ο καπεταν-Μοναχάκης, βραδέως αναπνέων, ως να έπασχεν εξ άσθματος προς την Κρασόσκαλα.

— Φεύγω για την Πατρίδα. Κανένα γράμμα!

— Έλα εις το Μεγάλο Αϊναλή να μ' εύρης το μεσημέρι. Είπε μισοσαστισμένος.

Ο καπεταν-Καλόγερος— ας είνε καλά ο άνθρωπος— επήγεν.

Αλλά πουθενά ο καπεταν-Μοναχάκης. Το ξενοδοχείον ήτο πλήρες κόσμου, κόσμου του Γαλατά πανσπερμικού, όστις εγευμάτιζεν εν οχλοβοή.

Κατόπιν τον συνήντησε πάλιν εις την αυτήν φάμπρικαν με τον αυτόν φίλον του ρώσον, εξαργυρώνοντα μίαν οθωμανικήν λίραν.

— Δεν θα μου δώσης τίποτε χαρτσιλήκι για το σπίτι σου; λέγει προς αυτόν ο καπεταν-Καλόγερος.

— Δεν σου είπα να έλθης εις το μικρό-Αϊναλή να μ' εύρης.

— Επήγα εις το Μεγάλο Αϊναλή, καθώς μου είπες.

— Σου είπα εις το Μικρό Αϊναλή, καρσί εις το Μεγάλο! Τώρα τα ξώδεψα. Επλήρωσα δικαιώματα, φαρικά, ετσουρμάρισα, έδωσα πλάτικα 'ς τους ναύταις μου, εγέμισα της αποθήκαις κουμπάνια.

Ο καπεταν-Καλόγερος τον εμούντσωσε και τον άφησε:

— Μπεκρούλιακα!

Αυτά διαλογιζομένη η Ξενιώ, επαναλαμβανόμενα απαράλλακτα από κάθε ταξειδιώτην, διήρχετο την ώραν πλέκουσα. Αλλ' από τον κόσμον εκρύπτετο.

— Όλο πλέκεις πλειο! της έλεγαν αι γειτόνισσαι.

— Κάλτσαις του καπεταν-Μοναχάκη!

— Είχες γράμμα;

— Είχα και είχα. Πώς θαρρείς;

Και αντήχει ο Βράχος από την λαχταριστήν φωνήν της, και από τα γέλοια των άλλων.

— Και μία γρηά, κακή γρηά, η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, την ερωτά κρυφά μίαν ημέραν εις τον φούρνον.

— Σου στέλνει, παιδί μου;

— Ακούς, μου στέλνει, λέει; Και λίραις και συχνάτσαις! εφώναξεν η Ξενιώ, ώστε η φουρνάρισσα ενωτισθείσα, εστράφη αποτόμως, ως διά να ίδη της λίραις, και έρριψε κάτω από το πτύον έν ψωμίον, μέσα εις τα φρύγανα των ξηροκλάδων.

Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της.

— Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπεταν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια.

— Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει. Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική.

Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη.

Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον. Εις τα γέλοια της άλλαι μεν εκρυφογελούσαν και άλλαι εκρυφόκλαιον.

Τότε πλέον έπαυσε και η προσποιητή χαρά της Ξενιώς. Αφού η αληθινή χαρά φεύγει, πολύ περισσότερον φεύγει η ψευδής. Και εύρισκε πλέον ανακούφισιν η Ξενιώ να προσεύχεται τας νύκτας προ της εικόνος της Θεοτόκου, μιας ωραιοτάτης εικόνος την οποίαν από το Άγιον Όρος της είχε φέρει ποτέ κάποιος συγγενής της, την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν, έργον κάλλιστον των περιφήμων Γιασαφαίων την οποίαν εφαρμόσασα εις μίαν κομψοτάτην κορνίζαν είχεν αναρτήση εις το μικρόν εικονοστάσιόν της, ένδον εις τον κοιτώνα της, και ήναπτεν ενώπιόν της ακοίμητον κανδηλάκι. Αποκτήσασα δε και μίαν Φυλλάδα, πάλιν από το Άγιον Όρος, εν τη οποία περιεγράφετο η παράδοξος εύρεσίς της και τα άπειρα θαύματά της, συχνά την ανεγίνωσκε· σχεδόν απέξω την είχε μάθει. Εκ της πολλής δε χρήσεως αυτής τόσον πολλάς ελπίδας απέκτησε περί της επανόδου του συζύγου της, ώστε έλεγε πάντοτε προς την μητέρα της.

— Αν το θέλη η Πορταΐτισσα, θα έλθη, μητέρα μου, ο Μοναχάκης. Νά, δεν κυττάζεις τα ωραία ματάκια της Παναγίτσας μας; Δεν σου λέγουν ότι θα έλθη;

Και εξηκολούθει τας προσευχάς της ημέραν και νύκτα, γονυπετής ενώπιον της αγίας Εικόνος μέσα εις τους ευώδεις καπνούς των θυμιαμάτων που άφθονα είχεν ανάψει, σαν να ήτο μία ζωγραφιά αγγέλου, και έλεγε μετά κατανύξεως και πεποιθήσεως:

— Αν τον επότισαν, Παναγία μου Δεσποινα, χάλασέ τα τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία!

Και καλογραία να ήτο, δεν θα προσηύχετο μετά τόσης θερμότητος και δεν θα ηγρύπνει μετά τόσου πόθου. Αμαρτωλή να ήτο, δεν θα έχυνε τόσα δάκρυα διά τας αμαρτίας της. Έως την αυγήν πολλάκις, που την έπαιρνεν ο ύπνος εκεί γονατιστήν, παγωμένην, ημιθανή. Η Παναγία μου τον έστειλεν, έλεγε παραμυθουμένη. Ώστε μίαν πρωίαν η μητέρα της εισελθούσα,— ελησμόνησε να κλειδώση— την εύρεν έτσι γονατιστήν, μ' επηρμένας χείρας ικέτιδας, άγαλμα έξοχον της Προσευχής, αγαθού λιθοξόου, μισοκοιμισμένην, ψιθυρίζουσαν ως εν ονείρω προς την Πανάμωμον Δέσποιναν.

— Αν είνε μάγια, Παναγία μου, λυπήσου με, και χάλασε τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία μου!

Δ'.

Είχε διαδώσει τας ημέρας εκείνας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι τον καπεταν-Μοναχάκη τον επότισεν ο ίδιος ο πατέρας του. Αλλά πώς ήτο δυνατόν; Και από στόμα εις στόμα ευρέθη μία εξήγησις του παραδόξου τούτου, την οποίαν πάλιν η ίδια γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια την διέδωκεν.

Ο καπεταν-Μαμμής δεν ήθελε τάχα για νύμφη του την Ξενιώ. Ήτανε φτωχούλα. Δεν ήταν και από σώι. Και εφώναξεν από την Χαλκίδα μάγισσαν, την κυρά-Χατζίνα,να την μαγεύση εις τον γάμον της ν' αποθάνη, να πάρη άλλην ο υιός του, ο καπεταν-Μοναχάκης, ώστε να πληρωθή και των δύο η επιθυμία. Η μητέρα όμως της Ξενιώς, έξυπνη γρηά, γνωρίζουσα από τοιαύτα περιστατικά, εφρόντισε, κατά την ώραν όπου θα έλεγεν ο εφημέριος, ο τελών το μυστήριον, το «Ευλογημένη η βασιλεία», ότε πιάνουν τα μάγια, εφρόντισεν η γραία μήτηρ να είνε κλειστά όλα τα παράθυρα και η πόρτα. Κατώρθωσε δε να ορισθή ο γάμος την αυγήν μετά το λάλημα του πετεινού, ότε διαλύονται αι σατανικαί ενέργειαι. Αλλ' ο εφημέριος έκαμε λάθος και ήλθεν επάνω 'ς τα μεσάνυκτα. Η γραία όμως έλαβε τα μέτρα της και έκλεισε μόνη της πόρταις και παράθυρα. Άρχισε το Μυστήριον. Οι ολίγοι καλεσμένοι ήλθαν όλοι. Άλλαξε τα δακτυλίδια ο εφημέριος. Η γραία μήτηρ είνε ήσυχος. Πόρταις και παράθυρα κλειστά. Μόνον που δεν άκουσε τον πετεινόν. Αλλά δεν εφοβείτο, είχε χώσει εις τον κόλπον των στεφομένων από έν μικρόν Τετραβάγγελον. Αλλ' όταν ο Παπα-Νικόλας με την φωνήν του την μεγάλην, πανηγυρικήν ως σάλπισμα εβραϊκής νεομηνίας, ήρχισε να κραυγάζη επάνω 'ς τα μεσάνυκτα «Ευλογημένη η βασιλεία. . .», τρακ! ακούεται υπόκωφος, σατανικός κρότος, και ανοίγει έν παράθυρον προς τ' αριστερά, έν μικρόν παράθυρον μ' έν παραθυρόφυλλον μόνον, ως άνθρωπος μ' ένα μάτι.

— Πάει! εφώναξε μισολιπόθυμος η γραία μήτηρ, ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα.

— Μη διακόπτετε το Μυστήριον! εκραύγασε και ο Παπά-Νικόλας με την γνωστήν του αυστηρότητα, και προέβη εις το τέλος.

Εδαιμονίσθη η γραία μήτηρ. Ποίος ήνοιξε το παράθυρον;

— Μια γυναίκα!

— Ποια γυναίκα!

Αόρατος, σατανική φαντασία.

Η γραία εμετρούσε τους καλεσμένους.

— Ποιος εμβήκεν! Διετάρασσεν η μήτηρ όλον το Μυστήριον.

— Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπεταν-Μαμμής,

— Και δεν έβλεπες την πόρτα;

— Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη;

Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκα— εγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου!— εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε. Τα μυρίσθηκα εγώ εκείνην την ώραν τα μάγια. Καπνός εμύρισε την στιγμήν εκείνην, καπνός σαν να έκαιαν ψόφια νυχτερίδα. Ο γαμβρός εφτερνίσθη τρεις φοραίς. Μα έκαμε λάθος η μάγισσα, έλεγεν η γρηά-Μαθήνα, την έβαλεν ο καπεταν-Μαμμής να μαγεύση την νύμφη, και αυτή— εμπέρδευσε, λέει, η γλώσσα της— και εμάγευσε τον γαμβρόν να μη ξαναγυρίση 'ς το σπίτι και 'ς την πατρίδα του. Ακούτε πράγματα εσείς; έλεγεν η γρηά-Μαθήνα έκθαμβος.

Ύστερον από τόσα χρόνια κυκλοφορήσασα αυτή η διάδοσις έγεινεν ευκολώτερον πιστευτή. Την επίστευσε και η Ξενιώ, η οποία εγνώριζε του πενθερού της τας διαθέσεις οπού δεν την εκαλοήθελε διά νύμφην του, εγνώριζε και την ακαταστασίαν της γρηα- Μαθήνας περί τα τοιαύτα. Αλλά αποφεύγουσα τον θόρυβον και τα σκάνδαλα, έκαμνε πώς δεν άκουσε τίποτε· δεν ωμίλησε διόλου.

Η γραία όμως μητέρα της νευρική και οξύθυμος, ως είνε αι γερόντισσαι, την επίστευσε την κακόβουλον φήμην, και χωρίς να γνωρίζη η κόρη της, ένα βράδυ, νηστική, ζαλισμένη, απεφάσισε να υπάγη εις τον γέροντα τον καπεταν-Μαμμή και να τον ικετεύση να χαλάσουν τα μάγια αλλ' από τον πόνον της ωμίλησε με αυθάδειαν κάπως.

— Δεν 'νομάζεις Θεό, καπεταν-Μαμμή;

Είπε κλαίουσα η γραία.

Αλλ' ο καπεταν-Μαμμης επάνω εις το παλαιόν διβάνι του ξαπλωμένος, δεν αντελήφθη αμέσως. Ούτε την είδε. Μη λαμβάνων τόσα χρόνια μαξούλια από την σκούναν του και ούτε γράμμα— δεν ημπορούσε να την επιτύχη εις λιμένα ώστε να την κατάσχη ως ιδιοκτησίαν του— έτρωγεν από τα έτοιμα, χαλνών ένα-ένα τα βενετικά φλωρία. Την ημέραν εκείνην είχε χαλάσει το τελευταίον φλωρίον του και ήτο λίαν εξοργισμένος. Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του.

— Δεν 'νομάζεις Θεό, καπεταν-Μαμμή;

Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν.

— Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσα 'ς τα χέρια μου!

Εκραύγασεν αίφνης ο καπεταν-Μαμμής. Και σηκώσας το τσιμπούκι του μετά πόνου:

— Παληομάγισσαις! εκραύγαζε· και προσεπάθει να κτυπήση την γραίαν, τραυλίζουσαν και απομακρυνομένην.

— Ανόμαχτε! Ανόμαχτε! Ως και το παιδί σου εμάγεψες;

— Τι είπες; Τι είπες;

Εβρυχήθη ο γέρων και στηρίζων τον ένα πόδα του επί της εστίας και ημιεγείρων τον άλλον, ακκουμβών και την μίαν χείρα του επί του διβανίου, έβλεπεν άνω, προς το αιμοχαρώς στίλβον γιαταγάνι του, να σηκωθή, να το ξεκρεμάση και να την κάμη τέσσερα κομμάτια, ότε εισήλθεν αίφνης ο φίλος του εφημέριος, ο Παπα-Νικόλας, όστις εις τας καλάς ημέρας και τας νύκτας του χειμώνος, συνήθιζε να επισκέπτηται τον γέροντα ποδαλγόν, ίνα τον παρηγορή, ιδίως αφ' ότου ήρχισε να πάσχη και εκ διαφόρων στερήσεων, και ίνα ακούη τας ωραίας και συγκινητικάς διηγήσεις του περί της Πόλεως, που του διηγείτο ωραία και άγνωστα εις αυτόν.

— Καλά που ήλθες, Παπα-Νικόλα! Ο Θεός σε έστειλεν. Ακόμα ολίγον να διαπράξω έγκλημα, επάνω εις τον θυμόν μου.

Είπεν ο καπεταν-Μαμμής προσπαθών μετά πολλής βίας να καταπνίξη την οργήν του.

— Όχι, αγαπητέ φίλε. Ο θυμός ποτέ δεν είνε καλόν πράγμα.

Ο καπεταν-Μαμμής ήρχισεν ολίγον κατ' ολίγον να κατευνάζεται ωσάν εξατμιζομένη μηχανή προς την εμφάνισιν του ιερέως, τον οποίον πολύ εσέβετο. Η δε γραία συμπεθέρα του, η ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα έγεινεν άφαντος.

Ξανακάθησε λοιπόν ο γέρων επί του μαλακού του διβανίου και σύρων με οικειότητα από το χέρι τον ιερέα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του, και κοντανασαίνων ακόμη από την εκπνέουσαν οργήν του ησπάσθη την δεξιάν του, και ήρχισε να ομιλή με σχετικήν ηρεμίαν.

— Μ' εσφλόμωσαν οι λογισμοί! Φοβερόν πράγμα! Μάγια από 'δω, μάγια από κει. Φοβερόν πράγμα! Εμάγεψα, λέγει, το παιδί μου, εγώ . . .

— Είνε πειρασμοί, καπετάνιο μου! Διώχνε τους.— Εγώ τους διώχνω, αλλ' αυτοί έρχονται πάλιν.

— Καταδίωξέ τους!

— Σου έτυχε καμμιά φορά εις την θάλασσα, παπά μου, να φυσάνε οι καιροί από παντού, γύρω-γύρω, και να μη ξεύρης τι καιρός είνε, τι καιρός θα στερεώση, και να σαστίζης, και να μη ξεύρης τι να κάμης; Το ίδιο συμβαίνει τώρα εις εμένα και έξω εις την στεριά. Μάγια από δω, μάγια από κει! Και να μη ξεύρης ποιος τάκαμε. Ότι είνε καμωμένα μάγια εις αυτήν την δουλειά, δεν έχω αμφιβολίαν. Αλλ' από πού θα φυσήξη ο καιρός;

Ο ιερεύς διά να κατευνάση τελείως τον φίλον του, ήλλαξεν ομιλίαν αμέσως, και ερωτά.

— Είχες κανένα γράμμα; Τώρα ήλθε το ταχυδρομείον.

— Τι γράμμα και ξεγράμμα, Παπα-Νικόλα μου! Εγώ το ξέγραψα πλέον το παιδί μου. Για μένα είνε σαν να μη υπάρχη. Πάνε οκτώ χρόνια τώρα και η αιδεσιμότης σου κάθησαι και μου γραμματίζεις! Εντρέπομαι τον κόσμον, αλλέως θα έστελνα τα χαρτιά σε κανένα δικηγόρο να κατάσχω την περιουσίαν μου. Ευρίσκεται τώρα δεμένος ς' την Πόλι ς' τον Κουρου- τσεσμέ, καθώς μου έγραψαν. Κάνει κανένα κουτσοτάξειδο εκεί γύρω, και ύστερα δένει ς' το Κουρου-τσεσμέ και ξεχειμωνιάζει,

Και να δης, Παπά μου, είνε ένα παράξενο πράμμα ς' αυτό το παιδί! Μήπως έχει, θαρρείς, κουμπάραις και τον τρώνε. Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία.

Και μετά μικρόν εξηκολούθησε:

Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας. Πηγαίναμε κι' εμείς ς' την Πόλι, αλλά εκυττάζαμε να φερθούμε σαν καραβοκυρέοι.

Όχι ολοένα ς' της φάμπρικαις! Την Κυριακήν το πρωί θα πηγαίναμε ς' την Εκκλησία, ν' ακούσωμεν την Λειτουργίαν μας. Πότε εις τον Άγιον Νικόλαον του Γαλατά, που πηγαίνουν όλοι οι κεφαλλονήταις, πότε ς' του Τζουμπαλή που συχνάζουν όλα τα ισνάφια της Σταμπούλ με ευλάβεια, πότε εις το Φανάρι να ιδούμε τον Πατριάρχην μας και ν' ακούσωμεν τον Ραιδεστινόν τον πρωτοψάλτην. Και πότε ς' την Παναγίαν ς' το Σταυροδρόμι, ν' ακούσωμεν τον Καμπούρην, τον Ευστράτιον, που ο λάρυγγάς του λες κι' ήτανε αηδόνι. Μετά την λειτουργίαν θα επηγαίναμε εις το Χιώτικο Καφενείον, ς' το Καράκιοϊ, να μιλήσωμε με όλους τους μεγαλοπλοιάρχους τους Χιώταις, να ανταμώσωμε τους μεγάλους μεσίτας, να μάθωμε για της δουλειαίς πώς πάνε. Το δειλινόν πάλιν θα πηγαίναμε περίπατο πότε ς' την Αγία Βλαχέρνα, πότε ς' το Μπαλουκλή, να πιούμε αγίασμα, να ιδούμε και τα ψαράκια που είνε μισοτηγανισμένα. Καμμιά φορά προχωρούσαμεν ως το Μακρύκιοϊ, κ' εβλέπαμε τους ιταλούς που ψαρεύανε σε κάτι λίμναις τους βατράχους. Ακούς να τους τρώνε, παπά- Νικόλα;

Εγώ προ πάντων δεν άφησα τίποτε αγύριστον από τας αρχαιότητας. Και να μη μου μοιάση διόλου ο Μοναχάκης; Μεγάλο καϋμό το έχω! Χωρίς άλλο τον έχουν μαγεμένον, γιατί αυτός δεν ήτανε έτσι προτήτερα.

— Αν είνε μαγεμένος, με την υπομονήν και την καταφυγή εις τα θεία, θα χαλάσουν τα μάγια. Έχω μια τέτοια ελπίδα διέκοψεν ο ευλαβής εφημέριος. Αλλά χρειάζεται προσφυγή εις τα θεία. Και καθώς μανθάνω, η καϋμένη η νύμφη σου ολοένα προσεύχεται και αγρυπνεί και κλαίει . . .

— Ως και εις τον τάφον του Κωνσταντίνου επήγα, εξηκολούθησεν ο γέρων ενθουσιασμένος πλέον από την διήγησίν του. Είνε μέσα καταμεσής ς' την Σταμπούλ. Μυρμηκιά γύρω τα τούρκικα σπίτια. Σ' το Βεφά-Μεϊντάν. Πίσω ς' την αυλίτσα ς' ένα μεγάλο χάνι που δουλεύουν Αρμένιοι υφανταί. Εκεί είνε ο τάφος του Παλαιολόγου σκεπασμένος με λιθάρια ρυπαρά και όστρακα από δε την υγρασίαν οπού υπάρχει εκεί, εφύτρωσαν αγριόχορτα διάφορα. Και μία μισόξηρη ακακία που στάζουν τα φύλλα της μαύρη δροσιά, σαν να κλαίη τον Βασιλέα μας με μαύρα δάκρυα. Δίπλα του είνε και ο τάφος του Αράπη που τον εσκότωσε, τον Κωνσταντίνον, όταν κατά την Άλωσιν βουτυγμένος μέσα εις το αίμα, με μισό σπαθί, ανάμεσα εις τα πτώματα όλων των υπασπιστών του εφώναζε για τελευταία φορά:

— Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός, να πάρη το κεφάλι μου; Ο συμπαθέστατος ιερεύς ήρχισε να κλαίη.

Ο δε καπεταν-Μαμμής ενθουσιασμένος εξηκολούθησε.

— Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του. Μια φορά κ' ένα καιρό οι Χριστιανοί του χανιού εκείνου άναπταν και ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον καντήλι, αλλά το ανεκάλυψαν οι Τούρκοι από κάτι κονάκια υψηλά οπού είνε εκεί κοντά, κάτι θηριόσπιτα, και τρόμαξαν να γλυτώσουν το κεφάλι τους οι Χριστιανοί. Από τότε δεν άναψαν πλέον καντήλι ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον.

Και καταληφθείς ο γέρων πλοίαρχος από ένθεον πλέον ευγλωττίαν, ήρχισε να διηγήται προς τον έκθαμβον εφημέριον το πώς έγινεν η άλωσις της Πόλεως. Ήρχισε να περιγράφη την σφαγήν και την εξιλαστήριον θυσίαν του Γένους και την μαύρην ολοκαύτωσιν, με ρητορείαν ακατάσχετον, του Χρονογράφου γλαφυράν παράστασιν. Του Νοταρά τον όλεθρον και όλων των προμάχων της πατρίδος μας να περιγράφη ολοζώντανα, και την αιχμαλωσίαν και ταπείνωσιν παρθένων φημισμένων και καλογραιών. Και την βοήν την φοβεράν που εβόυζεν η σφαζομένη Πόλις η Επτάλοφος. «Πήραν την Πόλιν! Πήραν την!»

Διέκοψε τώρα επί μικρόν εις αναψυχήν και πάλιν λέγει:

— Ξεύρεις, παπά μου, πόσους ναύλους εγώ έχασα ς' την Φραγκιά για να προτιμήσω την Πόλιν; Τώρα η νεολαία ξεύρει μόνον της φάμπρικαις της Πόλεως. Και πού να σου πω ακόμα πως ολίγον έλειψε να ιδώ και τον Άγιον Βασιλέα!

— Τον Άγιον Βασιλέα! εκραύγασεν έκθαμβος ο ιερεύς. Μέγας ει Κύριε! Άλλη φορά δεν μου τα είπες αυτά. Και υπάρχει αληθινά, και κοιμάται, καθώς γράφουν τα βιβλία μας;

— Μάλιστα, παπά μου. Είχα γνωρίσει ένα Ιμάμην που εις το κρυφόν ήτο Χριστιανός. Είνε πολλοί τέτοιοι εις την Πόλιν. Μου λέγει λοιπόν ο φίλος μου ένα μέγα Σάββατον.

— Σήμερα, καπετάνιο μου, θα ανοίξη η πόρτα της Αγίας Σοφίας, οπόθεν καταβαίνει κανείς εις τα υπόγεια. Όλον τον άλλον χρόνον είνε κλειστή η πόρτα αυτή. Πολλοί ολίγοι το ξεύρουν αυτά το μυστήριον. Θα ανοίξη σήμερα να έβγη το μπακαλόπουλο που μένει κλεισμένο κάτω, να ψωνίση λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας που είνε κάτω εις τα υπόγεια με ατελείωτον την λειτουργίαν της, ένα φρικαστικόν πράγμα, καπετάνιο μου, οπού φαίνεται σαν μαρμαρωμένη ζωγραφιά, ακίνητος, ανάγλυπτος. Εγώ απόμεινα χάσκων από το θάμβος.

— Βράδυ-βράδυ, μου λέγει ο φίλος μου ο Ιμάμης, άμα νυκτώση· θα σε πάρω να καταιβούμε κάτω μαζί, να ιδής μυστήρια και θαύματα, να ιδής τον παπά σας μέσα εις το άγιο βήμα υψηλός κι' ολόχρυσος να λειτουργά, ακίνητος σαν άγαλμα· να ιδής τον διάκο και αυτόν ολόχρυσον με τα ξανθά μαλλιά του ως την πλάτη να στέκη έξω εις τον χορόν ωσάν μαρμάρινος, ακίνητος. Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

Αλλά την στιγμήν εκείνην διεκόπη ο γέρων αίφνης αποτόμως από τον γραμματοκομιστήν, όστις εισελθών εκόμιζε δύο επιστολάς, μίαν προς τον καπεταν-Μαμμήν και άλλην προς την νύμφην του, την οποίαν ο γραμματοκομιστής μετέβη αμέσως να επιδώση.

— Καλώς τα δέχθηκες! ηυχήθη ο ιερεύς. Είδες που το επροφήτευσα;

Και εθεώρησε καλόν να αφήση μόνον τον φίλον του.

— Ε! διάβασε με ησυχίαν το γράμμα, και άλλη φορά μου λες για τον Άγιον Βασιλέα· θαρρώ ότι να είνε καλό γράμμα αυτό.

Και απέμεινε μόνος ο καπεταν-Μαμμής με την επιστολήν εις χείρας και παρατηρών τας σφραγίδας της.

— Από την Πόλιν! εφώναξεν αίφνης σαν να τον εδάγκασε κανέν θηρίον. Είνε γράμμα του παιδού μου!

Ανεπήδησεν από το μενδέρι του σαν να τον ανετίναξε σεισμός δυνατός.

— Ω θαύμα θαυμάτων!

Και θωπεύσας τον πονούντα πόδα του απεσφράγιζεν, εξέσχιζε μάλλον τον φάκελλον. Και συγχρόνως διελογίζετο τας τελευταίας πληροφορίας οπού είχε περί του «μεθύστακα» υιού του.

Τω είπον τελευταίον ότι εθεάθη εις το Βουγιουκδερέ, ρακένδυτος. Κυριακή πρωί, με τας νιτσεράδας του σκεπάζων την γύμνωσίν του. Και μ' ένα καπέλλο από νιτζεράδα κίτρινη και αυτό, ενώ ήτο ήλιος, χαρά Θεού. Έπινε σπίρτο εις έν παντοπωλείον της ναυτικής συνοικίας, προς το άκρον του χωρίου. Και ότι η σκούνα του δεμένη εις την Στένην, εις το Κατάστενον του Βοσπόρου, με σάπια ξάρτια και κουρελιασμένα πανιά, ξεβαμμένη, με ξεθωριασμένο το άσπρο μπουρδό της, ήτον κατασχεμένη ίσως. Αυτά διελογίζετο έως ου ξεδιπλώση την επιστολήν. Έπειτα ήρχισε ν' αναγινώσκη:

«Ήμουν εις το Ταϊγάνι τον τελευταίον χειμώνα, κλεισμένος, χωρίς δουλειά, χωρίς πεντάρα. Ας είνε καλά ο φίλος μου ο καπεταν-Καλόγερος οπού μ' έτρεφε και με συνετήρει. Εμβήκαμε εις ένα τραχτήρι— καφενείον να πούμε— να ζεσταθούμεν. Ήμουν ξεμέθυστος, ομολογώ, πατέρα μου, εξομολογούμαι την πτώσιν μου, ωσάν ένας δεύτερος Άσωτος υιός. Και νά, και περνά απέξω ο παπά Σεραφάκος ο Ιβηρίτης προηγούμενος, ο κοντούτσικος, με την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν, από το Άγιον Όρος. Όχι την ίδια. Αντίγραφον αυτής. Η ίδια σαν φύγη από το Άγιον Όρος, τους είπε, πάει το Άγιον Όρος. Φεύγεστε να φεύγουμε. Ο σώζων σώζου. Η ίδια είνε εις των Ιβήρων τώρα, εις το εύμορφον μικρόν παρεκκλήσι της, φορτωμένη από διαμάντια και χρυσαφικά, στολίδια ατίμητα. Αλλ' αυτή οπού είχεν ο παπά Σεραφάκος είνε από την Μόσχαν, από το περίφημον Μετόχι των Ιβήρων, το οποίον εδιοικούσεν εκείνα τα χρόνια ο παπά Σεραφάκος σταλμένος από την Μονήν, όστις εξήλθεν εις περιοδείαν ανά την Ρωσίαν, κατά την συνήθειαν, να κάμη αγιασμούς. Οι ρώσοι οπού ήσαν εις το τραχτήρι, μόλις είδαν απέξω τον διακαμό του παπά Σεραφάκου με την Πορταΐτισσαν, που έκαμνεν αγιασμούς, έτρεξαν κ' έπεσαν εις τα γόνατα και την ησπάζοντο μετά δακρύων. Επήγα και εγώ: Δεν ξεύρω πώς μου εφάνη. Η Πορταΐτισσα, καπεταν- Καλόγερε, λέγω εις τον φίλον μου. Δεν πάμε και 'μεις; Κάποιος μου μίλησε μέσα μου. Έτσι μου εφάνη. Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.»

Ο καπεταν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του.

Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν.

«Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος. Εμπρός ο υποτακτικός του με το φανάρι, πίσω ο παπά Σεραφάκος με την Πορταΐτισσαν, μίαν μικράν μαλαματένιαν Παναγίτσαν. Εμβήκαμε πάλιν μέσα εις το τραχτήρι.

— Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Μου λέγει ο φίλος μου.

Εγώ δεν άκουα. Είχα τον νουν μου εις την μαλαματένιαν Παναγίτσαν.

— Είδες διαμαντικά; έλεγα προς τον φίλον μου.

— Έκαμεν άπειρα θαύματα, μου απαντά ο καπεταν-Καλόγερος. Χωλοί επεριπάτησαν, κωφοί ήκουσαν, άλαλοι ωμίλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονισμένοι εθεραπεύθησαν. Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Εγώ πληρόνω τον παπά.

Το βράδυ επήγαμε εις το κελλί του παπά-Σεραφάκου, να κάμω αγιασμόν, να με διαβάση ο παπά-Σεραφάκος, να με σταυρώση με την Παναγίαν. Ήμουν ξεμέθυστος, νηστικός καθώς λέμε ημείς εις την γλώσσαν μας.

Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα. Εδώ κ' εκεί μέσα εις το κελλί ήσαν σωριασμένοι άρρωστοι, κ' ένας δαιμονισμένος, εις μίαν γωνίαν, έτριζε τα δόντια του και τα σίδερα. Ο Παπά-Σεραφάκος αδιακόπως εδιάβαζεν.

Εγώ, μόλις εμβήκα εις το κελλί, εκατάλαβα ένα χέρι που μ' έσπρωχνεν από πίσω να πάγω πάραυτα να γονατίσω εμπρός εις την Πορταΐτισσαν. Κατ' αρχάς εθάρρεψα ότι ήτον ο φίλος μου ο καπεταν-Καλόγερος, αλλ' αυτός ήτον εμπρός μου. Πίσω δεν ήτο άλλος. Και όμως ησθάνθην βαρύ πάλιν ένα χέρι αόρατον, οπού μ' έσπρωχνε με βίαν να πέσω πάραυτα να γονατίσω. Και ακούω— μου εφάνη— μέσα μου μια γλυκεία φωνίτσα, μια ψιλή-ψιλή φωνίτσα, σαν της Ξενιώς μου την μελωδική φωνή οπού μου έλεγε να πω: «Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου;»

Και πήγ' αμέσως κ' έπεσα τα μπρούμιτα, γονατιστός μπροστά 'στήν Πορταΐτισσαν κ' εφώναξα καθώς μου υπαγόρευεν η άγνωστος μελωδική φωνή, της Ξενιώς μου η γλυκειά φωνίτσα.

— Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου; Δεν έχεις γιατρικό;

Ο παπά-Σεραφάκος άρχισε να ψάλη την παράκλησιν, και ο φίλος μου ο καπεταν- Καλόγερος, γονατιστός και ασκεπής, προσηύχετο και αυτός.

Μετ' ολίγον ο παπά-Σεραφάκος μετά φόβου λαβών την Πορταΐτισσαν την ήγγισεν επάνω εις την κεφαλήν μου. Εζαλίσθην, βαρειά μ' εφάνη. βάρος ακατάσχετον. Ανατριχίλα ως από πυρετού ισχυρού μου ήλθεν. Όλον μου το σώμα έτρεμε. Την καρδίαν μου την έσφιγγε χέρι δυνατό, να την σπαράξη. Η γλώσσα μου ετραύλιζε λέξεις ασυναρτήτους. Ο παπά-Σεραφάκος εδιάβαζεν, εδιάβαζεν.

— Είχεν ανοίξει το κρασί της, ετραύλιζα εγώ. Η γειτόνισσά μας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια. Και μ' εφώναξε να με κεράση. Μου γέμισεν ένα ποτήρι. Το ήπια όλο χωρίς υποψίαν. Μου εφάνη κάτω-κάτω ότι είχε στάκτην ψιλήν, απόζουσαν. Την μισή την κατέπιον, την άλλην την έπτυσα. Η ίδια ήλθε πάλιν εις τους γάμους μου, μ' εκάπνισε μ' ένα καπνόν βρωμερόν ως ψόφιας νυκτερίδας δυσωδίαν.

— Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου.

Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα.

— Τι είπες, καπεταν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος. Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσω 'ς την πατρίδα.

— Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. »

— Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπεταν-Μαμμής.

Και ανέγνωσε πάλιν.

«Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . .

Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.

— Πάει, παπά! Είπεν ο καπεταν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε!

— Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν:

— Αφήστε τον να κοιμηθή.

Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα. Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπεταν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».

— Μεγάλη η χάρις σου Παναγία μου! Είπε πάλιν και ο καπεταν-Μαμμής και εξηκολούθησε.

«Μετ' ολίγας ημέρας εναυλώθην ναύλον καλόν διά Ζάκυνθον· και να με περιμένετε να κάμωμεν τα Χριστούγεννα μαζί. Θα μείνω μαζί σας έως ν' αγιασθούν τα νερά. Τα Φώτα χωρίς άλλο θα είμαι μαζί σας».

Ο καπεταν-Μαμμής έκαμνε τον σταυρόν του χαίρων και θαυμάζων. Εγέμισε δε χαράν το πρόσωπόν του. Ξανάνειωσεν.

— Είδες της μάγισσαις! Καλά εγώ το υπώπτευσα. Το παιδί μου, το καλό παιδί μου εκείνο, ο Μοναχάκης μου, οπού ήτανε σαν κορίτσι να καταντήση σε τέτοιο κατάντιο! . . . Εβρυχήθη ωσάν λέων που του τράβηξαν την χαίτη μέσα εις το κλουβί. Και εγώ ήθελα να της τον δώσω γαμβρόν της μιας κόρης της. Η μάγισσα! . . . Και θα πήγαινε να την κόψη με το κλέφτικο γιαταγάνι του, εσκέπτετο· αλλά δύο ημέρας προτήτερα την είχε κόψει ο θάνατος, ένας πολύ κακός θάνατος, μαγίσσης θάνατος. Και μετά μικράν έκθαμβον σιγήν εψιθύρισε: Θάνατος αμαρτωλών πονηρός! Και εφίλησε την επιστολήν του υιού του σταυροκοπούμενος.

Αλλ' έως ου να καλοδιαβάση το γράμμα ο γέρων, ασυνήθης θόρυβος ηκούσθη έξω ως όταν έρχεται εις την νήσον κανείς επίσημος. Παιδία και γέροντες, γυναίκες και άνδρες συνέρρεον προς την αγοράν με φωνάς και εκφωνήσεις, μόνον ότι δεν εσήμαιναν και οι κώδωνες των ναών. Όμιλοι παμπληθείς από τα υψώματα της άνω Γειτονιάς εθεώρουν προς την παραλίαν και τον λιμένα, και μία βοή αόριστος ανέβαινε προς τα επάνω. Ταύτης ενωτισθείς και ο γέρων ήρχισε να ακροάται μετά προσοχής, όταν ακούωνται φωναί.

— Ήλθεν ο Μοναχάκης! Ήλθεν η σκούνα του Μοναχάκη!

— Τι; Τι; εψιθύρισεν ο γέρων· και με ένα άλμα νεανικόν ευρέθη αίφνης όρθιος. Εκείνος ο ποδαλγός! Και επροχώρει προς την θύραν βαστάζων την επιστολήν ανοικτήν ακόμη και επαναλαμβάνων ως εν παραληρήματι:

— Ποιος; Ποιος ήλθεν;

Ότε εμβαίνει με χαράν η νύμφη του βαστάζουσα και αυτή την άρτι κομισθείσαν επιστολήν της ανοικτήν· ηκολούθει δε η γραία μητέρα της, χαζή από την εξαφνικήν χαράν της και παραπαίουσα ως από οίνου.

— Καλώς τον δεχθήκαμε, κραυγάζουν και αι δύο συγχρόνως, καλώς τον δεχθήκαμε!

— Ναι! απαντά ο γέρων και ατενίζων εκ του παραθύρου προς τον λιμένα κραυγάζει.

— Νά! Νά τηνε! Η σκούνα μου! Νά τηνε! Η σκούνα μου η καλοτάξειδη, η τυχηρή μου σκούνα, όπως ήτανε και τότε, όπως την είχα εγώ! Και εκρότει τας χείρας του από την χαράν του, κρατών συνάμα και το τσιμπούκι του. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ζωηρότατα και ο κρότος της αγκύρας του καταπλεύσαντος σκάφους βαρύς και παρατεταμένος.

Και παρατηρών τότε ο γέρων την ημερομηνίαν των δύο επιστολών επανελάμβανε:

— Βέβαια! Δεκαπέντε ημερών γράμμα· ο καιρός καλός, βέβαια ήλθε. Καλώς μας ήλθε! Και από την χαράν του εχόρευεν ο γέρων στρέφων γύρω- γύρω και το τσιμπούκι του, όπερ έτυχε να κρατή εις χείρας, ως ξιφομάχος γυμνασμένος· και ανεγίνωσκε πάλιν το γράμμα έξαλλος.

Ε'.

Ανήμερα των Φώτων, ημέρα θαυμασία χειμερινή. «Χαρά 'ς τα Φώτα τα στεγνά!» Επάνω εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονιάς, έλαμπε κάτασπρο το εύμορφο το μικρό σπιτάκι της κοντούλας Ξενιώς, με την κάτασπρη αυλίτσα του, με μίαν μυγδαλίτσαν καταμεσής. Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.

Φορούσα τα νυμφικά της, χρυσά προικιά, βαρειά προικιά, χρυσά στολίδια, μεταξωτά στολίδια, έστεκεν εις το παράθυρον σαν της χαράς κ' ευδαιμονίας τάγαλμα, κ' έβλεπε την πομπήν την μεγαλοπρεπή, που εβγήκαν οι ιερείς από την εκκλησίαν να ρίψουν τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ν' αγιασθώσι τα νερά. Κοντά της ίστατο ο καπεταν-Μοναχάκης εύμορφος, στολισμένος, καπετάνιος ευτυχής. Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον. Αι μεγάλαι ελληνικαί σημαίαι της υπερηφάνως αερίζοντο, και τα πολύχρωμα σινιάλα τ' αναρίθμητα με τον αέρα έπαιζαν χαρούμενα. Η λιτανεία της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού εχώρει προς την προκυμαίαν σεμνή, πανηγυρική. Αι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα εμπρός, ο κόσμος αμέτρητος οπίσω, κ' εν μέσω αλλόμενος και σκιρτών ο γέρων Παπά-Νικόλας, κρατών τον Τίμιον Σταυρόν και ψάλλων «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν». Η θάλασα ήτον ήσυχος την ημέραν εκείνην. Τα μικροκάικα όλα γύρω-γύρω σημαιοστόλιστα. Η βάρκαις άφησαν θέσιν, ως μιας ορχήστρας θέσιν, να πέση εκεί ο Σταυρός. Νέοι ναυτικοί, ημίγυμνοι, κολυμβηταί με ταθλητικά των σώματα, ήσαν έτοιμοι να πέσουν εις την θάλασσαν, να πάρουν τον Σταυρόν. Τον στέφανον της νίκης.

Οποίον στάδιον! Όπου ο νικητής λαμβάνει το ενδοξότερον και ωραιότερον των άθλων! Και όταν ο Παπά-Νικόλας, φθάσας εις το άκρον της προκυμαίας, έρριψε τον Σταυρόν εις την θάλασσαν εν ιερά συγκινήσει, εν τω άμα τρεις ναύται μέσα εις την σκούναν του καπεταν Μοναχάκη, την κατάμαυρην σκούναν με το άσπρο μπούρδο, εκρότησαν τρία τρομπόνια κραταιώς, όπου εσείσθη, όλον το χωρίον, κ' εχόρευσεν από χαράν και το μικρό κάτασπρο σπιτάκι επάνω εις την κορυφήν του Βράχου, 'σαν ντάμπια υψηλά εκεί καλοσυγυρισμένη, κ' εφάνη ως να έπεσαν από εκεί τα τρία χαρμόσυνα κροτήματα, της ιεράς ημέρας χαιρετίσματα.

Βράδυ-βράδυ ο Παπά-Νικόλας, αφού αγίασε μερικά σπίτια τα οποία δεν επρόφθασε την παραμονήν, φορών τα εορταστικά του ράσσα καινουργή και ευωδιάζοντα αγιωσύνην, επήγε να χαιρετίση τον καλόν του φίλον καπεταν-Μαμμήν, ευτυχισμένον πλέον ωσάν εις τα παληά του τα χρόνια, και να πη το καλώς ώρισες εις τον καπεταν-Μοναχάκην.

— Είδες πως δεν πρέπει ο Χριστιανός ποτέ να απελπίζεται; Έλεγε με την πανηγυρικήν του φωνήν, χαρμόσυνον ωσάν την ψαλμωδίαν του την αλησμόνητον. Γύρω του περιίσταντο με σεβασμόν η κοντούλα η Ξενιώ πανευδαίμων με την μητέρα της και ο Μοναχάκης με δακρυσμένους τους οφθαλμούς του από την χαράν. Ο καπεταν-Μαμμής κουρασμένος από τας αιφνιδιαστικάς αυτάς συγκινήσεις είχεν ακκουμβήσει εις το διβάνι του, κατηγλαϊσμένος από την ευτυχίαν. Και τους εδιηγείτο πάλιν ο Μοναχάκης, λεπτομερώς τώρα και πολύ ζωηρά, το πώς εσώθη με την βοήθειαν της Παναγίας της Πορταΐτισσας, πώς επανέκτησε την πρώτην του γαλήνην και φιλοπονίαν σαν να ξαναγεννήθηκε, και πώς λαβών με ευκολίαν ποσόν ικανόν απέναντι του ναύλου από τον έμπορόν του, ανεκαίνισε τα άρμενα όλα του πλοίου του, οπού είχαν παραλύσει και αυτά από την ασωτείαν του, το εχρωμάτισε και το έκαμε πάλιν σαν να τώρριξεν εκείνην την ώραν εις την θάλασσαν ο πατέρας του.

— Λες κ' ήτανε κι' αυτό μαζί μου βουλιαγμένο μέσα εις τον βούρκον, πατέρα μου!

Και αποτεινόμενος προς τον ιερέα ερωτά:

— Και έχουν αληθινά δύναμιν τα μάγια;

— Έχουν βέβαια· αλλά μόνον εις τους αμαρτωλούς πιάνουν! Εσύ,— και να μη σου κακοφανή— από την ώραν οπού έδειξες απείθειαν εις τον πατέρα σου και δεν ηθέλησες ν' ακούσης την συμβουλήν του, και έπραξες πράγμα χωρίς την ευλογίαν του, έχασες της θείας χάριτος τα δυνατά όπλα, και ευρέθης έξαφνα γυμνός και άοπλος απέναντι της μισανθρωπίας του πονηρού. Δι' αυτό δεν ημπόρεσες να αποφύγης τα βέλη του. Όμως ας έχη δόξαν ο Πολιεύσπλαγχνος και Πανάγαθος Θεός! Να ηξεύρετε, αδελφοί μου, ότι αι προσευχαί και αι δεήσεις προς την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν της ευλογημένης Ξενιώς, συνεπλήρωσεν ο ιερεύς, τα δάκρυα της και αι ολονύκτιαι αγρυπνίαι της διέλυσαν τα μάγια αυτά του αντικειμένου Σατάν.

Και σταθείς παρά το παράθυρον εθεώρησεν ολίγας στιγμάς την σκούναν του καπεταν- Μοναχάκη καταμεσής 'ς το λιμανάκι του χωριού, στολισμένην με σημαίαις κατακαίνουργιαις και με πολύχρωμα σινιάλα, και ευλόγησεν αυτήν με το χέρι του και με την καρδίαν του ο συμπαθέστατος ιερεύς σαν να ήταν ιδική του.

— Τι να σας πω, καϋμένα παιδιά, είπε τότε και ο γέρων πλοίαρχος. Με όλους τους θυμούς μου, μέσα σ' όλην την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν, βαθειά εις την ψυχήν μου έλεγα πάντοτε εις την προσευχήν μου, ωσάν ο αγιώτατος εκείνος Συγκλητικός της Κωνσταντινουπόλεως ο όσιος Ξενοφών οπού έχασε τα παιδιά του και ύστερα τα ηύρε, ότι δεν θ' αφήση ο Θεός να αποθάνω με τέτοιαν λύπην· διότι εφύλαξα πιστώς τας εντολάς του.

Και υπεγερθείς κατεφίλησε τα δύο παιδία του κλαίοντα από την συγκίνησιν.

 

αρχή

 



 

-1888

Τα προς βορράν λοφώδη μέρη της σκιεράς νήσου Σκιάθου φαλακρούμενα ολίγον κατ' ολίγον από πυκνού γηραιών δρυών δάσους εις λόχμην εκ πρίνων, κομάρων και σχοίνων, απολήγουσιν εις βραχώδεις ολισθηράς ακτάς, εφ' ων μόλις πρασινίζει των χαμοκλάδων το ακανθωτόν φύλλωμα, σκληρόν και αυτό εκ της προς τους βορείους ανέμους ξηράς προστριβής του και αποκλίνον ολοέν την κορυφήν του προς νότον, τόσον λείως και τόσον κανονικώς, ως να το έκειρεν επιδεξίως η βαθέως ξυρίζουσα του παγωμένου βορρά κοπίς, ορμητικώς πνέοντος από της Χαλκιδικής και του Θερμαϊκού, και ερχομένου μετ' εκκωφαντικής βοής και κυμάτων να προστριβή οργίλως επί των ακτών τούτων, εις γλώσσας ποικίλας και περικαλλείς την θέαν εκτεινομένων καθ' όλην την βορείαν της νήσου έκτασιν μέχρι της δυτικωτέρας εσχατιάς, όπου ηδέως θάλλει το εύμορφον πράσινον χρώμα της κωνοφόρου πεύκης. Μόνον προς τα εκεί σχηματίζονται όρμοι, καταφύγια εν χειμώνι των αλιευτικών λέμβων και άλλων μικρών πλοιαρίων, άτινα εν τρικυμία ουδέ να προσεγγίσωσιν είναι δυνατόν προς τας ακτάς ταύτας. Τόσον επάλληλα και τόσον υψηλά εκρήγνυνται εκεί τα κύματα, καλύπτοντα τότε άπασαν την άξενον ταύτην παραλίαν εις ύψος ικανών μέτρων και μακράν, πολύ μακράν, ως διά γιγαντιαίων ποτιστηριών διασπείροντα τον αφρόν των, όστις αποξηραίνει θλιβερώς την τρυφεράν κορυφήν της αναφυομένης εξ αγρίων ελαιών πυκνής λόχμης. Ο αναγνούς σελίδας μυθιστοριογράφων των βορείων κλιμάτων, βλέπων τα μέρη ταύτα, αναπαριστάνει διά της φαντασίας του τα ωραιότερα τοπεία, ων τας περιγραφάς ανέγνω, με μόνην την διαφοράν ότι απ' εδώ λείπει ο βαθύς μελαγχολικός πέπλος, όστις ως αιωνία ομίχλη καλύπτει εκείνας, το δε μαρμαίρον φέγγος του ουρανού του Αιγαίου και το θάλπος του χειμερινού ηλίου του, πλέον του τριημέρου μη απολείποντος, καθιστά την παραλίαν ταύτην επηρμένην πτυχήν τινα μεσημβρινής Σκωτίας, εν η το άγριον του πόντου και των βράχων ηδέως συγκεράννυται μετά του απαλού φωτός της ημέρας. Το βορειότατον κατακόρυφον της ακτής ταύτης αποτελεί βράχος υψηλός και απόκρημνος ως τι αρχαίον άλφα το σχήμα, ου τα άνισα σκέλη διέχουσι προς το πέλαγος, η δε κορυφή συνέχεται μετά της λοιπής νήσου διά γεφύρας, υφ ην βαθύς χάνδαξ απροσπέλαστος σχηματίζει το μέρος τούτο άλλην νήσον ή αληθέστερον μικράν εκ βράχου χερσόνησον, όπου υπήρχεν ως ανθρωπίνη εκεί φωλεά από των χρόνων της Ενετοκρατίας η αρχαία της νήσου κώμη, απρόσβατος εις τους ληστάς και τους πειρατάς, διά τείχους υψηλού γύρω γύρω ασφαλώς πεφραγμένη. Το Κάστρον.

* * *

Γαλήνιον απλούται προ του μεγαλοπρεπούς τούτου βράχου το πέλαγος. Ο ουρανός αίθριος μετά χιονώδη καιρόν αντηνακλάτο επί του ηρεμούντος πόντου, όστις ως καθρέπτης απήστραπτε, το απέραντον πλαίσιον του οποίου απετέλουν προς βορράν οι γαλανοί και χθαμαλοί της Ποτιδαίας λοφίσκοι, δεξιά το φαιόν τρίγωνον του Άθω με την χιονισμένην του κορυφήν ως ουρανομήκη εκ βάμβακος λοφιάν, και αριστερά του Πηλίου η κατάλευκος οροσειρά, εντός των χιόνων της οποίας εξηφανίσθησαν οι πυκνοί της Ζαγοράς συνοικισμοί, όπισθεν της μόλις διακρινομένης εις το βάθος του Κισσάβου της μαυρισμένης θέσεως, συγχεομένης προς το στερέωμα. Βαθύτερον ακόμη εξετείνετο η αχανής του Θερμαϊκού σκοτία, του πέμποντος προς τας βορείους Σποράδας τα αγριώτερα κύματα και τας ψυχροτέρας των ανέμων ριπάς. Ο ήλιος έκλινεν εις την δύσιν του, χρυσίζων προς τα κάτω τας βραχώδεις κορυφάς των Τρικαίρων και αργά- αργά αποσύρων τας τελευταίας ακτίνας του από των λευκών οικίσκων της κωμοπόλεως Γλώσσης, της νήσου Σκοπέλου, ως να μη ήθελε να στερήση αυτήν του τόσον παρηγόρου εν χειμώνι θάλπους του. Εννοείται ότι όλον το ευφρόσυνον τούτο από του ηλίου απαύγασμα καθ' όλην την ημέραν απολαμβάνει η βραχώδης αύτη της νήσου χερσόνησος, ην άνω περιεγράψαμεν, εν τω πόντω σχεδόν άπασα ευρισκομένη και μη αποκρυπτομένη ούτε από της αυλής ούτε από της δύσεως. Αλλ' η ωραία θαλασσινή κώμη είναι σιωπηλή νυν. Οι πυκνοί οικίσκοι καταρρέουσιν εν τη ερημία. Ούτε καπνός, σημείον ζωής παρήγορον, αλλ' ούτε και λαλιά μαρτύριον οικισμού ανθρώπων. Παρά τας τεθραυσμένας των οικιών θυροσανίδας εφύτρωσαν αγριοσυκαί, τας ηρειπωμένας κλίμακας απέφραξαν αι μολόχαι και τα ακανθωτά ζοχάρια, μόλις δε από των λίθων και των χωμάτων, με τα οποία τα χαλάσματα αποφράττουσι τους δρομίσκους της δύνανται να διέλθωσιν οι όφεις και οι άγριοι ποντικοί. Οι λάροι υψούνται ενίοτε με τους μονοτόνους κρωγμούς των μέχρι των επάλξεων σχεδόν του ερήμου τούτου Κάστρου, και πάλιν με τον κοπτερόν εκείνον δρόμον των καταπίπτουσι μέχρι της επιφανείας της θαλάσσης, ποιούντες κύκλους πυκνούς και ταχείς ως οι δερβίσσαι εκείνοι οι ορχούμενοι. Αι δε περιστεραί μετά δειλής ταχύτητος κροτούσαι τας δύο πτέρυγάς των έρχονται την εσπέραν να χωθώσιν εις τας αντρώδεις του βράχου κρύπτας αισθανόμεναι την ερχομένην νύκτα.

— Δεν θα μας έλθη κανένας παπάς, έκραξεν εν τη ερημία εκείνη ποιμήν τις με την έρρινον και οξείαν ως από σουραυλίου φωνήν εκείνην, ην δημιουργεί τοσούτον φυσικώς εις τους ποιμένας το βουνώδες αυτών έργον.

Και προσεπάθει ν' ανάψη φωτίαν προ του ναού του ερήμου χωρίου, βοηθούμενος και υπό τινος παιδιού, το οποίον έσπευδεν υπό την βαρείαν κάπαν του, μετά κόπου σύρον αυτήν, να σωρεύση φρύγανα και άλλα ξύλα από των κρημνισμένων οικίσκων.

— Ακόμα να ιδούμε, εξήλθεν έρρινος άλλη φωνή από μιας άλλης κάπας, πλαγιασμένης εκεί εγγύς της ετοιμαζομένης ανθρακιάς, υφ' ην είχε γύρει άλλος ποιμήν. Ηδύνατο ν' απατηθή τις και να νομίση ότι ο πρώτος ομιλήσας επανέλαβε και την απάντησιν. Τόσον η προφορά και ο οξύς τόνος ωμοίαζον. Ήδη το ψύχος κατεφέρετο δριμύ και παγερόν από των εμπρός χιονισμένων ορέων. Ο ήλιος είχε δύσει και ολίγον κατ' ολίγον εχάνοντο όλα τα πέριξ εις μίαν μαυρίλαν φοβεράν, ην φοβερωτέραν καθίστα η ερημία, διακοπτομένη μόνον υπό της σκαιάς των ποιμένων φωνής, ως ρεύμα αέρος οξύ προσπιπτούσης εις τα ώτα, και υπό της βοής του θραυομένου επί της ακτής κάτω κύματος, εις παρατεταμένον αφρόν ξεθυμαίνοντος, λαιμάργως απορροφώμενον υπό της χονδρής άμμου.

Ήδη η πυρά ανέλαμψε θερμώς σελαγίζουσα εις απόστασιν. Προς τον βορράν ηγείρετο ο τοίχος της εκκλησίας, όπισθεν εγγύς τοίχος οικιών και εν τω στενώ διαδρόμω εστάθμευον οι ποιμένες.

— Δε μπορέσαμε να μάθωμε για το καράβι, ήρχισε να ομιλή η μία πλαγιασμένη κάπα.

— 'Γώ να σου πω φοβήθηκα κομμάτι, απήντησε και ο άλλος ποιμήν, πλησιάσας και αυτός υπό την κάπαν του αντικρύ, γιατί έφερνε γύρω 'ς το Κάστρο σαν νάθελε να βγάλη όξω ανθρώπους.

— Ήταν από την μπονάτσα. Δεν εδούλευαν καλά τα πανιά.

— Μπε! μπε! ανεμίχθησαν οξείαι φωναί εις την ομιλίαν. Και ήλθε το παιδίον τρέχον υπό την μικράν του κάπαν, δύο αρτιγέννητα αιγίδια φέρον εις τας αγκάλας.

— Εγέννησαν και η ψαραίς, είπε με χαράν και απέθεσε τα δύο αιγίδια πλησίον της πυράς, βρεγμένα ακόμη από την κοιλίαν της αιγός, τα οποία έπαιζαν, τα καϋμένα, τα ματάκια των μαύρα-μαύρα, και πότε έβλεπαν με απορίαν την μίαν κάπαν, πότε την άλλην, τους μέλλοντας συντρόφους της ορεινής ζωής των· και έσειον τα αυτάκια των εκεί εγγύς της πυράς.

— Θα φάμε, θα φάμε πρωτογαλιά αύριον τα Χριστούγεννα, ανέμελπε σχεδόν ο παις από την χαράν του και εξαγαγών μικρόν ποιμενικόν αυλόν από την ζώνην του εξήπλωσε τα τσαρουχάκια του προς την ανθρακιάν, και ήρχισε να παίζη, θωπεύων ενίοτε και τα νεογέννητα αιγίδια.

— Αυτό θα γείνη κοκκίνης επανελάμβανε· αυτό το άλλο θα γείνη ψαρί. Έμοιασε της μάννας του. Κ' ακόμη έλεγε.

— Μωρέ η παληόγιδα η άλλη! να μη θέλη να γεννήση ακόμα! Μα που θα μ' πάη κι' αυτή! θέλει και δεν θέλει θα γεννήση η στραβόγιδα. Κ' εξέπεμπε, διακοπτόμενος μόνος του, φωνάς ποιμενικάς πλατύνων το στόμα του.

— Α! θα σου δείξω εγώ, στραβαραπίνα! Α! Φωνάς δι' ων οι άξεστοι ποιμένες περισυνάγουσι τα εν τω δάσει διασπαρέντα αιγών ποίμνια. Και εξηκολούθει:

— Καλά κάμαμε, έλεγε, μόνος του τάχα διαλογιζόμενος, και εκάμαμε το χειμαδιό μέσα 'ς το Κάστρο. Δεν μας 'ψόφησε κανένα πράμα. Η αλήθεια είνε πώς είνε κομμάτι ζώρι. Σακατεύεται κανένας μέσα 'στα κατσάβραχα να κουβαλάη εληαίς και άλλα κλαδιά να τρώνε τα παληόιδα.

— Μπε! Μπε! επανελήφθη τώρα η φωνή εν χορώ πολυφώνω.

Ο κύων υλάκτησε πάραυτα καταπνίξας τας άλλας ζωώδεις φωνάς. Εντός χαλάσματος ολίγον κατωτέρω ην το χειμαδιό.

Από την ανατολικήν άκραν του στενού, ενώ οι ποιμένες εθερμαίνοντο, εφαίνετο μέρος του πελάγους ευρύ.

— Να το ακόμα το καράβι, είπεν αίφνης υπεγερθείς ο έτερος των ποιμένων. Τώδωκε 'ς τα πρίμα.

Αληθώς μικρόν κομψόν βρίκιον με δύο ιστούς και όλα τα ιστία εν επιτηδείω εξαρτισμώ ευρωπαϊκού σκάφους, τυχόν ουρίου αίφνης αέρος ρεύματος, γοργώς έφευγε προς μεσημβρίαν, μη απομακρυνόμενον πολύ των ακτών της νήσου. Ελεύκαζον ακόμη τα ιστία του, κατά μικρόν εξαφανιζόμενα και υπό του πλου και υπό της επερχομένης νυκτός. Μόλις ως υποφαιουμένη ομίχλη εφαίνοντο ακόμη.

— Μα πώς εβολτατζάριζεν εδώ γύρω τόση ώρα! Είχε από το δειλινό από κάτω από το Κάστρο. Τώβλεπα τόση ώρα από το 'ρμάνι.

— Μα σου είπα. από την μπονάτσα. Το ξούργιασαν τα ρέμματα. Ήταν για κάτω.

— Έτσι άδειο για κάτω;

— Όχι, αφέντη, διέκοψεν ο παις, δους προσοχήν εις το τελευταίον μέρος της ομιλίας, εν ω συγχρόνως, αφού πλέον εξήναψεν η πυρά ασφαλώς, κατεγίνετο να πλύνη εντός πηλίνης χύτρας ευρείας εντόσθια νεοσφαγέντος μικρού αιγιδίου, προστριβών καλώς εν τω παγερώ ύδατι και την αρτίγδαρτον κεφαλήν του σφαγέντος ζώου, δι' ων θα ητοίμαζον το όρθριον των Χριστουγέννων πασχάλειον γεύμα.

— Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Να! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο;

Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.

Οι οφθαλμοί των δύο ποιμένων απήστραψαν λαμπρότερον. Εξηγέρθησαν, ανακαθήσαντες κουκκουλωμένοι και εξακοντίζοντες σπινθοροβολήματα προς το αργυρούν ογκώδες νόμισμα.

— Τ' είναι βρε; Είπον και οι δύο συγχρόνως και έκαμαν κίνησιν ως να ήθελον να ροφήσωσι το δολλάριον, ως ρύγχος σχηματίσαντες διά μορφασμού αγροίκου τα χείλη των με τους αγκυλωτούς μύστακας.

— Να! έλεγεν ο μικρός απομακρυνόμενος ολονέν με το νόμισμα εις τας χείρας, έως ου το έχωσε πάλιν εις τον κόλπον του.

Και διηγήθη.

— Το βράδυ ήμουνα κάτω 'ς τον άμμο για κανένα χταπόδι. Είδα το καράβι. Είπα, καράβι είνε· αλλ' ύστερα είδα να βγαίνη μια βάρκα όξω. Τούτο να σου 'πω, μ' ετρόμαξε. Και άμα η βάρκα επλησίασε 'ς τον άμμο, εγώ έκαμα κατά τη ράχη. Να! χτυπούσε η καρδιά μου.

— Μπε! μπε! διέκοψαν γλυκύτατα τα δύο αιγίδια, τα οποία εγερθέντα πλέον ετάνυον τους πόδας των καμπουρώνοντα εγγύς της πυράς, ως να ήθελον να μεγαλώσουν αμέσως.

— Σωπάτε, σωπάτε, τα εθώπευσεν ο παις και επανέλαβε την διήγησίν του:

— Δύο άνθρωποι εβγήκαν έξω, εγώ εχώθηκα 'ς ένα σχοίνο.

— Παιδί, παιδί μου φωνάζουν. Μη φοβάσαι. Εγώ έκανα πως δεν ακούω. Παιδί! Να! Και μου δείχνανε το τάλλαρο. Εγώ όσο άκουα της φωναίς, τόσο εχώνομουν παρά μέσα 'ς το σχοίνο. Πού λογάριαζα εγώ τάλλαρο ξετάλλαρο. Νάααα! φόβο!— Παιδί, παιδί! πάλιν ακούω, Πες μας, δεν κατοικούν ενώ 'ς το χωριό άνθρωποι; Έλαβα θάρρος. Πού; ιδώ 'ς το κάστρο; είπα από μέσα από το σχοίνο. Όχι. Η χώρα είναι από κάτω.

— Πού; έλεγαν πάλιν οι ξένοι.

— Να από κάτω εκεί, είπα τέλος θαρρέψας· έβγαλα το χέρι μου από το σχοίνο και τους έδειξα το μέρος της χώρας. Ευχαριστούμε, μούπαν και έφυγαν, αφού μου άφησαν κάτω 'ς τον άμμο σε μια πέτρα αυτό το τάλλαρο.

Και το εβρόντησεν ολίγον εις την τζέπην του ο παις. Κ' επανέλαβε την εργασίαν του εν τη χύτρα.

— Θα ήταν ξένο καράβι και δεν εγνώριζε, συνεπέρανε τότε ο έτερος των ποιμένων.

— Τι καπετάνιος είνε αυτός, είπεν ο άλλος, να μη ξέρη πού είνε η χώρα; Το Κάστρο το άφησαν 'δώ και δεκαπέντε χρόνια. Δεν τώμαθεν αυτός; Δεν τα γράφουν αυτά τα πράματα;

Ήδη σκοτία πανταχού ηπλούτο. Νυξ ασέληνος. Ψύχος ξηρόν εσκόρπιζεν ο ελαφρός βόρειος άνεμος και ούτε γλαυξ, ούτε πτηνόν άλλο νυκτερινόν ηκούετο την παγεράν αυτήν της Παραμονής νύκτα μόνον οι παράδοξοι κροταλισμοί των καιομένων ξηρών ξύλων εκρότουν και τα πρατσαλίζοντα ενίοτε φύλλα του θυμωμένου πρίνου, εξακοντιζόμενα μακράν υπό της υποβοϋζούσης φλογός μετά σπινθήρων. Ο είς των ποιμένων πλαγιασμένος εγγύς, ήτο σιωπηλός, αφαιρεθείς προς το ανακάχλασμα της χύτρας, ήτις τεθείσα πλέον επί δύο λίθων εν τη πυρά εμαγείρευε των Χριστουγέννων το φαγητόν, εξάγουσα από των άκρων του καλύμματος ευώδη βράζοντας κρέατος αχνόν, κινούντα την όρεξιν των ποιμένων.

— Του κάκου περιμένομε, είπε μετ' ολίγον χασμηθείς πομπωδώς. Παπάς δεν θ' άρθη. Ο Χριστός θα μείνη αλειτούργητος. Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια-Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;

Αλλ' ο Κουτσογεώργης είχεν αποκοιμηθή πλέον υπό τι εφάπλωμα χονδρόν παλαιόν, όπερ του έστειλεν η γυναίκα του, ως θερμότερον της ξηράς κάπας.

— Δεν ακούς, Κουτσογεώργη; επανέλαβεν ο ποιμήν εντονώτερον. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι.

Ουδεμία απάντησις.

Χλα-Χλα-Χλα μόνον έκαμνεν η χύτρα, εν η τα εντόσθια εχόρευον αναιβοκαταιβαίνοντα.

Ο παις, και αυτός έκαμνε πως προσέχει εις την καχλάζουσαν χύτραν, οσφραινόμενος τον ηδύν αχνόν της.

— Βρε, πάγωσες, Κουτσογεώργη; εφώναξε πάλιν ο ποιμήν. Και μου κρατείς και την λύρα και δεν παίζεις;

Πραγματικώς απέναντι του λαλούντος ποιμένος, πλησίον της ανθρακιάς, αλλ' επί τινος ξηρού κορμού ακκουμβώσα, ίστατο ορθία κάπα, βαρεία, ψαριά, με την κουκκούλαν αναιβασμένην ως ει υπ' αυτήν εθερμαίνετο άνθρωπος. Από της μιας αυτής χειρίδος εκρέματο η λύρα καθέτως, από δε της άλλης εξήρχετο το δοξάριον έτοιμον προς κρούσιν.

— Κουτσογεώργη! εκραύγασεν ο ποιμήν πάλιν. Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν.

— Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας.

Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση.

Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.

Ανελογίσθη ότι ήτο νυξ των Χριστουγέννων ότε οι καλικάντζαροι, τα παράδοξα αυτά ελληνικά πνεύματα του δωδεκαημέρου έρχονται εκ των ερήμων, ίνα σταθμεύσωσιν ολίγας ημέρας εγγύς των ανθρώπων, εγγύς της πασχαλείου χύτρας των και της ενώδους εκ του χοιρείου παστού ανθρακιάς. Παραπατών και ζαλισμένος έσφιγξε την χείρα του παιδίου ψιθυρίζων.

— Σήκω, παιδί μου, ήλθεν ο σκαλικάντζαρος. Του μύρισε το φαή. Σήκω να πάμε 'ς την εκκλησία· και μη μιλήσης, για το Θεό! σου πήρε αμέσως τη φωνή.

— Πού είνε; πού είνε; είπεν ηρέμα ο παις.

— Να τος! Εκεί με τη λύρα του. Πάμε. Πού είνε ο Κουτσογεώργης;

— Κοιμάται εκεί 'ς το χάλασμα κουκκουλωμένος. Αληθώς έρεγχεν εκεί ο Κουτσογεώργης σκεπασμένος. Αλλ' αίφνης φωνάζει ο παις.

— Εγώ θα σου δείξω ότι δεν φοβούμαι τα Σκαλικαντζούρια.

Και προσεγγίσας προς μεγάλην έκπληξιν του ποιμένος δίδει μια με την ποιμενικήν ράβδον εις την κάπαν ήτις έπεσε κάτω βροντήσασα.

Και ήρχισε να γελά.

— Παληόπαιδο! είπεν ο ποιμήν εννοήσας πλέον το παιγνίδιον του παιδός, όστις προηγουμένως, διαλαθών τους ποιμένας, έστησεν εκεί αντιθέτως την κενήν κάπαν, ίνα εξαπατήσας φοβίση τους ανθρώπους και γελάση.

— Μα δεν πρέπει, παιδί μου, να κάμης τέτοια αστεία. Εμένα μου έκοψες το αίμα.

— Ε, τώρα να σε κάμω εγώ να διασκεδάσης. Τι θα μου δώσης να σου τραγουδήσω τα Χριστούγεννα;

— Μια γαβάθα τζούρβα.

— Μα με τη λύρα.

— Και μια γαβάθα πρωτογαλιά.

— Καλά.

Ο ποιμήν βεβαρημένος υπό του καμάτου της ημέρας, εργώδους και οδυνηρού ποιμενικού καμάτου ανά τους απατήτους των βουνών δρόμους υπό τον κρυερόν του χειμώνος καιρόν, κατεκλίθη πάλιν, εγγύτερον τώρα προς την ανθρακιάν, διότι το ψύχος ολονέν εγίνετο δριμύτερον, προχωρούσης της νυκτός.

Αλλ' ενώ ο παις, λαβών την λύραν του, εδοκίμαζε τας τρεις αυτής χορδάς, αλείφων αυτάς διά κηρού, ως και την χορδήν του δοξαριού, και έστρεφε τας επάνω χορδιστηρίους λαβίδας, φως φανού κινούμενον εφάνη όπισθεν εις τα νώτα του φρουρίου επί του βουνού εν τω μέσω του πυκνού εκ δρυών δάσους.

Το παιδίον, το οποίον πρότερον ήθελε να παίξη, φοβίζον τον ποιμένα με την κενήν εκείνην κάπαν, ήρχισε τώρα να τρέμη εκ του φόβου και να πτύσση δειλώς, εντρεπόμενον πλέον και να εξυπνήση τους κοιμωμένους ποιμένας, αφού προηγουμένως προσεποιήθη μετά γενναίας απλότητος ότι δεν φοβείται τους Καλικαντζάρους.

Όμως το κινούμενον φως, προχωρούν ταχέως προς τα κάτω, και πότε χανόμενον υπό τα πυκνά των δένδρων φυλλώματα, πότε αναφαινόμενον ερυθρότερον εις τους ψιλούς των λειβαδίων χώρους, επλησίαζεν ήδη εις την βραχώδη κατωφέρειαν, όπου οι χθαμαλοί θάμνοι δεν το απέκρυπτον, και ήρχετο κατ' ευθείαν εις το φρούριον.

Το παιδίον εφρικίασε τώρα.

Εσκέφθη να εισέλθη εις την εκκλησίαν, αλλά το εύρε φοβερώτερον. Τα κανδήλια σβυστά.

Το φρονιμώτερον ήτο να κουκουλωθή ολοτελώς εις την σκληράν καπίτσαν, και να στριμώξη εγγύς του πατρός του ποιμένος, όστις έρρεγχε μονοτόνως ως εν χονδρή αρμονία προς της χύτρας το ανακάχλασμα. Ετούτο και έπραξεν. Αλλ' από τινος οπής προς το πρόσωπον έβλεπεν ατενώς εις τα εμπρός, ακούων ήδη πατήματα ανθρώπου, βιαίως ερχομένου, ως όταν τις παίρνη τον κατήφορον. Έτρεμεν.

Είδεν εις την άκραν της στενωπού την ερυθράν ανταύγειαν του φαναριού, αλλά συγχρόνως ήκουσε και τας υλακάς του κυνός κάτω από του χειμαδιού. Και, πράγμα παράδοξον! μετά τόσον τρόμον έβαλεν ο παις κραυγήν γέλωτος ομιλών συγχρόνως:

— Αμ το 'ξερα 'γώ! Τα σκυλιά άμα μυρισθούν σκαλικάντζαρο, ζαρώνουν. Ούτε γαυγίζουν διόλου.

Και ιδών την ερχομένην κατ' ευθείαν γραίαν:

— Να! εφώναξε.

Η γραία, ταραχθείσα εκ της αιφνιδίου ταύτης προσφωνήσεως παρεπάτησε και έθραυσε το φανάριον εις τον τοίχον.

— Καλώς τηνε την θεια το Καράβι!

Προς τας φωνάς ηγέρθησαν και οι δυο ποιμένες τρίβοντες τους οφθαλμούς των.

— Καλώς τηνε την θεια-Μυγδαλίτσα! επανελάμβανε το παιδίον.

* * *

Η θεια-Μυγδαλίτσα ήτο χήρα έως εξήκοντα ετών. Υπανδρευθείσα εις μικράν ηλικίαν απέκτησεν υιόν και μετά δεκαετίαν θυγατέρα. Προ δέκα ετών είχεν αποθάνει ο σύζυγός της, γέρων αλιεύς, θλιβόμενος μέχρι της ώρας του θανάτου, διότι εγένετο αίτιος έκ τινος δυστροπίας του ν' απέλθη εις την ξενιτείαν ο μόνος υιός του, νεανίας είκοσιν ετών, εύμορφος και καλοκαμωμένος, κατά τους χρόνους της επαναστάσεως επιβιβασθείς κρύφα επί τινος αγγλικού πλοίου, ένεκα χειμώνος προσεγγίσαντός ποτε εις την νήσον και ειπών μόνον «Έχετε γεια, ο Θεός δεν θα με αφήση!». Η θεια-Μυγδαλίτσα όμως έκτοτε έχασε το ήμισυ της ζωής της. Της εφάνη ότι εγήρασεν. Επήλθον μεταβολαί μεγάλαι και εις την πολίχνην και εις την θεια-Μυγδαλίτσα. Την ωραίαν αυτήν αλλ' αλίμενον πολίχνην, μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος την άφησαν οι κάτοικοι και ελθόντες έκτισαν νέαν πόλιν προς τους νοτίους αιγιαλούς με τον μέγαν και ασφαλέστατον λιμένα της, όπου έως σήμερον είνε συνοικισμένοι. Η δε θεια-Μυγδαλίτσα εγήρασε πολύ πλέον, αλλά επερίμενε πάντοτε τον υιόν της. Παρήρχοντο έτη, και καμμίαν είδησιν δεν ελάμβανε. Και πού να μάθη! Και πώς να μάθη!

Μετά τον θάνατον του συζύγου της η λύπη της ηύξησεν επί μάλλον, καταντήσασα εις μίαν αδιάκοπον και βαρείαν μελαγχολίαν. Έγεινεν υποχονδριακή. Αν και δεν έλαβε ποτέ επιστολήν, αν και δεν έμαθε ποτέ καμμίαν περί του υιού της είδησιν, όμως μυστικόν τι συναίσθημα εν εαυτή της έλεγε κρυφά ότι ο υιός της ζη, και ότι θα έλθη· και θα έλθη τα Χριστούγεννα «καπετάνιος». Και ελειτούργει τους ναούς, και ήναπτε κηρία διπλά και τριπλά εις τας αγίας Εικόνας, και έτρεχεν ακούραστος κατά Σάββατον «εις το Χωριό», εις την παλαιάν της νήσου κώμην, το έρημον φρούριον, όπου αφήσαμεν τους ποιμένας, ν' ανάψη τας κανδήλας του Χριστού, της ωραίας εκείνης εκκλησίας, διά την οποίαν ησθάνετο άρρητον συμπάθειαν. Μόνον εν τη λειτουργία αυτή ανεπαύετο ο λογισμός της. Άλλως δε συνεδέετο προς την εκκλησίαν αυτήν και με άλλας πλέον τρυφεράς αναμνήσεις. Ήτο ο μητροπολιτικός ναός της κώμης. Εκεί εις τους σκοτεινούς χορούς του, υπό τον βαρύν κυκλοτερή περί τον πολυέλαιον στέφανον, είχε τελεσθή ο γάμος της. Ο υιός της ο πολυαγάπητος εκεί μέσα έμαθε τα πρώτα γράμματα υπηρετών «τον Χριστόν», ως έλεγεν η γραία, και κανοναρχών και ψάλλων. Της εφαίνετο ότι αντηχούσεν ακόμη η φωνή του. Χα! τον εκαμάρωνεν ισταμένη εκεί εις την μικράν θύραν. Είχε λοιπόν λάβει μίαν όλως ιδιαιτέρας τρυφερότητος φροντίδα διά τον ναόν τούτον, πολλάκις και άσβεστον κομίζουσα εις τον ώμον της, ίνα ασπρίση τα αποτριβέντα της ζωγραφιάς μέρη, νομίζουσα ότι ούτω συνετήρει τα λοιπά. Δεν είνε λοιπόν παράδοξον διότι της εγεννήθη η ιδέα ότι ο υιός της θα ήρχετο μια φορά τα Χριστούγεννα, επειδή ο ναός ούτος των θερμών μεριμνών της ετιμάτο με την Γέννησιν του Σωτήρος. Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια-Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.

Αλλ' η θεια-Μυγδαλίτσα είχε και μίαν μικράν παραίσθησιν. Είτε η δυστυχία, είτε η θερμή επιθυμία διά την επάνοδον του υιού της είχον σχηματίσει εντός του λογικού της την ιδέαν ότι ηδύνατο εις κάθε πλοίον ερχόμενον να είνε ο υιός της. Ηδύνατο κάθε πλοίον ερχόμενον να ήτο του υιού της. Πτωχή μήτερ! Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια-Μυγδαλίτσα, το Καράβι».

— Κακορράχετε! απήντα μορφάζουσα η γραία, εκ της ταχύτητος ούτω τολμηρώς περικόπτουσα την κοινήν ύβριν: «κακό χρόνο νάχετε!»

— Δεν την συμμαζεύεις λιγάκι; Έλεγον προς την κόρην της αι φίλαι γειτόνισσαι.

— Μ' ακούει, θαρρείς; Και ηρυθρία η κόρη, μη δυναμένη να περιορίση την πτωχήν μητέρα της, εκτιθεμένην ούτω εις τα περπαίγματα του χωρίου.

— Ναι! παρενέβαινεν ενίοτε, παρούσα η γραία. Ταχειά 'σαν τον δήτε να 'ρθή καπετάνιος, σας λέγω εγώ. Ναι! θα μου τον γυρεύετε, αλλά τότε και εγώ θα σας γυρίζω της πλάταις και θα λέγω: «Καλέ, δεν ταις συμμαζεύετε λιγάκι; Δεν έχω το παιδί μου για τα μούτρα σας. Να τα δα! Άρε σεις, ξέρετε τι είνε το παιδί μου; Κλωνάρι, κλωνάρι της μυρτιάς, παιδί της ωμορφιάς!»

Εθύμωνε τότε και η κόρη, κατακόκκινη εξ αιδούς.

— Και πού τώχεις αυτό το παιδί; Μήπως σούστειλε γράμμα καμμιά φορά; Μήπως έμαθες γι' αυτό το παιδί καμμιά φορά; Δεν συμμαζώνεις τα μυαλά σου λιγάκι;

— Εσύ να μαζώξης τα λωριά σου, γιατί θα σου τα μαζώξω εγώ!

Αυτά συνέβαιναν συχνότατα. «Μα πού παίρνει χαμπάρι πώς έρχονται καράβια», έλεγεν απορούσα η κόρη. Κάθεται κλεισμένη μέσα, και άμα φανή κανένα καράβι 'ς το λιμάνι μπρος, νά σου και πετιέται όξω. Είνε ένα θάμα αυτή η χριστιανή.

* * *

Την Παραμονήν των Χριστουγέννων η θεια-Μυγδαλίτσα είχεν εγερθή οξέως ωργισμένη κατά της κόρης της, καθ' εαυτής, κατά πάντων. Εξημέρωναν Χριστούγεννα, «Κάτι κακό θα μου συμβή, έλεγε προς την θυγατέρα της». Μετ' ολίγον μανθάνει ότι απεφάσισαν να παύσουν πλέον την τελουμένην εορτήν εις το φρούριον, διότι εν τω μέσω του χειμώνας περιεστοιχίζετο υπό πολλών κινδύνων η εορταστική εκδρομή. «Το είπα εγώ, κάτι κακό θα μου συμβή», επανελάμβανεν έπειτα εις την κόρην της, εν μελαγχολία θεωρούσαν τας θυγατέρας της γειτονιάς να περικαλλύνωσι τους οίκους των. «Τάμαθες; δεν θέλουν να παν 'ς τον Χριστό. Δεν θα πάνε!» Μα εγώ δεν έχω σκοπό ν' αφήσω σβυστό τον Χριστό, ίσα ίσα εις την γιορτή του. Θα πάρω το λαδάκι και τα κεράκια, και θα πάω.

— Δεν κάθεσαι 'ς τα αυγά σου, λέω 'γώ; Πού θα πας χειμώνα καιρό; Κι αν χιονίση; Κι αν κλεισθής σ' τον βράχο εκεί χωρίς ψωμί; Δεν ακούς πώς χαίρεται ο κόσμος;

Την στιγμήν εκείνην ηκούετο ευάρεστος κρότος θραυομένων καρύων και κοπανιζομένης κανέλλας. Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά.

Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα.

— Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.

Και ως αλλοφρονούσα προσέθετε:

— Να! εδώ μέσα 'ς την καρδιά μου έχω βαθειά μια ελπίδα. Ο Χριστός μας δεν θα μας αφήση όλο παραπονεμένους.

Ήδη από του ημιανοίκτου παραθύρου ήρχοντο οι μανιακοί γρυλλισμοί των σφαζομένων χοίρων.

Η κόρη της συμπτυχθείσα ως κουβάριον εις την γωνίαν δεν ωμίλει. Έκλαιεν υπό την μαύρην μανδήλαν της, η ορφανή μοναχοκόρη, λευκή και απαλή ως το χλωρόν τυρίον.

— Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.

Και κύψασα την στιγμήν εκείνην από του παραθύρου είδε γυναίκα, εν αγαλλιάσει κομίζουσαν από του φούρνου εν κυκλοτερεί σινίω τέσσαρα ωραία ψωμία των Χριστουγέννων. Τα ψωμία ανέδιδον θερμήν ευωδίαν, ήτις ζεσταίνουσα της γυναικός τας παρειάς είχε καταστήσει αυτάς ως χρυσοπόρφυρα μήλα.

Συνεκινήθη και η γραία και έκλαιεν.

Ήδη τα παιδία έξω είχον αρχίσει να τραγουδούν τα Χριστούγεννα.

Η γραία τότε εν ισχυρά και τελειωτική αποφάσει έλαβε το καλάθιον. Ετοποθέτησεν εντός μετά προσοχής το έλαιον εν δοχείω, τα κηρία και τα πυρεία. Έρριψε και τεμάχιον ξηρού άρτου, έλαβε και μάλλινόν τι χράμιον, ακόμη δε και τον μικρόν φανόν, διότι ενύκτωσε πλέον, και ανεχώρησε καληνυκτίσασα την κόρην της, ήτις ανελύθη πλέον εις λυγμούς, κουβαριασμένη ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν.

Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του

— 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα!

Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη.

* * *

Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια-Μυγδαλίτσα.

Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός. Είχε καλήν συντροφίαν. Έπειτα συνήντησεν αρκετούς γεωργούς ερχομένους διά την μεγάλην εορτήν εις την κώμην.

— Πού πας τέτοια ώρα, θεια-Μυγδαλίτσα; της είπον.

— Κάτι άργησες, θεια-Μυγδαλίτσα! προσέθηκαν άλλοι.

— Θα σε πιάσουν τα Σκαλικαντζούρια! της είπεν άλλος ποιμήν.

Η τελευταία αύτη παρατήρησις την εφόβισεν ολίγον.

Ήδη απέκλινε πλέον προς το όπισθεν του βουνού. Έχασε και πόλιν και λιμένα. Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον Χριστό!» Άλλως ήτο άφοβος γυνή. Κατά τους χρόνους της επαναστάσεως πολλάκις από του Κάστρου, διασχίζουσα τα καταγώγια των κλεφτών, κατέβαινεν «εις τον κάμπο» προς συλλογήν του ελαιοκάρπου τώρα όμως δεν είχε να κάμη πλέον με ανθρώπους. Από του ενός μέρους της μαύρης φάραγγος υψούτο κρημνώδες βουνόν, όπου παραπλανηθείσαι από την ημέραν αίγες τίνες, εκύλιον ήδη ογκώδεις λίθους, οίτινες εν ταραχώδει ορυμαγδώ κατέπιπτον προς το αχανές ρεύμα, προξενούντες φρίκην και εις τον πλέον ατρόμητον νυκτοπεριπατητήν. Το δε φως του φαναρίου, προσπίπτον απαισίως επί των ξηρών κορμών των κεκαυμένων δρυών, έδιδεν αυτοίς όψιν δαιμονίων φαντασμάτων.

Και ήτο αληθώς η νυξ των Χριστουγέννων. Και η γραία ευρίσκετο ακριβώς εν τω ορμητηρίω εκείνω των φοβερών πνευμάτων, των Σκαλικαντζάρων, οι οποίοι συγκεντρούμενοι οικογενειακώς μετά γερόντων, ανδρών, γυναικών και παιδίων διεσπείροντο εν οργάνοις, χοροίς και τυμπάνοις εις τας οικίας της πολίχνης, καταλαμβάνοντες εν τη υψηλή κυριαρχία των τας καπνοδόχους.

Ήρχισε να ψιθυρίζη μέσα της το «Πιστεύω» και εξηκολούθει τον δρόμον της. Αλλ' εν τη δασώδει ταύτη φαράγγι εσχηματίζετο ρεύμα αέρος συριστικώτατον, όπερ κατ' αρχάς μεν ως αόριστός τις ήχος ηκούετο, είτα όμως συνδυαζόμενον προς τους από των αιγών κυλιομένους βράχους και τα νυκτερινά της γραίας παραπατήματα επί του χαλασμένου λιθοστρώτου, ηκούετο ως βοή παμποικίλων φωνών εξ ασμάτων, βιολιών, τυμπάνων και γελώτων πολυπληθούς ομίλου μετά μυστηριώδους πατάγου κατερχομένου την φάραγγα.

Όμως το «Πιστεύω» η γραία επαναλαμβάνουσα, επορεύετο την αγρίαν εκείνην φάραγγα. Αλλ' η φανταστική εναρμόνιος ιαχή εγίνετο επικρατεστέρα πλέον, και ακουσίως, εκ φοβέρας παραισθήσεως προαγομένη η θεια-Μυγδαλίτσα, κατ' αρχάς μεν έπαυσε την προσευχήν και σιωπηλώς ερρύθμιζε το βήμα της προς τον τροχαϊκόν γοργόν ρυθμόν του σατανικού άσματος. Τάπα-τάπα-τάπα, μονοτόνως ηχούντος. Είτα δε— μερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα!— εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της.

Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι.

Μη φοβάστε, βρε παιδιά!

Τα τσαρούχια δέσε-λύσε,

μας επήρε μυρουδιά

η Γρηά, η Γρηά!

Ο παστός του χοίρου στάζει,

σβύν' ανάβει τη φωτιά.

Α! και πήρε να χαράζη,

πιάστε την, μωρέ παιδιά,

την Γρηά, τη Γρηά!

Πριν ο πετεινός λαλήση,

α! να μπούμε ς' τα χωριά!

Γέρω-Σκάλικο! να μας ζήση,

σε καλό μας, βρε παιδιά,

η Γρηά, η Γρηά!

Μερικά πράγματα αληθώς είνε αλλόκοτα. Αν ήτο άλλος, βεβαίως θα παρεφρόνει. Τόσον ρίγος επροξένει η στιγμή αύτη, όπερ ηδύνατο να παγώση και την καρδίαν του ανθρώπου, εις τόσον θερμά του στήθους μέρη τρυπωμένην. Και μετά την νέκρωσιν της καρδίας επέρχεται η παραφροσύνη. Άλλοι λέγουσι το εναντίον, ότι νερουλιάζει το μυαλό· αλλά το ίδιο είνε . . .

Η θεια-Μυγδαλίτσα όμως δεν έπαθε τίποτε, η πτωχή, θέλεις η άπειρος ευλάβεια, ην είχεν, εκτελούσα την αγαθήν ταύτην υπηρεσίαν, θέλεις η άλλη ιδέα, ην θερμήν εφύλαττεν εις τα βάθη του στήθους της περί του αναμενομένου «καπετάνιου της», παρείχον αύτη τόσην θέρμην και αφοβίαν ψυχικήν, ώστε αντέστη καθ' όλην την σκοτεινήν εκείνην της οδού διάβασιν, έως ου, αναβάσα εις τα υψώματα, διέκρινεν απ' εκεί τας ερυθρωπάς φλόγας της πυράς των ποιμένων, ήτις έφεγγε φαεινώς εις όλον του φρουρίου τον απότομον βράχον. Την στιγμήν εκείνην είδε τον φανόν της το παιδίον του ποιμένος· και μετ' ολίγον εισήρχετο εις το φρούριον η γραία, τρομάξασα, ως είδομεν, όπου δεν έπρεπε να τρομάξη. Αλλ' είπομεν ότι μερικά πράγματα είναι αλλόκοτα. Τώρα λέγομεν ότι πολλά είναι τοιαύτα.

— Η γρηά το Καράβι! επανελάμβανεν ο παις κρατών την λύραν του. Καλώς τηνε την Γρηά το Καράβι.

— Κακορράχεις! εμουρμούρισεν η γραία συνερχομένη εκ του τρόμου. Σκαλικαντζούρι του χωριού!

— Αμ πού είνε ο Παπάς, θεια-Μυγδαλίτσα; ηρώτησεν ο είς ποιμήν, ανασκαλίζων την πυράν και χασμώμενος.

— Θα λειτουργήσ' η θεια-Μυγδαλίτσα, προσέθηκεν ο Κουτσογεώργης, χασμώμενος και αυτός.

Αλλ' η θεια-Μυγδαλίτσα, κάθιδρως εκ του επιπόνου και φοβισμένου δρόμου της, ούτε ήκουε τας αστειότητας των ποιμένων, αλλά πεσούσα σχεδόν επάνω εις την ανθρακιάν εθερμαίνετο.

— Μεσάνυχτα! Να, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ο Κουτσογεώργης, μετά ώραν σιωπής καταβιβάσας την κουκούλαν της κάπας και θεωρών σοβαρώς τους αστερισμούς.

— Να ο αστέρας! Να ο μεσονύκτης! είπε και ο άλλος ποιμήν, παρακολουθών τον σύντροφόν του εις την πρακτικήν ταύτην αλλ' ακριβή αστρολογίαν.

Και τους είδες τότε εκεί τους σκαιούς αυτούς ποιμένας ν' αποκαλυφθώσιν ευλαβώς και να προσκυνώσιν επί τινας στιγμάς εν κατανύξει, γονατισμένοι, ως να παρίσταντο μυστηριωδώς εν τη εβραϊκή Βηθλεέμ εις την θείαν του Σωτήρος γέννησιν.

— Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!

— Θεια Μυγδαλίτσα, άιντε ν' ανάψης τα κανδήλια και τα κηριά. Δεν έχουμε στάλα λάδι.

