Πληροφορίες για τον Γρηγόριο Παλαιολόγο
Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ψηφιοποίηση της έκδοσης του 1863. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου, με μόνη αλλαγή τον μονοτονισμό.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟΙΣ
Τόποι αναφορών προς διαφόρους Αρχάς, μετά των διαφόρων προσφωνήσεων και τίτλων, Συμφωνητικών, Ομολογιών, Εγκυκλίων, Προικοσυμφώνων, Διαθηκών, Ναυτικών, Ενοικίων, Πωλητηρίων, κτλ. κτλ.
Συνταχθέν μεν
υπό ΓΡ. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ.
Βελτιωθέν δε και συμπληρωθέν
Νυν το πρώτον εκδίδοται δαπάναις
ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΔΕΠΑΣΤΑ.
(Τιμάται Δραχ. 2: 50.)
«Μελέτα περί καλών επιτηδευμάτων λέγειν,
Ίνα συνεθισθής όμοια τοις ειρημένοις φρονείν».
ΙΣΟΚΡ. ΠΡΟΣ ΝΙΚΟΚΛΕΑ.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ,
1863.
Αντικείμενον σπουδαίας μερίμνης έχοντες πάντοτε την σύνταξιν Επιστολαρίου, δυναμένου να χρησιμεύση ως εντελές βοήθημα της περί την Επιστολογραφίαν ασκήσεως εις πάντα Έλληνα, ελλείποντος προ πολλού, συντάξαντες εκδίδομεν σήμερον. Προετιμήσαμεν αντί πάσης άλλης συλλογής επιστολών το πασίγνωστον και μέχρι τούδε χρησιμεύον ως μόνον βοήθημα εις Επιστολογραφίαν Επιστολάριον του μακαρίτου Γρηγ. Παλαιολόγου, διότι εν αυτώ εύρομεν και διάταξιν τακτικωτέραν και μεθοδικωτέραν, και ύλην χρησιμωτέραν και ποικιλωτέραν, ικανά, ταύτα να ποδηγετήσωσιν εις την περί την Επιστολογραφίαν άσκησιν και τας παρομοίας του κοινωνικού βίου περιστάσεις, τους στερουμένους τούτων. Ουδεμίαν δε άλλην ουσιώδη ατέλειαν μας εφάνη έχον τούτο, ή την έλλειψιν πολλών και αναγκαίων οδηγιών, άνευ των οποίων η περί αυτήν εντελής άσκησις ήτο πάντοτε ατελής. Τας αναγκαίας ταύτας οδηγίας συναγαγόντες κατά το ενόν και συναρμολογήσαντες εις εν όλον μετά του ειρημένου Επιστολαρίου, εις το οποίον μικράς τινας μόνον ουσιώδεις γλωσσικάς διορθώσεις επεφέραμεν, εκδίδομεν.
Εις την τύπωσιν αυτού, επιθυμούντες ίνα η κατά πάντα τέλειον το έργον μας, εφυλάξαμεν πάσαν την τυπογραφικήν τελειότητα, μεθ’ ης διεκρίθησαν πάντα τα μέχρι τούδε, ταις ημετέραις δαπάναις, εκδοθέντα έργα ημών. Ούτω ποιήσαντες πεποίθαμεν ότι θέλομεν έχει τους επαίνους και τας ευχάς εκείνων τουλάχιστον, όσοι περί την επιστολογραφίαν ασχολούμενοι, και στερούμενοι της περί ταύτην έξεως, έτι δε του τρόπου και των διαφόρων τύπων, τους οποίους οφείλουσι να μεταχειρίζονται κατά τας διαφόρους του κοινωνικού βίου περιστάσεις, λύουσιν εν τούτω τω πονήματι την εκάστοτε απορίαν αυτών.
Αθήναι, 5 Ιουλίου 1863.
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΔΕΠΑΣΤΑ.
Βιβλιοπώλαι και Εκδόται.
Οι κανόνες τους οποίους οφείλει πας τις να έχη υπ’ όψιν γράφων μίαν επιστολήν είναι οι εξής.
α’) Πριν ή προβή εις την σύνταξιν μιας επιστολής πρέπει να προσδιορίση προηγουμένως το είδος αυτής, το οποίον συνήθως είναι ή ευχαριστήριον, ή συγχαρητήριον, ή παραμυθητικόν, ή παραινετικόν, ή συστατικόν κτλ. και σχηματίζων, ούτως ειπείν, μετά ταύτα εν τω νω αυτού τον σκελετόν αυτής να αναλύη επί του χάρτου έκαστον μέρος της.
β') Οιονδήποτε και αν είναι το πρόσωπον προς ο διευθύνεται η επιστολή, πρέπει η έκθεσις αυτής να ήναι όσον το δυνατόν απλουστέρα, και απηλλαγμένη μικρολογιών ή περιττολογιών, διώκουσα πάντοτε την ωφέλειαν και συντομίαν· προσέχων δε να γράφη τις όπως και ομιλή, οφείλει να μεταχειρίζηται λέξεις και φράσεις καλλιτέρας και ορθωτέρας της απλής ομιλίας.
γ') Ουδέποτε ο γράφων πρέπει να λησμονή την κοινωνικήν θέσιν ή τον βαθμόν εκείνου προς ον γράφει, αλλά συγκρίνων την θέσιν εκείνου προς την ιδικήν του να μεταχειρίζηται και τας καταλλήλους εκφράσεις· οίον προς μεν τους ανωτέρους ή πρεσβυτέρους του τον ανήκοντα σεβασμόν, προς δε τους ίσους κατωτέρους και νεωτέρους του το ανήκον ύφος και πάντοτε με ευγένειαν.
Θεωρείται απαραίτητος κανών εις την επιστολογραφίαν η εσωτερική και εξωτερική και κοσμιότης καθαριότης της επιστολής, εξ ης σχηματίζει τις ιδέαν περί του γράφοντος, όστις οφείλει να αποφεύγη παν ό,τι δύναται να κινήση τον γέλωτα, όπερ συμβαίνει όταν ούτος θέλων να δείξη πολυμάθειαν εξέρχεται του προκειμένου και μεταχειρίζεται λέξεις και φράσεις, τας οποίας και αυτός δεν εννοεί· ενώ τουναντίον μεταχειριζόμενος φράσεις απλάς, και συνοπτικάς έτι δε και τετορνευμένας γίνεται και ευχάριστος και αποτελεσματικώτερος συνάμα.
Εκάστης επιστολής τα ουσιώδη μέρη είναι ταύτα.
Α’) Η προσφώνησις ή ο τίτλος
Β') Το προοίμιον
Γ') Η υπόθεσις
Δ') Ο επίλογος
Ε') Η ημερομηνία ή χρονολογία
ΣΤ') Η υπογραφή
Ζ) Η επιγραφή.
Α) Περί προσφωνήσεως ή τίτλου της επιστολής
Προσφώνησις λέγεται η προ της αρχής μιας επιστολής τιθεμένη άνωθεν αυτής προς τον εις ον διευθύνεται η επιστολή, διεύθυνσις, ήτις περιέχει το όνομα, τον τίτλον ή τον βαθμόν εκείνου προς ον διευθύνεται η επιστολή.
Η προσφώνησις αύτη τίθεται εις το ανώτατον μέρος της σελίδος προς τα αριστερά, εν τινι αποστάσει από της κυρίας υποθέσεως. Όσον όμως σεβασμιώτερον ή σημαντικώτερον είναι το πρόσωπον προς το οποίον απευθυνόμεθα κατά τοσούτον και η μεταξύ της προσφωνήσεως και κυρίας υποθέσεως απόστασις πρέπει να αυξάνη.
Γράφοντες προς Βασιλείς, Άρχοντας, Ηγεμόνας, και εν γένει εις πρόσωπα άξια σεβασμού ή υπολήψεως μεταχειριζόμεθα χάρτην 4ου σχήματος, σχήματος δε 8ου μεταχειριζόμεθα γράφοντες προς ίσους, οικείους ή η γραμμάτια· καθ' όλας δε ταύτας τας περιστάσεις γράφομεν εις δύο φύλλα, ουδέποτε δε επί ενός, όπερ επιτρέπεται μόνον εις τας εμπ. επιστολάς· τας επίσημους επιστολάς κλείομεν εις φακέλλους σφραγίζοντες με κόκκινον βουλλοκήριον καθώς και τας επί συστάσει πεμπομένας, δείγματα των οποίων παραθέττομεν κατωτέρω· τούτων όμως σφραγίζομεν όλας τας πτυχάς και παραδίδομεν ούτως επί αποδείξει εις το Ταχυδρ. Γραφείον.
Γράφοντες προς εκκλησιαστικάς αρχάς και εν γένει εις οιονδήποτε κληρικόν μεταχειριζόμεθα τους εκάστω αρμοδίους τίτλους και προσφωνήσεις· τούτ' αυτό πράττομεν γράφοντες και προς πολιτικάς Αρχάς. Τοιούτους τύπους παραθέττομεν κατωτέρω ικανούς να διδάξωσι την εκάστοτε αρμοδίαν χρήσιν των τοιούτων.
Γράφοντες δε ιδιώτης προς ιδιώτην μεταχειριζόμεθα επίσης τας οικείας προσφωνήσεις ούτω π. χ. οι γονείς προς τα τέκνα των.
Παμφίλτατέ μοι και απλώς Φίλτατέ μοι υιέ.
Ταύτα δε προς αυτούς.
Φιλοστοργώτατέ μοι ή Σεβαστέ μοι Πάτερ ή Μήτερ.
Προς όμοιόν μας δε και μικρότερον το Κύριε απλώς μετά του κυρίου ονόματος ή του επιθέτου του προς ον η επιστολή· ως Κύριε Νικόλαε, Κύριε Νικολαΐδη. Επί οικειότητος δε το Φίλτατέ μοι, Ποθητέ μοι, ή Αγαπητέ μοι. Επί στενωτάτης δε οικειότητος, αντί του Κύριε μεταχειριζόμεθα το όνομα του προς ον η επιστολή γράφεται, μετά της προσφωνήσεως· ως Αγαπητέ μοι Νικόλαε, και Αγαπητέ μοι απλώς. Ουδέποτε δε επιτρέπεται να μεταχειρισθώμεν συγκεκομμένον το Κύριε ως Κ. Νικολαΐδη, καθώς και το να επαναλαμβάνωμεν δις εις την επιγραφήν το Κύριε, όπερ επιτρέπεται μόνον όταν γράφωμεν εις πρόσωπα πολύ ανώτερα της τάξεως ημών.
Υπάρχουσι τοιούτοι τύποι άπειροι την χρήσιν των οποίων διδάσκεται ο αναγνώστης εκ της πολυχρονίου περί την επιστολογραφίαν ασκήσεως. Χάριν δε απλής οδηγίας παραθέττομεν τους κατωτέρω διαφόρους προς επίσημα πρόσωπα κλπ. οίον
Προσφώνησις Εις Βασιλέα άνωθεν της επιστολής. | Προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα των Ελλήνων ή την Βασίλισσαν των Ελλήνων. |
Τίτλος προσφωνήσεως | Μεγαλειότατε ή Μεγαλειοτάτη, ... ... ... ... ... ... ... |
ΣΗΜ. Σημειωτέον ότι αι προς τους Βασιλείς αναφοραί γράφονται επί μιας μόνης σελίδος, ληγούσης κατά τον κάτωθι τύπον σεβασμού· αι δε προς τους Πρίγκηπας δύνανται να εξακολουθήσωσι και εις την δευτέραν σελίδα.
Τύπος σεβασμού. | Ειμί μετά βαθυτάτου σεβασμού |
Μεγαλειότατε. | |
Της Υμετέρας Μεγαλειότητος Ταπεινότατος και ευπειθέστατος υπήκοος ή δούλος. | |
Η υπογραφή. |
Προσφώνησις εις Σουλτάνον. | Προς τον Μεγαλειότατον Ευσπλαχνικώτατον ημών Αυτοκράτορα κλπ. |
Τίτλος προσφωνήσεως. | Κραταιότατε, Γαληνότατε, ακαταμάχητε, μέγιστε Αυτοκράτωρ του Αλή Οσμάν ισχυρού Δεβλετίου και Ευσπλαγχνικώτατε ημών Βασιλεύ. |
... ... ... ... ... ... ... | |
Τύπος σεβασμού. | Της Υμετέρας Ευσπλαγχνικωτάτης Μεγαλειότητος πιστός υπήκοος. |
Η υπογραφή. |
Εις Πρίγκηπα. | Προς την Α. Βασιλικήν υψηλότητα τον Πρίγκηπα (δείνα) |
Υψηλότατε | |
Ειμί μετά βαθυτάτου σεβασμού της Υμετέρας Β. Υψηλότητος Ταπεινότατος και ευπειθέστατος Δούλος | |
Η υπογραφή. |
Εις Ηγεμόνα. | Προς την Α. Υψηλότητα τον Ηγεμόνα (δείνα ηγεμονίας). |
Υψηλότατε, | |
Της υμετέρας γαληνοτάτης και επιεικεστάτης Υψηλότητος Δούλος | |
Η υπογραφή. |
Εις Υπουργόν. | Προς τον Κύριον Υπουργόν των Εκκλησιαστικών και της Δημ. Εκπαιδεύσεως ή Προς το επί των Εκκλησιαστικών και της Δημ. Εκπαιδεύσεως Σ. Υπουργείον. |
Εξοχώτατε ή Κύριε Υπουργέ | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Ευπειθέστατος | |
Η υπογραφή. |
Εις αντιπρόσωπον παρά ξένη Αυλή | Προς την παρά τη (δείνα) Αυλή Β. Ελλ. Πρεσβείαν ή Προς τον παρά τη (δείνα) Αυλή) αντιπρόσωπον του Βασιλέως (δείνα). |
Εξοχώτατε: | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Της Υμετέρας Εξοχότητος Ευπειθέστατος υπήκοος ή Ευπειθέστατος απλώς. | |
Η υπογραφή. |
Εις Νομάρχην, Έπαρχον ή Δήμαρχον. | Προς την Β. Νομαρχίαν (δείνα) ή τον Έπαρχον ή Δήμαρχον. |
Κύριε Νομάρχα ή Έπαρχε ή Δήμαρχε | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Ευπειθέστατος. | |
Η υπογραφή. |
Εις Πρόξενον | Προς το εv (Κ/πόλει λ. χ.) Εμπορ. Ελλην. Γραφείον. |
Κύριε Πρόξενε. | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Ευπειθέστατος. | |
Η υπογραφή. |
Εις τον Οικουμ. Πατριάρχην | + Την Υμετέραν Θειοτάτην και Πανσέβαστόν μοι Παναγιότητα δουλικώς προσκυνώ, ασπαζόμενος πανευλαβώς την Παναγίαν Αυτής δεξιάν, ή το ένθεον ύψος της Υμετέρας Τρισολβίου Παναγιότητος κλπ. |
... ... ... ... ... ... ... | |
Τύπος Σεβασμού. | Της Υμ. πανσεβάστου και προσκυνητής μοι Παναγιότητος δούλος ταπεινός και ευπειθέστατος, ή πειθήνιος των δεσποτικών επιταγών ο ελάχιστος |
(δείνα). |
Εις πεπτωκότα Πατριάρχην | Προς την Αυτού Παναγιότητα τον πρώην Πατριάρχην (δείνα). |
Παναγιώτατε. | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Της Υμ. Παναγιότητος πιστότατον τέκνον. | |
Η υπογραφή. |
ΣΗΜ. Η έξωθεν της επιστολής επιγραφή προς Πατριάρχας είναι αύτη. «Τω Παναγιοτάτω και Θειοτάτω Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίω μοι Κυρίω (δείνι) τω πανσεβάστω μοι Πατρί και Δεσπότη … δουλικώς ή πανευλαβώς
Εις τους 3 Μακαριωτάτους Πατριάρχας και τον Κύπρου έχοντα τον τίτλον του Μακαριωτάτου | + Την Υμετέραν θειοτάτην και πανσέβαστόν μοι Μακαριότητα ως εικός προσκυνώ, ασπαζόμενος πανευλαβώς την μακαρίαν και σεβασμιωτάτην μοι Αυτής δεξιάν. |
Μακαριώτατε. | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Τύπος σεβασμού ως άνω μετατρεπόμενος. | |
Η υπογραφή. |
ΣΗΜ Η έξωθεν της επιστολής επιγραφή ως άνω μετατρεπομένη.
Προς ομοιόβαθμον Συνοδικόν. | Την περισπούδαστον και Σεβασμιωτάτην μοι Αυτής Πανιερότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμενος ηδέως προσκυνώ. |
... ... ... ... ... ... ... | |
Τύπος Σεβασμού. | Της Τρισεπεράστου μοι Αυτής Σεβασμιότητος Ταπεινός εν Χριστώ αδελφός και των αδελφικών επιταγών Πρόθυμος |
Η υπογραφή. |
ΣΗΜ. Η έξωθεν της επιστολής επιγραφή.
Τω Πανιερωτάτω και Θεοπροβλήτω Μητροπολίτη Αγίω (δείνα επαρχίας) Κυρίω (δείνα) τω εν Χριστώ μοι λίαν περισπουδάστω αδελφώ και σεβασμιωτάτω Δεσπότη … Προσκυνητώς
Προς τον Θεσσαλονίκης οι επίσκοποι αυτού και Επαρχιώται | Την Υμετέραν Πανσέβαστον Παναγιότητα δουλικώς προσκυνώ, ασπαζόμενος πανευλαβώς την παναγίαν Αυτής Δεξιάν. |
Παναγιώτατε, | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Η επιγραφή. | Τω Παναγιοτάτω και Θεοπροβλήτω Μητροπολίτη Αγίω Θεσσαλονίκης Κυρίω (δείνα) τω πανσεβάστω μοι Πατρί και Δεσπότη δουλικώς |
Η υπογραφή. |
Εις Επίσκοπον. | Την Υμετέραν σεβασμίαν θεοφιλίαν ως εικός προσκυνώ, ασπαζόμενος ευλαβώς την Αγίαν Αυτής δεξιάν. |
... ... ... ... ... ... ... | |
Της αξιοσεβάστου μοι αυτής θεοφιλίας υιός εν Χριστώ και πρόθυμος των επιταγών | |
Η υπογραφή. | |
Επιγραφή. | Τω Θεοφιλεστάτω και εν Χριστώ μοι Σεβασμίω Πατρί και Δεσπότη Αγίω (δείνα) Κυρίω μοι Κυρίω (δείνα) Προσκυνητώς. |
Εις Τιτουλάριον. | Προς τον Θεοφιλέστατον Άγιον (δείνα) |
Θεοφιλέστατε ή Πανιερώτατε, | |
... ... ... ... ... ... ... | |
Της υμετέρας Πανιερότητος Πιστότατον τέκνον | |
Η υπογραφή. |
Προς δε τους κατωτέρους εκκλησιαστικούς λειτουργούς γράφοντες μεταχειριζόμεθα και εις τούτους τας οικείας εκάστω προσφωνήσεις· ούτω λ. χ.
Εις Πρωτοσύγκελον, Αρχιμανδρ., Ηγούμενον, Μοναχόν | Προς τον Πανοσιώτατον Άγιον Πρωτοσύγκελον ή Αρχιμανδρ. (δείνα), κλπ. |
... ... ... ... ... ... ... | |
Ασπάζομαι την δεξιάν Σας | |
Η υπογραφή. |
Εις Πρεσβύτερον. | Προς τον Αιδεσιμώτατον Άγιον (δείνα) |
... ... ... ... ... ... ... | |
Ασπάζομαι την Ιεράν Σας Δεξιάν | |
Η υπογραφή. |
Β') Περί προοιμίου των επιστολών
Τα προοίμια μεταχειριζόμεθα μόνον όταν πρόκηται να διηγηθώμεν σπουδαίον τι συμβάν μεγάλης χαράς ή λύπης πρόξενον. Εις πάσαν δε άλλην περίστασιν, η χρήσις προοιμίου, είναι σχολαστικότης.
Γ') Περί της υποθέσεως ή του περιεχομένου των Επιστολών.
Πάσης επιστολής το περιεχόμενον πρέπει να ήναι σαφές σύντομον και εύληπτον· μάλιστα εις τας εμπορικάς επιστολάς η συντομία και σαφήνεια είναι το καλλίτερον προσόν αυτών.
Δ') Περί του επιλόγου των Επιστολών
Επίλογος των επιστολών ονομάζεται η μετά το τέλος της υποθέσεως τιθεμένη έκφρασις σεβασμού, υπολήψεως, φιλίας, συγγενείας ή ευγνωμοσύνης κατά την περίστασιν, και κατά τον βαθμόν ή την σχέσιν του γράφοντος προς τον εις ον αποτείνεται· περατούμεν δε την επιστολήν θέτοντες μετά την έκφρασιν ταύτην των αισθημάτων μας την υπογραφήν μας μετά την οποίαν τα υστερόγραφα μάλιστα εις επίσημους είναι άτοπα.
Τοιαύτα παραδείγματα επιλόγων ή εκφράσεων αισθημάτων ευρίσκει ο αναγνώστης ικανά εις τας διαφόρους ενταύθα επιστολάς. Χάριν όμως περισσοτέρας ευκολίας παραθέτομεν και ενταύθα τύπους τινάς. Ούτω λ. χ.
Εις ένδειξιν σεβασμού | Δεχθήτε Κύριε τα σεβάσματά μου μεθ' ων ειμί |
Πρόθυμος Δούλος Σας | |
Η υπογραφή. |
Εις ένδειξιν βαθέως σεβασμού ή υπολήψεως. | Ειμί μετά βαθυτάτου σεβασμού ή διακεκριμμένης υπολήψεως. |
Ταπεινότατος και ευπειθέστατος Δούλος Σας | |
Η υπογραφή. |
Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης | Δεχθήτε την ειλικρινή και βαθείαν έκφρασιν των αισθημάτων της ευγνωμοσύνης μου μεθ' ων διατελώ εις τας διαταγάς Σας |
Προθυμότατος Δούλος Σας | |
Η υπογραφή. |
Εις ένδειξιν φιλίας | Δέχθητι τους εγκαρδίους ασπασμούς μου |
Η υπογραφή. | |
Σε ασπάζομαι εγκαρδίως ή ολοψύχως | |
Σος ή όλος Υμέτερος και (απλώς) Υμέτερος. |
Επί στενοτάτης οικειότητος. Ο συνειθέστερος εμπορικός τύπος | Σε κατασπάζομαι |
ο ως αδελφός. | |
Σας φιλικοασπάζομαι ή Πρόθυμος |
Όταν δε ο γράφων διατελή εν τινι ψυχρότητι προς τον εις ον γράφει, τότε είναι εις χρήσιν το Υγίαινε, το οποίον τιθέμενον ξηρόν αντί παντός επιλόγου, δεικνύει την υπάρχουσαν ψυχρότητα.
Υπάρχουσιν επίσης άπειροι τύποι προσρήσεων την χρήσιν των οποίων ο αναγνώστης εκ της πολυχρονίου μόνον ασκήσεως δύναται να διδαχθή εντελώς.
Ε’) Περί ημερομηνίας ή χρονολογίας των επιστολών.
Την ημερομηνίαν μεταχειριζόμεθα εις τας επιστολάς εις προσδιορισμόν της ημέρας του μηνός και του έτους καθ' ο εγράφη αύτη· προ ταύτης δε τίθεται και ο τόπος εν ω εγράφη.
Τύπος ημερομηνίας
Εν Κωνσταντινουπόλει την 20 Ιουνίου 1863.
ή Κωνσταντινούπολις την 20 Ιουνίου 1863.
Την ημερομηνίαν ή χρονολογίαν θέτομεν εις την αρχήν της σελίδος ήτοι εις το ανώτατον μέρος αυτής, άνωθεν της προσφωνήσεως. Όταν όμως η επιστολή διευθύνεται εις πρόσωπα ανωτέρου βαθμού ή ηλικίας, τότε εις ένδειξιν ιδιαιτέρου σεβασμού και υπολήψεως τίθεται αύτη μετά το τέλος της επιστολής ήτοι μετά τον επίλογον, προς τα αριστερά της υπογραφής.
ΣΤ') Περί της επιγραφής ή της διευθύνσεως των επιστολών.
Αφού τελειώσωμεν μίαν επιστολήν και διπλώσωμεν αυτήν δεν μένει άλλο παρά να επιγράψωμεν αυτήν, ήτοι να θέσωμεν έξωθεν το όνομα εκείνου προς ον διευθύνεται και την διαμονήν του.
Η επιγραφή πρέπει να ήναι σύντομος αλλ’ ακριβής· τουτέστι να περιέχη το όνομα, το επώνυμον, το επάγγελμα ή τους τίτλους τους οποίους φέρει το πρόσωπον προς ο αύτη διευθύνεται, ως φαίνεται εις τα ακόλουθα σχήματα.
Όταν δε το πρόσωπον προς το οποίον γράφει τις διατρίβει εις την αυτήν πόλιν εις ην και ο γράφων, τότε αντί της ανωτέρω μεταχειριζόμεθα την εξής.
Αντί του ενταύθα θέτομεν την λέξιν οίκαδε όταν η επιστολή διευθύνεται εις την οικίαν του προς ον γράφεται, όπερ όμως είναι αδιάφορον. Τινές περιπλέον μεταχειρίζονται και τα στοιχεία I.Χ. ήτοι ιδίαις χερσί, όπερ σημαίνει την επιθυμίαν ότι πρέπει αύτη να δοθή εις τας ιδίας χείρας του προς ον στέλλεται.
Ενταύθα περαιώσαντες παν ό,τι είχομεν να είπωμεν περί επιστολογραφίας, θεωρούμεν αναγκαίον να επαναλάβωμεν ότι η εξωτερική κοσμιότης και καθαριότης μιας επιστολής, είναι αναγκαιοτάτη· τότε μόνον είναι συγγνωστός τις, όταν γράφη εκτός του γραφείου του ή εν οδοιπορία, οπότε οφείλει να ζητήση συγγνώμην από τον προς ον γράφει.
1. Παν γράμμα αποστελλόμενον διά του ταχυδρομείου από ενός εις άλλο μέρος του Βασιλείου υπόκειται άνευ διακρίσεως αποστάσεως, εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 20, όταν έχη βάρος μέχρι 15 γραμμαρίων· λεπτών 40, όταν έχη βάρος μέχρι 15, ουχί δε και των 30 γραμμαρίων· λεπτών 60, όταν έχη βάρος πλειόνων μεν των 30, ουχί δε και των 60 γραμμαρίων, και λεπτών 80, όταν έχη βάρος πλειόνων μεν των 60, ουχί δε και των 100 γραμμαρίων. — Γράμμα του οποίου το βάρος υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια, υπόκειται εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 80 δι' εκάστην εκατοντάδα γραμμαρίων, η κλάσμα εκατοντάδος. — Γράμματα αποστελλόμενα διά του ταχυδρομείου από ενός εις άλλο μέρος της αυτής πόλεως υπόκεινται εις τα ημίση των ανωτέρω ταχυδρομικών τελών. — Γράμματα δε αποστελλόμενα επί συστάσει υπόκεινται εις διπλάσιον ταχυδρομικόν τέλος.
2. Τα δείγματα των εμπορευμάτων, αποστελλόμενα εντός περικαλυμμάτων ασφραγίστων και υπό κινητήν ταινίαν διευκολύνουσαν την εξέλεγξιν, υπόκεινται εις τα ημίση των ωρισμένων τελών επί των γραμμάτων.
3. Έκαστον αντίτυπον εφημερίδος ή περιοδικού συγγράμματος, αποστελλόμενον υπό κινητήν ταινίαν καλύπτουσαν το πολύ το τρίτον της επιφανείας αυτού και υπό ιδίαν επιγραφήν, υπόκειται εις ταχυδρομικόν τέλος 1 λεπτού, όταν έχη βάρος μέχρι των 50 γραμμαρίων· 2 λεπτών, όταν έχη βάρος πλειόνων μεν των 30, ουχί δε και των 50 γραμμαρίων, και ούτω καθεξής αυξανομένου του ταχυδρομικού τέλους κατά εν λεπτόν ανά πάσαν εικοσάγραμμον αύξησιν ή κλάσμα αυτής. — Εφημερίδες ή περιοδικά συγγράμματα, αποστελλόμενα εν δέσμη, αλλ' υπό ταινίαν διευκολύνουσαν την εξέλεγξιν του περιεχομένου, ων το βάρος υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια υπόκεινται εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 10 δι' εκάστην εκατοντάδα γραμμαρίων ή κλάσμα εκατοντάδος. — Δέσμη εφημερίδων ή περιοδικών συγγραμμάτων βάρους πλέον των 1000 γραμμαρίων δεν είναι δεκτή.
4. Έντυπα καταλόγων, προγραμμάτων, ειδοποιήσεων, εγκυκλίων, τιμολογίων, μουσικής και λοιπών τοιούτου είδους, αποστελλόμενα επίσης υπό κινητήν ταινίαν και υπό ιδίαν επιγραφήν, υπόκεινται εις ταχυδρομικόν τέλος 4 λεπτών, όταν έχωσι βάρος μέχρι 10 γραμμαρίων· 6 λεπτών, όταν έχωσι βάρος πλέον μεν των 10, ουχί δε και των 15 γραμμαρίων, και ούτω καθεξής, αυξανομένου του ταχυδρομικού τέλους κατά λεπτά 2 ανά πάσαν πέντε γραμμαρίων αύξησιν ή κλάσμα αυτής. — Τα ανωτέρω έντυπα, ων το βάρος υπερβαίνει τα 50 γραμμάρια, υπόκεινται εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 20 δια πάσαν πεντηκοστόν γραμμαρίων ή κλάσμα αυτής.
5. Βιβλία εν γένει χαρτόδετα, ή βιβλιοδετημένα, καθώς και έντυπα πρωτόκολλα δεδεμένα ή άδετα, μέχρι των 100 γραμμαρίων βάρους, υποβάλλονται εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 40, πλέον δε των 100 μέχρι των 200 γραμμαρίων, εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 20, αυξανομένου του ταχυδρομικού τέλους κατά 10 λεπτά δι' εκάστην εκατοντάδα γραμμαρίων, ή κλάσμα εκατοντάδος. — Η αποστολή των εν τω ανωτέρα εδαφίω γίνεται βαθμηδόν, καθόσον το επιτρέπει η ανάγκη της υπηρεσίας.
6. Εις το βάρος των εφημερίδων και λοιπών εν τοις άρθροις 2—5 μνημονευομένων δειγμάτων και εντύπων συμπεριλαμβάνονται και αι ταινίαι, οι θώμιγγες, και τα σφραγίσματα.
7. Απαγορεύεται να εγκλείωνται εν δείγμασιν, εν εντύποις παντός είδους, ή εν δέσμαις δειγμάτων εντύπων, γράμματα ή σημειώσεις επέχουσαι τόπον αλληλογραφίας. Εάν δε περιέχωσι τοιαύτα, δεν αποστέλλονται, αλλ’ ενεργούνται τα εν τοις εδαφίοις 3 και 4 του άρθρου 9 οριζόμενα..
8. Δεν υπόκεινται εις ταχυδρομικόν τέλος τα έγγραφα της δημοσίας υπηρεσίας. — Δια βασιλικού διατάγματος θέλουσι προσδιορισθή οι εξωτερικοί τύποι των εγγράφων τούτων.
9. Τα ταχυδρομικά τέλη προπληρώνονται δι' επιθέσεως γραμματοσήμου επί των διά του ταχυδρομείου εις τα διάφορα μέρη του Βασιλείου αποστελλομένων γραμμάτων, δειγμάτων, και εντύπων παντός είδους. — Η επίθεσις του γραμματοσήμου γίνεται παρά του αποστέλλοντος αυτά. — Γράμματα, δείγματα, και έντυπα μη φέροντα γραμματόσημον, ή φέροντα τοιούτον κατωτέρας αξίας, τα όποια ήθελον ευρεθή εν τοις ταχυδρομικοίς κιβωτίοις, δεν αποστέλλονται, αλλ’ επιστρέφονται εις τον αποστείλαντα, αν, εξ οιουδήποτε σημείου υπάρχοντος επ' αυτών, καθίσταται γνωστός· ειδοποιείται συγχρόνως ούτος περί του αιτίου του κωλύοντος την αποστολήν, και προσκαλείται να επιθέση το γραμματόσημον ή να συμπληρὠση αυτό. Εις εναντίαν δε περίστασιν εκτίθενται εις το ταχυδρομικόν γραφείον, εν ω κατατέθησαν, ολόκληρον τριμηνίαν προς επιστροφήν, δημοσιευομένων κατά το τέλος εκάστου μηνός των επιγραφών αυτών διά τίνος των εν τω νομώ, ή εν ελλείψει, διά τίνος των εν τη πρωτευούση του Κράτους εκδιδομένων δημοσιωτέρων εφημερίδων προς γνώσιν των αποστελλόντων αυτά. — Εάν δε καθ' όλον το τρίμηνον διάστημα δεν ζητηθώσι, πέμπονται προς την γενικήν διεύθυνσιν των ταχυδρομείων, όπου κατατίθενται εν τοις αχρήστοις, και καταστρέφονται, αφού παρέλθη επί ματαίω ετέρα τριμηνία. — Εξαίρεσις της ανωτέρω διατάξεως γίνεται επί εν έτος από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου ως προς τα γράμματα, δείγματα, και έντυπα, τα φέροντα γραμματόσημον κατωτέρας αξίας. Ταύτα αποστέλλονται κατά το διάστημα τούτο, αλλά καταβάλλεται υπό των επιγραφομένων το ελλείπον μεν, αν τούτο ήναι ίσον τω ημίσει του όλου εννόμου τέλους, ή έλαττον αυτού· το διπλάσιον δε του ελλείποντος, αν τούτο ήναι μείζον του ημίσεως του ὀλου εννόμου τέλους.
10. Τα διευθυνόμενα εις ξένα Κράτη, ως και τα από τούτων αποστελλόμενα γράμματα εις οιονδήποτε ταχυδρομείον της Ελλάδος και αν παραδοθώσι προς αποστολήν ή διανομήν, υπόκεινται εις ταχυδρομικόν τέλος λεπτών 20, όταν έχωσι βάρος μέχρι των 15 γραμμαρίων, λεπτών 40 όταν έχωσι βάρος πλέον μεν των 15, ουχί δε και των 30, λεπτών 60 όταν έχωσι βάρος πλέον μεν των 30 ουχί δε και των 45 γραμμαρίων, και ούτω καθεξής αυξανομένου του ταχυδρομικού τέλους κατά λεπτά 20 ανά πάσαν δεκαπεντάγραμμον αύξησιν ή κλάσμα αυτής. — Αι παντός είδους εφημερίδες, τα περιοδικά συγγράμματα, τα βιβλία, αι ειδοποιήσεις και λοιπά τοιαύτα, καθώς και τα δείγματα των εμπορευμάτων, υπόκεινται εις τα αυτά τέλη, τα εν τοις άρθροις 2, 3, 4, και 5 ωρισμένα. — Γράμματα δε, δείγματα εμπορευμάτων, και έντυπα παντός είδους διευθυνόμενα εξ Ελλάδος εις τα εν τε τη Τουρκική επικράτεια και εν ταις Ηνωμέναις Ηγεμονίαις της Δακίας ελληνικά ταχυδρομικά γραφεία, ή από τούτων εις την Ελλάδα, ως επίσης και τα διευθυνόμενα από του ενός εις το έτερον των ταχυδρομικών τούτων γραφείων, και μετακομιζόμενα διά ταχυδρόμων κατά ξηράν διατηρουμένων δημοσία δαπάνη, ή εκτελούντων την υπηρεσίαν ταύτην επί κομίστροις καταβαλλομένοις υπό της ελληνικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εις την της Τουρκίας ή των Ηγεμονιών, υποβάλλονται εις πρόσθετα ταχυδρομικά τέλη, όμοια προς τα εν τοις προηγουμένοις παραγράφοις του παρόντος άρθρου οριζόμενα επί τη μετακομιδή αυτών από των μεθορίων της Ελλάδος μέχρι του ανήκοντος Ελληνικού ταχυδρομικού γραφείου, και τ' ανάπαλιν, ως και από του ενός εις το έτερον των ταχυδρομικών τούτων γραφείων.
11 Των διευθυνομένων εκτός του Κράτους γραμμάτων, δειγμάτων και εντύπων τα ταχυδρομικά τέλη, Ελληνικά και ξένα, προπληρόνονται δι' επιθέσεως γραμματοσήμου, όταν ταύτα υπόκεινται εις προπληρωμήν ταχυδρομικών τελών, κατά τας ταχυδρομικάς συμβάσεις, ή όταν δεν υπάρχη ταχυδρομική σύμβασις, ή όταν κατά ταύτας υπάρχη προαιρετική η προπληρωμή, και θέλωσιν οι επιστέλλοντες να προπληρώνωσι ταύτα. — Περί μεν των υπαγομένων εις τας δύο πρώτας κατηγορίας γραμμάτων, εντύπων κτλ. και μη φερόντων γραμματόσημον, ή φερόντων τοιούτον αξίας ήττονος, ενεργούνται αι διατάξεις των εδαφίων 3 και 4 του άρθρου 9 του παρόντος νόμου· τα δε εις την κατηγορίαν της προαιρετικής προπληρωμής υπαγόμενα και φέροντα γραμματόσημον αξίας ήττονος αποστέλλονται ως απλήρωτα, και εισπράττεται το όλον έννομον τέλος από τους επιγραφομένους.
12. Η επίθεσις του γραμματοσήμου επί των εκ της αλλοδαπής κομιζομένων γραμμάτων και λοιπών, των επιβεβαρυμένων με τέλη, γίνεται διά των υπαλλήλων του ταχυδρομικού γραφείου της παραδόσεως διά τε το ξένον και το Ελληνικόν τέλος. — Τα ταχυδρομικά γραφεία της ανταλλαγής, λαμβάνοντα τοιαύτα γράμματα και λοιπά ανήκοντα εις άλλα ταχυδρομικά γραφεία, τα παραπέμπουσιν εις αυτά δι' ιδιαιτέρου φύλλου ειδοποιήσεως.
13. Διά Β. διατάγματος κανονισθήσεται το είδος και το σχήμα του γραμματοσήμου, ο έλεγχος της εκτυπώσεως και διαχειρίσεως αυτού, ο τρόπος της πωλήσεως, και το μέσον της διαγραφής του γραμματοσήμου, του οποίου εγένετο χρήσις, και προσδιορισθήσεται το ποσοστόν τω λόγω προμηθείας χορηγητέον εις τους πωλητάς του γραμματοσήμου δημοσίους, υπαλλήλους και ιδιώτας, ως και η αντιμισθία των δημοσίων υπαλλήλων άλλων κλάδων, ή ιδιωτών, των επιφορτισμένων ή επιφορτισθησομένων ταχυδρομικήν υπηρεσίαν· το ποσοστόν δεν δύναται να υπερβεί τα 5 τοις 0/0, η δε αντιμισθία, προς δραχ. 50 κατά μήνα.
14. Απαγορεύεται εις όλους τους υπαλλήλους να εγκλείωσιν ιδιωτικά γράμματα εντός εγγράφων της δημοσίας υπηρεσίας. — Η παράβασις τιμωρείται με πρόστιμον δραχ. 20, και εν υποτροπή με πρόστιμον δραχ. 50, επιβαλλόμενον παρά της Γενικής διευθύνσεως των ταχυδρομείων, τα δε γράμματα παραδίδονται προς τους επιγραφομένους. Ο τρις υποπεσών εις την παράβασιν ταύτην αποπέμπεται της υπηρεσίας.
15. Ταχυδρομικός υπάλληλος αποστείλας γράμματα, δείγματα, και έντυπα οιουδήποτε είδους, κατά παράβασιν των διατάξεων του νόμου, τιμωρείται με χρηματικήν ποινήν δραχ. 50 μέχρι διακοσίων, εφαρμοζομένων και των ορισμών του αρθρ. 24 του ποιν. νόμου.
16. Απαγορεύεται η αποστολή χρημάτων, τραπεζικών γραμματίων, ή άλλων πολυτίμων ειδών διά των συνήθων ή συστημένων γραμμάτων, ή διά των εγγράφων της δημοσίας υπηρεσίας. Εάν εναντίον της απαγορεύσεως ταύτης αποσταλώσι χρήματα, τραπεζικά γραμμάτια, ή άλλα πολύτιμα είδη και απολεσθώσιν, η απώλεια αυτών δεν παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του δημοσίου. Μόνος ο αποστείλας γράμματα επί συστάσει, εν περιπτώσει απωλείας αυτών, οιουδήποτε βάρους και αν ώσι, δικαιούται να λάβη αποζημίωσιν δραχ. 25, εάν η απώλεια δεν προήλθεν εξ ανωτέρας βίας. Η αποζημίωσις καταβάλλεται παρά του δημοσίου κατά τους εν ισχύι επί του αντικειμένου αυτού ορισμούς· αποδίδοται δε εις αυτό παρά του αιτίου της απωλείας.
17. Απαγορεύεται εις τους ταχυδρόμους να μετακομίζωσιν άλλα γράμματα ή πράγματα πλην των ταχυδρομικών φακέλλων. Ο παραβάτης τιμωρείται κατά τας διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
18. Όστις μεταχειρισθή γραμματόσημον, του οποίου εγένετο χρήσις, ή πωλήση τοιούτον, τιμωρείται με χρηματικήν ποινήν δραχ. 50—500, εφαρμοζομένου εν υποτροπή του άρθρου 111 του ποινικού νόμου. Ο παραβάτης, εάν ήναι υπάλληλος, αποπέμπεται της υπηρεσίας.
19. Όστις κατασκευάζει αθεμίτως γραμματόσημον, ή τίθησι τοιούτον εις κυκλοφορίαν, τιμωρείται, κατά το άρθρον 51 του από 14 Αύγουστου 1836 νόμου περί χαρτοσήμου.
Γαλλικόν Γραμματόσημον.
Παραλείποντες τας περί γραμματοσήμου διατάξεις του Γαλλ. Νόμου, ούσας εν μέρει ομοίας αυτάς του Ελληνικού, περιοριζόμεθα μόνον εις τον προσδιορισμόν των Ταχυδρομικών τελών εις ον υπάγονται τα διά των Γαλλικών από οποιονδήποτε τόπον της Ανατολής διευθυνόμενα γράμματα εις τους διαφόρους τόπους της Ανατολής και Δύσεως άνευ διακρίσεως αποστάσεως. Κατά τούτον λοιπόν, πάσα απλή επιστολή προπληρωμένη και διευθυνομένη εις οιονδήποτε τόπον της Ανατολής και Δύσεως διά των Γαλλικών, επιβαρύνεται με τέλος ταχυδρομικόν 50 εκατ. η δε απλήρωτος με το διπλάσιον, ζυγίζουσα 10 γραμμάρια· αι επί συστάσει υπάγονται εις ταχυδρομικόν τέλος 90 εκατ. τα δε δείγματα και άλλα διάφορα έντυπα εις 8 εκατ. όταν έχωσι βάρος μέχρι των 40 γραμμαρίων.
Αγαπητέ μου υιέ!
ΑΠΑΝΤΕΣ ομολογούμεν ότι ουδέν άλλο τιμαλφέστερον και τιμιώτερον της αρετής υπάρχει· διότι αύτη και τον αγενή εξευγενίζει, και τον ευγενή αναδεικνύει ευγενέστερον, και τον πλούσιον τιμιώτερον, και τον πένητα σεβαστόν, και πάντων τας πράξεις, μικρών και μεγάλων διευθύνει επί το ηθικώτερον· και όμως, ολίγοι φροντίζουσι να αποκτήσωσι το ουρανόπεμπτον τούτο πλεονέκτημα· διότι της κακίας τα δελεάσματα, πολιορκούντα την ψυχήν μας, απομακρύνουσι την αρετήν. Συ, υιέ μου, ζης εις κοινωνίαν διεφθαρμένην υπό του κακώς νοουμένου πολιτισμού, και, ως νέος ακόμη, υπόκεισαι εις παντοίας παρεκτροπάς. Η πατρική λοιπόν αγάπη με παρακινεί να σε συμβουλεύσω να ήσαι προσεκτικός εις τους περικυκλούντας σε πειρασμούς, και να μη απομακρυνθής από της οδού της αρετής, χωρίς της οποίας η ψυχή ατιμάζεται, και ο άνθρωπος εξουδενούται. Η οδός αύτη είναι στενή και δύσπορος· αλλά φέρει εις χώρας τερπνάς και μακαρίας, οπού εντρυφώσι τας αμοιβάς των πράξεών των οι εναρέτως βιούντες. Δέχθητι λοιπόν μετά των ασπασμών μου τας ειλικρινείς ταύτας συμβουλάς του φιλοστοργοτάτου πατρός σου.
Φιλοστοργώτατέ μοι πάτερ!
Μόνη η πατρική καρδία δύναται να υπαγορεύση τοιαύτας σωτηρίους συμβουλάς, όσας ανέγνων εις την τελευταίαν επιστολήν σας. Όθεν ήθελον φανή ανάξιος υιός σας, αν δεν εδεχόμην αυτάς μετ' ευγνωμοσύνης, και δεν ηκολούθουν μεθ' όλης της δυνατής ακριβείας. Δεν τολμώ μεν, Πάτερ, να είπω ότι διατρέχω την τρισόλβιον της αρετής οδόν, ουχ ήττον όμως δεν δύναμαι να αποσιωπήσω, ότι τη θεία βοηθεία και ταις υμετέραις ευχαίς ουδέ η κακία ηδυνήθη μέχρι τούδε να με αποπλανήση· και πεποιθώς εις ταύτας, ελπίζω ότι ουδέ εις το εξής θα σας λυπήσω διά της μεμπτής μου διαγωγής, αλλ’ ότι πάντοτε θα αξιώμαι να ονομάζωμαι άξιος υιός και δούλος σας
Σεβαστέ μοι Θείε!
Άρα γε μετά τοσαύτας ευεργεσίας, όσας παρ' υμών έλαβον δεν καταχρώμαι την καλοκαγαθίαν σας, επικαλούμενος και πάλιν την υμετέραν επικουρίαν; Συναισθάνομαι εγκαρδίως τούτο, Σεβαστέ μοι, και δεν ήθελα βεβαίως τολμήσει να σας ενοχλήσω εκ νέου, αν μόνος της σπουδής ο πόθος δεν με ενεθάρρυνεν εις τούτο. Προς αποπεράτωσιν των μαθημάτων μου ανάγκη να διαμείνω εν έτος ακόμη ενταύθα. Όσα δε μοι εχορήγησεν η μεγαλοδωρία σας εξηντλήθησαν, και με αναγκαιούσιν εισέτι χίλια φράγκα προς τε την διατροφήν μου κατά τον επίλοιπον χρόνον της ενταύθα διαμονής μου και προς τας δαπάνας των εξετάσεών μου, και αγοράν των αναγκαιούντων μοι βιβλίων. Στερούμενος δε άλλου συγγενούς παρά του οποίου ηδυνάμην να ελπίσω βοήθειαν, τολμώ να προστρέξω και αύθις προς υμάς. Στεγάσατε, σεβαστέ θείε, το οποίον εθεμελιώσατε οικοδόμημα. Συμπληρώσατε το καλόν έργον, του οποίου η αρχή και η πρόοδος εις Υμάς αποκλειστικώς ανήκει. Συναισθάνομαι ότι έγεινα υπέρ το δέον επαχθής προς Υμάς· αλλά πέποιθα ότι η αγαθή καρδία σας με αξιοί συγγνώμης. Είθε να μη φανή ανάξιος των ευεργετημάτων σας ο δεόμενος του Θεού υπέρ της μακροημέρου υγείας σας και ο ευγνωμονών διά βίου ταπεινός ανεψιός σας.
Περισπούδαστέ μοι ανεψιέ! Ενώ εσυλλογιζόμην ότι δυνατόν να εξηντλήθησαν τα έξοδά σου και ητοιμαζόμην να σοι πέμψω άλλα, έλαβον το από 20 του παρελθόντος γράμμα σου. Μη με κάμνης να ερυθριώ, αγαπητέ μοι ανεψιέ, διά την χορηγηθείσαν σοι βοήθειαν, μεγαλύνων αυτήν υπέρ το δέον. Αλλά και ποίαν άλλην καλλιτέραν χρήσιν δύναμαι να κάμω της καταστάσεώς μου; της οποίας μάλιστα το πλείστον μέρος υπέρ σου διέθεσα μετά την αποβίωσίν μου· διότι συ ανεδείχθης αξιώτερος της κληρονομίας ταύτης. Αν δεν σοι αρκούσιν όσα σήμερον σοι πέμπω χρήματα, γράψον μοι ελευθέρως να σοι πέμψω εγκαίρως και άλλα. Εύχομαι δε να σε απολαύσω υγιαίνοντα κατά το τέλος του έτους. Πόσην χαράν θα αισθανθή η καρδία μου, όταν ποτέ σε ίδω ευδοκιμούντα εις το οποίον τόσον ενθέρμως σπουδάζεις επάγγελμα! Πιστεύω αδιστάκτως, ότι αγωνίζεσαι να προξενήσης εις την καρδίαν μου πληρεστάτην ταύτην την αγαλλίασιν, ήτις είναι η ηδυτέρα αμοιβή εις τον θείον σου.
Ομοψύχως σε ασπάζομαι!
Ο διακαέστερος πόθος μου είναι βεβαίως να μανθάνω, ότι υγιαίνεις· αλλ’ επίσης επιθυμώ να ακούω τα περί της ευζωίας και ευτυχίας σου. Διά τι λοιπόν τόσον σύντομα τα προς εμέ γράμματά σου; Δεν αμφιβάλλω ότι η αγάπη του συζύγου σου αυξάνει, καθ' όσον αυτός γνωρίζει τον εράσμιον χαρακτήρα σου. Απέκτησας τέκνον, πλάσμα ωραίον, ως μανθάνω, και αντίτυπον της μητρός του. Τα επάγωγά σου πλεονεκτήματα, τα οποία είλκυόν ποτε την λατρείαν της νεολαίας μας, και σήμερον βέβαια ελκύουσι προς σε την αγάπην των συναναστρεφομένων σε. Εις όλας τας συνδιατριβάς και ομηγύρεις πρέπει να ήναι επιζήτητος η κοσμούσα αυτάς παρουσία σου. Ταύτα όλα μαντεύω· αλλ’ επιθυμώ να τα ακούω λεπτομερώς παρά σου της ιδίας. Διάχυσον λοιπόν τας ευφροσύνας σου εις την καρδίαν αδελφής, ήτις αισθάνεται την ευτυχίαν σου ως ιδικήν της, και διατελεί φιλούσα σε διά βίου.
Καταφιλώ τους οφθαλμούς σου!
Επιθυμείς να σοι διηγηθώ λεπτομερώς τα κατ' εμέ. Μάθε λοιπόν, αγαπητή μου αδελφή, ότι ο έρως του συζύγου μου δεν είναι περιφλεγής, ουδ' έχει το περιχρύσωμα της επιδεικτικής τρυφερότητος. Είναι αγάπη εγκάρδιος και αδελφική μάλλον ή συζυγική. Ενόσω ηγνόουν τον χαρακτήρα και τα σπλάγχνα του, με εψύχραινεν ολίγον το σπουδαίον ήθος του, και υπωπτευόμην, ότι η αυτός ήτο ανεπίδεκτος εντελούς έρωτος, ή εγώ ήμην αναξία να προσελκύσω αυτόν· αλλά βαθμηδόν εβεβαιώθην ότι με αγαπά περισσότερον παρ' όσον αποδεικνύει. Η δε τελευταία ασθένειά μου, καθ' ην είδον αυτόν πόσον έμφροντις και έντρομος ήτο, ουδεμίαν με άφησε περί τούτου πλέον υπόνοιαν. Ο υιός μου είναι αρκετά ευειδής, ζωηρός, και ήρχισε να ψελίζει. Φοβουμένη να εμπιστευθώ αυτόν εις ξένην τροφόν, τον εθήλασα μόνη μου, και προ δύο μηνών τον απεγαλάκτισα. Η ανατροφή αυτού και αι οικιακαί φροντίδες με ασχολούσιν αρκετά, και δεν έχω καιρόν, ούτε όρεξιν πλέον, να ζητήσω ξένας συνδιατριβάς. Ο γαμβρός σου έχει τας αυτάς με εμέ ορέξεις. Εκτός του περιπάτου, του τέκνου και της μητρός αυτού, άλλη διασκέδασις δεν τον ευχαριστεί. Ιδού ο βίος μας. Ίσως σοι φαίνεται μονότονος· αλλ’ όταν και συ γείνης σύζυγος, οικοδέσποινα και μήτηρ, θα δικαιώτης τας σημερινάς κλίσεις μου, τας οποίας εύρισκον και εγώ παράξενους, ενόσω ήμην εις την θέσιν σου. Η συζυγία και η τεκνοποιία έχουσι θέλγητρα απαράβλητα προς τας επουσιώδεις τρυφάς της κοινωνίας, και τα οποία κατά δυστυχίαν όλαι αι μητέρες δεν ηξεύρουσι κατ' αξίαν να εκτιμήσωσιν. Είθε να τρυφήσης όσον τάχιστα και συ, καθώς η αδελφή σου.
Υ.Γ. Ο Γαμβρός και ο γαμβράδελφός σου σοι πέμπουν δι' εμού τας προσρήσεις των.
Ασπάζομαι την δεξιάν σας.
Προχθές κατευωδώθημεν υγιείς εις Κωνσταντινούπολιν, όπου όλοι οι συγγενείς του ανδρός μου με υπεδέχθησαν μετά χαράς εγκαρδίου. Δεν έχω λόγους να σας ευχαριστήσω, πολυαγάπητε μήτερ μου, διά την εκλογήν του συζύγου, τον οποίον ευηρεστήθητε να μοι δώσητε. Ουχί μόνον αγάπην δεικνύει προς εμέ περιπαθεστάτην, αλλ’ είναι και καθ' υπερβολήν φιλοφρονητικός και ελευθέριος, και προσπαθεί παντί σθένει να ευχαριστήση όλας τας αθώας επιθυμίας μου. Η πενθερά μου είναι γυνή αξιόλογος, και η προς εμέ τρυφερότης με έκαμε να λάβω παν διάφορον περί των πενθερών εν γένει ιδέαν. Ο πενθερός μου είναι και αυτός όλος ένθους προς την νύμφην του, ο ανδράδελφός μου πάλιν, όστις είναι νέος του συρμού, δεν παύει να με θαυμάζη και να με εκθειάζη. Γνωρίζουσα, ότι τα προτερήματά μου είναι μικρού λόγου άξια, αποδίδω την προς εμέ στοργήν όλων τούτων των ανθρώπων εις την αγαθότητα της ψυχής των. Όθεν εύχομαι την αυτήν τύχην και εις τας αδελφάς μου! Η κατάστασίς μου δεν με συγχωρεί να εξέλθω της οικίας διά να ίδω όσα άξια λόγου έχει η πόλις μας. Προ τίνων ημερών αισθάνομαι λεπτούς πόνους, οι οποίοι κατά τους λόγους της συμπεθέρας σας, προμηνύουν προσεγγίζοντα τοκετόν. Το συμβάν αυτό, αν και θα επισφραγίση την ευτυχίαν μου, με προξενεί αρκετήν ανησυχίαν· διότι ανακαλώ εις την μνήμην μου όλα τα λυπηρά συμβάντα εις τας κατά τα τελευταία έτη τεκούσας. Η ευχή σας είθε να με βοηθήση. Ο σύζυγός μου ασπάζεται την δεξιάν σας, και σας παρακαλεί μετ' εμού να προσφέρηται τας ταπεινάς προσκυνήσεις μας προς τον σεβαστόν πατέρα μου. Περιμένω ανυπομόνως γράμμα σας διά να μάθω ότι υγιαίνετε, αγαπάτε και ενθυμείσθε πάντοτε την θυγατέρα σας.
Φίλτατε και περιπόθητέ μοι Κωνσταντίνε!
Εις το τελευταίον γράμμα σου μοι έλεγες ότι πλησιάζει ο καιρός της επιστροφής σου· αλλ’ υποπτεύω ότι θα αναβληθή πολύν καιρόν ακόμη, και μόνον ζητείς να με παρηγορής διά τοιούτων λόγων. Εν τοσούτω μοι είχες υποσχεθή, ότι θα λείψης δύο μόνους μήνας, και ήδη παρήλθον τέσσαρες, και Κύριος οίδε πόσον καιρόν ακόμη θα σε περιμένω. Γνωρίζεις ότι χωρίς σου δεν ειμπορώ να ζήσω, και καθ' όλον τον καιρόν της απουσίας σου δεν θα ησθανόμην ότι υπάρχω, εάν η θλίψις δεν μοι έδιδε της ζωής την αίσθησιν.
Αι αδελφαί μου ζητούσι να με διασκεδάσωσι παντοιοτρόπως· αλλ' ειξεύρεις, ότι ούτε αι συναναστροφαί, ούτε τα θεάματα, ούτε αι πανηγύρεις, ουδέ άλλη διατριβή με ευφραίνει, όταν συ δεν ήσαι πλησίον μου. Η ευθυμία των άλλων αυξάνει μάλιστα την μελαγχολίαν μου, και εις την μοναξίαν μόνην ευρίσκω τινά ευχαρίστησιν· διότι εκεί έχουσα τον νουν ατάραχον, αναφέρω αυτόν όλον προς σε, και ανακαλούσα εις την μνήμην μου τας ευτυχείς ημέρας, όσας μετά σου διήλθον, καθηδύνω προσωρινώς την ψυχήν μου. Τινές Κυρίαι ευρίσκουσι παράξενον την τόσην μου αφοσίωσιν, και γελοίαν την σταθερότητά μου. Παραδοξότερον μοι φαίνεται είναι, λέγω προς αυτάς, να βλέπω την δείνα να συχνάζη εις τους χορούς και τα θέατρα, και την δείνα να συγκροτή υπερευθύμους συναναστροφάς εις την οικίαν της, ενώ είναι απόντες οι σύζυγοί των. Νομίζεις ίσως, με αποκρίνονται, ότι οι άνδρες είναι επίσης σταθεροί και ευαίσθητοι, και ότι στερούνται πάσης διατριβής, όταν ήναι μακράν των γυναικών των; ... Τούτο είναι αληθές· αλλ’ ο Κωνσταντίνος μου, πέποιθα ότι, αν δεν δύναται να αποφεύγη τινάς διασκεδάσεις, τουλάχιστον δεν ευχαριστείται εις τον θορυβώδη κόσμον, ενθυμούμενος συχνά την Ελένην του, και ότι θα ταχύνη διά τούτο όσον το δυνατόν την επιστροφήν του. Δέχθητι νοερώς καν τους τρυφερούς μου ασπασμούς.
Ερασμία και αγαπητή Ελένη μου.
Επαινώ μεν την απάντησιν, την οποίαν έδωκας προς τας απορούσας την συζυγικήν σου αγάπην και σταθερότητα, αλλ’ αποδοκιμάζω την υπερβολικήν σου μελαγχολίαν, ήτις αυξάνει την εδικήν μου. Εγώ είμαι χάριτι θεία υγιής, και αι υποθέσεις μου, αν και παρέτειναν την απουσίαν μου χρόνον τινά περισσότερον παρ' όσον ήλπιζα, αποπερατούνται όμως κατ' ευχήν· όθεν δεν έχεις αφορμήν να λυπήσαι τόσον πολύ. Και εγώ επίσης πάσχω διά την στέρησίν σου, και εμέ επίσης δεν ευφραίνουσιν αι συνδιατριβαί άνευ της παρουσίας σου, και εγώ όχι ολιγώτερον σε ενθυμούμαι και σε ποθώ· αλλά προσπαθώ να διασκεδάσω την αθυμίαν μου ήτις δύναται να βλάψη την υγείαν, όταν κυριεύση την ψυχήν μας. Όθεν σε εξορκίζω εν ονόματι αυτής της αγάπης μας, να μετριάσης την θλίψιν σου, και να μη φαίνησαι τόσον δυσδιάθετος, όπερ δύναται να παρεξηγηθή υπό τας φιλομερίμνους φίλας σου. Ήθελον σε παρακαλέσει να πηγαίνης ενίοτε εις το θέατρον και εις τας εσπερινάς συναναστροφάς του θείου σου, αλλ’ ηξεύρω ότι δεν θα εισακουσθώ εις τούτο. Τουλάχιστον μη στερήσαι τας εξοχάς, αίτινες είναι θαυμάσιαι εις την ώραν ταύτην του χρόνου, και είναι αναγκαιόταται εις την υγείαν. Η θέα της εαρινής φύσεως ανακουφίζει τας συνεσταλμένας καρδίας, και διαχέει εις την ψυχήν θυμηδίαν ευφρόσυνον. Ελπίζω μόνον εν γράμμα ακόμη να σοι γράψω, και αντί του τρίτου να δεχθής τον κατασπαζόμενόν σε ηδύτατα.
Απερίγραπτος είναι η οδυνηρά ανησυχία, ην εδοκίμασα κατά το παρελθόν δεκαήμερον. Αν δεν συνείθιζες να μοι γράφης τακτικώς δι' όλων των ατμοκίνητων, δεν θα υπωπτευόμην τόσον ότι δεν έλαβον γράμμα σου διά του τελευταίου. Ύπνον, όρεξιν, διάθεσιν, πάντα απεμάκρυνεν απ’ εμού η ταραξικάρδιος μέριμνα. Η ψυχή μου προέβλεπεν απευταίον τι, και το προνοητικόν μου δεν με ηπάτησε. Προχθές από της αυγής περιέμενον εις τον λιμένα το ατμοκίνητον, και πρώτος εγώ παρουσιάσθην εις το ταχυδρομείον, ζητών ανυπομόνως γράμμα σου. Όταν είδον εις την επιγραφήν άλλους παρά τους συνήθεις χαρακτήρας, αι χείρες μου ήρχισαν να τρέμωσι, και μόλις η ιδιόχειρος υπογραφή σου διεθέρμανε την παγωθείσαν καρδίαν μου. Το να μη με γράφης όμως η ιδία δεικνύει ότι η ασθένειά σου είναι σπουδαιοτέρα παρ' όσην περιγράφει αυτήν ο αδελφός σου. Αλλά διά τι πάντοτε κακοί οιωνοί να με βασανίζωσιν; Ας ελπίζω μάλλον ότι αι προς τον Θεόν δεήσεις μου εισηκούσθησαν, και ότι ευρίσκεσαι ήδη εις ανάρρωσιν. Ευχαριστώ τους συγγενείς σου δι' όσας λαμβάνουσι περί σου φροντίδας, καθώς και τον ιατρόν, όστις αρκούντως θα γνωρίση την ευγνωμοσύνην μου. Α! διά τι να μην ήμαι πλησίον σου εις την περίστασιν ταύτην να απαλλάξω πάντας από τους κόπους και να παρακάθημαι αδιάλειπτος νοσοκόμος σου! Εάν αι υποθέσεις μου δεν ήσαν τόσον περιπεπλεγμέναι, ήθελον αμέσως μεταβή εις Σύρον. Περιμένω όμως δευτέραν επιστολήν σου, και εάν έως τότε δεν μάθω την βελτίωσιν της υγείας σου, παραιτώ πάντα, και πετώ εις τας αγκάλας σου.
Κλινήρης έλαβον και την δευτέραν επιστολήν. Η στενοχωρία, εις την οποίαν εφανταζόμην την ψυχήν σου, και οι φόβοι σοι μοι έδωκαν δυνάμεις διά να σοι σημειώσω τας ολίγας εκείνας λέξεις. Αλλ' αι περιπαθείς εκφράσεις της επιστολής σου, συγκινήσασαι ηδέως την ψυχήν μου, συνετέλεσαν εις ταχυτέραν μου ανάρρωσιν. Καθώς τωόντι υπωπτεύθης, η ασθένειά μου ήτον σπουδαιοτάτη. Ο διαλείπων πυρετός έλαβεν ακολούθως χαρακτήρα γαστρικής και κακοήθους φλογώσεως, ήτις πολεμηθείσα διά βδελών και φλεβοτομιών ενικήθη επί τέλους, και προ δύο ημερών αφήκα την κλίνην. Ομολογώ, αγαπητέ μου, ότι εγώ εμπόδισα κατ' αρχάς να σοι αναγγείλωσι την οξύτητα της νόσου μου, διά να μη σε τρομάξω. Αλλ' αισθανθείσα τον κίνδυνον μετά ταύτα της ζωής μου, και συλλογισθείσα ότι θα την χάσω χωρίς να σε ίδω, είχον μετανοήσει διά τι να κρύψω την αλήθειαν. Ο ελεήμων Θεός δεν ηθέλησε να μου στερήση την μοναδικήν χάριν, την οποίαν πάντοτε εζήτησα παρά της ευσπλαγχνίας του, το να αποθάνω δηλ. εις τας αγκάλας του φιλτάτου και πολυτίμου συζύγου μου. Σήμερον απολαμβάνουσα πληρεστάτην υγείαν, απεφάσισα να σοι εξιστορήσω πάντα όσα εδοκίμασα· διότι η χαρά, την οποίαν θα αισθανθής, μανθάνων ότι εσώθην από μεγάλου κινδύνου, θα διασκεδάση την λύπην σου διά τας παρελθούσας οδύνας μου· όθεν δόξασον μετ' εμού τον Θεόν, και συνομολόγησον χάριτας εις τον ιατρόν μας, του οποίου η έγκαιρος θεραπεία και η ακάματος επιμέλεια επρόλαβαν το κακόν. Αν και σε υπερεπεθύμησα, καθώς ηξεύρεις, προτιμώ να υποφέρω τινά καιρόν ακόμη, παρά να βλαφθώσιν εξ αιτίας μου τα συμφέροντά σου.
Προ πολλού μη λαβούσα επιστολήν σου υπωπτεύθην, ότι ασθενείς, και ήμην εις μεγίστην ταραχήν και ανησυχίαν. Παρ' αξιοπίστου όμως υποκειμένου μαθούσα, ότι υγιαίνεις, εδόξασα τον Θεόν· αλλά την χαράν μου ταύτην εφαρμάκευσεν άλλη είδησις λυπηρά, ήτις και μοι εξήγησε την αληθή αιτίαν της μακράς σιωπής σου. Εστέναξα, εθρήνησα, και κατηράσθην τας ερωτοπλάνους γυναίκας, όσαι, μη επαρκούμεναι εις τον δελεασμόν των αγάμων ανδρών, παγιδεύουσι και αυτών των οικογενειών τους πατέρας. Είχαν ακούσει προ πολλού τας επισκέψεις σου προς την Σ. αλλά δεν ηθέλησα να σοι γράψω περί τούτου, είτε μη υποθέτουσα τας συνεπείας τοιαύτης σχέσεως, είτε εκ συγκαταβάσεως, την οποίαν μέχρι τινός οφείλομεν ημείς αι γυναίκες προς τους άνδρας. Το ατόπημα όμως, ως εβεβαιώθην, εκορυφώθη, και το φαυλόβιον αυτό γύναιον σε εδελέασεν ούτως, ώστε ελησμόνησες σύζυγον, διά την αγάπην και αφοσίωσιν της οποίας ουδέποτε έλαβες αφορμήν να παραπονεθής, σύζυγον, ήτις κλαίει πικρώς, διά τι να ευρεθή εις την λυπηράν ανάγκην να σε επιπλήξη διά τας παρεκτροπάς σου. Είμαι βεβαία όμως, ότι το σύνειδός σου σε τύπτει ήδη, ότι η μετάνοια εισέδυσεν εις την καρδίαν σου, και ότι δεν θα μείνης αδιάφορος εις τας οδύνας της ποτέ αγαπητής Ρωξάνδρας σου, όταν μάθης ότι εγνώρισεν αύτη την δυστυχίαν της. Όθεν δεν αμφιβάλλω ότι θα συντρίψης τας σατανικάς παγίδας της Δαλιδάς, ήτις κατώρθωσε διά των ερωτεχνιών της να διαφθείρη την αγνοτέραν καρδίαν. Η δε λησμονηθείσα προς καιρόν σύζυγός σου μηδόλως μνησικακούσα, συγχωρεί όλα τα παρελθόντα, άμα βεβαιωθείσα ότι απέκτησε πάλιν την πρώτην αγάπην σου.
Η σύζυγός σου.
Φιλτάτη μου Ρωξάνδρα!
Άνθρωποι μοχθηροί και κακεντρεχείς εζήτησαν να αμαυρώσωσι την υπόληψίν μου, και να ψυχράνωσι την φιλτάτην μου σύζυγον. Εγώ να δελεασθώ υπό ερωτοπλάνων γυναικών, και χάριν αυτών να σε λησμονήσω! Πώς η καρδιά σου ηδυνήθη να ανεχθή τοιαύτην κατηγορίαν; Ηξεύρεις, ότι ούτε δι' ατμοκίνητων, ούτε διά ταχυδρομείων κοινωνεί η νήσος μας με την πόλιν σας. Η συγκοινωνία μας γίνεται δι’ ιστιοφόρων μόνον πλοίων, τα οποία ένεκα του σφοδρού χειμώνος προ διμηνίας διέκοψαν τον πλουν των. Ένεκα τούτου και εγώ προ πολλού στερούμαι δηλωτικού της υγείας σου. Αλλ' έστω και δι’ άλλην αιτίαν να μη ελάμβανον καιρόν τινα γράμμα σου· έπρεπε λοιπόν και εγώ διά τούτο να υπέθετον, ότι με ελησμόνησας, ή ηρωτεύθης προς άλλον; Τούτο ήθελεν είσθαι αστειότατον, ή τρομερά αδικία εκ μέρους μου. Εντοσούτω συ δεν εδίστασας να πιστεύσης την διαβολήν, και αμέσως να με καταδικάσης διά τοιούτον. Πιθανόν όμως και ο συκοφάντης μου να μη ήναι τόσον κακούργος, και να ηπατήθη αυτός ο ίδιος εκ τινων φαινομένων, τα οποία και σοι εξηγώ. Γνωρίζεις ότι ευχαριστούμαι να συναναστρέφωμαι μετ' ερασμίων και αγχινόων γυναικών, μετά των οποίων αγαπώ και να χαριεντίζωμαι. Ομολογώ την αδυναμίαν μου ταύτην, ήτις, πιστεύω, δεν θα θεραπευθή μέχρις ότου διατηρώ σώας τας αισθήσεις μου. Ποτέ όμως δεν παρέβην τα όρια της ευσχημοσύνης και τιμιότητος, όπερ ηδυνήθης, νομίζω, να βεβαιωθής εις διάστημα οκταετούς συζυγίας. Ακούσας λοιπόν να εκθειάζωσι την οξύνοιαν, την ζωηρότητα, και την θελκτικήν συναναστροφήν της Σ. εσύχναζον προς αυτήν χάριν περιεργείας καιρόν τινα μετά δύο φίλων μου. Αύτη μεν δεν μοι έδωκε κατ' ευθείαν αφορμήν να υποπτευθώ την αρετήν της· μαθών όμως μετά ταύτα ότι η διαγωγή της ήταν επιλήψιμος, διέκοψα τας επισκέψεις μου, και ομνύω εις την αγάπην μας, ότι έχω τρεις μήνας να την ίδω. Ιδού η ακριβής ιστορία της σχέσεως ταύτης, ήτις σε κατεθορύβησεν. Όθεν αποσκοράκισον πάσαν υποψίαν, ήτις με λυπεί και με καταταράττει, ότι αποδίδεις εις εμέ ήθος, δυνάμενον να με παρασύρη εις άτοπα, τα οποία εις ηλικίαν νεωτέραν, και άγαμος έτι ων, ηδυνήθην να αποφύγω. Επειδή δε επρόλαβες να συγχωρήσης την υποτεθειμένην απιστίαν μου, σπεύδω να συγχωρήσω και εγώ την πραγματικήν ευπιστίαν σου. Σοι στέλλω τον ασπασμόν της συνδιαλλαγής και ειμί ο ηδέως ασπαζόμενός σε σύζυγός σου.
Σεβαστέ αδελφέ!
Δις ήδη σοι έγραψα εκθέτων τα κατ' εμέ, και εξαιτούμενος την συμβουλήν και συνδρομήν σου. Υποπτευόμενος δε μήπως παρέπεσαν τα προπεμφθέντα γράμματά μου, σοι πέμπω και τρίτον διά του ερχομένου εις την πόλιν σας Κ. Χ. Γνωρίζεις ότι όλαι αι περί προβιβασμού προσπάθειαί μου εματαιώθησαν. Αρκούντως εβεβαιώθην διά πραγμάτων, ότι ο ζήλος και αι εκδουλεύσεις είναι μικρού λόγου άξιαι εις Κυβέρνησιν, ήτις προ πάντων απαιτεί πλήρη αφοσίωσιν και τυφλήν υπακοήν εις αυτήν και μόνην· ως παράδειγμα δε τοιαύτης αφοσιώσεως μοι είπον οι δυνάμενοι να με συντρέξωσι τον τυφλοίς όμμασιν εις τας του υπουργού ορέξεις δουλεύοντα Κ. Π. τον προβιβασθέντα Κ. Τ., τον σταυροφορήσαντα Κ. Ε., τον προικοδοτηθέντα Κ. Ζ. Όθεν εις άνθρωπον, όστις θεωρεί ως ασυνειδησίαν την τυφλήν εκτέλεσιν παρατραγώδων διαταγμάτων, και ως εθνοσυλίαν το θυσιάζειν εις τους ξένους τα των ομογενών δικαιώματα, ουδεμία ελπίς υπάρχει προβιβασμού. Βελτίωσιν τύχης επί τοιαύταις συμφωνίαις δεν δέχομαι, και εις την εσχάτην ανάγκην αν φθάσω. Εν τούτοις ο μικρός μισθός του επισφαλούς βαθμού μου είναι ανεπαρκής εις οικογενειάρχην, του οποίου αι ανάγκαι αυξάνουσιν οσημέραι, προϊούσης της ηλικίας των τέκνων του. Ευχαρίστως λοιπόν ήθελον παραιτηθή της θέσεώς μου και επιχειρήσει το ιδικόν σου επάγγελμα, το οποίον είναι επικερδές ενταυτώ και ανεξάρτητον. Άρα γε δεν είναι δυνατόν να με συμπεριλάβης εις την εταιρίαν σου, εις την οποίαν διά του αόκνου ζήλου μου ελπίζω να αναπληρώσω εν μέρει την έλλειψιν των κεφαλαίων μου; Σκέφθητι, σεβαστέ αδελφέ, περί τούτου, και γράψον μοι αν δέχησαι την πρότασίν μου, ή δος άλλην τινά συμβουλήν εις τον ασπαζόμενόν σε. ...
