ΡΑΓΚΑΒΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ

Ο ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥ ΜΩΡΕΩΣ


 

Πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή εδώ

Ο Αυθέντης του Μωρέως κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε εννιά συνεχή τεύχη στο περιοδικό «Πανδώρα» από τον Ιούλιο ως τον Νοέμβρη του 1850.

Ραγκαβής
Α. Ρ. Ραγκαβής

Διήγημα υπό Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή

ΚΕΦ. Α’

Εν ωραία ημέρα του Οκτωβρίου του έτους 1209 η Λακεδαίμων ενεδύθη την εορτάσιμόν της στολήν. Ο λαός από βαθέος όρθρου συνέρρεε περί ευρύχωρον κυκλικόν οικοδόμημα, ου ερείπια, βυζαντινόν ελέγχοντα ρυθμόν, φαίνονται μέχρι τούδε ακόμη. Όστις δ’ έβλεπε την μεγάλην εκείνη κίνησιν, την σπουδήν και τον παραγκωνισμόν, ήθελεν εκλάβει ότι η Σπάρτη ετέλει και πάλιν τα αρχαία της Κάρνεια ή ότι, αναλαβούσα του Λυκούργου την πολιτείαν συνεκρότει εκκλησίαν του δήμου.

— Τύφλα! έκραξεν τις των συνδραμόντων, απωθών βιαίως αγροίκον ποιμένα, αρνακίδας περιβεβλημένον, όστις, ενώ εσπούδαζε να κερδήση εν βήμα προς τα εμπρός, τω είχε πατήσει τον πόδα.

— Τόπον! είπεν ο ποιμήν χερονομών. Θέλω να έμβω.

— Αν θέλης να έμβης, πάτει εις τους πόδας σου, και όχι εις τους πόδας των άλλων.

— Πατώ όπου ευρίσκω, απεκρίθη ο ποιμήν, επιδείξας δύο Ηρακλείους γρόνθους, ικανούς εις τον θρασύτερον να επιβάλωσι σέβας. Ήλθα από μακράν να ιδώ την τσούστραν[1].

— Αν ήλθες από μακράν, επέμεινεν ο πατηθείς αγριαίνων, ημπορείς να επιστρέψης μακρύτερα.

— Mη τόσην βίαν διά την τσούστραν, είπε νέος Αργείος, ιστάμενος πλησίον του. Αν δεν έλθη ο Βαΰλης, δεν αρχίζ΄ η ιππομαχία.

— Α! δεν ήλθεν ακόμη ο Μισσέρ Τζεφρές[2]; είπεν ο ποιμήν.

— Βεβαίως δεν ήλθεν, απήντησεν ο Αργείος. Εκείνον περιμένω να ιδώ, και θ’ αναχωρήσω.

— Ναι, εκείνον! Ειπέ, ψυχαδελφέ, την αλήθειαν, είπεν ο πατηθείς Λακεδαιμόνιος, γελών· την ωραίαν Άνναν περιμένης να ιδής, όχι τον Βιλλαρδουίνον. Από προχθές, οπού την είδες, δεν είσαι στα συγκαλά σου.

— Δεν το αρνούμαι, είπεν ο Αργείος, είναι θαύμα καλλονής· είναι ωραιοτέρα από το άστρον της αυγής, τρυφερωτέρα από του Μαΐου το άνθος. Δεν αξίζει ν’ αναβάλλω μίαν ώραν την επιστροφήν μου, δια να την ιδώ;

— Ποία είναι η ωραία Άννα; ηρώτησεν ο ποιμήν τον Αργείον.

— Πώς! αφ' ου είσαι Βλαχοποιμήν, απεκρίθη αυτός, είναι λοιπόν συντοπίτις σου. Είναι η κόρη του δεσπότου της Ελλάδος.

— Του δεσπότου μας Θεοδώρου! και εδώ τι ζητεί;

— Είν' εδώ με τον πάππον της.

— Α! με τον γέροντα Πετραλείφαν!

— Τον γνωρίζεις λοιπόν;

— Πώς να μη τον γνωρίζω; Είμαι Βλάχος από τα μέρη των, και πολλάκις εις την Άρταν είδα και τον δεσπότην και τον πενθερόν του. Και θα έλθη σήμερον ο γέρων Πετραλείφας με τον Μισσέρ Τζεφρέν;

— Εννοείται ότι θα έλθη, είπεν ο Αργείος. Δεν είναι αλήθεια, συμπέθερε;

— Αναμφιβόλως, είπεν ο Λακεδαιμόνιος· ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος είναι φιλογρονέστατος και περιποιητικώτατος προς τον άρχοντα της Βλαχίας. Τον ιππικόν αγώνα δι’ αυτόν δίδει ο τοποτηρητής και τον χρυσούν στέφανον η Άννα θα δώση εις τον νικητήν.

— Η Άννα! είπεν ο ευαίσθητος Αργείος. Α! λοιπόν πρέπει να μείνω να το ιδώ. Ευτυχής, όστις θα τον λάβη από την χείρα της.

— Πολύ ευτυχέστερος, (ή δεν νομίζεις, σταυραδελφέ;) όστις θα λάβη αυτήν την χείρα, είπε γελών ο Λακεδαιμόνιος.

— Και πώς ήλθεν εδώ ο πενθερός του δεσπότου μας; ηρώτησεν ο ποιμήν. Τι ζητεί εις τον ξένον τόπον;

— Ξένον τόπον λέγει! ανέκραξεν εις των παρεστώτων εκ Καλαμάτας. Και τίνος άλλου είναι περισσότερον ο τόπος ούτος παρ’ εδικός του;

— Τω όντι! είπεν ο ποιμήν. Και πώς τούτο;

— Πώς; ιδού πώς, απεκρίθη ο Μεσσήνιος. Όταν ήτον ευνοούμενος αυλικός του αυτοκράτορος Αλεξίου, ο καλός σου Πετραλείφας εμυρίσθη μακρόθεν, ότι δεν ευωδιάζουν τα πράγματα της αυτοκρατορίας, ότι εξογκούται η τρικυμία, και φρονίμως εξηργύρωσεν εν καιρώ εις στρογγύλα υπέρπυρα[3] την εύνοιαν του κυρίου του και τα υπέρπυρα, διότι πολλάκις τα παρασύρει και αυτά το κύμα των στάσεων, τα μετέβαλεν εις γην του Μωρέως. Ούτως οι ευφορώτατοι αγροί της Καλαμάτας και της Μάνης, ό,τι μέρος δεν κατέχουσιν οι Σλαύοι ή οι βράχοι είν’ εδικόν του. Δια τούτο είναι εις τον Μωρέαν.

— Ίσως και δι’ άλλην ακόμη αιτίαν, είπεν νεύων μυστηριωδώς ο Λακεδαιμόνιος.

— Διά ποίαν άρα γε; ηρώτησεν ο Καλαματιανός.

— Λέγουν, απήντησεν ο Λακεδαιμόνιος, ότι θα νυμφεύση την έγγονόν του με τον Γοδεφρείδον, τον υιόν του τοποτηρητού.

— Αν το λέγουν, απατώνται, είπε Στερεοελλαδίτης εκ των παρόντων. Η Άννα θα νυμφευθή τον ανεψιόν του Όθωνος.

— Ποιος είναι ο Όθων; ηρώτησεν ο Αργείος.

— Ο Όθων Δελαρόσης, των Αθηνών ο Μέγας Κυρ. Διά τον αυθέντην της Ελλάδος δεν είναι μικρόν συμφέρον να ενωθεί με τον αυθέντην των Αθηνών.

— Είναι μεγαλύτερον όμως, υπέλαβεν ο Λακεδαιμόνιος, να ενωθεί με τον αυθέντην της Πελοποννήσου, όστις είναι λίζιος[4] κυριάρχης του Δελαρόσου.

— Ναι, απεκρίθη ο Στερεολλαδίτης, αν ήτον αυθέντης ο Βιλλαρδουίνος. Είναι όμως τοποτηρητής, Βαΰλης καθώς λέγετε σεις, του Καμπανίτου.

— Βαΰλης ή αυθέντης! είπεν ο Λακεδαιμόνιος. Ήθελον να ιδώ τον αυθέντην, όστις είναι ανώτερός του! Διεδέχθη και κατά την φρόνησιν και κατά την δύναμιν τον θείον του Γοδεφρείδον.

— Α! της Ρωμανίας λέγεις τον προστάτορα; Φρόνιμος και ανδρείος ιππότης ήτον εκείνος! είπεν ο Αργείος.

— Οι αυτοκράτορες και οι δύο, ο Βαλδουίνος πρώτον και Ερρίκος έπειτα, τον είχον εις μεγίστην υπόληψιν, επρόσθεσε της Σπάρτης ο κάτοικος. Προς χάριν του επρόσφερεν εις τον Βαΰλλην μας ο Ερρίκος να εκλέξη οποίαν επαρχίαν θέλη.

— Και εζήτησε τον Μωρέαν, είπεν ο ποιμήν.

— Και δεν εζήτησε τίποτε, απεκρίθη ο Καλαματιανός. Απεκρίθη ότι το ξίφος του θα εκλέξη και έγινεν άνθρωπος λίζιος του Καμπανίτου.

— Δηλαδή, υπέλαβεν ο Λακεδαιμόνιος, αναγνωρίσας τον φίλον του Σαμπλίτην ως κυριάρχην του, ηνώθη μετ’ αυτού, και τα ξίφη των, ηνωμένα, τοις έδωκαν όλην την Πελοπόννησον.

— Όχι δα όλην, είπεν ο Αργείος κομψευόμενος· εξαίρεσον, παρακαλώ, το Άργος, το Ναύπλιον και την Μονεμβασίαν.

— Τας εξαιρώ δια σήμερον, απεκρίθη πονηρώς ο Λακεδαιμόνιος. Να ιδώμεν και αύριον.

— Βλέπετε τόσα έτη τώρα, απήντησε θριαμβεύων ο Αργείος. Έχομεν τείχη στερεά. Ο ίδιος Αυτοκράτωρ τα προσέβαλε χωρίς να τα κλονίση. Και προς τούτοις τα τείχη μας περιέχουν τον Λέοντα Σγουρόν.

Αι! γείτον! είπεν ο Σπαρτιάτης, τείχη ασβεστόκτιστα είχομεν και ημείς, και περιείχον τον Λέοντα Χαμάρετον και αυτά. Αν επολεμήσαμεν πέντε ημέρας (και πώς επολεμήσαμεν, το ηξεύρετε) εις τι μας ωφέλησεν; Όταν κατεπόντισαν οι Φράγκοι τον τόπον, σεις ελπίζετε μόνοι να επιπλεύσετε;

— Ελπίζομεν καν, απήντησε μετά τινος καυχήσεως ο Αργείος· και η ελπίς είναι το ήμισυ της επιτυχίας.

— Ό,τι όμως εκυρίευσεν ο Βιλλαρδουίνος ανήκει εις τον λίζιον αυθέντην του, ή όχι; ηρώτησεν ο ποιμήν δειλώς.

— Ο Σαμπλίτης δι' ημάς ολίγον φροντίζει, είπεν ο Καλαματιανός. Εκείνος έχει αυθεντείαν εις την Φραγκίαν, και λέγουν ότι δεν θα επιστρέψη ποτέ.

— Ναι, όμως ημπορεί να στείλει εις τον τόπον άλλον, παρετήρησεν ο Αργείος.

— Αι! ημπορεί! υπέλαβεν ο Καλαματιανός. Να ιδώμεν όμως τι λέγομεν και ημείς. Ο Βιλλαρδουίνος είναι καλός αυθέντης. Πρόβατα δεν είμεθα να μας μοιράζονται και να μας πωλώσι.

— Άφες αυτά, συμπέθερε, είπεν ο Λακαιδεμόνιος. Δεν είναι καλαί ομιλίαι. Ο Σαμπλίτης είναι αυθέντης μας· θα κάμη όπως ο θεός τον φωτίση. Ας προχωρήσωμεν τώρα· έγινεν ολίγος τόπος. Κύριε Βλάχε, ορίσατε.

— Η συνοδεία του Βαΰλου απ’ εδώ θα διέλθη; ηρώτησεν ο Βλαχοποιμήν.

— Απ’ εδώ, εννοείται, είπεν ο Μεσσήνιος. Ας προχωρώμεν. Περιπάτει εμπρός.

— Προχωρήσατε, αν θέλετε, είπεν ο ποιμήν. Εγώ θα μείνω.

Και σταυρώσας τας χείρας, τους πόδας δε εις την γην στηρίξας, αφήκε του άλλους να παρέλθωσιν εμπρός του, και εστηλώθη ως βράχος, εφ’ ου εθραύετο το ρεύμα του προβαίνοντος όχλου.

ΚΕΦ Β’

Συγχρόνως δε μεγάλη επεκράτει κίνησις και εις του Βαΰλου τους οίκους. Ιππόται σιδηροφορούντες ανέβαινον και κατέβαινον, αι αίθουσαι αντήχουν από όπλων κλαγγήν, οι ίπποι, ως εις μάχην εσταλμένοι, εχρεμέτιζον, περιαγόμενοι εις την αυλήν υπό των ιπποκόμων, πολλοί των κατακτητών της Πελοποννήσου Βαρόνων, τινές των εγχωρίων αρχόντων αυτής, εις ους οι κατακτηταί είχον παραχωρήσεις πολλάς τιμάς και ολίγα προνόμια, πολλαί τέλος εκατέρων γυναίκες, όλαι εμπρέπουσαι εις κάλλος και κόσμον, επλήρουν την μεγάλην αίθουσαν, και μόνον περιεμένετο ακόμη ο Τοποτηρητής.

Τέλος δ’ ηγέρθη πορφυρούν χρυσοπάρυφον παραπέτασμα, διαιρούν τον κοιτώνα αυτού από την αίθουσαν, και ο Βιλλαρδουίνος, ανήρ ωρίμου μεν ηλικίας, νεώτερος όμως φαινόμενος εαυτού, διότι είχεν υψηλόν και ευθύ το ανάστημα, νευρώδη δε τον σχηματισμόν των μελών, εισήλθε, και διευθυνθείς προς τας κυρίας, τας εχαιρέτισε με μεγίστην ευγένειαν. Μετά ταύτα δε, αποτεινόμενος προς τους περιεστώτας,

— Καιρός, νομίζω, είπε, ν' απέλθωμεν.

Αλλά, ενώ ητοιμάζοντο όλοι να εγερθώσιν, υπηρέτης εισελθών ανήγγειλεν, ότι εις τον προθάλαμον περιέμενεν ιερεύς, ζητών να ιδή τον Βαΰλλην.

— Το εσπέρας να επιστρέψη, είπεν ο Βιλλαρδουίνος· τώρα δεν ημπορώ. Ο υπηρέτης, λαβών την διαταγήν ταύτην, εξήλθεν, αλλ’ αμέσως πάλιν επέστρεψε, λέγων, ότι ο ιερεύς επιμένει.

Πώς! επιμένει! ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος, όταν δεν θέλω να τον δεχθώ! Πολλή είναι των κυρίων τούτων η υπεροψία! Θέλουσι να κυβερνώσι εντός της οικίας μου! Τούτο δεν θέλω το επιτρέψει. Ειπέ τον, ότι δεν τον δέχομαι.

— Ο Θεός διαφυλάττοι την υμετέραν εξοχότητα! είπεν ο μοναχός, αίφνης παραστάς επί της φλιάς της αιθούσης, χωρίς να περιμείνη την επιστροφήν του φέροντος την αυστηράν εκείνην απόκρισιν.

— Δεν έχω καιρόν, υπάγετε, πανοσιώτατε! υπάγετε, άγιε πάτερ! ανέκραξεν, οργιζόμενος εις την θέαν ταύτην ο Τοποτηρητής.

— Ο Θεός διαφυλάττοι την υμετέραν εξοχότητα, επανέλαβεν ο μοναχός, κλίνων εδαφιαίως, αλλά χωρίς να κινηθή από την θέσιν του.

Όσοι εγνώριζον τον σιδηρούν χαρακτήρα του Τοποτηρητού, έτρεμον μη τον ιδώσι κινούμενον εις βιαίαν τινά πράξιν κατά του επιμόνου μοναχού, και είκασαν τα χείριστα όταν είδαν το πρόσωπόν του αιφνιδίως αλλοιωθέν. Διό και μεγάλως εξεπλάγησαν, όταν τον ήκουσαν πλησιάσαντα εις τον ιερέα, να τω ειπή·

— Πανοσιώτατε, ήλθετε εις στιγμήν ακατάλληλον. Τον καιρόν μου οφείλω εις τας κυρίας. Αλλά ποτέ δεν θέλει ρηθή ότι μ’ επεκαλέσθη η μήτηρ εκκλησία και δεν την ήκουσα. Ό,τι έχετε να μ’ ειπήτε, ειπέτε το ταχέως. Εισέλθετε.

Και τον εισήγαγεν εις τον κοιτώνα του.

Οι πληρούντες την αίθουσαν είδαν μετά δυσαρεσκείας την αναβολήν ταύτην. Αλλ’ αφ’ ου περιέμειναν ολίγας στιγμάς επί ματαίω ότι θ’ ανοιχθή εκ νέου το παραπέτασμα, αι συνδιαλέξεις ήρχισαν εις τα διάφορα μέρης της αιθούσης.

Εις μίαν αυτής γωνίαν νέος ευειδής, μελανόφθαλμος, αλλά και εις τους οφθαλμούς και επί του μετώπου έκφρασιν έχων εμβριθείας πρωίμου, ο υιός του Βιλλαρδουίνου, Γοδεφρείδος, ως και ο πατήρ του, καλούμενος, συνωμίλει μετά του σεβασμιωτάτου Βενεδίκτου, του καθολικού αρχιερέως Ωλένης, ενός των εξ επισκόπων, οίτινες εξαρτώντο από του Μητροπολίτου Πατρών, και εις ους κατενεμήθη εκκλησιαστικώς η Πελοπόννησος, ως εις τους δώδεκα Βαρόνους πολιτικώς.

Ο επίσκοπος ήτον περίπου ομήλιξ του Γοδεφρείδου και είχε συναναστραφή μετ’ αυτού, εις ην περίστασιν ίσως όφειλε την ποιμαντικήν ράβδον του. Επιστρέψας δε την προτεραίαν εκ Κωνσταντινουπόλεως, όπου τον είχεν πέμψει ο Τοποτηρητής Βιλλαρδουίνος δια τινας, ως είπεν υποθέσεις της εκκλησίας, περιέγραφεν εις τον φίλον του μετά θερμών εικόνων το απαράμιλλον αυτής κάλλος, και ιδίως εκορυφούτο ο ενθουσιασμός του και ελάμβανε χροιάν οπωσούν βέβηλον, όταν εζωγράφει την μεγαλοπρέπειαν της αυτοκρατορικής αυλής, την λαμπρότητα των ιπποτών, οίτινες την επλήρουν, το κάλλος των γυναικών, αίτινες την εκόσμουν.

— Ω! Σεβασμιώτατε, είπεν ο Γοδεφρείδος, τάλλα καλά! Αλλά δια το τελευταίον τούτο, αν ήμην αρχιεπίσκοπος Πατρών, ήθελον, πολύ φοβούμαι, σας καθαιρέσει.

— Και ήθελες πράξει μεγίστην αχαριστίαν, Γοδεφρείδε φίλτατε.

— Αχαριστίαν; Δια τι άρα γε.

— Διότι, εν ω μετά θάμβους περιέφερον τους οφθαλμούς εις τους αστέρας εκείνου του αυτοκρατορικού ουρανού, κατά νουν σε μάλιστα είχον.

— Εμέ! ω της χριστιανικής σου αυταπαρνήσεως! Αλλά πώς τούτο;

— Εις την κορυφήν του διαστέρου στερεώματος έλαμπε μία νέα ως ήλιος, και ταύτην κατά νου προσδιόριζον δια σε.

— Ω! με ενύμφευσες εν απουσία και εν αγνοία μου! Αυταί ήσαν αι εμβριθείς σου εργασίαι εις την Κωνσταντινούπολιν;

— Διατί όχι; απεκρίθη ο επίσκοπος, μέρος αστειευόμενος, μέρος σπουδάζων. Τι έχεις να παραπονεθής, όταν σ’ ειπώ, ότι η νύμφη, ην επεθύμουν να σοι προσφέρω, είναι το ωραιότερον πλάσμα, αφ’ όσας ποτέ έθεσεν ο θεός επί γης, όπως ευφραίνη των ανθρώπων τους οφθαλμούς και οία ουδεμίαν ποτέ εκόσμησε αυλήν ηγεμόνος.

— Σεβασμιώτατε, ο ενθουσιασμός σου εκτός ότι απόζει της εσχάρας του πειρασμού, σε παράγει και εις αδικίαν προς τας αυλάς των ηγεμόνων, είπεν ο Γοδεφρείδος. Στρέψον τους οφθαλμούς σου εκεί και ιδέ την νέαν, ήτις κάθηται πλησίον της μητρός μου. Τολμάς να ειπής ότι είναι η επίδοξος νύμφη σου ωραιοτέρα αυτής;

— Ω! τις είναι η νέα εκείνη! ανέκραξεν ο ιερεύς, όστις κατά πρώτον έστρεφε τους οφθαλμούς προς ο μέρος διεύθυνεν αυτούς ο λόγος του Γοδεφρείδου.

— Τω όντι, καθώς οφείλεις, είπεν ούτος γελών, δεν είσαι εκ του κόσμου τούτου. Δεν γνωρίζεις την Άνναν, την θυγατέρα του Αυθέντου της Ελλάδος;

— Α! αύτη είναι η Άννα! είπεν ο επίσκοπος στηρίζων επ’ αυτής εταστικώτερα βλέμματα. Και ο νέος εκείνος, όστις μετά τινος οικειότητος ομιλεί μετ’ αυτής, ποίος είναι;

— Είναι ο ιππότης Γωλτιέρος, όστις μας ήλθεν εξ Αθηνών. Υποπτεύω ότι τον έπεμψεν ο Μέγας Κυρ Όθων να ζητήση την Άνναν δια τον ανεψιόν και διάδοχόν του Γούην. Υποπτεύω όμως συγχρόνως ότι τα συμφέροντα του ανεψιού του κακήν έκαμε πρέσβεως εκλογήν.

— Α! αυτή είναι η θυγάτηρ του Θεοδώρου! είπεν ο ιερεύς. Εις Κωνσταντινούπολιν ήκουσα πολλά περί της ανδρείας του πατρός, και έτι πλείονα περί του κάλλους της θυγατρός, και ομολογώ ότι το ευρίσκω ανώτερον αφ’ ό,τι ήκουσα. Και ούτως όμως επιμένω υπέρ της υποψηφίου μου. Αν δεν είναι ίσως ωραιοτέρας της Άννης, είναι όμως ευγενεστέρα της και πλησιεστέρα εις τον θρόνον του Αυτοκράτορος.

— Ω! ποιος είναι ούτος ο φοίνιξ δεν μοι το λέγεις; ηρώτησεν ο Γοδεφρείδος ήδη περιεργότερος.

— Είναι, φίλτατε, η Αγνή Κουρτεναίη.

— Του Αυτοκράτορος η ανεψιά;

— Ναι, η θυγάτηρ της αδελφής του Ιολάνδης.

— Δεν μοι λέγεις, είπεν ο Γοδεφρείδος, εγκαταλείψας τον τόνον της αστειότητος, ο Αυτοκράτωρ Ερρίκος τέκνα δεν έχει;

— Είναι άτεκνος, απεκρίθη ο επίσκοπος, και μετά θάνατόν του ο θρόνος θέλει περιέλθει εις τον Πέτρον Κουρτεναίον, της Αγνής τον πατέρα, και εις την φρόνιμον Ιολάνδη, ήτις και σήμερον κυβερνά τον κυβερνώντα τον θρόνον.

— Αλλά, όταν τόσον πλησίον ίσταται εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, αντέταξεν ο Γοδεφρείδος, πόσοι άρα γε μνηστήρες δεν πρέπει να εποφθαλμιώσιν εις αυτήν!

— Εννοείται, απήντησεν ο Βενέδικτος, ότι άπονον δε σοι προτείνω κατάκτησιν. Και εστεμμέναι κεφαλαί ακόμη…

Αλλ’ ο Γοδεφρείδος τον έλαβεν εκ του βραχίονος και δεικνύων αυτώ δι’ άκρου του οφθαλμού βραδέως προσερχόμενον προς αυτούς γέρονα, πολυτελώς ενδεδυμένον, βραχύσωμον, κεκυφότα, λευκοπώγωνα, και, υπό προκυπτούσας οφρύς, κλοπιμαία, αλλά ζωηρά τοξεύοντα βλέμματα,

— Πρόσεξε, τω είπε ταπεινή τη φωνή. Ο Πετραλείφας έχει οξείαν την ακοή, και ανάγκη δεν είναι να τον έχωμεν εκ τρίτου εις τούτο της συνδιαλέξεώς μας το κείμενον.

Ο Πετραλείφας, προσελθών, εχαιρέτισε τον επίσκοπον, και τον ηρώτησεν αν ανεπαύθη της επιπόνου οδοιπορίας του.

— Υπό φιλικήν στέγην ο κάματος της οδοιπορίας λησμονείται ταχέως, απήντησεν ο αρχιερεύς.

— Όχι όμως αι εντυπώσεις αυτής, είπεν ο Γοδεφρείδος. Η Σεβασμιότης του, είναι ανεξάντλητος εις την περιγραφήν των θαυμάτων της αυτοκρατορικής αυλής.

— Η ενδοξότης του ας ειπή, υπέλαβεν ο επίσκοπος, αν έχω άδικον αν η Κωνσταντινούπολις δεν είναι η βασιλίς των πόλεων. Τα Παρίσιά μας είναι εμπρός της σωρός καλυβών πνιγομένων εις την ομίχλην και εις τον βόρβορον.

— Εγώ, είπεν ο Πετραλείφας, ίσως δεν κριθώ αμερόληπτος μάρτυς. Αλλά νομίζω, ότι αν απητείτο ποτε να έχη η γη μίαν μόνην πρωτεύουσαν, η Κωνσταντινούπολις έπρεπε να είναι η πρωτεύουσα αύτη.

— Πόσον εξάπτετε την επιθυμίαν μου να ιδώ την περίφημον ταύτην πόλιν, είπε ο Γοδεφρείδος.

— Και πρέπει να την ιδήτε, εκλαμπρότατε, υπέλαβεν ο αρχιερεύς. Εις τας πρώτας ημέρας του έαρος θα επιστρέψωσιν αι αυτοκρατορικαί τριήρεις, αίτινες παρεχείμασαν εις την Πελοπόννησον. Ιδού αξιόλογος ευκαιρία!

— Εις ταύτην την πρότασιν δεν θα μ’ έχετε σύμμαχον, σεβασμιώτατε, είπεν ο Πετραλείφας. Η εκλαμπρότης του μας υπεσχέθη να μας συνοδεύση την άνοιξιν εις την Ελλάδα. Δεν είναι βεβαίως η Άρτα Κωνσταντινούπολις. Κατοικείται όμως από καλόν γείτονα, όστις θέλει δεχθή με ανοικτάς αγκάλας τον υιόν του μεγάλου Βιλλαρδουίνου.

— Η επιθυμία μου είναι μεγίστη, είπεν ο Γοδεφρείδος, να γνωρίσω εκ του πλησίον και να προσκυνήσω τον δεσπότην της Ελλάδος, ου ακούω φημιζομένην την ανδρείαν, καθώς και την φρόνησιν.

— Πόση είναι του γαμβρού μου η προθυμία να συσφίξη τας φιλικάς σχέσεις μετά του ενδόξου πατρός σας, το βλέπετε προφανώς, είπεν ο γέρων. Μη δυνηθείς να έλθη ο ίδιος, επέτρεψε να με συνοδεύση αντιπρόσωπος αυτού η θυγάτηρ του. Η πρόθεσίς του ήτον να πέμψη ευχάριστον πρέσβυν.

— Συνήθως, απεκρίθη ευγενώς ο Γοδεφρείδος, παρά την υπερτάτην ανδρείαν θάλλει το υπέρτατον κάλλος.

Η δε Άννα, περί ης ενταύθα εγίνετο λόγος, εκάθητο εις την αντιπέραν γωνίαν, πλησίον της Ισαβέλλας, γυναικός του Τοποτηρητού, και μεταξύ των επισημοτέρων γυναικών και Βαρόνων, υπερέχουσα όλων κατά κάλλος και χάριν, και αξία του θαυμασμού και της θεραπείας ήτις τη εδαψιλεύετο. Το ένδυμά της ην κυανούν, έχον αργυρούς αστέρας επειργασμένους· εις τον τράχηλον έφερε περιδέραιον αδαμάντινον, και αδαμάντινον διάδημα εις την μέλαιναν κόμην της, ην εσκίαζον πτερά κυανά. Έκαστον κίνημά της ην αρμονία, έκαστον βλέμμα της ην μειδίαμα. Αν αι κλασικαί αναμνήσεις δεν είχον προ πολλού σβεσθή εις την Σπάρτην, η Σπάρτη ήθελε την ασπασθή ως την Θεάν, ήτις ανέδυ εκ των κυμάτων της απέναντι νήσου Κυθήρας.

Οπίσω της ίστατο ο Γωλτιέρος, νέος ιππότης, ξανθός, ευειδής, χαρίεις και εύθυμος. Εις το υψηλόν δε και περίγλυφον έρεισμα της καθέδρας της στηριζόμενος, συνωμίλει μετά της Άννης, ήτις, διά να τω αποκρίνεται, υπέκλα ηρέμα τον κύκνειον τράχηλόν της.

— Εις την ημέραν ταύτην της γενικής ευθυμίας, έλεγεν ο Γωλτιέρος, γνωρίζω τινά όστις βαθέως θέλει λυπηθή διότι δεν είναι παρών.

— Τω όντι; είπεν η Άννα.

— Ω! πόσην αδιαφορίαν εκφράζει το το όντι τούτο! Τολμώ να ερευνήσω διατί; ηρώτησεν ο νέος ιππότης.

— Διότι, απεκρίθη η Άννα, δύνασθε να τον γνωρίζετε, αλλ’ εγώ δεν τον γνωρίζω.

— Και αν σας ειπώ ότι είναι ο Γουλιέλμος Δελαρόσης αυτός;

— Τότε τι άλλο έχω να σας ειπώ, ειμή να σας επαναλάβω, ότι δεν τον γνωρίζω.

— Εννοώ, είπεν ο Γωλτιέρος, ότι η πρεσβεία μου διατρέχει κίνδυνον, και φοβούμαι ότι κακήν έκαμεν εμού εκλογήν ο Μέγας Κυρ, ο αυθέντης μου.

— Νομίζετε; είπε μειδιώσα η θυγάτηρ του Θεοδώρου. Δι’ όντινα λόγον και αν το φρονήτε, αν τύχη ανάγκη, ημπορώ να μαρτυρήσω υπέρ υμών, ότι ούτε ο ζήλος σας επέλιπεν, ούτε η ευγλωττία. Είμαι βεβαία, αν σας ζητήσω να με περιγράψετε τον εντολέα σας, θα με ειπήτε, ότι δεν εσταυροφόρησε ποτέ ανδρειότερός του ιππότης, ότι εις τον ουρανόν δεν υπάρχει άγγελος ωραιότερός του.

