ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 2


 

Πληροφορίες για τον Κώστα Παρορίτη θα βρείτε στο Ε.ΚΕ.ΒΙ ΕΚΕΒΙ

 

 


 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 541, 29 του Νοέβρη 1914

 

― Καλησπέρα πάτερ, ακούστηκε άξαφνα μια φωνή και μέσα στη σιγαλιά της άγριας λαγκαδιάς αντήχησε ο γλυκός ήχος ενός κουδουνιού.

Ο πάτερ Γαβρίλης ανασήκωσε το κορμί του σκυμμένος καθώς ήτανε πάνω σε μια πρασινάδα του κήπου του και κοίταξε γύρω. Στη στάση αυτή πρόβαλε το κορμί του ίσιο, αψηλό, στεγνό, στραγγισμένο από τις νηστείες και τις κακοπάθειες του μοναστηριού, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα πρασινισμένο χοντρό ράσο, που το ‘σφιγγε στη λιγνή μέση του μια πλατιά πέτσινη λουρίδα.

Σε λίγο φάνηκε ένας άνθρωπος καβάλα στο μουλάρι ενώ ο μονότονος ήχος του κουδουνιού που κρεμότανε από το λαιμό του μουλαριού συνόδευε το φοβισμένο περπάτημά του στο φρύδι του αψηλού βράχου.

― Την ευκή σου, πάτερ, φώναξε ο ξένος, πηδώντας από το ζώο και φέρνοντας το χέρι του καλόγερου στα χείλια του για να το φιλήσει. Κείνος τράβηξε το χέρι του σα να μη ήτανε άξιος αυτός για μια τέτοια τιμή κι ο μαύρος ίσκιος του απλώθηκε πάνω στη πρασινάδα του κήπου του.

― Καλησπέρα, παιδί μου, ο Θεός μαζί σου, ψιθύρισε σ’ ένανε μαλακό τόνο, σίγουρα πια πως είχε μπροστά του έναν καλοκάγαθο άνθρωπο που ‘ρθε να προσκυνήσει το μοναστήρι.

― Όμορφο περβολάκι, αλήθεια. Κανείς δε θα περίμενε τέτοια ζουγραφίτσα πάνω σ’ αυτόν τον αγριόβραχο, είπε ο ξένος.

Ο καλόγερος κούνησε το κεφάλι του φχαριστημένος κάθε φορά που άκουγε ναν του παινεύουνε το έργο τω χεριών του.

― Βασανίστηκα όσο να βρω το νερό. Το καλό που οι κόποι μου πήγανε χαλάλι. Νερό βρέθηκε μπόλικο. Μπόλικο και γλυκό. Έτσι γίνηκε αυτό το περβολάκι που βλέπεις. Περνάω και ‘γώ την ώρα μου φυτεύοντας, ποτίζοντας. Το χαίρουνται κι οι ξένοι. Είναι ένας κόσμος εδώ μέσα ήμερος, ταπεινός που με νιώθει και μου αποδίδει με βνωμοσύνη τους κόπους μου. Συνεννοούμαστε τόσο καλά, αποκρίθηκε ο πάτερ Γαβρίλης, σκύβοντας για να χαϊδέψει κάποιο άσπρο λουλουδάκι. Έπειτα τον οδήγησε στο πηγάδι με τον τενεκεδένιο κουβά, γυρισμένον ανάποδα πάνω στο σανιδένιο καπάκι.

― Κοίταξε τι βάθος που ‘χει, είπε με θαμασμό.

Έβγαλε και νερό με τον κουβά και του πρόσφερε να πιει.

― Πιε να δεις τι γλυκό που ‘ναι.

Μιλούσε για το νερό, για τις πρασινάδες με συμπάθεια σα να ήτανε ψυχωμένα όλα αυτά τα άψυχα που αποτελούσανε τους μόνους φίλους του στον κόσμο.

― Πάμε να δεις και την εκκλησιά. Ανεβήκανε μια στενή σκαλίτσα με πολλά σκαλάκια σκαλισμένα στο βράχο. Ένας γκρεμός έχασκε κάτω που γεννούσε ζαλάδα.

― Κοίταξε, είπε ο καλόγερος και του ‘δειξε αψηλά μιαν εικόνα της Παναγιάς, πάνω από την πόρτα της εκκλησιάς, καμωμένην από άπειρα, μικρούτσικα, χρωματιστά πετραδάκια.

Σπρώξανε τη βαριά πόρτα και μπήκανε. Σκοτάδι πίσσα.

― Στάσου ν’ ανάψω ένα κερί για να δούμε, είπε ο καλόγερος.

Στο φως του κεριού που το σήκωνε αψηλά ο πάτερ Γαβρίλης πρόβαλε το εσωτερικό της εκκλησιάς, μια βαθιά σπηλιά μέσα στο βράχο. Να, το Ιερό και το Τέμπλο με την Ωραία Πύλη. Ο καλόγερος ζύγωσε σ’ έναν τοίχο με το κερί αψηλά.

― Κοίταξε ‘δω, ψιθύρισε.

Μέσα σε κείνο το θαμπόφωτο όπου όλα παίρνανε μιαν έκφραση μυστηριώδικη πρόβαλε ένας τοίχος ζουγραφισμένος. Θαμπές, δειλές προβάλανε οι μορφές των αγίων με τα θλιμμένα πρόσωπα πάνω στο μαυρισμένον τοίχο, κι η νοτιά που ‘βγαινε από το βράχο κυλούσε αργά στα κούτελά τους σα να ήτανε ο ίδρωτας της στερνής αγωνίας. Περίεργο. Σπαθισμένα όλα τα κορμιά των αγίων, βγαλμένα βαθιά τα μάτια τους, που στη θέση τους προβάλανε οι βαθιές λακκούβες.

― Ο Αγαρηνός, ο Αγαρηνός, ψιθυρίζει ο πάτερ Γαβρίλης μπροστά στ’ άγρια σημάδια που αφήσανε οι Τούρκοι στο πέρασμά τους.

― Εδώ είναι το κελάκι μου, πρόστεσε.

Μια στενή τρύπα μέσα στο βράχο έφερνε από το εκκλησιδάκι στο κελί του καλόγερου που ‘πρεπε να σκύψεις για να περάσεις. Το κεφάλι ακουμπούσε στο βράχο που χρησίμευε για νταβάνι. Μέσα σ’ αυτή την τρύπα όπου δεν έφτανε μιαν αχτίδα ήλιου για να ρουφήξει την υγρασία από τους τοίχους, πώς ήτανε δυνατό να κάθεται άνθρωπος; Σα να ‘νιωσε την έκπληξή του ο καλόγερος πρόστεσε:

― Τριανταπέντε χρόνια βρίσκουμαι ‘δω μέσα εγώ που με βλέπεις. Δόξα σοι ο θεός ποτέ μου δεν είπα κεφάλι.

Λιτό το δείπνο τους στο φως του λυχναριού που ‘φεγγε πάνω από το μικρό τραπεζάκι. Σαν εξαϋλωμένο πια το κορμί του καλόγερου δεν ένιωθε την ανάγκη της τροφής. Η προσευκή, τ’ όραμα ήτανε γι’ αυτόνε στοιχεία ζωής.

― Μπήκα παλικάρι ‘δώ μέσα και τώρα ασπρίσανε τα μαλλιά μου. Ένα μονάχα με νοιάζει. Πως δε θα βρεθεί κανένας να με παραχώσει στη γης σαν πεθάνω. Φοβάμαι μπας και σαπίσω και με φάνε τα ποντίκια, αναστέναξε ο πάτερ Γαβρίλης, μετρώντας ένα ένα τα κουκιά του μακριού κομπολογιού του.

Έπειτα μίλησε για τη ζωή του και για τα ιστορικά του μοναστηριού που εδώ και εκατό χρόνια το χτίσανε οι χριστιανοί φεύγοντας το λεπίδι των Αγαρηνών. Ο ξένος τον άκουγε σιωπώντας, ρουφούσε τα λόγια του που αντηχούσανε υποβλητικά μέσα στη βαριά εκείνη ατμοσφαίρα…

 

* * *

 

Ξύπνησε. Τα μάτια του πέσανε στο λυχνάρι που ‘καιγε ακόμα με μια κόκκινη κάφτρα στην άκρη του φυτιλιού. Να είχε τάχατες φωτίσει; Ήτανε ακόμα νύχτα; Ο πάτερ Γαβρίλης σκυφτός πάνω σ’ ένα χοντρό βιβλίο αγρυπνούσε ακόμα. Τι να ήτανε τάχα αυτό το βιβλίο; Κανένα λειτουργικό βιβλίο, καμιά Αμαρτωλών σωτηρία, κανένα Ψαλτήρι…..Τι να κάνει τώρα; Να ξανακοιμηθεί, δύσκολο. Ο αγέρας ήτανε πνιγερός, βαρύς. Γιατί να μην πιάσει καλύτερα κουβέντα πάλε με τον πάτερ Γαβρίλη, μια που κι αυτός δεν είχεν ύπνο;

Έβηξε για να του δώσει να καταλάβει πως ξύπνησε. Ξανάβηξε. Ο πάτερ Γαβρίλης λες κι είχε πετρώσει με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με τα μάτια καρφωμένα στο βιβλίο, με τ’ άσπρα μαλλιά του που φέγγανε στο φως σαν ασημένια. Αναγκάστηκε να φωνάξει.

― Κάθεσαι ακόμα, πάτερ:

Ο καλόγερος γύρισε αργά το κεφάλι του και τα μάτια του τα χωνεμένα μέσα στις κώχες φανήκανε βαριά, κουρασμένα.

― Διαβάζω, ψιθύρισε.

― Να σηκωθώ να σου κάνω συντροφιά. Δεν έχω ύπνο απόψε, είπε ο ξένος και πετάχτηκε από χάμω.

Πήρε ένα σκαμνί και κάθισε κοντά στο τραπέζι.

― Δεν κοιμήθηκες; ρώτησε ο ξένος.

― Έπεσα και πάλε σηκώθηκα. Έτσι κάνω πάντα. Πέφτω και σηκώνουμαι. Χρόνος η νύχτα, αποκρίθηκε ο καλόγερος.

Τα μάτια του ξένου πέσανε μέσα στο ανοιχτό βιβλίο. Ήταν ένα παλιό, χοντρό βιβλίο, με μεγάλα κόκκινα κεφαλαία που δείχνανε μορφές ζώων, με μεγάλες σταλαγματιές πάνω στα φύλλα που ήτανε σαν από ψιλό, φωτερό πετσί, μ’ ένα γράψιμο ασυνήθιστο όπου τα γράμματα κολλούσανε το ένα με το άλλο σε μια γραμμή ατέλειωτη. Το μάτι του ξένου ένιωσε στη στιγμή πως είχε μπροστά ένα Βυζαντινό κείμενο. Ξιπάστηκε.

― Μπορείς, πάτερ, και τα διαβάζεις αυτά τα γράμματα; ρώτησε με χαμόγελο.

Κείνος στήλωσε πάνω του τα μάτια του σβησμένα.

― Θα ήμουνα σοφός αν μπορούσα να τα διαβάσω. Ούτε τα διαβάζω, ούτε νιώθω τι λένε. Μα αδιάφορο. Εγώ τα αιστάνουμαι, ρουφάω την ευωδιά τους. Αυτό μου φτάνει, είπε ακουμπώντας χαϊδευτικά το σκεβρωμένο χέρι του πάνω στο βιβλίο.

Ο ξένος άρχισε να ξεφυλλίζει αργά το βιβλίο με τα πέτσινα φύλλα.

― Για την παλιά Ελλάδα μιλάει, για τους αυτοκράτορές μας, για την Αγιά Σοφιά. Άγιο, χρυσό βιβλίο που μου γλυκαίνει τις μέρες μου, είπε ο καλόγερος.

Κείνος γύρισε και τον είδε απορώντας. Τίποτις από αυτά δεν έλεγε το βιβλίο. Βαγγέλια μόνο έκλεινε μέσα και τροπάρια σε αρχαία γλώσσα. Ένα παλιό βιβλίο με Βυζαντινούς χαραχτήρες από τα πιο συνηθισμένα.

― Μου το ‘πε εμένα ο γέροντάς μου. Το βιβλίο αυτό είναι θησαυρός ανεχτίμητος.

Ναν του φανερώσει την αλήθεια, να τονέ βγάλει από τη γλυκιάν αυτή πλάνη που ζούσε τόσα χρόνια, ναν του ξηγήσει πως ο θησαυρός του, το καμάρι του ήτανε μια κοινή πέτρα, ήτανε η πρώτη σκέψη που του ‘ρθε στο νου. Μα έφριξε στη σκέψη πως μπορούσε να πάρει στο λαιμό του άξαφνα το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα που ‘χε δημιουργήσει την ευτυχία του πάνω στο ψέμα. Όχι. Τέτοιο έγκλημα δε θα ‘χε τη δύναμη ναν το κάνει.

― Διάβασέ μου ένα κομμάτι να δροσιστώ, παρακάλεσε ο καλόγερος.

Κείνος κάνοντας πως διαβάζει άρχισε ναν του απαγγέλνει κομμάτια από το Σοφοκλή που τα διατηρούσε στη μνήμη του.

― Τι λόγια! πως μοσχοβολάνε σαν τα λουλούδια.

― Σου βρίσκουνται κι άλλα βιβλία, πάτερ; ρώτησε ο ξένος γυρίζοντας αλλού την κουβέντα.

Ο καλόγερος έφερε το δάχτυλο στο κούτελό του.

― Κάτι θαρρώ βρίσκεται μέσα σε κείνο το ντουλαπάκι, α δε σαπίσανε από την υγρασία. Μα τι να τα κάνεις. Όλα αυτά δεν αξίζουνε τίποτις. Εδώ, εδώ είναι ο θησαυρός.

Κείνος τον άφησε να λέει και τράβηξε προς το ντουλαπάκι, μια μικρή τρύπα μέσα στο βράχο. Ήτανε περίεργος να γνωρίσει τα βιβλία εκείνα που σαπίζανε στην υγρασία.

Μουχλιασμένα, σάπια τα φύλλα αφήνανε μια δυνατή μυρουδιά που χτυπούσε στη μύτη.

― Τα βλέπεις; Δε σου το ‘πα πως δεν αξίζουνε τίποτις, είπε ο καλόγερος βλέποντας τα βιβλία πάνω στο τραπεζάκι.

Ο ξένος τράβηξε μπροστά του το ένα βιβλίο που η μούχλα άφηνε απάνω του πρασινόλευκες βούλες. Μέσα στα δυο χοντρά χαρτόνια, που χρησιμεύανε για ξώφυλλα, δεμένα με χοντρούς, ξεφτισμένους σπάγκους, το βιβλίο λες κι ήτανε ένας νεκρός μέσα στην κάσσα του. Ποιος ήρθε να ταράξει τον ύπνο του νεκρού; Τι ζητούσανε από αυτόν; Γιατί δεν τον αφήνανε ήσυχον όσο να σαπίσει τελειωτικά;…

Ο καλόγερος γυρίζει αλλού το πρόσωπό του. Ο ξένος διαβάζει. Ρουφάει, τρώει τις σελίδες λαίμαργα. Διαβάζει ώρες κι είναι φτυχισμένος. Βρίσκεται μπροστά σε μιαν αποκάλυψη που δεν τηνέ φανταζότανε. Ένας καινούριος, άγνωστος συγγραφέας, ένας ποιητής από τους πιο αγαπημένους τω Μουσών!

Πετάγεται απάνω, αρπάζει το χέρι του καλόγερου κι αρχίζει να το γιομίζει φιλιά, τρελός από τη χαρά του. Κείνος τονέ κοιτάζει σπλαχνικά. Τι έπαθε; Μην τρελάθηκε άξαφνα;

― Μα πώς; τι τρέχει: ρωτάει.

― Ένας ποιητής κρύβεται μέσα σ’ αυτό το σάπιο, το σαρακοφαγωμένο βιβλίο, ένας ποιητής που θα μας δοξάσει, φωνάζει ο ξένος σηκώνοντας αψηλά το βιβλίο σα λάβαρο.

Ο καλόγερος ρίχνει μια δισταχτικιά ματιά στο βιβλίο σα να δυσκολεύεται να πιστέψει τέτοιο πράμα.

― Δε μου διαβάζεις να νιώσω και ‘γώ τι λέει αυτός ο ποιητής; λέει.

Ο ξένος αρπάζει το χερόγραφο κι αρχίζει ν’ απαγγέλνει δυνατά, μουσωμένα. Στίχοι ερωτικοί, υγροί, μαλακοί που γεννούνε ηδονικές ανατριχίλες με την ωμή γλώσσα τους.

Τρομαγμένος ο καλόγερος του πιάνει το χέρι που κρατούσε το βιβλίο.

― Πάψε για το θεό, μην προχωράς. Σκέψου πού βρίσκεσαι. Θα πέσει ο βράχος να μας πλακώσει, ψιθυρίζει τρέμοντας.

Μα κείνος αναμμένος τώρα ούτε θέλει ν’ ακούσει. Θέλει να ρουφήξει ως τη στερνή στάλα το δυνατό ποτό που του προσφέρει ο ποιητής, να νιώσει το αίμα του ν’ ανάβει μέσα μέσα στις φλέβες του σ’ ένα μεθύσι Διονυσιακό.

Ο καλόγερος κλείνει τα μάτια του με φρίκη. Αυτό που παθαίνει αυτός τώρα είναι βέβαια μια Σατανική ενέργεια… Άξαφνα αρπάζει το βιβλίο του, το δικό του βιβλίο και το σηκώνει αψηλά σαν ένα σταυρό μπροστά στο Σατανά που θέλει να τον πειράξει.

― Ξορκισμένος να ‘ναι ο ποιητής σου και τα λόγια του. Να! Αυτό είναι βιβλίο, φωνάζει.

Ο ξένος δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Μεθυσμένος για τη μεγάλη ανακάλυψή του πήρε το μαχαίρι και το βύθισε βαθιά στην καρδιά του καλόγερου.

― Ε άκουσέ το λοιπόν και μάθε το, πάτερ, από μένα που ξέρω. Το βιβλίο σου δεν αξίζει τίποτις. Είναι ένα κοινό βιβλίο που σαν κι αυτό έχουμε άπειρα. Και ναν το πετάξεις, δε χάνεις τίποτις, φώναξε.

Ω! τα πικρά, τ’ ασυλλόγιστα λόγια! Ο καλόγερος απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Άνθρωπος ήτανε αυτός ή ο Σατανάς μεταμορφωμένος;…

 

* * *

 

Χιονίζει. Ξαπλωμένος ο πάτερ Γαβρίλης δίπλα στο παραγώνι βλέπει τη φωτιά που καίει χαρούμενα…. Ζούσε τόσο ευτυχισμένα και τώρα παράδερνε σε μια μαύρη αφιβολιά. Έτσι λοιπόν; Αλήθεια λοιπόν πως το βιβλίο του δεν αξίζει τίποτις; Ψέματα λοιπόν του ‘πε ο Γέροντάς του; Δεν ήξερε κείνος κι ήξερε καλύτερα ο ξένος: Μα ο ξένος είναι σοφός. Και με αυτό τι; Θ’ αφήσει αυτός το φίλο του, θ’ αρνηθεί το σύντροφό του τώρα στα τελευταία: Όχι! Αυτός δεν αρνιέται το φίλο του. Ψέματα λέει ο ξένος με τις σοφίες του, δεν ξέρει τι λέει. Καταραμένη η στιγμή που πάτησε το πόδι του στο μοναστήρι… Και να συλλογιέται πως μέσα στο κελί του κρύβει τον οχτρό, το φίδι που τονέ δάγκωσε. Να! Εκεί στη γωνιά πεταμένο βρίσκεται ακόμα το βιβλίο του ξένου. Σιχαίνεται ναν το πιάσει στα χέρια του. Και κείνος φεύγοντας του παράγγειλε ναν το προσέχει σαν τα μάτια του όσο να ξαναγυρίσει. Καλά…

Ζυγώνει στο μέρος που κείτεται το χερόγραφο κι αρχίζει ναν το τσαλαπατάει με όλη τη δύναμη του ποδιού του.

― Μα όχι. Μπορεί να ξαναγυρίσει, ψιθυρίζει. Χρειάζεται κάτι άλλο, κάτι τελειωτικό.

Συλλογιέται… Η φωτιά καίει στο τζάκι, όξω το χιόνι υψώνεται σιωπηλό.

― Ας κοπιάσει λοιπόν τώρα να καμαρώσει τον ποιητή του, λέει άξαφνα.

Είχε πάρει πια την απόφασή του. Αρπάζει το χερόγραφο με τις άκρες των δαχτυλιών του για να μη μολευτεί και το αφήνει να πέσει στη φωτιά. Στάχτη το χερόγραφο!

Σβήνει η φωτιά κι αυτός γλείφει το τζάκι για να μη μείνει ούτε σπυρί στάχτη… Ανοίγει την πόρτα. Σκοτάδι πηχτό. Κάνει τρεις φορές το σταυρό του κι αφήνει τη στάχτη να σκορπιστεί πάνω στο άσπρο χιόνι…

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς, τεύχος 557, 21 του Μάρτη 1915

 

Το μικρό, κιτρινοβαμμένο λεωφορείο με τα σκελετώδικα, πληγιασμένα άλογά του τρέχει τρικλίζοντας, ενώ οι ρόδες του χώνουνται βαθιά μέσα στην ψιλοκοσκινισμένη σκόνη του δρόμου. Σκίζει τον άσπρο κάμπο με τις λίγες πρασινάδες που τον πυρπυρίζει ο ήλιος και φτάνει στο πέραμα. Έχουμε ανάγκη να πάρουμε το λουτρό μας πρωί πρωί και να ξαναγυρίσουμε ο καθένας στη δουλειά του. Έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε το γερο-Κουτουζώφ όπως τονε παρανομίζουνε. Η δουλειά του τώρα είναι να τραβάει μ’ έναν άλλον το πέραμα στην αντικρινή όχτη του καναλιού, που σέρνεται αργά πάνω στο νερό μ’ ένα ξερό μονότονο τρίξιμο που κάνει η χοντρή αλυσίδα πάνω στη ρόδα. Μια φορά ήτανε στο στρατό και τ’ όνειρό του ήτανε να γίνει στρατιωτικός. Μα τον έφαγε η ορθογραφία. Μάλιστα. Η ορθογραφία. Σαν έδινε εξέταση για το βαθμό του δεκανέα του υπαγορέψανε να γράψει τη λέξη γυλιός κι αυτός πoυ ‘ξερε πώς γράφεται η λέξη, κείνη τη στιγμή τα μπέρδεψε, σκοτίστηκε και έγραψε γιλιός αντί γυλιός, Αυτό έφτασε για να τον απορρίψουνε. Τότε κι αυτός θύμωσε, παρατήθηκε από το στρατιωτικό. Αλλιώς μπορούσε να ‘ναι τώρα κι αυτός ένας κοτζάμ συνταγματάρχης που να τόνε τρέμει η γης. Ας είναι. Αυτά πάνε.

Τώρα ο γέρο Κουτουζώφ τραβάει το πέραμα κι είναι φχαριστημένος με τις εξήντα δραχμές που του δίνουνε το μήνα για να κάνει το άλογο. Του βγαίνει βέβαια η ψυχή μέσα στον ήλιο και στο κρύο ―και το κανάλι βγάζει το χειμώνα― τα νεύρα του λαιμού του πάνε κάποτε να σπάσουνε από το πολύ τέντωμα σαν είναι παραφορτωμένο το πέραμα, μα είναι φχαριστημένος γιατί νιώθει πως σε αυτή την ηλικία δε θα μπορούσε εύκολα να ‘βρει άλλη δουλειά. Τώρα ζει τη γυναίκα του που ‘ναι πιασμένη από ρεματισμούς. Έχει κι ένα γιο στην Αμερική μα δε βλέπει τίποτα και το ‘χει καημό.

― Καλημέρα Κουτουζώφ του φωνάζαμε από μακριά πρι να μπούμε ακόμα στο πέραμα· και κείνος μας αποκρενότανε πάντοτε μ’ ένα αστείο που συνόδευε το αιώνιο γέλιο του. Μια μέρα κάποιος του είπε:

― Ξέρεις γερο-Κουτουζώφ. Κάποιος πρότεινε στην εταιρεία να τραβάει το πέραμα με ηλεχτρισμό. Να. Θα βάλει μια μηχανή στην άκρη, θα πατάς ένα κουμπί και το πέραμα για ένα λεπτό θα πετάγεται αντίκρυ. Έτσι θα γλιτώσουμε και ‘μεις από αυτό το μαρτύριο.

Ο γέρο Κουτουζώφ άνοιξε τα μάτια του και τονέ κοίταξε βαθιά. Από την ημέρα αυτή δεν τον ξαναείδαμε πια χαρούμενο, γελαστό. Του ‘φυγε το γέλιο, ξέχασε τ’ αστεία του και σαν τόνε πειράζαμε απόμενε σιωπηλός, ή μας απαντούσε με μια ξερή φράση. Φυσικά δεν μπορούσαμε να ξέρουμε την αιτία της μεταβολής ούτε κι ο καιρός μας περίμενε να πιάσουμε μακριά κουβέντα μαζί του· μα κι αυτός είχε λόγους ν’ ανησυχεί. Η κουβέντα εκείνη τονέ ετάραξε, του ‘κοψε το κέφι. «Μα τι τους ήρθε να σκεφτούνε τέτοιο πράμα; Γιατί; Καλά δε γίνεται η δουλειά τόσα χρόνια; Κι αν αργεί λιγάκι να φτάσει το πέραμα αντικρύ, τι, χάθηκε ο κόσμος; Κι έπειτα πως δεν τονέ συλλογίζουνταν κι αυτόν; Τι θα γίνει η γριά του που δεν μπορεί να κουνηθεί; Τι θα γίνει αυτός; τώρα στα γεράματα, είναι καιρός να ζητάει άλλη δουλειά; Και τι δουλειά; Για ποια δουλειά μπορεί να ‘ναι ικανός σε αυτή την ηλικία ; Να που κι ο γιος του στην Αμερική τον ξέχασε. Έξι μήνες έχει να δει γράμμα του.»

Γι’ αυτό πάντα ρωτάει κάθε επιβάτη ανήσυχος.

― Τι ξέρεις; Θα γίνει ο ηλεχτρισμός;

Και κείνοι που νιώθουνε τώρα την αδυναμία του αγαπάνε να τον πειράζουνε.

― Πώς δε θα γίνει; Γιατί να μη γίνει; Η εταιρεία λεφτά έχει. Έτσι θα βρούμε και ‘μεις την ησυχία μας που βασανιζόμαστε με τούτη τη χελώνα, και συ θα ησυχάσεις. Καιρός είναι να ησυχάσεις.

Κείνος ξαφνίζεται.

― Γιατί να ησυχάσω; Θαρρείς πως με κουράζει εμένα η δουλειά;

Σκέπτεται λίγο και λέει μονολογώντας:

― Μα τι τους ήρθε πάλε; Δεν τ’ αφήνουνε τα πράματα όπως ήτανε χρόνια. Κάποτε ρώτησε ένανε.

― Δε μου λες; τι είναι αυτός ο ηλεχτρισμός;

Ο ηλεχτρισμός τώρα στη φαντασία του φάνταζε σαν ένα θεριό, σαν ένας μεγάλος οχτρός που ‘ρχεται να πάρει το ψωμί του φτωχού από το στόμα του.

Κάποιος ανάλαβε να του εξηγήσει το πράμα· μα ο γερο-Κουτουζώφ δεν τα πολυκατάλαβε. Τι θα πει ρεύμα; Αυτός ήξερε μόνο το ρεύμα του καναλιού που κάποτε σαν ήτανε πολύ φορτσάτο, τους έκοβε την αλυσίδα και τους έπαιρνε το πέραμα.

― Δεν ξέρουνε τι να βρούνε οι σκυλόφραγκοι για να βγάλουνε παράδες, είπε στα τελευταία σε τόνο αποφθεγματικό, αφού απελπίστηκε πως μπορούσε να καταλάβει.

Στην αρχή δεν είπε τίποτα της γυναίκας του για να μη την πικράνει στην κατάσταση που βρισκότανε. Μα δεν μπόρεσε να το βαστήξει μυστικό. Η καρδιά του φούσκωνε κι ήθελε κάπου να το πει για να ξεσκάσει.

― Και ‘μεις τι θα γίνουμε; αποκρίθηκε η γριά σαν άκουσε από το στόμα του γέρου της όλη την ιστορία. Μας ρωτήσανε εμάς αν έχουμε να φάμε; Η γριά νόμιζε το επιχείρημά της ακαταμάχητο.

― Και τι ανάγκη έχουνε να μας ρωτήσουνε; Μπας και θαρρείς πως μας λογαριάζουνε αν υπάρχουμε; Καψερή γριά πώς φαίνεσαι πως δεν έμαθες ακόμα τον κόσμο.

Κείνη αναστέναξε βαθιά κι έτριψε το γόνατό της που την πονούσε.

― Έρημο, πάψε πια. Θα με φας, είπε κουβεντιάζοντας με το γόνατό της. Μια ελπίδα είχε τώρα. Μπας και τονέ κοροϊδεύανε, μπας και του λέγανε ψέματα. Μα μια μέρα τo ‘γραψε κι η φημερίδα. Αυτός δεν καλόβλεπε να διαβάσει, δεν τα καλοκαταλάβαινε κιόλας και έβαλε έναν άλλον να του διαβάσει. Σαν τέλειωσε το διάβασμα ο γερο-Κουτουζώφ αναστέναξε.

― Αχ, έτσι είναι, όπως τα λένε. Ετοιμάσου λοιπόν γερο-Κουτουζώφ να πεθάνεις· είπε σε μελαχολικό τόνο κουνώντας το κεφάλι του.

Η ζωή του χρόνια τώρα ήτανε δεμένη με το πέραμα. Σκληρή δουλειά, μα την είχε συνηθίσει, είχε αγαπήσει κι έλπιζε να πεθάνει πάνω σ’ αυτή τη δουλειά και να τονέ θάψει η εταιρεία με έξοδά της, όπως είχε κάνει και για τον προκάτοχό του. Μα στάσου και να δεις. Ηλεχτρισμός σου λέει ο άλλος. Ρεύμα! Αχ, αυτό το αναθεματισμένο ρεύμα! Πατάς λέει ένα κουμπί κι η δουλειά σου είναι τελειωμένη. Μυστήριο. Μόνο που πρέπει να ψοφήσουμε ‘μεις πρώτα για να δουλέψει αυτό το κουμπί.

 

* * *

 

Γιορτάζει το εκκλησιδάκι του άγιου Σπυρίδωνα που ‘ναι στην αντικρινή όχτη, πάνω σ’ ένα μικρό υψωματάκι, με μια μικρή καμπανίτσα κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο που ορθώνεται σα φύλακας μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς. Το μικρό εκκλησιδάκι στολισμένο με σμύρτα, με κάμποσες σημαιίτσες που κυματίζουνε πρόσχαρα στον αέρα, προσκαλάει τους χριστιανούς στη γιορτή του. Το καμπανάκι όλο και σημαίνει κι ο μονότονος ήχος του απλώνεται γύρω στην ερημιά του γυμνού κάμπου που τονέ καίει ο ήλιος. Ελάτε, ελάτε. Κι οι προσκυνητάδες έρχουνται από την πόλη με λαμπάδες στα χέρια για να προσκυνήσουνε και το πέραμα δεν προφταίνει να μεταφέρνει τόσο πλήθος. Ο γερο-Κουτουζώφ στεφτικός, αμίλητος τραβάει την αλυσίδα και συλλογιέται πως είναι η τελευταία χρονιά που κάνει αυτή τη δουλειά. Πού άλλοτε. Με τι κέφι δούλευε αυτή την ημέρα ;… Μα είναι κόσμος, πλήθος και πρέπει να περιμένουνε όσο να ‘ρθει η αράδα τους γιατί δεν μπορεί να τους χωρέσει το πέραμα. Οι πιο ανυπόμονοι μουρμουρίζουνε γιατί αναγκάζουνται να περιμένουνε και επιμένουνε να πηδήσουνε στο πέραμα και να στριμωχτούνε ανάμεσα στις σούστες και στα κάρα.

― Βρε παιδιά θα πάθουμε τίποτα. Να, προχτές πνίγηκε ένα μουλάρι, λέει κάποιος.

Μα ποιος ακούει.

― Δεν αφήνει ο άγιος, απαντάει άλλος.

Σα φτάνουνε και βλέπουνε πώς το πέραμα βρίσκεται στην απέναντι όχτη, αρχίζουνε τις μουρμούρες, βρίζουνε, βλαστημάνε την εταιρεία.

― Καρτέρα τώρα να γυρίσει να μας πάρει. Και πώς πάει το αναθεματισμένο. Σωστή χελώνα. Λες και πάσχει από ποδάγρα.

Μα τι να σου κάνει κι ο γέρο Κουτουζώφ· γέρος άνθρωπος, δεν μπορεί να τραβήξει με δύναμη.

Ο γέρος αγριεύει.

― Λέτε; όπως τραβάω εγώ δεν τραβάει κανένας.

Απόκαμε πιά. Δε βαστάει. Ο ίδρωτας τρέχει ποτάμι από το κούτελό του, οι αμασκάλες του στάζουνε, και οι κόρδες του λαιμού του θα σπάσουνε.

Περασμένα μεσάνυχτα ξαναγύρισε κι ο τελευταίος προσκυνητής. Τέλειωσε πια. Τώρα μπορούσε κι αυτός να ησυχάσει. Τα μάτια του κλείνουνε από την κούραση, τα βλέφαρά του πέφτουνε βαριά, τα πόδια του μέσα στο πάνινο βρακί του τρέμουνε.

― Ε, πάμε και μείς τώρα να ησυχάσουμε; του λέει ο σύντροφός του…

― Πάγαινε συ. Εγώ θα μείνω ακόμη, αποκρίνεται.

Έχει το σκοπό του. Κάτι συλλογίστηκε που άστραψε σαν αστραπή μέσα στο μυαλό του.

Παίρνει κι αυτός τώρα το δρόμο για τον άγιο Σπυρίδωνα. Είναι μια ανηφοριά που την ανεβαίνει λαχανιάζοντας… Ψυχή μέσα στην εκκλησιά. Τα κεριά λιωμένα, τα πρόσωπα των άγιων αχνά από τη ζέστα των κεριών τονέ κοιτάζουνε κουρασμένα, θλιμμένα.

― Ήρθες και λόγου σου; του φωνάζει ο καντηλανάφτης έτοιμος να πιάσει το σκούπισμα με μια σκούπα στο χέρι.

― Ήρθα και ‘γώ να προσκυνήσω, αποκρίνεται κείνος ζυγώνοντας στο παγκάρι όπου ήτανε απλωμένα τα κεριά.

Ο καντηλανάφτης με τη σκούπα στην αμασκάλη κόβει το σκούπισμα και μπαίνει στο παγκάρι για να του δώσει το κερί που ζητούσε. Διαλέγει ένα λιγνούτσικο σαν ψιλό μακαρόνι και του το προσφέρει. Κείνος ρίχνει στο δίσκο ένα ασημένιο δίφραγκο αποφασιστικά, με κάποια επισημότητα, σα να το ‘χε καλά μελετήσει από πρωτύτερα.

Ο καντηλανάφτης τονέ κοιτάζει στα μάτια. Ύστερα μαζεύει μέσα από το δίσκο ένα σωρό πενταροδεκάρες και του βάζει στο χέρι μια κι ενενήντα πέντε.

― Γιατί μου τα δίνεις αυτά; ρωτάει ο γερο-Κουτουζώφ.

― Τα ρέστα.

― Κάνεις λάθος· θέλω ένα κερί δυο δραχμών.

― Δυο δραχμών; ξαναρωτάει κείνος έκπληκτος.

― Και βέβαια. Το ‘χω τάμα.

Παίρνει τη λαμπάδα που σκορπάει μια ξινόγλυκη μυρουδιά κερίλας και προχωρεί αργά, επίσημα μπρος στο εικονοστάσι του άγιου Σπυρίδωνα. Η εικόνα ασημένια, με μια γιρλάντα από λουλούδια που τα μάρανε ο καπνός και η άχνα των κεριών, ακουμπάει πάνω στο προσκυνητάρι τυλιγμένο μ’ ένα μεταξωτό πανί με θαλασσιές κορδελίτσες στην άκρη και μ’ ένα μεγάλο σταυρό ραμμένο στη μέση. Στέκεται ακούνητος μπροστά στην εικόνα με τη λαμπάδα στο χέρι. Ιλαρωμένο το πρόσωπο του άγιου που η άσπρη γενειάδα του κατεβαίνει απαλά στο στήθος του, τονέ κοιτάζει με ψυχοπόνια. Γέρος κι αυτός και νιώθει καλύτερα τον πόνο του γέρου. Ο γερο-Κουτουζώφ ανάβει τη λαμπάδα, την ξεφτιλίζει το φιτίλι, και την απιθώνει στο ξυλένιο μανάλι, ολοκέντητο από τις σταλαγματιές των κεριών. Ύστερα αρχίζει να σταυροκοπιέται μπροστά στην εικόνα, τσακίζοντας κάθε τόσο τη μέση του βαθιά που το χέρι του ν’ ακουμπάει στο μάρμαρο και στα τελευταία ζυγώνει τα χέρια του στην εικόνα, ιδρωμένη αναλιγκωμένη από τη ζέστα των κεριών. Τα χείλια του τρέμοντας κολλάνε διψασμένα πάνω στο ξύλο.

― Άγιε μου Σπυρίδωνα κάνε το θάμα σου και μην αφήσεις να χαλάσουνε το πέραμα.

Σωπαίνει. Κοιτάζει τον άγιο στα μάτια σα να περιμένει κάποιαν απάντηση. Ο άγιος με τα κολλημένα χείλια καρφώνει απάνω του τη ματιά του σα να του λέει «Κουράγιο· εγώ είμαι για σένα».

Το ‘χει σίγουρο πως έτσι του μιλήσανε τα κολλημένα χείλια του άγιου. Δε μιλήσανε τα χείλια του μα τη ματιά του αυτός την ένιωσε καλά.

Δε γίνεται. Ο άγιος που ‘ναι κι αυτός γέρος θα κάνει το θάμα του. Δεν αφήνουνε βέβαια οι άγιοι με τις άσπρες γενειάδες τους γέρους που τους πιστεύουνε και τους ανάβουνε και χοντρά κεριά, να πεταχτούνε στους δρόμους.

Σαν ξαλαφρωμένος γύρισε σπίτι του. Κείνο το βράδυ ο ύπνος δεν άργησε να του κολλήσει τα βλέφαρα κι ο νους του δεν παράδειρε ώρες σαν άλλες βραδιές. Ο άγιος Σπυρίδωνας αγρυπνούσε πάνω από το προσκεφάλι του…

 

* * *

 

― Γυναίκα, γυναίκα, τρέξε να δεις, φώναξε άξαφνα ο γερο-Κουτουζώφ κρατώντας στα χέρια του μια φημερίδα.

― Τι έπαθες, καλέ, άξαφνα; Τι τρέχει; ρώτησε κείνη αδιάφορη.

― Έλα, τρέξε, ο άγιος Σπυρίδωνας έκανε το θάμα του, φώναξε κείνος κι η μορφή του η χαρακωμένη αντιφέγγιξε τη χαρά της ψυχής του.

Η γριά ζύγωσε ζαρώνοντας με αμφιβολία τα χέρια της και κείνος ξανάπιασε τη φημερίδα.

― Άκουσε τι γράφει το φύλλο, της είπε· και άρχισε να διαβάζει κομπιαστά πνιγμένος από τη συγκίνηση.

Η γριά απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο διευθυντής της εταιρείας πέθανε χτες από συγκοπή της καρδιάς του. Τι είναι αυτό; Δεν είναι το θάμα του άγιου; Κείνος θέλησε να πάρει το ψωμί του φτωχού κι ο άγιος τονέ τιμωρούσε.

Σταυροκοπηθήκανε κι οι δυο ευλαβικά με το πρόσωπο γυρισμένο στο εικόνισμα.

― Μεγάλη η χάρη σου, άγιε μου Σπυρίδωνα, ψιθύρισε ο γερο-Κουτουζώφ και τα χείλη του τρέμανε.

Αντίο τώρα ηλεχτρισμός, είπε σ’ ένα τόνο ανακουφιστικό…

Περάσανε μέρες… Καμπόσοι εργάτες φερμένοι από Αθήνα φτάνουνε στο πέραμα. Μετρούνε, μπήχνουνε παλούκια στη γης, σχεδιάζουνε… Ζυγώνει ο γερο-Κουτουζώφ έναν από αυτούς:

― Τι τρέχει;

― Δεν τ’ άκουσες; το πέραμα θα γίνει ηλεκτρικό. Το αποφάσισε ο καινούριος διευθυντής.

Ο γέρο Κουτουζώφ απομένει με το στόμα ανοιχτό. Ο νους του μονομιάς πετάει στον άγιο Σπυρίδωνα. Συλλογιέται τη λαμπάδα των δυο δραχμών, την υπόσχεση που του ‘δωσε η ματιά του. Τρέχει στη γριά του σα ζεματισμένος.

― Βρε γριά; τα ‘μαθες τα μαύρα μας μαντάτα; Ήρθε ο ηλεκτρισμός.

Κείνη τον κοιτάζει έκπληκτη τρίβοντας το πονεμένο γόνατό της Είναι δυνατό; Κι ο άγιος; μουρμουρίζει.

Η δουλειά προχωράει γοργά· οι εργάτες δουλεύουνε, οι μηχανικοί δίνουνε οδηγίες, φτάνουνε κι οι μηχανές. Ο γερο-Κουτουζώφ παρακολουθεί όλη τη δουλειά φαρμακεμένος. Τώρα μιλιά δεν του παίρνεις από το στόμα του. Ως τόσο έχει πάντα μια μακρινή ελπίδα. Ίσως ο άγιος κάνει κανένα καινούριο θάμα. Μα το έργο κοντεύει τώρα να τελειώσει. Τίποτα. Απελπισία …

Παίρνει τον ανήφορο για το εκκλησιδάκι του άγιου Σπυρίδωνα. Έχει κάποιο λογαριασμό να ξεμπλέξει μαζί του. Σπρώχνει το πορτάκι και μπαίνει. Μέσα ο αέρας υγρός, σάπιος, μυρίζει κερί και λιβάνι. Προχωρεί στην εικόνα του άγιου Σπυρίδωνα, στέκεται αντικρύ με τα χέρια στη μέση τον κοιτάζει καλά καλά στο πρόσωπο που το πλαισιώνει μια γιρλάντα μαραμένα λουλούδια. Περιμένει ν’ ανοίξει το στόμα του ο άγιος και ν’ απολογηθεί. Μα κείνος σωπαίνει αδιάφορος κοιτάζοντάς τονε με την ιλαρή ματιά του. Ο γερο-Κουτουζώφ χάνει την υπομονή.

― Μπράβο σου… Κρίμα και το κερί που σου ‘φερα! φωνάζει κουνώντας απελπιστικά το κεφάλι του.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιο» του Σκόκου, έτος τριακοστό (1915)

 

ΤΗΝ ιδέα την έριξε πρώτος ο κύριος υπολοχαγός με τα γυαλάκια, που δεν μπορούσε να υποφέρει την πλήξη και τη μονοτονία της ζωής στη μικρή επαρχιακή πόλη, που τον είχανε τελευταία τοποθετήσει. Νέος, κομψός, με μέση δαχτυλιδένια, πλασμένος να διαπρέπει μέσα στα καλύτερα σαλόνια της Αθήνας, και να ρεύει μέσα σ’ έναν καφενέ, υποχρεωμένος να βλέπει αιώνια το δάσκαλο με τον τηλεγραφητή που παίζανε τάβλι και να κοιμάται με τις κότες, ήτανε βέβαια πολύ σκληρό για έναν υπολοχαγό της φρουράς, που τη ζωή του την είχε ζήσει μέσα στα σαλόνια των αριστοκρατικότερων κύκλων.

Μια μέρα φώναξε τους φίλους του, καμπόσους νέους από τους καλύτερους του τόπου, και τους είπε:

― Παιδιά. Ζυγώνει πρωτοχρονιά. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να ξεσκάσουμε.

― Τι; ρώτησε ένας. Κανένα γλέντι. Καμιά γκιουβετσάδα. Καμιά εκδρομή.

Ο αξιωματικός ξύνισε τα μούτρα του:

― Όχι, καημένε. Κάτι καλύτερο. Κάτι αριστοκρατικότερο. Να, ένα δέντρο.

― Δέντρο; είπανε όλοι μαζί έκπληχτοι.

― Και πώς γίνεται αυτό το δέντρο; ρώτησε ένας.

Τα παιδιά είχανε ακουστά για χριστουγεννιάτικο δέντρο, μα πως γίνεται η γιορτή αυτή, φυσικά κανένας δεν ήξερε.

― Αυτό είναι δική μου δουλειά, είπε ο πολύξερος αξιωματικός.

― Σύφωνοι οι οι… φωνάξανε όλοι.

Έτσι αποφασίστηκε ένα βράδυ στον καφενέ η γιορτή του δέντρου. Η γιορτή αυτή ήτανε αλήθεια ένα γεγονός για τη μικρή πόλη που όλα ήτανε κανονισμένα με το διαβήτη, ως και το βάδισμα ακόμα, κι όπου η ζωή έτρεχε ―αν επιτρέπεται η λέξη― αργά, ράθυμα. Στην αρχή όλοι ξιπαστήκανε. Μερικοί μάλιστα από τους γεροντότερους υποστηρίξανε τη γνώμη πως με αυτές τις ξενικές γιορτές νοθεύεται το γνήσιο εθνικό φρόνημα. Επιτέλους χρειάζεται και μια γιορτή πρωτοχρονιάτικη, έχουμε τέτοια γνήσια ελληνική. Τη γιορτή της πίτας. Ωστόσο νικήσανε οι νέοι. Η γιορτή αποφασίστηκε, στο πείσμα των γέρων, να δοθεί στη σάλα του Παρθεναγωγείου. Τις λεπτομέρειες θα τις κανόνιζε ο κύριος υπολοχαγός.

 

* * *

 

Το πρόγραμμα ήτανε συνταγμένο στρατηγικότατα. Η γιορτή θα είχε χαραχτήρα καθαρά οικογενειακό. Μόνο οικογένειες, οι καλύτερες οικογένειες, θα είχανε το δικαίωμα να λάβουνε μέρος. Το πολύ πλήθος δεν είχε καμιά θέση στη γιορτή. Αυτό ήτανε ιδέα του υπολοχαγού, που ‘θελε ν’ αποκλείσει το πολύ πλήθος για να διατηρήσει η γιορτή τον αριστοκρατικό της χαραχτήρα και για να διευκολυνθεί η συμμετοχή πολλών, όσο παίρνει πιο πολλών οικογενειών, που ανακατωμένες με το πλήθος δε θα καταδεχόντανε με κανένα τρόπο να ‘ρθουνε.

Το πρόγραμμα, τυπωμένο στο καλύτερο τυπογραφείο με μαύρα και κόκκινα γράμματα σε χοντρό χαρτί, ήτανε διαιρεμένο σε τρία μέρη. Μέρος πρώτο: Μοίρασμα δώρων στα παιδάκια των οικογενειών που θα λαβαίνανε μέρος. Μέρος δεύτερο: Χορός των παιδιών. Μέρος τρίτο: Χορός γενικός. Οι νέοι επιδοκιμάσανε το πρόγραμμα όπως το ‘χε συντάξει ο κύριος υπολοχαγός, αφού πρωτύτερα τονέ συχαρήκανε. Η εχτέλεση ανατέθηκε στις δεσποινίδες, τις καλύτερες δεσποινίδες του τόπου. Την ανώτερη εποπτεία ανάλαβε φυσικά ο υπολοχαγός. Ο πολύς κόσμος δεν έμεινε βέβαια ευχαριστημένος. Τέτοιες γιορτές που έρχουνται να καθιερώσουνε κοινωνικές διαφορές στηριζόμενες μόνο στον πλούτο, δεν μπορούσε να τις ανεχτεί η συνείδηση του λαού. Έτσι ο υπολοχαγός άκουσε της χρονιάς του:

― Να πάει στην Αθήνα να τα κάνει αυτά.

