ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΙΔΙ


 

Πληροφορίες για τον Κώστα Παρορίτη θα βρείτε εδώ.

Το μυθιστόρημα «Το μεγάλο παιδί» δημοσιεύτηκε σε είκοσι συνέχειες στο περιοδικό «Ο Νουμάς» στα τεύχη 570, 571, 572, 573, 574, 575, 576, 577, 578, 580 του 1915 και στα τεύχη 582, 583, 587, 588, 589, 590, 591, 592, 593, 594 του έτους 1916

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΙΔΙ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

1.

― Άργησε.

― Όπου κι αν είναι θα φανεί.

Σε λίγο ένα παιδί φάνηκε να κατεβαίνει, σκεδό να κατρακυλάει, από την κορφή του βράχου όπου φύλαγε καραούλι, ριζωμένο πίσω από την πιο αψηλή πέτρα, και να τρέχει στα τέσσερα σα να το κυνηγούσανε, λα­χανιασμένο, μη λογαριάζοντας αν τα γυμνά πόδια του που προβάλανε κάτω από το σκισμένο πανταλόνι του, μπορούσανε να σκιστούνε πάνω στα μυτερά χαλί­κια του δρόμου.

― Φάνηκε, φάνηκε, φώναζε με το στήθος φουσ­κωμένο από την τρεχάλα, με το πρόσωπο το ηλιοψημένο, αναμμένο, περήφανο γιατί πρώτο αυτό θα ‘παιρνε τα συχαρίκια πως το παπόρι που το καρτερούσανε ανυπόμονα επί τέλους φάνηκε, κερδίζοντας γι’ αμοι­βή του κόπου του την τιμή να μπει κι αυτό μέσα στη βάρκα που θα ‘φευγε πρώτη.

Το πλήθος που ‘ζωνε το μουράγιο, σάλεψε ανή­συχο.

― Επί τέλους!

― Έκανε ο Θεός.

― Ε! η ώρα η καλή,

Ο καπετά Γεωργαντής με το πλατύ άσπρο ζου­νάρι πήδηξε πρώτος μέσα στη μεγάλη βάρκα. Ήτανε η βάρκα που θα ‘βγαινε να προαπαντήσει το παπόρι στ’ ανοιχτά, και που, σα να ‘νιωθε την ξεχωριστή αυτή τιμή, γλυκοκουνιότανε καμαρωτά πάνω στα γαλήνια πρασινωπά νερά που αντιφεγγίζανε σαν καθρέφτης τις αχτίνες του ήλιου που φλόγιζε τη μεσημεριάτικη εκείνη ώρα.

Οι βαρκάρηδες όλοι φρεσκοξουρισμένοι, με τα γιορ­τινά τους και τα πλατιά ζουνάρια τους, περάσανε τα κουπιά στους σκαρμούς, βάλανε τη λαγουδέρα κι ο καπετά Γεωργαντής ύψωνε τη σημαία στην πρύμη της βάρκας απλώνοντας κι ένα χρωματιστό ταπέτο στον ξύλινο καναπέ. Σε λίγο η βάρκα με τους ρυθμι­κούς χτύπους των κουπιών πάνω στα χλιαρά νερά έβγαινε από το λιμάνι, ενώ οκαπετά Γεωργαντής καθισμένος στην κουπαστή κρατούσε τη λαγουδέρα, μην ξεχνώντας να πειράζει και τον Ανέστη, το βαρκάρη του· «Άιντε ακαμάτη, τράβα κουπί· χαράμι το ψωμί να σου γίνει». Άλλες βάρκες, γιομάτες ανθρώ­πους ακολουθούσανε, η καθεμιά με τη σημαία της στην πρύμη, για να χαρούνε αυτές πρώτες το θέαμα, ν’ απολάψουνε την τιμή να σφίξουνε αυτοί πρώτοι το χέρι του αναμενόμενου.

Εκλογή βουλευτικιά στο νησί και το παπόρι έφερνε τον υποψήφιο.

― Τι άνθρωπος να ‘ναι τάχατες; ρωτάει ο καπετά Λάζαρος με το μαντήλι στην αμασκάλη, ένας θαλασ­σόλυκος με άσπρα μαλλιά που τώρα έσπρωχνε τα χρό­νια της ζωής του σουλατσάροντας στο μουράγιο, παί­ζοντας το κομπολόι του ή τραβώντας το ναργιλέ του στον καφενέ του Ροκά.

― Ένας καλότατος. Δεν ξέρει πόσα έχει, τόνε πλεροφορεί ο γείτονας του ο καπετά Δημητρός, βά­ζοντας μια πρέζα ταμπάκο στη μύτη του.

Οι παπάδες της εκκλησιάς που ότι γυρίσανε από το νεκροταφείο, φτάνουνε σκονισμένοι, ιδρωμένοι και πη­δάνε μέσα σε μια βάρκα σηκώνοντας αψηλά τα σκο­νισμένα ράσα τους. Έχουνε διαταγή από το Δεσπό­τη που τους τελεγράφησε από την Αθήνα να ‘ναι στο μουράγιο για να παραλάβουνε τα δώρα που φέρνει ο υποψήφιος στη χάρη της.

― Τι άνθρωπος! Πρώτη φορά έρχεται στην πατρί­δα του και του ‘ρχεται κακό να βγει με τα χέρια άδεια.

― Τέτοιοι μας χρειάζουνται για βουλευτάδες.

― Τέτοιοι, να πονάνε τον τόπο τους και να σέβουνται και τα θεία.

― Αλήθεια· οι άλλοι δεν πιστεύουνε τίποτα.

Ένα αλαφρό αγεράκι που κάνει να πάρει κείνη τη στιγμή σκορπίζει μιαν ανατριχίλα στον καθρέφτη της θάλασσας κι οι σημαίες που κρέμουνται ακούνητες, ζαρωμένες, σα λιγοθυμισμένες από το μεσημεριάτικο λιοπύρι, αναδεύουνται, φρουφρουκιάζουνε λαχταρώντας ν’ ανεμίσουνε λεύτερα στην κορφή των αψηλών κα­ταρτιών…

Το παπόρι ζυγώνει. Τώρα φαίνεται σαν ένα άσπρο σημάδι που αφήνει πίσω του ένα μαύρο σύννεφο που απλώνεται σιγά σιγά όσο να σβήσει. Το πλήθος ζώνει το στενό μουράγιο και τα παιδιά που ανεβήκανε στο αψηλό καμπαναριό της εκκλησιάς κρέμουνται κολ­λημένα στα γλωσσίδια της μεγάλης καμπάνας με τα καμπανέλια της, έτοιμα ν’ αρχίσουνε το καμπάνισμα, ατέλειωτο, μόλις ξανοίξουνε τα μάτια τους καθαρά το παπόρι…

― Μη σπρώχνετε μωρέ παιδιά και θα πέσουμε στη θάλασσα, φωνάζει ο γερο-Μανόλης που ‘κλεισε το μαγαζί του και κατέβηκε από τον απάνω μαχαλά γιατί έτσι του ‘πε η καρδιά του που δε γνώριζε συφέρο μπρος στην αγάπη.

Άσπρο, χιονάτο, καμαρωτό προβάλλει το παπόρι και γύρω στη σιδερένια καρένα του που χώνεται βαθιά στον κόρφο της θάλασσας φυτρώνουνε, θεριεύουνε τ’ άσπρα κρίνα, αφράτα, περήφανα, βιαστικά να χαρούνε τη λιγόστιγμη ζωούλα τους. Το αγεράκι που όσο πάει και φορτσάρει ταράζει το βαρύν ύπνο των καϊκιών, τα κάνει να κουνιούνται, ν’ αλαφροζυγίζουνται, σα να φοβούνται μη χάσουνε την ισορροπία, πάνω στο νερό, να γέρνουνε το ένα δίπλα στο άλλο σα να θέλουνε κάτι να κρυφοψιθυρίσουνε, κάτι να ξομολογηθούνε ενώ τα κατάρτια μπλέχουνται σα χέρια ανοιχτά που λαχταρούνε ν’ αγκαλιαστούνε… Τα παιδιά κολλημένα στο γλωσσίδι της καμπάνας πάνω στο αψηλό καμπαναριό, μόλις κρατάνε την ανάσα τους, ενώ το χέρι τρέμει ανυπόμονο. Οι κοιμισμένοι ήχοι μέσα στα σκλερά σπλάχνα της καμπάνας βιάζουνται να ξυπνή­σουμε, να χυμήξουνε όξω ορμητικοί, ακράτητοι, να τρικυμίσουνε τον αγέρα, να διαλαλήσουνε το θρίαμβό τους, να πανηγυρίσουνε τη λιγόζωη ύπαρξή τους.

Το παπόρι άσπρο, χιονάτο, σαν κύκνος προβάλλει τώρα το αδρύ ανάστημά του, κι η κομψή σιλουέτα του ζουγραφίζεται όξω από το στόμα του λιμανιού.

Μια κανονιά, κι αμέσως κατόπι άλλη, κι ύστερις άλλη κι άλλη σκορπούνε στη χώρα μέσα σ’ ένα σύν­νεφο άσπρου καπνού το μεγάλο το μήνυμα πως το παπόρι έφτασε, είναι μπρος στο λιμάνι κι ο καθένας μπορεί να το χαρεί με τα μάτια του, να το ευφρανθεί η καρδιά του… Το γλωσσίδι ακουμπάει στα χείλια της καμπάνας, της λέει το μεγάλο το μυστικό και κείνη φρικιάζοντας από τη χαρά της, ανεβάσταγη, αφήνει να ξαπολυθούνε μέσα από τα στήθια της οι ήχοι που την πνίγανε τώρα που ‘φτασε η στιγμή της μεγά­λης γέννας… Ανάλογη συγκίνηση μόνο τη στιγμή που βλέπει το Δεσπότη να μπαίνει στη βάρκα για ταξίδι ή τη στιγμή που τονέ βλέπει να ξαναγυρίζει, νιώθει στα σπλάχνα της. Έτσι και τώρα δεν ξέρει πώς να την πει, πώς να τηνέ φανερώσει τη χαρά της, και δοκιμάζει σε χίλιους τόνους να βρει την κατάλληλη έκ­φραση.

Βαριά, μ’ ένα τραχύ, γλήγορο, ρυθμικό γουργουρητό ακούγεται να κατεβαίνει η άγκυρα, ανυπόμονη ν’ αναπαυτεί στο μαλακό βυθό της θάλασσας. Το κανόνι βροντάει αψηλά στον κάβο και πίσω στην πρύμη του παποριού…

Όλοι ανοίγουνε τα μάτια τους, τεντώνουνε τους λαιμούς τους σα να γυρεύουνε έτσι να συντομέψουνε την απόσταση.

― Νάτος, βγαίνει, φωνάζει ένας.

Ένας κύριος φαίνεται να κατεβαίνει με προσοχή τη σκάλα και σα φτάνει στο τελευταίο σκαλοπάτι πη­δάει γοργά μέσα στη βάρκα που τον περιμένει από κάτω διπλαρωμένη. Η βάρκα ανασηκώνεται ενώ οι φωνές των κανονιώνε σμίγουνε με τις φωνές της καμ­πάνας σ’ ένα θριαμβικόν ύμνο…

Οι βάρκες ζυγώνουνε στο μουράγιο, οι κουπάδες λάμνουνε γλήγορα, ρυθμικά… Η βάρκα πέφτει δί­πλα στη μαρμαρένια σκάλα:

― Ζήτωωω…

Δεν είναι η τυπικιά, η συνθηματικιά λέξη, είναι μια έκρηξη που κάνει όλα τα στήθια να πάλλουνται, είναι το ξεχείλισμα της ψυχής που πνίγεται από ενθουσιασμό. Οι λίγοι αντίθετοι τρυπώνουνε στα μαγαζιά ωχροί, πράσινοι από το κακό τους…

Ο υποψήφιος όρθιος μέσα στη βάρκα με το καπέλο στο χέρι χαιρετάει, χαιρετάει…

― Τι όμορφος.

― Τι σοβαρός.

Αλήθεια. Μέσα στη συγκίνηση που του γεννάει η αφοσίωση, η λατρεία του πλήθους, ο υποψήφιος, ο κύ­ριος Λίντας, κατορθώνει να κρατάει όλη τη σοβαρότητα της μορφής. Το γέλιο του είναι αγαθό, καταδεχτικό, η έκφρασή του δείχνει τον άνθρωπο που δέχε­ται με μια καλοκάγαθη συγκατάβαση το λιβάνι αυτό που του καίνε κάτω από τη μύτη οι συμπολίτες του. Α! οι αγαθοί, οι απλοϊκοί αυτοί ανθρώποι! Με πόση αφέλεια εξωτερικεύουνε τα αιστήματά τους!

― Αρχοντάνθρωπος αλήθεια. Κοίταξε τι μορφή!

― Μα και τι σόι! το συλλογίστηκες;

Ο υποψήφιος ετοιμάζεται να βγει· ο βαρκάρης του δίνει το χέρι για να τονέ βοηθήσει. Το πλήθος χωρί­ζεται στα δυο κάνοντας δρόμο για να περάσει…

Βγαίνει. Το πλήθος ρίχνεται πάνω του· τονέ σφίγγουνε, του φιλούνε το χέρι, θέλουνε να τον αγγίξουνε για να βεβαιωθούνε πως είναι κι αυτός ίδιος σαν κι αυ­τούς, με σάρκα και κόκαλα…

Ζήτωωω… Ο αγέρας τρέμει. Η βουή πνιχτή, ανα­κατωμένη απλώνεται πάνω στο πέλαγο. Τα παιδιά κρεμαστήκανε, κολλήσανε, γενήκανε ένα με το γλωσ­σίδι της καμπάνας και δεν εννοούνε να την αφήσουνε στιγμή ν’ ανασάνει σα να θέλουνε να της αποσπάσουν και τον τελευταίο ήχο που κρύβεται στα σπλάχνα της, να τηνέ στραγγίσουνε…

Φτάνουνε κι οι άλλες βάρκες. Φτάνει κι η βάρκα με τους παπάδες ,.. Τα μάτια ολουνώνε ρίχνουνται μέσα σε αυτή τη βάρκα, κολλάνε.

― Τα δώρα, τα δώρα, ψιθυρίζει μια γυναικούλα με ευλάβεια και σταυροκοπιέται.

Οι παπάδες πηδάνε όξω. Δυο από αυτούς κρατάνε την εικόνα. Είναι μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας, ντυμένη στο μάλαμα.

Το πλήθος σκύβει, σταυροκοπιέται, χυμάει ν’ ασπαστεί την εικόνα.

― Όλο μάλαμα! λέει ο γερο-Μανόλης με θαμασμό.

― Θαν του κούστισε χιλιάδες! υπολογίζει ο καπετά Λάζαρος.

― Αμ τι θαρρείς. Αρχοντάνθρωπος.

― Δε σου λέω. Έχει κιόλας. Μεγαλοφαμπρικάντες βλέπεις ο πατέρας του κι αυτός μοναχοκλερονόμος.

― Αλήθεια! Πόσος κοσμάκης τρώει ψωμί από τα χέρια του στην Αθήνα!

― Ο Θεός να μας κόβει μέρες και να του τις χαρίζει.

― Αμήν. Για το καλό της φτώχειας.

Η πομπή είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Μπροστά οι δυο παπάδες με την εικόνα της Παναγίας όρθια που λαμποκοπάει καθώς πέφτουνε πάνω της οι αχτίνες του ήλιου. Άλλος παπάς κρατάει στο χέρι του υψωμένο σα να ‘τανε η στιγμή να βγάλει τα Άγια, ένα ασημένιο δισκοπότηρο, ενώ άλλος ακουμπάει στο στήθος του ένα Αρτοφόρι, από πολύτιμο μέταλλο. Ακολουθάει ο υποψήφιος με το καπέλο στο χέρι ενώ πίσω του σέρ­νεται σε μιαν ουρά ατέλειωτη το πλήθος υποταχτικό, υπάκουο… Οι καμπάνες βογκάνε κουρασμένες, σα να βαριοανασαίνουνε…Ο ήλιος φλογίζει. Μια κάλμα απλώνεται στη θάλασσα που βυθίζει τα νερά σε ύπνον ατάραχτο κι οι σημαίες κρεμιούνται πάλε πλα­δαρές, δίχως πνοή στ’ αψηλά κατάρτια, σα νεκρωμέ­νες…

― Κοίταξε, ξεσκούφωτος περπατάει με όλον τον ήλιο.

Η πομπή προχωράει αργά. Το πλήθος ξεχειλί­ζει, πνίγεται… Οι παπάδες λαχανιάζουνε. Ο ίδρωτας κυλάει καυτερός στα κούτελά τους ξεχειλίζοντας κάτω από τα μαύρα καμηλαύκια τους. Τα κατάρ­τια γερνούνε ευλαβικά σα να θέλουνε να χαιρετίσουνε τη χάρη της. Η σάρκα ιδρωμένη, αναμμένη μυρίζει και μόνο τα πολύχρωμα πετράδια κοιμούνται γαλήνια στον πάτο της ακρογιαλιάς όπου δε φτάνουνε οι σαΐτες του ήλιου.

Να η εκκλησιά. Το πλήθος ξεκόβει, τρέχει μέσα να πιάσει θέση. Οι παπάδες ακουμπάνε την εικόνα σ’ ένα εικονοστάσι ντυμένο με κίτρινο κροκωτό μεταξωτό πανί, φοράνε τ’ άμφια τους κι αρχίζει η λειτουργιά.

Ο υποψήφιος στέκεται δίπλα στο Δεσποτικό γελα­στός, ευτυχισμένος. Η εκκλησιά αντηχάει από τις γλυκιές μελωδίες, η ευωδία του μοσκολίβανου ανε­βαίνει αργά προς τον Παντοκράτορα που με τα δά­χτυλα ενωμένα βλογάει…

Τέλειωσε η δοξολογία. Ο υποψήφιος θα καταλύσει στο σπίτι του δήμαρχου. Το πλήθος σέρνεται ακούρα­στο από πίσω του. Τώρα διψάει ν’ ακούσει τη λαλιά του, αφού γνώρισε την ευλάβειά του.

― Λένε πως μιλάει κι όμορφα.

― Μα γίνεται κι αλλιώς. Όλες τις χάρες τις έχει. Να μας ζήσει.

― Αυτός θα μας βγάλει ασπροπρόσωπους στη Βουλή.

Το πλήθος ανάβει, κορώνει ακούγοντας το λόγο. Μέλι στάζει από τα χείλια του. Και τι δεν είπε. Για όλα τους μίλησε, όλα τους τα υποσκέθηκε, αυτός που τίποτις δεν του γλίτωνε, που σε όλα τα ζητήματα βρισκότανε μέσα…

Το βράδυ γλέντι τρικούβερτο στην ταβέρνα του μπαρμπα-Λια. Τα νταούλια κροτούνε, ρετσίνες καίνε όξω από το μαγαζί που τα παιδιά τις πηδάνε πρόσ­χαρα. Οι γυναίκες περνάνε από μακριά περίεργες για να ιδούνε. Ο κόσμος, οι φίλοι, μπαίνουνε, τρώνε, και πίνουνε. Ο υποψήφιος παράγγειλε πως όλα τα έξοδα της βραδιάς είναι σε βάρος του… Πίνουνε, πίνουνε και το βαρέλι κατεβαίνει γλήγορα πιθαμές. Μια μεγάλη σημαία υψωμένη πάνω από την πόρτα της ταβέρνας πλαταγίζει θριαμβικά σα να λέει κάτι κι αυτή με τη γλώσσα της…

2

― Σαπίλα, σαπίλα, μουρμουρίζει ο Αλέξης, ο δά­σκαλος, καθώς γυρίζει στο σπίτι του σκυφτός, σκεφτι­κός.

Τα λόγια του Λίντα, του υποψήφιου, βουίζουνε α­κόμα στ’ αυτιά του. Κάνοντας ο κύριος Λίντας την προεκλογικιά περιοδεία του πέρασε κι από το χωριό του Αλέξη να δει τους συμπατριώτες του, να ψαρέψει κι από κει κανέναν ψήφο. Έπειτα η φήμη του είχε απλωθεί σε όλα τα χωριά κι όλοι τώρα μιλούσανε για τα δώρα που προίκισε την εκκλησιά της πατρίδας του.

Στον καφενέ του Σταθούλα μαζωχτήκανε όλοι οι φίλοι του να τονέ χαιρετίσουνε. Πήγε κι ο Αλέξης σαν τέλειωσε το μάθημα. Τους βρήκε απάνω στην κου­βέντα για τον πόλεμο. Είχανε το ‘97, λίγος καιρός ύστερις από την υποχώρεση. Ο Αλέξης μπήκε δειλά στο μαγαζί, έδωσε το χέρι στον υποψήφιο που τονέ δέχτηκε μ’ ένα γλυκό, καταδεχτικό χαμόγελο και τρα­βήχτηκε σε μιαν άκρη. Ο κύριος Λίντας σ’ έναν τόνο επίσημο, σε μια φρασεολογία σιδερωμένη, κατηγορηματικά, που δεν αφήνει τόπο σε καμιάν αντιλογία, είχε το λόγο ενώ οι άλλοι αφουγκραζόντανε τα λόγια που πέφτανε από το στόμα του μην τολμώντας να τονέ διακόψουνε και κάποτε μόνο ανταμώνανε τις ματιές τους σα να λέγανε «Το ‘λεγες αυτό; το ‘βαζες αυτό με το νου σου;»

Ο κύριος Λίντας όλα τα ήξερε, για όλα μιλούσε. Στα τελευταία τόλμησε ο Αλέξης που σα να καθότανε στα κάρβουνα να ρωτήσει κάτι.

― Γιατί υποχωρήσαμε κύριε Λίντα!

― Αλήθεια γιατί υποχωρήσαμε; ξαναείπανε όλοι. Κείνος χαμογέλασε σα να τους λυπότανε που δε νιώθανε τίποτις.

― Αμ αυτό πια δεν είναι σήμερα μυστικό· υπο­χωρήσαμε όχι βέβαια γιατί νικηθήκαμε μα γιατί έτσι το θέλησε η Ευρώπη. Ας μας αφήνανε κι έβλεπες; Ο στρατός ήτανε έτοιμος να μπει στην Ελασσόνα, Μ’ ας όψονται οι αίτιοι, είπε μισοκλείνοντας τα βλέ­φαρά του μ’ έναν τρόπο σα να ‘λεγε «Ε και να ξέρατε κακομοίρηδες τι τρέχει στη μέση».

― Έτσι το καταλαβαίνω τώρα· δε νικηθήκαμε μας είπανε να υποχωρήσουμε κι υποχωρήσαμε. Βέ­βαια· πώς μπορούσαμε να νικηθούμε; είπε ο παπάς παίζοντας ένα χοντρό κομπολόι στα δάχτυλά του.

Η εξήγηση του βουλευτή άρεσε σε όλους, γιατί ικανοποιούσε ολουνών το φιλότιμο. Κανείς δε σκέ­φτηκε ναν τονέ ρωτήσει από πού πήρε τις πληροφο­ρίες του, αν όσα έλεγε τα πίστευε κιόλας ο ίδιος ή τα ‘λεγε γιατί ήτανε αντιπολιτευόμενος κι ήθελε να χτυπήσει την κυβέρνηση. Όλα κείνη τη στιγμή τους φαινόντανε πιθανά. Γιατί κι ο κύριος Λίντας ήξερε την τέχνη να χρωματίζει τα λόγια του και να πείθει μ’ έναν τρόπο που δε σου άφηνε δισταγμό. Και τώρα μιλούσε μυστηριώδικα, αποκαλυφτικά σα να ήθελε τάχατες να πει κάτι μα δεν το ‘λεγε, έκανε πως κα­τάπινε τα λόγια του γιατί α μιλούσε μπορούσε να εκθέσει μεγάλα πρόσωπα και δε σύφερνε στο κράτος.

― Η αλήθεια είναι πως μπορούσε σήμερα το κρά­τος να ‘ναι άλλο τόσο μα ας όψονται οι αίτιοι, ξαναείπε μέσα σε μια βαθιά σιγαλιά.

Κοιταχτήκανε όλοι. Η κουβέντα του ήτανε γιο­μάτη υποψίες. Δεν τόλμησε να το πει μα άφηνε να φανεί καθαρά η ιδέα του πως το έθνος προδόθηκε σε ό,τι είχε ιερότερο· η ιδέα της προδοσίας περνούσε μέσα από όλες τις φράσες του, ήτανε το λαϊτμοτίβο της κουβέντας του.

― Μα αυτό είναι τρομερό, είπε ο παπάς.

― Να πλερώνουμε φόρους, να δουλεύουμε κι αυτοί να γίνουνται όργανα της Ευρώπης, είπε ο καφετζής.

Ο κύριος Λίντας σήκωσε τους ώμους του σα ναν τους έλεγε; «Τι να σας κάνω και γω· αυτή είναι η κα­τάσταση».

Ο μόνος που δεν άνοιξε το στόμα του ήτανε ο Α­λέξης ο δάσκαλος. Άκουγε, ρουφούσε τα λόγια του υποψήφιου που ήτανε σα μιαν αποκάλυψη.

Τριαντάρης ο Αλέξης, με μια φυσιογνωμία αδύνα­τη ωχρή, ζούσε στο χωριό, την πατρίδα του, με τη γριά μάνα του από τον καιρό που τον εδιορίσανε δά­σκαλο, Δεν πήγε στον πόλεμο, σαν απαλλαγέντας που ήτανε μα τον πόλεμο τον παρακολούθησε στις στήλες των εφημερίδων που τις έτρωγε κάθε φορά που ‘φτανε το ταχυδρομείο. Ήτανε μια περίεργη αλήθεια φύση. Στο χωριό ζούσε μια ζωή ξεχωριστή. Ο καφενές όπου συγκεντρωνότανε όλη η ζωή του χωριού, δεν τονέ γνώρισε κι ο Σταθούλας το ‘χε παράπονο που δε σύ­χναζε στο μαγαζί του· τα μικροζητήματα του χωριού του προξενούσανε σιχασιά κι αντίς να κάνει παρέα με τους συχωριανούς του κουρκουσουρεύοντας τον ένανε και τον άλλονε προτιμούσε τη μοναξιά, ένα μακρινό περίπατο. Ζούσε πιο πολύ με τον εαυτό του μια ζωή συγκεντρωμένη, εσωτερικιά. Μερικοί τονέ λέγανε ζευζέκη, άλλοι λέγανε πως δεν τους καταδέχεται σαν τόνε βλέπανε να γυρίζει κατασκονισμένος από καμιά εκδρομή, ήτανε κι άλλοι που τον παίρνανε για σκολαστικό. Τι περιμένεις από ένα δάσκαλο. Ένας ορκι­ζότανε πως είναι τρελός. Αυτός τα ‘ξερε τι λέγανε γι αυτόνε μα αδιαφορούσε· αυτός το κέφι του έκανε, δεν μπορούσε ν’ αλλάξει το χαραχτήρα του. Μα α δεν μπο­ρούσε να βρει αγάπη κι εχτίμηση ανάμεσα στους συχωριανούς του, ας είναι καλά τα παιδιά. Αυτά τονέ λατρεύανε. Γιατί κι αυτός δεν τους φερνότανε σα δάσκαλος ξυνός και στροβομουτσουνιασμένος. Τ’ αγαπούσε σαν πατέρας, γελαστός πάντα και γλυκομίλητος. Ήτανε σα μια μεγάλη φαμίλια, σαν ένας πατέρας με τα παιδιά του που καρτεράνε με λαχτάρα να τον ιδούνε. Κι ο Αλέξης δούλευε με πάθος, στη δουλειά βρίσκοντας τη μεγαλύτερην απόλαψή του που δεν μπορούσε να του τηνέ δώσει ούτε ο καφενές ούτε τα σαλιαρίσματα με τους συχωριανούς, ούτε η πρέφα ούτε το ρετσινάτο. Η δουλειά αυτή τονέ ζωογονούσε χαρίζοντας του την περηφάνεια για το έργο του. Μι­κρό, ταπεινό καταφρονεμένο το έργο του μα και πόσο μεγάλο για όσους καταλαβαίνουνε…

Ο κύριος Λίντας σηκώθηκε, έδωσε το χέρι χωρι­στά στον καθένα κι έφυγε μαζί με τον κυρ-Αναστάση τον άρχοντα, που του ‘χε κείνο το βράδυ τραπέζι στο σπίτι του.

Απομείνανε οι άλλοι ξαναμασώντας τα όσα τους είπε ο Λίντας που ήτανε γι’ αυτούς σα μιαν αποκά­λυψη από τέτοιο στόμα που βγήκανε. Ο Αλέξης που ένιωθε τώρα βαριά την ατμόσφαιρα του καφενέ τους άφησε να συζητάνε κι αυτός πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

Είχε νυχτώσει. Σκοτάδι. Μα ήξερε καλά τους δρό­μους και δεν είχε φόβο να γκρεμιστεί από κανένανε βράχο. Σαν έφτασε στο σπίτι βρήκε τη γριά μάνα του που σκυμμένη στο τζάκι προσπαθούσε ν’ ανάψει τη φωτιά φυσώντας πάνω σε κάτι χοντρά κούτσουρα.

― Στραβώθηκα, φούσκωσα, δε θέλουνε ν’ ανάψουνε τ’ αναθεματισμένα, φώναξε με τα μάτια κόκκινα από τον καπνό.

Ο Αλέξης καλησπέρισε σιγαλά. Σε λίγο ένα λαμπάδιασμα της φωτιάς με τις κληματόβεργες που ‘ριξε η γριά πάνω στα κούτσουρα έκανε να λάμψει όλη κάμαρα. Μια γλυκάδα πετάχτηκε από τη φωτιά και γιόμισε όλη την κάμαρα…

Φάγανε το φαΐ ζεσταμένο πάνω στα ξύλα. Έ­πειτα ο Αλέξης πήρε ένα βιβλίο και ξαπλώθηκε στο παραγώνι καθώς έκανε κάθε βράδυ. Η πύρα της φω­τιάς του χάιδευε τα μάγουλα… Διάβασε κάμποσο, έπειτα σήκωσε τα μάτια του από το βιβλίο και τα κάρ­φωσε πάνω στη φωτιά. Παρακολούθησε με βαθιά προσοχή τη φλόγα που παιχνίδιζε σε μύρια σκήματα, τη στάχτη που ξεφλουδιζότανε από τα ξύλα, άκουσε το σιγαλό τρίξιμο της φωτιάς, χαρούμενης, κόκκινης, μέσα στους μαυρισμένους από την καπνιά τοίχους του τζακιού. Ξανάφερε τα μάτια του στο βιβλίο μα κείνα μείνανε καρφωμένα στην ίδια αράδα. Ο νους του τα­ξίδευε. Συλλογιότανε τα λόγια που άκουσε, τα λόγια τ’ αποκαλυφτικά που ερχόντανε να ξηγήσουνε μια μεγάλη ντροπή. Τα ξαναθυμότανε, τα ‘βαζε ένα ένα στην αράδα, τα μελετούσε, έμπαινε στο βάθος τους και πάντα καταστάλαζε στο ίδιο θλιβερό συμπέρασμα. Προδοθήκαμε, ντροπιαστήκαμε. Ένα δοξασμένο όνομα το κυλίσαμε με τα χέρια μας στο βούρκο. Δεν ξέ­ρει τι σκέφτουνται οι άλλοι, μα αυτός νιώθει τη μουτζούρα στα μούτρα του, τη νιώθει καθαρά, είναι βέβαιος πως α φέρει το χέρι του στο μάγουλό του, το χέρι του θα μαυρίσει… Τη βραδιά που ‘ρθε στο χω­ριό το μήνυμα το αναπάντεχο της υποχώρεσης, έκλα­ψε όλη τη νύχτα άγρυπνος. Συλλογίστηκε το στρατό που ‘φευγε ντροπιασμένος, σαν κοπάδι ασύνταχτο μπροστά στο λύκο που το κυνηγούσε. Είδε αποπίσω τα γυναικόπαιδα ν’ ακολουθούνε το στρατό ζητώντας σε μια τυφλή φυγή τη σωτηρία τους. Τα είδε όλα αυτά από μακριά, τα ‘νιωσε, άκουσε το φοβερό το ποδοβολητό, το χτυποκάρδι που ‘κανε τα στήθια να φουσκώνουνε και ξέσπασε σ’ ένα κλάμα, σ’ ένα γυναικείο κλάμα που βάσταξε όλη τη νύχτα, γιατί δεν είχε πώς αλλιώτικα να ξεθυμάνει. Σκέφτηκε να σηκωθεί την άλλη μέρα, να τ’ αφήσει, όλα, μάνα και σκολειό στην τύχη τους και να πάει κι αυτός στον πόλεμο εθελοντής σα δεν τον καλέσανε υποχρεωτικά. Το σκέφτηκε τη νύχτα, το αποφάσισε, μα δε βρήκε τη δύναμη να το πραγματοποιήσει. Σα φώτισε ήρθε η ψυχρή σκέψη να του ψυχράνει την απόφασή του. Αρκέστηκε να κλάψει πάλε σα γυναίκα. Μα τώρα που ξέρει τι έτριξε κείνη τη νύχτα, τώρα που ξέρει πως κι άλλοι τόσοι να είμαστε, έπρεπε να υποχωρήσουμε υποχρεωτικά για να γίνει το θέλημα της Ευρώπης, τώρα καταλαβαίνει το άσκοπο της θυσίας. Κακόμοιρο έθνος, κακόμοιρη Ελ­λάδα!…

― Σαπίλα, σαπίλα, ψιθυρίζουνε τα χείλια του.

Η γριά που του πλέχει μια χοντρή χειμωνιάτικη φανέλα σηκώνει το κεφάλι της τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο τσεμπέρι και τον κοιτάζει. Για ποια σαπίλα μιλάει;

― Τι έπαθες; ρωτάει σιγαλά δίχως να πάψει το πλέξιμο ενώ η φλόγα της φωτίζει το ζαρωμένο πρό­σωπο.

Κείνος δεν αποκρίνεται βυθισμένος στη σκέψη του. Ρίχνει τα μάτια του στο βιβλίο, διαβάζει μια σελίδα και πάλι το κατεβάζει στα γόνατά του. Μια υποψία τον κυριεύει άξαφνα. Τι λόγο έχει να ‘ναι δάσκαλος; Κάνει τίποτις; Δουλεύει για καμιάν ιδέα ή παίρνει τζάμπα το μιστό δίχως να προσφέρει τίποτις κι αυτός στο έθνος; Την απάντηση του την έδωκε απόψε ο κύριος Λίντας. Δεν κάνει τίποτις, στον άμμο χτίζει· ό,τι θέλει η Ευρώπη θα γίνει, όχι ό,τι θέλουμε ‘μεις. Η απάντηση αυτή απλώνει ένα μαύρο σύννεφο στην ψυχή του. Αλήθεια. Γιατί να σπάζει το στήθος του για να δημιουργήσει ψυχές μια που οι ψυχές αυτές δεν είναι λεύτερες να δημιουργήσουνε το μέλλο τους; Να. Τόση δουλειά τόσα χρόνια, καταστάλαξε σε μιαν υποχώρεση. Ό,τι χτίζανε με υπομονή, με ίδρωτα, κατέβηκε το ποτάμι μια νύχτα και το πήρε. Τι εμποδίζει να ξαναγίνει και στο μέλλο το ίδιο; Κι αν είναι έτσι, γιατί να χύνει άδικα τον ίδρωτά του, γιατί να σπάζει το στήθος του, γιατί να παίρνει λεφτά από το δημόσιο που ‘ναι το ίδιο σα ναν τα κλέβει; Επί τέλους καλύτερα τα παιδιά να μην ξέρουνε τίποτις. Γιατί να τους ανοίξει τα μάτια, γιατί να τους γιομίσει την ψυχή με ελπίδες, μια που είναι γραμμένο οι ελπίδες τους να σβήσουνε και να μαραθούνε;

Η γριά ρίχνει λίγες κληματόβεργες στη φωτιά που πάει να χωνέψει. Τινάζει το κούτσουρο και τα κάρ­βουνα κόκκινα κυλάνε στη στάχτη.

― Δε λες τίποτα; Τι όλο σκέφτεσαι απόψε; μουρ­μουρίζει η γριά ταχτοποιώντας τα γυαλιά στα μάτια της.

Δεν της αποκρίνεται. Μισοκλείνει τα μάτια του σα ναρκωμένος από τη γλύκα της φωτιάς που τόνε χτυ­πάει στο πρόσωπο,

― Κοιμάσαι; ρωτάει η γριά σιγαλά.

Ανοίγει τα μάτια του. Σιγαλιά. Μόνο τα ξύλα τρίζουνε. Κάποιος ποντικός σκαρφαλεύει κάτω από το πάτωμα… Νιώθει μια στενοχώρια στην ψυχή, κάτι τονέ σφίγγει στην καρδιά. Το ταβάνι του φαίνεται πως χαμηλώνει, τονέ πλακώνει. Ο αγέρας είναι βαρύς, πνιχτικός… Σηκώνεται, ζυγώνει στο παράθυρο, ανοίγει τα τζάμια. Στέκεται ακούνητος. Μια νερατζιά του στέλνει την ευωδιά της. Το φεγγάρι πλανιέται άσκοπα… Βυθίζει τη ματιά του μακριά, ξεχωρίζει τα βουνά στο βάθος, που τον τριγυρίζουνε σα μαύροι όγκοι, τα βλέπει να ζυγώνουνε, να κλείνουνε, να τονέ σφίγγουνε σε μια πέτρινη αγκαλιά, θα σκάσει. Τι στενός ορίζον­τας! πως μπόρεσε να ζήσει τόσα χρόνια μέσα σε αυτό το στενό χώρο, κάτω από αυτό τον πνιχτικόν ουρανό!..

Τραβιέται μέσα, κλείνει το παράθυρο, αρχίζει το σουλάτσο.

― Τι θα ‘λεγες, μάνα, α μ’ έβλεπες να ‘φευγα από το χωριό; ρωτάει ο Αλέξης άξαφνα.

Κείνη αφήνει το πλέξιμο να πέσει από τα χέρια της.

― Χριστός και Παναγία! τι σου ‘ρθε; ρωτάει.

Ο Αλέξης γελάει.

― Βέβαια· πρέπει σώνει και καλά να πεθάνουμε μέσα σε αυτό το παλιοχωριό; Η γης είναι πλατιά· μπορεί να ζήσει κανείς κι αλλού σαν εδώ και καλύτερα.

Η γριά ξαφνιάζεται.

― Καλέ τι είναι αυτά τα λόγια; Ν’ αφήσω εγώ το χωριό μου; όχι, όχι. Εδώ θα μείνουνε τα κόκαλά μου.

― Ας είναι· έτσι σου το είπα, στα χωρατά, λέει ύστερις από λίγο ο Αλέξης. Έλα τώρα πες μου ένα πα­ραμύθι, από κείνα που μου ‘λεγες σαν ήμουνα παιδί, να ξαναθυμηθώ τα παλιά μου.

Η γριά χαίρεται που της δίνεται μια ευκαιρία να φχαριστήσει το γιο της. Αρχίζει να του δηγιέται ένα παραμύθι από τα παλιά. Κείνος δείχνει πως προσέχει στα λόγια της μάνας του μα ο νους του ταξιδεύει. Σιγά σιγά τα βλέφαρά του πέφτουνε βαριά. Αποκοι­μιέται ενώ η πύρα της φωτιάς του χαϊδεύει τα μά­γουλα.

3

― Το ‘μαθες; θέατρο!

― Θέατρο εδώ στο χωριό; αποκρίθηκε ο άλλος σα να μην πίστευε τέτοιο μεγάλο πράμα.

― Βέβαια. Μας ήρθε απόψε μια κομπανία πρώτης, λένε, είπε ο πρώτος γλείφοντας τα χείλια του σα να πιπίλιζε καμιά καραμέλα.

― Πού θα παίξουνε;

― Στον καφενέ του Σταθούλα.

― Πάμε να τους ιδούμε;

― Πάμε.

Κατεβήκανε στον καφενέ που ήτανε ο πρώτος κα­φενές του χωριού. Μια θεόρατη λεύκα υψωνότανε μπροστά στον καφενέ που ο καφετζής είχε τοποθετή­σει μερικά ξύλινα τραπεζάκια στον ίσκιο της, για να περνούνε οι πελάτες του τις μεσημεριάτικες ώρες σα δεν μπορούσανε να μείνουνε μέσα στο μαγαζί την ώρα που στύλωνε η ζέστη. Γύρω σ’ ένα τραπεζάκι καθισμένοι τρεις ανθρώποι παίζανε πρέφα. Φαινότανε ξένοι.

― Αυτοί θα ‘ναι οι θεατρίνοι, είπε ένας.

Μια κοπέλα καθισμένη σε μια καρέκλα παρατη­ρούσε το νερό που ‘τρεχε από τη βρύση με μάτι αφαι­ρεμένο, ρεμβό σα να ‘τρεχε αλλού ο νους της, ακολου­θώντας το νερό που κυλούσε και πήγαινε μακριά.

Ένας άνθρωπος, ένας πενηντάρης, με ψαρά μαλ­λιά, δίχως σακάκι, με τα μανίκια του πουκαμισού του ανασηκωμένα που να φαίνουνται δυο χοντρά, αδρά, μαλλιαρά μπράτσα, ανεβασμένος σ’ ένα σκαμνί προσ­παθούσε να κολλήσει κάτι χρωματιστά χαρτιά πάνω σε κάτι σανίδια. Σε λίγο πρόβαλε κι ο Σταθούλας φορτωμένος ένα σωρό παλιοσάνιδα, μουχλιασμένα, που σαπίζανε στο υπόγειο από τον καιρό που ‘χτιζε το μαγαζί του.

― Να, δεν έχω άλλα, είπε ρίχνοντας χάμω τα ξύλα.

Ο άλλος τους έριξε μια ματιά.

― Δεν πειράζει, θα οικονομηθούμε. Βάζουμε και μερικά τραπέζια επιτέλους για το πάλκο άμα δε μας φτάσουνε οι σανίδες.

Ο Σταθούλας είχε βγει όξω να φέρει ένα λουκούμι που του παράγγειλε κάποιος.

― Δε μου λες; ποιος είναι ο θιασάρχης; ζύγωσε ο ένας και ρώτησε τον άνθρωπο που κολλούσε τα χαρτιά.

Είχανε περιέργεια να γνωρίσουνε το θιασάρχη αφού γνωρίσανε τ’ άλλα μέλη της κομπανίας. Κείνος σήκωσε το κεφάλι του.

― Εγώ είμαι. Τι τρέχει;

Κείνος ξαφνιάστηκε.

― Ελόγου σου;

― Ναι, ελόγου μου· γιατί; δε σου γιομίζει το μάτι; Στη σκηνή να με δεις εμένα και τότε σου λέω!

Βγήκανε όξω.

― Μωρέ αυτός είναι ο θιασάρχης; Και γω νόμιζα… ψιθύρισε.

― Τι νόμιζες; τι περίμενες να δεις; Άνθρωπος είναι κι αυτός σαν και μας.

― Δε σου λέω· μα ένα θιασάρχη τονέ φανταζόμου­να κάπως αλλιώτικα. Ας είναι.

― Άσε το θιασάρχη τώρα, Για κοίταξε κείνη την κοπέλα. Ε τι σου λέει: Ζάχαρη!

― Αλήθεια.

― Κι αυτή εκεί η άλλη, η χοντρή, με το παιδί στο βυζί ποια να ‘ναι; θεατρίνα θα ‘ναι κι αυτή.

Ο άλλος σήκωσε τους ώμους του.

― Είναι η γυναίκα του θιασάρχη, τους ξήγησε κά­ποιος που στεκότανε δίπλα.

― Ανεβαίνει κι αυτή στο πάλκο; ρώτησε ο ένας.

― Αμ τι θέλεις να κάνει; άμα δεν έχει μέρος κά­θεται στην πόρτα και μαζεύει τα μπιλιέτα.

― Και τηνέ βαστάει το πάλκο; Αυτή είναι γε­λάδα.

Γελάσανε.

Ο θιασάρχης αφού κόλλησε τα χαρτιά, πήρε στα χέρια του το πριόνι κι άρχισε να πριονίζει ένα σανίδι. Ο ίδρωτας έσταζε από το κούτελό του.

― Αντώνη, κάνε γλήγορα για να πας να οικονομήσεις λίγο γάλα του παιδιού, φώναξε από μακριά η γυναίκα του.

― Ξεφορτώνου με τώρα, αποκρίθηκε κείνος.

Ένας νέος ακουμπούσε στην κάσα της πόρτας και κοίταζε όξω, συλλογισμένος. Φορούσε ένα κοντό σακάκι που άφηνε να φαίνεται το τριμμένο παντελόνι του.

― Γιατί δεν έρχεται να σου βοηθήσει και του λόγου του; ρώτησε ο Σταθούλας σιγαλά δείχνοντας το νέο.

Γέλασε ο θιασάρχης.

― Α αυτός είναι ο εραστής. Δεν καταπιάνεται αυ­τός σε τέτοια πρόστυχα πράματα. Αυτός πάει για τέ­χνη· χα, χα, χα, αποκρίθηκε ο θιασάρχης χτυπώντας δυνατά το σκεπάρνι για να πνίξει τα γέλια του.

― Κι η κοπέλα κει κάτω κόρη σου είναι;

― Η Ρίκα; είναι κι αυτή στην κομπανία μας.

― Ένα κορίτσι και γυρίζει μαζί σας δίχως κα­νένα δικό της; ρώτησε περίεργος ο Σταθούλας,

― Ε, κι έπειτα; Τι θα πάθει! θαν το φάμε;

Ο Σταθούλας δεν ξαναείπε τίποτα για να μη φανεί πως δεν καταλαβαίνει, μα απόρησε για το θάρρος του κοριτσιού ― κι ήτανε και τόσο όμορφη― και με τον τρόπο που του μιλούσε ο θιασάρχης για ένα τέτοιο πράμα. «Αυτοί σκέφτουνται αλλιώτικα από μας» συλλογίστηκε.

Το μεσημέρι το πάλκο ήτανε έτοιμο κι η αυλαία ― μια λινάτσα χρωματισμένη που παράσταινε την Α­κρόπολη― κρεμασμένη ανέμιζε από τον αέρα που ‘μπαινε από τα σπασμένα τζάμια του αντικρινού παραθυριού.

― θα πουντιάσουμε δω μέσα, μουρμούρισε ο ερα­στής σφίγγοντας το γιακά του σακακιού του.

― Τι να σου κάνουμε κύριε; Δεν μπορούμε βλέ­πεις να ‘χουμε το Βασιλικό στη διάθεσή μας, αποκρί­θηκε ψυχρά ο θιασάρχης.

― Πώς να παίξει κανείς, πώς να εμπνευσθεί σε τέ­τοιο περιβάλλο, μουρμούρισε ο εραστής.

― Αυτό είναι τίποτα. Μου εξασφαλίζεις εμένα δια­κόσια μπιλιέτα και σου λέω γω πώς παίζουνε. Σου κάνω και τούμπες στον αγέρα, με όλη την κοιλιά, εγώ που με βλέπεις.

Ο εραστής ζάρωσε τα χείλια του σα δυσαρεστη­μένος γιατί δεν είχε άνθρωπο μπροστά του που να μπορεί να τονέ νιώσει.

― Κάμε υπομονή και θα παίξεις και σε ανώτερα θέατρα, είπε η Ρίκα.

― Δε σου λέω. Μα διαφθείρεται κανείς. Χάνει το ταλέντο του.

― Ταλέντο… Μου ου ου… μουρμούρισε ο θιασάρχης κι άρχισε να ταχτοποιεί τα μπιλιέτα που ‘χε μπροστά του και που έπρεπε τώρα να γυρίσει το χω­ριό και ναν τα μοιράσει.

Ο Αλέξης που η περιέργεια τον έφερε κι αυτόνε στον καφενέ του Σταθούλα παρακολούθησε όλον αυτό το διάλογο με προσοχή. Ο νέος αυτός που μιλούσε με τόση θλίψη για το ταλέντο του, ο εραστής αυτός με τις αψηλές φιλοδοξίες, τον έκανε να νιώσει βαθιά τη δική του μηδαμινότη. «Αυτοί είναι ανθρώποι· ζούμε και μεις εδώ στο παλιοχωριό σαν τα σκουλήκια». Εντύπωση του ‘καμε κι η ομορφάδα της Ρίκας. Θα ‘θελε να ζητήσει πολλές πληροφορίες γι’ αυτήνε μα η φυσικιά του δείλια δεν τον άφησε να της αποτείνει το λόγο.

―Ποιος θα παίξει το πρόσωπο του αντεραστή; Αυτό θαρρώ δεν το συλλογιστήκατε, είπε άξαφνα ο εραστής χώνοντας βαθιά τα χέρια στις τσέπες.

Ο θιασάρχης σήκωσε το κεφάλι και τονέ κοίταξε.

― Βρε καλά λες, είπε.

Το πρόσωπο αυτό το ‘παιζε ως τώρα ένας άλλος που αποσπάστηκε από την κομπανία.

Ο θιασάρχης έξυσε το κεφάλι του.

― Δε βρίσκεται κανείς εδώ πέρα; μπορούσαμε ναν του δώσουμε επιτέλους και κατιτίς, είπε.

Ο εραστής σήκωσε τους ώμους του σα να ‘λεγε: «Κάνε καλά».

― Παίζω εγώ το μέρος του, φώναξε έξαφνα ο Α­λέξης.

Ο θιασάρχης του ‘ριξε μιαν ρωτηματικιά ματιά.

― Εσύ; Και ποιος είσαι συ; ρώτησε.

― Δάσκαλος, αποκρίθηκε ο Αλέξης σα να ντράπη­κε για την ιδιότητά του.

Ο θιασάρχης έσκασε στα γέλια.

― Έχεις ανεβεί άλλη φορά σε σκηνή; Λες ναν τα καταφέρεις;

― Θα προσπαθήσω, αποκρίθηκε ο Αλέξης κατα­κόκκινος από τη συγκίνηση,

Ο εραστής του ‘ριξε μια περιφρονετικιά ματιά, έπειτα απομακρύθηκε μουρμουρίζοντας.

― Τι στραπάτσο, τι βεβήλωση της τέχνης.

Ο θιασάρχης ζύγωσε τον Αλέξη.

― Λοιπόν σύφωνοι. θα σου δώσω τώρα το μέρος σου ναν το διαβάσεις κανά δυο φορές για να ξέρεις α­πάνω κάτω τι λέει. Η δεσποινίδα από εδώ θα σου δείξει τι πρέπει να κάνεις.

― Πολύ ευχαρίστως, είπε η Ρίκα μ’ ένα χαμό­γελο.

Η τυπικιά φράση που δεν ήτανε τίποτα παραπάνω από ένα απλό κοπλιμέντο, τη στιγμή εκείνη πήρε μια ξεχωριστή έννοια στη φαντασία του Αλέξη που συγ­κινημένος θωρούσε τη Ρίκα ναν του χαμογελάει…

Πήρε τα χερόγραφα, τράβηξε για το σπίτι του και κλείστηκε σε μια κάμαρα.

― Να μη μου μιλήσει κανείς, είπε.

― Δε θα ‘ρθείς να φάμε; Είπε η γριά.

― Φάε μοναχή σου. Δεν πεινάω.

Κλεισμένος μέσα στην κάμαρα διαβάζει δυνατά βα­δίζοντας πάνω και κάτω. Κάποτε σταματάει το διά­βασμα, ζυγώνει στο ανοιχτό παράθυρο και γυρίζει τα μάτια του κατά τον καφενέ του Σταθούλα. Η γριά ακούγει τις φωνές μα δεν μπορεί να νιώσει τι λέει. Βάζει το αυτί της κοντά στην πόρτα, αφουγκράζεται· τίποτα.

― Τι λόγια είναι αυτά που λέει; μουρμουρίζει.

Σαν ξαναφάνηκε στον καφενέ, η Ρίκα απόρησε που τον είδε τόσο γλήγορα να γυρίζει.

― Το ‘μαθες κιόλας; Τόσο γλήγορα; Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί, του φώναξε γελώντας.

Κείνος κοκκίνησε.

― Έτοιμος, είπε,

― Έλα λοιπό να μου πεις το μάθημά σου. Και κοίταξε καλά, άμα δεν το ξέρεις, νηστεία… είπε η Ρίκα γελώντας ένα καλοκάγαθο γέλιο.

― Ό,τι αποφασίσετε σεις, ψιθύρισε ο Αλέξης δειλά.

― Να που ‘ρθε μια περίσταση να γίνεις και συ μα­θητής;

― Σε τέτοια δασκάλα, είπε κείνος.

Κείνη έσκασε τα γέλια.

― Με κολακεύετε.

Τραβηχτήκανε στο ιδιαίτερο που χρησίμευε για δω­μάτιο του Σταθούλα. Ο Αλέξης πήρε μια στάση, ό­ποια του φάνηκε καλύτερη κι άρχισε ν’ απαγγέλνει ενώ η φωνή του έσμιγε με τον κρότο του σκεπαρνιού… Ο Αλέξης απάγγελνε σ’ έναν τόνο μελοδραματικό. Η Ρίκα τον διάκοψε.

― Όχι έτσι· απλά, φυσικά, να, όπως κουβεντιά­ζουμε.

Κείνος ξανάρχισε από την αρχή προσπαθώντας όσο μπορούσε να συμμορφωθεί με τις συβουλές του δασκά­λου του. Μα κακοσυνηθισμένος από την ψεύτικη α­παγγελία του σκολιού εύρισκε δυσκολία να βρει το ύφος το φυσικό, το κουβεντιαστό κι αυτό του ‘φερνε στενοχώρια γιατί έβλεπε πως δεν μπορούσε φχαριστήσει όπως το ποθούσε τη δασκάλα του.

― Και το κορμί σου όχι τόσο αλύγιστο· οι πόζες να ‘ναι φυσικές. Το κεφάλι όχι τόσο αψηλά, το στήθος όχι τόσο κορδωμένο. Να έτσι καλύτερα, δίδασκε η Ρίκα και πιάνοντας με τα δυο χέρια της το κεφάλι του προσπαθούσε ναν του δώσει την πιο εκφραστικιά, φυσικιά στάση. Στο άγγιμα αυτό τω χεριών της, ο Αλέξης νόμισε πως δυο καυτερά σίδερα ακουμπούσανε στα μάγουλά του. Δεν πόνεσε ωστόσο μα μια γλυκιά ανατριχίλα του πέρασε όλο το κορμί.

Σαν τέλειωσε το μάθημα βγήκανε κι οι δυο όξω και καθίσανε σε δυο καρέκλες. Ο Αλέξης παράγγειλε δυο λουκούμια κι η Ρίκα σα να ‘χε μπροστά της κα­νέναν άνθρωπο που τονέ γνώριζε από καιρό, άρχισε να του δηγιέται διάφορα επεισόδια της ζωής της.

― Όμορφη ζωή, είπε ο Αλέξης.

Κείνη κούνησε το κεφάλι της θλιβερά.

― Όποιος δεν την ξέρει· ούτε ο οχτρός σου, ψιθύ­ρισε και το μάτι της πήρε μιαν έκφραση βαθιά, λυ­πημένη σα να περάσανε μπροστά της όλα τα περα­σμένα.