— Εις τοιαύτας υπερβολάς ο ζήλος μου δεν θα με παραφέρη, είπεν ο Γωλτιέρος γελών. Εκτιμητής του ανδρικού κάλλους δεν είμαι, ηξεύρω δε μόνον ότι ο Γουλιέλμος ούτε χωλός είναι, ούτε τυφλός· ως προς την ανδρείαν δε γίγαντα δεν τον λέγω ούτε ανθρωποφάγον, αλλ’ είναι ιππότης, γνωρίζων τα χρέη του, και ποτέ μη πράξας χαμέρπειαν, ούτε αγενή πράξιν.

— Μεγάλας μοι λέγετε αρετάς, απεκρίθη η Άννα. Αλλά ταύτας, ειπέτε εις τον εντολέα σας, ότι και ο μετριώτερος ιππότης τας έχει.

— Ω! βεβαίως, απεκρίθη ο Γωλτιέρος. Αλλ’ ο Γουλιέλμος είναι ανεψιός και διάδοχος του Αυθέντου των Αθηνών· ταύτην την αρετήν πολλοί ιππόται δεν την έχουσι. Και νομίζω ότι μικρά δεν είναι.

— Τω όντι; επανέλαβεν η Άννα με τον αυτόν τόνον, ως πριν.

— Ευδαίμων, είπεν ο νέος ιππότης, ευδαίμων ο Γουλιέλμος ότι δεν είναι παρών.

— Και διατί άρα; ηρώτησεν η νεάνις.

— Διότι γνωρίζω δύο οφθαλμούς, οίτινες, όταν ατενίζωσιν ευμενώς, φέρουσι την άνοιξιν με τα άνθη της, ανοίγουσι τον ουρανόν με τας δόξας του· όταν όμως στρέφονται αδιάφοροι, φέρουσι τους παγετούς του χειμώνος, φέρουσι του άδου τα σκότη. Γνωρίζω δύο χείλη, ζωήν δίδοντα εις τους νεκρούς, όταν μειδιώσι, φονεύοντα τους ζώντας, όταν λέγωσι το επάρατον τω όντι;

— Ω! πόσα πράγματα γνωρίζετε, είπεν η Άννα, άγνωστα εις εμέ! Γνωρίζετε άραγε να με ειπήτε και τις θα κερδήση το άθλον σήμερον;

— Αν επρόκειτο περί του άθλου της καλλονής, απεκρίθη ο Γωλτιέρος, και έμελλον εγώ να το δώσω, δεν ήθελον διστάσει να σας το ειπώ.

— Καλώς, είπεν η Άννα, αλλά, βλέπετε, πρόκειται περί του άθλου της ανδρείας και μέλλω να το δώσω εγώ. Τι λέγετε;

— Το μόνον, όπερ δύναμαι να ειπώ, χωρίς μεγάλου προφητικού προτερήματος, είπεν ο νέος ιππότης, είναι, ότι επεθύμουν να το κερδίσω εγώ. Θέλετε να σας ειπώ διατί;

— Ας λείψη το διατί. Ειπέτε με μάλλον τι θα το κάμετε, αφ’ ού το κερδίσετε.

— Εννοείται, είπεν ο Γωλτιέρος, επίσημον έκφρασιν δίδων εις το πρόσωπόν του, ότι οφείλω να το παραδώσω εις τον αυθέντην και κύριόν μου, εις τον Γουλιέλμον Δελαρόσην, όστις μ’ έπεμψεν.

— Ω! τον αιώνιον αυτόν Γουλιέλμον! ανέκραξεν η νεάνις, ως αγανακτούσα, προσέξατε μη με κάμητε μέχρι τέλους να τον μισήσω.

Κατ’ αυτήν την στιγμή ο επί των όπλων κήρυξ προσεκάλεσε τους ιππότας, όσοι έμελλον ν’ αγωνισθώσι, ν’ απέλθωσιν εις το ιπποδρόμιον και να προπαρασκευασθώσιν. Εν ω δε ο Γωλτιέρος την εχαιρέτα δια να μακρυνθή.

— Όστις θέλει στέφανον, εξηκολούθησεν η Άννα, τον κερδαίνει μόνος του, και όστις τον κερδίσει δεν τον δίδει εις άλλον.

Και τας λέξεις ταύτας επισφραγίσασα δια μειδιάματος, εις ο επέλαμπεν απερίγραπτος χάρις, έστρεψε την κεφαλήν προς το άλλο μέρος, και αφήκε τον Γωλτιέρον ν’ αναχωρήση, δάκνων τα χείλη του.

Εις το μέρος δε, προς ο έστρεψεν η Άννα την κεφαλήν, απήντησεν επ’ αυτής εστηριγμένους τους δύο μεγάλους και μέλανας οφθαλμούς νεανίου, όστις άοπλος και λιτόν φέρων χιτώνα, ηρείδετο εις του παραθύρου την προέχουσαν παραστάδα. Του σώματός του η πλαστική καλλονή είχε τι υπερήφανον, αλλ’ η κεφαλή του έκλινε προς την γην· οι μέλανες βόστρυχοί του περιελάμβανον το πρόσωπον του ωχρόν· και τα χείλη του διεστέλλοντο εις πικρίας έκφρασιν. Ο νεανίας ούτος ήτον ο Λέων Χαμάρετος, περί ου ηκούσαμεν διαλεγόμενο τον όχλον εμπρός του Ιπποδρομίου. Εις την τέφραν της Σπάρτης, τον έσχατον σπινθήρα της αρχαίας αρετής αναζωπηρήσας ο Λέων, ήλπισε να αντιστή εις των Φράγκον τον χείμαρρον, και την πολιορκίαν αυτών απέκρουσε μετά μεγάλης ανδρείας επί πέντε ημέρας· αλλ’ ουχ ήττον η Σπάρτη έπεσε την τελευταίαν της πτώσιν, και το ξίφος του Χαμαρέτου εθραύσθη εις την σιδηράν πανοπλίαν των ιπποτών. Ο Βιλλαρδουίνος όμως, την έμφρονα πολιτικήν, ην είχε παραδεχθή δι’ όλας τας κατακτήσεις του, και εις ταύτην εφαρμόζων την πόλιν, παρεχώρησεν εις τους κατοίκους πολλά των αστυκών προνομίων των, και αφ’ ότου ο Πετραλείφας επεδήμει παρ’ αυτώ, ενίοτε εις εκτάκτους δηλαδή περιστάσεις ως την παρούσαν, εις αυτόν χαριζόμενος, περιελάμβανεν εις τας προσκλήσεις του και τους προύχοντας της πόλεως, εν η διέτριβε. Μεταξύ δε των ούτω προσκεκλημένων κατηριθμείτο αναγκαίως και ο Χαμάρετος, ου μόνον διότι αυτός ην εις των επισημοτέρων ανδρών της Λακεδαίμονος, αλλά και διότι, διατρίψας άλλοτε εις την αυλήν τους Δεσπότου της Ελλάδος, ην αρχαίος γνώριμος του Πετραλείφου, όστις, ειλικρινώς ή μη, επεδείκνυε προς αυτόν μεγάλην υπόληψιν και συμπάθειαν.

Όταν λοιπόν, στρέψασα την κεφαλήν, είδεν η Άννα τον Χαμάρετον πλησίον του παραθύρου, έκλινε το βλέμμα εμπρός του επιμόνου και μελαγχολικού βλέμματός του, και τον εχαιρέτισε μετά τινος ταραχής. Εκείνος δε, αποδίδων τον χαιρετισμόν, επροχώρησε προς αυτήν εν βήμα.

— Μόνον θεατής; Κύριε Χαμάρετε, τω είπεν η κόρη, ζητούσα αδιάφορόν τινα λόγον να τω αποτείνη.

— Και τούτο, είπε πικρώς ο Χαμάρετος, είναι τιμή μεγάλη εις δούλους. Όταν οι κύριοί μας μας εισάγωσιν εις την παρουσίαν των, δεν πρέπει να είμεθα βαθέως ευγνώμονες;

— Έχετε άδικον λέγων ταύτα, απεκρίθη η Άννα. Αν εισήρχεσθε εις το στάδιον, ουδείς είχε το δικαίωμα, και είμαι βεβαία, ουδείς την θέλησιν να σας εμποδίση.

— Το δικαίωμα; Κυρία, είπεν ο Λέων, κινών την κεφαλήν. Το δικαίωμα εις τους χρόνους τούτους είναι γεγραμμένον εις το άκρον της λόγχης,… και η εδική μας λόγχη εθραύσθη! Θέλησις δε υπάρχει μία βεβαίως, ήτις με εμποδίζει.

— Υπάρχει, νομίζετε; Ποία;

— Η εδική μου. Αποστρέφομαι τα θεάματα ταύτα.

— Κατ’ εθνικήν πρόληψιν, είπεν η Άννα, πρόληψιν γεννήσεως και ανατροφής, αλλά, ομολογήσατε, ολίγον ιδιοτελή.

— Ιδιοτελή! επανέλαβεν ο Λέων με φωνήν, ήτις απεδείκνυεν ενδόμυχον θλίψιν.

— Δεν αγαπάτε τους αγώνας τούτους, εις ους είναι αναμφισβήτητος των ιπποτών η υπεροχή. Αυτοί νηπιόθεν ανατρέφονται εις τα όπλα, και αντιζήλους δεν έχουσιν εις αυτών την άσκησιν. Οι συμπατριώται μας δεν δύνανται να μετρηθώσι μετ’ αυτών…

— Δεν είσθε φιλοπρόσωπος υπέρ των συμπατριωτών σας, είπεν ο Χαμάρετος, ερυθριών ισχυρώς. Αλλά μήπως έχετε άδικον; Οι ηττηθέντες ποίας άλλης κρίσεως εισίν άξιοι;

— Δεν κρίνω και προ πάντων δεν κατακρίνω το έθνος μου. Αν οι Φράγκοι έχωσι κληρονομήσει την ανδρείαν, έχει άλλας το έθνος μας αρετάς. Δεν ομολογείτε όμως ότι η θέα της ανδρείας κινεί την καρδίαν και εξάπτει την φαντασίαν; Και τι λαμπρότερον των ευγενών ιπποτών, οίτινες, το μέτωπον υψηλόν, άτρομοι και άμεμπτοι, προκαλούσι την οικουμένη, κηρύττουσιν ότι ουδένα φοβούνται και εις ουδένα ενδίδουσι, και ό,τι κηρύττουσι το κυρούσι δια της λόγχης των; Εις αυτούς δεν πρέπουσι των ανδρών αι ευφημίαι, των γυναικών αι χειροκροτήσεις; Εις αυτούς δεν πρέπει να άρχωσι;…

— Και εις ημάς να δουλεύωμεν! ανέκραξεν ο Χαμάρετος, γινόμενος ωχρότερος νεκρού. Ω Άννα! διατί δεν ετάφην υπό τα τείχη της Λακεδαίμονος!

Την Άνναν όμως διέκοψεν ουχί το επιφώνημα τούτο, αλλ’ η γενική εν τη αιθούση κίνησις, προελθούσα εκ του ότι το περίχρυσον παραπέτασμα, προς ο πολλοί, και μάλιστα ο Πετραλείφας, έστρεφον συνεχώς περίεργα ή ανυπόμονα βλέμματα, ηγέρθη εκ νέου και προήλθεν ο Τοποτηρητής, παρακολουθούμενος υπό του ιερέως.

Άρτι δ’ εξερχόμενος ο Βιλλαρδουίνος, εστράφη προς τον ιερέα με τόνον φωνής ηρεθισμένον.

— Υπάγετε, τω είπε, πάτερ, προς τον ηγούμενόν σας. Ειπέτε τω τα συμφέροντα της εκκλησίας δεν είναι εις χείρας αιρετικών ή απίστων. Θα συγκαλέσω σύνοδον επισκόπων. Εκείνοι ας κρίνωσι μεταξύ εμού και υμών. Υπάγετε εν ειρήνη.

Ο μοναχός έκλινε μέχρις εδάφους και, χωρίς να τολμήση να ειπή λέξιν, εξήλθε της αιθούσης. Ο δε Τοποτηρητής, προσελθών προς τον Πετραλείφαν, ιστάμενον εισέτι μεταξύ του υιού του και του επισκόπου Ωλένης,

— Αυτοί, είπεν, οι μοναχοί θέλουσιν ετοίμην την τράπεζαν εις τον κόσμον τούτον, καθώς την ελπίζουσιν εις τον μέλλοντα. Τοις έδωκα τα πλουσιώτερα κτήματα, και όταν τοις ζητώ εν δηνάριον δια την κοινήν υπεράσπισιν, στέλλουν να μ’ απειλήσουν με του Βατικάνου τους κεραυνούς και με το το πυρ το εξώτατον. Έχω άδικον να ζητώ των μοναστηρίων τον φόρον; ηρώτησεν αποτεινόμενος προς τον Πετραλείφαν.

— Θα συγκαλέσω εκκλησιαστικήν σύνοδον, είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Αλλ’ αι κυρίαι και οι ιππόται ανυπομονούσιν. Ας υπάγωμεν.

Και λαβών τον Πετραλείφαν εκ της χειρός, επροπορεύθη· ηκολούθησε δε όλον το πλήθος το πληρούν την αίθουσαν.

ΚΕΦ Γ’

Αλλ’ αν τα δημόσια συμφέροντα απήτουν να μείνη το παραπέτασμα κλειστόν επί της συνδιαλέξεως μεταξύ του Τοποτηρητού και του μοναχού, δι’ ημάς όμως ουδέν τοιούτο συμφέρον υπάρχη· εξ εναντίας μάλιστα ίσως θέλει συντείνει και προς εντελεστέραν κατάληψιν της διηγήσεως ημών και προς ακριβεστέραν εκτίμησιν του χαρακτήρος του Βιλλαρδουίνου, αν, εν ω εκείνοι προχωρούσιν εν ήχω σαλπίγγων προς το ιπποδρόμιον, οπισθοδρομήσαντες επί μίαν στιγμήν, ακούσωμε τι ηρρέθη οπίσω του χρυσαπορφύρου εκείνου παραπετάσματος, προς ο ο Πετραλείφας είχε τοξεύσει τόσα οξέα και κλοπιμαία βλέμματα.

Άμα ο Βιλλαρδουίνος εισήγαγε τον ιερέα εις τον κοιτώνα του και το παραπέτασμα έπεσεν επ’ αμφοτέρων, ο ιερεύς ηπλώθη εις το ανακλιντήριον, και, τείνας τα μέλη του, ανεφύσησε βαθέως.

— Ουφ! είπε, τι δρόμος! Και τα τρισευλογημένα ράσα αυτά. Θαυμάσια ίσως δια την οδόν του Παραδείσου, δια τους βράχους όμως της Μεσσαρέας (Αρκαδίας) τίποτε δεν αξίζουν. Ολίγον έλειψε να τα ρίψω εις τας τριβόλους. Προτιμώ να περιπατώ με ολόκληρον σιδηράν πανοπλίαν.

— Αν ανέπνευσας, φίλε Ραιμόνδε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, εξήγησέ μου τι σημαίνει η παρουσία σου, και τι εννοεί το σχήμα σου; Τι μοι φέρεις;

— Στοιχηματίζω ότι το υποπτεύεις, απεκρίθη ο Ραιμόνδος.

— Ο Κόμης Σαμπλίτης παραιτείται της κυριαρχίας του επί της Πελοποννήσου υπέρ εμού.

— Εις το πρώτον επέτυχες, εις το δεύτερον όχι.

— Πώς; πώς; τι εννοείς;

— Εννοώ ότι ο Κόμης Σαμπλίτης παραιτείται της κυριαρχίας του επί της Πελοποννήσου, αλλ’ όχι υπέρ της εξοχότητός σου.

— Α! Υπέρ τίνος λοιπόν;

— Υπέρ του ανεψιού του Ροβέρτου του Σαμπλίτου.

— Τω όντι; είσαι βέβαιος;

— Αν δεν ήμην βέβαιος, πίστευσε ότι δεν θα έκαμνα τον κόπον να έλθω από την Καμπανίαν και να σύρω και αυτάς ακόμη τα ποδιάς.

— Ιδού των ηγεμόνων η ευγνωμοσύνη! ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος, υψών τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Τω κατέκτησα την Πελοπόννησον πόλιν προς πόλιν, εν ω εδυνάμην να την κρατήσω ως κτήμα του ξίφους μου, ως τιμήν του αίματός μου, έγινα από φιλίαν και αφοσίωσιν εδικός του άνθρωπος, λίζιος και ήδη χαρίζει εις άλλον τας κατακτήσεις μου και θέλει εμπρός εις το πρώτο παιδάριον, διότι φέρει το όνομά του, να κλίνω την γηραιάν κεφαλήν μου, ήτις είχε το δικαίωμα εμπρός ουδενός να μη κλίνη, πλην μόνου του Βασιλέως. Αυτήν λοιπόν την είδησιν ήλθες να μου φέρης με τόσον κόπον;

— Αυτήν βεβαίως. Ή φρονείς ότι τον κόπον δεν τον αξίζει;

— Και περιμένεις τώρα το ποδοσκόπιον και το βραβείον της επιδεξιότητός σου;

— Αν μοι δώσης τουλάχιστον, είπεν ο Ραιμόνδος, ημπορείς να έχης πεποίθησιν ότι δεν σοι το έκλεψα.

— Σε συμβουλεύω, φίλε μου, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος, να περιμείνης τον υψηλότατον Μισσέρ Ροβέρτον, τον Αυθέντην της Πελοποννήσου. Εκείνος να σοι το δώση.

Ο Ραιμόνδος εκέρασεν οίνον από κρυσταλλίνην φιάλην, στίλβουσαν επί της τραπέζης, και, πίνων αυτόν βραδέως,

— Εις την υγείαν λοιπόν, είπε, της Υψηλότητός του. Ως έλεγες, εξοχώτατε, ιδού των ηγεμόνων η ευγνωμοσύνη! Διατρέχω με πτηνού ταχύτητα της υφηλίου το ήμισυ, γίνομαι ναύτης προς χάριν σου, γίνομαι, ο Θεός να μοι το συγχωρήση, υπηρέτης της εκκλησίας, κινδυνεύω υπό τα ράσα ταύτα να μεταβληθώ εις βρύσιν, ως βράχος του Μωυσέως, και αντί να θαυμάσης της επιδεξιότητά μου, εξοχώτατε, με χλευάζεις!

— Την επιδεξιότητά σου, φίλτατε Ραιμόνδε, με την αρίστην θέλησιν με είναι δύσκολον να θαυμάσω

— Διατί τόσον δύσκολον;

— Διότι, αγαπητέ, όταν ανεχώρησεν ο κόμης Σαμπλίτης από την Πελοπόννησον, τον συνώδευσες όχι δια να έλθης να μ’ αναγγείλης τον διορισμόν του διαδόχου μου, αλλά δια να τον προλάβης.

— Ο κόμης Σαμπλίτης, όταν ανεχώρησε, εξοχώτατε, σοι υπεσχέθη, ή όχι, ότι αν μετά εν έτος και μίαν ημέραν δεν επιστρέψη ο ίδιος και δεν πέμψη κανένα διάδοχόν του, θα μείνει εις την εξοχότητά σου η Αυθεντία της Πελοποννήσου; Το ενθυμείσαι;

— Μάλιστα, είπε μετά τινος ανυπομηνσίας ο Βιλλαρδουίνος· ενθυμούμαι δε προσέτι ότι απήλθες μετ’ αυτού, δια να κατοθρώσης ούτε να επιστρέψη ο ίδιος, ούτε να πέμψη κανένα διάδοχόν του. Μήπως ορθώς δεν απομνημονεύω;

— Ορθότατα. Και την εποχήν της αναχωρήσεως του Σαμπλίτου την ενθυμείσαι;

— Πιθανόν, είπεν μειδιών ο Τοποτηρητής. Ήτον νομίζω η δωδεκάτη Μαρτίου.

— Και σήμερον έχομεν;

— Τριάκοντα Σεπτεμβρίου. Τι προς τούτο;

— Τριάκοντα, μάλιστα. Και νομίζει η εξοχότης σου τόσον ανούσιον το πλακούντιον της Πελοποννήσου, ώστε προ επτά μηνών να κρυώνη εγκαταλελειμένον και να μην ευρίσκηταί τις να το καταπίη; Χωρίς της παραγνωριζομένης αυτής επιδεξιότητός μου, προ πολλού η Πελοπόννησος θα είχε προκσυνήσει τον νέον αυθέντην της.

— Τόσον ανυπόμονος ήτον ο Σαμπλίτης! ανεφώνησεν ο Βιλλαρδουίνος. Εφοβείτο μη βάλω εις τον κόλπον μου τον Μωρέαν;

— Μόλις είχομεν φθάσει εις Καμπανίαν, ήρχισε διηγούμενος ο Ραιμόνδος, αφ’ ου ερρόφησε και δεύτερον ποτήριον του ξανθού Καμπανίτου, και συμπτώματά τινα ήρχισαν να με ανησυχούν. Του ανεψιού αι υπερβολικαί περιποιήσεις προς τον θείον του, του θείου η υπερβολική αγάπη προς τον ανεψιόν, μοι εφάνησαν προοίμια ύποπτα. Όταν δε εν μια των ημερών ήκουσα τον Σαμπλίτην ερωτώντα τον Ροβέρτον αν εδοκίμασε ποτέ χλωρά σύκα, έκρινα τον κίνδυνο εγγύς, και κατέπεισα τον κόμητα ότι, πριν ενεργήση πράξιν κυριαρχίας, χρέος είχε και πρέπον ήτον να μεταβή εις Παρίσια, εις προσκύνησιν του Βασιλέως και λιζίου αυθέντου του. Δύο μήνες είχον παρέλθει από της δωδεκάτης Μαρτίου. Άλλον εν εδαπάνησεν εις προπαρασκευάς η κενοδοξία του κόμητος, ην εκμετάλλευον. Ο Ροβέρτος ήθελε να συνοδεύση τον θείον του· αλλά, πλήρης ενθουσιασμού δια του νέου την ικανότητα, έπεισα εγώ τον Κόμητα να τον αφήση προσωρινόν τοποτηρητήν του εις Καμπανίαν. Εν Παρισίοις το έργον μου εχώρει αφ’ εαυτού· είχον συμμάχους της αυλής τα θέλγητρα και του Κόμητος την ματαιοφροσύνην, και αι ημέραι παρήρχοντο ως υπόπτεροι. Μίαν ημέραν τον είδα χασμώμενον. Ολέθριον σύμπτωμα! Ο Κόμης εβαρύνετο. Εδύνατο ίσως να ενθυμηθή τας υποθέσεις και μεταξύ άλλων τόσω φυσικώτερον την της Πελοποννήσου, καθ’ όσον αι γλυκείαι επιστολαί του ανεψιού ήσαν καθημεριναί. Εχρειάζετο δραστήριον αντιφάρμακον. Εις την αυλή του Βασιλέως Φιλίππου Αυγούστου έλαμπον δύο οφθαλμοί γλαυκοί, ως ο ουρανός της Πελοποννήσου. Εις αυτούς ενεπιστεύθην την θεραπείαν του Κόμητος και την επιτυχίαν της αποστολής μου· και ούτοι αντήμειψον λαμπρώς την προσδοκίαν μου. Ο κόμης έπαυσε να χασμάται και εγώ να φοβώμαι.

— Α! έως εδώ σ’ αναγνωρίζω. Λοιπόν έπειτα!

— Έπειτα, εν ω ενόμζιον ότι το πλοίον ευθυδρομεί, αίφνης το βλέπω μίαν ημέραν εις την πλευράν! Τι τρέχει; ερωτώ· πόθεν πνέει ο άνεμος; πού κρύπτεται η ύφαλος; και μέχρι τέλους την ανακαλύπτω εις τα πάθη των αυλικών αντιθαλάμων, υπό το σχήμα ξένου Γραικού εξ Άρτης, ως έμαθον καλουμένου Ιωάννου Νόννου. Τινές τον έλεγον απλούν περιηγητήν. Άλλοι υπώπτευον μη είναι μυστικός τις απεσταλμένος του Δεσπότου της Ελλάδος προς τον Βασιλέα της Γαλλίας. Εν γένει όμως ήταν αφανής και ολίγον γνωστός· αλλά τόσον παραδοξότερον μοι εφάνη ότι ο κόμης είχεν υπέρ το δέον συνεχείς μετ’ αυτού ομιλίας, και επρόσεξα. Προσέξας δε, ανεκάλυψα ότι εκεί ο σκορπιός εκάθευδεν.

— Εκεί; και τι σχέσιν…

— Ίσως η υμετέρα εξοχότης δύναται περί τούτου να με φωτίση.

— Πώς εγώ;

— Δεν διατρίβει εδώ ο Πετραλείφας, ο πενθερός του Δεσπότου της Ελλάδος;

— Ναι, προς ενός μηνός. Τι εξάγεις εκ τούτου;

— Ίσως ότι η επίσκεψίς του δεν είναι ξένη προς την αποστολήν του Νόννου, και την απόφασιν του Κόμητος της Καμπανίας.

— Να μ’ αφαιρέση την αυθεντείαν του Μωρέως; Νομίζω ότι απατάσαι.

— Πώς; Είναι λοιπόν γνωστόν εις την εξοχότητά σου διατί ήλθεν ο Πετραλείφας εις την Πελοπόννησον;

— Κατ’ εκείνον, ήλθε να επισκεφθή τα κτήματά του, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος· κατ’ εμέ να πραγματευθή συζυγίαν της εγγόνου του, ήτις τον συνοδεύει, με τον υιόν μου Γοδεφρείδον. Βλέπεις τω συμφέρει να με στηρίζη, όχι να με πολεμήση.

— Εζήτησε λοιπόν το Γοδεφρείδον δια την εγγονόν του; ηρώτησε σκεπτικώς ο Ραιμόνδος.

— Ρητώς όχι, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος· αλλ’ οι τρόποι του εισί διαφανείς εκ προθέσεως.

— Α! Τότε όλα μοι εξηγούνται, ανέκραξεν ο Ραιμόνδος.

— Τι σ’ εξηγείται λοιπόν;

— Ότι ο Πετραλείφας είναι η δολιωτέρα αλώπηξ, αφ’ όσας έθρεψέ ποτέ η αυλή της Κωνσταντινουπόλεως.

— Τούτο δεν είναι ανακάλυψις νέα, είπεν μειδιών ο Τοποτηρητής. Αλλά πόθεν το συμπεραίνεις;

— Ο Δεσπότης της Ελλάδος δεν είναι, φαίνεται, άνθρωπος ν’ αλιεύει εις θολά ύδατα. Όταν ρίπτη την ορμιάν του, θέλει να ηξεύρη τι ιχθύν θ’ ανασύρη· διά τούτο, πριν κηρυχθή, έπεμψε τον πενθερόν του να βολιδοσκοπήση εντέχνως.

— Τόση περίσκεψις, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, δεν τω εχρειάζετο. Η συγγενική σχέσις μετ’ εμού ωφελεί μεγάλως τα συμφέροντα του Θεοδώρου. Οι δύο Αυθένται ομού εισίν ισόσταθμοι ενός αυτοκράτορος.

— Αναμφιβόλως, απεκρίθη ο Ραιμόνδος· αλλ’ εις των δύο δεν είναι αυθέντης ακόμη. Διά τούτο, εν ω έπεμψεν εδώ τον πενθερόν του να προκαταλάβη την θέσιν δια την περίπτωσιν, καθ’ ην η Εξοχότης σου ήθελες επικυρωθή αυθέντης, έπεμψε τον Νόννον προς τον Σαμπλίτην, δια να πληροφορηθή αν θα επικυρωθής.

— Το πιστεύω, είπεν ο Βιλλαρδουίνος· είναι ο χαρακτήρ του ανθρώπου. Πριν πατήση, δοκιμάζει το έδαφος ακροποδητί.

— Ο Νόννος λοιπόν ήρχισε να εξιχνιάζη, να ερευνά, να ερωτά, να πολυπραγμονή, ώστε, ό,τι μάλιστα ήθελα ν’ αποφύγω, ανεπόλητε την Πελοπόννησον εις τον Κόμητα. Αλλ’ ο Νόννος αυτός δεν είναι αδέξιος άνθρωπος, και ταχέως ησθάνθη τον άνεμον πνέοντα προς τον Ροβέρτον· και αμέσως έκρινεν, ότι ευκολώτερον και ασφαλέστερον είναι να στρέψη κατά τον άνεμον τα ιστία παρά να παλαίση προς αυτόν. Έκτοτε ενόησα ότι ενικήθημεν, και επροσπάθησα μεν ακόμη να κερδίσω καιρόν· αλλ’ είδα ότι δια τούτου μόνον ύποπτος εγενόμην· έστρεψα λοιπόν και εγώ το φύλλον, και ήρχισα να είμαι θερμός υπέρ του Ροβέρτου. Άμα ιδών το πράγμα αναπόφευκτον, έγραψα προς αυτόν και τω ανήγγειλα τας προσπαθείας και τας ελπίδας μου, και μετά τινας ημέρας υπέγραψα ως μάρτυς το δίπλωμά του ως αυθέντου του Μωρέως.

— Υπέγραψας!

— Και όχι μόνον τούτο, αλλά το δίπλωμά του ανέλαβον να φέρω ο ίδιος προς αυτόν, εις Σαμπλίτην της Βουργωνίας, όπου κατοικεί. Και τω έφερον προσέτι και τας ιδιαιτέρας επιστολάς και οδηγίας του θείου του.

— Όπου τον ειδοποίει βεβαίως περί της προς εμέ υποσχέσεώς του.

— Ω! αυτήν, όχι! την ελησμόνησα! διότι εγώ έγραψα τας επιστολάς.

— Και τι το όφελος; υπέλαβεν ο Βιλλαρδουίνος. Μη δεν την έμαθεν έπειτα ο Ροβέρτος από τον θείον του, ή και από τον Νόννον;

— Παρά του θείου του όχι, διότι ο Σαμπλίτης ανεχώρησεν εις Ιταλίαν, καθ’ ην ημέραν εγώ ανεχώρουν εις Βουργωνίαν. Και από τον Νόννον δε όχι, διότι ο Νόννος δεν την ήξευρε, και, δια να μη γεμίση την κεφαλήν του με περιττάς γνώσσεις, τω επρότεινα να με συνοδεύση πλησίον του Ροβέρτου, όπερ ήθελε πράξει και αν δεν το επρότεινον.

— Ο Ροβέρτος πρέπει να σ’ ήτον ευγνωμονέστατος!

— Πώς όχι; Κατέστην ο πρώτος μυστικοσύμβουλός του και απόδειξις, ότι δύο δεν παρήλθον ημέραι και μ’ ενεπιστεύθη την πρότασιν, ήτις τω έγινεν υπό του Νόννου εν ονόματι του Αυθέντου της Ελλάδος. Ηξεύρεις ποία;

— Να νυμφευθή ίσως ο Ροβέρτος του Αυθέντου την θυγατέρα;

— Και ο Ροβέρτος;

— Εδέχθη.

— Εδέχθη, λέγεις;

— Εννοείται ότι εδέχθη, αλλ’ επί της συμφωνία να τω αρέση η νύμφη.

— Ω! αν μόνον τούτο ελλείπη, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, το εγγυώμαι εις αυτόν.

— Αν είναι τόσον βέβαιον ότι θα τω αρέση, υπέλαβεν ο Ραιμόνδος, τόσω το χειρότερον δι’ αυτόν.

