Πιτζιπίος Ιάκωβος

Ο πίθηκος Ξουθ ή τα τα ήθη του αιώνος


 

Πληροφορίες για τον Ιάκωβο Πιτζιπίο (Πιτσιπίο) θα βρείτε εδώ.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντιγραμμένο από το περιοδικό «Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων». Τα αρχεία pdf μπορείτε να τα βρείτε εδώ (τεύχη 10 ως 16). Κατά την ψηφιοποίηση διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του πρωτότυπου, με μόνη αλλαγή τη χρήση του μονοτονικού.

Ο ΠΙΘΗΚΟΣ ΞΟΥΘ

ή

τα ήθη του αιώνος

ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ

υπό Ιακώβου Πιτζιπίου

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Κεφάλαια: Α, Β, Γ, Δ, Ε, Στ, Ζ, Η, Θ, Ι, ΙΑ, ΙΒ, ΙΓ, ΙΕ, ΙΣτ, ΙΖ, ΙΗ

Κεφάλαιον Α΄.

Ο Καλλίστρατος Ευγενίδης και ο Πίθηκος Ξουθ.

Ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, αγωνιστής και τραπεζίτης, ενομίζετο ο πλουσιώτερος, ευφυέστερος, πολυμαθέστερος και ευγενέστερος νέος των Αθηνών· επιστρέψας κατά το έτος 1844 εκ των ανά πάσαν την πεφωτισμένην Ευρώπην σπουδαίων και μακρών αυτού περιηγήσεων, όπου είχε διδαχθή εν βραχεί διαστήματι χρόνου όλα τα φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, και πολιτικά μαθήματα, τας ωραίας τέχνας και πολλάς παλαιάς και νέας γλώσσας, κατώκει εν τη πρωτευούση της Ελλάδος παρά την πλατείαν του Συντάγματος πλησίον των Ανακτόρων, περιμένων την άφευκτον ευκαιρίαν του να δυνηθή να ωφελήση διά των υψηλών γνώσεων, των εξόχων αρετών και της μεγάλης αυτού πείρας την πατρίδα, το έθνος, την ανατολήν και δύσιν και όλην την οικουμένην.

Κατά την εις Αγγλίαν διατριβήν αυτού είχεν αγοράσει ευφυά τινα πίθηκον εκ του γένους των Ορανγκουτάνων, ονομαζόμενον Ξ ο υ θ, τον οποίον ο πρώτος αυτού δεσπότης, εις των σφόδρα πλουσίων και περιφανών λόρδων του τόπου, είχε τόσον εξημερώσει, ώστε μετεχειρίζετο αυτόν κατ΄ Αγγλικήν ιδιοτροπίαν ως θαλαμηπόλον, ενασμενιζόμενος να συνεννοήται μετ΄ αυτού διά σχημάτων καθ΄ όλας τας περιστάσεις, ένεκα, της μεγάλης αποστροφής την οποίαν ο ευγενής λόρδος ησθάνετο οσάκις ηναγκάζετο να ταπεινωθή εις το να εκφράση τας θελήσεις αυτού διά του λόγου προς τους υπηρέτας του ανθρωπίνου είδους· στιχηματήσας δέ ποτε ο ρηθείς λόρδος κατά τον Αύγουστον μήνα μετά τινος Κόμητος εκ των φίλων αυτού, ότι εις τας 28 του Νοεμβρίου μηνός δεν θέλει βρέξει εις Λονδίνον και ψευσθείς της ελπίδος, διότι δι’ όλης εκείνης της ημέρας έπεσε ραγδαία βροχή, ο λόρδος μη καταδεχόμενος να φανή, ότι ενικήθη πληρόνων προς τον Κόμητα τας δέκα λίρας, τας οποίας είχον προσδιορίσει ως πρόστιμον του στιχήματος, απηγχονίσθη την νύκτα αφ’ ενός των στύλων της κλίνης αυτού· ένεκα τούτου ο θαλαμηπόλος Ξουθ, πωληθείς κατά την γενομένην δημοπρασίαν των πραγμάτων του απηγχονισθέντος Λόρδου, μετέβη εις την κυριαρχίαν του ευγενεστάτου ημών συμπολίτου.

Αν δε και γενικώς οι Οραγκουτάνοι διακρίνωνται μεταξύ των άλλων ειδών των πιθήκων διά της μεγάλης αυτών προς τον άνθρωπον ομοιότητος, αλλ’ η ομοιότης αύτη απεκαθίστατο έτι μάλλον καταπληκτικωτέρα επί του πιθήκου Ξουθ, ένεκα της εξωτερικής αυτού μορφής, του μεγέθους του σώματος, του βαθμού των διανοητικών δυνάμεων και των εξαισίων προτερημάτων του ζώου τούτου· ο πίθηκος Ξουθ προς τοις άλλοις ενεδύετο μακρόν φόρεμα, εφόρει πέδιλα, και έφερεν είδος πίλου επί της κακοεσχηματισμένης αυτού κεφαλής· αύτη δε και η ρυπαρά και δασύτριχος μορφή του προσώπου αυτού, αι τε μαλλώδεις και εις οξείς όνυχας απολήγουσαι αυτού χείρες και η παντελής έλλειψις του λόγου ήσαν σχεδόν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά, τα διακρίνοντα το άλογον τούτο ζώον από του κατ΄ εικόνα Θεού και ομοίωσιν πλάσματος των χειρών του δημιουργού.

Αλλ΄ αφού είπομεν τοσαύτα περί του πιθήκου Ξουθ, ήθελεν είσθαι άδικον να μην είπωμεν τι και περί της καταγωγής του ευγενεστάτου αυτού δεσπότου, μάλιστα εν ω το γενεαλογικόν δένδρον του Καλλιστράτου Ευγενίδου δεν είναι ούτε υψηλότερον, ούτε μάλλον πολύκλονον παρά το του πιθήκου Ξουθ· διότι ο πατήρ αυτού αγωγιάτης εκ Τραπεζούντος, ωνομάζετο απλώς Γιάννης αγωγιάτης Τραπεζούντιος· πλουτήσας δε ανελπίστως κατά την Ελληνικήν επανάστασιν, απέστειλε τον μονογενή αυτού υιόν Κώλιαν εις Ευρώπην, διά να εξευγενισθή και φωτισθή· δύο δε μήνας μετά την εις Αθήνας επιστροφήν του Κώλια, ο Γιάννης απέθανεν αφήσας αυτόν κληρονόμον μεγάλης χρηματικής και κτηματικής περιουσίας.

Ο Κώλιας λοιπόν του Γιάννη αγωγιάτου Τραπεζουντίου κατά την εν τη πεφωτισμένη Ευρώπη περιήγησιν αυτού, ενόμισε κατάλληλον να μεταβάλη επί το ευγενικώτερον το μεν Κώλιας, εις το Καλλίστρατος, το δε Γιάννη, εις το Ευγενίδης, το δε αγωγιάτου, εις το αγωνιστού, και το Τραπεζούντιος εις το Τραπεζίτης· και ούτως εσφυρηλάτησε θαυμασίως το ωραίον αυτού όνομα, Καλλίστρατος Ευγενίδης Αγωνιστής και Τραπεζίτης· υπό δε το όνομα τούτο υπήρχε γνωστός εις όλον τον εντός και εκτός του κράτους κόσμον, και υπό τούτο το όνομα εξυμνούν οι Εφημεριδογράφοι της πρωτευούσης τας πατρογονικάς σπανίας αυτού αρετάς, οσάκις επλήρωνεν ανά 30 λεπτά τον στίχον εις μετρητά, και τακτικώς την εξαμηνιαίαν αυτού συνδρομήν.

Ο Καλλίστρατος λοιπόν εκπαιδευθείς εις την πεφωτισμένην Ευρώπην, έχων πλήρες κάλλους, ευγενείας και ηρωισμού όνομα και εξοδεύων αφθόνως τα χρήματα του μακαρίτου πατρός αυτού Γιάννη, εισήχθη λίαν ευκόλως και αμέσως εις όλας τας συναναστροφάς των Αθηνών, παρευρίσκετο εις όλους τους χορούς της αυλής και προσεκαλείτο εις όλα τα διπλωματικά γεύματα των υπουργών και ξένων πρέσβεων· όλοι δε οι μεγάλοι πολιτικοί της πρωτευούσης (και μάλιστα οι Ευρωπαίοι) εθαύμαζον εκάστοτε την μεγάλην αυτού αγχίνοιαν, τας υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν, και προσέθεσαν εις το σχοινοτενές όνομα του Καλλιστράτου την προσηγορίαν le genie Grec, ο περινούστατος Έλλην· και αληθώς δεν υπήρχεν έθιμον, ή συρμός Ευρωπαϊκός, τον οποίον ο Καλλίστρατος να μην εμιμείτο αμέσως, και μάλιστα να μη φέρη εις το άκρον της τελειότητος· οι ράπται, οι υποδηματοποιοί, οι κουρείς, οι μυρεψοί, οι πιλοποιοί, και αι πλύστραι των Αθηνών ίσταντο αείποτε εκατέρωθεν της οδού, οσάκις το βαρόμετρον τούτο του δυτικού συρμού διέβαινε, διά να παρατηρήσωσιν αυτόν από κεφαλής μέχρι ποδών, να περιεργασθώσι και μυρισθώσι, και ούτω να κανονίσωσι πάσας τας πράξεις και επιχειρήσεις αυτών· διά κοινής γνωμοδοτήσεως διωρίσθη προστάτης του θεάτρου, πρόεδρος της φιλαρμονικής εταιρίας, έφορος της λέσχης, ρυθμιστής του Ιπποδρομίου, κανονιστής των δημοσίων εορτών και γενικός κοσμήτωρ και εισηγητής όλων των χορών της πρωτευούσης· και δικαίως ήθελεν ομοιώσει τις τον Καλλίστρατον προς ηθικόν βορβοροφάγον, τον οποίον η δυτική φιλοκαλία έρριψεν επί της Ελλάδος, διά να καθαρίση το κλασικόν τούτο έδαφος από μικρών τινων απηρχαιωμένων κηλίδων, τας οποίας δεν επρόφθασαν να εξαλείψωσιν η υπό των περιφήμων διαχειριστών του δανείου επινοηθείσα Ευρωπαϊκή διάπλασις και επεξεργασία των αμόρφων και ακατεργάστων Ελληνικών ηθών.

Αλλά και το εσωτερικόν των θαλάμων της οικίας του Καλλιστράτου υπήρχε κεκοσμημένον διά της λεπτομερεστέρας απομιμήσεως των ευγενών κληρονομιούχων νέων της δύσεως· η αίθουσα, ή θάλαμος της υποδοχής, περιείχε Γαλλικά ανακλιντήρια εκ μεταξοχνόων υφασμάτων, Αμερικανικάς αιώρας, Αγγλικούς καθρέπτας, Μαροκηνούς τάπητας, και κατά μέσον μεγάλην στρογγύλην τράπεζαν εξ ωραίου μαρμάρου της εν Ιταλία Καρράρας, επί του κέντρου της οποίας ίστατο ως πυραμίς ολόχρυσος Περσική καπνοσύριγξ εκ Κιναϊκού λευκαργίλου· περί δε το ανατολικόν τούτο μαυσωλείον έκειντο διάφορα χρυσοδεμένα βιβλία εις Κιναϊκήν, Σανσκριτικήν, Μογγολικήν, και Βιρμανικήν γλώσσαν, προς ανάγνωσιν και διασκέδασιν των παρευρισκομένων φίλων εις τας εσπερινάς συναναστροφάς του Καλλιστράτου· απέναντι δε της θύρας της αιθούσης εκρέματο μεγάλη εικών, έχουσα ύψος μεν πέντε πηχών, πλάτος δε περίπου επτά, παριστώσα διά ζωηροτάτων χρωμάτων άνδρα υψηλού αναστήματος, φέροντα πλατυτάτην φουστανέλαν, επί δε των ώμων χρυσάς Ευρωπαϊκάς επωμίδας αρχιστρατήγου και έχοντα το στήθος κεκαλυμμένον υπό πλήθους Ευρωπαϊκών παρασήμων· ο παριστώμενος ούτος ήρως εις μεν την δεξιάν χείρα εκράτει ρομφαίαν, δι’ ης εφαίνετο θερίζων τους προ των ποδών αυτού κειμένους Οθωμανούς, διά δε της αριστεράς εφαίνετο στηρίζων επί τινος φρουρίου την κυανόλευκον Ελληνικήν σημαίαν· κάτωθεν δε της εικόνος υπήρχε γεγραμμένη χρυσοίς γράμμασιν η εξής επιγραφή «ο ήρως πατήρ μου ανυψών πρώτος την Ελληνικήν σημαίαν επί του φρουρίου των Θερμοπυλών, κατά διαταγήν της Α. Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος, τω πρώτω έτει και μηνί της Ελληνικής επαναστάσεως.» Παρά δε την εικόνα ταύτην εκρέματο άλλη μικροτέρα παριστώσα ευγενή κυρίαν ενδεδυμένην λαμπρά Ευρωπαϊκά φορέματα, ανακεκλιμένην επί χρυσοϋφάντου θρόνου, κρατούσαν βιβλίον εις την χείρα και αναγινώσκουσαν μετά προσοχής· κάτωθεν δε της εικόνος ταύτης εφαίνετο η επιγραφή «εκ της αυτοκρατορικής οικογενείας Κωνσταντίνου του Πορφυρογενήτου καταγομένη μήτηρ μου, αναγινώσκουσα την υπό της εξαδέλφης αυτής Δουκίσσης Αμπραντές ιστορίαν του Ναπολέοντος».

Διάφοροι δε άλλαι πλουσίως περικεχρυσωμέναι εικόνες, παριστώσαι τα καταπληκτικώτερα συμβάντα της ιστορίας της Χαλιμάς και τους λαμπροτέρους άθλους του Δονκισότου, εκάλυπτον τους διά των τριών χρωμάτων της Γαλλικής σημαίας χρωματισμένους τοίχους της αιθούσης· διότι ο νέος, το λέγομεν εν παρόδω, ηγάπα πολύ τους Γάλλους, κυρίως διά το πολυχρώματον αυτών.

Εκ δε των λοιπών θαλάμων το μεν σπουδαστήριον περιείχε λαμπράν βιβλιοθήκην, εμπεριέχουσαν διάφορα χρυσοδεμένα βιβλία· μεταξύ δε των ωραίων ερμαρίων του σπουδαστηρίου τούτου υπήρχε μάλιστα εν, το οποίον ο Καλλίστρατος είχεν αγοράσει εις Παρισίους κατά τινα δημοπρασίαν χρεωκοπήσαντος τινος εμπόρου, κατεσκευασμένον εκ λευκού εβένου και φέρον μεγάλην κεχρυσωμένην επιγραφήν, κρατουμένην υπό δύο αναγλύφων παριστώντων, του μεν τον κερδώον Ερμήν, του δε τον Ποσειδώνα και λέγουσαν «ιδιαίτερα συμφέροντα και λογαριασμοί» υπό δε την επιγραφήν ταύτην ο Καλλίστρατος επρόσθεσε «Καλλιστράτου Ευγενίδου αγωνιστού και τραπεζίτου αγαθή τύχη» και προσδιώρισε το ωραιότατον τούτο ερμάριον διά τα συγγράμματα της υψηλής διπλωματείας, τα οποία είχε παραγγείλει εις διαφόρους βιβλιοπώλας της νέας Γεφύρας των Παρισίων· αλλ’ επειδή αι μεν θήκαι του πολυτίμου ερμαρίου ήσαν χαμηλαί, τα δε ρηθέντα συγγράμματα σταλέντα εις Αθήνας πριν να προφθάση η επιστολή του Καλλιστράτου, δι’ ης έπεμπε τον έξαμον του ύψους των παραγγελθέντων βιβλίων, τα συγγράμματα, λέγομεν, ταύτα ήσαν τα μεν εις φύλλον, τα δε εις μέγα τέταρτον, τα δε διαφόρων μεγεθών, ο Καλλίστρατος εξοικονόμησεν ευστόχως την δυσκολίαν ταύτην, κόψας δι’ επιτηδείου τεχνίτου το εξέχον μέρος των βιβλίων και ισομετρήσας αυτά κατά το εμβαδόν των θέσεων του πολυτίμου ερμαρίου· τα δε αποκοπέντα εκ των βιβλίων τούτων τεμάχια συνέλεξεν εις έτερον επίσης κομψόν ερμάριον, επιθέσας την επιγραφήν «λείψανα αρχαιοτήτων», πέριξ δε του αρχαιολογικού τούτου ερμαρίου, εκρέμαντο επί του τοίχου διάφορα άλλα αρχαιολογικά πολύτιμα πράγματα φέροντα την επιγραφήν τα ομματοϋάλια του Ομήρου, η ταμβακοθήκη του Σωκράτους, αι επωμίδες του Φωκίωνος, η καπνοσύριγξ του Πεισιστράτου, τα υποδήματα του Διογένους, και άλλα πολλά τοιαύτα, αγορασθέντα υπό του χάριν του συρμού φιλαρχαιολόγου Καλλιστράτου κατά την εις την Ευρώπην διατριβήν αυτού.

Ο θάλαμος του πρωινού καλλωπισμού του Καλλιστράτου ήτον επίσης κομψός και ωραίος· τέσσαρες υπερμεγέθεις καθρέπται εστόλιζον τους τέσσαρας τοίχους αυτού· έμπροσθεν δε εκάστου καθρέπτου ίστατο μεγάλη τετράπλευρος μαρμαροσκέπαστος τράπεζα, επί της οποίας ίσταντο αναμίξ αγάλματα της Παφίας Θεάς, του Πανός, του Πριάπου, της Αρτέμιδος και άλλων θεοτήτων της αρχαιότητος, διάφορα είδη νευροσπάστων εξ αργίλλου, παριστώντων πιθήκους, γαλάς, κύνας, γελοτοποιά σχήματα νάνων και άλλα τοιαύτα, αγγεία πλήρη ανθών και πλήθος ληκύθων πεπληρωμένων εκ των ευωδεστέρων αρωμάτων της Γαλλίας και Ιταλίας.

Εις δε τας τέσσαρας γωνίας του θαλάμου τούτου υπήρχον τέσσαρα ωραία ερμάρια εμπεριέχοντα τα διάφορα φορέματα του Καλλιστράτου· κατά δε το μέσον του θαλάμου υψούτο είδος τις αναλογείου ενώπιον του οποίου ενίπτετο και εκαλλωπίζετο ο Καλλίστρατος. Αι δε διάφοροι θέσεις του αναλογείου τούτου περιείχον διάφορα ψαλίδια, απόμακτρα, κτένια, βελονίδας, ωτογλυφίδας, ωνυχορίνας, λαβίδας, δοχεία, πινάκια, σάπωνας, οξείδια, οδοντοκόνεις, πίτυρα, πηλούς, μυρέλαια και επί πάσι μικρόν τετράγωνον προσκεφάλαιον εκ χρυσοϋφάντου μεταξωχνόου υφάσματος ερυθρού χρώματος, επί του οποίου έκειντο σταυροειδώς τεθειμένα δύο πεπαλαιωμένα ξυράφια, τα οποία ο Καλλίστρατος εδείκνυεν εις όλους τους επισκεπτομένους αυτόν, λέγων ότι είναι τα ξυράφια, δι’ ων εξυρίζετο ο μέγας κατακτητής του κόσμου, ο Μακεδών Αλέξανδρος, και τα οποία είχε κατορθώσει ν΄ αποκτήση εις Παρισίους πληρόνων μόνον δέκα χιλιάδας φράγκα, αλλά τα οποία δεν ήθελε συγκατανεύσει να παραχωρήση εις ουδένα ουδ΄ αντί μεγάλων θησαυρών διά το πολύτιμον της καταγωγής αυτών.

Ο κοιτών, το εστιατόριον και οι λοιποί θάλαμοι της οικίας, ή μάλλον ειπείν των ανακτόρων του Καλλιστράτου ήσαν κεκοσμημένοι επίσης λαμπρώς και μετά μεγάλης Ευρωπαϊκής φιλοκαλίας, μεθ΄ ης αναμιγνυόμενα, φυσικά τινα έθιμα και ορέξεις της παλαιάς πατρίδος του Καλλιστράτου, απετέλουν εντελές δείγμα της ονομαζομένης ανατολικής φιλοκαλίας, την οποίαν οι ευγενείς Ευρωπαίοι μετά τοσαύτης σπουδής απομιμούνται, συγκλώθοντες ούτως ευφυώς και εναρμονίως διά της τερατώδους ταύτης αναμίξεως τα τοσούτον αλλήλων αφεστώτα.

Ο ημερούσιος βίος του Καλλιστράτου υπήρχεν επίσης αυστηρώς κανονισμένος κατά την συνήθειαν των ευγενών της δύσεως νέων· εγειρόμενος της κλίνης περί τας εννέα προ μεσημβρίας παρουσιάζετο ενώπιον της εν τη αιθούση εικόνος του πατρός αυτού, επακολουθούσης αυτόν πάσης της εαυτού θεραπείας, ης προηγείτο ο πίθηκος Ξουθ, και ησπάζετο μετά κατανύξεως την πατρικήν χείρα· ακολούθως δε ο πίθηκος Ξουθ, και οι λοιποί υπηρέται γονατίζοντες ενώπιον της εικόνος και διασταυρούντες τας χείρας, ησπάζοντο μετ΄ ευλαβείας τον πόδα του πρωταγωνιστού ήρωος της Ελλάδος· είτα δε μετεφέροντο και έπραττον τα αυτά και ενώπιον της εικόνος της ενδόξου απογόνου των Πορφυρογενήτων· μετά δε την εθιμοταξίαν ταύτην, οι μεν λοιποί υπηρέται απήρχοντο μετά σιωπής έκαστος εις τα έργα αυτού, ο δε Καλλίστρατος μετά του θαλαμηπόλου Ξουθ μόνου εισήρχετο εις το καλλωπιστήριον, όπου αφού εξυρίζετο διά των περίφημων ξυραφίων του μεγάλου Αλεξάνδρου, ενίπτετο, εκαθάριζεν επιμελώς τους όνυχας, έτριβε τους οδόντας, και απέσπα δι’ αργυράς λαβίδος τινάς τρίχας εκ του μετώπου και των μυκτήρων αυτού, και ήλειφε την κεφαλήν διά μύρων και άλλων διαφόρων αρωματικών. Καθ΄ όλην δε την εργασίαν ταύτην, παρατεινομένην πολλάκις μέχρι μεσημβρίας, ο πίθηκος Ξουθ ίστατο γονυπετής κρατών εις τας χείρας και προσφέρων εκάστοτε μετά σιωπής εις τον ευγενή αυτού δεσπότην το αναγκαιούν απόμακτρον, ή μύρον· μετά δε το τέλος της εργασίας ταύτης ο Καλλίστρατος μεταβαίνων εις το εστιατόριον έκαμνε το υπ΄ αυτού ονομαζόμενον αποκαλλωπιστήριον πρόγευμα και μετά ταύτα καταβαίνων της οικίας εισήρχετο εις την λαμπράν αυτού άμαξαν, επί της οποίας ήσαν εζωγραφισμένα τα οικογενειακά παράσημα, έχων όπισθεν της αμάξης δύο υπηρέτας, εξ ων ο μεν έφερε στολήν λοχαγού της φάλαγγος, ο δε χρυσοΰφαντον Ευρωπαϊκού υπηρέτου στολήν, και απήρχετο προς επίσκεψιν εκάστου των υπουργών και Ευρωπαϊκών πρέσβεων. Αφού δε διεπραγματεύετο εκεί όλα τα μεγάλα πολιτικά συμφέροντα της ημέρας, διευθύνετο προς το τέλος της οδού του Αιόλου, όπου κατώκει μετά της ευγενούς αυτής οικογενείας η ωραία Σουλτανίτζα, βασίλισσα της καρδίας του Καλλιστράτου· διαμένων δ΄ εκεί μέχρι της τετάρτης μετά μεσημβρίαν διηγείτο προς αυτήν όσα ωμίλησε μετά των υπουργών και ξένων πρέσβεων, και συσκεπτόμενος και λαμβάνων τας οδηγίας αυτής περί του μεγάλου μέλλοντος της Ελλάδος, επέστρεφεν εις την οικίαν αυτού, όπου εισερχόμενος εις το  καλλωπιστήριον έκαμνε τον ονομαζόμενον καλλωπισμόν του γεύματος, και μετά ταύτα εγευμάτιζε μετά των φίλων αυτού, εάν δεν ήτο προσκεκλημένος παρά τινι Ευρωπαϊκώ πρέσβει.

Μετά δε το γεύμα ο Καλλίστρατος, αφού συνδιελέγετο ολίγον μετά των φίλων αυτού, μετέβαινεν εις το σπουδαστήριον, όπου εξαπλούμενος επί σκίμποδος και καπνίζων μακράν πίππαν ηκροάζετο τον γραμματέα αυτού Μαρκεζοδελατουρναμπρόσσαν (Marquis dela Tourne—broche) ευγενή Γάλλον, όστις ιστάμενος όρθιος ενώπιον τον Καλλιστράτου, ήρχιζε την ανάγωσιν όλων των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων και επιστολών όσα, ελάμβανε κατ΄ εκείνην την ημέραν, μέχρις ου αποκοιμιζομένου του Καλλιστράτου, ο μεν γραμματεύς αυτού διέκοπτε την ανάγνωσιν δι’ επιτατικού νεύματος του πάντοτε παρευρισκομένου αρχιθαλαμηπόλου Ξουθ, και παραδίδων εις τον πίθηκον όλα τα αναγνωσθέντα και μη, έγγραφα, εξήρχετο ησύχως, ο δε Ξουθ συλλέγων τα πάντα περιετύλισσεν επιμελώς, και κλείων την θύραν του θαλάμου του Καλλιστράτου κατήρχετο εις το μαγειρείον διά να κάμη τας απαντήσεις, ήτοι να καύση αυτά, κατά την ρητήν αυστηράν διαταγήν του Καλλιστράτου, προς διατήρησιν των εν αυτοίς δημοσίων και ατομικών απορρήτων του μεγάλου ανδρός· μολονότι ως επιτοπλείστον ο πίθηκος, γαργαλιζόμενος, φαίνεται, υπό της οσμής των φαγητών, αντί να καύση αυτά ο ίδιος, παρέδιδεν εις τον Ισπανόν παραμάγειρον Λασμαρίλλας (Las—Marillas) ελάμβανε παρά τούτου επί πίνακος την μερίδα της τροφής αυτού, και εισήρχετο εις τον κήπον της οικίας, όπου εγευμάτιζεν ησύχως· ο δε παραμάγειρος νομίζων ασωτείαν το να καίωνται καθ΄ εκάστην τόσα χαρτία επώλει αυτά εις τους παντοπώλας προς εξήκοντα λεπτά την οκάν.

Ο πίθηκος Ξουθ αφού εγευμάτιζεν, επέστρεφε και ίστατο όρθιος έξω της θύρας του θαλάμου του Καλλιστράτου, έχων προσηλωμένους τους οφθαλμούς εις το αντικρύ αυτού μέγα ωρολόγιον· άμα δε ότε εσήμαινεν η ογδόη ώρα, εισήρχετο αμέσως εις τον θάλαμον και εξύπνιζε τον δεσπότην αυτού, όστις εγειρόμενος εξυρίζετο και έκαμνε τον παρ’ αυτού ονομαζόμενον εσπερινόν καλλωπισμόν, του οποίου τελειωμένου, κατέβαινεν, εισήρχετο εις την άμαξαν αυτού και μετέβαινε ποτέ μεν εις την εσπερινήν συναναστροφήν τινος πρέσβεως, ποτέ δε εις την οικίαν της ερωμένης αυτού Σουλτανίτζας· εις δε τας δύο ή τρεις μετά μεσονύκτιον παρεδίδετο εις τον νυκτερινόν ύπνον μέχρι της ερχομένης πρωίας.

Τοιούτος τις υπήρχε σχεδόν ο ημερούσιος κανονισμός της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του περινουστάτου των Αθηνών νέου.

Αλλά μίαν ημέραν εξελθόντος του Καλλιστράτου, ο θαλαμηπόλος Ξουθ μείνας μόνος εις τον θάλαμον του κυρίου αυτού, συνέλαβεν, αγνοούμεν πόθεν κινούμενος, την ιδέαν του να ξυρίση και αυτός το πρόσωπον αυτού· περιβαλών λοιπόν περί τον τράχηλον το χρυσοκέντητον ωμόλινον, το οποίον είχε κεντήσει διά τον Καλλίστρατον η ωραία Σουλτανίτζα, και λαβών εν των ενδόξων ξυραφίων του μεγάλου Αλεξάνδρου, και στας ενώπιον του  αντικρύ της θύρας καθρέπτου, ήρχισε την εργασίαν ταύτην. Αλλ΄ επειδή είτε εκ της ανεπιτηδειότητος του πιθήκου, είτε εκ της σκληρότητος των τριχών αυτού, είτε και εκ της ποιότητος του σιδήρου εθισμένου να αποκύρη τας τρίχας μόνον μεγάλων ανδρών, ο πίθηκος δεν ηδύνατο να προχωρήση ουδόλως εις την εργασίαν ταύτην· κρατήσας λοιπόν το εν ξυράφιον εις τους οδόντας αυτού, ηθέλησε να δοκιμάση διά του ετέρου.

Αλλ΄ ενώ ο Ξουθ στενοχωρούμενος διά την αποτυχίαν έτριβε διά του δευτέρου ξυραφίου το μέτωπον αυτού, ανοίγει αίφνης η θύρα του θαλάμου και ο αντικρύ καθρέπτης δεικνύει εις τον πίθηκον τον εισερχόμενον αυτού δεσπότην· η δε θέα του Καλλιστράτου ενέπνευσε τοσούτον φόβον εις τον πίθηκον, ώστε νεκρωθείς σχεδόν αφήκε να πέσωσι κατά γης αμφότερα τα ξυράφια, των οποίων τα θρύμματα διεσκορπίσθησαν επί του εδάφους.

