Πληροφορίες για τον Γρηγόριο Παλαιολόγο
Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ψηφιοποίηση της πρώτης έκδοσης του 1842. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου, με μόνη αλλαγή τον μονοτονισμό.
MEPOΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ A', Β', Γ', Δ', Ε', ΣΤ', Ζ', Η'
MEΡOΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
MEPOΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ A', Β', Γ', Δ', Ε', ΣΤ'
ΜΕΡΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ A', Β', Γ', Δ', Ε', ΣΤ'
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ,
ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ
Η ΑΓΑΘΗ ΕΛΠΙΣ
1842
Επειδή το βιβλίο τούτο είναι αδιαφιλονείκητος νοητική ιδιοκτησία μου, όσα εκ των αντιτύπων δεν φέρουν την χειρόγραφον υπογραφήν μου, θέλω τα θεωρήσει ως παραποίησιν, και τους παραποιητάς καταδιώξει κατά τους νόμους.
Εις την επαρχίαν της Λακεδαίμονος, εις τους πρόποδας του Ταϋγέτου, ου μακράν του Ευρώτα, κείται η κωμόπολις Μιστράς, ημίσειαν ώραν απέχουσα της θέσεως, όπου ευρίσκετο η αρχαία, και ανηγέρθη η νέα Σπάρτη. Προ είκοσι περίπου ετών κατώκει εις το πολύχνιον τούτο, το και παλαιά Σπάρτη ονομαζόμενον, ο Βασίλειος Καλαμάς. Αρκάς το γένος, και γεννηθείς εις Τρίπολιν από πατέρα γεωργόν, μετά πολυετή περιήγησιν εις διαφόρους εμπορικάς πόλεις της Ευρώπης, απεκατεστάθη τέλος εις Μιστράν, όθεν και έλαβε γυναίκα. Εκ των τριών υιών, τους οποίους απέκτησεν, οι δύο έπεσαν εις τον υπέρ της ελευθερίας πόλεμον· ο επιζήσας, Φιλάρετος ονομαζόμενος, ήτον 22 περίπου ετών καθ’ ην εποχήν αρχίζει η παρούσα ιστορία.
Ο Βασίλειος είχε πληρώσει τότε την δωδεκάτην πενταετηρίδα του· αλλ' όστις δεν εγνώριζε την καθ' αυτό ηλικίαν του, τοv υπελάμβανε πολύ νεώτερον. Φύσει υγειούς και ρωμαλαίας κράσεως, δεν κατεχράσθη την νεότητά του, ως οι σημερινοί νέοι μας, οίτινες εις το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας των έχουσιν ανάγκην ψευδών οδόντων, ομματοϋαλίων και φενάκης (περρούκας), μ΄ όλην την θαυματουργόν ενέργειαν του Μακασαρικού ελαίου. Διάγων πάντοτε ζωήν τακτικήν και σώφρονα, διετήρησεν υγειείς όλας τας αισθήσεις του. Αν δε χαρακτήρος μελαγχολικού και καρδίας ευαισθήτου, δεν άφινε ποτέ την λύπην να τον κυριεύση. Το πρόσωπόν του ενέπνεε σέβας εν τ’ αυτώ, και αγάπην. Η ηθική του ήτον αυστηρά, αλλ' όχι Ιησουιτική. Αι συμβουλαί του ήσαν σοβαραί, αλλ' όχι επαχθείς και διερεθιστικαί. Εις την Σμύρνην είχε διδαχθή τα στοιχεία της Ελληνικής γλώσσης καί τινα Γαλλικά· αλλά, διά της μελέτης εκλεκτών συγγραφέων, εμόρφωσε τον νουν του, και απέκτησεν αρκετάς γνώσεις. Καθ' όλον το διάστημα του αγώνος υπηρέτησε στρατιωτικώς την πατρίδα, διαπρέψας εις πολλάς μάχας· αλλά ποτέ δεν ερραδιούργησε διά να προβιβασθή· όθεν και έμεινε πάντοτε απλούς εκατόνταρχος. Αφού, μετά την εν Ναβαρίνω ναυμαχίαν, αι μεν συμμαχικαί δυνάμεις εκήρυξαν την Ελλάδα αυτόνομον και ανεξάρτητον, οι δε γενναίοι Γάλλοι εκαθάρισαν την Πελοπόννησον από την παρουσίαν των Αράβων, ο Βασίλειος εκρέμασε το πυροβόλον και την σπάθην του, επαναλαβών την καλλιέργειαν των μωρέων του, την μεταξοσκωληκοτροφίαν, και τας λοιπάς της γεωργικής φίλας του εργασίας.
Ποτέ δεν ηθέλησε να λάβη μέρος υπέρ ουδενός κόμματος, τα οποία εξηκολούθουν να κατασπαράττουν την Ελλάδα. Αν και φιλελεύθερος, και πεπεισμένος ότι αι συνταγματικαί θεσμοθεσίαι μόναι δύνανται να παγιώσουν και να ευδαιμονίσουν το έθνος, δεν ενέκρινε τα βίαια και πρόωρα μέσα, όσα τινές μετεχειρίζοντο προς επιτυχίαν του σκοπού τούτου. Αποδοκιμάζων και τους καταδιωγμούς των Κυβερνητικών, και τας διεκδικήσεις των Συνταγματικών, επροσπάθει να καταπραΰνη τα πάθη των ομογενών του, τόσον επιβλαβή εις την εθνικήν πρόοδον. Προικισμένος με καλόν μνημονικόν, εδιηγείτο τας κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον και τας επί Φιλίππου των προγόνων μας διαφωνίας, αίτινες εστάθησαν ολέθριαι εις το Ελληνικόν έθνος, το οποίον, ένεκα της διαιρέσεως και διχονοίας, υπεδουλώθη επί τέλους και παρ’ ολίγον να εξοντωθή. Εις τους απλουστέρους δε ανέφερε και το παράδειγμα του φρονίμου εκείνου πατρός, όστις, δια να καταπείση τους υιούς του πόσον ωφέλιμος είναι η μεταξύ των ομόνοια, και διά να τους αποδείξη ότι η ένωσις αποτελεί την δύναμιν, τους έδωκε πρώτον κλήματα μεμονωμένα, τα οποία ευκόλως κατέθλασαν, έπειτα πυκνόν πλέγμα κλημάτων, το οποίον δεν εστάθησαν ικανοί να διαρρήξωσιν. Άλλοτε πάλιν εδιηγείτο το του Πύθωνος Βυζαντίου, του παχυτάτου εκείνου ρήτορος, όστις, δημηγορών τους στασιάζοντας συμπολίτας του, με βλέπετε, τους είπε, πόσον σωματώδης είμαι; αλλά και η γυνή μου είναι πολύ παχυτέρα εμού· εν τοσούτω, όταν συμφωνούμεν, το τυχόν κάθισμα μας χωρεί, ενώ, όταν στασιάζωμεν, ούδε ολόκληρος η οικία είναι ικανή να μας χωρέση.
Όταν πάλιν ήκουέ τινας καταφερομένους κατά των προυχόντων, και κραυγάζοντας, ότι πρέπει να λείψωσιν όλοι οι μεγάλοι διά να ησυχάση και να ευτυχήση ο λαός, τους ενεθύμιζε τον μύθον των προβάτων, τα οποία, ακούσαντα την ύπουλον συμβουλήν των λύκων, απέβαλον τους φύλακας σκύλους των, και μείναντα απροστάτευτα, κατεσπαράχθησαν από τα αιμοβόρα εκείνα θηρία. Οι κύνες, έλεγε, δαγκάνουν ενίοτε τα πρόβατα, πολεμούν ενίοτε αναμεταξύ των, και εις τας συμπλοκάς των ημπορούν επίσης να κακοπάθουν τινά αρνία· αλλά τα πονούν πάντοτε, ως συνδιαιτώμενοι ακαταπαύστως με αυτά, και εις ουδεμίαν περίστασιν τα βλάπτουν καιρίως, ως τα αλλοτριόχωρα και αλλοτροδίαιτα θηρία. Εάν έχωμεν καλόν τινα πατριώτην, τον φθονούμεν, τον κατηγορούμεν, τον κατατρέχουν, και συντελούμεν εις την απομάκρυνσίν του. Έπειτα μεμφόμεθα τους προγόνους μας, διότι εξωστράκισαν τον Αριστείδην, εξώρισαν τον Κίμωνα, εφαρμάκευσαν τον Σωκράτην, και εδίωξαν τον Θεμιστοκλέα!! Ο φθόνος, η φιλαρχία, και η κουφόνοια είναι, ως φαίνεται, κληρονομικά εις τους Έλληνας ελαττώματα, τα οποία αμαυρώνουν την κληρονομικήν επίσης αγάπην μας προς την πατρίδα και την ελευθερίαν
Ο Βασίλειος ποτέ δεν ερραδιούργησεν, ως οι περισσότεροι, διά να λάβη καν εις την πόλιν του διοικητικήν τινα θέσιν. Οι φίλοι του εζήτησαν να τον παρηγορήσουν διά την αποτυχίαν των είς τινα δημαιρεσίαν, καθ' ην επροσπάθησαν να τον εκλέξουν μέλος του δημοτικού Συμβουλίου. Χαίρω, απεκρίθη, μιμούμενος τον παλαιόν συμπατριώτην του Παιδάρετον, οπού η Σπάρτη εύρεν επτά πολίτας καλητέρους μου. Εις άλλην αρχαιρεσίαν, εκλεχθείς πρόεδρος του Συμβουλίου, παρητήθη· διότι δεν συνεφώνουν αι αρχαί του με τας του Δημάρχου, αλλοδαπού τίνος και κενόφρονος νεανίου. Διά να τον πείσουν να δεχθή την θέσιν τινές φίλοι του τον έλεγον, ότι όταν οι καλοί πατριώται δεν θέλουν να λάβουν μέρος εις την διοίκησιν των κοινών πραγμάτων, η δεσποτεία και η κατάχρησις δεν ευρίσκουν πλέον χαλινόν. Με αδικείτε, τους απεκρίθη, εάν νομίζετε ότι αδιαφορώ περί της πατρίδος μου· αλλ’ οποίαν ισχύν δύνανται να έχωσιν οι λόγοι μου μεταξύ Συμβουλίου, ως το νυν εδικόν μας, συγκειμένου από ανθρώπους ιδιοτελείς και τυφλώς υπακούοντας εις Δήμαρχον, ου μόνον ξένον, αλλ’ άπειρον, δύσπιστον και ισχυρογνώμονα, όστις καταπιέζει, αδικεί και περιφρονεί τους αυτόχθονας Σπαρτιάτας; Ημείς το επάθαμεν ως οι βάτραχοι, οι οποίοι μη δυνάμενοι να συμβιβασθώσιν αναμεταξύ των περί αρχηγίας, εζήτησαν βασιλέα από τον Δία, και ο Ζευς τους έστειλε τον ίππον, και το άλογον αυτό ζώον κατεπάτησε τους υψηβόας και θρασυδείλους βατράχους. Η ανόητος φιλοπρωτεία μας ετύφλωσε τόσον, ώστε επροτιμήσαμεν να εκλέξωμεν Δήμαρχον ετερόχθονα μάλλον, παρά ένα των συμπολιτών μας, ενώ εδυνάμεθα να εύρωμεν μεταξύ ημών πολύ καλυτέρους Αρχηγούς από το άνουν παιδάριον, το οποίον αισχύνομαι βλέπων να άγη και να φέρη κατά την φαντασίαν του κοινότητα, ήτις ελαμπρύνθη εις την παλαιάν ιστορίαν και εις τον τελευταίον αγώνα. Οι προπάτορές μας ούτε εις τους μεγαλυτέρους κινδύνους δεν κατεδέχοντο ποτέ να δεχθώσι ξένον Αρχηγόν. Πόσον θέλει αναστενάξει ο Πελοπίδας Αγαμέμνων, αν μάθη ότι οι Σπαρτιάται εστερήθησαν της ηγεμονίας από τον Γέλωνα και τους Συρακουσίους! είπεν ο Σύαγρος προς τον Τύραννον των Συρακουσών, όταν εστάλη από τους Λακεδαιμονίους, διά να ζητήση την συμμαχίαν του κατά των Περσών, και ο Γέλων συγκατένευσε μεν να συμμαχήση, αλλ' επί συμφωνία να γίνη αρχηγός του στρατού. Ο δε Πρέσβυς των Αθηνών τον είπεν εις την αυτήν περίστασιν· η Ελλάς μας έστειλεν εις σε, έχουσα ανάγκην στρατευμάτων και όχι ηγεμόνων. Οποία διαφορά μεταξύ προγόνων και απογόνων!
Μήπως ημείς ομοφώνως και ευχαρίστως τον εκλέξαμεν; λέγει εις των περιεστώτων. Δεν ενθυμείσαι όσα συνέβησαν εις τας αρχαιρεσίας, όπου επεμβήκεν η ένοπλος δύναμις και υπεστήριξε την μειοψηφίαν; Οι περισσότεροι δεν εδώκαμεν τας ψήφους μας εις σε και τον Λ., όστις επίσης χαίρει την εμπιστοσύνην του δήμου μας; αλλ' ο Διοικητής είχε, καθώς ηξεύρεις, μυστικάς οδηγίας από τον Υπουργόν να σας απομακρύνη και να κατορθώση να εκλεχθή ο Φραγκούλης, ή άλλος ομόφρων αυτού και ευάγωγος. Εάν όμως, αποκρίνεται ο Βασίλειος, δεν διεφωνούσαμεν ημείς, καθώς και οι άλλοι δήμοι, η εξουσία δεν ήθελεν έχει ευλογοφανή τουλάχιστον πρόφασιν να επεμβαίνη εις τας αρχαιρεσίας μας, και να παραβιάζη τον μόνον αυτόν συνταγματικόν νόμον μας· αλλά τα πάθη μας αφίνουν να συμφωνήσωμεν; Εάν η ασθενής φωνή μου εδύνατο να φθάση μέχρι του θρόνου, ήθελα συμβουλεύσει να βληθή εις ενέργειαν ο του Υπάτου της Ρώμης Ακιλίου νόμος, ο οποίος κατεδίκαζεν εις στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων εκείνους, όσοι επροσπάθουν δια ραδιουργίας να κερδήσωσι τας ψήφους των συμπολιτών των εις τας αρχαιρεσίας.
Mη τον κατηγορείτε τόσον, λέγει εις αρχιλύπαρος. Ο Δήμαρχός μας είναι ευδιάθετος να κρατήση την ισοσταθμίαν της δικαιοσύνης· αλλ’ υπάρχουν τριγύρω του ανθρωποι, οίτινες έχουν την επιτηδειότητα να ρίπτουν εις την πλάστιγγα τας ιδιοτελείας και διεκδικήσεις των. — Νομίζεις λοιπόν μικρόν ελάττωμα εις ένα προϊστάμενον το να ήναι ανίκανος να διακρίνη τους δολίους από τους ειλικρινείς συμβουλάτορας; — Δεν εργάζεται ακαταπαύστως; — Μάλιστα· αλλ’ ασχολείται εις τας μικρολογίας, και αμελεί τα σπουδαία. Όσον περισσοτέρους φακέλλους βλέπεις, φίλε μου, εις την τράπεζαν ενός άρχοντος οποιουδήποτε, τόσον περισσότερα δάκρυα μένουσιν ασπόγγιστα. — Εγώ είμαι βέβαιος ότι επιθυμεί το καλόν της Σπάρτης. — Και εγώ βλέπω, ότι τα οποία μεταχειρίζεται μέσα είναι εκ διαμέτρου αντικείμενα εις τον σκοπόν τούτον. — Μήπως όλων των άλλων κοινοτήτων οι Δήμαρχοι είναι μάλλον ζηλωταί, δραστήριοι και αφιλοκερδείς; — Τούτο είναι αληθές, κατά δυστυχίαν! είπε στενάξας ο Βασίλειος. Είχε δίκαιον ο σοφός Κοραής να ονομάση την Αρχήν εταίραν, ήτις διαφθείρει πάσαν αρετήν, και εξαλείφει παν γενναίον αίσθημα. Λεωνίδας και Πρωτεσιλάους, Θρασυβούλους και Κλεισθένας, Αρμοδίους και Αριστογείτονας είχε πάντοτε η Ελλάς· αλλά δεύτερον Κόδρον δεν ηξιώθη ν' αποκτήση· Ο Μ. Βότσαρης, ο Καραΐσκος, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Γ. Ολύμπιος, ο Παππά Φλέσσας εθυσίασαν την ζωήν των εις τον βωμόν της ελευθερίας· και πολλοί άλλοι στρατιωτικοί και ναυτικοί εκ των τεθνεώτων και ζώντων, τους οποίους θ' απαθανατήση η ιστορία της αναγεννηθείσης Ελλάδος, εζήτησαν τον θάνατον μεταξύ των πολεμίων· αλλ’ οι κατά καιρούς Άρχοντές μας, μικροί ή μεγάλοι, όχι να θυσιάσωσι την ζωήν των διά την σωτηρίαν της πατρίδος, ως ο αείμνηστος εκείνος Βασιλεύς των Αθηναίων, αλλ’ οι πλείστοι θυσιάζουσι τα κοινά εις τα ιδιωτικά των συμφέροντα και τα πάθη των. Εν τούτοις ο Δημοδιδάσκαλός μας, εις την τελευταίαν εξέτασιν των μαθητών, εκφωνήσας λογίδριον προς τον Δήμαρχόν μας, τον συνέκρινε κατά τον πατριωτισμόν με τον Κόδρον, και επρόσθεσεν ότι ύψωσε τόσον τον δημαρχικόν βαθμόν, ώστε, καθώς οι Αθηναίοι μετά τον Κόδρον κατήργησαν την βασιλείαν, ούτω πρέπει να καταργήσωμεν και ημείς την δημαρχίαν· διότι είναι αδύνατον εις το εξής να φθάση άλλος τον Φραγκούλην μας. Η χαμερπής αύτη κολακεία και η σχολαστική σύγκρισις εκίνησε τον οίκτον των νοημόνων ακροατών, και εις εξ αυτών είπε, τω όντι πρέπει να καταργήσωμεν την Αρχήν ταύτην, εάν τοιούτοι μέλλωσι να ήναι εις το εξής οι Προεστώτες μας. Ο διδάσκαλος επρόσθεσε προσέτι, ότι είναι δίκαιον ν' ανεγείρωμεν και ανδριάντα εις τον περινούστατον Δήμαρχόν μας. Δεν εθαύμασα τόσον την αυθάδειαν του αισχίστου αυτού ανθρωπαρίου, όσον την χαμέρπειάν τινων συμπολιτών μας, οίτινες ενέκριναν μετά χειροκροτήσεων την πρότασιν. Ας τον ετοιμάσουν, φίλοι μου, και πυραμίδα ακόμη, ήτις δεν θα ενθυμίζη μόνον εις τα τέκνα των μνημεγερτών, καθώς το Μαυσωλείον του Βασιλέως της Ικαρίας, ότι ο ταφείς ήτον μικρόνους και ασήμαντος άνθρωπος, αλλ’ ότι ζων έτι, εθεοποιείτο παρ' αυτών εκείνων, τους οποίους κατεφρόνει και εξύβριζε!!
Πόσον ανώτερος αυτών είναι ο απλούς εκείνος χωρικός του αγίου Ιωάννου! εγώ είπεν, επιθυμώ Δήμαρχον, άξιον να καθαρίση τον τόπον από τους λύκους, οι οποίοι αφανίζουν τα ποίμνιά μας, να εμποδίση τας ακρίδας να βλάπτουν τα γεννήματά μας, τους κυφήνας τους μελισσώνας μας, τους ποντικούς τας αποθήκας μας. Εγώ με τον μικρόν μου νουν δεν κρίνω τον Δήμαρχόν σας άξιον ποιμένα, αγροφύλακα και αίλουρον. Ευρείτε με τοιούτον, και αντί να λάβω, δίδω μάλιστα 100 δραχμάς διά να τον κάμωμεν Δήμαρχον και κοινόν πατέρα μας. Ο χωρικός ούτος, τον οποίον εζήτησαν να δωροδοκήσουν, διά να δώση την ψήφον του, υπαινίττετο διά των φθοροποιών τετραπόδων και εντόμων, τας κακώσεις των διοικητικών και οικονομικών υπαλλήλων, καθώς και των
Αρνών ήδ' ερίφων
επιδημίων αρπακτύρων.
Εν τοσούτω ο αγροδίαιτος αυτός άνθρωπος δεν είχε σχέσεις ούτε με φωτισμένους μεγαλοκτηματίας, ούτε μ' εφημεριδογράφους και δικηγόρους, διά να λάβη μαθήματα πατριωτισμού και παρρησίας. Καλώς είπαν, ότι, όταν η αρετή αποχαιρετά μίαν κοινωνίαν, το τελευταίον αυτής καταφύγιον είναι η καλύβη του χωρικού.
Νομίζεις λοιπόν ότι καθημέραν εξαχρειονόμεθα αντί να βελτιωθώμεν; Πού λοιπόν η πρόοδός μας; — Ο πολιτισμός με την αρετήν δεν συμπορεύονται πάντοτε. Ο απλούστερος άνθρωπος είναι πανταχού ο μάλλον ενάρετος. Ο πατριωτισμός, η φιλανθρωπία, η επιείκεια και η ευσέβεια είναι συνήθως προσποίησις εις τους πολιτισμένους ανθρώπους. Η υγειής παιδεία μόνη δύναται να τους καταστήση ηθικούς· αλλ' αύτη είναι σπανία. Η ιδιοτέλεια είναι ο μοχλός, όστις κινεί σήμερον μικρούς και μεγάλους. Παρατηρήσατε τους Υπουργούς μας αυτούς. Αντί να φωτίσουν την Κυβέρνησιν περί της καταστάσεως του λαού, περί των δεινών και αναγκών του, συμφωνούντες με τους ξένους, διά λόγους ιδιοτελείς, παρουσιάζουν το έθνος ως αχαλίνωτον, στασιαστικόν, ανεπίδεκτον ηπίου κυβερνήσεως, και υποστηρίζουν τα βίαια κατ' αυτού μέτρα. — Όλοι δεν είναι τοιούτοι· έχομεν και καλούς πατριώτας, αλλ’ η φωνή των δεν ακούεται. — Ας παραιτηθώσι. Σε βεβαιβώ ότι η παραίτησίς τινων Υπουργών χαιρόντων γενικήν υπόληψιν θα έχη αίσιον αποτέλεσμα. — Και ποίαν αμοιβήν θα λάβουν από το έθνος οι παραιτηθέντες; Θα τους επαινέσουν τινάς ημέρας αι εφημερίδες και ολίγοι πατριώται· αλλά θα πέσουν αμέσως εις την λήθην και την αθλιότητα. Δεν είναι το έθνος μας ως το Γαλλικόν και άλλα, όπου, όταν δημόσιος τις άνθρωπος χάση την θέσιν του, ένεκα της αφοσιώσεώς του προς τα δημόσια συμφέροντα, υποστηρίζεται παντοιοτρόπως και βοηθείται χρηματικώς, εάν ήναι ενδεής, ως οι περισσότεροι Έλληνες, τους οποίους η πτωχεία κατασταίνει αλάλους. — Ημπορούν να ευρεθούν τινες διά να βοηθήσωσι τον θυσιάσαντα την θέσιν του υπέρ του κοινού· αλλά θα κατηγορηθούν από τους αντιζήλους και φθονερούς, ως συμφατριασταί και συνομώται του παραιτηθέντος, ως επίβουλοι της ηγεμονικής και εθνικής ησυχίας. — Πώς λοιπόν ν' αντιπαλεύση η αρετή με την πενίαν; — Ο ενάρετος ημπορεί να υποφέρη προς καιρόν καταδιωγμούς και στερήσεις· αλλ’ η χρηστότης αργά ή γρήγορα βραβεύεται. Ο Βασιλεύς αυτός θ' απαλλαχθή επί τέλους από τους περιστοιχούντας αυτόν και παραμορφόνοντας την αλήθειαν συμπατριώτας του· και τότε, μένων ανεπηρέαστος, θα δυνηθή να διακρίνη τας θρονοσώους από τας ολεθρίους συμβουλάς και τους ειλικρινείς από τους δολίους φίλους του. Τότε η αρετή και η ικανότης δεν θα παραγκωνίζονται από τον μακιαβελισμόν και την αγυρτείαν. — Η συμπάθεια της ομογενείας είναι φυσική εις τον άνθρωπον, και δυσκόλως την απεκδύεται. — Δεν την μέμφομαι· αλλά δεν πρέπει να θυσιάζωνται εις αυτήν ιερώτερα χρέη. Εάν δεν εφοβούμην να κατηγορηθώ ως προπαίτης, ήθελον τολμήσει ν' αναφέρω εις τον Όθωνα το παράδειγμα των συγχρόνων μας Βερναδότου και Λεοπόλδου, οι οποίοι επαρουσιάσθησαν μόνοι μεταξύ των νέων βασιλείων των, και διοικούντες, ο μεν την Σβεκίαν δια των Σβεκών, ο δε το Βέλγιον διά των Βέλγων, όχι μόνον περιεστοιχήθησαν από την ειλικρινή αγάπην των υπηκόων των, αλλά διέπουν ευτυχώς και άνευ προσκομμάτων τους λαούς των. Η πλήρης εμπιστοσύνη εις ένα και δύο ανθρώπους ημπορεί ν' αποβή ολεθρία. Πώποτε όμως εις έθνος ολόκληρον. Η δυσπιστία γεννά την ψυχρότητα. Δεν αμφιβάλλομεν, ότι ο Βασιλεύς μας, εξελληνισθείς διά της παραδοχής του Ελληνικού θρόνου, επιθυμεί την ευδαιμονίαν της Ελλάδος· αλλ’ οι συμπατριώται του, επιθυμούντες να ωφεληθούν μόνον, «μιχθήτω γαία πυρί», λέγουν· αρκεί να δραχμολογήσωμεν. Δεν μέμφομαι δε τους Βαυαρούς μόνους· οι πλείστοι των ομογενών μας έχουν το αυτό σύνθημα. — Εάν τουλάχιστον είχαμεν Κοινοβούλιον, όπου οι αντιπρόσωποι του έθνους να εκφράζουν ελευθέρως την γνώμην των, να κανονίζουν τα έξοδα του Κράτους και του στέμματος, να προσδιορίζουν τους φόρους, να τροπολογούν τους αντιφατικούς και καταπιεστικούς νόμους, να θέτουν χαλινόν εις την αυθαιρεσίαν, και όρους εις την εκποίησιν της εθνοκτησίας, να ζητούν λόγον από τους Υπουργούς, τότε και αυτοί ήθελον είσθαι προσεκτικότεροι, και η Κυβέρνησις ήθελε φωτισθή, ενδώσει εις τα δίκαια, και το έθνος προοδεύσει. — Τούτο το εύχεται εκ ψυχής πας φιλογενής· αλλά φοβούμαι, κατά την ενεστώσαν πτωχείαν μας, μη δεν δυνηθούν να μείνουν οι αντιπρόσωποι μας ανεξάρτητοι, και κατά την παρούσαν του φωτισμού γενικήν κατάστασιν, δεν ευρεθούν εις όλας τας επαρχίας άνθρωποι με γνώσεις, με αρχάς και με ηθικήν, διά να αντιπροσωπεύσωσι πρεπόντως το έθνος. — Λοιπόν πρέπει ν' απελπισθώμεν; — Όχι βέβαια· αλλά να φωτισθώμεν ακόμη, ν' απογυμνωθώμεν από τα σκωριασμένα πάθη μας, να ομογνωμονήσωμεν και να εγκολπωθώμεν την γεωργικήν και την βιομηχανίαν, διά των οποίων γινόμεθα ανεξάρτητοι. Τότε θέλομεν γίνει άξιοι και σύνταγμα να ζητήσωμεν, και εθνοσυνέλευσιv να συγκροτήσωμεν, και εθνοπαραστάτας να έχωμεν, ικανούς να υπερασπισθώσι τα συμφέροντα της Ελλάδος, και να επαυξήσουν τα δικαιώματα των Ελλήνων, αντί να τα ελαττώσουν, καθώς είναι κίνδυνος να συμβή σήμερον, και να μας καταντήσουν αθλιεστέρους και σωστούς είλωτας. Ρίψατε τα όμματά σας εις το Συμβούλιον της επικρατείας μας, όπου εμπεριέχονται οι σφόδρα πατριώται, οι πρωταγωνισταί μας, όλα τα φώτα, όλη η πείρα όλαι αι αρεταί· εν τοσούτω, εάν εξαιρέσωμεν ολίγους τινάς, οποία είναι η διαγωγή των λοιπών, οσάκις πρόκειται περί γενικού συμφέροντος; έχουν άλλην ιδέαν, άλλην γνώμην, άλλην θέλησιν, παρά εκείνην της εξουσίας; Το αυτό συμβαίνει και εις τον δήμον μας, και εις όλας σχεδόν τας κοινότητας. Τα Συμβούλια παντού γίνονται όργανα των διοικητικών καταπιέσεων. Αι εδικαί μας υπερεπερίσσευσαν, και τούτο με παρηγορεί· διότι η Αρχή μας δεν πρέπει να έχη μακράν, διάρκειαν. Όταν βλέπετε κορυφωμένας τας αδικίας και ανοησίας τινός Κυβερνήσεως, παρηγορηθήτε· διότι σπεύδει εις τον όλεθρόν της. Η κοινή δυστυχία θα μας ενώση· η φωνή των πατριωτών, πνίγουσα την φωνήν των κολάκων, θ' αντηχήση εις τα ώτα της ανωτάτης Αρχής, ήτις θα μας απαλλάξη από τοιούτους Δημάρχους. Είθε εις τας νέας αρχαιρεσίας να φανώμεν νουνεχέστεροι!
Από τοιούτον ανατραφείς Πατέρα ο Φιλάρετος, εμυήθη όλας του πατρός του τας αρετάς, των οποίων ο σπόρος, τυχών γην γόνιμον, εβλάστησε βαθυρρίζους και γενναίους βλαστούς. Τα καλά παραδείγματα είναι αναγκαία· αλλά πρέπει και η ψυχή να ήναι επιδεκτική της αρετής, καθώς η του Φιλαρέτου, τον οποίον η φύσις επροίκισε με σωματικά εν ταυτώ και πνευματικά προτερήματα. Το ανάστημά του ήτον εύχαρες, η μορφή του ευειδής, το όμμα του γοργόν, η ομιλία του ευφραδής, ο νους του οξύς και αντιληπτικός, η ψυχή του αγαθή και η καρδία του ευαίσθητος. Φιλομαθής δε εις το άκρον, επεθύμει να μεταβή εις Αθήνας, διά να μεθέξη των φώτων, όσα το αρτισυστηθέν Πανεπιστήμιον υπέσχετο να διαχύση εις την Ελλάδα, και ακολούθως να υπηρετήση πολιτικώς την πατρίδα, ή να μετέλθη επιστήμην τινά. Ο Βασίλειος όμως, φοβούμενος μη μολυνθή ο υιός του από το μίασμα των μεγάλων πόλεων, επροσπάθει να τον αποτρέψη από την εις την Πρωτεύουσαν μετάβασίν του. Επειδή δε είχε χάσει τους δύο άλλους υιούς και την γυναίκα του, εζήτει να κρατήση τον Φιλάρετον πλησίον του, ως μόνον παρήγορον του γήρατός του, και συμβοηθόν εις τας γεωργικάς εργασίας του.
Υπέρ πάντα άλλον, τον έλεγεν, υιέ μου, εκτιμώ την καλήν αγωγήν, ήτις είναι η πηγή της αρετής και χρηστότητος· χωρίς αυτήν, όλα τα δώρα της φύσεως και της τύχης είναι ανωφελή, και πολλάκις επικίνδυνα. Αύτη είναι η πολυτιμωτέρα και ασφαλεστέρα κληρονομιά, την οποίαν οι γονείς δύνανται ν' αφήσωσιν εις τα τέκνα των. Αλλ’ η καλή αγωγή δεν συνίσταται εις την σπουδήν πολλών επιστημών. Αρκεί ο άνθρωπος να έχη τας αναγκαίας εις τον βίον γνώσεις, και να γνωρίζη τα κοινωνικά καθήκοντα. Δύναται δε να γίνη ωφέλιμος εις την πατρίδα και την οικογένειάν του διά της βιομηχανίας επίσης, καθώς και διά των πολιτικών υπουργημάτων και των επιστημών. Εάν μάλιστα οι πλείστοι αφιερωθούν εις αυτά, αμελείται η γεωργία, ήτις επίσης έχει ανάγκην νοημόνων ανθρώπων, διά να βελτιωθή και να προαχθή εις την πατρίδα μας, όπου εγκατελείφθη εις την τάξιν των αμαθών μόνον γεωργών, ενώ εις άλλα μέρη την επιμελούνται επιστήμονες και φωτισμένοι άνδρες. Οι μεγαλόνοές μας μάλιστα περιφρονούν σήμερον τους γεωπόνους, ενώ εις τους αρχαίους χρόνους και αυτοί οι Ηγεμόνες δεν απηξίουν να καλλιεργώσι την γην. Ο Οδυσσεύς και ο Κινκινάτος εγεώργουν, όταν τον μεν επροσκάλεσαν εις την εκστρατείαν της Τρωάδος, τον δε εις την υπατείαν της Ρώμης. Ο Μύρων συγκατετάχθη μετά των επτά σοφών της αρχαιότητος, διότι κατεγίνετο εις την γεωπονίαν, και το μαντείον ερωτηθέν, ποιος είναι ο σοφώτερος; απεκρίθη ο γεωργός.
Έπειτα, υιέ μου, αι πολλαί γνώσεις δεν συντείνουσι πάντοτε εις την ευδαιμονίαν μας. Όσον πολλά ηξεύρομεν, τόσον περισσότερα ζητούμεν να μάθωμεν· η δε ακατάπαυστος αύτη επιθυμία καταντά εις ημάς πάθος, το οποίον δεν μας συγχωρεί να γευθώμεν ησύχως τας αθώας του βίου ηδονάς. Εάν μάλιστα εξετάσωμεν, θέλομεν εύρει, ότι οι πεπαιδευμένοι και ευφυείς δεν εστάθησαν πάντοτε οι ευτυχέστεροι· και χαριεντιζόμενος ανέφερεν ως παράδειγμα τον Όμηρον, όστις περιήρχετο από πόλιν εις πόλιν ραψωδών, διά να κερδήση τον άρτον του· τον Τάσον, όστις, μην έχων πώς ν' αγοράση έλαιον, ηναγκάζετο να μεταχειρίζεται ως λύχνον τους οφθαλμούς της γαλής του· τον Ξύλανδρον, πωλούντα δι' ολίγον ζωμόν τας σημειώσεις του εις τον Δίωνα Κάσσιον· τον δραματοποιόν Πλαύτον, όστις εγύριζε την μυλόπετραν διά να τραφή, κ.τ.λ. Αλλά τι ζητούμεν, Φιλάρετε, μακρυνά παραδείγματα; Οι σημερινοί πεπαιδευμένοι μας, απολαμβάνουν άραγε τας αμοιβάς και τας τιμάς όσων είναι άξιοι; Οι περισσότεροι δεν δύνανται να επαρκέσουν ούτε καν εις τας καθημερινάς ανάγκας των, ενώ τόσοι αμαθείς και αχαρακτήριστοι πολιτικοί, αδρώς μισθοδοτούμενοι ζουν με πολυτέλειαν, περιφρονούντες τους πεπαιδευμένους. Εν τοσούτω παραπονούνται τινές ότι πολλοί εξ αυτών διαμένουν εις την αλλοδαπήν, και δεν μεταβαίνουσιν εις την Ελλάδα, ήτις έχει ανάγκην φωτισμένων ανδρών. Εις τους φωνασκίας τούτους ημπορεί ν' αποκριθή τις το του Αναξαγόρα διδασκάλου του Περικλέους. «Οι έχοντες χρείαν του φωτός της λυχνίας φροντίζουν να επιχέουν έλαιον», είπεν ο Φιλόσοφος ούτος εις τον μαθητήν του, όστις τον προέτρεπε να μην αποθάνη, διότι έχει ανάγκην των συμβουλών του.
Όσον το κατ' εμέ, υιέ μου, δεν έχω τύψιν συνειδότος, ότι ημέλησα τον φωτισμόν του νοός σου, και δεν σε έδωκα τας αναγκαίας, αν όχι εις πεπαιδευμένον, εις χρήσιμον τουλάχιστον πολίτην γνώσεις. Όθεν σοι εξαρκούν όσα έμαθες, εάν θέλης ν' ακούσης την συμβουλήν μου, και ν' αφιερωθής εις την γεωργικήν, της οποίας τον ήσυχον και ανεξάρτητον βίον δεν ανταλλάζω, ούτε με τας υπουργικάς έδρας, ούτε με τας χρυσοϋφάντους στολάς, ούτε ακόμη με αυτά τα σκήπρα και διαδήματα. Η αδιάλειπτος των πολιτικών μέριμνα, αι πικρίαι, τας οποίας δοκιμάζουν, άλλοι μεν ταπεινούμενοι από τους προϊσταμένους των, άλλοι δε είτε δικαίως, είτε αδίκως κατακρινόμενοι από το κοινόν, ή υβριζόμενοι από τον τύπον, τα αθέμιτα μέσα, όσα πολλάκις μεταχειρίζονται διά να φθάσουν εις τα υπουργήματα, τέλος η καθημερινή ανησυχία και η αβεβαιότης του ενεστώτος και του μέλλοντος, ουδετερώνουν το απατηλόν εκείνο της δόξης και τιμής θέλγητρον, το οποίον δελεάζει τους ματαιόφρονας να θηρεύουν θέσεις, τόσον ακανθώδεις και ολισθηράς. Ο πολιτικός άνθρωπος είναι ως σχοινοβάτης, όστις μόλις αναβαίνει εις την θέσιν του, και πασχίζει πώς να κρατήση την ισορροπίαν, τρέμων κατά πάσαν στιγμήν την πτώσιν του, ήτις είναι πολλάκις ολεθρία. Έπειτα αι επίζηλοι αύται θέσεις δίδονται συνήθως, ή εις την εύνοιαν, ήτις είναι αμοιβή της κολακείας και του εξευτελισμού, ή εις την αρχαιότητα, ήτις ταυτίζεται με την ανικανότητα, ή εις την ραδιουργίαν, ή τέλος εις την ευγένειαν· διότι αι κυβερνήσεις, και αυταί αι ονομαζόμεναι φιλελεύθεροι και συνταγματικαί, δεν δύνανται να κρύψουν την προτίμησίν των υπέρ της ευγενούς καταγωγής, τιμώντες μάλλον τας πατραγαθίας, παρά τας ανδραγαθίας. Ευτυχής, τέκνον μου, όστις ελάμπρυνε το όνομά του, και το μετέδωκεν ένδοξον εις τους απογόνους του· αλλ' ευτυχέστερος κατ' εμέ εκείνος, του οποίου το όνομα δεν κινεί ούτε τον φθόνον, ούτε την περιφρόνησιν!
Αι επανειλημμέναι συμβουλαί του Βασιλείου, εψύχραναν επί τέλους τον υιόν του από τας πολιτικάς θέσεις· αλλά μη δυνάμενος ούτος να λάβη κλίσιν εις την γεωργίαν, μ’ όλα τα θέλγητρα, τα οποία εύρισκεν ο πατήρ του εις αυτήν, τον παρεκάλεσε να τον δόση την άδειαν ν' ακολουθήση την κλίσιν του, υποσχόμενος να σπουδάση την ιατρικήν ή την νομικήν, διά των οποίων ημπορεί επίσης να ζήση ανεξάρτητος. Νομίζεις, ίσως υιέ μου, τον απεκρίθη, ότι αι επιστήμαι αύται είναι κερδαλεώτεραι από την γεωπονίαν· αλλά μάθε ότι ολίγοι είναι οι έξοχοι ιατροί και νομολόγοι· οι περισσότεροι μόλις ζουν, τινές δε και αποζώσιν. Έπειτα όλα δεν είναι ρόδα και ία εις τας επιστήμας, αίτινες έχουν τας ακάνθας επίσης και τους τριβόλους των, ως η γεωπονία. Όσον έμπειρος δικηγόρος ή ιατρός και αν γίνης, θα λάβης πάντοτε αφορμήν να πικρανθής· διότι είναι αδύνατον να κερδήσης όλας τας δίκας σου, και έτι αδυνατώτερον να θεραπεύσης όλους τους ασθενείς σου· οι δε άνθρωποι εις την απειρίαν και τα λάθη σου θ' αποδόσουν τον θάνατον και αυτών εκείνων, όσοι ήτον αδύνατον να σωθούν διά την οξύτητα ή παλαιότητα του πάθους των, ή τας ιδίας των παρεκτροπάς. Παρομοίως, ούτε η έλλειψις και ασάφεια των νόμων, ούτε η αμάθεια και μεροληψία των δικαστών δύνανται να σ’ απαλλάξουν από τον ψόγον των κατηγόρων. Εις την ανεπιτηδειότητά σου θ’ αποδοθή πάσα δικηγορική αποτυχία.
Δεν σε αναφέρω τας δυσαρεσκείας ταύτας διά να σε αποτρέψω από την σπουδήν των δύο τούτων επιστημών, τας οποίας μάλιστα προτιμώ· διότι δύναται τις να φανή ωφέλιμος εις την πάσχουσαν ανθρωπότητα. Εάν δε ακριβώς εξετάσωμεν, δεν θα εύρωμεν ουδέν επιτήδευμα, ουδεμίαν κατάστασιν της ζωής άλυπον. Ο έμπορος, χάριν λόγου, ευρίσκεται εις ακατάπαυστον ανησυχίαν νοός, τρέμων μη ζημιώσωσιν αι εμπορείαι του, μη ναυαγήσωσι τα πλοία του, μη χρεοκοπήσωσιν oι οφείλεται του, μη δεν γίνη πόλεμος, ως ήλπιζε, και εκπέσει η τιμή του σίτου, λυπούμενος διά τας ιδίας του αποτυχίας, καθώς και διά τας επιτυχίας των ευτυχέστερων συναδέλφων του. Ο στρατιωτικός αγανακτεί κατά του αγερώχου τρόπου των ανωτέρων του, φθονεί τους προβιβαζομένους, λυπείται όταν αφίνει γυναίκα και τέκνα απερχόμενος εις πόλεμον. Ο Συγγραφεύς οργίζεται κατά των κατηγορούντων τα πονήματά του, κατά των προτιμώντων τα των ομοτέχνων του, μάλιστα των νεωτέρων, και λυπείται όταν δεν πωλούνται τα βιβλία του. Ο διδάσκαλος αγανακτεί κατά των δυσφυών μαθητών, των αχαρίστων γονέων και των ασαφών συγγραφέων. Ο εφημεριδογράφος φοβείται τους συναδέλφους του και τους εισαγγελείς, και αγανακτεί κατά των καθυστερούντων συνδρομητών. Ο υποκριτής δυσαρεστείται όταν οι δημοσιογράφοι τον στέλλουν εις το σχολείον να τελειοποιηθή, όταν τον σφυρίζουν εις το θέατρον· η δε μελωδός προς τούτοις, όταν αι συναδελφαί της είναι ευφωνότεροι και θελκτικώτεραι. Ο Υπουργός λυπείται, όταν δυσπιστή ο Βασιλεύς εις αυτόν, όταν το κοινοβούλιον απορρίπτη τα σχέδιά του. Ο διπλωμάτης φοβείται μην αποτύχουν αι διαπραγματεύσεις του, μην αποδοκιμασθή η συνθήκη του, μη μάθη η σύζυγός του ότι τον σατυρίζουν. Αι γυναίκες πάλιν οργίζονται κατά των νεωτέρων, των ωραιοτέρων, των πλουσιωτέρων, και των ευγενέστερων· προς τούτοις, αι μεν ανύπανδροι κατά των υπανδρευμένων, αι δε παρημελημέναι καθ' όσων έχουσι περιποιητικούς συζύγους, ή σπουδαρέσκους εραστάς. Οι άνδρες εν γένει καταβιβρώσκονται από την φιλοδοξίαν, την φιλαργυρίαν και τον φθόνον. Εάν ήσαι πλούσιος φοβείσαι τους κλέπτας, εάν οικούχος την πυρκαϊάν, εάν πλοίαρχος τα ναυάγια και τους πειρατάς, εάν Υπουργός τον Βασιλέα.
Αλλά και αυτοί οι ηγεμόνες πόσας πικρίας δοκιμάζουν, μη δυνάμενοι να ευχαριστήσουν όλους τους υπηκόους των, απατώμενοι από τους ραδιούργους και κόλακας, υποχρεούμενοι, εάν ήναι συνταγματικόν το Κράτος, να διοικούν κατά την επιθυμίαν του έθνους, εάν δε ήναι ανίσχυροι, κατά την θέλησιν των δυνατωτέρων ηγεμόνων! Όσοι δε είναι τύραννοι και υβρισταί τρέμουν ακαταπαύστως διά την ζωήν των, την οποίαν και χάνουν αθλίως οι περισσότεροι· διότι ολίγοι κακοί Βασιλείς διέφυγον του Θεού και των ανθρώπων την εκδίκησιν. Ο αιμοβόρος Καλιγούλας εδολοφονήθη· ο αιμοχαρής και ασελγής Νέρων αυτοχειριάσθη· ο αιμομύκτης Κόμμοδος εφαρμακεύθη· ο θηριώδης Δομετιανός εφονεύθη επίσης από τους υπηκόους του, και η Βουλή, την οποίαν επεριφρόνησεν, απεποιήθη την ταφήν του· ο σκληρός και χριστιανομάχος Μαξιμιλιανός απέθανε δι' αγχόνης· ο θηλυμανής και βλαξ Γαλλιανός εσφάγη από τους στρατιώτας του· ο Ίππαρχος εδολοφονήθη· και ο συντυραννήσας μετ' αυτού αδελφός του Ιππίας εφονεύθη, πολεμών κατά της πατρίδος του μετά των Περσών, διά των οποίων ήλπιζε ν' αναλάβη την εξουσίαν· Ιουλιανός ο δεύτερος ερρινοτομήθη και εξωρίσθη διά τας σκληρότητας και κραιπάλας του· ο θηριώδης Φωκάς έλαβε τα επίχειρα της κακίας του εις τρομερά βασανιστήρια, και του πλεονέκτου Νικηφόρου η κεφαλή εχρησίμευσεν ως ποτήριον εις τον ηγεμόνα των Βουλγάρων. Ο ισχυρογνώμων Γεώργιος τρίτος της Αγγλίας, όστις υπέθαλπε την διχόνοιαν των υπηκόων του, διά να τους τυραννή ευκολώτερα διαιρών αυτούς, έχασε τας φρένας του. Ο ευήθης Βαλλεριανός, διοικούμενος από τους αυλικούς του, οίτινες τον ηπάτουν, και τον έρριπταν εις πράξεις τυραννικάς, διέφυγε μεν την τιμωρίαν των υπηκόων του, εγδάρη όμως ζων από τους Πέρσας. Εν ενί λόγω όλοι σχεδόν οι τύραννοι των λαών των, και αι μάστιγες της ανθρωπότητος κακόν έλαβον τέλος. Οι ανίκανοι πάλιν Βασιλείς έπεσαν και αυτοί αισχρώς από τον θρόνον, εις τον οποίον η ανοησία άλλων τους ανέβασε. Τοιούτους δε εκ του προχείρου δύναμαι να σ' αναφέρω, τον Νικηφόρον τρίτον, τον Μιχαήλ Στρατιωτικόν, και τον συνώνυμον αυτού Καλαφάτην, ελεεινούς αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως, τους οποίους, ως βλάκας, έκλεισαν οι υπήκοοι των εις Μοναστήρια.
Νομίζω, πάτερ, ότι το βασιλεύειν είναι δυσκολώτερον, αφ' όλας τας επιστήμας, και πολλά ολίγοι ηγεμόνες ημπορούν γενικώς να ευαρεστήσουν. Οι Βασιλείς, υιέ μου πρέπει να ήναι ουρανόθεν προικισμένοι με πολλά και έξοχα προτερήματα, διά να κυβερνήσωσιν ως εικός. Πρώτον να έχουν ήθος σοβαρόν μεν, αλλά πράον, και εμπνέον σέβας εν ταυτώ και αγάπην· ακολούθως να ήναι ευφυείς, βαθύνοες, οξυδερκείς, δραστήριοι και μεγαλεπίβολοι. Να μην ήναι οξύθυμοι, ουδέ απειλητικοί. Ν' απαιτούν μεν την υποταγήν των υπηκόων των, αλλά να μη την επιβάλλουν τυραννικώς, διότι οι ακουσίως υποτασσόμενοι στασιάζουσι καιρόν λαβόντες. Ο Βασιλεύς πρέπει να ήναι ειλικρινής, και η καρδία του ανεωγμένη εις όλους· η μνησικακία δεν πρέπει να λαμβάνη χώραν εις την ψυχήν του. Να φυλάττη τα μυστήρια των συμμάχων του επίσης, καθώς και των υπηκόων του, όσοι εξομολογούνται εις αυτόν ως εις πατέρα των. Να έχη αρκετήν αγχίνοιαν, διά να διακρίνη την δολιότητα από την αφοσίωσιν, και την κολακείαν από την αλήθειαν. Να ήναι ευπροσήγορος και ευπρόσιτος. Ν' ακούη με υπομονήν τα παράπονα του λαού και τας γνώμας των συμβούλων του. Να έχη ευγλωττίαν πειστικήν, αλλά να ήναι σύντομος εις τας αποκρίσεις του, και ν' αποφεύγη τας περιττολογίας. Να εμβατεύη εκ πρώτης όψεως εις τας καρδίας των ανθρώπων. Να εκτιμά την αξίαν εκάστου, και αναλόγως να εμπιστεύεται εις αυτούς τα διάφορα υπουργήματα. Να σκέπτεται καλώς πριν αποφασίση σπουδαίον τι, αλλά να επιμένη εις την εκτέλεσιν των διαταγών του· η παλιμβουλία είναι δείγμα ολιγονοίας και δυσπιστίας. Να ήναι οξύς εις τας ευεργεσίας, και βραδύς εις την οργήν. Να ήναι εύσπλαχνος μεν, αλλά και η επιείκεια να έχη τους όρους της. Να έχη καλόν μνημονικόν, διά να ενθυμήται την μορφήν, τον χαρακτήρα, καθώς και τας ανάγκας των υπηκόων του, προ πάντων δε τας υποσχέσεις του. Να ήναι φίλεργος· αλλά να μη καταγίνεται εις μικρού λόγου άξια πράγματα, με βλάβην των μεγαλυτέρων του έθνους συμφερόντων. Η δικαιοσύνη να ήναι η βάσις όλων των πράξεών του, και, ένεκα συγγενικών η άλλων συμπαθειών, να μη χαρίζεται εις τους αναξίους της χάριτος, αδικών άλλους υπηκόους, ή ζημιών το δημόσιον ταμείον. Να προσέχη εις τας δολίους εισηγήσεις της συκοφαντίας, και να μη δείχνη εις τους υπαλλήλους του δυσπιστίαν, ήτις ψυχραίνει, τον ζήλον. Να μη παροξύνη τους συμμάχους του διά της δυστροπίας και ιδιοτροπίας, ή από παράλογον φιλαυτίαν κινούμενος. Ν’ αποτελή, διά των πράξεών του αγαπητήν την ευσέβειαν και την αρετήν. Ν’ αποφεύγη την πολυτέλειαν, δίδων το παράδειγμα της λιτότητος, και της οικονομίας. Να θεραπεύη τας ανάγκας των ενδεών, διά να προλαμβάνη τα αποτελέσματα της δυστυχίας και απελπισίας. Ν' ανταμείβη τους εναρέτους και αξίους. Να εξαλείφη τέλος τας αιτίας των διαιρέσεων, διανέμων προς όλους εξ ίσου δικαιοσύνην και χάριτας, και μη επιδεικνύων προτίμησιν προς ουδεμίαν μερίδα. Διοικών δε και ενόνων τοιουτοτρόπως τους υπηκόους του αποτελεί μίαν οικογένειαν εξ όλου του έθνους, το οποίον αποκαθιστά ισχυρόν και σεβαστόν, θυσιαζόμενον υπέρ τοιούτου Ηγεμόνος. Όλα αυτά τα προτερήματα είναι σπάνιον να ενωθούν εις ένα άνθρωπον. Πρέπει να συντελέση η καρδία, ο νους, ο χαρακτήρ, η υγιής παιδεία και η ελευθέριος αγωγή. Ο Βασιλεύς, εις τον οποίον ο ουρανός εδώρησεν όλας αυτάς τας αρετάς, είναι άξιος να ονομασθή Μέγας.
Τοιούτοι, φαίνεται, λέγει ο Φιλάρετος, υπήρξαν ο Αλέξανδρος, ο Καίσαρ και ο Ναπολέων. — Εκείνοι ήσαν μεγάλοι στρατηγοί, αποκρίνεται ο Βασίλειος. Ο τίτλος αυτός ανήκει μάλλον εις τον Μάρκον Αυρήλιον, εις τον Ερρίκον τέταρτον, και εις όσους Βασιλείς κατώρθωσαν ν' αγαπώνται, και να ευλογώνται από τους υπηκόους των, παρά εις τους κατακτητάς εκείνους, οίτινες έφεραν τον τρόμον εις την οικουμένην, και έκαστος των οποίων εθυσίασεν υπέρ το εκατομμύριον ανθρώπων εις την φιλοδοξίαν του, χάσαντες επί τέλους και τας κατακτήσεις και αυτήν την ζωήν των προκαίρως, καθώς οι ειρημένοι τρεις Μονάρχαι, εξ ων ο μεν απέθανεν από ακρασίαν εις το άνθος της ηλικίας του, ο δε εδολοφονήθη, και ο τρίτος ετελεύτησεν εις την εξορίαν. Οι άδικοι πόλεμοι πάντοτε σχεδόν απέβησαν ολέθριοι εις τους προκαλέσαντας αυτούς. Και χωρίς να ζητήσωμεν μεταξύ των άλλων εθνών παραδείγματα, τα ευρίσκομεν εις την ιστορίαν των προπατόρων μας.
Η Τρωάς κατεστράφη, εξ αιτίας της αρπαγής της Ελένης, την οποίαν δεν ηθέλησαν να επιστρέψωσιν οι Τρώες εις τον άνδρα της Μενέλαον. Επειδή όμως η πρώτη αδικία προήλθεν από τον Ηρακλέα, αρπάσαντα την Ησιόνην, θυγατέρα του Λαομέδοντος Βασιλέως της Τροίας, οι Έλληνες, οι οποίοι έπρεπε να περιφρονήσωσι την φυγάδα μοιχαλίδα, αν και νικηταί εις την Ασίαν, έχασαν όμως τους περισσοτέρους των επισημοτέρων των, και επιστρέφοντες, άλλοι μεν απέθαναν, άλλοι δε διεσπάρησαν εις διάφορα μέρη, και ολίγοι τινές, μετά πολυχρόνιον περιπλάνησιν, μόλις έφθασαν εις την πατρίδα των, όπου και εκεί εύρον τους θρόνους των αρπαγμένους, τας οικίας των βεβηλωμένας, και τον εαυτόν των λησμονηθέντα παρά των οικείων και υπηκόων των.
Οι Πέρσαι εζήτησαν να υποδουλώσουν τους Έλληνας· αλλ’ ο μεν Δάτις, στρατηγός του Δαρείου, ενικήθη εις τον Μαραθώνα παρά του Μιλτιάδου, Αριστείδου και Θεμιστοκλέους. Ο δε Ξέρξης, αν και εισήλθεν εις την Ελλάδα, μ' όλην την ηρωικήν ανθίστασιν του Λεωνίδα μετά των τριακοσίων, και αν απετέφρωσε τας Αθήνας, είδεν όμως από αυτήν την ακρόπολιν τον στόλον του νικηθέντα και διασκορπισθέντα εις Σαλαμίνα παρά του Θεμιστοκλέους. Η ήττα των Περσών αύτη, και ο εν Θερμοπύλαις και αλλαχού ηρωισμός των Ελλήνων, ενέπνευσαν τρόμον εις τον Ξέρξην, όστις ηναγκάσθη να επιστρέψη κακήν κακώς εις τα Σούσα, διαβάς με αλιευτικόν πλοιάριον τον Ελλήσποντον εκείνον, τον οποίον προ εξ μηνών, γεφυρώσας, διέβη επί κεφαλής δυο εκατομμυρίων μαχητών. Τέλος η εν Πλαταιαίς μάχη, όπου εύρε τον τάφον του ο Μαρδώνιος με διακοσίας χιλιάδας, απέδειξεν εις τους Πέρσας και Μήδους πόσον ανώτεροι αυτών είναι κατά την στρατιωτικήν και ανδρείαν οι Έλληνες, και πόσα θαύματα κάμνει ο έρως της πατρίδος και της ελευθερίας.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, προκαλεσθείς από την υπεροψίαν και καταδυναστείαν των Αθηναίων, ετελείωσε με την άλωσιν των Αθηνών, και την υποδούλωσιν των κατοίκων της εις τους Τριάκοντα Τυράννους. Ούτοι, διεδέχθησαν μεν τον Περικλέα και Αλκιβιάδην, επίσης δύο δεσπότας, αλλά δεσπότας, οι οποίοι, αν και διά την φιλοδοξίαν των, ο μεν υπεκίνησεν, ο δε παρέτεινε τον καταστρεπτικόν εμφύλιον πόλεμον, αμφότεροι όμως εδόξασαν πολλάκις τα όπλα της Ελλάδος, προήξαν τας τέχνας και επιστήμας, και γενικώς ηγαπώντο από τον λαόν, τον οποίον ποτέ ούτε επεριφρόνησαν, ούτε εσκλήρυναν.
Ιδού τρία μεγάλα παραδείγματα των αδίκων πολέμων. Διά να επαναλάβωμεν δε την σειράν της ομιλίας μας, οι διδόμενοι εις τους Ηγεμόνας τίτλοι δεν είναι πάντοτε άξιοι αυτών, και πολλάκις είναι εμπαικτικοί μάλιστα. Πτολεμαίος, ο επονομασθείς Φιλοπάτωρ, εφαρμάκευσε τον πατέρα του, ο Φιλάδελφος εφόνευσε τους δύο αδελφούς του, και ο Φιλομήτωρ εμίσει την μητέρα του, καθώς μισούν οι λαοί πολλούς βασιλείς, φιλολάους και ευεργέτας παρά των κολάκων επονομαζομένους. Τινές εξ αυτών λαμβάνουν και μόνοι τους τίτλους, καθώς ο Δημήτριος, ο ονομασθείς Εύχαρις, Ευσεβής, Καλλίνικος, Ευεργέτης, Πατήρ, και Θεός, όστις εν τοσούτω εφάνη πάντοτε ασήμαντος, ενώ ο συνώνυμος αυτού απλούς Φαληρεύς, εδιοίκησε φρονίμως και πατρικώς τους Αθηναίους. Το βέβαιον είναι, υιέ μου, ότι ο καλός Ηγεμών διορθόνει τας ελλείψεις των υπηκόων του, ενώ ολόκληρον έθνος δεν δύναται να μεταβάλη εις φιλάνθρωπον, νοήμονα και δραστήριον τον άσπλαγχνον, άνουν και αδρανή βασιλέα του.
Μακαρίζω λοιπόν τον εαυτόν μου, οπού δεν εγεννήθην από βασιλικόν αίμα, λέγει ο Φιλάρετος. Ούτε όμως εις την γεωργικήν δύναμαι να λάβω συμπάθειαν, ήτις καθώς και τα άλλα επιτηδεύματα, επίσης έχει τας δυσαρεσκείας και τους φόβους της. Ο γεωπόνος πότε μεν δεν ευρίσκει καλλιεργητάς, πότε δε τον κλέπτουν οι επιστάται του, ή τον απατούν οι αγρομισθωταί του, ή τον αδικούν οι φορολόγοι. Αμή, όταν η πλημμύρα, ή η ανομβρία, ή η χάλαζα βλάψουν τους καρπούς του, ή η επιζωοτία αφανίση τα κτήνη του; — Έχεις δίκαιον, τον λέγει ο Βασίλειος· αλλά τουλάχιστον ο γεωργός δεν διακινδυνεύει να χάση όλην του την περιουσίαν, ως ο έμπορος τα κεφάλαιά του· διότι η γη ούτε κλέπτεται, ούτε βυθίζεται, ούτε καίεται· και δεν καταντά εις εσχάτην αμηχανίαν ως ο δικηγόρος ή ο ιατρός, όταν αποτυγχάνουν, ή καθώς ο πολιτικός, όταν δεν ηξεύρη να κολακεύση και όταν τολμά να κρίνη με τον νουν του. — Εν ενί λόγω, πάτερ, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να λυπήται και να ταλαιπωρήται εις τον μάταιον αυτόν κόσμον. — Και μ' όλα ταύτα τόσον φιλόζωοι είμεθα, ώστε προτιμώμεν όλοι την δυστυχίαν από τον θάνατον, και λυπούμεθα θανάσιμα όταν αυτός αρπάζη τινά εδικόν μας. Οι παλαιοί Θράκες ήσαν νουνεχέστεροι από ημάς· διότι όταν μεν εγεννάτο τις τον εμοιρολόγουν δι’ όσα κακά είχε να υποφέρη εις την ζωήν· όταν δε απέθνησκε τον έθαπτον ευφραινόμενοι και χαίροντες διά τα κακά, αφ’ όσων απηλλάχθη.
Ιερεύς τις της Κωμοπόλεως ήλθε να ζητήση από τον Καλαμάν συνδρομήν υπέρ οικοδομής τρίτης Εκκλησίας. — Αι δύο νομίζω, ότι είναι αρκεταί, τον αποκρίνεται ο Βασίλειος. Εγώ ούτε αυτάς δεν τας είδον ποτέ πλήρεις. Δεν το λέγω διά ν' αποποιηθώ την συνδρομήν αλλ’ επιθυμώ να χρησιμεύση εις κοινωφελή και θεάρεστα τω όντι έργα. — Τι πλέον θεάρεστος από την ανέγερσιν Εκκλησιών; — Ο ευαρεστότερος εις τον Θεόν ναός είναι η καθαρά καρδία, Πάτερ Δωρόθεε! — Λοιπόν να προσευχώμεθα εις τας καρδίας μας; — Δεν εννοώ τούτο· αλλ’ ότι ο Θεός ευαρεστείται περισσότερον, όταν αγαπώμεν τον πλησίον μας ως εαυτόν, όταν δεν φθονώμεν, όταν δεν μισώμεν, και δεν βλάπτωμεν τους άλλους, παρά όταν συχνάζωμεν τας εκκλησίας με καρδίαν ρυπαράν. Αντί δε υπεραρίθμων εκκλησιών, ευαρεστούμεν προς τούτοις το θείον, ανεγείροντες νοσοκομεία, πτωχοτροφεία και σχολεία, όπου οι ενδεείς, οι ελάχιστοι του Θεού αδελφοί, κατά το Ευαγγέλιον, να ευρίσκουν εις τα μεν περίθαλψιν, εις τα δε, διδασκόμενα τα τέκνα μας, να εννοούν τας Θείας γραφάς, και φωτιζόμενα, να γίνουν ευσεβείς χριστιανοί και αγαθοί συγχρόνως πολίται και πατέρες. — Αλλ’ όταν δεν υπάρχουν αρκεταί εκκλησίαι, πώς θα ζήσωμεν ημείς οι καλόγηροι; — Όσοι ηξεύρετε γράμματα να διδασκαλεύσετε· οι λοιποί να γεωργήσετε, να ψαρεύσετε, να ράψετε. — Τοιαύτα βάναυσα επιτηδεύματα ατιμάζουν το ιερατείον. — Η αγυρτία και η αισχροκέρδεια ατιμάζουν τους ανθρώπους και τα επαγγέλματα. Οι Απόστολοι δεν ήσαν αλιείς; — Ναι, αλλ’ ο Χριστός τους διέταξε ν' αφήσωσι τα δίκτυα, και να τον ακολουθήσωσιν. — Εν τοσούτω εις εξ αυτών έγραψε το αργός μη εσθιέτω. — Ποίος μένει αργός; Δεν δεόμεθα νυχθημερόν τον Θεόν υπέρ αφέσεως των αμαρτιών σας, αι οποίαι είναι υπέρ αριθμόν ψάμμου θαλάσσης; δεν τας συγχωρούμεν διά της εξομολογήσεως; ημείς δεν σας κάμνομεν Χριστιανούς διά του βαπτίσματος; ημείς δεν σας αποτελούμεν συζύγους και πατέρας διά του γάμου; τέλος ημείς δεν σας επιστρέφομεν εις την μητέρα σας γην διά του ενταφιασμού και δεν εξαλείφομεν διά των ευχελαίων και λειτουργιών τας τελευταίας αμαρτίας σας; Πώς ηθέλατε γενννηθή, πολλαπλασθή, αποθάνει και σωθή χωρίς ημών; Αχάριστοι! — Αγνοώ, άγιε εφημέριε, εάν ζητής να αστεϊσθής. Εγώ όμως σε λέγω σπουδαιότατα, ότι σέβομαι μεν τα ιερά της πίστεώς μας μυστήρια, μέμφομαι δε εκείνους, όσοι αισχρώς τα εμπορεύονται. — Ο δουλεύων εν τω ναώ εκ του ναού τραφήσεται. — Σύμφημι· αλλ' ου και τρυφήσει. — Δεν σας αρκεί όσον περιωρίσατε τους άλλους πόρους μας, και δεν μας συγχωρείτε να μεταχειρισθώμεν πλέον ούτε θαυματουργούς εικόνας, ούτε άγια λείψανα; — Τούτο εμποδίσθη ευλογώτατα· διότι πολλοί θεομπαίκται, διά να χρηματολογήσουν, ηπάτησαν κατά καιρούς και τόπους τους ευπίστους διά πεπλασμένων θαυματουργημάτων, και, ανακαλυφθείσης της αγυρτίας των, έγειναν αίτιοι να κατηγορηθή το ιερατείον και να ψυχρανθή η προς την θρησκείαν πίστις των ανθρώπων. — Προφάσεις εν αμαρτίαις. Ιδού αι σατανικαί ιδέαι των νεωτεριστών σας και τα αποτελέσματα της ελευθερίας. Ο Διάβολος πρώτος επαναστάτησε, και όλοι οι αποστάται είναι όμοιοι αυτού. Προ της επαναστάσεως οι άνθρωποι ήσαν ευλαβείς και ελεήμονες. Σήμερον, με τα φιλελεύθερα φρονήματά σας, και τα πολλά σας γράμματα, εγείνετε άθεοι, άθρησκοι και άσπλαγχνοι. Διατί εχάθη ο πρώτος άνθρωπος; διότι ήγγισε το δένδρον του γινώσκειν το καλόν και κακόν. Το αυτό παθαίνουν και όσοι ζητούν να μάθουν όσα δεν είναι εις αυτούς συγχωρημένα.
Από τους λόγους τούτους εικάζεται, ότι ο ιερεύς αυτός ήτον εξ εκείνων των αμαθών καλογήρων, οίτινες συγχέουν την θεοσέβειαν με την θεοβλάβειαν, και την αδεισιδαιμονίαν με την αθεΐαν, οίτινες αποδίδουν εις την σατανικήν ενέργειαν τον φωτισμόν του νοός, όστις θεραπεύει τας προλήψεις μας, την ελευθερίαν, ήτις επαναγάγει τον άνθρωπον εις τον προσδιορισμόν του, και τας παρεκτροπάς, αι οποίαι είναι αποτελέσματα των ανοησιών και παθών μας. Παρατηρείς, έλεγεν ο Δωρόθεος, μίαν ευειδή γυναίκα, χάριν απλής περιεργείας, ή το πολύ διά να ευχαριστήσης την αίσθησιν της οράσεως· αλλ’ ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, μεταχειρίζεται όλας τας εωσφορικάς μαγείας του, έως ότου να κατορθώση να σε φέρη πλησίον της, και να σας κολάση αμφοτέρους. Έχεις χρήματα αρκετά διά να ζήσης εν ανέσει, και να βοηθήσης τα θεάριστα επιχειρήματα· ο Σατανάς σε παρακινεί ν' αυξήσης τα πλούτη σου δι' ανόμων τόκων και αισχροκερδειών, έως ότου σε κυριεύει όλως διόλου. Άλλος πειρασμός σε λέγει εις το αυτίον διατί να μην ήσαι μεγάλος, να προσκυνήσαι, και να κάμνης ατιμωρητί τας θελήσεις σου; Πώς να το κατορθώσω, τον ερωτάς; παραδόσου εις εμέ σ' αποκρίνεται, και εγώ σε βοηθώ. Αμέσως δε εμπνέει εις μεγιστάνα τινά ή Βασιλέα αγάπην προς σε και αυτός σε ανυψοί και σε καθιστά όργανον των καταπιέσεών του· αλλά σε συμβαίνει ό,τι συνέβη εις τον υψώσαντά σε Εωσφόρον: δηλαδή κρημνίζει σε τον υπερήφανον, καθώς κατεκρημνίσθη εκείνος από τον Θεόν εις τον Τάρταρον. Άμποτε τουλάχιστον να έμενεν εκεί πάντοτε, και να μην ανέβαινεν ενίοτε εις την γην να κολάζη το ανθρώπινον γένος! — Λοιπόν, λέγει ο Βασίλειος, εάν δεν έκαμνεν ο Διάβολος αυτό το ταξείδιον, οι άνθρωποι κατά την ιδέαν σου, ήθελον είσθαι αναμάρτητοι, και η κόλασις ήθελε κατοικείσθαι από μόνον το εωσφορικόν τάγμα; — Αμφιβάλλεις; αλλά χάρις εις τους ιερείς πάλιν, οι οποίοι σώζουν από τας χείρας του πολλούς χριστιανούς· και καθώς ο Σαμψών διέρρηξεν τα σχοινία, με τα οποία τον έδεσαν οι Φιλισταίοι, ούτω και ημείς διαρρηγνύομεν τας σατανικάς παγίδας και ενέδρας. Γελάς, Κυρ Βασίλειε; διά τι λοιπόν εγράφησαν οι εξορκισμοί; Και συ, ως φαίνεται, έγεινες άθεος, καθώς ο Κυρ Σχοινάς και οι σύντροφοί του, όσοι κατήργησαν τα Μοναστήρια, επί προφάσει να τα αντικαταστήσουν διά σχολείων. — Εγώ πιστεύω, αποκρίνεται ο Καλαμάς, εις τον Θεόν, και δι' αυτό δεν πιστεύω εις τας σατανικάς ενεργείας. — Δεν πιστεύεις λοιπόν εις τας θείας γραφάς; Ο Ιησούς δεν ιάτρευσεν δαιμονισμένους; και ο ίδιος δεν επειράθη από τον διάβολον; — Πιστεύω το Ευαγγέλιον καθ' όλην την έκτασιν, και επειδή ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι «ο Θεός εφανερώθη ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» πάσα επίρροια του Σατανά επί τοις ανθρώποις έκτοτε νομίζω έπαυσε. Πιστεύω μάλιστα, ότι βλασφημεί κατά της θείας παντοδυναμίας και αγαθότητος, όστις υποθέτει αυτήν υποφέρουσαν και συγχωρούσαν την ύπαρξιν όντος τόσον ολεθρίου εις το πλάσμα της. — Εγώ δεν είμαι δεινός εις την Θεολογίαν, δια να φιλονεικήσω περί τούτου μαζή σου. Τούτο μόνον ηξεύρω, ότι η ύπαρξις του Διαβόλου απεδείχθη σήμερον τετραγωνικώς, και όχι μόνον πειράζει εξωτερικώς τους ανθρώπους, αλλά και εισέρχεται εις το σώμα των. Ως φαίνεται δεν είδες ποτέ δαιμονισμένους; — Είδον πολλούς σαλούς1, τους οποίους όμως ιάτρευσαν με φλεβοτομίας, με καθάρσια, με λουτρά, με καταπραϋντικά ιατρικά, με δίαιταν, και διά της ησυχίας. — Παραμύθια των αντιχρίστων Ευρωπαίων σας, τους οποίους τόσον καλά εκυρίευσεν ο Διάβολος, ώστε τους κατώρθωσε να απιστούν εις την ύπαρξίν του, διά να τον αφήσουν ήσυχον να τους χαλιναγωγή εν πλήρει ανέσει. Εγώ εγνώρισα μεταξύ πολλών δαιμονισμένων τρεις, οι οποίοι μ' άφησαν εντύπωσιν· ακούσατε.
Νέος τις ερωτόληπτος, αλλά δυσειδής και πτωχός, αποτυχών εις όλας τας δοκιμασίας του, επεκαλέσθη την βοήθειαν του Διαβόλου, όστις υπεσχέθη να κατορθώση το γυναικείον φύλον να τον αγαπήση εν διαστήματι δέκα ετών, μετά τα οποία όμως ν' ανήκη εις αυτόν. Ο ανόητος νέος το εδέχθη, και έδωκεν υπόσχεσιν, γραφείσαν με το αίμα του. Άμα ο Σατανάς έλαβε το έγγραφον, ενεφύσησεν έρωτα εις όλας τας γυναίκας, όσαι ήρεσκαν εις τον ερωτομανή. Όθεν και χωρίς δυσκολίαν ενέδιδαν εις τας προτάσεις του· αλλά τι συνέβαινεν; της μεν ο ανήρ, παραμονεύων αυτόν, τον εξυλοκόπει· της δε η μήτηρ τον εζεμάτει· μιας ο πατήρ εξώρυξε τον οφθαλμόν του· και άλλης η θεία εμάδισε τον μύστακά του. Εν ενί λόγω ασθένειαι, δαρμοί και πηρώσεις2 ήσαν αι συνέπειαι όλων των σχέσεών του. Ο δυστυχής επαραπονείτο εις τον Δαίμονα· αλλ’ αυτός εδικαιολογείτο λέγων: ό,τι σε υπεσχέθην το εξεπλήρωσα, δηλαδή να σε αγαπήσωσιν αι γυναίκες· περί των αποτελεσμάτων δεν έγεινε λόγος εις την συμφωνίαν· όθεν δεν σε χρεωστώ υπεράσπισιν. Τέλος καταραμένος τις αντεραστής, συλλαβών αυτόν εις παγίδα, αφ' ου έκοψε την ρίνα του τον εξέθεσεν εις τον μυκτηρισμόν των ανθρώπων. Δαίμονα! τότε εφώναζεν ο άθλιος· βοήθησέ με, σώσαι με από αυτήν την βάσανον, και ας ήναι σήμερον η τελευταία ημέρα της προθεσμίας μας. Εις αυτό εζήτει να φέρη και ο Εωσφόρος τον νέον· όθεν κατορθόνει μεν να τον απολύσουν από την παγίδα, αλλ’ εισελθών αμέσως εις αυτόν, τον ρίπτει εις τρομεράν παραφροσύνην. Είδα τον πηρόν3 αυτόν σαλόν, κλεισμένον εις κελλείον εκκλησίας τινός, όπου μαινόμενος εβλασφήμει τας γυναίκας, αίτινες τον έφεραν εις αυτήν την κατάστασιν· ενώ έπρεπε να αιτιάται τον Διάβολον, όστις πρώτον τον ενέπνευσεν έρωτα προς τας γυναίκας, και έπειτα, διά του σατανικού δώρου του, τον έφερεν εις αυτήν την κατάστασιν. Πολύ επάσχισα να τον θεραπεύσω· αλλ’ οι εξορκισμοί έμειναν ατελεσφόρητοι· διότι ο Εωσφόρος είχεν εις χείρας του, το αιματοβαφές έγγραφον του νέου, δυνάμει του οποίου έμεινεν ακλόνητος.
Ιθακήσιος πάλιν τις, εισερχόμενος εις την εκκλησίαν, απαντά εις τον νάρθηκα γνώριμόν τινα, με τον οποίον είχε δοσοληψίας. Επειδή δε ούτος τον εξύβρισεν, ο νησιώτης τόσον ωργίσθη, ώστε παρ' ολίγον να τον εμπήξη το ξίφος του. Κρατηθείς όμως τον λέγει· έχε χάριν οπού υπάγω να κοινωνήσω τα άχραντα μυστήρια· αλλά να έμβη ο Διάβολος μέσα μου, εάν δεν σε φονεύσω, άμα εξέλθω από την Εκκλησίαν. Κρυφθέντος όμως του εχθρού, ο ορκισθείς δεν εδυνήθη να εκπληρώση την υπόσχεσίν του. Όθεν δικαιωματικώς ο Σατανάς εισήλθεν αυθημερόν, και κατώκησεν εις τον επίορκον. Έκτοτε δε τον εβασάνιζε τρία ολόκληρα έτη, καθ' α ούτε αι άλυσοι, ούτε αι μάστιγες, δεν ηδυνήθησαν να τον θεραπεύσουν. Προσεκλήθην και εγώ να εξορκίσω τον Διάβολον· άμα δε με έβλεπεν εισερχόμενον ο δαιμονιακός, εκυριεύετο από μανίαν και εκραύγαζεν, «έξω έξω την φωτίαν, ήτις θα με κάψη». Ποίος λοιπόν, παρά ο Σατανάς, όστις ησθάνετο την δύναμίν μου, επροξένει εις τον ασθενή τόσον κατ' εμού τρόμον; Και σας βεβαιώ, ήθελον τον ιατρεύσει επιτέλους διά του ψαλτηρίου και του βουνεύρου, το οποίον εκράτουν διά προφύλαξιν, εάν, προϊδών τούτο ο Διάβολος, δεν τον έσπρωχνε να κτυπήση μίαν ημέραν την κεφαλήν του τόσον δυνατά εις τον τοίχον, είστε να ξεψυχήση αμέσως ο άθλιος.
Μία κόρη ηγάπα με υπερβολήν νέον τινά, όστις αφ' ου την ηπάτησε, την άφησε κατησχυμένην, νυμφευθείς πλουσίαν τινά χήραν. Η κόρη διά να εκδικηθή τον απατεώνα, επρόστρεξεν εις τας μαγείας, και κατώρθωσε διά της σατανικής ενεργείας, να πίη κατά λάθος ο σύζυγος της χήρας το φαρμάκιον, το οποίον ητοίμασεν αυτός να ποτίση εις την γυναίκα του, επί σκοπώ να την κληρονομήση· διότι ήτον άσχημος, και είχε την νυμφευθή μόνον και μόνον διά την προίκα της. Εν τοσούτω ο Διάβολος, όστις χωρίς αντιμισθίαν δεν βοηθεί, αφού εσυμβούλευσε την κόρην να θανατώση το εξ ανομίας βρέφος, εζήτησε να την μεταχειρισθή και ως όργανον, διά να κολάση ένα ιερωμένον· αλλ’ εύρεν ο διάβολος τον διάβολόν του κατά την παροιμίαν. Η κόρη είχε τω όντι πολλά θέλγητρα, και, ελθούσα τάχα να εξομολογηθή εις τον άγιον, επροσπάθει να τον ελκύση. Αι πνευματικαί όμως συμβουλαί του εις τόσην την έφερον κατάνυξιν, ώστε πεσούσα εις τους πόδας του, ωμολόγησε τα αμαρτήματά της όλα. Ο Διάβολος εν τούτοις είχε ρητήν συμφωνίαν με την αμαρτωλήν, και οργισθείς διά την λειποταξίαν της, εμβαίνει με πολλούς άλλους συντρόφους του εις την γαστέρα της κόρης. Ενώ λοιπόν αύτη ητοιμάζετο να υπάγη εις μοναστήριον, διά να σώση την ψυχήν της κατά την παραγγελίαν του πνευματικού, την μετέφεραν εις το αφρονοκομείον, όπου την εδιάβασα και αυτήν πολλάκις και κατώρθωσα να εξάξω τινάς δαίμονας· αλλ’ ο αριθμός των ήτον ως φαίνεται μέγας, και επειδή δεν εδυνάμην να τους διώξω αυθημερόν όλους, μετά την αναχώρησίν μου, επέστρεφον οι κατηραμένοι εις τα ίδια. Πολλάκις κατήντησα εις σοβαράς φιλονεικίας και διαπληκτισμούς μ' αυτό το πολυδαιμόνιον. Εξέλθετε από το πλάσμα του Θεού μιαρά πνεύματα, τους έλεγον· άφησέ μας ησύχους ταβλαμπά4, μ' απεκρίνοντο οι αναίσχυντοι, διότι θα σε δαιμονίσωμεν και σε επί τέλους. Εγώ τους έδειχνα τον σταυρόν, και εκείνοι μ' εφασκέλοναν· τότε επρόστρεχον εις το θαυματουργόν βούνευρον, το οποίον τους επεριμάζονεν ολίγον. — Δηλαδή έδαιρνες την αθλίαν ασθενή, νομίζων, ότι ετιμώρεις τον Διάβολον. Και πόθεν ηξεύρεις, ότι ήσαν πολυπληθείς; — Αυτοί οι ίδιοι το ωμολόγουν διά του στόματος της σαλού, ήτις, ως φαίνεται, είχε τους γνωρίσει εις την οικίας της μάντισσας — Πιστεύεις λοιπόν και τας μαγείας; — Πολύ περισσότερον παρά τους φιλοσόφους σας, οι οποίοι μας βεβαιούν, ότι η γη στρέφεται περί του Ηλίου, και ότι ο ήλιος δεν σαλεύει από τον τόπον του· ότι οι πλανήται είναι χιλιάκις και μυριάκις μεγαλήτεροι από την γην, και ότι είναι κόσμοι κατοικημένοι· ότι ο σεισμός είναι φυσικόν αποτέλεσμα, και όχι οργή Κυρίου· ότι τα άστρα, τα οποία πίπτουν εις τους τάφους, δεν είναι άστρα, αλλ’ αναθυμιάσεις, εξερχόμεναι από την γην, και ανάπτουσαι εις τον αέρα· ότι οι αποθαμμένοι δεν βουρκολακκιάζουν· ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι ζυγίζουν τον αέρα, αποσυνθέτουν το ύδωρ, εμποδίζουν τον κεραυνόν να καύση τας οικοδομάς, και άλλα άρρητ' αθέμιτα, τα οποία οι οφθαλμοί και ο νους μου τα αποδεικνύουν ψευδέστατα, ενώ η δύναμις της μαγείας είναι αναντίρρητος. Γνωρίζω πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι κατώρθωσαν ν' ανακαλύψουν μυστήρια, να εύρουν κλέπτας, να γνωρίσουν το παρελθόν και το μέλλον διά της μαντείας. Εγώ ο ίδιος έμαθον ότι θείος μου τις ηγούμενος έμελλε ν' αποθάνη εις την κλίνην του, εάν δεν ευρεθή εις ταξείδιον, και από δυσπεψίαν, εάν δεν τον προλάβη άλλη ασθένεια· όθεν και επροσπάθουν να ήμαι πάντοτε πλησίον του, οψέποτε είχεν οπωσούν πλουσιοπάροχον γεύμα. Αλλ’ εις μάτην σχεδόν οι κόποι μου· διότι ευρέθησαν μεν 50 χιλιάδες γρόσια, αλλ’ έπρεπε να τα μοιρασθώμεν με δεκατέσσερας ανεψιάς του αιωνία η μνήμη θείου μου.
Μη στενοχωρήσθε, Κυρ Βασίλειε, και συ νέε μου φιλόσοφε, όστις νομίζεις ότι ακούεις την Χαλιμάν. Εγώ τώρα αναχωρώ, αφού σας διηγηθώ και ένα μαγευτικόν θαύμα. Εγνώρισα, όχι δεν εγνώρισα, άλλα μ' εδιηγήθη η μάμμη μου, ότι γυνή τις οργισθείσα κατά του οκταετούς υιού της, τον κατηράσθη, να τον πάρη ο Διάβολος. Την στιγμήν εκείνην ευρέθη εκεί πλησίον ο κατηραμένος, και χωρίς να χάση καιρόν, ορμά και αρπάζει τον νεανίαν. H μήτηρ μετανοεί, τρέμει, φωνάζει, οδύρεται· αλλ’ ο πονηρός χαμογελών επέτα εις τον αέρα, κρατών εις τους όνυχάς του το παιδάριον. Μη τολμούσα δε ως βλάσφημος να προτρέξη εις τους ιερείς, κατέφυγεν εις μίαν μάντισσαν, ήτις άμα εξώρκησε τον δαίμονα και τον επρόσταξε να επιστρέψη την λείαν του, ολολυγμοί εγέμισαν τον αέρα, και αμέσως ευρέθη το παιδίον έντρομον πλησίον της μητρός του. Σεις όμως οι φιλελεύθεροι, οφθαλμούς έχετε και ουκ όψεσθε τοιαύτα θαύματα, ώτα έχετε και ουκ ενωτισθήσεσθε τοιαύτα ρήματα. Όθεν εις μάτην χάνω τους λόγους μου· δόσετέ μοι, ό,τι προαιρείσθε διά ν' αναχωρήσω.
Αλλ’ αρκετά περί Αρχηγών επιγείων και καταχθονίων ερρέθησαν, και βλέπω ότι οι ακροαταί μου άρχισαν να βαρύνωνται την ηθολογίαν του Βασιλείου, και την σατανολογίαν του Δωροθέου. Φοβούμενος λοιπόν μη καταχρασθώ την μακροθυμίαν των, αρχίζω την διήγησιν των περιστατικών του Φιλαρέτου, όστις είναι το πρώτον πρόσωπον της ιστορίας ταύτης. Ελπίζω δε ότι αι εφεξής εικονογραφίαι να διώξουν ολίγον τον ύπνον, όστις βεβαίως εκυρίευσε τους αστειοφίλους αναγνώστας.
Ο Βασίλειος, μην επιθυμών να παραβιάση περισσότερον την κλίσιν του υιού του, τον εσυγχώρησε ν' απέλθη εις Αθήνας, δίδων εις αυτόν τας συντόμους, αλλ’ εντόνους ακολούθους συμβουλάς. Έσο, υιέ μου, αγαθός με όλους, αλλά προς ουδένα κολακευτικός. Απόκτησον ολίγους φίλους, αλλά εκλεκτούς. Πράττε εις τους άλλους ό,τι επιθυμείς να πράξωσιν οι άλλοι εις εσέ. Λησμόνει τας αδικίας, αλλά πώποτε τας ευεργεσίας. Σπούδασον δε να φανής άξιος του οποίου έλαβες ονόματος.
Είμεθα εις τον Μάρτιον των 1837 όταν ο Φιλάρετος εκίνησεν από την Σπάρτην. Η καρδία του νέου έπαλλε καθ' όσον επλησίαζεν εις τας κλεινάς Αθήνας, τας οποίας έμελλε να ίδη κατά πρώτην φοράν. Έχων εις τον νουν του νεαράς ακόμη τας λαμπράς εκείνας εποχάς, καθ' ας ήκμαζαν αι Αθήναι, και τα όσα τον εδιηγήθησάν τινες εκ των νεωστί επισκεφθέντων αυτάς ενθουσιωδών, έπλαττεν εις την φαντασίαν του κατοικίαν ηρώων και σοφών, περιέχουσαν πρωτότυπα αρετής και φρονήσεως, θαύματα τεχνών και επιστημών· όθεν και ετάχυνε τα βήματά του, διά να ίδει τους νέους Περικλείς, Λυκούργους, Δημοσθένεις, Ζευξίππους και Φωκίωνας.
H ροδοδάκτυλος αυγή ήνοιγε τας πύλας της Ανατολής, και αι μαρμαρηγαί ακτίνες του αναδυομένου εκ της κορυφής του Υμητού ηλίου εχρύσοναν τας στήλας του Παρθενώνος, όταν επαρουσιάσθη εις τους οφθαλμούς του η ακρόπολις. Οι παλμοί της καρδίας του κατήντησαν συνεχέστεροι... αλλά βλέπω ότι ερρίφθην αβρόχοις ποσίν εις την ποίησιν, και, φοβούμενος μη πάθω το συμβάν του Φαέθωνος, αφίνω την ποιητικήν της φύσεως περιγραφήν εις τους μουσοτρόφους, ή εις όσους δεν έχουν να ειπούν άλλα περιεργότερα· σας λέγω λοιπόν πεζότατα, ότι τινάς ώρας μετά την άφιξιν του Φιλαρέτου εις τας Αθήνας έπαυσαν σχεδόν οι παλμοί του, την επιούσαν δεν τον έμεινε διόλου ενθουσιασμός, και την τρίτην ημέραν έγεινε ψυχρός ως μάρμαρον. Επιθυμείς να εύρης οπωσούν αρεστόν αντικείμενόν τι οποιονδήποτε; σύλλαβε περί αυτού προηγουμένως μετρίαν ιδέαν· ειδεμή, παθαίνεις το του λέοντος με τον βάτραχον, του οποίου αι φωναί ετρόμασαν μακρόθεν τον βασιλέα των τετραπόδων· αλλ' ενώ αυτός επερίμενεν να ίδη μέγα θηρίον, πλησιάσας, μόλις επαρατήρησε ζωύφιον χαμαίζηλον δυσχημάτιστον. Αι Αθήναι ως προς την υλικήν ανέγερσίν των ημπορούν να γίνωσι καλή πόλις· αλλ’ αναγκαιούν πολύ περισσότεροι κάτοικοι και οικοδομαί, διά να πληρωθή η υπερβολική έκτασις, την οποίαν αι παυαρικαί5 κεφαλαί έδωκαν εις το σχέδιον της αστόχως ρυμοτμηθείσης νέας πόλεως. Παρεκτός των μικρών οδών, κατά το μάλλον και ήττον ευθυγράμμων, τρεις μεγάλαι αγυιαί, η του Ερμού, του Αιόλου και της Αθηνάς, διασταυρόνουσι την πόλιν όλην, έχουσα εκάστη πλάτος 50 περίπου ποδών. Εις την εσχατιάν της Ερμαϊκής ανηγέρθησαν τα Ανακτόρια· η δε άλλη αυτής άκρα ενόνεται με την εις τον Πειραιά φέρουσαν λιθότρωτον οδόν, ήτις, διά των διατρεχουσών αυτήν πολυειδών και πολυαρίθμων αμαξών, ευκολύνει την κοινωνίαν της Μητροπόλεως με τον λιμένα, οπού επίσης ανηγέρθη καλή πόλις. Αι Αθήναι είχον άλλοτε ισαρίθμους με τας ημέρας του έτους εκκλησίας· αλλ’ αι περισσότεραι ερημώθησαν επί του πολέμου, τινές μετεβλήθησαν έπειτα εις δικαστήρια, σχολεία ή βιβλιοθήκας, και ολίγαι διετηρήθησαν. Εν στρατιωτικόν καλόν νοσοκομείον ανηγέρθη, και άλλο πολιτικόν εικοδομείται. Το λαμπρόν Πανεπιστήμιον, χρεωστούμενον εις την συνδρομήν των φιλομούσων, είναι επί το τελειούσθαι. Θέατρον αρκετά ευρύχωρον και εσωτερικώς ευπρεπισμένον επίσης ανηγέρθη, καθώς και εθνική Τυπογραφία και Λιθογραφία. Ιδού τα δημόσια των Αθηνών προς το παρόν καταστήματα, εις τα οποία πρέπει να προσθέσωμέν τινας στρατώνας και ειρκτάς, ως αναπόφευκτα... Ιδιωτικαί οικίαι αρκετά μεγάλαι και κομψαί σποράδην υπέρ τας τριακοσίας εκτίσθησαν, και εξακολουθούν να κτίζωνται καθημέραν, εκτός των μικροτέρων. (1841).