Φίλτατε αδελφέ!
Ισχυρούς λόγους έχεις να αηδιάσης τα πολιτικά, των οποίων τα απατηλά θέλγητρα ποτέ δεν με εδελέασαν. Όθεν απ’ αρχής επροτίμησα να γίνω οπαδός του Ερμού μάλλον, παρά να λατρεύω τους μικρομεγάλους της γης μας, τους οποίους θεοποιούσι τα αχαρακτήριστα ανθρωπάρια. Δεν πρέπει εν τούτοις να σε κρύψω ότι εγεύθην και εγώ πολλάκις τας πικρίας, ας τινας αι Μοίραι συνήρτησαν εις όλα εν γένει τα επιτηδεύματα. Όλα δεν είναι ρόδα ούτε εις το εμπόριον, το οποίον, εκτός των κεφαλαίων, προσαπαιτεί και πείραν πολυχρόνιον, και τύχης αντίληψιν. Σήμερον μάλιστα διά την αύξησιν των εμπορευομένων, και την επικρατούσαν σχεδόν παγκόσμιον ειρήνην, τα κέρδη μας είναι μετριώτατα, και υπόκεινται εις παντοίους κινδύνους. Όθεν οι φρόνιμοι περιορίζουσιν οσημέραι τας επιχειρήσεις των διά να μη ριψοκινδυνεύσωσι την κατάστασίν των. Ελπίζω μεν να καταπείσω τους συνεταίρους μου να σε δεχθώμεν εις το κατάστημά μας· αλλ’ εις τας σημερινάς περιστάσεις φοβούμαι μη μετανοήοης, αφίνων την θέσιν σου δι' αβεβαίους ελπίδας μεγαλητέρων ωφελειών. Όθεν σε συμβουλεύω να υπομένης προς το παρόν, και ο καιρός θέλει μας οδηγήσει περί του μέλλοντος. Πιθανόν άλλη Κυβέρνησις να εκτιμήση κατ' αξίαν τον πατριωτισμόν και ζήλον των υπαλλήλων της. Πιθανόν απροσδόκητοι περιστάσεις να εμψυχώσωσι το νεκρωθέν εμπόριον. Αν ουδέν τούτων συμβή εντός του τρέχοντος έτους, το ερχόμενον σοι γράφω να έλθης, και τότε σοι ευρίσκω πόρον, όστις αν δεν σε πλουτίση θα σοι χορηγήση τουλάχιστον τα αναγκαία προς διατήρησιν της οικογενείας σου. Σε ασπάζομαι ολοψύχως μετά των οικείων μου και ειμί.
Τριμηνία σχεδόν παρήλθε και δεν ηξιώθην επιστολής σας, ενώ πρότερον μοι εγράφατε κατά πάσαν δεκαπενθημερίαν. Έμαθον, ότι επάσχετε ολίγον, και ελυπήθην καθ' υπερβολήν. Παρακαλώ τον ύψιστον να σας επαναφέρη εις την πρώτην υγείαν σας, και να διατηρήση αυτήν μέχρις εσχάτου γήρως. Εγώ δι' ευχών σας υγιαίνω και καταγίνωμαι εις τα μαθήματά μου. Ο καλός διδάσκαλός μου με αγαπά, με συμβουλεύει και καταβάλλει πάσαν προσπάθειαν υπέρ της προόδου μου. Ελπίζω κατ' αυτάς να σας αναγγείλω τον προβιβασμόν μου εις την τρίτην τάξιν. Σας παρακαλώ λοιπόν να μοι στείλητε τα αναγκαιούντα μοι κατά τον εσώκλειστον κατάλογον βιβλία, να μοι εύχησθε και να μοι γράφητε συχνά. Την Σεβαστήν μητέρα μου προσκυνώ και ασπάζομαι την δεξιάν της· ασπάζομαι δε τας φιλτάτας μου αδελφάς, και ταπεινώς προσκυνών τον ποθητόν μου πατέρα, ειμί
ο ταπεινός υιός του.
Με εχαροποίησαν και αι περί της υγείας σου πληροφορίαι σου, και η πρόοδός σου εις τα γράμματα. Επεθύμουν όμως να έβλεπον το ύφος και το γράψιμόν σου μάλλον βελτιωμένα, και να μη ελάμβανον τόσον συντόμους επιστολάς σου. Θέλω να μανθάνω λεπτομερώς ποία μαθήματα διδάσκεσαι, και να βλέπω ενίοτε τα τετράδιά σου. Ελπίζω ότι, εκτός των ωρών της παραδόσεως, μελετάς και κατ' ιδίαν· διότι του διδασκάλου μόνου τα μαθήματα ολίγον καρπόν φέρουσιν εις τον μαθητήν εκείνον, όστις δεν επαναλαμβάνει διά της μελέτης τα διδαχθέντα. Έσο προς τούτοις πράος προς τους συμμαθητάς σου, απόφευγε τας κακάς συναναστροφάς, αίτινες φθείρουσι τα χρηστά ήθη, και μη αμελής ποτέ την προσευχήν σου· διότι και φώτισιν και υγείαν και πλούτον και όλα τα επίγεια και ουράνια αγαθά παρά του Θεού ελπίζομεν. Χάριτι αυτού ανέλαβον και εγώ εκ της ασθενείας μου. Σοι πέμπω τα ζητηθέντα βιβλία ομού με την ευχήν μου. Η μήτηρ και αι αδελφαί σου σε ασπάζονται, καθώς και ο πατήρ σου.
Δεν επεθύμουν να αυξήσω την λύπην σας, επανερχομένη εις την διήγησιν των παθημάτων μου. Αλλ' αυτά προήχθησαν εις τοιούτον βαθμόν ώστε η τετραυματισμένη καρδία μου κινδυνεύει να διαρραγή, εάν δεν την προλάβητε διά του παραμυθητικού της φιλοστοργίας σας βαλσάμου. Έχω και εδώ τινας συγγενείς· αλλ’ η φιλοτιμία μου δεν μοι συγχωρεί να εκστομίσω κατά του συζύγου μου παράπονα εις άλλον ειμή εις την μητέρα μου, παρά της οποίας και μόνης ελπίζω των δεινών μου την ανακούφισιν. Του γαμβρού σας το ήθος καταντά ημέρα τη ημέρα δυσφορώτερον. Η ακατάπαυστος γρύνα και ο οργίλος τρόπος του συναυξάνουσι, μετά της ατυχίας του εις το παιγνίδιον, και των αποτυχιών του εις το εμπόριον. Ματαίως προσπαθώ να τον ημερώσω διά της ηπιότητος, ταπεινότητος και αγάπης μου. Υποπτεύομαι μάλιστα, ότι ανενέωσε τας σχέσεις του πρός τινα παλαιάν φίλην του, όπου και διανυκτερεύει. Εν τούτοις αντί εγώ να τον ζηλεύσω, αυτός συνέλαβε πρό τινος καιρού τόσην παράξενον κατ' εμού ζηλοτυπίαν, άστε δεν τολμώ να ατενίσω ούτε εις τον εξάδελφόν σας τους οφθαλμούς μου. Και όμως αν και ήμαι κεχωρισμένη ως επί το πολύ της κοίτης και της τραπέζης, αν και παραμελώμαι και περιφρονώμαι, και αναιτίως ονειδίζωμαι, καταπίνω εν σιωπή τα δάκρυά μου, και δέομαι του υψίστου όπως ενίσχυση την υπομονήν μου. Αλλά φοβούμαι ότι έφθασεν αύτη εις το τέρμα της, και σπεύσατε, μήτερ μου, να συμβουλεύσητε όσον τάχιστα τι πρέπει να πράξη εις την περίστασιν ταύτην
η ταπεινή θυγάτηρ σας.
Τα τραύματα της καρδίας σου ανενέωσαν τα της ιδικής μου. Δυστυχείς μητέρες! αι λύπαι των δεν τελειόνουσιν ειμή μετά της ζωής των!
Επρόβλεπον τας δυστυχίας σου, και διά τούτο δεν επεθύμουν το συνοικέσιον αυτό· αλλ’ η κλίσις σου δεν σε άφησε να ιδής, ως εγώ, ότι ο φλογερός εκείνος έρως του συζύγου σου ήτο προσποιημένος, και οι φιλοφρονητικοί τρόποι του ήσαν πέπλος, διά του οποίου εζήτει να καλύψη τα ελαττώματά του έως ότου να σε νυμφευθή, ή μάλλον να νυμφευθή την προίκα σου. Αλλ' όμως δεν σε μέμφομαι τόσον, διότι και εγώ η ιδία ηπατήθην, όχι ως προς τον χαρακτήρα του, αλλ’ ελπίζουσα ότι η συζυγία θα μετριάση τα ελαττώματά του. Εν τούτοις το κακόν έγεινε και πρόκειται να εύρωμεν την θεραπείαν του. Εξ όσων μοι γράφεις βλέπω ότι είναι αδύνατον να υποφέρης πλέον· ήθελον σε παρακινήσει να επιστρέψης εις την μητρικήν σου οικίαν· αλλ’ εκτός ότι χάνεις τότε την προίκα σου, φοβούμαι μη δώσωμεν αφορμήν κατηγοριών εις τον κόσμον, όστις τα πάντα παρεξηγεί, και εις ημάς τας γυναίκας συνήθως ρίπτει όλα τα σφάλματα, αφού μάλιστά τινες εκ του φύλου μας παρήτησαν εσχάτως την οικίαν των συζύγων των δι' αιτίαις, αίτινες δεν δικαιόνουσι (τοιούτον κίνημα) όθεν και έχασαν τα προς τους συζύγους και την κοινωνίαν δικαιώματα. Πριν έλθωμεν εις την ανάγκην ταύτην, θέλω παρακαλέσει φίλον τινά, όστις έχει επιρροήν εις το πνεύμα του συζύγου σου, διά να τον συμβουλεύση και να τον επαναγάγη, ει δυνατόν, εις τα καθήκοντά του. Εν τούτοις οπλίσθητι μεθ' υπομονής, και εξακολούθει τον ήπιον τρόπον σου διά να του αφαιρέσης παν δικαιολόγημα.
Η μήτηρ σου.
Τρισπόθητε αδελφέ!
Παρά του Κ. Ψ. ελθόντος εσχάτως από τα αυτόθι επληροφορήθην, ότι από τινος καιρού και έργον δεν έχεις και πόρον του ζην. Η είδησις αύτη με ελύπησε πολύ, και με εξήγησε την αιτίαν της πολυχρονίου σιωπής σου. Διά να αποφύγης λοιπόν της στενοχωρίας σου την διομολογίαν απεφάσισας να μοι γράψης όλως διόλου, αφίνων με εις άγνοιαν και αυτής της υγείας σου. Γνωρίζω ότι είσαι φιλότιμος, και προτιμάς να στερήσαι μάλλον παρά να γίνησαι βάρος εις άλλους· πλην η αδελφική καρδία πρέπει να έχη προτίμησίν τινα εις την εμπιστοσύνην μας. Ναι μεν ευρίσκονται φίλοι συμπαθητικώτεροι των αδελφών, αλλά τον ιδικόν σου αδελφόν δεν νομίζω να θεωρής αφιλότερον των φίλων σου. Ειμί βέβαιος ότι η αργία σου είναι προσωρινή, και ότι εντός ολίγου το επάγγελμά σου θα σε απαλλάξη από πάσης ανάγκης. Όθεν σε παρακαλώ να δεχθής το μικρόν αυτό βοήθημα, όχι ως δώρον, και μη εξάπτησαι, αλλ’ ως δάνειον, το οποίον υπόσχομαι να λάβω οπίσω μετά την ευπορίαν σου.
Υγίαινε!
Ποτέ δεν παρεγνώρισα την αδελφικήν σου καρδίαν· αλλά τοσάκις έσπευσας εις βοήθειάν μου, ώστε το βάρος της υποχρεώσεως μ' εμποδίζει να ανανεύσω πλέον προς εσέ. Όσα εζήτησα να σε κρύψω, έμαθες ταύτα βέβαια αλλαχόθεν. Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου συμπάσχουσι μετ' εμού· διότι το επιτήδευμά μας είναι δυσπόριστον εις την πόλιν ταύτην, την οποίαν διά λόγους οικογενειακούς δεν δύναμαι να εγκαταλείψω. Μοι υπεσχέθησαν όμως τινές φίλοι μου να μοι προμηθεύσωσιν έργον, ικανόν να μοι χορηγή τα προς το ζην. Είθε τελευταίον ήδη να ενοχλώ την αυθόρμητον και πρόθυμον προς με διάθεσίν σου, ίνα μη φανή καταχρώμενος αυτήν άνθρωπος, χαίρων πλήρη υγείαν και ευρωστίαν. Σας ασπάζεται μετά σεβασμού
ο ευγνωμονών αδελφός σας.
Εγώ σας γράφω τακτικώς διά του ταχυδρόμου, και φαίνεται ότι παρέπεσαν τα τελευταία γράμματά μου, τα οποία μη λαβούσα υπωπτεύθητε ότι αμέλησα και σας ελησμόνησα. Πώς δύνασθε, αγαθή μήτερ, να συλλάβητε τοιαύτην ιδέαν περί θυγατρός, ήτις τοσούτον τήκεται διά την στέρησίν σας, ώστε φοβείται μήπως δεν θα δυνηθή μέχρι τέλους να την υποφέρη; Ναι μεν έμαθα πολλά και καλά πράγματα εις το σχολείον τούτο, όπου τα γράμματα διδάσκονται μετ' ακριβείας, τα εργόχειρα εντελέστατα, της δε μουσικής και του χορού οι διδάσκαλοι είναι αξιόλογοι και μεθοδικοί. Μόναι εξ ημών, όσαι δεν έχουσι προαίρεσιν, θα μείνωσιν αμαθείς. Εν τοσούτω εγώ προσπαθώ να τελειώσω τα μαθήματά μου όσον δυνατόν ταχύτερα, όχι τόσον διά να λέγωμαι προκομμένη όσον διά να επιστρέψω ταχύτερα εις τας αγκάλας της αγαπητής και φιλοστόργου μου μητρός, της οποίας ειμί...
Εχάρην διά την υγείαν σου, συγχρόνως και διά τας προόδους σου. Τοιαύται ειδήσεις ευφραίνουσι την μητρικήν καρδίαν μου. Όθεν γράφε μοι συχνότερα, και μη συνερίζησαι, αν δεν λαμβάνης απάντησιν εις όλα σου τα γράμματα· διότι γνωρίζεις ότι μόνη δυσκολεύομαι να γράφω και πάντοτε γραμματικόν δεν ευρίσκω. Σε επεθύμησα και εγώ, και εύχομαι να σε απολαύσω ταχέως καθώς επιθυμώ· άλλοτε σοι γράφω διεξοδικώτερα.
υγίαινε φιλτάτη θύγατερ.
Αι Μούσαι ανταμείβουσι μεν τους θεράποντάς των, αλλά μετά πολυχρονίους κόπους και αγώνας, ενώ ο Άρης στεφανόνει τους αθλητάς του μετά προθυμίας και ταχύτητος αναλόγως της ανδρείας των. Έπειτα οποία διαφορά μεταξύ αξιωματικού και διδασκάλου! Τον πρώτον όλοι τιμώσιν, όλοι θαυμάζουσι και πανταχού ευχαρίστως δέχονται, ενώ ο δεύτερος μένει εν παραβύστω και γωνία άγνωστος και απαρατήρητος. Έχει μεν κινδύνους ο πόλεμος, και χωρίς ανδραγαθίας ο πολεμικός δεν προβιβάζεται· αλλ’ όστις δεν φοβείται τον θάνατον και έχει φιλοτιμίαν, ταχέως ανταμείβηται. Όσον τα κατ' εμέ, προτιμώ να αποθάνω εις καθαρόν αέρα, πολεμών κατά των εχθρών της πατρίδος μου, παρά εις το διδασκαλικόν σχολείον υπό της φθίσεως ή υπό της πείνης· αλλ’ εάν επιζήσω, πλουτώ συγχρόνως και αποκτώ δόξαν, της οποίας μετέχουσι και οι γεννήτορές μου. Ελπίζω λοιπόν, φιλόστοργε πάτερ, να εγκρίνητε την απόφασίν μου ταύτην, και να με ευχηθήτε εις το οποίον μέλλω να διατρέξω στάδιον.
Χωρίς να κατηγορήσω το στρατιωτικόν στάδιον, αποδοκιμάζω όσα περί των πεπαιδευμένων λέγεις. Εάν αυτοί δεν τιμώνται και δεν ανταμείβωνται αναλόγως των ωφελειών, όσας εξ αυτών η κοινωνία απολαμβάνει, τούτο είναι εκ των κοινωνικών μας παραλογιών και αδικιών. Έπειτα όσοι μανθάνουσι γράμματα δεν είναι υποχρεωμένοι να γείνωσι διδάσκαλοι. Η παιδεία είναι αναγκαία εις παν επιτήδευμα, και αν δεν έχης κλίσιν εις το διδασκαλικόν, ημπορείς να εκλέξης άλλο. Και εγώ, ως συ, έχω πατριωτισμόν, και εγώ προτιμώ τον ένδοξον θάνατον· αλλ’ έχομεν εις τον κόσμον και άλλους δεσμούς και άλλας υποχρεώσεις εκτός των οφειλομένων εις την πατρίδα, ήτις μάλιστα σήμερον δεν είναι εις κίνδυνον. Συ έχεις γονείς, οίτινες άλλον υιόν δεν εγέννησαν· έχεις προ πάντων μητέρα, ήτις εάν μόνην την απόφασίν σου μάθη, είναι ικανή να αποθάνη εκ του φόβου, ότι μέλλει να σε χάση. Εάν αδιαφορής περί της ζωής της, στράτευσον. Ελπίζω όμως να σκεφθής ωριμώτερα, να περιλείλης την ηρωικήν αρειοτολμίαν σου, και να μας απαλλάξης από της απελπισίας, εις ην θα μας ρίψη η απερίσκεπτος απόφασίς σου.
Κύριε μου!
Επληρώθη τέλος πάντων ο πόθος, ον προ χρόνων είχον, επιθυμών να συνδέσω μεθ' υμών στενωτέρας διά της συγγενείας σχέσεις. Προχθές ετελέσθησαν οι γάμοι εμού τε και της φιλτάτης αδελφής σας, και είμαι εις το έπακρον της ευτυχίας μου· όθεν σπεύδω να σας δώσω πρώτος εγώ την αγγελίαν ταύτην, ήτις ελπίζω να σας χαροποιήση. Ο συγγενικός δεσμός μου εις οικογένειαν, προς την οποίαν είχον πάντοτε ιδιάζουσαν υπόληψιν, με προξενεί τιμήν, της οποίας θέλω αγωνισθή να μη φανώ ανάξιος. Η προς την αδελφήν σας αγάπη μου επεκτείνεται προς τους γονείς και τους αδελφούς της, οίτινες όλοι απέκτησαν συγγενή αφωσιωμένον εις αυτούς
και πρόθυμον δούλον των.
Εκτελών χρέος υιικόν, σπεύδω να σας αναγγείλω ότι ευωδώθην υγιής εις Αθήνας, όπου ο Κ. Γ. καθώς και η αξιοσέβαστος αυτού οικογένεια με υπεδέχθησαν μετά πολλής φιλοφροσύνης και μοι επιδεικνύουσιν φιλοστοργωτάτην αγάπην. Όσα, πάτερ ηκούσατε περί του διδασκάλου τούτου και του συσσιτίου του είναι αληθέστατα· διότι ουχί μόνον της προκοπής των μαθητών του επιμελείται, αλλά και της ηθικής αυτών διαπλάσεως, προτρέπων αυτούς εις την κοσμιότητα, και διεγείρων τον ζήλον των με τρόπον ήπιον ενταυτώ και δραστήριον. Έχω δέκα άλλους συμμαθητής, εξ ων οι τρεις είναι συμπολίται μου, όλοι νέοι φιλομαθείς και χρηστοήθεις· αλλά και πώς ηδύναντο να μη ήναι τοιούτοι, έχοντες κηδεμόνα τοσούτον ενάρετον, και βλέποντες τοιαύτα παραδείγματα; Η οκνηρία, η βωμολοχία, και η ελαχίστη κακοήθεια, είναι εξωρισμένα από της οικίας του. Έχω δωμάτιον χωριστόν και καθαρόν, ως και όλας τας άλλας αναπαύσεις μου. Κατά το παρόν ο διδάσκαλός μου με διδάσκει την γραμματικήν, την ιστορίαν, και την γεωγραφίαν. Όταν λάβω τας προκαταρκτικάς γνώσεις, θέλω σπουδάσει και τα μαθήματα του Πανεπιστημίου, το οποίον έχει τόσους αξιολόγους Καθηγητάς. Σας ευχαριστώ, σεβαστέ πάτερ, δια την αποστολήν μου εις την καθέδραν ταύτην της Ελλάδος, όπου ελπίζω δι’ ευχών σας να προκόψω, και να γείνω ποτέ
άξιος υιός σας.
Εχάρην διά το κατευόδιον και την υγείαν σου. Ουδεμίαν αμφιβολίαν είχον ποτε περί των αρετών του Κ. Γ. Όθεν και προετίμησα τας Αθήνας, όπου είναι διδάσκαλος και παιδαγωγός ενταυτώ τοιούτος. Εις Παρισίους και αλλού εύρισκες μεν τελειότερα σχολεία, αλλά χωρίς χειραγωγού ηδύνασο να βλαφθής ηθικώς, καθώς πολλοί νέοι έπαθον τούτο. Γνωρίζων την φιλομάθειάν σου, κρίνω περιττόν να σε συστήσω την επιμέλειαν. Υγίαινε και γράφε συχνά προς
τον ευχέτην πατέρα σου.
Ο κίνδυνος της μητρός μας παρ' ολίγον να ταράξη τας φρένας μου. Εις την τελευταίαν επιστολήν μου σοι είχον παραστήσει την αλγεινήν μέριμνάν μου, και συμπεραίνω εις πόσον πολυώδυνον αγώνα ευρίσκεται η ψυχή σου· αλλά παρηγορήθητι, αδελφέ· ο Θεός μας εχάρισε την μητέρα μας· είναι εκτός κινδύνου, και ελπίζω διά του προσεχούς ταχυδρόμου να σοι αναγγείλω την εντελή ανάρρωσίν της. Όλοι οι λοιποί υγιαίνουσιν, ευχόμενοι το αυτό και προς υμάς η
αδελφή σου!
Φιλτάτη αδελφή! Εν μεγάλη χαρά η γλώσσα δεσμεύεται, και η ψυχή μη ευρίσκουσα λέξεις προς εξήγησιν της αγαλλιάσεώς της, βασανίζεται. Τοιαύτην εντύπωσιν μοι επροξένησε η επιστολή σου. Ας δοξάσωμεν λοιπόν τον Θεόν, όστις δεν ηθέλησε να μας στερήση τοιαύτης φιλόστοργου μητρός, και ας παρακαλέσωμεν αυτόν να παρατείνη τας ημέρας της, αφαιρών, ει δυνατόν, από τας ιδικάς μας! Ασπάζομαι την δεξιάν της και ειμί
ο εκ βάθους καρδίας αγαπών σε...
Ανέκφραστος είναι η χαρά, την οποίαν ησθάνθην, μαθών την ανάρρωσίν σας. Λοιπόν, αγαπητέ πάτερ, η ζωή σας είχε κινδυνεύσει, και η αδελφή μου με έκρυπτε τούτο. Δοξάζω τον Πανάγιον Θεόν, όστις δεν με κατεδίκασεν εις τοιαύτην θλίψιν, εις ην ευρισκόμενος αδύνατον να επιζήσω. Σας εύχομαι εκ των μυχίων της καρδίας μου άνοσον μακροβιότητα, και σας παρακαλώ να μοι εύχησθε, όπως ευαρεστήσω Θεώ τε και ανθρώποις.
Δεν επίστευον ότι η αδιαφορία σου θα κατήντα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ουδέ να μοι γράφης πλέον. Είναι δυνατόν η καρδία σου να αποκρούη παν φιλάνθρωπον αίσθημα, και επομένως να μη συμπάσχης εις τας δυστυχίας της συζύγου σου; Μέχρι τινός ηξεύρουσα ότι οι πόροι σου μόλις επήρκουν εις την ιδικήν σου διατήρησιν δεν εζήτουν την βοήθειάν σου, προκρίνουσα να στερώμαι εγώ μάλλον και τα τέκνα μας παρά συ. Αλλά σήμερον, η μεν ιδική μας ένδεια εκορυφώθη, συ δε μανθάνω ότι κερδίζεις αρκετά, και όχι μόνον ζης εν πλήρει ανέσει, αλλά δαπανάς ουκ ολίγα και εις παντοίας διασκεδάσεις. Εκ των δαπανωμένων λοιπόν εις τρυφάς δεν ειμπορείς άρα γε να οικονομήσης τινά διά τον άρτον των τέκνων σου; είναι δίκαιον αυτά μεν να λιμοκτονώσι μετά της μητρός των, ο δε πατήρ των να δίδη συμπόσια πολυτελή και να ρίπτη το χρυσίον του εις τους μουσικούς και τας τραγωδιστρίας; Σοι έγραφα ότι χρεωστώ δύο ετών ενοίκιον, ότι ο οικοδεσπότης επαπειλεί να με διώξη από της οικίας του, και να κρατήση ως ενέχειρον τα πράγματά μου· αλλά και αυτά περιορίζονται πλέον εις έπιπλά τινα και σκεύη. Ό,τι πολύτιμον είχον, το επώλησα διά να τραφώμεν. Τα ενδύματά μας επαλαιώθησαν, και αισχύνομαι να φανώ ρακενδύτις εις τας οδούς. Πρόσθες εις τας στερήσεις αυτάς, τας αδιαλείπτους ασθενείας μας, και συλλογίσθητι πώς αντέχω εις τόσα δεινά. Εν τοσούτω ενώ συ αυτά τα γνωρίζεις, διότι δεν σοι τα εξιστορώ πρώτην ήδη φοράν, και ενώ δύνασαι να με ανακουφίσης, κωφεύεις εις τους κλαυθμούς μας, και μηδόλως σε συγκινούσι τα δάκρυά μας. Δεν με μένει λοιπόν άλλο, ειμή να επικαλεσθώ το έλεος των ξένων. Εάν η φιλοτιμία σου ανέχεται να ζώσι με ελεημοσύνην τα τέκνα και η συμβία σου, γράψον μοι τούτο καθαρά, ή εξακολούθησον την σιωπήν, ήτις ισοδυναμεί με αρνητικήν της βοηθείας σου απάντησιν.
Γνωρίζεις πόσον τα εδώ σχολεία μας είναι εισέτι ατελή· διότι κατά δυστυχίαν ολίγοι συμπατριώται μας εκτιμώσι την παιδείαν. Εγώ όστις ητύχησα να μετάσχω της αμαθείας των συγχρόνων μου, αισθάνομαι πόσας ζημίας δοκιμάζω εκ της στερήσεως ταύτης, και επιθυμώ καν ο υιός μου να μη μείνη απαίδευτος. Όθεν αφού εφρόντισα να μάθη τα ολίγα γράμματα, όσα εδώ διδάσκονται, απεφάσισα να τον στείλω να σπουδάση εις πόλιν τινά, όπου ευρίσκονται τελειότερα σχολεία. Επροτίμησα δε την Σμύρνην, διότι αυτού έχω συγγενείς, οίτινες δύνανται να επαγρυπνώσιν εις την πρόοδον και την διαγωγήν του νέου. Επειδή δε μεταξύ αυτών η τιμιότης σας είσθε ο πλησιέστερος, και επειδή γνωρίζω την προς ημάς ιδιαιτέραν αγάπην σας, καθώς και τον φιλόμουσον ζήλον σας, λαμβάνω το θάρρος να σας παρακαλέσω να αναλάβητε το βάρος τούτο άνευ της παραμικράς ζημίας σας· διότι δεν ανέχομαι να δαπανήσητε ουδέ λεπτόν υπέρ αυτού. Αρκετή είναι η ενόχλησις, την οποίαν σας δίδομεν. Δέχθητε και προσενέγκατε προς την γυναικαδέλφην μου τας ιδίας μου και τας της συμβίας μου προσκυνήσεις. Αύτη συνιστά εις την ιδιαιτέραν φιλοστοργίαν της αδελφής της τον Θεόδωρόν μας, και ελπίζει ότι δεν θα αισθανθή εις την οικίαν σας την μητρικήν στέρησιν. Αμφότεροι δε θέλωμεν ευγνωμονεί διά την χάριν ταύτην.
Αφού γνωρίζετε πόσον σας αγαπώμεν, δεν αρμόζει να λέγητε ότι μας ενοχλείτε διά την αποστολήν του ανεψιού μας. Αυτός είναι χρηστοήθης, ευάγωγος, και δεν έχει ανάγκην πολλής φροντίδας. Επειδή δε προς τούτοις έχει ευφυίαν και κλίσιν εις τα γράμματα, ελπίζω να ωφεληθή από τα σχολεία μας. Όθεν τον εδέχθημεν μετά χαράς και ευχαριστήσεως εγκαρδίου, επαινούντες τον φιλόμουσον ζήλον σας. Η θεία του τοσούτον ευνοεί αυτόν, ώστε θα συγκινή βέβαια την ζηλοτυπίαν των εξαδέλφων του, αν και αυτοί δεν συνεμερίζοντο την προς αυτόν φιλοστοργίαν μας. Αμφότεροι σας ασπαζόμεθα αμφότερους.
Υπερπόθητε υιέ μου!
Συγχρόνως έλαβον την ιδικήν σου επιστολήν και την του διδασκάλου σου, όστις μοι λέγει ότι είναι ευχαριστημένος καθ' όλα εκ μέρους σου. Μεγαλητέραν άλλην χαράν ταύτης, υιέ μου, δεν δύναται να αισθανθή η πατρική καρδία. Όθεν διπλασίασον τους αγώνας σου και θέλεις ανταμειφθή και διά του επαίνου των ανθρώπων και διά της ιδίας σου ευχαριστήσεως, και διά της ευφροσύνης των γονέων σου. Άλλοτε σοι γράφω διεξοδικώτερα.
Τρισέβαστε πάτερ!
Η συγκατάβασις του διδασκάλου μου, και η πατρική αγαθότης σας, μεγαλύνουσι το μέτριον της προκοπής μου· ευτυχής θα ήμαι, αν συμφώνως προς τας προσπαθείας μου ηδυνάμην να προοδεύσω! Αλλά των γραμμάτων την μάθησιν δεν δύναται τις να βιάση, ως επιθυμεί. Απαιτείται καιρός, και το σύνειδός μου τουλάχιστον δεν με τύπτει, ότι τον χάνω επί ματαίω. Σας παρακαλώ να ενισχύητε διά των ευχών σας τους αγώνας μου.
Προς υιόν προτιμώντα των γραμμάτων το εμπόριον.
Μανθάνω ότι, λαβών κλίσιν προς το εμπόριον, αμελείς των μαθημάτων σου. Δεν αποδοκιμάζω την κλίσιν ταύτην· αλλ’ οφείλω να σοι είπω, ότι διά της παιδείας δύνασαι να επιτύχης καλύτερα τον σκοπόν σου, διότι ευκολώτερα ο πεπαιδευμένος αποκτά ό,τι επιθυμή παρά ο αμαθής· όταν η τύχη ήναι ομοία και εις τους δύο. Ευρίσκεσαι εις τόπον, όπου υπάρχουσι τα τελειότερα διδακτικά καταστήματα· οι γονείς σου δεν φείδονται εξόδων διά την προκοπήν σου ο δε νους σου δεν είναι αμβλύς· όθεν έχεις όλα τα μέσα διά να παιδευθής. Αφού κατορθώσης τούτο, ακολούθησον την κλίσιν σου· αλλά τότε γίνεσαι έμπορος ουκ εκ των τυχόντων, χαίρων συγχρόνως την υπόληψιν των πεπαιδευμένων. Ενθυμού εν συντόμω, υιέ μου, ότι η παιδεία είναι θησαυρός άφθαρτος, αναφαίρετος, και ότι μακάριοι είναι όσοι αποκτώσιν αυτήν!
Αγαπητή νύμφη!
Με λύπην έμαθον ότι κατατήκεσθε υπ' ενδείας, την οποίαν μη δηλώσασα προς εμέ εγκαίρως, με εθλίψατε. Βέβαια εχρεώστουν εγώ να σας ερωτήσω πρώτος, αλλά δεν υπέθετον, ότι ο μακαρίτης αδελφός μου δεν σας αφήκε ικανήν περιουσίαν. Τουλάχιστον ήξευρον, ότι είχεν οικίαν ιδιόκτητον και άμπελον. Τι λοιπόν έγεινεν αύτη η περιουσία; Όπως δε και αν έχη το πράγμα, επειδή και ευρίσκεσθε σήμερον εις στενοχωρίαν, σας παρακαλώ να δεχθήτε προς το παρόν την μικράν προσφοράν μου, και να μοι φανερώσητε όλας τας ανάγκας σας, διά να λάβω μέτρα τακτικωτέρας επικουρίας. Ο υιός σας νομίζω ότι ηλικιώθη ήδη, και δύναται να λάβη υπηρεσίαν τινά. Γράψατέ μοι δε εις ποίον στάδιον έχει κλίσιν. Εκ των δύο θυγατέρων σας εάν στέργητε να μας δώσητε την μίαν, θέλομεν ευχαρίστως την δεχθή και φροντίσει εν καιρώ περί της αποκαταστάσεώς της. Τέλος πάντων, αν και υμείς αποφασίζητε να μεταβήτε ενταύθα, θέλετε εύρει εις την οικίαν μας όλας τας αναπαύσεις σας. Τούτο επιθυμεί και η σύζυγός μου, ήτις αδελφικώς μετ' εμού σας ασπάζεται. Σας παρακαλώ εν ενί λόγω να μη με θεωρήτε εις το εξής ως ξένον, αλλ’ ως
αδελφόν σας.
Σεβαστέ μοι ανδράδελφε σας ταπεινοπροσκυνώ.
Μη νομίζουσα εμαυτήν αξίαν της φιλοστοργίας σας, δεν ετόλμησα να σας φανερώσω την δυστυχίαν μου. Επειδή η γενναία προσφορά σας με έπεισεν, ότι δεν είμαι αμέτοχος της αγάπης σας, λαμβάνω το θάρρος να σας εξιστορήσω τα κατ' εμέ. Ο μακαρίτης ήτον οικονόμος και φρόνιμος ως τον εγνωρίσατε. Τα έξοδά μας περιωρίζοντο πάντοτε εις τα αναπόφευκτα. Διά να ευχαριστήση μάλλον εμέ, και να αφήση εις τα τέκνα του τινά κτήματα, ωκοδόμησεν οικίαν και εφύτευσεν άμπελον, διά τα οποία όμως εδανείσθη τρισχίλια τάλληρα επ' ελπίδι να τα πληρώση εκ των οικονομιών του, αλλ’ ο θάνατος τον επρόλαβε, και τα κτήματα αυτά είναι υποθηκευμένα εις τους δανειστάς μας, οι οποίοι αν τα πωλήσωσιν επί δημοπρασίας, ως ζητούσιν, ολίγα θα περισσεύσωσιν μετά την εξόφλησιν των κεφαλαίων και των τόκων του χρέους μας. Δεν είναι λοιπόν πλέον καιρός να σας κρύψω, ότι η ένδειά μου θα υπερεκορυφούτο, εάν δε εσπεύδετε εις βοήθειάν μου. Όθεν και δεν έχω λόγους να σας ευχαριστήσω διά την υπέρ ημών πρόνοιάν σας. Ο υιός μου συμφώνως μετ' εμού επιθυμεί να έμβη εις το εμπόριον, και θέλομεν ευγνωμονεί προς υμάς αμφότεροι, εάν ευαρεστηθήτε να τον συστήσητε είς τινα των γνωρίμων σας. Δεν επεθύμουν να στερηθώ ουδεμίαν των θυγατέρων μου, αλλ’ επειδή πιστεύω αδιστάκτως, ότι εις την οικίαν σας δεν θα αισθανθή την στέρησιν της μητρικής αγάπης, παραδίδω την δευτερότοκον εις την κηδεμονίαν σας. Ήθελον επίσης ωφεληθή από της ευγενούς προσκλήσεώς σας διά να γείνω συγκάτοικός σας, εάν δεν εφοβούμην μη καταχρασθώ την καλοσύνην σας, και προς τούτοις εάν δεν είχον μητέρα και αδελφήν επίσης χήραν, αίτινες δεν έχουσιν εδώ άλλην συγγενή και παρηγορήτριαν. Πιστεύσατε, γενναίε και σεβαστέ μοι ανδράδελφε, ότι αι ευεργεσίαι σας ενεχάραξαν εις την καρδίαν μου ευγνωμοσύνην ανεξάλειπτον. Σας παρακαλώ να διαβιβάσητε τας βαθυτάτας προσκυνήσεις μου προς την ευγενεστάτην σύζυγόν σας, την οποίαν ευχαριστώ επίσης διά την προς εμέ συμπάθειαν και αγάπην της.
Μετ' άκρας της ψυχής μου αθυμίας μανθάνω, ότι όχι μόνον παρημέλησας τας σπουδάς σου, αλλ’ ότι παρεδόθης εις τας ηδονάς και τας ασωτείας. Φίλος μου, ελθών εσχάτως αυτόθεν, μοι είπεν ότι συχνάζεις μάλλον τους χορούς και τα θέατρα, ή τα σχολεία, ότι προτιμάς την συναναστροφήν των θορυβωδών και ατάκτων νέων, ή την συνομιλίαν των καθηγητών, ότι διάγεις τας νύκτας σου εις χαρτοπαικτικάς οικίας αντί να μελετάς τα μαθήματά σου, και ότι η κραιπάλη, η μέθη, και η ασέλγεια, θέλουσιν εντός ολίγου σε κυριεύσει ολοτελώς. Συμπέρανε λοιπόν, πόσον η είδησις αύτη κατελύπησε την καρδίαν πατρός, όστις εστήριζεν όλας τας ελπίδας του εις τον μόνον υιόν, τον οποίον ο Θεός τω εχάρισε. Συ, όστις ήσο μέχρι τούδε επιμελής εις τα μαθήματά σου, σώφρων και φρόνιμος, πώς παρεξετράπης από της οδού των καθηκόντων και της αρετής; βεβαίως αι κακαί συναναστροφαί διέφθειραν την ψυχήν σου. Α, τέκνον μου, αποσκοράκισον τους καταχθονίους ανθρώπους, οίτινες ωθούντες σε εις τον όλεθρον, εμπήγουσι το ξίφος εις την καρδίαν μου. Ναι, υιέ μου! η διαγωγή σου αύτη, εάν εξακολουθήση είναι ικανή να με φέρη εις τον τάφον. Αι παχυλαί ηδοναί, αίτινες σοι φαίνονται σήμερον τόσον γλυκείαι, εμπεριέχουσι δηλητήρια, τα οποία ανεπαισθήτως φαρμακεύουσι την ζωήν και ψυχήν σου. Δεν θα βραδύνη να αισθανθής τούτο· αλλά φοβούμαι μήπως τότε δεν σοι μένει πλέον καιρός μετανοίας και θεραπείας. Ω φρικτή ιδέα!... Υιέ μου, εάν η ακολασία δεν διέφθειρεν εξ ολοκλήρου την καρδίαν σου, και δεν ηξήλειψε της φιλοστοργίας το αίσθημα, φοβήθητι τον Θεόν, αισχύνθητι τους ανθρώπους, και λυπήθητι τον πατέρα σου. Συνελθών δε απομακρύνθητι της συνδιατριβής των διαφθορέων, απαρνήθητι την τρυφήν και ασέλγειαν, εξόμοσον τον Βάκχον και την Αφροδίτην, και επανακάμπτων εις το τέμενος των μουσών, επανάλαβε μετά προθυμίας τας σπουδάς σου. Γενόμενος δε χρήσιμος εις την πατρίδα, την κοινωνίαν και τον εαυτόν σου, θέλεις ταυτοχρόνως παρηγορήσει τας τελευταίας ημέρας του
πατρός σου.
Ομολογώ, φιλοστοργώτατε πάτερ, ότι τον παρελθόντα χειμώνα έλαβον κλίσιν είς τινας διασκεδάσεις· αλλ’ αύται δεν ήσαν εκ του είδους εκείνου, το οποίον σας εθορύβησεν. Ούτε εις αισχράς συναναστροφάς ποτε εσύχνασα, ούτε τα μαθήματά μου ημέλησα. Όθεν ή κακώς επληροφορήθησαν όσοι περί εμού σας ωμίλησαν, ή εζήτησαν να με διαβάλωσι. Εν τοσούτω συγχωρώ τούτους, και δεν λυπούμαι δι' άλλο, ειμί ότι ελύπησαν την πατρικήν καρδίαν σας· αλλά παρηγορήθητε, σεβαστέ πάτερ· ο υιός σας δεν επειράχθη διά τας επιπλήξεις σας, διότι ειξεύρει ότι σας εξηπάτησαν, και η φιλοστοργία σας ηνάγκασε να παραινέσατε αυτόν μετά τοσαύτης αυστηρότητος. Όθεν εις το εξής θέλω απαρνηθή και αυτάς τας αθώας ηδονάς διά να μη σας λυπήσω εις το παραμικρόν, και θέλω διπλασιάσει τους περί την σπουδήν μου αγώνας μου, διά να λαμβάνω τας ευεργετικάς ευχάς σας, και να αναδειχθώ άξιος
υιός και δούλος σας.
Μέχρι τινός μοι ηξιόνετε γραμμάτων σας· αλλά προ εξαμηνίας με έλειψε και αύτη η παραμυθία. Δυσκολεύομαι να πιστεύσω, ότι η καρδία του αδελφού μου εσκληρύνθη εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να μη θέλη καν να μάθη αν ζη η αθλία αδελφή του. Ναι, ζω κατά δυστυχίαν, αλλ' εστερημένη του επιουσίου άρτου, ταλαιπωρουμένη και εγκαταλελειμμένη υπ’ αυτών εκείνων, παρά των οποίων μόνων ήλπιζον επικουρίαν τινά. Ο θάνατος κατήντησεν εις εμέ προτιμότερος της τοιαύτης ζωής, και ήθελον την συντέμει εάν ήμην μόνη εις τον κόσμον· αλλ’ εις ποιον να αφήσω τα δυστυχή τέκνα μου; Μεγαλειτέρα κακοδαιμονία δεν υπάρχει της χηρείας εις γυναίκα. Ο μακαρίτης είχε κατάστασιν· τα εκ των πολλών όμως ολίγα όσα ηδυνήθην να αποσπάσω από των χειρών των οφειλετών του κακώς διαχειρισθέντα, μικρόν καιρόν διήρκεσαν, και τώρα αι χείρες μου είναι ο μόνος πόρος μου, αλλά το εργόχειρον μιας γυναικός είναι ανεπαρκές εις το να θρέψη και ενδύση αυτήν τε και τα τέσσαρα τέκνα της. Όθεν ηναγκάσθην εις την προλαβούσαν ασθένειάν των να πωλήσω το τελευταίον δακτυλίδιον διά να σώσω αυτά από του θανάτου. Η οδυνηρά αύτη εξιστόρησις είναι δυνατόν να μη σας συγκινήση εις συμπάθειαν; Εάν δυσκολεύησθε να με συνδράμητε, γράψατέ μοι καν περί της υγείας σας, και τούτο θέλει παρηγορήσει
την αθλίαν σας αδελφήν.
Αι υποθέσεις μου δαπανώσαι όλας μου τας ώρας, δεν μοι δίδουσι καιρόν να σοι γράφω. Και όμως σοι έστειλα εν ή δύο γράμματα, και απορώ πώς δεν τα έλαβες. Με ελύπησεν η δυστυχία σου· αλλ’ αν και έχω πάσαν την καλήν προαίρεσιν, δεν είμαι όμως εις κατάστασιν να σε βοηθήσω, διότι έχω πολυάριθμον οικογένειαν και πολλάς ανάγκας. Εάν, αδελφή, ωκονόμεις μετά φρονήσεως την περιουσίαν του συζύγου σου, δεν ήθελες καταντήσει σήμερον εις τόσην δυστυχίαν. Εάν ήναι τοιαύτη, οποίαν την εξιστορείς, σε συμβουλεύω να επικαλεσθής την βοήθειαν του πενθερού σου, όστις έχει και χρέος προς εσέ ουκ ολιγώτερον, και ευκολίαν πλειοτέραν εμού εις το να σε συνδράμη. Υγίαινε.
Ασυγχώρητος είναι η αμέλειά σου. Τρεις μήνες παρήλθον χωρίς να λάβω επιστολήν σου. Δεν ειμπορείς να προφασισθής, κατά την συνήθειάν σου, ασθενείας και ασχολείας· διότι παρ' άλλης αξιοπιστοτέρας πηγής μανθάνω, ότι είσαι υγιέστατος, ευθυμότατος και διάγεις τον καιρόν σου εις παντοίας διασκεδάσεις. Τούτο το τελευταίον με ελύπησε· διότι όσον αθώαι και αν υποτεθώσιν αι συνδιατριβαί αύται, γίνονται όμως πάθος, και σε συνειθίζουσιν εις την αργίαν, ήτις είναι η πηγή όλων των κακών. Έπειτα όταν αμελή τις τα χρέη του, κερδίζει τας επιπλήξεις των προϊσταμένων του, και επί τέλους κινδυνεύει να χάση και την θέσιν του· διότι ουδείς ανέχεται να πληρόνη αργούς και αμελείς ανθρώπους. Όθεν σε συμβουλεύω, υιέ μου, να μεταβάλης τρόπον ζωής, να επιμελήσαι εις το έργον σου, να ήσαι ευπειθής εις τους ανωτέρους σου, και να αποφεύγης τας ηδονάς, όσαι δύνανται να βλάψωσι την υγείαν και υπόληψίν σου. Ελπίζω να μάθω την σωτήριον ταύτην μεταβολήν σου διά του πρώτου προς με γράμματός σου, το οποίον εύχομαι να διαδεχθώσιν άλλα συνεχέστερα. Η μήτηρ σου σοι εύχηται εκ ψυχής, αν και ήναι όλως οργισμένη, διότι δεν εξετέλεσες την (δείνα) παραγγελίαν της.
Πρόσφερε τας προσκυνήσεις μου εις τον θείον και την θείαν σου, οι οποίοι παραπονούνται, ότι σπανίως συχνάζεις εις την οικίαν των, ενώ σε αγαπώσιν ως υιόν των, και σε υποδέχονται μετά φιλοφροσύνης. Όθεν σε προτρέπομεν να ωφεληθής από αυτής της καλής διαθέσεως συγγενών τόσων αγαθών και χρησίμων.
Μέχρι τινός απέρριπταν όσας κατηγορίας ήκουον περί σου· διότι δεν ηδυνάμην να πιστεύσω, ότι η θυγάτηρ μου, περί της ανατροφής της οποίας κατέβαλαν μεγίστην επιμέλειαν, και ήτις πάντοτε είχε προ οφθαλμών χρηστά παραδείγματα, εξετράπη των καθηκόντων της αρετής. Τώρα όμως εβεβαιώθην, φευ! ότι η διαγωγή της κατήσχυνεν όλην μου την οικογένειαν. Μανθάνω ότι προδίδουσα τα συζυγικά σου καθήκοντα, παραδίδεσαι αναφανδόν εις την ακολασίαν· ότι διά της ερωτοτεχνίας σου κατώρθωσας να μεταβάλης τον φίλον του συμβίου σου εις εραστήν, και ότι, μη αρκεσθείσα εις αυτόν, εζήτησας και άλλους, οι οποίοι εστηλίτευσαν την ερωτομανίαν σου. Δεν εγεννάτο αντί σου έκτρωμα; δεν συναπέθνησκον μετά σου κατά την εγκυμοσύνην μου; Βέβαια ταύτα ήσαν πολύ προτιμότερα της υπό σου ατιμαζομένης ζωής και της ιδικής σου και της ιδικής μου. Έπειτα, αθλία, διά τούτο η φύσις σοι εχάρισε τα θέλγητρά της διά να καπηλεύησαι αυτά τόσον αισχρώς; Αλλ' άφρων! άφρων! δεν συλλογίζεσαι ότι η νεότης, την οποίαν καταχράσαι, καθώς και το κάλλος σου, θα μαρανθώσιν εντός ολίγον, Τότε δε τι θα σοι μείνη; Το μίσος του συζύγου σου βέβαια, η εγκατάλειψις των συγγενών σου, η περιφρόνησις των τιμίων ανθρώπων, η τιμωρία του Θεού, ο έλεγχος του συνειδότος, από τα οποία ουδείς δύναται να σε ελευθερώση ειμή ο επονείδιστος θάνατος. Τοιούτοι είναι οι καρποί της ασελγείας, και ρίψον τους οφθαλμούς σου εις τας ερωτοπλάνους και αισχροβίους γυναίκας διά να τα βεβαιωθής καλύτερα. Όθεν ελθέ εις συναίσθησιν, άφρων, πριν καταλάβη τον άτιμον και όλως ασυγχώρητον δρόμον σου ο σύζυγός σου, όστις διά την άκραν του αγαθότητα δεν συνέλαβε, φαίνεται, υποψίας, και διά την υπερβολικήν του προς εσέ συγκατάβασιν σοι έδωκε παρά πολλήν ελευθερίαν. Συλλογίσθητι, ότι έχεις μητέρα, ήτις αδύνατον να επιζήση, αναλογιζομένη την ατιμίαν σου, εάν δεν σπεύσης να την αποπλύνης διά της μετανοίας και της μελλούσης εναρέτου διαγωγής σου. Τότε θέλω και εγώ σε συγχωρήσει, και τότε μόνον θέλω πάλιν ονομάζομαι η
φιλόστοργος μήτηρ σου.
Καταφιλώ τας σεβασμίας χείρας σου.
Σας αναγγέλλω ευχαρίστως, αγαπητέ πάτερ, ότι ο μισθός μου ηυξήθη μετά των επωμίδων μου. Ο προσβιβασμός μου όμως δεν οφείλεται ούτε εις την ικανότητά μου, ούτε εις την εύνοιαν του Υπουργού μου, αλλ’ εις τυχαίαν περίστασιν. Ο θάνατος κατέλαβε δύο ανωτέρους μου αξιωματικούς, και μία των χηρευσασών θέσεων έπρεπε, λόγω ιεραρχίας να δοθή εις εμέ. Είλκυσα όμως εκ τούτου τον φθόνον πολλών ξένων εναντίον μου, οι οποίοι, κατωτέρου βαθμού όντες, προσεπάθησαν και ήλπιζον να λάβωσι την θέσιν ταύτην, καθώς εις άλλας ανάλογους περιστάσεις κατώρθωσαν τούτο. Αλλ’ ούτε την οργήν των φοβούμαι, ούτε την φιλίαν των θέλω. Επιθυμώ μόνον να μοι εύχηται ο πατήρ μου, και πέποιθα, ότι διά τοιούτου εφοδίου θέλω διατρέξει εντίμως το στρατιωτικόν στάδιον.
Εχάρην μεν διά τον προβιβασμόν σου, ελυπήθην όμως διά τον διερεθισθέντα κατά σου φθόνον των ξένων. Πρόσεχε, υιέ μου, διότι καθώς ακούω, αυτοί είναι ολέθριοι άνθρωποι, και ουδέν ιερόν ή τίμιον έχουσιν. Όθεν ενδεχόμενον να σε συκοφαντήσωσι και να σε κακοποιήσωσι. Τώρα μάλιστα είναι οι κύνες μαινόμενοι, βλέποντες την γενικήν κατ' αυτών κατακραυγήν, και τον εκδιωγμόν των προσεγγίζοντα. Όθεν απόφευγε πάσαν διένεξιν μετά των απεγνωσμένων τούτων ανθρωπαρίων, έως ου παρέλθη η οργή Κυρίου. Γενικώς δε σε συμβουλεύω ταύτα· φύλαττε ακριβή πειθαρχίαν προς τους προϊσταμένους σου, έσο ειρηνικός προς τους συναδέλφους σου, πράος προς τους υπαλλήλους σου, απόφευγε τας έριδας, τας μονομαχίας, και μη σύρης το ξίφος σου, παρά κατά των εχθρών της πατρίδος. Σε ασπάζομαι ολοψύχως, και σοι εύχομαι να διαπρέψης εντίμως και ενδόξως εις τον νέον βαθμόν σου και εις όσους άλλους θα αξιωθής ακολούθως. Υγίαινε!
Σας προσκυνώ ταπεινότατα!
Γνωρίζω ότι προσέκρουσα εις τα υικά μου καθήκοντα· ομολογώ, ότι εφάνην αχάριστος εις τον ευεργέτην μου. Δεν αρνούμαι, ότι παρήκουσα τας σωτηρίους συμβουλάς φιλόστοργου γεννήτορος. Όθεν και δικαίως υπέπεσα εις την οργήν σας, ήτις είναι μεγαλητέρα όλων των άλλων δυστυχιών μου. Δεν ζητώ κατ' ουδένα τρόπον να δικαιολογήσω τας παρεκτροπάς της νεότητός μου, ούτε να ρίψω τα σφάλματά μου εις φίλους δολίους· διότι και απ’ αυτών εγκαίρως προσεπαθήσατε να με απομακρύνητε. Ο τάλας! η μέθη των ηδονών, θαμβόνουσα την όρασίν μου, δεν με άφινε να ίδω τον κρημνόν της απωλείας, από του οποίου εζητήσατε να με σώσητε. Πώς λοιπόν να τολμήσω σήμερον να εμφανισθώ ενώπιόν σας εγώ ο κωφεύσας εις τας συμβουλάς και παραινέσεις σας; Αλλά και πώς να υποφέρω το βάρος της δικαίας αγανακτήσεώς σας; Η απελπισία, εις την οποίαν ειμπορεί να με ρίψη η παράτασις της οργής σας, με αναγκάζει να τολμήσω να σας διευθύνω την ταπεινήν μου ταύτην επιστολήν. Αγαθέ πάτερ! ενόσω ήμην τετυφλωμένος από τα πάθη, δεν ηδυνάμην να ατενίσω προς υμάς, αλλ' αι αλλεπάλληλοι δυστυχίαι μου με κατήντησαν σήμερον φρονιμώτερον, και αν δεν με επανήγαγον καθ' ολοκληρίαν εις την οδόν της αρετής, με έφεραν εις συναίσθησιν των παραπτωμάτων μου, και με ενεθάρρυναν να τα ομολογήσω. Αυτά είναι μέγιστα. Αλλ’ έτι μεγαλητέρα είναι η πατρική σας ευσπλαγχνία, της οποίας τόσα και τηλικαύτα έλαβον ο αχάριστος τεκμήρια. Δεν σας ζητώ πλέον χρήματα, αφού τόσον ανοήτως κατεσπατάλευσα όσα ευηρεστήθητε να μοι χορηγήσητε. Προτιμώ να υποφέρω την εσχάτην ένδειαν και να φυλακισθώ πάλιν υπό των δανειστών μου, παρά να νομίση ο πατήρ μου, ότι δεικνύω μετάνοιαν διά να τον χρηματολογήσω πάλιν. Η παράκλησίς μου είναι να παύσητε προς το παρόν την προς εμέ οργήν σας. Την ευχήν δε και αγάπην σας θα έλθω ο ίδιος να ζητήσω, όταν αξιωθώ της συγχωρήσεώς σας, και λάβω την άδειαν να υπογράφωμαι
υιός και δούλος σας.
Υιέ μου!
Το γράμμα σου συνεκίνησε την καρδίαν μου. Αν η μετάνοιά σου ήναι ειλικρινής, μην αμφιβάλλης ποσώς, ότι θα αποκατασταθής εις την ολοσχερή του πατρός σου εύνοιαν. Όσον δίκαιον και αν είχον να παραπονεθώ διά την παρελθούσαν διαγωγήν σου, ποτέ η καρδία μου δεν σε ωργίσθη· εψυχράνθην μεν κατά σου και ελυπούμην καιρίως, βλέπων σε δεσμευμένον υπό των ασωτειών, αλλά περιέστελλον την αγανάκτησίν μου, δεόμενος προς Κύριον να σε φωτίση εις το καλόν, και να σε σώση από των χειρών των επαράτων συνεταίρων σου. Εισηκούσθησαν, φαίνεται, αι ευχαί μου. Η νεότης, υιέ μου, μας παρασύρει εις πολλά άτοπα. Όλοι κατά το μάλλον και ήττον διετρέξαμεν το επικίνδυνον αυτό στάδιον· αλλ’ αι τρυφαί και ηδοναί όλαι φέρουσιν επί τέλους κόρον, εάν δεν επιφέρωσι και οδύνας, τας οποίας εφ' όλης της ζωής μας πικρώς αισθανόμεθα. Η δυστυχία μάς ανοίγει την οδόν της αρετής, από της οποίας ευτυχείς όσοι πάλιν δεν εκκλίνουσι.
Σήμερον παραγγέλλω εις τον Κ. Ζ. να πληρώση τα χρέη σου όλα και σοι δώση τα αναγκαία έξοδα της οδοιπορίας σου. Μη χρονοτριβής λοιπόν εις ουδέν μέρος, αλλά τάχυνον την επιστροφήν σου εις την πατρικήν εστίαν, όπου μόσχον σιτευτόν εάν δεν έχωμεν να σφάξωμεν, θα χαρώμεν όμως όλοι διά την επάνοδον του απωλολότος προβάτου, του αγαπητού Κωνσταντίνου μας.
Αν και καταβάλλω την δυνατήν προσπάθειαν, δεν δύναμαι όμως παντελώς να προοδεύσω εις τα γράμματα. Η φύσις, ως φαίνεται, δεν μοι εχάρισε νουν επιδεκτικόν μαθήσεως. Τούτο με λυπεί έτι μάλλον, διότι βλέπω τον διδάσκαλόν μου αδημονούντα και τους συμμαθητάς μου εμπαίζοντας την δύσνοιαν και δυσκατάληψίν μου. Όθεν σας παρακαλώ να με απαλλάξατε από το όνειδος αυτό, και να μοι δώσητε την άδειαν να μάθω τέχνην τινά μηχανικήν, εις την οποίαν ίσως επιτύχω καλύτερα. Έχω κλίσιν εις την ωρολογοποιίαν και την χρυσοχοϊκήν τέχνην, διά των οποίων επίσης ημπορώ να ζήσω και να βοηθήσω και τους γονείς μου. Σας παρακαλώ λοιπόν να μη απορρίψητε την παράκλισίν μου ταύτην, και θέλω ειμί διά βίου.
Πολύ ταχέως απέκαμες εις το στάδιον της μαθήσεως. Μόλις έχεις εξ μήνας εις το σχολείον, και θέλεις να προοδεύσης όσον οι προ διετίας σπουδάζοντες. Εγώ δεν σε εγνώρισα τόσον δύσνουν, καθώς λέγεις. Ο διδάσκαλός σου, επιθυμών την ταχείαν πρόοδόν σου ίσως στενοχωρείται ολίγον, και εάν οι συμμαθηταί σου γελώσι σήμερον, δεν πρέπει να τους συνερίζησαι, αλλά να προσπαθήσης μάλλον να τους κάμεις να εντρέπωνται διά τους χλευασμούς των. Τα καλά, κόποις κτώνται, τέκνον μου· και επειδή το πολυτιμότερον κτήμα είναι η παιδεία, δεν πρέπει να φεισθής κόπων τινών διά να την απακτήσης. Όλα σχεδόν είναι εις την απόφασίν μας. Διά της επιμονής και υπομονής νικώνται αι μεγαλήτεραι δυσκολίαι. Ερώτησον τον διδάσκαλόν σου να σοι είπη πόσον εκοπίασεν ο δεινότερος της αρχαιότητος ρήτωρ Δημοσθένης διά να διορθώση την φυσικήν δυσγλωττίαν του, και να σοι απαριθμήση πολλούς άλλους, οι οποίοι νικήσαντες την φύσιν, έγειναν σοφοί άνδρες. Δεν σκοπεύω ούτε εγώ να σε κάμω φιλολόγον, αλλ’ επιθυμώ να μάθης τινά γράμματα, τα οποία είναι αναγκαία εις πάντα άνθρωπον. Τότε έκλεξον μίαν των δύο αγαπητών σου τεχνών, εις τας οποίας θέλεις ευδοκιμήσει καλύτερα, όταν ήσαι οπωσούν γραμματισμένος. Υγίαινε, ανδρίζου, και δεν θέλεις μετανοήσει ακούων τας συμβουλάς
του πατρός σου.
Έχομεν πολύν καιρόν να ανταλλάξωμεν γράμματα. Εγώ τουλάχιστον δεν νομίζω να σας χρεωστώ απάντησιν· αλλ’ επειδή πιθανόν να ελησμόνησα, σπεύδω πρώτος να λύσω την σιωπήν, και να σας αναγγείλω ότι χαίρω άκραν υγείαν ως και οι λοιποί συγγενείς, οίτινες σας προσφέρουσι δι' εμού και μετ' εμού τας προσκυνήσεις των. Μόνος ο θείος Α. πάσχει δεινώς υπό της γνωστής σας χρονικής νόσου, την οποίαν οι ιατροί εκήρυξαν ανίατον. Λυπούμεθα και αυτόν, και έτι μάλλον τας εξαδέλφας, εις τας οποίας δεν αφίνει την παραμικράν κατάστασιν. Και αι τρεις είναι ήδη εις ηλικίαν γάμου, η πρωτότοκος μάλιστα υπερωρίμασε. Την μόνην λοιπόν ελπίδα έχουσιν εις τον αδελφόν των, εις τον οποίον έπεσεν όλη η φροντίς της οικίας. Ο νέος ούτος έχει καλήν διάθεσιν προς τους συγγενείς του· αλλ’ είναι ατυχής εις όλας τας επιχειρήσεις του, είναι όμως εργοδιώκτης, οικονόμος, και ανθίσταται εις της τύχης την καταδρομήν. Εξ εναντίας ο συνώνυμος άλλος εξάδελφος κινδυνεύει να χάση την περιουσίαν του εις τα παιγνίδια και είς τινα μελωδόν του θεάτρου. Ματαίως προσεπαθήσαμεν να αποτρέψωμεν αυτόν από της σκανδαλώδους ταύτης σχέσεως, ήτις βλάπτουσα την υπόληψιν και το βαλάντιον προξενεί λύπην θανάσιμον εις την αθλίαν μητέρα του. Αυτός περιφρονών τας συμβουλάς μας, και αδιαφορών περί της μητρικής οδύνης, μας λέγει ότι θα νυμφευθή την υποκρίτριαν εις το πείσμα μας.
Από των λυπηρών τούτων μεταβαίνω εις ευθυμοτέραν διήγησιν. Η αδελφή Ζ. ηρραβώνισε προχθές την θυγατέρα της με νέον τινά, τον οποίον γενικώς επαινούσιν ως χρηστοήθη και ευκατάστατον. Προσεκλήθημεν και ημείς εις την τελετήν, και το εσπέρας εις το δείπνον, όπου επίαμεν εις υγείαν ου μόνον των μελλονύμφων, αλλά και όλων των παρόντων και απόντων συγγενών. Η υπέρ υμών πρόποσις ήτο φαιδροτέρα και έγεινε μετά πλειοτέρων ζητωκραυγών. Εδώ συνειθίζουσι μάλιστα εις πάσαν πρόποσιν να συνθέτωσιν αυτοσχεδίως διστίχους, των οποίων η μία λήγουσα ανάγκη να έχη το όνομα εκείνου, εις υγείαν του οποίου πίνουσιν. Ιδού οποίος συνετάχθη δι' υμάς·
Πίνω τούτο το ποτήρι
Εις υγείαν τον Σωτήρι,
Κι εύχομαι απ’ το μελίσσι
Τους κηφήνας να σκορπίση.
Είναι και πολύ χειρότεροι και τραγελαφικώτεροι αυτών των στίχων κατά τον βαθμόν της επιδόσεως, ή της θερμοκρασίας, εις ην ευρίσκονται αι κεφαλαί των συνεστιατόρων. Τοιαύτα συμπόσια είχαμεν και άλλα τον παρελθόντα χειμώνα, τον οποίον διήλθομεν εν ευθυμία. Καθ' εσπέραν σχεδόν συνερχόμεθα οτέ μεν εις την ιδικήν μας οικίαν, οτέ δε εις άλλου συγγενούς ή φίλου, οι μεν πρεσβύτεροι παίζοντες βιστ, οι δε νέοι αθώα μετά των γυναικών παιγνίδια· ενίοτε εγίνετο και χορός διά κιθάρας και πλαγιαύλου, ή κλειδοκυμβάλου. Εις το τέλος δε πάντοτε προσεφέρετο μακρόν άριστον.
Ο Θ. ανεχώρησεν επί του τελευταίου ατμοκίνητου εις Γαλάζιον, απερχόμενος εις την ευδαίμονα χώραν της Δακίας, όθεν ελπίζει να επιστρέψη εντός ολίγου μετά πολυταλάντου νύμφης.
Ο ευφυής Β. ετελείωσε την περιήγησίν του, και έφθασεν εις Τεργέστην, αλλά φοβούμαι μη επιστρέψη καθώς το κιβώτιόν μου, το οποίον εταξείδευσε και αυτό μετ' εμού εις την Ευρώπήν, αλλ’ επανήλθε πάλιν κιβώτιον... Αφού είδεν ο πατήρ του ότι η σπουδή και αι ασχολίαι κατασταίνουσιν αυτόν μάλλον ευήθη, ηθέλησε να λάβη πείραν και των διασκεδάσεων, αλλά και αύτη η δοκιμή απέτυχεν.
Η Ε. εγκυμονεί τρίτην ήδη φοράν εις δύο ετών υπανδρείαν. Θαυμάζεις ίσως την τοιαύτην γονιμότητα· αλλ' εδώ έχομεν και μεγαλητέρας πολυτεκνίας παραδείγματα. Κυρία τις των Ταταούλων εγέννησεν εις τρεις τόκους ημισείαν δωδεκάδα, και εκ των διδύμων αυτών ζώσι τα τέσσαρα.
Προχθές είδομεν αίφνης τον Κ. Π. τον οποίον διόλου δεν περιεμέναμεν. Η αιφνίδιος αύτη άφιξις ήτον ευάρεστος· διότι ο ζωηρός ούτος νέος είναι μεν ολίγον άστατος, αλλ’ έχει χαριεστάτην συμπεριφοράν, και προς τούτοις αρκετήν περιουσίαν. Η μήτηρ μου επιθυμεί να κάμη αυτόν γαμβρόν, αλλά ματαιοπονεί, νομίζω.
Φοβούμενος μη σε κεφαλοπονήσω περισσότερον διά της μακρολογίας μου, παύω, επευχόμενος σοι υγείαν και ευδαιμονίαν πανοικί.
Δύο αντίθετα αισθήματα μοι επροξένησε το περισπούδαστόν μοι γράμμα σου. Αναλογίζομαι την τάλαιναν αδελφήν μας, εγκαταλελειμμένην εις χηρείαν, τας αθλίας θυγατέρας της, καταδεδικασμένας εις ορφανείαν, και τον αθλιώτερον εξάδελφόν μας, παραδεδομένον εις απώλειαν, θρηνεί η καρδία μου. Πόσον λυπηραί είναι αύται αι ειδήσεις! Μόλις η αποκατάστασις της ανεψιάς μας ηδυνήθη οπωσούν να μετριάση αυτάς. Η ευφροσύνη είναι πάντοτε μεμιγμένη μετά της οδύνης εις τον γλυκύπικρον τούτον βίον. Διεσκεδάσαμεν και ημείς ευχαρίστως εν μέρει τον χειμώνα τούτον. Οι βασιλικοί και δημοτικοί χοροί ήσαν φαιδρότατοι. Το θέατρόν μας είχεν εφέτος ευφώνους και εντέχνους μελωδούς. Οι μετεμφιεσμοί της αποκρέω ήσαν ποικίλοι· η δε κατά τας στήλας του Ολυμπίου Διός κατ' έτος γινομένη την καθαράν δευτέραν πανήγυρις, εγένετο εφέτος μετά μεγίστης ζωηρότητος, παρευρεθέντων εν αυτή και πολλών ξένων.
Αλλ’ εν τω μέσω των διασκεδάσεων τούτων, αίφνης εταράχθημεν οξυτάτης περιπνευμονίας, καταλαβούσης την αδελφήν μας, την οποίαν παρ’ ολίγον να χάσωμεν, καθώς και την νύμφην μας, ήτις εκινδύνευσε και εκείνη κατά την γένναν της. Όλοι σήμερον υγιαίνομεν θεία ευδοκία, και ετοιμαζόμεθα να αφήσωμεν την πόλιν. Ο εδώ χειμών ήτον εφέτος γλυκύς, και το έαρ πρώιμον. Τα δένδρα ήνθησαν από του Φεβρουαρίου, και ήδη οι καύσωνες είναι αρκετά δρυμείς. Όθεν σκοπεύομεν να μεταβώμεν κατ' αυτάς εις Κηφισίαν, της οποίας ο καθαρός αήρ, οι κατάψυχροι δενδρώνες, τα δροσερά και ελαφρά ύδατα, είναι συντελεστικά προς την υγείαν των αναρρωνύντων, και ελπίζω να μας ωφελήσωσιν όλους.
Σας ευχαριστώ διά την ενθύμησιν και τας προπόσεις σας· θαυμάζω δεν τον οίστρον και την ευφυίαν των Βυζαντινών Αριστοφανών σας.
Λυπούμαι όσα εξώδευσεν ο Μ. διά την κατά την Ευρώπην περιήγησιν του υιού του. Η βλακία, φίλε μου, είναι πάθος αθεράπευτον. Μόνη η ησυχία και η απομάκρυνσις από του κόσμου ίσως δυνηθώσι να ελαττώσωσιν αυτήν. Αι συνδιατριβαί, καθώς οι περισπασμοί και αι φροντίδες αποκτηνούσι τον βλάκα, και ουαί εις τους τυγχάνοντας οιασδήποτε προς αυτόν σχέσεως.
Δεν παρεξενεύθην διά την απόφασιν του Θ., και εγώ αν έμελλον να έλθω εις γάμον, ήθελον ζητήσει πλουσίαν γυναίκα· ας ήτο και ολίγον άσχημος, αλλ’ όχι και ως είναι η Κ., ούτε τόσον απαιτητική και ιδιότροπος ως η Θ. ούτε τόσον ευαίσθητος και ελευθέριος ως η Β. Το χρυσίον αδελφέ, μάλιστα δε τα Ολλανδικά φλωρία, ως και τα της Δακίας, είναι εξαίρετον θησαύρισμα σήμερον.
Είναι αξία θαυμασμού τωόντι η πολυτεκνία σας. Αν ημείς δεν δυνάμεθα να φθάσωμεν αυτήν, είμεθα όμως γονιμώτεροι υμών εις φιλολογικά πονήματα, εξ ων σοι στέλλω τα εσχάτως εκδοθέντα· η του Ελληνικού έθνους ιστορία του Κ. Παπαρηγοπούλου, και διάφορα άλλα θα σοι αρέσωσι βέβαια, προ πάντων δε το Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κ. Βυζαντίου, μέγιστον βοήθημα ον προς κατάληψιν των συγγραμμάτων του σοφού έθνους των Γάλλων.
Νέα ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικά έχω να σοι αναγγείλω άξια πολλού λόγου. Τα πρώτα περιορίζονται είς τινας σταυροφορίας και διορισμούς, τα οποία μανθάνεις εκ των εφημερίδων. Τα δεύτερα είναι ο γάμος του Ξ. μετά της Κ. Θ. όστις έδωκεν αφορμήν εις πολλά σχόλια διά την υπερωριμότητα αμφοτέρων των νυμφίων, των οποίων τα έτη ομού υπερβαίνουν τα πέντε τέταρτα της εκατονταετηρίδος. Επίσης πολλά ερρέθησαν περί της διαζεύξεως του Ω. από της συζύγου του, ήτις είτε εκ κληρονομικής κλίσεως προς την διγαμίαν, είτε από κόρου προς τον άνδρα της, συνελήφθη επ' αυτοφώρω μετά τίνος Γανυμίδου των Αθηνών μας. Το αυτό ήθελε πάθει και η Φ., αν ως ευφυεστέρα δεν επρολάμβανε να κατηγορήση τον άνδρα της επί τω αυτώ εγκλήματι, και να φωνάξη η κλεψίγαμος διά να φύγη ο οικοκύρης. Σκανδαλώδη ανέκδοτα άλλα κατ' ευτυχίαν εδώ δεν έχομεν.
Αι διηγήσεις μου δεν είναι περίεργοι, ούτε αστείαι, ως αι ιδικαί σου. Μακράν δε από του να βαρυνθώ, ως λέγεις, τα γράμματά σου, τα τελειόνω με λύπην μου πάντοτε· διότι αι περιγραφαί σου είναι τόσον κομψαί και ζωηραί, ώστε νομίζω ότι σε ακούω ομιλούντα.
Εκ καρδίας σε ασπάζομαι.
Συμπεραίνω εκ της σιωπής σου, ότι εβαρύνθης να λαμβάνης συχνά τα γράμματά μου. Αλλ’ ειξεύρεις ότι προ τινος καιρού απηρνήθην τας συναναστροφάς, τας διασκεδάσεις, και την τύρβην άπασαν της κοινωνίας. Περιωρισμένος εις την οικίαν μου, καταγίνομαι εις τα οικιακά μου, και μόνον μετά των οικείων μου διάγω όλας σχεδόν τας ημέρας μου. Τινάς ώρας αφιερόνω εις την ανάγνωσιν, άλλας εις επιστολογραφίαν, άλλας εις την καλλιέργειαν του ανθώνος μου, και τας πλειοτέρας εις την αντροφήν των τέκνων μου. Η ζωή αυτή μοι φαίνεται πολύ τερπνοτέρα της προλαβούσης, και είναι μάλλον κατάλληλος εις την ηλικίαν μου. Αρκετόν καιρόν εκυμάνθην εις τον κυκεώνα της κοινωνίας. Δεν ενθυμούμαι πλέον αυτήν ειμή ως όνειρον, άλλοτε μεν τερπνόν, άλλοτε δε δυσάρεστον. Τας ηδονάς της ως ματαίας και εφημέρους θεωρώ χωρίς ορέξεως. Έλαβον όμως σωτήρια μαθήματα, τα οποία θα προσπαθήσω να ενθυμώμαι μέχρι τέλους του βίου μου, και να παραδώσω αυτά εν καιρώ εις τους υιούς μου. Εις την νέαν ταύτην ζωήν μου άλλην στέρησιν δεν αισθάνομαι, ειμή την της φιλίας. Η πείρα με εδίδαξε πόσον σπάνιοι είναι οι ειλικρινείς φίλοι, και το μάθημα τούτο οφείλω επίσης εις την κοινωνίαν. Εκ των ολίγων, όσοι μοι έμειναν, εσέ ενόμιζον φίλτερον. Αν λοιπόν και συ με απηρνήθης, ειπέ μοι τούτο καθαρά, διά να μη σε ενοχλώ πλέον διά των συχνών επιστολών μου, αλλά να λέγωμαι επί ψιλώ μόνον ονόματι
φίλος σου.