— Διατί;

— Διότι η θυγάτηρ του Αυθέντου της Βλαχίας πρέπει να γίνη σύζυγος του Γοδεφρείδου.

— Α! φίλε Ραιμόνδε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος μετ’ αφελούς μειδιάματος, ημείς θα επιστρέψωμεν εις την Καμπανίαν μας, να καλλιεργώμεν τα λάχανα του πατρικού κήπου μας! Τις θα θελήση να ενωθή μεθ’ ημών;

— Θαυμάσια! Τότε θα σοι ζητήσω, εξοχώτατε, να με δεχθής κηπουρόν σου! Αλλά, αν κατά τινα περίστασιν ήθελες μείνη αυθέντης του Μωρέως…

— Τότε· ως τότε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Η Άννα τόθε θα είν’ επιθυμητή νύμφη δια τον Γοδεφρείδον, αν άλλα τινά σχέδια… Αλλά τι να ματαιολογώμεν; Μέχρι της 12 Μαρτίου έχομεν, νομίζω, ακόμη πέντε μήνας και δώδεκα ημέρας, δηλαδή πεντάκις τον καιρόν να έλθη ο Ροβέρτος και να λάβη την κληρονομίαν του.

— Αι! πέντε μήνες! είπεν ο Ραιμόνδος, δεν είναι τέλος πάντων πέντε αιώνες! Θα ιδώμεν. Εν τούτοις, εξοχώτατε, σ’ αφήνω υγείαν.

— Πώς! Αναχωρείς; πού υπάγεις;

— Πώς, πού υπάγω; Όπου τα χρέη μου με καλούσιν. Εις τον Αυθέντην του Μωρέως. Πρέπει να τον συνοδεύσω, όταν θα έλθη να λάβη την κληρονομίαν του.

— Κατευόδιον, φίλτατε. Τουλάχιστον θα με ειδοποιήσης εν καιρώ, ώστε να ετοιμασθώ να τον δεχθώ κατ’ αξίαν;

— Χωρίς αμφιβολίαν. Αλλά… να μη λησμονήσω το σπουδαιότερον. Πρέπει να μοι μετρήσεις οκτώ χιλιάδας χρυσά υπέρπυρα.

— Πρέπει, φρονείς; Διατί τούτο;

— Δι’ έξοδα της οδοιπορίας της Αυτού Υψηλότητος του Αυθέντου.

— Ω! τω όντι! εν τη υψηλή σου φρονήσει έκρινας ότι πρέπει εγώ να προμηθεύσω τα έξδοα της οδοιπορίας του;

— Και τούτο θα κρίνη και η Υμετέρα εξοχότης, αν ακούση το τέλος της ιστορίας μου.

Αφ’ ότου ο Ροβέρτος μ' έλαβε σύμβουλόν του, η πρώτη μου συμβουλή ήτον ότι πρέπει να έλθει εις την επικράτειάν του όχι ως μαθητής δεδιωγμένος, αλλά μετά πομπής και δόξης. Η πρότασις ενεκρίθη μετ’ ενθουσιασμού, αλλ’ η εκτέλεσις απήτει χρήματα. Μετά του συνήθους μου ζήλου, παρά να τα εύρη άλλος, επρότεινα ν' απέλθω εγώ εις Παρίσια και να τα προμηθεύσω. Αλλ’ ήτον ανάγκη να μάθη και η εξοχότης σου τα διατρέχοντα, και να τα μάθη ταχέως και ασφαλώς. Τίνα να πέμψω δεν είχον, ούτε εις κανένα έχω εμπιστοσύνην όσην εις εμέ τον ίδιον. Διά τούτο ανεχώρησα από την Βουργωνίαν διά τα Παρίσια, και έφθασα κατ’ ευθείαν εις την Λακεδαίμονα.

—Πώς! έπραξας τούτο! Αλλά τα Παρίσια δεν απέχουσιν από την Σαμπλίτην όσον απέχει η Λακεδαίμων, είπε μετ’ εκστάσεως ο Βιλλαρδουίνος.

— Βεβαίως όχι, απήντησε γελών ο Ραϊμόνδος. Δεκαπέντε όμως ή είκοσιν ημέραι, μικρολογία! Έπειτα εις τα Παρίσια πόσος καιρός μ' εχρειάζετο ως να εύρω τους τοκιστάς, ως να πραγματευθώ δάνειον, ως να δώσω ασφαλείας, ως να εξαργυρώσω! Έπειτα πρόσθες το επάρατον κλίμα με τας ασθενείας του!... Ενώ εδώ σήμερον το πρωί έφθασα και το εσπέρας αναχωρώ, διότι η εξοχότης σου αμέσως θα μοι μετρήση τας οκτώ χιλιάδας υπέρπυρα.

— Νομίζεις;

— Δεν αμφιβάλλω. Αν επιστρέψω με χείρας κενάς, πίπτω υπ’ οργήν, και ο Νόννος γίνεται πρωτοσύμβουλος του Ροβέρτου, και πετακτόν σοι τον φέρει.

— Θέλεις ν’ αναχωρήσης απόψε;

— Ο οδηγός μου με περιμένει.

— Ο οδηγός σου;

— Μάλιστα. Ο Κύριος Ιωάννης ο Νόννος.

— Τι λέγης; φίλτατε Ραιμόνδε, ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος. Ο Νόννος ούτος είν’ εδώ;

— Την ιδίαν ημέραν, καθ' ην ο Ροβέρτος συγκατετέθη εις του Νόννου την πρότασιν, είδα τούτον ετοιμαζόμενον δι' οδοιπορίαν, και ανεκάλυψα ότι απήρχετο όπως ειδοποίηση τον Πετραλείφαν. Τότε πρώτον μοι επήλθε η ιδέα της οδοιπορίας εις τα Παρίσια. Ανεχώρησα λοιπόν μόνος, και εις Μασσαλίαν έφθασα ολίγας ώρας προ του απεσταλμένου του αυθέντου της Ελλάδος. Άμα έμαθα τι πλοίον εναύλωσεν, εμισθώθην εις αυτό ως ναύτης απλούς. Ο αυτός ούριος άνεμος μας έφερεν αμφοτέρους με ανέλπιστον ταχύτητα εις τον λιμένα του Ποντικού. Εκεί είδα αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν εις τον κύριον Νόννον. Μίαν ώραν αφ' ου ερίψαμεν την άγκυραν, εξήλθε του θαλάμου του υπό σχήμα ορεινού ποιμένος, δια να μη ειπώ ορεινής άρκτου. Τα καλά παραδείγματα δεν πρέπει να περιφρονώνται. Μετά ημίσειαν ώραν είχον λάβει και εγώ, ως με βλέπεις, το αγγελικόν σχήμα. Ο Νόννος εκίνησε, και από τα πρώτα του διαβήματα εννόησα ότι διευθύνεται προς την Λακεδαίμονα. Αφανώς τον παρηκολούθησα ως σκιά του, και σήμερον τον προέλαβον κατά μίαν ή δύο ώρας. Ηξεύρω δε ότι θα μείνη μίαν ημέραν μόνον, και το εσπέρας πάλιν αναχωρεί. Αν θέλω να επιστρέψω αναύλως, δεν πρέπει να χρονοτριβώ.

Ο Βιλλαρδουίνος επορεύθη προς το γραφείον του, και λαβών οχτώ βαλάντια χρυσού, τα έδωκε εις τον Ροβέρτον.

— Εννοείται όμως, είπεν, ότι τα δίδω δάνεια. Δεν είμαι τοσούτον πλούσιος, ώστε τοιούτον να προσφέρω δώρον εις τον αυθέντην.

— Ω! δάνεια χωρίς άλλο, απήντησε ο Ροβέρτος. Θα σοι φέρωσιν, αν θέλης, είκοσι τοις εκατόν τόκον.

— Άπαγε! ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος. Ιουδαίον με ενόμισες! Τον νόμιμον τόκον, αγαπητέ! Δεν πρέπει να προκαταβροχθίσωμεν του Αυθέντου τα εισοδήματα.

— Τον νόμιμον τόκον! Ευτυχία εις εμέ! είπεν ο Ραιμόνδος, χτυπών τας χείρας του. Έχω βέβαιον τώρα το δίπλωμα Πρωτοβεστιαρίου της Πελοποννήσου από τον Ροβέρτον.

— Ύπαγε λοιπόν να το λάβης, είπεν ο Τοποτηρητής. Αλλά δεν έχεις και συ ανάγκην εφοδίων διά την οδοιπορίαν σου;

— Παντάπασιν! Αυτά τα πληρώνει ο Νόννος· έχε υγείαν, Εξοχώτατε· και καλήν αντάμωσιν... μετά πέντε μήνας.

Και εγερθείς ο Ραιμόνδος, συνέστειλεν ευσχημόνως το ράσον του, κατεβίβασε την καλύπτραν επί τους οφθαλμούς του, και εξήλθε μετά του Τοποτηρητού, κλίνων, αφού ηνεώχθη το παραπέτασμα, βαθέως εις προσκύνησιν αυτού.

ΚΕΦ. Δ’

Η συνοδεία λοιπόν του Τοποτηρητού προυχώρει προς το ιπποδρόμιον. Το πλήθος, όπου διήρχετο, ίστατο περικεχηνός, ή ηνοίγετο αλαλάζον· οι καθυστερούντες ώρμων προς τον τόπον της συνελεύσεως, και πολύς ην ο θόρυβος και η ζητωκραυγία. Εις προ πάντων εντός του όχλου εφαίνετο εκβακχευθείς υπό της λαμπρότητας του θεάματος. Καθ’ ην δε στιγμήν η συνοδεία διήρχετο εμπρός του, ο άνθρωπος ούτος, όστις ήτον ο γνωστός ημίν Βλαχοποιμήν, έκραξεν ως διαρηγνύμενος,

— Ζήτω ο εξοχώτατος Βαΰλης της Πελοποννήσου! Ζήτω ο ενδοξότατος άρχων Πετραλείφας!

Και εχειρονόμει ως φρενητιών. Αλλά στρέφων τον βραχίονά του, ως αν ήθελε να τω δώση κεντρόφυγα δύναμιν, εχτύπησε διά του δερματίνου πίλου, ον εκράτει, τον ίππον του Πετραλείφου εις την κεφαλήν και ο ίππος τρομάξας ανωρθώθη, και ολίγον έλειψε να κρημνίση τον αναβάτην.

— Ω τον ανόητον! είπεν ο γέρων, κρατηθείς με τας δύο χείρας από το σάγμα.

Αλλ' ο ποιμήν ερίφθη εν τω άμα εις τον χαλινόν, τον ήρπασε με στιβαράν χείρα, και κρατήσας τον ίππον,

— Συγγνώμην, ενδοξότατε! συγγνώμην! έκραξε. Δεν ήθελον! Κατά λάθος συνέβη. Είμαι δυστυχής και αγροίκος Βλάχος! Συγγνώμην, ενδοξότατε!

— Διώξατε τον αυθάδη τούτον, διέταξεν ο Βιλλαρδουίνος, και οι ιππόται προσήλθον να υπακούσωσιν.

Ο Βλάχος όμως έλαβε την χείρα του Πετραλείφου, και εξηκολούθησε με μεγάλας φωνάς, και εν μέσω του γέλωτος ή των ψιθυρισμών του όχλου, ζητών συγγνώμην. Αίφνης ο ο Πετραλείφας ησθάνθη την αφήν μικρού διπτύχου εντός της παλάμης του, και στηρίξας το οξύ βλέμμα του επί του ποιμένος,

— Είναι, είπε προς τον Βιλλαρδουίνον, ξένος από τα μέρη μας. Αυτοί οι Βλάχοι είναι αγροίκοι. Συγχωρέσατέ τον προς χάριν μου. Έσφαλεν από υπερβολή ζήλου. Επιτρέπετε να τον εισάξω εις το ιπποδρόμιον;

— Όπως ορίζετε, είπεν ο Τοποτηρητής.

Όταν δε δεν παρετηρείτο, έριψε μικρόν και εταστικόν βλέμμα επί του ποιμένος, και μετά ταύτα απέστρεψε την κεφαλήν μειδιών.

Ούτω λοιπόν ο ποιμήν προσετέθη εις την συνοδείαν προς μέγαν φθόνον των εγχωρίων, οίτινες, προ μιας στιγμής μετ' αυτού συνομιλούντες, δεν προέβλεπον ότι διά τας τοιαύτης απροσδοκήτου προστασίας ήθελε προηγηθή ο ξένος αυτών. Αλλ’ αυτός, ολίγον φροντίζων περί των βροχηδόν κατ’ αυτού τοξευομένων ειρωνικών επιθέτων, εισήλθε κατόπι του Πετραλείφου εις το αμφιθέατρον.

Το εμβαδόν του μεγίστου τούτου οικοδομήματος εκόσμουν αλουργίδες και ποικίλα καταπετάσματα, προ πάντων δε ο πολύχρους και ζωηρός όμιλος, ο κατέχων όλα των θεατών τα εδώλια. Εν δε θεωρείον, κατά το μέσον του Ιπποδρομίου εις θέσιν υψηλήν ωκοδομημένον, και όλον αποστίλβον χρυσού, ήτο μόνον κενόν και τούτο επλήρωσε μετ’ ου πολύ η λαμπρά του Τοποτηρητού συνοδεία. Αμέσως δε μετά ταύτα ηνώχθη του σταδίου η πύλη, και εις τα δύο μεν πέρατα παρετάχθηταν οι μαρεσσάλοι ή σταδιάρχαι, οι επιτετραμμένοι την επιτήρησιν της ευταξίας των γυμνασμάτων, εις δε το μέσον προσελθόντες έφιπποι οι οπλοκήρυκες, ανέγνωσαν τον κανονισμόν της ιππομαχίας, και αφ’ ου επεκαλέσθησαν των θεατών τα φιλοδωρήματα, και ηυχήθησαν έρωτα εις τας κυρίας, δόξαν εις τους ανδρείους, ανήγγειλαν εν ήχω σαλπίγγων την έναρξιν του αγώνος.

Τότε εις μετά τον άλλον εισήλθον οι επισημότεροι των βαρόνων, όσοι είχον κατανεμηθή το ράκος της βυζαντινής αυτοκρατορίας εις Πελοπόννησον, προπορευομένου του υιού του Βιλλαρδουίνου. Η πανοπλία αυτού έστιλβε κατάχρυσος εις τον ήλιον υπό χιτώνα πορφυρούν χρυσοπάρυφον, ου όμοιος πέπλος κατήρχετο μέχρι των ποδών του ίππου του. Την δε περικεφαλαία του, ης το προσωπείον ήτον ηνεωγμένον, εσκίαζε λόφος πτερών πορφυρών, και επί του προμετωπιδίου παρίστατο λόγχη, ης η αιχμή ήγγιζε τα νέφη. Υπ’ αυτήν δ' ήσαν γεγραμμένοι οι στίχοι:

Δεν τρομάζω ούδ αν τρύξη

τ’ ουρανού η κοίλη κόγχη.

Είν' ορθή να την στήριξη

η αδάμαστός μου λόγχη.

Περιελθών δ' υπερηφάνως ο λαμπρός ιππότης το ιπποδρόμιον, προσήλθεν εις το θεωρείον του Τοποτηρητού, και ταπεινώσας την λόγχην του, εχαιρέτισε μετ' αξιοπρεπούς ευγενείας τας κυρίας και τον πατέρα του και μετά ταύτα κατέλαβε την πρώτην των θέσεων, αίτινες ήσαν προσδιωρισμέναι διά τους αγωνιστάς.

Παραιτούμεθα να περιγράψωμεν τας λαμπράς πανοπλίας και τα ποικίλα εμβλήματα όλων των ιπποτών όσοι εισήλθον μετά τον Γοδοφρείδον. Εις την πρόοδον της διηγήσεως ημών η οχληρά περιγραφή ολίγον συμβάλλεται, και ιστορικώς επίσης δεν ενδιαφέρει πολύ την Ελλάδα. Διότι ήρξαν μεν επ’ αυτής οι ιππόται, και την εταπείνωσαν υπό την σπάθην αυτών, αλλ’ ήλθον και απήλθον χωρίς ν' αφήσωσιν ίχνη της παρόδου αυτών, και το όνομα και η μνήμη των απώλετο μετά κρότου· ή οσάκις ο οδοιπόρος εις αποκρήμνους άκρας ορέων ανακαλύπτη τα φρούρια αυτών ως φωλεάς αετών, ή μεταξύ θάμνων απαντά επί λίθου γεγλυμμένα τα βαρονικά οικόσημα αυτών, στρέφεται απ’ αυτών μετ’ αδιαφορίας, σπεύδων προς τα κυκλώπεια τείχη των ενδόξων αιώνων και προς τα αμίμητα προϊόντα αθανάτων γλυφίδων.

Δεν δυνάμεθα όμως να μη αναφέρωμεν την στολήν ενός των ιππομάχων, Γωλτιέρου του απεσταλμένου του Αυθέντου των Αθηνών, όστις και τελευταίος πάντων εισήλθεν. Αν εις την εμφάνισιν όλων των άλλων διηγείρετο ψιθυρισμός ευφημίας μεταξύ του πλήθους των θεατών, η του χαρίεντος όμως τούτου ιππότου απέσπασε κραυγάς γενικού ενθουσιασμού. Διότι πάντες ανεγνώρισαν τα χρώματα της Άννης εις τον χιτώνα τον καλύπτοντα την πανοπλία του, ήτις ήτον από άργυρον καθαρόν, και έλαμπε υπέρ την χιόνα. Ήτον δε ο χιτών ούτος κυανούς, έχων αργυρούς αστέρας επειργασμένους, ως κυανούς ην και ο θύσσανος τω πτερών της περικεφαλαίας του, εφ’ ης έστιλβεν εις μόνος αστήρ αδαμάντινος, έχων πέριξ την επιγραφήν·

Εις, λαμπρότερος χιλίων

και αστέρων και ηλίων,

Διέφυγον δε την χαλκήν αυτών φυλακήν άφθονοι χρυσοί βόστρυχοι, κυματούντες επί των ώμων του. Όταν δε ο κομψός ιππότης, διακαλπάσας το ιπποδρόμιον ευπρεπώς, ήλθεν εμπρός του θεωρείου του Τοποτηρητού, και εβίασε τον γοργούμεον ίππον το να κάμψη τα εμπρόσθια γόνατά του, έκλινε δε και αυτός εις χαιρετισμόν χαριέστατον, ον αντήμειψε της ωραίας Άννης αντιχαιρετισμός και ερύθημα, αυτόματοι χειροκροτήσεις ηκούσθησαν εκ διαφόρων του Θεάτρου μερών.

Οι ιππόται λοιπόν παρετάχθησαν εις τας δύο πλευράς του σταδίου, αφήνοντες μεταξύ των όλον αυτού το πλάτος. Άμα δ’ έλαβον τας οικείας θέσεις, η σάλπιγξ εσήμανε το εμβατήριον.

Δεν προτιθέμεθα εις την επίτομον ταύτην εικόνα να περιγράψωμεν τον ιππικόν αγώνα καθ’ όλας αυτού τας περιπετείας, ουδέ την επιδεξιότητα και την ανδρείαν των ιπποτών, ουδέ των κινήσεων την χάριν και την ταχύτητα, ουδέ την ζωηρότητα των συγκρούσεων, ήτις συνεκίνει και διήγειρε τους θεατάς εις μέγαν βαθμόν. Πρώτος ο υιός του Βιλλαρδουίνου, έμπειρος ως ουδείς άλλος εις την τέχνην των όπλων, εμονομάχησε κατά τριών αντιπάλων αλληλοδιαδόχως, του Γωλτιέρου Ρονσέρου, βαρόνου της Ακόβης εις Μεσσαρέαν, του Γουλιέλμου Αλαμάνου, βαρόνου Πατρών, και του Γούη Νεβελέτου, όστις ωκοδόμησε το φρούριον Γερακίου εις Τσακωνίαν, και τον μεν αφώπλισε, του δε έθραυσε δύο λόγχας, και τον τρίτον απέσεισεν από του ίππου.

Αλλ’ ηναγκάσθη να υποχωρήση ο ίδιος ενώπιον του ορμητικού και φιλοπολέμου Ούγωνος του Βριέρου όστις, τους κρημνούς των Αροανίων εις μερίδα λαχών, έστησε το φρούριον της Καρυταίνης εις το στόμιον των φαράγγων της Σκόρτας ως πύλη αυτών οχυράν, και προπύργιον της τραχείας του βαρονίας. Ούτος μετά τον Γοδεφρείδον ενίκησεν αλληλοδιαδόχως και Ούγωνα τον Δελίλλον, βαρόνον της Βοστίτζης, και τον νέον Βαρόνον Λούκαν, κρατούντα εν Λακωνία, και τα Γριζενά έχοντα έδραν της εξουσίας του.

Ο τέταρτος όμως ανταγωνιστής του, Ραούλ ο Τουρναίος, όστις ήρχεν επί της πόλεως και της καταρρύτου πεδιάδος των Καλαβρύτων, υπερίσχυσε της ανδρείας του, δια της πείρας και της ασφαλείας του βλέμματός του, αλλά μόλις εκηρύχθη η νίκη υπέρ αυτού, και προέβη μετά τύφου προκλητικώς ο διηνεκής του αντίπαλος Ροβέρτος ο Τρέμουλας, Βαρόνος της Χαλανδρίτζας, όστις γείτων κακός και φίλερις, έπηξεν αυθαδώς της Τρεμούλας την υψηλήν σκοπιάν επ’ αυτάς σχεδόν τας πύλας των Καλαβρύτων. Αλλά την οφρύν και αυτού εταπείνωσεν η αθορύβητος τέχνη του Καλαβρυτινού προς μεγάλην ευχαρίστησιν των θεωμένων, όσοι έγνωριζον του μεν την αγέρωχον και πλεονέκτιν φύσιν, του δε τον πράον και δίκαιον χαρακτήρα.

Διεδέχθη δε τον Τρέμουλαν Ιωάννης ο Νεϋλλής, ο κατέχων της Μάνης τα πετρώδη στενά και εκ του ορμητηρίου της Πασσάβας πολεμών και συνέχων τους Σλαύους. Αλλ’ ούτος αφ’ ου προέβη τρία βήματα, βλέπων τον αντίπαλόν του ασθμαίοντα έτι εκ της διπλής δυσκόλου του νίκης, χωρίς, ως είχε δικαίωμα, να θελήση να ωφεληθή από την περίστασιν ταύτην, κατεβίβασεν ευγενώς την λόγχην του, και περιέμεινεν έως ου ο Ραούλ συνέλθη. Από την μικρά δε ταύτην ωφεληθείς διακοπήν και ο Πετραλείφας όπως τείνη ολίγον τα γεγηρακότα του μέλη, ηγέρθη, και εξήλθε του θεωρείου του Τοποτηρητού, όστις, παρακολουθών αυτόν δι’ άκρου οφθαλμού, είδεν ότι κατόπιν του εξήλθεν ησύχως και ο Βλαχοποιμήν.

Ο ήδη εξησθενημένος βραχίων του Ραούλ, ενέδωκε ταχέως εις την ακμήτα ρώμην του βαρόνου της Μάνης, τραχείαν ως τους βράχους, εφ’ ων εγυμνάζετο. Κατ’ αυτού τέλος προυχώρησεν ο έσχατος τεταγμένος ιππότης, ο Γωλτιέρος. Αν δε πάσα η προσοχή και πάντα τα βλέμματα δεν ήσαν εστραμμένα προς την πάλην εκείνην, καθ’ ην ο ρωμαλεότερος των ιπποτών αντετάττετο προς τον χαριέστερον, ήτον εύκολον να παρατηρηθή ότι αιφνιδία ωχρότης επεχύθη εις της Άννης το πρόσωπον. Η μάχη έμεινε πολλήν ώραν ισόρροπος, διότι ο Γωλτιέρος έδειξεν ότι είχε της χάριτος ανωτέραν ακόμη την επιδεξιότητα. Τέλος δ’ όρμησαν αμφότεροι οι αντίπαλοι κατ’ αλλήλων, τα κατάφρακτα στήθη των ίππων των συκγρουσθέντα εβρόντησαν, εν ω δ’ εκάμφθησαν οι οπίσθιοι πόδες αυτών, ο Βαρόνος της Μάνης έκλινε βιαίως εμπρός όπως καταφέρη κατά του Γωλτιέρου πληγήν, ήτις έμελλε να περατώση την πάλην, αλλ’ αυτός δια ταχείας στροφής του σώματος ως έγχελυς τον διέφυγε, και παρεκκλίνοντα ήδη της καθέτου, ήρκεσε να τον εγγίση πλαγίως δια της λόγχης τους, όπως τον κρημνίση των αναβολέων του. Μέγας τότε αλαλαγμός και βροχή χειροκροτήσεων ηγέρθη μεταξύ των θεατών, η δ’ Άννα, αισθανομένη πυριφλέκτους τας παρειάς της, έλαβε με τρέμουσαν την χείρα τον στέφανον, όστις συνέκειτο από αργυρούς αστέρας και τον έτεινε προς τον νικητήν. Αυτός δε, δια της χειρός ευχαριστών τον επευφημούντα λαόν, επροχώρησεν όπως λάβη το γλυκύ άθλον, γλυκύς διότι υπό γλυκείας χειρός τω εδίδετο.

Αλλ’ εις την στιγμήν ταύτην νέα σάλπιγξ ηκούσθη και όλοι στρέψαντες εκπεπληγμένα βλέμματα προς την είσοδον, είδον εισορμώντα ιππότην, όστις είχε κεκλεισμένον του κράνους το προσωπείον, μέλανα ίππον, καταμέλαιναν την ενδυμασίαν, και ουδέν έφερεν ούδ’ έμβλημα ουδέ κόσμημα. Εις την αγρίαν ταύτην εμφάνισιν ψιθυρισμός ως ο του φρίσσοντος δάσους υπό πτέρυγμα καταιγίδος ηγέρθη εξ όλου του πλήθους, και ο Γωλτιέρος στραφείς προς τον ιππότην, περιέμεινεν επί μίαν στιγμή. Αλλά βλέπων αυτόν ότι έμεινεν ακίνητος εν τω μέσω του σταδίου, επλησίασε και

— Οι ιπποτικοί νόμοι, είπεν, αναγκάζουσιν τον ιππότην όστις εισέρχεται εις το στάδιον να υψώσει το προσωπείον του, ή να φέρη έμβλημα αποδεικνύον ότι ευγενής προς ευγενείς παρατάττεται. Αλλ’ εγώ νόμον έχω, όταν μοι προσφέρεται μάχη, να μη την αρνώμαι ποτέ. Αν έταξες ν’ αγωνισθής άγνωστος, σέβομαι, ιππότα, την ευχήν σου και ειμί έτοιμος!

Και την λόγχην προτείνας, εκινήθη κατ’ αυτού. Η συνάντησίς των εκίνησε διαφόρως των θεατών τα αισθήματα. Γιατί ο Γωλτιέρος δεν ανέπτυξε περισσοτέραν χάριν εις τας κινήσεις, περισσοτέραν ευκαιρίαν εις τας στροφάς· εφαίνετο ως αν έντεχνον ελατήριον περιέφερε τον ίππον του και αυτόν εις τας σοφής εκείνης καμπάς, και την λόγχην έστρεφεν εις τας χείρας του ως ράβδον ευλύγιστον ώστε παν κίνημα και αυτού και του όπλου του επέσυρε των ειδημόνων τον θαυμασμόν. Ο μέλας ιππότης εξ εναντίας, εκ των πρώτων βημάτων του εδείχθη τοσούτον αμαθής και άπειρος ευγενών αγώνων, ώστε εκίνησε πολλών τον γέλωτα και άλλων την αγανάκτησιν ότι τοιούτος ετόλμησε προς τοιούτον ν’αντιταχθή.

Αλλ’ αν έλειπεν από τον μυστηριώδην τούτον αγωνιστήν η εκ συνθήκης κομψότης και εμπειρία, μετ’ ου πολύ εφάνη ότι ανεπλήρου αυτήν δια σιδηράς μυώνων δυνάμεως και δι’ υπερτάτης ανδρείας. Αντί ν’ αντικρούση τας επιδεξίους προβολάς του Γωλτιέρου δι’ ευστόχου αμύνης, ερρίπτετο ως μαινόμενος κατά του αντιπάλου του, αψηφών τας πληγάς, ας τω κατέφερεν εκείνος μετά παραδόξου ταχύτητος, και ηγωνίζετο να παλαίση μετ’ αυτού στήθος προς στήθος, συνειδώς ότι της ανδρείας εδύνατο ίσως να ελπίση, της τέχνης όμως βεβαίως όχι το άθλον. Αλλ’ όπου και εν εστρέφετο απήντα την αιχμήν του Γωλτιέρου, όστις μυρίους περιέγραφε περί αυτόν μαγικούς κύκλους, ήρχετο και απήρχετο, προσέβαλλε συγχρόνως εξ δεξιών και εξ ευωνύμων, και ακατανοήτως επολλαπλασιάζετο. Τότε ως λέων, όστις, όταν αισθάνεται ότι προς ισχυρότερον μάχεται ρίπτεται λυσσωδώς να εύρη τον όλεθρον μάλλον παρά αισχύνην της ήττης, ούτω και ο μέλας ιππότης ωπισθοδρόμησε δύο βήματα, και μετά ταύτα ώρμησεν ως παράφορος προς αυτήν του ανταγωνιστού του την λόγχην, ήτις με φοβερόν πάταγον ως κάλαμος συνετρίβη επί του στήθους του, και τινάσσων μακράν την ιδίαν λόγχην, ερρίφθη κατά του ιππότου σώμα προς σώμα, τον συνέλαβεν εις τους σιδηρούς του βραχίονας, τον ανήρπασεν εκ του εφιππείου, και τον εσφενδόνισεν εις του σταδίου τον άμμον, όπου ο Γωλτιέρος έμεινεν αναίσθητος ή εστερημένος πνοής.

Τούτου γενομένου οι θεαταί ανεβόησαν δυσμενώς, υπέρ πάσας δ’ ηκούσθη μία κραυγή, προερχομένη από το θεωρείον του Τοποτηρητού, και η Άννα έπεσε λιποθυμήσασα εις τας χείρας της Ισαβέλλας, της γυναικός του Βιλλαρδουίνου, ο δ’ αργυρούς στέφανος, ον εκράτει έτομον, όπως τον προσφέρη εις τον νικητήν, διαφυγών την νεκρωθείσαν της χείρα, εκυλίσθη επί της άμμου. Συγχρόνως δ’ ο μέλας ιππότης, στραφείς προς το θεωρείον, εφάνη επί μίαν στιγμήν ατενίζων αυτό, αλλ’ αντί, ως είχε δικαίωμα, να λάβη από την γην του θριάμβου του το βραβείον, έστρεψε τους χαλινούς και εξώρμησε του σταδίου χωρίς ουδείς να ηξεύρη πόθεν ήλθε και πού απήρχετο.

Ούτως ο αγών διελύθη εν ταραχή, ενώ πολλοί ησχολούντο αποκομίζοντες, οι μεν τον Γωλτιέρον, οι δε την Άνναν, όλοι δε είχον δια στόματος τον μυστηριώδη ιππότην.