Όλαι αύται αι οικοδομαί δεν υπήρχον όμως προ 4 ετών, και ο Φιλάρετος, όστις επερίμενεν ίσως κατά την ιδέαν του, να ιδή μεγαλοπρεπείς ναούς, στοάς, στήλας, τόξα, ανάγλυφα, και πλήθος αγαλμάτων, ηπατήθη εις τας προσδοκίας του. Οι κάτοικοι της πρωτευούσης, δεν τον εφάνησαν ούτε θεοί, ούτε ημίθεοι, ούτε ήρωες· αλλ' άνθρωποι, καθώς παντού, έχοντες προτερήματα και ελλείψεις. Τα σχολεία έχουσιν εν τοσούτω διδασκάλους αξιολόγους, αν και δυσαναλόγως ανταμειβομένους από την Κυβέρνησιν, ήτις δεν χρονοτριβεί εις τοιαύτα μικρού λόγου άξια αντικείμενα. Χάρις όμως εις την φιλομάθειαν των διδασκομένων, και τον ζήλον των διδασκάλων, το έθνος προχωρεί εις την παιδείαν και τον φωτισμόν, σύρον αναγκαστικώς όπισθεν αυτού την Κυβέρνησιν, ενώ εις άλλα μέρη αι Κυβερνήσεις σύρουσιν εις την πρόοδον τα έθνη. Με την Κυβέρνησιν δε, την εξουσίαν και διοίκησιν, κηρύττω πανδήμως, ότι εννοώ πάντοτε τους Υπουργούς και Ανακτοβούλους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι, κατά την γενικώς παραδεδεγμένην αρχήν. Το σεβαστόν πρόσωπον του Βασιλέως είναι απρόσβλητον. Επειδή δε προς τούτοις δεν προσδιορίζω τας εποχάς, ούτε ονόματα αναφέρω, οι κατά καιρούς Υπουργοί δεν έχουν δίκαιον να παραπονεθώσιν. Εις τας εφεξής εικονογραφίας θα απαντήσωμεν Υπουργούς και άλλους υπαλλήλους, ή και ιδιώτας, έχοντας αξιοκατάκριτα ελαττώματα, τα οποία επεσώρευσα εις εν και το αυτό αντικείμενον, θέλων να κωμωδήσω ή να σατυρίσω τα ελαττώματα αυτά, διαμοιρασμένα εις διάφορα άτομα, και όχι τον δείνα ή δείνα πολίτην. Μόνον οι κακεντρεχείς ημπορούν να παρεξηγήσουν και να ζητήσουν πονηράς εφαρμογάς.
Ας ακολουθήσωμεν λοιπόν τον Φιλάρετόν μας, όστις ασθμαίνων, τρέχει άνω και κάτω, πεζός και έφιππος, με τον Ανάχαρσιν εις τας χείρας, ως οι Άγγλοι περιηγηταί, διά να επισκεφθή τα μνημεία της περικλεούς πόλεως. Ζητεί την Ακαδημίαν· αλλά, μετά πολλάς ερεύνας, μόλις ευρίσκει γεώλοφον, επί του οποίου έβοσκάν τινα ονίδια, και όπου ουδέ ίχνος σώζεται του διαβοήτου εκείνου του Πλάτωνος σχολείου. Τρέχει προς την Πνύκα, όπου ευρίσκει μεν τας εις τον βράχον λιθοξουμένας έδρας των Αρειοπαγειτών και το βήμα του Δημοσθένους, αλλ’ αι κάτωθεν αυτών οπαί χρησιμεύουσιν ως καταφύγιον εις τα ποίμνια κατά του καύσωνας και χειμώνος. Εις την θέσιν του ποτέ Ωδείου ευρίσκει άντρα τινά, κρύπτοντα την ημιγυμνότητα ενδεών γεωργών. Της Ποικίλης Στοάς τα ερείπια μετεβλήθησαν εις στρατώνας. Εις την Αγοράν μόνη η στήλη της διατιμήσεως των τροφίμων σώζεται ημίκλαστος. Ο ναός του Αιόλου ήναι μέχρι του ημίσεως συγχωμένος. Το Λύκειον μετεσχηματίσθη εις Παυαρικόν κεραμείον. Ο Κεραμικός αροτριάται· ο Λυκαβητός λατομείται· το Στάδιον αιγοβοσκείται· η Καλλιρρόη είναι πλυντήρ των Αλβανών· των μακρών τειχών μόλις ίχνη τινά ένθεν κακείθεν σώζονται. Ο Πειραιεύς μετωνομάσθη Δράκος, ο Υμητός τρελός, το Θησείον άγιος Γεώργιος. Τέλος ανέβη εις την Ακρόπολιν και έκλαυσεν ιδών κατακερματισμένα τα αριστουργήματα του Φειδία και Πραξιτέλους. Ο Παρθενών σώζεται μεν, αλλά κατά μέρος. Μόνον αυτό το μνημείον, ομού με τον ναόν του Θησέως, ίστανται υπερήφανα προς μαρτυρίαν της μεγαλοτεχνίας των αρχαίων· διότι της καλλιτεχνίας των τα μνημεία στολίζουν τα αρχαιοφυλάκια των Ευρωπαίων, οίτινες, συλήσαντες κατά διαφόφους καιρούς τας Αθήνας, και ερευνήσαντες ως και αυτά της γης τα σπλάγχνα, μας άφησαν τα κατακερματισμένα και χειρότερα αγάλματα!!
Αφού καλώς ή κακώς ηυχαρίστησε την περί αρχαιοτήτων και νεοτήτων περιέργειάν του ο Φιλάρετος, επεσκέφθη το Πανεπιστήμιον, και απεφάσισεν αμέσως ν' ακούση τα μαθήματα του Μαυροκορδάτου, Φέδερ και Έρτσογ, όλων καλών της νομικής σχολής διδασκάλων. Ο σκοπός του ήτον, μετά ενός έτους σπουδήν ν' αρχίση να δικηγορή ιδιωτικώς εις τα Ειρηνοδικεία, ως πολλοί άλλοι νέοι, διά να γυμνάζεται συγχρόνως και να προσπορίζεται τα έξοδά του· διότι δεν επεθύμει να ήναι πλέον βάρος εις τον πατέρα του, του οποίου η κατάστασις ήτον μετριοτάτη. Είχε μεν θείον τινά σημαντικόν εις Αθήνας, και εις θέσιν να βοηθήση τους συγγενείς του· δεν ήλπιζεν όμως παρ' αυτού βοήθειαν· διότι ήξευρεν εκ πείρας, ότι δεν απεφάσιζεν ο θείος ούτος να εξαντλήση την επιρροήν του δι’ αλλότρια συμφέροντα, καθώς οι περισσότεροι των μεγιστάνων, μεταξύ των οποίων, κατά δυστυχίαν της ανθρωπότητος, σπανίως ευρίσκεις ευδιαθέτους να θυσιάσωσιν, όχι χρήματα, αλλ' ούτε την μεσολάβησίν των, διά να γίνωσιν ωφέλιμοι εις τους ομοίους των!! Ω Άνθρωποι, όσοι ετύχετε θέσιν χορηγούσαν εις υμάς ευκολίας διά να συνδράμετε τους επικαλουμένους την προστασίαν σας! διατί τόσον σκληρύνεται η καρδία σας κατά των δυστυχούντων, και εις ουδέν λογίζεσθε τας ευχάς και ευλογίας των όσων δύνασθε, είτε έργω, είτε λόγω να βοηθήσετε; Δεν ζηλεύετε καν τας ευφημίας, όσας ακούουν οι φιλάνθρωποι και επίκουροι αντίζηλοί σας; Α! αγνοείτε βεβαίως πόσον ηδεία είναι η ευεργεσία, και πόσην αγαλλίασιν και τέρψιν διαχύνει εις την ψυχήν του ευεργετούντος.
Επειδή ο θείος του Φιλαρέτου με την οικογένειάν του λαμβάνουν μέγα μέρος εις την ιστορίαν μας, ας γνωρισθώμεν με αυτούς. Ο πατήρ του Βασιλείου, Γεωργούλης Καλαμάς, είχεν ομομήτριον αδελφόν Λιώνταν ονομαζόμενον, επιτήδειον σιδηρουργόν της Τριπόλεως, όστις εγέννησε τον εξάδελφον του Βασιλείου, τον οποίον μέλλομεν να εξιστορήσωμεν. Ούτος κατ' αρχάς ωνομάζετο Κώτσος, αν και εβαπτίσθη Κωνσταντίνος, και εξηκολούθησε την τέχνην του πατρός του· αλλά φύσει οκνηρός, ελάμβανε συχνούς ραβδισμούς, οι οποίοι τον ενέπνευσαν αποστροφήν κατά της σφυροκοπίας. Ο Κώτσος ηυτύχησε να έχη εν τούτοις ομογάλακτον αδελφόν, υιόν τινα των προυχουσών της Τριπόλεως, ήτις, διά να μην ασχημίση τους μαστούς της, και να μη ταράττεται ο ύπνος της από τας κραυγάς του προσφιλούς της τέκνου, το έδωκεν εις την μητέρα του Κώτσου, διά να το γαλακτοτροφήση. Ο νέος ούτος, Γεώργιος καλούμενος, ηλικιωθείς, είχεν αποκτήση την εύνοιαν του Βελή Πασσά, όστις τον έφερε μεθ' εαυτού, επιστρέφων παρά τω πατρί του εις Ιωάννινα, αφού εδιοίκησέ τινας χρόνους την Πελοπόννησον. Ο Κώτσος, βαρυνθείς τον πατρικόν οίκον, όπου ο στόμαχός του ήτον συχνάκις κενός και η ράχη του καταπληγωμένη, εζήτησε ν' ακολουθήση τον γαλακτάδελφόν του, όστις φύσει αγαθός, είχε λάβει προς αυτόν συμπάθειαν. Ο Πασσάς, χάριν του αρχοντοπούλου, το οποίον εδιώρισε γραμματέα του, ετίμησε και τον Κώτσον με τον βαθμόν του καπνοσυριγγοδότου. Μετ' ου πολύ διά της πανουργίας και της μορφής του, ήτις δεν ήτον οία η ψυχή, κατά την λανθασμένην παροιμίαν, είλκυσε την εύνοιαν του Πασσά, και συνέλαβε την ιδέαν να υποσκελίσει τον προστάτην του· αλλ’ έπρεπε να ηξεύρη τινά γράμματα, και μετά ενός έτους σπουδήν κατορθόνει να μάθη περισσότερα, αφ' όσα εχρειάζοντο διά να γράφη τα βουγιουρτιά του Πασσά. Όθεν λαμβάνει την θέσιν του καλού Γεωργίου, και γίνεται έξαφνα τσελεμπή Κωστάκης. Επειδή δε εχρειάζετο και επώνυμον, εσχημάτισεν ευφυώς εκ του πατρωνυμικού Λιόντα ή Λέοντος, το τουρκικόν Ασλάνογλους.
Ο προ ολίγου λοιπόν σφυροκόπος και ρακενδύτης Κώτσος, μετεβλήθη εις λαμπροστόλιστον αρχοντόπουλον, το οποίον εξηυγενίσθη έτι περισσότερον, νυμφευθέν πανευγενεστάτην τινά αρχόντισαν. Εις τους 1818 ο Ασλάνογλους αγοράζει τας προσόδους της Καρυταίνης, και επιστρέφει εις Πελοπόννησον, όπου λησμονήσας την καταγωγήν του, περιφρονεί τον πατέρα και τους λοιπούς συγγενείς του, καταπιέζει, αδικεί και θησαυρίζει. Εις τους 1821 οργίζεται κατά των επαναστατών και δίδει σχέδια εις τους Τούρκους· αλλ’ επειδή αι συμβουλαί του δεν ετελεσφόρησαν, φεύγει εις την Επτάνησον. Εις τους 1829, αφού κατηνάλωσεν όλην του την περιουσίαν, επιστρέφει εις την Ελλάδα υπό το όνομα Λεωνίδης, παραγόμενον εκ του Λέοντος ή μεταφρασθέν από το Ασλάνογλου, καθώς πολλά τοιαύτα ονόματα εξελληνίσθησαν, ή μετεφράσθησαν. Επειδή δε ήτον εφοδιασμένος με συστατικά, κατορθόνει, κατά την τότε λειψανδρίαν, να διορισθή εις σημαντικήν θέσιν παρά του Ι. Καποδίστρια, εις τον τραγικόν θάνατον του οποίου και αυτός εμμέσως συνετέλεσε, σκληρύνων τον ενάρετον άνδρα κατά της Μαυρομιχαλικής οικογενείας, και συμβουλεύων με άλλους κακοβούλους ή ηπατημένους τα αυστηρά εκείνα κατά των δυσαρεστημένων εν γένει μέτρα.
Ο Λεωνίδης, βλέπων ακολούθως την Καποδιστριακήν δυναστείαν μη δυναμένην να κρατηθή εις τας αδυνάτους χείρας του Αυγουστίνου, αποτάσσεται τους Ρώσσους και Κυβερνητικούς, αναβαπτίζεται εις την Γαλλικήν κολυμβήθραν, και μεταβαίνει ως νεοφώτιστος συνταγματικός εις τα Μέγαρα. Οι συνταγματικοί, χωρίς να πιστεύσουν την μετάνοιάν του, διότι οι αρνησίθρησκοι και αρνησίφατροι πίστιν δεν έχουν, εδέχθησαν και αυτόν, καθώς και άλλους αμφιβίους, διά ν' αυξήση ο αριθμός των, και να δόσουν εις τον έξω κόσμον περισσοτέραν βαρύτητα εις την επιχείρησιν, υποστηριζομένην δήθεν και παρ' αυτών των ποτέ Κυβερνητικών. Εκεί να τον έβλεπες πως εμεγαλοποίει τον Κωλέτην και Μαυροκορδάτον, με πόσην κατάνυξιν ανεγίνωσκε τον Απόλλωνα, πώς εκαταράτο τον Κωλοκοτρώνην και τον Ρικόρδον, συκοφαντών και εξυβρίζων και αυτόν τον αποβιώσαντα Αρχηγόν του έθνους, τον έξοχον εκείνον άνδρα, όστις είχεν αρετάς, αξίας να τας μιμηθώσι πολλοί ηγεμόνες. Ολιγαρκής, σώφρων, οικονόμος εις τα δημόσια, ευπρόσιτος, φίλεργος, ευσεβής, εύσπλαγχνος και επιτηδειότατος προστούτοις πολιτικός, εάν είχεν αρχάς τινας δεσποτικάς, αντιβαινούσας εις αιώνα και έθνος φιλελεύθερον, αύται δεν ήσαν έμφυτοι εις την ψυχήν του, και διά φρονίμων και μετριογνωμόνων συμβούλων, ήθελεν ίσως τας απομάθει, και ευδαιμονίσει το έθνος. Αλλά σήμερον, ότε τα παλαιά πάθη κατηυνάσθησαν οπωσούν, και ο καιρός με την πείραν εδρόσισαν το συνταγματικόν αίμα μας, ας σκεφθώμεν, ποιος άλλος εις τον τόπον του Καποδίστρια, ήθελεν υποφέρει τα επαναστατικά εκείνα κινήματα των αντιπολιτευομένων, όσον δίκαιαι και αν ήσαν αι δυσαρέσκειαί των; Απλαί υποψίαι στάσεως δεν έρριψαν μετά ταύτα εις φυλακήν τον πρωταγωνιστήν Θ. Κωλοκοτρώνην, και Δ. Πλαπούταν; και μηχανορραφημένα εγκλήματα δεν τους κατεδίκασαν επισήμως εις θάνατον; Ο Κ. Τσαβέλας, ο I. Μαμούρης, ο Γκριεζιώτης, ο Θ. Γρίβας, ο Σ. Μήλιος, οι υιοί του Κωλοκοτρώνη, ο Νικηταράς, ο Καλέργης, ο Σπηλιάδης, ο Τσόκρης και πολλοί άλλοι επίσημοι Κυβερνητικοί και Συνταγματικοί οπλαρχηγοί δεν εφυλακίσθησαν επί Αντιβασιλείας ως ύποπτοι; τα δε στρατιωτικά δικαστήρια δεν ετιμώρησαν με κεφαλικήν ποινήν τους ομαδόν και σποράδην στασιαστάς και επαναστάτας; Εν τοσούτω ο τύραννος Καποδίστριας, εξώρισε μέν τινας κεκηρυγμένους στασιαστάς, αλλ’ ημπορούσε να είπει αποθνήσκων το του Περικλέους, ότι επί κυβερνήσεώς του δεν έγεινεν αίτιος να πενθοφορέση τις των κυβερνωμένων. Όθεν και ο Σπαρτιάτης Καλαμάς μας, όταν έμαθεν την δολοφονίαν του, κλαύσας πικρώς, είπεν. Δεν ήτον άξιος ο Κυβερνήτης τοιούτου θανάτου, όστις φέρει κηλίδα εις το έθνος μας. Δεν πιστεύω ποτέ να ενέχωνται οι προύχοντες των αντιπολιτευομένων εις το έγκλημα τούτο, ως ζητούν οι υπεναντίοι να τους κατηγορήσουν. Η αγανάκτησις του Κωνσταντίνου και Γεωργίου Μαυρομιχαλέων προήρχετο μάλλον από προσωπικά και οικογενειακά παράπονα. Ίσως δε να είχαν συγχρόνως πεποίθησιν ότι το έθνος, απηλλαττόμενον από τον Καποδίστριαν, θ' αποκτήση σύνταγμα, αντιπροσωπικήν κυβέρνησιν, δικαιώματα και προνόμια. Το εύχομαι και εγώ εξ όλης καρδίας! και είθε οι Έλληνες να μη λάβωσι ποτέ αφορμήν να ποθήσωσι τον ποτέ Κυβερνήτην των!
Οι Συνταγματικοί, οι μεν έχοντες σκοτισμένον τον νουν από την ελπιζομένην ευδαιμονίαν, οι δε ελπίζοντες να ωφεληθώσιν από το σύναγμα, ως επωνομάσθη χλευαστικώς τότε το Σύνταγμα, ηυχαριστούντο ακούοντες τας κατά των Κυβερνητικών κατηγορίας του λειποτάκτου Λεωνίδου, αν και εις τον κατήγορον ουδεμίαν είχον υπόληψιν, και τον ωνόμασαν μάλιστα ειρωνικώς Χαμαιλεωνίδην· διότι και αυτός, καθώς ο Χαμαιλέων, ήλλαζε συχνά πυκνά το χρώμα του· αλλ’ ο τόσον ευφυώς χαρακτηρισθείς, νομίζων ότι ήτον αρχαίον και ένδοξον το επώνυμον, το εδέχθη μετά χαράς, και έκτοτε το διετήρησεν.
Εις τους 1833 ο Χαμαιλεωνίδης υψόνει Αγγλικήν σημαίαν και προσκολλάται εις τον Αρμεσβέργην· αλλ' άμα είδεν ότι ο Πρόεδρος της Αντιβασιλείας έχη την πλειονοψηφίαν, γυρνά το φύλλον με τους υπερισχύσαντας Μάουρερ και Άβελ: δηλαδή παυαρίζει και καταλαλεί τον Πρόεδρον.
Εις τους 1835, αναιρεί εις την Εθνικήν ότι έγραψεν εις τον Σωτήρα, λέγει ήμαρτον εις τον αναλαβόντα την ισχύν του Πρόεδρον, εκφαυλίζει τον Χάϊδεκ, εις την αίθουσαν του οποίου την παραμονήν έψαλλε τα επικήδεια του Αρμεσβέργη, και προσφέρει εις το νεοελθόν της Αντιβασιλείας μέλος το ακόλουθον τετράστιχον.
Ο θεός οπόταν θέλη,
τον σοφόν Κόβελ μας στέλλει,
όστις στην Ελλάδα μέλλει
άπειρα να φέρ' ωφέλη
Ζήτω ο σωτήρ της Ελλάδος Κόβελ!
Αλλ’ ιδών ότι ο Κ. Κόβελ δεν ησθάνθη την γλυκείαν αρμονίαν της στιχουργίας του, και δεν είχε σκοπόν να τον καταστήση μέτοχον των ευεργεσιών του, πληρόνει τρεις δραχμάς εις ζωγραφίσκον τινά διά να ζωγραφίση την γελοιογραφικήν εικόνα (καρικατούραν) του Κόβελ.
Επί Καγγελαρίας ο Χαμαιλεωνίδης κηρύττεται άσπονδος εχθρός του Κωλέτη, σχηματίζει κατ' αυτού αντιπολίτευσιν, και διά του μέσου τούτου λαμβάνει υπούργημά τι. Επί Ρουδχάρδου, υποπτευόμενος μη χάση την θέσιν του, κρύπτει την εικόνα του Αρμεσβέργη, και θέτει αντ' αυτής εις το προσκυνητήριόν του το είδωλον της ημέρας, εκθειάζων, όχι μόνον τον Πρωθυπουργόν, αλλά και τον Κ. Πρόκες, και όλον το Αυστριακόν έθνος, ως σφόδρα συντελέσαν εις την αναγέννησιν της Ελλάδος· όθεν αφίνουν εις αυτόν να γλύψη το οποίον ο Αρμεσβέργης τον έρριψε κόκκαλον. Εις όλας αυτάς τας μεταβολάς των φρονημάτων και της λατρείας του, διά να δικαιώση την διαγωγήν του, έλεγεν ότι τα ανατέλλοντα άστρα είναι δικαιότερον να προσκυνούνται από τα δύοντα· αλλά κατά τούτο δεν ήτο μόνος αυτού του φρονήματος. Ο Σύλας, διά να μεταφέρη εις τον εαυτόν του την δόξαν του Πομπηίου, είχεν ειπή ότι ο ανατέλλων ήλιος πρέπει να έχη περισσοτέρους λάτρας. Οι άνθρωποι όμως ενγένει δεν περιμένουν να παρακινηθώσιν από τους δυνατούς της ημέρας διά να τους προσκυνήσουν. Αι κοινωνίαι γέμουν τοιούτων χαμερπών προσκυνητών.
Τέλος πάντων, όταν κατά τους 1837 η Βασιλεία απεφάσισε να συγκεντρώση εις εαυτήν όλην την δύναμιν και όλην την ενέργειαν, ο πονηρός Χαμαιλεωνίδης επροσπάθησε να σπουδάση την επιστήμην των αυλικών, ως το μόνον μέσον, το οποίον έμεινεν εις τους σπουδαρχίδας.
Υπάρχει εν είδος αυλικών, οι οποίοι αρχίζουν να κολακεύουν κατά πρώτον τας Κυρίας της αυλής, ή τας θυγατέρας και νύμφας των ηγεμονευόντων όθεν αφοσιούνται εις αυτάς, κολακεύουν τα πάθη των, μαντεύουν τας θλίψεις των, και ζητούν να τας θεραπεύσουν. Προς τούτοις διηγούνται εις αυτάς διάφορα ανέκδοτα πολιτικά και ερωτικά, αλατίζοντες αυτά με το αρέσκον εις τας ακροαζομένας άλας . Κατορθόνοντες λοιπόν τοιουτοτρόπως την εύνοιαν των Κυρίων και ηγεμονοπαίδων, συσταίνονται παρ' αυτών εις την Ηγεμονίδα, και δι’ αυτής εις τον Ηγεμόνα, τους οποίους, υπηρετούντες και διασκεδάζοντες κατά τον αυτόν τρόπον, υψούνται εις τον πρώτον βαθμόν των αυλικών. Δεν γίνεται ούτε χορός, ούτε πανήγυρις, ούτε συμπόσιον, ούτε άλλαι διασκεδάσεις της αυλής, όπου να μη παρευρεθούν και οι ευνοούμενοι ούτοι. Εάν ήναι προς τούτοις γελωτοποιοί, και ο Άναξ φιλόγελως, καταντούν τα χρησιμώτερα όντα της αυλής. Αυτούς πρωτοβλέπει ο Βασιλεύς εξυπνών, αυτοί τον συντροφεύουν έως εις την κλίνην, αυτοί εισάγουν τους Υπουργούς του, αυτοί τον παρουσιάζουν τας καλυτέρας χορευτρίας.
Εv ενί λόγω το πρώτον πρόσωπον όπου απαντά τις εισερχόμενος εις τα Ανακτόρια είναι το των αισχίστων αυτών αυλικών κυνισμών. Οι τετραυματισμένοι στρατιωτικοί, οι αγωνισθέντες υπέρ της εθνικής δόξης, τα αληθή του θρόνου στηρίγματα, όλοι αυτοί είναι αναγκασμένοι πολλάκις, καίτοι αγανακτούντες, να μεταχειρίζωνται την μεσιτείαν των βδελυρών αυτών κολάκων, διά να πλησιάσωσι τον ηγεμόνα, υποφέροντες μάλιστα και τας περιφρονήσεις των. Ο Σούλλυς εστάθη μόνος άξιος να εκδικηθή την χλεύην των τοιούτων αισχρημόνων. Ο ένδοξος ούτος Υπουργός του Δ’ Ερρίκου, μετά την δολοφονίαν του αγαθού εκείνου βασιλέως, είχε προσκληθή μίαν ημέραν από τον διάδοχόν του Λουδοβίκον ιγ' εις τα Ανακτόρια. Επειδή δε οι αυλικοί ηθέλησαν να εμπαίξουν τον ενάρετον αυτόν άνδρα διά την ενδυμασίαν του, ήτις τους εφάνη γελοία, στρέψας προς τον Ηγεμόνα, Βασιλεύ, τον λέγει, όταν ο Μεγαλειότατος πατήρ σου μ' έκαμνε την τιμήν να με συμβουλευθή, πρώτον εξαπέστελλεν εις τον προθάλαμον τους γελωτοποιούς της αυλής, και τότε συνωμιλούσαμεν περί υποθέσεων.
Ο Χαμαιλεωνίδης μας δεν επροχώρησε κατά τον αυτόν τρόπον· διότι ανάλογοι περιστάσεις δεν υπάρχουν ακόμη εις την Ελλάδα. Αυτός κατά πρώτον ήρχισε να κολακεύη τους Ανακτοβούλους Παυαρούς, και άλλους τινάς ευνοουμένους, καθώς και ιατρόν τινα, γνωστόν διά τον μισελληνισμόν, τας καταδρομάς και τας κατ' αυτού του θρόνου επί τέλους επιβουλάς του. Και εις αυτούς λοιπόν και παντού όπου ήξευρεν, ότι η φωνή του θ' αντηχήση, όπου δει, εξεθείαζε τον δρόμον της Κυβερνήσεως, ονομάζων δικαίας μεν τας προς τους ξένους επιδαψιλεύσεις, παραδρομήν δε την προς τους Έλληνας του αγώνος αδιαφορίαν, κατάλληλον δε τον διορισμόν ανικάνων και αργυρωνήτων ανθρωπαρίων εις σημαντικάς θέσεις, και δραστηριότητα την αδράνειαν της διοικητικής μηχανής. Ενώ δε εκήρυττε ταύτα πάντα διαπρησίως, εχαρακτήριζεν ως στασιαστάς και επιβούλους του θρόνου και του έθνους όλους, όσοι ετόλμων ν' αποδοκιμάσουν τας τραγελαφικάς πράξεις της Κυβερνήσεως, ή να λυπώνται δια την οπισθοδρόμησιν του γένους. Επαινών δε τα αξιοκατάκριτα, συκοφαντών τον μεν, κατασκοπεύων τον δε, και εξευτελιζόμενος παρά τοις ισχύουσιν, έφθασε να γίνη Σύμβουλος της Επικρατείας, ομού με δύο άλλους του αυτού φυράματος, οίτινες εδιωρίσθησαν επί σκοπώ, ότι προστιθεμένων τριών μελών εις τους ιχθυόφωνας θα κατορθωθή πλειοψηφία, υποστηρίζουσα την θέλησιν της εξουσίας.
Ο Χαμαιλεωνίδης έχει προς τοις άλλοις πολλήν επιτηδειότητα να κρύπτει τον χαρακτήρα του εις όσους δεν τον γνωρίζουν. Ενώ κατηγορεί ως ολετήρας της ανθρωπότητος τους πατριώτας εις την αυλήν, τους ονομάζει Αριστείδας και Δημοσθένεις εις το Συμβούλιον. Προσποιείται ότι σέβεται τους νόμους, ενώ τους περιφρονεί και τους καταπατεί οσάκις δύναται. Ενώ η καρδία του είναι σκληροτέρα του μαρμάρου, επιδεικνύει ότι κατασπαράττονται τα σπλάγχνα του, όταν μανθάνη δυστυχίαν τινά. Υποκρίνεται ότι συγχωρεί τας κατ' αυτού κατηγορίας, ενώ πνέει εκδίκησιν. Οι λόγοι του συνήθως είναι σύντομοι και διφορούμενοι, αι υποσχέσεις του αμφίβολοι και αι αποκρίσεις του ασαφείς, καθώς όλων των κρυψινόων.
Τόσον καλά ηξεύρει ο Χαμαιλεωνίδης να συμμορφούται με το πνεύμα της Αρχής, ώστε ημπορεί να δώση μάθημα εις τους γεροντοτέρους αυλικούς. Επί Καποδίστρια Χ. Λ. ήτον ευλαβής και φιλακόλουθος εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ήρχισαν να τον υποπτεύονται οι κανδυλάπται των εκκλησιών. Επί Αντιβασιλείας έλαβε κλίσιν εις τους χορούς, και έφερε τας θυγατέρας του εις τας συνανστροφάς του Αρμισβέργη, όπως διά του μέσου τούτου ευνοηθή. Σήμερον σπουδάζει τα γερμανικά, και εις την εκκλησίαν δεν τον βλέπεις, παρά τας βασιλικάς τελετάς, και τούτο, διά να σπρώχνη τους περιεστώτας και ν' ανοίγη δρόμον εις την ηγεμονικήν συνοδείαν προς επίδειξιν σεβασμού και αφοσιώσεως εις τον Βασιλέα, όστις βεβαίως δεν απαιτεί τοιαύτας ενδείξεις. Πρό τινος καιρού μάλιστα ήρχισε να ομιλή εμπαικτικώς περί της θρησκείας μας, είτε διότι νομίζει ότι είναι και τούτο του συρμού, είτε διότι ο Εωσφόρος τον οικειοποιήθη όλως διόλου. Ο Διάβολος, όστις αφήρεσε τα πλούτη, και έδωκε την ψώραν εις τον Ιώβ, διά να τον κατορθώση να λησμονήση τον Θεόν, ήτον ανεπιτήδειος διάβολος. Έκτοτε όμως έλαβε πείραν, και όταν θέλη να οικειοποιηθή τινα, τον πλουτίζει, τον υπουργηματίζει και τον αναβιβάζει εις έδρας, καθώς τουλάχιστον μιας εβεβαίωσεν ο πάτερ Δωρόθεος.
1
Αφού εμάθατε τι εστί Χαμαιλεωνίδης, θα σας παραστήσω και την εικόνα της Κυρίας Αικατερίνης συζύγου του. Η Συμβουλίνα κατήγετο μητρόθεν από τους ευπάτριδας της Κωνσταντινουπόλεως, και πατρόθεν από τους προύχοντας της Πελοποννήσου. Ο πατήρ της νυμφευθείς την μητέρα της, είχε λάβει ως προίκα βαθμόν τινα επί ψιλώ ονόματι της Μολδαυικής ηγεμονίας. Η θυγάτηρ του υπανδρεύθη επίσης άρχοντα, όστις, ραδιουργών διά ν' αντικαταστήση τον ηγεμονεύοντα αδελφόν του, εξωρίσθη δι' αυτού εις Αλβανίαν, ομού με τον πενθερόν του, όστις εζήτει να κρεμάση δύο άλλους προύχοντας της πατρίδος του. Αλλ’ αυτοί, εξοδεύσαντες περισσότερα, κατόρθωσαν να τον απομακρύνουν από το κέντρον τις ραδιουργίας. Ο υπερόριος ηγεμονάδελφος άρχων Άγας, καταβληθείς μετ' ου πολύ από την θλίψιν της αποτυχίας, έδωκε τα κώλα εν τη ερήμω της Ιληρίας. Ο πενθερός του, μετά πενταετή εξορίαν, καθ' ην δις διέφυγε την φαρμάκευσιν, έλαβε την άδειαν να μεταβή εις Ιωάννινα. Εκεί η Αικατερίνα, ήτις προ δέκα ετών ήδη εχήρευε, κατορθόνει διά της σπουδαρεσκείας της, να ελκύση τον έρωτα του νεοδόξου Ασλάνογλου, όστις την ενυμφεύθη, αν και ήτον οκτώ τουλάχιστον έτη πρεσβυτέρα από αυτόν, και είχε προς τούτοις εικοσαετή σχεδόν θυγατέρα, αρμόζουσαν περισσότερον από την μητέρα της εις τον γαμβρόν. Τοιαύται παραλογίαι ανδρομανών γυναικών δεν είναι σπάνιαι. Η πρώην αγώγια, τίτλον, τον οποίον και μετά την δευτερογαμίαν της διετήρησεν, ήνονε την προ της επαναστάσεως κοτζαμπασικήν με την ποτέ φαναριωτικήν αλαζονείαν. Δεν κατεδέχετο να συναναστραφή ειμή με ευγενείς, περιφρονούσα τας λοιπάς κλάσεις, αν και έλαβε λυπηρά μαθήματα από τους Έλληνας. Με όλους σχεδόν τους άνδρας και τας περισσοτέρας γυναίκας, εκτός των ευγενών, ωμίλει εις τον ενικόν αριθμόν, το οποίον καί τινες άλλοι συνειθίζουν, οι μεν από περιφρόνησιν, οι δε από έλλειψιν ανατροφής, καί τινες από σχολαστικόν ελληνισμόν. Διπλωμάτης μάλιστα τις και αυτάς τας ευγενεστέρας Κυρίας, τας οποίας βλέπει κατά πρώτην φοράν, τας ομιλεί με το σε και συ. Γνωρίζομεν ότι, συ, έλεγεν άλλοτε ο σκυτοτόμος των Αθηνών εις τον Αλκιβιάδην, και ο Δημοσθένης εις τον Φίλιππον· αλλ' ο σημερινός πολιτισμός δεν το συγχωρεί μεταξύ ξένων. Το πληθυντικόν όμως σεις το οποίον μεταχειρίζονται οι Γάλλοι και οι Χίοι, ήθελεν είσθαι καλόν, εάν εισήγετο γενικώς εις την ομιλίαν μας, αντί των υπερηλίκων τίτλων, τους οποίους οι νεώτεροι μη γνωρίζοντες υποπίπτουν εις τραγελαφικά σφάλματα. Τούτο δε το λέγω διά την Ελλάδα, όπου κατηργήθησαν οι τίτλοι· διότι σέβομαι και τας συνηθείας των άλλων τόπων, και των νόμων των τα κεφάλαια. Εν τοσούτω χρεωστώ να ομολογήσω, ότι δεν απαιτείται ολίγον μνημονικόν διά να ενθυμηθής, ότι τον μεν ηγεμόνα πρέπει να τον ονομάσης υψηλότατον, τον δε ηγεμονόπαιδα εκλαμπρότατον, τον μέγαν διερμηνέα ενδοξότατον, τους υπουργούς και πρέσβεις εξοχωτάτους, τους πρώτους άρχοντας πανευγενεστάτους, τους δευτέρους ευγενεστάτους, τους τρίτους ευγενείς, τον μεγαλέμπορον εντιμότατον, τον μικρότερον τιμιώτατον, τον ιατρόν εξοχώτατον εν ιατροφιλόσοφοις, τον πεπαιδευμένον μουσοσοφολογιώτατον, ή σοφολογιώτατον, ή λογιώτατον, κατά τον βαθμόν της παιδείας, τον οψοπώλην η αφεντιά σου, τον κουρέα του λόγου σου, τον βαστάζον συ... Εάν προσθέσης εις αυτούς τους τίτλους και των κληρικών πρέπει να ηξεύρης ότι, ο μεν Οικουμενικός Πατριάρχης ονομάζεται παναγιώτατος, οι λοιποί τρεις μακαριώτατοι, oι Αρχιερείς πανιερώτατοι, ή σεβασμιώτατοι, οι πρωτοσύγγελοι πανοσιολογιώτατοι, οι διάκονοι ιερολογιώτατοι, oι απλοί ιερείς πανοσιώτατοι, οι ύπανδροι αιδεσιμώτατοι κ.τ. λ. Όθεν πρέπει να έχης λεξικόν πρόχειρον σιμά σου, ή πολυχρόνιον πείραν· ειδεμή δεν πρέπει να παρουσιάζεσαι εις ευγενικάς και αρχιερατικάς ομηγύρεις, διότι θα υποληφθής ως αυθάδης και ασεβής, ή εξωμερίτης και άπρακτος.
Η ματαιόφρων Αικατερίνα, λησμονήσασα τας στερήσεις, όσας υπέφερε τόσα έτη, καθ' α ο σύζυγός της δεν εδύνατο να εξοικονομήση ούτε τα αναπόφευκτά του έξοδα, μ' όλους τους εξευτελισμούς του, άμα έγεινε Συμβουλίνα εζήτησε να κάμη επίδειξιν πολυτελείας. Δεν επαραχώρει τα πρωτεία κατά την ενδυμασίαν, ούτε εις αυτάς τας συζύγους των πλουσιωτέρων πρέσβεων, αν και όλα όσα εφόρει τα εχρεώστει εις τους εμπόρους, οι οποίοι, ελπίζοντες μεγαλήτερον του Χαμαιλεωνίδου προβιβασμόν, τον ενεπιστεύοντο. Ο σύζυγος, ουχ ήττον και αυτός μάταιος, επρολάμβανε μάλιστα τας επιθυμίας της γυναικός του, όχι διά να την ευχαριστήση, αλλά διά να κολακεύση την φιλαυτίαν του. Είμαι βέβαιος, ότι εάν εδύνατο να κρεμάση εις τα αυτία του ίππου του σκουλαρίκια αδαμάντινα και να περιτειλίξη τον λαιμόν του όνου του με μαργαρίτας, ήθελεν είναι το ίδιον δι’ αυτόν· διότι κατά την ιδέαν του οι άνθρωποι ήθελον θαυμάσει επίσης τα λαμπροστόλιστα τετράποδα του Χαμαιλεωνίδου, καθώς εθαύμαζον την λαμπροστόλιστον σύζυγόν του. Η δόξα επομένως είτε ούτως, είτε άλλως, ήθελεν ανήκει εις αυτόν. Αλλ’ ας ήξευρεν ο δυστυχής, καθώς και όλοι οι όμοιοί του, ότι οι άνθρωποι μακράν από του να τους θαυμάζουν, τους μέμφονται, βλέποντες αυτούς πιθηκίζοντας τους μεγάλους, και εξοδεύοντας υπέρ την δύναμίν των.
Εν τοσούτω με όλας τας μεγαλοδωρίας του, οποίον και αν είχον αύται σκοπόν, ο Χαμαιλεωνίδης δεν εδύνατο να διαμαλάξη τον στρυφνόν και δύστροπτον χαρακτήρα της Αικατερίνης, ήτις ήτον απαιτητική και οξύθυμος εις το άκρον· όθεν καθ' ημέραν συνέβαινον μεταξύ αυτών έριδες, αίτινες κατήντων εις ύβρεις, εις χειρονομίας, εις σπασίματα υαλίων, εις εκσφενδονίσματα επίπλων, και άλλας διασκεδάσεις, συνειθισμένας μεταξύ ομοειδών ανδρογύνων. Αλλ’ ο Χαμαιλεωνίδης, όστις ήξευρε παντού να προσποιήται, όταν συνετύγχανεν εις τας συναναστροφάς την γυναικά του, την ωμίλει με τόσην ευγένειαν και τρυφερότητα, ώστε όσοι ηγνόουν τα ιδιαίτερα, ενόμιζον ότι η οικία του ήτον ο ναός της ομονοίας. Εν τούτοις η κυρία του, η ψυχή του και η ζωή του, καθώς την ωνόμαζεν εις τον κόσμον, ελάμβανε και έδιδεν εις το υποτιθέμενον ομονείον, φιλοφρονήσεις ασυνειθίστους και μεταξύ αυτών των βαναύσων. Η προσποίησις δε αύτη ήτον αμοιβαία· διότι ούτε η Αικατερίνα δεν εκαταδέχετο να υποθέτουν, ότι ο ανήρ της δεν απέδιδεν εις αυτήν το οφειλόμενον εις το γένος της σέβας, ή ότι την εφιλοδώρει ενίοτέ τινα ραπίσματα, το οποίον δεν είναι εύτροπον (de bon ton).
Εντούτοις η αρχόντισσα πρώην Αγώγια μ' όλην την αλαζονείαν της, υπέπιπτε συχνά εις άτοπα ανάξια της ευγενείας. Ηγόραζε λ.χ. πραγματείας, και ηρνείτο το χρέος της. Έκρυπτε πολύτιμόν τι σκεύος και το εζήτει από τους υπηρέτας, διά να τους φοβίση ν' αναχωρήσουν χωρίς απαίτησιν μισθού. Παίζουσα χαρτία, επροφασίζετο ότι ηλησμόνησε το βαλάντιόν της, και εζήτει δάνεια από ανθρώπους, τους οποίους έβλεπε κατά πρώτην και τελευταίαν φοράν. Ενίοτε έκλεπτε τα χρήματα των γειτόνων της, και εμεταχειρίζετο διαφόρους καταχρήσεις εις το παιγνίδιον, συνήθεια αρκετά κοινή μεταξύ τινων γυναικών, αίτινες νομίζουν αξιότητα ν' απατούν τους συμπαίζοντας.
Τέλος η Αικατερίνα μας, ήτις είχε κλείσει τους πεντήκοντα πέντε, επροσπάθει να πείση τους ανθρώπους διά του καλλωπισμού και των πλαστών χρωμάτων και θελγήτρων, ότι ήτον ακόμη αρκετά νέα και ωραία· όθεν και απήτει να θεραπεύεται ως τοιαύτη από την νεολαίαν. Ενθυμείτο δε συχνά τον προ της επαναστάσεως καλόν εκείνον καιρόν, οσάκις προ πάντων οι επαναστάται δεν εξετίμων επαξίως την λαμπράν καταγωγήν της, και όταν οι νεώτεροι δεν αντεπεκρίνοντο εις τας σπουδαρέσκους προκλήσεις της. Άλλοτε οι νέοι, έλεγε μίαν ημέραν, είχον καλητέραν ανατροφήν, και εγνώριζον τα καθήκοντά των προς τας Κυρίας. Έχετε δίκαιον, την απεκρίθη αγχίνους τις· αλλ’ ενθυμηθήτε, σεβαστή Κυρία μου, πόσα έτη παρήλθον έκτοτε; Τι εννοείτε με τούτο; επανέλαβε ξηροβήξασα η Αικατερίνα· μετ' ολίγον δε υψώσασα την φωνήν, μάθετε, Κύριε, τον λέγει υπεροπτικώς, ότι η ευγένεια και η ερασμιότης δεν έχουν ηλικίαν. Εν τοσούτω η τολμηρά αύτη παρατήρησις την κατέθλιψεν, και έκτοτε συχνά στενάζουσα, εβλασφήμει την παρακμήν και έκλαιεν οσάκις ενθυμείτο την ωραίαν κόμην, τους καλούς οδόντας και το στερεόν στήθος της. Λυπηρά ενθύμησις! Δεν είσαι μόνη πτωχή Αικατερίνα. Όλοι μας ευρισκόμεθα, ή θέλομεν ευρεθή αν ζήσωμεν, εις την αυτήν κατηγορίαν· αλλά τουλάχιστον διατί να μη συγγηράσκη και η καρδία; διατί να συναισθανώμεθα τας σημαντικάς ελλείψεις μας, και η συναίσθησις αύτη ν' αποκαθιστά λυπηροτέρας τας καταστροφάς του χρόνου;
2.
Το ζεύγος αυτό απέκτησεν ένα υιόν και τρεις θυγατέρας, εκτός της πρώτης θυγατρός της Αικατερίνης, ήτις ωνομάζετο Σεβαστή, και ήτον κατ' αυτήν την εποχήν τεσσαρακοντούτης ως έγγιστα. Επειδή δε η φύσις δεν την ηυνόησε με τα δώρα της, ήτον φθονερά και κακολόγος, καθώς αι περισσότεροι ομοειδείς και συνήλικοι. Εν τούτοις αν και δεν είχε κάλλος, ούσα όμως ζωηρά, είχεν ελκύσει την προσοχήν τινων ανδρών, εν όσω είχε της νεότητος την τρυφερότητα, με την οποίαν συμβιβάζεται και η ζωηρότης, ενώ καταντά γελοία εις την παρακμήν. «Διδάσκαλ' όπου εδίδασκες και νόμον δεν εκράτεις» ακούω να με λέγουν τινές Κύριοι ή και Κυρίαι εκ των γνωρίμων μου. Έχουν δίκαιον, αλλά το σφάλμα είναι της αγηράτου καρδίας, ήτις μας ρίπτει εις τοιαύτα και μεγαλύτερα άτοπα. Όλοι έχομεν τας ελλείψεις μας και είναι διπλώς αξιολύπητοι, όσοι δεν τας γνωρίζουν, καθώς η Σεβαστή, ήτις έχουσα μεγαλητέραν υπόληψιν εις τον εαυτόν της, δεν ήρεσκε κανένα άνδρα, όταν ήτον εις την ακμήν της νεότητος. Ο μεν δεν ήτον ευγενής, ο δε είχε μετρίαν κατάστασιν, ο τρίτος δεν ήτον αρκετά αξιέραστος, ο τέταρτος δεν ήτον ευειδής και εύρωστος, ή νέος και ζωηρός, ή δεν ήξευρε γαλλικά και χορόν. Μετά το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας της ήρχισε να μετανονή η Σεβαστή, αλλά δεν ετόλμα να δείχνη πολλήν κλίσιν, και ν' ανταποκρίνεται εις τους χαριεντισμούς των γαμβρών, φοβουμένη μη την υπολάβουν, ότι προκαλεί αύτη την σύζευξιν. Μετά τους 30, απελπισθείσα, ήρχισε να προλαμβάνη τους άνδρας, να φέρη την ομιλίαν εις το κεφάλαιον της υπανδρείας, να επαινή πλαγίως τα προτερήματά της, αλλ’ επέταξε το πουλάκι. Τέλος εις τους 39 κατήντησε να δεχθή την χείρα γέροντος, τον οποίον εν διαστήματι 15 ετών είχε τετράκις αποποιηθή, και όστις μην ευρίσκων άλλην γυναίκα, είχε μείνει έως τότε άγαμος. Αλλά δεν τον εχάρη ούτ’ αυτόν πολύν καιρόν. Ο θάνατος τον ήρπασεν από τας αγκάλας της ένα μήνα μετά τους γάμους, και την άφησεν απαρηγόρητον, όχι διά την αποβίωσιν του εξησθενημένου γέροντος, αλλά διότι προέβλεπεν ότι την ήτον δύσκολον να δευτεροϋπανδρευθή.
Προς παραμυθίαν λοιπόν, η χήρα απέκτησε δύο κυνάρια, από τα οποία δεν εχωρίζετο ούτε ημέραν, ούτε νύκτα. Όλοι σχεδόν οι μεμονωμένοι άνθρωποι: δηλαδή γεροντοπαλίκαρα, γεροντοκοράσια, χήροι, χήραι, καθώς και οι απαρνηθέντες και αι απαρνηθείσαι, είτε από ευλάβειαν, είτε από απελπισίαν τα εγκόσμια, καταφεύγουσιν εις την συντροφίαν των κυναρίων, γαλών, αιλούρων, παππαγάλλων, καναρίων και άλλων τετραπόδων, πτηνών και οψαρίων. Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να ζει μόνος. Ο πλάστης το ησθάνθη, και τον έδωκε την Εύαν. Η ιστορία δεν μας λέγει, εάν ο Αδάμ μετά την εξορίαν του έζησεν εν ομονοία με την γυναίκα του, μάλιστα αφού εξ αιτίας της κατεδικάσθη να τρώγη τον άρτον του εν ιδρώτι του προσώπου του, αντί των ωραίων και αυτοφυών καρπών, τους οποίους απονητί εγεύετο εις την Εδέμ. Συμπεραίνω όμως, ότι πρέπει να είχαν συχνάς φιλονεικίας· διότι η πτώχεια φέρνει γρύνα.
Εν τοσούτω η Σεβαστή, αν και εύρισκε μικράν παρηγορίαν εις την συντροφίαν των κυναρίων, όλον ένα ήλπιζεν, ότι ο Θεός θα την στείλει δεύτερον σύζυγον, εάν όχι δ' άλλο, τουλάχιστον διά να κρίνη περί της διαφοράς μεταξύ προκατόχου και διαδόχου. Διότι άλλαι χήραι επιθυμούν την δευτέραν υπανδρείαν, διά να παρηγορηθούν, εάν ο μακαρίτης ήτον καλός· άλλαι διά ν' αποζημιωθούν, εάν ήτον κακός, και άλλαι διά να συγκρίνουν, εάν ήτον μέτριος. Η δυσκολία ήτον εν κατηραμένον ψέλλιον6 , το οποίον, επιτήδειος χρυσοχόος είχε συναρμώσει εις τον βραχίονά της κατ' αίτησιν του αποβιώσαντος, όστις υποπτευόμενος περί της ειλικρινούς αγάπης του ζεύγους του, απήτησε να ορκισθή, ότι εν όσω φορεί το βραχιόλιον, άλλον άνδρα να μην αγαπήση. Επειδή όμως όταν έδωκε τον όρκον δεν προείδε τον σύντομον θάνατον του συζύγου της, απεφάσισε μετά το συμβάν να κόψη με ρινίον το ψέλλιον, και ούτω χωρίς να γίνη επίορκος να ελευθερωθή από την υποχρέωσιν της ισοβίου αγάπης προς τον αποβιώσαντα. Αφού λοιπόν τοιουτοτρόπως εφησύχασε το συνειδός της, άρχισε να βάλλη εις ενέργειαν όλα τα προς επιτυχίαν του σκοπού της μεσα. Όχι μόνον εστολίζετο καλύτερα από τας νεωτέρας αδελφάς της και εζήτει να φανή ζωηρά και ορεκτική, αλλά και έσφιγγε την μέσην της τόσον δυνατά, ώστε έπιπτε συχνά εις λειποθυμίας και σπασμούς· διά να κατορθώση δε μικρόν πόδα τον εστενοχώρει τόσον, ώστε ήρχισε να χωλαίνη από τους τύλους (κότσια) αλλά φευ! διά την λεπτήν μόνον μέσην και μικρόν πόδα οι σημερινοί άνδρες δεν υπανδρεύονται!
Η Σεβαστή ενόμιζεν, ότι είναι προς τούτους προκομμένη, και ως τοιαύτη θα ελκύση την κλίσιν φιλομούσου τινός τουλάχιστον· αλλ’ η πτωχή και κατά τούτο ήτον ηπατημένη. Παιδιόθεν αμεληθείσα μόλις ήξευρε να συλλαβίζη την Σύνοψιν μέχρι της δευτέρας αφίξεώς της εις την Ελλάδα. Ιδούσα τότε τας νέας να καταγίνωνται εις την σπουδήν, εφιλοτιμήθη ν' αποκτήση και αυτή τινας γνώσεις· αλλ’ ως παρήλικος και έχουσα τον νουν της αδιασπάστως εις την υπανδρείαν, δεν εδυνήθη να ωφεληθή από την γραμματικήν, την ιστορίαν και την γεωγραφίαν. Επομένως όταν ετελείωσε τας σπουδάς της, ενόμιζεν ότι η Αίγυπτος είναι εις την Αμερικήν, ο Πλάτων ήτον ιστοριογράφος, και ο Θουκυδίδης θαλασσινός· συγχέουσα δε τα διάφορα συμβάντα και ονόματα της ιστορίας κατήντα γελοία, όταν εζήτει να κάμη επίδειξιν των γνώσεών της. Εσπούδασε προς τούτοις τα Γαλλικά και τα Ιταλικά· αλλά και εξ αυτών δεν ενθυμείτο παρά τινας φράσεις εκ των συνηθεστέρων. Επειδή δε είχε την μανίαν να τας μιγνύη εις την ομιλίαν της, την απετέλει έτι γελοιωδεστέραν, οσάκις μάλιστα την εστόλιζε με ελληνικάς δήθεν λέξεις, τας οποίας επίσης εκωλόβονε, και εμεταχειρίζετο την αιτιατικήν αντί ονομαστικής και την γενικήν αντί αιτιατικής, καθώς μετ' ολίγον θα την ακούσωμεν.
3.
Η Πηνελόπη, πρωτότοκος θυγάτηρ του Χαμαιλεωνίδου, ήτον γλαυκόμματος, καλλίκομος, θελκτική και ευφυής· αλλά τα χαρίσματα αυτά δεν αρκούν εις μίαν νέαν. Απαιτείται προς τούτοις υγιής ανατροφή και γνώσεις όχι τόσον γραμμάτων, καθώς καθηκόντων κοινωνικών, προ πάντων δε αρετή και σεμνότης. Η Πηνελόπη όχι μόνον είχεν αμεληθή ως προς τούτο, αλλ' ήτον και παρά πολύ ευαίσθητος· το δε πάθος αυτό γίνεται αιτία της δυστυχίας πολλών γυναικών και ουκ ολίγον ανδρών, όταν δεν χαλιναγωγήται από την φρόνησιν. Μ’ όλον οπού πολλοί και καλοί είχον την ζητήσει εις γάμον, όταν ο πατήρ της είχεν ακόμη κατάστασιν, η μήτηρ της δεν έστερξε να την υπανδρεύση, διά να μη χαλάση την σειράν, κατά την παράλογον συνήθειαν πολλών μητέρων, αι οποίαι εμποδίζουσαι τοιουτοτρόπως την τύχην των άλλων θυγατέρων των πικρά μετανοούσιν ακολούθως. Ο έρως, λέξις την οποίαν αι σεμναί κόραι δεν προφέρουν μεν μουρμουρίζουν δε ακαταπαύστως εις την καρδίαν των, ο έρως αυτός λέγω εβασάνιζε δεινώς την Πηνελόπην, ήτις είχε φθάσει πλέον εις ηλικίαν, κατά την οποίαν αναπτύσσεται καθ' όλην την έκτασιν εις τας γυναίκας, και μάλιστα τας ευαισθήτους και ζωηράς, η συναίσθησις του ανθρωπίνου προορισμού. Η πρωτότοκος αδελφή της υπανδρευθείσα ήνοιξε μεν εις αυτήν το στάδιον, αλλ’ οι γονείς επτώχευσαν, και οι οπωσούν καλοί γαμβροί της Ελλάδος, χωρίς χρήματα, και μάλιστα φλωρία κατά την τελευταίαν διατίμησιν, ούτε την Ελένην ούτε την Σωσάναν νυμφεύονται. Εν τοσούτω η Πηνελόπη, αν και ήτον γυνή του συρμού, και εθεραπεύετο από πολλούς νέους επίσης του συρμού, έμενεν όμως εντός τον καθηκόντων της. Είχε μεν όλην την επιθυμίαν να εκτελέση την θείαν παραγγελίαν, και να συντελέση εις τον πληθυσμόν του ανθρωπίνου γένους, αλλ’ είτε από αρετήν, είτε από δειλίαν κρατουμένη, επερίμενε να γίνη το αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι κατά τους αποστολικούς κανόνας.
4.
Ευφροσύνη ελέγετο η τριτότοκος αδελφή. Αύτη, αν και επίσης εύμορφος ως η Πηνελόπη, δεν εσυμφώνει διόλου κατά τον χαρακτήρα με τας αδελφάς της. Φύσει μελαγχολική και σεμνή, ηγάπα την ησυχίαν, κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και το εργόχειρον, απέφευγε τας θορυβώδεις συναναστροφάς, τας καταλαλιάς και τας συνομιλίας εκείνας, όπου η αιδώ της γυναικός προσβάλλεται, και τας οποίας πολλοί ασυλλόγιστοι γονείς και άνδρες ασυστόλως συνειθίζουν ενώπιον νέων συζύγων και θυγατέρων, εξοικειόνοντες αυτάς τοιουτοτρόπως με την κακοήθειαν. Το «Ομιλίαι κακαί φθείρουσιν ήθη χρηστά» είναι γνωμικόν πεπαλαιωμενον και άχρηστον εις τον προοδευτικόν αιώνα μας.
5.
Η υστερότοκος αδελφή, Χαρίκλεια ονομαζομένη, είχε τας αυτάς σχεδόν κλίσεις και τα ιδιώματα με την Ευφροσύνην, εκτός της μελαγχολίας· ήτον δε ασυγκρίτως ωραιοτέρα και από τας δύο άλλας· αλλά περί αυτής θα ομιλήσωμεν ακολούθως εκτεταμμένα διά του Φιλαρέτου, ως συνδεομένης της τύχης του με την τύχην της Χαρικλείας.
6.
Ο Σωτήριος, υιός του Λεωνίδου, ήτον εξ εκείνων των νέων, τους οποίους ευρίσκεις συχνότερα αλλού, παρά εις την Ελλάδα. Ο πατήρ του είχε τον στείλει εις την Ευρώπην διά να σπουδάση· αλλά, νέος πολύ και μη χειραγωγούμενος από φρόνιμόν τινα επιτηρητήν, απέκτησε τα ελαττώματα των Γάλλων και Ιταλών χωρίς να ωφεληθή ουσιωδώς από τας γνώσεις των Ευρωπαίων. Επιστήμην τινά ειδικήν δεν εσπούδασεν· είχε μεν αναγνώσει πολλά βιβλία, αλλά δεν διετήρησεν εις τον νουν του, ει μη ιστορικά τινα συμβάντα, και άλλα ανέκδοτα επουσιώδη εις την βάσιμον αγωγήν. Ο Σωτήριος ήξευρεν εν τοσούτω να χαιρετά με κομψότητα παρουσιαζόμενος εις τας συναναστροφάς, να σύρη με χάριν προσκυνών τον δεξιόν πόδα προς τα όπισθεν, να χαριεντίζεται με τας ωραίας γυναίκας, να χορεύη με χάριν, να παίζη τον αυλόν, να χωρίζη την κόμην του τεχνηέντως, να δένη τον λαιμοδέτην του κατά τον συρμόν και να ιππεύη με τέχνην. Όθεν όλη η φροντίς του ήτον να καλλωπίζεται, να μυρίζεται, να περιέρχεται τας οικίας, όπου υπήρχον καλαί νέαι, να τας αυλίζη και να ζητή την κατάκτησίν των. Διά να ήναι αυτόχρημα νέος του συρμού, εφόρει ομματοϋάλια, έτρωγε και εκοιμάτο με χειρόφτρια, επεριπάτει με κομψήν μάστιγα εις τας χείρας και εχλεύαζε τα δόγματα των πατέρων. Η μήτηρ του, ήτις εξ εναντίας ήτον θρήσκος και δισιδαίμων, ωργίζετο ένεκα τούτου συχνά κατ' αυτού, αν και τον ηγάπα με υπερβολήν, ως μονογενή υιόν της, ως απόγονον του λαμπρού γένους της, και ως υποσχεθέντα να λάβη μετά τον θάνατον του πατρός του το μητρογονικόν του επώνυμον. Όθεν και εφέρετο με πολλήν συγκατάβασιν προς αυτόν, και, προλαμβάνουσα πολλάκις τας επιθυμίας του, τον εσύστηνεν εις όσας οικογενείας υπέφερον την τόλμην του.
Χάριν του πατρός του ο Σωτήριος εδιωρίσθη υπάλληλος είς τινα γραμματείαν, αλλ' έκδοτος εις τας διασκεδάσεις και ηδονάς, απεστρέφετο την εργασίαν όθεν και υπήγαινεν άκων εις το γραφείον, όπου άλλο σχεδόν δεν έκαμνεν, ειμή ν' αναγινώσκη μυθιστορίας, και να συνθέτη ερωτικά επιστόλια εις τα οποία όμως δεν επετύγχανε διόλου κατά την ιδίαν ομολογίαν του, αν και ωμίλει με αρκετήν ευφράδειαν, και δεν ήτον στερημένος πνεύματος. Υπάρχουν νόες τινές παραδόξως πως τω όντι ωργανισμένοι. Άνθρωποι, οίτινες εις την κοινωνίαν φαίνονται αγροίκοι, επαχθείς και βαρύνοες, εάν επιχειρήσουν να γράψουν, είναι τα πρωτότυπα της κομψότητος και ευφυούς συγγραφής. Άλλοι είναι δειλοί, σιωπηλοί και ανούσιοι εις την συνομιλίαν, ενώ εις τα συγγράμματά των υψούνται υπεράνω των ηρώων, όσων περιγράφουν τας πράξεις. Εξ εναντίας βλέπομεν ανθρώπους, χαρίεντας εις την συναστροφήν, οξύνοας, ευφραδείς, προσφυολόγους, κατασκευάζοντας μ' ευκολίαν λογογρύφους, εξηγούντας αινίγματα και μαντεύοντας τους στοχασμούς των Κυρίων· εάν δε τους δώσετε κάλαμον εις τας χείρας, δεν είναι άξιοι να συνθέσουν οπωσούν κομψήν επιστολήν. Από τους τελευταίους τούτους ήτον και ο Σωτήριος, όστις, μ' όλας τας αδυναμίας του, είχεν αγαθήν καρδίαν, ήτον ειλικρινής και πιστός εις την φιλίαν του.
Ο Χαρακτήρ των περισσοτέρων μελών της Λεωνιδικής οικογενείας δεν ήρεσκε διόλου εις τον Φιλάρετον, και επομένως δεν επεθύμει τας σχέσεις των. Γνωρίζων προς τούτοις ότι ο θείος του, όχι μόνον δεν είχε προαίρεσιν να βοηθεί τους συγγενείς του, αλλά και αυτός και η γυνή του δεν κατεδέχοντο να τους συναναστρέφωνται, θεωρούντες αυτούς ως δυσγενείς, δεν είχε διάθεσιν να υποφέρη την ψυχρότητα αυτών και την περιφρόνησιν. Υπήρχεν όμως εις την οικίαν των υποκείμενόν τι, έχον μεγάλην επιρροήν εις αυτόν, και το οποίον άκοντα τον είλκυσεν. Εμαντεύσατε βέβαια, ότι το υποκείμενον αυτό ήτον η δευτέρα εξαδέλφη του Χαρίκλεια· αλλά διά να μάθωμεν πού και πώς την εγνώρισε και ηγάπησε, πρέπει ν' ανατρέξωμεν εις άλλην εποχήν. Τοὐντεύθεν δε αφίνω τον Φιλάρετον να διηγηθή τους έρωτας και τα συμβάντα του, και να εξακολουθήση την ιστορίαν ταύτην διότι εγώ δεν έχω την επιτηδειότητα να εκφράζω ακριβώς, τα οποία δεν αισθάνομαι ερωτικά αισθήματα.
Ο Χαμαιλεωνίδης, επιστρέφων από την Επτάνησον, πριν μεταβή εις Ναυπλίαν, έμεινέ τινα καιρόν εις Σπάρτην, οπού είχε τον φιλοξενήσει ο πατήρ μου υποδεχθείς αυτόν με όλην την αδελφικήν ειλικρίνειαν, την οποίαν όμως καθώς και τον Βασίλειον ελησμόνησεν άμα εισήλθεν εις την πολιτικήν ιεραρχίαν και απέφευγεν, όχι μόνον να τον ιδή, αλλ’ ούτε καν ν' αναφέρη το όνομά του. Εις την πατρικήν μου οικίαν εγνώρισα λοιπόν κατά πρώτην φοράν τους ειρημένους συγγενείς μου. Η Χαρίκλεια ήτον τότε 9 ετών, και εγώ 16. Ο χαρακτήρ μας τόσον εσυμφώνησεν, ώστε αμοιβαία συμπάθεια μας εσχέτισεν αμέσως και μας συνέδεσε τόσον σφικτά, ώστε κατηντήσαμεν αχώριστοι καθ' όλην την τριμηνιαίαν διαμονήν του πατρός της εις Σπάρτην. Τα καλήτερα χρυσόμηλα του κήπου μας εις την Χαρίκλειαν έτρεχον να προσφέρω· τα ωραιότερα άνθη των πρασιών μας την κεφαλήν της έπρεπε να στολίσουν· μ' αυτήν ομού επεριπατούσαμεν, επαγιδεύαμεν στρουθία, συνελαμβάναμεν πεταλούδας, εσυλλέγαμεν ανεμώνας εις τον Ταϋγέτην, και ροδοδάφνας εις τας όχθας του Ευρώτα, ετρέχαμεν, αστεϊζόμεθα και εγελούσαμεν με πλήρη καρδίαν. Αι διαχύσεις και τα αθώα παιγνίδια της παιδικής ηλικίας αφήνουν μακράν και ηδείαν εντύπωσιν εις την ψυχήν μας, όταν μάλιστα αμοιβαιότης κλίσεων και αισθημάτων μας συνδέη με τους συνηλικιώτας μας. Όθεν εις τον αποχωρισμόν μας ησθάνθην λύπην βαθείαν, ήτις έκτοτε μ' εκυρίευεν οσάκις ενεκάλουν εις την μνήμην μου το ωραίον και γαληνιαίον της πρόσωπον, της φωνής της την μελωδίαν, του ήθους της την ημερότητα.
Τέσσαρα έτη παρήλθον απ' εκείνην την ευτυχή εποχήν χωρίς να ίδω την Χαρίκλειαν, αποκατασταθείσαν μετά των γονέων της εις Ναυπλίαν, ήτις εις το διάστημα αυτό είχε χρηματίσει το θέατρον μεγάλων πολιτικών συμβάντων. Πρώτον η αντιπολίτευσις των εν Ύδρα, και η εξορία των αντιπολιτευομένων· ακολούθως η δολοφονία του Καποδίστρια, η αντεκδίκησις των οπαδών του, η καταδίκη και ο διά πυροβολισμού θάνατος του Γ. Μαυρομιχάλη. Μετά ταύτα η εν Άργει σύγκρουσις των δύο κομμάτων, ήτις διελύθη διά των κανονίων. Έπειτα η ύψωσις της συνταγματικής σημαίας, και η εντός του φρουρίου συνέλευσις των κυβερνητικών. Μετ' ου πολύ η άφιξις των συνταγματικών εις Ναυπλίαν, ο διωγμός του Αυγουστίνου, και η εν Προνοία συνέλευσις υπό την κλαγγήν των όπλων. Τέλος η άφιξις του Όθωνος, και η διάλυσις των εκτάκτων στρατευμάτων, ήτις επέφερε τας ληστείας. Έπειτα η διαίρεσις της Αντιβασιλείας, ήτις συνδιήρεσε πάλιν τους Έλληνας, και εκ τούτου νέαι αντεκδικήσεις, αυθεραισίαι, φυλακισμοί, καταδίκαι, καταδιωγμοί κ.τ.λ. Ο Χειμωνίδης, καθ' όλας αυτάς τας συχνάς μεταβολάς, ευρίσκετο εις το μέρος, οπού η πολιτική πλάστιγξ έκλινε περισσότερον, ακολουθών την σημαίαν των ισχυρωτέρων.
Η οικογένειά του όμως είχε μείνει εις Ναυπλίαν μεταξύ των τραγικών σκηνών και εμφυλίων πολέμων. Αι συνταγματικαί θεσμοθεσίαι, τας οποίας πολλάκις εξεθείαζεν ο πατήρ μου, μ' ενέπνευσαν συμπάθειαν ιδιαιτέραν προς την μερίδα εκείνην, ήτις εμάχετο τότε υπέρ συντάγματος, και επεθύμουν να λάβω μέρος εις τον αγώνα της. Αλλ’ ο πατήρ μου, όστις ήξευρε καλύτερα να εμβατεύη εις τας καρδίας των ανθρώπων, και εγνώριζε πόσον ολίγοι ήσαν μεταξύ των λεγομένων συνταγματικών οι εμπνευσμένοι από ειλικρινή πατριωτισμόν και φιλελευθερίας καθαρόν αίσθημα, και ότι οι πλείστοι, ενωθέντες με αυτούς, εκινούντο από πάθη εκδικήσεως, φιλαρχίας, ή φιλοκερδείας, και επομένως έμελλον να κηλιδώσωσι τον ιερόν αυτόν αγώνα, με απέτρεψεν από τον σκοπόν μου. Τούτο μ' ελύπησεν έτι περισσότερον διότι ήλπιζον, μεταβαίνων εις Ναυπλίαν, να ιδώ συγχρόνως την Χαρίκλειαν. Η άφιξις του Βασιλέως εις την δεινήν εκείνην εποχήν, καθ' ην η διαίρεσις των προυχόντων εμαστίγονε τον λαόν, επροξένησε γενικόν ενθουσιασμόν διότι το έθνος, απηυδισμένον από τους εξωτερικούς και εμφυλίους πολέμους, ήλπιζεν υπό το σκήπτρον πατρικής και ισονομίαν υποσχομένης Κυβερνήσεως, ν' απολαύση την ποθητήν ησυχίαν και ευτυχίαν. Τότε πάλιν συνενθουσθιάσθην και εγώ, μολονότι ο πατήρ μου ήτον σύννους και μελαγχολικός υπέρ το σύνηθες, μαθών ότι του Όθωνος ανήλικος όντος, η Ελλάς έμελλε ν' αντιβασιλευθή τινα έτη. Ούτε λοιπόν τότε δεν με επέτρεψε να συνακολουθήσω τους καινοφίλους, οίτινες ήρχοντο από τας επαρχίας εις την πρωτεύουσαν να θαυμάσωσι τας βασιλικάς πομπάς και παρατάξεις. Όθεν απελπίσθην πάλιν να ίδω την φιλτάτην εξαδέλφη μου.
Απροσδόκητος περίσταοις μ' ηξίωσεν επί τέλους να ευχαριστήσω τον πόθον αυτόν της ψυχής μου. Περί τα μέσα των 1834 ο πατήρ μου προσεκλήθη από το δικαστήριον του Άργους να παρουσιασθή ως μάρτυς έριδός τινος μεταξύ δύο αδελφών, οίτινες διαφιλονεικούντες πλέθρον λιμνώδους γης ήλθον εις χείρας και επλήγωσεν ο εις τον άλλον. Ο πατήρ μου, παρευρεθείς τυχαίως εις την φιλονεικίαν, και ζητήσας να διαφιλιώση τους αδελφούς, όχι μόνον δεν εδυνήθη να εμποδίση τους αικισμούς, αλλ’ ηναγκάσθη εξ αιτίας των να χάση τον πολύτιμον καιρόν του, μη δυνάμενος ν' αποφύγη την πρόσκλησιν του δικαστηρίου, χωρίς να υποπέση εις ποινήν προστιμήματος. Ο Κόμης Αρμεσβέργης διετήρει τότε ακόμη την υπεροχήν του εις την Αντιβασιλείαν, και αι γυναικείαι αξιώσεις και φιλαυτίαι, δεν είχον εισέτι κορυφωθή και επιταχύνει την διαίρεσιν των Αντιβασιλέων. Όθεν ο Χαμαιλεωνίδης, ή μάλλον η πρώην αρχόντισσα Αγώγια, κατώρθωσε διά της Κοντέσας να διορισθή ο σύζυγός της Νομάρχης εις επαρχίαν τινά, όπου όμως δεν επρόφθασε να υπάγη· διότι μετά τινας ημέρας ο Πρόεδρος ηναγκάζετο να υπογράφη ό,τι οι δύο συνάδελφοί του ενέκριναν. Μετά την αποπεράτωσιν της δίκης, ο πατήρ μου απεφάσισε να με δείξη την τότε καθέδραν της Κυβερνήσεως, δύο ώρας απέχουσαν του Άργους· ήτον δε φυσικόν να καταλύση εις τον εξάδελφόν του, τον οποίον και ημείς άλλοτε εφιλοξενήσαμεν· αλλ’ ο οιηματίας αυτός και αχάριστος άνθρωπος, όχι μόνον δεν μας εδέχθη εις την οικίαν του, αλλ’ ούτε καν εις το γεύμα μας επροσκάλεσε, φοβούμενος μη γνωστοποιηθή, ότι έχει συγγενή γεωργόν, αν και ο αγροδίαιτος εκείνος και απλοενδεδυμένος είχεν αρετάς και φρόνησιν περισσοτέραν από τον χρυσοστόλιστον Νομάρχην. Ο τρόπος αυτός του θείου μου, εψύχρανεν εις άκρον τον πατέρα μου, και έκτοτε έπαυσε πάσαν σχέσιν μετά του εξαδέλφου του. Όταν η αχαριστία ακοντίζη το βέλος της ύβρεως, ο πληγωθείς αισθάνεται διπλούν τον πόνον!
Μόλις τινάς στιγμάς ηξιώθην τότε να ίδω την ερασμίαν εξαδέλφην μου, την οποίαν εύρον ανεπτυγμένην και έτι ωραιοτέραν. To ήθος της, ο τρόπος της, η χαρά, την οποίαν έδειξεν όταν ανταμώθημεν, ηύξησαν την αγάπην μου και εδέσμευσαν περισσότερον την καρδίαν μου. Όταν ο πατήρ μου, καταβάς περίλυπος από τον εξάδελφόν του, με ειδοποίησεν, ότι πρέπει αμέσως να επιστρέψωμεν εις την Λακεδαίμονα, ενόμισα ότι ευρίσκομαι εις θέσιν αρρώστου, όστις ακούει την απόφασιν της καταδίκης του. Μετά βίας εδυνήθη ο γέρων ν' αποσπάση την χείρα της από τας χείρας μου, ενόνων τα δάκρυά του με τα εδικά μας. Έκτοτε παρήλθον έτερα τρία έτη χωρίς να μεταΐδω την Χαρίκλειαν. Η εικών της ήτον όμως παρούσα διηνεκώς εις τους οφθαλμούς μου, και ησθανόμην, ότι υπάρχει κενόν τι εις την ψυχήν μου, το οποίον μόνη η εξαδέλφη μου εδύνατο να πληρώση. Ήτον αγάπη συγγενική; εμιγνύετο εις αυτήν και έρως; το ηγνόουν. Τόσον μόνον ήξευρα, ότι την επόθουν υπέρ παν άλλο· και το αίσθημα αυτό, αντί να ολιγοστεύση με τον καιρόν, καθώς συμβαίνει όταν το ερώμενον υποκείμενον ευρίσκεται μακράν ημών, απέβαινεν εις εμέ καθ' ημέραν ισχυρώτερον, καθ’ όσον προέβαινον εις ηλικίαν, και ανεπτύσσοντο αι ηθικαί και λογικαί δυνάμεις μου. Όθεν πρέπει να ομολογήσω, ότι η επιθυμία της σπουδής μόνης δεν μ' επαρακίνει να μεταβώ εις Αθήνας.
Ταλαντευόμενος λοιπόν μεταξύ της προς τους γονείς αποστροφής, και της προς την θυγατέρα αγάπης μου, φοβούμενος εξ ενός μέρους μη περιφρονηθώ από τους πρώτους, και επιθυμών εξ άλλου να ίδω την δευτέραν, ευρισκόμην τρεις ημέρας εις αμηχανίαν. Τέλος το ισχυρώτερον αίσθημα υπερίσχυσεν· επαραμόνευσα όμως την ώραν, καθ’ ην ο πατήρ της ευρίσκετο εις το συμβούλιον. Η Χαρίκλεια είχε μάθει την άφιξίν μου εις Αθήνας, και μ' επερίμενεν ανυπομόνως. Όθεν ιδούσα με από το παράθυροv, κατέβη δρομαία, ήνοιξε την θύραν, και ερρίφθη άφωνος εις τας αγκάλας μου. Εκείνην την στιγμήν ενόμισα, ότι η καρδία μου απεσπάσθη και επέταξε προς αυτήν· ενόμισα, ότι μετεφέρθην εις την κατοικίαν των ασωμάτων· ησθάνθην αίσθημά τι, το οποίον μετείχεν αγαλλιάσεως, αγάπης, ηδονής, μακαριότητος. Μετά τας πρώτας διαχύσεις της χαράς, ανέβημεν εις το δωμάτιον της καλής Ευφροσύνης, και πολλήν ώραν ακόμη οι λυγμοί δεν μας άφιναν να ομιλήσωμεν. Τέλος μας εβοήθησεν η αδελφή της να λύσωμεν την σιωπήν.
Το κάλλος και τα θέλγητρα της Χαρικλείας, τα οποία ευρίσκοντο τότε εις την ακμήν των, μ' εξέπληξαν. Διά να μην υπολάβετε τον θαυμασμόν μου τύφλωσιν έρωτος, καθώς συμβαίνει είς τινας σφόδρα ερωτευμένους, εις των οποίων τους οφθαλμούς φαίνονται Αφροδίται αι πολύ της ερωτομήτορος απέχουσαι, θα σας παραστήσω την εικόνα της Χαρικλείας. Πρόσωπον σύμμετρον και ροδόλευκον, επισκιαζόμενον με βόστρυχας χρυσοξάνθου κόμης· οφθαλμοί μέλανες και χαρίεντες, οίτινες εκ πρώτης όψεως είλκυον και ηχμαλώτευον τας καρδίας· οδόντες λευκότατοι ως μαργαρίται, περιβλημένοι με κοράλλιον στόμα μίκριστον και στρογγύλον, το οποίον όταν εμειδία περιέχεε δώρα, και οσάκις ηνοίγετο εξήγε φωνάς μαγευτικάς, συγκινούσας την ψυχήν των όσων την ήκουον· ανάστημα μέτριον, βάδισμα εύχαρες, πους μίκριστος, όστις δεν εφαίνετο να πατή εις την γην. Εις αυτήν την γοητευτικήν καλλονήν η Χαρίκλεια ήνωνε την ευφυίαν, την αγαθότητα και την σεμνότητα, την οποίαν καταλλήλως παρέβαλέ τις με τας σκιάς των εικόνων. Καθώς εκείναι αναδεικνύουν και αναλαμπρύνουν τας ζωγραφίας, ούτω και η σεμνότης την ωραιότητα, και η μετριοφροσύνη τα προτερήματα.
Εν τούτοις η Χαρίκλεια, ενώ έπρεπε να αγαπάται περισσότερον από τους γονείς της διά τα τόσα της πλεονεκτήματα, ούτε καν συνεμερίζετο την πατρομητρικήν φιλοστοργίαν με τας άλλας αδελφάς της, αι οποίαι και αύται την απεστρέφοντο και την εφθόνουν. Μόνη η Ευφροσύνη την ηγάπα και την επαρηγόρει, όταν οι λοιποί την επίκραινον και την εξουθένιζον. Αν και ολιγωρουμένη, κατώρθωσεν όμως διά της επιμελείας της, να καλλιεργήση τον νουν της και να μορφώση τας ιδέας της, μη παραμελήσασα προς τούτοις όσα άλλα αναγκαιούν εις την σημερινήν των νεανίδων αγωγήν. Όλα αυτά τα προτερήματα της Χαρικλείας, ομού με την προς εμέ τρυφερότητά της, επροξένησαν τόσην προσβολήν εις την ψυχήν μου, ώστε ακουσίως τότε ησθάνθην ισχυρώτερόν τι της εξαδελφικής αγάπης· αλλά, σεβόμενος τα θρησκευτικά καθήκοντα, συνέστελλον το αίσθημα αυτό εντός των ορίων της συγγενείας και κοσμιότητος.
Μετ' ολίγον ήλθαν και αι άλλαι δυο αδελφαί. Η Σεβαστή, ήτις είχε χηρεύσει πρό τινων μηνών, επενθιφόρει ακόμη· αλλ' ο σπουδάρεσκος τρόπος με τον οποίον ήτον καλλωπισμένη, το πυκνόν κοκκινάδι, η ζωηρότης με την οποίαν εμβήκεν εις το δωμάτιον, το λύγισμα του σώματος, και αι περιστροφαί των απλήστων βλεμμάτων της, αντέφασκον με την θλίψιν, ήτις υπετίθετο εις αρτιχηρεύσασαν γυναίκα. Η Πηνελόπη έχασε μέγα μέρος της ανθηρότητός της· διότι είχε τότε φθάσει εις την έκτην πενταετηρίδα της· μολαταύτα ήτον ακόμη αρκετά ευειδής και θελκτική. Εις το πρόσωπόν της εφαίνετο ζωγραφισμένη η λύπη του αγάμου βίου, και, όστις είχε πείραν των ανθρωπίνων, εμάντευεν ευκόλως, ότι η τάλαινα ευρίσκετο εις ισχυρόν πόλεμον με τους εγκοσμίους πειρασμούς· αλλ’ ως αγχίνους, ήξευρε να κρύψη την θλίψιν της, και να προσποιηθή ευθυμίαν.
Η Σεβαστή, παρηκολουθημένη από τα κυνάριά της, ώρμησεν επάνω μου και εφήρμοσεν εις τας παρειάς μου μισήν δωδεκάδα παχέων φιλημάτων, πριν ακόμη συνέλθω από τον τρόμον, τον οποίον μοι επροξένησεν ο πλησιασμός αυτού του γελοιογραφικώς ενδεδυμένου και καταφυκιασιδωμένου γραϊδίου. Παρατηρήσασα δε την έκπληξίν μου, δεν μ’ εγνώρισες, λέγει, ως φαίνεται εξάδελφε· έχεις δίκαιον· είναι τόσοι χρόνοι αφού δεν μας είδες· αι γυναίκες γηράσκουν... μεγαλύνουν θα ειπώ ογλίγωρα, μάλιστα όταν υποφέρουν τόσα βάσανα, καθώς εγώ. Το ηξεύρεις, ότι εντός ενός μηνός υπανδρεύθην και εχήρευσα; α! ο μακαρίτης δεν ήτον άνθρωπος διά να ζήση πολύν καιρόν με γυναίκα· αλλά τι να κάμης την υπερηφάνειαν της μητρός μου, και την φιλαργυρίαν του ανήρ της. Να μη φθάση μία νέα να χάση τον πατέρα της· εάν έζη ο παπάκας μου ήθελα προ πολλού υπανδρευθή, και ήθελα είμαι από τας μετρημένας αρχόντισσας. Πταίω όμως και εγώ ολίγον διότι όταν ήμην νέα, δηλαδή νεωτέρα, δεν με ήρεσκον εύκολα οι άνδρες· όθεν επί τέλους απεφάσισα να συζευχθώ τον Κύριον Μελανομυστακίδην, ο οποίος τρεις φορές έπεσε να πνιγή εξ αιτίας μου. — Πώς τον ωνομάσετε; — Μελανομυστακίδην· θα ειπή, υιός του Μαυρομουστακά, και μετεφράσθη από το τουρκικόν καραμπουγιουκλής· ούτως ωνομάζετο ο μακαρίτης εις την πατρίδα του τας Κυδωνίας. Eίχε προκοπήν πολλήν και ευαισθησίαν αλλ’ ήτον πάρα πολύ ώριμος, και δεν εσυμβιβάζοντο αι θερμοκρασίαι μας, δηλαδή αι ιδιοσυγκρασίαι μας. Εγώ όμως κατά χρέος τον ηγάπων, και τον ελυπήθην πολύ, όταν απέθανεν· υγείαν έχεις ελαφριάν! (αντί του γαίαν έχεις ελαφράν). Ειπέ με πότε ήλθες; τι γίνεται ο πατήρ σου; Δεν θα έλθη και αυτός να λάβη κανέν υπούργημα; Δεν ταιρειάζει διόλου εις εξάδελφον Συμβούλου της επικρατείας να καταγίνεται με άροτρας και βοός. Όταν γίνεται τις πίτυρον τον τρώγουν οι χοίροι, καθώς λέγει η μαμά μου. Ελπίζω, ότι η ευγενεία σου θα έμβης πλέον εις τα πολιτικά και θα σ' έχωμεν εις την Πρωτεύουσαν. Ημείς εδώ διασκεδάζομεν à merveille (θαυμάσια) χοροί εις την αυλήν, κονσέρτα, δηλαδή αρμονίαι εις τας πρεσβείας, κωμωδίαι εις το παλάτι, συναναστροφαί εκλεκταί, μετ' ολίγον θέατρον, ζωή θαυμασία! Αμή δεν θα με φιλήσης και συ εξάδελφε; Τώρα δεν είμεθα εις τον πρωτινόν καιρόν. Οι εξάδελφοι και αι εξαδέλφαι μέχρι τρίτου βαθμού κατ' ευθείαν και πλαγίαν γραμμήν, ημπορούν να φιληθούν σήμερον εξαίρετα, χωρίς να παρεξηγηθή. Αυτό είναι μάλιστα de bon ton. Η επανάστασις, εάν δεν μας έκαμεν άλλο καλόν, μας εξεσκούριασεν ολίγον. Σήμερον οι νέοι ημπορούν sans façοn ν' αυλίζουν τας νέας, όταν δηλαδή έχουν σκοπόν νόμιμον, διά να σπουδάση και να γνωρίση ο εις τον χαρακτήρα του άλλου. Όχι καθώς εις τον καιρόν μου, ότε δεν άφιναν οι γονείς τον γαμβρόν να ομιλήση κατ' ιδίαν την νύμφην, παρά μετά τον γάμον. Σήμερον ο αρραβωνιαστικός ευγάλει brazzo την αρραβωνιαστικήν του εις τον περίπατον, την διασκεδάζει κατ' ιδίαν με την άμαξαν, την υπάγει εις το θέατρον. Αι γυναίκες εν γένει δεν βλέπουν τους άνδρας, καθώς πρώτα από τα καφφάσια, ως αι Οθωμανίδες και αι Αρμένισσαι. Συνομιλούν, συναναστρέφονται, συμπαίζουν, συνδιασκεδάζουν τα δύο γένη, πλασθέντα το εν διά το άλλο, καθώς λέγει ο αδελφός μου. Ωραίον πράγμα είναι η ελευθερία. Ο Θεός αναπαύσαι την ψυχήν του, όστις την εφεύρε! Τώρα μάλιστα λέγουν, ότι θα χειροτονηθούν Κόμητες, Μαρκέζοι και Πρίγγιπες Ελληνικοί. Τι ευχαρίστησις να είναι τινάς Πριγγιπέσα της Κορίνθου χάριν λόγου, ή Κοντέσα του Άργους· ας ήναι δα και Βαρωνέσα της Τριπολιτσάς, ή και Μαρκέζα της Καρίταινας. Ζήτω η ελευθερία! Εγώ δεν μεταϋπανδρεύομαι πριν γίνουν αι νέαι αύται χειροτονίαι· διότι καθείς έχει την φιλοτιμίαν του· ελπίζω δε, ότι θα προτιμηθούν οι καταγόμενοι από ευγενείς, και δεν θα δώσουν τους τίτλους τούτους απλώς και ως έτυχεν εις πλοιάρχους, στρατιωτικούς και εμπόρους.
Ηξεύρεις, ότι ο πατήρ μου είναι μέγας και πολύς; ο Βασιλεύς τον έχει εις φρικτήν υπόληψιν· τον προσκαλεί συχνά εις το γεύμα, και με αυτόν περισσότερον συνομιλεί εις τους χορούς. Η Βασίλισσα πάλιν τον ερωτά πάντοτε περί της υγείας μας· διότι ήξεύρει, ότι η μήτηρ της μήτηρ μου είχε πατήρ Πρίγκιπον. Αυτάς τας ημέρας θα λάβωμεν επιμίσθιον και σταυρόν. Το Ύψος του το υπεσχέθη με το μεγαλειότατον στόμα του, όταν ο πατήρ μου τον επίασεν από τον βραχίων δια να τον ανεβάση εις την άμαξαν εξερχόμενον από το Συμβούλιον. Ίδρωσεν ο θείος σου, έως να καταπείση τους άλλους Συμβούλους να παραδεχθούν τον νόμον. Έχομεν μερικούς από αυτούς, οπού δεν γνωρίζουν από το εν ως τα δύο, και θέλουν και αυτοί per dio να τους πληρώσει το Κράτος του το ενοίκιον, καθώς ημάς. «Ίσια κεράτσα παππαδιά, ίσια κεράτσα ράφταινα». Δεν ηξεύρεις πόσον καλός είναι ο Βασιλεύς μας· χορεύει και χαιρετά ως άγγελος· δεν θέλει καμμίαν Κυρίαν να παραπονέση· όλας τας ομιλεί και με όλας σχεδόν χορεύει· σχεδόν λέγω, διότι εγώ δεν έλαβα αυτήν την τιμήν ακόμη, αν και πολλάκις μ' εζήτησεν· αλλ’ ο Ευταξίας με φθονεί και τον παρουσιάζει τας ευνοουμένας του. Ας ήναι· εγώ τον Βασιλέα μας, καθώς όλοι οι Έλληνες, τον σέβομαι και τον αγαπώ πολύ, και μακαρίζω την τύχην της Βασίλισσας.
Δεν είναι εύμορφα τα σκυλάκια μου, εξάδελφε; ηξεύρουν πολλάς τέχνας· ονομάζονται Αμούρ και Βενιούς· εγώ τα έδωκα αυτά τα ονόματα· είναι γαλλικά: το ένα θα ειπή Έρωτας και το άλλο Αφροδίτη. Εγώ έμαθα προπέρισυ τα Γαλλικά και τα Ιταλικά. Τι ωραίαι γλώσσαι και ήμεροι! καθώς και τα έθνη των. Ως και τα ρήματά των αρχίζουν από το aimer και amare, ενώ το εδικόν μας τύπτω, τύπτεις, τύπτει αγριεύει τον άνθρωπον. Κι ενώ εκείνοι με την αγάπην μανθάνουν τα γράμματα, ημείς με τους δαρμούς, καθώς ο πρώτος διδάσκαλός μου, όστις, ζητών να βάλη εις πράξιν το ρήμα επί της πλάτης μου, μ' αηδίασεν από τα Ελληνικά, και εξαιτίας του έμεινα μέχρι προ ολίγου τυφλή. Τώρα όμως άνοιξα καλά τα μάτια μου. Γνωρίζω προς τούτοις την ιστορίαν, την γεωγραφίαν και την μυθολογίαν, η οποία έχει παράξενα και αστεία πράγματα. Εκείνος ο Δίας δεν υποφέρεται· πόσα φαρμάκια επότισε την αθλίαν Ήραν! Να ήμην εις τον τόπον της, ήθελα χωρίσει ή φονεύσει τοιούτον άπιστον σύζυγον. Θα ειπής ότι ήτον Θεός· αλλ’ επειδή εφόρει όταν ήθελε σάρκα, την σαρξ ημπορεί να τιμωρήση τινάς όταν ατακτή. Αμή την ωραιοτέραν θεάν διατί να υπανδρεύση οΖέας με τον άσχημον και κονιορτισμένον σιδηρουργόν; Ως φαίνεται και εις τους ουρανούς, καθώς εις την γην, θυσιάζουν οι γονείς τας κόρας των εις κακομοίρους άνδρας!! Έπειτα παραπονούνται και οργίζονται όταν ζητούμεν ν' αποζημιωθώμεν οπωσούν και ημείς αι θνηταί, καθώς η αθάνατος Αφροδίτη. Ο χωλός Ήφαιστος ήτον ζηλότυπος, καθώς όλοι οι ημισεροί άνδρες· αλλ’ η πονηρά γυνή του τον έπαιξε πολλάς φέστας. Δεν ζηλεύεις εξάδελφε την τύχην του Πάρις, ο οποίος έκρινε τας τρεις ωραιοτέρας Θεάς; Εκείνος ήξευρε να ωφεληθή καλήτερα από τον συνώνυμόν του Αλέξανδρον τον Μακεδόνιον, όστις εσεβάσθη τας γυναίκας του Δαρείου, όταν έπεσαν αιχμάλωτοι εις τας χείρας του. Τον γνωρίζεις τον Αλέξανδρον υιόν του Δία, ο οποίος δεν εδύνατο να γεννηθή και έσχισαν την κοιλίαν της μητρός του; Έκαμεν όμως τέρατα και σημεία· υπέταξε τους Γάλλους εις την Αμερικήν, διέβη την Ερυθράν θάλασσαν διά να υπάγη εις την Σκυθίαν και να εκθρονίση τον ... Ξέστρωτον· (αντί Σέσωστριν) εβοήθησε τον Δαυίδιον να νικήση τους Πέρσας εις την Ισπανίαν, έγινεν αυτοκράτωρ της Ρώμης, και εξουσίασεν όλον τον κόσμον. Εν ενός λόγου, ο Αλέξανδρος εστάθη μεγαλήτερος στρατηγός από τον Ηρακλήν και τον Πλάτωνα, δεινότερος φιλόσοφος από τον Σωκράτην, τον Μιλτιάδην και τον ...