― Παλαμίδα του μυρίζει του φίλου.

― Λυσσάξανε τα παλιοθήλυκα, είπε μια γριά.

Κι οι νέοι κι οι δεσποινίδες, οι πρώτες του τόπου, δε γλιτώσανε την κακογλωσσιά. Μα αυτό δεν τους εμπόδισε να ριχτούνε με τα μούτρα στη δουλειά. Το δέντρο, ένας όμορφος φουντωτός έλατος, στήθηκε στη μέση της μεγάλης σάλας, στολισμένης με σημαιούλες, με χάρτινες γιρλάντες σε διάφορα χρώματα. Έπειτα άρχισε το στόλισμα του δέντρου. Σοφή εργασία. Μα ο κύριος υπολοχαγός ήτανε πάντα παρών για να λύνει κάθε απορία, για να δίνει την πολύτιμη γνώμη του σε κάθε αμφιβολία. Είχε τόση πείρα. Έπειτα ήτανε τόσο κομψός, μιλούσε τόσο γλυκά, που άμα το ‘λεγε αυτός, όλοι οι άλλοι σωπαίνανε. Και τα κορίτσια κολακευούτανε να συμμορφώνονται με τη γνώμη του. Έτσι κλεισμένος από το πρωί έως το βράδυ στη σάλα μαζί με τα κορίτσια, παρακολουθούσε τη δουλειά που προόδευε γλήγορα, σα να ήτανε γυμνάσια. Οι φίλοι του κάνανε κι αυτοί ό,τι μπορούσανε με δίχως πρωτοβουλία. Μα όλοι τους ήτανε ενθουσιασμένοι με τη γιορτή που θα ‘χε αυστηρά αριστοκρατικό χαραχτήρα.

 

* * *

 

Κλεισμένη η σάλα σε κάθε περίεργο. Μόνο το κοριτσάκι της επιστάτισσας δεν έλειψε στιγμή από τη σάλα. Ήτανε ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών, με ξανθά μαλλιά, με μάτια ονειροπόλα, με μια σοβαρότη στο πρόσωπο πρόωρη για την ηλικία του. Αυτό ήτανε το μονάκριβο παιδί της επιστάτισσας που πέθανε ο άντρας της και για φιλανθρωπία τηνέ διορίσανε στο παρθεναγωγείο για να τρώει ένα κομμάτι ψωμί. Το σκολειό είχε μια κάμαρα περισσευούμενη, κάτω στο υπόγειο, υγρή και σκοτεινή, κι αυτή χρησιμοποιούσε για κατοικία της. Κι ήτανε, εννοείται, και φχαριστημένη γιατί δεν πλέρωνε νοίκι.

Το κοριτσάκι παρακολουθούσε το στόλισμα του δέντρου με μάτι λαίμαργο. Κάποτε ρώτησε τη μάνα του:

― Τι θαν τα κάνουνε, μάνα, αυτά που κρεμάνε στο δέντρο;

― Θαν τα μοιράσουνε στα παιδάκια.

Κείνο ανασκίρτησε.

― Στα παιδάκια; Θα μου δώσουνε και μένα ένα;

Η μάνα αναστέναξε:

― Αχ! όχι. Σε άλλα παιδάκια.

Η μικρή σκέφτηκε λίγο:

― Είναι φρόνιμα κείνα; Και ‘γώ δεν είμαι φρόνιμη;

Η μάνα ξεροκατάπιε. πως να της δώσει να καταλάβει;

― Φρόνιμη είσαι και συ, μα κείνα δεν είναι σαν και μας. Κείνα έχουνε τον πατέρα τους, έχουνε το σπίτι τους, ρούχα καλά, φαγιά καλά. Εμείς είμαστε φτωχοί.

Το κοριτσάκι δε ζήτησε παραπάνω πληροφορίες, μα έπεσε σε βαθιά συλλογή. Η μάνα του το πήρε στα γόνατά της κι άρχισε να το χαϊδεύει. Κείνο δεχότανε τα χάδια της μάνας του μα κρύα, αδιάφορα. Πέρασε κάμποση ώρα.

― Γιατί εμείς να είμαστε φτωχοί; ρώτησε άξαφνα η μικρή σ’ ένα θλιβερόν τόνο, γιομάτον απορία, που ‘χε βασανίσει το μικρό μυαλουδάκι της.

Η μάνα το ‘σφιξε με λαχτάρα στην αγκαλιά της. Ποτέ άλλοτε δεν της είχε πει τέτοια λόγια, ποτέ άλλοτε δεν το ‘χε δει τόσο πικραμένο, τόσο συλλογισμένο. Κείνο επανάλαβε το ρώτημά του:

― Γιατί να μην είμαστε, μάνα, και μεις πλούσιοι;

Το φίλησε στο μάγουλο μ’ ένα καυτερό φιλί.

― Ο θεός, παιδάκι μου, μας έκανε έτσι, ψιθύρισε.

Κείνο μισόκλεισε τα μεγάλα ματάκια του σα να ‘θελε να σκεφτεί.

― Δε μας αγαπάει εμάς ο θεός, μάνα; Γιατί; Τι του κάναμε; Εγώ κάνω κάθε βράδυ την προσευκή μου, είπε ύστερις από κάμποσην ώρα.

Δεν του αποκρίθηκε. Μα και κείνο δε ζήτησε πια να μάθει περσότερα, δεν επίμενε να πάρει απάντηση, σα να ‘νιωθε πόσο δύσκολο ήτανε στη μάνα του να του απαντήσει σε τέτοιο παράξενο ρώτημα, δεν ήθελε να τηνέ στενοχωρήσει.

Τη νύχτα στον ύπνο το άκουσε να παραμιλάει. Έλεγε κάτι λόγια ασυνάρτητα…

 

* * *

 

Το στόλισμα του δέντρου εξακολουθεί. Τα λεπτά, ευγενικά χεράκια κουραστήκανε· μα ο κύριος υπολοχαγός είναι πάντα παρών για να τους δίνει κουράγιο. Σωροί τα παιγνίδια περιμένουνε το καθένα τη σειρά του μέσα στα κουτιά, στα χαρτιά που ‘ναι κλεισμένα και που όλα αποπνέουν τη ξεχωριστή εκείνη μυρουδιά του καινούριου, που ότι βγήκε από τα χέρια του έμπορα.

― Προσοχή, φωνάζει ο υπολοχαγός, ενώ τα λεπτά χεράκια αρχίζουνε να ξεδιπλώνουνε το δεματάκι, τυλιγμένο σε μιαν ατέλειωτη σειρά από χρωματιστά σιγαρόχαρτα, με φόβο και με ευλάβεια μην τύχει και της πάθει τίποτες στα χέρια. Μέσα από τα χαρτιά πρόβαλε το ροδοκόκκινο προσωπάκι με τ’ σκούνητα ξαφνισμένα ματάκια μιας κούκλας με χρυσά μαλλιά.

― Αχ τι όμορφη, λέει η δεσποινίδα.

Το κοριτσάκι κοιτάζει με μάτια λαίμαργα, ανήσυχα, την κούκλα, κρεμασμένη από ένα κλαδί που γέρνει στο βάρος του κορμιού της. Καταπίνει σφιχτά, σφίγγει τα δάχτυλά της.

Μ’ ένα ψαλιδάκι κόβει τώρα το σπάγκο που δένει σταυρωτά το τριανταφυλλένιο κουτάκι, κι αφήνει να προβάλει ένας κερένιος μεσαιωνικός ιππότης. Με το σπαθάκι του, με το άσπρο φτερό στη ρεμπούμπλικά του, προβάλλει γιομάτος ορμή, ανυπόμονος να γονατίσει μπροστά στην εκλεχτή της καρδιάς του.

― Τι κομψός που είναι, λέει ο υπολοχαγός.

― Περσότερο από σας; ψιθυρίζει μια δεσποινίδα.

― Δεσποινίς, με κολακεύετε, αποκρίνεται κείνος.

Δεμένα τα κλαδιά του δέντρου με τέλια πολύχρωμα που μπερδεύουνται στα φύλλα, μοιάζουνε σα μιαν πολύχρωμη ζουγραφιά σε πράσινο φόντο. Παιγνιδάκια όλων των ειδών, από τον απλό σιδερόδρομο ως το αεροπλάνο, φρούτα που σου ‘ρχεται να τα δαγκάσεις, γλυκύσματα λαχταριστά, όλη αυτή η ατελείωτη ποικιλία της χριστουγεννιάτικης βιομηχανίας, που δημιουργεί την ευτυχία των μικρών παιδιών, απλώνεται μακάρια πάνω στα κλαδιά, που τα σκεπάζει το μπαμπακένιο χιόνι. Ο έλατος, σαν καλό γεροντάκι με τ’ άσπρα μαλλιά του που κατεβαίνουνε στα τσουλούφια του, στέκεται ακούνητος και δέχεται ευτυχισμένος τα χάδια των μικρών εγγονιών του. Τονέ χαϊδεύουνε, τονέ στολίζουνε, τονέ μασκαρεύουνε κι αυτός τ’ αμείβει με το αθώο, το παιδιάτικο χαμόγελό του.

Το κοριτσάκι με μάτια γουρλωμένα κοιτάζει το δέντρο κι η ψυχούλα του κρεμιέται κι αυτή από ένα κλαδί σαν πεταλούδα τρυπημένη άσπλαχνα με μια καρφίτσα. Τόσο όμορφα πράμματα και να μην είναι τίποτις, μα τίποτις δικό της! Γιατί να μην είναι κι αυτή σαν τ’ άλλα παιδάκια, που θα ‘ρθούνε αύριο με τα καινούρια φορεματάκια τους να χαρούνε τα δώρα τους και να χορέψουνε; Αχ! Ας είχε, δεν ήθελε άλλο, αυτή την κούκλα μοναχά, με τα κόκκινα μάγουλα και το μεταξωτό φόρεμα, ας την είχε δική της, να την πάρει και να τηνέ βάλει να κοιμηθεί δίπλα τη νύχτα στο κρεβατάκι της. Πώς γελάει! Λες κι αυτήν κοιτάζει, σα να της λέει: «Μα τι περιμένεις; Έλα λοιπόν, ξεκρέμασέ με, πάρε με να φύγουμε, να παίζουμε πάντα μαζί». Μα δεν τολμάει ν’ απλώσει το χέρι της. Μόνο από μακριά μπορεί να χαίρεται την ομορφιά της.

Ο έλατος καμαρώνει με τα στολίδια του. Τίποτις τώρα δεν του λείπει. Ας έρθει τώρα ο κόσμος να τονέ καμαρώσει. Η σάλα είναι έτοιμη να τους δεχτεί. Ο κύριος υπολοχαγός δέχεται τα συχαρίκια, ενώ αυτός, πάντα ιπποτικός, τα μεταβιβάζει στις δεσποινίδες. Όλοι είναι ενθουσιασμένοι για το έργο τους. Α! θα είναι αλήθεια μια γιορτή αύριο αξέχαστη.

 

* * *

 

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα στους λασπωμένους δρόμους το πλήθος κυλιέται χαρούμενο, ζυμώνει τη λάσπη ξένοιαστα για χατίρι της μεγάλης μέρας που ξημερώνει. Οι νοικοκυραίοι γυρίζουνε τα μαγαζιά για να συμπληρώσουνε τις προμήθειές τους κι έχουνε το ύφος σκεφτικό μην τύχει και ξεχάσουνε τίποτις και τους μαλώσει η γυναίκα τους σα θα γυρίσουνε στο σπίτι. Άλλοι χάσκουνε στα υγρά πεζοδρόμια. Αυτοί δεν έχουνε σπίτι, δεν έχουνε τίποτις να φροντίσουνε· γι’ αυτούς η αυριανή μέρα δεν έχει τίποτις το ξεχωριστό, μια μέρα κι αυτή σαν τις άλλες. Σ’ ένα μαγαζί καμπόσα παιδιά μ’ ένα καράβι που παρασταίνει τον Αβέρωφ, ψέλνουνε τον Αγιοβασίλη κι η γλυκιά μελωδία του αξέχαστου τραγουδιού, που ξυπνάει στην ψυχή νοσταλγικούς πόθους, ξεχύνεται στο σκοτεινό δρόμο.

Βγήκε κι η επιστάτισσα να ψωνίσει. Στο σπίτι απόμεινε μοναχό το κοριτσάκι της. Σκεφτικό, μελαχολικό περιμένει να γυρίσει η μάνα του, να φέρει τα ψώνια, το κρέας για το αυριανό δείπνο. Η προσδοκία της αυριανής μέρας του βαραίνει την ψυχή. Στη σκέψη πως τ’ άλλα παιδάκια θα ‘χουνε αύριο τους αγιοβασιλιάτικους μποναμάδες τους, ενώ αυτή δε θα την αφήσουνε ούτε να μπει στη σάλα, λυγίζει η ψυχή της σαν καλαμάκι…

Η μάνα της αργεί να γυρίσει… Ένας πόθος φουντώνει στην καρδιά του κοριτσιού. Να ξαναϊδεί άλλη μια φορά το δέντρο, ν’ αποχαιρετίσει για υστερνή φορά τη φιλενάδα της την κούκλα. Ποιος ξέρει αύριο σε ποια χέρια θα βρίσκεται…

Σκοτάδι. Ανάβει ένα κεράκι κι αρχίζει ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Πατάει στα νύχια σαν κλέφτης, τρέμει, γιατί φοβάται σα να κάνει τίποτις κακό. Φτάνει στη σάλα… Να, το δέντρο!… Να, κι η κούκλα της… Στέκεται αποκάτω με το κεράκι στο χέρι και τηνέ κοιτάζει. Ένας μυστικός διάλογος αρχίζει. «Έλα με μένα. Κανείς δε θα σ’ αγαπάει σαν και μένα. Εμείς θα ‘μαστε πάντα μαζί, μαζί θα παίζουμε, μαζί θα κοιμόμαστε αγκαλιασμένες σφιχτά».

Κλείνει τα ματάκια της κι αφουγκράζεται τι της αποκρίνεται η κούκλα πάνω από το δέντρο… Μα να… Το χέρι που κρατάει το κερί ακουμπάει τώρα στο δέντρο, η φλόγα φιλεί τα φύλλα λαίμαργα… Μια λάμψη υψώνεται άξαφνα που αγκαλιάζει το δέντρο… Το κοριτσάκι τρομαγμένο τρέχει να κατεβεί τη σκάλα και να τρυπώσει στο υπόγειό της…

Στάχτη ο έλατος. Κρίμα στους κόπους. Πάει η κούκλα, πάει κι ο κομψός ιππότης με το φτερό…

― Περίεργο! πώς έπιασε φωτιά, λέει μια δεσποινίδα απαρηγόρητη που δε θα μπορούσε να χορέψει.

Ένας νέος πιάνει να ξηγήσει το πράμα:

― Δεν είναι διόλου περίεργο. Ο κύριος υπολοχαγός δεν έπαψε στιγμή να καπνίζει. Κάποιο τσιγάρο, κάποιο σπίρτο την τελευταία στιγμή…

Η εξήγηση φάνηκε πολύ πιθανή. Ο κύριος υπολοχαγός αναγκάστηκε κι ο ίδιος να την πιστέψει.

― Πιθανόν. Έτσι θα είναι, ψιθύρισε.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 611, 22 Δεκεμβρίου 1918

 

Χτύπησε χάμω τα πόδια του για να ζεσταθεί. Το χιόνι είχε παγώσει κι η παγωνιά περνούσε τις βαριές αρβύλες του με τα χοντρά καρφιά κι έφτανε στο κρέας του που τηνέ ρουφούσε αδιάκοπα. Αισθανότανε την ανάγκη να κουνηθεί, να περπατήσει, να τρέξει για να ζεσταθεί μα ήτανε υποχρεωμένος να μείνει ακούνητος. Η διαταγή που του δώσανε άμα τον βάλανε σκοπό, ήτανε να μην κουνηθεί από τη θέση του. Ακούνητος, καρφωμένος, και να παγώνει και να περνάνε ανατριχίλες αδιάκοπα από το κορμί του κι ας ήτανε τυλιγμένος μέσα στη χοντρή κάπα του με τη μυτερή κουκούλα. Το κρύο έβρισκε τρόπο να τρυπώσει από τη μύτη του, από τ’ αυτιά του, από το στόμα του κι ας έσφιγγε όσο μπορούσε τα χείλια του για να του κλείσει την πόρτα αφήνοντας τη θερμή ανάσα του να βγαίνει από τα ρουθούνια του.

Αντίκρυ ο άλλος σκοπός στεκότανε κι αυτός ακούνητος, σαν άγαλμα, λες και δεν είχε ζωή μέσα του. Θα είχε κι αυτός την ίδια διαταγή. Δεν τους χωρίζανε παρά λίγα μέτρα κι ο ένας μπορούσε να βλέπει τον άλλο μέσα στο φως τον φεγγαριού που ‘πεφτε πάνω στο χιόνι. Κι αυτός θα ‘θελε να περπατήσει, να τρέξει, κάπου να κρυφτεί μα η διαταγή η αμείλιχτη του κρατούσε δεμένα τα πόδια πάνω στο χιόνι κι η παγωνιά του άναβε τα δάχτυλα των ποδιών του.

Οι δύο οχτροί βρισκόντανε έτσι αντιμέτωποι, έτοιμοι να στείλουνε ο ένας στον άλλο το θάνατο, εκμηδενισμένοι από την παγωνιά του χιονιού μέσα στην ηρεμία της ερημιάς, με όλη τη γλύκα που έχυνε πάνω τους το φως του φεγγαριού, ακούνητοι, παγωμένοι, σα να τους έλεγε. «Κακομοίρηδες! Δεν πάτε πουθενά να τρυπώστε;»

Γιατί το φεγγάρι που ήταν αψηλά, πολύ αψηλά, δεν μπορούσε να μαντέψει τη σκληρή διαταγή που τους κρατούσε καρφωμένους τους δυο ανθρώπους πάνω στα χιόνια με το ντουφέκι στο χέρι.

Το χιόνι εξακολουθούσε πάντα να πέφτει ψιλό ψιλό και καθώς κολλούσε πάνω στις κάπες τους μοιάζανε κι οι δυο σκοποί σαν τους ανθρώπους που πλάθουνε με το χιόνι τα παιδιά και τους στήνουνε ολόρθους για να γελάσουνε. Θυμήθηκε ένα γέρο με κάπα, με άσπρα γένια, χιονισμένον, που τον είχανε στήσει ολόρθονε μέσα σε μια βιτρίνα κάποιον μεγαλομάγαζου και δίπλα του ένα πράσινο ψεύτικο έλατο με χρυσά τέλια που του δένανε τα κλαδιά. Ζύγωνε η πρωτοχρονιά κι αυτός περνώντας στο πεζοδρόμιο στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα και καμάρωνε πολλήν ώρα το γέρο μέσα στα ηλεχτρικά φώτα, που τονέ λούζανε. Ο γέρος ήτανε ο Αη-Βασίλης που φέρνει τους μποναμάδες στα μικρά παιδάκια, που τον καρτερούνε.

― Πφ, έκανε κι έκλεισε τα ρουθούνια του σφιχτά με τα δυο δάχτυλά του.

Μια βρόμα, μια μυρουδιά ψοφιμιού, τονέ χτύπησε στη μύτη. Πολλές φορές την είχε αιστανθεί τη μυρουδιάν αυτή όλους τους μήνες που ήτανε στρατιώτης.

― Ίσως κανένα άλογο. Μα μπορεί να ‘ναι και κανένας στρατιώτης που δεν τονέ βρήκανε να τον θάψουνε και σάπισε. Τον κακομοίρη, μουρμούρισε.

Σε λίγο η βρόμα έφυγε για να ξαναγυρίσει πάλε άμα φυσήξει ο άνεμος. Κτύπησε πάλε χάμω τα πόδια του. Οι άσπρες πιτουρίδες μπαίνανε στα μάτια του και τονέ στραβώνανε. Κι αυτός έπρεπε να ‘χει πάντα τα μάτια του ανοιχτά, πάνω στον αντικρινό σκοπό κολλημένα για να παρακολουθεί κάθε κίνημά του, κι αυτές οι παιγνιδιάρες, οι θεότρελες, θέλανε να παίξουνε μαζί του, να χορέψουνε, δίχως να συλλογίζονται την παγωνιά του. Τα δόντια του χτυπούσανε. Οι μασέλες του τρέμανε. Να μπορούσε ν’ ανάψει ένα τσιγάρο. Μα συλλογίστηκε τη διαταγή που του απαγόρευε κι αυτό. Βούτησε το χέρι στην τσέπη του και χάιδεψε το πακέτο που ήτανε μέσα κουβάρι. Ήτανε κι αυτό μια παρηγοριά.

Χτύπησε πάλε τα πόδια του. Τα δάχτυλά του δεν τα ‘νιωθε. Καίγανε. Λες και τονέ τρυπούσανε βελόνες. «Δεν υποφέρνεται» ψιθύρισε. Έβγαλε μέσα από τον κόρφο του το ρολόι του. Τρεις. Θέλει ακόμη δυο ώρες όσο να ‘ρθούνε να τον αλλάξουνε. Πόσο αργά περνάει η ώρα. Λες και παγώνει κι αυτή και δεν μπορεί να περπατήσει γλήγορα. Έχωσε πάλε το ρολόι στον κόρφο του. Το χέρι του ακούμπησε πάνω σ’ ένα χαρτί. Ανατρίχιασε. Το τράβηξε όξω. Καθώς το τράβηξε, οι πιτουρίδες τρέξανε αμέσως απάνω περίεργες για να ιδούνε Ήτανε το γράμμα της γυναίκας του που είχε λάβει κείνη τη μέρα. Πόσες φορές το είχε διαβάσει! Το ήξερε πια όλο απόξω. Μα διψούσε πάλε να το ξαναδιαβάσει άλλη μια φορά… Χρειαζότανε ένα φως… Δοκίμασε να το διαβάσει στο φως του φεγγαριού μα αυτές οι διαβολεμένες πιτουρίδες που χορεύανε δίχως να κάνουνε κανέναν κρότο, του θολώνανε τον αέρα, καθόντανε πάνω στο άσπρο χαρτί, σκεπάζανε με τ’ άσπρα φτερά τους τα μαύρα γράμματα, τρυπώνανε στα μάτια του και δεν τον αφήνανε να διαβάσει. «Όχι, όχι. Δε θα σ’ αφήσουμε» ψιθυρίζανε γελώντας,

Έβγαλε από την τσέπη του τον αναφτήρα του, τον άναψε σα να ‘θελε ν’ ανάψει τσιγάρο περιφρονώντας τη διαταγή, έσκυψε πίσω από ένα σωρό πέτρες κι άνοιξε το γράμμα κάτω από την κάπα για να μην πέφτει απάνω το χιόνι. Διάβασε. Το γράμμα ήτανε της γυναίκας του που του ‘γραφε από την πατρίδα. Καθώς αντίκρισε τα κακογραμμένα γράμματα με τις στραβές αράδες, μια μυρουδιά χωριού, σπιτιού μακρινή τον χτύπησε στη μύτη. Ανάσανε βαθιά για να τηνέ ρουφήξει ολάκερη. Η γυναίκα του του ‘γραφε.

Αγαπημένε μου Δημητρό.

Αχ πότε πια θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Δυο χρόνια λείπεις από το σπίτι σου. Κάθε μέρα που ανοίγω το παράθυρο κοιτάζω το δρόμο. Κάθουμαι και κοιτάζω μπας και προβάλεις από πουθενά. Κάθουμαι, κάθουμαι, μα εσύ δε φαίνεσαι. Ύστερα παγαίνω πότε στον παπά, πότε στο δάσκαλο. Αυτοί διαβάζουνε κάθε μέρα εφημερίδες και κάτι μπορεί να ξέρουνε. Μα κάθε φορά που παγαίνω, όλο την ίδια λέξη ακούω από το στόμα τους. «Τίποτας ακόμα». Μα τι πόλεμος πια είναι αυτός που δεν παίρνει ένα τέλος; Δεν συλλογιούνται πως έχετε σπίτια, φαμίλιες; Να. Ζυγώνουνε πάλε τα Χριστούγεννα. Είναι τα δεύτερα Χριστούγεννα αφότου σε πήρανε στρατιώτη. Λοιπόν και φέτος μοναχή μου θα πάω στην εκκλησιά, μοναχή μου θα κάτσω στο τραπέζι άμα γυρίσω από τη λειτουργιά; Τελειώστε πια. Κάνετε ό,τι κάνετε. Γυρίστε στα σπιτάκια σας. Αλήθεια ο δράκος μας όλο και μεγαλώνει, χοντραίνει. Να δεις τι παιδάκι έγινε, άσπρο, παχουλό, ίδιος ο πατέρας του. Του ‘ταξα πως θα του φέρεις μια κουλούρα κι ένα τουμπανάκι για μπουλαμά τώρα που φτάνει η Πρωτοχρονιά. Θα του τα φέρεις; Τα καρτερεί. Θα στέκεται στην εξώπορτα να σε περιμένει κι άμα σε δει θα τρέξει να πέσει στην αγκαλιά σου. Γατί θέλει να σε γνωρίσει. Λοιπόν πρέπει να ‘ρθεις, να βαφτίσουμε και το δράκο. Μου τονέ ζητάει ο Παντελής ο γείτονας μας και του τον έταξα. Είναι κοτζάμ παιδί. Δεν κάνει, είναι κι αμαρτία να ‘ναι αβάφτιστο. Μου το είπε κι ο παπάς. Ε, καλά. Η πατρίδα κι η πατρίδα. Όλο η πατρίδα. Μα η γυναίκα, το παιδί; Λοιπόν να ‘ρθεις. Είναι καιρός να κάνετε ειρήνη. Τι καταλαβαίνετε πια, δε βαρεθήκατε; Ο δράκος σου φιλεί το χέρι κ εγώ σε φιλώ γλυκά γλυκά.

Εδώ τέλειωνε το γράμμα με την υπογραφή της γυναίκας του. Έσβησε τον αναφτήρα και πετάχτηκε απάνω. Από τα μάτια του ένιωθε κάτι να κυλάει, υγρό. Έκλαιγε; «Μπα, θα είναι από το κρύο, θα μου μπήκε καμιά πιτουρίδα στα μάτια. Αυτές οι διαβόλισσες εννοούνε παντού να χώνονται.» είπε με το νου του. Τίναξε την κάπα του και το χιόνι κόλλησε από πάνω πυκνό, βαρύ… Ο άλλος σκοπός έστεκε πάντα αντίκρυ, ακούνητος, σαν απολιθωμένος… Αλήθεια. Να ‘χει παιδί δυο χρονών και να μην το ξέρει. Σαν έφυγε, την άφησε στο μήνα της, την Αγγελική. Κι ύστερις από ένα μήνα έλαβε το γράμμα πως του ‘κανε αγόρι. Προσπαθούσε να το φαντασθεί. Πώς να είναι τάχατες; Μου μοιάζει, λέει. Και θέλει και τούμπανο και κουλούρα. Βρε μασκαρατζίκο πού να τα βρω; Δε συλλογιέσαι πού βρίσκεται ο πατέρας σου; Έπειτα μπορείς να το χτυπάς εσύ το τούμπανο; Τι είσαι συ; Να. Μια μπουκιά άνθρωπος, ένα κομματάκι κρέας. Και μου θέλεις και κουλούρα. Πού είναι τα δόντια σου; Τι; Με τα γούλια θα τηνέ μασήσεις; Μα ξέρεις εσύ. Θα τηνέ μαλακώσεις πρώτα με το σάλιο μέσα στο στόμα σου κι ύστερα θα την κόβεις. Πονηρούλη! Θέλεις κουραμάνα; Χα, χα, χα…

Κοίταξε το σκοπό… Μα αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή; Γιατί δεν κουνιέται; Μην έπηξε το αίμα στις φλέβες του; Μην είναι ψεύτικος, χιονένιος; Έτσι μου έρχεται να τον φωνάξω να δω αν πιλαλάει, να πιάσω λίγη κουβέντα μαζί του. Ποιος μας βλέπει εδώ μέσα στην ερημιά; Έπειτα άνθρωπος δεν είναι κι αυτός; Να. Τονέ βάλανε κει, του δώσανε ένα ντουφέκι και του είπανε «φύλαξε». Κι έπειτα; Δεν είναι άνθρωπος; Δεν έχει κι αυτός καρδιά; Δεν ιιπορεί να ‘χει κι αυτός μια γυναίκα, μιαν αγαπητικιά που τον περιμένει κι αυτή να ξαναγυρίσει. Κι αν έχει και δράκο που καρτερά κι αυτός στην οξώπορτα κουλούρα και τούμπανο;… Να. Το παιδί είναι δυο χρόνια αβάφτιστο. Είναι βέβαια αμαρτία. Πρέπει γρήγορα να γίνει Χριστιανόπουλο. Αμ τι; Να της γράψει και να το δώσει τον Παντελή αφού το ‘ταξε. Καλός γείτονας… Μα όχι. Θα γυρίσει ο ίδιος και θα το βαφτίσουνε. Να είναι κι αυτός μπροστά. Να κάνουνε κι ένα γλέντι τρικούβερτο. Ένα γουρουνόπουλο στο φούρνο με ψιλές ψιλές πατατίτσες και φρέσκες ντομάτες. Και κοκκινέλι από αυτό που ‘χει στο υπόγειο. Δυο χρόνια τώρα αδούλευτο θα ‘χει θεριέψει…

Το φως του φεγγαριού έπεφτε νεκρό, παγωμένο λες κι οι αχτίνες του ξεψυχούσανε σαν άσπρες πεταλούδες πάνω στην κρύα γης, στρωμένη με άσπρα, αμύριστα τριαντάφυλλα… Άξαφνα σ’ ένα γύρισμα του αέρα, ξανασηκώθηκε πάλε η μυρουδιά του ψοφιμιού που ερχότανε κάπου από μακριά. Έφερε και πάλε το χέρι στη μύτη. «Κανένας στρατιώτης θα ‘ναι. Τον κακομοίρη. Τι γλέντι θα ‘χουνε στήσει πάνω του τα κοράκια… Κι αν τον περιμένει κι αυτόν η γυναίκα του, ο δράκος του;»… Θυμήθηκε τη μάχη… Θε μου, τι είδανε τα μάτια του! Τι αίμα που χύθηκε, πόσα σπίτια κλείσανε έτσι για λίγες ώρες. Πώς πέφτανε δίπλα του οι άνθρωποι έτσι σα μύγες παγωμένες από το κρύο, για να μην ξανασηκωθούνε πια. Πώς ζουγραφιζότανε στα πρόσωπά τους η απορία, το ξάφνιασμα, σαν τους χτυπούσε το βόλι, σα να μην το περιμένανε κι ας το λέγανε χίλιες φορές τα χείλια τους. Πέφτανε με παράπονο σα να λέγανε στο χάρο: «Μα εμένα, καημένε, βρήκες να διαλέξεις; Δεν έπαιρνες πρώτα κανέναν άλλον;» Πώς γλίτωσε. Βόλια ήτανε κείνα ή χαλάζι που ‘κανε τη γης να τρέμει σα να γινότανε σεισμός, και τον αγέρα να σκοτεινιάζει…

Άξαφνα ένας γλυκός ήχος απλώθηκε μέσα στη σιγαλιά. Αφουγκράστηκε αλαφιασμένος. Κάποια καμπάνα σήμαινε. Νταγκ, νταγκ, νταγκ. Θυμήθηκε. Χριστούγεννα. Το χωριό ήτανε κοντά κι ο ήχος της καμπάνας ερχότανε για να του θυμίσει την Άγια Νύχτα. Ανατρίχιασε. Ένα κύμα από θύμησες της περασμένης ζωής του χύμηξε φουσκωμένο κείνη τη στιγμή για να τον πνίξει. Ο νους τον πέταξε στο χωριό του. Σημαίνει και κει την ώρα αυτή η καμπάνα της εκκλησιάς. Η γυναίκα του ξύπνησε, συγυρίστηκε, φόρεσε τα καλά της, πήρε το δράκο στην αγκαλιά της και τράβηξε για την εκκλησιά ν’ ακούσει τη λειτουργία. Πώς λαχταρούσε τώρα ν’ ακούσει τα θεία λόγια. Η Παρθένος σήμερον… Τι ωραία, τι γλυκά που το ‘ψελνε ο κυρ-Γιάννης ο ψάλτης. Θυμάται σα να ‘ναι τώρα την τελευταία φορά που λειτουργήθηκε. Πήγε στην εκκλησιά μαζί με τη γυναίκα του. Φορούσανε κι οι δυο τους καινούργια. Αυτός φορούσε παπούτσια λάστιχα που τρίζανε καθώς πατούσε στα σανίδια που είχανε στρωμένα την εκκλησιά. Πήρανε τα κεριά τους από το παγκάρι, τ’ ανάψανε μοναχοί τους μπρος στην εικόνα, η γυναίκα τους πήγε μαζί με τις γυναίκες κι αυτός τράβηξε ίσα κατά τον ψάλτη. Εκεί πήγαινε πάντα, εκεί ήτανε η θέση του, δίπλα στον ψάλτη, για να μπορεί να βλέπει μέσα στο βιβλίο και να τον βοηθάει κιόλας στο ψάλσιμο… Κι ερχόντανε, όλο ερχόντανε οι άνθρωποι και γιόμιζε η εκκλησιά κόσμο και λάμπανε αψηλά οι πολυέλαιοι με τα κεριά και χαιρόντανε οι άγιοι ―το καταλάβαινε― βλέποντας τόσον κόσμο μπροστά τους. Κι ύστερα βγαίνανε οι επίτροποι με το δίσκο και ρίχνανε, όλοι ρίχνανε, ως κι οι πιο φτωχοί, ό,τι μπορούσε ο καθένας και γιόμιζε ο δίσκος και ραντίζανε οι επίτροποι τον κόσμο με ανθόνερο μέσα από το ασημένιο μυρογυάλι και γινότανε βουή μέσα στην εκκλησιά από τις φωνές των ανθρώπων που κουβεντιάζανε και των παιδιών που όλο μπαίνανε και βγαίνανε και σμίγανε οι φωνές με τη φωνή των ψαλτάδων και του παπά, που, γερούλης καθώς ήτανε, δεν μπορούσε να ξεχωρίσεις τι έλεγε σαν έπιανε να διαβάσει το Βαγγέλιο. Τι άταχτα και τι καλά ήτανε όλα! Ως κ η στραβή εκκλησιάρισσα που έσβηνε τα κεριά μόλις τ’ άναβε, ή δεν τ’ άναβε και καθόλου σαν της τα δίνανε να τ’ ανάψει, κι αυτή κείνο το βράδυ γινότανε συμπαθητικιά και κανείς δεν συλλογιότανε να θυμώσει μαζί της. Επιτέλους η κακομοίρα δεν τα ‘κλεβε για τον εαυτό της. Την εκκλησιά ζητούσε να ωφελήσει κι έτσι την είχανε διατάξει οι επίτροποι. Ύστερα ερχότανε η ώρα να ειπεί το Πιστεύω. Το Πιστεύω ήτανε δικό του. Γύριζε το κεφάλι του κατά τις εικόνες τον τέμπλου, κόρδωνε το λαιμό του κι άρχιζε να το λέει αργά, συλλαβιστά, επίσημα, με νόημα, σα Χριστιανός που κάνει τη δήλωσή του μπρος στο Θεό… Τέλειωσε η λειτουργία, παίρνει τη γυναίκα του και στέκεται μαζί με τους άλλους μπρος στην Ωραία Πύλη. Όλοι περιμένουνε να βγει ο παπάς να τους μοιράσει το αντίδωρο. Βγαίνει ο παπάς γελαστός. Είναι χλωμός, ισχνός από τη μακριά νηστεία. Ο γιατρός του ‘πε να τρώει κρέας μα αυτός δε θέλησε ν’ ακούσει· «όλα τα ξέρετε σεις οι γιατροί. Τι λες εκεί; Εμείς έτσι τα βρήκαμε από τους πατεράδες μας, έτσι θα τ’ αφήσουμε. Δεν αφήνει ο Θεός κανένανε να πεθάνει από τη νηστεία.» Κι άμα πάγαινε καμμιά γυναίκα να ξεμολογηθεί και του ‘λεγε πως δε νήστεψε, ας ήτονε κι άρρωοτη, δεν της έδινε άδεια να μεταλάβει… Μοίρασε το αντίδωρο ο παπάς και τους ευχήθηκε χρόνια πολλά, και του χρόνου. Αξίζει αλήθεια ύστερις από σαράντα ημερώνε νηστεία, χώρια την τελευταία βδομάδα που δε φάγανε ούτε λάδι…

Πώς του ‘ρχονται στη μνήμη όλα ένα ένα, ζωηρά, λαμπρά, σα να τα βλέπει. Νομίζει πως νιώθει στη μύτη του τη μυρουδιά του λιβανιού. Αν έβγαινε ο παπάς να λιβανίσει, νομίζει πως φτάνει στ’ αυτί του η φωνή των ψαλτάδων, νομίζει πως ακούει τη φωνή του κυρ-Θανάση του, επίτροπου που μάλωνε τα παιδιά και τους έλεγε να μην τρέχουνε μέσα στην εκκλησιά…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ.

Ο ήχος της καμπάνας, μακρινός, μισόσβηοτος απλώθηκε πάλε πάνω στο χιόνι δειλά, λες και φοβότανε να τ’ αγγίξει. Αχ να μπορούσε ν’ απλωθεί γλυκός ο ήχος μέσα στο φαρμακωμένον αυτόν αέρα και να τονέ γλυκάνει ….

Λειτουργάνε… Πού βρίσκεται τη στιγμή αυτή η λειτουργία. Η Παρθένος σήμερον…

Άρχισε να ψέλνει το γλυκό τροπάρι σιγαλά, μουρμουριστά, σφίγγοντας με τα κρύα δάχτυλά του την παγωμένη κάνα του ντουφεκιού του, ακουμπούσε το σαγόνι του, ενώ οι πιτουρίδες, θεότρελες, μόλις βρίσκανε τα χείλια του ανοιχτά, τρυπώνανε μέσα στο στόμα τον σα να θέλανε να ζεσταθούνε, και του παγώνανε τη γλώσσα με τις κρύες φτερούγες τους…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ.

Μπα! ο σκοπός που στέκεται αντικρύ, κουνήθηκε επιτέλους. Κάνει το σταυρό του με το κεφάλι γυρισμένο προς το μέρος του βουνού που κατεβαίνει ο γλυκός ο ήχος. Χριστιανός θα ‘ναι κι αυτός. Θυμάται κι αυτός τέτοιαν ώρα το σπίτι του, την εκκλησιά του και σκύβει ευλαβικά να προσκυνήσει το Χριστούλη που γεννήθηκε. Έτσι μια τέτοια χιονισμένη και φεγγαροφώτιστη νύχτα δε γεννήθηκε κι αυτός; Ο αέρας ήτανε μολυσμένος κι ήρθε κείνος και τον ευώδιασε με τη ζεστή, άσπρη πνοή του, ζεστή και άσπρη σαν το γάλα της μάνας του…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ. …

Ο σκοπός σκύβει τώρα γονατίζει, πέφτει με τα μούτρα χάμου κι απάνω από το σκυμμένο κορμί του, κουκουλωμένο μέσα στη βαριά κάπα με τη μυτερή, τριγωνική κουκούλα στο κεφάλι, χοροπηδάνε στριφογυρίζοντας οι πιτουρίδες σ’ ένα ανάερο, σιωπηλό χορό σα να μαδούσε επάνω του τ’ άνθια τους καμιά μυγδαλιά, δαρμένη από τον άνεμο. Το φεγγάρι έλαμπε με τη ματιά του την κρύα, όλο θλίψη και καλοσύνη… Ο σκοπός είχε ακουμπήσει το ντουφέκι του σε μια πέτρα ξένιαστος, σα να μην είχε αντικρύ του κανένα, σίγουρος πως σε μια τέτοια ώρα κάθε κακή σκέψη πεθαίνει, λιώνει μέσα στο χιόνι, σβήνει μέσα στη μυρουδιά του λιβανιού που το ‘νιωθε να φθάνει βαθιά στη ψυχή του, τρυπώντας τον παγωμένον αγέρα.

Καθώς τον είδε έτσι σκυμμένο, ξαρμάτωτον, το χέρι του άθελα άγγιξε τη σκαντάλη του ντουφεκιού του. Μπορούσε μ’ ένα βόλι να τον καρφώσει εκεί στη γης που ήτανε σκυμμένος και να μην ξανασηκωθεί. Μια φωνή κούφια, απόμακρη, σα να ‘βγαινε από κανένα δάσος, από κάπου βαθιά, πολύ βαθιά, του ψιθύρισε. «Ρίξε του». Τη στιγμή εκείνη άκουσε πάλε τον ήχο της καμπάνας γλυκό να κατεβαίνει αργά, ράθυμα από το βουνό. Το δάχτυλο τραβήχτηκε από τη σκαντάλη, έπεσε ξεπαγιασμένο, κοκαλιασμένο… Δεν μπορούσε να ‘χει κι αυτός ένα δράκο που να μην τον έχει ιδεί ακόμα, που περιμένουνε να γυρίσει για να τονέ βαφτίσουνε; Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ήθελε να φωνάξει, να ζυγώσει, να πιάσει κουβέντα μαζί του, κι ύστερα να ξαναγυρίσει στη θέση του. Τώρα είναι μοναχοί τους, κανείς δεν τους βλέπει, κανείς δεν τους διατάζει μέσα στην ερημιά. Ο Θεός μονάχα κι αυτοί…

Κοίταξε γύρω, αφουγκράστηκε. Ψυχή. Ο σκοπός είχε σηκωθεί κι έκανε πάλε το σταυρό του σα να τέλειωνε κείνη τη στιγμή την προσευκή του….

Πέταξε το ντουφέκι του που ‘πεσε μαλακά και βούλιαξε μέσα στο χιόνι. Ύστερα προχώρησε μπροστά, με τα χέρια σηκωμένα, αψηλά… Ο άλλος σκοπός δεν κουνήθηκε, παρά κάρφωσε πάνω τα μάτια του και τον έβλεπε να ζυγώνει… Η ψυχή του τονέ περίμενε, τονέ ποθούσε… Προχώρεσε… Κάτι τονέ τραβούσε, κάτι τον έσπρωχνε… Έτσι για μια στιγμή, να του δώσει μόνο το χέρι, να του το σφίξει μέσα στο δικό του, να του ψιθυρίσει. «Καλά Χριστούγεννα. Με το καλό να γυρίσουμε σπίτια μας.»

Αυτό μόνο κι ύστερις να ξαναγυρίσει πάλε στη θέση του εκεί που τονέ βάλανε. Έπειτα ζύγωνε κι η ώρα που θα ερχόντανε να τον αλλάξουνε… Έπρεπε με κάποιονε να μιλήσει απόψε, κάποιο χέρι να σφίξει μέσα στο δικό του, όποιο κι αν ήτανε, κάποια φωνή να σμίξει με τη δική του όποια κι αν ήτανε, κι ας μη την καταλάβαινε. Μια φωνή τέτοια νύχτα, τέτοια στιγμή, όποια κι αν είναι, δεν μπορεί θα ‘ναι γλυκιά, αθώα, καλή….

Ζύγωσε, πρότεινε το χέρι του στο σκοπόν, που τον έβλεπε σαν αποχαυνωμένος. Λίγο ήθελε ακόμα για να τονέ φτάσει.

― Καλά Χριστούγεννα! Και του χρόνου. Του φώναξε από μακριά, σα να μιλούσε με κάποιον που τονέ γνώριζε από χρόνια, που ‘ξερε τη γλώσσα του και τον ενιώθε….

Ο άλλος σκοπός δεν απάντησε. Μόνο στα χείλια του ζουγραφίστηκε ένα χοντρό, καλοκάγαθο γέλιο.

Τη στιγμή εκείνη ένας ξερός κρότος ακούστηκε. Κάτι φάνηκε να σκίζει τον αέρα μέσα σε μια γρήγορη, κόκκινη λάμψη…

― Ωχ, μανούλα μου, μουρμούρισε μια φωνή.

― Προδότη! ακούστηκε βαριά αυστηρή η φωνή, φωνή του αξιωματικού που ερχότανε με τους στρατιώτες να τον αλλάξουνε.

Ένα κορμί κυλίστηκε με κρότο βουβό πάνω στο χιόνι ενώ οι πιτουρίδες τρέχανε βιαστικές πάνω από το λάκκο που άνοιξε σα να θέλανε να σκεπάσουνε το κορμί κάνοντας ένα άσπρο σεντόνι με τα φτερά τους….

Ο σκοπός κοίταζε σαστισμένος… Τίποτα δεν είχε νιώσει από ό,τι έτρεξε…

Μόνο οι πιτουρίδες πετούσανε τρελές πάνω από το πτώμα, σα να βιαζόντανε να το κρύψουνε γλήγορα μην τύχει και τους το πάρει κανείς. Αυτό πια ήτανε δικό τους….

Νταγκ, νταγκ, νταγκ…

Η λειτουργία τέλειωσε. Ο σκοπός, με τα μάτια γυρισμένα προς το βουνό, έκανε πάλε το σταυρό του…

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 665, 4 Ιανουαρίου 1920

 

Νταγκ, νταγκ, νταγκ, νταγκ.

Κανείς δεν ήξερε στην αρχή γιατί σήμαινε η μεγάλη καμπάνα του Μοναστηριού, που η βοή της γιόμιζε τον αέρα.

Σαν πάντα, οι πιο περίεργοι, δηλαδή οι υπάλληλοι του μικρού χωριού, που δεν είχανε με τι να σκοτώσουνε την ώρα τους, τρέξανε στο τηλεγραφείο να ρωτήσουνε.

― Κάποια είδηση θα ήρθε από την Αθήνα, είπε ο Ειρηνοδίκης.

Μα ο τηλεγραφητής, σα να μάντεψε την περιέργεια τους, είχε κατεβεί πρωτύτερα στην αγορά και τα είπε όλα στο καφενείο, στον κόσμο που μαζώχτηκε γύρω του.

Ναι. Είχε τηλεγράφημα. Γίνηκε ναυμαχία, η ναυμαχία που την περιμένανε από τόσον καιρό, και καταστράφηκε όλος ο Ρούσικος στόλος· ύστερα από αυτό η Ρουσία ζήτησε ειρήνη.

― Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε ο Πάρεδρος.

― Ο Θεός της Ελλάδας θαματούργησε πάλι, συμπλήρωσε ο σχολάρχης.

― Τι θα πει «Θεός της Ελλάδος»; Ο θεός είναι ένας για όλον τον κόσμο, είπε ο γραμματέας της Δημαρχίας, ένας νεαρός που είχε διαβάσει όλη τη βιβλιοθήκη του Φέξη, αγορασμένη με δόσες, κι ήθελε να κάνει σε όλα τα ζητήματα το σοφό.

Ο σκολάρχης του ‘ριξε μια περιφρονητική ματιά,

― Αν ήξερες περσότερη ιστορία, παιδί μου δε θα μιλούσες έτσι, του παρατήρησε.

― Άσ’ τονε αυτόν, τον ξέρουμε, είναι πνεύμα αντιλογίας, είπε ο πάρεδρος.

Η καμπάνα ξακολουθούσε να διαλαλεί τη συφορά της Ρουσίας με τη βαριά φωνή της που έκανε, λες την απανωσιά της θάλασσας να τρεμουλιάζει και να σουφρώνει.

Τα καΐκια, αραγμένα στην αράδα, το ένα κολλητά στο άλλο, μέσα στο στενούτσικο λιμανάκι, αργοκουνιόντανε καμαρωτά. Όξω στο μόλο ένας ψαράς είχε αλώσει τα δίχτυα του πάνω στις πέτρες για να στεγνώσουνε κι αυτός καθισμένος σταυροπόδι, αδιάφορος, μπάλωνε το πανί της βαρκούλας του, που του το είχε σκίσει χτες ο άνεμος του πελάγου.