ΚΕΦ. Ε’

Την εσπέραν της αυτής εκείνης ημέρας ο Λέων Χαμάρετος περιεφέρετο εις την μονήρη του κατοικίαν κατηφής και τεταραγμένος. Τα συμβάντα της πρωίας είχον γίνει γνωστά εις όλην την Λακεδαίμονα και η εμφάνισις του μέλανος ιππέως, και η ήττα του Γωλτιέρου, και η λιποθυμία της Άννης, διαφόρως ελέγοντο και εμεγαλοποιούντο, ώστε και τινες διέδιδον ότι ο Γωλτιέρος, άλλοι δε ότι η Άννα, εξέπνευσεν.

Αι απαίσιοι αύται φήμαι δεν ήτον παράδοξον αν είχον φθάσει και εις του Χαμαρέτου την ακοήν, και αυταί μάλιστα φαίνεται ότι ανερρίπεζον την ανησυχίαν του. Εταλαντεύετο δε μεταξύ δύο θελήσεων, ων η μεν το καθήκον και την ευγένειαν επικαλουμένη, τον είλκε ν' απέλθη εις του Πετραλείφου και να πληροφορηθή περί της υγείας της εγγόνου του, η δε τον ανεχαίτιζε, την υπερηφάνειαν και τι πικρότερον αίσθημα σύμβουλον έχουσα. Αλλά, μετά μακρόν πόλεμον ενέδωκεν εις την πρώτην, και αφ' ου δις εξήλθε της οικίας του και δις επέστρεψεν εις αυτήν, τέλος επορεύθη προς του άρχοντος της Ελλάδος, ον εύρε καθήμενον εις τον κήπον του υπό μεγάλην πορτοκαλέαν μετά της εκγόνου του.

Ο Χαμάρετος εισήλθε σοβαρός, και σχεδόν αγριωπός. Αλλ’ όταν, ως ακουσίως υψώσας τους οφθαλμούς είδεν ωχρά τα χείλη της νέας, τους οφθαλμούς αυτής ερυθρούς, και το μέτωπόν της ως πιεζόμενον υπό της οδύνης, η τραχύτης του ελύθη εις οίκτον, και πλησιάσας προς τον Πετραλείφαν, υπετραύλισεν ότι ήκουσε της Άννης την ασθένειαν και ήλθε να ερευνήση περί αυτής. Η Άννα τον ευχαρίστησε δι’ ενός βλέμματος.

— Συνήλθε μεν, είπεν ο γέρων, αλλά πάσχει ακόμη. Παράδοξον εντύπωσιν απετέλεσεν επ’ αυτής η παρουσία του μέλανος εκείνου ιππότου.

— Του μέλανος ιππότου! α έκραξεν ο Χαμάρετος ξενιζόμενος.

— Όχι, είπεν η Άννα. Σας βεβαιώ ότι η θερμότης της ημέρας…

— Διόλου, υπέλαβεν ο Πετραλείφας. Ενίοτε μας κυριεύουσιν ανεξήγητά τινα αισθήματα. Εγώ σε είδα. Άμα ενεφανίσθη ο ακατάληπτος εκείνος αγωνιστής, ωχρότης περιεχύθη εις το πρόσωπόν σου, και τα βλέμματά σου παρηκολούθουν ως μαγικώς όλα του τα κινήματα και όταν τον είδες υπερισχύσαντα είδα ότι η μυστηριώδης συγκίνησις ην σε ενέπνευσεν, εξήντλησε τας δυνάμεις σου.

— Ίσως, παρετήρησεν ο Χαμάρετος και η συμπάθεια διά τον ιππότην, όστις εκρημνίσθη του ίππου... Αλλ’ εις την περίστασιν ταύτην εσπαταλήσατε ματαίως αυτήν, διότι ο ιππότης ηγέρθη από την πτώσιν του αβλαβής και ανέλαβεν εντελώς.

— A! ανέλαβεν! είπεν η Άννα ερυθριώσα σφοδρώς. Αμέσως δε επρόσθεσε,

— Τω όντι αγύμναστα γυναικεία νεύρα δεν αντέχουσιν εις τα ανδρικά εκείνα θεάματα.

Ο Χαμάρετος τη απεκρίθη διά μακρού και οξέος βλέμματος, υφ’ ο έκλινον οι οφθαλμοί της και μετά ταύτα ηγέρθη όπως εξέλθη.

— Πώς! υιέ μου θέλεις αμέσως ν ἀναχωρήσης! είπεν ο Πετραλείφος, λαμβάνων αυτόν εκ της χειρός

— Είχον ακούσει, είπε μ’ ελαφρόν σαρκασμόν ο Χαμάρετος, ότι η συμπάθεια προς τον ηττηθέντα και η φρίκη προς τον νικητήν είχεν προσβάλει σπουδαίως την υγείαν της κυρίας Άννης. Αλλά βλέπω ότι η αγγελία της σωτηρίας του πρώτου επανέφερεν ευτυχώς εις τας παρειάς, και καθησυχάσας απέρχομαι.

Κατ' αυτήν την στιγμήν υπηρέτης ελθών, ανήγγειλεν επίσκεφίν του Τοποτηρητού. Έσπευσεν επομένως αμέσως ο Πετραλείφας προς την οικίαν, άλλα προηγουμένως παρεκάλεσε τον Χαμάρετον να μη αναχωρήση, διότι είχεν ανάγκην να τον ιδή μετά το τέλος της επισκέψεως. Ελθών δε εις προϋπάντησιν του Βιλλαρδουίνου, τον εισήγαγεν εις το πλουσιώτερόν του δωμάτιον.

— Ειπέτε μοι, είπεν ο Τοποτηρητής πώς είναι η ωραία μας Άννα. Είμαι ανυπόμονος να το μάθω. Η Ισαβέλλα μοι είπεν ότι την αφήκεν ακόμη αδύνατον.

— Η εξοχότης της, απεκρίθη ο Πετραλείφας, τη εδαψίλευσε φροντίδας μητρικάς. Η κατάστασίς της μας ετάραξε κατ’ αρχάς, αλλ’ ήδη ανέλαβεν οπωσούν.

— Ετρόμαξε τον μέλανα εκείνον ιππότην, και είχε δίκαιον. Αποτόμως παρουσιάθη, και αποτόμους είχε τους τρόπους.

— Προ πάντων δε το μυστηριώδες αυτού, φαίνεται, κατέπληξε την φαντασίαν της, είπεν ο Πετραλείφας. Η υμετέρα εξοχότης γνωρίζει ίσως ποίον έκρυπτε το μέλαν προσωπείον εκείνο;

— Αφ’ ου ο ανταγωνιστής του δεν απήτησε να το ανοίξη, δεν είχον δικαίωμα να το ανοίξω εγώ, απήντησεν ο Τοποτηρητής. Εις τον κατάλογο ενεγράφη υπό μόνον το όνομα Μέλας ιππότης. Όστις δήποτε όμως και αν ήτον, πρέπει ν αναγνωρίσω ότι είναι ανδρείος, τραφείς όχι μεν εις τα ιπποδρόμια, αλλά εις τας μάχας. Κατά πρώτον σήμερον ευρέθητε εις τοιούτους αγώνας; Πώς σας εφάνησαν;

— Άξιοι του ανδρειοτέρου έθνους της γης, απεκρίθη κολακευτικώς ο γέρων. Ανεζωπύρησαν το αίμα εις τας κατεψυγμένας μου φλέβας, και διήγειρον εις εμέ αναμνήσεις των ημερών της νεότητός μου.

— Εις εμέ δε φίλε, υπέλαβεν ο Βιλλαρδουίνος, εις εμέ διήγειρον ενθυμήσεις πολύ γλυκυτέρας, ενθυμήσεις της φίλης πατρίδος. Ενόμισα επί μίαν στιγμήν ότι ευρισκόμην μεταξύ των ευγενών της Καμπανίας μου ιπποτών, ότι έβλεπον τα δάση της και τα πεδία της, και τα πρόσωπα, άτινα με πρσεμειδίασαν εις την γέννησίν μου, και την εστίαν, περί ην έπαιζον βρέφος. Μετά βίον αγώνων και ταραχών δεν είναι αληθές ότι έρχεται τέλος στιγμή, καθ’ ην μετά πόθου στρεφόμεθα προς τα ειρηνικάς σκηνάς της παιδικής ηλικίας; Τότε μας μειδιά μακρόθεν η ερασμία εικών του πατρικού οίκου, του δένδρου υφ’ ο παιδία, επαίζομεν, του ρύακος εις ον ελουόμεθα. Τότε άλλην επιθυμίαν δεν αισθανόμεθα ειμή ν’ αποθέσωμεν την οδοιπορικήν ράβδον εις την γωνίαν όθεν την ελάβομεν πρώτον. Όταν έλθη της ζωής η εσπέρα, αισθάνομαι, ενδοξότατε, ότι επιθυμούμεν ισχυρώς την στέγην ης εξήλθομεν το πρωί. Άλλην εις την καρδίαν μου δεν τρέφω τώρα ευχήν, ειμή να ιδώ την Γαλλίαν μου, και να σκαφή ο τάφος μου υπό το δένδρον το σκιάζον του πατρός μου τον τάφον.

— Ουαί! είπεν ο Πετραλείφας καθ’ εαυτόν. Τι σημαίνει το ειδύλλιον τούτο; Μήπως έλαβε ειδήσεις; Τοξεύων δε κλοπιμαίον βλέμμα προς τον Βιλλαρδουίνον, απήντησεν

— Αλλά την ευχήν ταύτην πιθανώς ο θεός δεν θέλει την εξιλεώσει, διότι εντελώς εναντίας τω αναπέμπει όλη η Πελοπόννησος. Εις την ευτυχίαν της είναι η παρουσία σας πολλά έτη αναγκαία ακόμη.

Αλλά φαίνεται ότι δεν ήκουσεν ο Βιλλαρδουίνος τας κολακευτικάς ταύτας λέξεις, διότι, αντί ν' αποκριθεί εις αυτάς.

— Και ο συμπατριώτης σας εκείνος τι έγινεν; ηρώτησε.

— Ο συμπατριώτης μου! είπεν ο Πετραλείφας ταραττόμενος. Ποίος συμπατριώτης μου;

— Εκείνος όστις σας ηκολούθησεν εις το ιπποδρόμιον.

— Α! Έχετε πολλήν συγκατάβασιν να τον ενθυμηθήτε! Ήτον πτωχός ποιμήν της Βλαχίας από τα όρη του Ζητουνίου.

— Και σας έφερε καλάς ειδήσεις από τον Αυθέντην;

— Ειδήσεις; από τον Αυθέντην; Δεν μ' έφερε διόλου ειδήσεις.

— Α! δεν σας έφερε διόλου ειδήσεις! Είχον νομίσει ότι σας έφερε.

— Παντελώς! ούτε τον εγνώριζον καν. Ξένον ως τον είδα από τα μέρη μας, ηθέλησα να τον εισάγω εις το ιπποδρόμιο.

— Α! καλά εκάμετε.

Έπειτα δε ταπεινώσας την φωνή ο Βιλλαρδουίνος, και περιβλεψάμενος ως διά να βεβαιωθή ότι δε υπάρχει πλησίον αδιάκριτο ους,

— Ήθελον, επρόσθεσε, να συμβουλευθώ την φρόνησιν και την εμπειρίαν σας περί υποθέσεως, ήτις τα μέγιστα με ενδιαφέρει.

Εις τας λέξεις ταύτας ο αρχαίος αυλικός, όσο και αν ήξευρε να συνθέτη κατά βούλησιν την έκφρασιν των ψυχικών του κινήσεων, δεν εδυνήθη όμως να καταστείλη εν κίνημα των μυώνων του στόματός του·

— Εις τας διαταγάς σας, είπεν, εξοχώτατε.

— Έλαβον πληροφορίας, εξηκολούθησε ο Βιλλαρδουίνος, ότι ο Μέγας Κυρ των Αθηνών σκοπόν έχει να ζητήση τον υιό μου Γοδοφρείδον διά την ανεψιάν του Ελένην. Tι με συμβουλεύετε; Να δεχθώ; Θέλω πράξει ως η πείρα σας με υπαγορεύση.

— Ο μέγας Κυρ, είπε ο Πετραλείφας, αναπνέων βαθέως ως ο απαλλαγείς από εσωτερικόν τι βάρος, και δίδων εις τα πρόσωπόν του όσον ενεδέχετο εμβριθεστέραν έκφρασιν. Το πράγμα είναι άξιον σκέψεως. Ναι, αι Θήβαι και αι Αθήναι εισίν αι κλείδες του οίκου σας, εξοχώτατε, και σας συμφέρει φρονώ, να κρατή τας κλείδας αυτάς χειρ φίλου και, ει δυνατόν, συγγενούς. Να συνδεθήτε μ' εκείνον, όστις δύναται πάντοτε να σας χρησιμεύση ως ωφέλιμος εμπροσθοφυλακή, μοι φαίνεται σχέδιον έμφρον και πολιτικόν.

— Σας φαίνεται; είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Σας ευχαριστώ διά την συμβουλήν. Δεν θέλω την λησμονήσει όταν παρουσιασθή η περίστασις. Ειπέτε, παρακαλώ εις την αγαπητήν Άννα πόσον χαίρω διά την ανάρρωσίν της·

Και αποχαιρετίσας ανεχώρησεν· εξερχόμενος δε, έλεγε καθ' εαυτόν,

— Επομένως ο βλαχοποιμήν ήτον ο Νόννος.

ΚΕΦ. ΣΤ’

Ο δε Χαμάρετος, αφ' ου εξήλθε ο Πετραλείφας, και ηναγκάσθη να μείνη μόνος μετά της Άννης, πλησιάσας, εστηρίχθη εις κορμόν δένδρου, άντικρυ της νέας κόρης.

— Είσθε πάντοτε της αυτής γνώμης περί των ιπποτικών αγώνων και αφ' ου τους είδετε; τον ηρώτησεν η Άννα, δειλώς υψούσα τους οφθαλμούς προς αυτόν.

— Αφ' ου τους είδα μάλλον παρά πριν τους ιδώ, απεκρίθη ο Χαμάρετος.

— Πώς! θέλετε να πιστεύσω ότι η λαμπρά εκείνη της ανδρείας επίδειξις δεν εκίνησε την καρδίαν σας;

— Η ανδρεία! είπεν ο Χαμάρετος. Μέγα προτέρημα, καθ’ ο υπερτερεί το λαμπρότερον των ιπποτών η άρκτος των ορέων και ο σκύμνος του λύκου! Μέγα προτέρημα ώστε να το επιδεικνύωμεν!

— Ω! τούτο πλέον δεν σας το ουγχωρώ, είπε μειδιάσασα η Άννα. Εννοώ να πολεμήτε τους ανδρείους· τούτο είναι το έργον σας. Αλλά να κηρύττεσθε κατ’ αυτής της ανδρείας...

— Η ανδρεία, κυρία μου, όταν υπερασπίζεται την στέγη εις ην εγεννήθημεν, την γυναίκα εις ην ωμόσαμεν πίστιν, την πατρίδα κατά ξένων τυράννων, εξευγενίζεται, ως και το ευτελές μέταλλον το χρησιμεύον εις όπλον αυτής. Άλλως είναι αρετή, ην έχομεν με τα θηρία κοινή, και παιδαριώδες ή αγρίων ίδιον να κομπάζωμεν επ’ αυτή.

— Ο μέλας εκείνος ιππότης, είπεν η Άννα με πονηρόν βλέμμα, όστις ενίκησε σήμερον τους ανδρείους των ανδρείων, βεβαίως δεν είναι της γνώμης σας.

— Εξ εναντίας είναι της γνώμης μου εντελώς, απήντησεν ο Χαμάρετος.

— Ίσως τω όντι έχετε δίκαιον υπέλαβεν η Άννα. Μοι είπον ότι τον στέφανον ον εκέρδησεν ανεχώρησε χωρίς να καταδεχθή να τον λάβη, ούδ’ εζήτησε τα όπλα και τους ίππους των αντιπάλων του, το τρόπαιον του θριάμβου του.

— Πιθανώς, είπεν ο Χαμάρετος, στέφανον κείμενον εις την κόνιν δεν τον ενόμισεν άξιον του κόπου να κύψη και να τον λάβη, ούδ’ εφρόντισε περί τροπαίου θεατρικού.

— Ομιλεϊτε περί αυτού, είπεν η Άννα εκφραστικώς μειδιώσα, ως αν εγνωρίζετε τον μυστηριώδη εκείνον ιππότην. Δεν δύνασθε να μας ειπήτε περί αυτού τίποτε;

— Ναι, τον γνωρίζω, κυρία, απήντησε ο Χαμάρετος. Τα χείλη μου ποτέ δεν εψεύσθησαν, και η άφρων καρδία μου δεν θέλει να έχη κρυπτήν πτυχήν εις το βλέμμα σας. Ηξεύρετε τι πρεσβεύω περί των ακινδύνων τούτων θριάμβων, ώστε δεν θέλετε το θεωρήσει καύχησιν όταν σας ειπώ ότι ναι, εγώ ήμην ο μέλας ιππότης· εξ εναντίας, πιστεύσατέ με, κυρία, το έχω, και η αισχύνη αναβιβάζει το ερύθημα εις το μέτωπόν μου.

— Μεγάλας λέξεις μεταχειρίζεστε, είπεν η Άννα. Η αισχύνη! Δεν εννοώ τω όντι πώς εφαρμόζεται εδώ η αισχύνη.

— Καταγελάσατε και περιφρονήσατέ με, είπε τεθλιμμένος ο Λέων. Περιφρονώ αυτός εμαυτόν. Όταν σας ήκουσα ενθουσιωδώς εκφραζομένην υπέρ των αγώνων τούτων, και θαυμάζουσαν τους ιππότας, οίτινες έμελλον να διαπρέψωσιν εις αυτούς, όταν σας είδα δίδουσαν εις τους ξένους της ανδρείας την δάφνην, και γυμνούοαν αυτής τους συμπατριώτας σας, γελοία φιλοτιμία, ναι, δεν το κρύπτω, ζηλοτυπία επλήρωσε την καρδίαν μου, και μ’ εκίνησε εις την παιδαριώδη εκείνην πράξιν, δι’ ην προ πολλού μετενόησα.

— Μετενοήσατε ότι μοι απεδείξατε των προλήψεών μου την αδικίαν, ότι υπεστηρίξατε διά των όπλων την υπόληψιν της ανδρείας του έθνους σας, και ότι, αν δεν κατεδέχθητε τον αργυρούν στέφανον, απελάβετε όμως τον στέφανον της νίκης και της κοινής ευφημίας; Δι' εν πρέπει να μετανοήσητε, ότι δεν παρουσιάσθητε εις το στάδιον με την προσωπίδα ανεγηγερμένην, με το μέτωπον υψηλόν, ώστε να γνωρίσωσι πάντες ότι Έλλην ήτον ο νικητής.

— Οι ριψάσπτδες, κυρία, και οι λειποτάκται, είπε πικρώς ο Χαμάρετος, κρύπτονται εγκαταλελειμμένοι εις την αισχύνην των, και δεν παρουσιάζονται απέναντι του κόσμου με το μέτωπον υψηλόν.

— Ω! πρέπει εγώ να σας υπερασπισθώ κατά της αδικίας σας, έκραξεν η νεάνις. Είσθε άρα μόνος αγνοών ότι αι ανδραγαθίαι σας αντήχησαν καθ’ όλην την ανατολήν; Ενθυμούμαι ποίαν είχε ο πατέρας μου ανυπομονησίαν να ιδή τον πρόμαχον της Πελοποννήσου, και όταν ήλθετε εις Άρταν…

— Είδεν, υπέλαβεν ο Χαμάρετος, άνθρωπον φέροντα εις το μέτωπον το στίγμα της ήττης, και εις τον πόδα σύροντα την άλυσιν της δουλείας.

— Είδεν άνθρωπον, διέκοψε ζωηρώς η Άννα, όστις υπερασπίσθη ηρωικώς τα τείχη της Λακεδαίμονος και ενέδωκε μόνον όταν αυτά ενέδωκαν εις τον χείμαρρον όστις κατεπόντισεν όλην την Πελοπόννησον.

— Τα τείχη της Λακεδαίμονος, απήντησε την κεφαλήν κινών ο Χαμάρετος. Σας ευχαριστώ, κυρία, δια το βάλσαμο ο ζητείτε να χύσετε εις την πληγήν της καρδίας μου. Αλλ’ υπήρχεν εποχή όταν τείχη η Λακεδαίμων είχε των υιών της τα στήθη και τότε εχθρός δεν είδε τον καπνόν αναθρώσκοντα από τας εστίας της. Υπήρξαν ημέραι όταν τριακόσια πτώματα των υιών της ανεχαίτισαν όλον της Ασίας τον χείμαρρον. Διατί αι ημέραι εκείναι παρήλθον; Ηξεύρετε τις τας εξήλειψε δια παντός από το βιβλίον της τύχης της; Ηξεύρετε τις εκύλισε την Ελλάδα δεσμίαν υπό τους πόδας της Ρώμης, τις, όταν ανηγέρθη στηριχθείσα εις τον σταυρόν, την συνέτριψεν από την σιδρηράν χείρα των Φράγκων; Η αλληλοκτόνος διχόνοια! του άδου το εξωλέστατον σέλας!

— Αι μελαγχολικαί αύται ιδέαι σας πιέζουσιν, είπε η Άννα μετά συμπαθείας. Αλλά τις δύναται να αναχαιτίση τον τροχόν της αναποδράστου τύχης;

— Και όμως, ηκολούθησεν ο Χαμάρετος, η Ελλάς μας είναι τόσον ωραία! Είναι η κατοικία του έαρος! είναι ο τόπος, όστις επλάσθη δια την ευτυχίαν και ηγιάσθη υπό της ελευθερίας! Ναι, κυρία, λιποτάκται και ριψάσπιδες είμεθα! Άλλως βλέποντες την πατρίδα μας δούλην των βαρβάρων της Άρκτου θα ησχυνόμεθα τας πεδιάδας μας, της ελευθερίας τα στάδια, τα όρη μας, τα μνημεία της δόξης, θα ησχυνόμεθα το όνομα ο φέρομεν, και τους προγόνους αφ’ ων καταγόμεθα και δεν θα επεδιώκομεν νίκας ιπποδρομίων. Οι προπάτορες ημών, όταν δεν ενίκων, απέθνησκον.

Και ο Χαμάρετος εσταύρωσε τας χείρας, και έκλινεν επ’ αυτών την ωχράν κεφαλήν του. Η δε Άννα, εγερθείσα, έθεσε την χείρα της επί τον βραχίονά του.

— Ιδέ, τω είπε, της ημέρας το άστρον. Επλήρου τον ουρανόν με τα φώτα του, αλλ ήδη σβέννυται και αυτό εις το σκότος της δύσεως. Είναι νόμος κοινός και τα έθνη δεν δύνανται να τον αποφύγωσι. Μη επανίστασθε του θεσπίσματος.

— Όχι! ανέκραξεν ο Χαμάρετος. Της πατρίδος ημών η πτώσις δεν είναι θέσπσμα του θεού· είναι έργον του δαίμονος, του δαίμονος της διαιρέσεως! Ο ήλιος εβυθίσθη, ναι, εις το σκότος, άλλ’ αύριον θέλει πάλιν προκύψει εν δόξη. Και η Ελλάς δύναται ακόμη ν’ ανεγερθή, αν κατέλθη επ’ αυτής ο άγγελος της συμπνοίας.

— Είθε! είπεν η Άννα Γενναία, ευχή, εις ην θερμώς προστίθεται η καρδία μου.

— Προστίθεται εις αυτήν η καρδία σας! ανεφώνησεν ο Λέων ενθουσιωδώς· ω! εισήκουσεν άραγε ο θεός της δεήσεις του έθνους του; Δεν κατέπεμψεν άραγε εις αυτό τον άγγελόν του δια να το σώση. Ο θεός, Άννα, όστις σοι έδωκεν την μορφήν των αγγέλων του, δεν έπεμψε να φέρης εις τον λαόν του το ευαγγέλιον της ενώσεως, το δώρον της ελευθερίας; εν νεύμα σου, εν μειδίαμά σου, και φλοξ θ’ ανάψη εις τας καρδίας και ηρωισμός θα καταβή εις τα στήθη, και τα διεσπαρμένα μέλη της αρχαίας αυτοκρατορίας θα συσσωματωθούν εις ενότητα άρρηκτον και θ’ αναγείρωσι πάλιν τον ιερόν θρόνον του Βυζαντίου εκ των επιπλεόντων ναυαγίων αυτού.

— Αμήν! είπε μία φωνή οπίσω του, και προχωρήσας ο Πετραλείφας,

— Ευγενή όνειρα, υιέ μου, εξηκολούθησε. Τας ευχάς σου υπέρ του έθνους ημών τας συμμεριζώμεθα όλοι αναμφιβόλως αλλ’ εις μέρος όπου άρχει ο Βιλλαρδουίνος, εις οίκον όστις προ μιάς στιγμής τον εστέγαζεν, εισίν αύται, πίστευσόν με, ασφαλέστεραι εντός παρά εκτός των χειλέων.

— Τι φρονώ και τι εύχομαι υπέρ της πατρίδος μου δεν το έκρυψα, ούδ’ έχω την αξίωσιν να το κρύψω ποτέ από τους κατακτητάς της, είπεν ο Λέων.

— Πίστευσον την πείραν μου, απεκρίθη ο Πετραλείφας, τα δένδρα τότε καρποφορούσι μάλιστα, όταν κρύπτωσι τας ρίζας των εις την γην — Αλλ’ αφ’ ού επέπληξα τον υιόν μου, πρέπει να αποτείνω τώρα επιπλήξεις και προς την θυγατέραν μου. Πώς! φιλτάτη Άννα, ο πατριωτικός σου ενθουσιασμός σε παρέσυρεν, ώστε να λησμονήσης την θέσιν σου, και μένεις απερισκέπτως εκτεθειμένη εις την εσπερινήν δρόσον; Σε παρακαλώ, είσελθε, φιλτάτη, εις την οικίαν.

Η Άννα υπήκουσεν εν τω άμα, και σιωπηλώς χαιρετίσασα τον Χαμάρετον, ανεχώρησεν. Ως δε έμεινε μετ’ αυτού μόνος ο Πετραλείφας,

— Ναι, αγαπητέ, τω είπεν η ανόρθωσις του θρόνου των Αυτοκρατόρων! εις αυτής την ελπίδα πάλλει η γηραιά μου καρδία καθώς ζέει και το νεανικόν αίμα σου. Αυτήν ελπίζει να ιδή ο δύων οφθαλμός μου πριν κλεισθή εις τον τάφον. Ο γαμβρός μου, ο αυθέντης της Ελλάδος, το στέμμα του καταθέτει και τον θησαυρόν του θυσιάζει, και πάσαν συνεισφέρει την δύναμίν του διά την εθνικήν ελευθέρωσιν. Ναι, το στέμμα του, σύντριμμα του αυτοκρατορικού στέμματος περισωθέν του κατακλυσμού, θέλει αγαλλομένη χειρί αποδώσει κατά την μεγάλην ημέραν εις τον ιερόν αυτοκράτορα. Αλλά δεν πρέπει να βοσκώμεθα μ’ ελπίδας ακαίρους, ουδέ να παραγνωρίζομεν των προσκομμάτων το μέγεθος. Οι Φράγκοι είναι εχθροί φοβεροί. Τα σώματά των είναι σιδηρά ως και αι πανοπλίαι των. Η Ευρώπη μας προχέει ανεξαντλήτους λεγεώνας αυτών. Ο άγιος τάφος ελησμονήθη δια την Ελλάδα, και ανά πάσαν ημέραν νέοι επιπίπτουσι πειναλέως ιππόται εις το εσπαραγμένον της πτώμα. Κατά της δυνάμεώς των εν μόνον όπλον δυνάμεθα επιτυχώς να μεταχειρισθώμεν, αυτούς τους ιδίους, ή, αν θέλης, διαίρεσιν μεταξύ των κατακτητών μας.

— Και άλλο εκείνου δραστηριώτερον, απεκρίθη ο Χαμάρετος· ένωσιν μεταξύ ημών. Κοινωνία των ιδεών και των συμφερόντων, εν αίσθημα, μία αδελφότης να μας συνδέση δι’ αλύσεως ιεράς, αδιαλύτου επί ζωής, αδιαλύτου και μέχρι θανάτου.

— Ένωσιν, βεβαίως, είπεν ο γέρων. Αύτη είναι η βάσις της οικοδομής ημών, και προς ταύτην σοι δίδω την χείρα εκ μέρους του γαμβρού μου. Την θεμελιεί το εθνικόν συμφέρον, και δεν θέλουσιν ελλείψει μεταξύ ημών δεσμοί, οίτινες να την ισχυροποιήσωσι. Αλλά πρέπει να φυλαχθώμεν μη ανακαλύψωμεν εις τον εχθρόν μυστήριον της δυνάμεώς μας. Μεταξύ δ’ εκείνων διαίρεσιν! Η πρώτη εξαρτάται από ημάς· την δευτέραν μας προσφέρει η τύχη.

Και λαβών αυτόν εκ της χειρός, επλησίασε το ους εις το στόμα του.

— Άκουσον, είπε, σπουδαίον μυστήριον. Σοι το λέγω ως πρώτον εχέγγυον της ενώσεώς μας. Ουδείς το ηξεύρει ενταύθα, ούδ’ αυτός ο Τοποτηρητής.

Ο Βιλλαρδουίνος μετακαλείται.

— Μετακαλείται! είπεν ο Χαμάρετος εκπληττόμενος. Είναι αληθές τούτο; Αλλά τι; Αναμφιβόλως στέλλεται αντ’ αυτού άλλος εις την Πελοπόννησον.

— Ναι, είπεν ο Πετραλείφας. Στέλλει ο Σαμπλίτης αυθέντην του Μωρέως τον ανεψιόν του.

— Και τι προς ημάς τούτο; τι κερδίζομεν, αν αλλάξη η χειρ ήτις μας κρατεί εις την άλυσιν; Η του Βιλλαρδουίνου είναι ανδρεία καν και δικαία.

— Νομίζεις, ηρώτησεν ο γέρων, ότι ο Βιλλαρδουίνος θα υποχωρήση εις τον διάδοχόν του;

— Απίθανον μοι φαίνεται, είπεν ο Λέων. Η φιλοδοξία του είναι μεγάλη και ευερέθιστος, και η μετάκλησίς του από τόπον, ον αυτός κυρίως κατέκτησε, δεν πιστεύω να τω φανή δικαία.

— Νομίζεις ότι ο ανεψιός του Σαμπλίτου δεν θα θελήση να λάβη την θέσιν, ήτις τω δίδεται;

— Ω! θα θελήση αναμφιβόλως.

— Ιδού λοιπόν τι κερδίζομεν, είπεν ο Πετραλείφας· κερδίζομεν την διχόνοιάν των. Ο μεν θα έχη συμφέρον να λάβη τον Μωρέαν, ο δε, να μην τον αφήση. Αρκεί να ηξεύρωμεν να υποθάλψωμεν την διχόνοιαν και να την καρπωθώμεν. Άκουσον. Ο Βιλλαρδουίνος είναι ισχυρός εις την Πελοπόννησον. Όλοι οι βαρόνοι αυτής εισίν αρχαίοι συσστρατιώται του, και όλοι θέλουσιν ακολουθήσει μετά χαράς την σημαίαν του. Η πάλη προς τον νεοελθόντα, αν ως δεν αμφιβάλλω, πάλη υπάρξη, ουδέ στιγμή θέλει μείνει αμφίρροπος. Ας υποθέσωμε όμως, αγαπητέ Λέων, ότι έρριπτες εις την πλάστιγγα το ξίφος σου και των παλαιών σου συσστρατωτών υπέρ του Σαμπλίτου· αι δυνάμεις των, εξισωθείσαι, θέλουσιν αντικαταστραφή, και προσέτι οι Έλληνες θέλουσι φανή οπλισθέντες υπέρ του νομίμου αυθέντου των, εκτελέσαντες καθήκον πιστών υπηκόων.