Αξιάγαστε φίλε!
Τα παθήματα σε κατέστησαν, ως φαίνεται, και ύποπτον. Ούτε σε απηρνήθην, ούτε σε ελησμόνησα, ούτε ημέλησα να σοι γράψω. Αι υποθέσεις μου με ηνάγκασαν να αποδημήσω χρόνον τινά εντεύθεν, όπου προχθές επιστρέψας, έλαβον ομού τα τέσσαρα τελευταία γράμματά σου. Δυσκολεύομαι ακόμη, φίλε μου, να πιστεύσω, ότι επροτίμησας τον λύσγον από την κιθάραν. Συ να αποχαιρετήσης τόσον ενωρίς τας τρυφάς της κοινωνίας; συ λέγω, όστις ήσο το πρωτότυπον της αρεσκείας και της ευτραπελίας; Συ, όστις εθαυμάζεσο διά την κομψήν στιχουργίαν, τα αμίμητα διφορούμενα, και την ευφυή ετυμολογίαν σου; Συ, όστις υπήρξας πάντοτε περιζήτητος εις όλας τας συνδιατριβάς; διότι παντού συνεπέφερες την ευθυμίαν και φαιδρότητα. Γενναία τωόντι απόφασις! Η ηλικία σου, την οποίαν ενασμενιζόμενος ονομάζεις παρακμάσασαν, είναι εξ εναντίας εις την ακμήν της. Πεντηκοντούτης άνθρωπος, χαίρων μάλιστα ευρωστίαν, καθώς συ, και έχων όλα τα προσόντα διά να διαπρέψη εις την κοινωνίαν, είναι εις κατάλληλον καιρόν να απολαύση τας ηδονάς της... Αλλά τι λέγω; ελησμόνησα, ότι έχεις σύζυγον και τέκνα. Επαινώ λοιπόν την φιλοσοφικήν σου απόφασιν, εύχομαι εις σε και τους οικείους σου υγείαν, εις τον κήπον σου ευφορίαν, και ισόβιον προς αλλήλους φιλίαν. Ασπαζόμενός σε δε εξ όλης καρδίας ειμί
φίλος σου.
Φίλων άριστε!
Εις ολόκληρον διμηνίαν μία μόνη, και αυτή δεκάστιχος επιστολή, πώς να επαρκέση εις άνθρωπον, όστις ηδυτέραν ηδονήν άλλου δεν ευρίσκει, ειμή εις την ανάγνωσιν των τερπνών γραμμάτων σου! Η ψυχή μου συνειθίσασα να τρέφηται διά της αμβροσίας των νοημάτων σου, και να ποτίζηται διά του νέκταρος της καλλιεπείας σου, κατήντησεν εις λιμοκτονούσαν κατάστασιν. Διέτρεξα όλα τα βιβλία, όσα εκ των νεωστί εκδοθέντων μοι έπεμψας. Εξαιρουμένων δύο ή τριών, τα οποία οπωσούν με ευχαρίστησαν, τα μεν είναι μονότονα, ναρκωτικά, παιδαριώδη, και εστερημένα πάσης χάριτος, των δε το λεκτικόν είναι τόσον στρυφνόν, άμουσον, χυδαίον και αλλόκοτον, ώστε δεν κατώρθωσα να τα τελειώσω. Συ είσαι εκ των ολίγων, οίτινες έχουσι το σπάνιον προτέρημα να ενόνωσι το κομψόν μετά του γλαφυρού, και το ηδύ μετά του ωφελίμου. Δεν έχω δίκαιον λοιπόν να ποθώ τα συχνά γράμματά σου, τα οποία όσον διεξοδικά είναι, τόσον περισσοτέρας φοράς τα αναγινώσκω και τα θαυμάζω; Εάν η φύσις εχάριζεν εις εμέ το ζηλωτόν τούτο δώρον, ήθελον συγγράψει τι διά το κοινόν, το οποίον διψά γλαφυρών συγγραμμάτων. Πόσην χάριν ηθέλαμεν σοι ομολογήσει, εάν απεφάσιζες να εκδώσης διά του τύπου μυθιστορίαν ή κωμωδίαν τινά, εις τας οποίας επιτυγχάνω τα μέγιστα! Τοιαύτα πονήματα, εξερχόμενα από χειρός δεξιάς και ικανής, ήθελαν καταδικάσει εις την λήθην τα πλείστα των κατά τους τελευταίους χρόνους εκδοθέντων, εξ ων τινά είναι ανάξια του αιώνος μας. Όσον αξιοκατάκριτοι είναι οι κρύπτοντες εις την γην το τάλαντον και υπό τον μόδιον τον λύχνον θέτοντες, τόσον γελοίοι καθίστανται οι δημοσιεύοντες μετά φράσεως κακοζήλου την ακρισίαν και απειροκαλίαν των. Εάν η μετριοφροσύνη σου σε εμποδίζη να τυπώσης, γράφε τουλάχιστον συχνά εις τους φίλους σου, και προ πάντων εις τον υπέρ πάντας αγαπώντα σε
φίλον σου.
Σε ασπάζομαι ολοψύχως.
Δεν σε ενόμιζα τόσον άστατον, ώστε να λησμονήσης τόσον ταχέως την οποίαν μοι υπεσχέθης φιλίαν και αλληλογραφίαν. Εγώ τουλάχιστον δεν νομίζω να σοι έδωκα αφορμήν να ψυχρανθής, και αποδεικνύουσι τούτο τα αλλεπάλληλα γράμματά μου, εις τρία ή τέσσαρα, των οποίων μόλις άπαξ με αποκρίνεσαι. Ασχολίας πολλάς δεν έχεις· άρα ο προς εμέ τρόπος σου ουδέν άλλο δεικνύει ειμή αδιαφορίαν. Επειδή όμως δεν απελπίζομαι πριν βεβαιωθώ τούτο καλύτερα, σοι γράφω και σήμερον, και σε παρακαλώ να μοι είπης ειλικρινώς, ποία είναι η αιτία της προδήλου ταύτης ψυχρότητός σου. Αν πάλιν σε βαρύνωσιν αι συχναί επιστολαί μου, διακόπτω ταύτας· όπερ θα με λυπήση μεν, αλλά όχι τόσον, όσον αν μάθω, ότι έπαυσας να με έχης
φίλον σου.
Μεγάτιμε φίλε!
Δίκαιον έχεις να με επιπλήττης, αλλ' όχι και να με υποπτεύησαι· διότι, αν δεν σοι γράφω συχνά, δεν θα είπη, ότι και έπαυσα να σε αγαπώ, ή ότι σε ελησμόνησα. Δεν προφασίζομαι ούτε ιδίας ή συγγενικάς ασθενείας, ούτε υποθέσεις, ούτε περισπασμούς, και άλλα, όσα συνειθίζουσιν, όσοι δεν θέλουσιν ειλικρινώς, ως εγώ, να ομολογήσωσι την αμέλειάν των. Τω όντι πρό τινος καιρού έγεινα τόσον ράθυμος, ώστε δεν δύναμαι να λάβω τον κάλαμον εις τας χείρας. Είναι βέβαιον, ότι δεν είχον άλλην αφορμήν να σοι γράφω, ειμή να σοι αναγγείλω, ότι υγιαίνω, και επαναπαύομαι εις την έντιμον τάξιν των ιδιωτών. Φοβούμαι δε μήπως η εκ της ιδιωτικής ταύτης αναπαύσεως ευχαρίστησις με καταστήση οκνηρότατον και άχρηστον εις την κοινωνίαν· διότι σήμερον εις άλλο δεν ασχολούμαι, παρά εις το να κυνηγώ, να τρώγω καλά, και να κοιμώμαι εξαίρετα. Ελπίζω τουλάχιστον αυτά να με προφυλάξωσιν απ’ άλλων πειρασμών, κατά των οποίων και η αναργυρία μου είναι ικανόν προπύργιον. Σοι υπόσχομαι εις το εξής να σοι αποκρίνωμαι συχνότερα, αν μοι γράφης διεξοδικώτερον. Ζητώ την συγγνώμην σου, και σε παρακαλώ να πιστεύσης αδιστάκτως, ότι δεν έχεις άλλον πιστότερον
φίλον σου.
Περιπόθητε φίλε! Συμπληρούνται ήδη οκτώ έτη αφού απεχωρίσθην από σου, και εισέτι δεν ελησμόνησα τας ευτυχείς εκείνας ημέρας της εφήβου ηλικίας μας, τας οποίας μετά σου εν πλήρει ευχαριστήσει διήλθον. Τοιαύτην ακραιφνή φιλίαν ούτε χρόνος διαλύει, ούτε απόστασις. Κατ’ αρχάς αντηλλάξαμέν τινα γράμματα, και ομολογώ, ότι αιτία της διακοπής αυτών υπήρξεν η ιδική μου αμέλεια. Όθεν επιθυμών να επανορθώσω το σφάλμα μου, και να ανανεώσω τας παλαιάς σχέσεις μας, σοι γράφω πρώτος. Εδώ ο πατήρ σου έχαιρέ ποτε μεγάλην υπόληψιν· πάντες τον ενθυμούνται, και επιθυμούσι να ίδωσί ποτε τον υιόν αυτού επιστρέφοντα εις την πατρίδα. Συ απέκτησας αρκετήν κατάστασιν, και δύνασαι να ζήσης εδώ ανέτως, παρά πάντων αγαπώμενος και τιμώμενος. Εις εσέ τα πάντα ήλθον κατά ρουν. Ο γάμος σου ωσαύτως υπήρξεν ευτυχής και απολαμβάνεις πλήρη συζυγικήν ευδαιμονίαν. Η ιδική μου δε θέσις δεν είναι τοιαύτη. Εγώ, ως ειξεύρεις, τρις ενυμφεύθην μέχρι τούδε. Αι πρώται δύο γυναίκες μου απεβίωσαν εις διάστημα εξαετίας, η μεν επί του τοκετού, η δε μετά τον τοκετόν εκ της αυτής ασθενίας. Τα ανήλικα τέκνα μου με ηνάγκασαν να έλθω εις τρίτον γάμον. Έχω οικιακάς και άλλας δυσαρεσκείας, τας οποίας επιθυμώ να διακοινώσω εις την φιλικήν καρδίαν σου· όθεν περιμένω απάντησίν σου, διά να με ενθαρρύνης να σε καταστήσω κοινωνόν των μυστικών μου.
Ο διδάσκαλος της σχολής μας απεβίωσεν, και επιθυμούμεν να τον αντικαταστήσωμεν διά τινος πεπαιδευμένου και σεβασμίου ανδρός. Επειδή δε η σοφολογιότης σας, αν και απολαύηται μεγίστης υπολήψεως, βεβαιουμένης υπό των διακρινομένων μαθητών σας, μένετε επί του παρόντος άνευ έργου, (ή τουλάχιστον δεν ανταμείβεσθε επαξίως εν τω σχολείω, εν ω διδάσκετε) σας παρακαλούμεν εκ μέρους των συμπολιτών μας να δεχθήτε την χηρεύουσαν ταύτην θέσιν, λαμβάνοντες μηνιαίον μισθόν εκ δραχμών 200, και κατοικίαν δωρεάν. Εάν σας ευχαριστεί η πρότασίς μας, ευαρεστηθήτε να μας χαροποιήσητε άνευ αναβολής διά της αισίου ελεύσεώς σας. Υποσημειούμεθα δε της ευνουστάτης ημίν ελλογιμότητός σας όλοι εξηρτημένοι και εις τας επιταγάς σας πρόθυμοι.
Ηδέως σε ασπάζομαι!
Ότε εξελθούσαι εκ του σχολείου απεχωρίσθημεν, υπεσχέθημεν προς αλλήλας να διατηρήσωμεν την στενήν φιλίαν, ήτις μας συνέδεσεν εις διάστημα οκταετούς εναρμονίου συμβιώσεως. Εγώ μεν τρις σοι έγραψα μέχρι τούδε, αλλά συ άπαξ μόνον μοι απήντησας. Έμαθον ότι υπανδρεύθης και ευτυχείς· τούτο τόσην χαράν μοι επροξένησεν, όσην και η αποκατάστασις της ιδίας μου αδελφής· διότι ως εκείνην σε ηγάπησα, και θέλω σε αγαπήσει έτι μάλλον, όταν αποκτήσω και εγώ σύντροφον. Ο ιδικός σου έχει εράσμια προτερήματα, και είναι αξιέπαινος η πλήρης προς αυτόν αφοσίωσίς σου· αλλά δεν νομίζω να ήναι ζηλότυπος διά την προς εμέ φιλίαν σου. Όθεν σε παρακαλώ να μοι γράφης συχνότερα, και να μοι φανερώνης τας ευτυχίας σου, αίτινες καθηδύνουσι την ψυχήν
της πιστής φίλης συμμαθητρίας σου.
Τα έξοχα προτερήματά σας, θαυμαζόμενα υπό πολλών γνωρίμων μου, μοι ενέπνευσαν την έφεσιν να ζητήσω την φιλίαν σας. Όθεν ευαρεστήθητε να με κατατάξητε εις τον αριθμόν των προνομιούχων φίλων σας, και να με βεβαιώσητε, ότι εισηκούσθη η αίτησις του
δούλου σας.
Ασμένως ανέγνων την επιστολήν σας, εις ην σπεύδω να σας απαντήσω. Επρολάβατε, Κύριέ μου, να ζητήσητε παρ' εμού, ό,τι προ καιρού επεθύμουν να αξιωθώ. Η φήμη του ονόματός σας μοι είναι γνωστή, και η φιλία τοιούτου ανδρός είναι πολύτιμος δι' εμέ. Όθεν σας ευχαριστώ διά την προσφοράν ταύτην, ήτις με εχαροποίησε τα μέγιστα, και σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε να σας βεβαιώ συχνά ότι ειμί
φίλος και δούλος σας.
Ευσεβάστως σας προσκυνώ!
Τα αξιόλογά σας πονήματα σάς κατέστησαν γνωστόν εις όλον τον φιλολογικόν κόσμον. Οι ιδικοί μου έπαινοι ολίγην έχουσι βαρύτητα, διότι όλοι οι πεπαιδευμένοι σας δίδουσι της αριστείας τον στέφανον. Εν τούτοις η επανειλημμένη των βιβλίων σας ανάγνωσις, τέρψασα και την εδικήν μου ψυχήν, μοι ενέπνευσε την επιθυμίαν να γνωρίσω κατ' ευθείαν τον αγχινούστατον συγγραφέα των σοφών αυτών και κομψών συγγραμμάτων. Αν η απόστασις δεν με εμπόδιζεν, ήθελον έλθει να ζητήσω την προσωπικήν γνωριμίαν σας. Όθεν απεφάσισα να εκφράσω καν διά γράμματος την υπόληψιν και τον θαυμασμόν μου προς το σεβαστόν σας υποκείμενον, και να σας παρακαλέσω να με αξιώσητε της φιλίας και αλληλογραφίας σας. Εύελπις, ότι δεν θέλετε αποποιηθή την χάριν ταύτην, τολμώ ήδη να ονομασθώ
φίλος σας,
Αντιπροσκυνώ την ευγενίαν σας.
Αι περί φιλολογίας κρίσεις σας έχουσι μεγάλην βαρύτητα· αλλά συναισθανόμενος την μετριότητα των πονημάτων μου, αποδίδω τους επαίνους, των οποίων με κρίνετε άξιον, εις την συγκατάβασίν σας, ήτις ευρίσκει αξίαν τινά εις τα ασθενή του νοός μου γεννήματα. Όθεν τούτο είναι δείγμα της καλοκαγαθίας σας μάλλον, παρά της δικαιοσύνης. Εν τοσούτω σπεύδω να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου· και θεωρώ ως ευτύχημα ου μικρόν την φιλίαν τοιούτου αξιοτίμου ανδρός, του οποίου αι επιστολαί θέλουσιν είσθαι τερπνότατον εντρύφημα του πνεύματός μου. Σας παρακαλώ δε να πιστεύσητε εις την αμοιβαιότητα της αδόλου φιλίας
του προθυμοτάτου δούλου σας.
Ήκουον, ότι η ευτυχία διαστρέφει ενίοτε τας ευγενείς ψυχάς, και έμελλον τούτο να ίδω εις τον επιστήθιον και αγαθόν φίλον μου. Η επάρατος λοιπόν δόξα τοσούτον εσκότισε τον νουν σου, ώστε ελησμόνησας τον ποτέ αγαπητόν σου Βασίλειον; Ανακαλών εις την μνήμην μου τας διαφόρους περιστάσεις της ζωής μας, προ πάντων δε τας δυστυχίας και τους κινδύνους, καθ' ους ενόρκως υπεσχέθημεν προς αλλήλους σταθεράν φιλίαν, δεν δύναμαι ακόμη να πιστεύσω, ότι ούτως υπερηφανεύθης, ώστε ουδέ να μοι γράφης καν καταδέχεσαι· διότι η φιλία, ο σύνδεσμος ούτος της ειλικρινούς αγάπης και αμοιβαίας επικουρίας, ανάγκη να ζωογονήται διά γραμμάτων, όταν οι φίλοι χωρίζωνται. Παραπονούμαι μεν διά την ανέλπιστον ταύτην μεταβολήν σου, αλλά δεν δύναμαι και να σε απαρνηθώ. Όθεν παρακαλώ τον Θεόν να ιατρεύση την τυφομανίαν σου, και να σοι εμπνεύση φιλικότερα αισθήματα.
«Τις ο προς φιλίαν επιτηδειότερος; ο πλείστα αδικείσθαι δυνάμενος» είπεν ο Αριστοτέλης. Όθεν και εγώ ήθελον υποφέρει πάσαν άλλην αδικίαν εκ μέρους σου χωρίς να παραπονεθώ· αλλά να με κατηγορής ως άφιλον και αχάριστον, τούτο δεν δύναμαι να ανεχθώ, διότι το θεωρώ ως έγκλημα καθοσιώσεως εκ μέρους μου. Εγώ να λησμονήσω τον άριστον φίλον συγχρόνως και ευεργέτην μου; Τον αγαπητόν και σεβαστόν μοι Βασίλειον, όστις ερριψοκινδύνευσε την ζωήν του υπέρ της εδικής μου, και συνεδυστύχησε μετ' εμού εξ αιτίας μου; Μη συλλαμβάνης, προς Θεού, τοιαύτην υποψίαν, διότι θανάσιμον πράττεις αμάρτημα. Αι υποθέσεις της νέας υπηρεσίας μου, την οποίαν, ο προκάτοχός μου αφήκεν εις ελεεινήν κατάστασιν, τόσον με επασχολούσιν, ώστε ουδέ στιγμήν μένω άεργος. Ελπίζω όμως, ότι εις το εξής θα έχω περισσοτέραν ευκαιρίαν, και επομένως ότι θα δυνηθώ να σοι αποδείξω διά συνεχών γραμμάτων, ότι η μεταβολή της τύχης δεν μετέβαλλε την καρδίαν μου. Όθεν σε παρακαλώ να αφαιρέσης πάσαν υπόνοιαν αφιλίας, υπερηφανείας ή αχαριστίας εκ μέρους μου, και να πιστεύης αδιστάκτως, ότι ειμί και έσομαι εις τον άπαντα αιώνα
σταθερός φίλος σου.
Φοβερόν είναι, φίλε μου, και άγριον το πρόσωπον του Χάρωνος. Είδον αυτόν τον άρπαγα των ψυχών εκ του πλησίον, προσελκύοντά με από της χειρός διά να με εμβάση εις το κατηραμένον πλοιάριόν του· αλλ’ ο Σ. όστις με εκράτει από της δεξιάς, υπερισχύσας, με επανήγαγεν εις την ζωήν. Τω όντι η επιμέλεια τοιούτου εμπείρου ιατρού με έσωσεν από προφανεστάτου κινδύνου· αλλ’ αυτός ήτον όργανον της θείας ευδοκίας, εις την οποίαν οφείλω το επίλοιπον της ζωής μου. Είναι δέκα ημέρας αφ' ου ευρίσκομαι εις ανάρρωσιν, και μόλις σήμερον ηδυνήθην να σοι γράψω ιδιοχείρως διά να διασκεδάσω τας υποψίας σου. Ευχαρίστησον μετ' εμού τον Θεόν, και ευχήθητι εντελή υγιείαν εις τον
εκ νεκρών αναστάντα φίλον σου.
Έδειξα το γράμμα σου εις όλους τους φίλους ημών, οίτινες διά την ανάρρωσιν της υγείας σας ανέλαβον την αγαλλίασιν, την οποίαν η νοσηλία σου είχεν αφαιρέσει απ’ αυτών. Όθεν μετά δακρύων χαράς εδοξάσαμεν τον Θεόν, ότι μας εχάρισε ζωήν τόσον πολύτιμον. Πολλά υπέφερες τω όντι, αλλά και το πάθος σου ήτον οξύτατον. Ελπίζω ότι αφ' ότου μοι έγραψας μέχρι σήμερον εβελτιώθη επί πολύ η υγιεία σου, όπερ είθε να ακούσω διά νεωτέρας σου επιστολής. Αι υπέρ σου ευχαί μας είναι θερμόταται, και αν εισηκούοντο, δεν ήθελες ποτέ ασθενήσει, ούτε δοκιμάσει άλλην οδύνην οποιανδήποτε. Τοιούτων ευχών έχομεν και ημείς ανάγκην, διότι μόλις απηλλάχθημεν από της φθοροποιού χολέρας, και μας παρουσιάσθη ο τύφος, όστις είναι επιδημικός και προξενεί φρικτήν θραύσιν. Δέχθητι και προσένεγκον εις πάντας τους φίλους τους εγκαρδίους ασπασμούς ημών.
Κύριε μου!
Δεν έχω την τιμήν (ή την τύχην ή την ευτυχίαν ) να σας γνωρίζω προσωπικώς· αλλ’ ο κοινός ημών φίλος Κ. Ο. βεβαιώσας με περί της υποχρεωτικής διαθέσεως υμών, με ενεθάρρυνε να αποτανθώ προς υμάς περί της εφεξής υποθέσεώς μου (αφ' ου εξηγήσης την υπόθεσιν προσθέτεις).
Σας παρακαλώ λοιπόν, αφ' ου ενεργήσητε τα δέοντα προς αποπεράτωσιν της υποθέσεως ταύτης, να μοι αποκριθήτε περί του πρακτέου, και θέλετε με υποχρεώσει τα μέγιστα. Αν νομίζητε, ότι είναι αναγκαίον και επίσημον προς υμάς επιτροπικόν, γράψατέ μοι να σας το πέμψω. Ελπίζω ότι θα με προστάζητε ελευθέρως εις ό,τι δύναμαι και εγώ να φανώ προς υμάς χρήσιμος, πεποιθότες, ότι θέλετε με ευρίσκει πάντοτε
προθυμότατον δούλον σας (δείνα).
Ευγενέστατε κύριε!
Μετά της από 28 του παύσαντος επιστολής υμών, έλαβον συγχρόνως και άλλην παρά του κοινού ημών φίλου Κ. Ο., όστις τόσους περί υμών επαίνους μοι γράφει, ώστε ομολογώ χάριτας προς αυτόν, διότι έγεινεν αίτιος να γνωρισθώ καν διά γραμμάτων μετ' ανδρός αγαθού και ευυπολήπτου. Διά να φανώ δε άξιος της προς αλλήλους συνδεομένης φιλίας, προθύμως αναδέχομαι την υπόθεσίν σας, και ελπίζω να αποπερατώσω αυτήν κατ' ευχήν, αν και ήναι αρκετά περιπεπλεγμένη κτλ. Μέχρις ου δε δυνηθώ να σας γράψω ό,τι περί αυτής ενεργήσω, σπεύδω να σας ευχαριστήσω, ότι με επροτιμήσατε εις την περί ης ο λόγος υπόθεσιν και να σας παρακαλέσω να με θεωρήτε επίσης
φίλον και δούλον σας (δείνα).
Περισπούδαστε φίλε!
Εσχάτως έφθασεν εις την πόλιν υμών μεσήλιξ τις, Τ. Ε. ονομαζόμενος, όστις εσχετίσθη προς τινας ενταύθα οικίας, και εξέφρασεν έφεσιν γάμου. Λέγει δε, ότι έχει αγροκήπιον εις Εύβοιαν, οικίαν εις Αθήνας, ελαιώνα εις Σαλώνα, σταφιδαμπελώνας εις Πάτρας, χρήματα εις την Εθνικήν Τράπεζαν κτλ. Το εξωτερικόν του δεικνύει άνθρωπον του κόσμου, χρηστοήθη και οπωσούν γραμματισμένον. Αλλ’ επειδή ουδείς εκ των ενταύθα γνωρίζει τον Παντούχον τούτον, σας παρακαλώ να με πληροφορήσητε ακριβώς περί της καταστάσεως και υπολήψεώς του, διά να πληροφορήσω και εγώ φίλον μου τινα, όστις ήρχισε να διαπραγματεύηται μετ' αυτού περί της θυγατρός του. Αναβάλλει όμως το συνοικέσιον μέχρις ου βεβαιωθή, ότι ο γαμβρός είναι, ως λέγει και φαίνεται. Θέλετε δε υποχρεώσει τα μέγιστα
τον φίλον σου (δείνα).
Την σοφολογιότητά σου ως εικός προσκυνώ
Δεν έχω μεν την τύχην να σας γνωρίζω μέχρι τούδε προσωπικώς, διάφοροι όμως φίλοι μου με εβεβαίωσαν ότι είναι υπερευχαριστημένοι διά την πρόοδον των παρ' υμίν μαθητευσάντων υιών των· όθεν λαμβάνω το θάρρος να σας πέμψω τον Νικόλαόν μου, τον οποίον σας παρακαλώ να δεχθήτε ως υπότροφον εις την οικίαν σας, και διδάξητε αυτόν τα αναγκαία μαθήματα. Ο Κ. Δ. θέλει σας πληρόνει τακτικώς τα προσδιωρισμένα περί της διατηρήσεως αυτού, καθώς και τα δίδακτρα. Αφιερών λοιπόν τον υιόν μου εις την διακεκριμένην επιμέλειαν και χειραγωγίαν σας, ελπίζω, ότι θέλετε καταστήσει αυτόν άξιον του διδασκάλου του μαθητήν και πολίτην χρήσιμον. Ειμί μετά του οφειλομένου σεβασμού της υμετέρας ελλογιμότητος.
φίλος και δούλος σας.
Δεν γνωρίζεις, ως φαίνεται, πόσον με ευχαριστούσιν αι επιστολαί σου, και διά τούτο δεν μοι γράφεις συχνά. Έχεις ασχολίας αρκετάς· αλλ’ έχεις και ώρας ανέσεως και διασκεδάσεως. Όθεν δεν έχω άρα γε τόσην αξίαν, ώστε να θυσιάζης και δι' εμέ στιγμάς τινας εξ αυτών; μανθάνω ότι απέκτησας νέον φίλον, και εύχομαι να σε αγαπήση καθώς και εγώ σε ηγάπησα και σε αγαπώ ακόμη· διότι δεν είμαι ζηλότυπος ουδ' εκδικητικός, αρκούμενος να κατέχω μικρόν μέρος εις την καρδίαν σου. Σοι είχον παραγγείλει να μοι στείλης (το και το), αλλά και αυτό ως φαίνεται, μετ' εμού ελησμονήθη. Εν τοσούτω δεν μνησικακώ, αλλά σε παρακαλώ να μην ήσαι εις το εξής τόσον φειδωλός εις τα γράμματά σου, αν επιθυμής να διασκεδάσης τας υποψίας μου. Προσένεγκε τας προσρήσεις μου προς τους οικείους σου.
Απάντησις.
Ευθύς μετά την παραλαβήν της επιστολής σου σοι γράφω, διά να μη εκτεθώ εις νέας επιπλήξεις και πικρά εκ μέρους σου παράπονα· διότι βλέπω, ότι δεν είσαι ποσώς συγκαταβατικός. Φροντίδες και περισπασμοί με εμπόδισαν να εκτελέσω τας παραγγελίας σου, αλλ’ όχι και να σοι γράψω, νομίζων, ότι δεν απαιτείς συνεχέστερα γράμματα. Ο Κ. Φ. είναι τω όντι αξιότιμος άνθρωπος, και τον προτιμώ παρά πάντας τους φίλους μου. Σύ όμως είσαι προτιμότερος του Κ. Φ. Εν τοσούτω σε ευχαριστώ διά την ανεξικακίαν σου, καθώς και οικείοι μου διά την ενθύμησιν. Ευδαιμόνει.
Η υπογραφή.
Αξιότιμε φίλε και Κύριέ μου!
Είναι παντός επαίνου αξία η προς με αγάπη υμών, εξ ης ορμώμενοι, με συμβουλεύητε πάντοτε μετά ζήλου παν ό,τι συντελεί εις την ευτυχίαν μου· όθεν και αείποτε επροθυμοποιήθην να ακούσω τας φιλικάς νουθεσίας Υμών. Λυπούμαι όμως, ότι κατά την προκειμένην περίστασιν αναγκάζομαι να φανώ παρήκοος· διότι αν και ήναι δίκαιοι οι λόγοι, τους όποιους λέγετε, δεν δύναμαι όμως ως τίμιος άνθρωπος να παραβώ και την υπόσχεσίν μου, την οποίαν έφθασα να υποσχεθώ εις την νέαν. Εν τοσούτω ομολογώ, την ευγνωμοσύνην μου διά την αγαθήν προς με διάθεσιν υμών, ήτις εις πάσαν μεν άλλην περίστασιν θέλει μοι φανή χρήσιμος, τώρα όμως είναι αδύνατον να πράξω κατά ταύτην. Όθεν πιστεύω, ότι η παρακοή μου δεν θέλει ψυχράνει τον προς με ζήλον σας, αλλ’ ότι θέλετε με θεωρεί πάντοτε πρόθυμον εις τους ορισμούς σας...
Την τελευταίαν επιστολήν σου έλαβον, αλλ’ επί τρεις ημέρας δεν ηδυνήθην να αναγνώσω αυτήν. Ο ηπατίτης μου ανενεώθη πάλιν, και με έρριψεν εις την κλίνην, εκ της οποίας παρ' ολίγον να με μεταφέρωσιν εις το νεκροταφείον, όπερ, νομίζω, δεν θα αποφύγω· διότι αν και οι ιατροί φιλοτιμώνται να με παρηγορήσωσιν, εγώ όμως γνωρίζω καλώς, ότι ο θάνατος μόνος θα θεραπεύση το πάθος μου. Εις την αρχήν ίσως η ιατρική εύρισκέ τινας θεραπείας, και επερειδόμενος εις την νεότητα, ήλπιζον να υπερίσχυση. Αλλ’ η ηλικία αύτη φίλε μου, είναι η πλέον επικίνδυνος· διότι νομίζοντες τον εαυτόν μας ακαταμάχητον, αψηφούμεν την υγείαν, τον ατίμητον τούτον θησαυρόν, του οποίου την αξίαν δεν γνωρίζομεν, παρ' όταν γευώμεθα των νοσημάτων τας πικρίας. Ευτυχείς δε είμεθα, όταν αυτά τύχωσιν εκ των θεραπευσίμων. Άσπασον τους φίλους μου όλους. Αν δεν επιζήσω να γράψω και δεύτερον, σας εύχομαι καλλιτέραν υγείαν και πολυχρονιωτέραν ζωήν της ιδικής μου. Ζητώ την συγχώρησίν σας, και παρακαλώ να ενθυμήσθε ενίοτε
τον φίλον σας.
Υπερήδιστα προσαγορεύω την φίλην μοι ευγενίαν σας. Απείρους οφείλω υμίν ευγνωμοσύνας διά την συστατικήν επιστολήν σας, ήτις πολύ με ωφέλησεν. Οι Κ. Ε. με εδέχθησαν ευχαρίστως, και παρουσιάσαντές με εις την συνέλευσιν των δημογερόντων με επήνεσαν, και κατώρθωσαν να διορισθώ αμέσως σχολάρχης, απολαμβάνων ετήσιον μισθόν οκτακισχιλίων γροσίων. Οι κάτοικοι της κωμοπόλεως ταύτης είναι απλοί μεν, αλλά τίμιοι και φιλόξενοι. Επιδεικνύουσι προς εμέ αγάπην, και εκτιμώσι τον διδάσκαλον καλύτερα και αυτών των μεγαλοπολιτών. Προς τούτοις δε εδώ το κλίμα είναι ευκραέστατον, τα τρόφιμα ευθηνότατα. Όθεν είμαι κατευχαριστημένος. Όλα δε τα καλά ταύτα χρεωστώ προ υμών, οίτινες εις πάσαν περίστασιν αποδεικνύετε την προς με αγάπην σας. Έρρωσθε, και ευκαιρίας τυχούσης, αξιούτε με διστίχου σας, φανερόνοντες τα καθ' υμάς.
Η υπογραφή.
Μετά τρεις ημέρας λήγει η προθεσμία της ομολογίας σας. Ευχαρίστως ήθελον ανανεώσει αυτήν και υπομείνει την πληρωμήν έως ότου ευκολυνθήτε, αν δεν είχον ανάγκην κατεπείγουσαν. Όθεν σας παρακαλώ να ετοιμάσητε την οφειλομένην ποσότητα μετά του συμπεφωνημένου τόκου, και θέλετε με υποχρεώσει. Πιστεύσατε δε, ότι είμαι πρόθυμος να σας υπηρετήσω πάλιν, εάν λάβητε ανάγκην χρημάτων. Σας ασπάζομαι εξ όλης καρδίας.
Η υπογραφή.
Κύριε!
Δεν αγνοείτε, ότι προ πολλού παρήλθεν η προθεσμία της ομολογίας σας. Ελπίζων, ότι ηθέλετε προθυμοποιηθή να με πληρώσετε, καθώς επροθυμοποιήθην να σας δανείσω, δεν σας υπενθύμησα μέχρι τούδε περί του χρέους τούτου. Αλλά βλέπων μετ' απορίας μου την σιωπήν και αδιαφορίαν σας, αναγκάζομαι να σας είπω, ότι αν δεν πληρωθώ εντός τριών ημερών ανυπερθέτως, θα ζητήσω διά της δικαστικής οδού το δίκαιόν μου.
Αγαπητέ φίλε!
Δεν διαφειλονικώ τας αιτίας της δυσαρεσκείας σου, αλλά δεν θεωρώ αυτάς και ικανάς να σε παρακινήσω να αφήσης την θέσιν σου, και να αρχίσης νέον στάδιον. Συ υπηρετείς, φίλε μου, πέντε έτη, και απέκτησάς τινα δικαιώματα, τα οποία δεν είναι φρόνιμον να θυσιάσης εις αβεβαίους ελπίδας. Ο μισθός σου είναι προς το παρόν μικρός, αλλά και αι ανάγκαι σου δεν είναι μεγάλαι. Αυξανομένων τούτων, θα συναυξήση βεβαίως και το μηνιαίον σου. Η ανεξαρτησία είναι ωραίον πράγμα· αλλά διά να γίνης ανεξάρτητος έμπορος, ανάγκη να έχης κεφάλαια, χωρίς των οποίων πρέπει να αποφασίσης σιωπηλήν επίσης υποταγήν και κόπους πολυχρονίους, μέχρις ου αποκτήσης ιδίαν κατάστασιν, και τούτο αν η τύχη σε βοηθήση. Ούτε λοιπόν η ηλικία σου πλέον ούτε αι μέχρι τούδε έξεις σου συμβιβάζονται προς τον εμπορικόν βίον, και μάλιστα της Κωνσταντινουπόλεως. Εδώ όχι μόνον οι υπάλληλοι, αλλά και οι προϊστάμενοι αυτών των καταστημάτων ζώσι τυραννικήν ζωήν, κεκλεισμένοι όλην την ημέραν εις σκοτεινόν και υγρόν γραφείον, ή περιερχόμενοι νήστεις, ή τρώγοντες καθ' οδόν, θαλασσομαχούντες, και υπό του ηλίου καιόμενοι, εκτεθειμένοι εις τα ψύχη και τας βροχάς, φειλονικούντες μετ' Οθωμανών, Εβραίων, Αρμενίων και Φράγκων παντοίων, κεκμηκότες και ασθμαίνοντες, την Επτάλοφον αναβοκαταβαίνοντες, και εις τον βόρβορον κυλιόμενοι. Δύνασαι συ να υποφέρης αυτάς τας κακουχίας και ταλαιπωρίας, όστις εσυνείθισας να πηγαίνης εις το γραφείον την 10 το πρωί, φορών πλατύ σκιάδιον και στιλβωτά χειρόκτια, και να επιστρέφης την μεσημβρίαν εις τον οίκον σου, όπου να αναπαύεσαι μίαν ή δύο ώρας, και έπειτα εν μεγάλη ανέσει να επιστρέφης μετά το γεύμα εις το γραφείον, όθεν να αναχωρής προ της τετάρτης, διαθέτων κατ' αρέσκειαν όλας τας λοιπάς ώρας σου; Σύγκρινον λοιπόν αυτούς τους δυο βίους, και αν προτιμάς τον εμπορικόν, δοκίμασέ τον· αλλά σκέφθητι ωριμώτερα διά να μη μετανοήσης έπειτα μετάνοιαν αθεράπευτον. Υγίαινε και αγάπα τον αγαπώντά σε.
Η υπογραφή.
Έχω καιρόν να λάβω επιστολήν σου, αν και εγώ δις σοι έγραψα. Βέβαια η συζυγία προτιμάται της φιλίας, αλλ’ ούτε αύτη δεν πρέπει να παραμελήται όλως διόλου. Εις τας αρχάς του γάμου σου είχες δίκαιον να αφιερωθής αποκλειστικώς εις την θεραπείαν της συζύγου σου· αλλ’ όχι μόνον όλος μην, αλλά και ήμισυ έτος ήδη έκτοτε παρήλθεν· όθεν είναι καιρός να ενθυμηθής πλέον τους φίλους σου, μάλιστα δε εκείνους, όσοι μιμηθέντες το καλόν σου παράδειγμα, κατατάττονται εις το τάγμα σου. Τα περί της συζυγικής ευδαιμονίας εγκώμιά σου, τόσον με ενθουσίασαν, ώστε απεφάσισα να την δοκιμάσω. Όθεν ευρών νέαν ερασμίαν, ηρραβωνίσθην, και μετ' ου πολύ σκοπεύω να νυμφευθώ αυτήν. Η καλλονή δεν είναι το μόνον προτέρημά της, αλλά και η σεμνότης, η αγαθότης και παιδεία. Γνωρίζω την νέαν προ πολλών ετών, και νομίζω, ότι δεν απατώμαι ως προς τον χαρακτήρα της. Όθεν ελπίζω να ευτυχήσω μετ' αυτής, αν μάλιστα μοι ευχηθής και συ εκ καρδίας. Τελειόνω, παρακαλών σε όχι να με αγαπάς, διότι δεν αμφιβάλλω περί τούτου, αλλά να κινής συνεχέστερα τον κάλαμον εις μνήμην της φιλίας. Σοι εύχομαι δε ισόβιον ευδαιμονίαν και ειμί
ο φίλος σου.
Αδικείς την φιλίαν μας, θεωρών την σιωπήν μου απόρροιαν αμελείας. Όσον μεγάλη και αν ήναι η ευδαιμονία, την οποίαν μοι επιδαψιλεύει ο γάμος, αύτη δεν με κατασταίνει επιλήσμονα προς τους φίλους μου. Εγώ απεκρίθην εγκαίρως εις πάσας τας επιστολάς σου, και, ως φαίνεται, αι ιδικαί μου παρέπεσαν. Τούτο, φαίνεται, προέρχεται εκ της αταξίας των ταχυδρομείων μας, των οποίων αι καταχρήσεις πρότινος καιρού υπερεπλεόνασαν· διότι όχι μόνον γράμματα, αλλά και χρήματα χάνονται.
Υπέρμετρον δε χαράν ησθάνθην, μαθών τον αρραβώνα σου· αν δε και σιωπάς τους γονείς της νέας, δεν αμφιβάλλω όμως, ότι και τούτο έλαβες υπ' όψιν σου· διότι όλοι μεν οι κανόνες έχουσιν εξαιρέσεις, αλλά συνήθως ευρίσκομεν υγιεστέρας αρχάς και χρηστότερα ήθη εις τέκνα, ανήκοντα εις καλήν οικογένειαν. Όσοι δε περιεφρόνησαν την προτίμησιν ταύτην, έλαβον συνήθως αφορμήν να μετανοήσωσιν. Είμαι λοιπόν πεπεισμένος, ότι η εκλογή σου είναι καθ' όλους τους λόγους αρίστη, και αν αι ευχαί μου δύνανται να συντελέσωσιν εις την ευτυχίαν σου, αύται είναι και ένθερμοι, και εγκάρδιοι. Εξαιτούμενος δε την αγάπην σου ειμί
ο φιλών σε φίλος.
Φίλτατε φίλε!
Ειξεύρεις, ότι προ πολλού επεθύμουν να επισκεφθώ τα κυριώτερα μέρη της Ευρώπης, και διάφοροι περιστάσεις μέχρι τούδε με εμπόδισαν. Τέλος πάντων, εξομαλύνας ήδη όλας τας δυσκολίας, αναχωρώ την ερχομένην τρίτην εις Ιβραΐλαν, οπόθεv επιβάς εις ατμοκίνητον, θα καταβώ διά του Δουνάβεως και του Ευξείνου Πόντου εις Κωνσταντινούπολιν. Αφού δε εκεί ίδω τα αξιοπερίεργα του Βυζαντίου, θα μεταβώ εις Τεργέστην διά Σμύρνης, Σύρου, Αθηνών και Κερκύρας, διαμένων ημέρας τινάς εις όλας ταύτας τας πόλεις. Εις Ιταλίαν θα διαμείνω περισσότερον καιρόν, επειδή επιθυμώ να την περιηγηθώ όλην. Έπειτα θα υπάγω εις Βιέννην, και εκείθεν διά της Ελβετίας εις Παρισίους. Από της Γαλλίας θα περάσω εις Αγγλίαν, και από του Λονδίνου διά της Βαλτικής εις Αμστελόδαμον. Διερχόμενος την Ολλανδίαν, Προυσίαν, Πολωνίαν και Ρωσσίαν, θα καταντήσω εις Πετρούπολιν, και εκείθεν διά της Οδησσού θα επιστρέψω εις το κλεινόν Βουκουρέστιον. Ελπίζω εις εν έτος να τελειώσω την περιήγησιν ταύτην· διότι τα ταξείδια είναι σήμερον ευκολώτατα διά των ατμοκινήτων και των σιδηρών οδών. Ευχήθητί μοι κατευόδιον, διά να δυνηθώ να σε απολαύσω μετά την επιστροφήν μου, και σοι διηγηθώ όσα αξιοπερίεργα ίδω· σε βεβαιώνω δε συγχρόνως, ότι διηνεκώς, σε ενθυμούμαι, και καυχώμαι, ότι ειμί
φίλος σου.
Υ.Γ. Αν θα μοι γράψης απάντησιν, περιμένω αυτήν εις Κωνσταντινούπολιν, συστημένην εις τους Κ. Κ. ...
Σεβαστέ φίλε!
Σε μακαρίζω, και επεθύμουν να ήμην συνοδοιπόρος σου· αλλ’ η μεν προθυμία μεγάλη, το δε βαλάντιον ανεπαρκές. Πόσα αξιοθέατα πράγματα θα ίδης! πόσας φυλάς, γένη, ήθη και έθιμα! Με πόσας γνώσεις θα επιστρέψης! Επευχόμενός σοι αίσιον και ευτυχές το ταξείδιόν σου, σε παρακαλώ να μοι γράφης εκ των κυριωτέρων τουλάχιστον πόλεων της Ευρώπης, και να μη λησμονής εις τας τέρψεις και διασκεδάσεις σου, ότι έχεις εδώ φίλον ειλικρινή, όστις επιθυμεί να σε απολαύση όσον τάχιστα υγιή, και να σε βεβαιώση ότι είναι
όλος ιδικός σου.
Σοι αναγγέλλω συμβάν παράδοξον, απίστευτον, απροσδόκητον, αστείον και μοναδικόν σχεδόν εις το είδος του. Ο Κ. Κ. ενυμφεύθη την..... Μάντευσον αυτήν, αν ήσαι άξιος. Διά να μη κοπιάζης δε επί ματαίω, μαντεύων πράγμα, τα οποίον χρήζει προφητικού χαρίσματος, σοι λέγω, ότι η ζηλωτή σύζυγος του Κ. Κ. είναι η θελκτική Ελ. Ομ. Απορείς βέβαια, καθώς απορούμεν και ημείς ακόμη· αλλά το συνοικέσιον εξετελέσθη, και ο καλός σου Κ. ευρίσκεται εις τας αγκάλας της Ελένης του, ήτις εκτός του ονόματος ουδέν άλλο κοινόν έχει προς την γυναίκα του Μενελάου. Εξ εναντίας η φύσις, φαίνεται, απορροφήσασα, ό,τι δυσειδές και δυσάρεστον είχον αι συνώνυμοι αυτής, έπλασαν αυτό το αισχρούργημα. Πώς είναι δυνατόν άνθρωπος, άλλως αξιότιμος, πεπαιδευμένος και νεώτατος, να φορτωθή γυναίκα παρακμάσασαν, δυσειδή, δύστροπον και δεισιδαίμονα; Είναι μεν πλουσία, αλλά τα φλωρία ηδύνατο να ευρή και εις άλλην ολιγώτερον αποτρόπαιον. Τι λοιπόν ετύφλωσεν αυτόν; Το γένος βέβαια. Αλλά και επί τη υποθέσει, ότι αι σχέσεις προς την οικογένειαν των Ο. θα ωφελήσωσιν αυτόν εις ο διατρέχει στάδιον, η αβέβαιος αύτη ελπίς έπρεπε να πείση αυτόν να συζευχθή τοιούτον τέρας, και να καταντήση το αντικείμενον των γενικών χλευασμών; Εις την γυναίκα του ήτον καταλληλότερος σύζυγος ο Θ. όστις έχει λέγουσι γαμικήν διάθεσιν, αν και προ δέκα ετών μασσά διά ξένων οδόντων και ξένη κόμη καλύπτει την κεφαλήν αυτού, και ξένον είναι το χρώμα του μύστακος και των παρειών. Και όμως το εβδομηκονταετές αυτό και όλως άχρηστον γερόντιον έχει γελοίας απαιτήσεις. Ζητεί γυναίκα τριακονταετή το πολύ, και απορεί πώς δεν σπεύδουσι να ζητήσωσιν εις γάμον τοιούτον γαμβρόν εράσμιον. Πιθανόν όμως να εύρη και αυτός νύμφην ουκ εκ των τυχουσών· διότι έχει πολύ χρυσίον, το οποίον εξ αμνημονεύτων χρόνων εκάλυπτε, και μέχρι συντέλειας του αιώνος θέλει καλύψει όλα τα φυσικά και ηθικά αυτού ελαττώματα. Αυτός είναι ο μοχλός, όστις κινεί όλας τας ανθρωπίνους πράξεις. Ο στερούμενος χρημάτων άνθρωπος είναι ασήμαντος και ελεεινός, και όλην την σοφίαν του Σωκράτους, εάν είχεν, όλην την ευγλωττίαν του Δημοσθένους, όλην την αρετήν του Φωκίωνος. Όσον το κατ' εμέ, προτιμώ την ανάπαυσιν του συνειδότος του και την ειλικρινή αγάπην των τιμίων ανθρώπων ή τα ξηρά πλούτη. Ειξεύρω, ότι ολίγοι συμφωνούσι μετ' εμού κατά τούτο· αλλ’ είμαι βέβαιος επίσης ότι, εξαιρουμένων των χαμερπών κολάκων, όλοι οι άνθρωποι, αν και ενίοτε εξ ανάγκης θεραπεύωσι τους πλουσίους και μεγιστάνας, δεν σέβονται όμως αυτούς ουδέ αγαπώσιν, όταν ο πλούτος ή το μεγαλείον ήναι τα μόνα αυτών προτερήματα. Παύω, διότι εξετάθην υπέρ το δέον.
Την πανευγενίαν σας ταπεινώς προσκυνώ.
Αι αναρίθμητοι ευεργεσίαι, τας οποίας κατά διαφόρους καιρούς επεδαψιλεύσατε εις την οικογένειάν μου, με ενθαρρύνουσι να σας προσφέρω διά της ταπεινής μου ταύτης επιστολής τας εδαφιαίας προσκυνήσεις μου, και να σας παρακαλέσω θερμώς να μη με απαξιώσητε της ευνοίας, ην παρ’ υμίν έχαιρεν ο μακαρίτης πατήρ μου. Η ευμένεια και η προστασία τοιούτου εξόχου ανδρός, είναι άγκυρα σωτηρίας και ασφαλές στήριγμα εις το βιωτικόν μου στάδιον. Όθεν ευαρεστήθητε να με καλύψητε υπό την αιγίδα σας, και να με κατατάξητε εις τον αριθμόν των δημιουργημάτων σας, εν οις ειμί
ο ταπεινότατος δούλος.
Αγαπητέ Κύριε!
Η προς εμέ αγάπη και αφοσίωσις του γεννήτορός σας ενέβαλεν εις την καρδίαν μου ευγνωμοσύνην, την οποίαν ο χρόνος δεν θα εξαλείψη ποτέ απ’ αυτής. Όσα αι περιστάσεις δεν με εσυγχώρησαν μέχρι τούδε να πράξω υπέρ της οικογενείας σας, ειμί πρόθυμος να εκπληρώσω ήδη αυτά προς όφελός σας. Ο υιός του καλού φίλου μου πρέπει να με θεωρή ως ίδιον πατέρα του, και είμαι ευτυχής, εάν δυνηθώ να φανώ εις αυτόν χρήσιμος. Όθεν παρακαλώ αυτόν να ζητή ελευθέρως ό,τι παρ' εμού εξαρτάται.
Ευμενέστατε αυθέντα!
Γνωρίζων την ευνοϊκήν πρός με διάθεσιν Υμών, της οποίας πολλάκις μοι εδώκατε τρανώτατα δείγματα, λαμβάνω την τόλμην να επικαλεσθώ και αύθις την προστασίαν Σας. Εκ των προσόδων της επαρχίας Ξ., τας οποίας το παρελθόν έτος ενοικίασα, χρεωστώ ποσότητά τινα εις το δημόσιον, το οποίον με στενοχωρεί και με απειλεί διά φυλακίσεων και κατασχέσεων. Όθεν ευαρεστήθητε να μεσιτεύσητε προς τον Υπουργόν της Οικονομίας, όπως μοι δοθή τρίμηνος προθεσμία, διά να συνάξω όσα μοι οφείλονται υπό των φορολογουμένων, και πληρώσω εν ανέσει το χρέος μου. Λαμβάνοντες οίκτον προς τα τέκνα μου, τα οποία θα μένωσιν άστεγα και άπορα, εάν πωληθή η οικία μου, δεν θα απορρίψητε βεβαίως παράκλησιν δυστυχούς μεν, αλλά τιμίου ανθρώπου, όστις διά βίου θέλει ευγνωμονεί διά την ευεργεσίαν ταύτην.
Δουλικώς προσκυνώ την εντιμότητά σας.
Μιά τη φωνή άπασα η πόλις διακηρύττει τας ευεργεσίας σας. Πώποτε δεν απεβάλετε ενδεή οποιονδήποτε, ούτε απηρνήθητε βοήθειαν εις εκείνους, όσοι επεκαλέσθησαν αυτήν. Όθεν, εάν αποτύχη η παράκλησίς μου, ανάγκη να αποδώσω αυτήν εις την ατυχίαν μου, ήτις γίνεται αφορμή να πράξητε έργον εναντίον της αγαθής προαιρέσεώς σας. Χθες απροσδοκήτως μοι επαρουσίασαν συνάλλαγμα εκ ταλλήρων χιλίων, τα οποία ωφείλω να πληρώσω μετά εξ ημέρας. Γνωρίζετε την αχρηματίαν της αγοράς μας, την νέκρωσιν του εμπορίου, και την δυσκολίαν όσην δοκιμάζομεν εις το να συνάξωμεν χρήματα. Όθεν μόλις ελπίζω να εξοικονομήσω το ήμισυ της ποσότητος ταύτης, διά δε το λοιπόν αναγκάζομαι ή να πωλήσω μετ' εκπεσμού τας πραγματείας μου, ή να βλάψω την υπόληψίν μου, μη δυνάμενος να πληρώσω αυτό. Ελπίζω ότι η συμπαθητική καρδία σας δεν δέχεται ούτε το εν, ούτε το άλλο, και ότι θα με δανείσητε επί ένα μήνα την ευρημένην ποσότητα. Θέλετε δε προσθέσει νέαν ευεργεσίαν εις όσας ήδη σας οφείλω. Αύται είναι μέγισται, καθώς και η ευγνωμοσύνη του ...
Ευσπλαγχνικώτατε και ευγενέστατε Κύριε!
Η φήμη των αγαθοεργιών σας διασαλπιζομένη καθ' όλην την πόλιν, με εξύπνησεν από τον λήθαργον της απογνώσεως. Συνειθισμένος να απαντώ αδιαφορίαν παντού, όπου ητένισα τα βλέμματά μου, ηγνόουν, ότι υπάρχουν καρδίαι συμπαθητικαί και άνδρες ελεήμονες. Τοιούτον σας κηρύττουσιν οι ευεργετηθέντες παρ' υμών, οίτινες ενθαρρύνουσι και εμέ να επικαλεσθώ την συνδρομήν σας. Αλλεπάλληλοι δυστυχίαι με κατήντησαν εις εσχάτην ένδειαν, ήτις κατέστησε και την ζωήν αυτήν εις εμέ ανυπόφορον. Υμείς μόνος γενναίε Άνερ, δύνασθε να με σώσητε εκ της αβύσσου, εις ην με ωθεί η απελπισία μου. Ορέξατε χείρα βοηθείας εις άνθρωπον μη έχοντα άλλην επί γης ελπίδα, και του οποίου ο θάνατος είναι αθεράπευτος συμφορά εις πολυάριθμον οικογένειαν. Μη νομίσητε όμως ότι σας ζητώ έλεος, αλλά ποσότητά τινα λόγω δανείου διά να εξοικονομήσω τας κατεπειγούσας ανάγκας μου, έως ότου, βοηθούμενος παρ' υμών αυτών, επιτύχω έργου, δι' ου να πορίζωμαι τα έξοδά μου, και να αποδώσω το οφειλόμενον προς τον ευεργέτην μου. Ακούω, ότι πράττετε το καλόν, ορμώμενος υπό φιλανθρώπου αισθήματος, χωρίς να αποβλέπητε εις επαίνους και ευχαριστήσεις. Όθεν κρύπτω την ευγνωμοσύνην εις την καρδίαν μου, όπου θα μείνη εγκεχαραγμένη έως ότου εμμένη και η ψυχή εις το σώμα μου.
Φίλτατε Κύριε!
Παρεκάλεσα τον Υπουργόν των Εσωτερικών, όστις μοι υπεσχέθη να σας διορίση Έπαρχον εις Μέγαρα, ή αν προτιμάτε τελωνιακήν θέσιν, ελπίζω ο επί των Οικονομικών Υπουργός να μη αποποιηθή προς χάριν μου. Εκλέξατε μίαν των δύο τούτων, και γράψατέ μοι να σας πέμψω τον διορισμόν. Εν τοσούτω σας παρακαλώ να δεχθήτε χιλίας δραχμάς, των οποίων την επιστροφήν, διά να μη πειράξω την φιλοτιμίαν σας, δέχομαι, όταν ευπορήσητε. Ελπίζω, ότι αύτη δεν θα ήναι η τελευταία φορά, καθ' ην με κάμετε κοινωνόν των αναγκών σας, και ότι θα με θεωρήτε πάντοτε
πρόθυμον φίλov σας.
Την πανιερότητά σας εδαφιαίως προσκυνώ.
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, και η γη τας αγαθοεργίας σας. Εάν όλοι οι πλούσιοι μετεχειρίζοντο τόσον καλώς την περιουσίαν των, οι δυστυχείς θα είχον ολιγώτερα παράπονα προς την Ειμαρμένην· αλλά των πλειοτέρων αι καρδίαι είναι σκληρότεραι του μετάλλου, το οποίον απλήστως θησαυρίζουσι. Τούτο δε προέρχεται εκ του ότι ολίγιστοι γνωρίζουσι την αγαλλίασιν, ην διαχέει εις την καρδίαν των ευεργετούντων η ευγνωμοσύνη των ευεργετουμένων. Την ηδονήν ταύτην η Πανιερότης σας απολαμβάνετε καθ' όλην την έκτασιν· διότι, κατά την ευαγγελικήν παραγγελίαν, δεν κρύπτετε το τάλαντον εις την γην, και θεωρείτε την ελεημοσύνην ως δάνειον, εις τον Θεόν διδόμενον. Είθε να εμιμούντο υμάς όλοι οι αδελφοί ημών εν Χριστώ, όστις ουκ είπεν, εάν νηστεύσητε ή εάν παρθενεύσητε, όμοιοι εστέ τω πατρί μου· αλλά γίνεσθε οικτίρμονες, ως ο πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς. Άρα η ελεημοσύνη εξομοιοί τον πλάστην προς τα πλάσματα. Όθεν ευαρεστήθητε, χριστομίμητε Δέσποτα, να συναριθμήσητε μετά των ευεργετηθέντων παρ’ υμών τον ουχ ήττον άξιον και επίσης ευγνώμονα
δούλον υποκλεινέστατον της υμετέρας Πανιερότητος (δείνα).
Πλούσιος δεν είμαι, ως νομίζουσι· διότι του επαγγέλματός μου οι διατεταγμένοι πόροι αδύνατον να πλουτήσωσιν ευσυνείδητον Αρχιερέα. Διά της μικράς κληρονομίας, ην έλαβαν παρά του θείου μου, ηδυνήθην να συνδράμω τινάς απόρους, οίτινες, ως φαίνεται, διετράνωσαν την βοήθειαν. Σας παρακαλώ να μη μιμηθήτε το παράδειγμα αυτών, ουδ' άλλος τις να γνωρίση ό,τι σας πέμπω σήμερον διά του διακόνου μου. Υγιαίνετε.
Πανιερώτατε και Θεοφιλέστατε Δέσποτα!
Ως λύχνος φωτεινός της Εκκλησίας διαλάμποντες, ζωτικάς διαχέετε ακτίνας εις άπαν το παρά Θεού ανατεθέν Υμίν ποίμνιον. Αφ' ου ηξιώθημεν τοιούτου αγρύπνου ποιμενάρχου, οι αιμοχαρείς λύκοι εξεδιώχθησαν, και μακρόθεν μόνον ακούονται οι υλαγμοί αυτών. Απετόλμησέ τις όμως, ωφεληθείς εκ της απουσίας υμών, και εισήλθεν εις την ποίμνην, ζητών να κατασπαράξη τα άκακα υμών πρόβατα. Ο Χ., όστις άλλοτε, βοηθούμενος υπό των προκατόχων υμών, εσυνείθισε να μας αμέλγη μέχρις αίματος, ήλθε πρό τινων ημερών ενταύθα, εφωδιασμένος μεθ’ Υψηλής διαταγής, και ζητεί να πληρώσωμεν προς αυτόν ποσότητας μεγάλας, τας οποίας λέγει, ότι οφείλομεν προς αυτόν. Ημείς, Πανιερώτατε, επικαλούμενοι μάρτυρα τον Θεόν ομολογούμεν, ότι προς τον Χ., ουδ’ οβολόν οφείλομεν· ότι δε αι αιτήσεις αυτού είναι άδικοι, δεικνύεται και εκ του ότι αύται δεν στηρίζονται εις ομολογίας ημών, αλλ’ εις απλάς τινας σημειώσεις του ιδίου εν τισι καταστίχοις αυτού, δυνάμει των οποίων ενάγει ημάς εις τα δικαστήρια, και αξιοί να καταδικασθώμεν εις απότισιν των οφειλομένων δήθεν προς αυτόν. Όθεν μη έχοντες εις ποίον άλλον να καταφύγωμεν, προστρέχομεν εις τον ποιμενάρχην και πατέρα ημών, ου τινος μετά δακρύων δεόμεθα, ίνα γείνη ίλεως εφ' ημάς, και μη ανεχθή να υποφέρωμεν επί των ημερών αυτού τοιαύτην αδικίαν. Η παράκλησις ημών είναι να προκαλέσατε Β. Διάταγμα, όπως άνευ ομολόγων, ή άλλων εναργών αποδείξεων, να μη υποβληθώμεν εις απότισιν χρέους, το οποίον αγνοούμεν. Θέλομεν δε ευγνωμονεί ισοβίως, διακηρύττοντες την ευεργεσίαν ταύτην οι
ταπεινώς προσκυνούντες υμάς.
Πρόωρος θάνατος μού αφήρπασε δύο αλλεπαλλήλους συμβίας, εκ των οποίων μοι έμειναν εξ τέκνα ανήλικα· επειδή δε αυτά έχουσι χρείαν γυναικείας επιμελείας, απεφάσισα να λάβω και τρίτην σύζυγον, ήστινος ανάγκην αναπόφευκτον έχει άπασα η οικογένειά μου. Ζητήσας λοιπόν την περί τούτου άδειαν παρά του επιτρόπου υμών, έλαβον αρνητικήν απάντησιν επί προφάσει δήθεν, ότι η τριτογαμία είναι απηγορευμένη, και ότι τότε μόνον συγχωρείται, αν στέρξω να πληρώσω τρισχιλίας δραχμάς, διά να δοθώσιν εις ελεημοσύνας, αίτινες μόναι δύνανται να εξαλείψωσι τούτο το αμάρτημα. Όθεν προστρέχω εις την ευσπλαγχνίαν της Υμετέρας Πανιερότητος, και παρακαλώ υμάς όπως, λαμβάνοντες υπ' όψιν την θέσιν μου, διατάξητε τον επίτροπον Υμών να μοι δώση την περί ης ο λόγος άδειαν, ως μη αντιβαίνουσαν εις τους εκκλησιαστικούς κανόνας, και να λάβη μόνον το νενομισμένον δικαίωμα. Αι δε πανάγιαι ευχαί της Υμετέρας Πανιερότητος, είησάν μοι εις φυλακτήριον εν παντί τω βίω.
«Ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω» είπεν ο Απόστολος, και οι διάδοχοι αυτού οφείλουσι να εκτελώσι την παραγγελίαν ταύτην, εκτός μόνον αν λόγοι ισχυροί επιτρέπωσι την διάζευξιν. Τοιούτοι βέβαια δεν είναι του γαμβρού μου, όστις ζητεί την από της γυναικός του διάζευξιν. Οι γονείς αυτού, επιθυμούντες διά τα τέλη των να συγγενεύσωσι μετ' άλλης οικογενείας, παρικινούσιν αυτόν να κατηγορήση την θυγατέρα μου ως απειθή, δυσάγωγον και αγνοώ ως τι άλλο. Επειδή δε ο κόσμος δεν γνωρίζει την αληθή αιτίαν και συνειθίζει να παρεξηγή τα πράγματα, φοβούμαι, μη προσβληθή η τιμή του τέκνου μου, όπερ προξενεί λύπην θανάσιμον εις τον πατέρα. Όθεν σας παρακαλώ, ως ακριβή εκτελεστήν των αποστολικών κανόνων, να μη ενδώσητε εις την παράλογον και άδικον αίτησιν του γαμβρού μου. Πιθανόν να προσάψωσιν οι γονείς αυτού εις την νέαν βαρυτέραν τινά συκοφαντίαν προς κατόρθωσιν του σκοπού των· αλλ’ ως δικαστής απροσωπόληπτος μη πιστεύσητε εις τους κατηγόρους, πριν εξετάσητε αυστηρώς την διαγωγήν αυτής. Ανάγκη δ' εντούτοις να σας ειδοποιήσω, ότι ο νέος ενυμφεύθη σχεδόν χωρίς προικός, την θυγατέρα μου, ο δε δεύτερος γάμος υπόσχεται μεγάλην ποσότητα, της οποίας μέρος πιθανόν να πληρώσωσιν εις τας τοπικάς αρχάς, ίνα δι' εκείνων κατορθώσωσιν ό,τι απαρνηθή εις αυτούς η δικαιοσύνη Υμών. Όθεν σας στέλλω πέντε χιλιάδας δραχμάς διά να αποκρούσητε τας σκευωρίας αυτών και μεταχειρισθήτε αυτά όπως εγκρίνητε. Είησαν δε θεόθεν τα έτη της Υμετέρας θεοφιλίας τρισόλβια και πανευδαίμονα!
Δεόμενος νυχθημερόν του Παναγάθου Θεού, όπως διαφυλάττη την υμετέραν Πανιερότητα εν ακροτάτη υγεία και διηνεκεί ευημερία μέχρι γήρως λιπαρού και βαθυτάτου, τολμώ, ίνα υποβάλω εις την πατρικήν μέριμναν της Σεβασμιότητός Σας, ότι διά των αγίων υμών ευχών υγιαίνω μεν και εγώ μέχρι τούδε, αλλά κινδυνεύω να αποθάνω της πείνης, αν διαμείνω καιρόν τινα ακόμη εις ην είμαι ενορίαν. Οι άνθρωποι εδώ, Δέσποτά μου, είναι φειδωλοί, και ουδεμίαν προς τον Θεόν και προς τα θεία ευλάβειαν έχουσιν. Οι περισσότεροι διάγουσιν άγαμον βίον, και εξ αιτίας της λιτότητός των είναι φευ! μακροβιώτατοι. Επομένως τα συνοικέσια, αι βαπτίσεις, τα λείψανα και τα τεσσαρανταλείτουργα είναι σπανιώτατα. Εις την Εκκλησίαν προς τούτοις ολίγιστοι έρχονται· και αν τινές ευλαβείς γυναίκες δεν μοι εβοήθουν, ήθελον αναγκασθή να ψωμοζητήσω. Όθεν διά να μη καταντήσω εις ταύτην την αναξίαν του σχήματός μας ανάγκην, σας παρακαλώ να με μεταθέσετε εις άλλην τινά ενορίαν, όπου δύναμαι να ζήσω εν ανέσει, και έξετε τον μισθόν εν τοις Ουρανοίς. Παρακαλών την Υμετέραν Πανιερότητα, ίνα με αξιοί συνεχών προσταγών της, ειμί
Ο ελάχιστος δούλος της
Την εντιμότητά σου εκ ψυχής ασπάζομαι.
«Δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος, και απολείσθε εξ οδού δικαίας.» Την ρήσιν ταύτην του Προφητάνακτος πολλάκις προς Υμάς είπον και έγραψα, προτρέπων υμάς, ίνα, λαβόντες υπ' όψιν την αθλίαν κατάστασιν του σχολείου υμών, επενέγκητε θεραπείαν. Αλλ’ υμείς, φαίνεται, κωφεύοντες εις τας συμβουλάς ημών, αδιαφορείτε περί της εκπαιδεύσεως των τέκνων σας. Είναι αίσχος τω όντι οι απόγονοι του Βασιλείου και Γρηγορίου να καθεύδωσιν υπό μανδραγόραν ως προς τον φωτισμόν του νοός των. Τουλάχιστον δεν παραβάλλετε εαυτούς προς τους ειξεύροντας γράμματα και πεπαιδευμένους, διά να ίδητε οποία διαφορά υπάρχει μεταξύ υμών και εκείνων; Εγώ σας λέγω αυτήν. Ο πεπαιδευμένος εννοεί τας γραφάς, μανθάνει τα προς τους νόμους και την εξουσίαν καθήκοντα αυτού, τέρπεται αναγινώσκων διδακτικά βιβλία, αυξάνει τας εαυτού γνώσεις, εκθέτει ευκρινώς τας ιδέας του, και απολαμβάνει πανταχού υποδοχήν και υπόληψιν· ο δε αμαθής ίσταται ως ξύλον εις την εκκλησίαν, υπόκειται εις απάτας θρησκευτικάς και πολιτικάς, παρανομεί, στερείται της ωφελίμου αναγνώσεως, προστρέχει εις άλλον διά να γράψη τας επιστολάς του και να κρατήση τα βιβλία του, δεν δύναται να λάβη πολιτικόν ή άλλο υπούργημα, και ολιγωρείται πανταχού, εκτός μόνον αν ήναι πλούσιος· αλλά και τότε τιμώσιν αυτόν κατά προσποίησιν μόνοι, όσοι έχουσι την ανάγκην του. Ό,τι λοιπόν η άγνοια ή αι περιστάσεις δεν επέτρεψαν εις τους γονείς υμών να πράξωσι δι' υμάς, τούτο μη επιμένητε υμείς να αποδώσητε εις τα τέκνα σας, τα οποία δύνανται εν ημέρα κρίσεως να ζητήσωσι παρ' υμών λόγον διά την ασύγγνωστον ταύτην αμέλειαν υμών. Ελπίζω λοιπόν, ότι ομογνωμονούντες και συνεννούμενοι θα μεταρρυθμίσητε το σχολείον υμών, εκ του οποίου ελπίζονται όλα τα αγαθά της επερχομένης γενεάς υμών. Εγώ μάλιστα σας εύρον και διδάσκαλον, τον οποίον υπόσχομαι να πληρώνω εξ ιδίων μου. Φροντίσατε και υμείς περί ευρυχωροτέρου καταστήματος κτλ. προ πάντων δε εμπνεύσατε εις τα τέκνα υμών αγάπην προς την θεοφιλή παιδείαν.
Ευσεβώς ασπαζόμεθα την πανίερον δεξιάν της υμετ. Σεβασ.
Αν όλοι οι προκάτοχοι υμών ενεπνέοντο υπό των αυτών της φιλογενείας και φιλανθρωπίας αισθημάτων, ούτε οι γονείς ημών ήθελον μείνει εις την αμάθειαν, ούτε ημείς παρ' αυτών τοιαύτην κληρονομίαν ηθέλαμεν λάβει. Αν ουχί πάντες οι Καισαρείς, οι πλειότεροι όμως αισθανόμεθα, άγιε Δέσποτα, όσα αγαθά εκ της ελλείψεως ταύτης στερούμεθα. Σήμερον μάλιστα είμεθα εις περιστάσεις ευτυχεστέρας. Η Κυβέρνησις ου μόνον δεν απαγορεύει, αλλά και συντρέχει την σύστασιν σχολείων. Το γένος όλον οργά προς την παιδείαν, ημείς δε έχομεν και το μέγιστον ευτύχημα, ότι ηξιώθημεν ποιμενάρχου, όστις ου μόνον προτρέπει, αλλά και βοηθεί ημάς εις το να μεταγάγωμεν τα τέκνα ημών από της αλόγου εις την λογικήν κατάστασιν. Όθεν μετερρυθμίσαμεν δεόντως το σχολείον ημών, και περιμένομεν τον οφειλόμενον εις την μεγαλοδωρίαν της υμετέρας Σεβασμιότητος διδάσκαλον. Οι υιοί ημών είναι πρόθυμοι να ωφεληθώσιν από των ευεργεσιών της σοφίας, ίνα μη και ούτοι στερηθώσι των δώρων αυτής, ως και οι πατέρες αυτών. Την ευεργεσίαν δε ταύτην οφείλομεν εις την υμετέραν Σεβασμιότητα, ης τα έτη είησαν θεόθεν πλείστα και πανευδαίμονα, αι δε άγιαι ευχαί μετά
των ταπεινών δούλων.
Ο Θεός μοι έδωκε πέντε υιούς· τούτων τρεις μεν έχω βοηθούς μου εις την γεωργίαν και εις είναι εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν. Ο δε πέμπτος, όστις έμαθέ τινα γράμματα, επιθυμεί να αφιερωθή εις την λειτουργίαν του Υψίστου. Μη θέλων να επηρεάσω και παραβιάσω την θεοφιλή ταύτην κλίσιν αυτού, και μη δυνάμενος συγχρόνως να χορηγήσω προς αυτόν πόρον τινά του ζην, παρακαλώ ταπεινώς την υμετέραν Πανιερότητα, όπως χειροτόνηση αυτόν Διάκονον, και διορίση εις τινα εκκλησίαν διά να προσπορίζηται τα προς το ζην, και να δέηται του Κυρίου υπέρ της ευδαίμονος μακροβιώσεως της υμετέρας θεοφρουρήτου Πανιερότητος, ης ειμί
ταπεινός (δείνα).
Πριν επαινέσω και εγκρίνω την απόφασίν σου, επιθυμώ να ειξεύρω αν αύτη υπηγορεύθη υπό ειλικρινούς και αφιλοκερδούς του τε πατρός και του υιού εφέσεως· διότι κατά την έννοιαν του γράμματός σου, υποθέτω, ότι η ανάγκη σε παρακινεί να κάμεις αυτόν ιερέα διά να απαλλαχθής από του βάρους αυτού, και ότι ο νέος φιλοτιμούμενος, ίνα μη παρακούση εις την πατρικήν αίτησιν, εδέχθη ακουσίως την πρότασιν. Η πείρα με εδίδαξεν, ότι σπανίως ευδοκιμούσιν εις το Ιερατείον, όσοι παρά θέλησιν αυτών χειροτονούνται. Οι κληρικοί έχουσι χρέη δυσκολώτερα παρ' όσα νομίζουσιν οι λαϊκοί. Αλλ’ ίσως μοι είπης ότι όλοι δεν φυλάττουσιν αυτά· αλλά και διά τούτο δεν επιθυμώ να αυξήσω τον αριθμόν των αμαρτωλών ιερέων. Όσοι θέλουσι να γείνωσιν άξιοι ιερουργοί του Θεού, και να απολαμβάνωσι το οφειλόμενον εις το σχήμα αυτών σέβας, πρέπει να απαρνηθώσι πάσας τας βιωτικάς μερίμνας και ηδονάς, να έχωσιν αδιαλείπτως τον εαυτών νουν προσηλωμένον εις τον Θεόν, να ήναι λιτοί και ολιγαρκείς, αφιλοκερδείς, άκακοι, και να φυλάττωσιν ακριβέστατα όλους τους θρησκευτικούς κανόνας. Ανάγκη δε προς τούτοις να έχωσι και παιδείαν και προ πάντων εκκλησικστικήν, διά να εννοώσι τας προσευχάς, και να εξηγώσι τας γραφάς εις τους αγραμμάτους ενορίτας των. Αν ο υιός σου ήναι ικανός να φυλάξη ταύτα πάντα, πρέπει να βεβαιωθώ τούτο παρά του ιδίου, προς δε και αν η θέλησις αυτού ήναι ανεπηρέαστος, και έχη την απαιτουμένην παιδείαν. Υπόσχομαι δε, αν ευρεθή άξιος, να χειροτονήσω αυτόν.