Η Σεβαστή, συγχέουσα τοιουτοτοόπος την γέννησιν του Αλεξάνδρου, διογενούς αυτονομασθέντος, με την του Καίσαρος, εξαχθέντος από την μητρικήν κοιλίαν διά της καισαρικής έκτοτε ονομασθείσης τομής, συγχέουσα τας πράξεις των δυο τούτων ηρώων, και όλην την ιστορίαν και γεωγραφίαν, είχε σκοπόν να εξακολουθήση την τραγελαφικήν επείδειξιν των γνώσεών της, εάν η τετράπους Αφροδίτη πηδήσασα εις τα γόνατά της δεν την διέκοπτεν. Η ομιλία της ήλλαξε μεν, δεν έπαυσεν όμως.
Αμή τον αδελφόν μου, λέγει, τον είδες, Μουσιού Φιλαρέτ; Προ ολίγου ήλθεν από τους Παρισίους. Εκείνη τι προφορά! Τι τρόπος! Τι πνεύμα! Τι χάρις εις την ενδυμασίαν! Γάλλος απαράλλαχτος. Αι νέαι της Πρωτευούσης μας φιλονεικούν ποία να τον αρπάση. Το αυτό θα συμβή και εις την ευγενείαν σου εξ άπαντος· διότι εάν δεν έλαβες την ανατροφήν του εξευρωπαϊσθέντος Σωτηρίου, έχεις αρκετά καλόν τρόπον, ωραίον ανάστημα και δυο οφθαλμούς, εις των οποίων το βλέμμα δυσκόλως αντέχει τινάς. Επειδή δε προς τούτοις είσαι και συγγενής μας, και θα γίνης πολιτικός, αύριον αν θελήσης υπανδρεύεσαι την καλητέραν νέαν των Αθηνών. Οι γαμβροί σήμερον έχουν μεγάλην ζήτησιν· φθάνει να ηξεύρη ένας άνδρας δύο γράμματα, και να ήναι εις υπούργημα, ας μην έχη δε δεύτερον φόρεμα. Τον παρακαλούν και τον προσφέρουν όχι μόνον νέας ως το κρύον νερόν, αλλά και χιλιάδας ταλήρων και φλωρίων. Προ ολίγου μάλιστα, αφού ήρχισαν οι βαθύπλουτοι Δάκες και Ρώσσοι να συμπεθεριάζουν με τους Έλληνας, οι γαμβροί μας απέκτησαν τόσον ύφος, ώστε πρέπει μία νέα ν' απελπισθή όταν δεν έχη κατάστασιν, και περάση το εικοστόν έτος της ηλικίας της! αχ! αχ!
Η λυπηρά αύτη ενθύμησις, ο αγών με τον οποίον τόσην ώραν ωμίλει, και το σφίξιμον του περιστηθίου έρριψαν την χήραν εις λειποθυμίαν και σπασμούς τρομερούς. Αι αδελφαί της, συνειθισμέναι εις τοιαύτα συμβάντα, χωρίς να τρομάξουν, καθώς εγώ, έσυραν από το σακκούλιόν της φιάλην με ύδωρ Κολωνίας, το οποίον έφερε πάντοτε σιμά της χάριν προφυλάξεως, και το επλησίασαν εις την ρίνα της πασχούσης. Η Χαρίκλεια, αφού έτριψε τας χείρας της, και είδεν ότι ανέλαβε τας αισθήσεις της, εκάθησε πλησίον μου. Η Σεβαστή, παρατηρήσασα τούτο, ωργίσθη κατ' αυτής, την ύβρισε και την διέταξε να εξέλθη του δωματίου· αλλ’ εγώ, σταθείς εις την θύραν, την εμπόδισα. Να φύγη από τους οφθαλμούς μου, έκραζεν ως μανιώδης. Η μεγαλητέρα αδελφή της πάσχει, και εκείνη μένει αδιάφορος. Έπειτα ζητεί συνομιλίας πάντοτε με τους ερχομένους εις την οικίαν μας, και νομίζει ότι είναι Αφροδίτη, διότι την κολακεύουν τινά παιδάρια. Συγχαμερή αληθινά! — Διατί την μεταχειρίζεσθε τοιουτοτρόπως; Δεν είναι αδελφή σας; — Ό,τι και αν ήναι δεν ήλθεν ο καιρός της ακόμη να φαίνεται εις τον κόσμον, ενώ βλέπει ότι έχει τρεις αδελφάς κατά το μάλλον και είναι μεγαλητέρας από αυτήν, και αν δεν υπανδρευθώσιν όλαι, εκείνη δεν αξιόνεται άνδρα. — Εζήτησα ποτέ υπανδρείαν, σεβαστή μου αδελφή; λέγει γαληνιαίως η Χαρίκλεια· διατί με αδικείτε ενώπιον του εξαδέλφου μας; Τι πρέπει να κάμω, όταν οι άνθρωποι αποτείνωνται προς εμέ — Να τους αποκριθής ότι δεν είναι convenabile να συνομιλούν μ' εσέ, όταν ήμαι εγώ παρούσα· να προσποιήσαι ότι έχεις υπηρεσίαν, και ν' αναχωρής. Τέλος πάντων ν' αποκρίνεσαι με συντομίαν, και όχι να μακραίνης την συνομιλίαν, και ν' ακούς τους χορατασμούς των (αντί χαριεντισμούς). Το μοναστήρι, το μοναστήρι θα μας απαλλάξη από την παρουσίαν σου.
Αι άδικοι αυταί και πικραί επιπλήξεις εκίνησαν την αγανάκτησίν μου και αποτανθείς προς την Σεβαστήν, την λέγω, ότι πολύ με λυπεί ο σκληρός τρόπος, με τον οποίον φέρεται προς την αδελφήν της, ήτις και αυτή έχει πλέον την ηλικίαν της· ότι όσοι την ακούουν, θα υποθέσουν ότι από ζηλίαν και φθόνον κινουμένη, ζητεί ν' απομακρύνη εκείνην, την οποίαν νομίζει ότι γίνεται εμπόδιον εις την αποκατάτασιν των πρεσβυτέρων αδελφών· ότι πάσα μία έχει την τύχην της· ότι ... Με συγχωρείτε, λέγει η Πηνελόπη, ήτις σιωπώσα έως τότε, έχασε πλέον την υπομονήν της· διότι τα συμφέροντά της επροσβάλλοντο εκ του πλησίον. Με συγχωρείτε, Κύριέ μου· και εγώ ήμην εις την ηλικίαν της Χαρικλείας, και εγώ επίσης εθαυμαζόμην τότε και εθεραπευόμην· αλλά περιμένουσα να υπανδρευθή η Σεβαστή, ως μεγαλητέρα αδελφή μου, απέφευγον τας περιστάσεις και έμεινα μέχρι τούδε άγαμος, καθώς είναι δίκαιον να περιμένη η Ευφροσύνη και η Χαρίκλεια, έως ότου να υπανδρευθώ εγώ· [επάρατον εγώ! διατί να ήσαι ο κανών όλων των ανθρωπίνων πράξεων;] Νομίζετε λοιπόν, λέγει ηχηρά, ότι απηλλάχθητε όλως διόλου από εμέ; Μήπως φαντάζεσθε ότι με ξεκάματε με ενός μηνός υπανδρείαν; πολύ απατάσθε.
Η ομιλία τότε ήλλαξε χαρακτήρα και αφήσασαι την Χαρίκλειαν, ήρχισαν αι δύο αδελφαί να φιλονεικούν αναμεταξύ των. Η Σεβαστή διισχυρίζετο, ότι η μηνιαία υπανδρεία της, μάλιστα με άνδρα προβεβηκότα, ως ουδέν λογίζεται, ότι ουδείς φρόνιμος θα λάβη υπ' όψιν αυτήν την περίστασιν και θα την θεωρήση ως εμπόδιον εις δευτερογαμίαν, και ότι επί τέλους θα υπερασπισθή ως προς τούτο, τα δικαιώματα της πρωτοτοκίας ενόσω υπάρχουν οδόντες εις το στόμα και τρίχες εις την κεφαλήν της. Η Πηνελόπη την απεκρίνετο, ότι ήτον της τύχης της να χηρεύση ογλίγωρα, ότι είναι σειρά εδική της να γευθή και αυτή την ευτυχίαν του γάμου, και ότι άμα επιτύχη άξιον αυτής άνδρα θα τον δώση την χείρα της. Η Ευφροσύνη, ήτις είχεν αντίθετα περί υπανδρείας φρονήματα, δεν γνωρίζετε τας έλεγεν, αγαπηταί αδελφαί, την οποίαν απολαμβάνετε σήμερον ελευθερίαν, και τας δυσαρεσκείας του γάμου. Σεις κατάστασιν δεν έχετε, οι δε γαμβροί μας είναι εν γένει πτωχοί και ολίγοι δύνανται να ζήσωσι με περισσοτέραν άνεσιν από την των γονέων μας. Σεις εσυνειθίσατε προς τούτοις εις χορούς, εις συνανατροφάς, αγαπάτε τα στολίδια και την ελευθερίαν· είσθε λοιπόν βέβαιαι ότι θα τα εύρετε εις τους συζύγους σας; Αλλ' αν αυτοί προς τοις άλλοις ήναι ζηλότυποι, οργίλοι, ιδιότροποι, οποίον μέλλον σας περιμένει; — Εάν, αποκρίνεται η Πηνελόπη, όλαι αι γυναίκες έκαμναν αυτούς τους λεπτομερείς λογαριασμούς, το ανθρώπινον γένος ετελείονε προ πολλού. Συ είσαι ψυχρά, ύποπτος και δειλή· όθεν έχεις δίκαιον να φοβήσαι τον γάμον αλλ’ όλαι αι γυναίκες δεν επλάσθησαν καθώς συ. Αι ευφυείς ηξεύρουν πώς να φερθούν με τους άνδρας των, οποίος και αν ήναι ο χαρακτήρ των. Ο εδικός μου φθάνει να μην έχη αποκρουστικόν ήθος, να έχη τα μέσα να εξοδεύη, και αδιαφορώ περί των ελαττωμάτων του. Αν αγαπά την μοναξίαν, τον αφίνω να την χαίρεται· αν ήναι ζηλότυπος, γίνομαι προσεκτική· αν ήναι άπιστος, τον εκδικούμαι· αν ήναι οργίλος, κλείομαι εις τον κοιτώνα μου έως ότου να ξεθυμώση· αν ήναι φιλάργυρος τον κατορθόνω εγώ να γίνη μεταδοτικός. — Ο Θεός να σε φυλάξη, αδελφή μου, να μη πέσης εις χείρας συζύγου τινός, ο οποίος ημπορεί να σε κάμη ν' αλλάξης τα περί ανδρών φρονήματά σου.
Η υπηρέτρια μάς ειδοποίησεν, ότι ήλθεν ο θείος μου, και ότι ζητεί να με ιδή. Ανέβην λοιπόν εις την αίθουσαν, όπου τον εύρον καθήμενον μεγαλοπρεπώς επί δίφρου μετά της συζύγου του. Επλησίασα να σφίξω την χείρα του, αλλ’ αυτός με την επρόσφερε να την ασπασθώ· χωρίς δε να δείξη την παραμικράν ευχαρίστησιν, βλέπων μετά τόσα έτη τον ανεψιόν του, με απέτεινεν ένα ξηρόν καλώς ώρισες και μ' έδειξεν εις την άκραν της αιθούσης καθέκλαν, διά να καθήσω. Εζήτησα να χειρασπασθώ την θείαν μου, αλλ’ αύτη αποσυρθείσα οπίσω, περιττόν είναι, με είπεν με ύφος ηγεμονικόν. Δεν μ' ενέκρινε βέβαια άξιον να εγγίσω την ευγενή χείρα της, την οποίαν, επιστρέφουσα άλλοτε άπορος από την Επτάνησον, κατεδέχθη ν' ανοίξη διά να λάβη την βοήθειαν του πατρός μου.
Ο θείος μου, αφού εκάθησα, με ηρώτησεν επί τίνι σκοπώ ήλθον εις Αθήνας· και ακούσας ότι απεφάσισα να σπουδάσω τα νομικά, δια να γίνης βεβαίως και συ δικηγόρος, με είπεν. Δεν μας αρκούν όσοι νομολόγοι έρχονται αγεληδόν καθ' ημέραν αφ' όλα τα μέρη της Ευρώπης, και οι οποίοι κατήντησαν αι μάστιγες της κοινωνίας μας; Εξ αιτίας των δεν τολμάς να υβρίσης και να δώσης εν ράπισμα εις τον υπηρέτην σου· δεν τολμάς να παρατείνης το χρέος σου, και να ειπής δύο λέξεις, περισσότερον τον τολμηρόν έμπορον, όστις έρχεται και ζητεί με αυθάδειαν και απειλάς τα χρήματά του· δεν τολμάς να σπρώξης τον τεχνίτην όστις, αντί να σε παραχωρήση την δίοδον, τρίβεται επάνω σου, και σε κυττάζει με περιφρόνησιν· αλλά τι λέγω; δεν δύναται ένας Υπουργός να φυλακίση τον αυθάδην δημοσιογράφον, όστις τολμά να κατακρίνη τας πράξεις του, και να εξελέγχη την διαγωγήν του, ούτε ο Εισαγγελεύς να κατασχέση την εφημερίδα του· ευθύς βλέπεις δυο τρεις δικηγόρους να πηδούν ως πετεινοί εις την μέσην, διά να υπερασπισθούν δήθεν τους αδικουμένους, και να στείλωσιν ει δυνατόν εις την φυλακήν τον κατ' αυτούς υβριστήν, ας ήναι και σταυροφορεμένος, ας ήναι ευγενής, ας ήναι Μεγιστάνας. Εάν δε προς τούτοις ήναι δημοσιογράφος ο εναγόμενος, τότε συνάζονται ως μέλισσαι, ή μάλλον ως σφήκες, και ορμώσι κατά του Εισαγγελέως. Εάν θα γίνης και συ τοιούτος, σε λέγω από την σήμερον, ότι δεν θέλω να σε ηξεύρω. — Αλλά, θείε μου, ημείς, οίτινες ηγωνίσθημεν διά την ισονομίαν, είναι δίκαιον να καταπιέζωμεν τους αδυνάτους; ή να υποφέρωμεν σιωπηλώς να παραβιάζωνται οι νόμοι, και να προσβάλλωνται τα εθνικά συμφέροντα; Όταν χορηγηθή δικαίωμα εις τον ισχυρώτερον, τότε έρχεται, χάριν λόγου, ο Γρίβας, όστις είναι μίαν πιθαμήν υψηλότερος και ρωμαλεώτερος από την ευγενίαν σας, και σας κουτζοπετσόνει με την πάλα του, καθώς η ευγενία σας ημπορείτε να δαίρετε τον τεχνίτην, ο τεχνίτης να ξυλοφορτόνη τον αχθοφόρον, ο αχθοφόρος να μαστιγόνη τον γεωργόν. Πολλοί δε γεωργοί ομού και αχθοφόροι, ενούμενοι τότε, κουτσοπετσόνουν ως δυνατώτεροι, και στρατηγούς, και Συμβούλους της επικρατείας και τεχνίτας. Ιδού το αποτέλεσμα της ανισότητος των νόμων. Οργίζεσθε κατά των εφημεριδογράφων, οι οποίοι κατηγορούν τας αυθαιρεσίας, δημοσιεύουν τας καταχρήσεις, και μέμφονται τους υπαλλήλους, όσοι προδίδουν ή αμελούν τα κοινά συμφέροντα. Αλλ’ εάν δεν υπήρχον εφημερίδες, ή εάν όλαι ήσαν αργυρώνητοι, αι αυθαιρεσίαι και αδικίαι, μένουσαι άγνωτοι εις το έθνος και τον αρχηγόν του, ήθελον κορυφωθή, και η απελπισία ήθελεν επί τέλους επιφέρει επανάστασιν, ολεθρίαν και εις τους άρχοντας και εις τους αρχομένους.
Βλέπω με λέγει, ότι και συ έχεις τα αυτά με τον πατέρα σου φρονήματα, και ότι σε μετέδωκε τας δημοκρατικάς ιδέας του. Εάν είχαν όλοι τον νουν σας, έπρεπε να κάμουν επανάστασιν διά κάθε ψίλου πήδημα και ν' αφανίζωνται. — Μη γένοιτο! θείε μου, να ευχώμεθα ούτε εγώ ούτε ο πατήρ μου επαναστάσεις. Μεμφόμεθα μάλιστα εκείνους, όσοι τας προκαλούν διά των κακώσεων και αδικιών των. Αμφιβάλλεις, λέγει η θεία μου, ότι επανάστασιν ονειροπολούν αι αυταί εξημμέναι κεφαλαί; Δεν τους αρκούν όσα δικαιώματα απέκτησαν από την πρώτην, και έγειναν οι χωρικοί και οι βάναυσοι ίσοι με τους εξ ευγενών ευγενείς, αλλά θέλουν και ν’ αναβούν εις τας κεφαλάς μας. — Η επανάστασις εν τοσούτω, σεβαστή θεία μου, έκαμεν και τον σύζυγόν σας Σύμβουλον της επικρατείας και την ευγενίαν σας Συμβουλίναν. — Είσαι πολύ τολμηρός να ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον. Εγώ δεν είχον ανάγκην από την Ελλάδα σας να εξευγενισθώ. Προ της επαναστάσεως μ' εσέβοντο εις την Τουρκίαν, και μ' επροσκύνουν μάλιστα, άνθρωποι χιλιάκις καλύτεροι από σε και τον πατέρα σου. Η επανάστασις ωφέλησε τα δασκαλάκια και τους ναύτας, οι οποίοι δεν ετόλμων άλλοτε να καθήσουν έμπροσθέν μας, ενώ σήμερον συνεδριάζουν εις το Συμβούλιον με Πρίγκιπας και με συζύγους ηγεμονοπαίδων, εξαπλόνονται με αναίδειαν έμπροσθέν μας και ζητούν τας θυγατέρας μας εις γάμον. Φρίκη! φρίκη! αλλ’ αυτό δεν θα διαρκέση πολύ· καθείς θα ευρεθή ογλίγωρα εις την θέσιν του. Αύριον Κωνταντίνε επιθυμώ να με συνοδεύσης εις την αρχιδέσποιναν της αυλής. Έχω να την ομιλήσω περί σπουδαίας υποθέσεως, Αυτή η περιφρόνησις δεν υποφέρεται πλέον· πρέπει να ξεδιαλεχθή η ήρα από το σιτάρι ... Με συγχωρείς ψυχή μου, αποκρίνεται ο Χαμαιλεωνίδης· αύριον πρέπει να παρευρεθώ εις την συνεδρίασιν της φιλεκπαιδευτικής εταιρείας. — Και δεν εβαρύνθης να πηγαινοέρχεσαι, αφού δεν σ' εκλέγουν τουλάχιστον Πρόεδρον; — Ελπίζω αύριον να κατορθωθή· τριάκοντα μέλη με υπεσχέθηκαν την ψήφον των, όλοι υπάλληλοι της Κυβερνήσεως. — Αλλ' ο όχλος είναι περισσότερος. Δεν συγχαίνεσαι να συχνάζης τοιαύτας ομηγύρεις, καθώς και προχθές έτρεξες εις τας δημοτικάς εκλογάς; Σε πρέπει Σύμβουλος άνθρωπος ν' ανακατόνεσαι με τον συρφετώδη λαόν, και να υποφέρης την αποφοράν των βαναύσων ανθρώπων; Τουλάχιστον συλλογίσου, ότι έχεις γυναίκα, ήτις δεν εσυνείθισε με του βυρσοδέψου την δερματίλλα, του οψοπώλου την σαρδελλίλλα, του γεωργού την σκορδίλλα και του καπήλου την κρασίλλα. Εάν έχης φιλοτιμίαν, προσπάθησε καλύτερα να λάβης τον σταυρόν διότι καμμίαν ημέραν θα σε υπολάβουν ως υπηρέτην εις τον βασιλικόν χορόν, και θα σε ζητούν λεμονάδας και ζαχαρωτά. Μ' εννόησες, ψυχή μου άρχων Σύμβουλε; — Μάλιστα καρδιά μου, αρχόντισσα Αγώγια.
Η αμοιβαία αυτή τρυφερότης εξεφράσθη με τόνον, εις τον οποίον άρμοζε καλήτερα το Βάναυσε! αντί του ψυχή μου, εκ μέρους της συμβίας, και το Δαλιδά! αντί του καρδία μου εκ μέρους του συζύγου. Εξελθούσης της Αικατερίνης ο Χαμαιλεωνίδης έμεινε σύννους τινάς στιγμάς, καθ' ας ενθυμηθείς το προσποιητικόν του πρόσωπον, με λέγει· λυπούμαι οπού η πολιτική θέσις μου δεν με συγχωρεί προς το παρόν να δέχωμαι εις την οικίαν μου ανθρώπους πρεσβεύοντας δημοκρατικάς αρχάς, ας ήναι και στενώτεροι συγγενείς μου. Ακολούθως πιθανόν να μεταβληθούν αι περιστάσεις και τότε ... Επιθυμώ εν τοσούω πολύ να σε βοηθήσω, αλλά χωρίς να το ηξεύρη τινάς· όθεν θέλω σκεφθή και εύρει πλάγιόν τινα τρόπον. Πριν όμως σε μηνύσω μη ξαναέλθης εδώ, ούτε ν' αναφέρης τ' όνομά μου. Πίστευσε εις την προαίρεσίν μου, και υγίαινε. Εξήλθον λοιπόν από την οικίαν του με σκοπόν να μην επιστρέψω, μ' όλην την προς την Χαρίκλειαν σφοδράν αγάπην μου· διότι, εάν και δεν με εμπόδιζεν ο ίδιος την είσοδον, δεν ησθανόμην αρκετήν δύναμιν εις τον εαυτόν μου, διά να συνειθίσω με τον χαρακτήρα του θείου μου, και προ πάντων της συζύγου του, της οποίας η ματαιοφροσύνη και ο περιφρονητικός τρόπος ήτον ανυπόφορος.
Η κλάσις αύτη των ανθρώπων είναι παντού η ιδία, καθώς μ' έλεγεν ο πατήρ μου, όστις είδε πολλούς τόπους. Οι ευγενείς της Γερμανίας, όταν συζεύγωνται κατωτέρας των κατά το γένος γυναίκας, λέγουν ότι τας νυμφεύονται με την αριστεράν χείρα. Οι της Γαλλίας έσφιγγον άλλοτε την αριστεράν των υποδεεστέρων των. Οι της Ισπανίας εμβολίαζαν με το αίμα των τας μη ευγενείς γυναίκας, όσας διά χρηματικούς ή άλλους λόγους ενυμφεύοντο. Οι του Φαναρίου, ούτε υπεξανίσταντο, ούτε επισκέψεις κατεδέχοντο να επιστρέψουν, ούτε να συναναστραφούν εκείνους, όσων οι πατέρες δεν ηξιώθησαν να φορέσουν τον μαγευτικόν εκείνον μανδύαν, όστις ως εκ θαύματος υψόνει και τον κτηνοτρόφον αυτόν και τον κωπηλάτην ακόμη υπεράνω των ομοίων των, και δίδει εις αυτούς και εις τα τέκνα των το δικαίωμα να περιφρονούν τους τιμίους μεν, αλλά μη τυχόντας καβαδοφορίας πολίτας. Το αυτό δυνάμεθα να είπωμεν και διά τους κατ' άλλους τρόπους εις άλλους τόπους εξευγενιζομένους. Εν τούτοις πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι ημέρα τη ημέρα οι άνθρωποι παντού θεραπεύονται από αυτάς τας ματαιοφροσύνας· και μεταξύ αυτών των πάλαι ποτέ ευγενών μας πολλά ολίγοι έμειναν οι διατηρήσαντες το αγέρωχον και περιφρονητικόν ύφος των. Όχι μόνον η νεωτέρα γενεά περί ολίγου ποιείται την πατρογονικήν της ευγένειαν αλλά πολλοί των γηραιών και μεσηλίκων αρχόντων, απεκδύθησαν τας παλαιάς έξεις, και έγειναν περιποιητικοί, ευπροσήγοροι και κοινωνικοί με τας λοιπάς κλάσεις των ανθρώπων, οι οποίοι, ειλικρινώς σεβόμενοι τους τοιούτους άρχοντας, τους αγαπούν συγχρόνως και εκθειάζουν τους τρόπους των. Τούτο δε είναι απόδειξις, ότι ο λαός δεν κακολογεί τους ευγενείς εν γένει, διότι φθονεί, ως αυτοί λέγουν, την δόξαν και λαμπρότητά των· αλλ’ εκείνους, όσοι είναι περιφρονητικοί, οιηματίαι και σκληροκάρδιοι. Οι άνθρωποι τιμούν μεν την προσωπικήν αρετήν, τας ανδραγαθίας και την παιδείαν. Όταν όμως ζητής να τους ταπεινώσης δι' αυτών των προτερημάτων, και έτι περισσότερον, διά ματαίων, ή και αναξίων τίτλων, αγανακτούν και διερεθίζονται.
Επομένως ενώ μέμφομαι την αξιοκατάκριτον διαγωγήν των αλαζόνων, εξ άλλου μέρους σέβομαι τους μετριόφρονας ευγενείς και εγώ και όλοι, όσοι εκτιμούν την επιμελημένην ανατροφήν και τους αξιεράστους τρόπους, τους οποίους ακόμη μεταξύ αυτής της κλάσεως απαντώμεν συχνότερα. Το σέβας δε αυτό ανήκει ου μόνον εις τους τιμηθέντας πάλαι ποτέ, ή τους καταγομένους εκ των τιμηθέντων με βαθμούς ή τίτλους της Μολδαυοβλαχικής Ηγεμονίας ή άλλης Κυβερνήσεως, αλλ’ εν γένει εις τους διακρινομένους διά της ελευθερίου αγωγής, της ερασμίου συμπεριφοράς και των γενναίων αισθημάτων. Εις όλους αυτούς αρμόζει επαξίως η ευγένεια· διότι ευγενείς είναι πραγματικώς οι τρόποι των.
Ήρχισα τα μαθήματά μου, και εις το τέλος του έτους κατώρθωσα να λάβω αρκετάς νομικάς γνώσεις, ώστε να δύναμαι ν' αγορεύω ιδιωτικώς ενώπιον των Ειρηνοδικών· όθεν και εποριζόμην περισσότερα αφ' όσα απήτουν αι ανάγκαι μου· διότι άνθρωπος διάγων τακτικήν ζωήν, και περιοριζόμενος εις τα αναπόφευκτα, ημπορεί να ζήση με ολίγα εις Αθήνας, καθώς και παντού αλλού. Εις το διάστημα αυτό δεν έπαυσεν η προς την Χαρίκλειαν αγάπη μου· αλλά δεν την έβλεπον ειμή εις τον περίπατον ενίοτε, και αυτό με ηυχαρίστει.
Εν τουσούτω η τύχη του πατρός της έλαβε μεγάλας μεταβολάς κατά το τέλος του έτους τούτου. Πολλάκις είχε διαδοθή η φήμη, ότι θα γίνη Υπουργός· αλλά οι γνωρίζοντες τα προηγούμενα και τον χαρακτήρα του, δεν επίστευον ότι η Κυβέρνησις ήθελε συμμερισθή με τοιούτον άνθρωπον την διοίκησιν του έθνους. Ηπατήθησαν όμως και αυτοί, καθώς και ο Βασιλεύς. Αλλά μόλις έλαβε την εξουσίαν ταύτην, και αμέσως δυνατή αντιπολίτευσις εσχηματίσθη κατ' αυτού· διότι έχων ήδη αρκετούς εχθρούς, απέκτησεν έτι περισσοτέρους, όταν έφθασεν εις την υπουργικήν έδραν, ήτις είναι ο λίθος της δοκιμασίας όλων των πολιτικών, και εστάθη ο τάφος πολλών ανθρώπων, περί των οποίων ο λαός είχε προ της υψώσεώς των ευνοϊκήν ιδέαν. Πόσοι έχαιρον υπόληψιν φιλελευθέρων, δημοτικών και εναρέτων ανδρών ενόσω ιδιώτευον! έγειναν δε δεσποτικοί, κόλακες και ιδιοτελείς, αφού έλαβαν την εξουσίαν εις τας χείρας! τινές μάλιστα εθυσίασαν και τας εθνικάς ελευθερίας, διά να φανώσιν αρεστοί εις την Κυβέρνησιν, ήτις όμως τους έρριψεν εις την πρώτην μηδαμινότητά των άμα εξετέλεσε τους σκοπούς της. Ο ειπών «Αρχή άνδρα δείκνυσιν » εγνώρισε καλώς τον άνθρωπον. Εάν λοιπόν οι ανεπίληπτον έχοντες την προηγουμένην τουλάχιστον διαγωγήν των αποτυγχάνουν εις τα υπουργεία, πολλώ μάλλον ο Χαμαιλεωνίδης, του οποίου την ύψωσιν απέδιδαν εις το ευάγωγον του χαρακτήρας του, και την υπόσχεσιν να ενεργήση περισταλτικούς τινας νόμους, των οποίων την εκτέλεσιν αποποιηθείς ο προκάτοχός του απεβλήθη της υπηρεσίας.
Ο Χαμαιλεωνίδης κατ' αρχάς ηθέλησε να περιφρονήση την κοινήν γνώμην. Αναγνούς την τρίτην ημέραν του διορισμού του εις την Αθηνάν άρθρον αρχόμενον από του «ώδινεν όρος και έτεκε μυν», περιμένετε ολίγον Κυρ Αντωνιάδη και συντροφία· μετ' ου πολύ θα σας φανώ λέων τρομερός, είπε, πιθηκίζων τον Αγησίλαον, όστις τοιουτοτρόπως απεκρίθη τον Ταχώ, Βασιλέα της Αιγύπτου, όταν αυτός ιδών τον μικρόσωμον και ρερυπωμένον εκείνον Σπαρτιάτην, του οποίου αι ανδραγαθίαι διεφημίσθησαν τότε μέχρι Ασίας και Αφρικής, εξεφώνησε το «κοιλοπονούσε το βουνόν κ’ εγέννησε ποντικόν». Αλλ’ αι κομπορρημοσύναι αύται δεν εξίππασαν τους εφημεριδογράφους των Αθηνών, οι οποίοι εκφράζοντες τω όντι την κοινήν γνώμην, εμέμφοντο εκ συμφώνου τον διορισμόν του Χαμαιλεωνίδου, εξέθετον την αρχαιοτέραν διαγωγήν του, εξέταζον μικροσκοπικώς τας πράξεις του και έκραζον, ότι είναι αίσχος εις το έθνος να έχη τοιούτον Υπουργόν. Ιδών λοιπόν ο Χαμαιλεωνίδης, ότι η αντιπολίτευσις και η κατακραυγή εκορυφώθησαν και επαπείλουν την πτώσιν του, εστοχάσθη να συστήση εφημερίδα τινά, διά της οποίας ν' αποκρούση τας προσβολάς των εχθρών του. Επειδή δε δεν εδυνήθη να εύρη άξιόν τινα συντάκτην μεταξύ των υπαλλήλων του, ηναγκάσθη να καταφύγη εις το τάγμα των δικηγόρων, το οποίον, αν και απεστρέφετο, εθεώρει ως περιέχον άνδρας μ' ευγλωττίαν και ικανότητα. Επειδή όμως μεταξύ αυτών δεν είχε τινά φίλον, απεφάσισε ν' αποτανθή εις εμέ, και μ' εμήνυσε να υπάγω εις την οικίαν του.
Η υποδοχή αυτήν την φοράν δεν ωμοίαζε με την προλαβούσαν. Και τοι φυλάττων την αξιοπρέπειαν της θέσεώς του, μ' εδέχθη με πρόσωπον χαρίεν, με είπε να καθήσω πλησίον του, με ηρώτησε περί των σπουδών μου και μ' εζήτησε συγγνώμην, οπού προ πολλού δεν μ' εκάλεσεν εις την οικίαν του· διότι η θέσις μας, είπεν, ήτον τότε ακόμη αβέβαιος, και εταλαντευόμεθα μεταξύ ελπίδος και φόβου· αλλά σήμερον όπου εγείναμεν Υπουργός και χαίρομεν την βασιλικήν εύνοιαν, αδιαφορούμεν, εάν μας υπολάβουν Συνταγματικόν ή Κυβερνητικόν· διότι η Κυβέρνησις δεν εξετάζει τας δοξασίας των υπαλλήλων της, αρκεί να εκτελούν πιστώς τας διαταγάς της. Ο νουνεχής άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη τον χαρακτήρα της Αρχής, και τας ιδέας του κοινού, διά να οδηγήται κατά τας περιστάσεις. Ίσως την πρώτην φοράν ωμιλήσαμεν ολίγον αυστηρά κατά των δικηγόρων, αλλ’ έκτοτε επείσθημεν ότι είναι αξιότιμοι άνθωποι· όθεν χαίρομεν βλέποντες σε ευδοκιμούντα εις το έντιμον αυτό στάδιον, εις το οποίον ελπίζομεν να διαπρέψης· διότι έχεις νουν ορθόν, καλόν μνημονικόν και αρκετήν ευγλωττίαν. Εις την ικανότητά σου μάλιστα έχομεν τόσην υπόληψιν, ώστε απεφασίσαμεν να σ' εμπιστευθώμεν την σύνταξιν εφημερίδος τινός, την οποίαν θα συστήσωμεν επί σκοπώ να διαδοθώσιν εις την Ελλάδα αι ωφέλιμοι γνώσεις και να προστατεύωνται συγχρόνως τα συμφέροντα του έθνους και του θρόνου· διότι οι άλλοι εφημεριδογράφοι, καταγινόμενοι εις προσωπικότητας, αμελούν τα κυριώτερα της δημοσιογραφίας καθήκοντα. Πρότινος μάλιστα καιρού το μόνον θέμα των είμαι εγώ και το υπουργείον μου. Τους κατεμηνύσαμεν, καθώς ηξεύρεις, πεντάκις μέχρι τούδε· αλλά τίποτε δεν κατωρθώσαμεν. Εις τον σημερινόν αιώνα ο κάλαμος διά του καλάμου πολεμείται· όθεν ελπίζομεν, ότι η ευγλωττία του αγαπητού μας ανεψιού, τον οποίον προσδιορίζομέν διά τους κόπους του 500 δραχμάς κατά μήνα, ν' αποστομώση τους Κερβέρους αυτούς οι οποίοι μας εξεκούφαναν με τους υλαγμούς των. Εάν δε ήναι ανάγκη ρίπτομεν καί τινα χρυσά πλακούντια εις τους από πείναν δαγκάνοντας.
Κατά πρώτον μ' εξέπληξεν η αιφνίδιος μεταβολή του θείου μου, και εχάρην νομίσας ειλικρινείς τους λόγους του· αλλ’ επί τέλους είδον ότι ηπατήθην. Επειδή δε εγνώριζον την κοινήν περί αυτού υπόληψιν, το συνειδός μου δεν μ' εσυγχώρει ν' αναδεχθώ την υπεράσπισιν τοιαύτης σαθράς μερίδος· όθεν ευχαριστήσας αυτόν διά την καλήν προς εμέ διάθεσίν του, τον είπον, ότι το έργον είναι ανώτερον των δυνάμεών μου, αλλ’ ότι θέλω φροντίσει να εύρω άλλον τινά ικανώτερον και εμπειρότερον. Η υποχρέωσις αύτη τον εχαροποίησε, και διέταξεν ευθύς να με φέρουν καφφέν και καπνοσύριγκα. Μετά ταύτα, κατά παραγγελίαν του, επαρουσιάσθησαν και αι θυγατέρες του, εις τας οποίας ωμίλησε περί εμού με τρόπον ευνοϊκώτατον. Όλαι εχάρησαν διά την απροσδόκητον ταύτην συμφιλίωσίν μας και προ πάντων η Χαρίκλεια, ήτις μ' επλησίασε μετά σπουδής κι έδραξε την χείρα μου. Η Σεβαστή την έρριψεν άγριον βλέμμα, κατεβάσασα τας μελανωμένας οφρύς της. Εγώ, χωρίς να παρατηρήσω την δυσαρέσκειάν της, έσφιξα την χείρα της Χαρικλείας και μετά ταύτα των λοιπών αδελφών, ειπών εις εκάστην χαριεντισμόν τινα, όστις τας υπεχρέωσε, και ελησμόνησαν την προτίμησίν μου υπέρ της νεωτέρας εξαδέλφης μου. Βλέπομεν, λέγει ο πατήρ της, ότι η φιλία ήτις σας συνέδεσε ποτέ εις Σπάρτην μετά της Χαρικλείας, σώζεται ακόμη, και χαίρομεν, μόλον οπού αυτή δεν είναι αξία της αγάπης σου. Προς χάριν σου μολαταύτα θα παραβλέψωμεν εις το εξής τα σφάλματά της, και δεν θα την χωρίζωμεν από τας λοιπάς αδελφάς της. Οι γονείς τον αποκρίνομαι, πρέπει εξίσου ν' αγαπούν όλα τα τέκνα των διότι η άδικος διάκρισις γεννά μεταξύ αυτών ζηλίαν και φθόνον τα οποία επί τέλους καταντούν εις μίσος αδιάλλακτον. — Ναι, αλλά καθείς αγαπάται κατά τα προτερήματά του. — Ελπίζω, ότι η Χαρίκλεια δεν είναι η μάλλον αναξία της αγάπης σας. — Δεν έχω τω όντι αφορμήν να την κατηγορήσω, αλλά... ας ήναι. Ειπέ μας, έχεις ειδήσεις από τον εξάδελφόν μας; Λαμβάνεις συχνά γράμματα; Δεν θα έλθη να μας ιδή; Σήμερον είμεθα εις θέσιν να τον βοηθήσωμεν. — Όστις ηξεύρει, τον αποκρίνομαι, να περιορίζη τας ανάγκας του, σπανίως λαμβάνει χρείαν ξένης βοηθείας. — Και ξένοι είμεθα ημείς; (Παρατηρήσατε, ότι εις το πληθυντικόν πάντοτε ομιλεί). Ελησμόνησες ότι είμεθα δύο αδελφών υιοί; Ας μας γράψη τουλάχιστον ελευθέρως. Επιθυμούμεν να γίνωμεν εις αυτόν και εις τους λοιπούς συγγενείς μας ωφέλιμοι. Ελθέ να συγγευματίσωμεν απόψε. Η θεία σου επιθυμεί πολύ να σε ιδή. Σήμερον λείπει εις επισκέψεις με την Κοντέσαν Ξηροκαμπίαν. Σε περιμένομεν εις τας 6 ώρας· ελπίζω να μας φέρης καλάς ειδήσεις. Μη λησμονήσης να γράψης όσα σε είπαμεν προς τον πατέρα σου.
Τώρα όπου έλαβε την ανάγκην μου ενθυμήθη τον εξάδελφόν του. Η δυστυχία έχει το προτέρημα να μας αποδίδη το μνημονικόν, το οποίον μας αφαιρεί η ευμοιρία. Τον απεχαιρέτησα, και εξελθών, απευθύνθην εις διαφόρους γνωρίμους μου, αλλ' ουδείς ηθέλησε ν' αναδεχθή την υπεράσπισιν του Χαμαιλεωνίδου. Τέλος εύρον δικηγόρον τινά, όστις στερούμενος πελατών, επώλει τα βιβλία του διά να τραφή· αυτός λοιπόν ανέλαβε την σύνταξιν της υπουργικής εφημερίδος. Δεν ήτον μεν δεινός εις την λογικήν, αλλ’ η υπόθεσις απήτει στρεψοδικίαν μάλλον, και ο ελάχιστος δικηγόρος δεν ήτον άμοιρος αυτού του προτερήματος. Όθεν αι πέντε χιλιάδες δραχμαί της εγγυήσεως κατεβλήθησαν αμέσως, και η εφημερίς εφάνη· αλλά τι συνέβη; Οι άλλοι δημοσιογράφοι, λαμβάνοντες τότε αφορμήν περισσοτέραν εκ των ανυποστηρίκτων λόγων της υπερασπίσεως, προσέβαλλον συχνότερα και σκληρότερα τον προστατευόμενον. Ο υπερασπιστής, μη δυνάμενος ν' αναιρέση, όσα προσήπτον τον πελάτην του, κατέφευγεν εις καπηλικάς ύβρεις, καθώς συμβαίνει εις όλους, όσοι δεν έχουν λόγους ισχυρούς και αληθείας ν' αντιπαρατάξουν εις τας επικρίσεις των άλλων. Ο Χαμαιλεωνίδης ενόμιζε τον εαυτόν του ικανοποιημένον και υπερευχαριστείτο, αν και επλήρονεν όλον τον μισθόν του σχεδόν προς διατήρησιν της εφημερίδος, ήτις είχε 32 μόνον συνδρομητάς, και αυτούς εκ των υπουργικών υπαλλήλων.
Η ματαία αύτη δαπάνη, προστιθεμένη εις τας άλλας, τον ηνάγκαζε να δωροδοκήται όχι μόνον από τους διοριζομένους δι’ αυτού εις υπηρεσίας, αλλά και από εκείνους εις όσους υπέσχετο βοήθειαν, χωρίς να έχη δύναμιν και σκοπόν να εκτελέση την υπόσχεσίν του, φορολογών συγχρόνως τους εμπόρους, επί λόγω δανείου, και πωλών τα δημόσια συμφέροντα διά μικράς ωφελείας. Πολλαί εκ των καταχρήσεων, ανακαλυφθείσαι, ηύξησαν την κατακραυγήν, ήτις όμως δεν εδύνατο να φθάση εις τα ώτα της ανωτάτης Αρχής· διότι είχεν εις το Ανακτοβούλιον προστάτας, οίτινες, συμμεριζόμενοι τας προσόδους του, παρεμόρφοναν εις τον Βασιλέα την αλήθειαν και επήνουν την τιμιότητα και τον ζήλον του Υπουργού. Όθεν ο Χαμαιλεωνίδης διά να τους ευαρεστήση επροσπάθει και έργω και λόγω ν' αποδείξη την αφοσίωσίν του. Εξεθείαζε πανταχού τον φιλελληνισμόν των, εσυγχαίρετο τον Άνακτα διά την απόκτησιν τοιούτων εναρέτων Συμβούλων, και εμισθοδότει ωτακουστάς και κατασκόπους, διά να μανθάνη τι φρονούν οι Έλληνες περί αυτών, ποίος τους κατηγορεί και τους αποστρέφεται. Εάν δε ο φίλος των ετόλμα να ομολογήση εις αυτούς όλην την αλήθειαν, ολίγοι υπάλληλοι και ιδιώται ήθελον αποφύγει την εκδίκησίν των διότι όλον το έθνος σχεδόν εμίσει τους μισαρούς και καταχθονίους αυτούς Συμβουλάτορας, καθώς επίσης και τον Χαμαιλεωνίδην, άνευ εξαιρέσεως ουδέ αυτών εκείνων, όσοι ευρίσκοντο εις την λυπηράν ανάγκην να επικαλεσθούν την προστασίαν των. Η ανάγκη, εις ην και θεοί πείθονται, είναι συγγνωστή. Ο άνθρωπος ευρίσκεται πολλάκις εις την δεινήν θέσιν να προστρέξη εις τους δυνατούς· αλλ’ ο τίμιος άνθρωπος δεν εξευτελίζει τον χαρακτήρα του, απονέμων ανερυθριάστως επαίνους και ανυπάρκτους αρετάς εις όντα, των οποίων ενδομύχως βδελύττεται την διαγωγήν, και αποδοκιμάζει τα αισθήματα· χαμερπείς δε τοιούτοι άνθρωποι παντού ευρίσκονται.
Μίαν των ημερών εισερχόμενος εις τον Υπουργόν, απαντώ εις τον προθάλαμόν του διαφόρους ανθρώπους περιμένοντας να τον ανταμώσουν. Ο Χαμαιλεωνίδης είχε, των θυρών κεκλεισμένων, μυστικήν ομιλίαν με τον υπαστυνόμον, όστις, ως έμαθον μετά ταύτα, ήλθε να τον αναφέρη, ότι πολίται τινές συνδειπνούντες έπιον υπέρ κατευοδώσεως των Παυαρών, και μαθηταί τινες έψαλαν τον πολιτικόν επικήδειον του Υπουργού. Όθεν έπρεπε να καθήσω εις τον προθάλαμον, έως ότου ν' αποφασισθώσιν εις τα άδυτα του ναού τα υπέρ εξασφαλήσεως της κοινής ησυχίας ληπτέα εις κρίσιμον τοιαύτην περίστασιν μέτρα. Οι άλλοι άνθρωποι, οίτινες προ πολλών ωρών επερίμεναν τον Υπουργόν, ήρχισαν ν' αγαναχτούν, και να διηγήται ο εις τον άλλον τα παράπονά του. Ο μεν έλεγεν, ότι θεωρούμενος από τον Διοικητήν της Επαρχίας του, ως μη ανήκων εις το κόμμα του Υπουργού, κατασκοπεύεται, κατατρέχεται, συκοφαντείται ως εχθρός των καθεστώτων και ως υποκινών δυσαρεσκείας και επαναστάσεις κατά της Εξουσίας· επιβαρύνεται δε από τον Δήμαρχον με βάρη αφόρητα, κατέχεται η οικία του ακαταπαύστως από μεταβατικούς στρατιώτας, και αυτή η ζωή του ευρίσκεται εις κίνδυνον. Άλλος έλεγεν, ότι ελήφθη ο υιός του εις την στρατολογίαν, ενώ δέκα άλλοι, λαβόντες μεγαλυτέρους αριθμούς εις τον λαχνόν, έπρεπε να στρατολογηθούν κατά προτίμησιν· αλλ' όντες οι μεν, συγγενείς του Δημάρχου, οι δε, δωροδοκήσαντες αυτόν, απελύθησαν. Τρεις τέσσαρες επαραπονούντο κατά της αυθαιρεσίας των οικονομικών υπαλλήλων και των ενοικιαστών, οίτινες, εκτός των άλλων αδικιών, τους αναγκάζουν να πληρώνουν διά την καθυστέρησιν μικρίστων ποσοτήτων πρόστιμα εις τους υπηρέτας των, τους οποίους στέλλουν εις τους φορολογουμένους ως ποινήτορας και μηνύτορας, διά να τους ωφελήσουν με τους ιδρώτας των γεωργών. Άλλος εδιηγείτο, ότι μόλον οπού έχει την πλειονοψηφίαν των συνδημοτών του, ο Διοικητής δεν θέλει να τον επικυρώση Δήμαρχον, διότι είναι συνδρομητής εις την Αθηνάν. Άλλος, ότι το Πρωτοδικείον δεν θέλει να δικάση την υπόθεσίν του, αν και πολλάκις ήλθεν η σειρά της· διότι ενάγει ένα των προυχόντων, όστις δίδει συχνά γεύματα εις τους δικαστάς. Άλλος, ότι τον υιόν του εδίωξεν ο διδάσκαλος από το σχολείον· διότι ο πατήρ είναι ανταποκριτής του Αιώνος, όστις κατηγορεί τον επί της δημοσίου εκπαιδεύσεως Υπουργόν, ως διορίζοντα αμαθείς διδασκάλους εις τα σχολεία. Στρατιωτικός τις επαραπονείτο, ότι δεν συμπεριελήφθη εις τον κατάλογον των συνταξιούχων και των προικοδοτουμένων, επί προφάσει ότι έχασε τα αποδεικτικά του, αν και αι πληγαί του διαμαρτυρούσιν εναργέστατα τας εκδουλεύσεις του· το αληθές όμως ήτον ότι ανεγίνωσκε τον Φίλον του λαού, όστις κατεφέρετο κατά του επί των Στρατιωτικών Υπουργού.
Όλοι αυτοί, παρουσιασθέντες εις τους αρμοδίους Υπουργούς, και μη εισακουσθέντων των παραπόνων των, ήλθον εις τον επί των εσωτερικών, ως δήθεν γενικόν των πολιτών προστάτην, διά να επικαλεσθώσι την υπεράσπισίν του. Τας αιτίας δε των δεινών των απέδιδον εις την Κυβέρνησιν, ήτις λαμβάνουσα γνώσιν των καταχρήσεων, δεν σωφρονίζει τους υπαλλήλους της οι οποίοι μάλιστα κηρύττουν, ότι προστατεύονται από τους Υπουργούς. Όθεν εκαταρώντο τον Χαμαιλεωνίδην και τους συναδέλφους του, οι οποίοι όχι μόνον δεν τους ικανοποιούν, αλλά και τους ηπάτουν με το σήμερον και αύριον. Εκατηγόρουν την μακιαβελικήν πολιτικήν των, την νερωνικήν των σκληρότητα, την σατανικήν των αλαζονείαν, αγνοούντες βεβαίως, ότι ήμουν συγγενής του Χαμαιλεωνίδου. Μεταξύ αυτών των δικαίως παραπονουμένων ήσαν και τίνες σπουδαρχίδαι, οίτινες αν και μη έχοντες λόγους να παραπονεθούν, συνεφώνουν και αυτοί με τους πρώτους, ότι ο Υπουργός είναι άξιος διά το λαιμοτομείον.
Εν τούτοις τι ήθελες ειπεί, εάν ήκουες αυτούς τους ιδίους αρχιλυπάρους, οίτινες εις τον προθάλαμον εκάλουν Καλικούλαν τον Υπουργόν, να τον δίδουν το επώνυμον του Τίτου, όταν επαρουσιάσθησαν έμπροσθέν του, και να τον ονομάζουν δίκαιον, συμπαθητικόν, ευεργέτην της πασχούσης ανθρωπότητος, επικαλούμενοι την προστασίαν του με άκραν υπόκλισιν! Οι άνθρωποι επομένως, και εξ αυτών των λεγομένων φιλελευθέρων, κολακεύουν τους εν τοις πράγμασι και θα τους κολακεύουν ενόσω θα υφίσταται το μίγμα αυτό της μωρίας και χαμερπείας, κόσμος ονομαζόμενον. Ο θείος μου, κατά την συνήθειάν του, τους απεκρίθη με λόγους κολακευτικούς, ότι ημέραν και νύκτα άλλο δεν σκέπτεται, ειμή περί της ευδαιμονίας των υπηκόων της Α. Μ., ότι επρόβαλε μεταθέσεις διά ν' απαλλάξη τον λαόν από τους τυράννους, και να τους αντικαταστήση διά φιλοδικαίων Διοικητών, αλλ’ ότι δεν ενεκρίθησαν εισέτι αι προτάσεις του· διότι απήντησεν αντενεργείας εκ μέρους ξένων τινών διπλωματών κ.τ.λ. Μετά ταύτα τους λέγει, ότι αναγκάζεται να υπάγη εις την αυλήν δια κατεπείγουσαν υπόθεσιν, και να τον συγχωρήσουν οπού δεν ημπορεί να ομιλήση διεξοδικώτερα με αυτούς· να έχουν όμως πλήρη πεποίθησιν, ότι θα κάμη τα αδύνατα δυνατά, διά να τους ευχαριστήση όλους διά των νέων διορισμών. Και ταύτα ειπών, έκλινε μειδιών την κεφαλήν, το οποίον θα ειπή: ευαρεστηθήτε, Κύριοι, να με απαλλάξετε από την ενοχλητικήν παρουσίαν σας.
Μεταξύ αυτών ευρίσκετο λογιώτατός τις ζητών και αυτός θέσιν· ενθουσιασθείς δε από τας υποσχέσεις και την προσποιουμένην ευπροσηγορίαν του Χαμαιλεωνίδου, τον λέγει με τόνον κατανυκτικόν. Εκλαμπρότατε και Υψηλοευγενέστε! Εις το έξοχον υποκείμενόν σας η θεία πρόνοια ήνωσε την σοφίαν του Σολομώντος και Σωκράτους, το μεγαλεπίβουλον του Δαβίδ και Θεμιστοκλέους, την δικαιοσύνην του Ενώχ και Αριστείδου, την ευφράδειαν του Μωυσέως και Δημοσθένους, την μεγαλοδωρίαν του Ιωσήφ και Περικλέους. Τοιούτος ημίν έπρεπεν Υπουργός. Είθε ν' απολαύσετε την ευτυχίαν του Πολυκράτους, τα πλούτη του Κροίσου, και την μακροβιότητα του Μαθουσάλα! Αμήν! Έκραξαν οι λοιποί, καρκινοβατικώς χαιρετούντες μέχρι της θύρας, και βλασφημούντες βεβαίως κατά νουν και τον εγκωμιαστήν και τον εγκωμιασθέντα.
Μόλις εξήλθον αυτοί, και ο υπηρέτης ανήγγειλεν ότι, άνθρωπός τις, συγγενής της Εξοχότητός του λεγόμενος, ζητεί να παρουσιασθή. Το δύσκολον είναι, αναγνώστα μου, να γίνης Υπουργός, ή να φθάσης εις άλλην τινά υψηλήν θέσιν. Οι φίλοι και οι συγγενείς αναφύονται τότε ως μύκητες. Ο μεν συνεμαθήτευσε μετά σου· ο δε συνεκατοίκησεν· ο τρίτος συνανεστράφη· ο τέταρτος συνηγωνίσθη· ο πέμπτος συνεταξίδευσεν· ο έκτος συνεφατρίασεν· ο έβδομος συνεφυλακίσθη, ο όγδοος συνεξωρίσθη κ.τ.λ. Οι μεν συγγενεύονται πατρόθεν, οι δε μητρόθεν μετά σου, όστις κατά πρώτην φοράν μανθάνεις, ότι έχεις γαμβραδελφούς των δευτερανεψιών σου, και συμπεθέρους των πρωτεξαδέλφων σου, και ότι χρεωστείς βοήθειαν όχι μόνον εις όλους αυτούς, αλλά και εις τους γαλακταδελφούς και γαλακτοπατέρας, και αυτούς τους γαλακτοθείους σου. Όθεν ο Χαμαιλεωνίδης, όστις, ως φαίνεται ελάμβανε συχνά τοιαύτας επισκέψεις, ακούσας, ότι και άλλος επαρουσιάσθη, δεν θα τελειώση ποτέ αυτό το συγγενολόγιον; έκραξε. Τι νομίζουν; ότι έχω τον Πακτωλόν εις την διάθεσίν μου; Εγώ θα χάσω τον νουν ή την ζωήν μου ογλίγωρα, Φιλάρετε, εάν δεν με απαλλάξη ο Βασιλεύς από το αφόρητον αυτό βάρος. Όλοι ζητούν την βοήθειάν μου, και, αγνοούντες πόσον περιεσταλμένη είναι η δύναμίς μου, νομίζουν ότι δεν θέλω να τους συνδράμω, και γογγίζουν εναντίον μου. Ας έμβη και αυτός, δια να ίδωμεν τουλάχιστον πόθεν μας εφύτρωσε.
Πενιχρώς ενδεδυμένος, αλλά σεβάσμιος μεσήλιξ παρουσιάζεται, και πλησιάσας με θάρρος τον Υπουργόν, ζητεί να σφίξη την χείρα του. Ιδών δε αυτόν αποσυρόμενον, έχετε δίκαιον, τον λέγει, να λησμονήσετε τον ομογάλακτον αδελφόν σας Γεώργιον· διότι είναι 30 περίπου χρόνοι αφού απεχωρίσθημεν εις τα Ιωάννινα. Έκτοτε μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν επεχειρίσθην το εμπόριον, και ηυτύχουν μέχρι τινός· αλλά το εμποροκτόνον παρελθόν έτος (1837) ηνάγκασε και εμέ να κηρύξω πτωχείαν. Η φιλοτιμία μου δε δεν μ' εσυγχώρησε να ζήσω πλέον εις την πόλιν εκείνην, όπου, διά να μην έχω τύψιν συνειδότος, άφησα μέχρι των ενδυμάτων μου εις τους έχοντας λαμβάνειν. Μεταβάς δε εις την Ελλάδα διά να ζητήσω έντιμον πόρον ζωής, και μη δυνάμενος να εύρω μέχρι τούδε έργον, ήλθον να επικαλεσθώ την προστασίαν σας θαρρών εις την παλαιάν μας φιλίαν. Μη σας τρομάζη το εξωτερικόν μου· είμαι τίμιος άνθρωπος, και δοκιμάσατέ με διά να βεβαιωθήτε. — Φίλος σου εγώ και γνώριμος σου; απατάσαι, αδελφέ, και ώρα σου καλή! τον αποκρίνεται ο Χαμαιλεωνίδης. — Ίσως απατώμαι, τον λέγει ο ξένος μειδιάσας με πικρίαν· εγώ είχον τω όντι ομογάλακτον αδελφόν Κώτσον ονομαζόμενον, τον οποίον ποτέ εσύστησα, εξοχώτατε, εις τον Βελή Πασσάν, και όστις προς ευγνωμοσύνηv με παρηγκώνισε, και έλαβε την θέσιv μου. Επειδή δε έμαθον, ότι ο Κώτσος εκείνος, Ασλάνογλους επονομασθείς, και μετά ταύτα Χαμαιλεωνίδης, είναι Υπουργός της Ελλάδος, και εσκέφθην, ότι δια να λάβη τοιούτον αξίωμα εις ελεύθερον και ευνομούμενον τόπον, πρέπει να άλλαξε χαρακτήρα, απεφάσισα να ζητήσω την επικουρίαν του, λησμονήσας όσα παρ' αυτού έπαθον. Συγχωρήσατέ μοι, εξοχώτατε, αν κατά λάθος απετάνθην εις υμάς. Σας προσκυνώ με σέβας. Στάσου, τον λέγει ο Χαμαιλεωνίδης με τρέμουσαν φωνήν, και φυσών από την οργήν του· εδώ πρέπει να υπάρχη σύγχυσις ονομάτων. Βλέπομεν τω όντι ότι είσαι τίμιος άνθρωπος, και αν δεν σε γνωρίζωμεν, επιθυμούμεν να σε γίνωμεν ωφέλιμοι. Λάβε αυτάς τας δραχμάς, και ακολούθως θέλομεν σκεφθή οποίαν θέσιν δυνάμεθα να σε χορηγήσωμεν. Τα πικρόν μειδίαμα ανεφάνη πάλιν εις τα χείλη του ξένου, όστις λαβών το πεντάδραχμον το έρριψε με ψυχράν περιφρόνησιν κατά γης. Εγώ σ' εζήτησα έργον, και όχι έλεος, τον λέγει. Έχω ακόμη τινά νομίσματα, τα οποία έλαβον ως αντιμισθίαν γραφικής τινος εργασίας. Όταν τα τελειώσω, θέλω προτιμήσει να υπηρετήσω ως απλούς στρατιώτης παρά ν' απλώσω τας χείρας μου, εν όσω αύται είναι υγιείς. Φύλαξε το αργύριόν σου, διά να το διανείμης εις τους ζητωκράκτας. «Φύσις πονηρά, χρηστόν ήθος ου τρέφει.» Το αυτό εσπέρας ο Αστυνόμος έλαβε διαταγήν να επιβιβάση εις πλοίον και να εξαποστείλη εκτός του Κράτους τυχοδιώκτην και ύποπτόν τινα άνθρωπον, Γεώργιον ονομαζόμενον!!
Ενώ ακόμη από την αγανάκτησίν του ο Χαμαιλεωνίδης επεριπάτει με βίαια βήματα εις την αίθουσαν, εισέρχεται υπουργικός Σύμβουλος, κρατών εις την μασχάλην του διάφορα έγγραφα. Πάλιν υπογραφάς ζητείς; τον λέγει ο προϊστάμενός του. Τι κακόν είναι αυτό με σας! ουδέ στιγμήν δεν με αφίνετε ήσυχον. Δεν αρκεί όσον εργάζομαι εις το Υπουργείον, αλλά με κυνηγάτε και εις την οικίαν μου; Δεν υποφέρεται αυτή η ζωή· θα δόσω την παραίτησίν μου. Πού είναι ο Κυρ Αντωνιάδης και ο Κυρ Φιλήμων, οι οποίοι φωνάζουν, ότι δεν κάμνομεν τίποτε, να ιδούν, ότι πενήντα τουλάχιστον διαταγάς υπογράφω καθημέραν, υπέρ τας τρεις ώρας χάνω ακούων την ανάγνωσιν εκατόν πληκτικών αναφορών, και ετέρας δύο, ακροαζόμενος τας μωρολογίας του ενός και του άλλου. Δεν έχω καιρόν σήμερον να υπογράψω. Εμένα ανάπτει φωτιά εις την κεφαλήν μου. Πρέπει να υπάγω εις αντάμωσιν των ΚΚ. Βίπμερ και Γραφ· η ύπαρξις και αυτών και η εδική μου κινδυνεύει· ο θρόνος κλονίζεται· oι ταραξίαι δεν φείδονται πλέον, ούτε Παυαρούς, ούτε Υπουργούς. Η αστυνομική επαγρύπνησις πρέπει να διπλασιασθή, η ελευθεροτυπία να περισταλθή, και μέτρα αυστηρά να ληφθώσι χωρίς αναβολήν διότι όλοι είμεθα χαμένοι. Άφες αυτά τα έγγραφα εις την τράπεζάν μου, και ύπαγε να συντάξης αναφοράν προς τον Βασιλέα, διά να με δώση την άδειαν να λάβω όσα έκτακτα μέτρα απαιτεί η παρούσα δεινή περίστασις. Γράψε προς τούτοις εγκύκλιον εις τους Διοικητάς, διά να ήναι άγρυπνοι και προσεκτικοί· διότι η Ύδρα της επαναστάσεως υψόνει παντού τας κεφαλάς της. Εγώ είμαι ικανός να τας κόψω όλας, αλλά πρέπει να έχω και Ιολάους να κατακαίουν τας πληγάς, διά να μην αναφύωσιν αι ιοβόλοι αύται κεφαλαί. — Ποιος σας έδοσεν αυτάς τας τρομεράς ειδήσεις; τον ερωτώ, πιστεύσας ότι τω όντι επαπειλείται η ησυχία του Κράτους. — Ποίος; Ως φαίνεται, δεν αναγινώσκεις τας εφημερίδας και τας σάτυρας; δεν ακούεις τα τραγούδια και τας προπόσεις; — Οι φόβοι σας νομίζω, σεβαστέ θείε, δεν είναι βάσιμοι. Όταν ο λαός τραγωδή και φωνάζη, μη τον φοβήσαι· διότι ξεθυμαίνει. Τρέμε μάλλον αυτόν, όταν σιωπά και συγκεντρόνη την αγανάκτησιν εις την ψυχήν του, το οποίον ημπορεί να συμβή, εάν τον περιορίσης παραπολύ, και τον εμποδίσης να γράφη και να ομιλή.
Η συνομιλία μας διεκόπη από την είσοδον σπουδαρχίδου τινός κόλακος, όστις αφού εσταύρωσε το φόρεμά του, και επροσκύνησε μέχρι εδάφους πεντάκις τον Υπουργόν, πάλιν ασχολούμενον σας ευρίσκω, λέγει, εξοχώτατε; — Ημείς, αποκρίνεται ο Χαμαιλεωνίδης είμεθα Υπουργοί του έθνους και του Βασιλέως· όθεν χρεωστούμεν όλας τας στιγμάς μας εις τα συμφέροντα της πατρίδος και του θρόνου, τα οποία, πρέπει να προτιμώνται και από αυτάς τας αναπαύσεις μας. Μολαταύτα ποίος τα γνωρίζει; Οι Έλληνες, λέγει ο σπουδαρχίδης, ήτον πάντοτε τοιούτου χαρακτήρος· αλλ’ αργά ή ογλίγωρα ενθυμούνται τους ευεργέτας των, και τους ανταμείβουν. Ο Θησεύς, ο Περικλής, ο Φωκίων, ο Αριστείδης, ο Σωκράτης ηδικήθησαν από τους Αθηναίους, οίτινες όμως γνωρίσαντες την αδικίαν ικανοποίησαν, είτε ζώντας, είτε μετά θάνατον, τους μεγάλους αυτούς άνδρας της αρχαιότητος. Ελπίζω το άρθρον μου να φέρη εις συναίσθησιν τους απογόνους των. Επιθυμείτε να το ακούσετε; Η ευγενία του δεν είναι ξένος· — εκβαλών δε χαρτίον από τον κόλπον του, ήρχισε την άνάγνωσιν.
Αφού απέδειξε τας πράξεις του Υπουργού δικαιοτάτας και εθνικοτάτας, εζήτησεν ο κόλαξ αυτός να δικαιολογήση την αδιαφορίαν του διά των εφεξής μυθολογικών συγκρίσεων.
«Τον κατηγορούν ότι δεν φροντίζει να συνοικίση την Ελλάδα· αλλά μήπως έχη την δύνααιν του Δευκαλίωνος και του Αιακού, διά να μεταβάλη τους λίθους και μύρμηγκας εις ανθρώπους; Τον μέμφονται, ότι δεν δύναται να καθαρίση τον τόπον από τας ληστείας· αλλά μήπως έχη την ανδρείαν του Ηρακλέους και του Θησέως να φονεύη τους Προκρούστας, τους Σκίρωνας και τους Πιτυοκάμπτας; Κραυγάζουν, ότι δεν ενισχύει την γεωπονίαν· μήπως ήναι Τριπτόλεμος διά να σπείρη τον σίτον επί εναερίου αμάξης, και έχη εις διάθεσίν του τα βουστάσια του Αυγείου, διά να κοπροπαχύνη τους αγόνους αγρούς μας; Τον κατηγορούν ότι δεν φέρει χρήματα εις την Ελλάδα· αλλά δεν είναι ούτε Ζευς να βρέξη χρυσήν βροχήν, ούτε Μαμωνάς. Παραπονούνται ότι δεν εμψυχόνει το εμπόριον· αλλά μήπως έχη το θαυματουργόν Κηρύκειον του Ερμού εις χείρας του...»
Η ανάγνωσις του άρθρου ήθελεν εξακολουθήσει, εάν δεν εισήρχετο βιαίως κλητήρ τις προσκαλών τον Υπουργόν να υπάγη αμέσως εις το Ανακτοβούλιον. Ο σχολαστικός κόλαξ λοιπόν ηναγκάσθη να παύση. Αφού δε υπεσχέθη, ότι το άρθρον του θα φανή την επιούσαν εις τον Ταχυδρόμον, σας παρακαλώ, εξοχώτατε, τον λέγει μυστικά, να ενθυμηθήτε και η ευγενία σας, το οποίον ευαρεστήθητε να υποσχεθήτε εις τον δούλον σας παράσημον· διότι καθώς σας εξωμολογήθην, με αυτήν την συμφωνίαν τελειόνει το συνοικέσιόν μου. Εγώ δεν έχω πολλήν φιλοτιμίαν· αλλ’ η κόρη επιμένει, και δε με δέχεται ασταυροφόρητον, μόλον όπου μ' αγαπά υπερβολικά. Όθεν θα καταστήσετε δι' αυτής της ευεργεσίας δύο ανθρώπους ευτυχείς και διά βίου ευγνωμονούντας. «Χειρ χείρα νίπτει, δάκτυλός τε δάκτυλον». Ο Χαμαιλεωνίδης, κτυπήσας φιλοφρονητικώς και μειδιών τους ώμους του μελλονύμφου εγκωμιαστού, ηκολούθησε τον κλητήρα, όστις είχε ρητήν διαταγήν από γραμματέα τινά της Καμαρίλιας, να οδηγήση ενώπιον αυτού τον Έλληνα Υπουργόν ανυπερθέτως. Εις τοιούτους Υπουργούς, τοιαύται περιφρονήσεις αρμόζουν.
Αφού συνεφλιώθην μετά του Χαμαιλεωνίδου, αι επισκέψεις μου ήσαν καθημεριναί εις την οικίαν του, όπου εχαιρόμην πλέον εν ανέσει την συχνήν συναναστροφήν της Χαρικλείας, της οποίας την στέρησιν είχον εκ νέου υποφέρει τόσους μήνας. Ως ο καθαρώτατος και διαυγέστατος αδάμας, όστις ηδύνει ενταυτώ και θαμβόνει την όρασιν, ούτω και η εξαδέλφη μου ηγαπάτο συγχρόνως και εθαυμάζετο παρά πάντων, όσοι την έβλεπον. Η Ευφροσύνη είχε προς τούτοις την διδάξει την μελωδίαν, την κιθάραν και τον χορόν, εις τα οποία απέδωκεν άριστα. Ήτον αδύνατον ν' ακούσης το άσμα της και να μη γοητευθής από την ευστροφίαν και αρμονίαν της φωνής της· ήτον αδύνατο να την ιδής χορεύουσαν, και να μη θαυμάσης την ευκαμψίαν των μελών της και την χάριν των κινήσεων και βημάτων της. Τα χαρίσματα αυτά θαυμάζονται εις πάσαν γυναίκα· πολλώ δε μάλλον εις την ωραίαν και θελκτικήν Χαρίκλειαν· διότι αν και τα κυριώτερα προτερήματα ήναι η καλή ανατροφή, ο χαρακτήρ και η καρδία, δεν είναι όμως αδιάφορον και το κάλλος, κατ' εμήν τουλάχιστον γνώμην.
Η Χαρίκλεια εντούτοις, αν και εκ των τόσων προτερημάτων της ήτον εκτιθέμενη εις εγκώμια και λατρεία, δεν υψηλοφρόνει πώποτε, αλλ’ ερυθρία μάλιστα επαινουμένη. Η σεμνότης της όμως δεν κατήντα εις την επαρίστερον εκείνην δειλίαν, ήτις χαρακτηρίζει τας ολιγονόους και αναγώγους νέας. Όθεν ούτε άλαλος έμενεν, ούτε συνεχώρει εις ουδένα να υπερβή τα όρια της ευπρεπείας και του οφειλομένου προς αυτήν σέβας. Αν δε απεκρίνετο με ευφυίαν και συντομίαν, δεν ήγγιζεν όμως με τους λόγους της τους εγκωμιάζοντας ή απευθύνοντας χαριεντισμόν τινα εις αυτήν, καθώς πολλαί νέαι, αι οποίαι νομίζουν, ότι η σεμμνότης και η αρετή συνίστανται εις το να αποκρίνωνται αποτόμως και να υβρίζουν τρόπον τινά εκείνους, όσοι χαριεντίζονται με αυτάς. Η φρόνιμος γυνή διά της σιωπής, διά προσφυούς απαντήσεως, και όταν αύται δεν εξαρκούν, διά σοβαρών μεν αλλ' ευσχήμων παρατηρήσεων, επιβάλλει σέβας εις τους τολμηρούς, περιορίζουσα αυτούς εντός των καθηκόντων των. Έπειτα ο πλέον τολμηρός ανήρ ποτέ δεν προσβάλλει ούτε καν προφορικώς γυναίκα, εάν δεν ενθαρρυνθή παρ' αυτής διά λόγων, διά βλεμμάτων, ή εάν δεν ακούση αλλαχόθεν παραδείγματα της ευαισθησίας της. Ναι μεν οι άνδρες υπολαμβάνουν ενίοτε ως ευαισθησίαν ή και κακοήθειαν την πολλήν ζωηρότητα και ταχείαν οικειότητα των γυναικών, αλλά το σφάλμα δεν είναι πάντοτε εδικόν των. Η ζωηρότης και η οικειότης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όριά των, ούτε με αυτούς τους στενούς φίλους· διότι παρεξηγούνται και αφανίζουν διά βίου την υπόληψιν μιας νέας, αν και μόνον αυτό εστάθη το σφάλμα της.
Αφού έπαυσεν ολίγον η προς την Χαρίκλειαν αυστηρότης των γονέων της προς χάριν μου, και ήρχισαν να την συγχωρώσι να παρουσιάζεται ενώπιον ξένων, πολλοί νέοι εσύχναζον την οικίαν της Αικατερίνης, ήτις άπαξ της εβδομάδος είχεν εσπερινήν συναναστροφήν. Τούτο εχαροποίησε κατ' αρχάς τας λοιπάς αδελφάς, αι οποίαι όμως δεν ήργησεν να παρατηρήσουν, ότι δεν ήσαν εκείναι το ελκύον την νεολαίαν δέλεαρ. Αλλ' επειδή ήλπιζαν, ότι ο εις θα φέρη τον άλλον, και μεταξύ των πολλών θα ευρεθούν τινες και δι' αυτάς, επαρηγορούντο, χωρίς όμως να δυνηθώσι πάντοτε να κρύψουν τον φθόνον των διά τας πανταχόθεν προσφερομένας προς την Χαρίκλειαν λατρείας.
Νέος τις εκ των λατρευτών, έχων προτερήματα άξια να ελκύσουν γυναικός καρδίαν, έλαβε κλίσιν ιδιαιτέραν εις αυτήν, και σπουδαίως, ως εφαίνετο, την ηγάπησε. Τούτο, ούτε η Χαρίκλεια, ούτε ουδείς άλλος ίσως το εννόησε· διότι ο νέος ήτον σεμνός και χρηστοηθέστατος. Αλλά τα βλέμματά του, τα οποία επροσηλούντο συχνά εις αυτήν, η διακεκομμένη φωνή του, όταν συνωμίλει μαζή της, η ταραχή του όταν ευρίσκετο σιμά της, καί τινες στεναγμοί εκπνέοντες εις τα χείλη του, απεδείκνυον τον έρωτά του. Εν τούτοις πώς μόνος εγώ ν' ανακαλύψω το πάθος τούτο του νέου; Εζήλευον άρα την Χαρίκλειαν· αλλά διατί; την ηγάπων μεν με υπερβολήν και ο αγαπών ζηλεύει· η αγάπη μου ήτον όμως αθώα και χωρίς κανένα σκοπόν· διότι ως έκτου βαθμού συγγενή μου, δεν εδυνάμην να την νυμφευθώ. Εμέμφθην λοιπόν την ζηλοτυπίαν μου, και απεφάσισα να μεσολαβήσω μάλιστα να νυμφευθή η Χαρίκλεια τον περί ου ο λόγος νέον, τον οποίον έκρινον άξιον αυτής. Εν τούτοις την απόφασιν ταύτην εσχεδίαζον μεν κατά μόνας, αλλά δεν είχον την δύναμιν να την βάλω εις πράξιν, άμα έβλεπον την Χαρίκλειαν. Η παρουσία δε του νέου ανενέονεν άκων εμού την ζηλοτυπίαν μου, και ησθανόμην ότι την ηγάπων περισσότερον αφ' όσον επροσπάθουν να πιστεύσω. Η πάλη αύτη μεταξύ αισθημάτων και καθηκόντων ήτον ισχυρά, ήτον διηνεκής. Μ' όλα ταύτα δεν ετόλμησα ποτέ να εκφράσω το αίσθημά μου προς την Χαρίκλειαν. Εκαθήμην πλησίον της, εκράτουν την χείρα της, έτρεμεν η εδική μου, έπαλλεν η καρδία μου, αλλ’ ακίνητος ως άγαλμα, την έβλεπον ώραν πολλήν, χωρίς να δυνηθώ να προφέρω λέξιν. Το υγρόν βλέμμα και οι συνεχείς χρωματισμοί του προσώπου της απεδείκνυον ότι το αυτό αίσθημα εβασάνιζε και αυτήν. Αλλά βλέπουσα, καθώς και εγώ, το διάφραγμα, το οποίον ύψωσεν η συγγένεια μεταξύ αυτής και εμού, κατέθλιβε τον πόνον εις την καρδίαν της, και εκράτει τα δάκρυά της, τα οποία όμως εξεχείλουν ενίοτε και έτρεχον ως χείμαρροι. Επεθύμουν να την παρηγορήσω· αλλά τι να την ειπώ; οποίον βάλσαμον να επιχύσω εις την πληγήν της, εγώ ο επίσης πληγωμένος και μη δυνάμενος να θεραπεύσω τα εδικά μου τραύματα; Όθεν ήνονα και εγώ τα δάκρυά μου με τα εδικά της, εκλαίομεν ως δύο νήπια, και τα δάκρυα ήσαν η μόνη παραμυθία μας. Κλαύσατε νέοι και νέαι· κλαύσατε όσοι αισθάνεσθαι λύπην έρωτος, λύπην φιλοστοργίας, λύπην δυστυχίας. Το να ζητήση τις να εμποδίση την θλίψιν του, είναι το αυτό ως να κρατήση χείμαρρον εις τον ρουν του· αι καταστροφαί είναι τότε μεγαλήτεραι. Η λύπη, ήτις συγκεντρούται και συνθλίβεται εις την ψυχήν, την τήκει, και την αφανίζει· τα κλαύματα την ελαττόνουν.
Εις την οικίαν του Χαμαιλεωνίδου υπήρχε γραία τις, Ξανθή ονομαζομένη, υπηρετούσα προ πολλών ετών την οικογένειαν ταύτην, και έχουσα ιδιαιτέραν αγάπην προς την Χαρίκλειαν, την οποίαν συνελυπείτο διά την προς αυτήν αντιπάθειαν των γονέων της. Ενίοτε τόσον ηγανάκτει κατ' αυτών, ώστε την διέφευγαν φράσεις τινές διακεκομμέναι, αίτινες μ' έδιδον υπόνοιαν ως προς την γέννησιν της εξαδέλφης μου. Εντοσούτω αν και ήξευρον, ότι η θεία μου εις την νεότητά της δεν είχε την αρετήν της Σουσάννας, και πιθανόν να υπέπεσεν εις άτοπον τι, εσυλλογιζόμην όμως ότι πώς ήτον δυνατόν ο ανήρ της να δεχθή εις την οικίαν του αλλότριον τέκνον, εάν το ήξευρεν; αλλά διατί πάλιν, εάν η Χαρίκλεια εθεωρείτο παρ' αυτού, ή και ήτον πραγματικώς γνήσια θυγάτηρ του, να μη την αγαπά ως τας λοιπάς αδελφάς της, ενώ μάλιστα ήτον υπερτέρα αυτών καθ' όλα, και προς τούτοις ταπεινή και ευάγωγος; Η γραία, ήτις εγνώριζε την αμοιβαίαν κλίσιν μας, και παρευρίσκετο πολλάκις εις τας συνεντεύξεις μας, αναστέναζε βαθέως βλέπουσα τον έρωτα και την απελπισίαν μας. Είμαι ευτυχής, την λέγω, μίαν ημέραν, καλή Ξανθή, έχων τοιαύτην εξαδέλφην· αλλ’ ήθελον είμαι ευδαίμων, εάν δεν ήτον εξαδέλφη μου. Και τι έδιδες, μ' ερωτά, εάν ήτον δυνατόν να λείψη αύτη η συγγένεια; Το ήμισυ της ζωής μου, αποκρίνομαι, έδιδον χωρίς ποσώς να διστάσω· το έτερον ήμισυ, αν και εσυνίστατο εις μίαν μόνην ημέραν, η ημέρα εκείνη ήθελε με φανή αιωνιότης, εάν είχον σύζυγόν μου την Χαρίκλειαν. Η εξαδέλφη μου, ήτις κατά πρώτην φοράν ήκουσεν από το στόμα μου αυτήν την λέξιν, έκυψε χαμαί τους οφθαλμούς της, και το παρθενικόν ερύθημα εκάλυψε τας παρειάς της. Ελπίσατε, μας λέγει η Ξανθή, εις τον Θεόν. Πού ηξεύρετε εάν ημπορή να γίνη κανέν θαύμα, και να διαλυθή αμέσως η συγγένεια σας; Η εξ αίματος συγγένεια, την αποκρίνομαι, είναι αδιάλυτος, και θαύματα προ πολλού έπαυσαν να γίνωνται· διότι οι άνθρωποι εξηχρειώθησαν. Τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ, λέγει η γραία και αναχωρεί.
Αι περί θαυματουργιών αύται υποσχέσεις της, δεν με έπεισαν. Η Ξανθή, έλεγον, πρέπει βεβαίως να γνωρίζη μυστήριόν τι, το οποίον καλύπτει την γέννησιν της εξαδέλφης μου. Εάν αύτη ήναι καρπός αθεμίτου σχέσεως της Αικατερίνης, η άλλου τινός, η ανακάλυψις του μυστηρίου τούτου θέλει αφαιρέσει μεν το εμπόδιον της συζεύξεώς μας, αλλά θέλει φαρμακεύσει συγχρόνως και την ευτυχίαν μας· διότι η Χαρίκλεια ήβελεν είσθαι μεν αθώα διά τας παρεκτροπάς των γονέων της, και η περίστασις αύτη δεν ήθελεν ελαττώσει ποσώς την προς αυτήν αγάπην μου· αλλ' εις την ενάρετον και ευαίσθητον καρδίαν της η γνώσις της παρανόμου γεννήσεώς της ήθελε προξενήση πληγήν δυσίατον. Αι ιδέαι αύται με εβασάνισαν πολλάς ημέρας· όθεν επιτυχών κατά μόνας την Ξανθήν την παρακαλώ μετά δακρύων να με ειπή εις ποίαν βάσιν στηρίζονται αι οποίαι μ' έδωκεν ελπίδες. Συγκινηθείσα η γραία, εδοκίμασε να εξηγηθή· αλλ’ οι λόγοι εξέπνεον εις τα χείλη της· Ο αγών της ηύξησε την περιέργειάν μου και εδιπλασίασα τας παρακλήσεις μου. Τέλος, με λέγει, ποίον κανόνα έχει η επιορκία; Αγνοών την έννοιαν της ερωτήσεως, την απεκρίθην, ότι δεν ννωρίζω οποίαν επιβάλλουν ποινήν οι πνευματικοί· αλλ’ ότι ο επίορκος δεν είναι κατ' εμέ τίμιος άνθρωπος. Η απάντησίς μου έφερε σκέψιν εις την Ξανθήν, και μετά σιωπήν τινων λεπτών επανέλαβε. Σε είπον να ελπίσης, ότι ημπορείς να λάβης γυναίκα την Χαρίκλειαν, διότι ήκουσα, ότι η Σύνοδος έχει σκοπόν να συγχωρήση τους μεταξύ δευτέρων εξαδέλφων γάμους. — Πόθεν έμαθες την είδησιν ταύτην; εγώ δεν την ήκουσα· διατί εδίστασες να με την κοινοποιήσης; Ζητείς να με απατήσης Ξανθή! Σε ορκίζω εις το όνομα του Θεού, να με είπης ό,τι γνωρίζεις περί Χαρικλείας. Ωρκίσθην, με λέγει, να φυλάξω μυστικόν τι· μη με ερωτάς περισσότερον· έχε υπομονήν και έλπιζε.
Επειδή ο έρως μου ήρχισε να με βασανίζη παραπολύ, απεφάσισα να τον εξομολογηθώ εις Αρχιερέα τινά πνευματικόν μου, εις τον οποίον είχον πολύ σέβας και ευλάβειαν· διότι όχι μόνον το πρόσωπόν του εξέφραζεν αισθήματα φιλανθρωπίας και ψυχής άκραν γαλήνην, αλλά και η ηθική του ήτον λόγω τε και έργω ευαγγελική. Αν και πιστός εις το δόγμα μας, δεν εβλασφήμει τας άλλας θρησκείας. Εμέμφετο μεν, αλλά δεν ανεθεμάτιζε τας μετά των ετεροδόξων συζεύξεις. Απεδοκίμαζε μεν, αλλά δεν αφωρούσε τας μεταξύ δευτερεξαδέλφων συζυγίας. Ενουθέτει μεν, αλλά δεν εβλασφήμει όσους δεν εφύλαττον ακριβώς τας τεσσαρακοστάς. Λαμβάνων υπ' όψιν την ηλικίαν και την υγείαν, ήτον συγκαταβατικός εις το περί νηστείας κεφάλαιον, χωρίς πώποτε να εξαργυρόνει τας συγχωρήσεις του. Δεν ήτον γνώμης, ότι ο πλούσιος όστις εξοδεύει δέκα φλωρία την τεσσακονταήμερον εις οψάρια, είναι ο εκλεκτός του Θεού, και ο πτωχός, όστις τρώγει το ωόν των ορνίθων του, το μόνον προϊόν του, απελεύσεται εις το πυρ το εξώτερον. Δεν εφρόνει ότι η μεν γυνή, ήτις ήλειψε με ολίγον φύκιον τας ωχράς παρειάς της θα να καίεται ατελεύτητα από τους δαίμονας, και αι βαμμέναι οφρύς της θα καταβιβρώσκωνται αιώνια από όφεις εις την κόλασιν· οι δε θησαυρίζοντες με τους ιδρώτας των πτωχών και δίδοντες μέρος του θησαυρού των εις ελεημοσύνην θα έχουν την πρωτοκαθεδρίαν εις τον Παράδεισον. Όταν άλλοι απεποιούντο τον ενταφιασμόν των αποθνησκόντων εις μονομαχία, αυτός κρυφίως τους έθαπτε, δεόμενος υπέρ αφέσεως του εγκλήματος· έλεγε δε: εάν η αποποίησις αύτη ήναι αρεστή εις τον Θεόν, επίσnς πρέπει να μην ενταφιάζωμεν τους φονευομένους εις τον πόλεμον, ενώ εξ εναντίας ευλογούμεν μάλιστα τας σημαίας των ηγεμόνων, όταν απέρχωνται να σφάξωσι χιλιάδας ανθρώπων.— Ο φιλόσοφος Βολταίρος, τον οποίον κατηγορούν ως άθεον, ήτον της αυτής γνώμης, και εκθέτων τας αντιφάσεις των νόμων έλεγε: «Πώς αι αλληλοκτονίαι, οι εμπρησμοί, οι ανδραποδισμοί, αι παραβιάσεις, αι λεηλασίαι και όλα τα κακά γενόμενα ομοθυμαδόν να ήναι συγχωρημένα!! »
Ο Αρχιερεύς αυτός, επαρκούμενος εις την μικράν επαρχίαν, της οποίας εψηφίσθη ποιμήν, ούτε εκολάκευε τους μεγιστάνας διά να προβιβασθή, ούτε ερραδιούργει κατά των συναδελφών του, ούτε οικίας ανεψιών και πνευματοθυγατέρων εσύχναζεν· αλλά κατεγίνετο διά των λόγων και των παραδειγμάτων του να διδάξη και να φωτίση το ποίμνιόν του, αφιερόνων το περίσσευμα των μετρίων προσόδων του εις ελεημοσύνας. Δεν έστελλεν όμως το πάσχα 100 δραχμάς εις την δημογεροντίαν, ή 400 γρόσια εις τους επιτρόπους της εκκλησίας, διά να διανεμηθώσι πανδήμως εις τους πτωχούς· αλλά τα «έδιδεν η δεξιά, χωρίς να το γνωρίζη η αριστερά του». Δεν έκυπτε τους οφθαλμούς, υποκρινόμενος ταπεινόν βάδισμα, όταν απήντα υποκείμενον, εις του οποίου τα όμματα ήθελε να φανή ευσεβής. Δεν έβηχε την τεσσαρακοστήν διά να δείξη, ότι η νηστεία τον ηφάνισε· ούτε εσυχνοχασμωδείτο, διά να δείξη ότι ηγρύπνησε την παρελθούσαν νύκτα προσευχόμενος. Δεν έκλινεν υπέρ του πλουσιωτέρου, όταν επροσκαλείτο ως διαιτητής οικειακών διαφωνιών. Δεν εσυμβούλευε τους γονείς να καταρώνται και ν' αποκληρόνουν τους υιούς, όσοι υπέπεσαν εις άτοπόν τι της νεότητος. Δεν έδιδεν ευκόλως διαζύγια, τα οποία, εκτός της αμέσου αντιμισθίας, υπόσχονται και τα ελπιζόμενα εκ των νέων συζεύξεων ωφέλη. Τέλος, δεν υπεστήριζε την δεισιδαιμονίαν, διά να την μεταχειρίζεται ως πρόσοδον. Πρέπει, έλεγεν εις τους αυστηρούς συναδελφούς του, να ήμεθα συγκαταβατικοί εις τους άλλους· διότι όλοι έχομεν τα ελαττώματά μας. Εάν δεν είχεν ελλείψεις ο άνθρωπος, δεν ήθελεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτού και των ουρανίων πλασμάτων.
Ακούσας με γαλήνην την εξομολόγησίν μου, χωρίς να εξαγριωθή, επάσχισε διά πράων συμβουλών να θεραπεύση το πάθος μου. Γνωρίζω με λέγει, τέκνον μου, ότι η θρησκεία μας είναι ολίγον αυστηρά εις το περί βαθμολογίας γάμου κεφάλαιον, και εις άλλα τινά, επουσιώδη ως προς το δόγμα· αλλ' ελπίζομεν ότι με τον καιρόν, αι Σύνοδοι και οι πατέρες μας να μετριάσουν τινάς κανόνας, διά να γενούν ανεκτοί και να φυλάττωνται γενικώς και ακριβώς. Σήμερον είναι αδύνατον. Εκτός της αμαθείας του λαού εν γένει, υπάρχουν και υλικά συμφέροντα, τα οποία εμποδίζουν τας τροποποιήσεις. Ήκουσες ίσως, ότι εις Πατριάρχης ηθέλησε πρότινος καιρού να ελαττώση με την γνώμην της Συνόδου την νηστείαν του τεσσακονταημέρου. Τι συνέβη; Όλοι οι ταριχοπώλαι και οστρακοπώλαι της Κωνσταντινουπόλεως, χαβιαράδες, στρειδάδες, μυδάδες και ψαράδες εζήτησαν να κάμουν επανάστασιν κατά της Μεγάλης Εκκλησίας, κραυγάζοντες ότι απώλετο η θρησκεία. Εν τούτοις εις την ομόθρησκον και ομόδοξόν μας Ρωσσίαν, όπου η Εκκλησία είναι συγκαταβατικωτέρα εις το περί νηστείας κεφάλαιον, ο λαός δεν έχει ολιγωτέραν ευλάβειαν προς την θρησκείαν και σέβας προς τους λειτουργούς της· όθεν και ημείς, εάν μιμηθώμεν κατά τούτο την εν πνεύματι αδελφήν μας Ρωσσίαν, θα κατορθώσωμεν τον λαόν να φυλάττη ακριβέστερα τας ολιγωτέρας τεσσαρακοστάς, χωρίς εκ τούτου να προσβληθή το δόγμα μας. Ηθέλαμεν δε ευεργετήσει τον Χριστιανικόv λαόν, εάν προς τούτοις ηλαττώναμε συνοδικώς το άπειρον πλήθος των εορτασίμων ημερών, καθ΄ ας υποχρεωμένος ο λαός να σχολάζη πεινά και κακουργεί. Ο ήλιος ανατέλλει καθ' ημέραν και η φύσις είναι εις αιωνίαν κίνησιν. Πώς λοιπόν ο άνθρωπος, όστις είναι απόρροια της φύσεως, ν' αναγκάζεται, επί ποινή κολάσεως, ν' αργή, ενώ η εργασία μάλιστα απομακρύνει τους πειρασμούς; Ο Θεός αυτός πρέπει να ευχαριστήται περισσότερον όταν εργαζώμεθα κατά την εντολήν του εξ ημέρας της εβδομάδος και σωφρονούμεν, παρά όταν πανηγυρίζωμεν τρεις ή τέσσαρας διά της κραιπάλης, και πίπτομεν εις όσας παρεκτροπάς φέρει η αργία και η πτωχεία. Πολλοί δε Άγιοι εορταζόμενοι εις μίαν και την αυτήν ημέραν δεν ήθελαν βεβαίως οργισθή καθ’ ημών.