— Αλλ’ αν ο Βιλλαρδουίνος υποχωρήση; είπεν ο Χαμάρετος.

— Τότε, απεκρίθη ο γέρων, το ήμισυ του έργου μας έγινεν. Απέρχεται ο έμπειρος, ο ερριζωμένος, ο στηριζόμενος εις ξίφος ανδρείον και φήμην δικαιοσύνης, και αντικαθίσταται ο έσχατος, ο άγνωστος, ο του τόπου άπειρος.

— Εις τας συμβουλάς σου, είπεν ο Χαμάρετος αναγνωρίζω βαθείαν φρόνησιν, και είμαι έτοιμος να ταχθώ κατά του ισχυροτέρου των δυναστών μας. Εις τον Βιλλαρδουίνον ουδέν οφείλω. Τω παρέδωκα τας κλείδας της Λακεδαίμονος, όταν η Λακεδαίμων δεν είχε πλέον υπερασπιστάς, και έφυγα αυτήν και την Πελοπόννησον. Μόνο δε διότι το απητήσατε, σας συνώδευσα όταν ήλθετε.

— Η θέσις σου, υιέ μου, είπεν ο Πετραλείφας, είναι εδώ. Αν σε διέφυγε το παρελθόν, υπάρχει ακόμη το μέλλον. Ιδέ τους αρχαίους συναγωνιστάς σου, πείσαι τους να κηρυχθώσι κατά του Βιλλαρδουίνου και υπέρ του Σαμπλίτου.

— Το χρέος μας, είπε διστάζων ο Χαμάρετος, ήθελεν απαιτήσει να τους πολεμήσωμεν αμφοτέρους.

— Αλλ’ η φρόνησις, απεκρίθη ο γέρων, να πολεμήσωμεν τον ένα διά του άλλου.

Την στιγμή ταύτην βήματα ηκούσθησαν εις τον κήπον.

— Έρχονται, είπεν ο Πετραλείφας. Ας μη μας ιδώσιν ομού· Ύπαγε.

Εν ω δ’ ανεχώρει ο Χαμάρετος, λαβών ακόμη αυτόν εκ της χειρός.

— Μυστική ένωσις μεταξύ ημών, διαίρεσις μεταξύ εκείνων, ιδού το σύνθημά μας, τω είπε κρυφίως.

Συνοδεύσας δε αυτόν μέχρι της θύρας του κήπου, επέστρεψεν αμέσως προς τον άνθρωπον, ον είχε ακούσει περιπατούντα, και ον εκ πρώτου βλέμματος είχεν αναγνωρίσει ως τον Νόννον δερματοφορούντα.

— Είσαι έτοιμος; Νόννε, τω είπε.

— Την ενδοξότητά σας περιέμενον μόνον. Προ της αυγής θέλω να ήμαι εκτός της Λακεδαίμονος. Την νύκτα ομοιάζουν όλ’ οι ποιμένες.

— Ύπαγε, φίλε πιστέ και αγαθέ, είπεν ο Πετραλείφας. Θησαύριζε του Αυθέντου σου την ευγνωμοσύνην. Φέρε τον Ροβέρτον και μη τον αφήσης να σε διαφύγη. Δος τω όμως την συμβουλήν να έλθη με ισχυράν συνοδείαν. Ο Βιλλαρδουίνος δεν είναι άνθρωπος να αφήση ευκόλως την πλουσίαν του λείαν. Ειπέ τω δε ότι έγινε περί τούτου φροντίς και εκ μέρους ημών, και των επεπεδώσαμεν κατά δύναμιν την οδόν.

— Τω όντι; πώς τούτο;

— Ειπέ τω ότι, αν ο Βιλλαρδουίνος αντιστή, ως προβλέπω, τω προσφέρω συμμάχους τους Έλληνας της Πελοποννήσου.

— Και δια τίνος τρόπου; ημπορώ να ερωτήσω;

— Δια του Λέοντος Χαμαρέτου.

— Όστις υπερασπίσθη την Λακεδαίμονα κατά του Βιλλαρδουίνου;

— Αυτού εκείνου. Εύρον τα δύο αυτού ελατήρια.

— Την φιλοδοξίαν βεβαίως και το συμφέρον.

— Όχι! τον πατριωτισμόν και τον έρωτα.

— Τον έρωτα!

— Τον έρωτα προς την έκγονόν μου. Δια των δύο τούτων μίτων τον κρατώ μετέωρον μεταξύ αμφιβολίας και ελπίδος. Αύτη είναι τω θέσεων η καταλληλοτάτη. Εν τούτοις η Άννα είναι προωρισμένη δια τον διάδοχον της Πελοποννήσου· θα ενυμφεύετο τον Γοδεφρείδον, αν έμενεν ο Βιλλαρδουίνος, θα νυμφευθή τον Ροβέρτον, αν έλθη ο Ροβέρτος.

Θα έλθη, απήντησεν ο Νόννος, παράφορος από έρωτα.

— Κατευόδιον λοιπόν, είπεν ο Πετραλείφας. Τα συμφέροντα του αυθέντου σου εναποτίθενται εις την φρόνησιν και την επιδεξιότητά σου.

— Και ο ψευδοποιμήν ανεχώρησεν.

— Εν ω δ’ ενταύθα ταύτα ελέγοντο, την αυτήν σχεδόν ώραν, όταν ο Βιλλαρδουίνος, επιστρέψας εις την οικίαν του, εισήλθεν εις τον κοιτώνά του, εξεπλάγη ιδών ηπλωμένον εις την καθέδρα εμπρός του γραφείου του και στεντόρειον ρέγχοντα, άνθρωπον ρασσοφόρον. Αλλά γελάσας μετ' ολίγον, έθεσε βαρέως την χείρα του εις τον ώμον του κοιμωμένου· ούτος δ’ ανεπήδησε, και τρίψας τους οφθαλμούς,

—A! έχεις δίκαιον, εξοχώτατε, είπε· Γλυκύτερος είναι ο ύπνος εις την έδραν του Βαΰλου του Μωρέως, παρά η οδοιπορία της επιστροφής εις Γαλλίαν.

— Και πότε επιστρέφεις; ηρώτησε μειδιών ο Βιλλαρδουίνος.

— Τώρα, απεκρίθη ο Ραιμόνδος· Πριν του μεσονυχτίου έμελλεν ο Νόννος ν' αναχωρήση· και επειδή ανέλαβε την δαπάνην μου, δεν είναι δίκαιον να με περιμένη.

— Είναι αληθές! Ύπαγε λοιπόν, ναι, επίστρεψε… το βραδύτερον.

— Ευχαριστώ. Αλλά πριν υπάγω έχω ανάγκην μιάς επιστολής.

— Προς τίνα;

— Προς τον Δούκα της Βενετίας. Είναι μέγας αυθέντης, και επιθυμώ να τον γνωρίσω.

— Ηξεύρεις ότι μ’ είναι αφωσιωμένος. Και τι θέλεις να λέγει η επιστολή;

— Είναι πολλή η υπεροψία μου, αν ζητήσω να λέγη ότι είμαι φίλος επιστήθιος της εξοχότητός σου και ότι ειμπορεί να εμπιστευθεί εις εμέ ως εις αυτήν;

— Ο Βιλλαρδουίνσς έσφιγξε την χείρα του Ραιμόνδου εκφραστικώτατα. Έπειτα δε γράψας την επιστολήν, τω την ενεχείρισε.

— Κατευόδιον, τω είπε σχεδόν με τας αυτά λέξεις του Πετραλείφου. Την τύχην μου εναποθέτω εις την φιλίαν και εις την φρόνησίν σου.

ΚΕΦ. Ζ’

Η αυγή ήρχιζε να διαγελά, όταν ο Ραιμόνδος ανεχώρησεν από την Λακεδαίμονα· μετά δύο δε ωρών πορείαν απήντησε προπορευόμενον αυτού ποιμένα, όστις τω εφίλησε την δεξιάν ευλαβώς. Ο Ραιμόνδος, αναγνωρίσας τον Νόνον, τον ευλόγησε με την χείρα, και ετράπη προς τα δεξιά, εν ω εκείνος ετρέπετο προς τ’ αριστερά. Μετά μίαν ώραν ακόμη, φθας εις το πρώτον χωρίον, εμίσθωσε ίππον, εφ’ ου αφίχθη εις Ποντικόν ολίγας ώρας προ του Νόννου, όστις και αυτός ίππευσεν άμα εμακρύνθη όσον έπρεπε της Λακεδαίμονος.

Ο διάπλους των, του Νόννου ως ναυλωτού, του δε Ραιμόνδου ως ναύτου, από Πελοποννήσου εις Σικελίαν και από Σικελίας εις Γαλλίαν, υπήρξεν ευτυχέστερος ακόμη και ταχύτερος από την πρώτην οδοιπορίαν των. Άμα δε αφίχθησαν εις Μασσαλίαν, ο πλοίαρχος διένειμε τον μισθόν εις τους ναύτας. Αλλ’ ο Ραιμόνδος απήτησε το διπλάσιον. Ο πλοίαρχος αντέστη, ο Ραιμόνδος ωμίλησεν αυθαδώς, ο πλοίαρχος ωργίσθη και τον εδίωξεν. Ολίγας ημέρας μετά ταύτα ο Ραιμόνδος έφθασεν εις Σαμπλίτην δια της οδού της αγούσης εκ Παρισίων.

Όταν δε μετά τινας στιγμάς παρουσιάσθη εις τον Ροβέρτον Σαμπλίτην, ήτον ωχρός ως νεκρός, και οι πόδες του έτρεμον.

— Ο Ραιμόνδος! είπεν ο Ροβέρτος, συστέλλων ελαφρώς τας οφρύς. Μα τον άγιον Διονύσιον, μέγα θαύμα! Διεσκέδαζες, φαίνεται εις τα Παρίσια, φίλε. Είχον νομίσει ότι έλαβες υπηρεσίαν εις την αυλήν της Γαλλίας, ή ότι απήλθες εις σκηνάς δικαίων.

— Τούτο, Υψηλότατε, επλησίασε να γίνη, είπεν ο Ραιμόνδος με φωνήν τρέμουσαν. Οι δίκαιοι εκινδύνευσαν να με δεχθώσιν ανάξιόν των συναδελφόν.

— Πώς τούτο! ησθένησας; ηρώτησεν ο Ροβέρτος.

— Έχω ανάγκη να σας το ειπώ; Υψηλότατε, Ενόμιζον ότι αντ’ εμού ωμίλουν τα κλονούμενα μέλη μου και αι πελιδναί παρειαί μου.

— Τω όντι, αι παρειαί σου… ω τον ταλαίπωρον! Είσαι λευκός ως κήρινος Λάζαρος. Κατ’ αρχάς ενόμιζον ότι φορείς ψιμμύθιον.

— Ναι! το ψιμμύθιον του θανάτου, είπε με γοεράν φωνήν ο Ραιμόνδος. Ω! τα επάρατα Παρίσια! Από τον βόρβορον των οδών και τα τέλματα του Σηκουάνου των ανέπνευσα την λοιμικήν, ήτις ολίγον έλειψε να με θερίση εις το άνθος της ηλικίας μου. Επιτρέψατέ μου, Υψηλότατε, να καθίσω, διότι οι πόδες μου τρέμουν ως κάλαμοι.

— Κάθισε, κάθισε, είπεν ο Ροβέρτος, δεικνύων αυτώ καθέδραν. Το βλέπω, είσαι πολύ αδύνατος. Αλλ’ εξήγησόν μοι τούτο. Όταν ήρχισα ν’ ανυπομονώ διά την απουσίαν σου, έγραψα εις τα Παρίσια, εις διαφόρους φίλους μου, έγραψα εις τινας αυλικούς, να ερωτήσω τι γίνεσαι, αλλά κανείς ούτε σε είδεν ούτε σε ήκουσεν.

— Εννοείται ότι κανείς ούτε με είδεν ούτε με ήκουσεν. Νομίζετε, Υψηλότατε, ότι, αν παρουσιαζόμην εις τα Παρίσια και εγίνετο γνωστόν ότι εγώ ο ταπεινότατος δούλος της Υμετέρας Υψηλότητος, ζητώ δάνεια, δεν ήθελεν εννοηθή διατί τα ζητώ, και ότι μ’ ήτον δυνατόν να τα εύρω επί τόκω ολιγοτέρω των πεντήκοντα τοις εκατόν; Ο επίδοξος αυθέντης της Πελοποννήσου, τι παχυτέρα δάμαλις δια τους Ιουδαίους τοκιστάς των Παρισίων; Δια τούτο εκρύβην υπό ψευδώνυμον…

— Α! αρίστην ιδέαν συνέλαβες. Και πώς ωνομάσθης;

— Πώς ωνομάσθην; Ω! ωνομάσθην… ναι, ωνομάσθην Μονέλος Μονφόρτος.

— Α! τότε εννοώ πώς δεν σε ανεκάλυψαν. Αλλ’ η μετωνυμία σου και η τόση αργοπορία είχον τουλάχιστόν τι αποτέλεσμα;

— Είχον αποτέλεσμα οκτακισχιλίων υπερπύρων.

— Τι λέγεις! ανέκραξεν ο Ροβέρτος, και οι οφθαλμοί του ήστραψαν· έλαβε δε πλήρης ευγνωμοσύνης εις τας χείρας του τας δύο χείρας του Ραιμόνδου, διότι τοσαύτην ποσότητα εις εν συνηγμένην επί ζωής του δεν είχεν ιδεί το μικρόν αρχοντόπουλον της Καμπανίας. Αλλά βεβαίως, επρόσθεσε, πραΰνων την χαράν του, προς τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα τοις εκατόν! Αυτή η αυθεντεία θα με σβήσει πριν με πλουτίση.

— Ω! πώς τρέμουν οι πόδες μου από αδυναμίαν! είπεν ο Ραιμόνδος! Και εν ω επάλευσα με τον θάνατον, συγχρόνως επάλαισα και με τους τοκογλύφους. Εθριάμβευσα όμως και αυτών και εκείνου. Κατ’ αρχάς οι Ιουδαίοι μ’ εζήτησαν πεντήκοντα, εγώ έδωσα δεκαπέντε, και δεν εσυμβιβάσθημεν. Μετά δεκαπέντε ημέρας μ’ επρότειναν τεσσαράκοντα, εγώ έδωσα δώδεκα, και πάλιν εχωρίσθημεν άπρακτοι. Μετ’ άλλας δεκαπέντε, μ’ εζήτησαν τριάκοντα, εγώ κατέβην εις δέκα. Τέλος μετά δεκαπέντε ημέρας επιστρέψαντες, κατέβησαν εις τα είκοσιν, εγώ δε εις τα οκτώ τοις εκατόν· και τότε, επειδή εκείνοι μεν έβλεπον ότι η κλίμαξ προέβαινε προς βλάβην των, εγώ δε ότι εις και ήμισυς μην είχε παρέλθει εις διαπραγματεύσεις, εσυμβιβάσθημεν εις τα δέκα.

— Δέκα τοις εκατόν! ανέκραξε πλήρης εκστάσεως ο Ροβέρτος, και ερρίφθη εις τον τράχηλον του Ραιμόνδου — Φίλτατε, φίλτατε, επρόσθεσεν, όταν έλθω εις Πελοπόννησον, θα σοι δώσω το ωραιότερον της αυθεντείας τιμάριον. Θα σ’ αφήσω να εκλέξης ο πρώτος.

— Ω! Υψηλότατε, αρκεί να φθάσητε ευτυχώς εις τας αγκάλας του υπηκόου σας.

— Η υπηρεσία ην μοι ανέδειξας είναι μεγίστη, φίλε Ραιμόνδε, είπεν ο Ροβέρτος, και μάλιστα έγκαιρος. Εσχάτως είχον αποφασίσει, αν μίαν εβδομάδα ακόμη δεν είχες φανή, ν’ αναχωρήσω χωρίς να σε περιμείνω, διότι, βλέπεις, και ο χειμών προχωρεί. Αλλά χθες μ’ ήλθον ειδήσεις εκ Πελοποννήσου. Ο πενθερός του Δεσπότου της Ελλάδος, όστις ευρίσκεται εις την αυλήν του Βιλλαρδουίνου και μ’ επρότεινεν, ως ηξεύρεις, την έκγονόν του εις γάμον, με ειδοποιεί, ότι ίσως δεν θα εύρω τον Τοποτηρητήν τόσον πρόθυμον να μας παραχωρήση την εξουσίαν· και ότι αυτός μεν προπαρασκεύασε τους Έλληνας να κηρυχθώσει υπέρ εμού, αλλ’ ότι φρονεί αναγκαίον να παρουσιασθώ και εγώ μετά τινος δυνάμεως αξιοσεβάστου.

— Φρόνιμος άνθρωπος μοι φαίνεται ο πενθερός ούτος, είπεν ο Ραιμόνδος. Η συμβουλή του είναι αρίστη· Κατ’ ευτυχίαν όμως και ευκατόρθωτος αφ’ ότου έχομεν χρήματα. Αλλά νομίζω καλόν να μη χρονοτριβώμεν, και από της σήμερον να φροντίσωμεν περί της συνοδείας.

— Από της σήμερον αναμφιβόλως, από ταύτης της στιγμής μάλιστα, και την εκλογήν και ετοιμασίαν πεντήκοντα ιππέων και πεντήκοντα πεζών λογχοφόρων αναθέτω εις την επιμέλειάν σου, Ραιμόνδε.

Από της στιγμής ταύτης ο Ραιμόνδος εφαίνετο εναγώνιος και ακάματος· αδιακόπως εκινείτο, έτρεχεν άνω κάτω, ηγόραζε πανοπλίας, εδοκίμαζεν ίππους, εμίσθου στρατιώτας. Αλλά τόσον ακριβής ήτο εις την εκλογήν, τόσον απέβλεπεν εις την ποιότητα μάλλον ή εις την ποσότητα, ώστε ο ίππος, όστις τον ευηρέστησε το πρωί, τον δυσηρέστει το εσπέρας, τον στρατιώτην ον εστρατολόγει την προτεραίαν, απέβαλλε την υστεραίαν, ανακαλύψας δια νυκτός τα κεκρυμμένα του ελαττώματα. Δια τούτο, όταν την δωδεκάτην ημέραν ο Ροβέρτος, ιστάμενος εις το παράθυρόν του, έδειξεν εις τον Νόννον μετ’ ευαρεσκείας τον Ραιμόνδον διερχόμενον διά της αυλής, και παρακολουθούμενον από τρεις νεοσυλλέκτους, κύπτοντες υπό το βάρος ασπίδων, δικτυωτών χιτώνων και άλλων όπλων, ο Νόννος, όστις εφθόνει ολίγον της προς αυτόν μεγάλην του αυθέντου εμπιστοσύνην,

— Εις τους τόπους μας, είπεν, εκεί διηγούνται ότι υπήρχε ποτέ γυνή, ήτις ύφαινε θαυμασίως, αλλ’ ότι είχε την παράδοξον μανίαν να παραλύη την νύκτα ό,τι ειργάζετο την ημέραν, ώστε πάντοτε ήτον ασχολημένη, και ποτέ ο ιστός της δεν ηύξαινεν. Υποπτεύω ολίγον ότι η στρατολογία μας προχωρεί ως ο ιστός της καλής Πηνελόπης.

— Νόννε, είπεν ο Ροβέρτος, νομίζω ότι δεν αγαπάς τον Ραιμόνδον.

— Και τούτο ειμπορεί να είναι αληθές, αλλά και ό,τι σας λέγω επίσης. Παρήλθον δώδεκα ημέραι, δηλαδή ο χειμών, και όλαι οι δυσκολίαι της οδοιπορίας ηύξησαν κατά τοσούτον. Είναι έτοιμος ο Ραιμόνδος;

— Εις δώδεκα ημέρας, απεκρίθη ο Ροβέρτος, θέλεις να μ’ ετοιμάση στρατόν ολόκληρον;

— Σταυροφορίαν εδύνατο να ετοιμάση εις τον καιρόν τούτο, σας βεβαιώ, υψηλότατε.

— Απαιτείς από αυτόν τα αδύνατα, είπεν ο Ροβέρτος.

— Δεν ηξεύρω, είπεν ο Νόννος, αλλ’ εν τούτοις καλύπτονται τα όρη από χιόνα, τα πελάγη μαστίζει ήδη η θύελλα. Έπειτα ήκουσα και μίαν τινά φήμην εις Πελοπόννησον, ότι ο θείος σας υπεσχέθη ν’ αφήση αυθέντην τον Βιλλαρδουίνον, αν δεν πέμψη διάδοχόν του εντός του έτους.

— Πώς λέγεις; ανέκραξεν ο Ροβέρτος.

— Αληθές δεν ηξεύρω αν είναι· ελέγετο όμως. Αν ψευδές, δεν βλάπτει ποσώς την υμετέραν Υψηλότητα να φθάσει ταχύτερον εις την αυθεντείαν της· αν αληθές όμως, μεγάλως τη ωφελεί.

— Ω! αναμφιβόλως, αναμφιβόλως, είπεν ο Ροβέρτος, περιερχόμενος άνω και κάτω μετά ταραχής. Τότε διαφέρει το πράγμα. Αλλ’ η σωματοφυλακή μου είμαι βέβαιος ότι δεν ητοιμάσθη.

Και νεύσας ένα των οπαδών του, τω είπε να καλέση τον Ραιμόνδον.

— Και τότε, επρόσθεσε, δυνάμεθα να μη περιμείνωμεν;

— Εις πάσαν περίπτωσιν, απήντησεν ο Νόννος, παρά να μείνετε ως το έαρ με στρατόν ολόκληρον, προτιμότερον νομίζω ν’ αναχωρήσητε αμέσως, έστω και μόνος.

— Ω! βεβαίως, είπε, μάλλον εις τους στοχασμούς του ή εις τον Νόννον αποκρινόμενος, αν είναι αληθές τούτο, δεν πρέπει να μένωμεν. Ν’ αναχωρήσωμεν, ν’ αναχωρήσωμεν. Ας ιδώμεν τι λέγει ο Ραιμόνδος.

— Πού ευρίσκονται οι προπαρασκευαί μας; φίλε Ραιμόνδε, είπε προς αυτόν εισερχόμενον.

— Σας βεβαιώ, ότι δεν είναι έργον μιας ημέρας, απεκρίθη αυτός· και όμως προχωρούσι γιγαντιαίως. Εντός ολίγου ελπίζω να είμεθα έτοιμοι. Η εκλογή είναι δύσκολος! Οι οπλοποιοί είναι αμαθέστατοι, οι ιπποκάπηλοι, απατεώνες αξιοκρέμαστοι. Χθες το εσπέρας τρεις ηγόρασα ίππους. Σήμερον βλέπω, ότι ο εις ήτον τυφλός, ο άλλος λεπρός, και ο τρίτος φθισικός. Τους απέδωκα μ’ εκατόν ραβδισμούς μισθόν εις τους ιδιοκτήτας.

— Α! είπεν ο Ροβέρτος, δια ταύτα ο Νόννος διισχυρίζεται, ότι ως δεν ηξεύρω ποία γυνή της γνωριμίας του, υφαίνεις την ημέραν κι εξηλώνεις την νύκτα.

— Ηστειευόμην, είπεν ο Νόννος ερυθριών.

— Είναι αληθές, απήντησεν ο Ραιμόνδος, ερυθριών και αυτός ουχ ήττον, ότι εκλέγω επιμελώς, διότι θέλω την συνοδείαν αξίαν της Υψηλότητός σας. Δεν θέλω ν’ αναχωρήσωμεν με ίππους τυφλούς και στρατιώτας χωλούς.

— Ο Νόννος φρονεί, ότι, αντί να περιμείνωμεν συνοδείαν, προτιμότερον είναι ν’ αναχωρήσωμεν χωρίς αυτής.

— Βιάζεται, νομίζω ο Κ. Νόννος, είπεν ο Ραιμόνδος. Δεν θέλει να περιέλθητε την Ευρώπην ως αλήτης, ούτε φθάνων εις την επικράτειάν σας, να μείνετε εις την διάκρισιν των υπηκόων σας, αν θέλωσι να σας δεχθώσι.

— Ηξεύρεις όμως τι ήκουσεν εις την Πελοπόννησον; είπεν ο Ροβέρτος, ότι αν δεν φθάσω εντός του έτους της αναχωρήσεως του θείου μου, η αυθεντεία μένει οριστικώς εις τον Βιλλαρδουίνον.

— Μύθος! ανέκραξεν ο Ραιμόνδος, ελαφρώς ωχριών και καταληφθείς υπό βηχός ισχυρού. Προφανής μύθος. Πώς δίδεται ποτέ τούτο;

— Και εις εμέ φαίνεται απίθανον, είπεν ο Ροβέρτος. Αλλά, αν φθάσωμεν πριν, ως λέγει ο Νόννος, ουδεμία βλάβη μας γίνεται, αν όμως μετά, ίσως, κακόν. Δια τούτο θ’ αναχωρήσω, και έστω και μόνος.

— Εις αυτήν την σκέψιν ενδίδω πληρέστατα, είπεν ο Ραιμόνδος εννοήσας πόθεν πνέει ο άνεμος. Ναι, πρέπει αφεύκτως ν’ αναχωρήση η υμετέρα Υψηλότης. Όσω τάχιον, τόσω καλύτερον. Ν’ απέλθητε άνευ συνοδείας, κατ’ εμέ, θα ήτο σφάλμα μέγα και μέγα δυστύχημα! Θα φθάσωμεν εις τόπον δυσμενή ίσως, όπου πρέπει να παρουσιασθήτε μετά δυνάμεως δια να σας φοβηθώσι· θα διαβώμεν δια τόπων φιλικών, όπου πρέπει να παρουσιασθήτε αξιοπρεπώς δια να σας σεβασθώσιν.

— Αλλά, είπεν ο Νόννος, δια να φθάσωμεν, πρέπει ν’ αναχωρήσωμεν.

— Τούτο λέγω κι εγώ, υπέλαβεν ο Ραιμόνδος. Όσον αναγκαία και αν είναι η συνοδεία, αν δεν ήτον ετοίμη· ήθελον προτείνει να μη την περιμείνωμεν. Αλλά κατ’ ευτυχίαν…

— Μετά μίαν εβδομάδα, είναι ετοίμη; ηρώτησεν ο Ροβέρτος.

— Μετά τρεις ημέρας, απήντησεν ο Ραιμόνδος.

— Μετά τέσσαρας ημέρας λοιπόν αναχωρούμεν, είπεν εκείνος.

— Και αν έχωμεν καλόν καιρόν, υπέλαβεν ο Ραιμόνδος, εις είκοσιν ημέρας φθάνομεν δια θαλάσσης.

— Αν όμως έχωμεν καιρόν κακόν, απήντησεν ο Νόννος, όστις ευχαρίστως αντέλεγεν εις τον Ραιμόνδον, ως είναι επόμενον εις ώραν χειμώνος, φθάνομεν εις μήνας τρεις.

— Ω! εις τοιούτον κίνδυνον, είπεν ο Ροβέρτος, δεν θέλω να εκτεθώ, ούτε έχω όρεξιν να θαλασσομαχώ όλον τον χειμώνα. Δια ξηράς πόσον καιρόν χρειάζομαι;

— Δεκαπέντε ημέρας ως την Βενετίαν· απήντησεν ο Ραιμόνδος· αλλ’ από εκεί έχομεν πάλιν θάλασσαν.

— Τι θάλασσαν; είπεν ο Νόννος. Η Αδριατική τι είναι; είναι μέγας λιμήν. Τον χειμώνα πνέει πάντοτε βορράς εις αυτήν. Το πολύ δεκαπέντε ημέρας μας φέρουσιν από Βενετίας εις Μωρέαν.

— Και η οδός της ξηράς δεν έχει δυσκολίας; ηρώτησεν ο νέος αυθέντης.

— Εις την Σαβαυδίαν έχομεν να υπερβώμεν τας Άλπεις, είπεν ο Ραιμόνδος.

— Τας Άλπεις! και τι είναι αι Άλπεις! ανέκραξεν ο Νόννος. Όρη καθώς όλα τα όρη· εν όρος τέλος πάντων πειράται· βεβαίως και βατόν είναι και οδούς έχει. Αν έχη ολίγα χιόνια και μεγάλη δυσκολία! έχομεν στρατιώτας, την καθαρίζομεν.

— Τούτο λέγω κι εγώ, είπεν ο Ροβέρτος.

— Αφ’ ου είσθε της αυτής γνώμης, είπεν ο Ραιμόνδος, δεν αντιτείνω. Η δια της Βενετίας διάβασις έχει μάλιστα δύο μεγάλα πλεονεκτήματα. Πρώτον ότι θα αποκτήσητε μετά του δουκός σχέσεις, αίτινες είναι αναπόφευκτοι εις την μέλλουσαν εξουσίαν σας· δεύτερον ότι εις Βενετίαν, την ναυτικήν πόλιν, είσθε βέβαιος να εύρητε πλοία καλά και ταχέα δια την Πελοπόννησον.

— Ερρίφθη λοιπόν ο κύβος, ανέκραξεν ο Ροβέρτος. Μετά τέσσαρας ημέρας αναχωρούμεν δια ξηράς. Απέλθετε να ετοιμασθήτε.

— Εγώ ειμί όλος έτοιμος, είπεν ο Ραιμόνδος, και οι στρατιώται θα είναι μετά τρεις ημέρας.

Εξερχόμενος δε, έλεγε καθ’ εαυτόν,

— Εφάγαμεν εικοσιοκτώ ημέρας, και έχομεν άλλας τέσσαρας εις τον κόλπον. Μένουσιν ακόμη εκατόν τριάκοντα. Δι εκείνας… ο θεός οδηγός!

ΚΕΦ. Η’

Την προσδιορισθείσαν ημέρα, ήτις ην του Νοεμβρίου η τρίτη, ανεχώρησαν τω όντι. Άπαξ δε καθ’ οδόν, ο Ροβέρτος είχε μεγάλην ανυπομονησίαν να φθάση, ώστε αν η συνοδεία του Ραιμόνδου τω έφερε διαφόρους αναβολάς, και οτέ μεν οι πεζοί, απαυδούντες, έμενον οπίσω, οτέ δε έπιπτον των ίππων τα πέταλα, ή είχεν επιδιορθώσεως ανάγκην η ιπποσκευή, έφθασαν όμως εις την Σαβαυδίαν, εμπρός των Άλπεων, όσον ενδέχεται ταχέως υπό τοιαύτας περιστάσεις, ήτοι εις ημέρας οκτώ. Εδώ απεφασίσθη ν’ αναπαυθή η συνοδεία μίαν ημέραν, και να ζητηθώσι συγχρόνως πληροφορίαι περί της υπερβάσεως των Άλπεων.

Αι πληροφορίαι δεν ήσαν ευάρεστοι. Αι οδοί ήσαν αδιάβατοι, η χιών έκειτο τέσσαρας πήχεις υψηλή επ’ αυτών.