Τώρα τα κανόνια, με τις βραχνές φωνές τους είχανε αρχίσει το τραγούδι τους, που ‘κανε τους βράχους ν’ ανιβογκάνε. Όλοι ρίχνανε μέσα από τα καΐκια τους κι ο καπνός σηκωνότανε σα σύννεφο άσπρο και τύλιγε τις σημαίες που πλαταγίζανε πάνω στ’ αψηλά κατάρτια.

Σε λίγο τα μαγαζιά κλείσανε κι ο κόσμος έτρεξε όλος στο Μοναστήρι. Ο Δήμαρχος διάταξε να γίνει δοξολογία για την καταστροφή του Ρούσικου στόλου. Έτσι, ο δήμαρχος έκανε πολιτική, μα πολιτική όχι πια στενή, του νησιού, σαν άλλοτε, μα γενική, του κράτους. Η Ρουσία ήτανε τότε οχτρός μας, ο κόσμος είχε φανατιστεί από καιρό με τα γραφόμενα των εφημερίδων, κι η καταστροφή του στόλου της που ανάγκασε τη Ρουσία να ζητήσει ειρήνη, χαιρετίστηκε σα νίκη του δικού μας στόλου. Για την ακρίβεια, μια νίκη δική μας δε θα γεννούσε μεγαλύτερο ενθουσιασμό στο μικρό νησί, όπου ο κόσμος δεν έκανε άλλο, παρά να συζητεί για το τέλος του πολέμου αυτού, που το περιμένανε όλοι με αγωνία.

Σαν τέλειωσε η Δοξολογία, ο δικηγόρος του δήμαρχου, που ήτανε και πρώτος πάρεδρος, ανέβηκε στο δεσποτικό να βγάλει τον πανηγυρικό. Η κακόμοιρη η Ρουσία. Δεν της έφτανε η καταστροφή του στόλου της, ήρθε κι ο λόγος του δικηγόρου για να την αποτελειώσει. Γιατί ο ρήτορας εξέτασε το ζήτημα ιστορικά. Έβαλε κάτω την ιστορία και τη διπλωματία κι απόδειξε στους νησιώτες με το νι και με το σίγμα, πως ο μεγάλος οχτρός του Ελληνισμού ήτανε η Ρουσία, από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου κι έπειτα. Αχ εκείνη η διαθήκη του! Τέλος πάντων αυτός ο Μεγάλος Πέτρος ήτανε με λίγα λόγια ένας άτυχος άνθρωπος. Η ουσία του λόγου ήτανε πως κατά βάθος κερδισμένοι είμαστε μείς.

― Κερδίζουμε την Πόλη. Σώζεται η Πόλη μας, φώναζε μέσα στην εκκλησιά κουνώντας τα χέρια του και δείχνοντας με το δάχτυλό του απειλητικά πάντα προς την ίδια διεύθυση, σα να ‘δειχνε τη Ρουσία. Ο γραμματέας του δήμου, κείνος ο ξιπασμένος νεαρός, που είχε φάει το θερίο όλη τη βιβλοθήκη του Φέξη, αγορασμένη με δόσες, είχε καθίσει παράμερα, χωμένος σ’ ένα στασίδι, κι όλο χαμογελούσε.

― Δε νιώθει κουκούτσι γεωγραφία. Εκεί που δείχνει δεν είναι η Ρουσία. Εκεί είναι το Τσιρίγο, μουρμούρισε σιγαλά σ’ ένα διπλανό του.

― Ας είναι, σοφός άνθρωπος, ψιθύρισε αυτός.

― Αλήθεια. Όλες τις εφημερίδες τις ξέρει απόξω.

Μα ο κόσμος δεν ήτανε υποχρεωμένος να παραδεχτεί τις ιδέες του γραμματέα. Έτσι όπως έβαζε το ζήτημα ο ρήτορας, δεν ήτανε λόγος να μην ενθουσιαστούνε. «Κερδίσαμε την Πόλη». Αυτό ήτανε. Στη φαντασία τους η φράση αυτή ισοδυναμούσε κείνη τη στιγμή με τη φράση: «Πήραμε την Πόλη». Αυτά τα ξηγούνε οι ψυχολόγοι και τα ξηγούνε πολύ καλά.

Αυτό έφτασε για να ξετρελαθούνε όλοι από τη χαρά τους.

Σα βγήκανε από την εκκλησιά, δίνανε όλοι τα χέρια.

― Χριστός ανέστη, καπτά Θύμιο.

― Χριστός ανέστη, καπτάν Παναγιώτη.

Οι υπάλληλοι περικυκλώσανε το ρήτορα και του σφίγγανε το χέρι.

― Έξοχα, είπε ο ειρηνοδίκης.

― Ωραία της τα κοπάνισες, είπε ο αστυνόμος τονίζοντας ξεχωριστά την τελευταία λέξη που του ήτανε από την υπερεσία του τόσο πολύ γνώριμη.

― Τις παλιοαρκούδες, είπε ο Δήμαρχος.

― Μια ιδέα· να τους γυρίσουμε πίσω τις χρυσές φορεσιές που μας έχουνε στείλει δώρο από τη Μόσκα. Αυτό θα κάνει έξοχη εντύπωση, πρότεινε ένας από τους επίτροπους του Μοναστηριού.

― Όχι δα έως εκεί, δεν είναι κι ανάγκη. Καλά τους έτριψε ο Θεός τη μούρη, αντίτεινε ο παπάς.

Μόνο ο δεύτερος Ελληνοδιδάσκαλος που είχε ‘ρθει εδώ και λίγον καιρό στο νησί, ένα παιδί σκεδόν αμούστακο, με μακριά μαλλιά, δε ζύγωσε το ρήτορα κι απόμεινε κρύος μέσα σ’ όλη αυτή τη βράση του ενθουσιασμού.

Σαν τονέ ρώτησε ο σκολάρχης πως του φάνηκε ο λόγος, σούφρωσε τα χείλια του περιφρονητικά.

― Κούφια λόγια. Κ’ έπειτα η γλώσσα του…

― Πώς; Δε σου άρεσε; καθαρεύουσα πρώτης, απάντησε ο σχολάρχης ξαφνιασμένος.

Κείνος προτίμησε να μη του απαντήσει, σα να μην ήθελε να συζητήσει. Γιατί να συζητήσει; Μήπως ήτανε καμιά ελπίδα να του δώσει να καταλάβει; Αυτοί οι ανθρώποι και να θελήσουνε, δεν μπορούνε να καταλάβουνε.

Στο νησί δεν του είχανε καμιά υπόληψη αυτουνού του νέου. Τον είχανε για ζοχαδιακό, γιατί πήγαινε πάντα μοναχός του περίπατο και δεν έκανε κανέναν παρέα. Και το σπουδαιότερο. Τον υποψιαζόντανε και για μαλλιαρό…

 

* * *

 

― Χριστός ανέστη, καπτά Λάζαρε, του φώναξε κάποιος.

Κείνος του ‘ριξε μια ματιά λοξή και πέρασε δίχως να του αποκριθεί.

Μόνο ο καπτά Λάζαρος, σε όλο το νησί, δεν ήθελε να πιστέψει. Οι σημαίες και τα σινιάλα πλαταγίζανε πάνω στα ψηλά κατάρτια των καϊκιών διαλαλώντας τη νίκη, και μόνο το καΐκι του καπτά Λάζαρου έμεινε αστόλιστο εκεί κοντά στο μόλο, σαν παραπονεμένο, σα να μην είχε νοικοκύρη. Κι όταν ο καπτά Θύμιος του ‘πε.

― Δε θα σηκώσεις κι εσύ παντιέρα;

― Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου, του αποκρίθηκε. Γιατί ήτανε των αδυνάτων να το πιστέψει ο καπτά Λάζαρος πως μπορούσε να νικηθεί, ποιος; Η Ρουσία; Μπας και δεν την ήξερε αυτός τη Ρουσία; Όλη τη ζωή του δεν τηνέ πέρασε λοστρόμος στα καράβια που ταξιδεύανε στη Μαύρη Θάλασσα; Δεν την είδε τη Ρουσία, δε γνώρισε το μεγαλείο της; Η Ρουσία δεν μπορούσε να νικηθεί, ο νους του δεν το χωρούσε πως μπορούσε να νικηθεί. Θυμάται ακόμα που ‘χε κάποτε πάει στη Μόσκα. Τι εκκλησιές ήτανε εκείνες, τι μοναστήρια, τι καμπάνες, τι ζουγραφιές, τι παλάτια! Κι οι παπάδες σα λειτουργούσανε στα χρυσά ντυμένοι. Παπάδες ήτανε κείνοι ή βασιλιάδες; Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να το θέλει η Ρουσία πέρασε στον κόσμο των παραμυθιών και πολλές φορές σα δηγότανε κανένα παραμύθι στα ανιψάκια του ―αγγονάκια δεν είχε γιατί είχε μείνει ανύπαντρος― η φαντασία του πήγαινε πάντα στη Μόσκα ή στις άλλες μεγάλες πολιτείες που ‘χει γνωρίσει νέος στα ταξίδια του. Έτσι πέρασε όλη του τη ζωή ο καπτά Λάζαρος. Από τον καιρό που ήτανε ακόμα παιδί κι άκουε τον παππού του, ναυτικό κι αυτόνε να δηγιέται για τη Ρουσία στον καιρό της Μεγάλης Αικατερίνας, όσο που τα είδε ο ίδιος και με τα μάτια του κι ανακατεύτηκε με το αίμα του. Άμα πρόφερε τ’ όνομά της γιόμιζε το στόμα του κι ένιωθε μιαν ευλάβεια ανακατεμένη με κάποιο μυστικό φόβο σα να μιλούσε για καμιά ανία, κι έτσι του ‘ρχότανε να σταυροκοπηθεί μπροστά της. Κι ο Τσάρος; Ποτέ του δεν τον είχε δει τον Τσάρο. Μα και ποτέ δεν φαντάστηκε πως ο Τσάρος μπορούσε να ‘ναι όμοιος με τους άλλους ανθρώπους. Πώς ήτανε, δεν μπορούσε να το ορίσει, γιατί η φυσιογνωμία του Τσάρου χανότανε μέσα στη φαντασία του, το ίδιο όπως, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπόρεσε ποτέ να φτιάξει με το νου του μια εικόνα του Θεού. Τονε φανταζότανε μόνο τυλιγμένο μέσα σε μια χοντρή άσπρη γούνα που άφηνε να προβάλλουνε δυο μεγάλα αστραφτερά μάτια. Την ιστορία του Μεγάλου Πέτρου την ήξερε απόξω σαν παραμύθι. Το ίδιο και με την ιστορία της Μεγάλης Αικατερίνας. Έπειτα όποτε και αν πολέμησε η Ρουσία με την Τουρκιά, μπας και δε βγήκε πάντα νικήτρα από τον πόλεμο; Πώς μπορούσε τώρα να νικηθεί. Κι από ποιονε; Από την Απωνία —έτσι έλεγε την Ιαπωνία.― Και τι είναι αυτή η Απωνία, που θα ‘χει το κουράγιο να τα βάλει με κοτζάμ Ρουσία και να τηνέ νικήσει κιόλας; Απωνία. Τι όνομα είναι αυτό; Πού πέφτει αυτό το βασίλειο;

Άμα τέλειωσε η δοξολογία, ο καπτά Λάζαρος, που γύριζε όλη την ώρα στην αγορά με την πλατιά βράκα του και το κόκκκινο ζουνάρι του, τράβηξε για τον καφενέ της πλατείας. Παράγγειλε ένα ναργιλέ έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο κι άρχισε το γουργουρητό. Δίπλα του η συζήτηση είχε ανάψει πάνω στο ζήτημα της Ρουσίας. Μια δυνατή κανονιά έκανε τα τζάμια του καφενείου να τρίξουνε. Ο καπτά Λάζαρος στον κρότο της κανονιάς ξύνισε τα μούτρα του.

Άξαφνα ακούστηκε μια φωνή:

― Ψέματα. Δε νικήθηκε. Η Ρουσία δε νικιέται, φώναξε ο καπτά Λάζαρος χτυπώντας δυνατά το μαρκούτσι του πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού.

Ο πάρεδρος γύρισε και του ‘ριξε μια λοξή ματιά γιομάτη περιέργεια.

― Τι λες, καπτά Λάζαρε; Αφού είπαμε τηλεγράφημα από την Κυβέρνηση, είπε χαμογελώντας.

― Ψέματα λέει κι η Κυβέρνηση, ψέματα λέτε όλοι σας, φώναζε σηκωμένος όρθιος, ενώ ο μεγάλος χρυσός χαλκάς που κρεμότανε από το δεξί του αυτί, χτυπούσε πάνω στο πλατύ, κόκκινο, καψαλισμένο μάγουλό του.

Ο καπετά Λάζαρος ορθός, περήφανος, βγήκε από τον καφενέ, ενώ οι άλλοι γελούσανε πίσω του.

― Τι περίεργος τύπος, είπε ο Δήμαρχος.

― Ίδιος κι απαράλλαχτος ο αδερφός του ο Γιάννης, που πέθανε, πρόστεσε ο πάρεδρος.

Αλήθεια στο νησί τα δυο αδέρφια αποτελούσανε ένα ξεχωριστό ζευγάρι. Μαζί κατεβαίνανε κάθε πρωί από το σπίτι τους στην αγορά, μαζί σεργιανούσανε, μαζί γυρίζανε το μεσημέρι στο σπίτι. Κι οι δυο είχανε κρεμασμένο από ένα χαλκά στο αυτί τους και στην εκκλησιά σαν πηγαίνανε καθόντανε σε κολλητά στασίδια κι άμα έβγαινε ο δίσκος κοίταζε ο ένας τι έριξε ο άλλος για να ρίξει το ίδιο κι αυτός. Τώρα απόμεινε μόνο ο καπτά Λάζαρος με τη γριά την αδερφή του.

Από το μεγάλο καφενέ της πλατείας ο καπτά Λάζαρος τράβηξε για το μικρό καφενεδάκι που ήτανε κοντά στο μόλο, προς το μέρος που σκαρώνανε τα καΐκια. Εκεί έλπιζε να βρει την ησυχία του, μα κι εκεί την ίδια κουβέντα συνάντησε. Εδώ το λόγο τον είχε ο δημοδιδάσκαλος.

Μπήκε μέσα μονολογώντας θυμωμένος.

― Ακούς εκεί νικήθηκε;

― Παράξενο σου φαίνεται, καπτά Λάζαρε; ρώτησε ο δημοδιδάσκαλος.

Του ‘ριξε κι αυτουνού μιαν άγρια, λοξή, ματιά.

― Έτσι ε; Το είδες του λόγου σου πως νικήθηκε; Το είδες με τα ίδια σου τα μάτια; φώναξε.

― Δεν έχω ανάγκη να το ιδώ με τα μάτια μου. Άμα το βεβαιώνει η Κυβέρνηση.

― Α! η Κυβέρνηση. Έτσι, όλα λοιπόν τα ξέρει αυτή η Κυβέρνηση. Και πώς μπορεί να ξέρει αυτή τι γίνεται στην άκρη του κόσμου; Ε;

Ο δάσκαλος χαμογέλασε, ενώ ο καπτά Λάζαρος καθότανε σ’ ένα τραπεζάκι διατάζοντας δεύτερο ναργιλέ.

― Βρε, είδατε σεις τη Ρουσία: Ξέρεις εσύ, μωρέ παλιόπαιδο, τι έχει να πει Ρουσία; φώναξε.

Τον αφήσανε να λέει, γιατί είδανε πως δεν ήτανε για σοβαρή συζήτηση. Μόνο ύστερις από ώρα ο δάσκαλος τονέ σταμάτησε για να του πει:

― Επιτέλους, εμείς σαν Έλληνες πρέπει να χαιρόμαστε. Αλλιώς η Πόλη ήτανε χαμένη.

Ο καπτά Λάζαρος χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι.

― Ποια Πόλη μωρέ; Η Πόλη έτσι κι αλλιώς είναι δική μας. Το λέει ο Αγαθάγγελος. Κανείς δεν μπορεί να μας πάρει την Πόλη. Διάβασες Αγαθάγγελο ;

Το μεσημέρι πέρασε καμαρωτός μέσα από την αγορά, με το κεφάλι αψηλά, γυρίζοντας στο σπίτι του. Η γριά η αδερφή του που τον είδε έτσι, φουσκωμένο να μπαίνει στο σπίτι, δοκίμασε να τον παρηγορήσει.

― Ε νικηθήκανε τώρα; Τι να κάνουμε; να πεθάνουμε;

― Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου. Δεν ξέρεις εσύ απ’ αυτά τα πράματα, της απάντησε με τόνο αυστηρό.

Ήτανε η πρώτη φορά που της μιλούσε έτσι απότομα. Έβραζε μέσα του. Οι παντιέρες που ‘βλεπε να κυματίζουνε ψηλά στα κατάρτια τον πειράζανε στα νεύρα, κι η καμπάνα του μοναστηριού, που δεν εννοούσε να πάψει, τον ερέθιζε, λες και το ‘κανε πίτηδες για να τονέ θυμώνει. Ωστόσο δεν μπορούσε να θυμώσει μαζί της, γιατί το ‘βρισκε έτσι σαν αμαρτία. Μα δεν μπορούσε και να μην κάνει τη σκέψη·

― Για δες αχαριστία. Ρούσικη καμπάνα και να χαίρεται κι αυτή.

Μα ο ίδιος πάλε τηνε δικαιολογούσε.

― Τι φταίει κι αυτή; Φταίει ο Δήμαρχος που έβαλε τα παλιόπαιδα να τηνέ βασανίζουνε.

Μια απορία ωστόσο τονέ βασάνιζε·

― Γιατί δε σπάζει; Γιατί δε ραΐζει, έτσι, στο πείσμα, έτσι για θάμα, για να τους βγάλει όλους ψεύτες;

Την απάντηση την έδινε ο ίδιος, κουνώντας το κεφάλι του·

― Μα, και πώς να σπάσει; Σπάζει ρούσικο πράμα; Κι ύστερα σου λένε πως νικήθηκε η Ρουσία. Γιατί; Γιατί το είπε κι η Κυβέρνηση. Και σαν το είπε ;

Το μεσημέρι δεν έφαγε με όρεξη. Σαν κατέβηκε το απόγεμα πάλε στην αγορά τους βρήκε πάλε όλους να συζητούνε για τη Ρουσία. Δε μίλησε κανενός, δε ζύγωσε κανένα. Μοναχός έκοβε βόλτες ανάμεσα στην πλατεία με το κορμί τεντωμένο, με το κεφάλι στυλωμένο ψηλά πάνω στους πλατιούς ώμους του…

Βασίλεψε ο ήλιος πάνω στη γαληνεμένη θάλασσα.

Οι ναύτες κατεβάσανε πια τις παντιέρες, τις τυλίξανε κουβάρι και τις βάλανε μέσα στο αμπάρι. Τα ψηλά κατάρτια, γυμνά τώρα σαν κλαδιά δέντρου που πέσανε τα φύλλα του στο πέρασμα του χινοπωριάτικου άνεμου καθρεφτίζονται μέσα στα κοιμισμένα νερά της θάλασσας.

Ο καπτά Λάζαρος τράβηξε κατά το μόλο. Εκεί ήτανε αραγμένο το δικό του καΐκι που το είχε τώρα για να μεταφέρνει ξύλα και φρούτα από την αντικρινή στεριά. Στάθηκε κάμποσο συλλογισμένος. Έπειτα, σα να πήρε άξαφνα κάποιαν απόφαση, έπιασε το σκοινί, ζύγωσε το καΐκι και πήδηξε μέσα αλαφρός σαν παλικάρι. Ένιωθε κείνη τη στιγμή μέσα του ένα κουράγιο σα να ήταν είκοσι χρονών.

Σε λίγο μια μεγάλη σημαία απλώθηκε στο κατάρτι. Έπειτα δίπλα της απλωθήκανε και δυο σειρές σενιάλα πολύχρωμα· όσο να καλοϊδούνε το περίεργο θέαμα από την πλατεία που ήτανε όλοι μαζωμένοι κείνη την ώρα, ένας δυνατός κρότος αντήχησε κι ένα συννεφάκι άσπρος καπνός φάνηκε να υψώνεται μπροστά στην πλώρη του καϊκιού του, ύστερις άλλος, άλλος, άλλος…

Ο καπτά Λάζαρος γιόμιζε αδιάκοπα το μικρό κανονάκι του κι έριχνε, όλο έριχνε….

― Νικήθηκε, ε; Να λοιπόν, σα νικήθηκε, φώναζε μοναχός του κάθε φορά που άδειαζε το κανόνι του, για να γιορτάσει μια φανταστική νίκη, αδιαφορώντας τι πιστεύανε οι άλλοι…

Τη στιγμή αυτή, καθώς ήτανε όλοι μαζεμένοι στο μουράγιο, είδανε τον καπτά Λάζαρο που άρχισε να φέρνει βόλτες πάνω στην κουβέρτα. Η πλατιά γαλάζια βράκα του μπερδευότανε μέσα στα σκέλια του. Γύριζε γλήγορα σα σβούρα, γύριζε σαν τρελός, χτυπώντας τα βαριά του παπούτσια τα μυτερά, με τους φιόγκους, πάνω στην κουβέρτα, ενώ στο χέρι του έσφιγγε ένα κλαδωτό μαντήλι. Η σημαία γερμένη απάνω του ακίνητη, φαινότανε σα να τον κοιτούσε περίεργα από την κορφή του καταρτιού.

― Χορεύει, είπε κάποιος.

― Βρε, μην τρελάθηκε, μουρμούρισε ο πάρεδρος.

― Το πίστεψε, φαίνεται, κι αυτός και γιορτάζει, είπε ο καπτάν Κωνσταντής, ξεκοκίζοντας τη μακριά κεχριμπαρένια κομπολόγα που κρατούσε στα χέρια του.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 695, 1 Αυγούστου 1920.

 

Μόνο ο κύριος Ματθαίος δεν εννοούσε με κανέναν τρόπο να συμμορφωθεί με την καινούρια κατάσταση. Αυτός ποτέ δε θα μπορούσε να επιδοκιμάσει ό,τι έγινε.

Και τη γνώμη του αυτή δεν την έκρυβε. Στο καφενείο, στο ζαχαροπλαστείο —του αρέσανε υπερβολικά τα γλυκά— στο βιβλιοπωλείο —του άρεσε να περνάει την ώρα του φυλλομετρώντας τα βιβλία που ήτανε απλωμένα πάνω στο τραπέζι, δίχως ν’ αγοράζει— στον δρόμο, —του άρεσε πολύ να χαζεύει στον δρόμο— παντού όπου βρισκότανε, μπροστά σε φίλους, σε ξένους κι άγνωστους, δε δυσκολευότανε να λέει τη γνώμη του για τη νέα κατάσταση. Αυτός ξακολουθούσε να είναι Μοναρχικός. Αυτό ήτανε όλο, με μια λέξη.

— Θα βρεις κανένα μπελά, του είπε μια μέρα ο Κώστας, ο φίλος του, ένας νεαρός δικηγόρος, που κατοικούσανε μαζί, στο ίδιο σπίτι.

— Ας μου κάνουνε ό,τι θέλουνε· τι θα μου κάνουνε; θα με φυλακίσουνε, θα με εξορίσουνε, θα με ντουφεκίσουνε; Εγώ λατρεύω τον βασιλιά. Εγώ είμαι έτοιμος να θυσιαστώ για την Ιδέα μου. Είμαι Μοναρχικός. Μο-ναρ-χι-κός.

— Θα πας τζάμπα, καημένε Ματθαίο. Δε βλέπεις τι πάθανε άλλοι; Έπειτα, σκέψου, εσύ είσαι κι υπάλληλος. Δεν ταιριάζει.

— Ας με πάψουνε, απαντούσε μεγαλόφωνα.

— Προτιμότερο να παραιτηθείς μοναχός, αφού δεν μπορείς να συβιβαστείς με την καινούρια κατάσταση.

— Όχι δεν παραιτιέμαι. Να με πάψουνε. Θέλω να τους δώσω αφορμή σε μια καινούρια παρανομία, φώναζε ξαναμμένος και συνόδευε τη φράση του μ’ ένα βαρύ χαραχτηρισμό για την καινούρια κυβέρνηση.

— Δε συμφωνώ μαζί σου. Κι εγώ είμαι μοναρχικός, κι εγώ δε συφωνώ με ό,τι έγινε, μα συμμορφώνουμε με την κατάσταση, αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα καλύτερο.

Μα ο κύριος Ματθαίος ήθελε να τον υπολογίζουνε, και για να το πετύχει αυτό έπρεπε να φωνάζει, να τονέ μάθουνε πως είναι αντίθετος, κάτι να πάθει κι αυτός, για να γίνει λόγος στις εφημερίδες γύρω στ’ όνομά του. Μόνο αυτός μπορούσε να εχτιμήσει τη γλύκα μιας φυλάκισης, μιας εξορίας σ’ ένα ξερονήσι. Τι συγκίνηση που θα δοκιμάσουνε οι δικοί του, οι φίλοι του, άμα μάθουνε πως τονέ σκολάσανε. Αν τονέ βάλουνε φυλακή, θα πηγαίνουνε να τον επισκέπτουνται, κι αυτός, μ’ ένα ύφος καρτερικό, θα προσπαθεί να τους παρηγορεί «Ε, βρε παιδιά, μην κάνετε έτσι. Δεν είμαι μόνος. Επιτέλους δεν έκλεψα ούτε σκότωσα· αντίθετος της κυβέρνησης είμαι και γι’ αυτό βρίσκουμαι φυλακή». Αν πάλε τον εξορίσουνε μακριά, σε κανένα νησί, τι γλύκα, τι περηφάνεια σα θα πιάνει να τους γράφει σε κανένα δελτάριο ανοιχτό λίγα λόγια για την υγειά του, πως πάντα τους θυμάται, και πως θα ιδρώνει για να βρει καμιά διφορούμενη λέξη ή φράση για να τηνέ παραχώσει μέσα στο γράμμα, και να ξεγελάσει τον επιστάτη της φυλακής ή τον υπάλληλο της λογοκρισίας. Κι α δεν το πετύχει κι ο επιστάτης τα μυριστεί, θα ‘ρθει τότε η απομόνωση, το χώρισμα από τους άλλους φυλακισμένους, κι ύστερα η μεταφορά του σε άλλη φυλακή, σε κανένα βενετσιάνικο ίσως ή τούρκικο κάστρο. Ε, αυτά είναι γλύκες, είναι όνειρα, που λίγοι τα δοκιμάζουνε. Για να σε κλείνουνε σε κάστρο, θα πει πως σε τρέμουνε, σε υπολογίζουνε για σπουδαίο άνθρωπο. Αμ τι. Σαν τον Κώστα που τρέμει ν’ ανοίξει το στόμα του;

Μια μέρα ξεχάστηκε πάνω στο μάθημα της καλλιγραφίας που δίδασκε, ξαναμμένος από κάποιο άρθρο που ‘χει διαβάσει, κι αντί να κάνει μάθημα, άρχισε να μιλεί για πολιτική στα παιδιά. Σαν κατέβηκε στο γραφείο, ο διευθυντής, που ‘χε σπιούνους μέσα στην τάξη και τα μάθαινε όλα, δοκίμασε να του κάνει παρατήρηση. Ήτανε κι αυτός ένας φανατικός, που τη θέση του τηνέ χρωστούσε στο κόμμα, ένας μικρόμυαλος δάσκαλος, που η μοναχή του εξυπνάδα ήτανε να κρύβει την αληθινή του γνώμη πίσω από γενικές θεωρίες.

— Ξέρετε, η παιδαγωγική απαγορεύει να ομιλώμεν περί πολιτικής ενώπιον των μαθητών.

Ο κύριος Ματθαίος κατακοκκίνισε από τον θυμό του.

— Α, να σας πω, σε κανένα δεν επιτρέπω να επεμβαίνει στις πολιτικές μου ιδέες. Είμαι ελεύτερος πολίτης και μπορώ να πρεσβεύω ό,τι μου αρέσει.

— Μα είσθε και καθηγητής, κύριε Ματθαίε, μην το λησμονείτε.

— Αυτό που σας είπα. Να με καταγγείλετε στο υπουργείο, φώναξε.

Άρπαξε το καπέλο του κι έφυγε μουρμουρίζοντας.

Ο γυμνασιάρχης, που ήτανε φανατικός για το κόμμα, δεν τόλμησε να τον καταγγείλει. Είχε τη θεωρία πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να κάνει οχτρούς. «Δεν ξέρεις πώς γυρίζουνε τα πράματα» συνήθιζε να λέει.

Ο κύριος Ματθαίος το είχε πια σίγουρο πως ο γυμνασιάρχης θα ‘τρεχε ν’ αναφέρει τη σκηνή αυτή στο υπουργείο, πως το υπουργείο θα τον καλούσε μ’ ένα δριμύ έγγραφο σε απολογία, πως θα παίρνανε μυρουδιά οι εφημερίδες κι άξαφνα ένα πρωί θα διάβαζε: «Σκάνδαλον. Καθηγητής αντιδραστικός». Αυτός θα ‘βγαινε στον δρόμο, θα τονέ σταματούσανε οι φίλοι του, θα τονέ ρωτούσανε ανήσυχοι: «Μα είναι αλήθεια;»

— Φυσικά. Τι θέλατε να κάνω; θα τους απαντούσε με μιαν συγκρατημένη υπερηφάνεια.

— Και τώρα; θα ρωτούσε ο φίλος.

Κείνος για απάντηση θα σήκωνε τους ώμους του, για να δείξει την αδιαφορία του.

Ωστόσο περάσανε μέρες κι ούτε το υπουργείο τον κάλεσε σε απολογία, ούτε οι εφημερίδες γράψανε λέξη. Αυτός ο άθλιος ο γυμνασιάρχης φοβήθηκε το σούσουρο.

— Θα χάσεις το ψωμί σου, του είπε ο Κώστας, ο σύνοικός του.

— Χα χα χα. Το ψωμί μου. Σπουδαίο πράμα, απάντησε με τόνο περιφρονετικό.

Ο τμηματάρχης προσκάλεσε όλους τους δασκάλους και τις δασκάλες σε μια σάλα. Σα μαζευτήκανε όλοι, ο τμηματάρχης ανέβηκε σ’ ένα βήμα και τους έβγαλε ένα εύγλωττο λόγο: «Η Πατρίς μας διεξάγει πόλεμον υπέρ των προαιωνίων δικαίων μας, σύμπας ο Ελληνισμός αποδύεται εις τον έσχατον των αγώνων, η τύχη ολοκλήρου της Φυλής κρίνεται σήμερον. Καθήκον ιερόν όλων των διδασκάλων είναι να ενισχύσωσι τον διεξαγόμενον αγώνα, φρονηματίζοντες, εμπέοντες, καθοδηγούντες την κοινωνίαν, και ιδίως την σπουδάζουσαν νεολαίαν…»

— Περιορίζετε, κύριε, την ελευθερίαν του ατόμου, ακούστηκε μια φωνή από τη σάλα.

Ήτανε η φωνή του κυρίου Ματθαίου.

Ο τμηματάρχης σάστισε, σώπασε, δε βρήκε τι ν’ απαντήσει και περιορίστηκε να χαμογελάσει μ’ ένα ύφος λιγάκι κουτό· ύστερα ξακολούθησε τον λόγο του, ήσυχα, σα να μην έγινε τίποτα.

Ο κύριος Ματθαίος, ύστερα από τη διακοπή, βγήκε από τη σάλα μ’ έναν τρόπο επιδειχτικό, δίχως να περιμένει ν’ ακούσει το τέλος του λόγου.

Τώρα ήτανε βέβαιος πια για την πάψη του, για τη φυλάκισή του. Αυτό που τόλμησε, ήτανε σκάνταλο. Να μη σεβαστεί ούτε τον τμηματάρχη. Φαντάσου τι θα γράφουνε αύριο οι εφημερίδες.

Δεν κοιμήθηκε τη νύχτα από την έννοια του. Το πρωί αγόρασε μια εφημερίδα, κοίταξε, έψαξε παντού, ούτε λέξη. Αγόρασε και δεύτερη και τρίτη. Μιλιά. Ωστόσο, όλες γράφανε για τον λόγο του τμηματάρχη, και για το επεισόδιο το δικό του, μέσα σε τόσον κόσμο, τίποτα. Ίσως δεν το πήρανε μυρουδιά. Μπορεί κι ο ίδιος ο τμηματάρχης να μην άφησε να δημοσιευτεί.

Έτρεξε, βρήκε ένα φίλο του, δημοσιογράφο, και του διηγήθηκε ο ίδιο το επεισόδιο.

— Δε βαριέσαι καημένε. Το καλύτερο είναι να σωπαίνει κανείς, ήτανε η απάντησή του, καθώς τονέ χτυπούσε προστατευτικά στην πλάτη.

Για μια στιγμή σκέφτηκε στα σοβαρά να παραιτηθεί. Μα έπειτα σκέφτηκε πως μπορούσε κι η παραίτησή του να περάσει απαρατήρητη. Χρειαζότανε κάτι άλλο, χτυπητό, μια πρόκληση προς την καινούρια κυβέρνηση, που να μην μπορεί αυτή να υποκριθεί πως δεν την ένιωσε.

Έτσι αποφάσισε να δημοσιέψει ένα άρθρο πολιτικό.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε μιαν εφημερίδα που ‘βγαινε στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, κι ήτανε αληθινά δριμύτατο. Όσοι το διαβάσανε, είπανε πως την έχει άσκημα ο κύριος Ματθαίος.

Με τι λαχτάρα περίμενε να ξημερώσει για να ιδεί το άρθρο του δημοσιεμένο. Κι άμα το είδε δημοσιεμένο στην πρώτη σελίδα, με την υπογραφή του από κάτω φαρδιά πλατιά, του ήρθε σα ζαλάδα. Αλήθεια, δικό του ήτανε αυτό το άρθρο; Αυτός το ‘γραψε;

Και τώρα οι χωροφυλάκοι, η σύλληψη. Εδώ ήτανε ένα ζήτημα: πού έπρεπε να γίνει η σύλληψη. Στον δρόμο θα μαζευότανε κόσμος, θα γινότανε σούσουρο, θα ρωτούσανε ποιος είναι αυτός, ενώ οι χωροφύλακες θα τον ανεβάζανε σ’ ένα αμάξι… Στο σπίτι πάλε θα αναστατωνότανε η γειτονιά. Κι αυτό καλό ήτανε. Θα μαζευότανε κόσμος όξω από την πόρτα του, την ώρα που θα τονέ βγάζανε από το σπίτι, κι όλοι θα λέγανε: «Καλέ, ο κύριος Ματθαίος. Μα τι έκανε ο καημένος;» Αυτό το «καημένος» τον πείραζε. Όχι, δεν είχε καμιά ανάγκη από λύπηση. Ό,τι έγινε, μονάχος του το δημιούργησε. Γι’ αυτό καλύτερα να μη ζητήσει αμάξι. Το αμάξι θ’ αρχίσει να τρέχει και το θέαμα θα τελειώσει γρήγορα. Καλύτερα με τα πόδια από τον δρόμο ως την αστυνομία, κι ο κόσμος να ‘ρχεται από πίσω κι όλοι να σηκώνουνται στα πόδια τους για να τον ιδούνε. Έπρεπε κάποιος να τον υποδείξει στους χωροφυλάκους. Αποφάσισε να πάει να τους περιμένει στο σπίτι.

Κείνη τη μέρα δε βγήκε διόλου από το σπίτι του.

Πίσω από το παράθυρο παραμόνευε τον δρόμο να ιδεί πότε θα προβάλουνε τα όργανα της εξουσίας.

— Θα το ξέρουνε το σπίτι μου, σκέφτηκε.

Έτσι πέρασε κι η δεύτερη μέρα με μια τρομερή αγωνία. Την Τρίτη μέρα πρωί πρωί ακουστήκανε χτύποι στην πόρτα. Πετάχτηκε στο παράθυρο. Δε γελάστηκε. Αυτοί ήτανε.

Άνοιξε την πόρτα. Οι χωροφυλάκοι ανεβήκανε την ξύλινη σκάλα.

— Επιτέλους, φώναξε από το απάνω σκαλοπάτι.

— Είσαστε ο κύριος Κώστας Ρεβέκος, δικηγόρος; ρώτησε ο επικεφαλής.

— Όχι, είμαι ο κύριος Ματθαίος, καθηγητής της καλλιγραφίας, αποκρίθηκε περήφανα.

— Ο κύριος Ρεβέκος; ρώτησε ο επικεφαλής.

— Κοιμάται. Θέλετε να τον ξυπνήσω;

— Τονέ θέλουμε.

Σε λίγο παρουσιάστηκε ο Κώστας.

— Ο κύριος διευθυντής σας ζητάει· σας παρακαλώ να μ’ ακολουθήσετε, είπε ο επικεφαλής.

Ο Κώστας, δίχως να ζητήσει καμιάν εξήγηση, ετοιμάστηκε γλήγορα κι ακολούθησε τους τρεις χωροφυλάκους που καρτερούσανε.

Ο κύριος Ματθαίος από το παράθυρό του τους παρακολούθησε όσο που τους έχασε από τα μάτια του.

Αυτό λοιπόν, ορισμένα, δεν το περίμενε. Να δημοσιέψει ένα τόσο δριμύ άρθρο κι αντί να συλλάβουνε αυτόνα, να ‘ρθούνε και να πάρουνε τον Κώστα; Αυτόν, που ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του, που φοβότανε κι από τον ίσκιο του; Γιατί λοιπόν το κάνουνε αυτό; Τι θέλουνε δηλαδή να δείξουνε; πως δεν τονέ φοβούνται; πως δεν τονέ λογαριάζουνε;

Είχε πέσει σε βαριά μελαχολία. Κάποτε μάλιστα ένα φίλος του που τον αντάμωσε στον δρόμο και του φώναξε: «Μα ακόμα όξω βρίσκεσαι;» του ήρθε σα ντουφεκιά. Άρχισε να ντρέπεται να ιδεί τους φίλους του. Τους απόφευγε όσο μπορούσε για να μην αναγκάζεται να δίνει εξήγησες. Έγινε αμίλητος, κακός, μισάνθρωπος. Κι ήτανε πάντα τόσο καλός…

Σαν πήγε στην αστυνομία να ιδεί τον Κώστα, κι έμαθε πως χτες το βράδυ τον είχανε εξορίσει σε κάποιο νησί, όλο το αίμα τού ανέβηκε στο κεφάλι.

— Μα τι έκανε αυτός τέλος πάντων; δε μου λέτε σας παρακαλώ; ρώτησε ένα νωματάρχη.

— Δεν έκανε τίποτε, μα χαραχτηρίστηκε για επικίντυνος, του εξήγησε ήσυχα ήσυχα ο νωματάρχης.

Ωραία λοιπόν. Αυτός γράφει ολάκερο άρθρο με την υπογραφή του, και κανείς δεν έρχεται να του ζητήσει τον λόγο, ο άλλος δεν κάνει τίποτα, δε λέει λέξη και τον εξορίζουνε. Δηλαδή αυτός ο Κώστας ο φίλος του, ο σύνοικός του, τού κλέβει με άλλες λέξες τη δόξα, τη δόξα που ανήκει σ’ αυτόνε δικαιωματικά.

Ύστερα από την εξορία του Κώστα, ο κύριος Ματθαίος έγινε πιο πολύ γκρινιάρης. Έβριζε για το παραμικρό τα παιδιά στο σκολειό, δε μιλούσε σε κανένα συνάδερφό του, έπαιρνε αμέσως φωτιά. Έχασε και την όρεξή του και τον ύπνο του.

Στο ξενοδοχείο που έτρωγε ήρθανε ένα μεσημέρι δύο κύριοι και κάτσανε δίπλα του. Ο κύριος Ματθαίος ήτανε σκυμμένος στο πιάτο του, σαν άκουσε άξαφνα τον ένα να ξεστομίζει μια βαριά φράση ενάντια του Βασιλιά.

Το αίμα του ανάβρασε. Πέταξε το πιρούνι του στο τραπέζι, πετάχτηκε απάνω με την πετσέτα στον λαιμό κρεμασμένη, και φώναξε ανάμεσα σε όλο τον κόσμο:

— Αυτό είναι άναντρο… Ποτέ δε βρίζουνε έτσι ένα βασιλιά…

Έγινε σούσουρο. Ένας χωροφύλακας μπήκε μέσα, τονέ ζύγωσε, και τον παρακάλεσε με ευγένεια να τον ακολουθήσει.

Ο κύριος Ματθαίος δε δυσκολεύτηκε διόλου. Βγήκε μέσα από το μαγαζί με το κεφάλι αψηλά, ενώ όλοι τον κοιτάζανε σαν κάτι περίεργο. Κι άλλοι βέβαια είχανε τις ίδιες ιδέες, μα είχανε τη φρόνηση να μην τις φωνάζουνε μέσα σε δημόσια μέρη… Μερικοί γνωστοί του χαμογελούσανε κρυφά.

— Πού θα πάμε, κύριε χωροφύλακα;

— Στο τμήμα.

— Πολύ ευχαρίστως.

Πήγανε στο τμήμα. Πρώτα τον ανέκρινε ο αστυνόμος, έπειτα κι ο ίδιος ο διευθυντής άλλαξε μαζί του μερικές λέξες. Έπειτα ήρθε ένα κύριος με πολιτικά κι άρχισε να του κάνει κάτι παράξενα ρωτήματα. Αυτός απαντούσε με πολλή προθυμία. Ο κύριος με τα πολιτικά, άμα τέλειωσε την εξέτασή του, γύρισε και κοίταξε τον διευθυντή, που ήτανε κι αυτός μπροστά, και του κούνησε το κεφάλι, σα να ‘θελε να του πει: «Δε σας το ‘λεγα;».

Ο κύριος Ματθαίος δεν κατάλαβε τίποτα. Τον κύριο με τα πολιτικά τον πήρε για ανακριτή.

Βγήκανε όξω.

— Πώς τονέ βρίσκεις, γιατρέ; ρώτησε ο διευθυντής.

— Α, είναι πολύ προχωρεμένη, απάντησε κείνος με βεβαιότητα.

Τη νύχτα κοιμήθηκε μέσα σε μια κάμαρα στο πάνω πάτωμα που τον κλείσανε. Κοιμήθηκε. Δηλαδή αυτό είναι μια λέξη. Όλη τη νύχτα την πέρασε άγρυπνος, σουλατσέρνοντας πάνω κάτω. Η καρδιά του χτυπούσε από τη χαρά του. Επιτέλους. Τον πιάσανε. Τόσον καιρό την κυνηγούσε τη δόξα και την έπιασε ανέλπιστα την ώρα που δεν το περίμενε, μέσα στο ξενοδοχείο. Τι κρίμα να μην ξέρει το όνομα εκείνου του κυρίου, για να του στείλει ένα γράμμα ευχαριστώντας. Τι καλό που του ‘κανε. Τώρα νιώθει όλο τον οργανισμό του να δουλεύει σαν ένα ρολόι καινούριο. Σίδερο η καρδιά του κι η σκέψη του τι ξάστερη, τι δυνατή…

Το πρωί ένας χωροφύλακας ήρθε και του άνοιξε. Ό,τι άρχιζε τη στιγμή εκείνη να τον παίρνει ο ύπνος. Ξεπετάχτηκε.

— Καλημέρα, κύριε χωροφύλακα· ελάτε, σας περίμενα.

Ακολούθησε τον χωροφύλακα. Μπροστά στην οξώπορτα στεκότανε ένα βαρύ, κλειστό αμάξι. Ήτανε το αμάξι της αστυνομίας που μεταφέρνανε τους φυλακισμένους.

Μπήκε μέσα γελαστός. Το αμάξι ήτανε κλειστό από όλες τις μεριές, και μόνο ένα μικρό παραθυράκι είχε αψηλά, απ’ όπου έμπαινε λίγο φως. Κι ωστόσο δε στενοχωρέθηκε. Σαν είναι να σε φέρει στην εξορία, δηλαδή στη δόξα, κάθε αμάξι είναι καλό.

— Εξορία ή φυλακή, ρώτησε γελώντας τη στιγμή που ο χωροφύλακας έκλεινε την πόρτα της άμαξας. Ο χωροφύλακας δεν απάντησε. Θρονιάστηκε πίσω από την πόρτα μαζί μ’ έναν άλλο συνάδερφό του κι η άμαξα άρχισε να τρέχει γλήγορα.

Ο κύριος Ματθαίος δεν έβλεπε τίποτα· τον κρότο μόνο που κάνανε οι ρόδες άκουγε.

Τρέχει, τρέχει η άμαξα.

«Πολύ αργούμε να φτάσουμε», συλλογιέται ο κύριος Ματθαίος.

Ο αμαξάς αρχίζει να τραγουδάει κι ο κύριος Ματθαίος απορεί, γιατί δεν ξέρει πως το αμάξι βρίσκεται τώρα όξω από την πόλη.

Το αμάξι στάθηκε όξω από τη σιδερένια πόρτα. Ο χωροφύλακας πήδησε κάτω, άνοιξε την πόρτα της άμαξας. Ο κύριος Ματθαίος κατέβηκε γελαστός, χαρούμενος.

Κοίταξε γύρω του. Βρισκότανε σε μιαν ερημιά, σε μιαν εξοχή, που δεν την είχε ξαναϊδεί άλλοτε. Είδε το χτίριο που υψωνότανε μπροστά του.

— Δε μοιάζει με φυλακή, ψιθύρισε.

Δυο άνθρωποι με άσπρες μπλούζες ήρθανε να τον παραλάβουνε. Ο κύριος Ματθαίος προχώρεσε στην αυλή με βήμα δισταχτικό, ενώ η πόρτα έκλεινε πίσω του μ’ ένα τρίξιμο.

Ο κύριος Ματθαίος είδε με φρίκη την άμαξα να γυρίζει πίσω, τον ίδιο δρόμο, μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.

Έπειτα γύρισε κι είδε τους δυο ανθρώπους με τις λινές μπλούζες που τον κοιτάζανε μέσα στα μούτρα περίεργοι.

Ένα πικρό χαμόγελο, ανέβηκε στα χείλια του.

— Αυτό λοιπόν ήτανε; ψιθύρισε.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 712, 28 Νοεμβρίου 1920

 

Ι

 

― Γιάννο, γράμμα… φώναξε ο δεκανέας, που μοίραζε τα γράμματα.

Είχε ‘ρθει κείνη την ώρα το ταχυδρομείο του λόχου. Ο δεκανέας κρατούσε με το χέρι υψωμένο το φάκελο και τον κουνούσε στον αέρα.

Ο Γιάννος ζύγωσε αργά, δισταχτικά, με τα μάτια κολλημένα στο φάκελο. Είχε πολύν καιρό να λάβει γράμμα από το σπίτι του.

― Αλήθεια, κυρ δεκανέα; ρώτησε μ’ ένα χοντρό χαμόγελο.

Τον είχανε πολλές φορές γελάσει έτσι για να κάνουνε γούστο. «Γιάννο, γράμμα» του φωνάζανε. Κείνος ζύγωνε με λαχτάρα, και τότε σκάζανε κάτι γέλια…

Ο Γιάννος πήρε στα χέρια του το φάκελο, στραπατσαρισμένο, λιγδιάρικο, έφερε απάνω τα μάτια του χαρούμενα, γιομάτα υποψία, τονέ ψηλάφησε με τα χοντρά του δάχτυλα για να βεβαιωθεί πως ήτανε αληθινά το γράμμα που καρτερούσε, έβγαλε ένα χοντρό γέλιο φχαριστημένο, κάτι σα χλιμίντρισμα, και ξεκίνησε να πάει να βρει το φίλο του, που του διάβαζε πάντα τα γράμματα.

Τονέ βρήκε και του ‘δωσε το φάκελο.

― Διάβασ’ τό μου, του είπε.

Κείνος πήρε το γράμμα και κάθισε σε μια πέτρα. Ο Γιάννος κάθισε αντίκρυ του καταγής, σταυροπόδι. Τον κοίταζε μια στα μάτια και μια στα δάχτυλα, καθώς προσπαθούσανε να σκίσουνε το φάκελο.

― Από τη γυναίκα σου είναι, του είπε, ρίχνοντας πρώτα πρώτα μια ματιά στην υπογραφή.