Το βράδυ γιομάτος ο καφενές· ο θιασάρχης που καθότανε στην πόρτα, έτριβε τα χέρια του. Το τρα­πεζάκι που ‘χε μπροστά του, γιομάτο λεφτά, που τα χάι­δευε με τα δάχτυλά του για να νιώσει τη γλύκα τους. Οι θεατές καθισμένοι σε κάτι μακριές σανίδες που τρίζανε τοποθετημένες πάνω σε δυο σκαμνιά, δε βλέπανε τη στιγμή πότε ν’ αρχίσει η παράσταση και να τραβηχτεί η χιλιοτρυπημένη αυλαία που είχε στη μέση την Ακρόπολη ζουγραφιστή.

― Ποιο να ‘ναι αυτό το σπίτι; ρώτησε ένας.

― Δεν το ξέρεις; Το Παλάτι, του ξήγηαε ο διπλα­νός του.

― Μπα! αυτό λοιπόν είναι το Παλάτι! Είπε ο άλ­λος ανοίγοντας το στόμα του.

Χτυπάει ένα κουδουνάκι. Σιγαλιά· όλοι κρατάνε την ανάσα τους. Η αυλαία τραβιέται στα πλάγια γιατί δεν ήτανε εύκολο να υψωθεί. Αρχίζει η παρά­σταση. Το έργο είναι γραμμένο σε γλώσσα αψηλή, ε­πίσημη.

― Δεν καταλαβαίνω τίποτα· τι λένε; μουρμουρίζει ένας.

― Αμ τι θαρρείς! Δεν είναι για όλους αυτά τα πράματα, γυρίζει και του λέει ο κυρ-Σταύρος ο δικα­στικός κλητήρας που πέρναγε στο χωριό για γραμ­ματισμένος.

Ωστόσο ό,τι βλέπουνε είναι τόσο συγκινητικό. Μια ρομαντικιά υπόθεση ξετυλίγεται σε συγκινητικές σκη­νές. Ένας αγαπάει μια κόρη. Ο πατέρας της δεν του τηνέ δίνει προτιμώντας κάποιον άλλον και τότε κείνος φοβερίζει να του την κλέψει, Συναπαντιούνται κάπου, πατέρας κι εραστής, λογοφέρνουνε, βρίζουνται και στα τελευταία ο πατέρας ― ο θιασάρχης― τραβάει μια κάμα να σφάξει τον εραστή της κόρης του.

Έτσι τέλειωνε η πρώτη πράξη.

― Καλά του ‘κανε. Να ήμουνε γω θα τον ξεκοίλια­ζα, είπε ο Σπύρος ο χασάπης, σαν τραβήχτηκε πάλε η αυλαία.

― Ακούς εκεί να θέλει με το στανιό να πάρει το κορίτσι, πρόστεσε ο Γιάννης ο ταβερνάρης.

― Μα και κείνη τη μουσίτσα πού την αφήνεις; Δεν είδες πως τονέ γλυκοκοίταζε; είπε η κυρα-Σπύραινα.

― Κορίτσια που δεν ακούνε τον πατέρα τους, τα κρεμάω εγώ, είπε ο Σπύρος,

― Το μούτρο της ήθελε κι έρωτα βλέπεις.

― Πού τα ξέραμε μεις στον καιρό μας τέτοια πρά­ματα. Εμένα με παντρέψανε δίχως να με ρωτήσουνε, είπε η κυρα-Σπύραινα.

― Ε σήμερα άλλαξε ο κόσμος, κυρα-Σπύραινα, της φώναξε αποπίσω ο Γιάνκος, ο γιος του κυρ-Αγγελή του τοκιστή, που σπούδαζε φοιτητής στην Αθήνα.

― Γι’ αυτό πάμε κατά διαβόλου αποκρίθηκε κείνη.

― Καλέ δε βαριέσαι· άσε τον κόσμο να κάνει ό,τι θέλει.

Στη δεύτερη πράξη παρουσιάζεται ο Αλέξης γι’ αντεραστής της κόρης. Στην αρχή καθώς ήτανε ντυ­μένος δεν τον καταλάβανε. Ο Αλέξης απάγγελνε το μέρος του με κάποιαν αλυγισιά που δεν μπόρεσε να διορθώσει η διδασκαλία της Ρίκας που πίσω από τα παρασκήνια παρακολουθούσε περίεργη το παίξιμο του μαθητή της και του ψιθύριζε από μακριά οδηγίες. Έπειτα ήτανε κι η συγκίνηση που τον έπνιγε. Να βρί­σκεται μπροστά σε τόσον κόσμο, και να τονέ βλέπει η Ρίκαι Αν τύχαινε ναν τα χάσει και γινότανε περίγελως μπροστά της;…

― Βρε, ο Αλέξης δεν είναι αυτός; ψιθύρισε κάποιος.

― Σαν κι αυτόνε μοιάζει, αποκρίθηκε ο γείτονάς του όσο που ο Σταθούλας βεβαίωσε οριστικά πως ήτανε ο Αλέξης. Αυτό πια ποτέ δε θα του το συχωρού­σανε. Σα λιμασμένα σκυλιά τού πέσανε απάνω και τονέ γαυγίζανε από όλες τις μεριές,

― Πάει τρελάθηκε.

― Κρίμα στο παιδί.

Έτσι ενώ ο Αλέξης ξακολουθούσε να μιλά τρέμον­τας μην τύχει και του ξεφύγει καμιά λέξη, αποκάτω οι συχωριανοί του του ψέλνανε τον αναβαλλόμενο.

― Καμαρώστε τον, ψιθύριζε κι ο κυρ-Αγγελής, ο τοκιστής σ’ ένα χαιρέκακο ύφος ενώ ο γιος του, με κάτι άλλους νέους του χωριού φίλους του που τον τριγυρίζανε και χάσκανε σε ό,τι κι αν τους έλεγε, δεν ξεκολλούσανε τα μάτια τους από τη Ρίκα που στε­κότανε στο πάλκο.

― Αυτή δε θα μου γλιτώσει και ναν το δείτε, βε­βαίωνε ενώ κείνοι τονέ κοιτάζανε με θαμασμό.

Από την αρχή της τρίτης πράξης φάνηκε πως η λάμπα του πάλκου δε θα βαστούσε ως το τέλος της παράστασης. Ο Σταθούλας συνηθισμένος να κλείνει νωρίς το μαγαζί του, δεν μπορούσε να προβλέψει την έχταχτη αυτή περίπτωση. Μα στη βράση του έργου, που απορροφούσε όλο το ενδιαφέρο, κανείς δε συλλο­γίστηκε τον κίντυνο. Ωστόσο η λάμπα, αδιάφορη για το έργο, πάθαινε αδιάκοπες λιποθυμίες όσο που ήρθε στιγμή που η παράσταση ήτανε αδύνατο πια να ξακολουθήσει μέσα στο σκοτάδι. Και ήτανε η κρισιμότερη στιγμή του έργου.

― Μα τι διάολο μωρέ Σταθούλα δεν ήξερες να γιομίσεις τη λάμπα σου; φώναξε ο θιασάρχης αγαναχτισμένος πάνω από το πάλκο.

― Περίμενε μια στιγμή να πεταχτώ να πάρω πε­τρέλαιο, αποκρίθηκε ο Σταθούλας.

Όσο να πάει και να ‘ρθει η σάλα ήτανε βυθισμένη στο σκοτάδι και χρειάστηκε ώρα όσο να ξαναρχίσει πάλε η παράσταση και να φτάσει στο τέλος με την αυτοχτονία της κόρης γιατί δεν της δίνανε κείνονε που ‘θελε…

Η σκηνή έκλεισε κι ο κόσμος σα βεβαιώθηκε πως δεν είχε άλλο τίποτα να περιμένει, σηκώθηκε να φύγει. Σε λίγο ο καφενές ήτανε άδειος· οι ανθρώποι γυρίζανε στα σπίτια τους κρατώντας στα χέρια μικρά φα­ναράκια με λάδι ή δαδιά αναμμένα, για να τους φέγ­γουνε στα στενοσόκκακα. Δυο πράματα τους είχανε κάνει ξεχωριστήν εντύπωση. Η αυτοχτονία της κόρης και το φέρσιμο του Αλέξη.

― Καλά, μα χάθηκε ένα έργο πατριωτικό, θρη­σκευτικό. Τι να τον κάνω εγώ τον έρωτα; Αυτά εί­ναι διαβολικά πράματα που σηκώνουνε το νου του αν­θρώπου, έλεγε στο δρόμο ο κυρ-Αναστάσης ο ψάλτης σε μια παρέα καθώς γυρίζανε όλοι μαζί στο σπίτι.

― Αμ εκείνος ο Αλέξης, δε ντράπηκε ν’ ανεβεί στο πάλκο; Δάσκαλος και θεατρίνος, μη χερότερα. Με τι μούτρα θα παρουσιαστεί αύριο στο σκολειό, είπεν ο κυρ-Σταύρος, ο δικαστικός κλητήρας, ένας από τη συντροφιά,

― Κρίμα, κρίμα. Δε θα ‘χει καλό τέλος αυτό το παιδί, μουρμούρισε ο κυρ-Αγγελής.

4.

Σκυμμένος πάνω σε μια κόλλα χαρτί ο Αλέξης γράφει γράμμα στο φίλο του. Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που ο Αλέξης νιώθει την ανάγκη ν’ ανοίξει σε κάποιονε την καρδιά του, και σα δε βρίσκει κανένανε στο χωριό να του ξεμυστηρευτεί τις σκέψες του, πιάνει την πένα κι αρχίζει να γιομίζει κόλλες για να τις στείλει στο φίλο του που γνωρίζουνται από παιδιά κι αγαπιούνται σαν αδέρφια. Δεν είναι κοινά γράμματα αυτά, είναι ξεμυστηρέματα, άνοιγμα της ψυχής, σε μια γλώσσα που βγαίνει από την καρδιά. Περίεργο. Τώρα που ο Αλέξης θέλει ν’ ανοίξει την καρδιά του, βρίσκει πως η γλώσσα του σκολειού που μεταχειριζό­τανε ως τώρα γράφοντας στο φίλο του, δεν του φτάνει, του πέφτει λειψή, γίνεται συνθηματικιά… Κι έχει τόσα να του ξεμυστηρευτεί…

― Όποιος ιδεί το γράμμα μου, θα με πάρει γι’ α­γράμματο σίγουρα. Μα δε γίνεται αλλιώτικα, συλλο­γιέται.

Τώρα του γράφει μαζί με τ’ άλλα.

«Μάθε πως ανέβηκα και στο πάλκο, γίνηκα θεατρί­νος. Μας είχε κουβαληθεί μια κομπανία και με το να λείπει κάποιο πρόσωπο, ανάλαβα εγώ να παίξω το μέρος του. θα ήμουνα βέβαια γελοίος και στην απαγ­γελία και στη στάση όσο κι αν κοπίασε ένα κορίτσι της κομπανίας να με διδάξει. Μα οι κακές συνήθειες δεν κόβουνται εύκολα. Τι μου σούρανε οι συχωριανοί μου, δεν μπορείς να το φανταστείς, Τώρα φοβερίζουνε πως θα γράψουνε και στο υπουργείο να με πάψει. Ντρόπιασα λέει το δασκαλικό επάγγελμα…

Χτυπάει η οξώπορτα μα ο Αλέξης βυθισμένος στο γράψιμο δε σηκώνει το κεφάλι του.

― Πήγαινε μάνα να δεις ποιος είναι ― μουρμουράει.

Μπαίνει η μάνα του.

― Μια κυρία σε ζητάει.

― Καμιά μητέρα κανενός μαθητή θα ‘ναι, συλλο­γιέται.

― Καλημέρα κύριε Αλέξη, ακούγεται μια φωνή. Κείνος σηκώνει το κεφάλι του. Η πένα πέφτει από τα δάχτυλά του.

― Εσείς, κυρία Ρίκα, ψιθυρίζει και σηκώνεται όρ­θιος.

Κείνη χαμογελάει.

― Καθίστε σας παρακαλώ, λέει και της προσφέρνει μια καρέκλα.

Κάθεται. Το πρόσωπό της τώρα δε φαίνεται γελα­στό, χαρούμενο. Μια θλίψη της συννεφιάζει το πρόσωπο. Κάτι θέλει να πει, μα δεν ξέρει πως ν’ αρχίσει. Κείνος πάλε, σαστισμένος, δυσκολεύεται να τηνέ ρωτήσει και για κάμποσην ώρα στέκουνται αμίλητοι, κοιτάζον­τας ο ένας τον άλλον.

Η Ρίκα πρώτη, ανοίγει το στόμα της.

― Κύριε Αλέξη, ελπίζω να με συμπαθήστε. Μα αυτό που μου συνέβηκε είναι τόσο φοβερό, είπε.

Τρόμαξε. Τι της συνέβηκε. Τηνέ πείραξε κανείς κι ήρθε να του ζήτηση προστασία; Αυτό δεν ήτανε και απίθανο μια που αυτή ήτανε σα λουλούδι δροσάτο κι οι συχωριανοί του λυσσαγμένοι για γυναίκα.

― Ξηγηθείτε μου, σας παρακαλώ, ψιθύρισε ο Αλέ­ξης δειλά.

― Να. Ο θιασάρχης έφυγε απόψε κρυφά. Έμεινα μοναχή και το χερότερο δίχως λεφτά, σε ξένον τόπον που δεν ξέρω κανένα…

Τη στιγμή αυτή ο Αλέξης καταράστηκε μέσα του την τύχη του που δε γεννήθηκε πλούσιος για να μπορεί να βάλει μπροστά στα πόδια της Ρίκας όλους τους θησαυρούς του. Ποτέ δεν ένιωσε τόσο την ανάγκη του παρά, τον εξευτελισμό της φτώχειας που δε σ’ αφήνει να κάνεις το χρέος σου σε μια τόσο εξαιρετικιά περίσταση.

― Σκέφτηκα να δώσω μια παράσταση μοναχή μου, για να οικονομήσω τα ναύλα μου για την Αθήνα. Γι’ αυτό ήρθα να σας παρακαλέσω να μου χρησιμέψετε σ’ αυτή την περίσταση, εσείς που ξέρετε τα πρόσωπα.

Κολακεμένος ο Αλέξης για την τιμή αυτή που του ‘φερνε έτσι αναπάντεχα τη Ρίκα στα πόδια του, δε δυ­σκολεύτηκε να δώσει το λόγο του.

― Έννοια σας, εγώ θα κάνω ό,τι είναι δυνατό. Και τι σκοπεύετε να παραστήσετε; ρώτησε.

― Μα δε θα ‘ναι βέβαια παράσταση. Απαγγελίες θα ‘ναι, ποιήματα, μονόλογοι…

Έκλεισε τη φράση της μ’ έναν αναστεναγμό που πρόδινε βαθιά λύπη.

― Μην απελπίζεστε. Νέα είσαστε ακόμη· που ξέ­ρετε· μπορεί στην Αθήνα που θα πάτε να γίνετε μια ξακουστή ηθοποιός.

Κούνησε το κεφάλι της μ’ ένα θλιβερό χαμόγελο.

― Δε βαριέστε. Δεν είμαστε μεις για δόξες.

Η γριά φάνηκε μ’ ένα δισκάκι στο χέρι που ‘χε μέσα τον καφέ και το βάζο με το γλυκό.

― Η κοπέλα που παίζαμε μαζί στο θέατρο, φώ­ναξε ο Αλέξης, συσταίνοντας τη Ρίκα στη μάνα του.

― Ας είναι καλά, είπε η γριά, κοιτάζοντας τη Ρίκα προσεχτικά.

Πιάσανε την κουβέντα. Η Ρίκα είχε τόσα να δηγηθεί για τη ζωή της, γιομάτη επεισόδια. Έπειτα ση­κώθηκε να φύγει. Ο Αλέξης τηνέ συνόδεψε ως την οξώπορτα.

― Έννοια σας, θα φροντίσω, μείνετε ήσυχη.

Δεν είχε την υπομονή να περιμένει. Το σπίτι δεν τονέ χωρούσε. Μόλις έφαγε η Ρίκα πήρε το καπέλο του και βγήκε για να φροντίσει. Αυτά τα μπιλιέτα, που του άφησε η Ρίκα φεύγοντας του καίγανε τα δά­χτυλα, έπρεπε να τα βγάλει αποπάνω του το γληγορότερο.

Μπήκε σ’ ένα μαγαζί και πρότεινε από ένα μπιλιέτο σε όσους βρισκόντανε μέσα.

― Θάναι μια ωραία παράσταση. Ποιήματα, μονό­λογοι, είπε.

― Τι είναι αυτοί οι μονόλογοι; ρώτησε ένας.

Ο Αλέξης αναγκάστηκε να του κάνει ένα πρόχερο μάθημα για να του δώσει να καταλάβει. Μα ο κόπος πήγε χαμένος.

― Να σου πω κυρ-Αλέξη, δεν πετάω εγώ τα λε­φτά μου σε τέτοια καραγκιοζιλίκια.

Ο Αλέξης ξαφνιάστηκε. Η λέξη αυτή αντήχησε στ’ αυτιά του τη στιγμή κείνη σα μια βρισιά κατά πρό­σωπο της Ρίκας.

― Δε είναι καραγκιοζιλίκια. Είναι σοβαρά πρά­ματα, είπε σε σοβαρό τόνο.

― Δεν βαριέσαι. Ποιήματα, καραγκιοζιλίκια. Ένας μυαλωμένος άνθρωπος, δεν κάθεται να χάνει τον καιρό του με ποιήματα. Επί τέλους γιατί δε γίνεται μια ράφτρα, μια καπελού για να βγάζει το ψωμί της;

Έφριξε. Πώς να συνεννοηθεί μαζί του.

― Μα αυτή είναι καλλιτέχνιδα αποκρίθηκε, όχι γιατί είχε καμιάν ελπίδα να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη, μα έτσι μόνο για να διαφεντέψει την υπόληψη της Ρίκας.

Σα βγήκε από το μαγαζί, άναψε πίσω του η κουρκουσουριά.

― Το νιώσατε; του πονεί του φίλου μας το δοντάκι για τη θεατρίνα, είπε ένας.

― Με τον παρά το δικό μας, θέλει να της πουλήσει δούλεψη. Αμ δε θα το φάει. Τι, για κουτούς μας πήρε;

― Πώς κατάντησε αυτό το παιδί έτσι; Να μη ντρέ­πεται!

Στο δρόμο απάντησε το Γιάνκο, το γιο του κυρ-Αγγελή του τοκιστή. Αυτός θα μπορούσε ν’ αγοράσει μο­ναχός του όλα τα μπιλιέτα. Σκέφτηκε να τον παρακαλέσει μα το ξαναβρήκε. «Όχι, αυτός δεν πρέπει να μάθει πως η Ρίκα βρίσκεται σε ανάγκη».

Έτσι πέρασε δίπλα του δίχως να του πει λέξη εξόν από ένα ξερό χαιρετισμό.

Πήγε και σε άλλους μα παντού βρήκε την ίδια σκληρή άρνηση. Όλοι αδιάφοροι, άπονοι. Κάποιους νόμισε πως θα μπορούσε να τους συγκινήσει, όσο κι αν αυτό που ‘κανε δε συβιβαζότανε με την αξιοπρέπεια της Ρίκας που ‘θελε ναν την κρατήσει αψηλά.

― Ο θιασάρχης το ‘σκασε και το κορίτσι έμεινε μο­ναχό του σε ξένον τόπο. Ζητάει τα ναύλα του να φύγει. Τι θέλετε να κάνει;

― Και σαν το ‘σκασε ο θιασάρχης; Είμαστε υπό­χρεοι εμείς; αποκρίθηκε ξερά ένας, γελώντας ηλίθια.

Τώρα καταλάβαινε ο Αλέξης πόσο κάτω είχε πέ­σει στη συνείδηση τω συχωριανών του. Δεν τον αγαπούσανε, δεν τον εκτιμούσανε. Ίσως έναν άλλονε, θα τον ακούγανε πρόθυμα, δε θα περιφρονούσανε την παράκλησή του… Έτσι δεν είναι φρόνιμο να τα βάζει κανείς με όλο το χωριό.

― Με εκδικιούνται, συλλογίστηκε.

Και τώρα πως να ξαναδεί τη Ρίκα; Θα μπορούσε βέβαια να της έδινε ένα ποσό από τη τσέπη του, μα αυτή δεν του ζήτησε λεημοσύνη, τη συντρομή του του ζήτησε κι έπρεπε με την ίδια λεπτότητα κι αυτός να της φερθεί, γιατί αλλιώτικα μπορούσε να της πληγώσει το φιλότιμο….

Την άλλη μέρα ήρθε πάλε η Ρίκα στο σπίτι του. Τον κοίταξε στα μάτια.

― Ε! Κάτι γίνηκε μα όχι μεγάλα πράματα, είπε ο Αλέξης, που ήτανε σαν απόκριση στη ματιά της.

Έλεγε ψέματα. Τα μπιλιέτα, όσα μπόρεσε να μοιράσει, δεν τα ‘χε πουλήσει, τα ‘χε πλερώσει από την τσέπη του. Έτσι βρήκε τον τρόπο να της δώσει το μι­κρό ποσό, που ‘χε ανάγκη, δίχως να φανεί πως της κάνει λεημοσύνη, γιατί δεν ήθελε να δει τη Ρίκα ταπεινωμένη, ούτε μπρος στον κόσμο, ούτε μπρος και στον εαυτό του.

Η παράσταση δόθηκε πάλε στον καφενέ του Στα­θούλα. Μετρημένοι στα δάχτυλα οι ακροατές, όσοι θελήσανε να δεχτούνε χάρισμα τα μπιλιέτα που τους πρόσφερε ο Αλέξης. Η Ρίκα ανεβασμένη πάνω σ’ ένα μικρό τραπεζάκι απάγγειλε καμπόσα ποιήματα, θλι­βερό θέαμα. Κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε, κανείς δεν πρόσεχε.

― Κοίταξε γάμπα, είπε ένας σιγαλά στο διπλανό του, γουρλώνοντας τα μάτια του. Ο Αλέξης τηνέ λυ­πήθηκε. Ήτανε ο μόνος που καθισμένος σε μιαν άκρη δεν ξεκολλούσε από πάνω της τη ματιά του, δεν άφηνε λέξη να του ξεφύγει από όσα έλεγε. Δεν έβλεπε κείνη τη στιγμή τη Ρίκα, έβλεπε ένα δυστυχισμένο πλάσμα που πάλευε με τη μοίρα του.

― Κορμί χυτό, ψιθύρισε κάποιος.

Είπε να σηκωθεί, να τους ζητήσει το λόγο, μα φοβήθηκε το σκάνταλο. Αλήθεια, με ποιο δικαίωμα θα ‘παιρνε το μέρος του κοριτσιού; Επί τέλους αυτή ήτανε μια ξένη, μια θεατρίνα…

Γύρισε στο σπίτι του με την ψυχή βαριά. Η Ρίκα θα ‘φευγε αύριο με την ταχυδρομικιάν άμαξα. Ξανά­φερνε στο νου του τη φράση που του ‘πε η Ρίκα απόψε, τη στιγμή που του ‘δινε το χέρι «Τελευταία βραδιά που βλεπόμαστε». Κείνος της αποκρίθηκε. «Πού ξέρετε, καμιά φορά…» Γιατί της το είπε αυτό; Με ποιο νόημα;…

― Πώς πέρασες απόψε στο θέατρο; ρώτησε η μάνα του μέσα από τα ρούχα, μόλις τον είδε να μπαίνει.

― Καλά. Μα κόσμος λίγος, αποκρίθηκε ξερά.

― Ε! φτωχοί ανθρώποι. Τι να σου κάνουνε;

― Είναι γουρούνια, αποκρίθηκε κείνος με θυμό.

Ανάβει τη λάμπα, παίρνει ένα βιβλίο κι αρχίζει το διάβασμα· η μάνα του κάποτε ανοίγει τα μάτια της.

― Ακόμα κάθεσαι; μουρμουρίζει.

Κείνος κατεβάζει το βιβλίο από τα μάτια του.

― Το ‘μαθες μάνα;

― Τι; λέει κείνη αδιάφορη.

― Να. θα φύγω από δω, αποκρίνεται ο Αλέξης αποφασιστικά.

Η γριά ξεπετάγεται απάνω.

― Τι είπες; Για ξαναπές το. Δεν άκουσα.

― Θα φύγω για την Αθήνα. Δεν μπορώ πια να μείνω σε τούτο το χωριό. Πνίγουμαι.

Η γριά σωπαίνει ενώ ο Αλέξης γυρίζει τα φύλλα του βιβλίου μηχανικά.

― Το συλλογίστηκες καλά αυτό; τι θα κάνεις στην Αθήνα; ρωτάει δειλά η γριά.

― Μη με ρωτάς. Και γω δεν ξέρω τι θα κάνω. Να, πρώτα να βγω από αυτή τη φυλακή, από αυτή τη σκλαβιά.

Η γριά πέφτει σε συλλογή.

― Δεν το καταλαβαίνω, Γιατί πνίγεσαι: Εσύ ‘δω δε γεννήθηκες, δε μεγάλωσες; ψιθυρίζει.

― Αχ, μην επιμένεις. Όπως κι α σου το πω, δε θα μπορέσεις να με νιώσεις.

Της πήρε το χέρι το ζαρωμένο στη χούφτα του κι άρχισε να της το χαϊδεύει.

Λοιπό θα φύγεις, ξαναρωτάει η γριά με μιαν αό­ριστη ελπίδα πως μπορούσε ν’ άλλαξε γνώμη.

― Ναι. Θα φύγω. Αύριο με την ταχυδρομικιά.

Πέφτει να κοιμηθεί. Η μεγάλη απόφαση τον κρα­τάει άγρυπνο ως το πρωί… Στην άλλη κάμαρα ακούγονται αναφιλητά. Αφουγκράζεται. Η μάνα του κλαίει….

5

― Έχε γεια, μάνα, είπε ο Αλέξης.

― Στην ευκή μου, παιδάκι μου, καλήν αντάμωση, αποκρίθηκε η γριά.

Ο Αλέξης έσκυψε, πήρε το χέρι της μάνας του, το ‘φερε στα χείλια του και πήδησε μέσα στην άμαξα που καρτερούσε. Κείνη τονέ φίλησε σταυρωτά στα μά­γουλα, πνίγοντας μέσα τα δάκρυα που ορμούσανε ν’ αναβλύσουνε στα μάτια της.

Ο άμαξας χτύπησε τ’ άλογα κι η γέρικη άμαξα άρ­χισε να τρέχει πάνω στο μαλακό, ψιλοκοσκινισμένο χώμα του δρόμου όπου βυθιζόντανε οι ρόδες και τα πόδια των αλόγων. Ο Αλέξης πρόβαλε από το παρα­θυράκι και κοίταξε πίσω. Η μάνα του δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της. Τα μάτια της παρακολουθούσανε την άμαξα. Της κούνησε το χέρι, σε σημείο χαιρετισμού, μα κείνη αφαιρεμένη, βυθισμένη σε συλλογή, δεν αντιλήφτηκε τον υστερνό χαιρετισμό που της έστελνε το παιδί της μέσα από την άμαξα. Λες κι ήτανε απολιθωμένη.

― Ε, υπομονή. Δεν πάει επιτέλους στην Αμερική, φώναξε κάποιος για να την παρηγορήσει.

Τον άκουσε, δεν τον άκουσε, δεν άνοιξε το στόμα της. Έπειτα, τη στιγμή που ο δρόμος έστριβε κι η άμαξα δε φαινότανε πια ούτε σαν ένα σημάδι στη μέση του δρόμου, κινήθηκε κι αυτή και πήρε αργά το δρόμο για το σπίτι της.

Ώστε κλεφτήκανε σα να λέμε, είπε ο κυρ-Αγγελής το μεσημέρι στον καφενέ του Σταθούλα όπου είχανε μαζευτεί και τα συζητούσανε.

― Το ‘λεγες αυτό; Δάσκαλος άνθρωπος.

Και φαινότανε τόσο ήσυχος, τόσο φρόνιμος.

― Από τα σιγαλά ποτάμια να φοβάσαι.

Η γριά έφτασε στο σπίτι. Κλείδωσε τις πόρτες, έ­κλεισε τα παράθυρα. Έπειτα μπήκε στην κάμαρα του Αλέξη. Άδεια, κρύα η κάμαρα, λες κι είχανε βγά­λει λείψανο από μέσα. Το κρεβάτι του Αλέξη στρω­μένο με μιαν άσπρη κουβέρτα λες και περίμενε τον αφέντη του. Όλα εκεί μέσα είχανε έναν τόνο μελαχολικό. Να, τ’ αγαπημένα βιβλία του, ο κοντυλοφόρος που ‘γραφε, το τραπέζι του, η καρέκλα του…

Η γριά μπήκε μέσα σιγαλά σα να κοιμότανε και δεν ήθελε να τονέ ξυπνήσει. Έφερε γύρω τη ματιά της. Έπειτα πήρε την καρέκλα και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι. Τράβηξε μπροστά της το άσπρο μαξιλάρι κι άρχισε να το χαϊδεύει μαλακά σα ν’ ακουμπούσε κεί­νος πάνω το κεφάλι του… Τα χείλια της αρχίσανε να τρέμουνε…

― Γιατί μου το ‘κανες αυτό, παιδάκι μου; Δε σου άρεσε να βλέπεις πια τη γριά μάνα σου;… Σε ξεμυά­λισε αυτή η θεατρίνα!…

Σώπασε… Έσκυψε, αγκάλιασε το μαξιλάρι σα να ήτανε κείνος, το ‘σφιξε στο στήθος της κι έμεινε στη στάση αυτή ακούνητη, σιωπηλή…

Η άμαξα κυλιέται αργά στο δημόσιο δρόμο. Αφού δούλεψε χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, ήρθε τώρα να δουλέψει και στην επαρχία, όσο ν’ αφήσει καμιά μέρα τα κόκαλά της στη μέση του δρόμου. Το καλύτερο θα ήτανε να την αφήσουνε να πεθάνει με την ησυχία της σε καμιά γωνιά, παραπεταμένη. Αρκετά δούλεψε, κοπίασε, αρκετά είδανε τα μάτια της, στην πολύχρονη ζωή της. Τώρα στα τελευταία της θα ‘πρεπε να ξεκουραστεί. Τα κόκαλά της τρίζουνε και το τρί­ξιμο αντηχάει θλιβερό, σαν παράπονο. Κάποτε κλονί­ζεται, σαν πέφτει σε κανένα λάκκο, που λες τώρα θα διαλυθεί, θα πέσει, ύστερις από το δυνατό τράνταγμα. Δεμένο με σκοινιά το τιμόνι, σκισμένος ο μουσαμάς, σπασμένα τα τζάμια αφήνουνε τον αέρα να μπαίνει λεύτερα, θλιβερό θέαμα. «Δούλεψε, δούλεψε, γιατί δου­λεύω εγώ;» μουρμουρίζει κάποτε ο αμαξάς. Κι η ά­μαξα κυλιέται αργά, υπάκουη στο θέλημα του αφέντη, κι όταν κάποτε τ’ άλογα αποφασίζουνε να παραιτήσουνε το νυσταγμένο βάδισμά τους, ο άμαξας τους κρα­τάει τα γκέμια, αναγκάζοντάς τα να κόψουνε την ορμή τους, γιατί η άρρωστη δεν αντέχει σε τόσο δυνατά κου­νήματα και πρέπει να πηγαίνει σιγά σιγά. Ένα δυνατό κούνημα μπορούσε να τηνέ σκοτώσει. Της έκανε δίαιτα για να την κρατήσει στη ζωή όσο περσότερο χρόνο με άπειρες προφύλαξες, επιβαλλόμενες στη γεροντικιά ηλι­κία της.

Φυσάει αγέρας. Σύννεφο άσπρο η σκόνη που σκε­πάζει το δρόμο, σηκώνεται, αγκαλιάζει την άμαξα, χά­νεται στα ρουθούνια των αλόγων, κολλάει στο ιδρω­μένο πετσί τους, στραβώνει τον αμαξά και χάνεται πίσω μακριά. Ο Αλέξης κρατάει ένα κόκκινο μπερντεδάκι που κρέμεται στη θέση του σπασμένου τζαμιού και που ο αγέρας δεν το αφήνει στιγμή ήσυχο, για να μποδίζει τη σκόνη, μα κείνη βρίσκει τρόπο να τρυπώσει και μέσα στην άμαξα.

Ένα αμάξι περνάει φορτωμένο βαρελάκια με λάδι. Οι δυο αμαξάδες αλλάζουνε κάτι κουβέντες και προχωρούνε ο καθένας στο δρόμο του.

Ο Αλέξης ταξιδεύει μαζί με τη Ρίκα. Τυχερός αλή­θεια. Δυο άλλοι που ‘χανε δηλώσει πως θα ταξιδέψουνε με την ίδιαν άμαξα την ίδια μέρα, αναβάλανε το τα­ξίδι τους. Έτσι απομένουνε μέσα στην άμαξα οι δυο τους. Σε κάθε τράνταγμα της άμαξας, που βυθίζεται σε κανένα λάκκο, τα κορμιά τους γέρνουνε το ένα πάνω στο άλλο, κι η Ρίκα βρίσκει τον καιρό να πει κά­ποιο αστείο. Γιατί τώρα μέσα στην άμαξα της αρέσει όλο να μιλάει και να γελάει. Η κουβέντα της φτάνει σαν κελαηδητό στ’ αυτιά του Αλέξη. Δείχνεται χαρού­μενη.

― Σαν πάω στην Αθήνα, αρχίζει καινούρια ζωή. θα φροντίσω να βρω θέση σ’ έναν καλό θίασο, θ’ αρχίσω να δουλεύω για τέχνη, να ξαναβρώ το χαμένο ταλέντο μου. Θα δουλέψω έτσι κάμποσα χρόνια, θα πιάσω παράδες, πολλούς παράδες, θα χτίσω ένα σπι­τάκι κι έπειτα θα κάτσω ν’ αναπαυτώ….

Ο Αλέξης την αφήνει να λέει, να λέει… Τα πίστευε τάχατες αυτά που ‘λεγε; Ήτανε αληθινό το γέλιο της ή γελούσε για να πνίξει μέσα της τα δάκρυα; Από πού αντλούσε τόσες ελπίδες, αυτή που ‘χε δοκιμάσει όλους τους ξευτελισμούς, όλες τις πίκρες της σκλερής αυτής δουλειάς;

Άξαφνα αντήχησε ένα τραγούδι στο δρόμο. Ήτανε ένα τραγούδι που το λέγανε πολλές φωνές μαζί και που η περίεργη αρμονία του απλωνότανε σα μια πα­ρηγοριά, σα μια γλύκα στον έρημο, μελαχολικό δρόμο. Μέσα στο τραγούδι μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει και κάποιες γυναικείες φωνές. Η Ρίκα πρόβαλε το κεφάλι της περίεργη όξω από το παραθυράκι σηκώνοντας τον μπερντέ.

― Σκύψε και συ να δεις. Τι περίεργο, φώναξε.

Ήτανε αλήθεια περίεργο. Μια συνοδεία κατέβαινε από το μονοπάτι για να βγει στο δημόσιο δρόμο. Άλ­λοι δεμένοι με κλειδιά, περασμένα στον καρπό τω χε­ριών τους, άλλοι λεύτεροι, περπατούσανε ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες που τους είχανε στη μέση και τους συνοδεύανε με τα ντουφέκια κρεμασμένα στον ώμο. Τη συνοδεία την έκλεινε ένας γέρος στραβός που τον κρατούσε μια γριά από το χέρι και τον οδηγούσε ενώ κείνος ακουμπούσε σ’ ένα αψηλό ραβδί. Είχανε όλοι το ύφος κουρασμένο, θλιμμένο, άσπροι από τη σκόνη. Η συνοδεία βγήκε στο δρόμο. Σε μια στιγμή η άμαξα βρέθηκε περικυκλωμένη από ένα πλήθος αν­θρώπων.

― Γειά σου κοπέλα μου, φώναξε ένας φυλακισμέ­νος με τα χέρια δεμένα.

― Γεια σας, αποκρίθηκε η Ρίκα μ’ ένα γλυκό χα­μόγελο.

Καθώς περνούσανε οι φυλακισμένοι δίπλα στην άμαξα, ένας ένας κάρφωνε τα μάτια του πάνω στο πρό­σωπο της Ρίκας που τους γλυκοκοίταζε από το παρα­θυράκι αθώα και τους χαμογελούσε. Είχανε όλοι τη ματιά λαίμαργη, αναμμένη. Το κορμί κουρασμένο, δι­ψασμένο φαινότανε πως διψούσε να πιει, να πιει, να χορτάσει από την πηγή της ηδονής. Τελευταίος πέρασε ο γέρος στραβός με τη γριά και στο δρόμο απλωθήκανε τα βογκητά του.

― Δε βαστώ, θα πέσω, μουρμούρισε.

― Κάνε κουράγιο, ψιθύρισε η γριά.

Ένας λοχίας που διεύτυνε το απόσπασμα της συνοδείας, ζύγωσε στο αμάξι κι ο Αλέξης βρήκε τον καιρό να του ζητήσει μερικές πληροφορίες,

― Τι είναι αυτοί;

― Α! Τίποτα. Λωποδύτες, ζητιάνοι, που τους πάμε εξορία, αποκρίθηκε με το πιο αδιάφορο ύφος.

Η άμαξα προσπέρασε αφήνοντας πίσω την συνοδεία. Τα τραγούδι που το ‘φερνε ο αγέρας αντήχησε πάλε θλιβερό μέσα στην ερημιά και στη σκόνη. Οι άνθρωποι αυτοί ζητούσανε μέσα στο τραγούδι να ξεχάσουνε την κούραση, να πνίξουνε τον πόνο τους…

Η Ρίκα τραβήχτηκε στο βάθος της άμαξας. Τώρα δεν κελαηδούσε σαν πρώτα. Το θλιβερό θέαμα της γιόμισε την ψυχή από μια βαριά μελαχολία. Ε­κείνο το γέρο που μόλις έσερνε τα πόδια του, τον είχε πάντα μπροστά στα μάτια της, άκουγε το βογκητό του. Βυθισμένη σε σιωπή συλλογιότανε…

Η άμαξα στάθηκε. Νύχτα. Το κρύο κατέβαινε τρυπητό, ψιλό, από το βουνό. Ένας άνθρωπος βγήκε στο δρόμο υψώνοντας στο χέρι ένα μικρό φαναράκι.

― Καλησπέρα χατζή, φώναξε ο αμαξάς.

Είχανε φτάσει στο χάνι. Κατεβήκανε από την άμαξα και μπήκανε μέσα στο χάνι. Μια λάμπα θαμπόφεγγε. Οι τοίχοι μαύροι από τον καπνό. Σ’ ένα ράφι, δυο τρία καρβέλια μαύρο ψωμί και μερικά ξεροκόμματα. Μια πλεξίδα σκόρδα κρεμασμένη από ένα καρφί και μερι­κοί πάγκοι για καθίσματα αντί καρέκλες, γύρω σε κάτι μακριά τραπέζια, συμπλερώνανε την επίπλωση.

Η Ρίκα έφερε γύρω τη ματιά της.

― Τι κρύο, μουρμούρισε.

― Δε ρίχνεις κανένα κούτσουρο στη φωτιά, χατζή; φώναξε ο Αλέξης.

Σε λίγο η φωτιά φούντωνε κι η Ρίκα καθισμένη σ’ ένα σκαμνί αντικρύ δεχότανε τη γλυκιάν άχνα της φωτιάς, που της ρόδιζε τα μάγουλα. Ύστερις από ένα πρόχειρο φαΐ που τους ετοίμασε ο χατζής, η Ρίκα ξαναβρήκε το κέφι της. Μιλούσε, γελούσε σα μικρό παιδί.

Ο αμαξάς ξέζεψε τ’ άλογα, τα πήγε στο στάβλο, τους έβαλε κριθάρι κι ύστερις ήρθε κι ο ίδιος και στρώθηκε δίπλα στο τζάκι….

Ακούγονται περπατησιές στο δρόμο, κουβέντες. Ο χατζής παίρνει πάλε το φαναράκι και βγαίνει στην πόρτα…

― Καλησπέρα χατζή, ακούγονται πολλές φωνές μαζί.

Είναι η συνοδεία. Έρχουνται κι αυτοί να περάσουνε στο χάνι τη νύχτα καμπόσες ώρες, όσο να ξημερώσει. Σκονισμένοι όλοι, ιδρωμένοι. Ο γέρος βογκάει.

― Θα πέσω. Δε βαστάω.

― Χατζή, έχεις κανένα μέρος ναν τους βάλουμε αυτουνούς; ακούγεται η φωνή του λοχία.

Κείνος συλλογιέται.

― Στο στάβλο; λέει,

― Στο στάβλο; Δε θα ‘ναι άσκημα. Έχει πόρτα; Κλείνει;

― Πώς; έχει από όλα, βεβαιώνει ο χατζής.

― Λοιπό στο στάβλο, διατάζει ο λοχίας,

― Δε θα μας λύσετε τα χέρια, ρε αδέρφι; Έτσι θα κοιμηθούμε, σιδερωμένοι; λέει ένας σ’ ένα στρα­τιώτη, σε παραπονετικόν τόνο.

Κείνος δεν τολμάει ν’ αποφασίσει.

― Να ρωτήσω τον κυρ λοχία.

Ζυγώνει.

― Κυρ-λοχία, θέλουνε να τους λύσουμε. Τι λέτε; ρωτάει ο στρατιώτης.

Κείνος συλλογιέται για να θυμηθεί τι ορίζει ο κανο­νισμός σε τέτοιες περίστασες.

― Λύστε τους, τους κακόμοιρους, λέει η Ρίκα σ’ ένα συμπονετικόν τόνο.

― Ε, αφού το θέλει κι η κοπέλα, ας της κάνουμε το χατίρι. Λύστε τους, διατάζει ο λοχίας.

Οι στρατιώτες αρχίζουνε να τους βγάζουνε από τα χέρια τα σίδερα. Ένας τρίβει δυνατά το χέρι του που ‘χε κοκκινίσει στον καρπό γιατί είχε μαζωχτεί εκεί όλο το αίμα.

― Πλήγιασε, μουρμούρισε αλείφοντας με σάλιο το χέρι του για να ξεμουδιάσει.

Μπαίνει ένας ένας στο στάβλο.

― Εδώ μαζί με τ’ άλογα, λέει ένας φυλακισμένος.

― Άκου και τι ωραία που μυρίζει. Καβαλίνα και κάτουρο.

― Μα πού θα πλαγιάσουμε, βρε αδερφέ, στο Θεό σας; Πάνω στα κάτουρα;

Ο στρατιώτης παίρνει αυστηρό ύφος.

― Για να σου πω, το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεττανίας θέλεις; λέει.

Ο χατζής μπαίνει στη μέση.

― Για σωπάτε, κάτι θα γίνει, λέει.

Βγαίνει και σε λίγο ξαναγυρίζει με δυο αγκαλιές άχυρο στα χέρια.

― Για να φάμε μας το ‘φερες; ρωτάει ένας.

― Τώρα θα δείτε.

Ο Χατζής αρχίζει ν’ απλώνει τ’ άχυρα πάνω στο βρεγμένο πάτωμα.

― Έτσι μάλιστα, λέει ένας.

― Στρώμα πουπουλένιο, λέει άλλος.

― Βάρδα μόνο από καμιά κλωτσιά άλογου, πάνω στον ύπνο.

― Μακάρι να γίνει αυτό. θα πάρει αποζημίωση η φαμίλια μου από την κυβέρνηση, αν πάθω τίποτις.

― Καλά. Ετοίμασε μια μεγάλη σακούλα.

― Σαν το σκυλί στο αμπέλι θα πας.

― Τότε λοιπό να κάνουμε βάρδιες, ένας να κάθε­ται ξύπνιος για να φυλάει τ’ άλογα κι οι άλλοι να κοι­μούνται.

Βρεθήκανε σύφωνοι. Ο χατζής ξαναγύρισε μ’ ένα μαύρο λυχνάρι στο χέρι που το ‘μπηξε στον τοίχο, μέσα σε μια τρύπα.

― Τώρα δε σας λείπει τίποτα, είπε ο χατζής.

― Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε ένας.

Η πόρτα έκλεισε κι ένας στρατιώτης κάθισε απόξω σκοπός να τους φυλάει…

Τώρα ήτανε μαζεμένοι όλοι γύρω στο τζάκι. Η φωτιά ήτανε ένα χαρούμενο θέαμα. Συζητούσανε για τους φυλακισμένους.

― Μα γιατί τους βασανίζετε έτσι; ρώτησε η Ρίκα.

― Δε βαριέσαι κυρά μου. Λύπηση θέλουνε τα παλιόσκυλα;

― Τους κακόμοιρους. Κείνος ο γέρος δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.

Ο λοχίας σήκωσε τους ώμους του.

― Αμ δεν μπορούμε να τους έχουμε κι άμαξα. Επί τέλους ας πάνε να δουλέψουνε, ας αποφασίσουνε να γίνουνε κι αυτοί τίμιοι ανθρώποι, είπε ο λοχίας.

― Τίμιοι ανθρώποι! Μα είναι τάχα στο χέρι τους να γίνουνε ό,τι θέλουνε; είπε ο Αλέξης.

Ο λοχίας ξαφνιάστηκε.

― Άλλο πάλε τούτο. Γίνεται κανείς ό,τι θέλει, είπε.

― Ό,τι μπορεί, διόρθωσε ο Αλέξης σιγαλά.

― Δεν τ’ αφήνετε αυτά να πούμε τίποτα και για τον πόλεμο; Ήσουνε στον πόλεμο κυρ-λοχία; ρώτησε άξα­φνα ο αμαξάς.

Ο λοχίας του ‘ριξε μια περιφρονητικιά ματιά.

― Τι λες βρε ζωντόβολο;

Ο λοχίας κουρντισμένος άρχισε τώρα να δηγιέται ανέκδοτα του πολέμου με το μάτι πάντα καρφωμένο στη Ρίκα σα να ‘θελε να κάνει μπροστά της φιγούρα. Σχεδό δεν ήτανε μάχη που να μην έλαβε κι αυτός μέ­ρος. Κάθε μάχη κι ένα αντραγάθημα. Παντού νίκη, θρίαμβος.

― Έτσι πολεμούνε οι Έλληνες, συμπέρανε στο τέ­λος ο ίδιος.

Όλοι τονέ κοιτάζανε με θαμασμό. Ήρωας αλη­θινός!

― Κι η υποχώρεση; ψιθύρισε ο Αλέξης.

― Α! η υποχώρεση… Σκέφτηκε λίγο.

― Ας είναι. Είμαι στρατιωτικός και δε μου επι­τρέπεται να μιλάω, είπε.

Ο Αλέξης κατάλαβε. Δεν είπε τίποτα μα οι ίδιες, οι παλιές θλιβερές υποψίες του πλημμυρίσανε το κε­φάλι…

― Η άμαξα είναι έτοιμη, ακούστηκε μια φωνή.

Ο αμαξάς είχε ζέψει, πότισε τ’ άλογά του κι ήτανε έτοιμος να ξεκινήσει. Είχανε ακόμα δρόμο να τραβήξουνε. Τ’ αστέρια λάμπανε στον ουρανό.

Ο λοχίας ιπποτικός, συνόδεψε τη Ρίκα ως την πόρτα της άμαξας. Δώσανε όλοι τα χέρια.

― Καλό ταξίδι, καλήν αντάμωση.

Τη στιγμή εκείνη ακουστήκανε φωνές που βγαίνανε από το στάβλο. Ο λοχίας που φοβήθηκε μην είχε δρα­πετέψει κανένας φυλακισμένος, έτρεξε να δει. Σε λίγο ξαναγύρισε, τη στιγμή που ο αμαξάς έπιανε στο χέρι τα γκέμια.

― Α! Δεν είναι τίποτα. Κείνος ο γέρος τα κακά­ρωσε, φώναξε γελώντας.

Ο αμαξάς καμούτσισε τ’ άλογα κι η άμαξα άρχισε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι.

6

― Αλέξη! ακούει μια φωνή στο δρόμο.

Κοιτάζει ξαφνιασμένος πίσω.

― Μπα! Εσύ Στάθη; Καλώς ήρθες.

― Έχω μέρες που σε ζητάω. Έχω γράμμα από τη μάνα σου.

― Γράμμα από τη μάνα μου; λέει ο Αλέξης συγ­κινημένος.

Παίρνει το φάκελο στραπατσαρισμένο, λερωμένο. Βιάζεται να διαβάσει. Αλλάζει δυο λόγια τυπικά με το φίλο του και τον αφήνει για να βρει τρόπο να διαβάσει το γράμμα το γληγορότερο. Μπαίνει σ’ έναν καφενέ και κάθεται σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι. Είναι το πρώτο γράμμα που λαβαίνει από τη μάνα του. Σκίζει βια­στικά το φάκελο και διαβάζει.

Αγαπημένο μου παιδί

Από τη μέρα που ‘φυγες δεν μπορώ να μαζέψω το νου μου. Γυρίζω από τη μια κάμαρη στην άλλη και σαν έρθει η ώρα σου η ορισμένη περιμένω να σε α­κούσω ν’ ανεβαίνεις τη σκάλα. Ακόμη δεν μπορώ να συνηθίσω με την ιδέα πως έφυγες από κοντά μου. Ήτανε τόσο άξαφνο· το σπίτι μας, που το αρνήθηκες έτσι, σε αποζητάει. Ο ίσκιος σου απλώνεται παντού. Σαν κάθουμαι το βράδυ δίπλα στο τζάκι, νομίζω πως σ’ έχω μπροστά μου. Τη νύχτα ξυπνάω και μπαίνω στην κά­μαρά σου. Δε σε βρίσκω και κλαίω. Το κρεβάτι σου μένει συγυρισμένο όπως το άφησες. Τα βιβλία σου σε καρτερούν πάνω στο τραπέζι. Πώς τ’ αρνήθηκες συ που τους έκανες τόση συντροφιά; Πώς το ‘κανες, αλήθεια να μας αρνηθείς έτσι όλους; Εδώ ο κόσμος το ‘χει για σίγουρο πως αυτή η θεατρίνα σε ξεμυάλισε. Βούιξε το χωριό. Δάσκαλος λέει και να κλέψει μια θεατρίνα και να φύγει μαζί της! Βρήκανε, κατάλαβες, τώρα όλοι την περίσταση να βγάλουνε το άχτι τους, γιατί και συ δεν τους πολυχώνευες κι αυτοί το νιώθανε μα δε λέ­γανε τίποτα. Προχτές ήρθε στο σπίτι η κυρα-Αγγελική και μου πιπίλισε το μυαλό. «Πάει, λέει, το ‘χασες το παιδί σου, μην περιμένεις να τον ξαναϊδείς τον Αλέξη αυτός έμπλεξε τώρα με τη θεατρίνα». Όλα αυτά τα λόγια μου πληγώνουνε την καρδιά. Τι να τους πω; Πώς να σε διαφεντέψω σ’ ένα τέτοιο κίνημα. Γιατί ποιο παιδί βέβαια αφήνει μια μάνα για να τρέχει πίσω από μια ξένη γυναίκα; Να το πιστέψω πως έτσι αρνήθηκες για πάντα την αγαπημένη σου τη μητερούλα, όπως μου λένε; Ποιον άλλον έχω εγώ στον κόσμο για να μου κλείσει τα μάτια; Α νιώθεις για μένα πόνο ― και νιώθεις, γιατί ξέρω εγώ πως με αγαπάς― ξανα­γύρισε στο σπιτάκι σου, στη μανούλα σου, στην πρωτυτερινή ζωή σου τη γλυκιά. Είναι πάντα καιρός· η αγκαλιά μου είναι πάντα ανοιχτή να σε δεχτεί. Ξάνα γύρισε για να λάμψει πάλε ο ήλιος στο σπιτάκι μας, και να κλείσουνε και τα κακά στόματα που χύνουνε το φαρμάκι τους».

Σαν τέλειωσε το διάβασμα γύρισε κατά τον τοίχο το κεφάλι του για να μην ιδούνε τα μάτια του που ήτανε βουρκωμένα. Τα λόγια της μάνας του τον αγκυλώσανε στην καρδιά σαν καρφίτσες.

― Την καημένη τη γριούλα. Δεν μπορεί ακόμα να με νιώσει.

Πήρε μια φημερίδα στο χέρι. Το μάτι του έπεσε στο κύριο άρθρο. Η φημερίδα που ‘τανε αντιπολι­τευόμενη χτυπούσε την κυβέρνηση αλύπητα. Διάβασε κάμποσο κι ύστερις πέταξε τη φημερίδα στα μάρμαρο του τραπεζιού αηδιασμένος. Τι γλώσσα, τι ύφος! Μια φορά τα ρουφούσε αυτά στο χωριό, τώρα τα ‘βρισκε ανυ­πόφορα.

― Δουλειά, δουλειά, όχι λόγια ψιθύρισε.

Κοιτάζει όζω. Συννεφιασμένος ο ουρανός, έτοιμος ν’ αρχίσει το κλάμα. Ένα κάρο, φορτωμένο πέτρες, βουνό, για κάποιαν οικοδομή, ανεβαίνει αγωνομαχώντας. Οι ρόδες κολλάνε στο βούρκο, το άλογο στέκεται. Ο ίδρωτας κυλάει στα πλευρά του. Βαριανασαίνει. Ο αμαξάς βλαστημάει.

― Βάλε ένα χέρι ρε βλάμη, λέει σε κάποιονε.

Πιάνουνε κι οι δυο τις ρόδες, σπρώχνουνε, το άλογο ρίχνεται μπρος με όλα τα δυνατά του. Ξεκόλλησε. Ο Αλέξης, που το θέαμα του αλόγου που αγωνιζότανε να φχαριστήσει τον αφεντικό του, του ‘χε γιομίσει την ψυχή με ένα βάρος, νιώθει τώρα μιαν ανακούφιση.

Μια γυναίκα μ’ ένα άσπρο φτερό στο καπέλο, που ανεμίζει περήφανα, περνάει κι ο κρότος που κάνουνε τα τακούνια των καινούριωνε λουστρινιών της πάνω στο μαρμαρένιο πεζοδρόμιο, αντηχάει ρυθμικά.

Στη θέα της ο Αλέξης θυμάται τη Ρίκα. Τι να γί­νεται αλήθεια η Ρίκα; Από τη στιγμή που χωριστήκανε σα φτάσανε βράδυ στην Αθήνα, δεν την ξαναείδε. Α θα τηνέ θυμάται κείνη τη στιγμή. Σα να του ξε­κόλλησε κάποιο σπλάχνο.

― Έχε γεια Αλέξη, του ‘πε σ’ ένα τόνο θλιμμένο. Της έσφιξε το χέρι σιωπηλά. Κείνη πήρε έναν άγνω­στο δρόμο μέσα στο πλήθος που πλημμυρούσε το φω­τισμένο πεζοδρόμιο. Πού πήγαινε; Θα την ξανάβλεπε; Δε βάσταξε και με τη σκέψη αυτή έτρεξε από πίσω της.

― Πού θα μείνεις; ρώτησε.

Κείνη ταράχτηκε.

― Δεν ξέρω, δεν ξέρω, αποκρίθηκε μ’ ένα ύφος α­νήσυχο σα να βιαζότανε να τον αποχωριστεί.

Ο Αλέξης σώπασε λίγο.

