ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Ο ΔΡΟΜΟΣ


 

Πληροφορίες για τον Κώστα Παρορίτη θα βρείτε εδώ.

Το διήγημα «Ο δρόμος» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς» στο τεύχος 151 στις 5 του Θεριστή του 1905

Ο ΔΡΟΜΟΣ

Ανοιξιάτικη, χαρισάμενη μέρα. Πρωί ακόμα. Η θάλασσα γυαλί, τα βουνά της στεριάς κοντυλένια, καμαρωτά, βυθισμένα σ' ένα διάφανο σύννεφο. Όλα φως, χρώμα, μυρουδιά. Η γης καθώς τη χάδευε ο ήλιος λες κι ανάσαινε. Ένας αχνός έβγαινε από χάμω σα να ήταν πνοή της. Πού να κάνεις, πού να γυρίσεις και να μην αναγαλλιάσει η ψυχή σου. Το κάστρο στρωμένο με χαμομήλια που μοσκοβόλαγαν, με αγριοβιολέτες, με λογιώνε λογιώνε λουλουδάκια και πρασινάδα, που τα 'λουζε απ' αψηλά ο ήλιος με το χρυσάφι του. Ζωντανεμένα, γαληνεμένα όλα κει πάνου, απαλοχάδευαν την ψυχή, σού μιλούσανε με τη μυστικιά γλώσσα τους που τράβαγε ίσια στην καρδιά.

Ανεβασμένος ο καπεταν-Θύμιος σαν πάντα απάνω στο κάστρο, τέντωνε τα μάτια, άνοιγε το στόμα για να ρουφήξει όλες εκείνες τις μυρουδιές που ήταν έτσι σαν μπάλσαμο στη γέρικη καρδιά του. Παλικάρι του αγώνα ζούσε μια ήσυχη ζωή στο νησί με τα λίγα παραδάκια που του έδινε το κουβέρνο σα λεημοσύνη. Kαι ζούσε απαραπόνεφτα, του έφτανε μόνο που έβλεπε την πατρίδα του λέφτερη.

Θα είχε κάμποση ώρα στο κάστρο σαν άκουσε κουβέντες κάτω από το βράχο. Σκύβει και βλέπει κάμποσους αργάτες που κρατούσανε κάτι αψηλά, μυτερά κοντάρια στα χέρια. Ένας άλλος με μια κορδέλα απλωμένη μετρούσε τον τόπο.

Απόρησε. Τι να θέλουνε αυτοί τάχατες στο κάστρο. Περίμενε πως θα φύγουνε. Mα αυτοί τη δουλειά τωνε.

Περίεργος κατεβαίνει τότες από το κάστρο, ζυγώνει ένανε από δάφτους και τονέ ρωτάει.

— Τι τρέχει, πατριώτη;

— To δρόμο σημαδεύουμε, του αποκρίνεται κείνος αδιάφορα.

— Ποιόνε δρόμο; περνάει από δω κάνας δρόμος;

— Θα περάσει α δεν περνάει.

Ο καπεταν-Θύμιος κοντοστάθηκε λίγο.

— Και το βράχο αυτόνε τι θα τονέ κάνετε, μαθές;

— Όσο γι' αυτό. Βουνά μπορείς να ξεθεμελιώσεις σήμερις. Δύο τρία φουρνέλα και πάει δουλειά του. Ο καπεταν-Θύμιος έφερε το χέρι στο κούτελο.

— Δηλαδή πάει να πει θα χαλάστε το κάστρο;

— Μα δεν το βλέπεις, χριστιανέ μου, πως δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώτικα; του αποκρίθηκε ο αργάτης και τον άφησε απορώντας για την φιλολογία του γέρου.

Ξερός ο καπεταν-Θύμιος. Ο κόσμος του ήρθε άνω κάτω. Να χαλαστεί το κάστρο. Αυτό δεν το χωρούσε ο νους του. Ποιος τ' αποφάσισε τέτοιο πράμα; Να ρωτήσουνε αυτόνε να τους πει τι αξίζει το κάστρο. Χωρίς το κάστρο ποιος θα 'μπόδιζε τους Τούρκους να πατήσουνε το νησί; Το κάστρο να το προσκυνάνε, καντήλια να του ανάβουνε, γιατί τους έσωσε, γιατί τους έδωκε λεφτεριά.

Γύρισε μέσα στην πόλη φαρμακωμένος. Νόμιζε πως θα 'βλεπε παναστατημένο τον κόσμο. Γελάστηκε. Κανείς δεν κουνιότανε, κανείς δεν έδειχνε την παραμικρή ταραχή. Πιάνει κάποιονε και του λέει.

— Τα 'μαθες: πάει το κάστρο.

Νόμιζε πως θα ξιπαστεί, πως θα κλάψει.

— Για νέο μου το πουλάς μπαρμπα-Θύμιο; παλιά δουλειά τούτη.

Αποκρίθηκε ήσυχα ήσυχα ο άλλος.

Περίεργο. Παλιά δουλειά και να μην πάρει χαμπάρι αυτός. Μα ποιος υποκινάει τις δουλειές αυτές; ποιος διάολος βάλθηκε να φάει το κάστρο; Και για ποιόνε λόγο;

Απαντάει άλλονα.

— Λοιπόν αντίο κάστρο, ε;

― Ας είναι καλά ο Δήμαρχός μας. Να τονέ χαιρόμαστε. Καταλαβαίνουμε Δήμαρχο τώρα.