Η Χριστιανική θρησκεία είναι αγιωτάτn, τέκνον μου. Η ευαγγελική διδασκαλία και η αγαθοποιός επιρροή του ιερατείου κατέστησε τους ανθρώπους ηθικωτέρους, ηπιωτέρους και φιλανθρωποτέρους. Διατί λοιπόν ηλαττώθη η προς την θρησκείαν πίστις των νεωτέρων γενεών; Οι άθρησκοι Φιλόσοφοι δεν είναι μόνοι αίτιοι του κακού τούτου· αλλά και πολλοί θεράποντες της θρησκείας αυτής, οι οποίοι, παρεκτραπέντες από την ευαγγελικήν απλότητα, επέφεραν διά της ανεξιθρησκείας και αυστηρότητος, ου μόνον της θρησκείας και των δογμάτων την περιφρόνησιν, αλλά και μύρια κακά εις τους ανθρώπους. Τούτο δε αναφέρεται εις τους δυτικούς μάλλον και άλλους ετεροδόξους, παρά εις τους ανατολικούς χριστιανούς. Τινές ιερείς ζητήσαντες ν' αναγκάσουν τους ανθρώπους να τους προσκυνούν, τους εσκλήρυναν και τους κατέστησαν αθέους· διότι είδαν ότι πολλοί εκ των κληρικών έχουν τα αυτά πάθη με τους λαϊκούς. «Η βασιλεία η εμή ούκ έστιν εκ του κόσμου τούτου,» είπεν ο θεμελιωτής της θρησκείας μας· και οι Πάππαι εζήτησαν να γίνουν ανώτεροι όλων των επιγείων Βασιλέων, «Ουκ έσται μεταξύ υμών πρώτος» λέγει το ευαγγέλιον· και ημείς ζητούμεν την δεσποτείαν και την λατρείαν. «Απόδοτε τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», είπεν αλλού ο Χριστός· και ημείς θησαυρίζομεν και τα Καισαρικά και τα Ολλανδικά φλωρία με περισσοτέραν απληστίαν από τους λαϊκούς. Αγάπην και ειρήνην, φωνάζει το ευαγγέλιον· και ημείς λαϊκοί και κληρικοί κατατρεχόμεθα και κατατρωγόμεθα. Οι σταυροφόροι χύνοντες το ανθρώπινον αίμα και πράττοντες όλας τας ακολασίας, εφαντάζοντο ότι εκτελούν την θείαν βούλησιν. Οι Ιησουίται, καίοντες τους μη πιστεύοντας εις τον Ιησούν, ενόμιζαν ότι εκδικούνται τον Ιησούν αυτόν. Οι Ιουδαίοι κατεδιώκοντο και εδεκατίζοντο πολλούς αιώνας μετά Χριστόν αφ' όλα τα χριστιανικά έθνη, ενώ ο Χριστός παρεκάλεσε τον Πατέρα του να τους συγχωρήση, «ως μη ειδότας τι εποίουν». Όλαι αυταί είναι ανθρώπιναι προλήψεις και αδυναμίαι, αι οποίαι βαθμηδόν θεραπεύονται, καθ' όσον τα φώτα εκτείνονται.
Μία από τας αιτίας, αίτινες μας κρατούν αδιορθώτους είναι, κατ' εμέ, και η αποδιδομένη εις τον Σατανάν εφ' ημών ενέργεια. Όταν αναγνωρίσωμεν, ότι αι αμαρτίαι και δυστυχίαι μας προέρχονται από τα πάθη και την αφροσύνην μας, και όχι από υπερφυσικήν επίρροιαν, τότε θα πασχίσωμεν ανθρωπίνως να τας θεραπεύσομεν. Η δοξασία αύτη δεν νομίζω να προσβάλλη, ώς τινες φρονούν, την προς τον Χριστόν πίστιν μας· διότι την σατανικήν ενέργειαν κηρύττομεν ημείς οι ίδιοι επ' εκκλησίας πεπαυμένην μετά του Χριστού την εμφάνισιν και ανάστασιν. «Σταυρωθέντος σου, Χριστέ, λέγομεν, ανηρέθη η τυραννίς και επατήθη η δύναμις του εχθρού». «Τω σω σταυρώ, Χριστέ σωτήρ, θανάτου κράτος λέλυται, και Διαβόλου η πλάνη κατήργηται», ψάλλομεν με τον Ιωάννην Δαμασκηνόν, όστις αλλαχού λέγει, «Εν τω σταυρώ σου, Χριστέ, της αρχαίας κατάρας ηλευθέρωσας ημάς και εν τω θανάτω σου τον την φύσιν ημών τυραννήσαντα Διάβολον κατήργησας». Αλλού πάλιν: «εν αυτώ (τω σταυρώ) κτείνας γαρ τον ημάς κτείναντα». Εις τους οίκους της Παναγίας πάλιν απαντώμεν το «χαίρε κατάπτωσις των Δαιμόνων». Τέλος το άγιον Πάσχα η Εκκλησία φωνάζει «Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι Δαίμονες». Τοιούτον δε ομολογιών είναι πλήρεις αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι μας. Επομένως ο Σατανάς, όστις ομολογουμένως κατηργήθη, ως ανωτέρω, και εφονεύθη διά της θείας ενανθρωπίσεως, δεν έχει πλέον εφ' ημών επίρροιαν· όθεν ας μη λέγωμεν, ο Διάβολος μας πειράζει, και ο Διάβολος μας σπρώχνει εις το αμάρτημα· αλλά η φιλαρχία, η φιλαργυρία, η φιληδονία, η μνησικακία και τα άλλα πάθη μας. Αυτά λοιπόν, ας αγωνισθώμεν να πολεμήσωμεν, αντί να αιτιώμεθα και να εξορκίζωμεν τον Δαίμονα.
Αφού ο αιδέσιμος αυτός ποιμενάρχης, διέτρεξε τας προλήψεις και τας δεισιδαιμονίας των διαφόρων θρησκειών, επανήλθεν εις την εδικήν μου περίστασιν και με είπεν, ότι τους εκκλησιαστικούς κανόνας, αν και υποτεθώσιν αυστηροί, πρέπει να τους φυλάττωμεν εν όσω υπάρχουν, διά ν' αποφεύγωμεv την κατάκρισιν των ανθρώπων και τας βοάς των ιερωμένων. Όθεν δεν δύναμαι, πρόσθεσε, να σε συγχωρήσω να νυμφευθής την δευτέραν εξαδέλφην σου, ούτε εις την Ελλάδα, ούτε εκτός της Ελλάδος. Σε συμβουλεύω δε ν' απομακρυνθής από την οικίαν της προς καιρόν και μάλιστα να εύρης νέαν τινά, την οποίαν νυμφευόμενος θεραπεύεσαι από τον προς την Χαρίκλειαν έρωτά σου. Βλέπω ότι τούτο σε λυπεί· αλλά πρέπει να οπλισθής με υπομονήν και καρτερίαν. Όλοι έχομεν, τέκνον μου, τας θλίψεις μας· η άλυπος ζωή δεν συμβιβάζεται με τον προσδιορισμόν του ανθρώπου.
Αν και δεν με εθεράπευσαν ριζικώς, μ' επαρηγόρησαν όμως ολίγον αι συμβουλαί του αγίου τω όντι τούτου ανθρώπου· διότι άγιος είναι, κατ' εμέ, όχι τόσον ο σκληραγωγών το σώμα του, και ο ζων εις τας ερήμους, όσον ο αγαπών και βοηθών τους ομοίους του ιερεύς, ο συλλυπούμενος τας δυστυχίας των ανθρώπων και προσπαθών να τας ανακουφίση. Αγίους προς τούτοις καταλλήλως ηθέλαμεν ονομάσει τους φιλανθρώπους ιατρούς, τους μεταδοτικούς πλουσίους, τους επικούρους μεγιστάνας· μετ' αυτούς δε, τους αγαθούς πολίτας, τους πιστούς φίλους, τους φιλοστόργους γονείς, τους καλούς συζύγους. Ο τίτλος της αγιότητος αρμόζει επίσης εις τον Ερρίκον τέταρτον Βασιλέα της Γαλλίας, όστις έλεγεν, ότι τότε θα νομίση τον εαυτόν του ευτυχή, όταν κατορθώση να μαγειρεύουν οι χωρικοί κατά πάσαν Κυριακήν μίαν όρνιθα. Εις τον Τίτον, όστις εθεώρει ως χαμένην δι' αυτόν την ημέραν εκείνην, καθ' ην δεν επαρουσιάζετο περίστασις να ευεργετήση τινά των υπηκόων του· και εις όσους ηγεμόνας εστάθησαν πατέρες των λαών των. Μεταξύ των τοιούτων πολιτικών αγίων πρέπει να συγκαταταχθούν, ο Μέγας Πέτρος, και όσοι Βασιλείς εξεβαρβάρισαν τα έθνη των· ο Σωκράτης, και όσοι φιλόσοφοι εφώτισαν τους ανθρώπους· ο Γυττεμβέργης, όστις εφεύρε την τυπογραφίαν· ο Ιωάννης Ζιοΐας, εφευρετής της πυξίδος· ο Κοπερνίκος, όστις επεννόησε το σύστημα του κόσμου· ο Νεύτων, όστις μας εσχέτισε με τα μυστήρια της φύσεως. Όλοι αυτοί οι ευεργέται της ανθρωπότητος έπρεπε να μνημονεύονται, καθώς και εκείνοι, όσοι μας έμαθαν να αντικαταστήσωμεν τους βαλάνους διά του σίτου, όσοι εφεύραν το άροτρον, την στάθμην, και άλλα αναγκαία εργαλεία: εφευρετών, των οποίων ούτε καν τα ονόματα γνωρίζομεν, ενώ είναι πασίγνωστοι αι ανθρωποκτονίαι των Αλεξάνδρων και Ναπολεόντων, καθώς και αι συνέπειαι της ασελγείας των Ελένων και Κλεοπατρών. Αλλά τι λέγω; Όλη η νεολαία γνωρίζει εκ στήθους τας μονωδίας της Νόρμας, τας διωδίας του Κουρέως, τα άσματα και τα πρόσωπα διαφόρων άλλων μελοδραμάτων του συρμού, ενώ αν τους ερωτήσης, ποιοι άνδρες εδοξάσθησαν και εδόξασαν τους αιώνας των, οικτείρουν την σκαιότητα και αβελτηρίαν σου. Ιδού ο φωτισμένος αιών μας!
Επιστρέφων από τον πνευματικόν έπεσα εις την κλίνην μου, όπου έμεινα καθόλην την νύκτα άυπνος, αν και η κλίνη ήναι το πολύτιμον σκεύος, εις το οποίον, διάγοντες το ήμισυ της ζωής μας, λησμονούμεν τας θλίψεις του λοιπού. Η ενθύμησις της Χαρικλείας εδίωξε τον ύπνον από τα βλέφαρά μου. Συλλογιζόμενος, ότι ο άνθρωπος εις την κλίνην εναγκαλίζεται κατά πρώτην φοράν την ενάρετον σύζυγόν του, ηγανάκτουν κατά της Ειμαρμένης, ήτις κατά τα φαινόμενα απεποιείτο εις εμέ αυτήν την προσδιορισθείσαν εις τον άνθρωπον ευτυχίαν. Εδώ, έλεγον, η μήτηρ μεθυσμένη από χαράν διά την γέννησιν του τέκνου της, λησμονεί τους πόνους του τοκετού, και ανεστέναζον ενθυμούμενος την Χαρίκλειαν, την οποίαν η Μοίρα, συνδέσασα με την εδικήν μου τύχην, θα την στερήση την ευτυχίαν, την οποίαν απολαμβάνουν αι λοιπαί γυναίκες. Διατρέξας εις τον νουν μου όσα μ' εδιηγήθη ο πνευματικός, ανέτρεξα εις της παλαιάν ιστορίαν, όπου εύρον πολλά συνοικέσια μεταξύ εγγυτάτων συγγενών, κατά των οποίων ο Θεός των Αδαμίδων, του Λωτ, του Αβραάμ και Ιακώβ, ο και Θεός ημών δεν παρωργίσθη, ούτε τους ετιμώρησε. Διατί ο άνθρωπος, λέγω, να ευρίσκεται εις ακατάπαυστον πόλεμον μεταξύ των φυσικών κλίσεων και των κοινωνικών η θρησκευτικών καθηκόντων; Αι σκέψεις αύται έφεραν εις τον νουν μου πολλάς άλλας αντιφάσεις και ανεξήγητα φαινόμενα, τα οποία απαντώμεν καθημέραν. Διατί, χάριν λόγου, ν' αγαπώμεν τόσον την ζωήν, ήτις είναι πλήρης θλίψεων και οδυνών; Διατί αποστρεφόμεθα το γήρας, ενώ επιθυμούμεν να ζήσωμεν μέχρι γήρατος; Διατί αι γυναίκες, ενώ εγεννήθησαν διά να τεκνοποιούν, όχι μόνον γεννώσι με πόνους, το οποίον είναι συνέπεια της προμητορικής των κατάρας, αλλά πολλόταται χάνουν και την ζωήν των; Διατί τόσα τέκνα αποθνήσκουν εις την οδοντοφυίαν, ενώ οι οδόντες είναι αναπόφευκτοι εις τον άνθρωπον; Διατί όλαι αι ηδοναί μας να φαρμακεύωνται; Διατί η ευλογία και αλλοτριόχωρος άλλη ασθένεια να θερίζουν το δέκατον μέρος των ανθρώπων; Διατί τόσοι απατεώνες και κακούργοι, άξιοι ν' ανασκολοπισθώσιν, ευδαιμονούν, ενώ ο τίμιος άνθρωπος δυστυχεί, κατατρέχεται και περιφρονείται; Διατί ο υιός ανοήτου γίνεται πνευματώδης; Διατί γονείς ευειδείς γεννούν τέκνα ασχημότατα, και το ανάπαλιν; Διατί η αρετή είναι σπανιοτέρα από την κακίαν; Διατί να κλαίωμεν από την χαράν, καθώς και από την λύπην; Διατί περισσότερον φείδονται οι άνθρωποι την ζωήν των εις τους 60 χρόνους παρά εις τους 20; Διατί εις τας κυριωτέρας θρησκείας δέονται τον Θεόν εις γλώσσαν, την οποίαν δεν εννοεί ο λαός; Διατί τινας ημέρας τρώγομεν τα ωά της όρνιθος και των ιχθύων, ενώ μας είναι απηγορευμέναι αι μητέρες των; Διατί εχθρευόμεθα, υβρίζομεν, αναθεματίζομεν, καταδιώκομεν, και ενίοτε καίομεν τους Εβραίους, ενώ η ιστορία των προπατόρων των είναι εις ημάς ιερά; Διατί η χάλαζα φθείρει τους κόπους του γεωργού; Διατί μυριάδες οξυνόων ανθρώπων να έχουν επί κεφαλής ένα βλάκα; Διατί να γεννώνται άνθρωποι, όχι μόνον βωβοί, κωφοί, εξαδάκτυλοι και διπλόρρινοι, αλλά και τετράποδοι; Πώς γίνονται τα εκτρώματα ταύτα. Οι φιλόσοφοι, λέγει ο Βολταίρος, νομίζουν ότι εξηγούν αυτό το φαινόμενον, καθώς και πολλά άλλα μυστήρια, χαίροντες όταν κατορθώσουν να σχηματίσουν υποθετικήν τινα γνώμην: υποθετικήν, διότι είναι αδύνατον να γνωρίση τις τα περί συλλήψεως και γεννήσεως μυστήρια της φύσεως. Ο σοφός Γάλλος παραβάλλει τους εξηγητάς τούτους με τον Ιξίονα, όστις, εναγκαλιζόμενος το νέφος, ενόμιζεν ότι ηυφραίνετο την Ήραν.
Από σκέψιν εις σκέψιν επανήλθον πάλιν εις τα ιδιαίτερα. Με συμβουλεύει ο πνευματικός μου να συνάψω άλλον γάμον, διά να λησμονήσω την Χαρίκλειαν· αλλά πώς ημπορώ να νυμφευθώ γυναίκα, χωρίς να έχω κλίσιν εις αυτήν; και πώς να λάβω κλίσιν εις άλλην, ενώ όλη μου η καρδία είναι αφιερωμένη εις την Χαρίκλειαν; Μη γένοιτο να γίνω αίτιος δυστυχίας άλλου τινός όντος! διότι νυμφευόμενος χωρίς κλίσιν, χωρίς αίσθημα, χωρίς ελπίδα αγάπης, θα καταστήσω και την συμβίαν μου δυτυχή, και τον εαυτόν μου δυστυχέστερον. Σκληρά Ειμαρμένη!!!
Η φαντασία μου εξήφθη τότε εν ακαρεί, ο νους μου εσκοτίσθη, το αίμα μου εκυκλοφόρει με πολλήν ταχύτητα, και ανέβη εις τον εγκέφαλον, όπου ησθανόμην μεγάλην φλόγα. Εις τοιαύτην νοός κατάστασιν οι άνθρωποι ενίοτε αυτοχειριάζονται, και δεν ηξεύρω μέχρι τίνος ήθελε φθάσει η απελπισία μου, εάν αυτήν την στιγμήν δεν εισήρχετο ο εξάδελφος μου Σωτήριος.
Ακούσας έξωθεν της θύρας τας παραφρόνους εκφράσεις μου εμβήκε με ορμήν και έμεινεν έντρομος, βλέπων την αλλοίωσιν του προσώπου μου, και την αταξίαν εις ην ευρισκόμην. Καθήσας με προσοχήν πλησίον μου με ηρώτησε, τι αισθάνομαι. Αφού τον εκύτταξα πολλήν ώραν με όμμα άφρονος, χωρίς να προφέρω λέξιν, συνήλθον ολίγον, και βαθύς στεναγμός εξήλθε μ’ αγώνα πολύν από το στήθος μου. Τι έχεις, Φιλάρετε; επαναλαμβάνει· διατί δεν μ' αποκρίνεσαι; Με δανείζεις, τον λέγω, το πυροβόλον σου; — Το πυροβόλον μου! και τι θα το κάμης; Έχεις σκοπόν να μονομαχήσης με τινα; Είμαι έτοιμος να γίνω μάρτυς σου· αν θέλης μάλιστα, εγώ αναδέχομαι αντί σου την μονομαχίαν. Εις την ξιφομαχίαν προ πάντων επιτυγχάνω κάλλιστα· διότι την εσπούδασα εξ μήνας. Ποίος σε ητίμασεν, ή σε ηδίκησεν; — Ουδείς, ουδείς, φίλε μου. Σκληρά Ειμαρμένη! — Και θέλεις να φονεύσης την Ειμαρμένην; Εάν ημπορής να το κατορθώσης, οι άνθρωποι, σε βεβαιώ, θα σ' απαθανατίσουν, εκτός ενός ή δύο εις τους χιλίους, οι οποίοι θα λυπηθούν.— Σκληρόν τέκνον σκληροτέρας μητρός! Διατί να ρίπτης τα βέλη σου τόσον αστόχαστα; διατί να πληγόνης καρδίας, τας οποίας είσαι ανίσχυρος να θεραπεύσης; — Α! σε εννοώ· είσαι ερωτευμένος, φίλε μου, και θέλεις να φονεύσης τον ανταρεστήν σου· — Είθε να μην υπήρχε παρά τούτο μόνον το εμπόδιον εις την ευτυχίαν μου! — Λοιπόν, ως φαίνεται, δεν εύρες αμοιβαιότητα έρωτος, και θέλεις να εκδικηθής τον θεόν των ερώτων. Εις τούτο όμως βοήθειαν εγώ δεν σε δίδω την παραμικράν, εξάδελφε· διότι έχω ανάγκην από τον Κύριον Αφροδιτιάδην.— Με υπολαμβάνεις λοιπόν ως ανόητον, ζητώντα να εκδικηθώ όντα φαντασιώδη; Το πάθος μου, Σωτήριε, είναι αθεράπευτον, και η ζωή ουδέν έχει πλέον δι' εμέ θέλγητρον. — Πολύ νέος την εβαρύνθης, φίλε μου. Μία αποτυχία δεν πρέπει να σε φέρη εις απελπισίαν. Ίσως είσαι και άπειρος ολίγον. Δεν με εκμυστηρεύεσαι το αντικείμενον του πάθους σου, και τα διατρέξαντα; Ίσως δυνηθώ να σε βοηθήσω διά των συμβουλών μου. Ηξεύρεις ότι έχω πολλήν πείραν εις τα παρόμοια, και σπανίως αποτυγχάνω.— Ο έρως μου δεν είναι ως οι συνήθεις εδικοί σου, και τα εμπόδια είναι ανυπέρβλητα. Μη ζητής να μάθης περισσότερον.
Του εξαδέλφου μου η εικών δεν σας είναι άγνωστος. Μ' όλας τας αδυναμίας του και την ακολασίαν των ηθών του, είχε καρδίαν καθαράν και συμπαθητικήν· ήθελε δε βεβαίως γίνει νέος αξιόλογος, εάν ελάμβανεν επιμελή ανατροφήν. Ως ειλικρινή λοιπόν, και αδελφόν προς τούτοις της Χαρικλείας, τον ηγάπων, και παρέβλεπον τας αδυναμίας του, ενθυμούμενος τας παραγγελίας του πατρός μου όστις μ' έλεγεν· «εάν ευτυχήσης ποτέ ν' αποκτήσης φίλον, διατήρει αυτόν, αφού άπαξ βεβαιωθής περί της καρδίας του, και κερδήσης την εμπιστοσύνην του. Να ήσαι δε συγκαταβατικός εις τα ελαττώματά του· διότι εάν ήτον εντελής, ήθελε σε ταπεινώσει, και επομένως κινήσει τον φθόνον σου. Τοιούτος είναι, υιέ μου, ο άνθρωπος. Διαφορετικά, πώς θα εξηγήσωμεν την περισσοτέραν αγάπην, την οποίαν αισθανόμεθα προς εκείνους, οι οποίοι μας θαυμάζουν, παρά προς όσους θαυμάζομεν;»
Ο Σωτήριος είχε παρατηρήσει την ιδιαιτέραν προς την Χαρίκλειαν κλίσιν μου· αλλά δεν υπέθετεν, ότι την ηγάπων μέχρι έρωτος. Όθεν νομίζων, ότι άλλη με είχεν εμπνεύσει το πάθος τούτο, εζήτει να με παρηγορήση. Ας αφήσωμεν, είπεν, τους Άγγλους να πνίγωνται εις τον καπνόν των ανθράκων με τας ερωμένας των· τους Ιταλούς να τας σφάζουν, όταν δεν ημπορούν να τας απολαύσουν· τους μουζίκους των Ρώσσων να τας δαίρουν, διά ν' αποδείξουν εναργέστερα την αγάπην των· τους Οθωμανούς να τας κλείουν εις τους γυναικωνίτας από την υπερβολικήν αγάπην των· τους Ισπανούς να κρεμώνται με τας χορδάς της κιθάρας των· τους Σκωτσέζους να πωλούν τας γυναίκας των εις την αγοράν, όταν δεν ανταγαπώνται παρ' αυτών· τους Ινδούς ν' απαιτώσι να συγκαίωνται αι επιζήσασαι συμβίαι εις την πυρκαϊάν με το πτώμα των. Ας φανώμεν ημείς νουνεχέστεροι· και άφες, φίλε μου, αυτάς τας ιδέας, αναξίας της φρονήσεώς σου. Μιμήσου τον εξάδελφόν σου. Ηξεύρεις πόσον είμαι ευαίσθητος εις το γυναικείον φύλον, και πόσον με ενθουσιάζουν αι ωραίαι. Αλλ' όσον και αν εκτιμώ την ευτυχίαν της ευνοίας των, με άλλην τόσην γενναιότητα υποφέρω τας σκληρότητας αυτών. Διά να σε διασκεδάσω, θα σε διηγηθώ μίαν ιστορίαν μου.
Άντικρυ της Γραμματείας μας κατοικεί η ωραία Κυρία Θεανώ. Πολλάς ημέρας επαρατήρουν, ότι μ' εκύτταζεν από το παράθυρον με περιέργειαν, ήτις δικαίως μ' έκαμε να πιστεύσω, ότι την προσήλωσα. Απαντήσας εσχάτως αυτήν εις τον περίπατον με τον άνδρα της, την ηκολούθησα μακρόθεν, και βαθμηδόν πλησιάσας, με εφάνη να είδα, ότι έρριψεν εις εμέ κρυφίως τινά ευνοϊκά βλέμματα. Τούτο μ' ενεθάρρυνεν· αλλά πώς να την ανταμώσω; Ο ανήρ της, λέγουν, είναι πολύ ζηλότυπος και οργίλος. Μίαν λοιπόν ημέραν, ενώ έλειπεν εις την υπηρεσίαν του, παρουσιάζομαι εις την Κ. Θεανώ, ρίπτομαι εις τους πόδας της και εκφράζω το πάθος μου. Αλλ' αυτή, τρέμουσα, εκβάλλει αγριωτάτας φωνάς, αι οποίαι με ανάγκασαν ν’ αποσυρθώ με τόσην βίαν, ώστε παρ’ ολίγον να κρημνησθώ εις την σκάλαν. Αγνοώ, εάν εδιηγήθη την επίσκεψίν μου εις τον άνδρα της· τουλάχιστον αυτός δεν με απέδειξε το παραμικρόν, απαντήσας με. Εντοσούτω ο έρως μου δεν μ' άφηνε να ησυχάσω, διότι καθώς ηξεύρεις η Θεανώ έχει όλα τα θέλγητρα της Αφροδίτης. Όθεν απεφάσισα δευτέραν δοκιμήν, και την διευθύνω ερωτικόν επιστόλιον, γραμμένον με πολύ πάθος. Ήλπιζον ότι αυτήν την φοράν επέτυχον παρά σύνηθες εις την σύνταξιν, διότι αμέσως έλαβα σύντομον μεν, αλλ’ ευχάριστον απάντησιν. Με λέγουν, ότι ανταγαπώμαι, και υπόσχονται αντάμωσιν περί την δεκάτην της νυκτός. Όλος λοιπόν χαρά, τρέχω την προσδιωρισμένην ώραν εις την οικίαν της φίλης· αλλά φοβηθείς μην εύρω εξαίφνης τον άνδρα, λαμβάνω μετ' εμού το πυροβόλον μου. Η πρόνοιά μου ήτον φρόνιμος· διότι εάν δεν ήμην ωπλισμένος, ήθελον πάθει τινά ατιμίαν. Άμα εισήλθον εις το δωμάτιον, απαντώ έμπροσθέν μου, αντί της Κυρίας, τον Κύριον, κρατούντα βακτηρίαν ογκωδεστάτην, ήτις όμως έμεινεν ανενέργητος εις την θέαν του πυροβόλου. Η σκηνή ίσως ήθελε ν’ αποβή τραγική, εάν δεν επαρουσιάζετο η Θεανώ, και δεν ερρίπτετο μεταξύ ημών παρακαλούσα μετά δακρύων να παύσωμεν. Έπρεπε να την ίδης κλαίουσαν, εξάδελφε, διά να την θαυμάσης έτι περισσότερον. Μ' όλην την δυσάρεστον θέσιν μου, τόσον εταράχθην ιδών αυτήν, ώστε λησμονήσας την οποίαν μ' έστησε παγίδα, την εκύτταζον όλος όμμα, και το όπλον παρ' ολίγον να πέση από τας χείρας μου. Έπρεπεν όμως να εξέλθω από την οικίαν της κατά πρόσκλησιν του οικοδεσπότου, και ν' απαρνηθώ διά πάντα την απόλαυσιν της ωραιοτέρας γυναικός της πόλεώς μας. Εάν ήσουν εις τον τόπον μου, δεν ηξεύρω πού ήθελε σε φέρει η απελπισία σου· αλλ’ εγώ, ως γενναιόκαρδος, εζήτησα αμέσως την θεραπείαν του πάθους μου εις τον έρωτα μιας Σμυρναίας, όχι τόσον καλής, ως η Θεανώ, αλλ’ υποφερτής.
Απορώ τον λέγω, φίλε μου, πώς δύνασαι τόσον ευκόλως να τροποποιής κατ' αρέσκειαν τα αισθήματά σου, και να μεταβιβάζης την καρδίαν σου από εν εις άλλο υποκείμενον! Ως φαίνεται ακόμη δεν ηγάπησες ειλικρινώς και σπουδαίως· διότι ο αληθής έρως είναι μεν κλίσις φυσική, αλλά κινείται από τα λεπτότερά μας αισθητήρια· οδηγείται δε από τον νουν και από την αρετήν όθεν αυτός μόνον διαρκεί. — Σε πιστεύω· αλλά τοιούτους έρωτας απαντώμεν εις τας Αγγλικάς μυθιστορίας περισσότερον παρά εις τον κόσμον. — Κατά δυστυχίαν έχεις δίκαιον· αλλά τουλάχιστον μη μολύνετε το όνομα του έρωτος, δίδοντες αυτό εις την άλογον επιθυμίαν, από την οποίαν ορμώμενοι ως τα κτήνη, πλησιάζετε τας γυναίκας. Αύτη λέγεται απλή ηδονή, ομοία με την του λαιμάργου, βλέποντος καλόν ζυμαρικόν· του μεθύσου, εγγίζοντος φιάλην οίνου· του χαρτοπαίκτου, όταν πλησιάζη τράπεζαν με χαρτία· του φιλαργύρου, όταν τον δείχνης χρυσίον. Η θηλυμανία είναι πάθος χυδαίον. Ο έρως κινείται από αίσθημα ευγενές· είναι καθαρά φιλία, ηνωμένη με την επιθυμίαν. — Νομίζω ότι υπάρχει και μέσος όρος· εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι ενίοτε περισσότερόν τι, καθώς χάριν λόγου, διά την γοργόφθαλμον Θεανώ, την οποίαν είχον αγαπήσει με τα σωστά μου. — Και νομίζεις, φίλε μου, ότι είναι δυνατόν, να ερωτευθή τις γυναίκα, βλέπων αυτήν μακρόθεν, χωρίς να την πλησιάση, να την ομιλήση, να την ακούση, να γνωρίση τα αισθήματα και προτερήματά της; Ο έρως σου, Σωτήριε, ήτον φαντασιώδης και Δογκισχοτικός. — Ενόμισα ότι απεκρίθη εις τον έρωτά μου· διότι μ' επαρατήρει πολύ, και εμειδία ενίοτε. — Πόσον φίλαυτοι είμεθα! Άμα μία γυνή μας κυττάζη δύο ή τρεις φοραίς με ολίγην προσοχήν, νομίζομεν ότι έλαβε κλίσιν εις ημάς, ενώ πολλάκις συμβαίνει να ρίπτωνται επάνω μας τα βλέμματά της χωρίς σκοπόν, από απλήν περιέργεια, ή διά να ιδή, εάν εξακολουθούμεν να την παρατηρώμεν. Εάν δε και μειδιάση, τότε πλέον είμεθα βέβαιοι ότι κατωρθώσαμεν την κατάκτησίν της, ενώ πιθανόν να εκίνησε το μειδίαμά της, ομιλία ή ενθύμησίς τις, ή και αυτά τα δήθεν ερωτικά βλέμματά μας. Ενίοτε μάλιστα όλα αυτά τα φανταζόμεθα, χωρίς να γυρίσουν να μας ιδούν. — Αυτό συμβαίνει εις τους μύωπας, το να βλέπουν άλλ' αντ' άλλων· αλλ’ εγώ είμαι οξυδερκέστατος. — Και διατί φορείς ομματοϋάλια; — Διότι είναι του συρμού. — Λοιπόν αφού βλέπης καλά με τους οφθαλμούς σου, και θέλης ν' ακολουθήσης τον συρμόν, ιδού τι παθαίνεις. Τα ομματοϋάλιά σου, ως φαίνεται, έχουν το ιδίωμα να παραλλάσσουν τα αντικείμενα. — Έστω να ηπατήθην· αλλ' έπρεπε να με προδόση εις τον άνδρα της, με τον οποίον παρ' ολίγον να αλληλοκτονηθώμεν; — Όχι· αποδοκιμάζω τούτο. Η φρόνιμος γυνή αποφεύγει τοιαύτας θορυβώδεις σκηνάς, αι οποίαι έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα, και βλάπτουν πάντοτε την υπόληψίν της. Η πομπώδης επίδειξις της τιμιότητος ανδρών τε και γυναικών είναι πάντοτε ύποπτος. Δεν θέλω ν' αποδόσω απόκρυφον σκοπόν εις την Κ. Θεανώ. Noμίζω μάλλον, ότι είναι άπειρος και δειλή· η δε τόλμη σου την εφόβισε, και την ηνάγκασε να δείξη το γράμμα σου εις τον άνδρα της, όστις ηθέλησε να σε τιμωρήση. Εντοσούτω, ειπέ με, εάν ευρίσκεσο εις την θέσιν του, και εκείνος εις την εδικήν σου, ήθελες υποφέρει το τόλμημά του με υπομονήν; — Είμαι και εγώ πολλά ζηλότυπος. Εάν μάλιστα υπανδρευθώ θα προσέχω πολύ τους φίλους, όσοι έρχονται κατά τύχην εις την οικίαν πάντοτε, όταν ο ανήρ λείπη, και θ' αφίνω μεν την γυναίκα μου να χορεύη, αλλά θα την εμποδίζω τον στρόφυλον· διότι εις τον χορόν αυτόν πάρα πολύ πλησιάζουν τα γένη. Εν ενί λόγω θα ενθυμηθώ καλώς τότε, το τι κάμνω σήμερον. — Λοιπόν, «ο συ μισείς, πώς ετέρω ποιείς»; εναντίον της ευαγγελικής παραγγελίας; και δεν φοβείσαι το «α εν ω μέτρω μετρήσεις, αντιμετρηθήσεταί σοι;» Μήπως εξωμολογήθης σήμερον, και έχης νεαράς εις τον νουν σου τας συμβουλάς του πνευματικού; — Οι λόγοι μου ούτοι είναι σύμφωνοι με τας αρχάς μου, Σωτήριε· και πίστευσόν με, ότι δεν υπάρχει δι' εμέ κλίσις τόσον ηδεία, θέλγητρον τόσον μέγα, ώστε να με κατορθώση να παραβιάσω τα δικαιώματα του γάμου. — Υπάρχουν περιστάσεις, καθ' ας η αυστηροτέρα αρετή υποπίπτει, και μη λέγης μεγάλον λόγον.— Η αρετή, φίλε μου, δεν είναι αξία αυτού του ονόματος, ενόσω δεν καθυποβάλλεται εις δοκιμασίαν. Σε γνωρίζω χάριν ν' ανθέξης εις τον πειρασμόν της ηδονής, της μέθης και της αισχροκερδείας, όταν η περίστασις σε θέση εις συνάφειαν με ωραίαν γυναίκα, με καλόν οίνον και με πολύ χρυσίον. Ο ανήρ δοκιμάζεται διά της γυναικός, λέγει παλαιόν τι ρητόν, καθώς η γυνή διά του χρυσού και ο χρυσός διά του πυρός. Ο τίμιος άνθρωπος, Σωτήριε, πρέπει ν' αγαπά την αρετήν διά την αρετήν· αλλ’ ας την αγαπήσωμεν τουλάχστον, διά το ίδιον συμφέρον μας· διότι αι τοιαύται παράνομοι σχέσεις εκθέτουν εις κίνδυνον όχι μόνον την ησυχίαν και την τιμήν, αλλά και αυτήν την ζωήν των ερωμένων. Συ ο ίδιος ερριψοκινδύνευσες. Τέλος πάντων, ειπέ με· αν και απέτυχες, δεν επαινείς την αρετήν της Κ. Θεανούς; — Την θαυμάζω μάλιστα· διότι αν και αγαπώμεν τας ξένας γυναίκας, τούτο δεν μας εμποδίζει να σεβώμεθα εκείνας, όσαι θέλουν ν' ανήκουν εις ένα μόνον άνδρα. — Εύγε! — Εις το εξής θ' ακούσω λοιπόν την συμβουλήν σου, και θ' απέχω από υπάνδρους, μάλιστα εις αυτόν τον ημιβάρβαρον τόπον, όπου οι άνδρες είναι τόσον ζηλότυποι, και αι γυναίκες τόσον αυστηραί. Η νέα Σμυρναία μου είναι άγαμος. — Έχεις σκοπόν να την νυμφευθής; Κατά τας περιστάσεις. — Ελπίζεις λοιπόν να την απατήσης. — Ας μην απατηθή. Αφού δέχεται την θεραπείαν μου, θα πασχίσω να ωφεληθώ. — Νομίζει ίσως, ότι οι σκοποί σου είναι νόμιμοι. — Ας μ' ερωτήση. — Η καλοαναθρεμμένη και τιμία κόρη δεν ερωτά τον θεράποντά της εάν σκοπεύη να την νυμφευθή· διότι δεν πρέπει να υποθέση εις αυτόν άλλον σκοπόν.— Ηξεύρεις τι με απεκρίθη προχθές απλουστάτη τις ράπτρια; Είμαι, Κύριε, τάξεως πολύ κατωτέρας σου διά να γίνω σύζυγός σου, και πολύ ανωτέρα διά να γίνω εταίρα σου. Έχε με λοιπόν παρητημένην. — Σ' απεκρίθη ως τιμία και φρόνιμος γυνή· διότι οι έρωτες μεταξύ δυσαναλόγου βαθμού υποκειμένων, έχουσι πολλάκις λυπηράς συνεπείας. Αι γυναίκες πρέπει να ζητούν συζύγους μεταξύ των ομοίων των και πολλαί, αποβλέψασαι ή πιστεύσασαι εις άνδρας ανωτέρας σφαίρας έγιναν θύματα του πάθους και της ευπιστίας των, ή απατηθείσαι, έμειναν με την ατιμίαν των, ή και αν δεν εξώκυλαν, εβασανίσθησαν από το απερίσκεπτον πάθος των, και η απελπισία έρριψέ τινας εις αυτοχειρίαν. Όθεν επαινώ την ράπτριάν σου, και εύχομαι να εύρη πολλάς μιμητρίας. — Τι κατάρα! Και τότε τι ηθέλαμεν γίνη ημείς οι άγαμοι; — Να νυμφευθήτε. Η υπανδρεία αποκαθιστά τον άνθρωπον φρονιμώτερον και ευτυχέστερον· εννοείται όταν επιτύχη, το οποίον δεν είναι τόσον δύσκολον, καθώς τινες άγαμοι νομίζουν. Ο οικογενειάρχης αισχύνεται από την γυναίκα και τα τέκνα του να παρεκτραπή από τα καθήκοντα της τιμιότητος και κοσμιότητος, ή να πράξη έγκλημά τι, και κρατείται συλλογιζόμενος, ότι θ’ αφήση το αίσχος του κληρονομίαν εις τους απογόνους του. Όσον πολλαπλασιάζονται τα συνοικέσια, τόσον ολιγοστεύουν τα εγκλήματα. — Σε πιστεύω κατά τούτο· αλλά με ποίαν κατάστασιν να υπανδρευθώμεν; Οι περισσότεροι, των εν Ελλάδι τουλάχιστον νέων, ζώμεν με μισθόν, όστις σπανίως μας φθάνει μέχρι της δεκάτης πέμπτης του μηνός. — Διατί δεν μετριάζετε τα έξοδά σας; Η τέχνη του διατηρείν την περιουσίαν, φίλε μου, είναι δυσκωλοτέρα από την τέχνην του αποκτάν αυτήν. — Από 150, 200, ή 300 δραχμάς, θέλεις και να μας περισσεύουν; — Πόσοι άνθρωποι ζουν εν ανέσει με τον μισθόν των! Αι Ελληνίδες είναι ολιγαρκείς και οικονόμοι. — Το δέχομαι· αλλά και εις αυτήν ακόμη την Ελλάδα καλήτερα αγαπώνται οι άνδρες, όταν η οικία των ήναι μεγάλη, αναπαυτική και ευπρεπισμένη· όταν η τράπεζα των ήναι πλουσία· όταν αι γυναίκες των ημπορούν να ενδυθούν κατά τον συρμόν· όταν έχουν αμάξας και θεωρητήρια (πάλκα) εις το θέατρον. Ο έρως φυγαδεύει από το παράθυρον, φίλε μου, όταν η πτωχεία εμβαίνη από την θύραν, λέγει μία γαλλική παροιμία, ήτις νομίζω ημπορεί πανταχού να εφαρμοσθή. Αι εξαιρέσεις δεν είναι κανόνες, καθώς καλύτερα εμού γνωρίζεις. — Αφού λοιπόν δεν δύνασθε να τας νυμφευθήτε, πρέπει να τας αποφεύγετε. — Εντοσούτω προ ολίγου σε εύρον έτοιμον να φονευθής διά τας γυναίκας, τας οποίας με συμβουλεύεις να μισώ. — Να μισήσης; Άπαγε της βλασφημίας! Να τας σέβεσαι, εξ εναντίας σε συμβουλεύω, καθώς και εγώ τας σέβομαι. Διότι εκτιμώ κατ' αξίαν τας μυρίας ευγνωμοσύνας, τας οποίας οφείλομεν εις το εράσμιον και πολύτιμον αυτό ον, το οποίον μας δίδει την ύπαρξίν, μας ανατρέφει, μας κατασταίνει ευτυχείς διά του συνοικεσίου, συμμερίζεται τας ηδονάς μας, ανακουφίζει τας λύπας μας και μετριάζει τας αηδίας του γήρατος. Αφού δε μας περιθάλψη, μας αγαπήση, μας χειραγωγήση και μας φιλοφρονήση καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής μας, αποκαθιστά τέλος και αυτόν τον θάνατον ολιγώτερον επαισθητόν. Και εγώ λοιπόν αγαπώ, καθώς συ τας γυναίκας, αλλά διαφοροτρόπως. Η αγάπη μου προς αυτάς, ή είναι φιλική και άμικτος πάθους, ή αποβλέπει εις συμβίωσιν, εις την ακροτάτην αυτήν μακαριότητα του επί γης ανθρώπου. Διότι, με ποίαν άλλην ημπορείς να παραβάλλης την ευδαιμονίαν σου όταν αισθάνεσαι ότι ον εράσμιον και ασθενές εμπιστεύεται και παραδίδει εις την φυλακήν σου την ευτυχίαν του, το οποίον πλαγιάζει ησύχως υπό την υπεράσπισήν σου, παραμονεύει τας πράξεις σου, διά να συμμερισθή την χαράν ή την θλίψιν σου, σε εννοεί από τα βλέμματα όταν σιωπάς, γνωρίζει καλύτερα από σε τους διαλογισμούς σου, τρέμει περισσότερον την στέρησίν σου από την ζωήν του, το οποίον τέλος κρατεί την καρδίαν σου εις διηνεκή παλμόν χαράς και ηδονής ανέκφραστου, αίτινες αναδιπλασιάζουσιν, ούτως ειπείν, την ύπαρξιν;
Σ' εσυμβούλευσα λοιπόν, φίλε μου, πρώτον να μην επιβουλεύεσαι τας αλλοτρίας γυναίκας, διά να μη γίνεσαι αίτιος σκανδάλων, και να προξενής δυσπιστίας και διχονοίας μεταξύ των οικογενειών· εν γένει δε ν' αποφεύγης τας απάτας, αι οποίαι φέρουν εις απελπισίαν τας εξαπατωμένας, και καλύπτουν με αίσχος τους απατεώνας7 όχι δε και ν' αποστρέφεσαι το ωραιότερον και εντελέστερον πλάσμα του κόσμου. Εξεναντίας ήθελον χαρή πολύ, εάν σε έβλεπον ν' αγαπήσης ειλικρινώς καλήν νεάνιδα και να την νυμφευθής· διότι εν ενάρετον πάθος δύναται να καταδαμάση τα άλλα πάθη. Όσον διά την εδικήν μου περίστασιν, αύτη, φίλε μου, είναι εξαιρετική, και δεν έχω τον παραμικρόν του συνειδότος μου έλεγχον ως προς το πάθος μου, καθότι ουδένα ζητώ ν' αδικήσω. — Διατί λοιπόν δεν νυμφεύεσαι την ερωμένην σου; — Διότι τούτο είναι αδύνατον. Δεν σε εννοώ. — Η φύσις μας έδωκε, Σωτήριε, παράξενον καρδίαν. Πολλάκις αγαπώμεν κατά προτίμησιν, ό,τι δεν δυνάμεθα ν' αποκτήσωμεν. — Συμφωνώ· αλλά δεν ημπορώ να μάθω το αντικείμενον του έρωτός σου; — Αδύνατον. — Πολύ καλά· αλλά συ, όστις επαγγέλλεσαι τον φιλόσοφον, πώς απεφάσισες ν' αυτοχειριασθής; — Η ζωή είναι βάρος, όταν καταντά βάσανος, και ο άνθρωπος, νομίζω, ότι έχει το δικαίωμα να την διαθέση κατά το δοκούν. — Ίσως αν και κατά τούτο δεν συμφωνή η θρησκεία μας. Αλλ' ήκουσες ποτέ να επαινέσωσι τους αυτοχειριασθέντας, οποίοι λόγοι και αν τους παρεκίνησαν να συντέμωσι την ζωήν των; Πώς άλλως, παρά φρενοβλαβείς και ανοήτους τους ωνόμασαν; Οι νόμοι μάλιστα, τους αφαίρεσαν, ως τοιούτους, και το δικαίωμα να διαθέσουν κατ' αρέσκειαν την περιουσίαν των. Συ γνωρίζεις καλήτερα τον Κώδηκα από εμέ. — Μ' ενίκησες, Σωτήριε. Βλέπω ότι όλοι οι άνθρωποι είμεθα υποκείμενοι εις ανοησίας, και ανοησίας θα πράττωμεν αιώνια, μ' όλον το πολύτιμον αίμα, το οποίον έχυσεν ο Χριστός διά να μας καταστήση φρονίμους.
Διά να διασκεδάσω την αθυμίαν μου, απεφάσισα να συχνάσω τας συναναστροφάς, όπου ήλπιζον συγχρόνως ν’ απαντήσω άλλην τινά νέαν, ήτις πιθανόν να με προσηλώση, και νυμφευόμενος αυτήν, κατά την συμβουλήν του πνευµατικού μου, να θεραπευθώ από το προς την Χαρίκλειαν πάθος μου. Αλλ’ αντί να ευθυμήσω, εγενόμην σκυθρωπότερος, και η μελαγχολία μου έδιδεν αφορμήν εις ερωτήσεις και παρεξηγήσεις, αίτινες την ηύξησαν έτι περισσότερον. Όταν το αντικείμενον του πόθου μας ήναι απόν, αι καλήτεραι διασκεδάσεις είναι εις ημάς βάσανος. Όταν δε ήμεθα κακοδιάθετοι, δεν πρέπει να υπάγωμεν εις ομηγύρεις, όπου είναι απαίσιον να σκυθρωπάζωμεν, ενώ οι άλλοι ευθυμούσι· διότι νομίζουν, ότι μας δυσαρεστεί η συναναστροφή των. Όθεν επροτίμησα να περιέρχωμαι τας μονήρεις εξοχάς, όπου ευρίσκει, μεταξύ της φύσεως, αναψυχήν τινα η πάσχουσα καρδία. Εκεί αναπολών εις τον νουν μου τας νέας, όσας είχον απαντήσει εις τον κόσμον, εύρισκόν τινας προσεγγίζουσας την εξωτερικήν μορφήν της εξαδέλφης μου· αλλ' ουδεμία είχε την εντέλειαν, εις την οποίαν η φύσις εφιλοτιμήθη να την φέρη. Όλαι δε με εφαίνοντο, ότι είχον κηλίδας τινάς, αίτινες ασχήμιζον την καλλονήν των. Α! Χαρίκλεια! Χαρίκλεια! έκραζον. Όστις επλησίασε τόσον εις τον ουρανόν, αδύνατον να ζήση με τους επιγείους. Ίσως ήθελον εύρει ησυχίαν, εάν εδυνάμην να σε λησμονήσω· αλλ’ είσαι τόσον βαθέως εντυπωμένη εις τας αισθήσεις μου, ώστε μόνον το κοπτερόν του θανάτου δρέπανον δύναται να αποξύση την εικόνα σου από τον νουν και την καρδίαν μου. Πρέπει πρώτον να παύσω του να συλλογίζωμαι, πριν παύσω του να σε ενθυμούμαι. Βλέπω, ότι δεν ημπορώ να γίνω σύζυγός σου· αλλά τούτο δεν με εμποδίζει να σ' αγαπώ θερμότατα, και τοι σεβόμενος τους δεσμούς του αίματος. Δεν νομίζω δε ότι αμαρτάνω· διότι πώποτε δεν εμόλυνε ιδέα ηδυπαθείας τον έρωτά μου. Καυχώμαι διά την αρετήν μου ταύτην· διότι είναι απόρροια της εδικής σου αρετής. Ο Πλατωνικός αυτός έρως, του οποίου το θέλγητρον ολίγιστοι αισθάνονται, τέρπει τας εδικάς μου αισθήσεις, ενώ συγχρόνως με βασανίζει. Όθεν έχω στερεάν απόφασιν να τον διατηρήσω ισόβιον, και να τον αφιερώσω αγνόν εις τον βωμόν της καρδίας σου. Δεν επιθυμώ όμως εξ αιτίας μου να στερηθής και συ των ηδονών του βίου, όταν εύρης άξιον της εκλογής σου σύζυγον. Η φύσις έπλασε τοιούτον εντελές ον, όχι διά να κοσμήση μόνον την κτίσιν, αλλά και διά να πληθύνη δι' αυτού τα τέλεια πλάσματα. Εγώ θ' αγαπήσω και αυτά, καθώς και την μητέρα των. Σε το υπόσχομαι, Χαρίκλεια· και μη νομίζης, ότι θα φθονήσω την ευτυτυχίαν του πατρός των. Εγώ δεν εδυνάμην να καθέξω τον τόπον του. Τοιαύτη ήτον της Ειμαρμένης η απόφασις.
Αυτούς τους τελευταίους στοχασμούς μου, απεφάσισα να τους εκφράσω εις την Χαρίκλειαν. Όθεν υπήγον εις την οικίαν της· αλλ’ άμα την επλησίασα, έμεινα πάλιν βωβός κατά το σύνηθες. Εις το ήθος μου όμως και την μελαγχολίαν μου ανέγνωσε βεβαίως τα διανοήματά μου. Τι έχεις πάλιν, Φιλάρετε; με λέγει. — Πρέπει, Χαρίκλεια, να αποχωρισθώμεν διά τινα καιρόν, ή τουλάχιστον να μη σε επισκέπτωμαι εις το εξής τόσον συχνά. — Διατί; Φαίνεται, ότι αληθεύουν όσα ήκουσα. — Τι ήκουσες; Ότι ζητούν να σε υπανδρεύσουν, και ότι η μελλόνυμφός σου είναι ζηλότυπος. — Και το επίστευσες; — Ελπίζω, ότι θα ζητήσης την γνώμην μου περί της μελλούσης συζύγου σου.— Μη με βασανίζης προς θεόν, Χαρίκλεια! Πρέπει, πρέπει να παύσω τας συχνάς επισκέψεις μου, επαναλαμβάνω αναστενάζων. Αλλ' έσο βεβαία, ότι άλλης γυναικός εικών δεν δύναται να χωρέση εις την καρδίαν, οπού κατοικεί η εδική σου. — Και διατί δεν θέλεις λοιπόν να με βλέπης; αποκρίνεται, πνίγουσα τους στεναγμούς της. — Διότι είσαι εξαδέλφη μου. Μη με ερωτάς περισσότερον. Τότε τα δάκρυά της επλημμύρησαν πάλιν. Και ποία άλλη παρηγορία με μένει εις την γην, με λέγει, όταν και συ απομακρυνθής από εμέ; Ποίος θ' ανακουφίση τας θλίψεις, όσας δοκιμάζω καθημέραν από τους συγγενείς μου, οι οποίοι, αντί φιλοστοργίας, μ' επιδεικνύουν φανεράν απέχθειαν; Είμαι άρα γε τόσον αποτρόπαιος; Ακατανόητον δι' εμέ μυστήριον είναι η προς εμέ αποστροφή των γεννητόρων μου. Η καλή Ξανθή με λέγει πάντοτε να ελπίζω, ότι θα παύσουν μίαν ημέραν τα δεινά μου, ότι θα εύρω ον, το οποίον θα με παρηγορήση, θα με αποζημιώση δι' όσα υποφέρω και θα με καταστήση ευτυχή. — Έχει λόγους βεβαίως να το πιστεύση· διότι δεν εγεννήθης διά να ήσαι πάντοτε δυστυχής. Αύτη ήθελεν είσθαι αδικία, την οποίαν αμαρτάνομεν, εάν υποθέσωμεν εις τον Δημιουργόν. Διά ποίους τότε αποταμειεύει την ευτυχίαν; Έχεις χαρίσματα τα οποία όλοι εκτιμούν, αγαπητή Χαρίκλεια, και πολλοί βεβαίως επιθυμούν την κατάκτησίν σου. Όταν μεταξύ αυτών απαντήσης καρδίαν ανταποκρινομένην εις την εδικήν σου, τότε θα εύρης τον παρηγορήτορα και προστάτην σου. Ιδού αι προρρήσεις της Ξανθής, αι οποίαι νομίζω μάλιστα ογλίγωρα να πραγματοποιηθώσι. Το ον αυτό εστάλη, ως φαίνεται, από την θείαν πρόνοιαν, και αν το αγαπήσης, καθώς σε αγαπά, η ευτυχία σου ήγγικεν. — Εξηγήσου καλήτερα, Φιλάρετε. — Δεν παρατήρησες την κλίσιν του Ζ. προς εσέ; Είναι νέος με πολλά χαρίσματα, και σε συμβουλεύω να μην αποποιηθής την χείρα του, αν σε την προσφέρη. Εάν με δίδης μάλιστα την άδειαν, θέλω ομιλήσει μετ' αυτού και των γονέων σου. — Ζητείς να με δοκιμάσης, Φιλάρετε; — Σε ομιλώ με ειλικρίνειαν· ο νέος σε αγαπά ολοψύχως, και είναι άξιος ν' ανταγαπηθή. — Πρέπει να με θεωρής αναξίαν της εδικής σου αγάπης, διά να με υποθέσης ικανήν να λάβω κλίσιν εις ξένον άνδρα. Όχι Φιλάρετε! Η λαμπάς του Υμεναίου δεν θ' ανάψη ποτέ διά την εξαδέλφην σου. — Αλλ’ εγώ δεν δύναμαι να σε καταστήσω εντελώς ευτυχή. — Μεγαλητέραν ευτυχίαν δεν γνωρίζω άλλην από του να σ' αγαπώ, και να ηξεύρω ότι μ' αγαπάς. — Χαρίκλεια! Συ έπρεπε να κατοικής εις τους ουρανούς. — Δι' εμέ ουρανόθεν απεστάλης, Φιλάρετε. Εάν έμενες εις την πρώτην κατοικίαν σου, τότε μόνον ήθελον την ζηλεύσει και εγώ. Αλλ’ η αγάπη μου μόνη πώς θα σ' απαλλάξη αφ' όσα υποφέρεις δεινά; — Όλα τα λησμονώ, όταν σε βλέπω. — Πλην εγώ δεν δύναμαι να μένω αυτόπτης απαθής της δυστυχίας σου. — Νυμφεύσου γυναίκα, και έρχομαι να συγκατοικήσω με σε.
Η ομιλία μας διεκόπη από την εμφάνισιν της Σεβαστής. Έμαθες, με λέγει, εξάδελφε, την χαροποιάν είδησιν; Το σάββατον έχομεν χορόν εις την αυλήν. Σήμερον έγιναν αι προσκλήσεις. Εγώ δεν ήθελα να υπάγω, διότι δεν έλαβα ξεχωριστόν billet d' invitation, δηλαδή χοροκλητήριον καθώς το λέγει ο Κ. Πλατωνίδης, όστις ωνόμασε και το carte de visite επισκεπτήριον. Αυτός είναι φρικτός ελληνιστής· πλην δεν αποφασίζει ο ευλογημένος να υπανδρευθή. Ο Κύριος Αυλάρχης ελησμόνησεν, ως φαίνεται, ότι είμαι χήρα, και ότι έχω εδικόν μου επώνυμον, και έπρεπεν επομένως να προσκληθώ ιδιαιτέρως. Η ευγενία του καυχάται, ότι είναι το λύειν και το δεσμείν εις την αυλήν, και περιφρονεί τον κόσμον. Αλλ’ έχω σκοπόν να παραπονεθώ εις την grande maitresse, δηλαδή την Αρχιδέσποιναν, διά να είπη την Βασίλισσαν να διορθώση αυτάς τας αταξίας. Οι Έλληνες δεν υποφέρουν περιφρόνησιν, και επαναστάτησαν διά ν' αποκτήσουν δικαιώματα, καθώς έλεγεν επί συντάγματος ο πατήρ μου όστις, δεν ηξεύρω, διατί πλέον δεν αναφέρει το παραμικρόν περί τούτου. Καθείς λοιπόν πρέπει να τιμάται κατά την αξίαν του. Όχι πως έχει τινάς τι να ζηλεύση εις αυτούς τους χορούς, όπου έρχεται η κυρά δασκάλισσα και στρώνεται εις το πλάγι σου, και η κυρά γεωμέτρισσα σε ομιλεί ως αδελφήν της, και αι θυγατέρες του ποτέ Κυρ Σταμάτη και Καπετάν Μανόλη έρχονται και παλουκόνονται έμπροσθέν σου, χωρίς να σε αφήσουν να ίδης ούτε Βασιλέα, ούτε Βασίλισσαν, ούτε χορόν. Να βλέπης την μίαν να χασμωδήται· να ακούης την άλλην να ρεύγεται· την τρίτην να σε ομιλή περί της πωγάδας της· την τετάρτην να σε λέγη: αφού υπανδρεύθην με συμπάθειο, απέκτησα πέντε με συμπάθειο παιδιά, και τώρα είμαι εγκαστρωμένη με συμπάθειο. Ωσάν να ήναι εντροπή, να υπανδρεύεται μία γυναίκα, να κυοφορή και να γεννά, ενώ δι' αυτό επλάσθη. Να ήσαι προς τούτοις υποχρεωμένη να τας κάμεις τον διερμηνέα εις τα γαλλικά και ιταλικά, χωρίς να σε αφήσουν να προσέξης εις την υψηλοτάτην συνομιλίαν του Βασιλέως. Άλλο δεν ηξεύρουν αύται αι εντόπιαι, παρά να φορτόνωνται με αδάμας και να ευγάζουν επίτηδες τας χειράγρας διά να δείξουν τα δακτυλίδιά των, και να καυχώνται διά τα υποστατικά των. Όταν δε γίνεται λόγος περί μουσικής, περί ιστορίας, περί γεωγραφίας, δεν τολμούν ν' ανοίξουν το στόμα των. Τι το όφελος! Αύται υπανδρεύονται ευκολώτερα από ημάς, με όλην την αμάθειάν των, ενώ ημείς έχομεν τόσην προκοπήν, και γνωρίζομεν την σιβιλιζασιόνε. Δεν υπήγαμεν βέβαια ούτε εις τα Παρίσια, ούτε εις το Λονδίνον, ούτε εις την Πετρούπολιν, ούτε εις την Βιέννην, ούτε εις το Αμστελδάμ της Ισπανίας, ούτε εις το Βερολίνον της Ιταλίας, ούτε εις το Καντόν της Αμερικής, ούτε εις καμμίαν άλλην πρωτεύουσαν της Ευρώπης· αλλ' είμεθα ευγενείς, και συνανεστράφημεν πάντοτε με εξευγενισμένους. Ηξεύρομεν, λόγου χάριν, ότι δεν εύχονται πλέον υγείαν, όταν πτερνίζεταί τινας, ενώ μερικαί από τας εντόπιας Κυρίας, σας λέγουν ολογειά σας! όταν ακόμη βήχετε. Πόσον εγέλασα προχθές με ένα αστειολόγον, όστις βήξας και λαβών τοιαύτην ευχήν από Αργείαν τινά, σας ευχαριστώ, απεκρίθη, Κυρία μου! αλλά δεν είναι απ' εκείνο. Ας ήναι· μ’ όλας αυτάς τας δυσαρεσκείας του χορού, δεν καταδέχεταί τινας να μη προσκληθή· διότι υποθέτει ο κόσμος, ότι δεν χαίρει την βασιλικήν εύνοιαν. Ο πατήρ μου μάλιστα δεν θέλει να συλλάβουν τοιαύτην ιδέαν· προ πάντων σήμερον, οπού όλαι αι εφημερίδες είναι εναντίον του, και καθ' ημέραν προμηνύουν την συζυγίαν του... όχι την πτώσιν του.
Η Σεβαστή από τα χορευτικά μετέβη εις τα πολιτικά. Όθεν υπερασπίσθη την διαγωγήν του μητρυιού της, απέδειξεν ότι οι συναδελφοί του δεν είναι καλύτεροι, απέδωκε τα σφάλματά του εις την Κυβέρνησιv, και εμέμφθη τας ξένας αυλάς, όσαι επεμβαίνουσιν εις την εσωτερικήν Διοίκησιν του Κράτους. Σας αφήνω δε να φαντασθήτε πόσους παραλογισμούς είπεν εις την πολιτικήν ταύτην διατριβήν της, την οποίαν αποσιωπώμεν, διά να μην αηδιάσωμεν με την απαχθή βωμολοχίαν της τους αναγνώστας μας. Ολίγισται γυναίκες είναι ικαναί να λάβουν μέρος εις πολιτικάς συζητήσεις· πολλώ δε μάλλον αι σεβαστίζουσαι, αι οποίαι, εάν ήξευραν πόσον καταγέλαστοι γίνονται, μιγνύμεναι εις εμβριθείς συνομιλίας, δεν ήθελαν εξέλθει της σφαίρας των. Η Σεβαστή εν τούτοις ωμίλει με τόσον θάρρος και πεποίθησιν, ώστε άλλη αμαθεστέρα αυτής εδύνατο μάλιστα να την θαυμάση δια την ευγλωττίαν και τας γνώσεις της, καθώς τούτο συμβαίνει και μεταξύ ημών των ανδρών πολλάκις. Ο αδολεσχότερος φλύαρος και ο ανουσιώτερος βωμολόχος ευρίσκει πάντοτε τους θαυμαστάς του.
Χάρις εις την παρουσίαν της Πηνελόπης, ήτις μ’ απήλλαξεν από την φλυαρίαν της αδελφής της. Θα έλθης, με λέγει, εις τον χορόν, εξάδελφε; Εγώ κατορθόνω να σε προσκαλέσουν· ο Κύριος Ευστρατιάδης έχει φιλίαν με τον εξάδελφον του ανεψιού του γαμβραδέλφου του Αυλάρχη, και μεσιτεύει περί τούτου διά χάριν μου. Είναι ευγενής, υποχρεωτικός, και με αρέσκει καθ' όλους τους λόγους. Όταν όμως δεν έχη τινάς προίκα, δεν ημπορεί να εκφράση γνώμην, και αναγκάζεται να καταπίνη την πίκραν του. Δεν μ' απεκρίθης. Έρχεσαι; Θέλω να χορεύσω μαζή σου ένα βάλσι. — Σας ευχαριστώ· άλλα δεν επιθυμώ να προσκληθώ διά μεσιτείας. — Είσαι πολύ υπερήφανος. Αυτό συμβαίνει καθ' ημέραν εις πολλούς. — Δεν έχω φιλοτιμίαν να συναριθμηθώ με το πλήθος. Αμή η Ευφροσύνη και η Χαρίκλεια δεν είναι προσκεκλημέναι; Η μία δεν θέλει να έλθη· η άλλη ίσως το επιθυμεί, άλλα δεν είναι ακόμη καιρός της. Έπειτα δεν επαρουσιάσθη ακόμη εις την Βασίλισσαν. — Αυτό απαιτείται μόνον διά τας υπανδρευμένας, λέγουν. Τας κόρας τας παρουσιάζουν και εις τον χορόν εις την Μεγαλειότητά της· πολλαί δε νεώτεραι από την Χαρίκλειαν υπάγουν εις την Αυλήν. — Πολύ την υπερασπίζεσαι, και δεν αξίζει, σε βεβαιώ. Ιδού έρχεται ο εράσμιος Ευστρατιάδης· υπάγω να μάθω περί των καλλωπισμάτων· ελπίζω να με έφερε το συρμολογικόν ημερολόγιον. — Και αυτή μετάφρασις του Πλατωνίδου είναι, λέγει η Σεβαστή· θα ειπή Journal de mode. Επί του ξαναβλέπειν, δηλαδή à revoir, εξάδελφε. Δεν σε ξαναομιλώ πλέον, αν δεν έλθης εις τον χορόν, και δεν γυρίσης μαζή μου τον πρώτον στρόμβον ... στρόφυλον ... στρόφιγκα ... δηλαδή στρόβιλov· adieu.
Ο βασιλικός χορός είναι συμβάν άξιον λόγου και εις τας μεγάλας πόλεις· πολλώ δε μάλλον εις τας μικράς κοινωνίας, όπου, ου μόνον αι επίσημοι διασκεδάσεις και σκευωρίαι, αλλά και αι ιδιωτικαί πράξεις, μέχρι των οικογενειακών σκανδάλων, γίνονται αμέσως πασίγνωτοι και ασχολούν όλας τας κλάσεις των ανθρώπων. Όθεν πολλάς ημέρας προτήτερα και μετά ταύτα, όλαι σχεδόν αι συνομιλίαι των καινοφίλων Αθηναίων περιστρέφονται εις τον χορόν της αυλής. Οι ελαφρόνοες εκθειάζουν την μεγαλοπρέπειαν της σκευασίας, την ποικιλίαν και πλουσιότητα των ενδυμάτων, και τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν, εις τον οποίον προοδεύομεν γιγαντιαίοις βήμασιν. Οι νουνεχείς μέμφονται την παράλογον δαπάνην χρημάτων και καιρού, επιθυμούντες να μην είμεθα τόσον γίγαντες εις τοιαύτας προόδους. Αναφέρουν δε το παράδειγμα των πάλαι Αθηνών, εις των οποίων των παρακμήν εστάθη αιτία και η πολυτέλεια με την τρυφήν, αίτινες επέφεραν την διαφθοράν των ηθών και επετάχυναν την υποδούλωσιν της εκμαλθακωθείσης Πολιτείας. Αλλ’ όσην ισχύν είχαν αι νουθεσίαι των ποτέ φιλοσόφων εις τους παλαιούς Αθηναίους, τόσην εντύπωσιν κάμνουν αι συμβουλαί των φρονίμων εις τους απογόνους των, οι οποίοι και την εδικήν μου ηθολογίαν, θα ονομάσουν βεβαίως καθαράν μωρολογίαν. Οι πλείστοι των ανθρώπων ηδύνονται ακούοντες την εξιστόρησιν των γελοίων πράξεών των, ενώ αι ηθικαί διδασκαλίαι τους φέρουν ύπνον. Ας τους ευχαριστήσωσμεν.
Όλοι δεν γνωρίζουν τας αφράστους ηδονάς του χορού. Αι προσκλήσεις γίνονται προ 5 ή 6 ημερών, κατά τας οποίας αι Κυρίαι περιέρχονται τα εργαστήρια των συρμολογικών ενδυμάτων και καλλωπισμάτων. Αι μεν αρχόντισσαι βάλλουν εις ενέργειαν όλους τους ράπτας και ράπτριας· όσαι δεν έχουν τα μέσα, ράπτουν μόναι τα φορέματά των, ή τροπολογούν τα του προηγουμένου χορού, μακρύνουσαι, κονταίνουσαι, στενεύουσαι, φέρουσαι το εμπρός οπίσω, προσθέτουσαί τινας κορδέλλας, ή άνθη, ή ολίγην ταντέλλαν, και κατασταίνουσαι τοιουτοτρόπως αγνώριστα σχεδόν τα μεταχειρισμένα φορέματα. Αλλ’ η οικία, ο σύζυγος, τα τέκνα εν τω μεταξύ τι γίνονται; Ποίος φροντίζει τοιαύτας ημέρας περί επουσιωδών πραγμάτων! Το αστείον είναι, ότι ενώ τινες σύζυγοι εξοδεύουν ό,τι έχουν και δεν έχουν διά να ευχαριστήσουν τας γυναίκας των, αυταί γεύονται προηγουμένως την ηδονήν των δαπάνη συζυγική μελετωμένων κατακτήσεών των. Φθάνει τέλος η πολυπόθητος εσπέρα του χορού. Αι περισσότεραι γυναίκες δεν δειπνούν από την ανησυχίαν και χαράν των. Τα φορέματα και στολίδια είναι απλωμένα εις όλα τα δωμάτια της οικίας, και φυλάττονται με θρησκευτικόν σέβας. Ο στολισμός αρχίζει τέσσαρας ώρας προ της ενάρξεως του χορού. Η ράπτρια, ο κουρεύς, ο εμβαδοποιός εμβαίνουν και ευγαίνουν αλληλοδιαδόχως. Τέσσαρες λαμπάδες καίουν περί τον καθρέπτην, αντίκρυ του οποίου κάθηται η θεά του χορού, κοσμίζουσα την κεφαλήν της, αυξάνουσα την κόμην της, χρωματίζουσα τας όψεις της, παχύνουσα τα μέλη της και πάλλουσα από την αγαλλίασιν, την οποίαν ελπίζει μετ' ολίγον να την προξενήσουν τα καταβρωτικά βλέμματα διακοσίων θαυμαστών των τόσων θέλγητρων. Αφού τελειώση ο ευπρεπισμός της κεφαλής, αρχίζει η λοιπή ενδυμασία. Αλλ’ εξαίφνης το φόρεμα είναι κοντόν, τα μανίκια σφίγγουν, το μπούστο σακκουλιάζει, αι εμβάδες δεν χωρούν, τα χειρόφτια σπάνουν. Τι σκάσις! Πάλιν βελόναι, κλωσταί, ράψιμον, ξήλωμα, στένευμα! Μεταξύ αυτών των δυσαρεσκειών, αρχίζει μία καλή βροχή, και το δυσαρεστότερον, άμαξα δεν ευρίσκεται. Μία από αυτάς τας εναντιότητας είναι ικανή να αποθαρρύνη τον γενναιότερον άνδρα· αλλ’ αι γυναίκες δεν χάνουν εύκολα το θάρρος των. Όλα τας δυσαρεστούν και όλα τα υποφέρουν με γενναιότητα· όταν μάλιστα πρόκηται περί ηδονής τίνος αθώου, ή μη. Εντοσούτω η ώρα έφθασεν. Αποφασίζουν λοιπόν μ' όλην την βροχήν και λάσπην να υπάγουν, φορούσαι γαλέντσες, ή τα υποδήματα του ανδρός των. Αλλά μόλις πλησιάζουν εις τον χορόν, και εξαίφνης όχημα, διαβαίνον με βίαν, τας καταλασπόνει. Η συμφορά αύτη, τας αναγκάζει να επιστρέψουν εις την οικίαν με τόσην λύπην, όσην ήθελον αισθανθή διά τον θάνατον του ανδρός των, εις τον οποίον αποδίδουν την αιτίαν όλης αυτής δυστυχίας. Τον επιπλήττουν, διατί δεν είναι άξιος να κρατή άμαξαν, ή διατί τουλάχιστον να μη φροντίση εγκαίρως να εύρη μίαν με ενοίκιον· τον ονομάζουν φυλάργυρον, απρονόητον· βλασφημούν τον αμαξάν, τον καιρόν, την τύχην. Θέλουν να εκδυθούν, αλλά δεν τους κάμνει καρδιά· διότι ακούουν τας αμάξας να διαβαίνουν· βλέπουν το φως, το οποίον ρίπτουν αι δάδες εις το δωμάτιόν των· ακούουν, ή νομίζουν ότι ακούουν, την μουσικήν του χορού παιανίζουσαν. Κάθηνται λοιπόν περίλυποι και δακρυρροούσαι εις το παράθυρον. Ο σύζυγος ζητεί να τας πλησιάση και να τας παρηγορήση· αλλά σπρώχνεται με οργήν. Τέλος, αποφασίζουν να εκδυθούν, και ρίπτονται μόναι εις των κλίνην των. Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης!
Όσαι εδυνήθησαν να φθάσουν εις τον χορόν με μικράς μόνον κηλίδας, αφού αλλάξουν κάλτζας και παπούτζια εις την σκάλαν, διορθόνουν ολίγον τα ζουλούφια των, τα οποία εξεζούγρωσεν ο άνεμος, και εμβαίνουν τέλος εις την σάλαν. Εάν ήναι πλήρης, θυμόνουν ότι ήλθαν αργά, και δεν παρετηρήθησαν εισερχόμεναι. Εάν ήλθον νωρίς, ερυθριούν· διότι μόvov αι εξιππασμέναι και άπρακτοι έρχονται την ώραν της προσκλήσεως. Αυτάς τας νέας δυσαρεστήσεις διαδέχονται άλλαι. Την μεν σφίγγει το περιστήθιον, την δε αι εμβάδες, την άλλην τρυπούν οι οδόντες του κτενίου. Εις τας σωματικάς αυτάς βασάνους προσθέτονται και ψυχικαί. Η μεν αγανακτεί, βλέπουσα τας άλλας καλήτερα ενδεδυμένας· η δε διότι δεν βλέπει τον εραστήν της· η δε, διότι δεν απομακρύνεται ο άνδρας ή ο πατήρ από το πλάγι της· η δε, διότι βλέπει τον σύζυγον, ή τον ερώμενόν της αυλίζοντα άλλας, η δε, διότι δεν την ωμίλησεν η Βασίλισσα, ή ο Πρέσβυς, ή η Υπουργίνα, ή διότι δεν εχόρευσε με αυτήν ο Βασιλεύς, ή ο Υπασπιστής του τουλάχιστον, ή διότι δεν εχόρευσε διόλου. Εντοσούτω οποίαν από αυτάς ερωτήσεις την επαύριον, πώς διεσκέδασε, σ' αποκρίνεται: εξαίρετα!
Την παραμονήν του βασιλικού χορού, με φέρει ο Σωτήριος προσκλητήριον, και με ειδοποιεί συγχρόνως, ότι θα υπάγη και η Χαρίκλεια. Η Βασίλισσα, ακούσασα γενικώς να την επαινούν, ηρώτησε με απορίαν τον πατέρα της, διατί δεν την φέρει εις τους χορούς, και τον είπεν ότι ελπίζει να την ιδή εις τον προσεγγίζοντα. Ο Χαμαιλεωνίδης ευρέθη ηναγκασμένος να υπακούση εις την διαταγήν της Ηγεμονίδος. Η είδησις αύτη μ' εχαροποίησε πολύ· διότι επεθύμουν τοιούτον άστρον να ευρεθή εις θέσιν, οπού ημπορεί να διαχύση όλην την λάμψιν του. Όθεν, αν και δεν προσεκλήθην κατ' ευθείαν εις τον χορόν, απεφάσισα να υπάγω, μόνον και μόνον διά να γίνω μάρτυς των δαφνών, όσαι έμελλον να στέψουν την κεφαλήν της Χαρικλείας.
Όταν εισήλθεν εις την αίθουσαν, όλων τα βλέμματα προσηλώθησαν εις αυτήν, και εκίνησε τον γενικόν θαυμασμόν ανδρών τε και γυναικών. Αύται όμως, μη δυνάμεναι να την κατηγορήσουν, ως εντελή καθ' όλα, εβασανίζοντο από την ζηλοτυπίαν έτι περισσότερον. Η μήτηρ της την επαρουσίασεν εις την Βασίλισσαν, ήτις την απεδέχθη με ευμένειαν και με τον χαριέστατον εκείνον τρόπον, όστις καθωραΐζει την αγαθήν και ερασμίαν αυτήν Ηγεμονίδα. Ο Βασιλεύς συνεχόρευσε με αυτήν τον πρώτον στρόβιλον, και τότε η ζηλοτυπία υπερέβη τα όριά της. Σας είπον με πόσην τέχνην και χάριν εχόρευεν η Χαρίκλεια. Εκάστη κίνησις των μελών της μετέδιδε κλονισμούς εις την καρδίαν μου, και όλος έκθαμβος επαρατήρουν αυτήν μόνον, ουδόλως πλέον προσέχων εις το θάμβος, το οποίον επροξένει εις τους άλλους. Δεν εχάρην όμως πολλήν ώραν την καταγοητευτικήν αυτήν θέαν.
Ενώ εστεκόμην όλος προσηλωμένος εις τον χορόν, και ηκολούθουν με άπληστον βλέμμα, πότε μεν, το περιστρεφόμενον ωραίον πρόσωπον, πότε δε, τα έντεχνα και ελαφρά βήματα της Χαρικλείας, αισθάνομαι να με αρπάζουν από την χείρα, και βλέπω, ποίον; την Σεβαστήν. Τι έγινες, εξάδελφε; φωνάζει· σε ζητώ τόσην ώραν! Με υπεσχέθης να συγχορεύσωμεν τον πρώτον ανεμοστρόφυλον, και εξ αιτίας σου απεποιήθην επτά άλλους καβαλιέρους. Χωρίς δε να με δώση καιρόν να την αποκριθώ, ότι τοιαύτην υπόσχεσιν δεν έδωκα, με σύρει με βίαν, διασχίζει το πλίθος, και με φέρει ως κατάδικον εις το μέρος, όπου εχόρευαν. Κατ’ ευτυχίαν η μουσική έπαυσε, και απηλλάχθην από αυτό το δυτύχημα· έπρεπεν όμως να την οδηγήσω εις το κάθισμά της, και να την υποσχεθώ να συγχορεύσωμεν καδρίλιον.
Εν τω μεταξύ όμως δεν έλειψε να μεταχειρίζεται όλα τα μέσα, διά να ελκύση την προσοχήν άλλου τινός· διότι εμέ με είχε πάντοτε διαθέσιμον, εν περιπτώσει άλλης αποτυχίας. Όθεν όταν επλησίαζέ τις εκ των χορευτών, εκίνει με χάριν την κεφαλήν της, διώρθονε τους βόστρυχάς της, ελυγίζετο, ανύψονε την μέσην της, εξέθετε τον πόδα της, ανεμίζετο με το ρινόμακτρον, διά να διαδώση την ευωδίαν των αρωμάτων εις τους περιεστώτας, και να τους ελκύση διά τούτου· ήλλαζε συχνά θέσεις, εκάθητο μεταξύ δύο νεανίδων, επ’ ελπίδι να προσκαλέσουν και αυτήν ομού με εκείνας. Αλλ' όλαι αι προσπάθειαί της εστάθησαν μάταιαι· αι εκ δεξιών και εξ αριστερών όλαι βαθμηδόν εσηκόνοντο, και αύτη έμενε μεμονωμένη, σχίζουσα τα χειρόφτιά της από την αγανάκτησιν. Τέλος, δι’ έλλειψιν ενός ζεύγους εις τον αντίχορον, την προσκαλεί εξηκοντούτης Σννταγματάρχης. Μόλις τον είδε πλησιάζοντα, και πετά, αρπάζει την χείρα του, και την σφίγγει τόσον δυνατά από τον ενθουσιασμόν της, ώστε οι πόνοι έφεραν αλλοίωσιν εις το πρόσωπον του στρατιωτικού· χωρίς δε να περιμένη τον ρυθμόν της μουσικής, αρχίζει να χορεύη με χαράν άμετρον, κινείται τάχα με χάριν, προχωρεί καμαρωτά, επανέρχεται κουνιστά, συστρέφεται ως μύλος, και παρατηρεί εν τω μεταξύ τους περιεστώτας με όμμα τάχα εράσμιον. Την φωνάζουν να σταθή· την λέγουν, ότι δεν είναι καιρός ν' αρχίση, και ότι δεν είναι η σειρά της· αλλά πού κρατείται! Η ζωηρότης αύτη σύρει τριγύρω πολλούς θεατάς, οι οποίοι γελούν διά την μανίαν της· αλλ' αύτη, νομίζουσα ότι ήλθαν να την θαυμάσουν, λαμβάνει κατά γράμμα τους χλευαστικούς επαίνους των και διπλασιάζει τον αγώνα της. Ο δυστυχής Συνταγματάρχης δαγκάνη τα χείλη του, τρίβει τας χείρας του, κτυπά τους πόδας του, ζητεί να περιστείλη την ορμήν της· αλλ’ ο ενθουσιασμός της δεν γνωρίζει χαλινόν. Από την βίαν των κινημάτων, πίπτουν τα άνθη της κεφαλής της, αναπετά εις τον αέρα η κόμη, λύονται αι ταινίαι των εμβάδων, και ο ιδρώς της ηρωίσσης, τρέχων ποταμηδόν από το μέτωπόν της, καταπλύνει και το μέλαν των οφρυδίων και το ερυθρούν των παρειών, τα οποία ενούμενα, αποτελούν τρομερόν το πρόσωπόν της. Ευγάλλει το ρινόμακτρον διά να σπογγισθή· αλλά σύρουσα αυτό με βίαν, σκορπίζει εις το έδαφος τα ζαχαρωτά, με τα οποία είχε παραγεμίσει το σακκούλιόν της: συνήθεια όχι τόσον σπανία μεταξύ τινων γυναικών και ανδρών ακόμη. Η Σεβαστή, μεθυσμένη από την ευχαρίστησιν, ουδέ παρατηρεί το συμβάν αυτό, αλλά σπογγίζεται και εξακολουθεί με ζήλον τον αντίχορον, κυττάζουσα τους περιεστώτας με βλέμματα, τα οποία ως να έλεγαν, «Ίδετε πώς χορεύω; Μάθετε να με προσκαλήτε άλλοτε με περισσοτέραν σπουδήν.» Εν τούτοις ο Συνταγματάρχης, μην υποφέρων πλέον τους σαρκασμούς, ωφελείται από το en avant deux του ζεύγους του και γίνεται άφαντος. Η Σεβαστή μην ευρίσκουσα αυτόν εις την επιστροφήν της, παρατηρεί ιατρόν τινα εκ των γνωρίμων της, ρίπτει την δεξιάν της επί των ώμων του, τον σύρει εις τον χορόν, και τον στροφυλίζει με τόσην ζωηρότητα, ώστε πίπτει η περρούκα του εξοχωτάτου, και η φαλάκρα του κινεί νέους γέλωτας. Αγανακτήσας ο παις του Ασκληπιού, σπρώχνει την χήραν, ήτις πίπτει επί τίνος γιγαντιαίας Γερμανίδος, και αύτη επί της γαστέρος γαστρονόμου τίνος, όστις ανακεφαλαίωσεν εκείνην την στιγμήν τα φαγητά του τελευταίου δείπνου του.
Όλαι αυταί αι κωμικαί σκηναί δεν ήναι ενθαρρυντικαί δι' εμέ, όστις επαπειλούμην να χορεύσω με την Σεβαστήν αλλά δύο άλλαι, συμβάσαι εις τους γονείς της, με απήλλαξαν. Η Κυρία Αικατερίνα, ήτις ηγάπα επίσης τον χορόν, αλλά δεν εύρισκε χορευτάς, εκάθητο περίλυπος πλησίον ομοιοπαθούς τινος φιληνάδας της, υβρίζουσα τους σημερινούς άνδρας, οίτινες συνομιλούν και συγχορεύουν κατά προτίμησιν με γυναίκας εμπόρων και λογιωτάτων, περί ολίγου ποιούμενοι τας αξιοσεβάστους και ευγενεστάτας αρχόντισσας. Αξιωματικός τις, ακούσας την ομιλίαν ταύτην, προβάλλει εις την Αικατερίναν να κάμουν ένα γύρον εις την αίθουσαν. Νομίσασα, ότι από συναρέσκειαν ηθέλησε να την περιδιαβάση ολίγον, καθώς συνειθίζεται εις τους χορούς, εδέχθη ασμένως τον βραχίονά του· αλλ’ οποία εστάθη η έκπληξίς της οπόταν πλησιάσαντες εις τον καθρέπτην, την λέγει ο συνάρεσκος να παρατηρήση το υαλίον, διά να εύρη την λύσιν της απορίας της. Ποίαν απορίαν; Ερωτά η γραία. Την οποίαν προ ολίγου είχετε περί της διαγωγής των σημερινών ανδρών, οίτινες δεν προτιμούν τας αρχαίας γυναίκας, αποκρίνεται ο αξιωματικός. Ο Θεός να σας φυλάξη, φίλοι μου, να δείξετε τον καθρέπτην εις γραίαν, έχουσαν απαιτήσεις νεότητος· ο δαίμονας δεν ήθελε την τρομάξει περισσότερον. Από την ταραχήν της παρ' ολίγον να λειποθυμήση· αλλ' η αγανάκτησις την δίδει δυνάμεις, και αφήσασα με βίαν την δεξιάν του αξιωματικού, τρέχει να εύρη τον άνδρα της, διά να τον παρακινήση να ζητήση από τον αξιωματικόν ικανοποίησιν της εξυβρισθείσης αξιοπρεπείας της. Ευρίσκει όμως και αυτόν εις θέσιν έτι δυσαρεστοτέραν.
Ομιλών ο Χαμαιλεωνίδης με Μεγιστάνα, είναι σκανδαλώδες, τον λέγει, να βλέπη τις εις την Αυλήν ανθρώπους, oι οποίοι προ της επαναστάσεως ήσαν παιδαγωγοί των τέκνων μας, επιστάται των υποστατικών μας, ή και τροφοδόται μας. Προ της επαναστάσεως, τον αποκρίνεται δικηγόρος τις, και σεις, Κύριοι, ήσθαι υπηρέται άλλων, γονατίζοντες μάλιστα ενώπιον υποκειμένων, με τα οποία συγκάθησθε σήμερον, και ασπαζόμενοι πόδας και κράσπεδα όχι τόσον καθαρά και εύοσμα. Είσαι προπέτης, Κύριε, τον λέγει ο Χαμαιλεωνίδης με τόνον, και αν δεν σιωπήσης, θα ειπώ τον Αρχιτρίκλινον να σε εκβάλη από τον χορόν, όπου δεν έπρεπε να εισέρχωνται βάναυσοι ως σε άνθρωποι.— Εγώ αναχωρώ μόνος· διότι δεν ημπορώ να κρατήσω την αγανάκτησίν μου, ακούων τους υιούς των χαλκέων και ονηλατών να λησμονούν την καταγωγήν των και να εξυβρίζουν ανθρώπους αξιοτιμωτέρους από αυτούς. Αλλ' όσον επιτήδειος είσαι εις την παλαιάν τέχνην σου, μην ελπίζης, εκλαμπρότατε Κυρ Κώτζο, ότι είσαι ικανός να χαλκεύσης πλέον δεσμά διά τους Έλληνας. Ο Χαμαιλεωνίδης ύψωσε την κεφαλήν, εξαγρίευσε τους οφθαλμούς του, και τον λέγει, εγώ θέλω σε μάθει ποίος είμαι, αυθάδη! Ήθελον σε φοβηθή, αποκρίνεται με ψυχρότητα ο δικηγόρος, εάν μη σε ογκώμενον ήκουσα: απόκρισις της αλώπεκος προς τον λεοντήν ενδυθέντα και επιφοβούντα τα άλλα ζώα όνον. Οι οψίδοξοι νομίζουν, ότι λαμβάνοντες τρόπους μεγιστάνων και προσθέτοντες μίαν συλλαβήν έμπροσθεν, ή όπισθεν του επωνύμου των, θα κατορθώσουν να λησμονηθή το φόρεμα και όνομα, το οποίον έφεραν προτήτερα. Εάν ήτον μόνος ο Χαμαιλεωνίδης, ήθελεν ίσως υποφέρει εν σιωπή όσα τον έψαλεν ο δικηγόρος· αλλ' αυτός τα είπε δυνατά, και πολλοί τον ήκουσαν. Όθεν, μ' όλον το πρώτον θάρρος του, έμεινεν μετά ταύτα ως κεραυνόβλητος, και δεν ηξεύρω πώς ήθελεν εξέλθει από την δυσάρεστον ταύτην θέσιν, εάν κόλαξ τις δεν ήρχετο εις βοήθειάν του.
Ακούετε, λέγει, τον αυθάδη να ονομάζη ως τυραννόφρονα, τον πιστότερον φίλον του λαού; ως αλαζόνα, τον δημοτικώτερον άνθρωπον; ως δυσγενή, τον ευγενέστερον απάντων των Ελλήνων; Αλλ' οι Υπουργοί του Βασιλέως ατιμωρητί δεν εξυβρίζονται. Ευθύς να τον καταγγείλωμεν εις τον Εισαγγελέα, και δύο, ή τριών μηνών κατοικία εις τον Μεδρεσέν τον σωφρονίζει. Ο Μεγαλειότατος ερωτούσε περί της εξοχότητός σας. Έλθετε απ’ εδώ. Τον βλέπω να κυττάζη τριγύρω του· νομίζω ότι σας ζητεί ακόμη. Με αυτήν την επιδεξιότητα ο κόλαξ τον απεμάκρυνεν από το πλήθος το οποίον είχε τον περιτριγυρίσει, χαιρόμενον διά την τιμωρηθείσαν πανδήμως υπεροψίαν του. Επειδή δε ο Βασιλεύς εκύτταζε να εύρη την σεμνήν θυγατέρα του αειμνήστου ήρωος Μ. Μπότσαρη, διά να συγχορεύση, και όχι τον Υπουργόν του, αυτός αισχυνόμενος να βλέπη τους ανθρώπους, όσοι εστάθησαν μάρτυρες του υβρίσματος, αναχωρεί από τον χορόν μετά των θυγατέρων και της συζύγου του, ήτις έτρεμεν από τον θυμόν της· διότι εκτός του ιδίου συμβάντος της, είχεν ακούσει και τους λόγους του δικηγόρου.