Έμελλον να δοκιμάσω όλας τας καταδρομάς της Ειμαρμένης. Προς ταις άλλαις ταις προλαβούσαις δυστυχίαις μου επήλθε και η πυρκαϊά, ήτις, αποτεφρώσασα την οικίαν μου, αφήκεν εμέ και τους περί εμέ γυμνούς και τετραχηλισμένους. Όθεν προστρέχω πάλιν εις μόνον τον επί γης ευεργέτην μου, παρακαλών αυτόν μετά δακρύων, όπως λαβών οίκτον προς την ελεεινήν μου κατάστασιν, με συνδράμη δια να καλύψω την γυμνότητα των τέκνων μου, και χορτάσω την πείναν μας. Γνωρίζων, ότι είναι ίδιον της εμφύτου αγαθότητος υμών να παρηγορήτε τους δυστυχείς, ειμί εύελπις, ότι θέλει εισακουσθή αύτη η ταπεινή δέησίς μου. Η δε ευγνωμοσύνη μου θα ήναι τόσον διαρκής, όσον και αι ημέραι μου.
Περιπεσών εις απροβλέπτους ζημίας, εστερήθην όλης της περιουσίας μου, και κατήντησα εις τοιούτον βαθμόν δυστυχίας, ώστε δεν έχω ουδέ άρτον να δώσω εις τα τέκνα μου. Η στέρησις αυτών μάλλον, ή η ιδική μου, κατέβαλεν όλην μου την γενναιότητα, και κατέστησεν εις παντελή απελπισίαν, εκ της οποίας, μόνη η φιλανθρωπία της υμετέρας Εκλαμπρότητος (Εξοχότητος, Πανιερότητος) δύναται να με σώση. Όθεν προστρέχων εις την ευσπλαγχνίαν Υμών, παρακαλώ ταπεινώς να με διορίσητε εις μικράν τινα θέσιν (ή να μεσιτεύσητε να μοι δοθή η δείνα θέσις) ή να ενεργηθή διά της επιμελείας υμών έρανος (ή να μοι χορηγήσητέ τινα βοήθειαν). Έξετε δε ουρανόθεν τον μισθόν εκατονταπλασίονα.
Δεν επιχειρώ να δικαιολογήσω την διαγωγήν μου, διότι εάν αύτη ήτον άμεμπτος, δεν θα επέσυρε την κατ' εμού δυσμένειαν του ευεργέτου μου, όστις είναι της επιεικείας και της δικαιοσύνης το πρωτότυπον. Η αβουλία και η απερισκεψία μου είναι αι μόναι αιτίαι της συμφοράς μου. Όθεν προσπίπτων εις το έλεος υμών, παρακαλώ να συγχωρήσητε τα σφάλματά μου, και να με αξιώσητε πάλιν της ευμενούς προστασίας σας. Υπόσχομαι δε εις το εξής να εκτελώ μετά ζήλου και προθυμίας τα χρέη μου, να επεμβαίνω εις πολιτικάς συζητήσεις, να σέβωμαι θρησκευτικώς τα καθεστώτα, και να περιορίζωμαι εις την απόλαυσιν των μισθών μου, χωρίς να αποβλέπω εις άλλας πλαγίας απολαύσεις. Η στέρησις της ευνοίας υμών μάλλον ή η διετής αργία και η ανέχειά μου, έγειναν εις εμέ σωτήριον μάθημα, από του οποίου αν δεν ωφεληθώ, είμαι ανάξιος της συμπαθείας και του ελέους υμών.
Δέχομαι ευχαρίστως την μετάνοιάν σου, και εύχομαι να ήναι ειλικρινής· όθεν ενήργησα τα δέοντα, όπως λάβης πάλιν την πρώτην θέσιν σου. Επειδή δε έδωκα υπόσχεσιν, ότι δεν θέλεις εις το εξής εκτραπή των χρεών σου, πρόσεχε να φυλάξης και συ την ιδικήν σου· αν άλλοτε προσκρούσης, είναι αδύνατον να σε υπερασπισθώ πλέον.
Εξοχώτατε!
Πάσας τας ευχαριστηρίους λέξεις της γλώσσης ημών εάν συνάξω, δεν θα δυνηθώ να εκφράσω ουδέ το πολλοστημόριον της ευγνωμοσύνης μου διά τας αναρίθμητους προς εμέ ευεργεσίας υμών. Η υμετέρα Εξοχότης, ορμωμένη εκ της φιλανθρώπου καρδίας υμών, βοηθείτε τους δυστυχείς, μη αποβλέποντες εις τας ευχαριστήσεις αυτών· όθεν και πλειοτέραν αγαλλίασιν βλέπει τις εις το υμέτερον πρόσωπον παρά εις το των ευεργετουμένων· αλλ' ούτοι πώς να σιωπήσωσι τας χάριτας; Το υπούργημα ου τινος με αξιώσατε επλήρωσε χαράς την απεγνωσμένην οικογένειάν μου. Η γυνή μου τρέχει εις τας εκκλησίας, ψάλλουσα παρακλήσεις υπέρ της σωτηρίας υμών, τα τέκνα μου ευλογούσιν εις τας οδούς το υμέτερον όνομα, και εγώ επεθύμουν να είχον την φωνήν του Στέντορος διά να φωνάξω «ο Εξοχώτατος Κ. είναι ο πρωτοστάτης και ο σωτήρ των δυστυχών». Είησαν τα έτη της υμετέρας Εξοχότητος πάμπολλα και πανευφρόσυνα.
Εξοχώτατε!
Ανεκλάλητος ευγνωμοσύνη κατέχει όλην μου την ψυχήν διά τας χάριτας, όσας μέχρι τούδε αυθορμήτως μοι επεδαψιλεύσατε, μάλιστα δε διά την τελευταίαν, ήτις επρόφθασε καθ' ον καιρόν η απελπισία είχε προβή εις το έπακρον. Μόνος ο ουράνιος μισθαποδότης δύναται να ανταμείψη τοιούτους ευεργέτας της ανθρωπότητος, ων το όνομα έσεται μνημονευόμενον κατά πάντας τους αιώνας, ως ανήκον εις την αθανασίαν. Όθεν εγώ επαρκούμαι μόνον εις το να εύχωμαι τη υμετέρα εξοχότητι μακροβιότητα πανευδαίμονα· ειμί δε διά βίου
ελάχιστος δούλος.
Ευεργέτα άνερ!
Υμείς μεν, αποφεύγοντες τας ευχαριστήσεις, εκαλύψατε διά του ανωνύμου την προς εμέ ευεργεσίαν υμών, αλλ’ εγώ, βασανιζόμενος υπό του ελέγχου της αχαριστίας, εξιχνίασα τον αληθή ευεργέτην μου, και ευρών αυτόν, σπεύδω ίνα παρακαλέσω αυτόν να συγχωρήση την περιέργειάν μου, και δεχθή την ανέκφραστον και άμετρον ευγνωμοσύνην μου. Είθε δε ο Κύριος να ανταποδώση προς υμάς χιλιοπλάσια όσα υπέρ εμού επράξατε, και ποτέ συμβεβηκός ανιαρόν να μη διαταράξη τας ευτυχείς ημέρας υμών.
Εκλαμπρότατε!
Υπάρχουσιν ευεργεσίαι, τας οποίας ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να ανταμείψη. Τοιαύτη είναι η οφειλομένη παρ' εμού προς την Υμετέραν εκλαμπρότητα· διότι άνευ της προστασίας και βοηθείας υμών ήθελον μένει αμαθής και άχρηστος εις την κοινωνίαν άνθρωπος. Δεν έγεινα μεν έξοχος ιατρός, αλλ’ ελπίζω διά της πείρας και επιμελείας μου να αναπληρώσω την ατέλειαν της μαθήσεως. Ειξεύρω, ότι ως προς την υμετέραν Εκλαμπρότητα «άμ' ηλέηται και τέθνηκεν η χάρις», ως προς εμέ όμως ουδέποτε αποθανείται, αλλ’ έσεται διά βίου ακμάζουσα εις την καρδίαν μου. Δεχθήτε, Σεβαστέ μοι, την αιωνίαν ευγνωμοσύνην μου, και συγχωρήσατέ μοι να ήμαι διαπρύσιος κήρυξ των αρετών της υμετέρας Εκλαμπρότητος ης ειμί διά βίου
ελάχιστος δούλος.
Ευγενέστατε!
Γνωρίζων πόσον η αγαθή ψυχή υμών αγάλλεται, οσάκις μανθάνει χαρμοσύνους περί ημών ειδήσεις, τολμώ ίνα αναγγείλω υμίν, πρώτον ότι προχθές ηρραβώνισα την αδελφήν μου Ιουλίαν μετ' ευυπολήπτου τινός εμπόρου, όστις εζήτησεν αυτήν άνευ προικός, και δεύτερον, ότι προεβιβάσθην εις βαθμόν Τμηματάρχου· όθεν παρακαλώ την ευγενείαν σας, ίνα ευχηθήτε προς αμφοτέρους ημάς αίσια και τα τέλη. Ευαρεστήθητε δε να προσενέγκητε τας προσκυνήσεις και σεβάσματά μου προς την ευγενεστάτην Κυρίαν κτλ.
Ευσεβάστως προσκυνώ την υμετέραν εξοχότητα.
Η έμφυτος αγαθότης της ευγενούς ψυχής υμών, εκτιμώσα υπέρ αξίαν τας μικράς εκδουλεύσεις μου, με ενθάρρυνε να πέμψω προς υμάς ολίγον οίνον, τον οποίον ο ίδιος κατεσκεύασα εκ σταφυλής της αμπέλου μου. Όθεν ελπίζω, ότι θέλετε δεχθή ευμενώς το μικρόν τούτο δώρον. Ευαρεστήθητε δε να συγχωρήσητε την τόλμην μου ταύτην, και να μη με τιμωρήσητε διά στερήσεως της προς εμέ ευνοίας υμών, άνευ της οποίας ειμί ως δένδρον επί γης ερριμμένον, και υπό παντός ανδρός ξυλευόμενον. Είθε να σας διαφρουρή το θείον από παντός δεινού ανεπηρέαστον.
Δεν ενθυμούμαι να έπραξά τι υπέρ υμών ευγνωμοσύνης αντάξιον. Ίνα μη λυπήσω δε υμάς και δώσω αφορμήν εις παρεξηγήσεις, δέχομαι ευχαρίστως το δώρον υμών, και παρακαλώ άλλοτε να μη λαμβάνητε ουδέ τοιαύτην, ουδέ άλλην ενόχλησιν, αλλά να ζητήτε απλώς και ελευθέρως παν ό,τι εξαρτάται απ’ εμού, και θέλετε με ευρίσκει πάντοτε πρόθυμον...
Μετά πολυχρόνιον εις τον Ωκεανόν περιπλάνησιν, ο λιμήν καθίσταται ποθητός εις τους πλέοντας. Αρκετόν καιρόν εκυμάνθην και εγώ εις το πέλαγος του βίου, εν ω και ευδίας ημέρας εχάρην και καταιγίδας υπέστην ουκ ολίγας. Αφ' ου εγεύθην μέχρι κόρου τας ηδονάς της ζωής ταύτης, και εδοκίμασα των ηδονών τας πικρίας, ήρχισα να αισθάνομαι την ανάγκην της ησυχίας. Εις το έαρ της νεότητός μου, ότε τα πάθη ήσαν ακμαία, εθεώρουν τον γάμον ως ζυγόν δυσφόρητον· αλλ’ η ηλικία μετά της πείρας με εδίδαξαν, ότι αι τρυφαί της ζεούσης νεότητος, εφημέρους παρέχουσαι ηδονάς, αφίνουσι κενόν τι πάντοτε εις την ψυχήν ημών. Αύτη χρήζει τροφής ουσιωδεστέρας, την οποίαν δεν ευρίσκει τις εις τους δραπέτας έρωτας. Παρατηρών σήμερον δια προσεκτικωτέρου όμματος την ευζωίαν και ανάπαυσιν, ην απολαμβάνουσι πολλοί εις τους κόλπους της οικογενείας αυτών, την αγάπην, μεθ' ης περιστοιχίζουσιν αυτούς αι συμβίαι και τα τέκνα, εβεβαιώθην, ότι ευδαιμονία άνευ γάμου δεν υπάρχει. Διά τι λοιπόν, είπον, να στερώμαι εγώ της τρυφής ταύτης, ενώ ακόμη είμαι αρκετά νέος, και η περιουσία μου με συγχωρεί να λάβω γυναίκα; Την ιδέαν ταύτην απεφάσισα να πραγματοποιήσω και ζητώ την ιδικήν σου σύμπραξιν. Έχομεν εδώ τινας κόρας εν ώρα γάμου, τας οποίας όλας σχεδόν μοι επρότειναν, διότι αύτη είναι σήμερον η πραγματεία, ήτις έχει περισσοτέρους πωλητάς και μεσίτας· αλλ’ ουδεμίαν των ενταύθα εύρον κατά την αρέσκειάν μου. Συ κατοικείς εις πόλιν πολυανθρωποτέραν, όπου νέαι περισσότεραι και παντοίαι υπάρχουσιν, έχουσαι βέβαια και ανατροφήν τακτικωτέραν. Επειδή δε έχεις πολλάς σχέσεις, φιλοκαλίαν και ακριβές διαγονιστικόν, σε παρακαλώ να αναλάβης την φροντίδα της εκλογής, και να μοι γράψης. Πρέπει εν τούτοις να σοι δώσω τινάς οδηγίας. Επιθυμώ νέαν μεταξύ των 20 και 25 ετών· διότι συμφώνως προς τον Χριστόπουλον «μισώ την αγουρίδα, μισώ και την σταφίδα». Βέβαια αι αγουρίδες αιμούδιασαν τους οδόντας μου αρκετά, αλλά δεν κατήντησα ακόμη και εις βαθμόν, ώστε να μη ειμπορώ να μασσώ, ειμή σταφίδας. Δεν ζητώ εξαίσιον κάλλος επιθυμώ όμως πρόσωπον ευειδές· διότι φοβούμαι πολύ, μήπως δεν δυνηθώ να λάβω συμπάθειαν εις άσχημον γυναίκα. Επιθυμώ η σύζυγός μου να μη ήναι μεν αγράμματος, όχι όμως να έχη και οίησιν πολυμαθείας· διότι δεν έχω σκοπόν να διορίσω αυτήν σχολάρχην, ή γυμνασιάρχην, ουδέ να φιλολογώ μετ' αυτής. Επιθυμώ προ πασών όλων των άλλων γνώσεων να γνωρίζη, πώς πρέπει να αγαπάται ο σύζυγος, να ανατρέφωνται τα τέκνα, και να κυβερνάται η οικία. Δεν ζητώ προίκας και τα τοιαύτα, και αν έχη ιδίαν περιουσίαν, δεν θέλω εγγίσει αυτήν· διότι δεν επιθυμώ να έχω χρηματικάς υποδουλώσεις προς την γυναίκα μου. Προτιμώ να με υποχρεώση διά της φιλοστοργίας, της αγαθότητος, της φρονήοεως και της σεμνότητος αυτής. Επειδή δε τοιαύται Ελληνίδες δεν είναι σπάνιαι, ελπίζω διά της συνεργίας σου να απολαύσω όσον ούπω την συζυγικήν ευδαιμονίαν.
Ευθύς αφ' ου έλαβον το γράμμα σου, ενέργησα μετά προθυμίας την παραγγελίαν σου. Όστις δεν ζητή χρήματα, δύναται ευκόλως να εύρη γυναίκα της αρεσκείας του. Αι σημεριναί καταστάσεις των ανθρώπων και η εισχωρήσασα εις πάσας τας κλάσεις πολυτέλεια ολίγους άνδρας συγχωρούσι να νυμφεύωνται απροίκους γυναίκας. Όθεν πολλαί εξ αυτών, μη δυνάμεναι να συντελέσωσι χρηματικώς εις τον γάμον, ή να χορτάσωσι την φιλαργυρίαν των κερδοσκόπων γαμβρών, μένουσιν άγαμοι, αν και έχωσι προτερήματα χρυσίου και αργυρίου πολυτιμότερα. Όθεν επαινέσας τον σκοπόν σου, εξήτασα, και εύρον οποίαν επιθυμείς σύζυγον. Αύτη είναι μονογενής θυγάτηρ αξιοτίμου εμπόρου, όστις περιπεσών εις απροβλέπτους ζημίας, επτώχευσε χωρίς να χάση την υπόληψιν των συναδέλφων αυτού. Η νέα έλαβεν επιμελή ανατροφήν, και έχει όσα ζητείς πλεονεκτήματα. Γνωρίζων αυτήν καλώς, σε εγγυώμαι περί πάντων, εκτός της μορφής αυτής, την οποίαν πρέπει να ίδης αυτοίς οφθαλμοίς· διότι αι αρέσκειαι διαφέρουσα και ό,τι ευρίσκει ο εις ωραίον, δύναται να φανή εις άλλον άσχημον ή μέτριον. Όσον το κατ' εμέ, αν ήμην άγαμος, δεν ήθελον ποσώς διστάσει να λάβω αυτήν γυναίκα. Πρέπει λοιπόν να έλθης ο ίδιος, και αν αυτή δεν σε αρέση, έχω πρόχειρον άλλην. Εν συντόμω ελπίζω, ότι δεν θα επιστρέψης άγαμος, ούτε δυσηρεστημένος.
Δεν επιχειρώ να εκθειάσω τα περικοσμούντα υμάς εξαίσια δώρα της φύσεως, ως ανώτερα παντός εγκωμίου. Όσοι ηυτύχησαν και είδον υμάς πάντες εθαύμασαν την σοφίαν του πλάστου, όστις συνήγαγε προς περικόσμησιν υμών τα αφ' ενός εκάστου των αυτού πλασμάτων καλά. Του γενικού τούτου θαυμασμού μέτοχος ώφειλον και εγώ να γείνω. Αφού δε ηξιώθην και εκ του σύνεγγυς να γνωρίσω υμάς, η ψυχή μου έκτοτε έλαβεν εντυπώσεις αισθημάτων ηδίστων και αγνώστων μέχρι της στιγμής εκείνης προς εμέ. Μη απαντήσας κατά τον βίον μου ειμή μετρίας καλλονάς και μετριώτερα προτερήματα, ηγνόουν το φίλτρον του αγνού εκείνου και ουρανοπέμπτου έρωτος, τον οποίον η ισχύς των επαγωγών θελγήτρων υμών ενέπνευσεν εις την παρθένον καρδίαν μου. Η γοητεία του επαφροδίτου κάλλους υμών, και το αιδήμον ήθος εδέσμευον την γλώσσαν μου, οσάκις απεφάσισα να εκφράσω προς υμάς τα αισθήματά μου. Αλλ’ η διάλεκτος της καρδίας, ούσα γεγραμμένη εις τους οφθαλμούς, δεν είχεν χρείαν λέξεων, διά να γείνη καταληπτή, και αύτη βεβαίως ωμολόγησεν ό,τι τα χείλη μου δεν ετόλμησαν να εκφωνήσωσι. Παρετήρησα μεν, ότι κατενεύσατε κοσμίως τα βλέμματα υμών, οσάκις ητένιζον προς αυτά, αλλά και εις αυτό το υπαγορευόμενον υπό της αιδούς κίνημα νομίζω ότι ανεξιχνίασα ιλαρόν τι, τα οποίον δεν εδείκνυε κατ' εμού ούτε οργήν ούτε απέχθειαν. Αν τούτο δεν ήναι οπτική απάτη, αν ηυτύχησα να μετοχετεύσω προς υμάς πολλοστημόριον των όσων μοι επνεύσατε αισθημάτων, τούτο είναι αρχή της ευδαιμονίας μου, την οποίαν θέλει εξασφαλίσει ο Υμέναιος. Όθεν πριν περί τούτου είπω τι προς τους γεννήτορας υμών, επιθυμώ παρ’ υμών πρώτον να μάθω όχι αν με αγαπάτε, διότι τούτο δεν είναι καιρός να προφέρητε, αλλ’ αν έχητε μικράν προς εμέ κλίσιν, και αν ευχαρίστως αποφασίζητε να ενώσητε την υμετέραν τύχην μετά της ιδικής μου· διότι προτιμώ, Κυρία μου, να στερηθώ και ευτυχίας και ζωής παρά να θέσω υμάς εις την οδυνηράν ανάγκην να παρακούσητε εις τους γονείς υμών, ή να δεχθήτε χάριν αυτών σύζυγον, αποδοκιμαζόμενον υπό της καρδίας υμών. Το χρέος τούτο μοι επιβάλλει ο έρως μου αυτός, όστις αν ήτο μάλλον περιφλεγής παρά ειλικρινής, ίσως δεν ηνείχετο τοιαύτας διατυπώσεις. Όθεν και ετόλμησα να διευθύνω προς υμάς την επιστολήν μου ταύτην, εκ της απαντήσεως της οποίας εξαρτάται το μέλλον του δούλου σας.
Αν και τα εμπεριεχόμενα εις την επιστολήν υμών, εκτός των υπερβολικών εγκωμίων, ήσαν πλήρη ευγενών, ειλικρινών και σεμνοπρεπών εκπεφρασμένων αισθημάτων, τα καθήκοντά μου όμως δεν μοι επέτρεπον να απαντήσω προς υμάς. Επειδή δε η σιωπή μου έδωκεν, ως φαίνεται, υπονοίας, τας οποίας η παράτασις αυτής ήθελεν επικυρώσει, έλαβον την άδειαν παρά της μητρός μου να εκφράσω προς υμάς την ευγνωμοσύνην μου διά την προτίμησιν, ης ευηρεστήθητε να με αξιώσητε. Ό,τι δε ο πατήρ μου αποφασίση μεθ' υμών, εις τούτο δεν θέλει εύρει ασύμφωνον και
την δούλην σας.
Δεν αποφασίζεις, αδελφέ, να νυμφευθής διά να γλυτώσω και εγώ; Τι κακόν είναι τούτο! πανταχόθεν ακούω παράπονα, ότι δηλαδή δεν σοι κοινοποιώ όσας μοι κάμουσι προτάσεις, και ότι δεν σε παρακινώ να δεχθής αυτάς; Εκτός των νυμφών όσας προηγουμένως σοι ανήγγειλα επαρουσιάσθησαν και άλλαι τρεις· και Κύριος οίδε, πόσαι άλλοι θα παρουσιασθώσιν, αν δεν αποφασίσης και τώρα. Εκ των τριών των νυν παρουσιασθέντων η μία είναι εικοσαετής, κόρη εμπόρου· έχει δε πρόσωπον γλυκύ, δισχίλια τάλληρα, και όλα τα προτερήματα του παρόντος καιρού δηλ. ειξεύρει Γαλλικά, χορόν, μουσικήν κτλ. Η δευτέρα, της οποίας ο πατήρ ήτο τραπεζίτης, είναι νεωτέρα, ευειδεστέρα και επίσης πεπαιδευμένη, αλλά μετρητά δεν έχει· είναι όμως ο μόνος κληρονόμος θείου τίνος, όστις θα σε πλουτίση μετά τον θάνατόν του, εάν ευδοκήση ο Θεός και καλέση αυτόν εις τας αιωνίους μονάς προ σου. Η δε τρίτη έλκει το γένος εξ ευγενών· είναι μεν ολίγον ώριμος, αλλ’ όχι και άσχημος, και έχει τρόπους ερασμίους. Η προιξ αυτής είναι δύο ομολογίαι αρχιερατικαί εξ 150 χιλιάδων δραχμών, όσας οι γονείς θεωρούσιν ως ασφαλή περιουσίαν, μεθ' ης θέτουσιν εις την πλάστιγγα και την Ελληνικήν παιδείαν και τον Κινέζικον πόδα της θυγατρός αυτών. Αν λοιπόν δεν με απατά η μνήμη, ο αριθμός των νυμφών ήδη έφθασεν τον δώδεκα, και μεταξύ αυτών δύνασαι να εκλέξης την καλλιτέραν. Αλλά προς θεού αποφάσισον μίαν ώραν αρχήτερα, διά να απαλλάξης και εμέ των ενοχλήσεων των μητέρων, θείων, αδελφών και των τοιούτων, οίτινες με περικύκλωσαν, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, εξ αιτίας της ελλείψεως των εδώ γαμβρών.
Νομίζω, ότι σοι είπον και άλλοτε, ότι δεν νυμφεύομαι γυναίκα, ούτε διά το χρυσίον, ούτε διά την ευφωνίαν, ούτε διά την πολυμάθειαν, ούτε διά την ευστροφίαν και μικρότητα των ποδών αυτής. Επιθυμώ προ πάντων να εύρω γυναίκα έχουσαν νουν ώριμον, αιδώ και πραότητα· τα δε λοιπά θεωρώ επουσιώδη, και αν θέλης αλυσιτελή, ίνα μη είπω επιβλαβή, προς τον σκοπόν του γάμου. Επειδή δε εις ουδεμίαν εξ όσων μοι επρότεινας ευρίσκω τοιαύτα προτερήματα, θα μείνω άγαμος, έως ότου τύχω γυναικός κατά την επιθυμίαν μου. Ευχαριστώ και σε και όλους, όσοι με ετίμησαν διά των προτάσεών των· λυπούμαι όμως, ότι δεν δύναμαι να αποφανθώ περί έργου μεγίστην και ισόβιον σπουδαιότητα έχοντος λόγω μόνον να ευχαριστήσω την ευγενίαν των. Όθεν, διά να απαλλαχθείς, ειπέ ότι δεν έχω σκοπόν ακόμη να συνάψω γάμον· ειπέ ότι η κατάστασίς μου δεν μοι συγχωρεί τούτο, ή ότι οι ιατροί με κωλύουσιν, ή ότι έχω αδελφάς, τας οποίας πρέπει πρώτον να αποκαταστήσω, ή ότι ο θείος μου με έχει παιδιόθεν ηρραβωνισμένον εις την πατρίδα και πριν διαλύσω τον δεσμόν τούτον δεν δύναμαι να συνδέσω άλλον. Έκλεξον οποίαν πρόφασιν εκ τούτων προτιμάς, και πρόσθες, αν θέλης, ότι είμαι οργίλος, δύτροπος, φιλάργυρος, φιλάσθενος και καχεκτικός ακόμη. Ελπίζω, ότι, αν πράξης ούτω, θα σε αφήσωσιν εις το εξής ήσυχον, αφού μάλιστα λάβωσιν την απόφασιν. Τοιαύτην σύζυγον οποίαν επιθυμώ, δεν προσφέρουσι, φίλε μου, μετά τοσαύτης σπουδής. Ανάγκη να ζητήσω τοιαύτην μετά κόπου και να εύρω αυτήν ο ίδιος.
Μετά την αποβίωσιν του μακαρίτου αδελφού υμών η κηδεμονία των τέκνων αυτού ανετέθη εις υμάς. Εκ τούτων είναι και θυγάτηρ και ώρα γάμου, ην επεθύμουν να κάμω νύμφην μου. Γνωρίζετε τον υιόν μου και είναι περιττόν να είπω προς υμάς τα περί αυτού. Τούτο μόνον προσθέτω, ότι τω ήνοιξα δι’ ιδιαίτερον λογαριασμόν του οίκον εμπορικόν εν Μασσαλία, όπου μετ' ολίγον απέρχεται. Παρακαλώ να μοι φανερώσητε την περί τούτου γνώμην υμών, καθώς και τους όρους, υπό τους οποίους δύνασθε να υπανδρεύσητε την περί ης ο λόγος ανεψιάν υμών.
Άνευ ελαχίστου δισταγμού ήθελον δεχθή την πρότασιν υμών, αν επρόκειτο να δώσω την ανεψιάν μόνον εις τον υιόν υμών, του οποίου και τα προτερήματα εκτιμώ, και τον πατέρα εξαιρέτως σέβομαι· αλλά κατά την έννοιαν τις επιστολής υμών ζητείτε βεβαίως και προίκα. Ο μακαρίτης αδελφός μου αφήκε μεν αρκετήν περιουσίαν εις τα τέκνα αυτού, αλλά ταύτης μέγα μέρος ευρίσκεται εις χείρας δυστρόπων οφειλετών, και μέχρις ου συναχθή και εκκαθαρισθή, δεν ειξεύρω οριστικώς τι ανήκει εις εκάστην των ορφανών. Επομένως και η προιξ της ανεψιάς μου είναι απροσδιόριστος και αβέβαιος. Τούτων ούτως εχόντων, πρέπει να αναβάλω την υπανδρείαν αυτής, αν και τούτο με λυπή πολύ· διότι δυσκόλως θέλει εύρει τοιαύτην τύχην, οποία παρουσιάζεται σήμερον εις αυτήν.
Παράξενος θα σοι φανεί η ιδέα μου, αλλά μη υπολαμβάνης αυτήν ως αστεϊσμόν· διότι, σε διαβεβαιώ, ομιλώ σπουδαιότατα. Απεφάσισα να υποκύψω εις τον ζυγόν του γάμου. Γέλα όσον θέλεις, αλλά πίστευσον. Ναι, εξάδελφε, θέλω να νυμφευθώ γυναίκα, και επιθυμώ να εκτελέσω τούτο όσον τάχιστα. Ήκουσα να επαινώσι πολύ την αδελφήν του Ο. την οποίαν προτιμώ, διότι συμφωνεί όχι μόνον προς την ηλικίαν μου, αλλά και προς τας κλίσεις μου· επειδή ως λέγουσιν, ούτε ομηγύρεις αγαπά, ούτε χορούς, ούτε θέατρα, ούτε άλλα τοιαύτα· προς δε, ότι είναι αρίστη οικονόμος, και έχει και καλά ταλαράκια. Αν όλα ταύτα ήναι αληθή, ζήτησον αυτήν από μέρους μου, υπόγραψον το προικοσύμφωνον και διά του ατμοκινήτου πέμψον μοι αυτήν μετά του αδελφού μου προς ον γράφω τας περί τούτου οδηγίας.
Ηπόρησα τω όντι ακούσας την απροσδόκητον μεταβολήν σου. Συ ο απορρίψας υπερηφάνως εν διαστήματι είκοσι ετών πάσαν περί γάμου πρότασιν, και ο ένθερμος επαινετής του αγάμου βίου, πώς απεφάσισας αίφνης να δεχθής ζυγόν, τον οποίον μέχρι τούδε εχλεύασας; ιδού ότι εξακολουθούσι να γίνωνται θαύματα, και ας λέγωσιν ό,τι θέλουσιν οι άθρησκοι. Εγώ αδιστάκτως πιστεύω αυτά, και δοξάζω τον Θεόν, όστις σοι ενέπνευσε φιλανθρωπότερα ή μάλλον φιλογυναικότερα αισθήματα. Πόσον δε ευτυχέστερος θα ήσο, αν σοι ήρχετο ενωρίτερα η έμπνευσις αύτη! Αλλά κάλλιον αργά παρά ποτέ, λέγει η παροιμία, αν και το πολύ αργά εις την περίστασιν ταύτην δεν είναι καλόν. Την Κυρίαν Ο. γνωρίζω εκ του πλησίον, και όσα σοι είπον περί αυτής είναι κατώτερα των πραγματικών προτερημάτων αυτής. Επειδή δε είναι πολύ νεωτέρα σου παρ’ όσον υποθέτεις, ο αδελφός αυτής επήνεγκε τινάς δυσκολίας ως προς την ώριμον ηλικίαν σου· αλλ’ η κόρη, ως φρόνιμος, εξωμάλυνεν αυτάς, όταν εβεβαιώθη, ότι θα αποζημιώσωσιν αυτήν, η νεάζουσα εισέτι καρδία, το εράσμιον ήθος, και οι ευάρεστοι του γαμβρού τρόποι. Ελπίζω, ότι δεν θα μετανοήσω διά την εγγύησίν μου ταύτην. Σοι στέλλω λοιπόν το προικοσύμφωνον, και ευθύς αφού ετοιμασθώσι τα ενδύματα της μελλονύμφου σου, θέλεις απολαύσει αυτήν, συνοδευομένην υπό της θείας αυτής· διότι εθεωρήθη ως άτοπον να συνοδεύση αυτήν μόνος ο αδελφός σου, αν και η ηλικία και η μορφή αυτού είναι ανεπικίνδυνοι και ανύποπτοι.
Σταθερά φιλία και αμοιβαία αγάπη μας ενόνει προ τεσσαράκοντα σχεδόν ετών. Η αυτή πατρίς μας εγέννησεν, παρά τοις αυτοίς διδασκάλοις εμαθητεύσαμεν, το αυτό επεχειρίσθημεν επάγγελμα, και συγχρόνως σχεδόν ήλθομεν εις γάμον. Ο μακαρίτης πατήρ μου, ως ειξεύρεις, εσκόπευε να σοι δώση εις γάμον την υστερότοκον αδελφήν μου, την οποίαν αρπάσας ο θάνατος, συναφήρπασε και την ευχαρίστησιν του να σε κάμωμεν γαμβρόν. Τούτο όμως δεν με εμπόδισε να σε αγαπώ πάντοτε ως αδελφόν, και να θεωρώ τα τέκνα σου ως τέκνα μου.
Ο Δημήτριός σου, ακούω, ότι ευδοκίμησεν εις τας σπουδάς αυτού εν Παρισίοις, ότι χαίρει υπόληψιν επιστήμονος ιατρού ενταυτώ και νέου φρονιμωτάτου. Δεν αμφιβάλλω δε, ότι ζητούσιν ήδη αυτόν εις γάμον πολλοί· αλλά διά τι να αποξενωθώμεν αυτόν; διά τι η συγγένεια, ήτις άλλοτε εκωλήθη μεταξύ ημών να μη πραγματοποιηθή τώρα μεταξύ των τέκνων ημών, και να συνδέσωμεν ούτω διά της επιγαμίας στενώτερα την μεταξύ ημών φιλίαν; Έχω και εγώ θυγατέρα εν ώρα γάμου. Η Μαρία μου συνεπλήρωσε το 16 έτος της ηλικίας αυτής, και εσχάτως εξήλθεν εκ του σχολείου, όπου εβραβεύθη εις όλα τα μαθήματα. Δεν είναι δε ούτε δυσειδής, ούτε άχαρις· όθεν αρμόζει κάλλιστα εις τον υιόν σου, εις τον οποίον προσφέρω μετά της θυγατρός μου πεντακισχίλια τάλληρα. Εις την σημερινήν έλλειψιν των γαμβρών, νέος μάλιστα τοιούτος, δύναται να τύχη πλειοτέρων χρημάτων, αλλά Μαρίαν τοιαύτην δεν θα εύρη. Δεν επαινώ αυτήν ορμώμενος εκ τυφλής φιλοστοργίας, αλλά διότι είναι αξία των επαίνων μου. Τα ηθικά μάλιστα και ψυχικά αυτής προτερήματα είναι κατ’ εμέ ανεκτίμητα, και εγγυώνται εις τον μέλλοντα αυτής σύζυγον ευτυχίαν άλυπον και ισόβιον. Ας ίδη αυτήν και ο υιός σου, ας σπουδάση αυτήν, ας γνωρισθώσιν οι νέοι, και αν η ευχαρίστησις αυτών ήναι αμοιβαία, τότε ενόνομεν αυτούς, και τοις ευχόμεθα ό,τι ηυχήθησαν εις ημάς οι γονείς υμών. Ελπίζω, ότι θα λάβω ταχείαν απάντησιν υμών.
Απαντώ εις την φιλικωτάτην επιστολήν υμών. Ό,τι μοι προτείνεις επιθυμώ εγώ πλειότερον, και προ χρόνων μάλιστα εσυλλογίσθην. Δεν σοι εκοινοποίησα δε μέχρι τούδε την ιδέαν μου, διότι περιέμενον πρώτον να επιστρέψη ο υιός μου εκ της Ευρώπης, και να μάθω την γνώμην του. Ο νέος όμως αυτός, όλος έκδοτος εις την επιστήμην αυτού και βεβυθισμένος διηνεκώς εις μελέτας, ουδέ να ακούση θέλει περί γάμου. Την εικόνα της θυγατρός σου παρέστησεν εις αυτόν η μήτηρ αυτού μεθ’ όλων του πρωτοτύπου των χαρίτων, και εγώ αυτός εξέθεσα προς αυτόν της Μαρίας τα σπάνια πλεονεκτήματα. Αλλ’ αι περιγραφαί και προτροπαί ημών ποσώς δεν συνεκίνησαν αυτόν. Μας λέγει, ότι είναι πολύ νέος, και μόλις μετά δεκαετίαν θα σκεφθή περί γάμου. Ελπίζομεν όμως, ότι ταχέως θα μεταβάλη γνώμην. Αι φιλάρεσκοι γυναίκες της πόλεως ημών, μετά των οποίων ως εκ του επαγγέλματος αυτού σχετίζεται, δεν θα βραδύνωσι να εξυπνήσωσιν αυτόν, και αν δεν θα προλάβη ουδεμία εξ αυτών να τον ελκύση, θα προσπαθήσωμεν να προσηλώσωμεν αυτόν εις την Μαρίαν, και ούτως εκπληρούται η αμοιβαία επιθυμία ημών.
Εις υποθέσεις ομοίας προς την παρούσαν μεταχειρίζονται οι πλειότεροι μεσίτας, ή και αν αποταθώσι κατ' ευθείαν, συνειθίζουσι μακρά προοίμια, τα οποία ως περιττά μεταξύ ειλικρινών ανθρώπων, ως είσθε υμείς παρατρέχω, και λέγω προς υμάς καθαρά και απεριπλόκως, ότι απεφάσισα να νυμφευθώ· και επειδή μοι αρέσκει πολύ η φιλτάτη υμών, επεθύμουν να λάβω αυτήν ως γυναίκα μου· δεν ανέχομαι δε ουδέ λεπτόν υπέρ ταύτης να εξοδεύσητε, και επιθυμώ ευθύς να γείνωσι και οι γάμοι. Προσμένων άνευ προξένων και προξηνητριών απάντησιν υμών, ειμί
δούλος σας.
Αποκρινόμενος μετά της αυτής συντομίας και ειλικρινείας, σας λέγω, ότι η απόφασις υμών είναι ολίγον παράκαιρος· διά τούτο είναι αδύνατον η θυγάτηρ μου να συγκατατεθή εις την πρόσκλησιν υμών, και επομένως δεν δύναμαι να βιάσω αυτήν να νυμφευθή άνδρα εξηκοντούτην, ενώ αυτή είναι μόλις εικοσαετής, αλλά και τούτο αν συνεβιβάζετο, δεν ήθελον ανεχθή να υπανδρεύσω αυτήν χωρίς προικός. Ως ειλικρινής λοιπόν συμβουλεύω υμάς να ζητείτε γυναίκα ανάλογον προς την ηλικίαν υμών διά να αποφύγητε τας δυσαρέστους συνεπείας των δυσαναλόγων συνοικεσίων.
Η αγαθότης της ψυχής, η γλυκύτης του ήθους, και οι εράσμιοι τρόποι πολύ μάλλον ή το εισέτι ακμάζον κάλλος υμών, είλκυσαν προ πολλού και εδέσμευσαν την καρδίαν μου. Αμφιβάλλω αν η ιδική σας ησθάνθη αμοιβαίαν συμπάθειαν, μάλιστα εις καιρόν, καθ' ον θλιβεραί αναμνήσεις εβασάνιζον την ψυχήν υμών. Όθεν σεβόμενος το πένθος υμών, υπέφερον εν σιωπή τους πόνους μου. Αλλ’ από της αποβιώσεως του συζύγου υμών παρήλθον ήδη τρία έτη, και είναι καιρός να ανοίξητε την καρδίαν υμών εις ηδύτερα αισθήματα. Τοιαύτα θέλγητρα και προτερήματα δεν είναι δίκαιον να στερήται η κοινωνία, ήτις άμα ιδούσα εδέχθη υμάς μετ’ αγαλλιάσεως. Σας είδον και εγώ και ανενεώθησαν αι θλίψεις μου, τας οποίας δεν δύναμαι πλέον να κρύψω. Συγχωρήσατέ μοι λοιπόν να είπω προς υμάς, ότι ο έρως μου είναι ίσος προς τον προς υμάς σεβασμόν μου, και ότι την συζυγίαν υμών θεωρώ ως άκραν ευδαιμονίαν μου. Εχάσατε σύζυγον φιλόστοργον και σπάνιον. Όθεν την απώλειαν ταύτην θέλω πασχίσει να καταστήσω ολιγώτερον επαισθητήν εις την σύζυγον αυτού, καθώς και εις τα τέκνα αυτών, των οποίων αναδέχομαι την ανατροφήν και απακατάστασιν. Μη παροξύνη δε υμάς η τόλμη μου· αλλά λάβετε οίκτον εις τας θλίψεις μου, των οποίων η παράτασις ή η παύσις εξαρτάται από της υμετέρας αποφάσεως· εν τούτοις βεβαιώ υμάς, ότι ουδείς δύναται να με υπερβή εις το προς υμάς σέβας μου, μεθ' ου και υπογράφομαι.
Η ανάμνησις του συζύγου μου είναι ακόμη νεαρά, και αποκλείει παν άλλο αίσθημα από της καρδίας μου. Εάν εφάνην άπαξ ή δις εις την κοινωνίαν, έπραξα τούτο κατ’ επίμονον προτροπήν των συγγενών μου· μη δυναμένη όμως να κρύψω την μελαγχολίαν μου, θα αποφεύγω εις το εξής τον κόσμον, διά να μη γίνωμαι οχληρά εις αυτόν σκυθρωπάζουσα. Σήμερον επομένως δεν δύναμαι να σκεφθώ περί της μελλούσης τύχης μου. Εάν ακολούθως αι περιστάσεις με αναγκάσωσι να συνάψω δεύτερον γάμον, βεβαίως θα προτιμηθή υπέρ πάντας παρ' εμού διά τας αρετάς του σεβόμενος, και του οποίου ειμί…
Δεν επεθύμουν να επαναλάβω πρότασιν, την οποίαν τρις ήδη απέρριψας. Αλλ’ επειδή μανθάνω, ότι ηύξησεν αντί να ελαττωθή η μελαγχολία σου, και υποπτεύω ότι αύτη προέρχεται από του περιωρισμένου και ακοινωνήτου βίου, τον οποίον εξακολουθείς να διάγης μετά την χηρείαν σου, απεφάσισα να επανέλθω εις όσα περί γάμου σοι είπον τον παρελθόντα χειμώνα. Επένθησας, φίλε μου, την σύζυγόν σου πολύ πλιότερον καιρόν παρ' όσον συνειθίζουσιν οι σημερινοί χήροι, εξ ων ολίγοι πενθούσιν ολόκληρον έτος, και πολλοί προ της εξαμηνίας ζητούσι παρηγορίαν, την οποίαν ευρίσκουσι, φαίνεται, εις την δευτερογαμίαν. Είσαι ακόμη εις ηλικίαν ακμάζουσαν, έχεις περιουσίαν και προτερήματα, άτινα σε κατασταίνουσι πανταχού γαμβρόν περιζήτητον. Η πρώτη σου σύζυγος ήτο γυνή αξιόλογος, αλλ’ ετελεύτησεν άτεκνος. Όθεν δεν περιφρονείς την μνήμην αυτής, εάν λάβης δευτέραν γυναίκα, ήτις επίσης δύναται να σε καταστήση ευτυχή σύζυγον ενταυτώ και πατέρα. Είναι περιττόν να σε επαινέσω την ευτυχίαν του συνοικεσίου, διότι υπέρ τα επτά έτη ενετρύφησας εις αυτήν, διά τούτο μάλιστα απορώ πώς αντέχεις τόσον καιρόν εις αγαμίαν. Ο Κ. Σ. έπραξε καλύτερα. Έκλαυσε και αυτός την αγαπητήν του συμβίαν, έθαψε αυτήν μετά μεγάλης πομπής, ετέλεσε τα σαρανταλείτουργα και τα κόλυβα μετά πολλής κατανύξεως, εμαυροφόρεσε μεθ' όλων των οικείων του· αλλ’ άμα συμπληρωθέντος του υποχρεωτικού πενθίμου έτους, απεμάκρυνε μετά του πένθους την θλίψιν αυτού, και ευρών νεανίδα ερασμίαν, αντεκατέστησε την μακαρίτιδα συμβίαν αυτού. Σε συμβουλεύω να μιμηθής αυτόν· και αν αποφασίσης τούτο σε ευρίσκω ευθύς γυναίκα της αρεσκείας σου. Εάν όμως επιμένης εις την χηρείαν επιχείρησον περιήγησίν τινα, ήτις δύναται να διασκεδάση την αθυμίαν σου, και να αξιώση και ημάς να σε ίδωμεν, διότι πολύ σε επεθυμήσαμεν. Η σύζυγός μου σε ασπάζεται αδελφικώς.
Με παρακινείς κατ' επανάληψιν να συνάψω δεύτερον γάμον· αλλά συ, όστις εγνώριζες την αποβιώσασαν σύζυγόν μου, ειξεύρεις πόσον δυσκόλως δύναμαι να αντικαταστήσω τον θησαυρόν, ούτινος εστερήθην. Αν και τριετία παρήλθεν έκτοτε, η εικών όμως αυτής είναι παρούσα πάντοτε εις τους οφθαλμούς μου, και αι αρεταί αυτής θα μένωσιν αείποτε νεαραί εις την μνήμην μου.
Πιθανόν να ευρίσκωνται και άλλαι γυναίκες έχουσαι τα προτερήματα της μακαριτρίας, αλλά την συζυγικήν εκείνης αγάπην και αφοσίωσιν τις δύναται να μοι εγγυηθή; Εάν λοιπόν αποτύχω κατά τούτο, είμαι άνθρωπος δυστυχής, και της δυστυχίας μου κοινωνός θα γείνη η νέα μου σύντροφος. Αν δε και τα ιδιώματα ημών προς τούτοις δεν συμφωνήσωσι, τότε τι ποιητέον; Θα μοι είπης, ότι πρέπει πρώτον να εξετάσω περί του χαρακτήρος αυτής· αλλ’ αι γυναίκες εις τοιαύτας περιστάσεις ειξεύρουσι τόσον καλά να προσποιηθώσιν, ώστε ουδ' ο οξυδερκέστερος ανήρ δεν δύναται να αναγνώση την καρδίαν αυτών. Δεν μέμφομαι αυτάς πολύ δι' αυτό, διότι το συμφέρον παρακινεί αυτάς να κρύψωσι τα ελαττώματα αυτών. Μήπως και πολλοί άνδρες δεν προσποιούνται προ του γάμου τον εράσιμον, τον πράον, τον μεγαλόδωρον· άμα δε νυμφευθέντες αναφαίνονται αγροίκοι, οργίλοι και φιλάργυροι; Όθεν προτιμώ να μείνω άγαμος, φίλε μου, παρά να αποφασίσω πράξιν, διά την οποίαν πιθανόν να μετανοήσω εφ' ορού ζωής μου, και αντί ευτυχίας και παραμυθίας να δοκιμάσω μεγαλείτερα δεινά των όσα ήδη υποφέρω.
Πιθανόν να πραγματοποιήσω, ην με συμβουλεύεις περιήγησιν, και τότε βεβαίως θέλω έλθει πρώτον να ίδω υμάς· διότι και εγώ δεν επεθύμησα υμάς ολιγώτερον. Τα σεβάσματά μου προς την Κυρίαν.
Αφ' ότου ευηρεστήθητε να με δεχθήτε εις την οικία υμών, ήρχισα να εκτιμώ τα σπάνια πλεοκτήματα της φιλτάτης υμών θυγατρός· βεβαίως τοιαύτη αξιότιμος καθ' όλους τους λόγους μήτηρ, τοιούτον έπρεπε να γεννήση βλαστόν. Όθεν και δικαίως πολλοί αμιλλώνται να κερδίσωσι την εύνοιαν υμών και την αγάπην εκείνης. Συνηγωνίσθην και εγώ μετ' αυτών, και τολμώ να πιστεύσω, ότι η ευγενία σας τουλάχιστον εδείξατε προς εμέ ιδιαιτέραν τινά προτίμησιν. Δεν έχω την ματαιότητα να αποδώσω αυτήν ούτε εις την οποίαν κατέχω κοινωνικήν θέσιν, ουδέ εις την άνετόν μου κατάστασιν· αλλ’ εις την ιδιαιτέραν υμών αγαθότητα και εις οξυδερκή παρατήρησιν, ότι η κλίσις είναι ειλικρινές και φιλοκερδέστατον της καρδίας υπούργημα. Ναι, Κυρία μου, εάν ευηρεστηθήτε να με ονομάσητε υιόν σας, όπερ θεωρώ ακροτάτην ευτυχίαν μου, άλλην συμφωνίαν δεν προτείνω, ειμή την ελευθέραν της θυγατρός υμών συγκατάθεσιν· διότι αν και η απάρνησις αυτής θα με θλίβη μέχρι θανάτου, προτιμώ όμως τούτον παρά να παραβιασθή η θέλησις αυτής, και να απαχθή εις τον ναόν του Υμεναίου, ως σφάγιον. Γνωρίζω ότι ούτε η ηλικία μου είναι εις την ακμήν της, ούτε η φύσις με εχάρισε μορφήν ελκυστικήν· μοι έδωκεν όμως καρδίαν ευαίσθητον, και αύτη μόνη δύναται οπωσούν να στηρίξη την περί εμαυτού δυσπιστίαν μου. Όθεν, εάν η φιλτάτη ημών εγνώρισε αυτήν και παραβλέπη τας άλλας ελλείψεις μου, ευαρεστήθητε να μοι είπητε την γνώμην αυτής, καθώς και την υμετέραν απόφασιν.
Δέχθητε, Κυρία μου, τας μετά σεβασμού προσκυνήσεις
του προθυμοτάτου δούλου υμών.
Ανέγνων μετά προσοχής, ην ευηρεστήθητε να μοι γράψητε επιστολήν και σας ευχαριστώ διά όσα τρέφετε προς εμέ και την θυγατέρα μου αισθήματα. Η πρότασις υμών, Κύριέ μου, είναι σύμφωνος προς την επιθυμίαν μου, και ήθελον αδικήσει το τέκνον μου, εάν έδιδον την προτίμησιν εις άλλον τινά των συναγωνιστών υμών. Το σέβας και την συμπάθειαν, την οποίαν συνέλαβον προς υμάς ευθύς αφού έλαβον την τιμήν να σας γνωρίσω, συμμερίζεται και η Αρίστη μου, ήτις καθώς και η μήτηρ αυτής περί ολίγου ποιούνται την πολλήν νεότητα και ωραιότητα, τας οποίας θεωρούσιν ως επουσιώδη των ανδρών προτερήματα. Αλλά τούτο το προς υμάς αίσθημά της μόνη εκείνη εγνώριζε μέχρι τούδε· διότι δεν ήλπιζε, καθώς ούτε εγώ, να ελκύση την σπουδαίαν προσοχήν ημών, και να αξιωθή τοιαύτης τύχης. Όθεν, Κύριε μου, ου μόνον προθύμως δέχομαι μετά της θυγατρός μου την πρότασιν υμών, αλλά και οικειοθελώς προσθέτω δισχίλια φλωρία εις ην είχον προσδιορίσει δι' αυτήν προίκα. Σας περιμένω το εσπέρας διά να συμπίωμεν το τέι, και ακούσητε προφορικώς την της θυγατρός μου συγκατάθεσιν, κατά την υμετέραν επιθυμίαν, τακτοποιήσωμεν δε και τα περαιτέρω. Δέχθητε, Κύριε, την διαβεβαίωσιν της υψηλής προς υμάς υπολήψεώς μου, μεθ' ης ειμί...
Έως πότε θα μένετε απαθής εις τους στεναγμούς των ποθούντων την απόλαυσιν των θέλγητρων υμών; Αν δεν συγκινώσιν υμάς οι πόνοι των, λυπήθητε καν την νεότητα και το κάλλος υμών, άτινα ματαίως και ανωφελώς μαραίνονται. Επειδή ο πρώτος γάμος υπήρξεν δυστυχής, δεν είναι δίκαιον να λάβητε και τόσην αποστροφήν κατά της υπανδρείας. Εάν ο σύζυγος υμών, τον οποίον καλώς ποιούσα, διεζεύχθητε, δεν είξευρε να εκτιμήση τα προτερήματα υμών, ευρίσκονται άλλοι δικαιότεροι και μάλλον φιλόκαλοι, οίτινες θεωρούσιν ως μεγίστην ευτυχίαν την συζυγίαν υμών. Τοιούτος δε ειμί προ πάντων ο τολμών να εμφανισθώ προς υμάς διά της παρούσης μου. Υπόσχομαι δε όχι μόνον να αγαπώ υμάς μεθ' όλης της δυνατής θερμότητος, αλλά και να υπακούω τυφλώς εις τα νεύματα υμών και να μη ζητώ εκ της περιουσίας πλειότερα παρ' όσα ευαρεστηθήτε να προσδιορίσητε διά τα ίδιά μου έξοδα. Ελπίζω να μη απορρίψητε την πρότασίν μου, διότι η απελπισία μου δύναται να με ωθήση εις κίνδυνον. Ειμί μετά βαθυτάτου σεβασμού
ο λάτρις και δούλος υμών.
Αφού εις την νεότητά μου δεν με εδελέασαν οι πραγματικοί των ανδρών έπαινοι, βεβαίως εις την σημερινήν ηλικίαν μου δεν θέλουσι με απατήσει τα βεβιασμένα εγκώμια. Ο πατήρ μου μοι αφήκε σημείωσιν του έτους καθ' ο εγεννήθην, το οποίον με ενθυμίζουσι καθ' ημέραν οι δορυφόροι του γήρατος. Λοιπόν πρέπει, Κύριέ μου, να αισχυνθήτε ολίγον, ψευδόμενοι ούτω προς εμέ. Ακούσαντες βεβαίως, ότι έχω τινα φλωρία, τα οποία επεθυμήσατε να οικειοποιηθήτε, επεσωρεύσατε εγκώμια επί εγκωμίων, προσεποιήθητε τον ερωτόληπτον, και υπεσχέθητε δουλείαν, αλλ’ εις μάτην αγωνίζεσθε. Και τους άνδρας αν δεν εγνώριζον και την αδυναμίαν τινών συνομηλίκων μου αν είχον να πιστεύω μάλλον εις τους λόγους των κολάκων παρά εις τον καθρέπτην μου, πάλιν δεν ήθελον αποφασίσει να χάσω μετά της ανεξαρτησίας την μικράν μου κατάστασιν, ήτις κεντήσασα την φιλοχρηματίαν υμών, παρεκίνησεν υμάς να προσποιηθήτε έρωτα εις γυναίκα εξηκοντούτην. Σας συμβουλεύω λοιπόν να αποταθήτε εις άλλην τινά ευκολόπιστον, και να αφήσητε ήσυχον την επευχομένην υμίν πλειοτέραν διάκρισιν και ειλικρίνειαν.
Δεν επεθύμουν να γείνω άγγελος ειδήσεως, ήτις μέλλει να κατασπαράξη την καρδίαν υμών· αλλ’ επειδή τάχιον ή βράδιον θα μάθητε αυτήν, αναγγέλλω εγώ πρώτος ταύτην, διά να σπεύσητε εις παρηγορίαν της πενθούσης αδελφής μου. Ο αγαθός γαμβρός υμών δεν υπάρχει πλέον· αι παράκαιροι φλεβοτομίαι αμαθούς ιατρού έστειλαν αυτόν πρόωρα εις τον άδην, και εβύθισαν ημάς εις λύπην ανέκφραστον. Καθώς έζησεν, ούτω και απέθανεν ο χρηστός ούτος ανήρ. Καθ’ όλην την διάρκειαν της νόσου αυτού, αν και κατεκαίετο υπό του πυρετού, διετήρει όμως τας αισθήσεις, ωμίλει μεθ' ιλαρού προσώπου, επαρηγόρει, και μάλιστα ηστεΐζετο ενίοτε κατά την συνήθειαν αυτού. Ιδών επί τέλους, ότι βαρύνει, εζήτησε να εκτελέση τα θρησκευτικά αυτού καθήκοντα· όθεν εξωμολογήθη, εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και συνδιηλλάγη προς τινας γνωρίμους, κατά των οποίων είχε ψυχρότητα. Την παραμονήν της τελευτής αυτού, αν και προησθάνθη ήδη αυτήν, διά να μη μας λυπήση όμως, δεν απέδειξε τας υποψίας αυτού, αλλ’ εξηκολούθει να παρηγορά ημάς. Τέλος η τρομερά της κρίσεως εννάτη ημέρα έφθασε, και το ιατροσυνέδριον εκήρυξε την απελπισίαν αυτού· αλλ’ εν τω μέσω του πολυωδύνου αγώνος αυτού, εκάλεσε πάντας ημάς ο μακαρίτης, ησπάσθη έκαστον εξ ημών, συνέστησε τα τέκνα αυτού εις την αδελφήν και κλείσας τους οφθαλμούς, παρέδωκε μετά γαλήνης το πνεύμα. Η κηδεία δεν ήτο πομπώδης αλλ’ άπασα η πόλις επροθυμοποιήθη απρόσκλητος να συνοδεύση τον νεκρόν, και πάντες ανεξαιρέτως έκλαυσαν αυτόν. Οι κλαυθμοί όμως της αδελφής μου έπνιγαν τους θρήνους των άλλων. Έκτοτε δε δεν εστέγνωσαν τα δάκρυα από των οφθαλμών αυτής. Έχει τρεις ημέρας να φάγη και να κοιμηθή, αδιαφορεί και περί αυτών των τέκνων, και οδυρομένη επικαλείται ακαταπαύστως τον θάνατον. Όλαι αι μέχρι τούδε παρηγορίαι ημών έμειναν ατελεσφόρητοι. Ίσως αι πατρικαί συμβουλαί έχουσι μεγαλειτέραν δύναμιν. Σπεύσατε λοιπόν να στηρίξητε την απελπισίαν αυτής.
Δεν ειμπορώ ακόμη να συνέλθω από της οδυνηράς προσβολής, την οποίαν μοι επροξένησεν η απροσδόκητος δυστυχία σου. Όχι μόνον εγώ και οι άλλοι σου συγγενείς, αλλά και πάντες όσοι εγνώρισαν τον καλόν σου σύζυγον οδύρονται διά τον θάνατον εκείνου και την ιδικήν σου συμφοράν. Ουδείς εξ ημών δύναται να αποδοκιμάση την θλίψιν σου· διότι μεγαλειτέρα άλλη δεν υπάρχει. Έχεις δίκαιον να θρηνήσης τοιούτον σπάνιον σύζυγον, και κλαύσον μάλιστα άφθονα· διότι η σιωπώσα θλίψις αναστρέφεται προς την καρδίαν και βιάζει αυτήν να συνθλάται. Τούτο είναι ανάγκη να αποφύγης· διότι θέτεις εις κίνδυνον την ζωήν σου, την οποίαν χρεωστείς να διατηρήσης και υπέρ σεαυτού και υπέρ των απογόνων σου. Ο Θεός όστις έδωκεν εις ημάς την ζωήν, αφαιρεί αυτήν διά λόγους, τους οποίους ημείς αγνοούμεν· και ως δεν δυνάμεθα να παρατείνωμεν αυτήν, ούτω δεν είναι εις την εξουσίαν ημών και να συντέμνωμεν αυτήν. Όθεν τους αυτόκτονας απορρίπτει και μετά θάνατον η εκκλησία ημών. Αυτοκτονία δε δεν είναι μόνον το να φονεύηταί τις, αλλά και το να αποποιήται παν ό,τι έδωκεν ο Θεός προς συντήρησιν της ζωής, και ούτω να επιταχύνη διά της υπερβολικής θλίψεως τον θάνατον εαυτού. Τα τέκνα σου προς τούτοις είναι και τέκνα του συζύγου σου. Αυτά είναι οι καρποί της προς αλλήλους υμών αγάπης, και ο υιός υμών θα κληρονομήση το πατρικόν όνομα. Εάν συ λείψης, ποίος θα αναθρέψη αυτά κατά την έφεσιν του εαυτών πατρός; Όθεν και η θρησκεία και η φιλοστοργία σε διατάττωσι να ζήσης, θυγάτηρ μου, και εάν παρακαλέσης τον θεόν, αυτός σοι δίδει δύναμιν να υποφέρης την οδύνην και θλίψιν ταύτην.
Απορώ τω όντι πώς ζω ακόμη μετά τοιαύτας ανιαράς αλγηδόνας, Διά τι ο θάνατος να αρπάση μετά τόσης προθυμίας και σκληρότητος τον χρηστόν και τον χιλιάκις χρησιμώτερον εμού άνθρωπον; να μένη δε αδυσώπητος προς την συμβίαν αυτού, ήτις παρακαλεί μετά χειμάρρων δακρύων να της αφαιρέση την ζωήν; Εις τι με χρησιμεύει αύτη, αφού έχασα το παν; Και ποίαν μεγαλητέραν ευεργεσίαν του θανάτου δύναται να δωρήση ο ύψιστος εις άνθρωπον, όστις παύσει να ευτυχή; Εάν δε η ευτυχία της γυναικός εν γένει ήναι ο ανήρ αυτής, κακοδαιμονία τρομερωτέρα δύναται να υπάρξη της εδικής μου, αφού εστερήθην τοιούτου συζύγου; Οι παραινετικοί λόγοι υμών και η υπενθύμησις των θρησκευτικών καθηκόντων διέχυσαν μεν αναψυχήν τινα εις την καρδίαν μου, αλλά και δεν ηδυνήθησαν να ανακουφίσωσι το βάρος αυτής... Τα τέκνα μου! Ναι, τα δυστυχή έχουσι την ανάγκην μου, και χρεωστώ υπέρ αυτών να ζήσω. Αλλ’ η θλίψις απενέκρωσε, πάτερ, όλα μου τα αισθήματα. Η καρδία μου εξηράνθη εις τοιούτον βαθμόν, ώστε βλέπω μετ' αναλγησίας τα αθώα αυτά πλάσματα, και αισθάνομαι, ότι έχασαν όλην μου την στοργήν μετά του πατρός αυτών. Γνωρίζω, ότι αμαρτάνω εις τον Θεόν, και αφού δεν ηυδόκησε να ενώση την ψυχήν μου μετά της του συζύγου μου, παρακαλώ αυτόν να μοι εμπνεύση αισθήματα μητρικώτερα και χριστιανικώτερα. Είθε αι ευχαί υμών να με ενισχύσωσιν εις την υπομονήν! Ασπάζομαι δε την δεξιάν υμών και ειμί
η τάλαινα θυγάτηρ.
Θρήνησον την συμφοράν μου. Η αγαπητή μου σύζυγος, η φιλόστοργος μήτηρ των τέκνων μου, η αγαθή φίλη σου δεν υπάρχει πλέον! Σοι είχα γράψει όσα υπέστην εις την γένναν αυτής, και ήλπιζον, ότι θα προελαμβάνετο η φλόγωσις· αλλ’ αι ελπίδες μου, φευ! εματαιώθησαν. Ούτε η επιστήμη 4 ιατρών, ούτε αι ένθερμοι προς Θεόν δεήσεις μου ηδυνήθησαν να σώσωσι την μακαρίτιδα. Εδοκίμασα, φίλε μου, πολλάς θλίψεις εις το στάδιον του βίου μου· αλλά παραμικρά σύγκρισις δεν υπάρχει μεταξύ εκείνων και των οίων σήμερον υποφέρω πόνων. Συ, ο στενώτερος των φίλων μου και κοινωνός των μυστηρίων μου, ειξεύρεις οποίας ευτυχίας απέλαυον εν διαστήματι δωδεκαετούς συζυγίας. Συ, όστις πολλάκις έγεινες μάρτυς της στοργής και της αγαθότητος της μακαριτρίας, δύνασαι να διαμετρήσης το μέγεθος τοιαύτης απωλείας· αλλά διά τι να ήσαι απών εις την δεινήν ταύτην περίστασιν συ, όστις μόνος δύνασαι να επιφέρης ανακούφησίν τινα εις την ψυχήν μου; Εύχομαι εις τον ύψιστον να σε φυλάξη άγευστον τον πικρού ποτηρίου, το οποίον έπιεν.
ο φίλος σου.
Η φήμη επρόλαβε το γράμμα σου, προ της παραλαβής του οποίου επενθηφόρουν ήδη. Είναι περιττόν να σοι είπω ποίαν θλιβεράν εντύπωσαν επροξένησεν εις την καρδίαν μου το θλιβερόν αυτό συμβεβηκός. Ελυπήθην δ' έτι μάλλον, ότι δεν παρευρέθην αυτού, όχι διά να σε παρηγορήσω· διότι ο θάνατος συζύγου είναι συμφορά τόσον μεγάλη, ώστε ο ρητορικώτερος δεν ευρίσκει λόγους καταλλήλους προς παρηγορίαν του επιζήσαντος, αλλά συμμεριζόμενος την θλίψιν σου, να καταστήσω αυτήν προς εσέ, ει δυνατόν ελαφροτέραν· η δε φιλία κατ' εμέ είναι αναγκαιοτέρα εις τας θλίψεις παρά εις τας ευφροσύνας· διότι ο χαίρων δεν έχει τόσην ανάγκην συμμετόχου, όσον ο τεθλιμμένος, όστις ευρίσκει αναψυχήν, διακοινωνών προς άλλους τους πόνους αυτού. Όθεν αμέσως ήθελον δράμει προς εκπλήρωσιν του φιλικού τούτου καθήκοντος, αν σύγχρονον άλλο δυστύχημα δεν με εμπόδιζεν. Η αδελφή μου έχασε και αύτη τον υιόν αυτής, ο δε σύζυγος αυτής είναι απών, και αν αφήσω αυτήν μόνην εις την λυπηράν ταύτην περίστασιν, φοβούμαι μη πάθη, μη έχουσα τον παραμυθούντα. Α! διατί εις τον βραχύν και πολυώδυνον τούτον βίον υμών είμεθα καταδεδικασμένοι να λυπώμεθα ακαταπαύστως, ποτέ μεν διά τας δυστυχίας ημών και των φίλων ημών, ποτέ δε διά τους αποβιούντας και τους επιζώντας! Διατί ο θάνατος να αρπάζη αώρως όντα προσφιλή και αναγκαία εις την κοινωνίαν και τας οικογενείας αυτών, να αφίνη δε να βαρύνωσιν ανωφελώς την γην τόσα επέτεια άχθη αρούρης, ... ήμαρτον! αύται αι απορίαι δεν είναι συγκεχωρημέναι εις ευσεβείς χριστιανούς. Ημείς οφείλομεν μετά των προφητών να πιστεύωμεν, ότι άδηλα και κρύφια τα βουλεύματα του Κυρίου, και τα κρίματα αυτού άβυσσος πολλή. Η θρησκεία ημών είναι παραμυθητική, και εις αυτήν καταφεύγοντες, δυνάμεθα να υποφέρωμεν τα δεινά του παρόντος βίου μετά καρτερίας, της οποίας αι αμοιβαί αποταμιεύονται εις τον μέλλοντα. Παρηγορήθητι και συ φίλων άριστε.
Τοσαύτην θλίψιν μοι επροξένησεν η μεγάλη υμών συμφορά, ώστε δεν μοι έμειναν δυνάμεις εις το να παρηγορήσω υμάς. Αλλά και οποία παραμυθία ισχύει εις καρδίαν τόσον βαθέως τραυματισθείσαν; Είθε αυτός εκείνος, όστις εκάλεσε την μακαρίτριαν εις τας αιωνίους μονάς, να ενισχύση τον χρηστόν αυτής σύζυγον, καθώς και τους φίλους αυτού, διά να υποφέρωσι μετά γενναιότητος στέρησιν τόσον πολύτιμον.
Μετά τοσούτων φιλοστοργίας ενδείξεων συνθλίβεσθε διά τον θάνατον της συζύγου μου, ώστε ανεκουφίσατε την ιδικήν μου θλίψιν. Δεν είμαι άξιος να ευχαριστήσω υμάς διά την οποίαν εδείξατε προς με συμπάθειαν και αδελφότητα κατά την συμφοράν μου. Αύτη είναι τόσον τρομερά, ώστε με καθιστά αναίσθητον εις πάσαν άλλην ευφροσύνην, εκτός εκείνης, την οποίαν προξενούσιν αι παρηγορίαι των φίλων μου· διότι είναι τεκμήριον της ειλικρινούς προς με αγάπης αυτών. Όθεν ειμί μετ' ευγνωμοσύνης.
Συλλυπούμαι, αδελφέ, καιρίως διά τον θάνατον του υιού σου. Ο νέος είχε προτερήματα πολλά, και έδιδε χρηστάς περί του μέλλοντος αυτού ελπίδας. Συμπεραίνω λοιπόν όλην την δικαίαν θλίψιν σου. Αλλά τι ποιητέον; Και εγώ επίσης έχασα εσχάτως τέκνον ουχ ήττον προσφιλές. Η θυγάτηρ μου ήτο συνομήλικος μετά του υιού σου, και ήδη εσκεπτόμην περί της αποκαταστάσεως αυτής, όταν αφήρπασεν αυτήν ο αδυσώπητος θάνατος, αφήσας πληγήν δυσίατον εις την καρδίαν ημών. Ευτυχείς όσοι δεν εγέννησαν τέκνα! διότι αυτοί ένα μόνον πόνον τον της ατεκνίας γνωρίζουσιν, ενώ των τεκνοποιούντων αι λύπαι αρχίζουσιν από της κυοφορίας της μητρός και επεκτείνονται εις τον επικίνδυνον τοκετόν, την οδοντοφυίαν του βρέφους, και μυρίας άλλας νόσους, εις ας υπόκεινται η βρεφική, η έφηβος, η ανδρική και αι λοιπαί ηλικίαι ημών. Αλλ’ αφού παρέλθωσιν όλοι ούτοι οι κίνδυνοι, μήπως αι λύπαι, αι φροντίδες και αι θυσίαι των γονέων ανταμείβονται πάντοτε; Πόσα τέκνα ηλικιούμενα δεν φαρμακεύουσι τας ημέρας των γεννητόρων αυτών, τα μεν διά της απειθείας και του σκληρού και τραχέος προς αυτούς τρόπου αυτών, και άλλα δια τας παρεκτροπάς; Τα ημέτερα, κατά τα φαινόμενα, δεν έμελλον να δώσωσιν αφορμήν να λυπηθώμεν εάν έζων· αλλ’ επειδή ούτως έδοξε τω Κυρίω, ας παρακαλέσωμεν αυτόν να μας χαρίση τα επίλοιπα τέκνα μας, τα οποία είθε να δειχθώσι χρηστοί πολίται προς χαράν ημών και ωφέλειαν της φίλης πατρίδος.
Σε υπερευχαριστώ, αδελφέ, διά την παραμυθητικήν επιστολήν σου· αλλ’ όσον δίκαιαι και αν ήναι αι παρατηρήσεις σου, αύται δεν ισχύουσι να μετριάσωσι την θλίψιν μου· διότι έχασα την μόνην διατήρησιν της διαδοχής μου, την ευπρέπειαν του γένους ημών, την παραμυθίαν του γήρατός μου. Διά τι τουλάχιστον να μη χάσω αυτόν πριν γνωρίσω της ηλικίας αυτού τα προτερήματα. Δεν θρηνώ τόσον, διότι ο Θεός μου τον εστέρησεν, όσον διότι δεν μοι έστειλε μετ' αυτού εις τον άδην. Όθεν απεφάσισα να κλεισθώ εις Μοναστήριον διά να φύγω τον κόσμον, όστις από τούδε κατήντησε δι' εμέ ανυπόφορος. Η θυγάτηρ μου έχει τον προστάτην αυτής· συνιστώ δε αυτήν και εις την υμετέραν αγάπην και σε αφίνω υγιείαν.
Ω φρικτή αγγελία! εχάσαμεν λοιπόν, εγώ μεν πατέρα φιλόστοργον, υμείς δε παμφίλτατον σύζυγον; Η συμφορά αυτή έπεσεν ως κεραυνός εναντίον μου, και συμπεραίνω πόσον εσπάραξε την καρδίαν υμών. Πώς να σας παρηγορήσω εγώ, όστις έχω ανάγκην μεγαλειτέρας παρηγορίας; Ναι, μήτερ μου, εχάσαμεν τον μόνον επί γης προστάτην υμών. Όθεν δικαιότατον να παραδοθώμεν απερισπάστως εις το πένθος ημών· αλλά δεν πρέπει να παροργίσωμεν τον πλάστην ημών, υπέρ το μέτρον θλιβόμενοι. Συ προ πάντων, φιλτάτη μήτερ, έχεις και άλλα τέκνα, τα οποία ως ανήλικα έχουσιν ανάγκην χειραγωγίας και παραμυθίας· όθεν δι' αγάπην αυτών, μετρίασον την θλίψιν, ήτις δύναται να βλάψη την τόσον πολύτιμον εις ημάς υγιείαν σου.
Συμπεραίνω και δικαιόνω την θλίψιν υμών διά την στέρησιν θυγατρός νεωτάτης, ερασμίας και φρονίμου. Εχύσαμεν και ημείς αρκετά δάκρυα, και τοιαύτην σπανίαν συγγενή δεν θα εξαλείψη ο χρόνος από την μνήμην μας. Βεβαίως ως αξίαν να κατοική μακαριωτέρας μονάς, ανεβίβασεν αυτήν ο Θεός εις τον ουρανόν. Εάν εσυλλογιζόμεθα τας θλίψεις της ακαριαίας υπάρξεως ημών, έπρεπε να αγαπώμεν την ζωήν ολιγώτερον, και αντί να λυπώμεθα, να μακαρίζωμεν τους αποβιούντας. Αλλ’ η φιλοζωία, καθώς και η φιλοστοργία, είναι ένστικτοι εις τον άνθρωπον, όστις προτιμά την ιδίαν και την των οικείων δυστυχίαν του παυσιλύπου θανάτου. Αναντιρρήτως η μακαρίτρια είχεν αρετάς πολλάς, αίτινες ηγγυώντο ευτυχή συμβίωσιν· αλλά πόσαι άλλαι λύπαι είναι συνδεδεμέναι μετά της ζωής ημών; Όθεν ας δοξάσωμεν τον Θεόν, όστις βεβαίως πάντα πράττει προς το συμφέρον ημών, και ας παρακαλέσωμεν αυτόν να μας δώση καρτερίαν, διά να υποφέρωμεν την αποβίωσιν της εκλεκτής δούλης αυτού.