― Λοιπό δε θα ξαναϊδωθούμε ποτέ;

― Δεν ξέρω, δεν ξέρω, ξακολουθούσε να λέει μ’ ένα θλιβερό χαμόγελο στα χείλια.

Ο Αλέξης τηνέ κοίταζε στα μάτια.

― Αν ήξερα που θα ‘μενες, μπορούσα να ‘ρχουμαι κα­μιά φορά να σε βλέπω, με την άδειά σου βέβαια, ψι­θύρισε δειλά.

― Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω από τώρα. Πέρνα ωστόσο από το ταχυδρομείο κάποτε και ρώτα, είπε και χάθηκε μέσα στο πλήθος με βήμα γοργό.

Κείνος στάθηκε και την έβλεπε όσο που την έχασε από τα μάτια του. Κάποιος τονέ σκούντησε, άλλος παρολίγο να πέσει απάνω του, «Δε χαζεύουνε στα πεζο­δρόμια» άκουσε κάποιονε να λέει.

Από τότε πέρασε τόσος καιρός. Ωστόσο μπορεί να του ‘γραψε και το γράμμα της να τον περιμένει στο ταχυδρομείο, αζήτητο.

― Θα πάω να δω, συλλογιέται.

Η καρδιά του χτυπάει καθώς ζυγώνει στο ταχυδρο­μείο. Μπαίνει στη μεγάλη αυλή, βλέπει τους ανθρώ­πους που γράφουνε σκυμμένοι πάνω στους μακριούς πάγκους, όρθιοι, ενώ άλλοι στριμώνουνται στα παραθυράκια για ν’ αγοράσουνε γραμματόσημο. Να η θυρίδα! Ο υπάλληλος καθισμένος διαβάζει μιαν εφη­μερίδα αδιάφορος μ’ ένα φλυτζάνι καφέ στο πλάγι. Δεν τολμάει να ζυγώσει. Κοιτάζει από μακριά τον υ­πάλληλο ζητώντας να μαντέψει στα μάτια του την α­πάντηση… Σκύβει και λέει τ’ όνομά του δειλά. Ο υπάλ­ληλος του ρίχνει μισή ματιά και σηκώνει αψηλά το κεφάλι του. Δεν έχει γράμμα. Κρίμα ο κόπος του.

― Περίεργο, γιατί να μη μου γράψει, συλλογιέται.

Βγαίνει στο δρόμο. Στέκεται στη γωνιά και κοιτά­ζει το πλήθος αφαιρεμένος. Μέσα σε τόσες γυναίκες που περνούνε από μπροστά του, γιατί να μην είναι κι η Ρίκα; Μα καμιά δεν ήτανε που να της μοιάζει. Κείνη είχε κάτι το ξεχωριστό απάνω της. Όλες αυτές οι γυναίκες με τα φτερά και τις μυρουδιές, που περ­νάνε καμαρωτές σα να λένε «εγώ είμαι· δέτε με» εί­χανε πάνω τους κάτι το ψεύτικο, το χτυπητό. Κείνη είχε μια φυσικάδα, μιαν απλότη στη ντυμασιά, στην κουβέντα, στο φέρσιμο..

Βγάζει το ρολόι του και κοιτάζει την ώρα.

― Καιρός είναι να πηγαίνω, ψιθυρίζει.

Πρέπει να επισκεφτεί το βουλευτή του. Φάνηκε αλή­θεια τόσο πρόθυμος, τόσο ευγενικός. Αυτός να τρέξει στο υπουργείο, αυτός να τονέ συστήσει στον υπουργό για ένα καλό δάσκαλο, αυτός στα τελευταία, βλέπον­τας τους δισταγμούς του υπουργού, να το θέσει ζή­τημα. Ή ο Αλέξης θα διοριστεί στην Αθήνα δάσκα­λος ή αυτός φεύγει από το κόμμα. Έτσι ήξερε να λύνει αυτός τα ζητήματα. Μια κι όξω. Και το πέτυχε. Ο υπουργός έδωσε την υπόσκεσή του. Τώρα ο Αλέ­ξης δεν είχε παρά να πάει στο σπίτι του βουλευτή, όπως του ‘χε παραγγείλει, για να πάρει από τα ίδια τα χέρια του, το χαρτί του διορισμού του.

― Έτσι ξαναγυρίζουμε στη δουλειά μας. Μα εδώ είναι αλλιώτικα, υπάρχει ορίζοντας, μπορεί κανείς να δουλέψει.

Βλέπει μια σύναξη στο δρόμο, όξω από ένα μέτριο σπίτι. Στα παράθυρα τω γειτονικώνε σπιτιών προβάλλουνε κεφάλια που κρεμιούνται να δούνε, περίεργα. Δυο χωροφυλάκοι φυλάνε την οξώπορτα του σπιτιού. Ο Αλέξης ζυγώνει περίεργος, χώνεται μέσα στο πλήθος.

Τι τρέχει; ρωτάει.

― Α τίποτα. Μια παλιογυναίκα, μια κοινή ήρθε και κάθισε στο σπίτι αυτό κι οι γειτόνοι κάνανε ανα­φορά στην αστυνομία να τηνέ βγάλει. Αυτή δε θέλει να βγει και τώρα η αστυνομία τηνέ βγάζει διά της βίας, του ξηγάει ένας γείτονας.

― Πλημμυρίσανε την Αθήνα οι παλιογυναίκες. Δεν τολμούμε ν’ ανοίξουμε τα παράθυρά μας, φωνάζει ένας γηραλέος κύριος μ’ ένα άνθος στην κουμπότρυπα, φρε­σκοξυρισμένος.

― Έχετε κορίτσια; ρωτάει ο Αλέξης.

― Είμαι γκαρσόνι, μα δεν έχει να κάνει. Καθένας θέλει την ησυχία του.

Ένα κορίτσι κρεμιέται στο παράθυρο για να δει την πόρνη που θα τηνέ βγάλουνε.

― Μέσα, σκύλα, γλήγορα, ακούγεται πνιχτή η φωνή της μάνας.

Η κόρη κλείνει τα φύλλα και στέκεται πίσω από τις γρίλιες.

― Έτσι μάλιστα. Να μη φαίνεσαι, λέει η μάνα ικα­νοποιημένη.

Ακούγονται φωνές μέσα από το σπίτι.

― Δεν πάω πουθενά.

Ο γηραλέος κύριος στενοχωριέται.

― Μα τι τηνέ φυλάνε; Αυτηνής θα περάσει; φω­νάζει θυμωμένος.

― Να, να, την κατεβάζουνε, φωνάζουνε.

Τα φύλλα της πόρτας ανοίγουνται.

― Ω ω ω, αλαλάζει το πλήθος.

― Νάτηνε, νάτηνε!

Οι χωροφυλάκοι κατεβάζουνε τη γυναίκα στα χέ­ρια. Κείνη λιγοθυμισμένη είναι ανίκανη τώρα να βγάλει μιλιά. Τα πλήθος χύνεται απάνω διψασμένο, θέλει να τηνέ δει από κοντά, να χορτάσει…

Οι χωροφυλάκοι ανοίγουνε δρόμο μέσα στο πλήθος. Μια άμαξα ζυγώνει αργά, στέκεται όξω από την πόρτα. Η γυναίκα που ‘ναι σαν πεθαμένη από το φόβο κι από τη ντροπή, αφήνει να την οδηγήσουνε μέσα στην ά­μαξα βασταχτή. Ένας χωροφύλακας θρονιάζεται δί­πλα της. Ο αμαξάς βαράει τ’ άλογα.

― Γιούχαααα…. αλαλάζουνε αποπίσω καθώς βλέπουνε την άμαξα ν’ ανοίγει δρόμο μέσα στο πλήθος.

Τα παιδιά παίρνουνε αποπίσω την άμαξα τρέχοντας. Ένας άντρας τρέχει κι αυτός μαζί τους. Είναι ο Αλέξης.

― Μωρέ κοτζάμ άντρας, δε ντρέπεσαι λιγάκι, φω­νάζει κάποιος, δείχνοντάς τονε με το χέρι.

Κείνος δεν ακούει. Τρέχει, λαχανιάζει, επιμένει να φτάσει την άμαξα. Μα η άμαξα πήρε πια δρόμο, έστριψε σε σοκάκια και κείνος αναγκάζεται να σταθεί στη μέση του δρόμου λαχανιάζοντας. Ο ίδρωτας στάζει από το κούτελό του. Φωτιά το πρόσωπό του.

― Σου ‘φυγε. φωνάζει κάποιος κοροϊδευτικά.

Ρωτάει κάποιον.

― Πού θα την πάνε;

― Μα, στο τμήμα, πού αλλού; αποκρίνεται κείνος. Στο τμήμα. Από εκεί θα πάρει πλεροφορίες, εκεί θα τηνέ δει. Ω! Είναι τόσο τρομερό, τόσο απίστευτο!

Φτάνει στο τμήμα. Ένας σκοπός ακουμπάει στον τοίχο νυσταγμένος.

― Φέρανε τώρα εδώ μια γυναίκα; ρωτάει.

― Δεν ξέρω, εγώ τώρα ήρθα. Έμπα μέσα και ρώτα, αποκρίνεται ο σκοπός αδιάφορα.

Μπαίνει σε μιαν αυλή μαρμαρένια. Πίσω από ένα φεγγίτη, κλεισμένο με σίδερα, στο βάθος, προβάλλει ένα κεφάλι που πιάνει τα σίδερα με τα χέρια του σα να θέλει να τα συντρίψει. Η ματιά του διψασμένη για φως, αέρα, λευτεριά… Από μέσα βαθιά φτάνουνε φωνές, γέλια, βλαστήμιες, ουρλιάσματα… Είναι οι τρελοί που τους μαζώξανε από τους δρόμους…

Ανεβαίνει μια ξύλινη σκάλα. Η λάσπη σκεπάζει τα σάπια σανίδια. Μια βαριά μυρουδιά φανικού τονέ χτυπάει στη μύτη… Μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο. Ένας αξιωματικός σκύβει πάνω σ’ ένα σωρό χαρτιά. Είναι ο αστυνόμος.

― Σας φέρανε δω μια γυναίκα;… ρωτάει δειλά με κομμένη φωνή.

Ο αστυνόμος σηκώνει αργά το κεφάλι του, του ρί­χνει μια ματιά εξεταστικιά.

― Μια γυναίκα; Α! θα λες γι’ αυτή την πόρνη. Την έστειλα στο νοσοκομείο να την επιθεωρήσουνε. Μα γιατί ρωτάς; Είναι συγγένισσά σου; ρωτάει με αυστηρό ύφος.

Τα ‘χασε. Τι ν’ αποκριθεί;

― Μα, όχι, δηλαδή είναι μια γνωστή μου.

Ο αστυνόμος αγριεύει.

― Γνωστή σου ε; Κατάλαβα. Αγαπητικός της πάει να πει. Κι έχεις και το κουράγιο και παρουσιάζε­σαι μπρος μου. Γκρεμίσου από δω γλήγορα, παλιάνθρωπε, φωνάζει.

Οι βρισιές του αστυνόμου, που τον παρουσιάζουνε για έναν κοινό εκμεταλλευτή, δεν του κάνουνε κείνη τη στιγμή καμιάν εντύπωση. Δεν ακούει τις βρισιές, θυμάται μόνο τα λόγια που του ‘πε για τη γυναίκα κι ανατριχιάζει.

― Στο νοσοκομείο! Αυτή! Είναι τρομερό, είναι να χάσει κανείς τα νου του! ψιθυρίζει σα βγαίνει στο δρόμο.

Πάει. Δεν είναι πια ελπίδα να μάθει τίποτα. Έτσι θα μείνει μόνο με τις φριχτές αυτές υπόνοιες που τον αγκυλώνουνε σαν καρφίτσες, που του τριβελίζουνε το νου…

Ασυναίστητα παίρνει το δρόμο για το σπίτι του βουλευτή. Τον περιμένει ο διορισμός, η ζωή. Μα η καρδιά του είναι τόσο βαριά κείνη τη στιγμή που δεν του κάνει καμιάν εντύπωση η ιδέα του διορισμού του στην Αθήνα. Δε συλλογιέται το διορισμό, την καινού­ρια ζωή που του ανοίγεται με το χαρτί αυτό. Συλλο­γιέται αυτό που είδε να ξετυλίγεται μπρος στα μάτια του. Αν ήτανε αυτή;…

Να το σπίτι του βουλευτή. Ένα βαρύ, ογκώδικο χτίριο σα να βαραίνει σε όλα τα χτίρια που υψώνουνται γύρω του. Κλειστά τα παράθυρα, κλειστή η βαριά, καρυδένια οξώπορτα με τα χοντρά μπρούντζινα πό­μολα.

Ζυγώνει, πατάει το κουδούνι. Η πόρτα ακούνητη, βουβή. Περιμένει. Στη θέση αυτή του φαίνεται πως μοιάζει σα ζητιάνος που περιμένει να κατεβούνε να του πετάξουνε κάποιαν ελεημοσύνη. Νιώθει τον εαυτό του ταπεινωμένο, μικρό …

― Ζητιάνος, μουρμουρίζει με σιχασιά.

Ετοιμάζεται να πατήσει πάλε το κουδούνι. Υψώνει το χέρι του ως εκεί μα πάλε το κατεβάζει σα να του ‘ρθε κάποια ξαφνικιά έμπνεψη.

― Όχι, όχι! Δε θέλω θέση από το κράτος, θα ζήσω μονάχος μου, ψιθυρίζει.

Φεύγει… Τώρα νιώθει μια βαθιάν ανακούφιση, ένα αίστημα περήφανο μέσα του, σα να του ‘φυγε κά­ποιο βάρος από την ψυχή που τηνέ βάραινε…

Ανοίγει η πόρτα. Μια δούλα με άσπρη ποδιά προ­βάλλει το κεφάλι της. Κοιτάζει γύρω… Δε βλέπει κα­νένα.

― Κάποιο παλιόπαιδο θα χτύπησε το κουδούνι, μουρμουρίζει και κλείνει πάλε την πόρτα με κρότο…

7

Κατέβηκε από το Λυκαβηττό. Το ανέβασμά του στην κορφή του βράχου, που η Αθήνα σέρνεται σκλάβα κάτω από τα πόδια του, χωμένα μέσα στα βαθιοπράσινα πεύκα, ενώ η κορφή του, που την ψή­νει ο ήλιος, υψώνεται άσπρη, γυμνή, ήτανε κι ένα α­νέβασμα της ψυχής του. Σαν έμπαινε στο μικρό εκκλησιδάκι και κάρφωνε τα μάτια του στις εικόνες, που η καθεμιά είναι και μια ιστορία πόνου κι εγκαρτέρησης σ’ ένα αψηλό ιδανικό, σα βύθιζε έπειτα τη ματιά του στη θάλασσα που απλωνότανε μακριά, γαλάζια, ένιωθε τον εαυτό του πιο αλαφρό, πιο δυνατό…

Σαββατόβραδο. Το σκοτάδι απλώνεται στους δρό­μους κι οι φαναράδες τρέχουνε βιαστικοί ν’ ανάψουνε τα φανάρια τω δρόμων. Είναι η ώρα που ξυπνάει η μυστικιά ζωή της πόλης. Η μοδιστρούλα που σκόλασε κείνη την ώρα από τη δουλειά, τρέχει βιαστικά να βρει τον αγαπημένο της που την προσμένει στο μέρος που ορίσανε, ο ζητιάνος που ντρέπεται να φανεί τη μέρα, περνάει δίπλα σου, σύρριζα, και σου ψιθυρίζει στο αυτί σα να ξομολογιέται εμπιστευτικά τη φτώ­χεια του.

Ο Αλέξης κατεβαίνει αργά το δρόμο… Ένα σπίτι λάμπει φωτισμένο. Πάνω από την οξώπορτα καίει κρεμασμένος ένας μικρός κόκκινος γλόμπος του γκαζιού που σκορπίζει στο πεζοδρόμιο ένα κόκκινο φως. Τα παράθυρα φωτισμένα στην αράδα. Μια ση­μαία κρέμεται από ένα παράθυρο. Στο μεσανό μπαλ­κόνι μια επιγραφή με γράμματα μπλε σε άσπρο φόντο «Εργατική λέσχη».

Ο Αλέξης σταματάει το βήμα του, σηκώνει το κε­φάλι του, διαβάζει την επιγραφή, μετράει τα φωτι­σμένα παράθυρα. Άνθρωποι έρχουνται και μπαίνουνε μέσα από την ανοιχτή οξώπορτα που χάσκει διάπλατη. Είναι όλοι εργατικοί, δουλευτάδες, όπως φαίνουνται από τις φορεσιές τους, με χέρια χοντρά, λερωμένα από τη δουλειά…

Ρωτάει κάποιονε που στέκεται στην πόρτα.

― Απόψε έχομε τα εγκαίνια της λέσχης, αποκρίνε­ται κείνος.

― Μπορεί να μπει κανένας; ρωτάει ο Αλέξης.

― Μπράβο, γιατί όχι;

Ο Αλέξης ανεβαίνει τη σκάλα. Μια πλατιά, μα­κριά σάλα προβάλλει μπροστά του. Καρέκλες βαλμέ­νες στην αράδα γιομίζουνε τη σάλα. Οι μισές είναι πιασμένες από ανθρώπους που κάθουνται και κουβεντιάζουνε σιγαλά. Ρητά μεγάλων αντρών, που ‘ναι σαν παραγγέλματα στους εργάτες, με χοντρά κόκκινα γράμματα, στολίζουνε τους τοίχους. Υπάρχει και μια έδρα για το ρήτορα, τυλιγμένη σε μια ελληνικιά ση­μαία. Κάποια κάδρα μέσα σε χρυσές κορνίζες τρα­βούνε όλη την προσοχή του Αλέξη.

― Ποιος είναι αυτός ο γέρος με τα γένια; ρωτάει το διπλανό του.

― Μμ. Δεν ξέρω αποκρίνεται κείνος.

― Ο Τολστόη, ξηγάει ένας αποπίσω τους.

― Μπα! Αυτός είναι ο Τολστόη; ψιθυρίζει ο Αλέ­ξης με θαμασμό.

― Πώς τον είπες; ρωτάει ο γείτονάς του.

Ο Αλέξης ξαναλέει τ’ όνομα του Τολστόη. Ο άλλος προσπαθεί να το επαναλάβει μα τα χείλια του δεν τονέ βοηθάνε. Το μπερδεύει, το τρώει, το αλλάζει, όσο που απελπίζεται.

― Ας είναι. Και τι ήτανε αυτός; ρωτάει περίεργος.

― Μεγάλος φιλόσοφος, Ρούσσος, του ξηγάει ο Α­λέξης.

Ο άλλος θέλει να ζητήσει περσότερες εξήγησες για το έργο του φιλόσοφου αυτού, μάλιστα τι δουλειά έχει εδώ μέσα το κάδρο του, μα ντρέπεται να ρωτήσει για να μη φανεί περσότερο η γύμνια του.

― Και το άλλο κάδρο δίπλα; ρωτάει ο εργάτης τον άλλο που καθότανε αποπίσω του αφού απελπίστηκε από τον Αλέξη.

― Αυτός είναι ο Μπέμπελ.

― Ρούσσος κι αυτός;

― Όχι. Γερμανός.

― Τι παράξενα ονόματα, ψιθυρίζει.

Συλλογιέται λίγο.

― Μα δεν έπρεπε να ‘χουνε και το κάδρο του βασιλιά; ρωτάει άξαφνα σα να ‘κανε καμιά μεγάλη ανα­κάλυψη.

Ο άλλος ξύνει το κούτελο του.

― Βέβαια. Ο βασιλιάς δεν έπρεπε να λείπει αποδώ μέσα.

― Σωπάτε· αρχίζει ο αγιασμός, φωνάζει κάποιος.

Η σάλα είναι γιομάτη. Μερικοί είναι ανεβασμένοι στα παράθυρα. Όλοι βρίσκουνται για μια στιγμή ορθοί.

― Ευλογητός ο Θεός, αρχίζει να λέει ο παπάς με το πετραχήλι κάνοντας αργά το σταυρό του, ενώ η μυ­ρουδιά του λιβανιού απλώνεται μέσα στη σάλα.

Όλοι κάνουνε το σταυρό τους αργά ρυθμικά ακο­λουθώντας το χρόνο του παπά μ’ ένα σοβαρό, κατανυχτικό ύφος· ο παπάς διαβάζει μέσα από ένα μικρό, δεμένο, λιγδιασμένο βιβλιαράκι. Η φωνή του αντηχάει μονότονη, ρυθμικιά, ο καπνός ανεβαίνει αργά, αψηλά, μέσα από το θυμιατό που το κρατάει ένα παιδί στο χέρι του και το κουνάει πάνω και κάτω… Διαβάζει το Βαγγέλιο. Όλοι σκύβουνε τα κεφάλια… Έπειτα αρχίζει πάλε το διάβασμα μουρμουριστά, τρώ­γοντας τα λόγια του που βγαίνουνε ακατάληφτα από το στόμα του.

― Μα δεν έχει τελειωμό αυτός ο αγιασμός; ψιθυ­ρίζει κάποιος.

― Σουτ· τι είναι αυτά που λες; του αποκρίνεται ο διπλανός του.

― Ναι. Δεν μπορούσε τάχατες να ‘ναι πιο συντομότερος; επιμένει ο πρώτος.

― Αυτοί που τα κανονίσανε, έτσι το βρήκανε σωστό.

― Κι εμείς δεν μπορούμε να τα κανονίσουμε αλλιώτικα;

― Φυσικά όχι. Εκείνοι είχανε το Άγιο Πνέμα μέσα τους.

Ο άλλος σωπαίνει νικημένος.

― Σώσον κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, ψέλνει ο παπάς, σταυρώνει με τα δάχτυλα του το νερό που ‘ναι σε μιαν άσπρη λεκάνη, βουτάει μέσα ένα ματσάκι βασιλικό που κρατάει στα χέρια του, κι αρχίζει να ραντίζει από μακριά τους ανθρώπους που δέχουνται φχαριστημένοι, τις πιτσιλάδες του νερού στα πρόσωπά τους. Ο παπάς φέρνει γύρω όλη τη σάλα ραντίζοντας και ψέλνοντας, έπειτα στέκεται κι ένας ένας περνάει από μπροστά του φιλώντας το σταυρό που κρατάει στο χέρι ενώ εκείνος του ραν­τίζει το μέτωπο.

― Καλή πρόοδο στα έργα σας κι ο Θεός μαζί σας, φωνάζει ο παπάς βγάζοντας το πετραχήλι του. Ο α­γιασμός είχε τελειώσει.

― Τελειώσαμε επιτέλους. Μας ξεθέωσε αυτός ο παπάς, φώναξε ένας σα ν’ ανακουφίστηκε από κανένα βάρος.

Ο παπάς δίπλωσε το πετραχήλι του κανονικά, και κάθισε σε μια καρέκλα φχαριστημένος σα να ‘λεγε «Εί­δατε αγιασμό που σας έκανα;»

Ένας άνθρωπος σηκώνεται από χάμω. Είναι ο ρή­τορας. Ανεβαίνει στο βήμα και φέρνει τη ματιά του γύρω. Τριμμένα τα ρούχα του δείχνουνε πως κι αυτός είναι ένας εργάτης σαν τους άλλους. Σωπαίνει κάμποσην ώρα μέσα σε μια σιγαλιά, σα να θέλει να ταχτο­ποιήσει κείνη τη στιγμή τη σκέψη του, κι αρχίζει να μιλάει. Η γλώσσα του τρέχει.

― Μπράβο. Απόξω τα λέει, δίχως χαρτί; ψιθυρί­ζει ένας.

― Μιλάει απλά, φυσικά! όλες τις λέξες τις νιώθω, λέει άλλος.

― Βέβαια. Μπορούσε να τα πει πιο καλύτερα, πιο ελληνικά. Μα τι να σου κάνει ο καημένος. Εργάτης. Ποιος ξέρει αν πάτησε και σε σκολειό.

Ο ρήτορας ύστερα από ένα θερμό χαιρετισμό στους εργάτες μπαίνει στο θέμα του. Μιλάει για ένωση.

― Αυτή θα μας δώσει, αδέρφια, τη νίκη. Μην πε­ριμένετε τίποτα από κανένα. Ό,τι κάνουνε τα χέρια μας, ό,τι αρπάξουμε με τα χέρια μας αυτό θα ‘ναι χτήμα δικό μας, αιώνιο. Εμπρός με καθαρή καρδιά στον αγώνα, με τα μάτια προς την Ανατολή, με τα κεφάλια αψηλά. Αγάπη και πίστη. Όχι πια κλάψες. Όχι! Δε ζητάμε λεημοσύνη από κανένα, δε θέλουμε να μας λυπηθεί κανένας, θ’ αγωνιστούμε, θα παλέψουμε, κι αν είμαστε δυνατοί, δική μας η νίκη. Με τα χέρια μας, με τον ίδρωτά μας και με το αίμα μας ακόμα θα υψώσουμε το ναό της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης που είναι οι δικές μας θεότητες, οι ξεχωριστές.

Η φωνή του αντηχούσε σ’ ένα θερμό τόνο μέσα στη σάλα με μια φυσικότητα που ‘κανε τα λόγια του να μπαίνουνε στην καρδιά. Ο Αλέξης ρουφούσε τα λόγια του. Ποτέ δεν είχε ακούσει τέτοια λόγια στη ζωή του, Αυτά που ‘χε ακούσει, που ‘χε διαβάσει στα βιβλία τυπω­μένα, αυτά που κι ο ίδιος πολλές φορές στο χωριό τα ‘χε πει, αυτά ήτανε αλλιώτικα… Αυτός ο άνθρω­πος απόψε του τρικύμισε το νου με τα παράξενα λό­για του, του γέννησε σκέψες, του άνοιξε ορίζοντες που ούτε τους φανταζότανε. Το κήρυγμα αυτό το δυνατό φύσηξε σα μια πνοή ζωής, πέρασε μέσα από τους πό­ρους του κορμιού του και του κλόνισε τ’ αδύνατα, τ’ αστενικά νεύρα του…

Ο ρήτορας τέλειωσε το λόγο του με μια συγκινητικιάν αποστροφή. Κατέβηκε από το βήμα κι ένας ένας οι ακροατές του ζυγώνανε για να του δώσουνε το χέρι και να τονέ συχαρούνε. Πρώτος ζύγωσε ο παπάς.

― Ωραία, πολύ ωραία. Μια παράλειψη μόνο είχε ο λόγος σας, είπε.

― Ποια; ρώτησε ο ρήτορας αδιάφορα, σκουπίζον­τας τον ίδρωτα από το κούτελό του.

― Δεν είπατε τίποτα για τη θρησκεία. Η θρησκεία είναι ένας μεγάλος παράγοντας. Δίχως τη βοήθεια του Θεού, τίποτα δεν κάνει ο άνθρωπος, είπε ο παπάς σ’ έναν επίσημο τόνο.

― Σωστά. Πρώτα ο Θεός, είπε ένας εργάτης.

― Όποιος πηγαίνει το δρόμο του Θεού, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Αυτό παιδιά μου να μην το ξεχνάτε.

― Τι ανακατεύεις, παπά, το Θεό; Ο Θεός είναι αψηλά, ακούστηκε μια φωνή.

Ο παπάς ξαφνιασμένος κάτι ετοιμάστηκε να πει μα τη στιγμή εκείνη αντήχησε ο ήχος ενός τραγουδιού. Ο χορός έψελνε τον εργατικόν ύμνο! Ορθοί όλοι αφουγκραζόντανε το γλυκό τραγούδι που ήτανε γιο­μάτο φωτιά κι ορμή.

 

Σηκωθείτε παιδιά, και χτυπήστε!

Καταφρόνια και πείνα μας σφίγγει.

Το μεγάλο μας δίκιο ζητήστε,

και πατήστε τ’ οχτρού το λαρύγγι.

Σαν αδέρφια μ’ αγάπη ενωθείτε.

Φως καινούριο θα φέξει στην πλάση.

Για στερνή σας φορά, σηκωθείτε!

Η ορμή μας τα σίδερα ας σπάσει…

 

― Ναι, θα τα σπάσει! ακούστηκε μια φωνή, που πνίγηκε μέσα στη φωνή του τραγουδιού και μια γρο­θιά υψώθηκε στον αγέρα αψηλά, σφιχτή, γιομάτη φοβέρα.

Ε σε καλό σου, συνάδερφε, τι έπαθες; ψιθύρισε σιγαλά ο διπλανός, έκπληχτος, κατεβάζοντάς του το χέρι μαλακά.

Κείνος του ‘ριξε μια ματιά γιομάτη απορία και χα­μήλωσε τα μάτια του, σα ντροπιασμένος γι’ αυτό που ξεστόμισε, κι έχωσε το κεφάλι του μέσα στις δυο χού­φτες του, ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατά του, ενώ το τραγούδι ξακολουθούσε ν’ απλώνεται πολεμόχαρο μέσα στον ίδιο παραπονιάρικο, θριαμβικό τόνο.

Ένας εργάτης πρόβαλε τώρα με μια λεκάνη στο χέρι. Ήτανε η λεκάνη με τον αγιασμό.

― Ελάτε να πιείτε αγιασμό, φώναξε,

Ένας ένας ζύγωνε τα χείλια του στα χείλια της λεκάνης και ρουφούσε λίγες γουλιές από το νερό που μύριζε βασιλικό… Ο χορός ξακολουθούσε να ψέλνει κι οι άνθρωποι να μεταλαβαίνουνε .. .

Άξαφνα ακούστηκε ένας κρότος. Κάτι έπεσε χάμω κι έσπασε.

― Μωρέ τρελάθηκες; Τι είναι αυτό που ‘κανες; α­κούστηκε μια φωνή τρομαγμένη.

Ο άνθρωπος που κρατούσε τη λεκάνη με τον αγια­σμό, είχε απομείνει με τα χέρια αδειανά. Ο εργάτης που ‘χε βγάλει το λόγο στεκότανε αντικρύ του, τονέ κοίταζε αδιάφορος και χαμογελούσε.

― Τι είναι αυτό που ‘κανες; Δε συλλογίστηκες την αμαρτία; φώναξε ο πρώτος σαστισμένος κοιτάζοντας τα συντρίμμια της λεκάνης που ‘χανε σκορπιστεί στο πά­τωμα ενώ το νερό είχε απλωθεί μακριά.

Όλοι είχανε σκηματίσει τώρα έναν κύκλο γύρω στα συντρίμμια της λεκάνης και τα κοιτάζανε σαν άγια λεί­ψανα προσπαθώντας ο καθένας να στέκεται σε τέτοιαν απόσταση που τα παπούτσια του να μην αγγίζουνε το βρεγμένο πάτωμα. Ήτανε αμαρτία να πατηθεί ο αγια­σμός!

― Ποιος σου ‘πε να μου φέρνεις τη λεκάνη στο στό­μα; πώς θα πιω εγώ τ’ απονιψίδια του παπά; Είσαι βέβαιος πως τα δάχτυλα του που τα βούτησε μέσα ήτανε καθαρά; δικιολογότανε ο ρήτορας γελώντας πάντα με το φέρσιμό του που το ‘βρισκε σαν ένα πράμα αστείο.

Τονέ κοιτάξανε με φρίκη. Τι έλεγε αυτός ο άν­θρωπος;

― Για δες, γελάει κιόλας. Έριξε χάμω τη λεκά­νη με τον αγιασμό και γελάει. Δεν καταλαβαίνει φαί­νεται τι έκανε, μουρμούρισε κάποιος.

― Τι πρέπει να γίνει τώρα; ρώτησε κάποιος σκε­φτικός,

― Αλήθεια τι πρέπει να γίνει; Δεν μπορεί το πράμα να μείνει έτσι, είπε ένας άλλος ανήσυχος.

― Αυτό είναι γρουσουζιά…

― Να σας πω εγώ τι πρέπει να γίνει; Να φέρουμε πάλε τον παπά αύριο να μας διαβάσει ένα μεγάλον α­γιασμό. Κι αυτό το μέρος που απλώθηκε το νερό να μην το πατήσει κανένας όσο να διαβαστεί, συβούλεψε ένας.

― Αυτό είναι πολύ καλό.

Ως αύριο θα ξεραθεί το πάτωμα και μπορεί κα­νείς να το πατήσει δίχως να ξέρει.

― Μπορούμε καλύτερα να κόψουμε αυτές τις σα­νίδες που βραχήκανε και να τις κάψουμε, πρότεινε άλλος.

― Περιττό· άμα διαβαστούνε, το ίδιο κάνει, είπε ο πρώτος που ‘δωκε τη συβουλή.

― Για να μη γίνει κανένα λάθος, να κάνουμε αυτό. Να, φώναξε κάποιος.

Έβγαλε από την τσέπη του ένα χοντρό μολύβι, έπεσε μπρούμυτα κι άρχισε να μολυβώνει το πάτωμα χαράζοντας μια παχιά γραμμή ως εκεί που φτάνανε τα σύνορα του νερού ενώ οι άλλοι σκύβανε απάνω του και παρακολουθούσανε τη διεύθυση του μολυβιού!

― Μπράβο, μπράβο, φωνάξανε όλοι.

Ο ρήτορας είχε τραβηχτεί σε μιαν άκρη ενώ οι άλλοι είχανε σκηματίσει κύκλους και συζητούσανε.

― Τι του ‘ρθε να κάνει τέτοιο πράμα; μουρμούρισε κάποιος.

― Κι ο λόγος του παράξενος. Εμένα δε μου άρεσε. Τι θα πει να μην περιμένουμε τίποτα από κανένα; Μπορούμε μεις, μικροί ανθρώποι, να τα βάλουμε με όλους τους μεγάλους;

― Σωστά.

― Α δεν τους παρακαλέσουμε, α δεν τους κλαυτούμε μπορούνε κι αυτοί να μας κάνουνε καλό; Όχι βέβαια. Τι, επανάσταση δηλαδή θα κάνουμε;

Σωπάσανε.

― Σε κάποιο βιβλίο θα τα ‘χει διαβασμένα αυτά που μας είπε κι ήρθε και μας τα ξεφούρνισε απόψε.

― Δε φτάνει να διαβάζει κανείς. Πρέπει και να νιώθει.

Έτσι το φέρσιμό του δυσαρέστησε όλους κι η καταδίκη του ήτανε ομόφωνη…

Η γιορτή είχε τελειώσει. Σιγά σιγά η σάλα άρχισε ν’ αδειάζει κι ένας άνθρωπος ανεβασμένος σε μια καρέ­κλα άρχισε να σβήνει τις λάμπες… Τελευταίος κατέ­βαινε ο ρήτορας τη σκάλα, μισοσκότεινη, μονάχος. Ένας άνθρωπος που ερχότανε αποπίσω του ακούμπησε πάνω στον ώμο του το χέρι του αλαφρά. Ήτανε ο Αλέξης.

― Στάσου, θέλω να σε γνωρίσω. Πώς σε λένε; ρώ­τησε ο Αλέξης.

― Ζήση. Εσένα;

― Αλέξη.

― Είσαι εργάτης;

― Όχι. Δάσκαλος.

Ξαφνιάστηκε.

― Δάσκαλος! Τότε τι δουλειά έχεις εδώ; Εσύ εί­σαι όργανο του κράτους.

― Δεν είμαι πια.

― Α κατάλαβα, Σε έχουνε πάψει. Το άτιμο το κόμμα, ε;

― Όχι δε με πάψανε, παραιτήθηκα μοναχός μου. Δεν ήθελα να δουλεύω το κράτος.

Ο Ζήσης τον κοίταξε με προσοχή στα μάτια,

― Δεν πετάνε εύκολα μια θέση… Ας είναι. Και τώρα;

― Τώρα διδάσκω σ’ ένα Λύκειο.

― Δεν είναι το ίδιο;

― Όχι, αυτό είναι άλλο πράμα.

Ο Ζήσης σκέφτηκε κάμποσο.

― Μου αρέσει η σκέψη σου. Δώσε μου το χέρι σου.

Σφίξανε τα χέρια τους.

― Πρέπει να βλεπόμαστε ταχτικά. Πού μπορώ να σε βρίσκω; ρώτησε ο Αλέξης.

― Κάθε βράδυ εδώ στη λέσκη.

Ήρθε η ώρα να χωριστούνε.

― Μου αρέσουνε οι ιδέες σου… είπε ο Αλέξης.

― Και μένα ο χαραχτήρας σου. Καληνύχτα.

Χωριστήκανε.

― Παράξενος τύπος, ψιθύρισε ο Ζήσης στο δρόμο.

8

― Να πούμε τον Αγιοβασίλη, αφεντικό, για την καλή χρονιά;

Τη στιγμή εκείνη που ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει η ψυχή του διψούσε για κάτι αθώο, δροσερό, παιδιά­στικο. Είδε τα δυο παιδιά που τον κοιτάζανε στα μά­τια παρακαλεστικά.

― Πέστε τον, αποκρίθηκε πρόθυμα.

Τα δυο παιδιά μπήκανε στην αυλή. Η σπιτονοικο­κυρά μόλις τα είδε, έβαλε τις φωνές.

― Άσε τα, εγώ τα φώναξα, είπε ο Αλέξης από το παράθυρό του.

― Α, τα φωνάξατε λόγου σας; Τότε αλλάζει, απο­κρίθηκε κείνη που φοβήθηκε μη δώσει καμιά πεντάρα και ξοδευτεί.

Τα δυο παιδιά αρχίσανε το τραγούδι. Η φωνή τους μονότονη, αρρύθμιστη, βιαστικιά. Ο σκοπός πότε να φτάσουνε στο τέλος και να τσιμπήσουνε τη δεκάρα. Ο μεγαλύτερος χτυπούσε ένα ντέφι που του το ‘χανε κά­μει οι τουρκογύφτισσες, ο άλλος έκρουε ένα τρίγωνο· αδιάφοροι κι οι δυο α συφωνούσε η φωνή τους με τα όργανα.

Ο Αλέξης ακουμπούσε στην κάσα του παραθυριού και κοίταζε τα δυο παιδιά που αλλάζανε ματιές για να κανονίσουνε τη στιγμή που θα κόβανε το τραγούδι ή που θα κάνανε καμιά πεταξούρα για να τελειώσουνε γληγορότερα. Το τραγούδι το μονότονο, αντηχούσε γιομάτο γλύκα στ’ αυτιά του. Οι παραφωνίες χανόντανε, χωνεύανε μέσα στη συγκίνηση που του γεννούσε. Ένας ολάκερος κόσμος κοιμισμένος, ξυπνούσε τη στιγμή εκείνη μέσα του. Ξανάβλεπε τον εαυτό του παιδί, θυμάται που κι αυτός με τ’ άλλα παιδιά γυρίζανε από σπίτι σε σπίτι και λέγανε τον Αγιοβασίλη παίρ­νοντας για τον κόπο τους ο καθένας από ένα μελομακάρουνο ή μια δίπλα που ‘σταζε μέλι…

― Και του χρόνου, φώναξε το ένα παιδί, προτείνον­τας κάτω από το παράθυρο το ντέφι του για να δεχτεί μέσα την αμοιβή.

Ο Αλέξης αφαιρεμένος δεν άκουσε· ο νους του τα­ξίδευε μακριά.

Και του χρόνου, αφεντικό, ξαναφώναξε το παιδί.

Κείνος βιαστικός έχωσε το χέρι στην τσέπη του, έπιασε ένα φράγκο ασημένιο και τους το πέταξε από αψηλά. Το φράγκο έπεσε μέσα στο ντέφι. Το παιδί πήρε στο χέρι του το φράγκο, το ψηλάφησε, άλλαξε μια μα­τιά με το σύντροφό του, αναποφάσιστο, δισταχτικό. Μην έκανε λάθος και τους πέταξε φράγκο αντί δεκάρα; Τι να κάνουνε; Να το γυρίσουνε πίσω ή να κάνουνε πως δεν το καταλάβανε;

Η σπιτονοικοκυρά που είδε το φράγκο, ζύγωσε πε­ρίεργη.

― Ένα φράγκο! Έλα. Μπαλωθήκατε, είπε.

Τα δυο παιδιά το βάλανε στα πόδια. Πού ξέρεις και το μετανιώσει ή το καταλάβει και κατεβεί και μας το πάρει πίσω.

― Ακούς εκεί ένα φράγκο στα παλιόπαιδα. Αμ τι Τσιγκρός είναι; μουρμούρισε κατάπληχτη από το φέρ­σιμο του νοικάρη της.

Ο Αλέξης είχε τραβηχτεί μέσα στην κάμαρα. Τι κρύα που ‘ναι απόψε η κάμαρα. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόση κρυάδα. Ένα καθρεφτάκι κρέμεται στο γυμνό τοίχο. Ένα κρεβάτι ξύλινο, λίγα βιβλία σκορπισμένα πάνω σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίνανε μια μελαχολικιά όψη στην κάμαρα. Τι δε θα ‘δινε τέτοια μέρα για λίγη συντροφιά, λίγη κουβέντα, λίγη φωτιά…

Στάθηκε στο παράθυρο. Αναμμένα τα φώτα. Από μακριά έφτανε η βουή της μέρας που έσβησε, ο αγέ­ρας έφερνε κομμένες νότες οργάνων που παίζανε τον Αγιοβασίλη, στα μαγαζιά. Ανθρώποι περνούσανε βιαστικοί με ψώνια στο χέρι. Μια δούλα πέρασε αποκάτω με μια καραβάνα που ‘χε πάρει από το φούρνο, κι η ευωδιά της βασιλόπιτας ζεστής, ροδοκόκκινης μέσα στην καραβάνα σκορπίστηκε στο δρόμο. Ένα σκυλί είχε γύρει έναν τενεκέ με σκουπίδια που ‘στεκε μπρος σε μια πόρτα κι έψαχνε να βρει τίποτα να μασήσει με τη μούρη χωμένη μέσα στον τενεκέ. Ένας άνθρωπος που πέρασε δίπλα του είδε τα σκυλί που ‘ψαχνε και του ‘δωσε μια με το μπαστούνι στη ράχη. Το σκυλί ούρλιαξε κι έφυγε φοβισμένα μα σε λίγο ξαναγύρισε κι άρχισε πάλε να ψάχνει.

Ο Αλέξης τραβήχτηκε μέσα. Οι άνθρωποι που περ­νούσανε, η δούλα, το σκυλί, οι σβησμένες νότες των οργάνων, όλα σταλάζανε απόψε στην ψυχή του μια θλίψη. Η ψυχή του γυναίκεια, παθιάρικη δεν μπορούσε να βασταχτεί στη σκέψη της απομόνωσης, της μονα­ξιάς μέσα στην πολυθόρυβη, στην αδιάφορη αυτή πόλη κι έλιωνε σαν κερί. Θα μπορούσε να βγει όξω, να περπατήσει, ν’ αφήσει τα νου του να πλανεθεί μέσα στη βουή και στο θόρυβο, μα το ανακάτωμα αυτό με τον κόσμο το χαρούμενο, θα του δημιουργούσε μιαν αντίθεση που θα του ‘κανε τον πόνο δριμύτερο. Κλεισμένος στην κά­μαρά του, δίχως ν’ ακούει, δίχως να βλέπει είχε την ελπίδα πως μπορούσε και να ξεχάσει…

Πάνω στο τραπεζάκι του υψώνεται ένας σωρός. Εί­ναι τα τετράδια που γράφουνε οι μαθητές του τις εκθέσες τους. Κάθεται στο τραπεζάκι που το φωτίζει μια μικρή λαμπίτσα. Ανοίγει ένα τετράδιο. Έτσι μπορεί να σκοτώσει κάμποσην ώρα. Διαβάζει. Είναι η έκθεση που τους έδωσε να γράψουνε για τα Χριστούγεννα. Κάθε παιδί περιγράφει πώς πέρασε τα Χριστούγεννα. Διαβάζει… Κλείνει το ένα τετράδιο, ανοίγει άλλο κι η πένα τραβάει ατέλειωτες κόκκινες γραμμές κάτω από τα γραφόμενα των παιδιών. Κάθε σελίδα μοιάζει σαν κάμπος σπαρμένος παπαρούνες κι οι λέξες κολυμπάνε στο κόκκινο. Πετάει την πένα στο τραπέζι και σηκώ­νεται όρθιος. Νοιώθει την ανάγκη ν’ ανασάνει.

― Ουφ. Θα σκάσω! Τι στεγνό, τι ψεύτικο ύφος είναι αυτό! Δεν έχουνε διόλου ζωή, αίστημα μέσα τους αυτά τα παιδιά!

Είναι το ίδιο αίστημα που του γεννιέται κάθε φορά που πιάνει να διαβάσει έκθεση. Τα παιδιά προσπαθούνε να μιλήσουνε σα μεγάλοι, πλαστογραφούνε την ψυχή τους κι έτσι λείπει η τρυφεράδα, η δροσιά, το χρώμα από τα λεγόμενά τους.

Αρχίζει να σουλατσαίρνει καταμεσής της κάμαρας και κάποτε ζυγώνει στα παράθυρο και κοιτάζει όξω το δρόμο. Έπειτα ξανακάθεται πάλε στο τραπέζι και ξαναπαίρνει την πένα στο χέρι. Τι να κάνει; Πρέπει να το πιει το ποτήρι ως τον πάτο.

Ένας έχει γράψει την έκθεσή του όχι στο τετράδιο, μα σε μια κόλλα χαρτί. Ξεδιπλώνει την κόλλα.

― Α, ο Πέτρος Δουκάνος. Πάντα ξεχασμένος, τσαπατσούλης, ψιθυρίζει.

Κοιτάζει την επιγραφή. «Γιατί δεν έγραψα έκθεση».

― Μπα, Όλα αυτά για να μου δικαιολογήσεις γιατί δεν έγραψες έκθεση; Κουνάει το κεφάλι του.

― Έξυπνο παιδί, καλή καρδιά, να ‘χε και πιο όρεξη για τα γράμματα, θα ‘τανε ο πρώτος μαθητής μου… Ας ιδούμε τώρα τι ψευτιές αραδιάζει για να δικιολογηθεί,

Αρχίζει το διάβασμα ανόρεξα. Τι έχει να περιμένει από την έκθεση του Δουκάνου; Κι αυτή σαν τις άλλες θα ‘ναι, αδερφή τους, όμοια κι απαράλλαχτη σα δυο σταλαγματιές νερό.

Διαβάζει. Η έκθεση ήτανε συνταγμένη σε μορφή επιστολής.

Κύριε δάσκαλε

«Όλη τη νύχτα της Παραμονής καρτερούσαμε πότε θα προβάλει στην πόρτα ο πατέρας. Είχε βγει από το πρωί για να φροντίσει, όπως άκουσα να λέει, για δα­νεικά. Τι να κάνει ο καημένος ο πατέρας αφού τον πάψανε από τη δουλειά; Μου έταξε πως άμα οικονομήσει τα λεφτά, θα μου φέρει ένα ζευγάρι παπούτσια και­νούρια γιατί αυτά που φοράω είναι τρύπια και φαίνουνται τα νύχια μου. Πώς να πήγαινα με τρύπια πα­πούτσια στην εκκλησιά; Να ήτανε να πάω αλλού που­θενά δεν πείραζε, μα στην εκκλησιά και τέτοια μέρα δεν πάνε με τρύπια παπούτσια. Η μητέρα όλη εκείνη τη νύχτα ήτανε πολύ ανήσυχη. Να, έρχεται, φτάνει ο πατέρας, μάς φέρνει κρέας και παπούτσια καινούρια, μάς έλεγε. Μα ο πατέρας αργούσε πολύ κείνο το βράδυ να γυρίσει στο σπίτι. Γύρισε περασμένα μεσάνυχτα. Γύ­ρισε μεθυσμένος, στουπί στο μεθύσι. Τρίκλιζε, το χνώτο του μύριζε κρασί από μακριά, καθώς έκανε ν’ ανοίξει το στόμα του. Τονέ κοίταξα στα χέρια. Ήτανε άδεια. Ούτε κρέας, ούτε παπούτσια. Η μητέρα άρχισε να τονέ μαλώνει, να του λέει πικρά λόγια γιατί γύρισε με τα χέρια αδειανά. Ο πατέρας γελούσε. Πώς γελούσε παράξενα! Η μητέρα όλο τονέ μάλωνε. Φαρμάκι τα λόγια της. Δεν είσαι άντρας εσύ, δεν είσαι πατέρας; Πώς βαστάει η καρδιά σου ν’ αφήνεις τα παιδιά σου γυ­μνά, νηστικά τέτοια μέρα που ξημερώνει; φώναζε. Ο πατέρας γελούσε. Ύστερις σηκώθηκε απάνω. πως τονέ θυμάμαι! Τι άγριο που ήτανε το μάτι του! Άρ­παξε τη μητέρα από τα μαλλιά, την έφερε γύρω κι έπειτα τηνέ ξάπλωσε χάμω. Έβριζε κιόλας και βλαστημούσε φριχτά καθώς τηνέ χτυπούσε. Η καημένη η μητέρα φώναζε κι έκλαιγε μα ο πατέρας πού ν’ αφήσει από τα χέρια του τις κοτσίδες της. Έτρεξα για να τηνέ γλιτώσω γιατί φοβήθηκα πως θα τηνέ σκότωνε την καημένη τη μητέρα. «Μη πατέρα, μην τηνέ χτυπάς τη μητερούλα. Δε ζητάω καινούρια παπούτσια εγώ. Ας μην έχουμε και κρέας» του φώναζα. Μα ο πατέρας δεν άκουγε, «Α, έτσι λοιπόν; ήρθες και του λόγου σου να τηνέ γλιτώσεις; όλοι δηλαδή εδώ μέσα σμίξατε ενάντια μου σα να πούμε» φώναξε και με άρχισε και μένα στις κλωτσιές. Έπειτα έπεσε στο κρεβάτι του κι άρχισε να ροχαλίζει. Εγώ ζύγωσα τη μητέρα που είχε μαζωχτεί σε μιαν άκρη κι άρχισα να τηνέ χαδεύω στο μάγουλο. Κείνη έκλαιγε. Βρύση τα μάτια της. Εκεί μείναμε ξύπνιοι ως το πρωί. Σαν άρχισε να σημαίνει η καμπάνα της εκκλησιάς για τη λειτουργία, η μητέρα ακόμα έκλαιγε. Δεν είχε κανείς κέφι για εκκλησιά. Μεί­ναμε όλοι αλειτούργητοι. Ο πατέρας ροχάλιζε. Είχε πέσει στο κρεβάτι με τα παπούτσια του λασπωμένα, όπως βρισκότανε. Φοβήθηκα μη μου κρυώσει. Ζύγωσα, πήρα μιαν αντρομίδα και του την έριξα στις πλάτες να ζεσταθεί. «Έτσι πέρασα τη νύχτα αυτή, αλειτούργη­τος, με κλάματα. Α! Τι νύχτα! θα τηνέ θυμάμαι όσο ζω. Ποτέ ο πατέρας δεν ήτανε τόσο άγριος κι η καη­μένη η μητέρα δεν εννοούσε να πάψει τα δάκρυα όσο κι αν τηνέ παρακαλούσα εγώ… Λοιπόν δεν είναι αλή­θεια, κύριε δάσκαλε, πως δε θα με τιμωρήσετε που δεν έγραψα την έκθεσή μου; Δεν ήθελα να σας γράψω ψευτιές γιατί θυμάμαι που μας είπατε να είμαστε αλη­θινοί. Να και γω που σας έγραψα όλη την αλήθεια»;

Δε βρήκε να τραβήξει πουθενά κόκκινη γραμμή. Η πένα στεγνή, ξερή έπεσε από τα χέρια του. Η λάμπα σουσούνιζε και μέσα σ’ ένα φωτερό κύκλο που σκημάτιζε το φως στο ταβάνι, μαζωγμένες καμπόσες μύγες κουβάρι, κοιμόντανε απολαβαίνοντας τη ζεστασιά.

― Να και μια φορά που μίλησε η ψυχή. Το κακό­μοιρο το παιδί! Τη στιγμή που νόμισε πως δεν έγραψε έκθεση, τότες έγραψε την καλύτερη έκθεσή του.

Η ιστορία του Πέτρου Δουκάνου, μια ιστορία θλι­βερή όσο και χιλιοειπωμένη, άπλωσε στην ψυχή του ένα μαύρο σύννεφο. Τι ζητούσε το παιδί αυτό με τα ρούχα τα τριμμένα, με τα βελουδένια ματόφυλλα, με τη ματιά του πάντα αφαιρεμένη; Ένα ζευγαράκι και­νούρια παπουτσάκια και λίγο κρέας, και τη μικρή αυτή ευτυχία δεν μπόρεσε να τηνέ βρει στο σπίτι του, μια τέτοιαν επίσημη μέρα. Τώρα νιώθει πόσο άδικος, πόσο κούφιος στάθηκε πάντα μπρος στο παιδί αυτό. Κάθε φορά που το ‘βλεπε να καρφώνει τα μάτια του σ’ ένα σημείο ακούνητα, αφαιρεμένα, κι αυτός άρχιζε επιπόλαια πάνω από την έδρα να το μαλώνει για την απροσεξία του, ποιος ξέρει αν τη στιγμή εκείνη μέσα στην ψυχή του παιδιού αυτού δεν έβραζε η τρικυμία, α δεν έβλεπε τον πατέρα του να δέρνει τη μάνα του, α δεν οραματιζότανε ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια ή μια καινούρια, ζεστή φορεσίτσα!

― Δεν είμαι άξιος για δάσκαλος σα δεν μπορώ να ιδώ βαθιά, μέσα στην ψυχή των παιδιών, μουρμούρισε,

Βυθισμένος σε σκέψες άφησε τη ματιά του να πλα­νιέται πάνω στην κόλλα σα να χάιδευε τα γράμματα.

― Ως τόσο βλογημένη η στιγμή που του άνοιξε την ψυχή. Δίχως το θλιβερό αυτό επεισόδιο, θα ξακο­λουθούσε ακόμα να μου παρουσιάζεται η ψυχή του φα­σκιωμένη σα μούμια…

… … … … … … … …

Σα μπήκε ο Αλέξης μέσα στην αίθουσα με τα τετράδια στο χέρι, είχε το ύφος σοβαρό, βαρύ. Τα παι­διά τονέ κοιτάζανε στα μάτια. Ανυπομονούσανε να μάθουνε τι βαθμό πήρε καθένας που σε αυτό περιορι­ζότανε όλο το ενδιαφέρο τους. Ο Αλέξης ακούμπησε τα τετράδια πάνω στην έδρα. Έπειτα με τα μάτια του αναζήτησε τον Πέτρο Δουκάνο. Κείνος μικρόσω­μος καθώς ήτανε, είχε χωνέψει μέσα στο θρανίο, ανά­μεσα στ’ άλλα παιδιά, με τα μάτια κατεβασμένα, τρέ­μοντας στην ιδέα πως τον περίμενε κανένα ρεζίλεμα μέσα στην τάξη.

Ο Αλέξης αρχίζει την κρίση του για τις εκθέσες μ’ ένα γενικό χαρακτηρισμό.

― Και πάλε, παιδιά, δεν έμεινα φχαριστημένος από τη δουλειά σας. Μου αραδιάσατε πάλε λέξες ξερές, δίχως περιεχόμενο, φράσες τριμμένες, ξεπλυμένες. Αλή­θεια, ζωή, αίστημα, χρώμα δεν βρήκα πουθενά. Την ψυχή σας δεν την είδα, δεν τηνέ μυρίστηκα σα λουλούδι, τηνέ κρατήσατε κλειδωμένη σαν κήπο που τονέ βλέπει κανείς απόξω, τονέ φαντάζεται μα δεν μπορεί να μπει μέσα και να τονέ χαρεί… Μια έκθεση μόνο άξιζε κι αυτή παίρνει τον πρώτο βαθμό. Άριστα.