Εις την οικίαν μάς επερίμενεν άλλη σκηνή. Η Αικατερίνα, ήτις ανέπνεε με πολύν αγώνα καθ' οδόν, άμα ανέβη εις την αίθουσαν, ερρίφθη εις τον δίφρον, και δούσα δρόμον εις την οργήν της, εξέμεσε τα εξ αμάξης κατά του συζύγου της. Προ πολλού, έλεγεν, έπρεπε να μαντεύσω από τους τρόπους και τα ιδιώματά σου την βάναυσόν σου καταγωγήν. Οι ρόζοι δε, τους οποίους είχες ακόμη εις τας χείρας, όταν σε υπανδρεύθην, εμαρτύρουν τρανώτατα το πρώτον σου εργόχειρον. Α! εγώ η ανόητος· πόσον ηπατήθην ελκυσθείσα από την απατηλήν μορφήν σου! Ιδού διατί δεν με τιμούν κατ' αξίαν, και τολμούν να με επιπλήξουν διά την ηλικίαν μου! Αλλά τοιαύτας ύβρεις δεν υποφέρω πλέον. Θα σε χωρίσω! Δεν καταδέχομαι να ήμαι σύζυγος ανδρός, όστις κατήντησε το αντικείμενον της χλεύης και των σαρκασμών. — Ελθέ εις τον εαυτόν σου γυναίκα! την έλεγεν ο Χαμαιλεωνίδης. Δεν αρκεί η θλίψις μου, αλλά την αυξάνεις με τους ψυχρούς σου λόγους. Δεν παρατηρείς πού έφθασε σήμερον η αυθάδεια του συφερτώδους όχλου; Ποίον φείδονται, ή ποίον σέβονται πλέον αυτοί, οι δημοκράται; Με επιπλήττεις διά την καταγωγήν μου, πιστεύουσα εις τους λόγους αδολέσχου τινός; αλλ’ έστω και να μη κατάγωμαι από πολύ λαμπρόν γένος. Εκτός δέκα, ή είκοσι ατόμων, οι λοιποί των εν τοις πράγμασι, τι ήτον προ της επαναστάσεως; Δεν ήμην πάντοτε μετρημένος άνθρωπος, αφού σε ενυμφεύθην; Δεν έφθασα τέλος πάντων να γίνω Υπουργός; Tι περισσοτέραν δόξαν ζητείς; — Tι με ωφελεί να με λέγουν Υπουργίναν και να μη διακρίνωμαι από την αρχιτεκτονίδα. Καλήτερον να ήσουν Σούμπασης εις την Τουρκίαν, παρά Μινίστρος της Ελλάδος· διότι τότε ήθελαν μας τιμούν και μας σέβονται περισσότερον, και όχι να τολμούν να μας εξυβρίζουν, χωρίς να δυνάμεθα να τους εκδικηθώμεν. Τουλάχιστον εάν ωφελούσουν χρηματικώς από την θέσιν σου, υπομονή. Αυτά τα ίδια καλλωπίσματα, τα οποία με ηγόρασες, χρεωστούνται ακόμη, και άμα σε παύσουν, θα τα λάβουν οπίσω οι έμποροι, ή θα πωλήσουν τα υποστατικά μου διά να πληρωθούν. — Τα υποστατικά σου είναι εδικά μου.— Πώς; θα με διαφιλονεικήσης και την κληρονομίαν του θείου μου; — Η γυναίκα δεν ημπορεί να κληρονομήση χωρίς την άδειαν του ανδρός της, και όσα έχει είναι εδικά του κατά τους νόμους μας. — Εγώ κρίνομαι μαζή σου με τους τουρκικούς νόμους. Έχω προ πάντων θυγατέρα εδικήν μου, ήτις θα κληρονομήση τα μητροπατρικά της κτήματα. — Σε παραχωρώ τέλος πάντων το ήμισυ, αλλ’ απαιτώ να με κάμεις πωλητήριον· διότι σε προδίδω τίνι τρόπω τα εκληρονόμησες, και τότε τα χάνεις όλως διόλου. — Με την συμβουλήν σου το έκαμα. — Λοιπόν ανήκει εις εμέ το ήμισυ. — Δεν σε δίδω τίποτε.— Τα πωλώ χωρίς να θέλης. — Είσαι ανόητος, Κύριε σφυροκόπε αγωγιάτα. — Είσαι διά τον Κουδουνάν, αρχόντισσα Αγώγια. — Πώς! τολμάς ακόμη να με υβρίσης; λέγει, και εκσφενδονίζει κατ' αυτού το σακκούλιόν της. Ο Χαμαιλεωνίδης οργίζεται τότε και αυτός με τα σωστά του, και ρίπτει κατ' αυτής εν προσκεφάλαιον. Αφού δε ακροβολίσθησαν με διάφορα άλλα σκεύη, ήλθαν εις χείρας, και η σύζυγος νικηθείσα, κατέφυγεν εις τας φωνάς, αι οποίαι μας κατεθορύβησαν και ετρέξαμεν να ίδωμεν τι συνέβαινεν. Όταν εισήλθομεν εις την αίθουσαν, εύρομεν την μεν Αικατερίναν λειποθυμισμένην, και πλησίον της αρκετήν ποσότητα μαλλίων, εκριζωθέντων από την κεφαλήν της· τον δε Χαμαιλεωνίδην, περιπατούντα με βίαια βήματα από τους πόνους του αιματοσταγούς δακτύλου του, το οποίον παρ' ολίγον να κόψη η σύζυγός του με τους οδόντας της. Η Σεβαστή εις την θέαν ταύτην έπεσε με τρομερούς σπασμούς. Η Ευφροσύνη έκλαιεν, η Πηνελόπη εξεκαρδίζετο, τα κυνάρια της χήρας εγαύγιζαν, και η Χαρίκλεια με την Ξανθήν μόναι έτρεχαν, πότε εις την μητέρα πότε εις την θυγατέρα, διά ν’ ανακαλέσουν τας αισθήσεις των, το οποίον επί τέλους κατωρθώθη. Ο θυμός της Αικατερίνης κατεπραΰνθη· ολίγον ο Χαμαιλεωνίδης υπεσχέθη να τιμωρήση τους αυθάδεις και να μη την αναφέρη πλέον περί κτημάτων· η Ξανθή εσύναξε τα συντριφθέντα υαλία, έβαλεν εις τάξιν τα έπιπλα και της Κυρίας την κόμην· Η Ευφροσύνη επέθεσε κατάπλασμα εις τον δάκτυλον του πατρός της, και τοιουτοτρόπως η ειρήνη απεκατεστάθη εις την οικίαν.
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΕΝΟΣΩ οι άνθρωποι διετήρουν τα αρχαία ήθη των, και είχαν καθαρόν το αίσθημα της συγγενείας και φιλίας, συνήρχοντο, συνείσθιον, συνέπινον και συνεχώς συνδιαιτώμενοι, συνέδενον στενώτερα τας μεταξύ των σχέσεις. Καθ' όσον ο πολιτισμός απεμάκρυνε τον άνθρωπον από την φύσιν, η ειλικρίνεια, η φιλοξενία και η φιλία αντεκατεστάθησαν βαθμηδόν διά της υποκρίσεως, της ιδιοτελείας και της ζηλοτυπίας. Εις ολίγα συμπόσια βασιλεύει πλήρης ειλικρίνεια μεταξύ των συντραπέζων.
Τα μεγάλα λεγόμενα γεύματα, ή τα γεύματα των μεγάλων, πιθηκιζόμενα πολλάκις και από τους μικρούς γίνονται συνήθως με σκοπόν να υποχρεώσουν, να τιμήσουν ή να θαμβώσουν διά της πολυτελείας τους πρεσκεκλημένους. Τοιαύτα είναι προ πάντων τα συμπόσια των Ηγεμόνων, των Πρέσβεων, των Υπουργών. Διατί σε προσκαλεί ο Βασιλεύς εις την τράπεζάν του; Διότι επεκράτησεν υποχρεωτική συνήθεια, οι Εθνάρχαι, καθώς και οι Υπουργοί, καθώς ακόμη και οι Έπαρχοι και οι Συνταγματάρχαι, να δίδουν γεύματα εις τους προκρίτους του έθνους, της πόλεως ή του τάγματος· όστις δε παραβή αυτήν την εθιμοκρισίαν, κατηγορείται ως φειδωλός, ως υπερήφανος ως απολίτευτος. Η κατά το μάλλον δε και ήττον συχνή πρόσκλησις εξηγεί την εύνοιαν, την οποίαν χαίρει ο προσκεκλημένος, ή την ανάγκην, την οποίαν ο προσκαλών έχει από αυτόν. Διότι μη νομίζετε, ότι οι μεγάλοι, και αυτοί ακόμη οι Βασιλείς, δεν έχουν ανάγκην από τους μικροτέρους, μάλιστα όταν ούτοι έχουν επιρροήν εις τον τόπον, ή ήναι Αντιπρόσωποι του έθνους, ή Σύμβουλοι της Επικρατείας. Οι ευφυείς άνθρωποι εννοούν αμέσως, ότι εν βασιλικόν γεύμα θα ειπή: «Απαιτώ, Κυρ Υπουργέ, δια την οποίαν σε κάμνω τιμήν, προσκαλών σε εις την τράπεζάν μου, ταΐζωντάς σε ινδικάς όρνιθας, και ποτίζωντας με μαλβουαζίαν, να προσυπογράψης, άνευ παρατηρήσεως, το δείνα διάταγμα περί παραχωρήσεως εθνικής γης και δανείων εις τον δείνα προστατευόμενον· ή να υποστηρίξης τον δείνα κατά της ελευθεροτυπίας, ή υπέρ μυστικών εξόδων μου νόμον· κ.τ.λ.». «Και συ, Κυρ Δικαστά, να καταδικάσης τον δείνα εφημεριδογράφον, ή δείνα συγγραφέα, όστις ετόλμησε να κρίνη τας πράξεις μου». «Και συ, Κυρ Οπλαρχηγέ, ή Προύχοντα, να μεταχειριστής την επιρροήν σου, διά να καθησυχάσης την δείνα στάσιν, και να δώσης εις τους στασιαστάς να εννοήσουν, ότι ο επί των επιτηδευμάτων και του χαρτοσήμου νόμος, είναι διά το καλόν του έθνους». «Και συ, Κυρ Πρέσβυ, να φανείς συγκαταβατικός εις την εμπορικήν συνθήκην, και να γράψης εις την Αυλήν σου, ότι ψεύδονται όσοι λέγουν ότι δεν είμαι Μέγας Βασιλεύς». Όσον περισσότερα γεύματα και χορούς δίδουν οι Ηγεμόνες, και οι Υπουργοί, τόσον ολιγωτέρας αιτίας ευθυμίας και ησυχίας πρέπει να έχουν. Αυτό να το ηξεύρης ως βέβαιον, μ' έλεγεν ο πατήρ μου.
Υπάρχουν προς τούτοις τινές, οίτινες φιλεύουν από απλήν ματαιοφροσύνην. Οι μεν ελπίζοντες να ομιλήση ο δείνα Κόμης περί του συμποσίου του εις την Αυλήν· ο δε διά να γράψουν εις τας εφημερίδας οι προσκληθέντες λογιώτατοι, ότι τιμά τους πεπαιδευμένους· άλλος διά να αποκτήση δημοτικότητα, ή να κάμη προσηλύτους· άλλος πάλιν διά να μάθη η δείνα νέα, ότι είναι πλούσιος και να συγκατανεύση να τον νυμφευθή, παραβλέπουσα την ηλικίαν και μορφήν του. κ.τ.λ.
Εκ των διαφόρων αυτών αιτιών, εκείνη, την οποίαν μ' έλεγεν ο πατήρ μου, ηνάγκασε και τον Χαμαιλεωνίδην να δώση γεύμα εις τα σημαντικώτερα υποκείμενα των Αθηνών. Όθεν επροσκάλεσεν ανεξαιρέτως επαινετάς και κατηγόρους, φίλους και εχθρούς, σχετικούς και ασχέτους.
Μεταξύ αυτών υπήρχε περιβόητος τις γαστρονόμος, Παντοφάγος από τους μεν, Παντολάβος από τους δε, καλούμενος. Επειδή δε εις το εξής θ' απαντήσωμεν συχνά το υποκείμενον αυτό, θα σας εκθέσω την μορφήν καί τινα χαρακτηριστικά του. Προγάστωρ, νάνος, οξυκέφαλος, μεγαλόστομος, μακρόρριν και τόσον δυσειδής ήτον ο πεντηκοντούτης ούτος άνθρωπος, ώστε ενόμιζες, βλέπωντάς τον, ότι εφόρει την γελοιωδετέραν προσωπίδα της αποκρέω· αλλ’ η φύσις τον εχάρισε διπλήν δόσιν πνεύματος, ίνα τον αποζημιώση διά τους σαρκασμούς, τους οποίους διήγειρεν η δυσειδία του. Μετείχε δε της ευφυΐας του Αισώπου και της σκωπτικότητος του Θερσίτου, των δύο αυτών πρωτοτύπων του κατά την δυσμορφίαν. Οι λόγοι του, ήτον μεν προσφυείς και αστείοι αλλ’ εμπεριείχαν πάντοτε δηκτικήν τινα έννοιαν. Ως γελωτοποιός όμως, ήτον παντού επιζήτητος, αν και πολλάκις μετενόουν οι προσκαλούντες αυτόν· διότι ουδένα εφείδετο εις τα επιγράμματα και τους σατυρισμούς του. Ήτον δε τόσον αδηφάγος, ώστε ημπόρει να γεματίση τετράκις και πεντάκις της ημέρας με νέαν πάντοτε όρεξιν. Μη δυνάμενος να ευδοκιμήση εις την υπηρεσίαν εξ αιτίας της γλώσσης του, και μη γνωρίζων επιτήδευμά τι, έζη πάντοτε σχεδόν με δάνεια, και συνήθως έτρωγεν εις ξένας τραπέζας, ουδόλως φροντίζων περί της επιούσης. Όπου ευρίσκετο, εδείπνα, όπου ετύχαινεν, εκοιμάτο, πάντοτε εύθυμος και πάντοτε αστείος.
Ευρεθείς εξαρχής της επαναστάσεως εις την Ελλάδα, εγνώριζε την ιστορίαν όλων των ανθρώπων, και αλλοίμονον εις εκείνον, όστις τον έδιδεν αφορμήν να κινήση την γλώσσάν του. Είχε διορισθή Τελώνης καθ' ον καιρόν, οι μεν Έπαρχοι μετέβαλλον εις αργύριον τας από τας επαρχίας στελλομένας διά τον στρατόν ζωοτροφίας, οι δε Υπουργοί, μετεποίουν εις φλωρία τουρκικά τας από την Αγγλίαν στελλομένας λίτρας. Επειδή δε εζήτησε και ο δυστυχής Παντοφάγος να εξοικονομήση τινά κλεψεμπορεύματα, επιπληχθείς από τον Έπαρχον, τον έγραψε την λακωνικήν ταύτην απάντησιν.
Κλέπτω | Σιωπήσω, εάν |
Κλέπτεις, | Σιωπήσης και |
Κλέπτει. | Σιωπήση. |
Διοικητής τις, απατηθείς ποτέ από τους ραδιούργους, συνυπέγραψεν αναφοράν κατά του Πρωθυπουργού, και η Κυβέρνησις, διά να δείξη ότι δεν συμμερίζεται τα μέτρα ταύτα, έπαυσε τον Διοικητήν, αν και ενδομύχως υπερευχαριστήθη διά την αναφοράν· διότι εφοβείτο, μήπως ο Υπουργός, χαίρων εθνικήν υπόληψιν, απορροφήση την δύναμίν της και εκλείψη την δόξαν της. Ο Παντολάβος, όστις είχε προσωπικήν έχθραν κατά του Διοικητού, απαντήσας αυτόν εις μίαν συνανατροφήν, τον εδιηγήθη τον μύθον του πίθηκος, όστις χορεύσας, εψηφίσθη Βασιλεύς· η δε αλώπηξ, κλείσασα αυτόν δι’ απάτης εις παγίδα, «τόσον μωρός ων, τον λέγει, άθλιε πίθηκε, ηθέλησες να βασιλεύσης!»
Ο Παντοφάγος ευρέθη και εις διαφόρους μάχας, παρακολουθών τα στρατεύματα, όπου, διηγούμενος μύθους και αστείας ιστορίας, διεσκέδαζεν εν καιρώ απραξίας τους πεινασμένους στρατιώτας. Πολλάκις ο Δ. Υψηλάντης έπαιξε μετ' αυτού τους κύβους εις τας Θήβας, καθώς ο Παλαμίδης με τον Θερσίτην εις την Τρωάδα. Επειδή όμως ήτον δειλός εις άκρον, άμα επλησίαζεν η μάχη, επροσποιείτο πότε ότι ασθενεί, πότε ότι ο ίππος του χωλαίνει, πότε ότι το όπλον του είναι χαλασμένον. Διατί τρέμεις; τον ερωτά μίαν ημέραν εις στρατιώτης. Διότι προβλέπω, απεκρίθη, τον κίνδυνον, εις τον οποίον θα με ρίψη η ανδρεία μου. Εις άλλον πάλιν έλεγε, δεν τρέμω, αλλά σκιρτώ από την χαράν μου, διά την ελπιζομένην νίκην μας. — Αλλά διατί κλείεις τους οφθαλμούς σου; — Λυπούμαι να βλέπω τα πτώματα των όσων θα φονεύσωμεν εχθρών. — Διατί μένεις οπίσω; — Είμαι όλος καρδία, και η πρώτη πληγή μου θα ήναι θανατηφόρος· διότι όποιον μέρος μου προσβάλουν, θα πληγώσουν καρδίαν. Εις στρατιώτης τον εχάρισε κεφαλήν εχθρικήν, την οποίαν φέρων με θρίαμβον εις τον Στρατάρχην, εδιηγήθη με πόσην ανδρείαν και επιδεξιότητα την έκοψεν. Ο Στρατάρχης επροσποιήθη ότι το επίστευσε και τον έδωκε, χάριν αστεϊσμού, καρατόμου δίπλωμα, δυνάμει του οποίου κατώρθωσε να λάβη μετά ταύτα εθνόσημον. Αλλ’ αυτός επλησίασε τουλάχιστον τον εχθρόν και διασκέδασε τους μαχητάς, ενώ πολλοί εκ των εθνοσημοφορεθέντων, οι μεν ουδέ καπνόν εχθρικού στρατοπέδου είδαν, οι δε ενετρύφων εις την αλλοδαπήν, όταν η πατρίς εκινδύνευεν.
Ο Χαμαιλεωνίδης, αν και πολλάκις εχλευάσθη παρά του Παντοφάγου, είτε φοβούμενος την γλώσσαν του, είτε ηδυνόμενος την συνανατροφήν του, τον ηυνόει και άφινεν εις αυτόν ελευθέραν την είσοδον της οικίας του· η δε πρόσκλησις εις το γεύμα έγινε και κατά παρακίνησιν αστειοφίλων τινών συνεστιατόρων. Εν τούτοις η ώρα της τραπέζης επλησίασε, και οι Πρέσβεις της Ρωσίας, Γαλλίας, και Αγγλίας, προσκληθέντες επίσης εις το γεύμα, δεν επαρουσιάσθησαν. Εζήτησαν όμως διά την τάξιν, συγγνώμων, προφασισθέντες, ο μεν Κύριος Κατακάζης, ότι αγρόν ηγόρασεν, ο δε Κ. Ρουάν, ότι γυναίκα έγημεν, ο δε Κ. Λάινς, ότι ζεύγη ίππων ηγόρασε, και απέρχονται δοκιμάσαι αυτά. Τούτο ελύπησε πολύ τον Υπουργόν· διότι η εκ συμφώνου αυτή αποποίησις των μεγαλητέρων Πρέσβεων δεν ήτον καλός οιωνός. Μ’ όλα ταύτα, κρύψας την αθυμίαν του, υπεδέχθη μετά προσποιημένης χαράς τους λοιπούς. Εάν έβλεπες τον χαριέστατον τρόπον, με τον οποίον εχαιρετούντο, τα δυνατά χειροσφιξίματα και την φαιδρότητα του προσώπου των, ήθελες πιστεύσει ότι ήσαν φίλοι ειλικρινέστατοι, ενώ όλοι σχεδόν υπεβλέποντο αμοιβαίως, εφθονούντο και κατετρέχοντο. Είμαι δε βέβαιος, ότι οι περισσότεροι, ενώ έτρωγαν τα ζυμαρικά του και έπιναν τον καμπανικόν οίνον του, εσυλλογίζοντο πώς ν' αμαυρώσωσι την υπόληψίν του.
Ο γαστρονόμος μας εκένονε πινάκια και ποτήρια με πολλήν ταχύτητα, χωρίς εκ τούτου να παύση αστεϊζόμενος. Πολύ αγαπάς τους γάλλους, Κύριε Παντολάβε, τον λέγει εις Σύμβουλος της Επικρατείας. Ψητούς, αποκρίνεται ο προγάστωρ· η ευγενία σας όμως ήκουσα, ότι τους τρώγετε και ωμούς. Όλοι εγέλασαν διά το διφορούμενον διότι ήξευραν, ότι ο Σύμβουλος είχε φρικτήν αντιπάθειαν κατά του Γαλλικού γένους, και είχεν ειπεί μίαν ημέραν, ότι, αν έπιπτεν εις χείρας του Γάλλος τις, ήθελε τον φάγει ωμόν. — Τι; γάλλος είναι αυτός οπού τρώγομεν; εγώ ενόμισα ότι είναι χήνα, λέγει άλλος συνάδελφος του πρώτου. — Τοιαύτα λάθη συμβαίνουν συχνά, αποκρίνεται ο Παντολάβος, διότι τινές Γάλλοι έχουν πολλά της χήνας ιδιώματα — Ο δεύτερος Σύμβουλος επαγγέλλετο τον γαλλόφρονα, αλλά δεν εθεωρείτο ως εφευρετής της πυρίτιδας, μολονότι είχεν αξιώσεις υπουργικής έδρας. — Εντοσούτω, λέγει ευφυής τις διπλωμάτης, φίλος του υποψηφίου Υπουργού, αι χήνες έσωσαν το Καπιτώλιον, έκτοτε απεθεώθησαν. Οι Ρωμαίοι, αποκρίνεται ο Παντοφάγος, ήθελον αποθεώσει και τον όνον και τον χρυσώσει ακόμη, εάν ο όνος διά των ογκηθμών του εξύπνα τους φύλακας του Καπιτωλίου. Αλλ’ αν αι όρνεις και τα τετράποδα ήθελαν εκλέξει Βασιλέα και Υπουργόν, βέβαια ούτε εις τον όνον έδιδαν το σκήπτρον, ούτε εις την χήναν το χαρτοφυλάκιον. Καλά μας κοπανίζει ο Αίσωπος, λέγει σιγά εις τον γείτονά του χρυσοστόλιστος τις, όστις και αυτός είχεν απαιτήσεις υπουργικάς· διότι επί επαναστάσεως παρεκίνει μεν μακρόθεν τους άλλους να πολεμήσουν, χωρίς όμως να λάβη ποτέ ενεργητικόν μέρος εις τον αγώνα· όθεν υπέθεσε ότι διά των υψιβόων και ευηθών ορνέων αυτόν υπαινίττετο. Ο Παντολάβος, ακούσας το επίθετον, αποκρίνεται. Ο Αίσωπος από την δυσειδή μορφήν του, έκρυπτεν αγχίνειαν σπανίαν, το εναντίον αφ' ό,τι συμβαίνει εις πολλούς, οίτινες κρύπτουν την ευήθειαν υπό λαμπράν ενδυμασίαν. Στρέψας συγχρόνως τους οφθαλμούς του προς τον λαμπροστόλιστον, είσθε ωραίος, τον λέγει, ως ο ταώς, όστις απλόνει τα ποικιλόχρωμα πτερά του· αλλά δεν μας λέγετε και η ευγένειά σας τίποτε διά να ευθυμήσωμεν; Ο πολιτικός ούτος, όστις ήτον εξ εκείνων, οίτινες λάμπουν διά της στολής και του καλλωπίσματος, αλλ’ είναι άλαλοι ως ο τοίχος, ή όταν ανοίξουν τα στόμα των, είναι τόσον άμουσον ως το αγέρωχον και ευήθες πτηνόν, σπολάτη, τον αποκρίνεται, Κυρ Παντολάβε· αμή δεν γνωρίζω απού χωρατάδες με το περί γραμμάτου, καθώς αι δικαί σας. — Άλλος διπλωμάτης, καθήμενος απέναντι αυτού, τον ηρώτησε, τι διακρίνει τον ευφυή από τον ευήθη; Κατά το παρόν τους χωρίζει η τράπεζα, απεκρίθη ο ετοιμολόγος· συνήθως δε οι ανόητοι έχουν το προτέρημα να κρίνωνται εις ολίγον καιρόν, ενώ απαιτείται πολύς διά να εκτιμήση τις τους πνευματώδεις.
Μετ' ολίγον ήλθεν η ομιλία εις τα κυβερνητικά, καί τινες των σφόδρα βασιλικών, προσποιούμενοι ότι δεν ακούουν, διά να μην αναγκασθούν ν' αποκριθούν, έβηχαν, επτερνίζοντο και εσφόγγιζαν με κρότον την ρίνα των. Ο Παντολάβος, παρατηρήσας το στρατήγημα τούτο, εμειδία· και ερωτηθείς παρά τινος, διατί γελά; Ενθυμήθην, λέγει, την αλώπεκα εκείνην, ήτις, ερωτηθείσα παρά του λέοντος περί της αποφοράς του γέμοντος πτωμάτων άντρου του, απεκρίθη ότι είναι καταρροϊσμένη. Τοιούτοι είναι οι επιτήδειοι αυλικοί. Μετά ταύτα έστρεψεν ο λόγος εις τα παράσημα, και δημοτικός τις είπε. Πολλάκις μ' επρόσφεραν τον σταυρόν, αλλά τον απέβαλον· διότι κατήντησε τόσον κοινός. Ο Παντολάβος, όστις δεν εδύνατο να υποφέρη τους κομπασμούς, ουδείς λέγει, Κύριέ μου, αποποιείται τον σταυρόν, διά τον λόγον ότι τον δίδουν μόνον εις όσους τον ζητούν, και εξ αυτών ακόμη εις πολλά ολίγους. Γενικός ψιθυρισμός ηκούσθη εις την τράπεζαν· διότι παρευρίσκοντο πολλοί παρασημοφόροι, και δεν εκαταδέχοντο να υποθέτωνται, ότι εζήτευσαν τους σταυρούς των. Μη συγχίζεσθε Κύριοι, τους λέγει· η κατηγορία δεν πίπτει εις σας, αλλ' εις την Κυβέρνησιν, ήτις έπρεπε να δίδη όχι εις τους αιτούντας, αλλ' εις τους αξίους. Ο Αρχέλαος Βασιλεύς της Μακεδονίας εφίλευε μίαν ημέραν αυλικούς τινας, εκ των οποίων εις εζήτησε φιάλην χρυσήν από τον Αρχέλαον· αλλ’ αυτός διέταξε να την δώσουν εις άλλον συνεστιάτορα ειπών· «συ μεν αιτείν, ούτος δε λαμβάνειν άξιός έστιν.» Η ιστορία δεν αναφέρει άλλο τοιούτον παράδειγμα. Παντού τα πάντα.
Ομιλούντες περί συζυγικής αγάπης, ο Χαμαιλεωνίδης είπεν, ότι είναι πολύτιμον εύρεμα η μεταξύ συμβίων ομόνοια· αλλά πόσον είναι σπάνιον, επρόσθεσεν αναστενάζων! Ο Παντολάβος λέγει σιγά εις τον γείτονά του, εν τω οίνω η αλήθεια. Φοβηθείς όμως ο οικοδεσπότης μην εννοήσουν τον στεναγμόν του, ήρχισε να επαινή την πραότητα, την αφοσίωσιν και τας άλλας αρετάς της Αικατερίνης. Όθεν ο Παντολάβος, είσθε τρισμακάριστος, εξοχώτατε, τον λέγει· αλλά τοιαύτη ευτυχία είναι σπανιωτάτη. Τα περισσότερα ανδρόγυνα ζουν ως ο αίλουρος με τον σκύλον, αν και θέλουν να μας βεβαιώσουν, ότι η γυνή κοιμάται νηστική από την λύπην της, όταν ο ανήρ ήναι δυσδιάθετος· ότι ο σύζυγος δεν παίζει βιστ, όταν η γυνή πάσχη οδονταλγίαν· ότι ο εις κλαίει, όταν η άλλη αναστενάζη· και ότι η μεν λειποθυμεί, όταν ο δε δακρύη. Εάν φίλοι, η φιλοτιμία ή τα συμφέροντα δεν ηνάγκαζαν τους άνδρας και τας γυναίκας να προσποιούνται, τα παραδείγματά τινων συνοικεσίων ολίγους ήθελαν ενθαρρύνει να ποθήσωσι την υπανδρείαν. Αλλ' ο χρυσός προ πάντων έχει δύναμιν άρρητον: μετριάζει τον θυμόν, επιχρυσόνει τας λοιδορίας, αποκατασταίνει εύχαριν τον οργίλον, κλείει τους οφθαλμούς, τα ώτα και το στόμα, εξαλείφει τας ρυτίδας, κρύπτει τας αδυναμίας, καλύπτει με ρόδα τα ερείπια του γήρατος. Απορώ, διατί να μην ονομάζωμεν χρυσούν τον αιώνά μας, ενώ όλα διά του χρυσού κατορθούνται!
Εν τω μεταξύ αυτών των αστεϊσμών τα βοκάλια ανηνεούντο συχνά, αι κεφαλαί ήρχισαν να εξάπτωνται, όχι από μέθην, διότι ο όχλος μόνον μεθύει, αλλ' από υπερβολικήν ευθυμίαν. Όλοι εφώναζαν χωρίς να προσέχη ο εις εις τους λόγους του άλλου· ο μεν ωμίλει περί διπλωματίας, ο δε περί κτηνοτροφίας, άλλος περί αποθεματικού ταμείου, άλλος περί αμπελοφυτείας, άλλος περί φατριών, και άλλος περί τοκογλυφίας· οι περισσότεροι δε περί έρωτος αποτελεσμάτων, εις τα οποία και αι συγγευματίζουσαι Κυρίαι εζήτουν να συντελέσωσιν. Η Κυρία Αικατερίνα, ήτις έπινε και αυτή συχνά, συνωμίλει σιγά με ευγενή τινα υψηλόν ως κοντάρι, κόκκινον ως κεράσι, φαλακρόν ως κολοκύθη, υπερήφανον ως ο Εωσφόρος, και πτωχόν ως ο Ιώβ. Ενώ δε εμιμείτο την νέαν και ζωηράν, έρριπτε λαθραίως υπό της τραπέζης τους φλοιούς του άρτου, διά να μη φανή ότι δεν ημπόρει να τους μασσήση. Η Σεβαστή εβασάνιζε με τας διφορουμένας φράσεις της πεντηκοντούτην και νεοχηρεύσαντα οπλαρχηγόν, όστις, ενώ ηυλίζετο από την χήραν, ηύλιζεν από το άλλο μέρος τη νεωτέραν αδελφήν· αλλ' η Πηνελόπη, μην έχουσα κλίσιν εις τας σταφίδας, ολίγον επρόσεχεν εις τας ωραίας φράσεις του στρατιωτικού, και ήλλαζεν ερωτικά βλέμματα με άλλον γείτονά της, όστις ήτον νεώτερος και ηδονικώτερος. Η Σεβαστή, απελπισθείσα από τον οπλαρχηγόν, προσήγγισεν εις τον εξ αριστερών γείτονά της, τον οποίον νομίζουσα άγαμον, και υπολαβούσα τας φιλοφρονητικάς φράσεις του ως δείγμα αμοιβαίας αγάπης, ηγαλλιάτο, σχεδιάζουσα εις τον νουν της ως τελειωμένον το συνοικέσιον· αλλ’ ακούσασα εξαίφνης ότι έχει γυναίκα, παρ' ολίγον η δυστυχής να λειποθυμήση,
Η Χαρίκλεια εκάθητο μεταξύ ενός Υπουργού και ενός Δικαστού, οι οποίοι επροτίμων τον Βάκχον από την Αφροδίτην. Διάφοροι όμως άλλοι την απέτειναν χαριεντισμούς, εις τους οποίους απεκρίνετο με σεμνότητα και ευφυίαν· επολιορκείτο όμως πολύ από ένα διπλωμάτην, όστις εζήτει να εύρη παρηγορίαν διά την δυσειδίαν της συζύγου του· αλλ’ ενώ αυτός εκθείαζε το κάλλος και τα θέλγητρα της Χαρικλείας, αυτή επήνει την αρετήν και την φρόνησιν της συμβίας του. Ο Σωτήριος ήτον βυθισμένος εις συνομιλίαν με Προεδρίναν, έχουσαν θυγατέρα ευειδή και αρέσκουσαν εις τον φίλον· χάριν δε της κόρης ενησμενίζετο με την μητέρα, διά να λάβη χώραν εις την οικίαν της. Η πτωχή Προεδρίνα, μην εννοήσασα το στρατήγημα, επροσπάθει να κάμη την νόστιμον, και εμέτρα με ρυθμόν τας λέξεις της.
Σεβάσμιος τις Επίσκοπος (είχαμεν γαρ και Αρχιερείς προσκεκλημένους) διά να δικαιώσει το μετά την γεύσιν του πέπονος πλουσιοπάροχον και άδολον κρασοβόλιόν του, εξεφώνησε σοβαρά το «πέπων πάθος πέφυκεν άνευ ακράτου οίνου.» O χρυσοστόλιστος Σύμβουλος είπεν, ότι δεν εννόησε το βρετό, και η Αικατερίνα επροσκάλεσε την Σεβαστήν, ως γνωρίζουσαν τα Ελληνικά, να τους εξηγήση το ρητόν. Η χήρα, χωρίς να διστάση παντελώς, πέπος, λέγει, είναι καβούνι, πάθος αρρώστια, πέφκες ... πέφκες ... είναι πλεονασμός, άνους ανόητος, άκρατος χωρίς κρασί, όνου ... όλοι γνωρίζετε το κακόφωνον και πεισματάρικον αυτό τετράποδον. Η τραγελαφική εξήγησις της Σεβαστής επροξένησε γέλωτα ομηρικόν εις όλους τους συντραπέζους.
Το συμπόσιον ήγγιζεν εις το τέλος, όταν απροσδόκητον συμβάν μας κατετάραξεν. Ακούομεν πρώτον φωνάς, και μετ' ολίγον βλέπομεν να εμβαίνη με βίαν γέρων κυρτός, λευκόθριξ, με βακτηρίαν εις τας χείρας και ενδεδυμένος χωρικά φορέματα. — Ποιοι είσθε σεις οι παλιάνθρωποι, 'πού δεν μ' αφίνεται να διω τον γιο μου; λέγει προς τους υπηρέτας, οίτινες τον εμπόδιζαν να προχωρήση. — Ποίος είναι ο υιός σου; τον ερωτούν. Ο Κώτζος μου, αποκρίνεται, 'που είναι 'πουργός του Βασιλιά· αυτός είναι ο νοικοκύρης τούτου του σπητιού, με είπαν. Όλοι έμειναν έκθαμβοι· ο δε γέρων, πλησιάσας εις την τράπεζαν, παρετήρει ένα προς ένα τους συνεστιάτορας. Τέλος προσηλώσας τα βλέμματά του εις τον θείον μου και κυττάξας αυτόν μετά προσοχής, αυτός είναι, κράζει· έλα να σε φιλήσω γιε μου. Ο Χαμαιλεωνίδης τον εγνώρισε και αυτός βέβαια, αλλ’ αισχυνόμενος να ομολογήση, ότι έχει πατέρα χωρικόν, εσύρθη οπίσω, όταν αυτός εζήτησε να τον εναγκαλισθή. Πώς; δεν με γνωρίζεις, λέγει, Κώτζο μου; τήραξε με καλά· είμαι πατέρας σου· ήλθα να σε 'διω, και να σε κάμω ένα ριτζά·8 παράδες δε θα σε χαλέψω και μη σκιάζεσαι. Η υπερηφάνεια, υπερισχύσασα εντοσούτω εις την φιλοστοργίαν, εσκλήρυνε την καρδίαν του υιού, όστις έμεινεν ως απολιθωμένος. Ο Παντολάβος, όστις είχε λάβει μέρος εις την ανέλπιστον παρουσίαν του γέροντος, φοβούμενος μην αποτύχη το σχέδιον, τι σεβάσμιος γέρων! λέγει· ο αρχαίος Ελληνικός τύπος είναι χαραγμένος εις το πρόσωπόν του! έχει πολλήν ομοιότητα με τον υιόν του, τον εξοχώτατον Υπουργόν μας. Οι ψευδείς αυτοί έπαινοι εγκαρδίωσαν ολίγον τον Χαμαιλεωνίδην, όστις αφέθη εις τους ασπασμούς του πατρός του. — Έτζι δα Κώτσο μου· βλέπω δεν σε 'πέρασεν ακόμα η κλοτζιά 'πόφαγες από τον μούργο μας· μα ήσουν και συ πολύ ζουρλός, και δεν επόναγες τα μουλάρια, όταν σ' έστελνα στην Κόρθο· και κάποτε έκλεφτες το μισό αγώγι. Mα και 'γώ σ' εκάθισα στο σφυρί, και σήμερα με συχωρνάς 'που έγινες μεγάλος του έθνους. Όλοι έμαθαν ότι ο Υπουργός είχε χρηματίσει χαλκεύς και αγωγιάτης και ότι η σκληρότης και αισχροκέρδεια ήσαν παλαιά ελαττώματά του. Όθεν κεραυνοί αλλεπάλληλοι έπιπταν επί της κεφαλής του, και από την ταραχήν του έχυσεν επάνω του το ποτήριον, το οποίον, διά να τον διασκεδάση, τον επρόσφερεν ο Παντολάβος. Μα πού είναι η γυναικά σου επανάλαβεν ο γέρων· δεν με την δείχνης να την φιλήσω; Ο γαστρονόμος, χωρίς πάλιν να χάση καιρόν, ιδού λέγει, η ευγενεστάτη νύμφη σας, και αι αξιέραστοι εγγοναί σας, τας οποίας όλοι θαυμάζομεν διά το κάλλος και τα προτερήματά των. Ο χωρικός πλησιάζει και κολλά δύο καλά φιλήματα εις το πρόσωπον της Αικατερίνης, ήτις ευρισκομένη αφ' όσα ήκουσεν εις κατάστασιν λήθαργον, δεν έλαβε καιρόν ν' αποφύγη τους ασπασμούς. Η λειποθυμία είναι μέγα καταφύγιον εις τας γυναίκας, και πολλάκις τας διασώζει εις δεινάς περιστάσεις· όθεν και η οικοδέσποινα έκρινεν εύλογον να λειποθυμήση, και μετεφέρθη από τας θυγατέρας της εις άλλην αίθουσαν. Παράφαγε φαίνεται η νύφη μου και την ήλθ' αντράλα, λέγει ο Λιώντας, φυσήξετε καπνό στα ρθούνια της, κοπανίστε σκόρδο με συμπάθειο και βάλτε το στον αφαλό της, τρίψτε με ξύδι το κούτελό της. Να, τι κάμουν τα πολλά φαγιά! Κάλλιο 'μείς οι χωριάτιδες, 'που τρώμεν λίγο κι είμαστε πάντα γεροί. Το πιστεύετε, Αφεντάδες, πως είμαι εννενήντα χρονό και δεν μ' επόνεσε ακόμη το κεφάλι; Γιατί το φαγί μου είναι ψωμί κριθαρίσιο, γάλα, φακές και κάποτε κάποτε κρηάσι γιδίσιο, ή γουρουνίσιο με συμπάθειο. Μα δεν με φέρνετε ένα σκαμνί; Εγώ είμαι νηστικός σήμερα· γιατί έκρυβα την όρεξί μου να φάγω με τον γιο μου, 'που είχε καλό τραπέζι και καλεσμένους πολλούς Τρανούς, καθώς μούπανε.
Εννοήσατε όλοι, ότι τινές εχθροί του Υπουργού, διά να ταπεινώσουν την οφρύν του, έστειλαν επίτηδες τον γέροντα αυτήν την ώρα, και έκαστος των προσκεκλημένων ελυπείτο, διατί να μην ήναι ο εφευρετής τοιούτου ευφυούς στρατηγήματος. Ο Λιώντας εντοσούτω εθρονίσθη και ήρχισε να τρώγη με τα δάκτυλά του. Μωρέ τι βιο έχεις Μήτζο μου! λέγει, παρατηρήσας τριγύρω του τα έπιπλα. Νόστιμα είναι και τα φαγιά σου, μα το κρασί σου δεν μ' αρέσει· δεν έχεις ριτζινάτο; Δεν με ‘μιλείς, γιε μου; Μην τόχης ντροπή 'που ήλθα στο κονάκι σου; Εγώ 'φόρεσα τα γιορτιάτικά μου· αν ήσαι σήμερα δοξασμένος με την χάρι του Θεού, θυμήσου τι ήσουνα μια φορά, και μη λησμονής τον πατέρα σου 'που τράβηξε τόσα όσο να σε μάθη να φκτιάνης πέταλα ... Ο Χαμαιλεωνίδης από την σύγχυσίν του, αντί να βάλη το χουλιάριον με το ριζόγαλον εις το στόμα του, το χώνει εις την μύτην του και πασαλείφεται, πατεί δε συγχρόνως τον πόδα του πατρός του διά να σιωπήση· αλλ' αυτός μην εννοών, οστ! οστ! λέγει· γιατί αφίνετε τα σκυλιά νάρχωνται μέσα; Βγάλτε τα, ψυχογιοί όξου. Τι γελούν αυτά τα γομάρια; Ο υιός, διά να πνίξη την φωνήν του πατρός του, ομιλεί δυνατά και τον προσφέρει καρυκεύματα. Σπολάτη Κώτσο μου! τον αποκρίνεται, ο Λιώντας με στόμα γεμάτον και ρίπτων τα κόκκαλα εις το έδαφος. Εγώ τρώγω μοναχός· ο πατέρας δεν απαντέχει παρακάλια στο φαγί από τον γιο του. — Ο πατήρ σας, Κύριε Χαμαιλεωνίδη, έχει ορθόν νουν, λέγει εις διπλωμάτης υπομειδιών. — Ποιος είναι ο Χαμαιλεωνίδης; Εσύ Κώτζο μου; Και πού τόβρες αυτό το στραβοδίβολο παρατζούκλι; Εμένα με κράζουν Λιώντα. Ο τιμημένος άνθρωπος δεν ταιρειάζει ν’ αλλάζη τ' όνομα του πατέρα του. — Δεν το ήλλαξε, λέγει ο γαστρονόμος, άλλα το εμάκρυνεν από τας δύο άκρας, διά να το καταστήση ευφωνότερον. Τούτο είναι σήμερον του συρμού.
Επειδή εις την τράπεζαν ήσαν καί τινες ξέναι Κυρίαι, αι θυγατέρες του θείου μου ηναγκάσθησαν να επιστρέψουν, εκτός της Σεβαστής, ήτις έμεινε με την μητέρα της, και την επαρηγόρει διά το μέγα αυτό δυστύχημα. Καλά, έλεγεν, ήκουσαν τ' αυτιά μου εις τον χορόν! Εγώ νύμφη σφυροκόπου; Να μην ιδούν πλέον τα μάτια μου τον βάναυσον υιόν του. Τετέλεσθαι! Δεν ημπορώ πλέον να υποφέρω αυτό το αίσχος· αύριον θα το μάθη όλη η πόλις, και δεν θα τολμήσω πλέον να εξέλθω από την οικίαν μου· κατήντησα η χλεύη των ευγενών, και ο μυκτηρισμός όλων των παλαιοελλήνων· το διαζύγιον μόνον θα καθαρίση τα αίμα μου από τον μολυσμόν τούτον· θα υπάγω εις τον Πρόεδρον της Συνόδου, εις τον Πρόεδρον του Αρείου Πάγου, εις τον Βασιλέα αυτόν, θα πέσω εις τους πόδας των, και ελπίζω να με χωρίσουν από άνδρα, όστις ητίμασε το γένος μου. Διαζύγιον! Διαζύγιον!
Ας αφήσωμεν την Αικατερίνην εις τους παραλογισμούς της, και ας επιστρέψωμεν εις την τράπεζαν, όπου ο γέρων διηγείται την αιτίαν του ερχομού του εις την Πρωτεύουσαν. Ξεύρεις, λέγει, Κώτζο μου, πως είχα στηv Τριπολιτσά ένα σπήτι· είναι τρία χρόνια 'που με το χάλασαν για να το κάμουν μεϊντάνι και ίσιους δρόμους· μούπαν τότε πως θα με δώκουν αποζημίωσι· μα αν είδες εσύ παρά, είδα κι εγώ. Ο Αρχιτέκτης μ' έστελνε στον Έμφορα, ο Έμφορας στον Δαιμονάρχη, ο Δαιμονάρχης στον Αγκουρονόμο, εκείνος στον Αστρονόμο, και τούτος στον Δικητή. Βαρέθηκα από τούτους τους σουμπασήδες και κατήδες, κι ήλθα να ρίξω αρτζοχάλι9 στον Βασιλιά· μα είχα είκοσι μέρες στηv Αθήνα και δεν μ' άφιναν νάβγω 'μπροστά του. Τον τζακόνω προχτές κι εγώ πόβγαινε καβάλλα, τον πιάνω απ’ το ζεγκί τ' αλόγου του και φωνάζω· στάσου βασιλιά! δικαιοσύνη θέλω! αν ήσαι πατέρας μας, πρέπει να μ' ακούσης και να με βοηθήσης. Μα αντί νάβρω δικαιοσύνη, ηύρα τον μπελά μου. Τ' άλογο του Βασιλιά ξιππάστηκε, πήρε το γκέμι στα δόντια κι έφυγε στα τέσσερα. Ένας χρυσοφορεμένος 'που τον λέγουν ΄περασπιστή του Βασιλιά, με κατεβάζει δυο καλαίς καμτζικιές, και προστάζει να με κουβανίσουν στη χάψη. Φωνάζω πως είμαι καθαρός 'σαν τον ουρανό, και δεν είναι 'δικό μου φτέξιμο, αν ήναι το μεγαλειότατο άλογο του Βασιλιά ξιππασιάρικο. Ποιος μ' ακούει; αφού έκατζα για χάζι δυο 'μέρες στο φρέσκο, μ' έβγαλαν σήμερα ταχυά και μούπαν να πάγω στο 'σωτερικό να πάρω την απόκρισι. Ένας χωριανός μας, του Χρίστου του πιστικού μας τ' ανέψι, πούνε τώρα Εφέντης σ' ένα κριτήριο, μ' εγνώρισε, και μ' είπε, πως ο γιος μου είναι Μεγάλος, και πολύς, και αυτός 'μπορεί να φκιάση τη δουλειά μου. Δυο άλλοι πούταν μαζί με τον Εφέντη μ' ωρμήνεψαν κρυφά νάρθω τώρα στο κονάκι σου πόχεις ζιαφέτι10, γιατί θα σ' έβρω σε καλή ώρα και με κέφι. Αυτοί οι ίδιοι μ' έφεραν ως την πόρτα σου.
Η μακρά αύτη διήγησις έφερεν ιδρώτα εις τον γέροντα, όστις, λαβών το χειρόμακτρον της τραπέζης, εσπογγίσθη και το έβαλεν εις τον κόλπον του, ειπών ότι ελησμόνησε το μανδύλι του εις την Τριπολιτσάν. Μα ξεράθηκε, λέγει, ο λαιμός μου· δεν πίνουμε ψύχα; Στην υγειά σας Αφεντάδες! στην υγειά σου Κώτζο μου! στην υγεία της γυναίκας σου! στην υγεία σας εγγονάδες! και σ’ όλαις τες Κυράδες! στην υγειά σας και σεις ψυχογυιοί, 'που δεν μ' αφίνατε νάμπω μέσα! Ο Παντολάβος πρόθυμος να επιδιορθόνη, είναι, λέγει, πατριαρχική συνήθεια να πίνουν εις υγείαν όλων των παρευρισκομένων· μόνον εις τους αγρούς τωόντι διετηρήθησαν τα αρχαία ήθη και έθιμα. Ο Λιώντας ρίπτει εν τούτοις με βίαν το ποτήριον, κατά γης στρυφογυρίζει το πρόσωπόν του, και φωνάζει τι κατ... είναι αυτό 'που μ' εδώκατε! (ήτον μαδέρα.) Αι γυναίκες επλησίασαν τα μανδύλια εις την μύτην των, και μετ' ολίγον εξήλθαν της αιθούσης· διότι αι φράσεις του γέροντος και οι αστεϊσμοί, καθόσον έπινεν, απέβαιναν απλούστεροι, δηλαδή εκφράζετο καθώς εσυλλογίζετο και καθώς εσυνείθισεν. Ο Πατήρ του, διά να δώση τέλος εις αυτήν την δυσάρεστον σκηνήν, την οποίαν οι πονηροί εζήτουν να παρατείνουν, είπεν εις τους συνεστιάτορας να μεταβώσιν εις την αίθουσαν του καφφέ.
Την επαύριον πολλά πρωί εις ίππος ευρέθη εις την θύραν του Υπουργού, και ο γέρων επιβάς, επέστρεψεν εις Τρίπολιν επί υποσχέσει να λάβη εκεί την αποζημίωσιν.
Ο Χαμαιλεωνίδης, απομακρύνας τον πατέρα του, αφήρεσε μεν την αιτίαν του σκανδάλου, αλλ' η σκηνή της τραπέζης, καθώς και η του χορού, διεδόθη εν ακαρεί εις όλας τας Αθήνας. Επειδή δε οι εφημεριδογράφοι ανεκάλυψαν προς τούτοις τας οποίας είχε διευθύνει διαταγάς εις τους οπαδούς του, εδημοσίευσαν τα πάντα μετά πικρών επικρίσεων. Όθεν ο Χαμαιλεωνίδης κατήντησεν η χλεύη και ο ονειδισμός των ανθρώπων..
Οι κόλακες διά να τον παρηγορήσουν τον έλεγαν. Αι φωνασκίαι αύται δεν πρέπει να σε θορυβήσουν, διότι ο λαός είναι ως σφαίρα, ήτις κυλίεται κατά την οποίαν λάβει ώθησιν. Θέλεις ν' αλλάξης το κύλισμά του και την γνώμην του; διάδοσε ότι υπεγράφη το περί δανειστικής τραπέζης διάταγμα, και ότι ο Ράιτ στέλλει δέκα, είκοσι, τριάντα εκατομμύρια εις την Ελλάδα. Κατόρθωσε να διανεμηθούν τινές σταυροί εις τους Δημάρχους των διαφόρων κομμάτων ανεξαιρέτως και να διορισθούν προσωρινώς τινες Διοικηταί εκ της αντιπολιτευομένης μερίδος. Κοινοποίησε ότι προσκαλείται ο Μαυροκορδάτος συγχρόνως και ο Κωλέττης κατά παρακίνησίν σου, ότι των Παυαρών τα διαβατήρια εξεδόθησαν και ότι η Συγχώνευσις επεκυρώθη επισήμως. Προσκάλεσε εις ιδιαίτερον γεύμα όλον το δικηγορικόν σώμα. Δεκαπλασίασε την συνδρομήν σου εις τας εφημερίδας και παύσε την εδικήν σου. Στείλε χιλίας δραχμάς εις την επί της ανεγέρσεως του Πανεπιστημίου επιτροπήν, και υποστήριξε επί τέλους την πρότασιν του Σανσώνη, δίδων χείρα βοηθείας εις την οικοδομήν του θεάτρου. Θέλεις τότε ιδεί, ότι όλαι αι σημεριναί κατηγορίαι θα μεταβληθούν εις εγκώμια. Η ιδέα αύτη ήρεσεν εις τον Χαμαιλεωνίδην και εσκέπτετο πώς να την βάλη εις πράξιν· αλλ’ ήτον πλέον πολύ προχωρημένη η γενική αγανάκτησις, και διάφορα συμπτώματα επρομήνυαν την πτώσιν του. Ο Βασιλεύς είχε πέντε ημέρας να τον δεχθή, οι Υπασπισταί τον εφέροντο με ψυχρότητα· ο Κ. Γραφ τον ωμίλει με αυθάδειαν· ο Κ. Βίπμερ με περιφρόνησιν. Τέλος η επί το ευμενέστερον και ευπροσηγορώτερον αιφνήδιος μεταβολή αυτού του ιδίου Υπουργού επιβεβαίωνε την ιδέαν των οξυδερκών, οι οποίοι ηξεύρουν ότι, όταν εις Μεγιστάνας σε δίδη αμέσως ακρόασιν παρά το σύνηθες, σε προσηκώνεται, δεν κατεβάζη τα οφρύδιά του, σε ακούη με προσοχήν, σε συνοδεύη έως εις την θύραν και μειδιά, εγγύς εστίν η πτώσις του.
Εις όλας αυτάς τας δυσαρεσκείας πρόσθες τας επιπλήξεις και απειλάς της Αικατερίνης, και κρίνε εις ποίαν νοός κατάστασιν ευρίσκετο ο άθλιος θείος μου. Αλλ’ η συνείδησις, η οποία και αυτή δεν μας αφήνει ησύχους και μας καταβασανίζει ακατάπαυστα! Ο Χαμαιλεωνίδης είχεν αιτίας πολλάς διά να εύρη την εδικήν του αναστατωμένην. Ουδέ νύκτα ουδέ ημέραν εύρισκεν ησυχίαν· παράξενα και τρομερά ονείρατα κατετάρατταν τον ύπνον του. Ενώ ωνειρεύετο ότι ηύξησεν η δόξα του, ότι έγινε Ταξιάρχης και ότι όλοι τον έκραζαν ευεργετήν, εξαίφνης ευρίσκετο εις το σιδηρουργείον του πατρός του, καταμαυρισμένος από τον κονιορτόν των ανθράκων, ρακενδυμένος, ανεβοκατεβάζων την φυσούναν και ακούων, αντί του Ζήτω ο Υπουργός, φύσα καλά μουντζουρούμη. Αυτός ο διαβολόνειρος ουδένα να μη φείδεται; Τον Πρωθυπουργόν ρίπτει περιφρονημένον εις την άκραν καφφενείου, όπου ακούει τας κατ' αυτού αράς του έθνους. Τον Σύμβουλον της Επικρατείας μεταμορφόνει εις ποιμένα προβάτων, μετανοούντα διά τους οποίους του ποιμενικού φόρου υπεστήριξε νόμους. Τον Δικαστήν φέρει εις το ποτέ ταραχοπωλείον του· τον Διοικητήν εις την λέμβον του πατρός του κωπηλατούντα, ή αλιεύοντα· τον Πρέσβυν επιθέτοντα βδέλλας· τον τραπεζίτην πτωχότατον και ζητούντα ελεημοσύνην απ’ εκείνους, τους οποίους διά της τοκογλυφίας ηφάνισε· τον Ηγεμόνα μεταφέρει από τα Ανακτόρια εις κελείον μοναστηρίου καλυμμαυχοφορούντα και μελετώντα το ψαλτήριον, αντί των λογιδρίων, τα οποία τον προετοίμασαν να εκφωνήση εις της Βουλής την έναρξιν, ή την υποδοχήν τινος Πρέσβεως. Άλλον Βασιλέα φέρει δέσμιον ενώπιον του έθνους, διά ν' απολογηθή περί των όσων κακών έπραξεν, ή περί των καλών όσων εστέρησε τους υπηκόους του. Όλοι αυτοί οι ονειρόπληκτοι εξυπνούντες κράζουν, ότι τους επλάκωσεν Εφιάλτης και ότι τα δυσάρεστα ονείρατα είναι αποτελέσματα δυσπεψίας. Δεν θέλουν δε να τα ενθυμηθούν, φοβούμενοι, μην ανακαλέσουν εις την μνήμην των το παρελθόν, και αποφεύγοντες να ζητήσουν εις το όνειρον μαθήματα διά το μέλλον των.
Φωνή λαού, φωνή Κυρίου. Η Εξουσία, θορυβηθείσα από τας κατακραυγάς του λαού, έπαυσε τον Υπουργόν, αφού εξετέλεσε τας θελήσεις της. Προς ανταμοιβήν δε της ευπειθείας του οι Ανακτόβουλοι όχι μόνον δεν τον εξαπέστειλαν εις το οκνηροτροφείον, καθώς συνήθως συμβαίνει εις τους μακαριζομένους Υπουργούς, αλλά τον απέβαλαν με οργήν, διά να δείξουν, ότι η Κυβέρνησις επείσθη δήθεν περί της αντεθνικής διαγωγής του Υπουργού της. Ο Χαμαιλεωνίδης, εξωσθείς λοιπόν κακήν κακώς, έχασε και την εύνοιαν της Αρχής, ήτις μόνη τον εζωοτρόφει· διότι την αγάπην του έθνους, ήτις είναι παρηγορία εις τους αδίκως καταδιωκομένους, την είχε χάσει προ πολλού. Εις ποίαν μερίδα να προσκολληθή; όλας είχε τας προδόσει αλληλοδιαδόχως· όθεν όλοι τον εμίσουν και τον απέφευγαν, μάλιστα αφού έχασε την βασιλικήν εύνοιαν. Εις την απελπισίαν του απεφάσισε να γίνη συνταγματικός πάλιν· διά ν' αποκτήση δε δημοτικότητα, μάλιστα αφού εμαθητεύθη η καταγωγή του, εκήρυττε παρρησία, ότι αποστρέφεται τους ευγενείς και αριστάρχας, ωμολόγει, ότι ο πατήρ του είναι γεωπόνος, ότι οι γεωργοί είναι οι πολυτιμώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας, και ότι η Ελλάς πρέπει να διοικηθή συνταγματικώς διά να ευδαιμονήση. Συγχρόνως δε έγραφεν εις τας εφημερίδας άρθρα δήθεν πατριωτικά, εις τα οποία εξέθετεν τας αδικίας της Κυβερνήσεως κατά των πιστώς υπηρετούντων, υπαινιττόμενος προ πάντων τον εαυτόν του· διέσπειρε δυσαρεσκείας κατ' αυτής και την παρουσίαζεν ως αξίαν της γενικής του έθνους αποστροφής. Αλλ’ όλ’ αυτά τα μέσα έμειναν ατελεσφόρητα.
Η Αικατερίνα δεν εδυνήθη να λάβη διαζύγιον ούτε από τον Άγιον Κυνουρίας, ούτε από τον Κ. Κλονάρην·11 ο μεν αναφέρων το «ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω», ο δε ειπών, ότι νόμιμοι αιτίαι προς διάζευξιν δεν υπάρχουν: δηλαδή ο ανήρ της ούτε παλλακίδας εις την οικίαν του διατηρεί, ούτε εις ατιμωτικόν έγκλημα κατεδικάσθη, ούτε ελλείψεις νοητικάς ή σωματικάς έχει, ούτε εις βαρείς αικισμούς (δαρμούς) καταντά, ούτε προδότης του Βασιλέως και αρνησίθρησκος είναι, ούτε αμοιβαία και εύλογος αίτησις διαζεύξεως έγινεν. Όθεν απεφάσισε να διαζευχθή αυτοδικαίως από κοίτης και τραπέζης τον συμβίον της, το οποίον και εκήρυξε πανδήμως προς γνώσιν απάντων και απασών. Μολαταύτα ουδείς ήρχετο να την παρηγορήση, παρεκτός της Σεβαστής, ήτις επίσης απελπισθείσα την επαρακίνει να υπάγωσιν εις μοναστήριον, διά να εύρουν παραμυθίαν της χηρείας των. Ο Σατανάς όμως εμπόδισε το ψυχοσωτήριον αυτό έργον, και ενέπνευσεν εις την Αικατερίνην την επιθυμίαν ν' αγοράση ψιττακόν, τον οποίον μανθάνουσα διαφόρους λέξεις διεσκέδαζεν. Επειδή δε μεταξύ των μαθημάτων ήσαν και υβριστικά επίθετα κατά του συζύγου της, τα οποία επαναλαμβάνον το πτηνόν συνήθροιζε τους διαβάτας, ο Χαμαιλεωνίδης, μη δυνάμενος να υποφέρη τόσην περιφρόνησιν, παραβιάζει το άσυλον της Αικατερίνης και αφίνει εις διάφορα αυτής μέλη των συζυγικών δικαιωμάτων εναργέστατα δείγματα. Ο ανήρ δεν πρέπει να καταφεύγη ποτέ εις το βάρβαρον αυτό μέσον, διά να σωφρονίση την γυναίκα του· και όταν καταντήση άπαξ να επιθέση χείρα εις αυτήν, τούτο γίνεται κακή συνήθεια. Σύζυγον δε, την οποίαν ξυλοκοπείς, δεν ημπορείς πλέον ούτε να σέβεσαι, ούτε ν' αγαπήσης με τρυφερότητα. Αλλ’ η Αικατερίνα μας κατήγετο, ως φαίνεται, από φλέβαν σκυθικήν, και οσάκις τας έτρωγεν, εγίνετο τρυφερωτέρα προς τον άνδρα της. Όθεν ο Χαμαιλεωνίδης ήρχισε να συμμορφούται με τας ορέξεις της συζύγου του, και δι' αυτού του μέσου κατώρθωσε να πωλήση το ήμισυ του υποστατικού, διά να πληρωθούν οι υπηρέται, ο οικοδεσπότης, οι τροφοδόται, οι χρυσοχόοι και λοιποί έμποροι, οίτινες είχαν κάμει κατάσχεσιν εις όλα τα κινητά και ακίνητα της Λεωνιδικής οικογενείας.
Επί των λαμπρών ημερών του Χαμαιλεωνίδου, η Αικατερίνα είχε συλλάβει ελπίδας να υπανδρεύση τας θυγατέρας της, καθότι μεταξύ των συχναζόντων την οικίαν της υπήρχαν τινές, οι οποίοι, υπέρου γυμνότεροι όντες, έδειχναν διάθεσιν να γίνωσι γαμβροί του Υπουργού· διότι ήλπιζαν να λάβουν ως προίκα υπούργημά τι, και να χορτάσουν άρτον τουλάχιστον δια τις επιρροής του πενθερού. Αλλά μία υπογραφή, φευ! ανέτρεψε ταύτα πάντα. Ήτον πλήρης, Κύριοι μου, η αίθουσα του Χαμαιλεωνίδου, καθ' ην στιγμήν επαρουσιάθη ο κλητήρ του Ανακτοβουλίου, φέρων το της παύσεώς του διάταγμα. Ηθέλησεν ο δυστυχής να κρύψη την ταραχήν του, αλλ’ οι ακούσιοι αυτού στεναγμοί και ο αυθάδης τρόπος του κλητήρος τον επρόδοσαν. Αντί δε να τον παρηγορήσουν οι παρευρεθέντες δήθεν φίλοι του, εκένωσαν εν ακαρεί την αίθουσαν, φεύγοντες ως από πανώληv. Ιδού οι φίλοι των εν τοις πράγμασι! Συγγενείς, συμπατριώται, συναδελφοί, όλοι τον απηρνήθησαν, οι μεν μισούντες αυτόν προσωπικώς, οι δε φοβούμενοι να συναναστραφούν ωργισμένον άνθρωπον. Τα κυνάρια και ο ψιττακός δεν ήσαν λοιπόν ικανά, να διασκεδάσουν την Αικατερίνην και Σεβαστήν, αίτινες εσυνείθισαν με πίθηκας, με αλώπεκας, με αηδόνας, με κορώνας και άλλα μιμοπανούργα τετράποδα και ποικιλόφωνα πτηνά, τα οποία διασκεδάζουν τους αργούς και δυνατούς.
Η Πηνελόπη επαρηγορείτο καλήτερα με τον Ευστρατιάδην, όστις την έφερε πότε μυθιστορίας του Pigault Lebrun και του Paul de Kock διά να τελειοποίηση τας γνώσεις της, πότε τας διωδίας του Ροζίνη και Δονιζέτη, διά να την γυμνάση εις το Douo. Ελησμόνησα να σας είπω ότι η Πηνελόπη εκιθάριζε κι ο Ευστρατιάδης ηύλιζεν...
Η Ευφροσύνη και η Χαρίκλεια κατεγίνοντο και αύται εις την μουσικήν και την ανάγνωσιν· αλλ’ αι μεν διωδίαι εκτελούντο αναμεταξύ των, τα δε βιβλία των εκλέγοντο παρ’ εμού, όστις δεν είχα συμφέρον να διαφθείρω τας καρδίας των, καθώς όσοι προμηθεύουν εις τας φίλας των συγγράμματα σκανδαλώδη, διά να τας διδάξουν πλαγίως την οδόν της παρεκτροπής. Ναι μεν εις την σημερινήν κατάστασιν της κοινωνίας μας ολίγαι νέαι έχουν ανάγκην μυθιστορικών αναγνώσεων, διά να μάθουν τα λεγόμενα και πραττώμενα εις τον κόσμον. Τα παραδείγματα της γενικής διαφθοράς, και αι αναιδείς συνομιλίαι σχετίζουν με τα εγκόσμια την πρωίμως αναπτυσσομένην νεολαίαν μας. Υπάρχουν όμως κατ' ευτυχίαν και ελληνικαί οικογένειαι ουκ ολίγαι, ανατρέφουσαι τα τέκνα των με οπωσούν αυστηράν ηθικήν. Εις τας τοιαύτας τουλάχιστον ήθελα συμβουλεύσει ν' απαγορεύουν και αυτάς ακόμη τας μυθιστορίας, όσαι, αν και προτίθενται την διόρθωσιν των ηθών, και επ' αυτώ τω σκοπώ σατυρίζουν τας κακοηθείας και παρεκτροπάς, ημπορούν όμως, διά της αναγκαίας διηγήσεώς τινων συμβάντων απρεπών, να προσβάλουν την παρθενικήν αγνότητα· ουχ ούτως δε και με τας υπάνδρους, τας χήρας, καθώς και τας παρθένους, όσαι έφθασαν ήδη εις ωριμωτέραν ηλικίαν, κατά την οποίαν η φαντασία χάνει την πρώτην της ζωηρότητα, ο νους αναπτυσσόμενος διακρίνει τον ηθικόν σκοπόν της μαστορικής διηγήσεως, και τα ώτα οικειούνται με την διάλεκτον της σημερινής κοινωνίας, ήτις είναι πολύ πλέον εκφραστικωτέρα από τα ελαφρότερα μυθιστορήματα.
Πολλάκις εις τας αναγνώσεις των δύο ηγαπημένων αδελφών παρευρισκόμην και εγώ, και εθελγόμην ακούων την Χαρίκλειαν, ήτις ανεγίνωσκε τα γαλλικά με πολλήν ελευθερίαν, και τα επρόφερεν άριστα· αλλά την φωνήν της μόνον ήκουα χωρίς να δυνηθώ να προσέξω εις την διήγησιν. Η παρουσία και μελωδία της απερροφούσαν όλον μου τον νουν, και εκράτουν απηρτημένας τας αισθήσεις μου. Το ωραίον πρόσωπον είναι το θελκτικώτερον απάντων των θεαμάτων, και η φωνή της φίλης μας είναι η γλυκυτέρα αρμονία. Η ανάγνωσις όμως και μουσική ήσαν πάρεργοι ασχολίαι της Χαρικλείας. Τον περισσότερον καιρόν εδαπάνα εις την οικονομίαν και το εργόχειρον. Οι γονείς, σκληρυνθέντες διά της δυστυχίας και ταπεινώσεως, απέβαιναν καθ' ημέραν αυστηρότεροι προς αυτήν, και την ωνόμαζαν αφόρητον βάρος, ενώ ήτον ο ωραϊσμός της οικίας των, και, εργαζομένη το ήμισυ της νυκτός, ηγόραζε με τους κόπους της τα αναγκαία ενδύματα, διά να μη τους δώση το παραμικρόν βάρος. Μακάριος, όστις γνωρίζει τέχνην τινά, ήτις εν καιρώ δυστυχίας, ημπορεί να τον χορηγήση μέτριον τουλάχιστον πόρον ζωής. Βλέπομεν ανθρώπους αξιοτίμους κατά τα λοιπά, αλλά μη γινώσκοντες βιοποριστικόν τι επιτήδευμα, λιμοκτονούν όταν χάσουν την περιουσίαν των. Το «μάθε τέχνην κι άφες την, 'σαν πεινάσης πιάσετην» είναι γνωμικόν απλούν μεν, αλλ' αξιόλογον, και επεθύμουν να το έβλεπα γεγραμμένον εις τας θύρας όλων των οικιών.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι, οι οποίοι, μην έχοντες πραγματικά προτερήματα, δεν ημπορούν να υποφέρουν την καταδρομήν της τύχης· άμα δε στερηθούν του χρυσίου ή της θέσεως, τα οποία τους έδιδαν υπόληψιν, ύφος και ευγλωττίαν, μένουν μηδαμινοί και πίπτουν ως φυσαλίδες, τας οποίας εκράτει ο ανήρ. Τοιούτος ήτον ο Λεωνίδης, του οποίου και αυτά τα γράμματα ήσαν περιωρισμένα, και ήθελε καταντήσει εις επαιτίαν, αν δεν είχε τα υποστατικά της γυναικός του. Βλέπων δε ότι και αυτά τελειόνουν ογλίγωρα, ηναγκάσθη να προσκυνή τον δείνα Ανακτόβουλον, τον δείνα Σύμβουλον, ή τον δείνα Πρέσβυν, ίσως λάβει διά μεσιτειών των μικρότερον τουλάχισον υπούργημα. Δεν κατηγορώ τόσον την ταπείνωσιν ταύτην του θείου μου· διότι πολλοί εντιμότεροι και γραμματισμένοι άνθρωποι, στερούμενοι άλλου πόρου, ευρίσκονται πολλάκις εις θέσιν να καταφύγωσιν εις παρακλήσεις και μεσιτείας διά να εξοικονομήσωσι τας οικογενείας των· αλλά την αναφέρω ως παράδειγμα εις τους νέους διά να τους παρακινήσω, εκτός των γραμμάτων να διδάσκωνται ιδιαιτέραν τινά επιστήμην, διότι τίποτε δεν είναι σταθερόν εις τον κόσμον· την δε εύνοιαν των Ηγεμόνων και Μεγιστάνων, πρέπει να θεωρούμεν ως ιστόν αράχνης υποκείμενον εις πάσαν ανέμου κίνησιν. Το με τόσους κόπους και αγώνας τεχνουργούμενον αυτό ύφασμα εν ακαρεί, φίλοι μου, διαφθείρεται, ουδέ ίχνος αφίνον της ασθενούς αυτού υπάρξεως.
Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρίσκοντο τα πράγματα, όταν απροσδόκητος άφιξις συγγενούς τινος έφερε μεγάλην μεταβολήν εις τας τύχας όλων των μελών της οικογενείας ταύτης. Η Αικατερίνα είχε θείον τινά, Ιάκωβον ονομαζόμενον, όστις εις την αρχήν της επαναστάσεως έπεσεν αιχμάλωτος εις χείρας των Αιγυπτίων, και, μετακομισθείς εις Αλεξάνδρειαν, επωλήθη είς τινα Άραβα. Μετά διετή αιχμαλωσίαν Άγγλος έμπορος, διαβάς την πάλιν ταύτην και γνωρίσας αυτόν, τον εξηγόρασε, τον απελευθέρωσε και τον έφερε μεθ' εαυτού εις την Αμερικήν, όπου είχε την εμπορείαν του. Ο Ιάκωβος ήτον τίμιος και φίλεργος· όθεν εις ολίγου καιρού διάστημα απέκτησε την εμπιστοσύνην και αγάπην του Άγγλου, όστις τον έδωκε μετοχήν εις τας επιχειρήσεις του, από τας οποίας ωφεληθείς, κατώρθωσε σημαντικήν κατάστασιν. Επεθύμει όμως πάντοτε να επιστρέψη εις την Ελλάδα, διά να ίδη τους συγγενείς του και να ζήση μετά των ομογενών το επίλοιπον της ζωής του.
Την αιχμαλωσίαν του Ιακώβου είχαν μάθει οι ανεψιοί του· αλλά μη λαβόντες την παραμικράν περί αυτού είδησιν αφού ανεχώρησεν από την Αίγυπτον, τον ενόμιζαν προ πολλού μεταξύ των νεκρών, και, επειδή ήτον άτεκνος και ανάδελφος, εκληρονόμησαν τα υποστατικά του, περί των οποίων έγεινεν ήδη λόγος. Η αιφνήδιος λοιπόν και ανέλπιστος άφιξις του θείου, τους κατεθορύβησεν· οικονόμησαν όμως την λύπην των και επροσποιήθησαν χαράν μεγάλην· η δε Αικατερίνα ησπάσθη μάλιστα δακρυρροούσα την χείρα του. Αι γυναίκες έχουν πάντοτε εις διάθεσίν των τα δάκρυα· ημείς όχι μόνον δεν δυνάμεθα να κλαύσωμεν οπόταν θέλωμεν, αλλά σφοδρόταται πολλάκις θλίψεις δεν ημπορούν ν' αποσπάσουν από τους οφθαλμούς μας δάκρυον. Έχουν λοιπόν μέγα δίκαιον να μας ονομάζουν σκληροκαρδίους και σκληροψύχους ακόμη.
Η χαρά της Αικατερίνης και όλης της οικογενείας απέβη ζωηροτέρα όταν είδαν τους αχθοφόρους ανεβάζοντας πέντε βαρύτατα κιβώτια, τα οποία εμπεριείχαν το αργύριον του καλού συγγενούς. Ο Ιάκωβος ήτον καλός όχι κατά την έννοιαν, την οποίαν δίδουν οι άνθρωποι εις την λέξιν ταύτην, όταν κολακεύουν τους πλουσίους συγγενείς των, όσους προ πάντων ελπίζουν να κληρονομήσουν· αλλά καλός και αγαθός τωόντι. Μαθών την δυστυχίαν των ανεψιών του, όχι μόνον τους εχάρισε, τα οποία ούτοι αυτοδικαίως είχαν προδιαθέσει κτήματά του, αλλά τους υπεσχέθη να προικίση τας θυγατέρας των, και να τους περιθάλψη όλους. Ο Θεός μ' έδωκεν, είπεν, αρκετήν κατάστασιν· η ηλικία μου είναι προχωρημένη, κι επιθυμώ να γίνω ωφέλιμος εις τους λοιπούς συγγενείς μου, αφού δεν ήτον πεπρωμένον να ζήση το μόνον τέκνον, το οποίον ο Κύριος μ' εχάρισεν. Η ενθύμησις της θυγατρός του, την οποίαν είχε χάσει εις βρεφικήν ηλικίαν, συνεκίνησε την καρδίαν του, και εν δάκρυ έλαμψεν εις τους οφθαλμούς του.
Ο Ιάκωβος, όστις ήτον ήδη εβδομηκοντούτης, είχεν εξωτερικόν σεβάσμιον και σοβαρόν. Ήτον μεν αυστηρός, ιδιότροπος και οργίλος· αλλά συμπαθητικός και ελεήμων. Διά παραμικράν αιτίαν ηρεθίζετο και εξήπτετο αμέσως· αλλά μετ' ολίγον εγίνετο αρνίον, κι εζήτει συγχώρησιν απ’ εκείνους, καθ' όσων δικαίως ή αδίκως ωργίσθη, προσπαθών διά των μεγαλοδωρεών του να θεραπεύση, την οποίαν τους επροξένησε λύπην. Τοιούτοι ως επί το πολύ είναι οι οξύθυμοι άνθρωποι. Η οργή των ούτε διαρκεί, ούτε έχει κακάς συνεπείας· όθεν από αυτούς να φοβήσαι ολιγώτερον παρά απ’ εκείνους, όσοι, αντί να φωνάζουν και να ξεθυμόνουν, συγκεντρόνουν την οργήν των κιτρινίζοντες. Αυτοί συνήθως είναι μνησίκακοι, εκδικητικοί και ολέθριοι. Ο Ιάκωβος δεν ημπόρει να υποφέρη προ πάντων τα παράλογα. Υποθέσατε λοιπόν πόσον συχνά έπετο να συγχίζεται εις οικίαν, όπου όλα σχεδόν ήσαν παράξενα. Η Αικατερίνα απήτει, ο μεν σύζυγός της να την ομιλή με το η ευγενία σας, αι δε θυγατέρες της να μη κάθηνται χωρίς την άδειάν της, οι δε υπηρέται να μαντεύουν τας θελήσεις της. Ο Χαμαιλεωνίδης εις τους μεν εγκωμίαζε τας συνταγματικάς θεσμοθεσίας, εις τους δε τας απολύτους μοναρχίας, γράφων συγχρόνως και εις τον Ταχυδρόμον και εις την Αθηνάν. Η Σεβαστή δεν κατέβαινεν από την κλίνην της πριν φυκιασιδωθή, έκρυπτεν ότι ήτον ολιγόσαρκος και χήρα, εις όσους δεν την εγνώριζαν, εζήτει να εύρη ομοιοκατάληξιν εις τας φράσεις των άλλων, πίπτουσα εκ τούτου εις δεινούς σολοικισμούς, και έφερε τα κυνάριά της εις το δωμάτιον του γέροντος, διά να τον δείξη τας τέχνας των. Η Πηνελόπη, ήτις κατώκει πλησίον του, ανεγίνωσκε δυνατά, ετραγώδει κακόφωνα και έβηχε συχνά· διότι, καθημένη πολλήν ώραν της νυκτός εις το παράθυρον, είχε καταρροήν ακατάπαυστον. Προσθέσατε το προς την Χαρίκλειαν μίσος των τεσσάρων αυτών υποκειμένων, το οποίον ερέθιζε τον γέροντα περισσότερον, παρ' όλα τα άλλα παράξενα. Το ήθος της, ο τρόπος της, και η εγκατάλειψις των συγγενών της, είχαν κερδήσει την συμπάθειαν, και την αγάπην του Ιακώβου, όστις εύρισκε προς τούτοις εις της Χαρικλείας το πρόσωπον ομοιότητά τινα με την σύζυγόν του. Όθεν οι λοιποί, των οποίων όλων η τύχη εκρέματο από τον γέροντα, διά να μη τον δυσαρεστήσουν, ήρχισαν ν' αλλάζουν με αυτήν τρόπον, αν και ενδομύχως την εμίσουν περισσότερον, βλέποντες την υπέρ αυτής οφθαλμοφανή προτίμησιν του θείου των. Η ελπίς της υπανδρείας ήθελε μάλιστα κατορθώσει τας δύο αδελφάς να κολακεύσωσι και να περιποιηθώσι τον σκύλον αυτόν, εάν ο σκύλος ευνοείτο από τον Ιάκωβον. Διά να τον υποχρεώσουν, επροθυμοποιούντο να τον φέρωσι μόναι τον καφφέ του, να γεμίσωσι την πίπαν του, ν' ασπάζωνται συχνά την δεξιάν του, να φιλονεικούν ποία να υπηρετήση πρώτη τον καλόν θειόκαν, να γελούν όταν εκείνος εγέλα, να ζαρόνουν όταν ωργίζετο και να προλαμβάνουν τας παραμικράς επιθυμίας του. Ήσαν αρά γε αι μόναι, αίτινες διά το συμφέρον των, ήξευραν τόσον καλά να προσποιηθούν αγάπην και αφοσίωσιν προς τους πάππους και θείους τους ατέκνους και πλουσίους; Εντούτοις και αύτη η προσποίησις τας ωφέλησε προσωπινώς τουλάχιστον. Η μεν Πηνελόπη ιατρεύθη από την καταρροήν και δεν αηδίαζε με την κακοφωνίαν της· η δε Σεβαστή μετεχειρίζετο ολιγώτερον φύκιον και γαλλικισμούς. Η υπουργομανία του Λεωνίδου και η ευγενειομανία της Αικατερίνης μόναι έμειναν αθεράπευτοι· διότι τα πάθη τα κινούμενα από τον εγκέφαλον επιζώσιν εις τα πάθη της καρδίας. Ο έρως χ.λ. απονεκρούται με τον καιρόν, ενώ η φιλοδοξία διαρκεί εις όλας τας ηλικίας.
Ο Ιάκωβος ήτον και αυτός εγγονός Ηγεμόνος· αλλά χωρίς να έχη την σατανικήν οίησιν των πλειοτέρων ευγενών, διετήρησε τους αξιεράστους τρόπους, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τους λαβόντας ελευθέριον αγωγήν. Αποποιούμενος την κληρονομικήν του ευγένειαν, εμέμφετο μάλιστα τους κομπάζοντας διά την καταγωγήν των εις τόπον, όπου η επανάστασις προσήγγισε τας επί της δουλείας κοινωνικάς διαστάσεις, και όπου επομένως ο λαός δυσχεραίνει, κατά των τιτλοφόρων, όσοι προ πάντων, χωρίς να έχωσι προσωπικάς αρετάς, απαιτούν να διακρίνωνται και να προσκυνούνται. Εις μίαν συναναστροφήν, όπου ήταν τίνες ευγενείς του παλαιού φυράματος, συνδαψιλευόμενοι αμοιβαίως τους μακαρία τη λήξει Μολδαυοβλαχικούς τίτλους των, η Αικατερίνα αποτεινομένη προς τον θείον της, τον ωνόμασεν Εκλαμπρότατον. Τότε να έβλεπες τον οξύθυμον γέροντα. Δεν σε είπα ρητώς να μη με δίδης ποτέ τοιούτον τίτλον; την λέγει τρέμων από θυμόν ή θέλεις να γίνω κι εγώ παίγνιον των ανθρώπων, καθώς συ και οι όμοιοί σου; Είσαι … Αφού την εστόλισε καλά, λαβών τον πίλον του ανεχώρησε. Την επαύριον όμως, αφού την ενουθέτησε πάλιν με ψυχρόν αίμα, την εχάρισε περιδέραιον πεντακοσίων δραχμών. Τα δώρα αυτά δεν ήσαν σπάνια· διότι αφορμαί οργής συχνοί εις αυτόν εδίδοντο· σπουδάσαντες μάλιστα αι ανεψιαί τον χαρακτήρα του κατήντησαν ενίοτε να τον διερεθίζουν επίτηδες, διά να τον παροργίσουν, και να ωφεληθούν μετά ταύτα.
Ο Σεβάσμιος αυτός γέρων δεν ήτον μεταδοτικός μόνον προς τους συγγενείς του, αλλά πολλούς άλλους ενδεείς εβοήθει. Οι άνθρωποι συνήθως, όταν υποχρεώνουν, έχουν υπ' όψιv τον εαυτόν των: δηλαδή να ωφεληθούν είτε αμέσως είτε εμμέσως, ή τουλάχιστον να επαινεθούν. Όθεν, εάν ζητήσωμεν ακριβώς την πηγήν των αγαθοεργιών μας, ολίγας θέλομεν εύρει γυμνάς ιδιοτελείας και σκοπού τίνος. Ο Ιάκωβος δεν ήτον τοιούτος. «Η ευεργεσία φέρει εν εαυτή την αμοιβήν» ήτον το γνωμικόν του. Μεταξύ πολλών θ' αναφέρω εν παράδειγμα. Μαθών ότι οικογενειάρχης τις αναξιοπαθών επτώχευσε, και έμελλαν να πωληθώσι τα κτήματά του, κράζει κρυφύως τους δανειστάς, τους πληρόνει, σχίζει τας ομολογίας και τας στέλλει ανωνύμως εις τον χρεώστην· αλλ’ ο άνθρωπος, μην υποφέρων τόσον βάρος ευγνωμοσύνης, εξετάζει και μανθάνει τον ευεργετήν του, παρουσιάζεται εις αυτόν με τα τέκνα του και ρίπτονται εις τους πόδας του, κράζοντες αυτόν σωτήρα των. Ο Ιάκωβος ηρνήθη την πράξιν και ήρχισε μάλιστα να οργίζεται· αλλά βλέπων τα δάκρυα δύο ενηλίκων θυγατέρων, αίτινες, σφίξασαι τους πόδας του γέροντος, τον ηυλόγουν, συνεκινήθη τόσον ώστε έπεσεν εις λειποθυμίαν. Ηθέλαμεν παραπονείσθαι ολιγώτερον από την Ειμαρμένην, εάν ευρίσκοντο περισσότεροι τοιούτοι πλούσιοι, ας ευεργετούν και προς επίδειξιν. Η φιλαυτία μας ρίπτει εις πολλάς ανοησίας· ενίοτε όμως μας φέρει και εις αγαθοεργίας.
H φήμη εν τούτοις διεδόθη, ότι ο Ιάκωβος προικίζει τας ανεψιάς του, και τα πλούτη του γέροντος ενέπνευσαν φιλογαμίαν εις την ψυχήν διαφόρου ηλικίας και τάξεως γαμβρών. Αι νύμφαι ήσαν τέσσαρες· αλλά κατά την θέλησιν των γονέων, την οποίαν δεν ήθελε να παραβιάση ο Ιάκωβος, έπρεπε να υπανδρευθώσι κατά σειράν. Η Πηνελόπη ήθελεν έχει τα πρωτεία, εάν η Σεβαστή δεν επέμενε να δοκιμάση εκ δευτέρου τον συζυγικόν βίον. Ο θείος, όστις είχε προσδιορίσει και εις αυτήν ίσην με τας άλλας ανεψιάς του μερίδα, την εσυμβούλευε να λείψη από την υπανδρείαν διότι η ηλικία και η μορφή της, την είπε ρητώς, δεν την εγγυώνται ευτυχίαν γάμου. Αλλ' αύτη κλαίουσα τον απεκρίθη: διατί με πικραίνετε, Σεβαστέ θείε, με τους λόγους σας; πιθανόν να μην ήμαι τόσον νέα και ευειδής· έχω όμως τόσα άλλα προτερήματα, τα οποία εκτιμώνται περισσότερον από την άπειρον νεότητα, και την εφήμερον καλλονήν· όσον διά την καρδίαν μου· α! δεν ηξεύρετε τι καρδίαν έχω! Τι θα ειπούν λοιπόν οι άνθρωποι, εάν δεν δευτεροϋπανδρευθώ; — Οι φρόνιμοι θα σε επαινέσουν. — Αμή οι φιλοκατήγοροι ημπορούν να το παρεξηγήσουν: να ειπούν, χάριν λόγου, ότι επιθυμώ να μείνω χήρα, να έχω ελευθέρως πολλούς εραστάς. — Η κατηγορία αύτη δεν θα πιστευθή. — Θα ειπούν λοιπόν, ότι δεν έχω προτερήματα άξια να ελκύσουν σύζυγον· όχι αυτό δεν το δέχομαι· προτιμώ τον θάνατόν μου· δεν θέλω ούτε τα χρήματά σας, ούτε τον κόσμον υποφέρω πλέον· θα γείνω καλογραία, ή θα φαρμακευθώ, ή θα κάμω καμμίαν μεγάλην τρέλλαν· α θεέ! διατί μ' εγέννησες εις τον κόσμον; διατί εγώ μόνη να στερηθώ ό,τι προσδιώρισες εις όλας τας γυναίκας; Οι παραλογισμοί αυτοί της Σεβαστής παρώργισαν τον Ιάκωβον, όστις ήρχισε να χτυπά τους πόδας του, και να την ονομάζη παράφρονα, άσεμνον κ.τ.λ . Η χήρα περισταλείσα, έβαλε το ρινόμακτρον εις τους οφθαλμούς της, διά να κρύψη τάχα τα δάκρυά της. Ο γέρων συνεκινήθη, την εφίλησε και την υπεσχέθη άνδρα.
Η Πηνελόπη ένεκα της άκρας ζωηρότητός της δεν έχαιρε τόσην καλήν υπόληψιν, αλλ’ είχεν ωραιότητα και τρυφερότητα, αι οποίαι θαμβόνουν, καθώς και το χρυσίον, τους αμβλυωπείς, τους ευήθεις και όσους φιλοσοφούν ως προς τα επίλοιπα. Διότι υπάρχουν καί τινες, οι οποίοι όχι μόνον αδιαφορούν, εάν η σύζυγός των προ της υπανδρείας υπέπεσεν, αλλά και μετά τον γάμον ακόμη παραβλέπουν τινάς μικράς παρεκτροπάς, αρκεί να ήναι ευειδής και θελκτική η συμβία των. Από το φιλοσοφικόν αυτό γένος ήτον ο Δημοδίκης, εις εκ των γαμβρών, όσοι εζήτουν την Πηνελόπην. Εφημεριδογράφος το επάγγελμα, είχε σωστούς τους πεντήκοντα, αν και εθεωρείτο γενικώς ως νεώτερος· διότι ενεδύετο νεανικώς, εφρόντιζε να μη πληθύνωνται αι λευκαί τρίχες του, επεριπάτει δυνατά, έτρωγε καλά, έπινε καλήτερα και εζήτει να κάμη τον εράσμιον με τας γυναίκας. Οι αστεϊσμοί του όμως ήσαν ανούσιοι· διότι εστερείτο της λεπτότητος του νοός, της κομψότητος του λόγου, των αξιεράστων τρόπων και της ευτραπελίας, τα οποία αποκτώνται διά της συμπεριφοράς με ευαγώγους ανθρώπους. Όθεν, όσαι γυναίκες εκτιμούν αυτά τα προτερήματα, δεν δύνανται να λάβωσι κλίσιν εις τους αγροίκους και επαριστέρους άνδρας, ας ήναι και πλούσιοι, ας ήναι και σπουδασμένοι.
Ο Δημοδίκης εθεωρείτο και αυτός ως ευκατάστατος, και δεν ήτον άμοιρος παιδείας· προς τούτοις έχαιρε και αρκετήν υπόληψιν ως εκ του επαγγέλματός του, εις το οποίον αποκτά τινας σχέσεις πολλάς· διότι οποιασδήποτε μερίδος υπεράσπισιν και αν λάβη ο Εφημεριδογράφος, έχει τους οπαδούς του, εξών άλλοι τον υπολήπτονται εv καλή τη πίστει, και άλλοι προσποιούνται ότι τον τιμούν, διά να κατορθώσουν τον σκοπόν των. Ο εδικός μας, αν και δεν ήτον πάντοτε σταθερός εις τας αρχάς του, τας οποίας δις ή τρις ετροπολόγησεν, είχεν όμως την επιτηδειότητα να κερδίζη την πίστιν, του οποίου τελευταίως υπερασπίζετο κόμματος· διότι ήξευρε να εκθέτη με αρκετήν ευγλωττίαν τα προτερήματα, ή τας αξιώσεις των πελατών του, και ν' αμαυρόνη την υπόληψιν των υπεναντίων, όσων η θέσις, ο μισθός, ή η επιρροή εφθονούντο και εποθούντο παρ' αυτού και των φίλων του.
Ο Κ. Δημοδίκης, αν και επαγγέλλετο τον δημοτικόν, είχε λάβει πρότινος καιρού κλίσιν προς την Αριστοκρατίαν, εζήτει να σχετισθή με τους μεγάλους και ήλπιζε να λάβη ογλίγωρα υψηλήν τινα θέσιν, την οποίαν τον υπέσχοντο οι πελάται του, εάν υπερισχύση το κόμμα των. Διά ν' απακτήση δε περισσοτέραν βαρύτητα εις την κοινωνίαν και να παρατείνη τας σχέσεις του, απεφάσισε να νυμφευθή γυναίκα, την οποίαν επεθύμει πλουσίαν, ευειδή και ευρωπαϊκώς πως αναθρεμμένην, διά να δυνηθή να την παρουσιάζη εις τας υψηλάς συναναστροφάς και εις τον βασιλικόν χορόν, τον οποίον είχεν επίσης υπ' όψιν ο δημοκράτης μας. Αι ολίγαι νέαι, αίτινες ήνοναν τα τρία αυτά προτερήματα, εζήτουν άνδρας επίσης καλοαναθρεμμένους και αξιεράστους, ή τουλάχιστον Αρειοπαγίτας και υπουργικούς Συμβούλους· του δε Δημοδίκου ούτε οι τρόποι ήσαν επαγωγοί, ούτε εις την κοινωνικήν θέσιν του εδύναντο να διαπρέψωσι της ευρωπαϊκής αγωγής τα γυναικεία πλεονεκτήματα.
Συγχρόνως με τον Δημοδίκην επαρουσιάσθη και άλλος γαμβρός. Αυτός ήτον ο Κ. Πλατωνίδης, ιατροφιλολόγος, και νεώτερος του πρώτου κατά δέκα έτη, αλλά φιλάργυρος μέχρι ρυπαρότητος. Τα φορέματά του ήσαν παλαιά και παράξενα, αι χείρες του συνήθως άπλυτοι, οι όνυχές του μεγάλοι και ακάθαρτοι, η κόμη του ακτένιστος, το γένειόν του αξύριστον, επτερνίζετο εις το πρόσωπον των άλλων, έπτυεν εις το έδαφος, απεμύττετο με κρότον, έμβαινε λασπωμένος εις τας αιθούσας και επαρασίτει διά να μην εξοδεύση· όταν δεν επετύχαινε ξένην τράπεζαν, εγευμάτιζε με άρτον και ελαίας, ο δε οίνος του εδύνατο να προξενήση μάλλον υδρώπικα παρά μέθην. Εκαιροφυλάκτει διά να επισκεφθή τους φίλους του εις την ώραν του γεύματος, διά να προσκληθή· όταν όμως υπήγαινεν εις αυτόν άλλος τις κατά την αυτήν ώραν, επροσποιείτο ότι καθαρίζει τους οδόντας του, διά ν' αποδείξη ότι έφαγε πλέον, ενώ ήτον θεονήστικος. Εν τούτοις επαραπονείτο εις τους ασθενείς περί των αδρών εξόδων του, διά να πληρωθή αναλόγως. Διά των οικονομικών λοιπόν, ή μάλλον ρυπαρών αυτών μέσων, κατώρθωσεν οπωσούν κατάστασιν, την οποίαν επιθυμών ν' αυξήση, εζήτει γυναίκα πλουσίαν. Πάντοτε δε ευρίσκετο εις διαπραγματεύσεις διαφόρων συνοικεσίων, χωρίς ν' αποφασίση, επ' ελπίδι να εύρη περισσοτέραν προίκα. Πολλάκις ήγγιζεν εις την στιγμήν ν' αρραβωνισθή, και ένεκα 50 ή 100 ταλήρων άφινε την νύμφην, ή απεπέμπετο από τους γονείς της. Άμα εμάνθανεν ότι η δείνα έχει καλήν προίκα, έστελλε προξενήτριαν, ή επαρουσιάζετο ο ίδιος, διά ν' αποφύγη τα μεσιτικά. Περιήρχετο από πόλιν εις πόλιν, ελάμβανε πληροφορίας περί της καταστάσεως της μεν, επεσκέπτετο τα υποστατικά της δε· αλλά και η μεν και η δε, ακούουσαι, ότι ζητεί χρήματα και κτήματα κυρίως να νυμφευθή, τον ηύχοντο καλήν επιτυχίαν.