Ο Γιάννος ανακάθισε κι ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χοντρά του χείλια.

― Άι, άι, μωρέ τονέ κατάφερες πάλε το διάδοχο, φώναξε ο φίλος του.

Τα μάτια του Γιάννου αστράψανε.

― Το λέει, αλήθεια; ψιθύρισε σκύβοντας το χοντρό, μαλλιασμένο κεφάλι του, πάνω από την κόλλα τη χαρακωμένη.

Είχε κιτρινίσει.

«Στις 17 του μήνα λευτερώθηκα. Ένας παίδαρος ώσαμε κει πάνω. Και πώς σου μοιάζει…»

Ο Γιάννος είχε γουρλώσει τα μάτια του καθώς κείνος ξακολουθούσε το διάβασμα….

Πήρε το γράμμα, σαν τέλειωσε το διάβασμα, από τα χέρια του φίλου του, το ξανακοίταξε, το δίπλωσε και το ‘χωσε στον κόρφο του…

Από τότες ο Γιάννος άλλαξε ολότελα. Ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε, ούτε τραγουδούσε. Και τραγουδούσε τι όμορφα… Τραγούδια πάντα της πατρίδας του, της ξενιτιάς… Τώρα γύριζε πάντα αμίλητος, σκεφτικός, συλλογισμένος, βαρύς… Οι άλλοι στρατιώτες τονέ πειράζανε μα αυτός περνούσε δίχως να τους δώσει απάντηση… Ήτανε κι από φυσικό του βαρύς, λιγόλογος…

Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του… Αυτός να είναι τώρα πατέρας… Κι ένας παίδαρος, σου λέει, ώσαμε κει πάνω! Και να του μοιάζει κιόλας…

Ήτανε το πρώτο του παιδί. Κι είχε πέντε χρόνια παντρεμένος. Σαν πήγε στρατιώτης άφησε γκαστρωμένη τη γυναίκα του. Είχε ένα φόβο πως δε θα ‘κανε παιδί, ν’ αφήσει κλερονόμο, μα να, που ο Θεός του ‘κανε τη χάρη… Μα, τι τ’ όφελος. Να του ‘ρθει η ευτυχία στο σπίτι του, κι αυτός να μην είναι κει να τηνέ χαρεί… Να πιάσει το γιο του στα χέρια του, να τονέ σηκώσει αψηλά πάνω από το κεφάλι του, να τονέ παίξει, να τονέ φιλήσει….

Τόσον καιρό στρατιώτης και δεν είχε γυρέψει ούτε μια μέρα άδεια. Γιατί να μην του δώσουνε τώρα κι αυτουνού μιαν άδεια, να πεταχτεί για λίγες μέρες στο χωριό του, δε θέλει πολύ, να ιδεί μόνο το γιο του, να ιδεί και τη γυναίκα του και να γυρίσει πάλε στο λόχο;…

Βγήκε στην αναφορά, και ζήτησε άδεια… Του κάκου… Διαταγή αυστηρή να μη δώσουνε σε κανένα άδεια…

Η μελαχολία του καθότανε στην ψυχή σα μαύρο σύννεφο… Το στόμα του σφιχτά σφαλισμένο… Γύριζε δώθε κείθε, και κάποτε στεκότανε και κοίταζε γύρω του σα χαζός… Πολλές φορές και σαν του μιλούσανε, αργούσε ν’ αποκριθεί. Χρειαζότανε τώρα ώρα για να συμμαζώξει το νου του, που ήτανε πάντα σκόρπιος…

Ετοιμαζότανε μυστικά η καινούρια μεγάλη επίθεση. «Θα ζήσω τάχατες να ξαναγυρίσω, ή θα πάω σαν το σκυλί στ’ αμπέλι;» μουρμούρισε. Στη σκέψη πως μπορούσε να σκοτωθεί στην επίθεση, δίχως να δει το γιο του, που του ‘μοιαζε κιόλας, ―ένας παίδαρος ώσαμε κει πάνω― ένιωσε μια θολούρα ν’ ανεβαίνει στα μάτια του.

Κάποτε το αποφάσισε να παρουσιαστεί στο λοχαγό του και να του μιλήσει για την άδεια… Παρουσιάστηκε και στάθηκε μπροστά του σε στάση προσοχής, με το χέρι πάνω στο στραπατσαρισμένο πηλήκιο. Μα μόλις θέλησε ν’ ανοίξει το στόμα του, τα λόγια χαθήκανε, υποχωρήσανε πίσω, σαν το νερό της βρύσης που στερεύει άξαφνα.

― Εμπρός, τι θέλεις; του φωνάζει ο λοχαγός με αυστηρό τόνο, ανυπόμονος κι αηδιασμένος πια να δέχεται παράπονα.

Κείνος ξακολουθούσε να σωπαίνει, σαστισμένος, με το χέρι κολλημένο πάντα στο πηλήκιο…

― Λέγε, βρε βλάκα, τι θέλεις;

Κι ο λοχαγός, αφού τονέ σκυλόβρισε πρώτα, βλάκα, ζώο, του ‘βαλε και τρεις μέρες περιορισμό για τη χαζομάρα του….

Μια μέρα ο Γιάννος ξαφανίστηκε από το λόχο…

Κι ούτε τον ξαναείδε πια κανείς…

 

II

 

― Κοίταξε, κακομοίρη, να τα πεις καλά στους στρατοδίκες, για να σε λυπηθούνε, του είπε ένας στρατιώτης από κείνους που τονέ φέρανε συνοδεία.

Κάθισε στο χαμηλό πάγκο που καθόντανε οι κατηγορούμενοι, αντίκρυ στην έδρα των δικαστών. Είχε την έκφραση σκιαγμένου ζώου.

Έφερε μια ματιά τριγύρω. Δεν κατάλαβε πολλά πράματα. Ένα μονότονο βουητό άκουγε που ερχότανε από την έδρα. Ήτανε η φωνή του γραμματέα που διάβαζε γλήγορα το κατηγορητήριο….

― Λιποταξία ενώπιον του εχθρού. Ουμ… σκούρα τα πράματα, είπε ο στρατιώτης .

Ο Γιάννος φορούσε ακόμα την παλιά, τριμμένη στολή του. Φορούσε ακόμα και τις ίδιες αρβύλες που οι σόλες τους με τα πολλά χοντρόκαρφα είχανε φαγωθεί. Πηλήκιο δεν είχε κι ήρθε ξεσκούφωτος στο δικαστήριο. Τα μαλλιά του μακριά, αχτένιστα, κατεβαίνανε στο κούτελό του…

Ο Γιάννος, με τα μάτια χαμηλωμένα κοίταζε το πάτωμα· κάποτε σήκωνε δειλά δειλά το κεφάλι του κι έριχνε καμιά ματιά και στην έδρα. Δεν ένιωθε κανένα μίσος για τους δικαστές και φαινότανε πως ούτε το υποψιαζότανε πως αυτοί οι αξιωματικοί με τις κεντημένες στολές, με το φχαριστημένο, ικανοποιημένο, φαιδρό ύφος, θ’ αποφασίζανε σε λίγο για την τύχη του. Ίσως και για τη ζωή του….

Άκουσε ένα κουδούνι να χτυπάει. Μέσα στη σαστισμάρα του του φάνηκε πως άκουγε την καμπάνα της εκκλησιάς του χωριού του να χτυπάει την ώρα του εσπερινού.

Ανατρίχιασε.

Ο νους του ήτανε στο χωριό του… Ποιος να του το ‘λεγε; Να ιδεί τη γυναίκα του ύστερα από τόσον καιρό κι άξαφνα να τηνέ χάσει. Έτσι, μέσα σε πέντε μέρες… Τα θυμότανε ένα ένα… ύστερις ήρθανε και τον πιάσανε. Τονέ δέσανε σφιχτά. Το παιδί του; Τι ν’ απόγινε τώρα το παιδί του; Θυμάται πως μια γειτόνισσα το λυπήθηκε που θα ‘μενε στο δρόμο και το πήρε στο σπίτι της… Μα από τότε περάσανε τόσοι μήνες, κι αυτός σάπιζε στη φυλακή, υπόδικος… «Ένας κοτζάμ παίδαρος ίσαμε κει πάνω… Και πώς μου ‘μοιαζε κιόλας. Να ζει τάχατε ή να πέθανε;»

Στη σκέψη αυτή ανατινάχτηκε τρομαγμένος. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε λοξά στην έδρα. Μπροστά στεκότανε κάποιος και δηγιότανε. Ούτε άκουσε τι έλεγε… Ίσως κανένας μάρτυρας…

Πώς γινήκανε όλα τόσο γλήγορα… Πότε ήτανε που έφυγε από το μέτωπο, πότε γύρισε στο χωριό του, αρρώστησε η γυναίκα του, πέθανε, τον πιάσανε, έζησε τόσους μήνες στη φυλακή… Σε κάθε σκέψη του η εικόνα του γιου του, του παρουσιαζότανε μπροστά. Τι παίδαρος, πώς του ‘μοιαζε κιόλας…

― Κατηγορούμενε, ακούστηκε μια αυστηρή φωνή.

Πετάχτηκε απάνω, σα να ‘βλεπε κανένα κακό όνειρο. Σπρώχτηκε μπροστά στην έδρα, σκυφτός. Τι λιγνός που ήτανε! ένα μάτσο κόκκαλα μέσα σ’ ένα παλιό τρύπιο σακί.

― Τι απολογείσαι; ρώτησε ο πρόεδρος.

Κοίταξε γύρω μ’ ένα ύφος αμήχανο. Είχε στο πρόσωπο πάντα την έκφραση ενός σκιαγμένου ζώου που πιάστηκε στο δόκανο…

― Τι απολογείσαι; ξαναρώτησε ο πρόεδρος.

Ένα ηλίθιο γέλιο ανέβηκε στα χείλια του. Σήκωσε τους ώμους του, κούνησε το μεγάλο, χοντρό κεφάλι του, η γλώσσα του ανακατώθηκε μέσα στο στόμα του. Κάτι γουργούρισε και σώπασε.

― Υποκρίνεται το βλάκα, μουρμούρισε ο βασιλικός επίτροπος, μ’ ένα πολύξερο ύφος, κουνώντας το κεφάλι του· ύστερα πρόστεσε πάλε: «Σήμερα ακριβώς διάβαζα κάτι σχετικό. Το χρονικά της ποινικολογίας σημειώνουνε πολλά ανάλογα περιστατικά. Χρειάζεται πολλή προσοχή στους τέτοιους…»

Δεν πίστευε αυτά που ‘λεγε, μόνο ήθελε να περάσει για πολυδιαβασμένος, που ήτανε η αδυναμία του.

― Έλα, έλα, λοιπόν, τι απολογείσαι; ξαναείπε ο πρόεδρος βιαστικός, με αυστηρότερο τόνο.

Ένας στρατοδίκης κοίταξε το ρολόι του: ― Αργήσαμε, μουρμούρισε.

― Βέβαια, τέτοιες δίκες τυπικές πρέπει να τελειώνουνε γλήγορα, μουρμούρισε ο διπλανός στρατοδίκης, ένας νεαρός υπολοχαγός με μια στολή καινούρια, κολλημένη στο κορμί του.

Ο Γιάννος έσπρωχνε τον εαυτό του να μιλήσει, μα όσο ανάγκαζε τη γλώσσα του να κουνηθεί, τόσο κείνη κόλωνε, σα μουλάρι που στηλώνει χάμω τα πόδια του κι αρνιέται να προχωρήσει. Τα λόγια ανακατευόντανε μέσα του, μπερδευόντανε, εξαϋλωνόντανε σα δοκιμάζανε να βγούνε από το στόμα του. Και σάμπως δεν το ‘θελε κι ο ίδιος να μιλήσει, να τους τα ξηγήσει όλα….

― Το παιδί τ’ αφέντη….

Αυτό μπόρεσε επιτέλους να πει.

Ο πρόεδρος τον κοίταξε στα μάτια.

― Ποιανού αφέντη;

― Του αφέντη μας δα που ‘χει το χτήμα.

― Ε, λοιπόν;

Πάλε η ίδια αμηχανία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του με τα τραχιά χαραχτηριστικά του χωριάτη.

― Το παιδί του αφέντη….

― Τι έκανε, μωρέ, το παιδί του; Μας έσκασες…

― Δεν πήγε διόλου στο στρατό… κατάφερε να πει με τη βραχνή φωνή του.

― Βρε, μεις δε σε ρωτάμε για το παιδί του αφεντικού σου. Σε ρωτάμε για σένα, γιατί σηκώθηκες κι έφυγες από τη γραμμή;… Και μάλιστα την παραμονή της μάχης… φώναξε ο πρόεδρος θυμωμένος.

Ήθελε να τα πει όλα. Για τη Γιαννούλα τη γυναίκα του, που την άφησε, σαν έφυγε, γκαστρωμένη, για το γράμμα που του ‘στειλε, για την αρρώστια της, το θάνατό της, για το γιο του, που ήτανε ένας κοτζάμ παίδαρος ώσαμε κει πάνω και του ‘μοιαζε κιόλας… Τώρα βρίσκεται σε ξένα χέρια. Μα να βρίσκεται τάχα; Ή μην πήγε κι αυτός να βρει τη μάνα του; Σάμπως είχε λάβει κανένα γράμμα για να ξέρει τι γίνεται; Πού να τονέ βρούνε να του γράψουνε; Αυτός σάπιζε όλους αυτούς τους μήνες στη φυλακή… Κι αν είναι πεθαμένος κιόλας και δεν το ξέρει; Γιατί τον άφησε άρρωστο σαν έφυγε από το χωριό…

Να τι ήθελε να πει στους δικαστές…

Μα δεν μπόρεσε… Τα ‘χασε, σάστισε και σώπασε.

― Το παιδί τ’ αφέντη… γρύλισε.

― Καλά, καλά, τ’ ακούσαμε αυτό το παιδί τ’ αφέντη… Άλλο τίποτα δεν έχεις να μας πεις;

Ένας δικηγοράκος, διορισμένος από τον πρόεδρο «εξ επαγγέλματος», που βιαζότανε να φύγει, σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να λέει κάτι κοινά λόγια. Δε δοκίμασε ν’ αρνηθεί τη σημασία της πράξης… Εγκατάλειψη θέσης… Βέβαια… Η πατρίδα πάνω απ’ όλα… Τα ‘λεγε έτσι μηχανικά, όπως τα είχε σκεδιάσει, ξανόρεξα, δίχως χρώμα, δίχως να πιστεύει κι αυτός σε κανένα ευνοϊκό αποτέλεσμα. Ο πρόεδρος στεκότανε με τη δικογραφία στα χέρια. Η απόφαση ήτανε βγαλμένη μέσα στο μυαλό του από την αρχή, πριν καθίσει στην έδρα…

Ο δικηγόρος δοκίμασε κάτι συγκινητικό. Ίσως αυτό να τους συγκινούσε τους δικαστές.

― Συλλογισθείτε, κύριοι στρατοδίκαι· η γυναίκα του πέθανε….

― Κι αυτός μήπως θα μπορούσε να την αναστήσει; Δεν τ’ αφήνετε αυτά, κύριε συνήγορε; φώναξε ο πρόεδρος, ένας μαυριδερός με κάτι χοντρές πλάτες.

Γελάσανε όλοι. Μια βουή γίνηκε στη σάλα. Ο πρόεδρος αυστηρός χτύπησε το κουδούνι.

Ο δικηγόρος σαστισμένος τέλειωσε μ’ έναν τυπικό επίλογο, ζητώντας από τους δικαστές να λυπηθούνε τον κατηγορούμενο.

Το πρόσωπο του προέδρου πήρε πάλε σοβαρή έκφραση. Ο πρόεδρος εύρισκε την ευκαιρία για μιαν αψηλή κοινωνική διδαχή.

― Να σας πω, κύριε συνήγορε. Εις τοιαύτα εγκλήματα δεν χωρεί επιείκεια. Ο στρατός είναι η βάσις της κοινωνίας…. Άμα κλονισθούν τα θεμέλια…

Ο δικηγόρος έγειρε το κεφάλι και κάθισε χάμω, σιωπηλός, ταπεινωμένος. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος. Έτσι είναι. Είχε δίκιο ο πρόεδρος. Ο στρατός είναι η βάση… Όλα τ’ άλλα έρχουνται ύστερα…

Ο Γιάννος ούτε κατάλαβε πότε τέλειωσε η δίκη, πότε βγήκε η απόφαση….

Είδε την έδρα άδεια… Κάποιος ψιθύρισε δίπλα του:

― Τον κακομοίρη…

Ένας άλλος πρόστεσε;

― Αμ’ τι θαρρείς; Δε χωρατεύουνε σήμερα αυτοί…

― Σκυλιά μοναχά….

Ο Γιάννος καθότανε σκυφτός στον πάγκο.

― Ο γιος τ’ αφέντη… ψιθύριζε, σα να μονολογούσε….

Μέσα στη φράση αυτή, που την ανακάτευε αδιάκοπα μέσα στο στόμα του, συγκεφαλαιωνότανε κείνη τη στιγμή όλο το παράπονό του, όλη η μεγάλη του απορία….

 

III

 

Μέσα στο φριχτό τετράγωνο, ο Γιάννος, πώς μοιάζει σαν ένα ζώο μέσα στο κλουβί… Οι στρατιώτες, που σκηματίζουνε το τετράγωνο, τον κοιτάζουνε με λύπη. Το εξωτερικό του το ταπεινό, το σκιαγμένο, τους γεννάει τη συμπάθεια… Είναι ένας αδερφός τους, ίσως και για μερικούς απ’ αυτούς ένας συμπατριώτης, μπορεί κι από το ίδιο χωριό…

Κείνος κοιτάζει γύρω σα να θέλει να ξεχωρίσει μέσα στους άντρες του τετράγωνου κανένα γνωστό του. Του φαίνεται πως είδε κάποιον. Του χαμογελάει, σα να του ζητά προστασία… Είναι πάντα το ίδιο κουτό, χοντρό, αμήχανο γέλιο…

Δε νιώθει πού βρίσκεται…

Κοιτάζει… Ένας απέραντος, γυμνός, πένθιμος κάμπος, απλώνεται γύρω του. Σ’ ένα λοφάκι υψώνεται ένα μικρό εκκλησιδάκι. Ο νους του πετάει στον κάμπο του χωριού του. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, κείνο τον κάμπο τον πότισε τόσα χρόνια με τον ίδρωτά του. Εκεί είναι κι ο τάφος της μάνας του, τώρα και της γυναίκας του· ποιος ξέρει, μπορεί και του γιου του… Ένα τόσο δα ταφουδάκι… Ένα πουλί πέταξε αποπάνω του, πολύ κοντά, σα σαΐτα, κι ένιωσε ένα αλαφρό φύσημα αέρα στο αναμμένο κεφάλι του.

Στον κάμπο φυτρώνανε πού και πού λίγα χαμομήλια με τ’ ασπροκίτρινα κεφαλάκια τους… Ο ουρανός είναι γιομάτος σύννεφα βαριά, μολυβένια, που χαμηλώνουνε, γέρνουνε από πάνω του. Ο αέρας που φυσάει, σαρώνει τον κάμπο, κάποτε πέφτει από ψηλά και καμιά χοντρή στάλα νερό, και τονέ χτυπάει στο κούτελο…

Μακριά, βαθιά στον ορίζοντα, ζουγραφιζεται ο ίσκιος κάποιου βουνού…

Ένας αξιωματικός τονέ ζυγώνει. Αρχίζει να του ξηλώνει ένα ένα τα κουμπιά της στολής.

― Ανάξιος… ακούει μια λέξη….

― Μα ο γιος τ’ αφέντη… μουρμουρίζει πάλε.

Η ίδια, η αιώνια, η μεγάλη του απορία…

Τ’ αχτένιστα μαλλιά του κατεβαίνουνε στο κούτελό του…

Ο αξιωματικός τον πιάνει κι αρχίζει να τονέ γυρίζει γύρω γύρω στο τετράγωνο… Πρέπει να τονέ δούνε κι από κοντά οι στρατιώτες.

Άξαφνα ο Γιάννος ξεχωρίζει το συμπατριώτη του. Του χαμογελάει

― Ε, κουμπάρε, μήπως άκουσες τίποτα για το γιο μου; Ξέρεις, ένας κοτζάμ παίδαρος, ίσαμε κει πάνω, και μου μοιάζει κιόλας….

― Βλέπεις, άμα θέλει, πώς μιλάει; λέει ένας.

Ο αξιωματικός τον τραβάει.

― Έλα, άσε τώρα τις κουβέντες, να τελειώνουμε.

Αυτός βιάζεται να τελειώσει το γληγορότερο. Ένας λοχίας ζυγώνει ένα άσπρο μαντήλι στα μάτια του.

Ο Γιάννος ρίχνει μια βιαστική ματιά στον κάμπο, που απλώνεται γύρω του έρημος, ατέλειωτος, πένθιμος. Η ζουγραφιά του κάμπου του χωριού του του παρουσιάζεται για στερνή φορά σα μακρινή, σβησμένη οπτασία….

Το πουλί ξαναπέταξε από πάνω του και τσιτσίβισε. Τι ήθελε τάχα να του πει;….

― Γονάτισε, διάταξε ο λοχίας.

Έπειτα ο νους του βυθίστηκε σ’ ένα χάος μαύρο…

― Μα το παιδί τ’ αφέντη;… ψιθύρισε.

Ένας κρότος… Κι ύστερα ένα συννεφάκι καπνός άσπρος….

Το πρόσωπό του με τα κλειστά τα μάτια δε δείχνει ούτε πόνο ούτε λύπη. Μόνο μια απορία ζουγραφίζεται στα σφιγμένα χείλια του, μια απέραντη απορία..

Το πουλί, το ίδιο πουλί, χαμήλωσε, έκοψε κάμποσες βόλτες πάνω από το πτώμα, κι ύστερα υψώθηκε υψώθηκε και χάθηκε μέσα στα σύννεφα…

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 728, 20 Μάρτη 1921.

 

1

 

Ο ποιητής, με το συνηθισμένο του αργό βήμα, με το βιβλίο στο χέρι, που του ήτανε ο μοναδικός του σύντροφος στους εξοχικούς του περίπατους, μπήκε στο μικρό περβολάκι, προχώρησε στη συνηθισμένη του θέση, εκεί κοντά στα ψηλά αραποσίτια και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι.

Ήτανε ένα εξοχικό καφενεδάκι. Ένα μαγαζάκι με πλίθρες χτισμένο, με μια στέγη από καλάμια και μ’ ένα φράχτη από καλάμια κι από παλούκια μπηγμένα στη γης. Σαράβαλο, γέρικο το μαγαζάκι, ήτανε ένας σταθμός, μια ανάπαψη για όσους φτάνανε ως εκείνη την ερημική εξοχή. Γύρω απλωνότανε ο κάμπος, γυμνός, μονότονος, θλιβερός, γιομάτος χαλίκια κι αγριάγκαθα.

Ο ποιητής άνοιξε το βιβλίο, ακούμπησε το καπέλο του σ’ ένα καλάμι και βυθίστηκε στο διάβασμα, την πιο γλυκιά απόλαψη στη ζωή γι’ αυτόνε, που ούτε συγγενήδες ούτε και φίλους καλά καλά είχε.

— Ήρθε ο γέρος, είπε η γυναίκα του καφετζή, που καθισμένη στην πόρτα μ’ ένα σκισμένο αλατζένιο μισοφόρι, ξυπόλητη, με τις φτέρνες βρόμικες, χοντρές, καθάριζε λίγες πατάτες για να μαγειρέψει το βράδυ. Πάρα πέρα τα δυο παιδάκια της, ξεβράκωτα, καθισμένα χάμω, μαζεύανε με τις χούφτες το χώμα, χύνανε επάνω νερό, το ζυμώνανε και φτιάνανε λάσπη, για να χτίσουνε ένα φουρνάκι. Ήτανε ένα κοριτσάκι και ένα αγόρι, που η μύξα του έτρεχε από τα ρουθούνια του, καθώς ήτανε αφοσιωμένο στην υπόθεση της οικοδομής και ξεραινότανε πάνω στο κρέας. Μια μύγα ανενόχλητη, κολλημένη απάνω, ρουφούσε με γλύκα το υγρό.

Ο καφετζής δε χρειαζότανε να πάρει παραγγελία. Πήρε ένα σκουριασμένο δισκάκι, τοποθέτησε απάνω ένα λουκούμι μέσα σ’ ένα πιατάκι, έβαλε κι ένα ποτήρι άδειο και διευθύνθηκε στο πηγάδι. Σε λίγο ακούστηκε ο κρότος του κουβά που κατέβαινε γλήγορα, ύστερα ένα πλαφ κι ύστερα το μονότονο τρίξιμο, σαν κλάμα, του μαγκανιού, που ανέβαζε τον κουβά, γιομάτονε, ξεχειλιστό, ενώ το νερό έσταζε και χυνότανε πάλε πίσω μέσα στο πηγάδι.

Γιόμισε το ποτήρι, αφού το ‘πλυνε καλά καλά χώνοντας μέσα τα χέρια του. Ξεχωριστή περιποίηση για τον ποιητή, που ήτανε ταχτικός πελάτης του μαγαζιού του.

Απίθωσε το δισκάκι πάνω στο τραπεζάκι, σκουπίζοντας τα χέρια του στο πουκάμισό του.

— Όλο διαβάζεις, του είπε.

Ο ποιητής κούνησε το κεφάλι του, σήκωσε τους ώμους του, σα να ‘λεγε· «Τι θέλεις να κάνω;»

— Ζέστη σήμερα, ξαναείπε ο καφετζής.

Η γης έβραζε, αλήθεια, το χώμα λες κι έβγαζε μια ζεστή ανάσα. Ένα τζιτζίκι πάνω σε κάποια συκιά, σκορπούσε το μονότονο τραγούδι του —τραγούδι, κλάμα, ποιος ξέρει— σώπαινε σα να ‘θελε να ξεκουραστεί, και πάλε ξανάρχιζε. Ένας αερόμυλος, μακριά σε κάποιο σπίτι, υψωνότανε με τα σιδερένια φτερά του ακούνητα.

— Φύλλο δεν κουνιέται, είπε ο ποιητής, έτσι, για να πει κι αυτός κάτι.

Η γυναίκα τα είχε βάλει τώρα με την κόρη της, που δεν άκουγε να της βγάλει ένα κουβά νερό από το πηγάδι για το μαγέρεμα.

— Στρίγγλικο, πανούκλα, έννοια σου, φώναζε.

Μα το κορίτσι, αφοσιωμένο στην οικοδομή, αψηφούσε τις φοβέρες της μάνας του.

— Τώρα καλέ και συ, φώναζε δίχως να γυρίσει να ιδεί.

Ο ποιητής κατέβασε το βιβλίο στα γόνατά του και γύρισε τα μάτια του προς τον ορίζοντα, εκεί που πήγαινε ο ήλιος να βασιλέψει. Τόσο συνηθισμένο, καθημερινό θέαμα, κι όμως πάντα ενδιαφέρο, πάντα καινούριο. Ένας κόσμος πέθαινε, μια ζωή έσβηνε πάνω σ’ ένα κρεβάτι στρωμένο με τριαντάφυλλα, ένας ήρωας ξεψυχούσε, βουτηγμένος στα αίματα.

Όλες αυτές τις σκέψες τις έκανε μέσα κείνη τη στιγμή που ‘βλεπε τον ήλιο να ζυγώνει στη θάλασσα, σα να ‘θελε να σβήσει τη φλόγα του μέσα στα κρύα νερά της.

— Κοινοτοπίες. Κι όμως… ψιθύρισε.

Ο καφετζής γύρισε να πάρει τον δίσκο.

— Διαβάζεις, όλο διαβάζεις! Δεν τα βαρέθηκες πια τα βιβλία; φώναξε.

Ήταν ένας αγαθός απλοϊκός άνθρωπος, που του άρεσε συχνά να κάνει κουβέντα με τον ποιητή.

— Τι να κάνουμε; αυτή είναι η δουλειά μας, αποκρίθηκε ήσυχα χαμογελώντας.

— Και τι διαβάζεις;

— Κάποιο ξένο βιβλίο. Εσύ διαβάζεις κανένα βιβλίο;

Ξαφνιάστηκε.

— Από τον καιρό που πήγαινα σκολειό, μικρό παιδί, έχω να πιάσω βιβλίο στο χέρι μου.

Άξαφνα πήρε σοβαρό ύφος. Έσκυψε απάνω του, ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο τραπεζάκι και είπε:

— Δε μου λες, αλήθεια, τι έχει να πει «πρωτολετάριος»;

Κείνος χαμογέλασε.

— Πού την άκουσες αυτή τη λέξη;

— Ήτανε φερμένος προχτές ένας εισαγγελέας, πολύ σοβαρός κύριος, με κάτι άλλους, κι όλο τη λέξη αυτή έλεγε.

— Προλετάριος, διόρθωσε ο ποιητής ήσυχα.

— Ξέρω κι εγώ; Λοιπόν;

— Να, ο λαός.

Σκέφτηκε λίγο.

— Περίεργη λέξη. Και τι ζητάνε αυτοί οι προλετάριοι;

— Τι μπορεί να ζητήσει ένας φτωχός;

— Να μη του πατάνε το δίκιο. Τι άλλο;

— Αυτό ζητάνε κι αυτοί.

— Μπα, αμ τότε είναι καλή δουλειά.

Ένα κάρο ήρθε και σταμάτησε όξω από το μαγαζί. Ο καροτσέρης έβγαλε από το πηγάδι έναν κουβά νερό, κι αφού τον άδειασε μέσα σ’ ένα μαστέλο, έφερε το μαστέλο και το τοποθέτησε κάτω από τη μούρη του αλόγου. Κείνο κοίταξε γύρω του, έπειτα βούτησε τη μούρη του μέσα στο νερό κι άρχισε να πίνει δίχως να βιάζεται. Ήπιε, ήπιε, ύστερα κρέμασε όξω τη γλώσσα του κι άρχισε να γλείφει τα χείλια του. Ο καροτσέρης πήρε το μαστέλο, πήγε από πίσω του, κι όσο νερό είχε απομείνει μέσα, το πέταξε με ορμή ανάμεσα στα σκέλια του αλόγου που ήτανε συγκαμένα από τον ίδρωτα. Έπειτα πήρε κι ένα ποτήρι κρασί και το στράγγισε ως τον πάτο. Μια γυναίκα πέρασε μ’ ένα μπουκαλάκι λάδι, πηγαίνοντας ν’ ανάψει τα καντήλια στο εκκλησιδάκι, που υψωνότανε λίγο παραπέρα, ανάμεσα στα κυπαρίσσια. Μακριά φάνηκε το ηλεχτρικό τρένο να σέρνεται χάμω σα φίδι. Μερικοί στρατιώτες που ερχόντανε από τους στρατώνες, περάσανε φορτωμένοι στον ώμο τους γυλιούς τους.

Άρχισε ν’ απλώνεται το μισόφωτο του δειλινού. Ο ήλιος είχε βουτήξει στη θάλασσα. Ο αερόμυλος σάλεψε λίγο τα σιδερένια φτερά του, έφερε δυο τρεις γύρους και πάλε στάθηκε ακούνητος.

— Δε θέλει να φυσήξει, ψιθύρισε ο ποιητής.

Μακριά φαινότανε η θάλασσα μαβιά. Το βουνό, που είχε ντυθεί ένα χρώμα μενεξεδένιο, βαθύ, άρχισε σιγά σιγά να ξεθωριάζει…

Μια παρέα από κάτι νέους μπήκανε στον κήπο και καθίσανε γύρω σ’ ένα τραπέζι. Ο κήπος γιόμισε όλος από τις φωνές τους, από τα γέλια τους. Σε λίγο αρχίσανε την καντάδα. Ένας έπαιζε μαντολίνο, ένας άλλος τονέ σιγοντάριζε με μια κιθάρα. Τα τραπεζάκι, που ήτανε όλα σάπια από την πολυκαιρία, σιγά σιγά γιομίζανε. Μια οικογένεια φάνηκε να ‘ρχεται. Ο άντρας κρατούσε στο χέρι του ένα μεγάλο καλάθι, που από την άκρη του πρόβαλε ένα μπούτι αρνιού. Καθίσανε σ’ ένα τραπέζι, κάτω από κάτι δέντρα, και ριχτήκανε στο φαΐ… Το φεγγάρι, καλόβολο, ήρθε και στάθηκε από πάνω τους.

Ο ποιητής έβγαλε το ρολόι του, κοίταξε την ώρα κι είδε πως ήτανε πια καιρός να πηγαίνει. Σηκώθηκε και με βήμα αργό βγήκε από τον κήπο. Κανείς δε γύρισε να τον κοιτάξει, κανείς δεν υπόπτεψε πως δίπλα τους καθότανε ένας ξακουσμένος ποιητής. Αυτό το ‘ξερε μόνο ο καφετζής. Μια μέρα μάλιστα τον έδειξε κρυφά σε κάποιον.

— Τονέ βλέπεις αυτόν τον γέρο;

— Τονέ βλέπω· κι ύστερα;

— Είναι ποητής.

Κείνος δεν έδωσε καμιά σημασία.

— Ποιητής; Δηλαδή τι δουλειά κάνει, ρώτησε.

— Να, κακομοίρη, ποιητής, φτιάνει τραγούδια.

— Τραγούδια, ε; να τονέ βάλουμε λοιπό να μας τραγουδήσει κανένα.

Ύστερα, σα να σκέφτηκε κάτι·

— Γέρος άνθρωπος, δεν ντρέπεται να κάνει αυτή τη δουλειά; Χάθηκε καμιά άλλη δουλειά, που να ταιριάζει στην ηλικία του; είπε, ρίχνοντας τη ματιά του με λύπηση πάνω στον ποιητή, που ανύποπτος κοίταζε μέσα στο βιβλίο και διάβαζε…

 

2

 

Μια μέρα φανήκανε κάτι εργάτες να σκάβουνε μέσα στο χωράφι.

— Τι φτιάνουνε εκεί; ρώτησε ο ποιητής.

— Να, θα χτίσουνε, αποκρίθηκε αδιάφορα ο καφετζής.

Στην αρχή δεν είχε κανένα λόγο ν’ ανησυχήσει. Μα σαν άκουσε πως το χτίριο προοριζότανε για μπυραρία, ένιωσε μια μικρή, μικρούλα ανησυχία. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να τηνέ διασκεδάσει κι αυτή.

— Δε βαριέσαι. Ο καθένας με την τύχη του, είπε στη γυναίκα του.

— Σα να μη μ’ αρέσει αυτή η δουλειά, είπε κείνη.

Ο καφετζής θύμωσε.

— Πάψε, καημένη, μην είσαι μουρμουριάρα. Έχει και για μας ο Θεός, φώναξε.

Όπως το είπανε. Μια μπυραρία υψώθηκε μέσα στη εξοχή. Το λευκό χτίριο πώς φάνταζε τώρα, κομψό, καθαρό, αντίκρυ στο φτωχομάγαζο, με τους πλίθρινους τοίχους και την καλαμένια στέγη, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νερό της βροχής, και που μέσα από τις χαραμάδες των καλαμιών μπορούσε κανείς να βλέπει τη νύχτα τον ουρανό. Το καινούριο μαγαζί είχε κι αυτό έναν κήπο, μα αυτός ήταν τριγυρισμένος με σιδερένια κάγκελα, βαμμένα πράσινα. Είχε ακόμα και μια σειρά κάμαρες στο βάθος.

— Αυτές τις κάμαρες τι τις χρειάζεται; είπε μια μέρα ο καφετζής με απορία.

— Ξέρω κι εγώ; είπε η γυναίκα του.

Την άλλη μέρα είδε μια μεγάλη επιγραφή πάνω από την είσοδο «Δωμάτια ιδιαίτερα δι’ οικογενείας»..

Η απορία του διαλύθηκε σαν είδε σε λίγες ημέρες να τρυπώνουνε διάφορα ζευγαράκια στον κήπο και να κλείνουνται μονάχα τους μέσα στις κάμαρες.

— Α, αυτό λοιπόν, ήτανε; μουρμούρισε.

Από τότες έγινε σκεφτικός.

— Απόχτησες και γείτονα, του είπε ένα δειλινό ο ποιητής.

— Ναι, μα κακό γείτονα, αποκρίθηκε με τόνο σκεφτικό.

Αλήθεια. Τώρα λιγοστοί πια μπαίνανε στον κήπο με τα καλάμια και τ’ αραποσίτια και τους αψηλούς ποικιλόχρωμους ήλιους και τους βασιλικούς και τις μαντζουράνες. Όλες οι παρέες προτιμούσανε την αντικρινή μπυραρία. Εκεί βρίσκανε πάστρα, περιποίηση, μεζέδες πλούσιους. Όλα εκεί ήτανε όμορφα και αριστοκρατικά. Και τα δωμάτια τα ιδιαίτερα σπάνια να τα ιδείς με την πόρτα ανοιχτή. Νύχτα μέρα, πάντα θα είχανε κάποιο ζευγαράκι να φιλοξενήσουνε, σαν ευεργετικοί κρυψώνες.

Ο κήπος με τα καλάμια και τ’ αραποσίτια ρήμαξε. Σκεδό δεν απόμεινε πια τώρα άλλος πελάτης, παρά ο ποιητής. Μόνο αυτός ξακολουθούσε να ‘ρχεται κάθε δειλινό και να κάθεται στη συνηθισμένη του θέση. Λουκούμι και βιβλίο. Τι μονότονοι που είναι κι αυτοί οι ποιητές. Όσο που ένα βράδυ δεν τον είδε ούτε αυτόνε να ‘ρθει. Τον περίμενε και το άλλο βράδυ, μα δε φάνηκε.

— Πάει, μας παράτησε κι αυτός, μουρμούρισε ο καφετζής λυπημένος.

— Μην πέθανε; ψιθύρισε η γυναίκα του.

Τα παιδιά κυλιόντανε χάμω στο χώμα. Η γυναίκα πήγε στο πηγάδι κι άρχισε να γυρίζει το μαγκάνι. Το τρίξιμο του μαγκανιού αντηχούσε μελαχολικό, παραπονιάρικο. Κι ήτανε ένα νερό, κρύσταλλο, και χωνευτικό. Ο άλλος κουβαλούσε κάθε μέρα με το βαρέλι. Κι ωστόσο…

Πολλές φορές στεκότανε στην οξώπορτα, με τα χέρια σταυρωμένα και κοίταζε τους ανθρώπους που ερχόντανε από τον δρόμο. Ζυγώνανε, κι ύστερα άξαφνα στρίβανε για την μπυραρία. Τα μάτια του καρφωνόντανε τότε γιομάτα φτόνο προς το λευκό χτίριο που ήρθε και στάθηκε αντίκρυ του. Η επιγραφή «δωμάτια ιδιαίτερα δι’ οικογενείας» φάνταζε πάντα μπροστά του, μ’ ένα νόημα αλλιώτικο, σαν κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Αυτός, από την επαρχία του που ήτανε φερμένος κι άνοιξε κείνο το εξοχικό καφενεδάκι, δεν μπορούσε να το καταλάβει τι θα πει αυτό, ένα μαγαζί να ‘χει και κάμαρες ξεχωριστές για οικογένειες…

— Βρομοδουλειές, ψιθύρισε.

Μια μέρα είπε στη γυναίκα του.

— Δεν πάμε καλά. Πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας. Μας έφαγε ο γείτονας. Κι έχουμε και παιδιά να μεγαλώσουμε.

— Χώρια το κορίτσι μας, που βλέπει κάθε μέρα αυτά τα πράματα, πρόστεσε κι η γυναίκα…

— Έχεις δίκιο. Αυτό δεν το είχα συλλογιστεί.

Ο ποιητής ξαναφάνηκε ύστερις από καιρό, ανέλπιστα. Ένας σωρός λάσπη κόκκινη και δυο τρεις σειρές από πλίθρες ορθογώνιες, κόκκινες, μαλακές, σα γινωμένα ψωμιά, απλωμένες στον ήλιο για να στεγνώσουνε, του κινήσανε την περιέργεια, καθώς τις είδε όξω από το μαγαζί.

— Ε, τι έχουμε, καμιά οικοδομή; ρώτησε.

Ο καφετζής δεν του ‘δωκε καθαρή απάντηση, σα να στενοχωρέθηκε με το ρώτημά του.

Οι πλίθρες υψωνόνταν σωρός. Έπειτα ήρθανε τα καλάμια, ένας σωρός παλιοσάνιδα, παλιές πόρτες. Όλα προμηνούσανε κάποια οικοδομή που σκεδιαζότανε με αυτό το υλικό που μαζευότανε σιγά σιγά.

Μια μέρα ο ποιητής είδε εργάτες να σκάβουνε στο πίσω μέρος της αυλής.

— Τι φτιάνετε αυτού; ρώτησε.

— Θεμέλια ανοίγουμε, απάντησε ένας.

Φανερό πια πως ο καφετζής σκεδίαζε κάποια οικοδομή. Περίεργο. Τώρα απόφευγε να τονέ ζυγώνει, να του κουβεντιάζει και σαν ερχότανε το ζήτημα της οικοδομής στη μέση, άλλαζε στη στιγμή την κουβέντα.

— Ε, κάτι λογαριάζουμε κι εμείς… να ιδούμε… Απαντούσε με μασημένα λόγια, μ’ ένα στενόχωρο ύφος.

Η οικοδομή προχωρούσε. Ήτανε δυο καμαρούλες εκεί πίσω, στο βάθος της αυλής, σ’ ένα μέρος απόκρυφο, πίσω από τα δέντρα, που τους στέκανε μπρος σαν τοίχος και τις κρύβανε από τα μάτια των ανθρώπων.

— Περίεργο. Τι του ήρθε να χτίσει σε κείνη την άκρη; Γιατί δεν έχτιζε προς τον δρόμο; Είπε ο ποιητής με τον νου του.

Έπειτα η οικοδομή σταμάτησε στη μέση. Αυτό βάστηξε καιρό. Οι χτίστες δουλεύανε λίγες ημέρες και σταματούσανε. Η μεγάλη δυσκολία παρουσιάστηκε σαν τελειώσανε οι τοίχοι κι ήρθε ο καιρός για τα κουφώματα. Φωτιά και λαύρα η ξυλεία. Μόνο τα καλάμια, δεμένα σε μάτσα, που ακουμπούσανε ορθά στον τοίχο, περιμένανε στην αυλή τον μάστορη να τα βάλει στη στέγη. Οι τοίχοι χάσκανε ξέσκεποι.

Ο καφετζής κάπου οικονόμησε λίγα παλιά κουφώματα.

— Τι ετοιμάζεις αυτού; ρώτησε μια μέρα ο ποιητής.

Κείνος απόφυγε πάλε να του αποκριθεί καθαρά.

— Ε, δυο καμαρούλες ρίχνω. Έχουμε και παιδιά βλέπεις…

Έπειτα άλλαξε γλήγορα την κουβέντα, και πρόστεσε·

— Κεσάτια.

Αλήθεια. Λιγοστοί, σπάνιοι οι άνθρωποι που μπαίνανε στον κήπο. Το μαγαζί ρήμαξε. Τώρα ο καφετζής, εξόν από το κρουσταλλένιο νερό του πηγαδιού του, πάντα δροσερό κι άφτονο, δεν είχε τίποτις άλλο να προσφέρει στους μουστερήδες. Το λουκούμι του ξερό, πέτρα, κι όσο για τον καφέ, πότε του ‘λειπε ο καφές και πότε η ζάχαρη· όσο για τη φωτιά, έτρεχε και μάζευε ξυλαράκια, κάθε φορά που του παραγγέλνανε κανέναν καφέ.

Περάσανε μήνες. Ο καφετζής έτρεχε παντού για λεφτά. Βιαζότανε όπως όπως να τελειώσει την οικοδομή. Ζήτησε δανεικά, μα κανείς δεν του ‘δωσε, όσο που στα τελευταία αναγκάστηκε να βάλει αμανάτι κάτι χρυσαφικά της γυναίκας του. Είχε ανάγκη ν’ αγοράσει κάμποσα σανίδια, να πλερώσει και τους μαστόρους που περιμένανε.

Περάσανε μήνες.

Ο ποιητής έτυχε να λείψει πάλε κάμποσον καιρό. Σαν ξαναήρθε και τα μάτια του πέσανε σε μια επιγραφή γραμμένη με λαδομπογιά μαύρη πάνω σ’ ένα κομμάτι σανίδι τοποθετημένο προς το μέρος του δρόμου για να φαίνεται αμέσως από τους διαβάτες που θα περνούσανε. «Δομάτια ειδιέταιρα δια ικογενίας.»

Χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο θλιβερό. Κάθισε στο συνηθισμένο τραπεζάκι του. Περίμενε να ‘ρθεί ο καφετζής να τονέ σερβίρει, να του πιάσει κουβέντα σαν άλλοτε. Δε φάνηκε. Χτύπησε, ξαναχτύπησε το τραπέζι. Κανείς. Στα τελευταία φάνηκε να ‘ρχεται το παιδάκι του καφετζή με τον δίσκο και το λουκούμι που το κρατούσε μ’ ευλάβεια.

— Πού είναι ο πατέρας σου; ρώτησε ο ποιητής περίεργος.

— Μέσα. Έχει δουλειά.

Είχε ντραπεί να παρουσιαστεί ο ίδιος…

Ζύγωνε να νυχτώσει… Ένα ζευγάρι τρύπωσε με τρόπο μέσα στον κήπο από μια πλαγινή πορτούλα, που είχε ανοίξει, και διευθύθηκε ίσα προς τις κάμαρες. Σε λίγο είδε την πόρτα της καμαρούλας να κλείνεται πίσω τους.

Ο ποιητής έβγαλε το καρνεδάκι του, ένα καρνεδάκι που έριχνε πρόχειρα τις σκέψεις του, και σημείωσε· «Αλίμονο· το ποιητικό καφενεδάκι πέθανε. Έγινε επιχείρηση»

Ένιωσε μια θλίψη αόριστη… Έτσι, σα να μάθαινε άξαφνα τον θάνατο κάποιου γνωστού του, κάποιου αγαπημένου του.

Και δεν ξαναφάνηκε στο καφενεδάκι.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 746, 10 του Οχτώβρη 1921

 

Νταγκ, νταγκ, νταγκ.

Ένας άντρας κρεμασμένος στο σκοινί της καμπάνας ανεβοκατεβάζει ρυθμικά τα χέρια του, λες και το κορμί του, που πότε λυγίζει και πότε υψώνεται σε κάθε χτύπημα της καμπάνας, έχει γίνει ένα πράμα με το σκοινί.

Η καμπάνα λαχανιάζει, το μέταλλο λες κι αχνίζει… Οι ήχοι ξεχύνουνται από τα σπλάχνα της καμπάνας, η καρδιά της λες και θα σπάσει σαν άλογο που τρέχει, τρέχει, λαχανιάζει, ιδρωκοπάει, αφρίζει…

― Θα ρίξεις το καμπαναριό, του λέει ένας. Κείνος δεν ακούει τίποτα. Η ρυθμική κίνηση του κορμιού του τονέ μεθάει…

Κουρασμένος παρατάει κάποτε το σκοινί και τότε το αρπάζει άλλος. Η καμπάνα που λαχανιάζει σαν άλογο, σωπαίνει για μια στιγμή και πάλι ξαναρχίζει το τρέξιμο, ενώ ο άνθρωπος που κρατάει τα γκέμια, δεν την αφήνει ούτε στιγμή να ξανασάνει. Αγκομαχάει η καμπάνα, στύβεται το μέταλλο, στραγγίζει στον αέρα τους μυστικούς, τους βαθιούς ήχους, που βγαίνουνε από όλους τους πόρους της.

Ο ουρανός είναι θολός, ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα σύννεφα.

― Τι τρέχει; Γιατί χτυπάνε οι καμπάνες; μουρμουρίζει σιγαλά ο γέρος με τα κλειστά, τα γουβιασμένα μάτια που κάθεται κοντά στο σβηστό, κρύο τζάκι.

― Έχουμε λιτανεία του αποκρίνεται η νύφη του που ετοιμάζεται να πάει στην εκκλησιά.

― Λιτανεία; ρωτάει ο γέρος.