Τα παιδιά γουρλώσανε τα μάτια τους. Καθένας είχε την ελπίδα πως αυτός ο ίδιος θα ήτανε ο ευτυχισμένος που πήρε τον πρώτο βαθμό. Μόνο ο Δουκάνος δεν ελ­πίζει τίποτα, είναι μάλιστα φχαριστημένος να γλιτώσει την τιμωρία και κρύβεται πίσω από τις πλάτες τω συμμαθητών του που κάθουνται στο μπροστινό θρανίο για να μην τον ιδούνε.

― Είναι η έκθεση του Πέτρου Δουκάνου, φωνάζει ο Αλέξης.

Ξαφνιασμένα τα παιδιά γυρίζουνε τα μάτια στο συμμαθητή τους. Αυτός άριστα, αυτός που δεν πήρε ποτέ του καλό βαθμό; πως γίνεται τέτοιο θάμα;

― Θα την αντίγραψε.

― Θα του την έγραψε κανένας μεγάλος, ψιθύρισε με φτόνο κάποιο παιδί που ‘τανε συνηθισμένο να παίρνει τον πρώτο βαθμό. Ο Δουκάνος είχε χωνέψει στο θρανίο. Με τα μάτια χαμηλωμένα συλλογιότανε πώς ήτανε δυνατό να πάρει αυτός τον πρώτο βαθμό, αυτός που δεν έγραψε κιόλας έκθεση μα ένα γράμμα. Μην τον κορόιδευε ο δάσκαλος, μην άρχιζε από το χωρατό για να καταλήξει στην τιμωρία;

― Ο Δουκάνος έγραψε με αίστημα, άφησε την ψυχή του να μιλήσει. Έτσι να γράφετε και σεις παι­διά, πρόστεσε ο Αλέξης.

Τέλειωσε το μάθημα. Τα παιδιά σα μελισσολόι ξεχυθήκανε όξω από την κάμαρα βουίζοντας. Τελευταίος έβγαινε ο Δουκάνος. Με τα μάτια χαμηλωμένα πέρασε μπρος από τον Αλέξη που στεκότανε στην έδρα ορθός, συλλογισμένος, προσπαθώντας να περάσει απαρατή­ρητος.

― Έλα δω Πέτρο, φώναξε ο Αλέξης. Το παιδί σταμάτησε τρομαγμένο.

― Είσαι ένα καλό παιδί, πρόστεσε. Το αγκάλιασε και το φίλησε στα μάτια. Τη στιγμή εκείνη έμπαινε μέσα στην τάξη ο διευθυντής.

― Κύριε Αλέξη, για όνομα του Θεού, συλλογιστείτε τη θέση σας φώναξε κι η ματιά του, γιομάτη υποψίες, κόλλησε πάνω στο πρόσωπο του Αλέξη.

Κείνος δεν υποπτεύτηκε τίποτα.

― Δεν μπορούσα· έτσι μόνο μπορούσα να ξεθυμάνω;

― Να ξεθυμάνετε; Τι λέτε; ξαναείπε ο λυκειάρχης απορώντας.

Ο Πέτρος Δουκάνος είχε φύγει και μέσα στην τάξη είχανε απομείνει ο διευθυντής κι ο Αλέξης. Κείνος πήρε την έκθεση και τήνε πρόσφερε στο διευθυντή.

― Κοίταξε να δεις αν έχω άδικο, είπε.

Ο διευθυντής πήρε την κόλλα κι άρχισε να διαβάζει. Συχνά κοντοστεκότανε αν και το γράψιμο ήτανε καθαρό.

― Είδατε τι φυσικά, τι αληθινά, τι δυνατά; είπε στα τελευταία ο Αλέξης.

Ο διευθυντής σκέφτηκε κάμποσο.

― Μα δεν τους έδινες κανένα άλλο θέμα πιο ζου­μερό, μουρμούρισε ζαρώνοντας τα χείλια του.

― Δηλαδή σαν τι; ρώτησε σιγαλά ο Αλέξης έκπληχτος.

Κείνος σκέφτηκε πάλε.

― Μα είναι τόσα πράματα… Να, περί της εν Μαραθώνι μάχης, περί της εκπολιτιστικής δυνάμεως του Ελληνισμού, περί της σχέσεως του Ελληνισμού προς τον Χριστιανισμόν.

Ο Αλέξης δεν απάντησε.

― Έπειτα αυτή η γλώσσα. Δεν είναι γλώσσα αυτή, πρόστεσε ο διευθυντής.

Ο Αλέξης ξιπάστηκε.

― Δεν τηνέ βρίσκετε αρκετά ζωντανή; ρώτησε.

― Τι ζωντανή και ψόφια. Αυτά δεν έχουνε καμιά σημασία. Η γλώσσα του σχολείου πρέπει να ‘ναι κα­θαρή, επίσημη. Αυτό είναι.

Ο Αλέξης κατέβαζε το κεφάλι. Είδε πως με τον άνθρωπο αυτό του ήτανε αδύνατο να συνεννοηθεί και προτίμησε να σωπάσει. Ο διευθυντής τονέ κοίταξε κάμποσο στα μάτια. Ετοιμαζότανε να του κάνει κά­ποιο μάθημα.

― Το σχολείο πρέπει να στέκεται υψηλά, να μην κατεβαίνει στον όχλο. Αλλιώτικα πώς θα διακρι­θούμε μεις από τον όχλο;

Ο Αλέξης πάλε δεν του αποκρίθηκε. Οι ιδέες του ήτανε τώρα τόσο ριζικά διάφορες. Πήρε το καπέλο του κι ετοιμάστηκε να φύγει για να θέσει τέλος στο μάθημα του διευθυντή. Κείνος ξεροκατάπινε σα να ‘θελε κάτι ακόμα να προστέσει…

― Και να σου πω και το άλλο. Δε χρειάζεται τόση εξοικείωση με τα παιδιά. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να κατεβαίνει ως τα παιδιά. Γιατί, ξέρεις, καμιά φορά, μπορεί και να παρεξηγηθεί, είπε και του ‘ριξε μιαν εκφραστικιά, πονηρή ματιά.

Ο Αλέξης δεν είχε καμιά διάθεση για συζήτηση. Χαιρέτισε ξερά το διευθυντή του κι έφυγε. Τώρα για πρώτη φορά ένιωθε πως δε φτάνει να μη δουλεύει κανείς το κράτος για να μην είναι σκλάβος. Υπάρ­χουνε πολλώ λογιώνε σκλαβιές!

Η σκέψη αυτή του γιόμισε την ψυχή μελαχολία.

9

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά σα μπήκε μέσα στην τάξη. Σήμερα είχε μάθημα για τους Γράκχους. Ως τώρα το κεφάλαιο αυτό δεν το ‘νιωθε, δεν μπορούσε να μπει βαθιά στο νόημα της μεταρρυθμιστικάς εκεί­νης απόπειρας τω δυο αδερφιώνε με τα τραγικά επα­κόλουθά της, μα σήμερα τα πράγματα ζωντανεύουνε μέσα του, συχρονίζονται, τα δυο αδέρφια του παρουσιάζουνται για δυο μεγάλες ευγενικές ψυχές που παλεύουνε και πέφτουνε σ’ έναν άνισο αγώνα για το καλό του λαού.

Μέσα στη σιγαλιά που απλώθηκε στην τάξη σαν άρ­χισε να μιλεί, η φωνή του αντηχούσε σ’ έναν τόνο θερμό, προφητικό, υποβλητικιά. Ολόρθος, ίσος πάνω στην έδρα, άφηνε τα λόγια να πέφτουνε από το στό­μα του μαλακά, κουβεντιαστά, συγκινημένα μα δίχως λυρισμούς, κι η ματιά του που πλανιότανε σαν αφαι­ρεμένη πάνω από τα κεφάλια των παιδιών, έδειχνε πως ό,τι έλεγε κείνη τη στιγμή το ‘νιωθε κι ο ίδιος βαθιά, πως η ψυχή του πονούσε, βουτημένη στη θλί­ψη. Αμίλητα, στριμωγμένα το ένα κοντά στο άλλο τα παιδιά, με τα κεφάλια ψηλά, τονέ κοιτάζανε στα μάτια, παρακολουθούσανε κάθε κίνηση των αχειλιών του. Για να ζωγραφίσει τη φτώχεια, την κακομοιριά που βάραινε πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, που πλημμυρούσε τότε τους δρόμους της Ρώμης, πήρε τα ίδια τα λόγια του Γράκχου προς το λαό και τα παρουσίασε στα παιδιά σε μια μορφή χτυπητή, ζωντανή. «Τ’ άγρια θερία που γυρίζουνε στα δάση, τα ζώα που κατοικούνε στην Ιταλία, όλα αυτά έχουνε το καθένα τη φωλιά του μια σπηλιά για να τρυπώσουνε. Μονάχα οι πολίτες εσείς, που χύνετε κάθε μέρα το αίμα σας για την Ιταλία, μονάχα εσείς δεν ορίζετε τίποτε άλλο παρά το φως και τον αγέρα. Όταν πριν τη μάχη οι στρατηγοί, τη στιγμή που είσαστε στη γραμμή, σας λένε πως πάτε να πολεμήσετε για τους τάφους των πατέρω σας και για τις εκκλησιές σας, σας λένε ψέματα. Από όλους εσάς κανείς δεν ορίζει τον τάφο του πατέρα του, ούτε ένα πρόβατο δεν έχετε στην κατοχή σας. Πολεμάτε, χύνετε το αίμα σας για να πλουτίσουνε άλλοι! Σας λένε πως είσαστε οι αφέντες της οικουμένης, κι αλλοίμονό σας, δεν έχετε στην κατοχή σας ούτε ένα σβωλάκι χώμα». Ακουστήκανε αναφιλητά. Σιγαλιά.

― Κύριε, ο Δουκάνος κλαίει! φώναξε ένα παιδί. Ο Πέτρος Δουκάνος σκυμμένος πάνω στο θρανίο, με το πρόσωπο μέσα στις φούχτες του, δεν μπόρεσε να κρατήσει την καρδιά του που χόρευε όσο άκουγε το δάσκαλό του να μιλάει και τα δάκρυά του αναβλύσανε άξαφνα ζεστά, ορμητικά…

― Αφήστε τονε να κλάψει, αποκρίθηκε ο Αλέξης σιγαλά, ωχρός, σ’ έναν τόνο θλιμμένο.

― Γιατί, κύριε, οι φτωχοί δεν τα παίρνανε όλα αυτά με το χέρι τους; ακούστηκε άξαφνα μια φωνή.

Ο Αλέξης κούνησε το κεφάλι του.

― Μια που οι άλλοι είχανε τη δύναμη στο χέρι τους, αυτό ήτανε αδύνατο. Γι’ αυτό ο Γράκχος ζήτησε να ξυπνήσει το λαό. Μα ο λαός ναρκωμένος, αφιονισμένος από τη φτώχεια δεν ήτανε σε θέση να τονέ νιώσει. Απάνω σ’ αυτό βρήκανε το μέσο οι αντίθετοι να δημοκοπήσουνε σε βάρος του. Τονέ συκοφαντήσανε ζητώντας να τον παραστήσουνε οχτρό του λαού. Και το πετύχανε. Ανίδεος, ανύποπτος σαν παιδί ο λαός έπεσε στα βρόχια που του ‘χανε στήσει. Ο Γράκχος βρέθηκε μόνος μπρος σε μια γιγάντιαν αντίδραση που ‘θελε με κάθε μέσο να πνίξει τον επαναστατικό σπόρο· Συκοφαντημένο το έργο του δε γεννούσε πια καμιάν εμπιστοσύνη στο λαό. Η στιγμή της καταστροφής έφτασε. Υπολογίζοντας στην αδιαφορία του λαού, τού ριχτήκανε μια μέρα όλοι μαζί, οι αφεντάδες με τους δούλους τους, με όπλα και με ρόπαλα και τονέ σκοτώσανε. Για προσβολή το πτώμα του το πετάξανε στον Τίβερη…

― Καλά του κάνανε! ακούστηκε μια φωνή μέσα από τα θρανία.

Όλα τα παιδιά γυρίσανε τα κεφάλια τους ξαφνια­σμένα.

― Αυτός τα λέει, κύριε, γιατί είναι πλούσιος, φώναξε ένα παιδί όρθιο σ’ έναν τόνο θερμό, δείχνοντας με τα δάχτυλο το άλλο παιδί που φώναξε κι ήτανε αλήθεια το μεγαλύτερο αρχοντόπουλο μέσα στην τάξη.

― Ας λέει ό,τι θέλει αυτός, φώναξε ένα παιδί σε τόνο περιφρονετικό.

― Μα ο λαός δεν έπρεπε να τον αφήσει μοναχό του τέτοιον άνθρωπο, ψιθύρισε άλλο παιδί πικραμένα.

― Μα δεν άκουσες; Ο λαός ήτανε τσακισμένος από τη φτώχεια και δεν ένιωθε, του ξήγησε ο διπλα­νός του…

Βγήκε από την κάμαρα ενθουσιασμένος με τον εαυτό του. Αυτό που ζήτησε το πέτυχε. Τα παιδιά συγκινηθήκανε, στην ψυχή τους γεννηθήκανε οι πρώ­τες γόνιμες απορίες. Ήτανε μια από τις μεγάλες επαγγελματικές επιτυχίες του και μια από τις λίγες φορές που μπόρεσε να μιλήσει με την ψυχή των παιδιών.

Ο διευθυντής τον περίμενε στο γραφείο.

― Άργησες, του ‘πε γελαστά.

Κοίταξε το μεγάλο ρολόι του τοίχου και τότε είδε πως είχε περάσει η ώρα. Κι ωστόσο τα παιδιά δεν εί­χανε εκδηλώσει καμιά στενοχώρια. Πού άλλοτε που δε βλέπανε τη στιγμή πότε να πεταχτούνε όξω.

Στο γραφείο δεν ήτανε κανείς άλλος κείνη τη στιγμή. Οι άλλοι δάσκαλοι είχανε τελειώσει το μάθη­μά τους και φύγανε. Η επιστάτισσα είχε αρχίσει το σκούπισμα μέσα στις τάξες κι η σκόνη υψωνότανε σύν­νεφο. Ο διευθυντής άναψε ένα τσιγάρο έπειτα πρόσφερε την ταμπακέρα του και στον Αλέξη.

― Έχω κάτι να σου πω. Δεν είναι τίποτα. Μια μι­κροευκολία από τις συνηθισμένες, άρχισε να λέει βγά­ζοντας από τα ρουθούνια του τον καπνό.

― Ό,τι μπορώ, αποκρίθηκε ο Αλέξης.

― Πρόκειται για κάποιο φίλο μου. Καλός φίλος και πρόσωπο χρήσιμο. Του χρειάζεται ένα απολυτή­ριο για να διοριστεί νομάρχης. Ένα πράμα δηλαδή εντελώς τυπικό. Πρόκειται λοιπό να τον ευκολύνουμε. Του χρειάζεται ένα πιστοποιητικό ότι διδάχτηκε στο σπίτι τα μαθήματα του σκολειού για να μπορεί ύστερις να δώσει εξέταση. Ένα τυπικό πράμα… είπε αδιάφορα προσφέροντας ένα δεύτερο τσιγάρο στον Α­λέξη.

Κείνος δεν αποκρίθηκε. Ο διευθυντής ξακολούθησε την κουβέντα σε γενικό τώρα τόνο.

― Τι να κάνεις· τέτοιος είναι ο κόσμος· ο ένας πρέπει να βρίσκεται στον άλλον. Έπειτα είναι μερικά πρόσωπα που δεν πρέπει κανείς να τα δυσαρεστάει. Στην κοινωνία πρέπει να ζητάει κανείς να ‘χει στηρίγ­ματα, φίλους πολλούς και δυνατούς. Αλλιώς…

Ο Αλέξης ξακολουθούσε να σωπαίνει ενώ ο άλλος συνέχιζε το κοινωνικό του μάθημα.

― Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ‘ναι μονόπαντος σαν το λύκο, χρειάζεται κάποια λιγυσιά, πρέπει να ‘ναι κανείς καλός τιμονιέρης για να στρίβει το τιμόνι στην κα­τάλληλη στιγμή…

Ο Αλέξης τονέ παρατηρούσε με μισόκλειστα μάτια μέσα στο γαλάζιο σύννεφο του καπνού.

― Κατερίνα, φτιάσε μας δυο καφέδες, φώναξε ο διευθυντής δυνατά. Έπειτα ξακολούθησε.

― Βλέπεις εμένα; Τριάντα χρόνια έχω δω μέσα· α δεν είχα αυτή τη λιγυσιά που σου ‘πα, θα το είχα κλεί­σει από τον πρώτο χρόνο. Κι έπειτα; Ενώ τώρα δεν μπορείς να πεις πως δεν προσφέρω υπηρεσίες στην κοινωνία.

Η Κατερίνα αλευρωμένη από τη σκόνη, με τη σκούπα στην αμασκάλη, απίθωσε τα φλυτζάνια στο τραπέζι.

― Αμ δεν άφηνες καημένη τη σκούπα; είπε ο διευθυντής τραβώντας την πρώτη ρουφηξιά.

― Έπειτα αυτές οι δουλειές καταντήσανε τυπικές. Νομίζεις πως θα ορκιστείς στ’ αληθινά;

Ο Αλέξης ξαφνιάστηκε.

― Α! Χρειάζεται κι όρκος; ψιθύρισε. Ο άλλος ξερογέλασε.

― Δηλαδή έτσι λέει ο νόμος· μα δε βαριέσαι. Κα­νείς δεν ορκίζεται. Να, ο γραμματέας του δικαστηρίου θα κάνει το πραχτικό και συ θα περάσεις να βάλεις μιαν υπογραφή· αυτό είναι όλο.

― Και δεν είναι το ίδιο; ρώτησε ξερά ο Αλέξης σκεφτικός.

― Καθόλου. Ίσα είναι να βάλεις το χέρι σου στα Ευαγγέλιο κι ίσα να βάλεις μιαν υπογραφή;

― Με την υπογραφή μου δε θα βεβαιώσω πως ορ­κίστηκα;

Κείνος ξερόβηξε.

― Ναι. Δε σου λέω. Μα, κατάλαβες, δεν παλαμίζεις το Ευαγγέλιο. Έπειτα άμα είναι να κάνει κανείς το καλό…

Το κουδούνι της οξώπορτας χτύπησε. Η Κατερίνα έτρεξε ν’ ανοίξει. Σε λίγο ξαναγύρισε.

― Ένας άνθρωπος ζητάει τον κύριο Αλέξη.

Ο Αλέξης βρέθηκε όρθιος.

― Λοιπόν θα τα ξαναπούμε, φώναξε ο διευθυντής.

― Ναι, έχουμε καιρό, απάντησε.

Στο δρόμο τον περίμενε ο Ζήσης.

― Μπα εσύ εδώ; Τι τρέχει; ρώτησε.

Κείνος είχε το πρόσωπο συννεφιασμένο.

― Πάμε. Σε χρειάζουμαι, μουρμούρισε.

Περπατούσανε αμίλητοι. Ο ήλιος βασιλεμένος.

― Εδώ, είπε ο Ζήσης.

Μπήκανε σε μια ταβέρνα. Καθίσανε σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι στο βάθος, πίσω από ένα χρωματι­στό, πάνινο μπερντέ κι ο Ζήσης διάταξε μισή οκά και μεζέδες.

― Μισή οκά δυο ανθρώποι; μουρμούρισε ο Αλέξης.

― Μπα, δεν είναι τίποτα.

Ο Αλέξης τον κοίταξε στα μάτια.

― Τι με κοιτάς; Απόψε έχω κέφι. θα γλεντήσω, είπε ο Ζήσης και γύρισε τη μισή στο ποτήρι του όσο να ξεχειλίσει.

― Εβίβα, φώναξε.

Ο Αλέξης έφερε το ποτήρι στα χείλια του ενώ ο Ζήσης το στράγγιζε ως τον πάτο.

― Κάπελα κρασί, φώναξε χτυπώντας τη μισή πάνω στο τραπέζι.

― Πού το ρίχνει τόσο κρασί; σκέφτηκε ο Αλέξης. Ποτέ δεν τον είχε δει να πίνει έτσι με τόσο πάθος, τυφλά. Τα μάτια του ογρά, γυαλίζανε από το πιοτό. Σίγουρα κάτι έχει.

― Α! Έχω ένα κέφι απόψε, φώναξε γλείφοντας τα χείλια του.

Ο Αλέξης πήρε ένα σοβαρό ύφος.

― Κάτι έχεις, Ζήση, απόψε, ρώτησε.

Κείνος γέλασε.

― Μα δεν το ξέρεις; Γιορτάζω τη λευτεριά μου. Από σήμερα είμαι λεύτερος, φώναξε γελώντας.

― Δε σε καταλαβαίνω.

― Ποιος σου φταίει; Να! πώς να σου το πω; Από σήμερα δεν έχω αφεντικό.

― Δε δουλεύεις πια στη φάμπρικα;

― Δόξα σοι ο Θεός που το κατάλαβες, φώναξε.

Ο Αλέξης σκέφτηκε λίγο.

― Σε πάψανε;

― Βέβαια, με πάψανε. Ήμουνα, λέει, στοιχείο επικίντυνο.

― Είπες τίποτα;

― Είπα. Πώς μπορούσα να μην το πω; Είπα πως πρέπει να μας ανοίξουνε ένα παράθυρο για να μπαίνει ο ήλιος.

― Λοιπόν;

― Λοιπό μια μέρα αγρίεψα, φώναξα, είπα πως δε χρωστάμε τίποτα να χτικιάσουμε μέσα στην υγρασία. Έπειτα καταλαβαίνεις τι έγινε.

Γιόμισε τα ποτήρια.

― Εβίβα. Εσύ δεν πίνεις. Ας είναι. Πίνω εγώ και για τους δυο, φώναξε.

― Ώστε τώρα καθισιό:

― Όσο να ξαναβρούμε δουλειά. Για το άλογο πάντα θα βρεθεί ένα καμτσίκι.

Νύχτωσε. Ο ταβερνιάρης άναψε τη λάμπα.

― Κάπελα, το λογαριασμό, φώναξε.

Ο Αλέξης δοκίμασε να βάλει το χέρι στην τσέπη του.

― Α, απόψε είναι όλα δικά μου.

Βγήκανε όξω. Ο αγέρας δροσάτος τους χτύπησε στο πρόσωπο, ύστερις από τη μούχλα της ταβέρνας πίσω από τα βαρέλια όπου είχανε τρυπώσει. Ο Ζήσης άρχισε να τρεκλίζει.

― Πάμε τώρα σπίτι να ησυχάσεις, είπε ο Αλέξης.

― Τι; Σπίτι λέει; Θα πάμε στη λέσκη. Απόψε έ­χουμε συνεδρίαση. Δεν το ξέρεις;

Μπρος στην επιμονή του, ο Αλέξης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Φτάσανε στη λέσκη. Σε όλο το δρόμο ο Αλέξης τον κρατούσε από το χέρι για να μην πέσει. Γιομάτη η σάλα. Τη στιγμή που μπήκανε αυτοί μέσα η συνεδρίαση είχε αρχίσει. Το λόγο είχε ο πρόεδρος.

Ο Ζήσης έριξε μια ματιά γύρω και κάθισε σε μια καρέκλα. Κοντά του κάθισε ο Αλέξης. Όλοι τεντώνανε τ’ αυτιά τους ν’ ακούσουνε τι θα τους πει ο πρόε­δρος.

― Θα ‘ναι μια τιμή ‘για τη λέσκη μας, για τους ερ­γάτες γενικά, η συμμετοχή μας στο μεγάλο αυτό εθνικό έργο όπου η επιτροπή καλεί και μας να λά­βουμε μέρος. Το Ηρώο αυτό που μέλλει να ιδρυθεί, θα ‘ναι μια μεγάλη πατριωτικιά εκδήλωση σε κείνους μάλιστα που νομίζουνε πως έσβησε σε μας πια το πα­τριωτικό αίστημα. Δεν πρέπει να βρεθεί κανείς που ν’ αρνηθεί τη συντρομή του…

― Βρίσκεται ένας, ακούστηκε μια φωνή μέσα από τη σάλα.

― Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο πρόεδρος.

― Η αφεντιά μου κυρ-πρόεδρε, φώναξε ο Ζήσης και σηκώθηκε όρθιος.

― Α εσύ! Μα πάντα εσύ θα ‘χεις αντίθετη γνώμη; Πνεύμα αντιλογίας δηλαδή!..

― Δεν ξέρω. Εμένα η γνώμη μου είναι πως δεν πρέπει να δώσουμε τίποτα. Ούτε έχουμε μεις καμιά θέση σε τέτοιες πατριωτικές φέστες. Εμείς είμαστε εργάτες.

Περίεργο. Με όλο το κρασί, η γλώσσα του δεν τραύλιζε κι η σκέψη του ξαστερωμένη λες κι η κουβέντα τον είχε ξεμεθύσει.

― Δε σε καταλαβαίνουμε. Τι θέλεις να πεις; φώνα­ξε ένας.

Ο Ζήσης του ‘ριξε μια περιφρονητικιά ματιά.

― Θέλω να πω, αγάπη μου, πως δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Το ηρώο αυτό ας το φτιάσουνε κείνοι που πιπιλίζουνε την πατρίδα. Το ταμείο της λέσκης ανή­κει σε μας. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να βάλει χέρι στα λεφτά αυτά. Άμα αρρωστήσω εγώ, ποιος θα με κοιτάξει; Το ηρώο;

― Σωστά, πολύ σωστά, ακούστηκε μια φωνή.

― Αυτό είναι βλαστήμια. Μόνο άνθρωπος που δεν πιστεύει σε πατρίδα μπορούσε να ξεστομίσει τέτοια λόγια, φώναξε ο πρόεδρος,

― Μπράβο, μπράβο πρόεδρε.

Η σάλα αντηχούσε από τις φωνές κι από τα πα­λαμάκια.

― Καλά του τα κοπάνισες.

― Αυτός δεν πιστεύει σε τίποτα. Τον ξέρουμε. Δε θυμάστε τις προάλλες που έτσι για γούστο έχυσε τον αγιασμό;

Ο Ζήσης πετάχτηκε απάνω. Ήθελε να μιλήσει, ν’ απαντήσει μα η βουή έπνιγε τα λόγια του.

― Κόφ’ το.

― Κάτω οι προδότες, κάτω οι άθεοι.

― Βρε είσαι πουλημένος στους μασόνους. Ή δε σε ξέρουμε, θαρρείς;

Ένας εργάτης είχε ανεβεί σε μια καρέκλα.

― Ο Ζήσης έχει δίκιο. Δε θα δώσουμε πεντάρα για κανένα ηρώο. Τα λεφτά αυτά είναι ίδρωτάς μας, το αίμα μας…

― Μπράβο, ακουστήκανε μερικές φωνές, μα ένα κύμα από φωνές αντίθετες ήρθε αμέσως να σαρώσει κάθε αντίθετη γνώμη.

― Όξω οι αναρχικοί, όξω οι άθεοι.

― Όποιος ζητάει ν’ ανοίξει τα μάτια, είναι αναρ­χικός; ακούστηκε μέσα στη βουή η φωνή του Ζήση.

― Όποιος πολεμάει την πατρίδα είναι αναρχικός. Η πατρίδα είναι η μάνα μας.

― Η μητρυιά μας, φώναξε ο Ζήσης.

― Όξω, όξω ακουστήκανε άλλες, επίμονες φωνές.

― Από πού μας διώχνεις, μωρέ, από το σπίτι σου; φώναξε ο Ζήσης που ‘χε καβαλήσει το βήμα.

Ένας είχε ζυγώσει το Ζήση και του μιλούσε μέσα στο στόμα.

― Μωρέ μην τονέ ξεσυνερίζεστε. Βρωμάει κρασίλα. Είναι στουπί στο μεθύσι.

― Κατεβάστε τον κάτω, φώναξε ένας.

― Δε θα τον πειράξει κανείς, αποκρίθηκε άλλος.

Τώρα οι φίλοι, οι ομοϊδεάτες του Ζήση είχανε μα­ζωχτεί γύρω στο βήμα για να τονε διαφεντέψουνε. Μα οι αντίθετοι δεν εννοούσανε να τον αφήσουνε ν’ ανοίξει το στόμα του.

― Κάτω οι αναρχικοί.

― Είσαστε χτήνη, διψάτε για βούρδουλα, ραγιάδες.

Ένας εργάτης δρασκελώντας τις καρέκλες που τις αναποδογύρισε στο διάβα του, έφτασε στο βήμα προ­τείνοντας τη γροθιά του στο πρόσωπο του Ζήση.

― Κατέβα κάτω ρε, φώναξε,

Ο Ζήσης χύμηξε απάνω του. Μια πνοή άγρια φύσηξε άξαφνα μέσα στη σάλα. Καρέκλες φτερουγίσανε στον αγέρα, γροθιές υψωθήκανε σφιχτές έτοιμες να συντρίψουνε. Ένα τζάμι κύλησε θρύψαλα στο πεζο­δρόμιο με κρότο.

― Σκοτώνουνται απάνω, φώναξε κάποιος από το δρόμο όπου είχε μαζωχτεί ένα πλήθος, περίεργο, κοιτάζοντας αψηλά τα παράθυρα,

― Η αστυνομία η αστυνομία! ακούστηκε μια φωνή.

Οι χωροφυλάκοι κάνανε γιουρούσι μέσα στη σάλα.

― Πάρτε τονε μέσα τον αναρχικό, φώναξε ο πρόε­δρος σε αυστηρό τόνο.

― Μέσα, μέσα.

Ο Ζήσης τριγυρισμένος από τους φίλους του, χα­μογελούσε σε μια θλιβερή έκφραση, με τα χέρια σταυ­ρωμένα στο στήθος. Ένας χωροφύλακας τονέ τρά­βηξε από τον ώμο, γουρλώνοντας τα μάτια του.

― Εμπρός βρε, βρυχήθηκε.

Ο Ζήσης του ‘ριξε μια ματιά, σπλαχνικιά.

― Καλά. Σύφωνοι, ψιθύρισε.

Σα φάνηκε η συνοδεία στο δρόμο, πηγμένο από το πλήθος, μια ανατριχίλα απλώθηκε, που πέρασε σα μια κρύα πνοή πάνω από τα κεφάλια μέσα στο μισοσκό­τεινο δρόμο.

― Αναρχικός, ψιθύρισε κάποιος σε πνιχτό τόνο.

Το πλήθος βουβό, με την καρδιά σφιχτή, ακολού­θησε τους χωροφυλάκους σε μια πυκνή φάλαγγα.

― Βούλγαρος θα ‘ναι, ψιθύρισε κάποιος σιγαλά.

Κανείς δεν του ‘δωκε απάντηση… Ο αγέρας ήτανε βαρύς, πνιγερός…

10.

Σαββατόβραδο. Ο Αλέξης είναι σε συγκίνηση. Απόψε θα μιλήσει αυτός στη λέσκη σ’ ένα θέμα της δουλειάς του που το μελετούσε από καιρό. Ποια είναι η καλύτερη εκπαίδεψη για τα παιδιά. Στο θέμα αυτό απάνω, δουλεμένο με επιμέλεια, με υπομονή, εύρισκε τον καιρό να καταστρώσει κάποιες σκέψες του εμπνευσμένες από την καινούριαν αντίληψη της ζωής που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα του, ύστερις από όσα διάβασε κι από όσα έτυχε ν’ ακούσει στη λέσκη.

― θα τους μιλήσω στη γλώσσα τους για να με κα­ταλάβουνε, μουρμούριζε στο δρόμο.

Έχωσε πάλε το χέρι στη μεσιανή τσέπη του σακακιού του για να βεβαιωθεί πως το χερόγραφο ήτανε στη θέση του.

― θα ξιπαστούνε με αυτά που θα τους πω. Μα έτσι είναι. Στην αρχή ξαφνιάζεται κανείς, έπειτα σιγά σιγά συνηθίζει δίχως να το νιώσει. Ό,τι του φαινό­τανε πρώτα παράξενο, το βρίσκει έπειτα φυσικό.

Έφτασε. Περίεργο. Σκοτεινά τα παράθυρα, κλει­σμένη η οξώπορτα. Πάνω στην οξώπορτα μια λουρίδα χαρτί κολλημένη. Ζυγώνει, διαβάζει, «Ενοικιάζεται».

― Αλλάξανε σπίτι και ‘γώ να μην πάρω μυρουδιά, ψιθυρίζει.

Έτρεξε να βρει το Ζήση. Κείνος θα μπορούσε να τονέ πλεροφορήσει τι τρέχει, πού πήγανε. Τονέ βρήκε στη συνηθισμένη ταβέρνα που σύχναζε πάντα. Μπρο­στά του είχε ένα ποτήρι και μια τενεκεδένια μισή δί­πλα με τη βούλα της αστυνομίας στα πλάγια.

Σκυμμένος ο Ζήσης πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί στράτσο, φαινότανε πως κάτι έγραφε μ’ ένα μολύβι στο χέρι.

― Γράφεις; ρώτησε ο Αλέξης.

Κείνος σήκωσε το κεφάλι του. Είχε το ύφος βαρύ, σκοτεινό.

― Κάτι σκέψες μου τις έριξα στο χαρτί. Κουταμάρες, αποκρίθηκε και κάνοντας ένα κουβάρι το χαρτί το πέταξε μακριά.

― Έρχομαι από το κέντρο, είπε ο Αλέξης.

― Τώρα κι άλλη μια φορά κέντρο.

― Μα γιατί; Τι τρέχει;

― Δεν τα ‘μαθες;

― Δεν ξέρω τίποτα,

― Το ‘κλεισε η αστυνομία.

― Η αστυνομία; ξαναείπε ο Αλέξης ξαφνιασμέ­νος.

― Ναι. Το χαραχτήρισε για επικίντυνο στη δημό­σια τάξη. Αμ τι θαρρείς. Μπορείς να παίξεις με την εξουσία; Μα δεν ξέρεις τίποτα;

― Τι να ξέρω;

Ο Ζήσης γιόμισε το ποτήρι του και το στράγγισε μονορούφι. Έτσι έκανε πάντα σαν ήτανε στενοχωρεμένος. Ο Αλέξης που ‘ξερε πια το χαραχτήρα του, πως στο κρασί ζητούσε να πνίξει τη θλίψη του, κατά­λαβε πως κάτι θα του συνέβηκε πάλε.

― Τρέχει τίποτα; ρώτησε.

Κείνος έκανε μια χερονομία αδιάφορη.

― Μπα τίποτα. Κείνος ο παλιοκοιλαράς ο διευθυν­τής της αστυνομίας ήθελε να μου κάνει το δάσκαλο! Με κάλεσε σήμερα στο γραφείο του. Τον άφησα να σαλιαρίζει. Μα ήθελε να του υποσκεθώ πως δε θα ξα­ναπατήσω στη λέσκη ούτε θ’ ανοίξω πια το στόμα μου εκεί μέσα. Του δήλωσα πως δεν εννοώ να κλείσω το στόμα μου. Είσαι, λέει, ένας αναρχικός. Η αστυνομία έχει τις χερότερες πλεροφορίες για σένα. Είμαι α­ναρχικός, του αποκρίθηκα ξερά,

Γιόμισε πάλε το ποτήρι του και το στράγγισε. Τα μάτια του αστράψανε άγρια. Σιγαλιά.

― Τότε κείνος σήκωσε τη χερούκλα του και μου κατέβασε ένα μπάτσο. Ακούς τι λέω; Ένα μπάτσο, ναι, ένα μπάτσο.

― Να, λέει, να μάθεις άλλοτε να μιλάς.

― Με πέταξε όξω σαν παλιόσκυλο.

Σώπασε. Άξαφνα έσκασε κάτι γέλια νευρικά.

Άκουσες; Ένα μπάτσο. Ένας μπάτσος είναι ένα πράμα που δεν ξεχνιέται ποτέ.

Γίνηκε σιωπή· η λάμπα έχυνε ένα ωχρό φως στους ξεβαμμένους τοίχους. Κάποιος σκύλος κοιμότανε κουλουριασμένος κάτω από ένα μπάγκο και το σουσούνισμά του ακουγότανε ρυθμικό, μονότονο· η γάτα του μαγαζιού ζύγωσε με την ουρά σηκωμένη, τρίφτηκε στο πόδι του Ζήση κι απομακρύθηκε αργά, τεμπέλικα στο βάθος του μαγαζιού.

― Κρίμα… ψιθύρισε ο Αλέξης.

― Καθόλου. Εγώ το βρίσκω πολύ ευχάριστο.

― Μα πώς;

― Δεν μπορούσαμε να μείνουμε όλοι μαζί εκεί μέσα.

Έτσι ο καθένας μας θα τραβήξει το δρόμο του. Μόνο με τον ομοϊδεάτη του μπορεί κανείς να συνεργαστεί.

― Δε θα χρειαστεί ένα νέο κέντρο;

― Βέβαια. Ένα κέντρο μυστικό, δικό μας, που να μη το ξέρει κανείς. Ένα τέτοιο κέντρο δεν μπορεί να λειτουργεί φανερά.

― Είναι εύκολο να βρεθεί;

― Χμ. Μπορεί. Έχω μιαν ιδέα.

― Γεννάει το μυαλό σου.

― Να ιδούμε· δεν κρέμεται μόνο από μένα· πρέπει να το θελήσει κι άλλος.

― Ποιος άλλος;

― Μη βιάζεσαι, σιγά σιγά θα τονέ γνωρίσεις.

Πετάχτηκε όρθιος.

― Πάμε. Δεν μπορώ να μείνω εδώ μέσα. Πνίγουμαι. Σηκωθήκανε· Μεσάνυχτα. Ο Αλέξης νόμισε πως ήτανε ώρα να χωριστούνε και του ‘δωσε το χέρι.

― Όχι· σε θέλω. θα πάμε μαζί.

― Πού;

― Μα δεν είπαμε; για το κέντρο.

― Τέτοιαν ώρα;

― Τέτοιαν.

Προχωρούσανε αμίλητοι. Ο Ζήσης φαινότατε βυ­θισμένος σε σκέψες ενώ ο Αλέξης κοίταζε τα σπίτια με τα κλειστά, σκοτεινά παράθυρα σα να ‘θελε να μαντέψει τι γίνεται την ώρα αυτή πίσω από τους σιωπηλούς αυτούς τοίχους. Ένα αμαξάκι μ’ ένα αψηλό, αχαμνό άλογο στάθμευε όξω από έναν καφενέ. Ο αμαξάς κουτούλαγε στο θρονί του και το άλογο κουρασμένο έσκυβε το κεφάλι του ενώ τα δυο φαναράκια σκορπούσανε ένα τσιμπλιάρικο φως στον έρημο δρόμο.

― Τι περιμένει αυτός ο άνθρωπος; γιατί δεν πάει πια να συχάσει; μουρμούρισε ο Αλέξης.

― Και ρωτάς αν έβγαλε το κριθάρι του αλόγου του; απάντησε ο Ζήσης.

Ξακολουθήσανε το δρόμο τους.

― Με ξεποδάριασες, μουρμούρισε πάλι ο Αλέξης.

― Φτάσαμε, αποκρίθηκε κείνος. Εδώ είναι. Στάθηκε στην εξώπορτα ενός μικρού σπιτιού και

χτύπησε αλαφρά. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα μέσα και μια φωνή πίσω από την πόρτα ρώτησε σιγανά.

― Ποιος;

― Εγώ.

Ο σύρτης τραβήχτηκε κι η πόρτα άνοιξε στο γνώριμον ήχο. Βρισκόντανε μπρος σε μια γυναίκα που το σκοτάδι δεν άφηνε να διακρίνουνε το πρόσωπό της.

Περάστε μέσα στην κάμαρα να ρίξω ένα ρούχο απάνω μου, είπε η γυναίκα.

― Σα γνωστή αυτή η φωνή, μουρμούρισε ο Αλέξης.

Μπήκανε σε μια κάμαρα που τηνέ φώτιζε μια λάμ­πα ακουμπισμένη πάνω σ’ ένα μαρμαρένιο κομό. Στους τοίχους καμπόσα κάδρα φτωχικά με μορφές γυναίκειες που δείχνανε το γυμνό κορμί τους σε διά­φορες πόζες, ένα πλατύ κρεβάτι διπλό με χοντρές κολώνες και χοντρά πόμολα κι ακόμα ένας μαρμαρέ­νιος νιφτήρας με πολλά μπουκαλάκια στη σειρά που ‘χανε μυρουδιές και στη μέση μια πλατιά άσπρη λε­κάνη.

― Συγγένισσά σου είναι; ρώτησε ο Αλέξης.

― Όχι. φιλενάδα μου, αποκρίθηκε ο Ζήσης.

Τη στιγμή κείνη μπήκε μέσα μια γυναίκα με μια τριανταφυλλένια ρόμπα ανοιχτή στο λαιμό. Ο Αλέ­ξης στη θέα της ανατινάχτηκε σα να πάτησε σκορπιό.

― Ρίκα, φώναξε.

Ο Ζήσης τονέ κοίταξε προσεχτικά.

― Μπα; γνωρίζεστε; είπε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. Κείνη τα ‘χασε. Σαστισμένη του ‘δωσε το χέρι κι η κοκ­κινάδα από τα μάγουλα απλώθηκε ως τ’ αυτιά της που βαφτήκανε τριανταφυλλένια. Ο Αλέξης είχε κουρά­γιο ν’ αρχίσει μια πλατιάν ανάκριση μα η Ρίκα δεν του ‘δωσε καιρό.

― Πώς από δω τέτοιαν ώρα; ετοιμαζόμουνε να πέσω· ρώτησε κοιτάζοντας το Ζήση.

Ο Ζήσης πήρε ένα σοβαρό ύφος,

― Ήρθα να σου μιλήσω για κάτι πολύ σοβαρό, είπε.

Κείνη γέλασε.

― Καλέ σύχασε, πολύ τραγικός φαίνεσαι απόψε.

― Άσε τ’ αστεία… Δε μου λες; Μας δανείζεις το σπίτι σου;

Κείνη ξαναγέλασε δυνατά κοιτάζοντας τον Αλέξη που την έτρωγε με τα μάτια.

― Να σας δανείσω το σπίτι μου· εύκολο πράμα· και ‘γώ να μείνω στους δρόμους;

Ο Ζήσης σα να πειράχτηκε.

― Για τόσο κουτό, με φαντάστηκες; Δε λέω αυτό· όχι να μας το χαρίσεις, να μας το δανείσεις. Μας επι­τρέπεις να μαζευόμαστε δω δυο τρεις φορές τη βδο­μάδα…

Η Ρίκα πήρε ένα σοβαρό ύφος.

― Με κάνεις να φοβάμαι· τι σημαίνουνε αυτά;

― Άκουσε· η αστυνομία μας έκλεισε το κέντρο. Χρειαζόμαστε λοιπόν κάπου, να μαζευόμαστε, που να μην το ξέρει η αστυνομία. Αυτό είναι.

Κείνη σκέφτηκε κάμποσο.

― Μην έχετε κακούς σκοπούς και με πάρετε και μένα στο λαιμό σας;

― Μην είσαι κουτή. Να, θα μαζευόμαστε και θα κουβεντιάζουμε. Αυτό είναι όλο.

― Αν είναι έτσι…

Ακούστηκε χτύπος στην εξώπορτα. Ένας χτύπος μετρημένος, δειλός. Η Ρίκα έτρεξε όξω. Σε λίγο ξα­ναγύρισε με πρόσωπο ταραγμένο.

― Ποιος ήτανε; ρώτησε ο Ζήσης.

― Α τίποτα· κάποιο λάθος.

Ο Ζήσης κούνησε το κεφάλι του, ενώ ο Αλέξης δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω της. Να τηνέ ζητάει τόσους μήνες και να τηνέ συναντήσει έτσι άξα­φνα, τη στιγμή που ούτε το φανταζότανε, ήτανε αλή­θεια τόσο περίεργο. Η περιέργεια τον έπνιγε. Ήθελε τόσα πράματα να ρωτήσει, μα σα να τονέ κρατούσε κάτι, σαν κάτι να του ‘λεγε πως δεν ήτανε η στιγμή κατάλληλη για πολλές κουβέντες.

Σηκωθήκανε να φύγουνε. Η Ρίκα τους συνόδεψε ως την εξώπορτα. Σε μια στιγμή που ο Αλέξης είχε προχωρέσει, η Ρίκα έσκυψε στο αυτί του Ζήση και του είπε σιγαλά και βιαστικά.

― Για το Θεό, να μη μάθει τίποτα για μένα. Κείνος της έριξε μια βαθιά ματιά και προχώρησε

αμίλητος.

― Γνωριζόσαστε από καιρό; ρώτησε ο Ζήσης σε ύφος αδιάφορο καθώς βαδίζανε στο σκοτεινό δρόμο.

Ο Αλέξης άρχισε να του ξηγιέται πώς τηνέ πρω­τογνώρισε.

― Τηνέ γνώρισα θεατρίνα στο χωριό. Μαζί ταξιδέψαμε ως την Αθήνα. Από τότε δεν τηνέ ξαναείδα Καλό κορίτσι…

― Καλό αλήθεια, βεβαίωσε κι ο Ζήσης. Περπατήσανε αμίλητοι ο ένας κοντά στον άλλο. Τα δέντρα του δρόμου ακούνητα, νυσταγμένα, σκεφτικά λες κι αφουγκραζόντανε τι θα πούνε. Ένα αυτοκίνητο πέρασε βουίζοντας κι ο αγέρας γιόμισε από τη μυρου­διά της μπενζίνας… Φτάσανε στο σπίτι του Αλέξη.

― Καληνύχτα, είπε σιγαλά ο Ζήσης.

Κείνος δεν αποκρίθηκε ενώ ο Ζήσης δίχως να περιμένει απάντηση ξακολουθούσε το δρόμο του. Ο Α­λέξης αφού στάθηκε κάμποσο στην οξώπορτα του σπι­τιού του ακούνητος, σκεφτικός, άξαφνα άρχισε να τρέχει πίσω από το Ζήση.

― Ζήση, φώναξε μέσα στο σκοτάδι.

Κείνος στάθηκε. Ο Αλέξης ζύγωσε λαχανιασμέ­νος. Και πάλι στάθηκε αμίλητος σα να δίσταζε για κείνο που ‘θελε να πει.

― Ζήση, μου δίνεις την άδεια κάτι να σε ρωτήσω;

Κείνος γέλασε.

― Την άδεια; αυτό δα έλειπε τώρα. Ρώτα με, α­δερφέ, ό,τι θέλεις.

Ο Αλέξης ξεροκατάπιε.

― Είπες πως η Ρίκα ήτανε φιλενάδα σου. Δηλαδή;

Η φωνή του έτρεμε.

Κείνος έσκασε κάτι δυνατά γέλια.

― Ωχ καημένε, δάσκαλος είσαι· κάθεσαι και τεχνολογάς τις λέξες. Ε κι αν είπα πως είναι φιλενάδα μου, τι βγαίνει με αυτό; Γνωριζόμαστε με τη γυναίκα, τίποτις άλλο…

― Τίποτις άλλο;

― Τίποτις άλλο, φυσικά, Η γυναίκα είναι καθώς πρέπει.

Ο Αλέξης σκέφτηκε κάμποσο.

― Καληνύχτα και με συμπαθάς, είμαι γελοίος το νιώθω, είπε.

Χωριστήκανε… Ο Αλέξης ανέβηκε στην κάμαρά του κι άναψε το φως της λάμπας. Είχε πάντα τη συνήθεια κάτι να διαβάζει πρι να κοιμηθεί, μα τώρα δε σκέφτηκε να πάρει το βιβλίο στο χέρι.

Το κεφάλι του έβραζε σαν καζάνι, «Μου είπε την αλήθεια τάχα ο Ζήσης; Τι θα πει φιλενάδα του; Κι από ποια αιτία παίρνει αυτός το κουράγιο να πηγαίνει στο σπίτι της και να κουβαλάει κι άλλους, μαζί του»;… Κάποιες υπόνοιες που δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό του να τις ξεμυστηρευτεί προβάλανε τα κεφάλια τους σα σκουλήκια.

Δεν είχε κέφι να κοιμηθεί· πήρε μια καρέκλα και κάθισε στο παράθυρο. Το φεγγάρι περνούσε γλήγορα μέσα από τα σύννεφα που σκεπάζανε τον ουρανό. Ο δρόμος έρημος…

Άξαφνα σηκώθηκε… Σα δεν έχω ύπνο, ας γρά­ψω, μουρμούρισε και κάθισε στο τραπεζάκι του.

Είχε να συντάξει ένα λόγο πατριωτικό που θα τον απάγγελνε στο Λύκειο, στη γιορτή του Βαγγελισμού. Στην αρχή αρνήθηκε από μια φυσικιά του δείλια μπροστά στον κόσμο μα ο διευθυντής πίμενε. «Εσύ θα μιλήσεις· μιλάς όμορφα». Έτσι υποχρεωμένος, κολα­κεμένος, είπε το ναι.

Και τώρα ήτανε υποχρεωμένος να ετοιμάσει το λόγο για τη γιορτή που ζύγωνε και που δεν είχε ετοιμάσει ακόμα ούτε ένα χερόγραφο…

Απογοητεμένος, βαριεστημένος ύστερις από κάμ­ποσο γράψιμο πέταξε χάμω την πένα, έσβησε τη λάμ­πα κι έπεσε στο κρεβάτι… Το πρώτο γαλαζένιο φως που έμπαινε από τις γρίλιες τονέ βρήκε ακόμη ξύπνιο, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ξυλιασμένα…

11

― Αν είναι αλήθεια; ψιθύρισε.

Η σκέψη αυτή του πιπίλιζε το μυαλό. Τα λόγια του Ζήση είχανε κολλήσει απάνω του σαν κάμπιες. Φιλενάδα του η Ρίκαι Τι θα πει φιλενάδα του! Δηλα­δή μια κοινή, μια ξεπεσμένη, μια που αγοράζεται!

Στεκότανε στη γωνιά του δρόμου ακούνητος με τα μάτια καρφωμένα στο σπίτι της Ρίκας. Κλειστά τα παράθυρα, οι τοίχοι βουβοί! Οι ματιές του, σαΐτες που ζητούτανε να τρυπήσουνε τους τοίχους και να δούνε μέσα. Μα του κάκου καρτερούσε. Τόσες ώρες κανείς δε φάνηκε ούτε να μπει ούτε να βγει. Αυτό σκορπούσε στην ψυχή του κάποιαν ελπίδα, κάποιαν αμφιβολία…

― Περιμένεις κανένανε; ρώτησε άξαφνα μια γριά που βγήκε στην οξώπορτά της.

― Όχι, απάντησε κείνος σαστισμένος από το α­προσδόκητο ρώτημα.

― Σε βλέπω εδώ τόσην ώρα, ξαναείπε η γριά.

Τότε κατάλαβε πως είχε κινήσει την περιέργεια της γειτονιάς με τη στάση του. Ένας άνθρωπος να στέκεται τόσην ώρα στην ίδια θέση, δεν είναι πράμα που να μπορεί να περάσει απαρατήρητο σε μια γειτο­νιά που εννοεί όλα να τα ξεψαχνίζει… Ήτανε καιρός να φύγει.

Έριξε μια υστερνή λαίμαργη ματιά στο σπίτι της Ρίκας και πήρε το δρόμο για το σκολειό.

― Επιτέλους τόσην ώρα δε φάνηκε κανείς να μπει, συλλογίστηκε κι αυτή η σκέψη σα να τον ανακούφι­σε λίγο. Μα η παρηγοριά αυτή δε βάσταξε πολύ.

― Ημέρα δεν πάει κανείς· νύχτα πρέπει κανείς να παραφυλάξει.

Περπατούσε σκυφτός στην άκρη του πεζοδρομιού, σύρριζα στους τοίχους.

― Κι επιτέλους τι με νοιάζει αδερφέ· ούτε γυναίκα μου είναι ούτε αδερφή μου· ό,τι θέλει ας κάνει.

Ήτανε η υστερνή προσπάθεια για να δώσει κουρά­γιο στον εαυτό του. Μάταιη προσπάθεια. Η αδιαφο­ρία που ζητούσε να την αντιτάξει για όπλο, δε βρήκε τόπο να χωρέσει στην ψυχή του.

― Περίεργο αυτό με μένα. Κάτι με τραβάει στη γυ­ναίκα αυτή, είπε με το νου του.,.

Έφτασε στο Λύκειο. Μπήκε στην τάξη μα πάνω στην έδρα έμοιαζε σαν αφαιρεμένος. Ο μαθητής έλεγε το μάθημά του μα αυτός δεν άκουγε.

― Πώς το είπες αυτό; για ξαναπές το, ψιθύρισε ενώ ο μαθητής απορώντας άρχιζε να ξαναλέει το μά­θημα από την αρχή.

― Κάτι έχει σήμερα ο δάσκαλος, δεν είναι στα καλά του, ψιθύρισε κάποιο παιδί.

Η ώρα που άλλοτε περνούσε τρέχοντας δίχως να την καταλάβει, τώρα γίνηκε χρόνος. Αυτός ο λεφτοδείχτης είχε σήμερα μια τεμπελιά που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Έτσι το μάθημα κατάντησε α­νιαρό, καταθλιφτικό, η ώρα μαρτύριο… Με τα μάτια γυρισμένα στο ανοιχτό παράθυρο καρτερούσε πότε θ’ ακούσει να σημάνει το κουδούνι της απολύτρωσης που τόσο αργούσε… Σα βγήκε από την τάξη, ζεστή και βρόμικη, ανάσανε βαθιά σα φυλακισμένος που πήρε χάρη και βγήκε από τη φυλακή όξω στον καθαρόν αγέρα. Στο διάδρομο αντάμωσε το διευθυντή. Είχε το ύφος σοβαρό σαν άνθρωπος που τονέ βασανίζει κά­ποια υπόθεση σοβαρή.

― Φασαρίες, φώναξε άμα τον είδε.

― Δηλαδή; ρώτησε ο Αλέξης αδιάφορος.

― Να με τη γιορτή… θα ‘ναι αλήθεια μια γιορτή πρώτης… Φαντάσου· εξασφάλισα και την παρουσία του υπουργού μας· γι’ αυτό πρέπει να παρουσιαστούμε κα­θώς πρέπει, θα ‘χω όλη την καλύτερη κοινωνία. Ο Αλέξης τον άκουγε αδιάφορος.

― Κι ο λόγος; τι γίνεται αλήθεια ο λόγος; σε θέλω να βάλεις τα δυνατά σου· πώς πάει; Πρέπει να κάνου­με φιγούρα.

Κείνος χαμογέλασε.

― Καλά, αποκρίθηκα ξερά. θα προσπαθήσω.