— Α, ανέκραξεν ο Ραιμόνδος, υπερβολαί! Μακρόθεν μεγαλοποιούνται τα πράγματα. Η χιών, όσω πυκνοτέρα, τόσω στερωτέρα γίνεται. Δεν έχομεν καιρόν να περιμένωμεν τον Ιούλιον να την αναλύση. Είμαι βέβαιος ότι δυνάμεθα να διέλθωμεν. Τέλος πάντων τίποτε δεν μας εμποδίζει να δοκιμάσωμεν ούτε έχομεν τι καλύτερον άλλο να κάμωμεν.

Οι προτρεπτικοί και πρόθυμοι ούτοι λόγοι ήρεσον εις τον Ροβέρτον, διότι ήσαν εντελώς σύμφωνοι με την ιδίαν αυτού απόφασιν. Την επαύριον λοιπόν ήρχισαν να αναβαίνωσι του όρους τους πρόποδας. Αλλά μόλις προυχώρησαν ημίσειαν ώρα, και ηναγκάσθησαν να σταθώσι, διότι οι τρεις προπορευόμενοι ιππείς εβυθίσθησαν μέχρι της κεφαλής των ίππων των, και τέσσαρες ώραι εχρειάσθησαν μέχρις ου αποσπασθώσιν εκείθεν και σωθώσιν από τον άφευκτον θάνατον. Κατά την διεύθυνσιν ταύτην επείσθησαν εντός ολίγου, ότι τοις ήτον αδύνατον να προβώσι, διότι εμπρός των επυργούτο η χιών εις λόφους και υπεράνω των κεφαλών των έβλεπον σεσωρευμένα τα όρη ως ουρανομήκεις πυραμίδας κρυστάλλου. Εκείνην την ημέραν επομένως ηναγκάσθησαν να σταθμεύσωσιν άπρακτοι, όπου την προτεραίαν. Την δ’ επαύριον απεπειράθησαν άλλων τινών διευθύνσεων, αλλά τας εύρον έτι μάλλον συγκεχωσμένας και αδιαβάτους, και τόσω μάλλον επικινδύνους, καθ’ όσο εκρέμαντο επί βαράθρων, ων το χείλος συνέχεεν η χιών μετά της οδού. Και αύτη λοιπόν η ημέρα παρήλθεν επί ματαίω.

Την εσπέραν εγένετο συμβούλιον και ο Ραιμόνδος επρότεινε ν’ ανασκαφή η χιών. Αλλ΄ αι λόγχαι μόναι των στρατιωτών δεν ήρκουν απητούντο δ’ εραγλεία εις την ανασκαφήν. Η επιούσα εχρησίμευσεν εις ζήτησιν και συγκομιδή αυτών εκ των πέριξ χωρίων. Δύο ημέραι ακόμη εδαπανήθησαν εις την εργασίαν, και την εσπέραν της δευτέρας τα κινδυνωδέστερα μέρη εφαίνοντο οπωσούν βατά, ώστε η διάβασις απεφασίσθη εξάπαντος διά την επαύριον. Αλλά δια νυκτός έπεσε τόση χιών, ώστε, όπου πριν είχε βάθος τεσσάρων πήχεων, εστοιβάχθη ήδη εις πήχεις εξ. Η απελπισία των οδοιπόρων ήτον απερίγραπτος. Όλην την μετά ταύτα ημέραν διέμειναν βουλευόμενοι, μίαν γνώμην απορρίπτοντες και άλλην προτείνοντες.

— Ω! αν είχον εισακουσθή! έλεγεν ο Ραιμόνδος, υψών τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν. Αν η υμετέρα Υψηλότης είχεν εκλέξει την οδόν της θαλάσσης, ίσως τώρα θα ήμεθα εις την Πελοπόννησον.

Ο Ροβέρτος περιεφέρετο άνω και κάτω εις την σκηνήν του μ’ εναγώνια βήματα. Τέλος δ’ εστάθη απέναντι του Ραιμόνδου.

— Την οδόν της θαλάσσης! ανέκραξε. Είχομεν άδικον να μη πορευθώμεν την οδόν της θαλάσσης. Τουλάχιστον εκεί δεν υπάρχει προπετές όρος, υψούμενον αγερώχως εμπρός σου, αψηφούν όλους τους αγώνας σου μ’ εσταυρωμένας χείρας. Παρά να μένωμε εδώ μέχρι συντελείας των χρόνων, προτείνω να στραφώμεν οπίσω, και να λάβωμεν την οδόν της θαλάσσης. Τι λέγετε;

— Όλοι εκηρύχθησαν εναντίοι αυτής της ιδέας· όταν όμως ηρωτήθησαν, ποίαν αντιπροτείνουσιν, όλοι εσιώπησαν.

— Αύριον λοιπόν αναχωρούμεν δι’ οπίσω, και τον προσεχέστερον λιμένα, είπεν ο Ροβέρτος. Όταν κινώμεθα, είν’ ελπίς και να φθάσωμεν· όταν καθήμεθα, όχι.

Αλλά την επαύριον ο καιρός είχεν ανοίξει· ο ουρανός ήτον αίθριος, ο ήλιος οπωσούν θερμός, ο άνεμος έπνεε νότιος, και η χιών ήρχισε να αναλύη. Μεγάλη χαρά εις το μικρόν στρατόπεδον! Μία ημέρα τοιαύτη ακόμη, και αι οδοί ήσαν βαταί. Η καλοκαιρία τω όντι εξηκολούθησε και την άλλην ημέραν, και την τρίτην από πρωίας απεπειράθησαν πάλιν της αναβάσεως. Η χιών ήτο ταπεινοτέρα, και πολλαχού ελύετο εις ρύακας και χειμάρρους. Αλλά μετά μεσημβρίαν, εν ω διέβαινον εις ου μικρόν ύψος την πλευράν του όρους, αίφνης βαρεία βροντή ηκούσθη υπεράνω των κεφαλών των, το όρος ολόκληρον εφάνη κινούμενον, και μετά φοβερού τριγμού και πατάγου κατεκλύσθη τεραστία χιονοστιβάς, και κατεκάλυψεν όλην την οδόν όπισθέν των. Δύο λεπτά μετά ταύτα, και πάσα η συνοδεία εθάπτετο υπό την χιόνα. Υπό τρόμου καταληφθέντες έσπευδον όλοι σιωπηλώς προς τα εμπρός, και έστρεφον αυτομάτως τους οφθαλμούς προς τα χιονοσκεπείς κορυφάς, τρέμοντες μη τας ιδώσιν αίφνης κατακυλιομένας επί τας κεφαλάς των. Ούτως έφθασαν την εσπέραν εις μικράν του όρους κοιλάδα, όπου έκειντο ενταφιασμένα εις την χιόνα τρία ή τέσσαρα άθλια καλύβια των ποιμένων των Άλπεων. Εδώ κατέλυσαν την νύκτα ταύτην, απόφασιν έχοντες ν’ απέλθωσι προ της ανατολής του ηλίου. Αλλ’ οι ποιμένες τοις εβεβαίωσαν, ότι τούτο τοις ήτον αδύνατον, ότι αλλεπάλληλοι χιονοστιβάδες, κατακρημνισθείσαι την προτεραίαν καθ’ όλην την οδόν, την απέκλεισαν εντελώς.

— Εν γένει, είπε εις εξ αυτών, η διάβασις είναι κινδυνωδεστάτη καθ’ όλον τον χειμώνα, διότι όταν μεν πίπτη χιών, η οδός είναι άβατος, όταν δε χλιαίνηται ο καιρός, κρημνίζονται από των ύψεων όγκοι χιόνων ικανοί να θάψωσι χιλιάδας ανθρώπων. Ημείς οι ίδιοι κατακλειόμεθα εις τας καλύβας των ορέων, έχοντες ζωοτροφίας πολλών μηνών, και σπανίως εξερχόμεθα πριν μας έλθουν αι χελιδόνες.

— Και αι χελιδόνες πότε σας έρχονται;

— Τον Μάρτιον.

Η συνοδεία όλη εσκίρτησεν.

— Απελπισία· ανέκραξεν ο Ραιμόνδος. Τρεις ολοκλήρους μήνα εις το επάρατον τούτο μέρος! Ω! αν μ’ επιστεύετε και επηγαίνομεν διά θαλάσσης!

— Τρεις μήνας! ούτε τρεις ημέρας δεν μένω, είπεν ο Ροβέρτος.

— Ούτε τρεις ώρας, αν ήτον δυνατόν, απήντησεν ο Ραιμόνδος. Χαρίεσσα δεν είναι τωόντι η διατιβή εις τα τερπνά αυτά βασίλεια του χειμώνος. Αλλά προ πάντων πρόκειται περί της ασφαλείας της Υμετέρας Υψηλότητος, και εξ μήνας αν πρέπη να μείνωμεν τεθαμμένοι υπό τας χιόνας των Άλπεων. Εν όσω έχομεν ζωοτροφίας φρονώ ότι δεν πρέπει να εκθέσωμεν την Υμετέρα Υψηλότητα. Ο Μωρέας εύχεται βεβαίως να σας ιδή ασφαλώς αφιχθέντα.

Ο Ροβέρτος έκραζε και εβόα μετ’ απελπισίας, ο δε Νόννος εγόγγυζεν. Αλλ’ ούτε κραυγαί, ούτε γογγυσμοί μετέβαλλον κατ’ ουδέν την αμήχανον θέσιν των. Τρεις ημέρας έμεινον εις εντελή πολιορκίαν. Την δε τετάρτην, κατ’ επίμονον προτροπή του Νόννου, όστις ένα μόνον στοχασμόν εφαίνετο έχων, να φθάσωσι, και πάντα κίνδυνον αντ’ ουδενός ελογίζετο δια να τον επιτύχη, ανεχώρησαν πάλιν, οδηγούμενοι υπό των τολμηροτέρων μεταξύ των ποιμένων. Αλλ’ εις έκαστον βήμα νέαι δυσκολίαι, νέοι κίνδυνοι, νέαι χρονοτριβαί. Πολλάκις εχάραττον την οδόν δια της σκαπάνης, πολλάκις ήκουον τας χιονοστιβάδας, ως βροντάς καταρρασομένας πέριξ αυτών, και άλλοτε ηναγκάζοντο να μένωσιν ημέρας εις τα σπάνια του όρους χωρία, ή να κατασκηνώσιν εις τας βαθυτέρας του φάραγγας· εν γένει δε διηρείτο η συνοδεία εις δύο φατρίας, ων η μία ήθελε την οδοιπορίαν ασφαλεστέραν μάλλον ή ταχυτέραν. Ταύτης οπαδός εφαίνεταο, και ίσως αρχηγός ήτον ο Ραιμόνδος. Η δε άλλη επρέσβευε την ταχύτητα, αψηφούσα παν κώλυμα. Ταύτης ψυχή ην ο Νόννος· ο δε Ροβέρτος, προστιθέμενος εις εκατέραν, εκράτει την πλάστιγγα ισόρροπον μεταξύ των δύο. Ούτω μόλις μετά δέκα ημέρας, υπερβάντες υψηλήν κορυφή, είδον τέλος ανελισσόμενον υπό τους πόδας των το τερπνόν πανόραμα των πεδινών τόπων, εφ’ ων ο χειμών εξέτεινεν ήδη εξησθενημένον βραχίονα προς το έαρ, όπου έπνεον γλυκύτεραι αύραι, και όπου η νέα χλόη ημφισβήτει τα πεδία εις την υποχωρούσα χιόνα.

Όλοι κατήρχοντο το όρος με πόδας σκιρτώντας υπό ανυπομονησίας και με καρδίαν πετώσαν υπό χαράς, θεωρούντες την ημέραν ταύτην ως ημέραν της σωτηρίας των, ο δε Ραιμόνδος κατήρχετο υπολογιζόμενος εις τους δακτύλους του, και ψιθυρίζων καθ’ εαυτόν·

— Αυτός ο Νόννος έχει τον δαίμονα εις το σώμα του. Χωρίς αυτού θα διετρίβομεν ακόμη εις την ωραίαν εκείνην κοιλάδα των Άλπεων, υπό την φιλόξενον στέγην των αθώων ποιμένων της, και θε περιεμένομεν εκεί των χελιδόνων τα πρώτα άσματα. Εις τας Άλπεις εστήριζον τας πλείστας ελπίδας μου, και ιδού αι Άλπεις οπίσω των νώτων μας. Ακόμη εκατόν ημέραι! Εκατόν ημέραι είναι τρεις μήνες και δέκα ημέραι! Ω! φίλε Βιλλαρδουίνε, φοβούμαι… Και έμεινε σκεπτικός. Βλέπων δε τον Ροβέρτον ότι διήρχετο πλησίον του.

— Υψηλότατε, είπεν, όταν είμεθα εδώ, ειπέτε, ότι είμεθα εις την Βενετίαν. Τίποτε δεν μας εμπδίζει να φθάσωμεν μετά μίαν εβδομάδα. Επομένως φρονώ αναγκαίον να πέμψητέ τινα εμπρός να ετοιμάση τα καταλύματα, ίσως δε και να ειδοποιήση την ύποπτον Βενετικήν κυβέρνησιν, μη παρεξηγήση την άφιξιν τόσων οπλοφόρων.

— Τω όντι, έχεις δίκαιον, άφευκτον είναι, είπεν ο Ροβέρτος. Αλλά τίνα να στείλωμεν; Συ, Ραιμόνδε, γνωρίζεις την Βενετίαν. Θέλεις ν’ αναλάβης την αποστολήν;

— Πρόθυμος εις τας διαταγάς της υμετέρας Υψηλότητος, είπε ο Ραιμόνδος, και χωρίς να περιμένη άλλην παρατήρησιν, εκέντησε τον ίππον του και επροπορεύθη.

Μετά οκτώ ημέρας ο μέλλων αυθέντης της Πελοποννήσου έφθασε μετά της συνοδείας του απέναντι της Βενετίας.

Τρεις ώρας μακράν τον απήντησε ταχυδρόμος συνοδευόμενος υπό του Ραιμόνδου, και τω ενεχείρισεν επιστολή του Δουκός συγχαρητήριον, και προσκλητήριον εις την πόλιν του.

Μετά δύο ώρας είδε προσερχομένην προς αυτόν πολυάριθμον συνοδείαν. Ο αρχηγός δ’ αυτής προσελθών αφίππευσε, προσεκύνησε τον Ροβέρτον εδαφιαίως, και τω εξήγησεν ότι είναι ο προβεδόρος ή διοικητής της Τέρρα Φέρμας, λαβών διαταγήν παρά του εκλαμπροτάτου Δουκός να δεχθή την Αυτού Υψηλότητα, και να την μεταβιβάση εις Βενετίαν. Ο δε Ροβέρτος ευχαρίστησεν εγκαρδίως δια την τοιαύτην δεξίωσιν, παρεκάλεσε τον Κ. Προβεδόρον να ιππεύση, και εξηκολούθησε την οδόν του. Ο δε Κύριος Προβεδόρος τον προσεκάλεσε να δεχθή λιτήν εστίασιν εις την έπαυλίν του, και ουδέ τόσον αγροίκος ουδέ τόσον υπερήφανος ήτον ο Ροβέρτος ώστε να αποποιηθή.

Ο Προβεδόρος τον ωδήγησε τότε εις μεγαλοπρεπή οίκον κείμενον εντός ωραίου και ευρυχώρου κήπου. Ενταύθα περιέμεινε πολυάριθμος συναναστροφή, οι ευγενέστεροι των περιοικούντων. Αι πρώται φιλοφρονήσεις και αι αμοιβαίαι παρουσιάσεις εγένοντο μετά μεγάλης επισημότητος, και διήρκεσαν δύο ή τρεις ώρας. Μετά ταύτα δ’ ο αυθέντης αφέθη ν’ αναπαυθή επ’ ολίγον. Έπειτα περετέθη το γεύμα, πολυτελέστατον αυτό καθ’ εαυτό, και έτι πολυτελέστερον φανέν εις τους προ τοσούτων ημερών πλανωμένους εις τας χιονοσκεπείς ερήμους των Άλπεων. Διό και παρετάθη η ευωχία μέχρι της εσπέρας, ότε κήπος και οίκος εφωτίσθησαν λαμπρότατα. Περί το μεσονύκτιον, όταν η συναναστροφή διελύθη, και ο διοικητής ήλθε, με τον πίλον εις τας χείρας, να λάβη τας διαταγάς του Αυθέντου δια την επαύριον, ούτος, αφ’ ου τον ευχαρίστησε θερμότατα, τω είπεν ότι από πρωίας θέλει μεταβή εις Βενετίαν, δια να εξακολουθήση την οδοιπορίαν του. Ο Διοικητής εχαιρέτισε με σέβας βαθύ και απεσύρθη.

Την δ’ επιούσαν, άμα ητοιμάσθη ο Ροβέρτος, εζήτησε τας λέμβους όπως διαβή τον πορθμόν. Προσελθών δ’ αμέσως ο διοικητής, τω είπεν ότι λέμβοι εισίν έτοιμοι όσας θέλη, και δύναται να επιβιβασθή άμα λάβη λιτόν πρόγευμα επί ποδός. Η πρότασις ην τόσον ευγενής και τόσον εύλογος, ώστε ο Ροβέρτος ευκόλως ενέδωκε. Συνέκειτο δε το λιτόν πρόγευμα από τα σπανιώτατα δια τον καιρόν του έτους και την εποχήν εκείνην προϊόντα της θαλάσσης και της ξηράς, εν οις διέπρεπεν ο ηδύς αιθίοψ της Κύπρου, και διήρκεσε μέχρι της μεσημβρίας. Περί τα τέλη ο διοικητής έλαβεν επιστολήν του Δουκός, ην έσπευσε να διακοινώση εις τον Ροβέρτον. Ελέγετο δ’ εν αυτή ότι ο Δουξ είχε πληροφορηθεί κατ’ εκείνην την στιγμήν περί της αφίξεώς του, και ήθελε να τον δεχθή μ’ όλην την εις το άτομόν και την υψηλήν του θέσιν του ανήκουσαν επισημότητα. Τον παρεκάλει επομένως να περιμείνει τας δουκικάς λέμβους, ας έμελλε να τω πέμψη την επαύριον από πρωίας, όπως η παράταξις παρασκευασθή καταλλήλως.

Ο δε Ροβέρτος ήτον ακράτητος από χαράς, ενόμιζεν, ότι έγινε πέντε δακτύλους υψηλότερος, και περιεβλέπετο ολίγον ως ο Ινδικός όρνις, όταν απεκρίθη ότι φθας εις την επικράτειάν του δεν θέλει λησμονήσει την ευγένειαν του αγαθού του αδελφού, του Δουκός, και ότι αι λοιπαί σχέσεις των θέλουσιν είσθε των τοιούτων προοιμίων ανάλογοι.

Την επιούσαν η ημέρα ήτον λίαν θυελλώδης, και ο Δουξ εμήνυσε δι’ επίτηδες απεσταλμένου του, ότι δεν ήθελε να εκθέση τον αγαθόν του αδελφόν εις τοιαύτην θάλασσαν, ήτις, εντός του κινδύνου, δεν επέτρεπεν ουδέ την προσήκουσαν παράταξιν. Ανάγκη λοιπόν να μείνωσι και την ημέραν εκείνην. Ο Νόννος έδακνε τους γρόνθους του, αλλά βεβαίως ούτε εις τον νουν του Ροβέρτου επήρχετο να στερηθή δια μίαν ή δύο ημέρας των τιμών, αίτινες τω προσεφέροντο, και να παραβή την εθιμοταξίαν των ηγεμόνων, εν οις κατετάττετο. Η κακοκαιρία διήρκεσε τρεις ημέρας. Καθ’ όλον δε το διάστημα αυτών ο Δουξ έπεμπε διαταγάς επί διαταγών προς τον Διοικητήν της Στερεάς να δαψιλεύη εις την Αυτού Υψηλότητα, τον αγαθόν του αδελφόν, πάσας δυνατάς περιποιήσεις, μέχρις ου η κατάστασις της θαλάσσης επιτρέψη εις τας λέμβους να έλθωσι να τον παραλάβωσι.

Την δε τετάρτην ημέραν από πρωίας, δέκα ωραίαι γόνδολαι, χρυσόκροσσα τα καταπετάσματα έχουσαι, και την σημαίαν φέρουσαι του αγίου Μάρκου, περιέμενον τον Ροβέρτον εμπρός της πύλης του. Ο Διοικητής τον οδήγησεν ο ίδιος εις την μεγαλυτέραν, ήτις ήτο λευκή μ’ εξαρτήματα πορφυρά και περίχρυσα και εκάθισε πλησίον του επί των χρυσοστίκτων προσκεφαλαίων· εις δε τας λοιπάς επεβιβάσθη η συνοδεία του, πλην μιας, ήτις επροπορεύετο περιέχουσα σαλπιγκτάς και παντοία μουσικά όργανα. Ούτως επέπλευσαν αι λέμβοι εν παρατάξει, και αι κώπαι των έσχιζον ευρύθμως το ήδη γαληνιαίον νώτον του ενετικού πορθμού. Όταν δε έφθασαν παρά τον αιγιαλόν της πλατείας του αγίου Μάρκου, όλαι αι παρ’ αυτόν προσωρμισμεέναι γόνδολαι κατεκαλύφθησαν υπό σημαιών και λαμπρά ην των εκκλησιών η κωδωνοκρουσία.

ΚΕΦ. Θ’

Ο Ροβέρτος ωδηγήθη αμέσως προς τον οίκον του δουκός όστις προήλθεν εις απάντησίν του μέχρι του διαζώματος της μαρμαρίνης κλίμακος, και λαβών αυτόν εκ της χειρός τον εισήγαγεν εις την επίσημον αίθουσαν της υποδοχής. Ενταύθα οι περιμένοντες παμπληθείς μεγιστάνες ανέστησαν όλοι με σέβας, ο δε δουξ εκάθισε τον Ροβέρτον εις τα δεξιά του, και προσεφέρθη προς αυτόν ως ίσος προς ίσον. Μετά το τέλος της επισήμου επισκέψεως ταύτης, καθ’ ην μόναι λέξεις δεξιώσεως αντηλλάγησαν, πολλοί των μεγιστάνων προέπεμψαν τον Ροβέρτον εις την πολυτελεστάτην οικίαν, την δι’ αυτόν παρασκευασθείσαν, και όπου τον περιέμενε δείπνος λαμπρός.

Την επαύριον ο Ροβέρτος ηναγκάσθη να θυσιάση όλην του την ημέραν εις υποδοχήν επισκέψεων, ας ειδοποιήθη υπό του Ραιμόνδου ότι ώφειλε κατά τα του τόπου τα έθιμα ν’ αποδώση. Μετά το δείπνον, ο Νόννος επρότεινεν ότι ήτον καιρός να σκεφθώσι περί της αναχωρήσεως, και απεφασίσθη, επειδή είχε παρέλθει η ώρα, να ομιλήσωσι περί τούτου και ν’ αποφασίσωσι την επαύριον.

Αλλά την επαύριον από πρωίας ανηγγέλθη εις τον Ροβέρτον ότι ο Δουξ έμελλε κατ’ εκείνην την ημέραν να τω αποδώση την επίσκεψίν του. Έπρεπε λοιπόν να ετοιμασθή όπως τον δεχθή αξιοπρεπώς, και η περί αναχωρήσεως σκέψις ήτον ανάγκη ν’ αναβληθή. Μετά την μεσημβρίαν ήλθεν ο Δουξ εν μεγάλη πομπή, και έμεινε περί τας δύο ώρας μετά του Ροβέρτου, συνδιαλεγόμενος περί του θείου του Γουλιέλμου Σαμπλίτου, περί της Καμπανίας, περί του βασιλέως της Γαλλίας Φιλίππου Αυγούστου, περί της Πελοποννήσου, και απερχόμενος τον προσεκάλεσεν εις γεύμα διά την επαύριον.

Την εσπέραν ταύτην ο Νόννος επανέλαβε την πρότασίν του.

— Κατά δυστυχίαν, είπεν ο Ροβέρτος, αύριον δεν δυνάμεθα ν' αποπλεύσωμεν, διότι είμεθα προσκεκλημένοι εις γεύμα υπό του Δουκός.

— Αρκεί, είπεν ο Νόννος, πρόσκλησις μετά πρόσκλησιν να μη μας κρατήσωσιν όλο τον χειμώνα εις Βενετίαν.

— Δεν δυνάμεθα ευσχήμως ν’ αποποιηθώμεν τον Δούκα, είπεν ο Ροβέρτος. Άλλως τε, μετά το γεύμα τούτο είμεθα ελεύθεροι ν αναχωρήσωμεν· και αν υποτεθή ότι υπάρχει ανάγκη να φθάσωμεν ταχέως, έχομεν πάντοτε σχεδόν τρεις μήνας ακόμη, και εν τούτοις είμεθα εις του Μωρέως τας πύλας. Ο δε δείπνος όστις την επιούσαν εδόθη εις τιμήν του Ροβέρτου εξέπληξε αυτόν διά την ακατανόητον πολυτέλειάν του, θαυμασίαν μάλιστα, διότι ληγούσης τότε της τεσσαρακοστής των χριστουγεννών, παν είδος κρέατος απεκλείετο· άλλα δεν υπήρχεν ιχθύς της Μεσογείου από του σκόμβρου μέχρι του λάβρακος, δεν υπήρχεν όστρακον από της καρύδος μέχρι του αστακού, ουδέ πλακούς ή μελίπηκτον,ουδέ καρπός ή οίνος εκ των τότε γνωστών τριών του κόσμου μερών, όστις έλειπεν από την Δουκικήν τράπεζαν. Ο Ροβέρτος κατείχε την πρώτην θέσιν πλησίον του Δουκός, και όλαι αι τιμαί και αι φιλοφρονήσεις εις αυτόν απετείνοντο.

Εις το διάστημα του δείπνου ο Δουξ ωμίλησε περί της λιτότητος αυτού, ην απέδωκεν εις την νηστείαν, και υπεσχέθη εις τον ξένον του να το αποζημιώση εις το γεύμα των χριστουγεννών, εις ο από τούδε τον προσεκάλει.

— Φοβούμαι ότι ως τότε δεν θα είμαι εις την Βενετίαν, είπεν ο Ροβέρτος διστάζων.

— Πώς! τέσσαρας ημέρας ακόμη, ανέκραξεν ο Δουξ, δε θέλετε να μας αφιερώσητε! Και θ' αναχωρήσητε με την γεύσιν των αθλίων αυτών οστρυδίων, και τοιαύτην υπόληψιν θα λάβητε της φιλοξενίας μας! μη γένοιτο! Προσέτι έγραψα προς τον σεβασμιώτατον Πατριάρχη, όντα ήδη εις την στερεάν, να παρευρεθή εις Βενετίαν την ημέραν της Χριστού γεννήσεως, δια να λειτουργήση επί παρουσία σας Δεν είναι δυνατόν να μας αρνηθήτε την τιμή ταύτην.

Ο Ροβέρτος έρριψε τα βλέμματα πρώτον προς τον Νόννον, όστις είχε τα δικά του προσηλωμένα εις την παροψίδα του, και ήτον ερυθρούς ως ο αστακός ου κατ’ εκείνην την στιγμήν απεγεύετο· έπειτα δε προς τον Ραιμόνδον όστις είχε τους οφθαλμούς επ’ αυτού εστηλωμένους, και εις του βλέμματος τούτου την επιρροήν ενδούς, ένευσεν ελαφρώς και εψεθύρισεν ότι δέχεται ευγνωμόνως την πρόσκλησιν.

Την εσπέραν ο Ροβέρτος επλησίασε δειλώς εις τον Νόννον.

— Δεν ήτον όμως δυνατόν ν' αποφύγω την πρόσκλησιν, είπεν· ο Πατριάρχης έρχεται επίτηδες δι’ εμέ. …Δεν είναι αληθές, φίλτατε Νόννε;

Από του Νόννου το στόμα ηκούετο γρυσμός υπόκωφος, και εφύσα ως ίππος ασθματικός.

— Αληθές είναι, είπεν, ω! βεβαίως αληθές. Και έπειτα πώς να μη συνεορτάσητε το νέον έτος μετά του Δουκός; και από εκεί ως το Πάσχα τι μένει; Βλέπομεν λοιπόν και το Πάσχα εις Βενετίαν, και μετά ταύτα, αφεύκτως της Αναλήψεως. Σας προτρέπω, Υψηλότατε, να μείνετε έως της Αναλήψεως.

— Αι! εθύμωσες!

— Όχι, δόλου. Αλλ’ ημπορεί η υμετέρα Υψηλότης να γίνη παράνυμφος του εκλαμπροτάτου Δουκός Πέτρου Ζιάνη μετά της ενδοξοτάτης νύμφης της Αδριατικής. Ας περιμείνωμεν την ημέραν της Αναλήψεως. Τότε ο άγιος Πάππας έδωκε τον νυμφικόν δακτύλιον εις τον πάππον του Δουκός, τον Δούκα Σεβαστιανόν.

— Ησύχασε, φίλτατε Νόννε. Μετά τα χριστούγεννα δεν μένω ουδέ ημέραν. Σοι δίδω τον λόγον μου ότι αναχωρούμεν…

Αι τέσσαρες ημέραι δήλθον ως τέσσαρες στιγμαί δια τον Ροβέρτον και δια την συνοδείαν του, μη εξαιρουμένου ούδ' αυτού του κατηφούς Νόννου· τόση σπουδήν κατέβαλεν όλη η Αριστοκρατία της Βενετίας να τους περιφέρη από ευθυμίας εις ευθυμίαν και από γεύματος εις δείπνον.

Αυτή δε η ημέρα των χριστουγεννών ήτον ικανή να τυφώση κεφαλήν στωικωτέραν από την του νέου Ροβέρτου. Εις την λαμπράν μητρόπολιν του αγίου Μάρκου, παρόντος όλου του λαού της Βενετίας, ο Δουξ τον ανεβίβασε πλησίον του εις τον θρόνον του, ο Πατριάρχης τον ηυλόγησε και τω επρόσφερε διά χειρός του την όστιαν και όλα τα βλέμματα ήσαν προς αυτόν εστραμμένα. Μετά ταύτα δε ο Δουξ τον συμπεριέλαβεν εις όλας τας επισήμους υποδοχάς, και τον παρουσίασε κατ’ αρχάς, ουχί μεν ως Αυθέντη διότι δεν είχεν εισέτι εγκαταστηθή, αλλά ως τον ανδρείον ανεψιόν του ενδόξου κατακτητού της Πελοποννήσου. Το γεύμα ήτον άξιον, ανώτερον των υποσχέσεων του Δουκός. Αυτό δε διεδέχθη χορός διαρκέσας δι' όλης της νυκτός, ευωχία επικίνδυνος δια την καρδίαν του Ροβέρτου, όσον αι πολιτικαί τιμαί ήσαν διά την κεφαλή του. Διότι αθωράκιστος εξετίθετο κατά πρώτον εις τους ζωηρούς εκείνους μέλανας οφθαλμούς, εις τα επ’ αυτού διασταυρούμενα μύρια εκείνα γυναικεία βλέμματα, τα τοξεύοντα του μεσημβρινού ηλίου ακτίνας. Ο Ροβέρτος έπεσεν εις την κλίνην του όταν ανέτελλεν ήδη ο ήλιος και εκοιμήθη δι’ όλης της ημέρας σχεδόν ονειρευόμενος χορούς και άνθη και φώτα και βλέμματα και αδάμαντας. Μόλις δε είχεν εξυπνήσει και ο Δουξ έπεμψε γόνδολαν να τον παραλάβη, όπως περιέλθωσι συνοδευόμενοι και από τας ωραιοτέρας κυρίας του προλαβόντος χορού, τας πρωτίστας διώρυγας της θαλασσοδμήτου πόλεως.