Εις την υπερβολικήν θλίψιν μου άλλο παραγορητικώτερον δεν ηδυνάμην να εύρω της επιστολής υμών. Γνωρίζουσα την προς την μακαρίτριαν στοργήν υμών, δεν αμφιβάλλω, ότι και υμείς καιρίως ελυπήθητε διά την στέρησιν αυτής. Α, να εγνωρίζετε πόσον ηγάπα και αύτη υμάς! Το όνομα υμών εξήλθεν μετά της τελευταίας αναπνοής από του στόματος αυτής... Η εύφιλος καρδία αυτής ήτο πεπλασμένη προς φιλίαν και ειλικρινή αγάπην, και η μνησικακία δεν ηδύνατο να εύρη χώραν εις αυτήν. Μετά μεγίστης τρυφερότητος έσφιξε ψυχορραγούσα εις τας αγκάλας αυτής την Φ., ήτις πολλάκις είχε ψυχράνει αυτήν, ως έχουσα τρόπον τραχύν... Βιάζομαι να παύσω, διότι τα δάκρυα εθάμβωσαν πάλιν τους οφθαλμούς μου.
Έχεις δίκαιον να απορής διά την σιωπήν μου, αγνοών βεβαίως την δυστυχίαν, ήτις μας επαπειλεί. Η μήτηρ μου πάσχει προ τριών εβδομάδων δεινότατα υπό του γνωστού σου εκείνου πάθους, το οποίον εσχάτως ανεφάνη μετά επιφόβων συμπτωμάτων. Ο κίνδυνος είναι μέγας, και είθε να ψευσθή το προγνωστικόν των ιατρών, οι οποίοι ιδιαιτέρως μοι είπον, ότι ολίγας έχουσι περί της ζωής αυτής ελπίδας. Συλλογίσθητι λοιπόν την θλίψιν μου, και κρίνε, αν εις τοιαύτην νοός κατάστασιν δύναμαι να συλλογισθώ και να γράψω. Πόσον αγώνα εδοκίμασα προς την σύνταξιν του παρόντος, και προς μετοχέτευσιν της κατατηκούσης την καρδίαν μου θλίψεώς μου εις την φιλικήν καρδίαν σου! Εγώ μεν θα οπλισθώ μετά υπομονής, διά να υποφέρω την απόφασιν του Πεπρωμένου· αλλά τίνι τρόπω και διά τίνων δυνάμεων να παρηγορήσω τας αδελφάς μου, αίτινες, και τοι αγνοούσι την απελπισίαν των ιατρών, βλέπουσαι όμως την κατάστασιν της ασθενούς, πίπτουσιν ήδη εις συχνάς λυποθυμίας. Ο Θεός να γίνη εις ημάς ίλεως!
Συγχρόνως σχεδόν μετά της επιστολής σου έφθασεν ενταύθα η αγγελία περί της αποβιώσεως της μητρός σου. Συμπεραίνω λοιπόν την θλίψιν σου, ήτις είναι τόσον δικαία, ώστε δεν τολμώ να παρηγορήσω υμάς, διότι ο θάνατος των γονέων είναι απώλεια αδιόρθωτος. Όθεν είναι χρέος ημών να θρηνήσωμεν υπέρ πάσαν άλλην αυτήν την στέρησιν· αλλ’ η θλίψις ημών δεν πρέπει να υπερβαίνη τα όρια, διότι παροργίζομεν τον πλάστην ημών, όστις τοιούτον τον άνθρωπον έπλασε, και εκ φύσεως οι γονείς συνήθως προτελευτώσι των τέκνων αυτών. Ειξεύρω, ότι η εν μακαρία τη λήξει μήτηρ σου ήτο φιλόστοργος κατ' εξοχήν και αγαθοτάτη γυνή, όπερ αποτελεί θλιβερωτέραν την λύπην ημών· αλλά συ οφείλεις να μετριάσης την ιδικήν σου, διά να μη αυξήση αύτη την απελπισίαν των αδελφών σου, αι οποίαι, ως ασθενέστεραι, χρήζουσιν ανδρικής παραμυθίας· η δε αδελφική είναι η καταλληλοτέρα εις τοιαύτην περίστασιν. Γνωρίζων την φρόνησιν και μεγαλοψυχίαν σου, ειμί βέβαιος, ότι επρόλαβες να πραγματοποιήσης τας προτροπάς του συμπενθούντος
φίλου σου.
Πόσας καρδίας δι' ενός κτυπήματος επλήγωσεν ο θάνατος! Συ μόνη δεν θρηνείς τον άνδρα σου· όλοι εκλαύσαμεν αυτόν και συμμεριζόμεθα την αδιόρθωτον δυστυχίαν σου, την οποίαν, ως ακούω, άφησας να σε καταβάλη εις τον έσχατον βαθμόν. Πού λοιπόν η φρόνησίς σου και αι συμβουλαί, τας οποίας το παρελθόν έτος μοι έδιδες; Ναι, η δυστυχία σου είναι μεγάλη, αλλά συλλογιζόμενοι πόσαι άλλαι μεγαλήτεραι υπάρχουσιν, και ότι η ζωή ημών είναι άλυσις συνεχών δυστυχιών, εξ ων τας πλειοτέρας δεν δυνάμεθα ούτε να προλάβωμεν, ούτε να θεραπεύσωμεν, πρέπει να υποφέρωμεν αυτάς μετά καρτερίας. Στρέψον τους οφθαλμούς σου κύκλωθεν ημών αυτών, και θέλεις εύρει ανιαρώτερα παραδείγματα. Συ τουλάχιστον έζησας ευτυχής μέχρι τούδε, και ο σύζυγός σου σοι αφήκε καν αρκετήν κατάστασιν· αλλ’ η αδελφή ημών, αφού εδοκίμασε στερήσεις παντοίας και βασάνους αλγεινάς παρά του ευήθους και κακοήθους ανδρός αυτής εις διάστημα δέκα ετών, ανέχεται αυτόν προ διετίας και παράλυτον και αμετακίνητον από της κλίνης, οπού αι καταχρήσεις έρριψαν αυτόν. Του ταλαιπώρου εξαδέλφου ημών η συμφορά δεν είναι και αυτή μικροτέρα· διότι μετά της περιουσίας αυτού απώλεσε το λογικόν, και ευρίσκεται εις κατάστασιν χειροτέραν του θανάτου. Εγώ αυτός τέλος πάντων έχασα σύζυγον ερασμίαν και προτιμοτέραν της ζωής μου. Την εθρήνησα και εγώ αλλά φοβηθείς μη πάθω το πάθος του εξαδέλφου, και ενισχυθείς υπό των ιδικών σου συμβουλών, προσεπάθησα να μετριάσω τον πόνον μου, και βαθμηδόν να παρηγορηθώ. Φοβήθητι λοιπόν και συ την υπερβολικήν θλίψιν, ήτις γεννά παραφροσύνην κατά τον Προφήτην, και δείξον παράδειγμα γενναιότητος εις την θυγατέρα σου, ήτις χρήζει επίσης παρηγορίας.
Η 20 Ιανουαρίου ήτον ημέρα στεναγμών και οδυρμών, οι οποίοι εξερχόμενοι εκ της επισκοπής ημών, αντηχούν καθ' άπασαν την πόλιν. Η αποφράς αύτη ημέρα ήτον η τελευταία εις τον ενάρετον και τρισέβαστον Αρχιερέα ημών. Ο θάνατος αυτού εκάλυψε διά πένθους όλον του το ποίμνιον, και αφήκε μεταξύ ημών κενόν, το οποίον δυσκόλως θέλει αναπληρωθή. Παρηγορούμεθα όμως, ότι η ισάγγελος αυτού ψυχή ουρανόθεν θέλει πέμπει εις ημάς τας ευλογίας αυτής.
Υπάρχουσι θλίψεις εις τας οποίας δυσκόλως αντέχει ο γενναιότερος άνθρωπος. Είχον πατρίδα, και η δεσποτεία μου εστέρησεν αυτήν, εγέννησα τέκνα, και μου ήρπασαν αυτά οι πολέμιοι· απέκτησα κατάστασιν, και μου αφαίρεσεν αυτήν ο δόλος. Ουδέν όμως με κατέβαλε τόσον, όσον η παρούσα συμφορά μου. Τριάκοντα έτη συζυγίας είναι, φίλε μου, βίος ολόκληρος. Η Μαρία μου δεν υπάρχει πλέον· έχασα την μητέρα των τέκνων μου, την συμμέτοχον των δεινών και των αγαθών περιστάσεών μου, την σπανιωτάτην φίλην μου. Εν τούτοις πιστεύεις φίλε μου, ότι δεν δύναμαι ούτε εν δάκρυ να αποσπάσω από των οφθαλμών μου, ενώ η ψυχή μου κατατήκεται; Εκ τούτου συμπέρανε το μέγεθος της θλίψεώς μου· διότι εις τοιαύτην μόνην κατάστασιν η καρδία σφίγγεται ούτως, ώστε ούτε να κλαύση τις ούτε να στενάξη δύναται. Όθεν ελθέ όσον τάχος να με βοηθήσης, διότι φοβούμαι μη συντρίψη η συσταλείσα οδύνη το πανάθλιον σώμα μου.
«Ουκ έστιν αντίκτησις ουδεμία αδελφού, ώσπερ ουδέ χειρός αναιρεθείσης» λέγει ο Πλούταρχος. Όταν δε ο αδελφός είναι τοιούτος, ως ο ιδικός σου, η στέρησις είναι ασύγκριτος. Συμπεραίνω λοιπόν την θλίψιν σου, την οποίαν όλοι οι φίλοι σου συμμεριζόμεθα· αλλά τα κακόν είναι αθεράπευτον, και αυτός ουδέν άλλο έπραξεν, ειμή να προλάβη ημάς εις το αναπόφευκτον τούτο ταξείδιον. Είθε ο Θεός να αναβάλη το ιδικόν σου, όσον είναι δυνατόν πλειότερον καιρόν, και άλλην θλίψιν να μη δοκιμάση επί ζωής η ψυχή σου!
Εγώ πρέπει να θρηνώ μάλλον ή να προτρέπω υμάς εις παρηγορίαν· διότι εάν η ευγενία σας εχάσατε γαμβρόν προσφιλή, έχασα και εγώ τον ειλικρινή φίλον μου. Η γενναιοκαρδία υμών δύναται καλλήτερα και των παραμυθητικών λόγων μου να μετριάση την θλίψιν υμών, και να παρηγορήση την αξιοθρηνοτέραν θυγατέρα υμών, της οποίας την θλίψιν και οδύνην συλλογιζόμενος διπλούς υποφέρω πόνους. Ευθύς αφού αι υποθέσεις μου μοι επιτρέψωσι, θέλω έλθει προς βοήθειαν υμών, διά να συσκεφθώμεν συγχρόνως και περί των ορφανών, των οποίων την κηδεμονίαν ο πατήρ αυτών εις αμφοτέρους ημάς ανέθεσεν. Εν τούτοις παρακαλώ υμάς να μοι χαρίσητε την φιλίαν υμών, ήτις μόνη δύναται να αναπληρώση το κενόν, όπερ αφήκεν ο μακαρίτης εις την πενθούσαν καρδίαν σου.
Επεθύμουν να είχον ικανάς δυνάμεις, ίνα παρηγορήσω υμάς διά την αποβίωσιν του αοιδίμου πατρός υμών, του οποίου η προς με φιλία ήτον ίση προς την προς υμάς φιλοστοργίαν αυτού· αλλ’ η καρδία μου κεκλεισμένη υπό χειμάρρου θλίψεως δεσμεύει την γλώσσαν μου. Όθεν ενόνω τα δάκρυά μου μετά των ιδικών σας, διά να αποδώσω τον οφειλόμενον φόρον εις την μνήμην του μακαρίτου. Ο αγαθός πατήρ υμών ευρίσκεται ήδη εις τους ουρανούς, όπου παρακαλεί βεβαίως τον επουράνιον πατέρα υπέρ των τέκνων και των φίλων αυτού. Είθε να εισακουσθώσιν αι ευχαί αυτού, και να διαμένη καν η φιλία ημών αδιάσπαστος!
Πώς να σε παρηγορήσω, αγαπητή μου Ευρυδίκη! Εδοκίμασα και εγώ αυτόν τον πόνον, και γνωρίζω πόσον μέγας και τρομερός είναι· όθεν και ηυχόμην εις τας θυγατέρας μου να μη πίωσι το πικρότατον της χηρείας ποτήριον· αλλ’ ως αμαρτωλή δεν εισηκούσθην παρά τω Θεώ. Δεν σοι λέγω λοιπόν να μη κλαύσης· διότι ειξεύρω πόσον με εστενοχώρει όσοι με συνεβούλευον να παύσω τα κλαύματα, ότε απέθανεν ο μακαρίτης πατήρ σου· χύσε εξ εναντίας άφθονα δάκρυα, τα οποία ελαφρύνουσι μάλιστα την καρδίαν. Η θλίψις σου όμως δεν πρέπει να σε ρίπτει εις παραφοράς, και να σε φέρη εις αγανάκτησιν· διότι εκτός του ότι η υπέρμετρος οδύνη δεν ανακαλεί τεθνεώτας εις την ζωήν, θέτει εις κίνδυνον την ιδικήν μας, την οποίαν δεν δυνάμεθα να διαθέσωμεν κατά την θέλησιν ημών, όταν μάλιστα έχωμεν τέκνα ανήλικα. Η σκέψις αύτη, ήτις εμπόδισεν άλλοτε την μητέρα σου να αποθάνη, πρέπει να σε φέρη εις συναίσθησιν. Δεν αντιτείνω ότι έχεις αφορμάς να λυπήσαι πλειότερον εκείνην, όσαι παρηγορούνται τουλάχιστον διά της περιουσίας των αποβιούντων ανδρών αυτών· διότι του ιδικού σου τα κεφάλαια και οι πόροι ήσαν η προκοπή και ο μισθός αυτού, άτινα συνετάφησαν μετά του μακαρίτου. Έχεις όμως καλούς αδελφούς και άλλους συγγενείς, οι οποίοι δεν σε αφίνουσιν απροστάτευτον. Προσμένω γράμμα σου διά να μάθω, αν εισηκούσθησαν αι συμβουλαί μου.
Η αγγελία περί του θανάτου του φιλτάτου σου Περικλέους, πόσον με έθλιψε δεν αμφιβάλλεις. Γνωρίζω τι έστι πόνος μητρικός, διότι και η ιδική μου καρδία επίσης εδοκίμασε τοιούτον σπαραγμόν· όθεν και συμπεραίνουσα την οδύνην σου, λυπούμαι μάλλον την μητέρα ή το τέκνον. Εγώ μάλιστα έθαψα υιόν μεγαλείτερον, και αναλόγως έπρεπε να υποφέρω πλειότερον, αλλά διά να μη αυξήσω την θλίψιν του λίαν φιλοστόργου και ευαισθήτου πατρός του, ηγωνίσθην να παρηγορήσω και αυτόν και εμέ αυτήν· διότι ημείς αι γυναίκες είμεθα μεν ευαισθητότεραι ίσως των ανδρών, αλλά κλαίουσαι, ελαφρυνόμεθα και αντέχομεν εις τας λύπας, ενώ οι άνδρες θαρρούντες εις την ευψυχίαν αυτών συνθλίβουσι τον πόνον, όστις ενίοτε καταβάλλει αυτούς και συντρίβει. Όθεν παρηγορήθητι και συ χάριν του συζύγου σου, και παρακάλει τον Θεόν να σοι χαρίση τον πρωτότοκόν σου υιόν, και τα γεννηθησόμενα τέκνα σου, τα οποία θα αναπληρώσωσι πολλαπλασίως την έλλειψιν ταύτην, διότι έχεις καιρόν ακόμη να γεννήσης ημίσειαν δωδεκάδα τουλάχιστον· εγώ όμως έμεινα μετά μιας θυγατρός και ενός υιού εκ των οκτώ τέκνων μου, χωρίς να αδημονήσω κατά του Κυρίου, όστις ως μοι τα έδωκεν, ούτω και τα έλαβεν. Ασπάζομαι αδελφικώς τον σύζυγόν σου, και συνιστώσα τα ανωτέρω εις την μνήμην σου, ειμί.
Καθώς άπασαι αι ευτυχίαι τέρπουσι την καρδίαν μου, ούτω και αι δυστυχίαι θλίβουσιν αυτήν. Αλλά τι το πρακτέον; Εις τον μάταιον τούτον κόσμον, εκτός της αστασίας, ουδέν άλλο υπάρχει μόνιμον, και αι λύπαι είναι κατά δυστυχίαν περισσόττεραι από τας ευτυχίας. Η σύνεσις και η γενναιοκαρδία εις τας κακοδαιμονίας είναι ως εις την πάλην του αθλητού η ανδρία. Ο δόκιμος ναύτης μένει ατάραχος εν καιρώ της τρικυμίας, και υποφέρει αυτήν άνευ απογνώσεως, ελπίζων να ίδη πάλιν τους ανέμους κοπάζοντας, και την ευδίαν αναλάμπουσαν. Δείξατε λοιπόν και υμείς εις την περίστασιν ταύτην, πόσον είσθε ανώτερος των κοινών ανθρώπων, οίτινες δεν έχουσι δύναμιν να ανθέξωσιν εις της παλιμβούλου τύχης τας εναντιότητας. Ο τροχός της τύχης στρέφεται, και θα ίδητε πάλιν ευτυχείς ημέρας, απολαμβάνοντες την αμοιβήν της υπομονής και καρτερίας υμών. Βεβαιώθητε εν τούτοις, ότι οι φίλοι υμών συμπάσχουσι σήμερον μεθ' υμών, και προ πάντων
ο ειλικρινέστερος.
Η άδικος παύσις ημών από της υπηρεσίας, διπλήν μοι επροξένησε λύπην· διότι όχι μόνον εστερήθητε του μόνου πόρου των τιμίων υπαλλήλων αλλά και διότι η πατρίς εστερήθη υπουργού, γνωρίζοντος τας ανάγκας αυτής και αγωνιζομένου υπέρ της θεραπείας αυτών (ή διότι η κυβέρνησις εστερήθη υπαλλήλου ζηλωτού, πιστού και πεπαιδευμένου). Επειδή δε έχετε καθαράν την συνείδησιν υμών, και δεν είσθε μόνος ο παθών τοιαύτην αδικίαν, πρέπει να παρηγορηθήτε. Πανταχού σχεδόν είναι αβέβαιον και ολισθηρόν το πολιτικόν στάδιον. Ο δημόσιος λειτουργός γίνεται πολλάκις θύμα των περιστάσεων· όθεν ανάγκη γενναίως να υποφέρη ταύτας. Έλπισον εις την δικαιοσύνην και την χαρακτηρίζουσάν μας υπόληψιν και τιμιότητα, και μετ' ου πολύ θα επανέλθης εν θριάμβω εις την δημοσίαν υπηρεσίαν, ήτις χρείαν έχει τιμίων και ικανών λειτουργών. Ο τίμιος και ικανός δημόσιος λειτουργός προς καιρόν μόνον καταφρονείται.
Υγίαινε
Το απροσδόκητον δυστύχημά σου κατέθλιψεν όλους τους φίλους σου, και προ πάντων εμέ, όστις γνωρίζων την ευαίσθητον καρδίαν σου συμπεραίνω πόσον υποφέρει η φιλοτιμία σου. Αλλά το απευκταίον τούτο συμβάν δεν πρέπει να σε απελπίζη· διότι αι δυστυχίαι είναι διά τους ανθρώπους, και μόναι, όσαι προέρχονται από των σφαλμάτων και των απερισκεψιών ημών, δεν ευρίσκουσι συμπάθειαν. Πάντες γνωρίζωμεν την ιδικήν σου χρηστότητα, δικαιοσύνην και φρόνησιν. Ούτε απότολμοι επιχειρίσεις, ούτε υπερβολικαί δαπάναι, ούτε δολιότης η παραμικρά έφερε την πτώχευσίν σου. Η πτώσις τεσσάρων μεγάλων οίκων, προς τους οποίους είχες σχέσεις, έπρεπε να επενέγκη και την ιδικήν σου. Όθεν είμαι καλώς πεπεισμένος, ότι εντός ολίγου οι φίλοι σου θα σε συνδράμωσι να εξακολουθήσης το εμπόριον, και να απολαμβάνης ολόκληρον την υπόληψιν, την οποίαν ατυχείς περιστάσεις εκλόνισαν μεν στιγμιαίως, δεν σου την αφήρεσαν όμως· όσον το κατ' εμέ ου μόνον τας ομολογίας σου έσχισα, και από του αναλογισθησομένου ποσού εις τους λοιπούς πιστωτάς σου παραιτούμαι, αλλά και νέαν σοι ανοίγω, πίστωσιν είκοσι χιλιάδων φράγκων διά να τα μεταχειρισθείς ευθύς αφού εκκαθαρίζων τας πρώτας δοσοληψίας σου, να αρχίσης νέας επιχειρήσεις.
Το γράμμα σου παρεμύθησε την μικροψυχίαν μου, και εστήριξε την μαινομένην γνώμην μου. Δεν έχω λόγους ικανούς να σε ευχαριστήσω, σπάνιε φίλε, διά την γενναιότητά σου ως προς τα παλαιά ενταυτώ χρέη μου και την νέαν επικουρίαν σου. Ελπίζω οι πιστωταί μου να μη ζημιωθώσι πλειότερον των 45 τοις 0/0· διότι επώλησα και τα κοσμήματα της συζύγου μου διά να ελαττώσω όσον το δυνατόν την ζημίαν αυτών. Λυπούμαι διά τι συ να αδικηθής εις την περίστασιν ταύτην, αλλά δέχομαι την φιλικήν προσφοράν σου διά να σμικρύνω την ζημίαν των ξένων. Το συμβάν όμως τούτο με κατέστησε τόσον άτολμον, ώστε διστάζω να εξακολουθήσω το εμπορικόν στάδιον, όπου προς τοις άλλοις φοβούμαι μη υποπτευθώσι τινές, ότι διά των ερειπίων του παλαιού ωκοδόμησα νέον κατάστημα· διότι τοιαύτα παραδείγματα υπάρχουσιν ουκ ολίγα, και οι άνθρωποι έχουσι δίκαιον να ήναι ύποπτοι και δύσπιστοι. Εάν οι φίλοι μου διατηρώσι τίνα υπόληψιν προς εμέ, και ευαρεστούνται να με βοηθήσωσι, επικαλούμαι την σύμπραξιν αυτών εις σύστασιν κινδυνασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας παρακαλώ να μοι εμπιστευθώσι την διεύθυνσιν. Την ιδέαν ταύτην εκφράζομαι εις σε πρώτον, όστις διά της γενναιότητός σου κατέστησας ελαφροτέραν την συμφοράν μου, και ο οποίος, σώζων φιλικωτέραν προς εμέ διάθεσιν, θέλεις ενεργήσει το συμφερώτερον υπέρ του
ευγνωμονούντος δια βίου
Ολόκληρον το έθνος ευγνωμονεί προς τον Μεγαλειότατον Άνακτα ημών τον διορίσαντα υμάς εις θέσιν, αφ' ης θέλουσι διαλάμψει τα έξοχα υμών πλεονεκτήματα. Άπαντες εύχονται εκ καρδίας την στερέωσιν υμών εις τον υψηλόν τούτον βαθμόν, όστις θέλει επαυξήσει την δόξαν υμών, και προσελκύσει πλειοτέρας καρδίας. Εις τας γενικάς ταύτας ευχάς ενόνων και εγώ τον φόρον μου, επικαλούμαι την εύνοιαν υμών, και εξαιτούμαι την άδειαν να συγχαίρω υμάς, οσάκις πράττητε ωφέλιμόν τι προς την πατρίδα και το έθνος Υμών. Γνωρίζω, ότι επιβάλλω εις εμαυτόν εργώδη υπόσχεσιν, αλλ’ οι υπέρ του κοινού καλού αγώνες υμών θέλουσιν αποκαταστήσει ανεπαισθήτους τους κόπους μου, όσον συνεχείς αφορμάς συγχαριτηρίων και αν μοι χορηγήσητε.
Δέχθητι, εκλαμπρότατε, την διαβεβαίωσιν της προς υμάς εξόχου υπολήψεως και του σεβασμού μου, μεθ' ων ειμί
ταπεινός δούλος υμών
Ο Βασιλεύς με ετίμησε διά θέσεως ανωτέρας της αξίας και των δυνάμεών μου. Θέλω φροντίσει όμως όλαις δυνάμεσι να μη φανώ ανάξιος της βασιλικής ταύτης εμπιστοσύνης, και της υπολήψεως του έθνους μου. Προς κατόρθωσιν όμως του δυσχερούς τούτου έργου χρήζω των ευχών και της συμπράξεως των συμπολιτών μου. Εάν, ως ελπίζω, όλαι αι ελληνικαί καρδίαι εμπνέωνται υπό των αυτών αισθημάτων, όσα εκφράζεται υμείς εις το φιλοφρονητικόν γράμμα υμών, δεν απελπίζομαι περί της ευτυχίας μου όσον μεγάλα και αν ήναι τα καθήκοντα, τα οποία ακουσίως αναδέχομαι.
Σε συγχαίρω εγκαρδίως επί τω διορισμώ σου (ή τω προβιβασμώ σου). Η δικαιοσύνη τέλος πάντων εθριάμβευσεν· αι εκδουλεύσεις σου εβραβεύθησαν και η υπομονή σου εστεφανώθη. Εύχομαι η διαβολή να μη δυνηθή να σε κλονίση από της θέσεώς σου, και να διαπρέψης εις την νέαν σου ταύτην θέσιν, εντός δε ολίγου να προβιβασθής και εις άλλην ανωτέρα. Ευδαιμόνει και μη λησμονής
τον φίλον σου.
Σε ευχαριστώ διά την ευχετικήν επιστολήν σου. Η νέα θέσις μου είναι έντιμος και ανωτέρα των ελπίδων, αλλά δεν είναι κατάλληλος. Επροτίμων άλλον κλάδον, εις ον ηδυνάμην να γείνω ωφελιμώτερος. Εντοσούτω ο Σ. Βασιλεύς φαίνεται, ότι με ευνοεί σήμερον, και εάν ο φθόνος δεν με παραγκωνίση, πάλιν ελπίζω να αξιωθώ ακολούθως την οποίαν επιθυμώ μετάθεσιν. Πάντοτε δε θα ήμαι
φίλος σου.
Τοιούτος ημίν έπρεπε αρχιερεύς, όσιος, εύσπλαγχνος, άκακος, αμίαντος. Ποιμενάρχην κατηγλαϊσμένον υπό των ευαγγελικών αυτών αρετών και απείρων άλλων κοινωνικών πλεονεκτημάτων ώφειλε βεβαίως να προτιμήση η αγία και σεβαστή Σύνοδος. Όθεν η αναγόρευσις της Υμ. Πανιερότητος εις επισκοπικόν θρόνον της επαρχίας ημών, ενέπλησε χαράς ανεκφράστου τας καρδίας ολοκλήρου του ποιμνίου υμών, και άπαντες αγαλλόμενοι υψώσαμεν χείρας ευχαριστηρίους προς τον Ύψιστον, τον δωρήσαντα ημίν τοιούτον σεβαστόν Επίσκοπον. Την αγαλλίασιν ταύτην θέλει ιδεί η Πανιερότης Σας εζωγραφισμένην εις όλων τα πρόσωπα, όταν αξιωθώμεν να ασπασθώμεν την αγίαν αυτής δεξιάν. Με καρδίαν πάλλουσαν περιμένομεν την μακαρίαν ταύτην ημέραν, ήτις ενταυτώ θα ήναι έναρξις ευτυχίας, της οποίας προ πολλού στερούμεθα. Δεν Σας κρύπτομεν Πανιερώτατε, ότι έχετε να σπογγίσετε πολλά δάκρυα, πολλάς πληγάς να θεραπεύσητε, πολλάς καρδίας να παρηγορήσητε. Αλλ’ η έξοχος φρόνησις υμών, η επιείκεια και η φιλανθρωπία υμών θέλουσιν ευκόλως θριαμβεύσει καθ' όλων των δυσκολιών, και εξαλείψει την μνήμην των παρελθόντων παθημάτων ημών. Υποσημειούμεθα μετά βαθυτάτου σεβασμού
ταπεινοί δούλοι της υμετέρας Πανιερότητος.
(Αύτη η επιστολή εφαρμόζεται και εις Έπαρχον μετά των οικείων τίτλων).
Σας εύχομαι πατρικώς!
Πολύ μεν μακράν ειμί του να φαντασθώ και να πιστεύσω, ότι μετέχω των αρετών, όσων ευηρεστήθητε να μοι αποδώσητε εις την συγχαρητήριον επιστολήν Σας, χαίρω όμως, ότι ηξιώθην της ποιμεναρχίας τοιούτων θεοσεβών χριστιανών και αξιοτίμων πολιτών. Είθε να δυνηθώ να αποδείξω πραγματικώτερα την προς υμάς αγάπην μου και την υπόληψιν, ην πάντοτε είχον περί υμών. Όσον μεγάλα και αν ήναι τα δεινά υμών ελπίζω διά της θείας αντιλήψεως να συντελέσω εις την θεραπείαν αυτών, συμβοηθούμενος υπό τοιούτων φιλοπατρίδων προεστώτων. Τούτο είναι η μεγαλειτέρα ευτυχία μου. Όθεν και θα επιταχύνω την αναχώρησίν μου από της Πρωτευούσης, διά να ευρεθώ όσον δυνατόν ταχύτερα μεταξύ του προσφιλούς και χριστωνύμου ποιμνίου μου· ειμί της υμετέρας εντιμότητος
ο προς Θεόν ικέτης διάπυρος
Η απονεμηθείσα αμοιβή εις τας ευαγγελικάς αρετάς υμών, εχαροποίησεν όλους τους απανταχού φίλους υμών· το εμπιστευθέν εις την κηδεμονίαν υμών λογικόν ποίμνιον, θέλει αναπαυθή αμερίμνως εις την εγρήγορον φυλακήν τοιούτου ποιμενάρχου. Όθεν παρακαλώ, να δεχθήτε τας συγχαρητηρίους ευχάς, ας τολμώ να εκφράσω διά της ταπεινής ταύτης επιστολής μου. Εξαιτούμενος δε τας ευλογίας υμών ασπάζομαι την δεξιάν Σας.
Οι έπαινοι υμών, μηδόλως αρμόζοντες εις την αναξιότητά μου, οφείλονται εις την υμετέραν αγαθότητα. Είθε αι ευχαί υμών να με βοηθήσωσι να αναπληρώσω τας ελλείψεις της ατομικής αξίας μου διά του ζήλου και των αγώνων μου! Εν τούτοις ευγνωμονών διά τας συγχαρητηρίους προσρήσεις υμών, παρακαλώ να με αξιοίτε ενίοτε επιστολών, και εστέ βέβαιοι, ότι ποτέ δεν θέλω λησμονήσει υμάς εις τας ταπεινάς προς Θεόν προσευχάς μου.
Εάν η υμετέρα Πανιερότης ως απλούς ιερεύς διεπρέψατε, αναμφιβόλως θέλετε λαμπρύνει τον βαθμόν εις τον οποίον προεβίβασεν υμάς η θεία πρόνοια. Η θρησκεία ημών δεν ηδύνατο να εύρη θερμότερον ζηλωτήν, ούτε το ιερατείον ημών τιμαλφέστερον κόσμημα. Είθε ο Θεός να ενισχύση διά της χάριτος αυτού την υμετέραν Πανιερότητα εις την εκπλήρωσιν των υψηλών καθηκόντων υμών.
Δι' εκφράσεων ευγενών και υποχρεωτικών ευηρεστήθητε να διακοινώσητε προς εμέ την χαράν, ην ησθάνθητε, ακούσαντες τον προβιβασμόν μου. Είθε να εισακουσθώσιν αι θυμήρεις ευχαί υμών, και να μη φανώ αναξιώτερος των ελαχίστων Αρχιερέων, προς τους οποίους μόλις τολμώ να συγκριθώ. Απονέμων λοιπόν προς υμάς τας ευχαριστήσεις μου, δέομαι του Θεού, όπως επιχέη όλα τα ουράνια και επίγεια αγαθά επί της οικογενείας υμών.
Την ευγενίαν σας ταπεινώς προσκυνώ!
Η οφειλομένη εις την αρετήν και εις την κοινότητα αμοιβή ύψωσεν υμάς εις τον βαθμόν του ... αλλ’ αύτη δεν είναι ανάλογος. Η δικαιοσύνη αποταμιεύει δι' υμάς θέσεις υψηλοτέρας και λαμπροτέρας, εις τας οποίας εκ καρδίας εύχομαι να φθάσητε προς ωφέλειαν της πατρίδος μου. Συνιστών εμαυτόν εις την μνήμην και εύνοιαν υμών, ειμί διαβεβαιών υμάς περί της προς υμάς τελείας αφοσιώσεώς μου.
Εξοχώτατε!
Συγχαίρω ουχί μόνον υμάς, αλλά και το έθνος μου, το οποίον απέκτησε τοιούτον φιλοπάτριδα και πεπαιδευμένον Υπουργόν. Η φήμη αύτη εχαροποίησε πάντας τους ομογενείς μου. Η ιδική μου όμως χαρά είναι διπλασία· διότι αξιωθείς της ευνοίας και φιλίας υμών, δύναμαι να εκτιμήσω καλύτερα τα έξοχα υμών πλεονεκτήματα. Όθεν από της σήμερον βλέπω την πατρίδα μου προοδεύουσαν επί το βέλτιον. Είθε η προσδοκωμένη δι' υμών ευδαιμονία αυτής να διαρκέση, καθώς και αι ημέραι υμών! Είθε οι διάδοχοι υμών, ακολουθούντες τα ίχνη υμών, να επαυξήσωσιν αυτήν, διά να ακούωσιν ως υμείς το, είησαν τα έτη υμών θεόθεν πλείστα και πανευδαίμονα!
Γενναιότατε!
Αι ηρωικαί ανδραγαθίαι υμών διεγείρουσι τον γενικόν θαυμασμόν. Εις υμάς είδομεν τον άξιον απόγονον και τον μιμητήν των Λεωνιδών, Μιλτιαδών και Θεμιστοκλέων. Ως εκείνοι, ούτω και υμείς δεν είχετε την τύχην βοηθόν, ούτε άλλων παραδείγματα. Ο πατριωτισμός μόνος συν τη φρονήσει και τη ευψυχία ωδήγησαν και εστεφάνωσαν πάσας τας μάχας υμών· αλλ’ η προς τους νικηθέντας ευσπλαγχνία και η ευταξία του τροπαιούχου στρατού υμών ηύξησαν την δόξαν υμών, ήτις διαλάμπουσα ως αστήρ φωτεινότατος, δεν χρήζει του μικρού φωτός των επαίνων μου. Όθεν δεν ζητώ να υπερυψώσω αυτήν διά του ασθενούς καλάμου μου, αλλά να πληρώσω τον οφειλόμενον εις την αλήθειαν φόρον.
Σε συγχαίρω επί τω γάμω σου, και έτι μάλλον επί τη εκλογή της συζύγου σου, την οποίαν φρονίμως ποιών, υπέρ πάσαν άλλην επροτίμησας· διότι η ανατροφή και ο χαρακτήρ είναι τα ουσιωδέστερα προτερήματα εις τον σύντροφον, μετά του οποίου θα ζήσωμεν. Την νεότητα, το κάλλος και το αργύριον, ο χρόνος φθείρει. Μόνον αι ψυχικαί αρεταί και τα πλεονεκτήματα της καλής αγωγής διαμένουσιν ισόβια, και επιζώσιν εις τον άνθρωπον. Είθε αι ημέραι υμών να ήναι μέχρις εσχάτου γήρως ανώδυνοι, ειρηνικαί και τέκνα αγαθά να επισφραγίσωσι την συζυγικήν ευδαιμονίαν υμών! Προσένεγκον τας προσκυνήσεις μου προς την σύζυγόν σου, την οποίαν παρακαλώ να με αξιώση της φιλίας και ευνοίας αυτής.
Η συγχαριτική επιστολή σου διέχυσε μεγίστην αγαλλίασιν εις την καρδίαν μου. Ίσως πάντες δεν συμφωνούσι μετά σου περί της εκλογής μου, αλλ’ η έγκρισίς σου μοι αρκεί· διότι είναι απόρροια ειλικρινούς φιλίας, αι δε ευχαί σου, από καθαράς καρδίας εξερχόμεναι, θέλουσι βεβαίως εισακουσθή εις τον δοτήρα παντός αγαθού. Η σύζυγός μου σε αντιπροσκυνεί, και θεωρεί ως ευτύχημα το να συμμερίζηται μετ' εμού την φιλίαν σου. Υγίαινε ευδαιμόνων φίλων άριστε!
Υποθέτεις πόσον μας εχαροποίησεν η είδησις του γάμου σου· διότι ειξεύρεις πόσον πάντες επεθυμούμεν τούτο. Η συνηρμοσμένη όμως συζυγία σου εδιπλασίασε την χαράν ημών· εύγε αδελφέ! Η φρόνησις του ανδρός εις τοιαύτας σπουδαίας περιστάσεις μάλλον επιδεικνύεται· διότι από της επιτετευγμένης εκλογής εξαρτάται ολόκληρος η γαμική του ανθρώπου ευδαιμονία, και μετανοούσι πικρά όσοι, κυριευόμενοι υπό ορμητικών παθών, ή εφαρπαζόμενοι υπό άλλων δελεασμάτων, δεν σκέπτονται ωρίμως, αν ο σύντροφος της ζωής αυτών ήναι καθ' όλα κατάλληλος. Αν και δεν γνωρίζωμεν την συμβίαν σου, ακούομεν όμως παρά πάντων, ότι η αγωγή είναι σύμφωνος προς την καταγωγήν αυτής, και ότι έχει προτερήματα εγγυώμενα την αμοιβαίαν ευτυχίαν υμών. Είθε το θείον, το οποίον σοι εδώρησε τοιούτον καλόν σύντροφον, να ευλογήση τους γάμους σου, να χαρίση υμίν τέκνα άξια των γονέων αυτών, και να διαφυλάξη υμάς εν αγάπη και ομονοία μέχρι τέλους του βίου υμών!
Άμετρον χαράν μοι επροξένησεν η συγχαρητήριος, αν και παρά πολύ εγκωμιαστική, επιστολή σου· διότι είδον εις αυτήν εκφράσεις αδελφικής και ειλικρινούς καρδίας. Είθε να απολαύσης πολλαπλάσια όσα μοι εύχεσαι, και να αγαπάς πάντοτε τον αγαπώντα σε
αδελφόν.
Μετ' ανεκφράστου αγαλλιάσεως ανέγνων το γράμμα σου, διά του οποίου μοι αναγγέλλεις την υπανδρείαν σου. Λυπούμαι, ότι δεν παρευρέθην εις την τελετήν ταύτην, διά να μετάσχω εκ του πλησίον της χαράς υμών, και να ευχηθώ υμίν προφορικώς. Εβράδυνας ολίγον, αδελφή, αλλ’ επέτυχες συζύγου αξιολόγου· διότι χαίρει υπόληψιν τιμίου ανθρώπου, ειλικρινούς φίλου και εμπόρου ευκαταστάτου. Όθεν δεν αμφιβάλλω ποσώς, ότι θα σε καταστήση ευτυχή κατά τον διακαή πόθον του αδελφού σου, όστις επιθυμών την ευζωίαν σου, απεδοκίμαζε τους παρουσιασθέντας μέχρι τούδε γαμβρούς. Οποία διαφορά μεταξύ του και του προς τον Ο! Ιδού, ότι η καρτερία σου εβραβεύθη, και χαίρουσιν άπαντες οι συγγενείς, βλέποντες εξησφαλισμένην την ευτυχίαν σου. Εν τούτοις, αν και ο σύζυγός σου έχη μεγάλα προτερήματα, ίσως ως άνθρωπος να έχη και αυτός τινα ελαττώματα, τα οποία πρέπει να οικονομής. Πιθανόν χάριν λόγου να ήναι οξύθυμος, ή ζηλότυπος· τα πάθη αυτά δεν διαταράττουσι την συζυγικήν αρμονίαν, όταν δεν ήναι υπερβολικά, και όταν η γυνή δεν παροξύνη αυτά. Γνωρίζων την φρόνησίν σου, ειμί βέβαιος, ότι είναι περιτταί αύται αι συμβουλαί μου. Τελειόνω λοιπόν, δεόμενος του Θεού, να σοι χαρίση όσα αγαθά σοι εύχεται η αδελφική καρδία. Τας προσρήσεις μου πρόσφερε προς τον σύζυγόν σου. Ασπαζόμενός σε δε μετά της νύμφης σου, ειμί...
Σε ευχαριστώ, αδελφέ, εγκαρδίως διά την επευκτήριον επιστολήν σου. Ευγνωμονούσα διά τας αδελφικάς συμβουλάς σου, σοι αντεύχομαι όλα τα αγαθά, και παρακαλώ τον Θεόν ίνα με αξιώση να φανώ πάντοτε αξία αδελφή σου.
Η στενή συγγένεια, ήτις συνδέει ημάς, απαιτεί να μετέχω της χαράς υμών. Όθεν διά τι να μη με χαροποιήσητε, γράφοντές μοι περί του γάμου της ερασμίας αυταδέλφης υμών; Εν τοσούτω εγώ, μηδόλως μνησικακών, σπεύδω να ευχηθώ προς τους νεονύμφους πάντα τα εφετά και καταθύμια.
Η είδησις του ευτυχούς συνοικεσίου του φιλτάτου υμών υιού διήγειρεν εις την ψυχήν μου την ευφροσύνην, ήντινα μοι προξενεί παν ευτυχές συμβάν της σεβαστής μοι οικογενείας Σας. Η χαρά μου όμως κατά την περίστασιν ταύτην είναι κατά τοσούτον μεγαλειτέρα, καθ’ όσον τα προτερήματα της ερασμίας νύμφης υμών είναι έξοχα και ανώτερα παντός εγκωμίου. Ευαρεστήθητε λοιπόν να δεχθήτε τας εγκαρδίους ευχάς μου. Είθε ο Θεός να ευλογήση τους νεονύμφους, να δωρήση αυτοίς πάντα του γάμου τα αγαθά, και να χαρίση αυτοίς βλαστούς αξίους να διαιωνίσωσι το όνομα του περιβλέπτου γένους υμών! Δεόμενος της εμφύτου αγαθότητος υμών, όπως ευμενώς επινεύση εις την προσφοράν ταύτην της καρδίας μου, ειμί μετά σεβασμού απεριορίστου.
Το ύψος των αρετών υμών συνεπιφέρει πάντα του ουρανού τα αγαθά, και αι αγαθοεργίαι υμών υποχρεόνουσιν άπαντας να εύχωνται υμάς σήμερον. Όθεν δέομαι και εγώ του μεν Θεού, όπως αξιώση υμάς να εορτάζητε υγιώς και χαρμοσύνως την επέτειον εορτήν υμών εις έτη πάμπολλα, της δε εξοχότητος υμών, όπως δεχθήτε την διομολογίαν του αμετρήτου προς υμάς χρέους μου.
Εις πάσαν ημέραν και ώραν της ζωής μου ενθυμούμαι τας απείρους ευεργεσίας, όσων με ηξίωσεν η μητρική υμών αγάπη. Αφού με εχειραγωγήσατε μετά πλείστης φροντίδος κατά την παιδικήν ηλικίαν, και ουδενός προς διάπλασίν μου εφείσθητε, απεπερατώσατε την ευποιίαν υμών διά της επιτετευγμένης αποκαταστάσεώς μου. Ναι, εις υμάς μοναδικώς οφείλω, σεβαστή μήτερ, προς τοις άλλοις, την συζυγικήν ευδαιμονίαν, ην απολαμβάνω σήμερον. Ευγνωμονούσα επί πάσι τούτοις, εύχομαι ίνα εορτάσητε υγιής την ομώνυμον και προστάτιδα υμών Αγίαν Ευφροσύνην. Είθε δε το θείον να ευλογήση και να ευφράνη όλον τον βίον υμών! Αξιώσατέ με και εις το εξής της μητρικής υμών στοργής και των ευχών υμών, αι οποίαι είθε να επεκταθώσι επί των ασπαζομένων την δεξιάν υμών τέκνων μου. Ασπάζομαι και εγώ μετά σεβασμού και αγάπης την δεξιάν υμών.
Πολύ επεθύμουν να παρευρεθώ την 6 του ελευσομένου μηνός εις Ιωάννινα, διά να σοι προσενέγκω τον επευκτήριον περί της εορτής σου ασπασμόν. Προλαμβάνω λοιπόν και σοι εύχομαι καν μακρόθεν να ζήσης μέχρι γήρως λιπαρού και βαθυτάτου εν υγεία αμεταπτώτω και ευημερία διηνεκεί, ων πάντοτε σύζυγος αγαθός, πατήρ φιλόστοργος, και φίλος πιστός. Δεν αμφιβάλλω, ότι συνευωχούμενοι την ημέραν ταύτην μετά των οικείων σου, θα πίητε και εις υγείαν του εν ξένη γη ζώντος
φίλου σου.
Την προϊούσαν του Α. Γ. έλαβον την ευχετικήν επιστολήν σου, της οποίας η ανάγνωσις ηύξησε την χαράν και ευθυμίαν ημών. Σε ευχαριστούμεν διά τας προσρήσεις σου, αλλά δεν ηλπίζαμεν να νομίζης υμάς τόσον αφίλους, ώστε να περιμένωμεν την εορτήν ταύτην διά να σοι ευχηθώμεν πίνοντες. Είσαι αδιάσπαστος από της μνήμης ημών, και αι ευχαί ημών είναι αδιάληπτοι υπέρ της ευημέρου υγείας σου. Σε ασπάζομαι συν τοις οικείοις μου, μεθ' ων σε παρακαλώ να προσενέγκης τας προσκυνήσεις μου προς την αγαθήν μητέρα και τας ερασμίας αδελφάς σου. Ευδαιμόνει, φίλων άριστε.
Αι άπειροι προς υμάς υποχρεώσεις μου μοι επιβάλλουσι καθήκον ιερόν, και δράττομαι πάσης ευκαιρίας, ίνα εκφράζω προς υμάς τα αισθήματα της ευγνωμονούσης καρδίας μου. Τούτο είναι ο μόνος φόρος, όνπερ δύναμαι να πληρώσω εις τας αμετρήτους ευεργεσίας υμών. Όθεν σπεύδω, ίνα κατά τας αγίας ταύτας εορτάς ευχηθώ υμίν την συμπλήρωσιν πάσης ευδαιμονίας, και παρακαλέσω υμάς να δεχθήτε ευμενώς την ένθερμον ταύτην ευχήν μου.
Εκπληρών χρέος υικόν, σπεύδω, ίνα ευχηθώ υμίν την έναρξιν του έτους αίσιον και χαρμόσυνον. Είθε ο ύψιστος να διαφυλάττη υμάς υγιείς επί έτη πάμπολλα, και χαρίζη υμίν όσα αγαθά επιθυμεί η ψυχή υμών! Αύτη είναι η νυχθήμερος προσευχή μου. Παρακαλώ δε να μοι ευχηθήτε και υμείς, ίνα ευαρεστήσω Θεώ τε και ανθρώποις, και είμαι πάντοτε άξιος
υιός και δούλος υμών.
Μετ' ολίγας ημέρας έρχεται το νέον έτος. Πολύ επεθύμουν να ήμουν πλησίον υμών διά να ασπασθώ την δεξιάν υμών, και να ευχηθώ υμίν παν το εφετόν και καταθύμιον! Δέομαι λοιπόν του Υψίστου, όπως εισακούων τας ενθέρμους ταύτας ευχάς μου, με αξιώση να απολαύσω υμάς υγιείς, και βεβαιώσω προφορικώς, πόσον αγωνίζομαι να μη φανώ ανάξιος της στοργής υμών.
Συμπληρωθέντος του παλαιού έτους, επληρώθησαν και αι ευχαί μου. Ο Θεός υμάς μεν διεφύλαξεν υγιείς, εμέ δε δεν εστέρησε της αγάπης και φιλοστοργίας υμών. Είθε εις πολλών ετών περιόδους να αξιωθώ της ευτυχίας ταύτης, και όλος ο βίος υμών να ήναι σειρά αδιάκοπος χαράς και ευτυχίας!
Εύχομαι σήμερον και αείποτε σοι μεν συνέχειαν ης απολαύεις ευτυχίας, εμοί δε την φιλίαν και εύνοιάν σου.
Ερωτών περί των καθ' υμάς, σοι εύχομαι το νέον έτος ευτυχές· εν τη λέξει ταύτη συμπεριλαμβάνονται και όσα ποθείς αγαθά.
Αναρίθμητοι είναι αι ευχαί, όσαι σήμερον προς τον ουρανόν υπέρ υμών απευθύνονται, διότι και ο αριθμός των υφ' υμών ευεργετουμένων είναι άπειρος. Ενόνων λοιπόν πάσας ταύτας τας ευχάς εις μίαν, παρακαλώ τον Ύψιστον, όπως εισακούων την ταπεινήν δέησίν μου, ευλογήση μέχρι βαθυτάτου γήρως τας ημέρας τοιούτου ευεργέτου της ανθρωπότητος. Επικαλούμενος δε κατά την εις το νέον έτος αισίαν μετάβασιν ημών την ανανέωσιν της προς με ευνοίας υμών, ειμί ισόβιος διαπρύσιος κήρυξ των απείρων αγαθοεργιών υμών.
Παν το υπό της υμετέρας πατρικής στοργής διεπόμενον υπήκοον αίρει σήμερον χείρας ικέτιδας προς τον Ύψιστον υπέρ της υμετέρας μακροβίου ευημερίας. Δέχθητε ουν ευμενώς, τρισέβαστε Άναξ, και την ταπεινήν ευχήν του δούλου της Μεγαλειότητός Σας. Είθε ο Βασιλεύς των βασιλευόντων να διαφυλάξη τον θεοφρούρητον θρόνον της υμετέρας Μεγαλειότητος ως κόρην οφθαλμού εις εκατόν ηλιακάς περιόδους προς ευτυχίαν των κλεινών υπηκόων υμών! Είθε να προσαυξήση το κλέος υμών, να κατατροπώση τους εχθρούς υμών, και να στέψη πάντα τα επιχειρήματα υμών διά της Ουρανίου ευλογίας αυτού! Η καθαρότης τούτων των ευχών δεν προφέρεται υπό των χειλέων, αλλ’ εξέρχεται εκ των μυχίων της καρδίας του
υποκλεινεστάτου υπηκόου και ταπεινού δούλου της Μεγαλειότητός Σας.
Κωλυόμενος να έλθω σήμερον προσωπικώς εις προσκύνησιν της υμετέρας Εκλαμπρότητος, λαμβάνω την τόλμην, ίνα διά της παρούσης μου εκφράσω τας ενθέρμους και ολοψύχους ευχάς μου. Είθε ο δοτήρ παντός αγαθού να περιφρουρή την υμετέραν Εκλαμπρότητα μεθ’ όλου του περιβλέπτου αυτής οίκου κατά τε το παρόν έτος και καθ' όλον τον βίον υμών εν πληρεστάτη υγεία και διηνεκεί ευημερία! Είθε η αγαθότης αυτού να αξιώση τα τέκνα και τους εκγόνους μας να επαναλαμβάνωσι την ευπρόσδεκτον ταύτην ευχήν μέχρι της τελευταίας αυτών αναπνοής! Τοιούτων εναρέτων ανδρών και το έσχατον γήρας είναι αγήρατον, ως και το όνομα αυτών θα διαμένη αθάνατον. Δέχθητε, παρακαλώ Σεβαστέ μοι, την ένθερμον ταύτην προσφοράν της καρδίας μου, και αξιούτε με, ίνα διαπαντός υποσημειώμαι μετά βαθυτάτου σεβασμού της υμετέρας Εκλαμπρότητος ευπειθέστατος δούλος.
Εύχομαι και πάλιν τη υμετέρα Πανιερότητι πάσας τας επιγείους ευτυχίας και την εν ουρανοίς των αρετών υμών μισθαπόδοσιν. Αύτη δεν είναι πρόσρησις της συνηθείας, ουδέ περιέμενον την σημερινήν εορτήν ίνα ανανεώσω αυτήν. Είναι ευχή καθημερινή της ευγνωμονούσης καρδίας του ...
Δέχθητε μετά της χαρακτηριζούσης υμάς ευμενείας και καλοκαγαθίας κατά την αρχήν του έτους τούτου, μετά των ευχών πάντων των φίλων υμών, και τας ταπεινάς προς Θεόν ικεσίας μου υπέρ της μακροβιώσεως απάσης της σεπτής υμών οικογενείας. Εις δε τον εαυτόν μου να ονομάζωμαι. ...
Ιδού εισήλθομεν εις τα 1863, και εγείναμεν εν έτος γεροντότεροι. Είθε το παρόν να ήναι ευτυχέστερον των παρελθόντων! Είθε η πείρα να μας καταστήση εις το εξής φρονιμωτέρους! Είθε να διατηρήσωμεν καλλίτερα την υγιείαν ημών, και να μεταχειρισθώμεν ωφελιμώτερα τον καιρόν! Είθε να μας φυλάξη ο θεός από της συκοφαντίας των κακεντρεχών και της απάτης των δολίων ανθρώπων! Είθε η θλίψις και η οδύνη να μη εύρωσι χώραν εις την καρδίαν ημών! Είθε πάντες οι λοιποί χρόνοι ημών να παρέλθωσιν επίσης ευτυχείς!
Επρόλαβες και μοι ευχήθης όσα εδεόμην του Θεού να σοι χαρίση. Αντευχόμενός σοι πάντα τα εφετά και καταθύμια κατά τε το νέον τούτο και τα μετά ταύτα έτη, και συνιστών εμαυτόν εις την αγάπην σου ειμί...
Επειδή ο κατάρρους με κρατεί και σήμερον εις την οικίαν, σπεύδω εγγράφως να ευχηθώ προς υμάς αισίαν την Αγίαν Ανάστασιν. Είθε η χαρμόσυνος αύτη εορτή να φαιδρύνη την ψυχήν υμών, και να γείνη εις υμάς πάσης ευτυχίας πρόξενος!
Σας ευχαριστούμεν διά την ευχετικήν επιστολήν υμών. Και όσας ευτυχίας εύχεσθε προς ημάς ευχόμεθα να απολαύσητε και άλλας έτι δαψιλοτέρας! Προ πάντων όμως ευχόμεθα υμίν εντελή υγιείαν, άνευ της οποίας πάντα τα άλλα αγαθά είναι άχρηστα. Ηθέλαμεν προσθέσει και άλλην ευχήν, την απόκτησιν δηλ. καλής συζύγου, αλλά αποσιωπώμεν αυτήν, γνωρίζοντες, ότι περί ολίγου ποιείσθε ταύτην την κατ' εμέ ευδαιμονίαν· διότι αν επιθυμείτε, ηδύνασθε ευκόλως να απολαύσητε αυτήν.
Η τύχη με εστέρησε και εφέτος της ευχαριστήσεως του να συνεορτάσω μεθ' υμών το Άγιον Πάσχα! Είθε η χαρμόσυνος αύτη εορτή να διαχύση την χαράν εις πάσας τας ημέρας υμών. Είθε να ζήσητε πολλά έτη προς παρηγορίαν και ευτυχίαν των τέκνων υμών, ων το ελάχιστον είναι ο ασπαζόμενος νοερώς την δεξιάν υμών.
Σπεύδω κατά χρέος να ευχηθώ, όπως εορτάσητε φαιδρώς και γηθοσύνως την κοσμοσωτήριον ταύτην ημέραν. Είθε ο εκ Παρθένου γεννηθείς να περισκέπη τους φιλτάτους μου γονείς διά της θείας αυτού αντιλήψεως, και παρατείνων επ' άπειρον την ζωήν αυτών να συναυξάνη την ευημερίαν αυτών.
Η σημερινή εορτή είναι θεσπεσία εις εμέ και χαρμόσυνος· διότι εις τοιαύτην ημέραν εγεννήθη ο δους εις εμέ την ζωήν και την ευζωίαν. Σήμερον ανακαλούνται πάλιν εις την μνήμην μου όλαι αι ευεργεσίαι, όσας έλαβον παρά της πατρικής φιλοστοργίας υμών, και διά τας οποίας και χιλίας εάν είχον γλώσσας, πάλιν δεν ηδυνάμην επαξίως να ευχαριστήσω υμάς. Επειδή δε εκτός των ευχών άλλο δεν είμαι ικανή να προσφέρω, παρακαλώ τον Θεόν, ίνα υμάς μεν αξιοί να εορτάζητε υγιώς και χαρμοσύνως την ημέραν ταύτην εις παμπόλλων ετών περιόδους, εμέ δε, να εύχωμαι και επαναλαμβάνω αείποτε, ότι ειμί
ευγνώμων και ταπεινή θυγάτηρ υμών.
Ευχαριστώ διά τας ευχάς σου, και παρακαλώ τον Θεόν να σοι αποδώση πάντα τα αγαθά, όσα σοι εύχεται η καρδία μου.
Χαίρε και αγάλλου, φίλτατέ μοι Δημήτριε! Έγεινας πατήρ υιού ωραίου και χαριεστάτου. Η γέννα μου ήτο εύκολος, και υγιαίνομεν αμφότεροι. Ελθέ ταχέως να ασπασθής το τέκνον ημών, καθώς και την ποθούσαν σε μητέρα αυτού, ήτις περιμένει την μακαρίαν εκείνην στιγμήν μετά καρδίας σκιρτώσης. Σπεύσον να ίδης πόσον σοι ομοιάζει ο υιός σου, και να επαναλάβης μετά της γλυκείας εκείνης φωνής σου, ότι ειμί
αγαπητή σου σύζυγος
Πάντα τα πλούτη του Κροίσου αν μοι εχάριζον, δεν ήθελον με χαροποιήσει όσον η αγγελία, ην μοι έδωκας. Ευχαριστώ τον Θεόν, όστις με ηξίωσε να γείνω πατήρ, και την Ελένην μου, ήτις μοι έδωκεν υιόν. Αιών μοι φαίνεται εκάστη μεσολαβούσα ημέρα μέχρι της ποθητής εκείνης, καθ' ην θα ασπασθώ την ακριβή μου σύζυγον και το τέκνον ημών. Φύλαξον την υγείαν σου, ήτις εις τοιαύτας περιστάσεις απαιτεί προσοχήν πλειοτέραν. Ελπίζω την ελευσομένην Κυριακήν να αναχωρήσω, και την Πέμπτην να σε κατασπασθώ. Ω στιγμή χαρμόσυνος! Ποτέ πόθον δεν ησθάνθην μεγαλείτερον.
Η επιθυμία σου επληρώθη και αισθάνομαι την διπλήν χαράν, οποίαν σοι επροξένησεν η γέννησις άρρενος. Την συμμερίζομαι και εγώ και εύχομαι εις τον υιόν σου να ζήση, και μιμούμενος τον πατέρα αυτού να γείνη αγαθός πολίτης και τίμιος άνθρωπος. Όταν θα γεννήσης θυγατέρα, θα επευχηθώ να κληρονομήση τας αρετάς της μητρός αυτής. Ασπαζόμενος την παρούσαν τριάδα υμών ειμί
ο φίλος σου.
Ευγνωμονούμεν διά τας ευχάς σου, αίτινες, αν πραγματοποιηθώσι καθ' όλην αυτών την έκτασιν, φοβούμαι μήπως ο υιός μου γείνη άνθρωπος πολύ μέτριος· διότι αν η φιλία σου μεγαλύνη τα πατρικά αυτού προτερήματα, ο πατήρ συναισθάνεται την μετριότητα αυτών. Εγώ εύχομαι προς τον νεοτεχθέντα να γείνη μάλλον μιμητής σου του φιλτάτου μου, ον τινά και παρακαλώ να αναδεχθή αυτόν και να εμπνεύση αυτώ πάσας τας εαυτού αρετάς. Ευδαιμόνει!
Η θεία αγαθότης ηυδόκησε να χαρίση υμίν υιόν, όστις είναι δώρον κατά τοσούτον πολύτιμον, καθόσον εξασφαλίζει την διαδοχήν της εκλάμπρου γενεάς υμών! Εύχομαι να κληρονομήση μετά του ονόματος και τας αρετάς του πατρός αυτού. Συγχαίρων υμάς επί τη αισία αυτού παρουσία εις τον κόσμον τούτον, ειμί μετά σεβασμού βαθυτάτου. ...
Η ανάρρωσις της υγείας σου επανήγαγεν εις πάντας ημάς την ευθυμίαν και αγαλλίασιν, ήτις εξωρίσθη από της ψυχής ημών καθ' όλον το της ασθενείας, σου διάστημα. Ελπίζω να μη με υπολάβης ως κόλακα, εάν σοι είπω, ότι την χαράν ταύτην ησθάνθην εγώ μάλλον ή οι άλλοι φίλοι σου· διότι καυχώμαι, ότι ειμί ο πιστότερος και ειλικρινέστερος ...
Τόσας περιποιήσεις παρ' υμών έλαβον καθ' ον παρ' υμίν εφιλοξενούμην χρόνον, ώστε αμηχανώ τίνι τρόπω να αποδείξω προς υμάς την ευγνωμοσύνην μου. Μη δυνάμενος δε να εκφράσω αυτάς δι' απλών λόγων, παρακαλώ υμάς να δεχθήτε το παρόν δώρον, όπερ είναι μεν ευτελές, προσφέρεται δε μετ' ειλικρινούς καρδίας του ευγνωμονούντος διά βίου
φίλου και δούλου υμών.
Έλαβον την επιστολήν υμών και όπερ ευηρεστήθητε να μοι πέμψητε δώρον. Το εδέχθην ασμένως όχι ως αντάξιον της προς υμάς απλουστάτης φιλοξενίας μου, ην η συγκαταβατική αγαθότης υμών υπερμεγαλύνει, αλλ’ ως πολύτιμον ενθύμημα της περισπουδάστου μοι φιλίας υμών. Η υποδοχή, ης παρ' ημών ετύχετε, είναι πολύ κατωτέρα της πρεπούσης υμίν, αλλά πέποιθα, ότι παρεβλέψατε τας ελλείψεις ημών, και ότι έχετε υπό την εύνοιαν υμών τον ειλικρινή φίλον και ευπειθή
δούλον υμών.
Σπεύδω διά του παρόντος μου να πληρώσω μέρος της προς υμάς ευγνωμοσύνης μου διά την ευγενή υποδοχήν, ης τίνος ηξιώθην παρά τη ερασμία οικογενεία υμών. Όσας ημέρας διήλθον μεθ' υμών θα ενθυμώμαι ως ευτυχεστέρας της ζωής μου· διότι ήτο σειρά αδιάκοπος εγκαρδίων φιλοφρονήσεων, ειλικρινούς ευθυμίας και ευαρέστων διασκεδάσεων, των οποίων εστερήθην αισθάνομαι μέγα κενόν εις την ψυχήν και καρδίαν μου. Τούτο ελπίζω να αναπληρώση εν μέρει η προς αλλήλους αλληλογραφία. Επιστολαί τοιούτων προσφιλών μου ανδρών μοι είναι δώρον πολυτιμότατον, και παρακαλώ ίνα μη με στερήσητε της ευχαρίστου ταύτης παραμυθίας. Ευαρεστήθητε να προσενέγκητε τας βαθυτάτας προσκυνήσεις μου προς άπασαν την σεβαστήν μοι οικογένειάν Σας.
Ο Κ. Ξ. θα παραδώση προς την ελλογιμότητά Σας μετά της παρούσης μου εν χρυσούν ωρολόγιον, το οποίον παρακαλώ να δεχθήτε ως τεκμήριον της ευγνωμοσύνης μου δι' όσους κατεβάλετε κόπους προς εκπαίδευσιν του υιού μου. Αι πρόοδοι αυτού εις τα μαθήματα κατά το μικρόν διάστημα της παρ' υμίν μαθητείας αυτού υπέβαλον εις υποχρεώσεις αξίας μεγαλητέρων αμοιβών· αλλά τα μέσα μου δεν είναι ισοδύναμα προς την προαίρεσίν μου την οποίαν προς το παρόν αναπληρώ δι’ ευγνωμόνων εκφράσεων, μέχρις ου δυνηθώ να ανταμείψω πραγματικώς και επαξίως τους κόπους και αγώνας υμών. Εύχομαι και να Σας διαφυλάττη ο Κύριος εν υγεία μακρά και ευδαιμονία!
Η πρόοδος του υιού Σας οφείλεται εις την ευφυίαν και επιμέλειαν αυτού μάλλον ή εις τας ιδικάς μου προσπαθείας. Εν τοσούτω, ευχαριστώ υμάς διά το οποίον μοι επέμψατε δώρον, και θέλω διπλασιάσει τους προς αυτόν αγώνας μου όχι δι' ελπίδας ανταμοιβής, αλλά διά να φανώ άξιος της υμετέρας υπολήψεως.
Πολύτιμε φίλε!
Ωμολόγησα ήδη προφορικώς προς υμάς, και επαναλαμβάνω και εγγράφως, ότι εις την Εξοχότητά σας οφείλω μετά Θεόν την ζωήν της συζύγου μου (ή της θυγατρός μου), διότι επεμελήθητε αυτής ουχί ως ιατρός μόνον, αλλά και ως φίλος επιστήθιος. Παρετήρησα πόσον εστενοχωρείτο η ευαίσθητος καρδία υμών, ότε εβλέπετε αυτήν εις τον προφανή κίνδυνον, από του οποίου η δραστήριος θεραπεία υμών έσωσεν αυτήν. Η ευεργεσία αύτη είναι ανεκτίμητος· αλλά δεν είναι δίκαιον να αποποιήσθε τινά αντιμισθίαν· διότι ο δουλεύων εν τω ναώ εκ του ναού τραφήσεται, λέγει η Γραφή. Ναι μεν συνδέει ημάς στενή φιλία· αλλά φίλους έχετε πάντας τους γνωρίμους υμών, και αν όλους θεραπεύηται αμισθί, πόθεν θα πορισθήτε τα προς τας ανάγκας υμών; Τέλος πάντων επειδή είναι αδύνατον να πείσω υμάς να δεχθήτε χρήματα, παρακαλεί υμάς η αναρρώσασα σύζυγός μου να προσενέγκητε το περιδέραιον τούτο εις την υμετέραν συμβίαν, ως δείγμα της ευγνωμονούσης φιλίας υμών. Εύελπις, ότι δεν θα απορρίψητε την παράκλησίν μου ταύτην, ειμί ο ειλικρινής
φίλος υμών.
Ευγενέστατε Κύριε!
Δεν αρνούμαι, ότι η Κυρία υμών εκινδύνευσεν· αλλ’ η ιατρική επιστήμη ήτον ανίκανος να σώση αυτήν άνευ υπερανθρώπου δυνάμεως. Όθεν εις τον θεάνθρωπον οφείλετε τας χάριτας, και ουχί εις εμέ, όστις υπήρξα ταπεινόν όργανον της θείας αντιλήψεως. Αλλ’ αν υποθέσατε, ότι συνετέλεσα και εγώ εις την θεραπείαν αυτής, ουδέν άλλο παρά φιλικόν χρέος εξετέλεσα. Ο τίτλος, τον οποίον μοι δίδετε, ονομάζοντές με στενόν φίλον, είναι εις εμέ πολυτιμώτερος πάσης άλλης αντιμισθίας, και επειδή τοιούτους φίλους δεν ηυτύχησα να έχω πολλούς, είναι ικανοί οι χορηγούντες μοι πόρον εκ των ασθενών μου. Διά να εξοφλήσω όμως το υποτιθέμενον προς εμέ χρέος υμών, και διά να μη με νομίσητε ακατάδεκτον, επέτρεψα εις την σύζυγόν μου να δεχθή ευγνωμόνως το προσενεχθέν παρά της υμετέρας δώρον. Πρόθυμος εις τας διαταγάς υμών.
Σεβαστέ μοι Διδάσκαλε!
Η πρόσκλησις του πατρός μου με ηνάγκασε να αποχωρισθώ προς καιρόν· διότι, εκτός της ανάγκης, την οποίαν είχον να τελειοποιηθώ εις τα γράμματα, επεθύμουν να παρατείνω όσον δυνατόν την διαμονήν μου παρά διδασκάλω, όστις με ηγάπησεν ως υιόν, και κατέβαλε πλείστας υπέρ εμού φροντίδας. Όθεν μοι επεβάλετε χρέη, των οποίων η ιερότης είναι ίση προς την των οφειλομένων προς τους γονείς· διότι οι μεν γονείς μοι έδωκαν την ζωήν, αλλ’ υμείς εφωτίσατε τον νουν μου και ανεπτύξατε την καρδίαν μου διά της μαθήσεως, άνευ της οποίας ο άνθρωπος ολίγον διαφέρει των αλόγων ζώων. Η επισφαλής υγιεία του πατρός μου δεν μοι συγχωρεί να απομακρυνθώ απ’ αυτού, και αι υποθέσεις αυτού παραμεληθείσαι από τινος καιρού, έχουσιν ανάγκην τακτοποιήσεως. Εν τούτοις και ενταύθα και εις τα πέρατα του κόσμου, όπου η τύχη ήθελε με φέρει, θέλουσι μένει πάντοτε ανεξάληπτοι από της μνήμης μου αι σοφαί παραινέσεις και αι ευεργεσίαι υμών. Είθε το θείον υμάς μεν να περιφρουροί, εμέ δε αξιώση να αποδείξω και διά πραγμάτων την ευγνωμοσύνην μου προς την υμετέραν σοφολογιότητα, ης ειμί μετά σεβασμού βαθυτάτου...
Το συγγενικόν θάρρος με παρακινεί να συστήσω προς υμάς τον Κ. Φ., μετά του οποίου με συνδέει παλαιά φιλία. Επειδή δε έχω προς τούτοις τινάς υποχρεώσεις προς αυτόν, και επιθυμώ να τω φανώ κατά τι ωφέλιμος, παρακαλώ υμάς να προσκαλέσητε αυτόν εις την οικίαν υμών, και φιλοξενήσητε μετά της συνειθισμένης φιλοφροσύνης κατά την ολιγοχρόνιον διατριβήν αυτού εν τη πόλει υμών. Προλαμβάνων δε, εκφράζω προς υμάς την ευγνωμοσύνην μου διά τας προς αυτόν περιποιήσεις υμών, εύελπις, ότι επανελθόντα, θα ίδω αυτόν ευχαριστημένον, καθώς ευχαριστήθησαν πάντες, όσους μέχρι τούδε εσύστησα προς υμάς
ο εξάδελφος υμών
Ο Κ. Φ. διέμεινεν εν τη πόλει και τη οικία ημών τρεις μόνον ημέρας. Αν και δεν ηδυνήθην να περιποιηθώ αυτόν κατ' αξίαν, παρακαλώ υμάς να μοι δίδητε συχνά αφορμήν, διά να αποδείξω προς υμάς τουλάχιστον πόσον προθυμοποιούμαι να εκτελώ τας διαταγάς υμών, και να βεβαιώ, ότι ειμί ...
Ο Κ. Ξ. όστις μέλλει να σοι επιδώση το παρόν μου, είναι φίλος μου επιστήθιος, και μέλλει να διαμείνη τον χειμώνα εν τη ωραία πόλει υμών. Επειδή δε επιθυμεί να σχετισθή προς τους κατοίκους αυτής, των οποίων οι μεν άνδρες φημίζονται ως φιλόξενοι, αι δε γυναίκες ως θελκτικαί και ευπροσήγοροι, συνιστώ αυτόν προς σε, ως έχοντα πολλάς σχέσεις, και δυνάμενον επομένως να σας συσχετίση προς πολλάς οικογενείας. Δεν σοι επαινώ την ποικιλίαν των γνώσεων αυτού, την αγχίνοιαν και ευτραπελίαν· διότι ευθύς αφού συναναστραφής αυτόν, θα εκτιμήσης αυτόν επαξίως. Όθεν ελπίζω να σε ευχαριστήση η γνωριμία τοιούτου ανδρός, καθώς ευχαρίστησε πάντας, όσοι ηυτύχησαν να γνωρίσωσιν αυτόν. Εάν λάβη ανάγκην χρημάτων, δάνεισον αυτόν μέχρι χιλίων ταλλήρων, διά τα οποία σοι εγγυώμαι εγώ. Παρ' αυτού δε θέλεις μάθει και τα καθ' ημάς λεπτομερέστερον. Εγχείρισον το εσώκλειστον.
Με ευηργέτησας τω όντι διά της συστάσεώς σου προς άνδρα, ον τινα εύρον ως μοι παρέστησας. Πάντες εις όσους επαρουσίασα αυτόν, ενθουσιάσθησαν διά τον ευτράπελον τρόπον, τας πολυειδείς γνώσεις και τας κομψάς διηγήσεις αυτού· διότι ενόνει εις τον ζέοντα χαρακτήρα αυτού το σπάνιον προτέρημα να εκφράζηται μετ' ευφραδείας, και να δίδη χρωματισμόν τινα χαρίεντα και εις αυτά τα μικρότερα λόγου άξια πράγματα. Όθεν εξακολούθει να μοι συνιστάς και άλλους τοιούτους, και θέλεις υποχρεώσει
τον φίλον σου.
Η προθυμία, μετά της οποίας εκτελείτε τας παρακλήσεις μου, με ενθαρρύνει να συστήσω προς υμάς τον Κ. Ο. Ούτος δεν στερείτε γνωρίμων εις την πόλιν υμών, αλλ’ ηθέλησα να αποδείξω προς αυτόν, ότι έχω και εγώ εν Τεργέστη φίλον, όστις υποδέχεται μετά φιλοφροσύνης, και περιποιείται μετά προθυμίας τους παρ' εμού συνισταμένους, ως φύσει φιλόξενος, και προθυμούμενος να υποχρεώνη τον φίλον του ...