Ο Πλατωνίδης ήτον μεν καλός γραμματικός και εγκρατής της Ιστορίας, αλλ' άκριτος και σχολαστικός, καθώς δύνασθε να κρίνετε από το οποίον εξελέξατο επώνυμον. Προς επίδειξιν, ωμίλει πολλάκις Ελληνικά και «υπεράττικος αξιών είναι, και την φωνήν εις το αρχαιότατον επακριβούμενος, καταγέλαστος εφαίνετο», κατά τον Λουκιανόν. Λεηλατών τους παλαιούς συγγραφείς, συνέρραπτεν ιδέας παρατραγώδους και ενίοτε ακαταλήπτους· εφιλονείκει δε περί στιγμών και υποδιαστολών, επέκρινεν εμπαθώς τα νεοφανή βιβλία και εκατηγόρει τους αληθώς πεπαιδευμένους. Συνειθίσας να έρπεται και να κολακεύη, διετήρησε το ύπουλον σχήμα χαμερπούς εξωτερικού, υπό το οποίον όμως εκρύπτετο ο φθόνος, η μνησικακία, η απληστία και η σκληρότης του Ιησουίτου και σχολαστικού τα ελαττώματα. Δεν εδύνατο να υποφέρη να επαινούνται ούτε ο Βάμβας, ούτε ο Δούκας, ούτε ο Οικονόμος, ούτε ο Φαρμακίδης, ούτε ο Γεννάδιος, ούτε ο Καΐρης, γράφων κατ' αυτών ανωνύμους διατριβάς, και διερεθίζων τον ένα κατά του άλλου. Προς τούτοις επεχείρει να επικρίνη τους παλαιούς συγγραφείς, τους οποίους εζήτει ν' αποδείξη ακρίτους και ημιμαθείς. Καθώς τινα βρέφη, τα οποία, αφού χορτάσουν το γάλα της τροφού των, σπρώχνουν τους μαστούς της και την κτυπούν· ούτω και πολλοί φιλόλογοι του αιώνος μας, αφού τραφούν με τας γνώσεις των αρχαίων, ή και των σοφών συγχρόνων των, άμα δυνηθούν να συνδέσουν τινάς ιδέας, περιφρονούν και εξυβρίζουν τους τροφείς των. Αυτό ημπορεί τινας να το παραβλέψη εις τους εξόχους τουλάχιστον νόας, όχι δε εις τους πίθηκας της φιλολογίας, ως ο Πλατωνίδης.
Πριν υπάγη εις την Ευρώπην, διά να σπουδάση την ιατρικήν, είχε χρηματίσει διδάσκαλος, και έκτοτε είχεν όλην την σκληρότητα, την οποίαν ο Τύραννος Διονύσιος ίσως πρώτος μετέφερεν από τον βασιλικόν θρόνον εις την διδασκαλικήν έδραν, και την οποίαν, ως φαίνεται, εκληρονόμησαν πολλοί διάδοχοί του εις το τελευταίον αυτό επάγγελμα. Αφού όμως έμαθε την επιστήμην του Ασκληπιού, επεριφρόνησε το επιτήδευμα των ξεπεσμένων βασιλέων. Μετά ταύτα οι μισθοί των πολιτικών θέσεων ηρέθισαν την φιλοπλουτίαν του, και κατώρθωσε διά της χαμερπείας να υπουργηματισθή.
Μαθών λοιπόν, ότι ο Ιάκωβος δίδει τρεις χιλιάδας τάληρα εις την Πηνελόπην, έστησε τα δίκτυά του διά να τα αλιεύση, μηδόλως εξετάζων τι εστί Πηνελόπη· διότι περί ολίγου εποιείτο τα προτερήματα των γυναικών, και κλίσιν προς αυτάς ποτέ δεν ησθάνθη. Η φιλαργυρία είχεν απονεκρώσει εις αυτόν παν άλλο αίσθημα. Τους τοιούτους ανθρώπους ημπορούμεν να παραβάλλωμεν με τους κωφούς, οι οποίοι την αυτήν ιδέαν έχουν περί φωνής, καθώς οι φιλάργυροι περί έρωτος· υποθέτουν και οι μεν και οι δε, ότι υπάρχει φωνή και έρως, αλλά τα νομίζουν ως συνεννοήσεις δι' απλών σχημάτων, και όχι αποτελέσματα αισθήσεων. Παρετηρήθη προς τούτοις, ότι όσοι δεν αγαπούν τας γυναίκας, είναι συνήθως ή μισάνθρωποι και σκληροί άνθρωποι, χωρίς φαντασίαν και αίσθημα: δηλαδή ή εκτρώματα, ή αυτόματα.
Αι προτάσεις των δύο γαμβρών έγειναν συγχρόνως, αλλ’ η Πηνελόπη προς ουδένα είχε κλίσιν· διότι η καρδία της ήτον προκατειλημμένη από τον Ευστρατιάδην, τον οποίον δεν σας είπον ακόμη ότι ηγάπα, βέβαιος ων, ότι το εμαντεύσατε. Είναι τινά πράγματα, τα οποία όλοι εννοούν, εκτός των συζύγων και μητέρων. Ο Ευστρατιάδης ήτον ευειδής, νέος, ευσχημάτιστος, εράσμιος και καλός μουσικός: πέντε προτερήματα, τα οποία υποδουλώνουν τας ευαισθήτους γυναίκας· όθεν και ηγαπώντο προ πολλού· αλλ’ ο έρως των δεν τους απεμάκρυνε ποτέ από τα καθήκοντά των. Τινά επιστόλια, κρυφαί συνομιλίαι εις την Σελήνην, συναρμονίαι, αναστεναγμοί άφθονοι, δάκρυα πολλά, αθώαι ενίοτε χειραψίαι και πλέον ου. Επειδή ο νέος ούτος είχε γονείς ευκαταστάτους και ευπάτριδας, η Πηνελόπη επροσπάθει να τον νυμφευθή, και διά να τον ελκήση περισσότερον, δεν ήθελε να εξαντλήση τον έρωτά της, όστις τότε εδύνατο ν' αφήση θλιβερά εις αυτήν αποτελέσματα, εάν οι γονείς του εραστού δεν ήθελαν συγκατανεύσει να τον νυμφεύσουν με αυτήν, το οποίον υπωπτεύετο η Πηνελόπη, ενόσω ήτον άπροικος. Άμα λοιπόν έμαθεν ο Ευστρατιάδης, ότι η ερωμένη του επροικοδοτήθη, εκοινοποίησε την κλίσιν του προς τους γονείς του· ηγνόει όμως ο δυστυχής, ότι οι Σαμαρίται Ιουδαίοις ου χρώνται. Ο πατήρ του ήτον τότε Σύμβουλος της Επικρατείας, και επομένως σφόδρα βασιλικός, ενώ ο Χαμαιλεωνίδης εθεωρείτο μετά την παύσιν του μάλλον συνταγματικός παρά κυβερνητικός. Καθώς δε ηξεύρετε, τα δύο ταύτα κόμματα σπανίως συμπεθεριάζουν.
Έπειτα η μήτηρ του Ευστρατιάδου κατήγετο από αριστοκράτας, και είχε πάντα φιλονεικίας με την Αικατερίνην περί ευγενίας και πρωτοκαθεδρίας. Προς τούτοις οι γονείς του δεν είχαν κλίσιν εις τα ευκίνητα και κινητά, καθώς η Πηνελόπη και η προίκα της, ενώ μάλιστα τους επρότειναν νέας σοβαράς με ελαιόδενδρα, σταφιδαμπελώνας και άλλα ακίνητα. Όθεν όχι μόνον τον επέπληξαν διά το ανάξιον αυτό της γενεαλογίας του συνοικέσιον, αλλά τον επέβαλαν πολυκτήμονα και πολύσαρκον νεανίδα. Ο Ευστρατιάδης, φοβηθείς αποκλήρωσιν, την ενυμφεύθη, και την επαύριον του γάμου ανεχώρησε διά να τρυγήση, κατά πατρικήν διαταγήν, την άμπελον της συζύγου του.
Εν τούτοις αι προξενήτριαι των δύο γαμβρών επηγαινοέρχοντο εις την οικίαν των νυμφών, εκθειάζουσα εκάστη τα προτερήματα του πελάτου της. Επειδή όμως και οι δύο επροτίμων την Πηνελόπην, και επρόκειτο να υπανδρευθή προτήτερα η Σεβαστή, συνεκροτήθη οικογενειακόν συμβούλιον, όπου απεφασίσθη να δεχθώσι την πρότασιν των δύο γαμβρών, επί συμφωνία ο εις να νυμφευθή την μίαν αδελφήν, και ο έτερος την άλλην· όθεν και προσεκλήθησαν διά να συνομιλήσωσι μετά των γονέων και του Ιακώβου. Ο Πλατωνίδης, ήτον γνωστός εις αυτούς, χρηματίσας ποτέ διδάσκαλος της Σεβαστής, και αυτόν ως νεώτερον εσκόπευαν, να δόσωσι την Πηνελόπην, αν κατορθώσουν τον συναγωνιστήν του να υπανδρευθή την χήραν.
Ο Δημοδίκης, στολισμένος, ζουγρωμένος και μυρισμένος, ήλθε πρώτος. Μετ' ολίγον έφθασε και ο Πλατωνίδης, όστις και αυτός εκουρεύθη, εξωνυχίσθη, και ενεδύθη τα εορτερά του, διά να παρουσιασθή οπωσούν ευσχημόνως, καθώς όλοι οι βάναυσοι, οι οποίοι περιμένουν την Κυριακήν, διά να φορέσουν καθαρόν υποκάμισον και φόρεμα. Η αντάμωσις των δυο γαμβρών ήτον απροσδόκητος· διότι ουδέτερος εγνώριζε το κίνημα του άλλου. Μετά τας προηγουμένας φιλοφρονήσεις, ο γέρων λαβών τον λόγον, τους λέγει: Κύριοι! σεις και οι δύο εζητήσατε εις γάμον μίαν των ανεψιών μου, και ίσως την Πηνελόπην· αλλ’ αυτή έχει πρεσβυτέραν αδελφήν, την οποίαν επιθυμούμεν σύγχρονως να υπανδρεύσωμεν. Όθεν συμβουλεύω τον Κύριον Δημοδίκην να νυμφευθή την Σεβαστήν, ως αναλογωτέραν με την ηλικίαν του. Ορθώς έφα ο σεβάσμιος γέρων, λέγει ο Πλατωνίδης με τόνον καθηγητού. Δει γαρ πάνυ τον νουν επιστήσαι τη ηλικία των ξυμβίων, ως ο σοφός Ρουσσώ απεφθέγξατο. Σε παρακαλώ, τον λέγει ο Ιάκωβος, να ομιλήσης απλά διά να σε εννοώμεν. Όλων των σοφών επαναλαμβάνει, ο Ελληνιστής, και η εδική μου γνώμη είναι, ότι η αναλογία της ηλικίας πρέπει προ πάντων να λαμβάνεται υπ' όψιν, και τα δυσανάλογα συνοικέσια σπανίως έχουν ευτυχή αποτελέσματα. Εις τούτο δε πρέπει να προσέξη ο φίλος μας Κ. Δημοδίκης. — Και νομίζεις, Κύριε! ότι η ηλικία μου είναι τόσον μεγάλη; αλλ' έστω και να υπερβαίνω 10 ή 20 έτη την σύζυγόν μου. Τι σημαίνει τούτο εις άνδρα έχοντα πληρεστάτας και ακεραιοτάτας όλας τας αισθήσεις του; Και εάν ερωτήσωμεν την Κ. Πηνελόπην, είμαι βέβαιος, ότι θα εκλέξη μάλλον εμέ, παρά την σοφολογιότητά σου. — Τι νομίζεις, ότι θα με καθάψης με τον τίτλον τούτον; Καυχώμαι μάλιστα, ότι είμαι σοφός και λογιώτατος, αλλ’ είμαι συγχρόνως και ευγενής. — Ευγενής ο υιός του ζαχαροπώλου; Αστείον τωόντι! — Ο Δημοσθένης ήτον υιός μαχαιροποιού· ο Αισχίνης υιός αλλαντοποιού· ο πατήρ του Ιφικράτους ήτον σανδαλοποιός· πολλοί άλλοι χειρωνάκται και ευτελών γονέων υιοί, χειρωνακτήσαντες οι ίδιοι κατ' αρχάς, και χοιροβοσκήσαντές τινες μάλιστα, κατήντησαν Φιλόσοφοι, Στρατηγοί, Επίσκοποι και Βασιλείς ακόμη. — Το ηξεύρω· αλλ’ οι προπάτορές μας τουλάχιστον, τους οποίους έφερες ως παράδειγμα, δεν είχαν απαιτήσεις ευγενείας. — Ουδ' εγώ περί πολλού ποιούμαι, ω λώστε, την αρχαιότητα του γένους· αλλ’ έκαστος τιμάται αναλόγως της θέσεώς του. Ο ανώτερος Υπάλληλος της θεοφρουρήτου Κυβερνήσεως, ο προσκαλούμενος εις τους υψηλούς βασιλικούς χορούς, ο παρευρισκόμενος εις τας ανακτορικάς πομπάς με χρυσοΰφαντον στολήν, με σπάθην και τρίπτυχον πίλον, ο έχων χώραν εις όλας τας επισήμους και περιβλέπτους ομηγύρεις αιρετώτερος ναι δη εστί των εφημεριδογράφων και των σκοροδάλμην ερυγγανόντων. — Όλαι όμως αύται αι δόξαι και τιμαί δεν αποδεικνύουν την ατομικήν αξίαν του δοξαζομένου, όστις προς τούτοις τρέμει και αυτήν την αϋπνίαν του Ηγεμόνος, ή την δυσπεψίαν του Υπουργού του, οίτινες άνευ αιτίας, πολλάκις δυσδιάθετοι απλώς όντες, ρίπτουν τον ευνοούμενον εις την πρώτην του μηδαμινότητα. Το εδικόν μας όμως επάγγελμα, το οποίον ολιγωρείς, είναι ανεξάρτηταν, και η υπόληψίς μας στηρίζεται εις την εύνοιαν του κοινού, ήτις είναι στερεωτέρα και πολυτιμωτέρα. — Γνωρίζω καλά το κοινόν σου. Εκείνον, τον οποίον στέφει σήμερον, σταυρόνει αύριον. — Τους πολιτικούς; μάλιστα· όχι δε και τους ιδιώτας, όσοι προ πάντων υπερασπίζονται τα δικαιώματά του, διερμηνεύουν την γνώμην του, και θυσιάζουν διά το δημόσιον καλόν τα ίδιά των συμφέροντα. — Γνωρίζω τινάς, οι οποίοι κακολογούν την Κυβέρνησιν, διά ν' αποκτήσουν δημοτικότητα, και επομένως συνδρομητάς· όθεν δικαίως σύρονται εις τα δικαστήρια και εις τας φυλακάς. — Τούτο, το οποίον συ ίσως νομίζεις ατιμίαν, αυξάνει την υπόληψιν των δημοσιογράφων. — Και τον αριθμόν των συνδρομητών ακόμη. — Παρεξηγείς; Κ. Υπάλληλε, τον αληθή σκοπόν της εφημεριδογραφίας. — Είμαι εις τα πράγματα, και γνωρίζω καλύτερα τας πατριωτικάς πράξεις της Κυβερνήσεως. — Γνωρίζεις και τας στρεβλάς· αλλ’ η αργυράγχη12 πνίγει την φωνήν σου. — Ως τίμιος Υπάλληλος χρεωστώ τέλος πάντων να υπερασπίζωμαι την Κυβέρνησιν, ήτις με πληρόνει — Κάμνεις το χρέος σου να σιωπάς· αλλ’ όχι και να ζητής ν' αποδείξης το μέλαν λευκόν, τους αμβλυωπείς οξυδερκείς, τους κωφούς ευκόους. — Αισχρά λέγεις και κατάπτυστα. Εάν ζητής να με αμαυρώσης εις τα όμματα της σεβαστής ομηγύρεως, εις τετρυπημένον πίθον φίλε μου αντλείς, ως αι παρθένοι του Δαναού. Εγώ είμαι πασίγνωστος. Βλέπω, Κύριοι, λέγει ο Ιάκωβος, ότι απεμακρύνθητε από το προκείμενον, και εδώ δεν ήλθατε, διά να φέρετε εις θεογνωσίαν την Κυβέρνησιν, αλλά να συντελέσετε εις τον πληθυσμόν του Ελληνικού γένους. Το έθνος μας είναι ολιγάνθρωπον, και οι ολίγοι ευκόλως καταπατούνται από τους πολλούς. Μη χάνετε λοιπόν καιρόν, και συντρέξατε εις την αύξησιν αυτού, διά να το καταστήσετε, ισχυρώτερον και σεβαστότερον.
Εξαίφνης εισήλθεν ο Παντολάβος και αφού ωμίλησε κρυφίως μετά των γονέων, εξήλθαν και οι τέσσαρες, αφήσαντες τους μελλονύμφους να εξακολουθούν την φιλονεικίαν των, χωρίς να υποπτευθούν οι τάλανες, ότι τρίτος γαμβρός επαρουσιάσθη να τους διαφιλονεικήση την Πηνελόπην. Ο γαμβρός ούτος ήτον ο Κ. Ταυρόπουλος, νεωστί ελθών από Βιέννην, και φημιζόμενος ως ευκατάστατος. Η ηλικία του ήτον προχωρημένη, αλλ’ όχι τόσον, ώστε ν' απελπισθή να εύρη συμβίαν εις τόπον, όπου, εξαιτίας της υπεραφθονίας των νυμφών, και της ολιγότητος των προικών, υπανδρεύονται και οι άτριχες και οι ανόδοντες. Αλλά τάχα αι γυναίκες είναι αλλαχού σπανιώτεραι; και παντού δεν γίνονται θύματα εις πρεσβύτας και αχρήστους άνδρας, οι οποίοι, καταναλίσκοντες την νεότητά των εις ακρατείας, αποφεύγουν τον ηδύν της υπανδρείας ζυγόν, και καταντούν επί τέλους να νυμφεύωνται τας γυναίκας, διά να τους γηροκομούν μόνον, και να τους επιμελούνται; Άλλοι πάλιν, προσπαθούντες ακαταπαύστως ν' αυξήσουν την περιουσίαν των, διά να ζήσουν εν αφθονία νυμφευόμενοι, συνάπτουν τον γάμον εις ηλικίαν, καθ’ ην ο πλούτος μόνος δεν αποτελεί την ευτυχίαν της συζυγίας.
Ο Ταυρόπουλος ήτον καλής ψυχής άνθρωπος· αλλ’ ευήθης και μωρόπιστος. Ηγάπα τον οίνον και υπερηγάπα το γυναικείον φύλον. Εγέλα εύκολα, και επίστευεν ευκολώτερα άνδρας και γυναίκας· όθεν και πολλά έπαθεν από τα δύο γένη χωρίς διόλου να ωφεληθή· μετενόει μεν πολλάκις, αλλά πάλιν υπέπιπτεν εις τα αυτά σφάλματα. Όλοι σχεδόν λυπούμεθα διά την κακήν χρήσιν της παρελθούσης ζωής μας, χωρίς να πασχίσωμεν να μεταχειρισθώμεν ωφελιμώτερα το υπόλοιπον του βίου μας. Αλλ’ ο Ταυρόπουλος ήτον εξ εκείνων προς τούτοις, οι οποίοι καταγίνονται εις την νεότητα των πώς να καταστήσουν το γήρας των άθλιον. Ο φίλος μας ηγάπα προ πάντων να ενασμενίζεται με τας γυναίκας, αίτινες αστειευόμεναι εθαύμαζαν το πνεύμα του και ανταπεκρίνοντο με ευτραπελίας, τας οποίας, καθώς και τας ειρωνείας, υπελάμβανε ως αληθείς επαίνους, και ως δείγματα σπουδαρεσκείας· όθεν ενόμιζε και εκαυχάτο, ότι όλαι αι γυναίκες τον νοστιμεύονται και προκαλούν τον έρωτά του, αν και τα πράγματα δεν απέβαιναν πάντοτε κατά τας εικασίας του. Ηγάπησε μεν πολλάς και επίστευεν ότι τον αγάπησαν· αλλ’ αμοιβαιότης έρωτος γυμνού ιδιοτελείας ποτέ δεν εστεφάνωσε τας επιτυχίας του.
Ο Κ. Ταυρόπουλος, μετά εικοσαετή διατριβήν εις Γερμανίαν, όπου αντήλλαξε την νεότητα και υγείαν του με τριάκοντα χιλιάδας φιορίνια, απεφάσισε να έλθη εις την Ελλάδα, διά ν' αγοράση κτήματα, και να νυμφευθή γυναίκα ευαίσθητον, ευειδή και πιστήν. Ιδών λοιπόν την Πηνελόπην είς τινα συναναστροφήν, ενόμισεν ότι ανεκάλυψεν εις αυτήν τα οποία επεθύμει προτερήματα, και απεφάσισε να την ζητήση. Ο Παντολάβος, όστις είχεν ακούσει περί αυτού, τον εσχετίσθη, εζύγισε το πνεύμα του, έμαθε τον σκοπόν του επήνεσε την Πηνελόπην, και υπεσχέθη να μεσολαβήση διά να την νυμφευθή, επ' ελπίδι να τον αρπάση τινά γεύματα και χρήματα· όθεν, χωρίς να χάση καιρόν, τον ωδήγησεν εις του Χαμαιλεωνίδου. Ο Ταυρόπουλος ήτον καλύτερος από τους άλλους δύο· διότι καθώς ηξεύρετε, η περιουσία είναι το κυριώτερον προτέρημα των γαμβρών, καθώς και όλων των ανθρώπων εν γένει. Οι γονείς της Πηνελόπης, εξιππασθέντες λοιπόν από τα πλούτη του Ταυροπούλου, απεφάσισαν χωρίς δισταγμών, να την δόσωσι κατά προτίμησιν εις αυτόν· αλλ’ ο Ιάκωβος, όστις είχε νουν ορθότερον, και είχε μάλιστα αρχίσει με τους άλλους δύο την διαπραγμάτευση, δεν εσυγκατένευσεν εις τούτο. Τον είπεν όμως να λάβη μέρος εις τον συναγωνισμόν, και ο προτιμηθείς από την Πηνελόπην να την νυμφευθή.
Η φιλονεικία εν τούτοις των αντιζήλων ελάμβανεν εις την άλλην αίθουσαν σπουδαίον χαρακτήρα, και ήθελε τελειώσει αχρεία, εάν η φιλαργυρία του Πλατωνίδου δεν τους εσυμβίβαζε. — Νομίζεις λοιπόν έλεγεν, ότι έχω ανάγκην να κολακεύσω την Κυβέρνησιν διά τον μισθόν; Η επιθυμία του να γίνω ωφέλιμος εις το έθνος μου με παρεκίνησε να δεχθώ την θέσιν ταύτην. — Θαυμάζω τον πατριωτισμόν σου. — Η ιατρική μόνη είναι ικανή να με πλουτίση. — Ίσως· αλλ’ αι κακαί γλώσσαι λέγουν, ότι έχεις συντροφίαν με δύο φαρμακοπώλας, διά να εκδύης τους ασθενείς, ότι παρατείνεις τα πάθη, διά να πολλαπλασιάζης τας επισκέψεις, ότι είναι πολλάκις προησχολημένος ο νους σου, και εκ τούτου λανθάνων εις τας διαγνώσεις, υποπίπτεις εις σφάλματα ολέθρια, και ότι διά είκοσι δραχμάς φυλακίζεις τον ενδεή τεχνίτην, όστις, δεν δύναται να πληρώση την θεραπείαν σου. — Ω του φθόνου και της κακοβουλίας! Αμή διά την φιλολολογίαν μου τι ημπορούν να ειπούν; — Ούτε δι’ αυτήν δεν ήκουσα πολλούς επαίνους. Λέγουν ότι τα τεχνολογικά άρθρα σου είναι αποσπάσματα γαλλικών συγγραμμάτων, τα οποία προσθαφαιρών, διά να τα παραμορφώσης, τα αποτελείς αντιφατικά και ακατάληπτα. Ήκουσα προς τούτοις, ότι οι Διοικηταί και οι Δήμαρχοι δεν εννοούν εξ αιτίας του υπερελληνισμού σου τας διαταγάς της Γραμματείας, όσαι συνθέτονται από σε· τούτο δε το κάμνεις, λέγουν, επίτηδες διά να πωληθούν τα λεξικά του Γκαρπολά με τον οποίον είσαι σύντροφος. — Ανυτομελιτική13 και επάρατος συκοφαντία! Όταν μετ' ολίγον, εκδόσω την βατραχομυομαχίαν μου, θα εύρω ευκαιρίαν να μαστιγώσω τους συκοφάντας. — Ηξεύρω, ότι εις τούτο ευδοκιμείς. — Αλλά σεις οι δημοσιογράφοι τι άλλο ηξεύρετε, παρά να σατυρίζετε τους πολιτικούς, και να κατηγορήτε την Εξουσίαν; — Κατηγορούμεν τα αξιόμεμπτα. Η Κυβέρνησις, επιθυμεί το καλόν τους έθνους, και τα λάθη είναι ανθρώπινα. — Ας συμβουλευθή εκείνους, όσοι έχουν περισσοτέραν πείραν. — Εδοκίμασε τον νουν και την ειλικρίνειάν των. — Εδοκίμασε τους χειροτέρους. — Δος μοι τον κατάλογον των σοφών και εναρέτων σου. — Υβρίζεις το έθνος, εάν νομίζης, ότι όλοι οι Έλληνες είναι ιδιοτελείς, διεφθαρμένοι και κόλακες. — Γνωρίζω και εγώ πολλούς καλούς, αλλ’ εκτός των πραγμάτων. — Φρεναπατάς εαυτόν, λογιώτατε, υποστηρίζων την πρόφασιν της Εξουσίας, ήτις διά να δικαιώση την κακήν εκλογήν, και την δυσπιστίαν της, παραπονείται ακαταπαύστως κατά της ελλείψεως ανθρώπων ικανών, πιστών και τιμίων. Αν δεν τους γνωρίζη, ας συγκαλέση τους Αντιπροσώπους του έθνους, διά να τους δείξωσιν εις αυτήν. Το Κοινοβούλιον και το Σύνταγμα είναι η μόνη σωτηρία της Ελλάδος και του Θρόνου, καθώς θα το αναπτύξω εις το αυρινόν άρθρον μου. — Είσαι ο φωστήρ της Ελλάδος· αλλά προ εξ μηνών εφρόνεις τα εναντία. Ήμην ηπατημένος, ήμην... — Διατί ξηροβήχεις; Μήπως σε συνέβη το οποίον μ' απέδιδες προ ολίγου της αργυράγχης πάθος; Ουδείς αναμάρτητος, φίλε μου· όθεν ας αφήσωμεν τα πολιτικά, διά να ίδωμεν πώς θα μοιράσωμεν αυτά τα αμερικανικά τάληρα. — Ας αφεθώμεν εις την εκλογήν των νυμφών. — Το δέχομαι· αλλά με συμφωνίαν ότι, εάν σε εκλέξη η Πηνελόπη, να με δίδης το τέταρτον της προικός σου περιπλέον. — Διά να σε δείξω ότι δεν λατρεύω τα χρήματα το δέχομαι. — Με το δίδεις εγγράφως; — Σε το δίδω. — Ο φιλάργυρος και ο ψεύστης ευκόλως συμβιβάζονται· διότι ο μεν παραχωρεί ευκόλως, όταν πρόκηται περί κέρδους, ο δε τάζει ευκόλως ό,τι δεν έχει σκοπόν να δόση, καθώς ο Δημοδίκης μας.
Σας παρουσιάζω, Κύριοι, λέγει εισερχομένη η Αικατερίνα μετά των λοιπών, τον Κ. Ταυρόπουλον, όστις έρχεται να συναγωνισθή με υμάς περί των δύο θυγατέρων μας. Η παρουσία του τρίτου γαμβρού ανέτρεψε τα σχέδια των άλλων, και έδεσε την γλώσσαν των. Και ποίος είναι η ευγενία του; ερωτά τέλος ο Δημοδίκης. Είναι, αποκρίνεται ο Παντολάβος, Έλλην, Βιεννέζος με λαμπράν κατάσταση, ελευθέριος, φιλογενής, και με πάμπολλα άλλα προτερήματα. Εννόησα, λέγει ο εφημεριδογράφος: είναι και αυτός εξ εκείνων των νεήλυδων, οι οποίοι μας έρχονται καθ' ημέραν διά ν' αρπάξουν τας θέσεις μας, τας νύμφας μας και να συμμερισθούν των ιθαγενών τα δικαιώματα. Δεν έχω ανάγκην θέσεως, Κύριε, αποκρίνεται ο Ταυρόπουλος. Όσον διά τας γυναίκας σας, επαρουσιάσθην και εγώ, ως σεις, χωρίς να έχω σκοπόν ούτε θέλησίν τινος να παραβιάσω, ούτε ξένα δικαιώματα να σφετερισθώ. Λοιπόν, επαναλαμβάνει ο Δημοδίκης, άφες μας ησύχους. Ημείς εχύσαμεν το αίμα μας δι’ αυτόν τον τόπον, εδοκιμάσαμεν στερήσεις και κακουχίας, και δεν υποφέρομεν να έρχονται οι νεήλυδες να θερίζουν τους καρπούς μας. Καλόν θέρος, Κύριε! αποκρίνεται ο Ταυρόπουλος. Εγώ αποφεύγω τας φιλονεικίας· έχετε υγείαν. Όχι· μένε, τον λέγει ο Ιάκωβος, και μη συνερίζεσαι τοιούτους παραλογισμούς. Έπειτα ρίψας βλέμμα οργίλον προς τον δημοσιογράφον, δεν αισχύνεσθε, λέγει, σεις τουλάχιστον οι επαγγελλόμενοι τους φωτοδότας και χειραγωγούς του έθνους, να πρεσβεύετε την ξενηλασίαν, αντί να προτρέπετε την ευμενή προς τους ξένους υποδοχήν, την προστασίαν προς αυτούς της Κυβερνήσεως, και να ελκύετε όσον δυνατόν περισσοτέρους ανθρώπους; Ή νομίζεις, ότι Κράτος με 750 χιλιάδας ψυχάς σημαίνει μέγα πράγμα; Ήκουσα και εγώ μακρόθεν, το εχθρικόν προς τους αλλοδαπείς πνεύμα των Ιθαγενών, αλλά δεν επίστευα ότι η ιδιοτέλεια ημπορεί να τους τυφλώση τόσον, ώστε ν' αδιαφορώσι περί του τόσον διαφέροντος εις την Ελλάδα πληθυσμού της. Έπειτα πολλοί εκ των ονομαζομένων παρ' υμών ξένων, δεν συνηγωνίσθησαν μεν προσωπικώς, αλλά συνετέλεσαν επίσης μακρόθεν δι' αδρών βοηθημάτων εις την απελευθέρωσιν της πατρίδος, και έχουν δικαιώματα ίσως περισσότερα από άλλους, ευρεθέντας εις την Ελλάδα κατά τον αγώνα, καθώς ευρέθησαν και τα κιβώτιά των. Ναι, λέγει ο Παντολάβος· όλοι συνετελέσαμεν εις την αποκατάστασιν της πατρίδος: άλλος με την σπάθην του, άλλος με το πυροβόλον του, άλλος με το καράβι του, άλλος με τα χρήματά του, άλλος με τον νουν του και άλλος με τους λόγους του. Όλοι είμεθα αδελφοί. — Αδελφοί; το δέχομαι· όχι όμως και να έχωμεν ίσα δικαιώματα. — Tι εννοείς με δικαιώματα; την υπεράσπισην των νόμων; την ασφάλειαν της προσωπικής και κτηματικής ελευθερίας; την ησυχίαν; Ιδού τι ζητούμεν όσοι ερχόμεθα από την αλλοδαπήν εις την Ελλάδα. Και, ναι! λέγει ο Ταυρόπουλος· αυτά ζητούμεν και όχι τας ολίγας δραχμάς σας, τας οποίας τρέμετε να μη μοιράσουν με σας άλλοι. Εξεναντίας φέρομεν δραχμάς να δόσωμεν και εις τους γεωργούς σας, και εις τους εμπόρους σας, και εις τους κτίστας, σιδηρουργούς και ξυλουργούς σας, και ακόμη εις όσους από σας ηξεύρουν να γράψουν φρόνιμα και νόστιμα πράγματα. — Και με τόσας δραχμάς δεν εύρετε γυναίκα αλλού; — Θέλω ν' αφήσω τα χρήματά μου εις την Ελλάδα, όπου δεν ήλθα ούτε γυναίκα ν' αγοράσω, ούτε γυναίκα να διαπραγματευθώ. Και επειδή είσαι εφημεριδογράφος γίνομαι συνδρομητής εις την εφημερίδα σου, και τράβα χέρι από την Κ. Πηνελόπην. — Διά 60 δραχμάς δεν παραχωρώ τα δικαιώματα της Ιθαγενείας. — Λοιπόν ευρέ Ιθαγενή γυναίκα, τον λέγει η Αικατερίνα· ημείς είμεθα επίσης ξένοι. — Κατοικείτε όμως προ δέκα ετών την Ελλάδα, και σας εδώκαμεν τα δικαιώματα των αυτοχθόνων. — Ούτε θέλω να με ονομάζουν αυτόχθονα· έχω περιφανεστέραν πατρίδα. — Είσθε από το ποτέ λαμπρόν Φανάρι· αλλ' η λάμψις του ημαυρώθη. — Είμαι πάντοτε αλαζών διά την καταγωγήν μου, και σε λέγω λοιπόν, ότι γαμβρούς εφημεριδογράφους και δασκαλάκια δεν καταδέχομαι να κάμω. — Πάλιν θα με θυμώσης, Αικατερίνα, λέγει, ο Ιάκωβος. Ιδού πως δίδετε αφορμήν να σας κατηγορούν, γινόμενοι αίτιοι να συγκατηγορώνται και οι άλλοι. — Όλοι μία ζύμη είναι, αποκρίνεται ο Δημοδίκης: υπερήφανοι, αριστοκράται και ραδιούργοι υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε. — Απατάσαι και συ, φίλε μου, γενικίζων την κατηγορίαν. Έπειτα μόνον οι Φαναριώται δεν είχαν αυτά τα ελαττώματα· αλλά και οι ποτέ προύχοντες της νυν ισονομουμένης Ελλάδος, αν και δεν είχαν την δόξαν και ισχύν των Φαναριωτών. Αυτό ήτον αποτέλεσμα της δουλείας. — Και μάλιστα, λέγει ο Πλατωνίδης.
«Ήμισυ γάρ τ' αρετής αποαίνυται ευρύοπα Ζευς Ανέρος ευτ' άνμιν κατά δούλιον ήμαρ έλησιν»· είπεν ο θείος Όμηρος.
Μολαταύτα, επαναλαμβάνει ο Ιάκωβος, τινές εκ των Φαναριωτών, διά της πολυπειρίας, των γνώσεων και του πατριωτισμού των διέπρεψαν εις την επανάστασιν και είναι δημοτικώτεροι και κοινωνικώτεροι από πολλούς άλλους. — Εκ Βηθλεέμ ουδέν αγαθόν, — Βλάσφημος και ηπατημένη παροιμία. Εις την Βηθλεέμ εγεννήθη ο Σωτήρ των ανθρώπων. Η δε Βοιωτία, προσθέτει ο Πλατωνίδης, αν και εστάθη παροιμιακή διά την γενικήν ευήθειαν των κατοίκων της, εγέννησε τον Επαμεινώνδαν και τον Ησίοδον, τον Πίνδαρον και την Κορίνναν. — Κόραξ κοράκου 'μάτια δεν βγάλλει, λέγει ο Δημοδίκης... Ύπαγε λοιπόν εις τον κόρακα, αποκρίνεται ο Ιάκωβος οργισθείς, και προσκαλών αυτόν διά σημείων να εξέλθη. — «Μουσάων θεράποντα καθύβρισας, έξιθι νηού, εξωλέστατε! λέγει ο Πλατωνίδης ιδών τον αντίζηλόν του εξερχόμενον.
Μετά την αποπομπήν του Δημοδίκη ο αριθμός των γαμβρών έμεινε πάλιν ίσος με τας νύμφας· αλλ’ επειδή ο μεν Ταυρόπουλος ρητώς εζήτει την Πηνελόπην, εις την ηλικίαν του δε ήτον αναλογωτέρα η Σεβαστή, ο Ιάκωβος εσκέπτετο τίνι τρόπω να συμβιβάση τα πράγματα. Ο Χαμαιλεωνίδης επρότεινε να ρίψωσι λαχνόν, τον οποίον εδέχθη μεν ο λογιώτατος, ουχί δε και ο συναγωνιστής του. Όθεν απεφασίσθη ν' αφεθώσιν εις την εκλογήν των νυμφών, κατά πρότασιν του Παντοφάγου, όστις ήξευρεν, ότι η χήρα, μέλλουσα να πρωτοεκλέξη, θα προτιμήση τον λογιώτατον ως νεώτερον, και η Πηνελόπη θα μείνη εις τον πελάτην του. Επαρουσιάσθησαν λοιπόν αι δύο αδελφαί. Η Σεβαστή δεν έβαλε πολύ κοκκινάδι· αλλά διά ν' αποζημιωθή, εστόλισε την κεφαλήν της με κορδέλλας όλων των χρωμάτων, και με όσα εύρεν άνθη χλωρά και ξηρά· τα δε βλέμματά της εξήγουν τρανώτατα την επιθυμίαν της υπανδρείας. Η Πηνελόπη ήτον μελαγχολική· διότι ουδέτερος των συναγωνιστών ήτον της αρεσκείας της. Επειδή η αιδώς δεν επέτρεπε να εκφράσωσι προφορικήν γνώμην παρόντων των γαμβρών, συνεφωνήθη να κηρυχή νυμφίος της Σεβαστής εκείνος, εις τον οποίον αύτη πρωτοπροσφέρει γλυκόν, και η Πηνελόπη τότε να πρωτοδόση υποχρεωτικώς καφφέν εις τον άλλον. Άμα λοιπόν εισήλθεν η θεραπαινίς με τον δίσκον, η πρωτότοκος, χωρίς να χάση καιρόν, εγείρεται με ορμήν και πλησιάσασα τον Πλατωνίδην, τον εγχειρίζει το γλύκισμα, χαιρετήσασα αυτόν συγχρόνως με χαριεστάτην της κεφαλής κλίσιν. Ο Υπάλληλος δεν ευχαριστήθη πολύ διά την προτίμησιν αλλ’ ο Παντοφάγος τον επαρηγόρησεν, ειπών αυτόν εις το ωτίον. «Τα στραβά μας παραθύρια, τα χρυσά φλωρία τα 'σιάζουν» Η Πηνελόπη εδίσταζε να σηκωθή· αλλά παρακινουμένη από τα βλέμματα της μητρός, πλησιάζει τρέμουσα τον Ταυρόπουλον και τον προσφέρει με όμματα χαμηλωμένα τον καφφέν. Ο Βιεννέζος, υπολαβών τα σημεία ταύτα ως δείγματα σεμνότητος, ήτον ενθουσιασμένος· όθεν εκάθησε πλησίον της Πηνελόπης, εσχημάτισεν επί το χαριέστατον το πρόσωπόν του, έβηξε τρεις φορές και με διακεκομμένην φωνήν, την λέγει. Είμαι ευτυχής, Κυρία, να προτιμηθώ από νέαν εντελεστάτην καθ' όλους τους λόγους, νέαν, την οποίαν και εγώ επροτίμησα διά τους αυτούς λόγους, νέαν, ήτις εγγυάται αμοιβαιότητα συζυγικής αγάπης και απογόνους αξιολόγους. Αι ομοιοκατάληκτοι αύται προσρήσεις έφεραν εις τα χείλη της μελαγχολούσης Πηνελόπης ακούσιον μειδίαμα, το οποίον υπολαβών ο πτωχός Ταυρόπουλος ως σημείον ευχαριστήσεως, εζήτησε ν' ασπασθή την χείρα της μελλονύμφου του· αλλ' αύτη την έσυρε με βίαν και απεμακρύνθη. Ούτε τούτο όμως δεν εψύχρανε τον ερωτόληπτον νυμφίον, όστις απέδωκε την απομάκρυνσίν της εις υπερβολικήν αιδώ και σεμνότητα. Οι γονείς απεδοκίμασαν την διαγωγήν της θυγατρός δι' οργίλων βλεμμάτων αλλ' αύτη επροσποιήθη ότι δεν τους παρετήρει, και εψηλάφιζε τα κυνάρια τις Σεβαστής, ήτις, εγκαταλείψασα τους τετράποδας συντρόφους της, κατεγίνετο πώς να ελκύση την αγάπην του δίποδος, τον οποίον αρτίως εξελέξατο. Το δίπουν όμως, ολιγώτερον ευαίσθητον από τα τετράποδα, ουδόλως επρόσεχεν εις τας βλεμματικάς και λεκτικάς σπουδαρεσκείας της μελλονύμφου του, λογαριάζον κατά νουν τι τόκον φέρουν τα τρισχίλια τάληρα κατ’ έτος.
Η Αικατερίνα, βλέπουσα την ψυχρότητα της Πηνελόπης, την λέγει προστακτικώς να καθήση πλησίον του μνηστήρος της. Μνηστήρ μου! αποκρίνεται η θυγάτηρ· πόθεν; — Τον έκλεξες η ιδία. — Κατά διαταγήν σας τον επρόσφερα καφφέν. — Αι κόραι πρέπει να υπακούουν τους γονείς των· και να νυμφεύωνται μετά χαράς, τους οποίους τας δίδουν συζύγους, χωρίς παραμικράν παρατήρησιν, μάλιστα όταν ήναι τοιούτοι αξιότιμοι και πλούσιοι άνθρωποι. Ή θέλεις κανένα νεανίαν του συρμού, περιμένοντα να γίνη άνθρωπος με την προίκα σου; — Εγώ δεν είμαι γνώμης, λέγει ο Ιάκωβος, να επιβάλλεται δεσποτικώς η θέλησις των γονέων εις τα τέκνα, όταν πρόκηται λόγος περί υπανδρείας· ας την δόσωμεν καιρόν να σκεφθή. — Όχι σεβαστέ θείε, λέγει ο Χαμαιλεωνίδης, ημείς εδώκαμεν τον λόγον μας και πρέπει να τον κρατήσωμεν. Αυτή δεν ηξεύρει να κρίνη καλήτερ' από ημάς. Αν δεν δόση αμέσως την χείρα της εις τον Κ. Ταυρόπουλον, ας απελπισθή εις το εξής από την υπανδρείαν και δεν θέλω ούτε να την ηξεύρω πλέον.
Η Πηνελόπη, βλέπουσα την ασυλλόγιστον επιμονήν των γονέων της, και ενθαρρυνθείσα από τας παρακινήσεις του προξενήτου, όστις την είπεν εις το ωτίον, ότι είναι καλής ζύμης άνθρωπος ο Ταυρόπουλος, και θα τον πλάσση όπως θέλει, τον πλησιάζει αμέσως, τον προσφέρει την δεξιάν της, και τον λέγει με τόνον: είμαι σύζυγός σου, Κύριε μου, από την σήμερον. Άλλος εις τον τόπον του ήθελε ψυχρανθή από την μεταξύ αυτής και των γονέων της συνομιλίαν, ήτις αν και εγίνετο κατ' ιδίαν, ηκούετο από τους έχοντας συμφέρον να προσέξουν· αλλ’ ελκυόμενος από τo πρόσωπόν της, χωρίς να συλλογισθή τας συνεπείας του βεβιασμένου συνοικεσίου, αρπάζει την χείρα της και την ασπάζεται με ζέσιν. Εάν ήναι ανόητοι όσοι γονείς υπανδρεύουν τας θυγατέρας των δυναστικώς, είναι βλάκες βλακώτατοι όσοι άνδρες τας νυμφεύονται χωρίς την θέλησίν των. Ο Ταυρόπουλος λοιπόν είναι ο πρωταίτιος των όσων μέλλει να πάθη, συνάπτων τοιούτον γάμον. Διότι όλαι αι γυναίκες δεν έχουν την αρετήν ν’ αγαπήσουν βεβιασμέναι τους άνδρας των, και να μένουν πισταί εις υπερήλικας μάλιστα, ευήθεις και κακοήθεις συζύγους.
Ο Ταυρόπουλός μας, κρατών σφικτά την χείρα της Πηνελόπης του, όλος χαρά και αγαλλίασις την εξέφραζεν εγκώμια επ' εγκωμίων. Τοιούτον άνθος, τοιούτον μήλον, την έλεγεν, εάν ευρίσκετο εις τον παράδεισον, ήθελε κολάσει όλους τους αγγέλους· πώς λοιπόν να μένη εις την γην αμύριστον και άγευστον; η ευωδία και η γεύσις του θα με ενθουσιάση θα με, ... θα με μακαρίση, θα με ανεβάση εις τους ουρανούς. Αισθάνομαι πλέον την ψυχήν μου ν' αφίνη το υλικόν αυτής περιτύλιγμα, και να υψούται εις τον αιθέρα. Η όρασίς μου εθάμβωσεν, η γλώσσα μου εδεσμεύθη· τετέλεσθαι! δεν είμαι πλέον άνθρωπος. — Ήθελεν είναι δι’ εμέ μέγα δυστύχημα να σας χάσω τόσον ογλίγωρα, αποκρίνεται η πονηρά Πηνελόπη. Κατά δε την ιδέαν σας είμαι επικίνδυνος γυνή· διότι τους μεν αγγέλους διώκω από τον παράδεισον, τους δε ανθρώπους από την γην. — Δεν είμαι εις κατάστασιν ν' αποκριθώ εις το πνεύμα σας αυτήν την στιγμήν· αι ιδέαι μου είναι συγκεχυμέναι ... Πότε γίνονται οι γάμοι μας, σεβαστή πενθερά; — Πρέπει να μας δόσετε καιρόν, Άρχων γαμβρέ, να ετοιμασθώμεν. — Η ακριβή σας δεν έχει ανάγκην ενδυμάτων διά να λάμψη· οι άγγελοι ήθελαν χάσει την αξίαν των, εάν εστολίζοντο. — Έχετε δίκαιον, λέγει ο Παντολάβος, αλλά τα έθιμα του ουρανού δεν ομοιάζουν με τα της γης. Αφού παρέβη την εντολήν ο Πρωτόπλαστος, οι απόγονοί του ηναγκάσθησαν να ενδύωνται και αι νύμφαι να στολίζωνται. — Α! Εύα! Εύα! πόσας δυστυχίας και δυσκολίας μας εκληροδότησες! Αφήσατε τουλάχιστον εις εμέ την φροντίδα, και εγώ ετοιμάζω πάντα εντός τριών ημερών. — Είσθε πολύ βίαιος, Κύριε Ταυρόπουλε! Απορώ πώς εμείνατε άγαμος μέχρι αυτής της ηλικίας. — Εάν εύρισκα τοιούτον εντελές πλάσμα ήθελα το νυμφευθή από το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας μου· διότι έκτοτε άρχισα να εκτιμώ τα καλά και ωραία. — Πρώιμα ηρχίσατε να αισθάνεσθε. — Ναι κατά δυστυχίαν! και η ευαισθησία έγινεν εις εμέ πολλών δεινών πρόξενος· άλλοτε θέλω σας διηγηθή διαφόρους έρωτάς μου. — Λοιπόν ηγαπήσατε και άλλας γυναίκας; — Πολλάς ... δηλαδή αυταί με ηγάπησαν· αλλ’ αι αισθήσεις μου έμειναν καθαραί και αμόλυντοι. Η καρδία μου, πιστεύσατε, είναι αξία της εδικής σας καρδίας, ερασμιωτάτη και ωραία Πηνελόπη! — Πρέπει να έχετε ολίγας ημέρας υπομονήν, Άρχων γαμβρέ, λέγει η Αικατερίνα, διότι επιθυμούμεν να εκτελέσωμεν τους γάμους και των δύο θυγατέρων μας συγχρόνως. — Ο Πλατωνίδης, ερωτηθείς περί τούτου, απεκρίθη, ότι δεν ημπορεί ν' αποφασίση τόσον ογλίγωρα, διότι πρέπει πρώτον να συμβιβάση, τα άλλα συμφέροντά του, και μόλις μετά μίαν εβδομάδα ημπορεί να δόση θετικήν απόκρισιν.
Εξελθόντες από τα πενθερικά, λέγει ο Παντολάβος εις τον Ταυρόπουλον, μέγας κατακτητής τωόντι είσαι των καρδιών, και ημπορείς να είπης, ως ο Καίσαρ: ήλθα, είδα, ενίκησα. Πρέπει να έχη τινάς, αποκρίνεται ο Βιεννέζος, έξιν και ιδιαιτέραν επιτηδειότητα εις την κατάκτησιν των γυναικών, φίλε μου. Εγώ εγήρασα εις αυτήν την επιστήμην· όθεν ποτέ δεν αμφέβαλλα ότι η Πηνελόπη θα με προτιμήση. «Πολλά πέλει μεταξύ κύλικος και χείλεως άκρων», λέγει ο σοφολογιώτατος. Ακόμη δεν εστεφανώθης, φίλε μου, και ουδένα προ τέλους μακαρίζω. — Τι τάχα; ημπορεί να μετανοήση; ποσώς τούτο δεν το φοβούμαι· διότι η καρδία μου με λέγει, ότι αντεράται και σφοδρώς ανταγαπάται. — Ο Κ. Πλατωνίδης σε φθονεί, φίλε μου, λέγει ο γαστρονόμος, διότι τον ήρπασες το ωραιότερον τεμάχιον. — Αλλά και η Κ. Σεβαστή έχει τα προτερήματά της, αποκρίνεται ο Βιεννέζος· δεν έχει μεν πολλήν ωραιότητα και νεότητα· αλλ’ είναι ευαίσθητος, ζωηρά και πνευματώδης. Επειδή δε προς τούτοις σε έκλεξεν η ιδία, θα να ζήσης, φίλε μου, ζωήν θαυμασίαν. Σιμά εις τα άλλα της προτερήματα, προσθέτει ο φιλοσκώμμων, έχει βαθύνοιαν και προβλέπει τα διάφορα περιστατικά· όθεν, ούσα μακρόρριν, έκλεξεν άνδρα σιμόν την ρίνα. — Ο Πλατωνίδης πειραχθείς, τους αποκρίνεται. Μη φαίνεσαι Θερσίτης, ενώ δύνασαι να φανής Αγαμέμνων», είπεν ο Δημάδης εις τον Φίλιππον, καθυβρίζοντα τους νικηθέντας εις την εν Χερωνεία μάχην· όθεν και σεις, γαμβρέ και προξενητά, μη καταχράσθε την νίκην σας ταύτην, την οποίαν δεν ηθέλετε κερδήσει, εάν δεν έκλεγε πρώτη η πρεσβυτέρα αδελφή. Όσον διά το κάλλος της γυναικός, το οποίον τόσον θαυμάζετε, εγώ ανέγνωσα πολλά, φίλοι μου, και ηξεύρω τας ολεθρίους συνεπείας της εξόχου καλλονής και των γυναικείων θελγήτρων. Η ωραία Ελένη, εκτός των 50 μνηστήρων ή εραστών, έλαβε 5 άνδρας: πρώτον, τον Θησέα· δεύτερον, τον Μενέλαον· τρίτον, τον Πάριν· τέταρτον, τον Δηίφοβον· πέμπτον, τον Αχιλλέα, όστις, μη προφθάσας να την νυμφευθή ζώσαν, την απήλαυσεν εις το όνειρόν του μετά τον θάνατόν της, συνεργεία της μητρός του Θέτιδος. Η Ελένη έγινε προς τούτοις αιτία να φονευθώσιν 896 χιλιάδες, 453 Έλληνες, και 666 χιλιάδες 37 Τρωαδίται. Ο αριθμός των είναι σωστότατος· διότι εδαπάνησα τρεις μήνας έως να τον εύρω, διά να εξελέγξω τους σχολιαστάς του Ομήρου. Η ωραία Κλεοπάτρα πάλιν, αφού υπανδρεύθη τον αδελφόν της, ηγάπησε τον Πομπήιον, έπειτα τον Καίσαρα, και μετά τον θάνατον αυτού, τον Αντώνιον, ο οποίος εξ αιτίας της έχασε τον θρόνον και την ζωήν του μεταξύ των εμφυλίων πολέμων. Αφού δε επροξένησε τόσα κακά, απελιπισθείσα, ετελείωσε την ζωήν της δι' ασπίδος, την οποίαν έβαλεν επίτηδες να την δαγκάση. Ιδού αι ωραιότητες! Εύχομαι η Πηνελόπη να μη τας ομοιάση! υγιαίνετε!
Τα τρισχίλια τάληρα είναι καλή προίκα εις την Ελλάδα· αλλ' επειδή τινές, νυμφευθέντες αλλοδαπείς κόρας, έλαβαν πολύ περισσότερα, τα τρόπαια των γαμηλίων Μιλτιάδων δεν άφιναν τον χρυσομανή Πλατωνίδην να κοιμηθή, και εσκέπτετο τίνι τρόπω να κατακτήση και αυτός υπερδουνάβιον και πολυτάλαντόν τινα νύμφην. Όθεν πολλάς ημέρας δεν εφάνη εις του Λεωνίδου, μ' όλα τα τρυφερώτατα επιστόλια, τα οποία ελάμβανεν από την Σεβαστήν. Εν τούτοις ο γάμος του Ταυροπούλου δεν ημπόρει να γίνη, εν όσω η χήρα ήτον εις την μέσην. Ο Παντοφάγος, γνωρίζων την πλεονεξίαν του Πλατωνίδου, εννόησε τους δισταγμούς του, και τον υπεσχέθη να κατορθώση τον σύγγαμβρον να τον παραχωρήση μέρος της ιδίας προικός του. Επί τη υποσχέσει ταύτη επαρουσιάσθη εις τον πενθερόν του, όπου εύρεν όλους τους εν τη τελευταία συνεδριάσει παρευρεθέντας. Χαίρετε! τους λέγει ο ελληνιστής, εμβαίνων. Πώς άγετε; Πάνυ πνιγηρός έστι σήμερον ο αήρ. Το του Ρεωμύρου θερμόμετρον μέχρι του εικοστού πέμπτου υψώθη βαθμού. Ο ουρανός έστι νεφώδης· μέγαν επαπειλεί όμβρον, λαίλαπα και καταιγίδα. — Ποίαν γλώσσαν ομιλείτε; — Των διασήμων ημών προγόνων, των ισοθέων εκείνων Αχαιών, ους δει διαλεκτικώς τε ξυνεγγίζειν, ίνα ολοτρόπως αποβώμεν αυτών εφάμιλλοι. Ορίζετε νικοτιανήν; (τους προσφέρει την ευρύχωρον ταβακοθήκην του). Ναι, Κύριοι, καιρός έστιν αποσκορακίσαι τας χυδαίας και βαρβάρους λέξεις, τας τους της αμαθείας και δουλείας μας αναπολούσας ημίν χρόνους. — Έχετε δίκαιον, λέγει ο Παντοφάγος· άλλα πρέπει να σας εννοούν οι σύγχρονοί σας, και να μη σας ονομάζουν δοκησισόφους και σχολαστικούς. — Ου ξυνερίζομαι τους καθαπτικούς λόγους σου. — Ηξεύρεις ότι αγαπώ τους αστεϊσμούς, τους οποίους ας αφήσωμεν, και ειπέ μας αν ήσαι έτοιμος· διότι την ερχομένην κυριακήν έχομεν γάμους — Αι περιστάσεις μου μετεβλήθησαν· αντί να κληρονομήσω πλούσιόν τινα θείον, καθώς τον υπέθετα, αυτός απέθανεν ενδεής, αφήσας μάλιστα εις βάρος μου θυγατέρα, την οποίαν οφείλω να υπανδρεύσω. — Τι σας μέλλει; Σεις έχετε τριπλούν επάγγελμα. — Βεβαιότατα· αλλ’ οι μεν πολιτικοί μισθοί είναι επισφαλείς· αι δε φιλολογικαί εργασίαι είναι στείραι εις την Ελλάδα, όπου δεν ηξεύρουν να εκτιμήσουν τα υψηλά του νοός γεννήματα. Οι καλήτεροι συγγραφείς αναγκάζονται να ζητεύουν συνδρομητάς, διά ν' απαντήσουν τα έξοδα της δημοσιεύσεως των βιβλίων των. Οι ιατροί πάλιν είναι τόσον πολλοί, και εδώ και παντού αλλού, ώστε εάν πέση επιδημικός εις αυτούς θάνατος, δεν θα φθάσουν οι λοιποί ζώντες να τους ενταφιάσωσιν. Εν τούτοις η ενεστώσα πολυτέλεια απαιτεί ογκώδες βαλάντιον· αι δαπάναι του οικογενειάρχου είναι πελώριοι. Αι γυναίκες σήμερον επιθυμούν οικίας ευρυχώρους και κομψάς, σκεύη πολύτιμα, τάπητας περσικούς, εσθήτας μεταξωτούς, εριόφαντα ινδικά, πέπλα συριακά, σκιάδια γαλλικά, περιτραχήλια οδοντωτά, χρυσά περιδέραια και ωρολόγια, αδαμάντινα δακτυλίδια και ενώτια, εκτός των καθημερινών περιπεζίδων, περιχειριδίων, περιζωστρών, ανθηλίων, κτενίων, σακκουλίων, αρωμάτων και πλήθος άλλων σατανικών εφευρεμάτων. Ένεκα τούτων πάντων, ως φιλότιμος, δεν δύναμαι να νυμφευθώ με ολιγώτερα των πεντακισχιλίων ταλήρων.
Ο Ιάκωβος, οργισθείς διά την παλινωδίαν και αισχροκέρδειαν του Πλατωνίδου, τον είπεν, ότι δεν δίδει ουδέ οβολόν περισσότερον. Ο Ταυρόπουλος ιδών ότι, καθώς τον προειδοποίησεν ο Παντοφάγος, πρέπει να εξαργυρώση την συγκατάθεσιν του Πλατωνίδου, τον επρόσφερε τα δύο τρίτα της προικός του. Ο φιλάργυρος από την χαράν του ενηγκαλίσθη τον σύγγαμβρον και τον ευχήθη ελληνιστί, «Κέρας Αμαλθείας έξειν και ορνίθων γάλ' αμέλξειν, και του Μαθουσάλα τα έτη ζήσαι, και το ηράκλειον άθλον αθλήσαι.» Εννοείς βέβαια, λέγει ο Παντολάβος, το δωδέκατον άθλον του Ηρακλέους· αλλ’ εσκλήρυνας του αιτήσασθαι. Μόνος ο Ηρακλής εστάθη άξιος τοιαύτης πολυγονίας, και ο φίλος μας Κ. Ταυρόπουλος ούτε Διογένης, ούτε Τριέσπερος είναι, ούτε τας 50 θυγατέρας του Θεσπιού έχει εις διάθεσίν του, διά να γεννήση 50 υιούς. Η Σεβαστή, ήτις εγνώριζε την μυθιστορίαν καλήτερα από το Απόδειπνον, εκάλυψε με την χείρα το πρόσωπόν της, τάχα εντραπείσα. Μόνος ο Ηρακλής, λέγει ο Πλατωνίδης, δεν είναι το παράδειγμα της πολυτεκνίας, εάν και η παροιμία έμεινεν εις αυτόν. Ο Πρίαμος εγέννησε 45 υιούς, ο Λυκάων 48, και ο Σκίλλουρος 80. — Είσαι ακένωτος θησαυρός, Κύριε Πλατωνίδη. — Το χρεωστώ εις την πολλήν ανάγνωσιν. Αυτήν την ευχαρίστησιν έχομεν ημείς οι πεπαιδευμένα ν' αναφέρωμεν ευστόχως. — Δηλαδή, λέγει ο Παντολάβος, καταφεύγεται εις το πνεύμα των άλλων, όταν τελειώση το εδικόν σας. Αφού έχης τόσον μνημονικόν, πρέπει βεβαίως να ενθυμήσθαι τον περίεργον εκείνον νόμον των Βαβυλωνίων, δυνάμει του οποίου εξέθεταν τας νυμφευσίμους γυναίκας εις δημοπρασίαν, και αι μεν νέαι και ωραίαι επωλούντο εις τους πλειονοδοτούντας, με τα χρήματα δε της πωλήσεως αυτών επροίκιζαν τας δυσειδείς και προβεβηκυίας. Αυτό το αναφέρει ο Ηρόδοτος, λέγει θυμωμένος ο Πλατωνίδης· αλλ’ ο ιστοριογράφος αυτός είναι ψεύστης και κακοήθης ως τον ωνόμασεν ο Πλούταρχος, όστις, αγκαλά και αυτός ήτον κόλαξ των ενδόξων ανδρών του, οι οποίοι δεν ήσαν τόσον περίφημοι, ως τους εβιόγραψεν. Η Σεβαστή, χωρίς να προσέξη εις το επίγραμμα του φιλοσκώμμονος: δηλαδή ότι την νυμφεύονται μόνον και μόνον διά την διπλήν προίκα της, ήτον ενθουσιασμένη από την χαράν της. Η αδελφή της απεκρίνετο μηχανικώς εις τας ευαισθησίας του μνηστήρος της, όστις, προς αποζημίωσιν της δωρηθείσης προς τον Πλατωνίδην προικός της, υπεσχέθη να γράψη εις το όνομά της τα υποστατικά του όλα. Αλλ’ η Πηνελόπη, ήτις επεθύμει άνδρα της αρεσκείας της, δεν συνεκινείτο από τας μεγαλοδωρίας του επιβληθέντος εις αυτήν συζύγου· εξηκολούθει όμως να προσποιήται και ευχαριστήσασα τον Ταυρόπουλον, τον είπεν ειρωνικώς, ότι είναι ευτυχής, αξιωθείσα τοιούτον γενναίον και αξιέραστον συμβίον. Ο ουρανοκληρονόμος, μη δυνάμενος να εμβατεύση τους διαλογισμούς της, ενόμιζε τον εαυτόν του εις τον κολοφώνα της ευδαιμονίας· όθεν και επρόσφερεν εις αυτήν πολύτιμον αδάμαντα. Ο Πλατωνίδης, διά να μιμηθή το παράδειγμα του συγγάμβρου, δίδει και αυτός την Σεβαστήν του δεκάδραχμον δακτυλίδιον, λέγων, ότι εις τα δώρα δεν πρέπει να θεωρήται η υλική αξία, αλλά τα δωρούντα υποκείμενα, ότι είναι αξιολύπητος ο σύζυγος, όστις αγωνίζεται ν' αγαπηθή από την γυναίκα του διά των μεγαλοδωριών του, ότι, έχων πολλήν υπόληψιν εις την Κυρίαν Σεβαστήν, ελπίζει να την εύρη πάντοτε σύμφωνον με την γνώμην του, και ότι θα δώση το παράδειγμα της αξιεπαίνου απλότητος και οικονομίας εις τας συμπολίτιδάς της. Προ ολίγου μας είπατε, λέγει ο Παντολάβος, ότι είσθε φιλότιμος, και αναγνωρίσαντες ως αναπόφευκτον τον πολυτελή καλλωπισμόν των γυναικών, εζητήσατε αύξησιν προικός. — Άφες με! Εγώ αποτείνομαι εις φρόνιμον συμβίαν. Επί τίνι σκοπώ στολίζονται αι γυναίκες; διά ν' αρέσουν βεβαίως· αλλ’ εις ποίον; εις τους ξένους αναντιρρήτως· διότι οι σύζυγοι τας γνωρίζουν και ακαλλωπίστους· αλλά τι τας μέλλει, αν οι ξένοι τας αρέσουν ή όχι, εάν δεν έχουν άλλον σκοπόν; — Έχετε ολίγον δίκαιον, mon cher ami, λέγει η Σεβαστή, υποκοριζομένη· αλλά χωρίς να έχη μία γυνή mauvaises intentions, δεν ημπορεί να φαίνεται εις τον κόσμον ως χωρική και υπηρέτρια· διότι νομίζουν, ή ότι δεν έχει τον τρόπον να εξοδεύση ο άνδρας της, ή ότι υπανδρεύθη γυμνή. Καθείς δε έχει την φιλοτιμίαν του, μάλιστα όταν είναι comme il faut. Εγώ μολαταύτα δεν έχω σκοπόν να ζητήσω από την ευγενίαν σας, φίλτατε, το παραμικρόν· οι τόκοι της προικός μου εξαρκούν διά τα ιδιαίτερά μου έξοδα. Ο Πλατωνίδης, παρατηρών εις την Σεβαστήν κλίσεις και σκοπούς ασυμβιβάστους με τα σχέδιά του, έξυνε την κεφαλήν, συλλογιζόμενος. Εγώ νομίζω, Κυρία μου, την λέγει, ότι ο ανήρ διαθέτει την προίκα κατά το δοκούν. — Μάλιστα, τα κεφάλαια είναι εις την διαχείρησίν σας. — Και τι με οφελούν νεκρά κεφάλαια; — Αφού εφιλονείκησαν ολίγον ακόμη, η Σεβαστή ευχαριστήθη εις το ήμισυ των τόκων και εσυμβιβάσθησαν.
Έφθασε τέλος η πολυπόθητος ημέρα των γάμων, ήτις προειδοποιήθη εγγράφως εις τους προσκεκλημένους· διότι εις την πατόκορφα εξευρωπαϊσθείσαν Ελλάδα μας, γάμοι, θάνατοι, γεννήσεις, βαπτίσεις, όλα διά γραμματίων αναγγέλλονται σήμερον. Επομένως και αι νύμφαι μας, ούσαι, εκ των προοδευτικών, ωδηγήθησαν με αρκετήν μεν πομπήν εις την εκκλησίαν, αλλ’ όχι προπορευομένων των προικοφόρων τετραπόδων και των κιθαρωδών, καθώς εις τους κοινούς πελοποννησιακούς γάμους. Εις τα στεφανώματα δεν εσυγχωρήθη να ραντίσουν τας νύμφας με νομίσματα και ζαχαρωτά, καθώς συνειθίζεται εις πολλά μέρη, όπου γίνεται τόσος αλαλαγμός από τους αγωνιζομένους να συνάξωσι τα ραντίσματα υπηρέτας και τα παιδία, ώστε καταθλίβονται πολλάκις οι νυμφίοι και ανάδοχοι του Ησαΐα χορεύοντος. Αι νύμφαι μας μετά τα στεφανώματα δεν εκάθησαν εις την γωνίαν της αιθούσης, διά να καμαρώσουν: δηλαδή να μένουν ακίνητοι και σιωπηλοί, ως αγάλματα. Εξεναντίας η Σεβαστή είχε πολλήν ευστροφίαν και ευγλωττίαν· όχι μόνον δεν άφηνε τας παρακαθημένας φιληνάδας της ν' αποκρίνωνται δια αυτήν εις τους χαιρετισμούς των προσκεκλημένων, αλλά μάλιστα συνέχαιρε μόνη εαυτήν διά την ευτυχίαν της. Η Πηνελόπη δεν ήτον ούτε κατηφής, ούτε εύθυμος. Δεν είχε μεν λόγους να ήναι ευχαριστημένη από τον νυμφίον της, αλλά δεν κατεδέχετο να δείξη την δυσαρέσκειάν της, και εσχεδίαζεν ίσως κατά νουν, τίνι τρόπω ν' αποζημιωθεί. Ο σύζυγός της εκάθητο πλησίον της, και την εδιηγείτο με άκραν απλότητα πώς εκτελούνται οι γάμοι παρά τοις Ινδοίς και τισιν άλλαις φυλαίς της Αμερικής και Αφρικής, οπού δεν αναβάλλεται η ευτυχία των νεονύμφων από οχληράς και παρακαίρους επισκέψεις. Ο Πλατωνίδης εσυλλογίζετο τα όσα εξώδευσε, και μέλλει να εξοδεύση. Σπασμοί τον ήρχοντο, όταν έβλεπέ τινας, λαμβάνοντας από τον δίσκον πολλά ζαχαρωτά, τα οποία, καθώς ηξεύρετε, τ' αγοράζει ο γαμβρός.
Εις τους γάμους παρευρέθησαν και η Ευφροσύνη με την Χαρίκλειαν, χωρίς όμως να συμμερισθούν την χαράν, την οποίαν συνήθως αισθάνονται οι προσκαλούμενοι εις τοιαύτας τελετάς· διότι επλησίαζεν η σειρά των, και εφοβούντο μήπως επιβάλωσιν οι γονείς και εις αυτάς συζύγους, οι οποίοι ημπορούν να τας καταστήσουν δυστυχείς. Η Χαρίκλεια έτρεμε τούτο περισσότερον, ως αποφασίσασα να μην υπανδρευθή. Εν τούτοις, αν και είχεν αιτίας ν' αθυμή ακαταπαύστως, εν τω μέσω της αθυμίας αυτής, ανεκάλυπτέ τις εις το ήθος της αμυδράς μεν, αλλ’ ορατάς ακτίνας ελπίδος. Ενώσασα την τύχην της με την εδικήν μου έπρεπε, καθώς εγώ, να θεωρή τον εαυτόν διά πάντα δυστυχή· διότι αμφότεροι αμοιβαίως ερωμένοι, δεν εδυνάμεθα να επισφραγίσωμεν τον έρωτά μας διά της συζεύξεως· μολαταύτα η ψυχή της Χαρικλείας είχε πάντοτε περισσοτέραν γαλήνην από την εδικήν μου, και οι λόγοι της δεν εξέφραζαν παντελή απελπισίαν. Πολλάκις υπεστήριζε την κλονιζομένην καρδίαν μου, και μ' ενίσχυεν εις την καρτερίαν. Επανέρχομαι εις τον γάμον.
Η Σεβαστή εσυμμερίζετο την ανυπομονησίαν του γαμβρού της· αγαπώσα όμως τον χορόν, και τυχούσα ευκαιρίαν να διαπρέψη, εχοροπήδησε μέχρι μεσονυκτίου. Ο άνδρας της δεν ήτον χορευτής, και διά να διασκεδάση τον ύπνον, έπαιζε με τον πενθερόν του εκαρτέ προς πέντε λεπτά. Ο σύγγαμβρός του έχασκεν ακούων την σύζυγόν του παίζουσαν το φορτεπιάνο, τα οποίον συνώδευεν η Χαρίκλεια με ιταλικά άσματα. Διά να δείξη δε, ότι γνωρίζει την μουσικήν ο Ταυρόπουλος, εκτύπα ελαφρά με τους πόδας του τάχα τον ρυθμόν, και κινών την κεφαλήν, έκραζεν εκ διαλειμμάτων, εύγε! επιτυχημένον! ωραίον! θαυμάσιον! Ο Πλατωνίδης, επήνεσε και αυτός τα θέλγητρα της μουσικής, και επαρίθμησε τα θαύματά της, ότι, όχι μόνον εις μωρούς απέδωκε τας φρένας, εις αλάλους την χρήσιν της γλώσσης, αλλ’ ότι και οι λίθοι εχόρευσαν, κιθαρίζοντος του Ορφέως, και αι Θήβαι διά της μουσικής ανηγέρθησαν, και πολλά ζώα εξημερώθησαν. Όχι μόνον εξημερώθησαν, λέγει ο πανταχού παρών Παντολάβος, αλλ’ έγειναν και φιλόμουσα. Ο Πατριάρχης Φώτιος διηγείται εις τον βίον του Ισιδώρου, ότι ο Αμμώνιος είχεν ειδήμονα της ποιήσεως όνον, όστις άφινε την φάτνην, διά να υπάγη ν' ακούη στίχους. Όθεν ο Απόλλων είχεν άδικον να δώση προς τιμωρίαν αυτία όνου εις τον άμουσον Μίδαν, ενώ από τα τετράποδα αυτό ανεφάνη μουσικώτερον. Δεν τα έδωκεν, αποκρίνεται ο Πλατωνίδης, διά να τον παρομοιάση με τον όνον, άλλα διά ν' ακούη καλύτερα εις το εξής, έχων αυτία μεγάλα, και να διακρίνη τους καλούς μουσικούς από τους μετρίους. — Ήτον λοιπόν ευεργεσία; Τοιούτον δώρον, αν θεός τις έπεμπεν είς τινας Μίδας του αιώνος μας, ήθελαν τον λατρεύει μυριάδες ανθρώπων, των οποίων τα παράπονα, μη δυνάμενα, ως φαίνεται, να εισχωρήσουν εις τα μικρά αυτία, μένουν ανήκουστα και αθεράπευτα..
Ας αφήσωμεν τους νεονύμφους να χαρούν αλύποις τον πρώτον μήνα τουλάχιστον του γάμου, μελίμηνα ονομαζόμεvoν, διότι όλα είναι μέλι και γάλα κατά τας πρώτας ημέρας του συνοικεσίου, μεταξύ εξευγενισμένων συζύγων, οι οποίοι δεν αρχίζουν αμέσως, ως οι βάναυσοι, τας έριδας και τους διαπληκτισμούς. Όσοι έλαβαν καλήν ανατροφήν, καθώς και όσοι έχουν χρηματικούς λόγους, άριστα προσποιούνται κατ' αρχάς τουλάχιστον τον ήμερον τον περιποιητικόν, τον αζηλότυπον, τον αόργητον. Η προσποίησις αύτη εξακολουθεί και περαιτέρω ενίοτε προλαμβάνουσα δυσαρέστους συνεπείας. Όπως και αν ήναι, τα περισσότερα ανδρόγυνα συμβιβάζονται επί τέλους, και αι μικραί διαφωνίαι δεν συγχίζουν καιρίως την αρμονίαν των, παρεκτός εάν οι χαρακτήρες ήναι αντίθετοι όλως δι’ όλου, και δεν υπάρχη φρόνησις εκ μέρους ενός τουλάχιστον των συμβίων, διά να παραβλέψη και να εξοικονομήση τας ελλείψεις του άλλου.
Η Ευφροσύνη, αν και δεν είχεν επιθυμίαν γάμου, ηναγκάσθη όμως να υπακούση εις τας διαταγάς των γονέων, οι οποίοι εζήτουν να ωφεληθούν από την προίκα, διά να ξεκάμωσι, τας θυγατέρας των. Μεταξύ των γαμβρών όσοι την εζήτουν, η Αικατερίνα επροτίμησε τον Λοχαγόν Δημιάδην, ευμεγέθη μεν, υμύστακον και ευειδή, αλλά χλωμόν και εξησθενισμένον εξαιτίας της υπερβολικής οινοποσίας, της ασελγείας και χαρτοπαιξίας. Εν μόνον από αυτά τα πάθη είναι ικανόν, όταν κυριεύση τον άνθρωπον, να τον βλάψη ηθικώς και σωματικώς· πολλώ δε μάλλον τα τρία ομού.
Όλοι γνωρίζετε τους οινοπότας· η ακατάπαυστος μέθη, σκοτίζουσα τον νουν και χαυνόνουσα το σώμα αυτών, τους καταντά εις κατάστασιν κτηνώδη. Ο θηλυμανής πάλιν φθείρει διά των καταχρήσεων την υγείαν του, αμβλύνει τας αισθήσεις του και συντέμνει την ζωήν του, ή την καταντά, ακμάζουσαν έτι, άχρηστον εις τον σκοπόν, διά τον οποίον επλάσθη ο άνθρωπος. Η ζωή των χαρτοπαικτών δεν είναι ολιγώτερον ελεεινή· χαρτοπαίκτας δε δεν εννοώ εδώ τους χάριν διασκεδάσεως παίζοντας ελαφρά χαρτία, αλλά τους ριψοκινδυνεύοντας μεγάλας ποσότητας εις τυχηρά όλως διόλου παιγνίδια, προ πάντων τον επάρατον Βάγκον Φαραώ, όστις είναι μεγαλητέρα της κοινωνίας μας πληγή, αφ' όσας έστειλεν ο θεός εις τους Φαραωνίτας· διότι αφανίζει τας καταστάσεις, την υπόληψιν και την ζωήν ενίοτε εκείνων, εις όσους καταντά πάθος. Οι χαρτοπαίκται, ελκυόμενοι από το απατηλόν δέλεαρ του κέρδους, είναι ικανοί ολοκλήρους νύκτας να μένωσιν άυπνοι παίζοντες. Εκ τούτου δε όχι μόνον υποφέρει καιρίως η υγεία των, αλλ’ οπισθοδρομούν και αι υποθέσεις των· διότι πώς να σκεφθή και να εργασθή άνθρωπος, του οποίου ούτε το σώμα ανεπαύθη, ούτε ο νους ησύχασεν την παρελθούσαν νύκτα, και ενίοτε πολλάς νύκτας κατά συνέχειαν; Αυτός άλλο δεν συλλογίζεται, παρά συνδυασμούς χαρτίων: ποία εκέρδησαν την τελευταίαν φοράν, ποία έχασαν, πόσα ήθελε κερδήσει εάν εξηκολούθει το δείνα χαρτίον, πώς και πού να παίξη το εσπέρας, ή πού να εύρη χρήματα διά να παίξη. Εάν δε πέση, διά ν' αναπαυθή ολίγον, ο ύπνος του ταράττεται από ομοειδή ονείρατα: χαρτία συλλογίζεται τρώγων, χαρτία ομιλών, χαρτία και εις τας στιγμάς ακόμη, καθ’ ας δέχεται τας ενδείξεις φιλοστοργίας και φιλίας.
Η καρδία των χαρτοπαικτών, κυριευμένη από το επάρατον αυτό πάθος, σκληρύνεται προς τούτοις, εξαχρειουμένης ενίοτε και της ψυχής των. Ποτέ δεν μεταχειρίζονται τα κέρδη των εις βοήθειαν των ενδεών, αλλά κακήν κακώς τα σπαταλώσιν· όταν δε η τύχη τους κατατρέξη, αλλοίμονον εις τους περί αυτούς! Μη δυνάμενοι πάντοτε ν' αποδείξουν την οργήν των ενώπιον των ξένων, έρχονται δια να ξεθυμώσουν εις την οικίαν των: υβρίζουν αναιτίως τους υπηρέτας, πικραίνουν τους γονείς, και τας συζύγους, κακομεταχειρίζονται τα τέκνα των και καταντούν εις χειρότερα ατοπήματα και εγκλήματα.
Είσελθε εις χαρτοπαικτικήν οικίαν, εξ εκείνων προ πάντων όσαι, προνομιουχική αδεία αισχροκερδών Κυβερνήσεων, είναι ασυστόλως συστημέναι είς τινα Κράτη, διά να εκδύουν τους ανθρώπους, και θέλεις φρίξει παρατηρών τους παίζοντας τον Φαραώ14 Η φυσιογνωμία των αλλοιούται εις πάσαν στροφήν χαρτίου, οι μυώνες των ευρίσκονται εις διηνεκή κίνησιν, οι οφθαλμοί των είναι φλογισμένοι, σχίζουν μανιωδώς με τους οδόντας των τα χαρτία, ρίπτουν βλέμματα απελπισίας εις τον ουρανόν, βλασφημούντες και Πλάστην και πλάσματα, και Ειμαρμένην και ειμαρτούς, τους γεννήτορας και τον ίδιον εαυτόν των. Φλογώδεις δε στεναγμοί εξέρχονται από το στήθος των οσάκις ατενίζουν το χρυσίον των, εξηπλωμένον ενώπιον του αντιπάλου των, όστις βλέπει με αναλγησίαν την απελπισίαν των.
Όλα αυτά τα δεινά, τα οποία υποφέρουν οι περισσότεροι Φαραωνίται, δεν ισοσταθμούνται βεβαίως με την ευχαρίστησιν, την οποίαν ημπορούν να αισθανθούν, όταν τύχη να κερδήσωσιν, ενώ συγχρόνως τα μεν κερδιζόμενα χρήματα συνήθως εξοδεύονται ανωφελώς, η δε θετική περιουσία βαθμηδόν ελαττούται. Εάν ολίγοι τινές κατώρθωσαν κατάστασιν διά του παιγνιδίου, τα θύματα αυτών είναι ασυγκρίτως πολυπληθέστερα. Πολλοί χαρτοπαίκται, αφού χάσουν την ιδίαν και των τέκνων των την περιουσίαν, καταντούν να στερώσι του επιουσίου άρτου την οικογένειάν των, και να πωλώσι τα ίδιά των ενδύματα, διά να χορτάσωσι το μιαρόν πάθος των. Άλλοι αναγκάζονται να ζητεύωσι δάνεια, τα οποία μη δυνάμενοι να επιστρέψουν, περιφρονούνται και ατιμάζονται. Άλλοι, διά να πορισθώσι χρήματα, υποπίτουν εις πλαστογραφίας, εις κλοπάς, εις φόνους και άλλα κακουργήματα, εις τα οποία δεν ήθελαν καταντήσει, αν η λύσσα του παιγνιδίου δεν τους εκυρίευεν. Όταν δε ανακαλυφθούν τα εγκλήματα, αφίνουν την οικογένειάν των εις την επαιτίαν και γίνονται άφαντοι, διά ν' αποφύγουν την ποινήν των νόμων και την περιφρόνησιν της κοινωνίας, ήτις τους αποστρέφεται διά τας ανοσιουργίας των. Εν ενί λόγω οι κυριευόμενοι από τα τυχηρά παιγνίδια τελειόνουν ή εις τας οδούς, ή εις τα νοσοκομεία, ή εις τας φυλακάς, ή εις τα αφρονοκομεία, τινές δε και εις το λαιμοτομείον, εάν δεν προλάβουν να δόσουν οι ίδιοι τέλος εις την ζωήν των διά της αγχόνης, του πυροβόλου, ή του δηλητηρίου.
Ο Δημιάδης λοιπόν, αφού εξήντλησε τας σωματικάς δυνάμεις του εις την ασέλγειαν πριν φθάση εις το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, εζήτησε διασκέδασιν εις τα παιγνίδια των χαρτίων, τα οποία κατ' ολίγον έγειναν εις αυτόν πάθος, και ηφάνισαν την περιουσίαν του. Τον εσυμβούλευσαν να εύρη παρηγορίαν εις τα πνευματώδη ποτά, ως διασκεδαστικά της αθυμίας· αλλ’ η νέα αύτη διασκέδασις κατήντησεν επίσης εις αυτόν νέον πάθος, το οποίον, ενούμενον εις τας άλλας καταχρήσεις, αφήρεσεν από αυτόν παν αίσθημα φιλοκαλίας, φιλοστοργίας και φιλανθρωπίας. Εζήτησε να νυμφευθή γυναίκα, όχι διά ν' αποκτήση σύντροφον, φίλην και τέκνα· αλλά διά να ευχαριστήση διά της προικός τα πάθη του, τα οποία, αν και πασίγνωστα, δεν εμπόδισαν την Αικατερίνην να δεχθή την πρότασίν του· διότι κατήγετο και αυτός εξ ευγενών, και ήτον αξιωματικός του βασιλικού στρατού: δυο μέγιστοι τίτλοι, οι οποίοι, κατά την καινόδοξον ταύτην γυναίκα, καλύπτουν όλα τα ελαττώματα. Η Ευφροσύνη, υπακούσασα μάλλον εις τους γονείς της, παρά απατηθείσα από τους ευγενείς τρόπους και τον έρωτα, τον οποίον επροσποιήθη ο Δημιάδης, συγκατένευσε να δόση εις αυτόν την χείρα της, και εφέρθη ως πρόβατον επί σφαγής εις τον βεβηλωμένον ναόν του ανοσίου τούτου υμεναίου.
Μόλις παρήλθεν η τρίτη ημέρα του γάμου, και η Ευφροσύνη επεβεβαιώθη εις την οποίαν είχεν ιδέαν περί του ανδρός της, όστις, λαβών εις χείρας του την προίκα της, ήνοιξε χαρτοπαικτικήν τράπεζαν εις την οικίαν του, και επροσκάλεσεν όλους τους φίλους του, ή μάλλον τους συντρόφους της ασωτείας του· διότι φίλοι δεν ονομάζονται των ασώτων οι γνώριμοι. Ούτοι έχουν συνεταίρους, καθώς οι κακούργοι έχουν συνενόχους, οι δυνατοί κόλακας, και οι πλούσιοι παρασίτους. Φιλία υπάρχει μεταξύ τιμίων μόνον και αφιλοκερδών ανθρώπων. Η κραιπάλη διεδέχετο το παιγνίδιον, και αυτό πάλιν η μέθη, πότε εις του Δημιάδη, πότε εις τους συντρόφους του, εγκαταλειφθείσης της δυστυχούς Ευφροσύνης, ήτις ούτε αγάπην συζυγικήν, ουδ' ευτυχίαν οικιακήν έφθασε να γνωρίση. Κατ' αρχάς εδοκίμασε με τρόπον ήμερον να φέρη εις συναίσθησιν τον σύζυγόν της, και να τον αποτρέψη από τας παρεκτροπάς του, αίτινες ηφάνιζαν την ζωήν και περιουσίαν του· αλλ’ αυτός, χωρίς να την αποκριθή, έτριζε τους οδόντας του, έρριπτε κατ' αυτής άγρια βλέμματα, και εξήρχετο ως μανιώδης από την οικίαν. Όλαι αι προσπάθειαι λοιπόν και τρυφερότητες της εστάθησαν μάταιαι. Οποίαν εντύπωσιν ημπορεί να κάμη η περί χρωμάτων ομιλία εις αόμματον, ή περί μουσικής εις κωφόν, ή περί ευπρεπείας εις άγριον, τοιαύτην κάμνει και η τρυφερότης εις διεφθαρμένην καρδίαν. Όθεν ιδούσα η Ευφροσύνη, ότι τα πάθη του ανδρός της κατήντησαν αθεράπευτα, απεφάσισε να μη τον κάμη εις το εξής την παραμικράν παρατήρησιν, και να υποφέρη εν σιωπή τα δεινά της.
Μεταξύ των γνωρίμων του Δημιάδου υπήρχε νέος τις, Πανουργιάδης ονομαζόμενος: άνθρωπος με πνεύμα πολύ και ευσχημάτιστος, άλλα πονηρός και θηλυμανής επίσης. Ούτος απεφάσισε μεταξύ των άλλων να διαφθείρη και την Ευφροσύνην, της οποίας το δυστυχές συνοικέσιον τον έδιδεν ελπίδα, ότι θα κατορθώση ευκόλως τον σκοπόν του. Διά να πλησιάση δε την γυναίκα, εσχετίσθη πρώτον με τον άνδρα, καθώς όλοι της συζυγικής τιμής οι επίβουλοι. Οι μέθυσοι σχετίζονται εύκολα με τους οινοπότας, οι κλέπται με τους ληστάς, οι τρυφηλοί με τους ασώτους. Όθεν και ο Δημιάδης εφιλιώθη αμέσως με τον Πανουργιάδην, όστις επροσποιήθη ότι αγαπά τον Βάκχον και τον Φαραώ, διά να σχετισθή με τον λάτρην των. Έπειτα οι Φαραωνίται, και αυτοί οι ευγενέστεροι του τάγματος, δέχονται τον τυχόντα εις την συναναστροφών των, χωρίς σχεδόν να εξετάζουν την οποίαν κατέχει θέσιν εις την κοινωνίαν, και οποία είναι η διαγωγή του· αρκεί να παίζη και να έχη χρήματα, τα οποία ελπίζουν να οικειοποιηθούν.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Πανουργιάδης εισεχώρησεν εις την οικίαν του Δημιάδου, διά ν' αφαιρέση δε πάσαν υποψίαν του μελετωμένου σκοπού του, εχαιρέτα κατ' αρχάς σύντομα την οικοδέσποιναν, την ωμίλει ολίγα, και την εκοίταζε σπανίως. Εξ άλλου δε μέρους, διά να ψυχράνη περισσότερον τους συζύγους αναμεταξύ των και να προχωρήση δι’ αυτού του μέσου, εις μεν τον άνδρα εμέμφετο την κατήφειαν της γυναικός, εις δε την γυναίκα τας ασωτείας και την αδιαφορίαν του ανδρός. Προς την Ευφροσύνην επροσποιείτο προς τούτοις φιλίαν και συμπάθειαν ιδιαιτέραν· την έλεγεν, ότι εθυσιάσθη εις κακοήθη άνδρα, με τόσα θέλγητρα και προτερήματα, τα οποία πας άλλος, εκτός του συζύγου της, ήθελεν επαξίως εκτιμήσει και την κατακτήσει ευτυχή.
Η Ευφροσύνη, αν και κατ' αρχάς υπέλαβεν ως ειλικρινείς τας παρηγορίας του Πανουργιάδου, ως φρόνιμος όμως γυνή, ούτε την δυστυχίαν της ποτέ ηθέλησε να συνομολογήση, ούτε τα κατά του συζύγου της δίκαια παράπονα να κοινοποιήση εις ξένον άνθρωπον. Ο πονηρός όμως εξηκολούθει το πρόσωπον του παρηγορήτορος, διά του οποίου ήλπιζε να υφαρπάση την καρδίαν της Ευφροσύνης, ήτις όμως, εννοήσασα επί τέλους τον σκοπόν του, ήρχισε ν' αποφεύγη την κατ' ιδίαν μετ' αυτού συνέντευξιν. Εν τούτοις η προίκα της μετέβη ολόκληρος εις τας χείρας των Φαραωνιτών, και ο Δημιάδης, διά να χορτάση το χαρτοπαικτικόν πάθος του, επώλει τα πολυτιμότερα στολίδια της συζύγου του, ήτις τα παρεχώρει χωρίς γογγυσμόν. Οι γονείς της, μαθόντες τούτο αλλαχόθεν, επέπληξαν τον γαμβρόν των, όστις, νομίσας ότι το έμαθαν από την Ευφροσύνην, της ετιμώρησε με τον πλέον σκληρόν τρόπον. Ο Πανουργιάδης, δράξας την ευκαιρίαν, έτρεξε να την παρηγορήση, προτείνων ν' αντικαταστήση τα πωληθέντα στολίδια. Αλλ’ αύτη όχι μόνον ηρνήθη όσα τη συνέβησαν, και απέκρουσε τας κατά του συζύγου της κατηγορίας του δολίου φίλου, αλλά και με επιτήδειον τρόπον τον είπεν, ότι όσον ανάξιος και αν ήθελεν είναι ο ανήρ της αγάπης της συζύγου του, τα σφάλματά του δεν δίδουν εις αυτήν το δικαίωμα ούτε να τον εξευτελίση, ούτε να τον προδόση· και ότι είναι άξιοι της γενικής των ανθρώπων απεχθείας, όσοι επιβουλεύονται την οικιακήν τιμήν των φίλων των, και προσπαθούν ν' αφαιρέσουν από τας γυναίκας το πολυτιμότερον αυτό κτήμα των. Η Ευφροσύνη, στερηθείσα επί τέλους και του επιουσίου άρτου, μην έχουσα δευτέραν ενδυμασίαν, και υποφέρουσα τα αίσχιστα από τον άνδρα της, έμεινε μέχρι τέλους πιστή εις τα συζυγικά της καθήκοντα.