Ο Καλλίστρατος κυριεύεται υπό φρικώδους μανίας βλέπων κατακερματισμένον τον πολύτιμον αυτού θησαυρόν· ολόκληρος η Ελλάς πυρπολουμένη και καταστρεφομένη, ολόκληρος η Ευρώπη και όλος ο κόσμος καταποντιζόμενος, δεν ήθελον εμπνεύσει εις αυτόν τοιαύτην απαρηγόρητον και μανιώδη θλίψιν. Εις την ορμήν του πάθους αυτού αρπάζει εκ του ποδός τον πίθηκον και περιστρέφων μανιωδώς αυτόν εις τον αέρα (διότι αι Ευρωπαικαί ηδυπάθειαι δεν είχον εισέτι καταστρέψει εξ ολοκλήρου την φυσικήν ευρωστίαν του υιού του αγωγιάτου Γιάννη·) κτυπά αυτόν κατά γης, τον καταπατεί διά των ποδών αυτού, και το χρυσοΰφαντον ωμόλινον, βεβαμμένον εις το αίμα του πιθήκου, εμπεριδίεται εις τους πόδας του Καλλιστράτου και καταξεσχίζεται εις μυρία κομμάτια. Η αναξιοπάθεια του θαυμασίου τούτου καλλιτεχνήματος της ωραίας Σουλτανίτσας ερεθίζει έτι μάλλον τον εξημμένον θυμόν του Καλλιστράτου, ως εκκαίει την πυρκαϊάν το επιχεόμενον εις αυτήν έλαιον, και ενώ ο πίθηκος καθημαγμένος εσύρετο προς τινα γωνίαν του θαλάμου, ο Καλλίστρατος αρπάζει βαρείαν ράβδον και αρχίζει να παίη εκ νέου τον δυστυχή Ξουθ· αφού δε αφήκεν αυτόν σχεδόν ημιθανή, εξικμασμένος και ο ίδιος υπό της αγωνίας και του βάρους της θλίψεως αυτού, ερρίφθη επί του εκεί παρακειμένου σκίμποδος, όπου διέμεινεν αναίσθητος και ακίνητος ημίσειαν περίπου ώραν· μόλις δε ησθάνθη, ότι επαναλαμβάνει τας δυνάμεις αυτού, και εγερθείς ήρπασε το επί του τοίχου κρεμάμενον ξίφος αυτού και ώρμηοε να κατακερματίση τον δυστυχή Ξουθ· αλλά μόλις ο Καλλίστρατος είχε σύρει το ξίφος, ο Ξουθ εγερθείς και στας όρθιος επί των ποδών αυτού «στάσου, λέγει προς αυτόν, άφρων και μωρέ νέε! ως δούλον σου ηδύνασο να με μαστιγώσης κατά την φαντασίαν σου, αν και πέραν του δέοντος· αλλά δεν σοι είναι επιτετραμμένον περισσότερον, ούτε δύνασαι να εξουδενώσης την ύπαρξίν μου

Η έκπληξις του Καλλιστράτου, ακούσαντος τον πίθηκον να λαλή ως άνθρωπος, απελίθωσεν όλας αυτού τας δυνάμεις· το ξίφος έπεσεν εκ της χειρός αυτού, και τρέμων επανήλθε και εκάθισεν επί του σκίμποδος, έχων τους οφθαλμούς προσηλωμένους επί του πιθήκου, όστις σοβαρώς ιστάμενος αντικρύ του Καλλιστράτου, απέμασσε το αίμα των πληγών αυτού διά των κομματίων του ωραίου ωμολίνου, τα οποία έρριπτε μετά περιφρονήσεως· βαθεία δε σιωπή τινών λεπτών εκυρίευσεν εντός του θαλάμου, την οποίαν ο Καλλίστρατος, συνελθών ολίγον από της εκπλήξεως αυτού, διέκοψε πρώτος και αποτεινόμενος προς τον Ξουθ «πώς, λέγει, συ ζώον άλογον και αναίσθητον, στερημένον λογικού και φωνής, ηδυνήθης να ομιλήσης κατά ταύτην την στιγμήν; ή μήπως είσαι καταχθόνιος δαίμων υπό την μορφήν πιθήκου;» «όχι, απεκρίθη σοβαρώς και σείων την κεφαλήν ο πίθηκος Ξουθ  ούτε δαίμων είμαι, ούτε στερημένος λογικού και αισθημάτων, ως συ νομίζεις· ποίος δε είμαι και πώς και διατί ευρίσκομαι υπό την μορφήν πιθήκου και υπό την δεσποτείαν σου, θέλω σε ειπεί αύριον· διότι η μεν ομιλία μου θέλει είσθαι εκτεταμένη και σπουδαία, αμφότεροι δε έχομεν χρείαν αναπαύσεως, συ μεν δια να συνέλθης από της ταραχής της εκπλήξεώς σου, εγώ δε διά να περιποιηθώ τας πληγάς, τας οποίας επέφερες μεν κατ΄ εμού αδίκως, αλλ’ αίτινες υπήρχε πεπρωμένον εις σε μεν και πολλούς ομοίους σου ν’ ανοίξωσι την οδόν του λογικού, εις εμέ δε ν’ αναγγείλωσι το πλησιάζον τέρμα της καταδίκης μου. Εν τοσούτω σε ειδοποιώ, ότι σε συμφέρει τα μέγιστα να κρύψης μετά προσοχής την περί των σημερινών συμβάντων έκπληξιν και ταραχήν σου και να μην εμπιστευθής εις ουδένα την διήγησιν της παραδόξου ταύτης σκηνής. Ταύτα λέγων ο πίθηκος Ξουθ εξήλθε σοβαρώς αφήσας τον Καλλίστρατον βυθισμένον εις ληθαργικήν έκστασιν.

 

Κεφάλαιον Β΄.

Η περιήγησις.

Την επαύριον της σκηνής ταύτης, περί την εννάτην ώραν προ μεσημβρίας, ο Ξουθ εισελθών εις τον θάλαμον του Καλλιστράτου «έρχομαι, λέγει προς αυτόν, να εκπληρώσω την χθεσινήν υπόσχεσίν μου· πριν όμως ν΄ αρχίσω, απαιτώ παρά σου να με υποσχεθής, ότι θέλεις φυλάξει στωικήν απάθειαν και Πυθαγόρειον εχεμυθίαν, περί όσων ήθελες ακούσει εκ του στόματός μου· διότι άλλως η διήγησις αύτη θέλει αποβή όχι μόνον ματαία, αλλά και επιζήμηιος· ειδέ μη, διάταξόν με να σιωπήσω» «όχι, απήντησεν ο Καλλίστρατος, εξεναντίας επιθυμώ και σε διατάττω να ομιλήσης ειλικρινώς και ελευθέρως, και σε υπόσχομαι να σε ακούσω αταράχως και να μην ειπώ τι εις κανένα· σε ορκίζομαι δε εις την ιεράν σκιάν του ήρωος πατρός μου, ότι θέλω φυλάξει την υπόσχεσίν μου·» ο δε Ξουθ χαμογελάσας και κινήσας την κεφαλήν αυτού, ωμίλησεν ως ακολούθως.

«Εγεννήθην εις το Βερολίνον πρωτεύουσαν της Προυσίας· ονομάζομαι Βαρθόλδυς, και είμαι αυτός εκείνος ο εις τα προλεγόμενα του Κοραή αναφερόμενος Γερμανός περιηγητής, ο πικρός των Ελλήνων κατήγορος, συγγραφεύς του κατά τα 1805 εκδοθέντος συγγράμματος, επιγραφομένου ‘αποσπάσματα προς ακριβεστέραν γνώσιν της σημερινής Ελλάδος.’ Αναγνούς κατά την νεότητά μου τα συγγράμματα διαφόρων Ευρωπαίων περιηγηθέντων την Ελλάδα, Τουρκίαν και Ρωσσίαν, συνέλαβον μεγάλην επιθυμίαν του να γείνω και εγώ αυτόπτης των υπ΄ αυτών ιστορουμένων τεραστίων πραγμάτων, και να καταταχθώ εις την σειράν των ενδόξων περιηγητών των βαρβάρων χωρών της Ανατολής· ο πατήρ μου αποθανών εν έτει 1803 με αφήκε μόνον κληρονόμον μεγάλης χρηματικής περιουσίας, την οποίαν παρακαταθέσας εις διαφόρους τραπεζίτας της Γερμανίας, έλαβον παρ’ αυτών πιστωτικά γραμμάτια δι’ όλα τα μέρη της Τουρκίας, και συστατικάς επιστολάς προς τους εκεί προξένους των διαφόρων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, και καταβάς εις Τεργέστην επεβιβάσθην επί εμπορικού τίνος πλοίου και μετέβην εις Σμύρνην.

Φθάσας εις την πόλιν ταύτην επαρουσιάσθην προς τον εκεί Αυστριακόν πρόξενον, προς τον οποίον ήμην συστημένος παρά τίνος τραπεζίτου της Βιέννης· ούτος δε αφού με υπεδέχθη φιλοφρόνως, κράξας τον διερμηνέα αυτού Αγγερέτον, συνδιελέχθη μετ΄ αυτού, και μετ΄ ολίγον αποτεινόμενος προς με, ‘Κύριε, με λέγει, επειδή και ενταύθα δεν υπάρχουσι καλά ξενοδοχεία, ο διερμηνεύς μου συγκατατίθεται να σε δεχθή εις την οικίαν αυτού, όπου θέλεις έχει όλας σου τας αναπαύσεις’.

Μετεκομίσθην λοιπόν και κατώκησα εις την οικίαν του ρηθέντος Αγγερέτου, του οποίου η σύζυγος Πέππα, η μονογενής θυγάτηρ Βιολάντη, και ο αδελφός της οικοδεσποίνης Δον-Γκιουρουμής, ιερεύς εκ του τάγματος των Καπουκίνων, μία υπηρέτρια και εις υπηρέτης, απετέλουν όλην την οικογένειαν· αλλά τα κάλλη της νέας Βιολάντη εγοήτευσαν τοσούτον μάλλον τας αισθήσεις μου, καθ΄ όσον είχον παρατηρήσει, ότι η θυγάτηρ του Αγγερέτου εδείκνυε τοιαύτην προς με συμπάθειαν, οποίας μέχρι τότε παρ’ ουδεμιάς άλλης γυναικός είχον αξιωθή, ένεκα, φαίνεται, της δυσειδούς μορφής μου και του μικρού και κακοεσχηματισμένου σώματός μου. Αφοσιωθείς λοιπόν όλος εις τον έρωτα αυτής, ελησμόνησα το παν· όλαι μου αι προσπάθειαι απέβλεπον εις το να καλλωπίζωμαι, να ήμαι χαρίεις, και να μαντεύω τας κλίσεις και ορέξεις αυτής, διά να κανονίζω αναλόγως πάσας τας πράξεις και λόγους μου κατά την αρέσκειαν του ειδώλου μου· εντούτοις δε, επειδή και η οικογένεια ένεκα της εποχής του έαρος έμελλε να μετοικήση επί τινας μήνας εις το χωρίον Βουρνόβαν, με επρόβαλαν να συμμετοικήσω και εγώ· και εψιθύρισα μεν ότι ο σκοπός της περιηγήσεώς μου απήτει να μείνω εις την πόλιν, διά ν΄ αρχίσω το έργον μου τόσον εις Σμύρνην, όσον και εις τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, όπου ώφειλον να μεταβώ, διά να συλλέξω την αναγκαίαν ύλην προς σύνταξιν του συγγράμματος της περιηγήσεώς μου, αλλ’ η Κυρία Πέππα με διέκοψεν αμέσως, λέγουσά με εις Φραγκικόν Σμυρναϊκόν ιδίωμα ‘Γκέζους! Μαρία! όλοι τζη Φραγκιάς οι βιατζατόροι ως αριβάρουν τζη Σμύρνη ινκαρικάρουν τον Δον Γκιουρουμή για όλαις τζου τζη μπιζόνιαις· τζη σιγνιριά του ματζή με τον Αβραμάτζο, καπί – ογλάνι του Ιμπεριάλου, εξπενδίρουν διασαξήδες σ’ όλα τα νησιά τζη άσπρη θάλασσας και τζη μαντζεύουν όλαις τζη νοβιταίς και αντίκαις των παλαιώνε.’ Αν δε και μήτε είχον εννοήσει τότε καλώς την αλλόκοτον ταύτην διάλεκτον, μήτε επείσθην υπό των επιχειρημάτων της Κυρίας Πέππας, αλλά ρητορικώτατον και πειστικώτατον ερωτικόν βλέμμα της ωραίας Βιολάντης με έπεισεν εν τω άμα, ότι οφείλω να αναθέσω την περί της περιηγήσεώς μου φροντίδα εις τον Καπουκίνον Δον - Γκιουρουμήν και τον Αβραμάτζον, Εβραίον μεσίτην του Αυστριακού Προξενείου, και να απέλθω εις το χωρίον Βουρνόβα μετά της οικογενείας του Αγγερέτου, το οποίον και έπραξα άνευ τινός δισταγμού.

Αφού δε διέτριψα εκεί επί τέσσαρας μήνας ζων αληθώς Συβαριτικόν βίον, επέστρεψα μετά της οικογενείας του Αγγερέτου εις Σμύρνην, όπου ο Δον - Γκιουρουμής και Αβραμάτζος με ενεχείρησαν πλήθος αντιγράφων και περιέργων εκθέσεων, ενταυτώ δε και τον λογαριασμόν των εξόδων, διά τα οποία επλήρωσα εις αυτούς δύο χιλιάδας αργυρά φιορίνια, πλην τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων διστήλων, τα οποία είχον εξοδευθή δι’ αυτών κατά την απουσίαν μου, και τα οποία είχε προπληρώσειν εις αυτούς ο Αυστριακός πρόξενος κατά την απόλυτον προς αυτόν περί τούτου διαταγήν μου.

Εντοσούτω εξ ενός τα υπέρογκα έξοδα της οικογενείας του Αγγερέτου, ζώσης ασώτως και πολυτελώς μετά την εις Σμύρνην άφιξίν μου, και τα πλούσια δώρα, τα οποία καθημερινώς προσέφερον εις την ωραίαν Βιολάντην, και εξ ετέρου αι διά του Δον - Γκιουρουμή και Αβραμάτζου αδιάκοποι πληρωμαί διά την κτήσιν νέων χειρογράφων, περιέργων εκθέσεων και αναγκαίων πληροφοριών προς σύνταξιν του πολυτίμου συγγράμματος της περιηγήσεώς μου, εξαντλήσαντα όλους τους χρηματικούς μου πόρους, με ηνάγκασαν να καταφύγω εις προσωρινά δάνεια· αλλ΄ επί τέλους στενοχωρούμενος υπό των δανειστών μου, περιφρονούμενος υπό της οικογενείας του Αγγερέτου και μη αγαπώμενος πλέον υπό της ωραίας Βιολάντης, εβιάσθην να δραπετεύσω, και επιβιβασθείς διά νυκτός επί τινος Αυστριακού πλοίου άνευ διαβατηρίου, επέστρεψα εις Τεργέστην. Μεταβάς δε εις την πατρίδα μου Βερολίνον και έχων προ οφθαλμών τας εν Σμύρνη αγορασθείσας εκθέσεις, ερανισθείς δε και εξ άλλων περιηγητών, συνέταξα και εδημοσίευσα διά του τύπου το ρηθέν σύγγραμμά μου, εις το οποίον περιέγραψα, κατά την στερεότυπον συνήθειαν των περιηγητών, τα ήθη και έθιμα των νεωτέρων Ελλήνων, τας συνδιαλέξεις τας οποίας έλαβα μετά των σημερινών λεγομένων σοφών αυτών, και των προεστώτων των πόλεων και χωρίων, και όλας τας πόλεις και νήσους της Ελλάδος και Τουρκίας, τας οποίας έλεγον ότι περιήλθον, εν ω πραγματικώς δεν είχον ιδεί ειμή μόνον την Σμύρνην και το χωρίον Βουρνόβα, και δεν είχον ομιλήσει, ειμή μόνον μετά του Αυστριακού Προξένου, του Αγγερέτου, της Πέππας, του Δον - Γκιουρουμή, του Αβραμάτζου, των δύο υπηρετών του Αγγερέτου Μαρούς και Μιχάλη, και τίνων Εβραίων τοκογλύφων, εξαιρέτως δε μετά Βιολάντης.

Το ρηθέν σύγγραμμά μου εθαυμάσθη και εχειροκροτήθη υφ΄ όλων των μεγάλων σοφών και διπλωματών της Ευρώπης, πλην ολίγων τινών φρονίμων, μέχρις ου ευρισκόμενος εις Παρισίους κατά το έτος 1823 έμαθον ότι γέρων τις Έλλην, Κοραής ονομαζόμενος, διατρίβων προ πολλών ετών εις ταύτην την πόλιν, ανέφερεν εις τας σημειώσεις αυτού το ρηθέν σύγγραμμά μου κακίζων αυτό πικρώς και ονομάζων με, τυφλόν, ανόητον, ηλίθιον και μωρόν, και τα εν τω συγγράμματί μου αναφερόμενα, αναισχύντους κατά του Ελληνικού έθνους λοιδορίας[1]· αν δε και ο επαινών με κόσμος μη γνωρίζων τα κατ΄ εμέ και το σύγγραμμά μου τούτο, ηδύνατο να κρίνη, όπως συνήθως κρίνει, αλλ΄ εγώ γνωρίζων τόσον τας πηγάς, όθεν ηντλήθησαν τα εν αυτώ ιστορούμενα, όσον και τα εν Σμύρνη συμβάντα μου, εγώ, λέγω, ώφειλον γενόμενος φρονιμότερος να μετριοπαθώ οπωσούν· και όμως επαρθείς εις την υπέρ ελπίδα αποδοχήν του συγγράμματός μου και καταντήσας να πιστεύσω και αυτός εγώ περί των εμών μάλλον την κοινήν γνώμην, ή εμαυτόν, επλήσθην μανιώδους οργής, όταν ζητήσας και ευρών τα υπό του ρηθέντος Κοραή εκδοθέντα συγγράμματα, ανέγνωσα την εν τω πρώτω τόμω των Προλεγομένων του Πλουτάρχου κατ΄ εμού σημείωσιν αυτού[2].

Πνέων οργήν και εκδίκησιν έτρεξα την επαύριον πρωί διά να μάθω πού κατοικεί ο αυθάδης ούτος Γραικύλος, όστις απετόλμα να εξυβρίζη τοιουτοτρόπως το σοφόν τούτο σύγγραμμά μου, καθώς και να εξομοιοί τα εξευγενισμένα της πεφωτισμένης Ευρώπης έθνη προς τους αμαθείς και βαρβάρους λαούς της Ανατολής· πληροφορηθείς δε ότι κατοικεί όπισθεν των ανακτόρων του Λουξεμβούργου, διευθύνθην προς αυτόν κατά την δεκάτην περίπου ώραν προ μεσημβρίας, κρούσας δε την θύραν της οικίας αυτού, και εισελθών, βλέπω άνθρωπον εξηκοντούτην περίπου, καθήμενον και γράφοντα ενώπιον τραπέζης περικυκλωμένης υπό σωρών βιβλίων· τι αγαπάτε Κύριε; με λέγει μεθ΄ ιλαρού ύφους — ζητώ τον λεγόμενον Κοραήν, απήντησα αποτόμως· — είμαι ο ίδιος, επανέλαβεν ο γέρων αταράχως, καθίσατε παρακαλώ· εις τι ηδυνάμην να σας φανώ χρήσιμος;εις τίποτε, απεκρίθην υπερηφάνως, ήλθα μόνον να ζητήσω παρά σου επίσημον ικανοποίησιν διά τας κατ΄ εμού αναιδείς ύβρεις σου, — δεν συνεθίζω, Κύριε, (εξηκολούθησεν ο γέρων φυλάττων πάντοτε την αυτήν αταραξίαν) να υβρίζω κανένα· παρακαλώ ποιος είσθε; ― είμαι, επανέλαβον υπερηφάνως, ο περιηγητής Βαρθόλδυς, περί του οποίου γνωρίζεις τι έγραψες εις τα προλεγόμενά σου. O γέρων δεν εταράχθη μεν ουδόλως ακούσας το όνομά μου, ρίψας όμως επ΄ εμού ζωηρά βλέμματα, εκφράζοντα μάλλον περιφρονητικόν τινα οίκτον, ή αγανάκτησιν, και ποίαν τινά ικανοποίησιν επιθυμείτε, Κύριε Βαρθόλδυ, παρ’ εμού; με είπεν υπομειδιών· ― την δια του πυροβόλου ή του ξίφους· με είναι αδιάφορον· είμαι γυμνασμένος εις όλα γενικώς τα είδη της μονομαχίας, απήντησα εντόνως· ― ‘αλλ΄ εγώ κατά δυστυχίαν, ή κατ΄ ευτυχίαν, επανέλαβεν ο παραδόξως απαθής ούτος γέρων, δεν γνωρίζω να μεταχειρισθώ ούτε το ξίφος, ούτε το πυροβόλον, ούτε ουδέν άλλο όπλον· και αν εγνώριζον όμως, ήθελον μεταχειρισθή αυτά προς υπεράσπισιν της πατρίδος μου, αλλ΄ ουχί ποτέ προς απόδειξιν φιλολογικής τίνος, ή πολιτικής αληθείας, προς των οποίων την συζήτησιν και διάγνωσιν ο πάνσοφος δημιουργός εχάρισεν εις το πλάσμα των χειρών αυτού τον λόγον, το ευγενές τούτο όπλον παντός λογικού ανθρώπου· αν αγαπάτε λοιπόν, είμαι πρόθυμος να δώσω προς υμάς λεπτομερή λόγον των όσα περί υμών και των υμετέρων συμπολιτών έγραψα, να αποδείξω προς υμάς ότι ηπατήθητε εις τας περί Ελλήνων κρίσεις υμών, και ότι έχετε άδικον όλοι οι Ευρωπαίοι, να ξέηται ανηλεώς τας πληγάς έθνους, εις το οποίον χρεωστείτε τα φώτα, δια τα οποία σήμερον καυχάσθε· ειδεμή καλώς ορίσατε, και ώρα σας καλή!!

Οι τελευταίοι ούτοι λόγοι του γέροντος ήθελον ερεθίσει έτι μάλλον την προσβληθείσαν παράλογον φιλαυτίαν μου, εάν περιεργώτερον άλλο και ουσιωδέστερον αντικείμενον δεν ήθελε κατ΄ εκείνην την στιγμήν ελκύσει την προσοχήν μου, και μετριάσει υπερβολικά το αγέρωχον του χαρακτήρος μου. Όπισθεν του γέροντος Κοραή εκάθητο γράφων ενώπιον μικράς τινος τραπέζης εικοσιπενταετής περίπου νέος, του οποίου η υπερήφανος και σοβαρά φυσιογνωμία, το γιγαντιαίον σώμα, η μεγάλη κεφαλή και οι νευρώδεις βραχίονες μ΄ έπεισαν ότι βεβαίως είναι εις των απογόνων του μυθολογουμένου Ηρακλέους· όταν δε κατά πρώτον τυχηρώς παρετήρησα αυτόν, είδον αναβοκαταβάζοντα οργίλως τας δασείας αυτού οφρείς και εξακοντίζοντα μανιώδη πυρώδη βλέμματα κατ΄ εμού, τα οποία εσταμάτησαν σχεδόν την κυκλοφορίαν του αίματός μου και μ΄ επροξένησαν τοσούτον τρόμον, ώστε τα γόνατά μου ήρχισαν να κλονίζωνται· διότι ενεθυμήθην Γάλλον τινά αυτόπτην της Ελληνικής επαναστάσεως διηγούμενον, ότι τα Ελληνικά στρατεύματα δεν επρομηθεύοντο ζωοτροφίας, επειδή, οι Έλληνες έτρωγαν Τούρκους, τους οποίους κατέπινον ζωντανούς, ως ποτέ ο Κρόνος τα ίδια αυτού τέκνα· και άνευ λοιπόν της προτάσεως ταύτης του Κοραή, η θέα του νέου τούτου με είχεν ήδη καταπείσει αρκούντως, ότι αληθώς ο λόγος είναι το καταλληλότερον μέσον προς συζήτησιν πάσης διαφοράς, και μάλιστα όταν ο αντίδικος είναι μεν ασθενής γέρων, έχει όμως όπισθεν αυτού γραφέα καταγόμενον εκ του γένους του Ηρακλέους και συμπολίτην των καταπινόντων ζώντας τους ανθρώπους, και όστις ως εφαίνετο, δεν είχε Κοραϊκήν αταραξίαν και μετριοπάθειαν. Απήντησα λοιπόν ότι το καθήκον της τιμής με υπαγορεύει να μην επιμείνω εις την περί  μονομαχίας πρότασίν μου μετά γέροντος ασθενούς, και ότι δέχομαι την πρότασιν της διά λόγου συζητήσεως, και τότε ο Κοραής ήρξατο του μεταξύ των Ευρωπαίων και Ελλήνων παραλληλισμού ως προς τας διανοητικάς αυτών δυνάμεις, τα ήθη, τα έθιμα, θρησκευτικάς προλήψεις και δεισιδαιμονίας και κοινωνικάς και ηθικάς αρετάς, σχετικώς ως προς την πολιτικήν κατάστασιν και τα φώτα εκατέρων, μετά τοσαύτης ευφραδούς και αφελούς ρητορείας και τοσούτων ιστορικών παραδειγμάτων και πραγματικών αποδείξεων, ώστε πας τις ορθόφρων και αμερόληπτος άνθρωπος, ακούων τον μελίρρυτον τούτον γέροντα, ήθελε πεισθή αδιστάκτως, ότι τω όντι ημείς οι Ευρωπαίοι, και τοι απολαμβάνοντες προ αιώνων τας εθνικάς ημών ελευθερίας, και τοι προοδεύσαντες εις παν είδος μαθήσεως, αλλά κατά μεν τας ηθικάς και κοινωνικάς αρετάς δεν είμεθα καλύτεροι των Ελλήνων, ο δε κοινός λαός της Ευρώπης έχει πολύ περισσοτέρας και μωροτέρας προλήψεις και δεισιδαιμονίας, ή οι σημερινοί Έλληνες· και ότι επί τέλους αληθώς πολλοί των περιηγουμένων την Ελλάδα Ευρωπαίων, λαμβάνοντες ως μόνους οδηγούς τα πάθη άλλων, απομιμούνται μάλλον τας μυίας ή τας μελίσσας κατά την εκλογήν των αντικειμένων, τα οποία εξιστορούσιν, ή παραδιδόμενοι εις τας τρυφάς αμερίμνου βίου, αντιγράφουσι τας εκθέσεις προγενεστέρων περιηγητών, τας οποίας δημοσιεύοντες ως ιδίας, καθίστανται γελοίοι πιθηκισταί, ή λυμαιώνες αγύρται των φώτων· αλλ΄ εγώ προκατειλημμένος υπό της φιλαυτίας μου και πεφυσημένος υπό των καπνών της μωράς κενοδοξίας, την οποίαν οι μωρότεροί μου θαυμασταί με είχον εμπνεύσει, επείσθην μεν εις τους σοφούς λόγους και τας ορθάς αποδείξεις του γέροντος Κοραή, αλλά δεν ενέδωκα, ειμή μόνον από φόβον του όπισθεν αυτού καθημένου Ηρακλείδου· ανεχώρησα λοιπόν σκυθρωπός μεν και σύννους, αλλ΄ επίσης μωρός ως και πρότερον.

Κεφάλαιον Γ’.

Η αναγνώρισις.

Προς το εσπέρας της αυτής ημέρας εισέρχεται εις τον θάλαμόν μου νεανίας υψηλού αναστήματος, ενδεδυμένος χρυσοκέντητον στολήν υπηρέτου και φέρων επί κεφαλής τρίγωνον πίλον κεκοσμημένον διά ποικιλοχρόων πτερών, και μετά βαθείας υποκλίσεως με λέγει, ότι η Κυρία αυτού Κομητέσσα Αβενδρότη, Γερμανίς και συμπολίτις μου, έχουσα τι σπουδαίον να με διακοινώση, με περιμένει επί της αμάξης αυτής προ της θύρας του ξενοδοχείου μου· έσπευσα λοιπόν να καταβώ αμέσως και βλέπω λαμπράν άμαξαν, ένδον της οποίας εκάθητο χαρίεσσα νέα γυνή, ήτις μ΄ ένευσε να εισέλθω και να καθίσω παρ’ αυτή, όπερ και έπραξα χαιρετήσας μετά σεβασμού· ο δε υπηρέτης έκλεισε την θύραν της αμάξης, ήτις μετά ολίγην ώραν εσταμάτησεν έμπροσθεν μεγαλοπρεπούς τίνος οικίας, εις την οποίαν αναβάντες εισήλθομεν εις λαμπρώς εστολισμένην αίθουσαν, όπου η Κομητέσσα Αβενδρότη με παρεκάλεσε να περιμείνω· εκάθισα λοιπόν επί πολυτελούς ανακλιντηρίου και μετά τινας στιγμάς η ρηθείσα οικοδέσποινα εξελθούσα και καθίσασα πλησίον μου, — δεν με γνωρίζετε, λέγει, Κύριε Βαρθόλδυ;— όχι, απεκρίθην, εκλαμπροτάτη, αλλ΄ έμαθον παρά του υπηρέτου, ότι έχω την τιμήν να ομιλώ μετά της Κυρίας Κομητέσσης Αβενδρότη, — δηλαδή, επανέλαβεν η χαρίεσσα οικοδέσποινα, εκπέμπουσα κομψόν στεναγμόν, μετά της χήρας του Κόμητος Αβενδρότη· διότι είναι περίπου δύο έτη, αφ΄ ότου η θεία πρόνοια ηυδόκησε να με αφαιρέση τον μακαρίτην σύζυγόν μου. — Εις την είδησιν ταύτην εψιθύρισα παρηγορητικάς τινας συνήθεις λέξεις—αλλ΄ όμως, επανέλαβεν η χήρα Αβενδρότη, θέλεις εκπλαγή, Κύριε Βαρθόλδυ, όταν μάθης μετά ποίας ομιλείς, και ποίος στενός βαθμός συγγενείας ενόνει ημάς· διότι ο κοινός ημών πατήρ, χηρεύσας προ πολλών ετών, ως γνωρίζεις, εκ της πρώτης αυτού συζύγου της μητρός σου, ηράσθη πτωχής τίνος νέας Καρολίνας ονομαζομένης, την οποίαν και ενυμφεύθη μυστικώς κατά τα 1796, νομίζων ότι ήθελε ταπεινώσει τον κοινωνικόν αυτού βαθμόν δημοσιεύων τον γάμον τούτον· εγώ δε είμαι το μόνον τέκνον του δευτέρου τούτου γάμου, επειδή η μήτηρ μου Καρολίνα απέθανεν εκ της θλίψεως αυτής εξ μήνας μετά την γέννησίν μου, βλέπουσα, ότι ο πατήρ ημών επέμενεν εις το να φυλάττη μυστικόν τον μεταξύ αυτών γάμον. Και ίσως μεν η τοιαύτη διαγωγή αυτού είναι συγχωρητέα, ως προελθούσα εξ εντηρήσεως προς την κοινήν γνώμην αλλ’ η μετά ταύτα παραμέλησις της ίδιας αυτού θυγατρός μετείχεν ικανής σκληρότητος· διότι παραδούς με μετά τον θάνατον της μητρός μου εις χωρικήν τινά γυναίκα, κατοικούσαν πλησίον του Βερολίνου, εφρόντιζε μεν περί τε της διατροφής και ανατροφής μου, και ήρχετο συνεχώς να με επισκεφθή εις την πενιχράν κατοικίαν μου, αλλ΄ ουδεμίαν περί εμού έλαβε πρόνοιαν εις την διαθήκην αυτού, διό και μετά τον θάνατον του πατρός ημών έμεινα πάντι έρημος και απροστάτευτος επτά ετών ηλικίας· αλλ’ η προστάτρια των ορφανών θεία πρόνοια δεν με εγκατέλιπε· διότι μετά δύο περίπου έτη ευγενής τις Κυρία άτεκνος με παρέλαβεν υπό την προστασίαν αυτής και μετεκομίσασά με εις Βιέννην, όπου κατώκει, με κατέστησεν επισήμως ιδίαν αυτής θυγατέρα, αποθανούσα δε κατά το έτος 1815 με αφήκε μόνην κληρονόμον της μεγάλης αυτής περιουσίας· εις δε τα 1819 ενυμφεύθην μετά του πλουσίου Κόμητος Αβενδρότου, εξ ου έσχον υιόν, του οποίου και αυτού εστερήθην τρεις μήνας μετά τον θάνατον του μακαρίτου συζύγου μου. Είμαι λοιπόν, φίλτατε αδελφέ, η ομοπάτριος αδελφή σου Βιλλελμίνη Βαρθόλδυ!... Και είχον μεν εξετάσει προ πολλών ετών περί σου, αλλ’ έμαθον, ότι ευρίσκεσο εις μακράς περιηγήσεις, έως ου ιδούσα κατά τύχην προ τίνων ημερών το σοφόν σύγγραμμα των περιηγήσεών σου και εξετάζουσα μόλις ηδηνήθην σήμερον να πληροφορηθώ την κατοικίαν σου και να αξιωθώ του να σε απολαύσω· η δε ευχαρίστησις την οποίαν ήδη αισθάνομαι, με φαίνεται πολυτιμοτέρα του απείρου και αχρήστου πλούτου, του οποίου η προστάτις μου και ο μακαρίτης σύζυγός μου με αφήκαν κυρίαν.

Ταύτα λέγουσα έπεσεν επί τον τράχηλόν μου και με περιεπτύσσετο καταβρέχουσά με διά των τρυφερών αυτής δακρύων· η έκπληξις, η χαρά και παν είδος αισθήματος είχον κυριεύσει τοιουτοτρόπως την ψυχήν μου κατ’ εκείνην την στιγμήν, ώστε χωρίς να προφέρω ουδέ λέξιν, εναγκαλισθείς και εγώ την μόνην αδελφήν μου, συνέχεα τα δάκρυά μου μετά των δακρύων αυτής και έμεινα επί πολύ εις ενθουσιώδη και παράφορόν τινα έκστασιν.