Χαίρω ότι ο Κ. Ο. έγεινεν αφορμή να αξιωθώ επιστολής σου μετά πολύμηνον σιωπήν. Τούτο αντιβαίνει εις ην ομολογείς προς αλλήλους φιλίαν. Επειδή λοιπόν άνευ αιτίας σπανίως μοι γράφεις, σε παρακαλώ συνεχώς να συνιστάς προς με πάντας τους εδώ ερχομένους γνωρίμους σου, διά να αξιώμαι συχνοτέρων γραμμάτων σου.
Η ευνοϊκή προς με διάθεσις υμών, της οποίας τοσαύτα δείγματα έλαβον, με καθιστώσι τολμηρόν εις το να παρακαλέσω υμάς να υποδεχθήτε ευμενώς τον φέροντα την παρούσαν μου Κ. Ε. όστις σκοπεύει να ζητήση δημόσιόν τινα υπηρεσίαν (ή άλλο). Επειδή δε πιθανόν να λάβη ανάγκην της προστασίας υμών, παρακαλώ θερμώς να συνδράμητε αυτόν κατά την έμφυτον υμών αγαθότητα, και πέποιθα, ότι το οξυδερκές διαγνωστικόν υμών θέλει εύρει εν αυτώ πάντα τα προσόντα, όσα απαιτεί η θέσις, εις ην ο νέος ούτος αποβλέπει. Θέλω δε ευγνωμονεί ισοβίως δι' ό,τι υπέρ αυτού ευαρεστηθήτε να πράξητε. Ειμί της υμετέρας ευγενίας ...
Νομίζω εμαυτόν ευτυχή οσάκις δύναμαι να φαίνωμαι προς υμάς ωφέλιμος· όθεν δράττομαι της παρούσης ευκαιρίας διά να αποδείξω προς υμάς πάσαν την προθυμίαν μου. O K. Ε. και διά τα προτερήματα όσα έχει, και χάριν του αξιαγάστου φίλου, όστις συνιστά αυτόν προς εμέ, θέλει επιτύχει ης τίνος επιθυμεί θέσεως. Όθεν εκφράζων προς υμάς τα φιλικά μου αισθήματα, ειμί ...
Εν όσω δεν παύσεις να με αγαπάς, δεν θα παύσω και εγώ να σοι γράφω και να σε επιβαρύνω διά των παρακλήσεων και συστάσεων. Η παρούσα αφορά συγγενή μου, όστις, εξερχόμενος πρώτην ήδη φοράν εκ της πατρίου γης και οικίας είναι άπειρος του κόσμου και χρήζει χειραγωγού εις πόλιν μάλιστα, όπου άλλον γνώριμον δεν έχει. Όθεν παρακαλώ, ίνα περιποιηθής αυτόν, και συμβουλεύσης εις τας επιχειρήσεις αυτού χάριν της προς εμέ φιλίας σου. Ο Κ. Ε. έχει νουν επιδεκτικόν αναπτύξεως και ψυχικά προτερήματα. Όθεν ελπίζω να επιτύχη εις ο εξελέξατο στάδιον, οδηγούμενος μάλιστα υπό φρονίμου και εμπείρου ανθρώπου.
Μετά χαράς πάντοτε θέλω εκτελεί τας διαταγάς σου, διά να αποδείξω, ότι ουδεμία περίστασις δύναται να ελαττώση, ην τινα προς σε τρέφω αγάπην. Όθεν ο Κ. Ε. θέλει τύχει της δυνατής συνδρομής
του ειλικρινούς φίλου σου.
Ο φέρων το παρόν μου είναι υιός παλαιού φίλου μου, όστις αποβιώσας εσχάτως, αφήκεν υπό την ιδιαιτέραν φροντίδα μου τα τέκνα αυτού. Ο νέος ούτος είναι πεπαιδευμένος, φρόνιμος, σεμνός και χρηστότατος, γνωρίζει την διπλογραφίαν και είναι ακριβής εις τα χρέη του. Όθεν συνιστών αυτόν προς σε, παρακαλώ ίνα κρατήσης εις το γραφείον σου διά να γυμνασθή καιρόν τινα ακόμη, και ακολούθως, αν δεν έχης ανάγκην γραμματέως, να συστήσης αυτόν προς τινα φίλον σου, και θέλεις με υποχρεώσει.
Ευχαρίστως εδέχθην τον Κ. Τ. τον οποίον μοι συνέστησας. Έχει προτερήματα, δι' ων ελπίζω να προοδεύση εις το εμπόριον. Όθεν εκράτησα αυτόν εις το κατάστημά μου, και θέλω φροντίσει περί του σταδίου αυτού.
Ομολογώ, ότι καταχρώμαι προ πολλού την αγαθότητα υμών, επιβαρύνων υμάς διά δεήσεων και συστάσεων, και είχον απόφασιν να μη ενοχλήσω υμάς πλέον, αν ο επιφέρων το παρόν μου δεν εθεώρει ως μέγα ευτύχημα να γνωρισθή δι' εμού προς την ευγενίαν σας. Ο Κ. Φ. έρχεται δι' υποθέσεις του εις την πόλιν υμών, όπου θα μείνη καιρόν τινα. Όθεν ευαρεστήθητε να αξιώσητε αυτόν της φιλίας και ευνοίας υμών. Δι' ό,τι δε υπέρ αυτού πράξητε, θέλετε υποχρεώσει τον ...
Βλέπων σωζομένην την προς αλλήλους φιλίαν ημών, πώς να μη προθυμοποιηθώ να εκτελέσω και τας προσταγάς υμών; Αν και ο Κ. Φ. ήναι αυτοσύστατος διά τα προτερήματα αυτού, θέλω όμως διπλασιάσει τας προσπαθείας μου, διά να βεβαιώσω αυτόν, ότι οι φίλοι υμών είναι και ιδικοί μου φίλοι.
Ο Κύριος Ν., τον οποίον, λαμβάνω την τόλμην να συστήσω εις την ισχυράν προστασίαν της υμετέρας εξοχότητος, ευρίσκεται υπό το βάρος τρομεράς συκοφαντίας. Εξ αιτίας της απλότητος και ευπιστίας αυτού υπέπεσε μεν εις τινα λάθη, αλλά τα προσαπτόμενα κατ' αυτού εγκλήματα επράχθησαν υπό των προϊσταμένων αυτού, οι οποίοι ως επιτηδειότεροι έρριψαν αυτά εις αυτόν. Αν ευαρεστηθή η υμετέρα Εξοχότης να ακούση παρά του ιδίου την υπόθεσιν ταύτην, ειμί βέβαιος, ότι ευκόλως θα διακρίνη τους αληθείς εγκληματίας, και τόσον θα λυπηθή αυτόν, ώστε αυτόκλητος θέλει υπερασπισθή την αθωότητα αυτού, και συνδράμει αυτόν εις το δίκαιον. Ο δυστυχής μεν, αλλά τίμιος ούτος άνθρωπος, έχει επίσης καρδίαν ευαίσθητον εις την ευεργεσίαν, και θέλω συναγωνισθή μετ' αυτού ποιος εξ ημών να φανή ευγνωμονέστερος προς την Υ. Ε. ης ειμί
μετά βαθυτάτου σεβασμού.
Προ πολλού εζήτουν αφορμήν να αποδείξω πόσον αγαπώ και σέβομαι υμάς. Την ευκαιρίαν ταύτην μοι εχορήγησεν η επιστολή υμών, δι' ης μοι συνιστάτε τον Κ. Ν. Δεν έχω ανάγκην να βεβαιωθώ παρά του Κ. Ν. περί της αθωότητος αυτού· διότι δεν θα συνιστάτε αυτόν ως τοιούτον, αν δεν είχετε πεπεισμένην την συνείδησιν υμών. Όθεν εστέ βέβαιος, ότι θέλω προσπαθήσει όλαις δυνάμεσι να αποδοθή αυτώ το οφειλόμενον δίκαιον.
Τόσας υποχρεώσεις έχω προς τον Κ. Τ., ώστε ήθελον φανή αχάριστος, αν δεν συνίστων ενθέρμως αυτόν εις τον στενώτερον συγγενή μου. Το όνομα της ευγενείας του σοι είναι γνωστότατον. Αποπλέει διά του προσεχούς ατμοκινήτου, και θα φθάση αυτού την 3 του ελευσομένου. Όθεν σπεύσον εις προϋπάντησιν αυτού, και οδήγησον αυτόν κατ' ευθείαν εις την οικίαν σου. Εάν δεν στέρξη να σοι δώση αυτό το βάρος, προσκάλεσον αυτόν τουλάχιστον εις δύο ή τρία γεύματα, και πράξον προς αυτόν όσας δυνηθής πλειοτέρας περιποιήσεις. Τοιούτων ανθρώπων η γνωριμία και τιμήν φέρει προς ημάς και ωφέλειαν. Όθεν φιλοτιμήθητε μετά της αδελφής μου να υποχρεώσητε αυτόν.
Επιτρέψατέ μοι να συστήσω εις την φιλοφρονητικήν διάθεσιν υμών τον κομιστήν της παρούσης μου Κ. Β. όστις θα διέλθη διά της πόλεως υμών χάριν των αρχαιοτήτων και των περιέργων αυτής. Ελπίζω να μη εύρητε αυτόν ανάξιον της φιλίας υμών, αφού γνωρίσητε αυτόν· διότι είναι άνθρωπος πεπαιδευμένος, έχων πολλά πλεονεκτήματα. Παρακαλώ δε υμάς να με προστάζητε και υμείς ελευθέρως, όπως δυνηθώ και εγώ να αποδείξω προς υμάς, ότι είμαι ου μόνον φίλος υμών αλλά και
πρόθυμος δούλος
Η φιλία υμών μοι είναι τόσον προσφιλής, ώστε διά να διατηρήσω αυτήν ουδενός φείδομαι πόνου και αγώνος. Ο αρχαιολόγος υμών όμως δεν μοι εχορήγησεν επαρκούντως την ευχαρίστησιν ταύτην· διότι είναι μονοδίαιτος και απροσήγορος. Εν τοσούτω έπραξα ό,τι ηδυνήθην προς ευχαρίστησιν αυτού.
Πρόωρος και αιφνίδιος θάνατος, αφαρπάσας την φιλτάτην μου σύζυγον, με αφήκεν εις λύπην απαρηγόρητον. Όθεν παρακαλούνται οι φίλοι μου, ίνα συνοδεύσωσι τον νεκρόν της μακαριτρίας, και θέλουσιν υποχρεώσει τον ...
Η εκφορά του λειψάνου θα γείνη σήμερον περί την 3 ώραν Μ. Μ.
Μετά οκταήμερον οξυτάτην ασθένειαν ο θάνατος μού εστέρησε τον προσφιλή μου σύζυγον, και εβύθισεν εμέ και τα τέκνα αυτού εις θλίψιν ανέκφραστον. Όθεν παρακαλούνται οι φίλοι του αποβιώσαντος, ίνα παρευρεθώσιν εις την κηδείαν, ήτις θα γείνη αύριον την δεκάτην ώραν προ μεσημβρίας...
Ο αγαπητός μου γαμβρός Κ. Π. επλήρωσε μετά πολυώδυνον ασθένειαν το κοινόν χρέος. Όθεν παρακαλούνται οι φίλοι ημών, ίνα σπεύσωσι προς παρηγορίαν της οδυρομένης χήρας, και συνοδεύσωσι το λείψανον του αγαθού συζύγου αυτής.
Ο Κύριος Φ. νυμφεύεται την ελευσομένην Κυριακήν την Κυρίαν Ε. Όθεν ευαρεστηθήτε να τιμήσητε διά της παρουσίας υμών τους γάμους αυτών, οίτινες τελούνται εν τω ναώ του Αγίου Γεωργίου περί την 6 ώραν Μ. Μ.
Την ερχομένην τρίτην το εσπέρας βαπτίζεται ο υιός ημών. Όθεν παρακαλούμεν υμάς, ίνα παρευρεθήτε εις την τελετήν ταύτην, και θέλετε υποχρεώσει.
τους δούλους υμών.
Αύριον είναι η επέτειος ημέρα των γενεθλίων του υιού μου, και επειδή επιθυμούμεν να πανηγυρίσωμεν αυτήν μετά των φίλων ημών, παρακαλούμεν, ίνα τιμήσητε και υμείς το δείπνον υμών. Η χαριεστάτη παρουσία υμών θα αυξήση την ευθυμίαν των συνεστιατόρων και της εσπερινής συναναστροφής ημών.
Η Κυρία Ο. μετά του συζύγου αυτής παρακαλούσιν υμάς, όπως τμήσητε διά της παρουσίας υμών την εσπερινήν συναναστροφήν αυτών κατά την 17 του τρέχοντος. Είναι και χορός.
Ο Κύριος Ψ. παρακαλείται να συνδειπνήση αύριον μετά του φίλου αυτού Ε. Έχομεν ομοτραπέζους και τους Κυρίους Α. Β. Γ. Πέποιθα δε, ότι δεν θα ανεχθήτε να μας στερήσητε της παρουσίας υμών, ούτε να προσμένωμεν υμάς. Την 8 ώραν πάντες οι φίλοι θα συναχθώσιν.
Δέχομαι προθύμως την ευγενή πρόσκλησιν υμών· και θέλω παρουσιασθή εν καιρώ μεθ' όλης της ορέξεώς μου εις το αρχοντικόν υμών.
Αύριον τελείται η επέτειος εορτή του ονόματός μου. Δεν υπενθυμίζω υμάς τούτο ίνα έλθητε εις επίσκεψίν μου, αλλά προλαμβάνων, παρακαλώ υμάς, ίνα μη τυχόν υποσχεθήτε να γευματίσατε εις άλλο μέρος. Το ιδικόν μου γεύμα δεν είναι πολυτελές. Μετά τον συνήθη ζωμόν έχομεν εν λαυράκιον εις την εσχάραν, ένα κούρκον παραγεμιστόν, τινάς πέρδικας εψητάς, ζυμαρικά, οπώρας και καλόν οίνον. Αν ταύτα ευχαριστώσιν υμάς, ευαρεστηθήτε να τιμήσητε την τράπεζαν ημών.
Λυπούμαι, ότι δεν δύναμαι να μετάσχω του γεύματος υμών, όχι διότι είναι λιτόν, αλλά διά λόγους σπουδαίους, τους οποίους αύριον μανθάνετε, όταν έλθω εις επευκτήριον επίσκεψίν υμών.
Παρακαλούμεν υμάς, όπως ευαρεστούμενοι παρευρεθήτε την εσπέραν του προσεχούς Σαββάτου εις την οικίαν ημών, όπου έχομεν συναναστροφήν μετά μουσικής αρμονίας.
Επειδή απρομελετήτως συνεκροτήθη μικρά συνάθροισις απόψε εις την οικίαν ημών, παρακαλούμεν, αν δεν έχετε ευαρεστοτέραν διασκέδασιν, να ορίσητε μετά της αρχοντίσσης και των ερασμίων θυγατέρων υμών. Υποδήματα και χειρόκτια νέα δεν απαιτούνται· διότι ξένους δεν έχομεν.
Τινές γνώριμοι της θυγατρός μου επιθυμούσι να χορεύσωσιν αύριον το εσπέρας. Όθεν ελπίζομεν, ότι η αρίστη των χορευτριών δεν θα μας στερήση της παρουσίας της.
Απόψε έχομεν μουσικήν αρμονίαν. Αν ευαρεστηθήτε να λάβητε και υμείς μέρος παρακαλούμεν να ορίσητε, φέροντες και την κιθάραν ομού, και θέλετε υποχρεώσει πάντων την ομήγυριν μετά του υποφαινομένου
φίλου υμών.
Η παράκλησις είναι περιττή· διότι η συναναστροφή υμών θα υποχρεώση μάλλον
τον δούλον σας.
Απροσδοκήτως συνεκροτήθη απόψε ικανή συναναστροφή εν τη οικία ημών, και οι μεν άνδρες διασκεδάζουσι, παίζοντες χαρτία, αι δε Κυρίαι, εξαντλήσασαι την προς αλλήλας συνομιλίαν, ήρχισαν να χασμοδώνται. Επειδή δε είναι ενωρίς, και πιστεύω, ότι δεν εκοιμήθητε εισέτι, σπεύσατε να φαιδρύνηται διά της παρουσίας υμών την συνδιατριβήν ταύτην. Θέλει δε ομολογεί προς υμάς χάριτας μετά των φίλων αυτής
η δούλη υμών.
Ποτέ πρόσκλησις τόσον έγκαιρος και κατάλληλος δεν μοι έγεινεν. Ευρισκόμην εις αμηχανίαν πώς να διασκεδάσω απόψε, και ιδού ότι μοι προτείνουσι την χαριεστέραν συνδιατριβήν. Έρχομαι πετώσα.
η φίλη υμών.
Η παρουσία υμών, ήτις διαχέει τόσην ευθυμίαν εις τας συνδιατριβάς, βεβαίως φαιδρύνει έτι μάλλον τα συμπόσια. Όθεν είμεθα ευτυχείς, αν καταδεχθήτε να μετάσχητε του αυριανού δείπνου ημών, όπερ αρχίζει την ογδόην ώραν Μ. Μ.
Ευχαριστώ διά την φιλικήν πρόσκλησιν υμών. Αν ήμαι υγιής έρχομαι μετά χαράς, εκτός αν μοι συμβή εναντίον τι, όπερ θα με λυπήση πολύ· διότι με στερεί τοιαύτης μεγάλης ευχαριστήσεως.
Παρακαλείσθε να ορίσητε αύριον οικογενειακώς να συναποκρεύσωμεν και συνευθυμήσωμεν. Πιστεύω, ότι δεν θα εύρητε πάλιν πρόφασίν. Η σύζυγός μου ετοιμάζει φαγητά της ορέξεως υμών, και ουδείς εξ ημών θέλει αναγκάσει υμάς να πίητε πλειότερον από όσον επιθυμείτε. Τούτο άπαξ μόνον έγεινε χωρίς να θέλω, και έκτοτε έθεσα νόμον να αφίνω τους συντραπέζους μου ελευθέρους να τρώγωσι και να πίνωσιν όσον θέλουσι· διότι πρέπει μεν να ήναι τις περιποιητικός προς τους φίλους αυτού, αλλ’ όχι και οχληρός διά των υπερβολικών φιλοφρονήσεων και προτροπών αυτού.
Σήμερον ούτε συ υπάγεις εις το γραφείον, ούτε εγώ εις το ταχυδρομείον, η κακοκαιρία δε εμποδίζει ημάς να εξέλθωμεν εις επισκέψεις, ή εις περίπατον. Πώς λοιπόν θα περάσωμεν τοιαύτην μελαγχολικήν ημέραν; Αν δεν βαρύνεσαι τον δρόμον, έλα να σκοτώσωμεν ολίγας ώρας. Επιθυμώ να γνωρίζω τούτο ευθύς διά να προσκαλέσω και τον φίλον Σκαρλάτον, όστις χθες το εσπέρας έκαμε φρικτήν θραύσιν εις του Κ. Χ. Φ. Επειδή δε μεταξύ των θυμάτων ήμην και εγώ, πνέω εκδίκησιν, την οποίαν ελπίζω διά της συμπράξεώς σου να λάβω σήμερον. Να έχης δε καλά εικοσάρια· διότι τα άλλα νομίσματα είναι απηγορευμένα.
Έχω τρεις ημέρας να σε ίδω και υποθέτεις πόσον σε επεθύμησα. Όθεν αγανακτώ κατά του καιρού, όστις με στερεί ταύτης της ευχαριστήσεως. Επειδή δε συ είσαι νεωτέρα, ευρωστοτέρα και δεν φοβείσαι, ως εγώ, την βροχήν και τον αέρα, έλα να σε ιδώ σήμερον. Φέρε δε και την Μητριάν σου, την οποίαν επίσης επιθυμώ να ίδω. Πιστεύω, ότι δεν θα έλθεις χορτασμένη, και επομένως, ότι θα συμπρογευματίσωμεν.
Έχομεν την τιμήν να αναγγείλωμεν προς υμάς, διά της παρούσης εγκυκλίου, ότι θεία βοήθεια απεφασίσαμεν οι υποφαινόμενοι Θ. Αργυρόπουλος και Ζ. Ιωαννίδης να συστήσωμεν εμπορικόν οίκον εν τη Πρωτευούση του ... βασιλείου. Αι υποθέσεις της εταιρίας ημών στηρίζονται εις αγοράς και πωλήσεις πραγματειών προς ίδιον ημών λογαριασμόν, εις προμηθείας, αποστολάς, παραλαβάς και πωλήσεις ξένων εμπορευμάτων, εις συναλλάγματα και άλλας τοιαύτης φύσεως επιχειρήσεις, όσας θέλουσιν εμπιστευθή υμίν οι φίλοι ημών.
Κεφάλαια ικανά συνωδευμένα μετά πολυχρονίου πείρας εις το εμπόριον, εγγυώνται, ότι θέλομεν εκτελεί ακριβώς και επωφελώς τας παραγγελίας των εντολέων ημών.
Όθεν παρακαλούμεν να μας αξιώσητε των διαταγών υμών διά να δυνηθώμεν να δείξωμεν προς υμάς τον ζήλον και την προθυμίαν ημών.
Ευαρεστήθητε δε να σημειώσητε την κάτωθεν υπογραφήν ημών διά να δίδητε εις αυτήν μόνον πίστιν.
Εν Λονδίνω, τη 21 Απριλίου 1855.
Πολυετής πείρα μετ' αόκνου επιμελείας μοι εχορήγησαν ακριβείς, περί του εμπορίου γνώσεις, αίτινες σήμερον μοι εγγυώνται την σύστασιν ιδίου εμπορικού οίκου εν τη πόλει ταύτη. Επιθυμών να διατηρήσω και τας σχέσεις μου προς τους φίλους, εις τους οποίους προλαβόντως εις άλλας εμπορικάς πόλεις υπηρέτησα, να προσφέρω δε και την υπηρεσίαν μου εις πάντας, όσοι θέλουσι με αξιοί εκ νέου της εμπιστοσύνης αυτών, ειδοποιώ προς άπαντας διά της παρούσης εγκυκλίου τον σκοπόν των εργασιών μου. Αι προς λογαριασμόν μου ιδιαίτεραι εμπορικαί επιχειρήσεις είναι ολίγαι ως προς τα κεφάλαιά μου. Ο κύριος σκοπός μου είναι να δέχωμαι παραγγελίας παντοίου είδους, υποσχόμενος να εκτελώ μετά πάσης ακριβείας, και να διευκολύνω τους εντολείς μου παντοιοτρόπως ως προς την πληρωμήν των πραγματειών, όσας θέλω τοις προμηθεύει. Όθεν παρακαλώ υμάς να σημειώσητε την μόνην ισχύουσαν υπογραφήν μου, και συνιστών εμαυτόν εις την εμπιστοσύνην υμών, ειμί ...
Η έκτασις του εμπορίου ημών προεκάλεσε την σύστασιν εν Τεργέστη δευτέρου καταστήματος, το οποίον θέλει διευθύνει ο νεώτερος αδελφός ημών Ιάκωβος διά των κοινών ημών κεφαλαίων. Όθεν αναγγέλλομεν διά της παρούσης την σύστασιν του εμπορικού τούτου οίκου, και παρακαλούμεν τους φίλους ημών να αναφέρωνται προς τον ειρημένον αδελφόν ημών περί των εκεί υποθέσεων αυτών, των οποίων την ακριβή εκπεραίωσιν υποσχόμεθα υπό κοινήν ημών εγγύησιν. Ο διευθυντής του εν Τεργέστη καταστήματος θέλει υπογράφει, ως και ημείς
Αδελφοί Καρόλου και Συντροφία.
Αφού ικανά έτη υπηρέτησα εις την γνωστήν υμών εμπορικήν εταιρίαν των Κ. Κ. Φ. Χ. μετά ζήλου ακαμάτου, απεφάσισα να συστήσω ενταύθα ιδιαίτερον κατάστημα αδεία και βοήθεια των ειρημένων προϊσταμένων μου. Η μεγαλοψυχία αυτών μοι ήνοιξεν εις διαφόρους φίλους πίστωσιν εξ 20.000 φιοριν. τα οποία δύναμαι να διαθέσω, καθώς και τα ιδιαίτερα κεφάλαιά μου, συμποσούμενα εις ίσην προς την ειρημένην ποσότητα. Όθεν παρακαλώ τους φίλους των Κ. Κ. Φ. Χ. και τους γνωρίμους μου να με τιμήσωσι διά της εμπιστοσύνης αυτών, και θέλω φροντίσει παντί σθένει να αποδείξω την προς αυτούς προθυμίαν και ευθύτητά μου εις πάσας τας παραγγελίας, δι' ων θα ευαρεστηθώσι να με τιμήσωσιν.
Επειδή η αύξησις των κεφαλαίων μου, αποδειχθέντων όπου ανήκει, μοι επιτρέπει να αυξήσω το μέχρι τούδε περιωρισμένον εμπόριόν μου, είμαι εύελπις, ότι οι φίλοι μου θέλουσι διατηρήσει προς εμέ την παλαιάν εύνοιαν και εμπιστοσύνην αυτών, πεποιθότες, ότι και εγώ θέλω εξακολουθεί να ήμαι ακριβής εις τα συναλλάγματά μου. Συγχρόνως παρακαλώ να αναθέτωσιν εις εμέ προμηθείας πραγματειών, και να διευθύνωσιν εις όνομά μου και φροντίδα μου όσα εμπορεύματα σκοπεύουσι να πέμψωσιν ενταύθα. Θέλω δε διπλασιάσει τον ζήλον μου δια να φανώ άξιος της εμπιστοσύνης αυτών.
Η ηλικία μου, απαιτούσα εις το εξής ανάπαυσιν, με αναγκάζει να απομακρυνθώ των εμπορικών υποθέσεων, δια να ζήσω εν ησυχία τας λοιπάς ημέρας του βίου μου. Όθεν αφίνω διάδοχον τον πρεσβύτερόν μου υιόν Βασίλειον, όστις αναλαμβάνει την διεύθυνσιν του καταστήματός μου. Δεν αρμόζει εις πατέρα να επαινή τα τέκνα αυτού· αλλ’ επειδή πρόκειται περί κοινής πίστεως, οφείλω να είπω, ότι υιός μου ου μόνον έχει πολλήν πείραν και ζήλον δεδοκιμασμένον, αλλά και θρησκευτικήν ευθύτητα εις τα συναλλάγματα αυτού. Ως τοιούτον συνιστών αυτόν προς τους φίλους μου, παρακαλώ αυτούς να μη στερήσωσιν αυτόν της εμπιστοσύνης, ην είχον προς εμέ, έχοντες μάλιστα και την ιδίαν μου εγγύησιν προς πλειοτέραν ασφάλειαν. Όθεν εξισούντες τους προς αλλήλους λογαριασμούς ημών, ευρεστήθητε να μεταφέρητε αυτούς εις το όνομα του υιού μου, συνεννούμενοι τοὐντεύθεν μετ' αυτού.
Ευγνωμονών προς υμάς, Κύριοι, διά την μέχρι τούδε αγάπην και φιλίαν σας, βεβαιώ υμάς, ότι η μνήμη τοιούτων φίλων θέλει ευφράνει τον υπόλοιπον βίον μου. Είθε η ευλογία του Θεού να κατευθήνη πάσας τας επιχειρήσεις υμών.
Ήθελον φανή ανάξιος της πατρικής φιλοστοργίας, επιδεικνυομένης εις την ιδιαιτέραν του γεννήτορός μου εγκύκλιον, αν δεν ηγωνιζόμην να ακολουθήσω την οποίαν εκείνος μοι εχάραξεν οδόν μετά του αυτού ζήλου και προ πάντων μετά ευθύτητος, ήτις είναι απαραίτητος εις άπαντας, κυρίως δε εις τους εμπορευομένους. Όθεν χαρίσατε, εντιμότατοι φίλοι, προς εμέ την αγάπην, εύνοιαν και εμπιστοσύνην, άτινα διετηρήσατε τόσα έτη προς τον πατέρα μου, και αι πράξεις μου θέλουσι επιβεβαιώσει την αλήθειαν των υποσχέσεών μου.
Προς ένδειξιν ευγνωμοσύνης ακολουθώ την αυτήν κύρωσιν (φίρμαν) του πατρός μου, και σημειώσατε μόνον τους χαρακτήρας μου. Εις τους μετά του πατρός μου λογαριασμούς υμών μετάθεσις μερίδων δεν είναι, νομίζω, αναγκαία, αλλά μόνον θέλετε συνενοηθή μετ' εμού περί των προλαβουσών εκκρεμών υποθέσεων υμών.
Αφιερούμενος από της στιγμής ταύτης εις την υπηρεσίαν σας, θέλω προθύμως εκτελέσει πάσαν διαταγήν υμών.
Ο φίλτατός μου σύζυγος, πληρώσας το κοινόν των θνητών χρέος, με αφήκεν εις θλίψιν, την οποίαν μόνη η ελπίς, ότι μετέβη εις ζωήν ευδαιμονεστέραν δύναται να μετριάση. Εύελπις, ότι θέλετε λάβει συμπάθειαν εις την συμφοράν μου, εύχομαι να μη δοκιμάσητέ ποτε τοιούτον πόνον ούτε υμείς, ούτε άλλος εκ της οικογενείας υμών.
Το μετ' επιτυχίας και επευφημίας ενεργούμενον εμπόριον, του μακαρίτου θέλω εξακολουθήσει άνευ τινός μεταβολής δια του υιού μου Θεοδώρου, εις τον οποίον δίδω βοηθόν και σύντροφον τον Κ. Βασίλειον, όστις εν διαστήματι δεκαετίας απέκτησε πείραν όχι μικράν, και εκέρδισε την εμπιστοσύνην του συζύγου μου. Τα ονόματα αυτών, ενούμενα μετά του ιδικού μου, θέλουσιν αποτελεί την κύρωσιν υμών. Αι δε παλαιαί ληψοδοσίαι ημών μετά του οίκου υμών θέλουσιν εκκαθαρισθή μετά της αυτής επιμελείας, ως και ζώντος του επί τη μακαρία τη λήξει συζύγου μου.
Η υγεία του συμμετόχου ημών Κ. θ. μη συμβιβαζομένη προς τους εμπορικούς περισπασμούς, ηνάγκασεν αυτόν να αφήση το πολύμοχθον τούτο στάδιον και να αφιερωθή εις τον αγροτικόν βίον. Όθεν αντ’ εκείνου συμπεριλαμβάνομεν ως μέτοχον της εμπορίας ημών τον εντιμότατον Κ. Β., χωρίς εκ της προσθαφαιρέσεως ταύτης των προσώπων να λάβωσι μείωσιν τα κεφάλαια ημών, ούτε μεταβολήν αι διαθέσεις ημών. Όθεν δίδοντες την είδησιν ταύτην, παρακαλούμεν τους φίλους ημών να σημειώσωσι την νέαν επωνυμίαν της εταιρίας ημών, και να διατάττωσιν ημάς ως πρότερον, εκτελούντες ευμενώς τας παραγγελίας υμών.
Oι υποφαινόμενοι αγοράσαντες το βιβλιοπωλείον (ή το φαρμακοπωλείον ή το εργαστήριον κτλ.) του αποβιώσαντος Χ. Θ. παρά των κληρονόμων αυτού δι’ επισήμων και τακτικών εγγράφων σκοπεύομεν να διευθύνωμεν προς λογαριασμόν ημών το ειρημένον κατάστημα, πλουτούντες αυτό διά νέων και εκλεκτών βιβλίων (ή διά ποικίλων και καθαρών, ή δια παντοίου είδους χειροτεχνημάτων του παρόντος καιρού κτλ.).
Όθεν συνιστώμενοι εις την εύνοιαν των φίλων ημών και των φίλων του προκατόχου ημών, παρακαλούμεν αυτούς να τιμήσωσιν ημάς μετά της αυτής εμπιστοσύνης, της οποίας ηξιούτο μέχρι τούδε ο Κ. Β. Ελπίζομεν διά της προσθήκης νέων κεφαλαίων και της επιμελείας ημών να ευχαριστήσωμεν τους αγοραστάς ημών, υποσχόμενοι ποικιλίαν ειδών, αρίστην ποιότητα και τιμήν εν ταυτώ μετριωτάτην. Δυνάμεθα προς τούτοις να προμηθεύσωμεν αυτοίς διά μακροτάτου κέρδους όσα βιβλία (ή άλλα είδη) επιθυμούσιν αλλαχόθεν να αποκτήσωσιν. Εν ενί λόγω θέλομεν καταβάλλει πάσαν προσπάθειαν διά να υπηρετήσωμεν μετά προθυμίας και ακεραιότητος πάντας, όσοι ευαρεστηθώσι να ενισχύσωσι την βιομηχανίαν ημών, και να χορηγήσωσι προς ημάς αφορμήν να αποδείξωμεν προς αυτούς τον ζήλον ημών.
Έχομεν την τιμήν να σας αναγγείλωμεν, ότι η μέχρι τούδε εταιρία υπό την επωνυμίαν Α. Β. και συντροφία διαλύεται μετά τρεις μήνας, και επειδή από μέρους ημών παύομεν πάσαν νέαν εμπορικήν πράξιν, παρακαλούμεν τους φίλους ημών να μη δώσωσι προς ημάς άλλας παραγγελίας, μηδέ να διευθύνωσι πραγματείας, μηδέ να σύρωσι συναλλαγματικάς νέων επιχειρήσεων, αλλά να εκκαθαρίσωσι τους τρέχοντας προς αλλήλους λογαριασμούς προ της ειρημένης προθεσμίας.
Δι' ομογνώμονος ημών αποφάσεως διαλύομεν σήμερον την εμπορικήν εταιρίαν ημών. Επειδή δε ο Κ. Α. θέλει εξακολουθήσει προς ίδιον αυτού λογαριασμόν τας υποθέσεις του μέχρι τούδε κοινού ημών καταστήματος, ειδοποιούνται οι φίλοι ημών περί τούτου, και παρακαλούνται να θεωρήσωσι μετ' αυτού τους οποίους έχομεν προς αλλήλους εκκρεμείς λογαριασμούς, των οποίων την εξόφλησιν αμοιβαίως εγγυώμεθα. Μετά ταύτα όμως οι υποφαινόμενοι απαλλαττόμεθα πάσης άλλης ευθύνης, χωρίς εκ τούτου να ελαττώσωμεν την υπόληψιν, ην είχομεν προς τον μέχρι τούδε συμμέτοχον ημών, προς τον οποίον παρακαλούμεν μάλιστα τους φίλους ημών να διατηρήσωσι την κοινήν προς ημάς εμπιστοσύνην αυτών. Ευέλπιδες, ότι θέλουσι τιμήσει την ιδίαν αυτού υπογραφήν, ως ετίμησαν αυτήν ηνωμένην μετά της ημετέρας, είμεθα ...
Εκ Κωνσταντινουπόλεως την 20 Ιουνίου 1863.
Εντιμότατε Κύριε Φ.!
Μετά χαράς ανέγνων την από 18 του παρελθόντος εγκύκλιόν σας, και θέλω ωφεληθή εκ των φιλικών προτάσεων υμών. Πεπεισμένος, ότι θέλετε εκτελέσει ακριβώς και πιστώς τας παραγγελίας των εντολέων σας, παρακαλώ να μοι προμηθεύσητε είκοσι σακκία βαμβάκιον καλής ποιότητος. Τιμήν δεν προσδιορίζω· διότι είμαι βέβαιος, ότι θα προσπαθήσατε να αγοράσητε αυτό όσον δυνατόν ευθηνότερα. Το στήσιμον (κόστος) αυτού θέλω σας εμβάσει όπως θα ορίσητε, ευθύς αφού λάβω το στηματολόγιον. Τούτο είναι δείγμα της προς υμάς υπολήψεώς μου· ακολούθως θέλω σας ενοχλήσει διά παραγγελιών μεγαλητέρων, και είθε η θεία πρόνοια να στέψη μετ' επιτυχίας τας επιχειρήσεις σας!
Συγχαίρομεν και συγχρόνως ευχόμεθα εκ καρδίας ευόδιον εις το νέον εμπορικόν σας κατάστημα. Ευγνωμονούντας δε διά την προς ημάς εμπιστοσύνην σας και την προτίμησιν, υποσχόμεθα, ότι θέλομεν προθυμοποιηθή να σας ευχαριστήσωμεν κατά πάντα, θεωρούντες τα συμφέροντα υμών ως ίδια, και εκτελούντες ακριβέστατα τας παραγγελίας σας. Προς ένδειξιν δε της επιθυμίας, ην έχομεν και ημείς να συνδέσωμεν μεθ' υμών τας εμπορικάς σχέσεις, και της εξαιρέτου υπολήψεώς σας προς υμάς, σήμερον σας εξαποστέλλομεν εις παραλαβήν τας υποσημειουμένας πραγματείας. Συγχρόνως δε παρακαλούμεν, να μας διατάξητε και υμείς εις παν ό,τι μας κρίνετε ικανούς, και εκ καρδίας σας ασπαζόμενοι, υπογραφόμεθα.
Επειδή απεμακρύνθην της οικίας των Κ. Κ. Φ. Α. παρ' οις είχον υπηρετήσει ως γραμματεύς υπέρ τα οκτώ έτη, και εσύστησα ιδιαίτερον κατάστημα, κατά την από 20 του λήγοντος εγκύκλιόν μου, λαμβάνω το θάρρος να προσενέγκω ιδιαιτέρως τας εκδουλεύσεις μου εις την εντιμότητά σας, και εκφράσω σας την επιθυμίαν ην έχω να αξιωθώ της υπολήψεώς σας και σχέσεως. Ο σκοπός μου είναι να συνδέσω εμπορικάς σχέσεις προς την πόλιν σας. Όθεν εάν αναδέχησθε τας αυτόθι υποθέσεις μου, θέλω θεωρεί τούτο ως μέγα ευτύχημα. Συγχρόνως δε σας παρακαλώ να μοι είπητε πόσην πίστωσιν δύνασθε να μοι δώσητε, χρείας τυχούσης, και ελπίζω να μη μετανοήσητε διά τούτο.
Αν και πλήρης χαράς δι' ην μοι δίδετε προτίμησιν, λυπούμαι όμως καιρίως, ότι δεν δύναμαι να ευχαριστήσω τους φίλους μου. Όθεν σας παρακαλώ να με συγχωρήσητε, και πιστεύσατε, ότι εις πάσαν άλλην περίστασιν θέλω μετά προθυμίας δώσει δείγματα της μεγάλης προς υμάς υπολήψεώς μου.
Δεν έχω την τιμήν μέχρι τούδε να σας γνωρίζω ούτε προσωπικώς, ούτε διά γραμμάτων. Ορμώμενος δε εκ των πολλών περί υμών συστάσεων των φίλων ημών και της προθυμίας και ειλικρινείας, μεθ' ων υπηρετείτε τους εντολείς σας, εξαιτούμαι την φιλίαν σας, και θαρρών εξηγώ την επιθυμίαν μου εις το να συνδέσω μεθ' υμών εμπορικάς σχέσεις. Αν η επιθυμία αύτη και η προθυμία ήναι αμοιβαίαι, παρακαλώ να μοι πέμψητε σημείωσιν της τρεχούσης τιμής των κυριωτέρων προϊόντων της χώρας σας, καθώς και των αλλοδαπών εμπορευμάτων, όσα αυτόθι δαπανώνται ή αλλαχού μετακομίζονται. Οδηγούμενος υπό του τιμολογίου (presso corrente) και των ιδιαιτέρων πληροφοριών σας, περί της πιθανής υψώσεως ή εκπεσμού των πραγματειών, θέλω σκεφθή ποίων ειδών η προμήθεια ή η εξαποστολή είναι επικερδής, και κατά συνέπειαν θέλω ενεργήσει μεθ' υμών τα περαιτέρω.
Προς τούτοις επιθυμώ να γνωρίζω την διατίμησιν (tariffa) του τελωνείου και πάσας τας εν τη πόλει υμών εθιζομένας δαπάνας των πραγματειών, καθώς και την αναλογίαν προς τα νομίσματα, μέτρα και σταθμά της χώρας υμών, παραβαλλόμενα προς τα εν χρήσει εις τας άλλας εμπορικάς πόλεις. Ταύτα και ασπαζόμενος υμάς, ... ειμί.
Ανέγνων ευχαρίστως την από 20 του τρέχοντος επιστολήν υμών και ευγνωμονώ διά την προς με διάθεσιν των φίλων ημών, οίτινες έγειναν αίτιοι να αξιωθώ της πολυτίμου γνωριμίας σας. Θεωρών ως τιμήν μου (ή ως ευτυχίαν μου) να κλείσω μεθ' υμών εμπορικάς σχέσεις, σπεύδω να εξαποστείλω προς υμάς πάσας τας ζητηθείσας σημειώσεις. Συγχρόνως δε ειδοποιώ υμάς, ότι των τοπικών προϊόντων αι τιμαί ευρίσκονται σήμερον εις ύψωσιν εξ αιτίας πολλών αγορών, αίτινες εσχάτως έγειναν ενταύθα. Εάν όμως η άνοιξις είναι βροχερά (ή εάν η πλημμύρα δεν βλάψη τα σπαρτά, ή εάν ραγδαίαι βροχαί δεν συμβώσιν εν καιρώ του θέρους), ελπίζεται αφθονία, και τότε ο σίτος και τα άλλα δημητριακά, καθώς ο λινόσπορος και το σησάμιον, θα εκπέσωσι προς 10 και 15 τοις 0/0. Αι εισερχόμεναι πραγματείαι είναι εξ εναντίας εκπεσμέναι πάντοτε κατά ταύτην την εποχήν· διότι οι χωρικοί καταγίνονται εις αγροτικάς εργασίας, και προς το παρόν Πανηγύρεις δεν έχομεν εις τα πλησιόχωρα μέρη ημών. Μετά ένα δε ή δύο μήνας ελπίζομεν να αναβώσι προς 10 τουλάχιστον τοις 0/0 τα βαμβακερά, μάλλινα, μεταξωτά και λινά υφάσματα, καθώς και τα είδη των αποικιών (coloniale), εκτός των αρωματικών, δηλ., της κανέλας και του πιπερίου, των οποίων η τιμή εδώ είναι πάντοτε σχεδόν αμετάβλητος.
Τα έξοδα όσα συνήθως πληρώνουσιν οι φίλοι ημών, είναι διά μεν το αποθήκευμα (magasinaggio) προς 1 1/2 τοις 0/0 διά δε την αγοράν ή την πώλησιν των πραγματειών προμηθευτικά (commissione) προς 2 τοις 0/0. Τα μεσιτικά, αχθοφορικά, εμβαλλωτικά, δετικά και άλλα έξοδα γίνονται μετά της μεγαλειτέρας οικονομίας, καθώς και αι υποθέσεις πάντων των φίλων υμών θεωρούνται παρ' ημών μετά του απαιτουμένου ζήλου.
Αποκρινόμενος εις την από 20 του παρελθόντος τιμίαν σας, σας αναγγέλλω, ότι χθες εφόρτωσα εις την Ελληνικήν γολέταν ο άγιος Νικόλαος, διοικουμένην υπό του πλοιάρχου Σκαρδαμύτη, 4 βαρέλια ζάχαριν και 50 σακκία καφφέν, τα οποία διά του ειρημένου πλοίου και δυνάμει της εσωκλείστου φορτωτικής (polizza di carico) θέλετε παραλάβει και αποθηκεύσει μέχρις ου υψωθώσιν αι ενεστώσαι τιμαί προς 5 τοις 0/0 τουλάχιστον.
Παρακαλώ δε υμάς, ίνα προμηθεύσητε 2000 κιλά σίτου, 1000 κριθής και 500 αραβοσίτου, αν εύρητε αυτά προς 15 τοις 0/0 ολιγώτερον των τιμών των σεσημειωμένων εις το τιμολόγιον το οποίον εσχάτως μοι εστείλατε. Εάν ο ναύλος από της πόλεώς σας εις Μασσαλίαν δεν είναι πλειότερος των 2 δραχμών το κιλόν της Κωνσταντινουπόλεως, ευαρεστήθητε να φορτώσητε τα αγορασθησόμενα γεννήματα εις καλόν πλοίον, και να πέμψητε αυτά εις παραλαβήν του αυτόθι Κ. Π. ειδοποιούντες ημάς αμέσως διά του ταχυδρομείου διά να ασφαλίσωμεν το φορτίον τούτο. Εάν δε λάβητε ανάγκην χρημάτων, δύνασθε να λάβητε ή εις λογαριασμόν ημών ή εις λογαριασμόν του εν Μασσαλία ειρημένου φίλου. Αναθέτων τας παραγγελίας ταύτας εις την διακεκριμένην επιμέλειάν σας, ειμί.
Χθες έλαβον την από 24 του λήξαντος επιστολήν υμών. Η γολέτα δεν εφάνη μέχρι της ώρας, και ευθύς αφού φθάση θέλω φροντίσει περί της παραλαβής των στελλομένων πραγματειών και μετακομιδής αυτών εις καλήν αποθήκην. Εκ των παραγγελθέντων δημητριακών μόνον την κριθήν εύρον εις την προσδιορισθείσαν τιμήν, και ηγόρασα την ζητηθείσαν ποσότητα· αλλ’ αύτη δεν επαρκεί προς φορτίον ενός πλοίου, και περιμένω τον προσδοκώμενον εκπεσμόν των άλλων γεννημάτων διά να εκτελέσω τας υμετέρας διαταγάς. Επειδή δε θα μου χρειασθώσι μετρητά, τραβώ σήμερον εις λογαριασμόν υμών συναλλαγματικήν εν ονόματι του αυτόθι Κ. Ξ. την οποίαν παρακαλώ να πληρώσητε και να χρεώσητε την μερίδα μου. Οι ναύλοι είναι έτι μετριώτεροι παρ' όσον με προσδιορίζετε.
Ευχαρίστως αναγγέλλομέν σας, ότι προχθές επωλήσαμεν τα αλείμματά σας προς 6 δραχ. την οκάν. Έχομεν δε ετοίμους αγοραστάς διά τα βούτυρα, και ευθύς αφού φθάση το πλοίον, και ίδωσι την ποιότητα, ελπίζομεν να δώσωμεν αυτά προς 9 δρχ. εις μετρητά. Είχομεν επίσης συμφωνήσει μετά της Κυβερνήσεως περί του σίτου, αλλ’ επειδή το φορτίον δεν ευρέθη όμοιον προς το προσταλέν δείγμα, απαντώμεν δυσκολίας τινάς, τας οποίας πιθανόν να εξομαλύνωμεν, παρατείνοντες ολίγον την προθεσμιών της πληρωμής. Τα χαβιάρια δε μένουσιν έτι διά το ασύμφερον της προσφερομένης τιμής. Επειδή όμως πλησιάζει η τεσσαρακοστή, αναμφιβόλως θα πωληθώσι μετά κέρδους. Ταύτα μεν περί των συντροφικών πραγματειών ημών· περί δε των όσων μας εστείλατε προς ίδιον λογαριασμόν σας, τα μεν σχοινία εξεκάμαμεν προς δρχ. 140 τον στατήρα, εκ του σιδήρου δε επωλήσαμεν μόνον 200 στατήρας προς 40 δραχ. και αυτά εις διορίαν τρις τριάντα μίαν ημέραν. Αν αι βέργαι ήσαν λεπτότεραι, επωλούντο ευκολώτερα και καλύτερα. Σήμερον ο μεσίτης επαρουσίασεν προς ημάς Εβραίον τινά, όστις προτείνει να αλλάξωμεν τα δέρματα υμών αντί οπίου, προσφέρων διά τα μεν δρχμ. 120 δι' έκαστον ζεύγος, και ζητών διά το δε δρχ. 100 δι' εκάστην οκάν. Εν ω δε διά την αχρειεστάτην ποιότητα αυτών δυσκολώτατα θα ξεκάμωμεν αυτά, δεν απεφασίσαμεν όμως την αλλαγήν ταύτην πριν λάβωμεν την άδειάν σας. Διά να μη σας αφήσωμεν δε στερημένους χρημάτων, εμβάζομεν διά των εσωκλείστων δύο συναλλαγματικών οκτώ χιλιάδας τάλληρα, τα οποία συνάζοντες, πιστώσατε την μερίδα μας, και
Υγιαίνετε.
Επιθυμώ να αποκτήσω προμηθευτήν πραγματειών εις την πόλιν σας, και επειδή ο Κ. Χ. με εβεβαίωσεν, ότι είναι ευχαριστημένος εκ της υπηρεσίας σας, παρακαλώ να αναδεχθήτε εις το εξής και τας ιδίας μου υποθέσεις. Προς έναρξιν δε των πράξεων ημών επιθυμώ να μοι αγοράσητε τας παρά πόδας σημειουμένας πραγματείας, τας οποίας, εμβάλλοντες εις καλά κιβώτια, να μοι πέμψητε διά του πρώτου ατμοκίνητου. Ευθύς δε αφού λάβω το στηματολόγιον αυτών, θέλω σας εμβάσει το ποσόν δι' οποίου μέσου υμείς ορίσητε. Εάν ευχαριστηθώ εκ της προμηθείας ταύτης, θέλω σας αναθέσει και άλλας αξιολογωτέρας παραγγελίας. Περί δε της ακριβείας μου εις την πληρωμήν δύνασθε να πληροφορηθήτε παρά του ειρημένου φίλου, ή παρά παντός άλλου των ενταύθα εμπόρων σας. Πας δε φιλαλήθης και τίμιος άνθρωπος θέλει δώσει καλάς περί εμού μαρτυρίας.
20 πιλίδια (cappeiini) γυναικεία κομψά προς 15 έως 20 φιορίνια.
60 περιλέμια (spaletes) μεταξωτά μεσαίου μεγέθους.
30 δωδεκάδας μανδύλια μεταξωτά της μύτης.
20 δωδεκάδας χειρόκτρια δερμάτινα στιλβωτά (glacés) γυναικεία.
200 ζευγάρια σανδάλια.
100 ζευγάρια υποδήματα γυναικεία.
2 κιβώτια άνθη τεχνητά πρώτης ποιότητος.
20 κομμάτια μεταξωτά διά φόρεμα ποικιλόχροα της νεωτέρας εφευρέσεως και αρίστης ποιότητος.
Αποκρινόμενος εις την από ... επιστολήν σας, εκφράζω προς υμάς την χαράν, ην μοι επροξένησεν η γνωριμία σας. Αι παραγγελίαι υμών είναι πολύ μικραί ως προς την επιθυμίαν, ην έχω να σας υπηρετήσω, χωρίς να ζητήσω άλλας πληροφορίας περί υμών, επειδή το αξιότιμον όνομά σας μοι είναι ήδη αρκετά γνωστόν.
Αμέσως ηγόρασα όσας πραγματείας ωρίσατε, και εφόρτωσα αυτάς εις το εκπλέον σήμερον ατμοκίνητον. Εσώκλειστον ευρίσκεται μετά της φορτωτικής το στηματολόγιον αυτών, και ακολούθως θέλω τραβήξει συναλλαγματικήν διά να με πληρώσητε εν ανέσει· διότι προς ευκολίαν των φίλων μου αφίνω πάντοτε δύο μήνας μεταξύ της αποστολής των πραγματειών και της πληρωμής του στησίματος, και εγώ συνεννοούμαι προς τους πωλητάς. Υμείς δε περιπλέον δύνασθε να με πληρώσητε εις οποίαν εμπορικήν πόλιν προτιμάτε. Ελπίζω δε να ευχαριστηθήτε διά την εκλογήν των πραγματειών, όσας στέλλω εις εσάς, καθώς και διά τας τιμάς αυτών, και δεν αμφιβάλλω, ότι εις το εξής θα με διατάττητε περί σημαντικωτέρων προμηθειών. Η δοκιμή ην αποφασίσατε να κάμητε, Κύριε μου, θέλει σας βεβαιώσει περί του ζήλου μου καλύτερα, παρά αι υποσχέσεις και πομπώδεις φράσεις, όσας μερικοί συνειθίζουσιν.
Δύο πλοία καταπλεύσαντα εσχάτως από των Ανατολικών Ινδιών, μας ανήγγειλαν εκ συμφώνου, ότι οι δούλοι των αποικιών, επαναστατήσαντες κατά των εργοστασιαρχών, εξωλόθρευσαν μέγα μέρος των ζαχαροκαλάμων και καφέδων. Ως εκ τούτου δε υψώθη αμέσως η τιμή των δύο τούτων προϊόντων, και είναι προνοίας έργον ου μόνον να κρατήσητε τα εις χείρας σας ευρισκόμενα, αλλά και να προβλέψητε ποσότητά τινα αγγλικής ζαχάρεως, και καφέ της Μαρτινίκας. Τα λουλάκια της Καρολίνας και του αγίου Δομινίκου δίδουσιν παρά ποτέ ελπίδας. Όθεν περιμένεται εκπεσμός 15 και 20 0/0. Το πιπέρι, η κανέλα και το θυμίαμα ως και πέρισυ· όθεν η τιμή των δεν θα λάβη σημαντικήν μεταβολήν. Μόνον η κοχενίλη υπερετιμήθη ένεκα των πολλών παραγγελιών. Η Γαλλία και η Ιταλία δεν ελπίζει να πράξη εφέτος πολύ έλαιον, διότι συνέβη ανθοβολία εις τα ελαιόδενδρα. Τα της Δούκας μόνον προμηνύουσιν ευφορίαν· αλλ’ αύτη προάγει εκλεκτόν μεν αλλ’ ολίγον έλαιον. Αι μωρέαι είναι πολύφυλλοι· και αν οι μεταξοσκώληκες ευδοκιμήσωσι θα γείνη αρκετή μετάξη. Περί κηκιδίου, ασφουρίου και γλυκορρίζης δεν έχομεν θετικάς πληροφορίας, αλλά και η τιμιότης σας τοιαύτας προμηθείας δεν επιχειρείτε. Τα χειροτεχνήματα εξακολουθούσι να ευρίσκωνται εις αχρηστίαν ένεκα του πληθυσμού των εργοστασίων και της αυξήσεως των βιομηχανικών προϊόντων. Όθεν αυτό επέφερε πολλάς πτώσεις σημαντικών οίκων εις Λιβερπούλ και Μάνχεστερ.
Προς το παρόν, εκτός των ειρημένων δύο αποικιακών προϊόντων, νομίζω επικερδές να αγοράσητε αυτού ή εδώ έλαιά τινα· διότι, προϊόντος του θέρους, θα αυξήσωσιν αι τιμαί αυτών· εάν δε έχητε απόφασιν να προμηθευθήτε και άλλα είδη, γράψατέ μοι εγκαίρως, προσδιορίζοντες και την τελευταίαν τιμήν, ή αφίνοντές με ελεύθερον να πράξω το συμφερώτερον.
Επειδή προσεγγίζει ο καιρός, καθ' ον γίνονται αι κυριώτεραι προμήθειαι των προϊόντων της Ανατολής, νομίζω χρέος μου να σας πληροφορήσω περί της καρποφορίας διαφόρων μερών. Οι ελαιώνες της Κρήτης και Μιτυλήνης υπόσχονται πολυκαρπίαν, καθώς και αι αμυγδαλαί και πορτοκαλολεμονέαι της Χίου και των άλλων νήσων του Αιγαίου. Η αγίγαρτος ψιλή σταφίς εβλάβη κατά μέγα μέρος εξ αιτίας των βροχών εις Πάτρας, Αίγιον και καθ' όλην την παραλίαν του Κορινθιακού κόλπου· μόνον της Zακύvθoυ δεν εβλάβη. Μετάξη ελπίζεται πολλή εις Προύσαν και ολίγη εις Ρούμελην. Από Σμύρνης μας γράφουσιν, ότι τα όπια ηυτύχησαν, τα δε βαμβάκια και οι σταφιδαμπελώνες υποφέρουσιν εξ αιτίας της ξηρανσίας· αι δε βαλανιδέαι παντού είναι καταφορτωμέναι. Αι άμπελοι τινών μερών εκάησαν ολίγον· αλλ’ εις Σάμον και Θήραν είναι κάλλιστοι. Επομένως ο χρόνος εν γένει είναι εύφορος και αν απροσδόκητα συμβάντα δεν ταράξωσι τον δρόμον της φύσεως, ελπίζομεν αφθονίαν και ευθηνίαν. Μετά τον τρυγητόν, όταν προσδιορισθώσιν αι τιμαί των διαφόρων προϊόντων, σας πέμπω προς οδηγίαν το τιμολόγιον αυτών. Προσφέρων υμίν τας εκδουλεύσεις μου, παρακαλώ να με προστάζητε εις παν ό,τι με εγκρίνητε ικανόν, πεποιθότες, ότι θέλετε με ευρίσκει προθυμότατον.
Προ τίνων ημερών το περί του σίτου εμπόριον ημών έλαβε μεγάλην κίνησιν. Υπέρ τα τριάκοντα πλοία διαφόρου μεγέθους απέπλευσαν, και είκοσιν άλλα φορτόνουσι μετά πολλής βίας· όθεν οι ναύλοι ανέβησαν καθώς και αι τιμαί του σίτου 15 και 20 τοις 0/0. Προχθές το μεν μαλακόν επωλήθη 14 η ψάθα, το δε αρναούτι 16. Τα πλειότερα των φορτίων τούτων στέλλονται εις Μασσαλίαν και άλλα παράλια της Γαλλίας, ολίγα δε εις τον Αδριατικόν κόλπον, δύο εις Αίγυπτον και τέσσαρα εις Ισπανίαν. Πάντα δε σχεδόν ταύτα ηγοράσθησαν υπό Ευρωπαίων κατά παραγγελίας. Διάφοροι εικασίαι γίνονται περί των αιφνιδίων τούτων προμηθειών, και άλλοι μεν άλλα λέγουσιν· αληθής δε αιτία φαίνεται ότι είναι η επαπειλουμένη σιτοδεία· διότι καθ' όλον τον Μάιον και Απρίλιον ουδόλως εις Ευρώπην έβρεξεν. Όπως και αν έχη το πράγμα, μόνον ημείς δεν ωφελήθημεν, και διά του ημείς εννοώ όλους τους ενταύθα ομογενείς, οίτινες δεν τολμώσι να αγοράσωσιν εις τας σημερινάς τιμάς· ότι δε αι περί πολέμου φήμαι είναι ανυπόστατοι δηλούται εκ του ότι αι τιμαί και του σιδήρου και των σχοινίων μένουσιν αμετάβλητοι. Το βούτυρον όμως ζητείται και τα αλλείμματα διά την προσέγγισιν ίσως του Ραμαζανίου.
Αι πραγματείαι της εισαγωγής είναι εις αχρηστίαν· διότι έγεινε μεγάλη επισώρευσις. Ο ζίγκος τιμάται καλά, και θα ωφεληθώμεν, αν πέμψητε μίαν μερίδα αυτού του μετάλλου, καθώς κτλ.
Η έκρηξις του πολέμου δεν είναι πλέον αμφίβολος. Η διακήρυξις εισέτι δεν έγεινεν, αλλ’ αι αμοιβαίαι δυσαρέσκειαι εκορυφώθησαν, και ουδεμία ελπίς συμβιβασμού· διότι αμφότεραι αι δυνάμεις, ούσαι φιλότιμοι και κραταιαί, ουδετέρα υποχωρεί εις την άλλην. Μεγάλαι προπαρασκευαί γίνονται, και δεν είναι παράξενον να ακούσωμεν αίφνης τας εχθροπραξίας. Το εμπόριον επομένως θα αναζωογονηθή πάλιν, αλλ’ απαιτείται φρόνησις πλειοτέρα και προσοχή εις τοιαύτας περιστάσεις· διότι τα κέρδη είναι μεν μεγάλα, αλλά δύναται τις να υποπέση εις μεγάλας επίσης ζημίας, ως εκ της ανωμαλίας των περιστάσεων. Είμαι λοιπόν γνώμης να αγοράσωμεν αμέσως 8 έως 10 χιλιάδας ψάθας σίτου, τον οποίον εκ διαλειμμάτων και κατά τας ανάγκας να διευθύνωμεν εις διαφόρους λιμένας της Μεσογείου, όπου ήδη ήρχισαν να αισθάνωνται την ένδειαν του άρτου. Όθεν ευθύς αφού λάβητε την παρούσαν, ναυλώσατε τρία πλοία, το μεν δια Μασσαλίαν, το δε διά Λιβόρνον, και το τρίτον διά Λισαβώναν. Ανάγκη όμως να εκπλεύσωσιν άνευ αναβολής διά να φθάσωσιν όπου δει πριν φθάση εκεί ο στόλος της Αγγλίας. Τα πλοία δε πρέπει να φέρωσι σημαίαν ουδετέραν, και αι φορτωτικαί να μη γράφωσι με την συνήθη φράσιν (εις διαταγήν και λογαριασμόν ου τίνος ανήκει) διότι αν συλληφθώσι, δύναται να κηρυχθή η λεία του φορτίου νόμιμος, αν εις τα έγγραφα δεν σημειούνται ρητώς όνομα εμπόρου, ανήκοντος εις έθνος έτερον· τούτο δύναται μεν να αποδειχθή, αλλ’ απαιτείται καιρός και έξοδα, ενώ αι πραγματείαι υποφέρουσι, και τότε προκύπτει αντί κέρδους ζημία. Την ασφάλειαν θα ενεργήσω εις τας εδώ εταιρίας. Έγραψα δε και προς τον εν Αλεξάνδρεια Κ. Π. να μας προβλέψη 500 κόθρους (καζεβία) οριζίου, και να έχη αυτούς ετοίμους μέχρι δευτέρας μας διαταγής. Εν γένει πάντα τα είδη των ζωοτροφιών, καθώς και τα αναγκαιούντα εις το ναυτικόν είδη, θα ζητηθώσιν. Όθεν ας καταβάλωμεν όσα δυνηθώμεν κεφάλαια, διότι η περίστασις είναι σπανία, και δυνατόν να πλουτίσωμεν. Εντούτοις σας ειδοποιώ, ότι οι ναύλοι υψώθησαν, καθώς και αι αμοιβαί των ασφαλειών, όντα πάντα σημεία βεβαίου πολέμου.
Διά της από 26 του παρελθόντος εγράφομεν επιστολής μας, να παύσητε την αποτολήν κεράτων· διότι η ημετέρα αγορά επλημμύρησε σήμερον εκ των ειδών τούτων. Αλλ' αίφνης βλέπομεν, ότι μας πέμπετε εξ αυτών φορτίον ολόκληρον, όπερ σας αναγγέλλομεν, ότι μένει προς λογαριασμόν σας· διότι δεν εννοούμεν να πέμπετε πραγματείας, τας οποίας δεν σας ζητούμεν, ενώ μάλιστα και ρητώς απηγορεύσαμεν τούτο. Το περί απαγορεύσεως γράμμα ημών ελάβετε εγκαίρως, και ούτω ουδεμίαν δικαιολόγησιν έχετε. Λέγετε, ότι εύρετε αυτά εις μετρίαν τιμήν, και ενομίσατε ότι μας ευχαριστείτε· αλλ’ ημείς επρολάβαμεν και είπομεν, ότι και αι εδώ τιμαί εξέπεσαν έτι πλειότερον. Προς τούτοις παρατηρούμεν, ότι εν γένει όλαι αι πραγματείαι των διαφόρων αποστολών σας είναι κατωτέρας ποιότητος και ανωτέρας τιμής των ομοειδών αυτών, όσαι αυτόθεν εις άλλους ενταύθα στέλλονται. Επί τέλους βλέπομεν, ότι ολίγον φροντίζετε περί της καλής κυβερνήσεως των αποστολών μας. Επειδή λοιπόν εβεβαιώθημεν, ότι δεν εκτελείτε μετά της απαιτουμένης ακριβείας και επιμελείας τας παραγγελίας ημών, παύομεν από της σήμερον πάσαν εμπορικήν πράξιν μας, και εμβάζομεν 2528 δραχμάς προς εξόφλησιν του λογαριασμού ημών κατά τον εσώκλειστον ισολογισμόν (bilancio). Περί δε των κεράτων γράψατε μοι εις ποίον επιθυμείτε να τα παραδώσω· μη τύχη και τραβήξητε συναλλαγματικήν εις λογαριασμόν μου· διότι δεν θα δεχθώ αυτήν και προς γνώσιν σας.
Ο εν Οδησσώ ημέτερος αδελφός μάς γράφει, ότι το όπιον ανέβη και ικαναί πωλήσεις εγένοντο, προς 300 ρούβλια το πούτι. Η ύψωσις αύτη αποδίδεται εις την ειρηνοποίησιν της Αγγλίας προς την Κίναν. Όθεν νομίζω, ότι συμφέρει να προβλέψωμέν τινα ποσότητα εξ αυτού του είδους. Αν συμφωνήτε με την γνώμην μου, αγοράσατε 15 κιβώτια, τα οποία ευθύς αφού λάβω, πέμπω εξ αυτών μέρος εις Οδησσόν, και μέρος κρατώ ενταύθα, όπου επίσης ετιμήθησαν, και δυνάμεθα μετά κέρδους να πωλήσωμεν αυτά, αν προφθάσωμεν εντός 48 ή 20 ημερών, και δεν προλάβωσιν ημάς άλλοι. Διά της τελευταίας επιστολής σας μοι ελέγετε, ότι είχεν εκπέσει εις Σμύρνην μέχρι τω 63 γροσιών το τζεκί. Όθεν εάν αγοράσητε και 5 τοις 0/0 ακριβώτερα, πάλιν συμφέρει, και μη χάνητε καιρόν. Επειδή δε είναι πιθανόν να χρειασθήτε μετρητά, σας πέμπω διά του σημερινού ατμοκίνητου εν χρηματόδεμα (gruppo), εμπεριέχον χίλια δίστηλα, τα οποία θέλετε παραλάβει δυνάμει της εσωκλείστου φορτωτικής.
Φίλος τις μοι γράφει προς τούτοις εκ Τεργέστης να τω προβλέψω από Σμύρνην εν φορτίον βαλανίδι. Η τιμή, την οποίαν ορίζει είναι προς ... το καντάρι, και μοι δίδει την άδειαν να του τραβήξω το αντίτιμον αυτών είτε εις λογαριασμόν του ιδίου, είτε εις λογαριασμόν του εν Μασσαλία συναιτέρου του Κ. Ζ. Όθεν εάν εύρητε το προϊόν τούτο εις την ειρημένην τιμήν, φορτώσατε εν πλοίον 200 τόνων χωρητικότητος (capacita), και πέμψατε αυτό προς τον εν Λιβόρνω Κύριον Φ. Π. Ευαρεστήθητε δε προς τούτοις να εξασφαλίσητε το φορτίον τούτο, προσθέτοντες εις το στήσιμον της αγοράς τον ναύλον, τα έξοδα και 45 τοις 0/0 διά το ελπιζόμενον κέρδος, κατά την παραγγελίαν του εντολέως μου. Πέμποντές μοι δε την φορτωτικήν, το στηματολόγιον και το εξασφαλιστικόν έγγραφον, χρεώσατε διά την ολικήν ποσότητα την μερίδα μου, και εγώ συνεννοούμαι μετά του φίλου μου.
Επειδή είμαι κατευχαριστημένος εκ των μέχρι τούδε προμηθειών σας, παρακαλώ να μοι αγοράσητε 100 καντάρια πύξου, και να φορτώσητε αυτά εις τον μαρτίγον η Σαλαμίς, ο οποίος εκπλέει σήμερον εις τα αυτόσε. Φροντίσατε να ήναι τα κομμάτια όσον το δυνατόν μεγάλα, ίσα και χωρίς ρόζων. Επιθυμώ δε προς τούτοις 10000 χαλκού ακατεργάστου. Όθεν αν εύρητε καλής ποιότητος, αγοράσατε την ποσότητα ταύτην και φορτώσατε αυτήν εις το αυτό πλοίον. Ο εν Οδησσώ πατήρ μου μοι γράφει να τω στείλω εν φορτίον λεπτόκαρα· αλλ' επειδή λεπτόκαρα ενταύθα μεν είναι ολίγα, αυτού δε είναι η πηγή αυτών, παρακαλώ να αναδεχθήτε και ταύτην την αγοράν και την αποστολήν. Την τιμήν δε των πραγματειών, όσας θα μοι στείλητε, θέλω πληρώσει αφού λάβω την φορτωτικήν υπογεγραμμένην υπό του πλοιάρχου, όχι όμως προτήτερα, και παρακαλώ να μη δυσαρεστηθήτε διά τούτο· διότι τοιούτον είναι το σύστημά μου. Περί των λεπτοκάρων συνεννοήθητε κατ' ευθείαν μετά του πατρός μου. Ελπίζω, ότι θα προσπαθήσητε να αγοράσητε τας ειρημένας παραγγελίας εις έτι κατωτέρας τιμάς των σημειωθεισών εις το τελευταίον γράμμα σας, και θέλετε με καθυποχρεώσει.
Επειδή το εμπόριόν μας ευρίσκεται εις νέκρωσιν διά την ύψωσιν των συναλλαγμάτων και την έλλειψιν των μετρητών, ολίγας πωλήσεις κατ' αυτάς εκάμαμεν. Τοσαύτη δε ποσότης πραγματειών επεσωρεύθη εις την αγοράν μας, ώστε, αν παρουσιασθή αγοραστής τις, φιλονικούσι ποίος να αρπάση αυτόν· διότι πάντες σχεδόν προτιμώσι να πωλήσωσι και μετά ζημίας τινός παρά να έχωσι νεκρά τα κεφάλαια αυτών. Είναι τινές Πέρσαι, οι οποίοι ζητούσι με προθεσμίας μικράς, αλλά δεν είναι τόσον ασφαλείς, προχθές μάλιστα εις εξ αυτών επτώχευσε και υπέστημεν και ημείς ζημίαν 40 λιρών. Αυτός τουλάχιστον επλήρωσε 30 τοις 0/0 αλλ’ ο Φ. δεν παρουσιάζει ούτε 10. Προχθές συνετάχθη ο καταστατικός λογαριασμός αυτού και κατά το φαινόμενον αυτός είναι αισχρός χρεωκόπος.
Προχθές έφθασεν ευτυχώς εις τον λιμένα μας το πλοίον (δείνα). Αι πραγματείαι, όσας μας πέμπετε, τιμώνται ενταύθα σήμερον, και ελπίζω, να ωφεληθήτε αρκετά. Αν και δεν ενέχωμαι εις τα κέρδη σας, συμμερίζομαι όμως την χαράν, διότι ειξεύρω πόσον καλά μεταχειρίζεσθε τα ωφελήματα, όσα μας παρέχει το εμπόριον. Όθεν και δικαίως ευλογεί τας επιχειρήσεις σας ο Θεός, εις τας προσταγάς του οποίου υπακούουσι και αι Μοίραι και τα στοιχεία. Διά του προσεχούς ταχυδρόμου ελπίζω να σας στείλω την εκκαθάρισιν των πραγματειών σας μετά της ειδήσεως της πωλήσεως αυτών. Εν τούτοις δέχθητε μετά της συνήθους αγαθότητός σας την διαβεβαίωσιν κτλ.
Στηριζόμενος εις την σύστασιν του Κ. Ε., σας έστειλα όσας πραγματείας μου εζητήσατε, χωρίς να λάβω λεπτομερεστέρας πληροφορίας περί της καταστάσεως και του χαρακτήρος σας. Υμείς, αναγγέλλοντές μοι περί της παραλαβής των πραγματειών, υπεσχέθητε μεν να μοι εμβάσητε το στήσιμον αυτών, αλλά δεν ετηρήσατε και την υπόσχεσίν σας. Όθεν ηναγκάσθην να τραβήξω εις λογαριασμόν σας συναλλαγματικήν. Και προς ευκολίαν σας πάλιν ώρισα τρίμηνον προθεσμίαν περί της πληρωμής. Μετά δυσαρεσκείας μου όμως μανθάνω παρά του τραπεζίτου μου, ότι μόλις εκ διαλειμμάτων εν διαστήματι πέντε μηνών επληρώσατε το ήμισυ της οφειλομένης ποσότητος, ζητούντες άλλους εξ περί της εξοφλήσεως· τούτο ονομάζεται κατάχρησις εμπιστοσύνης και αθέτησις υποσχέσεως. Μετά λύπης λοιπόν σας λέγω, ότι νέος, όστις εισέρχεται εις το εμπορικόν στάδιον, πρέπει προ πάντων να ήναι ακριβής εις τας πληρωμάς αυτού, και να μη επιχειρή υποθέσεις ανωτέρας των δυνάμεων αυτού. Όθεν η διαγωγή σας αύτη όχι μόνον υμάς βλάπτει και τον επί καλή πίστει συστήσαντα υμάς φίλον, αλλά θέτει και εμέ εις ανάγκην να ζητήσω το δίκαιόν μου διά των δικαστηρίων. Επειδή λοιπόν βλέπω, ότι είσθε άνθρωπος αμφίβολος, και ως ουδέν λογίζετε τας υποσχέσεις σας, στέλλω σήμερον τον λογαριασμόν σας και πάσαν την προς αλλήλους ανταπόκρισιν, καθώς και επιτροπικήν προς τον Κ. Φ. διά να αναγκάση υμάς να πληρώσητε το χρέος σας. Αν λοιπόν θέλητε να αποφύγητε τα έξοδα της δίκης, πληρώσατε αμέσως· διότι έχει ρητήν διαταγήν ο επίτροπός μου να μη δεχθή άλλον μεθ' υμών συμβιβασμόν.
Ομολογώ, ότι παρέβην την υπόσχεσίν μου, αλλά παρακαλώ να μη με θεωρήτε ως εκ τούτου και άτιμον άνθρωπον· διότι καθώς απέδειξα εις τον επίτροπόν σας ηπατήθην και εγώ υπό των οφειλετών μου. Προς τούτοις περιπλεχθείς μετά χρεωκόπου, έχασα πέντε χιλιάδας δρχ. Επιστηριζόμενος λοιπόν εις την καλοκαγαθίαν σας, δεν ήλπιζον να παροξυνθήτε τόσον κατ' εμού, διότι ανέβαλον επί τινα καιρόν ακόμη την πληρωμήν του χρέους μου. Προς εξιλέωσιν λοιπόν υμών και αφαίρεσιν πάσης κατ' εμού υπονοίας επλήρωσα σήμερον εις τον τραπεζίτην σας άλλας οκτακισχιλίας δραχμάς, όσας, μάρτυρα έχω τον Θεόν, εδανείσθην με αδρούς τόκους, και παρακαλώ να με περιμένητε ένα μήνα προς εξόφλησιν των λοιπών. Εάν αι δικαιολογίαι μου αύται δεν αρκούσιν, ειμί έτοιμος να δώσω πάσαν άλλην βεβαιότητα προς ησυχίαν σας, και να αποδείξω ότι είμαι τίμιος άνθρωπος. Ο επίτροπός σας τουλάχιστον επείσθη, και μοι έδωκε την άδειαν να σας ζητήσω ταύτην την προθεσμίαν. Όθεν ευαρεστήθητε να διατάξητε, ίνα με αφήση ανενόχλητον, και αξιώσατέ μοι της πρώην ευνοίας σας.