— Δηλαδή του λόγου του τα καταφέρνει αυτά;

— Αμ δα; και ποιος άλλος.

— Για ποια ανάγκη;

— Ανάγκη κι ανάγκη· δεν έχουμε ένα μέρος να σεργιανίσουμε, να πάρουμε λίγο αέρα· είναι το κάστρο που φράζει το δρόμο σαν μπούφος.

Έτσι λοιπό. Βρε τους αθεόφοβους. Σεργιάνι θέλουνε λοιπό να κάνουνε. Γι' αυτό δεν τους αρέσει το κάστρο. Τους κόβει λέει τον αέρα. Γι' αυτό πρέπει να πέσει. Κι όλα αυτά ο καινούριος ο Δήμαρχός μας που τονέ βγάλαμε τις προάλλες με τούμπανα. Μωρέ δε θα πέσει φωτιά να τονέ κάψει;

Από τότες δεν ξαναπάτησε πια στο κάστρο του τ' αγαπημένο. Δεν είχε καρδιά να ζυγώσει κει. Κόσμος και κοσμάκης πήγαινε κάθε μέρα και χάζευε με τους αργάτες που δουλεύανε, και τα φουρνέλα που σκάζανε με διαβολικό κρότο.. Ο δήμαρχος όλο καμάρι. Απάνω από τους αργάτες όλο και διαταγές έδινε. Βιαζότανε κιόλας να τελειώσει το γληγορότερο η δουλειά μπας και πέσει το κόμμα του που ήτανε στα πράματα, και του τύχουνε δυσκολίες. Βάσταξε μήνες η δουλειά του κι ο καπεταν-Θύμιος άλλαξε δρόμο. Πήγαινε τώρα σεργιάνι κατά την άλλην άκρια του νησιού, μακριάθε από το κάστρο, πολύ μακριά για να μην ακούει τα φουρνέλα που του πληγώνανε την καρδιά. Μα τις πιότερες φορές δεν έβγαινε και διόλου από το σπίτι του. Δεν είχε πια και γούστο το σεργιάνι. Τις ομορφιές του κάστρου πού να τις ξανάβρει αλλού. Πολλές φορές τον έπαιρνε το παράπονο.

— Μωρέ δε λυπούνται, καρδιά δεν έχουνε αυτοί οι αθρώποι; Τι τους πείραζε μωρέ το κάστρο; Ή γιατί τους διαφέντεψε μια φορά, ριχτήκανε τώρα σαν τα κοράκια να το φάνε;

Άλλοτες μοιρολογούσε σα να είχε πεθαμένο μπροστά του. Έπειτα από κάμποσο καιρό αρρώστησε από τον καημό του. Στην αρρώστια του, σαν πήγαινε κανένας γνωστός του να τονέ δει, όλο για το κάστρο ρωτούσε. Σαν του λέγανε πως πάει να τελειώσει ο δρόμος, η καρδιά του ράγιζε.

― Καλύτερα να πεθάνω, να μη δούνε τα μάτια μου τέτοιο κακό.

Με καιρό ξεγέρεψε και μπόρεσε να ξαναβγεί. Η δουλειά ήτανε πια τελειωμένη. Μα δεν του έκανε καρδιά να πάει να δει. Άκουγε μόνο που λέγανε πως ο δρόμος ήτανε μια μορφιά κι έσκαζεν από το κακό του. Σαν του είπανε πως ο δήμαρχος σκόπευε να γιορτάσει, το έργο του, πριν παραδώσει το δρόμο στο μεταχείρισμα, αγρίεψε.

— Ακούς εκεί ξαδιαντροπιά. Μα έννοια σου και θα σου τονέ συγυρίσω εγώ μια χαρά τον κυρ-δήμαρχο.

Τι σκόπευε να καταφέρει κανένας δεν ήξερε· ούτε κι έδωσε κανένας προσοχή στη φοβέρα του. Τι να φοβηθεί έπειτα κοτζάμ Δήμαρχος από τον καπεταν-Θύμιο. Μα έχει κάποτες κι η αδυναμία τη δύναμή της.

Σαν ήρθε η μέρα του πανηγυριού, ο κόσμος όλος ήτανε συναγμένος στη θέση που ήτανε άλλοτες το κάστρο. Στο μέρος αυτό φτειάσανε ένα μικρό πάλκο που το ντύσανε με δάφνες και με σμέρτα. Από κει θα 'βγαζε το λόγο ο δήμαρχος που του τον είχε σκαρώσει ο δάσκαλος με ελληνικούρες βαθιές και με κάτι επίθετα χτυπητά που ο κοσμάκης κι ας μην τα κατάλαβε, τα χεροκρότησε όμως με ζούρλια. Σα βροντοφώνησε και την τελευταία λέξη ετοιμάστηκε να κατέβει από το πάλκο, μισοδακρυσμένος από τη συγκίνηση. Τα παλαμάκια και τα ζήτω δεν παύανε. Μα τη στιγμή εκείνη σαν μπόμπα σκάζει απ' αψηλά μια φωνή:

— Φτου σας μασκαράδες.

Κάνουνε όλοι απάνω και τι να δούνε. Αψηλά στην κορφή του βράχου που είχ' απομείνει στεκότανε σαν όρνιο ο καπεταν-Θύμιος και τους κοίταζε.

Ο καπεταν-Θύμιος ξεδικήθηκε.

ΤΕΛΟΣ