— Δεν έχουν τα λαδικά; ηρώτησεν η θεια-Μυγδαλίτσα, ήτις εσυγυρίζετο πλέον να εισέλθη εις τον ναόν.

— Τώφαγαν τα ποντίκια, απήντησεν ο ποιμήν.

— Κακομοίριδες ανθρωπινοί ποντικοί!

— Τι εμείς; Να, τα ποντίκια!

Μετ' ολίγας στιγμάς η έρημος εκκλησία του Χριστού έλαμπεν από τους αναφθέντας φανούς υπό της γραίας και τα τόσα κηρία. Το παιδίον καταληφθέν υπό εμφύτου τινός ενθουσιασμού εσώρευσεν επί της πυράς τόσα ξηρά φρύγανα, ώστε ανέλαμψεν όλον το έρημον Κάστρον με τους ηρειπωμένους τοίχους του, οίτινες έλαβον παντοίας ερυθρωπάς μορφάς φρουρούντων την ερημίαν εκείνην αψύχων φυλάκων· ανέλαμψε και το πέλαγος κελαινόν εις το βάθος κατά τας μεσονυκτίους εκείνας ώρας, ανέλαμψεν από το άλλο μέρος και η μαύρη πλευρά του βουνού. Ανέλαμψε και το Κανόνι της Αναγκιάς, ένας μαύρος όγκος επί της υψηλοτέρας άκρας του Κάστρου, έτοιμον θαρρείς να βροντήση διά την εορτήν και να κηρύξη την Γέννησιν του Χριστού προς της Χαλκιδικής το πέλαγος.

Τέλος ανέλαμψαν φαιδρώς και τα πρόσωπα των τεσσάρων τούτων μόνον προσκυνητών της πάλαι ζωηράς εκκλησίας, εφ' ων εζωγραφήθη ανεκλάλητος χαρά παγκοσμίου πανηγύρεως, ην, αφθόνως καιόμενον το θυμίαμα, ως νεφελώδης τις σκέπη, ανήγεν εις την ξυλίνην του ναού στέγην, και εκείθεν διά των χασμάδων έφερε προς το στερέωμα, εις τους θρόνους του θεανθρώπου. Την στιγμήν εκείνην και το λεπτόν απόγαιον εναρμονίως φυσών, λέγεις, απετέλει μυστικήν υμνωδίαν, ήτις εν τη θεσπεσία ταύτη ώρα προ του απλού των ποιμένων ομίλου και της φεγγοβολούσης εκκλησίας επανελάμβανε τους αγγελικούς ύμνους: «Δόξα εν Υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία!»

Οι ποιμένες ασπασθέντες του Χριστού την Εικόνα εξήλθον πάλιν επαναλαμβάνοντες:

— Χριστούγεννα, παιδί μου, Χριστούγεννα! Ρίξε το ρίζι να γείνη ο τζουρβάς· και πάρε την λύρα σου να πης το τραγούδι· τροπάρια δεν ξέρουμε.

Το παιδίον πλήρες χαράς έρριψε το ρίζι εν τη χύτρα, αφού εξέβαλεν επί κυάθου τα εντόσθια και την κεφαλήν, μοσχοβολούντα ηδονικώς· έλαβε την λύραν του, έκαμε τον σταυρόν του, και ήρχισε το άσμα των Χριστουγέννων. Η γραία ήτο εν τη εκκλησία. Οι δύο ποιμένες ένθεν και ένθεν του παιδίου κουκουλωμένοι διά το ψύχος και στηριζόμενοι επί των ποιμενικών ράβδων άνω της ποθητής χύτρας ηκροώντο εν κατανυκτική χαρά του άσματος:

Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα!

Πρώτη γιορτή του Χρόνου!

Εβγάτε, ακούστε, μάθετε

πως ο Χριστός γεννιέται.

Γεννιέται κι' αναθρέφεται

'ς το γάλα και 'ς το μέλι.

Το γάλα τρων' οι Άρχοντες

το μέλι οι αντρειωμένοι.

Ήτο γλυκύ κελάδημα το τραγούδι τούτο, όπερ το παιδίον με την οξυτάτην και παίζουσαν κατά τας αποθέσεις του μέλους φωνήν του ετόνισε τόσον από την καρδιά του, ώστε ηδυλάλως αντήχησαν τα εγγύς βουνά και ο πέραν πόντος. Έκλαυσαν δε οι δύο ποιμένες, όταν προς το άσμα των Χριστουγέννων τούτο εκόλλησεν ο παις και μίαν ηδυτάτην επωδόν, ταύτην.

Ν' ασπρίσης 'σαν τον Όλυμπο,

'σάν τάσπρο περιστέρι,

σαν το πουλάκι που κελαειδεί

χειμώνα καλοκαίρι!

Και επανέλαβε πάλιν τας γλυκυτάτας τελευταίας στροφάς επί της λύρας μόνον, η χονδρή κάπως αλλά περιπαθής φωνή της οποίας, φερομένη εδώ κ' εκεί υπό της μεσονυκτίου πνοής, είχεν εξεγείρει την ποίμνην, ήτις με ποικίλους ήδη τόνους από της γηραιάς αιγός μέχρι του μικρού αιγιδίου συνώδευσε τα τελευταία του άσματος απηχήματα, δι' ου ετραγουδήθησαν εις την ερημίαν εκείνην τόσον συγκινητικώς τα Χριστούγεννα.

Χριστούγεννα! Φαιδρά Χριστούγεννα! Εορτή του γάλακτος και του μέλιτος! Εορτή της γλυκείας και αθώας παιδικής ηλικίας! Πόσον με συγκινείς ακόμη με τας ωραίας αυτάς αναμνήσεις σου, παιγνίδια τερπνά οιχομένων ες αεί παιδικών χρόνων!

* * *

Η θεια-Μυγδαλίτσα είχεν απομείνη εν τω ναώ προσευχομένη γονυκλιτώς προ της εικόνος του Χριστού, ότε έφθασεν εις τα ώτα της το άσμα εκείνο των Χριστουγέννων, πληρώσαν τον ναόν όλον με τα περιπαθή εκείνα τσακίσματά του, γνωστά μόνον εις τους ποιμενικούς παίδας, οίτινες ελεύθεροι, υπό τας πυκνοφύλλους θολίας των δασών, ή επί του υψηλού παρά την θάλασσαν βράχου, ενώπιον του αφώνου δάσους, ή ενώπιον του ατέρμονος πόντου, διδάσκονται μόνοι των όλας τας τελειότητας της φωνητικής αρμονίας.

Είχε πολλά έτη να το ακούση τόσον ωραίον και τόσον συγκινητικόν. Εις το χωρίον δεν τα τραγουδούν καλά. Ο υιός της, όστις μόνος, ως έλεγεν υπερηφανευομένη, το ετραγώδει, ευρίσκετο εις την ξενιτείαν, αλειτούργητος και ακοινώνητος ίσως! Εβυθίσθη λοιπόν εις μίαν έκστασιν, ως ήτο εκεί γονυκλιτής προ της Αγίας Εικόνος. Της ήλθεν, ως έλεγεν έπειτα, ως τις ύπνος, βαρύς, πλην ηδύς ύπνος. Και ως ήτο γονατισμένη, εκάθησεν, έκλινε την κεφαλήν της προς τα γόνατά της και απεκοιμήθη. Και εν ω έξω οι ποιμένες εν πασχαλινή ανυπομονησία έστρωνον ευφροσύνως μοσχοβολούσαν την τράπεζαν, και εστρώνοντο εγγύς και αυτοί, η θεια-Μυγδαλίτσα εντός του ναού ωνειρεύετο.

Της εφάνη τάχα ότι ήτο κάτω εις έν εύμορφον παράλιον με πλατείαν αμμώδη και ως να εθεώρει προ αυτής απέραντον την θάλασσαν, ατάραχον ως εξ' ελαίου. Αλλ' εκεί που έβλεπε, της εφάνη ότι δεν ήτο θάλασσα τάχα, αλλά καθρέπτης, ένας ολόλαμπρος γυαλιστερός καθρέπτης, και βλέπουσα εν αυτώ, αντί να ίδη τάχα το πρόσωπόν της, έβλεπε το πρόσωπον του υιού της, εν ωραία ανδρική όψει μειδιώντος και θέλοντος να την ασπασθή. Ω λογισμοί έκφρονες της πολύ αγαπώσης μητρός!

Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών:

— Καλή χρονιά, θεια-Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.

Η τελευταία αύτη φωνή διέκοψε της θειας Μυγδαλίτσας το ευφρόσυνον όνειρον· και εκεί που ηθέλησε ν' ασπασθή τάχα την εν τω καθρέπτη του υιού της εικόνα, ευρέθη έχουσα τα χείλη σεπτώς προσκολλημένα επί του εν τη Εικόνι της εκκλησίας ζωγραφιστού μικρού Παιδίου, του γεννηθέντος Ιησού, προ του οποίου γονατισμένη είχεν ιδή το όνειρον.

— Έλα, , επανέλαβε πάλιν ο παις. Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάει 'ς τη χώρα.

— Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία.

— Τι; Δεν το είδες;

— Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα!

— Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα.

— Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία.

— Να, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό. Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο.

— Να το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον.

— Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια-Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι!

Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

— Να σου πω, έτσι νάχωμε καλά Χριστούγεννα, είπον οι ποιμένες, μπορεί νάναι αλήθεια. Αυτό το καράβι για να νομίζη πως εδώ είνε η χώρα για να δώση ς' το παιδί ένα τάλλαρο ολάκερο, κάτι τρέχει.

— Θεια Μυγδαλίτσα! εφώνησεν ο παις προς την ταχέως φεύγουσαν γραίαν, υψών την φωνήν του, διά να ακουσθή. Σαν είνε αλήθεια, να με φωνάξης να τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.

— Ελάλησε τώρα και ο πετεινός, είπεν ο έτερος των ποιμένων, και δεν φοβάται από Σκαλικαντζούρια. Τι γυναίκα αυτή η χριστιανή!

* * *

Την στιγμήν καθ' ην η θεια-Μυγδαλίτσα, εγκαταλιπούσα τους ποιμένας, ανεχώρει διά την κωμόπολιν, από την κρυφήν μεγάλην ελπίδα της μη συλλογιζομένη ούτε τον νυκτερινών πόνον της οδού, διότι ήτο ακούραστος και υπομονητική γραία, ούτε των πειρακτικών πνευμάτων τας παγίδας, διότι, αφού ελάλησεν ο πετεινός, οι σκαλικατζάροι απεσύροντο εις τας οπάς των εντός των κούφιων κορμών και των βράχων, την στιγμήν εκείνην εσήμαινον εν τη μεσημβρινή της νήσου πολίχνη οι κώδωνες των ναών, διά την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ο καιρός ήτο ωραίος και κόσμος πολύς συνέρρεεν εις την Εκκλησίαν. Αλλ' η κόρη της θειας Μυγδαλίτσας, η ωραία Μαργαρώ— ούτως ωνομάζετο— ησθάνθη τότε βαρύ παράπονον εις την καρδίαν, όπερ της έφερε και δάκρυα. Από το βράδυ που ανεχώρησεν η μητέρα της, έμεινεν ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, νηστική και κλαίουσα. Εσυλλογίζετο την μεγάλην ημέραν, τα ωραία Χριστούγεννα. Εσυλλογίζετο την πενίαν των την αφόρητον. Εσυλλογίζετο την χαράν του κόσμου— ω! αυτό δεν το εσυλλογίζετο! το ήκουεν έως εις τα μεσάνυκτα, ήχουν ως άσμα, ως εναρμόνιον μουσικήν, λαλούσαν εις τας οικίας όλας των Χριστιανών· το έβλεπε σχεδόν, από την ανοικτήν θυρίδα της, θεωρούσα το πολύ φως της απέναντι γειτονικής οικίας. Την επήρε λοιπόν το παράπονον και έκλαιε και με τα κλαύματα απεκοιμήθη.

Και εκεί μετά ώραν ακούει εις τον ύπνον της φωνάς και γέλωτας: Καλή χρονιά! Καλή χρονιά! Είχεν απολύσει η λειτουργία και μετέβαινεν ο κόσμος από τον ναόν εις τους οίκους με χαράν και αγαλλίασιν.

Αφυπνίσθη η Μαργαρώ και ακουσίως εστάθη και ήκουεν αφηρημένη τους γινομένους έξω διαλόγους των ανθρώπων, οίτινες με βήματα προσεκτικά κατέβαινον την λιθοστρωμένην οδόν.

— Είδατε λοιπόν, έλεγε μία φωνή χονδρή, ομοιάζουσα προς την φωνήν του ιερέως, αργώς και μετά προσοχής λαλούντος. Όποιος ελπίζει εις τον Θεόν, δεν χάνει ποτέ. Ακούτε σεις, ν' αρθή το παιδί της και ν' αρθή με καράβι καπετάνιος, όπως το εφαντάζετο!

— Δεν το είδεν ακόμη, παπά, διέκοψε φωνή άλλη ναυτική. Είνε, παγαιμένη 'ς το Κάστρο. Έπειτα το καράβι τώρα δα άραξε. Δεν βγήκαν ακόμη έξω. Να, τώρα που χάραξε θα βγουν.

Η Μαργαρώ ακούσασα αυτήν την διάλεξιν έπαθεν εκ της συγκινήσεώς της μυστηριώδη τινά παρακώλυσαν νευρικήν στιγμιαίαν. Δεν ηδύνατο να φωνάξη, δεν ηδύνατο να σηκωθή. Και οι λαλούντες έξω, απεμακρύνοντο.

Δεν επέρασε διόλου από τον νουν της ότι έσκωπτον αυτοί οι άνθρωποι τοιαύτην ώραν και τοιαύτην ημέραν. Άλλως διέκρινε καλώς την φωνήν του ιερέως, του ενορίτου των, όστις τόσας λειτουργίας και τόσους αγιασμούς είχε τελέσει εις ευχήν της θείας Μυγδαλίτσας.

Έκαμνε να σηκωθή, έκαμνε να φωνάξη· κάτι τι μέσα εις το στήθος της ανέβαινεν έως εις τον λαιμόν, ως να ήθελε να την πνίξη.

Κ' ενώ ηγωνία τοιουτοτρόπως, κρότημα βαρύ εκρότησεν εις το παράθυρον της οικίας· τούτο, ως να είχε χείρας, την έσυρε προς τα επάνω και έσπευσε τρικλίζουσα προς το παράθυρον.

— Τ' είνε, θα 'πώ; εφώνησε.

— Καλώς τα δεχθήκατε! Ήλθεν ο αδελφός σου με ένα καράβι. Ηκούσθη φωνή γηραιά, του γέροντος κλητήρος της Δημαρχίας, όστις ησθάνετο μικράν τινα συμπάθειαν προς την θεια-Μυγδαλίτσα, διότι οσάκις άνοιγε το ολίγον κρασί, τον εκερνούσε δυο-τρεις φοραίς τον γέροντα, συμπαθούσα.

Συγχρόνως, διαβαίνουσαι την στιγμήν εκείνην και άλλαι γυναίκες, αι τελευταίαι από την εκκλησίαν, της είπον: Καλή χρονιά! Καλώς τα δεχθήκατε!

Πρώτην φοράν επί ζωής της η ορφανή ήκουε τόσους χαιρετισμούς, με τόσην συμπάθειαν και τόσην αγάπην.

— Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε προς τον γέροντα κλητήρα, όστις ανεχώρησεν, «αύριο τα συγχαρήκια» ειπών. Ευχαριστώ έλεγε και προς τας διελθούσας γυναίκας και βλέπουσα ακόμη έξω προς την σκοτεινήν οδόν, έρημον πλέον, ευχαριστώ, είπε πρός τινα, μαυρίζοντα στύλον εκεί παρακάτω, διότι η χαρμόσυνος φράσις: «Καλώς τα δεχθήκατε» εβόυζεν αδιακόπως εις τα ώτα της, και ενόμιζεν ότι έμψυχα και άψυχα την χαιρετίζουν.

Τότε σπεύσασα ήνοιξε το προς την θάλασσαν παράθυρον και έκυψε πολύ προς τα έξω, ακκουμβώσα επί του τοίχου και διά των χειρών απομακρύνουσα τας ξανθάς πλεξίδας της πλουσίας κόμης της, ήτις λυτή και ατημέλητος απέφραττε τους οφθαλμούς της υπό την μαύρην μανδήλαν της.

* * *

Η αυγή με τα εύμορφα εκείνα χρώματά της, με τα οποία στολίζει συνήθως τας νήσους, επιφαινομένη κατά τας αιθρίας πρωίας, ήρχισε να φωτίζη γλυκά-γλυκά τας ακτάς, αποσύρουσα ηρέμα και μετά παρθενικής χάριτος τον μελανόν της νυκτός πέπλον. Εφάνη ο λιμήν της νήσου σιωπηλός και ακίνητος, ως εκ φαιού μαρμάρου λεία πλαξ. Επί της ακτής ως μαύρα σημεία διεκρίνοντο λέμβοι τινές αγκυροβολημέναι και πορρωτέρω άλλα τινά πλοιάρια. Πλοίον εκ των μεγαλειτέρων ουδέν εφαίνετο, διότι το μέρος του λιμένος εκείνο, εν ω συνήθως προσορμίζονται τα μεγαλείτερα πλοία, απεκρύπτετο υπό τινος γλώσσης της ξηράς, προς την θάλασσαν εξερχομένης και διαιρούσης ούτω τον λιμένα εις δύο άνισα μέρη. Ήρχισαν ν' αποσβέννυνται αι πρώται φαειναί της Μαργαρώς εντυπώσεις. Φως εις τον λιμένα δεν έβλεπε κανέν. Ηκροάτο ν' ακούση πάλιν διαλόγους, ως εκείνους τους άλλους αρμονικούς, αλλ' η σιωπή ηύξανεν ολονέν. Οι άνθρωποι, είπε, τρώγουν τώρα εις τα σπίτια των. Και πραγματικώς από του άλλου μέρους αι θυρίδες των οικιών της πολίχνης έλαμπον άπασαι ως να ήτο γενική φωταψία διά της εορτής την χαράν. Εν τοιαύτη διατελούσα λυπηρά ανησυχία, ήκουσε φωνήν χονδρήν ναύτου παρακάτω εις το παράλιον, και φωνάς άλλας έπειτα και πατήματα βαρέα ναυτικά πολλών άλλων, ως εν διαφωνία παταγωδώς λαλούντων.

— Όχι! είπεν η φωνή του ναύτου. Να, έτσι είνε το σωστό. Εγώ ήμουν 'ς το λιμεναρχείον. Επειδή και είνε νησιώτης απ' εδώ, του έκαμαν την χάρι και τον πρατιγάρησαν την αυγή. Λοιπόν εκεί από περιέργεια ο λιμενάρχης τον ηρώτησε: πού έλειπε τόσα χρόνια. Κ' εκείνος τα είπεν όλα. Πρώτα πήγε 'ς την Αγγλία. Ύστερα εμπαρκάρισε με ένα άλλο μπάρκο αυστριακό για την Αουστράλια. Είχε απόφασι να μη γυρίση 'ς την Ελλάδα, αν δεν αποχτήση κατάστασι να φαίνεται σαν άνθρωπος. Από την Αουστράλια βρέθηκε 'ς την Καλλιφόρνια. Εκεί τότες το μάλαμα το μάζευαν με της χούφταις. Εδούλεψε δέκα χρόνια εκεί που βγάζουν το μάλαμα. Εκέρδησε χρήματα έως είκοσι χιλιάδες, και αγόρασε το καραβάκι αυτό. Παραπάνω δεν θάχη.

Η Μαργαρώ ετάνυσε και οφθαλμούς και ώτα. Δεν εχόρταινε αυτήν την ομιλίαν. Της ήλθε δυο τρεις φοραίς να φωνάξη. Να πεταχθή έξω. Αλλά πάλιν εντρέπετο. «Δεν της είπα της ευλογημένης να μη πάη», έλεγε συλλογιζομένη την μητέρα της, και ήθελε να απομακρυνθή από το παράθυρον, και πάλιν έβλεπεν έξω ως καρφωμένη εκεί.

— Να ιδής, επανελήφθη η φωνή των διαλεγομένων ναυτών.

Η Μαργαρώ ηκροάσθη εκ νέου.

— Ενόμιζεν ο κάπταιν Νίκολς. . .

— Πώς; Πώς τον λένε; διέκοψεν άλλη φωνή.

— Κάπταιν Νίκολς. Έτσι τον λένε 'στο εγγλέζικο.

— Νικολάκη δεν το λέγανε αυτό το παιδί;

— Ναι. Μα τώρα έγεινε καπεταν Νικολάκης.

Η κόρη εδώ μόλις εκράτησε την φωνήν της να μη εκραγή εις χαρμόσυνον ανακραύγασμα.

— Λοιπόν το νόστιμον είνε τούτο, επανέλαβεν ο πρώτος ναύτης, επιτηδευόμενος τον ταξειδεύσαντα εις Αγγλίαν και επιδεικνύων τα αγγλικά του, τα οποία δεν επροχώρουν πλέον των δύο αυτών λέξεων. Ο κάπταιν Νίκολς ενόμισε πώς ακόμη κατοικούμε ς' το Κάστρο. Πού να το μάθη ο πτωχός! Και έφερνε γύρω ς' το βράχο από το δειλινό. Αλλά μετά πολλά τον ωδήγησεν ένα τσομπανούδι. Βλέπετε, τα έμαθα όλα με ακρίβεια από το λιμεναρχείο, από τον ίδιο κάπταιν Νίκολς.

* * *

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κρότος άλλος εις την θύραν, και συγχρόνως φωνή: «Άνοιξε, Μαργαρώ. Ο αδελφός σου, ο καπεταν Νικολάκης».

Ήτο η φωνή της γραίας γειτονίσσης, ήτις μαθούσα την χαροποιάν είδησιν έσπευσε να δείξη όλην την αγαθήν της διάθεσιν, όχι μόνον αναγγέλλουσα την χαράν, αλλά και μετέχουσα ταύτης.

Και ανοιγείσης της θύρας, εισήλθε συγκεκινημένος ο καπεταν Νικολάκης, ανήρ έως 45 ετών, ισχυράς κράσεως, ψημένος εις τους ήλιους του Ισημερινού και της θαλάσσης την άλμην, ροδοκόκκινος ναύτης, κυρτός ολίγον περί τους ώμους, με λαιμόν κοντόν, ξυρισμένος τους μύστακας, κομμένην έχων την υπόλευκον κόμην, φέρων πίλον χαμηλόν, κασκέτον, και ιμάτια καινουργή αγγλικού στερεού υφάσματος. Από του γελεκίου του έλαμπεν ανηρτημένη βαρεία χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, σειομένη εκεί που εβάδιζε κλίνων ένθεν και ένθεν ολίγον, ανεπαισθήτως.

Η Μαργαρώ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων με παλλομένην ταρακτικώς την καρδίαν ενηγκαλίσθη τον ανέλπιστον τούτον αδελφόν της, ον με τόσην χαράν, ώστε να την συμμερίζεται ολόκληρον το χωρίον, τον έφεραν τα καλά Χριστούγεννα, μέσα εις τας αγκάλας της, προστάτην αγαθόν της ορφανίας της, δώρον του Χριστού ανεκτίμητον.

— Η μητέρα πού είνε; ηρώτησε πάραυτα με ξενίζουσαν στρυφνήν και βραχνήν προφοράν ο καπεταν Νικολάκης.

— Πήγε 'στο Κάστρο, απήντησεν η κόρη, προσπαθούσα τότε να περισυνάξη την εύμορφον κόμην της, ν' ανάψη το φως και το πυρ και να συγυρίση τον πενιχρόν οικόν της. Πήγε' στο Κάστρο, επανελάμβανε. Και προσέθετε μόνη της: «Σαν προφήτης! Δεν της είπα να μη πάη!»

* * *

Τη επαύριον, τη εσπέρα των Χριστουγέννων, ασυνήθης φωτισμός έλαμπεν επιδεικτικώς είς τινα πενιχράν οικίαν εν τη εσχατιά του χωρίου· τα μικρά παράθυρα τοσούτον δαψιλώς έφεγγον, ώστε πυκναί δέσμαι φωτεινών ακτίνων προσέπιπτον και εις τον έξω σκοτεινόν δρομίσκον, φωτίζουσαι τούτον εις ικανήν απόστασιν. Οι διαβάται εσταμάτων το βήμα εκεί, θεωρούντες επί στιγμήν της πενιχράς εκείνης οικίας το λαμπρόν φωτοβόλημα και μετά τινος μυστικού φθόνου ακούοντες την εν αυτώ χαράν, ήτις και του φωτός πλέον εκλάμπουσα ανεπήδα άφροντις και αθώα· και μη χωρούσα εν τω ταπεινώ εκείνω διαμονητηρίω, επέτα έξω εις την οδόν ως άσμα, ως γέλως, ως φλύαρος ελαφρός διάλογος. Είχε μεταβάλει όψιν πάραυτα η σιωπηλή εκείνη εσχατιά, ης ο σιωπηλότερος αντιπρόσωπος ην άλλοτε ο οικίσκος ούτος. Πόσον απροόπτως και πόσον αποτόμως μεταβάλλονται τα εν τω κοσμώ!

Ην ο φεγγοβολών εκείνος οικίσκος, της Θεια-Μυγδαλίτσας το οίκημα.

Εν τη εστία, επιμελώς δι' ασβέστου νεωστί κεχρισμένη, έλαμπεν η θερμαίνουσα ανθρακιά, αναδίδουσα προς τα επάνω ωραίον κυανοπόρφυρον φλόγισμα, μετά τερετισμών χαρμοσύνων ενερχόμενον προς την καπνοδόχον και ωθούν ενίοτε προς τ' άνω λαμπρούς σπινθήρας. Πλαγίως και προς τους δύο τοίχους ήσαν εστρωμένα καινουργή κυλίμια διά πολυχρώμων νημάτων εξυφασμένα μεθ' ικανής χάριτος διά ρομβοειδών κοσμημάτων διαφόρου χρωματισμού. Παρά τους τοίχους, απαστράπτοντας εκ της λευκότητος ήσαν εστηριγμένα προσκεφάλαια μακρά ορθογωνίων σχημάτων· και εκεί εν όλη τη απερίττω ανέσει του ανεπαύετο ο καπεταν-Νικολάκης, ακκουμβών την κεφαλήν του επάνω εις το γόνυ της Θεια-Μυγδαλίτσας, ήτις δεν εχόρταινε να θωπεύη το ζωηρόν πρόσωπόν του, το οποίον τόσους χρόνους δεν έπαυσε να ονειρεύεται και έξυπνος και κοιμωμένη, και κλαίουσα και εργαζομένη, δι' αυτήν μόνον την ευτυχή στιγμήν ζώσα εις τόσην τήκουσαν δυστυχίαν. Κ' εκείνος πάλιν τη διηγείτο εις ατελείωτον σειράν διηγήσεων τα μαρτύρια, τα οποία διήλθε τόσον μακράν της προσφιλούς του πατρίδος, έως ου κατορθώση να ίδη πράγμα τηλαυγές το όνειρόν του. Η εύμορφος Μαργαρώ έχουσα σουβλισμένα τεμάχια χοιρείου κρέατος κατεγίνετο να ψήση αυτά, συνεχώς περιστρέφουσα παρά τους καίοντας άνθρακας.

Και ενώ εφρόντιζεν επιμελώς να εκτελέση την επίπονον αυτήν εργασίαν και ήτο το πρόσωπόν της καταπόρφυρον ως κόκκινον μήλον, έρριπτε και έν βλέμμα κρυφόν και εις τον πολυαγάπητον αδελφόν της μετά τινος δυσεξηγήτου αισθήματος περιεργαζομένη τούτον, ότε η γραία θέλουσα να γελάση.— Να ο Σκαλικάτζαρος! εφώναξε. Η Μαργαρώ αίφνης τρομάξασα έρριψε το χοίρειον κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εξαφθείσα απετέλεσεν εκ του ριφθέντος ούτως εντός αυτής αλείμματος υπερβάλλουσαν φλόγα, κατακαλύψασαν όλην την εστίαν μετά της σούβλας και του κρέατος. Η Μαργαρώ έμεινε με κενάς τας χείρας.

— Πάει! το πήρε το κρέας ο Σκαλικάτζαρος! Τι απρόσεχτη που είσαι!

Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα.— Πάει το κρέας!

Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην. Αλλά τότε η γραία, γελώσα, εξήγαγε την σούβλαν από της φλογός με το κρέας ολόφαιον εκ της επ' αυτού προσκολληθείσης στάκτης· και μόλις τότε ο Νικολάκης ως εν ονείρω ήρχισε να αναμιμνήσκηται των ωραίων εκείνων της νήσου παραδόσεων του Δωδεκαημέρου, αι οποίαι τοσάκις εβαυκάλησαν άλλοτε τας αφρόντιδας ημέρας των παιδικών του χρόνων.

Ήρξατο λοιπόν πυκνάς ερωτήσεις περί των παραδόσεων εκείνων του παρελθόντος βίου του, τας οποίας η πολυχρόνιος ξενιτεία είχε σκεπάσει με χονδρόν πέπλον λήθης, ον η μήτηρ του τόσον ευκόλως ανέσυρεν, επιδείξασα εις τον υιόν της όλην την γλυκείαν νωπότητα των διηγήσεων εκείνων, αίτινες, όσον και αν ξενιτευθή κανείς, είνε αδύνατον να σβεσθώσι. Καλύπτονται μεν ως με τέφραν, αλλ' έρχεται ιδού ημέρα, ήτις μας κάμνει να γελώμεν μ' αυτάς· κι' ενίοτε να κλαίωμεν. Ω! να κλαίωμεν! Διότι φεύγουν, χάνονται από την Ελλάδα μας, την θερμήν κοιτίδα και γλυκείαν τροφόν των ωραιοτέρων παραμυθιών.

Κ' ενώ εγέλα ούτω τερπνώς η αναγεννηθείσα αύτη οικογένεια, ιδού εμβαίνει υποδεμένος ο ποιμενικός εκείνος παις κρατών εις την μίαν χείρα την λύραν του και εις την άλλην δοχείον πλήρες μοσχοβολούσης πηκτής πρωτογαλιάς.

— Είδες που φύλαξα το λόγο μου, θεια-Μυγδαλίτσα, είπεν ο παις αποθέτων επί τινος έδρας την ποιμενικήν του καπίτσαν. Ήλθα να σας τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.

Και ήρχισεν αμέσως ο παις γλυκύτατα, ίνα μείζονα ευχαρίστησιν εμποιήση, τραγουδών:

Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα!

Πρώτη γιορτή τον χρόνου! . . .

Ο καπεταν-Νικολάκης ήκουε μετ' αρρήτου ηδυπαθείας, ροφών ούτως ειπείν τους ηδείς εκείνους φθόγγους της ποιμενικής λύρας.

Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα:

Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο

'σαν τ' άσπρο περιστέρι,

'σαν το πουλάκι που κελαειδεί

χειμώνα-καλοκαίρι.

Τότε ο καπεταν-Νικολάκης δεν ηδυνήθη να κρατήση τα δάκρυα και έπεσεν εις τους κόλπους της γραίας μητρός του ολολύζων σχεδόν από τον βαρύν της ξενιτείας πόνον, και ως να ήθελε διά του κλαύματος τούτου να ζητήση συγχώρησιν από τον αποθαμένον πατέρα του, τον οποίον τόσον ίσως επίκρανεν, ούτως αποτόμως απελθών της πατρίδος του, χωρίς να φιλήση την χείρα του ούτε ζώσαν ούτε νεκράν.

— Τώρα δεν θα σε λέμε πλεια: η θεια-Μυγδαλίτσα το Καράβι, είπεν ο μικρός ποιμήν, ως εξ εμπνεύσεως μετατρέπων επί το αστείον την συγκινητικήν τελευταίαν αυτήν σκηνήν.

 

αρχή

 



 

-1891

Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ' ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ' έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον. Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην. Έλεγαν πώς ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν, Σκήτην του Άθωνος, γνωστήν διά την αρετήν των ερημιτών αυτής. Αλλ' ίσως και τα πάμπολλα τριαντάφυλλα του κηπαρίου της Εκκλησίας προσέφερον και αυτά εν αναλογία το άρωμά των το μεθυστικόν. Και ήσαν τόσα πολλά το έτος εκείνο! Ενθυμούμαι ότι ο μπαρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ' εμοίραζε καθ' εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου. Ο λαμπρός στολισμός των νυμφών του Πάσχα εκείνου παραμένει ακόμη ανεξίτηλος εις την μνήμην μου με τα ζωηρά χρώματά του, και την χρυσαυγάζουσαν στιλβηδόνα του, ως να εζωγραφίσθη έκτοτε εν τη φαντασία μου με όλην την λάμψιν καλλιτεχνικής εικόνος αγιογράφου. Έτυχε το έτος εκείνο να τελεσθώσι και πολλοί γάμοι, και το σημαντικώτερον, έτυχε το έτος εκείνο να εργασθή το ναυτικόν όσον σπανίως συμβαίνει και είχε συναχθή εις την μικράν νήσον αρκετόν χρήμα· και το αναθεματισμένον όπου υπάρχει παρακολουθείται με χαράν, και με λάμψιν. Ω, τι Πάσχα εκείνο!

Συνεφώνει μαζί μου και ο γέρων Οικονόμος και μου έλεγε μετά ταύτα κ' εκείνος:— Τι Πάσχα εκείνο, παιδί μου! Έχεις δίκαιον.

Κ' έλαμπαν από χαράν γεμάτοι οι οφθαλμοί του, ως λάμπει καθαρόν ποτήριον απέναντι του φωτός. Να ήτον τάχα η ηλικία! στοχάζομαι νυν. Να ήτο η μάγος, η άφροντις, η γόησσα ηλικία η παιδική, ήτις μου εζωγράφισεν αυτήν την άληστον, αυτήν την ανεξάλειπτον εικόνα του Μεγάλου εκείνου Πάσχα;

* * *

Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εύμορφα η αυγή προσπαθούσα να διασπάση της νυκτός την μαύρην καλύπτραν, ήτις απλούται ακόμη εις το μικρόν χωρίον μου και εις τον εύμορφον λιμένα του, του οποίου τα νερά ακίνητα ησυχάζουν εν τη σιωπηλή της νυκτός γαλήνη. Ούτε ο φλοίσβος ο μελωδικός ακούεται εις την άμμον κάτω. Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα δα του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ' ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων. Ο Αναστάσιμος ύμνος εντός του Ναού αναμέλπεται τόσον περιπαθώς και τόσον γοητευτικώς, ώστε και αυτοί οι παρατεταγμένοι έξω εις την πλατείαν ναύται ίνα πυροβολώσιν, λησμονούν το χαρμόσυνον έθιμον, παρασυρόμενοι από τον ηδύν της ψαλμωδίας αντίλαλον. Μέσα εις τους χορούς είχαν καταλάβει τα στασίδια των όλοι οι προύχοντες ένθεν και ένθεν φορούντες τα καλά των, κρατούντες τας λαμπάδας των, σεμνή εν τη όλη απλότητι αυτής παράταξις. Όπισθεν δε δεξιά και αριστερά οι νησιώται όλοι ναυτικοί και γεωργοί ανάμικτοι. Και προς τούτοις τα παιδία καθένα με το κόκκινον αυγόν εις χείρας, γεμάτα χαράν. Μετ' ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την Ανάστασιν. Και ηκούοντο ζωηρώς και χαρμοσύνως διασταυρούμενα ως τρελλά πτηνά του λειμώνος κυνηγούμενα απ' εδώ και απ' εκεί.

— Χριστός Ανέστη!

Και αι απαντήσεις επανελάμβανον την γλυκείαν προσφώνησιν αντιφωνούσαι:— Αληθώς Ανέστη! συνοδευόμεναι υπό γενναίων πυροβολισμών των ναυτικών ισχυρών όπλων, ων ο αντίλαλος βαρύς και βροντερός εφέρετο διά του ηρεμούντος αιγιαλού προς τα κατασκότεινα βουνά της μακρονήσου Ευβοίας. Κατόπιν όλον εκείνο το Αναστάσιμον φως, όλη εκείνη η χαρά διεσπάρη μέσα εις τους οικίσκους της μικράς πολίχνης, έκαστος των οποίων μετεβλήθη εις ναόν εορτάζοντα με το αχόρταστον Πασχάλιον άσμα, ψαλλόμενον υπό το περίτεχνον τσούγκρισμα των αυγών, τα ανέκφραστον χάρμα των παιδιών, άτινα ηγρύπνησαν πρώτην φοράν διά την ηδίστην αυτήν απόλαυσιν, την στιλπνήν χαράν, ως το στιλπνόν κέλυφος του Πασχαλινού αυγού.

* * *

Και μόνον ενός οικίσκου την σκοτίαν δεν εφώτισε του Πάσχα η λαμπάς. Ούτε ηκούσθη εν αυτώ το ηδύμολπον Χριστός Ανέστη, αν και διαβάται τινές διερχόμενοι και βλέποντες την μαύρην εκεί σκοτίαν εσταματούσαν ακροώμενοι ήχον τινα αμυδρόν ως άσματός τινος αμόρφου, ως ήχου τινός εκκλησιαστικού δυσδιακρίτου, και παρήρχοντο διερωτώντες αλλήλους:

— Πώς νάνε τάχα ο μπαρμπα-Κώστας! Πώς τον λυπηθήκαμε τον καϋμένο τον Ολλαντέζο. Τι καλός εκκλησιάρχης! Έβαλε τα παιδιά σε τάξι.

— Χτυπιά που την έφαγε, παρετήρησεν έτερος, σα δεν σκοτώθηκε!

Μέσα εις τον οικίσκον εκείνον, μίαν καλυβίτσαν μάλλον προς τα Πηγάδια, χωρίς φως, χωρίς ζωήν καμμίαν, ήτο εξηπλωμένος επί ψιαθίου απλού ο μπαρμπα-Κώστας, φέρων δεμένας βαρέως τας σιαγόνας του κ' αισθανόμενος ισχυρόν πόνον ως να έπαθον οι οδόντες του. Τίποτε άλλο δεν είχε. Και επιχείρησε πολλάκις να εξέλθη την νύκτα και μεταβή εις την Ανάστασιν. Πλην πάλιν εμετανοούσε. Πώς να εξέλθη με δεμένας ούτω τας σιαγόνας. Και επεχείρει πολλάκις εν τη θλιβερά εκείνη μονώσει του να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», πλην δεν ηδύνατο να προφέρη καθαρώς τας συλλαβάς. Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπαρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα. Ο γέρων Οικονόμος μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, πριν μεταβή εις τον οίκον του, ενεθυμήθη τον μπάρμπα- Κώσταν, και ήλθε φέρων προς αυτόν του Πάσχα το φως. «Δεύτε λάβετε φως» κραυγάζει με χαράν ο γέρων ιερεύς άμα εισελθών. Ο ασθενής δεν ήξευρε πώς να εκφράση την χαράν του, και πώς να ευχαριστήση την συγκατάβασιν ταύτην του αγίου Οικονόμου. Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς.— Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα- Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν,

— Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπαρμπα-Κώστας.

— Πώς είσαι!

— Καά. Δόκθα θοι ο Θεός!

— Πονείς!

— Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!

Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον:

— Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ' έχουμε πλέον χωρίς δόντια.

— Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός!

— Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.

— Θα δέου πάδι το «τιθ εθτίν ούτοθ ο βαθιδεύθ τηθ δόκθηθ»;

Και ανεστέναξε βαθέως.

Ο γέρων Οικονόμος εκλαβών τούτο ως παράπονον του παθήματός του δεν ωμίλησεν.

Ήναψε το κανδήλιόν του, προανήγγειλεν εις αυτόν ότι θα του στείλη ζωμόν, κ' εστράφη ν' απέλθη.

— Παπά! Παπά! εφώνησεν ο μπάρμπα Κώστας.

— Θέλεις τίποτε; εβόησεν ισχυρώς ο ιερεύς, ως πράττομεν όταν απευθυνώμεθα προς ασθενούντα ως προς κωφόν.

— Παπά, την δαμπάδα μου!

Και έτεινεν ο ασθενής μικράν λαμπάδα του Πάσχα, ην είχε φυλαγμένην παρά το προσκεφάλαιόν του, παρακαλών τον ιερέα ν' ανάψη αυτήν, όστις και το έπραξε μετ' ευχαριστήσεως.

Κ' έλαμψε τότε ο οικίσκος περισσότερον από τα διπλά φώτα. Ο μπάρμπα- Κώστας μάλιστα τότε φαιδρυνθείς σφόδρα ανεπήδησεν αίφνης ζωηρός- ζωηρός, και ως ήτο με δεμένας διά του γεράνιου μανδηλίου τας σιαγόνας ήρχισε να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», βροντών ηρέμα αυτάς άνευ πλέον οδόντων, και αντί συλλαβών μελωδικών εκβάλλων ασθενείς τινας ήχους ως ελαφρούς μυκηθμούς βωβού ανθρώπου, διακρινομένων εν τούτοις καί τινων λέξεων εδώ κ' εκεί, εκείνων αίτινες προφέρονται οπωσδήποτε και υπό των νωδών ανθρώπων.

— Δεν πταίειθ εθύ, άδιε Οικονόμε, είπε τέλος ο μπαρμπα-Κώστας με την ελαττωματικήν πλέον προφοράν του, δεν πταίειθ εθύ.

— Πταίω δεν πταίω, τώρα το κακόν έγεινεν, απήντησε τεθλιμμένος ο ιερεύς. Πλην μη λυπήσαι, τέκνον μου. Ως σε είπα, θα έχης πάντοτε την θέσιν σου εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.

* * *

Ο μπαρμπα-Κώστας έως 68 ετών γέρων, άγαμος κ' εν τω παρελθόντι κ' εν τω μέλλοντι πλέον, είχε προσληφθή από 15 ετών ως υπηρέτης εν τω ναΐσκω της κωμοπόλεως, ως εκκλησιάρχης κατά την συνήθειαν των πόλεων, ως κανδηλάπτης κατά την γλώσσαν του λαού. Ήξευρε και ολίγα γραμματάκια. Ήτο μέτριος το ανάστημα. Κατ' αρχάς είχεν επιδοθή εις τα ναυτικόν στάδιον, ακολουθών το γενικόν ρεύμα των κατοίκων της θαλασσινής πολίχνης. Διά δε της φιλοπονίας του κατώρθωσε ν' αποκτήση και μικράν λέμβον, αγοράσας αυτήν αντί ευτελούς ποσού, ημισύντριμμα από τινος ναυαγήσαντος ολλανδικού ιστιοφόρου μιας φοβεράς Ούρκας εις την διάσωσιν των ναυαγίων της οποίας ειργάσθη, ανακαλύψας εκεί εις το Ξάνεμο, εις τας οπάς και ραγάδας της τρικυμιώδους ακτής, και ένα κασκέτο ολλανδικόν και μίαν πίπαν· αντί δε των ολίγων μισθών του έλαβε την χαλασμένην εκείνην λέμβον, την σκαμπαβίαν, ως την ωνόμαζεν. Επειδή δε ήτο κατεσκευασμένος κατά την παροιμίαν πολυτεχνίτης και ρημοσπίτης, μόνος του— ήξευρε και ολίγην μαραγκωσύνην— επιδιώρθωσε την λέμβον, χαρίσας την πίπαν εις τον δασοφύλακα, όστις τον άφησε να κόψη κρυφά εκ του δάσους δύο πεύκα, και εκράτησεν αυτός μόνον το κασκέτο, το οποίον εφόρει πάντοτε, επωνομασθείς διά τούτο «Ολλαντέζος». Πλην δεν ήτο διόλου τυχηρός ως κυβερνήτης. Περισσότερον τυχηρός ήτο όταν δεν είχε τίποτε. Πρέπει να εναυάγησε πεντάκις με την σκαμπαβίαν του εκείνην, πότε εις τας ακτάς της νήσου μεταφέρων τον ιούνιον θημονίας σίτου από ενός όρμου εις έτερον, πότε εις τας ακτάς της Ευβοίας τον αύγουστον, ότε συνήθιζε να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους Μελισσάδες της νήσου.

— Όλο μέσ' 'ς το καλοκαίρι πέφτεις όξω, καϋμένε Ολλαντέζο. Τω παρετήρουν οι κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε.

— Έλα ντε! απήντα ο θαλασσοπνιγμένος ναύτης, όστις μετά το ναυάγιον ανήρχετο τον ανήφορον της αγοράς, υψηλά κρατών την κεφαλήν, ως να υπερηφανεύετο διότι κατώρθωνε να ναυαγή και να διασώζεται.

Τέλος νύκτα τινα του χειμώνος μεταφέρων ξύλα από της Κεχρεάς, και συναντήσας τρικυμίαν κατά την επιστροφήν του, μόλις έσωσε την ζωήν του και το κασκέτο του το ολλανδικόν, ριφθείς έξω εις τους βράχους του Μικρού Ασέλινου, αποτόμου και αλιμένου ακτής, όπου η σκαμπαβία διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Και τα μεν καρφία εβυθίσθησαν εις τον βαθύν πυθμένα, αι δε σανίδες διεσπάρησαν εις το πέλαγος μεταβληθείσαι εις γιαλόξυλα.

Και τότε πλέον ανέβη τον ανήφορον της αγοράς χωρίς να έχη υψηλά την κεφαλήν του ο αφελής ναυαγός. Είχε σύρει το κασκέτο του μέχρι των ώτων και ανέβαινε χωρίς να βλέπη σχεδόν, προσκρούων εις τα λιθάρια και τα καλδερίμια. Του ήλθεν ως εντροπή· και έκτοτε δεν επάτησεν εις την θάλασσαν, αλλ' αφιερώθη εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας αποκτήσας την αγάπην των εφημερίων, των επιτρόπων και των ενοριτών. Ιδίως όμως τον ηγάπησαν τα μικρά παιδία, διότι τόσον καλά και με τόσην τάξιν εμοίραζε προς αυτά τα κόλλυβα ο «Ολλαντέζος», ώστε έπαιρναν όλα με ησυχίαν. Και διά τούτο και τον εσέβοντο, τηρούντα σιωπήν απόλυτον εν τω ναώ. Και τον έβλεπες εκεί τον μπαρμπα-Κώσταν με το ολλανδικόν κασκέτο του εν μέσω των παιδιών ως απόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα εν τάξει τα πάντα. Και μήπως δεν ήτο απόμαχος πλοίαρχος; Και μήπως δεν έπιε την θάλασσαν με την κουτάλαν, ως λέγουν; Τι τάχα να ταξειδεύη τις εις τους φοβερούς ωκεανούς ή εις τα κοιμώμενα παράλια του Μαλιακού; Τι τάχα να ναυαγήση τις εις τον Εύξεινον Πόντον ή εις την ειρηνικήν ακτήν του Παγασητικού; Το ναυάγιον είναι πάντοτε ναυάγιον· και ο άνθρωπος πνίγεται ομοίως είτε εις το πέλαγος είτε εις τον λιμένα. Και εις μία φούχτα νερό ακόμη.

Ο μπαρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.

Είνε συνήθεια αρχαιοτάτη εις την νήσον, αφού ο Επιτάφιος εν λιτανεία περιέλθη εν ωραίω πανοράματι την ενορίαν όλην, κατά την επιστροφήν να κλείωνται αι πύλαι του ναού και να μη επιτρέπηται η εις αυτόν είσοδος του Επιταφίου. Παρίσταται κατά τρόπον παράδοξον η σκηνή της εις Άδου καταβάσεως του Σωτήρος, ως φέρεται τούτο εν τη εκκλησιαστική παραδόσει. Τότε ο πρώτος των εφημερίων, προσεγγίζων εις τας πύλας κελεύει επιτακτικώς κρούων αυτάς και κράζων: «— Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!»

Ο δε έσωθεν των κεκλεισμένων πυλών παρά τα κλείθρα υποκρινόμενος τον Άδην ερωτά αυθαδώς: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»

Η επιτακτική κέλευσις ως και η αυθάδης ερώτησις επαναλαμβάνονται εκ τρίτου. Και τότε την τρίτην φοράν ο ιερεύς ωθών ισχυρώς διά του ποδός και των χειρών τας πύλας, αναφωνεί εν κυριαρχική δυνάμει:— Κύριος των Δυνάμεων, αυτός εστιν ο βασιλεύς της Δόξης! Και ανοίγει βασιλικώς και αυταρχικώς τας πύλας; και ούτως εισέρχεται εις τον ναόν ο Επιτάφιος.

Εις ταύτην λοιπόν την παράστασιν κατέστη ειδικώτατος ο μπάρμπα- Κώστας. Υπεκρίνετο τόσον επιτυχώς το πρόσωπον του αντάρτου Άδου, του μη θέλοντος ν' αναγνωρίση Δεσπότην και Κύριον ανώτερόν του, ώστε τρόμος κατελάμβανε το πλήθος ότε ήκουε τας τρομεράς εκείνας ερωτήσεις του:— Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της Δόξης;

Ετόνιζε τας λέξεις κατ' ίδιόν τινα τρόπον πολύ τρομακτικόν. Εκίνει την κεφαλήν του έξωθεν, ηγρίευε τους οφθαλμούς του, αι τρίχες της κόμης του ανεσουσουρόνοντο, καθώς τον περιέγραφον όσοι έμενον ένδον να τον θαυμάσουν κατά την θαυμασίαν του υπόκρισιν, όλον το σώμα του έτρεμε· κ' εν γένει επαθαίνετο ως να ήτο αυτός ο Άδης αληθώς με την σατανικήν επί του κόσμου δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον το τέλος του.

* * *

Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπαρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν:— Εγώ είμαι! Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα.

Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύταται και τρυφεραί ως κλαυθμοί, ως θρήνοι:— Δος μοι τούτον τον ξένον! . . . Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα, «Τον ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον συγκινεί και τα άψυχα:— Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .

Ο Ιωσήφ παρακαλεί τον Πιλάτον ίνα επιτρέψη αυτώ να θάψη «τον ξένον Ιησούν και ωνειδισμένον . . .» Ψάλλουσιν οι μελίφθογγοι ψάλται, ακολουθούντες την λιτανείαν του Επιταφίου και υπηχεί ο λαός ως δι' ενός στόματος.

— Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .

Ω πατρίς μου μικρά, πόσον μεγάλη είσαι εν τη θρησκεία σου! Η μελωδία γλυκυτάτη ολονέν προσεγγίζει. Όπισθεν οικιών νεφέλαι φωτειναί από των καιομένων λαμπάδων αναβαίνουσι προς το στερέωμα. Η ευωδία των θυμιαμάτων, τα οποία καίονται κατά την δίοδον του Επιταφίου από τας οικίας όλας, φθάνει από μακράν ως άρωμα αυτής της νυκτός ανέκφραστον.

— Δος μοι τούτον τον ξένον!.. . . Πρέπει να ιδήτε την λιτανείαν του Επιταφίου κατά την αυγήν, ότε δεν είνε ούτε ημέρα ούτε νυξ ή μάλλον με ολίγην ημέραν και πολλήν νύκτα, με ολίγον φως και με πολλά άστρα, καμμιά φορά με σελήνην λειψίφωτον, ότε το θέαμα γίνεται υπερκατανυκτικόν, με ολίγας αηδόνας και πολλά πρωινά πουλιών χαιρετίσματα, με ολίγον ευωδιάζοντα άρωμα πρωινόν αέρα και με πολύ θυμίαμα· και κάτω το κύμα μελανόφαιον, εφ' ου ν' αντανακλώνται των ιερών λαμπάδων αι χρυσαί λάμψεις.

Ιδού! Η ιερά λιτανεία προσεγγίζει ήδη εις τον ναόν. Προηγούνται τα εξαπτέρυγα και ο μέλας ξύλινος άγιος Σταυρός. Είτα ο κλήρος με χρυσά βυζαντινά άμφια, θαύμα υφαντικής και ποικιλτικής εξαίσιον, ουχί άκομψα ρωσσικά μονοκόμματα και μονοκόκκαλα ως φορέματα χιονισμένων βουνών. Και είτα το ιερόν Κουβούκλιον. Τι εύμορφον λεπτούργημα! Ως να είνε εζωγραφισμένον. Τετράγωνον ορθογώνιον, επί τεσσάρων ποδών ερειδόμενον, εφ' ου εναποτίθεται ο Επιτάφιος θρήνος, ραντισμένος διά φύλλων ρόδου, βιολέτας και δενδρολιβάνου. Και άνωθεν αυτού διά τεσσάρων κιονίσκων επιβαστάζεται ο θολίσκος αυτού, θαύμα ξυλογλυπτικής ως θόλος ναΐσκου, καλλίμορφος, φέρων επί της κορυφής επίχρυσον ξύλινον στέμμα, απολήγον εις σταυρόν, ενώ έσωθεν άνω του Επιταφίου θρήνου κρέμαται ωσάν πολυέλαιος έτερον τεχνητόν στέμμα εκ χρυσοχάρτου και τεχνητών ανθέων, στίλβον ακτινωτώς μετά μαρμαρυγών εν τω φωτί των λαμπάδων. Σειρά λαμπαδίσκων επιστέφει τον θόλον του Κουβουκλίου, ενώ τέσσαρες φανίσκοι κομψοί εις τας τέσσαρας άκρας φέγγουσι με υέλους χρωματιστάς. Είνε εκ καρυοξύλου γεγλυμμένον ούτως ειπείν το ιερόν Κουβούκλιον, αλλ' εκ των ανθέων δεν φαίνεται σχεδόν το βαθύ ερυθρόχρουν ως ερυθρόδανον υάλισμα του ωραίου ξύλου.

Βαστάζεται υπό τεσσάρων ναυτών μετά σεβασμού και κατανύξεως και περιστοιχίζεται παρ' άλλων ναυτών, ετοίμων εκεί πλησίον ν' αρπάσωσιν είτα τας λαμπάδας του, φυλακτήριά εν ταις τρικυμίαις. Κ' ενώ βαδίζουν οι βαστάζοντες, σείεται ελαφρώς το Κουβούκλιον, σείεται και το κρεμάμενον έσωθεν χρυσούν εξ αντρέδων και ψευδανθέμων ποικιλόχρωμων στέμμα και τα λοιπά χρυσά και άνθινα στολίσματα, και αποτελείται ούτω μία ευάρεστος αλληλουχία λικνιζομένων χρυσών λάμψεων, καθηδύνουσα την όρασιν και πραΰνουσα ως δρόσος εν καύσονι την καρδίαν, εν ω η ελαφρόπνους πρωινή αύρα κινούσα μαλακώς το φως των λαμπάδων μετασχηματίζει αυτό επιτηδείως εις ένα μονοκόμματον φωτεινόν στέφανον γύρω-γύρω του Κουβουκλίου, καταυγάζοντα ηδέως τα όμματα. Όπισθεν ακολουθεί εν μακρά γραμμή το πλήθος λαμπαδηφόρον αποτελούν, εν ευλαβεία και κατανύξει, ένα φωτεινόν ωραίον ρεύμα μ' ελαφρώς παίζοντα τα κύματά του.

Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά- κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!

* * *

Ήδη ο μπαρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γείνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.

Ο γέρων Οικονόμος τότε αργά-αργά πλην μετά δυνάμεως ικανής,— τους είχε ζωηρεύσει όλους τόσα χρόνια ο ζωηρός τρόπος του μπαρμπα-Κώστα— κελεύει:

— Άρατε πύλας οι Άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!

Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή:

— Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;

Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά:— Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.

Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ' αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου. Και ο ιερεύς την τρίτην φοράν εμπνευσθείς και αυτός εκ της εμπνεύσεως του αγαθού κανδηλάπτου εκραύγασεν επιτακτικώτερον το «Άρατε», ως να ήθελε να κατανικήση και την τελευταίαν αντίστασιν του ζωηρού Αδάρχου· και συγχρόνως ώθησε μετά δυνάμεως ασυνήθους τας πύλας διά χειρών και ποδών, επιδοκιμάζοντος του πλήθους. Και πάραυτα ανεώχθησαν πέρα-πέρα μετά πατάγου φοβερού αι πύλαι και κρότου μη ακουσθέντος άλλοτε. Κ' έλαμψαν ιδού οι αναμμένοι του ναού πολυέλαιοι. Ο δε ιερεύς ψάλλων το «ο Μονογενής Υιός . .» ητοιμάζετο να εισέλθη, ότε εξαίφνης και συγχρόνως κραυγαί ηκούσθησαν, κραυγαί ως από δυστυχήματος ανελπίστου.

Ο μπαρμπα-Κώστας αφιερωθείς εν τη προσφιλεί του απομιμήσει ελησμόνησε μετά την τρίτην ερώτησιν να παραμερίση εις τα πλάγια και τα φύλλα της βαρείας πύλης βιαίως ανοιγέντα τον εκτύπησαν εις τας σιαγόνας, διότι υπεκρίνετο εγγύς της οπής της κλειδός, και τον έρριψαν κάτω εις τας πλάκας βροντήσαντα ως κορμόν δρυός καταπεσούσης υπό καταιγίδος. Ευτυχώς το πάθημα δεν ήτο σοβαρώτερον. Ο μπαρμπα-Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος. Η ιερά τελετή εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των λαμπάδων εγένετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία. Πλην τους νησιώτας κατελύπησε το απρόοπτον πάθημα του μπαρμπα-Κώστα, όστις αφού έτυχεν εκεί των πρώτων περιποιήσεων και κατόπιν εν τω οικίσκω του, υπομείνας αφορήτους τωόντι πόνους, και τυχών συντονωτάτης ιατρικής περιθάλψεως, εκ μέρους των επιτρόπων, όμως έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πόνων ακόμη, ως είδομεν, και άνευ οδόντων πλέον. Εν τη καταπτώσει έχασε και τας δύο σειράς των οδόντων του. Και ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Άδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.

— Κ' εδώ εναυάηθα! έλεγε νωδώς μετά ταύτα παραπονούμενος διά την τύχην του ο αγαθός μπαρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος, απλούς κανδηλάπτης πλέον του ναού, φέρων καταφανή τα διπλά σημεία των διπλών ναυαγίων, το ολλανδικόν του κασκέτο και τας άνευ οδόντων σιαγόνας· αλλ' αντί της καλύβης του πλέον εκατοικούσεν εις ένα πολύ εύμορφον κελλίον οπού του έκτισαν οι Επίτροποι εντός του κηπαρίου του ναού, και όπου διήλθε τα γηρατειά του αγαπώμενος από όλους.

 

αρχή

 



 

1900

Η γόνιμος, η χλοερά, η καλλίβοτρυς άμπελος, την οποίαν εζήλευον όλοι οι διαβάται, ήδη ακλάδευτος, άσκαφος, χορταριασμένη, ήπλωνε τα κλήματά της, έρποντα επί της χέρσου, ως πλατυφύλλους κισσούς, με σταφυλάς πολλάς μεν πλην ανόστους και υδαρείς, έρμαιον των πτηνών και των μυών, υπό τας πυκνάς των αγριολαχάνων λόχμας, υφ' ας ως όφεις ετανύοντο αι μακραί και λεπταί κληματίδες.

Η εύμορφος ως παράδεισος, η περίφρακτος ως ποίμνη, η συμμαζευμένη και συγυρισμένη ως αίθουσα, μικρά άμπελος, της οποίας τα κλήματα όλα καρποφορούντα, όλα από φαγώσιμα εκλεκτά σταφύλια, της οποίας τα φυτά ήσαν περιζήτητα εις όλην την πέριξ χώραν, αφέθη πλέον κλάρα. Άσκαφος, ακλάδευτος, ακαλλιέργητος.

Υψηλά, επί προβλήτας, προς την θάλασσαν εκτεινομένη, ως εγκαλλώπιστος κόρη, η θαυμασία άμπελος, εδείκνυε τους καρπούς της, τους εκλεκτούς, προς τον ήλιον, όστις φωσφορίζων, διά μέσου της βαθυπρασίνου χλόης των κληματοφύλλων, επέθετεν ακτινοβόλα φιλήματα επ' αυτών, ως καλλιμόρφων αγγείων, κρεμαμένων εν παρατάξει, δροσοβολούντων κ' ευφραινόντων την όρασιν, με τους ζωηρούς των χρωματισμούς.

Πού εκείνα τα ραζακιά πλέον, τα ως από ηλέκτρου όντως, τα αργυρόχρυσα, τα οποία, μετ' ιδίας όλως στοργής, εθεράπευεν η καλή νοικοκυρά, από του άνθους των ακόμη, προφυλάττουσα από τους ποικίλους της ατμοσφαίρας κινδύνους, ίνα κατασκευάση δι' αυτών τας ξανθές και γλυκείας, τας ιεράς ασταφίδας της, δι' ων να στολίζη το προγονικόν κόλλυβον, το οποίον κατά σάββατον έστελλεν εις τον ενοριακόν της ναΐσκον.

Πού τα αετονύχια εκείνα, τα ευώδη ως από μύρων, τα νύσσοντα τόσον ηδονικώς τον φάρυγγα διά του λεπτού αρώματός των. Και πού τα νόστιμα εκείνα σφικτάρια, τα έχοντα πολυγωνικάς, εκ της πυκνότητος, τας ρώγας. Αχ! και πού πλέον τα ιόχροα εκείνα φιλέρια, αφ' ων βεβαίως κατεσκευάζετο πάλαι το νέκταρ του Ιμέρου και Πόθου. Και πού ακόμη εκείνα τα πολιτικά, τα χρωματισμένα ελαφρώς με όλας του ερυθρού τας αποχρώσεις, τα σπινθηροβολούντα, τα μόνον διά της όψεως μεθύσκοντα.

Και πού πάλιν η ασπρούδαις, η μικραίς, η κάτασπραις ασπρούδαις, τας οποίας όλον τον χειμώνα συνετήρει η Θωμαή, αποκρεμώσα αυτάς, ανά ζεύγη, από της μεγάλης του προδόμου του οίκου της δοκού, μαζί με της ολόμαυραις μαυροκορούναις, από τας οποίας εκθλίβεται το άγιον νάμα της θείας Μυσταγωγίας.

Όλα εξηφανίσθησαν πλέον και μετ' αυτών η Θωμαή, η καλή, η φιλάμπελος εκείνη και φιλόκαλος δέσποινα. Πόσαις φοραίς δεν επλήρωσεν από των εκλεκτών αυτών καρπών το λεπτόπλεκτον καλαθάκι της, το κομψόν, το κυμαίον, πρώτη- πρώτη αυτή, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, προσφέρουσα τα πρωτόλεια εις την εκκλησίαν, να τα ευλογήση ο ιερεύς, κατά το έθος, τον νεοδρεπή της αμπέλου καρπόν, και διανείμη αυτόν εις τους πιστούς, με το αντίδωρον...

— Και του χρόνου! επηύχετο ο ιερεύς προς την ευλαβή νοικοκυράν.

— Και του χρόνου! επανελάμβανον επευχόμενοι και οι πιστοί.

Και ελησμόνει τότε η φιλόπονος νοικοκυρά όλους τους βαρείς μόχθους, ους υφίστατο, κατά το μακρόν της καλλιεργείας στάδιον, πετώσα ταποκλάδια, καίουσα σωρούς-σωρούς την αγριάδα την καταστρεπτικήν, θειαφίζουσα, αργολογούσα, κινδυνεύουσα από το καύμα, κινδυνεύουσα από τας εχίδνας, τας κρυπτομένας υπό τα κλήματα, να μη χολεριάση ουδεμία παραφυλλίς, ουδεμία καν ρώγα.

Αλλ' αι ευχαί της εκκλησίας, ενίοτε, είτε εξ αμαρτιών μας, είτε και προς δοκιμασίαν, δεν εισακούονται. Και ήλθε χρόνος, ότε δεν εφάνη πλέον εν τω ναώ, υπό την εικόνα του Χριστού, τα μικρόν λεπτόπλεκτον καλαθάκι της Θωμαής, το κυμαίον, την ημέραν της Μεταμορφώσεως . . .

Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα:

— Θωμαή μου! Θωμαή μου!

Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας υδαρείς της κλάρας σταφυλάς.

Επάνω-επάνω δε η γηραιά ελαία, η κατάκαρπος πάντοτε, ης το έργον ουδέποτε εψεύδετο, υψηλά, εις το άκρον της προβλήτος, ως σκοπιά, ορφανή, μάτην ανεζήτει την απούσαν δέσποιναν, ήτις εκεί συνήθιζε πάντοτε, υπό δροσεράν σκιάν να γευματίζη, αναπαυομένη από το θειάφισμα την ώραν την καυστικήν του μεσημεριού, και θεωρούσα το πέλαγος, πέραν και μακράν απλούμενον, με κύματα λευκά και με πλοία λευκά και αυτά ως τα κύματα.

Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος. Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς:

— Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της;

Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και ηκροάτο. Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος, ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη πενθούση διάνοιά της:

— Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν! Ποιος τα ξεύρει αυτά; Μόνος ο Θεός τα ξεύρει, μόνος ο Θεός!

Φρικίασις τότε θανάτου διέτρεχε τα γηραιά μέλη της φανταζομένης γραίας. Φρικίασις ομοία διέσειεν ακόμη και τα ημίξηρα της ακαλλιεργήτου αμπέλου φύλλα, τα οποία συγκρουόμενα, το έν μετά του άλλου, εβόυζον ξηρώς γύρω- γύρω, πλαταγίζοντα εν συσσυρμώ, ως να εσύρετο ερπετόν υπ' αυτά, βραδυπορούν:

— Μόνος ο Θεός το ξεύρει, μόνος ο Θεός!

* * *

Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση πράγμα, λέει, με του καπεταν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει, γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες, λέει.

Αυτά έλεγον και επανελάμβανον οι γείτονες, οίτινες είνε παντού και πάντοτε οι αυτοί. Αυτά οι γείτονες τα ήκουσαν από την γρηά-Κυρατσού, η οποία πάλιν τα ήκουσεν από τον γαμβρόν της τον Λαλεμήτρον, όστις μετήρχετο τον αλευροπώλην εν τω χωρίω, υπό τον μικρόν αυλογύριστον οικίσκον, την πολύτιμον της Θωμαής προίκα, διατηρών αλεύρου μαγαζείον.

Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του καπεταν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.

Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη καλώς τους ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους τοίχους και να σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν από την χαράν της η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα, να έχη βοήθειαν. Διά τούτο η γερόντισσα εθεράπευε, προς παρηγορίαν της, πάντοτε ένα μικρόν γειτονόπουλον, με κεφαλήν, ως ένα μικρό καρπουζάκι και μάγουλα κατακόκκινα ως το μήλον, το οποίον ηρέσκετο να βλέπη συχνά και να το φιλεύη και να το θωπεύη, ιδίως όταν είχεν ανάγκην η γραία να της κουβαλή το μικρόν παιδίον θάλασσαν, να ξύη τα οψάρια.

— Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής, καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού κεφαλήν, ως να το έλουε. Το δε παιδίον εκόμιζε τότε το βαρύ άντλημα πλήρες θαλασσίου ύδατος, μετά κόπου, ασθμαίνον και κλίνον προς τα δεξιά το κεφαλάκι του, σαν ένα καρπουζάκι μικρό και στρογγυλό, έτοιμο να πέση, και φουσκώνον τα κατακόκκινα μάγουλά του, σαν δύο φούσκαις κόκκιναις, από το βάρος του μεγάλου κουβά.

Και όμως, όλην αυτήν την χαράν της γραίας ηλάττωνε μία θλίψεως γραμμή, βαθεία χαραττομένη εις το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, την οποίαν μετά προσοχής απέκρυπτεν εκείνη, υπό την μανδήλαν της την πολίτικην τυλιγμένη.

Αλλ' η γραία την διέκρινε, με τους εταστικούς εκ της πονηρίας της οφθαλμούς, και ήλεγχε και επέπληττε την κόρην της, η οποία ήτο πάντοτε δήθεν μελαγχολική, η ακαμάτα, που δεν έκαμνε παιδιά, η γρουσούζα, που θα τους φάγη με την σκουντούφλα της.

Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπεταν Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά- Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.

Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Το κόττερον του καπεταν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπεταν Ηλίαν τον κυβερνήτην του.

— Καλώς ώρσες, καπεταν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπεταν Ηλία! Ήλθεν ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την παραλίαν.

— Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ;

— Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ!

Απήντησε βραδέως ο καπεταν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.

— Τι λες, καπεταν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος.

— Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπεταν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον.

— Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα;

— Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και αυτός, είπε:

— Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα.

* * *

Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου, μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν. Δεν ήρκει δε η θλίψις, ήτις κατεβασάνιζεν, ήτις εσπάρασσεν ως το δηλητήριον τα σπλάγχνα της Θωμαής, είχε και τας ερωτήσεις των γειτόνων και των πελατών, οίτινες εζητούσαν δήθεν άλευρον, ενώ ήθελον αληθώς να βεβαιωθώσι περί της παρατεινομένης απουσίας του συζύγου της. Παρήλθον εβδομάδες, παρήλθον μήνες και ούτε ήκουσαν πλέον περί του Λαλεμήτρου αι δύο γυναίκες, ούτε γράμμα έλαβον. Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον άγαλμα της απογνώσεως.

— Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι γείτονες και οι παλαιοί πελάται.

— Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία. Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάει 'ς την Σύρα, να ψωνίση.

Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού:

— Πες αλεύρι;

Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον.

Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η ταλαίπωρος. Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη. Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον επείραζεν ενίοτε λέγουσα:

— Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!

Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων σάκκους και αριθμούς:

— Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν σκεπτικός.

Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον, μικρός ακόμα, που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος διδάσκαλος, καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε το εννοούσεν ως αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των πραγμάτων ότι ήτο αληθές.

Να παύση τα βερεσέδια· το έλεγε και αυτός, το συνεβούλευε και η Θωμαή. Αλλ' η απόφασις αύτη συνεπήγετο το κλείσιμον του μαγαζείου.

Το είχον κακοσυνηθίση το χωρίον εις τα βερεσέδια οι διάφοροι τοκογλύφοι. Όλοι οι χωρικοί εζήτουν βερεσέ τον σάκκον του αλεύρου, και εις την λαδιά θα επλήρωναν. Δεν αποφαίνεται έτσι το χρέος· και ημπορεί κανείς να τρώγη με όρεξιν, όταν τρώγη βερεσέ. Ήρεσε τούτο εις τους αλευροπώλας. Πρώτος το εφήρμοσεν ο καπεταν-Κονόμος και επλούτησε. Πωλήσας την σκούναν του— δεν ήθελεν αυτός να θαλασσοπνίγεται— διέθεσε τα κεφάλαια του εις το εμπόριον του αλεύρου, κ' εκέρδιζεν εκατό τα εκατό, καθώς έλεγαν.

— 'Σ την λαδιά, παιδιά, πλερώνετε, 'ς την λαδιά. Μια οκά αλεύρι, μια οκά λάδι.

Και έτρεχεν ο κόσμος εις τον καπεταν-Κονόμον, τον καλόν άνθρωπον.

— Να φάγη η φτώχια, να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Επανελάμβανεν ο καπεταν- Κονόμος, εξογκών το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, αλλά φουσκώνων, ως ασκός πλήρης ελαίου, κατά την ελαιοκαρπίαν. Αυτά παρεκίνησαν τον Λαλεμήτρον, να γείνη αλευράς, όταν ήλθεν από την Αμερικήν, με αρκετά δολλάρια εις την τσέπην, άτινα εκέρδισε μετερχόμενος εις τον νέον Κόσμον τον δύτην και αλιέα των αστακών, και με μίαν χρυσήν άλυσιν του ωρολογίου, χονδρήν κ' επιδεικτικήν από άδολον χρυσίον, κομψότατον καλλιτέχνημα παλαιών χρόνων, εν σχήματι όφεως, ελικτού περί ράβδον. Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την πατρίδα του, εις το γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να ησυχάση πλέον. Θα ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος. Έως πότε να τον τρώγουν τα ξένα χέρια; έως πότε να γυρίζη ξεσπιτωμένος; Με αυτάς τας σκέψεις και αποφάσεις, άμα επανελθών, περιεφέρετο επάνω-κάτω εις την αγοράν και τα σωκάκια του μικρού χωρίου ο Λαλεμήτρος, επιδεικνύων μετ' επάρσεως νεοπλούτου την ολόχρυσον άλυσιν του ωρολογίου του, και δαπανών αφειδώς ταργυρά δολλάρια εις τα μικρά οινοπωλεία:

— Τον έχει τον παρά! . . .

Εξεπλήττοντο οι χωρικοί.

— Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή οκά χωρίς άλλο!

Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.

Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας, οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν όλον το χωρίον αλησμόνητον.

Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της.

Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της.

— Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα είχε μοίρα και ριζικό!

— Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.

Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.

— Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα άνθρωπος· σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του.

— Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά πικρίας η γειτόνισσα.

— Χριστός και Παναγία! Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου!

— Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, και 'ς τα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα ψόφια . . .

— Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα!

Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη.

— Κι απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . .

Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα.

— Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα! Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας.

— Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του!

* * *

Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας. Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον πλεκτάνην. Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν του, άνευ ελπίδος να την επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το δεσμωτήριον, οπόθεν με πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη, φέρων μεν επ' ώμων την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον.

— Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή!

Διεμαρτύρετο προς τον θεόν, ο Λαλεμήτρος, ωσάν τον Ιωσήφ τον πάγκαλον, μη έχων κανένα προστάτην εν τω κόσμω εκείνω, κατά της αδίκου πλεκτάνης της γυναικός.

Και περιφερόμενος έπειτα εις την προκυμαίαν της μεγαλοπόλεως εστέναζε βλέπων μακρόθεν την θέσιν εκείνην την επικερδή, την οποίαν κατείχε πλέον η Ιταλίς εκείνη η παρμένη.

— Όλοι εδώ υπερασπίζουν της γυναίκες. Καϋμένη Ελλάδα! Ούτως, ίνα μη εκ νέου περιπέση εις νέα δίκτυα γυναικεία— και απλούνται τόσα πολλά εκεί εις τους ξένους κόσμους, περιβάλλοντα ως εν αράχναις τα τρίστρατα και τας πλατείας— ήλλαξεν επάγγελμα, εκλέξας έργον καθαρώς ανδρικόν. Κινδυνώδες μεν και αυτό, αλλ' ελεύθερον. Εγένετο δύτης και αλιεύς αστακών, και είχε να κάμη πλέον με φανερούς εχθρούς, με τα κήτη τ'ανθρωποφάγα της αβύσσου, και ουχί με κρυφούς και δολίους, ως είνε οι άνθρωποι της γης. Έμαθε λοιπόν ο Λαλεμήτρος να είνε ευθύς και τολμηρός, άφοβος και αληθής.

Και ως αλευροπώλης απέκτησε καλήν πελατείαν ταχέως εν τω χωρίω του. Αποτροπιαζόμενος αυτός την αμαρτωλόν του καπεταν-Κονόμου τοκογλυφίαν, ήτο δίκαιος εις το εμπόριόν του.

— Ποτέ μην αδικήσης τον πτωχόν εις το ψωμί του, έλεγε, Έδιδε και αυτός επί πιστώσει, αλλά μετά δικαιοσύνης.

Και εις τον καιρόν του ελαιοκάρπου εισέπραττε τα χρήματά του.

Πλην, μετά τα έτη της ευφορίας, ήλθον έτη συνεχή αφορίας και δυστυχίας. Το έργον της ελαίας συνεχώς εψεύδετο εις την νήσον εκείνην. Ήνθιζον καλώς αι ελαίαι, κατάλευκοι τον Μάιον, ως χιονισμέναι, έδενεν ο καρπός εύελπις, αλλ' ένας λίβας αίφνης, πνέων τακτικώς τον Ιούλιον, κατέκαιεν αυτόν.

Τότε, εις τον καιρόν αυτόν της δυστυχίας, ήτο ευτυχής ο καπεταν-Κονόμος, προκηρύττων διά του κήρυκος:

— Μιάμιση οκά αλεύρι, δυο οκάδες λάδι!

Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν:— Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα!

Είχε κεφάλαια ο καπεταν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα. Έπαυσαν τότε εν τη δυστυχία εκείνη αι εισπράξεις, αλλ' έπαυσαν συνάμα και αι πιστώσεις του Λαλεμήτρου εις Βόλον· Και να ήθελε να γείνη και αυτός κακός, ως ο καπεταν-Κονόμος, να κερδήση εκατό τα εκατό, δεν ηδύνατο, διότι δεν είχε τα μέσα. Σήμερον, βλέπετε, και διά να γείνη κανείς κακός, χρειάζεται μέσα, ως και όταν θέλη να γείνη καλός. Επανειλημμένως ήλθον διαταγαί εκ Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως ο Λαλεμήτρος εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του, επεσκέφθη τους ελαιώνας του χωρίου. Αλλ' όλα του απήντησαν με ασπλαγχνίαν αρνητικώς· το κατάστιχον τω επέδειξεν αριθμούς μόνον, δολλάρια ζωγραφισμένα, οι οφειλέται τω έδειξαν τους ελαιώνας των, περιβάλλοντας με δροσιάν όλην την νήσον και οι ελαιώνες τα φύλλα των τα στακτόχροα.

— Αυτά τα βερεσέδια, Θωμαή, πολύ τα φοβούμαι! Είπε την τελευταίαν ημέραν της αναχωρήσεώς του πάλιν εις την γυναίκα του. Ήμουνα βουτηχτής και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα βερεσέδια θα με φάνε.

Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο Λαλεμήτρος. Όλην την ημέραν εκάθητο εις τα αλευροπωλείον του, πωλών άλευρον, δεχόμενος έλαιον, φυλλομετρών το κατάστιχόν του και φουμάρων τον ναργιλέ του. Είχε παχύνη όχι μεν ως τον καπεταν-Κονόμον, αλλ' είχε παχύνη τέλος. Πολλάκις τον παρεκάλει η Θωμαή να κλείση τα μαγαζείον ολίγας ώρας, να υπάγουν εις την άμπελον, να φάγουν γλυκά σταφύλια· αλλ' ο Λαλεμήτρος ουδέποτε το απεφάσιζε. Το εμπόριον, και το ευτελέστερον ακόμη, γεννά θέλγητρα μυστηριώδη εις τον μετερχόμενον αυτό, όστις ολίγον κατ' ολίγον τόσον συστέλλει τον μέγαν και απέραντον της ζωής ορίζοντα, ώστε κατορθώνει τέλος να περιορίση αυτόν δέσμιον εν μέσω των τεσσάρων τοίχων του μαγαζείου του. Εθέλγετο λοιπόν εκεί και ο Λαλεμήτρος, φυλλομετρών το κατάστιχόν του. Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω:

— Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η Θωμαή.

Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν, ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως.

— Για τον Θεό!

Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν ηρεμώτερος:

— Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν!

Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.

— Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο!

Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου.

Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον.

— Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά- μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας.

— 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ!

Επανελάμβανε.

— Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν.

— Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε!

Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος:

— Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος. Μου είπε κρυφά 'ς το αυτί:

— Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με θυμάσαι!

Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών.

— Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης εσύ. Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα. Κάποιος τα έκλεψεν από μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης από πάνω σου!

Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία, βυζαντινόν κατασκεύασμα.

Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . .

Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν αγιάσει τόσον.

Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος, με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον, ανοικτόν ακόμη.

Σκέψεις σατανικαί, πειρασμοί ξηροί περιετριγύριζον όλον τον εσωτερικόν άνθρωπον. Προς στιγμήν, εις την λάμψιν της λυχνίας, ως όφις ζωντανός, έλαμψεν η χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, εις τους δακρυσμένους της Θωμαής οφθαλμούς· όφις ολόχρυσος, όφις ελισσόμενος εκεί επί του στήθους του Λαλεμήτρου, ως θέλων κάποιον να δήξη εκεί, κάποιον να φαρμακώση γλυκά και χρυσά ως η απιστία.

— Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά.

Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου της.

Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν:

— Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην παντρεύεται κανένας!

Και έκυψε προς το στήθος του ο Λαλεμήτρος, ως αισχυνόμενος διά τον λόγον οπού είπε.

Την στιγμήν εκείνην εις τους θαμβωμένους οφθαλμούς της Θωμαής έλαμψεν ως όφις μαύρος με μελανάς λάμψεις η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου. Ο όφις ο δόλιος και σκόλιος, ο δράκων ο παμπόνηρος, ο απατήσας ποτέ την Εύαν εν τω Παραδείσω.

* * *

Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.

Η Θωμαή επέρριπτε την αιτίαν της κακοτυχίας εις την μητέρα της και η μήτηρ εις την κόρην της. Σημείον ότι και αι δύο έπταιον.

— Ένας άσωτος, ένας ξεσόιαστος! έλεγον απεγνωσμέναι.

Εις τα μικρά μέρη το να μένη η κόρη άγαμος, άνευ ελπίδος γηράσκουσα, θεωρείται άτυχον και κακόν. Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν.

— Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα! έκλαιον απηλπισμέναι.

Και όμως ήρχοντο ενίοτε ώραι, καθ' ας η Θωμαή, εναντίον όλης της αδυσωπήτου οργής της μητρός της, εύρισκεν ελαφρυντικάς περιστάσεις, ως δικαστής φιλάνθρωπος, διά τον σύζυγόν της, όστις αναχωρών δεν έδειξε καμμίαν δυσαρέσκειαν εναντίον της, καμμίαν υποψίαν αποστροφής ή άλλης δικαίας ή αδίκου αιτίας.

— Τα βερεσέδια, μάννα μου!

Εδικαιολόγει η Θωμαή τον άνδρα της.

Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως, έλεγε:

— Το κεφάλι του, πες!

Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν:

— Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να κρατή ύστερα τον ναργιλέ του! Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την λαδιά, για να κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπεταν-Κονόμος ξέρει και τα καταφέρνει.

Τότε και αι δύο, θεωρούσαι γελοίον το πράγμα, να σκέπτωνται κατόπιν εορτής, έθετον τέλος εις τους ακάρπους αυτούς ελέγχους, μεταβαίνουσαι εις την άμπελον και καταγινόμεναι περί την επίπονον αυτής καλλιέργειαν, διότι αύτη μόνον απέμεινε, και διά τας δύο αυτάς ψυχάς, ως το μόνον παραμύθιον. Η άμπελος. Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα- Γιώργης όστις— ας είνε καλά— συχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του μισθαποδότου Χριστού.

— Να, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου.

Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου, εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας του εικονίσματος. Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών είχον μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα εκ λευκών κ' ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς κάλυκες της λεμονέας, είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Να! ταις έλεγεν ο γέρων ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε να τα ξεκρεμάση από εκεί.

— Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουν 'ς την πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε παραπάνω από μια 'μέρα. Και καταβιβάζων την χείρα του και την ράβδον, και βλέπων τας δύο γυναίκας κατ' οφθαλμούς, εξηκολούθει, όλος ενθουσιασμένος θείον ενθουσιασμόν:

— Μα, τα στεφάνια εκείνα, που σας λέγω εγώ, που θα σας δώση ο Κύριος, σαν έχετε υπομονήν, εκείνα τα στεφάνια, Θωμαή μου και γρηά-Κυρατσού, δεν μαραίνονται, δεν σκονίζονται, δεν μαυρίζουν. Αιωνίως λάμπουν νωπά και χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού:

— «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!»

Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε:

— Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;

Αλλ' όταν έχωμεν υπομονήν, εξηκολούθει μαλακύνων την φωνήν του και βλέπων ιλαρώς τώρα την Θωμαήν, όταν έχωμεν υπομονήν, Θωμαή μου, τότε μας ακούει ο Κύριος και μας κάμνει ό,τι του ζητήσωμεν, προς το συμφέρον πάντοτε της ψυχής μας. Και ημπορεί τότε κ' εδώ καλά να περάσωμεν το υπόλοιπον της ζωής μας, και να κερδήσωμεν και την βασιλείαν των ουρανών . . .

Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την πικρίαν των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα υπό της νόσου φάρυγγα!

— Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός! Θα περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα ψευτοπεράσης.

Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της.

— Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι. Ένα δεμάτι ξύλα να φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός!

Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της.

Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο και κατεκαίετο η καρδία της. Όλα όσα έλεγεν εναντίον του, εν τη θλίψει της ενίοτε, τα έλεγεν από την πολλήν προς την μητέρα της συμπάθειαν, να συμφωνή μαζί της, να μη κατατήκεται η γραία και αποθάνη προ της ώρας της. Αλλά και έλκεται φυσικώς η γυνή πάντοτε προς τον άνδρα, μεθ' ου, διά της ευλογίας του ο Θεός την συνέδεσεν, αδιαρρήκτως, ως έλκεται ο σίδηρος προς τον μαγνήτην. Όσον και αν απέτυχεν εις την εκλογήν, όσον και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν ηδύνατο να αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου τον έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις:

— Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα. Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον εαυτό του, τα δεύτερο είνε ίσως για μένα.

Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον, κρυφά από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε πού μένει ο Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα του, μόνον για να τον βλέπη. Τας βαρείας εκείνας λέξεις τας οποίας εξεστόμισεν ο Λαλεμήτρος τας τελευταίας ημέρας της αναχωρήσεώς του, ότε κατείχετο υπό της δεινής εκείνης ψυχικής στενοχωρίας, τας λέξεις εκείνας ήδη η Θωμαή, εν ταις στιγμαίς ταις φλογεραίς του έρωτος, αντιθέτως εξήγει, ως ρηθείσας από της μεγάλης προς αυτήν αγάπης, ότε, καταχρεωμένος εκ των μεγάλων εμπορικών του ζημιών, εγίνετο πρόσκομμα εις τον άνετον συζυγικόν των βίον, όστις θ' απέβαινεν ούτως αδιάκοπον μαρτύριον.

— Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η Θωμαή, κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον.

Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ δεν ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν εκείνο το τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή. Ίσως να μη είχε να πληρώση εις τον αλευρόμυλον, ίσως να ήτο κίνδυνος να φυλακισθή, και επάνω εις την φιλοτιμίαν του, ίσως να έπαθε κανένα κακόν. Μπορεί να του ήλθε νταμλάς. Δύσκολο πράγμα είνε ν' αποθάνη κανένας; . . . Και τότε, περιδεής η Θωμαή, τον εθρήνει κρυφά, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον:

— Λαλεμήτρο, Λαλεμήτρο μου!

Είχεν ακουσθή ένα τοιούτον, εκείνα τα έτη, εις την μικράν επαρχίαν. Ένας έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν.

Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ, ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός. Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες. Ήναπτε με την φλόγα της καρδίας της και τους δύο οφθαλμούς της, τους μαύρους ως δύο ρώγαις μαυροκουρούνας, και τότε θερμά δάκρυα, τα δάκρυά της, ερράντιζον το ψηφιδωτόν του ναΐσκου έδαφος, όστις ολοκαίνουργος και απαστράπτων συνετηρείτο εις την εσχατιάν εκείνην του χωρίου, θαρρείς κ' εκτίσθη προς παραμυθίαν της, να δέχηται, σιωπηλός εκεί, τ' αγνά της Θωμαής ολοκαυτώματα.

Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς σταυρούς η Θωμαή:

— Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!

Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η Θωμαή:

— Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!

Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου, του ρυομένου τους αιχμαλώτους:

— Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!

Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν.

Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας η νεαρά σύζυγος. Όσον και αν ήτο Εβραίος ο πωλήσας αυτήν, και όσον και αν ήτο πλαστόν το μύθευμά του, ημπορεί να ήτο και αληθινόν· η χρυσή εκείνη άλυσις ήσκει μεγάλην γοητείαν επί της γυναικός. Και όταν κατά πρώτον την είδε, της εφάνη ότι δι αυτήν ηγάσθη και ηγάπησε και έκαμε άνδρα της τον Λαλεμήτρον.

Μετά πόσης θλίψεως εν ταις ημέραις αυταίς ταις πενθίμοις της εξαφανίσεώς του, ενεθυμείτο τας πρώτας εκείνας ημέρας της μακαριότητος, ότε κατά πρώτον είδε τον Λαλεμήτρον, εξ Αμερικής άρτι επανελθόντα, και αναιβοκαταιβαίνοντα εμπρός από τον οικίσκον της! Κοντός, εύμορφος, με μαύρα ρούχα, με άσπρον υποκάμισον, εσυχνοπερνούσεν από κάτω από τα παραθυράκια της, σαν να ήλθεν από τον ξένον κόσμον επίτηδες δι' αυτήν. Και την έβλεπεν εκείνος, και τον εκρυφοκύτταζεν εκείνη, και έλαμπεν εις το στήθος του η χρυσή καδένα, ολόχρυσος, από βενετικό καθαρό μάλαμμα, θαμβόνουσα τους οφθαλμούς της. Και όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον, οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν' αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη πολλάκις εις την Αμερικήν, όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος έλεγεν.

Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος ήτο άρρωστος.

— Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, καλέ, ζωντανό!

Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο αδιάθετος ή ασθενής.

Κατά βάθος η Θωμαή, διδαγμένη από καλούς πνευματικούς, ανεγνώριζε την πλάνην της, αλλ' όμως της εφαίνετο ότι η χρυσή εκείνη άλυσις απέπνεεν ευωδίαν μυστικήν, αγίων λειψάνων άρωμα, και ουδόλως απίθανον, εσκέπτετο, να προήρχετο από των κειμηλίων βυζαντινού ιερού μοναστηρίου, καθώς έλεγεν ο Εβραίος. Ως τοιαύτην την εξελάμβανε κ' εστήριζε τότε επ' αυτής αγαθάς ελπίδας, ότι ενόσω είχεν αυτήν ο σύζυγός της, ουδέν κακόν θα επάθαινεν.

— Αλλ' αν ευρέθη εις την ανάγκην και την επώλησεν!

Της ήρχετο και αυτή η θλιβερά σκέψις.

Παρήλθεν ούτω και άλλο ακόμη έτος και ουδεμίαν είδησιν ελάμβανεν η Θωμαή. Κατ' αρχάς, τας πρώτας ημέρας, διεδόθη ότι τον εφυλάκισαν εις Βόλον. Αλλά τούτο διεψεύσθη αμέσως κατόπιν. Άλλη φήμη διέδιδεν ότι πλέων εις Πειραιά, έπεσεν εις την θάλασσαν από το ατμόπλοιον την νύκτα και επνίγη. Αλλά και τούτο διεψεύσθη από το πρακτορείον. Έγραψεν εις Πειραιά, αλλ' ουδείς τον είδεν εκεί. Έγραψεν εις όλας τας μεγάλας πόλεις της Ανατολής, όπου συνήθως μετέβαινον προς εργασίαν πατριώται, αλλ' ουδαμού ο Λαλεμήτρος εφάνη. Ουχ ήττον, από εντροπήν, εις τους ερωτώντας αυτήν έλεγε πάντοτε ότι είνε καλά ο Λαλεμήτρος και ότι έχει καλήν εργασίαν. Αλλ' υφίσταντο πλέον στερήσεις πολλάς και παντοίας αι δύο γυναίκες. Αι αφορίαι των ελαιών εξηκολούθουν και η Θωμαή ουδέν εισέπραττεν εκ των οφειλετών των παλαιών. Τότε ήρχισαν να στενοχωρώνται ακόμη περισσότερον, ήρχισαν να πένωνται. Και μόλις κατώρθωνον να καλλιεργήσωσι την μικράν άμπελον, την οποίαν εντρέποντο ν' αφήσωσι κλάραν. Εν τω διαστήματι τούτω, επήλθε και μία ευφορία των ελαιών, όπου όλοι οι χωρικοί εγυαλοκοπούσαν σαν λαδωμένοι ποντικοί, αλλ' ουδείς αυτών ήθελε ν' αναγνωρίση αντιπρόσωπον του αλευροπώλου:

— Σαν έλθη ο Λαλεμήτρος, έλεγον όλοι.