Ο Αλέξης δεν μπόρεσε να νιώσει καμιά συγκίνηση κι ας είχε να παίξει ο ίδιος τον πρώτο ρόλο σε αυτή τη γιορτή· ωστόσο στην πατρίδα του σα ζύγωνε η μέρα του Βαγγελισμού, η καρδιά του πλημμυρούσε από εν­θουσιασμό. Το στόλισμα του σκολειού, με τους μαθητάδες που τους οδηγούσε ο ίδιος να κρεμάσουνε τις ση­μαίες και να πλέξουνε τις σμυρτιές, η δοξολογία στην εκκλησιά, ο λόγος που ήτανε αυτός υποχρεωμένος πάν­τα ν’ απαγγέλνει γιατί δε βρισκότανε ή δεν τολμούσε άλ­λος μπροστά του ν’ ανοίξει το στόμα του, όλα αυτά τα φτωχικά και τυπικά που μηχανικά, στερεότυπα επαναλαβανόντανε κάθε χρόνο, του χαρίζανε τότε μιαν ά­δολη, ζεστή συγκίνηση. Τώρα ένιωθε τον εαυτό του κρύο, αδιάφορο.

― Τι ήθελα εγώ να μπλέξω, μουρμούρισε στενοχωρεμένος…

Ο επιστάτης ανεβασμένος σε μια σκάλα, προσπα­θούσε να κρεμάσει στους τοίχους της μεγάλης σάλας κάποιες εικόνες. Ένα παιδί φάνηκε να ‘ρχεται φορτω­μένο μια μεγάλη σημαία που την είχε φέρει από το σπίτι του. Ήτανε κόκκινο, λαχανιασμένο από το δρόμο, τα μάτια του αναμμένα λάμπανε από χαρά.

Ο Αλέξης πέρασε αδιάφορος δίχως να ρίξει ματιά. Το περιβάλλο εκείνο τονέ στενοχωρούσε, τον έπνιγε. Ήθελε φως, αγέρα.

Βγήκε στο δρόμο.

― Μια πεντάρα το φυλλάδιο! Πάρτε κύριοι. Τι ψυ­χή έχει μια πεντάρα, άκουσε μια φωνή μέσα από το πλήθος που ήτανε μαζωμένο στη γωνιά, δίπλα σε μια γερμένη, γέρικη πιπεριά.

Ζύγωσε. Ένας στρατιώτης, ανεβασμένος σε μια κά­σα, απάγγελνε κάποιο πολεμικό ποίημα, συνθεμένο από τον ίδιο, που δηγότανε ηρωισμούς κι αντραγαθίες του πολέμου. Το πλήθος έχασκε, ρουφούσε τους κακότεχνους στίχους του που υμνούσανε τη δόξα.

― Πάρτε, πάρτε κύριοι! Μια πενταρίτσα μόνο, φώ­ναζε σε κλαψιάρικον τόνο.

Μια γριά πρόβαλε μέσα από το σωρό με μια πεντά­ρα στο χέρι.

― Δώσε μου και μένα παλικάρι μου.

Πήρε το φυλλαδάκι, το κοίταξε, το χάδεψε και το ‘χωσε μέσα στον κόρφο της.

― Ξέρεις κυρούλα να το διαβάσεις; ρώτησε κάποιος.

― Μπα πού να ξέρω. Μα θα το δώσω στο εγγο­νάκι μου. Έχω κι εγώ γιο στο στρατό, είπε φεύγοντας.

Έριξε μια ματιά στο στρατιώτη. Προσπάθησε ν’ αναγνωρίσει τον πολεμιστή, τον πατριώτη μα στο πρό­σωπό του κείνη τη στιγμή δεν είδε παρά έναν κοινό, πρόστυχο βιομήχανο. Σιχάθηκε και τάχυνε το βήμα του για να μην τον ακούει. Η φωνή του του ‘κανε κα­κό…

― Απόψε πρέπει να μάθω. Η νύχτα αυτή θα λύσει το μυστήριο, μουρμούρισε.

Έτσι βρέθηκε πάλε όξω από το σπίτι της Ρίκας.

Στη μάντρα την αντικρινή που αδειάζανε τα σκου­πίδια της γειτονιάς, εκεί μέσα τρυπωμένος, απαρατή­ρητος θα παραμόνευε για ν’ αρπάξει την αλήθεια, τη στιγμή που― αλλοίμονο― θα την έβλεπε να περνάει από μπροστά του.

Κάποιο ψοφίμι πεταμένο μέσα στα σκουπίδια σκόρ­πιζε μια θανατερή μυρουδιά που φαρμάκωνε το δροσερόν αγέρα της νύχτας. Μαύρα σύννεφα στον ουρανό, πυκνά, χαμηλά. Το φως του φαναριού νυσταγμένο, τσιμπλιάρικο.

Τρύπωσε μέσα βυθίζοντας τα παπούτσια του μέσα σ’ ένα σωρό σκουπιδιών, υγρό, μαλακό, και στριμώ­χτηκε πίσω από έναν τοίχο. Από τη θέση αυτή μπορούσε να κατασκοπεύει το σπίτι της Ρίκας. Η βρόμα του ψοφιμιού τονέ χτυπούσε βαριά κάθε φορά που ο αγέρας έπνεε προς το μέρος του και τον ανάγκαζε να φέρνει το μαντήλι στη μύτη του.

― Όποιος μπει αδύνατο να μην τονέ δω, μουρμού­ρισε γουρλώνοντας τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι για να βλέπει καλύτερα.

Οι ώρες περνούσανε αργές, μονότονες, η βρόμα α­πλωνότανε βαριά, πνιχτικιά, οι διαβάτες γινόντανε α­ραιοί όσο που ο δρόμος ερημώθηκε, βουβάθηκε. Το σπίτι της Ρίκας πάντα σκοτεινό βουβό….

― Σαν τι ώρα να ‘ναι; σκέφτηκε.

Τράβηξε το ρολόι από την τσέπη του, το ζύγωσε στα μάτια του και προσπάθησε μέσα στο σκοτάδι να ξεχωρίσει την ώρα. Αδύνατο. Το φως του φαναριού δεν έφτανε ως εκεί.

Για μια στιγμή άφησε τη σκοπιά του κι έκανε λίγα βήματα ως εκεί που ‘φτανε μια φωτερή λουρίδα από το φως του φαναριού. Ένας χωροφύλακας φάνηκε να περνάει με βήμα αργό. Ο Αλέξης έσκυψε, ζάρωσε. Ένα σφύριγμα αντήχησε μέσα στη σιγαλιά. Ο χωροφύλα­κας τον είχε δει. Σε λίγο πρόβαλε κι άλλος ένας χω­ροφύλακας. Ο Αλέξης ήτανε στα χέρια τους.

Ζυγώσανε.

― Αλτ. Μην κουνηθείς, ακούστηκε μια φωνή.

Οι δυο χωροφυλάκοι προχωρούσανε ψαχτά προς τη μάντρα.

Ο Αλέξης δεν μπόρεσε να κρατήσει κάτι νευρικά γέλια που του ‘ρθανε κείνη τη στιγμή άξαφνα στα χείλια.

Έννοια σας δε φεύγω, απάντησε. Ο ένας χωροφύλακας βέβαιος πως είχε μπροστά του κάποιον εγκληματία, άπλωσε απάνω το χέρι του. Ο Αλέξης δεν έφερε καμιάν αντίσταση. Έτσι κρατών­τας τον οι δυο χωροφυλάκοι προχωρήσανε κάμποσα βήματα μέσα στα σκοτεινά όσο που φτάσανε κάτω από το φανάρι. Εκεί σταθήκανε.

― Στάσου να σε δω, είπε ο ένας.

Περίμενε ν’ αντικρίσει καμιάν άγρια φάτσα, αξούριστη, με μάτια κόκκινα. Μα το πρόσωπο του Αλέξη δεν τον ικανοποίησε. Ένα τέτοιο πρόσωπο ήμερο δεν μπορούσε ν’ ανήκει σε κακούργο. Οι δυο χωροφυλάκοι κοιταχτήκανε.

― Τι έκανες εκεί μέσα; ρώτησε ο ένας.

― Ρέμβαζα αποκρίθηκε ο Αλέξης ψυχρά.

― Μέσα στη βρόμα; Μην είχες κακούς σκοπούς;

― Αυτό δε θα το μάθετε ποτέ.

Ο χωροφύλακας σκέφτηκε κάμποσο.

― Βρε μην είναι τρελός; είπε άξαφνα.

Οι δυο χωροφυλάκοι συνεννοηθήκανε με τις μα­τιές.

― Άιντε, πήγαινε κι άλλοτε να προσέχεις.

Ο Αλέξης τους καληνύχτισε και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

― Φτηνά τηνέ γλίτωσα. Μπορούσα να κοιμηθώ και στο φρέσκο, μουρμούρισε…

Μπήκε στην κάμαρά του κι άναψε το σπαρματσέτο. Η συγκίνηση του ‘χε διώξει τον ύπνο από τα μάτια κι ένιωθε πως αν έπεφτε στο κρεβάτι θα του ήτανε αδύνατο να κλείσει μάτι. Κάθισε στο τραπέζι, τράβηξε το συρτάρι κι έβγαλε από μέσα έναν πλίκο χερόγραφα. Ήτανε ο λόγος.

― Ας ρίξω μια ματιά, μουρμούρισε.

Πρώτη φορά τονέ διάβαζε τελειωμένο για να σκηματίσει μιαν ολοκληροτικιάν εντύπωση. Μα το μάτι σκόνταβε κι αναγκαζότανε να σταματάει σε κάθε φρά­ση. Οι ιδέες του φαινόντανε ξένες σα να μην είχανε βγει από το δικό του μυαλό, οι λέξες τονέ πληγώνανε.

― Περίεργο, πώς έγραψα εγώ τέτοια πράματα;

Αλήθεια. Οι ιδέες αυτές αντιπροσωπεύανε τον παλιόν Αλέξη, τον Αλέξη του χωριού. Ο σημερινός Αλέξης είχε άλλες ιδέες. Το λόγο τον είχε γράψει ο παλιός Αλέξης κι ο σημερινός αρνιότανε να τον α­ναγνωρίσει.

― Αδύνατο εγώ να πω τέτοια πράματα.

Σαν τέλειωσε το διάβασμα σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει μέσα στην κάμαρα ανήσυχος.

― Κι όμως έχω δώσει το λόγο μου, μουρμούρισε.

Σκέφτηκε να κάνει ένα συβιβασμό με τον εαυτό του. Να παρουσιαστεί στον κόσμο και ν’ απαγγείλει το λόγο κι ας μην πίστευε στα λεγόμενά του. Επί τέλους συ­βιβάζεται κανείς με τόσες και τόσες ψευτιές στη ζωή του.

― Όχι, όχι. Αυτό είναι αδύνατο, είμαι ανίκανος να το κάνω.

Του φαινότανε πως μόλις θ’ άνοιγε το στόμα του, κά­ποιος θα σηκωνότανε από χάμω και θα του φώναζε «Πάψε, μη λες ψέματα. Εμείς το ξέρουμε πως εσύ δεν τα πιστεύεις αυτά». Τη φωνή αυτή την άκουγε να βουίζει στ’ αυτιά του τόσο καθαρά, τόσο ξάστερα… Και να μην έχει το δικαίωμα να του τινάξει στα μούτρα μια διαμαρτυρία, να τονέ βγάλει ψεύτη… Θα ‘πρεπε τό­τε να σωπάσει, να μαζώξει τα χερόγραφά του και να κατεβεί από το βήμα μουντζουρωμένος. Άμα δεν είναι κανείς σε τάξη με τη συνείδησή του δεν πρέπει να πιάνει στο στόμα του την πατρίδα…

Περπατούσε και κάποτε στεκότανε στο παράθυρο κι έβλεπε το φεγγάρι που περνούσε αργά μέσα από τα σύννεφα σα να ‘θελε να ζητήσει κι από αυτό κάποια συβουλή. Μα κείνο βιαστικό, αδιάφορο προχωρούσε πάντα στον ατέλειωτο δρόμο του δίχως να δίνει καμιά προσοχή στην αγωνία του.

― Όχι. όχι. Πρέπει τώρα τουλάχιστο να φερθώ σαν τίμιος άνθρωπος. Τα παιδιά θα ‘χουνε το δικαίωμα μια μέρα να μου ζητήσουνε λόγο. Πρέπει να τα λυ­πηθώ. Καιρός να νιώσουνε κι αυτά πως ο δάσκαλος τους είναι ένας δυστυχισμένος, μα τίμιος άνθρωπος, και τότε θα νιώσουνε ένα σέβας σε μένα….

Είχε πάρει πια την απόφασή του… Έβγαλε από το συρτάρι του μια κολλίτσα χαρτί, κάθισε κι άρχισε να γράφει βιαστικά, σφίγγοντας νευρικά την πένα, ένα γράμμα στο διευθυντή του σκολειού.

11

« Σου είχα δώσει την υπόσκεση να μιλήσω στη γιορ­τή του σκολειού σου. Λυπάμαι που ότα σου ‘δινα τη με­γάλη αυτήν υπόσκεση, δε συβουλεύτηκα πρωτύτερα τον εαυτό μου. Μου ζητήσατε να τραγουδήσω την πατρίδα. Λοιπό μου ζητήσατε ένα πράμα αδύνατο. Η καρδιά μου είναι κρύα. Κάτι πέθανε μέσα της κι αδύνατο πια ν’ αναστηθεί. Μπορούσα να σας γελάσω, να υποκριθώ, μα δε θα το κάνω. Προτίμησα να σας ξεμυστηρευτώ το μυ­στικό μου σα να είσαστε πατέρας μου κι ελπίζω πως θα εχτιμήσετε τουλάχιστο την ειλικρίνειά μου… Αλλοίμονο! Ήτανε μια παρεξήγηση με τον εαυτό μου».

Υπόγραψε έκλεισε το γράμμα μέσα σ’ ένα φάκελο. Αύριο πρωί πρωί θα τον έστελνε με το ταχυδρομείο στο διευθυντή, κείνος θα φρόντιζε να βρει άλλο ρήτο­ρα για τη γιορτή κι έτσι τέλειωνε η υπόθεση.

― Έτσι. Τώρα είμαι φχαριστημένος, μουρμούρισε βλέποντας απάνω στο τραπέζι το φάκελο.

Αυτό το ξεμυστήρεμα του ‘φερε ένα ξαλάφρωμα στην ψυχή και τώρα ένιωθε τον εαυτό του πιο ήσυχον… Σκυμμένος πάνω στο τραπέζι αποκοιμήθηκε. Τα σπαρματσέτο χώνευε αργά αργά σε μια βουβή, καυτερή θλί­ψη. Η μικρή φλόγα, κόκκινη, φώτιζε το πρόσωπο του Αλέξη σα να ‘καιγε δίπλα σ’ ένα νεκρό… Φώτισε.

― Παλιά μολύβια, παλιοτσίγγους, παλιές ιδέες! ποιος έχει για πούλημαααα….

Πετάχτηκε απάνω τρομαγμένος. Κοίταξε γύρω του. Το κερί λιωμένο, σβηστό. Ο ήλιος έμπαινε από το πα­ράθυρο χαρούμενος, θριαβευτής.

― Παλιά μολύβια, παλιοτσίγγους, παλιές ιδέες ποιος έχει για πούλημα, ακούστηκε πάλε η φωνή από το δρόμο μονότονη, αναγελάστρα, στριγκιά…

Ανατρίχιασε…

12

Κλείδωσε την πόρτα της κάμαράς του, έχωσε το κλειδί στην τσέπη του κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα αργά. Η κυρα-Κατίνα, η σπιτονοικοκυρά του, που κείνη τη στιγμή καθότανε στο χαγιάτι, προσπα­θώντας να κολλήσει ένα μπάλωμα στο πουκάμισο του άντρα της, του ‘ριξε μια λοξή ματιά καθώς περνούσε από μπροστά της δίχως να σηκώσει τα μάτια της σα να ‘θελε ν’ αποφύγει το χαιρετισμό του.

― Να τος ο άθεος! ψιθύρισε ξακολουθώντας να ράβει.

― Άθεος; ξαναείπε η κυρα-Ξανθή, η γειτόνισσά της, που ‘χε ρθεί να της κρατήσει συντροφιά και να τα πούνε κι ένα χεράκι.

― Μπα! Δεν το ξέρεις; Άθεος βέβαια!

― Άθεος! Έτσι δα ένας ήσυχος ανθρωπάκος, ψι­θύρισε η κυρα-Ξανθή.

Άθεος! Η λέξη αυτή της γιόμιζε τη φαντασία και θα ‘θελε να την ξαναπεί πολλές, πολλές φορές για να νιώσει βαθιά το νόημά της, να τηνέ χορτάσει.

― Από τα σιγαλά ποτάμια να φοβάσαι, αποκρί­θηκε η κυρα-Κατίνα κουνώντας το κεφάλι της.

Σιγαλιά.

― Και που να ‘ξερες και το χερότερο, πρόστεσε.

Η άλλη γούρλωσε τα μάτια της, περίεργα.

― Είναι και δάσκαλος.

― Πωπώ! Αλλοίμονο στα παιδιά του κόσμου είπε η άλλη και χτύπησε το χέρι στο γόνατό της.

― Πού φτάσαμε αλήθεια. Δάσκαλοι να διδάσκουνε την αθεΐα. Μα δεν υπάρχει γι’ αυτούς τους ανθρώπους νόμος;

― Καλέ τι τα θες αυτά; αυτοί θέλουνε κάψιμο. Να δεις έπειτα το ξανακάνει άλλος; Μα τους αφήσανε και βαρβατέψανε.

― Πάει· θα μας κάνουνε όλους μασόνους…

Σιγαλιά. Η κυρα-Κατίνα ξακολουθούσε να ράβει· η άλλη φαινότανε βυθισμένη σε συλλογή.

― Το καλό που τον ένιωσε γλήγορα ο διευθυντής του σκολειού και τον πέταξε. Μου το ‘πε η μάνα ενός παιδιού.

― Όπως πετάει κανείς την κάμπια από το φύλλο, πρόστεσε η άλλη.

Οι δυο γυναίκες κοιταχτήκανε τρομαγμένες.

― Και πώς μπορείς και τον αιστάνεσαι τέτοιον άν­θρωπο μέσα στο σπίτι σου;

― Ίσια ίσια μόλις το ‘μαθα, αμέσως πήγα και του ‘πα να μου αδειάσει την κάμαρα. Μου χρουστάει και δυο νοίκια. Χαλάλι του κι αυτά· του τα χαρίζω. Μολυσ­μένα λεφτά ‘γω δε θέλω, ας είμαι και φτωχιά…

― Σωστά.

― Άμα φύγει, σκέφτουμαι να καλέσω τον παπα-Θανάση να μου διαβάσει έναν αγιασμό στην κάμαρα αυτουνού να καθαρίσει κι όλο το σπίτι. Κατάλαβες; Γιατί να μπει ο άλλος σε σπίτι μολυσμένο;

― Σωστά, σωστά.

― Αμ τι; άμα χάνουμε και τη θρησκεία μας, τι άλλο πια μας μένει;

Η κυρα-Ξανθή σταυροκοπήθηκε αργά τρεις φορές.

― Ο Θεός να μας φυλάξει από ένα τέτοιο κακό, ψιθύρισε. Μα γιατί τους φυλάει ο Θεός και δε ρίχνει φωτιά να τους κάψει;

― Αμ τους περιμένει βλέπεις να μετανοήσουνε.

― Ουμ! ανθρώποι για να μετανοήσουνε.

― Αλήθεια αυτοί είναι αμετανόητοι. Αυτοί το κά­νουνε καλέ για τα λεφτά. Ναι. Για τα λεφτά. Εμένα μου τα ξήγησε αυτά μια μέρα ο μαστρο-Δημήτρης ο παπουτσής. Είναι, μου είπε, παιδί μου μια εταιρεία στο εξωτερικό που σκορπάει λεφτά, πολλά λεφτά, για να μας αλλάξει την πίστη. Όποιος θέλει γράφεται σ’ αυτήν την εταιρεία και γιομίζει την τσέπη του λίρες…

Η κυρα-Ξανθή γούρλωσε τα μάτια της.

― Έτσι λοιπόν. Δίνουνε λίρες; ρώτησε σκεφτικά.

― Κάθε μήνα…

Η άλλη βυθίστηκε σε σκέψη, αμίλητη.

― Κι ο κακομοίρης ο Μανόλης μου που κάθεται τώρα τόσον καιρό δίχως δουλειά, ψιθύρισε.

Ο Μανόλης ο σοβατζής ήτανε ο άντρας της.

Η φιλενάδα της τηνέ κοίταξε στα μάτια κάμποσην ώρα.

― Τι θέλεις να πεις με αυτό; ρώτησε.

Κείνη κοκκίνησε.

― Τίποτα, τίποτα… Μα δε σου φαίνεται αλήθεια σπουδαίο; Κάθε μήνα να τους έρχονται λίρες;

― Ξορκισμένοι και κείνοι κι οι λίρες τους.

― Βέβαια. Ποιος τα θέλει τέτοια λεφτά…..Μα δε μου ‘πες πώς τονέ μυριστήκανε πως είναι άθεος;

― Αμ κρύβουνται τέτοια πράματα; Τα παιδιά δώ­σανε είδηση. Το είπανε στα σπίτια τους. Εμένα μου το είπε η κυρία Ελέγκω που ‘χε το μεγάλο το γιο της στην τάξη του. Και σαν το άκουσε, κυρά μου, ο πατέρας του παιδιού σηκώνεται μια και δυο και σου πηγαίνει στο διευθυντή. Δε μου λες ― του λέει― γιατί σου στέλ­νουμε δω τα παιδιά μας, για να τα κάνετε χριστιανούς η μασόνους; Τι τονέ θέλεις αυτόνε το μασόνο και τονέ φυλάς εδώ μέσα; Έτσι κείνος έκανε ανάκριση, ανακαλύφτηκε το μυστικό και τον πέταξε.

― Τι πράματα, τι πράματα απίστευτα. Μα δε γι­νότανε τίποτις άλλο, παρά πήγε να γίνει δάσκαλος;

― Α! εδώ φαίνεται πως είσαι γυναίκα άμυαλη. Αμ πίτηδες τους βάζουνε τους τέτοιους στα σκολειά. Γιατί ποιονε θέλεις να τραβήξουνε με το μέρος τους; Σένα και μένα, όχι βέβαια. Ενώ τα παιδιά που δεν πολυκαταλαβαίνουνε είναι εύκολο.

Η άλλη τηνέ κοίταξε με θαμασμό. Όλα αυτή τα ‘ξερε, σε όλα έμπαινε μέσα. Έκοβε το μυαλό της.

Η κυρα-Ξανθή έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό από το στήθος της, έκανε πάλε το σταυρό της και σηκώθηκε όρθια.

― Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Μη χερότερα.

― Δεν κάθεσαι; πού θα πας; νωρίς είναι ακόμα.

― Θα πάω να ετοιμάσω τίποτα για το βράδυ. Βλέ­πεις αυτός ο αχαΐρευτος ο άντρας μου δεν εννοεί να φέρει τίποτα. Ό,τι κάνουνε τα χεράκια μου. Δε βρίσκει λέει, δουλειά. Μπεκριλίκια βρίσκει.

Έφυγε. Έφτασε στο σπίτι της. Έφερε γύρω τη ματιά της σα να ζητούσε κάτι.

― Ακούς εκεί να δίνουνε λίρες. Και κάθε μήνα! μουρμούρισε.

Έσκυψε κάτω από το κρεβάτι και τράβηξε ένα παλιό, τρύπιο παπούτσι. Έπειτα το ‘κρυψε κάτω από την ποδιά της, έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Θα ‘πρεπε να περάσει κάτω από το σπίτι της κυρα-Κατίνας μα προτίμησε να πάρει άλλο δρόμο.

Σε λίγο έμπαινε στο μαγαζί του μαστρο-Δημήτρη.

― Καλησπέρα μαστρο-Δημήτρη. Τι κάνεις; φώναξε γελώντας.

Ο μαστρο-Δημήτρης ήτανε ο παπουτσής της γει­τονιάς. Όλοι τον αγαπούσανε, όλοι τονέ σεβόντανε. Μια φορά ήτανε νοικοκύρης κι αυτός με μαγαζί όπου δουλεύανε δέκα καλφάδες, έπειτα γέρασε, έπεσε όξω όσο που κατάντησε μπαλωματής.

― Εδώ πολεμάω, ψιθύρισε κείνος τοποθετώντας καλύτερα τα γυαλιά στ’ αυτιά του.

― Ένα μπάλωμα θέλω να μου βάλεις.

Κείνος πήρε στο χέρι του το παπούτσι, το κοίταξε.

― Αύριο θα ‘ναι έτοιμο; είπε.

― Αύριο! Το χρειαζόμουνε ξέρεις. Έχω κάπου να πάω, είπε σε παρακαλεστικόν τόνο.

― Σαν είναι έτσι… Κάτσε, περίμενε.

Η κυρα-Ξανθή πήρε μια θέση πάνω σε μια κάσα του πετρελαίου, γιομάτη παλιοπάτουτσα. Ο μαστρο-Δημήτρης πήρε ένα κομμάτι πετσί, το βούτηξε σ’ ένα μαστέλο νερό για να μαλακώσει, έπειτα το ‘βγαλε κι άρχισε να το κοπανίζει πάνω σ’ ένα σίδερο ακουμπημένο στο γόνατό του.

― Δε σου πονάει το γόνατο; ρώτησε η κυρα-Ξανθή.

― Τώρα πια. Ψήθηκε το κρέας.

Ο μαστρο-Δημήτρης προσπαθούσε να περάσει ένα ψιλό σπάγκο στην τρύπα της βελόνας μα τα μάτια δεν τονέ βοηθούσανε κι η μύτη του σπάγκου, η ψιλοστριμμένη και σαλιωμένη ξέφευγε πάντα όσο που τον έκανε ν’ αγαναχτήσει.

― Άτιμα γεράματα, μουρμούρισε.

― Ωστόσο άλλοι παίρνουνε λίρες κάθε μήνα και κάθουνται, είπε η κυρα-Ξανθή.

Την κοίταξε λοξά.

― Λίρες; ποιοι παίρνουνε λίρες;

― Να δεν τους ξέρεις; οι άθεοι!

― Α! Λες γι’ αυτούς; ψιθύρισε κουνώντας το κε­φάλι του.

― Βέβαια. Έχουμε ξέρεις και στη γειτονιά μας έναν.

― Μπα. Και ποιονε; ρώτησε κείνος τρυπώντας μ’ ένα σουβλί το πετσί.

― Ένας δάσκαλος!

― Μπα. Δάσκαλος κιόλας;… Μα σάμπως είναι ένας και δυο. Πληθαίνουνε καθεμέρα. Ο παράς βλέπεις… είπε σ’ ένα πολύξερο ύφος.

Κείνη έσκυψε το κορμί της όσο που το κεφάλι της ν’ αγγίξει σχεδό το κεφάλι του.

― Μα δε μου λες, μαστρο-Δημήτρη, εσύ τα ξέρεις αυτά. Είναι αλήθεια πως τους στέλνουνε κάθε μήνα λίρες;

Κείνος χαμογέλασε.

― Ε! μ’ αυτό πια δεν είναι μυστικό! Η κυρα-Ξανθή τον κοίταξε στα μάτια.

― Και παίρνει όποιος θέλει; ρώτησε.

― Μα όποιος πάει και δηλώσει.

― Α!

― Βέβαια. Πρέπει να δηλώσει πρώτα. Έπειτα τους πάνε μέσα σε μια σκοτεινή κάμαρα και κει τους βά­ζουνε να πατήσουνε το Βαγγέλιο.

― Α! έκανε η κυρά Ξανθή με φρίκη.

― Έπειτα αρχίζουνε κι έρχουνται οι λίρες.

― Κάθε μήνα; ρώτησε κείνη με μάτια γουρλωμένα γιομάτα δίψα.

Σιγαλιά. Τώρα μέσα στο στενό μαγαζάκι του μα­στρο-Δημήτρη δεν ακουγότανε παρά ο χτύπος του σφυριού πάνω στο βρεγμένο πετσί που προσπαθούσε να το δαμάσει πάνω στο γόνατό του.

― Και ποιος τα στέλνει τα λεφτά Μαστρο-Δημήτρη. Κείνος έκανε μια χερονομία πολυσήμαντη, μυστηριώδικη.

― Έρχουνται απόξω.

Σιγαλιά.

― Μα η εξουσία πώς τους αφήνει; Τι κάνει;

Κείνος χαμογέλασε πάλε με το πολύξερο ύφος του.

― Ε! Σαν πολλά ζητάς, Ως εδώ και μη παρέκει.

― Μα είναι δηλαδή τίποτα;… ρώτησε κείνη σ’ έναν τόνο γιομάτο υποψίες.

― Σουτ. Εδώ είναι μεγάλα πρόσωπα στη μέση… Μα τι θέλεις ν’ ανακατώνεσαι; Έχουνε κι οι τοίχοι αυ­τιά. Ο Θεός μόνο να βάλει το χέρι του… είπε σε τόνο μυστηριώδικο.

Το παπούτσι ήτανε έτοιμο μα η κυρα-Ξανθή δεν εν­νοούσε να σηκωθεί. Έστεκε σαν αφαιρεμένη.

― Έτσι λοιπόν, τους βάζουνε και πατάνε το Βαγ­γέλιο…. Δε μου λες; Δίχως να πατήσουνε το Βαγγέλιο δε γίνεται;

― Τίποτα. Μπορεί να υποσκεθούνε κι ύστερα να τους γελάσουνε. Ξέρουνε αυτοί τι κάνουνε· άμ τι θαρρείς;

Κείνη ξεροκατάπιε.

― Ακούς εκεί να πατάνε το Βαγγέλιο! Μα πως τα βαστάει αυτά ο μεγαλοδύναμος; Να τις προάλλες πάλε κλέψανε το προσκυνητάρι του άγιου Σπυρίδωνα που ήτανε στο δρόμο του ψυχικού. Γιατί δεν τους ξέρανε τα χέρια;

Ο μαστρο-Δημήτρης σταμάτησε για μια στιγμή το κοπάνισμα του πετσιού.

― Να σου πω. Μεγάλη η χάρη του μα σα δεν ήτανε ικανός να φυλάξει το σπίτι του, καλά του κάνανε. Επιτέλους δε χρειάζεται αδερφέ και τόση υπομονή. Να, έτσι αυτοί καλοπερνούνε και μείς τσερευόμαστε… είπε με κάποιαν έξαψη στο πρόσωπο.

― Αυτό λέω και ‘γώ μαστρο-Δημήτρη μου, είπε η κυρα-Ξανθή κουνώντας το κεφάλι της.

Ακούμπησε χάμω το σφυρί και σηκώθηκε όρθιος.

― Ε τι να γίνει· υπομονή κυρα-Ξανθή. Μια ζωή είναι αυτή.

― Ναι, δε σου λέω μόνο που βασανίζεται κανείς…

Γύρισε στο σπίτι της. Νύχτα, σκοτάδι. Άναψε το καντήλι που μέσα από το τριανταφυλλένιο γυαλί του σκόρπισε ένα γλυκό φως στο στεγνό πρόσωπο του ά­γιου με τις ξεβαμμένες μπογιές. Έπειτα πήρε μια κα­ρέκλα και κάθισε στο παράθυρο ακουμπώντας το κε­φάλι στο χέρι, συλλογισμένη. Το φεγγάρι περνούσε γλήγορα μέσα από τα σύννεφα, βιαστικό, σα να ‘τρεχε κάπου να φτάσει… Τα λόγια του μαστρο-Δημήτρη βουίζανε στ’ αυτιά της… Πατάνε το Βαγγέλιο κι έπειτα λίρες, λίρες…

Περάσανε ώρες. Ο άντρας της ακόμα δεν είχε γυ­ρίσει… Κάποτε ακουστήκανε τα βήματά του πάνω στο πεζοδρόμιο… Μπήκε μέσα στην κάμαρα σαν πάντα τρεκλίζοντας. Μια βόχα κρασιού τηνέ χτύπησε στη μύτη.

― Πάλε μεθυσμένος, μουρμούρισε.

Τραύλισε κάτι λέξες δίχως νόημα κι έπεσε στο κρεβάτι, ντυμένος, με τα παπούτσια του. Σε λίγο ακουγότανε το ροχαλητό του.

― Γουρούνι. Καρφί δε σου καίγεται. Αν ήσουνε άν­θρωπος θα ‘χες και συ λίρες… ψιθύρισε.

Η ερημιά ξαπλώθηκε στο δρόμο, το καντήλι έφεγ­γε μ’ ένα φως μαλακό, αθώο… Τα μάτια της πέσανε στο καντήλι, έπειτα γυρίσανε στην εικόνα… Σιγαλιά.

Ανέβηκε σε μια καρέκλα κάτω από το εικόνισμα, υψώθηκε στα νύχια ως το καντήλι κι έσπρωξε με το δάχτυλό της το χορταρένιο λουμίνι που πνίγηκε τσιτσιρίζοντας μέσα στο ζεστό λάδι… Μια σκοτεινιά α­πλώθηκε μέσα στην κάμαρα. Το ροχαλητό του άντρα της αντηχούσε μονότονο, ρυθμικό.

Κατέβηκε από την καρέκλα.

― Έτσι κι έτσι χαμένο πάει, μουρμούρισε.

13

Από τα βουνά της Αθήνας που ‘ναι ντυμένα άσπρα, το κρύο κατεβαίνει τσουχτερό, τρυπητό και χύνεται στους δρόμους σαρώνοντας τους διαβάτες που τρέχουνε να τρυπώσουνε σε κάποια ζεστή γωνίτσα. Οι αχτίνες που τα φανάρια αραδιαστά σκορπάνε, πρασινόλευκες, ξεψυχάνε πάνω στα έρημα, παγωμένα μάρμαρα των πεζοδρομιών όπου κάποτε αντηχάει το ρυθμικό χτύ­πημα του τακουνιού κάποιας εργάτισσας που σκόλασε αργά και τρέχει βιαστική να γυρίσει στο σπίτι της που την περιμένει η μάνα της μη δίνοντας καμιά προσοχή στο νέο που της κόλλησε από τη στιγμή που βγήκε από το μαγαζί, και την ακολουθάει πιστά, επίμονα σφυρίζοντάς της από πίσω λόγια γλυκά. Ο α­γέρας παίρνει τα λόγια του κι η φωτιά της καρδιάς του σβήνει μέσα στην παγωνιά της νύχτας ενώ κείνη ταχύνει πιο πολύ το βήμα της ανήσυχη, αδιάφορη. Πιο πολύ κι από τα γλυκά τα λόγια του, η ψυχή της αποζητάει απόψε το σπιτάκι της, ένα μαγκάλι γιο­μάτο κόκκινα κάρβουνα, κι ο νέος απελπισμένος πια ξεποδαριασμένος χώνεται κι αυτός σ’ έναν καφενέ για να ξαποστάσει.

Ο Αλέξης έφτασε τελευταίος στο σπίτι της Ρίκας. Η μικρή, φτωχική κάμαρα απόψε είχε αλλάξει σε φιλολογικό σαλόνι, όπου ο Αντρέας, ο ποιητής, έμελ­λε να διαβάσει το καινούριο δράμα του. Ο Αλέξης μπήκε μέσα ελπίζοντας να περάσει απαρατήρητος, μέσα στο τριμμένο, κουμπωμένο, με το γιακά ανασηκω­μένο σακάκι του, μα δεν ελογάριασε τον Αντρέα που μόλις τον είδε, πετάχτηκε όρθιος, έτρεξε καταπάνω του κι αγκαλιάζοντάς τονε τονέ τράβηξε στη μέση της κάμαρας, σαστισμένον, κόκκινον από τη ντροπή του.

― Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω τον κύριο Αλέξη, καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας. Το ακρο­ατήριο, όλοι εργάτες, που οι πιο πολλοί ήτανε γνω­στοί κι από άλλες φορές στον Αλέξη, ένοιωσε μια ξε­χωριστή συγκίνηση γιατί ένα τέτοιο πρόσωπο ερχό­τανε να τιμήσει με την παρουσία του την ταπεινή συν­τροφιά τους.

― Τιμή μας, φώναξε ένας.

Κείνο που μέσα στη σύχυσή του μπόρεσε ν’ αντιληφτεί ο Αλέξης ήτανε η παρουσία και δυο κοριτσιώνε μέσα στη συντροφιά. Απλά, φτωχικά ντυμένα, κορίτ­σια του λαού με γλυκιές μορφές, ήρθανε κι αυτά, συνοδεμένα από τους φίλους τους, ν’ ακούσουνε τον ποιητή. Ο Αντρέας, άρχισε να τα συσταίνει.

― Η δεσποινίδα Καίτη, η δεσποινίδα Καλλιόπη, κορίτσια φίνα, φώναξε, ενώ κείνες σκάζανε τα γέλια κατεβάζοντας τα μάτια τους.

― Α, κοροϊδίες, κύριε Αντρέα, όχι, διαμαρτυρή­θηκε η Καίτη.

― Σας ορκίζομαι κορίτσια, σε ό,τι έχω ιερότερο, στη φιλολογική μου τιμή, αυτή είναι η πεποίθησή μου. Ναι. Κορίτσια φίνα, φώναξε ο Αντρέας σε σοβαρό τόνο.

Ο Αλέξης τραβήχτηκε σε μια γωνιά κατεβάζοντας το γιακά του και τρίβοντας τα χέρια του για να ζεσταθεί. Τα δάχτυλα των ποδιών του δεν τα ‘νιωθε από το κρύο.

― Κάνει κρύο όξω; ρώτησε ένας.

― Φαρμάκι, αποκρίθηκε ο Αλέξης.

Ωστόσο μέσα στην κάμαρα είχε δημιουργηθεί μια ζεστή ατμόσφαιρα με τα κλειστά παράθυρα και τις πολλές ανάσες μαζί με τους καπνούς των τσιγάρων και την κόκκινη φλόγα της λάμπας που σιγαλομουρμούριζε το αιώνιο τραγούδι της, χαρούμενη κι αυτή μέσα στη γλυκιά συντροφιά.

Ένας ζύγωσε το παράθυρο, άνοιξε μια γρίλια και κοίταξε όξω.

― Μα αυτό είναι μαγεία. Ο Υμηττός τυλιγμένος σ’ ένα άσπρο σάβανο, σα γιγαντένιος ήρωας πεθαμένος, ξαπλωμένος, κι από πάνω του το φεγγάρι, σαν πελώ­ρια άσπρη λαμπάδα, του χύνει το ασημένιο φως του, σα να τονέ μοιρολογάει, φώναξε.

― Κάνε μας τη χάρη και κλείσε τη γρίλια γιατί μπαίνει κρύο κι άσε τις ρομάντζες, φώναξε άλλος.

Κείνος τραβήχτηκε μέσα κι έριξε μια ματιά σπλαγχνικιά στο φίλο του.

― Πού νιώθεις κακομοίρη εσύ από τέχνη, ψιθύρι­σε κουνώντας το κεφάλι του.

Ο φίλος του σα να προσβάλθηκε κάτι ετοιμάστηκε ν’ απαντήσει.

― Όσο για το Γιώργο σας το βεβαιώνω εγώ, είναι φίνος τεχνίτης, φώναξε η Καλλιόπη διαφεντεύοντας το φίλο της.

Ο Αντρέας μισόκλεισε το μάτι του.

― Για να το βεβαιώνει η Καλλιόπη, κάτι θα ξέρει, είπε.

― Δεν τ’ αφήνετε αυτά, Αντρέα, καιρός είναι ν’ αρχίσεις, ακούστηκε η φωνή του Ζήση.

― Βέβαια καιρός είναι, φωνάξανε όλοι μαζί.

Ο Αντρέας στάθηκε όρθιος στη μέση της κάμαρας, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του έναν πλίκο χαρτιά κι άρχισε να τα βάζει σε τάξη.

― Δυστυχία μας· όλα αυτά, ψιθύρισε κάποιος.

― Δε μου λες Αντρέα; Πόση ώρα λογαριάζεις για να φτάσεις στο τέλος;

― Α εδώ που ‘ρθατε, δε μου γλιτώνετε εύκολα, θα με ακούσετε ως το τέλος θέλοντας και μη.

Ο Αντρέας κούμπωσε το σακάκι του, ξερόβηξε κι ετοιμάστηκε ν’ αρχίσει αφού έριξε πρώτα μια γλυκιά ματιά στις κυρίες σα να ‘θελε να πάρει από κείνες κουράγιο. Τριμμένο το σακάκι του, λιγδιασμένο, τα παπούτσια του ξεσκισμένα, το κολλάρο πολυφορεμένο.

― Ανάθεμά σε για τέχνη, μουρμούρισε κάποιος βλέποντάς τονε σε αυτά τα χάλια.

― Η τέχνη είναι ιερή, αποκρίθηκε ο Αντρέας στα­ματώντας μια στιγμή το διάβασμα για να διαφεντέψει τη τέχνη που βριζότανε.

Η υπόθεση του έργου απλή. Ένας ποιητής σκεδιάζει ένα καινούριο καράβι. Στα τελευταία τον κλεί­νουνε σ’ ένα τρελοκομείο με όλες τις διαμαρτυρίες του.

Το έργο, που είναι πιο πολύ ένα λυρικό ποίημα, δε γεννάει κανένα δραματικό ενδιαφέρο. Το θέμα είναι ανώτερο από την κοινή αντίληψη και το ακροατήριο του δεν είναι παρασκευασμένο να τον παρακολουθήσει στα φιλοσοφικοκοινωνικά πετάγματά του· τον αφήνει ν’ ανεβαίνει, να χάνεται στα ύψη, δεν έχει φτερά να τονέ συντροφέψει σ’ ένα τέτοιο αψηλό ανέβασμα. Επί τέλους κάποιος χάνει την υπομονή.

― Είναι πολύ ακόμα; ρωτάει.

― Τώρα μπαίνουμε στη δεύτερη πράξη.

― Καλά ξημερώματα.

― Όχι, υποθέτω να τελειώσουμε νωρίτερα, απο­κρίνεται σοβαρά ο Αντρέας.

― Βρε τον αθεόφοβο, ως το πρωί έχει κουράγιο να μας κρατήσει εδώ.

― Μα δεν έχει και λίγο έρωτα μέσα αυτό το έργο; τι δράμα είναι αυτό; μουρμουρίζει η Καλλιόπη, ζαρώ­νοντας τα χειλάκια της.

― Ανώτερη τέχνη. Τι να κάνουμε; θα την υπο­φέρουμε, ψιθυρίζει ένας.

Τη στιγμή εκείνη ανοίγει η πόρτα της διπλανής κάμαρας κι η Ρίκα προβάλλει μ’ ένα μεγάλο δίσκο στο χέρι.

― Ένα φασκόμηλο για να ζεσταθείτε, λέει γελών­τας ενώ η άχνα τής περεχάει το πρόσωπο.

― Από το δράμα, προσθέτει ο Γιώργος.

― Όχι, από το κρύο. Μη τους συνερίζεστε κύριε Αντρέα, θέλουνε να σας πειράζουνε, λέει η Ρίκα σ’ έναν τόνο γιομάτο καλοσύνη φέρνοντας γύρω το δίσκο.

Καθένας αρπάζει από ένα φλυτζάνι αχνιστό, μοσκομυρουδάτο, με μια λεμονόφλουδα που κολυμπάει στη μέση.

― Δε φτάσανε τα φλυτζάνια κι έβαλα και σε ποτή­ρια, λέει η Ρίκα.

― Σα σαλέπι. Δεν πειράζει, το ίδιο μας κάνει. Μπο­ρούσα να το πιω και μέσα από το μπρίκι, λέει ο Αν­τρέας φέρνοντας το ποτήρι στα χείλια του.

― Έξοχο. Αληθινό ποίημα, μουρμουράει σα να κολυμπούσε σε πέλαγος ευτυχίας.

Με την τελευταία ρουφηξιά ο Αντρέας ξαναρχίζει το διάβασμα. Η φωνή του σα να τους νανουρίζει και το φασκόμηλο που τους ζέστανε τα μέλη, σα να τους έφερε ένα κλάρωμα στα μάτια. Κάποτε ακούγεται ένα ροχαλητό μα ο Αντρέας ξακολουθάει το διάβασμα α­διάφορος. Η λάμπα σιγαλομουρμουρίζει μονότονα.

Το φινάλε στην πιο τραγικιά σκηνή, τρεις τέσσερεις είχανε τα μάτια τους ανοιχτά για να το απολάψουνε.

― Ξυπνήστε, φώναξε κάποτε ο Αντρέας.

Ήτανε η υστερνή λέξη που λέει ο ήρωας του έργου πεθαίνοντας, σα μια προτροπή, σαν ένα σάλπισμα προς ένα πλήθος νυσταγμένο.

― Τέλειωσε; μουρμούρισε κάποιος ανοίγοντας άξα­φνα τα μάτια του.

Το τέλος ξανάφερε την ευθυμία στη συντροφιά· ο καθένας προσπαθούσε να βρει κάτι για να παινέψει το έργο που δεν άκουσε· ο Αντρέας θρονιασμένος στον καναπέ ανάμεσα στις δυο δεσποινίδες δεχότανε τα παινέματα, ευτυχισμένος. Μια στιγμή τον αρπάξανε δυο από τον καναπέ και τονέ σηκώσανε αψηλά. Έπειτα τον αφήσανε λεύτερο μα κείνος τα κατάφερε να πέσει στην αγκαλιά τω δυο κοριτσιών που ανοίξανε τα χέρια τους για να τονέ δεχτούνε.

― Μασκαρατζίκο. Α δεν ξέρεις ν’ ανεβαίνεις, ξέρεις βλέπω τουλάχιστο να πέφτεις, φώναξε ο Ζήσης.

Ο Αντρέας είχε θρονιαστεί τώρα στα γόνατα της Καίτης περνώντας το χέρι του γύρω στον τράχηλό της.

― Τέτοιος θρόνος ταιριάζει σ’ έναν ποιητή, φώναξε ενώ κείνη τονέ χάδευε στα μάγουλα.

― Ζήτω ο ποιητής μας, φώναξε η Καλλιόπη.

― Ζήτωωωω…

― Α, δεν αρκεί δεσποινίς αυτό. Στο βωμό της τέ­χνης πρέπει να καταθέσετε και τη θυσία σας. Ακούστε λοιπόν τι ορίζει η τέχνη, η αψηλή, η αγνή τέχνη.

― Ακούμε.

― Λοιπόν η δεσποινΙς Καίτη στο βωμό της τέχνης υποχρεώνεται να καταθέσει… ένα ζευγάρι μετζεσόλες· κοιτάξτε δεσποινίς τα παπούτσια μου, φώναξε ο Αντρέας σηκώνοντας το πόδι του αψηλά.

― Ξεκάρφωτη τέχνη, φώναξε ο Γιώργος.

Ο Αντρέας ξακολούθησε με το ίδιο σοβαρό ύφος.

― Η δεσποινίς Καλλιόπη υποχρεώνεται να καταθέσει στο βωμό της τέχνης, ένα… γεύμα με μπύρα…

― Κι η Ρίκα; ρώτησε ο Νίκος ανυπόμονα.

― Η Ρίκα; Λοιπόν η Ρίκα θα καταθέσει την πιο ιερή, την πιο αγνή θυσία… Μια νύχτα έρωτα για τον ποιητή.

― Ζήτω ω ω ω, φωνάξανε όλοι και μόνο ο Αλέξης ζάρωσε σαν το φίδι στην τρύπα του.

― Ε, καιρός να παγαίνουμε. Έχουμε και δουλειά αύριο, φώναξε ο Ζήσης…

Ένας ένας φεύγουνε οι καλεσμένοι. Σε λίγο αδειά­ζει η κάμαρα, Ο Αλέξης που ‘χε απομείνει τελευταίος, ζυγώνει τον Αντρέα.

― Μπράβο, Αντρέα. Το έργο σου με συγκίνησε, πίστεψε με, είπε σιγαλά σε συγκινημένον τόνο.

― Το ήξερα. Μόνο εσύ μπορούσες να με νιώσεις. Οι ψυχές μας συγγενεύουνε.

Ο Αλέξης σφίγγει το χέρι της Ρίκας και κατεβαί­νει τη σκάλα. Στο δρόμο που ‘ναι έρημος, σκοτεινός, περιμένει ο Ζήσης.

― Θα σε συνοδέψω στο σπίτι σου, είπε ο Ζήσης.

― Δεν έχω πια σπίτι, αποκρίθηκε ο Αλέξης σε τόνον ήρεμο.

Κείνος τον κοίταξε απορώντας.

― Βέβαια. Η σπιτονοικοκυρά μου μ’ έβγαλε.

― Μαλώσατε;

― Δεν ήτανε ανάγκη. Της χρουστάω δυο νοίκια. Έπειτα ανακάλυψε πως είμαι κι άθεος.

Προχωρούσανε κι οι δυο στο δρόμο αργά.

― Ας είναι· δε χάθηκε ο κόσμος για σπίτι. Μα να σου πω την ιδέα μου; είπε ο Ζήσης ύστερις από κάμ­ποση σιωπή.

― Σ’ ακούω.

― Να. Δεν έπρεπε να φύγεις από το Λύκειο.

Ο Αλέξης ξαφνιάστηκε.

― Μου ήτανε αδύνατο να μείνω περσότερο. Ήμουνα ξένος εκεί μέσα. Δεν μπορείς να το φανταστείς μα είναι τρομερό να παλεύει κανείς κάθε στιγμή με τη συνείδησή του. Έπρεπε, έπρεπε επιτέλους να μπω σε κάποια τάξη με τον εαυτό μου. Ήτανε ένα μαρτύ­ριο για μένα, αποκρίθηκε ο Αλέξης σ’ ένα ζεστόν τόνο.

― Έχασες το ψωμί σου.

― Βρήκα τη γαλήνη της ψυχής μου. Τώρα νιώθω πως αναπνέω αγέρα λεύτερο.

― Κανείς δεν είναι λεύτερος και μη γελιέσαι. Όλοι ποιος λίγο, ποιος πολύ σκλάβοι είμαστε.

― Εγώ τώρα είμαι λεύτερος. Δεν έχω κανέναν α­νάγκη.

― Σου φαίνεται. Δεν έχεις σήμερα, θα ‘χεις αύριο.

Ο Αλέξης σώπασε βυθισμένος σε σκέψη.

― Εφτάψυχος είναι ο οχτρός. Τι βγαίνει να του κόψεις το ένα κεφάλι άμα είναι να φυτρώσουνε δυο στη θέση του; Χρειάζεται κάτι άλλο αποτελεσματικότε­ρο… Στη ρίζα του πρέπει να χτυπηθεί το κακό.

Ο Αλέξης τον άκουγε σιωπώντας. Τα λόγια του του κάνανε βαθιάν εντύπωση.

― Καλά το λες. Μα θα μου ήτανε αδύνατο να ξα­ναμπώ στο ζυγό.

Ο Ζήσης ζάρωσε τα χείλια του.

― Πρέπει να πολεμάς τον οχτρό με τα ίδια του τα όπλα. Ποιο είναι το ποιο μεγάλο όπλο του; το ψέμα που μας αφιονίζει. Λοιπό και μείς θα μεταχειριστούμε το ψέμα σαν ένα χρήσιμο όπλο. Το σπουδαίο είναι να εξοντωθώ ο οχτρός· τα μέσα δεν έχουνε σημασία.

― Πρέπει να πεθαίνει κανείς για την αλήθεια, ψι­θύρισε ο Αλέξης σιγαλά.

― Να πεθαίνει. Καλά. Μα με τρόπο που να μη δίνει στον άλλο το δικαίωμα να πει «βρε το βλάκα»· ένας ωραίος θάνατος είναι μια ωραία σκηνή στο θέατρο της ζωής. Μα η σκηνή αυτή πρέπει να ‘ναι δικαιολο­γημένη, απαραίτητη για την ενότητα του έργου· αλλιώς καταντάει ωραιοπάθεια, νευραστένεια.

Ο Αλέξης βυθίστηκε πάλι σε σκέψη.

Το φεγγάρι έτρεχε βιαστικό μέσα στα σύννεφα. Ένα αυτοκίνητο πέρασε ξεφρενιασμένο αφήνοντας πίσω του μια βαριά μυρουδιά.

― Τώρα είναι αργά. Πήρα το δρόμο μου, είπε ο Αλέξης.

Ο Ζήσης σήκωσε τους ώμους του.

― Μπορούσες να κοροϊδεύεις και συ, να υποκρίνεσαι. Η ζωή είναι μια κοροϊδία· ποιος θα γελάσει τον άλλον. Μπορούσες και συ να υποκρίνεσαι τον πατριώτη. Τι σε πείραζε;

Είχανε φτάσει κουβεντιάζοντας στο σπίτι του Ζήση.

― Πάμε απάνω να κοιμηθούμε, είπε ο Ζήσης.

― Όχι. Δεν είναι ακόμα καιρός για το σπίτι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξης.

― Δεν πιστεύω να ξενυχτίσεις στο δρόμο;

― Κάπου θα βρω και ‘γώ να τρυπώσω. Καληνύχτα.

Χωριστήκανε. Ο Ζήσης στάθηκε στην οξώπορτα και κοίταζε τον Αλέξη που βάδιζε αργά στο σκο­τάδι όσο που τον έχασε από τα μάτια του.

― Κακόμοιρε ονειροπλέχτη, μουρμούρισε και μπήκε μέσα.

Ο Αξέξης περνάει μέσα από στενοσόκακα. Ένα κόκκινο φανάρι κρέμεται πάνω από μια πόρτα. Ζυγώ­νει. Κοιτάζει από το τζάμι. Χτυπάει την πόρτα. Ένας άνθρωπος ανοίγει την πόρτα ξυπόλυτος, μαχμουρλής.

Μπαίνει. Ο αγέρας βρωμάει από τα χνώτα. Μια λάμπα κρέμεται στη μέση. Ο Αλέξης προχωρεί στο βάθος, τρυπώνει πίσω από ένα τραπεζάκι. Εκεί θα ξενυχτίσει με μια δεκάρα, ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια του για μαξιλάρι… Κοιτάζει γύρω του. Όλοι κοιμούνται, ροχαλίζουνε ξένοιαστα, ακουμπώντας τα κεφάλια τους στα τραπεζάκια.. Η καρδιά του σφίχτηκε, οι θύμησες χυμήξανε από το βάθος της ψυχής του να τονέ πνίξουνε…

Ο γείτονάς του που ακουμπούσε στο διπλανό τρα­πεζάκι ανοίγει κάποτε τα μάτια του, σηκώνει το κε­φάλι του.

― Άσε μας χριστιανέ μου να κοιμηθούμε! Τι κλαις τόσην ώρα σα μικρό παιδάκι; μουρμουρίζει θυ­μωμένος και ξαναγέρνει το κεφάλι του στο κρύο μάρ­μαρο του τραπεζιού.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

1

Κάθεται σε μια καρέκλα, με το μούτρο σχεδόν κολλημένο στο παγωμένο τζάμι, για να βλέπει όξω τον κόσμο που αραιός, βιαστικός περνάει στο πεζο­δρόμιο. Πάνω στο τζάμι, θολό από τις ανάσες και την απλυσιά, η ζεστή άχνα που απλώνεται μέσα στον καφενέ, γίνεται νερό που αργοσταλάζει σα σε ποταμάκια και, καθώς φυσάει όξω ο αγέρας, το χαρτί που κλεί­νει το κομμάτι που λείπει από το τζάμι, κολλημένο με αλευρόκολλα, φουσκώνει σαν πανί, μια προς τα μέσα και μια προς τα όξω, βογκάει μονότονα, ρυθ­μικά, και λες πως τώρα θα σκιστεί και θα χυμήξει μέσα ο αγέρας άγριος. Μα το χαρτί σα να νιώθει πως από αυτό κρέμεται η ευτυχία εκεινών που κάθουνται μέσα και ζεσταίνουνται, φυλάει την τρύπα πιστά σα σκοπός βαλμένος για να διώχνει τον οχτρό και το ρυθμικό αγκομάχημά του είναι σα να λέει «Όχι· δε θα σ’ αφήσω να μπεις για να τους χαλάσεις τη μικρή τους ευτυχία».