Επί τέλους τα δάκρυα αμφοτέρων έπαυσαν, ωμιλήσαμεν περί του μακαρίτου πατρός ημών, περί διαφόρων οικογενειακών αντικειμένων, και επί τέλους η αδελφή μου έστρεψε την ομιλίαν περί του συγγράμματος των περιηγήσεών μου, το οποίον με έδειξεν ότι είχεν υπό το προσκεφάλαιον αυτής, και το οποίον επήνεσε μετά τοσαύτης ευφυίας και ορθής κρίσεως, ως εγώ τότε εφρόνουν εναντίον όλων των προ μικρού σοφών παρατηρήσεων του γέροντος Κοραή, ώστε εξ εκείνης της στιγμής ησθάνθην διπλασιάσασαν εν τη καρδία μου την προς αυτήν αδελφικήν αγάπην.

Περί τας δέκα της εσπέρας υπηρέτης παρουσιασθείς ευσεβάστως ανήγγειλεν, ότι το δείπνον ήτον έτοιμον, και η Κομητέσσα αδελφή μου, θέσασα τον γάλακτος λευκότερον αυτής βραχίονα υπό τον ιδικόν μου, με ωδήγησεν εις έτερον επίσης λαμπρόν θάλαμον, όπου υπήρχε παρεσκευασμένη πολυτελώς κεκοσμημένη τράπεζα, παρά την οποίαν εκαθίσαμεν ο εις αντικρύ του άλλου· το δείπνον ήτο μεγαλοπρεπέστατον και δαψιλέστατον· μετά δε ταύτα η αδελφή μου, αφού ένευσε προς τους υπηρέτας να παραμερίσωσιν, «αδελφέ, με λέγει, ο θεός ηθέλησε να με αφήση χήραν εις τοιαύτην νέαν ηλικίαν, και προς τούτοις να συναφαιρέση απ’ εμού σχεδόν ταυτοχρόνως και την μόνην επί γης παρηγορίαν μου, τον μονογενή υιόν μου, αφήσας με μόνον άπειρα και ανωφελή πλούτη, των οποίων η κατοχή μέχρι ταύτης της στιγμής μάλλον ηύξανεν ή επαρηγόρει την μελαγχολίαν μου· διότι στερηθείσα παν ό,τι ο άνθρωπος έχει τιμαλφέστερον επί γης, ορφανή χήρα και άπαις, και μη δυναμένη ποτέ να παραβώ την αιώνιον πίστιν την οποίαν άπαξ ώμωσα προς τον μακαρίτην σύζυγόν μου και να έλθω εις δεύτερον γάμον, ενόμιζον εμαυτήν μόνην επί της γης, και δυστυχή μέχρι της τελευταίας στιγμής της ζωής μου· αλλ’ ήδη ότε η θεία πρόνοια, ευσπλαγχνισθείσα φαίνεται την μοναξίαν μου, με ηξίωσε ν’  απολαύσω τον αγαπητόν αδελφόν μου, επιθυμώ να μείνωμεν αχώριστοι διά παντός! ναι!... φίλτατε αδελφέ, εις το εξής θέλει συζώμεν, και εάν η πενιχρά αύτη οικία μου, εις την οποίαν κατοικώ προ δύο ήδη ετών δεν σε αρέσκη, δύνασαι ν’ αγοράσης την λαμπροτέραν των Παρισίων, ή όπου άλλου έχεις ευχαρίστησιν· έχω χρηματικήν περιουσίαν δέκα εκατομμυρίων φράγκων, της οποίας είσαι ο απόλυτος κύριος και δύνασαι να μεταχειρισθής κατά την αρέσκειάν σου.

Μετά την ομιλίαν ταύτην ηυχαρίστησα εγκαρδίως την αδελφήν μου, διηγήθην προς αυτήν ειλικρινώς όλα τα περιστατικά της ζωής μου, μέχρι του προς την Βιολάντην έρωτός μου, εις την οποίαν απέδωκα την κατά μέγα μέρος φθοράν της περιουσίας μου, αποκρύψας μόνον την περί των περιηγήσεών μου αλήθειαν και την μετά του Κοραή σκηνήν, και τούτο φοβούμενος μη προσβάλω την φιλοτιμίαν της ευαισθήτου ψυχής της αγαπητής αδελφής μου.

Εις δε την μίαν περίπου ώραν μετά το μεσονύκτιον, η αδελφή μου με ωδήγησεν εις λαμπρώς εστολισμένον κοιτώνα και ευχηθείσα μοι την καλήν νύκτα ανεχώρησεν· εγώ δε, βεβαρυμένος υπό τε του Καμπανίου οίνου και των αντικειμένων και παραδόξων συμβεβηκότων της ημέρας, κατακλινθείς επί της εκεί μαλακής κλίνης εκοιμήθην νήδιμον ύπνον.

Την επαύριον περί τας εννέα προ μεσημβρίας εξυπνίσας μετέβην εις την αίθουσαν, όπου εύρον την αδελφήν μου καθημένην και αναγινώσκουσαν το σύγγραμμά μου. Μετά δε τας συνήθεις πρωινάς φιλοφρονήσεις, η Βιλλελμίνη κράξασα τον υπηρέτην διέταξεν αυτόν να φωνάξη τον επιστάτην της οικίας αυτής· ούτος δε εξελθών επανήλθεν μετά τίνος καθ’ όλας τας διαστάσεις εξογκωμένου προγάστορος, προς τον οποίον η Βιλλελμίνη δεικνύουσά με ‘η ευγενία του είπεν, είναι ο αδελφός μου ιππότης Βαρθόλδυς, του οποίου τας διαταγάς θέλεις ακούει ως μόνου ενταύθα κυρίου’ και ούτος μεν χαιρετήσας με μετά βαθυτάτης υποκλίσεως ανεχώρησεν· εγώ δε εξελθών εφ΄ αμάξης και συνωδευμένος υπό του νεανίου εκείνου υπηρέτου, μετέβην εις το ξενοδοχείον μου, και εξοφλήσας τους μετά του ξενοδόχου λογαριασμούς μου, έλαβον μετ΄ εμού τα πράγματά μου και μετεκομίσθην εις την οικίαν της αδελφής μου. Ολίγην δε ώραν μετά την επιστροφήν μου, εν ω συνδιελεγόμην μετά της Βιλλελμίνης, παρουσιασθείς ο προγάστωρ επιστάτης με ηρώτησεν ευσεβάστως, κατά ποίαν ώραν διατάττω να ήναι έτοιμον το πρόγευμα, ηθέλησα να ερωτήσω την γνώμην της Βιλλελμίνης, αλλ’ αυτή με απήντησεν ότι τούτο εξήρτηται από την αρέσκειάν μου, ως μόνου κυρίου· προσδιώρισα λοιπόν την δωδεκάτην διά το πρόγευμα και την πέμπτην μετά μεσημβρίαν διά το γεύμα.

Μετά το πρόγευμα η αδελφή μου με είπεν, ότι επεθύμει να εορτάση την εντάμωσιν ημών διά τίνος λαμπρού γεύματος, εις το οποίον με επρόβαλε να προσκαλέσω και τους εν Παρισίοις φίλους μου· ενέκρινα την πρότασιν ταύτην και κράξας τον επιστάτην και διατάξας αυτόν να προετοιμάση λαμπρόν γεύμα διά είκοσιν ανθρώπους, και προσδιορίσας μετ΄ αυτού τα διάφορα είδη των εξαιρετωτέρων οίνων, εξήλθον πεζός, άμα μεν προς περίπατον, άμα δε και διά ν΄ απαντήσω τινάς εκ των φίλων μου, τους οποίους να προσκαλέσω εις  το γεύμα.

Προς τας τέσσαρας μετά μεσημβρίαν επέστρεψα εις την οικίαν μετά τίνων εκ των προσκεκλημένων φίλων· εισελθών δε εζήτησα την αδελφήν μου διά να παρουσιάσω αυτούς, αλλ’ εις υπηρέτης με απήντησεν, ότι εξήλθεν ολίγον ύστερον μετ΄ εμέ· παρεκάλεσα λοιπόν τους φίλους μου να περιμείνωσιν εις την αίθουσαν και μετέβην εις τον ιδιαίτερόν μου κοιτώνα διά να αλλάξω το υποκάμισόν μου· αλλ’ οποία υπήρξεν η έκπληξίς μου, ότε δεν είδον εκεί τα δυο κιβώτιά μου, τα οποία είχον μετακομίσει προ τίνων ωρών εκ του ξενοδοχείου μου, και εξ ων το μεν περιείχε τα φορέματα, το δε όλην την μείνασαν χρηματικήν μου περιουσίαν, συνισταμένην εις 50 χιλ. περίπου φράγκων εις χρυσόν και τραπεζικά γραμμάτια· αι κραυγαί μου έφερον εις τον κοιτώνα τους φίλους μου και όλους τους υπηρέτας, μεταξύ των οποίων εζήτουν διά των οφθαλμών τον νεανίαν εκείνον υπηρέτην· αλλά μη βλέπων αυτόν, πού είναι η Κυρία σου; ηρώτησα τον προγάστορα επιστάτην — απέθανε!... κύριε Ιππότα, με απήντησεν ούτος — τι φλυαρείς ανόητε; επανέλαβον — κατά δυστυχίαν, Κύριε, είπεν εκείνος, δεν φλυαρώ· διότι η μακαρίτις σύζυγός μου απέθανε προ οκτώ ήδη ετών και ετάφη εις Βερσάλλας, ότε.. ―τις σ΄ ερωτά, είπα διακόψας αυτόν μετά θυμού, περί της συζύγου σου; σ΄ ερωτώ περί της Δεσποίνης σου, της κυρίας της οικίας ταύτης, της Κομητέσσης Αβενδρότης; — με συγχωρείτε, κύριε Ιππότα, με απήντησεν ο προγάστωρ, η κυρία Κομητέσσα Αβενδρότη δεν είναι κυρία της οικίας ταύτης· διότι την οικίαν ταύτην έχω τακτικώς ηγορασμένην εγώ αυτός ενώπιον δύο Συμβολαιογράφων, καταστήσας εν αυτή το ξενοδοχείον μου, αφ’ ης εποχής η ανάμνησις της μακαρίτιδος συζύγου μου με εβίασε να παραιτήσω τας Βερσάλλας και να μεταβώ εις Παρισίους· ενοικίασα δε από χθες προς υμάς τα επί της πλευράς ταύτης οκτώ δωμάτια μετά των επίπλων αυτών προς 300 φράγκα την ημέραν, διά να κατοικήσητε μετά της εκλαμπροτάτης υμών αυταδέλφης· εντοσούτω σας ειδοποιώ, ότι το γεύμα είναι έτοιμον —πώς, έκραξα, αυθάδη! η οικία αυτή δεν ανήκει εις την Κομητέσσαν Αβενδρότην; και διατί λοιπόν δεν με είπες τούτο από χθες; Πού είναι τα δύο κιβώτιά μου;...  —Κύριε Ιππότα, επανέλαβεν αταράχως ο προγάστωρ εκείνος επιστάτης, ή ξενοδόχος, παρακαλώ να είσθε μετριώτερος εις τας εκφράσεις υμών διότι ομιλείτε προς πολίτην Γάλλον, έχοντα την τιμήν να υπηρετήση την πατρίδα ως ενωματάρχης του δεκάτου ογδόου τάγματος της εθνικής φρουράς επί των λαμπρών ημερών του Αυτοκράτορος. Εγώ είμαι ξενοδόχος· η κυρία εκείνη ήλθε χθες μετά της αμάξης του υμετέρου υπηρέτου και ενοικίασεν εν ονόματι υμών, του κυρίου Ιππότου Βαρθόλδυ, το οίκημα τούτο· μετ΄ ολίγον ήλθατε και υμείς μετ΄ αυτών· σήμερον δε το πρωί με εκράξατε και ενώπιον όλων τούτων των υπηρετών μου, επεκυρώσατε τους λόγους της υμετέρας αδελφής, κηρυχθέντες ως μόνος κύριος ενταύθα· ανεγνώρισα λοιπόν και αναγνωρίζω υμάς μετά βαθύτατης υποκλίσεως ως τοιούτον, μέχρις ου πληρώσαντές με αναχωρήσητε· δεν ήτο δε χρέος μου ούτε να είπω προς υμάς από ποίαν ώραν ήλθε και ενοικίασεν η υμετέρα αυταδέλφη το οίκημά μου, διότι οφείλετε να γνωρίζητε τούτο μάλλον υμείς ή εγώ, ούτε να φυλάττω τα υμέτερα κιβώτια· και περιπλέον δεν συνεθίζω να ομιλώ περί πραγμάτων, περί των οποίων δεν ερωτώμαι· εγώ μάλιστα, όστις γνωρίζω καλώς εκ πείρας, ότι υμείς οι Μεγιστάνες απαιτείτε παρ’ ημών των ξενοδόχων και λοιπών ιδιωτών, να είμεθα βραχυλόγοι και συνεσταλμένοι ενώπιον υμών· και όστις καυχώμαι, ότι κατέχω εντελώς το προτέρημα τούτο· εντοσούτω κύριε Ιππότα, το γεύμα περιμένει τας υμετέρας διαταγάς, και είναι αμαρτία γεύμα, διά το οποίον εξωδεύθησαν τέσσαρες χιλιάδες φράγκα, να φαγωθή παρά καιρόν· τούτο μάλιστα με δυσαρεστεί μεγάλως, διότι παραβλάπτεται η φήμη των εξαιρέτων φαγητών του ξενοδοχείου μου. — Εις τον διάβολον, έκραξα, και συ και το γεύμα σου και η φήμη των φαγητών του ξενοδοχείου σου! εγώ εληστεύθην, και δεν είναι τρόπος να μην υπήρχε συνεννόησις μεταξύ σου και της δολίας εκείνης γυναικός!... θέλω να τρέξω αμέσως εις την Αστυνομίαν και.... — όχι, κύριε Ιππότα, με απήντησεν ο προγάστωρ ξενοδόχος, πριν να με πληρώσητε δεν δύνασθε να εξέλθητε ενταύθα· και ταύτα λέγων διέταξε τους υπηρέτας να με εμποδίσωσιν· εζήτησα λοιπόν τινά των μετ΄ εμού έλθόντων προσκεκλημένων φίλων μου, διά να υπάγη αντ’ εμού εις την Αστυνομίαν, αλλ’ ούτοι φαίνεται είχον ήδη αναχωρήσει άμα είδον αρξαμένην την σκηνήν ταύτην.

Ο ξενοδόχος λοιπόν πέμψας υπηρέτην εκάλεσεν εκεί αξιωματικόν τινα της Αστυνομίας, όστις ακούσας μετά μεγίστης αδιαφορίας και ηπιότητος τους λόγους αμφοτέρων, και θεωρήσας τους λογαριασμούς του ξενοδόχου αναβαίνοντας εις φράγκα 4565 και 19/00, εκτιμηθέντος του παραγγελθέντος γεύματος μόνον αντί του ημίσεως, κατά γενναίαν συγκατάβασιν του προγάστορος, την οποίαν αυτός ούτος ο αξιωματικός της Αστυνομίας απήτησε και υπεστήριξεν, επί τέλους απεφάνθη ότι χρεωστώ μεν να πληρώσω ταύτα αμέσως προς τον ξενοδόχον, αλλ’ επειδή ηπατήθην υπό της λεγομένης Κομητέσσης Αβενδρότη, έχω το δικαίωμα να καταμηνύσω αυτήν εις τον Εισαγγελέα κατά το άρθρον, δεν εξεύρω ποίον, της ποινικής δικονομίας. Επειδή δε δεν είχον ουδέ οβολόν, ο προγάστωρ ξενοδόχος μ΄ εσύστησεν υπό την προστασίαν και φύλαξιν του αξιωματικού της Αστυνομίας, όστις μετά μεγίστης ευγενείας και καπνίζων χαριέντως το σιγάρον αυτού, με μετεκόμισε και κατέκλεισεν εις την φυλακήν της αγίας Πελαγίας.

Κεφάλαιον Δ΄.

Η αποφυλάκισις.

Τρεις μήνες είχον ήδη παρέλθει αφ’ ότου είμην κεκλεισμένος εν τη φυλακή της Αγίας Πελαγίας, ξηροφαγών και στερούμενος των αναγκαιοτέρων αναπαύσεων της ζωής, και προ πάντων μη δυνάμενος να ενεργήσω τινά έρευναν κατά της απαταιώνος εκείνης γυναικός· διότι ο μεν αξιωματικός της αστυνομίας με είχεν είπει, ότι κατά την ρητήν διάταξιν του νόμου, η περαιτέρω ενέργεια της υποθέσεως είναι της αρμοδιότητος του Εισαγγελέως των Πρωτοδικών, εγώ δε κατόρθωσα μεν να ομιλήσω μετά του Εισαγγελέως τούτου, ελθόντος προς επίσκεψιν των φυλακών ένα μήνα περίπου μετά την εκεί εγκάθειρξίν μου, και να εκθέσω προς αυτόν το ιστορικόν της απροσδοκήτου συμφοράς μου, αλλ’ ούτος φυλλομετρήσας βιβλίον τι το όποιον εκράτει, με απήντησεν ότι κατά το άρθρον (δεν ενθυμούμαι ποίον) η καταμήνυσις πρέπει να γίνει εγγράφως· παρεκάλεσα λοιπόν τον  δεσμοφύλακα, όστις μ΄ επρομήθευσε δικηγόρον τινά δια να συντάξη την καταμήνυσιν ταύτην· αλλ’ ούτος ελθών μ΄ εζήτησε λόγω προκαταβολής της συμβουλής, την οποίαν έμελλε να με δώση, φράγκα εικοσιπέντε, οπότε δεν είμην κύριος ουδέ εικοσιπέντε λεπτών· με παρήτησε λοιπόν και ο δικηγόρος απειλών να με υποχρεώση να πληρώσω προς αυτόν φράγκα δύο, δικαίωμα της οποίας μ΄ έκαμεν επισκέψεως, όντων των δικαιωμάτων αυτού εισπραξίμων διά της βίας, ουδέν ήττον κατά τι άρθρον του νόμου· κατέφυγον λοιπόν εις το μέσον του να γράψω μακράν παρακλητικήν επιστολήν προς τον Εισαγγελέα, όστις με απήντησε διά του κλητήρος αυτού, ότι επειδή δεν έχω τα μέσα διά να πληρώσω τα δικηγορικά και δικαστικά δικαιώματα, ν’ αναφερθώ εις τον δήμαρχον του δήμου της κατοικίας μου και λαβών παρ’ αυτού αποδεικτικόν πενίας να πέμψω δι’ αναφοράς μου προς την εισαγγελίαν, και τότε, αφού ορκισθώ επί του ευαγγελίου, ότι βελτιωθείσης της χρηματικής καταστάσεώς μου θέλω πληρώσει τα ρηθέντα δικαιώματα, ούτος θέλει ενεργήσει παν ό,τι εξήρτηται απ΄ αυτού υπέρ του νόμου και της κοινής ασφαλείας των πολιτών· εν τοσούτω διαβεβαιών με περί της υψηλής αυτού προς με υπολήψεως, με παρεκάλει να μην αμφιβάλλω ότι έχει όλην την προθυμίαν του να πράξη παν ό,τι δύναται να καταστήσει αυτόν ευάρεστον εις εμέ.

Μετά την παρέλευση λοιπόν των τριών τούτων μηνών της σκληράς αγωνίας μου, βλέπω πρωίαν τινά ερχόμενον εις το διαλεκτήριον της φυλακής τον προγάστορα εκείνον ξενοδόχον μετά ευσχήμονος πεντηκονταετούς περίπου ανδρός, όστις όσον από της όψεως ηδύνατό τις να εικάση, δεν εφαίνετο ων εκ των υπηρετησάντων εις το δέκατον όγδοον τάγμα της εθνοφυλακής επί των λαμπρών ημερών του Αυτοκράτορος. «Κύριε Βαρθόλδυ, με λέγει εις Γερμανικήν γλώσσαν ο άγνωστος ξένος, είμαι πατρικός σου φίλος και συμπολίτης αποκαταστημένος προ πολλών ετών εν Παρισίοις· πληροφορηθείς δε κατ’ αυτάς τα δυσάρεστα περιστατικά τα οποία σε ηκολούθησαν, έσπευσα εις βοήθειά σου, φέρων μετ΄ εμού και τον ξενοδόχον σου, προς τον οποίον επλήρωσα το κατά την αποκοπήν της αστυνομίας χρέος σου, ούτος δε θέλει σε εγχειρίσει της πληρωμής την απόδειξιν· ων λοιπόν ελεύθερος εκ ταύτης της στιγμής, θέλεις με ακολουθήσειν εις την οικίαν μου, όπου δύνασαι να έχης παρ’ εμοί όλας τας αναγκαίας αναπαύσεις·» συγχρόνως ο προγάστωρ ξενοδόχος με ενεχείρισε την απόδειξιν του ότι επληρώθη παρά του Κυρίου Καρόλου Ροφέρου την ποσότητα των υπ΄ εμού προς αυτόν χρεωστουμένων φράγκων 4565 και 19/00 και σφίγγων την χείρα μου φιλικώς και συγκινών αλλοκότως καθ΄ όλας τας διευθύνσεις την κοιλίαν, τους ώμους, και την κεφαλήν, εζήτει συγχώρησιν διά την προς εμέ παρελθούσαν διαγωγήν αυτού, υπαγορευθείσαν, ως έλεγεν, ουχί από φιλοκερδείας τοιαύτης μικράς ποσότητος, αλλ’ από μόνου του ειλικρινούς αισθήματος της τιμής και της υπολήψεως του καταστήματος αυτού.

Η γενναιότης του πατρικού μου τούτου φίλου μ΄ έκαμε να χύσω δάκρυα ζωηροτάτης ευγνωμοσύνης· ο δε Κάρολος Ρόφερος παραλαβών με, ωδήγησεν εις την οικίαν αυτού· Αλλά ποσάκις η γενναιοτέρα πράξις γίνεται πηγή ολεθριωτάτων συμφορών και φρικτοτάτων εγκλημάτων!!!

Κεφάλαιον. Ε΄.

Το έγκλημα…

Ο Κάρολος Ροφέρος κατώκει κατά το προάστειον του Αγίου Ονωρίου, έχων ιδιόκτητον οικίαν, ουχί μεν μεγαλοπρεπή, αλλ’ ικανώς ευρύχωρον· εσωτερικώς δε, αν και μη κεκοσμημένην διά πολυτελών και λαμπρών επίπλων, εμπεριέχουσαν όμως όλα τα αναγκαία, και δεικνύουσαν, ότι ο άνθρωπος ούτος έζη ανέτως. Και πραγματικώς ο Κάρολος Ρόφερος, εμπορευόμενος προ πολλών ετών τους αδάμαντας, κατέστη εις των πλουσιωτέρων εμπόρων της πόλεως των Παρισίων.

Και η μεν φύσις είχε προικίσει τον άνδρα τούτον διά μεγάλων ηθικών προτερημάτων διότι η γενναιότης, η φιλανθρωπία, η επιείκεια, η χρηστότης των ηθών, η ευσέβεια, ο ορθός νους, και όλαι αι λοιπαί ηθικαί αρεταί του λογικού ανθρώπου διεκρίνοντο καθαρώς εις μέγαν βαθμόν τελειότητος εφ΄ όλων των πράξεων του Καρόλου Ροφέρου· αλλ’ η τύχη, εν ω εξ ενός βοηθούσα όλας αυτού τας επιχειρήσεις κατέστησεν αυτόν κύριον μεγάλου πλούτου, εξ ετέρου έχυσεν εντός του ποτηρίου της ζωής αυτού το πικρότερον φάρμακον· διότι η σύζυγος του ανδρός τούτου Φιλιππίνα ήτον εκ των καταχθονίων εκείνων Εριννύων, τας οποίας κατά καιρούς ο άδης εξερεύγεται επί της γης υπό την γυναικείαν μορφήν προς όνειδος και εξύβρισιν του ωραίου φύλου· επειδή η γυνή αύτη ούσα φύσεως μοχθηράς και διεστραμμένης, ασεβής περί τα θεία, καταχθόνιος υποκρίτρια, αισχρά ψευδολόγος, αναίσχυντος συκοφάντις, ασελγής, οργίλος, παράφρων, απάνθρωπος και στερημένη παντός αισθήματος τιμής και φιλοτιμίας, και ποτέ μεν ρυπαρά φιλάργυρος, ποτέ δε απονενοημένη άσωτος, ηδύνατο να θεωρηθή άνευ υπερβολής, η καταστρεπτική μάστιξ της ησυχίας, η ανίατος πληγή της ευαισθήτου καρδίας, και ο ζωντανός θάνατος του άλλως ευδαίμονος συζύγου αυτής· πάσα κακία ενεφώλευεν εις την μιαράν αυτής ψυχήν· παν έγκλημα, και παν κακούργον μέσον ενομίζετο υπό της Φιλιππίνης πρόσφορον προς κατόρθωσιν των αισχρών αυτής παραφορών· αλλ΄ εξαιρέτως η τερατώδης αύτη γυνή εφαίνετο ενασμενιζομένη εις το να διαβάλλη παντοιοτρόπως τον αγαθόν αυτής σύζυγον, διασπείρουσα κατ΄ αυτού τας αναιδεστέρας συκοφαντίας διά των ευτελεστάτων και φαυλοτάτων ανδρών τε και γυναικών, τους οποίους ρινηλατούσα και ανακαλύπτουσα εκ των μυχών της γης, είχε την μοναδικήν επιτηδειότητα να σύρη προς εαυτήν, να ταυτίζη μετά των ολεθρίων αυτής συμφερόντων και να μεταχειρίζηται ως όργανα εις πάσαν περίστασιν. Και ο μεν δυστυχής Ρόφερος, μολονότι εγνώριζεν όλα τα φρικτά εγκλήματα, την διεφθαρμένην διαγωγήν και τας αισχράς πράξεις της συζύγου αυτού, αλλά κατεχόμενος υπό ακαίρου φιλοτιμίας, επροσπάθει αείποτε να καλύπτη και ν΄ αποκρύπτη από τον κόσμον την δυστυχίαν αυτού· διό και ποτέ μεν εστέναζε πικρώς εν τω κρυπτώ, ποτέ δε ήλπιζεν ανοήτως, ότι θέλει διορθώσει την φύσει αδιόρθωτον αυτού σύζυγον, άλλοτε δε απελπιζόμενος επεκαλείτο τον θάνατον αυτού· εάν δε ενίοτε εξέφευγον από της καταπιεζομένης αυτού καρδίας παράπονά τινα κατά της Φιλιππίνας, την επαύριον μεταμελούμενος εδικαιολόγει αυτήν ο ίδιος εις τον κόσμον, αιτιώμενος αυτός εαυτόν. Οι δε φίλοι αυτού συμβουλεύσαντες πολλάκις ν΄ απομακρυνθή της τοιαύτης γυναικός, και πάντοτε παρακουσθέντες, κατήντησαν να περιφρονήσωσιν αυτόν, ονομάζοντες μωρόν και αναίσθητον.

Τοιαύτη υπήρξεν η γυνή, εις της οποίας τον έρωτα επέπρωτο να με εμπεριδέση ο κακός μου δαίμων!!!

Ούτε αι μεγάλαι κακίαι πράττονται πάντοτε υπό των φύσει κακούργων, ούτε ο άνθρωπος γίνεται τοιούτος εν μιά στιγμή και υπό μιας μόνης αιτίας! Οι μεγάλοι εγκληματίαι σχηματίζονται ως οι μεγάλοι ποταμοί· και το μεν αχαλίνωτον των παθών, αι φυσικαί αδυναμίαι, αι ψευδείς ιδέαι, η διαστροφή του νοός, η ακρισία, η αεργία, τα κακά παραδείγματα, ο αμογητί προσκτηθείς πλούτος, ή η αιφνήδιος πενία, η φαντασία και προ πάντων η κενοδοξία, είναι οι φρικτοί ρύακες, οι σχηματίζοντες βαθμηδόν και κατά μικρόν τον φοβερόν τούτον ποταμόν· το δε λογικόν του υπό των ορμητικών αυτού ρευμάτων παραφερομένου δυστυχούς, αν και αισθάνεται τον κίνδυνον, αλλά νεναρκωμένον υπό των παθών, συναισθάνεται ενταυτώ, ότι ουδόλως δύναται να κινηθή ως ο υπό του βαρυαχθούς εφιάλτου καταπιεζόμενος άνθρωπος.

Δεν εγεννήθην λοιπόν κακούργος!!! εξ εναντίας είχον ψυχήν αγαθήν και καρδίαν τρυφεράν· αλλά φύσει ακάθεκτος εις τας παραφοράς μου, πεφυσημένος υπό της μωράς κενοδοξίας, ληστευθείς, απατηθείς και γενόμενος τοσάκις έρμαιον της κακίας άλλων, στερηθείς πάσαν την χρηματικήν μου περιουσίαν και φαντασιοκοπών αιωνίως διά να επανακτήσω πλούτη, εις α ενόμιζον ότι συνίσταται η μόνη του ανθρώπου ευδαιμονία, μη συνεθισθείς ποτέ εις την τακτικήν εργασίαν, και ρέπων πάντοτε εις το να γίνωμαι θύμα της προς την τυχούσαν γυναίκα ευπιστίας μου, ώφειλον να χαλκεύσω αυτός εγώ τον έσχατον όλεθρόν μου, και περιτυλιχθείς εις τα μιαρά δύκτια τοιούτου τερατομόρφου θηρίου, να εκτραχηλισθώ υπό της βδελυράς Φιλιππίνας εις το φρικτότερον των εγκλημάτων!!!

Φρίκη κυριεύει την ψυχήν μου εις το αποτρόπαιον τούτο μέρος της οικτράς ιστορίας μου!!! και δεν θέλω αποτολμήσει, ούτε δυνηθή ίσως ποτέ να διηγηθώ τας λεπτομερείας του φρικτού εγκλήματός μου, εξυβριζούσας ως εκ της φύσεως αυτών το θείον δώρον του λόγου· είθε να εξηλείφοντο ολοτελώς και της μνήμης μου!!! η δε τρομερά περίληψις αυτών είναι ότι την 15 Μαρτίου του έτους 1825 ο μεν Κάρολος Ρόφερος δολοφονηθείς εκομίζετο νεκρός εις τον τάφον, εγώ δε υπό ενδύματα χωρικού έφευγον προς την Αγγλίαν, έχων τας χείρας βεβαμμένας εκ του αίματος του εναρέτου ευεργέτου μου!!!

Εις το μέρος της διηγήσεως ταύτης ο Ξουθ εσταμάτησε, και καταπιεζόμενος υπό φρικτών λογισμών δεν ηδυνήθη vα εξακολουθήση... μετά τινων δε λεπτών σιωπήν, επανέλαβεν ως ακολούθως την διήγησιν της ιστορίας αυτού.

 

Κεφάλαιον ΣΤ΄.

Η θεία δίκη.

Την πρώτην νύκτα της εκ Παρισίων φυγής μου έφθασα εις καλύβην χωρικού και διενυκτέρευσα έντινι παρακειμένω αχυρώνι· όλος δε κατεχόμενος υπό της φρίκης, την οποίαν η πράξις του πρώτου εγκλήματος εμπνέει εις τας μη φύσει κακούργους ψυχάς, και καταξαινόμενος υπό των κέντρων του συνειδότος, εζήτησα μικράν ανακούφισιν των δεινών μου εις τα παρηγορητικά βάλσαμα του ύπνου· αλλά μόλις είχον ημικλείσει τα βλέφαρα και εξιππασθείς υπό βροντώδους κρότου, ανετινάχθην έντρομος και ατενίσας τους οφθαλμούς, βλέπω εν τω μέσω του ζοφερού εκείνου σκότους υψηλόν φάσμα περιτυλιγμένον ένδον λευκής χαμαί συρομένης σινδόνος και κατεσπιλωμένης εξ ερυθρού αίματος, εφ΄ ης ανεγινώσκετο διά μεγάλων μαύρων χαρακτήρων ο αριθμός 4565 19/00, εις δε την αγρίαν και απειλητικώς εμβλέπουσαν όψιν του γιγαντείου τούτου σκελετού, ανεγνώρισα τον Κάρολον Ρόφερον, κρατούντα διά μεν της δεξιάς το εισέτι αίμα αποστάζον εγχειρίδιόν μου, εκτείνοντα δ΄ επ’ εμέ την αριστεράν· «ήμαρτον, έκραξα τρέμων, συγχώρησον το έγκλημά μου!...» αλλά το φάσμα συστραφέν μετά τρομερού κρότου των βιαίως συγκρουσθέντων ξηρών αυτού οστέων, με αρπάζει του τραχήλου διά της σκελετώδους αυτού χειρός και συσφίγγων με μετ’ ακατανοήτου δυνάμεως, «όλοι οι κακούργοι, είπε, καταφεύγουσιν εις την μετάνοιαν βλέποντες προσερχομένην την τιμωρίαν... λάβε τα επίχειρα του εγκλήματός σου...» Η ψυχρότης της μολυβδίνου ταύτης χειρός μου επάγωσε το αίμα, τα ώτα μου εσύριξαν μετά βόμβου, το φως μου εσκοτίσθη και έπεσα, ως πίπτει το νεκρόν σώμα.