Το τελευταίον τούτο έτος, η Θωμαή εκλείσθη εις τον οικίσκον της, αόρατος διελθούσα ολόκληρον τον χειμώνα χωρίς να ομιλή με κανένα, χωρίς να βλέπη κανένα, ράπτουσα επί μισθώ και υφαίνουσα, έως ου μίαν αυγήν της ανοίξεως, μίαν χαρμόσυνον αυγήν, που τα πουλάκια εκελαϊδούσαν με χαράν επάνω εις την αμυγδαλήν της αυλίτσας της, ως να ήλθε κάποιος από τα ξένα, και τον εχαιρέτιζον, προσφωνούντα το καλώς ήλθες, εν στωμυλία, λάλω, εν χορικοίς αλαλαγμοίς, μίαν αυγήν ευώδη της ανοίξεως, που αι καρδίαι των ανθρώπων ανοίγονται, και αυταί γεμάται από ευωδίας και αρώματα, ανοίγονται ως ταπριλιάτικα εκείνα τριαντάφυλλα, τα χείλη τα αγνά, τα ρόδινα, της φύσεως, οπού φιλούν τον κόσμον όλον, πλουσίους και πτωχούς, με αγάπης ευωδίαν— και θέλουν αι καρδίαι, εις τοιαύτην ώραν συναντήσεως του σύμπαντος, κάτι να λαλήσουν και αυταί, ως όλα τα ζώντα, κάτι να ζητήσουν, κάποιον να χαιρετίσουν, κάποιον ν' ασπασθούν, ως τα πουλάκια της αμυγδαλής— τότε, μίαν τοιαύτην αυγήν ηδονικήν, οπού οι άνεμοι όλοι ησύχαζον αναπαυόμενοι, και έπνεον μόνον αι αύραι ως από μύρων και από λιβάνου, εξήλθε τότε της οικίας της η Θωμαή, μετά τόσην απομόνωσιν, να μεταβή εις την άμπελον, οπού είχε μήνας ολοκλήρους να εξέλθη.

Επόθησεν αίφνης την ζωήν, την ζωήν, ήτις κ' εν τη ασβόλη της πτωχείας κ' εν τη χλιδή του πλούτου, ανασκιρτά η αυτή με τας αυτάς επιθυμίας και τα ίδια όνειρα, αιώνιος και ατελεύτητος πάντοτε, εν όσω θα είνε αιώνιος και ατελεύτητος και ο κόσμος μέχρι της συντελείας. Ενθυμήθη την νεότητά της, εκείνην την αυγήν, ως να την ωνειρεύθη την νύκτα, και εξηγέρθη νεωτέρα, της εφάνη. Ενθυμήθη την χαράν του γάμου της, την ευλογημένην εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται. Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν της αναπαύσεως και τα ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς. Να καθίση αμέριμνος, καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος αυτή, κρίνος κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια, ολόχρυσαι να την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη εκεί, ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά- μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία. Να δρέψη άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και ιόχροα του Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων επιστυλίων. Να κόψη ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις, ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά. Και έπειτα να λούση την κατάμαυρον πλουσίαν κόμην της μέσα εις την δροσεράν πηγήν του Αγίου Γεωργίου, της οποίας το ύδωρ διαυγές και ηγιασμένον αναβλύζει από μέσα από το άγιον βήμα του ναΐσκου. Να πλύνη το πρόσωπόν της τωχρανθέν από τον πόνον και την κάκωσιν. Να πιη νεράκι κρύο, από την πηγήν, να δροσισθή η αναμμένη της καρδιά, μ' ένα φλασκάκι, μισοκομμένο εις σχήμα αρχαίας φιάλης, το οποίον εκρύπτετο εκεί από τους μικρούς βοσκούς, μέσα εις τα δροσόχορτα της πηγής. Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον. Να κάμη κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον υψηλόκλαδον, να κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο αγνός από το πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . . .

Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της, εκείνο το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον. Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον ύπνον.

Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου, καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά πρωινή αύρα έπνεε. Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το ανατολικόν μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να υποχωρώσι προς την δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος, όπου και η άμπελος, με μίαν τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη. Εις την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά, ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με τους επιβάτας τους νεοελθόντας. Έως να περάση το μέρος αυτό η Θωμαή, σπεύδουσα μη συναντηθή, τοιαύτην ώραν, με τους ταξειδιώτας, προσέκρουσεν αίφνης επάνω εις μίαν γραίαν, νεοελθούσαν, βαίνουσαν προς την οικίαν της. Ανεγνώρισε την θείαν της, την Αννούσαν, η οποία ήρχετο από τας Αθήνας, οπού ο υιός της ειργάζετο.

— Τι κάνεις, Θωμαή μου;

— Καλώς ώρσες, θεια!

Ανεγνωρίσθησαν.

— Χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, Θωμαή μου!

Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα.

Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.

Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ' ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.

Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να είπη άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν.

Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός. Έλαβε και την μικράν της γραίας βασταγήν, και ένα ορμαθόν κουλλουρίων, τα οποία είχε ψωνίσει διά τους εγγονούς της τους μικρούς, δύο φαγάδες και χονδρομπαλάδες, ως τους ωνόμαζε, και επέστρεψεν εις τον οίκον κελαϊδούσα:

— Να σου ψήσω καφέ, θεια-Αννούσα, για τα συγχαρίκια.

* * *

Η θεια-Αννούσα, γραία εβδομήκοντα ετών, πλην ισχυράς κράσεως, είχε μεταβή προ μηνών εις τον Πειραιά, να συναντήση τον υιόν της, εργαζόμενον εν τω σταθμώ του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου και έμεινεν εκεί αρκετόν καιρόν. Κατόπιν όμως, επειδή ο υιός της μετετέθη, προβιβασθείς, εν τω σταθμώ Αθηνών, ανήλθεν εις Αθήνας, και η γραία μετ' αυτού. Αλλά μετά παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα, συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν, ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη, αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους, αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και αξιολύπητον. Η βοή των αμαξών και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα.

— Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.

Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις τας εκκλησίας. Την επήγεν εις κάποιαν πανήγυριν, κάτω εις την Αγίαν Τριάδα, αλλ' εκεί, ιδούσα τα μικρά παιδάκια, στολισμένα ως κουκλίτσαις, ενεθυμήθη τους δύο εγγονούς της, η γραία, τους δύο φαγάδες και χονδρομπαλάδες, και ήρχισε να κλαίη απαραμύθητος. Επροτίμα λοιπόν να μένη διαρκώς εν τω οίκω, και να αρκήται εις την αρίθμησιν των καπνοδόχων των γειτονικών οικιών, ονειρευομένη αείποτε την ηρεμίαν του χωρίου της, μη βλέπουσα την ώραν πότε να φύγη.

Μίαν πρωίαν ανήλθεν επί του Λυκαβητού κ' εκείθεν εθαύμασε το πέλαγος του Σαρωνικού και το θέαμα το μεγαλοπρεπές της πόλεως, ης η βοή έφθανεν εκεί επάνω συγκεχυμένη, ως βοή μακρινού καταρράκτου. Τότε επαρηγορήθη ολίγον η γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς ναούς, διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς διαφόρους συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η πάντοτε εξηγριωμένη εκ της φοβεράς ξενητείας. Και τότε το πρόσωπον εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον, ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων.

Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις την κατάπληκτον Θωμαήν.

Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν:

— Πώς δεν έστειλε γράμμα!

Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή:

— Μα αλήθεια τον είδες;

— Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς σας βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές.

— Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;

— Ήτανε 'ς τον Αη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας βλέπω και με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου.

— Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;

— Μα ο κλησιάρχης— αλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά μοναχή,— του είπεν:

«Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι άνδρες. Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η γυναίκες και αριστερά οι άνδρες. Αν και 'ς τα ύστερα γεμίζει η εκκλησία και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και γυναίκες, ένα σωρό— κουβάρι.

Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε.

Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης, ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως:

— Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω!

Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.

Αλλά μετ' ολίγας ημέρας, κυκλοφορήσασα η φήμη εις το χωρίον, διεσπάρη πανταχού, ποικιλλομένη άλλως και άλλως. Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν ως έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον ιερέα αντί δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράς— για τον καφέ— και να κληρώνεται τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας εξ Αθηνών, κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν, ότι ο Λαλεμήτρος, που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν εις Αθήνας, υπηρετών ως διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης Βρεττανίας.

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταις 'ς την Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασία 'ς την ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτη 'ς την ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκη 'ς την πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.

— Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα.

Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν.

— Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά- Κυρατσού.

— Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και πολυτέλεια, που φυλάνε 'ς την αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο. Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου. Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, Μεγάλη Ανάστασι. Εκεί 'ς την Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλλη 'ς όλον τον κόσμο. Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . .

— Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά- Κυρατσού.

— Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;

Αι ζωηραί αύται διαδόσεις αι τόσον σαφείς και καθαραί και συνάμα τόσον σκοτειναί, με όλας τας λεπτομερείας των, συνετέλεσαν όμως εις το να επαυξήσωσι τον πόθον της Θωμαής, ήτις ανυπομονούσε πλέον, ως το μικρόν παιδίον, οπού θέλει ν' αποκαλύψη αμέσως και ίδη τα κρυφά τα δώρα του.

— Ίσως να είνε αλήθεια, μάννα μου, έλεγε. Ποιος ξέρει τι αβανιά μας ρίξανε και δεν μας γράφει. Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου!

Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν.

— Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί της και εχασκογελούσεν. Είνε άλλο από τα λόγια; Ξεμυαλίζουν τον άνθρωπο. Αυτή, κόρη μου, κατήντησε να πη πως του κάμαμε μάγια . . .

Όταν δε πάλιν κατόπιν ήλθε και ένας μικροπλοίαρχος, έχων την μανίαν να κομίζη ειδήσεις και χαιρετίσματα από πατριώτας, και έφερε και εις την Θωμαήν, εκείνας τας ημέρας, πολλά-πολλά χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, που ήτον δραγουμάνος 'ς την Αθήνα, τότε η πτωχή σύζυγος απεφάσισε να ταξειδεύση μέχρι Αθηνών και θέση τέρμα εις την σαρκάζουσαν αυτήν ιστορίαν. Αλλ' η γραία, μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του γαμβρού της, «όστις έφυγε κ' έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος διά την καταγωγήν της και το σόι της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζη 'ς τα χαμένα.

— Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου, και κάθισε 'ς τ' αυγά σου. Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης της, ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν αυτή να γείνη θέατρον εις το χωρίον.

Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της. Ερωτούσε δε πάντοτε εις το ταχυδρομείον και πάντοτε ανέμενεν επιστολήν, πιστεύουσα πλέον ότι ο Λαλεμήτρος ειργάζετο εν Αθήναις ως διερμηνεύς. Μαθούσα δε περί του είδους της εργασίας ταύτης, έλεγε χαίρουσα ότι ήτο η μόνη κατάλληλος διά τον άνδρα της, αναπαυτική και επικερδής.

Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι του, τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα δειλινόν, από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον:

— Ακούς εκεί! Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα, μα τα προκόψαμε!

— Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι.

— Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε και κρίνε. Ήτανε απάνω σε μια καρρότσα, μπροστά, με τον καρροτσέρη. Η καρρότσα εστάθηκε 'ς το Θησείο απόξω. Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, ξουραφισμένος· μέσα 'ς της μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλια 'ς τα κεφάλια τους, με γυαλιά 'ς τα μάτια, με τα τετραβάγγελα 'ς τα χέρια. Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον χαιρετίζοντας:

— Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! (με της υγείαις).

Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε γεννητούρια, μαθές. Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος— κολώνα, και του λέγω:

— Τι χαμπάρια, πατριώτη;

Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε. Μα εκείνος, χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Να! του κάμνω κ' εγώ με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια- Κυρατσού. Ποιος είνε εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια!

Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει:

— Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα, μου βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί. Και ο Λαλεμήτρος θα μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνε 'ς ταλώνια, θεια-Κυρατσού, είνε ποιο μεγάλοι απ' αυτόν! . .

Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου.

— Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά- Κυρατσού, κατελθούσα.

— Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το καταδέχομαι! . . .

Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη εις εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς του και της σιωπής του.

— Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται, σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι.

Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων.

— Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία.

— Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη.

— Ο Λαλεμήτρος 'ς την Αθήνα, μέσα 'ς τα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.

Τότε ο νους της κατά μικρόν απεσπάσθη. Ούτε επρόσεχεν εις τα κωλύματα της μητρός της. Ούτε το αμπελάκι της εσυλλογίζετο, ούτε την άλλην οικιακήν εργασίαν. Το σώμα μόνον το γήινον ευρίσκετο ακόμη εν τω μικρώ χωρίω, ο νους της, πτερωτός άγγελος, επέτετο πλέον μακράν, χαρούμενος, ως αετός αιθέριος. Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον. Από όσα ήκουσεν από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'- Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την Θωμαήν του. Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν.

Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά:

— Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα ησυχάσω.

Ο χειμών ήδη παρήλθεν. Ανεχώρει δε τότε και ο εξαδελφός της, ο καπεταν- Πέτρος ο Αποσπερίτης, με τα βρατσερί του, φορτωμένο πυρήνα διά τον Πειραιά.

Η γραία μήτηρ, αν και εναντία πάντοτε εις το σχέδιον τούτο, όμως προς ησυχίαν και αυτών και του κόσμου, όστις δεν έπαυε να ομιλή δι' αυτάς, της έδωσε τέλος την άδειαν να ταξειδεύση, αφού έτυχεν η λαμπρά ευκαιρία, έλεγε, να υπάγη με τον εξάδελφόν της.

Και την απεχαιρέτισε:

— 'Σ το καλό, κόρη μου! 'Σ το καλό, Θωμαή μου!

Το βρατσερί του καπεταν Αποσπερίτη, στραβά-στραβά, άνοιξε τα δύο πανάκια του, ως ήτο σκολιάν και το σκάφος, από τα σκαριά ακόμη, και εκρύβη όπισθεν των ακρωτηρίων. Ο καιρός ήτο εύδιος και ο άνεμος ούριος.

— 'Σ το καλό, κόρη μου, 'ς το καλό, Θωμαή μου!

Ηυχήθη άλλην μίαν φοράν η γρηά-Κυρατσού, υψηλά από τον βράχον του χωρίου. Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν:

— 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!

* * *

Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε κ' ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον τόσον λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η χωρική, περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις τα φώτα και την χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον οποίον πάντοτε έλεγεν, η αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την φωτίζη αυτήν,— εκείναι όλαι αι ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να μαραίνωνται και να πίπτωσι καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του πένθους πάλιν και της απογνώσεως, ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα, όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν ολίγον, να πρασινοβολήσωσι.

Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της, ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με υπερηφάνειάν τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη και εις την αστυνομίαν. Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις κανέν ξενοδοχείον.

— Όνειρο ήτανε!

Δακρυρροούσα έλεγε· και περιήρχετο τρίτην και τετάρτην ήδη φοράν τα λαμπρά εκείνα μέγαρα των μεγάλων ξενοδοχείων με τον πανέορτον φωτισμόν και τους ολοχρύσους στολισμούς των, με κίνδυνον να εξουθενωθή πλέον, κάθιδρος, με κατασκονισμένην και αγνώριστον την ωραίαν πολίτικην μανδήλαν της, τυφλή από του κονιορτού, όστις εξηγείρετο αφόρητος, όλας εκείνας τας ημέρας, από των βορειοδυτικών ανέμων, ωρυομένων μετά λύσσης, ως λύκων, ημέραν και νύκτα.

Ευτυχώς ο εξάδελφός της, ευγενής ψυχή και ακούραστον σώμα, πρόθυμος εις το εργάζεσθαι το αγαθόν, ο καπεταν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, παρέτεινεν εν Πειραιεί την διατριβήν του, επισκευάζων το μικρόν βρατσερί του το στραβόν και σκολιόν. Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοία— όλα στυλάδο— σκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του.

— Να, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως οδούς. Βλέπεις αυτό το σπίτι, το ετοιμόρροπον, το στραβόν και σκολιόν, σαν το βρατσερί μου; Βλέπεις οπού το πέρασαν σίδερα 'ς την μέση, και το ζώσανε με κοντοστύλια, σαν καράβι 'ς τα σκαριά; θα το χαλάσουν, και όμως δεν θα το χαλάσουν, θα το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, χωρίς να το χαλάσουν. Χαλώντας και φκιάνοντας, θα του αλλάξουν τα σχέδιον. Θα του προσθέσουν πατώματα. Θα το στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς να το χαλάσουν. Να μπορούσαν έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του προσθέσουν κουβέρταις. Να το στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα, το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την εξαδέλφην του ο καπεταν-Πέτρος για να περνά η ώρα. Και προσέθετε:

— Δεν γελάς και κομμάτι; . . .

Είχε την καλωσύνην ν' αναβαίνη μετά της Θωμαής καθ' εκάστην ο καπεταν- Πέτρος και να υποβοηθή αυτήν εις τας ερεύνας της, συνοδεύων αυτήν, και προσπαθών συνάμα διά τοιούτων παραδόξων να τέρπη την εξαδέλφην του, ανιώσαν πάντοτε και κατατηκομένην. Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο, απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν. Βόρειοι δυτικοί άνεμοι, πνέοντες μετά βίας όλας εκείνας τας ημέρας της ανοίξεως, ανετάρασσον σύμπαν το έδαφος αυτών, εξεγείροντες νεφέλας κόνεως παχείας και στερεάς, μετ' αγριότητος ασυνήθους. Μόνον εις την θάλασσαν είχεν ιδεί τοιαύτην δύναμιν των στοιχείων η Θωμαή. Να φυσά μανιώδης ο βορράς και αναρπάζων σύσσωμον το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι, απαράλλακτα ως ο μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα πάντα υπό την ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς και ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών, φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι ζωντανοί. Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας των εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου των οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων όψα, αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο άνεμος τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις. Έβλεπεν οπώρας και λαχανικά, εφ' ων είχον συσσωρευθή όλα τα κάρφη και άχυρα. Φοίνικας και σύκα, συλλεγέντα, θαρρείς από του πηλού, και κορινθιακήν σταφίδα περιμαζευθείσαν από του βορβόρου, ως τα σκουπίδια των σαρωτών. Οι άνθρωποι έσπευδον, ως διωκόμενοι, με βλεφαρίδας πιναράς, με πώγωνας ωχρούς, χωρίς πίλους. Άνιπτοι και ακτένιστοι άνθρωποι, της εφαίνοντο. Αν δέ ποτε κατέπαυεν ο άνεμος, εφλέγετο τότε η ξηρά πόλις υπό του καυστικού ηλίου, συμφλέγουσα και τα εν αυτή πάντα, ως έρημος άνευ οάσεως.

— Αυτή είνε η Αθήνα!

Διηπόρει μετά θλίψεως η Θωμαή! Και όμως υπέμεινεν όλον αυτό το μαρτύριον, αναπνέουσα αντί αέρος την απόζουσαν και αποπνίγουσαν εκείνην κόνιν, μόνον διά να μάθη, τέλος, ν' ακούση τι περί του συζύγου της.

Ευτυχώς η θεία-Αννούσα είχεν επανέλθει πάλιν παρά τω υιώ αυτής, διότι ήκουσεν ότι παντρολογιέται και δεν ήθελεν αυτή να χάση το παιδί της, κ' έδραμε, λησμονήσασα τα βάσανα, τα οποία υπέστη κατά το πρώτον ταξείδιον. Ούτως η Θωμαή δεν ήτο ανάγκη πλέον να καταβαίνη καθ' εκάστην εις Πειραιά, φιλοξενουμένη πλέον εν Αθήναις παρά τη θεία της, εν καλή συντροφία, δαπανώσα μετά φειδούς και εκ των ολίγων χρημάτων της, τα οποία επορίσθη, κατά την αναχώρησίν της, πωλήσασα μίαν νυμφικήν της εσθήτα.

— Να! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν κ' επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Να! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο Λαλεμήτρος από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . . Και εδείκνυεν η γραία τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και η ιδία να πεισθή ότι δεν ηπατήθη.

Αφού παρήλθεν ούτω πολύ διάστημα εις αγόνους ερεύνας, ίνα μη βαρύνη την θείαν της η Θωμαή, λαμβάνουσα και επιστολάς εκ της μητρός της, εσκέπτετο πλέον να επιστρέψη εις το χωρίον της. Αλλ' ο εξάδελφός της, πληροφορηθείς ότι κάποιος διερμηνεύς κοντός, παχύς, σαν τον Λαλεμήτρον, αλλά Καλομήτρος αυτός καλούμενος, συνώδευεν ανά την Ελλάδα συντροφίαν περιηγητών, οίτινες θα επανήρχοντο μετά την συμπλήρωσιν της περιηγήσεώς των, κατέπεισε την Θωμαήν να περιμείνη ακόμη.

— Μπορεί νάνε αυτός, έλεγεν ο καπεταν-Πέτρος, και άλλαξε το όνομά του, για ν' αποφεύγη τους συμπατριώτας του,

— Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπεταν- Πέτρος.

Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη σκληρά πάντοτε μοναξιά της.

Εκείνους τους μήνας έτυχε πάλιν να έλθη εις Αθήνας ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, κληρωθείς και πάλιν ένορκος, με το καποτάκι του εκείνο το σκληρόν, όπου ήτον ως αγριμίου δέρμα.

Η Θωμαή, αναμένουσα την επάνοδον των περιηγητών, τον παρεκάλεσε να μεταβώσι μαζί εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως εξιχνιάσωσιν αλήθειάν τινα.

— Εγώ δεν θέλω ούτε 'ς τα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.

Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη, όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν υγρός και εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος, μη θέλων να χαλάση την καρδίαν κανενός.

— Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε. Μα δεν πιστεύω να τον εύρουμε. Γιατί αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν ταξείδια συχνά με τους ξένους.

Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος προς αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα προπύλαια, και εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή είσοδον, με τα πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε, οσάκις μετέβη, και συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε, προκαλούσα δι' αυτό τον θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή, απτόητος: τι; θα με φάνε, θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το σκληρόν καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως, πολύ προς τα επάνω, σχεδόν επί της πλατείας των ανακτόρων;

— Τι κάνεις, θα πω, Θωμαή;

Και απώθει προς τα οπίσω ακόμη την γυναίκα, μετ' ευλαβείας δεικνύων μακρόθεν τα ανθοστόλιστα του ξενοδοχείου προπύλαια, όπου ένθεν και ένθεν της εισόδου, επί πρασίνων εδράνων, εκάθητο μαυροφορεμένον, με κάτασπρα υποκάμισα, το πολυάριθμον υπηρετικόν.

— Να, εκεί-δα καθόντανε ο Λαλεμήτρος, εδείκνυε μετά σεβασμού ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, ομιλών με χθαμαλήν φωνήν. Κοντός, παχύς, μέσα 'ς τα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή.

Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα:

— Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν.

— Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος. Δεν βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουν 'ς την αράδα, σαν τους νιουδαίους, να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα δεν ρωτάς εμένα;

Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν καδένα και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις κοντοστεκόμενος πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε:

— Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν θάνε δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα. Κ' επανελάμβανε, με χθαμαλήν πάντοτε φωνήν:

— Να! εκεί-δα καθόντανε. Κοντός-παχύς.

Αλλά την στιγμήν εκείνην ταραχή αιφνίδια ηκούσθη όπισθεν και ορυμαγδός. Κατήρχετο καλπάζουσα η άμαξα του Διαδόχου, οι δ' αστυφύλακες, τρέχοντες κατόπιν, ασθμαίνοντες, προσεπάθουν ν' απομακρύνωσι τον συνωθούμενον όπισθεν όχλον εν τω δρόμω, άγριοι και έτοιμοι να ξεσπαθώσουν σχεδόν.

— Δεν σ' τάλεγα εγώ! Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης, ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ' αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν, κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.

Ταυτοχρόνως δε και άλλο τρομακτικώτερον ακόμη συνέβη, ολίγον πέραν, όπου είχε συγκεντρωθή αίφνης πλήθος κόσμου, άλλοι δε εκ της πλατείας ένθεν κ' εκείθεν έσπευδον επάνω από όλα τα μέρη και από την μαρμαρίνην του κήπου κλίμακα, ως εν εφόδω.

Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών, γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα ως σφαζομένη όρνις. Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη:

— Δεν σ' τάλεγα εγώ!

Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους, εφώναζε:

— Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι!

Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.

Αναλογιζομένη την ανεξήγητον εκπτόησιν του μπάρμπ'-Αναγνώστη, αρνουμένου να εισέλθη εις το ξενοδοχείον, και συνδυάζουσα προς τούτο τον απλοϊκόν και ζαλισμένον πάντοτε χαρακτήρα της θείας της Αννούσης, ήτις είχε την μανίαν ν' ανακαλύπτη ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων, και να επιμένη έπειτα εις την απάτην, τότε μόνον επείσθη ότι όσοι εκόμιζον εις αυτήν τας χαρμοσύνους ειδήσεις την εξηπάτων, αυταπατώμενοι, και ησθάνθη κατάκαρδα την θλιβεράν απελπησίαν πλέον, ως να ήγγισε βελόνη την καρδίαν της.

Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, να κυττάξουν το νοικοκυριόν των. Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ' έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού, με τα γράμματά της.

Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ' έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι σου, Θωμαή μου. Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε, Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανε 'ς το χωριό μας. Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλα 'ς την εκκλησιά, παιδί μου. Και καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου. Κλαίω μέρα- νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας. Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να έλθης.

Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να επανέλθη πλέον εις το χωρίον.

Μίαν ημέραν και μίαν νύκτα η βροχή απαύστως κατέπιπτεν εις τας Αθήνας. Τα πρωτοβρόχια ενωρίς είχον επισκεφθή την ξηράν πόλιν, το φθινόπωρον εκείνο. Το μαρμάρινον Άστυ εχάθη άφαντον εν μέσω της σκοτεινής ομίχλης, της λαίλαπος και της ορμητικής εκείνης καταιγίδος, θαρρείς και το περιετύλιξαν όλον τα υδατόρρυτα νέφη, να το πνίξωσιν αίφνης, ως κλώσσαν με τους μικρούς νεοσσούς. Ρύακες κατακίτρινοι, σχηματισθέντες εν τω άμα, εισώρμησαν εις τα υπόγεια των οικιών και μαγαζείων, μετά βοής, όλην την νύκτα ρέοντες, καθ' ην οι άνθρωποι επτοημένοι ηγρύπνησαν, ως να ικέτευον τον Θεόν διά τον υπερβάλλοντα εκείνον καθαρισμόν, όστις ηπείλει να παρασύρη, μετά των ρύπων, κ' έπιπλα και ζώα και ανθρώπους.

Τη δ' επαύριον όμως, πρωί-πρωί, έλαμπεν η μαρμαρίνη πόλις ως νεόλουστος παρθένος του Φαλήρου, λευκή-κατάλευκος. Τα δένδρα των οδών, αποτιναχθέντα από της παχείας των κόνεως, εδροσοβολούσαν με τα καταπράσινα φύλλα των. Τα μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην την νύκτα εις τον άφθονον εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης, κατάμαυρος, δραπετεύσας από κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους διαβάτας, ν' αρπάση μίαν ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν αίφνης, μετά την βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων. Αι οδοί, ως εδάφη οίκων μαρμαρόστρωτα, λαμπρώς εσπογγαρίσθησαν, παρασυρθείσης υπό των βιαίων ρυάκων της επιχωματώσεως αυτών, και απέστιλβον οι πεπατημένοι πολυγωνικοί χάλικες, το πρώτον αυτών ενσφηνωθέν στρώμα, ως άτεχνα ψηφιδώματα της παρακμής. Τα πεζοδρόμια απήστραπτον ήδη από το φέγγος του ηλίου, όστις με ακτινοβολήματα μαλαμοκαπνισμένου αργύρου περιέβαλλε τα μάρμαρα και τας γλυφάς των μεγάρων. Άρωμα ανθέων των ιδιωτικών κήπων επλήρου τον ορίζοντα, κατάγλαυκον όλον, την πρωίαν εκείνην, οπού η Θωμαή ανεχώρει πλέον επανερχομένη εις την μητέρα της. Δημήτηρ ωχρά, αποτυχούσα εις τας ερεύνας της. Ορφεύς πένθιμος με άφωνον εκ της απογνώσεως την λύραν. Ο καπεταν-Πέτρος ο Αποσπερίτης είχεν επιδιορθώσει και διά χρωμάτων περικαλλύνει τα σκολιόν του βρατσερί, όπερ δυστυχώς απέμεινε πάλιν σκολιόν, ως τον χαρακτήρα του ανθρώπου τον ανάποδον, τον οποίον ουδεμία χρωματιστή ευγένεια δύναται να μεταβάλη. Αλλά μη έχων ναύλον ακόμη, όπως ταξειδεύση, απεφάσισε να εξαποστείλη την εξαδέλφην του διά του ατμοπλοίου, αναχωρούντος την εσπέραν εκείνην, εν συνοδεία μετά της θείας-Αννούσας, ήτις, και πάλιν στενοχωρηθείσα εν τη ξένη, επανήρχετο εις την πατρίδα. Φίλος του, ναύτης αγαθός, θα επεριποιείτο τας δύο γυναίκας εν τω ατμοπλοίω. Όταν δ' εφ' αμάξης τέλος κατήρχοντο αι δύο γυναίκες εις Πειραιά, διερχόμεναι την οδόν Πανεπιστημίου την πάγκαλον, δεν ηδυνήθη η Θωμαή, όσον θλιμμένη και αν ήτο, να μη θαυμάση, διά του βλέμματός της, τα έκλαμπρα μέγαρα, επί των οποίων έπαιζεν-έπαιζεν ο ήλιος ολόχρυσος, σχηματίζων νερά, κινούμενα κυματοειδώς επί των καταλεύκων μαρμάρων, ως έκαμνε νερά εύμορφα το ολομέταξον ύφασμα της νυμφικής της εσθήτος. Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και ευωδιάζοντα, την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας σταφυλάς της Αττικής δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας με τρίμματα κρυστάλλων, και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα, ως από τάφον αναστάντα, και τους ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και αυτούς από του νυχτίου όμβρου, περιπατούντας ή καθημένους επί των λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων, ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας πεύκης εστεφανωμένα— δεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η Θωμαή, η χωρική, προς την μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από την καθαριότητα, ανεπαύετο— η πεντελησία νύμφη— την ευδίαν εκείνην ημέραν, υπό στερέωμα κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά. Και σπογγίσασα ένα δάκρυ, διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν:

— Έρμη Αθήνα! . . .

Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.

Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν, και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της. Είχεν ανοίξει η θεια- Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων εκείνων μορφών. Επεθύμει να εξαπατηθή και αύτη, καθώς τόσοι άλλοι. Να πάθη και αυτή από μίαν γλυκείαν αυταπάτην και να ιδή τον άμοιρον άνδρα της, έτσι 'ς τα ψέματα, και αυτή, μίαν στιγμήν ωραίαν, τον άνδρα της, οπού απώλεσε πλέον διά παντός, της εφαίνετο. Η αλήθεια είνε πικρά πολλάκις και φαρμακώνει, αλλά η απάτη είνε γλυκεία και ηδονική, ως ο καρπός του Δένδρου της Γνώσεως εν Εδέμ. Το βίντσιον, κροτούν και συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και εμπορεύματα. Οι επιβάται, ανήσυχοι ως υπηρέται ξενοδοχείου την ώραν της μεσημβρίας, έτρεχον εδώ κ' εκεί έκφρονες, αναβαίνοντες κλίμακας, καταβαίνοντες εις τους θαλάμους, ομιλούντες συγκεχυμένους λόγους, φωνάζοντες τους λεμβούχους, κράζοντες τους θαλαμηπόλους, βαστάζοντες καλάθους, πυξίδας, παιδία, κυνάρια, σύροντες γυναίκας, όρνιθας, χήνας, με βοήν, ολονέν αύξουσαν.

Η θεια-Αννούσα, ίνα μη καταθλίβη την ανεψιάν της, παύσασα πλέον να ομιλή περί του Λαλεμήτρου, αν και ενδομύχως ουδέποτε έπαυσε να διαμαρτύρηται και να λέγη ότι είδεν αυτόν εις τον άγιον Διονύσιον, ήρχισε τώρα, τρώγουσα, να διηγήται προς την Θωμαήν περί της πατρίδος των, ίσως και της ανοίξη την όρεξιν, να πάρη και αυτή κάτι τι. Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν. Αλλ' η θεια- Αννούσα ως να επεριπατούσεν εν τω χωρίω της, ως να εκάθητο εν τω οικίσκω της, ή και εις τον φούρνον ακόμη, περιμένουσα να φουρνίση, έλεγε τι έπαθε μια φορά που πήγε ν' αργολογήση 'ς το αμπέλι τον Μάιον και ηύρε μια φωλιά με οχιαίς, κ' αυτή ενόμισε πως ήσαν μισιργούδια, κ' επήγε να τα πιάση, και μόνον πώς δεν την δάγκασαν· και όταν πάλιν το κύμα της άρπαξε δυο σινδόνια, που πήγε μία φορά να λευκάνη 'ς το Ξάνεμο, και μόνον που δεν επνίγηκεν έως να τα πιάση· πώς υπήγεν, ένα κοντόγιορτο, 'ς το Κάστρο, να λειτουργήση, 'ς τον Άη Γιάννη, και ξέχασεν από την βίαν της την λειτουργία, κ' ελειτούργησε, λέει, ο παππάς με ψωμί . . .

Ο ήλιος είχε δύσει και το ατμόπλοιον εξηκολούθει να παραλαμβάνη ακόμη εμπορεύματα και επιβάτας και άλλους να περιμένη, με σφυρίγματα γοερά, από τα οποία εβόυζεν όλος ο λιμήν. Η θεια-Αννούσα, καθαρά πάντοτε και άμεμπτος, είχε παραλάβει και το κανατάκι της, ένα Ξηροχωριανό μαρούδι, να πίνη καθαρόν ύδωρ, όταν θα εδίψα. Κ' αφού έφαγε και έπιεν, έκαμε τον σταυρόν της και τα συνεμάζευσε πάλιν όλα τα πράγματά της, εντός του μικρού καλαθίου, ως καθαρά και τακτική από τα μικρά της χρόνια, δυσανασχετούσα διά την βραδύτητα του απόπλου. Η Θωμαή, κατάκοπος, με τας ελπίδας τόσους μήνας, ήδη προσκλίνασα προς το πλευρόν, εν τη απελπισία της τη εσχάτη, εβυθίσθη μετ' ολίγον εις ύπνον.

Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται ήσυχος πλέον . . .

— Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο!

Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.

Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγά— σιγά, να εξαπλωθή και αυτή επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη κύλινδρον καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών περίφραγμα, ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος,— ήτο τακτική αυτή και καθαρά— αίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με πισσωμένον ιμάτιον και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε τας δύο γυναίκας ο καπεταν- Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της θεια-Αννούσας, οδηγών και κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και κυφόν ολίγον άνθρωπον, με καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί του στήθους εκλάμπουσαν.

— Να, τω είπεν ο γηραλέος ναύτης, αυταίς μονάχα αι δυο γυναίκες είνε για την πατρίδα σου.

Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες θα προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή και αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και εκ των υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος του πλοίου αλλ' ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας. Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε:

— Με γνωρίζεις, γερόντισσα;

— Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ';

— Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε.

Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.

Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση,— ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν της υπηρεσίας— επανηρώτησε:

— Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου; Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο Λαλεμήτρος.

— Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα. Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με δάκρυα:

— Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή καδένα!

Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς:

— Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!

Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος:

— Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι;

Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της, φαίνεται, είχεν αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της, με το κατάμαυρον σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία κάμνουσα τον κανόνα της τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους, επάνω εις το όνειρόν της:

— Λαλεμήτρο μου! Λαλεμήτρο μου!

Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον, ως καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της.

Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου του, έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε την σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων:

— Θωμαή μου! Θωμαή μου!

Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα κινδύνου, παγωμένη.

— Θεια-Αννούσα!

Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και άναυδος. Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν, απώθησε τας χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της, τα χείλη εκείνα τα οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν ακόμη εν ταραχή.

— Παναγία μου! Πού είμαι;

Αλλά τότε οι οφθαλμοί της, γαληνιάσαντες μικρόν από του αιφνιδίου σάλου, προσέπεσον ήρεμοι επί της χρυσής καδένας του Λαλεμήτρου, κ' έκθαμβοι εθεώρουν αυτήν, εν τη αμφιβόλω εκείνη της εγρηγόρσεως στιγμή, ενώ η θεια- Αννούσα, ανακτήσασα την ψυχικήν ηρεμίαν και την φωνήν της, εκραύγαζεν:

— Ο Λαλεμήτρος, Θωμαή! Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσή καδένα! Δεν σ' τώλεγα εγώ πως τον είδα εις τον άη-Διονύσιο;

Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων, αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων.

* * *

Η Θωμαή όλη χαρά πλέον, με αναλάμψασαν πάλιν και καταυγάζουσαν την ωχρόλευκον καλλονήν της, φέρουσα εις τους ώμους της, αντί του πενθίμου εκείνου σαλίου, έτερον, ινδικόν. μεταξοΰφαντον, όπερ τώρα εκόμισεν εκ των χωρών εκείνων ο σύζυγός της, ήκουε τας περιπετειώδεις διηγήσεις και τα δεινά του Λαλεμήτρου παθήματα, αφού αύτη πρότερον είχε μετά πόνου αφηγηθή προς αυτόν τας θλίψεις και τας πικρίας, τας οποίας εδοκίμασε κατά το οδυνηρόν της απουσίας του διάστημα, και την αιτίαν του ταξειδίου της. Εκεί, καθ' όλην την νύκτα επί του καταστρώματος όπου εκάθηντο, παρά την πρύμνην, διά να βλέπωσι τον εύμορφον της Ελλάδος κόλπον, ήκουεν η Θωμαή, ενώ το ατμόπλοιον, αφού εξημέρωσε πλέον, μαλακά-μαλακά, διέσχιζε την γαλανήν του Ευβοϊκού θάλασσαν. Είχε διέλθει τον Εύριπον πλέον, με τα φρούριά του ακόμη τα πορφυρόξανθα, κ' έπλεεν ολοταχώς κατ' ευθείαν εις Βόλον.

Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως να περιποιηθή τον Λαλεμήτρον— αν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι ηρνείτο τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιον— προσεπάθει να ετοιμάση καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν λαμποκοπούν καμινέτο. Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη ολίγην πατρίδα.

Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι αξίζεις! . . .

Αι πρωιναί αύραι, από των Ευβοϊκών βουνών και των Λοκρικών ακτών, συναντώμεναι επί του πλοίου, εδρόσιζον ηδέως μίαν των γλυκυτέρων ημερών του φθινοπώρου.

— Δι' αυτό, ίσα-ίσα, το σφάλμα μου πολύ ετιμωρήθην, Θωμαή μου, είπεν αναστενάξας ο Λαλεμήτρος, με ύφος χριστιανού, διελθόντος ήδη τον κανόνα του πνευματικού του τον εξιλαστήριον.

Και εξηκολούθησε τας διηγήσεις του. Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε, και δεν εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν της. Και έτριβεν ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν απατάται, φοβουμένη μη εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον εν τη βεβαιότητι:

— Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός;

Και πάλιν γελώσα, πεπεισμένη πλέον περί της αληθείας και προσπαίζουσα με την απλότητα της θείας της, απέτεινε προς αυτήν πλαγίως την παιγνιώδη πείραξιν, ερωτώσα τον άνδρα της:

— Την είδες λοιπόν την θεια-Αννούσα 'ς τον Αη-Διονύσιο; . .

* * *

Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του καπεταν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή υπό των δανειστών του. Αλλά τι ήθελεν εις Πειραιά; Κατά τον πλουν, εν εξάψει ευρεθείς, ωσεί εδιώκετο υπό τινος, απεπειράθη να ριφθή εις την θάλασσαν, παρά το Σούνιον, αλλ' εννοηθείς υπό τινος ναύτου, εκρατήθη. Μόλις δ' αποβιβασθείς εις Πειραιά, συνήντησεν ένα γλωσσίτην, όστις άρτι επανακάμψας εξ Αμερικής, διηγείτο εις όμιλον ναυτικών τα αμύθητα και σύντομα κέρδη της Αλάσκας, από των αρτιφανών μεταλλείων της οποίας αυτός επέστρεφε πλούσιος, εις το χωρίον του. Τότε, μετά τας διηγήσεις εκείνας, η θλίψις του ότι απώλεσε την περιουσίαν του μετεβλήθη εις μανίαν πλέον, ήτις βιαίως ως λωρίον δουλευούσης μηχανής, τον παρέσυρε προς εκείνους τους κόσμους πάλιν, όχι με πόθον, αλλά με λύσσαν πλέον, να επανακτήση τα απολεσθέντα. Δίψα ήδη κατέφλεγε τα σπλάγχνα του, ως να είχε μεθυσθή από οίνου. Κ' εθολώθη ο εγκέφαλός του, και απεσβέσθη τελείως η μνήμη του. Κ' ελησμόνησε τα πάντα τότε, μέσα εις εκείνην την τρικυμίαν της ψυχής του. Και κόσμον και πατρίδα και σύζυγον. Ο ναύτης εκείνος τον έσωσε κατά τον πλουν, ελεήσας αυτόν, αλλ' η μοίρα του ανελεήμων, τον ώθει πάλιν εις την εξαφάνισιν, διότι δεν θα επανήρχετο εις το χωρίον του, αν δεν εσχημάτιζε περιουσίαν τινά εκ νέου. Αγγλικόν ατμόπλοιον τον απεβίβασε τέλος μετά καιρόν εις τον Νέον Κόσμον μετά τινων άλλων Λακώνων, και δύο ακόμη γλωσσιτών, έχοντα τόσα, όσα τω εχρειάζοντο διά τας πρώτας του δαπάνας. Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα ορυχεία του χρυσού, ως ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο ενθυμούμενος εκ του παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας, τας οποίας ως σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της θαλάσσης, εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου. Και αληθώς εβασανίσθη επί πενταετίαν παλαίων με την τρυφηλήν φιλοσαρκίαν του, και την υπερβάλλουσαν τραχύτητα του κλίματος. Η θέα τότε του χρυσίου, το οποίον απεθησαύρισε, κατά το διάστημα τούτο, ήρχισε να καταπραΰνη το εξηγριωμένον πνεύμα του, την δε μανίαν την πρώτην και λύσσαν, διεδέχθη ήδη γαλήνη του λογικού, ως να έρριψεν ο χρυσός έλαιον εις την τρικυμίαν του νου του. Και τότε εν τη ευδία εκείνη, ήρχισαν να επιπλέωσι πάλιν εις την μνήμην του προσφιλείς του παρελθόντος εικόνες, το μικρόν χωρίον του και η σύζυγός του.

Ταύτα λέγων ο Λαλεμήτρος εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, πληρωθέντας δακρύων.

Η Θωμαή ωσαύτως εδάκρυσε.

— Τότε σου έγραψα το πρώτον γράμμα, είπεν ο Λαλεμήτρος.

— Δεν λάβαμε γράμμα σου, διέκοψεν η Θωμαή.

— Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον καφέ.

— Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος εχάθη, εις ναυάγιον.

Και πίνων ήδη μετά ιδιαιτέρας ευαρεσκείας τον καφέ, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος την διήγησίν του· και είπεν ότι αμέσως όμως μετά ταύτα, ενώ ήτο έτοιμος να επανέλθη εις την Ελλάδα και εις το χωρίον του, με περιουσίαν πάλιν, τόσην, ώστε ούτε τους δανειστάς του να φοβήται, ούτε τους χωρικούς να εντρέπεται, ησθένησε, καταβληθείς υπό των αφορήτων εκείνων μόχθων της σκληράς μεταλλευτικής εργασίας. Ο σύντροφός του ησθένησεν ομοίως και απέθανε. Και άλλοι πολλοί απέθανον, υποκύπτοντες εις την δριμύτητα του τόπου εκείνου, οπού όλα τα πράγματα είνε χρυσά. Και τα κέρδη χρυσά, και τα έξοδα χρυσά. Αλλ' αι ασθένειαι είναι σιδηραί, είνε μολύβδιναι. Ολίγοι σηκόνονται όταν πέσουν.

Ταύτα λέγων, έρριψε το βλέμμα του προς τας ένθεν και ένθεν του πλοίου καταπρασίνους ακτάς και δακρύων εξ ενθουσιασμού παρετήρησε:

— Τι ωραίαν πατρίδα οπού έχομεν! Κύτταξε Θωμαή, κύτταξε, θεια! Γελούν η ακρογιαλιαίς, θαρρείς, γελούν τα βουνά, οι κάμποι, ο ουρανός, η θάλασσα, όλα γελούν, εις την πατρίδα μας!

Αυτός όμως έχει πίστιν εις την δύναμιν την μυστικήν της χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, και ήλπιζε να διασωθή ως και άλλοτε, και από τον κίνδυνον τούτον. Αλλ' η θεία χάρις φαίνεται τον είχεν εγκαταλίπει πλέον, και έβλεπεν ότι αι δυνάμεις του ολονέν κατέπιπτον, με όλα τα μέσα τα θεραπευτικά των ιατρών. Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός.

— Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το φως μου.

— Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή.

— Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.

— Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην.

— Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία.

Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του δεν είχεν ακόμη συγχωρηθή. Τω εφαίνετο ενίοτε ότι κατόπιν τόσων θεραπευτικών φαρμάκων, τα οποία ματαίως τω έδιδον οι ιατροί, εάν κατώρθωνε να ίδη μίαν φοράν εις τον ύπνον του την φαεινήν της συζύγου του μορφήν, θα εθεραπεύετο, θα εφωτίζετο πάραυτα. Αλλά τούτο το φάρμακον εστάθη αδύνατον να το απολαύση. Πανταχού σκοτία. Τότε περιεφρόνησε πλέον τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια σκότη του Άδου. Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν.

— Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο κούτσουρο είνε ο τυφλός.

Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε.

— Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς, να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν άγκυραν σωτηρίας.

Απελπισθείς όμως τελείως να θεραπευθώ και προτιμών εκεί να τελειώσω τον βίον μου, είχον αποφασίσει να σου αποστείλω όσα χρήματα επερίσσευσαν από την μακράν νόσον και ήσαν αρκετά, ότε μίαν νύκτα-αχ! μία νυξ συνεχής ήσαν τότε αι ημέραι μου όλαι— μίαν νύκτα, επάνω εις το έτος ακριβώς, βλέπω εις τον ύπνον μου ένα λαμπροστόλιστον αρχιερέα, ο οποίος έφερεν εις τα στήθη του ένα εγκόλπιον από σμάλτον, έχον εζωγραφημένον επ' αυτού τον άγιον Γεώργιον, το οποίον εκρέματο από τον λαιμόν του αρχιερέως με μίαν ωραίαν χρυσήν αλυσίδα, σαν την χρυσήν καδένα μου απαράλλακτον. Η χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ' εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού εξύπνησα, από όλην την χρυσήν παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την βαθείαν εκείνην νύκτα των οφθαλμών μου. Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν.

Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνην— πρώτην φοράν— ευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε. Πρώτην φοράν είδα Εβραίον να πη αλήθεια. Από εγκόλπιον αρχιερέως θα είνε η καδένα μου, κανενός παλαιού, κανενός αγίου ίσως. Η κατασκευή της μ' εβεβαίωνε πάντοτε περί της ιερότητός της, αλλά τώρα το ενύπνιον μου εφαίνετο ότι απεκάλυψεν εις εμέ την προέλευσίν της την ιεράν, και είχον ακλόνητον πεποίθησιν πλέον ότι έφερον επ' εμού κειμήλιον άγιον. Ελθών δε κατόπιν και ο ιατρός, κατά την συνήθειαν, έκθαμβος παρετήρησε κάποιαν καλλιτέρευσιν των οφθαλμών μου και μου έδωσε νέον θάρρος. Ανέβαλον τότε να σου αποστείλω τα χρήματα, διά να τα φέρω μόνος μου,— τόσον θάρρος είχον αποκτήσει— Ούτε σου έγραψα, διότι είχα την ελπίδα ότι ταχέως θα θεραπευθώ, και ήθελα έξαφνα ένα πρωί να με ιδήτε. Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου. Κατόπιν ήρχισα να σε βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσα 'ς τα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχα— νύκτα χαράμματα— και άναβες τα κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας. Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι, Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου.

Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.

— Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα, σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά- θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα τροφήν κ' εδυνάμωνα. Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον. Τότε σηκωνόμενος, με την βοήθειαν του καλού γλωσσίτου— τον οποίον εφιλοδώρησα καλά διά την αδελφικήν του φροντίδα— και καθήμενος εις το μικρόν προαύλιον της κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το φως μου, εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή μου; Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Ημπορεί ποτε κανείς να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ' εσχεδίαζα τότε πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω ταλεύρια, που μου χρεωστούσαν 'ς το χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον αλευράν. Ν' αγοράσω κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που είνε τόσα βουνά άγρια εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους του μεταλλείου. Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε. Την ημέραν όμως που ετελείωνε το σαρανταήμερο— θυμούμαι καλά· ο άρρωστος και ο φιλάργυρος δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημα— βλέπω κ' έρχεται, καθαρά-καθαρά πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον μου.

— Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της.

— Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία.

— Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το εγκόλπιον του αρχιερέως. Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος. Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα. Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο άγιος. Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον— ω ανέκφραστη στιγμή!— ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν:— Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε πάγω 'ς την γυναίκα σου! Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου.

Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν αμέσως:

— Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου.

— Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις σου!

— Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.

— Καθώς με είδες 'ς τον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκια 'ς την εκκλησίτσα του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.

Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της συζύγου του από της συγκινήσεως.

Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη. Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της θαυμαστής διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το σμάλτινον εγκόλπιον του αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν αυτό, όλον απαστράπτον, με τον Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί, θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου.

— Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης πίσω 'ς τον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν κάνει να την έχης επάνω σου.

Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.

Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν, την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον μακράν:

— Πάντα κατευόδιο!

Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ' ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα καταπράσινα, με τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του χλοάζοντας ακόμη, με την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα κάτασπρα σπιτάκια του εις τον αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα, καραβίζοντας παρά την άμμον.

— Να το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν!

Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του.

— Να και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν. Και καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε πάλι!

Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της:

— Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη. Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . .

Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε:

— Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.

Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν.

Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.

— Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- πρώτη αυτή.

* * *

Μίαν πρωίαν μετά δύο ημέρας, νύκτα-νύκτα, υπό τας ελαίας και τας κυπαρίσσους και μίαν υψηλόκλαδον πλάτανον, εγλυκόφεγγεν ο μικρός ναΐσκος του αγίου Γεωργίου, πέραν εκεί, παρά την άμπελον της Θωμαής. Ετελείτο εν αυτώ λειτουργία την πρωίαν εκείνην. Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει απέξω, εις το βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την ράβδον του και θα ηκροάτο βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου. Με την ανατολήν του ηλίου είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα μυστικόν, η ευωδία της τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα λαμπάδων και κηρίων έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων. Ο ιερεύς εκείνος ο γηραλέος και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης, απεκδυόμενος ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω, στίχους έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις φορούσα το καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα όλη από ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει υπερτάτη, την ευλογίαν του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη. Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν. Η Θωμαή, παραπέρα, γονατισμένη ενώπιον της εικόνος του Αγίου Γεωργίου, φέρουσα επ' ώμων το χρυσοΰφαντον ινδικόν σάλιον, το καινόν, με μίαν ολοκαίνουργον μανδήλαν, πολύτιμον λαχωρί, τα οποίον άπαξ μόνον μετά τον γάμον της εφόρεσε, μίαν Κυριακήν των Βαΐων, οπού επήγεν εις την εκκλησίαν να λάβη την βαρακωμένην βάγια της, εύχαρις, με το ωχρόλευκον πρόσωπόν της και τα μαύρα ακτινοβόλα μάτια της, ως μάρτυς αρχαία των ρωμαϊκών διωγμών, εις τας πρώτας στιγμάς της δόξης της, συνεπλήρου την δοξολογίαν της προς τον Τροπαιοφόρον Μεγαλομάρτυρα, όστις εικονισμένος ζωηρώς εκεί, θαρρείς κ' εσκίρτα από χαράν, διά το επιτευχθέν αγαθόν, ρωμαλέος επί του ίππου του, σχεδόν χρεμετίζοντος εξ ευχαριστήσεως. Πλησίον της εγονυπέτει και ο σύζυγός της απονέμων τας εγκαρδίους του ευχαριστίας προς τον Άγιον, πλήρης χαρμονής. Ήδη ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών αυτά από τας χείρας του, εν εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και προχωρών:

— Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . .

— Αμήν! επανέλαβε πάλιν η γραία με όλην την καρδίαν της, επαναδιπλώσασα νυν εξ ευχαριστήσεως, αμήν, παπά μου!

Αποκρεμάσας είτα ο γέρων από τον λαιμόν του και το επιτραχήλιον, από βαρείαν χρυσοΰφαντον στόφαν, πεποικιλμένον όλον και πάντεχνον, διηρημένον εις δύο μακράς δι' αργυρών κωδωνίσκων συνδεδεμένας ταινίας, εφ' ων ήσαν κεντημένοι διά χρυσίου και πολυτίμων λίθων σταυροί και άγγελοι και συμπτύξας αυτό, απέθεσεν ωσαύτως μετά των άλλων επί της κεφαλής της κυπτούσης πάντοτε γραίας και εξ ευλαβείας και εκ του βάρους των αμφίων, επιλέγων την συνέχειαν του άσματος:

— Τους κοσμικούς συμπάθησον, τους σε παρακαλούντας . . .

— Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία.

Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος:

— Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .

Και λαβών είτα τα ιερά άμφια όλα ομού, ως ήσαν διπλωμένα, από της κεφαλής της γραίας, με τας χείρας του, ευωδιάζοντα από θείαν χάριν, ηυλόγησε τρις δι' αυτών σταυροειδώς επί της κορυφής την γραίαν, κύπτουσαν πάντοτε, και με τας χείρας της προστρίβουσαν επί των οφθαλμών της και του προσώπου τα άγια του ιερέως ραντίσματα, όστις επεράτωνεν ήδη και τον τελευταίον στίχον του ιερού άσματος:

— Τότε ημάς βοήθησον, Δέσποινα Παναγία! . . . Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.

Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του δεξιού παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου ακτίνες, επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις εκείνην την κτηνώδη δοράν του επενδύτου του. Αναγνωρίσας πλέον με μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος. Ανεγίνωσκεν ο μπάρμπ'- Αναγνώστης της Περμάχως ολίγον βιαστικά πλέον τας τελευταίας ευχάς, ρίπτων συγχρόνως βλέμματα πλάγια και κρυφά από του παραθύρου, έξω εις το προαύλιον το δροσερόν, όπου η θεια-Αννούσα υπό τινα ελαίαν, καθαρά πάντοτε και άμεμπτος εις όλα, αλλ' επιμένουσα όμως ακόμη ότι είδε τον Λαλεμήτρον εις τον άγιον Διονύσιον, ανάψασα μεγάλην πυράν, προσεπάθει με πεταχτήν προθυμίαν να ετοιμάση τον καφέ, παρά την διαυγή πηγήν του ύδατος, όπερ ηγιασμένον εξήρχετο από το άγιον Βήμα του ναΐσκου, λαμπρόν ως ασημένιο υπό τα δροσόχορτα, αγίασμα καθαρτικόν και της ψυχής των ρύπων.

Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.

Και αφού ετελείωσε την προσευχήν του, αφαιρέσας αίφνης από το ωρολόγιόν του εκείνην την λατρευτήν χρυσήν του καδένα, πλησιάζει μετά δέους προς το τέμπλεον και αποκρεμά ταύτην, ως ανάθημα ιερόν από της εικόνος του Μεγαλομάρτυρος, βαθέως αναστενάζων εξ ευχαριστήσεως, ως ν' ανεκουφίζετο, ως ν' απέβαλλεν από πάνω του βάρος ξένου πράγματος, το οποίον ησθάνετο ότι δεν ήτο ιδικόν του πλέον. Και είδες τότε να λάμψη έξαφνα η αγία εικών, ολόφωτον και αγγελικήν λάμψιν, ως ν' απέλαβε κάτι τι, το οποίον της έλειπε, κάτι τι, το οποίον ήτο ιδικόν της και της το πήραν, και το οποίον συνεπλήρωνε τόσον σεπτώς τον πλούσιον στολισμόν της.

 

αρχή

 



 

-1893

Ξαβόηθησαν να ξαποστάσουν! Σ' του Βασίλη την βρύσι. Υπό τον μανιτωμένον αριόν, εις την σκιάν του οποίου ηδύνατο να σταλιάση ολόκληρον κοπάδι. Ο κρουνός, αφανής υπό τα βρύα, υπέσχιζε κόμβους-κόμβους το ύδωρ· υπό δε τους πυκνούς κισσούς και το βοστρυχώδες αδίαντον εντός πλινθίνης πολίτσας— μικρού κοιλώματος— κατέκειτο δισκάριον κολοκύνθης, όπερ εχρησίμευεν ως ποτήριον εις την ερημικήν εκείνην βρύσιν. Ξαβόηθησαν εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία των— σακκία πλήρη ελαιών— κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες, σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνι— πορείαν δίωρον. Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες, εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την κορυφήν του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον. Μοναξιά και σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το ισχνόν και βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος ξηροκαταπίνων.

— Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών— η μικρά και στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσα— κατευθυνθείσα προς την βρύσιν και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον πρόσωπόν της. Η άλλη— η γρηά-Αχτίτσα— ρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη, ως εάν ακόμη εβάδιζε. Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν από του άσθματος.

— Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της.

— Κείνο πώδωσεν ο Θεός! Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα, προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου.

— Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το στόμα σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα του Βασίλη η βρύσις. Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα, ανεκάλυψε καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της χειρός της έβρεξε το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά- ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των βάτων και των κισσών.

— Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν:

— Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι;

— Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια- μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ' αφήσης κανένα.

— Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά μπάρεμ!

— Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα τα δίμιτα.

— Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες!

— Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα.

— Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο.

— Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά Φουλίτσα;

— Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και άλλο είπα. Να, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή.

— Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια. Να πούμε, τάχατες— η Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνος— είπε μαθές, να δέσουμε παντρειές.

— Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος.

— Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης!

— Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός. Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η Φουλίτσα. Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος.

Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει;

— 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε. Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να σε προφθάσω 'ς τον δρόμο.

Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε·

— Δέσατε παντρειές;

— Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης. Τώρα δεν αδειάζει, λέει.

— Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας. Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπεταν- Παρμάκης. Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει.

— Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως την οκά, και δεν γελιέται.

— Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.

— Κι άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα πάρουν. Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ', είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι Σκοπελίτες να τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε! Φεύγουν κ' ακόμα φεύγουν.

— Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπεταν- Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!

— Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η Φουλίτσα.

— Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα.

— Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ, γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας, λέει, 'ς τον Γέροντα να καλογερέψης;

— Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα.

Και θέσασα κλαδίσκους μύρτου εις τον ώμον της, ίνα μη ρυπαίνηται από του αποστάζοντος βορβορώδους ελαίου, εφορτώθη πάλιν το μικρόν σακκίον της, γλοιώδες και ρυπαρόν, διαπεράσασα εις την χείρα της και κομψόν καλαθίσκον, εν ω είχε χαμάδας τινας, θρούμβες, τη εντολή της κόρης της, τας οποίας είχε καλύψει με ωραίας δροσεράς ανεμώνας, τας οποίας εύρεν υπό τας ελαίας. Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα, μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων.

Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων. Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο ζωηρών ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν, ελάκτιζον διά των οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες τα μικρά πτηνά, τα οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των. Και μόλις επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του.

— Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ 'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.

Μετ' ολίγον εισήλθον πλέον αύται εις την μεγάλην οδόν, ήτις ήτο πλήρης ζωής και θορύβου, ως πολυανθρώπου πόλεως οδός. Εκ των ελαιώνων επανήρχετο εις το χωρίον κόσμος πολύμορφος και πολύθρους, με άσματα και με γέλωτας, ο κόσμος των εργατίδων και λοιπών γυναικών, αίτινες τόσους τρόπους έχουσιν, ώστε να λησμονώσι τον κάματον της ημέρας, ην διήλθον όλην, κύπτουσαι υπό τα κατάκαρπα δένδρα. Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της επιθυμίας ν' ανακοινώση τα νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας, έσπευδε να συναναμιχθή ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον.

— Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η ακριτόμυθος γραία.

Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι, χήραι και γραίαι και μικρά παιδία. Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως υψηλούς— αι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαι— άλλαι σακκία, πεπιεσμένα προς τα κάτω— αι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαί— άλλαι κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμους— αι καταβασανισμέναι χήραι— και άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και μυκήτων— αι φιλόζωοι γραίαι— και συνανεμίγνυντο μετ' αυτών, διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν. Και εν μέσω των συνοδιών πάλιν ζώα και ημίονοι και όνοι και ίπποι αναμίξ, φορτωμένα ελαιοκαρπόν με τους σάκκους, αποστάζοντας εκ της συνθλίψεως. Και πανταχού καθ' όλην την γραμμήν βοή και γέλωτες και άσματα, και υλακαί κυνών, και βληχήματα αμνάδος ακολουθούσης, και κωδωνισμοί αιγιδίου πηδώντος, και φθογγή ποιμενικής λύρας κρουομένης. Εθάρρει κανείς ότι εθεώρει, ουχί κατάπονον εργατικόν κόσμον, επανερχόμενον εκ του ημερησίου καμάτου, άλλα πομπήν αρχαίας πανηγύρεως εν όλη αυτής τη απλοϊκή τάξει και φαιδρότητι, κανηφόρους και καρυάτιδας με τας πλαστικάς εκείνας γραμμάς των ανατεινομένων βραχιόνων. Τόσην χάριτος αίγλην προσέδιδεν εις το αχθεινόν έργον η εύχαρις και απράγμων αυτών ψυχή! Όταν έφθασαν εις τον πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του βουνού, μεγάλη, στρογγύλη, πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής.

Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του ελαιώνος πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός λευκολίθου. Και τότε περισσότερον εφαιδρύνθησαν αι συντροφίαι, αι συναντηθείσαι όλαι ομού, και ανύψωσαν τας φωνάς των και περισσότερον εποίκιλαν τα άσματά των.

Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον:

Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνω 'ς της εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . .

— Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.

Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας οφρύς. Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο κλώνοι ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα γεμενιά, εξ απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια. Καποτάκι κοντό με κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους. Με την μίαν χείρα εκράτει τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς των νώτων, επισείον την ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ω ο επ' αυτού καθήμενος εμονολόγει μεγαλοφώνως:

— Τίποτε φέτος! Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίμα 'ς τους κόπους μας!

— Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες, αναγνωρίσασαι αυτόν.

— Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουν 'ς τα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον!

— Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω την συνοδοιπόρον της. Θα 'ς τα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα, κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω.

— Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή.

— Και μένα τρακόσια δράμια!

— Και μένα τρεις οκάδες!

— Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.

Αλλά το ονάριον ως να επλήγη οδυνηρώς υπό των γυναικείων εκείνων φωνών καταπτοηθέν έλαβε ταχέως την κατωφέρειαν, και τρικλίζον έγεινεν άφαντον εις τον κάμπον.

— Το πήρε το Ματώ, κορίτσια, το παίρνει ο κυρ-Δμάκης, ανεκραύγαζεν η γραία Φουλίτσα, δυσκόλως αναπνέουσα από τον βιαστικόν δρόμον:

— Θα δέσουν παντρειές τα Χριστούγεννα, μου το είπεν η μάννα της!

Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο.

Δίψασ' η Πανίτσα

και πάει να πιη νερό,

κ' η μάννα τς δεν το ξέρει,

πως έκαμε γαμπρό.

Νύσταξ' η Πανίτσα

και πάει να κοιμηθή

κι' η μάννα τς δεν το ξέρει,

πως θα στεφανωθή.

Τα νυκτερινά τρυζωνάκια, τρυπωμένα υπό τους θάμνους του ευώδους δριγάνου, συνώδευον αυτό γλυκύτατα διά των τρυγμάτων αυτών, ως μονοχόρδου κιθάρας φθόγγων, φθόγγων της νυκτός και των ερήμων αγρών.

— Είδατε! Δε σας τα είπα εγώ; Ηκούσθη τότε η φωνή της Φουλίτσας, ήτις έσπευδεν ν' ανακοινώση εις όλας τα νέα, τα οποία ως ψύλλοι την ηνώχλουν τόσην ώραν. Και προσέθηκεν:

— Να ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη, λέει, τα δέκατα, τώρα δεν αδειάζει.

— Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της νυκτός κόλπους, βραχνή, πένθιμος.

* * *

Πρωί-πρωί. Χαράματα. Λέμβος υπόσαθρος, αλιάς πολλάκις εμβαλωθείσα, ονάριον θαλασσινόν με θραυσμένην την σπονδυλικήν στήλην, προσήγγισε με τα κουπάκια εις την αποβάθραν της νήσου. Όπισθέν της, δέσμιος μέγας ιχθύς, ορφώς καστανόχρους ανετάρασσε τα ύδατα διά των ισχυρών πτερυγίων του και της πλατείας ουράς. Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον ελαφρόν. Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του αλιέως τις ήτο:

— Από το Προμύρι!

Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον. Αλλ' εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε:

— Κάνας καλός!

* * *

Πλην δεν είχε δίκαιον ο γέρω-Σταυρής να νομίζη, ότι καλοί ήσαν μόνον οι πίνοντες τον καφέν του. Ο κυρ-Δημάκης, ο προμυριώτης, ήτο πολύ καλός, κ' έγεινεν ακόμη πολύ καλλίτερος. Αναμιγνυόμενος όμως επί έτη εις την ενοικίασιν των ελαιοδεκάτων εν τω Πηλίω, είχεν υποστή εσχάτως πολλάς ζημίας, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του.

— Τώθελα κ' εγώ; έλεγε. Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν του, επανελάμβανε.

— Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε με Θεό, λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο.

Τέλος, καθυστερών ικανάς δόσεις των ενοικιάσεων, εκινδύνευε να συλληφθή υπό της τουρκικής εξουσίας,— Το Πήλιον ήτο υπό την Τουρκίαν ακόμη.— Τι να κάμη; Να δραπετεύση εις την αλλοδαπήν.

Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις το εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το ελληνικόν έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν ηδύνατο ν' αρνηθή την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος εχρεώστει ενοίκια χωρίς να το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του. Αλλά σήμερον είνε τόσον κοινόν τούτο, μάλιστα εις το ελληνικόν κράτος, ώστε δεν ήτο δυνατόν να επισκιάση τα προτερήματα του φυγάδος προμυριώτου. Πράγματι ο κυρ-Δημάκης ήτο δραστήριος και ικανώτατος άνθρωπος. Διεχειρίσθη τόσα χρήματα— όχι, λάδια, θέλομεν να είπωμεν.— Πέρασαν από τα χέρια του λάδια και λάδια, φορτία ολόκληρα, τα οποία εφόρτωνεν εις την Αγριάν διά τα Δαρδανέλλια. Είχε καταλαδωθή ολόκληρος από κεφαλής μέχρι ποδών. Διά τούτο αι φουσκωμέναι παρειαί του εγυάλιζαν πάντοτε, ο μύσταξ του ήτο στιλπνότατος ως από μύρων, και όταν αφήρει εν τω ναώ τον προσφιλή γιωργούλην του, το κωνικόν πλεκτόν κάλυμμα, η κόμη του μαύρη- μαύρη απήστραπτεν εκ της στιλπνότητος, ως πτέρωμα μαύρου πτηνού. Εις όλας τας υποθέσεις του, τας τε κοινάς και ιδιωτικάς, συνήθισε να βγαίνη πάντοτε λάδι. Εις τας δοσοληψίας του, εις τας οφειλάς του, εις τας ενοικιάσεις του τέλος, έβγαινε πάντοτε λάδι. Πάντοτε 'ς τον αφρό. Αφού πάντοτε είχε να κάμη με λάδια; Μόνον εφάπαξ εκινδύνευσε να βυθισθή εις τον πυθμένα— της οθωμανικής ειρκτής του Βόλου— αλλά και πάλιν κατώρθωσε να βγη λάδι.

Διά τούτο τον είδομεν πρωί-πρωί να φθάση διά της αλιάδος εις την νήσον μας απαράλλακτος ο κυρ-Δημάκης του Προμυρίου, στιλπνός, λαδωμένος. Ως τοιούτος, ευπροσήγορος, και ευφυής, και πολυπράγμων, εγνωρίσθη ευκόλως μετά των νησιωτών, οίτινες ταχέως εξετίμησαν τον λιπαρόν χαρακτήρα του. Μόνον ο δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με την πένναν εις το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν τη αγορά:

— Μια λαδιά— μια χαρά— τα κατάφερες, κυρ-Δμάκη!

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής, απήντησε προχείρως:

— Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο! Τι να σε κάμω, παιδί μου;

Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως:

— Τώνομά σου, παιδί μου;

— Θανάσης!

— Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα—

— Λάδι— συνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς.

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος:

— Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου. Μα τι να σου κάμω, γυιε μου; Ένα κακό, ένας κατακλυσμός! Επήρε το μαξούλι και πάει 'ς το καλό!

— Γλύτωσες εσύ, μπάριμ! Συνεπέρανεν ο νεανίας.

Εν τούτοις πλην του δημογραμματέως όστις επεφυλάσσετο, οι πλείστοι εξετίμησαν δεόντως το επιχειρηματικόν πνεύμα του φυγάδος. Ο κυρ-Δημάκης ήτο γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε επισκεφθή άλλοτε προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ- Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί εις την γείτονα εξουσίαν. Διά τούτο περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς ην μετέβη άμα ελθών εις την νήσον.

— Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης, χαιρετίζων αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ' ευτραφή μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την αριστεράν παρειάν.

— Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς. Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν' ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο προφυλακτικώτατος. Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας. Και η μαύρη εληά της κόρης της εδιπλασιάσθη εκ της αποκαλυφθείσης πενίας του συγγενούς των.

Ούτω λοιπόν έζη άγνωστος. Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον, ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις ταξειδεύσας εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή πατάτες και σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια πεντάρα τρία.

— Και να βρίσκωνται! Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των.

— Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο συγχρόνως πρέζας ταμβάκου:

— Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό;

Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα πάντα.

— Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας. Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν:

— Πάρε, αδελφέ μου, πάρε!

Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού.

— Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ- Δημάκης εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να κηρυχθή εις πτώχευσιν.

Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών, καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου.

— Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ- Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου.

— Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να εκτιμά την αξίαν του φυγάδος! Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού συχνά εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ- Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα το παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν ηδύνατο έκτοτε να ησυχάση.

— Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι, βλέπουσαι αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας. Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό.

— Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια:

Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του.

— Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης. Και πλησιάσας εις το ους, τω λέγει κρυφίως, ως να μη ήθελε να τον ακούση κανείς τάχα:

— Να πάρουμε τα δέκατα!

— Μα ξέρω 'γώ, μα είνε κίνδυνος, μα να ιδούμεν! Εψέλλιζεν ο κυρ- Βαρσαμός, όστις, επειδή ο κυρ-Δημάκης επέμεινε, λέγει τότε:

— Ξέρεις τίποτα; Εδώ έχουμε και φυλακές!

— Μη σε μέλει από τέτοια, γέρω Βαρσαμέ. Και μετά σιωπήν, παρατηρών αυτόν κατά πρόσωπον, κράζει:

— Κύτταξέ με καλά!

Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση.

— Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσα 'ς τα φρύδια!

— Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος, κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους οφθαλμούς.

— Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.

Μετά δύο-τρεις επισκέψεις εις τους ελαιώνας, ο κυρ-Δημάκης υπελόγιζεν ακριβώς το ποσόν της συγκομιδής. Διά τούτο και εις το Πήλιον πάντοτε ουδείς ηδύνατο να κτυπήση αυτόν εις τας δημοπρασίας. Απερίγραπτος λοιπόν ήτο η χαρά του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης ενοικιάσεως ελάμβανε παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά την υπογραφήν, ην είχε χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του, εις ον είχον κατακυρωθή τα δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή έτη. Με μεγάλην έκπληξίν των τότε οι άνθρωποι είδαν τον κυρ-Βαρσαμόν να επανέρχεται από την Σύρον με φορτίον εμπορευμάτων, κάσσες και κασσέλες και αντί γεωμήλων να έχη πλέον καφέδες, και αντί καστάνων και λεμονίων, μοσχοκάρυα και χαλβάδες εις το μικρόν μαγαζείον του. Αλλά το τέταρτον έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων, εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος.

— Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας.

— Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν, ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου. Και απέκρυψεν υπό τας δασείας οφρύς του το οξύ βλέμμα του, παρουσιάσας ενώπιον του κερδαλεόφρονος παντοπώλου έν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν, στιλπνόν και άκακον. Ο κυρ-Βαρσαμός απέμεινε με την δευτέραν πρέζαν εις χείρας απολιθωθείς. Ο Θεσσαλός φυγάς είχεν αποκτήσει κεφάλαια πλέον.

* * *

Τα έτη εκείνα εγίνετο τακτικώς η ελαιοφορία, πλουσιωτάτη κατά διετίαν. Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εν ω οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι γονάκων του βρακίου.

Ήτο ο δεκατιστής.

Ούτως επωνόμαζον πλέον οι νησιώται τον κυρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον εις την παρουσίαν του, ώστε αν ηφανίζετο καμμίαν ημέραν, εφρόνουν ότι θα ηφανίζετο μετ' αυτού και η ευφορία των ελαιών. Αυτάς πρώτος, και προ της ανθίσεως ακόμη, ότε μόλις εσχηματίζετο ο κάλυξ τον Απρίλιον, έφερεν εις το χωρίον την είδησιν:

— Δείξανε η εληές!

Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους, ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού.

— Ανοίξανε η εληές!

Έκτοτε δεν έπαυε παρακολουθών την ανάπτυξιν και την υγείαν του άνθους καθ' όλα τα επικίνδυνα στάδια, ως ιατρός, εξετάζων εκ του σύνεγγυς τας σταφυλάς των ανθυλλίων, μη σχηματισθή σκώληξ και έξαφνα μεταβληθώσιν εις κεκονιαμένην αράχνην, μη τα καύση ο λίβας, πνέων από της Θεσσαλίας ως από φούρνου, μη τα μαδήση ο υετός, ότε τέλος πάντων ηκούετο εσπέραν τινά διαλαλών, κήρυξ ευάγγελος:

— Δέσανε η εληές!

Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών, και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός, έως ου αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα— τ' Αηλιά στούμπα εληά— έως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της ωραίας Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον— ω χαρά! έως ου σωθή από τους δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον περιπόθητον καμψάκην! Εις όλα αυτά τα στάδια, ο φοβερός δεκατιστής, μυθικός Κένταυρος, αχώριστος του οναρίου του, παρηκολούθει τον ελαιοκαρπόν, φέρων εις τους νησιώτας επιμελώς τας ειδήσεις του.

Αλλ' είχε και άλλους συντρόφους εις τας επιθεωρήσεις του τας συνεχείς. Την απροστάτευτον χήραν, η οποία εκ του καρπού αυτού αναμένει την προστασίαν. Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα:

— Σκουλίκι έπεσε!

— Δεν δέσανε καλά!

— Πέφτουν αλάκερα σταφύλια!

— Της πήρε το ποτάμι!

Όλα αυτά τα γογγύσματα είνε τόσαι πικρίαι και τόσαι θλίψεις, με τας οποίας συνθλίβεται επιπόνως και φαρμακερώς διά τον κόσμον, το έλαιον, το γλυκύτατον έλαιον, το ευλογημένον έλαιον, των πτωχών το έλαιον, των αγίων το έλαιον!

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης είχεν άλλους φόβους καθ' όλον το μετά ταύτα διάστημα και άλλαι θλίψεις ετάρασσον το δεκατιστικόν πνεύμα του.

— Μη έβγη άλλος και τον κτυπήση!

— Μη πάρη ακριβά τα δέκατα!

— Μη του τα πάρουν τα δέκατα!

Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο νήστις, και σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα.

— Τίποτα φέτος!

— Πέφτει ο καρπός!

— Κάηκε ο καρπός!

Την δε εσπέραν εις το παντοπωλείον του κυρ-Βαρσαμού, εξάγων με αναστεναγμούς από του κόλπου του, επεδείκνυεν ελαίας τινάς εν τη παλάμη του, σκωληκοφαγωμένας, βουλωμένας, ξηράς. Οι αντίπαλοι του άπειροι, αδαείς, δειλοί, απεσύροντο. Μόνον ο κυρ-Βαρσαμός, τολμήσας ποτέ να τον αντιμετωπίση εν τη δημοπρασία εφόβισε τόσον τον κυρ-Δημάκην, ώστε ηναγκάσθη να χώση εις την χείρα του πέντε εκατοστάρικα, ίνα αποσυρθή. Όπερ συνήθιζεν έκτοτε να πράττη ο πονηρός παντοπώλης, αρεσκόμενος εις τα χωρίς κεφαλαίων κέρδη, ότε εκίνει μετά ταύτα τον θαυμασμόν των κατοίκων επανερχόμενος εκ της Σύρου, όπου ήνοιξε σημαντικάς πιστώσεις, εμπορευόμενος πλέον και πανικά. Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ- Δημάκη:

— Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης!

Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής:

— Πουθενά αλλού φέτος λάδια!

— Θ' ακριβήνη το λάδι!

— Δυο δραχμάς θα πάη!

Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν. Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.

— Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ' είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν— την μεγάλην τηγανίταν— ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν. Άλλοτε πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν, καθημένας παρά τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα των, εγγύς των μύρτων και των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην πλακόπιτταν, ην έψησαν την νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα.

— Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος. Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής.

Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων, γευματιζουσών:

— Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε!

Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη συλλογή:

— Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα! Και αι εργάτιδες, κύπτουσαι υπό τα κατάκαρπα δένδρα, συνέλεγον μίαν προς μίαν την μαύρην ελαίαν, την στιλπνήν, ως τα ματάκια των τα κατάμαυρα ελαίαν, άδουσαι συνάμα είτε κατά μόνας είτε κ' εν χορώ, αψηφούσαι των ακανθών τους πικρούς νυγμούς και του βορβόρου πολλάκις τον ρύπον, βυθίζουσαι μέχρι αγκώνος τους απαλούς των βραχίονας υπό τους φαρμακερούς θάμνους της τρικοκκιάς όπου έτυχε να εισδύσωσιν ίσως ελαίαι, τιναχθείσαι εκεί υπό της βιαίας του μαΐστρου ριπής.

— Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το ρεύμα.

— Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες πάρουν;

Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν, ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες:

— Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου!

— Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά! Ετόλμησε να είπη τις των γυναικών πλύνουσα τας χείρας της εις τον καθαρόν ρύακα και συγχρόνως καί τινας απαλούς μύκητας τους οποίους, συλλέγουσα τον καρπόν, επέτυχεν υπό τινα κόμαρον, ξανθολεύκους, ευωδιάζοντας βουνόν.

Αλλ' έβλεπε πολύ καλά, ο κυρ-Δημάκης. Έβλεπε το συμφέρον του να παραχθή όσον το δυνατόν περισσότερον έλαιον.

* * *

Πλην πότε εκοιμάτο αυτός ο άνθρωπος; Όταν ήρχιζεν η έκθλιψις του ελαίου εις τα ελαιοτριβεία, ήτο πρώτος. Αντί του οναρίου του είχε τον Γιάννην, τον μογιλάλον υπηρέτην του, ευφυέστατον κ' εργατικώτατον άνθρωπον, ομιλούντα και συνεννοούμενον διά των νευμάτων και των σχημάτων τελειότατα, τη συνδρομή και τίνων μονοσυλλάβων, τα οποία κατώρθωσε να διδάξη αυτόν ο κυρ-Δημάκης, όστις ανακαλύψας την ευφυίαν του εχρησιμοποίησεν αυτόν εις την συλλογήν των δεκάτων, εμπιστευόμενος εις την πονηρίαν του ως εις εαυτόν. Φορών βαρέα ρωσικά υποδήματα ο δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους αποκρύφους του οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την θεσσαλικήν χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την σέλλαν του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον, και το εκ λευκοσιδήρου μέτρον. Τον είχε διατάξει ο αυθέντης του να τον εξυπνά εις το πρώτον λάλημα του πετεινού:

— Στον πρώτον ύπνο! Γιαν! κούκου! Εκραύγαζε κ' ασχεδίαζε διά των νευμάτων, έως ου εννοήση ο μογιλάλος.

— Κιμίκρ; Ηρώτα ο υπηρέτης, δι' αυτής της μόνης δισυλλάβου λέξεώς του, εκφράζων όλας τας εννοίας και ονομάζων όλα τα αντικείμενα. Και ακριβώς την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον:

— Κιμίκρ; κου! κου!

— Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός. Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού. Η γλυκυτέρα ώρα του ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε εις όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο τρομερός του χωρίου δεκατιστής. Και έως ου πλυθή και ενδυθή, ο μογιλάλος έτοιμος, φέρων εις χείρας τον κενόν ασκόν εύμορφα-εύμορφα συνεπτυγμένον και δεδεμένον περί τον λαιμόν, ίνα μη ρυπαίνωσιν αυτόν τα κατασταλάγματα του ελαίου, διά των αποκρύφων μονοσυλλάβων του, και των αποκρυφωτέρων νευμάτων του, ων όμως την μυστικήν έννοιαν ευκόλως κατενόει ο πανούργος δεκατιστής, ανεκοίνου προς αυτόν τας σκέψεις του, τας υπονοίας του περί καταχρήσεων εν τοις ελαιοτριβείοις τυχόν, τα σχέδιά του, όλα τακτικά και καθαρά, καθαρώτερα ή αν ωμίλει την ωραιοτέραν γλώσσαν.

— Κιμίκρ! Ηρώτα ο κυρ-Δημάκης, πλέον σύννους και από τον αρχαίον έλληνα, τον προσπαθούντα να εξηγήση τον δοθέντα εις αυτόν χρησμόν παρά της ομοίως μογιλάλου Πυθίας.

Εξήρχοντο. Το χωρίον εκοιμάτο ακόμη. Νυξ παγερά του Δεκεμβρίου. Γαλήνη χιονώδης και κρύα νηνεμία. Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης οφθαλμός. Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον αρχίσει την εργασίαν των, εκ των πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης καπνός, η πνοή της καιομένης πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων, ηκούοντο εις τας στενωπούς, αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των οικιών μετεκόμιζον εις τα ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν. Φώτα από τινων μικρών θυρίδων, ήρχιζον να φέγγουν εδώ κι' εκεί ως κανδήλαι εικονοστασίων. Εις τα Κοτρώνια ηκούοντο η Σταύραινες— πέντε-έξ αδελφαί ορφαναί— πρώται- πρώται μεταβαίνουσαι εις τα κτήματά των, εύλαλος της Κεχριάς συντροφιά, διαχέουσα έξαλλον ζωήν εις την σιωπηλήν εκείνην ερημίαν.

— Καλημέρα, παιδιά! Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον ελαιοτριβείον και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την μηχανήν εργαζομένους.

— Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη! Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με λαδωμένον υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν, απτόμενος ελαφρά-ελαφρά του μοχλού— της μακράς δρυίνης μανέλλας,— της περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι, χασμώμενοι, μόλις εγερθέντες— η πρωινή φρουρά— εντός της ομίχλης, παραπλεύρως της μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον αργάτην τον προσέλκοντα τον μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου περιελισσομένου περί αυτόν. Και ηκούοντο οι τριγμοί του ατράκτου, κοχλιουμένου εντός του όγκου του δρυίνου βουρδουναρίου, όπερ ως αρχαίον δωρικόν επιστύλιον, με σιδηρούς κρίκους περιεσφιγμένον, επιστεγάζει τους δύο κίονας της ελαιοθλιπτικής μηχανής, τριγμοί φοβεροί ως μυκηθμοί σφαζομένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγμοί ραγιζομένης αιωνοβίου δρυός, να πέση να θραυσθή. Και ο άτρακτος κατήρχετο ολονέν συστρεφόμενος εν τω κοχλία, συνθλίβων, πιέζων τας υπ' αυτόν τριχίνας πάνας, εικοσιτέσσαρας τον αριθμόν, κ' έρρεεν από των αραιών πλεγμάτων αυτών στάγδην το έλαιον, ύδατι θερμώ, ανάμικτον. Και όσον συνεθλίβετο το εις τας πάνας ένδον περιτυλιγμένον λάμα— η πολτώδης μάζα των συντριβεισών ελαιών— τόσον αι σταγόνες μεταβάλλοντο εις ελαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, αναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγάς εν τω φωτί, της από του επιστυλίου κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες και πληρούντες τα κοίλα χείλη του τετραγώνου βάθρου της μηχανής, έλαιον αχνίζον, ως το αίμα εις τους βωμούς των αρχαίων, εισρέον εις την βαθείαν κοπάναν, δρυίνην τετράγωνον λεκάνην.

— Φόρτε! εκέλευσεν ο αρχιεργάτης, όταν συνεπληρώθη η μία στροφή του ατράκτου, εκτεθέντος του σχοινίου του μοχλού. Οι νεανίαι έπαυσαν τότε να στρέφωνται, ανέκυψαν. Είς εξ αυτών εποτυλίσσει το περί τον αργάτην σχοινίον, περιστρέφων αυτόν διά ταχείας κινήσεως ως σβούραν, ο δε αρχιεργάτης εκβαλών τον μοχλόν, την μανέλλαν, έθηκεν ήδη αυτήν εις την άλλην οπήν του ατράκτου, ίνα πάλιν αρχίση νέα στροφή αυτού μετά φοβερωτέρου τριγμού όλης της μηχανής, τριγμού καθελκυομένου εις την θάλασσαν πλοίου. Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού:

— Γιαν! κιμίκρ!

— Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες.

— Γιαν! Να! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας. Και έδειξεν εις τον μογιλάλον τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον, παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα τηγανίτας. Αι πυρήναι,— τα λείψανα των εκθλιβομένων ελαιών— δι' ων καίωνται των ελαιοτριβείων οι πύραυνοι, εξέπεμπον φλόγας ως κάμινος, αίτινες αδηφάγοι πύρινοι γλώσσαι, περιεζώννυον την τεραστίαν χύτραν, μεγαλειτέραν και της του μαγειρείου του ρωσσικού μοναστηρίου, εν η βράζει το ύδωρ, το χρησιμεύον, ίνα βρέχωνται αι πάναι, και μη απομένη εν αυταίς έλαιον άθλιπτον. Εγγύς εκεί, παιδίον υπηρετικόν ήντλει ύδωρ φρεάτιον διά σιδηράς αντλίας, πληρούν την φοβεράν χύτραν και συγχρόνως εσώρευεν υπ' αυτήν πυρήνας, εν ω αι φλόγες κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν όλον τον πύραυνον. Διά τούτο η μαύρη χήρα ολονέν προς τα έξω απέσυρε τας παρειάς της και το τηγάνιον, κινδυνεύουσα να περιζωσθή υπό των φλογών. Τότε ο μογιλάλος την είδε και είπε σταθείς άνωθέν της:

— Κιμίκρ!

Όλα τα πράγματα, ως είπομεν, έμψυχά τε και άψυχα, κιμίκρ εκάλει ο πονηρός μογιλάλος, καταρτίσας ούτω γλώσσαν απλουστάτην, μονόλεξον.

— Πας 'ς το παππού μ! Εκραύγασε τότε η χήρα εννοήσασα, ότι ήλθεν ο δεκατιστής. Και στραφείσα είπε προς τον κυρ-Δημάκην ιστάμενον κατωτέρω υψηλά, επί λόφου πυρήνας, ως κήρυκα, με το πρόσωπόν του το παχύ και στιλπνόν, εύχαριν, γαλήνιον ως να εχόρτασεν ύπνον.

— Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα δέκατα θα ξεμπερδέψης!

— Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; τ' ακούω, πες!

— Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες;

— Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;

— Είνε, λέει, 10 δράμια μεγαλείτερο από τες πέντε οκάδες, όπως πρέπει να είνε το μέτρο.

— Τόσο καλλίτερα, που είνε μεγαλείτερο.

— Ναι μα είνε για σένανε όχι για μένανε.

Ο δεκατιστής ιδών ότι η χήρα δεν ηπατάτο, υπέλαβεν:

— Ου, καϋμένη κυρα-χήρα, δέκα δράμια μεγάλη δουλειά!

— Δέκα από μένα, δέκα από την άλλη. Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα, κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον, κατεβίβασε την μανδήλαν της.

— Να, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα! Είπε πραΰνων αυτήν ο κυρ- Δημάκης, φοβούμενος μήπως διαδοθή ότι το μέτρον του ήτο πράγματι μεγαλείτερον κατά 10 δράμια.

— Έχω, κατάλαβες, εξηκολούθησε, δυο μέτρα, ένα παληό και ένα καινούργιο. Το παληό τα είχα 'ς το Προμύρι.

— Τότες που θα σε φυλάκωναν και τώστριψες;

— Κοροφέξαλλα! Πιστεύεις τι λένε;— Λοιπόν του είπα του μουγγού να παίρνη τα καινούργιο που είνε σωστό. Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά.

— Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το νέον, απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου.

— Να, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν' αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του φωτάς είπε:

— Το άδικον ουκ ευλογείται!

— Κιμίκρ! Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη μίαν τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς πινακίου.

— Εμείς 'ς το Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις θέλετε μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν θέλω να παραπονιέσαι.

— Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη.

Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας απαιτήσεις των κτηματιών.

— Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του.

Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και μεταποιών αυτάς εις λάμα. Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.

— Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής. Έχουσα παρ' εαυτή πινάκιον βαθύ, περιέχον τον λευκόν βουτυρώδη πολτόν του αλεύρου, έρριπτε κουταλιές-κουταλιές εξ αυτού εντός του τηγανίου, πλήρους ελαίου, όπερ τότε οξέως τσιτσιρίζον ακόνιζε την όρεξιν του Κοψαχείλη, όστις περιεστρέφετο μεν μετά του ημιόνου του περί το ελαιοτριβείον, αλλά δεν έπαυε και από του να παρακολουθή τα ψήσιμον των τηγανιτών, τας οποίας διά του πηρουνίου λαμβάνουσα η χήρα έθετεν επί άλλου πινακίου εν σωρώ, όστις εμεγεθύνετο αδιακόπως, λευκοκίτρινος, ροδισμένος, ενώδης, αχνίζων έλαιον, το οποίον όσον ωσφραίνετο ο Κοψαχείλης, τόσον εμελώδει, κομμένην, κατατσακισμένην την φαιδράν και χορευτικήν «Γιαννούλαν», εν ω το μάρμαρον κυλιόμενον ετσάκιζε θλιβερώς τας μαύρας ελαίας, ριφθείσας εκεί πλυμένας, καθαράς. Ο κυρ-Δημάκης εννοήσας ότι ακόμη δεν ήτο καιρός να μετρήση, ανοίξας την κοπάναν και ιδών πόσον έλαιον εν αυτή υπήρχεν, υπολογίσας δε την ώραν καθ' ην θα ήτο ανάγκη να λάβη το δέκατον, απήλθεν εις άλλο ελαιοτριβείον, προς μεγάλην λύπην του μογιλάλου, εν ω ήδη οι εργάται, αφού απετίναξαν από τας πάνας την ξηράν πυρήναν, συναθροισθέντες εν κύκλω περί τον πύραυνον και την χήραν, ήρχισαν να καταβροχθίζωσι δύο-δύο τας απαλάς ως κουκούλια τηγανίτας, βυθίζοντες αυτάς εις το κύπελλον του μέλιτος, ως αρπακτικά πτηνά.