― Ναι, λιτανεία. Για να φύγουνε τα φαντάσματα που μαζευτήκανε σε κείνο το παλιόσπιτο…

― Ποιο παλιόσπιτο;

― Στου παπά το σπίτι.

― Θα ‘χουνε και την εικόνα που ‘κανε καλά το Βασιλιά.

Ο γέρος μούγκρισε. Έπειτα άπλωσε το χέρι του, έψαξε χάμω, βρήκε την τσιμπίδα κι άρχισε ν’ ανακατεύει τη στάχτη που ήτανε μαζεμένη σωρός στη μέση του τζακιού. Άπλωσε το χέρι του πάνω από τη στάχτη.

― Ούτε σπίθα, ψιθύρισε.

Η γυναίκα φοράει ένα άσπρο τσεμπέρι στο κεφάλι.

― Μην αργήσεις, ψιθυρίζει ο γέρος.

Κείνη γυρίζει το κλειδί στην κλειδωνιά που τρίζει. Ο γέρος νιώθει μια κρυάδα μέσα στην ψυχή του. Μονάχος, έρημος μέσα στο σπίτι, φοβάται.

― Να είχα τουλάχιστο λίγη φωτιά συντροφιά, μουρμουρίζει.

Θυμάται το γλυκό τραγούδι της φωτιάς που η άχνα της σα χάδι απλωνότανε στο πρόσωπό του. Πόσον καιρό έχει τώρα ν’ ακούσει το γλυκό τραγούδι που τονέ νανούριζε μια φορά στη μαύρη νύχτα τω γηρατειών του…

Νταγκ, νταγκ, νταγκ…

Οι παντιέρες που τις κρατούνε υψωμένες περήφανα τα παιδιά, ανεμίζουνε όξω από την εκκλησιά…

Τα φανάρια, με τα χρωματιστά τζαμάκια, αναμμένα λάμπουνε δειλά στο φως της ημέρας…

Μέσα στην εκκλησιά ξακολουθεί η λειτουργία.. Ο παπάς θυμιατίζει, ο καπνός του λιβανιού σηκώνεται πηχτός, μυρουδάτος, θολώνει τον αέρα, κάνει βαριά την ατμόσφαιρα, πάει αψηλά ως τη μύτη του Παντοκράτορα… Οι φωνές των ψαλτάδων ξεχύνουνται ως το δρόμο… Το πλήθος που πλημμυρίζει την εκκλησιά, ξεχειλίζει κι ως όξω στο πεζοδρόμιο…

― Να, βγάζουνε την εικόνα, φωνάζει ένας. Το πλήθος παραμερίζει, κάνει τόπο. Τα παιδιά παίρνουνε τα ξεφτέρια στα χέρια τους. Κάνουνε το σταυρό τους, σκύβουνε, τσακίζουνε τα κορμιά τους καθώς περνάει από μπροστά η εικόνα. Όλοι διψούνε να την ιδούνε, Μα κείνη δε φαίνεται. Μια τόση δα εικονίτσα…

― Μια σταλιά, λέει ένας.

― Μα τι θαματουργή… Ακούς εκεί τόσο μικρή και να κάνει καλά έναν κοτζάμ βασιλιά…

― Αμ τι θαρρείς; Η χάρη της άμα θέλει…

― Και τώρα θα κάνει το θάμα της. Θα το ιδείς…

― Μακάρι να μας λυπηθεί. Να ησυχάσουμε. Κύριε ‘λεησον, Κύριε ‘λέησον, ακούγονται οι φωνές των παιδιώνε ρυθμικές, καμπανιστές.

―Ο άρρωστος τι κάνει;

― Στα ίδια. Λένε πως θα πεθάνει.

― Ας τονέ λυπηθεί η χάρη της…

― Μακάρι, γιατί είναι φαμελίτης ο κακομοίρης…. Οι παπάδες φορούνε τις καινούργιες στολές τους.

Είναι κι ένας αρχιμαντρίτης με χρυσή στολή, με μαύρο πανωκαλήμαυκο στο κεφάλι και μ’ ένα χρυσό σταυρό κρεμασμένο στο στήθος.

Ο δρόμος, καθώς περνάει η λιτανεία, μυρίζει μοσκολίβανο, που υψώνεται αργά σα σύννεφο…. Στα παράθυρα στέκουνται άνθρωποι με κεριά στο χέρι αναμμένα, που κάνουνε το σταυρό τους καθώς βλέπουμε την εικόνα να περνά…

―Νάτη, νάτη, φωνάζει ένα κορίτσι, δείχνοντας την εικόνα με το δάχτυλό του.

― Μη δείχνεις και δεν κάνει, τηνέ συβουλεύει ένα άλλο κορίτσι, κάνοντας κι αυτό το σταυρό του.

Οι άνθρωποι που κρατούνε την εικόνα βαδίζουνε αργά πίσω από τους παπάδες. Ο ίδρωτας, στάζει από τα κούτελά τους.

― Σκούπισέ μου τον ίδρωτα, λέει ένας από αυτούς σε κάποιονε που βάδιζε δίπλα του…

Κείνος βγάζει από την τσέπη του ένα άσπρο μαντήλι, και του σκουπίζει τον ίδρωτα.

― Να το φυλάξεις αυτό το μαντήλι, τονέ συβουλεύει μια γριά δίπλα ταυ, που φαντάζεται τον ίδρωτα σαν ένα είδος άγιασμα.

Η λιτανεία ζυγώνει τώρα στο ρημάδι.

Αψηλό, άσκημο, μυστηριώδικο, σκελετωμένο υψώνεται μπρος στα μάτια του του «παπά το σπίτι».

― Να το, φωνάζει ένας, γουρλώνοντας τα μάτια του.

Πάνω στον τοίχο, στη συνηθισμένη του θέση, πρόβαλε πάλε το πουλί. Μαύρο, ακούνητο, μυστηριώδικο…

― Μωρέ, πουλί είναι; ρωτάει ένας.

― Ο Σατανάς μεταμορφωμένος, λέει άλλος.

― Το στοιχειό του σπιτιού… Ματιές άγριες, γιομάτες φόβο και μίσος καρφώνουνται απάνω του, ενώ κείνο μένει ακούνητο, αδιάφορο…

― Ούτε γυρίζει να μας κοιτάξει…

― Έννοια σου και θα ιδείς, φωνάζει κάποιος. Τώρα που έχουνε την εικόνα σαν ασπίδα, μπορούνε ν’ αδιαφορούνε, να φοβερίζουνε….

― Βρομοπούλι, φωνάζει ένας με μάτι γιομάτο μίσος.

Είναι ο οχτρός που τόσον καιρό τους τυραννάει, τους χαλάει την ησυχία, απλώνει το φόβο σε όλη τη γειτονιά.

Ο άνθρωπος σκύβει ν’ αρπάξει από χάμω μια πέτρα. Έτσι νιώθει την ανάγκη να το χτυπήσει, να το ρίξει κάτω, να το πατήσει στην κοιλιά, να ιδεί όξω χυμένα τ’ άντερά του, το αίμα του να τρέχει. Το αίμα του, που σίγουρα θα είναι μαύρο, πηχτό, σκοτωμένο….

― Τι κάνεις, μωρέ σκύλε; Θέλεις να σου πιαστεί το χέρι; του φωνάζει ο διπλανός του.

Κείνος τον κοίταξε με απορία.

― Βέβαια, δεν το ξέρεις; Τα φαντάσματα δεν τα πετροβολούνε, ούτε τα ντουφεκίζουνε…

Ο άλλος κατεβάζει το χέρι του κι αφήνει χάμω την πέτρα που ‘σφιγγε μέσα στη χούφτα του…

Ο κόσμος σταμάτησε… Ο παπάς θα υψώσει δέηση…

― Τώρα θα γίνει η μεγάλη μάχη…

― Η χάρη της θα πολεμήσει με τα φαντάσματα.

― Και θα νικήσει…

― Βέβαια. Πάντα νικάει η χάρη της. Δεν είδες και με το Βασιλιά;…

― Αλήθεια…

― Τόσοι και τόσοι γιατροί τίποτα δεν μπορούσανε να κάνουνε. Ήρθε η χάρη της…

Ακούγεται η φωνή του παπά που δέεται με δυνατή φωνή αντίκρυ στο ρημάδι…

Το πουλί, με κατεβασμένη στο ένα πλευρό τη φτερούγα του, σηκώθηκε όρθιο στα πόδια του. Μα τα πόδια του σα να λυγίσανε στο βάρος του λιγνού του κορμιού, και πάλε ξανακάθισε πάνω στον τοίχο που αργοσερνότανε απάνω του από χρόνια ένας πυκνός κισσός.

Δέεται ο παπάς.

― Κοίταξέ το, ούτε κουνιέται καθόλου από τη θέση του.

― Κάνει πως δε φοβάται…

Ο καπνός του λιβανιού ανεβαίνει αψηλά.

Άξαφνα μια βρόμα σηκώθηκε μέσα από το ρημάδι και ξεχύθηκε στον αέρα.

― Πουφ…

― Θα σκάσουμε.

― Μη φοβάσαι. Είναι η ανάσα του. Μπορεί να ‘σκασε το Κακό και ξεχύθηκε η βρόμα…

Αυτή η εξήγηση βρίσκει μια ευχάριστη υποδοχή. Όλοι πιστεύουνε πως η πίεση της εικόνας είναι τόσο μεγάλη, που έκανε το στοιχειό να σκάσει, σα να το πάτησε κανείς στην κοιλιά…

― Είδες βρόμα;

― Λες κι έσπασε κανένα κακό σπυρί και χύθηκε όξω όλο το έμπυο.

― Και μήπως δε μας έχει καθίσει σαν κακό σπυρί στο σβέρκο τόσον καιρό;…

Υπέρ νοσοόντων, καμνόντων, αιχμαλώτων… ακούγεται η φωνή του διάκου, τρυπητή, διαπεραστική…

Ο Στέφος, ακουμπισμένος στη γωνιά ενός σπιτιού, παρακολουθεί από μακριά το θέαμα. Η ψυχή του είναι βαριά.

― Πού βρίσκεται ακόμα αυτός ο λαός; Πώς θα ξυπνήσει; μουρμουρίζει.

Ακούει τη φωνή του παπά. Η φωνή του τονέ πειράζει στα νεύρα, τον ερεθίζει. Τηνέ βρίσκει γιομάτη ψευτιά και υποκρισία.

― Ο Τύραννος που βασιλεύει πάνω στο ποίμνιό του, μουρμουρίζει.

Βλέπει μια γριούλα δίπλα του που κάθε φορά σα θέλει να κάνει το σταυρό της, λυγίζει το κορμί της και φέρνει το χέρι της ως κάτω στη γης.

― Ως πότε πια; ως πότε πια; δε θα βρεθεί κανείς να τους ξυπνήσει; μουρμουρίζει πάλε.

Νιώθει ένα μίσος για τον παπά που ακούει τη φωνή του από μακριά.

― Τους κρατάει στο σκοτάδι, τους ποτίζει το δηλητήριο της ψευτιάς, κι αυτοί πίνουνε, πίνουνε, ανύποπτοι, φχαριστημένοι. Α δοκιμάσεις να τους αφαιρέσεις το ποτήρι με το φαρμάκι από τα χείλια, είναι άξιοι και να σε λιθοβολήσουνε.

Γύρω του οι άνθρωποι σταυροκοπιούνται, κρατούνε στα χέρια κεριά αναμμένα, έχουνε ένα ύφος συντριμμένο…

― Κι όλα αυτά για ένα πουλί… Τι τραγικά μωροί που είναι οι άνθρωποι… Ορίστε, ένας άνθρωπος διευθύνει τόσον κόσμο. Αυτός τους οδηγεί κι αυτοί ακολουθούνε, υποταχτικοί του. Ο τράγος και τα πρόβατα…

Θυμήθηκε πάλε τον πατέρα του παιδιού που του ‘κανε μάθημα ιδιαίτερο. Ήτανε βέβαια τραγικό να στερηθεί το μικρό αυτό μιστό, σ’ αυτή μάλιστα τη δύσκολη περίσταση, μα κάθε φορά που τον ξαναθυμότανε, δεν μπορούσε να μη γελάσει. Το βράδυ θα τους το δηγηθεί στον Κόκκινο Τράγο και θα σκάσουνε όλοι στα γέλια

Μια γυναίκα ζυγώνει αφαιρεμένη το κερί της στο μούτρο του.

― Πρόσεχε, κυρά μου, θα μου κάψεις το μουστάκι μου και δεν έχω άλλο ν’ αλλάξω, της λέει.

Αναπαρασταίνει όλη τη σκηνή. Φτάνει στο σπίτι του μαθητή, χτυπάει την πόρτα, κατεβαίνει η δούλα. «Δεν είναι κανείς απάνω· ο κύριος μου ‘δωσε να σας δώσω αυτό το γράμμα.» Δε βάζει τίποτα κακό με το νου του. Σκίζει το φάκελο, διαβάζει. Λυπούμαι πολύ, κύριε, μα πλεφορορήθηκα πως είσαστε σοσιαλιστής και δεν μπορώ να εμπιστευτώ το παιδί μου στα χέρια ανθρώπων που δεν πιστεύουνε ούτε Θεό, ούτε βασιλιά, ούτε πατρίδα». Είναι να μη γελάσεις λοιπόν. Δεν εμπιστεύεται το παιδί του στα χέρια ενός σοσιαλιστή. Το εμπιστεύεται όμως στα χέρια ενός εθνικιστή, ενός παπά, για να το πλάσουνε ίδιο σαν τον εαυτό του, για να δημιουργήσουνε ένα σκλάβο περσότερο, που να σέρνεται υπάκουος πίσω από τους παπάδες και τους βασιλιάδες, και να ζητάει να καταπολεμήσει τα φαντάσματα με εικόνες και λιτανείες.

Στις σκέψες αυτές που ήτανε έτοιμος να τις συνεχίσει, τον ανάγκασε να βάλει τέλος η φωνή του παπά που αντήχησε κείνη τη στιγμή σαν πρόκληση μέσα στην ψυχή του.

Υπέρ νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων…

Ένιωσε κάτι να ξεχειλίζει μέσα του, κάτι να τον πνίγει, ένα κύμα αηδίας να σηκώνεται μπροστά του βουνό, έτοιμο να τονέ σκεπάσει.

Δίπλα του, όξω από την πόρτα, ήτανε μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα. Πήδησε πάνω και φώναξε με όλη τη δύναμη.

― Πάψε, παπά… Φτάνει πια το ψέμα και η υποκρισία. Αιώνες τρέφεις τους ανθρώπους με το ψέμα. Άφησέ τους λεύτερους να γνωρίσουνε τον εαυτό τους, λυπήσου τους πια στη δυστυχία που τους πλακώνει.

Η φωνή του πνίγηκε μέσα στη βουή που κάνανε οι φωνές των παιδιών. Η λιτανεία ετοιμάστηκε να ξεκινήσει…

Τα λόγια του δε φτάσανε ως τ’ αυτιά του παπά…

Μερικοί που στεκόντανε κοντά του, τον κοιτάζανε περίεργοι, σαν ένα ζώο παράξενο.

― Τι έπαθε αυτός ο χριστιανός; ψιθύρισε ένας. Ένας χωροφύλακας τονέ ζύγωσε·

― Ε, κουμπάρε, τι σου ήρθε; Σου πονεί η κοιλιά σου και φωνάζεις; Δεν πας σε κανένα φαρμακείο να ζητήσεις λιγάκι λάβδανο;

Κάτι παιδιά που ακούσανε τα λόγια του χωροφύλακα σκάσανε στα γέλια.

Ο Στέφος με μάτι θλιμμένο έβλεπε το πλήθος να κυλιέται μπροστά του τυφλό, υποταχτικό, υπάκουο, πίσω από τον παπά. Μια απέραντη, βαθιά συμπάθεια ζουγραφιζότανε στο πρόσωπό του, τα χείλια του τα ‘σφιγγε σφιχτά ο πόνος…

Ο χωροφύλακας τον τράβηξε από το πανταλόνι.

― Έλα, κατέβα και δίνε του…

Ο Στέφος κατέβηκε κάτω από την πέτρα.

Οι άλλοι συζητούσανε.

― Μασόνος είναι, είπε ο ένας.

― Κανένας τρελός θα ‘ναι. Δε βλέπεις το μάτι του; είπε ο άλλος.

Η λιτανεία πέρασε. Από μακριά ακουγόντουνε οι φωνές των παιδιών· Κύριε ‘λέησον, κύριε ‘λέησον… Οι φωνές, όσο προχωρούσε η λιτανεία σβήνανε σιγά σιγά…

Ο Στέφος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του, κατέβασε το κεφάλι στο στήθος και ξεκίνησε για τον Κόκκινο Τράγο με βήμα αργό…

Ο χωροφύλακας του ‘ριξε μια λοξή ματιά…

Ύστερα χαμογέλασε…

 

(Από το ανέκδοτο ρομάντζο «Ο Κόκκινος Τράγος)

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 755, 15 του Φλεβάρη 1922

 

1

 

―Ορίστε κύριοι αγορασταί, θα πάρει τέλος μια, δύο, έχει άλλος, θα πάρει τέλος, ορίστε κύριοι… μία, δύο, αλλά…

κι η φράση που ήτανε έτοιμη να πάρει τέλος κόπηκε πάλι στη μέση.

Ζύγωνε μεσημέρι κι ο ήλιος ο Αυγουστιάτικος έκανε τα ξύλα της ξύλινης παράγκας να καίνε από τη ζέστη.

Ο κήρυκας έβγαλε από την τσέπη του παλτού του ένα λιγδιασμένο μαντήλι και το ‘φερε στο κούτελό του που ανάβλυζε καυτερές σταγόνες. Ήτανε αναμμένος, βαλαντωμένος από τη ζέστη, από το αδιάκοπο φώναγμα που τον έκανε να λαχανιάζει. Και να φέρνει απάνω του κι αυτό το φορτίο του παλτού, Αύγουστο μήνα! Μα τι να κάνει. Αν το ‘βγαζε, θα φανερωνόντανε τα μυστικά του παντελονιού του που δεν έκανε με κανένα τρόπο να ιδωθούνε.

Ο κήρυκας πήρε πάλε στο χέρι του το μικρό σιδερένιο σφυράκι κι άρχισε να φωνάζει.

― Ορίστε κύριοι αγορασταί. Ένα ζεύγος σκουλαρίκια μαλαματένια με πετράδια… Διακόσιες πενήντα δραχμές… Θα πάρει τέλος, μία, δύο, αλλά…

Ήτανε έτοιμος να πει το τρία όταν πάλε σταμάτησε.

Το πλήθος στριμωνότανε γύρω στο μακρύ τραπέζι.

Ο κήρυκας έφτυσε χάμω ένα σάλιο ζεστό πηχτό, όλο αφρό. Αν είχε αυτή την ώρα ένα ποτήρι νερό παγωμένο, μια λεμονάδα, ένα παγωτό, ένα γιάτσο1 από κείνα που γυρίζουνε στους δρόμους με τα καροτσάκια… Μια κρέμα με λίγο βύσσινο πάνω μέσα στο πιατάκι, ας είναι επιτέλους και μέσα στο μικρό χωνάκι που να το φέρνει στα χείλια του και να το πιπιλίζει λίγο λίγο…

Ο παπάς που καθότανε στην καρέκλα πήρε στο χέρι του τα σκουλαρίκια και τα ‘παιζε μέσα στη χούφτα του σα να ‘θελε έτσι με το παίξιμο να καταλάβει το βάρος τους για να προσδιορίσει καλύτερα την αξία τους.

― Καλό πράμα, έσκυψε κι είπε στο συβολαιογράφο που περίμενε με την πέννα στο χέρι να γράψει την καινούρια προσφορά μέσα στην άσπρη κόλλα που είχε απλωμένη μπροστά του. Ένα αίσθημα κούρασης και αηδίας ζωγραφιζότανε στο πρόσωπό του. Από το πρωί καρφωμένος σ’ αυτή την καρέκλα, μ’ αυτή τη ζέστα. Και να ‘χει και τη φωνή του κήρυκα να του πιπιλίζει τ’ αυτιά με το μονότονο ήχο της…

Άρχισε να τον περιεργάζεται από πάνω ως κάτω, να τον κοιτάζει σαν κάποιο ζώο περίεργο. «Παλτό τέτοιον καιρό» σκέφτηκε. Πρόσεξε το χρώμα του. Τι χρώμα ήτανε αυτό; Τώρα έμοιαζε κανελί, σα μέλι. Μα όσο να φτάσει σε αυτό το χρώμα, τι δρόμους πέρασε, τι χρώματα άλλαξε; Τι μπόρες να είχε φάει, πόσοι χειμώνες το δείρανε; Γέρασε απάνω του, ξάσπρισε μα αυτό ξακολουθούσε να είναι κολλημένο σαν προβιά στη ράχη του και με τέτοια ζέστη μάλιστα…

Τονέ λυπήθηκε… Κι έπειτα αυτή η υποχρέωση να φωνάζει… Τι δουλειά αλήθεια… Αυτός έπληττε που ‘γραφε. Αμ αυτός τι να πει που ήτανε υποχρεωμένος να γαυγίζει σαν το σκύλο αδιάκοπα;

Έπειτα γύρισε τα μάτια του προς το αντικρινό καφενείο. Η πόρτα ήτανε ανοιχτή, οι ανθρώποι μπαινοβγαίνανε. Κεριακή. Αλισιβερίσι. Για να σκοτώσει την ώρα του άρχισε να μετράει τα τζάμια του παραθυριού. Τη μια φορά με διεύθυση κάθετη, την άλλη με διεύθυση οριζόντια. Και γλήγορα γλήγορα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι. Δεξιά. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι. Αριστερά. Έπειτα οριζόντια. Ένα δύο, ένα δύο, ένα δύο, ένα δύο, ένα δύο, ένα δύο. Εξ φορές. Σωστές έξι φορές. Δώδεκα τζάμια το όλο είχε το παράθυρο του καφενείου.

Έβγαλε το ρολόι του και κοίταξε.

Δώδεκα παρά δέκα.

Μπροστά του βρισκότανε ένα φλυτζάνι καφές άδειο. Το φλυτζάνι στεγνό, ο καφές κατακαθισμένος, πηχτός, και μέσα αποτσίγαρα και σπίρτα σβησμένα. Μια μύγα ήρθε και κάθισε πάνω στα χοντρά χείλια του φλυτζανιού. Είχε ίσως την ελπίδα πως θα ‘βρισκε κάτι να πιπιλίσει, να ρουφήξει, μα η ζέστα τα είχε όλα ξεράνει κι αναγκάστηκε να κατεβεί ως τον πάτο του φλυτζανιού ίσως κι εύρισκε λίγη δροσιά μέσα στο μαύρο μπελντέ.

― Ορίστε κύριοι αγορασταί… Ο κήρυκας αφού σκούπισε τον ίδρωτα από το κούτελό του, πήρε με τα δυο δάχτυλά του τα σκουλαρίκια, τα κράτησε κρεμασμένα ψηλά, κι άρχισε να τα δείχνει στον κόσμο που ήτανε μαζωμένος τριγύρω στο μακρύ τραπέζι.

―Μάλαμα καθαρό τω δεκατεσσάρωνε καρατιών ορίστε κύριοι αγορασταί. Μία, δύο, αλλά…

Ο ίδρωτας του παπά ανάδινε μια ξινή, βαριά μυρουδιά! Κάποτε έσκυβε και ψιθύριζε στο αυτί του συβολαιογράφου, έπειτα κουρααμένος, αηδιασμένος από αυτή τη μονότονη δουλειά που τον κρατούσε από το πρωί καρφωμένο σε μια καρέκλα, άρχισε πάλι να ξεκοκίζει το μακρύ κομπολόι του με τα μαύρα κουκιά.

Γύρω στο λιγδιασμένο γιακά του ράσου του ο ίδρωτας που κατέβαινε από το ψημένο σβέρκο του σχημάτιζε ένα πλατύ γαϊτάνι.

― Πάρ’ τα μου, καλέ μητέρα, ψιθύρισε η νέα. Η μάνα της κάτι μουρμούρισε. Κάτι ανάμεσα ναι και όχι. Μα ήτανε φανερό πως κι αυτή την ίδια, τηνέ βασάνιζε η σκέψη να τ’ αγοράσει τα σκουλαρίκια. Ήτανε κει από το πρωί. Είχανε βγει από την εκκλησία, άμα τελείωσε η λειτουργία και περνώντας από το Δημοπρατήριο είδανε τον κόσμο μαζεμένο και ζυγώσανε κι αυτές από περιέργεια να δούνε.

― Πάρ’ τα, καλέ μητέρα.

Ήτανε η φράση που την είχε επαναλάβει ως τώρα η κόρη χίλιες φορές. Η μάνα της απόφευγε να της δώσει καθαρή απάντηση. Ούτε ναι μα ούτε και όχι. Τα ήθελε κι αυτή μα και οι διακόσιες πενήντα δραχμές. Μα ούτε και της έκανε καρδιά να φύγει. Στεκότανε κει κολλημένη, αναποφάσιστη, με τα μάτια καρφωμένα στα όμορφα σκουλαρίκια που οι πέτρες τους λαμπυρίζανε καθώς χτυπούσε απάνω τους το φως του ήλιου.

Στη μικρή πλατεία το πλήθος άρχιζε τώρα να αραιώνεται. Οι κύκλοι αρχίσανε να διαλύονται, όλοι οι πουλητάδες που διαλαλούσανε το εμπόρευμά τους, σωπάσανε κουρασμένοι. Το παλιό σακάκι που το κρατούσε στο χέρι του κρεμασμένο ο πουλητής, βρήκε επιτέλους αγοραστή. Ήτανε κάποιος δάσκαλος. Μόνο αυτός που πούλησε το χρυσό ρολόι, παρολίγο να βρει το μπελά του, Το ρολόι δεν ήτανε χρυσό όπως είχε βεβαιώσει τον αγοραστή και κείνος ξαναγύρισε αγαναχτισμένος, αφού πλεροφορήθηκε την απάτη, και ζητούσε πίσω τον παρά του. Τη στιγμή που ήτανε έτοιμοι να ‘ρθούνε στα χέρια, φάνηκε ο χωροφύλακας.

― Στο τμήμα.

― Κύριε χωροφύλακα να σου πω…

― Δεν ξέρω τίποτα, στο τμήμα. Τον ακολουθήσανε. Μα ύστερα από κάμποσα βήματα, πείσθηκε πως δεν έπρεπε να τους οδηγήσει στο τμήμα…

Ο άνθρωπος που πουλούσε τα παλιοσιδερικά άρχισε να τα μαζεύει από χάμω, όπως τα είχε απλωμένα πάνω σε μια παλιάν αντρομίδα και να τα ρίχνει ένα ένα μέσα σ’ ένα μεγάλο τσουβάλι. Ήτανε κει παλιοκλειδωνιές, παλιοπήρουνα, ένας μύλος του καφέ, ένα παλιό ρολόι του τραπεζιού που του ‘λειπε ο λεφτοδείχτης, κλειδιά όλων των ειδών, ένας παλιομπαλντάς, ένα μαντολίνο, μια μηχανή που κόβουνε το κρέας κι ακόμα τέσσαρα κάδρα με σανιδένιες κορνίζες βαμμένες με λαδομπογιά. Τα είχε αγοράσει από το μάγερα ενός μεγάλου σπιτιού στην οδό Δημοκρίτου, που τον είχε διαβεβαιώσει πως είναι έργα κάποιου μεγάλου καλλιτέχνη. Κείνος το πίστεψε και τώρα έλπιζε να κάνει την τύχη του. Υπάρχουνε τόσοι φιλότεχνοι, ιδιότροποι, που τους αρέσει ν’ αγοράζουνε παλιά έργα τέχνης. Για τούτο αυτά τα κάδρα δεν τα ‘ριξε στο τσουβάλι παρά τα πήρε στο χέρι. Ύστερα φορτώθηκε το τσουβάλι στον ώμο που ‘κανε το κορμί του να λυγίζει από το βάρος κι έφυγε. Οι στρατιώτες που ήρθανε να πουλήσουνε το άλογο του στρατού, λάβανε τη διαταγή από τον αξιωματικό να οδηγήσουνε το άλογο πίσω στο στάβλο. Ήτανε ένα άλογο γέρικο, άρρωστο, μ’ ένα σημάδι σταμπαρισμένο στο μερί του. Ένας αγοραστής που παρουσιάστηκε ήτανε κάποιος μανάβης του δρόμου που ήθελε ίσια ίσια ένα παλιάλογο για να το ζέψει στο κάρο του. Μα κι αυτός σαν του άνοιξε τα σαγόνια του με τα δυο του χέρια κι είδε τα μακριά, σάπια κιτρινισμένα δόντια του, που του λείπανε και κάμποσα, δήλωσε πως δεν έχει τα λεφτά του για πέταμα. Ήτανε η τρίτη Κεριακή που το φέρνανε στο Δημοπρατήριο δίχως να παρουσιαστεί αγοραστής. Έτσι δεν απόμενε τώρα παρά να του φυτέψουνε μια σφαίρα στο αυτί γιατί δεν μπορούσε βέβαια να ξακολουθήσει να τρώει χαράμι το κριθάρι και το σανό. Αυτή ήτανε η ανταμοιβή του. Κι όμως το άλογο αυτό είχε δουλέψει στο Μέτωπο για καιρό όσο που ήρθανε τα γεράματα κι η αρρώστια να το καταντήσουνε άχρηστο. Από το Μέτωπο στο Δημοπρατήριο κι ύστερα η σφαίρα στο αυτί… Αυτό το άλογο δεν είχε διόλου τύχη…. Ο συβολαιογράφος κοίταξε πάλε το ρολόι του.

― Φώναξε μια φορά ακόμα και να τελειώνουμε είπε ο συβολαιογράφος ρίχνοντας ένα αποτσίγαρο στο πιατελάκι του καφέ.

Η μύγα πήδησε τώρα από τα χείλια του φλυτζανιού στο ξύλο του κοντυλοφόρου, ύστερα κατέβηκε σιγά σιγά κι έφτασε ως την άκρη της πέννας σα να ‘θελε να σβήσει μέσα στο μελάνι τη δίψα της.

― Ορίστε κύριοι αγορασταί…

Μα ο κύκλος γύρω στο τραπεζάκι είχε τώρα σκορπίσει. Δεν απομείνανε παρά τρεις ανθρώποι περίεργοι να ιδούνε το αποτέλεσμα κι άλλοι δύο που διαφιλονικούσανε μεταξύ τους τα σκουλαρίκια.

― Διακόσιες πενήντα πέντε, είπε ο ένας προσθέτοντας άλλο ένα τάλιρο στην τελευταία προσφορά.

Αυτή η προσφορά ύστερις από τόση σιωπή έκανε τη φωνή του κήρυκα να ζωηρέψει.

― Διακόσιες πενήντα πέντε μία, διακόσιες πενήντα πέντε δύο…

Η φωνή του κοριτσιού αντήχησε πάλε στ’ αυτιά της μάνας της ικετευτική, σιγαλή.

― Πάρ’ τα μου, καλέ μητέρα.

― Μα να δώσουμε τώρα τόσα λεφτά για ένα ζευγάρι σκουλαρίκια;

Κι όμως τα πεθυμούσε κι η ίδια. Το κορίτσι ήτανε της παντρειάς, ο γαμπρός έτοιμος. Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, όπως κι αν είναι, της χρειαζόντανε. Και πώς θα της πηγαίνανε στο πρόσωπο! Κι έπειτα πού θα ‘βρισκε και φτηνότερα; Και το κάτω κάτω σκουλαρίκια είναι, τα λεφτά τα έχουνε μέσα τους.

Τα μετρητά χάνονται, το χρυσαφικό μένει. Πού ξέρεις πως έρχονται τα πράματα. Ας βρίσκονται.

― Διακόσιες εξήντα, είπε η γυναίκα δειλά.

Τα μάτια της κόρης αστράψανε από χαρά. Γύρισε και κοίταξε τον άνθρωπο που είχε απομείνει ο τελευταίος πλειοδότης. Η ματιά της σα να τον ικέτευε να φύγει.

Ο άνθρωπος έκανε ένα μορφασμό.

― Αμ δεν τρελάθηκα να πετάξω τόσα λεφτά. Χαλάλι σου κυρά μου.

Νταγκ, νταγκ, νταγκ…

Η καμπάνα της Μητρόπολης σήμαινε μεσημέρι. Μια, δυο, τρεις … δώδεκα· ο αέρας έτρεμε, ένας βόμβος απλώθηκε παντού.

― Μία, δύο, αλλά… τρε, φώναξε ο κήρυκας και χτύπησε αλαφρά το σφυράκι που κρατούσε στο χέρι πάνω στο τραπέζι ενώ ο συβολαιογράφος έγραφε βιαστικά στον πίνακα την προσφορά και τώρα πρόσθετε και τα τυπικά για να κλείσει το πρωτόκολλο της δημοπρασίας.

Η γυναίκα τράβηξε από την τσέπη του φουστανιού της ένα άσπρο μαντήλι, κι έλυσε τον κόμπο, δεμένο στην άκρη που άφησε να προβάλλουνε τρία καινούρια, κολλαρισμένα κατοστάρικα, τυλιγμένα σαν ένα μικρό κουβαράκι. Ο παπάς πήρε τα τρία κατοστάρικα κι έδωσε τα ρέστα.

― Καλορίζικα, ψιθύρισε.

Η κόρη κρατούσε στα χέρια της τα δυο σκουλαρίκια και άφηνε τη ματιά της να λούζεται στη λάμψη των πετραδιών. Ό,τι είχε ποθήσει, το κρατούσε επιτέλους στα χέρια της, ήτανε δικό της, χτήμα της.

Τι φιγούρα που θα ‘κανε στο γαμπρό, τι περηφάνια σα θα τηνέ ρωτούσανε οι φιλενάδες της κι αυτή θ’ άρχιζε να τους δηγιέται όλες τις λεπτομέρειες, πώς ίδρωσε όσο να καταφέρει τη μάνα της να ειπεί το ναι, και πως τα γλυτώσανε από του λύκου τα δόντια. Λίγο ακόμα και θα τους τ’ άρπαζε από τα χέρια ο άλλος.

Ο παπάς άρχισε να μαζεύει ένα ένα τα διαμαντικά και τ’ ασημικά που ήτανε απλωμένα πάνω στο τραπέζι και να τα τοποθετεί μέσα σ’ ένα μικρό ξύλινο κουτί που είχε μπροστά του. Ήτανε κει σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, ρολόγια, πόδια, μάτια, χέρια, κορμιά ολάκερα ασημένια, που το καθένα έκρυβε και μια θλιβερή ιστορία. Ανθρώποι με τον πόνο στην καρδιά, με την ελπίδα στην ψυχή, που ξεκινήσανε από την άκρη του κόσμου και ήρθανε να τα καταθέσουνε μπρος στα πόδια της Βαγγελίστρας. Κάθε τάμα κι ένας πόνος, μια ελπίδα. Ένα όνειρο που περίμενε την πραγματοποίησή του από τη Χάρη της.

Ο συβολαιογράφος έβαλε τα χαρτιά του στην αμασκάλη κι έφυγε.

― Καλό πράμα, μουρμούρισε ο παπάς τοποθετώντας και το τελευταίο ασημικό στο κουτί, ένα πόδι από χοντρό ασήμι που είχε το μουντό χρώμα ενός Αυγουστιάτικου φεγγαριού. Ύστερα κλείδωσε το κουτί μ’ ένα μικρό κλειδάκι και το τοποθέτησε κάτω από το ράσο του.

Οι δυο γυναίκες ήτανε οι μόνες που είχανε απομείνει κοντά στον παπά. Η πλατεία που όλο το πρωί βούιζε από τον κόσμο, τώρα ήτανε έρημη, σιωπηλή.

― Κόρη σου είναι; ρώτησε ο παπάς.

― Κόρη μου και θα γίνει και νύφη σε λίγο.

― Η ώρα η καλή. Περπατούσανε τώρα μαζί στο δρόμο.

― Φτάνει μονάχα να είναι τυχερά, πρόστεσε η μάνα.

― Τυχερά θα ‘ναι. Είναι αγιασμένα πράματα. Τα ‘χει αγιάσει η χάρη της. Δεν μπορεί να μην είναι τυχερά, είπε ο παπάς βέβαιος πως διερμήνευε κείνη τη στιγμή τη μυστική θέληση της τύχης σα να του είχε εμπιστευτεί η ίδια τα μυστικά της.

Ο ήλιος που τους χτυπούσε τώρα κατακέφαλα, έψηνε το χώμα του δρόμου.

― Μα κάνει που τα πουλάτε δέσποτα; ρώτησε η γυναίκα δειλά.

― Αν κάνει λέει; Και γιατί δεν κάνει; Τι θα τα κάνουμε τόσες χιλιάδες τάματα; Πού θα τα βάλουμε; Θα ‘πρεπε τότε να χτίσουμε κι ένα σπίτι να τα κλείσουμε μέσα. Κι έπειτα τι ωφέλεια θα είχε η χάρη της; Ενώ τώρα… όλο αυτό το ασήμι, όλο αυτό το μάλαμα, όλες αυτές οι πέτρες, γίνουνται χρήμα, παράς. Η εκκλησία χρειάζεται παρά για να συντηρηθεί. Επισκευές, λάδι, κερί… Κι εμείς; τι θα φάμε εμείς; ο εν τω ναώ διακονών, εν τω ναώ και τραφήσεται.

Βαδίζανε σιωπηλοί.

― Πού είναι το σπίτι σας; ρώτησε ο παπάς.

― Στο σιδερόδρομο, κάτω στα Πετράλωνα.

― Ε κι εγώ στο Μοναστηράκι κάτω τραβάω, θα πάμε μαζί ως εκεί.

Τώρα κουβεντιάζανε για τα θάματα της Βαγγελίστρας.

― Το ‘χω τάμα να πάω να προσκυνήσω τη Χάρη της, είπε η γυναίκα.

― Να πας, πρέπει να πας. Όλοι πρέπει να πηγαίνουνε. Θα σου κάνει καλό στην ψυχή σου. Και να δεις και με τα μάτια σου θάματα που να σηκωθεί η τρίχα σου.

Η γυναίκα ανατρίχιασε.

― Αλήθεια;

― Αλήθεια βέβαια. Χιλιάδες θάματα. Μεγάλη η χάρη της. Τι θέλεις και δεν κάνει; Μα χρειάζεται πίστη, πίστη γερή, ακλόνητη. Να, αυτή η γυναίκα που έφερε αυτά τα σκουλαρίκια, είχε πίστη. Πέρσι ήτανε.

Η γυναίκα είχε περιέργεια ν’ ακούσει γι’ αυτή τη γυναίκα.

― Ήτανε μια πλούσια, πολύ πλούσια. Και δεν έφερε μονάχα αυτά τα σκουλαρίκια. Αυτά δεν ήτανε τίποτα… Είχε ένα κοριτσάκι που είχε γεννηθεί παράλυτο. Και πού δεν το πήγε. Ως και στην Ευρώπη, Τίποτα. Μόνο η Βαγγελίστρα το ‘κανε καλά. Τρεις νύχτες το βάλαμε και κοιμήθηκε κάτω από την εικόνα. Την τρίτη, τα μεσάνυχτα, φώναξε «μαμά, μαμά, τα ποδαράκια μου». Τι είχε γίνει; Είχε δει το κορίτσι όνειρο. Είδε μια γυναίκα με μαύρα που του παρουσιάστηκε και του είπε «πάρε πίσω τα πόδια σου» ύστερις, αμέσως το κορίτσι σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει.

Μεγάλη η χάρη της, μουρμούρισε η γυναίκα και σταυροκοπήθηκε. Ύστερα πρόστεσε.

― Θα είναι τότε τυχερά.

― Σίγουρα, θα είναι τυχερά, βεβαίωσε πάλε ο παπάς.

Σταματήσανε μπρος σ’ ένα χαμηλό ξενοδοχείο του ύπνου. Στο μπαλκόνι και πάνω από την οξώπορτα ήτανε μια επιγραφή «Ξενοδοχείον αι Θήβαι». Από κάτω ήτανε χάνι και δίπλα ένα μαγαζί που έφτιανε σαμάρια και χάμουρα για τ’ άλογα.

―Εγώ θα μείνω εδώ, είπε ο παπάς.

Σκύψανε και του φιλήσανε το χέρι. Ο παπάς μπήκε στο ξενοδοχείο κι οι δύο γυναίκες ξακολουθήσανε το δρόμο τους.

Μια η ώρα.

Ο ήλιος έτσουζε.

 

2

 

― Πού θα πας; μπαρδάλισε2 η μάνα της με τη μύτη μόνο όξω από το πάπλωμα.

Είχε πια συνηθίσει τη γλώσσα της. Αλλιώς θα ήτανε αδύνατο να βγάλει νόημα. Η γλώσσα της είχε γίνει τώρα βαριά και τα λόγια της βγαίνανε μπερδεμένα, μισά, φαγωμένα, με κόπο. Τις πρώτες ημέρες που ‘παθε την αποπληξία, δεν μπορούσε ούτε λέξη ν’ αρθρώσει, τώρα έδωσε ο θεός και κάτι μπαρδάλιζε. Μα ήτανε ζωή αυτή; Όλο το δεξί της μέρος από την κορφή ως τα πόδια, βαρύ, μολύβι, δεν το ‘νιωθε, ούτε να το κουνήσει μπορούσε.

― Σε δουλειά, απήντησε η κόρη της.

Είχε φορέσει το καπέλο της. Άνοιξε το μπαούλο, σήκωσε τα ρούχα κι έβγαλε από κάτω ένα κουτάκι. Το άνοιξε και κοίταξε μέσα. Κούνησε το κεφάλι της. Μια θλιβερή ανάμνηση της ήρθε στο νου. Πόσος καιρός ήτανε από τότε; ούτε δυο χρόνια καλά καλά. Τι μεταβολή μέσα σε δυο χρόνια. Ποιος να της το ‘λεγε. Χήρα μέσα σε δυο χρόνια! Κοίταξε μέσα στην κασετίνα, ντυμένη μ’ ένα θαλασσί ατλάζι. Τα δυο σκουλαρίκια τοποθετημένα πάνω στο μικρό ατλαζένιο στρώμα την κοιτάζανε με παράπονο. Οι πέτρες τους αναδώσανε μιαν ανήσυχη λάμψη. Τι σκοπό είχε; Μια μυστική υποψία έκανε τη λάμψη τους να τρεμουλιάξει.

Κείνη γύρισε και κοίταξε προς το κρεβάτι. Η μάνα της είχε γυρίσει τώρα το κεφάλι της κατά τον τοίχο. Πήρε το κουτάκι και το ‘ριξε βιαστικά στην τσέπη του φουστανιού της. Ύστερα κατέβασε το καπάκι του μπαούλου σιγά σιγά και το άφησε να καθίσει απάνω δίχως κρότο.

Η γυναίκα που ήτανε στο κρεβάτι έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό. Σκοτάδι μέσα στην κάμαρα. Και το καντήλι σβηστό. Μόνο από το φανάρι του δρόμου έμπαινε λίγο φως.

― Δε θ’ ανάψεις το καντήλι; μουρμούρισε η γυναίκα δίχως να γυρίσει το πρόσωπό της.

Πήρε το μπουκάλι του λαδιού και το έγυρε. Σταλιά λάδι! Το μπουκάλι στεγνό.

― Φοβάμαι, μουρμούρισε πάλι η γυναίκα.

― Τώρα θα πάω να πάρω μητέρα, απήντησε.

― Πού θα πας;

― Σε δουλειά.

― Να μην αργήσεις. Φοβάμαι μοναχή μου. Κείνη ζύγωσε στην κούνια κι έσκυψε απάνω σα ν’ αφουγκραζότανε. Η ανάσα του παιδιού της έφτασε στ’ αυτιά της σιγαλή, ρυθμική, χλιαρή, γλυκιά.

― Τουλάχιστο δεν υποπτεύει τίποτα.

Βγήκε πατώντας στα νύχια κι έκλεισε την πόρτα της κάμαρης σιγά. Μα η άρρωστη που ήτανε στο κρεβάτι άκουσε το τρίξιμο.

― Εδώ είσαι; μουρμούρισε. Σιγαλιά.

― Πού είσαι; ρώτησε πάλε. Σιγαλιά! Δοκίμασε να γυρίσει στο άλλο πλευρό της μα δεν μπόρεσε. Ήξερε πως α γύριζε θα είχε μπροστά της το λίγο φως που της έστελνε το φανάρι του δρόμου.

― Εδώ είσαι;

Ένιωσε το συνηθισμένο φόβο που ‘νιωθε πάντα σαν έμενε μοναχή της μέσα στην κάμαρα. Κι αν της τύχαινε τώρα τίποτα, αυτή τη στιγμή; Ποιος θα βρισκότανε να τρέξει να φωνάξει τον παπά, να της δώσει ένα ποτήρι νερό, να της κλείσει την τελευταία στιγμή τα μάτια;

Τη στιγμή αυτή το παιδί ξύπνησε άξαφνα κι άρχισε να κλαίει. Αυτός ο θόρυβος της έκανε καλό γιατί άκουσε μια ψυχή δίπλα της· ύστερα το παιδί σώπασε, βυθίστηκε στον ύπνο κι η πρώτη βαριά σιγαλιά απλώθηκε πάλε στην κάμαρα. Τράβηξε το αριστερό το χέρι της όξω από τα ρούχα κι άρχισε να χτυπάει το δάχτυλό της σιγαλά στον τοίχο. Τακ, τακ, τακ, τακ.

― Λείπει, ψιθύρισε.

Προσπάθησε να προσδιορίσει πόση ώρα ήτανε που έλειπε. Της φάνηκε πως έλειπε πάρα πολλή ώρα.

― Πού να πήγε; Βγαίνει κάθε βράδυ. Πού πηγαίνει; λείπει κάμποσο και γυρίζει. Μην πήρε τον κακό δρόμο τώρα που πέθανε ο άντρας της;

Αόριστες, σκοτεινές σκέψες γυρίζανε στο κεφάλι της. Έβαλε αγώνα και κατάφερε να γυρίσει από το άλλο πλευρό. Τώρα είχε μπροστά της λιγάκι φως από το φανάρι του δρόμου, δεν είχε τον τοίχο μπρος στα της που της πλάκωνε την καρδιά. Όξω ακουγόντανε οι περπατησιές των ανθρώπων που περνούσανε κι αυτό της έδωσε λίγο κουράγιο…

Εκείνη είχε περάσει τώρα τον Εκατόχειρα. Σαββατόβραδο. Κίνηση μεγάλη στο δρόμο. Κορίτσια που σκολάγανε από τη δουλειά περνούσανε βιαστικά δίπλα της. Στο Μοναστηράκι κάποιος είχε στήσει ένα πανόραμα. Άκουσε τη φωνή του «εδώ βλέπετε, κύριοι…» Ένα παιδί είχε κολλήσει τη μούρη του λαίμαργα μπρος στο φακό με τις δυο χούφτες του δεξιά κι αριστερά στα μάτια για να βλέπει καλύτερα. Ντριν ντριν, εδώ βλέπετε, κύριοι… Παραπέρα άλλος είχε στήσει ένα τηλεσκόπιο με δυο φακούς· ήτανε ένας Ρώσος στρατηγός, πρόσφυγας…

Έριξε από μακριά μιαν αδιάφορη ματιά και ξακολούθησε το δρόμο της. Δεν είχε όρεξη ούτε να δει ούτε ν’ ακούσει. Με το χέρι στην τσέπη έσφιγγε το κουτάκι που ‘κρυβε τα σκουλαρίκια.