Η επαύριον είχε και εκείνη τας εορτάς και τας διασκεδάσεις της. Ο Ροβέρτος όμως υπέκλεψε μίαν ώραν της πρωίας, και μετά του Νόννου και του Ραιμόνδου απήλθε προς ένα των λιμένων, όπου συνήθως εστάθμευον πλοία. Αλλά μάτην εζήτησαν να ναυλώσωσι πλοίον, πλοίον, εκεί καν, δεν υπήρχεν, και ο προϊστάμενος του λιμένος τους εβεβαίωσεν ότι εις το διάστημα των εορτών, και προ του νέου έτους ούτε πλοίον συνήθως αναχωρεί, ούτε πλοίαρχον θέλουσιν εύρει, διότι όλοι κατά τας επισήμους εκείνας ημέρας αποσύρονται εις τα ίδια.

Μεγάλη αθυμία κατέλαβε τους οδοιπόρους εις το άκουσμα τούτο. Ο Ραιμόνδος δε πρώτος επανήλθεν εις παρηγορικωτέρας ιδέας, υπενθυμίσας ότι εις πάσαν περίστασιν έχουσιν ακόμη τρεις μήνας εμπρός των, ότι οκτώ ημέραι ουρίου ανέμου αρκούσιν όπως τους φέρωσιν εις Πελοπόννησον, ότι μετά την πρώτην του έτους θα εύρωσι πλοίον, και ως τότε εν τούτοις ούτε πείνης αποθνήσκουσιν ούτε δίψης, ούτε τας φάραγγας των Άλπεων κατοικούσιν. Εκόντες άκοντες λοιπόν ηναγκάσθησαν να υπομείνωσι τας ηδονάς της Κίρκης Βενετίας μέχρι της πρώτης ημέρας του 1210, καθ’ ην δεν ήξευρον τι να θαυμάσωσι πρώτον, την ζωηρότητα, την ευθυμίαν ή την πολυτέλειαν της ημέρας εκείνης.

Η δευτέρα του έτους ην η οριστικώς προσδιωρισμένη δια την εύρεσιν του πλοίου. Αλλά, μόλις υπέφωσκεν η αυγή, και απεσταλμένος του Δουκός ήλθε να οδηγήση τον Ροβέρτον μετά της συνοδείας του εις την γέφυραν του Ριάλτου, όπως παρευρεθή εις μεγάλην ναυμαχίαν χιλίων γονδολών, κρυφίως προπαρασκευασθείσα υπό του Δουκός επίτηδες εις τιμήν αυτού. Το θέαμα ήτον τω όντι εξαίσιον, διά την επιδεξιότητα των ναυτών, δια την ταχύτητα και ελαφρότητα των πλοιαρίων εκείνων, άτινα εκινούντο ως πτηνά ένυδρα. Οι θεαταί ανευφήμουν και εχειροχρότουν και προ πάντων ο ενθουσιασμός του Ραιμόνδου ην υπερβολικός, και τόσον μεταδοτικός, ώστε υπέδη και υπ’ αυτήν την απαθή επιδερμίδα του Νόννου. Η μάχη διεκόπτετο πολλάκις δι’ ανακωχών· επ’ αυτών δ’ οι διαμαχόμενοι απεσύροντο εις μέρη όπου υπήρχον εστρωμέναι τράπεζαι βρίθουσαι ποτών και εδεσμάτων, και απ’ αυτών επανήρχοντο εις την ναυμαχίαν κατ' άλλην παράταξιν. Τούτο διήρκεσε μέχρι της εσπέρας, όταν οι επισημότεροι των θεατών συνεκλήθησαν εις του Δουκός το γεύμα. Η επιούσα ήτον δια τους ναυμάχους μεγάλη ημέρα. Κατ’ αυτήν έμελλον να επιδικασθώσι τα βραβεία εις τους νικητάς. Παρεχώρησε δε ο Δουξ εις τον Ροβέρτον την τιμήν να προεδρεύση το δικαστήριον, και να διανείμη τα άθλα. Και αύτη ην μία των ενδοξοτέρων ημερών του Ροβέρτου εις Βενετίαν.

Τη τρίτην Ιανουαρίου υπήρξε παράταξις των στρατευμάτων και μεγάλη πρόσκλησις παρά τω στρατηγώ, ήτις όμως δεν εμπόδισε τον Ροβέρτον μετά των δύο συμβούλων ν’ αφιερώσωσί τινας ώρας εις έρευναν περί πλοίου· αλλά και ταύτην την ημέραν απέτυχον. Την επαύριον και την επιούσαν επανέλαβον τας εξετάσεις των εις όσας στιγμάς ανέσεως τοις άφηνον αι τιμαί και αι δεξιώσεις, αλλ’ επίσης αφόρως, εκτός ότι την δευτέραν των ημερών τούτων εις άνθρωπος, ον ο Νόννος ενόμισεν ότι είχεν ιδεί μεταξύ των οπαδών του Δουκός, όστις όμως παρουσιάσθη ως πλοίαρχος, τοις είπε ότι μετά μίαν εβομάδα, το πολύ μετά δέκα ημέρας, περιμένει πλοίον του επιστρέφον από την Άσπρην θάλασσαν, πλοίον μέγα και ευρύχωρον, και κατά πάντα κατάλληλον δια τον Ροβέρτον και τους οπαδούς του.

Η ελπίς αύτη δεν τοις ήρκεσε, και εκτός της επιούσης, ήτις ην η ημέρα των Θεοφανείων, και αφιερώθη όλη εις την τελετήν της αγιάσεως των υδάτων και τας αυτήν συνοδευούσας διασκεδάσεις, καθ’ όλην την εβδομάδα δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι πάντα τα αγκυροβόλα εις ζήτησιν πλοίου. Αλλά πάντοτε ματαίως· ουχί πλοίον αλλ’ ουδέ σκάφος υπήρχε συγκατανεύον να αναχωρήση κατ’ εκείνην την ώραν του έτους. Ηναγκάσθησαν επομένως να επανέλθωσιν πάλιν εις τον πλοίαρχον όστις περιέμενε την επιστροφήν του πλοίου του από την Άσπρην θάλασαν, και μετά τινος δυσκολίας τον εύρον τέλος πάντων, αλλά το πλοίον δεν είχε φθάσει· περιεμένετο όμως πάντοτε.

Το πράγμα εγίνετο σπουδαίον. Η δεκάτη Πέμπτη του Ιανουρίου είχε φθάσει, και όλη των η ελπίς εσαλεύετο επί πλοίου ναυπορούντος τις οίδε πού της Άσπρης θαλάσσης. Συνεκρότησαν επομένως συμβούλιον καθ’ ο ο μεν Ραιμόνδος επανελάμβανεν:

Ω! αν είχετε δεχθή την γνώμην μου, αν είχομεν διευθυνθή κατ’ ευθείαν δια θαλάσσης! Θα ήμεθα τώρα εις τον Μωρέαν.

Ο δε Ροβέρτος εταλαντεύετο μεταξύ της επιθυμίας του να παρευρεθή εις μέγαν χορόν ον έδιδε μετά δέκα ημέρας η ωραιοτέρα γυνή της Βενετίας δια την εορτήν της, και μεταξύ της ανάγκης ην ανεγνώριζε του ν’ απέλθη το ταχύτερον.

Ο Νόννος τέλος επρότεινε να ζητηθή πλοίον δημόσιον παρά του Δουκός· και τοι δε διστάζοντος του Ροβέρτου εις τούτο, η πρότασις μετά τινα σκέψιν εγένετο ομοφώνως δεκτή.

Την επαύριον επομένως έπεμψεν από πρωίας ο Ροβέρτος να ερωτήση περί της υγείας του Δουκός, και να τω αναγγείλη ότι επιθυμεί να έλθη εις επίσκεψίν του. Αλλ’ ο απεσταλμένος του επανελθών, είπεν ότι ο Δουξ ασθενεί· ο Ροβέρτος έσπευσε να πληροφορηθή αυτοπροσώπως, και εύρε τους αυλικούς κατηφείς και τεταραγμένους. Ο Δουξ έπασχε, και ο ιατρός τους τω διέταξεν άκραν ησυχίαν. Πέντε ημέρας διήρκεσεν η κατάστασις αύτη, και εις το διάστημα τούτο, οσάκις ο Ροβέρτος εισήρχετο εις τον αντιθάλαμον να ερωτήση περί του Δουκός, τω απεκρίνοντο όλοι ταπεινή τη φωνή. Επί των πέντε ημερών τούτων το πλοίον της Άσπρης θαλάσσης δεν είχεν επιστρέψει ακόμη, αλλά και αν είχεν έλθει δεν ανεχώρει ο Ροβέρτος, διότι ο Δουξ τω είχεν ειπεί ότι είναι ανάγκη να ομιλήσωσι μίαν ημέραν εκτεταμένως περί των αμοιβαίων συμφερόντων και περί των σχέσεων των επικρατειών των.

Την έκτην ημέραν ελθών εις τον αντιθάλαμον του Δουκός, επληροφορήθη ότι η υγεία αυτού ήρχισε να τρέπηται επί το βέλτιον· εν ω δε εξέφραζε την περί τούτου χαρά του ηκούσθη ο κωδωνίσκος του Δουκός και ο θαλαμηπόλος εισελθών, επέστρεψε μετά μίαν στιγμή και είπε προς τον Ροβέρτον ότι ο Δουξ τον παρακαλεί αν θέλη να εισέλθη επί μίαν στιγμήν.

Ο Δουξ ην κλινήρης. Το ερυθρούν χρώμα των παρειών του εφαίνετο μεν διαμαρτυρόμενον κατά της ασθενείας τους, αλλ’ ήτον ίσως λείψανον του παρελθόντος πυρετού. Και η φωνή δε μεθ’ ης ωμίλει δεν ήτον αδύνατος αναλόγως του εκνευρισμού του σώματός του.

— Υψηλότατε, είπε, σας ήκουσα έξω, και έσπευσα να σας παρακαλέσω να εισέλθητε. Καταρώμαι την ασθένειαν ταύτην, ήτις τόσας ημέρας με εστέρησε της παρουσίας σας, και έτι μάλλον διότι έμαθον ότι είχετε ανάγκην να με ιδήτε. Όσον αδύνατος και αν είμαι ακόμη σήμερον, είμαι όμως όλος εις τους ορισμούς σας, και σας παρακαλώ να με διατάττετε.

Ο Ροβέρτος εκτιμών κατ’ αξίαν την ένδειξιν της ιδιατέρας ευνοίας και υπολήψεως του Δουκός, όστις μόνον αυτόν εδέχετο, όταν δεν ήτο εις κατάστασιν να ιδή κανένα, τον ευχαρίστησε δια τούτο ενθέρμως, τω εξέφρασε την χαράν του δια την ανάρρωσίν του, και τέλος τω ομολόγησεν, ει και διστάζων, ότι μη ευρίσκων κατάλληλον πλοίον να ναυλώση, όπως μεταφέρη αυτόν και την συνοδείαν του εις την Πελοπόννησον, ήθελε παρακαλέσει την Αυτού Εκλαμπρότητα, αν το πράγμα κατορθωτόν, να ευαρηστηθή να τω δανείση εν δημόσιον πλοίον.

— Τούτον είναι, Υψηλότατε, η επιθυμία σας! ανέκραξεν ο Δουξ. Και εδιστάζετε να μοι την εκφράσετε. Όλα τα πλοία της δημοκρατίας είναι εις την διάθεσίν σας. Ελπίζω αύριον ή το πολύ μεθαύριον να μ' επιτρέψη ο ιατρός μου να εξέλθω, και τότε θέλω ν απέλθωμεν ομού εις τον Ναύσταθμον και να εκλέξητε το πλοίον της αρεσκείας σας.

Μάτην ηθέλησε ν' αντιστή ο Ροβέρτος, λέγων ότι θέλει είσθαι ευγνώμων διά το πρώτον τυχόν πλοίον· ο Δουξ επέμεινε, και ο Ροβέρτος, διά να μη τον ενοχλή περαιτέρω, εξήλθεν αφ' ου εξέφρασεν αυτώ την βαθυτάτην ευγωμοσύνην του, και απήλθε να φέρη εις τους συντρόφους του την χαρμόσυνον αγγελίαν, και να τοις παραγγείλη να είναι έτοιμοι.

Εν τούτοις επί τρεις ημέρας ακόμη ο ιατρός δεν επέτρεψεν εις τον Δούκα να εξέλθη. Την τετάρτην όμως, εμπρός του Ροβέρτου ο Δουξ εκήρυξεν εις τον ιατρόν ότι του λοιπού αποσείει τον ζυγόν του, ότι ζων ή νεκρός αύριον θα εξέλθη διά να συνοδεύση την Αυτού Υψηλότητα.

Τω όντι την επιούσαν περί την μεσημβρίαν ο Ροβέρτος μετά του Δουκός διευθύνθη προς τον Ναύσταθμον, όστις είχε κοσμηθή εορτασίμως δια την περίστασιν. Ο Δουξ τον περιέφερεν εις όλον το λαμπρότατον εκείνο οικοδόμημα, τω επέδειξε λεπτομερώς όλα τα γραφεία, όλας τας πλουσιωτέρας αποθήκας, και τω είπεν ότι όλα είναι εις την διάθεσίν και τας διαταγάς του. Αλλ’ ο Ροβέρτος αυτών δεν είχεν ανάγκην, και ανυπόμονος ήτον να ιδή τα πλοία. Άμα δε μεμακρυσμένως πως ηνίξατο μόνον την επιθυμίαν ταύτην, ο Δουξ τον έφερε πρώτον εις μέγιστον και πολυτελέστατον πλοίον, εις ου την πρώρα έλαμπε χρυσούς ο πτερωτός λέων της Βενετίας, ου τα πλευρά εκοσμούντο υπό αγαλμάτων κολοσσιαίων, και το κατάστρωμα ην κατάγλυφον και λαμπροίς κατόπτροις διακεκολλημένον. Ο Ροβέρτος ήρχισε να λείχη τα χείλη του, και να λέγη καθ’ ευατόν, ότι αν τούτο το πλοίον τω προσδιορίζη ο Δουξ, οι Πελοποννήσιοι θα τον εκλάβωσιν, όχι Αυθέντην των, αλλά βασιλέα των βασιλέων.

— Ούτος είναι ο Βουκένταυρος, είπεν ο Δουξ. Τούτο είναι το νυφμικόν άρμα εφ' ου προ τεσσαράκοντα ετών οι Δούκες έρχονται προς την πιστήν σύζυγόν των την Αδριατικήν. Μίαν μόνον ημέραν του έτους, την ημέραν του απορρήτου γάμου, εξέρχεται ο υπερήφανος θαλάσσιος δράκων του σταύλου του. Άλλοτε δε ουδέποτε ούδ' αυτή του Δουκός η φωνή ισχύει να τον ταράξη από την θέσιν του…

— Ουαί! είπε καθ’ εαυτόν ο Ροβέρτος. Άλλον ας ιδώμεν· δεν είναι δι’ ημάς ο Βουκένταυρος.

Μετά ταύτα δ' ο Δουξ τον περιήγαγεν εις ιδιαιτέραν πτέρυγα του ναυστάθμου, ήτις περιείχε το ναυπηγείον. Ην δε τούτο εκ των πλουσιωτάτων εξ όσων υπήρχον κατ’ εκείνους τους χρόνους εις την Ευρώπην. Ο Ροβέρτος εθαύμασε λεπτομερώς τας εσχάρας διαφόρων τριήρεων, γαλεόνων και άλλων παντοίων πλοίων ναυπηγουμένων, και ήκουσε μετά πολλής περιεργείας τας εξηγήσεις όσας συγκαταβατικώτατα τω έδιδεν ο ίδιος Δουξ περί ενός εκάστου, περί της χωρητικότητος αυτού, περί του πλήθους των στρατιωτών και της δυνάμεως των μηχανών ας εδύνατο να φέρη, περί του είδους της ξυλείας και των δασών της Λομβαρδίας ή της Ιστρίας όθεν ετέμνετο, και περί των ερετών του διαγράμματος εκάστου πλοίου.

Τεσαράκοντα ή πεντήκοντα σκαλωτούς επεθεώρησαν κατ' αυτόν τον τρόπον εις διάστημα δύο ωρών· μετά ταύτα δε ο Δουξ στραφείς προς τον Ροβέρτον μετά μεγίστης φιλοφροσύνης και ευγενείας,

— Η υμετέρα Υψηλότης, είπε, δύναται ήδη να εκλέξη οποιονδήποτε τούτων των πλοίων θέλει διά την οδοιπορίαν Της.

— Τούτων των πλοίων! ανέκραξεν ο Ροβέρτος.

— Μάλιστα, απεκρίθη ο Δουξ. Γνωρίζετε εκάστου τας αρετάς. Δύνασθε να λάβητε ή το χωρητικώτερον ή το ταχύτερον κατ' αρέσκειάν σας.

— Αλλ’ αυτά είναι αναυπήγητα είπεν ο Ροβέρτος·

—Αναυπήγητα! απεκρίθη ο Δουξ. Αλλά τρία ή τέσσαρα μετά δύο μήνας τελειώνουν αφεύκτως, και τα πλείστα των επιλοίπων, δεν χρειάζανται υπέρ τους τρεις· ελπίζω ότι θα μείνετε μεθ’ ημών έως τότε, και εν μέσω τω χειμώνι δεν θα θελήσετε να εκτεθήτε εις την μανίαν του τραγέος Αδρίου, ως οι αρχαίοι δικαίως τον ύβριζον, εκτός αν το ατελές της φιλοξενίας μας σας καθιστά ανυπόμονον.

— Η μεγαλοπρεπής φιλοξενία ης έτυχον παρά τη υμετέρα Εκλαμπρότητι, απεκρίθη ο Ροβέρτος, εδύνατο να με προσηλώση ενταύθα διά παντός, και να με καταστήση επιλήσμονα και αυτής της αυθεντείας ης απέρχομαι να παραλάβω. Αλλά δυστυχώς τα καθήκοντά μου αντίκεινται εις την επιθυμίαν μου. Πρέπει ν’ αναχωρήσω όσον τάχιον, και παρακαλώ την υμετέραν Εκλαμπρότητα να ευαρεστηθή να μοι παραχωρήση εν των ετοίμων πλοίων του στόλου Της.

— Ήλπιζον, απεκρίθη ο Δουξ, ότι η υμετέρα Υψηλότης ήθελε συγκατατεθή να δεχθή εν των νεοδμήτων τούτων, δυνάμενον κατά πάντα λόγον να Την ευχαριστήση, και να διασκευασθή αξίως του υψηλού επιβάτου του. Λυπούμαι δε διά την ανάγκην εις ην ευρίσκεσθε ν’ αναχωρήσετε ανυπερθέτως, και λυπούμαι μάλιστα διότι όλος ο στόλος της δημοκρατίας συνέπεσε να είναι απών εις τα παράλια της Ιστρίας, όπου θέλει μείνει μέχρι του έαρος.

Ο Νόννος εις τας λέξεις ταύτας ωχρίασεν ως αν έμελλε να εκνεύσει. Ο δε Ροβέρτος ερυθριάσας σφοδρώς, και δυσκόλως καταστέλλων την αδημονίαν του,

— Λοιπόν, είπε, δεν υπάρχει ουδείς τρόπος ν' αναχωρήσω; Ίσως πρέπει να επιστρέψω εις την Γαλλίαν, και να προσπαθήσω εκείθεν να διαβώ.

— Ω! είπεν ο Δουξ, πόσον λυπούμαι ότι δεν μοι είπατε πριν την ανάγκην ην έχετε να αναχωρήσητε τόσον ταχέως! Επεθύμουν και ήλπιζον να σας κρατήσω δι' όλου του χειμώνος. Αν ήξευρον την επιθυμίαν σας, ίσως ήτον τρόπος να γίνη προμήθεια. Αλλ' ας ιδώμεν, θα προσπαθήσω ακόμη. Είχον διατάξει να επισκευασθή εν αρχαίον πλοίον διά αποπλεύση τον Μάρτιον εις την Κρήτην. Θα ειπώ τον Ναύαρχον να επιταχυνθή η επισκευή, και τότε, αν δύναται να σας αρκέση, το πλοίον είναι εις την διάθεσίν σας.

Η ελπίς αυτή λαμπρά δεν ήτον, ήτον όμως η μόνη ενδεχομένη εις τας παρούσας περιστάσεις· διό και οι οδοιπόροι εκόντες άκοντες, ηναγκάσθησαν να περιορισθώσιν εις αυτήν, βλέποντες και ομολογούντες ότι ο Δουξ καν έπραττεν υπέρ αυτών παν ό,τι εδύνατο. Αλλ’ ο μεν Νόννος ουχ ήττον εμελέτα κατ’ αυτόν να ερευνήση και την επαύριον από πρωίας αν δεν επέστρεψε το εμπορικόν πλοίον από την Άσπρην θάλασσαν, ο δε Ραιμόνδος επανελάμβανε μ' ελεεινόν τρόπον φωνής:

— Ω! αν είχομεν αναχωρήσει διά βαλάσσης!

Την δ’ αυγήν της επιούσης ο Δουξ εκάλεσε το Ναύαρχον, και ενώπιον του Ροβέρτου και των συντρόφων του τω διέταξε να επισκευασθή ανυπερθέτως ο Λέων, όστις έμελλε να σταλή εις Κρήτην, και να είν’ έτοιμος ν' αποπλεύση εις πρώτην διαταγήν. Ο Ναύαρχος έκλινεν εδαφιαίως, και είπεν ότι ο Λέων θα είναι έτοιμος ανυπερθέτως.

Εκείνην την εσπέραν ήτον ο μέγας χορός εις ον ήλπιζε μεν να μη παρευρεθή ο Ροβέρτος, επεθύμει όμως το εναντίον, και αυτός συνετέλεσεν οπωσούν εις διασκέδασιν της ανυπομονησίας του.

Της μετά ταύτην ημέρας μέρος μεν αφιέρωσαν εις ανάπαυσιν μετά την νυκτερινήν αγρυπνίαν, μέρος δε εις νέας διασκεδάσεις, εις ας ήσαν προσκεκλημένοι. Περί του πλοίου όμως είχον την διάκρισην να μην ομιλήσωσι, θέλοντες ν' αφήσωσι καιρόν διά την επισκευήν του.

Την τρίτην ημέραν ήλθον εις το ναυπηγείον να πληροφορηθώσιν αν ητοιμάσθη το πλοίον. Εις των επιστατών, προς ον απευθύνθησαν ερωτώντες πού ίσταται ο Λέων, τοις τον έδειξεν εις μίαν γωνίαν.

— Πώς! ανέκραξεν ο Νόνος, αυτή η γυμνή σκάφη εκεί, χωρίς ιστών και ιστίων, χωρίς σχοινίων και χωρίς σκευών, αυτός είναι ο Λέων!

— Αυτός, απεκρίθη ο επιστάτης· άλλο πλοίον του ονόματος τούτου εις τον Ναύσταθμον δεν υπάρχει.

— Και δεν επισκευάζεται; ηρώτησεν ο Ροβέρτος.

— Ως βλέπετε, δεν επισκευάζεται, απεκρίθη ο επιστάτης.

Πλήρης θυμού ο Ροβέρτος εζήτησε να ιδή τον διευθυντήν του Ναυστάθμου, και τον ηρώτητε διατί ο Λέων δεν επισκευάζεται.

— Να επισκευασθή ο Λέων! δεν έχω καμίαν διαταγήν περί τούτου, απεκρίθη ο Διευθυντής.

Ο Ροβέρτος εκτός εαυτού έδραμε προς τον Δούκα, και παρεπονέθη πικρώς. Ο δε Δουξ βοών και κροτών ότι δεν τον υπακούουσιν οι υπ’ αυτόν, ότι δεν έχει ανθρώπους να τον υπηρετώσιν, έπεμψεν άνθρωπον και εμήνυσε τον Ναύαρχον να παρουσιασθή αμέσως εμπρός του. Άμα δε ήλθε, τον ηρώτησε με τόνον φωνής οργίλον, διατί δεν εξεπλήρωσεν την διαταγήν του περί της επισκευής του Λέοντος. Αλλ’ ο Ναύαρχος απήντησεν, ότι την εξετέλεσεν εξ εναντίας ανυπερθέτως, ότι από της πρώτης ημέρας αμέσως συνετάχθη η διαταγή, ότι την επαύριον αντεγράφη και επρωτοκολλίσθη, και ότι προ ολίγων στιγμών είχε και διεκπεραιωθή. Ο Δουξ τω είπε τότε ότι δεν περιέμενεν ολιγωτέραν δραστηριότητα απ’ αυτόν, και τω συνιστά και αύθις την ταχύτητα της επισκευής, προς δε τον Ροβέρτον ότι χαίρει βλέπων εκπληρωθείσαν την επιθυμίαν του.

Ο Ροβέρτος την ημέραν εκείνην δεν επέστρεψεν εις Ναύσταθμον, αλλά την επαύριον. Ποία όμως και πόση υπήρξεν η έκπληξίς του όταν, ελθών προς τον Λέοντα, τον εύρεν εις την αυτήν θέσιν, εις την αυτήν εγκατάλειψιν, εις την αυτήν μεγαλοπρεπή ακινησίαν, ως και την προτεραίαν! Η αγανάκτησίς του όριον δεν εγνώριζε, και εισώρμησεν εις το γραφείον του Διευθυντού του Ναυστάθμου να τω ζητήση λόγον της τοιαύτης απραξίας. Αλλά μόλις εισήλθε και ο διευθυντής προέβη προς αυτόν με μειδιώντα τα χείλη και περιχαρώς τω ανήγγειλεν ότι έλαβε την περί του Λέοντος διαταγήν, και ότι αμέσως έσπευσε να την ενεργήση, ότι η διαταγή προς τον αρχιναυπηγό από της προτεραίας μέχρι της ώρας εκείνης εγράφη, αντεγράφη και υπεγράφη, και κατά την στιγμήν ταύτην διαικπεραιούται· επειδή δε την επαύριον ήτον Κυριακή, ότι μεθαύριον θέλει αρχίσει η επισκευή ανυπερθέτως.

Τη Δευτέραν τω όντι, ήτις ήτον η πρώτη του Φεβρουαρίου ο Ροβέρτος έσπευσε πάλιν απο πρωίας εις το ναυπηγείον, πεπεισμένος ότι θ ακούση και πάλιν έγγραφα και αντίγραφα και διεκπεραιώσεις και το επάρατον ανυπερθέτως. Αλλά πόσον ευαρέστως εξεπλάγη όταν είδεν ασυνήθη κίνησιν περί τον Λέοντα, και πλήθος εργατών βομβούν περί τα πλευρά του, και ήκουσε τον μουσικόν ήχον του σκεπάρνου και του πελέκεος. Καθ’ εκάστην επανήρχετο έκτοτε εις επίσκεψιν των έργων, και ήτον μάρτυς της πραγματικής προόδου αυτών. Την μίαν ημέραν επεσκευάσθησαν όλα τα πεπονημένα μέρη τις σκάφης την επαύριον εστήθη ο μέγας ιστός, την άλλην ετέθησαν τα καλώδια και λοιπά σχοινία, την άλλην το πηδάλιον και αι κώπαι, και ούτω καθεξής, ώστε την εσπέραν της δεκάτης ημέρας φαιδρώς ο Δουξ ανήγγειλεν εις τον Ροβέρτον, ότι ο Λέων είναι έτοιμος, και περιμένει τας διαταγάς της Αυτού Υψηλότητος δια ν' αναχωρήση. Τον παρεκάλεσε δε συγχρόνως να τω χαρίση της επαύριον τινάς ώρας συνεντεύξεως όπως συνομιλήσωσι περί των πολιτικών συμφερόντων αμφοτέρων των επαρχιών, και περί των αμοιβαίων των σχέσεων.

Την επιούσαν μέχρι της μεσημβρίας ο μεν Δουξ ην απησχολημένος εις εκτέλεσιν δημοσίων καθηκόντων της θέσεώς του, ο δε Ροβέρτος εις διευθέτησιν των προς απόπλουν αναγκαίων. Μετά δε μεσημβρίαν ο Δουξ εδέχθη τον Ροβέρτον, και η συνδιάλεξις διήρκεσε πολλάς ώρας. Ταύτην δε διεδέχθη συμπόσιον αποχαιρετισμού, εις ο συνεκλήθη όλη η ανωτέρα κοινωνία της Βενετίας. Πριν δε διαλυθώσι την νύκτα, ο Δουξ εζήτησεν από τον Ναύαρχον να τω παρουσιάση τον πλοίαρχον του Λέοντος, και προς τούτον είπεν ενώπιον του Ροβέρτου·

— Θέλετε έχει την τιμήν να οδηγήσετε την Αυτού Υψηλότητα. Είσθε εντελώς εις την διάθεσίν του. Θέλετε ταχύνει τον πλουν σας και αποβιβάσει τον Υψηλότατον εις οποιονδήποτε λιμένα της Πελοποννήσου επιθυμεί, και δεν θέλετε εξακολουθήσει προς Κρήτην πριν λάβητε την άδειαν της Αυτού Υψηλότητος. Εννοείτε;

— Μάλιστα, Εκλαμπρότατε, είπεν ο Πλοίαρχος, θέλω εκτελέσει κατά γράμμα την διαταγήν της Υ. Εκλαμπρότητος.

ΚΕΦ Ι’

Την επιούσαν, δωδεκάτην Φεβρουαρίου, οι αιγιαλοί της Βενετίας ήσαν κεκαλυμμένοι από χιλιάδας λαού. Αι λέμβοι του Δουκός μετέφερον εις τον Λέοντα τον Ροβέρτον και πάσαν την συνοδείαν του. Τον συνώδευσε δε και ο Δουξ μέχρι του πλοίου, όπου ο Ροβέρτος τω είχε προπαρασκευάσει μικράν εστίασιν δια να τον ευχαριστήση δια τας δεξιώσεις του. Αφ’ ου δε οι δύο ηγεμόνες απεχαιρετίσθησαν κατανυκτικώτατα, ο Δουξ κατέβη εις την λέμβον, και, παιανιζούσης της μουσικής ο Λέων ανείλκυσε την άγκυραν. Καθ:όλον το επίλοιπον της ημέρας το πλοίον αναγκαίως παρηκολούθει τους ελιγμούς των δυσπλεύστων διωρύγων της πόλεως· την εσπέραν δε, μόλις εξελθόν τέλος εις την ευρείαν θάλασσαν, ήρχισε να ευθυπορή ακωλύτως, και έδειξεν ανέλπιστα ταχύτητος προτερήματα.

Ο Πλοίαρχος τας πρώτας στιγμάς μόνον ήλθεν εις προσκύνησιν του Ροβέρτου, και τούτο έπραξε τόσον ανορέκτως και κατηφώς, ώστε, αν δεν ήτον ασθενής, ο τρόπος του ην απόδειξις ότι δυσηρεστείτο τεθείς υπό τας διαταγάς του ξένου ηγεμόνος. Έκτοτε δεν εφάνη πλέον εις το κατάστρωμα, ούτε εις το δείπνον, αλλ’ αντικαθίστα αυτόν ο υποπλοίαρχος, νέος φαιδρός και εύθυμος, και το μέγιστον επιδεικνύων σέβας προς τον ένδοξον επιβάτην του.