— Κιμίκρ! Εμουρμούρισεν απειλητικώς ο μογιλάλος κατά του αυθέντου του, μη αναμείναντος, μη δυνάμενος να εκφράση τον πόνον της καρδίας του, κ' εξήλθεν, εν ω οι εργάται, ροφώντες το καυστικόν τσίπουρο διά μεγάλων ποτηρίων ηύχοντο προς την φιλότιμον χήραν:

— Κι εις άλλα με υγείαν!

* * *

Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο τίποτε. Η θύρα του η μεγάλη και τετράγωνος, με δύο πλατέα φύλλα, ως πυλών πανδοχείου, και το μόνον παράθυρον, ήνοιγον μόνον τας παραμονάς των εκλογών, και τας δικασίμους ημέρας των ποινικών, δύο-τρεις φοράς τον μήνα. Και όταν καμμιά παρέα είχε «να ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του. Ομοίως τακτικώς, μετά την συνεδρίασιν των ποινικών εν τω ειρηνοδικείω, διεξήγετο εκεί νέα συμπληρωτική συνεδρίασις των ποιμένων όλων συναθροιζομένων εν αυτώ, ότε εγίνετο εκεί μεγάλη εξόδευσις ούζου, φωνών και ενίοτε και ξύλου. Τότε ο Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ω ο κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν κατεδικάζοντο. Εκεί τότε εγίνετο νέα, πλέον εξηκριβωμένη, εξέτασις των μαρτύρων, υπό τους οξείς αλαλαγμούς του ποιμένος Φουσκοδενδριά, άνευ του οποίου αδύνατον ήτο να διεκπεραιωθή ποινική δίκη. Εκεί πολλάκις ερρυθμίζοντο και αι διεξαγωγαί των πολιτικών υποθέσεων, οριζομένων των θεμάτων εις τους διαφόρους μάρτυρας παρά το ατμίζον νεφελώδες ποτόν. Ενίοτε όμως ο Γιωργής της Θασίτσας, μεταβαίνων εις την προκυμαίαν εκαθάριζε κοντόχονδρον ως τον εαυτόν του βαρέλιον.

— Ώρες καλές! Τον εχαιρέτιζαν εις την αγοράν. Ήτο σημείον ότι προσήγγιζον αι εκλογαί. Τότε, λαμβάνων χρήματα παρά των υποψηφίων να κερνά το κόμμα, εθεώρει περιττόν να βάλη το κρασί του καθενός χωριστά. Επλήρου λοιπόν ολόκληρον βαρέλιον. Και τότε το μαγαζείον του από δικαστήριον ή ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι. Ελησμονήσαμεν να προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη άλλην μίαν φοράν κατ' έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα «έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . . κλειστός. Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και ανοικτόν και κλειστόν, εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου.

Διά τούτο ο καπεταν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την ταχείαν και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός. Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον.

— Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν.

Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

— Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην.

— Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου;

— Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας. Τώρα ν' αρθή ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς από τα μανδρί και ν' ακούσης!

— Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε σαγανάκια!

Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι το έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος.

— Ξέρεις τίποτα, καπεταν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της Θασίτσας τόσα κεφάλαια.

Ούτω λοιπόν ο καπεταν Παρμάκης, τρικυμίας επιθυμών, ερρίφθη πλησίστιος με όλην την κάσσα του εις τον εκλογικόν σάλον, σχεδιάζων την επιτυχίαν εν κοινώ συμβουλίω μετά του φίλου του, του Γιωργή της Θασίτσας, παρισταμένης πάντοτε και παχείας βαυκάλεως, πλήρους από του γαλακτώδους εκείνου ποτού. Δις ηγωνίσθη έως τότε τον εκλογικόν αγώνα, αλλ' απέτυχε. Πρώτον ως δήμαρχος και δεύτερον ως βουλευτής. Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος υπέρ της επιτυχίας του.

Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων. Ημέραν τινά, ο καπεταν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρο— για της πρώτες χολές— λέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας.

— Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου!

— Του κυρ-Δημάκη;

— Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά.

— Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέ— Γιωργή μου;

— Του κυρ-Δμάκη;

Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

— Θα του τα πάρω σου λέω!

— Θα πέσης όξω, καπεταν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερον— για της δεύτερες χολές!

— Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου» έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!

— Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα!

— Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου. Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε.

Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν:

— Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον για να πάρουμε την εκλογή. Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!

— Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να κάμουμε;

— Να πάρουμε τα δέκατα!

— Δεν τ' αφίνει!

— Να του τα πάρουμε!

Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο καπεταν- Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας:

— Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ Γεωργή μου!

Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!

* * *

Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπεταν-Παρμάκης, φορέσας την γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ— ήτο χειμών δριμύς— τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της Ανατολής.

— Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του κήρυκος, παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου.

Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε την δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων. Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφά— αλλά τούρκα— ο κυρ-Δημάκης, με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του. Εκάθητο εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος Αγιορείτης.

— Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος έξωθεν.

— Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος ως δεμένη αμνάς.

Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν. Μόλις όμως ο κήρυξ ανήγγειλε μεγάλη τη φωνή την νέαν προσφοράν, εναρμονίως και με χαράν, ως μαθητής αλλάζων το μάθημά του, κ' εμφανισθείς προ της θύρας ο καπεταν- Παρμάκης, κατακόκκινος, ωργισμένος, με την ναυτικήν του γούναν και τον βαρύν κούκκον, εκραύγασε χωρίς να εισέλθη·

— Είκοσι χιλιάδες! Κ' έγεινεν άφαντος, επισείων απειλητικώς την βαρείαν κεφαλήν του, και την βαρυτέραν ράβδον του.

— Όχι θα του τ' αφήσω! Ηκούσθη μακρόθεν κραυγή. Ο κυρ-Δημάκης εκινήθη ολίγον εν τη θέσει του χωρίς όμως να ξεδιπλώση τους πόδας του, οίτινες ήσαν αφανείς υπό τα μαύρον βρακίον του και μετά χάριτος μειδιών είπε:

— Και πεντακόσιες! Η βαρεία μηλωτή ανεκινήθη και πάλιν και η ασθενής χειρ εσημείωσε τα νέον ποσόν, μόλις προφθάσασα να σημειώση το πρώτον. Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των, ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να δικαιολογήση εαυτόν και είπε:

— Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να κάμη κανείς!

— Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις,

— Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια. Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε με 18 δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω!

Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν:

— Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου! Εις την ξυλίνην θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν' αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπεταν-Παρμάκη, όστις μόλις προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανε 'ς τον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν, έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από της θύρας:

— Εικοσιτέσσαρες!

Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του, εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν.

Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει τόσον αποτόμως.

— Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ- Δημάκης, εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του. Και αποτεινόμενος προς τον κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει:

— Ούτε με 20 δεν βγαίνω!

— Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε.

— Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω.

— 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ- Δημάκης βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις του:

— Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα!

— Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ.

— Τριάντα! Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής, θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη.

— Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού υπηρέτης. Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι τα δέκατα ήσαν ιδικά του.

Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της Νομαρχίας.

— Όχι θα του τ' αφήσω! Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπεταν- Παρμάκης, ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων ανέμων.

* * *

Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς, συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη την βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο καπεταν- Παρμάκης. Είχε διαδοθή το πράγμα εις το χωρίον και πάντες έχαιρον μεν διότι ηλευθερούντο από την λαιμαργίαν του αρχαίου δεκατιστού, όστις τα τελευταία έτη κατέστη πολύ καταπιεστικός και άρπαξ και πλεονέκτης, αλλ' ηπόρουν και εφοβούντο μαθόντες την γενναίαν προσφοράν του πλοιάρχου, όστις δεν έκαμνε καλά να τρέχη τόσον. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, σκοπεύων δι' αναφοράς του προς το επαρχείον να κάμη νέαν προσφοράν, και θέλων να βεβαιωθή καλλίτερον περί της συγκομιδής, εξήλθε την επαύριον εις περιοδείαν. Και όταν την νύκτα επέστρεφε με την πανσέληνον και προσέπαιζον προς αυτόν αι εργάτιδες, ως είδομεν, ούτος ουδέ προσέσχεν εις τα αστεία των, αλλά, τραγουδών, έγεινεν άφαντος υπό τα ελαιόδενδρα.

Τωόντι εις τόσον μέγα ποσόν ουδέποτε άλλοτε είχον ανέλθει τα ελαιοδέκατα. Αλλ' ουδέποτε άλλοτε ήτο και τόση ευφορία. Όλοι οι ελαιώνες της νήσου εις όλας τας θέσεις ήσαν τα έτος εκείνο γεμάτοι. Τα δένδρα όλα ήσαν να σπάσουν αν και είχεν εξαχθή έως τώρα αρκετόν έλαιον, οι δε ιδιοκτήται καθ' εκάστην ησχολούντο θέτοντες φούρκες— στηρίγματα— υπό τα τρυφερώτερα κλωνάρια. Ο ελαιών— δάσος ατελείωτον— ήτο κατάφορτος εκ του καρπού, ωριμάσαντος πλέον, ως να επεκάθησαν επ' αυτού σμήνη αγνώστων μαύρων ζωυφίων, κατακαλύψαντα και τα φύλλα του ιερού δένδρου. Υποκάτω, εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι εργάτιδες, πληρούσαι αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους.

— Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες.

Από του Σεπτεμβρίου, ότε πλέον βεβαιούται η εσοδεία, παρερχομένων των κινδύνων, οι χωρικοί συχνάζοντες εις του Γεωργή της Θασίτσας συνεζήτουν περί του ποσού της συγκομιδής και συγχρόνως παρεσκεύαζον τα της συλλογής, άλλοι παραγγέλλοντες ζώα διά την μεταφοράν, άλλοι νέας μηχανάς ιδρύοντες, και άλλοι διαλογιζόμενοι την αύξησιν των ημερομισθίων. Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να επαναλαμβάνει το απαίσιον:

— Ψόφια πράματα!

Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον. Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις τούτο:

— Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης. Διά τούτο και πολλάκις ανεβλήθη έως τώρα η κατακύρωσις της δημοπρασίας, διωρίσθησαν δε επιστάται, οίτινες, περιερχόμενοι τας μηχανάς, εσημείωνον το ποσόν του εκθλιβομένου ελαίου. Ο έπαρχος λαβών τα έγγραφα της τελευταίας δημοπρασίας και θαμβωθείς προ των 30 χιλιάδων του καπεταν Παρμάκη, ήτο έτοιμος να επικυρώση τα δέκατα επ' ονόματι του τολμηρού πλοιάρχου και συνεννοείτο ήδη μετά της Νομαρχίας, ότε λαμβάνει νέαν αίτησιν του κυρ- Δημάκη. Συγχρόνως το υπουργείον υποπτεύσαν την ευφορίαν την έκτακτον και θέλον να εξασφαλισθή, διέταξε να γείνη μία τελευταία, οριστική όμως δημοπρασία, εν τη πρωτευούση της επαρχίας, διότι είχε την ιδέαν, ότι θα θελήσωσι και άλλοι να παρουσιασθώσιν ενοικιασταί. Διά τούτο, όταν ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί της οριστικής πλέον δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, ο καπεταν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του.

— Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος.

— Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου! Απεκρίνετο ο πρώην πλοίαρχος, φοβισμένος όμως ενδομύχως και αυτός και κρυφά τρέμων— να είπωμεν την αλήθειαν.— Βεβαίως ο καπεταν-Παρμάκης δεν εγνώριζε να υπολογίση μίαν ελαιοκαρπίαν, ως εγνώριζε να υπολογίζη μέχρι μιλίου τας αποστάσεις εν θαλάσση. Ουχ ήττον, ως ευφυής ναυτικός, εκ των ησύχων και μαλακών προσφορών του κυρ-Δημάκη, επείσθη περίπου περί του όλου ποσού. Κάμνων επίτηδες πηδήματα εις τας προσφοράς του, ενόμιζεν ότι θα ηνάγκαζε τον φυγάδα προμυριώτην ν' αποσυρθή. Πλην, τουναντίον, εκείνος τα πηδήματα του ναυτικού παρηκολούθει δι' ησύχων βηματισμών και κατώρθου να τον προφθάνη και μάλιστα να τον υπερβαίνη. Αληθώς όμως το τελευταίον πήδημά του ήτο επικίνδυνον, αποτέλεσμα του θυμού του. Το ανεγνώριζε, πλην υπεκρίνετο εκ φιλοτιμίας τον τολμητίαν. Διά τούτο ο καπεταν- Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν, ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του:

— Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου! Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα- πέρα.

Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα. Έβλεπεν ότι το κέρδος του ηλαττούτο ολονέν διά των νέων προσφορών του πλοιάρχου και δεν ήτο διόλου ευχαριστημένος. Δεν ήτο δε και τόσον πλούσιος όσον τον εφαντάζοντο. Ο φίλος του, ο κυρ-Βαρσαμός, ο παντοπώλης, μαθών ότι προέτεινε νέαν προσφοράν, είπε:

— Τι κάμνεις, αδελφέ κυρ-Δημάκη; Έχεις σκοπόν να μας φύγης νύχτα πάλιν;

* * *

Αλλά τι τα έκαμνε τα χρήματα και τα κέρδη του ο φοβερός ενοικιαστής; Διεδίδοντο πολλά. Επλήρωνε τα χρέη του εις την πατρίδα του επιθυμών να επανίδη τας λεμονέας του Προμυρίου; Έλεγον οι μεν. Ετάιζε τους υπαλλήλους να τον διευκολύνωσιν εις τας δημοπρασίας; Προσέθετον οι δε. Τον έτρωγεν η γραία Αχτίτσα ως το κόκκαλο; Διέδιδον άλλοι. Το τελευταίον εφαίνετο πιθανώτερον, εις τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ω έβλεπον την φιλαργυρίαν του δεκατιστού και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει τώρα τόσα έτη, είχεν ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ με την μαύρην ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται, ο κυρ- Δημάκης να λάβη σύζυγον.

— Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες.

Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης.

Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον, περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον.

Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον.

Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των. Όμως παρήρχοντο τα έτη και ο κυρ-Δημάκης δεν έκρινε καλόν ν' αποκαλύψη το μυστικόν των.

— Θα σας πω εγώ πότες. Επανελάμβανε πάντοτε.

Η ωραία Ματώ, φιλοτεχνούσα τα προικιά της τας νύκτας του χειμώνος, παρά την εστίαν, ηρώτα πολλάκις την μητέρα της.

— Θα μας πη ο κυρ-Δημάκης, πλαδίτσα μου, θα μας πη, κοτίτσα μου. Έχει τα δέκατα τώρα. Δεν αδειάζει· έχει δουλειές! Απήντα η γραία, καθησυχάζουσα αυτήν.

Ούτω με τα πότε ο κυρ-Δημάκης έχει τα δέκατα, πότε ο κυρ-Δημάκης θα πάρη τα δέκατα, παρήρχοντο τα έτη, και η ωραία Ματώ εμεγάλωνε και μετ' αυτής και η μαύρη ελήτσα, την οποίαν είχεν εις την αριστεράν παρειάν.

Πλην επί τέλους απειληθείς ο κυρ-Δμάκης υπό τινων ναυτικών, ιταμών εν τω δικαίω των, συγγενών της γραίας Αχτίτσας, ηναγκάσθη να δηλώση ότι τα Χριστούγεννα εφέτος θα έδενε παντρειές και θα εστεφανόνετο. Αυτός δεν ήτο νέος να παρατείνη τας γλυκείας του αρραβώνος ημέρας.

Και η γραία Αχτίτσα πλέον, μόνη της εμάζονε κ' εκουβαλούσε της εληές από το Μποστάνι, τρεις ώραις από το χωριό, προς μεγάλην κατάπληξιν της γραίας Φουλίτσας, ήτις παρεξενεύετο εις του Βασίλη την βρύσιν, μη βλέπουσα και την ολοστρόγγυλην κόρην της.

Αλλ' η κόρη, επισπεύδουσα, απόσωνε τα προικιά της, νυκτερεύουσα.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο:

Δίψασ' η Πανίτσα

και πάει να πιη νερό

και η μάννα τς δεν το ξέρει

πως ίκαμε γαμπρό.

Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς. Ο κυρ-Δημάκης, έως ου γείνη η κατακύρωσις των δεκάτων, ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς, όχι μόνον το ποσόν του καρπού, του επί των δένδρων, αλλά και το εξαχθέν ήδη έλαιον.

Τότε λοιπόν και ούτος εξαγαγών το ιδικόν του σημειωματάριον, ρυπαρόν και λαδωμένον ωσαύτως, εσημείωσε τα ποσά, τα οποία τω παρουσίασεν ο υπηρέτης, έκαμε σύντομόν τινα λογαριασμόν, εσημείωσε και την άθροισιν, κ' εφάνη λίαν ευχαριστημένος.

— Κιμίκρ; Ηρώτησεν ο υπηρέτης, ως να του έλεγε:— Καλά;

— Καλά! είπεν ο κυρ Δημάκης. Και διά σημείου τω υπέδειξεν, ότι αύριον αναχωρεί.

— Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη:— Εις την Σκόπελον;

Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε.

Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την πόσιν. Και διά των δακτύλων του παρέστησε προς τον αυθέντην του, ζωηρώς, διά τριών θλιβερών σχημάτων, μεγάλων και πολυσυνθέτων, πρώτον το Χριστόψωμον, και είτα τον οβελόν του χοιρινού, στρεφόμενον εν τη ασβεστωμένη εστία, και τέλος το ευφρόσυνον κρασοβόλιον.

Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς, πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων και των γάμων:

— Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα Χριστόψωμα. Να ετοιμάσουμε, μαθές. |

— Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ- Δημάκης·

Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα. Μετά τινας δε στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής:

— Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό!

— Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες να πάγω 'ς το Σκόπελο!

— Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;

— Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπεταν-Παρμάκης;

— Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι!

— Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά.

— Λοιπόν, κυρ-Δημάκη;

— Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!

— Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν, σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη κλαίουσαν η ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και απροστάτευτη.

Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε και ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον.

Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά άδουσα:

Νύσταξ' η Πανίτσα

και πάει να κοιμηθείbr /> κ' η μάνα τς δεν το ξέρει

πως θα στεφανωθή.

Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της.

* * *

Ο καπεταν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ' ωργίζετο παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των αναισθήτων στοιχείων. Ήδη μεταβαλών τρόπον βίου, μετέβαλε και τας αφορμάς της οργής του και της μανίας του. Ωργίζετο μόνον κατά τας εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ' άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς:

— Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου!

Ηγανάκτει θραύων την βαύκαλιν του πνιγηρού ποτού, τη επαύριον των εκλογικών αποτυχιών του. Πλην όμως μετά ταύτα επραΰνετο. Η τρικυμία παρήρχετο. Οι οφθαλμοί του δεν ήσαν πλέον θολοί. Διηύγαζον την χαράν. Αι παρειαί του αι κατακόκκινοι, ηθρίαζον φεγγοβολούσαι την φαιδρότητα. Και ιδού πάλιν ο καπεταν-Παρμάκης ο ευπροσήγορος, ο φιλόφρων, ο φιλόξενος.

Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους, ο άγριος καπεταν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω οινοπωλείω του Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον αντίπαλόν του, τον κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν δημοπρασίαν, είχε καιρόν να εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε.

Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του ασπόνδου αντιπάλου του:

— Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπεταν-Παρμάκης τον κυρ- Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.

— Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ!

— Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη!

Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος.

Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο. Μόνος ο Σταυρής, ο καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την ρίνα:

— Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη!

Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν Σκόπελον. Τ' απόκρημνα βουνά της, καταπράσινα εκ των πεύκων, εξεδιπλούντο ολονέν εγγύτερον, διανοίγοντα τας πτυχάς των, τας φάραγγας, τα ρεύματά των, τους όρμους των, τας χαλικώδεις ακτάς των. Η νήσος όλη καμαρωτή προέβαινεν ως πάγκαλος Νηρηίς.

Ο καπεταν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν ετιμόνιζε καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη πρύμνη.

Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν του ως μαύρη σκέπη.

Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο ακίνητος.

— Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ- Δημάκης,

Ο καπεταν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.

— Τρώμε ψωμάκι, υπέλαβεν ο καπεταν-Παρμάκης, και ύστερα με το μαϊστράλι τα πριμίζουμε σιγά-σιγά.

Και κατηύθυνε την λέμβον έξω προς την νησίδα, όπως προσδέσωσιν αυτήν από της ακτής, ίνα φάγωσι με την ησυχίαν των.

— Ε, ακρογιαλά! ακρογιαλά και κακό! Ανεκραύγασεν ο κυρ-Δημάκης από της πρώρας φαιδρυνθείς αίφνης, διότι εξακολουθών να θεωρή τον κυανοπράσινον πυθμένα, είδεν αυτόν κατάστικτον από τους εχίνους, και τους βράχους της νησίδος πλήρεις οστρακοδέρμων παντοδαπών, άτινα, ως ξεστά ποικίλματα λαμπρώς εστόλιζον τους σκοπέλους και τας υφάλους της μικράς νήσου, εν ω οι καρκίνοι, εξελθόντες από τας χασμάδας των, έπαιζον με τον ελαφρόν του κύματος φλοίσβον.

— Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό!

Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια.

Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών.

Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ- Δημάκης. Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν είχεν άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα γάντζον και κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς ακτάς πεζή, εν καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών, συνέλεγε πλήθος εξ αυτών, βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας κνήμας πηδών από βράχου εις βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων, εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος, συγχεόμενος με την ακτήν, ανακινούμενος βράχος.

Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του, μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων τον σταυρόν του:

— Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!

Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος. Κογχύλια παμμέγιστα με το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα επικολλημένον, πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι ψήνονται εις την ανθρακιάν, μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν, μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους πόδας ακίνητοι, και πάγουροι τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της αιχμηράς μαχαίρας, με συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα έκειντο εν τη πήρα. Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν, άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά.

Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα. Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος βοσκού.

Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του:

— Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου:

Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του. Αι κνήμαι του ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα, λευκαίνον τα φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα ναυτόπουλα. Με την μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση εις το βάθος του σειομένου, του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν βλέπει. Με την άλλην κρατεί ελαφρόν σιδηρούν πυροφάνιον, εμπεπορπημενον από της οσφύος του, προς το πέλαγος τείνον, εν ω σχίζαι δαδός, καίουσαι, διαχέουσι φαεινόν σέλας, φλογίζον λαμπρώς μέγαν κύκλον πέριξ, εντός του οποίου ο μαύρος τοξοειδής εκείνος όγκος παλαίει, ως να θέλη να πνιγή και πάλιν ως να μη θέλη. Κινείται, τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα, περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον από του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω βραχώδη ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται, θαρρείς, φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος.

— Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε αυτό!

Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς ήτο λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και την νύκτα.

Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης. Τότε συνέβη πολλάκις ο κυρ-Δημάκης και κέφαλον κοιμώμενον να καμακίση, και λαύρακα σπινθηρίζοντα ως εξ αργύρου, και σκορπιόν θεότυφλον. Τότε ουδείς πάγουρος διέφευγε τον άσπλαγχνον γάντζον του. Όσα κοιλώματα και αν είχε το βαθύ χάραυλον, ο κυρ-Δημάκης είχε την τέχνην να τον εξαγάγη εκείθεν, θέλοντα μη θέλοντα. Όταν όμως ο πονηρός πάγουρος εισέδυεν εντός του βράχου, αόρατος, αφρούς μόνον εκπέμπων, τότε ο κυρ-Δημάκης, πονηρότερος αυτός, εξήγε πρώτον διά της μαχαίρας του το ήμισυ αυτού μέρος, και είτα το έτερον ήμισυ.

Εν ανάγκη έθετεν εντός της ζώνης του έν τινι αυτής πτυχή και ικανήν ποσότητα λαδιάς, όπως διαβλέπη καθαρώτερον τον πυθμένα.

Ολόκληρος ζωντανή αλιάς αρματωμένη ο κυρ-Δημάκης. Πάνοπλος, με τον κάμακα και τον γάντζον και την μάχαιραν, εμπεπηγμένα εν τη ζώνη, με το πυροφάνιον εσβεσμένον εις την μίαν χείρα, με μίαν συναγρίδα δεσμίαν εις την άλλην, με την πήραν ογκουμένην από του ώμου, επανήρχετο ο κυρ- Δημάκης εις την πόλιν.

— Να κ' ένας ψαράς του βουνού!

Έλεγαν όσοι τον έβλεπαν.

* * *

Προσέδεσαν λοιπόν την λέμβον από τινος βράχου της νησίδος, ίνα φάγωσιν. Ο καπεταν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον.

— Μια στιγμή, καπεταν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- Δημάκης. Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των σκοπέλων της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς:

— Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε! Εις τον καπεταν- Παρμάκην, επροξένησεν ευχαρίστησιν η πρότασις, διότι έβλεπε τόσην ώραν μεγάλην την φλάσκαν, και έδωσε την άδειαν μάλιστα εις τον αλιέα να τραβήξη μια ως ορεκτικόν, επειδή έβλεπεν αυτόν να θεωρή την μακαρίαν μετά πολλής τρυφερότητος.

— Γρήγορα όμως, γιατί πεινάσαμε. Παρήγγειλεν ο καπεταν-Παρμάκης προς τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ' εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.

Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι.

Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν.

— Κυρ-Δημάκη!

Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπεταν-Παρμάκης, πεινών. Ο κυρ-Δημάκης δεν ήκουσεν.

Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπεταν-Παρμάκης, επί της κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενος— τις οίδε— πόσας και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν:

— Λύσε τον κάβο!

Διατάττει αυστηρώς τον αλιέα ο πρώην πλοίαρχος, εγερθείς υψηλός, ογκώδης, επί της πρύμνης της χθαμαλής αλιάδος, με την λασσιότριχα μηλωτήν, με τον βαρύν κούκκον του, δαίμων των κυμάτων.

Το μαϊστραλάκι ήρχισε να πνέη κρύο-κρύο, παγωμένον.

Κατ αρχάς εμελάνιαζε την κυανήν θάλασσα μ' αιφνίδια, ελαφρά σαγανάκια, είτα όμως ανέκτησε την τακτικήν του δύναμιν. Ο πόντος ήρχισε ν' ασπρίζη.

— Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη;

Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον.

— Λύσε τον κάβο!

Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπεταν-Περμάκης και προσέθηκεν, υπολογίζων τον άνεμον:

— Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο!

Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να λαλήση, ο καπεταν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα φλάσκαν.

— Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου. Αληθώς τα λιμενικά έγγραφα είχον εκδοθή επ' ονόματι του καπεταν-Παρμάκη.

— Ας κάμη Χριστούγεννα με τους καλογέρους.

Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ω ο καπεταν-Παρμάκης, ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του αλιέως, όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ- Δημάκην, έβλεπε πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην έτεινε προς αυτόν ο πρώην πλοίαρχος:

— Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε! Και άφησε τους πεθαμένους!

Ο καπεταν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον, ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της θαλάσσης.

Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ' εαυτού τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον αποσπάση από του χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων ίδρωσε.

Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος. Κι ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν, ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα:

— Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε!

Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να επανέλθη εις την λέμβον. Υψηλός, με γυμνάς τας κνήμας, αισθανόμενος φρικιάσεις παγεράς εις τα νώτα του, με το πρόσωπον ήσυχον, πράον, επίμηκες, από βράχου εις βράχον, επανήρχετο προφυλακτικώς, αποφεύγων τους νυγμούς των αιχμηρών, ακανθωτών σκοπέλων. Πρώτην φοράν απέβαινεν επί της ξηρονήσου ταύτης, ης η περιφέρεια ήτο ελαχίστη. Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι πλευραί κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων αγριελαιών, αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας προς ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους θαλασσωμένους σκοπέλους. Κάμψας την βορείαν άκραν— ρίπτει το βλέμμα του προς νότον, αλλ' ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη, υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ' απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον εκραύγασε:

— Καπετάν-Παρμάκη!

— Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά, μονήρης.

Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία λέμβος εφαίνετο.

— Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων.

— Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος οικίας, κραδαινομένης από σεισμού.

Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου, όπου εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν.

Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων:

— Καπετάν-Παρμάκη!

— Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη, θνήσκουσα, καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν.

Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής, αναζητεί την λέμβον. Περιέρχεται ακόμη άπαξ την νησίδα. Ίσταται εις έκαστον σκόπελον, εις εκάστην πτυχήν βράχου ερευνών, ως εάν η λέμβος, ήτο αόρατόν τι σημείον. Αφηρημένος, επί τινάς στιγμάς, θεωρεί μίαν ύφαλον, μη ήτο η λέμβος του. Κατωτέρω, ασυνειδήτως, ίσταται και παρατηρεί ασκαρδαμυκτί καρκίνον, παίζοντα υπό τον αφρόν του κύματος. Ολισθαίνει παρακάτω, κινδυνεύων να πέση εις τον βαθύν πόντον. Αλλ' ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου, πτερόν.

Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν.

— Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού.

Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.

Κινεί προς τα εμπρός τας χείρας του. Επιχειρεί να κινήση και τους πόδας του, νομίζων ότι το ευρύ πέλαγος είνε η θεσσαλική πεδιάς. Κύμα λευκόν τιναχθέν επί του βράχου ραντίζει το πρόσωπόν του. Υποχωρεί, πίπτει επί του σκοπέλου, απολλύμενος, έχων τους γυμνούς πόδας του κρεμαμένους εντός της θαλάσσης, ήτις κυματίζουσα, αφρίζουσα, απειλεί να τον περιβάλη.

Τσαγανός παμπόνηρος, εξ εκείνων οι οποίοι ταξειδεύουσι και βόσκουσιν εν ώρα τρικυμίας, ανέρχεται περιπατών, ατάραχος επί των γυμνών κνημών του, ως να θέλη να σκώψη την οικτράν περιπέτειαν του αλιέως των ακρογιαλών.

Συνέρχεται. Κάμνει και τρίτον γύρον. Και τότε επείσθη πλέον ότι ο καπεταν- Παρμάκης εξηπάτησεν αυτόν. Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα;

Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του κρυερού, χιονώδους ανέμου. Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον.

Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα.

Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν. Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον, φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες. Ήλθε κ' εκάθησε κατέναντι, με το πρόσωπον προς την Σκόπελον, επίμηκες άπελπι, πρόσωπον αμνάδος δρώσης πενθίμως έναντι τον αποκλειόμενον απ' αυτής λειμώνα. Έξω διέκρινε τα Έλος, όρμον της Σκοπέλου με το αμμώδες ημικυκλικόν παράλιον.

Έβλεπεν ατραπούς εν τω δάσει. Τω εφάνη ότι είδεν ονάριον.

Έβαλε κραυγάς.

Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο.

— Αν ήξευρα να κολυμβώ!

Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη, καταπλαγείς από το βάθος φρικιών.

Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα φώκη. Και εις τον νουν του είχε μόνον την τελειωτικήν δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων, τα οποία, μετά μίαν ημέραν, θα κατεκυρόνοντο οριστικώς, επ' ονόματι του απατήσαντος αυτόν πονηρού αντιπάλου του.

Απεκοιμήθη.

Περί το μεσονύκτιον έβλεπεν εν ονείρω ότι εκάθητο υπερήφανος εν τη αγορά της Σκοπέλου, εν μέσω των προυχόντων της νήσου, οίτινες όλοι με τα υψηλά καπέλλα διά την εορτήν, τον εκαμάρονον, συγχαίροντες διά την τόλμην του εις τας προσφοράς. Ο φοβερός αυτού αντίπαλος, ο καπεταν-Παρμάκης είχεν αποσυρθή. Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του.

— 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε:

— Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος. Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον:

— Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος!

Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.

Τω εφάνη τότε ότι ο κήρυξ διαταχθείς εκτύπησε τελειωτικώς το σφυρίον επί της τραπέζης, αναφωνήσας!

— Τριάντα δύο χιλιάδας, τρεις!

Προς τον τρίτον αυτόν κρότον ο κυρ-Δημάκης αφυπνίσθη. Αντί των προυχόντων Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και αντί του σφυρίου του κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς, εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε την γυμνότητά του έκλαυσεν.

Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της ερημονήσου:

— Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον!

Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με όλους τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος είχε κοπάσει.

— Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία! Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα εσκέφθη.

— Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να αιθριάση.

Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο του σημάντρου οι ήχοι. Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος:

— Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ!

Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των, και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου, τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά. Και αναβλέψας είδε τα άστρα εν τω απλέτω αυτών φωτί, κινούμενα ως προς υποδοχήν και προσκύνησιν του Βασιλέως του κόσμου, χορεία παμφαής των ποικιλωνύμων αστερισμών, και μονήρεις φεγγοβόλοι πλανήται, υπό την αρχηγίαν του σελαγίζοντος εκπάγλου Διός. Μετ' ολίγον διέκρινε τον θόλον του ναΐσκου, πολυχρώμως φεγγοβολούντα εν μέσω του δασυλλίου των αγριελαιών. Ερημίτις γέρων, μετά δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των Χριστουγέννων.

Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.

Ο ερημίτις, γέρων, πολιός, οστεώδης, μαραμμένος, εξήρχετο από τινος κελλίου προβαίνων εις τον ναόν. Και ιδών εκ των όπισθεν τον κυρ-Δημάκην, ιστάμενον και θεωρούντα προ της θύρας θαμβωμένον, εξεπλάγη, διότι ουδεμία λέμβος είχε προσεγγίσει από τινων ημερών ένεκα του χειμώνος. Περί την εσπέραν τελών κατά το έθος την λειτουργίαν του Μεγάλου Βασιλείου ήκουσε φωνάς, τρις ή τετράκις επαναληφθείσας, και υποπτεύσας ναυάγιον, απέστειλε τον έτερον των μαθητών του, ίνα ερευνήση την έρημον ακτήν, όστις όμως ουδέν παρατήρησε. Διά τούτο ο γέρων εξεπλάγη νυν. Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν.

— Πώς εδώ, ευλογημένε;

— Μη τα ρωτάς, γέροντά μου! Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων.

— Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα.

— Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα;

Και προσέθηκεν ο ασκητής.

— Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου;

— Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ- Δημάκης· και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν.

— Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός! Παρετήρησεν ο ερημίτης· και προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους.

— Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον.

— Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε.

— Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!

Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.

Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον, τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς μίαν όλην ημέραν.

— Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο! Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον.

— Κατά τον καιρό!

Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής.

— Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ω ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.

Ο μοναχός απήλθε χωρίς να προφέρη άλλην λέξιν.

Και είδες πάλιν να σκυθρωπάση ο δεκατιστής.

Και ενώ εσκόπει κατ' αρχάς ν' αναπαυθή ολίγον, διότι ησθάνετο κόπωσιν και εξάντλησιν των δυνάμεων, νυν, ταραχθείς, αφήκε πλήρες το ποτήριον, ηγέρθη, και συνεχώς έβλεπεν από τινος θυρίδος το πέλαγος.

— Είδες τι μου έκαμαν τ' ακρογιαλά! Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν:

— Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου; Είνε και ντροπή! Όχι άλλο!

Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος, γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή:

«Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν».

— Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος ήσυχον.

«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν.

Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις την ιεράν ακολουθίαν.

— Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής.

Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα ανήσυχον το πέλαγος.

— Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου! Εννοήσας δε την ταραχήν του κυρ-Δημάκη, προσέθηκε πραΰνων αυτόν.

— Θαρθούν αύριον βάρκες! θαρθούν! Και παραλαβών αυτόν εισήγαγεν εις τον ναόν, μικρόν, φωτισμένον, στολισμένον, πανηγυρίζοντα.

Ησπάσθη ο κυρ-Δημάκης την «Γέννησιν» ανακειμένην εν μέσω κλαδίσκων φασκομηλέας επί χρυσοϋφάντου ποδιάς, επί γλυπτού παλαιού εικονοστασίου· και κατέλαβε στασίδιόν τι.

Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά:

«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος, αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα.

Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος «Κανών».

Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά:

— Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ;

Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ- Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν κλαυθμηράν ερώτησιν. Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον διακοπήν.

Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον. Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα. Και αφού επί ώραν εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία.

Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον, ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου. Αλλ' ιδών αυτόν εν μέσω νεφέλης θυμιάματος, πολιόν, ολόχρυσον, αιγλήεντα ως φεγγοβολούσαν λαμπάδα, κύπτοντα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον υπό ξένου, μυστικού φόβου, ώστε δεν τόλμησε να ομιλήση, κ' εισέδυσεν ο ασεβής εις το στασίδιόν του, μαύρος Σατανάς, αρχοντικόν δαιμόνιον, παραπλανηθείς εις την επέραστον και κρυφήν εκείνην γωνίαν του Παραδείσου, κ' εστέναζε κατά διαλείμματα, διακόπτων την θείαν μυσταγωγίαν:

— Αχ! τι μου έκαμες, καπεταν-Παρμάκη!

Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα μύρα ασκήσεως και απράγμονος βίου.

Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις εξημέρωσε καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος.

Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο ερημίτης να μη ανησυχή.

Η χιονώδης λαίλαψ, εκ δυσμών προβαίνουσα προς ανατολάς, κατεκάλυψε νυν το πέλαγος και την ξηρόνησον αυτήν, ως με άχνην αναβράζοντος ατμού. Ήδη εξηφανίζετο και η Σκόπελος, μόλις διακρινομένη ως όπισθεν αραχνοϋφούς πέπλου.

Ο καιρός ήτο «εις τον μάστορη» κατά την κοινήν έκφρασιν.

Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους.

Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος, επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως αλευρωμένος γάτος.

Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει.

— Σου είπα, κατά τον καιρό!

Εδικαιολογείτο ο μοναχός.

* * *

Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη.

Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας.

— Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα!

Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος.

— Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης. Τώρα είπες καλά, τέκνον μου.

* * *

Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως άνθρωπος πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την αποβάθραν έμπροσθεν του καφενείου του. Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.

Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπεταν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα:

— Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά;

Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.

Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν, βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας. Δύο ημέρας ο καπεταν Παρμάκης, ο νέος ενοικιαστής, επανελθών εκ Σκοπέλου, αφού κατεκυρώθησαν πλέον επ' ονόματί του τα δέκατα του ελαιοκάρπου, ουδενός άλλου πλειοδοτήσαντος, διεσκέδαζεν άδων και χορεύων, συμπαρασύρων όλον το χωρίον εις την χαράν, όπερ είχε θεωρήσει αυτόν ελευθερωτήν από του επαχθούς δεκατιστού. Χήραι τινες, αι τοσάκις δεκατισθείσαι, ανακαλύψασαι το μέτρον του κυρ-Δημάκη το κίβδηλον, δι' ου ο λαίμαργος δέκατιστής υπέκλεπτε δέκα δράμια περιπλέον εις τας πέντε οκάδας, παρέδωσαν εις τον Γιωργήν της Θασίτσας, όστις συντρίψας, εκρότει αυτό ως αποτυχούσαν κάλπην, θορυβών και αλαλάζων εις τας γειτονίας:

— Και δήμαρχος, καπεταν-Παρμάκη!

Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος εισήρχετο σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπεταν-Παρμάκης ηκούσθη με φωνήν βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού.

— Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη;

Όλ' αυτά τα είχε σκεφθή ο κυρ-Δημάκης κατά τον πλουν της επανόδου του, πλην εγνώριζεν ότι δεν θα διαρκέσωσι πολύ. Τον ανησύχει μόνον η υπόσχεσις ην είχε δώσει να στεφανωθή την κόρην της γραίας Αχτίτσας, ήτις διά των ιταμών συγγενών της πολύ θα ηνώχλει αυτόν.

Και ο κυρ-Δημάκης δεν ήτο εις θέσιν να σχηματίση οικογένειαν, ως έλεγε, φοβούμενος τα άγνωστον μέλλον. Ήδη είχε ρητώς υποσχεθή, διότι ένεκα της εξαιρετικής εσοδείας θα εκέρδιζε πλέον των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών κατά τους αλανθάστους υπολογισμούς του, αίτινες τώρα θα εισήρχοντο εις το βαλάντιον του καπεταν Παρμάκη, όστις εφάπαξ γλυκανθείς δεν θα παρήτει πλέον τα δέκατα, θ' ανεκάλυπτε δ' επί τέλους και το μυστήριον του υπολογισμού εκάστης ευφορίας, έχων τας σημειώσεις μιας ενοικιάσεως, κ' ενθυμούμενος ασφαλώς τας θέσεις των ελαιώνων και το παραχθέν εξ εκάστης ποσόν.

— Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια φορά.

Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να είνε δεκατιστής.

Τας πρώτας ημέρας εσχεδίασε να ζητήση την ακύρωσιν της δημοπρασίας, υπό τοιαύτας περιστάσεις τελεσθείσης, αλλ' εβεβαιώθη παρά των αρχών της νήσου, ότι ουδέν θα κατώρθου. Αυτός ο αλιεύς κατέθετεν ότι τρις ο καπεταν-Παρμάκης τον εκάλεσεν εν τη ερημονήσω ν' απέλθωσιν, αλλ' ούτος ηρνείτο, επιμένων ν' αλιεύη όστρεα, και ότι επειδή εκ του χειμώνος ήτο κίνδυνος να συντριβή η λέμβος, ο πλοίαρχος ηναγκάσθη ν' αποπλεύση και σωθώσι.

Τελευταίον είχε τας ελπίδας του εις τον ειρηνοδίκην, αλλά και ούτος, μαθών κ' ερευνήσας το συμβάν, απήντησεν εκ του βάθους της μηλωτής του:

— Κ' εγώ ο ίδιος 'ς το δικαστήριο, κυρ-Δημάκη θα σου πω: Καλά ήτανα τ' ακρογιαλά;

Έκτοτε δεν εφάνη πλέον εν τη νήσω ο κυρ-Δημάκης, ο φοβερός δεκατιστής, ουδέ ηκούσθη τι περί αυτού. Απήλθεν ως ήλθε.

Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε:

— Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!

Παρήλθον έτη και ουδείς ήκουσε περί αυτού, όστις εν ταις ημέραις της διαμονής του εν τη ειρηνική νήσω είχεν επαναφέρει εις τον κόσμον τον τύπον τον αλησμόνητον του Τελώνου της Γραφής.

Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας, αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου.

Νύσταξ' η Πανίτσα

και πάει να κοιμηθεί

κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει

πως δε θα σηκωθή . . .

— Το τραγούδι του δεκατιστή!

Έλεγον οι διαβάται, συμπονούντες την ούτω σκληρώς δεκατισθείσαν εις τας ελπίδας της ωραίαν κόρην με την μαύρην ελήτσα εις την παρειάν, ήτις παθούσα υπό μελαγχολίας, δεν επέζησε πολύ.

 

αρχή

 



 

1896

Είχε μήνα σχεδόν πίσω εις τα προς δυσμάς της νήσου πευκόφυτα Κατάμερα, ο γέρω-Μπαρέκος. Καιρός που γεννούν τα πράματα, καταλαμβάνετε. Και θέλουν και αυτά το απάγκιο τους, την φωτιά τους, την περιποίησίν τους, τον άνθρωπόν τους. Σαν τους ανθρώπους και αυτά. Και όταν ένα πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον, ηναγκάσθη να εισέλθη εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'- πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς, μεγάλους-μεγάλους.

Αν ηυτύχει, ο ερημικός και ορεσίβιος γεροντάκος, να επισκεφθή την πρωτεύουσαν, θα εγνώριζε τον σκοπόν των μαύρων σταυρών, των ούτως επί των τοίχων χαρασσομένων, και δεν θα ευρίσκετο εις την θλιβεράν δι' αυτόν ανάγκην, να κάμνη τον σταυρόν του, πρωί-πρωί, αυτός ο οποίος, ως έλεγεν εις τον παπα- Μακάριον, απέφευγε να εκκλησιάζεται, μόνον και μόνον, ίνα μη, κάμνων τον σταυρόν του, θεωρηθή ως υποκριτής, αν και εβεβαίου μεθ' όρκου, την πολλήν του ευλάβειαν. Τις οίδε, ποίον πνεύμα, πνεύμα έξαλλον, αθηναϊκόν πνεύμα, συγγενές των επτά δαιμονίων, έπνευσε και μέχρι του γερω-πεύκου, υφ' ον κατεσκήνου ο χριστιανός, κ' εθεώρει, και αυτός, υποκρισίαν, να εκτελή, ουχί τα υπέρ άνθρωπον, δεν ήτο προς τοιαύτα ο ανθρωπάκος, αλλά τα νόμιμα κ' επιβεβλημένα εις τον αξιωθέντα του θείου βαπτίσματος.

Και πού να ήξευρες, ανθρωπάκο μου, ότι οι μεγαλείτεροι υποκριταί είνε οι αποφεύγοντες δήθεν την υποκρισίαν . . .

Προχωρών εντός της κωμοπόλεως, και βλέπων πάντοτε, εν μακρά μαύρη παρατάξει, τους επί των τοίχων σταυρούς, ήρχισε να κατασκευάζη διαφόρους συλλογισμούς. Είχε χαράξει καλά πλέον. Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του ποιμένος:

— Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος, και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν.— Κατά το Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του.— Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!

Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ:

— Αρχή άντρα ρίχνει!

Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλό— καταλαμβάνετε— όλο ευωδία και δροσιά . . .

Όταν δε πάλιν έφθασεν επάνω εις το κεφαλοχώρι, σταθείς ανέκραξεν, έκπληκτος βλέπων το μαύρον θέαμα:

— Βρε κακό Σταυροί!

— Τα βλέπεις, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, τι πάθαμε;

Διέκοψε την έκπληξιν του ποιμένος γραία, γείτων εκεί, θρηνωδώς επιδεικνύουσα τον επί του τοίχου της οικίας της μαύρον σταυρόν.

— Τι πάθαμε, γρηά μ; Ο σταυρός είνε καλό πράμα, μαθές, φυλαχτό, μαθές. Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω!

— Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές;

— Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα:

— Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο. Τα ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσα 'ς τα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το παίρνει, λέει, το σχέδιο.

Και ωλόλυζε:

— Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου!

— Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ;

— Να. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω. Ο καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον κυρ- Μαχανικό με τη μαχανή.

— Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν.

— Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό.

— Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα!

— Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση, λέει, το χωριό. Και θα το χαλάση, λέει, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο.

Ο γέρω-Μπαρέκος ετίναξε την τραγόκαπα, υψώσας τους ώμους του και τείνας τας χείρας ένδον, ως εάν ήθελε να σφάξη αιγίδιον, και έκαμεν άλλην μίαν φοράν τον Σταυρόν του, μεγάλον-μεγάλον τώρα, ως ει ευρίσκετο ενώπιον του παπά- Διονυσίου, του γέροντα, έως εδάφους.

— Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι. Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . .

— Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά; Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.

— Είνε για χάλασμα, παιδί μου, γέρω-Μπαρέκο.

— Βέβαια, επεδοκίμασεν ήδη ο ποιμήν, ξηροβήξας. Εάν δεν χαλάση ένα πράμα, δεν φκιάνεται. Καλά τους είπανε χαλασοχώρηδες.

— Πάει το σπιτάκι μου! Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Κύττα ένα σταυρό μεγάλο που του κάμανε; Σήμερα θ' αρχίσουν να χαλνάνε. Είδα εγώ ψες βράδυ τους λοστούς και τα τσαπιά, απ' έξω από την δημαρχία. Το παίρνει ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ' λες, παιδί μ' γέρω- Μπαρέκο.

Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα:

— Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου έγραψαν τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα παρηγορίαν η γραία.

— Τι να σ' πω κ' εγώ χριστιανή μ! Εγώ ήμουνα πίσω 'ς τα πράματα. Γεννήσανε καλά φέτος. Δόξα σοι ο Θεός! Τάχω όλα μια χαρά. Μα τώρα πρωί- πρωί, μ' αυτά που ακούω, και μ' αυτά που βλέπω, μώρχεται να κάμω τον σταυρό μου. Λες να σταυρώσουν και τα πεύκα, κακομοίρα; Γιατί είδα σήμερα, που ερχόμουνα, τρεις σταυρωτήδες, με τους μπαλτάδες, που τραβούσαν για Πίσω.

Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του εγγύς ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την πνοήν του ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω πολλά σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά περί μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν, ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν:

— Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να φύγουν τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση την νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική σου;

— Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε!

Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος.

Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων.

Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.

— Θεοκατάρατε!

Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον.

Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος. Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου μετέβη να διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν κτύπον λίθου, εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου της στοιχειωμένης οικίας:

— 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα, μέρα-μεσημέρι.

* * *

Ο καπεταν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος. Αποκτήσας δύο παμμέγιστα ιστιοφόρα, ταξειδεύοντα εις τον ωκεανόν, έγεινεν ο πρώτος μεταξύ των πλοιάρχων. Μη γνωρίζων δε πώς να δαπανά το αργύριον, το οποίον, ως λέγουν, με της κόφαις κουβαλούσαν οι ναύται εις τον οίκον του, εις κάθε ταξείδι, όλο και δίστυλα κολωνάτα, διά τον οποίον αμύθητον πλούτον του και ωνομάσθη Παπαργυρός, όταν μια χρονιά, αγαθοί τέκτονες, τηνιακοί, μετακληθέντες, έκτισαν την μητρόπολιν, απεφάσισε να οικοδομήση και αυτός οικίαν, η οποία να διακρίνεται εν όλω τω χωρίω, ως διακρίνεται ο τρούλος ναού βυζαντινού.

Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από το κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες έκτισαν πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του βυθού, με δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα, με μαρμάρινον πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπεταν-Τσούρμας ο Παπαργυρός εκάπνιζε τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας, της δύο σκούναις του, ότε κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον χαιρετίσουν και τας χαιρετίση, επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή αυτού υιόν. Αν ήθελεν, από εκεί όπου εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του.

Και συνήθισε κ' εκάθητο εις τον μαρμάρινον εξώστην από 'πάνω από το κύμα, σαν γλάρος του Αιγαίου, με το λευκόν του εσώβρακον, και ότε δεν υπήρχον εκεί πλέον τα δύο πλοία του, ταξειδεύοντα. Εκάθητο, καπνίζων πάντοτε το τσιμπούκι του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ' ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά, μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα, λάμποντα εις τον ήλιον, μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν, έκαμνον βόλταις, έξω από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά τριτώνων. Ω! πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του πρεσβύτου, ως λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του Κόσμου το τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα. Και ανέπτυσσεν αίφνης, υψηλά κρατών, το λευκόν του μανδήλιον κ' εκίνει αυτά εις σημείον χαιρετισμού, χαιρετίζων το ευρύ κενόν του πόντου, ενώ αδαμάντινα δύο δάκρυα εκύλιον γλυκά-γλυκά επί των παρειών του, ως σταγόνες δρόσου, δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνη προς την καλήν τύχην. Ενίοτε τα ινδάλματα αυτά τα κενά της φαντασίας του τόσον ζωηρώς παρίσταντο ενώπιον των οφθαλμών του, ώστ' αίφνης, εγειρόμενος από του ξυλίνου καθίσματος εκίνει το επίμηκες τσιμπούκι του, με τον μέγαν ηλέκτρινον κόμβον, απαστράπτοντα κιτρίνους αστραπάς, επιτάσσων, παρακελεύων καθοδηγών προς ευθυποΐαν τον πηδαλιούχον, παροτρύνων τους ναύτας, επαινών τον υιόν του, τον ευτυχή κυβερνήτην, παραινών.

Και ύψου την φωνήν, κ' έτεινε τον λαιμόν, και προέτεινε το στήθος, ατενώς βλέπων προς το έρημον πέλαγος, και διώρθου τα ιστία, και μετέστρεφε το πηδάλιον, κ' εχαλάρου τα σχοινία, και έτεινεν άλλα, στερεών τα υψηλότερα πανία άτινα, ως μετέωρα, μετά δεινού πατάγου εκτυπούσαν, ως πτέρυγες ορνέων παμμέγισται, του εφαίνοντο. Χωρίς να υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών.

Και όταν, διά των παρακελεύσεών του τούτων, διωρθούντο δήθεν τα μικρά σφάλματα του κυβερνήτου, κ' επανήρχετο το πλοίον εις την ευθυπλοΐαν, εφιππεύον τα θορυβώδη κύματα, υπερήφανος πτερωτός ίππος, ηγάλλετο τότε κι' ηυφραίνετο προς της χαράς του αυτής τα φαντάσματα ο λευκός γέρων, κ' εξεδήλου την χαράν του αυτήν τότε, αναπαυόμενος επί της ευρείας πολυθρόνας του ως νικητής μετά την ναυμαχίαν, γαλήνιος, εύθυμος, εκπέμπων μεγάλας και πυκνάς τολύπας ευώδους καπνού από το μακρόν του τσιμπούκι, εξατμίζων την πλημμυρούσαν τα ναυτικά στήθη του χαράν.

Αχ! Πόσον δεν μας ευφραίνουν όλους, πόσον δεν μας καθηδύνουν όλους, της χαράς μας αυτά τα φαντάσματα, της ψυχής μας οι παλαιοί αυτοί πόθοι, όταν εις την δύσιν του βίου μας εμφανίζωνται, ως όταν είμεθα νέοι, εις τον καιρόν μας, πλήρεις ζωής και ακμής, ότε πράγματι τους απηλαύσαμεν τους πόθους εκείνους τους γλυκείς, τους μακαρίους εκείνους πόθους, την χαράν εκείνην την άρρητον, ότε δεν ήσαν φαντάσματα, αλλά πραγματικαί, υπάρχουσαι, ζώσαι εικόνες, ότε, εν τω κυανώ ορίζοντι της ζωής ημών, μόνον η ανατολή εδείκνυτο, σβεννυμένης της δύσεως μέσα εις την άφθονον του μεσουρανήματος λάμψιν, ότε η ωραία σκούνα μας ήτο παρά το πλευρόν μας, με τα χρυσά της κορζέτα, και δεν είχεν αφαρπάση αυτήν ο άνεμος του αστάτου πελάγους, όστις, όταν πνεύση, τίποτε δεν αφίνει εις την θέσιν του . . .

— Επάγωσε το φαΐ!

Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή.

Αλλ' ο καπεταν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων.

Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν αραγμένα, αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον κάτω υπό τους πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των κεφάλων, οίτινες διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι τον πολιόν καπετάνιον, από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν της θαλάσσης αέρα, τον καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των βασίλειον. Και ότε η σκιά της αρχοντικής κεφαλής του εσχηματίζετο επί της επιφανείας της ακυμάντου θαλάσσης, αι πέρκαι ίσταντο μετά φόβου όπισθεν των μελαψών φωλεών των, προσβλέπουσαι αυτήν μετά σεβασμού. Και μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα προσφιλή του κοπάδια. Ένας δε κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει καμμίαν πρωίαν:

— Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς!

Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα.

Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη. Ιδίως αφ' ότου, παρασυρθείς ο υιός του, τις οίδεν υπό τινων κακών συμβούλων, και είνε τόσοι κακοί σύμβουλοι παντού, κ' εν τη ξηρά κ' εν τη θαλάσση, ήρχισε ν' απειθή εις τον πατέρα του, ενεργών τα ταξείδια αυτοβούλως χωρίς να γράφη καν εις τον καπεταν- Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, χωρίς να δίδη λογαριασμούς.

— Μην ακούς τι λέει ο κόσμος! ετόλμα να δικαιολογή τον υιόν η φιλόστοργος μήτηρ.

— Εγώ δεν ακούω τι λέει ο κόσμος, γυναίκα, παρετήρει τότε ο γέρων, εν απαθεία. Εγώ βλέπω τι λένε τα κατάστιχά μου.

Και όντως τα λόγια του κόσμου ήσαν πολύ σύμφωνα με τα κατάστιχα του καπεταν Τσούρμα του Παπαργυρού, του οποίου τα όμματα, κατακόκκινα από τα δάκρυα, είχον τρία έτη να ίδουν τας δύο σκούνας του, τας οποίας ηγάπα πλειότερον του υιού του πλέον, ως θυγατέρας τρυφεράς, τας οποίας απήγαγε δόλιος εραστής.

— Ούτε γράμμα, ούτε απολογία, λογάτε! εθρήνει κρυφά η μήτηρ.

Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν, παρακλητικώς:

— Μην είδατε της σκούναις μου;

* * *

Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο.

Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον μελαγχολικόν σύζυγόν της.

— Τι κακό που μ' ηύρε! Τι μεγάλο κακό!

Είχον παρέλθει τα μεσάνυχτα· προ μικρού ελάλησεν ο πετεινός. Αίφνης ο καπεταν Τσούρμας ο Παπαργυρός εγείρεται αγριωπός, υψηλός, μεγαλόσωμος, ανατείνει τον βραχίονά του επιτακτικώς, βαστάζοντα εβεσμένον το τσιμπούκιον, και αίρων τα όμματα φλογερά προς τον μελανόν πόντον, κραυγάζει στεντορείως:

— Μόλα μπουρίνα, μωρέ σκυλί!

Ενόμιζες πως ήθελε να πετάξη όλος εις το κενόν, ναύαρχος να ορμήση εναέριος, και να κεραυνώση τον πολέμιον, τέρας ουράνιον, σείων τας δύο χείρας του ως δύο πτέρυγας, και διαγράφων κύκλους ατάκτους εν τω κενώ με το μακρόν τσιμπούκι του· ως το εκτόρειον δόρυ, επί του εξώστου.

Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την ημίκλειστον θύραν τον καπεταν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ' ό,τι ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε. Θαρρείς και ήτο επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα εσχάτη θυέλλης και καταποντισμού.

— Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!

Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπεταν Τσούρμας ο Παπαργυρός. Και δευτέραν φοράν, αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε, θρηνωδώς πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων. Από τους λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου, προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή της νυκτός:

— Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!

Ο καπεταν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του υιού του, είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ω εισήρχοντο εις τον λιμένα, να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα συνετρίβοντο και τα δύο— θλιβερόν θέαμα— κ' εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την σύγκρουσιν.

Τη επαύριον διεδόθη εις το χωρίον, το οποίον έντρομον εξήγειρεν η βραχνή του γέροντος φωνή, ότι ο καπεταν Τσούρμας ο Παπαργυρός «τα έχασε!»

* * *

Και η φήμη αύτη η θλιβερά, επηλήθευσε μετ' ολίγον.

Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι δύο εύμορφοι σκούναι του καπεταν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ω, φορτωμέναι, εκ της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον, συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ' εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις την άβυσσον του σκληρού πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον. Περί του υιού του ουδείς εγίνετο λόγος.

Ο καπεταν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος, από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά, εσκυθρώπασε και παρήκμασεν. Οι ώμοι του εκυρτώθησαν· και ως εκάθητο, επί του εξώστου, με το τσιμπούκι του το ηλέκτρινον, ωμοίαζεν ερημίτην, εν μέσω καπνών νεφελωτών, θρηνούντα του ανθρωπίνου βίου το πρόσκαιρον.

Η δε γραία μήτηρ, η σύζυγός του, παρεξενεύετο ότι εν τη μεγίστη αυτού θλίψει ουδέποτε ωμίλησεν ο γέρων περί του αγνοουμένου υιού, όστις, ίσως, άκλαυτος ούτως, έγεινε βορά των ιχθύων.

Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων ως πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία του άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια- κοπάδια, κάτω από τον εξώστην.

Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον και ξεπαγιασμένον ναύτην.

Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπεταν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους πλοιάρχους φίλους του.

Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο πρεσβύτης.

— Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος.

— Τώρα θα ιδής.

Είπεν ο καπεταν-Τσούρμας ο Παπαργυρός, κ' εστερέωσεν αυτό αναμμένον επί των σιδηρών δρυφάκτων του εξώστου. Πάραυτα έλαμψεν ο πυθμήν κάτω και πέραν η εγγύς ακτή της ξηρονήσου, ης οι βράχοι μετεκινούντο, θαρρείς, εδώ κ' εκεί, ως φώκαι χορεύουσαι. Ήστραπτε και εγυάλιζεν η ομαλή της θαλάσσης επιφάνεια ως καθρέπτης. Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και λαβών ψιχία ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες εκοιμώντο. Η δε λάμψις του πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας φωλεάς του οκτάποδος. Αλλ' αίφνης το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης.

Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα. Κύπτει προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το ανέκφραστον θέαμα. Η ηδονή της ψυχής του εκχύνεται όλη επί του πολιού του προσώπου, εφ' ου χαρμόσυνος προσπίπτει του πυροφανίου η φωτοβολή. Κινεί ολονέν τα χείλη του, μειδιά ηδέως, απολαυστικώς μειδιά, και τέλος μέσα εις το μειδίαμά του ψιθυρίζει με τόνον υπερβαλλούσης απόλαύσεως, ως να ευρίσκετο εν τω παραδείσω, λέξεις δύο ασυναρτήτους, λέξεις μυστικάς, πνιγομένας μέσα εις την ηδονήν και την χαράν. Κ' εντρυφά εις την χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος εις ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο ιερός λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το οποίον εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του σαπφείου αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν υελοφράκτου παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον. Τέλος κατορθώνει να κράξη:

— Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου!

Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς την θάλασσαν και τον καπεταν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των υδάτων πλαταγισμού.

Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως ημικοιμωμένη:

— Παιδάκι μου, καλώς ήλθες!

Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπεταν Τσούρμας ο Παπαργυρός. Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από φοβεράς μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου. Το πυροφάνιον έλαμπεν ακόμη, εμπεπηγμένον εκεί, ως πυρσός τάφου, βοΐζον υποκώφως, αναρριπιζόμενον υπό ελαφράς του ανέμου πνοής, θεωρεί προς τα κάτω και προφθάνει να ίδη τα φως μόνον του τσιμπουκίου του βυθιζομένου συζύγου της, όπερ και αυτό, ευθύς εσβέσθη και συνεκαλύφθη υπό τους αφρούς της αναταραχθείσης θαλάσσης. Έβαλε κραυγήν γοεράν.

Δύο δε αλιείς, εγγύς εκεί, γιαλεύοντες, με τα πυροφάνια, σπεύσαντες, εύρον εν τω πυθμένι νεκρόν τον καπεταν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, πλην γλυκύν και γαλήνιον και μειδιώντα ακόμη, ως να εκοιμάτο, ονειρευόμενος τα ηδύτερα των ονείρων, ενώ οι κέφαλοι τον περιετριγύριζον, τον εφίλουν σχεδόν εις το γελαστόν πρόσωπον, ως ει ήθελον να ευχαριστήσωσιν αυτόν διά την τόσην προς αυτούς αγάπην του. Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ω ο πονηρός ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν.

* * *

Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση, εγήρασε πλέον. Το τόσον κάλλος εκείνο, η δροσερά υγεία και ευώδης χαρμονή, συνεπτύχθησαν σπαρακτικώς και απωλέσθησαν μέσα εις ένα σακκί κόκκαλα. Το μέγαρον εθρήνει και αυτό την σκληράν χηρείαν. Ο απειθής εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν, θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε. Η καπετάνισσα εκείνη, η αρχόντισσα, επεινούσε πλέον, βλέπουσα με κεχηνός το στόμα φθειρομένην ματαίως την τόσην του μεγάρου πολυτέλειαν, τα οποίον εμαύρισεν από τον πόνον του, θαρρείς, και αυτό, της ασβεστοκονίας του αποτριβείσης από τον ήλιον και τας βροχάς. Ο εξώστης, ο μαρμάρινος, ουδέποτε επεσκευάσθη· σημείον εύγλωττον της δεινής συμφοράς. Οι υετοί ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος και η υγεία.

Το μέγαρον εγήρασεν.

Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων.

Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων παραθυροφύλλων. Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν, που ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως πίπτουν οι οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν και ετρίβησαν ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν από του μαρμαρίνου εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης στέγης.

Τότε έλαβον την άδειαν και εισώρμησαν εκεί τα φαντάσματα, ως ο λεγεών των δαιμονίων, τω καιρώ εκείνω, εις την αγέλην των χοίρων.

Πού ετόλμα παιδίον να διέλθη προ του κατηραμένου τούτου μεγάρου, το οποίον ως κακός εφιάλτης, εβάρυνε επάνω εις την λευκήν πολίχνην.

Κατά κακήν μου τύχην, εκείθεν διήρχετο η οδός, η άγουσα εις την οικίαν του μόνου του χωρίου ιατρού.

Ήτο μεσάνυκτα. Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον ιατρόν.

Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου. Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον. Έτρεχον ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.

Και ότε πάλιν την μεγάλην Πέμπτην, με άλλους παίδας, επηδήσαμεν κρυφά, την νύκτα, εις την έρημον αυλήν του, να κόψωμεν δενδρολίβανα, διά τους Σταυρούς μας, που θα ετραγωδούσαμεν του «Χριστού τα πάθη», ένας αράπης— φευ του θεάματος!— υπέρμεγας, κατάμαυρος, με το τσιμπούκι του μακρόν, ως μακεδονικήν σάρισσαν, ολίγον έλειψε να θραύση τας κεφαλάς μας, αν δεν επρολαμβάνομεν ημείς να θραύσωμεν αυτάς, μόνοι μας, πηδήσαντες από του αυλογύρου, σύντρομοι.

Και μίαν άλλην φοράν, ότε μετέβαινον μετά του μακαρίτου πατρός μου εις την αγρυπνίαν της Παναγίας— πάλιν εκείθεν διήρχετο η οδός— τον άφησα μισοστρατής και εγύρισα οπίσω, εις την οικίαν μας, ασθμαίνων, διωκόμενος. Αχ! μ' εκυνήγησεν ένα βωδάκι, μετά βίας και αγριότητος λύκου, μυκώμενον, κράζον, φωνάζον, κερατίζον την νύκτα. Ήμην πλέον εντός της αυλής μας, ότε έστρεψα να ίδω το βωδάκι, το άγριον, και βλέπω, αντ' αυτού, ίππον αφηνιασμένον, και έως ου, έντρομος ακόμη, κλείσω την θύραν, βλέπω και ο ίππος μετεμορφώθη εις μίαν υψηλήν και ξηραγκιανήν αραπίναν, ης η κεφαλή έφθανε την κορυφήν του γειτονικού κωδωνοστασίου του ναού, μέχρι του στήθους γυνή και το λοιπόν ξηρά λεύκη.

Τα είδον όλα αυτά; Ουδέποτε. Τα είδον όμως άλλοι παίδες, οι οποίοι ωρκίζοντο «μα το ξο χλιαράκι», ότι τα είδον κ' εφαντάσθην κ' επίστευσα κ' εγώ ότι τα είδα.

Το βέβαιον όμως είνε ότι πλούσιος ιδιοκτήτης, επιθυμών ν' αποκτήση το έρημον εκείνο μέγαρον, διότι πράγματι ήτο επί της ωραιοτέρας τοποθεσίας, αλλά, πλεονέκτης εις άκρον, ίνα το αγοράση «για ένα κομμάτι ψωμί», διέδωκεν επιτηδείως τα περί των φαντασμάτων εις τον μικρότερον υιόν του, όστις εκοινολόγησεν, έπειτα, τας τρομεράς διηγήσεις προς άλλους παίδας, εις το σχολείον, και ούτως όλοι οι παίδες του χωρίου είχον ίδη πλέον «τα στοιχειά» του ερήμου εκείνου οίκου.

Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την κεφαλήν της. Την νύκτα δε της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν», τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο τους ελαφρούς των βηματισμούς, δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν και γλυκείαν φωνίτσαν των, ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν.

Αλλ' ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος της Χαλκίδος, ο Καλλίνικος, ο εξ Άνδρου, Καλλίνικος ο Καμπάνης ένας αρχαιοπρεπής και γλυκύτατος Δεσπότης, με τας ωραίας λάμψεις του βλέμματός του τας πατρικάς, και το μειδίαμα της πραότητος εις τα χείλη, όστις, μεγαλοπρεπής εις όλα, ήθελε και εις τα χωρία ακόμη να επιδεικνύη την αρχοντικήν του παράστασιν επιβάλλουσαν, συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εν τω στοιχειωμένη τούτω μεγάρω, του οποίου δωμάτιά τινα, εν τω κάτω πατώματι, ήσαν κατοικήσιμα.

Καθ' όλας εκείνας τας ημέρας τα στοιχειά εξηφανίζοντο. Όπερ ενεθάρρυνε την γραίαν κ' εξηκολούθει να κατοική μέχρις εσχάτων έν τινι μικρώ δωματίω, επί της αυλής, καίουσα άσβεστον την κανδήλαν ενώπιον δύο-τριών εικονισματίων και θυμιάζουσα συνεχώς. Επειδή δ' εθεώρει ως ύβριν κατά της ευσεβείας της και εμπαιγμόν καθ' εαυτής τας διαδόσεις εκείνας περί των φαντασμάτων, ωργίζετο και πικρώς ήλεγχε πάντα, τολμώντα να προσβάλη την ιερότητα του οίκου της, όστις εφιλοξενει κατ' έτος τον σεβασμιώτατον άγιον Χαλκίδος.

Διά τούτο σκληρώς εξύβρισε και τον γερω-Μπαρέκον, ως είδομεν, όταν υπέδειξεν, ο ευλογημένος, την οικίαν της, ως στοιχειωμένην.

Αφού δ' ο πλούσιος εκείνος ιδιοκτήτης δεν ηδυνήθη να γείνη κάτοχος του μεγάρου διά των περί φαντασμάτων εκείνων διαδόσεων, τελευταίον, εκλεχθείς δήμαρχος, απεφάσισε να επιτύχη την εκπλήρωσιν της επιθυμίας του, μεταρρυθμίζων το σχέδιον του χωρίου, διά νέας ρυμοτομίας, ελπίζων πάντοτε να συμπεριληφθή και το φθονούμενον μέγαρον εν τη μεταβολή ταύτη. Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της γραίας:

— Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα;

(Κ' εστοίχισε δεκαπέντε χιλ. δραχμών!)

— Πας 'στον παππού μ!

Ηγρίευσεν η γραία.

— Θα σου το πάρη το σχέδιο!

Ηπείλησεν ο δήμαρχος.

— Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!

Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.

— Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν με την άμπελον.

* * *

Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο υιός της. Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.

Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ' εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση.

Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.

Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της την σκούνα.

— Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου!

Έκαμνε τον σταυρόν της.

Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.

Ήθελε να πηγαίνη και εις την πανήγυριν του αγίου Ιωάννου, έξω εις την ερημικήν εκκλησίαν του, εις το Κάστρο, αλλ' η καρδιά της δεν αντείχε να βλέπη την χαράν και φαιδρότητα των πανηγυριζόντων. Ουδ' εβάστα πλέον η ψυχή της ν' αντικρύζη την θέσιν, όπου άλλοτε, με το παιδάκι της κατεσκήνωσεν, εν τη εορτή, όπισθεν ενός χλοερού σχοίνου, μεγάλου, δενδροειδούς, σχηματίζοντος υπήνεμον σπηλαιάν. Παρέκει, υπό άλλον σχοίνον, εδειπνούσαν άλλοι, και υπό την αγριελαίαν εκείνην, την παμμεγίστην, έστρωσαν τα κυλίμια των πέντε όλαι φιλικαί οικογένειαι. Και παρακάτω εις τα ερείπια παλαιού οικίσκου παρεσκεύαζον το δείπνον των άλλοι, και εις τα πεζούλια του προαυλίου του ναού κατά γραμμήν, ως κορώναι, εσιωπούσαν, νήστεις, μαύραι χήραι, αναμένουσαι ν' αρχίση η αγρυπνία της εορτής, ενώ ο μπάρμπα-Δημητρός, ζωηρός τότε και εύθυμος πάντοτε, ενώπιον ενός παμμεγίστου ανοικτού φλάσκου ήρχισε να ψάλη «τ' ανοιξαντάρια» προ του «ευλογητού» ακόμη. Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν. Και φωναί, και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις, και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ω ο Παπα- Μακάριος, κατακόκκινος από την κούρασιν— τις οίδεν— έγραφε τα ονόματα έχων χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίων— τον χρόνον μίαν φοράν ο καϊμένος— .

Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής;

Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε γαμβρόν περιζήτητον;

Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον σφάλμα να μεταβή. Νεανίσκος τις, εκ των νησιωτών, με το καπέλλο του στραβά, με το μεταξωτό ζωνάρι, μ' ένα μανδήλι αλεξανδρινόν επί του λαιμού, ωμοίαζε καταπληκτικώς προς τον υιόν της, τον αγνοούμενον. Ήτο αρραβωνισμένος κ' εκάθητο παρά τους πόδας της μνηστής του, ως ο Αμλέτος ο δύσερως. Ιδούσα η χήρα καπετάνισσα την ποθεινήν εκείνην του ονείρου της εικόνα ηλλοφρόνησε. Της εφάνη ότι είδεν εκεί και τον καπεταν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν γελαστόν, φαιδρόν, καπνίζοντα το τσιμπούκι του, γυρμένον εις ένα παχύν κλώνον του σχοίνου. Η αιφνιδία χαρά του φαντάσματός της έπληξε την πονεμένην καρδίαν της κ' έπεσε λιπόθυμος η γραία, την στιγμήν, καθ' ην κραυγάζουσα: «παιδάκι μου!» ενηγκαλίσθη ένα ξηρόν ελαίας κορμόν, προ των ποδών της. Ευτυχώς ο γέρω- Μπαρέκος, όστις είχε τάμα να πηγαίνη πάντοτε εις την πανήγυριν του Προδρόμου, την επρόφθασεν από πίσω από την κομαριάν, όπου επήγαινε να κρύψη μίαν προσφοράν που του έδωσεν ο παπα- Μακάριος, ανταλλάξας αυτήν με μίαν μιζίθραν, και μίαν τσότραν γεμάτην, την οποίαν, ως έλεγεν, εύρεν εις τον δρόμον αδέσποτον.

Εις τον παπα-Μακάριον μόνον έλεγε: Τον Γιαννάκη μου, παπά, μη ξεχάσης!

Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα; Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε τίποτε.

Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε και μια μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον να σκύψη παντελώς. Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ' ελάγκευεν η καρδιά της.

— Το δίνεις πέντε κατοστάρικα;

Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι.

Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε. Μόνον ήγειρε θλιβερώς την κεφαλήν της, εκύτταξε τον πλούσιον, φοβερόν ως τον πλεονέκτην, εκύτταξε και τον ουρανόν, βαρύν, ως μολύβδινον, κ' εσπόγγισε τα όμματά της, ψιθυρίσασα ως παραπονουμένη κατά του αγνώστου:

— Κοτζάμ-Παλάτι!

Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα.

* * *

Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας. Είνε η μόνη πανήγυρις, η οποία απαιτεί τουλάχιστον δύο χριστιανούς εις πανηγυρισμόν της, κατά το «όπου εισί δύο ή τρεις . . . » του Ευαγγελίου. Ο μόνος, είνε θλιβερόν θέαμα εν τοιαύτη ημέρα. Την ψυχήν του Χριστιανού καταπλημμυρούσι, την νύκτα ταύτην την ιεράν, όλα τα περιπαθή επεισόδια του υπερφυούς μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως, άγια, θερμά, μαλακά, ως οι άπτιλοι νεοσσοί εν τη αχυροπλόκω φωλεά, γεννώντα υπερβάλλουσαν χαράν, ήτις ανάγκη να εκδηλωθή υπό την μορφήν αγάπης, ελπίδος, και πίστεως, επί των οποίων ως επί χρυσού τρίποδος στηρίζεται ο οικογενειακός βίος. Οι δύο είνε εικών της ζωής, ο είς εικών του θανάτου . . .

Διά τούτο η γραία καπετάνισσα την παραμονήν, απεμακρύνετο από το χωρίον, ως το έμβλημα του αφορισμού και της ερημώσεως.

Με ποίους οφθαλμούς θα έβλεπεν αυτή— Στοιχειό επί Στοιχειωμένου οίκου— την χαρμόσυνον ετοιμασίαν των ευλογημένων οικογενειών; Τας μητέρας να ξεσκονίζουν, τας νέας να ζυμώνουν, τους φούρνους να μοσχοβολούν, και τους ευδαίμονας πατέρας ν' αναπαύωνται παρά την εστίαν;

Κουτσώντας-κουτσώντας επήρε τα ματάκια της, κλαμμένα, και απήλθε ν' ανάψη τα κανδήλια του αγίου Κωνσταντίνου.

Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε.

Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία. Αι μύρτοι εβόιζον από τα πλήθος του καρπού, τα λάχανα εχλόαζον εις τας πρασιάς, και οι σπαρέντες αγροί ήρχισαν να στρώνωνται με τον καταπράσινον τάπητα αυτών, τον οποίον η φύσις υφαίνει, πάντοτε τον μήνα τούτον, αψηφούσα τον παγετόν και τα βάσανα του χειμώνος, τα φοβερά. Επί των ελαιοδένδρων διά μέσου των φύλλων εγυάλιζεν ακόμη καμμία ελαία, ως οφθαλμός κατάμαυρος κατασκόπου.

Εις το Κακόρεμα, μίαν βαθείαν και σκοτεινήν κοιλάδα, ο γέρω-Μπαρέκος, φέρων σάκκον μέγαν, επλήρου αυτόν, μετά προφυλάξεως υπόπτου, εκ μεγάλων κλάδων ελαιών, μετά του καρπού αποσπασθέντων, αναιβασμένος επάνω εις μίαν παμπάλαιον ελαίαν, ως αλώπηξ πεινώσα.

— Κάνα-δυο φουντίτσες για τα παληοκάτσικα!

Διέκοψε την σιωπήν των γυναικών, χωρίς να τον ερωτήσωσιν αύται. Ουδέ τον είδον καν, πού ήτο τρυπωμένος.

Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον.

Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή, μονόφυλλος θύρα, εφώτιζεν αυτόν. Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς ανάπαυσιν, αλλά διά να ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας καθήμενος εκεί, έπρεπε να ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε τους ξένους.

Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή. Ένας υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως θυμιατήριον.

Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου:

— Για πέντε συχνάτσες!

Ποία μεταβολή επήλθεν εις τας ιδέας της; Συνεζήτει τάχα, καθ' εαυτήν, την πώλησιν του ερειπίου, αυτή η οποία, άλλοτε, προς πάσαν πρότασιν, απήντα μετ' αποφάσεως: «Είνε του παιδιού μου;»

Ενίοτε μάλιστα προέβαινε περαιτέρω: Όχι μόνον δεν σου το πωλώ, απήντησε μίαν ημέραν προς τον πλούσιον, αλλά, και αφού πεθάνω, θ' αφήσω διαθήκη, να χαλάσουν τον βράχο, με τα φουρνέλλα, νάμβη η θάλασσα 'ς το σπιτότοπο, ν' αράζουν οι βάρκαις!»

Εθόλωσεν ο ναΐσκος από την ευωδίαν του θυμιάματος. Αι εικόνες έλαμπον προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως.

Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.

— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία— η νεάνις είχεν ήδη εξέλθει— ακούει βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος.

— Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα.

Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς:

— Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!

Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, τρέμουσα, παραπαίουσα.

— Τι έπαθες, μαννού;

Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως:

— Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!

— Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της.

— Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.

Και κατήρχοντο από του λόφου, σιωπηλαί, ως κατάδικοι αγόμενοι εις την αγχόνην, εν ω ο γερω-Μπαρέκος, εξελθών από του ναΐσκου, έκλεισεν ήσυχα- ήσυχα, ως νοικοκύρης, την μονόφυλλον αυτού θύραν και στερεώσας αυτήν διά του λαδωμένου σχοινίου εψιθύρισεν:

— Τώρα η καπετάνισσα εάν θέλη, ας μη πωλήση το σπίτι της εις τον κυρ- δήμαρχον.

Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα. Ολόκληρος η γαλανή Εύβοια με την χιονισμένην της Δίρφυν, αυγόν, κατάλευκον η απότομος γραμμή των βουνών της Κύμης· πέραν η σκιά της ερημικής Σκύρου· κ' εγγύτερον από τον άλλον λόφον, οι λάμποντες οικίσκοι της Γλώσσης ως λατομείου χαράδραι, ωραίου χωρίου της Σκοπέλου, οπόθεν προέρχονται τα καθ' αυτό Σκοπελίτικα αχλάδια.

Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν:

— Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα! θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ χρονών. Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμί 'ς το άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ.

Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε.

Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.

— Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι!

Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις.

Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε.

Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος.

— Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την προτέραν του χροιάν. Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη,— αχ! πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός!— ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της:

— Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι.

Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν. Εις το Κακόρεμα τας εύρεν η νυξ, οπόθεν διερχόμεναι, είδον ονάριον φορτωμένον, και τον γέρω- Μπαρέκον, οδηγούντα αυτό εκ των όπισθεν, όστις χωρίς πάλιν να ερωτηθή είπεν:

— Ολίγο άλεσμα πήρα από τον μύλο!

Ο πονηρός ποιμήν δύο εργασίας έκαμεν εκείνην την ημέραν. Επιτυχών ερημίαν— Παραμονή, και οι χριστιανοί δεν εργάζονται— εσύναξεν αρκετούς κλάδους ελαιών διά το ποίμνιόν του, τους οποίους, φορτώσας, μετεκόμιζεν εις την ποίμνην του, και κατά παραγγελίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου,— με το αζημίωτόν του, εννοείται— ηθέλησε να φοβίση την γραίαν καπετάνισσαν, ίνα πωλήση πλέον τον οίκον της. Διά την τρίτην εργασίαν εψεύδετο, ίνα μη απολέση την ημέραν.

Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί.

Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις κανέν παράθυρον.

Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να τρέμη.

— Τι έχεις, μαννού;

Ηρώτησεν η νεάνις.

— Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι!

Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.

Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον, φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον.

Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς.

Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της.

— Τα μάτια μ' κάνουν έτσ';

— Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις.

Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή το ερείπιον φωταγωγημένον.

Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως.

— Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις.

— Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας.

Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα. Μόλις δύνανται να εξακολουθήσωσι την πορείαν. Προχωρούσι προς την οικίαν της νεάνιδος, εγγύς του στοιχειωμένου μεγάρου, και μετά δέους, κρυφά-κρυφά, ρίπτουν τα όμματά των προς τον όγκον εκείνον, όστις εξηκολούθει να φωτίζεται εν υπερβαλλούση λαμπρότητι. Και συγχρόνως ακούονται γέλωτες χαράς κ' ευφροσύνης, ως γάμου βοή. Ίστανται και ακροώνται:

Χριστός γεννάται σήμερον

εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται

χαίρει η κτίσις όλη . . .

Ψάλλει χορός παιδιών καλλίφωνος εν τω φωτισμένω μεγάρω και όργανα πολλά συνοδεύουν τα άσμα. Σκιαί φαίνονται κινούμεναι εν αυτώ και φωναί αγαλλιάσεως ασυνάρτητοι, ως είνε αι φωναί της αληθούς χαράς, εξέρχονται ολονέν από των χαλασμένων παραθύρων. Δίπλα δε, παρά τον ημικρημνισμένον μαρμάρινον εξώστην ένα ζεύγος υψηλών ιστών κινείται κυματοειδώς, συμφώνως προς της θαλάσσης τους κυματισμούς. Το δέος της γραίας υπεραυξάνει τότε. Αναπαρίσταται ενώπιον των οφθαλμών της πραγματική η ανύπαρκτος πλέον ευτυχία της. Και σπεύδει προς τον οικίσκον της νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος:

— Πω! πω! φαντάσματα και κακό!

Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται, κραυγάζων μακρόθεν:

— Κυρά καπετάνισσα! Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει γελών:

— Τα φαντάσματα!

Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα παράθυρα.

Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε, χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ω ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων:

— Τα φαντάσματα!

Κ' εξακολουθεί:

— Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια!

Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς. Ο δε ποιμήν εξηκολούθει:

— Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη,— σπηκ ίγγλισσ;— παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήν— με δύο παιδάκια— να του ζήσουν— ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι— ζευγαράκι— δεν σου μοιάζουν διόλου,— ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη και φοβηθήτε πάλιν.

Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του ναΐσκου, διά τούτο εις το πάλιν εδάγκασε την γλώσσαν του.

Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του μακαρίτου καπεταν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το μέγαρον.

Ο γέρω-Μπαρέκος, κατελθών να λάβη την υπεσχημένην αμοιβήν διά το εν τω ναΐσκω κατόρθωμά του, ήκουσε παραδόξως παρά του πλουσίου ιδιοκτήτου ότι δεν έχει να τω δώση τίποτε, διότι αν και το σχέδιον του ποιμένος επέτυχε, το ιδικόν του όμως είχεν αποτύχει τέλεον, διότι κατέπλευσε πλέον ο υιός του καπεταν-Τσούρμα του Παπαργυρού, εις ον ανήκεν ο περιζήτητος οίκος, και κατέπλευσε με περιουσίαν κινητήν και ακίνητον, και ήτο αδύνατον πλέον να πωλήση η μήτηρ το μέγαρον.

Ο γέρω-Μπαρέκος διεμαρτυρήθη και απήτησε την αμοιβήν του. «Δεν σε δούλεψα, βρε αδερφέ!» έλεγε προς τον αποστείλαντα αυτόν. Αλλ' αποτυχών, με όλας τας διαμαρτυρίας του, απειληθείς και με φυλάκισιν— διότι ο απαιτητής του μεγάρου ήτο και δήμαρχος, έσπευσε να συναντήση την γραίαν και λάβη παρ' αυτής τουλάχιστον το εθιζόμενον δώρον της καλής ειδήσεως— τα συχαρίκια— γνωρίζων ότι αύτη, σιγά-σιγά, ως εβάδιζε, θα ήτο ακόμη καθ' οδόν. Διά τούτο εφρόντισε με όλην την ησυχίαν του και συνέλεξεν ικανάς πληροφορίας περί του καταφθάσαντος πλοιάρχου, όσας ημπόρεσεν.

Αλλ' η γραία έμενε βωβή εν τη θύρα της γειτονικής οικίας και κωφή σχεδόν. Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε κατήρχετο και ο παπά- Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την κούρασιν— τις οίδεν— όστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν:

— Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπεταν- Γιαννάκης!

Και έλαβε την χείρα της γραίας, ψυχράν, ως από μολύβδου.

Δεν ήτο εκ των συνήθων η έκπληξις αύτη.

Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθεν;» Αλλά ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιν— τις οίδεν— εξηκολούθει, κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς:

— Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!

Έως ου, μετά πολλά, συνήλθε τέλος η γραία, εκ της πρώτης μεγάλης ταραχής, και, ολίγον κατ' ολίγον, διά των παραινέσεων του ιερέως περί χαράς και λύπης και περί μακαρίου πένθους, θείας προνοίας και θείας ευλογίας, η γραία ανέκτησε τελείως την αίσθησίν της, και συνοδευομένη παρά του γέροντος πνευματικού, εδέχθη ν' αναβή εις τον οίκον της.

— Μου τα είπεν όλα ο καπεταν-Γιαννάκης, έλεγεν ο σεβάσμιος γέρων, όλος χαρά και αγαλλίασις. Το πώς εσώθη από το φοβερόν ναυάγιον της θαλάσσης και από το φοβερώτερον ναυάγιον της ξηράς. Ότι εν τη θαλάσση εσώθη, επιτυχών το ξύλινον μαγειρείον, όπερ επέπλεεν— όλοι οι άλλοι επνίγησαν— εν τη ξηρά δε εσώθη διά της μετανοίας. Η αιφνιδία της τύχης του μεταβολή επί το χείρον, έπεισεν αυτόν ότι, ίνα επανέλθη εις την πρώτην ακμήν, την οποίαν εύρε συγκεκροτημένην διά των κόπων του πατρός του, και κατεπόντισεν εις του Βοσπόρου το αχόρταστον ρεύμα, έπρεπε να εγκαταλίπη τον άσωτον βίον και να επιδοθή φιλοτίμως εις την εργασίαν. Όπερ και έπραξε. Μου τα είπεν όλα αυτά, επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι, εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να επανέλθη με μίαν τουλάχιστον σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν. Όλα τα ήκουσα και το πώς ενυμφεύθη, τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα πάθη του, τας περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε τόσον ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να τα ξανακούσω πάλιν.

Και συνώδευε λοιπόν την γραίαν εις το παμπάλαιον και στοιχειωμένον μέγαρον, σταλείς επίτηδες παρά του καπεταν-Γιαννάκη, θέλοντος να προλάβη δυστύχημα πιθανόν εις τοιαύτας περιστάσεις, ίνα προετοιμάση ο ιερεύς εν ειρήνη ψυχής την μετά της μητρός του πρώτην συνάντησιν— την συνώδευε πρόθυμος ο γέρων πνευματικός εκεί όπου την ανέμενον με χαράν τόσα φαιδρά πρόσωπα, τέκνα και νύμφη και εγγονοί, της χαράς τα φαντάσματα, των πόθων της τα όνειρα, τα οποία εν ταις μυστικαίς βουλαίς του Θεού τόσον τρυφερώς ενίοτε πραγματοποιούνται.

Εν τη αυλή υπό το φως μεγάλης λυχνίας, ο μικρός εγγονός, κυνηγών την έρημον και μόνην όρνιθα, γοερώς κακαρίζουσαν, κατετρόμαξε την γραίαν μάμμην του, της οποίας ο νους, άπαξ ταραχθείς εκ των φαντασμάτων, δεν είχε καθησυχάσει ακόμη τελείως. Και όταν πάλιν, ενηγκαλισμένον έχουσα και καταφιλούσα τον μονάκριβον υιόν της, τον οποίον, μετά τόσα έτη, ανελπίστως έβλεπε, μεγαλόσωμον, σοβαρόν, πολιόν σχεδόν, ως τον καπεταν- Τσούρμαν, τον Παπαργυρόν, απαράλλακτον, ακούσασα πατήματα ζωηρά, χορευτικά και φωνάς και γέλωτας και χαράν, εν τω άνω πατώματι, όπου τα παιδία ανέβησαν να ίδουν το θέαμα του λιμένος και της κώμης, απεσπάσθη από τας αγκάλας του υιού της, έντρομος κράζουσα, κ' επάνω βλέπουσα:

— Τι είνε!

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπεταν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπεταν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιν— τις οίδεν— δεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς:

— Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.

Αλλά την στιγμιαίαν αυτήν θλίψιν, την αναπόφευκτον, διέκοψεν αμέσως ο γέρω-Μπαρέκος, επανελθών και κομίζων επ' ώμου, ποικιλόστικτον μικρόν αιγίδιον, ζωντανόν, ως ο κριοφόρος Ερμής.

Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον δώρον των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν και από την σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία, και μετ' αυτών ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα, θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν το πένθιμον και κατηφές εκείνο μέγαρον των φαντασμάτων.

— Δεν σου τώλεγα εγώ, κυρά-Καπετάνισσα; είπεν ο γέρω-Μπαρέκος τότε. Σπηκ ίγγλισσ; Να τα λοιπόν τα φαντάσματα, της χαράς τα φαντάσματα! Φίλησέ τα, και μη τα φοβάσαι διόλου τώρα.