Από την εκκλησία φάνηκε να βγαίνει ένας παπάς. Ψηλός και στεγνός. Ο νους της πέταξε στον άλλονε. Θυμάται. Ένα μεσημέρι βαδίσανε τον ίδιο δρόμο, θυμάται τα λόγια του. «Θα ‘ναι τυχερά.» Μα να που γελάστηκε. Δε βγήκανε διόλου τυχερά. Ο άντρας της σκοτώθηκε στον πόλεμο. Δεν πρόφτασε να τονέ χαρεί και της τον αρπάξανε για να τονέ στείλουνε στο Μέτωπο. Αχ αυτό το Μέτωπο! Πότε θα πάψει πια να σκορπάει τη δυστυχία;.. Κι ύστερα στάχτη και κουρνιαχτός. Κι η μάνα της μισός άνθρωπος. Δε μπόρεσε να τον ξεσηκώσει τον καημό του άντρα της. Η πίκρα τηνέ χτύπησε κατακέφαλα. Ας την έπαιρνε ο θεός να την αναπάψει. Τι τηνέ θέλει τέτοια ζωή. Να ζει και να σέρνεται…

Ανέβηκε την οδό Αθηνάς, ύστερις έστριψε ένα στενό σοκάκι που την έβγαλε στην οδό Αιόλου.

Προχώρεσε κάμποσο και στάθηκε στη γωνιά. Αντίκρυ ήτανε ένα χρυσικάδικο. Την ώρα κείνη ίσια ίσια ο καταστηματάρχης ετοιμαζότανε να κλείσει.

Κοίταξε γύρω της σα να κατασκόπευε μην την βλέπει κανείς.

Είδε κάποια γνωστή της. Τραβήχτηκε στον ίσκιο και περίμενε να περάσει με τα μούτρα γυρισμένα προς τον τοίχο. Ύστερις με γλήγορα βήματα πέρασε το δρόμο και χώθηκε στο χρυσικάδικο. Ο χρυσικός είχε κλείσει τώρα τη μισή πόρτα. Σκοτεινή κι η βιτρίνα με τα διαμαντικά και τη μαλαματένια εικόνα της Παναγίας που την είχε για πούλημα…

Δεν πέρασε πολλή ώρα. Η γυναίκα βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι σκυφτό, σα ντροπιασμένη. Στο πεζοδρόμιο δεν ήτανε πολλοί άνθρωποι τη στιγμή εκείνη.

Τάχυνε τα βήματά της και χώθηκε πάλε στο στενό, σκοτεινό δρομάκο…

Στο βάθος της τσέπης το χέρι της κάτι έσφιγγε. Έτρεχε. Βιαζότανε να γυρίσει στο σπίτι. Ίσως να ξύπνησε το παιδί και να κλαίει. Κι η μάνα της, α χρειαστεί τίποτα, ποιος θα τρέξει. Έπειτα την ήξερε και τι φοβητσιάρα που ήτανε σαν έμενε μοναχή της.

Κάποιος που πέρασε δίπλα της κάτι της ψιθύρισε σιγαλά. Δεν το πήρε καθαρά το αυτί της. Ήτανε κάτι σα μια πρόσκληση να πάνε μαζί, κάπου… Ποιος ξέρει για τι γυναίκα την πήρε…

Έτρεχε. Οι ώρες που ‘λειπε από το σπίτι, της φαινόντανε χρόνος. Βιαζότανε να γυρίσει σαν τη χελιδομάνα που τρέχει γλήγορα να φέρει στα μικράκια της που την καρτερούνε με τους λαιμούς κρεμασμένους έξω από τη φωλιά, το μικρό σκουληκάκι που σπαρτάρει στο ράμφος της.

Δεν είχε πια τίποτα. Κανένα διαμαντικό, κανένα χρυσαφικό. Και τα σκουλαρίκια, το τελευταίο που της απόμενε, όσο κι αν πάλεψε, δε μπόρεσε να τα γλιτώσει. Πάνε κι αυτά. Τώρα ένιωθε κάποιο κενό μέσα της σα να της είχανε αποσπάσει κάποιο σπλάχνο. Έλειψε κι η τελευταία ανάμνηση του γάμου της, κόπηκε κι η τελευταία κλωστή που την ένωνε με το παρελθό. Κι ωστόσο ο παπάς την είχε βεβαιώσει πως θα ‘ναι τυχερά. Στάχτη και κουρνιαχτός. Από κακό σε κακό. Λες κι ήτανε κάποια κατάρα. Γρουσούζικα. Η Χάρη της ξεδικιότανε και τηνέ τιμωρούσε. Αυτό ήτανε ένα τάμα, δικό της, χτήμα της, που δεν έπρεπε ν’ απομακρυνθεί από τη θέση του, μπρος στην εικόνα. Ίσως αυτό να ήτανε κι η αφορμή της φωτιάς που άναψε στο σπίτι της. Μα τι φταίω εγώ; Ο παπάς φταίει. Οι επίτροποι φταίνε που εμπορεύουνται τους θησαυρούς της Χάρης της. Να η Χάρη της ξεδικιέται εμένα και μου ‘ριξε φωτιά μέσα στο σπίτι μου. Δεν έπρεπε να τ’ αγοράσω. Ήτανε αμαρτία να τα φορέσω απάνω μου…

Με την ψυχή συντριμμένη, με το κεφάλι βαρύ, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Την ίδια στιγμή άκουσε απόξω τη φωνή της μητέρας της, ανήσυχη, τρομαγμένη.

― Πού είσαι; Δεν ακούς; πού είσαι; Έλα. Φοβάμαι…

 

3

 

Το νερό της βροχής κοχλάζει πάνω στην άσφαλτο κι οι μικρές κολόνες του νερού που υψώνονται αδιάκοπα, χορευτά, λάμπουνε σαν πετράδια κάτω από το φως των ηλεχτρικών.

Κείνοι έχουνε σταματήσει κάτω από τον τσίγκο. Περιμένουνε να περάσει κανένα αυτοκίνητο, κανένα αμάξι για να ξακολουθήσουνε το δρόμο τους. Μα δε φαίνεται και να βιάζουνται. Το θέαμα του δρόμου είναι όμορφο. Φωτισμένες οι βιτρίνες τω μαγαζιών. Στο δρόμο περνούνε τρέχοντας μόνιππα με ξαπλωμένους μπροστά τους μουσαμάδες πάνω στα πόδια των επιβατών. Το νερό κυλάει μέσα στες ράγιες του τραμιού σα δυο μικρά ποταμάκια ασήμι ενώ από μακριά φτάνει η βουή του νερού που σμίγει από όλους τους δρόμους και γκρεμίζεται με ορμή μέσα στο σιδερένιο στόμα του υπονόμου. Εκεί δε μπορεί κανείς να περάσει. Το νερό που δεν μπορεί να το καταπιεί μονομιάς ο υπόνομος, σχηματίζει μια λίμνη πλατιά. Καμπόσοι στέκονται στο πεζοδρόμιο και κάνουνε χάζι κάθε φορά, που ένας ανύποπτος διαβάτης βουτάει ως τα γόνατα μέσα στο νερό που είναι σαν κίτρινη λάσπη.

Κείνη τρίβεται πάνω του σα γατίτσα. Διψάει ακόμα για χάδια. Από το πρωί μαζί της κι ακόμα να χορτάσει. Τα χείλια της λεπτά βαμμένα, τα μάτια της με τις μακριές βλεφαρίδες υπογραμμισμένα με το μαύρο κραγιόνι, στα μάγουλα της δυο τεχνητά ρόδα που παλεύουνε να διατηρήσουνε τη φωτιά τους. Ό,τι βγήκανε από το σπίτι του. Και τα χείλια της είναι ακόμη υγρά, τα μάγουλα αναμμένα, αχνίζουνε από τα κάμα του φιλιού…

Ζυγώνει στη βιτρίνα του χρυσικάδικου. Τα ηλεχτρικά γλομπάκια χύνουνε φωτεινούς καταρράχτες πάνω στα βραχιόλια, στα σκουλαρίκια, στις καρφίτσες, στις τσάντες που είναι τοποθετημένα πάνω σε κρυσταλλένια ράφια και ρουφούνε λαίμαργα το φως. Είναι και μια εικόνα αγίου ντυμένη όλη με ασήμι που αφήνει γυμνό μόνο το πρόσωπο. Ένα ασήμι χοντρό, με άσπρο μουντό χρώμα που μοιάζει σαν το φως των ηλεχτρικώνε γλομπάκων.

Διαβάζει τ’ όνομα του άγιου.

― Ο άγιος Αθανάσιος.

Η ψυχή της πλημμυρίζει από ευλάβεια. Πόσο θα ήθελε να κάνει το σταυρό της κι ύστερα να ζυγώσει, και να ακουμπήσει τα χείλια της, τα υγρά, που αχνίζουνε, πάνω στο μουντό ασήμι. Τα μάτια της καρφώνονται πάνω στο ιλαρό πρόσωπο του αγίου. Είναι γέρος. Το μάτι του την κοιτάζει με καλοσύνη και μέσα από την αθώα, γλυκιά αυτή ματιά του βλέπει ν’ αναβλύζει το μύρο της συχώρεσης.

Βγάζει μια μικρή, ξαφνισμένη φωνίτσα.

― Α, τι όμορφα, τι σκερτσόζα που είναι. Τα μάτια της έχουνε καρφωθεί πάνω σ’ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια που αναπαύονται μέσα σε μια μικρή κασετινίτσα ντυμένη με θαλασσί ατλάζι. Κοιτάζει λαίμαργα.

― Τι όμορφα, ψιθυρίζει πάλε.

Η βροχή χτυπάει πάνω στον τσίγκο που απλώνεται από πάνω τους και το νερό που μαζεύεται από όλες τις γωνιές κατρακυλάει με βουή, πνίγεται μέσα στο στόμα του υπονόμου.

― Σου αρέσει;

― Αχ, τρέλα.

Σπρώχνουνε την πόρτα και μπαίνουνε. Ο χρυσικός δίνει στο πρόσωπό του την πιο γλυκιά έκφραση.

― Να, εκείνα εκεί τα σκουλαρίκια, λέει αυτή δείχνοντας με το δαχτυλάκι της στο βάθος της βιτρίνας.

Απλώνει το χέρι του μέσα στη βιτρίνα και τραβάει όξω τη μικρή κασετινίτσα με το θαλασσί ατλάζι σα να τραβάει ένα καναρινάκι όξω από το μικρό κλουβί του.

Ακουμπάει τη κασετίνα πάνω στο τζαμένιο καπάκι της μόστρας. Δε χρειάστηκε να ειπεί πολλά ψέματα παρά μόνο πως τα σκουλαρίκια αυτά τα είχε φερμένα από το μεγαλύτερο κατάστημα του Παρισιού. Κανείς δεν υποπτεύτηκε την αλήθεια. Κείνος πλέρωσε μια υπέρογκη τιμή και τα πήρε.

― Θα σου πηγαίνουνε τρέλα, της είπε καθώς βγαίναμε από το μαγαζί.

― Σε φχαριστώ, ψιθύρισε κείνη μ’ έναν τόνο γιομάτο βνωμοσύνη.

Τον έπιασε από το μπράτσο και σφίχτηκε απάνω του σα να ‘θελε να κολλήσει το κορμί της με το δικό του.

―Τον ξεσαγώνιασε πάλε η παξιμάδα, μουρμούρισε ένας μόρτης, σκηματίζοντας με το ξυπόλυτο πόδι του ένα πρόχειρο φράγμα στο νερό που ‘τρεχε με ορμή στο αυλάκι του πεζοδρομίου.

Ο χρυσικός τοποθετούσε τώρα αργά, κανονικά το ένα πάνω στο άλλο τα χαρτονομίσματα που κείνος είχε αφήσει πάνω στο τζάμι της μόστρας. Δε μπορούσε κι αυτός να πιστέψει το μέγεθος της μπάζας του. Πήρε ένα κατάστιχο που ‘γραφε την καθημερινή κίνηση του μαγαζιού, γύρισε κάμποσα φύλλα και στάθηκε σε μια παλιά σελίδα. Συβουλεύτηκε κάτι νούμερα. Ήτανε η τιμή που είχε αγοράσει τα σκουλαρίκια κείνο το βράδυ από τη γυναίκα.

― Φίνα, ψιθύρισε…

Ένα αυτοκίνητο φάνηκε να κατεβαίνει το δρόμο μουγκρίζοντας

― Σοφέρ, φώναξε, ο κύριος.

Το αυτοκίνητο στάθηκε. Κείνη πήδησε μέσα γοργά πατώντας πάνω στο νερό. Κείνος την ακολούθησε κλείνοντας με κρότο πίσω του την πόρτα.

Το αυτοκίνητο άρχισε να τρέχει μέσα στο νερό που κυλούσε στις ρόδες του.

 

 

Λεξιλόγιο

 

[1] γιάτσο· μείγμα χιονιού, χυμών φρούτων και ζάχαρης

[2] μπαρδαλίζω· αρθρώνω ακατάληπτο λόγο

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 773, Απρίλης 1923

 

Ήτανε ένα βράδυ του Οχτώβρη.

Ερχότανε στο ζαχαροπλαστείο να ζητήσει το θείο της. Ήτανε ένα γνωστό μαγαζί που συχνάζανε κι οι τρεις φίλοι κι ήτανε βέβαιη πως θα τον εύρισκε εκεί μέσα. Ήξερε πως ο θείος της είχε συνήθειες ακλόνητες και δεν τις άλλαζε ποτέ και πως ο βίος του περνούσε σα ρολόι, ανάλλαχτος και μονότονος. Στο ίδιο μαγαζί, στην ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος, στον ίδιον καναπέ, στο ίδιο τραπέζι.

Μπήκε μέσα στο ζαχαροπλαστείο αλαφριά και χαρούμενη σα μια πεταλούδα. Δε θα ήτανε περσότερο από δεκαοχτώ χρονώνε μ’ ένα αψηλό, μεστό, αδρό κορμί, που δεν είχε όμως τίποτα το μπατάλικο. Φορούσε μια μακριά, μάλλινη, πλεχτή, κόκκινη ζακέτα και στο κεφάλι ένα σκουφάκι, κόκκινο κι αυτό, πλεχτό, που έριχνε μια κόκκινη αντιφεγγιά στα μάγουλά της.

Ζύγωσε στο τραπεζάκι που καθόντανε οι δυο φίλοι λυγίζοντας το κορμί της σα γάτα.

― Δεν είναι εδώ ο θείος μου; ρώτησε,

 

― Δεν ήρθε ακόμα, μα τονέ περιμένουμε. Δεν κάθεσαι όσο να ‘ρθει;

Δεν έφερε καμιά δυσκολία. Τηνέ βάλανε να καθίσει στο μαλακό καναπέ ανάμεσά τους. Εκείνη έδειχνε μια χαρά σα μικρό παιδί. Δε φαινότανε διόλου να στενοχωριέται που έμελλε να κάνει παρέα με δυο σχεδό γέρους, δυο μεσόκοπους που θα ζυγώνανε τα πενήντα. Κάτι νέοι που καθόντανε στο διπλανό τραπέζι, αρχίσανε να την ερευνούνε με τα μάτια τους, μα αυτή δε φαινότανε να τους έδινε προσοχή. Όχι πως δε γύριζε να τους κοιτάξει, μα η ματιά της έδειχνε μια τέλειαν αδιαφορία. Εκείνοι σα ν’ απορούσανε που τηνέ βλέπανε να κάθεται ανάμεσα σε δυο μεσόκοπους και συχνά σκύβανε, ζυγώνανε τα κεφάλια τους πάνου από το τραπέζι, κάτι σιγολέγανε κι ύστερα χαμογελούσανε όλοι μαζί. Φυσικά θα λέγανε κάτι πειραχτικό για τους δυο γέρους. Η ματιά τους, όταν τηνέ γυρίζανε προς το μέρος τους έκρυβε κάτι το ειρωνικό. Ένας ψιθύρισε:

― Πού το ψαρέψανε το τρυφερούδι οι παλιόγεροι;…

― Είδες εκεί τους παλιόγερους; είπε ο άλλος.

Στο άλλο τραπέζι καθόντανε δυο αξιωματικοί. Ήτανε κι οι δυο από το Μέτωπο και φαινόντανε περήφανοι για τα μικρά χρυσά τριγωνάκια που είχανε κολλημένα στο μανίκι τους και που βεβαιώνανε την αντρεία τους. Μα το κορίτσι και σ’ αυτούς έδειχνε την ίδιαν αδιαφορία. Τους κοίταζε, μα γλήγορα γύριζε αλλού τη ματιά της σα να μη της κάνανε καμιάν εντύπωση ούτε τα γαλόνια τους, ούτε τα εξάμηνα που είχανε στο μανίκι, ούτε τα νιάτα τους.

Κείνο που την έμελλε, φαινότανε πως ήτανε μόνο οι δυο γέροι. Αυτοί τραβούσανε όλη την προσοχή της, Άκουγε με προσοχή τι της λέγανε και τους απαντούσε πρόθυμα, πρόσχαρα, πάντοτε με το γέλιο στα χείλια της, που ήτανε σωστά κοραλλένια.

Εκείνοι ρουφούσανε με δίψα την ευτυχία αυτή που τους ήρθε έτσι αναπάντεχα αυτό το βράδυ. Η παρέα τους ήτανε πάντοτε τόσο θλιβερή. Σμίγανε, καθόντανε πάντα στην ίδια θέση, τρώγανε το ίδιο γλυκό για μήνες, κουβεντιάζανε λίγο για τα διάφορα ζητήματα της ημέρας κι ύστερα βυθιζόντανε σε μια μελαχολική σιωπή. Ήτανε μια μελαχολική παρέα. Όχι πως δε λέγανε χωρατά μεταξύ τους και δε γελούσανε. Μα και το χωρατό τους και το γέλιο τους είχε ένα θλιβερό χρώμα. Χωρατεύανε για να διώξουνε την ανία που τους βάραινε, γελούσανε το πιο πολύ για να δώσουνε μια διέξοδο στη βαριά θλίψη που πλημμυρούσε την ψυχή τους.

Μόνο απόψε δοκιμάζανε μιαν αληθινή χαρά. Αυτό το κορίτσι τούς ήρθε έτσι έξαφνα σαν ευλογία θεού μέσα στη θλιβερή, στη βαριά , μοναξιά τους. Δεν ήτανε πια αναγκασμένοι να ξαναλένε τα ίδια και τα ίδια, να αντικρίζουνε πάλε τη βαριά μορφή ο ένας του άλλου, όπως κάνανε τώρα χρόνια. Τώρα είχανε μπροστά τους μια καινούρια, μια δροσερή μορφή, γιομάτη χαρά και υγεία, ακούγανε ένα γέλιο δροσερό που κυλούσε χαρούμενο σα ρυάκι, ζεσταινόντανε στη φωτιά που χύνανε δυο μάτια μαύρα φλογοβόλα, ανήσυχα, ρουφούσανε τη μοσκοβολιά της καλοσύνης που χύνανε τα λόγια της.

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο θείος. Ήτανε το τρίτο μέλος της παρέας. Τα ρούχα του ήτανε λιγάκι βρεμένα, γιατί όξω ψιχάλιζε αλαφριά. Κάθισε σε μια καρέκλα κι έβγαλε τη ρεμπούπλικά του να τινάξει τις πιτσιλάδες του νερού.

― Σε περιμένουμε, του είπε το κορίτσι γελαστά.

― Ε, σας αρέσει η ανιψούλα μου;

― Φιγουρίνι.

― Να ξέρατε και τι καλή που είναι.

― Μα φαίνεται, φαίνεται δα κι από τα λόγια της, είπε ο ένας. Ήθελε να πει από το φέρσιμό της. Κι αλήθεια, ένα κορίτσι που δείχνεται τόσο πρόθυμο, τόσο ανεχτικό, τόσο συγκαταβατικό σε δυο ανθρώπους που περάσανε πια από καιρό το κατώφλι της νεότητας, δε μπορεί παρά να έχει μια τρυφερή και πονετική καρδιά. Γύρω της ήτανε τόσοι νέοι, αξιωματικοί μάλιστα από το μέτωπο, κι ούτε γύριζε να τους κοιτάξει.

Οι δυο φίλοι φαινόντανε σα σαστισμένοι. Τόση ευτυχία δεν τηνέ περιμένανε κι έτσι όπως τους ερχότανε ξαφνικά, τους είχε ζαλίσει γιατί βρεθήκανε απαράσκευοι να τηνέ δεχτούνε. Ζυγώνανε κι οι δυο τα πενήντα και τα μαλλιά τους ήτανε μισοάσπρα. Βρισκόντανε κι οι δυο σε κείνη την τραγική για έναν άντρα καμπύλη της ηλικίας που έχει κανείς το ένα του πόδι στην ωριμότητα και το άλλο στα γερατειά, δίχως να μπορεί κι ο ίδιος να βεβαιώσει σε ποια από τις δυο ηλικίες ανήκει περσότερο, σα μάλιστα νιώθει ακόμα τον εαυτό του όχι κι ολότελα σαραβαλιασμένονε.

Ο ένας ήτανε καθηγητής σε κάποιο σκολειό, ο άλλος γραμματέας σ’ ένα Υπουργείο, σχεδόν ασπρομάλλης, με μια πλατιά φαλάκρα που άρχιζε από το μέτωπο κι απλωνότανε σα γυμνός κάμπος ως πίσω στον κούτρουφά του. Υπάλληλοι κι οι δυο μα την υπερεσία την είχανε για πάρεργο. Κείνο που τους τραβούσε περσότερο ήτανε η λογοτεχνία. Δημοσιεύανε κι οι δυο σε περιοδικά ο ένας δηγήματα κι ο άλλος στίχους. Τον πρώτο τονέ λέγανε Σταύρο, τον άλλο Γεράσιμο. Το κορίτσι είχε ένα ποιητικό όνομα. Το λέγανε Ανθή.

― Ανθούλα πρέπει να σε λένε, είπε ο Σταύρος

― Μα γιατί; Στο σπίτι με φωνάζουνε Ανθή.

Ο Σταύρος ξεροκοκκίνισε. Πρώτη φορά στη ζωή του που δοκίμαζε να κάνει κοπλιμέντο. Μην είπε τάχα καμιά κουταμάρα;

― Μα, Ανθούλα, είναι πιο τρυφερό, σας ταιριάζει καλύτερα, αφού κι εσείς είσαστε μια μικρούλα σαν ένα μικρό λουλουδάκι, πρόστεσε.

Στάθηκε σα να ‘θελε να αφουγκραστεί τον ήχο τω λόγων του. Τι είναι αυτό; Αυτό δεν είναι, απλή φιλική κουβέντα· αυτό είναι εκδήλωση, άνοιγμα καρδιάς· μπορούσε και να παρεξηγηθεί.

Γύρισε κι έριξε μια ματιά στο θείο της Ανθής. Κείνος είχε ανοίξει μια βραδινή φημερίδα κι είχε βυθιστεί στο διάβασμα. Να άκουσε τάχα τα λόγια που είπε της Ανθής; Μην τα παραξήγησε; Μη θύμωσε μαζί του;

Θέλησε να δοκιμάσει:

― Αριστείδη, τι γράφει απόψε η «Εστία»;

― Σκούρα τα πράματα.

Το είπε μ’ έναν τόνο πολύ φυσικό κι η ματιά του καθώς τονέ κοίταξε δεν έδειχνε καμιάν υποψία. Δόξα σοι ο Θεός, δεν έβαλε κανένα κακό με το νου του. Γιατί θα ήτανε και φοβερό, ύστερα, από τόση φιλία να τα χαλάσουνε και μάλιστα για ένα τέτοιο ζήτημα. Πού ν’ ακουστεί πως ένας γέρος τόλμησε ερωτική εκδήλωση στην ανιψιά ενός φίλου του, σ’ ένα κοριτσάκι που μπορούσε να είναι κι αγγόνι του!

Η τόλμη του να ξεστομίσει τα λίγα εκείνα λόγια τον είχε καταπλήξει και τον έκανε να φαντάζεται πως είχε ξεστομίσει τίποτα τρομερό. Δεν ένιωθε πως ούτε ο φίλος του ούτε η ανιψιά του είχανε τίποτα υποπτέψει. Γύρισε κι είδε το Γεράσιμο. Ούτε κι αυτός φαινότανε να είχε υποπτέψει τίποτα. Το πράμα λοιπόν περνούσε δίχως κακές συνέπειες. Άλλη φορά θα φροντίσει να είναι πιο προσεχτικός.

Ο Αριστείδης τέλειωσε το διάβασμα, τύλιξε τη φημερίδα και την έβαλε στην τσέπη του. Έπειτα οι τρεις φίλοι αρχίσανε μια φιλολογική συζήτηση πάνω σε μια διάλεξη για το Σολωμό που είχε κάνει ένας νέος κείνες τις μέρες. Η συζήτησή τους τραβούσε· μόνο η Ανθή δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρο. Είχε ανοίξει μόνο ένα βιβλίο που είχε φέρει μαζί του ο θείος της κι όλη την ώρα το ξεφύλλιζε. Μόνο όταν κανείς από την παρέα δυνάμωνε περσότερο τη φωνή του, σήκωνε το κεφάλι της και κάρφωνε τα μάτια της στο πρόσωπό του με περιέργεια. Μα γιατί φωνάζουνε; Γιατί μαλώνουνε: Γιατί δε συφωνούνε;

Ήρθε η ώρα να φύγουνε, Σηκωθήκανε όλοι, βάλανε μπροστά την Ανθή και την αφήσανε να βγει πρώτη από την πόρτα. Το πέρασμά τους ανάμεσα από τα τραπεζάκια, με τα μάτια ολουνώνε γυρισμένα απάνω τους, είχε ένα χαραχτήρα θριαβευτικό. Ποτέ οι δύο φίλοι δεν είχανε φανεί σ’ ένα δημόσιο κέντρο συνοδεύοντας μια γυναίκα και μάλιστα ένα τέτοιο κορίτσι….

Δώσανε τα χέρια. Ο θείος με την Ανθή μπήκανε στο τράμι. Οι άλλοι σταθήκανε απόξω όσο να ξεκινήσει το τράμι, κι όταν ξεκίνησε, μέσα από το φωτισμένο βαγόνι η Ανθή τους χαιρέτισε πάλε κουνώντας το κεφάλι της και χτυπώντας με χαρά το δαχτυλάκι της πάνω στο χοντρό τζάμι.

 

II

 

Τώρα η Ανθή είχε γίνει πια κι αυτή ένα ταχτικό μέλος της παρέας. Πρώτοι κάθε βράδυ ερχόντανε οι δυο φίλοι κι ύστερα η Ανθή μα πολλές φορές γινότανε και το αντίθετο. Η Ανθή έφτανε πρωτύτερα, έπιανε θέση στον καναπέ και τους περίμενε. Κι άμα τους έβλεπε να ‘ρχουνται, είχε πάντοτε ένα λόγο περιποιητικό, τρυφερό να τους ειπεί. Τα λόγια της τα συνόδευε πάντα με ένα γέλιο που άφηνε να φαίνουνται δυο σειρές κάτασπρα, κανονικά, μικρά σαν το ρύζι δοντάκια, ενώ όλο το πρόσωπο φωτιζότανε από το φως που χύνανε οι δυο ήλιοι τω ματιών της. Όλη η έκφραση του προσώπου συγκεντρωνότανε στα δυο εκείνα μάτια, τα μαύρα, τ’ ανήσυχα, τα υγρά, τα γιομάτα γλύκα και καλοσύνη.

Ένα βράδυ η Ανθή ήρθε νωρίτερα από το θείο της μ’ ένα δεματάκι τυλιγμένο σε μια φημερίδα.

Κάθισε στον καναπέ, δίπλα στο Σταύρο κι ακούμπησε το δεματάκι πάνω στα γόνατά της. Το δεματάκι έμοιαζε σα βιβλίο.

― Τι είναι αυτό το βιβλίο; ρώτησε ο Σταύρος.

Η Ανθή άρχισε να ξετυλίγει αργά το δέμα.

― Δεν είναι βιβλίο.

― Δεν είναι βιβλίο;

― Όχι· αν το βρείτε τι είναι; είπε σκεπάζοντας με τις χούφτες της το δεματάκι,

Τους βασάνισε ώρα. Κείνοι κάνανε διάφορες υπόθεσες μα καμιά δεν πετύχαινε.

Η Ανθή ξεδίπλωσε το δέμα.

― Το βλέπετε;

― Μπα· Λεύκωμα! είπε ο Σταύρος.

Ήτανε ένα λεύκωμα που ότι το είχε αγοράσει από το χαρτοπωλείο μ’ ένα χοντρό ξώφυλλο από χαρτόνι και μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ζουγραφισμένο στη μέση. Ο Σταύρος το πήρε στα χέρια κι άρχισε να το ξεφυλλίζει αργά… Όλα τα φύλλα φτιασμένα από ένα χοντρό χαρτί, κρεμ χρώμα, ήτανε άγραφα.

― Πρώτη φορά παίρνεις λεύκωμα; ρώτησε ο Σταύρος.

― Όχι έχω κι άλλο. Μα αυτό είναι αλλιώτικο. Αυτό το πήρα για σας.

― Για μας;

― Ναι για σας. Γιατί, σας φαίνεται παράξενο; θα μου γράψετε σεις κι ύστερα, θα το δώσω και σ’ άλλους. Αυτό θα είναι ένα λεύκωμα φιλολογικό, καταλάβατε; γιατί θα το δώσω μόνο σε λογοτέχνες να μου γράφουνε. Λοιπόν;

― Καλά, μα ξέρεις, δεν έχω ποτέ στη ζωή μου ξαναγράψει σε λεύκωμα, είπε ο Σταύρος κοκκινίζοντας.

― Δεν πειράζει. Γράφετε τώρα. Καλύτερα μάλιστα που θα κάνετε αρχή από μένα.

― Τέλος πάντων, καλά, θα προσπαθήσω, αφού επιμένεις.

Η Ανθή σούφρωσε τα κόκκινα χαλάκια της σα μικρό παιδί που θυμώνει.

― Α, ώστε έτσι, αφού επιμένω… Δηλαδή εσείς δε θέλετε να μου γράψετε. Καλά, έννοια σας, κύριε Σταύρο, δε σας αγαπάω κι εγώ…

Πρόφερε τη λέξη αγαπάω τόσο δυνατά, τόσο ξάστερα, με τόση αφέλεια. Ο Σταύρος κλονίστηκε. Ποτέ σε όλη του τη ζωή δεν είχε ακούσει αυτή τη λέξη· και την άκουγε απόψε, ύστερα από τόσα χρόνια, τώρα που τα μαλλιά του μισοασπρίσανε, κι από τα χείλια ενός τέτοιου κοριτσιού. Βέβαια η λέξη δεν είχε κανένα βαθύτερο νόημα μα κι έτσι, δίχως βαθύτερο νόημα του χτύπησε παράξενα στ’ αυτιά σαν ένα παλιό λησμονημένο τραγούδι που του άνοιξε έναν άγνωστο κόσμο.

― Ε, καλά καλά, μη θυμώνεις, θα σου κάνουμε τη χάρη. Θα γράψουμε. Ε, Γεράσιμε; γύρισε κι είπε στο φίλο του.

― Βέβαια, βέβαια πρέπει να γράψουμε.

Η Ανθή πήρε το λεύκωμα, το τύλιξε πάλε στη φημερίδα και το τοποθέτησε πάνω στο μαρμαρένιο τραπεζάκι μπροστά στο μέρος του Σταύρου.

― Μα απόψε κιόλας; είπε κείνος.

― Τι; μήπως πρέπει δηλαδή να περάσει κανένας χρόνος;

Ο θείος της, που είχε ‘ρθεί στην παρέα, γύρισε και της είπε.

― Ξέρεις πως τους έγινες φόρτωμα των ανθρώπων; Κείνη πήρε μια παραπονιάρικη έκφραση μικρού παιδιού.

― Φόρτωμα; Αλήθεια κύριε Σταύρο; Μα εγώ νόμιζα πως είχανε και μόνοι τους την ευχαρίστηση, ψιθύρισε σουφρώνοντας τα κόκκινα χειλάκια της.

― Μην τον ακούς το θείο σου, θέλει να σε πειράζει, είπε ο Σταύρος. Έπειτα γύρισε προς τον Αριστείδη.

― Ποιος σου είπε αδερφέ πως μας γίνηκε φόρτωμα;

Κείνος κούνησε το κεφάλι του.

― Μα είμαστε τώρα εμείς για λευκώματα; Παιδιακίσια πράματα, είπε.

― Καλά μα αφού το θέλει, δε μπορούμε να της χαλάσουμε το χατίρι. Πρέπει κάτι να της γράψουμε.

Φύγανε.

Στο δρόμο, σα μείνανε μόνοι, ο Γεράσιμος είπε στο Σταύρο.

― Τι θα της γράψεις;

Του το είπε μ’ έναν ξεχωριστό, περίεργο τρόπο, σχεδό με κάποιαν ανησυχία.

― Δε σκέφτηκα ακόμα. Μα τι θέλεις; Συνηθισμένα πράματα. Τι μπορεί να γράψει κανείς σ’ ένα λεύκωμα κοριτσιού;

― Βέβαια, ψιθύρισε κείνος σκεπτικός. Έπειτα πρόστεσε.

― Σένα σα να σε συμπαθεί περσότερο. Είδες, εσένα σου έδωσε πρώτα να της γράψεις.

― Ε, και μ’ αυτό τι; Μπας και βάζεις κανένα κακό με το νου σου;

― Μπα, θεός φυλάξει. Τόσο αθώο πλάσμα.

Βαδίσανε κάμποσο.

― Ώστε δεν έχεις αποφασίσει τι θα της γράψεις; είπε πάλε ο Γεράσιμος.

― Μα πώς θέλεις να το ‘χω σκεφτεί αφού τώρα μόλις πήρα το λεύκωμα;

― Βέβαια, δεν είναι δυνατό.

Σωπάσανε κάμποσο. Ύστερα ο Γεράσιμος είπε.

― Ξέρεις, πρέπει να είμαστε σοβαροί. Μην καθίσουμε και γράψουμε τίποτα πράματα…

Ο άλλος ξαφνιάστηκε.

― Δηλαδή σαν τι πράματα;

― Να, τίποτα πράματα σα να είμαστε τίποτα μικρά παιδιά, τίποτα νεανίσκοι. Εμείς έχουμε τώρα άσπρα μαλλιά.

― Και ποιος σου είπε πως θα γράψουμε σαν νεανίσκοι; Βέβαια θα γράψουμε σαν ηλικιωμένοι άνθρωποι, όχι όμως βέβαια πάλε και τίποτα σχολαστικισμούς.

― Αυτό λέω κι εγώ. Δεν πρέπει το κορίτσι να γελάει μαζί μας.

Ο Σταύρος μαζεύτηκε κείνο το βράδυ νωρίτερα στην κάμαρά του. Άναψε τη λάμπα του κι άρχισε να σουλατσαίρνει στην κάμαρά του. Το λεύκωμα ήτανε απάνω στο τραπέζι. Έκανε κάμποσες βόλτες πάνω κάτω, ύστερα πήρε ένα φύλλο χαρτί κι άρχισε να γράφει…. Ουφ, τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Αυτό είναι μια ερωτική ντεκλαρασιόνα. Είχε δίκιο ο Γεράσιμος. Τι, παιδιά θα γίνουμε τώρα; Εδώ χρειάζουνται λίγα λόγια ζουμερά και μετρημένα. Εγώ είμαι ένας γέρος, αυτή είναι ένα παιδί μου, λοιπόν τα λόγια μου πρέπει να έχουνε έναν τόνο συβουλευτικό, πατρικό, ας είναι έστω και μόνο φιλικό.

Πήρε το φύλλο και το ‘σκισε.

Καλά. Μα τι να γράψουμε; Συβουλευτικό, ναι, δε λέω όχι, μα όχι και σχολαστικό. Λεύκωμα είναι αυτό, δεν είναι χρηστομάθεια… Μα περίεργο. Είδες πώς μου φέρνεται αυτό το κορίτσι; πώς μου μιλεί, πώς με κοιτάζει, πώς μου γελάει… Ε και μ’ αυτό τι; Βλακείες, βλακείες… Τα τσουλούφια σου, κύριε Σταύρο, είναι άσπρα και τα μουστάκια σου μισοάσπρα. Αυτό είναι μια αλήθεια που δεν πρέπει ποτέ να τηνέ ξεχνάς ούτε να χάνεσαι σε ονειροφαντασίες.

Έκανε ακόμα κάμποσες βόλτες πάνω κάτω.

― Σοβαρότητα, σοβαρότητα, όπως το είπε κι ο Γεράσιμος. Λίγα λόγια μετρημένα και τίποτα παραπάνω.

Κάθισε στο τραπέζι και πήρε την πέννα κι ένα κομμάτι χαρτί.

― Ας κάνουμε πρώτα ένα σκέδιο κι ύστερα το αντιγράφουμε στο λεύκωμα.

Άρχισε να γράφει.

«Η Ανθή είναι ένα κορίτσι πολύ όμορφο. Όλα της είναι όμορφα. Μα τα μάτια της είναι πιο όμορφα απ’ όλα. Μάτια μαύρα, μεγάλα, γιομάτα φως που λαμπυρίζουνε, μάτια υγρά που ψιχαλίζουνε. Μα κείνο που περσότερο με μαγεύει εμένα είναι η καλοσύνη που μου δείχνει. Σε φχαριστώ Ανθή. Μα αν ήξερες αυτή η καλοσύνη πώς μου πληγώνει την καρδιά. Γιατί τηνέ νιώθω όχι σαν καλοσύνη απλή, μα έτσι σαν οίχτο προς τα γεράματά μου, σα σεβασμό προς τ’ άσπρα μου μαλλιά κι αυτό με κάνει δυστυχισμένο. Μα όπως κι αν είναι εγώ έχω χρέος να σε φχαριστήσω, Ανθή, γι’ αυτή σου την καλοσύνη. Αν ήξερες πόσο καλό μου κάνει.»

Πρόστεσε και την υπογραφή του αποκάτω.

Ύστερα στάθηκε με την πέννα στο χέρι, με τα μάτια καρφωμένα στο άσπρο χαρτί, που ήτανε ακόμα νωπό το μελάνι. Κοίταξε τα γραφόμενά του σα ν’ απορούσε κι ο ίδιος με τον εαυτό του.

― Μα αυτό είναι σαν ερωτική ομολογία. Τι θα πει το κορίτσι άμα το διαβάσει; Τι θα πει ο θείος της; τι θα πούνε στο σπίτι της; Τι σημαίνει αυτό που ‘γραψα; Μου δείχνει σεβασμό. Και βέβαια τι άλλο έπρεπε να μου δείχνει; Μήπως έρωτα; Αυτό θα ήτανε νόστιμο αλήθεια.

Μια μελαχολία χύθηκε στην ψυχή του.

― Θα γελάσει μαζί μου. Τι ήτανε αυτό που ‘κανα; Δεν έπρεπε να τα γράψω.

Σκέφτηκε να σκίσει το φύλλο μα και δεν τολμούσε. Ντρεπότανε τον εαυτό του μα και φχαριστιότανε με την ιδέα πως η Ανθή θα διάβαζε αύριο τα λόγια του…

Την άλλη μέρα γύρισε πίσω το λεύκωμα. Η Ανθή το πήρε κι άρχισε να το διαβάζει με μιαν αφέλεια που έδιωχνε κάθε κακιά υποψία.

Τώρα η σειρά σας, κύριε Γεράσιμε, του είπε. Κείνος ζάρωσε τα χείλια του.

― Επιμένετε;

― Αν επιμένω λέει; Το απαιτώ. Θα μου γράψετε κι εσείς! Θα μου γράψουνε κι άλλοι, θα το δώσετε, δηλαδή, σεις και σε άλλους φίλους σας να μου γράψουνε. Μα θέλω να είναι όλοι λογοτέχνες. Δε σας είπα; θέλω να κάνω ένα λεύκωμα λογοτεχνικό.

Ο Γεράσιμος πήρε το λεύκωμα.

― Κοίταξε μην το κρατήσεις καμιά βδομάδα. Το κορίτσι βιάζεται, του είπε ο Σταύρος.

Η αλήθεια είναι πως αυτός βιαζότανε πιο πολύ να ιδεί τι θα έγραφε. Μα ο Γεράσιμος δεν τον άφησε πολύν καιρό να περιμένει. Το άλλο βράδυ το λεύκωμά ήτανε πάλε στα χέρια της Ανθής.

Η Ανθή τέλειωσε το διάβασμα με το συνηθισμένο της παιδιάτικο γέλιο που σκόρπιζε τόσο φως στο πρόσωπό της.

Ύστερα το πήρε στα χέρια του ο Σταύρος περίεργος και διάβασε·

«Άκου τι σου λένε τα πουλιά που κελαηδούνε στα δέντρα. Άκου τι σου λέει το ρυάκι που τρέχει μέσα στα χόρτα, άκου τι μουρμουρίζει η κρυφή πηγή μέσα στους βράχους άκου τι σου τραγουδάνε τα λουλούδια. Μόνο τα λόγια των ανθρώπων μην ακούσεις. Είναι γιομάτα ψευτιά και δόλο και μπορούνε να σου φαρμακέψουνε όλη σου τη ζωή και να σε οδηγήσουνε στην καταστροφή».

Σα βγήκανε όξω και μείνανε μόνοι ο Σταύρος είπε στο Γεράσιμο.

― Μα τι σου ήρθε να γράψεις τέτοια λόγια; Έκοψες το αίμα του κοριτσιού.

― Δικαίωμά μου δεν είναι; απάντησε ο Γεράσιμος.

Απήντησε μ’ έναν τόνο σχεδό θυμωμένο. Σα χωρίστηκανε, ο Σταύρος άρχισε να συλλογιέται με το νου του καθώς βάδιζε στο δρόμο.

― Περίεργο. Λες και το ‘γραψε σαν απάντηση στο δικό μου. Σα να φοβήθηκε πως το κορίτσι μπορούσε να με συμπαθήσει και βάλθηκε να μου κάνει αντίπραξη. Και είδες με τι τρόπο; Ζητάει να της κλονίσει την εμπιστοσύνη της σε μένα, να της βάλει την ιδέα πως εγώ αυτά που ‘γραψα δεν τα πιστεύω κι έτσι να με παραστήσει έναν άνθρωπο ψεύτη κι επικίντυνο.

Από τότε οι σκέσες τω δυο φίλων, ψυχραθήκανε. Ανταμώνανε βέβαια κάθε βράδυ στο ίδιο μέρος, σμίγανε και με την Ανθή, που αποτελούσε να πούμε το σύνδεσμο ανάμεσα στους δυο, μα οι σκέσες τους δεν ήτανε πια σαν πρώτα θερμές κι εγκάρδιες. Κάποιοι υποψία τους χώριζε. Αυτό το ‘βλεπε κανείς στα μάτια τους, σε κάθε κουβέντα τους. Τα λόγια τους γίνανε ψυχρά και μελετημένα. Καταντήσανε κι οι δυο νευρικοί και ήτανε φανερό πως εύκολα σε μια στιγμή μπορούσανε να φτάσουνε σε λογομαχία· αυτοί που τόσα χρόνια δεν είχανε ανταλλάξει κακιά λέξη. Κατιτί κρατούσε τον ένα μακριά από τον άλλο όσο κι αν ο καθένας προσπαθούσε βέβαια να μην αποδείξει τίποτα, υποκρινόντανε τον αδιάφορο και τον αφελή. Πολλές φορές βυθιζόντανε κι οι δυο σε μια επίμονη σιωπή που η Ανθή δε μπορούσε να την εξηγήσει.

― Μα τι σας έπιασε καλέ; Τι μουγκαμάρα είναι αυτή;

Τότε κι οι δυο σπεύδανε να προβάλουνε κάποια ψευτοδικαιολογία. Κάποια τάχα σπουδαία υπόθεση, κάποιος δυνατός πονοκέφαλος. Κι ας μην ήτανε τίποτα απ’ αυτά. Ωστόσο, καλά καλά κι αυτοί δεν ξέρανε τι έχουνε, από πού έβγαινε αυτή η μελαχολία τους που τους έκανε έτσι επιφυλαχτικούς και νευρικούς τον ένα στον άλλο.

― Ουφ, δεν υποφέρεστε πια. Ξέρετε; Θα με κάνετε να μην ξανάρθω πια μαζί σας, τους είπε ένα βράδυ.

Τότε αυτοί, μπρος σ’ αυτή τη φοβέρα, βιάσανε τον εαυτό τους να φανεί εύθυμος. Αρχίσανε να μιλάνε, να γελούνε, μα ένα γυμνασμένο μάτι θα μπορούσε εύκολα να νιώσει πως όλο αυτό το γέλιο ήτανε ψεύτικο, πλαστό, στενοχωρεμένο και πως έκρυβε στο βάθος του ένανε βαθύν πόνο.

Έτσι περνούσε ο καιρός. Η Ανθή δεν έλειπε καμιά, βραδιά. Και τις περσότερες φορές μοναχή, γιατί ο θείος της προτιμούσε τώρα τελευταία να παίζει τάβλι σ’ ένα καφενείο με κάτι φίλους του.

Ένα βράδυ η Ανθή μπήκε κατσουφιασμένη και κάπως αργότερα από άλλες βραδιές. Ο Σταύρος την κοίταξε με ύφος ανήσυχο. Κείνη κάθισε σαν πάντα κοντά του,

― Τι τρέχει; σου συβαίνει τίποτα; τηνέ ρώτησε.

― Ξέρετε; θα με χάσετε.

Ο Σταύρος στη λέξη αυτή, ανασκίρτησε σα να τονέ τσίμπησε κάτι.

― Τι είπες;

― Ναι, θα με χάσετε.

― Δηλαδή, κανένα ταξίδι για λίγον καιρό βέβαια;

― Για πάντα.

― Για πάντα;

― Ναι, για πάντα. Παντρεύομαι, είπε κι έσκασε τα γέλια φέρνοντας το χέρι της μπρος στα μάτια της σα να ντράπηκε γι’ αυτό, που ξεστόμισε.

Το πρόσωπο του Σταύρου άξαφνα χλώμιανε και μάκρυνε.

― Παντρεύεσαι; Έτσι λοιπόν και δε μας το ‘λεγες τόσον καιρό;

― Τι να σας ειπώ; Να, η μαμά τα κατάφερε. Μέσα σε λίγες μέρες.

― Η μαμά; Δηλαδή δίχως εσύ να ξέρεις τίποτα;

― Όχι, κάτι ήξερα κι εγώ βέβαια. Μα τι βγαίνει; Εγώ δε θέλω να παντρευτώ, είπε σουρώνοντας τα χειλάκια της σαν παιδί που θυμώνει.

Ο Σταύρος είχε γίνει τώρα πιο χλωμός.

― Γιατί να μην παντρευτείς; Πρέπει να παντρευτείς, τα κορίτσια πρέπει να παντρεύουνται.

―Τα κορίτσια. Κι οι άντρες; Οι άντρες δεν πρέπει να παντρεύουνται;

― Πρέπει, ποιος λέει όχι.

― Τότε εσείς γιατί δεν παντρευτήκατε; Αλήθεια γιατί δεν παντρευτήκατε κύριε Σταύρο; Κι εσείς, κύριε Γεράσιμε;

Ο Γεράσιμος κούνησε το κεφάλι του.

― Έτσι έτυχε, είπε ο Σταύρος.

― Τότε να παντρευτείτε τώρα.

― Τώρα είμαστε πια γέροι.

― Αφήστε τα αυτά. Δεν είσαστε διόλου γέροι.

― Έπειτα πρέπει να μας θέλει και καμιά. Δεν είναι και στο χέρι μας, είπε ο Γεράσιμος γελώντας.

― Σας θέλουνε, σας θέλουνε· φτάνει σεις να το θελήσετε.

― Εσύ, εσύ πρέπει να παντρευτείς, εσύ που είσαι ακόμα παιδί, είπε ο Σταύρος με ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλια.

― Εγώ, δε θέλω να παντρευτώ, σας το είπα. Η μαμά επιμένει.

― Μα γιατί δε θέλεις;

― Εγώ θέλω να μείνω μαζί με σας, είπε και τονέ κοίταξε μέσα στα μάτια· ύστερα κατέβασε το κεφάλι της.

Γελάσανε.

― Μαζί μας; Τι να μας κάνεις εμάς; Εμείς είμαστε γέροι, δεν το είπαμε; Εσύ πρέπει να παντρευτείς, να πάρεις ένα παιδί όμορφο… Αλήθεια, δε μας είπες· είναι όμορφος ο γαμπρός; ρώτησε ο Σταύρος.