Άμα δε αναλαβών τας αισθήσεις περί την αυγήν, εξήλθον έντρομος του φοβερού εκείνου καταγωγίου και ώδευον μηχανικώς προς την πόλιν Καλαί. Φθάσας δε εκεί και ιδών προς τον λιμένα Άγγλους τινάς ετοίμους, ως έλεγον προς αλλήλους, να αποπλεύσωσι διά την Αμερικήν, ηθέλησα να ερωτήσω, αν δύνανται να με συμπαραλάβωσι μεθ΄ εαυτών, αλλ’ ησθάνθην ότι η φωνή μου είχεν εκλείψει!... στενάξας βαθέως έστρεψα τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, αλλά βλέπω πάλιν υπέρ της κεφαλής μου επαιωρούμενον το τρομερόν εκείνο φάσμα της παρελθούσης νυκτός, σύρον την καθημαγμένην σινδόνα και επισείον εις εμέ το αίμα αποστάζον ολέθριον εγχειρίδιον... η φρίκη μου εδιπλασιάσθη και εξηπλώθην αύθις ως νεκρός κατά γης.

Αναλαβών τας αισθήσεις μου επλησίασα προς τους ναύτας και συνεννοηθείς διά σχημάτων επέβην του πλοίου και απέπλευσα μετ’ αυτών.

Καθ’ όλον το διάστημα της θαλασσοπλοίας το τρομερόν φάσμα ενεφανίζετο αδιακόπως ενώπιόν μου υπό τα φοβερώτερα σχήματα· ποτέ μεν έβλεπον αυτό βαδίζον επί των κυμάτων του Ωκεανού, υψηλότερον των ιστών του πλοίου, ποτέ δε παρακαθήμενον πλησίον μου και έχον την φυσικήν μορφήν του Καρόλου Ροφέρου, δεικνύοντός με τον επί της σινδόνος εγγεγραμμένον και ελέγχοντα την μαύρην αχαριστίαν μου μυστηριώδη αριθμόν· αλλ’ εξαιρέτως την νύκτα, ως έκλειον τα βλέφαρα, η σκελετώδης μολύβδινος χειρ του φάσματος του Ροφέρου περιτυλισσομένη εις τον τράχηλόν μου εφαίνετο αποπνίγουσά με, ο δε βροντώδης ήχος των εκδικητικών απειλών, και ο φρικώδης κρότος των βιαίως συγκρουομένων ξηρών οστέων του γιγαντείου σκελετού εβόμβει επί μακρόν εις τα ώτα μου..., άλλοτε με εφαίνετο ότι βλέπω την βδελυράν Φιλιππίναν ασέμνως χορεύουσαν ενώπιόν μου και εμπαίζουσαν δι’ αλλοκότων σχημάτων την συμφοράν μου… εξαντληθεισών όλων των σωματικών και ψυχικών μου δυνάμεων, απεφάσισα πολλάκις να τελειώσω την αθλίαν ταύτην ύπαρξιν ριπτόμενος εις τα βάθη της αβύσσου· αλλ’ αόρατος δύναμις μ’ εμπόδιζεν εκάστοτε της εκτελέσεως ταύτης μου της αποφάσεως· εν τοιαύτη δε καταστάσει έφθασα εις την νέαν Αυρηλίαν.

Αλλά ματαίως ενόμισα ότι η απομάκρυνσίς μου από του τόπου του εγκλήματος, η αλλαγή των αντικειμένων, και η όψις όλως αγνώστων εις εμέ ανθρώτων και τόπων, έμελλον να καταπραΰνωσι τας φλόγας της υπό του ελέγχου της συνειδήσεως εξημμένης φαντασίας μου· εξεναντίας τα βάσανά μου υπερηύξησαν· διότι αφ’ ης στιγμής επάτησα επί της ξηράς, όλοι οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης με εφαίνοντο έχοντες την μορφήν του αιμοσταγούς φάσματος του Ροφέρου.... ως φρενήρης έφυγον τρέχων έξω της πόλεως, και κατόπι μου εβόβει ο βροντώδης ήχος των εκδικητικών απειλών και ο φρικώδης κρότος των βιαίως συγκρουομένων ξηρών οστέων του καταδιώκοντός με φάσματος!....

Μετά ικανών ωρών δρόμον ευρέθην εντός εκτεταμένης πεδιάδος… έστρεψα τους οφθαλμούς μου προς τα οπίσω και είδον, και ιδού πάλιν το τρομερόν φάσμα του Ροφέρου, έχον ύψος διπλάσιον του υψηλοτέρου  κωδωνοστασίου και εκτείνον επ’ εμέ το εν τη σκελετώδει αυτού χειρί αιματοσταγές εγχειρίδιον... περισυνάξας δε τας εξηντλημένας δυνάμεις μου εδιπλασίασα την ορμήν της φυγής μου και ευρέθην προ της εισόδου δάσους, όπου μη γνωρίζων τον δρόμον της επιστροφής, ηναγκάσθην να ζητήσω καταφυγήν δια την πλησιάζουσαν νύκτα επί τίνος γηραιάς κέδρου. Αν δε και κακώς έχων υπό της πείνας, και μάλιστα υπό της δίψης, αλλά περιβλέψας και μη ιδών ίχνος ελπίδος προς θεραπείαν, απεφάσισα να περιμείνω την αυγήν· παρ’ ελπίδα δε μείνας ανενόχλητος, πρώτην φοράν κατ’ εκείνην την νύκτα, εκ των απειλών του τρομερού φάσματος, ησθάνθην μικράν τινά άνεσιν· βαθύς δε ύπνος εκυρίευσε τα καταπεπονημένα μου μέλη· εξυπνήσας σχεδόν περί την μεσημβρίαν, ηναγκάσθην να ζητήσω τροφήν και ποτόν· άγριοί τινες καρποί και λίμνη, την οποίαν παρετήρησα μακρόθεν, επλήρωσαν τας πρώτας μου ταύτας χρείας· δέκα όλας ημέρας περιεφερόμην από βράχου εις βράχον, μεταξύ βουνών και κοιλάδων, πεδιάδων και ερήμων, τρεφόμενος από αγρίων καρπών και χλωρών ριζών, διανυκτερεύων επί των δένδρων, και ζητών ματαίως ν΄ ανακαλύψω οδόν άγουσαν εις κατωκημένον τόπον· αλλά μεταξύ της φρικτής ταύτης αποπλανήσεώς μου είχον αποκτήσει ικανήν ηθικήν αναψυχήν, διότι αι αισθήσεις μου δεν εταράττοντο πλέον υπό της θέας του τρομερού του Ροφέρου φάσματος. Τέλος την ενδεκάτην πρωίαν ανεκάλυψα μακρόθεν χωρίον... έσπευσα να πλησιάσω και μόλις φθάσας προ της εισόδου, είδον ενώπιόν μου το τρομερόν φάσμα του Ροφέρου, απειλούν με και εκτείνον επ’ εμέ το εν τη σκελετώδει αυτού χειρί αιμοσταγές εγχειρίδιον.... έστρεψα τα νώτα και έφευγον οπίσω προς την έρημον, και κατόπι μου εβόμβει ο βροντώδης ήχος των εκδικητικών απειλών και ο φρικώδης κρότος των βιαίως συγκρουομένων ξηρών οστέων του καταδιώκοντός με φάσματος...

Εξελαθείς δε πάλιν εις την έρημον έφευγον προς τον κατήφορον κοιλάδος, και φωνή ως ρήξις κεραυνού αντήχησεν εις τα ώτα μου· «εξορίζεσαι της κοινωνίας και δεν δύνασαι να ζήσης ως άνθρωπος εν αυτή, μέχρις ου εξιλεώσας την θείαν δίκην, επανακτήσης τον λόγον· βλέπων δε το ακαταμάχητον πεπρωμένον μου, απεφάσισα εκών και άκων να υποφέρω την δικαίαν τιμωρίαν του εγκλήματός μου και να διαμείνω εν τη ερήμω.... και έκτοτε δεν εβόμβει πλέον εις τα ώτα μου ο βροντώδης ήχος των εκδικητικών απειλών και ο φρικώδης κρότος των βιαίως συγκρουομένων ξηρών οστέων του καταδιώκοντός με φάσματος!...

Κεφάλαιον Ζ’.

Η Έρημος.

Οδεύσας εξ ημερών δρόμον εις την έρημον προς ζήτησιν αρμοδίου καταγωγίου επέστησα τέλος την προσοχήν μου εις τους πρόποδας λόφου, όπου σπηλαιώδες κοίλωμα εντός αποτόμου βράχου μ΄ εφάνη το καταλληλότερον μέρος· διότι το μεν κοίλωμα τούτο ηδύνατο ευκόλως να διατεθή ούτω πως, ώστε να προφυλάττωμαι την νύκτα από της εφόδου των αγρίων θηρίων, ο δε παραρέων ρύαξ ύδατος και οι άφθονοι καρποί των δένδρων του πλησίον δάσους εξησφάλιζον τας πρώτας ανάγκας της ζωής μου· εκαθάρισα λοιπόν όσον ηδυνάμην το κοίλωμα τούτο, συνέλεξα φύλλα καλάμων και έστρωσα το έδαφος αυτού και ευρών πλατύν λίθον εκύλισα αυτόν ως θύραν προς έμφραξιν της εισόδου.

Τοιαύτη υπήρχεν η κατοικία μου· η δε ημερούσιος ενασχόλησίς μου ήταν οι μαύροι διαλογισμοί μου, τους οποίους η ερημία μ’ εκάλει εις το ν’ αναπολώ καθ΄ εκάστην στιγμήν, ν’ αναπτύσσω λεπτομερώς και να φιλοσοφώ επ’ αυτών απαθώς, αν και παρά καιρόν. Ενταύθα ησθάνθην πραγματικώς την αναντίρρητον ανάγκην της καθ’ εαυτόν μελέτης, της οποίας ο άνθρωπος έχει χρείαν διά να δυνηθή να γνωρίση αυτός αφ’ εαυτού τα προς τον θεόν και τους άλλους ιερά αυτού καθήκοντα· ζων εν τη ερήμω εγνώρισα εκ πείρας πόσον ηπατήθησαν ο Ρουσσώ και οι λοιποί ψευδώνυμοι φιλόσοφοι γνωμοδοτήσαντες, ότι ο άνθρωπος δύναται να ζήση ευδαίμων έξω της κοινωνίας· Αι!... ποσάκις ότε κατά τας μακράς εκείνας χειμερινάς νύκτας, οι συρίζοντες σφοδροί άνεμοι περιήχουν τρομερώς εις τον μεμονωμένον μου βράχον, ότε ο βρυγμός των αγρίων θηρίων εκλόνιζεν όλας μου τας αισθήσεις, ότε ο πάταγος του καταπίπτοντος κεραυνού μ΄ εφαίνετο ανασκάπτων την γην, η δε ακαριαία, αυτού μαρμαρυγή, τρομεροτέρα του ζοφερού σκότους ασελήνου νυκτός, διερχομένη δια των χαραδρών του σχεδόν κλονιζομένου σπηλαίου μου, αντανεκλάτο επί των παλλόντων οφθαλμών μου, ποσάκις λέγω, δεν επεθύμησα να επαναπαύσω τα περίφοβα βλέμματά μου εφ΄ ομοίου μου ανθρωπίνου πλάσματος! ποσάκις δεν επεθύμησα να ίδω άνθρωπον, έστω και υπό την φρικώδη μορφήν του τρομερού φάσματος του Ροφέρου!...

Παρερχομένων ούτω των ημερών και των μηνών, τας οποίας εσημείουν διά γραμμών επί της εισόδου του σπηλαίου μου, ηρίθμουν ήδη επτά έτη εν τη ερήμω, συνεθίσας μεν να διαιτώμαι ως άγριον θηρίον, αλλά μη δυνάμενος να μετριάσω ποτέ την θλίψιν μου διά την από της κοινωνίας εξορίαν μου! Και τα μεν φορέματα, τα οποία ότε εξηλάθην εις την έρημον εφόρουν, διαρρηχθέντα έπεσον εις ράκη, αλλά το δέρμα μου είχε τόσον σκληρυνθεί υπό των κακοπαθειών, των καυστικών ακτίνων του ηλίου και των προσβολών των ακαθέκτων ανέμων, ώστε κατήντησε σχεδόν μέλαν και εκαλύφθη υπό είδους τινός φολίδων και τριχών κατά μέρος· οι δε χαρακτήρες μου παρήλλαξαν επί τοσούτον, ώστε δυσκόλως ηδύνατό τις ν’ αναγνωρίση επ’ εμού τα κύρια χαρακτηριστικά της ανθρωπίνου μορφής.

Κεφάλαιον Η’.

Η ζωγρεία.

Μίαν ημέραν περί την μεσημβρίαν περιτρέχων τας ατραπούς σκιώδους δάσους προς ζήτησιν τροφής, βλέπω κείμενα κατά γης ζυγήν Ευρωπαϊκών υποδημάτων· και εξ ενός μεν η θέα τοιούτου πράγματος εν τω μέσω της ερήμου, εξ ετέρου δε ευχάριστος παρηγορητική τις ιδέα διελθούσα τον νουν μου ως αστραπή, μ΄ έκαμε να προσηλωθώ τοσούτον επί του αντικειμένου τούτου, ώστε ημίσειαν περίπου ώραν ιστάμην θεωρών αυτά περιέργως και αγωνιζόμενος να μαντεύσω πόθεν άρα ευρέθησαν ενταύθα. Επί τέλους απελπισθείς πλέον του να δυνηθώ να εξηγήσω το ακατανόητον τούτο φαινόμενον, έλαβον το εν και καθίσας εδοκίμασα να φορέσω αυτό, αλλ’ άμα εισάξας τον πόδα μου ησθάνθην, ότι ούτος εβυθίσθη εις γλοιώδη τινά ύλην, εφ΄ ης και προσεκολλήθη· και ενώ εκπλαγείς εζήτουν ν΄ αποσπάσω του ποδός το υπόδημα, ακούω αίφνης κρότον πολλών βημάτων και συγχρόνως βλέπω επιπεσόντας κατ’ εμού πολλούς κυνηγούς μετά μαχαιρών και πυροβόλων κραυγάζοντας ‘συνελήφθη! συνελήφθη! προσοχή! προσοχή!’ το πρώτον αυτόματον κίνημα το οποίον έκαμα, είτε εκ του φόβου προς τα πυροβόλα, είτε και εκ της αιφνιδίου κραυγής των κυνηγών, υπήρξε να εγερθώ διά να φύγω, αλλ’ ολισθήσας έπεσα ύπτιος και συγχρόνως δέκα περίπου κυνηγοί φθάσαντες με συνέλαβον. Και πρώτον μεν περικόψαντες μετά προσοχής εξέβαλον του ποδός μου το υπόδημα, το οποίον, ως εννόησα εξ ων προς αλλήλους έλεγον, ήτον είδος παγίδος, δι’ ης οι κάτοικοι των μερών τούτων θηρεύουσι τους πιθήκους, ακολούθως ήθελον να δέσωσι τας χείρας και τους πόδας μου δι’ αλύσων, αλλά βλέποντες την αταραξίαν μου ηυχαριστήθησαν μόνον να μου περιβάλωσιν εις τον τράχηλον σιδηρούν κρίκον εξηρτημένον από μακράς αλύσου, διά της οποίας με έσυρον· εγώ δε εβάδιζον μηχανικώς και μετ’ απαθούς τίνος αναισθησίας. Οδεύσαντες δε πέντε ημερών οδόν εφθάσαμεν εις την νέαν Αυρηλίαν, όπου εισελθών και βλέπων, ότι το μεν τρομερόν φάσμα του Ροφέρου δεν με κατεδίωκε πλέον, αλλ’ εν τοσούτω εξηκολούθουν να μένω άφωνος, ενεθυμήθην τους τρομερούς εκείνους λόγους της ως ρήξεως κεραυνού ηχησάσης εις τα ώτα μου αοράτου φωνής, «εξορίζεσαι της κοινωνίας και δεν δύνασαι να ζήσης ως άνθρωπος εν αυτή μέχρις ου εξιλεώσας την θείαν δίκην επανακτήσης τον λόγον ». Εννοήσας λοιπόν, ότι με ήτο πεπρωμένον να ζήσω μεν εν τη κοινωνία των ανθρώπων, αλλ’ υπό μορφήν αλόγου ζώου, απεφάσισα εκών και άκων να υποφέρω αγογγύστως την καταδίκην μου προσδοκών την θείαν ευσπλαγχνίαν.

Την ακόλουθον ημέραν της εις την νέαν Αυρηλίαν αφίξεως ημών, επωλήθην ως πίθηκος υπό των αγρευσάντων με κυνηγών εις νέον τινά Γάλλον, όστις με μετέφερεν εις Νεοβόρακον, και ιδών την κατά τον διάπλουν ημερότητά μου αφήρεσε και την άλυσον του τραχήλου μου, και ήρχισε να με συνεθίζη, ως ενόμιζεν, εις τινας οικιακάς υπηρεσίας, τας οποίας εξετέλουν μετά πολλής μεν ανεπιτηδειότητος ως άνθρωπος, μετά μεγάλης δε ευφυΐας και δεξιότητος ως πίθηκος.

Προς τούτοις ο δεσπότης μου παρατηρών την μεγάλην μου προς τον άνθρωπον ομοιότητα, αστειευόμενος την δευτέραν ημέραν της εις Νεοβόρακον αφίξεως ημών, εδοκίμασε να με ενδύση ανθρώπινα φορέματα·  βλέπων δε την προς τούτο μεγάλην μου ευχαρίστησιν, διέταξε και με ενέδυσαν έκτοτε το είδος των φορεμάτων, τα οποία μέχρι σήμερον φέρω.

Έχων δε σταθεράν απόφασιν να υποκριθώ όσον το δυνατόν τον πίθηκον, υπό του οποίου την μορφήν εννόησα, ότι με ήτο πεπρωμένον να εκπλύνω το έγκλημά μου, επροσποιούμην όλα τα ιδιώματα του ζώου τούτου, παρατηρών μάλιστα να δεικνύω όσον το δυνατόν ολιγωτέραν δεξιότητα, δια να ενοχλώμαι ολιγώτερον υπό της φορτικής περιεργείας του δεσπότου μου και των ανοήτων αστεϊσμών σχετικωτάτου τινός αυτού φίλου, Αναξαγόρου Λιγαρίδου ονομαζομένου, όστις με εφαίνετο ο μωρότερος νέος, όσων έως τότε είχον ιδεί και κατά του οποίου είχον συλλάβει μεγάλην αντιπάθειαν.

Αναξαγόρας Λιγαρίδης!!! έκραξε μετ’ ενθουσιασμού ο Καλλίστρατος, είναι επιστήθιος φίλος μου! εγνωρίσθημεν εν Παρισίοις και συνευθυμήσαμεν πολλάκις· έχει την δυστυχίαν να ήναι ανεψιός, ως μ’ έλεγεν, αμαθούς τίνος και μωρού φιλαργύρου, τον οποίον ήλπιζε να κληρονομήση μετ’ ου πολύ· το μόνον ελάττωμα αυτού είναι ότι αγαπά και θαυμάζει πολύ τους Άγγλους, διότι, λέγει, είναι πολύ καλοκαμωμένοι· αλλ’ είναι νέος σοφός, μεγαλόνους και ευγενής.

Ως συ νομίζης!!! επανέλαβεν ο Ξουθ, κινών την κεφαλήν· εν τοσούτω το μεγαλύτερον δυστύχημά μου υπήρξε το ότι ευξάμενος πολλάκις εν τη καρδία μου να μεταβάλω δεσπότην, έπαθον ό,τι οι βάτραχοι, οπότε παρεκάλεσαν τον Δία να αλλάξη τον βασιλέα αυτών· διότι μετά εξ μήνας ο δεσπότης μου αναχωρήσας διά την Αγγλίαν, με παρεχώρησεν εις τον ρηθέντα επιστήθιον αυτού φίλον Αναξαγόραν Λιγαρίδην, περί του χαρακτήρος του οποίου, επειδή και βλέπω ότι έχεις πολύ εσφαλμένας ιδέας, θέλω να σε είπω ολίγα τινά.

Κεφάλαιον Θ΄.

Ο Λιγαρίδης.

Ο νέος ούτος δεσπότης μου αλαζών και εγωιστής ως Άγγλος, φιλάρεσκος ως γυνή, άφρων ως ο περί τον λύχνον περιιπτάμενος πυραύστης και συνοδεύων πάσαν λέξιν αυτού δι’ ενός σχήματος ως νευρόσπαστον, ήθελεν είσθαι ανυπόφορος και εις αληθή πίθηκον αλλά προ πάντων είχε την μανίαν ν’ απομιμήται γελοίως τους Άγγλους και θαυμάζων ηλιθίως και αυτά τα προφανή ελαττώματα του έθνους τούτου, να γνωμοδοτή ανοήτως, ότι διά μόνης της Αγγλικής επιρροής ηδύνατο να ευδαιμονήση η Ελλάς, μεταβαινούσης της εθνικής κυβερνήσεως εις τας χείρας αποκλειστικών τινων ραδιούργων, τους οποίους ωνόμαζεν ικανούς και τιμίους.

Αι! έκραξεν ως δυσχεραίνων ο Καλλίστρατος, την ανοησίαν ταύτην είχε πάντοτε ο Λιγαρίδης! ουδέποτε ηδυνήθην να πείσω τον άνθρωπον τούτον, ότι αι ξενικαί επεμβάσεις καταστρέφουσι πάντοτε τα έθνη, και ότι μόνη η Γαλλική επιρροή ηδύνατο να υψώση το έθνος ημών εις τον αυτόν βαθμόν της ευκλείας και δόξης, τον οποίον η Ελλάς κατείχε μεταξύ των Ευρωπαϊκών εθνών κατά την εποχήν του Πλουτάρχου!

Επειδή παρεξετράπημεν του προκειμένου, επανέρχομαι εις την διήγησιν της ιστορίας μου, επανέλαβεν ο Ξουθ. Ο Λιγαρίδης λοιπόν εδιδάσκετο εν Νεοβοράκω τα νομικά δι’ εξόδων του θείου αυτού Ζαννή Μαλουκάτου βαθυπλούτου Χίου, τον οποίον και προσωπικώς εγνώρισα ολίγον ύστερον εν Σμύρνη, ως άνθρωπον πολύ διαφόρου χαρακτήρος, ή, ως με λέγεις, ότι ο ανεψιός αυτού Λιγαρίδης, σε είχε παραστήσει· διότι ο γέρων Μαλουκάτος, όστις εάν ζη σήμερον πρέπει να ήναι ηλικίας εξήκοντα περίπου ετών, ήτον άνθρωπος θεοσεβής, τίμιος, δίκαιος, φιλάνθρωπος, ευπροσήγορος και μεγαλοπρεπής, και, το σπανιώτερον μεταξύ των σημερινών Ελλήνων, αληθής και καθαρός Έλλην, χωρίς να πρεσβεύη, κατά τον εις Ελλάδα επικρατήσαντα ολέθριον και μωρόν πολιτικόν συρμόν, τα συμφέροντα ταύτης ή εκείνης της ξένης δυνάμεως. Η μόνη ίσως αδυναμία, την οποίαν ηδύνατο τις να παρατηρήση επί του ανθρώπου τούτου, ήτον η μεγάλη αυτού υπόληψις και σέβας εις τα παλαιά ήθη, έθιμα και αρχαίον πολίτευμα της πατρίδος αυτού Χίου. Και τοι δε εστερημένος συστηματικής παιδείας και των νεωτέρων Ευρωπαϊκών γνώσεων, αλλ’ έχων εκ φύσεως υγιά νουν και ορθήν κρίσιν, ηδύνατο να θεωρηθή ως ο νουνεχέστερος και σοφώτερος άνθρωπος· ζων δε και εμπορευόμενος προ πολλών ετών εν τη Ρωσσία και γενόμενος κύριος μεγάλης χρηματικής περιουσίας, είχε παραιτηθή διόλου του εμπορίου και μη έχων ίδια τέκνα, ηγάπα και εθεώρει τον ρηθέντα Λιγαρίδην ως ίδιον αυτού υιόν και είχε προορίσει γενικόν κληρονόμον της μεγάλης αυτού περιουσίας.

Περιττόν και ανωφελές είναι να σε απαριθμήσω τας ηθικάς δυσαρεσκείας, όσας εδοκίμασα ζων υπό την δεσποτείαν του μωρού τούτου νέου. Μεταξύ δε των άλλων, θελήσας ποτέ ο Λιγαρίδης να ζωγραφηθή υπό τινος των εν Νεοβοράκω περίφημων ζωγράφων, μετέβη πρωίαν τινα εις την οικίαν του τεχνίτου τούτου· αλλά περί την μεσημβρίαν βλέπω αυτόν επιστρέψαντα λίαν τεταραγμένον και ως έξω εαυτού· μόλις δε εισήλθεν εις την οικίαν και ρίψας μετ’ οργής επί τίνος τραπέζης τον πίλον αυτού, έπεσεν επί σκίμποδος, ως άνθρωπος κατεχόμενος υπό εσχάτης απελπισίας, και καλέσας τον υπηρέτην διέταξε να υπάγη και να κράξη εκεί αμέσως τον δικηγόρον Πηγαδοστομίδην, Χίον σπουδάσαντα προ αυτού εν Αμερική τα νομικά· και ο μεν υπηρέτης εξήλθεν, ο δε Λιγαρίδης ως φρενήρης, ποτέ μεν διέτρεχε τον θάλαμον μακρά βηματίζων και φυσών, ποτέ δε ίστατο στηρίζων την κεφαλήν επί του τοίχου και μένων ακίνητος, έπειτα πάλιν βιαίως τρέχων προς το παράθυρον, παρετήρει ανυπομόνως να ίδη εάν έρχηται ο Πηγαδοστομίδης· επιστρέφων δε εκείθεν ερρίπτετο επί του σκίμποδος και διασταυρόνων τας χείρας, ή συνενόνων τας παλάμας, εψυθίριζε μετά γογγυσμού ακατανοήτους διακεκομμένας τινάς λέξεις, εξ ων ουδέν συμπέρασμα ηδυνήθην να εξάξω.

Τέλος έφθασε και ο Πηγαδοστομίδης· ο δε Λιγαρίδης βλέπων αυτόν, απόλωλα! φίλε Πηγαδοστομίδη, έκραξε, τα κατ’ εμέ τετέλεσται!... βοήθησόν με!... τι έπαθες φίλε Λιγαρίδη; τι ηκολούθησεν; ειπέ με την θλίψιν σου, και εάν είναι δυνατόν, ελπίζω να εύρωμεν θεραπείαν· ο δε Λιγαρίδης τρέξας και κλείσας την θύραν του θαλάμου, έλαβε δύο καθίσματα και θέσας αυτά το εν αντικρύ του άλλου, ένευσε προς τον Πηγαδοστομίδην να καθήση, και μετά ταύτα ήρχισε να λέγη προς αυτόν «γνωρίζεις, ότι σήμερον το πρωί εμελέτων να μεταβώ εις την οικίαν του ζωγράφου Ιωνά, διά να κάμω την εικόνα μου, το οποίον και έπραξα περί την εννάτην ώραν· αλλά μόλις εισήλθον εις την αίθουσαν του ζωγράφου και είδον εκεί ωραίαν νέαν, την οποίαν εκλαβών ως θυγατέρα του Ιωνά, απέτεινον προς αυτόν συγχαρητηρίους λόγους περί της ωραιότητος και των προτερημάτων της νέας. Δεν είναι θυγάτηρ μου, μοι απήντησεν ο ζωγράφος, αλλ’ είναι μάλλον συμπολίτις σου· διότι αιχμαλωτισθείσα κατά την καταστροφήν της Χίου εν ηλικία δέκα μηνών μετά της τροφού αυτής, εξηγοράσθη υπό τινος Αμερικανού πλοιάρχου, ευρισκομένου τότε εν Σμύρνη, ούτος δε μετακομίσας αυτήν εις Νεοβόρακον και άγαμος ων, παρέδωκεν εις εμέ, εγώ δε ανέθρεψα εν τη οικογενεία μου, αποθανούσης της τροφού ημέρας τίνας μετά την εξαγοράν αυτών. Και έφερε μεν εξηρτημένην του τραχήλου την μικράν ταύτην εικόνα, την οποίαν εισέτι φορεί, και ήτις είναι η του πατρός της νέας, ως η τροφός είχε τότε ειπεί προς τον πλοίαρχον, αλλ’ ούτε αυτός ενεθυμείτο πλέον το όνομα του πατρός της Ελβίρας, ούτε μέχρι σήμερον ηδυνήθημεν ν’ ανακαλύψωμέν τι περί αυτού· Ελβίρα, επρόσθεσεν ο Ζωγράφος στρέφων προς την νέαν, δείξον εις τον κύριον τούτον, όστις είναι Έλλην, την εικόνα του πατρός σου, ίνα παρατηρήση αυτήν. Η Ελβίρα εκβαλούσα ευθύς την από χρυσής αλύσου εκ του τραχήλου αυτής κρεμασμένην πατρικήν εικόνα, ιδού, με λέγει, Κύριε, στενάζουσα· αλλ’ οποία υπήρξεν η έκπληξίς μου, ότε ανεγνώρισα εις την εικόνα ταύτην την φυσιογνωμίαν του θείου μου Μαλουκάτου, και επομένως εσυμπέρανα ότι η λεγομένη Ελβίρα, είναι η Μαριέτα μονογενής αυτού θυγάτηρ και εξαδέλφη μου, αιχμαλωτισθείσα τω όντι κατά την καταστροφήν της Χίου εν ηλικία δέκα μηνών μετά της τροφού αυτής. Μείνας ως κεραυνοβολημένος, ολίγον έλειψε να προδοθώ υπό της αιφνιδίου ταύτης εκπλήξεώς μου· αλλ’ όμως περιστείλας την ταραχήν μου, υπεκρίθην ότι παρατηρώ μετά προσοχής την εικόνα και αποδόσας αυτήν προς την λεγομένην  Ελβίραν, δεν ενθυμούμαι, είπον, μετά βεβιασμένης αδιαφορίας, ότι είδον ποτέ επί ζωής μου τοιαύτην φυσιογνωμίαν». Γνωρίζεις λοιπόν, φίλε μου Πηγαδοστομίδη, ότι ο θείος μου Μαλουκάτος, καίτοι ερευνήσας πολλάκις, αλλά μη δυνηθείς ποτέ ν΄ ανακαλύψη τι απέγεινεν η μονογενής αυτού θυγάτηρ Μαριέτα, απηλπίσθη επί τέλους και νομίσας αυτήν θανούσαν, ωνόμασεν εσχάτως εμέ γενικόν αυτού κληρονόμον· εάν δε τώρα μάθη ότι η Μαριέτα ζη, εγώ θέλω στερηθή της λαμπράς κληρονομίας του θείου μου! σε ορκίζω λοιπόν εις την φιλίαν μας, να με συμβουλεύσης και να με βοηθήσης διά να αποφύγω την επαπειλούσαν με ταύτην ολεθρίαν καταστροφήν, και βεβαιώσου ότι είμαι πρόθυμος ν΄ ανταμείψω πλουσιοπαρόχως την υπηρεσίαν σου ταύτην.