 

αρχή

 



 

1891

Ήτο περασμένη η ώρα. Το χωρίον εκοιμάτο βαθύν ύπνον παιδίου, το οποίον ύστερον από τόσα τρεξίματα και παιγνίδια και γέλοια, αποσταμένον, γέρνει εγγύς της εστίας του και αποκοιμάται. Τα νυκτοπούλια της ανοίξεως, τα οποία εστέναζον υπό τας καμάρας του κωδωνοστασίου, θαρρείς και συνεπλήρουν τον ανασασμόν της κοιμωμένης λευκής πολίχνης. Και μόνον είς θόρυβος ηκούετο κατά μακρά διαλείμματα. Ο κρεοπώλης, ο άγριος και εις την χαράν του, ο οποίος σφάζων αμνούς μέχρι της δύσεως του ηλίου δεν απηύδησε να φωνάζη: «Α και να πάμε ς' τον μπαρμπέρη!» κατά λάθος, φαίνεται, αφού εξεπούλησεν, εισελθών εις το γειτονικόν καπηλείον άναψε τα καντήλια— Πάσχα ξημέρωνε, βλέπετε,— και γεμίζων μίαν παμπάλαιαν κ' εσκωριασμένην πιστόλαν, από τον καιρόν του Καρατάσου, ήνοιγε κρυφά-κρυφά την θύραν του καπηλείου και προεώρταζε την Ανάστασιν, πυροβολών κρατερώς και επιμόνως. Και πάλιν αστραπιαίως έκλειε την θύραν προς μεγάλην απορίαν του γέροντος δημαρχικού κλητήρος, όστις από μακράν κάτω ακούων τον βαρύν πιστολισμόν έσπευδε μέχρι του καπηλείου υπόπτως, πλην βλέπων την θύραν κεκλεισμένην υπέστρεφε, κάμνων τον σταυρόν του και θαυμάζων το γεγονός.

— Να μποδίσουμε, εμονολόγει με την έρρινον φωνήν του, τους πιστολισμούς και τους πυροβολισμούς. Άιντε τώρα εμπόδισέ τους, κυρ δήμαρχε! Ορίστε! Αυτά είνε γραμμένα να γίνουνται, έτσι αντάμ- παπαντάμ, εξ αρχής και έκπαλαι. Ορίστε! Οι πυροβολισμοί πέφτουν μονάχοι τους, κυρ-Δήμαρχε! Είνε ο αέρας της Αναστάσεως.

Συγχρόνως ο κρεοπώλης με τ' αναμμένα τα καντήλια του, ημοιανοίξας πάλιν την θύραν του καπηλείου εκένωσεν εκ νέου την εσκωριασμένην πιστόλαν του. Ο κλητήρ, κοντός, χονδρός, με ημίσειαν ρίνα, απολέσας το λοιπόν μέρος αυτής έν τινι συμπλοκή, στραφείς είδε την θύραν του καπηλειού κλειστήν πάλιν, έκαμε τον σταυρόν του και εχάθη εις την καμπήν της οδού, φθεγγομένης παράπονα της ρινός του κατά των ανεφαρμόστων αστυνομικών διατάξεων, ενώ ο βαρύς της πιστόλας ήχος εκυλίετο ακόμη εις το ανοικτόν πέλαγος του λιμένος, εποχούμενος επί της μελανής ομίχλης και κροτών ως βαρέλιον πλήρες ήλων.

* * *

Αλλ' ενώ οι χωρικοί πάντες εκοιμώντο αναπαυόμενοι, όπως εγερθώσι τα μεσάνυκτα και φαιδροί μεταβώσιν εις τον ναόν έκαστος με την λευκήν λαμπάδα του, η κυρά Μανωλάκαινα ηγρύπνει. Δεν την εκολλούσεν ύπνος. Εξαγάγουσα από μεγάλου δρυΐνου κιβωτίου τα χρυσά προικιά της, τα οποία χρόνια είχε να φορέση το Πάσχα, την νύκτα, προητοίμαζεν αυτά υπό το φως λυχναρίου, επιδιορθούσα μικράς τινας βλάβας τυχόν, όπως στολισθείσα ως νύμφη μεταβή εις την Ανάστασιν κ' επιδείξη τον χρυσόν πλούτον του ιματισμού της. Ο κυρ-Μανωλάκης εκοιμάτο εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ηκούετο ο ρογχασμός του ως κρότος υπόκωφος συρομένης αλύσεως πλοίου μακράν εις τον λιμένα, συνεχής και μονότονος.

Νέα ακόμη η κυρα-Μανωλάκαινα, μόλις τριάκοντα πέντε ετών, πρώτην φοράν από του γάμου της— γενομένου προ πέντε ετών— ευρίσκετο εις την ευτυχή περίστασιν να φορέση τα νυμφικά της και σταθή εις την πρώτην γραμμήν της γυναικωνίτιδος. Τι να κάμη πίσω-πίσω 'ς το γυναικείο να στέκεται, και να την τσαλαπατούν και να στάζουν κεριά ς' το χρυσοκέντητο βελουδένιο μπαμπουκλί της, και να της κάψουν το αραχνοΰφαντον αλέμι της με της λαμπάδαις που δεν ξέρουν μερικαίς να της κρατήσουν, που ταις κρατούν σαν νάνε σαΐταις που 'φαίνουν, ή καλαμιαίς που τινάζουν της εληαίς! Δεν πήγαινε και αυτή διόλου την νύκτα το Πάσχα. Εφέτος όμως θα είχε τα πρωτεία ς' το γυναικείον. Έδωσεν ο Θεός και ο άνδρας της, ο κυρ-Μανωλάκης, έγεινε Πίτροπος και θα είχεν η κυρά- Πιτρόπισσα την πρώτην θέσιν, μπροστά-μπροστά εις τα καφάσια. Και θάβλεπεν όλην την παράταξιν της λαμπράς ακολουθίας και θα ήκουεν όλα τα γράμματα. Δεν τα καλονοούσε, μα θα τα ήκουεν. Εν ω άλλοτε πίσω-πίσω από της άλλαις δεν έβλεπε τίποτε, δεν ήκουε τίποτε. Προσκυνούσαν η μπροσθιναίς, προσκυνούσαν και η 'πισιναίς. Έσκυφταν η μπροσθιναίς, έσκυφταν και η 'πισιναίς. Η κυρα-Μανωλάκαινα εκ της ιεράς λειτουργίας ήξευρε μόνον πότε λιβανίζει ο παπάς και πότε βγαγγελίζει. Το λιβάνισμα ησθάνετο εκ του ζωηρού κωδωνίσματος του θυμιατηρίου, το βγαγγέλισμα ήκουεν εκ της γινομένης ησυχίας και απολύτου σιωπής. Τ' άια, την μεγάλην είσοδον των τιμίων Δώρων— ουδέποτε ηυτύχησε να ίδη από εκεί όπου ίστατο. Μόνον βλέπουσα να κύπτουν αι έμπροσθέν της ιστάμεναι γυναίκες έκυπτε και αυτή λέγουσα με τον νουν της: περνούν τα άια, μνήσθητί μου Κύριε! Ενίοτε μάλιστα και ηπατάτο. Έκυπτον αι έμπροσθεν κατά λάθος, έκυπτε και αυτή κατά λάθος, επιλέγουσα εις το τέλος της λειτουργίας:

— Τώρα! καταλαβαίνουμε τάχα κ' εμείς Ακκλησιά!

Πολλάκις προσεπάθησε να εισχωρήση εμπρός, πλην ουδέποτε εύρισκε θέσιν. Πάσαι ήσαν κατειλημμέναι. Άπαξ πρωί-πρωί μεταβάσα εις τον ναόν εύρε πολλάς κενάς θέσεις εν τη πρώτη σειρά, κι' εγκαθιδρύθη αγέρωχος, ώσπερ κατακτητής, επί του φαιού δρυφάκτου με την απόφασιν να μη παραμερίση·— παιδιά δεν είχε να κλαίνε ς' το σπίτι— Και αν της ομιλήση κανείς, ή ο επίτροπος, να κάμη πως δεν ακούει. Αλλ' ύστερον ελθούσαι αι συνήθως ιστάμεναι εν τη πρώτη γραμμή την απώθησαν διά των αγκώνων κατ' αρχάς, διά των λόγων κατόπιν, και αυτή παρεμέρισε, δούσα τόπον τη οργή. Να φέρη σύυσι και ταραχή; Μέσ' σ' νακκλησιά! Υπεχώρησε. Τοιαύτη συνήθεια επεκράτει. Εις την πρώτην γραμμήν να ίστανται τα σόια, αι καταγόμεναι από τζάκια, αι σύζυγοι των προεστώτων και συμβούλων του χωρίου. Και αι θέσεις ήσαν κληρονομικαί. Μοναρχία κληρονομική μέχρι της εκκλησίας εν τη νέα ελληνική κοινωνία! Η θυγάτηρ ερχομένη εις γάμον και ιδρύουσα νέον οίκον, κατελάμβανεν εν τω ναώ την θέσιν της μητρός, ήτις γραία πλέον εβαρύνετο ν' αναβαίνη εις την γυναικωνίτιδα, ισταμένη εις τον νάρθηκα κάτω, ή ζαρόνουσα εις κανέν στασίδιον κάτω-κάτω υπό την σκοτεινήν κόγχην.

Αλλ' η κυρα-Μανωλάκαινα δεν ήτο μεν ξεσόιαστη, αλλά— να το είπωμεν— δεν ήτο και από σόι. Ο πατέρας της ήτο ψαράς. Ο παπούς της ήτο φούρναρης. Το βέβαιον είνε ότι ο γέρων εξελέχθη ποτέ τρίτος δημαρχικός πάρεδρος δι' έλλειψιν άλλου υποψηφίου μόλις λαβών το έν δέκατον των ψήφων, αλλά τούτο δεν ήρκεσεν όπως η εγγονή του περάση εις τα μεγάλα σόια,— ήτις δεν είχε γεννηθή ακόμα.

— Αγουρασμένον τον έχεις τον τόπον;

Παρετήρησέ ποτε είς τινα αγερώχως προσελθούσαν πλησίον της και ζητούσαν να την απωθήση.

— Αγουρασμένον!

Απήντησεν εκείνη.

— Κιγώ πού θα σταθώ;

— Όπ' στηκέτανε η μάννα ς'!

Απεκρίθη εμπαικτικώς η εξ οικογενείας καταγομένη.

Και συγχρόνως άλλη παραπέρα ισταμένη— από σόι και αυτή— προσέθηκεν:

— Όπ' άπλουνε τα δίχτυα ου πατέρας σ'!

Τωόντι η μητέρα της κυρα-Μανωλάκαινας δεν εστέκετο πουθενά εν τη γυναικωνίτιδι.

Φορούσα μίαν φουστάναν μυρίζουσαν πάντοτε ψαρίλαις, πού ετόλμα να παρουσιασθή εις την εκκλησίαν, και μάλιστα εν ημέρα μεγάλης πανηγύρεως!

Ο πατήρ της πάλιν ο γέρων αλιεύς είχε μεν θέσιν, ίστατο, καθώς είπεν εκείνη η εξ οικογενείας γυνή, εκεί όπου άπλωνε τα δίκτυά του· αλλά τα δίκτυά του ήπλωνεν απ' έξω, επί του τοίχου του ναού, καρφώσας ήλους κατά σειράν εγγύς της εισόδου, κ' εκεί τωόντι ίστατο και ο γέρων κατά την λειτουργίαν, ουδέποτε εισερχόμενος εντός του ναού· ως να ήτο και αυτός μόλυβδος ή φελλός, προσκεκολλημένος επί των μεταξωτών δικτύων του. Και μόλις ετελείωνε τα Ευαγγέλιον, ήναπτε το τσιμπουκάκι του, το οποίον προητοίμαζε, ψαλλομένων των Αίνων, και μαζεύων τα δίκτυά του έκαμνε τον κατήφορον.

* * *

Αλλ' η κυρα-Μανωλάκαινα, η κόρη του ψαρά, αν και δεν ανήκεν εις τα σόια εκ καταγωγής, ανήκεν όμως εις αυτά ολόκληρος εκ καρδίας. Φύσις φιλόκαλος, φύσις ευγενής, περιποιητική και θωπευτική έκαμνεν εντύπωσιν εις τον φούρνον που πήγαινε να φουρνίση από μικρή ακόμα διά τους καλούς τρόπους της, και την μέχρι κολακείας περιποιητικήν γλώσσαν της, δίδουσα και εις την φωνήν της ακόμη ένα θωπευτικόν αριστοκρατικόν τόνον φιλήματος και αγάπης. Ο ιματισμός της πάλιν ήτο παροιμώδης εις όλον το χωρίον.

— Τι ώμορφα που ντύνεται! έλεγον.

— Σεμνή, καθαρά, καλλαίσθητος. Με τα κλωνιά της πολιτικής μανδήλας της λυτά ποτέ δεν την είδον. Ακτένιστη ουδέ εις την αυλήν της εθεάθη. Η μαύρη φουστάνα της στιλπνή-στιλπνή ήτο ατσάκιστη, ως να ίστατο πάντοτε ορθία, όπερ εκίνει τον φθόνον.

— Ούλου αλόρθα βρίσκεται ου ανεμόστυλος!

Και δεν ευρίσκετο ορθία ως ο στύλος της ανέμης, αλλ' ήξευρε πώς να καθήση και πώς να εγερθή. Ήτο περίφανη!

Αλλ' ο κόσμος έχει τας προλήψεις του. Αδιάφορον αν εκείνη η πλουσία και από σόι δεν ξεύρη να ενδυθή και παρουσιάζεται εις την αυλήν άνιπτος. Είνε από σόι!

Η μορφοντυμένη και μορφοκαμωμένη Γερακίτσα ήτο κόρη του ψαρά! Την φυσικήν της καθαριότητα από μικρή εφανέρωνεν. Ενώ η μητέρα της εν τη βία της πολλάκις εγέμιζε την ποδιά της ψάρια, διά να εκλέξη τα καλλίτερα και τα στείλη εις τον λιμενάρχην, ίνα μη φέρη δυσκολίας εις τον σύζυγόν της, η Γερακίτσα ουδέ τα ήγγιζεν, εάν δεν ήσαν εις ορμαθούς διά βρύων της λίμνης. Και πάλιν ήπτετο μετά προσοχής του βρύου διά των δύο δακτύλων της. Ώστε κατήντησεν η μητέρα της περιπαίζουσα αυτήν να την αποκαλή γαλαζοαίματην.

Είτα ορφανή πατρός απομείνασα υπηρέτει ουχί επ' αμοιβή αλλ' ούτως, εκ φυσικής κλίσεως και συμπαθείας του ομοίου προς το όμοιον, εις τον γειτονικόν της πλούσιον οίκον αρχαίου πλοιάρχου, όστις, αφεντάνθρωπος εις όλα, είχεν αριστοκρατικήν τάξιν εν τη οικογενεία του. Εκεί η ωραία Γερακίτσα ανέπτυξεν όλα τα συμπαθητικά ένστικτα της ευγενείας, συνηθίσασα να ενδύηται ευπρεπώς και κομψώς— με γούστο— και να εκτελή όλας τας οικιακάς εργασίας, μετά λεπτότητος και χιονώδους καθαρότητος, θαυμαστής τωόντι, ώστε ο γέρων πλοίαρχος,— κολακεύων τας διαθέσεις της, έλεγε πολλάκις.

— Εσύ, Γερακίτσα ή να πάρης πλούσιον ή να μη 'πανδρευθής διόλου. Τακούς;

Το πλέξιμόν της, το πλύσιμόν της, το ζύμωμά της, το μαγείρευμά της, όλα ήσαν απαλά και λευκά ως τα απαλά χεράκια της.

Πολλοί νέοι εργατικοί, της τάξεώς της, την εζήτησαν εις γάμον, αλλ' αύτη ηρνείτο, ονειρευομένη αρχοντείαν, ή αποφασισμένη ν' ακολουθήση την συμβουλήν του πλοιάρχου.

— Παλλάβωσες!

Της έλεγεν η μητέρα της.

— Δεν κάνεις το σταυρό σου, επανελάμβανε συχνά, να πανδρευθής τώρα που σε γυρεύουν; Ταχειά σα σουφρώσης, ποιος θα γυρίση να σε κυττάξη;

Αλλ' η νεάνις είχε τον σκοπόν της. Απίθανον μεν και σκοτεινόν, όνειρον σχεδόν, πλην είχε πάντοτε ένα σκοπόν, ένα όνειρον. Κάθε άνθρωπος έχει το όνειρόν του. Άλλοι κατορθώνουν και το πραγματοποιούσιν εις τον κόσμον αυτόν, άλλοι αποθνήσκουσι με το όνειρόν των μαζή ως σάβανον της καρδίας των. Άγνωστον τίνες αποθνήσκουν ευτυχέστεροι . . .

— Ο ένας σου μυρίζει, ο άλλος σου βρωμά! Την ήλεγχεν η μητέρα της.

Έως ου ευτυχής σύμπτωσις διέψευσεν όλας τας οικτράς προρρήσεις της γραίας, και η πτωχή Γερακίτσα, η κόρη του ψαρά, εγένετο κυρά- Μανωλάκαινα.

Και ούτως η γραία απέθανεν ευχαριστημένη, αλλάξασα ιδέαν και λέγουσα ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να βιάζωνται. Όποιος βιάζεται, μένει 'πίσω!

* * *

Και η κόρη της με τον κυρ-Μανωλάκη επήγεν εμπρός. Ο κυρ Μανωλάκης διά των κτημάτων του και της οικονομίας του είχε σχηματίσει καλήν περιουσίαν. Μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας του είχε σκοπόν να γείνη καλόγηρος, και συχνά επεσκέπτετο το ιερόν Κοινόβιον, μίαν ώραν μακράν του χωρίου, ευχαριστούμενος εις τον ησυχαστικόν βίον. Αλλ' αιφνιδίως όταν επάτησεν εις το πεντηκοστόν έτος, μετέβαλε γνώμην και ενυμφεύθη. Του το είχεν είπει μία τουρκογύφτισσα που πωλούσε κόσκινα:

— Εσύ καλό άνθρωπο είσαι, εσύ παράδες έχει, εσύ χτήματα, χρήματα έχει, μα εσύ κάτι θα πάθη άμα πατήση τα πενήντα!

Η σύζυγός του ήτο ωραία, νέα, μ' ευγενείς τρόπους· η Γερακίτσα τα είχεν όλα αυτά· πλην εφάνη μετά τον γάμον ότι ήτο και φιλόδοξος. Ο κυρ Μανωλάκης ήθελεν ησυχίαν και ανάπαυσιν, αλλ' η κυρά- Μανωλάκαινα τουναντίον ήθελεν ανησυχίαν και κίνησιν. Αυτή σαν ήθελε να κάθεται κλεισμένη, έλεγε, δεν πανδρευότανε. Αυτή είχε τόσα προτερήματα, τόσα καμώματα ευγενικά· περιπλέον είχε τόσα στολίδια. Ήθελε λοιπόν να τα επιδείξη, προτερήματα και στολίδια. Γι' αυτό πανδρεύονται οι άνθρωποι!

Ο κυρ Μανωλάκης ήτο ευκατάστατος, ήτο και από σόι, αλλ' ένεκα της βραδύτητος του γάμου του, και ιδίως ένεκα της φιλαργυρίας του, μόνος του είχεν αποσυρθή από την δράσιν των οικογενειών, ευτελώς ενδυόμενος και ευτελώς διαιτώμενος— αφού είχε σκοπόν να γείνη καλόγηρος— και εις το χωρίον δεν τον ανεγνώριζον πλέον ως έχοντα δικαιώματα επί της δημογεροντίας, αφού μάλιστα όλας τας καλάς ημέρας απουσίαζεν εις το Κοινόβιον.

Ως προς τούτο ευρέθη ηπατημένη η κυρά Μανωλάκαινα. Ενόμιζεν ότι διά του γάμου της θα εισήρχετο πλέον με ούριον πνεύμα εις τα σόια, αλλά έβλεπεν ότι, αν ο σύζυγός της δεν επείθετο ν' αναμιχθή εις την πολιτικήν μέ τινας μικροδαπάνας, αδύνατον ν' αναγνωρισθή η Γερακίτσα ως αριστοκράτισσα.

Αλλ' ο κυρ Μανωλάκης δεν τα ήκουεν αυτά.

— Τα πιθάρια μας γεμάτα, έλεγεν, αι αποθήκαι μας γεμάται, τα βαρέλια μας γεμάτα. Τι άλλο θέλεις;

— Να γένης δήμαρχος!

Ετόλμησε να είπη η κυρα-Μανωλάκαινα. Ο κυρ-Μανωλάκης εφόρεσε την καπίτσα μουρμουρίζων.

Φαίνεται ότι ανεμνήσθη την μάγισσαν, η οποία του είπεν ότι εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του κάτι θα πάθη.

Έρις λοιπόν και ταραχή.

Συνέπεσε τα έτη εκείνα να γείνωσιν επανειλημμέναι εκλογαί. Εσάστισεν ο κόσμος.

Κατ' αρχάς βουλευτικαί της μικράς περιφερείας, είτα μετ' ολίγον βουλευτικαί της μεγάλης περιφερείας. Το αυτό έτος έγειναν και δημοτικαί και ήσαν 39 υποψήφιοι δήμαρχοι, πάρεδροι και δημοτικοί σύμβουλοι, είτα έγειναν εκλογαί των νομαρχιακών συμβούλων. Και μετά οκτώ μήνας, καταργηθέντων των νομαρχιακών συμβουλίων, διετάχθησαν επαρχιακών συμβούλων εκλογαί. Συνέπεσε να αποθάνη και είς βουλευτής, και πάραυτα ιδού και μία βουλευτική εκλογή το αυτό έτος.

Εγέμισε το χωρίον κάλπαις. Τα ατμόπλοια τας ξεφόρτωναν κασσέλαις- κασσέλαις.

— Δεν βάζεις και συ, Μανωλάκη, μια κάλπη;

Επανελάμβανε μέρα-νύκτα η κυρά Μανωλάκαινα.

— Σα σ' ακούω, καϋμένη! Τι ζήλεψες από τους τενεκέδες;

— Όλος ο κόσμος ζηλεύει!

— Μα θέλουμε παράδες, γυναίκα.

— Έχουμε τα βαρέλια γεμάτα.

— Δεν φθάνουν!

— Τι λες, Μανωλάκη; Με πενήντα βαρέλαις θα μεθύσουμε όλο το χωριό.

— Και ύστερα;

— θα βγης πάλιδρους, σύβουλος, ό,τ' θέλεις!

— Έχεις απ' αυτά;

Ηρώτησε πάλιν ο κυρ Μανωλάκης, προστρίψας γοργώς τον αντίχειρα επί του λιχανού του. Και φορέσας πάλιν την καπίτσα του, εξήλθε μουρμουρίζων.

— Καλά μου είπεν η Τουρκογύφτισσα!

Έκτοτε πολλάκις ο κυρ-Μανωλάκης υπό τας σκιεράς ελαίας του θερμά έχυσε δάκρυα μετανοήσας διότι δεν έγεινε καλόγηρος. Αλλά πού εγνώριζεν ο πτωχός ότι, φοβηθείς τους πολλούς πειρασμούς της ερήμου, ήθελε πέσει εις τας χείρας ενός άλλου φοβερωτέρου και συνθετωτέρου δαίμονος!

— Δεν φταις εσύ, έλεγε και η κυρα-Μανωλάκαινα μετ' αγανακτήσεως, φταίω εγώ που πήρα γέρο!

Ούτως η φοβερά φιλοδοξία κατέφαγεν όλα τα άλλα θελκτικά προτερήματα της έξυπνης Γερακίτσας, ως ένας καυστικός λίβας οπού κατακαίει τα άνθη.

Και εμαράνθη εκείνη η ανθηρότης του προσώπου της.

Και όταν ήκουε τας ζητωκραυγάς μετά τας εκλογάς, και όταν έβλεπε τους παρέδρους και τους συμβούλους, εστεφανωμένους ελαίας και σύροντας τον χορόν εις την πλατείαν, εκλείετο εις τον οίκον της η κυρά Μανωλάκαινα, κλαίουσα από την αγανάκτησίν της.

Λέγουν μάλιστα ότι νύκτα τινά τον έκλεισεν έξω τον κυρ-Μανωλάκην, όστις επανελθών από τον ελαιώνα παράωρα, εφώναζε κρούων την θύραν:

— Κυρά Μανωλάκαινα!

* * *

Αλλ' ο άνθρωπος δεν θα είνε πάντοτε δυστυχής εις τον κόσμον τούτον. Επιφυλάσσονται αυτώ και αγαθαί ημέραι.

Ο νέος δήμαρχος εσχάτως, άγνωστον πόθεν εμπνευσθείς, πλην βεβαίως θέλων να περιποιηθή τον κυρ-Μανωλάκην, διότι προηλείφετο διά τας βουλευτικάς εκλογάς και είχεν ανάγκην ψήφων, διώρισεν αυτόν επίτροπον του ενοριακού ναού.

Ο δήμαρχος με την απροσδόκητον αυτήν ιδέαν του θαρρείς και τον εξεσκέπασε τον κυρ-Μανωλάκην, όστις έστιλβεν από κεφαλής μέχρι ποδών εξ ευχαριστήσεως.

Από κάτω από το τραχύ εκείνο καποτάκι ήτο και αυτός γεμάτος φιλαρχίαν και φιλοδοξίαν. Ήθελε μόνον ανεξόδως ν' αποκτήση την αρχήν. Το δε επιτροπιλήκι εξ όλων των αρχών είνε η μόνη αρχή, την οποίαν διά να αποκτήση τις όχι μόνον δεν δίδει λεπτά, αλλά και πέρνει, αφού την αποκτήση.

Εγελούσεν από κάτω από τον ψαρά μουστάκια του.

— Τι τάθελες αυτά, κυρ-δήμαρχε!

Εψιθύριζε κατ' αρχάς, αποφεύγων τάχα. Και όμως επεθύμει ο αγαθός τιμήν, και μάλιστα ανέξοδον τιμήν. Ίσως εφρόνει ότι θα έπαυε πλέον η απρεπής έρις μεταξύ αυτού και της συζύγου του, ην ηγάπα υπερβαλλόντως. Ως και εγένετο,

— Να, τώρα έκαμες καλά! τω έλεγεν η κυρα-Μανωλάκαινα. Έτσι άρχισε και ο καπεταν-Μιχαλιός, και σήμερα είνε δήμαρχος.

Την άλλην ημέραν εγκαθιδρύθη εν τω Παγκαρίω του ναού ως εν θρόνω, με την φέσαν του την υψηλήν ως επάνω, και με την βράκα του την βολτιασμένην και γυαλιστερήν ως από μουσελίνην.

Έβαλεν αμέσως τάξιν εις τον ναόν.

— Δεν μου λες πως ήσουν καμωμένος για Πίτροπος!

Τω έλεγεν ο κ. δήμαρχος.

— Εγώ πηγαίνω σύμφωνα με την εκκλησίαν, απήντα ο κυρ-Μανωλάκης χαρούμενος. Δεν πρέπει να ζητή κανείς την αρχήν. Η αρχή πρέπει να ζητή τον άνθρωπόν της. Ως υπάρχουν σιμωνιακοί εν τη εκκλησία, ούτως υπάρχουν σιμωνιακοί και εν τη πολιτεία. Και εκείνοι και ούτοι είνε αφωρισμένοι. Και ο τόπος που έχει σιμωνιακούς άρχοντας είνε τόπος αφωρισμένος.

Λοιπόν αμέσως εις τάξιν τα πάντα. Τους παίδας, οίτινες συνείθιζον να ίστανται προ του δεσποτικού καγχάζοντες και ατακτούντες, απώθησε κάτω-κάτω, και επέβαλεν αυτοίς σιωπήν και φόβον. Επεστάτει ο ίδιος εις την καθαριότητα του ναού, εις το χύσιμον των κηρίων, ίνα μη γίνηται κατάχρησις και επεβλήθη εις τον εφημέριον και τους ψάλτας κ' εν γένει ανέπτυξε προσόντα συνετής διοικήσεως και ένστικτα αρχοντικής εξουσίας, τα οποία τόσα έτη ήσαν θαμμένα υπό το σκότος της καπίτσας του. Τον εσυνείθισαν δε και οι άνθρωποι τόσον, ώστε όταν δεν έβλεπον την υψηλήν φέσαν επί του θρόνου της, του μαρμαρίνου παγκαρίου, ενόμιζον πως κάτι έλειπε.

Προ πάντων δε ετακτοποίησε τας σχέσεις του μετά της συζύγου του, ήτις ραδινή και αναζήσασα τον εκαμάρωνεν από την καλλιτέραν θέσιν της γυναικωνίτιδος, όπου εγκατέστη πλέον.

— Ορίστε, κυρα-Μανωλάκαινα! ορίστε κυρα-Μανωλάκαινα!

Της έκαμνον τόπον τα σόια.

Κ' εθαύμαζε και η ιδία διανοουμένη:

— Τι είνε ο κόσμος!

Και ο κυρ-Μανωλάκης με την φέσαν του την υψηλήν υπερηφάνως περιέφερε τον δίσκον ασημένιον, απαστράπτοντα, απαγγέλλων μετά στόμφου πανηγυρικού:

— Το λάδι της εκκλησίας! Βοήθειά σας!

Και αντήχει η φωνή του καθαρά και εύηχος ως απαραίτητος του ναού ψαλμωδία:

— Το λάδι της εκκλησίας! Βοήθειά σας!

Και όταν άδειαζε τον δίσκον εντός του συρτού του εν τω παγκαρίω, ο κρότος εκείνος των αναριθμήτων δεκαρών τον ηύφραινε μακαρίως, ως ει επληρούτο κερμάτων το πουγγίον του.

Αι εισπράξεις ηύξησαν καταπληκτικώς. Έχουν δίκαιον όσοι λέγουν ότι ο φιλάργυρος ως τίποτε άλλο δεν χρησιμεύει παρά ως επίτροπος εκκλησίας. Εις την περιφοράν του δίσκου δεν του διέφευγε κανείς των εκκλησιαζομένων. Είς δύο- τρεις φιλαργύρους, οίτινες, όταν επλησίαζεν ο δίσκος, έκαμνον πως κοιμώνται, παρουσίαζε κατ' επανάληψιν τον αργυρούν δίσκον φωνάζων δυνατώτερα:

— Το λάδι της εκκλησίας!

Έως ου τους ηνάγκαζεν εξ εντροπής να δώσουν τον οβολόν των.

Μόνον ο γέρω-Μασώνος, απόστρατός τις ναύτης, μόνον εκείνος του εγλύτωνε πάντοτε.

Πονηρός γέρων αυτός, μόλις εννόει ότι επλησίαζεν η περιφορά του δίσκου, προσεποιείτο ότι κατελαμβάνετο υπό βηχός και απήρχετο.

* * *

Δύο μόνον ελαττώματα του κυρ-Μανωλάκη ανεκάλυψαν οι εκκλησιαζόμενοι. Και δύο μόνον παρεδέχετο και ο κ. δήμαρχος, και τω έκαμνε συχνάς παρατηρήσεις προς διόρθωσιν. Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ήτο αμετάπειστος.— Ξεύρω 'γώ! έλεγε πάντοτε.

Πρώτον δεν ηνείχετο να βλέπη γυναίκας κάτω εις τον ναόν.

Και εις τούτο— πλην του δημάρχου ποιούντος εξαιρέσεις— ήσαν σύμφωνοι οι εκκλησιαζόμενοι.

— Να η θέσις σας! εκραύγαζεν ο κυρ-Μανωλάκης, νουθετών τας γυναίκας, και δεικνύων διά του δακτύλου την γυναικωνίτιδα.

Στρεφόμενος δε προς τον κ. δήμαρχον προσέθετε·

— Εκείνοι που τα νομοθετήσανε αυτά, ξεύρανε καλλίτερα από μας. Δεν είνε έτσι, κυρ-δήμαρχε;

Το βέβαιον είνε ότι εις το χωρίον ουδέποτε εισήχθη η καινοτομία αύτη η απρεπής και ύποπτος, τας δε παρατηρήσεις του απέτεινεν ο επίτροπος εις γραίας τινάς, αι οποίαι θέλεις, διότι εβαρύνοντο ν' αναβώσιν εις την υψηλήν γυναικωνίτιδα, προσποιούμεναι και ότι κρυόνουν, θέλεις διότι εζήλευον— και αυτό ήτο φαίνεται— να ευρίσκωνται, γερόντισσαι αύται, εν μέσω των χρυσοστολίστων νεαρών γυναικών, ετρύπωνον διά της οπισθίας μικράς θύρας του νάρθηκος και κατελάμβαναν ικανά στασίδια υπό την σκοτεινήν κάτω κόγχην. Ετούτο δε ο κυρ-Μανωλάκης δεν επεθύμει να γίνεται, εκλαμβάνων αυτό ως κακήν αρχήν.

— Κοντά ς' της γρηαίς, κυρ-δήμαρχε, έλεγε, θα κολλήσουν και μεσόκοπαις και ύστερα νίπτω τας χείρας!

Και εξηκολούθει τον άγριον πόλεμον κατά των γραιών.

— Όξω, όξω!

— Τι καν'ς ετσιδά, θα 'πω; άφσε να νησπασθώ τα 'κουνίσματα.

— Όξω, όξω! επανελάμβανεν ο κυρ-Μανωλάκης διπλών τας λέξεις του. Έχ' απάν' κουνίσματα, έχει απάν' 'κουνίσματα! Να σας φέρω κι' άλλα, κι' άλλα, όσα θέλετε, όσα θέλετε!

Και τας απεδίωκε.

Κ' εκείναι υπείκουσαι εις την βίαν έφευγον σιγά-σιγά με τα ραβδάκια των, ρίπτουσαι βλοσσυρόν γεροντικόν βλέμμα επί του επιτρόπου.

Το δεύτερον ελάττωμα του κυρ-Μανωλάκη ήτο ότι έσβυνε πολύ ταχέως τα κηρία, θέλων να ωφελήση την εκκλησίαν. Μόλις οι χριστιανοί τα ήναπτον, και μία χειρ στιβαρά ελλοχεύουσα όπισθεν του μανουαλίου, τα ήρπαζε πάραυτα μετά γοργότητος ληστού, δύο παρειαί ωγκούντο ως φούσκαι αγιοβασιλιάτικαι, έν μέγα στόμα, ως θηρίου στόμα εφύσα διά δυνάμεως τετραπλών πνευμόνων, και τα κηρία τρέμοντα, εσβεσμένα, αναλυμένα σχεδόν από τον φόβον των, ερρίπτοντο είς τι δοχείον βαθύ εκ λευκοσιδήρου κείμενον εκεί, όπερ έπρεπεν ούτως ή άλλως να πληρωθή πάσαν Κυριακήν, το παμφάγον!

Εγένετο ούτως ο κυρ-Μανωλάκης ο τρόμος των κηρίων. Διηγούνται— ίσως είνε υπερβολικά— ότι εις την αγρυπνίαν του αγίου Νικολάου πολλά κηρία έσβυσαν μόνα των, από τον φόβον των, μόλις ήκουσαν τα ενεδρεύοντα πατήματα του φοβερού επιτρόπου!

Τούτο όμως έσχεν ολεθρίας συνεπείας εις τους υπολογισμούς του κυρ- Μανωλάκη, διότι οι δεισιδαιμονέστεροι των χωρικών έπαυσαν να ανάπτουν κηρία. Αι δε γραίαι δυσηρεστημέναι εναντίον του εύρον αφορμήν μίαν ημέραν που έγεινε ταραχή διά τον τρόπον τούτον του επιτρόπου και εκραύγασαν από της γυναικωνίτιδος:

— Φωτοσβέστη!

Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ατάραχος, μειδιών πάντοτε υπό τον φαιόν του μύστακα, εξηκολούθει τον κρυφόν κατά των κηρίων πόλεμον, εις τα νύχια πατών, ίνα μη τρίζουν τα υποδήματά του· περιήρχετο δε κατά την διάρκειαν της λειτουργίας τα διάφορα μανουάλια αρπάζων τα κηρία μετ' αφάτου αγαλλιάσεως ως αόρατος του σκότους δαίμων.

Και δεν ηρκείτο εις τας κυριακάς μόνον και τας εορτάς. Μαθών ότι κάθε παρασκευήν βράδυ που μνημονεύουν τους κεκοιμημένους, αι πενθηφορούσαι γραίαι ήναπτον άφθονα κηρία— από ένα δι' εκάστην ψυχήν τεθνεώτος— ενεφαναίζετο ως φάντασμα κρυφά-κρυφά, και κατερήμαζε τα μανουάλια, κινών την βλάσφημον των γραιών γλώσσαν εναντίον του.

Πρωίαν τινά όμως γέρων τις ναυτικός καλά του την κατάφερε!

Κολλήσας το κηρίον του προ του εικονοστασίου προσεποιήθη ότι υπεχώρει, προσευχόμενος τάχα και βλέπων προς το μαρμάρινον δάπεδον. Και όταν η χειρ του επιτρόπου ενεφανίσθη φοβερά και αμείλικτος κατά του αναμμένου κηρίου, ο ναυτικός εγείρει την βαρείαν ράβδον του και καταφέρει δεινόν κτύπημα κατά της άρπαγος εκείνης χειρός, ώστε ο κυρ-Μανωλάκης ηναγκάσθη ν' απολογηθή.

Και στας υπό τον μέγαν πολυέλαιον απήγγειλε λογύδριον υπέρ του σβυσίματος των κηρίων, διότι, είπεν, ο ναός έχει ανάγκας. Θέλει σουβάτισμα, θέλει ζουγράφισμα, θέλει τέμπλον, θέλει καμπαναριό. Πώς θα γείνουν όλα αυτά;

Και έξυε μετά πόνου την δαρείσαν χείρα του.

Οι εκκλησιαζόμενοι εσίγησαν.

— Με το απόκερο! απήντησε τότε ο κυρ-Μανωλάκης, περατώσας το λογύδριόν του.

Και όταν μετά θαυμασμού εθεώρουν οι χριστιανοί τον αχθοφόρον εισερχόμενον εις τον ναόν— και τον εισήγεν ο επίτροπος πάντοτε διαρκούσης της ακολουθίας— και φέροντα βαρύτατον σάκκον γεμάτον διαφόρου μεγέθους κηρία, νεόχυτα, ευωδιάζοντα, ο κυρ-Μανωλάκης έλεγε:

— Τα βλέπετε αυτά; είνε από τα απόκερα!

* * *

Αλλ' αν ο κυρ-Μανωλάκης είχε τόσους πειρασμούς να υπερνικήση, πολλάκις αγανακτών και κακολογών τους παρεμβαίνοντας εις την διοίκησίν του, χωρίς να ξεύρουν— ήτο οπαδός του συγκεντρωτικού συστήματος— η κυρά Μανωλάκαινα έδρεπεν όλας τας δάφνας της εξουσίας του συζύγου της. Ιδίως τας ηδονάς και τρυφερότητας αυτής ησθάνθη την μεγάλην εβδομάδα. Ουδέποτε άλλοτε αφ' ότου ενυμφεύθη, απέλαυσε την άφατον ευχαρίστησιν, την οποίαν κατά το έτος εκείνο, το πρώτον της επιτροπείας του συζύγου της.

Των Βαΐων της έδωσεν ο εφημέριος μια βάια, πρασίνη-πρασίνη και γεμάτη ψωμί, το αρτόχρουν άνθος της.

— Ούτε νύφη δεν επήρα τέτοια βάια!

Έλεγε προς τον σύζυγόν της την μεσημβρίαν, ότε έτρωγον τον ξαρμυρισμένον ροφόν!

— Καλή χρονιά νάχης, Μανωλάκη! επανελάμβανε. Πέρυσι μούδωσαν σαφί-κουμαριά!

Έπειτα ήκουσεν ωραία όλους τους νυμφίους και εμέτρησε τα 12 Ευαγγέλια, λαβούσα μεθ' εαυτής 12 κουκιά και τρώγουσα ανά έν μετά την ανάγνωσιν εκάστου ευαγγελίου. Και απέλαυσε την θεαματικήν και μεγαλοπρεπή του Επιταφίου ακολουθίαν, πρώτην φοράν εις την ζωήν της ακούσασα το μελωδικόν «Η ζωή εν τάφω».

— Τι ώμορφα!

Εθαύμαζεν αποτεινομένη προς τας εγγύς της ισταμένας γυναίκας, αίτινες ηρώτων αυτήν περί διαφόρων λεπτομερειών της ιεράς ακολουθίας, νομίζουσαι ότι ως σύζυγος επιτρόπου θα ηδύνατο να εξηγήση προς αυτάς τα τελούμενα. Ιδίως ευφράνθη η κυρά- Μανωλάκαινα, όταν είδε τον γέροντα εφημέριον του ναού, φέροντα χρυσόμαυρον πένθιμον φαιλόνιον, μυστηριωδώς απαστράπτον εν τω φωτί των λαμπάδων, όστις κρατών εις χείρας αργυρούν δίσκον πεπληρωμένον τρυφερών φύλλων ρόδων και ίων και βιολετών και δενδρολιβάνου, προσήλθε παρά το ιερόν κουβούκλιον, εν μέσω των χορών κείμενον υπό τον μέγαν πολυέλαιον με τα ωραία του φαναράκια αναμμένα εις τας τέσσαρας γωνίας και με της λαμπαδίτσαις του κύκλω περί το ξεστόν γείσωμα, και ψάλλων το Έρραναν τον τάφον, έρραινε διά των ανθέων τον χρυσοκέντητον εν τω κουβουκλίω Επιτάφιον θρήνον, και είτα τους παρισταμένους χριστιανούς εν αμυθήτω του πολιού προσώπου του λάμψει, το οποίον εκάστοτε την νύκτα του Επιταφίου ελάμβανεν αίγλην μυστικήν, ως να κατηυγάζετο υπό ουρανίων ακτίνων.

— Τι ώμορφα! επανελάμβανε συνεχώς η κυρα-Μανωλάκαινα. Έτσ' του ψέλνουν πρώτα του Μιτάφιου κ' ύστερα του ραίνουν! Τι ώμορφα!

* * *

Αλλ' αν ηυφράνθη αληθώς ανέκφραστον ευφροσύνην η κυρα-Μανωλάκαινα, εντρυφήσασα εις την κατανυκτικήν λάμψιν του Επιταφίου, όμως την νύκτα του Πάσχα ανέμενε με διπλούς πόθους. Θα έβλεπε διά πρώτην φοράν καλώς την φαεινήν της Αναστάσεως παράταξιν. Από των δρυφάκτων της γυναικωνίτιδος, όπου θα ίστατο εν τη καλλιτέρα θέσει η σύζυγος του επιτρόπου, θα εθαύμαζεν ανέτως το θέαμα της λαμπαδηφορίας, απερίγραπτον φωτοχυσίαν, μυστηριωδεστέραν καθισταμένην υπό τον πυκνόν καπνόν του κηρού, όστις από των κάτω θα υψούτο προς την γυναικωνίτιδα ως φωτολαμπής νεφέλη. Αλλά— δεν ήτο γυνή;— ηγάλλετο ότι θα επεδείκνυε μετά τόσα έτη τα νυμφικά της χρυσοκέντητα φορέματα, τα οποία άλλοτε, ως είδομεν, απέφευγε να φέρη, φοβουμένη το τσαλαπάτημα και τ' αποστάζοντα κηρία. Διά τούτο, ως είδομεν, ενώ όλον το χωρίον εκοιμάτο, αυτή με παλλομένην καρδίαν, γεμάτην εξ υπερηφανείας και ματαίας επιδείξεως, κατεγίνετο εις την προετοιμασίαν της χρυσής της ενδυμασίας.

Αίφνης ακούει τους κώδωνας του ναού ηχούντας.

— Αχ! κι' ακόμα δεν χαζιρεύθηκα! Ανεφώνησε κ' επετάχυνε την αμφίεσίν της.

Ο κυρ-Μανωλάκης θαρρείς και ήτο συνδεδεμένος μετά του σχοινίου του κώδωνος. Αφυπνίσθη πάραυτα· και χασμηθείς βροντερώς εκρότησε κατά την συνήθειάν του τας χείρας του:

— Ξυπνάνε τα αίματα! έλεγε.

Και προετοιμασθείς και καλλωπισθείς πανηγυρικώς και λαβών την λαμπάδα του απήλθεν εις τον ναόν εγκαιρότερον, ίνα επιστατή εν τω παγκαρίω.

Ήτο η ώρα 11. Η Ανάστασις θα ετελείτο ακριβώς την δωδεκάτην.

— Μη βιάζεσαι, είπεν εις την σύζυγόν του απερχόμενος. Θα έλθω να σε πάρω, όταν πλησιάση η ώρα ν' αναστήσουν.

Η κυρα-Μανωλάκαινα όμως, ανυπόμονος ως όλαι αι γυναίκες όταν πρόκειται να επιδειχθώσιν, έσπευδεν έτι μάλλον, θαρρείς και της είπεν ο κυρ-Μανωλάκης να βιάζεται.

Και ο κώδων ο εύλαλος γλυκύτατα αντήχει εν τη νυκτί, καταθέλγων με τους συμπαθεις ήχους του όλον το χωρίον.

Και όσον ήκουε το ηδύ κελάδημά του η κυρα-Μανωλάκαινα, τόσον έσπευδε να συμπληρώση τον ιματισμόν της, φοβουμένη μη δεν προφθάση, μη κλείση ο νυμφών, και αυτή δεν εκοιμήθη ως αι πέντε μωραί παρθένοι· απεναντίας ηγρύπνει με πλέον ανοικτά τα μάτια από τας φρονίμους.

Ηγρύπνει περισσότερον και από εμέ, και εβιάζετο περισσότερον και από εμέ, όταν παιδίον με απερίγραπτον ανυπομονησίαν ανέμενον την νύκτα του Πάσχα. Τότε μόνον ήθελον να νυκτώνη ταχέως. Τας άλλας ημέρας ήθελον να μη νυκτώνη ει δυνατόν, να μη τελειώσουν τα ατελείωτα παιγνίδιά μου.

— Αχ, πότε θα νυκτώση, μάννα; Επανελάμβανον την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου, αποκρεμών ενωρίς-ενωρίς από του τοίχου την λευκήν λαμπαδίτσα μου, την οποίαν μου είχεν αγοράσει ο καϋμένος ο πατέρας μου από την Μεγάλην Πέμπτην— από δύο για κάθε παιδί, μίαν κιτρίνην διά τον Επιτάφιον και μίαν άσπρην— άσπρην διά την Ανάστασιν.— Την κιτρίνην την έκαυσα εις τον Επιτάφιον, η άσπρη εκρέματο εις τον τοίχον μαζί με τας άλλας, και την έβλεπα εις τον ύπνον μου τόσον ζωηρά, πότε πως μου την επήρεν η μεγάλη αδελφή μου— ζηλεύσασα τάχα, διότι τα κορίτσια τα μεγάλα δεν πηγαίνουν εις την Ανάστασιν την νύκτα, αν δεν αρραβωνισθώσι— πότε πως άναψε μονάχη της, και εσηκονόμουν από το στρωματάκι μου να την σβύσω τάχα· και τότε την έβλεπα εκεί εις τον τοίχον άσπρην-άσπρην την λαμπαδίτσα μου, με ηρεμίαν και αταραξίαν αναμένουσαν να έλθη της Αναστάσεως η ώρα.

Ενύκτωσε πλέον κι εγώ δεν ησύχαζον. Κατ' επανάληψιν μετέβαινον εις την πλατείαν του ναού ανυπομονών. Πλην βλέπων την θύραν κλειστήν και διά του θαμβού υελοπίνακος των θυρίδων φως κινούμενον και περιπατούν εις το σκοτεινόν του ναού βάθος— ήτο η εκκλησιάρχισσα ετοιμάζουσα τας κανδήλας— επέστρεφον εις την οικίαν μας φοβισμένος. Και όταν πλέον απαυδήσας εστήριζον τα νώτα μου εις τον τοίχον παρά την εστίαν, και ο ύπνος απατηλός ήρχιζε να βαρύνη τα βλέφαρά μου ημίκλειστα, τότε ήκουα τον γλυκύν του κώδωνος ήχον— μέσ' 'ς τα μεσάνυκτα— επετιόμουν επάνω πτερωτός, ελαφρός ως πτηνόν. Εφόρουν τα καινούργια υποδήματά μου, υπερήφανος διά το τρίξιμόν των, εξεκρεμούσα την λαμπαδίτσα μου, και έτρεχον πρώτος- πρώτος εις την Ανάστασιν, ενώ ο κώδων εσήμαινεν ακόμη.

Αχ! πόσον γλυκύς μου εφαίνετο ο ήχος του τότε μέσ' 'ς τα μεσάνυκτα! Σαν να μη ήτο ο συνήθης κώδων, ο σημαίνων τους πτωχούς εσπερινούς και τα σαρακοστινά απόδειπνα, αλλ' έτερος, εκ μυστηριώδους μετάλλου, εύηχος και καλλικέλαδος, χαρμοσύνως πρώτος αυτός κηρύττων την Ανάστασιν εις την κοιμωμένην εν τη φθορά φύσιν. Και η νύκτιος αύρα, παραλαμβάνουσα το γλυκύ κελάδημά του, εσκόρπιζεν εις θάλασσαν και ξηράν ως τρυφερόν εγερτήριον αγγελικών οργάνων . . . . .

* * *

— Να μη αργήσης, είπεν η κυρα-Μανωλάκαινα εις τον σύζυγόν της.

Όστις ευρέθη μετ' ολίγον εις το στιλπνόν παγκάριον ως πολυόμματος Άργος, πανταχού βλέπων, και τα πάντα τακτοποιών.

Εν πρώτοις συλλαβών από του ωτίου παιδία τινά ξεσκούφωτα, άτινα βαστάζοντα παμμεγίστους ήλους— τζαβέταις— υποκλαπέντας από του ναυπηγείου, είχον παραταχθή κατά γραμμήν ως στρατιώται προ των μαρμαρίνων βαθμίδων της Αγίας Πύλης και ήσαν έτοιμα, όταν ακούσωσι το Χριστός- Ανέστη, να κροτήσωσι τα καψύλια των, θέτοντα αυτά επί της λειανθείσης και στρογγυλευθείσης αιχμής του ήλου, ον θ' άφινον να καταπέση καθέτως επί των πλακών. Οι τρακωτοί ήχοι των εκπυρσοκροτούντων ούτω καψυλίων, ήσαν τόσον θορυβώδεις και τόσον πυκνοί και συνεχείς, ώστε κατ' έτος εγίνετο άκοσμος χασμωδία εντός του ναού. Τώρα όμως να της ξεχάσουν αυταίς της μπιρμπαντιαίς! έλεγεν ο κυρ Μανωλάκης. Και συλλαμβάνων αυτά από του ωτίου ένα-ένα τα απώθησεν έξω του ναού. Τα οποία παραταχθέντα τότε εν τη πλατεία ενέπαιζον τον επίτροπον εν χορώ:

— Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη!

Ακολούθως ιδών ότι δύο γραίαι είχον εισχωρήσει δολίως εις τον ναόν αρπάσασαι δύο στασίδια κάτω-κάτω εις την σκοτίαν, έλαβεν αυτάς από τας χείρας, με καλόν τρόπον, και εξήγαγεν εκ του νάρθηκος, οδηγών εις την γυναικωνίτιδα:

— Απάνω γλήγορα μη σας τσαλαπατήσουν!

Και συγχρόνως επρόφθανε και εις τα μανουάλια, τα οποία έφρισσον υπό τας ληστρικάς χείρας του, κ' εψιθύριζεν, ίνα δικαιολογήται:

— Οικονομία, παιδιά! Οικονομία! Σήμερα θα βγάλη και η εκκλησία το κερί που καίει όλο τον χρόνο τζάμπα!

* * *

Ήδη ο ναός επληρώθη ολίγον κατ' ολίγον. Οι χωρικοί καθαρώς και ευπρεπώς ενδεδυμένοι κατέλαβον οι γέροντες τα στασίδια, οι νεώτεροι τα προ των χορών κενά, νηφάλιοι και σιωπηλοί, κρατούντες πλαγιασμένας επί του στήθους των τας λαμπάδας μη αναφθείσας ακόμη. Όπισθεν δε των δρυφάκτων υπό το ημίφως των κανδήλων της γυναικωνίτιδος διέκρινε τις σκιεράς μορφάς, τας συναθροιζομένας γυναίκας. Οι χοροί έψαλλον σιγά-σιγά με ταπεινήν φωνήν και ταπεινότερον ύφος το Κύματι θαλάσσης, ίνα αργότερον, όταν θα εμελώδουν βροντοφώνως το Χριστός Ανέστη, γίνη καταφανής η αντίθεσις του πένθους και της χαράς.

Αλλ' ενώ ο κυρ-Μανωλάκης διενοείτο ότι ήτο καιρός πλέον να μεταβή και παραλάβη την αναμένουσαν σύζυγόν του, ήτις βεβαίως θ' ανυπομόνει λίαν, εισέρχεται ο δήμαρχος του χωρίου, μιξοπόλιος κ' ευτραφής ανήρ, οδηγών τέσσαρας νεαράς κυρίας— τας δύο νεαρωτέρας— την σύζυγον του υποτελώνου και την θυγατέρα της, και την σύζυγον του λιμενάρχου και την θυγατέρα της. Οπίσω ηκολούθουν ο υποτελώνης χονδροκαμωμένος και χωλός τον έτερον πόδα, εξηκοντούτης ανήρ, με λευκόν πώγωνα ως να επένθει. Εις τους οφθαλμούς έφερε στρογγυλά πράσινα ομματουάλια. Παραπίσω ήρχετο ο λιμενάρχης υψηλός— υψηλός, ως λεύκα, κλείων την συνοδείαν, μεσόκοπος, με πολιτικήν ενδυμασίαν— άγνωστον αν ήτο αξιωματικός— κρατών εις χείρας τον πλατύγυρον πίλον, ολίγον προτεταμένον ως δίσκον.

Ο κυρ-Μανωλάκης παρέμεινε τότε εις την θέσιν του, ίνα περιποιηθή πρώτον τους ξένους και τας κυρίας των— το κατά δύναμιν— και μετά ταύτα θα μετέβαινε να παραλάβη την σύζυγόν του.

Αι τέσσαρες κυρίαι έφερον μακράς εσθήτας ανοικτοχρόους και πίλους σκληρούς με πλατείς προ του μετώπου πετάσους, εστολισμένους με άνθη ποικιλόχροα και πτηνά με ανοικτά ράμφη οίτινες ωμοίαζον ως να ήσαν φωλεαί εξ αχύρου και χόρτου με τα πτηνά εντός. Διά το ψύχος δε της νυκτός δήθεν έφερον κρεμάμενον μακρόν ποδήρες, περιλαίμιον τάχα, εκ μελαψών πτερών στιλπνών συγκεκολλημένων εν ορμαθώ, όπερ κατά τα βάδισμά των εξηνεμίζετο προ των ποδών ως χονδρόπλεκτον σχοινίον καρμηλίτιδος μοναχής εκ των πολυωνύμων του δυτικού κλήρου ταγμάτων, τα δε περί τον λαιμόν εκεί πτερά αεριζόμενα τότε και ανακινούμενα ως τα πτίλα των ορνίθων έκαμνον και τας τέσσαρας να φαίνωνται ως εσφαγμένοι πετεινοί.

Συν τη εισόδω των εν τω άμα εισώρμησεν εν τω ναώ παχυμύρου πνεύμα βαρύοσμον και οχληρόν. Κατ' ευθείαν επροχώρησαν εις το Παγκάριον, όπου ο κυρ- Μανωλάκης πάντοτε μειδιών υπό τους στακτερούς του μύστακας, ανέμενεν αυτάς προβάλλων εμπρός-εμπρός τους δίσκους, και αποχωρίζων την στιγμήν εκείνην αργυρά τινα νομίσματα, όπως μη καλύπτωνται υπό των χαλκίνων κερμάτων, ιδίως όμως ίνα διά της σιωπηλής αυτής παραστάσεώς του ευγλωττότερον εκφράση εις τας ξένας κυρίας την επιθυμίαν του, να ρίψουν αργυρά κέρματα— τέτοια μέρα! Επίσης την στιγμήν εκείνην ανεσκάλευε και τα μεγάλα κηρία, τα δεκάλεπτα, μη τυχόν και δεν τα ίδωσιν.

Οι άνθρωποι εστράφησαν όλοι προς το παγκάριον. Ο δεξιός ψάλτης καταπτοηθείς εκ της απροσδοκήτου εμφανίσεως των ξένων κυριών έχασε τον στίχον και τον ρυθμόν, ο δε αριστερός θελήσας να υψώση επιδεικτικώς την φωνήν του έκαμε μίαν αηδεστάτην παραφωνίαν, κινήσασαν το μειδίαμα της νεωτέρας των κυριών.

Πρώτην φοράν οι άνθρωποι εμάνθανον ότι είχον οικογενείας ο υποτελώνης και ο λιμενάρχης, οίτινες από πρωίας μέχρις εσπέρας εχαρτόπαιζαν εν τω καφενείω ελλείψει εργασίας.

— Ίσως όμως και να ήλθαν απόψε με το βαπόρι, έλεγον.

Αι κυρίαι, και αι τέσσαρες κατά σειράν, λαβούσαι ανά έν κηρίον ήλθον εις το εικονοστάσιον, άφησαν τα κηρία των χωρίς να τα ανάψωσιν— εφόρουν χονδρά και μακρά γάντια— έκυψαν με τους πλατείς προ του μετώπου των πετάσους ν' ασπασθώσι την Αποκαθήλωσιν, αλλά δεν ημπόρεσαν ένεκα του ξηρού πίλου των, και απεχώρησαν. Ουχ ήττον κατέλιπον επί της εικόνος και αι τέσσαρες πυκνά μόρια του βαρυόσμου μύρου των, δι' ου είχον περιλουσθή, φαίνεται, και επί ώραν μετά ταύτα οι άνθρωποι οι πλησιάζοντες ν' ασπασθώσιν έκαμνον αηδείς μορφασμούς. Γέρων μάλιστα ποιμήν θελήσας ν' ασπασθή, ο ειθισμένος αυτός εις του βουνού τας καλλιμύρους αύρας, κατελήφθη υπό ζωηρού πταρνίσματος, ενοχληθείσης υπό του βαρέος εκείνου μύρου της ρινός του ως εάν είχε λάβει ταμβάκον.

Ενώ πρότερον έπνεεν εν τω ναώ μία γλυκεία αρωματική πνοή μαλακή και θωπεύουσα την όσφρησιν, πνοή ευάρεστος και ηδεία των εαρινών ανθέων, τα οποία άφθονα εκόσμουν τας αγίας εικόνας, προσφορά ευάρεστος και ευπρόσδεκτος των νεανίδων του χωρίου, αίτινες ή άγαμοι ή πενθούσαι ή ασθενείς, κλεισμέναι εν τω οίκω των, στέλλουσιν εις την Ανάστασιν του ευανθούς κήπου των τα περιπόθητα δώρα.

Αι τέσσαρες κυρίαι μετά τούτο επανήλθον και εστάθησαν παρά το Παγκάριον πάλιν, όπου ίσταντο και οι σύζυγοί των. Ο δήμαρχος ελθών συνεννοείτο μετά του εφημερίου περί της τελετής.

Ο κυρ-Μανωλάκης νομίζων ότι ήθελον να ρίψωσιν εις τον δίσκον τι, ήρχισε μελωδών ικετευτικώτατα:

— Το λάδι της εκκλησίας! Και εις έτη πολλά!

Εκείναι όμως ιδούσαι τέσσαρα στασίδια κενά όπισθεν του παγκαρίου εισήλθον πάραυτα και τα κατέλαβον μειδιώσαι και αι τέσσαρες. Και ανοίξασαι πάραυτα τέσσαρα εκ κοινού χρωματιστού πανίου ριπίδια ήρχισαν ν' αερίζωνται, βλέπουσαι εδώ κ' εκεί ως εάν εισήλθον εις θέατρον.

Ο κυρ-Μανωλάκης ιδών παρ' ελπίδα ότι αι ξέναι κυρίαι ετοποθετήθησαν οριστικώς εκεί, κατελήφθη υπό της συνήθους νευρικής ταραχής του. Και κατ' αρχάς μεν διά κωμικών νευμάτων μειδιώντων και συνοφρυουμένων συνάμα, υπεδείκνυεν εις αυτάς την γυναικωνίτιδα. Επειδή όμως αι κυρίαι απροσεκτούσαι εις τα νεύματά του εξηκολούθουν να ομιλώσι μεταξύ των, ο κυρ-Μανωλάκης ηναγκάσθη να παρατηρήση εις αυτάς καθαρά:

— Δεν είνε εδώ η θέσις σας!

Αι κυρίαι έκαμαν πώς δεν ήκουσαν, και εξηκολούθουν ν' αερίζωνται με τα ριπίδιά των.

— Κυρίαι, εδώ είνε η θέσις διά τους άνδρας. Να πάτε επάνω, παρακαλώ, να μη γίνη σκάνδαλον.

Και εδείκνυε την γυναικωνίτιδα.

Ταυτοχρόνως η διδασκάλισσα του χωρίου, νεάνις αγαθή πλην υπερήφανος, ως πάσα διδασκάλισσα χωρίου, εκ του Αρσακείου εξελθούσα, από της γυναικωνίτιδος όπου ήτο, ιδούσα τας ξένας κυρίας και ότι ετοποθετήθησαν κάτω, έσπευσε και αυτή, καταλιπούσα επάνω την μητέρα της. Και ελθούσα έστη πλησίον των ξένων κυριών κομψώς χαιρετίσασα.

— Να τα! Να τα! Είπε τότε μετ' αγανακτήσεως ο επίτροπος και προσέθηκε:

— Τώρα δεν μένει άλλο, παρά να καταιβούνε αι γυναίκες κάτω και ν' αναιβούνε οι άνδρες απάνω.

Η μεγαλειτέρα των κυριών ιδούσα ότι ο κόσμος ήρχισε να προσέχη εις το θορυβώδες επεισόδιον το προκληθέν υπό του επιτρόπου, και θέλουσα να δείξη ίσως εις τον κόσμον ότι απλώς ωμίλουν εκεί μετά του επιτρόπου, στραφείσα λέγει προς αυτόν χαριέντως.

— Ωραία είνε η εκκλησία σας, κύριε Επίτροπε.

— Πολύ ωραία είνε, κυρία μου, και έχει και γυναικείο διά τας γυναίκας!

Η κυρία έκαμε μομφασμόν δυσαρεσκείας, μετά περιφρονήσεως βλέπουσα τον επίτροπον.

Ήδη προσήλθεν εκεί και ο κ. Δήμαρχος.

— Κύριε Δήμαρχε, τι ζητεί αυτός ο κύριος εδώ;

Είπε μία των κυριών διά του ριπιδίου της δεικνύουσα τον κυρ- Μανωλάκην.

— Ζητώ, κύριε δήμαρχε, να εφαρμόσω . . . τα έθιμα.

— Άφησε, κυρ-Μανωλάκη! είπεν ο δήμαρχος μετά της συνήθους γλυκύτητος της γλώσσης του ως εάν ήλειφεν αυτήν διά μέλιτος. Δεν πειράζει, είνε ξένοι.

— Τι θα πη δεν πειράζει! Ίσα-ίσα οι ξένοι πρέπει να σέβονται τα έθιμα του τόπου καλλίτερον από τους εντοπίους.

Και στραφείς είπε πάλιν προς τας κυρίας:

— Κυρίαι, δεν είνε εδώ η θέσις σας. Μη κάμνετε κακήν αρχήν!

Ο δήμαρχος ιδών ότι ο επίτροπος ήτο αμετάπειστος, και φρονών ότι θα εξετίθετο η υπόληψίς του απέναντι των ξένων, ωμίλησε μετά τινος αυστηρότητος προς τον επίτροπον, όστις όμως εξηκολούθει να επιμένη.

Τότε ο δήμαρχος αλλάξας γλώσσαν— είχε δύο· μίαν αλειμμένην μέλι, και άλλην αλειμμένην φαρμάκι— λέγει προς τον επίτροπον μετά πικρίας:

— Για να σου πω: Πήγαινε, κύτταξε τα κεριά σου!

— Και τα κεριά, και της γυναίκες, και όλην την εκκλησίαν. Έχω χρέος να υπερασπίσω τα έθιμα.

Απήντησε πικρότερον ο επίτροπος.

— Φύγε απ' εδώ, αυθάδη!

Είπε τότε ο δήμαρχος και ταυτοχρόνως προσέθηκεν:

— Από σήμερον δεν είσαι πλέον επίτροπος, σε παύω.

— Κουτός είμαι να σταθώ να με παύσης;

Είπε τότε ο κυρ-Μανωλάκης πραότατος και γλυκύτατος, αφού πλέον έληγεν η εξουσία του. Κ' εκβαλών πάραυτα από της ζώνης του δύο μεγάλας κλείδας συνδεδεμένας διά γαϊτανίου διεπέρασεν αυτάς από του λαιμού του δημάρχου ειπών:

— Πριν με παύσης, παραιτούμαι!

Και εξήλθε του ναού, εν ω ήδη ο γηραιός εφημέριος μεγαλοπρεπώς στας προ των αγίων πυλών, ολόχρυσον ημφιεσμένος στολήν πολύτιμον, αρχαίαν, βυζαντινήν, και κρατών δύο λαμπάδας ανημμένας εις τας χείρας του, έψαλλεν ευμόλπως με φωνήν κροτούσαν ηχηρώς:

— Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός!

Και είδες πάραυτα ο κόσμος να συναθροισθή περί τα Βημόθυρα συνωθούμενος ν' ανάψη την λαμπάδα του, να λάβη το φως εκ του ανεσπέρου φωτός· κ' έβλεπες χείρας τεταμένας γύρω εκεί, και λευκάς λαμπάδας εις πολυσύνθετα και αδιέξοδα γεωμετρικά σχήματα, ακτινωτώς εγγιζούσας τας ανημμένας του ιερέως λαμπάδας, η πολιά μορφή του οποίου κατηγλαΐζετο φαεινώς ως μορφή αγγέλου κολυμβώντος εν τω φωτί.

Οι ψάλται παρέλαβον είτα το μέλος του ιερέως, επαναλαμβάνοντες και αυτοί την μελωδίαν:

— Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός . . .

Έως ου όλος ο ναός έλαμψεν από των φώτων της Αναστάσεως λάμψιν φαεινήν κ' επέραστον, αλησμόνητον λάμψιν, φωτί ανεσπέρω περιλουσμένος. Το φως το ανέσπερον ανήλθε και εις την γυναικωνίτιδα, και όπισθεν των ξυλίνων δρυφάκτων εθεώρεις πλέον μαρμαρυγάς χρυσαυγείς, χρυσοτρέμοντα πράγματα, παιγνίδια φλογός πάντερπνα, οφθαλμούς και αδάμαντας και φως χρυσού και λαμπάδων λευκών, και λευκότητα παρειών και χειρών και ρόδα χειλέων, ως να κατέβησαν εκεί όπισθεν των δρυφάκτων από των ουρανών άγγελοι ποικιλόπτεροι.

Παιδία τινά εξαπατηθέντα και νομίσαντα ότι εψάλλετο το Χριστός Ανέστη, έκαυσαν εν κρότω τα καψύλιά των· γέρων δε τις λαίμαργος έθραυσε πάραυτα το κόκκινον αυγό, το οποίον έφερε πάντοτε την νύκτα της Αναστάσεως μαζί του εν τη εκκλησία, και το ερρόφα, ενώ ο κυρ-Μανωλάκης μετέβαινεν εις την οικίαν του παρητημένος πλέον και έχων εις τον νουν του ίσως την πρόρρησιν της μαγίσσης.

Οι παίδες έξω εις την πλατείαν ιδόντες αυτόν εν τη σκοτία της νυκτός ήρχισαν εν χορώ: Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη!

* * *

— Ακόμα 'λίγο ναρθώ μονάχη μου!

Είπεν η κυρά Μανωλάκαινα, όλη χρυσή και ωραία, αναμένουσα προ τόσης ώρας τον σύζυγόν της, ίνα την οδηγήση εις τον ναόν.

Εφόρει πολύτιμον φουστάνι εξ ατλαζίου χρώματος ερυθρού— φωτιά μοναχή— εις το κάτω μέρος του οποίου ήτο προσηρμοσμένος πλατύς— τριών σπιθαμών— ποδόγυρος εκ χρυσής στόφας το χρυσοκέντητον βελούδινον μπαμπουκλί της ήτο εζωσμένον διά χρυσής πλατείας ζώνης, πορπουμένης διά χρυσών πορπών σχήματος παμμεγίστου αμυγδάλου με γλυφάς και παραστάσεις ανθέων και φυτών. Περί την κεφαλήν της αραχνοϋφής πέπλος, το περίφημον αλέμι, ελαφρώς ήγγιζε τας ροδινάς της παρειάς και προστάτευον στιλπνά μέρη της μαύρης κόμης εγγύς των ώτων, εύμορφα κτενιστούς βοστρυχίσκους, εδιπλούτο δι' απαλών πτυχών υπό την σιαγόνα, και εστηρίζετο επί της ωμοπλάτης οπίσω διά χρυσής καρφίδος, υπό την οποίαν ελαφρώς εθυσσανούντο τα κλωνία, φέροντα κεντητούς σταυραετούς.

Επί της κορυφής υπό το αλέμιον έλαμπεν εν τω φωτί μεγάλη χρυσοκέντητος γλάστρα με ολόκληρον τριανταφυλλέαν με τα φύλλα της και με τα ρόδα της, κόσμημα του καλύμματος της κεφαλής, υπό το οποίον αόρατος περιδένεται των γυναικών η κόμη. Την στιγμήν κατά την οποίαν εισήλθεν ο κυρ-Μανωλάκης η σύζυγός του ετακτοποίει τας τριγωνικώς ανεστραμμένας χειρίδας της— τα προμάνικα— ίνα φαίνηται καλώς το υπένδυμά των, η χρυσή στόφα, και διώρθου τας χρυσάς εμβάδας της, στερεώνουσα τους πόδας της καλώς εν αυταίς.

Αίφνης ιδούσα ότι ο σύζυγός της ήτο σύνοφρυς και κατηφής εξεπλάγη:

— Τι έπαθες καλέ!

Ηρώτησεν.

— Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης.

— Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά;

— Παρατήθηκα!

Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρα-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος.

Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον. Έφερε γύρω κατ' αρχάς εις την αίθουσαν του μη δυνάμενος ουδέ να αναπνεύση από την οργήν, σκοτεινός, αμίλητος, ωσάν πρωθυπουργός προ μικρού δώσας την παραίτησίν του, ουδέ απαντών εις τας ερωτήσεις της ωραίας Γερακίτσας· έως ου τέλος ζαλισθείς εσωριάσθη επί του καναπέ ψιθυρίζων:— Αφού έκαμες κακήν αρχήν να βγάλης από το καφάσι της γυναίκες, κυρ Δήμαρχε, θα έλθη η ημέρα οπού αυταί θα σε στριμώξουν, εσένα, θέλοντα μη θέλοντα, μέσα εις το καφάσι. Να με θυμηθήτε! . . .

* * *

Από της ανοιχτής θύρας εισήρχετο η μεσονύκτιος κρύα δρόσος, πληρούσα τον σκοτεινόν και κατηφή του κυρ-Μανωλάκη οίκον χαρμοσύνου βοής, ήτις ηχηρά και κραταιά εν κρότοις πιστολισμών και κροταλισμοίς καψυλίων εκόμιζε πανταχού, εις πόλεις και δάση και κοιλάδας και πελάγη, εις γην και ουρανόν, το πανευφρόσυνον Χριστός Ανέστη, ψαλλόμενον πανηγυρικώς εν τη μικρά του ναού πλατεία. Είχον αναστήσει πλέον.

 

αρχή

 



 

1891

Όταν εξημέρωσε, το χωρίον ευρέθη κουκουλωμένον από άσπρο-άσπρο χιόνι. Και δεν ήτο ολίγον το λευκόν του χειμώνος προϊόν. Είχεν, αν αγαπάτε, τριών σπιθαμών πάχος, αρκετόν ώστε να βυθίζωνται οι πόδες των διαβατών μέχρι του γόνατος, και να διακοπή η συγκοινωνία των γυναικών μετά των φούρνων και των κήπων, των μόνον οδοιπορικών γραμμών, αίτινες εις τα χωρία διατελούσιν υπό την αποκλειστικήν χρήσιν των γυναικών.

Οδοί και στενωποί και καταλύματα, όλα έγειναν έν λευκότατον και καθαρώτατον στρώμα, μέσα από το οποίον ανέκυπταν οι οικίσκοι του χωρίου, λευκοί και αυτοί ως κύκνοι εντός παγωμένης λίμνης.

Τα πτηνά εσάστισαν απωλέσαντα το προσφιλές των πράσινον χρώμα της χλόης και με ημικλείστους τας πτέρυγας εσύροντο, εσύροντο, και είτα εκοκκάλοναν, ημιβυθιζόμενα επί της αφράτης χιόνος, αν δεν επρολάμβανον να πετάξωσιν επί της στενής αμμώδους παραλίας, ήτις— μια λωρίδα μόνον— έμενεν ελευθέρα ως τεφρόχρουν πλαίσιον της λευκής εικόνος.

Αι θύραι των χθαμαλών οικιών ήσαν ημίχωστοι εις την χιόνα, επί δε των στεγών εσωρεύθησαν βαρείς όγκοι στρογγυλούμενοι εύμορφα προς τα εμπρός και κλίνοντες προς τα γεισώματα, όμοιοι προς τα ρευστά σώματα, σαν άσπρα σύννεφα, τα οποία έμελλον, λέγεις, να καταρρεύσωσι, κι' επάγωσαν μετά την πρώτην κλίσιν των.

Το λευκόν θέαμα ήτο ιδίως γραφικόν εν τη μικρά της πόλεως αγορά, όπου αι αναδενδράδες επί ξυλίνων δοκών σκιάζουσι το θέρος τας εισόδους των καφενείων μέχρι του κρηπιδώματος της ακτής. Ήδη τα άφυλλα κλήματα, τα προτείνοντα ατάκτως και περιπλέγδην τας γυμνάς κληματίδας των, εφορτώθησαν ως με χιονώδεις χονδράς δαντέλλας, ως με αφρωτούς βαμβακερούς κροσσούς άλλους ως φούνταις και άλλους ως λοφιάς, ώστε εσχηματίσθησαν έκπαγλοι αποκρυσταλλώσεις, οποίαι γίνονται εμβαπτιζομένων των φυτών εις τα λουτρά της Αιδηψού· τόσον δε ηραιωμένη ήτο και αραχνοϋφής εκεί επάνω η χιών, ώστε ηδύνατο να εκλάβη τις αυτήν ως άνθος και φύλλα των αναδενδράδων χειμερινά εξ αλαβάστρου, άτινα μάτην θα προσεπάθει να φαντασθή η τέχνη. Μερικά μάλιστα απεξηραμμένα τσαμπιά σταφυλών, χιονισθέντα ήδη και κρεμάμενα μαρμάρινα υπό μαρμαρίνην χιονόλευκον στοάν, παριστών ωραίας ρώγας χιονώδεις, αι οποίαι ίσως δεν θα εξηπάτων τα πτηνά, ως συνέβη τούτο επί εζωγραφισμένων σταφυλών του αρχαίου ζωγράφου, αλλά θα επεθύμει τις όμως να τας επιπίλιζε πρωί-πρωί μετά ιδιαιτέρας ηδυπαθείας παγωτού.

Αλλά και μικρά τινα πλοιάρια, ηγκυροβολημένα εκεί εμπρός συνεπλήρουν την χιονώδη εικόνα των φανταστικών δημιουργημάτων της νυκτός εκείνης, ανυψούντα χιονισμένους ιστούς, με αλαβάστρινα προσδεδεμένους σχοινία, ενώ αι κωπασταί αυτών μετεμορφώθησαν εις έντεχνα ναυπηγικής στολίσματα, έργα μυστικά της απαλής του χειμώνος κόρης. Όσα δε πάλιν ήσαν προσδεδεμένα εγγύς της χιονισμένης αποβάθρας ενόμιζέ τις ότι εφόρτωνον χιόνι.

Ο άνεμος είχε κοπάσει· πλην ο ουρανός ήτο φαιός ακόμη και κάτωχρος, ως όταν χιονίζη, όλος μίαν συνεχή νεφελώδη μάζαν αποτελών, εν η δεν διεκρίνετο χαραυγή τις, ουδέ η θέσις του ηλίου, όστις προ πολλού είχεν ανατείλει. Ενίοτε δε ενεφανίζοντο ακόμη καμαρωταί-καμαρωταί, αραιαί τίνες νιφάδες, απαλαί, αβραί και αστεροειδείς, πάλλευκα, λέγεις, αστεράκια εκ ζύμης, τα οποία αύρατος χειρ εσκόρπιζεν ως χαιρετισμούς ραίνουσα το χωρίον μου, την λευκήν νύμφην, από του αχανούς ύψους, του οποίου ο θόλος εφαίνετο ότι πάρα πολύ είχε προσεγγίσει προς τα κάτω.

Αι νιφάδες αι μετ' ελαφρών στροβιλισμών χαριέντως κατερχόμεναι, και η παρατηρουμένη ανεπαίσθητος μελανή φρικίασις της θαλάσσης, η ρυτιδούσα πενθίμως τον λιμένα, ήσαν το μόνον κινούμενον και ζων σημείον επί της νεκράς ακινησίας του χιονισμένου χωρίου.

Ουδεμία άλλη κίνησις εσημειώθη την πρωίαν εκείνην, πλην του κώδωνος της γειτονικής εκκλησίας όστις αργά και αυτός εκρούσθη, κούφια-κούφια, ως να ήτο η εκκλησία μακράν εις το βουνόν, και των κραυγών των ορνίθων, αίτινες λησμονήσασαι να παρατηρήσωσι καλά, εξήλθον πρωί-πρωί των ορνιθώνων προς βοσκήν, και αίφνης ευρεθείσαι επί του λευκού και απαλού εκείνου λειβαδίου εβυθίσθησαν με τας πτέρυγας ανοικτάς, αι δείλαιαι, και εκραύγαζον θλιβερώς, αισθανθείσαι τον παγετόν του θανάτου.

* * *

— Δε σ' τάλεγα, Κρατήρα;

Είπε προς την σύζυγόν του, εγερθείς την πρωίαν εκείνην ο μπάρμπα- Σταύρος, εννοήσας δ' εκ της νεκρικής σιγής των έξω ότι είχε χιονίσει.

— Για τ' μοίρα μ' πλειο! Τέτοια μέρα!— ήτο παραμονή των Χριστουγέννων— απήντησε πενθίμως η Κρατήρα, χασμωμένη και σουφρόνουσα περί τον κυρτούμενον προς τα εμπρός λαιμόν τους ημιγύμνους ώμους της· κομβώσασα δε και περιζώσασα καλώς χονδρήν λευκήν φανέλλαν— μόλις εγερθείσα— προσεπάθει ν' ανάψη το πυρ της εστίας.

Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους του— αναπεταρίκι— μίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς, ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη.

— Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε.

— Να τα! Να τα! εψιθύριζε και η Κρατήρα σωρεύουσα πολλά φλέσσουρα εις την πυράν, ξηρά προσανάμματα.

— Ένα μπόι, Κρατήρα! επανέλαβεν ο μπάρμπα-Σταύρος, χαρμοσύνως θεωρών το πάλλευκον χρώμα της χιόνος.

— Να τα! Να τα! είπε πάλιν η Κρατήρα, γυνή υψηλού αναστήματος, μελάγχρους και χαρίεσσα, με ωραίους μαύρους μεγάλους οφθαλμούς και καστανήν κόμην. Αν και είχεν υπερβή τα τεσσαράκοντα έτη, όμως εφαίνετο ως εκ της ανθηράς υγείας της μόλις τριακοντούτις· διό πολύ εκαμάρωνεν ο μπάρμπα- Σταύρος, όταν του έλεγαν οι φίλοι του βλέποντες αυτόν πάντοτε φαιδρόν θωπεύοντα τον μύστακά του τον στακτερόν.

— Βέβαια, μπάρμπα-Σταύρο, το στρίβεις. Το ξέρω κι' εγώ! Είχεν ανάψει πλέον το πυρ η Κρατήρα· και ήδη κατεγίνετο να καθαρίση την ευρύχωρον εστίαν εν τη γωνία της οικίας, σαρώνουσα με μικράν εκ πτερών όρνιθος σκουπίτσαν την στάκτην και τα λοιπά λείψανα της αποβραδυνής φωτιάς.

— Άιντε τώρα να ζυμώσης και να πας 'ς τον φούρνο, Κρατήρα!

Παρετήρησε πάλιν με το ειρωνικόν του μειδίαμα ο μπάρμπα-Σταύρος θωπεύων τον μύστακά του μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως. Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος.

— Άιντε τώρα 'ς τον φούρνο, Κρατήρα!

— Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση.

— Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος. Ούτε με μια βδομάδα δεν θα λυώση.

Ο μπάρμπα-Σταύρος, κοντός και ευτραφής άνθρωπος πεντήκοντα και πέντε ετών, φαιδρός και γελαστός κτηματίας, με πολλούς ελαιώνας, έν μόνον είχεν ελάττωμα. Ήτο ο δυστυχής φιλάργυρος εις τα παραμικρά. Χωρίς παιδιά— η Κρατήρα, ήτο στείρα η ταλαίπωρος,— με τόσα κτήματα, αφειδώς δαπανών διά να τα καλλιεργή και να τα αυξάνη, εστενοχωρείτο τας καλάς ημέρας να βλέπη την γυναίκα του ζυμόνουσαν πολλά και μεγάλα ψωμία εξ αλεύρου της φάμπρικας, ενώ αι αποθήκαι του μπάρμα-Σταύρου έγεμον σίτου εγχωρίου. Ιδίως όμως εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι.

— Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;

Παρετήρει ο μπάρμα-Σταύρος βλέπων την Κρατήραν να επιστρέφη εκ του φούρνου την παραμονήν φορτωμένην απάν-'πανωτού τα χριστόψωμα με το σάμι και το μαυροκούκι. Και έλεγεν υπό τους στακτερούς του μύστακας:

— Θέλα φυτέψω ένα στρέμμα εληαίς με τα έξοδα αυτά τα χαμένα.

Δεν ετόλμα και φανερά να την επιπλήξη, διότι την ηγάπα την ωραίαν Κρατήραν. Την συνεβούλευε μεν προηγουμένως, πλην αφού δεν ήκουε, τι να κάμη;

— Να φέρω σύ-υσι και ταραχή; έλεγε κατ' ιδίαν.

Και πάλιν κολακεύων την αδυναμίαν του εψέλλιζε:

— Θα στρώση! Θα στρώση!

— Τώρα Μπάρμπα-Σταύρο, που εγήρασε σχεδόν;

Να τω είπη κανείς.

Αλλά και πάλιν καταπαύων την οργήν του επανελάμβανε.

— Πρέπει να τώχη ο άνθρωπος!

Η Κρατήρα όμως το έκαμνε και από επίδειξιν— νοικοκυρά αυτή με τόσα περιβόλια— αλλά ηρέσκετο και εις την φλυαρίαν των φούρνων. Διότι, ως γνωρίζετε, εις τα χωρία υπάρχουσι καφενεία διά τους άνδρας, και φούρνοι διά τας γυναίκας. Διά τούτο πολλάκις η Κρατήρα, αν και είχε ψωμίον, εύρισκεν αφορμήν να ζυμώση, για φρέσκο τάχα— πότε πίττα, πότε τυρόπιττα, διά να μανθάνη εις τον φούρνον τα νέα της γειτονίας της και του χωρίου.

Ενίοτε όμως ο μπάρμπα-Σταύρος εθύμωνεν. Όσον επιεικής και αν είνε κανείς, πάντοτε είνε καμωμένος από νεύρα. Βλέπων τα ράφια γεμάτα ψωμία, εις δε την τράπεζαν παρατιθεμένην κάτασπρην πίτταν, ωργίζετο, πλην εις βάρος του, διότι έτρωγεν αρπαχτά την ζεστήν πίτταν,— εζήλευε να τρώγη η Κρατήρα φρέσκο, και αυτός ξηροκόμματα, ως τα έλεγε τότε τα ψωμία από την ζήλειαν του— και έπιπτεν όλη εις το στομάχι του και παρεπονείτο την νύκτα.

Διά τούτο λοιπόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ιδών την χιόνα εχουχούλιζε τας χείρας του όχι τόσον ένεκα του ψύχους, όσον ένεκα της χαράς του, ότι η ανάγκη θα υπεχρέου την ευλογημένην Κρατήραν να κάμη οικονομίαν. Ποίος θα της φέρη τ' απαιτούμενα με τοιούτον χειμώνα, ποίος θα υπάγη εις τον φούρνον;

Τέλος ενεδύθη ο Μπάρμπα-Σταύρος, εφόρεσε το γεράνιο χειρίσιο βρακί του, το χονδρόν αμπαδίτικο γελέκι του, καταβαίνον μέχρι του υπογαστρίου με μαύρα στρογγυλά κομβία βαμβακερά, με μικραίς γιαλιστεραίς και μεταξωταίς φουντίτσαις, βιομηχανίαν της Χαλκιδικής, ενεδύθη καλά πλέον την παλαιάν και τριμμένην γούναν του και εζήτει τώρα τα υψηλά ναυτικά υποδήματά του, διά να εξέλθη μέχρι του καφενείου.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη.

— Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς!

— Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν.

Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη. Θαρρείς και η ψυχρά θέα της χιόνος, ην με τόσην περιπάθειαν έβλεπε προ μικρού, εζωντάνευσε μυστηριωδώς, και κρυσταλλωμένη τον ερράπισε τον δυστυχή φιλάργυρον.

— Έρμαις εληαίς! εψιθύρισε. Τέλος πάντων ο άνθρωπος ποτέ δεν απομένει ευχαριστημένος εις αυτόν τον παληόκοσμον! Κερδίζομεν από την μια μεριά τα έξοδα του φούρνου, χάνομεν από την άλλη τα δέντρα κ' έχουν μαξούλι ακόμη. Έρμαις εληαίς!

Και έχωσε μετά ταύτα τους δύο κοντούς και χονδρούς πόδας του μέσα εις τα βαρέα και βαθέα ρωσσικά υποδήματα, σκληρά και άκαμπτα ως εξ ελάσματος σιδήρου, αφού πρώτον η σύζυγός του εξετίναξε την επ' αυτών επικαθημένην κόνιν, καταβιβάσασα αυτά από τινος δοκού της αφατνώτου οροφής, αφ' ης εκρέμαντο όλον το έτος ως δύο γίγαντος πόδες μαύροι, μέχρι του γόνατος κομμένοι.

— Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα.

— Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή.

— Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!

— Με τα σωστά σου, Σταύρο; Παρετήρησεν εκπεπληγμένη η Κρατήρα, ήτις, προ της απροσδοκήτου αυτής ιδέας του συζύγου της να εξέλθη εις τον ελαιώνα, εύρε πολλήν την χιόνα και άβατον, ην πρότερον έκρινεν ολίγην, κολακεύουσα την αδυναμίαν της ως προς τους φούρνους.

— Με τέτοιο χιόνι!, επανέλαβε πάλιν η Κρατήρα και προσήνεγκε εις τον σύζυγόν της την μποτίλιαν με το τσίπουρο.

— Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε, κακομοίρα, η εληαίς, πάνε!

Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια, κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού θερμογόνου.

— Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά μας;

Παρετήρησεν ο Μπάρμπα Σταύρος.

Και αληθώς είδον και οι δύο από του παραθύρου να διέρχηται ο κράξας απέξω πρότερον: «άιντε Μπάρμπα Σταύρο,» με υποδήματα μεγάλα, με σουρτούκο μακρύ αμπαδένιο, με κασκέτο εκ δέρματος προβατίνας μαύρης, ακατεργάστου, ως μαλαχτάρι, και με ένα μάλλινον με πρασινοκόκκινα λωρία μανδήλι ως ζωνάριον περί τον λαιμόν, κρατών εις την κόκκινην εκ του ψύχους χείρα του βαρύ και μακρύ κοντάριον, και βυθιζόμενος εις την μαλακήν χιόνα βήμα προς βήμα, ήτις έτριζε πενθίμως υπό τα βαρέα υποδήματά του κατακαθίζουσα.

Αυτός ήτο ο πρώτος όστις διήρχετο προ της οικίας του Μπάρμπα- Σταύρου σχηματίζων επί της ηπλωμένης χιόνος μετά κόπου τα πρώτα ίχνη του ντορού, άτινα κατόπιν του έχαινον βαθέα, ως χωθέντα και απομείναντα εκεί κενά υποδήματος.

Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας.

Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.

Έως ότου δε η Κρατήρα κομίση τούτο από το κατώγειον, συγκοινωνούν μετά της οικίας διά κλαβανής, αφανούς του πατώματος θύρας, ηκούσθη άλλη φωνή έξω.

— Ακόμα, Μπάρμπα-Σταύρο! Πάνε η εληαίς, όλαις σπάσανε!

— Ωχ! ωχ! απήντησε πάλιν ο φιλάργυρος γέρων, ως να επόνεσεν η καρδιά του πάλιν.

Και είδεν από το παράθυρον τον δεύτερον χωρικόν, όστις διήρχετο χωνόμενος εις τα ίχνη του πρώτου— ευκολώτερον— με τσαρούχια χονδρά ούτος και χονδραίς μάλλιναις κάλτσαις ποιμένος, με χονδρόν εγχώριον παντελόνι ως πάνναν ελαιοτριβείου, και με μίαν βαρείαν και ογκώδη ποιμενικήν κάπαν, κουκουλωμένος την κεφαλήν με την κατσούλαν της, και φανερόνων μόνον αγκυλωτούς μύστακας μαύρους και πώγωνα τραχύν αξύριστον, εν ω αι σκληραί της κάπας του άκραι παρέσυρον την χνοώδη της χιόνος επιφάνειαν.

Εν ω δε ο Μπάρμπα-Σταύρος με όλας τας διαμαρτυρίας της συζύγου του ητοιμάζετο να εξέλθη και αυτός εις τον ελαιώνα κρατών το βαρύ κοντάριον, ηκούσθη εις την αυλήν οξύς γρυλλισμός, ως να εμουρμούριζεν ιδιότροπος θυμώδης γέρων.

— Το γουρνόπουλο, Κρατήρα· είδες; εξεχάσαμε το γουρνόπουλο.

Και ανοίξας την θύραν πάραυτα είδεν υψηλόν εμπρός τοίχον εκ χιόνος, κοκκωτής αυτής, ουχί βαμβακοειδούς, ως αποκρυσταλλωθείσης εν τη στενή και ψυχρά αυλή.

Κοντός ως ήτο ο Μπάρμπα-Σταύρος έκαμνε να ίδη προς τα έξω, αλλά πού να φθάση εκείνο της χιόνος το ύψος.

Και ηκούετο μετά πόνου ο γρυλλισμός του χοιριδίου, το οποίον ανεστέναζε κάτω από τα ψυχρά εκείνα έγκατα της χιόνος.

— Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι!

Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ' εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου.

— Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την εργασίαν. Σε ξεχάσαμε κατακαϋμένο!