― Ουφ, αφήστε τα τώρα αυτά. Μα τι της ήρθε αλήθεια και της μαμάς;…

Ύστερα ήρθε κι ο θείος της, που γύριζε από το καφενείο, για να την πάρει να πάνε στο σπίτι.

― Ώστε η Ανθή μας φεύγει; είπε ο Σταύρος σα να ‘θελε να βεβαιωθεί καλύτερα.

― Έτσι φαίνεται.

― Ε, η ώρα η καλή.

Σηκωθήκανε να φύγουνε, Η Ανθή τους έδωσε το χέρι· ο Σταύρος ποτέ δεν ένιωσε τόση συγκίνηση όση απόψε τη στιγμή που η Ανθή του ‘δωσε το χέρι. Μάλιστα είχε την ιδέα πως απόψε του ‘σφιξε το χέρι μ’ έναν τρόπο διαφορετικό. Ναι, έτσι είναι, δε μπορεί να κάνει λάθος. Απόψε του ‘σφιξε το χέρι αλλιώτικα. Κι η ματιά της είχε μιαν έκφραση αλλιώτικη. Ναι, ναι, δεν κάνω λάθος. Δε γελιέμαι εγώ εύκολα.

Οι δυο φίλοι βαδίζανε στο δρόμο αμίλητοι.

Κάποιο σύννεφο τους πλάκωνε την ψυχή. Τα ηλεχτρικά δεν ήτανε αναμμένα γιατί η κυβέρνηση ήθελε να κάνει οικονομία στο κάρβουνο κι ο δρόμος ήτανε σκοτεινός και σχεδόν έρημος. Τα μαγαζιά ήτανε όλα κλειστά με τα ρολά τους κατεβασμένα. Μόνο τα κιόσκια φαινόντανε φωτισμένα.

Κάποιος σταματημένος στο πεζοδρόμιο, προσπαθούσε να διαβάσει το πρόγραμμα κάποιου θεάτρου που ήτανε κολλημένο στον τοίχο.

Σ’ ένα κιόσκι ένας είχε πιάσει γλυκιά κουβέντα με την πουλήτρα που ήτανε νέα κι όμορφη. Ένας άνθρωπος μ’ έναν κουβά στο χέρι και μ’ ένα πινέλο άλειφε τον τοίχο που ήτανε γιομάτος προγράμματα για να κολλήσει ένα νεκρώσιμο. Κάποιος ζύγωσε και προσπάθησε να διαβάσει.

― Πάει κι αυτός, μουρμούρισε.

Οι δυο φίλοι κατεβαίνανε αργά το έρημο πεζοδρόμιο. Απόψε λες και δε βιαζόντανε να γυρίσουνε γρήγορα στο σπίτι τους.

― Λοιπόν πώς σου φαίνεται κι αυτό; Είπε ο Σταύρος μ’ ένα βαρύθυμο ύφος.

― Έπρεπε να το περιμένουμε. Δε μπορούσε βέβαια το κορίτσι να περάσει όλη τη ζωή του μέσα στο καφενείο σαν κι εμάς, αποκρίθηκε ο Γεράσιμος.

Αυτό ήτανε βέβαια πολύ σωστό. Μα γιατί μιλούσε έτσι απόψε ο Γεράσιμος; Ο τόνος της κουβέντας του φανέρωνε κάποια κακία, κάποια μοχτηρία, κάποια ακόμα ικανοποίηση. Ο Γεράσιμος απόψε ένιωθε μια κρυφή χαρά τόσο μεγάλη όσο μεγάλη ήτανε τώρα κι η μελαχολία του Σταύρου.

― Βέβαια, έπρεπε να το περιμένουμε. Αυτό είναι πολύ φυσικό… Βέβαια… Μα τι ηλίθιος που είμαι Θεέ μου…

Εξακολουθήσανε την κουβέντα στον ίδιο τόνο σα δυο καλοί φίλοι. Το σκοινί που απλωνότανε τεντωμένο τόσον καιρό με κίντυνο να σπάσει, απόψε χαλαρώθηκε. Οι δυο φίλοι ενωμένοι όπως τα παλιά χρόνια σμίγανε τώρα τον πόνο τους σα να σκύβανε κι οι δυο κάτω από την ίδια σκλερή μοίρα. Μια κοινή δυστυχία τους ξανάδενε πάντα σφιχτά. Μα ποια να ήτανε αυτή η ξαφνικιά δυστυχία; Ο γάμος της Ανθής; Μα αυτό έπρεπε να το περιμένουνε. Κι ωστόσο η είδηση που τους έφερε απόψε η ίδια η Ανθή είχε σκορπίσει στην παρέα τους έναν αέρα μελαχολίας καταθλιφτικό.

― Μας φεύγει, τηνέ χάνουμε, Γεράσιμε, είπε πάλε ο Σταύρος ύστερα από μακριά σιγαλιά.

Ο άλλος δεν απάντησε.

Έγινε πάλε σιωπή.

― Τουλάχιστο να ξέραμε πως θα γινότανε φτυχισμένη με αυτό το γάμο, είπε ο Σταύρος αργά σα να μονολογούσε.

― Βέβαια πρέπει να γίνει φτυχισμένη.

― Ουφ, καημένε, τι ανοησίες είναι αυτές; ποιος σου το αμφισβήτησε αυτό;

― Μα θαρρώ πως κι έσύ κάτι τέτοιο είπες πρώτα.

Έγινε σιωπή,

― Στα νεύρα σου είσαι απόψε Σταύρο, πρόσθεσε.

― Να με συχωράς, Γεράσιμε. Και, δεν ξέρω αλήθεια τι έχω απόψε. Κάτι μου κάθεται στην καρδιά.

― Σα να σε πείραξε αυτό που μας είπε η Ανθή.

Κείνος ξαφνιάστηκε.

― Γιατί να με πειράξει; Τι την έχω εγώ την Ανθή; Η Ανθή είναι εγγόνι μου; Να παντρευτεί, γιατί να μην παντρευτεί. Να παντρευτεί μα να ευτυχήσει. Αυτό μόνο με νοιάζει. Θα ευτυχήσει τάχα στα χέρια τους Τι λες κι εσύ;

― Όσο γι’ αυτό θα φροντίσουνε οι δικοί της.

― Βέβαια, θα φροντίσουνε. Ωχ Θεέ μου, όλο ανοησίας λέω απόψε. Μα τι μας νοιάζει εμάς το κάτω κάτω. Ας κάνουνε καλά οι δικοί της. Ας αλλάξουμε θέμα κουβέντας. Αρκετά είπαμε γι’ αυτό το ζήτημα… Μα θα είναι φοβερό, τόσο καλό κορίτσι, και να πέσει σε άσκημα χέρια.

Περνούσανε από ένα μικρό καφενεδάκι.

― Δε μπαίνουμε να πάρουμε έναν καφέ;

― Μα δεν είναι περασμένη η ώρα;

― Έλα καημένε κι εσύ, όλο με τις κότες σου αρέσει να μαζεύεσαι, είπε ο Σταύρος.

Μιλούσε με μιαν ασυνήθιστη τραχύτητα. Ο άλλος φαινότανε γαληνεμένος σα να είχε ξανάβρει άξαφνα την ησυχία του ύστερα από μια μακριάν αγωνία. Μπήκανε.

Ο Σταύρος πήρε από το τραπέζι μια φημερίδα. Ήτανε τσαλακωμένη κι από τη μιαν άκρη της έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι. Έριξε καμπόσες ματιές εδώ κι εκεί και την πέταξε χάμω. ‘Ύστερα κόλλησε τα μάτια του σ’ ένα κλαδάκι που το είχανε κρεμάσει κάτω από τη λάμπα. Τα φύλλα φαινόντανε μαραμένα και μαύρα από τις μύγες που ήτανε κολλημένες απάνω σ’ ένα πυκνό στρώμα.

― Λοιπόν τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε ύστερα από ώρα ο Σταύρος.

― Εγώ λέω να πάμε στο σπίτι μας.

― Έτσι λες; Πάμε. Σωστό. Τι να κάνουμε εδώ;

Μα τη στιγμή που ήτανε έτοιμος να σηκωθεί, γύρισε το κεφάλι του στο διπλανό τραπεζάκι όπου καθόντανε τρεις άνθρωποι και κουβεντιάζανε. Το αυτί του πήρε αυτά τα λόγια από την κουβέντα του ενός

― Δε φοβάμαι το θάνατο. Κείνο που με φοβίζει είναι ο τρόπος του θανάτου. Σα συλλογιέμαι…

― Τι; ρώτησε ο άλλος.

― Να, πως μπορεί να μου στρίψει άξαφνα το σαγόνι και να πάει πέρα. Έπειτα είναι η τρέλα. Φοβάμαι πως μπορεί να τρελαθώ. Κι α με κλείσουνε πουθενά, καλά. Μα αν καταδικαστώ να γυρίζω στους δρόμους και τα παιδιά από πίσω μου να με κυνηγάνε και να μου ρίχνουνε λεμονόκουπες; αυτό είναι το πιο φοβερό.

Ύστερα άρχισε να μιλάει ο άλλος, ένας νέος με γυαλιά μεγάλα και στρογγυλά, που τα μαλλιά του πεταγότανε στον αέρα, με τσαλακωμένο κολλάρο κι ένα σακάκι γιομάτο λίγδες. Μιλούσε για γιατρική. Ίσως να ήτανε φοιτητής στη γιατρική.

― Τι θα πει εγχείρηση και να βλέπεις από μακριά τον καθηγητή; Εγχείρηση θα πει, να εγχειρήσεις ο ίδιος, να βάλεις ο ίδιος μαχαίρι πάνω στο κρέας. Έτσι κάνει τώρα ο καινούριος καθηγητής μας.

― Σας αφήνει κι εγχειρίζετε οι ίδιοι;

― Σε πτώματα. Πτώματα μικρών παιδιών. Α, δεν ξέρεις τι ωραία που είναι. Προπάντων οι κρανιοτομές. Παίρνεις ένα τρυπάνι και γυρίζεις, γυρίζεις πάνω στο κεφάλι του πεθαμένου… Α, είναι έξοχο.

Ο Σταύρος γύρισε άλλου το κεφάλι του για να μην ακούει.

― Πού τηνέ βρήκανε την κουβέντα αυτή; ψιθύρισε.

Αντικρύ φαινόντανε τα μεγάλα παράθυρα της μπυραρίας με τα τζάμια θολά από τα χνώτα και τους ατμούς.

― Κοίταξε τι γίνεται μέσα με τον ανθοπόλεμο; Είπε ο Γεράσιμος.

― Αλήθεια, έχουμε αποκριά απόψε, το ξέρεις;

―Έχεις δίκιο, είναι αποκριά κι εμείς το ξεχάσαμε ολότελα. Ε, πάμε να φύγουμε τώρα.

Σηκωθήκανε και φύγανε με βήμα αργό.

 

ΙΙΙ

 

Η Ανθή έπαψε πια να έρχεται στο ζαχαροπλαστείο. Στην παρέα τω δυο φίλων απλώθηκε πάλε η παλιά κρυάδα και μονοτονία. Κι οι δυο ξαναβρήκανε το συνηθισμένο τους ύφος. Κάποτε τύχαινε να αναφέρουνε και την Ανθή πάνω στην κουβέντα μα γλήγορα γλήγορα. Λες και προσπαθούσανε κι οι δυο να τηνέ ξεχάσουνε.

Ένα βράδυ ο Σταύρος τηνέ συνάντησε στο δρόμο. Την είδε μα δεν τόλμησε να τηνέ ζυγώσει. Την ακολούθησε από μακριά. Γιατί; Του άρεσε να τηνέ βλέπει ας είναι κι από μακριά; Ήθελε τίποτα να της ειπεί; Κι αυτός δεν ήξερε τι ζητούσε. Το μόνο που ‘νιωθε ήτανε πως δε μπορούσε ν’ αλλάξει δρόμο σα να τον έσερνε πίσω της με κανένα μαγνήτη. Η Ανθή καθότανε στο Πολύγωνο. Για να φτάσει στο σπίτι της, έπρεπε να περάσει από ένα πάρκο γιομάτο δέντρα.

Μπήκε σ’ ένα δρομάκι. Το φως ήτανε λιγοστό. Μπήκε κι ο Σταύρος στο ίδιο δρομάκι. Το μέρος ήτανε ερημικό, σιγαλιά βασίλευε γύρω που άφηνε ν’ ακούγεται ο κρότος της περπατησιάς τους.

Ο Σταύρος φρόντιζε πάντοτε να ακολουθεί από μακριά. Μα για μια στιγμή η Ανθή ένιωσε πως κάποιος ερχότανε από πίσω της και γύρισε το κεφάλι της. Ίσως και να φοβήθηκε.

Ο Σταύρος στριμώχτηκε πίσω από ένα δέντρο για να μη τονέ δει. Η Ανθή ξακολούθησε το δρόμο της με βήμα τώρα γληγορότερο. Ο Σταύρος βγήκε από τη θέση του κι άρχισε να περπατάει προσπαθώντας να πατεί όσο μπορούσε πιο αλαφρά. Μα η Ανθή ξαναγύρισε άξαφνα και τον είδε.

― Α, εσείς είσαστε κύριε Σταύρο; φώναξε ξαφνιασμένη.

Κείνος ζύγωσε.

― Εγώ, ψιθύρισε.

Φαινότανε σαστισμένος. Αν ήτανε περσότερο φως, η Ανθή θα ‘βλεπε πως το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο.

― Μα πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε κείνη.

Αναγκάστηκε να σκεφτεί κάποιο ψέμα για να δικιολογηθεί. Ύστερα πρόστεσε.

― Σαν έτυχε να συναντηθούμε, μου επιτρέπετε να σας συνοδέψω έως το σπίτι σας;

― Πολύ ευχαρίστως· θα μου κάνετε μάλιστα και μεγάλη φχαρίστηση.

Βαδίζανε αργά. Το μέρος ήτανε έρημο και σκοτεινό. Ο Σταύρος κάτι ήθελε να ειπεί μα δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Νόμιζε πως όπως κι αν άρχιζε, πάντα θα ‘λεγε κάτι που δεν έπρεπε να το πει.

― Μα γιατί σωπαίνετε; Γιατί δε μου μιλάτε; είπε η Ανθή. Ύστερα πρόστεσε με παιδιάτικο τόνο.

― Ξέρω, ξέρω, δε σας κάνει πια γούστο η συντροφιά μου.

― Τι λόγια είναι αυτά που λες Ανθή; Πώς μπορείς να σκέφτεσαι τέτοιο πράμα; Ξέχασες πόσο όμορφα περάσαμε τόσον καιρό;

―Μα γι’ αυτό ίσια ίσια απορώ κι εγώ απόψε μ’ αυτή τη σιωπή σας.

Ο Σταύρος έμεινε λιγάκι σιωπηλός.

― Κι όμως εσύ προτίμησες να μας αφήσεις.

Φοβήθηκε γι’ αυτό που τόλμησε να ξεστομίσει Μα η Ανθή δεν έβαλε τίποτες κακό με το νου της.

― Εγώ το προτίμησα; Η μαμά το θέλησε. Εγώ θα ήθελα να είμαι πάντα μαζί σας. Δε σας το είπα;

― Πάντα. Αυτό είναι μια κουβέντα. Πόσον καιρό δηλαδή; Όλη σου τη ζωή; Μπορούσες να μείνεις μαζί μας όλη σου τη ζωή; Μια μέρα έπρεπε να φύγεις, έπρεπε να χωριστούμε. Τι αργά, τι γλήγορα.

― Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, ψιθύρισε η Ανθή σκεφτική.

Πέσανε πάλε σε σιωπή. Μερικά παράθυρα φαινόντανε φωτισμένα. Το σπίτι της Ανθής ήτανε ακόμα μακριά. Από μακριά ακούστηκε κάποια στρατιωτική σάλπιγγα που σήμαινε.

― Λοιπόν τον αγαπάς; ρώτησε ο Σταύρος. Η Ανθή έβαλε τα γέλια.

― Ξέρω κι εγώ; Να σου πω καλά καλά ούτε το σκέφτηκα αυτό το πράμα.

Ο Σταύρος σώπασε πάλε· τα λόγια βγαίνανε με δυσκολία από το στόμα του. Έμοιαζε σαν άνθρωπος που βαδίζει ψαχτά μέσα στο σκοτάδι.

― Ξέρεις Ανθή, εσύ είσαι ένα πολύ καλό πλάσμα κι όποιος θα σε πάρει, έχει την υποχρέωση να σε κάνει φτυχισμένη. Πρέπει να το συλλογιστεί καλά όποιος θα σε πάρει. Θα ήτανε φοβερό να παντρευτείς και να δυστυχήσεις.

― Σωστά, σωστά. Μα γιατί μου τα λέτε όλα αυτά; Ξέρετε κύριε Σταύρο, τα λόγια σας απόψε μου φαίνουνται πολύ περίεργα.

Ο Σταύρος σάστισε σαν ένα μικρό παιδί που το μαλώνουνε.

― Αλήθεια; να με συχωράτε. Δεν ξέρω τι λέω. Είμαι ένας ανόητος. Τι ανοησίες κάθουμαι και σας λέω.

Φτάσανε στο σπίτι της. Η Ανθή πίμενε να τονέ μπάσει μέσα, να τονέ συστήσει και στη μαμά της μα κείνος αρνήθηκε με την πρόφαση πως βιάζεται κάποιονε να ανταμώσει.

― Καλά, καλά. Τότε χαίρετε και σας φχαριστώ πολύ πολύ που με συνοδέψατε. Τι σύμπτωση αλήθεια να σας συναντήσω στο δρόμο.

― Ναι, ναι, σύμπτωση βέβαια. Χαίρετε χαίρετε!

Της έδωσε το χέρι.

― Πωπώ, κρύο που είναι το χέρι σας, κύριε Σταύρο,

Η Ανθή έτρεξε μέσα στην πόρτα της. Ο Σταύρος απομακρύθηκε κάμποσο κι ύστερα στάθηκε. Μπροστά του είχε το σπίτι της Ανθής με το φωτισμένο παράθυρο. Στάθηκε ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Ο αγέρας κατέβαινε από τον Τρελό τσουχτερός. Ερημιά τριγύρω του. Κάποιο δέντρο κουνούσε αλαφρά την κορφή του στο φύσημα του αγέρα.

Προχώρεσε με βήμα αργό, ύστερα στάθηκε. Τα πόδια του κλονιζόντανε. Ακούμπησε σ’ ένα δέντρο. Σκοτάδι. Άξαφνα τον πήρε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει… Ένα κλάμα αργό, σιγαλό που χανότανε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ενώ ο αγέρας τραγουδούσε σιγαλά μουρμουριστά το θλιβερό του τραγούδι.

 

IV

 

Οι δυο φίλοι ξακολουθούσανε να συχνάζουνε στο ζαχαροπλαστείο. Όσο ζύγωνε ο καιρός του γάμου, τόσο μεγάλωνε κι η μελαχολία τους. Ένα βαρύ σύννεφο βάραινε πάνω στην ψυχή τους. Μα ο καθένας προσπαθούσε να κρυφτεί από τον άλλονε. Προσποιόντανε τους αδιάφορους και αποφεύγανε να αναφέρουνε τ’ όνομα της Ανθής. Κι αν καμιά φορά το ‘φερνε η κουβέντα να την αναφέρουνε, το κάνανε αυτό μ’ έναν τρόπο που να δείχνει αδιαφορία και γλήγορα σπεύδανε να γυρίσουνε την κουβέντα σε άλλο θέμα.

― Τι μας νοιάζει πια εμάς για την Ανθή; Τώρα αυτή ανήκει σε άλλονε, είπε ένα βράδυ ο Σταύρος.

Αυτό όμως που είπε δεν τονέ φχαρίστησε και τα ‘βαλε με τον εαυτό του «Όλο γκάφες κάνω. Τι θα ειπεί ανήκει σε άλλονε; Σάμπως ανήκε καμιά φορά σε μένα και την έχασα;» Ένα βράδυ, εκεί που καθόντανε κι οι δυο αμίλητοι, μπήκε μέσα η Ανθή. Μπήκε μέσα ζωηρή, γελαστή κι όλο το κατάστημα έλαμψε από το φως που σκορπούσε η παρουσία της.

― Αύριο γίνεται ο γάμος. Σας προσκαλώ και τους δυο είπε.

Ο Σταύρος κιτρίνισε. Αύριο γίνεται ο γάμος. Ώστε δεν είναι ψέματα. Έως τώρα βρισκότανε σε μια παράξενη ψυχολογική κατάσταση. Το πίστευε και δεν το πίστευε. Τώρα όμως δεν υπήρχε καμιά αφιβολία. Η Ανθή φεύγει, φεύγει για πάντα…

― Άιντε, η ώρα η καλή και να μας θυμάσαι, της είπε μ’ ένα προσποιημένο χαμόγελο.

― Δε θα λείψετε;

― Πώς θα λείψουμε; Είναι δυνατό να λείψουμε;

Η Ανθή τους αποχαιρέτησε κι έφυγε. Βιαζότανε. Παραμονή γάμου κι είχε να φροντίσει για τόσα πράματα…

― Θα πάμε στο γάμο; ρώτησε ύστερα από ώρα ο Γεράσιμος.

― Πώς δε θα πάμε; αποκρίθηκε ο Σταύρος ξαναγυρίζοντας άξαφνα από την αφερεμάδα που ήτανε βυθισμένος.

― Τότε να συναντηθούμε κάπου να πάμε μαζί;

―Να συναντηθούμε, αποκρίθηκε πάλε αφαιρεμένα σα να μην ένιωθε τι έλεγε.

Ο Γεράσιμος του μιλούσε και κείνος ψιθύριζε αδιάκοπα, ασυνείδητα «Ναι, ναι, όπως το είπες».

 

V

 

Το άλλο βράδυ ο Γεράσιμος περίμενε το Σταύρο στο συφωνημένο μέρος. Περίμενε, περίμενε μα ο Σταύρος δε φαινότανε κι αναγκάστηκε να πάει μοναχός στο σπίτι της Ανθής με την ελπίδα πως ίσως τον εύρισκε εκεί. Μα ούτε εκεί δεν ήτανε. Η Ανθή μόλις τον είδε έτρεξε καταπάνω του.

― Γιατί μοναχός σας; Πού είναι ο κύριος Σταύρος;

― Μα, δεν ξέρω… Είχαμε συφωνήσει… Περίεργο… Ίσως καμιά κακή συνεννόηση…

― Α δεν έρθει, να του πείτε πως δε θέλω πια να του ξαναμιλήσω, φώναξε η Ανθή μ’ ένανε μορφασμό σαν κακιωμένο παιδί… Τον άφησε κι έτρεξε στην άλλη κάμαρα όπου την περιμένανε… Το γλέντι, που επακολούθησε το μυστήριο, βάσταξε ως το πρωί… Ήτανε μια ξάστερη νύχτα, παγωμένη. Αγέρας φυσούσε που ξέραινε τα δάχτυλα τω χεριώνε. Ύστερις από τα μεσάνυχτα, άρχισε να πέφτει ψιλό ψιλό το χιόνι, μια άσπρη, αλαφριά, ανάερη πιτουρίδα που καθότανε πάνω στα ξερά κλαδιά τω δέντρων δειλά, σιωπηλά σα να φοβότανε να τ’ αγγίξει… Ο δρόμος ήτανε έρημος, κρύος. Τα όργανα παίζανε μα οι νότες που φτάνανε ως το δρόμο, λες και ξεψυχούσανε πάνω στο χιόνι…

Ο Σταύρος δε φάνηκε στο σπίτι…

Μόνο ένας άνθρωπος φάνηκε, μαζεμένος μέσα σε μια πόρτα, αντίκρυ στο σπίτι της Ανθής, που έμεινε εκεί όσο που άρχισε να χαράζει. Ο άνθρωπος όλη τη νύχτα δεν κουνήθηκε από αυτή τη θέση, και τα μάτια του που ήτανε ξεπαγιασμένα από το χιόνι, δεν ξεκολλήσανε από το φωτισμένο παράθυρο με τα τζάμια, τα χνωτισμένα από τις ανάσες.

Οι νότες ξεψυχούσανε αργά πάνω στο χιόνι του δρόμου…

Ο άνθρωπος έκλαιγε, έκλαιγε μ’ ένα σιγαλό αναφιλητό.

Έκλαιγε τη χαμένη ζωή του…

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 780, Γενάρης-Φλεβάρης 1924

 

Να πώς μου δηγήθηκε την ιστορία αυτή ο φίλος μου ο Γιάννης ο Άρπης, ένας μισόκοπος άνθρωπος, υπάλληλος σ’ ένα υπουργείο και λιγάκι λόγιος, γιατί έγραφε και στίχους πότε πότε, χωρίς όμως και να τολμάει να τους δημοσιεύει γιατί ντρεπότανε φοβερά τον εαυτό του και τη θέση του.

―Τότε τρώγαμε σε μια ταβέρνα, μια βρόμικη ταβέρνα εκεί μέσα στην Αγορά. Σα μπήκαμε κείνο το βράδυ μέσα, μαζί μ’ ένανε φίλο ποιητή, η ταβέρνα ήτανε γιομάτη. Όλα τα ξύλινα τραπέζια πιασμένα. Εργάτες, υπάλληλοι του υποθηκοφυλακείου, στρατιώτες, υπαξιωματικοί, πρόσφυγες τρώγανε σκυμμένοι πάνω στα πιάτα. Άλλοι είχανε τελειώσει το φαγητό τους κι είχανε αρχίσει το πιοτό. Άλλοι καπνίζανε, κουβεντιάζανε, ένας προσπαθούσε να στεριώσει ένα τραγούδι μα δεν το κατάφερνε και τα είχε βάλει με το λαρύγγι του που δεν τονέ βοηθούσε. Αληθινά η φωνή του έβγαινε πολλή βραχνή σα να ‘βγαινε από κανένα λαρύγγι καταστρεμμένο από κάποια παλιάν αρρώστια. Στο πατάρι καθόντανε καμπόσοι λόγιοι και πίνανε. Η συζήτησή τους πάνω στο φιλολογικό ζήτημα της ημέρας, είχε ανάψει, παίρνοντας έναν προσωπικό χαραχτήρα· ένας λόγιος είχε δημοσιέψει κείνη την ημέρα σε μια φημερίδα ένα άρθρο εναντίον της Ακαδημίας που λογάριαζε η κυβέρνηση να ιδρύσει. Αυτοί πάλε θέλανε να ιδρυθεί η Ακαδημία γιατί το είχανε σίγουρο πως όλοι τους θα διοριζόντανε Ακαδημαϊκοί. Έτσι η οργή τους εναντίον του άλλου, που τους χαλούσε τη δουλειά, ξέσπασε σ’ ένα χυδαίο, αγοραίο υβρεολόγιο.

― Είναι άτιμος, φώναξε ένας νεαρός ποιητής, λιγάκι αλλήθωρος.

― Όπου τονέ βρω, θα τονέ μπατσίσω μα το θεό, πρόστεσε άλλος ποιητής κι αυτός που μπορούσε να σου καταφέρει τις καλύτερες ρίμες μα με τη συφωνία να είναι όλες ανορθογραφημένες.

Οι άνθρωποι είχανε αγριέψει λες και τους άρπαξε κανείς κανένα κόκαλο που το είχανε και το γλείφανε ήσυχα, μέσα από το στόμα τους.

― Βρε τι κάνετε έτσι; Σάμπως κι α γίνει Ακαδημία, έχουμε καμιάν ελπίδα εμείς; είπε ένας άλλος από την παρέα.

― Πώς; Γιατί δεν έχουμε ελπίδα; ρώτησε ένας με κόκκινη από το πολύ κρασί μύτη.

― Μα βέβαια. Δεν το καταλαβαίνεις; Ακαδημαϊκοί θα γίνουνε όλο και γέροι. Χρειάζεται να είναι γέροι, δε γίνεται αλλιώς. Γέροι ή στο κορμί ή στο μυαλό. θα μπει αυτό και στον κανονισμό. Ο υποψήφιος Ακαδημαϊκός θα είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζει τα έργα του και την αρτηριοσκλήρωσή του. Εβίβα.

Σήκωσε το ποτήρι του μα κανείς δεν τονέ μιμήθηκε.

― Μα κι εγώ δεν είμαι κανένα παιδί, τι θαρρείς; τα ‘χω περάσει τα σαράντα, είπε ο άνθρωπος με την κόκκινη μύτη, θυσιάζοντας την ηλικία του στη δόξα μιας Ακαδημαϊκής έδρας.

― Πάψε, δεν είσαι.

― Είμαι, μα το θεό.

Πίμενε σώνει και καλά να περάσει για γέρος για να έχει έτσι πιο πολλές ελπίδες γι’ Ακαδημαϊκός.

Εγώ με το φίλο μου κοιτάζαμε να βρούμε καμιά θέση για να καθίσουμε.

Άξαφνα από ένα τραπέζι, κάτω στο βάθος, ακούσαμε μια γνωστή φωνή να μας καλεί με τ’ όνομά μας.

― Α, ο Βάρνας, είπα εγώ.

Βαδίσαμε στο τραπέζι του. Στο τραπέζι του ήτανε κι άλλος ένας, άγνωστός μας, που πρώτη φορά τονέ βλέπαμε. Ο Βάρνας μας σύστησε το φίλο του.

― Ο κύριος Νώντας, υπάλληλος και φίλος καλός.

Εγώ ξαφνιάστηκα λιγάκι.

― Στο υπουργείο της Γεωργίας; ρώτησα δίνοντάς του το χέρι.

― Ναι, μα όχι τώρα.

― Απολυθήκατε;

― Παραιτήθηκα! Γιατί; μήπως με ξέρετε;

― Α, όχι πρώτη φορά ακούω τ’ όνομά σας.

Δεν έλεγα αλήθεια. Τ’ όνομά του το είχα ακούσει κι άλλοτε πολλές φορές να μου το αναφέρει κάποια γυναίκα. Αυτός ήτανε. Νώντας, υπάλληλος του υπουργείου της Γεωργίας, δεν μπορεί να είναι άλλος.

― Γραμματέας; είπα.

― Ναι, γραμματέας.

Ήτανε ένας πολύ ευχάριστος τύπος. Κυρίως φαινότανε ένας τύπος γυναικά γιατί όλο για γυναίκες μας μιλούσε. Κάποιος στο τραπέζι ανάφερε πως η Μιμή Κλαιρόν είχε την ευεργετική της απόψε στου Παπαγιάννη.

― Ωραία γυναίκα, είπε ο Νώντας δίνοντας στη μορφή του την έκφραση μιας μακρινής θύμησης.

― Ποιος την έχει; ρώτησε πάλε ο Βάρνας.

Ο φίλος μου πρόστεσε τ’ όνομα ενός γνωστού χρηματιστή.

Ο Νώντας πήρε ένα ύφος ενήμερο.

― Την είχε, δεν την έχει πια. Τώρα την έχει ο Κούμης.

― Τι είναι αυτός;

― Αξιωματικός του ναυτικού. Μα τι τα θέλετε; Κανείς δεν την έχει γλεντήσει τη Μιμή περσότερο από μένα.

Ο Βάρνας τον κοίταξε μ’ ένανε ζηλιάρικο τρόπο.

― Εσύ;

― Ναι εγώ, γιατί; δε σου γιομίζει το μάτι; Μα όχι τώρα. Εδώ και πέντε χρόνια. Ήτανε τότε που πρωτοήρθε από τη Σμύρνη. Α! τότε έπρεπε να τηνέ βλέπατε τι κόμματος ήτανε. Τώρα χάλασε.

― Μωρέ αυτή χάλασε; Αυτή χαλάει κάθε βράδυ κόσμο, είπε ο Βάρνας που είχε πέσει σε μια ξαφνική μελαχολία, γιατί δεν είχε να δείξει κι αυτός μια παρόμοια κατάχτηση.

― Ναι, δε σου λέω, μα τότε ήτανε ακόμα τρυφεράδι, άβγαλτη. Δε θα ήτανε παραπάνω από δεκαεφτά χρονών. Α, τι κορμί ήτανε κείνο. Και κάτι βυζάκια, πέτρα σωστή.

Μισόκλεισε τα μάτια του κι έπεσε σε σιωπή σα να ‘θελε να θυμηθεί κάτι από τα περασμένα του.

Ύστερα πρόστεσε.

― Ε, ρε, χρόνια. Τι ζω.

Μα πώς τηνέ γνώρισες; ρώτησε ο Βάρνας σα να μη ήθελε να του συχωρέσει αυτό το κατόρθωμα.

Άρχισε και μας δηγήθηκε όλη την ιστορία της γνωριμιάς της. Πώς την είχε φέρει από τη Σμύρνη ένας ηθοποιός για να την ξεμεταλλευτεί, αφού την είχε περιμαζέψει εκεί από τους δρόμους, πώς του την πήρε ύστερα αυτός μαζί μ’ έναν άλλονε, πώς την είχανε κρυμμένη οχτώ μήνες σ’ ένα σπιτάκι, τέρμα Αχαρνών, όσο που τηνέ βαρεθήκανε επί τέλους και την αφήσανε. Γιατί κι αυτή είχε αρχίσει να στενοχωριέται. Ήθελε να πετάξει λεύτερα όξω από το κλουβί. Πώς μπήκε στην οπερέτα, στην αρχή κορίστα, και πώς ύστερα, άμα ο διευθυντής ανακάλυψε το ταλέντο και τις μυστικές χάρες του κορμιού της, τηνέ προβίβασε σε σουμπρέτα όσο που σιγά σιγά και με την υποστήριξη τω δημοσιογράφων ξετυλίχτηκε σε πρωταγωνίστρα που έκανε κρότο στην Αθήνα.

Μέσα στο πλήθος που γιόμιζε την ταβέρνα, προστέθηκε τώρα κι ένας στραβός με μια φυσαρμόνικα που τον οδηγούσε ένα παιδάκι. Κάθισε σε μια καρέκλα, έσκυψε το κεφάλι του πάνω στη φυσαρμόνικα κι άρχισε να παίζει ένα κλαψιάρικο, μονότονο κομμάτι, σα να σου τραβούσε τ’ άντερα. Πάνω στο πατάρι η συζήτηση για την Ακαδημία είχε φουντώσει. Όλοι βρίσκανε εθνική ανάγκη την ίδρυσή της, κι ο καθένας άφηνε να υπονοηθεί πως ήτανε αδύνατο να ιδρυθεί σοβαρή Ακαδημία χωρίς να περιλάβει μέσα και τον εαυτό του.

― Και το πατάρι εδώ αυτό, Ακαδημία είναι, ακούστηκε ένας να φωνάζει με θυμό.

Το παιδί του στραβού ζύγωσε στο τραπέζι μας μ’ ένα τασάκι τενεκεδένιο στο χέρι.

― Κάνετε, κύριοι, μια βοήθεια για τον αόμματο, που δεν έχει μάτια.

Κάτι του δώσαμε και κείνο έφυγε για να πάει σ’ άλλο τραπέζι.

Ο Νώντας ξακολουθούσε να δηγιέται τα ερωτικά του κατορθώματα. Δε φαινότανε να λέει ούτε ψέματα ούτε υπερβολές. Εμείς τον ακούγαμε με προσοχή και ζήλεια γιατί η δική μας ζωή ήτανε φτωχιά από τέτοια κατορθώματα. Στο διπλανό τραπέζι., ένας δημοσιογράφος έγραφε με μολύβι πάνω σε κάτι παλιόχαρτα, βιαστικά, το χρονογράφημα που έπρεπε να δημοσιευτεί αύριο στη φημερίδα του.

― Δε σε πειράζει ο θόρυβος εδώ μέσα; του είπε ο άλλος που ήτανε παρέα του.

― Τι να με πειράξει; Αρλούμπες γράφω, αποκρίθηκε κείνος δίχως να σηκώσει το κεφάλι του από το χαρτί.

Άξαφνα παρατήρησε πως το χαρτί του είχε σωθεί. Έψαξε μέσα στις τσέπες του μήπως κι ανακαλύψει κανένα κομμάτι μα δε βρήκε τίποτα. Πήρε τότε από χάμω το χαρτί που τους είχε στρώσει ο μάγερας αντί για πετσέτα και ξακολούθησε ήσυχος το γράψιμο του. Σαν τέλειωσε, σηκώθηκε όρθιος.

― Περίμενε μια στιγμή να πεταχτώ ως το τυπογραφείο κι έφτασα, είπε και χύθηκε όξω ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο ανάμεσα στα τραπέζια.

Ο Νώντας είχε τελειώσει τη δήγηση του κι είχε βυθιστεί σε μια γλυκιά σιωπή σα να ‘θελε με την ησυχία του να ξαναθυμηθεί όλες τις αξέχαστες στιγμές που είχε ζήσει.

― Τώρα έχεις καμιά; ρώτησε ο Βάρνας.

Κείνος έκανε έναν περιφρονητικό μορφασμό.

― Α, τιποτένια πράματα, γελοία πράματα, έτσι για να περνάει η ώρα και να βρισκόμαστε σε δουλειά.

― Καμιά θεατρίνα πάλε; ρώτησε ο Βάρνας.

― Μπα, δε βαριέσαι. Μια ζωντοχήρα καμιά τριανταριά χρονών… Μα δεν αξίζει να γίνεται κουβέντα… Μια, πες πως είναι και του δρόμου…

― Είναι όμορφη;

― Μέτρια, πολύ μέτρια πράματα. Δε σας είπα; Έτσι για να περνάει η ώρα, να μην ξεχνάμε την τέχνη μας. Την είχε πρώτα κάποιος φίλος μου κάμποσο καιρό. Έπειτα τηνέ βαρέθηκε αυτός και μου την άφησε μένα. Μα δεν αξίζει να γίνεται τώρα λόγος. Παλιογυναικούλες του δρόμου. Το κακό που γεράσαμε πια και δεν έχουμε και λεφτά. Αλλιώς ξέραμε καλά τη δουλειά μας.

Εγώ είχα πέσει σε σιωπή.

― Δε λέτε και σεις τίποτα; μου είπε ο Νώντχς.

― Τι να πω; Η ζωή μου είναι πολύ φτωχιά, πολύ μίζερη… Ώστε υπερετούσατε μια φορά στο υπουργείο της Γεωργίας;

― Γραμματέας.

― Μια Σμαρώ, μια ζωντοχήρα, την έχετε γνωρίσει;

Κείνος σα να ξαφνιάστηκε.

― Σμαρώ, ζωντοχήρα… Μια μελαχρινή, πολύ μελαχρινή, κοντή με κομμένα μαλλιά, πρόστεσα εγώ.

― Ναι, για σταθείτε, κάτι θυμάμαι… Σμαρώ… ναι, ναι… Κάποτε την είχα γνωρίσει στο δρόμο, όχι, σε κάποιο ζαχαροπλαστείο… μου την είχε γνωρίσει κάποιος φίλος μου, απάντησε ο Νώντας και με κοίταξε καλά καλά μέσα στα μάτια.

Καθίσαμε κείνο το βράδυ μέσα στην ταβέρνα ως τα μεσάνυχτα.

Τώρα το μαγαζί είχε αδειάσει. Μέσα δεν είχανε απομείνει άλλες παρέες παρά οι λόγιοι πάνω στο πατάρι, που συζητούσανε ακόμα για την Ακαδημία, εμείς, και μια παρέα από κατώτερους ταχυδρομικούς που μιλούσανε για κάποιαν απεργία που σκεδιάζανε κείνες τις μέρες,

Ο ταβερνιάρης είχε κλείσει τις πόρτες, κι είχε σβήσει τα περσότερα φώτα. Ο μάγερας είχε αδειάσει τα λίγα απομεινάρια τω φαγιών από τους τετζερέδες μέσα στα πιάτα, ξεζώστηκε τη λιγδιασμένη του ποδιά, φόρεσε το σακάκι του κι έφυγε.

Σηκωθήκαμε κι εμείς να φύγουμε. Φύγανε κι οι ταχυδρομικοί. Απομένανε μόνο οι λόγιοι.

― Παιδιά, καιρός να κοιμηθούμε, φώναζε από κάτω ο ταβερνιάρης.

Και πρόστεσε.

―Μωρέ, τι λίμα αυτοί οι ανθρώποι; Από το απόγιομα έχουνε που σαλιαρίζουνε.

Στο δρόμο εγώ είχα μείνει λίγο πάρα πίσω.

Ο Νώντας με ζύγωσε τότε, μ’ έπιασε μπράτσο και μου είπε.

― Τηνέ ξέρετε λοιπόν αυτή τη Σμαρώ;

―Ναι, μου είναι γνωστή, του απάντησα με ύφος αδιάφορο.

― Δηλαδή καμιά συγγένισσά σου;

― Όχι.

― Ερωμένη σου;

― Αστειεύεσαι; Απλώς τηνέ γνωρίζω.

― Ώστε δε σε δένει τίποτα μαζί της;

― Μα πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;

― Μου φάνηκε, έτσι όπως με κοίταξες.

― Ιδέα σου. Ώστε είναι αυτή που μας δηγήθηκες;

― Θέλεις να σου πω την αλήθεια;

― Έτσι από απλή περιέργεια.

― Ε, λοιπόν, αυτή είναι.

― Το υπόθεσα.

― Μα τι να την κάνεις. Δεν αξίζει τίποτα. Κι όμορφη δεν είναι και μεγάλη στα χρόνια είναι κι έπειτα κείνος ο τρόπος της η ομιλία της… δε σου φαίνεται σαν απάχισσα;

― Ναι, ναι, ακριβώς σαν απάχισσα. Ώστε την έχεις;

― Μου κόλλησε, δε σου είπα; Μου τηνε μεταβίβασε ο φίλος μου για να τηνέ ξεφορτωθεί από τη ράχη του. Μα κι εγώ λογαριάζω να της δώσω το πανί της. Δε μου αρέσει. Έπειτα φοβάμαι κιόλας.

― Φοβάσαι;

― Ναι, καμιάν αρρώστια. Τηνέ βλέπω όλο όξω, μιλάει μ’ όλον τον κόσμο… Ξέρω κι εγώ, μπορεί να μου κολλήσει και τίποτα.

― Βέβαια χρειάζεται προσοχή, αφού είναι έτσι όπως το λες.

― Μα τι διάολο εμείς οι άντρες. Εγώ που τα λέω αυτά, εγώ ήμουνε πάλε χτες μαζί της στο Χαλάντρι.

―Στο Χαλάντρι; ξαναείπα εγώ σα να μην είχα ακούσει.

― Ναι, είχαμε πάει από το πρωί με το αυτοκίνητο, μαζί και με κάποιο φίλο μου. Μείναμε όλη τη μέρα και γυρίσαμε αργά κατά τα μεσάνυχτα. Καταλαβαίνεις τώρα, είπε μισοκλείνοντας τα μάτια του.

―Κι οι δυο σας;

―Θέλει ρώτημα; Τηνέ γλεντήσαμε καλά. Μα τι να την κάνεις; Δεν αξίζει τίποτα. Έπειτα άμα έχεις και το φόβο της αρρώστιας.

Ο Βάρνας μας ζύγωσε.

―Τι λέτε σεις όλη την ώρα;

Ύστερα πρόστεσε.

―Πάμε στο υπόγειο του Αγγελή. Έχει ανοίξει ένα γιοματάρι πρώτης.

Συφωνήσαμε.

Σε λίγο κατεβαίναμε στο υπόγειο που είχε μισόκλειστη την πόρτα του. Κάτω διακρίναμε μια παρέα σ’ ένα τραπέζι. Ήτανε όλοι γνωστοί μας. Φαίνεται πως πρωτύτερα ο μάγερας θα είχε ψήσει μπριτζόλες γιατί η ατμόσφαιρα ήτανε ακόμα γιομάτη καπνούς.

Μόλις μας είδανε από το τραπέζι να κατεβαίνουμε, μας φωνάξανε.

― Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε

Καθίσαμε κι εμείς στο τραπέζι, που ήτανε γιομάτο αποφάγια, κομμάτια από ψωμί, κόκαλα, πορτοκαλόφλουδες, που κολυμπούσανε όλα μέσα στο κρασί, το χυμένο πάνω στο τραπέζι…

Στην παρέα ήτανε κι ο Δεσπούκης ο ηθοποιός. Είχε πει κι είχε ένα κέφι τρομερό. Όλη την ώρα αυτός μιλούσε κι οι άλλοι απολαβαίνανε τα χωρατά του. Με επιτυχία αφάνταστη κατόρθωνε να παρασταίνει τους Μενιδιάτες, τους Ζακυθινούς, τους Κορφιάτες, τους Κεφαλλονίτες, τους Κρητικούς. Ακόμα έπαιξε και το ρόλο μιας Αδερφής νοσοκομείου την ώρα που διορθώνει τα μαλλιά της και καλεί με τ’ όνομά τους καθεμιά από τις συντρόφισσές της Ευλαλία, Ζαχαρούλα, Πηγή, Θεοφανώ. Και συνάμα διορθώνει και τη χωρίστρα της. Έπειτα έβαλε την Αδερφή αυτή, ν’ απαγγέλνει ένα ποίημα, που θα μπορούσε να κοκκινίσει και άλογο.

Όλοι γελούσανε. Ο Δεσπούκης ήτανε ο ήρωας της παρέας.

Μόνο εγώ δε γελούσα. Είχα πέσει σε μια βαθιά συλλογή και μελαχολία, που μου έπνιγε την καρδιά. Το καλό που όλοι ήτανε απασχολημένοι με τα χωρατά του Δεσπούκη κι έτσι, δεν είχανε καιρό να προσέξουνε πως εγώ ήμουνε σαν ένας ξένος στην παρέα τους. Έτσι γλίτωνα από την ενοχλητική υπεχρεοτικότητα τω φίλων. Γιατί δε μιλάς, γιατί δε γελάς; Μόνο «γιατί δεν πίνει;» δε θα μπορούσανε να μου ειπούνε γιατί αληθινά κείνο το βράδυ με είχε κυριέψει μια δίψα άσβηστη. Έπινα, έπινα κι όσο έπινα, τόσο ήθελα ακόμα να πιω. Κι αυτό όχι γιατί διψούσα. Ούτε καταλάβαινα τι έκανα. Έπινα μηχανικά μα ήθελα, πάντα να φέρνω το ποτήρι στο στόμα, έστω και για να βρέξω μόνο τα χείλια μου.

Σα βγήκαμε όξω ―η αλήθεια πως μας έδιωξε ο ταβερνιάρης― ο Δεσπούκης έβγαλε κάτι ουρλιάσματα σαν άνθρωπος που τάχα κιντυνεύει. Οι σφυρίχτρες τω χωροφυλάκων αρχίσανε να σφυρίζουνε τρελά και σε λίγο μαζώχτηκε γύρω μας ένα πλήθος άνθρωποι που τρέξανε από τα γειτονικά σοκάκια. Όλοι ήτανε βέβαιοι πως κάτι σοβαρό συβαίνει. Ένας υπόδειξε το Δεσπούκη. «Αυτός, αυτός φώναξε». Οι χωροφυλάκοι θέλανε να τον οδηγήσουνε στο τμήμα. Κείνος προσπαθούσε να τους πείσει πως ήτανε αδύνατο να είναι αυτός που φώναξε. Κι αμέσως άλλαξε τον τόνο της φωνής του. «Δε βλέπετε, κύριε χωροφύλακα; εγώ έχω φαρυγγίτιδα. Πώς είναι δυνατό να φώναξα εγώ;» έλεγε με μια κλαψιάρικη φωνή.

Αλήθεια. Στη φωνή του είχε δώσει τώρα έναν τόνο βραχνό σα να ‘τανε ο λάρυγγάς του ολότελα κλειστός ή σα να έπασκε από φτίση,

Στα τελευταία ο χωροφύλακας δέχτηκε ν’ αναγνωρίσει το πράμα για χωρατό, και να μας αφήσει να φύγουμε.

― Αστεία, αστεία, είπανε μερικοί.

― Δεν ξέρω εγώ αστεία. Μπορούσε να ‘ναι και τίποτα προπαγαντιστές, μουρμούρισε θυμωμένα ο χωροφύλακας, φεύγοντας.

Τι εννοούσε με τη λέξη «προπαγαντιστές», δεν μπόρεσα να καταλάβω.