Προς απάντησιν της από 7 του παρελθόντος επιστολής σας λέγω, ουδέν δίκαιον έχετε, Κύριέ μου, να παραπονήσθε κατ' εμού περί της ζημίας σας· διότι χρέος του αποστολέως σας ήτο να μοι γράψη να εξασφαλίσω το φορτίον υμών, όπερ δεν ηδυνάμην να πράξω άνευ διαταγής σας. Ο συνέταιρός σας, φειδόμενος της ασφαλιστικής αμοιβής, ριψοκινδυνεύει τα κεφάλαια αυτού, και έπειτα παραπονείται κατά των ενταλματαποδόχων (commissionarii)· μοι λέγετε, ότι αφού δεν εξησφάλισα υμάς, έπρεπε τουλάχιστον να φροντίσω περί της στερεότητας του πλοίου. Εγώ ευσυνειδότως εξεπλήρωσα και το χρέος τούτο, και η φθορά του πράγματος συνέβη εκ τρικυμίας. Αύται αι δικαιολογίαι μου είναι, νομίζω, πειστικαί· και επειδή η απερισκεψία άλλων, ή η τύχη έγεινεν αιτία της ζημίας σας, δεν είναι δίκαιον να χάσω εγώ τα έξοδα και τα φροντιστικά δικαιώματα, καθώς απαιτεί ο συνέταιρός σας. Επειδή δε δεν επιθυμώ να καταφύγωμεν εις δικηγόρους, και να προέλθωσιν ως εκ τούτου εξ αμφοτέρων των μερών ανωφελή έξοδα, αφιερούμαι εις την υμετέραν φρόνησιν, βέβαιος ων, ότι θέλετε αποφασίσει κατά συνείδησιν, λαμβάνοντες υπ' όψιν, ότι εκ μέρους μου ουδ' η παραμικρά έλλειψις έγεινεν. Εντοσούτω προτιμώ να μετάσχω και εγώ της ζημίας σας, όχι δε και να διαταραχθεί η προς αλλήλους αρμονία, και να διακοπή δέκα ετών φιλική σχέσις διά μικρού λόγου αξίαν ποσότητα· αλλ’ η επιείκειά σας πιστεύω ότι ούτε το εν δέχεται ούτε το άλλο επιθυμεί, και ειμί βέβαιος, ότι θέλετε πείσει τον φίλον σας περί του δικαίου μου.
Ο αυτόθι Κ. Θ. ζητεί να εξαποστείλω προς αυτόν τεσσάρων περίπου χιλιάδων φιορινιών εμπορεύματα. Επειδή δε μέχρι τούδε δεν έλαβον σχέσιν μετ' αυτού, και το όνομα αυτού δεν μοι είναι γνωστόν, παρακαλώ να μοι φανερώσητε, αν ήναι τίμιος και ακριβής εις τας υποθέσεις αυτού, έμπειρος εις το εμπόριον, οικονόμος εις τα έξοδα και πόσα κεφάλαια έχει και πόσην πίστωσιν δύναμαι αβλαβώς να τω δώσω. Ταύτας τας πληροφορίας παρακαλώ να μοι δώσητε επί υποσχέσει μυστικότητος, και θέλετε με υποχρεώσει. Προς τούτοις μανθάνω, ότι αι υποθέσεις του Ζ. ευρίσκονται εις δυσάρεστον κατάσταση, και επειδή έχω μετ' αυτού δοσοληψίας, σας πέμπω τον λογαριασμόν αυτού και επιτροπικόν, δυνάμει των οποίων σας παρακαλώ να ενεργήσητε τα δέοντα, αν αληθεύωσι τα περί αυτού διαφημισθέντα.
Ο Κ. Θ. ακούεται, ότι έχει κατάστημα διακοσίων χιλιάδων δραχμών. Είναι μεν ολίγον φιλάργυρος και στρυφνός εις τα συναλλάγματα αυτού, αλλ’ ούτε ψεύστης, ούτε κρισολόγος, ούτε στρεψοδίκης είναι. Αν και νέος, γνωρίζει το εμπόριον καλύτερα από πολλούς, γηράσαντας εις το εμπόριον. Τόσον δε οικονόμος είναι, ώστε καταντά εις γλισχρότητα, και η υπερβολική φρόνησις καθιστά αυτόν δειλόν εις τας εμπορικάς επιχειρήσεις· αλλά τα δύο ταύτα ελαττώματα, τα οποία βλάπτουσιν αυτόν ως προς τους οικείους και τους συντρόφους αυτού, συνιστώσιν αυτόν μάλλον εις εκείνους, όσοι προς αυτόν δίδουσι πίστωσιν· διότι τον λογαριασμόν αυτού θεωρεί ως ιερόν, και απάτην ουδεμίαν μεταχειρίζεται εις τα συναλλάγματα. Τινές των συνηλικιωτών αυτού, οι οποίοι είναι τω όντι αξιοκατάκριτοι δι' ανόητα και δυσανάλογα προς τα κέρδη αυτών έξοδα, κινούμενοι υπό φθόνου, διέσπειραν κατ' αυτού χλεύας και κατηγορίας, αίτινες όμως επέστρεψαν κατά των κατηγόρων. Όσον δε περί του Κ. Ζ. αυτός είχεν υποστή εσχάτως αρκετήν ζημίαν εις τας προμηθείας των δημητριακών, και εκ τούτου εδυσκολεύθη εις τας πληρωμάς αυτού· αλλ’ επιτυχίαι άλλαι απεζημίωσαν αυτόν. Και αυτός είναι επίσης χρηστός άνθρωπος, και προτιμά τον θάνατον ή την ατιμίαν. Ολίγοι διαχειρίζονται τας υποθέσεις αυτών μετά τοσαύτης τάξεως και ακριβείας. Διά το άκαμπτον όμως ήθος αυτού έχει εχθρούς τινας, οι οποίοι του στήνουσιν ενέδρας διά να τον ρίψωσιν εις απάτας. Όθεν μη δίδητε πίστιν εις τοιαύτας σπερμολογίας, και λάβετε οπίσω την επιτροπικήν σας. Ταύτα εις απάντησιν της από 20 του λήξαντος επιστολής σας.
Προ πέντε ημερών έφθασε το Αγγλικόν Βρίκιον Φ. και παρελάβαμεν τας 5 δεσμίδας, ομού και τα χειροτεχνήματα. Αλλά μετά δυσαρεσκείας είδομεν, ότι ταύτα είναι κατώτερα της προλαβούσης αποστολής. Το ύφασμα των μαδαπολάνων είναι αραιόν, οι χρωματισμοί των τσιτίων άκομψοι, τα νήματα χονδρά, και εκτός των προς Περσικήν χρήσιν υφασμάτων, άτινα είναι ανεκτά, πάντα τα λοιπά είναι πολύ ακριβά ως προς την ποιότητα αυτών. Όθεν απορούμεν πως ηπατήθητε ταύτην την φοράν υμείς, οίτινες μέχρι τούδε εδώκατε δείγματα εμπειρίας περί το είδος τούτο. Παρακαλούμεν λοιπόν εις το εξής να γείνητε προσεκτικώτεροι, εάν επιθυμήτε να εξακολουθήσωμεν τας παραγγελίας μας· διότι τα σταλέντα χειροτεχνήματα θα πωληθώσι δυσκόλως και μετά ζημίας ου μικράς. Ελπίζοντες, ότι θα μας αποζημιώσητε άλλοτε διά προσεκτικωτέρων προμηθειών είμεθα ...
Αυθημερόν εισήλθον εις τον λιμένα μας αμφότερα τα σιτοφόρα πλοία υμών· αλλά παρήλθον τέσσαρες ημέραι, και δεν ηδυνήθημεν κατά δυστυχίαν ουδεμίαν πώλησιν να ενεργήσωμεν· διότι την εβδομάδα ταύτην έφθασαν ενταύθα υπέρ τας 200 χιλιάδας κοιλών σίτου. Όθεν ευρισκόμεθα εις αμηχανίαν, διότι αι προσφερόμεναι τιμαί είναι ασύμφοροι, και αποθήκαι ενταύθα, ως ειξεύρετε, παραθαλάσσιοι δεν υπάρχουσιν. Αύριον εκπνέει η δεκαήμερος της στάσεως (stalia) προθεσμία, και μεθαύριον αρχίζει η υπέρστασις (contra stalia)· όθεν θα αναγκασθώμεν να πληρώσωμεν εις τους πλοιάρχους προς 5 δίστηλα την ημέραν. Ας υποστώμεν και την ζημίαν ταύτην, αλλ’ αφού παρέλθη και η υπόστασις, δεν ειξεύρομεν τι θα πράξωμεν· διότι τα πλοία εναυλώθησαν, και δεν περιμένουσιν ουδεμίαν ημέραν πλειότερον της δευτέρας προθεσμίας· οι πλοίαρχοι ρητώς μας είπον, ότι θα διαμαρτυρηθώσιν. Εστοχάσθημεν λοιπόν να στείλωμεν αυτά εις το Αιγαίον πέλαγος, αλλά και εκεί αι τιμαί είναι εκπεσμέναι διότι οι προ μηνός διαρκούντες βόρειοι άνεμοι έφερον παντού την αφθονίαν. Υπέρ τα 50 πλοία διέβησαν εντεύθεν εις διαφόρους λιμένας της Μεσογείου. Εισέτι δε δεν έλαβε πέρας η διαφορά μας μετά του πλοιάρχου Κρατερού περί του φθαρέντος σίτου· αυτός επιμένει ότι ήτον υγρός, όταν παρέλαβεν αυτόν, και ότι το πλοίον αυτού δεν κάμνει νερά. Η διορισθείσα παρά του Προξένου επιτροπή έστειλε δύο πραγματογνώμονας να εξετάση την κατάστασιν του πλοίου, οι οποίοι εύρον αυτό τω όντι εις καλήν κατάστασιν. Περιμένομεν την απόφασιν των δικαστών. Η ναυπηγηθείσα εις Σύρον Γολέτα μας έφθασεν εσχάτως εδώ, όπου απεπερατώθη ο εφοπλισμός αυτής, και ονομάσαντες αυτήν Νηρηίδα, παρεδώκαμεν εις την διοίκησιν του γνωστού σας Πανταζή, όστις χαίρει τιμίου πλοιάρχου υπόληψιν. Προχθές δε εστείλαμεν αυτήν να φορτώση προς δοκιμήν άλας εις τας Φώκαιας, και μετά την επιστροφήν θα ναυλώσωμεν αυτήν διά τινα λιμένα της Ιταλίας.
Διά της τελευταίας μου της από 16 του λήξαντος έγραφον υμίν, ότι εσύναξα το θαλασσοδάνειον παρά του πλοιάρχου Ο. και ότι ανενέωσα το του Α. δι' άλλους 3 μήνας στερεούς, και δύο τρεπτούς προς 3 τοις 0/0 τον μήνα. Σήμερον σας αναγγέλλω, ότι ο Αχθούρης έφθασε προ τινων ημερών, αλλά δεν είναι ικανός να πληρώση· διότι ο ναύλος αυτού σύγκειται εκ 1000 περίπου ταλήρων, και τα χρέη αυτού υπερβαίνουσι τα δισχίλια. Αυτός είχε δανεισθή παρά του Κ. Φ. και παρ' άλλων χρήματα, όπερ, ως φαίνεται, δεν γνωρίζετε· όθεν κατέσχομεν το πλοίον αυτού, και ζητούμεν να πωληθή επί δημοπρασία. Επειδή δε έχει συμμέτοχον Ιθακήσιόν τινα, παρεμβάλλει ούτος δυσκολίας τινάς, λέγων ότι έχει να λαμβάνη παρά του πλοίου έτερα 1500 δίστηλα, και ζητεί να λογισθή εις την ολότητα των δανειστών, και τότε δεν αναλογούσιν εις ημάς ουδέ προς 75 τοις 0/0. Επειδή όμως η ομολογία του επτανησίου δεν είναι επικεκυρωμένη υπό του Προξενείου, ελπίζομεν να απορριφθή η αίτησις αυτού. Ούτος ο κίνδυνος συμβαίνει πάντοτε εις τα Ελληνικά πλοία, τα οποία δεν έχουσι το λεγόμενον βιβλιάριον (libretto) διά να καταγράφωνται εις αυτό τα θαλασσοδάνεια, και να γνωρίζωσιν οι άνθρωποι πόσα εδανείσθη ο πλοίαρχος. Παρά δε του Φ. ουδέ φωνή ουδέ ακρόασις. Είναι μεν ησφαλισμένον το θαλασσοδάνειον αυτό, αλλ’ επειδή δεν έχομεν απόδειξιν ναυαγίου, δεν δυνάμεθα να ζητήσωμεν την πληρωμήν παρά της ασφαλιστικής Εταιρίας.
Εξ ανοησίας ανθρώπου τινός εκ των ημετέρων υπέστημεν προχθές ζημίαν τινά, ήτις δεν ελύπησεν ημάς τόσον, όσον η εντροπή, την οποίαν η πράξις αύτη μας επέφερε. Τας οκτώ δεσμίδας (τζόχας), σταλείσας εκ Λονδίνου, απεφασίσαμεν να στείλωμεν εις την Περσίαν· αλλά πριν φορτωθώσιν εις το πλοίον, έπρεπε να παρουσιασθώσιν εις το τελωνείον. Ο άνθρωπος αμελήσας την διαταγήν ημών, ήλθε προς το εσπέρας εις το αγγλικόν πλοίον και φορτώσας τας δεσμίδας, μετέφερεν αυτάς κατ’ ευθείαν εις το της Τραπεζούντος. Οι φύλακες συνέλαβαν την λέμβον, και ο Τελώνης διεκήρυξε την λείαν ως λαθρεμπόριον, και υπεχρεώθημεν να πληρώσωμεν διπλούν τελώνιον. Τοιαύτας δολιότητας ημείς αποστρεφόμεθα, αν και άλλοι ευχαριστούνται να τας κάμνωσι.
Μετά λύπης σας αναγγέλλομεν, ότι το βρίκιον ο Αχιλλεύς εναυάγησεν εις τα παράλια της ανατολής κατά την 8 του τρέχοντος. Το πλοίον συνετρίβη, και μόνον το πλήρωμα εσώθη. Όθεν αμέσως ειδοποιήσαμεν την ασφαλιστικήν εταιρίαν, παρουσιάσαντες εις τους Διευθυντάς και τον πλοίαρχον. Επειδή όμως η ασφάλεια έγεινε την 8 του μηνός, μας είπαν, ότι πιθανόν να εγνωρίζομεν το ναυάγιον, όταν εγίνετο η ασφάλεια. Ανάγκη λοιπόν ν' αποδείξωσιν οι Κύριοι ούτοι, πώς ηδυνάμεθα να λάβωμεν ταύτην την είδησιν εις 24 ώρας από αποστάσεως 60 ωρών. Προφασίζονται προς τούτοις, ότι ο πλοίαρχος δεν συνέταξε το απαιτούμενον παρά του νόμου πρωτόκολλον του ναυαγίου εις τινα λιμένα, αλλά και αύτη η πρότασις είναι ανυπόστατος· διότι εις εκείνα τα παράλια πρόξενοι ή πράκτορες δεν υπάρχουσιν. Ταύτην την ζημίαν δεν θα υποστώμεν· πολύ φοβούμαι όμως, ότι θα ζημιωθώμεν εξ ολοκλήρου το χαρούμπι φορτωθέν εις Κρήτην επί της Ιονικής σκούνας, ήτις εναυάγησε κατά τα Μοσχονήσια· διότι διαφωνούσιν αι εξομολογήσεις των ναυτών, οίτινες λέγουσιν, ότι τρικυμία μεγάλη δεν συνέβη κατ' εκείνας τας ημέρας· διότι το μέρος όπου εναυάγησεν ήτον εκτός της πορείας αυτού, και διότι ο πλοίαρχος είχεν ησφαλισμένον το πλοίον αυτού αντί διπλής σχεδόν ποσότητος της πραγματικής αξίας. Εκ τούτου εξάγεται ότι το ναυάγιον ήτο δόλιον, και, καθώς γνωρίζετε, αι εδώ ασφάλειαι δεν εγγυώνται διά το άτομον του πλοιάρχου, και δεν πληρόνουσιν, όταν εξιχνιάσωσί τινα δολιότητα. Τοιαύται δε έγειναν εσχάτως αρκεταί και κατήσχυναν την σημαίαν μας. Όθεν πρέπει να προσέχωμεν πολύ εις την εκλογήν των πλοίων, προτιμώντες πάντοτε τους τιμίους πλοιάρχους παρά τους αισχροκερδείς και απαταιώνας όντας ολιγίστους.
Ο Πλ. Παναγής κατεδικάσθη να πληρώση τα δύο κιβώτια εκ μετάξης, τα οποία λέγει, ότι έρριψεν εις την θάλασσαν· διότι το τρικυμιόγραφον αυτού (brova di fortuna) δεν ήτον εν τάξει. Εξιχνιάσαμεν δε, ότι προ 4 ετών ο αυτός πλοίαρχος, διοικών άλλο πλοίον, είχε πωλήσει έλαια εμπορίου τινός των Κυδωνιών προφασισθείς επίσης ότι ηναγκάσθη υπό τρικυμίας να κάμη χύσιν· αλλά το εμπορικόν δικαστήριον της Σύρου, εξερεύνησαν τον δόλον, κατεδίκασεν αυτόν εις την πληρωμήν του ελαίου και εις διετή φυλάκισιν.
Η Αθηνά υπέστη πολλά εις τας προλαβούσας τρικυμίας, αι οποία εύρον αυτήν ηγκυροβολημένην εις τα παράλια της Σικελίας. Έχασε το μέγα ιστίον, και κόψασα την άγκυραν, μόλις ηδυνήθη να σωθή εκ του ναυαγίου. Χθες εμάθομεν τούτο από Μασσαλίας, όπου είχε φθάσει την ... Η ναυσιβλαβία (avaria) είναι σημαντική.
Εις την Γαμπάραν, κυβερνωμένην υπό του πλοιάρχου Μαρόκου Νεαπολιτανικού, εφόρτωσα προχθές τας όπισθεν σεσημειωμένας πραγματείας, τας οποίας μετά το ευόδιον του πλοίου παρακαλείσθε να παραλάβητε και εξαποστείλητε δι' αγωγιατών προς τον εν ... Κ. Τ. μετά της εσωκλείστου προς αυτόν επιστολής μου. Γράφω δε προς αυτόν να πέμψη τα εμπορεύματα ταύτα εις την πανήγυριν της ..., όπου, επειδή αρχίζει περί τα τέλη του ελευσομένου, παρακαλώ να σπεύσητε την αποστολήν αυτών διά να προφθάσωσιν εγκαίρως. Εάν ο ειρημένος φίλος σας πέμψη διά λογαριασμόν μας άλλας πραγματείας, ευαρεστήθητε να παραλάβητε αυτάς να πληρώσητε το αγώγιον και να φυλάξητε εις αποθήκην, ειδοποιούντες με περί τούτου, διά να σας δώσω τας περαιτέρω οδηγίας μου.
Επειδή δε το πλοίον διέρχεται δι' υπόπτων μερών, και πιθανόν το λοιμοκαθαρτήριόν σας να θέση αυτό υπό κάθαρσιν, αν και αι πραγματείαι εφορτώθησαν εις τόπον απολαύοντα άκραν υγείας, επίσσωσα τα κιβώτια και βαρέλια, τα οποία ούτως αφαιρούσι πάσαν υποψίαν. Εν τούτοις επιθυμώ να γνωρίζω εις πόσων ημερών κάθαρσιν καθυποβάλλουσιν αυτού τα εκ ... ερχόμενα πλοία και τας πραγματείας. Εδώ το πλήρωμα και το φορτίον του πλοίου δεν δύνανται να αποβώσιν εις την ξηράν προ της τρίτης ημέρας. Μετά ταύτα οι μεν επιβάται, αφού αλλάξωσι καθαρά φορέματα, υφίστανται 15 ημερών κάθαρσιν, ως και αι υποκείμεναι εις μολυσμόν πραγματείαι, αίτινες αερίζονται και καπνίζονται κατά το διάστημα τούτο. Τα ξηρά είδη, καθώς φουντούκια, χαρούπια και τα τοιαύτα, μένουσιν εις το ύπαιθρον πέντε ημέρας.
Ενώ είχαμεν απελπισθή περί του Πολυδεύκους, αίφνης χθες το πλοίον τούτο ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα μας αγνώριστον· διότι ήμισυ μόνον ιστίον του αφήκεν η τρικυμία. Αν ο πλοίαρχος δεν ήτο άξιος και γενναίος, βεβαίως ήθελε ρίψει αυτό έξω. Η κριθή είναι ολίγον βεβλαμμένη, και δεν πιστεύω να πωλήσωμεν αυτήν με μετρητά. — Στερημένος ων τιμίας επιστολής σας, αγνοώ τι επράξατε περί των όσων σας έδωκα παραγγελιών. Όθεν εσωκλείω αντίγραφον της τελευταίας επιστολής μου, την οποίαν επιβεβαιών, προσθέτω, ότι αντί των 1000 κοιλών του λινοσπόρου, να με προβλέψετε 1500. Προχθές εφόρτωσα εις την Γολέταν Δ. πέντε δεμάτια Συριακά υφάσματα εις λογαριασμόν του εν ... Κ. Σ. Το πλοίον αποπλέει μεθαύριον, και μετά το ευόδιον αυτού παραλάβετε τα δέματα, και ακούσατε περί τούτων την διαταγήν του ειρημένου φίλου· και επειδή δεν έχετε μετ' αυτού ανοικτήν μερίδα, σημειώσατε εις την ημετέραν όσα έξοδα περί τούτου ακολουθήσουν, και στείλατέ μοι τον λογαριασμόν διά να χρεώσω τον φίλον· η πραγματεία είναι ησφαλισμένη, και αν, ο μη γένοιτο, διά την δριμύτητα του χειμώνος, μάθετε ότι συνέβη απευκταίον τι εις το πλοίον, σας παρακαλούμεν να πληροφορήσητε ημάς αμέσως περί τούτου.
Εκ ... μας γράφουσιν από των 10 του τρέχοντος, ότι ο Οδυσσεύς δεν εφάνη ακόμη, και τούτο μας δίδει υπονοίας· διότι παρήλθον τρεις μήνες αφού ανεχώρησεν εντεύθεν, και ουδέν των ελθόντων εσχάτως πλοίων από των παραλίων εκείνων απήντησε το ημέτερον· ο πλοίαρχος είναι τίμιος άνθρωπος, και ψευδοναυάγιον ή άλλην απάτην εκ μέρους αυτού δεν υποπτεύομαι· ή πρέπει λοιπόν να περιέπεσεν εις χείρας πειρατών, ή να εναυάγησεν εις παράμερον μέρος. Είθε να ψευσθώσιν αι υποψίαι μου. — Αι περί της Ευρώπης τελευταίαι ειδήσεις δεν είναι ευάρεστοι· τρεις σημαντικοί οίκοι έπεσαν εις Λονδίνον και δύο εις Μασσαλίαν. Τας πτωχεύσεις ταύτας, καθώς και τας προηγουμένας, αποδίδουσιν εις την εν … συμβάσαν φρικτήν πυρκαϊάν, και εις την επισώρευσιν διαφόρων πραγματειών, ήτις έλαβε χώραν κατά συνέπειαν της διαδοθείσης περί πολέμου ψευδούς φήμης. Όθεν απέχετε από νέων προμηθειών και από πάσης εν γένει εμπορικής πράξεως, έως αν παρέλθη η κρίσιμος αύτη περίστασις. Αι ειδήσεις αύται κατεθορύβησαν την ενταύθα αγοράν διότι πολλοί ενέχονται εις τας πεσούσας οικίας. Όθεν και εξέπεσαν πάλιν τα χειροτεχνήματα· διά τούτο απεφάσισα να εκποιήσω τα εις χείρας μας, αν και με ζημίαν, παρά να κρατώ εις τας αποθήκας, ως τίνες πράττουσι τούτο, ελπίζοντες αναβιβασμόν. Η μη πώλησις αναγκάζει τους εργοστασιάρχας να προσφέρωσι προς τους ανταποκριτάς αυτών προς 3 και 5 τοις 0/0. Όθεν τινές αισχροκερδείς ωφελούμενοι, μας πέμπουσιν αχρήστους πραγματείας. Εις εξ αυτών μάλιστα έπεμψε πελευταίον 5 δεσμίδας προς τον Κ. Α. όστις αφήκεν αυτάς εις το τελωνείον, διαμαρτυρηθείς κατά της παρά διαταγήν ταύτης αποστολής. — Σας έγραψα και άλλοτε να μη δέχησθε ούτε και να μας πέμπητε ξένα γράμματα· διότι είναι πολύ δυσάρεστον να ζητή τις 2 και 3 δραχμάς ταχυδρομικά, άτινα πολλοί αποφεύγουσι να πληρώσωσιν, ή να κρατή τοιαύτας μερίδας λογαριασμών. Ικανά πληρόνομεν δι' ασημάντους και ανωφελείς επιστολάς, τας οποίας συχνά λαμβάνομεν, και αρκετόν καιρόν χάνομεν αποκρινόμενοι εις ερωτήσεις παιδαριώδεις. — Η λίρα υψώθη εδώ εις απίστευτον τιμήν· όθεν προσέξατε μη μας εμβάσητε την παραμικράν ποσότητα.
Οι τελευταίοι ταχυδρόμοι μάς εκόμισαν την είδησιν, ότι οι ποταμοί πάσης σχεδόν επικρατείας επλημμύρησαν, και έπνιξαν τα σπαρτά. Επειδή δε η χώρα μας παράγει μεγάλην ποσότητα δημητριακών, η φθορά αύτη θα έχη επιρροήν ου μικράν εις τας τιμάς του σίτου. Όθεν ηγόρασα δύο φορτία ελθόντα χθες από Γαλάζιον, τα οποία έχω σκοπόν να εκφορτώσω εις αποθήκης και κρατήσω επί τινα καιρόν. Μετενόησα, διότι δεν ήκουσα την συμβουλήν σας να προβλέψω μερικά καντάρια ελαίου, το οποίον ανέβη εις απίστευτον τιμήν. Τουλάχιστον ας ωφεληθώμεν από όσον σεις έχετε. Σας πέμπω δείγμα του ειρημένου σίτου, διά να εξετάσητε πόσον τιμάται σήμερον αυτού τοις μετρητοίς. — Έχω σκοπόν να πέμψω τινάς πραγματείας εις την πανήγυριν προς δοκιμήν. Αν επιθυμείτε να λάβητε μέρος, γράψατέ μοι. — Πάντα σχεδόν τα είδη έλαβον κατ' αυτάς μεταβολήν σημαντικήν εξ αιτίας του μεγάλου εκπεσμού όλων εν γένει των νομισμάτων κατά συνέπειαν αυστηρών διαταγών της Κυβερνήσεως. Ο Γεώργιος μένει αργός. Εύρον μεν τινάς ναύλους, αλλ’ επειδή είναι άχρηστος προς μακρά ταξείδια, είναι δε πιθανόν να μου χρειασθή προς αποστολήν του αγορασθέντος σίτου, κρατώ αυτόν διά μερικάς ημέρας ακόμη. — Ο Κ. Φ. παραπονείται, ότι, ενώ προ πολλού σας έγραψε να τω προμηθεύσητε (το και το), όμως, μέχρι τούδε ούτε πραγματείας, ούτ' απόκρισιν έλαβεν. Όθεν απορώ πως ημελήσατε, ενώ άλλως δύνασθε να ωφεληθήτε διά των παραγγελιών του ανθρώπου τούτου. Επιθυμών την πρόοδον των συμφερόντων σας, σας παρατηρώ τούτο φιλικώς, και πέποιθα, ότι δεν θα δυσαρεστηθήτε διά τούτο.
Επειδή προσεγγίζει το τέλος του έτους και συντάττω τον ισολογισμόν του καταστήματός μου, σας πέμπω τον τρέχοντα μεταξύ μας λογαριασμόν. Όθεν παραβάλητε αυτόν με τα βιβλία σας, και γράψατέ μοι πώς έχει.
Στερούμενος τιμίας σας, αγνοώ τα πραχθέντα περί των σταλέντων εμπορευμάτων. Η Αλβέρτη εξεφόρτωσε τας πραγματείας, και εσυνάξαμεν τον ναύλον, όστις μετά του επιναύλου (κάπα) έφερε τάληρα 2529. Εναύλωσα εκ νέου αυτήν διά τα αυτόθι, και εκ του εσωκλείστου λογαριασμού βλέπετε, ότι ο ναύλος της επιστροφής έφερε περίσσευμα 500 ρούβλια. Εκ των συναχθέντων, αφαιρουμένων δρχμ. 1260, όσας επλήρωσα διά μισθούς και ζωοτροφίας της επιστροφής, έτι δε και των της προμηθείας μου (commissione), λείπονται δρχ. 1269, όσας σας πέμπω εις καρπόβονα διά του αυτού πλοιάρχου. — Εσωκλείω δε και τας αποδείξεις του ναυαγήσαντος πλοίου σας, τας οποίας μόλις χθες ηδυνήθην να επικυρώσω κατά τους νομίμους τύπους. Όθεν παρουσιάσατε αυτάς εις την ασφαλιστικήν εταιρίαν, διά να πληρωθήτε, αφού εκπεσθώσι δραχμάς 7450 διά τας σωθείσας πραγματείας, τας οποίας συναινέσει της εταιρίας εφροντίσαμεν να συνάξωμεν και να πωλήσωμεν επί δημοπρασίας. — Επιστρέφω την συναλλαγματικήν του Ζ. όστις, ως σας προέγραψα, πτωχεύσας έγεινεν άφαντος. Όθεν ας αποσβύσωμεν την μερίδα αυτού. — Αντί των φιορινιών 2500, τα οποία μας έμβασεν εις λογαριασμόν σας ο εν ... Κ. Τ., τραβούμεν εις λογαριασμόν του αυτόθι Κ. Π. ρούβλια 2000, τα οποία ηγοράσαμεν προς ... και προσθέτοντες αυτά, κάμετε τας αναγκαίας εγγραφάς εις τα βιβλία σας. — Ο τελευταίος ταχυδρόμος της Ευρώπης μας εκόμισε καλάς περί των δημητριακών ειδήσεις. Εντοσούτω τινές αγοράζουσιν εδώ. — Ο εν Σύρα Κ. Χ. μοι έγραψε να τω προμηθεύσω εν φορτίον σίτου· αλλ’ επειδή αναλόγους παραγγελίας έδωκεν εδώ εις διαφόρους άλλους, χωρίς να εμβάση χρήματα, υπωπτεύθην και ανέβαλον την παραγγελίαν αυτού. — Σας ευχαριστώ διά τον οποίον μοι επέμψατε θηραίον οίνον, τον οποίον οσάκις πίνω, εύχομαι υπέρ της υγείας σας. Δέχθητε δε και εσείς εν κιβώτιον από το εκλεκτότερον τέιόν μας. Σας ασπάζομαι εκ καρδίας και ειμί...
Υ. Γ. Ταύτην την στιγμήν κατέπλευσεν ο πλοίαρχος Σαχτούρης, και καταβαίνω μετ' ολίγον εις το λοιμοκαθαρτήριον εις αντάμωσίν του.
Ο αγωγιάτης Δ. παρέλαβε παρ' ημών τας υποσημειουμένας πραγματείας καλώς εζυγισμένας και περιπεποιημένας επί συμφωνία να μας παραδώση αυτάς μετά ένδεκα ημέρας από της σήμερον επί ποινή να πληρόνη 50 δραχμάς ανά εκάστην ημέραν δι' όσας ημέρας παρέλθωσιν. Όθεν παρακαλείσθε να παραλάβητε τας πραγματείας ταύτας, και πληρώσαντες το αγώγιον προς πέντε δραχμάς το καντάριον κατά το εσώκλειστον συμφωνητικόν, τα μεν βαρέλια εκ ζακχάρεως εξαποστείλετε προς τον εν Λαρίσση Κ. Θ. τα δε λοιπά αποθηκεύσατε μέχρι δευτέρας μου παραγγελίας.
Προς 4 δραχμάς το καντάρι αγώγιον σας πέμπω σήμερον διά του αμαξά Τ. Σταΐκου 20 δεσμίδας καπνόν, ζυγίζοντα οκάδας 2350, και διά του ονηλάτου Γάτζου 10 σακκία βαμβάκιον, ζυγίζοντα οκκάδας 1660. Μετά το ευόδιον αυτών ευαρεστήθητε να παραλάβητε αυτά σώα και πωλήσητε προς λογαριασμόν μου. Γνωρίζων την εμπειρίαν και ευθύτητά σας, δεν ορίζω τιμήν, αλλά σας αφίνω ελεύθερον να εκποιήσητε αυτά με τον συμφερώτερον τρόπον. Προεπλήρωσα εις τους αγωγιάτας 100 δρχμ. τας οποίας θέλετε κρατήσει εκ του αγωγίου.
Ο μεν αμαξηλάτης Φ. έφθασε προχθές και παραλαβών σώας τας πραγματείας, εξετέλεσα τας διαταγάς σας. Ο δε Ε. δεν εφάνη ακόμη, και μανθάνω ότι εχώλαναν δύο κάμηλοι αυτού. Το διά του αγωγιάτου Β. σταλέν έλαιον ευρέθη ελλιπές κατά 50 οκάδας, και προφασίζεται, ότι τα βαρέλια έτρεχον καθ' οδόν. Όθεν δεν επλήρωσα το αγώγιον μέχρι δευτέρας διαταγής σας. Παρακαλώ δε να μοι αγοράσητε (το και το), και να μοι πέμψητε διά καλών αγωγιατών όσον τάχιστα, διά να το προφθάσω εις την προσεγγίζουσαν Πανήγυριν.
Τα συμφέροντά μας απαιτούσι να ζητήσωμεν εις την πόλιν σας τράπεζαν, εις την οποίαν να αναθέσωμεν τας περί συναλλαγμάτων υποθέσεις μας. Όθεν λαμβάνομεν το θάρρος να αποτανθώμεν περί τούτου εις εσάς, ελπίζοντες, ότι δεν θα απορρίψητε ταύτην την πρότασίν μας, διότι γνωρίζετε βεβαίως εκ της εγκυκλίου ημών, και παρά διαφόρων αξιοπίστων υποκειμένων, ότι τα κεφάλαιά μας είναι σήμερον υπέρπολλα και δυνάμεθα εκτός των εμπορικών, να επιχειρήσωμεν και συναλλαγματικάς επιχειρήσεις. Επιθυμούμεν λοιπόν να γνωρίζωμεν προς οδηγίαν μας πόσην προμήθειαν συνειθίζεται να λαμβάνητε διά τας συναζομένας ποσότητας, ποίον τόκον πληρόνετε διά τα εις χείρας σας μένοντα χρήματα, καθώς και πόσην πίστωσιν δύνασθε να μας χορηγήσητε, χρείας τυχούσης. Ημείς δε δεχόμεθα την σύναξιν και έμβασιν διαφόρων συναλλαγμάτων διά προμηθείας 1/2 τοις 0/0 και πληρόνομεν και λαμβάνομεν τόκον 6 0/0, εκτός των μεσιτικών 1 τοις 0/0 . Περιμένοντες την απάντησίν σας, είμεθα…
Την από 11 του παρελθόντος επιστολήν σας έλαβον την 26 του αυτού ομού και τας εγκλείστους εν αυτή συναλλαγματικάς, εξ ων αι δύο έγειναν δεκταί, και αφού συναχθώσι κατά την λήξιν αυτών, θέλει πιστωθή η μερίς σας. Μόνος ο Κ. Χ. δεν εδέχθη την εις λογαριασμόν του, προφασιζόμενος, ότι δεν ειδοποιήσατε αυτόν δι’ ιδιαιτέρου γράμματος. Όθεν σας επιστρέφομεν αυτήν διαμεμαρτυρημένην. Ο Κ, Φ. πάλιν επαρουσίασε πολλάς δυσκολίας εις την πληρωμήν, ζητών να μας δώση νομίσματα, των οποίων την κυκλοφορίαν εμπόδισεν η κυβέρνησις. Προς αποφυγήν δε των δυσαρεσκειών της διαμαρτυρήσεως εδέχθημεν το εν τρίτον της οφειλομένης ποσότητος εις παλαιά φλωρία, και εζημιώσαμεν προς 2 τοις 0/0. Είναι μεν ούτος κακοπληρωτής, αλλ’ είναι ασφαλής, και προτιμότερον είναι να υποφέρη τις τοιαύτας δυστροπίας, παρά να εκτίθηται εις κινδύνους, εις την σημερινήν μάλιστα κατάστασιν του εμπορίου ημών. Εδώ όλοι καθ' ημέραν τρέμομεν, μη ακούσωμεν νέαν τινά χρεωκοπίαν. Ευτυχώς έως τώρα δεν ευρέθημεν περιπεπλεγμένοι εις όσας συνέβησαν.
Προχθές μας επαρουσίασαν συναλλαγματικήν τινά, εκδοθείσαν παρά του εν Γαλαζίω κυρίου Σ. Φ. εις λογαριασμόν του ενταύθα Κ. Ε. με τρεις γύρους, ων ο τελευταίος ήτο εις λογαριασμόν σας, διά τούτο και ημείς ετρέψαμεν αυτόν εις λογαριασμόν του Κ. Χ., όστις εδέχθη μεν αυτόν, αλλ’ εζημιώθη, επειδή ο Κ. Ε. μετά μίαν ημέραν επτώχευσεν. Πολλά υπέστημεν έως ότου να απαλλαχθώμεν εκ ταύτης της πληρωμής, ως τελευταίοι γυρισταί της συναλλαγματικής. — Ούτε ο Π. δεν επλήρωσεν εμπροθέσμως, παρακαλέσας να περιμείνωμεν αυτόν ημέρας τινάς· και επειδή εδικαιολόγησε προς ημάς δι' αποδείξεων εναργών την ανύποπτον δυσκολίαν αυτού, εδέχθημεν την προθεσμίαν, διά να μη βλάψωμεν αυτόν διαμαρτυρόμενοι. Η διαμαρτύρησις παροξύνει μάλλον τινας ανθρώπους, και αναγκάζει αυτούς ενίοτε να κηρύξωσι πτωχείαν (fallimento), καθώς επάθαμεν τοιούτον τι εις τον Δ. Αυτός ζητεί προθεσμίαν εξ μηνών να πληρώση τους πιστωτάς αυτού, και θα αναγκασθώμεν να δεχθώμεν αυτήν.
Σας πέμπω και εγώ τέσσαρας συναλλαγματικάς, την μεν εκ φραγκ. 2000 εις λογαριασμόν του Ε. μετ' επιστολής του εν Μασσαλία Κ. Ε. ήτις θα πληρωθή 11 ημέρας μετά την παρουσίασιν, την δε εκ φιορινίων 1350 πληρωτέων την 5 του ελευσομένου παρά Κ. Τ. μετ' επιστολής του εν Τριεστίω Κ. Χ., δυνάμει δε της τρίτης θα συνάξητε παρά του Κ. Β. δραχμάς 2250, πληρωτέας μετά την εμφάνισιν, ως και το ιδιαίτερον προς αυτόν γράμμα μου δηλοί τούτο· της δε τετάρτης η ποσότης είναι 12713 δραχ. επί προθεσμία δύο μηνών· τραβά δε αυτήν ο ενταύθα Κ. Δ. προς τον αυτόθι Κ. Ε. Κατά δε την σύναξιν των ποσοτήτων τούτων ευαρεστήθητε να πιστώσητε την μερίδα μου, χρεόνοντές με δι' όσα συνηγάγετε εκ των συναλλαγματικών σας.
Εσωκλείω δύο συναλλαγματικάς πληρωτέας εν Μασσαλία μετά 41 ημέρας από σήμερον.
Φράγκα 2500 υπό του Κ. Θ. μετά γράμματος του Ζ.
Φράγκα 500 υπό των I. Ε. μετ' επιστολής ημετέρας.
Παρακαλώ δε να πωλήσητε τας ποσότητας ταύτας εις την πόλιν σας όπου ελπίζω το συνάλλαγμα να κρατήται εις τας τιμάς, τας οποίας εσημειώσατε διά του τελευταίου ταχυδρόμου. Εδώ ηγοράσαμεν το φράγκον 1 ρούβλι και 6 καπίκια. Αν αυτού εύρητε το συνάλλαγμα της Μόσχας, ή του Λονδίνου εις συμφέρουσαν τιμήν, παρακαλώ να ενδύσητε την εκκαθαρισθησομένην εκ των ειρημένων δύο συναλλαγματικών ποσότητα, και να πέμψητε την εις Λονδίνον συναλλαγματικήν προς υποδοχήν εις τον Κ. Φ. τας δε της Μόσχας, πρώτην και δευτέραν, προς εμέ. Εάν το συνάλλαγμα ήναι υψηλότερον, ή δεν εύρητε καλάς υπογραφάς, αναβάλετε την πράξιν ταύτην μέχρι νεωτέρας παραγγελίας μου. Προς τούτοις έδωκα διαταγήν προς τον εν Τεργέστη Κ, Α. αν εύρη διά Σμύρνην συναλλαγματικάς της τραπέζης εις συμφέρουσαν τιμήν, να μας τραβήξη ταύτας μέχρι των 800 φιορινίων Αυγούστης. Όθεν παρακαλώ να δεχθήτε την πληρωμήν τούτων και να χρεώσητε την μερίδα μας.
Σήμερον σας ετραβήξαμεν εις διαταγήν του Κυρίου Ε. 4000 φιορίνια πληρωτέα μεθ' ημέρας 11 μετά την εμφάνισιν. Όθεν παρακαλείσθε να πληρώσητε αυτήν εμπροθέσμως, και να χρεώσητε την μερίδα μου.
Κατά διαταγήν και εις λογαριασμόν του εν Σύρα Κυρίου Ξ. εξέδωκα την 10 του τρέχοντος εις βάρος σας συναλλαγματικήν εκ φράγκων 4000 πληρωτέων μετά 21 ημέρας εις διαταγήν του αυτόθι Κυρίου Ο. Όθεν ελπίζω να δεχθήτε αυτήν, σημειούντες την ειρημένην ποσότητα εις την μερίδα του ειρημένου φίλου, όστις σας γράφει και ιδιαιτέρως.
Ο πιστός της Υ. Μεγαλειότητος υπήκοος και αγαπητός της υποφαινομένης δούλης σύζυγος, αποβιώσας, με εγκατέλιπεν εις άκραν πενίαν, καταλιπών συγχρόνως και τέσσαρα ανήλικα τέκνα. Ο μακαρίτης, υπηρετήσας την πατρίδα και τον θρόνον υπέρ τα είκοσι έτη μετά πίστεως και αφοσιώσεως, απέθανε πτωχός, καθώς και έζησεν, αφήσας εις τους απογόνους αυτού, αναμνήσεις θλιβεράς τοιαύτης απαραμυθήτου στερήσεως· όθεν μη έχουσα άλλο καταφύγιον, προστρέχω εις το έλεος της Υ. Μεγαλειότητος, και καθικετεύω, όπως λαβούσα οίκτον εις την απορίαν, χορηγήση σύνταξιν ανάλογον εις πέντε απηλπισμένας ψυχάς. Ευγνωμονούντες δε διά την χάριν ταύτην, ου μόνον εγώ θέλω διπλασιάσει τας προς Θεόν ικεσίας μου υπέρ της μακροβίου ευημερίας του θεοφρουρήτου μου Άνακτος, αλλά και οι υιοί του Ο., σωζόμενοι και διατρεφόμενοι διά της βασιλικής ταύτης επικουρίας, θέλουσιν αφοσιωθή, ως και ο πατήρ αυτών, καρδία και σώματι, εις την υπηρεσίαν της Υμετέρας Μεγαλειότητος, ης ειμί
ελαχίστη δούλη και ευπειθέστατη υπήκοος.
Βασιλεύ!
Άνθρωποι πονηροί, απατήσαντες την Κυβέρνησιν της Υμ. Μεγαλειότητος διέβαλαν την διαγωγήν μου, και μου αφήρεσαν την βασιλικήν εύνοιαν. Δεν με λυπεί τόσον η στέρησις της θέσεώς μου, όσον η άδικος κατηγορία, ήτις επέσυρε κατ' εμού την οργήν του Βασιλέως μου. Ναι, Μεγαλειότατε! είμαι συκοφαντημένος, και τούτο δεν ζητώ να βεβαιώσω δι' όρκων, συνειθισμένων εις τα στόματα των απατεώνων, αλλά διά πραγματικών αποδείξεων. Όθεν παρακαλώ ταπεινώς το έλεος της Μεγαλειότητός Σου, να διορισθή επιτροπή συγκειμένη εξ απροσωπολήπτων ανδρών, διά να εξετάσωσιν ακριβώς τας πράξεις μου· και ει μεν αποδειχθώ ένοχος, να τιμωρηθώ με όλην την αυστηρότητα των νόμων, ει δε αθώος, να επιβληθή εις τους κατηγόρους μου η ανήκουσα εις το προσαφθέν μοι έγκλημα ποινή, και να αξιωθώ πάλιν της κραταιάς ευνοίας του Βασιλέως μου. Βασιλεύ! η επιείκεια είναι η αρετή των Μεγάλων Βασιλέων, και η Μεγαλειότης Σου ακούει πάντοτε ευμενώς τας δεήσεις πάντων, όσοι επικαλούνται την ευσπλαγχνίαν Σου. Άρα η ταπεινή μου παράκλησις, στηριζομένη και εις την δικαιοσύνην, δεν θέλει βεβαίως απορριφθή υπό του φιλοδικαιοτέρου των Βασιλέων.
Κραταιότατε!
Δεν επικαλούμαι ούτε δικαιώματα, ούτε εκδουλεύσεις· διότι αν υπηρέτησα την πατρίδα, εξεπλήρωσα χρέος κοινόν εις πάντα πολίτην· αλλ’ επειδή ο πόλεμος μου εστέρησε πάσαν την περιουσίαν μου, και ήδη δεν έχω πόρον του ζην, είμαι ηναγκασμένος να προστρέξω εις τον πατέρα και Βασιλέα μου, και θερμώς παρακαλέσω, ίνα με διορίση εις υπηρεσίαν τινά ανάλογον προς την ικανότητά μου, διά να δυνηθώ ούτω να εξοικονομήσω τας ανάγκας της οικογενείας μου, ή τουλάχιστον να μοι δώση ολίγην γην, την οποίαν καλλιεργών, να πορίζομαι τα προς διατροφήν μου, και να εύχομαι προς τον Θεόν υπέρ της ευδαιμονίας και της δόξης του Βασιλέως μου. Ειμί δε της Υμετέρας Μεγαλειότητας
ο ταπεινός δούλος και πιστός υπήκοος.
Μακροθυμότατε Βασιλεύ
Οι μεν νόμοι καταδικάζουσι κατά το δίκαιον, η δε επιείκεια είναι αποτεταμιευμένη εις τους Βασιλείς. Ο σύζυγός μου υπέπεσε μεν εις έγκλημα, το οποίον επιφέρει ποινήν θανάτου (ή δεσμών), αλλά δεν ήτο κακούργος άνθρωπος. Περιστάσεις απρομελέτητοι, επίβουλοι φίλοι, και η απελπισία ώθησαν αυτόν εις τον φόνον. Όθεν επικαλουμένη την ευσπλαγχνίαν της Υμ. Μ., παρακαλώ μετά δακρύων, όπως διατάξητε να αναθεωρηθή αύτη η δίκη, ή άλλως να ευαρεστηθή η Υμ. Μεγαλειότης και επιληφθή ιδίας εξετάσεως, και τότε πέποιθα, ότι το έγκλημα θα καταδειχθή ήττον καταδικάσιμον. Αλλ' εάν οι νόμοι δεν δύνανται να με βοηθήσωσιν, επικαλούμαι το δικαίωμα του στέμματος. Η Υμετέρα Μεγαλειότης εις μυρίας άλλας περιστάσεις υπό αισθήματος φιλανθρωπίας απέδειξε πόσον φείδεται της ζωής των υπηκόων Της, και πολλούς άλλους ενόχους συνεχώρησεν. Όθεν ευδοκήσατε, πολυεύσπλαγχνε Άναξ! αν όχι να συγχωρήσητε, να μετριάσητε τουλάχιστον την ποινήν του δυστυχούς συζύγου μου, όστις μετά της ταλαίνης δούλης της Μεγαλειότητός Σου, και των τέκνων αυτών θέλει ευλογεί το όνομα του σωτήρος και Βασιλέως αυτών.
Βασιλεύ!
Ο μακαρίτης πατήρ μου, πολεμών κατά των εχθρών της πατρίδος, έπεσεν εις το πεδίον της μάχης. Η Υμ. Μ. ευσπλαγχνισθείσα την μητέρα μου, ευηρεστήθη να περιθάλψη διά συντάξεως. Εις την μεγαλοδωρίαν λοιπόν της Μεγαλειότητός Σου οφείλομεν, Βασιλεύ, αύτη τε και εγώ την διατήρησίν μας· άλλ' ήδη, ηλικιωθείς και εκπαιδευθείς εις τα προκαταρκτικά μαθήματα, επιθυμώ να μεταβώ εις Ευρώπην προς τελειοτέραν εκμάθησιν, (ή να έμβω εις το πολεμικόν σχολείον, διά να σπουδάσω την επιστήμην του πατρός μου, και να δυνηθώ ποτέ να εκπληρώσω το προς την πατρίδα και τον θρόνον χρέος μου). Όθεν παρακαλώ ευσεβάστως τον φιλόλαον Βασιλέα μου και τον ένθερμον ενταυτώ των Μουσών προστάτην, όπως ευδοκών, μοι χορηγήσει βοήθειάν τινα, προς εκπλήρωσιν της καταφλεγούσης την καρδίαν μου επιθυμίας και πόθου μου. Ενόνων δε τας ευχάς μου μετά των ευχών των παρά της Υμ. Μ. ευεργετηθέντων μαθητών, θέλω διακηρύττει την ευεργεσίαν ταύτην, και θέλω προσπαθήσει όλαις δυνάμεσι να δειχθώ άξιος της ευμενείας της Μεγαλειότητός Σου. Είθε δε να διαμένωσιν ο μεν θρόνος της Μεγαλειότητός Σου αδιάσειστος, τα δε όπλα ακαταμάχητα, και η δόξα αμάραντος και αΐδιος!
ευπειθέστατος.
Κύριε υπουργέ!
Και δι' άλλης ταπεινής αναφοράς μας εξεθέσαμεν ευσεβάστως προς την υμετέραν Εκλαμπρότητα (ή εξοχότητα) όσα δεινά υποφέρομεν εκ μέρους του Επάρχου (ή του αρχηγού) της επαρχίας ημών· αλλ’ ως φαίνεται, τα παράπονά μας δεν έφθασαν εις τας ακοάς της υμετέρας Εξοχότητος· διότι ως υπέρμαχος υπερασπιστής των αδικουμένων και παρήγορος των τεθλιμμένων ηθέλετε βέβαια επισπεύσει εις ταχείαν θεραπείαν των δυστυχιών μας. Επειδή δε αι κακώσεις μας έφθασαν εις το έπακρον, λαμβάνομεν την τόλμην να επικαλεσθώμεν και εκ δευτέρου το έλεος της Υμ. Εξ., παρακαλούντες υμάς, Κύριε Υπουργέ, θερμώς, όπως ευαρεστηθέντες, απαλλάξητέ μας από του ειρημένου επάρχου, και πέμψητε άλλον, όστις, εκπληρών τας φιλοδικαίους επιθυμίας του Τρισεβάστου μας Βασιλέως, να διοική μετά πατρικής στοργής τους εμπιστευθέντας εις αυτόν λαούς, αντί να τυραννή αυτούς ως (ο δείνα) παντοιοτρόπως, και να χρηματολογή ακορέστως, και εξυβρίζη την τιμήν αυτών, και παραβιάζη την ατομικήν ελευθερίαν, μεταχειριζόμενος αυτούς ως άλλους είλωτας. Ίνα μη παραπέση δε και αύθις η αναφορά μας, πέμπομεν αυτήν διά δύο προκρίτων επαρχιωτών μας, εις ους ανεθέσαμεν την επίδοσιν αυτήν εις χείρας της Υμ. Εξοχότητος παρακαλούντες Σας συγχρόνως, όπως ευαρεστηθέντες, ακροασθήτε αυτών και μάθητε λεπτομερώς τα όσα δεινά υποφέρομεν. Πεποιθότες δε εις το φιλοδίκαιον της Υμ. Εξοχότητος, υποσημειούμεθα ευσεβάστως
ευπειθέστατοι.
Εξοχώτατε,
Εκ των τεσσάρων υιών μου οι μεν δύο προσηνέχθησαν θύματα εις τον βωμόν της ελευθερίας, ο δε τρίτος ένεκα πολυχρονίου νόσου είναι ανίκανος να εργασθή, τον δε νεώτερον, όστις με βοηθεί εις τας αγροτικάς εργασίας μου, ζητεί να μου αφαιρέση η στρατολογία· θα έδιδον και αυτόν ευχαρίστως, αν η πατρίς είχεν ανάγκην μαχητών, αλλά τοιούτος κίνδυνος σήμερον δεν υπάρχει, και κατά τους νόμους ο μόνος χρήσιμος υιός εξηκονταετούς πατρός εξαιρείται της στρατιωτικής υπηρεσίας. Τους λόγους τούτους αν και εξέθεσα προς τον Δήμαρχον και τον Έπαρχόν μας, δεν εισηκούσθην, διότι δεν έχω χρήματα προς εξαγοράν της ελευθερίας του τέκνου μου· τουναντίον δε απεπέμφθην μετά περιφρονήσεως, εν ω άλλοι εκ των συμπολιτών μου παρά νόμον εξηρέθησαν. Όθεν, μη ευρίσκων το δίκαιόν μου εις τας επιτοπίους αρχάς, τα πάντα προς τα ίδιον συμφέρον ενεργούσας, προστρέχω εις το Σεβαστόν τούτο Υπουργείον, και παρακαλώ ταπεινώς, όπως εξετάση τα ληξιαρχικά βιβλία, και πεισθέν μεν περί της αληθείας της παρούσης εκθέσεως, διατάξη την εξαίρεσιν του υιού μου, ευεργετούν ούτω και δικαιούν τον
ευπειθέστατον.
Εξοχώτατε,
Ευσεβάστως αναφέρω εις το Σ. τούτο Υπουργείον, ότι προ αμνημονεύτων χρόνων η οικογένειά μου κατέχει εις το δείνα κτήμα της δείνος Επαρχίας αγρόν συγκείμενον εκ πεντήκοντα στρεμμάτων. Επειδή δε τα έγγραφα της ιδιοκτησίας ταύτης απωλέσθησαν κατά τας ταραχάς και ανωμαλίας του πολέμου, ο οικονομικός έφορος ζητεί να μου αφαιρέση τον ειρημένον αγρόν· επειδή όμως τετραγωνικώς δι' αξιοπίστων μαρτύρων δύναμαι να αποδείξω, ότι ο αγρός ούτος είναι κτήμα μου κληρονομικόν και αδιαφιλονείκητον, παρακαλώ το Σ. Υπουργείον, όπως ευαρεστηθέν, διατάξη τον έφορον αυτού, ίνα εξετάση μεθ' όρκου τους μάρτυράς μου και με αφήση ανενόχλητον. Ούτε ο φιλοδίκαιος βασιλεύς μας, ούτε ο επαξίως διέπων τα του Σ. Υπουργείου τούτου Σ. Υπουργός, επιθυμούσι βεβαίως την αύξησιν του δημοσίου πλούτου διά της αφαιρέσεως της ιδιωτικής περιουσίας. Εύελπις, ότι θα εισακουσθή η παράκλησίς μου αύτη, υποσημειούμαι ευσεβάστως
ευπειθέστατος.
Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Υπουργόν δείνα.
Εξοχώτατε,
Είμαι άνθρωπος του αγώνος, πατήρ πολυαρίθμου οικογενείας και ενδεέστατος. Δεν έχω μεν πολλήν παιδείαν, αλλά γνωρίζω αρκετά γράμματα προς ορθήν σύνταξιν αναφοράς, ή αποφάσεως, ή εκθέσεως. Επειδή δε ούτε γην έχω να καλλιεργήσω, ούτε χρήματα να εμπορευθώ, ούτε βιομηχανίαν άλλην γνωρίζω, παρακαλώ την Υμετέραν Εξοχότητα, όπως με διορίση εις τινα θέσιν ανάλογον με την ικανότητά μου, ίνα εξοικονομώ ούτω τας ανάγκας μου. Θέλω δε φιλοτιμηθή να φανώ άξιος της εμπιστοσύνης Σας, ευγνωμονών μέχρι τερμάτων ζωής διά την ευεργεσίαν ταύτην.
Προς την Βασ. Νομαρχίαν (δείνα)
Κύριε Νομάρχα,
Οι ενοικιασταί των προσόδων μας υποχρεούσιν εφέτος να πληρώσωμεν το δέκατον του σίτου εις χρήματα, ή να μετακομίσωμεν αυτό εις απόστασιν απέχουσαν πλειότερον των 20 ωρών. Προς τούτοις δε δεν διαμένουσιν εις τα αλώνια, ίνα μετρήσωσι τα γεννήματα, αλλά διαβαίνοντες σημειούσιν εξ εικασίας ποσότητας μεγαλητέρας του οφειλομένου δεκάτου.
Εκ δε των προβάτων εκλέγουσι τα μεγαλείτερα και καλύτερα, μη λαμβάνοντες προ οφθαλμών τα ψωφήσαντα. Επειδή δε πέποιθα, ότι ο Σεβαστός Νομάρχης μας δεν ανέχεται βεβαίως τοιαύτας αδικίας, αντιβαινούσας εις την βασιλικήν επιθυμίαν και τας διατάξεις του Υπουργείου, παρακαλώ ίνα περιορίση τους ειρημένους ενοικιαστάς εις τα εαυτών χρέη, και διατάξη να συμμορφωθώσι προς τον περί αποδεκατώσεως νόμον.
Προ ολίγου απεβίωσεν εν Σμύρνη εις αδελφός μου, Β. ονομαζόμενος, καταλιπών αρκετήν περιουσίαν εις κινητά και ακίνητα (ή συνισταμένην εις το και το). Επειδή δε ο υποφαινόμενος είμαι εις εκ των πλησιεστέρων κληρονόμων του μακαρίτου, παρακαλώ την Σεβαστήν ταύτην Πρεσβείαν, ίνα διατάξη τον Πρόξενον της ειρημένης πόλεως, όπως καταγράψη άπαντα του αδελφού μου τα υπάρχοντα, σφραγίση τα κινητά πράγματα, και μεταφέρη αυτά δι' εξόδων μου εις ασφαλές μέρος, ή πέμψη αυτά ενταύθα μετά του καταλόγου. Εγώ δε συνεννοούμενος εν τω μεταξύ μετά των συγκληρονόμων μου, οίτινες είναι, διεσπαρμένοι εις διάφορα μέρη θέλομεν ενεργήσει εκ συμφώνου όσα απαιτούνται παρά του νόμου περί της παραλαβής και της δικαίας διανομής της κληρονομίας ταύτης. Ειμί δε μετά βαθυτάτου σεβασμού.
ευπειθέστατος.
Ταπεινώς αναφερόμενος προς την σεβαστήν ταύτην Πρεσβείαν, εκθέττω ενώπιον Αυτής ότι ο Κύριος Φ. με ενήγαγεν εις το ενταύθα εμπορικόν Γραφείον, ζητών παρ' εμού αδίκως 8000 γρόσια εξ εμπορικών λογαριασμών. Επειδή δε κατεπείγουσαι υποθέσεις με ηνάγκασαν να αναχωρήσω επί του ατμοκίνητου εις Γαλάζιον καθ' ην ημέραν έλαβον την περί τούτου πρόσκλησιν του ειρημένου Γραφείου, ο Κ. Πρόξενος, μη περιμένων την επιστροφήν μου, ενέδωκεν εις την αίτησιν του αντιδίκου μου και συνεκρότησαν επιτροπήν, ήτις με κατεδίκασεν ερήμην εις την πληρωμήν της ειρημένης ποσότητος. Όθεν παρακαλώ ευσεβάστως την σεβαστήν ταύτην Πρεσβείαν, όπως ευαρεστουμένη διατάξη την αναθεώρησιν της υποθέσεως ταύτης. Έχω δε πλήρη πεποίθησιν, ότι θα εισακουσθή η αίτησίς μου· διότι ο Εξοχώτατος αντιπρόσωπος της Α. Μ., όστις τόσον ενθέρμως προστατεύει τα ενταύθα συμφέροντα των Ελλήνων, δεν ανέχεται να κλίνωσιν ούτοι τον αυχένα εις αδίκους και αυθαιρέτους αποφάσεις.
Εξοχώτατε!
Εν Σινώπη, όπου κατοικώ εμπορευόμενος, δεν υπάρχει ούτε Προξενείον, ούτε Πρακτορείον Ελληνικόν. Επειδή δε η θέσις αύτη δεν είναι επικερδής, και απόδειξις τούτου είναι ότι δεν εζητήθη μέχρι τούδε παρ' άλλου, παρακαλώ ευσεβάστως την Υμετέραν Εξοχότητα όπως ευαρεστηθείσα με διορίση ή προτείνη προς την Σεβαστήν Κυβέρνησιν ως υποπρόξενον, ή πράκτορα της ειρημένης πόλεως. Εγώ δεν αποβλέπω ούτε εις μισθόν, ούτε εις άλλην εκ του διορισμού τούτου απολαυήν. Με αρκεί μόνον η τιμή να υπερασπίζωμαι το κατά δύναμιν τα συμφέροντα των ενταύθα διαμενόντων ή διαβαινόντων Ελλήνων. Θέλω δε ευγνωμονεί ισοβίως διά την χάριν ταύτην ιδιαιτέρως προς την Υμ. Εξοχότητα.
Έχω να λαμβάνω παρά του Κ. Φ. γρόσια 500 δι' ομολόγου, του οποίου η προθεσμία έληξε προ πέντε ήδη μηνών. Επειδή δε μέχρι τούδε δεν ηδυνήθην να πείσω φιλικώς τον οφειλέτην μου να πληρώση το χρέος τούτο, αναγκάζομαι να καταγγείλω αυτόν προς το Σεβαστόν Προξενείον, και παρακαλέσω όπως υποχρεώση αυτόν κατά τον νόμον να μοι αποδώση το δίκαιόν μου.
Επειδή ο δραπετεύσας Φ. με χρεωστεί εξ εμπορικών λογαριασμών τάλληρα 200, μέλλει δε όσον ούπω να γείνη η δημοπρασία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων και πραγμάτων αυτού, παρακαλώ το Β. τούτο Προξενείον να προσκαλέση τους συνδίκους της πτωχεύσεως του φυγάδος, όπως θεωρήσαντες τα βιβλία μου, συμπαραλάβωσιν εις την ολικήν των οφειλομένων παρά του χρεωκόπου ποσότητα και το προς εμέ χρέος αυτού, και μοι δοθή επομένως το αναλογισθησόμενον μέρος. Ειμί δε μετά σεβασμού,
ευπειθέστατος.
Μανθάνω ότι ο πλοίαρχος Φ., όστις υπεσχέθη προχθές ενώπιόν μας να πληρώση το οφειλόμενον προς εμέ θαλασσοδάνειον, εζήτησε τα διαβατήριά του προς έκπλουν. Όθεν σας παρακαλώ, Κύριε Πρόξενε, να εμποδίσητε αυτόν δυνάμει του εσωκλείστου ομολόγου, επικυρωμένου παρά του Ελληνικού εμπορικού Γραφείου, και αναγκάσητε εις την απόδοσιν του χρέους αυτού· αν δε τυχόν δυστροπήση, ενεργήσατε παρακαλώ, την κατάσχεσιν και την επί δημοπρασίας πώλησιν του πλοίου αυτού.
Κύριε Πρόξενε!
Χθες περί την 8 ώραν της νυκτός, επιστρέφων εις την οικίαν μου, συνηντήθην μετά του (δείνος), όστις επιπεσών αίφνης κατ' εμού με εξύβρισε, με έδειρε και με κατετραυμάτισεν, επί λόγω δήθεν ότι κατηγόρησα αυτόν (ή άλλην αιτίαν). Επειδή δε έχομεν δικαστήρια, όπου έκαστος αναφερόμενος τυγχάνει του δικαίου αυτού, ώφειλε και αυτός να με εναγάγη, αν τω όντι ηδίκησα αυτόν. Όθεν σας παρακαλώ, Κ. Πρόξενε, να τιμωρήσατε κατά τους νόμους τον αυτόδικον τολμητίαν, και ζητήσητε παρ' αυτού εγγύησιν περί της μελλούσης ασφαλείας μου, απειλούντα με να με φονεύση, αν παραπονεθώ κατ' αυτού. Μάρτυρας τούτων πάντων έχω τους Κ Κ.. Α. Β. Γ.
Παναγιότατε Δέσποτα!
Αι Ευαγγελικαί αρεταί και η ευσεβής σοφία, διαλάμπουσαι σήμερον επί του οικουμενικού θρόνου, φωταγωγάς διαχέουσιν εις τον Χριστεπώνυμον λαόν ακτίνας, και ζηλωτάς του σεπτού ποιμενάρχου τους ποιμένας άπαντας της εκκλησίας καθίστησιν. Ο προς την αρετήν ούτος ζήλος διακρίνει προ πάντων τον Αρχιερέα μας, όστις επαξίως αντιπροσωπεύει παρ' ημίν τον αρχηγόν της αμώμου θρησκείας ημών. Η ηθική διδασκαλία, η ισάγγελος πραότης, το αιδέσιμον ήθος, σύμφωνον προς την αγαθότητα της ψυχής, και ο συνδιαλλακτικός αυτού χαρακτήρ εφείλκυσε τον σεβασμόν και την αγάπην πάντων των επαρχιωτών αυτού, οίτινες δοξάζουσι τον Ύψιστον, τον δωρήσαντα αυτοίς τοιούτον Αρχιερέα, και την υμετέραν Παναγιότητα, ως χρησιμεύσασαν ως όργανον του θείου τούτου δωρήματος. Όθεν, τον φόρον ημών τη αρετή και τη αληθεία προσφέροντες, διακοινούμεν τα αισθήματα της καρδίας ημών προς τον πάνσοφον και πανόσιον ημών Πατριάρχην, ταπεινώς αυτού δεόμενοι, όπως μη στερήση την επαρχίαν ημών Αρχιερέως, της κοινής απάσης της επαρχίας αγάπης απολαύοντος, και προς πάντας πατρικώς φερομένου. Τα δε έτη της Υμετέρας Παναγιότητος είησαν πάμπολλα και πανευδαίμονα.
Της Υμετέρας Παναγιότητος
πιστότατα τέκνα.
Προς την Αυτού Μακαριότητα τον Πατριάρχην Αντιοχείας.
Μακαριώτατε,
Οι υποφαινόμενοι δούλοι Σας, παρουσιαζόμενοι ευσεβάστως εις την Υμετέραν Μακαριότητα, παρακαλούμεν Αυτήν διά ταύτης μας, όπως ευδοκούσα αξιώση ημάς μικράς ακροάσεως. Είμεθα, Θεοφρούρητε Δέσποτα, φιλήσυχοι, ευάγωγοι και ευπειθείς προς τε τας εκκλησιαστικάς και πολιτικάς και στρατιωτικάς αρχάς. Πώποτε κατ' ουδενός επαραπονέθημεν, ουδ' αναφορά παρ' ημών εγένετο· αλλ’ ήδη η υπομονή ημών έφθασεν εις το έπακρον. Σεβόμενοι το ιερατικόν σχήμα, δεν ετολμήσαμεν μέχρι τούδε να κατηγορήσωμεν τον Αρχιερέα ημών, αν και προ πολλού ελάβομεν αιτίας· εις τον αρχηγόν όμως της εκκλησίας ημών και τον πνευματικόν πατέρα καταφεύγοντες, αμαρτάνομεν ίσως, αν κρύψωμεν τα δεινά ημών, και δεν ζητήσωμεν παρ' αυτού την θεραπείαν και απαλλαγήν. Ο ιερεύς οφείλει να προτρέπη εις ομόνοιαν και ειρήνην τους πολίτας, να μη αφίνη αβαπτίστους, ατάφους και ανεξομολογήτους εκείνους, όσοι δύνανται να εξαργυρώσωσι τα μυστήρια ταύτα, να μη διαζεύγη άνευ κατεπειγούσης ανάγκης, ούτε να συζεύγη τους υπό της εκκλησίας κωλυομένους, να μη αφορίζη τους ενδεείς, διότι ειργάσθησαν την ημέραν του αγίου Σάββα και της αγίας Βαρβάρας. Όταν δε τα χρέη ταύτα παραβλέπωνται παρ' Αρχιερέως, και εξοκέλλη ούτος εις πάθη μεμπτά και εις αυτούς τους κοσμικούς, εις ποίαν κατάστασιν καταντά το ποίμνιον αυτού; Δεν τολμώμεν να είπωμεν πλειότερα, επαρκούμενοι μόνον να παρακαλέσωμεν την Υμετέραν Μακαριότητα, όπως ευδοκήση να πέμψη Έξαρχόν τινα ευσυνείδητον και φιλοδίκαιον, ίνα εξετασθεί επιτοπίως η διαγωγή του επισκόπου ημών· και τότε αν ήναι ψευδή τα εκτεθέντα να τιμωρηθώμεν ημείς ως συκοφάνται, είδε μη, να πράξη η Υμετέρα Μακαριότης ό,τι υπαγορεύη η δικαιοσύνη, και η υπέρ του Χριστωνύμου λαού κηδεμονία της υμετέρας Μακαριότητος, ην ευλαβώς προσκυνούντες υποσημειούμεθα Της Υμετέρας Μακαριότητος πιστότατα
και ευπαθέστατα τέκνα.
«Φύλαξον ημάς, Κύριε, από συκοφαντίας ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία». Την ευχήν ταύτην ουδεμίαν ημέραν πρέπει να παραμελώμεν ημείς οι ιερωμένοι, εις αιώνα μάλιστα, καθ' ον η διαβολή ακοντίζει πανταχόθεν τα βέλη αυτής καθ' ημών, και διανοείται παντοία μηχανεύματα, ίνα αμαυρώση τον χαρακτήρα ημών. Ίσως τινές εξ ημών δίδουσιν αφορμήν εις την καταλαλιάν· αλλ’ η κακεντρέχεια συγχέει την κακίαν προς την αρετήν, και ουδεμίαν δέχεται εξαίρεσιν. Κατώρθωσα μεν διά της πραότητος, της ανεξικακίας και αφιλοκερδίας να εμπνεύσω εν γένει εις τους επαρχιώτας μου σέβας προς το ιερατείον, και να εφελκύσω την αγάπην αυτών· αλλά μεταξύ αυτών υπάρχουσι και τίνες ραδιούργοι και ασεβείς, οίτινες απατήσαντες άλλους τινάς ευπίστους και απλούς ανθρώπους, εσχημάτισαν κατ' εμού συστηματικήν καταδρομήν, και μανθάνω, ότι διεύθυναν προς την ιεράν Σύνοδον αναφοράν πλήρη ανυπάρκτων κατηγοριών και ψευδών αισχίστων. Πέποιθα μεν, ότι η υμετέρα Πανιερότης, εις της οποίας την ευμενή προστασίαν οφείλω την θέσιν μου θα υπερασπισθή τον δούλον της, αλλ’ επειδή εβεβαιώθην, ότι τινές εκ των εν τη πρωτευούση κληρικών εχθρών μου συνεργούσι μετά των ενταύθα, επ' ελπίδι να διαδεχθώσι την θέσιν μου, ποιούντες με έκπτωτον, και επειδή είναι πιθανόν να προκαταλάβωσιν ούτοι την ευπιστίαν της Υμετέρας Πανιερότητος, παρακαλώ θερμώς, όπως ευδοκήση να αποδιώξη τους συκοφάντας, ή καν με καλέση, διά να δώσω λόγον περί των όσα μοι προσάπτωσι πριν αποφασισθή συνοδικώς περί της τύχης μου.
Μετά τους συνήθεις τύπους ... ο (δείνα) καθιστά τέλειον πληρεξούσιόν του τον εν Αθήναις Κύριον Α. Τολμίδην, εις ον παρέχει το δικαίωμα να υπερασπίζηται και διεξαγάγη την δείνα ή και όλας τας υποθέσεις του είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος, να συμβιβάζητε, να εκτελή και να εκκαλή αποφάσεις, να προσφεύγη προς αναίρεσιν ή ακύρωσιν αυτών, να δέχηται, επάγη ή αντεπάγη όρκους, να δίδη και να λαμβάνη έγγραφα, χρήματα και άλλα πράγματα, να εξοφλή λογαριασμούς, να διορίζη προς τούτοις, αν η χρεία το καλέση, επιτρόπους άλλους, ή δικηγόρους να ενεργή εν ενί λόγω όσα ο ίδιος ήθελα πράξει, και όσα τα άρθρα 93, 94, 95 και 97 της πολιτικής δικονομίας ορίζουσιν· υπόσχεται δε να παραδεχθή απροφασίστως τας πράξεις του και των αντιπροσώπων του ως καλώς ενεργηθείσας. Όθεν συνετάχθη το παρόν εις πίστωσιν, όπερ αναγνωσθέν ευκρινώς και μεγαλοφώνως εις επήκοον των συμβαλλομένων και των μαρτύρων δείνα υπεγράφη παρ' αυτών όλων και εμού (του Συμβολαιογράφου ή Προξένου).
Καθιστών διά του παρόντος επιτροπικού μου τον Κ. Τ., πέμπω αυτόν εις Ε. και τω δίδω την πληρεξουσιότητα να συμφωνή, να αγοράζη, να πωλή και να αλλάζη εν ονόματί μου παν είδος πραγματειών, να εκδίδη δε και να πληρόνη συναλλαγματικάς αντ' εμού, και να ενεργή εν γένει παν εμπορικόν συνάλλαγμα (εξαιρουμένης όμως της δείνος και δείνος περιστάσεως). Προς τούτοις θέλει ζητήσει λογαριασμόν παρά του Κ. Ζ. δι' όσα εμπορεύματα και χρήματα κατά καιρούς έστειλα προς αυτόν, λαμβάνων παρ' αυτού όσα μοι οφείλονται, και δίδων εξοφλητήριον. Υπόσχομαι δε να δεχθώ (εκτός της εξαιρεθείσης) όλας τας πράξεις του, να πληρώσω τας συναλλαγματικάς του, όσας εκδίδει είτε εις λογαριασμόν μου, είτε εις λογαριασμόν άλλου. Όθεν παρακαλώ τους φίλους μου να δώσωσι πάσαν πίστιν προς τον ειρημένον επίτροπόν μου, και εγγυώμαι περί πάντων εν γένει, όσα πράξει περί του εμπορίου μου.