Ο Πηγαδοστομίδης ηγέρθη όρθιος και κύψας προς τα έμπροσθεν τον λαιμόν και στηλώσας τους γρυλώδεις αυτού οφθαλμούς, ενταυτώ δε σύρων όπισθεν διά των δύο χειρών το φόρεμα ως δήθεν να ισάξη αυτό, εξηροκατέπιε λεπτά τινα ανοιγοσφαλών το βαραθρώδες αυτού στόμα και επί τέλους είπε προς τον Λιγαρίδην· «φωτιζόμενος, υπό της επιστήμης μου, δύναμαι να σε δείξω πολλά πρόσφορα μέσα, δι’ ων δύνασαι να νομιμοποίησης την δικαίαν ταύτην κληρονομίαν σου. Διότι αφού άπαξ ο θείος σου σε ωνόμασε κληρονόμον, η πράξις αύτη καθό τετελεσμένη, δεν πρέπει να ακυρωθή· απαιτούνται δε μόνον διατυπώσεις τινές της δικονομίας προς νομιμοποίησιν των δικαίων σου, ένεκα της εκτάκτου περιστάσεως της εμφανίσεως του τρίτου, δηλαδή της εξαδέλφης σου Μαριέτας. Είναι λοιπόν, ως είπον, πολλά μέσα, αλλ’ επειδή, υπαρχούσης της Μαριέτας εν τη ζωή, είναι εκ των ενδεχομένων να σε διαφιλονικήση και να σου αφαιρέση εκ μέσου των χειρών την λαμπράν ταύτην κληρονομίαν, εφ΄ ης στηρίζεται πάσα η ελπίς του μέλλοντός σου· αφαιρούσα σου δε η Μαριέτα την κληρονομίαν ταύτην καθίσταται παραίτιος της εσχάτης δυστυχίας σου· επειδή δε ο παραίτιος δυστυχίας εις τινα καθιστάμενος είναι αναμφισβητήτως εχθρός αυτού και τοσούτον ολεθριώτερος, όσον μεγαλητέρα η προερχομένη εξ αυτού δυστυχία, κατά δε των εχθρών ημών και το φυσικόν δίκαιον και ο ποινικός νόμος μας δίδει το δικαίωμα της αμύνης, αι δε αναντίρρηται, αύται νομικαί θεωρίαι συνδυάζονται μετά του πολιτικού αξιώματος του μεγάλου ηθολόγου Μακιαβέλου αποφαινομένου, ότι η κατά του εχθρού άμυνα πρέπει να ήναι εξοντοτική, δι’ όλους τούτους τους λόγους, λαμβάνων υπ΄ όψιν την περίστασίν σου ταύτην, σε συμβουλεύω να σπεύσης παντί τρόπω να εκβάλης εκ του μέσου την εξαδέλφην σου Μαριέταν.»

Δεν καταλαμβάνω, φίλε Πηγαδοστομίδη, απήντησεν ο Λιγαρίδης, τι εννοείς να εκβάλω εκ του μέσου την εξαδέλφην μου Μαριέταν; — εννοώ ό,τι εννοεί η έκφρασίς μου. — δηλαδή; — δηλαδή, επανέλαβεν ειρωνικώς ο Πηγαδοστομίδης κινών τας χείρας καθ’ όλας τας διευθύνσεις, να την φονεύσης διά δηλητηρίου, δι’ ενέδρας ή δι’ άλλου οποιουδήποτε μέσου.

Ο Λιγαρίδης αφήκεν εκπληκτικήν φωνήν, και μετά τινων λεπτών σιωπήν, ω! έκραξε στενάζων, δεν δύναμαι να πράξω τούτο! η συνείδησίς μου θέλει με ελέγχει αιωνίως!

Αι! απήντησε μετά σαρδωνίου γέλωτος ο Πηγαστομίδης· τι κάμνουσιν αι προλήψεις!... Φοβείσαι φαίνεται την αμαρτίαν; η συνείδησις, φίλε Λιγαρίδη, είναι αδυναμία των μικρονόων ψυχών, αι δε αμαρτίαι, ως σε είπα πολλάκις, είναι ιδέαι...

Αλλ’ ο Λιγαρίδης διακόπτων τον λόγον, «φθάνει, είπε, φίλε Πηγαδοστομίδη, και άλλοτε ωμιλήσαμεν περί τοιούτων πραγμάτων και ποτέ δεν ηδυνήθημεν να μείνωμεν σύμφωνοι. Ας αφήσωμεν λοιπόν αυτά, και ειπέ με αν γνωρίζης άλλο τι μέσον προς θεραπείαν του προκειμένου κινδύνου».

Ο Πηγαδοστομίδης μείνας σκεπτικός και σύννους ώραν τινα, και σύρων πάλιν όπισθεν το φόρεμα αυτού, δεν σε μένει άλλο μέσον, είπε προς τον Λιγαρίδην, ειμή να νυμφευθής όσον τάχιστα την εξαδέλφην σου. — Αστειεύεσαι; —όχι! δεν αστειεύομαι, αλλ’ ομιλώ λίαν σπουδαίως. — Και πώς δύναμαι να πράξω τούτο; και μάλιστα τάχιστα, αφού πρώτον μεν δεν γνωρίζω την περί τούτου διάθεσιν της Μαριέτας και του προστάτου αυτής ζωγράφου Ιωνά, και δεύτερον εν ω δεν αγνοώ, ότι η Μαριέτα είναι εξαδέλφη μου, και οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί νόμοι απαγορεύουσι τους μεταξύ συγγενών γάμους; — Τούτο δεν είναι δύσκολον· προσποιήθητι ότι συνέλαβες έρωτα προς αυτήν, και μεταχειριζόμενος όλα τα συνήθη μέσα των ερωτολήπτων, θέλεις δυνηθή να ελκύσης την καρδίαν της νέας και εξαπατήσας να νυμφευθής αυτήν και τότε εξασφαλίζεις την κληρονομίαν του θείου σου Μαλουκάτου· όσον δε περί της απαγορεύσεως των μεταξύ συγγενών γάμον, τα τοιαύτα παρετήρουν οι πρόγονοι ημών· αλλά τώρα ταύτα δεν είναι πλέον του συρμού, μάλιστα όταν μεσολαβή χρηματικόν συμφέρον.

Μετά τινας περί τούτου ασημάντους λογοτριβάς, οι δύο φίλοι έμειναν σύμφωνοι και έκτοτε ο Λιγαρίδης ήρχισε να υποκρίνηται σφοδρότατον έρωτα προς την λεγομένην Ελβίραν. αλλ’ όλαι αυτού αι προσπάθειαι απέβησαν ανωφελείς· διότι η μεν Μαριέτα απέρριψε μετά περιφρονήσεως τον έρωτα του Λιγαρίδου, ο δε ζωγράφος Ιωνάς παρεκάλεσεν αυτόν να μη μεταπατήση άλλοτε εις την οικίαν αυτού.

Και ο μεν Λιγαρίδης είχεν ήδη απελπισθή, ο δε Πηγαδοστομίδης μετά τινας πάλιν δοκιμασίας και προτροπάς περί δολοφονίας της Μαριέτας, ανέλαβεν αυτός τέλος το να υπεξαιρέση παρά της νέας την πατρικήν εικόνα, διά να εξαλείψη παν ίχνος αναγνωρίσεως της Μαριέτας μετά του πατρός αυτής Μαλουκάτου. Και τω όντι μετά δύο μήνας ο τίμιος ούτος δικηγόρος, κατώρθωσε να κλέψη παρά της Ελβίρας την εικόνα ταύτην διά τίνος φαυλοβίου γραίας, επί συμφωνία αμοιβής πεντακοσίων ταλλήρων και φέρων ενεχειρήσεν αυτήν εις τον Λιγαρίδην· ούτος δε αντήμειψεν, ως είχεν υποσχεθή, την υπηρεσίαν του Πηγαδοστομίδου δι’ εκατόν ταλλήρων, πληρώσας και την προς την γραίαν υποσχεθείσαν χρηματικήν ποσότητα.

Κεφάλαιον Ι’.

Η επάνοδος.

Τέσσαρας περίπου μήνας μετά την υπεξαίρεσιν της εικόνος ο γέρων Μαλουκάτος έγραψε προς τον ανεψιόν αυτού Λιγαρίδην να μεταβή εις Σμύρνην, όπου περιέμενεν αυτόν διά να συμπαραλάβη εις την οποίαν εμελέτα να κάμη περιήγησιν κατά τας κυριωτέρας πόλεις, πριν ν’ αποκατασταθή εν Αθήναις, ένθα είχεν αποφασίσει να διέλθη το υπόλοιπον της ζωής αυτού. Επιβάντες λοιπόν επί εμπορικού πλοίου μετέβημεν εις Μασσαλίαν, εκείθεν δε επιβιβασθέντες επί Γαλλικού ατμοπλόου εφθάσαμεν εις Σμύρνην κατά τον Αύγουστον μήνα του έτους 1834.

Αλλ’ οποίαν εντύπωσιν έκαμεν εις την ψυχήν μου η θέα της Σμύρνης! αναμιμνησκόμενος την εν αύτη προ τριάκοντα περίπου ετών κενοδοξίαν, ματαιότητα και ευπιστίαν μου, ησχυνόμην εμαυτόν μάλλον διά τας τότε μωρίας μου, ή διά την νυν πιθήκειον μορφήν, την οποίαν τα κατ΄ εμέ παρέσχον αφορμήν εις τους ανθρώπους να με αποδίδωσιν· ο δε γέρων Μαλουκάτος, άμα ιδών με, είπεν, ότι ήτο περιττόν το να τρέφη τις ζώον άχρηστον εις τον κοινωνικόν βίον, και επρόβαλε πολλάκις εις τον Λιγαρίδην να με δωρήση εις τον Πασάν της Σμύρνης. Η πρότασις αύτη με κατέπληξε, διότι εγνώριζον, ότι ο Πασάς ούτος είχε και άλλα άγρια θηρία, η μετά των οποίων συμβίωσις δεν με ήτο πολύ ευάρεστος· αλλ’ είτε η ματαιότης του Λιγαρίδου, αποδίδοντος μεγάλην τινα αξίαν εις την κτήσιν σπανίου πιθήκου, είτε η διπλασίασις των προσπαθειών εμού εις το να προλαμβάνω και να εκτελώ μετά μεγάλης προθυμίας όλας τας υπηρεσίας του γέροντος Μαλουκάτου κατά τας δέκα ημέρας της εν Σμύρνη διατριβής ημών, κατέπεισαν αυτόν εις το να με συμπαραλάβη εις τας περιηγήσεις αυτού, και μάλιστα να δεικνύη και τινα προς με συμπάθειαν.

Τα έξοχα προτερήματα του γέροντος Μαλουκάτου, αι συνεχείς ερωτήσεις, τας οποίας καθ΄ ημέραν μετά στεναγμών απεύθυνε προς τον Λιγαρίδην περί της μονογενούς αυτού θυγατρός Μαριέτας, και η επί της φυσιογνωμίας όλων των πράξεων και λόγων του αγαθού τούτου γέροντος χαρακτηριζομένη απαρηγόρητος θλίψις ένεκα του ότι δεν ηδύνατο να πληροφορηθή, αν η θυγάτηρ αυτού έζη ή απέθανε, προς δε και τις έλεγχος της συνειδήσεως δεικνύων με, ότι αποκαθίσταμαι συνένοχος του εγκλήματος, διότι δυνάμενος δεν συνέτρεχον προς ανακάλυψιν αυτού, ταύτα πάντα με ηνάγκασαν να φανερώσω δι’ οποιουδήποτε τρόπου εις τον γέροντα Μαλουκάτον το οποίον εγνώριζον περί της Μαριέτας μυστικόν. Ζητήσας λοιπόν και ευρών μεταξύ των πραγμάτων του Λιγαρίδου την από της Μαριέτας υπεξαιρεθείσαν εικόνα του Μαλουκάτου, έθεσα αυτήν πρωίαν τινά, χωρίς να με παρατηρήση τις, επί της τραπέζης του γέροντος, μη δυνάμενος να πράξω πλειότερον τι.

Αλλά μόλις ο Ξουθ είχε προφέρει τας τελευταίας ταύτας λέξεις, και ο υπηρέτης της ωραίας Σουλτανίτζας εισελθών προσεκάλεσε τον Καλλίστρατον να μεταβή εις την οικίαν αυτής ένεκα σοβαράς τινος, ως έλεγε, και κατεπειγούσης υποθέσεως. Ο δε Καλλίστρατος διέταξε να ετοιμάσωσιν αμέσως την άμαξαν· πριν όμως συμπαρακολουθήσαντες αυτόν εις την οικίαν της ερασμίας ταύτης δεσποίνης, μάθωμεν την σπουδαιοτάτην και κατεπείγουσαν ταύτην υπόθεσιν, δι’ ην μετεπέμπετο τον Καλλίστρατον, είναι δίκαιον και αναγκαίον να εκθέσομεν ιστορικάς τινας πληροφορίας περί του υποκειμένου της ωραίας Σουλτανίτζας, και της θέσεως την οποίαν αύτη κατείχεν εν τη κοινωνία της πρωτευούσης της Ελλάδος.

Κεφάλαιον ΙΑ’.

Η Σουλτανίτζα.

Η ωραία Σουλτανίτζα, η Ασπασία αύτη των Αθηνών της νεωτέρας Ελλάδος, προέκυψεν εις το φως εκ τινος σκοτεινής γωνίας του διά του μαγευτικού ύδατος της ευγενείας ζυμωμένου Φαναρίου της Κωνσταντινουπόλεως, του περιέργου τούτου φυσικού ταμείου των σπανίων ετεροκλίτων όντων. Ζώσα δε από δέκα περίπου ετών εν τη πρωτευούση της Ελλάδος υπό το σεμνόν της χηρείας όνομα, είχεν ελκύσει προς εαυτήν την γενικήν προσοχήν των κατοίκων των Αθηνών, και συγκινήσει διά των εξόχων αυτής προτερημάτων και γοητευτικών θελγήτρων τας ευαισθήτους ψυχάς πολλών εκ των μεγάλων ανδρών και ενδόξων ηρώων της νεωτέρας Ελλάδος. Βεβαιούσι μάλιστα, ότι υπό των τρυφερών αισθημάτων του ωραίου τούτου ελάσματος ηλεκτριζόμεναι αι πατριωτικαί κεφαλαί των πρωταγωνιστών της τελευταίας εν Αθήναις μεταπολιτεύσεως, ύψωσαν το Ελληνικόν έθνος εις τον κολοφώνα της σημερινής αυτού τελειότητος, ευδαιμονίας και δόξης, και ότι από της εποχής ταύτης τα διατάγματα των διορισμών των πλείστων υπαλλήλων του κράτους εγράφοντο επί των γονάτων και καθ΄ υπαγόρευσιν της αξιεράστου ταύτης Δεσποίνης. Εκεί εχαλκεύοντο οι τίμιοι διαχειρισταί των εθνικών προσόδων· εκεί διεφιλονεικούντο και εξεκαθαρίζοντο τα προσόντα των γερουσιαστών και η φιλοπατρία των υποψηφίων βουλευτών· εκεί ετορνεύετο η ικανότης των υπαλλήλων του κράτους· εκεί δι’ ενός νεύματος της ωραίας  Σουλτανίτζας ο μεν εκ του Μεδρεσέ διαφυγών κλέπτης εχειροτονείτο οικονομικός υπάλληλος· ο ληστής, έπαρχος· ο ασυνείδητος, δικαστής· ο μαστρωπός, πρόξενος· και οι κακοήθεις και αμαθείς, καθηγηταί της ηθικής και φιλοσοφίας. Οι δε εν Αθήναις πρέσβεις της δυτικής διπλωματείας και οι ανώτεροι αυτών υπάλληλοι, ανακαλύψαντες τον Πανδώρειον τούτον πίθον, έσπευσαν να επιληφθώσιν εγκαίρως των τροχών της Δαιδαλείου ταύτης μηχανής, διά να στρέψωσι τα κινήματα αυτής προς το συμφέρον του κλασικού έθνους, του οποίου την ανόρθωσιν και αποκατάστασιν και ούτοι και αι κυβερνήσεις αυτών μετά της συνήθους αυτοίς ειλικρινείας και φιλανθρωπίας αείποτε επρέσβευσαν εν τη Ανατολή.

Η Σουλτανίτζα λοιπόν, καταντήσασα η στρόφιγξ της Ελληνικής διπλωματείας, το βαρόμετρον της ευνοίας των εν τοις πράγμασι, και το κέντρον του κοινωνικού κύκλου των Αθηνών, εθεωρείτο δικαίως ως συγκεντρώσασα εν εαυτή τας τρεις μεγάλας δυνάμεις των Μοιρών της μυθολογίας· η δε Αυλή, υπείκουσα εις την ακαταμάχητον φοράν του πολιτικού τούτου συρμού, εκούσα άκουσα συγκατέταξε την ωραίαν Σουλτανίτζαν εις τον αριθμόν των εκλεκτών Δεσποινών, αίτινες προσεκαλούντο εις τους εν τοις ανακτόροις χορούς.

Και τοιούτος μεν υπήρχεν ο βαθμός, τον οποίον η ωραία Σουλτανίτζα κατείχεν εν τη κοινωνία των Αθηνών· όσον δε αποβλέπει τον ιδιαίτερον βίον και τας μετά του Καλλιστράτου σχέσεις αυτής, ταύτα δύναται να εικάση τις εκ των εφεξής.

Εντός λαμπρώς εστολισμένου αφυπνωτηρίου (boudoir), ένθα έβλεπε τις παν ό,τι δύναται να συμφορήση η εκλεπτυσμένη Ευρωπαϊκή φιλοκαλία και η περιειργασμένη σπουδή γυναικός φιλαρέσκου, έκειτο εξηπλωμένη επί σκίμποδος εξ ερυθρού μεταξοχνόου υφάσματος, αναβάδην έχουσα τους πόδας, τριακονταετής ωραία γυνή, κρατούσα εφημερίδα των Παρισινών συρμών. Ο εκ λευκής μουσουλίνας ποδήρης και πλατύπτυχος πρωινός αυτής επενδύτης, έχων πεπυκνωμένας παρυφάς εκ πλατείας Βαλεντιανής (Valencienne), εμαρτύρει την περί το καθεστός καλόν της εποχής σπουδήν και ακρίβειαν της Δεσποίνης ταύτης· οι δε ζωηρότητα απαστράπτοντες μεγάλοι, μέλανες και γοργοί οφθαλμοί, ως και πάντα τα μετά χάριτος και νοήματος κινήματα του σώματος αυτής, εδείκνυον, ότι η γυνή αύτη κατείχεν εντελώς και μετεχειρίζετο μετά εξιδιαζούσης τέχνης την επιστήμην του αρέσκειν και γοητεύειν τας καρδίας.

Η θύρα του αφυπνωτηρίου ηνεώχθη ελαφρώς και μετά της εμφρόντιδος εκείνης προσοχής, διά της οποίας η φιλόστοργος μήτηρ ανοίγει την του θαλάμου του κοιμωμένου βρέφους, και ευλύγιστος θεραπαινίς, ακροβατούσα χαριέντως, παρουσιάσθη ενώπιον της ωραίας Σουλτανίτζας.

—Κιαράτζα! η μαδόνα μου μ’ έστειλενε να ‘δω, αν εξυπνήσετενε, κι α θέτενε να σας χτενίσω.

— Σε είπα, Πλουμού, να μη μεταχειρίζεσαι ποτέ, και μάλιστα όταν ομιλής προς εμέ, το βαρβαρικόν τούτο επίθετον Κυράτζα. Κυράτζαις εις την Κωνσταντινούπολιν λέγουν τας Ψωμαθιανάς· σε είπα να με λέγης Κυρίαν.

— Έλα Χριστέ και παναγιά! εγώ σας είπα ψωματάρα;  που πίνω νερό ‘ς τόνομά σας!

— Δεν σε είπα τούτο! αλλά σε είπα ό,τι και άλλοτε, δηλαδή να μάθης να ομιλής ορθώς.

— Εγώ πάντα τα λέγω ορτά και κοφτά· μα ε ξέρω να τα πω περί διά γραμμάτου. εν το ζάρανε στη Χιο να πηγαίνουν ‘ς το σκολειό.

— Καλά λέγουσιν, ότι όλαι αι Χίαι είσθε ανόητοι.

— Όγεσκε δα να σας χαρώ! μπορεί να μην έχωμεν τον ίδιο νου με σας, μα δεν είμεσθεν ανόηταις. Να δήτενε ‘ς τον τόπον μου ‘ς τη Χίο της κοπελούδες, σα βγαίνουνε φαντίναις, θα χάσετενε το νου σας!... Πόσα πράμματα ξέρουνε! είναι καλαίς νοικοκιουραίς, βγάζουνε σιμιδάλι, ανοίγουνε κρούστα και πλέκουνε μίαν κάρτζα την ημέρα.

— Και ψιμμιθίζονται ως μορμολύκια.

— Τίκκε;

— Δηλαδή αλείφονται σουλουμάν και κοκκινάδι ώστε προξενούσιν αηδίαν.

— Έχετε δίκιο Κιαράτζα... Κυρία... γιατί καμμιά φορά μερικαίς το παραξυλόνουνε και βγαίνουνε εις τον κάτω γιαλό, σαν η μουτζουναριαίς ‘ς τον Παρθένη· μα και σεις δα η φραγκομαθημέναις πολίτισσαις δε βάζετενε χίλια πράμματα; να μπη κανένας ‘ς την κάμερά σας φύρνετ΄ ο νους του… λάδια, αλείμματα, νερά πράσινα και κόκκινα, αμουλάκια, γυαλάκια, μπουρνιδάκια, θαρρείς πως είναι του Δομίνικου η σπετζαρία. Είν’ αλήθεια πως τα δικά σας μυρίζουνε, μα και τα δικά τους δε βρομούνε· μα πάλ’ εκείναις η κακομοίραις δεν έχουνε το μπούοτο, που μα την Παναγιά τη Σπηλιώτισσα, σα σας το νε βάζω, μου χρειάζεται να τραβώ με περισσότερη δύναμη παρά του μπάρμπα μου του Γιάννη σα σφίγγη τη μεσιά του γαδάρου του.

― Φθάνει πλέον· αηδίασα Πλουμού!... μ’ έρχεται υστερικόν, όταν ακούω τας ανοησίας σου· ποία ώρα είναι;

— Δεκά μιση.

— Και διατί δεν μ’ εξύπνισες πρωίτερον ως σε είπα χθες το εσπέρας;

— Γιατ’ ήμπα τρεις φοραίς μεσ’ την κάμερά σας, μα ρουχαλίζετενε σαν άγγελος.

— Έπρεπε να μ’ εξυπνίσης, διότι εγώ επίτηδες κατεκλίνθην χθες ενωρίς.

— Ναίσκε μα εθάρρουμουνε πως αγρυπνήσετενε τη νύχτα στο κλώσιμον με το συμαρματάρχη.

—Ποίον συνταγματάρχην; ονειρεύεσαι;

— Και πώς δεν εννοιώσετενε της μπατινάδες και τα τραγούδια του;

— Πότε; και διατί δεν μ΄ εξύπνισες;

— Μες τα μεσάνυχτα· μα ξερα ‘γω πως κοιμούτενε;

— Πόσον είσαι ανόητος Πλουμού! να έλθη ο Συνταγματάρχης και να μη μ’ εξυπνίσης!

— Ήρτενε και χτες στης δέκα ο κόντες! πώς τον λέτενε;... εκείνος ο χαρτζιάρης· μα ντράπηκα να του πω, πως κοιμούστενε εκείνην την ώρα και του είπα, πως πήγετενε ‘ς το θέατρο, κι ήγραψενε τούτο να το γραμματάκι, ήφερεν κι ο σολντάτος του συμαρματάρχη τούτο να, ήδωκεν και τούτο να του Γεράσιμου το πρωί εκείνος ο ώμορφος Εγγλέζος του Βαποριού.

— Υπομονή… ετοίμασον το λουτρόν μου και έπειτα αφού λουσθώ να με κτενίσης.

— Και τι λογής θα το ‘τοιμάσω χωρίς γάλα;

— Και πώς! δεν ηγόρασε σήμερον ο Γεράσιμος γάλα;

— Όγεσκε να σας χαρώ!.. και το εχτεσινό εβρόμισενε, γιατί ήτανε τριώ μερώ, κι η τζάτζα σας... μα μη με μαντατέψετενε....

— Όχι, Πλουμού, λέγεμε μόνον την αλήθειαν· λοιπόν το γάλα του χθεσινού λουτρού ήτον εκείνο, εις το οποίον και προχθές ελούσθην;…

— Ναίσκε, γιατί η τζάτζα σας, όσον καιρό ο Γεράσιμος εμεταπωλούσενε το γάλα που λουγούσαστενε, του ‘λέγενε κι αγόραζενε γάλας κάθε ταχύ, μ’ απέ τον καιρό που εκείνη η ξυνογαλού που της το πουλούσαμενε... ...ξέρετενε δα... και... μηδ’ εφτή, μηδ’ ο καφετζής, μηδέ κανείς άλλος πλια δε θέλει ν’ αγοράση γάλας απέ μας· κι η τζάτζα σας λε πως δεν πρέπει να τ’ αγοράζωμενε και να το ρήχτωμαινε· γιατί είναι κρίμα φαγώσιμο πράμμα να ρήχτεται· κι εκείνο δα το προχθεσινό το ‘πήρενε γιατί το ‘βρενε φτινό και σας το βάλενε δυο φοραίς το ίδιο, κι ήθελεν και σήμερη να σας το βάλη, μα βρώμησενε και μου ‘πενε να μη σας το ‘πω.

— Πολλά καλά! φθάνει! βλέπω ότι δεν είσαι μόνον συ ανόητος· έλα να με κτενίσης· παρατήρησον εις την εικόνα ταύτην της εφημερίδος τον νέον τρόπον του κτενίσματος της κεφαλής, διά να με κάμης τας χωρίστρας· είναι του τελευταίου συρμού των Παρισίων κατά την Κυρίαν Λαφάρζαν (Lafarge).

— Ουγού ώμορφη πούν’ η έρημη! αμμέ γιατί φορεί μαύρα; ο πάγες της απέθανενε;

— Όχι, αλλ’ η Κυρία αύτη, γεννηθείσα εν Παρισίοις εξ ευγενών γονέων, είχε λάβει την καλητέραν ανατροφήν του συρμού· εγνώριζε την μουσικήν, εχόρευε κάλλιστα, εχειροκρότει χαριέντως εις το θέατρον, ωμίλει γλαφυρώς περί παντός πράγματος, ενεδύετο φιλοκάλως και είχεν αναγνώσει όλα τα μυθιστορήματα από του Βαλτερσκόττου μέχρι της Σάνδης, τα οποία αναπτερώσαντα την φυσικήν αυτής φαντασίαν, έκαμον να ελπίζη δικαίως, ότι ταχέως έμελλε να γίνη σύζυγος Κόμητός τινος υπουργού της οικονομίας, ή πρέσβεως εν Τουρκία· αλλά μείνασα ορφανή και πτωχή μετά τον θάνατον των γονέων αυτής, διά ν΄ αποκατασταθή ανεξάρτητος ηναγκάσθη να συζευχθή εις γάμον μετά τινος εργαστηριάρχου σιδηρουργού, Λαφάρζου ονομαζομένου· επειδή δε ούτος και οι συγγενείς αυτού, όντες άνθρωποι χυδαίοι και χωρίς ανατροφής, ωμίλουν πάντοτε περί εμπορίου και της οικιακής οικονομίας, η δε ευγενής αύτη Κυρία, φύσει ευαίσθητος και μη δυναμένη να συμμορφωθή μετά τοιούτων ποταπών ανθρώπων, ευφυής δε και μεγαλοπράγμων, κατ΄ αρχάς μεν κατέπεισε τον σύζυγον αυτής και έγραψε διαθήκην, δι’ ης άφινεν αυτήν μόνην κληρονόμον· ακολούθως δε, αποθανόντος του Λαφάρζου, τα δικαστήρια κατεδίκασαν εις διά βίου δεσμά την ευγενή ταύτην Κυρίαν, ως φαρμακεύσασαν τον σύζυγον αυτής· αλλ’ ο ευγενής τρόπος, δι’ ου η σύζυγος του Λαφάρζου υπερασπίσθη, και η κατά την δίκην επιδειχθείσα έξοχος αυτής ανατροφή, εγοήτευσαν επί τοσούτον τας ευαισθήτους των Γάλλων καρδίας, ώστε ευθύς μετά την καταδίκην αυτής εδόθη το όνομα της Λαφάρζης εις όλα τα αριστουργήματα του συρμού της εποχής.

— Καλ΄ ήντα μου λέτενε; κιαμέ ‘σαν ήτανε τέτοια παράλυτη, ήντα της ελιμπιστήκετενε κι εκείνοι και σεις, και θέτενε να κάμετενε και την σκουφωσιά της· η μακαρίτρια η νόνα μου μου ‘λεγενε «παιδάκι μου, τον καιρό που σκουβαρίζανε τη Μπόνα στη Χιο αξανάκωλα καθισμένη ‘ς το γάδαρο με συχώρεση, ήμουνε ότ΄ ηύγαινα φαντίνα και θυμούμαι, που γιατί εφόριενε ένα μοσκολουρή ντζανούμι, καμμιά μας πλια απετότες εν εφόρεσενε τέτοιο ρέγκι.»

— Αι! … όσον παράξενος και αν φαίνεται ο συρμός, όστις όμως θέλῃ να αρέσῃ, χρεωστεί ν΄ ακολουθή αυτόν· άκουσον περίεργόν τι ανέκδοτον… Ελαφρά δα, Πλουμού! μη μου σύρῃς τοσούτον τα μαλλία, διότι δεν είναι η μεσιά του γαδάρου του μπάρμπα σου.

— Αι! δα και σεις, μην ήστενε τόσον μυιγυόγκιχτη! ‘μπρος τα κάλλη τ΄ είν΄ ο πόνος; … πήτενε δα εκείνο που θέλετενε να μου πήτενε.

— Λοιπόν, Πλουμού, Κυρία τις εν Παρισίοις ηγάπα πολύ τον συρμόν, και εσκουφόνετο καθ΄ ημέραν κατά την εφημερίδα· ο σύζυγος αυτής, μην υποφέρων τα υπέρογκα έξοδα, ηθέλησε να σωφρονίσῃ την γυναίκα κατά την ιδέαν αυτού και πολλών άλλων ανοήτων ανδρών. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Συντάκτην της εφημερίδος του συρμού να γράψῃ, ότι ο τελευταίος συρμός είναι να βάλλωσιν επί του σκουφώματος αντί ανθέων μέγα ρέπανον· η δε Κυρία αύτη, αναγνούσα τούτο και μέλλουσα να παρευρεθή κατ΄ εκείνην την εσπέραν εις λαμπρόν τινα χορόν, έβαλεν όρθιον επί του σκουφώματος αυτής το μεγαλῄτερον ρέπανον, το οποίον ηδυνήθη να προμηθευθή· όλος ο κόσμος εγέλα, αλλ’ η Κυρία αύτη είχε δίκαιον, διότι ανέγνωσε τον συρμόν τούτον εις την εφημερίδα· μόνος ένοχος ήτο ο σύζυγος αυτής και ο εισαγγελεύς, όστις δεν εφρόντισε να κατάσχῃ την εφημερίδα ταύτην πριν ή τυπωθή, και να καταδιώξῃ αυστηρώς τον υπεύθυνον συντάκτην, όστις είχεν αποτολμήσει να προσβάλῃ επί τοσούτον την φιλοκαλίαν μιας Κυρίας του συρμού.

— Χα! χα! χα! πρασιαίς, πρασιαίς είν΄ η λωλιά! φτηνά την εγλύτωσεν η ‘λαφρόστυχη!

— Και διατί Πλουμού;

— Γιατί της εγράψανε ραπάνι· αμ’ αν της εγράφανε πως είν΄ της μόδας να βάλῃ ‘ς το κεφάλι της κανένα μεγάλο Χιώτικο ταμπουρά, δεν ήθελε να κωλοκοπή το λύγκι της;

— Δος με τον καθρέπτην, διά να ίδω τι έκαμες…. αι! σχεδόν το ίδιον.