Η αρετή αύτη της Ευφροσύνης εξηπάτησε τον Πανουργιάδην, όστις ενόμιζεν έως τότε, καθώς όλοι οι διεφθαρμένοι κατά την ψυχήν και αδύνατοι κατά τον νουν άνδρες, ότι όλαι αι γυναίκες, από Βασιλίσσας έως θεραπαινίδας, κλίνουν εις την ηδυπάθειαν, και ότι όσαι δεν υπέπεσαν, οφείλουν την αρετήν των εις έλλειψιν ευκαιρίας. Οι τοιούτοι μικρόνοες δεν βλέπουν εις το γυναικείον φύλον ουδέν ιερόν, ουδέν μέγα. Η Ευφροσύνη εν τούτοις δεν είναι η μόνη, ήτις εν τω μέσω και αυτής της δυστυχίας και εγκαταλείψεως δεν εξώκειλεν, αν και εθεραπεύετο από άνδρα, έχοντα νεότητα, κάλλος και χρήματα. Μυριάδες εναρέτων γυναικών βεβαίως ευρίσκονται· αλλά τας καλάς πράξεις ολίγοι γράφουσι, και αυτοί είναι άνδρες, οι οποίοι, λαμβάνοντες ως θέμα τας παρεκτροπάς φαυλοβίων τινών γυναικών, ή πλάττοντες τοιαύτας, εις την φαντασίαν των, τας παριστάνουν ως γενικόν τύπον του γυναικείου φύλου εις τας μυθιστορίας των.
Καλαί και κακαί γυναίκες, καθώς και άνδρες, παντού υπάρχουν· όθεν εάν ήναι ωφέλιμον να στηλιτεύεται η κακία, επίσης είναι αναγκαίον να επαινήται η αρετή. Θεατρίζοντες τας αδυναμίας των ανθρώπων επί σκοπώ να ελαττωθούν αι παρεκτροπαί, εκθέτομεν και αξιομίμητά τινα παραδείγματα, τα οποία μάλιστα φέρουν περισσότερον καρπόν, όταν θέτονται εις παραλληλισμόν με τας αξιομέμπτους πράξεις. Πριν λοιπόν περιγράψωμεν τας παρεκτροπάς της Πηνελόπης, εκθέσαμεν τας αρετάς της Ευφροσύνης· και ο παραλληλισμός ούτος είναι έτι εικονικός, διότι γίνεται μεταξύ δύο αδελφών, εξ ων η μία, αν και δυστυχής καθ' όλους τους λόγους, διετήρησε την αρετήν της, η δε την έχασεν, αν και είχεν όλας τας αναπαύσεις της, και σύζυγον ημερότατον. Θα ίδωμεν όμως, ότι ούτε αυτή δεν πταίει όλως διόλου διά τα σφάλματά της.
Απελπισθείς ο Πανουργιάδης από την Ευφροσύνην, έτρεψε την προσοχήν του προς την Πηνελόπην, και κατά το σύστημά του, εφιλιώθη πρώτον με τον άνδρα της. Σπουδάσας δε τας αδυναμίας του, ήρχισε να τον κολακεύη, θαυμάζων την ευρωστίαν του, επαινών την ωραιότητά του, εκθειάζων την αγχίνοιάν του, και χειροκροτών εις τας αστειολογίας του, αν και δεν είχεν ούτε υγείαν, ούτε ευμορφίαν, ούτε πνεύμα, και οι αστεϊσμοί του ήσαν κοινοί και ανούσιοι.
Ο Ταυρόπουλος, μόλον οπού ενυμφεύθη νέαν και ευειδή γυναίκα, δεν έπαυσε να νοστιμεύεται το ωραίον φύλον, να ζητή ν' αρέση και να κατορθώση άλλας κατακτήσεις. Αλλ’ αι τίμιαι γυναίκες ούτε εις τας τετριμμένας κομψότητάς του έδειχναν συγκατάβασιν, ούτε τας διφορουμένας φράσεις του εζήτουν να μαντεύσουν, ούτε τους στεναγμούς του να εξηγήσωσιν. Ο ευήθης εν τούτοις είχε την ανοησίαν να παραπονήται εις την γυναίκα του κατά των ομοφύλων της: δεν ηξεύρω τι συμβαίνει, έλεγεν· εγώ είμαι πάντοτε ζωηρός, πάντοτε κομψός, πάντοτε σπουδάρεσκος· διατί λοιπόν αι γυναίκες να με φέρονται με ψυχρότητα, αφού σε ενυμφεύθην; Μήπως αι Ελληνίδες σας νομίζουν, ότι αφού ένας άνδρας υπανδρευθή, πρέπει να πάρη το κομβοσχοίνιον εις τας χείρας του, να ψιθυρίζη τους ψαλμούς του Δαβίδ, να κλείη τους οφθαλμούς και το στόμα του, όταν ευρίσκεται μεταξύ γυναικών; Ευρώπη! Ευρώπη! εκεί τωόντι διασκεδάζει ο άνθρωπος εις πάσαν ηλικίαν. Δεν θέλω να καυχηθώ· αλλά σε βεβαιώ, Πηνελόπη μου, ότι ο ανήρ σου δεν άφησε την νεότητά του να παρέλθη άπρακτος, και ήξευρε παντού να ωφεληθή. Επαινούμενος ο αμαρτωλός εν ταις ανομίαις της ψυχής αυτού, εδιηγείτο εις την Πηνελόπην πράγματα, τα οποία ήτον απαίσιον να εκφωνήση και εις αυτόν τον Πανουργιάδην. Τοιούτοι είναι τινές άνδρες, οι οποίοι, διηγούμενοι εις τας γυναίκας των ανέκδοτα σκανδαλώδη, και τας ιδίας των παρεκτροπάς, τας συνειθίζουν με την κακοήθειαν· έπειτα παραπονούνται κατά της ανατροφής αυτών, και κατά του φύλου των εν γένει, όταν ζητούν και αύται να βάλλωσιν εις πράξιν μέρος των όσων παρά του ανδρός των επράχθησαν, και αυτοί οι ίδιοι τας εδίδαξαν.
Ενθουσιασθείς ο Ταυρόπουλος διά την κατάκτησιν τοιούτου φίλου, ηθέλησε να καταστήση και οικείον του τον Πανουργιάδην όθεν τον επήνεσεν εις την γυναίκα του όχι μόνον ως υποχρεωτικόν και ειλικρινή, αλλ’ ως εράσμιον προς τούτοις, ευσχημάτιστον, ζωηρόν και ευαίσθητον. Αυτά τα συστατικά προτερήματα εκίνησαν την περιέργειαν της επίσης ευαισθήτου Πηνελόπης· όθεν εδέχθη ασμένως την πρότασιν του ανδρός της του να την παρουσιάση τον φίλον του Ορέστην, όστις εφλογίζετο την καρδίαν πότε να την πλησιάση· διότι ο Ταυρόπουλος εσύστησε και εις αυτόν την γυναίκα του, επαινέσας όχι μόνον την καλλονήν και ζωηρότητά της, τα οποία αυτός εγνώριζεν, αλλά και την ευσαρκίαν και άλλα φυσικά της χαρίσματα. Ο Πηνελόπη εν τούτοις, αν και εκ πρώτης αφετηρίας εννόησεν ότι ο Ταυρόπουλος ήτον ολιγόνους και μωρόπιστος άνθρωπος, και ότι εδύνατο ευκόλως να τον παίξη, δεν το είχεν όμως αποφασίσει ακόμη. Ο ίδιος άνδρας της, λαβών τον συμπράκτορα της χειρός, τον εισήξεν εις την οικίαν του. Ο Πανουργιάδης λοιπόν, συστηθείς στενά εις την Πηνελόπην παρά του συζύγου της, και λαβών χώραν εις την οικίαν του, κατώρθωσε το πρώτον βήμα του σκοπού του. Πριν όμως αρχίση τους ακροβολισμούς εζήτησε ν' αποκοιμίση τον σύζυγον· όθεν ενώ επήνει την σωσαννικήν αρετήν της Κυρίας, και την σπανίαν αφοσίωσίν της εις τον Κύριον, τον εσυμβούλευε να ήναι ολίγον προσεκτικός και ν' απομακρύνη τας ευκαιρίας· διότι όσον τιμία και αν ήναι η γυνή σου, τον έλεγεν, ημπορεί να υποπέση εις πειρασμόν, όταν ευρεθή πολιορκημένη από τολμηρόν και επιτήδειον άνδρα, μάλιστα έχουσα τοιαύτα σπάνια θέλγητρα. Δεν πρέπει λοιπόν να εμπιστεύεσαι ευκόλως εις την φιλίαν καθενός, και να εμβάζης εις την οικίαν σου ανθρώπους, των οποίων δεν γνωρίζεις την τιμιότητα. Τοιαύτη είναι η διάλεκτος των ψευδεναρέτων και ψευδευλαβών Ταρτούφων προς τους Οργόνας· Οργόναι δε και Ταρτούφοι δεν υπήρχαν μόνον εις τον καιρόν του Μολιέρου, και εις την Γαλλίαν· αλλ’ υπάρχουν εις όλους τους καιρούς και εις όλας τας κοινωνίας. Ο σκοπός του πανούργου απέβλεπεν εις το ν' απομακρύνη πάντα άλλον συναγωνιστήν, όστις ημπόρει να φέρη εμπόδια εις τους σκοπούς του, και να υπερισχύση εις τον συναγωνισμόν. Ο καλός άνδρας τον ευχαρίστησε, και ενεπιστεύθη μάλιστα εις αυτόν την φροντίδα της επιτηρήσεως.
Εγκαθιδρυθείς λοιπόν φίλος οικειακός του Ταυροπούλου και φύλαξ της συζυγικής τιμής του, ήρχισε τας προσβολάς του. Κατά πρώτον επροσποιείτο, ότι απέφευγε την κατ' ιδίαν συνομιλίαν και παρουσίαν της Πηνελόπης· βαθμηδόν όμως εμετρίασε την σοβαρότητά του, τα βλέμματά του κατήντησαν περιεργότερα, οι λόγοι του γλυκύτεροι και εδείκνυε λύπην, όταν ηναγκάζετο ν' απομακρυνθή. Άλλοτε πάλιν εγίνετο σύννους, μικροί στεναγμοί επνίγοντο πριν εκστομισθώσι και εν δάκρυ κρυφίως δήθεν εσπογγίζετο. Η Πηνελόπη δεν ήτον και αυτή τόσον αρχάριος, ώστε να μην εννοήση το πάθος του φίλου· νομίσασα όμως αυτό ειλικρινές, κατά τούτο μόνον ηπατήθη, και άφησε την καρδίαν της να τρωθή από τα ψευδερωτικά βέλη του, χωρίς όμως ν' αποδείξη αμέσως την αδυναμίαν της. Τινές γυναίκες κρύπτουν εις τους άνδρας ό,τι αισθάνονται δι' αυτούς, ενώ εκείνοι δεικνύουν ό,τι δεν αισθάνονται. Η Πηνελόπη, έχουσα εν τούτοις καρδίαν ευμάλακτον, δεν εδυνήθη πολύν καιρόν να την εξουσιάση· Όθεν ήρχισε και αυτή με τα σωστά της να στενάζη, με τα σωστά της να κλαίη, με τα σωστά της να ερωτευθή. Άφινε δήθεν ακουσίως τα όμματά της ν' αντικρύζουν τα εκφραστικά βλέμματά του, δήθεν ακουσίως ήκουε τα αισθήματά του, δήθεν ακουσίως άφινε να εγγίζη την χείρα της. Τα πράγματα δεν ήθελαν προχωρήσει, ίσως περισσότερον· διότι όλη η καρδία της Πηνελόπης, αν και ισχυρώς κλονισθείσα, δεν είχεν ακόμη εξαχρειωθή· αλλ’ ο Πανουργιάδης, ενώ έδειχνεν εις αυτήν καθαρόν έρωτα, κατηγόρει συγχρόνως την απιστίαν του ανδρός της, λέγων προς αυτήν την μακιαβελικήν των απατεώνων αρχήν, «ότι οι άνδρες, αποκλείοντες τας γυναίκας των από τας τρίτας σχέσεις, μεταχειρίζονται το δικαίωμα του ισχυρωτέρου. Όθεν και αι γυναίκες, οσάκις ευρίσκουν ευκαιρίαν, πρέπει να βάλλουν εις ενέργειαν το φυσικόν δίκαιον, και να εκδικούνται την απιστίαν των συζύγων των· Εν τούτοις και αύται αι ολέθριαι συμβουλαί του Πανουργιάδου δεν ήθελαν ίσως καταβάλει την Πηνελόπην, εάν ο άνδρας της δεν έσπευδε να συντελέση εις τούτο. Το έγκλημα είναι άσχημον, είναι φρικώδες, και δυσκόλως το αποφασίζουν οι μήπω αμαρτήσαντες. Όθεν και η Πηνελόπη, μετανοήσασα μίαν στιγμήν διά την αδυναμίαν της, ήρχισε ν' αποφεύγη τον δόλιον φίλον, και τον εφέρετο με ψυχρότητα. Αλλ' ο Ταυρόπουλος την επέπληξε διά τον τρόπον της, και την είπε ρητώς, ότι δεν δέχεται παντελώς να φέρεται τόσον απολίτευτα με τους φίλους του, τοιούτους ειλικρινείς μάλιστα· ότι απαιτεί να ομιλή, να γελά και ν' αστεΐζεται με τον Πανουργιάδην, να πηγαίνη μετ' αυτού εις τον περίπατον, και να παίζη μάλιστα μετ' αυτού χαρτία, όταν λείπει ο ίδιος το εσπέρας, διά να μη πλήχτη μόνη. Ελεεινολογήσασα η Πηνελόπη την βλακότητα του ανδρός της, αφού το θέλεις, σε υπακούω, τον απεκρίθη. Κοίταξε όμως να μη το μετανοήσης. Ενώ λοιπόν ο εν κακοίς γηράσας ανήρ εσύχναζε, κατά την παλαιάν έξιν του, τας φαυλοβίους γυναίκας, όπου μόνον εύρισκε να χορτάση το πάθος της ασέλγειας, τόσον βαθέως ριζωθέν εις την καρδίαν του, η γυνή επαρηγορείτο με τον άξιον φίλον τοιούτου ηλιθίου. Εάν δεν συγχωρήται εν γένει εις τους άνδρας να δίδουν το παράδειγμα της απιστίας, έτι αξιοκατάκριτοι είναι όσοι, και τοι έχοντες γυναίκας ερασμίους, δεν ευχαριστούνται μόνον μ' αυτάς. Είναι δε άξιοι της γενικής περιφρονήσεως όσοι καταντούν εις σχέσεις αισχράς, αίτινες εκθέτουν εις μολυσμόν την υγείαν εαυτών και των συζύγων των.
Η Πηνελόπη, μαθούσα τας σχέσεις του ανδρός της, περί των οποίων είχε λόγους ο Πανουργιάδης να την ειδοποιήση, έλαβε κατ' αυτού τόσην αποστροφήν, ώστε τον απέφευγε μέχρι κοίτης. Προς επιτυχίαν δε του σκοπού τούτου, επενόησεν στρατήγημα, διά του οποίου αυτός ο ίδιος άνδρας της την απεμάκρυνε. Να προσποιηθή τις τον σπασμωδικόν δεν είναι δύσκολον· όθεν τόσον δυνατά ετάραζε μίαν νύκτα το σώμα της, ώστε ο δυστυχής Ταυρόπουλος ετεινάχθη από την κλίνην, και έκραξε την υπηρέτριαν εις βοήθειαν. Το ανώδυνον, ο αιθήρ τα τριψίματα, και άλλαι επικουρίαι έπαυσαν τους προσποιημένους σπασμούς· αλλ’ η θεραπαινίς, ήτις ήτον συννοημένη με την Κυρίαν της, τον εσυμβούλευσε να μη συνευνίζεται πλέον με την συμβίαν του· διότι το πάθος, είπεν, είναι κολλητικόν, και εκτός τούτου, οι υποκείμενοι εις αυτό συνειθίζουν να σφίγγουν τόσον δυνατά, ώστε ημπορεί να κινδυνεύση ο ευρισκόμενος πλησίον των. Η μήτηρ μου, ήτις ήτον επίσης σπασμωδική, παρ' ολίγον να πνίξη τον συγχωρεμένον πατέρα μου. Επομένως, επειδή οι σπασμοί εξηκολούθουν, ετέθη εις άλλο δωμάτιον ιδιαιτέρα κλίνη διά την Κυρίαν, το οποίον τούτο εχρωματίσθη ως απομίμησις των ευγενών και ευαγώγων, οίτινες θεωρούν ως αγοραίαν την εν τω αυτώ θαλάμω, και τη αυτή κλίνη συγκοίμησιν των συζύγων.
Μετά τινας ημέρας ο Ταυρόπουλος ηθέλησε να επισκεφθή την σύζυγόν του, και ευρών την κλίνην κενήν, κράζει την δούλην και την ερωτά. — Ποίος ηξεύρει πού περιέρχεται; αυτό την συμβαίνει πολλά συχνά, αποκρίνεται η πονηρά δούλη. — Τι συμβαίνει; πού περιέρχεται; ξεναερωτά ο Ταυρόπουλος. — Πώς; Δεν ηξεύρετε, ότι η Κυρία μου είναι υπνοβάτρια, και πολλάκις σηκόνεται την νύκτα, περιέρχεται την οικίαν, εξέρχεται εις τον κήπον, και αναβαίνει εις το δώμα; — Υπνοβάτρια; Ιδού και άλλο προτέρημα, το οποίον ηγνόουν! Ας υπάγωμεν να την εύρωμεν. — Ο Θεός να φυλάξη! αγνοείτε βέβαια, ότι τους υπνοβάτας δεν πρέπει να ταράττη τις, όταν περιέρχωνται· διότι το εξύπνημά των ημπορεί ν' αποβή ολέθριον. Υποθέσατε ότι την ευρίσκομεν εις την σκάλαν, ή εις το δώμα, ή πλησίον της δεξαμενής· εάν λοιπόν εξυπνήση έξαφνα, θα κρημνισθή αφεύκτως, και ημπορεί να κακοπάθη αχρεία. — Έχεις δίκαιον τώρα ενθυμήθην το μελόδραμα της Υπνοβατρίας, ήτις περιήρχετο την νύκτα εις τας στέγας των οικιών, επάνωθεν νερομύλου τινός, και εις άλλα επικίνδυνα μέρη. Η δυστυχής όμως, αν και δεν έπαθε κακόν τι, παρ’ ολίγον να χάση την υπόληψίν της· διότι, κοιμωμένη μίαν νύκτα, εισήλθεν εις τον κοιτώνα ξένου τινός, και έπεσε μάλιστα εις την κλίνην του, το οποίον τούτο μαθών ο μνηστήρ της, παρ’ ολίγον να την αφήση, υποπτευθείς ότι έξυπνος επεσκέφθη τον ξένον· διότι ηγνόει, ότι η μεμνηστευμένη του ήτον η περιερχομένη Υπνοβάτρια, την οποίαν μάλστα ολόκληρον χωρίον είχεν υπολάβη ως φάντασμα. — Ηθική τω όντι ιστορία, η οποία διδάσκει εις τους άνδρας, ότι δεν πρέπει να πιστεύωσιν ενίοτε ούτε τους οφθαλμούς των αυτούς και να καταδικάζωσι κατά τα φαινόμενα τας γυναίκας των. Υποθέσατε λ.χ. ότι η Κυρία μου κοιμισμένη ημπορεί να έμβη εις τον κοιτώνα του Κ. Πανουργιάδου, και ίσως, ίσως να πέση και εις την κλίνιν του· η ευγενία σας ηθέλατε βεβαίως, παρεξηγήσει τούτο, αν δεν εγνωρίζατε από τα θέατρα, ότι παρόμοια συμβαίνουν εις τας υπνοβατρίας, και εάν δεν εμανθάνετε απ' εμέ, ότι η Κυρία μου είναι υποκείμενη εις αυτό το πάθος, καθώς πάσα μία εξ ημών ημπορεί επίσης να υποπέσει. Η Παναγία να μας φυλάξη! (κάμνει τον σταυρόν της.) — ο Κ. Πανουργιάδης εδώ κοιμάται απόψε; — Δεν είμαι βεβαία περί τούτου· η θύρα του όμως είναι κλεισμένη. — Να τον εξυπνήσωμεν, αν ήναι εδώ, διά να φυλάξη και αυτός μαζή μας την Κυρίαν σου. Τρέμω μη κακοπάθη η πολυαγαπημένη μου Πηνελόπη. — Εγώ είμαι γνώμης ν' αποφύγωμεν τον θόρυβον· υπάγετε να ησυχάσετε και εγώ παραμονεύω.
Εν τοσούτω ο Ταυρόπουλος ανησυχούσε πολύ διά την υπνοβατικήν έξιν της συζύγου του, και εξήρχετο συχνά την νύκτα να παρατηρή· επειδή δε τούτο εμπόδιζε τα σχέδια των λοιπών, επεννόησαν άλλο μέσον, διά να τον περιορίσουν εις τον κοιτώνα του. Περί το μεσονύκτιον μέγας κρότος ηκούσθη εις το μαγειρείον, και η δούλη, κρούσασα με βίαν την θύραν του Κυρίου της, εμβαίνει τεθορυβημένη και τον λέγει τρέμουσα: βοηθήσατε με! εχάθην! με κυνηγά να μ' αρπάξη το στοιχειόν του σπητιού· ιδού προχωρεί! Τι άγριος Αράπης! Παναγία μου! πώς μουγγρίζει! Ο Ταυρόπουλος, χωρίς ν' ακούση περισσότερον, ρίπτεται εις την κλίνην του, σκεπάζει με το πάπλωμα την κεφαλήν του, και τρέμων επικαλείται τον Θεόν ν' απομακρύνη τον Διάβολον. Η δούλη, γελάσασα αρκετά, επέστρεψεν εις τα ίδια, αφού ειδοποίησε τους έχοντας συμφέρον εις το στρατήγημα περί του αποτελέσματος. Αφού αποκατεστάθη ολίγον η ησυχία, ευγάλλει σιγά την κεφαλήν του ο μωρόπιστος, παρατηρεί φοβισμένος τριγύρω του, καταβαίνει ησύχως, κλείει με βίαν την θύραν, επισωρεύει όπισθεν αυτής όλα τα έπιπλα του κοιτώνας του, κρεμνά εις την κλειδαρίαν την εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος, και ρίπτεται πάλιν εις την κλίνην του. Οι αμαθείς είναι δεισιδαίμονες, και οι δεισιδαίμονες δειλοί.
Επειδή δε ο κρότος των λεβήτων και τα μηκύσματα του Πανουργιάδου επανελαμβάνοντο ενίοτε, ο Ταυρόπουλος έμενε συχνά την νύκτα εκτός της οικίας του, διά να μην απαντήση το νομιζόμενον στοιχειόν, ή φάντασμα, ή μάλλον τον δαίμονα· διότι εις όλας τας οικίας κατοικεί ανά ένας τουλάχιστον δαίμων, όστις λαμβάνει σχήμα Άραβος, ή Οθωμανού, ή Εβραίου, ή φραγκόπαπα, ή κρεωπώλου, ή νεκρού κ.τ.λ. καθώς πιστεύουν τα γραΐδια και πολλά ανδράρια, των οποίων η φοβισμένη φαντασία πλάττει τοιαύτα παράξενα όντα, και νομίζουν ότι τα βλέπουσιν. Όθεν και οι απατεώνες, ωφελούμενοι από την ευπιστίαν των, και λαμβάνοντες τοιαύτα και άλλα παράξενα σχήματα, εισέρχονται ατιμωρητί εις τας οικίας, και κατορθόνουν διαφόρους σκοπούς. Αλλ’ ας αφήσωμεν την οικίαν ταύτην, της οποίας τα μυστήρια εδημοσιεύθησαν ακολούθως από την ιδίαν δούλην, καθώς συμβαίνει ως επί το πλείστον, διά να μεταβώμεν και εις του Κ. Πλατωνίδου μας.
Η Σεβαστή, εκτός οπού ήτον παρήλιξ και άσχημος, το οποίον γνωρίζουσα δεν έπαιρνε νέας θεραπαινίδας, διά να μη γίνεται σύγκρισις εκ του πλησίον, ήτον προς τούτοις ιδιότροπος και είχε πολλάς απαιτήσεις. Δεν εσυγχώρει τον άνδρα της να εξέρχεται μόνος εις τον περίπατον ή εις τας επισκέψεις, τον επέπληττεν όταν ειργάζετο πολλάς ώρας εις την βατραχομυομαχίαν του, ήθελε να τον έχη ακαταπαύστως πλησίον της, και να την επιβεβαιοί την αγάπην του, ωργίζετο όταν ετόλμα, αν και αδιαφόρως, να γελάση με άλλας γυναίκας. Προς τούτοις επεθύμει στολίσματα συρμολογικά και συχνά φορέματα, το οποίον τούτο προ πάντων δεν εσυμβιβάζετο με το χρηματολογικόν σύστημα του Πλατωνίδου, όστις έβλεπεν ήδη, ότι όχι μόνον το ήμισυ των τόκων, αλλά και τα κεφάλαια της προικός ογλίγωρα θα καταναλωθούν. Όθεν ήρχισαν αμέσως αναμεταξύ των σπουδαίαι έριδες. Ματαίως εζήτει ο φιλόσοφος να την πείση περί της ματαιότητος της πολυτελείας και να την επαγγέλλη διάφορα αποσπάσματα του περί πολιτικής οικονομίας διδακτικού μαθήματος του Κ. I. Σούτσου. Όταν εκείνος την εξήγει τίνι τρόπω προάγεται, πολλαπλασιάζεται και διατηρείται ο πλούτος, εκείνη τον απεκρίνετο να εφαρμόση τα μαθήματα αυτά εις τον ιδιαίτερον πλούτον του, και ότι δεν τον έδωκε τόσην προίκα, διά να ενδύεται χειρότερ' από τας γυναίκας των Καθηγητών και Συμβούλων· ναι, Μονσέρ· πρέπει να χαρώ τον κόσμον, ενόσω είμαι ακόμη νέα! τι με ωφελούν τα πλούτη όταν γηράσω. — Αμή τα τέκνα μας! — Έχει ο Θεός· φθάνει να μας βοηθήση ν' αποκτήσωμεν αλλά το αμφιβάλλω· διότι η βατραχομοιχεία απορροφά όλας σου τας ώρας, και όλα σου τα αισθήματα, μονσέρ!
Το μονσέρ και αγαπητέ ήτον η συνήθης επωδή της Σεβαστής, και ενώ ακόμη, εξευτέλει τον σύζυγόν της, όστις, προσπαθών να θεραπεύση την ελάττωσιν, την οποίαν αι πολλαί δαπάναι της συζύγου του έφεραν εις το κιβώτιόν του, κατέφευγεν εις οικονομίας μικρολόγους και ρυπαράς: ηγόραζε λ.χ. τρόφιμα εκ των χειροτέρων, ως ευθηνότερα διά την οικίαν του και τετριμμένα φορέματα διά τον εαυτόν του· εστερείτο αναπαυτικής κατοικίας και των αναγκαιοτέρων επίπλων· εσυμφώνει υπηρέτας με την ώραν, και δεν ήτον άξιοι να προσφέρουν ούτε καθαρόν ύδωρ εις τους ξένους. Η Σεβαστή κατ’ αρχάς παρωργίζετο κατά των τοιούτων οικονομιών· επειδή όμως ήτον εξ εκείνων των γυναικών, αι οποίαι αγαπούν να φαίνωνται λαμπραί εις τον κόσμον αδιαφορούσαι περί των κυριωτέρων, δηλαδή της εσωτερικής αναπαύσεως και καθαριότητος, και ήτον προς τούτοις φύσει ακατάστατος, εσυνείθισε με τας οικιακάς ελλείψεις, και εσυγχώρει τον αγαπητόν της να εξακολουθή τας οικονομίας του, επί συμφωνία να μη την κάμη παρατηρήσεις εις τα ιδιαίτερά της έξοδα, και να μεταθέση το γραφείον του εις τον κοιτώνα της.
Ο Πλατωνίδης ηναγκάσθη να συγκατατεθή εις την συμφωνίαν ταύτην, αφήσας βαθύν αναστεναγμόν· διότι, όσον αδιάφορος και αν ήναι προς τας γυναίκας ο κυριευμένος από άλλο πάθος, δεν ημπορεί όμως να έχη ακαταπαύστως πλησίον του την αδελφήν του διαβόλου· διότι τοιαύτη σχεδόν ήτον η γυνή του, όταν προ πάντων κατεφορτόνετο με παράξενα στολίσματα, υπερηύξανε τεχνικά τας σάρκας της, και ήλειφε το πρόσωπόν της με πυκνόν φυκιασίδιον, το οποίον την απετέλει αποτρόπαιον. Η Σεβαστή ενόμιζεν εν τούτοις, ότι ούτω μεταμορφωμένη γίνεται θελκτικωτέρα. Μίαν ταχυνήν αφού εφόρεσε την προσωπίδα της και εφούσκωσεν υπέρ το σύνηθες το στήθος της, επαρουσιάσθη ως ηρώισσα ενώπιον του Πλατωνίδου και τον λέγει: πώς σε φαίνομαι; δεν ομοιάζω απαράλλακτος Αμαζόνα; νομίζουσα, ως φαίνεται, ότι αι Αμαζόνες είχαν προς τούτοις τυμπανώδεις μαστούς. — Εάν σ' εξετάση τις, αγαπητή μου, λεπτομερέστερα θα σ' εύρη διπλήν μάλιστα Αμαζόνα, αποκρίνεται μειδιών ο Φιλόσοφος, εις το προσφιλές αυτού ήμισυ, το οποίον δεν ηυνόησε διόλου η θεά Ρουμιλία.15 Το μειδίαμα την έβαλεν εις υποψίαν, και εζήτησε μετ' επιμονής να μάθη την ιστορίαν των αρειοτόλμων εκείνων γυναικών. Της Μεδούσης η κεφαλή δεν ήτον τόσον τρομερά, καθώς έγεινε το πρόσωπον της Σεβαστής, όταν ήκουσεν ότι αι Αμαζόνες ήσαν μονόμαστοι· διότι έβλαπταν τον δεξιόν μαστόν των, διά να μη τας εμποδίζη εις την τόξευσιν. Έκτρωμα, τον λέγει έξω φρενών από την οργήν της, και ουτιδανόν ανθρωπάριον! τολμάς ακόμη να μην αρέσης τα θέλγητρά μου, τα οποία πολύ καλητέρους σου έθελξαν; Αν ελίγνευσα ολίγον, είναι εξαιτίας σου, όστις κοντεύεις να με ζουριάσης με τας οικονομίας και την ψυχρότητά σου. Ο Πλατωνίδης, τρομάξας, φεύγει και κλείεται εις το γραφείον του. Η Σεβαστή τον κυνηγά, βιάζει την θύραν, αρπάζει τα χαρτία του και ζητεί να τα σχίση· ο Συγγραφεύς, τρέμων μην απολεσθώσι τα πονήματά του, ζητεί συγχώρησιν και ικανοποιεί τα εξυβρισθέντα θέλγητρα.
Μετά την συμφιλίωσιν, ο Πλατωνίδης την έδωκέ τινα μαθήματα περί κοσμιότητος, αναφέρων ως παράδειγμα προς τοις άλλοις και τας παλαιάς Σπαρτιάτιδας, αι οποίαι εν όσω ήσαν ανύπαπνδροι εφαίνοντο ασκεπείς εις το δημόσιον, αλλ’ αφού ενυμφεύοντο εκάλυπταν το πρόσωπόν των· διότι τότε εχρεώστουν ν' αρέσουν μόνον εις τους άνδρας των. — Ανέγνωσα και εγώ τον ιστοριογράφον Ηρώδην, τον λέγει η Σεβαστή. Εάν όμως ζητήσωμεν να μιμηθώμεν όλα τα παλαιά έθιμα της Σπάρτης, υπάρχουν τινά, τα οποία δεν συμφέρει εις τους κακοσχηματισμένους άνδρας να τ' ακολουθήσουν. Η Σεβαστή δεν εξηγήθη περισσότερον αλλ’ ο Πλατωνίδης, όστις δεν ήτον βέβαια Ηρακλής και Νάρκισσος, εδάγκασε τα χείλη του και εσιώπησε· διότι αυτός ο ίδιος είχε διδάξει ποτέ την Ιστορίαν εις την σύζυγόν του, και έκτοτε είχε παρατηρήσει με πόσην προσοχήν ήκουεν, ότι οι ασθενείς Σπαρτιάται, όχι μόνον δεν εθεώρουν ως αίσχος, αλλά και ως χρέος ιερόν, εκπληρούμενον προς την πατρίδα, το να προσφέρωσι τας γυναίκας των εις ευρωστοτέρους άνδρας, αξίους να δόσωσι ρωμαλέα τέκνα εις την Σπάρτην.
Τοιαύτη σχεδόν ήτον η καθημερινή συμβίωσις του ζεύγους τούτου. Ο Πλατωνίδης άλλην παρηγορίαν δεν εύρισκε παρά εις την βατραχομυομαχίαν του, την οποίαν, μετά πολλών μηνών κόπους και μόχθους, έφερε τέλος πάντων εις πέρας. Η μετάφρασις εσύγκειτο έκ τινων σελίδων, αλλά τα σχόλια απετέλουν τόμον ογκωδέστατον· διότι, εκτός των κρίσεων και επικρίσεων περί του συγγραφέως και της ύλης, ο σχολιαστής συνέκρινε τας μεταξύ βατράχων και μυών μάχας με τους πολέμους διαφόρων παλαιών και νέων εθνών, εύρισκεν ηθικάς διδασκαλίας εις την εκδίκησιν των ποντικών και την αντεκδίκησιν των βατράχων. Προς υποστήριξιν δε των προσφυών αυτών εφαρμογών, ανέφερε γνώμας, γνωμικά και αξιώματα διαφόρων αρχαίων και μεταγενεστέρων Συγγραφέων. Γραμματικήν, ιστορίαν, πολιτικήν, μυθολογίαν, ιατρικήν, νομολογίαν, φυσικήν, φιλοσοφίαν· όλας τας επιστήμας τας εξήντλησε, διά να στολίση το προσφιλές τέκνον του, καθώς ωνόμαζε την πάνσοφον αυτήν συγγραφήν του, ήτις έμελλε να μεταβιβάση το όνομά του εις γενεάς γενεών. Όταν ενίοτε, μετά πολύμοχθον έρευναν, επετύγχανεν αχαϊκήν τινα φράσιν ή ιδέαν, την οποίαν εζήτει, διά να καταχωρήση εις το σύγγραμμά του προς επίδειξιν πολυμαθείας, έκραζε βουτημένος εις τον ιδρώτα: ω, πόσους κόπους υποφέρω, Έλληνες, διά ν' αξιωθώ των επαίνων σας! μιμούμενος τον Αλέξανδρον εις τας Ινδίας.
Ο Πλατωνίδης είχε μεν πολλήν υπόληψιν εις την κεφαλήν του, αλλ’ ήθελε ν' ακούση και άλλων γνώμας περί του πανδιδακτικού πονήματός του, πριν το εκδόση εις τύπον· όθεν συνεκρότησε φιλολογικόν συμβούλιον, διά να το καθυποβάλη εις την κρίσιν του. Οι καθ' αυτό σύμβουλοι ήσαν τρεις άλλοι σχολαστικοί· διότι με τοιούτους είχε σχέσεις και ήλπιζεν, ότι θα τον εγκρίνουν. Επροσκλήθην και εγώ, όχι διότι υπελήπτετο τας γνώσεις μου, άλλα διότι ήλπιζεν ότι, χαριζόμενος εις την συγγένειαν, θα τον επαινέσω. Κατά σύμπτωσιν παρευρέθη και ο Παντολάβος.
Πρώτον μας εξέθεσεν ως εν προοιμίω το σχέδιον του συγγράμματος, τους αγώνας όσους ηγωνίσθη, και, διά να μας προδιαθέση, επήνεσε την επιτυχίαν προλαβόντων τινών πονημάτων του, τα οποία όμως δεν ήσαν γνωστά, παρά εις αυτόν, εις τον τυπογράφον του και εις τους οψοπώλας, όπου επί τέλους κατήντησαν. Μετά ταύτα, αφού ετράβησε μίαν λαβήν νικοτιανής, επτερνίσθη, έτριψε το μέτωπόν του, έκοψε τα φυτήλια και εξερόβηξεν, άρχισε τέλος πάντων την ανάγνωσιν του κειμένου, της μεταφράσεως και των σχολίων. Η βατραχομυομαχία, επειδή είναι απομίμησις της Ιλιάδος, απεδόθη εις τον Όμηρον παρά τινων, οίτινες ως φαίνεται δεν εσυλλογίσθησαν, ότι ο μέγας αυτός ραψωδός, ύστερον από την υψηλήν εκείνην και αθάνατον ποίησιν, δεν ήθελε καταβιβασθή να υμνήση τους βατράχους και ποντικούς, και να επαναλάβη μάλιστα τας αυτάς φράσεις του. Ο αληθής συγγραφεύς ηθέλησε μάλλον να εμπαίξη τον πόλεμον της Τρωάδος, ως επεριγράφη μυθολογικώς πως από τον Όμηρον, του οποίου δανείζεται το ύφος, τας επωνυμίας των μαχητών και στίχους ολοκλήρους.
Ο πόλεμος των βατράχων και ποντικών δεν εκινήθη μεν, καθώς ο των Ελλήνων και Τρώων εξαιτίας γυναικός ή ποντικίνας, αλλά διά τον θάνατον ενός ποντικού, τον οποίον δολίως έπνιξεν εις την λίμνην ο βασιλεύς των κατοίκων της. Και εδώ, καθώς εκεί, υπάρχουν ήρωες μονομαχούντες, κλαγγή όπλων, σφαγαί τρομεραί εκατέρωθεν των μερών, εις τας οποίας επίσης οι θεοί του Ολύμπου λαμβάνουν μέγα μέρος. Όθεν εκτός της ποιητικής τέχνης, της οποίας δεν είμεθα αρμόδιοι δικασταί, η ύλη της ραψωδίας ταύτης είναι γελοία, και η μετάφρασίς της εις το πεζόν καταντά παιδαριώδες και ανούσιον διήγημα. Επειδή όμως το πρωτότυπον θεωρείται από τινας, έργον ομηρικόν, ο Πλατωνίδης, όστις εγέμισεν 20 σελίδας, διά να υποτηρίξη, την γνώμην ταύτην, ενόμισεν ότι θα μεθέξη της αοιδίου δόξης του Ομήρου, μεταφράζων δήθεν το πόνημά του και προικίζων αυτό με τον ακένωτον πλούτον της πολυμαθείας του.
Αναγινώσκοντος του Πλατωνίδου, άλλους μεν εξ ημών εκίνουν εις οίκτον, άλλους δε εις γέλωτα αι τραγελαφικαί συγκρίσεις και εφαρμογαί του σχολαστικού. Και Δημόκριτοι μεν ήμεθα εγώ και εις των συναδελφών του, Ηράκλειτοι δε ο έτερος και ο Παντολάβος· ο τρίτος ήτον εξ εκείνων, τους οποίους θαμβόνουν αι κομπώδεις φράσεις και η ποικιλία της διηγήσεως, χωρίς να κρίνουν περί της ορθότητος των διηγουμένων, όθεν και επήνει σπουδαίως τον σχολιαστήν. Έπρεπεν όμως να στερήται τις όλως διόλου κοινονοημοσύνης, διά να μη γελάση ή να μην οικτείρη τον άνθρωπον, ακούων αυτόν χ.λ. να διηγήται σπουδαιότατα, ότι οι ποντικοί ωνομάσθησαν ούτοι, διότι κατάγονται από τον Εύξεινον Πόντον, όπου ο προπάτωρ και η προμήτωρ αυτών έμειναν, φυγόντες από την Κιβωτόν, όταν αυτή εστάθη μετά τον κατακλυσμόν εις το εκεί πλησίον όρος Αραράτ. Η δε Αργώ μετέφερε πρώτη από τον Πόντον τους ποντικούς εις την Ελλάδα.
Αφού μας έμαθεν ότι η λέξις είναι ελληνική, μας είπεν ότι ο Ψιχάρπαξ εξεικονίζει τον Μωυσέα, όστις, μείνας τινά καιρόν εις τα ύδατα, και αναδυσθείς, εκδικήθη τους Ιουδαίους. Αλλού παρέβαλε τους βατράχους με τους νειλοδιαίτους Αιγυπτίους, και τους ποντικούς με τους ερημίτας Εβραίους, οι οποίοι, αδικηθέντες επίσης από τους πρώτους, τους εκδικήθησαν βοηθούμενοι και εκείνοι ως αυτοί από θείαν δύναμιν· αλλά το αχάριστον και θεοκτόνον γένος των Ιουδαίων ετιμωρήθη ακολούθως και κατεδικάσθη ως οι ποντικοί να ζη εις τας οπάς της γης. Εν τοσούτω, λέγει ο Παντολάβος, πολλοί Ιουδαίοι είναι πλουσιώτεροι από τους Χριστιανούς, και οι Ροτσίλδοι κατοικούν τας μεγαλητέρας οικίας των Παρισίων και του Λονδίνου. Μολαταύτα θαυμάζω, φίλε μου, τον κάλαμόν σου, ο οποίος, καθώς η μήτηρ του χήνα, πότε βουτά εις το ύδωρ, πότε περιπατεί εις την γην, και πότε πετά εις τον αέρα. Ο Πλατωνίδης, νεύσας την κεφαλήν του, ως σημείον ευχαριστήσεως, και τρίψας τας χείρας του, μας είπεν, ου παντός πλειν εις Κόρινθον. Αφού δε μας ανέλυσε την Παλαιάν ιστορίαν με διάφορα ομοειδή σχήματα, μετέβη εις την νεωτέραν, και διά να εξιστορήση τους πολέμους διαφόρων εθνών, επανήλθεν εις τους λιμνοδιαίτους βατράχους, τους οποίους παρέβαλλε με τους θαλασσοκράτορας Άγγλους και τους χθονοδιαίτους ποντικούς, με τους Γάλλους, Ρώσους κ.τ.λ. Αλλού μας έλεγεν, ότι ο Φυσίγναθος Βασιλεύς της λίμνης εφέρθη με τον ξένον Ψιχάρπαγα, καθώς οι Αθηναίοι με τους Πρέσβεις των Περσών, όταν τους έρριψαν εις το φρέαρ, διά να λάβουν γην και ύδωρ. Ο Ζευς εβοήθησε τους βατράχους εις τον κατά των μυών πόλεμον, καθώς τους Ρωμαίους επί Σκιπίωνος εις την Αφρικήν, και τους Έλληνας εις την Σαλαμίνα κατά των Περσών, μόλον οπού ήτον δυσαρεστημένος από τας φωνάς των, αι οποίαι δεν άφιναν την θυγατέρα του Αθηνάν να κοιμηθή: όπερ δηλοί ότι δεν πρέπει ν' αλαλάζωμεν δεόμενοι το θείον, το οποίον γνωρίζει κάλλιστα τας ανάγκας μας και τας θεραπεύει, όταν δεν έχη λόγους αρρήτους να μας αφήση αβοηθήτους.
Καθώς ο Τυροφάγος της βατραχομυομαχίας έλεγεν, ότι και αυτόν τον άνθρωπον μυριάκις μεγαλήτερον ημπορεί να τον κακοποιήση δαγκάνων την άκραν του δακτύλου του ενώ κοιμάται, ούτω και οι μικροί των ανθρώπων ευρίσκουν πάντοτε τον τρόπον, διά να εκδικηθούν το κατά δύναμιν τας αδικίας και περιφρονήσεις των μεγάλων.
Οι ποντικοί, οι κλέψαντες το έλαιον και την θρυαλλίδα από τον λύχνον της Αθηνάς, εξεικονίζουν εναργέστατα τους φωτοσβέτας Μεγιστάνας, όσοι περιφρονούν την παιδείαν και κατατρέχουν τους πεπαιδευμένους. Αλλά, καθώς ποτέ επί βατραχομυομαχίας η Αθηνά επαίδευσε τους ελαιοφάγους ποντικούς, και επί Αυτοκρατόρων ο θεός ετιμώρησε τον καταδιώκτην της παιδείας Μιχαήλ Ψελλόν στείλας εις αυτόν επιληψίαν, ούτω και οι πεπαιδευμένοι, όταν εύρουν αρμοδίαν ευκαιρίαν, εκδικούνται τους φωτοσβέστας και φθοροποιούς πολιτικούς, ενθαρρύνοντες και βοηθούντες το υψιβόον γένος, το οποίον ταπεινώνει την οφρύν των φωτοκτόνων, των μεριδαρπάγων, των μισθογλύφων και όλων των αχθών της αρούρης.
Εύγε! υπερεύγε! έκραξαν όλοι υπομειδιώντες· και ο Παντολάβος επρόσθεσεν, ότι η τελευταία παραβολή χωρίς αστεϊσμών επέτυχε. — Πώς; μόνον αυτή; ερωτά ο Πλατωνίδης· αι άλλαι θα ειπή δεν σας ήρεσαν! Τι σκέπτεσθε; ειπέτε ελευθέρως την γνώμην σας. Εγώ δεν έχω εις διάθεσίν μου ούτε τα λιθοτομεία της Σικελίας, ούτε του Διονυσίου την δύναμιν. Οι δύο Σύμβουλοι επαρίθμησαν διάφορα αποσπάσματα, τα οποία απέδειξαν όλως διόλου ξένα. Ο Συγγραφεύς κατ' αρχάς το ηρνήθη, λέγων, ότι δεν είναι σφάλμα του, εάν άλλοι τον επρόλαβαν, και ότι πρώτην φοράν δεν συναπαντήθησαν οι μεγάλοι νόες. Αλλ’ επειδή οι αντίζηλοι ανέφεραν ρητώς τας πηγάς, ηναγκάσθη να ομολογήση ότι εδανείσθη ιδέας τινάς. Μετά ταύτα ηρώτησε και την εδικήν μου γνώμην. Εγώ δεν σε μέμφομαι, τον λέγω φίλε μου, ότι ωφελήθης από τας ιδέας των άλλων. Οι άνθρωποι, θαυμάζοντες μίαν οικίαν, απονέμουν τους επαίνους των εις τον αρχιτέκνονα, λησμονούντες τους ξυλουργούς, τους σιδηρουργούς και τους τέκτονας, οι οποίοι συνέτρεξαν εις την οικοδομήν, και έτι περισσότερον το δάσος, το λατομείον ή μεταλλείον, όθεν εξήχθη η πρώτη ύλη του οικοδομήματος, αρκεί η μεν να ήναι καλής ποιότητος, το δε έντεχνον, αναπαυτικόν και κομψόν. Ούτω και οι άνθρωποι ευχαριστούνται αναγινώσκοντες βιβλίον εμπεριέχον φυσικά, πιθανά, λογικά, εύληπτα και ηδύνοντα τον αναγνώστην πράγματα· επαινούντες δε τον επιτήδειον συγγραφέα, όστις τους διδάσκει ή τους τέρπει, αδιαφορούν εάν η ύλη ήναι ολόκληρος προϊόν του νοός του, ή εάν ήντλησε και εις ξένας πηγάς, διά να καταστήση το βιβλίον του διδακτικώτερον και τερπνότερον. Επομένως και το εδικόν σου ήθελεν είσθαι τοιούτον, εάν αι εφαρμογαί των αλλοτρίων ιδεών ήταν ευστοχώτεραι, και εάν η συγγραφή σου είχε σπουδαιότερον ή περιεργότερόν τι αντικείμενον.
Η γνώμη μου επείραξε περισσότερον τον Πλατωνίδην, παρά αι περί κλεπτολογίας κατηγορίαι των ομοτέχνων του. Διότι οι άνθρωποι υποφέρουν μάλλον να κατηγορώνται ως κακούργοι, κρυψίνοες, σφετερισταί των αλλοτρίων, παρά ως άκριτοι και αφυείς. Οργισθείς λοιπόν ήρχισε να καταφέρεται πικρώς κατά των κριτικών εν γένει, εκ των οποίων άλλοι από φθόνον κινούμενοι, και άλλοι φύσει απειρόκαλοι, ιδιότροποι ή αμαθείς, κατηγορούν απερισκέπτως όλα τα συγγράμματα. Έχεις δίκαιον, τον αποκρίνομαι, χωρίς να πειραχθώ διά τους καθαπτικούς λόγους του, οι οποίοι πλαγίως και προς εμέ απετείνοντο. Ο Σωκράτης προ πολλού το είπεν, ότι εάν ήναι δύσκολον να γράψωμεν αναμαρτήτως, είναι έτι δυσκολώτερον να μην εύρωμεν αχαρίστους δικαστάς. Οι λόγιοί μας, όσοι εγκαθιδρύθησαν Αρειοπαγίται της φιλολογίας, είτε αμβλυνόμενοι από τον φθόνον, τον οποίον κινεί η επιτυχία των άλλων, είτε νομίζοντες ως χρέος των να εύρουν ελλειπές παν βιβλίον, αναγκάζονται μεν ενίοτε να επαινέσουν εν παρόδω και ολικώς το από την κοινήν γνώμην εγκριθέν σύγγραμμα, το κατηγορούν όμως μερικώς, και βάλλοντες επί του ενός μέρους της πλάστιγγός τών τινα καλά και ωφέλιμα, επί του άλλου δε μυρίας ελλείψεις, κηρύττουν το βιβλίον ουδέτερον και άχρηστον. Οι σχολαστικοί πάλιν, αδιαφορούντες περί της ύλης και του ύφους, βάλλουν εις το βασανιστήριον της τεχνολογίας τας φράσεις και λέξεις, και ουαί εις τον δυστυχή συγγραφέα, όστις παρεκτράπη που από τους γραμματικούς κανόνας! Άγωμεν τον αμαθή και αγράμματον εις τον Γολγοθά! κράζει το σχολαστικόν συνέδριον! Το κοινόν όμως αρπάζει τον συκοφαντούμενον συγγραφέα από τας χείρας των Πιλάτων και τον στέφει με άνθινον αντί ακανθίνου στέφανον. — Καθώς επίσης το κοινόν βεβαιοί εις άλλους συγγραφείς ό,τι οι φίλοι των τους έλεγαν και εκείνοι δεν επίστευαν, λέγει ο Παντολάβος.— Εμέ υπαινίττεσαι; αποκρίνεται ο Πλατωνίδης· αλλ' εγώ ούτε εις εσάς έχω υπόληψιν ούτε εις όλον το κοινόν σας. Εγώ μόνος γνωρίζω την αξίαν του συγγράμματός μου. Το επροκήρυξα μάλιστα· διότι ημπορούν να ευρεθούν και άλλοι Αμέρικοι να οικειοποιηθούν τας ανακαλύψεις των Κολόμβων όθεν εμπόδισα πάντα άλλον να επιχειρισθή την διαπραγμάτευσιν τοιαύτης ύλης. Θα τυπώσω επομένως, και αν με κατηγορήσουν, ξανατυπόνω, διά ν' αποκρούσω τας κατηγορίας. Ο κάλαμός μου είναι γνωστός· όπου στάξει, αφίνει σημεία ανεξάλειπτα· ουαί εις όσους κινήσουν τον ανάγυρον! ουαί! εις τους ζηλοτύπους και φθονερούς!
Δεν πρέπει, τον λέγω, να συγχέης την ζηλείαν με τον φθόνον· η πρώτη είναι αίσθημα γενναίον και ειλικρινές, το οποίον κινεί εις φιλοτιμίαν και άμιλλαν τον άνθρωπον και τον κατορθώνει να μιμήται τα καλά και να υπερτερή ό,τι θαυμάζει. Το δεύτερον εξεναντίας είναι βίαιον πάθος, το οποίον μας κάμνει ν' αποκρούωμεν τους ανήκοντας εις την αρετήν ή τα προτερήματα επαίνους, και να φθονώμεν τας αμοιβάς των· πάθος άγονον, το οποίον μας κρατεί στασίμους· πάθος χαμερπές, το οποίον μας τήκει διά την υπεροχήν και επιτυχίαν των άλλων. Τα δύο αυτά πάθη ενούνται συνήθως εις τους ανθρώπους του αυτού επιτηδεύματος, των αυτών πλεονεκτημάτων της αυτής εις την κοινωνίαν θέσεως. Οι βάναυσοι και οι πολιτικοί δεν είναι παράξενον να φθονώνται· αλλ’ οι ασχολούμενοι εις τας ωραίας τέχνας δεν πρέπει να ήναι ειμή ζηλωταί των προτερημάτων. Αυτό φωνάζω και εγώ καθ' ημέραν, αποκρίνεται ο Πλατωνίδης. Ο φθόνος κυριεύει περισσότερον ημάς τους πεπαιδευμένους, παρά τους κεραμείς και τέκτονας κατά τον Ευρυπίδην. Εγώ χαίρω βλέπων ν' αυξάνη ο αριθμός των μουσοτρόφων· δεν ημπορώ όμως να υποφέρω χθεσινά παιδάρια να ενδύονται αμέσως τον φιλολογικόν μανδύαν, και να τολμούν να κρίνουν ημάς τους χάσαντας την όρασίν μας εις την γραμματικήν. Να βλέπης λ.χ. τον Π. Αργυρόπουλον, τον Α. Σαμουρκάσην, τον Α. Ραγκαβήν: τους μαθητάς μας, να συναγωνίζωνται εις την φιλολογίαν με ημάς, και να εκδίδουν επικριτικήν Εφημερίδα· να βλέπης και αυτόν τον γεωπόνον Παλαιολόγον να μας γράφη μυθιστορίας. Αλλά καλά τον εστόλισεν εις γνώριμός μου εις τον Φίλον του Λαού. — Ανέγνωσες, τον λέγω, την απάντησίν του; — Την είδα, και τόσον ηγανάκτησα, ώστε έγραψα εγώ ο ίδιος άλλην διατριβήν, διά να τον χάσω από της γης το πρόσωπον· αλλ' ο Κ. Πετζάλης δεν ηθέλησε να την καταχωρήση εις την Εφημερίδα του. — Τι τόσον ηρέθισε την χολήν σου; — Τι χειρότερον από του να εμπαίζη τους πεπαιδευμένους; — Τους σχολαστικούς μόνον, τους οποίους ούτε πρώτος, ούτε τελευταίος αυτός εσατύρισε. Χωρίς να σε αναφέρω τους νεωτέρους, όσοι εμαστίγωσαν τα εκτρώματα αυτά της φιλολογίας, σε ενθυμίζω τον εδικόν μας Λουκιανόν. Οι δοκησίσοφοι, οι ψευδοφιλόσοφοι και οι εν μισθώ συνόντες σοφοί, είναι το συνειθέστερον αντικείμενον της σατύρας του. Πότε τους δικάζει εις τον άδην, πότε τους αλιεύει, και πότε τους εκθέτει εις δημοπρασίαν, δίδων εις αυτούς διάφορα επονείδιστα επίθετα και ρητώς ονομάζων αυτούς φιλονεικοτέρους των αλεκτρυόνων, οργιλωτέρους των κυνιδίων, δειλοτέρους των λαγωών, κολακευτικωτέρους των πιθήκων, ασελγεστέρους των όνων, και αρπακτικωτέρους των γαλών. Ο Πλατωνίδης, όστις από την στενοχωρίαν του, έτρωγε τους όνυχάς του, αρκεί, αρκεί, λέγει· αυτά τα ηξεύρομεν Ο Λουκιανός είναι φλύαρος, και ας έλθωμεν εις τον μυθιστοριογράφον σου. Πού εγυμνάσθη την φιλολογίαν; εις το Αγροκήπιον της Τίρυνθος, ή εις την Γραμματείαν των Εσωτερικών, ή εις την επί της εμψυχώσεως της εθνικής βιομηχανίας Επιτροπήν; — Πρέπει λοιπόν να τρίψη τις την ζωήν του μελετών τον Λάσκαριν και τον Βαρίνον, διά να μορφώση τον νουν του και ν' αποκτήση ιδέας τινάς των ανθρωπίνων; — Λαμπράς τω όντι ιδέας έχει ο φίλος σου. — Δεν νομίζω να τας θεωρή ως τοιαύτας. — Τις ηξεύρει πόθεν εσφετερίσθη τας εικονογραφίας του. — Ούτε τόσον αφυή τον νομίζω, ώστε να ήναι ανίκανος να περιγράψη τα ήθη και τας αδυναμίας γνωστού τινος έθνους ή κλάσεως τίνος ανθρώπων, ούτε τόσον φίλαυτον, ώστε ν' αρνήται ότι εδανείσθη και άλλων ιδέας. Τούτο μάλιστα νομίζω, ότι ο ίδιος δημοσίως το εκήρυξεν· αλλά ποίος από τους συγγράφοντας ημπορεί να είπη ευσυνειδότως, ότι όλαι αι ιδέαι του είναι αυτοσχεδίαστοι; Συ ο ίδιος ηναγκάσθης να ομολογήσης προ ολίγου, ότι ευρέθης εις την αυτήν κατηγορίαν. Όλα σχεδόν τα εξήντλησαν οι άνθρωποι, και ιδέαι νέαι είναι σήμερον σπανιώταται. Η τέχνη συνίσταται εις το να τας παρασταίνη τινάς με νέον τινά τρόπον και να τας εφαρμόζη ευφυώς. Έπειτα οι ζωγραφίζοντες την κοινωνίαν μας δεν έχουν τόσην ανάγκην να μιμηθώσι· διότι ο άνθρωπος είναι ο αυτός πάντοτε σχεδόν και παντού, διά να μην ειπώ, ότι γίνεται ημέρα τη ημέρα μωρότερος, κατά τον Λαβρουιέρον, όστις είπε: «δεν παρέρχεται έτος, καθ’ ο αι ανθρώπιναι μωρίαι δεν μας χορηγούν τόμον ολόκληρον». Μάταιοι, κόλακες, ιδιοτελείς, κατήγοροι, δύσπιστοι, κρυψίνοες, δοκησίσοφοι και γελοίοι υπήρχαν και επί Θεοφράστου, όστις εχαρακτήρισε τους Αθηναίους προ είκοσι δύο εκατονταετηρίδων, υπήρχαν και επί του Γάλλου χαρακτηρογράρου, ζωγφαφίσαντος μετά εννεακόσια έτη τους συμπατριώτας του. Ούτε ο Λουκιανός, παραστήσας εις τους νεκρικούς διαλόγους του και αλλαχού το θέατρον του κόσμου, δεν έκλεψε βεβαίως τον Θεόφραστον, ή τον Αριστοφάνην, καθώς ούτε ο Ιταλός Γολδόνης, ο Γάλλος Μολιέρος και άλλοι πολλοί κωμωδοί εσύλησαν τον Λαβρουιέρον. Ο Λαφονταίνος εμιμήθη τον Αίσωπον, εμπαίξας διά μύθων τας ανθρωπίνας αδυναμίας· αλλ' εσύνθεσε και ο ίδιος νέους μύθους ευφυεστέρους των αισωπείων. Ο συγγραφεύς του Ζιλβλασίου και Χωλού Διαβόλου εμιμήθη μεν, αλλά δεν μετεγλώττισεν από το Ισπανικόν τας δύο αυτάς φημισμένας μυθιστορίας, ως τον εκατηγόρησαν. Επίσης και ο Παλαιολόγος εμιμήθη, αλλά δεν αντέγραψεν ούτε τον Γάλλον Λακάζιον, ούτε τον Ρώσσον Βουλγαρίνον, συγγράψας Ελληνικόν Ζιλβλάσιον, τον οποίον Πολυπαθή ωνόμασε.
Καθώς οι ζωγραφίζοντες σήμερον δένδρα και ίππους δεν θεωρούνται ως παραχαράκται των αρχαιοτέρων ζωγράφων, ως έχοντες προ οφθαλμών τα αυτά αντικείμενα, ούτω και οι εξεικονίζοντες τον άνθρωπον δεν ημπορούν να κατηγορηθούν ως κλεπτολόγοι, ενώ μάλιστα το ανθρώπινον γένος δεν έμεινε στάσιμον, καθώς το των αγρίων φυτών και τετραπόδων· αλλ’ αυξανομένου του πολιτισμού γίνονται οι άνθρωποι καθ' ημέραν καταγελαστότεροι. Οι τεχνίται παντοίου είδους διακρίνονται, όταν ήναι άξιοι να δόσουν νέον χρωματισμόν εις τα κοινά πράγματα. Εάν ανέγνωσες μυθιστορίας και κωμωδίας των νεωτέρων, πρέπει να ενθυμίσαι ποσάκις απήντησες τας αυτάς εικόνας, τους αυτούς χαρακτήρας, τας αυτάς ιδέας εις διαφόρους Συγγραφείς, αλλά διαφοροτρόπως εκτεθειμένας. Άλλος παριστάνει τα πρόσωπά του εις μαγικόν φανόν, άλλος εις θέατρον, άλλος εις συναναστροφήν, άλλος διά της εξομολογήσεως, άλλος ποιεί λαλείν και ενεργείν τα ζώα και δένδρα, άλλος τον Διάβολον, και άλλος τους νεκρούς.
Θα δικαιολογήσης ίσως και τας ασέμνους εικονογραφίας του πελάτου σου; — Όχι· μάλιστα τον εσυμβούλευσα να τας αποφύγη, και ελπίζω να με ακούση αν μετατυπώση. Αλλ' αι ολίγαι εκείναι τολμηραί φράσεις του Πολυπαθούς έχουν άραγε σύγκρισιν μέ τινα ασελγή μελοδράματα, με τας ανεδείς περιγραφάς της μυθολογίας μας; Εν τούτοις οι εξαγριωθέντες κατά του Φαβίνη σοβαροί ηθοποιοί, οδηγούν μεν τας γυναίκας και θυγατέρας των εις το θέατρον, διά να ιδούν τα κατορθώματα του Δονζοάνου, και του Αμαλβίβα, καθώς και τας μαστρωπίας του Κουρέως του, εξηγούν δε εις τα παιδία των τας μεταμορφώσεις του Διός, και του Ερμού του τας επιδεξιότητας. Δεν θέλω να κατηγορήσω εν γένει την μυθολογίαν· διότι ευρίσκομεν εις αυτήν διδακτικάς αλληγορίας. Ο απαθανατισμός του ωραίου Τιθωνού, όστις καταντήσας από το πολύ γήρας παλίμπαις, μετεμορφώθη παρά της Ήρας εις τέττιγα, διά να λυτρωθή από την χλεύην την θεών, μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να ζητώμεν από το θείον ο ουκ οίδαμεν. Ο Ζευς, εννοήσας την απάτην του Λυκάωνος, όστις επρόσφερεν εις αυτόν δια να φάγη παιδίον μαγειρευμένον, μας αποδεικνύει, ότι ο θεός δεν απατάται ατιμωρητί. Το κιβώτιον της Πανδώρας είναι παρηγορία του ανθρωπίνου γένους. Ο θάνατος του Ναρκίσσου παριστάνει την τιμωρίαν των αλαζόνων. Τι υψηλοτέρα ιδέα, λέγει ο Βολταίρος, από την γέννησιν της Αθηνάς; Η θεά της σοφίας γεννάται από την κεφαλήν του Πρωτοθέου! Αι δε θεαί των τεχνών, γεννηθείσαι από την Μνημοσύνην, μας ειδοποιούν, ότι χωρίς μνημονικόν δεν ημπορούμεν να ευδοκιμήσωμεν εις τας επιστήμας.
Αλλ’ αύται αι ωραίαι εικόνες, διακρινόμεναι από του μεστόν έχοντας τον νουν, είναι μεμιγμέναι με παραλογίας και αναιδή διηγήματα, την οποίων η ανάγνωσις δεν πρέπει να επιτρέπεται εις την νεολαίαν. Εγώ τουλάχιστον, εάν γείνω μίαν ημέραν πατήρ οικογενείας, όχι μόνον θ' απαγορεύσω εις τα τέκνα μου τοιαύτα θεάματα και μαθήματα, αλλ’ ακόμη και την ανάγνωσίν τινων χωρίων της Παλαιάς ιστορίας, τα οποία ο Κλήρος έπρεπε ν’ αφαιρέση από την Ιεράν Γραφήν, καθώς, καλώς ποιών, αφήρεσέ τινας ευχάς της ιεράς Μεταλήψεως, όπου επαριθμούντο και ωμολογούντο μάλιστα ως πεπραγμένα, αμαρτήματα, φέροντα φρίκην όχι μόνον εις τα αθώα παιδία, τα οποία κατ' ευτυχίαν δεν εννόουν τι ανεγίνωσκον, αλλά και εις αυτούς τους κακοηθεστέρους άνδρας.
Ο φίλος σου εσατύρισε πολλούς αξιοτίμους. — Εμαστίγωσε την κακίαν και μωρίαν. Εάν όσοι έχουν τύψιν του συνειδότος των, παραπονούνται ότι επροσβλήθησαν, εμμέσως παρ’ αυτού, οι ίδιοι προδίδονται. Η προσωπική μόνον σάτυρα βλάπτει, λέγει ο ανωτέρω σοφός, ως ενεργούσα επί του όχλου και των εκτός του όχλου μωρών και εμπαθών. Ο Αριστοφάνης, διά των σατυρικών στίχων του, προδιέθεσε τους Αθηναίους κατά του Σωκράτους. Εις το γουδίον του αθλίου αυτού, κατά τον Πλούταρχον, ποιητού, ετρίφθη το κώνιον, το οποίον επότισαν ανόητοι δικασταί εις τον εναρετώτερον των παλαιών Ελλήνων. Ο Παλαιολόγος όμως ουδένα προσωπικώς εσατύρισεν.
Όλοι σχεδόν οι ήρωές του είναι κακοήθεις ή γελωτοποιοί. — Μήπως επηγγέλθη τον αγιογράφον; Είναι αρκετοί αιώνες αφού οι όσιοι και δίκαιοι, ομού με τους μάρτυρας, κατήντησαν εις άκρον σπάνιοι. Έπρεπε λοιπόν ν' αποδόση εις τους ανθρώπους τα όσα δεν έχουν αισθήματα και αρετάς;
Τους εζωγράφισε τοιούτους, ως είναι οι περισσότεροι, όπως τους φέρει εις συναίσθησιν η εικών των, παριστανομένη με όλην την δυσειδίαν της, ή τουλάχιστον προξενήση τρόμον εις τους λοιπούς η κακία. Οι παλαιοί Σπαρτιάται εμέθυαν επίτηδες τους είλωτας, και τους επαρουσίαζαν εις τους νέους, διά να τους εμπνεύσωσιν απαίχθειαν κατά της οινοποσίας. Εάν έκλεξε χαρακτήρας κωμικούς και αστείους, ούτοι νομίζω ευχαριστούν περισσότερον τους αναγνώστας, παρά οι σοβαροί και μελαγχολικοί, οι οποίοι, μεταδιδόμενοι εις την φαντασίαν, σφίγγουν την καρδίαν των ακροατών. — Ο Κυρ Ηθολόγος σου, όστις ζητεί να διορθώση τον κόσμον, ομοιάζει τον φαρμακοπώλην εκείνον, όστις επώλει ιατρικόν εναντίον του βηχός, και υπέσχετο εντελή απαλλαγήν εις τους πάσχοντας, ενώ επνίγετο από τον βήχα ο ίδιος, και πολλάκις διεκόπτοντο τα διαλαλήματά του. — Είναι μακράν από του να θεωρή τον εαυτόν του αμέτοχον των ανθρωπίνων αδυναμιών· όθεν εις τον πρόλογόν του, δια ν' αποφύγη τοιαύτας κατηγορίας, υπεγράφη ομοιοπαθής του κοινού προς ο αποτείνεται· καθώς επίσης μετριοφρονών περί των γνώσεων και της παιδείας του, ερωτά, ακούει, και ωφελείται από τας συμβουλάς των ειλικρινών φίλων.
Εκείνο τι ύφος! τι γλώσσα κοινή! — Είναι, νομίζω, η καθομιλουμένη σήμερον. — Αυτή είναι κατάλληλος εις τας εφημερίδας, αλλ’ όχι και εις όσους συγγράφουν βιβλία, όπου πρέπει να φαίνεται ο τύπος της αρχαίας γλώσσης μας. Αγκαλά όλοι σχεδόν οι Συγγραφείς των νέων εργοστασίων μας είναι χυδαίοι, και εις τα συγγράμματά των δεν απαντάς ούτε υψηλάς και υπερφυσικάς ιδέας, ουδέ μεγάλην νοός φαντασίαν, ουδέ εκφράσεις δυσκαταλήπτους, αι οποίαι κινούν την περιέργειαν και τον θαυμασμόν των πεπαιδευμένων. — Ό,τι δεν είναι σύμφωνον με την φύσιν, φίλε μου, δεν ημπορεί να ήναι ωραίον. Όσον το κατ' εμέ, προτιμώ το εύληπτον και γλαφυρόν ύφος από το πεφυσημένον και δυσκατάληπτον, καθώς και τας απλάς και κομψάς από τας υψηλάς και νεφώδεις ιδέας. — Το εκατάλαβα· δι’ αυτό δεν σε ήρεσα και εγώ· αλλ’ όλοι δεν έχουν την απειροκαλίαν σου· ας τυπώσω, και βλέπεις τους επαίνους πώς θα πίπτουν βροχηδόν επί της βατραχομυομαχίας μου. — «Απ' αγράμματον μωρόν, μωρός σοφός μωρότερος» — Ο Παντολάβος, ιδών την επιμονήν του σχολαστικού, τον λέγει ειρωνικώς. Ημείς ας είσθημεν, σοφολογιώτατε! Τύπωσε χωρίς να χάσης καιρόν. Σε βεβαιώ ότι το σύγγραμμά σου είναι θαυμάσιον, και θ' αναγνωσθή καθ' όλην την εις τα τετραπέρατα του κόσμου ελληνικήν φυλήν· θα μεταγλωττισθή εις όλας τας διαλέκτους· οι μουσικοί, οι ποιηταί, οι ζωγράφοι, οι γλυφείς θα μιμηθούν πολλά τεμάχιά σου· ο λαός θα έχη τα περισσότερα εις το στόμα του· οι φιλόλογοι θα δανεισθούν ύλην προς σύνθεσιν νέων δραμάτων και μυθιστοριών· οι τυπογράφοι θα πλουτίσουν εξαιτίας σου· τέλος θα καταντήσουν να τυπώσουν πολλάς εικόνας σου και εις αυτά τα ρινόμακτρα, εις τα οποία συνειθίζουν σήμερον να τυπόνουν όλα τα μεγάλα συμβάντα. Ο Πλατωνίδης είχε μεν φιλολογικήν φιλοδοξίαν, αλλά δεν απεφάσιζε να θυσιάση ούτε εις αυτήν το αργύριόν του, πριν βεβαιωθή, ότι θα το συνάξη μετά κέρδους. Όθεν έστειλε πανταχού αγγελίας, έγραφε γράμματα επί γραμμάτων εις τας Επαρχίας, επαρουσίαζε τυπωμένα γραμμάτια εις όσους απήντα διά να υπογραφθούν συνδρομηταί, εκολάκευε τους μεν, υποσχόμενος να τους εγκωμιάση, επαπείλει τους δε ότι θα τους υβρίση· αλλ’ οι μεν, αισχυνόμενοι να επαινώνται από τοιούτους αγύρτας, οι δε, περιφρονούντες τας ύβρεις των, απεποιούντο την συνδρομήν· όθεν ανέβαλε την τύπωσιν της βατραχομυομαχίας εις ευτυχεστέρας ημέρας. Δια να θεραπεύση εν τούτοις την γλωσσαλγίαν των, εξηκολούθη να γράφη ανωνύμους διατριβάς, επικρίνων δήθεν φιλολογικώς και υβρίζων καπηλικώς τους νέους Συγγραφεις, οι οποίοι από το στρυφνόν λεκτικόν και την εμπαθή επίκρισιν, εγνώριζαν τον σχολαστικόν και χολήρρυτον κάλαμον του Πλατωνίδου, όστις κατήντησεν η γενική των λογίων περιφρόνησις.
Όσον διά το προεκδοθέν πόνημά του, το οποίον μας είχεν εκθειάσει, ήτον πραγματεία περί κανθαρίδων, ομού με παράρτημα ιατρο-φυσικο-ιστορικο-φιλσοσοφικόν. Αλλ’ οι μεν φιλόλογοι είχαν μάθει προηγουμένως παρ’ άλλου πόθεν παράγεται και τι παράγει ο κάνθαρος, οι δε εντομολόγοι δεν επερίμεναν να μάθουν το γένος, ουδ’ οι ιατροί την χρήσιν, ουδ’ οι φαρμακοποιοί το διάπλασμα του καυστικού τούτου ζωυφίου. Οι τελευταίοι δεν ηθέλησαν να δεχθούν τα βιβλία του, ουδ’ αντί των γονιμοποιών ιατρικών όσα είχαν χορηγήσει την Σεβαστήν. Ματαίως ηθέλησε να τα δόση αντί του χρέου του εις τον υποδηματοποιόν και τον ράπτην του, κατά το παράδειγμά τινων άλλων συναδελφών. Αλλ’ εκείνων αι συγγραφαί έχουν τουλάχιστον χρωματισμόν πατριωτισμού, και ημπορούν να δελεάσουν, ή ως βωμολόχα να διασκεδάσουν τους βαναύσους. Ο Πλατωνίδης είχε στείλει την κανθαρολογίαν του δωρεάν είς τινας φιλολόγους εκ των ιατρών, επ' ελπίδι να τον επαινέσωσιν. Όθεν πολλάς ημέρας περιήρχετο τας οικίας των, διά να μάθη τι φρονούν· αλλ' ουδείς περί τούτου ούτε γρυ τον ανέφερεν. Εζήτει να φέρη τον λόγον επί κανθαρίδων, αλλ' εκείνοι τον απεκρίνοντο περί αυλητήρων. Επαρατήρει να ιδή εάν ανεγνώσθη το βιβλίον του· αλλ’ ω της απελπισίας! ουδέ τα φύλλα του ήταν κομμένα. Άμα διενείμοντο αι Εφημερίδες της Πρωτευούσης, έτρεχεν εις τα καφφενεία, διά να παρατηρήση εάν γίνεται λόγος περί της πpαγματείας του· αλλ’ οι Εφημεριδογράφοι είχαν άλλα ουσιωδέστερα να γράψουν. Απελπισθείς, συνθέτει ο ίδιος κατά του βιβλίου του μετρίως κατηγορικήν διατριβήν και με ξένην υπογραφήν την δημοσιεύει. Μετά ταύτα γράφει αναιρετικόν άρθρον πάλιν ανώυμον, και εγκωμιάζει το πόνημά του· αλλ’ ουδέ το στρατήγημα τούτο επέτυχε. Σιωπή πανταχόθεν. Απειρόκαλοι και άμουσοι άνθρωποι! συνωμόσατε, λέγει, να με αηδιάσετε από την φιλολογίαν· αλλ' εγώ θα γράψω και θα ξαναγράψω. Εάν σεις δεν ήσθε ικανοί να υψωθήτε μέχρι των γνώσεών μου, διότι είναι υπεράνω του αιώνος σας, οι μεταγενέστεροι θα τας εκτιμήσουν επαξίως. Και αμέσως επεχειρίσθη την βατραχομυομαχίαν του.
Ενώ η Σεβαστή ματαίως επεκαλείτο την βοήθειαν των Αγίων, περιήρχετο τα μεταλλικά λουτρά, και εδοκίμαζεν όλα τα μαιευτικά βότανα, διά ν' αποκτήση απόγονον, η αδελφή της Πηνελόπη, και τοι έχουσα σύζυγον προβεβηκότα, συνέλαβεν εν γαστρί άνευ θείας ή ιατρικής αντιλήψεως. Ο κόσμος εσχολίασε την σύλληψιν ταύτην, ήτις τωόντι επεδέχετο υποψίας. Η στενή σχέσις του Πανουργιάδου και η νυχθήμερος παρουσία του εις την οικίαν του Ταυροπούλου έγεινε μέγα σκάνδαλον εις την πόλιν, και αι δυσφημίαι έφθασαν εις τα ώτα των συγγενών, εκτός του ανδρός· διότι οι άνδρες τελευταίοι από όλους μανθάνουν, ή διόλου δεν μανθάνουν τα τοιαύτα αδόμενα. Οι γονείς έκαμάν τινας πλαγίας παρατηρήσεις εις τον γαμβρόν των αλλ’ αυτός δεν εδύνατο να τας εννοήση. Η Πηνελόπη διεμαρτύρετο κατά των συκοφαντών. Η Ευφροσύνη και η Χαρίκλεια, αίτινες εσύχναζαν ενίοτε την αδελφήν των, διέκοψαν τας σχέσεις των ιδούσαι, ότι περιφρονεί την κοινήν υπόληψιν, και δεν απομακρύνει την αιτίαν του σκανδάλου. Η Ευφροσύνη, αν και δυστυχεστάτη εις την συζυγίαν της είχε παρηγορίαν την αρετήν της, ήτις, επαναπαύουσα την συνείδησιν ανακουφίζει τα δεινά μας, και την συμπάθειαν των ανθρώπων, ήτις μας αποζημιοί διά τας καταδρομάς της Ειμαρμένης. Η Χαρίκλεια μόνη εγνώριζεν όλον το μέγεθος των κακώσεων, όσας υπέφερεν η αδελφή της εκ μέρους του φαυλοβίου ανδρός. Η Χαρίκλεια ήτον η μόνη και ειλικρινής φίλη της Ευφροσύνης. Εις αυτήν και εγώ την έβλεπα ενίοτε και εθαύμαζα τας γλυκείας και θρησκευτικάς παρηγορίας, με τας οποίας εζήτει να ενισχύση και της αδελφής της και την εδικήν μου καρτερίαν, αν και η ιδία είχεν ανάγκην παραμυθίας. Αλλά την ανάγκην αυτήν εγνώριζεν αύτη μόνη και εγώ, όστις, ως πλέον ανυπόμονος και ολιγόψυχος, δεν ήμην ικανός να παρηγορήσω την πάσχουσαν καρδίαν της. Ενίοτε οργιζόμενος κατά της τυφλής θεάς, εις της οποίας τους πόδας ευρισκόμεθα όλοι, διατί, φαντασιώδης Ειμαρμένη! έλεγα, μ' έδωκας καρδίαν ευαίσθητον και την άφησες ν' αγαπήση άλλην καρδίαν, η οποία φαίνεται μεν να επλάσθη διά την εδικήν μου, αλλ’ ανυπέρβλητα εμπόδια ανθίστανται εις την ένωσίν των; — Αι καρδίαι μας, αποκρίνεται η Χαρίκλεια, δεν είναι σφικτότατα ηνωμέναι και αιώνια; Τι περισσοτέραν ένωσιν ζητείς, φίλτατε; — Έχεις δίκαιον ... αλλά τρέμω μη χάσω και αυτήν την παρηγορίαν. Ο θείος σου ζητεί, έμαθα, να σε υπανδρεύση, και φοβούμαι ότι αργά ή ογλίγωρα, θα πιω το ποτήριον τούτο. — Ο θείος μου με αγαπά, και δεν παραβιάζει την θέλησίν μου. Εγώ τον εζήτησα την χάριν να με αφήση να τον γηροκομήσω, και μετά την αποβίωσίν του θα έμβω εις μοναστήριον. — Συ εις μοναστήριον; Ο Δημιουργός αυτός δεν δέχεται τοιαύτην θυσίαν· διότι επλάσθης διά να θαυμάζεται εις σε η εντέλεια των πλασμάτων του, επλάσθης διά να καθωραΐσης τον κόσμον του με άλλα πλάσματα. — Ερυθριώ διά τους υπερβολικούς επαίνους σου, είπεν η Χαρίκλεια, ρίψασα χαμαί τα όμματά της, ενώ η όψις της εχρωματίσθη ως το ωραιότερον των ερυθρών ρόδων Α! τι έδιδα αυτήν την στιγμήν, εάν με ήτον συγχωρημένον ν' ασπασθώ το θείον αυτό πρόσωπον! θείον το ονομάζω, διότι είναι τωόντι καθ' όλην την εικόνα του θεού και καθ' ομοίωσιν.
Ας επανέλθω εις την οικίαν του Ταυροπούλου, όπου ετοιμάζονται νέαι κωμικαί σκηναί. Όταν η Πηνελόπη τον έδωκε την περί της κυοφορίας της αγγελίαν, τοσαύτην χαράν ησθάνθη, ώστε έπεσεν εις λειποθυμίαν. Επαναλαβών, βοηθεία του Πανουργιάδου, τας αισθήσεις του, άρχισε να πηδά, να χορεύη τον στρόβιλον με τον φίλον του, ν' ασπάζεται πότε αυτόν και πότε την γαστέρα της συζύγου του, και να κράζη ενθουσιασμένος: είμαι πατήρ! θα γείνω πατήρ! τι ευχαρίστησις! τι δόξα! τι αγαλλίασις! Μετά ταύτα εξέρχεται με βίαν από την οικίαν, τρέχει εις όλους και όλας τους και τας γνωρίμους του, ευαγγελιζόμενος την ευτυχίαν του, την οποίαν διηγείται και εις τα παιδία και εις τους υπηρέτας, και εις τον σανδαλοποιόν και ράπτην του, και εις όσους απαντά εις τον δρόμον. Τέλος, ευρίσκει τον Κ. Παπαδόπουλον και τον δίδει εν τάληρον, διά να καταχωρήση εις την Φήμην την χαρμόσυνον ταύτην αγγελίαν.
Εν τούτοις η κυοφορία προώδευε και η έγκυος ήτον υποκειμένη εις συχνάς επιθυμίας, τας οποίας μετά σπουδής εθεράπευεν ο τρισμακάριος σύζυγος, διά να μη συμβή απόβαλσις, αν και τούτο δεν το πιστεύουν οι σημερινοί ιατροί. Μεταξύ των ορέξεων της Πηνελόπης ήσαν τινές πολύ παράξενοι· διά να σώση δε την μητέρα και το βρέφος ο φιλόστοργος πατήρ, την εκουβάλει πότε από τον Πειραιά οστρακοδέρματα διά να γευθή, πότε σπάνια άνθη από τον εις Αγγελοκήπους ανθώνα του Κ. Βοτζάρη, δια να οσφρανθή, και μίαν ημέραν αυτόν τον ίδιον Πανουργιάδην, τον οποίον επεθύμησεν εξαίφνης να ιδή. Ιδού ανήρ σπουδάρεσκος και υποχρεωτικός!
Έφθασε τέλος η ημέρα των γενεθλίων, και ο Ταυρόπουλος επερίμενεν εις άλλο δωμάτιον ανυπόμονος να μάθη το γένος του τέκνου. Παρευρέθη δε και ο Παντοφάγος μετ' εμού και του Πανουργιάδου όστις ήτον εκ των ων ουκ άνευ. Η Σεβαστή επηγαινοέρχετο εις την κοιλοπονούσαν, και μας έφερεν ειδήσεις, πότε μεν στενάζουσα διά την ιδίαν της ατεκνίαν, πότε δε γελώσα δια τας παραφοράς του γαμβρού της, όστις, ενώ διέστρεφε κωμικώς τα πρόσωπόν του ακούων τας φωνάς της μητρός, εχοροπήδα συγχρόνως από την χαράν του συλλογιζόμενος, ότι μετά τινας στιγμάς θα γείνη, ή τουλάχιστον θα ονομασθή, πατήρ. Εν τω μεταξύ εξήλθε και ο Πλατωνίδης από την Πηνελόπην, την οποίαν ως ιατρός εισήλθε να επισκεφθή. Χαίρετε, λέγει φίλων άριστοι! πάντα ίλεω και πανταχόθεν αίσια τα ιερά. Και ο τοκετός ράστος, και άρρεν το τεχθησόμενον. — Περί τούτου δεν αμφίβαλλα, λέγει ο πατήρ· διότι των γονέων μου και πάππων μου οι πρωτότοκοι ήσαν όλοι άρρενες. — Απόθανε Διαγόρα! διότι δεν σε έμεινεν άλλο να επιθυμήσης, είπαν οι θεαταί εις τον Ρόδιον αυτόν αθλητήν, φερόμενον επί των ώμων των νικησάντων εις τους αγώνας υιών του, και αμέσως ο γέρων από την χαράν του εξέπνευσεν. Απόθανε λοιπόν, συγγαμβρέ μου, και συ, αφού απέκτησες τέκνον, και μάλιστα υιόν. — Θαυμάζω το μνημονικόν σου, λέγει, ο Παντολάβος, αλλ’ η ευχή σου δεν πιστεύω ν' αρέση εις τον φίλον μας. — Όχι, αποκρίνεται ο Ταυρόπουλος· επιθυμώ να ζήσω, διά να δόσω εις τον υιόν μου λαμπράν ανατροφήν· θα τον στείλω εις την Ευρώπην να σπουδάση· θα εξοδεύσω να περιηγηθή τον κόσμον· θα τον βάλω εις το στρατιωτικόν, διά να διαπρέψη, να νικήση τους εχθρούς, και ν' απαθανατίση το όνομα του πατρός του. Ιδού! ως τον βλέπω έμπροσθέν μου με επωμίδας Στρατηγού και περικεφαλαίαν. Τι ηρωικόν ανάστημα! Τι πρόσωπον πολεμικόν! Πλησίασε να σε ασπασθώ ανδρείον τέκνον μου! Αλλά πώς να τον ονομάσωμεν, φίλοι μου; Ο Πανουργιάδης επρότεινε να τον δόσουν όνομα χριστιανικόν, ο Πλατωνίδης ελληνικόν, ο Παντολάβος μυθολογικόν. Ενώ δε ο πατήρ εσυλλογίζετο ποίον να προτιμήση μεταξύ Αλεξάνδρου, Αχιλλέως και Άρεως, εισέρχεται η Σεβαστή και μας λέγει ότι εγεννήθη θυγάτηρ. Ο Ταυρόπουλος απεσβολώθη μίαν στιγμήν, αλλά παρηγορηθείς αμέσως λέγει: και η θυγάτηρ καλή, ίσως προτιμοτέρα μάλιστα· διότι, έχων αυτήν πάντοτε πλησίον μου, θα φροντίσω καλήτερα περί της αγωγής της, δίδων εις αυτήν τους πρώτους διδασκάλους. Ναι· η Αθηνά μου, (διότι Αθηνά θα την ονομάσω,) θα γείνη το καύχημα των γονέων της, και αξία της ερασμίου μητρός της. — Να δόση ο θεός μόνον να μην ήναι υπνοβάτρια, λέγει ο Παντολάβος. — Ας έχη την ευφυίαν και ερασμιότητα της μητρός της, και ας έχη και τα μικρά της ελαττώματα, αποκρίνεται ο καλόβολος σύζυγος. Εγώ δεν αμφιβάλλω, επαναλαμβάνει ο γαστρονόμος, ότι το θυγάτριον θα γείνη ευφυές· διότι η φύσις αποζημιόνει τα τέκνα της. Αλλά φοβηθείς μην εννοήσουν την αλληγορίαν, το χάρισμα αυτό, προσθέτει, είναι πατροπαράδοτον. Ο πατήρ της, όστις μας ομολογεί, ότι δεν έμαθε πολλά γράμματα, είναι πλήρης γνώσεων. — Ο Ταυρόπουλος, υψώσας τον λαιμοδέτην και την κεφαλήν του, ο ευφυής άνθρωπος, λέγει, δεν έχει ανάγκην να μάθη τι διά να το ηξεύρη· τότε τι ωφελεί το πνεύμα; — Οι ευήθεις, καθώς και οι ματαιόφρονες, είναι εύπιστοι· οι πρώτοι, στερούμενοι πνεύματος, είναι ανίκανοι να κρίνωσι και να παραβάλλωσι τους άλλους με τον εαυτόν των· η δε υπερφιλαυτία των δευτέρων δεν τους συγχωρεί να αμφιβάλλουν, ότι έχουν προτερήματα. Ιδού η εικών των δύο συγγάμβρων!
Ο Ταυρόπουλος, επιθυμών να ίδη το τέκνον του, τρέχει εις το άλλο δωμάτιον, και επιστρέφων ρίπτεται επάνω μας, μας καταφιλεί και κράζει ενθουσιασμένος, ωραίον πλάσμα! εύρωστος, ευσχημάτιστος, όμμα ζωηρόν, φυσιογνωμία αγχίνους, μειδίαμα ουράνιον! — «H Χελώνα το παιδί της αγγελόπουλον το κράζει», ψιθυρίζει χαμογελών ο προγάστωρ. — Γελάς με την χαράν μου, Παντολάβε; δεν ετεκνοποίησες διά να αισθανθής το πατρικόν φίλτρον. Ηξεύρεις τι είπεν εις Βασιλεύς; Πώς τον ονομάζουν, σύγγαμβρέ μου; — Εννοείς τον Ερρίκον Δ’, όστις επεριπάτει με τα τέσσαρα, φέρων επί της ράχης του τα τέκνα του, και τον οποίον μίαν ημέραν, εισελθών Πρέσβυς τις εξαίφνης εις το δωμάτιόν του, τον εύρεν εις αυτήν την διάχυσιν. Ο Βασιλεύς όμως, χωρίς να ταραχθή από την θέσιν του, ηρώτησε τον αλλοδαπόν, εάν έχη τέκνα, και ακούσας το ναι, εξακολουθώ λοιπόν, τον απεκρίθη, την περιοδείαν μου. Και εγώ τον ενθουσιασμόν μου, λέγει ο Ταυρόπουλος, δράξας το προσκεφάλαιον και σφίγγων αυτό εις τας αγκάλας του. Σε παρακαλώ, σύγγαμβρε, να κάμης τινάς στίχους εις την Αθηνάν μου! — Επεθύμουν, αποκρίνεται ο Πλατωνίδης, μάλλον να ήμαι Αχιλλεύς ή Αύγουστος, παρά Όμηρος ή Βιργίλιος. — Δηλαδή, λέγει ο Παντολάβος, επροτίμας να τεκνοποιήσης παρά να υμνήσης τας τεκνοποιίας. Μην απελπίζεσαι όμως· η Σάρρα εγέννησεν εις το εννενηκοστόν έτος της, και η Άννα εις το εβδομηκοστόν. — Η Σεβαστή, ήτις έμβαινεν αυτήν την στιγμήν, ακούσασα την σύγκρισιν, έρριψε βλέμμα οργίλον προς τον προγάστορα, και τον είπε με υψηλήν φωνήν: μάλιστα, Κύριέ μου, να το ηξεύρης ότι θα γεννήσω, και μάλιστα πολύ ογλίγωρα, εις το πείσμα των εχθρών μου. Ή νομίζεις ότι εξ αιτίας της ηλικίας μου δεν έμεινα έγκυος; Μήπως όλαι αι γυναίκες γεννούν άμα υπανδρευθούν; Εγώ άφησα επίτηδες μάλιστα να περάση ολίγος καιρός, διά να μην έμβω αμέσως εις τα βάσανα και βλαφθή η φρεσκέτζα μου: δηλαδή η ταζεδικότης και ανθηρότης μου. Επειδή όμως ήρχισαν να παρεξηγούν αυτήν την άργηταν θα συλλάβω εν γαστέρι άνευ αναβολής. — Αυτήν την ελπίδα είχε δόσει χρησμολόγος τις Αθίγκανος εις την Σεβαστήν, ήτις είχε τόσην έφεσιν τεκνοποιίας, ώστε επλήρονεν αδρά εις όσους την υπέσχοντο, ή την επροφήτευαν τοιαύτην ευτυχίαν.