Σαν κουραστούνε τα μάτια του από το κοίταγμα γυρίζει μέσα το κεφάλι του και φέρνει τη ματιά του κουρασμένη στα τραπεζάκια, στους τοίχους, στο νταβάνι, στο πάτωμα, γιομάτο μαύρες βούλες απ’ τα κάρβουνα που κυλάνε από τους λουλάδες τω ναργιλέδων, στο πρόσωπο του καφετζή με την άσπρη καταλερωμένη ποδιά όπου σκουπίζει κάθε τόσο τα χοντρά δάχτυλά του και τη μύτη του. Όλα εκεί μέσα είναι βαριά, μελαχολικά μα οι άνθρωποι φαίνονται ευτυχισμένοι να ρουφάνε το ναργιλέ τους μέσα σε μια ζεστή ατμόσφαιρα και να φτάνει στ’ αυτιά τους το σφύ­ριγμα του αγέρα.

― Βάλε σκαμπίλι, φωνάζει ένας στο διπλανό τρα­πεζάκι κλείνοντας το μάτι στο σύντροφό του και χτυ­πώντας τα δάχτυλά του δυνατά πάνω στο σανίδι του τραπεζιού. Ο σύντροφός του βιάζεται να συμμορφωθεί με την παραγγελία του αρχηγού ενώ κείνος φχαριστημένος για το στρατήγημά του που πέτυχε μετράει τους πόντους μεγαλόφωνα σα να θέλει να σκάσει τους άλλους σφίγγοντας τα χαρτιά, τσακισμένα στη μέση το ένα καβάλα στο άλλο, στα ροζάρικα δάχτυλά του.

Το θέαμα δεν τον τραβάει και γυρίζει αλλού τα μά­τια του. Αυτή τη στιγμή καταπιάνεται με το νου του έναν απολογισμό της ζωής του καθώς ακούει το μονό­τονο παφ παφ του χαρτιού που ‘ναι κολλημένο στο τζάμι. Πνιγότανε στο χωριό, και στην Αθήνα που ένα δυνατό, πρωτόφαντο αίστημα τον τράβηξε σκλάβο πίσω από τον ήσκιο μιας θεατρίνας, έλπιζε πως θα μπορούσε να δουλέψει πιο πλατιά για την πατρίδα, τη νικημένη, τη ντροπιασμένη. Μα στην Αθήνα έπιασε καινούριες αγάπες και την ξέχασε, την πρόδωσε. Τώρα δε βλέπει πια με τα μάτια του πατριώτη. Τα σύνορα πλατύνανε μέσα του, τη θέση του πατριώτη την πήρε ο άνθρωπος, πρέπει να δώσει καινούργια μορφή στην πατρίδα για να μπορέσει και πάλε να της ανοίξει την καρδιά του. Τι κέρδισε· έχασε τη θέση του, κατάντησε να κοιμάται σ’ ένα άσυλο μαζί με ζητιάνους, ανθρώπους ύποπτους. Μα αυτό δεν του κάνει κακό. Δίπλα τους νιώθει πως είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Η φτώχεια δεν μπόρεσε να τον γονατίσει· δε μετανιώνει. Ίσια ίσια τώρα νιώθει πως είναι σε τάξη με τη συνείδησή του και το συναίστημα αυτό του γεννάει μια ψυχική γαλήνη που τηνέ νιώθει βαθιά.

― Πήγαινε όξω.

― Σκαμπίλι εσύ, διατάζει ο άλλος.

― Γράψε δυο, φωνάζει ο πρώτος θριαβευτικά χα­ράζοντας με την κιμωλία δυο πλατιές γραμμές πάνω στο τραπεζάκι.

Καρφώνει απάνω τους τη ματιά του ενώ κείνοι ξακολουθούνε το παιγνίδι τους αδιάφοροι. Είναι όλοι εργάτες με ρούχα τριμμένα. Να το καινούριο υλικό, να το προζύμι που θα ξαναπλάσει την πολιτεία, την αμαρτωλή. Μα πού ‘ναι ο πλάστης; Κι αν αυτός μπό­ρεσε να υψωθεί σε μια καινούριαν αντίληψη της ζωής, τι τ’ όφελος, σα δεν έχει και τη δύναμη να υψώσει και τους άλλους μαζί του, παρά τους βλέπει να χαμοσέρνουνται στα βαλτονέρια και στο βούρκο της πρόληψης και της ψευτιάς;

― Είμαι μικρός, μικρός, συλλογιέται και στα χεί­λια του νιώθει μια φαρμακίλα.

Να τι τονέ θλίβει, τι τον κάνει να πονεί. Οι άλλοι δίπλα του παίζουνε ξένοιαστα. Κανένα σκουλήκι στην ψυχή τους, καμιά υποψία. Είναι ευτυχισμένοι μέσα στο σκοτάδι που τους τριγυρίζει.

― Με τις υγείες σας, βγήκαμε, φωνάζει ένας σε τόνο θριαβευτικό, ενώ ο άλλος πετάει τα χαρτιά θυμωμένος πάνω στο τραπέζι.

― Είχατε φύλλο στραβό, φωνάζει.

― Τεχνίτες δε λες; λέει ο άλλος.

Κάποιος πήρε στο χέρι μια φημερίδα και ρίχνεται στο διάβασμα.

― Μωρέ είδατε τι λέει εδώ; φωνάζει άξαφνα.

― Τι τι; ρωτάνε όλοι περίεργοι ζυγώνοντας τα κεφάλια τους.

― Να θα ‘χουμε, λέει, σε λίγο επανάσταση. Κάτι μαγερεύεται, η κυβέρνηση τα μυρίστηκε κι αρχίζει να λαβαίνει τα μέτρα της.

― Διάβασε ν’ ακούσουμε.

Κείνος αρχίζει να διαβάζει κομπιαστά, αργά ενώ οι άλλοι μαζεύονται κοντά στο τραπέζι για ν’ ακούσουνε καλύτερα.

― Ε ρε Παναγιά μου και να γίνει τίποτα. Θα φάει η μύγα σίδερο, λέει ένας.

― Ό,τι φάγανε αυτοί οι μεγάλοι, θα τα ξεράσουνε, προσθέτει άλλος ενώ το πρόσωπό του άξαφνα αγριεύει και τα μάτια του πετάνε κάτι παράξενες σπίθες σα ν’ ανακατεύτηκε μέσα του κάποια φωτιά σκεπασμένη που τηνέ φύσηξε άξαφνα ο αγέρας.

Ο Αλέξης παρακολουθάει την κουβέντα τους σκε­φτικός.

― Σας αρέσει η επανάσταση; ρωτάει άξαφνα μπαί­νοντας κι αυτός στην κουβέντα.

Ένας του ρίχνει μια παράξενη ματιά σα να θέλει να του πει «τι κουταμάρα είναι αυτή που λες;»

― Α μου αρέσει λέει; Και γίνεται καλύτερο πρά­μα. Όλα κάτου θα τα βάλουμε, να τα μοιράσουμε.

― Κι ύστερα μαύρη φορεσίτσα φασονέ, παπουτσάκι λουστρίνι τριζάτο, ρεμπουπλικίτσα, ωχ, ας φέξει, πα­ναγιά μου, προσθέτει άλλος γλείφοντας τα χείλια του.

― Μωρέ, καλά τα λέτε, μα που ‘ναι αυτή η επανά­σταση. Δε βαριέσαι. Εμείς οι φτωχοί δε θα ιδούμε ποτέ Θεού πρόσωπο, λέει άλλος σ’ έναν τόνο λυπημένο.

Τους αφήνει να λένε. Σε τέτοιο κατήφορο, σε τέ­τοιο ξεχαλίνωμα είναι αδύνατο να τους παρακολουθήσει. Θα χρειαζότανε καιρός, σύστημα, μέθοδο για να μπορέσουνε να φωτιστούνε, να νιώσουνε τι θα πει επανάσταση.

― Μωρέ κάτι τρέχει. Σβήσανε τα φανάρια, δε βλέ­πετε; φωνάζει άξαφνα ένας.

Όλοι αφήνουνε τη συζήτηση και πετιούνται όξω. Μια βουή φτάνει από μακριά· ανθρώποι τρέχουνε βιαστικοί σα να τους κυνηγάνε. Ένας αμαξάς που κουτούλαγε στη γωνιά του δρόμου, ξυπνάει, καμτσουσίζει τ’ άλογό του και παίρνει δρόμο.

― Τι τρέχει; ρωτάει κάποιος.

― Επανάσταση, κάτι τέτοιο, αποκρίνεται κείνος λαχανιασμένος, ξακολουθώντας να τρέχει.

Ο Αλέξης γίνεται σκεφτικές.

― Επανάσταση! τόσο γλήγορα κιόλας.

― Σκοτώσανε το βασιλιά.

― Πιάσανε τους υπουργούς.

Οι φράσες μισές, κομμένες, πετάνε στον αγέρα σα νυχτερίδες που χυμήξανε από τις τρύπες των τοίχωνε να βοσκήσουνε μέσα στο σκοτάδι κι ο αγέρας γιομίζει από το κρύο τρίξιμο τω φτερουγιών τους. Ο Αλέξης που βλέπει τον κόσμο να τρέχει, αποφασίζει ν’ ακολουθήσει κι αυτός το πλήθος. Θέλει να μάθει τι τρέ­χει. Αλήθεια λοιπόν έχουμε επανάσταση; Έτσι άξα­φνα; Και τόσο άγρια μάλιστα; Από πού φύσηξε αυ­τός ο άνεμος; θα ‘ναι τάχατες ο αγέρας ο παγωμένος που με τη σκλερή πνοή του καθαρίζει την ατμόσφαιρα ή θα ‘ναι ο αγέρας ο ζεστός, ο νοτερός που φέρνει μαζί του την αρρώστια, κάνοντας την ανάσα βαριά;

― Το παιδί μου, παιδί μου, ακούγεται μια γυναί­κεια φωνή που σκίζει τον αγέρα μέσα στο πλήθος που μαζώνεται όξω από ένα μαύρο, βαρύ χτίριο.

Είναι το χτίριο του γκαζιού σιωπηλό, μυστηριώδικο μέσα στο σκοτάδι, που ακούει αδιάφορο τις φωνές της γυναίκας να σπάζουνε πάνω στους χοντρούς, σκονισμέ­νους τοίχους του. Ο Αλέξης ζυγώνει σε μια παρέα.

― Έκρηξη, λέει ένας.

― Έκρηξη, ναι, μα βαλτή. Το κάνανε για να κό­ψουνε το φως και να κάνουνε καλύτερα τη δουλειά τους.

Ο Αλέξης κάτι θέλει να ρωτήσει μα του είναι αδύ­νατο να βρει μια εξήγηση που να μοιάζει με την άλλη. Καθένας έχει και δική του εξήγηση.

― Στη φάμπρικα αυτή δουλεύει ο Ζήσης· από αυτόνε κάτι μπορούσα να μάθω, συλλογιέται κι αρχίζει να τονέ ζητάει μέσα στο πλήθος.

Τρόμαξε να τονέ γνωρίσει. Καπνισμένος, με την όψη αλλαγμένη, είχε γίνει αγνώριστος. Τα μάτια του γυαλίζανε μέσα στο σκοτάδι. Τον έπιασε από το χέρι.

― Λοιπόν επανάσταση; ρώτησε σε τόνο μυστηριώδικο.

― Τι επανάσταση και κολοκύθια. Τα καζάνια ήτανε σάπια· το φωνάζαμε από καιρό μα ποιος να σε ακούσει. Είχανε αμαρτίες τόσοι άνθρωποι να πάνε άδικα.

― Είναι πολλοί σκοτωμένοι;

― Ποιος τους ξέρει. Όλο και ξεθάφτουνε. Α! ήτανε τόσο φοβερό…

Ένα κάρο προχωρεί μέσα στο πλήθος που ανοίγε­ται για να του κάνει δρόμο να περάσει, και στέκεται μπροστά στη βαριά, σιδερένια οξώπορτα. Το πλήθος στριμώνεται μπροστά στην πόρτα.

― Να, να τους βγάζουνε, ακούγεται σε λίγο μια φωνή.

Έναν έναν τους βγάζουνε από μέσα και τους απιθώνουνε στο κάρο. Τώρα είναι δύσκολο να ξεχω­ρίσει κανείς τους ζωντανούς από τους πεθαμένους Όλοι κείτουνται ανάκατα μέσα στο κάρο που από πίσω του αρχίζει να κυλάει αργά ένα μικρό, κόκκινο ρυάκι κάτω στο χώμα.

― Αντρούλη μου, φωνάζει μια γυναίκα και ρίχνεται ξεφρενιασμένη πίσω από το κάρο που ξεκινάει αγκομαχώντας.

Ένας χωροφύλακας δοκιμάζει να την κρατήσει.

― Μην κάνεις έτσι κυρά. Πού το ξέρεις· μπορεί ο άντρας σου να μην έχει τίποτα.

― Αφήστε με να τον ιδώ.

― Τώρα είναι αδύνατο· περίμενε να ξημερώσει.

Κείνη ξεφεύγει από τα χέρια του και τρέχει να προφτάσει το κάρο που παίρνει το δρόμο για το νοσο­κομείο ενώ οι φωνές της σκίζουνε τον αγέρα.

Ο Ζήσης στέκεται σε μια γωνιά ακούνητος, σαν απολιθωμένος. Άξαφνα νιώθει ένα χέρι ν’ ακουμπάει στον ώμο του. Γυρίζει και βλέπει τον κύριο Λίντα.

― Μπα, εσείς εδώ, ψιθυρίζει απορώντας.

Κείνος δεν απαντάει, τον παίρνει από το χέρι, τον τραβάει σε μιαν άκρη και κάτι του λέει σιγαλά, ψι­θυριστά. Ο Ζήσης κουνάει το κεφάλι του σα να βρί­σκεται σύφωνος. Έπειτα ενώ ο κύριος Λίντας γλιστράει σα φίδι μέσα στο πλήθος κείνος τρέχει να βρει τον Αλέξη.

― Απόψε στις δώδεκα να είσαι στης Ρίκας. Θα ‘ναι κι οι άλλοι, του ψιθυρίζει στο αυτί μυστηριώδικα.

― Τι τρέχει; ρωτάει ο Αλέξης που αρχίζει τώρα να ονειρεύεται στ’ αληθινά επανάστασες κι αίματα μέσα στη σύχυση του μυαλού του.

― Έλα και θα μάθεις, είπε κι έφυγε βιαστικός.

Ο Αλέξης τον είδε να ζυγώνει έναν εργάτη, κάτι να του λέει μυστικά στο αυτί, έπειτα να τον αφήνει για να ζυγώσει άλλονε παραπέρα. Ήτανε το πνέμα που διψούσε εκδίκηση κι εννοούσε με κάθε τρόπο να τηνέ πάρει για να τηνέ χαρίσει σαν εξιλέωση στην οργισμένη ψυχή του. Με τα μαλλιά ανακατωμένα, με το πρόσωπο μαύρο από την καπνιά, κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος σα δαίμονας που θέλει όλα να τ’ αναποδογυρίσει. Ο Αλέξης κάρφωσε πάνω του τη ματιά του γιομάτη σεβασμό.

― Αυτός δεν είναι κοινός άνθρωπος, μουρμούρισε.

2

Χτύπησε την οξώπορτα, είπε το ορισμένο σύνθημα και τότε μόνο άκουσε το σύρτη να τραβιέται και την πόρτα ν’ ανοίγει. Με τα μέτρα αυτά ζητούσανε να γλιτώσουνε καμιά ξαφνικιάν έφοδο της αστυνομίας που μπορούσε να τους μυριστεί και να τους πιάσει όλους στη φάκα. Το σπίτι παράμερο, όξω από το δρόμο, μέσα στα χωράφια που βόσκανε οι γίδες της γειτονιάς, δε γεννούσε καμιάν υποψία. Ένα τόσο μικρό σπιτάκι πώς να γεννήσει υποψία. Το τρένο που ερχότανε λα­χανιασμένο πέρασε σαν αστραπή πάνω στις σιδερένιες γραμμές σφυρίζοντας, βιαστικό, ανήσυχο σα να ‘θελε κάπου να κρυφτεί. Η σφυρίχτρα του μέσα στη σιγα­λιά της νύχτας αντήχησε σα φωνή απελπισμένου που κράζει βοήθεια και τα δυο μεγάλα φανάρια μπροστά στη μηχανή λάμψανε σα μάτια τρομαγμένα που αντικρίζουνε άξαφνα μέσα στον ύπνο το λεπίδι του δολοφόνου.

Απόψε δεν ήτανε σαν τις άλλες βραδιές που μαζευόντανε και τα λέγανε ήρεμα, σιγαλά. Οι δυο καμα­ρούλες που ήτανε όλο το σπίτι της Ρίκας, φιλοξενούσανε τώρα ένα πλήθος εργάτες που μαζωχτήκανε εκεί καλεσμένοι από το Ζήση, έτσι όπως βρισκόντανε τη στιγμή της έκρηξης, με τα ρούχα της δουλειάς, άπλυ­τοι, αχτένιστοι, με τα δόντια που προβάλανε άσπρα μέσα στη μουντζούρα που τους σκέπαζε τα πρόσωπα με τα κόκκινα χείλια. Ο θάνατος πέρασε αποπάνω τους και τους άγγιξε με την κρύα φτερούγα του. Τι είναι αλήθεια η ζωή! Μια κλωστίτσα κι η γλυκιά ζωίτσα πάει, πέταξε. Κουβεντιάζανε μεταξύ τους σιγαλόφωνα για τις λεπτομέρειες της έκρηξης. Άξαφνα κάποιος ύψωσε τη φωνή του.

― Α! παιδιά, πιο σιγά, έχουνε κι οι τοίχοι αυτιά. Η φωνή γνώριμη. Κοίταξε μέσα στο πλήθος που στριμωνότανε γύρω σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι της μέσης που χρησίμευε τη στιγμή αυτή για γραφείο και ξεχώρισε τη μορφή του κυρίου Λίντα. Δεν μπό­ρεσε να κρύψει την έκπληξή του.

― Μπα ο κύριος Λίντας εδώ; ψιθύρισε.

― Τον ξέρεις: ρώτησε ο Ζήσης αδιάφορα.

Ο Αλέξης του δηγήθηκε πως τονέ πρωτογνώρισε στο χωριό, τα δώρα που ‘φερε στην εκκλησιά σαν πρωτοπάτησε το πόδι του στο νησί, λεβέντης, πλούσιος.

― Τώρα δεν είναι πια πλούσιος. Ο πατέρας του φτώχυνε παίζοντας στο χρηματιστήριο.

Κάτι έκανε να πει ο Αλέξης μα τη στιγμή εκείνη άρχισε να μιλεί ο Λίντας κι αναγκάστηκε να σωπάσει.

― Δεν είμαι εργάτης, παιδιά, για να ενδιαφέρουμαι ο ίδιος, μα η τύχη του εργάτη ποτέ δε με άφησε αδιά­φορο κι αυτό πρέπει να ξέρετε το θεωρώ τιμή μου. Μέσα στην κοινωνία ο ένας πρέπει να ενδιαφέρεται για τον άλλον. Έπειτα πως είναι δυνατό να μείνει κανείς ασυγκίνητος μπρος σ’ ένα τέτοιο δυστύχημα, ας το πούμε καθαρά, σε μια τέτοια δολοφονία;

― Δολοφονία, ναι, αυτό είναι, ξαναείπανε πολλά στόματα.

― Δε θέλω να σας ερεθίσω, μα ό,τι γίνηκε απόψε, μοιάζει σα μια καθαρή, μελετημένη δολοφονία. Αυτή είναι η πεποίθησή μου.

― Βέβαια. Το φωνάζαμε από καιρό, είπε ένας ερ­γάτης.

Ο Λίντας ωχρός, συγκινημένος, στήλωσε για κάμ­ποση ώρα το μάτι του ακίνητο σ’ ένα σημείο σα να ‘βλεπε κάτι να περνάει μπροστά του.

― Αλλού οι ένοχοι θα βρισκόντανε αυτή τη στιγμή στη φυλακή.

― Στην κρεμάλα, ακούστηκε μια φωνή.

― Είπαμε, παιδιά, σιγαλά. Τώρα εσείς τι σκο­πεύετε να κάνετε; Αυτό ήθελα να ξέρω.

Γίνηκε σιγαλιά. Κανείς δε βρέθηκε έτοιμος να του απαντήσει μέσα στη συγκίνηση που τον έπνιγε γιατί ξέφυγε από τα νύχια του χάρου κι ο Λίντας πήρε να δώσει ο ίδιος την απάντηση.

― Δε θα ζητήσετε μιαν ικανοποίηση για το αίμα που αδικοχύθηκε, για τις φαμίλιες που απομείνανε στους δρόμους; Κι επί τέλους πώς μπορείτε να ξανα­πιάσετε δουλειά σ’ αυτή τη φάμπρικα δίχως πρωτύτερα να βεβαιωθείτε πως δεν κιντυνεύετε να τιναχτείτε στον αγέρα σε καμιά νέα έκρηξη;

Σώπασε κι έφερε τη ματιά του γύρω. Σιγαλιά.

― Βλέπετε, παιδιά, δεν ξέρουμε ακόμα ούτε το δίκιο μας να ζητήσουμε, πρόστεσε.

Μιλούσε σε πρώτο πρόσωπο σα να ήτανε κι ο ίδιος εργάτης. Το τρένο ακούστηκε πάλε να περνάει μα­κριά σφυρίζοντας.

― Εγώ στη θέση σας δε θα δεχόμουνε να ξανα­πιάσω δουλειά.

― Απεργία, είπε ο Ζήσης.

Τα μάτια του Λίντα αστράψανε. Επί τέλους το βρήκε αυτό που κυνηγούσε.

― Αυτό είναι. Απεργία. Το μόνο όπλο του ερ­γάτη.

― Απεργία, ξαναείπε ένας δυνατά.

― Ζήτω λοιπόν η απεργία, φωνάξανε πολλοί μαζί.

Ο Λίντας έκαμε ένα κίνημα που ‘δειχνε στενοχώρια.

― Μα είπαμε, σιγαλά να μιλούμε. Αλλιώτικα μπορεί να μας ξημερώσει κανένας μπελάς, είπε και με την ιδέα πως με τα λόγια αυτά μπορούσε να παραξηγηθεί και να τον πάρουνε για φοβιτσιάρη, βιάστηκε να προστέσει.

― Φυσικά, δεν το κάνω για τον εαυτό μου, μα, ξακολούθησε, γιατί να χαλάσει η δουλειά;

― Με την απεργία παιδιά, ο εργάτης κάνει σήμερα τους αφεντάδες που του ρουφάνε το αίμα, να τονέ σέβουνται και να τονέ λογαριάζουνε γι’ άνθρωπο. Στο χέρι σας είναι να καλυτερέψετε την τύχη σας κι άμα καλυτερέψετε σεις που είσαστε τα νεύρα της πολιτείας καλυτέρεψε κι η πολιτεία. Έτσι θα γίνουμε και μεις κράτος. Γιατί τώρα τι θαρρείτε πως είμαστε; Παλιάσκερο, είπε και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπε­ζάκι.

Στα λόγια αυτά του Λίντα που τα απάγγειλε μελο­δραματικά μέσα σε μια βαθιά σιγαλιά, η καρδιά του Αλέξη χτύπησε δυνατά. Μην είναι λοιπόν αυτός ο πλάστης που ονειρεύτηκε; Ροδοχαράζει τάχατες μια καινούρια ανατολή; Στα μάτια του ο Λίντας κείνη τη στιγμή υψώθηκε, υψώθηκε επιβλητικός σαν αρχαία κολώνα, γιομάτη νόημα και δύναμη.

― Λοιπόν, απεργία στον αιώνα, είπε ένας εργάτης. Ο Λίντας χαμογέλασε θλιβερά.

― Όχι στον αιώνα. Η απεργία είναι μέθοδο, επι­στήμη. Πρέπει να ξέρεις τι να ζητήσεις, πώς να το ζητήσεις και σε τι στιγμή να το ζητήσεις. Αυτά δεν είναι δουλειά του καθενός. Κάνετε μια επιτροπή και σε ό,τι με χρειαστείτε θα με βρείτε πάντα πρόθυμο, συβουλάτορα.

― Τι άνθρωπος; ψιθύρισε ο Αλέξης με θαμασμό.

Όλων τα μάτια αναζητήσανε το Ζήση. Ο άνθρω­πος αυτός γεννούσε εμπιστοσύνη. Είχε μέσα του κάτι το αρχικό που τον έκανε σεβαστό. Η εκλογή έπεσε σ’ αυτόν. Αυτός ας διαλέξει και τους άλλους.

Ο Ζήσης τους ευχαρίστησε για την εκλογή με λίγα λεπτά, πρόχειρα λόγια.

― Υπάρχει εδώ μεταξύ μας κάποιος που δεν πρέ­πει να λείπει από την επιτροπή μας. Δεν είναι αλή­θεια εργάτης μα η ψυχή του είναι εργατική, είπε.

― Ποιος; ακούστηκε μια φωνή,

― Να αυτός εκεί κάτω, φωνάζει κι έδειξε με το δάχτυλο του τον Αλέξη, χωνεμένο σε μια γωνιά.

Αφού το ‘λεγε ο Ζήσης, σωστό θα ήτανε. Έτσι μπήκε κι ο Αλέξης στην επιτροπή. «Να μια περίσταση, να δουλέψεις και συ» του ‘πε μια φωνή στο αυτί και στη σκέψη αυτή κάποιο αίστημα μυστικής περηφάνειας ένιωσε στην ψυχή του που του ‘φερε ανατριχίλα.

Ο κύριος Λίντας κάτι ετοιμάστηκε να πει. Όλοι πάψανε τις κουβέντες και τονέ κοιτάζανε στα μάτια.

― Συλλογιστείτε το καλά, παιδιά. Εδώ πρόκειται να τα βάλετε με μια κοτζάμ εταιρεία, δεν είναι α­στεία. Θα χρειαστεί να παλέψετε στήθος με στήθος για να καταβάλετε τον οχτρό που έχει όλα τα μέσα στη διάθεσή του για να σας πολεμήσει. Χρειάζεται μέθοδο μα κι υπομονή κι επιμονή πέτρινη. Θα την έχετε;

― Τ’ ορκιζόμαστε, ακούστηκε μια φωνή.

Τα μάτια του Λίντα πέσανε άξαφνα στην εικόνα. Ήτανε μια παλαιά εικόνα της Γέννησης, κρεμασμένη στον τοίχο, μέσα σ’ ένα απλό ξύλινο εικονοστάσι φορ­τωμένο λουλούδια του σταυρού ξερά, σκονισμένα. Μια σκέψη άστραψε στο μυαλό του.

― Ορκίζεστε είπατε; ρώτησε.

― Ορκιζόμαστε, φωνάξανε όλοι.

― Λοιπόν εμπρός, είπε και μ’ ένα πήδημα βρέ­θηκε ανεβασμένος σε μια καρέκλα μπρος στο εικονοστάσι.

Άνοιξε το εικονοστάσι, έβγαλε από μέσα την ει­κόνα και πηδώντας κάτω από την καρέκλα την απί­θωσε ανάσκελα πάνω στο τραπεζάκι της μέσης σαν πτώμα πεθαμένου· ένα μπουκετάκι ξερολούλουδα κύ­λησε από το εικονοστάσι χάμω στο πάτωμα αφήνον­τας έναν ξερό κρότο κι ένα ψιλούτσικο συννεφάκι σκόνη υψώθηκε στον αέρα.

― Εμπρός ορκιστείτε πως δε θα υποχωρέσετε ποτέ, φώναξε ακουμπώντας πρώτος την παλάμη του ανοιχτή πάνω στην εικόνα.

Όλοι ζυγώσανε στο τραπεζάκι κι ένα πλήθος πα­λάμες χοντρές, ιδρωμένες, ροζάρικες, άπλυτες απλωθήκανε στην εικόνα βαριές, αποφασισμένες, μέσα σε μια βαθιά, βαριά σιγαλιά. Ο κύριος Λίντας χαμο­γέλασε φχαριστημένος. Άξαφνα το καντήλι που ‘καιγε μπρος στην εικόνα τσιτσίριξε σα να ‘θελε να παραπονεθεί γιατί του πήρανε την εικόνα, η μικρή φλόγα υψώθηκε λιγωμένη, δυνάμωσε για μια στιγμή μέσα στο τριανταφυλλένιο γλόμπο, έπειτα χαμήλωσε παρα­πονιάρικα όσο που σιγά σιγά ξεψύχησε, έσβησε. Κοι­ταχτήκανε τρομαγμένοι.

― Κακός οιωνός, ψιθύρισε κάποιος.

― Δε βαριέστε. Σώθηκε το λάδι κι έσβησε, τους ξήγησε ο κύριος Λίντας μ’ ένα ψεύτικο γέλιο στα χείλια σα να ‘θελε να τους δώσει κουράγιο.

Έπειτα σαν άρχισε πάλε να μιλάει, ο νους τους γύ­ρισε αλλού και το επεισόδιο του καντηλιού που για μια στιγμή απλώθηκε σα μαύρο συννεφάκι απάνω τους, ξεχάστηκε.

― Αύριο θα κηδευτούνε οι σκοτωμένοι. Μα η κη­δεία τους πρέπει να περάσει μέσα από την πόλη σα μια διαμαρτυρία που να το νιώσουνε όλοι πως η ζωή του εργάτη αξίζει όσο κι η ζωή του καθενός πολίτη. Κάποιος αναστέναξε.

― Σωστά, μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι του.

Η συνεδρίαση είχε τελειώσει· ο κύριος Λίντας φό­ρεσε το μακρύ παλτό του, πήρε το καπέλο στο χέρι ζύγωσε στο παράθυρο, άνοιξε μια γρίλια και κοίταξε όξω.

― Σκοτάδι. Καιρός να πηγαίνουμε, μουρμούρισε. Όλοι του κάνανε τόπο για να περάσει.

― Τι άνθρωπος! ψιθύρισε ο Αλέξης..

Έπειτα αρχίσανε να βγαίνουνε ένας ένας για να μη γεννήσουνε υποψίες. Ο Αλέξης πιάνει το δρόμο για τον καφενέ που κοιμότανε ενώ αποπάνω του ο ου­ρανός απλώνεται μαύρος, βαρύς. Η Ρίκα σκύβει χάμω στο πάτωμα κι αρχίζει με τη φούχτα της να σαρώνει αλαφρά τις σκονισμένες σανίδες προσπαθώντας να μαζώξει ό,τι απόμεινε χάμω από τα τριμμένα ξερολούλουδα που κυλίσανε από το εικονοστάσι.

― Αμαρτία. Γρουσουζιά, ψιθυρίζει, χαδεύοντας τρυφερά με τα δάχτυλά της τα ξερά φύλλα τω λου­λουδιών όσα απομείνανε άτριφτα.

3

Ένας εργάτης ζυγώνει στον τοίχο που ακουμπάει το μεγάλο στεφάνι με τις πλατιές, μεταξωτές κορδέλες κρεμασμένο σ’ ένα αψηλό, ξύλινο κοντάρι, πιάνει την άκρη της κορδέλας, την απλώνει και διαβάζει συλ­λαβιστά.

«Στον αδικοσκοτωμένο συνάδελφο».

Αναστενάζει:

― Αχ, αλήθεια, αδικοσκοτωμένος, ψιθυρίζει.

Έπειτα γυρίζει το μάτι του προς το νεκρώσιμο με την πλατιά, μαύρη γιρλάντα που ‘ναι κολλημένο στον τοίχο. Διαβάζει κι οι λέξες οι τυπικές παίρνουνε τη στιγμή εκείνη μια ξεχωριστή έννοια. Φέρνει το μάτι του γύρω. Γιομάτος ο δρόμος, λασπωμένος από τη βροχή της νύχτας. Οι μουσικάντες με τις στολές και τα λοφία τους περιμένουνε στη γωνιά, οι κορδέλες τω στεφανιών ανεμίζουνε στο φύσημα του αγέρα, ο αμαξάς που διευτύνει τη νεκροφόρα στέκεται ακίνητος, μεγαλόπρεπος πάνω στο αψηλό θρονί του με τη μαύρη ρεντικότα και το αψηλό καπέλο, τ’ άλογα γέρνουνε τα κεφάλια τους βαριά, κουρασμένα. Ένα κυπαρίσσι μέσα στον κήπο του νοσοκομείου αργοκουνάει την κορφή του κι οι καμπύλες που ζουγραφίζουνται στον αγέρα, σκορπάνε μια σιωπηλή, σεμνή θλίψη, σα να ντρέπε­ται να φωνάξει τον πόνο του.

― Σταθήκανε τουλάχιστο τυχεροί στη θανή τους, ψιθυρίζει ένας εργάτης.

― Τέτοια κηδεία ούτε στ’ όνειρό τους δεν την εί­δανε, λέει άλλος,

― Τι βγαίνει; καλύτερα να ζούσανε κι ας τους λείπανε αυτά τα λούσα, ψιθυρίζει άλλος.

Μια άμαξα φτάνει τρέχοντας και σταματάει όξω από την πόρτα του νοσοκομείου. Ο αμαξάς πηδάει γλή­γορα κάτω, βγάζει το καπέλο του, στέκεται σε προ­σοχή κι ανοίγει την πόρτα.

― Ο Δεσπότης, ψιθυρίζει κάποιος.

Το πλήθος που στριμώνεται στο πεζοδρόμιο, κάνει τόπο για να περάσει ο Δεσπότης. Κείνος περνάει ανά­μεσα, ακουμπώντας στην αψηλή πατερίτσα του, κοιτάζει τα πλήθος με μάτι κουρασμένο, βλογάει… Οι άρρωστοι που σεργιανάνε στον κήπο με τις άσπρες μπλούζες, ζυγώνουνε στα κάγκελα να ιδούνε το Δεσπότη ενώ άλλοι σκύβουνε και του φιλάνε το χέρι.

― Τους βγάζουνε, ακούγεται μια φωνή.

Μια ανατριχίλα σκορπιέται κάτω από το θολόν ου­ρανό. Τα μάτια γυρίζουνε, καρφώνουνται στο βάθος του κήπου ανήσυχα, διψασμένα.

Ο Δεσπότης ντυμένος στα χρυσά, με τη μίτρα στο κεφάλι, πετραδοστόλιστη, και την αψηλή πατερίτσα στο χέρι, προχωράει αργά, μεγαλόπρεπος ανάμεσα στους παπάδες, ντυμένους άσπρα. Πίσω έρχουνται τα δυο νεκροκρέβατα με τους πεθαμένους. Ακολουθάνε οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενήδες τους… Η πομπή περνάει μέσα από τα μικρά, καλοστρωμμένα στρατώνια του κήπου και τα δέντρα, σα μυροφό­ρες, σκορπάνε τη μυρουδιά τους στους πεθαμένους. Το κυπαρίσσι σκύβει περίεργο, χαμηλώνει την κορφή του κι η καμπύλη που χαράζει κείνη τη στιγμή είναι γιομάτη από μιαν ευγενικιά θλίψη… Η βαριά σιδερόπορτα ανοίγεται διάπλατη για να περάσει το ξόδι. Το πλήθος αναταράζεται. Οι μουσικάντηδες μπαίνουνε μπροστά, το ταμπούρλο χτυπάει ρυθμικά, η σημαία με το μαύρο κρέπι που τηνέ ζώνει, ανεμίζει ανήσυχη, ενώ ο Δεσπότης με τους παπάδες, βαδίζουνε αργά μπρος από το πλήθος που πλημμυρίζει, το δρόμο…

Ο Δεσπότης βλέπει τη σημαία και το πρόσωπο του ζαρώνει.

― Δεν μπορούσε να λείψει αυτό το πράμα;

― Είναι η σημαία του σωματείου μας, Δέσποτά μου. Δεν μπορεί να λείψει, αποκρίνεται ο Ζήσης.

Ο Δεσπότης πείθεται να προχωρέσει, μα είναι φανερό πως η σημαία αυτή δεν του χτυπάει καλά στο μάτι. Κάτι ψιθυρίζει μα οι λέξες πνίγουνται μέσα στους μελαχολικούς ήχους ενός πένθιμου εμβατήριου που αρχίζει να παίζει η μουσική. Οι γυναίκες που ακολου­θούνε τα λείψανα, σταματάνε το κλάμα για ν’ ακούσουνε. Το πλήθος σέρνεται πίσω από τα λείψανα με σφιγμένες καρδιές, βουβό…

Η πομπή ξεχύθηκε στο μεγάλο δρόμο. Οι άνθρω­ποι στέκουνται στα πεζοδρόμια για να ιδούνε, πε­ρίεργοι.

― Μωρέ κράτος, να μη μας βασκαθεί, φωνάζει ένας μεγαλομαγαζάτορας.

― Σα δεν έχουμε κυβέρνηση, αυτά κι άλλα χερότερα να περιμένουμε.

― Έπρεπε να ‘μαι γώ διευθυντής της Αστυνομίας αυτή την ώρα, λέει ένας κύριος με χρυσά γυαλιά.

― Δεν είναι πράματα αυτά. Αυτό δεν είναι κηδεία, είναι διαδήλωση. Πρέπει να τα χτυπήσει ο τύπος. Τι θα πούνε κι οι ξένοι;

― Νόμισες πως έχουμε τύπο;

Μα η πομπή πέρασε μπρος τους επιβλητικιά, ογκώδικη, αδιάφορη…

Ένας αστυνόμος προβάλλει τώρα μπροστά στο δρόμο με στριμμένα μουστάκια. Η πομπή κόβει το δρόμο της α­πότομα.

― Η σημαία να κατεβεί, ακούγεται η φωνή του αστυνόμου άγρια.

― Μην επιμένετε κύριε αστυνόμε. Αυτό είναι αδύ­νατο, δηλώνει ο Ζήσης, χλωμός από τη συγκίνηση.

― Είναι πολύ δυνατό, θα διατάξω τώρα αμέσως να την κατεβάσουνε με τη βία.

― Αυτό είναι δικός σας λογαριασμός, απαντάει ο Ζήσης. Εμείς δεν την κατεβάζουμε.

Τα σύννεφα που σκεπάζουνε τον ουρανό χαμηλώνουνε, βαριά. Ο αστυνόμος σηκώνει αψηλά το χέρι του ανάμεσα στους χωροφυλάκους που τονέ ζώνουνε. Το ιππικό που παραμόνευε, κρυμμένο στη γωνιά, χυμάει, σαρώνει το δρόμο που αντηχάει από το ποδοβολητό των αλόγων κι από την κλαγγή τω σπαθιών που σκίζουνε αλύπητα τον αγέρα…

Έρημος, άδειος τώρα ο δρόμος, αναποδογυρισμένοι οι νεκροί μέσα στις κάσες τους, ριγμένες στο δρόμο… Ένας άνθρωπος με μάτια αγριεμένα, με τα μαλλιά ξέπλεχα, υψώνει τώρα αψηλά κάποιο κουρέλι κρεμασμένο σ’ ένα ξύλο. Είναι το απο­μεινάρι της σημαίας σπασμένης, τσαλαπατημένης κυλισμένης στη λάσπη. Από τα ομορφοπλεγμένα στεφάνια με τα πολύχρωμα λουλούδια και τις πλατιές μεταξω­τές, άσπρες κορδέλες, τώρα δεν απομένει παρά ένα συρματένιο στεφάνι γυμνό, ξεγδαρμένο. Ο αγέρας σηκώνει αψηλά τα λουλούδια, τα παίρνει μαζί του για να τα πάει, μακριά κι οι σκισμένες κορδέλες ζυ­μώνονται με τη λάσπη που σκεπάζει το δρόμο.

― Αδέρφια εδώ, ακούγεται μια φωνή.

Είναι ο Αντρέας ο ποιητής. Η φωνή του αντηχάει τη στιγμή εκείνη σα σάλπισμα ενώ το κουρέλι που κρατάει ανεμίζει στα χέρια του… Δειλά, τρο­μαγμένοι αρχίζουνε να προβάλουνε πάλι από τις γωνιές ένας ένας οι άνθρωποι, σαν πρόβατα που εί­δανε το λύκο να χυμάει καταπάνω τους. Οι νεκροί, κυλισμένοι στη λάσπη, καρτεράνε, λες και τα χείλια τους τα σφιγμένα είναι έτοιμα ν’ ανοιχτούνε σ’ ένα πικρό παράπονο. «Πού μας αφήσατε αδέρφια;»

Έτσι η πομπή ξαναγίνεται γύρω στα δυο λασπω­μένα, σπασμένα νεκροκρέβατα που τα φέρνουνε τώρα στα χέρια τους.

― Πού ‘ναι ο Δεσπότης; Πού ‘ναι οι παπάδες; ρω­τάει ένας φέρνοντας γύρω τη ματιά του,

― Τώρα Δεσπότης! Το ‘σκασε!

― Ε! τότε καλύτερα τους πάμε και δίχως πα­πάδες.

― Και δίχως ψαλτάδες, πρόστεσε άλλος.

― Όχι. Ψαλτάδες θα γίνουμε μείς τώρα. Εμπρός.

 

Ω λυγερό και κοφτερό σπαθί μου

και συ ντουφέκι μου καλό και φλογερό πουλί μου

εσείς τον Τούρκο σφάξατε, τον τύραννο σπαράξατε…

 

Τραγουδάει ο Αντρέας και το πλήθος αρπάζει το παράξενο τραγούδι από το στόμα, του και το ξα­ναλέει.

Η πομπή προχωρεί τώρα σε βήμα στρατιωτικό κι ο καθένας προσπαθεί να κανονίσει το βήμα του με το ρυθμό του τραγουδιού.

― Έτσι, όχι κλάψες, φωνάζει ο Αντρέας, ενώ η πομπή, ξανασκηματισμένη, προχωρεί μι βήμα γοργό, ρυθμικό.

Είναι ο σημαιοφόρος, ο αρχηγός, την ώρα εκείνη που τα σύννεφα στον ορίζοντα ανοίγουνται, κουρελιάζουνται κι αφήνουνε να φανεί ανάμεσα ένας ήλιος κόκκινος, φλογάτος που πάει να βασιλέψει. Τα κυπα­ρίσσια του δρόμου γέρνουνε ευλαβικά τις κορφές τους στο πέρασμα τω νεκρών. Σκοτεινιάζει. Μακριά αστράφτει· ο αγέρας γίνεται υγρός, μυρίζει βρεγμένο χώμα.

― Γλήγορα· η βροχή ζυγώνει παιδιά, φωνάζει ο Αντρέας…

Δύο λάκκοι χάσκουνε λαίμαργα· οι νεκρο­θάφτες περνάνε τα σκοινιά στις κάσες που αφήνουνε έναν ξερό κρότο καθώς τρίβουνται στα πλάγια τω λάκκων τη στιγμή που τις κατεβάζουνε.

― Καλό ταξίδι, αδέρφια, φωνάζει ο Αντρέας.

― Καλό ταξίδι, ξαναλένε όλοι κι η φωνή τους μέσα στη σκοτεινιά αντηχάει σαν ένας πένθιμος αντίλαλος.

Το χώμα κυλάει πάνω στις κάσες σε γλήγορες, γιομάτες φτυαριές. Σε λίγο υψώνονται δυο μικροί, μα­λακοί λόφοι. Ο Αντρέας μπήχνει στην κορφή του λόφου το σπασμένο κοντάρι της σημαίας, που έτσι μοιάζει σαν ένα μικρό κάστρο. Το κουρέλι που από­μεινε από τη σημαία, ανεμίζει δαρμένο από τον άνεμο λες και κλαίει τους πεθαμένους…

Μπουμπουνίζει… Μικρά φώτα λάμπουνε πάνω στα μνήματα δειλά, σεμνά.

― Δρόμο παιδιά, ακούγεται μια φωνή και το πλή­θος αρχίζει να σκορπιέται μέσα στα στρατώνια βια­στικό. Μια γυναίκα με μαύρο φουστάνι σέρνει ένα παι­δάκι από το χέρι και παίρνει το δρόμο για το σπίτι της το έρημο, βουβή…

Απομένει μόνος ο Αντρέας. Κοιτάζει γύρω του μην τονέ βλέπει κανένας, έπειτα σκύβει, κυλάει το μέ­τωπό του στο χώμα το νοτερό, ακούνητος.

― Κοίταξε· φιλάει το χώμα, ψιθυρίζει ένας νεκρο­θάφτης που τον πήρε το μάτι του σκύβοντας ν’ ανάψει κάποιο καντήλι.

― Σουτ! προσκυνάει τη γης. Είναι άθεος, μαλλιαρός! αποκρίνεται δίπλα ένας σύντροφός του ακουμπώντας σε μιαν αξίνα, ενώ γουρλώνει τα μάτια του με φρίκη μέσα στο σκοτάδι…

3

― Μαρία, τρέξε γλήγορα ν’ ανοίξεις. Ο αφέντης! φωνάζει άξαφνα η κυρα-Ελέγκω, που ξαπλωμένη μέσα στη θαλασσιά ρόμπα της, πάνω στο διπλό, παχύ εγγλέζικο κρεβάτι της, με τις αψηλές κουρτίνες, προσπαθεί να μαζέψει βιαστικά τα κρέατά της που ξεχειλίζουνε και να σταθεί όρθια για να υποδεχτεί το φίλο της.

Ένας κύριος ανεβαίνει τη σκάλα, με βήμα βαρύ, κυριαρχικό.

― Καλώς το πουλάκι μου, ακούγεται τρυφερή η φωνή της κυρα-Ελέγκως που περιμένει στο απάνω σκαλοπάτι της σκάλας, χαμογελώντας.

Κείνος ― ο κύριος Λίντας― ξινίζει τα μούτρα του.

― Ουφ, αναγούλες, σου είπα, δεν θέλω να ξανακούσω αυτές τις αηδίες. Καλησπέρα.

― Καλησπερούδια σου.

Μπαίνουνε στην κάμαρά της και ρίχνουνται στο μαλακό καναπέ που βουλιάζει, ο ένας δίπλα στον άλλον. Η κάμαρα φωτίζεται με ηλεχτρικό· παχιές κουρτίνες κρέμουνται στα παράθυρα κι οι τοίχοι στολίζουνται με κάδρα γυμνώ γυναικών. Είναι η αδυναμία της κυρα-Ελέγκως να ‘χει μπροστά της κορμιά γυναίκεια γυμνά, σε διάφορες στάσες.

Τι έγινες; έχω τρεις μέρες να σε δω; ρωτάει η κυρα-Ελέγκω με παράπονο σα μικρό παιδάκι, σου­φρώνοντας τα χοντρά χείλια της.

― Τι να γίνω; τρέχω για τη δουλειά σου, αποκρί­νεται κείνος ξερά.

― Έκανες τίποτα;

― Τίποτα. Ο διευθυντής της αστυνομίας φέρνει δυ­σκολίες.

― Τα μούτρα του, και με ρώτησε μένα που πλη­ρώνω πεντακόσιες δραχμές νοίκι το μήνα σε τούτο το σπίτι, πού βρίσκονται αυτά τα λεφτά; φωνάζει η κυρα-Ελέγκω αγριεμένη.

― Μη λες κουταμάρες, δεν έχει καμιά ανάγκη να σε ρωτήσει· αυτός τη δουλειά του κάνει. Του καταγγείλανε πως ένας πήρε πάθος από κάποια γυναίκα του σπιτιού σου αδήλωτη, κι αυτός σου κλείνει το σπίτι. Δικαίωμά του.

― Έτσι ε, κείνη ήτανε παντρεμένη γυναίκα, κυ­ρία καθώς πρέπει και με άντρα με θέση.

― Δεν έχει σημασία· αυτό να σου γίνει μάθημα άλλη φορά να προσέχεις.

― Εγώ, ξέρω καλά τη δουλειά μου· ξέρω εγώ τι γυναίκες μπάζω στο σπίτι μου έννοια σου.

― Να που την έπαθες ωστόσο.

― Δεν είμαι εγώ η πρώτη, όλες το πάθανε. Μα εκείνωνε βλέπεις δεν το βρήκανε πάτημα για να τους κλείσουνε το σπίτι.

― Αυτό είναι άλλο ζήτημα, αποκρίθηκε ο κύριος Λίντας μασώντας την άκρη του μουστακιού του.

Ο κύριος Λίντας σηκώθηκε όρθιος σα να ‘θελε να κόψει αυτή την κουβέντα.

― Χαρτί και μελάνι γλήγορα, είπε.

Η κυρα-Ελέγκω ανοίγει ένα ερμάρι και βγάζει μια κόλλα χαρτί κι ένα φάκελο.

― Γράμμα θα κάνεις; ρωτάει.

― Όχι από αυτό το χαρτί, μεγάλες κόλλες, φάκελος δε μου χρειάζεται.

― Α έτσι πες μου.

― Πρέπει να χτυπήσουμε στην εφημερίδα μας την κυβέρνηση πάνω στο ζήτημα της απεργίας.

― Τι γίνεται αλήθεια η απεργία; θα πάρουμε τη θέση; Τι λες; ρωτάει η κυρα-Ελέγκω σε ζωηρό τόνο.

Κείνος σηκώνει τους ώμους του.

― Να ιδούμε. Αν έχει τύχη ο γέρος! Η εταιρεία δε θέλει ν’ ακούσει τίποτα· έχει βλέπεις τις πλάτες της κυβέρνησης, αποκρίνεται κείνος και στρώνεται σε μια καρέκλα μπρος στο στρογγυλό τραπέζι της μέσης… Η πένα του τρέχει πάνω στο άσπρο χαρτί, ενώ η κυρα-Ελέγκω σκύβει πάνω από τον ώμο του παρα­κολουθώντας με θαμασμό το γράψιμο. Το τρίξιμο της πένας που τρέχει βιαστικά, θυμωμένη, της φαίνεται σα μουσική. Τα χερόγραφα βγαίνουνε ένα ένα γιο­μάτα, νωπά.

― Άκουσε τώρα να σου το διαβάσω, λέει ο Λίντας πετώντας την πένα πάνω στο τραπεζομάντηλο, γιομάτη μελάνη. Κείνη ξαφνίζεται.

― Μα τι νιώθω εγώ;

― Δε σημαίνει, κάτι θα νιώσεις, αποκρίνεται κι αρχίζει να της διαβάζει το άρθρο.

Η κυρα-Ελέγκω τεντώνει τ’ αυτιά της. Τέτοια τιμή από τον αγαπημένο της… Τα επίθετα που καυτηριάζουνε την κυβέρνηση, σκάζουνε σα λαμπρόχρωμες ρουκέτες. Σίδερο πυρωμένο η κάθε λέξη…

― Ε πως σου φάνηκε ρωτάει εκείνος φτάνοντας στο τέλος.

― Τρομάρα μου; Πώς να μου φανεί; Εσύ είσαι ένας μάστορης σε όλα.

Κείνος ξινίζει τα μούτρα του για το κοπλιμέντο της φιλενάδας του που δεν τον ικανοποίησε. Αυτός ήθελε κάτι θετικό, ορισμένο.

― Άιντε να χαθείς· δεν είσαι να σου λέει κανείς τίποτα.

Κείνη χαμογελάει ηλίθια ενώ η ρόμπα της, ανοιχτή μπρος στο λαιμό, αφήνει να προβάλουνε δυο χοντρά βυζιά που κρέμουνται σαν πλεμόνια βοδιού. Ο Λίν­τας μαζεύει τα χερόγραφα, τα τυλίγει και τα χώνει στην τσέπη του.

― Άκουσε! έχω ανάγκη από ψιλά, λέει, παίρνον­τας σοβαρό ύφος.

Κείνη ανοίγει το στόμα της.

― Πάλε λεφτά; Πόσος καιρός είναι που σου ‘δωκα το πεντακοσιάρικο.

― Δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Κείνο που ξέρω είναι πως χρειάζονται λεφτά. Οι τυπογράφοι περιμένουνε πλε­ρωμή. Χώρια που είμαι υποχρεωμένος να ξοδεύω και για την απεργία· αυτοί οι άνθρωποι θέλουνε να φάνε. Έπειτα η δουλειά σου; Ή θάρρεψες πως αυτές οι δουλειές τελειώνουνε μόνο με λόγια; α δεν πέσει πα­ράς δε γίνεται τίποτα.

Η κυρα-Ελέγκω στέκεται αναποφάσιστη.

― Δε λέω· δίκιο έχεις, ποιος μπορεί να πει πως έχεις άδικο· μα, σκέψου πού να τα βρω η κακομοίρα; Το σπίτι δε δουλεύει, τόσον καιρό τώρα…

Κείνος σηκώνεται όρθιος. Το πρόσωπό του συννε­φιασμένο.

― Για τελευταία φορά. Δεν έχεις; ρωτάει.

Η κυρα-Ελέγκω βγαίνει αργά από την κάμαρα, κατσουφιασμένη. Σε λίγο ξαναγυρίζει μ’ ένα χαρτί στο χέρι.

― Να! αυτό είναι το τελευταίο μου, λέει.

Κείνος αρπάζει το χαρτί από τα χέρια της. Γουρ­λώνει τα μάτια του και κοιτάζει. Ένα κατοστάρικο!

― Για ψυχικό μου το δίνεις μωρή αυτό; φωνάζει. Η φωνή του τρέμει.

― Σου ορκίζομαι. Δεν έχω άλλο, αποκρίνεται σ’ έναν κλαψιάρικον τόνο.

― Να σε μάθω λοιπόν εγώ να φέρνεσαι, φωνάζει και σηκώνοντας το πόδι του της κατεβάζει μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Έπειτα την αρπάζει από τα μαλλιά. Κείνη κυλιέται χάμω στο πάτωμα μουγκρί­ζοντας σα σφαγμένη γελάδα.

― Λυπήσου με, μουγκρίζει με αδυνατισμένη φωνή. Μα ο τόνος ο ικετευτικός της φωνής της φαίνεται πως τον αγριεύει ενώ το πόδι του ανεβοκατεβαίνει πάνω στα μαλακά κρέατά της. Έπειτα αρπάζει το καπέλο του και το μπαστούνι του και τραβάει προς τη σκάλα.

― Α με ξαναϊδείς… φωνάζει.

Η φοβέρα αυτή δίνει τη δύναμη στην κυρα-Ελέγκω να μαζώξει όπως όπως τα κρέατά της και να σταθεί όρθια στα δυο χοντρά πόδια της. Να μην ξαναϊδεί το φίλο της; Κι έπειτα τι θα γίνει, πώς θα μπορέσει να ζήσει;…

Τρέχει στη σκάλα.

― Στάσου φωνάζει.

Τη στιγμή εκείνη ακούγεται το κουδούνι της εξώ­πορτας κι ο κύριος Λίντας αναγκάζεται να ξαναγυρίσει και να κλειστεί πάλε στην κάμαρα της Ελέγκως για να γλιτώσει από καμία δυσάρεστη συνάντηση.