— Ίδιο κι απαράλλαχτο! κουσούρι δεν του λείπει!

— Παραμέρισον ολίγον αυτήν την χωρίστραν, διότι σκεπάζει πολύ το πρόσωπόν μου.

— Ωχονούς! να τενε να σας χαρώ.

— Εύγε! βάλε με τώρα εδώθεν προς τα κάτω της χωρίστρας εκείνο το ρόδον, φέρε και Κολωνιακόν νερόν να νιφθώ, και ετοίμασον ταχέως και το χθεσινόν φόρεμά μου διά να ενδυθώ… έστειλεν η μήτηρ μου τον Γεράσιμον διά να είπῃ τον Καλλίστρατον εκ μέρους μου, ότι περιμένω να έλθῃ δι΄ αναγκαίαν υπόθεσιν;

— Όσο γι΄ αυτό έννοια σας! η τζάτζα σας ‘σα να το ΄βλεπενε ‘ς τον ύπνο της· πριν να κάμῃ το σταυρό της ευτό ‘ταν η πρώτη της έννοια· μα δε μου λέτενε ήντα περίδρομο το νε θέτενε ταχυνάτικο τον Καλλόστροτο, που χετενε αγαπητικούς τα πιο ‘μορφα παληκάρια της Αθήνας; εσείς όλην την ώρα τονέ μασκαρεύετενε και τονε βάζετενε ‘ς το καλαμάκι μαζί με την τζάτζα σας, και τονε κάμνετενε μπαρμπακίνα και τον απεφτόνονε και τόνε λέτενε χωριάτη και ξιπασμένο και ανόητο, και πως ‘μοιάζει τη μαϊμού του, κ΄ ύστερα ευτύς πούρτη, γινούστενε κι η δυο αλλοιώτικαις και του κάμνετενε τόσαις τζιριμόνιαις, και του λέτενε πως χανούστενε απέ την αγάπη του, και πως δα α δεν το νε δήτενε, δεν τρώτενε, και τόσα άλλα πράμματα, και…

— Αι! Πλουμού, συ δεν γνωρίζεις ακόμη τον κόσμον· βέβαια εγώ δεν είμαι τόσον ασυλλόγιστος, ώστε να αγαπήσω τοιούτον μωρόν άνθρωπον, του οποίου και η απλή θέα με προξενεί αηδίαν· αλλ΄ ο Καλλίστρατος είναι πλούσιος και ανόητος, και τα δύο ταύτα προτερήματα είναι μέγας θησαυρός διά μίαν γυναίκα του κόσμου· εκατάλαβες τώρα την εξήγησιν της απορίας σου;

— Απάνω κάτω· μα…

Ο εκ της οδού ακουσθείς κρότος αμάξης, ήτις είχε σταματήσει έμπροσθεν της οικίας της Σουλτανίτζας, διέκοψε την ομιλίαν της Πλουμούς, την οποίαν ωθήσασα η αξιέραστος αυτής Κυρία, τρέχα Πλουμού, είπε προς αυτήν, να είπῃς να περιμείνῃ ολίγον εις την αίθουσαν, και έρχομαι αμέσως· η δε ευλύγιστος θεραπαινίς, ψιθυρίσασα το της παροιμίας, «κατά τη φωνή να τον κι όλας,» επέταξεν ως αστραπή έξω του αφυπνωτηρίου και έκλεισε την θύραν.

Κεφάλαιον ΙΒ΄.

Ο αληθής έρως των γυναικών του συρμού, ή το κίτρινον φόρεμα του χορού.

Πολλήν ώραν ακόμη περιέμενεν ανυπομόνως ο Καλλίστρατος εν τη αιθούσῃ, καθήμενος μετά της μητρός της Σουλτανίτζας, και ισάζων συνεχώς ποτέ μεν τον πολύπτυχον και πλατύν αυτού λαιμοδέτην, ποτέ δε τα εστιλβωμένα και στενά αχυρόχροα αυτού χειρόκτια, άλλοτε δε αποχωρίζων απ΄ αλλήλων τους μετά πολλής επιμελείας συνεστραμμένους βοστρύχους της κόμης αυτού. Παίζων δε την από χρυσής αλύσου εξηρτημένην από του τραχήλου αυτού διόπτραν, ή κτυπών το έδαφος μετά ρυθμού και μέλους διά του κομψού αυτού ραβδίου, και άμα υποτονθορύζων θεατρικόν τι μέλος, και κινών την κεφαλήν απεκρίνετο μηχανικώς εις τας ερωτήσεις της γραίας, απαντών πολλάκις άλλα αντ΄ άλλων, ως έχων τον νουν και τους οφθαλμούς όλως προσηλωμένους εις την θύραν, εξ ης ανέμενε να προκύψῃ το είδωλον της καρδίας αυτού. Επί τέλους ελαφρόν βάδισμα μόλις ακουομένων βημάτων, και χάριεν φουρφούρισμα χαμαί συρομένου μεταξωτού ανήγγειλαν την παρουσίαν της ερασμίας Δεσποίνης. Ο δε Καλλίστρατος, εγερθείς μετά σπουδής, και λυγίσας το σώμα διά να χαιρετήσῃ χαριέντως την εξερχομένην Σουλτανίτζαν, ώθησε διά του αγκώνος τον επί της τραπέζης αποτεθειμένον πίλον αυτού, ο δε πίλος αντωθήσας το εν μέσῳ αυτής ιστάμενον πλήρες ανθέων κρυστάλλινον αγγείον, τούτο μεν ανατρέψας συνέτριψε, τα δε εν αυτώ άνθη μετά του ύδατος εσκόρπισεν κατά της τραπέζης και κατά του τάπητος του εδάφους· και ο μεν Καλλίστρατος, αφήσας ημιτελή τον χαιρετισμόν, έτρεχε κατόπι του διά πάσης της αιθούσης κυλιομένου πίλου· η δε Σουλτανίτζα, υποκρύψασα την δυσαρέσκειαν αυτής διά την στέρησιν του ωραίου αγγείου, το οποίον είχε λάβει προσφιλές ενθυμητήριον παρά του γραμματέως της εν Αθήναις Γαλλικής πρεσβείας, προς μεν την μητέρα αυτής έρριψε βλέμμα υπεμφαίνον, πόσον αγροίκον εθεώρει τον Καλλίστρατον, εκτείνουσα δε την χείρα προς αυτόν, είπε μετά βεβιασμένης χάριτος και πλαστής αδιαφορίας «μικρόν και αδιάφορον πράγμα, Κύριε Καλλίστρατε, προ πολλού είχον σκοπόν ν΄ αντικαταστήσω αντί του αγγείου τούτου ωραίον τι Κιναϊκόν του τελευταίου συρμού, τα οποία κατ΄ αυτάς έφεραν εκ της Αγγλίας» και παρεκάλεσεν αυτόν να καθίσῃ.

Ο Καλλίστρατος, αφού είπε τινας ανοησίας διά να δικαιολογηθή, μόλις συνελθών ένεκα των επανηλειμμένων διαβεβαιώσεων της Σουλτανίτζας περί της μηδαμινότητος του τυχαίου τούτου συμβεβηκότος, υπακούσας τέλος εκάθισε πλησίον αυτής επί του ανακλιντηρίου, και ήρχισε πάλιν να ισάζῃ ό,τι εκ της στολής αυτού είχε βάλει εις αταξίαν η προ μικρού βιαία του νεανίου κίνησις· μετά τινων δε λεπτών σιωπήν αμφοτέρων ο Καλλίστρατος ήρχισε πρώτος να λέγῃ προς την Σουλτανίτζαν υπερβολικά τινα εγκώμια περί του καλλωπισμού αυτής. Αλλ’ η Σουλτανίτζα, υπομειδιώσα βεβιασμένως, και συστρέφουσα χαριέντως τον λαιμόν, «φαίνεται, είπε, Κύριε, έχετε διάθεσιν σήμερον να αστειεύησθε·» «και διατί; Κυρία,» ηρώτησεν ο Καλλίστρατος, αναφουφουλίζων διά της χειρός το πυκνόν αυτού γένειον, ή δίδων διά του στρυψίματος εις τον μύστακα αυτού το σχήμα του αγκίστρου. «Διότι πώς είναι δυνατόν, επανέλαβεν η Σουλτανίτζα, να ευρίσκητε καλόν τον σημερινόν μου καλλωπισμόν, εν ω εγώ σήμερον ευρίσκομαι ακόμη ενδεδυμένη την χθεσινήν ενδυμασίαν, και ούτε καν εκτενίσθην, ούτε ενίφθην;»

— Παράξενον πράγμα! και μολοντούτο έχετε τα μαλλία τοσούτον καλώς ισασμένα και ακριβώς βοστρυχισμένα, ώστε νομίζει τις, ότι ταύτην την στιγμήν εξήλθε του αφυπνωτηρίου υμών η κομμώτρια της Δουκίσσης της Αυρηλίας.

— Πόσον φαίνεσθε κατά πάσαν περίστασιν, ότι ανετράφητε μεταξύ του μεγάλου κόσμου της πρωτευούσης της φιλοκαλίας! αλλά την φοράν ταύτην ηπατήθητε· η δε απάτη υμών προέρχεται πρώτον, εκ του ότι φυσικώς τα μαλλία μου είναι ομαλά και απαλά· και δεύτερον, διότι δι΄ όλης της νυκτός δεν έπεσα εις την κλίνην, και επομένως τα μαλλία μου έμειναν ως ήσαν από χθες το πρωί.

— Ανεγινώσκετε φαίνεται, τας περί του προϋπολογισμού παρατηρήσεις του περιφήμου της Πελοποννήσου Οικονομολόγου, του ανθρώπου της μεγάλης πήρας;

Η Σουλτανίτζα αφήσασα ελαφρόν στεναγμόν, αι! είπεν, ουσιωδέστεραι φροντίδες παρά η πήρα του Οικονομολόγου κατεσπάραττον την τεθλιμένην ψυχήν μου· και συγχρόνως ένευσεν επιτηδείως προς την μητέρα αυτής, ήτις προσποιηθείσα, ότι αποκρίνεται εις την καλούσαν αυτήν υπηρέτριαν και ειπούσα, έρχομαι Πλουμού, εξήλθε της αιθούσης.

— Με κακοφαίνεται λοιπόν, αξιέραστος Σουλτανίτζα, είπεν εναβρυνόμενος ο Καλλίστρατος, ότι ακουσίως ίσως είμαι ο πρωταίτιος της αγρυπνίας υμών και των στεναγμών· ναι, επιθυμώ μεν να με αγαπάτε εγκαρδίως, αλλ΄ ουχί ποτέ, Θεός φυλάξοι, χάριν εμού να βλαφθή η πολύτιμος υγεία εκείνης, της οποίας όλα του κόσμου τα αγαθά δεν είναι αντάξια.

Η Σουλτανίτζα, και τοι τοσαύτης τέχνης και επιτηδειότητος κάτοχος, ολίγον έλειψεν όμως να εκραγή εις γέλωτα, ακούσασα την αιτίαν, εις την οποίαν ο Καλλίστρατος απέδιδε την αγρυπνίαν αυτής· αλλά δράξασα την νέαν ταύτην ευκαιρίαν απήντησεν αμέσως.

— Αι! όταν η ευαίσθητος γυνή αφοσιωθή εις εκείνον, τον οποίον άπαξ η καρδία αυτής έτυχε να εκλέξῃ, νομίζει ευτυχίαν όσας δι’ αυτόν δοκιμάζῃ θλίψεις και δυστυχίας· η πείνα, η δίψα, αι τρικυμίαι, το πυρ και ο σίδηρος δεν δύνανται να κλονίσωσι την αμετάτρεπτον αυτής σταθερότητα· το να γίνῃ θύμα του ειλικρινούς αυτής έρωτος, προξενεί εις αυτήν αγαλλίασιν· ο θάνατος είναι δι’ αυτήν χαρά, διότι φέρει μεθ΄ εαυτής την ιδέαν του υπ’ αυτής λατρευομένου ειδώλου· αι! Καλλίστρατε, διά να αισθανθή τις αληθώς τον έρωτα, πρέπει να ήναι γυνή! μόναι ημείς αι γυναίκες εγεννήθημεν προς τούτο· τινές μάλιστα εξ ημών, και κατ΄ αυτόν ακόμη τον αιώνα της διαφθοράς και ιδιοτελείας είναι, φαίνεται, προωρισμέναι, ως εγώ, διά να δείξωσιν, ότι επλάσθημεν ως τύπος και υπογραμμός της ειλικρινούς αφοσιώσεως και των τρυφερωτέρων αισθημάτων αφιλοκερδούς έρωτος· τοιαύτη υπήρξα αφ΄ ότου σε είδον, και όλα ταύτα τα δεινά έλαβον προ οφθαλμών εξ ότου η καρδία μου με ηνάγκασε να σε λατρεύω· η καρδία μου! ήτις διά πρώτην φοράν ησθάνθη τα φλογερά βέλη του έρωτος εξ αιτίας σου. Αλλ΄ εκείνο, το οποίον με θλίβει, είναι αι κακαί γλώσσαι των ανθρώπων, αίτινες χέουσιν εις το ποτήριον της ευτυχίας μου φάρμακα, των οποίων ήθελα γευθή ευχαρίστως την πικρίαν, εάν δεν ανεμίγνυον κακεντρεχώς και το μόνον εράσμιον πράγμα της ζωής μου, το όνομά σου. Μετά τον προ τριών ημερών μάλιστα χορόν της Αυλής βλέποντές με πενιχρώς καλλωπισμένην ευρήκαν την ευκαιρίαν να εκσφενδονίσωσι πικροτάτας κατά σου κατηγορίας, λέγοντες, ότι ούτε η ευγενής καταγωγή, ούτε η Ευρωπαϊκή ανατροφή και συμπεριφορά, ούτε η περίνοια, ούτε τα έξοχα προτερήματα, ούτε τέλος αι μεγάλαι σχέσεις και αι υψηλαί γνώσεις του Καλλιστράτου έπρεπε να επιτρέψωσιν εις αυτόν το να αφήσῃ εκείνην, την οποίαν λέγει, ότι αγαπά, να παρουσιασθή εις βασιλικόν χορόν τοσούτον αφιλοκάλως και ευτελώς ενδεδυμένη, οπότε αυτός ήτον, ως και πάντοτε, το περιβλεπτότερον καθ΄ όλα πρόσωπον της βασιλικής ταύτης συναναστροφής. Αι τοιαύται φλυαρίαι μου κατεσπάραξαν, σε βεβαιώ, την ψυχήν, φίλτατε Καλλίστρατε, και επειδή η μεγαλῃτέρα μου ευχαρίστησις είναι να θυσιάσω το παν διά το όνομά σου, απεφάσισα, διά να αποστομώσω τας κακάς γλώσσας των φθονερών ημών εχθρών, να υποθηκεύσω την οικίαν, την οποίαν ο μακαρίτης πατήρ μου με αφήκεν ως μόνην μου προίκα, και λαβούσα δέκα χιλιάδας δραχμών να φέρω εκ Παρισίων εν κίτρινον φόρεμα απαράλλακτον εκείνου, το οποίον προχθές η Βασίλισσα εφόρει κατά τον χορόν, καθώς και τα λοιπά αναγκαία εις λαμπράν ενδυμασίαν, αξίαν του ονόματος εκείνου, τον οποίον η καρδία μου λατρεύει.

Ταύτα ειπούσα η Σουλτανίτζα, και ρίψασα βλέμμα φλογερόν μετά στεναγμών επί του Καλλιστράτου, έλαβε το λευκόν αυτής μανδύλιον και προσεποιήθη, ότι εσπόγγιζε τα δάκρυα.

Αι γοητευτικαί εκφράσεις της Σουλτανίτζας, ο σφοδρός έρως, υπό του οποίου επίστευσεν ο Καλλίστρατος, ότι η αξιέραστος αύτη Δέσποινα καταφλέγεται δι΄ αυτόν, η νομιζομένη αναξιοπάθεια, οι στεναγμοί και επί τέλους τα δάκρυα της ερωμένης αυτού, τα οποία ο Καλλίστρατος εφαντάζετο, ότι και είδε καταρρέοντα, ταύτα πάντα εξήψαν επί τοσούτον την φαντασίαν και φιλαυτίαν του υιού του Τραπεζουντίου αγωγιάτου, ώστε νομίσας καιρίαν εις εαυτόν προσβολήν την υποτιθεμένην περιφρόνησιν της ερωμένης αυτού, ένεκα της ελλείψεως λαμπρών φορεμάτων, ηγέρθη βιαίως «και πώς, έκραξε, πρόκειται λόγος περί λαμπρών φορεμάτων, τα οποία είναι δυνατόν να προμηθευθώσι διά χρημάτων, και γίνεται τούτο αιτία να θλίβεσαι συ, ένεκα της οποίας είμαι πρόθυμος να θυσιάσω όλον τον κόσμον; και πώς δίδεται, εν ω έχω την ευτυχίαν να γνωρίζω θετικώς, ότι κατατήκεσαι υπό τοιούτου σφοδρού προς εμέ έρωτος, έπειτα να με λέγῃς, ότι έχεις σκοπόν να υποθηκεύσῃς την οικίαν σου, ότε δύνασαι να διαθέσῃς ελευθέρως όλην εμού την περιουσίαν, ότε εγώ αυτός είμαι έτοιμος και δούλος να πωληθώ, χρείας τυχούσης, διά να μη δυσαρεστηθής εις το παραμικρόν; Ο τρόπος σου ούτος αποδεικνύει, ότι δεν εγνώρισας εισέτι, ότι και ο ιδικός μου έρως δεν είναι τελείως κατώτερος του προς εμέ σφοδρού έρωτός σου! Ουχί, ουδέποτε θέλω ανεχθή την τοιαύτην υποθήκευσιν του κτήματός σου, ήτις είναι ύβρις εις εμέ! αύριον αναχωρεί το διά Μασσαλίαν ατμόπλουν, και ετοίμασον την σημείωσιν ου μόνον ενός κιτρίνου φορέματος απαραλλάκτου προς εκείνο της βασιλίσσης, αλλά και των λοιπών αναλόγων του τοιούτου φορέματος κοσμημάτων, και είτινος άλλου έχεις χρείαν διά να πέμψω αυτήν αμέσως εις Παρισίους, και σε βεβαιώ, ότι κατά τον πρώτον της αυλής χορόν, θέλεις παρουσιασθή λαμπροτέρα και ωραιοτέρα ουχί μόνον της βασιλίσσης της Ελλάδος, αλλά και όλων των βασιλισσών του κόσμου, και αυτής ακόμη της Πομαρέτης της Βασιλίσσης του Ταχίτι.»

— Την μεν πρότασίν σου να σε δώσω δηλαδή την σημείωσιν διά να γράψῃς εις Παρισίους δέχομαι ευχαρίστως, και τούτο διά να μη σε δυσαρεστήσω, αλλ΄ επί συμφωνίᾳ του να λάβῃς συ το κτήμά μου εις υποθήκην.

— Σε παρακαλώ, αξιέραστε Σουλτανίτζα, μην υβρίζης τον έρωτά μου διά προτάσεων αναξίων της μεγαλοπρεπείας του χαρακτήρος μου· εξ εναντίας καθικετεύω να δεχθής τον στολισμόν τούτον ως μικρόν δώρον, εκ μέρους μου διά την πλησιάζουσαν εορτήν των Γενεθλίων μου.

— Ουδέποτε, ουδέποτε θέλω στέρξει το τοιούτον.

Αλλ΄ ο Καλλίστρατος γονατίσας ενώπιον της Σουλτανίτζας, και λαβών την χείρα αυτής εντός των δύο αυτού χειρών και σφίγγων μεθ’ όσης είχε δυνάμεως έκραξε: δεν θέλω εγερθή εντεύθεν, εάν σκληρά δεν συγκατανεύσῃς εις την αίτησίν μου ταύτην.

Η Σουλτανίτζα, και τοι διατεθειμένη να παρεκτείνῃ την σκηνήν ταύτην, αλλ΄ αισθανομένη την χείρα αυτής σφοδρώς πιεζομένην μεταξύ των στιβαρών παλαμών του Τραπεζουντίου εραστού, έκραξεν «ω!… δέχομαι ό,τι θέλεις,» και ο Καλλίστρατος ασπασθείς την εκ της συνθλίψεως παρ΄ ολίγον συντριβείσαν χείρα της ερωμένης αυτού ηγέρθη όρθιος· αλλ΄ η ιπποτική ευκινησία, δι΄ ης ανετινάχθη, έγινεν αίτιος να διασπασθώσι τα υπότονα (sous-pieds) των περισκελίδων αυτού, το οποίον ιδών ο Καλλίστρατος, «Ιδέ, σκληρά, ανέκραξε, πόσον με κατήντησε σκαιόν ο προς σε σφοδρός έρως μου».

Η Σουλτανίτζα εμειδίασε χαριέντως, και ταυτοχρόνως η μήτηρ αυτής, ήτις φαίνεται εθεώρει έξωθεν της θύρας την εν τη αιθούσῃ σκηνήν, ιδούσα τελειωθείσαν την κωμῳδίαν, εισήλθε αίφνης και παραλαβούσα τον Καλλίστρατον μετέβη εις έτερον δωμάτιον, διά να ράψῃ τα διασπασθέντα υπότονα· η δε Σουλτανίτζα υπήγεν εις το αφυπνωτήριον αυτής διά να συντάξῃ την διά Παρισίους σημείωσιν.

Μετ΄ ολίγον επέστρεψεν ο Καλλίστρατος εις την αίθουσαν, όπου η Σουλτανίτζα πλήρης φαιδρότητος και αγαλλιάσεως υπεδέχθη αυτόν. Και ούτος μεν λαβών την περί ης ο λόγος σημείωσιν ανεχώρησεν· εν ω δε ο Καλλίστρατος κατέβαινεν ακόμη την κλίμακα, η Σουλτανίτζα ερρίφθη επί του σκίμποδος, και ξεκαρδιζομένη υπό του γέλωτος έκραζε κατ΄ επανάληψιν «εμβήκεν εις τον σάκκον ο ανόητος· κατά τον προσεχή χορόν της Αυλής θέλω φορέσει εν κίτρινον φόρεμα απαράλλακτον προς εκείνο, το οποίον η Βασίλισσα προχθές εφόρει!!!!»

Κεφάλαιον ΙΓ΄.

Περιήγησις του Ξουθ μετά του Μαλουκάτου και Λιγαρίδου.

Ο Καλλίστρατος είχεν επανέλθει εκ της ωραίας Σουλτανίτζας περί τας τρεις μετά μεσημβρίαν και, όσον από της σοβαράς αυτού όψεως ηδύνατό τις να εικάση, εφαίνετο, ότι η μετά της δεσποίνης ταύτης ομιλία ήτον αληθώς σπουδαιοτάτη, ή ότι δυσχέρεια τις, ή λίαν περίεργον περιστατικόν είχεν απορροφήσει όλην την προσοχήν του Καλλιστράτου. Άμα δε εισελθών, διέταξε να ετοιμάσωσι τάχιστα την τράπεζαν, και έφαγε μόνος και κατά σπουδήν, και πολύ προ της συνήθους ώρας. Ακολούθως προσκαλέσας προς εαυτόν τον γραμματέα Μαρκεζοδελατουρναμπρόσσαν, διέταξε την μεν μετά το γεύμα ανάγνωσιν των εγγράφων της ημέρας ν΄ αναβάλη εις αύριον, να γράψη δε επιστολήν προς τον εν Παρισίοις τραπεζίτην αυτού, πιστωτικήν 25.000 φράγκων, πληρωτέων εις τον επιφέροντα, την οποίαν υπογράψας ο Καλλίστρατος έπεμψε προς τον γραμματέα της Γαλλικής πρεσβείας μετά ιδιαιτέρας προς αυτόν επιστολής, εν η περιέκλεισε και την σημείωσιν των παραγγελιών της Σουλτανίτζας. Μετά δε ταύτα καλέσας τον Ξουθ, διέταξε να εξακολουθήση την διήγησιν της εαυτού ιστορίας· ο δε επανέλαβεν όθεν είχε διακόψει αυτήν κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Απεφασίσθη λοιπόν να συμπαραληφθώ και εγώ εις την μελετωμένην περιήγησιν των δεσποτών μου, όπερ ενέπλησε χαράς την καρδίαν μου· άμα μεν, διότι απέφευγον τον κίνδυνον του να καταταχθώ εις το θηριοτροφείον του Πασά της Σμύρνης· άμα δε, διότι ήλπιζον να ωφεληθώ εκ της περιηγήσεως ταύτης, ως και πραγματικώς ωφελήθην τα μέγιστα· διότι, επειδή ο γέρων Μαλουκάτος κατείχεν αληθώς τα κατά την έκφρασιν του σοφού Κοραή, δύο απολύτως αναγκαία εφόδια τον περιηγητού, νουν και φιλανθρωπίαν, έμαθον περισσότερα πράγματα παρακολουθών αυτόν υπό μορφήν πιθήκου, ή μεταβαίνων από τόπου εις τόπον ως Ευρωπαίος περιηγητής.

Επιβιβασθέντες λοιπόν του ατμοπλοίου, ανεχωρήσαμεν εκ Σμύρνης και εφθάσαμεν εις Αλεξάνδρειαν, όπου εφιλοφρόνησε τον Μαλουκάτον και τον Λιγαρίδην ο εκεί γενικός Πρόξενος της Ελλάδος, όστις ήτον εις εκ των μάλιστα ευνοουμένων αυλικών, των σχηματιζόντων την προσωπικήν θεραπείαν του Σατράπου της Αιγύπτου.

Κατά τας πρώτας ημέρας της εν Αλεξανδρεία διατριβής ημών ο Πρόξενος ούτος ελθών εις επίσκεψη των δεσποτών μου, και ιδών με, είπε προς τον Λιγαρίδην, ότι επεθύμει να με δείξη εις την σύζυγον του ανεψιού αυτού, ήτις, ως έλεγεν, ούσα Αγγλίς, ήθελεν ευχαριστηθή μεγάλως εις την θέαν τοιούτου ευφυούς συμπατριώτου αυτής τρόπον τινά ζώου· ο δε Λιγαρίδης, ως Λιγαρίδης, συμπαραλαβών με, εκόμισεν προς αυτήν εσπέραν τινα, καθ΄ ην ο Πρόξενος, δίδων διπλωματικόν γεύμα, είχε προσκαλέσει και τους δεσπότας μου.

Εισελθόντα εις την αίθουσαν της συναναστροφής μετά του Μαλουκάτου και Λιγαρίδου με υπεδέχθησαν πάντες φιλοφρόνως, και μάλιστα η ρηθείσα Αγγλίς, ήτις με εκάθισε πλησίον αυτής· αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπω αιφνηδίως εισελθόν εκεί μικρόν και δυσειδές γραΐδιον, περιέργως και περιττώς κεκοσμημένον, το οποίον οι παρόντες εξαναστάντες ησπάσθησαν μετά σεβασμού· εξαιρέτως δε η σύζυγος του ανεψιού του Προξένου της Ελλάδος, της οποίας το αφελές και κόσμιον ήθος εμαρτύρει την γυναικείαν Αγγλικήν ανατροφήν και γνώσιν της αληθώς ευγενούς συμπεριφοράς, αναστάσα χαριέντως υπεδέχθη ως οικοδέσποινα το γραΐδιον, και προτείνασα την χείρα, προσεκάλεσε να καθίση πλησίον αυτής εκ του ετέρου μέρους· μετά δε τας συνήθεις φιλοφρονήσεις, εξ ων εννόησα, ότι ο άμορφος ούτος σωρός των κοκκάλων ήτον η σύζυγος του εν Αλεξανδρεία Προξένου της Νεαπόλεως, η ευγενής οικοδέσποινα παρουσίασε προς την Κυρίαν ταύτην τους δεσπότας μου, και μετά τούτους εμέ, ως αξιόλογόν τινα πίθηκον ανατραφέντα εν Αγγλία· αλλ’ η Προξένισσα της Νεαπόλεως, αρχίσασα εκείθεν, όπου η Αγγλίς είχε τελειώσει, προς μεν τους δεσπότας ουδεμίαν έδωκε προσοχήν, εγερθείσα δε ήλθε και εκάθισε πλησίον μου και επαναλαμβάνουσα «τι ωραίον ζώον!» εψηλάφει κολακευτικώς τον πώγωνα και τας χείρας μου, τας οποίας πλησιάζουσα εις το στόμα αυτής κατεφίλει προς κολακείαν ίσως της Αγγλικής φιλαυτίας της οικοδεσποίνης. Αν δε και αι τοιαύται αηδείς φιλοφρονήσεις της γραίας κόλακος με δυσηρέστουν υπερβαλόντως, αλλ’ η δυσαρέσκειά μου μετεβλήθη εις έκπληξιν, ότε ανεγνώρισα επί του δακτύλου αυτής δακτυλίδιον εκ πολυτίμου αρχαιολογικού λίθου, το οποίον είχον αγοράσει εν Σμύρνη, και το οποίον εφύλαττον εντός του ενός εκ των δύο κιβωτίων, τα οποία με είχον δολίως υπεξαιρεθή εν Παρισίοις εκ του ξενοδοχείου του επί των λαμπρών ημερών του Ναπολέοντος προγάστορος ενωματάρχου της εθνοφυλακής. Μετά θάμβους ητένισα τους οφθαλμούς μου προς το πρόσωπον της δυσειδούς γραίας, και η έκστασίς μου μετεβλήθη εις φρίκην, ότε παρατηρήσας μετά προσοχής την φυσιογνωμίαν αυτής, ανεγνώρισα εις τα υπό της φθοράς του χρόνου σεσαθρωμένα χαρακτηριστικά του γραϊδίου, την μορφήν της βδελυράς ψευδωνύμου αδελφής μου, της λεγομένης Κομητέσσης Αβενδρότης, της απαταιώνος εκείνης γυναικός, ήτις με είχε ληστεύσει εν Παρισίοις, και ήτις υπήρξε κατά μέγα μέρος η πρωταίτιος των μετά ταύτα συμφορών μου!... ως μαινόμενος αφήκα ακουσίως τρομεράν φωνήν, και εξαγριωθείς ως αληθής πίθηκος, ανέστην όρθιος και τρίζων τους οδόντας είμην έτοιμος να ορμήσω κατ΄ αυτής και να καταξεσχίσω την βδελυράν γραίαν, ότε αι κραυγαί αυτής τε και των παρόντων παρεκίνησαν τον Λιγαρίδην να με λάβη εκ του τραχήλου και σύρων με έξω της αιθούσης να με παραδώση εις τον υπηρέτην αυτού, όστις βοηθούμενος υπό δύο υπηρετών του Προξένου με μετέφερεν επί τίνος φορείου εις το εν τω ξενοδοχείω κατάλυμα των δεσποτών μου, αναισθητούντα και σχεδόν άπνουν εκ της σφοδράς ταραχής, την οποίαν η θέα της δημιουργού των συμφορών μου με είχε προξενήσει.

Ήτο σχεδόν μεσονύκτιον ότε αναλαβών τας αισθήσεις μου ήρχισα να αναπολώ την φρίκην της προ ολίγων ωρών σκηνής· αλλά μετά της επανόδου του λογικού μου συνεπανήλθε και η ανάμνησις των παρελθόντων δεινών μου και η ιδέα, ότι εγώ μεν ένεκα της ευπιστίας μου και της ειλικρινούς αγάπης και αφοσιώσεως, την οποίαν έδειξα προς την δήθεν αδελφήν μου, περιπεσών εις τα πανούργα δίκτυα της απαταιώνος εκείνης γυναικός, και εκτραχηλισθείς ένεκα της συμφοράς μου εις το φρικτώτερον των εγκλημάτων, είμαι καταδικασμένος να εξιλεώσω την θείαν δίκην ζήσας τοσαύτα έτη ως άγριον θηρίον εν τη ερήμω, και μεταλάσσων δεσπότας υπό μορφήν πιθήκου· το δε βδελυρόν τούτο γραΐδιον, η φαυλόβιος αύτη απατεών, κατέστη σύζυγος του γενικού Προξένου της Νεαπόλεως, ζη μεταξύ των υψηλών συναναστροφών, τιμωμένη και απολαύουσα τας φιλοφρονήσεις και δεξιώσεις του κόσμου. Ουρανέ! οποία είναι η δικαιοσύνη και η περί ηθικής και τιμιότητος κρίσις των ανθρώπων!