Δε φαντάζουμαι να μην κατάλαβες τώρα πως η Σμαρώ αυτή ήτανε ερωμένη μου. Δηλαδή ερωμένη μου όχι· ήτανε μια γυναίκα για να περνάει η ώρα. Μα την είχα χρόνια αρκετά κι η γνωριμία μας δημιουργούσε ένα στενό δεσμό που θα μου ήτανε κάπως δύσκολο να τονέ διαλύσω.

Την άλλη μέρα τηνέ περίμενα στο σπίτι μου. Ήρθε ανύποπτη. Εγώ είχα ένα βαρύ ύφος. Δεν υπόπτεψε στην αρχή τίποτα και άρχισε τα συνηθισμένα της.

― Δε ντρέπεσαι, της είπα, να με κοιτάς; δε ντρέπεσαι να μπαίνεις εδώ μέσα;

― Ε, σε καλό σου, τι τρέχει πάλε;

― Θ’ αρχίσεις πάλε να μου αραδιάζεις ηλίθιες δικιολογίες;

―Μα σου ορκίζουμαι, δεν ξέρω τι θέλεις να ειπείς:

Έκανε να πέσει απάνω μου μα εγώ την έσπρωξα με τρόπο απότομο.

― Γιατί μου φέρνεσαι έτσι βάρβαρα; είπε με παραπονιάρικο τόνο.

― Γιατί είσαι μια πόρνη.

Έκανε πως ξιπάστηκε.

― Πόρνη! Εγώ πόρνη; Και μου το λες έτσι κατάμουτρα;

― Γιατί να μη σου το πω αφού είσαι. Δεν είσαι; τολμάς να τ’ αρνηθείς;

Άρχισε να κλαίει.

― Να θάψω τη μαμά μου, δεν έχω είδηση από αυτά που μου λες.

― Υποκρινότανε καλά το ρόλο της αθώας.

― Να θάψεις τη μαμά σου; Και δεν τρέμεις που το λες αυτό;

― Το λέω γιατί είναι αλήθεια.

Τότε αναγκάστηκα να της τα φανερώσω όλα. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αυτό δεν το περίμενε. Ζαλίστηκε, σάστισε, κάτι δοκίμασε να ειπεί μα ήτανε τόσο κουτό, τόσο ηλίθιο, τόσο ασυνάρτητο. Στα τελευταία αναγκάστηκε να χαμηλώσει το κεφάλι της και να σωπάσει.

― Και τώρα; ψιθύρισε ύστερις από ώρα.

― Τώρα; Δεν πιστεύω πως θα ‘χεις την αναίδεια να μου ζητήσεις να σε ξανασυχωρέσω; Σε συχώρεσα, θυμάσαι, τόσες και τόσες φορές, γιατί έκλαιγες μπροστά μου κι εγώ ο ηλίθιος πίστευα στα δάκρυά σου και σε λυπόμουνε. Τώρα όμως δε θα το ξαναπάθω. Θα φύγεις, θα φύγεις τη φορά αυτή και δε θα ξαναπατήσεις πια εδώ μέσα. Πόρνη!

Μου έπεσε στα πόδια.

― Λυπήσου με, τι θα γίνω άμα με διώξεις εσύ; Η μαμά μου είναι άρρωστη. Θέλεις να καταντήσω στους δρόμους;

Κι έκλαιγε, έκλαιγε, και μου έπιανε τα πόδια και μου φιλούσε τα χέρια και με ικέτευε να τηνέ συχωρέσω.

―Σε γέλασα πολλές φορές, έχεις δίκιο. Τώρα όμως, σου το ορκίζουμαι, δε θα σου δώσω ποτέ, ποτέ πια, αφορμή. Θα γίνω καλή, δική σου, ολότελα δική σου. Σου τ’ ορκίζουμαι.

Πού τα είχε κείνα τα δάκρυα; Βρύσες αστέρευτες τα μάτια της.

Ε, να μη σου τα πολυλογώ, τηνέ συχώρεσα. Δε βρήκα τη δύναμη ν’ αντισταθώ στα δάκρυά της. Η ταπείνωσή της, η συντριβή της λυγίσανε την επιμονή μου. Υποχώρεσα από σεβασμό προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια όχι από αίστημα αγάπης. Σου είπα, δεν ήτανε αγάπη εκείνο που με έδενε μαζί της. Πες το συνήθεια, οίχτο, ανάγκη.

Την έπιασα από το χέρι και τηνέ σήκωσα από χάμω.

― Ώστε μετανιώνεις αληθινά;

― Έχεις το λόγο μου. Θα με δεις.

― Σε συχωράω γιατί σε λυπάμαι. Κοίταξε να κρατήσεις το λόγο σου γιατί άλλη φορά δεν πρέπει να ελπίζεις τίποτα από μένα.

Ένιωθα την ευχαρίστηση του ανθρώπου που κάνει μια καλή πράξη. Κατόρθωσα να νικήσω τη σκληράδα μου κι αυτό με ικανοποιούσε.

Από τότε οι σχέσες μας ήτανε κανονικές μα ψυχρές. Στο βάθος υπήρχε πάντοτε κάτι που μου την κρατούσε σε απόσταση. Μα φρόντιζα να είμαι απέναντι της ευγενικός και φιλικός αφού δεν μπορούσα να ‘μαι θερμός.

Μια βδομάδα αργότερα συναντάω στο δρόμο το Νώντα. Μόλις με είδε, έτρεξε καταπάνω μου πνιγμένος στα γέλια.

― Αν το βρεις πού πηγαίνω; μου φώναξε.

― Αδύνατο να το μαντέψω.

― Στα Προπύλαια.

― Σπουδάζεις αρχαιολογία;

― Σπουδάζω γυναικολογία. Στα Προπύλαια που είναι όχι πάνω μα κάτω από την Ακρόπολη. Μα αλήθεια δεν τηνε ξέρεις αυτή τη μπύρα;

― Α, μπυραρία είναι;

― Μπυραρία με ιδιαίτερα καμαράκια αναπαυτικότατα· καταλαβαίνεις.

― Ναι, ναι. Σου ‘πεσε πάλε στα χέρια κανένα κελεπούρι;

― Δε βαριέσαι· πού να βρεθεί καινούριο; Να, η Σμαρώ είναι.

― Α, η Σμαρώ, εκείνη η παλιά που μου ‘λεγες;

― Εκείνη.

― Και τι ώρα θα συναντηθείτε;

― Τώρα πάω να την περιμένω μέσα στο καμαράκι.

Τον αποχαιρέτησα γιατί βιαζότανε. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και τα σύννεφα προβάλανε χρυσά κάτω στο Σαρωνικό. Δεν είχα καμιά αφιβολία πως μου ‘λεγε αλήθεια και γι’ αυτό αποφάσισα να παραμονέψω.

Δεν περίμενα και πολύ. Σε λίγο αλήθεια πρόβαλε από το δρόμο η σιλουέτα της Σμαρώς. Βάδιζε βιαστικά κι ανύποπτη γιατί το πρώτο σκοτάδι τηνέ προστάτευε. Εγώ βγήκα από την κρυψώνα μου και την παρακολούθησα από μακριά.

Ομολογώ πως ήμουνε ταραγμένος. Δεν είναι ανάγκη ν’ αγαπάει κανείς μια γυναίκα για να θλίβεται άμα τηνέ βλέπει στην αγκαλιά ενός άλλου. Κι εγώ ήξερα πως σε λίγο η Σμαρώ θα βρισκότανε στην αγκαλιά του φίλου μου. Αυτό α δε μου γκρέμιζε κανένα ανώτερο ιδανικό, μου πλήγωνε όμως ―τ’ ομολογώ― τον αντρίκειο μου εγωισμό. Έπειτα δε φανταζόμουνε ποτέ πως θα μπορούσε τόσο γλήγορα να ξεχάσει τους όρκους της τα δάκρυά της. Τι έπρεπε να κάνω κείνη τη στιγμή; Τι θα ‘κανες εσύ αν ήσουνε στη θέση μου; Να την αφήσω να προχωρέσει, να μπει στη μπυραρία, ή να τρέξω, να την κρατήσω και να της φωνάξω «πού πας; τι μου είπες; τι μου ορκίστηκες; ξέχασες τα δάκρυά σου;

Ήμουνε ανίκανος τη στιγμή αυτή να πάρω μιαν απόφαση. Έτσι πρόφτασε κείνη και χώθηκε μέσα δίχως να προλάβω να την κρατήσω.

Είχα τον ηρωισμό ―ή την αφιλοτιμία, όπως θέλεις χαραχτήρισέ το― να περιμένω όσο να βγει. Βγήκε μόνη. Είχανε φαίνεται συφωνήσει να φύγουνε χωριστά.

Ήτανε σκοτεινά και κείνη βάδιζε γλήγορα είτε γιατί φοβότανε είτε γιατί βιαζότανε κάπου να πάει.

Βγήκα από το μέρος που παραφύλαγα κι έτρεξα από πίσω της. Την έπιασα από το χέρι. Κείνη τρόμαξε κι έβγαλε μια φωνή. «Α!»

― Λοιπόν; τι λες τώρα; Είσαι ή δεν είσαι μια πόρνη; της είπα.

Τα ‘χασε! Σε όλο το διάστημα που εγώ της μιλούσα με λέξες που η καθεμιά ήτανε σίδερο αναμμένο, κείνη δεν άνοιξε ούτε μια φορά το στόμα της. Τι να ‘λεγε; Τι να δικαιολογηθεί; Τώρα δε χωρούσε πια καμιά δικιολογία.

Είχαμε μπει στην πόλη.

― Πρέπει να φύγω. Με περιμένει η μαμά μου, ψιθύρισε.

― Σε περιμένει βέβαια να της πας την είσπραξη, πόρνη, της σφύριξα στο αυτί σα φίδι.

Με άφησε κι έφυγε τρέχοντας.

Εγώ την ακολούθησα από μακριά, δεν ξέρω γιατί.

Έφτασε σ’ ένα παλιοσόκακο, κάτω στο Μεταξουργείο, και χώθηκε γλήγορα μέσα σε μια μάντρα. Θεέ μου τι μάντρα ήτανε αυτή! Μέσα φαινόντανε μερικά καμαράκια, άλλα ισόγεια, άλλα πάνω σ’ ένα παλιό χαγιάτι. όπου ανέβαινε κανείς με τρία τέσσερα χτιστά σκαλάκια.

Εγώ δεν ήξερα τι έκανα.

Χώθηκα κι εγώ μέσα στη μάντρα. Σε μια γωνιά είδα ένα άλογο δεμένο πίσω από ένα κάρο, γυρισμένο όρθιο.

Κείνη ανέβηκε βιαστικά τα σκαλάκια και χώθηκε σ’ ένα καμαράκι, που φαινότανε λίγο φωτισμένο.

Ανέβηκα κι εγώ με κίντυνο να με πάρουνε και για κανένα λωποδύτη. Ήθελα να γνωρίσω το εσωτερικό του σπιτιού της που δεν το είχα ιδεί ποτέ. Ζύγωσα στο τζάμι και κοίταξα μέσα. Στο φως ενός καντηλιού είδα μια γυναίκα ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα παλιοκρέβατο. Θεέ μου, τι αθλιότητα ήτανε κείνη! Πώς ζούσανε άνθρωποι μέσα σε κείνο το καμαράκι το γυμνό από κάθε έπιπλο, με το χαμηλό νταβάνι που σου καθότανε στο στήθος.

Η Σμαρώ ζύγωσε στο κρεβάτι, έσκυψε πάνω στην άρρωστη και κάτι της είπε. Ύστερα την είδα να ζυγώνει στο καντήλι που ήτανε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, να σηκώνει το φουστάνι της, να κατεβάζει την κάλτσα της κάτω από την καλτσοδέτα της και να τραβάει ένα χαρτονόμισμα έτσι όπως κάνουνε και στα μπορντέλα. Δεν ξεχώρισα καλά μα μου φάνηκε πως ήτανε ένα εικοσπεντάρικο.

― Ένα εικοσπεντάρικο της έδωσε, είπα με το νου μου. Ύστερα άνοιξε ένα ντουλαπάκι, πήρε ένα μπουκάλι και τράβηξε προς την πόρτα. Εγώ τρύπωσα να μη με ιδεί. Σα βγήκε όξω, έτρεξα από πίσω της. Την είδα να διευτύνεται στο γειτονικό φαρμακείο. «Κάποιο φάρμακο για τη μητέρα της θ’ αγοράσει» σκέφτηκα.

Έτσι ήτανε, όπως το σκέφτηκα. Από το δρόμο είδα το φαρμακοποιό να πιάνει το μπουκαλάκι και να το γιομίζει με κάποιο υγρό.

Τώρα την άφησα να γυρίσει μοναχή της στο σπίτι. Είχα αρκετά ικανοποιήσει την περιέργειά μου.

Εγώ δε γύρισα αμέσως στο σπίτι μου. Η ταραχή μου χρειαζότανε ώρα πολλή για να κατακάτσει, και θα ήτανε περιττό να ταλαιπωρηθώ στο κρεβάτι μου ζητώντας του κάκου τον ύπνο. Έπειτα ήξερα τον εαυτό μου. Άμα ήμουνε συγκινημένος είτε για κακό είτε και για καλό, έπρεπε να ξεγράψω τον ύπνο για κείνο το βράδυ.

Κάθισα σ’ ένα καφενεδάκι της συνοικίας μου ώσαμε την ώρα που ο καφετζής άρχισε να μαζεύει τις καρέκλες και να λιγοστεύουν τα φώτα. Δεν ξέρω πώς μια παράξενη μεταβολή είχε τώρα δημιουργηθεί μέσα μου. Η κρυφή επίσκεψή μου στο σπίτι της Σμαρώς, το θέαμα της άρρωστης μάνας της, η σπουδή της Σμαρώς να τρέξει να της αγοράσει το γιατρικό της με τα λεπτά που είχε πάρει βέβαια από το φίλο της, όλα αυτά ομολογώ με κάνανε τώρα να βλέπω κάπως αλλιώτικα τη Σμαρώ. Δε θέλω να πω πως τηνέ συχώρεσα, ή πως δικιολόγησα τέλεια το φέρσιμό της. Μα ένιωθα πως είχα φανεί απέναντί της υπερβολικά σκληρός και βάναυσος. Ωστόσο ξακολουθούσα να την κατακρίνω. Και όπως κάνουνε όλοι όσοι βρίσκουνται σε παρόμοια θέση, άρχισα κι εγώ να κάνω τον ηθικολόγο «Επιτέλους αν έχει άρρωστη μάνα και θέλει να την περιποιηθεί, να πάει να δουλέψει σ’ ένα μαγαζί ή σ’ ένα σπίτι, όχι να προτιμάει αυτή τη ζωή».

Όπως κι αν είναι, είχα πάρει πια την απόφασή μου να κόψω οριστικά κάθε δεσμό μαζί της. Αυτό μου υπαγόρευε η αξιοπρέπειά μου, ο εγωισμός μου, ο θυμός μου επιτέλους που ζητούσε κάπου να ξεθυμάνει.

Κοιμήθηκα πολύ αργά με την απόφαση αυτή.

Το πρωί κάποιος μου χτύπησε την πόρτα. Αναγνώρισα το συνηθισμένο χτύπησα της Σμαρώς. Πάλε αυτή; ύστερα από τη χτεσινή σκηνή; Τι έρχεται λοιπό να κάνει;

Σκέφτηκα αν έπρεπε να της ανοίξω ή όχι. Κείνη ξαναχτύπησε μ’ έναν τρόπο δειλό, διακριτικό.

Ήτανε ακόμη πολύ πρωί. Ο ουρανός φαινότανε γιομάτος σύννεφα κι όλο ψιλόβρεχε. Συλλογίστηκα πως όλη την ώρα αυτή που κάθεται όξω από την πόρτα μου και περιμένει, η βροχή θα πέφτει απάνω της.

Ας κάνω και την τελευταία υποχώρηση. Επιτέλους δε χάνω και τίποτα. Μια φορά την απόφαση μου για να τηνέ διώξω από κοντά μου την πήρα και τώρα ήμουνε ήσυχος. Μα καμιά πια υποχώρηση, καμιά επιείκεια στο παραμικρότερο, γιατί αλλιώς κιντυνεύω να γελοιοποιηθώ απέναντί της.

Σηκώθηκα κι άνοιξα την πόρτα.

Μπήκε μέσα με το κεφάλι κατεβασμένο. Προχώρησε αργά ως το κατώφλι της κάμαράς μου και στάθηκε.

― Δε φανταζόμουνε πως θα είχες κουράγιο να με ξαναϊδείς, της είπα.

― Άφησε με να σου μιλήσω. Δε σου ζητώ πια καμιά συχώρηση.

― Δόξα σοι ο θεός που το κατάλαβες.

Έμεινε λίγη ώρα σιωπηλή. Έπειτα μου είπε με φωνή αδύνατη, ντροπαλή.

― Είχες δίκιο.

― Αυτό έλειπε να ‘χω κι άδικο.

Σώπασε πάλε. Δυσκολευότανε να προχωρέσει.

― Τώρα δεν ήρθα να σου ζητήσω συχώρηση. Ήρθα μόνο να σου εξηγηθώ.

― Τι εξήγηση; Τώρα πια μου είσαι μια ξένη. Τίποτα δε μας ενώνει πια. Κάνε ό,τι θέλεις.

― Το ξέρω. Μα….

Κοντοστάθηκε, ξεροκατάπιε.

―Μα; ξαναείπα εγώ γελώντας ειρωνικά και με αδιαφορία.

― Είναι στο αίμα μου. Είναι σάπιο το αίμα μου.

―Μμ. Έχουμε τώρα και φιλοσοφίες;

Μη με ειρωνεύεσαι. Σου λέω την αλήθεια, το αίμα μου… Είμαι ένα χαλασμένο, ένα άθλιο πλάσμα. Ξέρω κι εγώ. Ίσως να ‘ναι κι από τον πατέρα μου που πέθανε από μια κακή αρρώστια…

― Από την ίδια θα πεθάνεις κι εσύ; της είπα κόβοντας τηνέ με μια σκληράδα που μου προξενούσε μεγάλη ηδονή.

Αναστέναξε.

―Κι αυτό το ξέρω. Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώτικα. Έχω τόσες φορές υποσκεθεί στον εαυτό μου μα πάντοτε τονέ γελώ» Με τραβάει η ανοιχτή ζωή. Θέλω να ζήσω. Το σπίτι μου είναι μια κόλαση. Το νταβάνι μού κάθεται στο στήθος, κι η μητέρα μου είναι χρόνια άρρωστη κι όλο βογκάει…

― Ξέρω, ξέρω, θα τα ρίξεις τώρα όλα στη μάνα σου. Να πήγαινες να δουλέψεις, αν αγαπούσες τη μάνα σου.

― Έχεις δίκιο Αυτό έπρεπε να κάνω. Μα σου είπα. Το αίμα μου είναι σάπιο. Είμαι μια άρρωστη που βλέπω το σωστό μα μου λείπει η δύναμη να το πραγματοποιήσω. Να ήξερες πόσο ζηλεύω, πόσο λαχταράω την τίμια ζωή. Μα με τρελαίνει η εξοχή, ο χορός, το γλέντι, το λούσο. Μπροστά τους θολώνεται η κρίση μου και πέφτω σαν το πουλί που το μαγεύουνε τα μάτια του φιδιού.

Έσκασα τα γέλια.

― Α, έτσι λοιπόν; είπα με τόνο ειρωνικό.

Σώπασε κάμποσο ενώ με τα δάχτυλά της έστριβε αργά την άκρη της ζακέτας της για να δώσει μια διέξοδο στην αμηχανία της.

― Έτσι είναι, τ’ ομολογώ. Δεν μπορώ πια να σου κρύβουμαι. Χρόνια κατόρθωνα να σου κρύβουμαι και να σε κάνω να πιστεύεις πως είχα σκέση μόνο με σένα. Όχι. Σου ‘λεγα ψέματα, σε απατούσα. Είχα σκέση με πολλούς. Μα εσύ είχες τόση καλοσύνη, τόση γενναιοψυχία ώστε να με συχωράς πάντα κάθε φορά που ανακάλυφτες κάτι.

Τα δάκρυα αρχίσανε να κυλάνε από τα μάτια της.

― Νιώθω την ανάγκη σήμερα να σου ανοίξω όλη την καρδιά μου. Η ξομολόγηση αυτή μου κάνει καλό. Πιστεύω μάλιστα πως κι εσύ ο ίδιος περσσότερο θα μ’ εχτιμήσεις τώρα που μαθαίνεις από το στόμα μου το ίδιο όλη την αλήθεια. Τι ωφελεί πια το ψέμα; Είναι αργά για να σου ξαναπώ ψέματα.

Κούνησε το κεφάλι της.

Ακολούθησε μια θλιβερή σιωπή που βάσταξε πολλήν ώρα. Είχα συγκινηθεί.

― Εσύ δεν μπορούσες να μου χαρίσεις αυτή τη ζωή. Ούτε τα μέσα σού το επιτρέπανε, ούτε η θέση σου. Εσύ είσαι ένας κύριος στην κοινωνία με όνομα και δεν μπορούσες βέβαια να παρουσιάζεσαι στα δημόσια κέντρα με μια κοινή γυναικούλα στο πλευρό σου. Αυτή είναι η αλήθεια. Και σε δικαιώνω. Αν είχα κεφάλι, θα ‘πρεπε να είμαι ικανοποιημένη με αυτό που μου χάριζες εσύ, και που ήτανε αρκετό για μια ζωή ήρεμη και μετρημένη. Μα εγώ θέλω συγκίνηση, θόρυβο, ζωή. Σου το είπα, είμαι ένα άθλιο πλάσμα.

Τώρα τα δάκρυά της γίνανε πυκνότερα. Η βροχή χτυπούσε στα τζάμια μου κι ο ουρανός είχε γίνει κατάμαυρος. Ζύγωνε μπόρα. Η γάτα μου ζύγωσε κι άρχισε να τρίβεται απάνω μου.

― Τι θέλεις τώρα; της είπα με μαλακό τόνο.

Δε μου απάντησε.

― Νιώθεις βέβαια πως είναι αδύνανο να σε συχωρέσω με όσα κι αν είπες· Α δεν έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια… Μα τώρα νιώθω φρίκη μπροστά σου, συνάμα και σιχασιά. Σε λυπάμαι βέβαια, κακομοίρα, σε λυπάμαι βαθιά. Το βλέπω, είσαι ένα άρρωστο πλάσμα…

Σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της. Τα μάτια της φανήκανε κατακόκκινα από το κλάμα.

― Αυτή τη χάρη σου ζητώ. Να με θεωρήσεις για μιαν άρρωστη. Μιαν άρρωστη δεν την πετούνε στο δρόμο. Δε σου λέω να με γιατρέψεις, γιατί, το βλέπω, η αρρώστια μου είναι αγιάτρευτη, έχει ποτίσει όλο μου το κορμί. Είμαι ένα σάπιο πλάσμα…

Μιλούσε γρήγορα, νευρικά.

― Εσύ είσαι ένας άντρας. Σου χρειάζεται μια γυναίκα, σου χρειάζουνται πολλές γυναίκες.. Μέσα στις πολλές, τι σε πειράζει αν είμαι κι εγώ μια απ’ αυτές;

― Θέλεις να σ’ έχω σα μια κοκότα…

Έβαλε όλα τα δυνατά της και μου απάντησε.

― Ναι, πάρε με για μια κοκότα… Συλλογίσου, έχω και τη μάνα μου άρρωστη χρόνια…

Το στήθος της ανεβοκατέβαινε και τα δάκρυα κυλούσανε στα μάγουλά της.

Το αστροπελέκι ξέσπασε επιτέλους κάνοντας τα τζάμια μου να τρίξουνε. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Μέσα στην κάμαρα έφτανε το βουητό του ποταμιού που κατέβαινε όξω στο δρόμο.

Κείνη έτρεμε. Την έπιασα από το χέρι και την έβαλα να καθίσει σε μια καρέκλα.

― Σε φχαριστώ. Ήσουνε πάντα καλός σε μένα, ψιθύρισε.

Μου έπιασε τα χέρια κι άρχισε να μου τα φιλεί.

Τώρα ένα πυκνό σκοτάδι είχε απλωθεί μέσα στην κάμαρα.

Ακουγόντανε αναφιλητά. Η γάτα μου ανεβασμένη πάνω στο τραπέζι της μέσης, είχε στυλώσει τα πρασινοκίτρινα μάτια της πάνω στη Σμαρώ και πότε κοίταζε κείνη, πότε εμένα, μ’ έναν τρόπο περίεργο…

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 797, 8)βρης - Δ)βρης 1930

 

― Ο γιατρός μας, ο γιατρός μας.

― Καλέ ο γιατρός μας.

Στη σάλα σηκώθηκε μια βουή. Οι άρρωστοι όρθιοι. Τα κερένια μάγουλα ζουγραφιστήκανε κόκκινα, τα βαθουλωμένα μάτια πήρανε μιαν αλλόκοτη έκφραση.

Ο γιατρός προχώρεσε στα μπροστινά καθίσματα. Αυτά ήτανε για τους επίσημους. Όλο καρέκλες δηλαδή, η μία κοντά στην άλλη.

Εκεί καθόντανε κι άλλοι γιατροί που είχανε ‘ρθει να παρακολουθήσουνε τη συζήτηση. Μερικοί είχανε κουβαληθεί κι από την επαρχία. Αυτοί θέλανε να βεβαιωθούνε και με τα μάτια τους, γιατί δεν τους φτάνανε όσα γράφανε κάθε μέρα οι φημερίδες για το καινούριο φάρμακο.

― Πού ‘ν’ τος;

― Να αυτός, ο τρίτος δεξιά σ’ εκείνον το φαλακρό με τη μαύρη ζακέτα.

― Α, ναι, τονέ βλέπω.

― Μάτια μου! Γιατρός μια φορά.

― Πόσα μπουκάλια ήπιες;

― Είμαι στο τρίτο.

― Εγώ τώρα άρχισα. Κρασί μια φορά.

― Κρασί! Καλέ, τι κρασί; Θάμα. Θεού χέρι.

Ο γιατρός γύρισε και κοίταξε πίσω. Κάργα η μεγάλη σάλα. Μωρέ τι κόσμος είναι αυτός που μαζεύτηκε. Άντρες, γυναίκες με παιδιά στην αγκαλιά, δεσποινίδες με βαθιά μάτια και λεπτή επιδερμίδα.

Η Κική άνοιξε βιαστικά το τσαντάκι της σα να ξέχασε κάτι. Τοποθέτησε μπροστά στο μουτράκι της το καθρεφτάκι της τσάντας, που ήτανε ραγισμένο στη μέση με μια λοξή γραμμή σα μαχαιριά ―σα να ήτανε η μαχαιριά της μοίρας― πήρε το πούπουλο κι άρχισε ν’ αλείφει νευρικά το μάγουλό της με πούδρα. Ύστερα έψαξε στο βάθος της τσάντας, ανάσυρε ένα μαύρο κραγιονάκι κι άρχισε να το περνάει κάτω από τα πλατιά της ματόκλαδα. Έπρεπε να δώσει μια έκφραση στο πρόσωπο της… Ν’ αντιδράσει σ’ αυτή τη μαυράδα που της είχε απλώσει η αρρώστια κάτω από τα ματόκλαδα. Να ξεγελάσει και τους άλλους, ας είναι και τον ίδιο τον εαυτό της…

Ξανακοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι, φρεσκάρισε το γιακά του μαντού της στους ώμους της…

Ικανοποιήθηκε.

Χτύπησε ένα κουδούνι.

― Άρχεται η συνεδρίασις, ακούγεται μια φωνή.

Ένας άνθρωπος όρθιος πίσω από ένα τραπεζάκι, κρατούσε το κουδούνι.

Ο πρόεδρος.

Δεξιά του κι αριστερά του δυο άλλοι. Τα μέλη του προεδρείου.

Η Κική καλοκάθισε στην καρέκλα της. Ο Γιάκωβος, ο ποιητής, της τοποθέτησε καλύτερα τη φαγωμένη γούνα πάνω στο σβέρκο της.

― Κρυώνεις;

― Μπα.

― Άρχεται η συζήτησις, φώναξε ο πρόεδρος και κάθισε στην καρέκλα του.

―Τι λέει καλέ αυτός; Τι να την κάνουμε τη συζήτηση; Εμείς είμαστε τα ζωντανά επιχειρήματα. Να μας, κοιτάξτε μας. Είμαστε πεθαμένοι και το φάρμακο μας ανάστησε. Τι τα θέλετε τα λόγια; Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.

Μιλούσε ο Γιάκωβος ενώ η Κική τον κοίταζε στα μάτια με θαμασμό. Πάντα τον πρόσβλεπε με θαμασμό. Έπειτα αυτός ήτανε ένας ποιητής, κι αυτή ένα φτωχό κορίτσι, αγράμματο. Είχανε γνωριστεί στο σανατόριο. Μα όσο για καρδιά όλα κι όλα. Ας βγει οποία θέλει, να μου πει, πως μπορεί να παραβγεί μαζί μου στην αγάπη.

― Μπράβο. Αυτό είναι. Δε θέλουμε συζήτηση, φώναξε ένας φούρναρης.

― Νιώθω, μωρέ, το στήθος μου σίδερο κι αυτοί θα μου πούνε για συζήτηση, είπε κι έδωσε μια με τη γροθιά του στο στήθος του.

― Στήθος μάρμαρο, καρδιά μαρμαρωμένη, είπε η Κική γελώντας.

― Κι εγώ το ίδιο, είπε ο Γιάκωβος.

― Μπράβο, Γιάκωβέ μου. Έλα να σε φιλήσω.

Κι έκανε να τον αγκαλιάσει.

― Όχι, χρυσό μου, δεν κάνει εδώ μέσα. Σα θα βγούμε.

― Μπα, και τι ανάγκη τους έχουμε;

Ο τόνος της ήτανε γιομάτος περιφρόνηση για όλο τον κόσμο.

Σηκώθηκε ο γιατρός να μιλήσει. Ήτανε ο εφευρέτης που ανακάλυψε το φάρμακο. Τα φύλλα μιλούσανε τώρα ένα μήνα για την ανακάλυψή του. Χαλούσε ο κόσμος. Απόξω στο σπίτι του διαδήλωση από αρρώστους που ερχόντανε. ν’ αγοράσουνε το φάρμακο. Κι από πού δεν ερχόντανε; Από τις επαρχίες, κι από το εξωτερικό είχανε αρχίσει να κουβαλιούνται. Ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί.

― Μονέδα.

― Μεταλλείο.

― Εκατομμυριούχος.

― Λαχείο.

― Και βάλε.

― Τι όμορφα που τα λέει, ψιθύρισε η Κική.

― Μα τι είναι αυτός ο Μινώταυρος που λέει; ρώτησε ο φούρναρης το Γιάκωβο, που καθότανε δίπλα του.

― Άσε να τελειώσει και θα σου πω ύστερα.

― Θεριό ήτανε, δεν το ξέρεις κακομοίρη; ντιπ κούτσουρο είσαι, του είπε ένας μπαρμπέρης.

― Αμ πού να τα ξέρω εγώ αυτά; Ξέρω εγώ τι είναι αυτός ο Σταύρος που λέει;

― Τι Σταύρος βρε; Μινώταυρος σου λέει. Να για τη φθίση το λέει. Ο Μινώταυρος έτρωγε ανθρώπους. Έτσι κι η φθίση δηλαδή…

― Μπα. Τι θα πει να ξέρει κανείς γράμματα.

Ύστερα ο γιατρός δηγήθηκε το ιστορικό.

― Το περασμένο καλοκαίρι είχα πάει σ’ ένα χωριό της Μάνης να ξεκαλοκαιριάσω. Εκεί ζούσε μια γριά. Γριά μια φορά. Απάνω από τα εκατό δηλαδή. Και τι δεν είχανε δει τα μάτια της. Μια μέρα ανοίγει το σεντούκι της, βγάζει ένα χόρτο και μου το δίνει. Τι είναι αυτό καλέ κυρούλα; Πάρ’ το αυτό και θα με συχωράς. Μα τι είναι; Το βράζεις και πίνεις το ζουμί του. Ένα φλυτζάνι το πρωί, ένα το μεσημέρι, ένα το βράδυ. Ένα κι ένα. Το κόβει με το μαχαίρι. Δηλαδή ποιο; Το χτικιό παιδάκι μου. Το πιο κακό χτικιό δε βαστάει. Το σκοτώνει.

Ο πρόεδρος σηκώθηκε. Είχε ύφος σοβαρό.

― Μπορείτε κύριε συνάδελφε, να μας φανερώσετε ποιο είναι αυτό το χόρτο; ρώτησε.

Ο τόνος της φωνής του ήτανε λιγάκι ειρωνικός σα να μην έδινε καμμιά σημασία στα λόγια του.

Κείνος χαμογέλασε μ’ έναν κουτοπόνηρο τρόπο.

― Αυτό, κύριε πρόεδρε, είναι το «μυστικό μου.

― Βέβαια, φώναξε ένας άρρωστος ανεβασμένος στο πεζούλι ενός παραθυριού.

― Αμ τι κουτός είναι να σας το φανερώσει.

Στο κούτελο του προέδρου απλωθήκανε μερικές βαθιές ζαρωματιές.

― Μα τότε επί ποίας βάσεως θα συζητήσουμε;

Ο γιατρός χαμογέλασε ικανοποιημένος σαν άνθρωπος που όλα τα είχε προβλέψει.

― Έννοια σας. Σας έφερα εδώ μερικούς από τους αρρώστους μου. Δεν έχετε παρά να τους εξετάσετε.

― Δεν είμαστε άρρωστοι.

― Άρρωστοι; Τι λέτε γιατρέ; φώναξε η Κική που είχε σηκωθεί όρθια.

Και συνάμα σα να ‘θελε να βεβαιωθεί κι η ίδια γι’ αυτό που είπε, έβγαλε μυστικά το ραγισμένο καθρεφτάκι, που ήτανε κολλημένο στην τσάντα κι έριξε μια κρυφή ματιά στο μάγουλό της που είχε γίνει ροζάτο, από την τριανταφυλλένια πούντρα. Σαν πήρε από το καθρεφτάκι τη διαβεβαίωση που ζητούσε, φώναξε πιο δυνατά.

― Τ’ ακούτε; Δεν είμαστε άρρωστοι. Δηλαδή είμαστε μια φορά· τώρα δεν είμαστε.

― Ούτε εξέταση δεχόμαστε ακούς εκεί; πρόστεσε ο Γιάκωβος.

Ο πρόεδρος χτύπησε δυνατά το κουδούνι απάνω στο τραπεζάκι.

― Μα διαδήλωση έχουμε, κύριοι; Για Βουλή το περάσατε εδώ μέσα;

Έπειτα γύρισε στο γιατρό και του είπε.

― Κύριε συνάδελφε, υπό τοιούτους όρους, είναι αδύνατος η συζήτησις.

― Βεβαίως. Η επιστημονική συζήτησις είναι ιερά, πρόστεσε άλλος γιατρός μ’ ένα ψευτοαγαναχτισμένο ύφος.

― Δεν είναι κατάστασις αυτή. Η συζήτηση έπρεπε να περιορισθεί μόνον μεταξύ ιατρών.

― Τι μας τους κουβάλησε αυτούς εδώ; Για μπράβους του δηλαδή;

― Μη χειρότερα· γιατρός είναι αυτός η κομματάρχης;

Όλη η ζήλεια και η κακία των γιατρών βρήκε τώρα την ευκαιρία να ξεσπάσει ενάντια στο συνάδερφό τους. Φαρμάκι, χολή τα λόγια τους. Και δεν είχανε κι άδικο. Αφότου παρουσιάστηκε αυτό το αναθεματισμένο φάρμακο, πολλοί δεν είχανε σταυρώσει δεκάρα. Να τύχαινε τουλάχιστο καμμιά επιδημία; Μα τούτος ο καινούριος Υπουργός της Υγιεινής με τα νέα μέτρα του λες και βάλθηκε να ξεπαστρέψει όλο το γένος των γιατρών.

Ο εφευρέτης σηκώθηκε. Πήρε ένα καλοκάγαθο, συγκαταβατικό ύφος κι είπε.

― Μην τους ξεσυνερίζεστε, κύριοι συνάδελφοι, απλοϊκοί άνθρωποι είναι. Ελάτε μια στιγμή στη θέση τους.

Αυτό ήτανε μια τρομερή γκάφα. Τα λόγια του οι άρρωστοι τα πήρανε για βρισιά. Ο Γιάκωβος ο ποιητής σήκωσε αψηλά τη μαγκούρα του και φώναξε.

― Κάνεις λάθος, γιατρέ. Δεν είμαστε καθόλου απλοϊκοί. Ξέρομε πολύ καλά τι μας γίνεται. Αυτό που βεβαιώνουμε εμείς, αυτό είναι η αλήθεια

― Μα πρέπει να βεβαιωθούνε κι οι κύριοι. Δε φτάνει η δική σας μαρτυρία, τονέ σταμάτησε ο γιατρός.

Μια φωνή.

― Ας μην βεβαιωθούνε. Τι λες εκεί;

Ένας γιατρός πήδηξε στο βήμα. Ήτανε αγριεμένος και τα μαλλιά του ήτανε ανακατωμένα. Φαινότανε αποφασισμένος. Η επιστημονική του συνείδηση είχε επαναστατήσει. Α! μα πια δεν υποφέρνεται αυτό. Δεν μπορεί αυτός ένας επιστήμονας να επιτρέψει σ’ έναν τσαρλατάνο να κοροϊδεύει τον κόσμο. Θα του τρίψει τα μούτρα, θα του μιλήσει όξω από τα δόντια. Να τι θα του πει:

― Είσαι ένας τσαρλατάνος, κύριε. Είσαι ένας εκμεταλλευτής. Κοροϊδεύεις τον κόσμο για να του παίρνεις τον παρά του. Και τον κοροϊδεύεις ενώ το ξέρεις πως το κρασί σου δεν αξίζει τίποτα Γι’ αυτό πρέπει να επέμβει ο Εισαγγελέας να σταματήσει αυτή η εκμετάλλεψη, αυτή η κλεψιά. Γιατί δε σου φταίνε τίποτα αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι…

Μέσα στη σάλα χαλούσε ο κόσμος. Όλοι όρθιοι, άλλοι ανεβασμένοι πάνω στις καρέκλες φωνάζανε όλοι μαζί. Μέσα σ’ όλες τις φωνές ξεχώριζε η φωνή του Γιάκωβου. Από το άλλο μέρος η φωνή της Κικής που τονέ σιγοντάριζε. Και τι φωνές αλλιώτικες. Όλες φάλτσες, ραγισμένες.

― Να σκάσουνε οι φτονεροί.

Ο γιατρός που ήτανε αποφασισμένος να προστατέψει την επιστήμη, κατέβασε άξαφνα το κεφάλι του σα ντροπιασμένος. Δεν είχε πια κουράγιο να κοιτάξει το πλήθος στα μάτια. Ανατρίχιασε. Ντράπηκε. Μετάνιωσε. «Όχι, όχι, δεν πρέπει. Είναι έγκλημα.» Τη στιγμή αυτή το μάτι του έπεσε πάνω στην Κική. Είχε ανοίξει πάλι κλεφτά το τσαντάκι και παρατηρούσε το προσωπάκι της μέσα στο καθρεφτάκι. Ήθελε άλλη μια φορά να βεβαιωθεί για κείνη την πλατιά μαύρη λουρίδα που απλωνότανε κάτω από τα ματόκλαδά της.

Το κουράγιο του άλλη μια φορά τον πρόδωσε. Δε βρήκε τη δύναμη ν’ ανοίξει τα χείλια του. «Κοίταξε την· είναι τόσο ευτυχισμένη στην πλάνη της. Θα τηνέ σκοτώσω…».

Και μια που άρχισε, ξακολούθησε να κατεβαίνει γοργά στον κατήφορο που πια είχε κατρακυλήσει.

Είπε όλα τ’ αντίθετα από όσα πίστευε Κι άμα τελείωσε, ζύγωσε στην καρέκλα που καθότανε ο εφευρέτης, του πήρε το χέρι και του το ‘σφιξε εγκάρδια.

Αυτό ήτανε το μεγαλύτερο ρεζιλίκι.. Μια φωνή ακούστηκε τότε.

― Αυτό είναι ντροπή σας. Ένας επιστήμονας που σέβεται την επιστήμη του, τ’ ὀνομά του, δε δίνει το χέρι σ’ ένα τσαρλατάνο. Η φωνή ήτανε ενός γιατρού.

― Όξω, όξω παλιόσκυλο, ακούστηκε η φωνή του Γιάκωβου.

― Σας παίρνει την πελατεία. Ε;…

― Να ψοφήσετε της πείνας όλοι σας, παλιοκλέφτες που γδύνετε τον κόσμο..

Ο γιατρός γύρισε και τους κοίταξε με μια ματιά σπλαχνικιά σα να τους ελεεινολογούσε.

― Ποιοι είσαστε εσείς, κύριοι, που μας βρίζετε; Τι νιώθετε σεις από επιστήμη…

― Όξω, όξω.

Ο Γιάκωβος κινήθηκε κατά πάνω του.

― Εμπρός παιδιά, να τον πετάξουμε όξω το βρομόσκυλο, φώναξε.

― Ε λοιπόν να το ξέρετε κακομοιριασμένοι. Είσαστε άρρωστοι, άρρωστοι, άρρωστοι, χίλιες φορές άρρωστοι, φώναξε προβάλλοντας στο κοινό τη γροθιά του, σα να ‘θελε να χτυπήσει τον αγέρα.

Η φωνή της Κικής.

― Τονέ ζηλεύετε.

― Σας μπήκε καρφί στο μάτι σας, φώναξε κι ο Γιάκωβος κουνώντας αψηλά τη μαγκούρα του.

Άξαφνα τον έπιασε ένας βήχας. Η Κική ζύγωσε το κεφάλι της ανήσυχη στο πρόσωπό του.

―Δεν είναι τίποτα, είπε ο Γιάκωβος σιγαλά.

Το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο και τα μάτια του είχανε υγρανθεί από το βήξιμο. Έβγαλε ένα μαντηλάκι, που είχε κεντήσει στην γωνία τ’ αρχικά του η Κική, και το ‘φερε στα χείλη του για να εμποδίσει τις πιτσιλάδες του σάλιου του που πετιούντανε στον αγέρα.

Η ανησυχία της Κικής για τον Γιάκωβο την έκανε να θυμηθεί πάλι τον εαυτό της. Άνοιξε κλεφτάτα, σα να ‘κανε καμμιά απαγορεμένη πράξη, το τσαντάκι και κοίταξε τα μάτια της μέσα στο καθρεφτάκι. Η ραγισματιά απλωνότανε πάντα αμείλιχτη στη μέση του καθρέπτη λοξά, σα μαχαιριά που την κατέβασε με το βαρύ της χέρι η μοίρα.

Τα μάτια της πέσανε σε κείνη τη σκοτεινάδα που της υπογράμμιζε αλαφρά τα ματόκλαδα. Και τότε μέσα στο μυαλό της γεννήθηκε μια περίεργη σύχυση. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει στο βάθος του μνημονικού της την αρχή αυτής της σκοτεινάδας. Ήτανε της αρρώστιας ή του μαύρου κραγιονιού που είχε περάσει απάνω; Μα παρηγορήθηκε γλήγορα με την ιδέα πως δεν είχε τίποτα.

― Μα είναι μπορετό; Αφού νιώθω τον εαυτό μου τόσο καλά.

Μόνο ένας γιατρός ως αυτή τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα του. Σκυφτός, συλλογισμένος, μασούσε τα μουστάκια του.

Ήρθε η σειρά του να μιλήσει κι αυτός. Είχε απόφαση, όταν ξεκίνησε από το σπίτι του για τη συνεδρίαση, να τον κοπανίσει αυτόν τον κύριο εφευρέτη. Να του πει καθαρά και ξάστερα. «Είσαι ένας απατεώνας, ένας αισχρός εκμεταλλευτής, παιζογελάς τους ανθρώπους για να τους παίρνεις τα λεφτά τους». Θα μιλούσε όξω από τα δόντια.

Μα σα μπήκε μέσα στη σάλα, σαν αντίκρισε το πλήθος των αρρώστων, σαν είδε την πίστη αυτών των ανθρώπων στον εφευρέτη, το θάρρος του τον εγκατάλειψε. Πώς να τους φανερώσει την αλήθεια; Πώς να τους γκρεμίσει τον πύργο της ευτυχίας τους; Πώς να τους σπρώξει πάλε στα τάρταρα της απελπισίας που ζούσανε τόσα χρόνια; Πώς να ξεστομίσει την καταδικαστική απόφαση; «είσαστε καταδικασμένοι».

Μα πάλε ο όρκος του, το χρέος του; Να τους αφήσει στην πλάνη; Κι όμως καμπόσοι τουλάχιστο, αν μαθαίνανε από το στόμα του τη φριχτή αλήθεια, ίσως να μπορούσανε και να σωθούνε. Ενώ τώρα με την τυφλή πίστη στο φάρμακο, θα παραμελήσουνε κάθε επιστημονική θεραπεία, θα ζυγώσουνε περισσότερο προς το θάνατο που η αληθινή, η αμείλιχτη επιστήμη πάλευε να τους απομακρύνει.

― Η σειρά σας, του φώναξε ο πρόεδρος.

Τινάχτηκε απάνω σαστισμένος. Προχώρεσε προς το τραπεζάκι με βήμα δισταχτικό. Έφτασε η στιγμή να μιλήσει, κι αυτός δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα πει.

Στάθηκε λίγη ώρα κοιτάζοντας το πλήθος των άρρωστων. Αυτοί αλαλάζανε.

― Μπράβο.

― Εσύ είσαι γιατρός.

― Εσύ θα μας πεις την αλήθεια.

Η ματιά του αφαιρεμένη γύριζε εδώ κι εκεί. Τ’ αυτιά του βουίζανε.

Επιτέλους άνοιξε το στόμα του.

― Χριστός ανέστη… φώναξε.

― Ζήτωωω….

Δε χρειαζόντανε τίποτις άλλο.

Όλη η σάλα τράνταξε από τις φωνές. Ο Γιάκωβος καβάλα σε μια καρέκλα κουνούσε τη μαγκούρα του στον αγέρα, ενώ η Κική τον κρατούσε από τα πόδια για να μην πέσει…

― Όχι, μην τον ακούτε, σας λέει ψέματα.

Δεν τολμάει να σας φανερώσει την αλήθειαν, φώναξε ο άλλος γιατρός.

― Όξω παλιόσκυλο.

― Λυπήσου τους, συνάδερφε, πες τους την αλήθεια, βοήθησε τους να σωθούνε.

― Μα αυτός δεν υποφέρνεται, θέλει σώνει και καλά να μας βγάλει με το στανιό άρρωστους; Ο Γιάκωβος τον είχε ζυγώσει. Αμίλητος, κρύος με τα δυο του χέρια άρπαξε το γιατρό και τα δάχτυλα του τα ιδρωμένα, τα κοκκαλιάρικα και κίτρινα απλωθήκανε γύρω στο λαιμό του σα μια σιδερένια τανάλια.

―Πνίξε τον τον άτιμο.

Η Κική έτρεξε κοντά του.

Ο Γιάκωβος ξακολουθούσε να σφίγγει, και τα δάχτυλά του τα ιδρωμένα, να χώνουνται μέσα στο κρέας του.

― Γιάκωβέ μου, μη, λυπήσου με για το θεό…

Κείνος δεν άκουγε, δε μιλούσε, μόνο εξακολουθούσε να σφίγγει, να σφίγγει…

Ο γιατρός, που είχε επαινέσει το φάρμακο, βγήκε από μια μικρή πορτίτσα με το γιακά του παλτού του σηκωμένο, συντριμμένος, σαν ένοχος, αμίλητος, σκυφτός με τα μάτια χαμηλωμένα στη γης, σα να ντρεπότανε πια να κοιτάξει τους ανθρώπους στο πρόσωπο.

Και μέσα στη σάλα με τις αναποδογυρισμένες καρέκλες πλάκωσε τώρα η αστυνομία…

 

 

αρχή