Επειδή ο εξάδελφός μου Ι. απεβίωσεν εις Θεσσαλονίκην και ειμί εις εκ των συγγενών των εχόντων δικαίωμα εις την κληρονομίαν του μακαρίτου, κωλύομαι δε υπό των υποθέσεών μου (ή υπό ασθενείας) να μεταβώ αυτοπροσώπως εις την ειρημένην πόλιν, καθιστώ επίτροπόν μου τον Κ., θ., προς ον χορηγώ πάσαν εξουσίαν να παραλάβη την ανήκουσαν εις εμέ μερίδα, να αναφερθή εις τα αρμόδια δικαστήρια, αν η χρεία το καλέση, να δεχθή συμβιβασμόν μετά των συγκληρονόμων μου, και να πράξη παν ό,τι ήναι εις εμέ συμφερώτερον. Θέλω δε αποδεχθή άνευ προφάσεως πάσας τας περί τούτου πράξεις του, χωρίς να ακυρώσω το παραμικρόν αφ' όσα αποφασίση και τελειώση. Όθεν στέλλω προς αυτόν το παρόν πληρεξούσιον έγγραφον, το οποίον επικυρούται παρά της ενταύθα Δημαρχίας (ή Δημογεροντίας), και ισχύει ενώπιον παντός δικαστηρίου.
Οι υποφαινόμενοι απεφασίσαμεν να συστήσωμεν συντροφικόν εμπόριον υπό τας ακολούθους συμφωνίας.
Αρθρ. 1. Η συντροφία μας άρχεται από της πρώτης Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους 1863, και θέλει εξακολουθήσει εξ ολόκληρα έτη υπό το Α.Ω. και συντροφία.
2. Προς σύστασιν της Εταιρίας ταύτης καταβάλλομεν 200,000 δρχ. εξ ων αι 120,000 ανήκουσιν εις τον Α. αι δε 80,000 εις τον Ω. υποσχόμενοι αμφότεροι να καταθέσωμεν αυτά εις το κοινόν ταμείον.
3. Μετά την υπογραφήν του παρόντος συμφωνητικού θέλομεν εκδώσει εγκύκλιον, υπογεγραμμένην υπ’ αμφοτέρων ημών, και αναγγέλλουσαν την σύστασιν της Εταιρίας.
4. Επειδή τα κεφάλαιά μας είναι άνισα, διά τούτο και τα κέρδη ή αι ζημίαι θέλουσι λογίζεσθαι αναλόγως με τα κεφάλαια εκατέρου.
5. Αι επιχειρήσεις μας θέλουσι συνίστασθαι εις αγοράς και πωλήσεις πραγματειών εις λογαριασμόν μας, καθώς και εις προμηθείας, παραλαβάς, εξαποστολάς και εκποιήσεις εμπορευμάτων δια λογαριασμόν άλλων.
6. Ο μεν Α. υποχρεούται να κρατή την αλληλογραφίαν. Ο δε Ω. το ταμείον. Πάσαι δε αι υποθέσεις να θεωρώνται με την κοινήν συνεννόησιν.
7. Τα αναγκαία του καταστήματος έξοδα, δηλαδή ενοίκια αποθηκών, μισθοί υπαλλήλων και υπηρετών του γραφείου, αγορά σκευών και τα τοιαύτα να γίνονται επίσης εκ κοινής αποφάσεως.
8. Ουδείς δ’ εξ ημών έχει την άδειαν να λαμβάνη από της συντροφίας προς ίδια αυτού έξοδα πλειοτέρας των 20,000 δραχμών κατ’ έτος.
9. Εις το τέλος εκάστου έτους θα γίνεται ο καθολικός λογαριασμός της συντροφίας, και αν τα κέρδη είναι πλειότερα, τότε δυνάμεθα να λάβωμεν το ανήκον εις εκάτερον εξ ημών μέρος του κέρδους.
10. Εάν λόγοι, ιδιαίτεροι αναγκάσωσί τινα εξ ημών να απομακρυνθή εκ της συντροφίας προ της εξαετούς προθεσμίας, χρεωστεί να προειδοποιήση τούτο εις τον άλλον τρεις τουλάχιστον μήνας προ του τέλους του συντροφικού έτους· όστις δε παραβή την συμφωνίαν ταύτην υποχρεούται να πληρώση εις τον άλλον ως αποζημίωσιν δραχμάς 5,000.
14. Όσαι επιχειρήσεις ευρεθώσιν αρχημέναι ή διορισμένοι εις εποχήν, καθ’ ην η διάλυσις παρ' ενός εξ ημών, οφείλει ούτος να συμμερισθή τους κινδύνους αυτών, εάν ο άλλος δεν αναδέχηται αυτάς εις λογαριασμόν αυτού.
12. Εις την διάλυσιν της συντροφίας, γενομένου του καθολικού ισολογισμού, να διανεμηθώσι τα μετρητά, αι πραγματείαι, τα σκεύη και τα οφειλήματα (βερεσέδια). Όσα πράγματα δε δεν διαμοιράζονται, ταύτα να εκτιμηθώσι κατά την τότε αξίαν αυτών και να ληφθώσι διά λαχνού. Εάν δε ο εις δεν δεχθή την σύναξιν των οφειλημάτων, ή δεν αποδεχθή τας υπαρχούσας πραγματείας, χρεωστεί να συμφωνήση μετά του άλλου περί του ποσού εις ωρισμένα τοις εκατόν, λόγω αποζημιώσεως· το δε ποσόν αυτό να εκπεσθή εκ του όλου κέρδους ή να προστεθή εις τας ζημίας.
13. Τα κυριώτερα ταύτα άρθρα συμφωνήσαντες αμφότεροι, αφίνομεν τα λοιπά εις την αμοιβαίως υποσχομένην ευθύτητα και ειλικρίνειαν ημών. Διό εγένοντο δύο όμοια συμφωνητικά, τα οποία και υπογράφομεν.
Οι υποφαινόμενοι απεφασίσαμεν κοινή γνώμη να συστήσωμεν εμπορικήν Εταιρίαν υπό τας εφεξής συμφωνίας.
Ο μεν Β. καταθέτει ως κεφάλαια εις την Εταιρίαν οκτακισχίλια δίστηλα και δύο ομολογίας εκ φιορινίων Αυγούστης τρισχιλίων, αι οποίαι μέχρι της εξαργυρώσεως αυτών είναι υπ' ευθύνην αυτού.
Ο δε Γ. καταβάλλει τας πραγματείας του διαλυθέντος εμπορικού καταστήματος αυτού, εκτιμηθείσας κατά την ενεστώσαν αυτών αξίαν εις δίστηλα δώδεκα χιλιάδας και πεντακόσια τριάκοντα.
Ο δε Δ. καταβάλλει εις μετρητά δίστηλα εξακισχίλια, υποχρεούμενος προς τούτοις να δίδη εις την Εταιρίαν εκ της ιδιαιτέρας εμπορικής οικίας αυτού πίστωσιν μέχρι φιορινίων πέντε χιλιάδων.
Τα κεφάλαια ταύτα και η πίστωσις θέλουν διαχειρίζεσθαι προς κοινόν λογαριασμόν κατά τας ανάγκας υπό των τριών συμμετόχων, οι οποίοι θα κατασταθώσιν εις τρία διάφορα μέρη.
Ο μεν Β. μένει εις Τεργέστην, ο δε Γ. απέρχεται εις Κωνσταντινούπολιν, ο δε Δ. πέμπει υπ' ευθύνην αυτού τον πρωτότοκον αυτού υιόν Ε εις Λονδίνον.
Τα τρία ταύτα καταστήματα θα εργάζωνται εκ συμφώνου προς κοινός όφελος εις παν είδος εμπορικής επιχειρήσεως.
Ουδέν των τριών έχει την άδειαν να επιχειρισθή προς ίδιον λογαριασμόν άλλην εμπορικήν πράξιν· ο δε παραβάτης της υποσχέσεως ταύτης θέλει πληρόνει εις την Εταιρίαν ως πρόστιμον (το και το).
Η επωνυμία (δίτα) της Εταιρίας είναι Δ. και συντροφία.
Περί δε των σημαντικών επιχειρήσεων οφείλουσι να συνεννοώνται οι Διευθυνταί των τριών καταστημάτων, και προ πάντων να ζητώσι την γνώμην του Δ. ούτινος η συμβουλή, καίτοι μη λαμβάνοντος ενεργητικόν μέρος εις τας επιχειρήσεις της Εταιρίας, ως συμβουλή όμως ανδρός πολυπείρου είναι επωφελής εις πάντας.
Όστις παραβή την συμφωνίαν ταύτην είναι υπεύθυνος διά την ζημίαν, ήτις ήθελε προκύψει εις την συντροφίαν.
Τα κέρδη και αι ζημίαι θα λογίζονται αναλόγως των κεφαλαίων εκάστου συνεταίρου.
Η συντροφία είναι υποχρεωτική επί πέντε έτη, εκτός αν αμοιβαία συγκαταθέσει θελήσωσι να διαλύσωσι αυτήν οι συνεταίροι προ του οριζομένου χρόνου.
αι υπογραφαί και η ημερομηνία
Οι υπογεγραμμένοι Ζ. και Η. συνεφωνήσαμεν να ανοίξωμεν συντροφικόν οψοπωλείον (μπακάλικον) ή παντοπωλείον εις την ενορίαν δείνα. Και ο μεν Ζ. καταθέτει διά την επιχείρησιν ταύτην τα αναγκαία κεφάλαια, συγκείμενα εκ δραχμών είκοσι χιλιάδων· ο δε Η. υπόσχεται να διοική το εργαστήριον αυτό προσωπικώς, λαμβάνων ένα μόνον υπηρέτην ως βοηθόν. Ο Κ. Ζ., όστις παρέλαβε σήμερον την ειρημένην ποσότητα παρά του Κ. Η, υπόσχεται να εμπορεύηται αυτήν φόβου Θεού και συνειδήσεως, προσπαθών υπέρ του ωφελιμοτέρου της συντροφίας και μη μεταχειριζόμενος τον παραμικρόν δόλον εις τον σύντροφόν του. Εις το τέλος της προθεσμίας θέλει παραδώσει ακριβή λογαριασμόν εις τον συνεταίρον αυτού, και εκπιπτομένων των συντροφικών εξόδων δηλαδή, του ενοικίου του εργαστηρίου, του μισθού του υπηρέτου και της ζωοτροφίας αυτών, θέλουσι μοιράσει εξ ημισείας τα κέρδη καθώς και τας ζημίας (ο μη γένοιτο!). Όθεν έγειναν δύο όμοια συμφωνητικά υπογραφόμενα υπό των συντρόφων και μαρτύρων, διά να κρατή εν εκάτερος προς ασφάλειαν.
Επειδή ο Κ. Θ. υπηρέτησε πιστώς και μετά ζήλου εις το εμπορικόν κατάστημά μας εξ έτη κατά συνέχειαν, απεφασίσαμεν προς αμοιβήν των εκδουλεύσεών του να συμπεριλάβωμεν αυτόν σύντροφον εις το εμπόριόν μας. Όθεν από σήμερον θέλει λαμβάνει εν πέμπτον εκ του ολικού κέρδους όλων εν γένει των επιχειρήσεών μας, επί συμφωνία όμως να εξακολουθή και αυτός ως πρότερον μετά ζήλου και ευθύτητος την υπηρεσίαν του καταστήματος, εκτελών χρέη γραμματέως εις διάστημα ετέρων τριών ετών τουλάχιστον από σήμερον. Επομένως εάν θελήση να αναχωρήση εκ του καταστήματός μας προ της ειρημένης τριετίας, τότε δεν υποχρεούμεθα να τω δώσωμεν μέρος εκ του εμπορίου, αλλά μόνον τον μέχρι τούδε πληρονόμενον μισθόν του προς πέντε χιλιάδας δραχμάς κατ' έτος.
Οι υποφαινόμενοι συνεφώνησαν ως ακολούθως.
Ο Κ. Β. ενοικιάζει επί τρία έτη εις τον Κ. Π. την εν τη πόλει ταύτη και κατά την (δείνα) ενορίαν ή οδόν κειμένην ιδιόκτητον οικίαν αυτού προς πέντε χιλιάδας δραχμάς κατ' έτος, προπληρωτέας αναλόγως καθ' εξαμηνίαν.
Ο Κύριος Β. υπόσχεται να παραδώση ετοίμην και χωρίς τινος ελλείψεως την ειρημένην οικίαν αυτού εις τον ενοικιαστήν την πρώτην του ελευσομένου Ιουλίου του τρέχοντος έτους, αφ' ης ημέρας θέλει λογισθή και η ενοικίασις.
Εάν ένεκα της ατελούς οικοδομής, η ένεκα πυρκαϊάς, ή άλλης αιτίας, μη πηγαζούσης εξ αμελείας του ενοικιαστού, βλαφθή η ρηθείσα οικία, υπόσχεται ο ιδιοκτήτης να επισκευάζη αυτήν δι' ιδίων εξόδων.
Εάν πυρκαϊά, μη εξελθούσα εκ της αυτής οικίας, αποτεφρώση αυτήν, ο μη γένοιτο!, τότε ο ιδιοκτήτης οφείλει να επιστρέψη εις τον ενοικιαστήν το προπληρωθέν διά τον μετά ταύτα καιρόν ενοίκιον.
Ο Κύριος Π. υπόσχεται και οφείλει να παραδώση εις το τέλος της προθεσμίας την οικίαν, εις ην παρέλαβε κατάστασιν, υποχρεούμενος να διορθώση δι' ιδίων εξόδων, όσα μέρη αυτής βλαφθώσιν εξ απροσεξίας ή κακής χρήσεως, καθώς κλειδωνίας, υαλία, καμίνους και τα λοιπά.
Εάν ο Κύριος Π. προσθέση ή τροπολογήση τι εις την οικίαν, θέλει εξοδεύει εξ ιδίων αυτού, μη έχων δικαίωμα να ζητήση αποζημίωσιν παρά του οικοδεσπότου, και προσέχων ίνα μη βλαφθή εκ της προσθαφαιρέσεως η συμμετρία της οικοδομής.
Ο Κ. Π. έχει μεν την άδειαν να υπενοικιάση την οικίαν εντός της οριζομένης προθεσμίας, υποχρεούμενος περί της τακτικής πληρωμής του ενοικίου, ειδοποιεί όμως τον ενοικιαστήν, όστις έχει την προτίμησιν να δεχθή την οικίαν κατά το συμφωνηθέν ενοίκιον. Δεν δύναται δε ο Κ. Π. να υπενοικιάση αυτήν εις πανδοχείς, καπήλους, καφεπώλας και άλλους θορυβώδης ή δυσφημισμένους ενοικιαστάς.
Δύο μήνας προ της λήξεως της προθεσμίας οφείλουσι να ειδοποιηθώσιν αμφότερα τα μέρη, και να αποφασίσωσι περί της εξ ακολουθήσεως ή παύσεως της παρούσης συμφωνίας.
Όθεν, έγεινε το παρόν συμφωνητικόν διπλούν, ίνα κρατή εκάτερος ανά εν, υπογεγραμμένον υπ’ αμφοτέρων, και ισχύον εν παντί Δικαστηρίω.
Εν Αθήναις, τη 31 Μαΐου 1862.
Διά του παρόντος αγρομισθωτικού γράμματος γίνεται δήλον, ότι ο Κ. Ε. ενοικιάζει προς τον Χ. Λ. επί εξ ολόκληρα έτη το κατά το τμήμα (δείνα) της επαρχίας (δείνος) κείμενον υποστατικόν αυτού μετά των εν αυτώ φυτειών, οικοδομών, ζώων και εργαλείων, περί των οποίων έγεινεν ιδιαιτέρα καταγραφή, υπογραφείσα υπ' αμφοτέρων των μερών.
Ο μισθωτής θέλει απολαμβάνει καθ' όλον αυτό το διάστημα την επικαρπίαν του ειρημένου κτήματος και των εν αυτώ, συνάγων το δέκατον των προϊόντων, όσα καλλιεργούνται υπό των ενοικούντων ή ξένων, σπείρων ο ίδιος τους αποκλειστικούς αγρούς, ενοικιάζων τους μύλους και τα καπηλεία, θηρεύων κατά τριετίαν εν τη λίμνη, νεμόμενος τους καρπούς των αποκλειστικών αμπελώνων, ελαιώνων, μελισσώνων και ποιμνίων, μεταχειριζόμενος τους βόας και τα άλλα εργατικά ζώα.
Πάντα όμως ταύτα χρεωστεί να παραδώση τω κτηματία μετά την λήξιν της προθεσμίας εις την αυτήν κατάστασιν.
Εάν δε η επιδημιακή ασθένεια βλάψη τα ζώα, θέλουσιν υποστή την ζημίαν αμφότερα τα μέρη.
Εάν η πλημμύρα, ή άλλη φυσική αιτία βλάψη τους αγρούς ή τας φυτείας του κτήματος, η επιδιόρθωσις θέλει γείνει διά κοινών εξόδων.
Τας αμπέλους και τους ελαιώνας οφείλει να καλλιεργή ο μισθωτής και να συνάγη τους καρπούς αυτών κατά τους γενικούς κανόνας, προ πάντων κατά το τελευταίον έτος της μισθώσεως. Το δε αλίευμα της λίμνης να γίνηται μετ' οικονομίας, ίνα μη απολεσθή η σπορά των ιχθύων.
Ο μισθωτής χρεωστεί να φυλάττη το δάσος του υποστατικού, χωρίς να έχη την άδειαν να υλοτομή ούτε αυτός ούτε άλλος· συγχωρείται δε αυτώ να μεταχειρίζηται τα ξηρά δένδρα προς όφελος αυτού, και να κόπτη όσα ξύλα αναγκαιούσι προς επισκευήν των οικοδομών ή διά τα εργαλεία του υποστατικού.
Ο μισθωτής οφείλει προς τούτοις να επαγρυπνή εις το να μη καταπατώνται τα όρια του κτήματος υπό των γειτόνων.
Δεν έχει δε ο Κ. Α. την άδειαν να υπομισθώση το υποστατικόν εις άλλον. Οφείλει δε να μεταχειρίζηται επιεικώς τους χωρικούς του υποστατικού, και εάν εκ της σκληρότητος αυτού φυγαδευθώσι τινες, να μεταφέρη αυτούς δι' ιδίων εξόδων. Το ετήσιον αγρομίσθιον συνεφωνήθη προς 3500 δραχμάς πληρωτέας ένα μήνα προ της ενάρξεως εκάστου έτους.
Η μίσθωσις άρχεται από της 1 Ιανουαρίου του ελευσομένου έτους και τα αγρομίσθιον του πρώτου έτους ελήφθη σώον σήμερον.
Προς ακριβή εκτέλεσιν του παρόντος συμφωνητικού δίδει ο μισθωτής εγγυητήν τον συνυπογραφόμενον ενταύθα Κ. Φ., όστις υπόσχεται να αποκριθή εις πάσας τας ελλείψεις του Κ. Α.
Εν τούτοις, εάν ο Κ. Α. παραβή τας υποχρεώσεις αυτού και βλαφθή εκ τούτου το κτήμα, ο ιδιοκτήτης έχει το δικαίωμα να εξώση αυτόν, ζητών πάντοτε παρά του εγγυητού τας αποζημιώσεις.
Όθεν και υπεγράφη το παρόν διπλούν εις ασφάλειαν.
Οι υποφαινόμενοι αρχιτέκτων Πανάγος και ιδιοκτήτης Βρασίας συνεφώνησαν ως έπεται.
Ο Κ. Π. αναδέχεται την οικοδομήν μιας οικίας του Κ. Βρασία κατά το υπογραφέν υπ' αμφοτέρων των μερών σχέδιον.
Της οικίας ταύτης το μεν εμβαδόν είναι πήχεων τετραγωνικών 266 το δε ύψος πήχεων 11 από της επιφανείας της γης μέχρι της κορωνίδος· διαιρείται δ' εις δύο πατώματα, εκάτερον των οποίων θα χωρισθή εις 4 δωμάτια, μίαν αίθουσαν, και εν αναγκαίον· κάτωθεν δε της οικίας θα γείνη υπόγειον και αποθήκη, έχοντα εμβαδόν 120 τετραγωνικών πήχεων· εις δε την έξω αυλήν, το μαγειρείον, ο πλυνός (πλυσταρειόν), εν υδροδοχείον, εν ιπποστάσιον ξύλινον, εις ορνιθών κτλ.
Ο αρχιτέκτων υπόσχεται να κτίση τα θεμέλια και τους τέσσαρας τοίχους με λίθους, με άσβεστον και άμμον και να μεταχειρισθή ξυλικήν καλής ποιότητος· η δε εργασία να γείνη εν γένει μετά της απαιτουμένης στερεότητος και ακριβείας· το δε υδροδοχείον να κτισθή με πλίνθους και κουρασάνι, και το μεσαύλιον να στρωθή με μάρμαρα, η αυλή με λίθους, η δε οικία να βαφή μετά κομψότητος, να γείνωσι δε ερμάρια (δολάπια) και πάντα τα αναγκαιούντα εις την οικίαν, κτλ.
Ο αρχιτέκτων υπόσχεται προς τούτοις να τελειώση την οικίαν ταύτην εντός τεσσάρων μηνών από σήμερον.
Ο ιδιοκτήτης υπόσχεται να πληρώση προς τον αρχιτέκτονα δραχ. εβδομήκοντα δι' έκαστον τετραγωνικόν του εμβαδού πήχυν, δηλ. δραχμάς 18,620 διά την οικίαν, και δραχ. 2800 περιπλέον διά το υδροδοχείον και τα λοιπά εν τη αυλή παραρτήματα. Εκ της ποσότητος ταύτης προκαταβάλλει σήμερον εις τον αρχιτέκτονα δραχμάς τρισχιλίας, μετά δε την επιστέγασιν της οικίας θέλει πληρώσει προς αυτόν ετέρας πεντακισχιλίας δραχμάς, τας δε λοιπάς, όταν λάβη τας κλεις αυτής.
Όθεν έγεινε το παρόν συμφωνητικόν κτλ.
Συνεφωνήσαμεν οι υπογεγραμμένοι Κ. Φ. και Κ. Ζ. ο μεν Κ. Φ. να υπηρετήση εις το εμπορικόν κατάστημα του Κ. Ζ. ως γραμματεύς και ταμίας, λαμβάνων μισθόν εκ 10 χιλιάδων δραχμών κατ' έτος, ο δε Κ. Φ. να έχη την άδειαν, χωρίς βλάβης των συμφερόντων του Κ. Ε. να ενεργή ίδιον εμπόριον, υπέρ του οποίου ο Κ. Ε. θέλει δίδει αυτώ πίστωσιν μέχρι 20 χιλιάδων δραχμών επί τόκω 8 τοις 0/0 κατ' έτος.
Εάν ο Κ. Φ. εξακολουθήση να υπηρετήση επί τριετίαν μετά του απαιτουμένου ζήλου και της ευθύτητος, ο Κ. Ε. υπόσχεται να συμπαραλάβη αυτόν σύντροφον επί του πέμπτου μεριδίου των εμπορικών επιχειρήσεων αυτού, επί υποχρεώσει να εξακολουθή και μετά ταύτα ο Κ. Φ. τα αυτά χρέη αυτού· εις πίστωσιν υπεγράφη το παρόν.
Ο υποφαινόμενος συνεφώνησα μετά του Κ. Μ. να υπηρετήσω τρία ολόκληρα έτη εις το γραφείον (ή το εργαστήριον αυτού), υποσχόμενος να φυλάξω τα μυστικά του καταστήματος, να ήμαι πιστός, άοκνος και φιλαλήθης, να ζυγίζω πραγματείας, να συνάγω χρήματα, και εν γένει να εκτελώ μετά υπακοής και προθυμίας πάσαν εμπορικήν ή οικιακήν αυτού υπηρεσίαν, άνευ προφάσεως και αντιλογίας, υποχρεούμενος να μη λείπω ποτέ άνευ αδείας αυτού. Επειδή δε είμαι αρχάριος, θέλω υπηρετήσει τον πρώτον χρόνον αμισθί τρεφόμενος μόνον και ενδυόμενος παρά του προϊσταμένου μου. Μετά ταύτα δε υποχρεούται ο Κύριος μου προς τοις ανωτέρω να μοι δίδη μηνιαίον μισθόν κατά μεν το δεύτερον έτος 60 δραχμάς, κατά δε το τρίτον 100. Εάν όμως παραβώ τας υποσχέσεις μου, και φανώ αμελής, ή καταχραστής, ή περιπέσω εις κακοηθείας, τότε θέλω αποβάλλεσθαι, χωρίς να ζητώ ουδέ οβολόν.
Διά του παρόντος ιδιωτικού εγγράφου, ισχύοντος ως ει εγίνετο επί συμβολαιογράφου (ή Προξένου), δηλοποιούμεν οι υποφαινόμενοι, ότι κοινή ημών γνώμη διαλύομεν την προς αλλήλους συντροφίαν, την οποίαν συνεστήσαμεν προ τεσσάρων ετών κατά το τότε συμφωνητικόν ημών έγγραφον, το οποίον εις το εξής μένει άκυρον· διότι θεωρήσαντες ακριβή λογαριασμόν, ελάβομεν εκάτερος εξ ημών το αναλογήσαν αυτώ μέρος εις μετρητά πραγματείας και οφειλήματα. Όθεν εξοφλήσαντες τελειωτικώς, κηρύττομεν, ότι προς αλλήλους δεν έχομεν ούτε να δώσωμεν ούτε να λάβωμεν ουδέ οβολόν. Όθεν εγράψαμεν δύο όμοια εξοφλητικά γράμματα όπως κρατή εκάτερος εξ ημών εν.
Οι υποφαινόμενοι, έχοντες προς αλλήλους διαφοράν τινα χρηματικήν αποφεύγοντες τα δικαστήρια και τας δυσαρέστους συνεπείας αυτών συγκατενεύσαμεν αμφότεροι σήμερον να συμβιβάσωμεν φιλικώς την διαφοράν ταύτην. Όθεν απεφασίσαμεν ο μεν Ζ. να πληρώση προς τον Ε. αντί των απαιτουμένων 8 χιλ. δραχμών, 4 χιλ. δραχμάς, ο δε Ε. να ακυρώση την εις το Εμπορικόν Γραφείον (ή Προξενείον) δοθείσαν περί της όλης ποσότητος αναφοράν αυτού, και να παύση την περαιτέρω απαίτησιν περί της υποθέσεως ταύτης.
Ταύτα συμφωνήσαντες αμοιβαίως συνεπεγράψαμεν εις διπλούν το παρόν συμβιβαστικόν έγγραφον εις πίστωσιν!
Οι υποφαινόμενοι επιθυμούντες να αποφύγωμεν πολυχρόνιον και πολυέξοδον διαδικασίαν, και να διαλύσωμεν συντομώτερα την προς αλλήλους διαφοράν μας περί του κατασχεθέντος πλοίου ο Αχιλλεύς (ή άλλην αιτίαν), συνεφωνήσαμεν να αναθέσωμεν την αποπεράτωσιν της υποθέσεως ταύτης εις την εμπειρίαν και ευσυνειδησίαν τεσσάρων ευυπολήπτων εμπόρων. Εκλέγει λοιπόν ο μεν Θ. τους Κ.Κ. Α.Μ, ο δε Ν. τους ΚΚ. Ξ.Ο. εις τους οποίους δίδομεν την εντολήν αφού αναγνώσωσι τα έγγραφα, και ακούσωσι τα δικαιολογήματα ημών, και εξετάσωσι τους μάρτυρας, να αποφασίσωσιν ό,τι η επιείκεια και η συνείδησίς των υπαγορεύει· οποίαν δε απόφασιν εκδώσωσιν οι Κύριοι ούτοι υποσχόμεθα να την δεχθώμεν και εκτελέσωμεν άνευ αιτιολογίας, επί ποινή προστίμου χιλίων δραχμών πληρωτέων παρά του παραβάτου της υποσχέσεως ταύτης. Επί τούτω καταβάλλομεν σήμερον αμφότεροι ανά χιλίας δραχμάς εις χείρας των διαιτητών και δίδομεν εις αυτούς την άδειαν να μοιράσωσιν εις τους πτωχούς το καταβληθέν μέρος εκείνου, όστις απορρίψει την απόφασιν ή εκκαλέσει αυτήν εκ νέου εις το δικαστήριον. Εάν δε οι τέσσαρες διαιτηταί ευρεθώσιν εις διχογνωμίαν, θέλουσιν εκλέξει επιδιαιτητών διά να σχηματισθεί η πλειοψηφία· και εάν δεν συμφωνήσωσιν εις την εκλογήν ταύτην, τότε το ενταύθα Προξενείον εκλέγει αυτόν κατά τον νόμον· ημείς δε υποσχόμεθα να δεχθώμεν επίσης άνευ προφάσεως και ανεκλήτως την απόφασιν της πλειοψηφίας, καθυποβαλλόμενοι εκουσίως εις το ειρημένον πρόστιμον.
Συμβιβασθέντες σήμερον μετά των συγκληρονόμων ημών (δείνος και δείνος) ελάβομεν το ανήκον ημίν μέρος εκ της κληρονομίας του μακαρίτου θείου ημών (δείνος), και δεν έχομεν ούτε ημείς, ούτε οι κληρονόμοι ημών την παραμικράν εις το εξής περί τούτου απαίτησιν. Όθεν εδώκαμεν προς αυτούς το παρόν εξοφλητικόν έγγραφον, επικεκυρωμένον παρά του ενταύθα Προξενείου ημών.
Επειδή ο Κ. Τ. μοι εχρεώστει δι' ομολογίας, γεγραμμένης από της 2 Ιουνίου 1854, δραχμάς τρισχιλίας, τας οποίας έλαβον σήμερον σώας μετά του συμφωνηθέντος τόκου, η δε ρηθείσα ομολογία παρέπεσε, κηρύττω διά του παρόντος μου, ότι αν ποτε ευρεθή αύτη, μένει άκυρος και ανίσχυρος. Όθεν προς ησυχίαν του ποτέ οφειλέτου μου, δίδω αυτώ το παρόν εξοφλητικόν.
Εν ονόματι της αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος.
Επειδή αισθάνομαι προσεγγίζον το τέλος της ζωής μου, σπεύδω εν όσω έχω σώας τας φρένας μου να εκπληρώσω τα τελευταία χριστιανικά και φιλοστοργικά καθήκοντα.
Παραδίδω την ψυχήν μου εις τον πλάστην αυτής, και παραγγέλλω να ταφή το σώμα μου άνευ μεγαλοπρεπείας.
Συγχωρώ πάντας όσοι με ελύπησαν, καθώς και τον υιόν μου Λ., τον οποίον παρακαλώ, επειδή δεν δύναμαι να αποδώσω αυτώ τον τελευταίον της συνδιαλλαγής ασπασμόν, ωσαύτως δε και πάντας τους άλλους απόντας, όσοι ποτέ τυχόν εψυχράνθησαν είτε δικαίως είτε αδίκως κατ' εμού, να με συγχωρήσωσιν εκ καρδίας.
Προς απόδειξιν της πατρικής μου στοργής καταλείπω εις μεν τον ειρημένον υιόν μου την εν Πατησίοις οικίαν μου μετά των παραρτημάτων αυτής.
Εις δε τον υιόν μου Ε. αφήνω τα εν τη δείνι αγορά δύο λιθόκτιστα εργαστήριά μου, και το εν τη οδώ της Αθηνάς οικόπεδόν μου.
Την δε θυγατέρα μου συνιστών εις την αγάπην του μνηστήρος αυτής καταλείπω αυτή κληρονομίαν, εκτός της προσδιορισθείσης ήδη προικός, και τον εν Αμαρουσίω κήπον μου.
Εις δε την ανήλικον ανεψιάν Χ. αφήνω 20 χιλιάδας δραχμάς, αίτινες να τοκισθώσιν εις ασφαλές μέρος, και να λάβη αύτας μετά των τόκων αυτών, όταν ηλικιωθείσα υπανδρευθή.
Εις δε τον εξάδελφόν μου Δ. χαρίζω τας οφειλομένας μοι δραχμάς 8000, και διατάττω να σχισθή η ομολογία αυτού.
Το δε ήμισυ της λοιπής χρηματικής περιουσίας μου θέλει διανεμηθεί εις τας εκκλησίας και το ήμισυ εις πτωχούς, αφού γείνωσι τα προς θανήν μου έξοδα.
Εκτελεστάς της παρούσης διαθήκης μου, ήτις εγράφη κατά παραγγελίαν μου, υπεγράφη υπ’ εμού του ιδίου και προσυπεγράφη υπό δύο μαρτύρων, διορίζω τον Πανιερώτατον Αρχιερέα ημών Κ.Ν. και τον υιόν μου Ε.
Οι υποφαινόμενοι, προσκληθέντες σήμερον παρά του Κ. Β. ασθενούντος μεν βαρέως, έχοντος δε σώας τας φρένας, συνεταξάμεν κατά παραγγελίαν αυτού την παρούσαν διαθήκην.
Επειδή είναι άκληρος, και οι πλειότεροι συγγενείς αυτού είναι απόντες, διατάττει τα εφεξής.
Εις την σύζυγον αυτού Θ. αφίνει εκτός των δισχιλίων φλωρίων, τα οποία έλαβε παρ’ αυτής ως προίκα, την ενταύθα οικίαν αυτού μετά πάντων των εν αυτή σκευών, ίνα κατοικήση αυτήν ανενοχλήτως ή να απονέμηται το ενοίκιον αυτής, εν όσω ζη.
Εις δε τον ανεψιόν αυτού Φ. αφίνει πάσαν αυτού την εμπορίαν εκ της οποίας αφού μετρήση εις την θείαν αυτού τα ειρημένα προικώα φλωρία, να στείλη προς τον αδελφόν αυτού Π. έτερα πεντακόσια, και προς την ανύπανδρον εξαδέλφην αυτού Ε. Τ. τετρακόσια.
Μετά δε την αποβίωσιν της συζύγου αυτού η μεν προιξ αυτής να δοθή προς τους κληρονόμους αυτής, η δε οικία να πωληθή, και τα χρήματα να διανεμηθώσι προς πάντας τους λοιπούς κληρονόμους αυτού, όσοι δεν λαμβάνουσι μέρος εις την διαθήκην ταύτην, την οποίαν μη δυνάμενος να υπογράψει ο ίδιος Κ. Β. υπεγράψαμεν ημείς, αφού ανεγνώσαμεν ευκρινώς προς αυτόν, και ελάβομεν την έγκρισιν αυτού. Εάν δε η χρεία το καλέση, θέλομεν μαρτυρήσει περί της ακριβείας ταύτας εν παντί καιρώ και δικαστηρίω.
Επειδή η ώρα του θανάτου είναι άδηλος, ο δε υποφαινόμενος έφθασε εις βαθύ γήρας, απεφάσισα εν όσω έχω υγιά νουν, να διαθέσω τα περί της περιουσίας μου προς αποφυγήν διενέξεων και σκανδάλων, τα οποία δύνανται να συμβώσι μετά τον θάνατόν μου.
Αφού γείνωσι τα προς τον ενταφιασμόν μου αναγκαία έξοδα και τα συνήθη μνημόσυνά μου, να δοθώσι προς μεν τον Θ. I. δραχμ. 500 προς δε τους λοιπούς ενδεείς ενορίτας μου δραχμ. 2000, και να διανεμηθώσι, ανά 1000 εις το ορφανοτροφείον, νοσοκομείον και σχολείον ημών.
Προς τούτοις διατάττω να δοθώσιν ανά δραχμ. 1500 εις έκαστον των τεσσάρων αδελφών μου, ή αν ούτοι προτελευτήσωσιν, εις τα τέκνα αυτών.
Την δε λοιπήν περιουσίαν μου αφίνω εις την σύζυγόν μου Ο. και εις τα τρία τέκνα μου, τα οποία οφείλουσι να μερισθώσιν αυτήν εξίσου μετά της μητρός αυτών, χωρίς να ληφθή υπ' όψιν, η προιξ, την οποίαν έδωκα εις την θυγατέρα μου Κ. ή όσα προηγουμένως εχάρισα εις την σύζυγόν μου.
Εκτελεστάς της παρούσης διαθήκης μου αφίνω τον πρωτότοκον υιόν μου Φ. μετά της μητρός αυτού, και εξορκίζω αυτούς εν ονόματι του Θεού, όπως εκτελέσωσιν ακριβώς και πιστώς τα παρ' εμού ενταύθα διαταττόμενα.
Όθεν γράψας ιδιοχείρως ταύτην την διαθήκην μου, υπέγραψα και εσφράγισα αυτήν και την παρέδωκα μετ' αναφοράς μου εις το ενταύθα Ελληνικόν προξενείον, παραγγέλλων να ανοιχθή μετά τον θάνατόν μου.
Φοβούμενος μη με καταλάβη αίφνης ο θάνατος αδιάθετον, και επιθυμών να διατάξω εγκαίρως τα μετά την αποβίωσίν μου, διορίζω τα εφεξής.
Επειδή συνέζησα ευτυχώς μετά της συζύγου μου Τ. αν και ο θεός δεν μας εχάρισεν τέκνα, αφίνω όμως αυτήν τελείαν και ανενόχλητον κληρονόμον πάσης της κινητής και ακινήτου περιουσίας μου.
Διατάττω δε αυτήν να δώση (εις τον και την ανά τόσα).
Εάν όμως η σύζυγός μου αποφασίση να συζευχθή εις δεύτερον γάμον, τότε θέλει λάβει την προίκα αυτής μόνην, συγκειμένην εκ ταλήρων Ισπανικών χιλίων, η δε λοιπή περιουσία μου θέλει μεταβή εις τους αδελφούς μου και τα τέκνα αυτών.
Ούτοι επίσης έχουσι δικαίωμα επί της κληρονομίας ταύτης μετά τον θάνατον της συζύγου μου, και αν αύτη δεν συνάψη δεύτερον γάμον, μόνη η ειρημένη προιξ αυτής θέλει μεταβή εις τους ιδίους κληρονόμους αυτής.
Όθεν έγραψα ιδιοχείρως την παρούσαν διαθήκην μου, εις την οποίαν επιθέσας την σφραγίδα μου, παραγγέλλω να ανοιχθή μετά τον θάνατόν μου ενώπιον του δικαστηρίου και να εκτελεσθή μεθ' όλης της ακριβείας.
Σήμερον αποφασίσαντες ο δείνα και δείνα να συνάψωμεν εις γάμον τον ... και την ..., δίδομεν εις αυτούς λόγω προικός την ακόλουθον περιουσίαν. (Το όνομα εκάστου είδους προικοδοτουμένου.)
Α'. Τα υποστατικά δε και τα χρήματα τα οποία ο δείνα προικίζει εις την θυγατέρα του δίδονται υπό την εξουσίαν του ανδρός της, όστις έχει μεν το δικαίωμα να διαθέση αυτά κατά τον συμφερώτερον τρόπον όχι όμως και να εκποιήση άνευ της συγκαταθέσεως της συζύγου αυτού.
Ταύτα πάντα παραχωρούντες οικεία θελήσει προς τα τέκνα ημών, απαλλοτριούμεθα αυτών ημείς τε και οι κληρονόμοι ημών, και μεταβαίνουσιν εις παντελή εξουσίαν των προικοδοτουμένων, προς ους ευχόμεθα ομόνοιαν, ευτεκνίαν και πάσαν άλλην ευτυχίαν. Όθεν υπεγράψαμεν το παρόν, όπερ θέλει έχει ισχύν εν παντί καιρώ και δικαστηρίω.
Συναινέσει των γονέων αμφοτέρων των μνηστήρων αρραβωνίζονται σήμερον δι' ιερολογίας (ή άνευ ιερολογίας) οι Κ. Ε. I. και Κ. Ζ. Θ. ενώπιον και των κάτωθι φαινομένων μαρτύρων.
Εις ασφάλειαν και αρραβώνα δίδουσιν ο μεν νυμφίος εις την νύμφην εν αδαμάντινον δακτυλίδιον αξίας δεκασχιλίων δραχμών, η δε νύμφη τω νυμφίω αυτής έτερον της αυτής τιμής.
Αν εν των δύο μερών θελήση να διαλύση τον αρραβώνα θέλει χάσει το προσφερθέν δακτυλίδιον.
Υπόσχονται οι γονείς της νύμφης να τη δώσωσιν εκτός των φορεμάτων αυτής, εν περιδέραιον μαργαριταρένιον, δύο ενώτια σμαράγδινα, δύο χρυσά βραχιόλια και τρία Ινδικά σάλια, πάντα ομού αξίας 40 χιλιάδ. δραχμών.
Υπόσχονται προς τούτοις να δώσωσιν εις τον γαμβρόν αυτών προίκα τρισχίλια τάληρα, πληρωτέα την παραμονήν των γάμων.
Έτι δε υπόσχονται να δώσωσιν εις αυτόν ως εξώπροικα έτερα δισχίλια τάληρα, τα οποία όμως θα νέμηται η σύζυγος αυτού εν όσω ζη.
Ο μνηστήρ υπόσχεται και αυτός να δώση ως προγαμιαίαν δωρεάν τη νύμφη εν κόσμημα αδαμαντοκόλλητον αξίας 20 χιλ. δραχμών.
Προς τούτοις υπόσχεται να γράψη, αμέσως μετά τον γάμον εις το όνομα της μελλονύμφου την εν Θ. οικίαν αυτού, τιμωμένην 8 χιλιάδων ταλήρων.
Πάντα τα ως ανωτέρω προικώα είδη συνεφωνήθη να μένωσιν ως κτήμα ιδιαίτερον του επιζήσαντος προσώπου, εάν η συζυγία διαρκέση μέχρι της τελευτής ενός των συζύγων, είτε τεκνοποιήσωσιν, είτε μείνωσιν άκληροι (ή, η εξ εκατέρου μέρους προιξ, αντίπροιξ κτλ.) θέλουσι μεταβή εις τους κληρονόμους του προτελευτήσαντος προσώπου εν περιπτώσει, καθ' ην δεν γεννηθώσι τέκνα εκ του γάμου τούτου.
Εάν μετά τους γάμους εν των δύο μερών κληρονομήση ή κερδήση τι κατ’ άλλον συγκεχωρημένον τρόπον, θέλει λογίζεσθαι ως κτήμα κοινόν των δύο συζύγων και διατίθεσθαι μετά την αποβίωσιν αυτών κατά το προηγούμενον άρθρον.
Όθεν υπεγράφησαν δύο όμοια προικοσύμφωνα υπό των γονέων, νυμφίων και μαρτύρων. Θέλουσι δε έχει πληρεστάτην ισχύν, ως να εγίνοντο επί Συμβολαιογράφου ή Προξενείου.
Σήμερον, την 1 Ιουνίου 1856, ο υποφαινόμενος Α. Β. επώλησα προς τον Γ.Δ. την ιδιόκτητον οικίαν μου, κειμένην κατά την ενορίαν (δείνα) της πόλεως ταύτης, έχουσαν προς Άρκτον και Μεσημβρίαν την δημόσιον οδόν, προς Αν. τον κήπον του Ε. και προς Α. την εκκλησίαν του αγίου Γεωργίου. Την οικίαν ταύτην συγκειμένην (εκ του και του) ή τον κήπον μου συγκείμενον εκ στρεμμάτων 20, επώλησα προς τον ειρημένον αντί δραχ. 60,000, όσας έλαβον σώας και ανελλιπείς. Όθεν παραδίδω σήμερον το κτήμα τούτο προς τον αγοραστήν ελεύθερον πάσης υποθήκης και χρέους, παραιτούμενος εγώ και οι κληρονόμοι μου παντός επ' αυτού δικαιώματος, και κηρύττω από της σήμερον τέλειον και ανενόχλητον ιδιοκτήτην τον ειρημένον Κ. Γ. Α. Προς ένδειξιν δε και ασφάλειαν συνετάχθη το παρόν πωλητήριον, το οποίον, αν και ιδιωτικόν, ισχύει όμως ως αν εγίνετο ενώπιον συμβολαιογράφου, και υπογραφέν υπ' εμού και της συζύγου μου, δίδοται εις χείρας του Κ. Γ. Δ.
Εν Πειραιεί, τη 30 Μαΐου 1856.
Μεθ' ημέρας 21 μετά την εμφάνισιν της παρούσης μας μιάς και μόνης συναλλαγματικής πληρώσατε εις την διαταγήν των Κ. Μ. Ν. τας ανωτέρω τρισχιλίας δραχμάς, δι' όσας άλλας παρ' αυτού έλαβον, και σημειώσατε αυτάς εις λογαριασμόν μου κατά την ιδιαιτέραν μου ειδοποίησιν.
Προς τον Κύριον Β. Γ. εις Αθήνας.
Μεθ' ημέρας 61 από της σήμερον πληρώσατε εις τρέχοντα νομίσματα την ανωτέρω ποσότητα .... την τιμήν δ' αυτών έλαβον παρά του ιδίου.
Γύρος.
Αντ' εμού εις την διαταγήν των ΚΚ. Π. Β. το ισότιμον έλαβον παρά των ιδίων.
Εν Σμύρνη, τη 30 Μαΐου 1863.
Δεύτερος Γύρος.
Και ανθ' ημών εις διαταγήν του Κ. Ζ. κτλ.
Παρουσιαζομένης σας της παρούσης συναλλαγματικής, θέλετε πληρώσει μεθ’ ημέρας 21 εις διαταγήν των ΚΚ. Μ.Ν τα ανωτέρω ρούβλια δισχίλια κτλ.
Παρουσιαζομένης σας της παρούσης δευτέρας ή τρίτης συναλλαγματικής εν ελλείψει της πρώτης ή της πρώτης και δευτέρας πληρώσατε μίαν και μόνην φοράν μεθ’ ημέρας 21 εις διαταγήν του … κτλ.
Μετά μήνας 3 από σήμερον θέλετε πληρώσει δια της παρούσης μιάς και μόνης συναλλαγματικής τω Κ. Λ.Ζ. ή εις διαταγήν του τας ανωτέρω δραχμάς όσας έλαβον παρ’ αυτού εις μετρητά ή εις πραγματείας.
Προς εμέ τον ίδιον. Π. Ρ.
Δέχομαι την παρούσαν συναλλαγματικήν,
(ημερομηνία) υπογραφή
(Ενίοτε εις τας συναλλαγματικάς απαιτείται και εγγύησις. Όθεν ο εγγυητής προσθέτει προς τα κάτω.)
Την ανωτέρω ποσότητα να πληρώσω άνευ προφάσεως ο υποφαινόμενος, αν ο Κ. (δείνα) δεν πληρώση εις την λήξιν της προθεσμίας.
Μετά δύο μήνας από σήμερον υποσχόμεθα αλληλεγγύως οι υποφαινόμενοι να πληρώσωμεν εις διαταγήν του Κυρίου Ε. Ε. την ανωτέρω ποσότητα κτλ.
Κύριε Φ. Ω.
Μετρήσατε τω φέροντι το παρόν μου γραμμάτιον Β. Λ. όσα χρήματα χρειασθή μέχρι της ποσότητος των δεκακισχιλίων φιορινίων, λαμβάνοντες παρ' αυτού τακτικήν απόδειξιν, και σημειούντες τα μετρούμενα ποσά εις την μερίδα μου.
Καλόν διά γρόσια χίλια πληρωτέα τω φέροντι και εις ένδειξιν.
(ημερομηνία) (υπογραφή).
Ο υποφαινόμενος έλαβον από του Κυρίου Ξ.Λ. δραχμάς πεντακοσίας τας οποίας υπόσχομαι να τω αποδώσω μετά τρεις μήνας μετά του συμφωνηθέντος τόκου εν τοις εκατόν τον μήνα.
Εδανείσθην παρά του Κυρίου Ο. δραχμάς χιλίας, τας οποίας υπόσχομαι να τω επιστρέψω εις πρώτην αυτού αναζήτησιν μετά τόκου, εν τοις εκατόν τον μήνα.
Ρούβλια 2000, ήτοι δυο χιλιάδας, έλαβον σήμερον παρά των ΚΚ. Φ. Ε. τα οποία θέλω τοις αποδώσει ατόκως μεθ' ημέρας 41. Αν δε παρέλθη η προθεσμία αύτη και δεν δυνηθώ να πληρώσω αυτά, υποχρεούμαι να τοις πληρώσω και τόκον δύο τοις εκατόν τον μήνα, μέχρις εξοφλήσεως.
Διά της παρούσης ομολογίας γίνεται δήλον, ότι ο υποφαινόμενος εδανείσθην παρά του Κυρίου Ο. τάληρα Ισπανικά 300, τα οποία υπόσχομαι να τω επιστρέψω μετά εν έτος από σήμερον ομού και τους τόκους 15 τοις εκατόν. Προς πλειοτέραν δε ασφάλειαν του δανειστού μου παραδίδω αυτώ τα έγγραφα της εν τη πόλει ταύτη κειμένης ιδιοκτήτου οικίας μου την οποίαν υποθηκεύω εις αυτόν. Όθεν εάν δεν τον πληρώσω εμπροθέσμως, έχει την άδειαν, άνευ δικαστικής αποφάσεως, να πωλήση επί δημοπρασίας το ειρημένον κτήμα μου διά να λάβη το δάνειόν του και τους τόκους χωρίς να ενέχηται εις ουδέν έξοδον ή άλλην ζημίαν. Επειδή δε εις τούτο συμφωνεί μετ' εμού και η σύζυγός μου, συνυπογράφει το παρόν μετ' εμού.
Διά του παρόντος εγγράφου ομολογώ ο υπομεγραμμένος, ότι εδανείσθην παρά του Κ. Θ. τάληρα Ισπανικά τριακόσια, τα οποία υπόσχομαι να επιστρέψω προς τον ίδιον μετά εν έτος από της σήμερον μετά του τόκου αυτών προς 15 τοις εκατόν. Προς πλειοτέραν δε ασφάλειαν του δανειστού μου δίδω αυτώ ενέχυρον εν αδαμάντινον μονόπετρον δακτυλίδιον, εσφραγισμένον μετά της κάτωθεν σφραγίδος μου, και εκτιμηθέν αντί ταλήρων τριακοσίων είκοσιν. Όθεν εάν δεν μετρήσω προς αυτόν τα οφειλόμενα κατά την προθεσμίαν, παραχωρώ εις αυτόν το δικαίωμα να πωλήση το δακτυλίδιον ενώπιον δύο αξιοπίστων μαρτύρων, άνευ δικαστικής συμπράξεως· και ει μεν περισσεύει τι, επιστρέφει τούτο προς εμέ, άλλως δε υποχρεούμαι να τω αναπληρώσω εγώ το ελλείπον.
Ο υπογεγραμμένος εγγυώμαι διά φλωρία ολλανδικά πεντακόσια, όσα εδανείσθη ο Κ. Ε. παρά του Κ. Α. κατά την ιδιαιτέραν προς αυτόν ομολογίαν αυτού, μηνολογουμένην από της 1 Ιουνίου του τρέχοντος έτους, τα οποία εάν δεν δυνηθεί να πληρώση εις την προθεσμίαν, υπόσχομαι να πληρώσω αυτά εγώ. Όθεν και υπέγραψα τα παρόν εγγυητήριον ενώπιον των προσυπογεγραμμένων δύο μαρτύρων.
Επειδή ο Κ. Β. εγγυήθη υπέρ εμού προς τον Κ. Ζ. περί πεντακοσίων φλωρίων ολλανδικών όσα οφείλω προς αυτόν κατά την από της 1 Ιουνίου ομολογίαν μου, παραχωρώ εις ασφάλειαν του εγγυητού μου πάσαν την ακίνητον περιουσίαν μου, της οποίας όσον μέρος θελήση δύναται να πωλήση εν γνώσει όμως του δικαστηρίου, διά να πληρώση την οφειλομένην παρ' εμού προς τον δανειστήν μου ποσότητα, εάν εγώ δεν πληρώσω αυτήν εμπροθέσμως.
Έλαβον παρά του Κ. Φ. εν χρυσούν ωρολόγιον διά να παραδώσω αυτό προς τον εν Σύρα Κύριον Ε. και εις ένδειξιν υπογράφομαι.
Ο Κ. Ζ.I. εφοίτησεν εις το ημέτερον σχολείον 4 έτη και εσπούδασεν εν αυτώ ευδοκίμως την Ελληνικήν και Γαλλικήν γλώσσαν κτλ. Επειδή δε θεωρούμεν αυτόν ικανόν να παραδώση ταύτας τας γλώσσας, και εγνωρίσαμεν αυτόν νέον χρηστοήθη και επιμελέστατον, συνιστώμεν αυτόν ως τοιούτον εις πάσαν οικογένειαν.
Ο φέρων το παρόν μου Β. Ε. υπηρέτησεν εις το κατάστημα μου (ή εις την οικίαν μου) τρία έτη μετά ζήλου και τιμιότητος. Όθεν τω δίδω το παρόν κατ' αίτησίν του.
Ο υποφαινόμενος ιερεύς της πόλεως Ο. και ενορίας Ξ. μαρτυρώ, ότι ο γνήσιος υιός του ενταύθα πολίτου (ή εμπόρου) Π. και της συζύγου αυτού Ε. Γ. έλαβε παρ' εμού εις ηλικίαν πέντε περίπου μηνών το άγιον βάπτισμα εν τη εκκλησία του αγ. Ιωάννου την 1 Μαΐου 1856· ανεδέχθη δε αυτόν εκ της κολυμβήθρας ο Κ. Α. Ν. και ωνόμασεν αυτόν Βασίλειον. Όθεν δίδω το παρόν μαρτυρικόν, σύμφωνον προς τα ληξιαρχικά βιβλία της εκκλησίας ημών.
Μαρτυρώ ο υποφαινόμενος ιερεύς της εν Αθήναις εκκλησίας του αγίου Γεωργίου, ότι ο Γρηγόριος υιός του ... εστεφανώθη μετά της Ελένης, θυγατρός ... υπ' εμού κατά τας διατάξεις του ανατολικού δόγματος εν τω ειρημένω ναώ την 16 Μαΐου 1352. Όθεν υπέγραψα το παρόν μαρτυρικόν σύμφωνον προς το πρωτόκολλον των εστεφανωμένων.
Εν Αθήναις, τη 00 7βρίου
ο Ιερεύς.
Οι υποφαινόμενοι πιστοποιούμεν ευσυνειδότως ότι ο Κ. Χ. εγεννήθη εν τη νήσω ημών Νάξω εκ γονέων εγχωρίων και κτηματιών, (ή ότι ήναι μέχρι τούδε άγαμος ή ότι είναι φίλεργος, επιμελής και τίμιος άνθρωπος, ή ότι διενυκτέρευσεν εν τη οικία αυτού την 6 του τρέχοντος μηνός, ή ότι δεν έλαβε μέρος εις την έριδα των Κ.Κ ...) Όθεν δίδομεν αυτώ το παρόν πιστοποιητικόν, ίνα τω χρησιμεύση όπου ανήκει.
Αριθμ.
Γαμικόν συμβόλαιον.
Εν έτει χιλιοστώ οκτακοσιοστώ εξηκοστώ τρίτω τη ... μηνός ημέρα ... της εβδομάδος μ. μ. εν Πέρα Κωνσταντινουπόλεως, εις το εμπορικόν τούτο Γραφείον της παρά τη Οθωμανική Αυλή Β. Ελληνικής Πρεσβείας, ενώπιον ημών ... Προξένου Διευθυντού του αυτού Γραφείου και των υποφαινομένων ενηλίκων και αξιοπίστων μαρτύρων, επαρουσιάσθησαν αυτοπροσώπως ο Κύριος ... εκ του χωρίου ... της επαρχίας ... δόγματος ανατολικού, επαγγέλματος ... γνωστός μου, και η Κυρία ... εκ του χωρίου ... της επαρχίας ... επίσης γνωστή μου του αυτού δόγματος, ο μεν ... ετών, η δε ... αμφότεροι προσωρινώς διαμένοντες ενταύθα άγαμοι, κατά τας επί τούτου δοθείσας μαρτυρίας ενηλίκων και αξιοπίστων μαρτύρων, οίτινες οικειοθελώς και απαραβιάστως ωμολόγησαν, ότι απεφάσισαν να συζευχθώσιν εις νόμιμον γάμον, εφ' ω κατ' επανάληψιν ιδίως έκαστα τα μέρη ερωτηθέντα απεκρίθησαν ο μεν ... ότι θέλει και δέχεται διά νόμιμον σύζυγόν του την ..., αύτη δε, ότι θέλει και δέχεται διά νόμιμον σύζυγόν της τον ... Διό συνετάχθη το παρόν συμβόλαιον, το οποίον αναγνωσθέν ευκρινώς και μεγαλοφώνως, υπεγράφη υφ' ημών του Προξένου Διευθυντού, των μαρτύρων ... και των συμβαλλομένων.
Οι συμβαλλόμενοι.
Οι Μάρτυρες.
Ο Πρόξενος Διευθυντής.
Εν ονόματι Κυρίου,
Διά του παρόντος ναυλοσυμφωνητικού εγγράφου, μερικού μεν, ισχύοντος δε, ως ει εγίνετο επί δημοσίου γραφείου, δήλον γίνεται, ότι ο Κ. Ζ. Ε. έμπορος της πόλεως ταύτης αφ' ενός μέρους, και αφ’ ετέρου ο πλοίαρχος Π. Ρ. διοικητής του βρικίου, «το Σύνταγμα», φέροντος σημαίαν Ελληνικήν, όντος δε χωρητικότητος 850 κοιλών της Κωνσταντινουπόλεως, και προσωρμισμένου προς το παρόν εις τούτον τον λιμένα, συνεφώνησαν σήμερον τα εφεξής·
1. Ο πλοίαρχος Π. Ρ. δίδει υπό ναύλον το ειρημένον πλοίον αυτού προς τον Κ. Ζ. ίνα φορτώση αυτό σίτον, (ή άλλο τι), και υπόσχεται να δώση αυτό αβλαβές, στεγνόν από νερά, καλώς διευθετημένον εφωδιασμένον υπό πάντων των αναγκαίων σκευών, έτοιμον και επιτήδειον προς εξακολούθησιν του τε παρόντος και άλλων πολλών ταξειδίων.
2. Ο πλοίαρχος υποχρεούται να παραλάβη τας ρηθείσας πραγματείας και όσας άλλας παραδώσει αυτώ ο φορτωτής μέχρι της χωρητικότητας του πλοίου.
3. Ο Κ. Ζ. υπόσχεται να παραδώση το φορτίον ολόκληρον, ο δε πλοίαρχος, αφού παραλάβη τούτο, υπογράψη τας φορτωτικάς και λάβη τα αποδημητήρια αυτού, υποχρεούται με πρώτον ούριον άνεμον ν' αποπλεύση κατ' ευθείαν εις Λιβόρνον, όπου ευοδούμενος, θέλει διαμείνει ημέρας δέκα, ίνα αποφασισθή παρά του αυτόθι Κ. Χ. Χ., εάν μέλλη να εκφορτώση εις τον λιμένα εκείνον ή να απέλθη εις Μασσαλίαν. Εις την τελευταίαν περίπτωσιν υποχρεούται ο πλοίαρχος να εκπλεύση εις την ειρημένην πόλιν, και παραδώση το φορτίον προς τον αυτόθι Κ. Α. Β.
4. Ο ναύλος του παρόντος ταξειδίου συνεφωνήθη ανά 30 σολδία εις έκαστον σάκκον του Λιβόρνου, ή ανά τρία φράγκα εις εκάστην κάρικαν της Μασσαλίας· προς τούτοις δε και προς 5 τοις εκατόν επί του στησίματος του ναύλου δι' επίναυλον (κάπα) πληρωτέα παρ' ενός των δύο παραληπτών ευθύς μετά την εκφόρτωσιν ολοκλήρου του φορτίου εις ένα των δύο λιμένων.
5. Προς ευκολίαν της φορτώσεως παραχωρεί ο πλοίαρχος διά στάσιν (σταλίαν) ημέρας δέκα, και της εκφορτώσεως εις τους δύο λιμένας ομού ετέρας δέκα πέντε. Προς τούτοις δε και υπέρστασιν (κοντρασταλίαν) ημέρας πέντε διά την φόρτωσιν, και δέκα διά την εκφόρτωσιν. Αλλά δι' εκάστην ημέραν της υπερστάσεως θέλει λαμβάνει προς 3 δίστηλα (ή προς ευκολίαν της φορτώσεως παραχωρεί διά στάσιν ο πλοίαρχος 30 ημέρας, λογιζομένας εις μεν την φόρτωσιν αφ' ης ημέρας ετοιμασθή να παραλάβη το φορτίον, εις δε την εκφόρτωσιν αφού λάβη την άδειαν του υγειονομείου). Προς τούτοις δι' υπέρστασιν ημέρας δέκα, δι' εκάστην των οποίων θέλει πληρώνει αυτώ ο παραλήπτης προς ήμισυ τοις εκατόν επί του στησίματος του ναύλου.
6. Το αναγκαίον εις το φορτίον υπόστρωμα (παγιούλον) θέλει δοθή παρά του φορτωτού (ή κάμει αυτό ο πλοίαρχος δι' ιδίων εξόδων).
7. Ο πλοίαρχος θέλει συστηθή μετά του πλοίου του προς τους ανταποκριτάς (ή συνεταίρους) του Κυρίου Ζ. Ξ. χωρίς να πληρώση φροντιστικά δικαιώματα.
8. Ο πλοίαρχος χρεωστεί να επιστατήση ή προσωπικώς ή δι' αντιπροσώπου του εις την φόρτωσιν και εις το μέτρημα του φορτίου ίνα υπογράψη τας φορτωτικάς εν πεποιθήσει, και παραδώση σώον το φορτίον κατά το δοθησόμενον αυτώ δειγμόμετρον (σκανδάλιον).
9. Απαγορεύεται εις τον πλοίαρχον να φορτώση εις τα ιδιαίτερα μέρη του πλοίου του σίτον (ή άλλο τι τοιούτον) είτε προς ιδίαν, είτε προς την των ναυτών του πρόβλεψιν (μπακοτίλλιαν).
10. Η φόρτωσις και η εκφόρτωσις θέλει γείνει κατά την επικρατούσαν συνήθειαν εις έκαστον λιμένα. Πάντα δε τα έξοδα τα ανήκοντα εις το φορτίον είναι εις βάρος του φορτωτού, τα δε του πλοίου εις βάρος του πλοιάρχου.
11. Μετά την εκφόρτωσιν του ειρημένου φορτίου εις Λιβόρνον ή Μασσαλίαν, ο πλοίαρχος υποχρεούται να πλεύση εις Κρήτην, ίνα φορτώση εκεί έλαια του αυτού ναυλωτού, τα οποία θα μεταβιβάση εις Κωνσταντινούπολιν, και αφού παραδώση αυτά σώα προς αυτόν, θέλει πληρωθή ναύλον προς γρόσια ... το καντάρι. Παραχωρεί δε και δι' αυτό το ταξείδιον δέκα πέντε ημέρας στάσεως διά το φόρτωμα και εκφόρτωμα και οκτώ υπερστάσεως, πληρωτέας προς 4 δίστηλα.
Ταύτα συνεφώνησαν αμφότερα τα μέρη, και υπόσχονται την απαρασάλευτον αυτών διατήρησιν· ο δε παραβάτης της υποσχέσεως αυτού καθυποβάλλεται εις τας νομίμους αποζημιώσεις προς όφελος του άλλου. Όθεν εις ένδειξιν έγειναν τρία όμοια συμφωνητικά, υπογεγραμμένα υπό των συμβαλλομένων μερών, και ο μεν πλοίαρχος λαμβάνει το εν, ο δε φορτωτής τα έτερα δυο. Επικυρούνται δε παρά του ενταύθα Προξενείου ή εμπορικού Γραφείου ή Λιμεναρχείου.
(ημερομηνία) (υπογραφαί)
Εν Σύρα, τη 4 Μαΐου 1863, εφόρτωσεν εν ονόματι Κυρίου μίαν μόνην φοράν εις τον ενταύθα λιμένα ο Κ. Α. διά λογαριασμόν και κίνδυνον ούτινος ανήκει υπό το κατάστρωμα του Μαρτίγου, ονομαζόμενου «ο Καλέργης », φέροντος σημαίαν Ελληνικήν και διοικουμένου υπό του πλοιάρχου Β. Γ. τας κάτωθεν σημειουμένας πραγματείας, στεγνάς, καλώς διατεθειμένας και σεσημειωμένας ας αντικρύ, τας οποίας υπόσχεται ο ειρημένος πλοίαρχος να μεταφέρω εις Σμύρνην και παραδώσω τω αυτόθι Κ. Ο., λαμβάνων διά ναύλον προς … Εις ένδειξιν υπογράφεται η παρούσα φορτωτική μετ' άλλων δύο ομοίων υπό του ιδίου πλοιάρχου, ή αντ' αυτού υπ' άλλου (προσώπου), και της μιάς εκτελεσθείσης, αι λοιπαί θέλουσι μείνει άκυροι. Η δε θεία Πρόνοια κατευοδώσειεν αυτόν.
Ο υποφαινόμενος Ε. Ζ. πλοίαρχος, συνιδιοκτήτης της Ελληνοεμπορικής Σκούνας, ονόματι «Αχιλλεύς», ομολογώ, ότι εδανείσθην σήμερον παρά του Κ. Α. διά μισθούς και ζωοτροφίας των ναυτών μου δίστηλα Ισπανικά 1000, ήτοι χίλια, άνευ των οποίων δεν ηδυνάμην να εξακολουθήσω το ταξείδιόν μου. Το θαλασσοδάνειον τούτο δέχομαι επί του σώματος και των επίπλων του ειρημένου πλοίου μου, διοικουμένου υπ’ εμού του ιδίου, διά μήνας πέντε στερεούς και τρεις τρεπτούς, επί θαλασσίω τόκω προς δύο και ήμισυ τοις εκατόν τον μήνα, ελεύθερον πάσης βλάβης γενικής ή μερικής, και μόνον υποκείμενον εις την όλην απώλειαν του πλοίου. Υπόσχομαι δε, συμπληρωθείσης της ανωτέρω προθεσμίας, την απόδοσιν των χιλίων ταλήρων προς τον Κ. Α. ή προς διαταγήν του μετά των τόκων αυτών, προς τον μέλλοντα να παρουσιάση την παρούσαν μου ή το ίσον αυτής, άνευ παραμικράς αντιλογίας, μεσεγγυών προς τον δανειστήν μου το αυτό πλοίον μου προς πλειοτέραν αυτού ασφάλειαν άχρι της τελείας αποπληρωμής κεφαλαίων και τόκων και εις ένδειξιν υποφαίνομαι.
(ημερομηνία) (υπογραφή)
Εθεωρήθη το παρόν ομόλογον, παρουσιασθέν εις το εμπορικόν γραφείον της εν Κωνσταντινουπόλει Β. Ελληνικής Πρεσβείας υπό του πλοιάρχου Ε. Θ. προς επικύρωσιν της υπογραφής του, και κατεχωρήθη υπό σελίδα ... σήμερον την ... του χιλιοστού οκτακοσιοστού εξηκοστού τρίτου έτους εν Πέρα Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Πρόξενος Διευθυντής.
Σήμερον την ....
Ο υποφαινόμενος συμβολαιογράφος, κατ' αίτησιν του ενταύθα εμπόρου Ρ. Τ., υπήγον προς τον Τ. Φ. και επαρουσίασα προς αυτόν την παρά πόδας εν αντιγράφω συναλλαγματικήν, προτείνων την αποδοχήν (ή την πληρωμήν) αυτής. Λαβών δε απόκρισιν ότι δεν την δέχεται δι' έλλειψιν ιδιαιτέρας του εκδότου ειδοποιήσεως (ή δεν την πληρόνει διά την δείνα αιτίαν) διαμαρτύρομαι εκ μέρους του Κ. Ρ. περί πάντων των εξόδων, τόκων και αποζημιώσεων, όσα δικαιούται να ζητήση κατά τας συναλλαγματικάς διατάξεις ο . Ρ. και οι συμμέτοχοι αυτού (ή ο εκδότης της συναλλαγματικής, ή οι έχοντες συμφέροντα εις αυτήν) παρά του Κ. Τ. διά την μη αποδοχήν (ή την μη πληρωμήν αυτής).
Κατά τους τύπους του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Προξενείου.
Τω χιλιοστώ οκτακοσιοστώ εξηκοστώ τρίτω έτει, τη δεκάτη ογδόη Μαΐου, ημέρα τετράδη, εν Πέρα Κωνσταντινουπόλεως, παρουσιασθείς ενώπιον του Β. τούτου εμπορικού Γραφείου της Ελληνικής Πρεσβείας και των συνυπογεγραμμένων μαρτύρων ο Κ. Ε. ωμολόγησεν, ότι ζητήσας και μη επιτυχών την αποδοχήν (ή την πληρωμήν) της ακολούθου συναλλαγματικής, απαιτεί να ενεργηθή η παρούσα διαμαρτύρησις.
Ταύτης δε της συναλλαγματικής παρουσιασθείσης προς τον Κ. Φ. διά του υπαλλήλου του Γραφείου μας Κ. Ε. και ζητηθείσης της αποδοχής (ή της πληρωμής), απεκρίθη ως έπεται …
Εν τοσούτω ο ως ανωτέρω παρουσιασθείς Κ. Ε. προς επιφύλαξιν των δικαιωμάτων, τόσον των εχόντων απαιτήσεις, καθώς και των εχόντων μετοχήν εις αυτό το συνάλλαγμα, διεμαρτυρήθη κατά τον επισημότερον και πληρέστερον τρόπον, ου μόνον διά το κεφάλαιον, αλλ’ έτι δι' όλας τας ζημίας, έξοδα, τόκους, ανταλλάγματα, εξισώσεις συναλλαγμάτων και διά παν ό,τι κατά το εμπορικόν δίκαιον υπάγεται εις διαμαρτύρησιν κατά τας περί συναλλαγματικών διατάξεις και ιδιοχείρως υπογράφει.
έπονται.
(η υπογραφή του αιτούντος την διαμαρτύρησιν).
(η υπογραφή του Προξένου Διευθυντού).
(αι υπογραφαί των μαρτύρων.)
Αριθμ. 315
Εν έτει χιλιοστώ οκτακοσιοστώ εξηκοστώ τρίτω, τη πρώτη Μαΐου μηνός, ημέρα τετάρτη της εβδομάδος προ μεσημβρίας, εις το εμπορικόν Γραφείον της παρά τη Οθωμανική Αυλή Β. Ελληνικής Πρεσβείας ενώπιον ημών Γ. Α. Προξένου διευθυντού του αυτού Γραφείου και των υποφαινομένων ενηλίκων και αξιοπίστων μαρτύρων, επαρουσιάσθη αφ’ ενός μέρους ο Κύριος Π. Φ. εκ Ψαρών, ιδιοκτήτης καθ' ολοκληρίαν του εις τον λιμένα τούτον ηγκυροβολημένου Ελληνεμπορικού Βρικίου, ονομαζομένου η Ο μ ό ν ο ι α, χωρητικότητος τόνων Ελληνικών... ως δηλούται εκ του εγγράφου της ιδιοκτησίας, εκδοθέντος την ... υπ' αριθμ. ... και πλοίαρχος του αυτού πλοίου, ως δηλούται εις το ναυτιλιακόν δίπλωμα, εκδοθέν την ... και αφ' ετέρου ο Κύριος Σ. Τ. έμπορος εις την πόλιν ταύτην, και ο μεν πρώτος, ήτοι ο Κ. Π. ωμολόγησεν οικειοθελώς και απαραβιάστως, ότι ως ιδιοκτήτης του ειρημένου βρικίου, ανήκοντος εις τον λιμένα Σύρου υπ' αριθμ. ..., πωλεί σήμερον το όλον του πλοίου τούτου μετά των επίπλων, σκευών και λοιπών εις αυτά ανηκόντων άνευ απογραφής (ή μεθ' υπογραφής) εις τον δεύτερον, ήτοι τον Κύριον Σ. Τ. ελεύθερον παντός είδους χρέους, υποθήκης και πάσης αμφισβητήσεως επί τη προς αλλήλους συμφωνηθείση τιμή γροσίων Τουρκικών τεσσαράκοντα χιλιάδων, ήτοι δραχμών δεκακισχιλίων, τα οποία ωμολόγησεν ο πωλητής, ότι τα έλαβε σώα, ανελλιπή και εις καθαρά νομίσματα· διό εξοφλεί τελείως τον μνησθέντα αγοραστήν, και διακηρύττει αυτόν διά του παρόντος κύριον απόλυτον και αναμφισβήτητον από του νυν ιδιοκτήτην του ειρημένου πλοίου μετά πάντων των εις αυτό ανηκόντων, εγγυώμενος εις αυτόν διά πάσαν επί του πλοίου απαίτησιν, ο δε αγοραστής ωμολόγησεν, ότι θεωρήσας το περί ου ο λόγος πλοίον και ευρών αυτό σύμφωνον προς την αυτού αρέσκειαν, εδέχθη αυτό και παρέλαβεν επί τη ρηθείση τιμή· διό και απολύει τον πωλητήν από πάσης ευθύνης, καθόσον αφορά την παράδοσιν του πλοίου. Εις ένδειξιν δε συνετάχθη το παρόν πωλητήριον, το οποίον αναγνωσθέν ευκρινώς και μεγαλοφώνως υπεγράφη υπό των συμβαλλομένων, παρ' ημών του Προξένου Διευθυντού και των μαρτύρων Κυρίων ... Δημότου ... εμπόρου και ... Δημότου ... εμπόρου, εχόντων τας παρά του νόμου απαιτουμένας προς μαρτυρίαν ιδιότητας.
Έπονται αι υπογραφαί....
(Εάν εν ελλείψει δημοσίου Γραφείου το πωλητήριον τούτο γείνη ιδιωτικόν, τότε παραλείπονται οι συμβολαιογραφικοί τύποι του προοιμίου και επιλόγου, φυλάττεται δε μόνον η λοιπή σύνταξις ως προς την ουσίαν της υποθέσεως.)