Την νύκτα ταύτην διήλθον κλυδωνιζόμενος μεταξύ των θλιβερών λογισμών μου και καταξαινόμενος υπό των διά μιας εξεγερθεισών αναμνήσεων του οδυνηρού μου παρελθόντος· αι δε σωματικαί και ψυχικαί μου δυνάμεις είχον επί τοσούτον εξαντληθή, ώστε την ακόλουθον πρωίαν εκείμην σχεδόν ως νεκρός, χωρίς να δύναμαι να μετασαλευθώ εκ της θέσεώς μου και φλογιζόμενος υπό σφοδροτάτου πυρετού.

Ο Λιγαρίδης βλέπων την επικίνδυνον ταύτην και αιφνήδιον ασθένειάν μου, έσπευσε να προσκαλέση ευυπόληπτόν τινα ιατρόν της Αλεξανδρείας, ιταλόν το γένος, Φυσίχαν ονομαζόμενον, όστις εισελθών και ιδών τον Μαλουκάτον καθήμενον και καπνίζοντα την πίππαν, προσδαμών ήρπασε την χείρα του γέροντος και ψηλαφών τους σφυγμούς, «είχε δίκαιον, είπε μετά σοβαρότητος και εκπληκτικής ταχύτητος, ο υμέτερος υπηρέτης να με είπη, ότι πάσχετε υπό σφοδρού πυρετού, διότι οι σφυγμοί υμών δεικνύουσι τω όντι μεγάλην θέρμην, και φαίνεται πάσχετε στομαχίτην, ή κρυολόγημα, ή αιμορροΐδας, ή νεύρα, ή πονοκέφαλον, η γατρίτην, ή διάρροιαν· όθεν είμαι γνώμης αμέσως να κάμητε άφθονον αφαίμαξιν, εάν δε η αφαίμαξις δεν ωφελήση, να δώσω εις υμάς αμέσως δυνατόν καθάρσιον, εάν δε το καθάρσιον δεν ενεργήση, vα πάρητε κινίνον, εάν δε τούτο δεν θεραπεύση το πάθος, ετοιμάζω αύριον το πρωί γλυκαντικόν ρόφημα εξ όλων των γνωστών και αγνώστων χόρτων, εκ του οποίου θέλετε πίνει ανά εν μέγα ποτήριον καθ΄ έκαστον τέταρτον της ώρας, και εάν και διά του μέσου τούτου δεν επιτύχωμεν να πνίξωμεν τον σφοδρόν τούτον πυρετόν, να εισέλθητε αμέσως εις ψυχρόν λουτρόν και να επιθέσητε σιναπισμούς περί τον τράχηλον, και κανθαρίδας περί τα σφυρά των ποδών, εάν δε και ταύτα δεν… — εξοχώτατε, απήντησεν ο γέρων Μαλουκάτος διακόπτων μετ΄ αγανακτήσεως την ραγδαίαν φλυαρίαν του Ιπποκράτους της Αλεξανδρείας, δεν είμαι εγώ ο ασθενής, είναι πίθηκος τις εκ του γένους των Οραγκουτάνων, τον οποίον έχει ο ανεψιός μου, και ος τις... — α! έκραξε χειρονομών ο ιατρός Φυσίχας, αντιδιακόπτων τον Μαλουκάτον και κτυπών κατά του εδάφους την οποίαν εκράτει πολυτελή και βαρείαν ράβδον, τούτο διαφέρει· εγώ δεν είμαι ιατρός των πιθήκων· γνωρίζω να θεραπεύω μόνον καμήλους, όνους, τα κυνάρια των δεσποίνων και τους ευγενείς της Αλεξανδρείας· όσον δε αφορά τους ίππους, τους πιθήκους και τας κυρίας, ταύτα υπάγονται υπό την ιατρικήν δικαιοδοσίαν του συντεχνίτου και φίλου μoυ Ξυλοκαΐκα, μετά του οποίου συνεμερίσθημεν προ πολλού ωρισμένως την πελατείαν όλων των ζώων της Αιγύπτου. Και επειδή ο εις δεν επεμβαίνει εις τα δικαιώματα του ετέρου, και επειδή ο υμέτερος ασθενής δεν έχει την τιμήν να συγκαταριθμήται εις τον κύκλον της ιδικής μου πελατείας, και επειδή ούτως, και επειδή άλλως, άρα η υψηλή μου επιστήμη είναι ενταύθα περιττή, διότι λέγει και ο Λατίνος «σκορμπούτο λαμποράντιμπους χοκ εστ ντισπεψία άουτ ουρντζέντε ντιαρέα κουμ ντολόριμπους αμπντόμινις, άουτ άλτερο κουόνταμ μόρμπο αφέκτις, ετζέτερα, ετζέτερα·» καταλαμβάνετε Λατινικά; προσκυνώ σκλαβικώτατα· είμαι ο ταπεινότατος δούλος της υμετέρας ευγενείας· τρέχω να πέμψω προς υμάς τον φίλον μου Ξυλοκαΐκαν, όστις θέλει ιατρεύσει ιατρικώτατα τον πίθηκον του υμετέρου ανεψιού· την δε πληρωμήν της παρούσης επισκέψεως θέλετε με πέμψει εις την οικίαν. Και ταύτα λέγων ώρμησε να φεύγη χειρονομών και ιατρολατινίζων και προσποιούμενος, ότι δεν ακούει τον κατόπιν αυτού κραυγάζοντα Μαλουκάτον, ότι παρακαλεί αυτόν να μην ενοχλή επί ματαίω τον εξοχώτατον Ξυλοκαΐκαν, διότι ο πίθηκος του ανεψιού αυτού δεν έχει πλέον χρείαν ιατρού.

Και ο μεν Λιγαρίδης πληροφορηθείς παρά του ξενοδόχου, ότι υπάρχει εν Αλεξανδρεία άλλος τις νέηλυς περίφημος ιατρός, Καλαθούνας ονομαζόμενος, έσπευσε να ζητήση την ιατρικήν αυτού συνδρομήν· ο δε έφθασε πνευστιών, και χαιρετήσας διά κατανεύσεως της κεφαλής, έθεσεν επί της τραπέζης κιβώτιόν τι ικανού μεγέθους, το οποίον έφερεν υπό την μασχάλην. Εξαπλωθείς δε υπερηφάνως επί του σκίμποδος, και διασταυρώσας τους πόδας, εξέβαλε του θυλακίου λευκόν μανδύλιον και σφογγίζων τον ιδρώτα του προσώπου, και απομύσσων την ρίνα μετά ήχου ομοίου σάλπιγγος, έλαβεν εις την χείρα την υπερμεγέθη στρογγύλην αυτού ταμβακοθήκην και κρούων μάλα αρμονικώς το πώμα διά των δακτύλων, ήνοιξεν αυτήν μετά προσοχής, και πιάσας σοβαρώς, επλήρωσεν αλληλοδιαδόχους τους δύο πλατείς αυτού ρώθωνας· εκτεινάξας δε διά του μανδυλίου τον επί των φορεμάτων αυτού σκορπισθέντα ταμβάκον, και μετακαθίσας, είπε προς τον Μαλουκάτον και Λιγαρίδην «τις εξ υμών των δύο, Κύριοι, είναι ο ασθενής; — ουδέτερος, εξοχώτατε, απήντησεν ο Λιγαρίδης, αλλ’ ο πίθηκός μου όστις πάσχει, δεινώς από χθες το εσπέρας — είναι αδιάφορον, απήντησεν ο ιατρός Καλαθούνας, διότι επειδή αι αθένειαι επέρχονται ομοίως και εις τα ζώα ως και εις τους ανθρώπους, και τα όμοια τοις ομοίοις θεραπεύονται, η ομοιοπαθητική ημών επιστήμη ουδεμίαν διάκρισιν κάμνει μεταξύ ζώων και ανθρώπων ως προς τον τρόπον της θεραπείας αυτών, ούτε κατά την ουσίαν, ούτε κατά τον τύπον·— δεν ευαρεστείσθε, εξοχώτατε, είπεν ο Λιγαρίδης, να μεταβήτε εις τον θάλαμον του ασθενούς διά να παρατηρήσητε αυτόν; — είναι αδιάφορον, επανέλαβεν ο Καλαθούνας, είπατέ μοι μόνον τι πάσχει ; — σφοδρόν πυρετόν, επανέλαβεν ο Λιγαρίδης. — αρκεί τούτο, είπεν ο ομοιοπαθητικός ιατρός· λοιπόν ο πυρετός θεραπεύεται δι’ ενός μυριοστημορίου της σταγώνος του εν τη δεκάτη τρίτη θέσει του κιβωτίου μου αριθ. 322 υγρού, το οποίον θέλετε διαλύσει εις τεσσαράκοντα οκάδας καθαρού ύδατος και ποτίζει τον ασθενή επί τεσσαράκοντα ημέρας· μετά δε την εποχήν ταύτην το ιατρικόν θέλει αρχίσει να ενεργή, και η κατάστασις του ασθενούς θέλει επαισθητώς βελτιωθή· και ταύτα ειπών και εκβαλών εκ του θυλακίου αυτού κλειδίον και ανοίξας το επί της τραπέζης κιβώτιον, ευρήκε την διά του αριθ. 322 επιγεγραμμένην μικράν φιάλην, την οποίαν ανοίξας μετά μεγάλης προσοχής, έλαβεν εξ αυτής διά της άκρας λεπτού κονδυλίου μέρος τι μιας σταγώνος του υγρού, και θέσας εις κύμβην (φλιτζάνη ) προσέφερεν εις τον Λιγαρίδην, λέγων «προσέξατε, ώστε η εις τεσσαράκοντα μέρη διαίρεσις του ύδατος να γίνει ακριβής, άλλως δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας δια τον πάσχοντα· η δε αξία του ιατρικού, μετά της πληρωμής της επισκέψεώς μου είναι τέσσαρα δίστηλα· διότι δεν συνεθίζω ποτέ να εμπορεύωμαι ασυνειδήτως τους ασθενείς μου·» και ταύτα λέγων είχε τείνει την χείρα ατενίζων προς τον Μαλουκάτον — αλλ’ ήκουσα να λέγωσιν, είπεν ο Μαλουκάτος, ότι εκ του πυρετού, όταν ούτος δεν προληφθή ταχέως, δύναται να σχηματισθή φλόγωσις· εις πόσας ημέρας δύναται να συμβή τούτο; — εις τρεις, ή τέσσαρας το πολύ ημέρας, απήντησεν ο ιατρός· — λοιπόν, εξοχώτατε, επανέλαβεν ο Μαλουκάτος, αφού η ενέργεια του θαυμασίου τούτου ιατρικού υμών θέλει αρχίσει μετά τεσσαράκοντα ημέρας, δεν τρέχομεν τον κίνδυνον μήπως εν τω μεταξύ, επελθούσης της φλογώσεως, ο ασθενής αποθάνη; — μάλιστα επανέλαβεν ο ιατρός· αλλ’ ο μέγας Χανεμάννος εν τοις αφορισμοίς αυτού λέγει, ότι άλλος τρόπος θεραπείας του πυρετού δεν υπάρχει· και την γνώμην ταύτην επεσφράγισεν η πολυχρόνιος πείρα μου. Βεβαιωθήτε δε, ότι ημείς  οι ακολουθούντες το σοφόν σύστημα του περίφημου τούτου μεγάλου διδασκάλου, δεν είμεθα καθώς οι του Ιπποκρατικού συστήματος ιατροί, οίτινες είναι όλοι αυτόχρημα αγύρται, ψεύσται και αμαθείς, φορολογούντες αναισχύντως την κοινωνίαν, και προξενούντες πανταχού όλεθρον και καταστροφήν αντί ωφελείας.

Αλλ’ εν τούτω τω μεταξύ είχεν είδη εισέλθει εις τον θάλαμον και ο ιατρός Ξυλοκαΐκας, πεμφθείς υπό του φίλου αυτού Φυσίχα· ακούσας δε τας τελευταίας ταύτας φράσεις του Καλαθούνα, επλήσθη οργής, και επιβαλών στιβαράν χείρα επί τον τράχηλον αυτού, και κατακλονίσας, πώς αποτολμάς, λέγει, αμαθέστατε! να υβρίζης τους σοφούς μαθητάς του Ιπποκράτους, συ, του οποίου όλη η μάθησις εμπεριέχεται εντός του ξυλίνου κιβωτίου σου; και να υβρίζης μάλιστα εν οικία, όπου ουδέ το δικαίωμα είχες καν του να εισέλθης; διότι ο πρώτος ενταύθα προσκληθείς φίλος μου Δόκτωρ Φυσίχας, βλέπων ότι πρόκειται λόγος περί ασθενούς πιθήκου, και μη θέλων να επέμβη εις τα ιατρονομικά ιερά δικαιώματά μου, έπεμψεν εμέ, όστις μόνος δύναμαι να εξασκήσω καθ’ όλην την Αίγυπτον και τας πέριξ χώρας την υψηλήν επιστήμην της θεραπείας των πιθήκων, — με είναι αδιάφορον, ξύλινε Ξυλοκαΐκα, επανέλαβεν ο Καλαθούνας, αν ήσαι ιατρός των πιθήκων, ή των όνων, και θέλω σε δείξει, ότι δύναμαι να σε κάμω να μείνης ολόκληρον μήνα επί της κλίνης σου, καθώς ότε σου συνέτριψαν την κεφαλήν, αποτολμήσαντος αυθαδώς να συρίξης εν τω θεάτρω την ωραίαν Πολάνην, εν ω οι άλλοι εχειροκρότουν. Και ταύτα λέγων επέφερε, δι’ ης έτυχε κρατών ταμβακοθήκης, βαρύ τραύμα κατά του προσώπου του Ξυλοκαΐκα, και έδραμε να φεύγη προς την κλίμακα· ο δε Ξυλοκαΐκας, έχων όλον το πρόσωπον σκεπασμένον εκ του διασκορπισθεντος ταμβάκου, ήρπασε το κιβώτιον των ιατρικών του Δόκτορος Καλαθούνα, και, τρέχων προς την κλίμακα, έρριψεν αυτό κατά της κεφαλής του φεύγοντος μαθητού του Χανεμάννου.

Και οι μεν δύο αθληταί εξελθόντες εις την οδόν ερρίφθησαν ο εις επί του άλλου, εξακολουθούντες να φιλοφρονώνται αλλήλους διά των ευγενών εκείνων εκφράσεων των αληθώς οικείων εις μόνην την υψηλήν ανατροφήν του τε Καλαθούνα και Ξυλοκαΐκα· ο δε Μαλουκάτος έκλεισε την θύραν, και αποτεινόμενος προς τον Λιγαρίδην, «οι άνθρωποι ούτοι, είπε, είναι άξιοι όχι να θεραπεύωσιν ανθρώπους, ή ζώα, αλλά να ζώσι μετά άγριων όνων και χοίρων εις τα όρη.»

Εν τοσούτω προς το εσπέρας είχεν έλθει προς επίσκεψιν των δεσποτών μου ο Πρόξενος της Ελλάδος, όστις, ακούσας παρά του Μαλουκάτου τα μετά των ιατρών διατρέξαντα, εσύστησεν εις τον Λιγαρίδην τον αρχιατρόν της αυτού Υψηλότητος Καραβινιέρον, Γάλλον το γένος, τον οποίον και μετεκάλεσεν αμέσως διά του διερμηνέως αυτού.

Ούτος δε ελθών και παρουσιασθείς μετά μεγαλοπρεπούς ευγενείας, ήρχισε μετά τας συνήθεις φιλοφρονήσεις να ερωτά τον γέροντα Μαλουκάτον, αν κατά τας περιηγήσεις αυτού ήκουσε να ομιλώσι περί του θαυμασίου βιβλίου, το οποίον εξέδωκε περί πανώλης, και του συστήματος αυτού περί της νόσου ταύτης. Επειδή δε ο Μαλουκάτος απεκρίθη αρνητικώς, ο Καραβινιέρος ανασπάσας τας οφρύς, «θέλω, είπε, να δώσω προς υμάς μικράν ιδέαν του αξιόλογου τούτου και σοφού συστήματός μου, εν τω οποίω τετραγωνικώς και αναντιρρήτως αποδεικνύω, ότι η πανώλη ούτε υπήρξεν, ούτε είναι ποτέ κολλητική ασθένεια, αλλ’ ουδέ δύναται ποτέ να διαδοθή διά της προσψαύσεως· αν δε και φιλανθρωπία φερόμενος εδημοσίευσα διά του τύπου το αξιόλογον τούτο σύστημά μου, του οποίου θέλω λάβει την τιμήν να προσφέρω προς υμάς εν αντίτυπον, εν τοσούτω όμως θέλω ειπεί ολίγα τινά επί του παρόντος προς υμάς, διά να πεισθήτε αδιστάκτως περί της λαμπράς ταύτης ανακαλύψεώς μου, και να βεβαιωθήτε, ότι ματαίως αι μέχρι τούδε περί πανώλης τραγελαφικαί ιδέαι των ιατρών εβασάνιζον αδίκως τους ανθρώπους διά των λοιμοκαθαρτηρίων και των λοιπών προφυλακτικών μέσων, αποδειχθέντων διόλου ανωφελών διά της ανακαλύψεως του ότι η πανώλης δεν είναι ποσώς κολλητική διά της προσψαύσεως.»

Και ταύτα λέγων ήρχισε να ρητορεύη μετά τοσαύτης αδολεσχίας και επί τοσαύτην ώραν, ώστε ο γέρων Μαλουκάτος και ο ανεψιός αυτού Λιγαρίδης είχον ήδη σχεδόν αποκοιμηθή, ότε υπάλληλός τις του Ελληνικού προξενείου εισελθών κατά σπουδήν, είπεν ότι η αυτού Υψηλότης ζητεί παραχρήμα τον αρχιατρόν Καραβινιέρον· ο δε, διακόψας αμέσως την σοφήν αυτού ομιλίαν και ζητήσας συγγνώμην παρά του Μαλουκάτου, ανεχώρησεν ευθύς, υποσχόμενος, ότι θέλει επανέλθει αύριον το πρωί αφεύκτως διά να επισκεφθή τον ασθενή.

Αλλά την επαύριον ο Πρόξενος επληροφόρησε τους δεσπότας μου, ότι ο αρχίατρος Καραβινιέρος, εξερχόμενος του ξενοδοχείου, και κατά την πρόληψιν του οικείου συστήματος εγγίσας αδιαφόρως καθ’ οδόν άνθρωπον υπό της πανώλης προσβεβλημένον, προσεβλήθη και αυτός, και ήδη κείται κακώς έχων· εν τοσούτω ένεκα των διαπληκτισμών των ιατρών και της βραδύτητος του να με επισκεφθώσι, διέφυγον το να περιπέσω εις τας χείρας αυτών· και απαλλαγείς του πυρετού διά μόνης της διαίτης, επανέλαβον την υγείαν μου άνευ ιατρικής βοηθείας.

Κεφάλαιον ΙΕ’.

Αι εντός τριών ωρών τέσσαρες μεγάλαι περιπέτειαι της ποτέ αδελφής μου.

Μετά την ανάρρωσιν της υγείας μου επληροφορήθην ακολούθως εκ των μετά του Μαλουκάτου και Λιγαρίδου ομιλιών διαφόρων επισήμων υποκειμένων, ότι η εν Παρισίοις ληστεύσασά με εκείνη απατεών, καταντήσασα επί τέλους εις Αλεξάνδρειαν, υπήρχεν εξ αρχής της εις ταύτην την πόλιν αφίξεως αυτής, το αντικείμενον της ομιλίας όλων των κατοίκων, ότι διηγουμένη αυτή περί εαυτής, ποτέ μεν ότι κατήγετο από τους Σάχας της Περσίας, ποτέ δε εξ ηγεμονικής τίνος οικογενείας των Ινδιών, ποτέ δε ότι ήτο θυγάτηρ επισήμου τίνος λόρδου της Αγγλίας, και άλλοτε χήρα Πρίγκιπός τινος Ιταλού, είχεν ελκύσει διά των συγκεχυμένων και αντιφατικών αυτής μύθων, την περιέργειαν των κατοίκων της Αλεξανδρείας και όλοι σχεδόν επεθύμουν να μάθωσι το έθνος, την καταγωγήν και την θρησκείαν του αλλόκοτου τούτου γραϊδίου, περί του οποίου τίποτε άλλο δεν εγνώριζον, ειμή μόνον ότι δεν ήτο νόμιμος σύζυγος του προξένου της Νεαπόλεως· αν δε και επί τέλους το κοινόν υποπτεύθη εκ τίνων λόγων και κινημάτων αυτής, ότι η γυνή αύτη δεν επρέσβευσε ποτέ την Χριστιανικήν θρησκείαν, αλλ’ είχε γεννηθή υπό τον νόμον του Μωυσέως, τα περιπλέον όμως της ιστορίας αυτής έμενον μυστηριωδώς πως κεκαλυμμένα. Επί τέλους ο θάνατος του λεγομένου συζύγου αυτής προξένου της Νεαπόλεως, επελθών κατά την εις Αίγυπτον διατριβήν ημών, ανεκάλυψε μέγα μέρος της αληθούς ιστορίας της γυναικός ταύτης, και ιδίως εβεβαίωσε την αμφιβαλλομένην θρησκείαν αυτής· διότι ο πρόξενος της Νεαπόλεως, εννοήσας τον θάνατον αυτού και θέλων να εγκαταλείπη εις την γυναίκα μετά της οποίας συνέζησε τοσαύτα έτη χρηματικήν περιουσίαν και κοινωνικήν τινα ύπαρξιν διά της εν αυτή διατηρήσεως του ονόματος αυτού, ιδών πλησιάζοντα τον θάνατον, προσεκάλεσε τους εν Αλεξανδρεία ιερείς της Δυτικής εκκλησίας, και παρεκάλεσεν αυτούς να συζεύξωσιν αυτόν εις γάμον μετ’ αυτής· αλλ’ ούτοι γνωρίζοντες ακριβώς την μυστηριώδη ιστορίαν και καταγωγήν της Δεσποίνης ταύτης, ηρνήθησαν να συζεύξωσιν εις γάμον Εβραίαν γυναίκα μετά Χριστιανού, εκτός αν αύτη συγκατένευε προηγουμένως να βαπτισθή. Επειδή δε ο καιρός δεν επέτρεπεν ουδεμίαν αναβολήν, διότι η αγωνία του θανάτου καταλαβούσα ήδη τον πρόξενον εβεβαίου ότι μετά τινας ώρας ούτος αποθνήσκει, η προξένισσα συγκατένευσεν αμέσως εις την πρότασιν ταύτην, και ούτως εν διαστήματι τριών ωρών η παράδοξος αύτη Δέσποινα κατηχήθη εις την Χριστιανικήν θρησκείαν, εβαπτίσθη, ενυμφεύθη και εχήρευσε.

Κεφάλαιον ΙΣΤ’.

Ο Λιγαρίδης συγγράφων τας περιηγήσεις αυτού κατά τον Ευρωπαϊκόν συρμόν.

Κατά την προπαραμονήν της εξ Αλεξανδρείας αναχωρήσεως ημών είχεν αρχήσει να πνέη πρωίαν τινά ο από μεσημβρίας ερχόμενος πνιγηρός και θερμός άνεμος, ο υπό των κατοίκων χαμσίν[3] ονομαζόμενος· ο άνεμος ούτος ομοιάζων λάβαν εξερχομένην από εκκαιομένης καμίνου, σκοτίζων τον αέρα διά της άμμου την οποίαν συνεπιφέρει εκ της ερήμου, αμαυρών τας ακτίνας του ηλίου και δίδων εις όλην την ατμοσφαίραν νεκρικήν όψιν, ήθελεν είσθαι θανατηφόρος εις τα ζώα και τα φυτά, εάν η ολεθρία αυτού πνοή διήρκει επί πολύ. Κατά θείαν όμως πρόνοιαν η διάρκεια του καταστρεπτικού τούτου ανέμου ουδέποτε εκτείνεται περισσότερον των 24 ωρών. Αλλά και κατά το διάστημα τούτο, οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας, και μάλιστα οι ξένοι, διά ν΄ αποφύγωσι τας ολεθρίας αυτού προσβολάς, πρέπει να κατακλεισθώσιν εντός των οικιών αυτών, εμποδίζοντες, όσον το δυνατόν, την συναφήν του αέρος των δωματίων μετά του υπό του ανέμου χαμσίν μεμιασμένου αέρος της ατμοσφαίρας.

Οι δεσπόται μου λοιπόν ειδοποιήθησαν περί τούτου υπό του προξένου της Ελλάδος και κλείσαντες τας θύρας και τα παράθυρα έμεναν εντός της οικίας δι’ όλης εκείνης της ημέρας· επομένως ο Λιγαρίδης μη έχων τι να πράξη, ενεθυμήθη, κατά την συνήθειαν των Ευρωπαίων περιηγητών, να συντάξη το ημερολόγιον της εν Αλεξανδρεία περιηγήσεως αυτού· εξαπλώσας λοιπόν επί μεγάλης τραπέζης τον τοπογραφικόν χάρτην της Αλεξανδρείας και συνάξας περί εαυτόν πλήθος βιβλίων διαφόρων Άγγλων και Γάλλων περιηγητών, ήρχισε να φυλλομετρά τα βιβλία και να παρατηρή επί του χάρτου τας διαφόρους θέσεις και μνημεία της Αλεξανδρείας. Ακολούθως διέτρεξε λεπτά τινα τον θάλαμον χειρονομών αλλοκότως και μετ’ απορίας, έπειτα με ένευσε να καλέσω τον υπηρέτην, τον οποίον διέταξε να κράξη εκεί τον ξενοδόχον ημών Αγκόπην, Αρμένιον το γένος, και τον υπάλληλον του Ελληνικού προξενείου Σολεϊμάν Αγά. Ελθόντων δε των δύο τούτων ανδρών, τους οποίους, επίσης κατά την Ευρωπαϊκήν συνήθειαν, ο Λιγαρίδης εξελέξατο ως συμβούλους των περί Αλεξανδρείας σπουδαίων απομνημονευμάτων αυτού, ο ανεψιός του Μαλουκάτου ήρξατο μετ΄ αυτών την ακόλουθον ομιλίαν.

Επεθύμουν, είπε προς τον ξενοδόχον Αγκόπην, να γράψω σπουδαία τινα απομνημονεύματα περί της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου κατά την ανταύθα διατριβήν μου· εις τούτο δε νομίζω ότι υμείς οι δύο είσθε οι καταλληλότεροι εις το να με βοηθήσητε εις τούτο διά των ακριβών γνώσεων, τας οποίας διά της πολυχρονίου ενταύθα διαμονής υμών απεκτήσατε βέβαια επί του αντικειμένου τούτου.

Θέλετε δηλαδή, απήντησεν ο ξενοδόχος, να συντάξητε το ημερολόγιον της εις Αίγυπτον περιηγήσεως υμών· και κατά τούτο όχι μόνον δύναμαι να δώσω προς υμάς τας ακριβεστέρας οδηγίας, αλλά και να απαλλάξω του κόπου της συντάξεως· διότι έχω συντεταγμένον το ημερολόγιον της περιηγήσεως της Αιγύπτου, το οποίον όλοι οι Γάλλοι και Άγγλοι περιηγηταί λαμβάνοντες παρ’ εμού αντιγράφουσι, μεταβάλλοντες έκαστος τινά κύρια ονόματα, τας ημερομηνίας και τινας φράσεις·  και ταύτα λέγων έτρεξε και έφερε το περί ου ο λόγος υπόδειγμα Ευρωπαϊκού της Αιγύπτου ημερολογίου.

Και ο μεν Λιγαρίδης λαβών εις χείρας το βιβλίον εφυλλομέτρει αυτό μετά γελοίως σοβαράς σπουδής· εγώ δε ακούων ταύτα και ενθυμηθείς τας ποτέ ομοίας φύσεως κατά την Ελλάδα και Τουρκίαν περιηγήσεις μου, τα προς τούτο βοηθήματά μου εκ των διά του Δον-Γκιουρουμή και Αβραμάτζου εν Σμύρνη συλλεχθέντων πηγών προς σύνταξιν του περίφημου συγγράμματός μου, και τα επί τη προφάσει ταύτη αρπαγέντα μοι χρήματα, εστέναζον βλέπων τον δεσπότην μου Λιγαρίδην κυριευμένον υπό της αυτής μωρίας, και εφοβούμην μήπως και αυτός κατά το τέλος των σπουδαίων αυτού περιηγήσεων απαντήση Κομητέσσαν τινά, άγνωστον αδελφήν αυτού, και τινα προγάστορα ξενοδόχον, οίτινες να προμηθεύσωσιν εις αυτόν την ευκαιρίαν του να αξιωθή των ευγενών φιλοφρονήσεων εισαγγελέως τίνος του συρμού.

Εν τοσούτω ο Λιγαρίδης είχεν ευχαριστιθή μεγάλως εις τα σπουδαία εμπεριεχόμενα, τα οποία επιτροχάδην παρετήρησεν εν τω ρηθέντι υποδείγματι Ευρωπαϊκού ημερολογίου, και αποτεινόμενος προς τον ξενοδόχον, έχει καλώς, είπεν, ως προς τούτο· αλλά μένει εισέτι δυσκολία τις εις την οποίαν θέλω να με βοηθήσης. Γνωρίζεις ότι οι Ευρωπαίοι περιηγηταί  συνεθίζουσι να εγγράφωσι και το όνομα αυτών επί των μνημείων τα οποία επεσκέφθησαν ή υποθέτουσιν ότι επεσκέφθησαν. Επειδή λοιπόν επεθύμουν να εγγράψω και εγώ το όνομά μου επί της υψηλοτέρας των Πυραμίδων, επί της κορυφής της στήλης του Πομπηίου και επί της βελόνης της Κλεοπάτρας, σε παρακαλώ να με εύρης επιτήδειόν τινα εργολάβον, όστις διά πληρωμής vα εγχαράξη ως εκ μέρους μου τας επιγραφάς ταύτας. Όσον κατά τούτο, απήντησεν ο ξενοδόχος, ο φίλος μου Σολεϊμάν Αγάς γνωρίζει Ιουδαίον τινα, όστις έχει τούτο ως επάγγελμα, λαμβάνων ανά εv δίστηλον δι’ έκαστον χαρακτήρα, μετρίαν τινα πληρωμήν διά τα έξοδα και τους κόπους αυτού, και ό,τι έκαστος Ευρωπαίος περιηγητής θελήση να φιλοδωρήση αυτόν. Γράψατε λοιπόν επί χάρτου τας επιγραφάς ταύτας διά να απέλθη αμέσως και να φροντίση περί της ακριβούς αυτών εγχαράξεως επί των αρχαιολογικών μνημείων της Αιγύπτου. Εν τω χειρογράφω μου μάλιστα ευρίσκονται προς το τέλος διάφοροι τοιαύται επιγραφαί επισήμων Ευρωπαίων περιηγητών, εξ ων δύνασθε να εκλέξητε όσας θέλετε.

Ο Λιγαρίδης έδειξε μεγάλην χαράν διά την εξομάλυνσιν της δυσκολίας ταύτης, και εξετάσας κατ΄ επανάληψιν όλας τας εν τω χειρογράφω επιγραφάς, αντέγραψε τρεις, τροποποίησας αυτάς κατά μέρος, και στραφείς προς τον ξενοδόχον Αγκόπην είπε προς αυτόν, να κράξωσιν εκεί και τον Ιουδαίον εργολάβον, διά να διαπραγματευθώσι μετ΄ αυτού, περί της εγχαράξεως αυτών εφ’ εκάστου των τριώv αρχαιολογικών μνημείων της Αιγύπτου. Αι δε εκλεχθείσαι και τροποποιηθείσαι επιγραφαί ήσαν αι ακόλουθοι.