Η Μαρία τρέχει να δει ποιος είναι. Σε λίγο ξανα­γυρίζει.

Κυρία, ο κύριος τραπεζίτης, φωνάζει συγκινημένη.

Ο κύριος Θρασύβουλος! Ο καλύτερος πελάτης μου! Πωπώ συφορά μου! Μπάσε τονε στη σάλα, φω­νάζει.

Η κυρα-Ελέγκω σκουπίζει τα δάκρυά της, διορ­θώνει όπως όπως τα μαλλιά της και μπαίνει στη σάλα.

― Σε άσκημη ώρα ήρθατε. Δεν ξέρω α μάθατε τα δικά μου, λέει η κυρα-Ελέγκω δίνοντάς του το χέρι.

― Δεν ξέρω τίποτα, ψιθυρίζει κείνος.

― Φασαρίες με την αστυνομία. Το περιμένατε αυτό στο δικό μου σπίτι;

― Μπα; και γιατί; ρωτάει κείνος ανάβοντας ένα χοντρό πούρο.

Κείνη αναγκάζεται να του δηγηθεί όλο το ιστορικό.

― Περίεργο. Το σωστό πως πρέπει και συ να προσέχεις ποια βάζεις στο σπίτι σου.

― Όσο γι’ αυτό κύριε Θρασύβουλε, πέστε μου σεις που μπαίνετε τόσα χρόνια στο σπίτι μου αν έχετε κα­νένα παράπονο.

― Αυτό είναι αλήθεια… ώστε τώρα μπορώ να φύγω λέει ο κύριος θρασύβουλος, κάνοντας να σηκωθεί.

― Να φύγετε… Μα για σταθείτε…

― Τι; βρίσκεται τίποτα;

Η κυρα-Ελέγκω τον κοιτάζει στα μάτια μ’ ένα ύφος δισταχτικό. Ο κύριος Θρασύβουλος περιμένει ανυπόμονος. Κεί­νη σκύβει και κάτι του λέει μυστικά. Κείνος γουρλώ­νει τα μάτια του.

― Μα… ξέρετε… λέει κείνη τρίβοντας τα δυο δά­χτυλά της.

― Σου ‘κανα ποτέ παζάρι; φτάνει ν’ αξίζει, αποκρί­νεται κείνος με ύφος ανθρώπου που δε λογαριάζει τον παρά μπρος στο γούστο του.

― Όσο γι’ αυτό θα κρίνετε τώρα σε λίγο μόνος σας. Κείνος γλείφει τα χείλια του στη γλυκιά προσδοκία.

― Δώσε μου χαρτί.

Η κυρα-Ελέγκω φέρνει μια κόλλα χαρτί κι ο κύ­ριος Θρασύβουλος βγάζοντας μια μαλαματένια πένα από την τσέπη του αρχίζει να χαράζει γραμμές γλή­γορα πάνω στο χαρτί ενώ η κυρα-Ελέγκω σκύβει απάνω του περίεργη.

― Δυο χιλιάδες, ε; τι λες; ρωτάει.

Κείνη χαμογελάει δείχνοντας έτσι τη συγκατάθεσή της.

Ο κύριος Θρασύβουλος βάζει την υπογραφή του και δίνει το χαρτί στην κυρα-Ελέγκω. Κείνη παίρνει το χαρτί και τρέχει να βγει όξω.

― Που ‘ναι ο αφέντης; μην έφυγε; ρωτάει τη Μαρία.

― Όχι μέσα είναι. Περιμένει.

Η κυρα-Ελέγκω μπαίνει στην κάμαρα κρατώντας τεντωμένη την κόλλα.

― Το βλέπεις αυτό; για το χατίρι σου, για την αγάπη σου… φωνάζει.

Κείνος ζαρώνει το κούτελό του προσπαθώντας να φαίνεται ακόμα θυμωμένος. Αρπάζει απότομα το χαρ­τί από το χέρι της. Με μια ματιά παίρνει στη στιγμή όλο το περιεχόμενο.

― Ένα συνάλλαγμα… Μα εσύ είσαι θησαυρός. Πώς τα κατάφερες και τονέ τύλιξες αυτόν το γεροκολασμένο; φωνάζει γελαστός και πετάγεται απάνω έτοιμος να την αγκαλιάσει.

― Τέτοια θυσία μόνο για σένα μπορούσα να κάνω, κι ας μου φέρνεσαι έτσι, μουρμούρισε κείνη με παρά­πονο, σε τόνο παιδιάστικο σουφρώνοντας τα χείλια της.

― Μη με συνερίζεσαι καημένη Ελέγκω. Ξέρεις άμα είμαι στα νεύρα μου… αποκρίνεται κείνος σε τόνο τρυφερό και της κολλάει ένα σκαστό φιλί στο γυμνό, χοντρό σβέρκο της…

Βγαίνει από την κάμαρα. Ο Λίντας πέφτει στον καναπέ. Σε λίγο ξαναφαίνεται η κυρα-Ελέγκω κρατώντας από το χέρι ένα κοριτσάκι; Η Πίτσα, το κο­ριτσάκι της. Με τα κοντά φουστανάκια του, με τη θα­λασσιά ποδίτσα του, ξανθό, αδρό, ζουμερό, μοιάζει σα μοσκαράκι που το οδηγάει με το σκοινί ο χασάπης στο σφαγείο, για τη μεγάλη θυσία… Κείνο διστάζει, κοντοστέκεται, σα να μυρίστηκε αίμα…

Ανοίγει η πόρτα σιγαλά που ο κύριος Θρασύβου­λος βρίσκεται όρθιος αποπίσω. Βλέπει το κοριτσάκι, τα ρουθούνια του πλαταίνουνε, καπνίζουνε, το σαγόνι του τρέμει. Προβάλουνε δυο χέρια ανοιχτά που χάσκουνε σα μασέλες τανάλιας…

Το κοριτσάκι ρίχνει μια τελευταία, ικετευτική μα­τιά στη μάνα του. Κείνη αποφεύγει τη ματιά του, το σπρώχνει μέσα στην κάμαρα και κλείνει την πόρτα σιγαλά πίσω της…. Ακούγεται η βαριά ανάσα του κυρίου Θρασύβουλου…

 

Η πόρτα ανοίγει με ορμή. Ο κύριος Θρασύβουλος αναμμένος, ιδρωμένος κατεβαίνει τη σκάλα βιαστικός. Με τις χρυσές πλεξούδες της ξέπλεχες, με μάγουλα πυρωμένα, η Πίτσα τρέχει να ριχτεί στην αγκαλιά της μάνας της. Την αγκαλιάζει και κάτι της ψιθυρίζει στο αφτί. Κείνη γουρλώνει τα μάτια της σα να μην το πιστεύει.

― Αλήθεια; ρωτάει.

― Αλήθεια μαμάκα μου, βεβαιώνει η Πίτσα.

Η κυρα-Ελέγκω μπαίνει στην κάμαρα, στέκεται κάτω από το εικονοστάσι με τις πολλές εικόνες και το ασημένιο κρεμαστό καντήλι κι αρχίζει να σταυροκοπιέται απανωτά τσακίζοντας το χοντρό κορμί της, ενώ τα χείλια της ψιθυρίζουνε κάποια προσευχή.

― Ήτανε από το Θεό να γλιτώσει, ψιθυρίζει, σταυ­ρώνοντας τα χέρια της.

Μπαίνει στην κάμαρα που καρτερούσε ο Λίντας. Κάτι του ψιθυρίζει. Κείνος χαμογελάει.

― Αμ, γεροπαραλυμένος, τι περιμένεις σε αυτή την ηλικία; λέει.

― Κι έτσι μας μένουνε διάφορο οι δυο χιλιαδούλες του, λέει η κυρα-Ελέγκω…

Κι ο Λίντας κατεβαίνει τη σκάλα σφίγγοντας το συν­άλλαγμα τω δυο χιλιάδωνε στην τσέπη του. Στέκεται στο πεζοδρόμιο.

― Στο καλό πουλάκι μου, ακούγεται μια φωνή από αψηλά.

Αναγνωρίζει τη φωνή της κυρα-Ελέγκως που στέ­κεται πίσω από το μισανοιγμένο παράθυρο.

Κοιτάζει γύρω του. Ψυχή, Σηκώνει το κεφάλι του, φέρνει το χέρι στα χείλια του και στέλνει ένα πετα­χτό φιλί στο παράθυρο…

5

Οι άλλοι κοιμούνται ακουμπώντας τα κεφάλια τους στα ξύλινα τραπεζάκια. Ένας ρουχαλίζει, άλλος ρου­θουνίζει βαριά, μονότονα. Νύχτα. Η λάμπα κατεβα­σμένη θαμποφέγγει.

Ο Αλέξης ξαναδιαβάζει το γράμμα, νωπό ακόμα, με την πένα στο χέρι.

― Όχι. Δεν πρέπει να το μάθει. Η αλήθεια θα τηνέ σκοτώσει. Καλύτερα να βρίσκεται στην πλάνη. Η πλάνη είναι γλυκιά, ψιθυρίζει αλλάζοντας γνώμη.

Συλλογιέται.

― Να πουλήσει το σπίτι της! Να μάθει σε τι κατά­σταση βρίσκουμαι! Όχι. Είναι τρομερό! Αλλιώτικα πρέπει να της το γράψω. Να της το φέρω με τρόπο…

Σκίζει τη γραμμένη κόλλα, παίρνει μιαν άλλη κόλ­λα κι αρχίζει να συλλογιέται…

Χτυπάνε δυνατά την πόρτα, κλωτσάνε, σπρώχνουνε, θα τηνέ ρίξουνε.

― Ανοίχτε, ανοίχτε, κακούργοι, ακούγεται μια φωνή.

Ξυπνάνε όλοι, ο καφετζής με τις ποδάρες του γυμνές, άπλυτες τρέχει ν’ ανοίξει την πόρτα ενώ τα κορ­δόνια του σώβρακού του σούρνονται πάνω στο λιγδια­σμένο πάτωμα.

― Ανοίχτε μου.

Ανοίγει. Μια γυναίκα στέκεται μπροστά του, μια μεσόκοπη, ξεπεσμένη, καθώς μπορεί κανείς να συμπε­ράνει από την τριμμένη φορεσιά της, από το λασπω­μένο ποδόγυρό της. Στεγνό, κοκαλιάρικο το πρόσωπό της, με μάγουλα βαθουλωμένα, με μάτια ανήσυχα.

Στο χέρι κρατάει μια μαύρη ομπρέλα σκισμένη, ξεθωριασμένη, που την κουνάει νευρικά.

―Τι τρέχει κυρούλα μου; τι έπαθες;

― Τον κακό σου τον καιρό, κύριε. Δεν είμαι κυρού­λα, φωνάζει.

Τότε δεποινίς…

― Ούτε δεσποινίς.

― Λοιπόν τι;

― Κυρία, μια κυρία που ‘ρχεται να ζητήσει την κόρη της.

Κείνος τα χάνει.

― Την κόρη σου, ζητάς; Έχασες την κόρη σου; Κι ήρθες εδώ να τηνέ ζητήσεις; ρωτάει σαστισμένος ενώ κρατάει με το στανιό τα γέλια του.

― Εδώ βέβαια. Ή δεν το ξέρω θαρρείς πως την έχετε δω κρυμμένη;

Ο καφετζής σταυροκοπιέται.

― Άιντε στο καλό κυρά μου. Δεν ξέρω τι μου λες.

― Δεν πάω πουθενά. Θέλω το κορίτσι μου, το παιδί μου, τη Ρόζα μου.

― Καλά τα μπλέξαμε τώρα, μουρμουρίζει ο καφετζής.

― Το παιδί μου, την κοπελούδα μου, τι μου τηνε φυλάτε δω μέσα;

― Μα δε με πιστεύεις κυρά μου; σου τ’ ορκίζουμαι δεν ξέρω τίποτα. Επί τέλους έλα μέσα να ψάξεις και μοναχή σου.

Κείνη χυμάει μέσα στον καφενέ. Ζυγώνει στα τρα­πεζάκια βιαστικά, κοιτάζει έναν ένανε στο πρόσωπο και στα τελευταία φωνάζει απογοητεμένη.

― Αχ δεν είναι· κάπου την έχετε κρυμμένη.

― Έλα και μέσα να ψάξεις, λέει ο καφετζής και την οδηγεί στο βάθος, στο ιδιαίτερο, όπου κοιμάται κάποιος κατάχαμα, κουκουλωμένος μ’ ένα βρόμικο πάπλωμα.

― Να αυτή θα ‘ναι, φωνάζει η γυναίκα και σκύβει απάνω στον κοιμισμένο με μάτι λαίμαργο.

Μα καθώς τραβάει το πάπλωμα βλέπει μιαν αντρίκεια, αναμαλλιασμένη μορφή αποκάτω που τήνε κοι­τάζει ηλίθια με τα νυσταγμένα μάτια του που τ’ άνοιξε άξαφνα.

― Δεν είναι, μουρμουρίζει.

― Τα βλέπεις; κι έρχεσαι και μας φορτώνεσαι ά­δικα τέτοιαν ώρα, φωνάζει ο καφετζής ικανοποιημέ­νος γιατί θριάβεψε η αθωότητά του.

Η γυναίκα τονέ κοιτάζει στα μάτια τρυφερά.

― Λοιπόν αφού δεν είναι δω, πες μου πού ‘ναι, συ θα ξέρεις.

Κείνος σκάζει τα γέλια.

― Μα γι’ αστυνόμο με πέρασες; Σε κανένα ξενο­δοχείο να ρωτήσεις, σε κανένα σπίτι· τα γύρισες όλα;

Τα γύρισα. Πουθενά.

Ε τότε θα την έχει σπιτώσει κανένας· πόσο χρονώ είναι;

… Προχτές έκλεισε το στρίγκλικο τα δεκαπέντε.

Ο καφετζής γλείφει τα χείλια του.

― Χμ. Όποιος το ‘χει στα χέρια του θα καλοπεράσει.

― Μα είναι όμορφο; ρωτάει κάποιος.

― Όμορφο λέει; αγγελούδι· να δεις τη γάμπα της να μην την ξεχνάς ποτέ.

― Αμ τότε αφού είναι έτσι, άσε το κορίτσι να τραβήξει το δρόμο του· αφού είναι όμορφο πρέπει να γλεντήσει.

Κείνη ξαφνιάζεται.

― Έτσι το λες του λόγου σου· να γλεντήσει· κι εγώ που είμαι μάνα να μη ξέρω τίποτα, ε;

― Όσο γι’ αυτό κάνει άσκημα. Πρέπει να σε ειδοποιεί πού παγαίνει. Μα σάμπως ξέρει κι αυτή σα βγαίνει από το σπίτι της πού θα βρεθεί;

Αχ Ροζάκι μου, μονολογάει η γυναίκα σταυρώ­νοντας τα χέρια.

― Λείπει καιρό από το σπίτι; ρωτάει ένας.

― Δυο μέρες έχω να τηνέ δω· ακούς εκεί μάνα είμαι ‘γώ να μη με λογαριάζει; Αυτή καλά γλεντάει μα με ρώτησε και μένα αν έβαλα από χτες τίποτε στο στόμα μου;

― Θέλεις να σου βάλουμε τίποτα να τσιμπήσεις; λέει ο καφετζής συγκινημένος.

― Δε θέλω· δεν πάει κάτω. Έχω κόμπο. Τη Ρόζα μου θέλω· ξέρεις να μου πεις που ‘ναι η Ρόζα μου;

Ο καφετζής σηκώνει τους ώμους του· τι να της κάνει, πως να τηνέ βοηθήσει… Οι άνθρωποι που ‘ναι στον καφενέ στενοχωριούνται, θέλουνε να κοιμηθούνε.

― Σύρε να κοιτάξεις κι αλλού, λέει ο καφετζής και την οδηγάει ως την πόρτα.

Κείνη στέκεται στην πόρτα αναποφάσιστη. Πού να πάει, ποιο δρόμο να πάρει… Τη στιγμή εκείνη φαίνε­ται μια άμαξα να περνάει με τα φανάρια σβησμένα. Μέσα στην άμαξα ακούγουνται χαχανίσματα γυναικήσια. Η γυναίκα ταράζεται. Νομίζει πως αναγνώρισε τη φωνή της κόρης της. Πετιέται όξω άγρια, σηκώνον­τας αψηλά την ομπρέλα της.

― Αυτή είναι, η Ρόζα μου, το παιδί μου, φωνάζει και παίρνει αποπίσω την άμαξα τρέχοντας.

― Ρόζα μου, παιδί μου, εγώ είμαι, η μαμά σου. Στάσου, έχω κάτι να σου πω. Μη φοβάσαι, δε σε μαλώνω. Γλεντάς; καλά κάνεις· κορίτσι είσαι θα γλεντήσεις, ποιος είπε όχι. Μα στάσου μια στιγμή…

Τρέχει, τρέχει. Η φωνή της κόβεται, λαχανιάζει, τα πόδια της τρικλίζουνε, δεν μπορεί πια ν’ ακολουθήσει την άμαξα που χάνεται στρίβοντας σε κάποιο σοκάκι…

Πέφτει, ξαπλώνεται στο δρόμο σφίγγοντας σφιχτά στο χέρι την ομπρέλα της. Ακούγεται ένα σφύριγμα. Ένας χωροφύλακας βγαίνει από κάποια πόρτα που ‘χε τρυπώσει. Ζυγώνει. Σε λίγο φαίνεται κι άλλος. Σκύβουνε κι οι δυο απάνω της, της πιάνουνε το χέρι, το τρίβουνε μαλακά.

― Τι έπαθες κυρά; ρωτάει ο ένας.

Κείνη έχει τα μάτια κλειστά. Ανασαίνει γλήγορα· η φωνή της βγαίνει από βαθιά, σβηστή.

― Ροζίτσα μου, παιδάκι μου, αγγελούδι μου, δε σε μαλώνω …

Κοιτάζουνται.

― Τι είπες; ποια Ροζίτσα ζητάς;

Περιμένουνε να ‘ρθει στον εαυτό της.

― Τι τη φυλάμε· πρέπει να την πάμε στο τμήμα.

Την παίρνουνε στα χέρια τους. Πούπουλο το κορμί της.

― Την κακομοίρα, πετσί και κόκαλο είναι;

Λες να ‘ναι μεθυσμένη;

― Ουμ, ξέρω και γώ, Μην είναι τρελή;

Κείνη περνάει το χέρι της στο λαιμό του χωροφύ­λακα, τονέ σφίγγει, ακουμπάει το μάγουλό της στο μαλλιαρό πρόσωπό του. Βογκάει.

― Μωρέ σα να με φίλησε, λέει ο ένας νιώθοντας τα χείλια της ν’ ακουμπάνε στο μάγουλό του.

Φτάνουνε στο τμήμα.

― Πού θα τηνέ βάλουμε; ρωτάει ο ένας.

― Άσε, την παίρνω εγώ στην κάμαρά μου, απο­κρίνεται ο άλλος.

Τηνέ ξαπλώνει στο κρεβάτι του στρωμένο με μια στρατιωτικιά κουβέρτα,. Σκοτάδι μέσα. Ο αγέρας μυ­ρίζει φανικό που ‘χουνε καταβρέξει το πάτωμα. Ο χω­ροφύλακας ξακολουθεί να της τρίβει το χέρι· έπειτα της ξεκουμπώνει το μπούστο για να πάρει αγέρα, χώνει μέσα το χέρι του να δει α χτυπά η καρδιά της… Κείνη βγάζει ένα βαθύν αναστεναγμό, υψώνει τα χέρια της, τον αγκαλιάζει, τονέ σφίγγει, τον τραβάει απάνω της…

Ο χωροφύλακας κλείνει την πόρτα…

― Έτσι, έτσι, στο πείσμα της· αμ τι θάρρεψε; Μόνο αυτή θα ‘χει φίλους, ακούγεται η φωνή της γυ­ναίκας λιγωμένη.

Ο άλλος χωροφύλακας σουλατσαίρνει απόξω. Κά­ποτε στέκεται κι αφουγκράζεται.

― Άιντε ρε, τι κάνεις τόσην ώρα μέσα; μουρμου­ρίζει χτυπώντας την πόρτα με το δάχτυλό του.

Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο χωροφύλακας.

― Κοντεύει να ‘ρθει στον εαυτό της, λέει.

― Στάσου να πάω να δω και ‘γώ πώς είναι. Μπορεί να ‘ναι ανάγκη να καλέσουμε το γιατρό, μουρμουρίζει και χώνεται κι αυτός στην κάμαρα.

… … … … … … … … … … … …

Η πόρτα του καφενέ ξανακλείνει κι ο καθένας προσπαθεί να ξαναβρεί πάλε τον ύπνο που ‘χασε. Ο Αλέξης που βιάζεται ν’ αποτελειώσει το γράμμα του, ξαναπιάνει την πένα. Στο διπλανό τραπεζάκι δυο κρυφοκουβεντιάζουνε ενώ καμώνουνται πως κοιμούνται. Προσπαθεί ν’ ακούσει τι λένε μα δεν το καταφέρνει. Τα λόγια τους είναι μισά, συβολικά. Ποιος ξέρει τη στιγ­μή εκείνη τι σκεδιάζουνε… Ο αγέρας μυρίζει βαριά. Η λάμπα κοντεύει να σβήσει, σημείο πως ζυγώ­νει να φωτίσει. Ο καφετζής ξέρει και κανονίζει πάντα το πετρέλαιο να βαστάξει ως τα ξημερώματα.

Σιγά σιγά οι άλλοι ξαναβρήκανε τον κομμένο ύπνο τους. Μόνο ο Αλέξης κάθεται και συλλογιέται. Η γυναίκα που χύμηξε μέσα ζητώντας το παιδί της, του παρουσιαζότανε κείνη τη στιγμή σα σύβολο. Το παιδί της, λες πως ήτανε κάποιο ιδανικό, που το κυνηγούσε να το κλείσει στα χέρια της. Έτσι κι αυτός κάποιο ιδανικό κυνηγώντας έκανε το μεγάλο τόλμημα ν’ αρνηθεί την ψευτιά για να ζητήσει όξω, στο λεύτερο αγέ­ρα, την αλήθεια. Κοιτάζει γύρω του. Πού βρίσκεται; πώς κατάντησε; τι θέση έχει αυτός ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους; Μα δε μετανιώνει. Ένα φως κρυ­φοκαίει μέσα του και τονέ θερμαίνει, και του φέγγει σαν καντήλι, μπρος στην εικόνα που κρύβει στο στή­θος του.

― Μπόρα είναι και θα περάσει, ψιθυρίζει.

Βουτάει την πένα στο μελάνι κι αρχίζει να γράφει. Η πένα τρέχει… Τέλειωσε. Διαβάζει. Τώρα είναι φχαριστημένος… Συλλογιέται. «Ναι. Έτσι. Η καημένη η γριά δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Ας ζει στη γλυκιά πλάνη. Η αλήθεια μπορεί να τηνέ σκοτώσει… Μα τι τρομερό αλήθεια. Να πουλήσει το σπίτι της, το πατρικό σπιτάκι της, το σπίτι που γεν­νήθηκε! Μα δε γίνεται αλλιώτικα. Πρέπει να ζήσου­με. Το σπίτι θα ξαναχτιστεί. Μην κλαις μανούλα… Τώρα ας έχει την ιδέα πως τα λεφτά του σπιτιού θα χρησιμοποιηθούνε για μια επιχείρηση που θα φέρει πλούτο, πλούτο… Έτσι, με το ψέμα παρηγοριέται…»

Φώτισε. Βγήκε χαρούμενος, με αλαφρή καρδιά. Σή­μερα είχε απόφαση να ιδεί τη Ρίκα, να μιλήσει μαζί της, να μείνουνε μοναχοί τους, οι δυο, μέσα στην κά­μαρα…

Σα φτάνει στο σπίτι της Ρίκας, βλέπει ένα νωματάρχη να βγαίνει από την πόρτα της… Η Ρίκα τον υποδέχεται με ύφος θλιμμένο. Τα μάτια της κόκκινα, κλαμένα. Της δίνει το χέρι, τηνέ ρωτάει.

Κείνη βρίσκει τον καιρό να ξεσπάσει.

― Αχ! Δεν υποφέρεται πια η ζωή αυτή· να δουλεύεις, να σακατεύεσαι και να ‘ρχεται ύστερις ο σταυ­ρωτής να σε τρυγάει.

― Είδα τώρα καθώς ερχόμουνα, ένα νωματάρχη να βγαίνει.

― Α τον είδες; Δεν είναι η πρώτη φορά. Κάθε τόσο έρχεται και με τρυγάει. Αν κάνω πως αρνιέμαι, είναι ικανός να με καταδώσει στην αστυνομία…

Μιλούσε λεύτερα, δίχως καμιάν επιφύλαξη. Ο πό­νος της είχε λύσει τη γλώσσα. Έτσι ήρθε η στιγμή να μάθει ο Αλέξης από το ίδιο το στόμα της την αλήθεια. Τώρα δεν μπορούσε να ‘χει πια υπόνοιες. Να που το φα­νέρωσε μοναχή της. Η Ρίκα ήτανε μια ξεπεσμένη, μια κοινή! Το λουλούδι το λευκό είχε κυλιστεί στο βούρκο! Θυμάται το επεισόδιο της γυναίκας που τηνέ βγάζανε σούρνοντας από το σπίτι της για να ικανο­ποιήσουν τους γειτόνους. Λοιπό δεν είχε απατηθεί, τα μάτια του είχανε καλά διακρίνει μέσα στο πλήθος. Εκείνη ήτανε. Η Ρίκα!

Στέκεται μπροστά της ακούνητος, βουβός. Η απο­κάλυψη τον έχει συντρίψει. Την κοιτάζει, προσπαθεί ν’ ανταμώσει τα μάτια της, μα κείνη τα χαμηλώνει επί­μονα σα να ντρέπεται. Κουνάει το κεφάλι της θλι­βερά.

― Είναι φοβερό. Να ζεις στο περιθώριο της κοι­νωνίας, να σε δείχνουνε με το δάχτυλο, να μη σε ζυγώνει κανένας, μουρμουρίζει μόνη της σα να μονολογάει.

Σιγαλιά.

― Εσύ είσαι πιο τίμια από πολλές άλλες αποκρί­νεται ο Αλέξης.

Κείνη ξαφνιάζεται.

― Εγώ τίμια; ρωτάει σηκώνοντας τα μάτια της.

Κείνος συλλογιέται.

― Γιατί όχι;. Ό,τι κάνεις, το κάνεις φανερά, δεν προσπαθείς να γελάσεις, να περάσεις για τίμια.

Τον κοίταξε στα μάτια. Τι παράξενα λόγια!

― Κι αυτό είναι η τιμιότητα; ρωτάει σιγαλά, δειλά, σα ν’ αμφιβάλει.

― Ναι· η δική σου, η ξεχωριστή τιμιότητα.

Κούνησε το κεφάλι θλιβερά.

― Παρηγοριές. Τι τρομερό! Να περνάς τη ζωή σου δίχως αγάπη, να ξέρεις πως το κάθε χάδι και το κάθε φιλί που απλώνεται πάνω σου είναι ψεύτικο, αγορα­σμένο, ψιθύρισε με πικρό χαμόγελο στα χείλια της.

Σιγαλιά.

― Είναι και φιλιά που δεν αγοράζουνται. Φτάνει να ξέρει κανείς το περιβόλι που φυτρώνουνε, είπε ο Αλέξης χαμηλώνοντας τα μάτια του σα να φοβήθηκε κι ο ίδιος με αυτό που τόλμησε να ξεστομίσει.

Κείνη του ‘ριξε μια ματιά παράξενη.

― Δε λέω. Γίνεται κάποτε κι αυτό. Μα είναι τόσο, τόσο δυσκολοεύρετο αυτό το περβόλι. Καταντάει σχεδό μυθικό, ψιθύρισε.

Ο Αλέξης σώπασε, Είχε προχωρέσει τόσο πολύ με τη φράση που του ‘φυγε πρωτύτερα από το στόμα για να μην έχει τώρα το κουράγιο να προστέσει τίποτα παραπάνω δίχως το φόβο να πει πράματα που δεν ήτανε βέβαιος αν έπρεπε να τα πει…

Ακούστηκε χτύπος στην πόρτα. Η Ρίκα πετάχτηκε όρθια ανήσυχη και στάθηκε πίσω από τη γρίλια.

Σε λίγο έμπαινε μέσα ο Ζήσης. Είχε το ύφος βαρύ, θλιμμένο.

― Τι νέα; ρωτάει ο Αλέξης ανήσυχος.

― Δεν πάμε καλά. Η εταιρεία δε θέλει ν’ ακούσει τίποτα. Έχει, βλέπεις, τις πλάτες της κυβέρνησης… Οι άνθρωποι δεν αντέχουνε πια. Τους τσάκισε η πείνα, η αρρώστια… Χρειάζονται λεφτά και πού να βρε­θούνε.

Ο Αλέξης ζάρωσε τα χείλια του.

― Πήγα κι είδα το Σταύρο. Πεθαίνει ο κακομοίρης δίχως γιατρό, δίχως φαΐ. Τονέ πόνεσε η καρδιά μου. Και δεν είναι αυτός μοναχά. Αρχίσανε να φωνάζουνε, θέλουνε να πιάσουνε δουλειά. Τα ‘ξερα εγώ αυτά. Αυτές οι δουλειές θέλουνε κεφάλαια, οργά­νωση, πρόστεσε ο Ζήσης.

Ο Αλέξης τον κοίταξε στα μάτια,

― Θ’ φήσουμε λοιπό να σβήσει η απεργία;

Ο Ζήσης σήκωσε τους ώμους του.

― Έχεις εσύ να δώσεις; ρώτησε.

Ο Αλέξης δεν αποκρίθηκε. Ο νους του πήγε στο γράμμα που ‘χε στείλει της μάνας του. Αν τα λεφτά του σπιτιού φτάνανε γλήγορα… Μα και τι μπορούσε να γίνει μ’ ένα τέτοιο τιποτένιο ποσό τη στιγμή που χρειάζουνται χιλιάδες…

Ο Ζήσης σηκώθηκε απάνω κι άρχισε να βηματίζει ανήσυχος.

― Πάμε, είπε άξαφνα παίρνοντας το κασκέτο στο χέρι του.

― Πού; ρώτησε ο Αλέξης αφαιρεμένα.

― Πρέπει να ιδούμε τον κύριο Λίντα σήμερα.

Βγήκανε. Η Ρίκα πίσω από τη γρίλια τους έβλεπε να προχωρούνε αμίλητοι, σκυφτοί…

6

Η στενή καμαρούλα με το μικρό χαγιατάκι μπρο­στά αντηχάει από το βήχα του άρρωστου που βρί­σκεται ξαπλωμένος στο στρώμα. Είναι ένας βήχας κούφιος, ξερός που του φέρνει δάκρυα πολλές φορές στα μάτια ενώ το στήθος του πάει να σπάσει. Απόψε έχει φεγγάρι, ένα μεγάλο, ασημένιο φεγγάρι, γιομάτο καλοσύνη κι αδιαφορία. Το φως του, γαλαχτώδικο, χύνεται στην κάμαρα από το ανοιχτό παράθυρο που τ’ αφήνει επίτηδες ανοιχτό για να μπαίνει λίγος δροσε­ρός αγέρας και πέφτει πάνω στ’ άσπρα σεντόνια που σκεπάζουνε το κορμί του άρρωστου. Το χέρι του λιγνό, κοκαλιάρικο με τις κόρδες που προβάλλουνε σα σκοι­νιά κάτω από το μαυριδερό, σαν καψαλισμένο πετσί του, κρέμεται σαν παράλυτο, στραγγισμένο, βαρύ πάνω στο σεντόνι, το χέρι αυτό που ήτανε άλλοτε γιομάτο χυμό, δυνατό…

Γκούχου γκούχου.

― Τι θα γίνουμε με αυτόν τον άνθρωπο. Είναι τώρα τόσος καιρός. Δε μας αφήνει να κλείσουμε μάτι, μουρ­μουρίζει ένας γείτονας ζυγώνοντας στο παράθυρο.

― Χώρια που ‘ναι και φόβος μην κολλήσουμε, λέει η γυναίκα του.

Μα κείνος ξακολουθεί να βήχει αδιάφορος. Κάτι του γαργαλίζει το λάρυγγα και πρέπει να βήξει, να βήξει πολλές φορές δυνατά για να ξεθυμάνει, να μαλα­κώσει ο λάρυγγάς του. Έτσι ο λάρυγγάς του ανάβει, καίγεται.

― Σήκω, μωρή, φέρε μου ένα ποτήρι νερό, φωνάζει.

Η γυναίκα του σηκώνεται, γιομίζει το ποτήρι από ένα μικρό άσπρο σταμνάκι που βρίσκεται στο χαγιάτι και του το προσφέρνει. Κείνος βάζει μια γουλιά στο στόμα του και της το δίνει πίσω.

― Δεν πίνεται, είναι θερμός. Τι διάολο μου το ‘δωκες; μουρμουρίζει.

― Πού να βρω πάγο, Σταύρο μου;

Κείνος ξαναπέφτει στο στρώμα.

― Άι στο διάολο, γυναίκα είσαι εσύ; μουρμουρίζει.

― Πάψε, καημένε Σταύρο· μη μελετάς τον οξαποδώ τέτοιαν ώρα.

Κείνος κάτι πιάνει να πει μα ο βήχας του ξανάρχε­ται άξαφνα ορμητικός, του κόβει τη φράση στο στόμα. Το μωρό που κοιμάται στην κούνια του, ξυπνάει κι αρχίζει το κλάμα. Κείνη απλώνει το πόδι της για να μη σηκωθεί από χάμω κι αρχίζει ο μονότονος, ρυθ­μικός ήχος της κούνιας πάνω στο πάτωμα. Μα το μωρό δεν εννοεί να σωπάσει· ο άρρωστος αγριεύει.

― Τι διάολο κάνεις; γιατί δε σηκώνεσαι να το βάλεις στο βυζί σου; Να πάρει ο διάολος εδώ μέσα. Όλοι βαλθήκατε να με ξεκάνετε μιαν ώρα αρχύτερα, φωνάζει και πνίγεται πάλε στο βήχα.

Κείνη σηκώνεται, παίρνει το μωρό. Του χώνει στο στόμα το βυζί της. Το μωρό ρουφάει μερικές ρουφηξιές, έπειτα τραβιέται, βγάζει τη ρώγα από το στόμα κι αρχίζει πάλε το κλάμα.

― Μάνα! Να μη μπορεί να σωπάσει το παιδί της, μουρμουρίζει κείνος μέσα από τα ρούχα, γυρίζοντας κατά τον τοίχο το κεφάλι του για να μην ακούει.

Μα η φωνή του μικρού σκίζει τον αγέρα· κείνη το κουνάει στην αγκαλιά της, το νανουρίζει, του λέει γλυκά λογάκια, μα το μικρό στοματάκι δεν εννοεί να κλείσει, δε σέβεται ούτε τον ύπνο της μάνας ούτε την αρρώστια του πατέρα.

― Θα τρελαθώ μωρέ, δεν πιστεύεις Θεό; φωνάζει ο άρρωστος τινάζοντας από πάνω του τα ρούχα.

― Μα τι να σου κάνω; δε βλέπεις, πως δεν εννοεί να σωπάσει;

― Πέταξέ το στα σκυλιά, να πάει στο διάολο, το γρουσούζικο. Από τη στιγμή που γεννήθηκε αυτό, δεν είδαμε μια καλή μέρα;

Μα κείνη το σφίγγει στην αγκαλιά της, το φιλάει στο στόμα σα να ‘ναι η στιγμή αυτή που θαν της το αρπάξουνε.

― Κάτι θα ‘χει. Θαν το πονεί η κοιλίτσα του. Σηκώνεται, ανάβει το καμινέτο, βάζει το μπρίκι

γιομάτο νερό· το νερό σε λίγο αρχίζει να κοχλάζει και κείνη παίρνοντας με τα δάχτυλά της από ένα χαρτί λίγα χαμομήλια ξερά τα ρίχνει μέσα στο μπρίκι. Η μυρουδιά του χαμομηλιού γιομίζει την κάμαρα.

― Δε μας έφτανε η ζέστη, έχουμε τώρα και τη βρόμα, μουρμουρίζει κείνος.

Κενώνει το ζεστό μέσα σ’ έναν κεσέ περνώντας το από μιαν άσπρη τσεμπέρα, έπειτα παίρνει ένα κουτα­λάκι του γλυκού, το γιομίζει, το δοκιμάζει με το δα­χτυλάκι της αν κρύωσε και το χύνει αχνιστό στο στοματάκι του μικρού, που το κρατάει ανάσκελα ανάμεσα στα δυο πόδια της. Κείνο πνίγεται όσο να καταπιεί, ο λαιμός του γαργαρίζει, το ζεστό ξεχειλίζει από τις γωνιές των αχειλιών του… Καταπίνει με κόπο λίγες κουταλιές σα να βιάζεται να ξαναρχίσει το κλάμα του…

Η νύχτα είναι ήσυχη, ο αγέρας ζεστός, φύλλο δε σειέται στα δένδρα του δρόμου. Κάποιος σουλατσάρει με το άσπρο νυχτικό του πάνω κάτω στο αψηλό μπαλ­κόνι του. Όξω από το καφενεδάκι που ‘ναι στη γωνιά έχουνε βγάλει τις καρέκλες στο πεζοδρόμιο και κουβεντιάζουνε. Οι πλάκες του πεζοδρομιού αχνίζουνε ακόμα, κι η μικρή βουσούλα του δρόμου στέκεται ξερή, διψασμένη. Τι θ’ άξιζε αλήθεια αυτή τη στιγμή ν’ άνοιγε άξαφνα το στεγνό στόμα της και ν’ άρχιζε να τρέχει δροσερό, ξάστερο νεράκι. Και το μουρμούρισμά της θα ‘φερνε δροσιά… Συζητάνε πολιτικά, μια συζήτηση πεισματάρικη, κούφια που αδύνατο να συφωνήσουνε.

― Ρε, δεν τ’ αφήνετε αυτά να πούμε και κανένα τραγούδι, λέει ένας από την παρέα, που δεν είχε λάβει διόλου μέρος στη συζήτηση, βαριεστισμένος να τους ακούει.

Ο καφετζής σηκώνεται και φέρνει από μέσα το μαντολίνο. Σε λίγο ένας γλυκός ήχος απλώνεται στο ζεστόν αγέρα. Οι άλλοι συνοδεύουνε σιγαλά.

Ο άνθρωπος που σουλατσάρει στο μπαλκόνι στέκε­ται ν’ ακούσει. Μόνο ο άρρωστος δεν έχει κέφι να τους ακούει.

― Αυτοί μας έλειπαν τώρα. Τι διάολο δεν έχουνε σπίτι, μουρμουράει μέσα από τα ρούχα.

Όλα του φταίνε, κάθε τι που του διώχνει τον ύπνο είναι οχτρός του. Η ζέστη, το παιδί του, το μαντολίνο.

― Να κλείσω το παράθυρο; ρωτάει η γυναίκα,

― Βέβαια· για να σκάσω το γληγορότερο.

― Για να μην ακούς;

― Για να με ξεκάνεις. Το βλέπω Βιάζεσαι να πε­θάνω για να ξαναπαντρευτείς, σκύλα.

Δεν του δίνει απάντηση. Τον ξέρει· αυτός δεν ήτανε κακός, η αρρώστια τον κατάντησε έτσι, η φτώχεια. Ας γινότανε καλά, ας μπορούσε να ξαναπιάσει τη δου­λειά του και θα ‘βλεπες τι ζωή θα περνούσανε. Μήπως δεν το ‘χανε μια φορά να το κάνουνε στη γειτονιά με την ομόνοια τους, την αγάπη τους. Τι αντρόγυνο! λέγανε όλοι.

Το μωρό που ‘χε αποκοιμηθεί για μια στιγμή, ξαναρ­χίζει το κλάμα. Ένα κλάμα συγκρατητό, μονότονο. Η φωνή του σμίγεται με τους ήχους του μαντολίνου λες και το ‘βαλε απόφαση απόψε να την παιδέψει. Ο άρρωστος πετάει μακριά από πάνω του το σεντόνι.

― Θα τρελαθώ απόψε, φωνάζει ενώ τον πνίγει ο βήχας.

― Σκεπάσου. Θα συναχωθείς. Δε βλέπεις τι βήχα έχεις, συβουλεύει η γυναίκα, του, που μόλις είχε κλεί­σει τα μάτια της και ξεπετάγεται από τα ρούχα για να περιποιηθεί το μικρό. Ο ήχος της κούνιας μονό­τονος, ρυθμικός συνοδεύει το νανούρισμα της μάνας ενώ ο αγέρας απλώνεται ζεστός, πνιχτικός μέσα στην κάμαρα. Ο άρρωστος αρχίζει να κλαίει. Κείνη αφή­νει για μια στιγμή την κούνια και ζυγώνει στο κρεβάτι.

― Μην κάνεις έτσι καημένε Σταύρο; Κάνε υπο­μονή κι όλα θα περάσουνε. Αφού μας ήτανε γραφτό, τι να κάνουμε;

― Γραφτό, γραφτό ε; Το βλέπω εγώ βάλθηκες να με ξεκάνεις γιατί έχεις άλλονε στο μάτι, μουρμουρίζει.

― Μα τι λόγια είναι αυτά που λες;

― Ναι, ναι το ξέρω εγώ, επιμένει κείνος. Το μωρό αποκαμωμένο πια, βουβάθηκε, λούφαξε ζαλισμένο από το ρυθμικό κούνημα κι η μάνα του βρήκε την ευκαιρία να σουρθεί πάλε σιγαλά στα ρούχα. Τα βλέφαρά της πέφτουνε βαριά. Τώρα δεν ακούγε­ται παρά ο βήχας του άντρα της, μα αυτόνε τον έχει συνηθίσει. Το μαντολίνο του δρόμου τηνέ νανουρίζει· ο άρρωστος γυρίζει το κεφάλι του, καθώς ήτανε γυρι­σμένος προς τον τοίχο, ανασηκώνεται λίγο στο μαξιλάρι, κοιτάζει τη γυναίκα του, αφουγκράζεται, ακούει την ανάσα της… Κοιμάται… Τραβάει από πάνω του το σεντόνι, κατεβάζει τα πόδια του από το κρεβάτι. Περιμένει… Κείνη ξακολουθεί να κοιμάται. Ακούγε­ται το σουσούνισμά της… Σηκώνεται, το σώβρακό του λυτό σέρνεται χάμω. Μέσα στο άσπρο του νυχτικό, λιγνός, μοιάζει σαν φάντασμα καθώς το φως του φεγγαριού κάνει να φέγγουνε οι λειψές σάρκες του… Πα­τάει στα νύχια… Ζυγώνει στην κούνια, στέκεται, κοι­τάζει γύρω του, σκύβει απάνω βιαστικά, βυθίζει μέσα το χέρι του, εκεί αψηλά, κοντά στο λαιμό… Α αυτή η τρύπα! αυτή η τρύπα πρέπει επί τέλους να κλείσει… Η γυναίκα του ακούει πατημασιές και καθώς λαγοκοιμιέται, ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον άντρα της σκυμμένον πάνω στην κούνια και ξεπετάγεται τρο­μαγμένη.

― Μη, μη για το Θεό, θα γίνεις φονιάς, φωνάζει, ενώ το μαντολίνο τούς στέλνει μια γλυκιά στροφή από κάποιο παλιό λησμονημένο τραγούδι.

Κείνος αμίλητος τραβάει πάλε στο κρεβάτι βου­τημένος στον ίδρωτα και ξαναχώνεται στα ρούχα απλώνοντας πάνω του το άσπρο σεντόνι σα σάβανο. Το φεγ­γάρι αγαθό, καλόβολο τονέ κοιτάζει με τη συμπαθη­τικά ματιά του… Κείνη δεν έχει τώρα το κουράγιο να ξανακοιμηθεί. Φοβάται, τρέμει. Μαζεύεται κοντά στην κούνια και κάθεται κει κουλουριασμένη μην τολμώντας να κλείσει τα μάτια της που τώρα πρέπει να ‘ναι πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα πάνω στην τρυφερή ζωούλα. Ο γάτος που ζύγωσε στο κλουβί, μπορεί να ξαναγυρίσει.

Κείνος γυρίζει το κεφάλι του κι οι κόρδες του λαι­μού του προβάλουνε τεντωμένες.

― Πήγες στην επιτροπή; Τι σου είπανε; ρωτάει βραχνά.

― Μου είπανε πως δεν μπορούνε να μας βοηθή­σουνε, δεν τους περσεύουνε.

Κείνος μουρμουρίζει γυρίζοντας πάλε το κεφάλι του προς τον τοίχο.

― Δεν τους περσεύουνε. Χμ. Μας βάλανε απερ­γήσουμε και τώρα φούρνος μην καπνίσει… Γκούχου, γκούχου, ψιθυρίζει σα να μονολογάει.

― Σα θέλετε απεργίες καλά να τα πάθατε. Μάθα­νε τώρα όλοι απεργίες… μουρμουρίζει κείνη σιγα­λά, μιλώντας με τον εαυτό της.

Κάτι παίρνει το αυτί του.

― Τι μουρμουρίζεις; ρωτάει θυμωμένα.

― Τίποτα. Λέω που δε γυρίζουνε να μας κοιτά­ξουνε. Α δεν ήτανε η απεργία…

Περασμένα μεσάνυχτα.

Ο καφετζής έβαλε τις καρέκλες πάνω στα τραπέ­ζια, έσβησε όλα τα φώτα εξόν από ένα, πήρε τη σκούπα κι άρχισε να σαρώνει. Ο άνθρωπος που σουλάτσαρε στο μπαλκόνι, αποφάσισε επί τέλους να μπει μέσα αφού απελπίστηκε πως ήτανε δυνατό να δροσιστεί…

― Δεν πάμε και μεις να κοιμηθούμε, λέει ένας από την παρέα…

Σκορπίσανε. Ο δρόμος βυθίστηκε στη σιγαλιά. Μόνο ο βήχας του άρρωστου ακούγεται από καιρό σε καιρό ξερός, κούφιος…

― Δε γύρισε ακόμα αυτή; μουρμουρίζει ανοίγον­τας τα μάτια του.

Αυτή είναι η κόρη του, η Πίτσα, που δουλεύει στα καπέλα.

― Ακόμα. Θα ΄χουνε νυχτέρι, απαντάει η γυναίκα.

― Χμ. Νυχτέρι. Τέτοιαν ώρα…

― Στραβώνεται το κακόμοιρο στο βελόνι.

― Τέτοιαν ώρα. Νυχτέρι… μουρμουρίζει.

Κείνη αναστενάζει. Ο άρρωστος γυρίζει απότομα το κεφάλι του.

― Νυχτέρι… Ποιος ξέρει που γυρίζει… Σε ποια μπύρα…

Η φωνή του βγαίνει βραχνή, πνιχτή.

― Καλέ τι είναι αυτά που λες; η Πίτσα μας σε μπύρα; διαμαρτύρεται η μάνα.

― Καλά. Μην το πιστεύεις… Εσύ τηνέ χάλασες… Γκούχου, γκούχου, λέει κι η φράση του πνίγεται μέ­σα στο βήχα.

Γίνεται πάλι σιγαλιά. Περνάει ώρα. Ένα αμάξι ακούγεται, ζυγώνει, σταματάει. Κάποιος κατεβαίνει.

Ακούγεται κάποιο χαχανητό… Σε λίγο φαίνεται η Πίτσα να ανεβαίνει τη σκάλα. Πατάει στα νύχια. Η μάνα της σηκώνεται, πετάγεται όξω…

― Τι γίνηκες; Τι ώρα είναι αυτή. Θα σε σκοτώ­σει ο πατέρας σου, ψιθυρίζει σε πνιχτό τόνο.

― Μα… αφού είχαμε νυχτέρι, μαμά;… λέει σιγα­λά, βγάζοντας το καπέλο της, ενώ από το στόμα της βγαίνει μια βόχα μπύρας.

― Έλα, άσε τα αυτά και δε με γελάς εμένα… Πέσε να κοιμηθείς τώρα…

Ο άρρωστος αναδεύεται μέσα στα ρούχα.

― Ήρθε; ρωτάει μέσα από τα ρούχα.

― Ήρθε. Κοιμήσου τώρα.

Ο άρρωστος βγάζει τα χέρια του όξω από τα σεν­τόνια.

― Ήρθες μωρή; γλέντησες καλά; ρωτάει..

Η κόρη κάτι ψιθυρίζει.

― Έτσι θέλω, όχι θα κάτσω εδώ μέσα να χτικιάσω.

Μονολογάει με την ιδέα πως ο πατέρας της δε θα την ακούσει. Μα κείνος έχει αυτί φίνο. Μ’ ένα κούνη­μα, τα σεντόνια βρίσκουνται πεταμένα χάμω στο πά­τωμα… Είναι όρθιος στη μέση της κάμαρας με το μακρύ νυχτικό του, ξυπόλητος, ξελαιμιασμένος, ιδρω­μένος. Το φεγγάρι σα να τον κοιτάζει έκπληχτο στη στάση αύτη.

― Πώς είπες μωρή; έτσι θέλεις; ε; θα γλεντήσεις; ε; και τον πατέρα σου δεν τονέ συλλογιέσαι που πα­θαίνει; Εσύ να γλεντήσεις θέλεις, ε; πόρνη.

Απλώνει τα χέρια του, που προβάλλουνε λειψά μέσα από τα πλατιά μανίκια, να τηνέ πιάσει. Κείνη, τρέχει στη σκάλα· η μάνα μπαίνει στη μέση να τους χωρίσει.

― Μη, μη, συχώρα την τώρα και δεν το ξανακάνει λέει με πνιχτή φωνή γιατί δεν πρέπει να πάρουνε μυ­ρουδιά οι γειτόνοι.

Κείνος κάνει λίγα βήματα… τα πόδια του κλονίζουνται.

― Με ντρόπιασες μωρή. Εγώ ήμουνε ένας εργά­της, ένας δουλευτής τίμιος, Εσύ, ναι, εσύ κατάντησες μια κοινή.

Ο βήχας τον πνίγει. Ένας κόμπος στέκεται στο λάρυγγά του. Κάνει να κουνηθεί, σωριάζεται. Ένα κόκκινο αυλάκι κυλάει από το στόμα του, τρέ­χει πάνω στο άσπρο νυχτικό του. Μουγκρίζει.

― Παναγιά μου ξέρασε αίμα, φωνάζει η γυναίκα σκύβοντας απάνω του…

― Πίτσα, πιάσε να τον ανεβάσουμε στο κρεβάτι.

― Πατερούλη μου, μουρμουρίζει η κόρη μυξοκλαίγοντας.

― Πόρνη, ακούγεται μια φωνή πνιχτή σα να βγαίνει από υπόγειο.

Το φεγγάρι αγαθό, καλόβολο περνάει μπρος από το παράθυρο ανοίγοντας διάπλατα τ’ αθώα μάτια του…

7

Από μακριά φτάνει πνιχτό το μπουμπούνισμα της βροχής σ’ ένα γλήγορο κατρακύλισμα, που τραντάζει τον αγέρα. Στις γρίλιες του κλειστού παραθυριού φαίνεται για μια στιγμή ένα φευγάτο, πράσινο φως, και χάνεται. Η λάμπα κατεβασμένη.

― Βροχή, ψιθυρίζει ο Στέργιος, στηλώνοντας το αυτί του στο μπουμπούνισμα που φτάνει πνιχτό μέσα στην κλειστή κάμαρα.

Κανείς δεν του απαντάει. Οι άλλοι κουβεντιάζουνε μεταξύ τους σιγαλόφωνα. Ο Αλέξης σκυφτός πάνω σε μια φημερίδα απλωμένη μπροστά του, ακουμπών­τας το κεφάλι στο χέρι του, αφήνει τη ματιά του να περνάει πάνω από τα γράμματα αδιάφορη, κουρασμέ­νη. Η Ρίκα διαβάζει κάποιο βιβλίο, τραβηγμένη σε μια γωνιά, κι η βαθιά εντύπωση ζουγραφίζεται κά­ποτε σε βαθιές αυλακιές πάνω στο άσπρο κούτελό της. Βαριεστισμένος ο Αλέξης από το διάβασμα, φέρ­νει απάνω της τη ματιά του ενώ κείνη σκύβει πάνω στο ανοιχτό βιβλίο.

Την κοιτάζει. Από τη μέρα κείνη που της μί­λησε για κάποιο περβόλι, για κάποια λουλούδια, κι αυτή του άνοιξε την καρδιά της και του τα ξομολογήθηκε όλα, από τότε ένιωθε ένα σεβασμό προς τη γυναίκα αυτή που δεν τον άφηνε να προχωρέσει σε καμιά νέα κουβέντα πάνω στο ίδιο θέμα. Προτιμούσε να μιλάει με τον εαυτό του και να μελετάει στο πρόσωπό της, ή να διαβάζει μέσα στα μάτια της και να προσπαθεί από τα βάθη τω ματιών της να αντλήσει το μυστικό που δεν μπορούσε ν’ ανθίσει στα χείλια. Τον ένιωσε τάχατες τότε; Μπήκε στο νόημα; Το βέβαιο είναι πως από τότε η ματιά της είχε γίνει πιο τρυφερή, πιο βαθιά, οι λέξες κυλούσανε από το στόμα της, ζυγισμένες, γιομάτες νόημα. Κείνος άρπαζε την κάθε λέξη, την ψιλολογούσε, τεχνολογούσε κάθε φράση της, τηνέ πιπίλιζε σαν κα­ραμέλα στο νου του ζητώντας να βρει γιατί μίλησε έτσι, γιατί το είπε αυτό, τι κρύβεται κάτω από τη φράση…

― Διαβάσατε σήμερα το «Εθνικόν Μέλλον»; ρώ­τησε άξαφνα κάποιος.

Το «Εθνικόν Μέλλον» ήτανε η εφημερίδα που έβγαζε ο κύριος Λίντας.

― Ναι, φωτιά το άρθρο σήμερα, είπε άλλος.

― Τι βγαίνει; Με άρθρα δε χορταίνει κανείς· οι άνθρωποι πεινάνε, δε βαστάνε;

― Αυτά κάνουνε οι απεργίες. Μα είμαστε εμείς γι’ απεργίες;

― Άμα τα βάζει κανείς με τους μεγάλους… Αυ­τοί έχουνε την κυβέρνηση, τον τύπο. Δεν είδατε που ο τύπος μας χαραχτηρίζει για υπερβολικούς. Πρέπει να δεχτούμε αφού η εταιρεία υποχώρησε σε όλα σχεδόν τα ζητήματα.

Ο Ζήσης τραβηγμένος σε μιαν άκρη με το κεφάλι αψηλά, παρακολουθεί τον καπνό του τσιγάρου που βγαίνει από το στόμα του πηχτός, γαλάζιος, δίχως να ανακατεύεται στην κουβέντα σα να τηνέ θεωρεί περιττή, σα να πιστεύει πως τα πράματα δεν μπορούνε παρά να εξελιχτούνε σύφωνα με τη θέληση κάποιας ανώτερης, ακατάβλητης δύναμης που δεν ακούει από λόγια…

― Και το ζήτημα του διευθυντή που η εταιρεία δεν θέλει να τόνε πάψει; ρωτάει ο Αλέξης σιγαλά.

Σιγαλιά.