Κ' εκεί είδε τότε υπό την χιόνα σκάφην ξυλίνην ορθίαν εστηριγμένην επί του τοίχου, υπό την οποίαν ευκίνητον εγρύλλιζεν έν παχουλόν χοιρίδιον τεσσάρων το πολύ οκάδων, όπερ φαίνεται την νύκτα εννοήσαν το κακόν, εχώθη υπό την παρατυχούσαν εκεί σκάφην, το ευφυές ζώον, και εσώθη από βεβαίου παγερού θανάτου. Βλέπον δε εαυτό περιτριγυρισμένον από τον λευκόν και αδιάβατον εκείνον τοίχον εγρύλλιζε κάμνον γνωστόν εις τον κύριόν του τον κίνδυνον.

— Φθηνά την γλύτωσες, κατακαϋμένο, έλεγεν ο γέρων θωπεύων το παχουλόν χοιρίδιον και τους μύστακάς του συγχρόνως, εφ' ων επήγνυτο κρυσταλλουμένη η αναπνοή του.

— Να ιδούμε όμως τι θα πάθης έπειτα, καϋμένο! Εξηκολούθει ο Μπάρμπα-Σταύρος. Αν εγλύτωσες από το χιόνι, από εκείνο όμως που σε περιμένει δεν θα γλυτώσης!

Και το εχάιδευε. Και έτρεχεν εκείνο αστραπηδόν και πάλιν ίστατο και πάλιν ξανάτρεχε, εντός της οικίας γρυλλίζον με χαράν τώρα, εν ω δύο γάτοι, άρρενες μεγάλοι και γηραιοί με παχείς λαιμούς και στιλπνόν κοκκινόλευκον τρίχωμα, το έβλεπον μελαγχολικώς μακρόθεν, κάμνοντες τάχα πως εκοιμώντο, καθήμενοι επί των οπισθίων ποδών παρά την θερμαίνουσαν εστίαν, ως δύο καπνοδοχεία παριστώντα γάτους.

Τωόντι δε ήτο πολύ συμπαθητικόν το μικρόν γουρουνόπουλον. Απαλόν, με καθαρόν ύπωχρον τρίχωμα, με το ρύγχος του προς τα κάτω και με τους ακινήτως παρατηρούντας το δάπεδον πονηρούς οφθαλμούς του, και με την μικράν ουρίτσαν του και εστριμμένην ως ξεφτισμένην φούνταν, ήτο ως να το έβλεπε κανείς ψητόν επί του λάμποντος ταψίου, με σταυρωμένα τα ποδαράκια του, κυρτωμένον την ράχιν, ροδισμένον, ευωδιάζον τρυφερότητα και νοστιμάδα, το ορεκτικόν και παχουλόν γαλαθηνόν χοιρίδιον. Ήτο δώρον του κολλήγα του ποιμένος, του Κομποδήμου, όστις το ανέθρεψεν εις το βουνόν καθαρόν και αμόλυντον με το γάλα της μητρός του, μιας ωραίας από σόι συός, τρεφομένης μόνον με ξηράν κολοκύνθην και τυρόγαλα της ποίμνης, και με τον καθαρόν του βουνού αέρα.

Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον επάνω καλά περί τον λαιμόν.

— Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του πατώματος.

— Καλώς τον κολλήγα! είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος, παρατηρών πονηρώς το σακκίδιον, το οποίον ήρχισε να κινήται εδώ κ' εκεί, δεμένον ως ήτο, εν ω οι δύο γηραιοί και ευτραφείς κοκκινόλευκοι γάτοι, οσφρανθέντες το εντός κεκλεισμένον ζωντανόν, περιειργάζσντο αυτό κατσουλόνοντες τ' αυτιά των και κυρτούντες γραφικώς την ράχιν των και συνάμα μιαουρίζοντες εξ ευχαριστήσεως, ως να εκομίσθη δι' αυτούς το δώρον.

— Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την σύζυγόν του.

Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν ηρώτησε.

— Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες, καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που είνε. Σαν καλογερικά!

Και έδειξε τους δύο γάτους, οίτινες καμαρόνοντες εκεί ένθεν και ένθεν της εστίας, εκίνησαν αίφνης το μυστακοφόρον ρύγχος των ως να ήθελον ν' αποδιώξωσι παρερχομένην μυίαν.

Συνήθιζεν ενίοτε να πειράζη την σύζυγόν του ο Μπάρμπα-Σταύρος, διά την στείρωσίν της.

Ο ποιμήν εγέλασεν υπό τους μύστακάς του.

— Σας έφερα πεσκέσι, ένα γουρνόπουλο, κολλήγα, για τ' καλή χρονιά. Χριστούγεννα αύριο ξημερόνουν, μαθές.

— Δεν σου τόπα; διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αποτεινόμενος κρυφίως προς την Κρατήραν. Καμμιά ζημιά θ' άκαμε πάλι ο Κομποδήμος.

Τον είχε σπουδάσει καλά ο Μπάρμπα-Σταύρος τον κολλήγαν του τον πονηρόν, όστις πάντοτε, οσάκις έκαμνε καμμίαν ζημίαν εις τον ελαιώνα, επρόφθανεν αμέσως με τα δώρα, πότε με τσαντίλα μιζίθρα, πότε με κατσικάκι, πότε με καμμιά κόττα του βουνού παχείαν.

Ηγάλλετο δε τότε ο παράδοξος φιλάργυρος γέρων, αναλογιζόμενος ότι εσώζετο από την δαπάνην του φαγητού.

Καμμιά φορά μάλιστα δεν επρομηθεύετο κρέας, αναμένων τον κολλήγαν του.

— Δεν μπορεί, έλεγε, θ' άκαμε καμμιά ζημιά αυταίς ταις ημέραις. Δεν μπορεί!

Αλλά και ο πονηρός ποιμήν, ο Κομποδήμος, είχε σπουδάσει καλά τον κολλήγαν του. Εννοήσας την αδυναμίαν του προς τα πεσκέσια, έσπευδε πάντοτε πάσαν προξενουμένην ζημίαν εις τον ελαιώνα να προαναγγέλλη, ουχί με κενάς τας χείρας, ότε οι οφθαλμοί του Μπάρμπα-Σταύρου λαιμάργως προσατενίζοντες το δώρον, απερρόφων πάσαν αυτού την προσοχήν κλείοντες ιδίως τα ώτα του, εις τα οποία αβλαβώς αντήχει η αναγγελλομένη ζημία. Ανήγγελλε π. χ. ο Κομποδήμος, ικετευτικώς μεταβάλλων την ποιμενικήν φωνήν του, ότι τα πράμματα έφαγαν ένα θήλιασμα ελαίας. Αλλά το θήλιασμα τούτο το φαγωμένον παρουσίαζεν ο πονηρός ποιμήν φορτωμένον με μίαν μεγάλην- μεγάλην τσαντίλαν, επιφέρων:

— Ξέκοψε μια παληόιδα, κολλήγα, δεν την είδα.

Ο κολλήγας θα ήτο ανόητος τότε να καταμηνύση τον ποιμένα, όστις είχε παληόιδες που του έφερναν τόσον μεγάλαις τσαντίλαις. Έπειτα ευρίσκετο και ενώπιον διλήμματος, διότι αν δεν εδέχετο την τσαντίλαν και επροτίμα την μήνυσιν, η τσαντίλα ζεστή-ζεστή, αχνίζουσα, θα έπεφτε σαν στραβή μέσα εις ταις μεγάλαις χούφταις του ειρηνοδίκου, και τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος και την τσαντίλα θα έχανε και την μήνυσίν του, θα απέμενε δε μόνον το άθλιον θήλιασμα φαγωμένον, ελεεινόν και κατάξηρον, δυστύχημα ανεπανόρθωτον διά τον γέροντα κτηματίαν· τα ήξευρεν αυτά ο Μπάρμπα-Σταύρος, διότι τα είχε πάθει πολλάκις.

Αυτά και αυτά έκαμαν φιλάργυρον τον αγαθόν κτηματίαν. Ο μικροφιλάργυρος δεν γεννάται τοιούτος· γίνεται εκ διαφόρων του βίου περιστάσεων. Και ο Μπάρμπα-Σταύρος έγεινε τοιούτος, αφού προηγουμένως είδε πολλάς τσαντίλας να πέσουν και να καταπλακώσουν τας μηνύσεις του· διά τούτο τώρα επροτίμα να καταπλακώνουν τον στόμαχόν του, ενόσω πάντοτε εις τα χωρία θα υπάρχουν παληόιδες νοστιμευόμεναι τα τρυφερά θηλιάσματα και ειρηνοδίκαι αγαπώντες τα γαλακτώδη της ποίμνης δώρα.

— Για τ' καλή χρονιά, κολλήγα, εξηκολούθησεν ο ποιμήν. Εμείς πάντα σε καταπατούμε.

— Όχι εμένα, διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, τον ελαιώνα μου. Ας είνε· δεν πειράζει. Αφήσανε τουλάχιστον της κουτσούραις τα γίδια;

Ήτο και αστείος ο γέρων.

— Ας είνε! εξηκολούθησεν. Όσο και αν φάνε τα πράμματα, θ' απομείνουν πάντα η ρίζαις. Και θα ξαναβλαστήσουν.

Και εγέλασεν.

Ούτω λοιπόν απελευθερώσας το Χριστουγεννιάτικον δώρον του ο Μπάρμπα Σταύρος καθωδήγησε την Κρατήραν πώς να το μαδήση, αφού το δώση εις τον κρεοπώλην να το σφάξη, και είτα να το στείλη εις τον φούρνον παραγεμιστόν, όπως γνωρίζει.

Και λέγων ταύτα εκρότει τα χείλη μετ' ορέξεως ο Μάρμπα-Σταύρος νομίζων ότι έτρωγεν ήδη το παχύ γουρνόπουλο. Και είτα λαβών το βαρύ ξύλινον κοντάριον απήλθεν εις τον ελαιώνα να ξεχιονίση, ως είπε, τα δένδρα.

— Μας φθάνει αυτό, προσέθηκε, δεν θα ψωνίσω τίποτε άλλο.

Επειδή δε και άλλοι τινές είχον διέλθει έξωθεν μεταβαίνοντες εις τα κτήματα, η Κρατήρα καθησύχασεν ειπούσα μόνον εις τον σύζυγόν της, «αν δεν μπορή να βγη από τα χιόνια», να γυρίση. Το βέβαιον όμως είνε ότι η Κρατήρα επεθύμει ν' απομακρυνθή την ημέραν αυτήν από του οίκου ο σύζυγός της, ίνα ζυμώση με την ησυχίαν της, ως έκαμνεν άλλοτε την Παραμονήν, ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος έλειπεν εις τον ελαιώνα του. Διότι αφού έρριψεν από του παραθύρου τελευταίον βλέμμα εις τον αγαθόν κτηματίαν, όστις καλά κουκουλωμένος με την γούναν διεσκέλιζε της χιονώδους οδού τα ίχνη, ήρχισε να παρασκευάζη τα διά την ζύμην χρήσιμα εν αφθονία.

* * *

Αγρίως μεγαλοπρεπές ην το θέαμα της χιονισμένης νήσου έξω. Το έτος εκείνο εκτάκτως είχε πέσει πολλή χιών, όση ουδέποτε άλλοτε προ πολλών χρόνων, κατακαλύψασα κάμπους και βουνά, και ισοπεδώσασα τας βαθείας φάραγγας με τας κορυφάς των λόφων. Τα αλώνια, η πρώτη μικρά πεδιάς μετά την κώμην, όλη ήτο κατάλευκος ως να ηπλώθη παχύτατος βαμβακερός τάπης. Οι λόφοι κύκλω, τα βουνά ομοίως, πάλλευκα και ακίνητα και μόνον εδώ κ' εκεί πενθίμως η λευκότης διεκόπτετο υπό μαύρων σκιών, των υψηλών δένδρων, άτινα σειόμενα υπό του ανέμου απέρριπτον από τους κλώνους των την χιόνα, κ' εμαύριζαν μέσα εις την τόσην λευκότητα τα πράσινα φύλλα των, ως κλαδιά μεγάλα, στολίσματα πένθιμα λευκής μανδήλας, υπό την οποίαν εσίγησαν παγέντα τα ποικίλα κελαδήματα των πτηνών και ο ηδύς ψίθυρος των πυκνών θάμνων. Η δε τριγωνική φαλακρά κορυφή της Καραφιλτζανάκας ήτον όλη μία λευκή μάζα ως να κατέρρευσεν απ' αυτής πηγή γάλακτος παγέντος μέχρι των υπωρειών.

Ούτε ίχνος οδού, ουδέ σημείον. Πλην ο Μπάρμπα-Σταύρος γνωρίζων την οδόν καλώς, εβημάτιζεν επί της χιόνος προχωρών προς το κτήμα του κατηφής και κλαίων σχεδόν, διότι έβλεπε πλέον ότι μεγάλη ζημία εγένετο εις τον ελαιώνα.

Εκεί όπου έφθασεν, εθεώρει ήδη μακρόθεν τον ελαιόφυτον κάμπον όπου ην και το κτήμα του. Θρήνος και οδυρμός!

Τα ταλαίπωρα δένδρα είχον καταθραυσθή. Τόση χιών, επειδή ήτο νηνεμία καθ' όλην την νύκτα, είχε συσσωρευθή εις τους πυκνοφύλλους κλώνους των, ώστε ούτοι λυγίσαντες προς τα κάτω κατεχώσθησαν κατά πρώτον κ' εκαρφώθησαν στερεώς κάτω εις την παχείαν του εδάφους χιόνα, είτα και άλλης χιόνος συσσωρευθείσης δεν αντέσχον κ' εθραύσθησαν γηραιοί και ογκώδεις κλώνοι, ξεγκλισθέντες οικτρώς από των κορμών.

Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή.

— Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού!

Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου.

Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.

Τα πτηνά, φοβισμένα, κόσσυφοι και αγριοπεριστεραί και φάσσαι παχείαι, βλέποντα τους μαυρίζοντας οδοιπόρους εν μέσω της παλλεύκου πεδιάδος ετριγύριζον περί αυτούς ως περί κορμούς αχιονίστων δένδρων, και έπιπτον ακίνητα προ αυτών, μισοπαγωμένα.

Μετ' ολίγον οι προηγηθέντες απέστρεψαν αδυνατήσαντες να προχωρήσωσι, και παρεκίνουν και τον Μπάρμπα-Σταύρον να επιστρέψη.

Πλην αυτός δεν τους ήκουσε και επροχώρει ακόμη.

— Τουλάχιστον να ιδώ μονάχα! έλεγεν.

Ήδη μετά κόπου και αγωνίας πολυώρου, παρήλθεν η μεσημβρία ως υπελόγιζεν ο γέρων, έφθασεν εις την είσοδον του ελαιοφύτου κάμπου, εν μέσω του οποίου ην το κτήμα του.

Κ' ησθάνθη εκεί τρομακτικούς κρότους πρωτοφανείς και πρωτακούστους ως να κατέπιπτον σωροί κοκκάλων ξηρών από κατωφερείας.

Και τωόντι εθραύοντο μετά πενθίμου πατάγου εν τη νεκρά εκείνη ηρεμία οι καταπλακωμένοι των ελαιών κλώνοι, κ' εθραύετο η καρδία του Μπάρμπα-Σταύρου και εκόπτοντο τα ήπατα αυτού κ' ελύγιζον τα γόνατά του.

— Ερμαίς εληαίς! Εψέλλιζε πενθίμως.

Και όμως επροχώρει. Και τι ήθελε κάμει ο άφρων; αλλ' ο άνθρωπος είνε πάντοτε ανόητος.

Εισελθών όμως ήδη εις την ελαιόφυτον πεδιάδα έχασε τον δρόμον συγχύσας τας χιονοσκεπείς ρίζας των ελαιών, και έβαινεν αγνοών, μετά προσοχής όμως πάντοτε βυθίζων τα βήματά του, αφού πρότερον εδοκίμαζε το έδαφος διά του ξυλίνου κονταρίου.

Πλην αίφνης, ενώ ήθελε να εξαγάγη τον δεξιόν πόδα και προχωρήση προς τα εμπρός, το κοντάριόν του το εμπηχθέν προηγουμένως εβυθίσθη ολόκληρον μη ευρόν στερεόν έδαφος· μέγα τεμάχιον χιόνος τότε απεκόπη αστραπιαίως και ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος με τα βαρέα ναυτικά του υποδήματα, με την παλαιάν του γούναν και το μισοτριμμένον αυτού φέσιον.

Ο τρυγμός των θραυομένων κλώνων των ελαιών εξηκολούθει φοβερός και άγριος ως κρότος μακρυνής βροντής.

Ο Κομποδήμος ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, μη προφθάσας ν' απέλθη την προηγουμένην νύκτα εις την ποίμνην του ζαλισθείς από τα κεράσματα των φίλων του,— το αγαπούσε ολίγον το έρμο— την επαύριον απεκλείσθη ολότελα ένεκα της χιόνος και μόλις απήλθεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και ενεφανίσθη προ της Κρατήρας ο Κομποδήμος με μίαν βαρείαν κάπαν και με την κελαειδούσαν ως γκάιδαν ρίνα του.

— Γεια-χαρά σας! εχαιρέτισεν ο ποιμήν.

Και εζήτησε πάραυτα πτύον να ξεχιονίση και σχηματίση ντορό.

— Ξεχνώ εγώ ποτέ τον κολλήγα μου!

Και συγχρόνως μαθών ότι ο κολλήγας του είχεν απέλθει εις τον ελαιώνα, τον κατέκρινε διά την τόλμην του.

— Δεν ήτανε καλό αυτό, κουμπάρα!

Είπε προς την Κρατήραν.

— Πάνε κι' άλλοι, απήντησεν η Κρατήρα, παρηγορουμένη μόνη της και καθησυχάζουσα τον φόβον της.

— Να ιδούμε πώς θα γυρίση πίσου!

Διέκοψεν ο ποιμήν.

— Ήτανε ανάγκη για τα δέντρα, να κινδυνέψη; εξηκολούθησεν απορών ο Κομποδήμος. Εμείς έχουμε ζωντανά και δεν κάνουμε έτσι. Ξέρεις τι χιόνι έπεσε; Πού μπορεις να ξεμυτίσης!

Και λαβών το πτύον, εξεχιόνισε καλά την αυλήν. Έκαμεν απέξω οδόν βαθείαν εις την χιόνα ως χάνδακα, κατόπιν εξελθών εις τον εξώστην εξετίναξε και απ' εκεί την σωρευμένην χιόνα μη πέση από το βάρος ο πεπαλαιωμένος εξώστης, διά ξύλου μακρού εις σταυρόν μετασχηματισθείσης της άκρας του, κατέρριψε την εστιβασμένην επί της στέγης και εν γένει υπηρέτησε καλώς τον κολλήγαν του ο ποιμήν.

Ακολούθως η Κρατήρα έχουσα τον νουν της εις το ζύμωμα εξαπέστειλε τον Κομποδήμον εις τον φούρνον να ίδη αν θα κολλήση.

— Ακούς λέει; απήντησεν επανελθών ο ποιμήν. Γένιτι τέτοια μέρα; Ξεφούρνισε τη πρώτη φουρνιά, και χαζιρεύει άλλη τώρα. Κάμανε ντουρό και είνε ο φούρνος γεμάτος γυναίκες.

— Να τα! Να τα! εμουρμούριζεν η Κρατήρα μετά ταύτα εμποδισθείσα τόσον από της πρωίας,

Ουχ ήττον ως φιλόπονος και δεξιά γυνή όλα έφερεν εις πέρας· και εζύμωσε, και ασβέστωσεν ολίγον την εστίαν και τα κάτω μέρη των τοίχων, εξετίναξε και εκαθάρισε το πάτωμα, έστρωσε τα καλά κυλίμια και ετοποθέτησε τας πανηγυρικάς προσκεφαλάδας, τα πλούσια προικιά της, και τέλος τη βοήθεια του ποιμένος όστις το έσφαξε μαδήσασα καλά-καλά το χοιρίδιον και παραγεμίσασα αυτό απέστειλεν εις τον φούρνον λευκόν, ως να ήτο και αυτό εκ χιόνος, το παχουλόν. Και παρεκάλεσε τον Κομποδήμον είτα να της σχίση ολίγα ξύλα, διά να έχη μικρά και ευκολοβόλευτα διά τας εορτάς, ότι συνήθιζεν αργά να κάθηται ο Μπάρμπα- Σταύρος παρά την εστίαν κρατσανίζων κιδώνια ευώδη, ή τρώγων κάστανα και πίνων από το ωραίον κρασί του το μοσχάτο.

Είχε παρέλθει το δειλινόν. Έξω ηκούετο θόρυβος και ταραχή εν τη αγορά χιονοβολουμένων των ναυτικών διά την καλή χρονιά. Ο ήλιος δεν εφαίνετο παντελώς, διά τούτο ταχύτερον ήρχισε να σκοτινιάζη κάπως και εφαίνετο ότι έκλινεν η ημέρα προς την δύσιν. Ήτο όμως ενωρίς ακόμη.

Ο ποιμήν απομείνας πλέον οριστικώς να εξυπηρετήση την κολλήγισσαν, επέστρεφεν από του φούρνου κομίζων καίοντα ακόμη τα ωραία χριστόψωμα με τα σισάμι και το μαυροκούκκι πιτουρισμένα, ότε ακούει ότι δύο-τρεις άλλοι χωρικοί, οι βαδίζοντες, ως είδομεν, προ του Μπάρμπα-Σταύρου, επιστρέψαντες διότι ήτο αδύνατον να προχωρήσουν, διηγούντο ότι ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν τους ήκουσε και επροχώρει μόνος του μέσα εις τα χιόνια, δύο και τρία μπόια βάθος.

Ως συνήθως εις τοιαύτας περιστάσεις, ότε το πολύ είνε πάντοτε πολύ, μη υπολογιζόμενον ακριβώς, δύναται ν' ανάγεται εις αριθμόν μεγαλείτερον ή μικρότερον, αναλόγως πάντοτε της φαντασίας του διηγουμένου.

Ετούτο ανήγγειλεν ο ποιμήν εις την Κρατήραν, ήτις κατετρόμαξε φαντασθείσα αμέσως κακόν τι· και εζήτησε να ίδη τους άλλους συνοδοιπόρους, να τους ερωτήση, να ακούση από το στόμα των και βεβαιωθή.

— Τρέξε, κολλήγα, είπε· τρέξε γρήγορα. Ο Θεός σε έστειλε σήμερα εδώ. Τι να γένω!

Αλλ' έως ου τους εύρη ο κολλήγας, οι χωρικοί μετέβησαν εις τον δήμαρχον και ανήγγειλαν φοβερώτερον το πράγμα, ότι δηλαδή είς τούτων, κατά τινα στιγμήν εν τη επιστροφή του παρατηρήσας τυχαίως, είδε μακρόθεν εν τω λευκώ οροπεδίω τον Μπάρμπα-Σταυρον να κλίνη ως τρικλίζουσα αιξ και να γείνη άφαντος έπειτα μέσα εις τα χιόνια.

— Εμείς δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω πλεια. Εδικαιολογήθησαν οι χωρικοί.

Ο δήμαρχος πάραυτα διέταξε να τηρήσωσι τα πράγμα μυστικόν από την σύζυγον του γέροντος κτηματίου, όστις απελάμβανε καλής υπολήψεως διά την ευπορίαν του, και σύμβουλος εκλεχθείς πολλάκις· και είπε ν' αποσταλώσιν άνθρωποι της αστυνομίας προς αναζήτησίν του.

Αλλά δυστυχώς δεν υπήρχον. Οι αγροφύλακες προσποιηθέντες ότι απεκλείσθησαν έξω, εκοιμώντο όλην την ημέραν εις τας οικίας των, ο δε μόνος κλητήρ ήτο απησχολημένος συνήθως εις την υπηρεσίαν της κυρίας δημάρχου. Διά τούτο ο δήμαρχος ανέθηκε την εντολήν αυτήν εις τον ποιμένα, τον κολλήγαν του Μπάρμπα-Σταύρου.

— Εσύ, εσύ ξέρεις καλλίτερα απ' αυταίς ταις δουλειαίς, γιατί ξεχιονίζεις τα κατσίκια ς', είπεν ο κ. δήμαρχος απεκδυόμενος την ευθύνην.

Διά τούτο ο Κομποδήμος συνεννοηθείς και μετά πέντε άλλων ναυτικών, συμπαθών ανθρώπων, προθύμων πάντοτε εις τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις, απήλθε προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου, αφού προηγουμένως ανήγγειλε τούτο εις την Κρατήραν, απλώς ότι πηγαίνουν να ίδουν, χωρίς να προσθέση την φοβεράν είδησιν της πτώσεως· αν και ο ποιμήν γνωρίζων την δεξιότητα και αντοχήν του Μπάρμπα- Σταύρου, επίστευεν ότι δεν θα έπαθε τίποτε, αν έπεσεν. Αλλά πάλιν έλεγε:

— Ξέρ' κανένας, τι σκαρώνει ο Ζερζεβούλης;

Εν τούτοις η φουρνάρισσα μη βλέπουσα να έλθη κανείς να παραλάβη το χοιρίδιον, το οποίον ψηθέν ευωδίαζεν όλον τον φούρνον διαχέον γλυκύ άρωμα, ξηροψημένον και ξηροσκασμένον εδώ κ' εκεί, ώστε να υπολευκάζη η τρυφερά του επιδερμίς, επιδεικνύουσα ορεκτικώς την γαλακτώδη σάρκα, το παρέλαβε και το έφερε μόνη της εις την οικίαν του Μπάρμπα-Σταύρου και διά να μη πάθη τι εις τον φούρνον, αλλά κυρίως διά να μάθη θετικόν τι περί της διαδόσεως, η περίεργος.

— Αλήθεια πώς τον πλακώσανε τα χιόνια τον Μπάρμπα-Σταύρο;

Ηρώτησεν η φουρνάρισσα αποθέτουσα το ταψίον μετά του χοιριδίου επί τινος τραπέζης εκεί, από την ευωδίαν του οποίου ηνωχλήθησαν πρώτοι-πρώτοι οι δύο γηραιοί και παχείς γάτοι, οίτινες περιέσαινον επαιτικώς περί τους πόδας της τραπέζης εν αρμονική δυωδία.

Προς το άκουσμα τούτο η Κρατήρα ανεκραύγασεν ως να την εδάγκασεν όφις.

Και ανοίξασα το παράθυρον γοερώς εφώνει με λελυμένην την κόμην αναταράξασα όλην την γειτονίαν: Πωπώ! Πωπώ! έως ου ήλθον δύο αγαθαί γειτόνισσαι και καθησύχασαν αυτήν, παραμένουσαι διαρκώς πλησίον της, μέχρις ου επανέλθουν οι μεταβάντες προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου.

Και ήτο θλιβερόν να βλέπης την ωραίαν γυναίκα ωχράν, λυσίκομον, πνίγουσαν τους ολολυγμούς της και θεωρούσαν τα εύμορφα Χριστόψωμα πενθίμως ως μνημοσύνου προσφοράς. Το ταψίον μετά του χοιριδίου ως προκαλούν σκληροτέραν αντίθεσιν διά της ευωδίας του της ζωντανής εν τη νεκρική σχεδόν ταύτη σκηνή, αι γυναίκες το ησφάλισαν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον

* * *

Προσήγγιζεν η εσπέρα, ότε πέντε άνθρωποι με βαρέα ναυτικά υποδήματα, κομβωμένοι καλώς εις τας γούνας των τας θερμάς του Δουνάβεως, με χονδρά εκ δέρματος ακατεργάστου κασκέτα ως άρκτοι, σκυφτοί-σκυφτοί διεσκέλιζον το χιονισμένον οροπέδιον του ελαιώνος της νήσου, κρατούντες και οι πέντε τα πτύα εις τους ώμους των και στηριζόμενοι διά χονδρής ράβδου. Το ψύχος ην δριμύ, καυστικόν— πώς καίει και το ψύχος!— κοκκινίζον και παγόνον τα ώτα ιδίως, τα οποία προσεπάθουν οι πέντε άνδρες να προφυλάξωσι, καταβιβάζοντες τα πετσία του κασκέτου ένθεν και ένθεν.

Εμπρός προηγείτο, έκτος αυτός, εγχώριος ποιμήν κουκουλωμένος εντός της βαρείας κάπας του ως κορμός δρυός ή πλατάνου ογκώδης. Ενόμιζέ τις ότι ην κύριος πέντε άρκτων, τας οποίας ωδήγει εις την καλύβην του, απολεσθείσαν εντός των χιόνων.

Μερικά όρνεα μεγάλα, όσα δεν κατεπλακώθησαν εντός των χασμάδων των βράχων, καταφυγόντα υπό τινας κλάδους ελαιών ημιφαινομένους επάνω- επάνω ως θάμνους του χιονώδους πεδίου, ακούοντα τα αιφνίδια πατήματα των έξ οδοιπόρων, εξετρύπονον φοβισμένα, κατεπλήσσοντα είτα περισσότερο σαστίζοντα προς την λευκήν θέαν, και πάλιν ετρύπονον πτήσσοντα εις τους αυτούς των ελαιών κλώνους, απολέσαντα τας φωλεάς των.

— Να, από 'δω θα έκαμεν ο κολλήγας μου, είπεν ο ποιμήν προς τους πέντε άλλους, δεικνύων μεγάλα ίχνη επί της χιόνος.

Ο ποιμήν ούτος ήτο ο Κομποδήμος, ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, εις αναζήτησιν του οποίου μετέβαινε μετά των πέντε άλλων ναυτικών.

Και οι έξ ηκολούθουν τα ίχνη τα υποδειχθέντα, τα μόνα προς εκείνο το μέρος όπου έκειτο ο ελαιών του Μπάρμπα-Σταύρου. Και ήρχιζε να φωνάζη ο ποιμήν:

— Κολλήγα! Κολλήγα! Μωρέ Κολλήγα!

Και η φωνή του μη προσκόπτουσα εις τα δένδρα και εις τας φάραγγας εκυλίετο βραγχνή και άχρους επί των χιόνων παγώνουσα και σβεννυμένη πάραυτα, ως από τηλεφώνου φωνή. Οι οδοιπόροι ήρχισαν να φοβώνται πλέον.

— Τι λες; Κομποδήμο; ηρώτησέ τις των ναυτικών.

— Τι να 'πω κ' εγώ! απήντησεν ο ποιμήν, τρέμων ενδομύχως.

Κ' επανέλαβεν:

— Ο βλοημένος ήρθε να ξεχιονίσ'! Αυλή τ' νάτανε, και πάλι δεν θα μπορούσε, σαν δεν πάινε ο κολλήγας του.

— Δε μ' λες, Κομποδήμο, προσέθηκέ τις των ναυτικών αστεϊζόμενος, λυόν' ο πεθαμένος 'ς το χιόν';

— Ξέρου κι' 'γώ; Δε δουκίμασα!

— Τι κάθεσθε και λέτε; παρετήρησεν έτερος των ναυτικών. Ο Μπάρμπα- Σταύρος θάνε σαν ρουφός μες 'ς τον πάγο, φρέσκος-φρέσκος, όπως διατηρούν φρέσκα 'ς την Αθήνα τα ψάρια.

— Ας μη λαχταράη το ψάρι, παρετήρησεν ο Κομποδήμος, και περίμενε να 'ς το κάνη φρέσκο το χιόνι. Τι, θάλασσα είνε το χιόνι νάχη φρέσκα ψάρια;

Αίφνης ο ποιμήν ο οδηγός εσταμάτησε κατηφής. Εάν έκυπτες και παρετήρεις υπό την κατσούλαν της κάπας του, θα έβλεπες κάτωχρον το πρόσωπον του Κομποδήμου το άγριον.

— Βρε, παιδιά, λέγει, κακά μαντάτα! Να, άλλα πατήματα δεν βλέπω. Να, κ'ττάξ 'τε και σεις.

Τωόντι άλλα ίχνη επί της χιόνος δεν υπήρχον, εκτός ολίγων τινών ακόμη, και παραπέρα ηπλούτο η χιών σιωπηλή, άθικτος.

— Να, εκεί είνε το κτήμα του, υπέδειξεν ο ποιμήν, και έδειξε τον ελαιώνα του Μπάρμπα-Σταύρου. Μάλιστα, έκαμε και λάθος. Να, έχασε τον δρόμο· από 'κεί έπρεπε να κάμη. Χωρίς άλλο αυτά είνε τα πατήματά τ', γνωρίζω εγώ τα ποδήματα του Κολλήγα.

Έλεγεν ο Κομποδήμος και εσχεδίαζεν εις το συγκεχυμένον εκείνο χιονισμένον πεδίον.

— Για φωνάξ' τε μια, βρε παιδιά!

Και οι έξ τότε έβαλον κραυγήν φοβεράν.

— Μπάρμπα-Σταύρο!

Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος!

Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων.

Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του υποδήματος.

— Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.

— Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρα 'ς τη φωτιά του και 'ς την Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Να, άλλο σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή;

— Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος.

— Ε, καλά· πού έπεσε;

Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο Κομποδήμος, κράζει:

— Σωπάτε! σωπάτε!

Όλοι εσιώπησαν σκυφτοί-σκυφτοί, με της γούναις των και με τα πρόβεια κασκέτα των, και ηκροώντο, του ποιμένος κυρτωθέντος με την κατσούλαν του μέχρι της χιόνος.

Ηκούετο ως τις στεναγμός βαθύς και ασθενής, μακρυνός-μακρυνός ήχος.

— Ακούτε; ηρώτησεν ο ποιμήν.

Και τότε ως εκ κοινού συνθήματος κράζουν και οι έξ άνδρες.

— Μπάρμπα-Σταύρο!

Η βοή η νεκρά της φωνής των συνωδεύθη ήδη υπό τινος γογγυτού μυστηριώδους:

— Ωχ!

— Μωρέ εδώ είνε ο κατακαϋμένος! Παρετήρησεν εν πεποιθήσει ο ποιμήν.

Και συγχρόνως ιδών το ρήγμα της χιόνος το σχηματισθέν κατά την πτώσιν του Μπάρμπα-Σταύρου, είπεν ως ενώπιον κινδύνου.

— Καρδιά, παιδιά, καρδιά, και τον ηύραμε!

— Να, είπον και οι λοιποί. Εδώ εις το μέρος αυτό είνε χανδάκι.

Και εκ νέου εκραύγασαν πάλιν:

— Μπάρμπα-Σταύρο!

Και πάλιν εις το τέλος ήκουσαν ως ηχώ στυγεράν της φωνής των :

— Ωχ!

Πάραυτα τότε σιωπηλοί και υποτρέμοντες ως ενώπιον τραγικού συμβάντος, ότε δεν γνωρίζει τις αν θα συναντήση ζωήν ή θάνατον, ήρχισαν με τα πτύα και οι έξ να ξεχιονίζωσι το μέρος εκείνο μέχρι του εδάφους. Μετά τινα εργασίαν συνήντησαν βράχον μέγαν, το έδαφος της γης εκεί, υπό τον οποίον εξέχοντα, εσχηματίζετο σπηλαιώδης κρύπτη, οπού παρακάτω εξηκολούθει η κατωφέρεια του εδάφους, σχηματιζομένου εκεί μικρού χάσματος. Η χιών είχε συνενώσει όλα αυτά εις μίαν επιφάνειαν· και ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος, είχε πατήσει επί της χιονώδους επιφανείας της συνενούσης την άκραν του βράχου μετά της κατωφερείας, χωρίς να επακκουμβά αύτη επί του στερεού εδάφους της γης· εξείχε δηλαδή από της άκρας του βράχου η χιών κλίνουσα ως κλίνει εν ταις στέγαις των οικιών, αστήρικτος. Εκεί λοιπόν επάτησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και κατήλθε μετά της αποσπασθείσης χιόνος κάτω-κάτω, όπου εσχηματίζετο η σπηλαιώδης οπή του βράχου.

Οι οδοιπόροι εκαθάρισαν πάραυτα καλώς το μέρος, εύρον την κατωφέρειαν και κατήλθον εις την σπηλαιώδη οπήν, εν η εύρον τον Μπάρμπα-Σταύρον, ημιπαγωμένον, βαρέως αναπνέοντα, με ημικλείστους τους οφθαλμούς, κατακείμενον εκεί εις το χώμα της κρύπτης, ενώ το ξύλινον κοντάριόν του τεθραυσμένον εις δύο παρέκειτο.

— Μπάρμπα-Σταύρο! Μπάρμπα-Σταύρο!

Ήρχισαν να φωνάζωσιν εν χαρά οι ναυτικοί, περικυκλώσαντες τον γέροντα.

— Κολλήγα! Κολλήγα! έλεγε και ο ποιμήν καταχαρούμενος, αλλά μη πεποιθώς ακόμη.

Ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς και ανεστέναξεν επανειλημμένως.

Τότε είς των ναυτικών, γνωρίζων από τέτοια— πόσαις φοραίς εις την Μαύρην θάλασσαν ξεπαγιάζουν οι ταλαίπωροι— είχε παραλάβει μεθ' εαυτού φιαλίδιον ρωμίου και ήρχισε να προστρίβη τα μέλη του γέροντος, ξεκομβώσας τα χονδρά φορέματά του και εξαγαγών τα υποδήματά του.

— Ο Θεός σ' εφώτισε παιδί μ'!

Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως.

Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού.

— Ακόμα λιγάκι και πάαινα!

Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.

Τότε πλέον καθησύχασεν ολοτελώς ο Κομποδήμος, εγέλασεν υπό την σκοτεινήν κατσούλαν της κάπας του και είπε:

— Πού θα πάαινες, κολλήγα, που σε περιμένει το γουρνόπουλο; Να ιδής του βλουημένου, τετράπαχου! Τώσφαξα, του μάδ' σα, του παραγέμισι η κουμπάρα. Να ιδής!

Και εκρότει ο ποιμήν τα τραχέα χείλη του ως να εγεύετο ήδη το τρυφερόν του γαλαθηνού χοιριδίου κρέας.

Μειδίαμα ελαφρόν διήλθεν από το κάτωχρον του Μπάρμπα-Σταύρου πρόσωπον προς το άκουσμα τούτο. Πλην τα χείλη του ήσαν κλειστά ακόμα.

— Τι κάνουμε, παιδιά; ηρώτησεν ο ποιμήν, υπόδρα βλέπων την μποτιλίτσα μετά υπόλοιπον του ρωμίου, ως τέσσαρα δάκτυλα.

— Να πηγαίνουμε! Προσέθηκεν επιτακτικώς ο Κομποδήμος. Και πάραυτα εσφύριξε το υπόλοιπον του ρωμίου, το οποίον τόσην ώραν είχε πληρώσει ευωδίας την ρίνα του, έλαβε τον Μπάρμπα Σταύρον υπό την μασχάλην του και υπό την κάπαν ως τράγον ξεπαγιασμένον, και επανήρχετο εις το χωρίον, ακολουθούντων εν χαρά και των λοιπών ναυτικών, είς των οποίων έλαβεν εις χείρας και τα βαρέα υποδήματα του Μπάρμπα Σταύρου, άτινα εθεώρησαν βαρύ διά τον ποιμένα να θέσωσι πάλιν εις τους πόδας του γέροντος.

* * *

Φεγγοβολεί η πυρά εις την καθαράν της Κρατήρας οικίαν. Ξύλα μεγάλα αναδίδουσιν οφιοειδείς γλώσσας φλογός εν μέσω της παλλεύκου εστίας, και θερμαίνεται και φέγγει όλος ο οίκος.

Κυλίμια χρωματιστά εύμορφα είναι στρωμένα κάτω εις τον χθαμαλόν σοφάν, κατέναντι της εστίας, όπου ακκουμβισμένος επί μαλακού προσκεφαλαίου πεπληρωμένου πτίλων αναπαύει τα θερμανθέντα πλέον μέλη του ο Μπάρμπα Σταύρος, λευκόν φορών εσώβρακον, λευκόν σαν το χιόνι, λευκασμένον την άνοιξιν 'ς τον Μέγαν Γιαλόν υπό της καθαράς και σεμνής νοικοκυράς Κρατήρας, και λευκόν ωσαύτως σκούφον μάλλινον εις την κεφαλήν κυρτούμενον και κλίνοντα όπισθεν και απολήγοντα εις μαλλίνην λευκήν ωσαύτως φούνταν. Την γούναν του την έχει ρίψει εις τους ώμους του— αναπεταρίκι— και φουμάρει μακρόν τσιμπούκιον, ου ο χρυσοποίκιλτος λουλάς επακκουμβά επί του γεισώματος της εστίας. Ανακινεί τα χείλη του ηδυπαθώς ο μπάρμπα- Σταύρος πιπιλίζων την κεχριμπαρένιαν άκραν του τσιμπουκίου του, βλέπει ευφροσύνως τον καπνόν αναθρώσκοντα κυκλοειδώς και διαλυόμενον εις την οροφήν του οίκου, και ενίοτε θωπεύει μαλακά- μαλακά τους στακτερούς του μύστακας.

Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και ημιδακρύοντας τους οφθαλμούς— εκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;

Και ακούει διηγούμενον τον μπάρμπα-Σταύρον το επεισόδιον της πτώσεώς του το τραγικόν.

— Έπεσα μαζί με το χιόνι κάτω βαθειά. Τα έχασα. Πάει, είπα, χάθηκα. Αλλά βλέπω εκεί μια σπηλιά· εχώθηκα μέσα έως να συνέλθω. Αλλά τι με τούτο ; Έπρεπε να αναιβώ επάνω. Μα πώς να αναιβώ; Τοίχος από δω και από εκεί υψηλός· κάστρο από χιόνι· αρχίζω τότε με το κοντάρι να κάμω δρόμο. Αλλά πώς; Εληά ήτανε να την ξεχιονίσω;

— Ας πάνε 'ς την οργή κι' αυταίς η εληαίς, κολλήγα. Κόντεψε να σε χάσουμε. Ας πάνε ς' την οργή!

Διέκοψεν ο κολλήγας, κενών άλλο ποτήριον εις τον λάρυγγά του.

— Η εληαίς μονάχα κολλήγα, ή και τα θηλιάσματα μαζί;

Ηρώτησεν ο μπάρμπα-Σταύρος γελών και θωπεύων τούς μύστακάς του τους στακτερούς.

— Όλο να με πειράζης, κολλήγα. Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον.

— Και το γουρνόπουλο!

Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος.

— Ναι, τώρα είπες καλά.

Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε:

— Να το φέρω ;

Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων:

— Σου έγεινε ένα πράμα!

Το κάλυμμά του, είς επαναστατικός μαύρος κούκος από τον καιρόν τον Θεσσαλικών, είχε πέσει κάτω χωρίς να το εννοήση.

— Ακόμα· νάρθη και η Κρατήρα· απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος· και εξηκολούθησε την διήγησίν του :

— Λοιπόν που λες, μπορούσα με το κοντάρι να κάμω δρόμο μέσα σε τόσο χιόνι; Έδωσα, έδωσα, κολλήγα μου, ως που έσπασε το ξύλο. Τότε απηλπισμένος άρχισα να φωνάζω· αλλά ποιος να με ακούση!

Κάτι άγρια πουλιά επέρασαν από 'πάνω μου, ένα κοπάδι, και τα είδα με απελπισίαν. Μ' εφοβήθηκαν! Εκρύωνα. Εζάρωσα εις την σπηλιά και είπα:

— Έρμαις εληαίς!

Και απόμεινα εκεί όπως με ηύρατε. Λίγο ακόμα, και θα τελείωνα με της παληοεληαίς, Κολλήγα!

— Μη της ξαναλές πλεια, Κολλήγα. Ας πάνε στο καλό. Είσαι όμως και λίγο αράθυμος.

Ο ποιμήν δεν ηθέλησε να τον αποκαλέση φιλάργυρον.

— Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια!

— Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων.

— Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;

Εκραύγασεν ολίγον ωργισμένος ο Κομποδήμος· και εκένωσεν άλλο ποτήριον, σπογγίζων με την χείρα τους μύστακάς του κατόπιν, διότι είχε πληρωθή φαίνεται ο στόμαχός του ο λαίμαργος και εχύνετο πλέον και απέξω το ευφρόσυνον ποτόν, το οποίον έλαμπεν εν τω ποτηρίω εκεί εις την φλόγα της πυράς ως απόσταγμα βυσσίνων.

— Να σ' πω όμως, κολλήγα. Είμαι και ασφαλισμένος, Μη κυττάζης. Το χειμαδιό είναι καταμεσής 'ς της κουκουναριαίς, γερό σαν σπίτι.

Ας πέση όσο χιόνι θέλη· τα γίδια του κολλήγα σου θα χορεύουν τώρα γύρω 'ς τη φωτιά, και ο γυιος μου θα παίζη το σουράβλι.

Και είτα επανέλαβε πάλιν.

— Να σ' πω. Να πάω να το φέρω;

Και ηγέρθη ημιτρικλίζων ο ποιμήν.

— Κάθησαι, κάθησαι, είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Τώρα θα απολύση η Εκκλησία.

Ούτως ο Κομποδήμος υπήκουσε πάλιν και επανήλθεν, αφού είχε μεταβή εις το μικρόν εγγύς δωμάτιον λέγων:

— Ευωδιάζει το σκυλοφαωμένο!

* * *

Η Κρατήρα είχεν υπάγει εις την Εκκλησίαν. Ήσαν περασμένα τα μεσάνυκτα. Οι κώδωνες του ναού και οι δύο είχον κρουσθή προ πολλού, σκληρώς πως αντηχούντες επί της χιονισμένης κώμης. Ο Μπάρμπα-Σταύρος εν κακή καταστάσει κομισθείς, ως είδομεν, αφού έτυχε τόσων θερμών περιποιήσεων εκ μέρους της συζύγου του, ήτις ανατσουτσουρωμένη, φρικιώσα είδε να τον φέρουν τον αγαπητόν της άνδρα υπό μάλης ως σακκί— εφρόντισαν όμως να προείπωσι προς αυτήν το συμβάν, ίνα μη καταπλαγή— εκάθητο εντελώς καλά πλέον εγγύς της πυράς, θερμαινόμενος και διηγούμενος το πάθημά του, ως άνθρωπος σωθείς από θάνατον, και ευφραινόμενος να διηγήται την σωτηρίαν του, ως να ήθελε να βεβαιωθή διά της επαναλήψεως, ότι αληθώς εσώθη. Όταν ήκουσε τους κώδωνας, επόθησε να παραστή εις την ωραίαν ακολουθίαν των Χριστουγέννων, ν' ακούση τους ωραίους ψαλμούς και να ευφρανθή μετά τόσην νηστείαν. Πλην εφοβήθη να εκτεθή εκ νέου εις το υπερβολικόν ψύχος της νυκτός και εις τον παγετόν των πλακών του ναού. Ουχ ήττον υπεχρέωσε την συζυγόν του να μεταβή αύτη, διότι του εφαίνετο πολύ σκληρόν να λείψουν και οι δύο από την πανήγυριν.

— Χρονιάρα μέρα! είπεν.

Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.

— Ξέρ' 'ς τίποτα κολλήγα; ηρώτα ενίοτε.

Κι εκεί που ο γέρων διεσκέδαζε θεωρών τον καπνόν του τσιμπουκίου του, έλεγεν ο ποιμήν:

— Όποιος δεν πάει ς' την εκκλησιά, δεν θα φάγη γουρνόπουλα.

Και μετ' ολίγον πάλιν έλεγε:

— Να, μόνον η κουμπάρα θα φάη.

Τέλος του Μπάρμα-Σταύρου του ήλθε μικρός ύπνος. Αφού έπιε δύο τρία τσιμπούκια, έρεγχε μακαρίως ο γέρων, ενώ η φλοξ εχαριεντίζετο παίζουσα και αναλάμπουσα κεκινημένως επί του πραέος αυτού προσώπου. Ότε κρότος οξύτατος ως να εκρούσθη ηχηρώς μέγα ταψίον, τον αφύπνισεν έντρομον τον Μπάρμπα- Σταύρον διακόψας τρομακτικόν αυτού όνειρον.

— Πιάστε με! εκραύγασεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αναπηδήσας.

Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο.

— Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον!

Ωνειρεύετο.

— Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης.

— Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν.

Ο γέρων ήρχισε να γελά.

— Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.

Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων:

— Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο;

Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν.

Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της.

Επανήρχετο από την εκκλησίαν.

Εκτύπησεν επί του πατώματος μετά προσοχής τους πόδας της εναλλάξ, όπως καταπέσωσιν αι προσκεκολλημέναι επί των υποδημάτων της χιόνες· ετίναξεν ωσαύτως και την άκραν γύρω-γύρω του φουστανίου και προχωρήσασα προς την εστίαν.

— Καλή χρονιά! είπε, χαιρετίζουσα ευφροσύνως, διπλήν αισθανομένη η ταλαίπωρος την χαράν της μεγάλης ημέρας.

Και έδωκεν εις τον σύζυγόν της το εν τη παλάμη φυλασσόμενον αντίδωρον.

— Αμ' εγώ ξέχασα κ' ήπια τσιμπούκι, Κρατήρα!

Παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος μετά θλίψεως, ήτις εφαίνετο ζωηρά εις το πρόσωπόν του.

— Τι να γείνη! επανέλαβεν. Ας είμεθα καλά του χρόνου!

— Φέρε το 'δώ, διέκοψεν αποτόμως ο Κομποδήμος χασμώμενος, εγώ είμαι νηστικός!

— Ναι, παρετήρησε γελώσα η Κρατήρα, και ρίπτουσα λοξόν βλέμμα εις την κενήν χιλιάρικην· σου έπεσε λίγο!

— Όσο γι' αυτό,— ηθέλησε να είπη κάτι τι ο ποιμήν υποτραυλίζων.

— Ας είνε, προσέθηκεν η Κρατήρα, και ετοποθέτησε το αντίδωρον υπό τι ποτήριον ανάστροφα επί του αρχαίου της εστίας. Έκαμα εγώ πολλούς σταυρούς για όλους σας. Καλή χρονιά σας! Εχάσατε όμως. Ήτανε πολύ ώμορφα. Δεν ξέρω πού βρέθηκε με τέτοιο χειμώνα και ήρθε ο Χρήστος πούνε γραμματικός του νεροδικείου εις την Αγία Άννα— χωρίον της Ευβοίας— κι' έψαλε το «χερουβικό» και το «Μεγάλυνον ψυχή μου» πολύ ώμορφα. Αμ' να ιδήτε πάλιν και μια ταραχή. Κρίμα τον καϋμένο! Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος- πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου.

— Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν.

— Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα.

— Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Να! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος.

— Ωχ!

Τωόντι από της ανοικτής κλαβανής ανήρχετο από του κατωγείου ευώδης οσμή ψητού· και μάλιστα ψητού χοιριδίου.

Ενόμιζέ τις ότι η ευσεβής Κρατήρα, επανελθούσα από την θείαν λειτουργίαν των Χριστουγέννων, εκόμισε μεθ' εαυτής και το χορταστικόν άρωμα της κρεωφαγίας μετά την τεσσαρακονθήμερον νηστείαν.

— Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο.

— Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν.

— Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε:

— Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί.

— Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει.

Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Η Κρατήρα αφαιρέσασα τότε το τσόχινον μπαμπουκλί της και περιβληθείσα μίαν λευκήν και χονδρήν φανέλλαν, καταβαίνουσαν μέχρι της οσφύος, ήρχισε να παραθέτη την τράπεζαν εγγύς της πυράς επί του σοφά.

Ανέπτυξε κατά πρώτον και έστρωσε μέγα τετράγωνον τραπεζομάνδηλον, έργον των χειρών της, υφασμένον με κυανόλευκα λωρία στενά· παρέθηκε κατά σειράν καθαρά λευκά πιάτα, μαχαίρια και πηρούνια και ποτήρια, την αλατιέρα, ένα μέγαν λάζον ναυτικόν του Ποταμού διά τον διαμελισμόν του χοιριδίου· και έφερεν έν από τα αφράτα ψωμία της εορτής και φιάλην εκλεκτού οίνου μοσχάτου. Ο Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.

— Να σ' πω, κολλήγα, παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος. Είπα να το κρατήσω για 'μπρός, αλλά πάλιν είπα: ο κολλήγας θα μας φέρη άλλο· τι βγήκε!

— Ακούς εκεί! παρετήρησεν ο ποιμήν. Ο κολλήγας μου νάναι καλά και τα θηλιάσματά του· και γουρνόπουλα όσα θέλεις.

Αλλ' ιδού αίφνης· επανέρχεται η Κρατήρα εντροπαλή, κατακόκκινη, κομίζουσα κενόν το γανωμένον ταψίον.

— Χορατεύετε, θαπώ!

Παρετήρησεν αποθέτουσα το κενόν ταψίον επί της τραπέζης· και προσέθηκεν:

— Εσείς το φάγατε και με γελάτε!

— Ο Μπάρμπα Σταύρος ανεπήδησεν επάνω κατάλευκος, κρατών εις χείρας το τσιμπούκιόν του ως εάν επρόκειτο να δείρη τους γάτους του όπου ήσαν λαίμαργοι πολύ και κακομαθημένοι.

— Καλή χρονιά σας! επανέλαβεν η Κρατήρα ειρωνικώς και λυπημένη.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον.

— Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα.

— Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

— Δε θυμάμαι, να σ' πω!

Και ερωτών την Κρατήραν λέγει:

— Πού το ηύρες το ταψί, κουμπάρα;

— Κάτω ς' τα σανίδια πεταγμένο ανάποδα.

— Ωχ μωρέ τα σκυλόγατα! είπεν ο ποιμήν.

— Κρίμα ς' το γουρνόπουλο! εφώνησεν ο Μπάρμπα Σταύρος τεθλιμμένος και κρατών το τσιμπούκιον επροχώρησεν ολίγα βήματα ως να μη επίστευεν, αν και έβλεπε το ταψίον το κενόν, και ήθελε να ίδη την θέσιν όπου έκειτο.

Και προχωρών κατήλθε διά της κλαβανής εις το κατώγειον οπόθεν ανήρχετο η ευωδία.

Η Κρατήρα απέμεινε μ' εσταυρωμένας τας χείρας, ο δε Κομποδήμος βλέπων το ταψίον εψιθύρισε:

— Δεν τώπερνα εγώ προτήτερα!

Μετ' ολίγον ηκούσθησαν κτύποι πυκνοί από του κατωγείου ως να εκρούετο ραβδίον επί του δαπέδου και συγχρόνως φωναί:

— Να! Να! Να!

Ο Κομποδήμος κατήλθε τότε παραπατών εις το κατώγειον. Κατόπιν ηκολούθησε και η Κρατήρα.

Οι κτύποι και αι φωναί επανελήφθησαν.

— Να! Να! Να!

Και μετά μικρόν επανήλθεν ο Μπάρμπα Σταύρος ωχρός από της οργής, κρατών εις χείρας τεθραυσμένον το τσιμπούκιον και ψελλίζων:

— Κρίμα ς' το γουρουνόπουλο!

Κατόπιν του ανέβη ο Κομποδήμος έχων εις χείρας του την κεφαλήν του χοιριδίου με ροδισμένον εδώ κ' εκεί το τρυφερόν δέρμα και λέγων:

— Μπρε τα παληόγατα!

Η Κρατήρα ωχρά πλέον και αυτή, δεν εγνώριζεν εις ποίον να ρίψη το πταίσιμον.

* * *

Τωόντι όταν ηκούσθη ο κρότος εκείνος ο οξύς ον ο Κομποδήμος εξέλαβεν ως τουφεκιάν ο δε Μπάρμπα-Σταύρος ως κρότον πιπτούσης χιόνος, εάν εξήρχετο κανείς θα συνήντα τους δύο γάτους, οι οποίοι αφ' εσπέρας παραφυλάσσοντες ως φρουροί ακοίμητοι προ της θύρας του δωματίου, εν ω είχεν εναποτεθή το χοιρίδιον, ευρόντες ανοικτήν την θύραν, αφεθείσαν ούτως υπό του Κομποδήμου, εισήλθον κρυφά-κρυφά και παρέλαβον το ξεροψημένον χοιρίδιον ως δύο καλοί λωποδύται, κρατούντες αυτό εύμορφα ο μεν από τους προσθίους πόδας ο δε από τους οπισθίους, και κατήλθον από της κλαβανής εις το κατώγειον, εν ω όπισθέν των αντήχει οξέως το καταρριφθέν ταψίον. Εκεί κάτω τους εύρεν ο Μπάρμπα- Σταύρος και τους δύο λαιμάργως καταπίνοντας δι' αγρίων βρυγών τας τρυφεράς του ωραίου χοιριδίου σάρκας, ων η ευωδία επλήρου τον οίκον όλον, ως είδομεν. Είχον αποτελειώσει πλέον το γεύμα των καταπιόντες και τα τρυφερά οστάρια, και μόνον την κεφαλήν ως μεζέν αφήσαντες τελευταίαν, ότε ο Μπάρμπα Σταύρος πλήρης οργής θέλων να τους κτυπήση έθραυσεν επί του ξηρού εδάφους του κατωγείου το ωραίον τσιμπούκιόν του, διότι οι γάτοι μόλις είδον αυτόν επήδησαν ταχείς ως πτερωτοί εις το ανοικτόν υπέρθυρον της θύρας του κατωγείου, εκύτταξαν μια τον γέροντα αγρίως κινούντες τους μύστακάς των, και εγένοντο άφαντοι, καταλιπόντες μόνον την κεφαλήν, ψητόν λείψανον του βασιλικού γεύματός των.

— Τις έπταιε!

Διελογίζετο ο Μπάρμπα-Σταύρος, ου η όρεξις, αναμένοντος τόσας ώρας την πλουσίαν και ορεκτικήν τράπεζαν μετά τόσα παθήματα και τόσην νηστείαν, είχε καταντήσει εις οργήν και λύπην.

— Ο Κομποδήμος έπταιε μόνος, ή και η ευλαβής Κρατήρα; Ή μήπως έπταιε περισσότερον όλων ο Μπάρμπα-Σταύρος, αλλ' εντρέπετο και να το σκεφθή τώρα;

Το αληθές είνε ότι τας αμαρτίαις όλων φορτώνεται ο πταίων τελευταίος.

Ούτος δε ήτο ο ποιμήν όστις είχεν αφήσει ανοικτήν την θύραν του μικρού δωματίου.

Αλλά τι δικαίωμα είχον να οργισθώσι πλέον κατά του ταλαιπώρου ποιμένος, όστις τόσα υπέστη αυτήν την νύκτα και την προηγουμένην ημέραν, όστις τον έσωσε σχεδόν τον Μπάρμπα-Σταύρον, διότι αυτός είχε κοπιάσει προς τούτο, και όστις τέλος πάντων ως Χριστουγεννιάτικον δώρον είχε προσφέρει το γαλακτώδες χοιρίδιον.

Διά τούτο ο Μπάρμπα-Σταύρος πληρώσας το ποτήριον του ποιμένος οίνου εκλεκτού, πληρώσας και άλλο ιδικόν του, ίνα διά του ηδέος ποτού ωθήση προς τον παμφάγον στόμαχον την εκχειλίζουσαν οργήν του, εκραύγασε μετά ψυχρότητος μεν γελών, πλην γελών όμως:

— Καλή χρονιά, κολλήγα, εσύ νάσαι καλά και τα θηλιάσματα, και γουρνόπουλα όσα θέλεις έχουμε.

Και θεωρών την σύζυγόν του προσέθηκεν ο γέρων:

— Κι άλλη φορά, κυρά Κρατήρα, τα παιδιά σου να τ' αναθρέψης καλλίτερα.

— Ναι! τώρα είπες καλά, εκραύγασε και ο ποιμήν. Και κρατών την ευωδιάζουσαν κεφαλήν του χοιριδίου εστρώθη οκλάδην παρά την τράπεζαν γελών και λέγων:

— Εσείς δεν θα τρώτε τώρα από το γατοφαγωμένο. Και ήρχισε να τρώγη, εν ω οι δυο σύζυγοι μη έχοντες άλλο τι έφαγον άρτον και τυρίον απλούν, διότι εν τη φιλαργυρία του ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν είχε προμηθευθή ολίγον κρέας διά να κάμουν σούπαν. Και λησμονήσας την χαράν της σωτηρίας του από την φιλαργυρίαν του προσεπάθει άνευ ορέξεως να ωθήση προς τον λάρυγγά του το ψυχρόν τυρίον, επαναλαμβάνων ενίοτε μετά στεναγμών ως επιτάφιον εγκώμιον, αισθανόμενος εγγύς του το άρρητον άρωμα του χοιριδίου:

— Κρίμα 'ς το γουρνόπουλο!

 

αρχή

 



 

1900

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως!»

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου. Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της. Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν.

Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη. Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.

— Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι.

— Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία. Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας.

— Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

— Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ- Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. Είνε άλλο το εμπόδιο. Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . . .

— Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία.

— Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα. Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . .

— Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε! . . . Πω! πω! τέκνον μου . . .

— Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν:

— Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα.

* * *

Εβράδυασε πλέον. Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων:

— Αρνιακά για πούλημα!

— Αρνιά για σφάξιμο!

Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν.

Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου. Έπειτα— η νυξ είχε προχωρήσει— ενδυθείσα— εκεί εντός κατώκει το ειρηνικόν ανδρόγυνον επί δύο ακρινών, σκοτεινών και υγρών δωματίων— εκάθησεν επί τινος σκαμνίου, πλησίον ενός κοντού και χονδρού βαρελίου.

Ο κυρ-Μιχάλης, αφού αφήρεσε πλέον από τας προθήκας του κάτω τα νηστίσιμα κ' έθεσε μέσα εις λευκάς πιατέλας κόκκινα αυγά και τυρί, και άλλα όψα πασχαλινά, όλο κι' έφερνε γύρω ακόμη κάτι τι τακτοποιών, κάτι τι διορθόνων, αλλά σύννους και μελαγχολικός ωσάν να διελογίζετο απόντα φίλον του, ταξειδεύοντα συγγενή του. Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης.

Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του. Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην.

Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν. Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών. Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως:

— Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . .

Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

— Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . .

Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.

Ακόμη ολίγον και θα εσήμαινον οι κώδωνες των ναών. Ήδη κατήρχοντο από του φεγγίτου κάτω κρότοι βηματισμών ανθρώπων μεταβαινόντων από τας ενορίας βιαστικά εις την Μητρόπολιν, συνοδευόμενοι μ' εκρηκτικούς κρότους πυροτεχνημάτων και φωνάς ηχηράς παιδιών, προληπτικώς ημιψαλλόντων το Χριστός Ανέστη, ενώ ο Καλόγηρος, ο νεωκόρος του Αγίου Δημητρίου, συνεζήτει θορυβωδώς μετά τινων γραιών περί της ώρας, οπού ανασταίνουν οι Αρμένιοι, κ' έφθανον εις το υπόγειον οι ασυνάρτητοι βραχνοί λόγοι του.

— Ας πάνε 'ς την ευχή του Χριστού! . . .

Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . .— ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια. Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης. Ο Καπετάνιος από το ένα μέρος πολιός, ξηρός, οστεώδης, με φαγωμένον τον ήμισυν μύστακα από τριχοφάγον, είποτε ονειρευόμενος πολέμους και μάχας, και αναμένων πάντοτε γενικήν των λαών σύρραξιν. Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο. Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως. Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του. Εις τας οινοδαρείς θεωρίας του τότε, υπελάμβανε τον Καπετάνιον ως τον παμφάγον Άδην, και εαυτόν ως ένα δέσμιον προαιώνιον νεκρόν, ον μόνον αυτόν, δεν ανέστησε, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, μετά των τόσων άλλων αναστάντων τότε.

— Μα δεν ακούσατε της καμπάναις; ηρώτα η κυρά-Μιχάλαινα επιστρέφουσα από τον Άγιον Αθανάσιον, από την Πέτραν, με την λαμπάδα της Αναστάσεως αναμμένη, και καταβαίνουσα εις το υπόγειον, αφού πρώτον, εσημείωνε διά του καπνού του κηρίου της τρεις σταυρούς επί του τοιχώματος της θύρας του υπογείου. Μα δεν ακούσατε της τρακατρούκαις!

— Πώς είπαταν, κυρά-Μιχάλαινα; Ηρώτα τότε ο Καπετάνιος, ου το πολιόν και ξηρόν πρόσωπον λαμπρώς κατηυγάζετο από την θείαν ανταύγειαν του φωτός της Αναστάσεως.

Και προσφέρων κόκκινον αυγόν πάραυτα εις την κυρά-Μιχάλαιναν, από τα παρακείμενα εκεί, την προσεκάλει να τσιγκρίσουν, αναφωνών ρωσσιστί:

— Χριστός βοσκρές!

Τότε και ο κυρ-Μιχάλης, εχαιρέτιζε και αυτός δι' εφθαρμένων λατινικών.

— Ντόμινους μπαμπίσκους!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο.

Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του. Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν. Αντί δε να φροντίζη περί των αναγκών του έργου του, άφινε την κυρά-Μιχάλαινα να διευθύνη, αυτός δε, εν απουσία του Καπετάνιου, λαμβάνων το χρυσοδεμένον απόκρυφον βιβλίον του, ενετρύφα μόνος του, αναγινώσκων. Το βιβλίον τούτο επωνομάζετο «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων» και περιείχε παραδοξότατα κεφάλαια. Τεμάχια εκ της Αποκαλύψεως, τας θεωρίας του αγίου Μεθοδίου, τους χρησμούς Λέοντος του σοφού, άλλους χρησμούς Στεφάνου του Αλεξανδρέως και την περίφημον οπτασίαν του Αγαθαγγέλου, όλα ταύτα περιστρεφόμενα περί την κοινώς διαδεδομένην παράδοσιν περί του Αγίου Βασιλέως, του κοιμωμένου εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, όλα αυτά γραμμένα εις δυσκαταλήπτους και αινιγματώδεις στίχους.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολλάκις απεφάσισε να διαλύση αποτόμως τας σχέσεις εκείνας του συζύγου της με τον Καπετάνιον, αλλά καθώς ήτο αναβλητικού χαρακτήρος, έδιδε τόπον τη οργή. Άλλως και ωφελείτο, διότι ο Καπετάνιος πολλάκις επλήρωνε το ενοίκιον του αρχαίου εκείνου υπογείου, οσάκις έβλεπε στενοχωρημένον τον κυρ-Μιχάλην. Εφοβείτο όμως ότι κακόν γήρας θα επερνούσεν, αν εξηκολούθει τας αναβολάς της. Πλην δεν είχεν εισέτι ανακαλύψει το μέσον, διά του οποίου θα απεμάκρυνε τον Καπετάνιον, χωρίς να κινδυνεύση να χάση την τόσον καλήν προστασίαν του. Υπόνοιαν είχε συλλάβει ότι ο Καπετάνιος, άνθρωπος ιδιόρρυθυμος, ησθάνετο μεγάλην ψυχικήν ανακούφισιν να διανυκτερεύη εν τω Βυζαντινώ υπογείω των, ιδίως την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Από τινας ασυναρτήτους ομιλίας του υπέκλεψεν η κυρά-Μιχάλαινα μίαν πειστικήν υποψία και διελογίζετο ότι, αν επωλείτο το σεσαθρωμένον εκείνο οικοδόμημα, ίνα κρημνισθή και ανακτισθή με την νέαν αρχιτεκτονικήν, ίσως ο κυρ- Μιχάλης να επανεύρισκεν αλλαχού την πρώτην του φιλεργίαν, και ίσως μέσα εις τα χαλάσματα εκείνα να εθάπτοντο και οι χρησμοί του Καπετάνιου, και να ησύχαζε κ' εκείνος από τας τόσον διεγερτικάς του φαντασίας.

* * *

Τέλος ήρχισαν να σημαίνωσιν οι κώδωνες των ναών, κατά διαταγήν της ιεράς Μητροπόλεως εκείνο το έτος όλοι ομού εν ηδυμόλπω αρμονία διαλαλούντες τα εκφαντορικόν της Αναστάσεως κήρυγμα εις την ορθοδοξούσαν των Αθηνών πόλιν, όπερ εγένετο αιτία, το πάλαι, να σαρκασθή εν αυτή ο μέγας των Εθνών Απόστολος. Και πού να ήξευραν οι ευγενείς και εύμουσοι εκείνοι αστοί ότι η πόλις των, η λευκή από των ειδωλικών μαρμάρων, η τόσον ευσεβούσα τοις ξοάνοις, ώστε και αγνώστω θεώ βωμόν να συντηρή, έμελλε διά του κηρύγματος εκείνου του ενθεαστικού ν' ανακτισθή, διά των αιμάτων των τέκνων της, λευκή πάλιν και όλη πεντελησία, αλλ' ουχί πλέον ανά ένα βωμόν έχουσα δι' έκαστον εκ των ψευδών εκείνων θεών, αλλά πολλούς ωραίους ναούς δόξαν του Ενός και Μόνου εν Τριάδι Θεού…

Η καρδία του κυρ-Μιχάλη επληρώθη κατανύξεως. Πρώτην φοράν ευρέθη νήφων κατά την φωτολαμπή της Αναστάσεως νύκτα. Και ως ήτο μελαγχολικός από την απουσίαν του αγαπημένου του Καπετάνιου έδειξεν ένα πρόσωπον πολύ ιεροπρεπές, όπερ καθίστατο ακόμη μεγαλειωδέστερον με το σάρκωμα εκείνο το βασιλικόν εν μέσω του μετώπου του.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Αλλά μόλις είχον φθάσει επάνω εις την είσοδον, και είχον ανοίξει την θύραν, και ιδού εμφανίζεται ως σκιά εκεί, σαν να παρεμόνευε να κατέλθη εις το υπόγειον, άνθρωπός τις υψηλός, ξηρός, οστεώδης, πολιός, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον, όστις σπεύδων, ασθμαίνων, καταβαίνει αμέσως την κλίμακα συμπαρασύρων κάτω και τον κυρ-Μιχάλην και ανακραυγάζων:

— Χριστός βοσκρές!

Ήτο ο Καπετάνιος. Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.

* * *

Ο Καπετάνιος, εκ της Ανατολικής Ελλάδος καταγόμενος, ανήκων εις στρατιωτικήν του τόπου οικογένειαν, ορφανός γονέων απομείνας, κατέφυγεν εις τον στρατόν. Υπαξιωματικός δε ήδη ων, ευρέθη οπαδός των Ναπαίων, του εν Ελλάδι τότε ρωσσικού κόμματος, ανδρωθείς με τα ωραία όνειρα της Μεγάλης Ιδέας. Πάσαν συμπλοκήν του μετά ληστών, ευφάνταστος ων, εμεγαλοποίει εις μεγάλην αιματηράν μάχην· και δι' ενέργειαν εκλογών αποστελλόμενος εισήρχετο εις τας επαρχίας εν θριάμβω ως εν καταλήψει εχθρικής χώρας, με το ωραίον παράστημά του, με τον δασύν του πώγωνα, τον μαύρον μύστακα, και τους μαύρους του οφθαλμούς. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν. Πάσαν δ' υπόνοιαν ερεθισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κυκλοφορούσαν εις την Ωραίαν Ελλάδα, το κέντρον των Ελλήνων τότε, υπελάμβανεν ως πόλεμον υπέρ της πατρίδος του πάντοτε, διά την οποίαν, τω εφαίνετο αι Δυνάμεις ηγρύπνουν διαρκώς, σχεδιάζουσαι τον τρόπον του μεγαλείου της. Εις το απλούν αυτού δωμάτιον, παρά το Μοναστηράκι, δύο αντικείμενα επέσυρον την προσοχήν του εισερχομένου. Ο περίφημος χάρτης του από Φερών δημοτικού ψάλτου, και χρυσόδετον βιβλιάριον, η «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων». Με τον χάρτην εκείνον ωνειρεύετο εξαπλουμένην πάλιν την φυλήν του, εις δε το βιβλιάριον, οδηγηθείς παρά τινος μοναχού, ανεγίνωσκε χρησμούς και οπτασίας. Ακούσας δέ ποτε παρά τινος ενθουσιώδους Ναπαίου ότι υφίσταται και δρα, προ πολλού εθνικός τις Σύλλογος η Ανάστασις καλούμενος, του οποίου τα μέλη στενώς συνδεόμενα ως άλλη τις Φιλική Εταιρεία, οφείλουν να πιστεύουν ότι την νύκτα της Αναστάσεως θα εγερθή ο Άγιος Βασιλεύς οπού κοιμάται τώρα εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, και ότι όπου και αν ευρίσκωνται οφείλουσι να αγρυπνώσι την νύκτα της Αναστάσεως πάντοτε, επιλέγοντες προς αλλήλους το σύνθημα Χριστός Βοσκρές, ήτοι Χριστός ανέστη· έως ίδωσι τον Άγιον Βασιλέα εγειρόμενον και αναβαίνοντα ενδόξως επί τον πατρικόν θρόνον του Γένους. Αυτά μόνον περί του Συλλόγου γνωρίζων, εσκέφθη ότι τούτο είναι ένα ισχυρότατον έρεισμα της Μεγάλης Ιδέας· και ήρχισε μετ' ολίγον να κατηχή οπαδούς ο ονειροπόλος εκείνος Καπετάνιος. Είχε δε αρκετά προοδεύσει, θερμώς υπό των Ναπαίων ενισχυόμενος.

Ότε δε τέλος εξερράγη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Καπετάνιος, ανθυπολοχαγός ων, ποθών να γνωρίση εκ του σύνεγγυς «το ξανθόν γένος», όπερ έμελλε κατά τους χρησμούς να βασιλεύση επί της Επταλόφου, εστράτευσεν εις Ρωσσίαν και αιμάτωσε τότε την ειρηνικήν σπάθην του. Τότε, κατά την επάνοδόν του, ηθέλησε να προσκυνήση και την Αγίαν Σοφίαν, εν η από χρόνων συνεκέντρου όλους τους πόθους του. Ήτο πρωία. Η ονειρώδης Επτάλοφος ήτο σκεπασμένη υπό τον αερώδη πέπλον της ακόμη, υφ' ον, ως διά νεφελωμάτων αραιών, απέστιλβον χρυσαί ακωκαί μιναρέδων και χρυσοσκεπείς θόλοι παλατιών και σκηνωμάτων, εν μέσω κήπων και κυπαρίσσων.

Χωρίς να σταματήση αλλαχού, κατηυθύνθη αμέσως εις το περίκλυτον του Ανθεμίου μεγαλούργημα. Τα πλατέα και σύνδενδρα αυτού προαύλια ήσαν έρημα. Δερβίσαι τινές μόνον, με τας κωνοειδείς κιδάρεις των, και χόντζαι με τα λευκά μανδήλια, ενίπτοντο εις τας δροσεράς εκεί κρήνας, ενώ άλλοι εισήρχοντο εις τον δουλεύοντα ναόν διά την πρωινήν των προσευχήν. Επλήρωσε την ωρισμένην είσοδον, εφόρεσεν εμβάδας και εισήλθεν ο Καπετάνιος, συντετριμμένος την καρδίαν, με ψυχήν οδυνωμένην. Ότε, διελθών τους δύο χρυσούς προναούς, ευρέθη υπό τον πανύψηλον θόλον, εσταμάτησεν η αναπνοή του. Εξόχου μεγαλειότητος ευρυχωρία εν μαλακώ φωτί ηπλούτο περί αυτόν σιωπηλή, ήρεμος, νεκρά. Γύρω-γύρω αι μακραί διπλαί στοαί, καλλικίονες, εκοιμώντο, τυλιγμέναι εις τα χρυσά αυτών μουσειοπλαστήματα. Εις τας γωνίας του κεντρικού θόλου έτρεμον άνω, τω εφάνη, πτερυγίζοντα τα χρυσά των Εξαπτερύγων πτερά, και υψηλά επάνω, εις ύψος αιθέριον, τα αυθάδη του Κορανίου γράμματα εκάλυπτον την μακρόθυμον του Παντοκράτορος μορφήν. Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα. Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. Τότε είς γηραιός χόντζας παραμονεύων, ελθών ηρέμα εκ των όπισθεν, έθλιψε φιλανθρώπως τον ώμον του Καπετάνιου, εκφωνήσας:

— Γιουνάν; (Έλλην;)

Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής:

— Εδιάβασες τα χαρτιά μας— παιδί μου. Το κατάλαβα. Βλέπεις εδώ; Και επέδειξεν εις τον Καπετάνιον σημεία τινα επί των πλακών κάτω, εκεί οπού ακριβώς παρετήρει μετ' επιμονής εκείνος. Εδώ ανοίγει κλαβανή, εξηκολούθησεν ο γηραιός χόντζας· και καταβιβάζων ακόμη την φωνήν του προσέθηκε: Και καταιβαίνομεν κάτω εις τα υπόγεια . . .

Ο Καπετάνιος ανεσκίρτησε· διότι έβλεπεν αίφνης ότι ήσαν αληθή όσα ανεγίγνωσκεν εις τους χρησμούς του. Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα:

— Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . .

Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως.

— Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . . .»

Εις την φοβεράν περιέργειαν του Καπετάνιου προσετίθετο ήδη άλλη φοβερωτέρα, ποίος να είνε αυτός ο γέρων χόντζας, ο γνωρίζων την γλώσσαν του, ο γνωρίζων την θρησκείαν του.

— Ο παπάς ολόχρυσος, μαρμαρωμένος, εξηκολούθησεν ο γέρων, μετά της αυτής προφυλάξεως. Ο διάκος ολόχρυσος, μαρμαρωμένος. Δεξιά ο πρωτοψάλτης μαρμαρωμένος εις το στασίδι του, αριστερά ο λαμπαδάριος μαρμαρωμένος εις το στασίδι του. Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . . .

Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα:

— Χριστός βοσκρές!

Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως.

Έως τώρα διηγήθη όσα γενικώς αφηγούντο και οι οθωμανοί εις τους ημετέρους, κολακεύοντες τας παραδόσεις των, αλλ' ήδη ακούσας την αναφώνησιν αυτού, εχάρη υπερβαλλόντως· συνελθών έθλιψε την χείρα του Καπετάνιου και κατεφίλησε συνάμα αυτόν ως αδελφόν του και επανέλαβε και αυτός ηρέμα: Χριστός βοσκρές!

Το «Χριστός βοσκρές», ως είπομεν, ήτο σημείον μυστικόν των μεμυημένων εις τας περί του αγίου Βασιλέως παραδόσεις και πιστευόντων εις την ανάστασίν του. Εννόησαν αμέσως και οι δύο ότι ήσαν μέλη της αυτής εταιρείας της Αναστάσεως. Τότε ο γέρων διηγήθη πλέον εις τον Καπετάνιον αφόβως ότι είνε χριστιανός εις το κρυφόν, υπηρετών εν τω ναώ, έως ου αξιωθή να ίδη τον άγιον Βασιλέα, διότι η κρύπτη η άγουσα κάτω εις τον υπόγειον ναόν μόνον την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου ανοίγει· και μακάριος, όστις ευρεθή την στιγμήν εκείνην παρών και κατέλθη. Και προσεγγίζων ήρχισε να ψιθυρίζη εις το ους του Καπετάνιου:

Ο νεκρός ήδη και θέα λελυμένος

Οίδασι πολλοί καν μηδείς τούτον βλέπη.

Μηνόκρανον, μείλιχον, πραΰν, υψίνουν . . .

Και μετ' ολίγον με πλέον χαμηλήν φωνήν προσθέτει:

Εις τα δεξιά τα μέρη

άνδρα εύρητε γενναίον,

ισχυρόν και ρωμαλέον . . .

Εις τον Καπετάνιον ουδεμία πλέον απέμεινεν αμφιβολία ότι ο γέρων εκείνος, ο μουσουλμάνος εξωτερικώς, ήτο ομόφυλος και ομόθρησκος, και επί πλέον εκ των μεμυημένων, οίτινες αναμένουσι την εξέγερσιν του αγίου Βασιλέως. Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .

— Το μπακαλόπουλο, διηγείτο προς αυτόν ο γέρων την επομένην νύκτα, φιλοξενών πλέον τον Καπετάνιον εν τω κελλίω του, εν τοις προαυλίοις της αγίας Σοφίας, το μπακαλόπουλο, εμβήκεν από την πίσω πόρτα του αγίου Βήματος, η οποία ανοίγει μόνον το Μέγα Σάββατον το βράδυ και έπειτα μένει κλειστή όλον τον χρόνον. Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . . .

Αλλ' επάνω εις τας διηγήσεις των αυτάς, τας εξαισίας, χωροφύλακες συνέλαβον και τους δύο προδοθέντας υπό κατασκόπων, οίτινες παρεφύλαττον αυτούς, υποψιασθέντες από τα εν τω ναώ κινήματά των· και ο μεν γέρων δεν εφάνη πλέον πουθενά, ο δε καπετάνιος εξορισθείς εις Αφρικήν εκινδύνευσε τον έσχατον κίνδυνον και ως διά θαύματος διαφυγών, επανήλθε μετά δεκαπενταετίαν εις Αθήνας ξηρός και οστεώδης και πολιός, άνευ πώγωνος, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον.

Αλλά κατά την μακράν αυτήν απουσίαν του, τα πνεύματα διεστράφησαν εν τη πόλει. Οι Ναπαίοι εξέλιπον, και μετ' αυτών τα ωραία εκείνα όνειρα περί Επταλόφου. Η δε Μεγάλη Ιδέα, ήτις εμέθυε την παρελθούσαν γενεάν ιεράν και ένθεον μέθην, είχε προ πολλού αποθάνη, είχε ταφή και είχε λησμονηθή, ως λησμονείται πας νεκρός. Εις τα μεγάλα κέντρα ουδείς ανεγνώριζε πλέον τον σαρακοφαγωμένον Καπετάνιον, ο δε λόγος του, ο τόσον ένθους άλλοτε, περιεφρονείτο και ενεπαίζετο από την νέαν γενεάν. Τότε περίλυπος, απηλπισμένος, φεύγων τους πολυθορύβους κύκλους, στερρώς δε εμμένων εις τα ονειροπολήματά του εκείνα τα οποία όσον από τους άλλους επεριφρονούτο τόσον εις αυτόν εγίνοντο ιερώτερα, επεριπάτει μίαν ημέραν εις τας σκολιάς οδούς του Ψυρή, αναζητώντας μοναστικόν δωμάτιον, όπως αφανής θρηνή εκεί τα νεκρωθέντα όνειρά του. Η κυβέρνησις τον είχεν επαναφέρει εις τας τάξεις του στρατού με τον βαθμόν του υπολοχαγού. Τότε, παρά τον άγιον Δημήτριον, μίαν εσπέραν, ανεκάλυψε βαθύ θολωτόν υπόγειον, ως τεθαμμένην εκκλησίαν. Εις την θύραν του κλάδος ελαίας και μία ερυθρά σημαία εμαρτύρουν ότι κάτω υπήρχεν οινοπωλείον. Κατήλθε με χαράν εις το βάθος εκείνο, διότι τω εφαίνετο ότι ο κόσμος τον απώθει. Έμεινεν εκστατικός πάραυτα. Υπό τας υγράς εκείνας καμάρας και τας πολυδαιδάλους στοάς τω εφάνη ότι έβλεπεν αναπαράστασιν των φημιζομένων υπογείων της Αγίας Σοφίας, ως τω παρέστησαν ταύτα εν τη Πόλει άλλοτε. Ιδίως τράπεζα εκείνη, η από επιταφίου πλακός, με τα βυζαντινά γράμματα και τας βυζαντινάς γλυφάς, τω εφάνη ως η υμνουμένη κλίνη του καθεύδοντος αγίου Βασιλέως, ή ώσπερ η κλίνη η Σολομώντειος, η «κυκλουμένη από δυνατών εξήκοντα».

Ο κυρ-Μιχάλης, περιποιητικός πάντοτε, τον κατεγοήτευσε με τας περιποιήσεις του και τον κατέθελξε βασιλικώς με το σάρκινον εκείνο στέμμα του. Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα. Και ούτω σχετισθείς με τον αφελή κυρ-Μιχάλην εμύησεν αυτόν εις την ωραίαν παράδοσιν, όστις έγεινεν ένας εκ των στενωτέρων φίλων του, πεισθείς ότι αφεύκτως εις την επαλήθευσιν των χρησμών θα μετώκει εις την Βασιλεύουσαν. Και εφαντάζετο πολύ ταχείαν την επαλήθευσιν. Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν.

* * *

Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως. Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

— Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους.

— Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της:

— Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι. Το αγόρασεν ένας λούσιος αλεξανδρινός να το χαλάση και να κτίση μεγάλην οικοδομήν, και μας βγάζουν από το υπόγειον . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα επεθύμει αληθώς να σωθή από την παρουσίαν του Καπετάνιου, αλλ' όχι με αυτόν τον τρόπον, απομένουσα φερέοικος. Δι' αυτό εθλίβη κατάκαρδα. Εσώζετο ίσως ο άνδρας της από τον Καπετάνιον— εσκέπτετο— αλλ' έχανε την σειράν του. Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν.

Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ- Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Είνε αληθές φαίνεται, ότι αι επιθυμίαι των ανθρώπων ουδέποτε δύνανται να πραγματοποιηθώσιν άνευ λύπης επακολουθούσης.

Αληθώς οι Βυζαντινοί εκείνοι υπόγειοι θόλοι μετ' ολίγους μήνας δεν υπήρχον εν τη πόλει, ήτις ολονέν μετεμορφούτο, επιμόνως απεχθανομένη παν βυζαντινόν . . . Εις δε την θέσιν των, ανηγέρθη παμμεγέθης οικοδομή, επί των προπυλαίων της οποίας εσώζετο μέχρι τινός πλαξ επιταφία, από σαρκοφάγου, φέρουσα γεγλυμμένα επάνω βυζαντινά γράμματα και γλυφάς θρησκευτικάς. Η πλαξ εκείνη ήτο η μαρμαρίνη τράπεζα επί της οποίας άλλοτε ο εξαφανισθείς έκτοτε Καπετάνιος έσπευδε τα δάκρυά του μαζί με τον αφρώδη του κυρ-Μιχάλη ρητινίτην, προσφωνών τον εν τη ψυχή του κοιμώμενον Άγιον Βασιλέα διά του συνθηματικού χαιρετισμού:

— Χριστός βοσκρές!

Ενώ ο κυρ-Μιχάλης από μίαν μικράν παραζάλην συσκοτισμένος αντεχαιρέτιζεν ως συνήθως με τα παραμορφωμένα λατινικά του:

— Δόμινους Μπαμπίσκους!

* * *

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή. Εχάθησαν τα ίχνη και των δύο, ως χάνονται τα επί της θαλάσσης ίχνη του ταξειδεύοντος πλοίου. Αληθές είνε ότι τους πρώτους μετά την κατεδάφισιν μήνας του βυζαντινού εκείνου κτιρίου, εφαίνετο εις άκρον συγκεκινημένος ο ταλαίπωρος Καπετάνιος, ως ένας σαστισμένος μάλλον· δεν τον εχωρούσε κανένας τόπος· τας πρώτας ημέρας τον έβλεπαν όλοι υψηλόν, οστεώδη, με τον σαρακωμένον μύστακα να κάθηται εις την Ωραίαν Ελλάδα εις το μεγαλείτερον κέντρον της πόλεως, τω καιρώ εκείνω, εις την γωνίαν την αριστεράν επί της διασταυρώσεως των οδών Ερμού και Αιόλου, εν μέσω στενωτάτου κύκλου μελών τίνων της εταιρείας της Αναστάσεως, ήτις υφίστατο ακόμη, αλλά ψυχορραγούσα πλέον, περιγράφων εις αυτούς πότε την μυστηριώδη εκείνην επίσκεψίν του εις την Αγίαν Σοφίαν, και πότε τας θλίψεις και την πείναν του εις την εξορίαν του εν Αφρική, εύελπις όμως πάντοτε περί της επαληθεύσεως των χρησμών μίαν ημέραν. Εκεί μόνον ησθάνετο πλέον κάποιαν αναψυχήν, και επραΰνετο το σκυθρωπόν του πρόσωπον. Ότε συνήγοντο γύρω του εκεί και τον ηκροώντο εν περιέργω συνωστισμώ, ως συνωστίζονται οι άεργοι όρθιοι περί τους χαρτοπαίζοντας εν τοις καφενείοις, νεοφερμένοι από τας επαρχίας, και μάλιστα γηραιοί τινες φουστανελλοφόροι, της επαναστάσεως σεβαστά λείψανα, φέροντες καταφανείς τας ουλάς των από του εθνικού πολέμου πληγών των, ή τας εκτομάς από του μαρτυρίου των εκ μέρους του τούρκου, ενώ ο Καπετάνιος βλέπων προς τους μεγάλους χρυσούς καθρέπτας του εθνικού, να είπωμεν, εκείνου καφενείου, ωμιλούσεν, ερρητόρευε· και εκεί οπού ωμιλούσεν ηλλοιούτο αίφνης, αλλοίωσιν φανταστικήν πάσχων. Έλαμπον οι οφθαλμοί του, ως άλλοτε κάτω εις το βυζαντινόν εκείνο υπόγειον του Ψυρή, εκινούντο με μορφασμούς ποικίλους και παραστατικούς τα χείλη του· αι χείρες του ανεπαισθήτως εφέροντο προς το ήσυχον σπαθίον του, όπερ εβροντούσε τότε ειρηνικώς και πραέως, ως βροντούν του αρχιερέως τα ιερά άμφια, όταν αυτά περιβάλλεται. Και τότε κυττάζων γύρω τους ακροατάς του οπού με αγαλλίασιν τον έβλεπον, τους έλεγε:

— Δεν είναι δυνατόν, παιδιά μου, να διαψευσθώσιν οι χρησμοί. Αυτό να το ξεύρετε!

Αλλά τούτο δεν διήρκεσε πολύ. Το εθνικόν εκείνο καταφύγιόν του, η Ωραία Ελλάς, μετ' ολίγα έτη, ήλλαξε κ' εκείνο όψιν.

Κατεδαφίσθη, καθώς και το θολωτόν του άλλοτε υπόγειον. Εκείνα τα έτη καταφθάσαντες από την Πόλιν οι λεγόμενοι Χαυγιαροχανίται Χρηματισταί, με της τσέπαις των γεμάταις λίραις και τα χέρια των χαρτιά, μετέβαλλον αυτό εις πρόχειρον Χρηματιστήριον. Περί τα δύο υαλιστερά του σφαιριστήρια ιστάμενοι όρθιοι, οι νεοφερμένοι εκείνοι της Πόλεως, και τείνοντες τας χείρας απειλητικάς προς αλλήλους, ωπλισμένας όμως όχι με φονικά όπλα αλλά με αβλαβή χαρτία, και μετοχάς τραπεζών και εταιρειών αρτισυστάτων, ηλάλαζον φωνασκούντες απειλητικώς αριθμούς, εν οχλοβοή και ταραχή ωργισμένων ανθρώπων, ετοίμων να έλθουν εις χείρας, οπού ο Καπετάνιος δεν ημπορούσε πλέον ούτε να καθίση εκεί, όχι να ομιλήση. Ότε δε μίαν ημέραν είδε πολλούς και από τα παλαιά μέλη της Εταιρείας της Αναστάσεως, οι οποίοι μεταμορφωθέντες εις μεσίτας επωλούσαν εκεί και ηγόραζαν, διδαχθέντες από τους νεήλυδας, χαρτία, τότε πλέον δεν ηδυνήθη να κρύψη τον πόνον του εδάκρυσεν οδυνηρώς εμβριμώμενος, ανεστέναξε βαθειά και έγεινεν άφαντος. Ούτε εφάνη πλέον πουθενά εντός της πόλεως. Διϊσχυρίζοντο όμως τινές ότι τον έβλεπον συχνά διατρίβοντα ή περιδιαβάζοντα εις τους όπισθεν της Ακροπόλεως λόφους πότε μόνος πότε με τον κυρ- Μιχάλην, όστις χηρευμένος πλέον και ασφαλής από κάθε εξέλεγξιν, δεν τον εγκατέλιπε ποτέ, αισθανόμενος πάντοτε άρρητον ηδονήν να ακούη την εξήγησιν των χρησμών περί του Αγίου Βασιλέως, και να εντρυφά εις τα σύνορα μιας απεράντου Ελλάδος, να σχεδιάζη δε το καφενεδάκι οπού πολύ γρήγορα, καθώς επέμενε, θα άνοιγεν απέξω από την Αγίαν Σοφίαν. Έως ου μίαν χιονώδη πρωίαν οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις την θορυβοποιόν τότε Εφημερίδα μίαν θλιβεράν όντως είδησιν, εις τα ψιλά εκείνα συνθέματα της οπού εγράφοντο με ιδιαιτέραν πάντοτε χάριν και ευφυίαν, ότι επάνω εις τον λόφον του Μνημείου του Φιλοπάππου, μέσα εις μίαν σπηλαιώδη σχιμάδα, ευρέθη το πτώμα πτωχικού γηραλέου ανθρώπου με σαρακωμένον τον μύστακα, σκεπασμένον με ένα στρατιωτικόν μανδύαν, το οποίον εκράτει σφιγκτά εις τας αγκάλας του δύο χρυσοδεμένα βιβλία, τον χάρτην του Φεραίου και την συλλογήν των Χρησμών και Προρρήσεων περί του αγίου Βασιλέως. Εν μέσω αυτών ήτο στερρώς εσφηνωμένη ιδιόχειρος του αποθανόντος διά μολυβδίδος σημείωσις λέγουσα.