Η επί της κορυφής της παρά το Κάϊρον μεγάλης πυραμίδος.

ΛιγαρΙδης ο του Βένια, ανέβη ενταύθα πρώτος πάντων των περιηγητών του κόσμου· 25 Απριλίου 1835.

Η επί της κορυφής της εν Αλεξανδρεία στήλης του Πομπηίου.

ΛιγαρΙδης ο του Βένια ανέβη έφιππος ενταύθα· 25 Απριλίου 1835.

Η επί της βελόνης της Κλεοπάτρας.

ΛιγαρΙδης ο του Βένια επισκεφθείς το μνημείον τούτο ανεκάλυψε, βοηθεία των εις τον πολιτικόν και εμπορικόν κώδικα σοφών σχολίων του Δουραντώνος και Παρδεσσίου, ότι η βελόνη αύτη ήτον εκείνη, δι’ ης η Κλεοπάτρα έρραπτε τα υποκάμισα του Καίσαρος· 25 Απριλίου 1835.

Ο ξενοδόχος Αγκόπης λαβών τας τρεις ταύτας επιγραφάς, και μετρήσας τα στοιχεία και ευρών αυτά μετά μεγάλης ευχαριστήσεως 342, εξηκολούθησε την εις Αραβικήν γλώσσαν μετά του Σολεϊμάν Αγά και του εργολάβου Ιουδαίου περί εγχαράξεως αυτών διαπραγμάτευσιν, και μετά τινας δήθεν φιλονεικίας και χειρονομίας, μεταξύ των τριών τούτων εντίμων υποκειμένων, στραφείς προς τον Λιγαρίδην, τέλος πάντων, είπεν, εμείναμεν σύμφωνοι ν’ αναλάβη ο Σολεϊμάν Αγάς το έργον της εγχαράξεως των τριών τούτων επιγραφών κατ’ αποκοπήν διά μόνον πεντακόσια δίστηλα, συμπεριλαμβανομένων εν τη ποσότητι ταύτη όλων των εξόδων της εγχαράξεως, οδοιπορίας, κόπων, και του προς τον εργολάβον συνήθους δώρου· η δε πληρωμή αύτη είναι μετριωτάτη, και βεβαιωθήτε ότι ουδέποτε περιηγητής επλήρωσεν ευθηνότερα.

Ο Λιγαρίδης και τοι ευρών μετριωτάτην την χρηματικήν ταύτην πληρωμήν, ως προς την εκ της εγχαράξεως των τριών τούτων επιγραφών μέλλουσαν να προκύψη αιώνιον δόξαν, αναλογιζόμενος όμως ότι ο μεν θείος αυτού Μαλουκάτος δεν ήθελε χορηγήσει ποτέ εις αυτόν τοσαύτην ποσότητα χρημάτων προς απόκτησιν τοιούτου είδους δόξης, αυτός δε δεν είχεν υπό την διάθεσιν αυτού τοσαύτην χρηματικήν ποσότητα, περιέπεσεν εις μεγάλην αμηχανίαν ένεκα του νέου τούτου προσκόμματος. Αλλ’ η μεγαλόνοια του Αρμενίου ξενοδόχου, του Ιουδαίου εργολάβου και του υπαλλήλου του Ελληνικού προξενείου, συνδιαλεχθέντων εκ νέου περί του αντικειμένου τούτου, εξοικονόμησε και ταύτην την δυσκολίαν, και συνεφωνήθη να δώση ο Λιγαρίδης προς τον ξενοδόχον Αγκόπην συναλλαγματικήν 500 διστήλων, πληρωτέων μετά τον θάνατον του θείου αυτού Μαλουκάτου, μετά τόκου προς 20 μόνον τοις 0/0 μέχρι της ημέρας της πληρωμής· ούτος δε να εγγυηθή ιδιαιτέρως προς τον Ιουδαίον εργολάβον περί της πληρωμής αυτού.

Ο Λιγαρίδης ενθυμηθείς ότι και άλλοτε ο φίλος και συμπολίτης αυτού δικηγόρος Πηγαδοστομίδης έδωκεν εις αυτόν παρομοίαν συμβουλήν, εδέχθη ευχαρίστως την πρότασιν, και γράψας και υπογράψας τοιαύτην συναλλαγματικήν ενεχείρισεν αυτήν εις τον Αρμένιον ξενοδόχον· και ούτως οι τρεις συμβοηθοί των εις Αίγυπτον περιηγήσεων του Λιγαρίδου σνεχώρησαν διά να φροντίσωσιν αμέσως περί της εκτελέσεως της παραγγελίας αυτού.

Κεφάλαιον ΙΖ΄.

Σκέψεις του Μαλουκάτου επί του ημερολογίου του Λιγαρίδου.

Ο Λιγαρίδης μείνας μόνος ήρχισε να φυλλομετρά το οποίον είχε λάβει παρά του ξενοδόχου Αγκόπου υπόδειγμα των εις Αίγυπτον περιηγήσεων· και αντιγράφων διάφορα τεμάχια, ποτέ μεν απ’ αυτού, ποτέ δε από των περί αυτόν Αγγλικών και Γαλλικών βιβλίων, άλλοτε δε σχεδιάζων και ο ίδιος κατά μίμησιν των πρωτοτύπων διάφορα ανύπαρκτα περιστατικά, τα μεν απίθανα, τα δε διόλου ασήμαντα, είχεν ήδη συντάξει αηδή τινα και αλλόκοτον συρραφήν ψευδών και απιθάνων συμβεβηκότων και μωρών διηγημάτων, ότε ο Μαλουκάτος εισελθών εις τον θάλαμον ηρώτησεν αυτόν, εις τι ενασχολείται και δεν εφάνη δι’ όλης της ημέρας.

Εις την σύνταξιν του ημερολογίου των εις Αίγυπτον περιηγήσεών μου, το οποίον μόλις ετελείωσα, απήντησεν εναβρυνόμενος ο Λιγαρίδης και δεικνύων τα επί της τραπέζης έγγραφα αυτού.

Ο Μαλουκάτος λαβών εις χείρας τα έγγραφα ταύτα ήρχισε να αναγινώσκη το ημερολόγιον του Λιγαρίδου· αλλ’ αδιάκοπος δυσαρέσκεια εκφραζομένη ποτέ μεν δια σοβαρού κινήματος της κεφαλής, ποτέ δε δια χειρονομιών μετά αγανακτήσεως, ή διαστροφής του προσώπου, εξέφραζεν επαρκούντως την απαρέσκειαν και θλίψιν του φρονίμου γέροντος δια την μωρίαν του ανεψιού αυτού· τελειώσας δε την ανάγνωσιν ταύτην εκάθισεν επί του παρακειμένου σκίμποδος και καλέσας τον Λιγαρίδην να καθίση ομοίως, ωμίλησε προς αυτόν ως ακολούθως.

Η εκπαίδευσις των ευκαταστάτων Ελλήνων κατά την εποχήν μου, Λιγαρίδη, περιωρίζετο εις μόνην την ανάγνωσιν και γραφήν της γλώσσης ημών και την πρακτικήν αριθμητικήν. Ολίγοι δε τινες εδιδάσκοντο και τινα μαθήματα της Ελληνικής γλώσσης, τα παρά των σημερινών ονομαζόμενα ξηρά γραμματικά, και μολαταύτα φαίνεται ότι η κατά τα πάτρια έθιμα ανατροφή αύτη των νέων, αν και περιωρισμένη, αλλά γινομένη υπό την προστασίαν και εποπτείαν των ιδίων αυτών γονέων και συγγενών, εκαρποφόρει ικανώς, ανέπτυσσε το λογικόν των νέων και καθίστα νουνεχείς και χρησίμους εις εαυτούς και την κοινωνίαν· αφού δε προ τίνων ετών παρεισέφρησε και εις ημάς η συνήθεια της εν αλλοδαπή ανατροφής των νέων, παρετήρησα μετά πολλών άλλων, ότι οι πλείστοι των εκεί μαθητευόντων, επανέρχονται εις την Ελλάδα αμαθείς, μωροί, δοκησίσοφοι, και πολλοί εξ αυτών εις άκρον διεφθαρμένοι· και βέβαια δεν ηδύνατο να αποβή άλλως πως. Διότι οι νέοι ούτοι ριπτόμενοι διά μιας εις τόπους, των οποίων αγνοούσι την γλώσσαν, των οποίων τα ήθη, έθιμα και πολίτευμα είναι όλως αντίθετα προς τα των πατρίδων αυτών, στερημένοι πάσης οδηγίας, συμβουλής και προστασίας, έχοντες πολλοί υπό την διάθεσιν αυτών οπωσούν ικανά χρήματα, και μη κατεχόμενοι υπό της αιδούς, την οποίαν εμπνέει εις τας ψυχάς των νέων η υπό των οικείων γνώσις των παρεκτροπών αυτών, ως όντες άγνωστοι εις όλους τους κατοίκους της Ευρωπαϊκής πόλεως εν η ζώσι, εκτραχηλίζονται εντός ολίγου εις την εσχάτην διαφθοράν, και αντί να καταγίνωνται εις μαθήματα, κατατρίβουσι τον καιρόν αυτών εις ματαίας περιδιαβάσεις, εις χορούς, εις θέατρα και εις αθεμίτους σχέσεις, γράφοντες κατά μήνα ανά μίαν επιστολήν προς τους συγγενείς αυτών, αρχομένην από της απαριθμήσεως των ονομάτων δεκαπέντε επιστημών, περί τας οποίας λέγουσιν ότι ασχολούνται, και τελειουμένην εις τα στερεότυπα παράπονα, ότι το μηνιαίον δεν εξαρκεί προς αγοράν τοσούτων βιβλίων και πληρωμήν ιδιαιτέρων διδασκάλων, εν ω τα χρήματα ταύτα ρίπτονται εις τα θέατρα, εις τα καφφενεία και εις τας κακοηθεστέρας χρήσεις. Την τοιαύτην αθλίαν διαγωγήν πολλών τοιούτων Ελλήνων μαθητών της Ευρώπης είχον την δυστυχίαν και ιδίοις οφθαλμοίς να παρατηρήσω κατά την εις τινας πόλεις αυτής προσωρινήν διατριβήν μου, και παρ’ άλλων αξιοπίστων ομογενών να πληροφορηθώ· ήδη δε παρατηρώ εξ ότου επέστρεψας, ότι και συ όχι μόνον ουδόλως ωφελήθης εκ της μακροχρονίου εν Ευρώπη και Αμερική μαθητεύσεώς σου, αλλά μάλιστα και κατέστης μωρότερος, εάν δεν απέκτησας, ως φοβούμαι, και σοβαροτέρας άλλας Ευρωπαϊκάς κακοηθείας.

Ειπέ μοι, σε περακαλώ, εις τι θέλει σε χρησιμεύσει η συρραφή τοσούτων αναιδών ψευδών και αηδών φλυαριών και τοσούτων ατόπων ψιττακισμών, τα οποία συνέρραψας ενταύθα εν είδει ημερολογίου περιηγήσεως, τολμών μάλιστα να γράψεις, ότι θέλεις δημοσιεύσει αυτό δια του τύπου προς όφελος του ανθρωπίνου γένους; Πού είδες συ τας πυραμίδας της Αιγύπτου; και πώς ανέβης πρώτος εις την κορυφήν μιας εξ αυτών εv έτει 1835, εν ω κατ΄ έτος από τοσούτων αιώνων αναβοκαταβαίνουσι μυριάδες άνθρωποι; υπάρχει γελοιωδεστέρα μωρία, ή το να μη γνωρίζης, ότι η λεγομένη βελόνη της Κλεοπάτρας είναι λίθινος οβελίσκος, ζυγίζων πολλάς χιλιάδας οκάδων, αλλά να θαρρής, ότι είναι βελόνη δι ης αι γυναίκες ράπτουσιν; Έπειτα ποίαν ωφέλειαν δύνανται να λάβωσιν οι άνθρωποι αναγινώσκοντες εν τω συγγράμματί σου ότι συ εις τας 17 Απριλίου έφαγες αξιολόγους μπανάνας, και ότι εις εξ αυτών ήτο πολύ ώριμος; ότι εις τας 18 του ιδίου μηνός έφαγες πολύ εις την τράπεζαν του προξένου της Ελλάδος; ότι μετά ταύτα υπήγες εις το καφφενείον και έπαιξας τας σφαίρας; ότι εξερχόμενος εκείθεν είδες δύο γυναίκας εκ της Αβυσσηνίας και εσυμπέρανας εκ της ηλικίας αυτών, ότι η μία πρέπει να ήτο μήτηρ της άλλης και άλλας τοιαύτας αργολογίας; και προ πάντων προφανέστατα ψεύδη;

Αλλά, θείε, ο συμπολίτης ημών και φίλος μου δικηγόρος Πηγαδοστομίδης μ΄ έλεγε συνεχώς, ότι η βάσις του κοινωνικού βίου των μεγάλων ανδρών πρέπει να ήναι το ψεύδος· ότι δια να ζη τις ευτυχής και να θαυμάζηται εν τω κόσμω, δεν έχει χρείαν να ήναι ούτε τίμιος, ούτε δίκαιος, ούτε πεπαιδευμένος· φθάνει μόνον να γνωρίζη να υποκρίνηται ευστόχως, και να φωνασκή αδιακόπως υπέρ της αρετής και της ικανότητος, και τότε δύναται να κατορθώση τα μεγαλήτερα αυτού συμφέροντα, εν ω εάν θελήση ν΄ ακολουθή πραγματικώς τους κανόνας της αρετής, ο έλεγχος της συνειδήσεως και όλα τα γελοία αυτής παραγγέλματα θέλουσιν αποτρέπει αυτόν καθ’ εκάστην από των κερδαλαιοτέρων επιχειρήσεων· ότι ένεκα τούτου αυτός είχεν ως βάσιν και θεμέλιον του ιδίου αυτού συστήματος, την υπόκρισιν, το ψεύδος, και την απάτην, δι ων κατώρθωσε πολλάκις λαμπρά και μεγάλα συμφέροντα.

Γνωρίζω προ καιρού, επανέλαβε σοβαρώς ο Μαλουκάτος, ότι τοιαύται είναι αι αρχαί της ηθικής του αθλίου τούτου δικηγορίσκου· ότι ο Πηγαδοστομίδης έχων, φαίνεται, εκ φύσεως νουν μοχθηρόν και διάθεσιν διεστραμμένην, απερρόφησε, μάλλον παντός άλλου Έλληνος, όλας τας Ευρωπαϊκάς κακοηθείας, χωρίς να ωφεληθή ουδόλως εκ της εν τη Αμερική διατριβής αυτού· η κυριωτέρα μάλιστα αιτία δι’ ην σε είχον διατάξει εσχάτως να έλθης πλησίον μου υπήρξε το να σε αποσπάσω από της μετά τοιούτου διεφθαρμένου ανθρώπου σχέσεως, και ήδη τρέμω φοβούμενος μήπως η πρόνοιά μου αύτη ελήφθη πολλά αργά!... γνωρίζεις δε ότι η συμφορά αύτη θέλει είσθαι θανατηφόρος δι’ εμέ, όστις εθεμελίωσα επί σε την ανάστασιν της οικογενείας μου, αφ΄ ότου εστερήθην πάσης ελπίδος προς ανεύρεσιν της μονογενούς θυγατρός μου και εξαδέλφης σου Μαριέτας. Είπε· και δάκρυα κατεκύλισαν επί των ρερυτιδωμένων παρειών του άπαιδος γέροντος· αι δε παρατηρήσεις αυτού, και προ πάντων αι περί της ηθικής του Πηγαδοστομίδου επικρίσεις και το όνομα της Μαριέτας, κατετάραξαν τας αισθήσεις του Λιγαρίδου, ως θορυβεί τον δολοφόνον η καθ’ ύπνους όψις του αιματοφύρτου θύματος· ωχρός και άφωνος προσήλωσε τους οφθαλμούς αυτού εις το έδαφος· η μετάνοια και η διαφθορά αντεπάλαιον εις τα βάθη της κούφου αυτού καρδίας, και πολυειδείς αντίθετοι λογισμοί κατεσπάραττον εναλλάξ την ευόλιτον αυτού ψυχήν. Παρατηρών δε μετά προσοχής τον συνταράξαντα τας αισθήσεις τον Λιγαρίδου έλεγχον της συνειδήσεως είχον νομίσει, ότι ητοιμάζετο να ριφθή εις τας πόδας του ευεργέτου και θείου αυτού, να ομολογήση όσα εγνώριζε και έπραξε περί της Μαριέτας, και να ζητήσει συγχώρησιν της παρελθούσης κακής αυτού διαγωγής... αλλ’ ο δυστυχής γέρων είχε προφητεύσει· διότι η περίστασις αύτη απέδειξεν, ότι η περί του ανεψιού αυτού πρόνοια ελήφθη τω όντι πολλά αργά!

Κεφάλαιον ΙΗ΄.

Η Ασθένεια.

Την επαύριον της σκηνής ταύτης επιβιβασθέντες του Αγγλικού ατμοπλόου ανεχωρήσαμεν εξ Αλεξανδρείας και μετά τινων ημερών ατάραχον θαλασσοπλοίαν εφθάσαμεν εις Λονδίνον. Δύο δε ημέρας μετά την άφιξιν ημών εις την μεγαλούπολιν ταύτην ησθένησα πάλιν υπό πυρετού πολύ σφοδροτέρου και κακοηθεστέρου εκείνου, τον οποίον είχον υποφέρει εν Αλεξανδρεία. Ευρισκόμην δε εν τοιαύτη αθλία καταστάσει, ώστε η εν τη ζωή ύπαρξίς μου δεν διεκρίνετο, ει μη εκ της φλογώδους θέρμης όλου του σώματος και των βαρέων και πνιγηρών ήχων της καταπιεζομένης αναπνοής μου· οι δεσπόται μου είχον προσκαλέσει αλληλοδιαδόχως πολλούς Ιπποκράτας της πρωτευούσης της Αγγλίας, αλλ’ όλοι ούτοι διά διαφόρων υψηλών και πολυμαθεστάτων συλλογισμών εσυμπέρανον σοφώς και απέδειξαν εναργώς, ότι είμαι ασθενής, και ότι πάσχω υπό πυρετού, ή σπληνός, ή γαστροεντερίτιδος, ή εγκεφαλίτου· ότι η ασθένειά μου προήρχετο εκ κρυολογήματος, ή εκ της εξάψεως του αίματος, ή εκ του στομάχου, ή εκ της μεταβολής του κλίματος, ή τέλος εξ αγνώστου τινος αιτίας· και ότι επειδή η φυσική ενέργεια του μηχανικού οργανισμού του σώματος παρεξετράπη της τροχιάς της τακτικής πορείας των εργασιών αυτής εκ της αντενεργείας τινός των ρηθεισών αιτιών, είναι ανάγκη να επαναφέρωσιν αυτήν εις την προτέραν αυτής κατάστασιν διά των βοηθημάτων της επιστήμης.

Αλλ’ η εκ των φιλοσοφικών τούτων σκέψεων και ωραίων συλλογισμών πηγάζουσα συμφορά ήτο το ότι οι εξοχώτατοι ούτοι διεφώνουν τα μέγιστα ως προς το είδος των επιστημονικών βοηθημάτων, τα οποία ώφειλον να μεταχειρισθώσι κατά την προκειμένην περίστασιν· διότι άλλοι μεν εγνωμοδότουν, ότι επειδή η ασθένειά μου προέρχεται εκ της εξάψεως του αίματος, θέλω αποθάνει, εάν δεν με εκθέσωσιν αμέσως εις το ύπαιθρον, επιθέτοντες παγετούς εφ΄ όλου του σώματός μου· οι δε διισχυρίζοντο, ότι η ασθένειά μου προέρχεται εκ κρυολογήματος, και επομένως είναι ανάγκη να με βάλωσιν εντός θερμού λουτρού και να προκαλέσωσι γενικόν ιδρώτα, χωρίς δε της δραστηρίου ταύτης βοηθείας, αποθνήσκω αφεύκτως· έτερός τις είπεν, ότι εάν δεν  μεταχειρισθώσιν αφθόνους αφαιμάξεις, θέλω αποθάνει μετά δύο ώρας· αλλ’ άλλος τις πυρρός προγάστωρ απήντησε καγχλάζων, ότι η ελαχίστη αφαίμαξις θέλει με επιφέρει τον θάνατον, και διά ν΄ αποδείξη το αλάνθαστον της επιστημονικής αυτού διαγνώσεως επρόβαλε, κτυπών την χείρα επί της τραπέζης, ότι στιχηματίζει να πληρώση δέκα λιτρών ροσμπίφ, και παρεκάλει τους δεσπότας μου να στέρξωσι, τουλάχιστον χάριν περιεργείας, εις την δοκιμασίαν του μέσου τούτου της θεραπείας, δι’ ου ή θέλει αποδειχθή η επιστημονική αυτού υπεροχή, ή θέλει ζημιωθή ο ίδιος την τιμήν δέκα λιτρών ψητού κρέατος.

Αι αντίθετοι αύται γνώμαι και διισχυρισμοί ηρέθησαν και εξήψαν την φύσει ευερέθιστον μαύρην χολήν των Άγγλων Ιπποκρατών. Αι δε φιλονεικίαι και διισχυρισμοί προέβησαν εις κραυγάς και κατ΄ αλλήλων ύβρεις και απειλάς, και ο θάλαμος ωμοίαζε μάλλον καπηλείον μεθυσμένων ναυτών, ή θάλαμον ασθενούς, περιορισμένου υπό εξευγενισμένων μαθητών της θείας επιστήμης. Επί τέλους εις των ιατρών, μεγαλοφωνότερος των άλλων, επέτυχε να κατευνάσει την φρικτήν ταύτην επιστημονικήν τρικυμίαν διά της ακολούθου σοφής αυτού δημηγορίας.

«Όλοι ημείς οι παρόντες εξοχώτατοι, είπε μετά σοβαράς κατανύξεως, έχομεν δίκαιον· εάν δε διαφωνώμεν προς αλλήλους ως προς την χρήσιν των θεραπευτικών μέσων, τούτο προέρχεται εκ της διαφοράς του συστήματος, εις το οποίον έκαστος ημών εξερχόμενος του πανεπιστημίου προσεκολλήθη· επειδή δε πάντα τα συστήματα ταύτα υπάρχουσιν ανεγνωρισμένα ως άριστα υπό των σοφών της Ευρώπης, και επομένως πάντα δύνανται να επιδαψιλεύσωσιν εις τον ασθενή την ζωήν, ή και αν επιφέρωσι τον θάνατον, πληροφορούσιν όμως τον ασθενή ότι απέθανε κατά τους κανόνας της επιστήμης, και επειδή οι παρόντες ιατροί ευρέθημεν ακολουθούντες έκαστος διάφορον θεραπευτικής σύστημα, η δε αξιοπρέπεια της υψηλής ημών επιστήμης, το συμφέρον της εξασκήσεως του επαγγέλματος, και η προς τους ιδίους πελάτας ιατρική υπόληψις εκάστου δεν επιτρέπουσιν εις ουδένα να παραχωρήση τα πρωτεία εις το σύστημα του ετέρου, και επειδή λαμβάνοντες το δίπλωμα του να μετερχώμεθα την επιστήμην ημών ορκιζόμεθα, ότι θέλομεν οδηγείσθαι υπό μόνης της φιλανθρωπίας, χωρίς ποτέ να παρασυρώμεθα υπό παθών, προλήψεων και ιδιοτελειών, ανάγκη, διά να ομονοήσωμεν πάντες, να αναφερθώμεν εις την κρίσιν αυτής ταύτης της ασθενείας· και τούτο δεν δύναται άλλως να κατορθωθή ειμή διά του ζωικού μαγνητισμού. Προβάλλω λοιπόν να μαγνητίσωμεν τον ασθενή, και τότε αυτός θέλει ομολογήσει προς ημάς το ίδιον πάθος και την κατάλληλον αυτού θεραπείαν.»

Ελαφρός ψιθυρισμός αποδοχής των λεγομένων διεδέχθη την ομιλίαν του Μεσμεριστού ιατρού και αι προς μαγνητισμόν ετοιμασίαι είχον ήδη αρχήσει, ότε ο γέρων Μαλουκάτος, όστις δυσαρεστηθείς είχεν εξέλθει του θαλάμου κατά την προηγουμένην θορυβώδη σκηνήν, επανελθών και πληροφορηθείς την απόφασιν των εξοχωτάτων, κινήσας την κεφαλήν και μειδιάσας, «έχει καλώς, είπεν εξοχώτατοι, η περί του μαγνητισμού του ασθενούς ιδέα υμών· αλλ’ εις ποίαν γλώσσαν νομίζετε, παρακαλώ, ότι ο πίθηκος του ανεψιού μου, αφού μαγνητισθείς αποκοιμηθή, δύναται να εκφράση προ υμάς το πάθος υφ’ ου ενοχλείται, και τον καταλληλότερον τρόπον τον οποίον δύνασθε να μεταχειρισθήτε προς θεραπείαν αυτού;»

Η εξακολούθησις της αναπτύξεως της δυσκόλου ταύτης προτάσεως του Μαλουκάτου διεκόπη, κατά καλήν τύχην των ιατρών, εκ της αιφνηδίου εισόδου του Λιγαρίδου, όστις εισελθών ενεχείρησεν επιστολήν προς τον θείον αυτού, μετά την ανάγνωσιν της οποίας ο γέρων είπε προς τον Λιγαρίδην, ότι μεγάλα και κατεπείγοντα οικογενειακά συμφέροντα απαιτούσι να μεταβώσιν αμφότεροι εις Κωνσταντινούπολιν. Και επειδή υπήρχεν αδύνατον να με συμπαραλάβωσι μετ΄ αυτών ασθενή και σχεδόν ψυχορραγούντα, ενεκρίθη να με μεταφέρωσιν εις το σημαντικώτερον Νοσοκομείον του Λονδίνου, όπου και με μετεκόμισαν αυθημερόν επί φορείου.

Επί κλίνης κείμενος εντός του Νοσοκομείου τούτου περιεκυκλώθην υπό πλήθους διαφόρων την όψιν ιατρών και φιλοσόφων, γνωμοδοτούντων αλλοπροσάλλως και προσδοκόντων ανυπομόνως καθ΄ ημέραν, ως οι ανεψιοί των αγάμων θείων, τον από στιγμής εις στιγμήν επαπειλούμενον θάνατόν μου, διά να πλουτήσωσιν, ως ενόμιζον, την επιστήμην διά των εκ της ανατομίας μου φώτων... Και Κύριος οίδε, δι’ οποίων τερατωδών συστημάτων οι γεννάδες ούτοι ήθελον επαυξήσει το χάος των φιλοσοφικών αυτών ιδεών, εάν ανατέμνοντες το σώμα μου ήθελον εύρει, ότι είχον τον αυτόν εσωτερικόν διοργανισμόν προς τον του ανθρώπου! οποίοι τότε φιλοσοφικοί διαπληκτισμοί! οποίαι εξυβρίσεις! οποίαι μονομαχίαι και απαγχονισμοί! .... ο θεός εφείσθη βέβαια διά της αναρρώσεώς μου της αληθούς επιστήμης και της ησυχίας του ανθρωπίνου νοός.

Εκ του Νοσοκομείου με παρέλαβεν ο απαγχονισθείς λόρδος, παρά του οποίου με είχες αγοράσει εις Λονδίνον· αλλά ποιαι συμφωνίαι προηγήθησαν μετά του Λιγαρίδου και πώς μετέβην εις την κατοχήν εκείνου του λόρδου, δεν ηδυνήθην ποτέ να εξακριβώσω. Διότι ο Άγγλος ούτος δεσπότης μου είχε τοσαύτην προς το ψεύδεσθαι ευγενή κλίσιν και έξιν, ώστε διηγείτο περί εμού, ποτέ μεν ότι κυνηγών εις την Αφρικήν με συνέλαβεν ο ίδιος κοιμώμενον επί τινος δένδρου, ποτέ δε ότι αυθόρμητος παρηκολούθουν αυτόν επί πολλάς ημέρας εις την έρημον της Αραβίας, συλλαβών, ως έλεγεν, εξιδιάζουσαν υπόληψιν προς τον ελεύθερον και ειλικρινή αυτού Αγγλικόν χαρακτήρα, και τοσαύτα άλλα αναιδή ψεύδη, ώστε ολίγον έλειψε να συγχύση επί τοσούτον τας ιδέας μου, ώστε να λησμονήσω και αυτός εγώ την αληθή ιστορίαν της καταγωγής μου.

Τοιαύτη υπήρξεν η από της αποφράδος εκείνης ημέρας της 15 Μαρτίου 1825 συνέχεια των συμβεβηκότων μου, δι’ ων η θεία δίκη ηθέλησε να εξιλεώσω την κατά του ιδίου μου ευεργέτου αποτρόπαιον δολοφονίαν, μέχρις ου μετέβην υπό την δεσποτείαν σου και μέχρι της ώρας, καθ΄ ην η ευσπλαγχνία του Θεού ηυδόκησε να με επιδαψιλεύση την συγχώρησιν του φρικτού εγκλήματός μου και να επιτρέψη την εις εμέ επάνοδον του λόγου. Κατελθών δε κατ’ εκείνην την ώραν εκλείσθην εντός του θαλάμου μου και εδόξασα την μη θέλουσαν τον θάνατον του αμαρτωλού άπειρον ευσπλαγχίαν του Θεού· ελπίζω δε ότι και εις το εξής, σωφρονισθείς υπό των συμφορών μου, θέλω προσπαθήσει να φανώ το κατά δύναμιν ωφέλιμος εις την κοινωνίαν διά της πράξεως της αρετής, και των μικρών οδηγιών, τας οποίας ως εκ των παθημάτων μου δύναμαι να χορηγήσω προς τους νεωτέρους μου· είχον μάλιστα να σε είπω πολλά και αναγκαία περί της διαγωγής σου, χρηζούσης γενικής μεταρρυθμίσεως· αλλά τούτο μεν θέλομεν αναβάλλει εις καταλληλότερον καιρόν· ήδη δε ελπίζω, ότι δεν θέλεις με αρνηθή την ακόλουθον χάριν· γνωρίζεις ότι ενταύθα είμαι γνωστός τοις πάσιν ως πίθηκος· η δε παράδοξος αύτη εις άνθρωπον μεταμόρφωσίς μου θέλει κινήσει την γενικήν περιέργειαν, και με επιφέρει ανυποφόρους ενοχλήσεις· σε παρακαλώ λοιπόν να με δώσης την άδειαν και τα μέσα του να μεταβώ εις Σύρον, ήτις, ως ακούω, είναι η μάλλον πεπολισμένη πόλις της Ελλάδος, και αφ’ ου ενδυθώ και ετοιμασθώ εκεί ως άνθρωπος, θέλω μεταβή εις Αθήνας και τελειώσει τας ημέρας μου πλησίον σου, προσπαθών να σοι χρησιμεύσω το κατά δύναμιν. Επιθυμώ προς τούτοις και σε παρακαλώ να μην ομιλήσεις εις ουδένα περί της παραδόξου ταύτης μεταμορφώσεως μέχρι της επιστροφής μου.

Ως προς τούτο, απήντησεν ο Καλλίστρατος, έσο βέβαιος, ότι συναριθμούμενος μεταξύ των αρίστων διπλωματών της μεγάλης ιδέας, γνωρίζω να φυλάττω το μυστικόν και όταν ακόμη ήναι αναγκαία η κοινοποίησις αυτού· παραδεχόμενος δε την πρότασίν σου, σε δίδω και 500 δίστηλα δι’ έξοδά σου, και είσαι ελεύθερος να μεταβής εις Σύρον, ή όπου αλλαχού θέλης.

Και την επαύριον ο Ξουθ επιβιβασθείς του Αυστριακού ατμοπλόου ανεχώρησεν εις Σύρον.

 



[1] Κοραή Προλεγόμενα εις Ισοκράτην και Πλούταρχον.

[2] Αυτόθι.

[3] Χαμσίν δηλοί εν τη Αραβική γλώσση πεντήκοντα· Ωνομάσθη δε ο άνεμος ούτος χαμσίν, ως πνέων εκ διαλειμμάτων κατά την πεντηκοστήν του Πάσχα.