Ανάδοχος της νεοτεχθείσης έπρεπε φυσικώ τω λόγω να γείνη ο Πανουργιάδης, όστις εζήτησε συνανάδοχον την Χαρίκλειαν· αλλ’ αύτη, προφασισθείσα δυσδιαθεσίαν, το απέφυγεν. Όθεν ο κλήρος έπεσεν επί της Σεβαστής. Μετά την τελετήν, ενώ ο οικοδεσπότης κρατών την νεοφώτιστον εις τας αγκάλας του, της έδειχνε κατά σειράν εις τους προσκεκλημένους, και επηρίθμει τα ενεστώτα και μέλλοντα προτερήματά της, ακούεται μέγας θόρυβος, όστις έσυρεν έξω την ομήγυριν. Η Σεβαστή, ήτις έλαβε συμπάθειαν εις τον κουμπάρον της, και τον εζήτει διά να τον ερωτήσει κατ' ιδίαν, αν, ως πολύπειρος, γνωρίζη, ιατρικόν τι διά τεκνοποιίαν, τον ευρίσκει εξαίφνης αστειευόμενον μετά της αδελφής της με συζυγικήν οικειότητα. Δεν εξετάζομεν το κινήσαν την Σεβαστήν πάθος ή αίσθημα. Το βέβαιον είναι, ότι η συνέντευξις της Πηνελόπης με τον Πανουργιάδην την παρώξυνε τόσον, ώστε επέπεσεν επ' αυτής και συνεκροτήθη μάχη πεισματώδης. Αι κραυγαί τον μαχομένων αντήχησαν εις όλην την οικίαν. Οι προσκεκλημένοι, αφού έμαθαν τα διατρέξαντα, εξήλθαν διά να τα διηγηθούν εις όσους περί τούτων αμφίβαλλαν. Το συμβάν αυτό σχολιασθέν, χρωματισθέν και καλλωπισθέν, διεδόθη εις όλην την πόλιν· διότι αι κακαί φήμαι έχουν διπλά πτερά, και οι άνθρωποι χωρίς αμφιβολίαν πιστεύουν τα σκανδαλώδη, όσα μάλιστα έχουν πιθανότητα. Ο Πανουργιάδης έφυγε κακήν κακώς, αι δύο αδελφαί έκειντο λειποθυμισμέναι και ο πτωχός Ταυρόπουλος, με την Αθηνάν εις τας χείρας, επροσπάθει να τας βοηθήση.
Δέκα πέντε ημέραι παρήλθαν μετά την σκηνήν ταύτην, καθ' ας η Πηνελόπη δεν εξήλθε παντελώς από τον κοιτώνα της. Ο Ταυρόπουλος ευρίσκετο εις άκραν μελαγχολίαν· διότι, αν και δεν τον εξήγησαν σαφώς τα διατρέξαντα, τα υπωπτεύετο. Μ’ όλα ταύτα, είτε επειδή οι άνθρωποι φύσει δεν αγαπούν να δίδουν πίστιν εις ό,τι τους δυσαρεστεί, ενώ ευκολώτατα πιστεύουν τα ευάρεστα, είτε επειδή ηγάπα πολύ την Πηνελόπην, και τα σφάλματα των ηγαπημένων παραβλέπονται, είτε από ευήθειάν του, εζήτει να συμφιλιωθεί με την γυναίκα του αφού βεβαιωθή, ως ήλπιζε, περί της αθωότητός της· όθεν κατόρθωσε να τον δεχθή εις τον κοιτώνα της. Η Πηνελόπη, ήτις ενόμιζεν ότι ο ανήρ της έμαθε το συμβάν, ιδούσα αυτόν αμφιβάλλοντα, αντί να τον ζητήση συγχώρησιν, επαραπονέθη διά την άδικον υποψίαν του, και έκλαυσε με τα σωστά της. Τα δάκρυα κατέπεισαν τον σύζυγον, ότι η γυνή του ήτον αθώα, και εζήτησεν αυτός παρ' εκείνης συγχώρησιν. Η συμφιλίωσις επεσφραγίσθη με εν πύρινον φίλημα, το οποίον η Πηνελόπη παρά συνήθειαν έδωκεν εις τον άνδρα της, και η έλαφος έγεινε πραοτέρα του αρνίου. Σεις αι γυναίκες είσθε μάγισσαι τωόντι, την λέγει μειδιών ο ουρανοκληρονόμος. Σας επιπλήττομεν, σας κακίζομεν, σας καταρώμεθα, και πάλιν εις εσάς επιστρέφομεν. Εν τούτοις, διά το ασκανδάλιστον ο Ταυρόπουλος απεφάσισε να διακόψη τας μετά του Πανουργιάδου σχέσεις του· όθεν μη δυνάμενος ούτος να βλέπη εις το εξής την Πηνελόπην, συνεννοείτο μετ' αυτής δι’ αλληλογραφίας.
Κατά συμβουλήν του Ιακώβου, ο Ταυρόπουλος πρότινος καιρού έπαυσε να ομιλή την γυναίκα του περί των παλαιών ανδραγαθημάτων και των νέων του σχέσεων. Ο δε σύγγαμβρός του τον εσυμβούλευσε ν' αναγινώσκη εις αυτήν την Συμβουλήν προς την θυγατέρα μου: ηθικόν σύγγραμμα του Κάμπη, μεταφρασθέν παρά του Κ. Λ. Ραγκαβή. Αλλ’ η κακία είχε ριζωθή πλέον εις την καρδίαν της Πηνελόπης, και τα θεραπευτικά ήσαν ατελεσφόρητα. Ενώ λοιπόν μίαν ημέραν ο Ταυρόπουλος την εξήγει τα χρέη της εναρέτου συζύγου προς τον άνδρα, η γυνή του, καλεσθείσα από την δούλην, εξήλθε βιαίως, αφήσασα τον σύζυγον ν' εξακολουθή εν ανέσει την ηθολογίαν του. Μετά την επιστροφήν, ερωτηθείσα περί της αιτίας της εξόδου, όλα, αποκρίνεται, δεν πρέπει οι άνδρες να τα εξετάζουν και να τα ηξεύρουν· διότι συμβαίνουν εις την οικίαν πολλά πράγματα, τα οποία η φρόνιμος σύζυγος τα εξομαλύνει, χωρίς να ταράξη την ησυχίαν του οικοδεσπότου· και τούτο πρέπει να το λέγη ο Κάμπης. Εντοσούτω ο Ταυρόπουλος επαρατήρησεν, ότι τα δάκτυλά της ήσαν μελανωμένα, και την ηρώτησεν αν έγραψε. Μάλιστα, αποκρίνεται χωρίς δισταγμόν· έγραψα τα έξοδα. Η Ροζίνα του Βαρβιέρη επροφασίσθη ότι έγραψε μουσικήν. Επειδή δε την παραμονήν είχεν ιδεί ο Ταυρόπουλος αυτό το Μελόδραμα εις το θέατρον, συνέλαβεν υποψίας κατά της συζύγου του, και παρατηρών με προσοχήν βλέπει γράμμα, του οποίου η άκρα εξήρχετο από το στήθος της. Ερωτηθείσα η Πηνελόπη, αποκρίνεται αμέσως, ότι είναι της Σεβαστής. Αι γυναίκες έχουν ευφυίαν, και ετοιμολογίαν εις πάσαν περίστασιν. Επειδή όμως τον εφάνη ως να εγνώρισε εις την επιγραφήν τον χαρακτήρα του ποτέ στενού φίλου του, εζήτησε να ιδή το γράμμα. Η γυνή δεν το δίδει. Ο ανήρ δοκιμάζει να το αποσπάση με βίαν. Η συμβία το υπερασπίζεται γενναίως, και, δαγκώνουσα την τολμηράν χείρα, την αναγκάζει ν' αποσυρθή άπρακτος. Ο σύζυγος οργίζεται τότε σπουδαίως και ζητεί να μεταχειρισθή την δύναμίν του. Η Πηνελόπη προσποιείται σπασμούς, και σφίγγει τον λαιμόν του Ταυροπούλου τόσον δυνατά, ώστε αναγκάζεται να κράξη πάλιν εις βοήθειάν του την δούλην. Εννοήσατε βεβαίως, ότι το γράμμα ήτον τωόντι του εραστού της εις το οποίον εξήλθεν η Πηνελόπη διά ν' αποκριθή, ενώ ο ανήρ της την εδίδασκε την ηθικήν!!
Αι υποψίαι του Ταυροπούλου ανενεώθησαν λοιπόν πάλιν, και μην έχων εις ποίον άλλον να καταφύγη, εζήτησε την συμβουλήν του συγγάμβρου του, τον οποίον, θεωρών ως σοφόν άνδρα, υπελήπτετο και ήλπιζε να τον συνδράμη, διά ν' ανακαλύψη την απιστίαν της συζύγου του, ή να βεβαιωθή περί της αθωότητός της· τούτο δε κατά προτίμησιν, καθώς όλοι οι άνδρες, και αυτός εκ ψυχής εύχετο. Όλα πιθανά, λέγει ο φιλόσοφος· εις τα αντίτυπα της προμήτορός μας Εύας δεν πρέπει ευκόλως να πιστευώμεθα· αλλ' ούτε πρέπει να τα καταδικάζωμεν πάλιν πριν βεβαιωθώμεν. Δεν είναι δε δύσκολον να εξιχνιάσωμεν την αλήθειαν. Ο Κέφαλος Βασιλεύς της Φωκίδος, επιστρέφων μετά οκταετή απουσίαν εις την οικίαν του αγνώριστος, και επιθυμών να δοκιμάση την πίστιν της γυναικός του, την επρόσφερε χρήματα πολλά και γυναικεία καλλωπίσματα, δι' ων κατέπεισε την γυναίκα του ν' αφεθή εις αυτόν. Όθεν και ημείς πρέπει να τεχνευθώμεν ανάλογόν τι. Δεν είναι δύσκολον να μιμηθώμεν τον χαρακτήρα του Πανουργιάδου. Ας γράψωμεν λοιπόν εκ μέρους του εις την Πηνελόπην, διά να ίδωμεν τι θ' αποκριθή. Η επίνοια ήρεσεν εις τον σύζυγον και επιστόλιον παθητικώτατον εσυντάχθη παρά του πανεπιστήμονος, όστις διά ν' απατήση καλήτερα την γυναικαδέλφην του, ύβριζεν εκ μέρους δήθεν του Πανουργιάδου τον άνδρα της, καλών αυτόν ευήθη, ζηλότυπον και κακοηθέστατον. Η απάντησις έφθασεν αυθημερόν, και η Πηνελόπη ου μόνον ενέκρινεν όλα τα επίθετα, όσα έδωκεν ο εφευρετής του στρατηγήματος εις τον άνδρα, αλλά και εδέχθη ασμένως την οποίαν εζήτησε δήθεν ο εραστής της συνέντευξιν. Έξω φρενών ο Ταυρόπουλος, ρίπτει κατά γης τον σκούφον του, κτυπά τους πόδας του, βρυχάται ως ταύρος και ομνύει, ότι θα φονεύση τον Πανουργιάδην ως αίτιον των παρεκτροπών της συζύγου του. Όλοι οι άνθρωποι είναι τοιούτοι· αιτιώνται πάντοτε εκείνους, οι οποίοι πταίουν ολιγώτερον· μάλιστα, όταν έχουν προς τους καθ’ αυτό πταίστας αδυναμίαν ή συμπάθειαν. Είναι ευκολώτατον να τον φονεύσης· λέγει ο ιστοριόφιλος. Ο Οδυσσεύς εφόνευσεν 118 σωστούς εραστάς, οι οποίοι επολιόρκουν την γυναίκα του, ενώ αυτός έλειπεν εις την πολιορκίαν της Τρωάδος, και συ δεν δύνασαι να φονεύσης ένα; Η διαφορά είναι, ότι εκείνη η Πηνελόπη δεν ενέδωκε διόλου εις τας θεραπείας των μνηστήρων της, μάλιστα διά να τους απατήση υπέσχετο, ότι τότε θα εκλέξη μεταξύ αυτών, όταν τελειώση το ύφασμα, του οποίου όσον μέρος ύφαινεν η πονηρά την ημέραν, εξύφαινε την νύκτα. Η εδική σου όμως, καθώς βλέπεις, εδέχθη μετά σπουδής την συνέντευξιν. — Ως να με συμβουλεύης λοιπόν να τιμωρήσω την γυναίκα μου! αλλ’ αν ήναι αθώα; Ίσως να εμάντευσε το στρατήγημά μας και θέλει να μας εμπαίξη· θα δοκιμάσω.
Άμα ενύκτωσεν, ευρέθη ο Ταυρόπουλος εις την προσδιορισθείσαν οικίαν της συνεντεύξεως, και επερίμενε τρέμων την σύζυγόν του. Μετ' ολίγον ήλθε και αυτή· αλλ’ επειδή το μέρος ήτον σκοτεινόν, και δεν εγνώρισε τον άνδρα της, πού είσαι; κράζει, φίλτατε! πλησίασε, διότι έχασα την υπομονήν μου. Η επαγρύπνησις του αηδούς ανδρός μου ηύξησε τον έρωτά μου ... Κατά προηγουμένην παραγγελίαν του ανδρός, εμβήκεν αυτήν την στιγμήν υπηρέτης με φως· αλλ' η Πηνελόπη, χωρίς να ευρεθή εις αμηχανίαν, μένει εις τας αγκάλας του, και τον λέγει: μόνος συ δεν έχεις όλην την ευφυίαν· ομολόγησε ότι και εγώ δεν είμαι στερημένη πνεύματος. Ηθέλησες να με δοκιμάσης, ζηλότυπε, και ιδού όπου ήλθα κατά πρόσκλησίν σου. Εάν σε ύβρισα ολίγον, ηθέλησα να τιμωρήσω την δυσπιστίαν σου. Ας υπάγωμεν λοιπόν εις την οικίαν μας, και εις το εξής να μη τολμήσης τοιαύτας δοκιμασίας, διότι θα με αναγκάσης να σε οργισθώ και να σε χωρίσω, ή να εύρω αληθινόν τίνα εραστήν, διά να σε εκδικηθώ, καθώς σε πρέπει. Συγχώρησε με, ερασμία Πηνελόπη! λέγει ο ηλίθιος, ασπαζόμενος τας χείρας της. Η καρδία μου μ' έλεγεν ότι είσαι αθώα· θα τιμωρήσω σκληρώς την αυθάδειαν εκείνου, όστις μ' αναφέρει εις το εξής το παραμικρόν κατά της εναρέτου συζύγου μου.
Εν τοσούσω η ενάρετος σύζυγος μίαν ταχυνήν έγινεν άφαντος, αφού έκδυσε καλά την οικίαν του ανδρός της, όστις από την λύπην του μετ' ολίγον απέθανεν. Αλλά και τούτο από την ευήθειάν του· διότι εάν είχε φρόνησιν ήθελε χαρή μάλιστα απαλλαχθείς από τοιαύτην γυναίκα.
Τα της οικογενείας του θείου μου μας ησχόλησαν αρκετά. Άν τινα δε ως αστεία εκίνησαν ενίοτε τον γέλωτά μας, εμπεριέχουν όμως ενταυτώ ωφέλιμα μαθήματα. Ας έλθωμεν εις τα αφορώντα εμέ τον ίδιον. Τριετία παρήλθεν αφού ήρχισα τα νομικά μαθήματά μου· όθεν και με εδόθη από το Πανεπιστήμιον δίπλωμα, δυνάμει του οποίου έλαβα την άδειαν να δικηγορώ εις το Πρωτοδικείον και Εφετείον των Αθηνών. Διά να γυμνασθώ δε, προσεκολλήθην είς τινα των ευυπολήπτων δικηγόρων.
Η υπόληψις είναι μέγα απόκτημα. Άμα τις, διά της ικανότητός του, ή και κατά τύχην, φθάσει ν' αποκτήση όνομα, όλα είναι θαυμάσια, όλα εξαίρετα, όλα συγγνωστά εις αυτόν· τα μεγαλήτερα λάθη παραβλέπονται ή ευνοϊκώς εξηγούνται· αι μετριώταται επιτυχίαι είναι αριστουργήματα. Αυτό δε είναι βέβαιον εις την δικανικήν, καθώς και εις όλα τα επαγγέλματα.
Η υπόληψις όμως του πρωτοτύπου μου νομικού δεν ήτον τυχαία, καθώς τινων άλλων. Είχε πρόσωπον εκφραστικόν, βλέμμα ζωηρόν, φωνήν ηχώδη και ευγλωττίαν πειστικήν. Αι φυσικαί αύται δυνάμεις ήσαν προς τούτοις εις αρμονίαν με τας ψυχικάς του. Φίλεργος, δραστήριος, ευπροσήγορος και γλυκύς, ήξευρε με τους ερασμίους τρόπους του να κατακτά όλας τας καρδίας. Όμοιος εις τας αρχάς του πάντοτε και έχων ως βάσιν την δικαιοσύνην, ήτον εκ διαμέτρου αντικείμενος μέ τινας δικηγόρους, οίτινες υπερασπίζονται εις ένα δικαστήριον μίαν υπόθεσιν, την οποίαν πολεμούν εις άλλο, και υποστηρίζουν εις μίαν δίκην μίαν αρχήν, την οποίαν καταστρέφουν εις άλλην.
Η πρώτη υπόθεσις, της οποίας ανέλαβα την υπεράσπισιν, ήτον περί αποπείρας φόνου ανδρός τινος κατά της συζύγου του. Επροσκλήθην δε από το Κακουργοδικείον να υπερασπισθώ τον κατηγορούμενον ως μην έχοντα δικηγόρον. Πλήθος αρκετόν συνέρρευσεν εις το δικαστήριον, εξ ων και πολλοί συνάδελφοι μου, οι μεν ελπίζοντες να υπερασπισθούν τον κατηγορούμενον, οι δε ν' ακούσωσι τον υπερασπιστήν του. Εις τας μικρού λόγου δίκας ούτε δόξαν έχουν να κερδίσουν οι δικηγόροι, ούτε περίεργα κακουργήματα να μάθουν οι ακροαταί. Όταν όμως πρόκηται περί δολοφονίας, περί φαρμακεύσεως, ή περί πατροκτονίας, τα δικηγορικά βάθρα και ο έξω περίβολος είναι πληρέστατα. Ιδών τινα δικηγόρον κρατούντα ογκώδη φάκελλον, ηρώτησα, εάν και αυτός μέλλη ν' αγορεύση. Αυτό, μ' αποκρίνονται, μόλις τον συμβαίνει ενίοτε εις το Ειρηνοδικείον. Είναι δε εξ εκείνων των δικηγορίσκων, οι οποίοι δια να δείξουν ότι έχουν υποθέσεις, και να ελκύσουν πελάτας, περιπατούν παραγεμισμένοι με χαρτία και πηγαινοέρχονται οι δυστυχείς ως επί το πλείστον άπρακτοι εις τα δικαστήρια. Οι τοιούτοι, άμα παγιδεύσουν τινά πελάτην, τον αμέλγουν μέχρι αίματος· αυτός πληρόνη και το ενοίκιον, και τον ξενοδόχον, και τον επί των επιτηδευμάτων φόρον, και τον έρανον διά τα συμπόσια του σώματος και την συνδρομήν εις την λέσχην, και τα δικαστικά χρονικά, και όλα εν γένει τα έξοδα του δικηγόρου.
Ο πελάτης μου κατ' ευτυχίαν δεν απεδείχθη ένοχος του εγκλήματος. Οι μάρτυρες ωμολόγησαν ότι είναι πράος πολίτης και καλός σύζυγος. Η γυνή του, επιθυμούσα να υπανδρευθή άλλον, τον οποίον ηγάπα, εσυκοφάντησε τον άνδρα της, διά να τον χωρίση και να τον απολέση. Έκοψε δε ένα δάκτυλόν της, διά ν' αποδείξη, ότι επληγώθη από την μάχαιραν, με την οποίαν εζήτει δήθεν να την φονεύση· όθεν αυτή μεν κατεδικάσθη εις εξάμηνον φυλάκισιν, ο δε κατηγορούμενος αθωώθη με λύπην των Κυριών όσαι ήλπιζαν να ιδούν τον επίβουλον άνδρα αναβαίνοντα εις την λαιμητόμον, όπου μάλιστα έμελλε να βασανισθή πολύ· διότι του πρώην δημίου δολοφονηθέντος, ο διάδοχός του ήτον αρχάριος και μόλις εις τρία ή τέσσαρα πρόβατα, αγορασθέντα επί τούτου από τον Διοικητήν, είχε γυμνάσει την πρωτοπειρίαν του. Το αξιοπερίεργον δε αυτό θέαμα ήθελεν επίσης ευχαριστήση τον πτωχόν λαόν, όστις μην έχων μίαν δραχμήν να πληρώση τον θεατρώνην, πώς ήθελε διασκεδάσει, εάν από καιρόν εις καιρόν δεν τον εφιλοδώρουν τινάς τελετάς και καρατομίας!!
Αύτη η δίκη διεδέχθη άλλας, και το δικηγορικόν επάγγελμα ανταμείβει τον εργοδιώκτην και ευσυνείδητον δικηγόρον. Τινές, κακώς εννοούντες τα συμφέροντά των, θηρεύουν δικαστικάς θέσεις, και ζητούντες διά της συναρεσκείας των να κερδήσωσι την εύνοιαν της Αρχής, χάνουν του κοινού την υπόληψιν, χωρίς καν να επιτύχωσι ενίοτε του σκοπού των, καθώς ηκολούθησεν είς τινα των συναδελφών μου. Επιθυμήσας ούτος την εισαγγελίαν, απεποιήθη να υπερασπισθή επίσημόν τινα άνδρα, κατηγορούμενον επί πολιτικώ εγκλήματι, νομίζων ότι θα ευαρεστήση διά τούτου την Κυβέρνησιν. Αλλ’ ο Υπουργός της δικαιοσύνης, έχων προς τον κατηγορούμενον συμπάθειαν άγνωστον εις τον δικηγόρον, και ελπίζων την αθώωσίν του διά της υπερασπίσεως του υποψηφίου Εισαγγελέως, ωργίσθη κατ' αυτού, απεδοκίμασε την αρνησηγορίαν, και ο άνθρωπος εχάθη εις τα όμματα της Κυβερνήσεως συγχρόνως και των συναδελφών του. Εγώ δεν είχα τοιαύτην φιλοτιμίαν, εις Πολιτείαν μάλιστα, όπου οι Δικασταί, μην όντες ως αλλαχού αμετακίνητοι, εξαρτώνται από την φαντασίαν της εξουσίας, και όπου αι συμπάθειαι ή αντιπάθειαι, τα φατριαστικόν και εκδικητικόν πνεύμα, ο φθόνος και η κακοβουλία έχουν τόσην επιρροήν εις τας τύχας των Υπαλλήλων.
Επαρκούμενος εις τους πόρους μου, και χαίρων ικανήν υπόληψιν, δεν επεθύμουν άλλο, παρά την μετά της Χαρικλείας σύζευξίν μου, ήτις ήθελεν επισφραγίσει την ευτυχίαν μου· αλλά τούτο με ήτον αδύνατον, και επομένως όλαι αι άλλαι ευχαριστήσεις μου εφαρμακεύοντο άμα έφερα κατά νουν, ότι δεν με είναι συγχωρημένον να την αγαπώ παρά ως εξαδέλφην μου. Όταν την έβλεπα, διεσκέδαζα μεν στιγμιαίως την αθυμίαν μου, και ελογιζόμην σχεδόν ευτυχής· αλλ’ εκυριευόμην πάλιν από την θλίψιν, συλλογιζόμενος την ατελή ταύτην ευτυχίαν μου. Εν τούτοις επαρηγορούμην τουλάχιστον βλέπων, ότι η Χαρίκλεια, ελευθερωθείσα μεν από την δύστροπον Σεβαστήν και την απαιτητικήν Πηνελόπην, ελκύσασα δε την αγάπην του Ιακώβου, δεν υπέφερε πλέον τας προτέρας δυσαρεσκείας εις την πατρικήν της οικίαν. Ο γέρων, προτείνας πολλάκις εις αυτήν υπανδρείαν, και ιδών την σταθεράν απόφασίν της να μείνη άγαμος, δεν ηθέλησε να παραβιάση την θέλησίν της· τόσον όμως την είχεν αγαπήσει, ώστε απεφάσισε να την αφήση κληρονόμον της επιλοίπου περιουσίας του. Η απόφασις αυτή εδυσαρέστησε πολύ την Αικατερίνην και τον σύζυγόν της, αλλ’ ηναγκάσθησαν να κρύψουν προς καιρόν τον κατά της Χαρικλείας φθόνον των, όστις μετά ταύτα όμως τους εκίνησεν εις δύο απανθρώπους πράξεις, αι οποίαι ίσως επρολαμβάνοντο, εάν δεν με ήρχετο η παράξενος ιδέα να συνθέσω τους ακολούθους κακοδαίμονας στίχους.
Όλη είναι χασμωδία
Η μικρά μας κοινωνία.
Όσ’ ακούω, όσα βλέπω,
Ναι μεν δεν τα ανατρέπω,
Σιωπών πλην χασμουριούμαι.
Όλ' οι δημοσιογράφοι,
Και αυτοί σχεδόν οι Ράμφοι,
Βουλήν, Σύνταγμα φωνάζουν.
Τους ακούω ν' αλαλάζουν,
Κι απ' τον ύπνον χασμουριούμαι.
Όταν δε τον Ταχυδρόμον
Τινές κόλακες στον δρόμον
Στεντορίως διαβάζουν,
Τα καλάμας εκθειάζουν,
Εγώ πυκνοχασμουριούμαι.
Τους σταυρούς και τας στολάς μας,
Τους χορούς και τας πομπάς μας
Ενώ άλλοι επαινώσιν,
Αν και οι πολλοί πεινώσιν,
Εγώ πάλιν χασμουριούμαι.
Το κρανίον μας θα πήξη,
Θαύματα θα να μας δείξη,
Ως με λέγουν: μη σε μέλλη·
Όλα θα να γίνουν μέλι.
— Πιθανόν· πλην χασμουριούμαι.
Παυαροί θα να το στρίψουν·
Οι κυφήνες θα να λείψουν·
Ο παππούς μας θα τους κράζη,
Εκτός γνώμην αν αλλάζη,
Πίστευσέ το — Χασμουριούμαι.
Παύει η τοκογλυφία·
Στέλλει μία συντροφία
Στην Ελλάδα χρυσού πλήθος·
Αυτό δεν είν' πλέον μύθος.
— Είθε! όμως χασμουριούμαι.
Υπουργούς, Ανακτοβούλους,
Νομοθέτας και Συμβούλους
θ’ αποκτήσωμεν με γνώσιν,
Και με αρετήν καμπόσην.
— Άριστον! πλην χασμουριούμαι.
Αι διχόνοιαι θα λείψουν,
Και τα πάθη των θα ρίψουν
Οι φατράρχαι εις την λήθην·
— Προ πολλού τους το ευχήθην.
Αλλ’ εις μάτην. Χασμουριούμαι.
Οι Οπλαρχηγοί, με λέγουν,
Αγελάδας δε θ' αρμέγουν,
Και οι στρατιώται χοίρους
Δεν θα βόσκουν.— Τους απείρους
Λέγετέ τα· χασμουριούμαι.
Της θαλάσσης τα ξεφτέρια,
Τα ανίκητά των χέρια,
Δεν θ' απλόνουν να ζητεύουν,
Και τους ξένους να δουλεύουν.
— Δίκαιον! πλην χασμουριούμαι.
Γη μας η ματοβαμμένη,
Γη Ελληνική θα μένη.
Δεν θα την αρπάζουν Ρούφοι,
Κι άλλοι τέτοιοι ξένοι μπούφοι.
— Ευχής έργον! χασμουριούμαι.
Οι πατέρες του αγώνος
Προσκαλούνται ομοφώνως
Από την Άγγλο—Γαλλίαν,
Την πικράν των εξορίαν.
— Άμποτε! πλην χασμουριούμαι.
Οι σαράντα πλησιάζουν,
Τι κοιμάσαι; με φωνάζουν·
Οι χρησμοί σε το προστάζουν,
Νίκας, λάφυρα μας τάζουν.
— Με υγείαν! χασμουριούμαι.
Τι; στρατεύματα και στόλους;
Έχομεν πλήθος δι’ όλους,
Όσοι και αν θα τολμήσουν,
Με ημάς να πολεμήσουν.
— Κατευόδιο! χασμουριούμαι.
Και Βασίλειον μεγάλο,
Καταντώμεν χωρίς άλλο.
Ο χρυσούς αιών θα έλθη ...
— Από της χαράς την μέθη
Χασμουριούμαι! χασμουριούμαι!
Γνωρίζω ότι η στιχουργία αύτη ούτε τέχνην ποιητικήv έχει, ούτε ιδέας λαμπράς εμπεριέχει· είναι πάρεργον δοκίμιον, εις το οποίον παίζων τρόπον τινά, ηθέλησα να παραστήσω την πολιτικήν μας κατάστασιν.
Τινές φίλοι μου, αφού αγέλασαν αναγνώσαντες τον χασμώδη, μ' επαρακίνησαν να τον καταχωρήσω εις την Εφημερίδα. Αλλά την επιούσαν της δημοσιεύσεως, ο Αντεισαγγελεύς με παρουσιάζει ένταλμα της εισαγγελίας, το οποίον διατάττει τον κράτησίν μου, ως δημοσιεύσαντος στιχουργίαν, δι' ας αφαιρώ το εις την Κυβέρνησιν οφειλόμενον σέβας, σατυρίζω τους Υπουργούς του Βασιλέως, χλευάζω τους αξιοτίμους Βαυαρούς κ.τ.λ. Εζήτησα να υπερασπισθώ την αθωόητά μου, αλλ’ ο Αντεισαγγελεύς μ’ απεκρίθη: μην εξαντλής, φίλε μου, την ευγλωττίαν σου, ήτις είναι αναγκαιοτέρα εις την ημέραν της δίκης. — Πριν λοιπόν με δικάσετε, διατί με φυλακίζετε; — Η Κυβέρνησις έχει το δικαίωμα να λαμβάνη μέτρα ασφαλιστικά εις κρίσιμους περιστάσεις. — Μάλιστα· όταν κινδυνεύη η κοινή ησυχία· αλλ' οποίος κίνδυνος ημπορεί να προκύψη από την περί ης ο λόγος δημοσίευσιν; — Δεν έχω καιρόν να σε δόσω εδώ περισσοτέρους λόγους· άρον σου τον κράββατον και περιπάτει. — Οργισθείς διά την παραβίασιν ταύτην της ατομικής ελευθερίας μου, εμέμφην τους Υπαλλήλους όσοι, διά να ευαρεστήσουν την Εξουσίαν, γίνονται όργανα αδίκων καταδιώξεων. Ο Αντεισαγγελεύς, διά να αθωώση τον εαυτόν του, με είπεν, ότι η προφυλάκισις διετάχθη από την Γραμματείαν· αλλά, μεταμεληθείς διά την προδοσίαν, εζήτησε να δικαιολογήση το παρανόμημα ενοχοποιών εμέ. Όθεν με ωνόμασε ταραξίαν, στασιατήν και άξιον ανασκολοπισμού: όλοι οι δικηγόροι τοιούτοι είσθε! με λέγει· εγείνατε το εν με τους Εφημεριδογράφους και τους ποιητάς, διά να μην αφήσετε ούτε καν μίαν εβδομάδα την Εισαγγελίαν ήσυχον. Προ ολίγου ο Κ. Λεβίδης εζήτησε ν' ανανεώση διά της Ελπίδος του τους Σικελιανούς κατά των Βαυαρών Εσπερινούς δι' εν απλούστατον ράπισμα· αλλ’ ο Μεδρεσσές τον εσωφρόνισεν. Εσχάτως ο πρωτοποιητής σας Α. Σούτσος, εζήτησε να διεγείρη τους στρατιωτικούς, των οποίων τάχα τα δικαιώματα υπερασπίζετο· αλλά και αυτός ήθελε πάθει άξια ων έπραξεν, εάν δεν έφευγε τας χείρας μας. Οι Περιπλανώμενοί του χρησιμεύουν ως τρώγαλα εις τους ποντικούς του δικαστηρίου, και ο ίδιος περιπλανάται εις την αλλοδαπήν. Ο Φιλήμων, ο Αντωνιάδης, ο Σοφιανόπουλος και όλοι οι υψιβόες πατριώται σας επεσκέφθησαν το σωφρονιστήριόν μας. Διστάζεις και συ εις όλα, κατά τους στίχους σου; χασμωδείσαι εις όλα; ύπνον σε φέρουν όλα;
Όσοι το λοιπόν διστάζουν,
Αμφιβάλλουν και νυστάζουν.
Εις τον Μεδρεσσέν τους στέλλουν,
Και κοιμώνται όσον θέλουν.
Απήλθον λοιπόν εις το δεσμοτήριον καταρασθείς την ποιητικήν μου έμπνευσιν και οικτείρας τον Υπουργόν, όστις, ως έμαθα, χαριζόμενος είς τινας αλλοφύλους, των οποίων την χολήν ηρέθισαν οι στίχοι μου, διέταξε την κράτησίν μου. Δεν συνεφυλακίσθην μεν μετά των ανόμων και κακούργων, αλλά συνεστεγαζόμεθα και συνηυλιζόμεθα. Μεταξύ αυτών ήταν και άλλοι, κρατούμενοι διά πολιτικά εγκλήματα, καθώς και χρεώσται τινές του δημοσίου, μην έχοντες να πληρώσουν την μίσθωσιν φόρων τινών, τους οποίους δεν εδυνήθησαν να συνάξωσιν εξ αιτίας των ταραχών. Άλλοι πάλιν εχρεώστουν μεν εις την Κυβέρνησιν, αλλ’ είχαν να λαμβάνωσι διπλασίας παρ' αυτής ποσότητα, την οποίαν δεν ήθελε να λάβη υπ' όψιν ο επί των οικονομικών Υπουργός. Των αναξιοπασχόντων τούτων η κράτησις μ' επαρηγόρησε διά την προς εμέ αδικίαν της Εξουσίας. Oι αληθείς εγκληματίαι, μαθόντες ότι ήμην δικηγόρος, με προσήγγισαν με σέβας, και εζήτουν την συμβουλήν μου. Οι μεν εξ αυτών ωμολόγουν ως εκουσίους τας κακοπραγίας των και έδειχναν ειλικρινή μετάνοιαν· οι δε απέδιδαν αυτάς εις τας καταδρομάς, καταδυναστεύσεις και κακώσεις των Αρχών, ή εις την στέρησιν του επιουσίου άρτου, ήτις τους έφερεν εις απελπισίαν και τους έσπρωξεν εις κλοπάς και ληστείας. Ήσαν και δύο τρεις μεγάλοι κακούργοι, οίτινες, σκληρυνθέντες εις τα εγκλήματα, ουδέ καν κατεδέχοντο να τα δικαιολογήσουν. Μόνοι αυτοί με απέφευγαν.
Εις εκ τούτων μάλιστα μ' εζωγράφισεν εις τον τοίχον με άνθρακα: δηλαδή εσχημάτισεν ανθρωπόμορφον ον με κέρατα και ουράν, το οποίον κατά την ιδέαν του ωμοίαζε τον Διάβολον, και έθεσεν επί κεφαλής αυτού το όνομά μου. Κατ’ αρχάς ενόμισα, ότι είχε προσωπικόν πάθος κατ' εμού· αλλ' ιδών και άλλα τοιαύτα σχήματα στολισμένα με τα αξιότιμα ονόματα του Δεπάλδου, Μαρινάκη, Πετζάλη, Φλογαΐτου, Πιτζιπιού, Κλονάρη, Σούτσου, Ράλλη, Πολυζωίδου και Τριανταφύλλου, εννόησα ότι το πάθος του ζωγράφου ήτον καθ' όλων των δικαστικών οργάνων, και εθεώρει ως Διαβόλους, μέλλοντας να λάβουν την ψυχήν του, τους Δικηγόρους, Δικαστάς και Εισαγγελείς. Τινές άλλοι, μιμηθέντες τον σατανογράφον, εζωγράφισαν την πλάστιγγα της δικαιοσύνης, εις της οποίας το εν μέρος εκάθητο δέσμιός τις, και εις το άλλο ευρίσκετο ογκώδης φάκελλος· δικηγόρος δε τις χαμαίζηλος έσπρωχνεν επιτηδείως την πλάστιγγα, διά να την βαρύνη προς το μέρος του. Αλλού είδα Υπουργόν χρυσοστόλιστον εμβαίνοντα εις το δικαστήριον, και λέγοντα διά χειρονομιών, ότι απαιτεί ν' αποφασίσουν οι Δικασταί κατά την θέλησίν του. Αλλού Παυαρόν, δείχνοντα την γλώσσαν του εις φυλακισμένον φιλολόγον. Αλλού Υπουργόν, δείχνοντα εις Εφημεριδογράφον την θύραν της φυλακής, και προσφέροντα εις αυτόν κάλαμον, διά ν' αναιρέση, ως φαίνεται, όσα κατ' αυτού έγραψεν, αν θέλη να ελευθερωθή. Αλλού Δικαστήν, δείχνοντα με μίαν χείρα τον κώδηκα, και κρατούντα εις την άλλην κενόν βαλάντιον. Αλλού Εισαγγελέα, εξομολογούντα πολιτικόν υπόδικον, και έχοντα εν ωτίον κλεισμένον με βαμβάκιον. Αλλού Δικηγόρον διπρόσωπον, Δικαστήν χωλόν και Πρόεδρον κωφόν γελώντα ακράτητα. Όλαι αυταί αι αλληγορικαί εικονογραφίαι, σατυρίζουσαι τα ιδιοτελή όργανα της δικαιοσύνης, εξηλείφθησαν την επιούσαν από τον δεσμοφύλακα, και οι καλοί ζωγράφοι περιωρίσθησαν άσιτοι εις τα δωμάτιά των. Ο Κονφούσιος είπεν: «προσπαθείτε, Άρχοντες, να προλαμβάνετε τα εγκλήματα, διά να ελαττώσετε την φροντίδα της τιμωρίας.» Αλλ' οι Άρχοντες όχι μόνον δεν τα προλαμβάνουν, αλλά και τα προκαλούν.
Οκτώ ημέρας έμεινα εις την φυλακήν, και ουδέ φωνή ουδέ ακρόασις Εισαγγελέως. Ματαίως οι φίλοι μου έτρεχαν εις το Υπουργείον, εις την Εισαγγελίαν, εις το Ανακτοβούλιον. Ο Άννας τους έστελλεν εις τον Καϊάφα, και ο Καϊάφας εις το Πραιτώριον· διότι δεν ετόλμων να παρουσιάσωσιν την υπόθεσιν ενώπιον του δικαστηρίου όπου εκ πείρας έμαθαν, ότι εις τοιαύτας δίκας οι δικηγόροι ευρίσκοντες ευκαιρίαν, λέγουν πολύ περισσότερα κατά των δήθεν προσβληθέντων, χωρίς να φείδωνται ουδέ Εσαγγελείς, ουδέ Υπουργούς, ουδέ Βαυαρούς. Πολλά άρθρα Εφημερίδων ή βιβλία, τα οποία ήθελαν λησμονηθή, διαιωνίζονται, δικαζόμενα.
Μίαν εσπέραν παρουσιάζεται έμπροσθέν μου ο Σωτήριος με την Χαρίκλειαν, ενδεδυμένην ανδρός φορέματα. Η απροσδόκητος αύτη εμφάνισίς της τόσον μ' εξέπληξεν, ώστε ενόμισα ότι ονειροπολώ. Αλλ’ αύτη πλησιάσασα, και λαβούσα την χείρα μου, με απέσπασεν από τον λήθαργον, εις τον οποίον ευρισκόμην, αμφιβάλλων εάν πραγματικώς την έβλεπα. Μόλις, λέγει ο Σωτήριος, μετά πολλών ημερών ικεσίας κατώρθωσα σήμερον να λάβω την άδειαν να σε επισκεφθώ. Η Χαρίκλεια, έχουσα την αυτήν επιθυμίαν, εζήτησε να με συνοδεύση· και, διά να μη δόσωμεν αφορμήν εις παρεξηγήσεις, την εδάνεισα τα φορέματά μου. Τους ευχαρίστησα διά την φιλίαν των και αφού συνωμιλήσαμεν ολίγην ώραν περί των λοιπών συγγενών και της υποθέσεώς μου, ο Σωτήριος εξήλθε διά να ίδη φίλον του τινά, κρατούμενον εις την φυλακήν διά χρέος προς το δημόσιον.
Άμα εμείναμεν μόνοι, δύο κρουνοί δακρύων απεσπάσθησαν από τους οφθαλμούς της εξαδέλφης μου· Θεέ! έκραξε· διατί μ' έφερες εις τον κόσμον τούτον, όπου γίνομαι αιτία δυστυχίας εις τα προσφιλή μου όντα; Εζήτησα να την παρηγορήσω υποθέτων, ότι οι λόγοι της απέβλεπαν την ιδιαιτέραν μας περίστασιν αλλ’ αύτη, επαναλαβούσα με λέγει: τα εδικά μας δεν είναι σήμερον τα λυπούντα με· περί αυτών δεν μ' ήκουσες μάλιστα ποτέ να παραπονεθώ. Άλλο δυστύχημα μας επαπειλεί, και δυστύχημα κατά τοσούτον μεγαλήτερον, καθόσον εγώ γίνομαι αιτία να πραχθή έγκλημα τρομερόν. Η ζωή του σεβαστού θείου μου είναι εις κίνδυνον. Α! διατί να ευρεθώ εις την λυπηράν ανάγκην να κατηγορήσω τους γεννήτοράς μου; αλλά και τούτο δεν το εκστομίζω παρά προς τον αγαπητόν μου εξάδελφον, εις του οποίου την μυστικότητα και φρόνησιν εμπιστευομένη, ελπίζω διά της συμβουλής και συνδρομής του να προλάβω το κακόν.
Ηξεύρεις ότι ο θείος μου Ιάκωβος, καλοκαγαθία κινούμενος, απεφάσισε να μ' αφήση κληρονόμον του. Οι γονείς μου, οι οποίοι αποβλέπουν, ως φαίνεται, εις την κληρονομίαν ταύτην, συνέλαβαν την ανήκουστον ιδέαν να προλάβουν την εκτέλεσιν της αποφάσεως του γέροντος συντέμνοντες φευ! την ζωήν του. Θεέ! συγχώρησον την αμαρτίαν μου ταύτην! Γνωρίζω ότι τα τέκνα δεν πρέπει ποτέ να γίνωνται κατήγοροι των γονέων των· αλλ’ η περίστασις είναι εξαιρετική, και, διά της μυστικής ταύτης ομολογίας μου, ζητώ ν' απαλλάξω, ει δυνατόν, τους γονείς μου αυτούς από μέγα έγκλημα, και να σώσω την ζωήν αθώου ανθρώπου. — Τι λέγεις; Χαρίκλεια! είναι δυνατόν εις τοιαύτην απόνοιαν να τους φέρη η φιλοκέρδεια; Ειπέ με, τίνι τρόπω απεφάσισαν να βάλουν εις πράξιν το σατανικόν αυτό σχέδιον; — Δεν ετόλμησαν να τον κακοποιήσουν αμέσως· αλλ’ ο πατήρ μου ζητεί διά της ακρατείας να καταναλώση πρόωρα τας ολίγας δυνάμεις του Ιακώβου. Πρό τινος καιρού τον κατώρθωσε να λάβη κλίσιν υπερβολικήν εις τα πνευματώδη ποτά, και μετά τινος επισήμου μεθύσου, συμπίνουν πολλάς ώρας, προτρέποντες τον γέροντα να τους μιμηθή, και διεγείραντες την όρεξίν του δια της ποικιλίας ακράτων οίνων και οινοπνευμάτων. Δεν ήθελα βεβαίως υποπτευθή υπόκρυφον σκοπόν εις την οινοποσίαν ταύτη, εάν δεν έβλεπα κατά τύχην τον πατέρα μου να χύνη λαθραίως το ποτήριόν του εις την παραψίδα, και αυτός μεν να εγείρεται από την τράπεζαν νήφων, ο δε γέρων να μεθύη εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να πίπτη εις το έδαφος, και να φέρεται αναίσθητος εις την κλίνην του. Εάν και τούτο μ' έδωκεν υποψίαν τινά, δεν ήθελα πάλιν μαντεύσει τον καθ' αυτόν σκοπόν του στρατηγήματος· διότι η ιδέα αύτη ήτον φρικώδης. Αλλά προχθές την νύκτα, καθημένη όπισθεν δένδρου εις τον κήπον, ενώ εζήτουν την εξήγησιν των όσων είδον, ακούω εξαίφνης μεταξύ των γονέων μου συνομιλίαν, εις την οποίαν κατ' αρχάς απέφυγα να προσέξω· ακούσασα όμως ν' αναφέρουν τ' όνομα του Ιακώβου και το εδικόν μου, εκινήθην εις περιέργειαν. Από τους λόγους των, οι οποίοι έφθαναν διακεκομμένοι εις τα ωτία μου, εννόησα ότι έχουν σκοπόν να με στείλουν εις μοναστήριον, και ελπίζουν ότι ο γέρων δεν είναι πλέον εις κατάστασιν, ούτε τον μένει καιρός να υπογράψη την διαθήκην του· μετά τον θάνατόν του δε, μένων αδιάθετος, θα κληρονομηθή φυσικά παρά της πρώτης ανεψιάς του. Τοιαύτην φρίκην μ' επροξένησαν οι λόγοι ούτοι, ώστε πλησιάζω τους γονείς μου, πίπτω εις τους πόδας των, και τους υπόσχομαι μεθ' όρκων, ότι ποτέ δεν θέλω δεχθή την κληρονομίαν, ήτις φυσικώς ανήκει εις αυτούς, και ότι δεν ζητώ άλλο παρά την αγάπην των, και την όσον δυνατόν παράτασιν της ζωής του γέροντος. Πώς, λέγει η μήτηρ μου με οργήν, ευρέθης εις τον κήπον; πού ήσουν και δεν σε είδαμεν; Ποίος σε είπεν, ανόητε λέγει ο πατήρ μου, ότι ζητούμεν ημείς να τον κληρονομήσωμεν; και ότι δεν επιθυμούμεν, καθώς συ, να ζήση ο γέρων; — Τι να τους είπω δεν ήξευρα· διότι δεν ετόλμων να ομολογήσω όσα επαρατήρησα, και ήκουσα· όθεν κατεφίλουν τους πόδας των, παρακαλούσα να συγχωρήσουν την τόλμην μου, ήτις εκινήθη απλώς από αγάπην προς αυτούς και τον θείον μας. Τα δάκρυά μου, αντί να τους συγκινήσουν, τους παρώξυναν περισσότερον, και αφού με ύβρισαν, με διέταξαν να περιορισθώ εις τον κοιτώνα μου, χωρίς να τολμήσω ουδόλως να εξέλθω άνευ αδείας των. Όθεν κατ' αυτάς τας δύο ημέρας δεν εδυνήθην να ίδω τον γέροντα, όστις πάσχει δεινώς, ως έμαθα από την Ξανθήν, ήτις, εννοήσασα επίσης τα διατρέχοντα, κλαίει και στενάζει. Ο κίνδυνος αυτός του Ιακώβου μάλλον, παρά η επαπειλούσα με οργή των γονέων μου, μ' επαρακίνησαν ν' αποφασίσω να έλθω προς σε με τον αδελφόν μου, εις τον οποίον όμως δεν ετόλμησα να εκμυστηρευθώ το παραμικρόν αφ' όσα συνέβησαν εις την οικίαν μας.
Ενώ εσυλλογιζόμην τι μέτρα έπρεπε να λάβω, εμβαίνει ο Σωτήριος και λέγει την Χαρίκλειαν, ότι είναι καιρός ν' αναχωρήσωσιν. Ηθέλησα να τον κοινοποιήσω το μελετώμενον έγκλημα· αλλ' ήτον τόσον θηριώδες, ώστε δεν ετόλμησα να το εκθέσω υπ' όψιν υιού. Εις αυτήν μου την αμηχανίαν τους άφησα ν' αναχωρήσωσι.
Την επαύριον έρχεται ο Σωτήριος και με αναγγέλει, ότι οι γονείς του εξαπέστειλαν την Χαρίκλειαν εις το μοναστήριον της Τήνου προς σωφρονισμόν· διότι μαθόντες, λέγει, την χθεσινήν έξοδον και μεταμόρφωσίν της, τας υπέλαβαν ως σημεία παραφροσύνης, της οποίας, λέγουν, έδωκε και άλλα δείγματα. Εζήτησα να τους εξαπατήσω, αλλ’ εστάθησαν αδυσώπητοι· ωργίσθησαν μάλιστα κατ' εμού, και μ' εδίωξαν από την οικίαν ως συνένοχον. Επερίμενα, τον αποκρίνομαι, αφήσας βαρύν στεναγμόν, ν' ακούσω την λυπηράν ταύτην αγγελίαν· αλλ’ είθε να μη με αναγγείλης άλλην λυπηροτέρα! Τι έμαθες περί Ιακώβου; — Πάσχει δεινώς, και με φαίνεται ότι ετελείωσε το έλαιον, και ο λύχνος σβύνει ογλίγωρα. — Ειπέ μάλλον, ότι νυκτονόμα ζωύφια, θέλοντα να ωφεληθούν από την σβέσιν του λύχνου, απερρόφησαν το έλαιον. — Δεν εννοώ τας αλληγορίας σου· υποπτεύεσαι τον ιατρόν; — Πιθανόν να ήναι και αυτός συνένοχος. — Και ποιον υποθέτεις πρωταίτιον; ομίλησε! η σιωπή σου με βάλλει εις τρομεράς υποψίας. Ταλαντευόμενος μεταξύ της φρίκης, την οποίαν ησθανόμην να κοινοποιήσω εις τον Σωτήριον τα εν τω σκότει παρά των γονέων του μηχανώμενα, και της κατεπειγούσης ανάγκης να προλάβω διά μέσου του το ανοσιούργημα, βλέπω εισερχόμενον τον δεσμοφύλακα, όστις διέταξε τον Σωτήριον να εξέλθη αμέσως, και να μην επιστρέψη πλέον. Ο Χαμαιλεωνίδης, υποπτευόμενος ότι ήκουσεν η Χαρίκλεια την εν τω κήπω συνομιλίας των, ότι την εξεμυστηρεύθη εις εμέ, και ότι πιθανόν ο υιός των συνεννοούμενος μετ' εμού, ν' ανακαλύψη το καταχθόνιον σχέδιον των, εμπόδισε διά εισαγγελικής διαταγής την μετά του Σωτηρίου περαιτέρω αντάμωσίν μου. Μ' εστέρησαν λοιπόν τον μόνον συγγενή μου, διά του οποίου τωόντι εδυνάμην ίσως να προλάβω την δολοφονίαν, και όστις προς τούτοις ημπόρει να με παρηγορήση εις την θλίψιν μου. Μετά τρεις ημέρας έμαθα, ότι ο Ιάκωβος δεν υπήρχε πλέον. Λοιπόν εκτελέσθη το έγκλημα, έκραξα. Επάρετε γέρων! ιδού πώς αντεμείφθησαν αι αγαθοεργίαι σου!!
Η καρδία μου έμελλε να λάβη και άλλην μεγαλητέραν πληγήν. Συγχρόνως με αυτάς τας ειδήσεις με αναγγέλλουν από την Σπάρτην, ότι ο πατήρ μου επλήρωσε το κοινόν χρέος. Απορώ πώς εδυνήθην ν' ανθέξω εις τόσας αλλεπαλλήλους δυστυχίας! η αποβίωσις του πατρός μου υπερέβη όλας μου τας θλίψεις. Προς καιρόν ελησμόνησα και αυτήν την Χαρίκλειαν, αναφέρων όλον μου τον νουν εις την μνήμην του αοιδίμου πατρός μου, και χύνων δάκρυα πύρινα, διά την πολύτιμον ταύτην στέρησιν· διότι φίλοι, σύζυγοι, ερασταί και τέκνα, ημπορούν ν' αντικατασταθούν· αλλ’ ο θάνατος των γονέων είναι απώλεια αδιόρθωτος. Οι γεννήτορες είναι δώρον, το οποίον άπαξ μόνον μας χαρίζει ο θεός. Τινάς ημέρας προ της τελευτής του, μαθών την φυλάκισίν μου, μ' έγραψε παρηγορητικήν επιστολήν, εις την οποίαν μ' έλεγε προς τοις άλλοις: «μη λυπήσαι διά την δυστυχίαν ταύτην, αφού έχεις προ πάντων την συναίσθησιν της αθωότητός σου. Όταν φθάσης, τέκνον μου, εις την ψυχράν εποχήν του χειμώνος της ζωής σου, θα θεωρής τας θλίψεις της νεότητος ως λεπτά νέφη, τα οποία στιγμιαίως εμπόδισαν τον ανατέλλοντα ήλιον. Ο εδικός μου είναι επί του δύειν. Όλα τα εγεύθην εις τον κόσμον: και μέλι και αψίνθιον· όλα τα ενεβάθυνα: και ανθρώπους και ανθρώπινα· ουδέν, ούτε με ετρόμασεν, ούτε με εξέπληξεν. Η ψυχή μου πάντοτε εστάθη γαληνιαία, και με την αυτήν γαλήνην αφίνει το προσωρινόν της περικάλυμμα. Εύχομαι εις τον υιόν μου να κληρονομήση την πατρικήν του καρτερίαν εις της τύχης τας εναντιότητας, και να μη κινήση, ως άλλοτε τον είπα, ούτε τον φθόνον, ούτε την περιφρόνησιν των ανθρώπων».
Μην ολόκληρος παρήλθε χωρίς να κατορθωθή η εκφυλάκισίς μου, μολονότι οι Πιλάτοι ένιπταν τας χείρας των. Λόγος περί δίκης δεν υπήρχεν· αλλ’ οι κυφήνες βομβώντες εις τα ώτα του παρά της παυαροκρατείας ρινολκουμένου Υπουργού, δεν τον άφιναν ν' ακούση την φωνήν της Θέμιδος, και να διατάξη την απόλυσίν μου. Μίαν ταχυνήν ο δεσμοφύλαξ με φέρει επιστολήν, την οποίαν ανοίξας βλέπω εις φύλλα, εμπεριέχοντα ψαλμούς του Δαυίδ, χειρογράφους ερυθράς γραμμάς διασταυρούσας τας τυπωμένας. Ζητώ υπογραφήν, και ευρίσκω εις μίαν άκραν το όνομα της Χαρικλείας. Ιδού τι με έγραφεν.
«Έμαθες βεβαίως την καταδίκην μου, φίλτατε! δεν με θλίβει ότι εκλείσθην εις μοναστήριον· τούτο ήτον, ως ηξεύρεις, έφεσίς μου· διότι εις τον κόσμον η Ειμαρμένη κατεδίωκε και εμέ, και συνετέλει δυστυχείς εκείνους, εις όσους έλαβε συμπάθειαν η καρδία μου. Ο κόσμος λοιπόν ουδέν έχει δι' εμέ θέλγητρον. Αφιερωμένη όλη εις την λατρείαν του Θεού, ελπίζω να εύρω παραμυθίαν δι' όσα μεταξύ των ανθρώπων υπέφερα, και δι' όσα, βλέπουσα άλλους εξ αιτίας μου να πάσχουν, ετήκετο η καρδία μου. Με θλίβει όμως ο σκληρός διωγμός από την πατρικήν μου οικίαν, και η παραφροσύνη την οποίαν μ' απέδωκαν. Αλλ’ η συναίσθησις της αθωότητός μου με παραμυθεί, και δέομαι τον Θεόν να συγχωρήση τους αιτίους των δεινών μου, να σώση την ζωήν του Ιακώβου, και να παρηγορήση σε τον αναξίως επίσης πάσχοντα. Δεν θέλω ν' αυξήσω την θλίψιν σου, εξιστορούσα τας σκληρότητας, όσας υποφέρω εκ μέρους της Ηγουμένης, ήτις, είτε κατά παραγγελίαν, είτε νομίζουσά με τω όντι άφρονα, με μεταχειρίζεται ως τοιαύτην. Αποφεύγω να την εξαπατήσω· διότι προτιμώ να πιστεύωμαι ως έχουσα τεταραγμένας τας φρένας, παρά ν' αποδείξω σκληρούς και αδίκους τους γονείς μου. Περιωρισμένη εις το κελλείον μου, δεν έχω την άδειαν ούτε καν με τας λοιπάς καλογραίας να συνομιλήσω. Εζήτησα μελάνην και χαρτίον, αλλά με τα απεποιήθησαν. Ιδού διατί σε γράφω εις φύλλα ψαλτηρίου: το μόνον βιβλίον, όπου με εσυγχωρήθη· μαντεύεις δε το ρευστόν, όπερ μετεχειρίσθην, διά να χαράξω αυτάς τας γραμμάς· ηναγκάσθην να προτρέξω εις το μέσον τούτο, διά να σε αναγγείλω τα κατ' εμέ. Γνωρίζω καλά την ευαίσθητον και ερασμίαν καρδίαν σου· συμπεραίνω τους παλμούς της· αλλ’ υπάρχει, φίλτατε, και άλλη καρδία, ήτις ερά και πάλλει, και θα ερά ενόσω πάλλει. Αι δύο αύται καρδίαι, άπαξ ενωθείσαι, συνανταποκρίνονται αοράτως, και θέλουν μείνει ισοβίως συνδεδεμέναι. Ουδεμία απόστασις, ουδεμία περίστασις ισχύει να τας διαζεύξη. Ο γάμος δεν έχει τι να προσθέση εις την αγάπην μας. Παύσε λοιπόν του να λυπήσαι και ν' αδημονής, αφού τούτο είναι θρησκευτικώς αδύνατον. Εγώ πάντοτε θέλω είμαι η φιλτάτη σου εξαδέλφη, και συ ο μόνος φίλος της καρδίας μου, το μόνον αντικείμενον των επιγείων πόθων μου. Δεν πιστεύω ότι παροργίζω τον Θεόν, δι' αυτό το ισχυρόν μεν, αλλ’ αγνότατον αίσθημα, ούτε σήμερον, ούτε αφού ενδυθώ το μοναχικόν σχήμα. Η Ηγουμένη, ήτις περί τούτου με ομιλεί οσάκις νομίζει, ότι ευρίσκομαι εις τας ησύχους στιγμάς μου, αναβάλλει, ως φαίνεται, την τελετήν μέχρις ου βεβαιωθή, ότι ανέλαβα τας φρένας μου...
Τρέμω περί του Ιακώβου! ελπίζω η απομάκρυνσίς μου να σώση την ζωήν του. Αλλ’ εάν δια την σωτηρίαν αυτού απαιτήται να έμβω εις το τάγμα, δίδω αμέσως τον όρκον, και θέλω τον φυλάξει απαρασάλευτα, διά ν' αφαιρέσω πάσαν υποψίαν απαιτήσεως εκ μέρους μου. Ιδέ την Ξανθήν, ήτις έχει έφεσιν πολλήν να σε ομιλήση. Πόσα δάκρυα έχυσεν η τάλαινα, όταν μ' απεχωρίσθη! Αμφιβάλλω εάν εδυνήθης να μάθης από τον Σωτήριον όσα συνέβησαν εις την οικίαν μας· διότι αυτός πριν εμού εδιώχθη εκείθεν, ζητήσας να με υπερασπισθή. Η νυκτερινή μου μετ' αυτού προς σε επίσκεψις ήτον τάχα το έγκλημά μου· αλλ' η απόφασις της καταδίκης μου ήτον προμελετημένη, ως σε είχα ειπεί· και το αθώον αυτό κίνημα εχρησίμευσεν ως πρόφασις, διά να πιθανολογηθή η περί παραφροσύνης κατηγορία. Μίαν ώραν μ' άφησαν να ετοιμασθώ, αφού με ειδοποίησαν περί τούτου. Εζήτησα μετά δακρύων να ίδω τον θείον μου· αλλά κατ' ουδένα τρόπον δεν με το εσυγχώρησαν. Όταν επαρουσιάσθη η ολεθρία άμαξα της εξορίας μου εις την θύραν, η καρδία μου κατεσπαράχθη, και όλα μου τα αισθήματα συνεκινήθησαν. Αλλ' όλα τα διεδέχθη φρίκη, όταν είδα κλητήρα αστυνομικόν να με σύρη βιαίως από τη χείρα, και να με λέγη με την χυδαίαν του διάλεκτον: έλα, κόπιασε, ζουρλοκυρά μου! παρά να μοιρολογάς τώρα, κάλλιο ν' άκουες τση γονείς σου, και να μην εύγαινες την νύχτα στα σοκάκια. Μα σεις οι νιες ξεμυαλιστήκατε όλες, και δίχως αγαπητικό δεν μπορείτε να κάμετε. Τέτοια είναι κι η δική μου Τριανταφυλλιά· απ’ την πολλή αγάπη σάλεψε κι εκείνης ο νους· το λοιπός την στέλνω στην Παναγιά να βάλη γνώσι. Σε αναφέρω κατά λέξιν τας βαναύσους ταύτας και υβριστικάς φράσεις· διότι ενετυπώθησαν εις την μνήμην μου. Λοιπόν οι γονείς μου εβεβαίωσαν και αυτόν τον κλητήρα ότι ήμην παράφρων, και το χείριστον, αναιδής! Φαντάσου λοιπόν οποίαν προσβολήν επροξένησαν οι λόγοι ούτοι εις την καρδίαν μου. Η απελπισία μ’ εκυρίευσε τόσον, ώστε, μην έχουσα άλλο καταφύγιον, απεσπάσθην από τας χείρας του κλητήρος, και αναβάσα δρομαία το δώμα, εισήλθα εις τον κοιτώνα του θείου μου, και ερρίφθην εις τους πόδας του. Τον ηύρα συμπρογευματίζοντα μετά του πατρός μου, και κρατούντας αμφοτέρους μέγιστα ποτήρια πλήρη οίνου. Ο γέρων, αν και θολωμένον έχων τον νουν από την μέθην, συνεταράχθη, έκυψε την σεβασμίαν κεφαλήν του διά να με ασπασθή, και μ' ερώτησε με γλώσσαν τραυλίζουσαν τι έχω. Είναι έξω φρενών, τον λέγει, προλαμβάνων ο πατήρ μου· συχνά χωρίς αιτίαν την έρχονται πότε δάκρυα, πότε γέλωτες ακράτητοι. Έχει δε και επικινδυνωδέστερα συμπτώματα· όθεν πρόσεξε θείε μου. Ο δυστυχής γέρων το επίστευσε, και φοβούμενος μη τον κακοποιήσω, εσύρθη οπίσω. Η δε μήτηρ μου, εισελθούσα μετά του κλητήρος, μ' απέσπασαν από τους πόδας του Ιακώβου, και με έρριψαν εις την άμαξαν με άγνωστον γυναίκα. Πλοίον δε έτοιμον εις Πειρεά μας παρέλαβεν αμέσως, και μας μετεκόμισεν εις Τήνον, όπου η συνοδοιπόρος, παραδούσα με εις τας χείρας της Ηγουμένης, έγινεν άφαντος. Αγανακτείς, φίλτατε αναγινώσκων την θλιβεράν ταύτην διήγησιν! αλλά κράτησε την οργήν σου, συλλογιζόμενος ότι οι διώκται μου είναι εκείνοι, οίτινες μ' έδωκαν επίσης την ζωήν· και συγχώρησε αυτούς, καθώς εγώ τους συγχωρώ εξ όλης καρδίας. Όσον σκληρώς και αν προφέρωνται οι γονείς προς ημάς, δεν έχομεν δικαίωμα ούτε να τους εκδικηθώμεν, ούτε να τους επιπλήξωμεν, ούτε καν ν' αγανακτήσωμεν κατ' αυτών. Οπλίσου με υπομονήν, Φιλάρετε. Ενθυμού οποίας η Θρησκεία υπόσχεται αμοιβάς εις τους γενναίως και αγογγύστως υποφέροντας τας αδικίας και θλίψεις του παρόντος βίου. Η θρησκεία είναι η πειστικωτέρα παρηγορήτρια εις τας δυστυχίας μας, και ουαί εις εκείνους, όσοι δεν έχουν ούτε αυτήν την παραμυθίαν!»
Η ανάγνωσις της επιστολής ταύτης συνεκίνησε πάλιν τα αισθήματά μου, και συνετάραξε την ψυχήν μου. Έρως, απελπισία, αδημονία, οργή: όλα αυτά τα πάθη αλληλοδιαδόχως μ' εκυρίευσαν. Εις την αγανάκτησίν μου ωρκίσθην εις το αίμα της Χαρικλείας, το οποίον έχυσε διά να με γράψη, ότι θα εκδικηθώ σκληρώς τους γονείς της· αλλά μετά δευτέραν ανάγνωσιν της επιστολής, αι φρόνιμοι συμβουλαί και η ηθική της μ' έκαμαν να ερυθριάσω διά την οργήν μου. Ω πλάσμα εξαίσιον! συ ήτις έπρεπε να κατοικής βασίλεια, να ήσαι περιωρισμένη εις τέσσαρας θλιβερούς τοίχους, και να θεωρήσαι ως παράφρων συ το πρωτότυπον της φρονήσεως; Θεέ! πώς υποφέρεις τοιαύτας αδικίας και παρανομίας; Τα κρίματά σου είναι ανεξιχνίαστα, και ίσως αι παιδεύουσαι τέκνα αμαρτίαι γονέων, κατά τον Προφήτην σου, τιμωρούσι την ωθωοτάτην Χαρίκλειαν! Δεν επεμβαίνω λοιπόν εις τας θείας βουλήσεις σου, και δεν εξετάζω τους λόγους, διά τους οποίους η εις τους εγκληματίας ανήκουσα ποινή επιβάλλεται εις τους αθώους· αλλ’ ως εύσπλαγχνον και οικτίρμονα δέομαί σου, μη τω θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης, την Χαρίκλειαν και εμέ περισσότερον. Ευδόκησον ίνα παύσουν τα δεινά μας!
Η προσευχή μετριάζει τας θλίψεις, και φέρει την γαλήνην εις την ψυχήν μας· ο δε υπομείνας εις τέλος σωθήσεται.
Ο Υπουργός, στενοχωρούμενος από όλον τον δικηγορικόν όμιλον, δεν εδυνήθη να παρατείνη περισσότερον την παράνομον κράτησίν μου. Εξερχόμενος από την ειρκτήν, έτρεξα κατ' ευθείαν εις του θείου μου, διά ν' ανταμώσω την Ξανθήν, την οποίαν εύρον μόνην. Αφήσασα βαρύν στεναγμόν, όταν την διηγήθην τα κατά την Χαρίκλειαν, δεν δύναμαι, λέγει, να υποφέρω περισσότερον το βάρος της συνειδήσεώς μου. Προτιμώ να γείνω επίορκος παρά να βλέπω τοιαύτας τρομεράς αδικίας. Έπειτα εγώ πλησιάζω εις τον τάφον, και πώς θα παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού συνένοχος της αδικίας ταύτης; διότι, αν και δεν συνέπραξα εις αυτήν, η σιωπή μου θα με καταδικάση. Μάθε λοιπόν ότι η Χαρίκλεια δεν είναι θυγάτηρ του σκληρού Λεωνίδου και της σκληροτέρας Αικατερίνης· αλλά του αγαθού Ιακώβου, τον οποίον τα θηρία αυτά εθανάτωσαν. Η χαρμόσυνος αύτη και απροσδόκητος αγγελία μ' έφερεν εις τοιαύτην συγκίνησιν, ώστε, αρπάσας τας ψυχράς χείρας της γραίας, τας κατεφίλησα μη δυνάμενος να προφέρω λέξιν. Η Ξανθή με ησπάσθη εις το μέτωπον, και ήρχισε την ακόλουθον διήγησιν.
Ο Ιάκωβος είχεν έλθει τινάς μήνας προ της επαναστάσεως εις Πελοπόννησον, και κατέλυσεν εις την οικίαν του ανεψιού του Χαμαιλεωνίδου, όστις ευρίσκετο τότε εις Καρύταιναν ως ενοικιαστής των προσόδων. Η γυνή του Ιακώβου, μετά δεκαπενταετή άγονον συμβίωσιν, εκυοφόρει τότε, και εγένννησε καθ’ ας ημέρας έλαβαν οι Έλληνες τα όπλα. Ο πανικός τρόμος εκυρίευσε και την λεχώ, ήτις δεν ήργησε να καταβή εις τον τάφον. Ο Ιάκωβος, μη δυνάμενος να ζήση εις τον τόπον, όπου έχασε την αγαπητήν του σύζυγον, απεφάσισε ν' αναχωρήση, παραδούς την Χαρίκλειαν βρέφος έτι εις χείρας της ανεψιάς του, ήτις απήρχετο μετά του ανδρός της εις Επτάνησον. Μόλις ήτον διετής η Χαρίκλεια, και εξαίφνης από δευτερεξαδέλφη της Αικατερίνης λαμβάνει το όνομα της θυγατρός. Εγώ όχι μόνον επήνεσα την πράξιν ταύτην, αλλά και ωρκίσθην εις το Ευαγγέλιον, ότι θα την κρατήσω μυστικήν κατ' αίτησιν των Κυρίων μου, χωρίς να υποπτευθώ, ότι η θυγατροθεσία αύτη είχε σκοπόν ιδιοτελή, τον οποίον μετά ταύτα εννόησα. Ο Ιάκωβος είχεν αγοράσει υποστατικά εις Πελοπόννησον, και οι ανεψιοί του, μη λαβόντες δύο έτη παρ' αυτού την παραμικράν είδησιν, ενόμισαν ότι απέθανε, το οποίον επεβεβαίωσε και ψευδής τις φήμη· όθεν, διά να τον κληρονομήσουν, απεφάσισαν να κρύψουν την ύπαρξιν της μόνης εγγυτέρας κληρονόμου του. Τούτο δε γνωρίζει κάλλιστα και η Σεβαστή και η Πηνελόπη· η Ευφροσύνη μόνη, ούσα τότε ανήλικος, το αγνοεί. Ολίγον καιρόν μετά ταύτα έλαβαν γράμμα από τον Ιάκωβον, όστις ανήγγειλε την αιχμαλωσίαν, την απελευθέρωσιν και μετάβασίν του εις Αμερικήν, και τους ηρώτα περί του τέκνου του. Οι ανεψιοί εις απάντησιν τον έγραψαν ότι η Χαρίκλεια προ πολλού ευρίσκετο εις τους κόλπους του Αβραάμ και ότι τον εύχονται καλόν κατευόδιον, ευχόμενοι εις την καρδίαν των το εναντίον, το οποίον εάν ο θεός ήκουεν, ήθελαν πανοικί λιμοκτονήσει οι άφρονες. Η Χαρίκλεια λοιπόν ηυξήνθη εις την οικίαν μας θεωρουμένη ως θυγάτηρ των Κυρίων μου, οίτινες όμως είχαν πάντοτε αποστροφήν προς αυτήν, και κατά τα παράδειγμά των την απεστρέφοντο και αι δυο πρωτότοκοι θυγατέρες των. Ενθυμείσαι πόσον εθορυβήθησαν όταν προ ενός έτους επέστρεψεν ο Ιάκωβος. Η καρδία του καλού γέροντος ως να τον έλεγεν, ότι η Χαρίκλεια ήτον θυγάτηρ του και έδειχνε προς αυτήν ιδιαιτέραν συμπάθειαν, αν και διά των τρόπων της εδύνατο να ελκύση την αγάπην όλων, εκτός των κυριευμένων από τον φθόνον και την αισχροκέρδειαν, ήτις τους έσπρωξεν επί τέλους και εις την δολοφονίαν. Οι Κύριοί μου, διά να κληρονομήσουν την χρηματικήν κατάστασιν του Ιακώβου, απεμάκρυναν την θυγατέρα και κληρονόμον του, το οποίον ημπορεί ν' αποδειχθή και δι’ άλλων μαρτύρων. Νυμφεύσου λοιπόν τώρα αυτήν, αφού έμαθες ότι δεν υπάρχει, το οποίον ενόμιζες της συγγενείας εμπόδιον· παράλαβε την κληρονομίαν, ήτις δικαιωματικώς ανήκει εις αυτήν και, εάν δεν σας ήμαι βάρος, δεχθήτε και εμέ εις την οικίαν σας, διά να περάσω με σας εν ησυχία τας ολίγας ημέρας της ζωής μου, τας οποίας δεν εμπιστεύομαι πλέον εις τους Κυρίους μου, αφού μάθουν ότι εκφώνησα το μυστικόν των.
Υποσχεθείς εις την Ξανθήν, ότι θα την επιμεληθώ, και θα την θεωρώ πάντοτε ως μητέρα μου, την μετέφερα αμέσως εις ασφαλές μέρος, και επέστρεψα αυθωρί εις του Χαμαιλεωνίδου. Η αιφνίδιος παρουσία μου, και η αλλοίωσις του προσώπου μου, τους εθορύβησαν, και μ’ επαρατήρουν με όμμα ύποπτον. Κλείσας την θύραν, εκάθησα πλησίον των, και τους ηρώτησα περί της Χαρικλείας. Ακούσας δε να την ονομάζουν απειθή, αναίσχυντον και παράφρονα, σιωπήσατε, τους λέγω, μη δυνάμενος πλέον να κρατήσω την οργήν μου· μη βλασφημάτε περισσότερον σκληροκάρδιοι άνθρωποι! Όλας τας παρελθούσας και ενεστώσας πράξεις σας ανεκάλυψα. Το «ουκ έστι κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται» το είπε στόμα αψευδέστατον. Γνωρίζω ακριβώς και την γέννησιν της Χαρικλείας, και επί τίνι σκοπώ την εξωρίσατε, καθώς και το βεβιασμένον τέλος του πατρός της. Επειδή αύτη σας εσυγχώρησεν όλας αυτάς τας αδικίας, σας τας συγχωρώ και εγώ, όστις, μην ων συγγενής της, μέλλω να την συζευχθώ. Αποποιούμεθα δε αμφότεροι την ανήκουσαν εις αυτήν κληρονομίαν, ήτις είθε να χορτάση την φιλοχρηματίαν σας, και η πλεονεξία να μη σας ρίψη εις άλλο έγκλημα! Η μόνη αμοιβή, την οποίαν ζητώ από σας είναι, να γράψετε προς την Ηγουμένην να την παραδόση εις χείρας μου. Οι λόγοι μου τους εκεραυνοβόλισαν, και έμειναν πολλήν ώραν άλαλοι. Τέλος, ο Χαμαιλεωνίδης εζήτησε ν' αναιρέση τα περί των όσων τους εκατηγόρουν· αλλά προδοθείς ωργίσθη κατά της Ξανθής, την οποίαν ωνόμασε ψεύστριαν και φλύαρον. Δεν είναι μόνη, τους λέγω, καθώς ηξεύρετε, η γραία, ήτις γνωρίζει την γέννησιν της Χαρικλείας, και μη μ' αναγκάζετε ν' αναφέρω την υπόθεσιν εις τα δικαστήρια, τα οποία είναι ικανά να εξιχνιάσουν και αυτό το μυστήριον, και άλλα πολλά ν' ανακαλύψουν. Όσον διά την Ξανθήν, αύτη πλέον δεν φοβείται την εκδίκησίν σας· διότι ευρίσκεται υπό την προστασίαν μου. Σας συμβουλεύω λοιπόν ν' αφήσετε την υπόκρισιν, να παύσετε την οργήν σας, και να με δόσετε το ελευθερωτήριον γράμμα, αντί του οποίου σας γράφω το παραχωρητήριον της κληρονομίας. Σκεφθήτε ότι η Χαρίκλεια δεν είναι θυγάτηρ σας, και διά μόνης της μαρτυρίας της Ξανθής, δύναμαι να λάβω από τον πρόεδρον του δικαστηρίου διαταγήν της αφέσεως της. Αλλά τούτο θέλει έχει ολεθρίους διά σας συνεπείας. Προτιμώ να διατηρήση το εδικόν σας πατρωνυμικόν και ως θυγατέρα σας να την νυμφευθώ μακράν της Ελλάδος, παρά να σας ιδώ καταδικασμένους ως αισχροκερδείς, απατεώνας και δολοφόνους ίσως. Τούτο θα να λυπήση περισσότερον την Χαρίκλειαν, της οποίας την καρδίαν παρεγνωρίσατε και κατεφαρμακεύσατε. Οι τελευταίοι λόγοι μου, εκφρασθέντες με τόνον, τους κατέπεισαν να με δώσουν το προς την Ηγουμένην γράμμα, λαβόντες παρ' εμού έγγραφον απάρνησιν από πάσαν κληρονομίαν.
Την αυτήν ημέραν συμπαραλαβών την Ξανθήν ανεχώρησα από Αθήνας, και την τρίτην έφθασα εις Τήνον. Αποβιβασθείς εις την ξηράν, απήντησα γνώριμόν μού τινα, όστις μ' επροσκάλεσε να καταλύσω εις την οικίαν του. Εδέχθην την πρόσκλησιν, διότι ήτον εσπέρας και το μοναστήριον απείχε τρεις περίπου ώρας από την πόλιν. Μετά το δείπνον ο οικοδεσπότης με διηγήθη, ότι την επαύριόν τινες νεόφυτοι καλογραίαι ενδύονται το μοναχικόν σχήμα, ότι έχει σκοπόν με άλλον φίλον, συγγενή της Ηγουμένης, να υπάγουν εις το μοναστήριον διά να θεωρήσουν την τελετήν, και ότι αν επιθυμώ ημπορώ και εγώ να τους συνοδεύσω. Τον υπεσχέθην αλλ’ η είδησις αύτη μ' ετάραξεν ολίγον, υποπτευόμενος μήπως ήναι και η Χαρίκλεια μεταξύ των υποψηφίων καλογραιών. Εάν την εβίασαν, έλεγα, ημπορώ να προφθάσω και να την ελευθερώσω· αλλ’ εάν η ιδία το απεφάσισε και επιμένη εις την απόφασίν της, τετέλεσθαι δι’ εμέ. Δεν δύναμαι εις το εξής να ζήσω χωρίς την Χαρίκλειαν. Σκληρά Ειμαρμένη! ακόμη δεν εξήντλησες την κατ' εμού κακίαν σου; μόλις είδες το μειδίαμα εις τα χείλη μου, και φθονήσασα ζητείς να το αποδιώξης!
Καθ' όσον επλησιάζαμεν εις το μοναστήριον, οι παλμοί της καρδίας μου και η ωχρότης του προσώπου μου ηύξαναν ενώ αι δυνάμεις μου ωλιγόστευσαν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε πολλάκις ηναγκάσθην να καθήσω. Τέλος, εισήλθαμεν την θύραν της Μονής και αμέσως εις την εκκλησίαν, ήτις ήτον καταφωτισμένη και πλήρης καλογραιών. Πλησίον του ιερού ίσταντο τρεις νέαι με κοσμικά φορέματα και όπισθεν αυτών ο ιερεύς αναγινώσκων ευχάς επί τις κεφαλής των. Μία καλογραία εκράτει τους οποίους έμελλον να ενδυθώσι μέλανας μανδύας, και η Ηγουμένη ητοίμαζε την ψαλίδα, διά να κουρεύση την κόμην των. Η θέα αύτη μ' απέδωκε τας δυνάμεις μου, και λησμονήσας το οφειλόμενον εις το ιερόν τούτο μέρος σέβας, διασχίζω το πλήθος και προχωρώ προς τας κατηχουμένας, αίτινες έστρεψαν να ιδούν τον θόρυβον, τον οποίον επροξένησεν η ορμή μου. Τα βλέμματά μου αντίκρυσαν τα της Χαρικλείας, ήτις κράξασα, ο Φιλάρετος! έπεσεν επί του εδάφους. Η σκηνή αύτη διέκοψε την τελετήν, και μεταφέρουσα, την λειποθυμήσασαν εις κελλείον, κατώρθωσαν ν' ανακαλέσουν σας αισθήσεις της. Τότε ενεχείρισα την επιστολήν του Χαμαιλεωνίδου εις την Ηγουμένην, ήτις αναγνούσα αυτήν με λέγει: και εγώ προχθές έλαβα άλλο γράμμα, διά του οποίου με παρεκίνει να σπεύσω την χειροτονίας της θυγατρός του. Διατί λοιπόν το μετενόησε πάλιν; Ο Διάβολος εφθόνησεν, ως φαίνεται, το θεάρετον τούτο έργον, και διέσπειρε ζιζάνια. Είσαι συγγενής της Χαρικλείας; Μάλιστα, την αποκρίνομαι· είμαι εξάδελφος της. Παράξενον! επαναλαμβάνει· δεν ηκούσθη η θέα εξαδέλφου να προξενήση τόσην εντύπωσιν, και να ρίψη γυναίκα εις λειποθυμίαν. Και ημείς έχομεν συγγενείς, και εζήσαμεν εις τον κόσμον. Εδώ πρέπει να τρέχη άλλο τι, το οποίον μάλιστα την έφερεν, ως φαίνεται, εις παραφροσύνην. Η καλογραία αύτη είχε βεβαίως πείραν των ανθρωπίνων ουκ ολίγην. Αλλ,' αυτά, επαναλαμβάνει, δεν είναι χρέος μου να τα εξετάσω πλέον. Λυπούμαι μόνον, ότι στερείται το ποίμνιον του Χριστού μιας αμνάδος, και τους όσους κατέβαλα κόπους διά να την φέρω εις τα λογικά της. Ήδη υγειής γέγονε, μηκέτι αμαρτανέτω!
Όταν η Χαρίκλεια έμαθεν ότι ο Ιάκωβος απέθανε και ότι ήτον πατήρ της, τοιαύτη θλίψις την εκυρίευσεν, ώστε δεν ετόλμησα να την παρηγορήσω ούτε δι’ αυτής της μελετωμένης συζυγίας μας. Ο καιρός είναι ο καλήτερος παρήγορος και από τον εραστήν και από τον σύζυγον.
Εγώ δεν ήμην μεν συγγενής της Χαρικλείας· αλλ’ οι γνώριμοί μου μ' εθεώρουν ως τοιούτον. Όθεν διά να μη δόσω αιτίαν σκανδάλου, απεφάσισα ν' αφήσω την Τήνον και την Ελλάδα. Ο σκοπός μου είναι ν' αποκατασταθώ εις Κωνσταντινούπολιν, όπου, νυμφευόμενος μετά το πένθος μας την Χαρίκλειαν, να μετέλθω το δικηγορικόν επάγγελμά μου. Δεν θα πλουτήσω· αλλά θα κερδήσω πάντοτε αρκετά, διά να ζήσω εν ανέσει. Έπειτα τα χρήματα, τα οποία αποκτώμεν διά της φιλοπονίας μας, είναι πλέον ευάρεστα και πολύτιμα απ' εκείνα, όσα μας ρίπτει η τυφλή τύχη. Δεν πιστεύω να κατηγορηθώ ότι άφησα την πατρίδα μου, μεταβαίνω εις την αλλοδαπήν. Η Ελλάς έχει πολλούς ικανωτέρους μου διά να την υπηρετήσουν. Όλοι δε οι άνθρωποι δεν δύνανται να εύρουν πόρον ζωής εις την πατρίδα των. Βλέπομεν καθ' ημέραν άνδρας αξιοτίμους και επιστήμονας, αν και φιλοπάτριδας, να περιέρχωνται ξένους τόπους, και να υπηρετώσι Κυβερνήσεις αλλοφύλους και αλλοδόξους. Δεν εγκρίνω μεν το ubi bene ibi patria των Ρωμαίων· όμως παραδέχομαι το Ελληνικόν, «ανδρός αγαθού πάσα γη πατρίς», όπερ δηλεί, ότι άνθρωπος με χρηστότητα και ολίγας ή πολλάς γνώσεις, ημπορεί πανταχού να γίνη ου μόνον εις τον εαυτόν του, αλλά και εις τους άλλους ωφέλιμος.
Η αρετή και η καρτερία του Φιλαρέτου και της Χαρικλείας εστεφανώθησαν δι' ευτυχούς επί τέλους συνοικεσίου. Η συμβίωσίς των είναι παραδειγματική εις Κωνσταντινούπολιν. Αποφεύγοντες και τας πολυτελείς δαπάνας, και τας θορυβώδεις συναναστροφάς της πόλεως ταύτης, ζουν εν ειρήνη και εν ακμάζοντι πάντοτε έρωτι, αγαπώμενοι παρά των ολίγων μεν, αλλά καλών φίλων, τους οποίους απέκτησαν και παρά πάντων επαινούμενοι.
Η ατυχής Ευφροσύνη, μετά διετή δυστυχή συμβίωσιν, απηλλάχθη από τον σύζυγόν της, όστις, χάσας μίαν εσπέραν τα απομεινάρια της προικός της, έγεινεν αυτόχειρ.
Κτηματίας τις, πεντηκοντούτης μεν, αλλ’ αξιότιμος, και έχων άνετον κατάστασιν, μαθών την συμφοράν της Ευφροσύνης και την αγόγγυστον καρτερίαν της, έλαβε τόσην συμπάθειαν προς αυτήν, ώστε εζήτησε να την νυμφευθή. Η Ευφροσύνη, ύστερον αφ’ όσα εδοκίμασε, δεν είχεν όρεξιν να συνάψη δεύτερον γάμον· μην έχουσα όμως πού την κεφαλήν κλίναι, έστερξε να δεχθή την χείρα του κτηματίου, όστις, ου μόνον δεν την έδωκεν αιτίαν να μετανοήση διά την συγκατάθεσίν της, αλλά διά της φιλοστοργίας και φιλαρέσκειας του ηγαπήθη από την σύζυγόν του περισσότερον, αφ' όσον ήθελεν αγαπηθή νέος ακμάζων και του Ναρκίσσου αντίτυπον.
Ο Χαμαιλεωνίδης ενόμιζεν ότι αποκατεστάθη ανενόχλητος κύριος εκατόν περίπου χιλιάδων δραχμών· αλλ’ έχασε και αυτάς και την ζωήν του. Κακούργοι τίνες, εισελθόντες εις την οικίαν του διά νυκτός, έκλεψαν όλην την διά κλοπής αποκτηθείσαν περιουσίαν του, και τον εθανάτωσαν· ίνα πληρωθή το ρηθέν παρά του Ιησού Χριστού, «Πάντες οι μάχαιραν λαβόντες μαχαίρα αποθανούνται.»
Η Αικατερίνα, μείνασα χωρίς άνδρα και πόρον, κατήντησε να κλεισθή εις το αυτό μοναστήριον, το οποίον είχε προσδιορίσει διά την Χαρίκλειαν· αλλά και εκεί εζήτει αρχηγίας και πρωτοκαθεδρίας. Η Ηγουμένη όμως την διώρισε σαρώτριαν της Εκκλησίας και αρχηγέτιδα των χηνών του Μοναστηρίου.
Η Σεβαστή δοκιμάζουσα ποικίλα και δραστήρια ιατρικά διά να μείνη έγκυος, έγινεν επί τέλους θύμα της παρακαίρου τεκνομανίας της, καθώς πολλαί άλλοι προβεβηκύαι ή και νέαι γυναίκες, αι οποίαι νομίζουσαν ατιμίαν την ατεκνίαν, και ζητούσα, να βιάσωσι την φύσιν, πληρώνουν με την ζωήν των την παράλογον ταύτην επιθυμίαν.
Ο Πλατωνίδης φιλονικών μίαν ημέραν με άλλον σχολαστικόν, περί της χειρός του Μακρόχειρος Πτολεμαίου: δηλ· αν η δεξιά ή η αριστερά του ήτον μακροτέρα, τόσον εξήφθησαν ώστε ήλθαν εις χείρας, και εις την μάχην έχασεν ο φιλόσοφος τον οφθαλμόν του. Εξακολουθεί μεν να γράφη λιβέλλους και μονόφθαλμος· αλλά των σχολαστικών και αισχρημόνων τας λοιδορίας, ως τα των κοράκων κρα, περιφρονούσιν οι εχέφρονες.
Ο Πανουργιάδης, αφού κατηνάλωσε μετά της Πηνελόπης τα εκδύματα του Ταυροπούλου, την άφησεν εις τους τέσσαρας δρόμους, και επεχειρίσθη άλλας κατακτήσεις. Με τους υπούλους δε τρόπους του ηπάτησεν αθώαν νεανίδα από καλήν οικογένειαν, και την κατόρθωσε να τον ακολουθήση· αλλά προληφθείσης της φυγής παρά των γονέων, και συλληφθέντος του απατεώνος, το δικαστήριον τον κατεδίκασεν εις τριετή δεσμά. Η δίγαμος Πηνελόπη, μετανοήσασα διά την ελαφρόνοιαν και τας παρεκτροπάς της, έκλαυσεν, εθρήνησεν αλλ' εις μάτην. Επί τέλους, μην υποφέρουσα την περιφρόνησιν των ανθρώπων, έδωκε τέλος διά του δηλητηρίου εις την ζωήν της.
Ο Παντοφάγος μας, γευματίσας μίαν ημέραν εις πέντε τραπέζας, εκάθησε και εις έκτην, όπου όμως έμεινεν απόπληκτος από την υπερβολικήν πολυφαγίαν. Ο θάνατός του εχαροποίησε μεν τους επιζήσαντας γαστριμάργους διά την ελάττωσιν ενός συναγωνιστού, ελύπησεν όμως όλους τους αστειοφίλους και φιλοσκώμμονας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] σαλός: που έχει σαλέψει το μυαλό του, που είναι μωρός, ανισόρροπος, τρελός
[2] πήρωσις: ακρωτηριασμός, σακάτεμα, ατέλεια
[3] πηρός, -ή, -όν: ανάπηρος σ' ένα μέλος, ακρωτηριασμένος
[4] ταβλαμπάς: παπάς μεγαλόσωμος και κοιλαράς και για το λόγο αυτό βραδυκίνητος, δυσκίνητος
[5] παυαρικαί: βαυαρικαί
[6] ψέλλιο: βραχιόλι στο χέρι ή στον αστράγαλο
[7] σσ: Ανάγνωσε περί της προς τας γυναίκας χρεωστουμένας τιμής και της αξιοπρεπείας του έρωτος, εις το περί χρεών του ανθρώπου ηθικώτατον σύγγραμμα του Σιλβίου Πιλλίκου, μεταφρασθέν παρά του Μ. Παλαιολόγου εις Οδησσόν.
[8] ριτζάς: παράκληση, ικέτευση
[9] αρτζοχάλι: έγγραφη αναφορά
[10] ζιαφέτι: γεύμα, δείπνο, συμπόσιο, φαγοπότι
[11] σ.σ.: Οι Πρόεδροι της Συνόδου και του Αρείου Πάγου.
[12] αργυράγχη: Όταν ο Δημοσθένης είχε δωροδηκηθεί από τον Άρπαλο και μετά προσποιόταν πως έχει συνάχι (συνάγχην) και δεν μπορεί να μιλήσει στην εκκλησία του δήμου, ο Δημάδης του απάντησε ότι δεν έπαθε συνάγχη αλλά αργυράγχη.
[13] Ανυτομελιτική: Ο Άνυτος και ο Μέλητο ήταν δύο από τους κατηγόρους του Σωκράτη
[14] σ.σ.: Η Οθωμανική Κυβέρνησις, φρονιμωτέρα κατά τούτο, απαγορεύει αυστηρώς τον Βάγκον εις δημόσια μέρη, αποποιουμένη ουκ ευκαταφρονήτους ποσότητας, προσφερομένας παρά των Φαραωνιτών, διά να τους συγχωρηθή να μετέλθωσι το ληστικόν των επάγγελμα. Ίσως τινές ονομάζουν τούτο περιορισμόν της ελευθερίας· αλλ' ας μάθουν, ότι εις την Τουρκίαν είναι περισσοτέρα ελευθερία, παρά εις πολλά άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη. Τουλάχιστον, όχι μόνον βιβλία και εφημερίδες παντός είδους αναγινώσκονται δημοσίως, και καθείς ομιλεί ελευθέρως ό,τι φρονεί, αλλά ο λαός ψάλλει εις τας οδούς αυτής της Πρωτευούσης άσματα, διά τα οποία η Αστυνομία και αυτών των Παρισίων ήθελε φυλακίσει τους τραγωδιστάς.
[15] σ.σ.: Οι Ρωμαίοι είχαν θεάν των μαστών (Dea Rumilia) καθώς και θεόν του αποπατήματος και της πορ... ακόμη (Deus Stercutius και Deus Crepitus).