— Ηγρύπνησα, εσκέφθην, και είπα: Τάδε λέγει Κύριος:

Παιδί μου κυρ-Μιχάλη! Ημπορεί να κάμουν τας Αθήνας Χρηματιστήριον της Ανατολής, καθώς μου είπες ότι ελέχθη χθες εις την Βουλήν, αλλ' οι Χρησμοί δεν είνε δυνατόν να διαψευσθούν. Δεν είναι δυνατόν. Αυτό να το βγάλουν από τον νουν τους. Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. . . . Όποιος ζήση! . . .

Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η Εφημερίς· αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς. Το πτώμα αυτό ανεγνωρίσθη αμέσως ότι ήτο του Καπετάνιου, του ονειροπόλου εκείνου της Μεγάλης Ιδέας μυσταγωγού, όστις ευρέθη εκεί από ένα αστυφύλακα, ξεπαγιασμένος, την παγεράν εκείνην πρωίαν, μέσα εις την χιονισμένην σχισμάδα του αρχαίου Μνημείου.

 

αρχή

 



 

1902

Πρώτα-πρώτα οι γρυπαράδες είχον αντιληφθή τον κίνδυνον. Αργά, πολύ αργά σχολάσαντες από την επίπονον εργασίαν των, είχαν καθήσει πλέον, κάτω εις την άμμον, παρά το κύμα, μεσάνυχτα σχεδόν, να δειπνήσουν, υπό το φως φαναρίου το οποίον απεκρέμασαν από τινος κονταρίου κάπου εκεί, δίπλα εις την αλιάδα των, η οποία πλυθείσα πλέον ήτο διπλαρωμένη εκεί, ένας ολογάλαζος γρύπος κατακαίνουργος. Επάνω εις δύο καπνισμένας πέτρας τοποθετημένη η βαθεία χύτρα, εκόχλαζεν ακόμη υπό την επιτήρησιν ενός νεαρού τρατάρη όστις βιαίως υπεδαύλιζε την πυράν της οποίας αι φλόγες επέψαυον σχεδόν το πρόσωπόν του. Το χωρίον εκοιμάτο πλέον. Ότε ένα αιφνίδιον θαλασσάκι ανερρίπισεν όλον τον λιμένα, οπού ήσαν αραγμένα διάφορα μικροκάικα από τα εκτελούντα την ακτοπλοΐαν των Σποράδων. Σαν να εσύριξεν όφις ή δράκων.

Οι γρυπαράδες όλοι με τάσπρα μανδήλια έχοντες δεμένον τον κούκον των, τσεσμελήδες φιλόπονοι και αγαθοί, παρακαθήσαντες γύρω άρχισαν ήδη να τρώγουν όλοι από το αυτό βαθύ πινάκιον, την κρεμοειδή ψαρόσουπαν, την οποίαν μόνον αυτοί ξεύρουν να παρασκευάζουν από λογιών-λογιών ψάρια, πετρόψαρα· τρώγοντες δε συνωμιλούσαν ηρέμα, ή αστειεύοντο αναφέροντες επεισόδια του αλιευτικού αυτών βίου γελαστά και σπαρταρίζοντα, καθώς σπαρταρίζουν τα ποικίλα είδη των ιχθύων μέσα εις τον βαθύν σάκκον του δικτύου λαμπυρίζοντα επαργύρους λάμψεις.

— Αύριο να τραβήξουμε, παιδιά, για τον Τσουγκριά. Έχουμε καιρό να πάμε. Και είναι καιρός της ζαργάνας. Σεπτέμβριος μήνας, και πέφτει εκεί ψάθα.

Δεν ετελείωσε την ομιλίαν του ο καπεταν Γιάννης, μ' ένα μεταξωτό μανδήλι εις τον σκούφον του γύρω, και παραιτήσας το κουτάλι έξαφνα λέγει·

— Δεν μ' αρέσει, παιδιά, ο καιρός απόψε. Και έρριψε βλέμμα περίφροντι προς την ωραίαν τράταν του. Αλλ' έως ου καλοκκυτάξουν όλοι την θάλασσαν, ήρχισεν ένα δυνατό αεράκι να σφυρίζη από μέρος του σιρόκου με όλα τα προμηνύματα μιας τρικυμίας, τα οποία ως αναφρικιάσεις έφθαναν έως εις την ακτήν Σαγανάκια μαύρα και ύποπτα.

— Την τράτα με όλα τα παιδιά!

Διατάσσει τότε ο καπεταν Γιάννης· και αμέσως ευρέθη από το δείπνον προς την θάλασσαν. Τα παιδιά τον ακολουθούν και αρχίζουν εν τω άμα εργασίαν επίπονον ν' ασφαλίσουν την γαλάζιαν των τράταν η οποία ανακινουμένη από των βιαίως επερχομένων κυμάτων, ήρχισε να κτυπά επί της μαρμαρίνης προκυμαίας, με κοντάρια και κωπιά απομακρύνοντες αυτήν από την σκάλαν.

Όλα τα μικροκάικα συγχρόνως, τα οποία ήσαν αραγμένα, ήρχισαν να χορεύουν ατάκτως, το έν μετά το άλλο σαλευόμενα επί των κυμάτων, χορόν παράδοξον και θαλασσινόν, θαρρείς και κάποιος αόρατος παιγνιδιάτορας τα εξηρέθισεν εις συρτόν παράδοξον. Εις μίαν στιγμήν ο άνεμος στραφείς έστρωσεν εις τον σιρόκον.

Ο λιμήν της κώμης, εστραμμένος προς νότον, είναι ασφαλής και διπλούς, έν δε μέρος μόνον αυτού ανοικτόν εις τον σιρόκον, εκάστοτε από τον άνεμον τούτον υποφέρει, ιδίως τους φθινοπωρινούς μήνας ότε συχνά υπόκειται εις τας παραφόρους πνοάς του. Ετούτο δε γνωρίζοντες οι γρυπαράδες έσπευσαν να εξασφαλίσουν την τράταν, φοβούμενοι μη ευρεθώσιν εκτεθειμένοι κατόπιν, όταν θα ήτο αδύνατον να προλάβουν τον κίνδυνον, όστις εκρήγνυται αμέσως και αποτόμως ως από μήνιν Θεού.

Αλλ' ήτο αποφασισμένον ως φαίνεται να κινδυνεύσουν αυτήν την νύκτα. Διότι μετ' ολίγον εξερράγη αληθώς η τρικυμία ακατάσχετος, με βίαν και αγριότητα μαινομένων θηρίων, λύκων και τίγρεων, τα οποία ωρύοντο ως επί του σταδίου πηγαινοερχόμενα περί την κονίστραν με λύσσαν βοράς. Ο σιρόκος είχεν εμφανισθή τωόντι με όλην του την μανίαν. Τα κύματα, εξεγειρόμενα αλλεπάλληλα, επήρχοντο το έν μετά το άλλο κατά του μικρού λιμένος, τον όποιον πάραυτα εκ του πυθμένος συνετάραξαν, να τον αναποδογυρίσουν, θαρρείς, ως αναποδογυρίζει τηγανητής τας τηγανιζομένας μαρίδας.

— Βοήθεια! ήρχισαν να κραυγάζουν τότε οι αλιείς, μη προφθάσαντες ν' ασφαλίσουν την τράταν των.

— Βοήθεια! αντήχει η κραυγή των πενθίμως εις όλην την κοιμωμένην κώμην επάνω, ως λυγμός θρηνούντων.

Η βία του σιρόκου ήτο ακατάσχετος, τα κύματα, υπερπηδήσαντα μετ' ολίγον τα κρηπιδώματα της προκυμαίας, επλημμύρησαν την αγοράν, περιλούσαντα τα προαύλια των μαγαζείων και τους ωραίους ευκαλύπτους της παρά την αποβάθραν μικράς πλατείας. Τα δε πλοιάρια παρασυρθέντα ήρχισαν να συγκρούωνται επί των μαρμάρων της προκυμαίας.

— Βοήθεια! εξηκολούθουν να φωνάζουν οι γρυπαράδες, των οποίων η τράτα η ολογάλαζη είχε διπλαρώσει επί της αποβάθρας, κινδυνεύουσα να θραυσθή.

Τότε και οι κάτοικοι εξεγερθέντες έσπευσαν με τα φαναράκια προς τον λιμένα, ασκεπείς και ημίγυμνοι, με της γούναις εις της πλάταις των.

Νύκτα-μεσάνυκτα και σκοτάδι πίσσα!

Ο ουρανός ούτε εφαίνετο. Κύματα και σύννεφα έγιναν όλα έν. Και μόνον ο άγριος μυκηθμός του ανέμου ηκούετο συνεχής και αδιάπτωτος ως βοή εξατμιζομένων μηχανών, περιτυλίσσων αγρίως τας θρηνώδης κραυγάς των νησιωτών, οίτινες υπερανθρώπους προσπαθείας καταβάλλοντες ηγωνίζοντο να περισώσωσι τα πλοιάριά των θαλασσώσαντες μέχρι της οσφύος. Τότε συγχρόνως μέσα εις την γενναίαν αυτήν των στοιχείων αναταραχήν, ήρχισε να κτυπά και η καμπανίτσα της Παναγίας της Λημνιάς, ψηλά εις τον βράχον, πίσω εις της Πλάκαις, επαυξάνουσα τον κίνδυνον:

— Νταν! Νταν! Νταν!

Αι άγριαι του σιρόκου ριπαί, ως μυκηθμοί ταύρου ηχούσαι, αναλαμβάνουσαι τους ασθενείς της καμπανίτσας ήχους ως γόους μεμονωμένους, διέσπειραν αυτούς ανά το χωρίον, το οποίον ήτο πλέον ανάστατον· και ήκουες ανοίγματα θυρών και ήκουες βηματισμούς εσπευσμένους, και ήκουες κλαυθμούς νηπίων, ως να εισέβαλον αίφνης συμμορίαι πειρατών προς σύλησιν και απαγωγήν.

Ο λιμήν ήτο πλήρης ανθρώπων, άλλων εν τη θαλάσση πεσόντων και άλλων θεωρούντων από της προκυμαίας, ή διδόντων παραγγέλματα σωτηρίας.

Ο καπεταν Μήτρος, απόμαχος πλέον πλοίαρχος, πιασμένος τους πόδας, ακουμβισμένος ύπτιος επί του παραθύρου του κοντά εις την λυχνίαν, με το σιγάρο στο στόμα διαρκώς διέτασσε :

— Σία! . . . Άλλα! . . . αβάρα! . . .

Εν ω τα φαναράκια των σπευδόντων εις τον λιμένα αναιβοκατέβαινον.

Ούτως αι κραυγαί των νησιωτών των εν τω λιμένι, οι ολολυγμοί των γυναικών, αίτινες έκλαιον επάνω εις τον βράχον, οι θρήνοι των παιδίων, όλα απετέλουν συμφυρμόν επώδυνον μέσα εις την βαθείαν του μεσονυκτίου σκοτίαν, τον οποίον καθίστα πικρότερον ό ήχος της καμπανίτσας της Παναγίας της Λημνιάς, σημαινούσης ακόμη την παράκλησιν.

— Νταν! Νταν! Νταν!

Η Βγένα η καπετάνισσα ήτο οπού εσήμαινε με τόσην λαχτάρα την καμπανίτσα της Παναγίας της Λημνιάς, του καπεταν Βγενιού η σύζυγος, μια υψηλή και εύσωμος ανδρογυναίκα.

Το σχοινάκι της καμπανίτσας ήτο υψηλά, συρμένον προς . . . τα ένδον του ναΐσκου, από μίαν οπήν επάνω-επάνω της πύλης, διά να μη τα φθάνουν τα παιδιά το βράδυ, και σημαίνουν ασκόπως εις τα παιχνίδια των, ανησυχούντα τον ιερέα.

— Αυτού να το μαζεύης, Παϊσία! έλεγε προς την νεωκόρον ο ιερεύς, ο παπα-Λάμπρος, κ' εγώ με το ραβδί μου το φθάνω.

Πράγματι εις τον εσπερινόν και τον όρθρον ο Παπα-Λάμπρος ένας κοντός και γηραλέος εφημέριος, αναβαίνων εις μίαν μεγάλην πέτραν, χρησιμεύουσαν εκεί ως σκαμνίον, το ετραβούσε με την στραβολεκίτσα του μετά κόπου πάντοτε, κινδυνεύων να εξαρθρωθή, και εσήμαινεν ήχους διακεκομμένους και κλαυθμηρούς.

— Νταν! Νταν! Νταν! Νταν!

Και η Βγένα η καπετάνισσα, υψηλή ως ήτο, το κατεβίβασεν ευκόλως με την χειρ της, και ήρχισε να σημαίνη εντρόμως και παλμικώς, σύμφωνα με τους τρομώδεις παλμούς της ταραχθείσης εκ του φόβου καρδίας της.

Και συνάμα εψιθύριζε παραπονουμένη:

— Του είπα του βλοημένου. Κάτσε καπεταν Βγενιέ. Δεν μ' αρέσει ο καιρός. Θα ποδίσης και θα υποφέρης. Κάτσε. Ο βλοημένος δεν μ' άκουσε. Και ο καιρός έδειχνε από το μεσημέρι, πως ήτανε σκανδαλισμένος. Είδα εγώ τα θεμέλια· ήταν βουρκωμένα γύρω-γύρω.

Και η καμπανίτσα εσήμαινε!

— Νταν! Νταν! Νταν!

Συνήχθησαν μετ' ολίγον αρκεταί γυναίκες του χωρίου έντρομοι, με τας μανδήλας λυτάς, τυλιγμέναι 'ς τα σάλια,— πρωτοβρόχια Σεπτεμβρίου και ήτο υγρασία μεγάλη και ψύχρα εις την υγράν πολίχνην— βαστάζουσαι μπουκαλάκια με λάδι, βαστάζουσαι θυμιάματα και λαμπάδας. Η γρηά Μυρώδαινα είχε πέντε υιούς, όλους μπαρκαρισμένους. Έσπευσε με πέντε κεράκια να τ' ανάψη 'ς την Παναγία την Λημνιά. Η χήρα η Μισιργούδα είχε μια βρατσέρα κληρονομιά του μακαρίτη οπού είχε το πρωί αποπλεύσει διά την Κύμην και έσπευσε έντρομος, με λαδάκι:

— Παναγία 'ς το Πέλαγο! Παναγία 'ς το Πέλαγο!

Εφάνη μετ' ολίγον ο γέρων ιερεύς, ο Παπα-Λάμπρος ερχόμενος, κοντός και πολιός, με τ' ασπροκίτρινα ως από λινάρι γένεια, κινδυνεύων ν' αναρπαγή ως αερόστατον υπό του ανέμου όστις είχεν ανασηκώσει τα ράσσα του προς την κεφαλήν του:

— Έλα, παπά μου! εφώνησεν αμέσως η Βγένα η καπετάνισσα αφήσασα το σχοινίον με δύναμιν προς τα κάτω ώστε ήχησε πάλιν μονάχη της η καμπανίτσα: Νταν! Νταν!

Η Βγένα, του καπεταν Βγενιού η σύζυγος, ήτο γνωστή διά την ευλάβειάν της εις όλον το χωρίον.

Το μεγάλο ασημένιο στεφάνι της Παναγίας της Λημνιάς αυτή το είχεν αφιερώσει. Μίαν ολομέταξον ποδιάν άσπρην από βροχόν με λωράκια γαλάζια, διά το αναλόγιον της Παναγίας, αυτή την είχεν υφάνει. Ήτο η Παναγία η Λημνιά, η προστάτις της Βγένας και του χωρίου όλου. Εις κάθε κίνδυνον θαλάσσης, εις πάσαν τρικυμίαν αι νησιώτισσαι έτρεχαν να διαβάσουν παράκλησιν· και εισηκούοντο πολλάκις αι δεήσεις των, και έκαμπτον το θείον τα δάκρυά των. Στην επάνω γειτονιάν κτισμένη η εκκλησία σύρριζα εις τον βράχον του Σχοινά και κατέναντι του σιρόκου ήτο ως προπύργιον απόρθητον, θαρρείς, του ατιθάσσου ανέμου, του οποίου πολλάκις είχε διακόψει την βίαν και την ορμήν, όριον ηγιασμένον γαλήνης και σωτηρίας, ουχί μόνον διά τους εις τον λιμενίσκον εκείνον εισπλέοντας και ορμούντας, αλλά και διά τους μακράν εις τα πελάγη τα μεγάλα κινδυνεύοντας εις ώρας τρικυμιών ενώπιον των οποίων προσκαλουμένη παρίστατο η Παναγία η Λημνιά, άλλοτε ως φανός καθοδηγών εν μέσω των υφάλων, και άλλοτε ως ναύκληρος διατάσσων τα δέοντα, και άλλοτε ως κυβερνήτης πηδαλιούχος με την ακτινοβολούσαν ουράνιον αίγλην της περί την κεφαλήν, με το μεγάλον της πρόσωπον και τα μεγάλα της μάτια. Διά τούτο ήτο γεμάτη αφιερώματα η Παναγία η Λημνιά! Παιδάκια, χεράκια, ματάκια, όλα ασημένια, εκρέμοντο εκεί εκ σχοινίου μεταξωτού οριζοντίως επάνω εις την εικόνα προσδίδοντα αίγλην και λάμψιν θαυμαστήν. Αλλά προ πάντων ασημένια καραβάκια και βαρκίτσαις ήσαν εκεί εν μέσω των αναθημάτων. Το κόττερο του καπεταν Ανδρέα που εγλύτωσε σε μια σοροκάδα, σαν αυτή τώρα· γολέτα του καπεταν Μαΐστρου φορτωμένη κάρβουνα ολίγον έλειψε, να καή όταν έπιασαν φωτιά τα καρβουνάδικα στην Πόλι· η βάρκα του μπάρμπα Γιαννιού, οπού ανετράπη έξω από το λιμάνι από ένα σαγανάκι και δεν έπαθε τίποτε· όλα ήσαν εκεί εις την Παναγίαν την Λημνιάν αναθήματα. Ακόμα και ο γυιος του καπεταν Λούσου οπού έπεσε στην θάλασσαν και επρόφθασε να πη μόνον: «Παναγία μου Λημνιά μου» και αυτός ανέκειτο εκεί ασημένιος με ολόχρυσον το πρόσωπον σαν άγιος. Ήτο αρχαία εικών και μεγάλη η Παναγία η Λημνιά με το μεγάλο πρόσωπο και τα μεγάλα μάτια, την οποίαν είχον φέρει εις την νήσον ως εφέστιον αυτών λατρείαν εκ της μεγάλης Λήμνου αποικήσαντες ποτέ λήμνιοι εις την μικράν νήσον. Τρία μεγάλα πιθάρια είχαν χωμένα οι επίτροποι ως τον λαιμόν εις το υπόγειον διά το προσφερόμενον λάδι της Παναγίας της Λημνιάς, της οποίας η κανδήλα ήτον ακοίμητος. Από μόνον δε το απόκηρον ενός έτους συνετηρείτο κατά το πλείστον ο ναός.

— Δόσε μου την Παναγίαν την Λημνιάν, Παϊσία μου! έλεγεν ο γέρων εφημέριος ο Παπά-Λάμπρος και δεν θέλω τίποτε άλλο.

Αλλά μεταξύ όλων των αναθημάτων διέπρεπεν έν αργυρούν έκτυπον ευμέγεθες και τορευτόν και επίχρυσον, παριστάνον ένα πλοίαρχον εις τρεις διαφόρους στάσεις. Ασκεπής εδώ, με την κόμην φρίσσουσαν εν τω κινδύνω ίστατο όρθιος επί της πρύμνης του πλοιαρίου του, μιας βρατσέρας δώδεκα πήχεων, με το μακρουλόν ως αυγόν κεφάλι του, κρατών το πηδάλιον και αναβλέπων προς τα ιστία. Παρέκει, πεσμένος ο ασημένιος καπετάνιος εις το πέλαγος, εκολυμβούσε να σωθή μόλις ανατείνων την μακρουλήν κεφαλήν του από μέσα από τα κύματα ως κολοκύνθιον χρυσούν. Εις το άλλο ανάθημα το ανθρώπινον αποτύπωμα παρίστα κυβερνήτην σκεπτικόν, με την μακρουλήν κεφαλήν του πάντοτε, σκυθρωπόν ιστάμενον ενώπιον του τεταραγμένου πελάγους, εμπρός εις την πρώραν, ωσάν φιγούραν ξυλίνην από κάτω από τα φλόκια. Ήτο ο καπεταν Βγενιός, με την μακρουλήν ως αυγόν κεφαλήν αυτού, οπού τρεις φοραίς, εκινδύνευσε και τρεις φοραίς διεσώθη διά της θαυμασίας επισκιάσεως της Παναγίας της Λημνιάς. Αυτά δε και τα τρία εκτυπώματα, τα αργυρά και επίχρυσα, τα οποία τόσον πλουσίως εστόλιζαν την θαυματουργόν εικόνα, η Βγένα η καπετάνισσα τα παρήγγειλεν εις τον άριστον χρυσοχόον του χωρίου, τον Αποστόλην τον Χρυσοφόν, με τ' όνομα, όστις, κατ' απαίτησιν δεισιδαίμονα της Κυρά Βγένας, νύκτα μεσάνυκτα τα ειργάσθη, εις τρεις νύκτας συνεχείς, τόσας ώρας καθ' εκάστην δουλεύων αυτά όσον έφθανε να καώσι τα σαράντα κεράκια, όσα ήναπτεν εν τω οίκω της η Βγένα, η καπετάνισσα, γύρω-γύρω 'ς τον κοιτώνα της, εμπρός 'ς τα εικονίσματα δεομένη εν συνοδεία μυστηριώδει του χρυσοχόου του γείτονος, του οποίου το μικρόν σφυρίον ηκούετο κρουόμενον επί του αργύρου, ως να εκράτει το ίσον εις τας δεήσεις της προσευχομένης γυναικός.

Εφόρεσεν αμέσως το επιτραχήλι του ο ιερεύς και εμπρός εις την Παναγίαν την Λημνιάν ήρχισε να διαβάζη την Παράκλησιν, από μέσα από το Αγιασματάριόν του, ένα παμπάλαιον βιβλίον πεποικιλμένον από τα κηροστάγματα, με την φωνήν τρομώδη και κλαυθμηράν, την οποίαν κλαυθμηροτέραν καθίστα ολονέν η κλαίουσα έξω τρικυμία και αι αδιάκοποι κραυγαί των νησιωτών, οίτινες έδραμον κάτω εις τον λιμένα να σώσουν τα κινδυνεύοντα πλοιάριά των, από τα οποία εγέμισεν ο λιμενίσκος, παρασυρθέντων ήδη από τα κύματα και των φελουκίων, τα οποία ήσαν συρμένα έξω εις την άμμον.

— Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς! απήγγελλεν ο ιερεύς εις την αρχήν εκάστου τροπαρίου της Παρακλήσεως.

— Παναΐτσα μου Λημνιά μου! επανελάμβανεν η Βγένα η καπετάνισσα, κύπτουσα μέχρι του μαρμαρίνου του ναΐσκου εδάφους, εν μέσω των άλλων γυναικών προεξάρχουσα, αίτινες την εμιμούντο εις όλα, εις τας αναφωνήσεις, εις τας γονυκλισίας, εις την συγκίνησιν, ενώ τα παραθυρόφυλλα εσείοντο υπό των αγρίων του ανέμου ριπών να καταπέσουν μαζί με τους ρεζέδες, η δε στέγη ανεταράσσετο ν' αναρπαγή εις τον αιθέρα υψηλά μαζί με τας κεράμους της, αι οποίαι συνεκρούοντο μετακινούμεναι, ως να ειργάζοντο μαΐστορες ξανασυρταί επάνω, και αναρπαζόμεναι ενίοτε κατέπιπτον εις την εγγύς μικράν πλατείαν ή εθραύοντο με κρότους μεμονωμένους και τρομακτικούς, με απήχημα θλιβερόν θραυομένων αγγείων επί κηδεία νεκρού.

Από έν δελόφρακτον κατέναντι παράθυρον όπισθεν του δεξιού χορού, εφαίνετο το πέλαγος μαύρον και απειλητικόν, ο δε παπα-Λάμπρος στρέφων συχνά- συχνά εκεί τα όμματα, εκύτταζε με τα γυιλιά του τα μεγάλα και σείων την κεφαλήν του εν απελπισία εξηκολούθει την Παράκλησιν.

«Των παθών μου τον τάραχον η τον Κυβερνήτην τεκούσα Κύριον και τον κλύδωνα κατεύνασον . . . . .»

— Παναΐτσα μου Λημνιά μου! Επήδεν η Βγένα, προεξάρχουσα πάντοτε των δεομένων γυναικών, ανάψασα ήδη μίαν μεγάλην λαμπάδα, της οποίας το μέγα φως κινούμενον σπασμωδικώς υπό του ανέμου, ωρυομένου διαρκώς διά των χασμάδων των παραθύρων, προσέδιδε μίαν μυστηριώδη και υπερφυσικήν κίνησιν εις την Αγίαν Εικόνα, ήτις ενόμιζες ότι εσαλεύετο υπό των κυμάτων άλλοτε υψουμένη επί της κορυφής αυτών, και άλλοτε βυθιζομένη εις το σκοτεινόν κοίλωμά των.

Ήρχοντο στιγμαί πολλάκις μεγαλοπρεπείς εν τη μανία του υγρού στοιχείου, οπού καθώς διά του υελοφράκτου παραθύρου διεκρίνοντο τα φουσκωμένα εκείνα κύματα, με όλον τον αναιβοκαταιβαίνοντα σάλον του πελάγους, εφαίνετο ότι ολόκληρος ο ναΐσκος της Παναγίας της Λημνιάς εκεί επάνω εις την άκραν του βράχου οπού ήτο— παρασυρθείς υπό των κυμάτων, ως πλοίον απολέσαν τας αγκύρας του, εσαλεύετο επ' αυτών, βαίνον ταχέως προς τον καταποντισμόν. Και όταν εις τας στιγμάς εκείνας τας μεγαλοπρεπείς εσήμαινεν η καμπανίτσα του υπό του ανέμου κινουμένη, θαρρείς κ' εκρούετο ο κώδων μπάρκου κλυδωνιζομένου, αναγγέλλων τον κίνδυνον.

Ήδη αληθινοί θρήνοι έφθανον εκ του λιμένος επάνω εις τον βράχον του ναΐσκου. Η βοή του σιρόκου η ακατάβλητος εκόμιζε τώρα μέσα εις τον ναΐσκον λυγμούς και θρήνους, εκόμιζε και των ναυαγίων τα τριξίματα, τα οποία ριπτόμενα κατά του μαρμαρίνου κρηπιδώματος του λιμένος εκρότουν θραυόμενα.

Η τρικυμία επεκταθείσα είχεν εισορμήσει πλέον μέσα εις την πόλιν εν πλημμύρα φοβερά. Αι γυναίκες των πρώτων επί της παραλίας οικίσκων εκάλουν βοήθειαν, να προφθάσουν τα ύδατα, τα οποία ήρχισαν να εισρέουν εις τα κατώγια με κίνδυνον κατακλυσμού.

Κλαύματα παιδίων, τα οποία έντρομα επετάχθησαν έξω γυμνά και φοβισμένα, επικλήσεις μητέρων, κραυγαί ανθρώπων από τα μαγαζεία, οπού τα ύδατα της θαλάσσης εισρεύσαντα ήρχισαν να παρασύρουν τα βαρέλια του οίνου και των σαρδελών ως φελούκια, αι φωναί των γρυπαράδων, οίτινες επάλαιον ακόμη άπρακτοι να σώσουν την τράταν ημιλυθείσαν εις τα ζυγώματα, ο πονετικός θρήνος του μπάρμπα Γιαννιού, του οποίου εθραύσθη διαλυθείσα ολοτελώς η βαρκίτσα του η ψαράδικη κ' έκλαιε! αχ! μωρέ παιδιά! όλα αυτά τα φοβερά απηχήματα έφθανον εις τον ναόν μέσα οπού ο γηραιός ιερεύς ασκεπής πλέον, με τα άσπρα σαν λιναρίσια μαλλιά του και τα άσπρα σαν λιναρίσια γένεια του, εξηκολούθει τα τροπάρια της παρακλήσεως με τόνον επιτακτικόν ανθρώπου ευρισκομένου κάτω εις τον λιμένα, εν τω κέντρω των καταστροφών.

«Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε . .»

Και ανεγίγνωσκε τώρα το Ευαγγέλιον, ότε μία άλλη φωνή κινδύνου ως θρήνος μακρυνός πνιγομένου εξήγειρε την Βγέναν την καπετάνισσαν, κύπτουσαν εκεί υπό το αγιασματάριον του ιερέως και βαστάζουσαν επί της κεφαλής της το επιτραχήλιόν του.

— Αρρόδο, καπεταν Βγενιέ! αρρόδο!

Εγερθείσα εν τω άμα εστάθη προς στιγμήν ακίνητος με τα μεγάλα μάτια της η Βγένα, η καπετάνισσα, υψηλή και εύσωμος γυνή, ατενώς προβλέπουσα τα μεγάλα της Παναγίας της Λημνιάς μάτια, τα οποία ήσαν τα μόνα ακίνητα τόσην ώραν εκεί οπού όλα εκινούντο φρίσσοντα υπό τας τρομώδεις του ανέμου πνοάς. Εστάθη ακίνητος με τα ακίνητα μάτια της, σαν να ωμίλει με τ' ακίνητα της εικόνος μάτια.

— Αρρόδο, καπεταν Βγενιέ! αρρόδο όσο μπορείς! . .

Επετάχθη τότε όλη βλέπουσα προς το παράθυρον όθεν εφαίνετο το πέλαγος. Εσκέφθη να φύγη αμέσως αλλά πώς ναφήση την παράκλησιν, αμαρτία της εφαίνετο, εν ω ο παπα-Λάμπρος επροχώρει προς το τέλος ψάλλων τώρα τα Μεγαλυνάρια και θυμιάζων γύρω τον ναόν και τας γυναίκας.

— Γρήγορα, παπά μου, κάμε γρήγορα, θα σώσω!

Και έκαμνεν σταυρούς και μετάνοιαις, έβλεπε και από το παράθυρον δύο σκοτεινόμαυρα πράγματα οπού αναιβοκατέβαινον προ της εισόδου του λιμένος, θέλοντα να εισπλέσουν και παρασυρόμενα πότε υψούμενα ως δύο ιστία ανοικτά πλην έτοιμα να καταβιβασθώσι, και πότε αφανιζόμενα. Ο όγκος ο πέτρινος του Μπουρτζίου διεγράφετο φοβερός εκεί πλησίον των. Και όπισθεν— πάλιν άλλος όγκος πέτρινος, ο μώλος του Σχοινά, εσχημάτιζε την είσοδον του ενός λιμένος ως σιαγών ορθάνοικτος να τρακανίση παν το οποίον έμελλε να εμφανισθή εκεί, βορά τρισαθλία.

Αυτήν την φοράν η κραυγή ουδόλως διέφερε του θρήνου· τόσον έτρεμεν η κραυγάζουσα φωνή!

— . . . . «Δέξαι παρακλήσεις αναξίων σων οικετών . . .» έψαλλεν ο ιερεύς.

— Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον.

— Ο καπεταν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου!

Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη. Αι άλλαι γυναίκες την εκύκλωσαν, και ιδούσαι το πέλαγος εφώνησαν και εκείναι αλαλάξασαι.

— Παναγία μου! Λημνιά μου!

— Βάρδα από τον Μώλο, καπεταν Βγενιέ!

Ηκούσθη πάλιν η θρηνώδης εκείνη κραυγή του καπεταν Μήτρου οπού από το παράθυρόν του, παλαιός αυτός καπετάνιος, διέτασσεν.

«— Πάντων προστατεύεις αγαθή . . . . .

Έψαλλε θρηνητικώτατα τώρα ο εφημέριος, κάμνων ακόμη και τας συνήθεις εις το τέλος της παρακλήσεως γονυκλισίας. Αι γυναίκες τον εμιμήθησαν.

— Παναΐτσα μου! Λημνιά μου! Εδέετο η Βγένα η καπετάνισσα και εκραύγαζεν:— Η βρατσέρα μου! αυτή είναι . . . . Αυτή είναι.

Και ατενίζουσα ολονέν προς τον λιμένα, εις μίαν αίφνης αναλάμψασαν αστραπήν ανεφώνησεν:

— Ο καπεταν Βγενιός! Πίσω στην πρύμη, ξεσκούφωτος, με το μακρουλό κεφάλι του, μούσκεμα. Γεμάτη νερό η κουβέρτα . . . . .

— . . . . Και λύτρωσον ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως . . .»

Εξηκολούθει ο ιερεύς.

— Αχ! πάει! θα πέση 'ς τον Μώλο! Δεν θα καβαντσάρη!

— Κουράγιο, καπεταν Βγενιέ. Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, καπεταν Βγενιέ!

Ηκούσθη πάλιν από του λιμένος φωνή· η φωνή του καπεταν Μήτρου.

— Κύττα, παπά μου! Κύττα και συ! διέκοψε κατά τας τελευταίας αιτήσεις η δεομένη την παράκλησιν, και σπεύδουσα να εξέλθη και πάλιν επιστρέφουσα.

— Δεν βλέπω, παιδί μου! υπέλαβεν ο γέρων.

— Να! εκεί δα εκείνα τα δυο πανάκια. Αχ! . . . Θα πέση επάνω 'ςτο Μπούρτσι! Να, ο καπεταν Βγενιός! πιστίλι, μούσκεμα! Δεν του το είπα του βλουημένου!; . . .

Και σταυροκοπουμένη και γονυπετούσα εδέετο.

— Παναγία μου!

Την στιγμήν εκείνην ελαφρά και ηπίως, ως κρουσθείς άργυρος, έτριξεν η Παναγία η Λημνιά με όλα τα ασημικά της χαρίσματα.

Μίαν λάμψιν εφάνη ότι άφησαν τα μεγάλα τα μάτια της τα αμυγδαλωτά, λάμψιν συγχυσθείσαν με την επαναληφθείσαν αστραπήν, και η βρατσέρα η κινδυνεύουσα εχάθη με τα δύο πανάκια της πίσω από τον πέτρινον όγκον του Μπουρτζίου.

Εκεί δε οπού τόσην ώραν αναιβοκατέβαιναν τα δύο διάβροχα ιστία, μόνον τα μεγάλα και φουσκωμένα κύματα εσάλευαν πλέον, ωθούμενα προς τα έξω και συγκλονίζοντα την Βγέναν την καπετάνισσαν ως οικτρόν ναυάγιον να την ρίψουσι, θαρρείς, προς τους βράχους.

— Θα τρέξω κάτω, παπά μου! Είπεν έκφρων η Βγένα η καπετάνισσα.

Και αληθώς έκαμε κίνησιν βιαίαν τώρα να σπεύση εις τον λιμένα, αλλ' από την ευλάβειάν της ανεκόπη πάλιν να τελειώση η παράκλησις, ήτις πράγματι ετελείωνε πλέον, ότε και η κυρά Βγένα σαν αστραπή έγεινεν άφαντος.

— Κουράγιο, καπεταν Βγενιέ! ενεθάρρυνε πάλιν ο καπεταν Μήτρος.

* * *

Και ιδού όπισθεν του Μπουρτζίου, εις τον δεύτερον λιμένα, όστις δεν προσεβάλλετο υπό του σιρόκου, προέβαινεν ανασουσουρωμένη ως όρνις μετά την αλεκτορομαχίαν η βρατσέρα του καπεταν Βγενιού, ήτις προβάσα ακόμη ολίγον εις μέρος υπήνεμον, ηγκυροβόλησε με τας δύο αγκυρίτσας της.

Ο κρότος της αγκυροβολήσεως έφθασεν επάνω γλυκύς και ιλαρός ως μολπή ευφρόσυνος της σωτηρίας.

Τότε και ο γέρων ιερεύς έλεγε το «Δι' ευχών» ενώπιον της εικόνος της Παναγίας της Λημνιάς, ήτις, ακίνητος πάντοτε, με τα μεγάλα μάτια της, φορτωμένη τ' ασημικά της εκυριάρχει, Δέσποινα απροσμάχητος, εν μέσω του ωρυομένου εκείνου σάλου του υγρού στοιχείου, όπερ εξηκολούθει ολονέν να μυκάται και να απειλή, ανακινούν τον λιμένα και την καμπανίτσαν της Εκκλησίας της, ήτις εγλυκοκελάδει ακόμη κατά διαλείμματα άλλας παρακλήσεις άλλων γυναικών!

— Νταν! Νταν! Νταν!

 

αρχή

 



 

1907

Είχε διαβάσει εις το Ευαγγέλιον, αλλά και πολλαίς φοραίς του εξηγούσεν ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο πνευματικός της νήσου, με τα μεγάλα μάτια και την χονδρήν φωνήν, πως η ψυχή είνε πλέον πολύτιμον πράγμα από το σώμα, και, αν την χάση κανείς, με τίποτε πλέον, ουδέ με τον κόσμον όλον, δεν ημπορεί να την εξαγοράση . . . Το επίστευεν αυτό, και περισσότερον ακόμα επίστευε την φωνήν του Γέροντα, οπού χονδρά-χονδρά αντηχούσεν έως μέσα εις την καρδίαν του πάντοτε:

— «Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; . . .»

Διά τούτο ο Γεωργάκης της Λιμπέρταινας δεν ελυπήθη τόσον, όταν έμαθε τον θάνατον της μητέρας του, όσον τώρα, οπού εξημέρωνε το ψυχοσάββατον, το πρώτον ψυχοσάββατον, μετά τον θάνατόν της. Η σκούνα, με την οποίαν εμπαρκάρισεν ως ναύκληρος, ήτο αραγμένη εις μίαν έρημον ακτήν, παρά την είσοδον του Ελλησπόντου, από παρακαιρόν. Είχον φορτώσει τούβλα από τη Μασσαλίαν, προωρισμένα διά τον σιδηρόδρομον της Ανατολής, τα οποία έπρεπε να παραδώσουν εις Νικομήδειαν, και εξ αιτίας ισχυρών βορείων ανέμων εχασομερούσαν τώρα τόσαις ημέραις έξω από το Σιτλί-Μπαχάρ.

Από το πρωί ακόμα, την Παρασκευήν, σαν εκύτταξε την Σύνοψιν, επάνω εις την πρωινήν του προσευχήν, τον κατέλαβε μία βαθυτάτη μελαγχολία, όταν είδε πώς εξημέρωνε ψυχοσάββατον εις την ερημίαν εκείνην, τόσον, οπού ελησμόνησε να δώση εργασίαν εις το πλήρωμα. Και σαν να του κακοφάνη ολίγον του πλοιάρχου, όστις ήτο αγανακτισμένος και από τον καιρόν. Αλλά καλόβολος φυσικά, ως ήτο, ο καπεταν Γιάννης και ανοιχτόκαρδος, δεν τον ήλεγξε πολύ πικρά τον νεαρόν ναύκληρον, γιατί τον εγνώριζε «περήφανον στη δουλειά του» πάντοτε. Αλλ' όταν, εξελθών από το καμάρι πίσω αφού έπιε τον καφέ του, είδε τους ναύτας να ξετινάζουν τα ράντσα των, τας κρεμαστάς των κλίνας, είπε προς τον λοστρόμον του, όστις ακκουμβισμένος επάνω εις την κωπαστήν παρηκολούθει τα κυλιόμενα πέραν αγρίως λευκά κύματα του Αιγαίου:

— Θυμήθηκες πάλι την μάννα σου! . .

Τούτο ήρκεσεν εις τον αγαθόν ναύκληρον να συνέλθη, να εννοήση το σφάλμα του και να προχωρήση προς την πρώραν.

— Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, εψιθύρισεν ο καπεταν Γιάννης τότε, ανάπτων το τσιγάρον του, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους . . .

— Καμμιά φορά όμως έχουν την ανάγκην μας και οι πεθαμένοι, υπέλαβεν ο νεαρός ναύκληρος με κάποιαν συστολήν.

Μετ' ολίγον επί κεφαλής του πληρώματος ο Γιωργάκης, ο ναύκληρος, ειργάζετο εις την συρραφήν μιας παλαιάς εσχισμένης μπούμας του πλοίου, την οποίαν είχον απλώσει επί του καταστρώματος. Συχνά δε ίστατο, με την σακκορράφαν την χονδρήν εις χείρας, βλέπων προς τους ιστούς επάνω περίφροντις μάλλον ή αφηρημένος.

— Θα της βράσουν τάχα κανένα πιατάκι κόλλυβα; διελογίζετο. Ποιος να φροντίση! Εκεί οπού στην αράδα θα λάμπουν στολισμένα τα κόλλυβα όλων των πεθαμένων του χωριού, εις την ενορίαν μας, αποκάτω από την εικόνα του Χριστού, κάθε ένα με το κεράκι του, κάθε ένα με τους χρωματιστούς του φιόγκους, θα είναι μαζί και το δικό της το πιατάκι, ευμορφοστολισμένο, με σταφίδες, με κουφέτα, με γαρύφαλα, με βαρακωμέναις μαντζουράναις και αρμπαρόρριζαις; Και δίπλα θα είναι και το καλό το σαμδανάκι μας, με μια λαμπαδίτσα κίτρινη, με μαύραις κορδέλλαις; Ποιος να σου τα κάμη αυτά, πτωχή μου μαννούλα! Θα σου ζυμώσουν τουλάχιστον καμμιά λειτουργιά; θα σε μνημονεύση κανένας παπάς;

Και προσεπάθει να κρύψη τα μάτια του, οπού άρχισαν να βουρκώνουν.

— Α! παιδιά! Ως το μεσημέρι να την ξενετάρωμε! απέτεινε τότε παρακέλευσιν προς τους ναύτας, οπού γύρω γύρω συνέρραπτον το παλαιόν εκείνο ιστίον, ο καθένας με την σακκορράφαν του και με το πέτσινο γάντι του.

Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς:

— Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα! Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . .

Και ανεστέναξε βαθέως:

— Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .

Και μετ' ολίγον:

— Να ήμαστε το ελάχιστο σε κανένα λιμάνι απόψε, σε καμμιά σκάλα, νάβγω να πάω στην εκκλησιά ταχυά το ψυχοσάββατο! . . . Να σου ανάψω ένα κεράκι το ελάχιστο! . . .

Και του ήλθε τότε εις την ανάμνησιν το τελευταίον γράμμα της εξαδέλφης του, οπού του έγραφε για τον θάνατον της μητέρας του, στην Μαρσίλια· εκεί οπού φόρτωναν τα τούβλα· το είχε μέσα εις το κόρφο του, σαν φυλακτό, το γράμμα εκείνο, και το είχε μάθει απόξω νεράκι;

— Όταν θάφευγες, του έγραφεν η Λουξανιώ, η εξαδέλφη του, ήταν χαρούμενη· θυμάσαι με πόσαις ευχαίς και με πόσαις χαραίς σε κατευώδωσε. Σαν να μη ήθελε να πονέσης εις τον υστερνόν σου εκείνον μισεμόν. Σαν νάξευρεν ότι για τελευταία φορά σε έβλεπε, και ήθελε με χαρά να σ' αποχαιρετίση, για νάχης για πάντα ως ευχή της, την χαρά. Την είδες! την θυμάσαι! Ελαβε δύναμιν, σαν από άνωθεν. Εσηκώθη επάνω, οπού είχε μήνες να σηκωθή από το στρώμα, και σου έσφιξε το χέρι και σ' εφίλησε:

— Στο καλό, παιδί μου! την ευχή μου, παιδί μου! Δεξιά και αριστερά η ευτυχίαις να σου έρχωνται, παιδί μου! . . .

Εσταμάτησεν εδώ τας αναμνήσεις του ο Γιωργάκης βουρκωμένος, και έσκυψε μέσα εις τον κόλπον του, προσποιηθείς ότι κάτι εμβήκε μέσα εις το μάτι του, διά να μη εννοήσουν οι ναύται.

Έπειτα πάλιν εξηκολούθησε την αποστήθισιν της επιστολής:

— Σαν κατέβηκες την σκάλα, να την έβλεπες! Πού ευρέθηκεν εκείνη η δύναμι! Θυμήθηκε τα νειάτα της. Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση:

— Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι.

— Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . .

Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις.

Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή! Εγονάτισε τότε μπροστά εις την Παναγίτσα μας, την Τριχειρούσα, κ' έκλαιεν:

— Αρί, Λουξανιώ, πώς τάφησα το παιδάκι μου και μούφυγε! Πώς τώκαμα αυτοδά, αρί. Δεν το κρατούσες, αρί να μη φύγη το παιδάκι μου; Δεν το κρατούσα, μαθές! . .

Κ' έκαμε μετάνοιαις εις την Παναγίτσα μας, κ' έκλαιε κλάματα κ' εφώναξε δυνατά:

— Δεν μ' έπαιρνες κι' εμένα μαζί . . .

Αλλ' επί τέλους επροδόθη ο ναύκληρος. Είδαν οι ναύται γύρω-γύρω τα βουρκωμένα τα μάτια του και ένας γεροντονιός, κοντός και καμπουράκος, με την κομμένη μύτη, οπού του την επήρε το διάκι σε μια φορτούνα, ο Καπότας, λέγει συνηθισμένος να παρεμβαίνη παντού:

— Αλήθεια, κυρ Γιωργάκη, σχωρέθηκε η γρηά!

— Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα;

— Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα!

Και προσέθηκε:

— Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη! Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . .

Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν' ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.

Ο μάγειρος, ένας νέος τσεσμελής, ένας ηλιοκαμένος και θαλασσοψημένος πρώην τρατάρης, μ' ένα άσπρο τουλουπάνι περί τον ναυτικόν του κούκου, χωμένος μέσα εις το ξύλινον οίκημα του μαγειρείου, εσυγύριζε τη φασολάδα για το «τσούρμο» και συγχρόνως εκαθάριζε σιτάρι διά τον καφέ, έτσι από καλωσύνη του και όχι από φιλάργυρον ιδιοτέλειαν, γιατί βλάπτει ο καθαρός καφές— έλεγεν εις τους ναύτας— στα νεύρα.

Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ' εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .

* * *

Και ήτο αληθινά αξιαγάπητος η κυρά Λιμπέριαινα, μία γυναίκα φιλάσθενος, κοντή και ξηραγγιανή, μία γερόντισσα, να είπωμεν, πλέον, οπού επέρασε την ζωήν της πολύ σεμνά και πολύ ταπεινά, χωρίς να ενοχλήση εις το παραμικρόν ποτέ τον άλλον. Ύστερα από ένα ταχυθάνατον γάμον της ουδέ εφαίνετο ποτέ έξω, κλεισμένη εις τον οικίσκον της μέσα, αυτή με την μακράν της χηρείαν, εν προσευχαίς και νηστείαις διάγουσα, ως άλλη Άννα Φανουήλ, και μόνον εις την γειτονικήν της Εκκλησίαν της Παναγίας της Λημνιάς επήγαινε σκυφτή- σκυφτή πρωί και βράδυ, παρακολουθούσα τους εσπερινούς και τους όρθρους, ως κανδηλανάπτρια. μ' ένα σάλι μαύρο σκεπασμένη. Αν είχε καμμίαν χαράν, η χαρά της ήτο μόνον το μοσχαναθρεμμένο παιδί της, ο Γιωργάκης της, τον οποίον επτά μηνών βρέφος της τον άφησεν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο καπεταν Λιμπέριος, ένας φιλήσυχος μικροκαπετάνιος, οπού απέθανε την ίδια νύκτα με το κότερό του, ένα εύμορφο και γλήγορο κότερο, οπού το πονούσε και από την γυναίκα του περισσότερον.

— Βοηθάτε με, για το Θεό, παιδιά! βοηθάτε με, εφώναζε την νύκτα εκείνην, οπού είχε σηκωθή μία αγρία παλαβονοτιά, αναστατώσασα όλον τον λιμένα της μικράς νήσου, ο οποίος είνε εκτεθειμένος εις την μανίαν της.

Ο καπεταν Λιμπέριος επάνω εις τον ύπνον του, εξαφνισθείς από τας αγρίας πνοάς του χειμερινού νότου εκείνου, κατέβη αμέσως εις τον λιμένα και εις ένα βράχον επάνω θαλασσωμένος, ξεσκούφωτος, και με τα άσπρο του εσώβρακον, σαν ο βρυκόλακας του λιμανιού, προσεπάθει να διασώση το ωραίον πλοιάριον, το οποίον παρασυρθέν είχε διπλαρώσει επάνω εις την βραχώδη ακτήν του λιμένος.

— Βοηθάτε με! έκλαιεν ολολύζων ο καπεταν Λιμπέριος μισοπνιγμένος μέσα εις τα αφρισμένα κύματα, και προσπαθών να πιάση από το μπαστούνι το κότερον, σαν παιδί από το χέρι, ο πτωχός, να το τραβήξη έξω . . .

Αλλ' ένα τελευταίον κτύπημα του λεπτοκαμωμένου πλοίου επί των υφάλων εκεί διέλυσεν αυτό πάραυτα εις ξύλα και σχοινία, ότε και ο καπεταν Λιμπέριος έξαφνα, σαν να εγλίστρησεν, ευρέθη φαρδύς-πλατύς μέσα εις τα άγρια κύματα, συγκυλιόμενος και αυτός μετά των άλλων ναυαγίων, μέσα εις τους γοερούς γογγυτούς των αφρών και του ανέμου.

Η πένθιμος είδησις την εύρε την κυρά Λιμπέριαιναν προσευχομένην, γονατιστήν, εμπρός εις την Τριχειρούσαν της, ενώ το παιδίον, το νήπιον, εκλαυθμύριζεν άυπνον μέσα εις την κούνιαν του παραδέρνον.

Αλλ' είχε πλάτος καρδιάς η αξία όντως γυναίκα αυτή και διήλθε νικηφόρος την θλιβεράν χηρείαν της, αφιερωμένη εις την ανατροφήν του τέκνου της, το οποίον ήδη, έφηβος είκοσιπενταετής, ήτο ο καλύτερος ναύτης της νήσου και ο συμπαθής ναύκληρος της σκούνας του καπεταν Γιάννη, απέξω από το Σιτλί-Μπαχάρ . . .

Εις το τελευταίον ταξείδι έμενε τρεις μήνας, σχεδόν όλον το φθινόπωρον, μαζί με την μητέρα του, η οποία υποφέρουσα από ένα επίπονον μαρασμόν είχε καταπέσει τελείως.

Ο χειμών πολύ πρώιμα εκραγείς και με ασυνήθη βίαν το έτος εκείνο, είχεν αποκλείσει ολοτελώς την μικράν νήσον με τας συνεχείς θυέλλας του και τας τρικυμίας του, ολίγας ημέρας μετά τον εις την νήσον καταπλούν της σκούνας, ήτις φορτωμένη σίδηρα παλαιά κατέβαινεν από την Πόλιν, κατευθυνομένη εις Μασσαλίαν.

— Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . .

— Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.

Κι εσιώπα κατόπιν σιγήν μακράν και νεκρικήν, γυρμένη από το ένα πλευρόν εις το προσκέφαλόν της, παρά την εστίαν, και βλέπουσα ατενώς προς έν σημείον της οροφής, ως εν θεωρία μυστική των ησυχαστών της αρχαίας Λιβύης.

Και ο Γιωργάκης, ο εύσωμος ναύτης, με τους κυανούς του οφθαλμούς, εν οις κατηυγάζετο, θαρρείς, το γλυκύ του Αιγαίου χρώμα, με ένα πρόσωπον στρογγύλον και πράον, στιλπνόν και άμωμον, ως η αθωότης, με μίαν χάριν άπλαστον και διαυγή, ως το νάμα του Ταξιάρχου μας, τρεις μήνας σχεδόν δεν απεμακρύνετο από το πενιχρόν κλινίδιον της μητρός του, ήτις γυρμένη, ως ήτο πάντοτε, του εφαίνετο σαν ζωγραφιά της Αγίας Φωτεινής της Σμύρνης, απαστράπτουσα αγάπην και στοργήν.

Πρωί πρωί της άναπτε την φωτιάν και της έψηνε τον καφέ της, που της είχε φέρει από το ταξείδι, εωσού να ξημερώση καλά και έλθη η εξαδέλφη του, η Λουξανιώ, μία πτωχή και ηλικιωμένη ξενοδουλεύτρα, οπού η δουλειαίς δεν την άφησαν να πανδρευθή, για να της σκουπίση, να της ξετινάξη το μενδεράκι της, και να της μαγειρεύση έπειτα κανένα φαγάκι, έχουσα δίπλα της και τη δουλειά της, το ράψιμό της, καμμιά φορά και τα λανάρια της.

— Δεν μου λες τίποτα, μητέρα! έλεγε καμμιά φορά ο Γιωργάκης, θέλων να διακόπτη την θλιβεράν εκείνην της μητρός του σιωπήν, οπού τόσον τον έθλιβε. Δεν μ' ερωτάς τίποτα!

— Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν.

— Καμμιά φορά όμως συνήρχετο. Η λήθη, η οποία την είχε σαβανώσει, ζωντανήν, διελύετο σιγά-σιγά, σαν να ξεδιπλώνετο κάτι από πάνω της, και τότε το ωχρόν χρώμα του προσώπου της ερρόδιζεν εύμορφα, ως όταν θέλη να βασιλεύση ο ήλιος. Μειδίαμα τότε εζωγραφίζετο εις τα σιωπηλά της χείλη, μειδίαμα ελαφρόν και γλυκύ, ως είναι γλυκύ το ηλιοβασίλευμα· οι οφθαλμοί της οι νεκροί εκείνοι και ακίνητοι, ως εξ υάλου ψεύτικοι, ανεζούσαν αίφνης κ' ελαμπύριζον κ' έπαιζον. Και τότε ενθυμείτο ότι υπάρχει, και ενθυμείτο ότι ζη. Ενθυμείτο ότι υπήρξε ποτε ομιλητική και διαχυτική, και ενθυμείτο τα αστεία της τότε και τα ωραία της τα δίστιχα· και υπανεγειρομένη από το ερημικόν κλινίδιόν της, εσπρώχνετο σιγά-σιγά προς την εστίαν, ως διά να συνδαυλίση την φωτιάν.

Τότε, ως απαντώσα εις παλαιάς του Γιωργάκη ερωτήσεις, χθεσινάς και προχθεσινάς, έλεγε, μ' ένα πένθιμον όμως πάντοτε μειδίαμα, μειδίαμα φεύγοντος, αποχαιρετισμόν, θαρρείς, θλιβερόν προς την ζωήν και τον κόσμον:

Γαϊτάνι πλέκω

και δεν αδειάζω.

Σαν τ' αποπλέξω,

σε κουβεντιάζω.

— Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή· ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας.

Και την έβλεπε τότε— εθάρρει— ο Γιωργάκης την μητέρα του νέαν ακόμη, φιλόπονον και ακούραστον, οπού ποτέ της δεν έλεγε, πως θα γηράση, αναιβοκαταιβαίνουσαν της σκάλαις, εις τα πρώτα της μακράς χηρείας της χρόνια, μαγειρεύουσαν, γελώσαν, προσπαίζουσαν. Την εφαντάζετο τότε την σεμνήν γραίαν κατά τας ευτυχείς εκείνας στιγμάς οπού του έλεγε τα τρυφερά δίστιχα, από τα οποία είχεν εις την μνήμην της ολόκληρον θησαυρόν, αλλά τον οποίον τώρα είχε θάψει τόσον βαθειά η πένθιμος νόσος. Την εφαντάζετο ανασκουμπωμένην και ολόχαρον, κατασκευάζουσαν εκείναις της ωραίαις λαχανόπητταις, οπού ήσαν γεμάταις με χαράν παρά με καυκαλίθραις.

— Τι έγιναν εκείνα τα χρόνια, μαννούλα μου!

— Τι έγιναν εκείνα μαθές, παιδάκι μου! . . . Και τότε ίστατο και την έβλεπε και αυτός σιωπηλός και ακίνητος. Την εκύτταζεν, ως εν απορία προς το αιώνιον πρόβλημα της ζωής, το οποίον ιδού ανωρθούτο ενώπιόν του μαύρον, ως φάντασμα, ως ο σκελετός εκείνος με το δρέπανον . . .

— Διατί να γηράσκωμεν! και διατί να αποθνήσκωμεν!

— Όμως ευσεβής, ως ήτο, κ' ευλαβής χριστιανός, κατώρθωνεν ευκόλως να πραΰνη την ψυχήν του, παρηγορών εαυτόν και την μητέρα του με την μόνην αληθινήν παρηγορίαν:

— Έννοια σου, μητέρα. Στην άλλη ζωή να είσαι καλά. Εκεί να περάσουμε καλά, εις την αιώνιον Βασιλείαν. Να ιδής εκεί χαραίς αληθιναίς, αθάναταις χαραίς.

* * *

— Μετά το γεύμα ο καιρός έδειξε σημεία βελτιώσεως καταφανή· η Ανατολή ήρχισε να καθαρίζη από τα μαύρα εκείνα νέφη, τα οποία είχε τόσον πυκνά σωρεύσει επί του Αιγαίου ο μαΐστρος τόσας ημέρας πνέων. Η Θράκη εξ άλλου φαεινώς ελαμπύριζεν εις το χαμήλωμα εκείνο του ηλίου, τα δε άγρια του Ελλησπόντου κύματα κατέπιπτον ολονέν, εωσού το πέλαγος το Αιγαίον, ήρχισεν όλον γοητευτικώς να γαλανίζη· και από το βάθος του ορίζοντος, κάτω πολύ, και οπίσω από την Τένεδον, σημεία ελαφρά νοτίου ανέμου εσχηματίζοντο.

— Βίρα, παιδιά, διέταξε μετ' ενθουσιασμού ο καπεταν-Γιάννης, ιδών τα καλά του καιρού προμηνύματα.

Πάραυτα οι ναύται ευρέθησαν εις τας θέσεις των.

— Να ξεμουδιάσουμε λιγάκι, παιδιά! προσέθηκεν αμέσως.

— Αλέστα! εφώναξε με την κομμένην μύτην του ο κοντός ο Καπότας, πεθαίνων για το τιμόνι, «να κάμνη τον καπετάνιο».

Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.

Ως πτηνά συγχρόνως, ανάλογοι ναύται εθεάθησαν επάνω εις τους εξαρτισμούς του πλοίου, το οποίον ιδού άνοιξεν ένα-ένα τα πανιά του, και ταλαντευθέν επιχαρίτως δεξιά και αριστερά εξεκίνησεν ελαφρά, ως πάπια ξεκολλήσασα πλέον από το έλος, αφού εξετίναξε με χαράν τα δυο κοντά πτεράκια της.

Άφρισεν αμέσως εμπρός εις της μάσκαις της το θαλασσάκι, απ' εδώ και απ' εκεί, και μία ελικοειδής κίνησις συγχρόνως εσημειώθη επί της επιφανείας της θαλάσσης.

Ο Καπότας, κοντός και κυφός, με την κομμένην μύτην, εκάθισεν αμέσως εις το τιμόνι, έχων τα μάτια του διαρκώς εις την κατέναντί του πυξίδα και σοβαρευόμενος με κωμικήν ακινησίαν. Ο καπεταν- Γιάννης καταχαρούμενος εφουμάριζεν εις την πρύμνην διασκευάζων με μίαν παράταξιν δελφίνων, υπερηφάνως εξελισσομένην προ του Ελλησπόντου, ο δε Γιωργάκης, αφηρημένος πάντοτε, ακκουμβών επάνω εις την κωπαστήν, έβλεπε με λαιμαργίαν ευλαβή ένα ερημοκκλησάκι, το οποίον κατάχρυσον εις το ηλιοβασίλευμα εστόλιζε την κορυφήν εκεί ενός λοφίσκου.

— Φύσα, χρυσέ μου, φύσα! ηκούσθη ο καπεταν Γιάννης, αποτεινόμενος προς το ούριον αεράκι.

Η σκούνα εμβαίνει ήδη εις τον Ελλήσποντον ως νύμφη εις την παστάδα. Αι πνοαί του μπάτη προσκόπτουσαι επί των ιστών της και των σχοινίων και των λοιπών του εξαρτισμού πλεγμάτων, αποτελούσιν ηδυπαθή αρμονίαν καλλιφώνου μουεζίνη, ψάλλοντος επί του μιναρέ το γλυκύτατον κιντί, του δειλινού την παθητικήν προσευχήν.

Ιδού το Σιτλί-Μπαχάρ, το αληθινόν θαλάσσιον κλειδίον, επί της Θράκης, αποτόμως και ξηρώς κοπτομένης εις ακτάς τιτανώδεις. Ιδού από το άλλο μέρος και το Κουμ Καλέ επί της Ασίας, ήτις με τας μαλακάς και αβράς όχθας της, τας τόσον απαλώς πρασινοβαλούσας ήδη υπό την πρώιμον χλόην, θαρρείς κ' εκτείνεται ερωτικώς να χαιρετίση, ν' ασπασθή και εναγκαλισθή μίαν φοράν ακόμη την αγαπημένην αδελφήν της, την Ευρώπην, από την οποίαν την εξεχώρισαν αποτόμως εις την διάβασιν της, την κοπτεράν, η Δημιουργία.

Την νύκτα εξηκολούθησεν ο ευνοϊκός άνεμος ισχυρότερος ακόμη. Και ουδέ παρέστη ανάγκη του ρυμουλκού, το οποίον καταγάλαζον μ' ένα πύρινον ζωνάρι είχε διπλαρώσει εις την σκούναν.

Υπό τους αισίους αυτούς του πλου όρους ο καπεταν Γιάννης ευχαρίστως παρεχώρησε την ζητηθείσαν άδειαν εις τον λοστρόμον του, όστις ήθελησεν ενωρίτερον να καταβή εις το ράντζο του, ως είπε δικαιολογούμενος, να ησυχάση.

— Άιντε, και λιγώτερο να θυμάσαι τη μάννα σου! Όσο μπορείς λιγώτερο!

* * *

Την αυγήν, επάνω εις το γλυκοχάραμα, όταν πλέον ο βαρδιάνος της πρώρας ήρχισε να ξεχωρίζη τους μιναρέδες της Καλλιπόλεως, το πλήρωμα κατά πρόσκλησιν του ναυκλήρου, του Γιωργάκη της Λιμπέριαινας, παρέστη εις μίαν τρυφερωτάτην σκηνήν, η οποία αξίζει τωόντι τον κόπον μιας περιγραφής.

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα. Είχον επιπασθή με στρώμα σακχάρεως, επί της οποίας ετέθησαν σταυροειδώς σταφίδες· κλωναράκια δύο ξηρού βασιλικού και μαντζουράνας συνεπλήρουν την όλην ευπρέπειαν με πολλήν σεμνότητα.

Ένα κηρίον εμπηγμένον εις το μέσον ήτο αναμμένον. Ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, με φωτιά τα μάτια του από την αγρυπνίαν και από τον μυστικόν της νυκτός θρήνον, ξεσκούφωτος κι' έχων έτοιμον θυμιατόν πήλινον, από εκείνα τα πρασινοκίτρινα του Τσανακαλέ, έκαμεν αμέσως τον σταυρόν του και ήρχισε να θυμιάζη τους ναύτας γύρω-γύρω αναγινώσκων συγχρόνως το Τρισάγιον και ψάλλων: «Μετά πνευμάτων δικαίων . . . . .». Οι ναύται καταπτοηθέντες αίφνης από της πρώτης εκείνης επιβολής, μεθ' ης παρέστη ενώπιον των οφθαλμών των, την εωθινήν εκείνην ώραν, η απροσδόκητος αυτή σκηνή του πένθους, έστησαν εν ευλαβεία κατανυκτική γύρω-γύρω, ως εις Εκκλησίαν. Απεκαλύφθησαν και ήρχισαν να κάμνουν τον σταυρόν των. Μερικοί και εδάκρυον παρακολουθούντες την πένθιμον εκείνην ψαλμωδίαν. Όταν δ' ο ναύκληρος ήρχισε να ψάλλη τελευταίον: «Μετά των Αγίων ανάπαυσον . . . ;» σιγά-σιγά με κλαίουσαν φωνήν, συχνά διακοπτομένην από τους λυγμούς της ψυχής του, οι ναύται δεν ημπόρεσαν να κρατηθούν από την συγκίνησιν και ανεκραύγασαν πάντες εν χορώ:

— Θεός σχωρέστηνε! Θεός σχωρέστηνε! . . . Και την εμακάρισαν έπειτα με την καρδίαν των, αληθώς, τρώγοντες τα τόσον κατανυκτικώς αοράτως ευλογηθέντα κόλλυβα, τα οποία εις την ερημίαν εκείνην, καταμεσής εις το πέλαγος, είχε παρασκευάσει η ευλαβής προς την ψυχήν της μητρός του στοργή του συμπαθούς ναυκλήρου.

Ο καπεταν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα:

— Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

Ενώ συγχρόνως πίσω από την πρύμνην, όπου καμαρώνων ως γυφτοσκέπαρνον διηύθυνε τα πηδάλιον ξενυκτισμένος, κοντός και κυφός, ως ήτο, ο Καπότας, δεξιώτατος όντως πηδαλιούχος, νομίζων ότι εις αυτόν ωφείλετο ο δρόμος της ελαφράς σκούνας, εφώναξε δυνατά, με την έρρινον πάντοτε φωνή του:

— Κι εμένα λίγα κόλλυβα, να σχωρέσω!

* * *

Ύστερον, εκεί που έτρωγον, το μεσημέρι, διηγείτο ο μάγειρος, ο τσεσμελής εκείνος νεανίσκος, με το άσπρο μανδήλι περί τον ναυτικόν του κούκον, ότι την ώραν οπού έψαλλεν ο Γιωργάκης «Μετά των Άγιων ανάπαυσον» και συνέψαλλον και οι λοιποί, ότε όλοι οι ναύται εκλαίομεν από την συγκίνησιν— έλεγεν ο τσεσμελής— τότε, την στιγμήν εκείνην, είδεν επάνω προς τον φεγγίτην της πρώρας, από μέσα από τα τζάμια του σπιράγιου «σαν ένα κάτασπρο πράγμα, σαν 'ποκάμισο, σαν σάβανο» οπού ελαφρά-ελαφρά εξεδιπλώνετο κι εξανεμίζετο και κάτι λάμψεις έλαμψαν τότε, σαν της αυγής τα πρώτα ξανοίγματα. Και είδεν εκεί ο τσεσμελής την μακαρίτισσαν, την ίδιαν την κυρά-Λιμπέριαινα, αδύνατην και ξηραγγινήν ως ήτο, αλλά χαρούμενην και καλοκαρδισμένην, και άκουσε μίαν γλυκυτάτην φωνήν, σαν σβύνουσαν μουσικήν, σαν ουράνιον ψαλμωδίαν, εις τα ύψη επάνω:

— Δεξιά και αριστερά, παιδί μου!

Σημ. Το παρόν διήγημα ανεδημοσιεύθη πολλάκις, και εις το αναγνωστικόν βιβλίον Ι. Πολέμη.

 

αρχή

 



 

1898

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος.— Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον;

Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδες— ένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα. Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι.— Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων. Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώς— Χριστός Γεννάται!— Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι.— Δεύτε ίδωμεν πιστοί.— Ο αχώρητος παντί— ήχοι καθ' εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω.— Παν σπάνιον επιθυμητόν.— Και να συρίζη ίσως ο βορράς.— Και να είνε σκοτία έξω. Και να πίπτη χιών.— Δόξα εν υψίστοις θεώ.— Ανατολή Ανατολών.— Επί γης ειρήνη.— Οποία ουράνιος απόλαυσις!

Και όμως η ώρα παρήρχετο χωρίς ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού, ένα γλυκύλαλον, ένα αργυρόηχον κώδωνα. Είδον από του παραθύρου. Το άστρον της ανατολής, έκλαμπρον, μέγα, ο αστέρας, έφεγγε, καταυγάζων τον ουρανόν. Εχάραζε πλέον— μου εφάνη.— Εγεννήθη ο Χριστός. Ηκροαζόμην. Ούτε κώδων, ούτε ήχος. Η πόλις εκοιμάτο ως να μη εξημέρωνε χαράς ημέρα. Είχε χιονίσει προ δύο ημερών και ήδη προμηνύεται ημέρα ευήλιος. Αίθρία εν ουρανώ. Πώς λάμπει ο αστέρας, το άστρον της ανατολής! Προς στιγμήν μου εφάνη ότι είδον και τους τρεις μάγους, τρεις εφίππους Χαλδαίους με τα βασιλικά στέμματα, με τα σκήπτρα και τα δώρα, ελαύνοντας δρόμω εξ Ανατολών. Από την Ακρόπολιν τάχα. Είποντο του αστέρος. Ήσαν τρία μεγάλα νέφη, άτινα κατεδίωκεν ο απηλιώτης.

Είχον ακόμη ελπίδας. Ανεμέτρουν ακόμη τα επίλοιπα της χαράς. Μετά την θείαν λειτουργίαν θα είνε νύκτα ακόμα, έλεγα. Τότε θα χαράζη. Οι φούρνοι θα είνε ανοικτοί, θα έχουν έτοιμον την λιπαράν και γλυκείαν μπογάτσαν. Θα έχουν λουκουμάδες. Πρόγευμα εωθινόν εν τω οίκω. Ανάπαυσις κατόπιν ψυχική και σωματική. Οποία τρυφή!

Απαυδήσας τέλος εκ της μακράς ελπίδος,— πόσον κουράζει η ελπίς!— εβυθίσθην εντός της θερμής κλίνης μου ανάπλεως οργής. Η σελήνη ήτο εις το τέλος της και εξαπατά, τον χειμώνα. Μου ήλθεν ύπνος. Πρέπει να εκοιμήθην αρκετά. Διότι είδον και όνειρα· Όνειρα τερπνά και όνειρα φοβερά. Όνειρα ευώδη και όνειρα βρωμερά. Είδον την όρθριον ακολουθίαν υπέρλαμπρον, πανευφρόσυνον. Και είδον πάλιν τους ναούς κλειστούς, σκοτεινούς. Είδον ιερείς λαμπροφορεμένους ως αγγέλους, και είδον ιερείς μαύρους ως κόρακας.

Και τότε μόλις ηκούσθη ο κώδων του γειτονικού μου ναού, εκεί επάνω εις τους Αέρηδες, με φωνήν όμως βραχνήν, ως σπασμένην. Εσήμαινεν ώραν πολλήν πένθιμα και άνοστα· και μου εφαίνετο ως να έλεγε:

— Τώρα πλεια Χριστούγεννα! Τώρα πλεια Χριστούγεννα!

Το άστρον της Ανατολής έσβυσε πλέον. Οι μάγοι με τα δώρα— τα τρία σύννεφα— εγύρισαν οπίσω σαν να έχασαν τον δρόμον.

Είχεν εξημερώσει.

Διαταγή του νέου Μητροπολίτου είχε καταργηθή η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων διά παντός.

Ήλθαν και μου είπαν.

— Όχι μέσα εις τα σκότη! Με τον ήλιο! Αι κατακόμβαι δεν υπάρχουν πλέον! . .

Απεφάσισεν ο νέος Μητροπολίτης, Θεός σχωρέσ' τονε— ένας ωχρός δεσπότης ως νεκρός, μ' εσβεσμένην όψιν ως όψιν νεκρού, και με πλέον εσβεσμένην φωνήν, ως φωνήν νεκρού. Βεβαίως και με νεκράν την καρδίαν.

Ο κώδων εσήμαινεν ακόμη τρέμων ως σπασμένος.

— Τώρα πλεια Χριστούγεννα! τώρα πλεια Χριστούγεννα!

Η ημέρα έλαμπε πλέον επί των παραθύρων μου.

— Πάνε λοιπόν και τα Χριστούγεννα! Τάφαγαν και αυτά! Να ιδούμε τι άλλο έμεινε να φάγουν οι φαγάδες!

Δι' εμέ η μεγάλη πανήγυρις έχανε πλέον το γόητρόν της. Έχανε το μεγαλείον της μετεβάλλετο εις συνήθη κυριακής λειτουργίαν. Το υψηλόν εκείνο της Ε'. ωδής, το εκ του μεγαλοφωνοτάτου Ησαΐου· «Εκ νυκτός ορθρίζοντες δοξολογούμεν σε» το έπαιρνε από 'μπρός η ημέρα κ' έχανεν ούτως όλην του όρθρου την μυστικήν ευωδίαν.

— Και εις την Πόλιν, οπού είνε Τουρκιά, νύκτα— όρθρου βαθέος— σημαίνουν αι εκκλησίαι! είπον με πικρόν παράπονον, το οποίον εκτύπησεν εις τον ψυχρόν τοίχον του δωματίου μου ως σάπιο λεμόνι.

* * *

Και ήμην όλην την ημέραν εκείνην κατηφής και λυπημένος.

Μ' εφάνη πώς δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος.

Ότε περί την εσπέραν έρχεται ο αχώριστος φίλος μου, ο Αλεξανδρής (3) και μου λέγει.

— Τον καταφέραμε! Απόψε ο κυρ Στρατής μας έχει το γουρνόπουλο.

Ο φίλος μου εξασκεί πάντοτε ιδιάζουσαν επιρροήν επ' εμού.

Όσον μεγάλην θλίψιν και αν έχω, μόλις τον ίδω, πραΰνομαι. Είνε συντροφιά καλή τέλος πάντων, και η συντροφιά η καλή ιλαρύνει το πνεύμα, εν ω η μοναξιά το εξαγριόνει. Έπειτα ήλθε κομίζων είδησιν καλήν. Δείπνον Χριστουγεννιάτικον. Αφού εχάσαμεν την Χριστουγεννιάτικην νυκτερινήν Ακολουθίαν τουλάχιστον ας κερδήσωμεν ένα καλόν Χριστουγεννιάτικον δείπνον.

Έπειτα ο φίλος μου συνείθιζε μετά το φαγητόν να ψάλλη πάσαν την τυχούσαν ακολουθίαν, παρηγορούμενος, διότι ως διανυκτερεύων δημοσιογράφος δεν είχε καιρόν διά την Εκκλησίαν— αυτή η δημοσιογραφία κοντεύει να κάμη όλους τους εργάτας της αθέους.— Εγνώριζεν ευτυχώς από στήθους όλας τας πανηγυρικάς του ενιαυτού ακολουθίας. Και έτσι, έλεγα, θα ψάλωμεν τα ωραία των Χριστουγέννων άσματα. Έπειτα ο κυρ Στρατής ήτο αξιόλογος άνθρωπος και αξιολογώτερος φίλος, θα δυσηρεστείτο, αν ηρνούμην. Το είχε τάξει. Και ημείς εδώσαμε τον λόγον μας. Εγνωρίσθημεν εις την Εκκλησίαν. Και όσοι γνωρίζονται εν τη εκκλησία και διά της εκκλησίας είνε οι καλλίτεροι φίλοι. Ούτω λοιπόν με αυτά και με εκείνα επραΰνθην.

— Θα είνε και άλλοι; ηρώτησα.

Εφοβούμην μη κληθώσι και άλλοι· και τότε ο φίλος μου θα ηρνείτο να ψάλη.

— Όχι· μοι απήντησεν. Ο κυρ Στρατής, εγώ και συ. Και μετ' ολίγον επανέλαβεν:

— Όχι. Εξέχασα. Θα είνε και αι δύο γειτόνισσαίς του, αι δύο . . . πώς της λένε; πες ταις ντε . . . αι δύο . . . χιλιάρικαις!

Συνείθιζεν ο φίλος μου τοιαύτα αστεία, εις τα οποία πολύ επετύγχανε με το λεπτόν εκείνο σαρκαστικόν του πνεύμα, πατρικήν του κληρονομίαν.

— Τώμαθες; μου λέγει κατόπιν. Η πρώτη λειτουργία ετελείωσεν εις τας 8 1/2, η δευτέρα εις τας 10 1/2 . . Νομίζω, κάπου, κάμανε και τρίτην. Μη χειρότερα! Ήκουσα ότι εις τον άγιον Γεώργιον, θαρρώ, ήθελαν και τετάρτην. Γιατί μερικοί, λέει, ήσαν χθες— παραμονή— 'ς το θέατρο, και άργησαν, λέει, ξεύρω 'γώ. Και προσέθηκε γελών:

— Και του χρόνου, Δεσπότη μου!

— Δεν βλέπουν τους συμπολίτας μας τους Δυτικούς; είπον εγώ. Εις παροικίαν είνε και όμως φυλάττουν την διάταξιν της Εκκλησίας και το έθιμον της πατρίδος των. Αυτοί οι Γάλλοι Weihnachten αποκαλούσι την εορτήν ταύτην. Να το ξεύραμε να πάμε προχθές εις την φράγκικην!

— Όχι, καϋμένε, να πηγαίναμεν εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία.

— Πώς; είπον έκθαμβος.

— Ναι. Εις τον άγιον Δανιήλ. Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέει;» εφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέει;» επανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν. Σήμερον τάμαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί.

— Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης.

— Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει. Και εξηκολούθησεν:

— Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρη της πόλεως. Είνε μια ήσυχη γειτονιά, σαν χωριαδάκι. Και η Εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είνε γάτος εις μερικά πράγματα. Τους έβαλε ανάγνωσιν από τον «θησαυρόν» του Δαμασκηνού, οπού υπάρχει περίληψις λαμπρά, εις απλήν γλώσσαν, από τον περίφημον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου «Χριστός γεννάται δοξάσατε!» Και ευχαριστήθησαν όλοι, ιδίως «οι ταλιαγρήται», οι εργάται των ελαιοτριβείων. Τους έψαλε και τον πολυέλαιον κατόπιν καλογερικά, φίλε μου. Και εις το τέλος οι ταλιαγρήται είχον τηγανίταις με το καλλίτερο λάδι, και τσίπουρο ντόπιο, και μη ρωτάς. Μόνον ένα λάθος έκαμε, κουρασθείς πλέον. Εις το «Χριστός γεννάται» κατά το έθος, έπρεπε να κινήση σταυροειδώς τον πολυέλαιον, εις ένδειξιν χαράς, αλλ' ελησμόνησαν να τον ανάψουν εγκαίρως, ο δε κυρ- Χριστόφιλος, νομίζων ότι είνε αναμμένος, τον εκίνησε σβυσμένον. Δεν πειράζει όμως. Παν ό,τι γίνεται με καλήν καρδιά, είνε καλόν.

Και είπον πάλιν μετά θλίψεως.

— Να μη το μάθουμε και ημείς!

— Ε! το βράδυ, θα ψάλωμεν όλον τον «Κανόνα», με παρηγόρησεν ο φίλος μου. Θα έλθω να σε πάρω.

* * *

Ο κυρ-Στρατής, ένας κοντός και χονδρός ανθρωπάκος, με μίαν κεφαλήν φαλακράν και στρογγύλην ως κολοκύνθην, και με πρόσωπον κατακόκκινον ως κόκκινην κολοκύνθην, με δύο μάτια μεγάλα ως κάστανα, ήτο ιεροψάλτης του νεκροταφείου, αρχαίος φίλος μας. Ουδείς εγνώριζε να ψάλη τόσον κανονικά και τόσον κατανυκτικά το «Μετά των αγίων ανάπαυσον.» Ουδείς όσον αυτός, συνεκίνει τους χριστιανούς, όταν έψαλλε το «θρηνώ και οδύρομαι». Έκλαιεν όλος, από κεφαλής μέχρι ποδών. Πρώτον άρχιζε να κλαίη η φωνή του, με ένα τρόμον ιδιαίτερον, σαν φυσικόν· φωνή στερεά και ακλόνητος άλλως. Κατόπιν εγέμιζαν δάκρυα τα δύο μεγάλα ως κάστανα μάτια του. Έπειτα εβρέχοντο υαλίζουσαι, ως δροσισμένα μήλα, αι δύο κατακόκκιναι παρειαί του, και τέλος ήρχιζε να συγκινήται το μακρύ-μακρύ παλτό του, τρέμον, ως αεριζόμενον υπό ελαφρού πνεύματος, με μίαν λαδιάν, μεγάλην-μεγάλην δεξιά, και μίαν άλλην ομοίαν αριστερά, οπού κατεστάλλαζον, θαρρείς, τα δάκρυά του. Και τότε οι τελούντες το μνημόσυνον χριστιανοί μετά πολλής χαράς έδιδον δύο ρεγκίναις εις τον «πονετικόν ψάλτην»— αυτά τα νομίσματα ήσαν τότε— διά τον κόπον του».

— Ο καϋμένος!

Δηλαδή ήτο να κλαίη άνθρωπος, όταν έψαλλεν ο κυρ Στρατής.

Τόσον, οπού ο παπα-Γιάννης, ο εφημέριος του νεκροταφείου, ένας με πράσινα γυαλιά, το είχε βαθύ παράπονον:

— Να μη μπορώ κ' εγώ να τα καταφέρω έτσι!

Ένας ευλογιοκομμένος και αυστηρός εφημέριος, με το πρόσωπον φοβερόν. Όστις, ένεκα ουλής τινος περί τα δεξιά του χείλους, εφαίνετο ως γελών πάντοτε.

Μόλις ήρχιζε να ειπή «Μετά πνευμάτων δικαίων» και η ουλή του χείλους του ήρχιζε τα γέλοια, ακράτητος.

Ήτο να γελά άνθρωπος όταν έψαλλεν ο παππά-Γιάννης.

Τι είνε και τα σωματικά ελαττώματα. Γελοιογραφούν και την μάλλον συμπαθή ψυχήν.

— Κύττα τον, κύττα τον πώς γελά! έλεγον οι τελούντες τα μνημόσυνον· και του έκοπτον το ήμισυ της αμοιβής.

* * *

— Έχω ένα χοιρίδιον ως τρεις οκάδες.

Είπεν ο κυρ Στρατής εις τον φίλον μου· και έγλυφε τα δάκτυλά του, ως να το έτρωγεν ήδη— ήτο κοιλιόδουλος, ο μακάριος.— Να μου εύρης και εκείνον τον άλλον,— ούτω με απεκάλει προς τον φίλον μου· τον δε φίλον μου πάλιν προς εμέ απεκάλει εκείνος ο άλλος ώστε και εις τους δύο έδωσε το αυτό όνομα· ίσως διά να δείξη ότι αμφοτέρους επίσης ηγάπα.

Και έγεινεν άφαντος ο κυρ Στρατής, καταγινόμενος όλην την ημέραν εις την παρασκευήν του Χριστουγεννιάτικου δείπνου.

Το έπλυνε μόνος του— ήτο άγαμος ο δυστυχής— το εσπόγγισε καλά, το έθεσεν εν τω μέσω καλώς γανωμένου ταψίου. Εσταύρωσε τα ποδαράκια του, και το εποίκιλε με παντοία καρυκεύματα της οψοποιίας, το λευκόν, το παχουλόν, το τρυφερόν, ως εκ γάλακτος, χοιρίδιον.

— Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα.

Του είπεν ο φούρναρης.

Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην.

Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν.

Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.

* * *

Ήμην τόσον λυπημένος, είπον, ώστε δεν είχον διόλου όρεξιν δι' επισκέψεις, πολύ περισσότερον διά γεύμα. Τα έθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εις την καρδίαν των ανθρώπων. Και όταν καταργώντας νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από μέσα από την καρδίαν, ήτις πονεί και οδυνάται, μεταδίδουσα τον πόνον εις όλον το σώμα. Ο άνθρωπος, όστις δεν έχει το νεύρον τούτο, δεν ανήκει εις έθνος. Είνε αλλότριος αυτού. Ανήκει εις όλα τα έθνη, και εις ουδέν. Νομίζει πώς είνε εις τον κόσμον όλον και δεν είνε πουθενά. Είνε εις τον αέρα όμως. Αεροβατεί. Είνε πολίτης της «Νεφελοκοκκυγίας» του Αριστοφάνους. Εάν οι τοιούτοι άνθρωποι είνε άχρηστοι διά παν έθνος, είνε πολύ περισσότερον διά το Ελληνικόν. Είνε βλαβεροί. Το Ελληνικόν Έθνος βλέπομεν ότι φευ ολονέν εκλείπει και χάνεται, διότι εκλείπουσι και χάνονται οι έχοντες το πονετικόν νεύρον εν τη καρδία των πολίται, πληθύνονται δε οι άλλοι, οι περιφρονούντες τα πάντα, οι λέγοντες: τι είνε τούτο και τι είνε εκείνο, και τι θα πη νύκτα, και τι θα πη ημέρα· και άλλα, τα οποία συνοψίζονται εις το κατάψυχρον, ως μπάλα χιόνος, «δεν βαρυέσαι!» . .

Ενύκτωσε πλέον και ο φίλος μου ήλθε να με παραλάβη.

Εξήλθομεν. Υγρά η ατμόσφαιρα. Προ δύο ημερών είχε χιονίσει και ήδη η πόλις εκόλλησεν εν βορβόρω, ως αγριόπαππια. Αι οδοί πλήρεις λάσπης. Τα πεζοδρόμια ρυπαρά, ως πλάκες ελαιοτριβείου, γλιτσασμέναι. Ένας φανοκόρος, ανάπτων την ώραν εκείνην τους φανούς, κατέπεσεν εν τη σπουδή και έθραυσε τον κάλαμον τον φωτοφόρον. Τα παντοπωλεία ήσαν κλειστά και τα άλλα μαγαζεία. Ολίγος κόσμος εφαίνετο έξω. Μόλις ήρχιζαν την ώραν εκείνην, κρυφά -κρυφά, ν' ανοίγουν μερικά υπόγεια, τα οποία εν Αθήναις είνε επτάψυχα, σαν την επτάψυχη γυναίκα, που πότε πεθαίνει και πότε ανασταίνεται.

Δύο-τρεις παράγκαι μανάβιδων ημιάνοιξαν μίαν σανίδα, διά να ψωνίσουν οι αμελείς τα σαλατικά των και τας οπώρας των· και έλαμπε κλεισμένη μέσα η διακόσμησίς των η εντελής, ως νύμφη κρυμμένη. Οπώραι βαρακωμέναι, όρνιθες παχείαι με ταινιοστόλιστα ράμφη, ορμαθοί μπεκατσών, μέσα εις εικόνας και σημαίας και μύρτα και δάφνας, ξηροί καρποί, πορτοκάλια, αχλάδια της Κυνουρίας, δροσερά σαλατικά, όλα ευωδιάζοντα πανήγυριν και χαράν!

Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε.

Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.

Παρέκει άλλη παρέα διεσκέδαζεν, εξαγριώνουσα προς λυσσώδη πάλην δύο χασάπικους κύνας, περί ους συνεκεντρώθησαν και παίδες— λούστροι— και απέφραττον την διάβασιν, ενώ δύο αστυφύλακες, με τα κράνη των, άνοιγαν έν καφενείον διά να χαρτοπαίξουν.

Σημαίαι τινές βρεγμέναι αερίζοντο βαρείαι εδώ κ' εκεί· και ένας λοταρτζής εφώναζεν ακόμη κατάμονος εις μίαν γωνίαν: πέντε δίνετε, πέντε παίρνετε, δέκα δίνετε, δέκα παίρνετε. Ενώ το αληθές είνε ότι οι άνθρωποι έδιδον και ο λοταρτζής έπαιρνε.

Και δεν γνωρίζω, πώς ένας λουκουματζής κατώρθωσε, παραβαίνων την αστυνομικήν διάταξιν, να φωνάζη έως την ώραν εκείνην: ζεστοί- ζεστοί, χωρίς ανασασμόν, παγωμένος εκεί εις την θύραν του μαγαζείου του, εντός του οποίου εχόρευον οι τέσσαρες άνεμοι, ως να είχε παγίδα να συλλάβη κανένα νεοσύλλεκτον μεταβαίνοντα εις τον στρατώνα του.

Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου, οπού τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα, ηκούοντο άσματα μεθυόντων, οίτινες εις μάτην εδοκίμαζον να ψάλλουν και το «Η γέννησίς σου» καταλήγοντες πάντοτε εις το «Χριστός ανέστη». Ενώ δύο άλλοι γέροντες απόμαχοι, παρακάτω, κύπτοντες εις έν παράθυρον, ανεζήτουν τον φίλον των οινοπώλην, να τους ανοίξη· και μη βλέποντες αυτόν, ηρίθμουν από του παραθύρου, τα εν τω υπογείω βαρέλια, υπό τι φως λυχναρίου, φαινόμενα, εκεί κάτω, ως εν τω βυθώ της θαλάσσης κήτη, βόσκοντα κατά σειράν, με τας μεγάλας κοιλίας των.

Κατωτέρω κατάκλειστος, με τας μεγάλας υψηλάς πόρτας της, σιωπηλή ως έρημος, εφαίνετο η μεγάλη Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη, το προσφιλές εντευκτήριον υπαλλήλων, δικηγόρων και εμπόρων, και ημών των δύο άλλων, εις της οποίας τα υπόγεια υπάρχουν δεκαπέντε ειδών κρασιά. Πόσαις φοραίς εκεί ο Αλεξανδρής κουτσοπίνων υπέψαλε τα ωραιότερα τροπάρια εν μέσω εκλεκτής παρέας λογίων και συγγραφέων οπού τον εκαμάρωναν έκθαμβοι. Ενώ παρέκει ο μάστρο Θάνος ο σουβατζής εξετέλει ένα δυσκολώτατον στοίχημά του ενώπιον της παρέας του, καταιβάζων τον ρητινίτην εις τον λάρυγγα χωρίς να βρέξη το στόμα του.

— Τι κρύα Χριστούγεννα!

— Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα!

Διήλθομεν εις την οδόν Αθηνάς. Δύο-τρεις πιστολιαίς, ακουσθείσαι, συνετάραξαν την συνοικίαν. Παρακάτω ηκούομεν. «Δυο στον τόπο και ένας λαβωμένος».

Πεντέξ μπακαλάκια με τα Χριστουγεννιάτικά των, σαπουνισμένα και κτενισμένα, με καπέλλα, επέστρεφον από τα Πατήσια, βουτηγμένα εις την λάσπην και εις την χαράν, καμαρόνοντα το καπέλλο των, το σακάκι των, την ύπαρξίν των αυτήν, την οποίαν δις ή τρις του έτους αισθάνονται ως ζώσαν, εκπληττόμενα και αυτά διά το θαύμα, τα έξυπνα τσακωνόπουλα.