― Μα επί τέλους αφού η εταιρεία υποχώρησε σε όλα τα άλλα, αξίζει για έναν παλιοδιευθυντή να πεθά­νουμε τόσοι ανθρώποι της πείνας; αποκρίθηκε ο άλ­λος κοκκινίζοντας από τη στενοχώρια του.

― Έπειτα, τι αυτός, τι άλλος; όλοι οι διευθυντάδες από ένα πανί είναι κομμένοι πρόστεσε άλλος.

Η Ρίκα με το βιβλίο κατεβασμένο στα γόνατά της φαίνεται ολότελα ρουφηγμένη από τη συζήτηση ενώ ο Αλέξης αφού πρόβαλε δειλά το ερώτημά του, ζά­ρωσε πάλι στο κάθισμά του, ανίκανος με τις αιώνιες αφιβολίες του να κατασταλάξει σε μια ορισμένη γνώ­μη τη στιγμή που ‘βλεπε να προβάλει μια άλλη αντίθετη.

Η βροχή που ξέσπασε πια αχαλίνωτη, ύστερις από τις απειλές που σκόρπισε στον αγέρα, δέρνει τώρα α­λύπητα τα κεραμίδια, καμουτσίζει τα κλειστά παρα­θύρια. Ποτάμια κυλάνε στο δρόμο βουίζοντας. Ένα αμάξι ακούγεται να ‘ρχεται τρέχοντας και να σταματάει όξω από την πόρτα. Η πόρτα ανοίγει.

Ο κύριος Λίντας!

Όλοι σηκώνουνται όρθιοι. Κείνος βγάζει το μακρύ παλτό του και το πετάει σε μια καρέκλα. Έχει το ύφος γελαστό, χαρούμενο.

― Νερό μια φορά, λέει τινάζοντας από πάνω του τις πιτσιλάδες της βροχής.

Φέρνει τη ματιά του γύρω.

― Ε, παιδιά, μελαχολικούς σας βλέπω απόψε, λέει μ’ ένα ψεύτικο χαμογέλιο στα χείλια.

Ο Στέργιος κουνάει λυπητερά το κεφάλι του.

― Δε βλέπεις τι γίνεται; ο κόσμος φωνάζει, θέ­λουνε να πιάσουνε δουλειά, λέει.

Ο Λίντας σηκώνει τους ώμους του.

― Δικαίωμά τους. Μα τώρα ίσια που η εται­ρεία αρχίζει να υποχωρεί… ψιθυρίζει.

― Υποχώρεσε σε όλα.

― Σε όλα… Όσο είναι μέσα στην εταιρεία αυτός ο διευθυντής μην πιστεύετε τίποτα, λέει ο Λίντας χτυ­πώντας το χέρι του στο τραπέζι του.

Σιγαλιά. Ο Αλέξης κατεβάζει το κεφάλι του σκε­φτικός.

― Πεινάνε, πεθαίνουνε, ψιθυρίζει ο Στέργιος.

― Ξεχνάνε τον όρκο τους. Καλά. Μα είναι τρέλα η υποχώρηση τη στιγμή, που και τ’ άλλα σωματεία μας τάζουνε τη συντρομή τους και το σπουδαότερο…

― Τι; ρώτησε ο Ζήσης αδιάφορος αφήνοντας ένα σύννεφο καπνό από το στόμα του να πάει αψηλά.

― Η αντιπολίτεψη οργανώνει συλλαλητήριο. Μέ­σα από ένα συλλαλητήριο δεν ξέρεις τι μπορεί να βγει. Ανθρώπους έχουμε δικούς μας αφοσιωμένους. Η κυβέρνηση και σήμερα πια δε στέκεται καλά στα πόδια της. Η στάση της στο ζήτημα της απεργίας, εξόν από τις άλλες αμαρτίες της, την έχει κάνει αντιδημοτικιά. Δεν πιστεύω να μπορέσει να σταθεί ύστερις από το συλ­λαλητήριο. Θα γκρεμιστεί επί τέλους.

Σώπασε. Οι άλλοι τον κοιτάζουνε στα μάτια.

― Έπειτα; ρωτάει σιγαλά ο Αλέξης.

― Έπειτα τα πράματα θα τραβήξουνε το δρόμο τους. Θα πέσει η κυβέρνηση αυτή, θα ‘ρθεί άλλη, δική μας, δηλαδή εθνική κυβέρνηση, που να πονάει τους ερ­γάτες. Έτσι θα δει κι ο εργάτης Θεού πρόσωπο.

Τα μάτια του Αλέξη αστράφτουνε από φχαρίστηση, μισόκλειστα, σε κάποιονε γλυκόν οραματισμό. Ο Λίντας σηκώνεται όρθιος κι αρχίζει να περπατάει πάνω και κάτω.

― Βλέπετε πόσα πράματα μπορεί να γίνουνε ακό­μα, και σεις έρχεστε και μελαγχολείτε και μου μιλάτε για υποχώρηση. Ποτέ; Τη στιγμή που ροδοχαράζει η νίκη!

Η φωνή του έχει ένα επιπληχτικό τόνο. Κείνοι σα να αιστάνουνται πως φταίξανε, σωπαίνουνε μπρο­στά του.

― Θα δεχτούνε κι οι άλλοι; μουρμουρίζει ο Στέρ­γιος.

― Να τους πείσετε, είναι ανάγκη να πειστούνε, αυ­τό απαιτεί το συφέρο τους, λέει ο Λίντας σ’ έναν τόνο κυριαρχικό, με πρόσωπο αναμμένο.

― Κι οι αρρώστοι; μουρμουρίζει κάποιος.

Ο Λίντας συλλογιέται.

― Κάτι θα γίνει και γι’ αυτούς. Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε έτσι.

Ο Αλέξης σηκώθηκε όρθιος.

― Περιμένω μέρα με τη μέρα κάτι λεφτά από το χωριό μου. Μικρά πράματα μα μπορούμε να βουλώ­σουμε κάμποσα στόματα, είπε μασώντας τα λόγια του και ξανακάθισε στην καρέκλα του προσπαθώντας να κρυφτεί από τους άλλους που τονέ κοιτάζανε περίεργοι.

Τα μάτια του Λίντα αστράψανε.

― Βλέπετε λοιπόν; φώναξε.

― Μα δε μας λες πώς έχεις κι εισοδήματα; έσκυ­ψε κάποιος κι είπε στο αυτί του Αλέξη.

Κείνος, κούνησε το κεφάλι του θλιβερά δίχως να πει τίποτα. Ένα αμάξι, ακούστηκε να ζυγώνει.

― Το αμάξι μου. Έρχεται να με πάρει, είπε ο Λίντας.

Φόρεσε το παλτό του, πήρε το καπέλο στο χέρι.

― Καληνύχτα παιδιά και κουράγιο.

Στάθηκε λίγο στην οξώπορτα σα να κατασκόπευε και πήδησε βιαστικά μέσα στο αμάξι που χάθηκε τρέ­χοντας μέσα στο σκοτάδι. Η βροχή είχε πάψει μα σύν­νεφα μαύρα σκεπάζανε ακόμα τον ουρανό, γιομάτα φοβέρα. Οι άλλοι βγαίνανε ένας ένας.

― Τρελλάθηκες; ψιθύρισε ο Ζήσης ζυγώνοντας τον Αλέξη.

Κείνος ξαφνίστηκε.

― Να τους αφήσουμε λοιπό να πεθάνουν; Να σβήσει η απεργία; ψιθύρισε,

― Και συ τι θα γίνεις;

― Δε θα χαθώ. Κάποια δουλειά θα βρω.

Ο Ζήσης σήκωσε τους ώμους.

― Πουλάς το σπίτι σου και χαρίζεις ύστερα τα λεφτά σου. Αυτό είναι υπερβολικό. Δε μου αρέσει να είναι κανείς τόσο ιδεολόγος. Κοίταξε να μη μετανιώσεις.

Ο Ζήσης είχε απόψε το ύφος ανήσυχο. Έφυγε μο­ναχός, βιαστικός, Ο Αλέξης έμεινε στο σπίτι. Ήθελε να μιλήσει άλλη μια φορά με τη Ρίκα.

― Δε φοβάσαι; τηνέ ζύγωσε και της είπε.

― Τι να φοβηθώ; ρώτησε κείνη ξαφνιασμένη.

― Να αυτό πού μαζευόμαστε εδώ. Αν το πάρει μυ­ρουδιά η αστυνομία;

Κείνη συλλογίστηκε κάμποσο.

― Ας το πάρει, είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της.

― Συλλογίστηκες πως μπορούσες να πας φυλακή.

Χαμογέλασε.

― Φυλακή; Πάντα καλύτερα θα ‘ναι. Άμα κατρακυλήσει κανείς μια φορά…

Δε θέλησε να προχωρέσει περσότερο. Το πρόσωπό της συννέφιασε άξαφνα και τα μάτια της που τώρα μια πλατιά, μαύρη γραμμή τα σημάδευε από κάτω, κινηθήκανε ανήσυχα.

― Ξέρεις πως είσαι ένας ήρωας: πρόστεσε ο Αλέξης.

Γέλασε.

― Καλά, αφού το θέλεις· μα δε μου λες γιατί ο κύ­ριος Λίντας επιμένει τόσο για το ζήτημα του διευθυντή;

Κείνος ξαφνιάστηκε.

― Μα βέβαια, από κείνονε γινήκανε όλα.

― Εμένα αυτή η επιμονή του δε μου αρέσει. Ξέ­ρεις τι λένε: Ζητάει τη θέση του διευθυντή για τον πα­τέρα του.

― Ο κύριος Λίντας εκμεταλλευτής; Αδύνατο. Α δεν κάνεις καλά να βάζεις υποψίες για τον κύριο Λίντα. Είναι ανώτερος άνθρωπος.

Ήτανε καιρός να πηγαίνει. Πρώτη φορά που τόλ­μησε να της σφίξει το χέρι καθώς κείνη το άπλωσε για τον χαιρετήσει. Ήτανε τόσο μαλακό, ζεστό… Α­νατρίχιασε…

8

― Στον Κεραμεικό!

Η φωνή αντηχάει σα σύνθημα. Εκεί, κοντά στη φάμπρικα, θα δοθεί η υστερνή, η οριστική μάχη. Και ποιος ξέρει. Μέσα από τους τάφους μπορεί να ξεπηδήσει μια καινούρια ζωή. Εκεί σφιχτοδένεται πάλε ο αρχαίος κόσμος με τον καινούριο κι οι αρχαίοι προγό­νοι δίνουνε το χέρι το πολύπειρο, το σοφό, στα εγγό­νια για έναν λυτρωμό, για ένα ανέβασμα…

Τα έρημα στρατόνια του αρχαίου νεκροταφείου ο­πού βρυάζει η τσικουνίδα, αντηχάνε τ’ ανήσυχα βήματα των εργατών κι ομιλίες παράξενες, λόγια πρωτάκου­στα, χτυπάνε πάνω στις ραγισμένες πλάκες που σκεπάζουνε τους νεκρούς. Οι νεκροί μέσα από τους τάφους τους αφουγκράζουνται ν’ ακούσουνε, ένας ταύρος μαρ­μαρένιος πάνω στο αψηλό βάθρο του, γιομάτος ορμή, είναι έτοιμος να χυμήξει. Κάποια θερμή πνοή περ­νάει τους πόρους της σκλερής πέτρας, χώνεται στα σπλάχνα της, τηνέ θερμαίνει, κι η πέτρα η τραχιά μαλακώνει. παίρνει ζωή… Μια εκκλησίτσα υψώνεται γαλήνια πάνω στο λόφο, σύβολο ειρήνης, και μέσα από το ανοιχτό παραθυράκι με τα σιδερένια σταυρωτά κάγκελα φαίνεται το φως που χαρίζει το καντήλι στην εικόνα…

Από πότε λες να ‘ναι αυτές οι πέτρες; ρωτάει ένας εργάτης.

― Είναι από τον καιρό των αρχαίων Ελλήνων, του ξηγάει κάποιος, έτσι με μια γενικιά, αόριστη έκφραση.

Ο εργάτης συλλογιέται.

― Τι να θέλουνε να πούνε τάχα αυτές οι πέτρες; ξαναρωτάει.

Ο άλλος σηκώνει τους ώμους του, ζαρώνει τα χεί­λια του, ανήξερος.

― Βρε δεν κοιτάς τα χάλια μας παρά κάθεσαι και χολοσκάς για αυτές τις παλιόπετρες; Επιτέλους τι θέλεις να ‘ναι; να, πέτρες είναι.

― Μας φώτισες.

― Αμ τι· δε βλέπεις που μείναμε μοναχοί.

―Ο καθένας κοιτάζει για τον εαυτό του. Το ‘λεγες να μας προδώσουνε;

― Παίζεις με την πείνα;

― Πατήσανε τον όρκο τους. θα το ‘χουνε βάρος στην ψυχή τους.

― Αυτό δεν είναι αμαρτία. Εγώ δεν το’ χω γι’ α­μαρτία. Άμα είναι για το ψωμί, για τη ζωή, ό,τι μπο­ρεί κάνει καθένας, είπε ένας σκυθρωπός.

Τονέ κοιτάξανε με απορία.

― Έτσι το λες του λόγου σου, Να παλαμίζεις το Βαγγέλιο…

― Και τι κέρδισες του λόγου σου τόσα χρόνια, που ‘σαι καλός Χριστιανός;

― Τι κέρδισα; Τι να κερδίσω; Στην άλλη ζωή…

― Εγώ θέλω τούτη τη ζωή να χαρώ, να γλεντή­σω. Πού ξέρω εγώ τι γίνεται στην άλλη ζωή;

― Σε στράβωσε κακομοίρη η πείνα και δε βλέπεις παραπέρα από τη μύτη σου.

― Μπορεί. Μα τι φταίω εγώ;

― Τι ψυχή θα παραδώσεις;

Κατέβασε το κάτω χείλι του σε έκφραση αδιαφο­ρίας.

Σα θα ‘ρθει κείνη η ώρα, ας έρθει όποιος θέλει να παραλάβει την ψυχή μου.

Σιγαλιά.

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του.

― Ο στρατός λένε θα μας χτυπήσει.

― Να μας χτυπήσει. Ναι! Σάμπως είναι μάνα μας η κυβέρνηση; Μητρυιά δεν είναι; Δικαίωμα της να χαρίζει την αγάπη της όπου της αρέσει.

― Ας είναι καλά ο Λαός· αύριο θα γίνει συλλα­λητήριο. Μας το βεβαίωσε ο κύριος Λίντας. Μην το ξεχνάτε, είπε ο Αλέξης ζυγώνοντας στην παρέα.

― Θα το ιδούμε κι αυτό.

Σωπαίνουνε. Ένα μωρό κλαίει. Η μάνα του που δεν κατορθώνει να το ησυχάσει κάθεται σε μια πέτρα, βγάζει το βυζί της και του το χώνει στο στόμα. Κείνο μπουκώνει λαίμαργα τη ρώγα που κρέμεται σα στα­φύλι, πιπιλίζει, βουβαίνεται για κάμποσην ώρα…

Ο γερο-Μόσκος, θερμαστής χρόνια στη φάμπρικα, καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο, χαράζει γράμματα στο χώμα, μ’ ένα ξύλο που κρατάει στο χέρι.

― Ε γέρο, τι κάνεις αυτού; φωνάζει ο Στέρφας.

Κείνος υψώνει τα μάτια του γαλήνια.

― Χαράζω τ’ όνομά μου, ψιθύρισε.

― Στο χώμα;

― Πού αλλού;

― Σε έχω καλό να χαράξεις στο μάρμαρο. Κούνησε θλιβερά το κεφάλι του.

― Το μάρμαρο δεν είναι για μας. Στο χώμα, στο χώμα για να σβήνεται εύκολα.

Ο άλλος σκέφτηκε κάμποσο.

― Λοιπόν το λέει η καρδιά σου γι’ αύριο; ρώτησε ο Στέρφας.

― Είμαι έτοιμος. Καλώς να ‘ρθεί.

― Τ’ άρματά σου;…

― Δεν έχουμε μεις άρματα, θα βγούμε μπροστά τη στιγμή που θα δοκιμάσουνε ν’ ανοίξουνε τη φάμπρικα κι α θέλουνε ας μας τρυπήσουνε με τις λόγχες τους, ας περάσουνε από πάνω μας τ’ άλογα,

― Θαρρείς πως θα δυσκολευτούνε να το κάνουνε;

Ο γερο-Μόσκος σήκωσε τους ώμους του.

― Ας πατήσουνε πάνω μας κι ας περάσουνε.

― Δε θα λυπηθούνε λες τις γυναίκες, τα παιδιά;…

Ζάρωσε τα χείλια του.

― Αφού δε μας λυπηθήκανε οι συντρόφοι μας και μας προδώσανε… Σήμερα καθένας είναι για τον εαυτό του. Μα εμένανε μου είναι αδιάφορο. Το ‘φαγα πια το ψωμί μου, μουρμούρισε κουνώντας θλιβερά το κε­φάλι του σ’ ένα πολύξερο ύφος, σαν άνθρωπος που έχει καλά σπουδάσει τη ζωή.

― Κωμωδίες… Δε βαριέσαι, πρόστεσε, σα να μι­λούσε με τον εαυτό του.

Ένα κάρο κατεβαίνει αγκομαχώντας. Ένα κεφάλι βοδιού προβάλλει πίσω από το κάρο, το αίμα αργοστάζει σε μια κόκκινη λουρίδα. Το βόδι χωρισμένο στα τέσσερα δέχεται τις υστερνές αχτίνες του ήλιου, που πάει να βασιλέψει, πάνω στη γυμνή ρόδινη σάρκα του. Τα μάτια, πάνω στο γυμνό, ξεγδαρμένο κεφάλι απομείνανε πετρωμένα με τη γλώσσα κρεμασμένη όξω από το στόμα, ενώ από το λαιμό που χάσκει κομμένος κρέμουνται κομμάτια αίμα μαύρο, πηγμένο. Ο αμαξάς κρατάει το άλογο από το γκέμι, αποπίσω ακολουθάει ένας χωροφύλακας.

― Για κοίταξε κει, ψιθύρισε ο Στέρφας, δείχνοντας το κάρο.

― Κατάλαβες; μουρμούρισε ο σύντροφος του ο Μπαγλαμός κλείνοντας το μάτι. Κι οι δυο συνεννοηθήκανε στη στιγμή με τα μάτια.

― Να πάρουμε και το Φλώρη. Αυτός έχει γερές πλάτες, είπε ο Στέρφας.

Οι τρεις εργάτες πηδήσανε όξω από τα κάγκελα. Άρχιζε να σουρουπώνει κι ο ήλιος σκόρπιζε κόκκινα τριαντάφυλλα στα σύννεφα σα να ‘θελε να περάσει στον άλλο κόσμο στεφανωμένος. Το κάρο έτριζε θλιβερά και προχωρούσε τρικλίζοντας. Ο Στέρφας ζύγωσε από πίσω το χωροφύλακα.

― Βρόμιο; ρώτησε αδιάφορα, με τα χέρια στις τσέπες.

― Όχι· φτισικό. Το είπε ο γιατρός, αποκρίθηκε ο χωροφύλακας.

Ο Στέρφας ζύγωσε τους συντρόφους του που α­κολουθούσανε από μακριά.

― Φτισικό λέει. Χαχαχά. Σκάσανε τα γέλια.

Το κάρο προχωρούσε τώρα μέσα στα χωράφια. Τα σκουπίδια υψωνόντανε σε σωρούς που τους έβραζε όλη τη μέρα ο ήλιος. Κάποια πουλιά γράφανε κύκλους στον αγέρα πάνω από τα σκουπίδια, ο ήλιος χαμήλω­νε αδιάκοπα.

Το κάρο σταμάτησε, ο άμαξας τράβηξε το ραμπαδόξυλο, και σπρώχνοντας με όλη τη δύναμή του έκανε το κάρο να γύρει πίσω. Τα κρέατα κυλίσανε πάνω στη ζεστή γης και το κάρο ξαναήρθε στη θέση του, ενώ το άλογο τίναζε το κεφάλι του τρομαγμένο. Ο αμαξάς πήδησε πάνω στο κάρο, ο χωροφύλακας θρονιάστηκε δίπλα του και το κάρο ξεκίνησε πάλε για την πόλη…

Το σκοτάδι απλώνεται πάνω στα έρημα χωράφια και το χώμα καβουρντισμένο όλη τη μέρα από τον ή­λιο διψάει τη δροσιά της νύχτας.

Ο Στέρφας κοίταξε γύρω του. Ψυχή. Ένας αψη­λός μαύρος σκύλος τους κοίταζε από μακριά.

― Το κρέας στον ώμο και δρόμο.

Το σκοτάδι έπεφτε απάνω τους προστατευτικό, ενώ κείνοι τρέχανε σκυφτοί φορτωμένοι τα κρέατα.

― Απόψε θα φάμε βασιλικά, είπε ο Στέρφας γλεί­φοντας τα χέρια του.

― Δε σιχαίνεσαι; Μπορεί και ν’ αρρωστήσουμε, λέει ο Μπαγλαμάς.

Δεν τους αφήνεις τους γιατρούς να λένε.

Νυχτωμένα γυρίσανε στον Κεραμεικό. Οι συντρόφοι τους περιμένανε.

― Πού πήγατε; Τι γινήκατε; ρώτησε ο Μανόλης.

Ο Στέρφας πέταξε χάμω το κρέας μ’ έναν αναστε­ναγμό ανακουφιστικό, ακουμπώντας τα χέρια στα νε­φρά του.

― Βρε τι είναι αυτό; ολάκερο βόδι, είπε ο Νίκος σκύβοντας απάνω στα κρέατα με μάτι γουρλωμένο λιχούδικα.

― Λάθος κάνεις. Είναι μοσχαράκι. Τέσσερις κι εξήντα η οκά. Τώρα μαζωχτήκανε όλοι γύρο.

[…]

Αρχίζουν να πηδάνε πάνω από τις φλόγες που απλώνουνε τις γλώσσες τους σα να θέλουνε να τους γλείψουνε.

Η τσίκνα του ψητού υψώνεται ερεθιστικά.

― Θε μου, τι ευωδία, μουρμουρίζει ένας. Ο Στέρφας τραβάει από τη φωτιά ένα κομμάτι,

τσιμπάει τη σάρκα και χώνει το δάχτυλό του στο στόμα του.

Λουκούμι, λέει…

― Μωρέ ο Στέρφας τι γίνηκε; Χάσαμε το Στέρφα φωνάζει ένας από την παρέα μπουκωμένος μια χον­τρή μπουκιά κρέας.

― Μας λείπει κι ο Μανόλης. Τι διάολο γενήκανε λέει άλλος χτυπώντας ένα κόκκαλο σε μια πέτρα για να βγει το μελούδι.

Πέρασε λίγη ώρα σα φάνηκε ο Στέρφας με το Μα­νόλη κρατώντας από τ’ αυτιά μια μεγάλη νταμιτζάνα που τηνέ φέρνανε θριαβευτικά.

― Ζήτωωωω… φωνάξανε όλοι.

― Αμ τι. Πάει κάτω τέτοιος μεζές δίχως κρασί; Ξεράθηκε το λαρύγγι μου, αποκρίθηκε ο Στέρφας απι­θώνοντας χάμω τη νταμιτζάνα.

― Πού το πέτυχες, μωρέ;

― Εδώ δίπλα. Στην ταβέρνα του Σκούφου.

― Το πλέρωσες;

― Κουτός είσαι. Του είπα να το γράψει.

― Και σε πίστεψε;

Ο Στέρφας ξαφνιάστηκε.

― Και γιατί να μη με πιστέψει; ο λόγος μου εμέ­να συβόλαιο απάντησε σε σοβαρό τόνο.

― Καλά, βάλε τώρα λίγο να πιούμε γιατί μου στά­θηκε δω ένας κόμπος, φώναξε κάποιος από την άκρη χτυπώντας αλαφρά το στήθος του για να πάει κάτω η μπουκιά.

[Λείπουν έξι λέξεις] Βλέπεις πως ένα ποτήρι έχουμε μονάχα, φώναξεν ο Στέρφας.

Το ποτήρι περνάει τώρα από χέρι σε χέρι, γιομάτο, και κάθε φορά δε μένει ούτε στάλα στον πάτο.

Ε, για να σας πω. Γλέντι δίχως χορό δεν γούστο, ακούγεται η φωνή του γερο-Μόσκου από μακριά.

Αναμμένοι, κόκκινοι, χορτάτοι όλοι βρίσκουνται όρθιοι. Το κρασί βράζει μέσα τους.

― Χορό, χορό φωνάζουνε.

Δίνουνε όλοι τα χέρια, ο χορός πάει κορδόνι γύρω στη φωτιά και το τραγούδι υψώνεται χαρούμενο, ξένοιαστο.

― Εμπρός κι οι γυναίκες στο χορό, φωνάζει ο Φλώρης αναμμένος.

Τις πιάνουνε από τα χέρια, τις τραβάνε για να τις σηκώσουνε. Κείνες αρνιούνται.

― Δεν κάνει… λέει μια.

― Απόψε όλα επιτρέπουνται, φωνάζει ο Στέρφας τραβώντας μια από το χέρι.

Κείνες αφήσανε να σουρθούνε άθελα ανάμεσα στην αλυσίδα που κάνουνε οι άντρες.

 

Στον Άδη θε να πάγω, το Χάρο να σμιχτώ

Ναν τονέ πιάσω φίλο κι αδερφοποιτό.

 

Τραγουδούσε ο γερο-Μόσκος χτυπώντας τις απαλάμες του τη μια με την άλλη στο ρυθμό του τραγουδιού.

Άξαφνα ακούστηκε μια ψαλμουδία που ‘βγαινε από το εκκλησιδάκι που υψωνότανε πάνω στο λόφο λες πως ξύπνησε κι αυτό από τον ύπνο του κι αποφάσισε να λάβει μέρος στο γλέντι.

 

Μετά των αγίων ανάπαυσον Χριστέ

Τας ψυχάς των δούλων σου.

 

Κομμένος ο χορός σαν κλωστή. Ακούνητοι τώρα όλοι με τα κεφάλια αψηλά, με τα μάτια γουρλωμένα, ακούνε τον ύμνο που αντηχάει τόσο αναπάντεχα, τόσο παράξενα σα να βλέπουνε ν’ ανοίγεται μπρος τους κά­ποιος άλλος άγνωστος κόσμος.

 

Ένθα ουκ εστί λύπη, ου πόνος, ου στεναγμός

 

Στην τελευταία λέξη η φωνή υψώθηκε δυνατά, πα­θητικά…

Κρατούσανε τις ανάσες τους.

 

Αλλά ζωή ατελεύτητος.

 

Στον τελευταίο στίχο η φωνή κατέβηκε, χάνονταν όσο που έσβησε.

― Ο Μαθιός θα ‘ναι. Αυτός κιόλας ξέρει και ψέλνει. Πάω να δω, είπε ο Παντελής με κομμένη φωνή κι έφυγε τρέχοντας.

Σε λίγο δυο άνθρωποι κατέβαιναν από το λόφο.

― Σας τον έφερα. Αυτός είναι, φώναξε ο Φλώρης από μακριά.

― Βρε τι σου ‘ρθε να μας ψάλεις ζωντανούς; φώνα­ξε ο Στέρφας.

Κείνος γελούσε.

― Τι ζωντανούς, τι πεθαμένους. Το ίδιο είναι.

― Σαν πεθαμένοι μοιάζουνε.

Το αγεράκι της νύχτας δροσίζει τα φλογισμένα κε­φάλια. Το τραγούδι σβήνεται, χωνεύει σαν τη φωτιά. Μόνο οι κουβέντες εκείνων που δεν έχουνε ύπνο, ακούγονται σιγαλές.

Περασμένα μεσάνυχτα… Σιγαλιά.

Κοιμούνται… Κάποιοι ροχαλίζουνε.

Ένα μωρό ξυπνάει κι η μάνα του προσπαθεί μ’ ένα σιγαλό νανούρισμα να του βουλώσει το στόμα κου­νώντας το στην αγκαλιά της, για να μη ξυπνήσει τους άλλους. Έχουνε τόση ανάγκη από ύπνο. Ο Αλέξης ανοίγει τα μάτια του. Δίπλα του ο Ζήσης καπνίζει α­διάκοπα σα να ζητάει να πνίξει μέσα στον καπνό τις σκέψες που τονέ βασανίζουνε.

― Το συλλογίστηκες τι μέρα ξημερώνει αύριο; ψιθυρίζει ο Αλέξης.

― Ναι, ημέρα θανάτου, αποκρίνεται κείνος ψυχρά.

― Ημέρα ζωής. Αύριο η κυβέρνηση πέφτει κι η πατρίδα ξαναγεννιέται. Το δίκιο του εργάτη θα βασιλέψει σίγουρα.

― Το πιστεύεις;

― Σα να το βλέπω. Βλέπω εκεί κάτω στον ορίζοντα ένα φως να χαράζει…

― Δε νομίζεις πως είναι ακόμα πολύ νύχτα;

― Ζυγώνει, ζυγώνει η αυγή…

Σιγαλιά. Άξαφνα ακούγεται μια φωνή, κάτι σα διά­βασμα, σαν απαγγελία.

― Ποιος είναι αυτός; Πάμε να ιδούμε, λέει ο Ζήσης. Προχωρούνε.

― Βρε να σε πάρει ο διάολος. Εσύ είσαι Αντρέα; φωνάζει ο Ζήσης.

Ο Αντρέας, ανεβασμένος στο μνημείο της Ηγησώς ξακολουθούσε ν’ απαγγέλλει αδιάφορος, σα να μην τους είδε, σε μιαν έκσταση, σ’ έναν θυμό ιερό:

 

Ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!

Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,

θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,

και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρά

θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,

σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,

και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί

να κατρακυλήσεις πιο βαθιά

στου Κακού τη σκάλα,

για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί

θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!

τα φτερά,

τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

 

Τ’ αστέρια λαμπυρίζουνε πάνω από το κεφάλι του, η Ηγησώ γέρνει το κεφάλι της θλιμμένο ενώ ο Δεξί­λεως απλώνει το χέρι του απάνω της σ’ ένα κίνημα γιομάτο αγάπη και τρυφεράδα.

― Παράξενο ποίημα, μουρμουρίζει ο Αλέξης.

― Τι ζητάς εδώ; ρωτάει ο Ζήσης.

― Προφητεύω.

― Κανείς δε σε ακούει. Δε βλέπεις; όλοι κοιμούνται βαθιά!

― θα τους ξυπνήσω.

― Είναι μεθυσμένοι.

― Θα φωνάζω όσο να ξεμεθύσουνε και να ξυπνή­σουνε.

― Δε φοβάσαι μη σε πάρουνε για τρελό που τους χαλάς τον ύπνο;

― Ένα μόνο φοβάμαι.

― Τι;

― Την οργή του ποιητή, του προφήτη.

Ο Ζήσης σκέφτηκε κάμποσο.

― Δεν είναι καιρός να κοιμηθείς; Αύριο έχουμε δουλειά.

― Θα ξενυχτίσω να δω πρώτος εγώ την ανατολή. Θα μου κάμει συντροφιά η Ηγησώ κι ο Δεξίλεως.

Ο Ζήσης κούνησε το κεφάλι του.

― Πάμε. Δεν μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μαζί του. Αυτός είναι άλλος άνθρωπος, λέει ο Ζήσης.

Τον αφήσανε και φύγανε.

Κάθουνται σε μια πέτρα… Από το δρόμο περ­νούνε γαϊδούρια φορτωμένα λαχανικά. Το παραθυ­ράκι της εκκλησιάς λάμπει φωτισμένο. Μακριά, βαθιά προβάλλει η θάλασσα, από το άλλο μέρος υψώ­νεται ο Βράχος κι ανάμεσα απλώνεται, σέρνεται σα φίδι άσπρος ο δρόμος. Κλειστά τα μαγαζιά, σκο­τεινά τα σπίτια… Μια πόρτα ανοίγει σ’ ένα χαμηλό μαγαζάκι, ένα φως προβάλλει μέσα. Ένας άνθρωπος βγαίνει από μέσα μ’ ένα δέμα σανό στο χέρι. Δίνει λίγο στο γάιδαρό του, που περιμένει απόξω, να μασήσει, φορτώνει τον άλλο, καβαλάει και φεύγει… ο ελαιώνας απλώνεται μαύρος, κάποια φουγάρα υψώνουνται ακατάδεχτα πάνω από τα ταπεινά σπίτια…

Αμίλητοι. Σιγαλιά.

Άξαφνα ο Ζήσης σηκώνει το κεφάλι του. Μυρίζεται τον αγέρα, αφουγκράζεται. Κουνάει το Ζήση.

― Άκου, ψιθυρίζει.

Ακούγεται ποδοβολητό, κλαγγή σπαθιών.

― Μας έζωσε ο στρατός, λέει ο Ζήσης.

― Ζυγώνει η ανατολή, φωνάζει ο Αλέξης χαρού­μενος.

― Δε θα μπορέσει κανείς μας να βγει από δω μέσα. Μας έχουνε σαν ποντικούς στη φάκα. Πρέπει να ξυ­πνήσουμε και τους άλλους, λέει ο Ζήσης ανήσυχος.,.

Ξυπνάνε ένας ένας. Ο Αλέξης γυρίζει ανήσυχος.

― Ζυγώνει, ζυγώνει παιδιά, λέει και ξαναλέει.

― Ποιος μωρέ; ο στρατός;

― Η Ανατολή, η μεγάλη Ανατολή.

― Σαχλαμάρες· τι θα μεγάλη και μικρή Ανα­τολή. Μια είναι η Ανατολή, απαντάει ο Φλώρης.

― Καλά, καλά θα δείτε σε λίγο, λέει ο Αλέξης που η καρδιά του χτυπάει από τη συγκίνηση.

Παραπέρα, χωριστά από τους άλλους περπατάει ο γερο-Μόσκος με το κεφάλι σκυφτό. Κάποτε στέκεται, σα ν’ αφουγκράζεται και ξαναρχίζει το περπάτημα…

Χάραξε, έσκασε η μέρα. Οι ελιές παλεύουνε να τινάξουνε από πάνω τους το σκοτάδι που τις βαραίνει. Τα πουλιά που ‘ναι κουρνιασμένα στα κλαδιά αρχίζουνε σι­γαλά, δειλά, αργά το πρώτο τραγούδι τους…

Κάποιος φαίνεται να ζυγώνει.

― Ένας αξιωματικός, λέει ο Φλώρης.

Όλοι μαζεύονται γύρω στον αξιωματικό που ‘ρθε να τους μιλήσει.

― Παιδιά, να διαλυθείτε, το καλό που σας θέλω, λέει σε μαλακόν τόνο.

― Δεν έχουμε να πάμε πουθενά, λέει ο Αλέξης ξερά.

― Ακούστε με παιδιά. Μην τα βάζετε με την κυ­βέρνηση. Μη δοκιμάστε να εμποδίστε τους άλλους που θέλουνε να πιάσουνε δουλειά.

― θα τους εμποδίσουμε, αποκρίνεται ξερά ο Ζήσης

― Το συλλογιστήκατε καλά αυτό που κάνετε; ξανα­ρωτάει ο αξιωματικός.

― Είμαστε πια αποφασισμένοι. Σκοτώστε μας απο­κρίνεται ο Στέρφας

Ο γερο-Μόσκος ούτε ζυγώνει ν’ ακούσει. Σουλατσαίρνει με το κεφάλι σκυφτό, σαν άνθρωπος που νιώθει πως είναι μάταιη κάθε αντίσταση στο μοιραίο. Ό,τι είναι να ‘ρθει, καλώς να ‘ρθει. Και το γληγορότερο μάλιστα.

Ο αξιωματικός φεύγει… Η μεγάλη στιγμή ζυ­γώνει, έφτασε…

― Πρέπει να βγούμε το γληγορότερο από δω μέσα. Οι γυναίκες μπροστά, ακούγεται η φωνή του Ζήση διαταχτικιά, τρεμουλιαστή.

― Παιδιά, φάνηκε η ανατολή, φωνάζει ο Αλέξης.

― Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα με­γάλα, ακούγεται η φωνή του Αντρέα, που ξαναλέει τον τελευταίο στίχο του τραγουδιού, κουνώντας αψηλά σα σημαία ένα κλαδί ελιάς που κρατούσε στο χέρι.

― Δόξα, ωσαννά στο Χάρο, φωνάζει ο Ζήσης.

― Εμπρός στη Ζωή, αποκρίνεται ο Αλέξης κι η φωνή του πνίγεται μέσα στη βουή του πλήθους που χυμάει στο δρόμο σαν ένα κοπάδι που το σέρνει κάποια αόρατη δύναμη σε κάποιο γκρεμό…

… … … … … … … … … …

Ένα παράθυρο ανοίγεται με ορμή και τα παραθυ­ρόφυλλα χτυπάνε με κρότο στον τοίχο. Μια γυναίκα που πετάχτηκε κείνη τη στιγμή από τα ρούχα, προ­βάλλει από το ανοιχτό παράθυρο το κεφάλι της αχτένιστο. Οι πλεξούδες της πέφτουνε στο λαιμό της λυμένες. Κοιτάζει. Άξαφνα απλώνει τα χέρια της, ρίχνε­ται μπρος, κρεμιέται στο παράθυρο.

― Πωπώ. Σκοτώνουνται. Σκοτώνουνε τους ανθρώ­πους αντηχάει η φωνή της μέσα στην πρωινή σιγαλιά.

Η σφυρίχτρα της φάμπρικας σκορπίζει το χοντρό μονότονον αχό της. Από τα μαυρισμένα χείλια της αψηλής καμινάδας αρχίζει να βγαίνει πάλε μαύρος, πνιχτός καπνός…

9

Από τον Κεραμεικό, που οι σφαίρες βουίζανε σα μελίσσια γύρω στα αυτιά του, στο σπίτι της Ρίκας, κάτι τον τράβηξε σα μαγνήτης.

Τώρα ήθελε να τηνέ ξαναδεί για να της ξομολογηθεί τη μεγάλη απόφασή του. Η Ρίκα γυναίκα του. Αυτός με το χέρι του θα τραβήξει το λουλούδι από το βούρκο. Όσο για τα λόγια του κόσμου του ήτανε αδιάφορο. Έφτανε μόνο να το θελήσει κι η ίδια.

Κλειστά τα παράθυρα. Χτυπάει την πόρτα, περιμέ­νει, ξαναχτυπάει. Τίποτα, «Θα ‘ναι όξω» καλά θα πε­ριμένω απόξω να γυρίσει.

Μια γριά προβάλλνει στην εξώπορτα του σπιτιού της.

― Ποιονε ζητάς, παιδάκι μου; ρωτάει.

― Αυτή που κάθεται μέσα.

― Δεν κάθεται πια κανείς μέσα.

Κείνος ξαφνιάζεται.

― Άλλαξε σπίτι;

― Όχι, την πήρανε. Ήτανε αξιολύπητο θέαμα. Πώς τηνέ σέρνανε…

Γουρλώνει τα μάτια του.

― Για ποια μου μιλάς γερόντισσα; ρωτάει κι η φωνή του τρέμει.

― Για τη Ρίκα δε θέλεις να μάθεις; Ε! δεν κά­θεται πια εδώ. Ήρθε σήμερα η αστυνομία και τηνέ πήρε. Έγινε θρήνος. Όλη η γειτονιά είχε μαζωχτεί. Την κάηκε η ψυχή μου!

― Και πού την πήγανε.

― Στα Βούρλα!

― Στα Βούρλα, ξαναλέει κείνος με πνιχτή φωνή ακουμπώντας στον τοίχο για να μην πέσει.

― Ναι. Της το κάμανε για τιμωρία, γιατί άφηνε να μαζεύουνται στο σπίτι της κάτι άνθρωποι που θέλανε να μας χαλάσουνε τη θρησκεία. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ξέρω και ‘γώ. Έτσι άκουσα να λένε.

Δε ζητάει να μάθει περσσότερα. Ρίχνει μια τελευ­ταία ματιά στα κλειστά παράθυρα και γυρίζει να φύγει.

― Ε υπομονή παιδί μου. Δε χαθήκανε οι γυναίκες, φωνάζει η γριά που τονέ παίρνει για κανέναν πε­λάτη της, βλέποντας το ύφος του, το βαρύ.

Φτάνει στο σπίτι του. Είναι τώρα κάμποσες μέρες, από τότε που τονέ διώξανε κι από τον καφενέ και μέ­νει στην κάμαρα του Ζήση… Πέφτει σε μια καρέκλα, σταυρώνει τα χέρια, κλείνει το μάτια του…

― Στα Βούρλα.

Η φράση, αυτή λάμπει μπροστά του σα σίδερο πυ­ρωμένο, αναπνέει την άχνα της… Στέκεται ακίνητος, σαν απολιθωμένος.

― Παλιά παπούτσια, παλιά μολύβια, παλιά σί­δερα, παλιές ιδέες ποιος έχει για πούλημααα…

Ξεπετάγεται από την καρέκλα. Νάτος πάλε! Είναι ο ίδιος! Η φωνή του αντηχάει στ’ αυτιά του σαν ένα αναγέλασμα της Μοίρας,

Ανοίγει το παράθυρο, κρεμιέται.

― Έλα πάνω, φωνάζει.

Ο άνθρωπος μπαίνει στην κάμαρα μ’ ένα σακί άδειο στον ώμο. Τα δάχτυλά του προβάλλουνε από τα τρυπημένα παπούτσια του, άσπρα από τη σκόνη.

― Αγοράζεις και παλιές ιδέες;

Κείνος χαμογελάει.

― Ε, κάποτε· άμα τις βρίσκω συφερτικές.

― Καλά· αγοράζεις αυτά, ρωτάει προτείνοντας το χερόγραφο του λόγου που είχε ν’ απαγγείλει στο Λύκειο.

Κείνος παίρνει τα χαρτιά στα χέρια του, τα ψηλαφάει.

― Είναι ένας λόγος πατριωτικός! Εμένα δε μου χρειάζεται πια.

Ο άλλος σουφρώνει τα χείλια του. Κουνάει το κε­φάλι του.

― Δε μου κάνει. Δεν έχεις, αφεντικό, τίποτε άλλο που κάτι ν’ αξίζει. Κανένα ζευγάρι παπούτσια, κανένα σακάκι…

― Όχι αυτά μου χρειάζουνται για τον εαυτό μου· Σου πουλάω αυτό που δε μου χρειάζεται πια εμένα.

Ο πωλητής τον κοίταξε στα μάτια. Τόσην ώρα είχε την ιδέα πως του μιλούσε στα χωρατά. Τώρα από το ύφος της μορφής του, από τον τόνο της φω­νής του καταλάβαινε πως είχε μπροστά του έναν άν­θρωπο που μιλούσε στα σοβαρά. Μην ήτανε κανένας τρελός;

― Λοιπό δεν τις αγοράζεις αυτές τις ιδέες; Ούτε μια δεκάρα;

― Κοροϊδεύεις, αφεντικό, και ‘γώ είμαι φτωχός άν­θρωπος, αποκρίθηκε κείνος πετώντας πάλε το τσου­βάλι τον ώμο του.

Ο Αλέξης τονέ βλέπει να κατεβαίνει τη σκάλα. Σε λίγο ακούγεται πάλε η φωνή του στο δρόμο.

― Παλιά σίδερα, παλιά μολύβια, παλιά παπού­τσια, παλιές ιδέες ποιος έχει για πούλημααα…

Ακροάστηκε όσο που έσβησε η φωνή. Το χερόγραφο του λόγου ήτανε πάνω στο τραπέζι πεταμένο, όπου η σκόνη απλωνότανε παχιά. Το πήρε στα χέρια του κι άρχισε τα το κοιτάζει. Ένας κόσμος ολάκερος βρισκότανε κλεισμένος μέσα στα χαρτιά αυτά, ένας κόσμος που αντιπροσώπευε όλο το παρελθό του. Για μια στιγμή έκανε να συγκινηθεί, κάτι ένιωσε να του υγραίνει τα μάτια, μια ανατριχίλα να περνάει το κορμί του. Μα γλήγορα ήρθε η ψυχρή σκέψη για να του πνίξει κάθε συγκίνηση. «Δεν αξίζει να κλάψω για το θάνατό του. Ήτανε καιρός πια να πεθάνει. Αρκετά έζησε» .

Μ’ ένα αποφασιστικό κίνημα σα να ‘κοβε και την τε­λευταία κλωστή που τον ένωνε με το παρελθό, άρπαξε τα χαρτιά κι άρχισε να τα σκίζει, κομματάκια, κομ­ματάκια. Έπειτα ζύγωσε στο παράθυρο, άνοιξε τη χούφτα του, και τα μικρά χαρτάκια πετάξανε στον αγέρα μέσα από τη χούφτα του χαρούμενα που αποχτούσανε τη λευτεριά τους, ύστερα από τόσο κλείσιμο μέσα σ’ ένα ανήλιαγο σκονισμένο συρτάρι. Παρακο­λούθησε κάμποσην ώρα με το μάτι του το χορό που κάνανε στον αγέρα σαν πεταλούδες κι ύστερα τραβή­χτηκε μέσα σαν ξαλαφρωμένος από ένα βάρος που του ‘φυγε από το στήθος.

Σουλατσαίρνει μέσα στην κάμαρα με τα χέρια σταυρωμένα… Η εικόνα της μάχης περνάει μπρο­στά του γιομάτη φρίκη. Πώς σφυρίζανε τα βόλια, πώς λάμψανε τα σπαθιά των καβαλαρέωνε γυμνά στα φως, λαίμαργα. Η κρύα λεπίδα σου τάχτηκε στο ζεστό, κόκ­κινο αίμα! Οι φωνές τω γυναικών, τα κλάματα των παιδιών, τι αλαλαγμός, και τι κακό! Ο Αντρέας! Α! Αυτός και στο θάνατό του στάθηκε ποιητής όπως και στη ζωή του. Κρατώντας αψηλά πάντα το κλαδί της ελιάς, απαγγέλνοντας τους στίχους δέχτηκε το βόλι μέσα στο στόμα κι έπεσε για να μη ξανασηκωθεί. Ο θάνατος λες κι ήθελε να του κλείσει το στόμα! Κι ο Ζήσης! Αυτός τουλάχιστο τηνέ πλέρωσε τη ζωή του ακριβά ως τη στιγμή που γονάτισε βουτηγμένος στο αίμα. Έριξε, έριξε… Κι έπειτα σαρωμένος ο δρόμος, βουβός ενώ ο καπνός που ξερνούσε η καμινάδα έπλεκε αδιάκοπα μαύρα στεφάνια…

Πνίγεται μέσα στη στενή κάμαρα. Από στιγμή σε στιγμή περιμένει να προβάλουνε οι χωροφυλάκοι που θα ‘ρθούνε να τονέ συλλάβουνε. Αντάρτης, επαναστά­της σου λέει ο άλλος, κι ύστερα η φυλακή, η φριχτή φυλακή! Ζωντανός στον τάφο! Επί τέλους πιο τυ­χεροί οι άλλοι που φύγανε!

Μεγάλη Πέμπτη!

«Σήμερα σταυρώνουνε το Χριστό». Σε μικρά ομορφοστολισμένα τραπεζάκια με κόκκινα χαρτιά που­λούνε λαμπάδες, άσπρες, κίτρινες για τον επιτάφιο. Να και λαμπαδίτσες με χάρτινες κορδελίτσες και φιο­γκάκια για τα μικρά παιδάκια, στολισμένες σα νυφούλες. Ο νους του άξαφνα πετιέται πίσω, στα πε­ρασμένα. Κάποτε κράτησε κι αυτός μια τέτοια λαμπαδίτσα στο χέρι, όταν η μάνα του του φόρεσε τα γιορτινά του και τον πήρε από το χέρι να τον πάει στην εκκλησιά. Ας μπορούσε να ξαναγυρίσει σε κείνα τα χρόνια …

«Σήμερα σταυρώνουνε το Χριστό». Το λέει και το ξαναλέει, η φράση του χτυπάει σήμερα ξεχωριστά στο αυτί. Θολός ο ουρανός. Θυμάται. Πάντα την ημέρα αυτή ήτανε θολός ο ουρανός, με σύννεφα σκε­πασμένος που σταλάζουμε τη μελαχολία, σαν τις στά­λες της χινοπωριάτικης βροχής. Έτσι πρέπει να ‘ναι. Σήμερα όλα είναι βαριά, λυπημένα.

Πλανήθηκε όλη τη μέρα στους δρόμους και κάθε φορά που ‘βλεπε χωροφύλακα, νόμιζε πως ένα χέρι θ’ απλωθεί βαρύ πάνω του να τον αρπάξει από το γιακά. Το περίμενε, το ποθούσε, και δεν προσπαθούσε διόλου να κρυφτεί. Ο χωροφύλακας περνούσε ωστόσο δίπλα του δίχως να τον κοιτάξει κι αυτός απορούσε. «Μα γιατί δε με πιάνουνε;»

Κάθισε σ’ ένα παγκάκι σ’ ένα δημόσιο κήπο. Τα δέντρα μυρίζανε πράσινα, δροσάτα, τα παιδιά παίζανε με την άμμο ενώ οι νταντάδες τους σκύβανε στο κέν­τημά τους, άλλες διαβάζανε, άλλες κοιτάζανε το βι­βλίο για να κάνουνε κόρτε…

Νύχτα ξαναμπήκε στην πόλη. Οι καμπάνες σημαίνανε για την ολονυχτία, οι γυναίκες με τις Σύνοψες στο χέρι τρέχανε για να πιάσουνε στασίδι στην εκ­κλησιά. Περπατούσε σκυφτός καταμεσής του δρόμου ενώ τ’ αμάξια λοξεύανε το δρόμο τους για να μην τον κόψουνε. «Στραβός είσαι μωρέ, δεν ανεβαίνεις στο πεζοδρόμιο;» του φώναξε ένας αμαξάς κρατώντας με κόπο τ’ άλογά του που πήγανε να πέσουνε πάνω του. Μα στο πεζοδρόμιο δεν μπορούσε ν’ ανεβεί. Φοβότανε, πιανότανε η αναπνοή του. Στο δρόμο ήτανε πιο λεύ­τερος.

Μια εκκλησιά πρόβαλε μπρος του. Ο κόσμος ξε­χείλιζε από την ανοιχτή πόρτα ως όξω στο δρόμο. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε τις ψαλμωδίες σε μια γωνιά. Σιγά σιγά βρήκε τρόπο και χώθηκε μέσα. Στριμώχτηκε, μαζώχτηκε. Τι γλυκά λόγια. Να τώρα βγάζουνε το Σταυρό κι όλοι σκύβουνε, σταυροκοπιούνται.

«Σήμερα κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.

Η φωνή του παπά που βαδίζει αργά με το Σταυρό αψηλά υψώνεται τρεμουλιαστή μέσα στους καπνι­σμένους τοίχους της εκκλησιάς, Το πλήθος ανοίγει δρόμο για να περάσει ο Εσταυρωμένος.

Κατεβάζει το κεφάλι του. Τα λόγια του παπά, που βγαίνουνε αργά, σ’ ένα λυπητερό τόνο, από το στόμα του, περνάνε από τ’ αυτιά του σα φωνή από άλλον κό­σμο, σα βογκητό ανθρώπου που τον έχουνε δεμένο και τον παιδεύουνε, ριγμένονε χάμω. Βαστάει το βο­γκητό του μα δεν έχει τη δύναμη να τρέξει να τονέ γλιτώσει, ανήμπορος σα να μην πιστεύει πια σε τί­ποτα, σα να μη βλέπει πια την ανάγκη. Γιατί;,..

Το πλήθος πέρασε από τον Εσταυρωμένο, ευλαβικά, του φίλησε τα πόδια τα ματωμένα, άναψε το κερί του στο αψηλό μπρούντζινο μανάλι που φωτίζει το φριχτό Πάθος. Σιγά σιγά τα κεριά λιώνουνε, χωνεύουνε, ο καπνός χαμηλώνει, η εκκλησιά αδειάζει. Πάνε τώρα να κοιμηθούνε και να ετοιμαστούνε αύριο για τον Επιτάφιο…

Να αυτός μοναχός του μέσα στην εκκλησιά. Ο καντηλανάφτης αφού σκούπισε την εκκλησιά για να μην έχει το μπελά αύριο, πήγε κι αυτός στο κελί του να κοιμηθεί. Κανείς δεν τον είδε.

Μισοσκότεινα, τα καντήλια θαμποκαίνε, ο Χριστός κρέμεται στο Σταυρό με το κεφάλι γυρτό στο στήθος. Δε φοβάται. Βγαίνει από τη γωνιά που ήτανε κρυμ­μένος, ζυγώνει στο Σταυρό, υψώνει τα μάτια του στο Χριστό και τον κοιτάζει, τον κοιτάζει… «Ονειροπλέχτη», ψιθυρίζουνε τα χείλια του σ’ ένα πικρό χαμόγελο.

Ζυγώνει πιο πολύ, αγκαλιάζει τα πόδια του, τα φιλεί… Οι ώρες περνάνε… Τακ, τακ, χτυπάει το ρολόι του τοίχου μονότονα, ρυθμικά. Κοιτάζει γύρω του. Να δυο καρφιά πάνω στο παγκάρι. Είναι δυο μεγάλα χοντρά μυτερά καρφιά για να κρεμάσουνε κάποια εικόνα. Τα παίρνει στο χέρι του. Το σίδερο καινούριο, γυαλίζει, διψάει κάπου να χωθεί.

Ζυγώνει στο Σταυρό. Ο Χριστός θλιμμένος γέρνει πάντα το κεφάλι του στεφανωμένο με αγκάθια, με τα χέρια τεντωμένα, που στάζουνε αίμα… Κοιτάζει, κοιτάζει αμίλητος…

― Λοιπόν κι ένα ακόμα ψιθυρίζει.

Βρίσκει μια πέτρα, υψώνεται στα νύχια, ζυγώνει το καρφί στην καρδιά του Χριστού.

― Εδώ μουρμουρίζει.

Το καρφί μπήγεται βαθιά, αλύπητα, ολάκερο. Ένα ποτάμι κόκκινο βλέπει να βγαίνει από την πληγή και να χυμάει ορμητικό για να πνίξει τον κό­σμο… Κλείνει τα μάτια.

Κρατάει το άλλο, δοκιμάζει τη μύτη του στην άκρη του δαχτυλιού του. Τι μυτερό! Βρίσκεται κάτω από το Σταυρό. Ο Χριστός σα ν’ άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια του και του χαμογέλασε. Το ποτάμι κυλάει πάντα κόκκινο, βοερό… Να, τον έζωσε, τον έπνιξε…

Φέρνει το καρφί στην καρδιά του. Νιώθει την κρύα μύτη ν’ ακουμπάει στο κρέας του. Σπρώχνει με τα δυο χέρια του… Το κρύο σίδερο γλιστράει μέσα στη μα­λακιά, ζεστή σάρκα…

Το πρωί ο καντηλανάφτης σαν πήγε ν’ ανοίξει την εκκλησιά, τονέ βρήκε πρώτος νεκρό, κουβαριασμένο στα πόδια του Σταυρού. Στάθηκε και τον κοίταξε κάμποσο ακούνητος.

― Τον κακομοίρη! Βέβαια κάποιος τρελός θα ήτανε… Ορίστε τώρα να σφουγγαρίζει και τα αίματα, μουρμουρίζει.

ΤΕΛΟΣ