Η μεγάλη αγορά η πολυτάραχος, η βρίθουσα κόσμου και όψων, η τρέφουσα πτωχούς και πλουσίους, εγκρατείς και λαιμάργους, η ζωή της πόλεως, η αεννάως κενουμένη και πάντοτε πλήρης, οπού κατασταλλάζουν όλαι αι θάλασσαι της Ελλάδος, τα βουνά και αι λίμναι της, ήτο σχεδόν έρημος. Ο κόσμος επρομηθεύθη από της παραμονής το φαγητόν του. Μόνον δύο-τρεις φραγκορράπται εξήρχοντο με γεμάτα μανδήλια, την ώραν εκείνην, πάντοτε οι τελευταίοι των άλλων πανηγυρίζοντες, παρερχομένης της εορτής, έως ου οικονομήσουν το πεντάρικο. Μόνον δύο κρεοπώλαι ητοίμαζον νωπά σφακτά, προ μικρού λαβόντες διά του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου, κόφας με αρνάκια της Ηλείας. Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον.

— Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος.

— Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα!

Είπον πάλιν κ' εγώ εκείνος ο άλλος.

Εισήλθομεν εις του Ψυρή.

Ο Μπάρμπα-Γιώργης ο σμυρναίος ο καλοκάγαθος εκείνος μαγειράκος οπού δεν του έλειπον ποτέ τα λαδερά, διευκολύνων ο καλός γέρων τους νηστεύοντας, μέσα εις μίαν πόλιν οπού άρχισεν από τότε να μεταβάλλεται εις Βαβυλώνα, ήτο κατάκλειστος. Από την πόρτα του ξενοδοχείου του δεν εκρέματο πλέον ο παχύς τράγος, πάντοτε τας άλλας ημέρας εις την αυτήν θέσιν, σαν πίναξ παριστάνων τράγον εσφαγμένον. Γνωστοποίησις δε χειρόγραφος κολλημένη έλεγε: «Σήμερον, Χριστούγεννα, δεν έχει φαγί».

Ώστε ένας ιεροδιάκονος εκ των πελατών, ελθών πεινασμένος και αναγνώσας την γνωστοποίησιν, είπε με αγανάκτησιν:

— Να η ώρα να κάμω σήμερα μεγάλη Παρασκευή!

Εφθάσαμεν.

Ο κυρ-Στρατής μας υπεδέχθη, σηκώσας την λάμπαν και προβάς μέχρι της θύρας.

* * *

Ήτο τρισευγενέστατος ο κυρ-Στρατής. Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος.

— Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε;

Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου,

— Πού είνε εκείνος ο άλλος;

— Εδώ είνε. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι' εμέ. Μα είνε λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων.

— Και δεν μ' ερωτάς εμένα, βρε άλλε, να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγεινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;

Ετοποθέτησε την λάμπαν· ημείς εκαθήσαμεν, και ο κυρ-Στρατής ιστάμενος ενώπιόν μου, εξηκολούθει:

— Μία οικογένεια, που λες, επέμεινε σήμερα έξω να κάμη μνημόσυνον. 'Σ πολλά έτη όμως, που ο παππάς εστάθη παλληκάρι· αν και η οικογένεια έλεγεν ότι είχεν έγγραφον από την Μητρόπολιν.

— Για να σου πω, κυρά μου, είπεν ο παππάς. Σήμερα έχομε λειτουργία για κείνους που γεννιούνται, και όχι για κείνους που πεθαίνουν. Καταλαβίγκος; Σήμερον είνε ημέρα για τους ζωντανούς, Ξεροκαταλαβίγκος; Και αμέσως, οπού λες, άλλε μου καλέ, «Χριστός Γεννάται» και πέρνει καιρό. Κ' εφαίνετο το γέλοιο του από δω και πέρα· ώστε γελούσε και το σημάδι του προσώπου του.

Δεν εδιάβασα της προάλλαις,— εξηκολούθησεν ο κυρ-Στρατής— πως θα μας τα κόψουν, λέει, τα πολλά ψαλσίματα;— Αμ δεν θα μας τα κόψουν;

* * *

Εν τω μέσω της αιθούσης ήτο η τράπεζα έτοιμος. Επί νεοσιδηρωμένης λευκής οθόνης, έκειντο απαστράπτοντα εκ καθαριότητος πάντα τα επιτραπέζια σκεύη, εν τάξει οικοκυρική, γυναικείας μάλλον δεξιότητος— οι άγαμοι, με τον καιρόν, αποκτούν καμμιά φορά, έξεις οικοκυράς. Οι δε τοιούτοι, μένουσι πλέον άγαμοι, έως θανάτου.— Εν μέσω ήστραπτε το ταψίον, το επιμελώς γανωμένον, με το χοιρίδιον, το εψητόν, διαχέον πανταχού ορεκτικήν ευωδίαν, ελαφρώς ροδισμένον, προκλητικώτατον. Κατελάβομεν τας θέσεις μας. Ο κυρ-Στρατής, καθίσας εν μέσω των δύο χιλιάρικων, ωμοίαζε δικαστικόν, την νύκτα δικάζοντα μεταξύ δύο αρχαίων κηροπηγίων.

— Έλα! είπεν. Αυτά τα Χριστούγεννα κανένας δεσπότης δεν θα μας τα καταργήση!

Και ήρχισε με τα χονδρά, καθαρά, δάκτυλά του, να κόπτη το χοιρίδιον, ώσπερ δαιτρός ομηρικός, «κρειών πίνακας παρτιθείς».

— Τις δαις; είπε και ο φίλος μου, μαντεύσας τας σκέψεις μου και την παρομοίωσίν μου την Ομηρικήν. «Τις δαις; τις δ' όμιλος οδ' έπλετο. Ειλαπίνη ηέ γάμος; Επεί ουκ έρανος τάδε γ' εστίν».

Και ηρξάμεθα του δείπνου, τα μάλα φαιδροί, αναμένοντες εν τέλει και μολπήν. Μόνον αμφίπολοι έλειπον και δμωαί καλαί, ίνα το δείπνον μας μεταβληθή εις ομηρικόν τέλειον.

— Αυτά τα Χριστούγεννα, κανένας δεσπότης δεν θα μας τα κόψη, επανέλαβεν ο κυρ-Στρατής, πληρών τα ποτήρια εκ της δεξιάς χιλιάρικης πρώτον, διά το καλόν.

Αλλ' αίφνης παλαιός τρόμος ηγέρθη εν τη καρδία μου· Πρέπει να εκιτρίνισε και η όψις μου. Οι συνδαιτυμόνες μου, αφιερωμένοι εις το χοιρίδιον, δεν με είδον αμέσως· διό προσεπάθουν να κρυφθώ, να χωνεύσω τον παλαιόν αυτόν τρόμον, όστις, ως κακοκλεισμένη πληγή, ήνοιξε τώρα δα, τόσον αιφνιδίως.

Μολονότι ήτο φίλος μου στενός ο κυρ-Στρατής, πρώτην φοράν εισηρχόμην εις την κατοικίαν του. Εν Αθήναις είνε πολλοί τοιούτοι φίλοι. Φίλοι των οδών και της αγοράς. Ως υπάρχουσι και πολλοί άνδρες, ους εκλαμβάνει τις ως αγάμους, διότι ουδέποτε δρώνται δημοσία μετά των συζύγων των.— Εκεί οπού εσήκωνα το ποτήρι μου να πιω εις υγείαν του κυρ-Στρατή, ανακαλύπτω επί τινος ραφίου, υψηλά ολίγον, πέραν επί του τοίχου, πινάκιον με κόλλυβα. Επειδή δε ο κυρ- Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου:

— Θα είνε πεθαμένα! είπον.

Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα·

— Χριστός και Παναγία! βρε άλλε!

Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις.

Αλλ' ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον.

Θέλων κατόπιν να δοκιμάσω την διάθεσίν μου, ηγέρθην να λάβω δήθεν κάποιον μανδήλιον, ότε οι οφθαλμοί μου προσκρούουν φοβερώς επί τινος νεκρικού στεφάνου, όστις, ως στόλισμα του δωματίου, εκρέματο υψηλά, από καρφιού. Νεκρικός στέφανος, μέγας, ωραίος, εκ τεχνικών λευκανθένων, με δύο λευκάς ταινίας, με χρυσά γράμματα.

Μοι εφάνη ότι ήτο αδύνατον πλέον να κρυφθώ.

— Είνε πεθαμένος! είπα.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί.

Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν. Πλην φευ! διακρίνω τότε ότι ο άνωθεν της τραπέζης μας, μικρός αναμμένος πολυέλαιος, είχε λαμπάδας του νεκροταφείου, λείψανα κηδειών και μνημοσύνων, οκτώ λαμπάδας ανομοίας, αφ' ων φυλάττουσι πολλάς οι ψάλται· μία μάλιστα λαμπάδα είχε περιδεδεμένην μαύρην κορδέλλαν.

— Πεθαμένα κεριά! εφώναξα τρέμων. Και με ήκουσαν.

— Όχι, θα σου εύρωμε ζωντανά τώρα, του λόγου σου!

Είπεν ο κυρ-Στρατής, πειραχθείς ολίγον.

Και αμέσως, συγκρούων το ποτήριον μετά του φίλου μου, έκραξε φαιδρώς.

— Εις υγείαν των πεθαμένων!

Είχε κενωθή η μία χιλιάρικη, επλησίαζε δε και η άλλη.

Εγώ μη δυνάμενος πλέον να βλέπω μήτε εις τον ένα τοίχον μήτε εις τον άλλον, μήτε εις την οροφήν, μήτε εις το εκλείπον πλέον χοιρίδιον— μ' εφαίνετο και αυτό ως νεκρόν— δεν έβλεπον πουθενά.

* * *

Δεν γνωρίζω διατί παιδιόθεν ησθανόμην άγνωστόν τινα φόβον, οσάκις έβλεπον πράγματα, υπενθυμίζοντα νεκρόν. Κατελαμβανόμην υπό μελαγχολίας και αορίστου φόβου. Ωχρίαζον οσάκις έβλεπον τους μεγάλους δίσκους των νεκρικών κολλύβων, οίτινες κατά Παρασκευήν παρετάσσοντο προ της εικόνος του Χριστού, εν τω ναώ του χωρίου μου. Ενώ δε οι λοιποί παίδες ανέμενον με αρπακτικάς διαθέσεις περί αυτούς, πότε να τα διαβάση ο εφημέριος τα κόλλυβα να διανεμηθώσι, πολλάκις δε καυγάς συνήπτετο μεταξύ εκείνων και της νεωκόρου— μιας χωλής γραίας ήτις, ως ασπίδα κρατούσα μέγιστον ζεμπίλι, τα επροστάτευε, μη διαρπαγώσιν αδιάβαστα, εγώ, μετά δέους έβλεπον τους στολισμούς των τους κομψούς, τα άνθη των τα βαρακωμένα και τα σταυρούς και κυπαρίσσους παριστώντα επ' αυτών τρωγάλια. Πού να φάγω εξ αυτών!

— Είνε πεθαμένα! έλεγον.

Οι άλλοι πάλιν δίσκοι οι περιέχοντες τα πουλάκια, πλακούντια δι' αγάμους και εφήβους νεκρούς, μικρά, της πρωτογενούς γλυπτικής απομιμήματα ανθρωπίσκων και πτηνών, φερόντων εις τα ράμφη των πολυχρώμους ταινίας, με απεμάκρυναν εις απόστασιν βημάτων πολλών, κάτω, προς τας πύλας του ναού.

Είνε πεθαμένα! έλεγον.

Όταν δε έβλεπον κανέν παιδίον να τρώγη τεμάχιον από την ζεστήν και αφράτην πήτταν, εις ανάμνησιν γέροντος νεκρού διανεμομένην, μετά ιδιαζούσης θλίψεως το εθεώρουν.

Ενώ τουναντίον τα εις μνήμας Μαρτύρων παρατιθέμενα κόλλυβα έτρωγον μετ' ιδιαιτέρας αγάπης, ως και τας εξ εορτών προσφοράς οπού μου εχάριζαν η μάμμη μου η Παπαλεξανδρίνα.

Ο προς την ζωήν ακράτητος έρως μου ενεφύσησεν εν τη ψυχή περίεργον τούτο συναίσθημα; Το βέβαιον είνε ότι μετά τα θεάματα αυτά έβλεπον τρομακτικά όνειρα τας νύκτας. Φαντασθήτε τώρα την θέσιν μου εν τη τραπεζαρία του κυρ- Στρατή. Ενόμιζα πλέον ότι ήμουν εντός νεκρών κρύπτης, φοβεράς κατακόμβης, και ήρχισα ευθύς να βλέπω περί εμέ οστά και κρανία. Οι δύο φίλοι μου παρίσταντο ενώπιον μου ως σκελετοί κινούμενοι, σκελετοί ζώντες, σκελετοί τρώγοντες και πίνοντες. Αποτρόπαιον θέαμα!

Προ ώρας ήρξατο η μελωδία της πανηγύρεως. Αλλ' εγώ δεν ήκουον πλέον. Τα ώτα μου επλήρου αλλόγλωσσος και αλλόθρους βόμβος ως από μελισσώνος «μελισσάων αδινάων», βόμβος του κάτω κόσμου, οπού οι κευθμώνες των νεκρών και των κολασμένων, τα πένθιμα «λαγούμια», κατά την ζωηράν εικόνα ενός φίλου μου.

Γινώσκων καλώς το ελάττωμά μου ο Αλεξανδρής κατώρθωσεν, αν και ανεπιτήδειος εις τας τοιαύτας εργασίας εν άλλαις στιγμαίς, να εκβάλη έξω το πινάκιον των κολλύβων, και ν' αποκρεμάση και κατακαλύψη τον νεκρικόν στέφανον. Ο κυρ-Στρατής— επιβοηθών— αφήρεσεν εν τω άμα τα νεκρώσιμα κηρία από του μικρού πολυελαίου, τοποθετήσας επ' αυτού εκ στέατος λαμπαδίσκους. Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού.

— Να που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείς;»

Και ενθαρρύνων με:

— Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του.

Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.

Μετά τούτο εφθάσαμεν ψάλλοντες εις τον «Κανόνα», οπού ήτο έξοχον θέαμα να βλέπη τις τον φίλον μου Αλεξανδρήν ψάλλοντα. «Όλος εξιστάμενος, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ», ως το Σκεύος της εκλογής εν τη Μεταστάσει της Θεομήτορος, διέπρεπεν, ενθουσιών, γοητεύων, ηδύνων· έσειε τους πόδας του σείων μετ' αυτών και την τράπεζαν, έσειε τας χείρας του ρυθμικώς, μεταδίδων την χαράν εις πάντα ακροατήν και θεατήν. Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον.

Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως.

Αλλ' ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.

Και θεωρών αυτόν ο φίλος μου όλον έκδοτον εις τον πότον τον επείραξε:

— Δεν είσαι— αλήθεια— κολοκυθοκέφαλος, κυρ-Στρατή;

— Είμαι κολοκυθοκορφάς! Μάλιστα! απήντησε. Και προσέθηκε:

— Ας πιούμε ακόμα μια για τους ζωντανούς. Και πίνων έλεγε·

— Του χρόνου διπλοί, βρε παιδιά!

— Ε, τώρα αράδα σου, κυρ-Στρατή. Θα μας ψάλης το «Δοξαστικόν!» Ετελείωσαν «οι Αίνοι».

Τα μάτια του κυρ-Στρατή, τα ως κάστανα μεγάλα, εμίκρυναν από του οίνου, αλλά διά την υπακουήν, ίνα μας ευχαριστήση, ήρχισεν. Πλην αντί να είπη πλ. β' ήχον «Ότε καιρός» το περίφημον δόξα των Αίνων της εορτής, άρχεται αίφνης πλ. δ' ήχον «θρηνώ και οδύρομαι» το νεκρώσιμον γνωστόν τροπάριον. Και συγχρόνως αρχίζει να κλαίη όλος από κεφαλής μέχρι ποδών. Ευρίσκετο εις το στοιχείον του. Ο φίλος μου, ο Αλεξανδρής τον αποτρέπει, τον διορθώνει, τον ανακαλεί— να είπουμεν— εις την τάξιν, πλην αυτός κωφεύει και προχωρεί. Ετούτο όμως με επανέφερε πάλιν εις τας φοβεράς σκέψεις μου. Μου εφάνη ότι επανήλθον εις τας θέσεις των τα πένθιμα, εκείνα αντικείμενα. Κυττάζω εις τον ένα τοίχον, και βλέπω— μου εφάνη— επί του ραφίου το πινάκιον με τα κόλλυβα. Κυττάζω εις τον άλλον τοίχον, και βλέπω— μου εφάνη— τον νεκρικόν στέφανον με της ωραίαις γαλάζιαις κορδέλλαις του. Κυττάζω και εις την οροφήν, και βλέπω— μου εφάνη— τα νεκρώσιμα πρώτα κηρία, φέγγοντα με φως αμυδρόν, μικρόν, γαλάζιον φως, φως νεκρόν. Ο κυρ-Στρατής εξηκολούθει θρηνητικώτατα το τροπάριον το πένθιμον. Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο.

Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη.

— Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων.

Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα. Ανέμενον δε, ως πάντοτε μετά τοιαύτα θεάματα, φοβερόν όνειρον με νεκροκράββατα και νεκρούς και δαίμονας.

* * *

Και είδον όνειρον τωόντι μετ' ολίγον.

Νεκρωθείς από της συγχρόνου γενεάς, ανέζησα εις άλλους, παλαιούς χρόνους, χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκείς, αλησμονήτους χρόνους, της παιδικής μου ηλικίας τους χρυσούς καιρούς.

Και ήμην παιδίον. Εκεί επάνω εις ένα μικρό-μικρό νησάκι. Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον. Με τα άλση του, με τα ποταμάκια του, με τας λίμνας του, με της βρυσίτσαις του, με τα λιμανάκια του, με της αμμουδιαίς του. Και καταμεσής, μέσα εις μίαν γραφικήν, εύμορφον φάραγγα, το δένδρον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Ένα ωραίο Μοναστηράκι. Ούτε εφημερίδας εδιάβαζα. Ούτε ψήφον είχα. Ούτε από μεταρρυθμίσεις εννοούσα τίποτε, ούτε από ανακαινίσεις. Ήμουν παιδίον.

Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς, όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.

Η εύμορφαις νησιώτισσαις και η νησοτοπούλαις πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρόνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνια 'ς τα βουνά της Ευβοίας τ' αντικρυνά. Η ψαροπούλαις έρχονται η μια κοντά 'ς την άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ' αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν. Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των, να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας, ήτις πάντοτε θα ζη, και αιωνίως θα ζη και θα βασιλεύη. Η μόνη υπό Θεού ευλογημένη εργασία. Ο γέρων εκείνος γεωργός, ο τόσον φαιδρός επί του οναρίου του, μαζί με το άροτρόν του, δίπλα του, σαν να προηγήται θριάμβου, τροπαιοφόρος, έχει από την Λαμπρήν να εισέλθη εις την κώμην. Κ' εισέρχεται τώρα, επί του οναρίου του φαιδρός, με το άροτρόν του, δίπλα του, ως να προηγήται θριάμβου, τροπαιοφόρος, διά να εορτάση τα Χριστούγεννα, εν τω γενεθλίω του οίκω. Όλοι συνάζοντ' ενωρίς. Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίς— όρθρου βαθέος— θα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν να κοινωνήσουν.

Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοπιπενταράκια.

— Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο; Παρεπονέθην έπειτα.

— Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησε. Και το επίστευσα.

Ω αθωότης, αθώα αθωότης! Τι είσαι λοιπόν και χάνεσαι; Χιών είσαι και λυώνεις, καπνός και διαλύεσαι, αράχνη και σε διασπά ο άνεμος;

Την νύκτα ήλθαν εις τα σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν διά την λειτουργίαν· και αργά-αργά παρασκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα. Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κ' εκοιμήθην μαζί μ' αυτό στην αγκαλιά μου.

Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί συνήχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! τι ευπρέπεια! τι κοσμιότης!

Ο ένας εφημέριος, υψηλός, στερεός, με τα χρυσά του άμφια και την χρυσήν του στόφαν, ωμοίαζε με τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ. Ο άλλος, κοντότερος σεμνότερος, με το αρχαίον μωραΐτικον φελώνιον, του Γενάρχου μας κληρονομίαν ευσεβή, ο φιλοπαίγμων και γλυκύτατος γέρω Παπαδιαμάντης ο αλησμόνητος και πολυσέβαστός μου ιερεύς εκείνος οπού τόσον με αγαπούσε, και τόσον τον εσεβόμην, με τον οποίον έκαμνα κατόπιν όλας τας θρησκευτικάς μου εκδρομάς, ωμοίαζε τον αρχάγγελον Γαβριήλ. Πώς να μη υπάρξη σεμνότης και ευπρέπεια, εις εκείνον τον ναΐσκον, αφού η θρησκευτική πομπή διευθύνετο από δύο τοιούτους αρχαγγέλους.

Αι γυναίκες επάνω εις τον γυναικωνίτην, χρυσοστόλιστοι, λάμπουσαι, όπισθεν από τα ορύφακτα, ως χρυσαίς τρέμουζαις, αναδίδουσαι διακεκομμένας λαμπηδόνας, εν γραμμή μακρά, ως χρυσολάμπει, την νύκτα με την πανσέληνον, το διασχιζόμενον υπό ταχείας λέμβου κύμα, εν ηρεμαίω πόντω. Οι άνδρες με τα καλλίτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέραν ζώναι χρυσαί, ζώναι μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια, πολύτιμοι ρωσσικαί γούναι, υποδήματα υψηλά του Ταϊγανίου. Τα παιδιά στολισμένα, σεμνά, αθώα, ησύχια, διά της σιωπής των δεικνύοντα το έν προς το άλλο το νέον του φόρεμα, εν υπερηφανία. Τα φώτα τα εκλάμποντα εν μαρμαρυγαίς θαμβωτικαίς, ο καπνός του θυμιάματος, η ευωδία η άρρητος, η γλυκύτης της τελετής, η μεγαλειότης των ιερέων, αι κατάφορτοι εκ των αφιερωμάτων πανάρχαιοι εικόνες, εκείνος ο Παντοκράτωρ του Πανσελήνου ο υπερθαύμαστος, προσέδιδον εις την εορτήν μυστηριώδη γοητείαν.

Το σπίτι μας είνε εις την ακροθαλασσιάν. Ένα αρχαίον, των ιδρυτών του χωρίου, σπίτι. Και όταν εγύρισα από την εκκλησίαν έως ου ετοιμασθή ο εωθινός των Χριστουγέννων ζωμός, έβλεπον από του εξώστου τους Υδραίους σπογγαλιείς, οίτινες παρά τας μιλτοπαρείους αλιάδας των, ανειλκυσμένας έξω, ανάψαντες πυράς, ητοίμαζον το πρόγευμα το Χριστουγεννιάτικον, υπό τον έναστρον ουρανόν, όστις ηπλούτο άνω γαλήνιος και γλυκύς, ως παγκοσμίου όροφος θεάτρου, κεντητός, χρυσοκέντητος, αργυροκέντητος, αστροκέντητος, ασπροκέντητος, ενώ από του χθαμαλού λόφου, πέραν εχάραζε πλέον η Ανατολή και ηπλούτο υπό μαλακών χειρών νυμφών αοράτων, ρόδινον, πορφυρόχρουν παραπέτασμα, η εωθινή εύμορφος σημαία της εξημερονούσης πλέον πανηγύρεως.

— Ο Καλλικάντζαρος!

Φωνάζει αίφνης ο γέρων πατήρ, όταν με χαράν επηγαίναμεν να καθήσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα.

Η φωνή αύτη μ' εξήγειρε του ύπνου. Το όνειρόν μου έπαυσε.

* * *

Διότι συγχρόνως εισήρχετο εις του κυρ-Στρατή την τραπεζαρίαν ο εφημέριος του νεκροταφείου, κρατών φανάριον εις την μίαν χείρα και χιλιάρικην εις την άλλην.

— Σας ανεκάλυψα τέλος πάντων! Έτσι κρυφά λοιπόν;

Έτριβα επί ώραν τους οφθαλμούς μου. Πρώτην φοράν μετά τας πενθίμους συγκινήσεις έβλεπον τόσον φαιδρόν, τόσον γλυκύ, τόσον επιθυμητόν όνειρον, το οποίον μου έφερε γαλήνην και θάρρος εις την καρδίαν. Ήτο τόσον θερμόν το όνειρόν μου το αλησμόνητον, ώστε μου εθέρμανε, ψυχήν και σώμα. Δεν ήμουν πλέον εγώ ο ανεόρταστος, ο αλειτούργητος, ο αφωρισμένος. Εώρτασα τα τρυφερώτατα Χριστούγεννα με τόσα πρόσωπα, τα οποία δεν υπάρχουν πλέον. Χωρίς άλλο ήτο όνειρον εξ ουρανών διά την εις τα έθιμα της πατρίδος μου πίστιν ατίμητος αμοιβή. Συμμετέσχον τότε, χαίρων της χαράς του φιλικού δείπνου.

Ο Παπά-Γιάννης ο εφημέριος του Νεκροταφείου με το θάρρος οπού είχε της γνωριμίας, έλαβε πάραυτα θέσιν παρά την τράπεζαν, και ανέζησε πάραυτα πότος εκπνέων.

— Χριστός γεννάται, εκραύγασεν ο ιερεύς όλος χαρά· και εγέλα όλος. Τα μάτια του, αι παρειαί του, το στόμα του· και ιδίως η ουλή του δεξιού του χείλους.

Και επειδή νέα διάθεσις ψαλμωδίας ανεφάνη ζωηροτέρα της πρώτης, είπεν ο φίλος μου ο Αλεξανδρής με το πατροπαράδοτον σατυρικόν πνεύμα, λεπτόν ως αεράκι πεύκου γηραιού, ίνα προλάβη πάσαν του κυρ Στρατή θρηνωδίαν.

— Να σου πω, κυρ Στρατή. Εσύ να ψάλης τα πανηγυρικά μέλη, και ο παπα-Γιάννης— νάχωμεν την ευχίτσα του— τα νεκρώσιμα. Δεν λέω καλά, παπά μου;

Όλοι εγελάσαμεν.

 

αρχή

 



 

1899

Ο Μέλτος ο Μισακός, αφού τα είπε συριανά τα Χριστούγεννα, ήρχισε να τα λέγη και ναξιώτικα. Ο καπεταν-Γιακουμής τον συνώδευε με την εξάχορδον κινύραν του, ένα λαξευτόν χρυσοκέντητον τσιβούρι, έργον των χειρών του οπού είχε κατασκευάσει εν ταις ώραις της απλοίας και νηνεμίας· ή και κατά τας μακράς του χειμώνος νύκτας, εφ' ου, είχε, μετ' επιμονής καλλιτέχνου, λαξεύσει ολόκληρον την αγοράν της πατρίδος του, με της βαρκούλαις στο ακρογιάλι, κ' ένα σπιτάκι, ψηλά- ψηλά, εις τον βράχον, την ποθητήν της αγάπης του κατοικίαν, της Μαριγούλας του. Μαριγούλαν δε ωνόμαζε και το ολόχρυσον τσιβούρι. Το είχε στολίσει σαν την ασπίδα του Αχιλλέως χωρίς να έχη διαβάσει τον Όμηρον. Ο Καπετάν-Γιακουμής ήτο αδελφός του πλοιάρχου, αλλ' ευθύμου και διαχυτικού χαρακτήρος, ηρέσκετο να συνανατρέφηται μετά των ναυτών συνήθως, εν τη πρώρα.

Οι λοιποί του πληρώματος, γύρω-γύρω, πάνω εις τας χρωματιστάς κασσέλλας των καθήμενοι, τας στενάς και μακράς, παρά τα ασκητικά ράντσα των, τας κρεμαστάς των κλίνας, ήκουον καπνίζοντες τα σιγάρα των, αναπαυόμενοι, εκεί όπως ήσαν, με τα χονδρά της εργασίας ιμάτια ακόμη, όζοντες πίσσαν και νάφθην. Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ξηρός και υψηλός, ο ναύκληρος του πλοίου, ο καλλίτερος λοστρόμος της νήσου, περιζήτητος υπό των πλοιάρχων διά την ναυτικήν του πείραν και την διοικητικήν ικανότητα, στρίβων τον λευκόν μύστακά του με την αριστεράν, ακκουμβισμένος με την δεξιάν επί της τραπέζης, ήκουεν ευλαβώς το άσμα των Χριστουγέννων, με τον νουν του εις το χωρίον του, εις τα παιδάκια του, αλλά προσέχων πάντοτε κ' επάνω, προς τον καιρόν, ως να τον παρηκολούθει παραφυλάττων την μακρυνήν βοήν του ανέμου, οπού εσύριζεν άνωθεν απειλητικός, ωτακουστών δε συνάμα και προς την πρύμνην, μη ακούση την φωνήν του πλοιάρχου· καθόλου κύων πιστός, ο παλαιός αυτός ναύκληρος, ακουσμένος όχι μόνον εις την νήσον αλλά και εις την Πόλιν ακόμη, στόλισμα των πληρωμάτων. Το άσμα προέβαινε μελωδικώτερον πάντοτε, με τα ναξιώτικα τσακίσματά του και με την παθητικήν κρούσιν της Μαριγούλας του καπεταν-Γιακουμή, του ηδυμόλπου τσιβουρίου, όπερ ως παράπονον, το συνώδευε το παλαιόν άσμα, ηρέμα κρουόμενον, παράπονον ναύτου θαλασσοδαρμένου, παράπονον ξενιτευμένου, όπως ελαφρά-ελαφρά, κτυπά το θαλασσάκι 'ς την ακρογιαλιά, εις τας πρωίας της αύρας του πελάγους πνοάς, ή όπως κλαίει ο πεύκος εις το πρωινόν του βουνού αγεράκι, ένα κλαύμα οπού χαίρεσαι να το απολαμβάνεις.

Έλεγεν ένα στίχον ο Μέλτος ο Μισακός, κ' εσιώπα κατά το έθος των Δωδεκανήσων, αναμένων να τον επαναλάβη τώρα, μόνη της, από μέσα από τα παθητικά σπλάχνα της, μετά πόνου, η χρυσοκέντητος Μαριγούλα, ως κλαύμα πάντοτε, ως παράπονον πάντοτε. Και όταν ο ψάλτης έβλεπε την χρυσοκόκκινην φουντίτσαν, εν τη άκρα της μακράς και τορευτής χειρός, παρθενικής θαρρείς, της χειρός του τσιβουρίου, να σείεται γοργά, εν τω τέρματι του ήχου, ήρχιζε πάλιν την συνέχειαν του άσματος, επιφέρων έτερον στίχον, με όλα τα ιδιώματα της ναξίας προφοράς, σωστός ναξιώτης, ο Μέλτος ο Μισακός, με το βρακάκι του ακόμα, και το φεσάκι του. Ο Μέλτος ο Μισακός, ήτο μίμος πρώτης δυνάμεως. Δεν υπήρξε πλοίαρχος έχων ελάττωμά τι φυσικόν, εργάτης, ποιμήν ή και προεστώς του χωρίου του, που να μη εμπέση εις την μιμικήν οξυδέρκειαν του σπανού αυτού ναύτου, με το πρόσωπον το προώρως ερρυτιδωμένον και ευλογιοκομμένον εις τας παρειάς, ως κεντημένον με βελόνην. Χαρά και αγαλλίασις εις το πλήρωμα, ότε εγίνετο γνωστόν ότε επεράσθη εις τα χαρτιά και ο Μέλτος ο Μισακός. Με τας μιμικάς του παραστάσεις κατά τους μακρινούς πλους, ελησμόνουν οι αγαθοί ναύται όλα τα δεινά της ξενιτειάς, όλα τα βάσανα της βαρείας των εργασίας. Εκεί δα τους έκαμνε τον δήμαρχον τον καπεταν-Πάτερον, πώς ετραβούσε τα ρακοβόλια επαν-πανωτού, εις εκείνο το μικρόν παντοπωλείον, από την 'πίσω πόρτα, ότε δραπετεύων από το συμβούλιον, μισοζαλισμένος, του οποίου αι συζητήσεις τον εστενοχώρουν πάντοτε, ως το καραντί των ταξειδίων του, εξεζαλίζετο εκεί, εις την πίσω πόρτα του μικρού μαγαζείου, όρθιος, ασθμαίνων ακόμη, από τας συζητήσεις. Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του. Και πότε πάλιν τους έκαμνε τον μάστρο-Νικόλαν, οπού εψώνισε το κρέας και το εκόμιζεν εις την οικίαν, στεκόμενος κάθε-λίγο, καθ' οδόν, και κυττάζων αυτό γύρω-γύρω, καμαρόνων μονάχος του το οψώνιον. Και άλλοτε πάλιν τους έκαμνε τον καπεταν- Σαράντον, τον φιλάργυρον εκείνον πλοίαρχον, πώς εσύναζε, σπειρί- σπειρί τον σίτον από την κουβέρταν του πλοίου του, όταν εξεφόρτων εν εις τον Πειραιά, διώκων τας όρνιθας του πλοίου, ξου-ξου, μη τα φάγωσι, να τα φάγη εκείνος τα σκύβαλα.

Αλλ' ήτο και περίφημος μάγειρος ο Μέλτος ο Μισακός, επιτυγχάνων εξόχως εις το αλίπαστον. Ο κουρήτος, το ξύλινον βυτίον, εν ω φυλάσσεται το αλίπαστον κρέας των πλοίων, εννοούσεν αμέσως τον δεξιόν μάγειρον, από το βύθισμα των χειρών του μέσα εις τους γάρους, ότε αφ' εσπέρας ελάμβανε τεμάχια, ίνα τα ξαλμυρίση, και επευφήμει, θαρρείς με χαράν, τραντανιζόμενος εις τα στερεά βάθρα του, ο ξύλινος κουρήτος.

— Κακό σημάδι, βρε παιδιά! έλεγε τότε ο Μέλτος ο Μισακός . .

Ο κουρήτος έτριξε πάλι· και θαρρώ πώς θα μας εχάλασε το σαλάδο.

Αλλά το σαλάδο τη επαύριον, κατεβροχθίζετο υπό τας επευφημίας όλου του τσούρμου, και αυτού του γέρω-Μπούμπα, ενός ιδιότρόπου ναύτου, εις τον οποίον τίποτε δεν ήρεσκε, και όλο και εμάλωνε, πότε με την βελόναν του και πότε με τη νιτσεράδα του, όταν δεν εύρισκεν εμπρός του τον μικρόν καμαρώτον, να πιασθή μαζί του. Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.

Δι' αυτά τα δυο προτερήματά του ήτο συμπαθέστατος ο Μέλτος ο Μισακός μεταξύ των πληρωμάτων, διότι και εκαλότρωγαν οι ναύται με την καλήν μαγειρικήν, και εκαλοχώνευαν με τα μιμικά αστειεύματά του. Μόνον ο καπεταν- Σαράντος ουδέ ζωγραφιστόν δεν ήθελε να τον βλέπη τον Μέλτον τον Μισακόν, όχι διότι τον επεριγελούσε— τον έμελεν αυτόν τι θα πουν οι ανόητοι, διότι τάχα ήτο οικονόμος:— αλλά διότι με τα αστεία του εξωδεύετο πολλή γαλέτα εις το πλήρωμα . . .

Και αφού ετελείωσαν και τα ναξιώτικα Χριστούγεννα, διέταξεν ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, ενθουσιασθείς, να τα είπη και Σαντορινιά. Ο Μέλτος ο Μισακός, κατά τα διάφορα ταξείδιά του, είχεν εκμάθει όλα τα πολύμορφα είδη του ιερού άσματος, και άλλα ακόμη νησιωτικά τραγούδια, έκαστον με τα ιδιώματά του τα γλωσσικά και με την προφοράν του την ιδιάζουσαν έκαστον, κ' εθάρρει κανείς την νύκτα εκείνην ότι ευρίσκετο εις όλας τας φαιδράς του Αιγαίου νήσους συγχρόνως, ποικίλως άγων την μεγάλην και χαρμόσυνον της πατρίδος μας εορτήν, τα Χριστούγεννα.

— Βάστα, Μαριγούλα, εχαιρέτισεν ο ναύκληρος, παραθαρρύνων τον καπεταν-Γιακουμήν, υπό τας μουσικάς χείρας του οποίου εγλυκοστέναζε το χρυσοστόλιστο τσιβούρι, μαλακά ερειδόμενον επάνω εις το στήθος του, τορευτόν, χρυσοκέντητον.

Αλλά την στιγμήν εκείνην ο καμαρώτος, ο Ζούμπουρας, ένας δεκαπενταετής με έξυπνα μάτια, νεανίσκος, αλλά ζαρωμένος μέσα εις πλατείς αμπάδες, ως σηπία εις το θαλάμι της, κατελθών από της πρύμνης, εκόμισε χιλιάρικην όλην, πλήρη τζαμάικας, αποστελλομένην παρά του πλοιάρχου εις τους ναύτας του, «να ξαποστάσουν».

Όλοι επεκρότησαν πάραυτα προς την απροσδόκητον θέαν της χιλιάρικης. Ο Ζούμπουρας, παραδώσας αυτήν εις τον ναύκληρον όστις τρυφερώς την ενηγκαλίσθη, καταφιλήσας τον στενόν ως καλαμένιον λαιμόν της, είπεν ότι ο πλοίαρχος έπεσε να κοιμηθή, και ότι αυτοί ας κάμουν ό,τι θέλουν. Και προσέθηκεν, από μέρους του ο καμαρώτος, ότι η θάλασσα έγεινε ξείδι και πετά σπίθαις, θαρρείς, απόξω από της Τρεις Μπούκαις, οπού ήσαν αραγμένοι, από τον θυμόν της, και δεν θα κάμουν πανιά ούτε με μια 'βδομάδα.

— Δόξα σοι ο Θεός, που τα καταλάβαμε, τέλος πάντων! είπεν ο ναύκληρος αποθέτων την χιλιάρικην με προσοχήν επί της τραπέζης, ακτινοβολούσαν εκεί ιριδόχροα ακτινοβολήματα, υπό το φως της εν μέσω του πρωραίου κρεμαμένης λυχνίας.

— Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; . . .

Επείραξεν ο καμαρώτος, απερχόμενος, τον γέρω-Μπούμπαν, συλλογισμένον καθήμενον εκεί, εν τω φαιδρώ κύκλω, αμίλητον, ως μετανοημένον καλόγηρον, γυρισμένον ανάστροφα.

— Τον κακό σου, Ζούμπουρα!

Εγρύλλισεν ο γέρων ναύτης. Και μη προφθάσας να βλάψη τον εξαφανισθέντα έφηβον, κατέρριψε και κατεπάτησε μετ' άχθους τον καπνόν της πίπας του ως σκορπίον, και επανέπεσε πάλιν εις τας σκέψεις του τας σιωπηλάς, πάντοτε με την μονήρη παρέαν του.

Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, στρίβων τον μύστακά του τον λευκόν, έπαυσε πλέον να ωτακουστή προς την πρύμνην, και ήρχισεν ανέτως τώρα τακτικώτερον να διευθύνη την φαιδράν του πληρώματος αγρυπνίαν. Ήνοιξε την στενόμακρον κασσέλλαν του με έν τερπνόν γλυκοκελάδημα περιστρέψας την μικράν κλείδα εις την μουσικόκρουστον κλειδαριάν της, εξήγαγε μερικούς ξηρούς καρπούς, οίτινες απέκειντο εκεί, της συζύγου του δώρα, του χωρίου του γλυκείαι αναμνήσεις, καρύδια και σύκα και κυδώνια· και παραθέσας αυτά εκάλεσε τους ναύτας:

— Ξεκουρασθήτε, βρε παιδιά, τώρα.

Κ' επλήρωσε μικρά ποτήρια εκ του αποσταλέντος υπό του πλοιάρχου ποτού.

Ήσαν εκεί γύρω και άλλοι ακόμα, όλοι οι ναύται, εννέα εν όλω. Ήτο ο Γρούτσος, με τας χονδράς του χείρας, αθλητικώτατος, κρυωμένος ολίγον και βήχων. Ήτο ο μπάρμπα-Γιαννιός, αγαπών να κάμνη τον φραντσέζον, με το τσιμπουκάκι του πάντοτε εις το στόμα. Ήτο και ο Παυλάκης, άσωτος υιός πλοιάρχου Συριανού, διωγμένος από τον πατέρα του, δυο χρόνια τώρα, με μίαν μορφήν ξεπλυμένην και άχαριν εκ του ασώτου βίου, με βλέμμα απλανές, ακίνητος ως να εκοιμάτο με ανοικτά μάτια, όστις εγύρευε τσιγάρα πάντοτε, υποσχόμενος ν' ανταποδώση αυτά «σαν φθάσουν 'ς τα πόρτο». Αλλά 'ς το πόρτο πάντοτε γινόμενος άφαντος εις της κουμπάραις του· δυο φοραίς παντρεμένος 'ς τα Θεραπειά και μια 'ς τον Καρού- Τσεσμέ, ενώ εις την Σύρον έκλαιεν η μάννα του απαρηγόρητος, μόνην παρηγορίαν ευρίσκουσα επάνω εις την Αγίαν Παρασκευήν οπού εκείνα τα έτη είχεν εγκατασταθή ο εκ Σκιάθου επιφανής μοναχός Διονύσιος, ο Γέροντας αποκαλούμενος και ετέλει κάθε Σαββατόβραδον εκεί ωραίας αγρυπνίας, πολύ σεβάσμιος εις όλην την Σύρον.

Το πρωραίον είχε στεγαδώσει πλέον από τους καπνούς τόσων τσιγάρων και διέταξεν ο ναύκληρος ν' ανοίξωσιν άνωθεν μίαν υαλοθυρίδα του φεγγίτου. Πάραυτα δε εισώρμησε κάτω ρεύμα παγωμένου αέρος και μία κλαίουσα αρμονία της μυκωμένης επάνω τρικυμίας, ήτις προσπίπτουσα εις τους πολυδαιδάλους εξαρτισμούς του μεγάλου πλοίου· και τους αναριθμήτους τροχίσκους, έφθανε κάτω ως θρήνος θηρίων από μακράν μαχομένων διά το θήραμα.

Τα τρικάταρτο μπάρκο του καπεταν Φώκα, η Σκίαθος ένα ωραίον σκάφος του αλησμονήτου αρχιναυπηγού της νήσου του ξακουσμένου εις όλας τας ναυτικάς της Ελλάδος πόλεις Μάστρο-Γεωργού μόλις εσώθη την εσπέραν εκείνην, καταφυγόν ξυλάρμενον— με τα κάτω μόνον φλέσια, και τον μέσα φλόκον— εις της τρεις Μπούκαις, τον σωτήριον της Σκύρου λιμένα. Από της Σικελίας αναβαίνων εις τον Δούναβιν, με φορτίον αποικιακών, ο καπεταν-Φώκας επτά μηνών γαμβρός, επόθει, και έταξε, να εορτάση τα Χριστούγεννα εν τη νήσω του, μετά της νεαράς συζύγου του. Αλλά φθονερός της ευτυχίας του ο άγριος μαΐστρος, μετά λαίλαπος και χιονοστροβίλων εξαφθείς, τον ηνάγκασε να κλεισθή μέσα εις της τρεις Μπούκαις, οπού βράδυ-βράδυ ηγκυροβόλησεν η Σκίαθος σαν ένας αετός με μαδημένα τα πτερά του.

Σκυλί μοναχό!

Ύβριζε δάκνων τα χείλη του ο καπεταν-Φώκας, τρεις θάλασσαις συναντήσας παρά το Καβοδόρος. Μίαν από το Τσανταρλί, άλλην από το Κουσάντασι εξ ανατολών, και τρίτην εκ δυσμών, από τον Μαΐστρον. Βουνά τα κύματα, και εκυλίετο καρφωμένη εκεί η Σκίαθος με την ογκώδη κοιλίαν της. Έτριζεν ως εκ μετάλλου τους οδόντας του ο καπεταν-Φώκας από τον θυμόν του, αλλ' έτριζον και οι ιστοί του μπάρκου και οι τρεις. Άφριζεν από τον θυμόν του ο καπεταν-Φώκας βλασφημίας μόνον απαγγέλλων, αλλ' ήφριζαν και τα κύματα εισορμώντα εις το κατάστρωμα, ως πειραταί προς λεηλασίαν. Έως να κάμψουν το Καβοδόρος, έχασε της επάνω γάμπιαις της η Σκίαθος αναρπαγείσας υπό του ανέμου ως πτερά.

Αλλ' ενώ κατ' αρχάς εφάνη ότι θα υπερίσχυεν ανατολικός άνεμος, ο γραίγος, ότε θα κατευωδούτο εις την νήσον του ο καπεταν-Φώκας, αίφνης μαυρίλα πυκνή σχηματίζεται προς δυσμάς. Ιδού αστράπτει ο μαΐστρος κ' εκρήγνυται αποτόμως χιονώδης θύελλα, σκοτεινόν προβέντσο— χιονιά και κακό— θάλασσα κιαμέτι— Ωρύετο δε ο καπεταν-Φώκας, προσπαθών προς βορράν να θέτη πάντοτε την πρώραν του μπάρκου, μη διακρίνων ουδέ το δάκτυλόν του εκ της επελθούσης εν ημέρα πυκνής σκοτίας. Αλλ' η θύελλα ήτο απροσμάχητος κ' έστρεφε προς νότον το σκάφος. Σκύρος και Κύμη και πέλαγος έγειναν όλα έν πράγμα σκοτεινόφαιον, εντός του οποίου τα κύματα, όγκοι βαρείς, εχοροπηδούσαν, σωροί εδώ, σωροί εκεί, θηρία ανήμερα, με αφρούς, με αχνούς υπό μίαν φοβεράν σκοτούραν των πάντων, καθ' όλον εκείνον τον δεινόν του Αιγαίου αναβρασμόν· νομίζεις κ' έπεσον από του ουρανού των νεφελών οι παχείς όγκοι κ' εσκέπασαν βουνά και θάλασσαν. Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων:

— Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη! Τότε ο Ζούμπουρας ο καμαρώτος, αδαής του κινδύνου, περνών απ' εμπρός από τον ωργισμένον γέρω-Μπούμπαν, χωμένος μέσα εις τας πλατείς αμπάδες του, ως χελώνη, τότε του πρωτοείπε, σαν προφήτης το παληόπαιδο:

— Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού!

Και κύψας υπό τας βαρείας χείρας του γηραιού ναύτου υπεξέφυγεν ως έγχελυς, την οργήν του.

Ως σιδηραί δε αι χείρες του ναύτου, αποτυχούσαι, εκρότησαν επί του χονδρού ξυλίνου παραπέτου του μπάρκου. Ουδέν δ' άλλο κατώρθωσεν ο καπεταν-Φώκας με την ματαίαν εκείνην κ' επικίνδυνον επιμονήν του, ή ν' απολέση και της αμπάσαις- γάμπιαις του μπάρκου του, όπερ μόλις ημπόρεσε με τα φλέσια μόνον και τον μέσα φλόκον να εισπλεύση και αγκυροβολήση εις της Τρεις Μπούκαις, θαλασσοδαρμένον, θαλασσοπνιγμένον, ξυλάρμενον.

Αφού δε ηγκυροβόλησε και διηυθέτησαν οι ναύται τάρμενα, τότε ο καπεταν- Φώκας, βρεγμένος, μισοπαγωμένος, από δύο θηρία νικημένος, από την θάλασσαν και από τον θυμόν του, κατήλθε και εκλείσθη κάτω εις την πρύμνην, κλαίων σχεδόν, αποπνιγόμενος μέσα εις τον καπνόν των τσιγάρων, τα οποία κατέδακνε, δεν εκάπνιζε, θολός τον νουν και θολός την καρδίαν από τ' αναθέματα και τας κατάρας. Επάνω εις τας εξάψεις του εκείνας, τας αγρίας ως λαίλαπος μηκυθμούς, δις ενόμισεν ότι επραΰνετο η οξύτης του ανέμου, και διέταξε δις τους ναύτας, απορούντας, να κάμωσι πάλιν πανιά.

Αλλά δις πάλιν ο καπεταν-Φώκας κατησχυμμένος ηναγκάσθη να μαϊνάρη πάλιν, αυτός οπού εις άλλας περιστάσεις, από την κλίνην του ακόμη, διέκρινε την δύναμιν των ανέμων. Αλλά τώρα, με αγωνίαν επιθυμών να εκτελέση την δοθείσαν προς την γυναίκα του υπόσχεσιν, παρίστατο αμαθής και αθαλάσσωτος, και από τον απειρότερον ναύτην πλέον άπειρος.

Και αφού πλέον ενύκτωσε και απηλπίσθη να εξέλθη από της τρεις Μπούκαις, ήρχισε το κονιάκ, κάτω πάντοτε, κλεισμένος, ολομόναχος, εξερεθίζων έτι μάλλον τον θυμόν του, με το δριμύ ποτόν. Εκεί οπού ήτο, ούτε ήκουε τα Χριστουγεννιάτικα άσματα των ναυτών, οίτινες συστείλαντες τα ιστία και περιμαζεύσαντες τα καλώδια, και τα άλλα τα καταρρακωθέντα πανία, και ασφαλίσαντες με δύο αγκύρας το σκάφος, κατήλθον εις την πρωραίαν αίθουσάν των, εν χαρά άγοντες την νύκτα της Παραμονής, αλλά με τα ιμάτια της εργασίας των πάντοτε, προσμένοντες νέαν διαταγήν ίσως του ωργισμένου πλοιάρχου των.

— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμά 'ς τον αφρόν. Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα.

Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα:

— Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!

Κ' εκέρασε πρώτα-πρώτα αυτός τους ναύτας από ένα τσίπουρο της πατρίδος του, της αμπέλου του ευώδες ποτόν, για να τους βάλη, ως έλεγε, λίγο-λίγο 'ς το δουζένι. Και ούτω πράγματι ήρχισαν να ψάλλωσιν οι ναύται κάτω το άσμα των Χριστουγέννων μετά πόνου βιαζόμενοι να λησμονούν την πατρίδα και τας οικίας των, συνηθισμένοι εις τας αποδημίας.

* * *

Αλλ' ο καπεταν-Φώκας, ολομόναχος πάντοτε, εν τη πρύμνη, προσπαθών κατόπιν ν' ανοίξη δευτέραν φιάλην κονιάκ, κατακόκκινος και μισοζαλισμένος, παρά την θερμάστραν, ην προλαβών προσήναψεν ο καμαρώτος, έθραυσε τον λαιμόν αυτής και εχύθη το πλείστον του ποτού επί των αναμμένων ξύλων. Πάραυτα φλόγες πρασινογάλαζοι τον εκύκλωσαν έντρομον να τον καύσουν. Το πρυμναίον εφωτίσθη από παράδοξον αστραπήν, θαρρείς, από της οργής την αστραπήν την πρασινογάλαζον, και είδε τα περί αυτόν όλα πράσινα ο καπεταν- Φώκας. Και το πρόσωπόν του το είδε πράσινον εις τον καθρέπτην. Μία μεγάλη εικών κρεμαμένη εκεί, παριστώσα ως νύμφην την νεαράν σύζυγόν του, λευκήν, ως κρίνον, με τον πέπλον του γάμου, ως ουρανίου αγγέλου καλλινεφές περιβόλαιον, πρασινογάλαζος και αυτή τω εφάνη ως εάν ήτο κάτω εις τον σαπφείρινον του πόντου πυθμένα, κάτω 'ς τα βαθειά, κόρη του Νηρέως ή του Τρίτωνος, οπού τον εκύτταζε μ' ένα γέλοιο, σαν να τον επερίπαιζεν. Ετρόμαξεν. Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός. Σαν να ωνειρεύθη, αποκαμωμένος από την κούρασιν και από την οργήν, και από το ποτόν, προσβλέπων εκεί την προ της θερμάστρας κρεμαμένην εικόνα της συζύγου του. Τω εφάνη πως είδε την Μυγδαλίτσαν του, την εύμορφον γαλανόφθαλμον γυναικίτσαν του, μέσα εις τάσπρα, μέσα εις τα μπιμπιλοκέντητα μπορετζίκια της. Με κάτι γαλάζια μεταξωτά μανδήλια εις την ξανθήν κεφαλήν της, ως ουρανού κυάνεον, σκιάζον το ροδόχρουν προσωπάκι της· με κάτι ερυθρόχρυσα περιλαίμια πλεκτά, ως πτηνόν τυλιγμένην, ισταμένην εκεί, παρά την λάμπουσαν εστίαν του οίκου των του νεοκτίστου, νεόνυμφον εστίαν, μοσχοβολούσαν νεότητα και ζωήν, και με αγάπην βλέπουσαν τα σπινθηροβολήματα ενός καιομένου πρίνου, της χρυσοκόκκιναις πολλαίς σπίθαις του, οπού επετούσαν επάνω, με πάταγον συνεχή, ως με φωτόλαμπρον χαιρετισμόν, χαιρετίζουσαι τον ταξειδιώτην, οπού φθάνει σήμερον-αύριον. Κ' έκαμνε τάχα τον σταυρόν της η λευκογαλανόμορφος Μυγδαλίτσα του, κ' ηύχετο να έλθη ο καπεταν-Φώκας τα Χριστούγεννα, καθώς της το έταξε, και καθώς της το εκήρυττον η χρυσοκόκκιναις σπίθαις, βροντοκροτούσαι ολονέν, πολλα-πολλαί, και ανερχόμεναι προς τάνω ταχείαι, ως να τας εσκόρπιζε κάτωθεν της ευτυχίας ή μεγαλόδωρος χειρ. Και ότε κατόπιν ωλιγόστευσαν η σπίθαις, η Μυγδαλίτσα ήρχισε τάχα να τας μετρά μίαν-μίαν τας σπίθας, επιλέγουσα εν συγκινήσει:

— Θαρθή— δεν θαρθή. Θαρθή— δεν θαρθή. Θαρθή.— Αλλά περίχυμα τελευταίον του κονιάκ, τώρα τέλος εξανάψαν εν τη θερμάστρα, ανέδωκε την τελευταίαν κυανήν αναλαμπήν, μ' υπόκωφόν τινα βοήν, και έσβυσε πλέον:

— Δεν θαρθή!— Του εφάνη τότε του Καπετάν-Φώκα ότι ήκουσε την φωνίτσαν της Μυγδαλίτσας του, μ' απελπισίαν αντηχήσασαν εν τη πρύμνη του πλοίου δύο φοράς; Δεν θαρθή! Δεν θαρθή! ως θρήνον, ως μοιρολόγιον.

Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπεταν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων. Αλλ' έξω από τας τρεις εισόδους του ωρύοντο άγρια τα κύματα, θραυόμενα με αφροταραχήν βράζουσαν κατά του Δεσπότου και της Πλατείας, δύο ξηρών και αποτόμων νησίδων, προ αυτού, δι' ων σχηματίζονται αι τρεις του λιμένος αυτού είσοδοι, εξ ου και το όνομά του, επί των οποίων πυραί δύο ποιμένων έφεγγον, ως φάροι σωτήριοι, κατά την σκοτεινήν αυτήν νύκτα.

— Τι θαρρείς! Δεν την πνίγω τάχα την Σκίαθον! Εβρυχήθη ο καπεταν-Φώκας ως απειλών την Μοίραν του, βλέπων άπελπις την αυξάνουσαν θύελλαν, και όμως σχεδιάζων νέαν απόπειραν απόπλου, ταραχθείς από το τέλος της οπτασίας του. Αλλ' ακούει τότε, παρεμπρός, τον καμαρώτον του, το Ζούμπουραν, όστις εξαγαγών την κεφαλήν του από το πλατύ περιλαίμιον του σκληρού αυτού καπότου εμονολόγει προ της ακατασχέτου χιονιάς:

— Ούτε πανί στο πέλαγο, ούτε γάιδαρος 'ς τα Ψαρά!

Ο ουρανός κατάμαυρος, εφαίνετο ότι εστηρίζετο εις τους ιστούς του μπάρκου· και εντός της φοβεράς εκείνης θολότητος εστριφογύριζαν παγωμένα πράγματα χιονονιφάδες ξανεμιζόμεναι υπό της λαίλαπος, ως ξανεμίζεται ο σίτος εις την άλωνα. Πολλαί αυτών προσέκρουσαν με βίαν εις το αγριωμένον πρόσωπον του καπεταν-Φώκα, ως μόλυβδος δε κρύος επέψαυσαν και τα ώτα του οι λόγοι του παιδός οι συνετοί. Και να το έπνιγε το πλοίον του, πάλιν δεν θα έκαμνε Χριστούγεννα με την Μυγδαλίτσαν του· ίσως και να την έχανε διά παντός. Κατέπεσε τότε η οργή του· και τω εφάνη τότε ότι τωόντι άραξε και αυτός εις της Τρεις-Μπούκαις, καθώς άραξε και το κατάμαυρον μπάρκο του. Και βλέπων μόλις έξω εις την πετρώδη Σκύρον τας δύο χασμάδας των λατομείων λευκού τουμαρμάρου, αίτινες αμυδρώς διεγράφοντο τεφραί, ως χαλασμένα δύο χωρίδια, είπε:

— Μπορεί να κάμουμε Φώτα 'ςτο χωριό, καϋμένε Ζούμπουρα!

Τότε κατελθών απέστειλε την φιάλην της ζαμάικας προς τους ναύτας ταυ «να ξαποστάσουν», αποφασίσας αυτός τέλος να κοιμηθή «αγκαλιά με την λύπην του», αδυνατών «ν' αγρυπνήση» με τον φαιδρόν των ναυτών του κύκλον.

* * *

Μετά το πέμπτον ποτήριον της ζαμάικας, ο καπεταν-Γιακουμής, ο αδελφός του πλοιάρχου, ήρχισε κακώς να παίζη την Μαριγούλαν, το τορευτόν του τζιβούρι, κ' εζήτει και έκτον αμέσως, λέγων ότι 'ςτα πέντε αποσταίνει και ξεχορδίζεται, και αν σταματήση αυτού, είνε φόβος τότε να μη χορδισθή ούτε 'ς τα δέκα. Ο δε Μέλτος ο Μισακός, γνωρίζων καλώς τα συστήματα του ναυκλήρου, ανελθών και σφάξας μίαν όρνιθα διά το νυκτερινόν πρόγευμα, οπού την έτρεφεν ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, μόνος του, από την Σικελίαν, διά κάθε ενδεχόμενον, κατέλιπεν εις το μαγειρείον τον καμαρώτον να επιμελήται το μαγείρευμα, κ' επανήλθε χιονισμένος, χουχουλίζων τας χείρας του και ζητών έν ποτήριον αποσταμένον, δηλαδή, γεμάτον, ως δίδουν την εσπέραν προς τους εργάτας τ' αφεντικά, όταν παύσουν από την εργασίαν.

Και ήρχισεν αμέσως— για να θερμανθή— να τραγουδή ένα παλαιόν άσμα της Κω, μιμούμενος συνάμα γυναίκα κώτισσαν νήθουσαν, κατά την έννοιαν του άσματος, μ' έκτακτον μιμικήν διάθεσιν.

Ο καπεταν-Γιακουμής επαναχορδίσας τέλος την Μαριγούλαν τον συνώδευε:

Πάρε την αργυρόρροκα

κ' έλα την φράχτη-φράχτη,

Κι αν σ' αρωτήσ' η μάννα σου,

'πες, έχασα τ' αδράχτι.

Εμπερδεύθηκ' η κλωνιά μου

μέσ' 'ς τα πέντε δάκτυλά μου.

Τόσον δε τελείως απεμιμήθη ο Μέλτος ο Μισακός την νήθουσαν γυναίκα της Κω, με όλας τας κινήσεις της γυναικείας εργασίας, σείων τάχα την ηλακάτην με την αριστεράν, ως αι νήθουσαι, αποσπών βάμβακα από την τολύπην με την αριστεράν, και συστρέφων την άτρακτον με το βαρύ δήθεν σφονδύλιον, και βρέχων πάλιν τα δάκτυλά του εις το στόμα του, και βρέχων την νηθομένην τάχα κλωστήν, κινών δε είτα κωμικώς τα δάκτυλά του της δεξιάς, κατά την επωδόν, εις το μπέρδευμα δήθεν της κλωνιάς, ώστε όλοι επευφήμησαν, προς τας κινήσεις του αυτάς τας δεξιάς και ταχείας, και εγέλασαν με τους μορφασμούς του σπανού και ευλογιοκομμένου προσώπου του. Όλοι δ' εσιώπησαν χάσκοντες εις το τέλος, από την ευχαρίστησιν, και αυτή η Μαριγούλα εσίγησε θαμβωθείσα και αυτή.

— Γεια σου κώτισσα!

Ανεκραύγασεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρας στρίβων τον λευκόν μύστακά του.

Αλλ' ο γέρω-Μπούμπας, ανάποδος πάντοτε, λαβών τέλος μέρος εις την ναυτικήν παρέαν επέκρινεν:

— Η νισυριαίς γνέθουνε καλλίτερα από της κώτισσαις . . .

— Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Να, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπεταν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,

Αλλ' ιδού αληθώς κατήρχετο με προφύλαξιν και με κάποιαν δειλίαν, οδηγούμενος από τον μικρόν καμαρώτον, ο καπεταν-Φαφάνας, κοντός, αμπαδένιος όλος, τυλιγμένος μέσα εις μίαν βαρείαν γούναν, σαλονικιάν, χιονισμένος εις τους ώμους και εις τον πέτσινον κούκον του, βαστάζων οψάρια και αστακούς, τα οποία εν αφθονία αλιεύουσιν εις της Τρεις Μπούκαις τα δικτάδικα πλοιάρια.

— Ανάβα όνομα να ιδής κορμί. Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος.

— Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε; Προσέθηκεν ο καπεταν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος.

— Κατά φωνή και . . .

Είπεν ο Μέλτος ο Μισακός και απετελείωσεν ο ναύκληρος— ο Φαφάνας, προφθάσας ούτω και αποφυγών την κακοφημίαν, μη τύχη και πειραχθή ο ψάλτης, και δεν θελήση να ψάλη έπειτα.

— Πού σ' αυτόν τον κόσμον, καϋμένε Φαφάνα;

Επανέλαβεν ο Μέλτος ο Μισακός, μιμούμενος την φωνήν του ελθόντος, σαν να έψαλλε, σαν να κανοναρχούσεν.

Κ' ενώ ο Φαφάνας διηγείτο πώς ευρέθη εκεί εις τον έρημον λιμένα, ο καμαρώτος όστις ωδήγησεν αυτόν κάτω, ανερχόμενος πάλιν εις την εργασίαν του, εις το μαγειρείον, αφού παρέλαβε και τα κομισθέντα δώρα παρά του καπεταν- Φαφάνα, είπεν εις το αυτί του γέρω-Μπούμπα, σαν να ήθελε να του ανακοίνωση μυστικόν:

— Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα;

— Τον κακό σου, Ζούμπουρα! Εβρόντησεν ο γέρω-ναύτης· και ήπλωσε τας βαρείας χείρας του ως δύο ξύλα. Αλλ' ο Ζούμπουρας, κοντός ως ήτο, διεξέφυγε πάλιν.

* * *

Ο καπεταν-Φαφάνας, ανήρ συνομήλικος με τον Μέλτον τον Μισακόν, όταν ήτο μικρός, μαθητής του Σχολαρχείου, είχε γλυκυτάτην φωνήν, και ήτο ο καλλίτερος κανονάρχης του χωρίου, καθαρά αναγινώσκων το ψαλτήριον, μελωδικώς κανοναρχών, και μελωδικώς απαγγέλλων τον Απόστολον. Μόνον μικρόν ελάττωμα είχε φυσικόν. Ετραύλιζεν ολίγον εις την γλώσσαν· διό και απεδόθη εις αυτόν σκωπτικώς το παρωνύμιον Φαφάνας, όπερ αυτός τελευταίον το ανεγνώρισεν ως επώνυμον πλέον.

Παρεσκευάζετο δε να γείνη ιερεύς και θα ήτο σήμερον ο καλλίτερος εφημέριος της νήσου, αλλ' ετεκνοποίησεν η σύζυγός του τον τρίτον μήνα μετά τον γάμον των, και ούτως αντί παπάς, έγεινε μικροπλοίαρχος, ακτοπλοών με μίαν μικράν βρατσέραν. Αλλ' ήτο έκτοτε μελαγχολικός πάντοτε, απαραμύθητος διά την ατυχίαν του εκείνην. Και ίνα δε αποφεύγη τας επιπλήξεις της συζύγου του, ήτις πολύ επόθει να γείνη παπαδιά, συνήθως εταξείδευε, σπανίως καταπλέων εις το χωρίον του. Ιδίως δ' απεδήμει κατά τας ημέρας των μεγάλων εορτών, μη αντέχων να βλέπη χρυσοφορεμένους τους ιερείς του χωρίου του.

Ούτω και τώρα ο καπεταν-Φαφάνας εταξείδευε, φορτώσας λεμόνια εξ Άνδρου διά Θεσσαλονίκην. Και καταληφθείς υπό της τελευταίας καταιγίδος κατέφυγε και αυτός με την βρατσέραν του εις της Τρεις Μπούκαις.

Φίλεργος δε πάντοτε, ητοίμασεν αμέσως τα δίκτυα του κ' έρριψεν αυτά εις τον αιγιαλόν του ησύχου λιμένος, οπού και άλλα πλοία δικτάδικα ηλίευον. Όταν δε, την εσπέραν, ξυλάρμενον εισέπλεε το μπάρκο του καπεταν-Φώκα, το ανεγνώρισεν από την χονδρήν κοιλίαν του και την χονδρήν πρύμνην, και από το άσπρο μπούρδο, την λευκήν ταινίαν, την περιθέουσαν αυτό κύκλω, η οποία με τα μαύρα κατά διαλείμματα τετραγωνίδια, ως θυρίδας μακρόθεν φαινόμενα, παρίστα αυτό τεράστιον σκάφος, ως φρεγάταν τουρκικήν των ημερών εκείνων.

Ο καπεταν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν. Ήξευρεν ο καπεταν-Φαφάνας ότι ο καπεταν- Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του.

Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπεταν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ. Ήνοιξε λοιπόν αυτήν αμέσως και προσφέρων ποτήριον προς τον ελθόντα και προς τους άλλους είπε:

— Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω!

Ταυτοχρόνως εχρεμέτισαν επάνω οι εξαρτισμοί του πλοίου, ως να έτρεχον ίπποι εις την πεδιάδα, θαρρείς κ' εχαιρέτιζον τους πίνοντας ναύτας, κ' εκυλίσθη δεξιά και αριστερά η Σκίαθος ως να ητοιμάζετο ν' ανοίξη τα πανιά της. Η πνέουσα τρικυμία εξαγριωθείσα έτι μάλλον ανετάρασσε και τον ήρεμον έως τότε λιμένα, κ' έσεισε σαλεύσασα τα εν αυτώ πλοία. Σεισθείς τότε εκ του σχηματισθέντος σάλου και ο κώδων της βάρδειας, επάνω του πρωραίου, εκρούσθη επανειλημμένως γλυκύτατα, εν τη αγρία εκείνη νυκτί ως κώδων παρεκκλησίου, εντός δάσους, του οποίου έκρουε πενθίμως η καταιγίς.

Εφάνη εις όλους τότε ως να εσήμαιναν τα Χριστούγεννα και όλοι, ανεπαισθήτως, έκαμαν τον σταυρόν των. Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος. Και άλλοτε πάλιν τον έστειλεν ο εφημέριος να μοιράση τα υψώματα εις τους ενορίτας του και του έπεσαν από την τσέπην του— την νύκτα— και τα ηύρεν έπειτα ο Χατζής ο Μπολμάς, ο ρακένδυτος και πάντοτε μεθυσμένος αχθοφόρος, και τα έφαγε, νηστικός δύο ημέρας.

Αλλά αίφνης κρότοι βηματισμών βαρέων επί του καταστρώματος, διέκοψαν τας φαιδράς του ναυκλήρου αναμνήσεις, Ως ν' ανήλθον πειραταί τω εφάνη— έρημος ο λιμήν και δεν ήτο παράδοξον— αλλ' ο κύων ο Μαύρος δεν υλάκτησεν· ως δεν υλάκτησε και όταν ήλθεν ο καπεταν-Φαφάνας, με τον οποίον όμως ο κύων είχε παλαιάν γνωριμίαν. Απορών ανήλθε φυλαττόμενος ίνα ίδη. Και είδε τότε τον καπεταν- Φώκαν, ως φάντασμα, τυλιγμένον με την βαρείαν γούναν του, ιστάμενον εν μέσω του σκάφους και θεωρούντα κύκλω την φρίσουσαν τρικυμίαν με βλέμμα απλανές. Μ' οξύτατα λαλήματα η λαίλαψ κατέρριπτεν επ' αυτόν τας χιονονιφάδας της— χιονόνερον παγωμένον— κ' η κόμη του, ασκεπούς όντος, ωρθούτο υπό του ανέμου, ως από φόβον.

Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν:

— Ούτε πανί 'ς το πέλαγος, ούτε γάιδαρος 'ς τα Ψαρά.

Ο καπεταν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα.

Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του.

* * *

Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται. Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . .

Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος. Τίποτε δεν είχε να ενθυμηθή μικρός, τίποτε να ενθυμηθή μεγάλος. Μικρός ποτέ δεν έκαμε Χριστούγεννα 'ς την χώραν, παρεπονείτο πολλάκις. Είχε μια μητέρα χήρα, μια καταραμένη γυναίκα, η οποία επειδή έχασεν όλα τα παιδιά της και τον άνδρα της, 'ς το τέλος, σαν ήρχοντο τα Χριστούγεννα, εκλείδωνε το σπίτι, τον εφορτώνετο 'ς τον ώμον αυτόν, το τελευταίον παιδί της, και έτρεχε 'ς τα τέσσερα, 'ς τον Γέροντα, πίσω, 'ς τον Πρόδρομον εις τον μικρόν Ασέληνον, οπού έκαμνε Χριστούγεννα, κλαίουσα την ψυχήν της με τας καλογραίας. Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγε 'ς τα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτα 'ς την Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβη— και 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά. Αφού δε εγύρισαν, την νύκτα, κ' εβόλεψε την βάρκα, και ήτο έτοιμος ν' αποβιβασθή και αυτός πηδών εις την άμμον, με τα ένα χέρι βαστάζων τα οψάρια εις ορμαθούς, τα μερίδιόν του, και με το άλλο τα παπούτσια του, εγλύστρησε κ' έπεσεν εις την θάλασσαν κ' εκτύπησε 'ς τα μούτρα σε κάτι πέτραις οπού ήταν ένα μήνα πρισμένα. Και ήλθεν η μάννα του και του έλεγε: Γλέπεις, καταραμένε, για να μη θελήσης νάρθης 'ς τον Γέροντα; Γλέπεις; Ύστερα, τον άλλο χρόνον, εμπαρκάρισεν. Αλλά ποτέ του δεν έκαμε Χριστούγεννα σε πολιτεία· ούτε 'ς το χωριό του, ούτε σε καμμιά άλλη πολιτεία. Αλλά πάντοτε, την ημέραν αυτήν, ευρίσκετο εις το πέλαγος. Πότε 'ς τα κύματα μέσα μουσκεμμένος, και πότε ποδισμένος και αραγμένος σε καμμιάν ερημιάν, σαν τώρα. Θυμωμένος πάντοτε τα Χριστούγεννα, πότε με την βελόναν του, και πότε με την νιτσεράδαν του. Πού ν' αποκτήση αυτός ρημαδιακό, νάχη παραστιά, φωτιά, και γυναίκα. Από το ράντσο του, παρά το οποίον εκάθητο τώρα, και από την στενόμακρον κασσελίτσαν του, τίποτε άλλο δεν είχεν αποκτήσει εις τον κόσμον αυτόν, εκτός μίαν καταραμένην αναποδιάν σαν την μάννα του, την οποίαν του εφαίνετο ότι εκληρονόμησεν από την καταραμένην εκείνην, ως έλεγεν ο ανόητος ανοηταίνων, ανάποδος και εις τα παράπονά του και αδιόρθωτος, ωσάν η γηράσασα κακία, η οποία ποτέ της δεν ημπορεί να γείνη αρετή. Χωρίς σπίτι, χωρίς γυναίκα, χωρίς παιδιά. Αφορισμένος, ακοινώνητος, αμίλητος. Πού ν' αξιωθή αυτός ν' απολαύση τέτοιαν μακαριότητα. Νάρθουν 'ς το αρχοντικό του την νύκτα τα παιδάκια της γειτονιάς, με τα φαναράκια 'ς τα χέρια, με τα χαρτάκια, να του τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα. Κ' αυτός ξαπλωμένος σε καθαρό, μεντέρι, αφέντης κοντά 'ς την φωτιά, με τα παιδιά του γύρω, ν' απλώση 'ς την τσέπην του και να δώση 'ς τα παιδάκια ένα ασημένιο, για το καλό. Και να τον καμαρόνη η γυναίκα του, και να τον θαυμάζουν τα παιδιά του . . .

Ο Μέλτος ο Μισακός, οπού ανήλθε προ μικρού να επιθεωρήση την βράζουσαν σικελικήν όρνιθα, επανελθών, φαιδρός και χαρούμενος πάντοτε, διέκοψε τας θλιβεράς αναμνήσεις του γέρω-Μπούμπα, ειπών:

— Ακόμα θέλει λίγο, βρε παιδιά, η κόττα. Όσο να γένη, να μας πη τώρα ο καπεταν-Φαφάνας τι έπαθε μια φορά, τα Χριστούγεννα, από τον Μέλτον τον Μισακόν.

Και μορφάζων κωμικώς το σπανόν και ευλογιοκομμένον πρόσωπόν του προσέθηκεν:

— Όχι από εμένα. Από τον Μέλτον τον Μισακόν δηλαδή.

Ίνα δε προλάβη πάσαν άρνησιν ή αποφυγήν του καπεταν-Φαφάνα, προσέθηκεν.

— Αν δεν θελήση να μας το 'πη ο καπεταν-Φαφάνας, θα το πη ο Μέλτος ο Μισακός.

Ο καπεταν-Φαφάνας εσκέφθη να σηκωθή αμέσως και να φύγη· αλλ' έλα πάλιν που ο αέρας της τρικυμίας καταίβαζεν από τον φεγγίτην του πρωραίου χιονοβολήματα, αλειμμένα με την ορεκτικήν οσμήν της μαγειρευομένης σικελικής όρνιθος. Έπειτα μικρός ήτανε, παιδί ήτανε, είπε καθ' εαυτόν, θέλων και μη θέλων λοιπόν ήρχισε να διηγήται:

* * *

Ο Χρόνης, ο γυιος του γέρω-Χρόνη του Σπράχτορα, όλον τον χρόνον εγύριζε ξεσκούφωτος και αχτένιστος, μ' ένα κεφάλι σαν μαλαχτάρι. Και τα Χριστούγεννα ήτανε πάντοτε με καινούργιο φέσι.

— Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτης— Θεός σχωρέσ' τονε.— Όλον τον χρόνον καλαναρχάει 'ς την εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν. Εσύ λες τον Απόστολον πλειο καλά απ' αυτόν, γιατί εσύ έβγαλες το Σχολαρχείον· το λοιπόν, παιδί μου, εσύ εφέτος να πης «η προαίρεσις δίδου». Εμεγάλωσες τώρα. Εσύ να το πης. Αλλέως θα σε αφήσω ξεσκούφωτον και ξυπόλυτον τα Χριστούγεννα.

Πραγματικώς εγώ καλαναρχούσα καλλίτερα από τον Χρόνην, έλεγα τον Απόστολον καλλίτερα, και εδιάβαζα το Ψαλτήρι καλλίτερα από όλα τα παιδιά, και από τον παπα-Γιάννη ακόμα. Αλλά στο «η προαίρεσις δίδου», μου εφαίνετο πώς δεν θα τα κατάφερνα καλά. Είχα μια φυσική ντροπή από μικρός. Κ' εύρισκα προφάσεις 'ς τον πατέρα μου για να το αποφύγω. Αλλά δεν ημπόρεσα.

Δεν είχεν ακόμα αρχίσει η Ακολουθία. Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω.

Ενταύθα διεκόπη ο καπεταν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν.

Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

— Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω.

Ο καπεταν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν:

— Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις. Εκεί ήτον και ο αριστερός ψάλτης, με το βρασμένο το αυγό 'ς την τσέπη, να πουν το Χριστός γεννάται και να το φάγη αμέσως, ν' ανοίξη τάχα η φωνή του, κλεισμένη απ' τα λάδια.

Ήλθε και ο καϊριστής ο Μανωλάκης από τους πρώτους μαθητας του Καΐρη, δύο φοράς τον χρόνον εμβαίνων εις εκκλησίαν, Χριστούγεννα και Πάσχα· κ' έστεκε κ' εκύτταζε γύρω-γύρω σαν χαζός. Ήλθε και ο βαυαρός ο ιατρός, με τα μαύρα ευρωπαϊκά ρούχα του, εκεί εις τον χορόν, στιλπνός, καθαρός, με το παράσημον εις το στήθος του, φράγκος αυτός, αλλ' από την καλωσύνην του εορτάζων μαζύ μας.

Ήλθαν και οι δύο εξόριστοι διά τα ναυπλιακά αξιωματικοί με χρυσά κουμπιά και με σειρίτια, με τα σπαθιά τους, με της σπαλέταις τους της βαυαρικαίς, και εστάθηκαν δίπλα, κοντά 'ς το δεσποτικόν. Παρακάτω, 'ς το Παγκάρι, μαζί με τους επιτρόπους, ήτον ο ειρηνοδίκης, και ο τελώνης, στολισμένοι, αλλ' ασυνήθιστοι αυτοί να σηκόνωνται νύκτα και όλο κ' εχασμώντο, διακόπτοντες συχνά την ψαλμωδίαν. Τέλος άρχισεν η Ακολουθία. Κατά καλήν μου τύχην, ο Χρόνης ασθένησεν έξαφνα και δεν ήλθεν εις την Εκκλησίαν. Χαρά εγώ… Μου έφυγεν ο μισός φόβος. Εκαλαναρχούσα λοιπόν εις τα δεξιά, σαν αηδόνι 'ς όλον τον Κανόνα. Ο πατέρας μου ευχαριστημένος γιατί μ' εκαμάρωναν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, για την γλυκειάν φωνήν μου, εκαμάρονε και αυτός, ξηροβήχων, και συγχρόνως ελογάριαζε, με τον νουν του, τα ασημένια οπού θα εσύναζα κατόπιν. Αλλ' όσον επλησίαζεν η εννάτη ωδή του Κανόνος, τόσον εκόμπιαζα από τον φόβον μου. Γιατί 'ς την εννάτην ωδήν είνε το «η προαίρεσις δίδου».

Έπρεπεν αφού καλαναρχήσω τον τελευταίον ειρμόν «Στέργειν μεν ημάς» με τον τελευταίον αυτού στίχον «η προαίρεσις δίδου» να φύγω από τον ψάλτην και να περιέλθω, με ανοικτόν το βιβλίον, ως δίσκον, όλα τα στασίδια, όλους τους ανθρώπους, και στεκόμενος εμπροστά των. εις την αράδα, να χαιρετίζω έναν-έναν, επαναλαμβάνων: «η προαίρεσις δίδου», τον τελευταίον του ειρμού στίχον, όπερ ισοδυναμεί «διά τον κόπον μας οπού καλαναρχούμεν όλον τον χρόνον . . . .» Και τότε κάθε ένας να μου ρίπτη εις το βιβλίον ό,τι προαιρείται, ό,τι ευχαριστείται. Πώς να κάμω λοιπόν; Κρύος ιδρώς μου ήλθε την τελευταίαν στιγμήν. Η φωνή μου άρχισε να τρέμη, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου τρεμούλιασαν.

Αλλά μόλις εκαλανάρχησα εις τον ψάλτην το τέλος «η προαίρεσις δίδου», και μου δίδει μια ο πατέρας και ευρίσκομαι αμέσως μπροστά 'στο στασίδι του δημάρχου πρώτα-πρώτα. Η προαίρεσις δίδου!

Φωνάζει αντί για μένα ο πατέρας μου, σαν να με δίδασκε.

Κ' εψέλλισα κ' εγώ τρεμουλιαστά, με σιγανή φωνή:

— Η προαίρεσις δίδου!

Ο δήμαρχος αμέσως απλώσας εις τον κόλπον του και λαβών ένα τάλληρον, κολλωνάτο, το έρριψεν εις τα ανοικτόν βιβλίον μου χαιρετίσας με:

— Και του χρόνου, παιδί μου! Και παπάς!

Ενταύθα διεκόπη πάλιν ο καπεταν-Φαφάνας, από λυγμόν πικράς αναμνήσεως.

Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν:

— Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω.

Κατόπιν ο καπεταν-Φαφάνας εξηκολούθησεν:

— Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!

Τότε λαβών ολίγον θάρρος, άρχισα την περιοδείαν μου από τους χορούς, χαιρετίζων έκαστον, 'ς το στασίδι του, με το βιβλίον ανοικτόν, μ' εν κηρίον αναμμένον.

— Η προαίρεσις δίδου!

Τα παιδιά με εκύτταζον με θαυμασμόν. Μερικά δε με ηκολούθουν, ως σωματοφύλακες.

Όλοι μου έρριπταν ασημένια. Οι δύο εξόριστοι αξιωματικοί ο καθένας μου έρριψεν από μίαν ρεγγίναν, γελαστοί και χαρούμενοι. Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσα 'ς τον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινε 'ς την εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.

Σε λίγο εγέμισε το βιβλίον μου ασημένια, πενηνταράκια και εικοσιπενταράκια.

Αφού δε περιήλθα τους χορούς τότε εγύρισα και εμβήκα και εις την δεξιάν πλευράν της εκκλησίας, οπού ήσαν οι πλοίαρχοι και οι ναυτικοί.

Ενταύθα εσιώπησεν ο καπεταν-Φαφάνας, ηρνείτο δε να εξακολουθήση υποκρινόμενος ότι τον εζάλισαν οι καπνοί των σιγάρων.

— Να τα πω εγώ τάλλα, λέγει τότε ο Μέλτος ο Μισακός, για να σε ξεκουράσω.

Ο Μέλτος ο Μισακάς τότε εξηκολούθησε την συνέχειαν με σοβαρότητα κωμικήν του ευλογιοκομμένου και σπανού προσώπου του:

— Εγώ στεκόμουνα εκεί 'ς ταριστερά, κοντά στον ψάλτην. Άμα είδα το τάλλαρο του δημάρχου, και της ρεγγίναις των αξιωματικών, και τάλλα ασημένια, βρε, λέγω, εδώ είνε δουλειά. Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτω 'ς την πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί.

Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.

— Η προαίρεσις δίδου! εφώναζε πλέον με θάρρος ο Φαφάνας, ο οποίος αφού ετελείωσε την δεξιάν πλευράν του ναού, ήθελε να στραφή προς το παγκάριον, οπού κοντά 'ς τους επιτρόπους εστέκοντο οι υπάλληλοι, και να εισέλθη κατόπιν εις την αριστεράν πλευράν, οπού ήσαν οι ποιμένες και όλη η τάξις των εργατικών και ξευγηλατών.

Αλλ' εγώ, οπού είχα φιλίαν με τον Φαφάναν από μικρός, από το σχολείον ακόμη, πλησιάζω και του λέγω θαρρετά:

— 'Σ της γυναίκες πρώτα, Φαφάνα, απάνω 'ς τον γυναικίτη.

Είχα εγώ το σχέδιόν μου.

Τα παιδιά οπού ακολουθούσαν φωνάζουν και αυτά, χωρίς όμως να ξέρουν.

— Ναι, 'ςτης γυναίκες πρώτα! 'ςτης γυναίκες!

Και ωθών εγώ τον Φαφάναν μαζύ με τάλλα παιδιά, τον έπρωξα έξω εις τον νάρθηκα, οπού ευρέθη χωρίς σχεδόν να θέλη, σαστίσας από την απειρίαν του και την φυσικήν του δειλίαν. Ο νάρθηξ ήτο σκοτεινός. Ένεκα του ψύχους κανείς δεν εστέκετο εκεί. Ο δε κυρ-Γυαλάκιας ο επίτροπος, από την φιλαργυρίαν του είχε σβύσει το φανάρι οπού εκρέμετο εις το μέσον. Επροχωρούσαμεν, όλα τα παιδιά προς την σκοτεινήν σκάλα του Νάρθηκα, για ν' αναβώμεν επάνω εις τον γυναικίτην· μπροστά ο Φαφάνας με το βιβλίον, τα ασημένια νομίσματα, και το κερί το αναμμένο, και δίπλα του εγώ σαν προστάτης· και του εψιθύριζα 'ς το αυτί, από αγάπην τάχα:

— Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι!

Κοντά μας ήτανε τ' άλλα παιδιά με ζήλειαν κυττάζοντα. Τότε φωνάζω εγώ:

— Το κρεββάτι, παιδιά! το κρεββάτι!

Και αμέσως σβύνω το κερί του Φαφάνα. Και με της δύο χούφταις μου χουφτόνω όλα σχεδόν τα ασημένια και το τάλλαρο, και τα χόνω 'ς τον κόρφον μου· με το χέρι μου τινάζω μια 'ς το βιβλίον από κάτω, και χύνονται τα άλλα και η δεκάραις χάμω 'στης πλάκαις, και κτυπά το βιβλίον 'ςτο πρόσωπον του Φαφάνα με κρότον.

— Το κρεββάτι, παιδιά, ξαναφωνάζω πάλι. Κ' έτρεξα να έμβω εις την εκκλησίαν.

Τα άλλα τα παιδιά από τον φόβον τους έγειναν άφαντα εις την πρώτην φωνήν μου. Ο Φαφάνας, τρέμων από τον φόβον του, μ' έπιασεν από το καπότο, και μ' ετραβούσε κ' έλεγε με λαχτάραν.

— Πού είνε; Πού είνε, Μισακέ, το κρεββάτι;

Εις τον νάρθηκα εκεί επί τοίχου εστηρίζετο κρεμασμένον το ξυλοκρέββατον διά τας κηδείας των πεθαμένων. Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω- γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω. Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών.

— Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα:

— Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο;

— Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

— Και εγώ σου έβανα τότε, 'ς το χέρι σου, ένα κοσιπενταράκι· Δεν είνε αλήθεια, καπεταν-Φαφάνα; εξηκολούθησεν ο Μέλτος ο Μισακός· Και σου είπα:— Και του χρόνου! Δεν είνε αλήθεια;

Όλοι εγέλασαν διά το πάθημα του καπεταν-Φαφάνα με ανακραυγάς. Ο δε γέρω-Μπούμπας, διακόψας την σιωπήν του, είπε με οργήν:— Και ήθελες να μου γένης και παπάς! Και πώς θα έχονες τους πεθαμένους, αφού τους φοβάσαι;

— Δεν λες, θα του παίρνανε τα παιδιά από τα χέρια του το παγκράτσι τα Φώτα, οπού θα φώτιζε! Προσέθηκεν ο μπάρμπα- Γιαννιός, ετοιμάζων το τσιμπουκάκι του.

— Να μη του παίρνανε και την παπαδιά του!. Είπε και ο άσωτος εκείνος ναύτης ο Παυλάκης, με το ξεπλυμένον πρόσωπον, ο Συριανός.

Τα διάφορα ποτά είχον εξερεθίσει κ' εξάψει τους ναύτας, επίτείναντα την ευθυμίαν των. Αλλ' όταν ήλθεν ο καμαρώτος και ανήγγειλεν εις τον μάγειρον ότι η όρνιθα η σικελική έβρασε, και να έλθη να ετοιμάση την σούπαν, η ορεξίς των έτι μάλλον ηύξησε· κ' ενώ ο καμαρώτος διαταχθείς έστρωνε την εωθινήν τράπεζαν, παραθέσας και πολυποίκιλα ορεκτικά, σαλάμια και τυρούς, εκ των οποίων είχον καλήν προμήθειαν από την Μασσαλίαν, ο ναύκληρος ενθουσιών από την γενομένην περιγραφήν του εορτάζοντος ναού της ενορίας του, απήτησεν από τον καπεταν-Φαφάναν να τους ψάλη το ωραίον εκείνο τροπάριον, το αίτιον του παθήματός του του αφελούς, να το ακούση και αυτός, γιατί δεν ενθυμείτο να το άκουσέ ποτε. Είχε μειλίχιον τον τρόπον ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος. Διά την καλήν παρέαν εθυσίαζεν ό,τι και αν είχε φυλαγμένον. Διατί λοιπόν ν' αρνηθή και ο καπεταν-Φαφάνας, να κρύψη το χάρισμά του και να λυπήση τον αγαθόν ναύκληρον; Έψαλε λοιπόν με γλυκύτητα έκτακτον, το περιπαθές του Δαμασκηνού άσμα, κελάειδημα μάλλον προς την Θεοτόκον, οπού εκελάειδησεν η γλυκύφθογγος εκείνη αηδών, όχι με το στόμα αλλά με την καρδίαν.

Αλλά πριν αρχίση, τους είπε να σηκωθούν όλοι επάνω με ευλάβειαν και να αποκαλυφθούν. Να βάλουν δε θυμίαμα εις το θυμιατόν και να θυμιάσουν.

Και αφού έγειναν όλα αυτά, τότε ήρχισε το ιερόν άσμα ο πολυπαθής Φαφάνας:

«Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω,

Ράον σιωπή. Τω πόθω δε, Παρθένε,

Ύμνους υφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,

Εργώδες εστιν· αλλά και, Μήτηρ, σθένος,

Όση πέφυκεν η προαίρεσις, δίδου.» (4)

Η φωνή του ψάλτου μελιχρώς ηκούετο μέσα εις εκείνην την φοβεράν αρμονίαν της χειμερινής λαίλαπος, ήτις συρίζουσα, κλαγγάζουσα, χρεμετίζουσα επάνω, διά μέσου των πολυπλόκων εξαρτισμών του μπάρκου, εισέδυε κάτω εις το πρωραίον, διά του ανοικτού φεγγίτου, λειαινομένη, μαλακή, εκπνέουσα εις τους γλυκυμόλπους εκείνους του ψάλτου φθόγγους, ως να εσέβοντο και τα στοιχεία τα άγρια τον σεπτόν της Θεομήτορος ύμνον, και έκυπτον ήμερα, γονατίζοντα, ενώπιόν του.

— Καλή πατρίδα, παιδιά, τα Φώτα!

Εκραύγασε τότε έξαλλος από τον ενθουσιασμόν του ο Γιάννης ο Μπύρρος κάμνων τον σταυρόν του, ον εμιμήθησαν και οι λοιποί· κ' εκάλεσεν όλους να παρακαθήσωσιν εις το εωθινόν των Χριστουγέννων πρόγευμα, λαβών αυτός την πρωτοκαθεδρίαν μ' έκτακτον λάμψιν χαράς εις το πολιόν του πρόσωπον, αφού προηγουμένως απέστειλε δύο μερίδας εις τους δύο αυταδέλφους ιδιοκτήτας του σκάφους.

Η λαίλαψ η χιονίζουσα, τόσον είχε σφοδρυνθή, ώστε ουδείς φόβος υπήρχε να ταράξη πλέον την φαιδράν των ναυτών τράπεζαν νέα πάλιν έξαψις του πλοιάρχου των, όστις το είχε πάρει απόφασιν πλέον, ότι 'ς της Τρεις Μπούκαις θα εώρταζε τα Χριστούγεννα συντροφιά με την θάλασσαν…

 

αρχή