Την επαύριον το πρωί ο Ροβέρτος παρατηρήσας και αύθις του Πλοιάρχου την απουσίαν, ηρώτησε περί αυτού μετά τινος δυσαρεσκείας τον υποπλοίαρχον.

— Ο δυστυχής! απεκρίθη αυτός. Πολύ με τρομάζει η στάσις του. Από χθες την εσπέραν έπεσεν ασθενής, και έκτοτε ούτε τους οφθαλμούς ν’ ανοίξη ούτε λέξιν κατώρθωσε να προφέρη.

Ο Ροβέρτος ελυπήθη διά την περίστασιν ταύτην, αλλά παρηγορείτο, διότι αντί του Πλοιάρχου άφησε αύτη την διοίκησιν του πλοίου εις τον υποπλοίαρχον, ου επροτίμα τον χαρακτήρα.

Την εσπέραν ο υποπλοίαρχος εφαίνετο λίαν τεταραγμένος. Η κατάστασις του Πλοιάρχου προυχώρει επί το χείρον· όχι μόνον δεν ωμίλει, αλλά ως φαίνεται, ούτε ήκουε, διότι μάτην τον προέτρεπε να λάβη ολίγην τροφήν ή κανέν ποτόν ιαματικόν. Ταύτα έλεγεν ο υποπλοίαρχος.

— Αν η κατάστασις αύτη εξακολουθήση, επρόσθεσεν, άλλον τρόπον δεν βλέπω ειμή να τον αποβιβάσωμεν εις Βούδουαν όπου έχει την οικογένειάν του και όπου φθάνσμεν, ελπίζω, ως αύριον.

Ο Ροβέρτος ενέκρινε πληρέστατα την πρότασιν ταύτην.

— Αρκεί μόνον να μη μας αργοπορήση, είπεν ο Ραιμόνδος.

— Ούτε μιαν ώραν, απεκρίθη ο υποπλοίαρχος. Ημπορούμεν ν’ αναχωχήσωμεν μόνον, χωρίς ν’ αγκυροβολήσωμεν.

Την επιούσαν όταν, εις το διάστημα της ημέρας, έφθασαν απέναντι του λιμένος της Βούδουας ο υποπλοίαρχος είπεν ότι η κατάστασις του Πλοιάρχου ήτον χειροτέρα ακόμη, διό και αναίσθητον εις σινδόνας και μανδύας ενειλιγμένον, τον κατεβίβασαν εις την λέμβον και τον έπεμψαν εις τους κόλπους της οικογενείας του. Μετά μίαν δε ώραν ο Λέων είχεν επαναλάβει τον πλουν του, και, οκτώ ημέρας μετά την αναχώρησιν από Βενετίας, ευρίσκετο απέναντι της μικράς νήσου Φανούς ήτις κείται προς δυσμάς της Κερκύρας. Η ημέρα ήτον διαυγεστάτη, και ο Ροβέρτος μετά του Νόννου και Ραιμόνδου εκάθητο επί του καταστρώματος, και επεσκόπει τας προς ανατολάς παρατεινομένας σειράς των ορέων, ων τινές ως αμυδρά νέφη προς μεσημβρίαν διακρινόμενοι, των εδείκνυντο ως ανήκουσαι εις την ποθητήν Πελοπόννησον.

— Θαυμασίως προχωρεί ο Λέων, είπε προς τον υποπλοίαρχον, ανερχόμενον εις το κατάστρωμα.

— Ω! Υψηλότατε, απεκρίθη αυτός, προτιμώ παλαιόν οίνον από παλαιόν κάτεργον. Τι το όφελος ότι επεσκευάσθη με τόσην επιμέλειαν εις τον Ναύσταθμον. Από χθες εισρέει το ύδωρ εις τον μυχόν κατά τρόπον επίφοβον. Υπάρχει ρωγμή εις τα ύφαλα, και αν δεν ήμεθα τόσον πλησίον εις τους Κορφούς, ήθελον είσθαι πολύ ανήσυχος.

— Πώς! υπάρχει, νομίζετε, κίνδυνος, Κύριε Πλοίαρχε;

— Εικοσιτέσσαρας ώρας ακόμη δεν δύναται να πλεύση ασφαλώς ο Λέων, και μέχρι της Κρήτης έχομεν ακόμη τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρας.

— Και η Κλαρέντζα από εδώ πόσον απέχει; ηρώτησεν ο Ροβέρτος.

— Η Κλαρέντζα της Πελοποννήσου;

— Βεβαίως. Ποία άλλη;

— Ω! απέχει τουλάχιστον εξ ημερών πλουν με ούριον άνεμον.

— Εξ ημερών! εις την Κλαρέτζαν επιθυμώ ν’ αποβιβασθώ.

— Εις την Κλαρέντζαν! ανέκραξεν ο υποπλοίαρχος. Η υμετέρα Υψηλότης επιθυμεί ν' αποβεί εις την Πελοπόννησον και όχι εις την Κρήτη!

— Όχι αναμφιβόλως, είπεν ο Ροβέρτος ανακαγχάζων. Ο Εκλαμπρότατος Δουξ έθεσε τον Λέοντα εις τας διαταγάς μου δια να με φέρη εις την Πελοπόννηοον, όχι εις την Κρήτην. Πόσον καιρόν θα διαρκέση η επισκευή;

— Μίαν, δύο, τρεις ημέρας, είπεν ο υποπλοίαρχος γενόμενος σκεπτικός. Δεν ημπορώ να το προειπώ πριν ιδώ πώς εργάζονται οι ναυπηγοί των Κορφών.

— Επιθυμώ, είπεν ο Ροβέρτος, να την ταχύνητε όσον ενδέχεται, και, άμα είναι δυνατόν, ν' αποπλεύσωμεν εις Κλαρέντζαν.

Ο υποπλοίαρχος έκλινε την κεφαλήν, και απήλθε να δώση τας αναγκαίας διαταγάς όπως το πλοίον στραφή προς τον λιμένα της Κερκύρας.

Δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου ο Λέων εισέπλευσεν εις αυτόν. Επειδή δε διά την επισκευήν ήτον ανάγκη να κενωθή, οι επιβάται κατέβησαν όλοι εις την γην μεθ’ όλης της συνοδείας του. Ο Ροβέρτος διευθυνθείς εις ξενοδοχείον, κείμενον υπέρ τον λιμένα όθεν εδύνατο επομένως να βλέπη μακρόθεν την πρόοδον της επισκευής, έπεμψε διά του Ραιμόνδου προς τον Διοικητήν τας συστατικάς επιστολάς του Δουκός. Μετ’ ολίγον ο Διοικητής έσπευσεν εις επίσκεψίν του, και προσεκάλεσεν εις δείπνον λιτώτερον μεν αναμφιβόλως των δουκικών εκείνων, αλλ’ ούτε συντομώτερον ούτε ολιγώτερον εύθυμον. Εις το τέλος αυτού ο Ροβέρτος παρεκάλεσε τον Διοικητή να συνδράμη το εφ’ εαυτώ όπως ταχύνη η επισκευή του Λέοντος, και ούτος υπεσχέθη να θέση εις διάθεσιν του Πλοιάρχου όλα τα βοηθήματα όσα παρείχεν η νήσος. Ώστε, όταν πολύ μετά το μεσονύκτιον επέστρεψεν ο Ροβέρτος εις το ξενοδοχείον, και κεκμηκώς από τον πλουν και τη ευωχία απεκοιμήθη, γοητευτικά τω παρίστα όνειρα η εις τον κύπριον πλέουσα φαντασία του. Αλλ’ ενώ έβλεπεν εαυτόν καθήμενον επί της κορυφής της Κυλλήνης, και γύρω του, άλλοτε μεν χορεύοντας, άλλοτε δε ποοσκυνούντας όλους τους δούκας και τους διοικητάς της γης, αίφνης τω εφάνη ότι ήκουσεν οξύ συριγμόν, φθάνοντα διά του ύπνου μέχρι των βεβαρυμένων αισθήσεών του. Αμφιβάλλων αν ήτον εγρηγορώς ακόμη ή αν κοιμώμενος συνεκέντρωσε τη προσοχήν του, και ήκουσε τον συριγμόν επαναλαμβανόμενον προς του λιμένου το μέρος. Τότε εξύπνησε τον Νόννον και τον Ραιμόδον, κοιμωμένους εις την παρακειμένην αίθουσαν, και τους ηρώτησε αν ήκουσαν τον αυτόν ήχον. Ο Ραιμόνδος τον είχεν ακούσει.

— Μήπως το κάτεργο μέλλει να αποπλεύση, είπεν ο Ροβέρτος, και είναι ώρα να ετοιμασθώμεν;

— Πώς είναι δυνατόν; απεκρίθη ο Ραιμόνδος να επεσκευάσθη τόσον ταχέως; Έπειτα δε όταν θα αποπλεύσει, θέλει βεβαίως ειδοποιήσει δι’ επίτηδες ανθρώπου την υμετέραν Υψηλότητα.

Kαι κύψας διά του παραθύρου.

— Είναι, είπε, νυξ σκοτεινή. Όλη η θάλασσα φαίνεται καταμέλανος και ο Λέων δεν διακρίνεται. Αν εκείθεν προήλθεν ο συριγμός, ο άγρυπνος Πλοίαρχος ετοιμάζεται πιθανώς διά την εργασίαν τις επισκευής. Νομίζω ότι δυνάμεθα να κοιμηθώμεν ησύχως ως να μας ειδοποιήσωσι.

Της αυτής γνώμης ήτον φαίνεται και ο Νόννος, διότι ούτε καν εκινήθη από την κλίνην του. Επομένως, εννοών και ο Ροβέρτος πόσον ματαία ήτον η ανυπομονησία του, κατεκλίθη και αυτός και απεκοιμήθη. Αλλά μετά μίαν ώραν περίπου ηνέωξε τους οφθαλμούς, και ακούων πανταχόθεν τους πετεινούς σαλπίζοντας τον εωθινόν, βλέπων δε και την ανατολήν ήδη διαλάμπουσαν, επήδησε κάτω της κλίνης, και δραμών προς το παράθυρον το ηνέωξε, και περιέφερε τους οφθαλμούς εις τον λιμένα. Αλλά δυσπιστών προς αυτούς, και νομίζων επ’ αυτών ηπλωμένην ακόμη την αχλύ του ύπνου, ή τους ατμούς του κυπρίου, τους έτριψε, και τους έτριψε πάλιν, και τους περιέφερεν εις όλα τα ορατά της θαλάσσης σημεία.

— Νόννε! Ραιμόνδε! έκραξε τότε, και άλλην λέξιν δεν επρόφερε. Με τεταγμένον τον δάκτυλον τοις έδειξε πρώτον τον λιμένα, όπου ο Λεων δεν υπήρχε πλέον, και μετά ταύτα τον ορίζοντα όπου εφαίνετο πλοίον έχον τα ιστία αναπεπταμένα, και διευθυνόμενον προς μεσημβρίαν.

Κατ' αυτήν την στιγμήν υπηρέτης του ξενοδοχείου εισελθών, ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Ροβέρτον. Ναύτης, είπε, την έφερε την νύκτα, και ηρώτησε αν κοιμάται η Υψηλότης του. Επρόσθεσε δε ότι είναι περιττόν να ταράξωσι τον ύπνο του, αλλά το πρωί να τω την εγχειρίσωσιν. Η επιστολή έλεγεν·

«Υψηλότατε!

Σήμερον εξεφράσατε την επιθυμίαν να υπάγετε εις την Πελοπόννησον εξέτασα τας γραπτάς οδηγίας του Πλοιάρχου, και αύται είναι κατευθείαν διά την Κρήτην. Προφορικην διαταγήν εγώ καμίαν δεν έλαβον, και οι νόμοι της δημοκρατίας είναι αυστηροί. Έχω γυναίκα και τέσσαρα παιδία, και διά μίαν παράβασιν των οδηγιών δύναμαι να διέλθω την Γέφυραν των Στεναγμών. Διά τούτο παρακαλώ ταπεινώς την υμετέραν Υψηλότητα να ευαρεστηθή ν' απέλθη δι' άλλου πλοίου εις Πελοπόννησον, ενώ εγώ κατά τας διαταγάς μου απέρχομαι εις Κρήτην.

Ευπειθέστατος

ο υποπλοίαρχος Ν. Ν.»

Μετά την ανάγνωσιν ταύτην ο Νόννος εχτύπησε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του και ήρχισε να αποσπά την κόμην του· ο δε Ραιμόνοδος έμεινε με ανοικτόν το στόμα και ακίνητος ως στήλη αλός· και γελοία ήτον η σκηνή όταν και οι τρεις ίσταντο ως ηλίθιοι, στρέφοντες τους οφθαλμούς απ’ αλλήλων προς την θάλασσαν και από της θαλάσσης προς αλλήλους, χωρίς ούτε μία ιδέα να δύναται, να βλαστήση εις τον τεταραγμένον εγκέφαλόν των.

Τέλος ο Ραιμόνδος,

— Εις τον Διοικητήν, έκραξε πρώτος.

— Εις τον λιμένα! είπε συγχρόνως ο Νόννος, να ναυλώσωμεν άλλο πλοίον,

— Και εις τον ένα και εις τον άλλον, είπεν ο Ροβέρτος. Τρέξατε σεις εις τον λιμένα, εύρετε άλλο πλοίον. Εγώ υπάγω εις του Διοικητού.

Όλοι επευφήμησαν. Η σύγχρονος ενέργεια ήτον οικονομία καιρού. Και ο μεν Νόννος μετά του Ραιμόνδου κατέβησαν εις τον λιμένα, ο δε Ροβέρτος ανέβη εις του Διοικητού. Κατά δυστυχίαν δεν τον εύρεν· ο Γραμματεύς όμως της διοικήσεως, εις ον διηγήθη το συμβάν, τω υπεσχέθη να πέμψη ανυπερθέτως εις ανεύρεσίν του. Εκείθεν ο Ροβέρτος κατέβη εις τον λιμένα· αλλά περιήλθεν αυτόν καθ' όλας τας διευθύνσεις, και ούτε τον Ραιμόνδον ούτε τον Νόννον απήντησεν ουδαμού, ούτε πλοίον είδε έχον διαστάσεις ικανάς ώστε να πλεύση εις Πελοπόννησον. Δεν τω έμενεν επομένως ειμή να επιστρέψη εις το ξενοδοχείον και να περιμένη.

Μετά δ' ημίσειαν ώραν, ήτις τω εφάνη ήμισυ έτος, εισώρμησεν ο Νόννος με πρόσωπον θριαμβεύον.

— Ευρέθη! ευρέθη! έκραξε, και ρίψας είκοσι βενετικά δουκάτα εις την τράπεζαν,

— Αύριον αναχωρούμεν, εξηκολούθησεν. Έχομεν πλοίον καλύτερον από όλα του Δουκός της Βενετίας τα κάτεργα.

— Πού ανεκάλυψας το θαύμα τούτο; ηρώτησεν ο Ροβέρτος· εγώ περιήλθον τον λιμένα όλον, και ούτε μονόξυλον σχεδόν δεν είδα.

— Τον περιήλθομεν και ημείς, είπεν ο Νόννος, και ήρχισα να νομίζω ότι θα υπάγωμεν εις την Πελοπόννησον κολυμβώντες. Σκεπτικοί ανεβαίναμε ένα λόφον, όταν, οπίσω του ακρωτηρίου, είδαμεν αίφνης προκύπτοντας πλοίου ιστούς. Αμέσως προς τα μέρος εκείνο, και εις μικρόν κόλπον εύρομεν ηγκυροβολημένον πλοίον ωραίον, και χωρητικόν όλης της συνοδείας ανθρώπων και ίππων.

— Δέχεται να μας μεταφέρη;

— Δέχεται αναμφιβόλως. Το εναυλώσαμεν χωρίς αναβολής και έλαβον τα είκοσι αυτά δουκάτα εις αρραβώνα. Ενόμισα όμως φρονιμώτερον να αποσιωπήσω τον βαθμόν και το όνομα υμετέρας Υψηλότητος· διότι... τις ηξεύρει;

— Πώς; υποπτεύεις;...

— Δεν ηξεύρω, είπεν ο Νόννος, αλλά τινά εκ των προσκομμάτων όσα απηντήσαμεν μοι εφάνησαν ολίγον διφορούμενα. Τουλάχιστον βέβαιον είναι ότι ουδείς έχει συμφέρον να εμποδίση τον Κύριον Αριόλφον, έμπορον εξ Ουγγαρίας, απερχόμενον να πωλήση τους ίππους του εις Μωρέαν. Ούτω σας ωνόμασα προς τον πλοίαρχον.

— Νομίζω ότι έχεις δίκαιον. Και ο Ραιμόνδος πού είναι;

— Ο Ραιμόνδος έμεινεν εις το πλοίον να προσέχη μη κάμη φτερά ως τον Λέοντα. Ο πλοίαρχος ως το εσπέρας υπόσχεται να είναι έτοιμος· το εσπέρας λοιπόν επιβιβάζομεν τους ίππους, και αύριον, μόλις χαράξη, αναχωρούμεν.

— Έτοιμοι λοιπόν! ανέκραξεν ο Ροβέρτος, και ήρχισε να πηδά από την χαράν του. Ας μη χρονοτριβώμεν. Ας ετοιμασθώσιν οι ίπποι, ας ετοιμασθώσιν αι αποσκευαί· το εσπέρας εμβαίνομεν και οι ίδιοι εις το πλοίον.

Και μετά της μεγίστης δραστηριότητος εδόθησαν αμφότεροι εις την επιμέλειαν των προπαρασκευών, ώστε μόλις, αφ’ ου τα πάντα διέταξαν, εύρον καιρόν να περιέλθωσιν ολίγον το ενδότερον της πόλεως.

Δύο ώρας περίπου πριν δύση ο ήλιος είχον αρχίση να σκέπτωνται περί της μετακομίσεως των ίππων και της αποσκευής, όταν ο Διοικητής εισήλθεν εις το δωμάτιον του Ροβέρτου.

— Λυπούμαι, τω είπεν, Υψηλότατε, ότι δεν ήμην εδώ το πρωί. Έλειπον διά τινα ανάγκην της υπηρεσίας εις τα ενδότερα της νήσου. Αλλά και ούτως έπραξα ό,τι εδυνάμην διά το δυσάρεστον συμβάν του πλοίου σας. Άμα ειδοποιήθην ότι ο αχρείος πλοίαρχός σας εδραπέτευσε, διέταξα αμέσως ένα των υπηρετών μου να επιβιβασθή αφεύκτως και απροφασίστως και ουδεμίας θυσίας φειδόμενος εις το πρώτον πλοίον να τρέξη, κατόπιν του εδικού σας, και να μη επιστρέψη πριν το φθάση, τω δώση τας διαταγάς μου και το φέρη οπίσω.

— Σας υπερευγνωμονώ, Κύριε Δοικητά, είπεν ο Ροβέρτος. Πλην...

— Με μεγίστην μου χαράν σας αναγγέλλω, εξηκολούθηοεν ο Διοικητής, ότι ό άξιος υπηρέτης επέτυχε, και με ειδοποίησεν ότι εύρε πλοίον.

Ο πλοίαρχος δεν ήθελε ν’ αναχωρήση, διότι είχε ναυλωθή αλλαχού και είχε δώσει και είκοσι δουκάτα αρραβώνα. Αλλ’ ο υπηρέτης μου τω έδωκε τεσσαράκοντα, τον εβίασε να κόψη την άγκυραν, έναν ξένον υπηρέτην του ναυλωτού, όστις ήτον εντός και όστις ήτον εντός και ήθελεν αντισταθή, τον ηπείλησεν ότι θα τον ρίψη εις την θάλασσαν, και ούτω προ μιας ώρας, όταν κατέβαινον από το όρος, είδα το πλοίον εξερχόμενον του λιμένος.

Ο Νόννος έφερε την χείρα του εις την κεφαλήν του και οι δάκτυλοί του εσφίγχθησαν πεισμωδικώς περί την κόμην ταυ.

Και γνωρίζει ίσως η Εξοχότης σας, ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν ποίος ήτον του πλοίου ο ναυλωτής;

— Όστις και αν είναι, είπε γελών ο Διοικητής, θα έχη την καλοσύνην να περιμείνη μίαν και δύο εβδομάδας, διότι άλλο πλοίον δεν υπάρχει εις την νήσον. Μοι έγραψε ο υπηρέτης μου ότι είναι Ούγγρος, νομίζω, έμπορος ίππων.

— Αν η κόμη του Νόννου δεν είχε ρίζας στερεάς, ήθελε μείνει βεβαίως εις την μίαν του χείρα, ενώ η άλλη συνεστέλλετο εις γρόνθον, και ήτον έτοιμη να καταβή κεραυνοβόλος κατά της κεφαλής του Διοκητού. Αλλ' ηναγκάσθη να τείνη αμφοτέρας όπως στηρίξη τον Ροβέρτον, όστις, ωχρός γενόμενος ως νεκρός, ησθάνθη το δωμάτιον στρεφόμενον περί εαυτόν, και εκινδύνευσε να πέση εκτάδην εις το έδαφος. Νικήσας όμως εαυτόν, και συνελθών τέλος,

— Λοιπόν ανενώρησε το πλοίον τούτο; ηρώτησε με φωνήν σβεννυμένην.

— Ανεχώρησεν, είπεν ο Διοικητής θριαμβευτικώς. Ιδέτε το εκεί πώς πλέει εις μεσημβρίαν κατόπιν του Λέοντος. Εκείνος φαίνεται μόλις ως λευκόν σημείον εις τον ορίζοντα, αυτό δε ως περιστερά με τεταμένας τας πτέρυγας. Πιστεύσατε ότι δεν θα επιστρέψη πριν φθάση εις τον Λέοντα· είμαι πλήρης χαράς ότι κατώρθωσα τούτο διά να σας ευχαριστήσω, Υψηλότατε.

— Σας ευγνωμονώ, Κύριε Διοικητά, είπεν ο Ροβέρτος, σφίγγων τους οδόντας. Και, αφ’ ου ο Διοικητής, πλήρης αυταρεσκείας διά το κατόρθωμά του εχαιρέτισε και εξήλθεν,

— Α! Νόννε, Νόννε, είπε, κολυμβώντες, ως έλεγες, θα υπάγωμεν εις την Πελοπόννησον, αν είναι αληθές ότι ποτέ θα υπάγωμεν.

Ο Νόννος απεκρίθη μυκώμενος έντονον βλασφημίαν καθ’ όλων των διοικητών παρελθόντων, παρόντων τε και μελλόντων, αδιαφορών αν εις την τελευταίαν ταύτην κατηγορίαν περιελαμβάνετο και ο επίδοξος αυθέντης της Πελοποννήσου.

ΚΕΦ ΙΑ’

Εν τούτοις το Κερκυραϊκόν πλοίον πέντε ημέρας εδίωκε τον Λέοντα, και πέντε ημέρας δεν εδύνατο τον φθάση την δε έκτην το πρωί, ίσως απελπισθέν από την ματαίαν άμιλλαν, προσωρμίσθη εις τον Ποντικόν, το ακρωτήριον της Κλαρέντζας, και εκεί, αδιάφορον αν εκόντα η άκοντα, απεβίβασε τον Ραιμόνδον. Ούτος δε, μαθών ότι ο Τοποτηρητής ήτον εις Ανδραβίδαν, διευθύνθη προς την πόλιν εκείνη. Την φοράν όμως ταύτην δεν εκρύπτετο υπό μανδύαν μοναστικόν, διό και, άμα εισήλθεν εις του Βιλλαρδουίνου τον οίκον, όλοι οι παρευρισκόμενοι ιππόται εγνώρισαν ως τον Μάιον Ραιμόνδον, Βαρόνον Βελιγοστίου, και τον υπεδέχθησαν μετά πολλών ενδείξεων χαράς, μεμιγμένης αναμφιβόλως μετ’ ου μικράς δόσεως πιριεργείας, διότι ήξευρον ότι προ ενός έτους είχεν αναχωρήσει μετά του Σαμπλίτου, και υπώπτευον ότι η επιστροφή του είχε σημασίαν τινά. Μετά τας πρώτας δε δεξιώσεις ο Βιλλαρδουίνος εισήλθε μετ' αυτού εις τον κοιτώνα του.

Αλλ’ η συνέντευξίς των μόλις εν τέταρτον διήρκεσε, και ο Βιλλαρδουίνος, εξελθών του κοιτώνος, διέταξεν ένα υπηρέτην να καλέση τον δήμαρχον ή κιβιτάνον της πόλεως, ως τον ωνόμαζον τότε οι Γάλλοι. Μετά ταύτα δε λαβών εις το κοίλωμα παραθύρου τον Πετραλείφαν, όστις ίστατο μετά των άλλων αρχόντων,

— Σπουδαία είδησις, τω είπεν. Έφθασεν ο Υψηλότατος Αυθέντης ημών.

— Ο Αυθέντης! ανέκραξεν ο Πετραλείφας έκθαμβος.

— Ναι, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος, ο Ροβέρτος Σαμπλίτης, ο ανεψιός του υψηλοτάτου Γουλιέλμου του Καμπανίτου.

Ο Πετραλείφας ητένισε τον Βιλλαρδουίνον κατά πρόσωπον, και είδεν αυτό ατάραχον!

— Ιδού, εξηκολούθησεν ούτος, επιστολή του Δουκός της Βενετίας, όστις μοι αναγγέλλει ότι η Υψηλότης του διήλθε διά της πόλεως εκείνης, και απέπλευσεν επί δημοσίου πολεμικού πλοίου. Ο δε ιππότης ούτος μοι φέρει την είδησιν ότι έφθασεν εις Κορφούς...

— Εις Κορφούς!

— Ναι, και τον έστειλεν εμπρός να με ειδοποίηση.

— Και τι μελετάτε να πράξετε τώρα; ηρώτησε ο Πετραλείφας, υπό περιεργείας λησμονών την διάκρισιν.

Ο Βιλλαρδουίνος εγέλασε

— Να ζητήσω την βοήθειαν της Ενδοξότητός σας, απεκρίθη.

— Είμαι εις τας διαταγάς της υμετέρας Εξοχότητος, είπεν ο γέρων θορυβούμενος. Φοβούμαι όμως μήπως αι δυνάμεις μου...

— Δεν θέλω καταχρασθή των δυνάμεών σας, είπε μειδιών ο Βιλλαρδουίνος. Η παράκλησίς μου εξ εναντίας είναι να μείνητε εις την Ανδραβίδαν, και να υποδεχθήτε αντ’ εμού την Αυτού Υψηλότητα, αν ήθελεν αποβή εις Άγιον Ζαχαρίαν. Στέλλω τον Σεβασμιώτατον Επίσκοπον Ωλένης να περιμείνη εις Ποντικόν, μήπως φθάση ο Αυθέντης εκεί κατ' ευθείαν, εγώ δε απεφάσισα να περιμείνω εις Βλιζίρι, διά ν' απέχω επίσης από τους δύο λιμένας. Θέλετε να μοι κάμετε ταύτην την χάριν;

— Αι λέξεις αύται εφάνησαν ως απροσδόκητοι εις τον Πετραλείφαν, διό και έμεινεν επί τίνας στιγμάς αναπολόγητος Επειτα δε απήντησεν·

— Επεθύμουν, Εξοχώτατε, μάλλον εις χαρμόσυνον περίστασιν να δειχθώ χρήσιμος.

— Και χαρμόσυνον είναι, ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος, όταν λύη την άλυσιν της δουλείας μου και δύναμαι, χωρίς εις ουδέν να προσκρούσω καθήκον, να επανέλθω εις την φίλην πατρίδα μου, εις τους κόλπους των συγγενών μου.

— Χαρμόσυνον δια την υμετέραν Εξοχότητα, υπέλαβεν υπούλως γελών ο γέρων· όχι όμως διά το υπήκοον, ούτε δια τους φίλους σας.

— Δύναμαι λοιπόν να ελπίσω ότι θα θελήσητε νσ με αντιπροσωπεύσητε παρά τω Αυθέντη, αν έλθη εδώ κατ’ ευθείαν;

— Είμαι πάντοτε εις τας διαταγάς της υμετέρας Εξοχότητος, απεκρίθη ο Περαλείφας, όστις εφρόνει πολύ πιθανώτατον να προσορμισθή ο Αυθέντης εις τον Άγιον Ζαχαρίαν, ως εις τον πλησιέστερον των δύο λιμένων, και δεν δυσηρεστείτο να τον δεχθή πρώτος και προ πάντων να τον δεχθή μόνος.

— Σας παρακαλώ δε μόνον, άμα έλθη, αμέσως να με ειδοποιήσητε, είπεν ο Τοποτηρητής.

Μείνετε ήσυχος, Εξοχώτατε, απεκρίθη ο Πετραλείφας. Καθ' εαυτόν όμως έλεγε.— Και αν μίαν ή δύο ημέρας αργοπορήσω δεν είναι η ζημία μεγάλη.

Ταύτην την στιγμήν εισήλθεν ο Δήμαρχος, και ο Βιλλαρδουίνος μεγαλοφώνως αποτεινόμενος προς αυτόν, προς μεγίστην ευχαρίστησιν της εις μέγαν βαθμόν κινηθείσης περιεργείας των παρευρισκομένων,

— Κύριε Κιβιτάνε, τω είπεν, ειδοποιούμαι ότι μας έρχεται επίσημος ξένος, ο ανεψιός του Υψηλοτάτου ημών Αυθέντου Γουλιέλμου του Σαμπλίτου. Εγώ απέρχομαι εις Βλιζίρι να τον περιμείνω. Αν όμως κατά σύμπτωσιν έλθη κατ’ ευθείαν εις Ανδραβίδαν, θέλετε τω αποδώσει τας μεγαλυτέρας τιμάς, λαμβάνων τας διαταγάς της Αυτού Ενδοξότητος.

Και έδειξε τον Πετραλείφαν. Έπειτα δε προπέμψας μέχρι της θύρας αυτόν εξερχόμενον, και χαιρετίσας όλους τους περισταμένους, εισήλθεν εις τον κοιτώνα του, όπου μετά μίαν στιγμήν προσεκλήθη και ο Κιβιτάνος.

Οι δε λοιποί ιππόται, οι πληρούντες την αίθουσαν, περιεστοίχισαν τον Ραιμόνδον, και ήθελον να μάθωσι παρ' αυτού τις ήτον ο ανεψιός ούτος, και ποίος της επισκέψεως ο σκοπός. Αλλ’ ο Ραιμόνδος ήτον άβυσσος διπλωματίας, έφασκε και αντίφασκε, κατένευε χαι ανένευεν, ωμίλει πολλά και δεν έλεγε τίποτε! Ουχ ήττον όμως τίνες εκφράσεις διαφυγούσαι αυτόν, ως ότι ο Καμπανίτης ηγάπα τον ανεψιόν του πολύ· ότι ο Καμπανίτης επεθύμει πάντοτε να διατηρήση την Πελοπόννησον εις την οικογένειάν του, και άλλαι όμοιαι, ενέβαλον εις υποψίας το πνεύμα τινών οίτινες ηθέλησαν να μάθουν τίνος χαρακτήρος άνθρωπος ήτον ο Ροβέρτος.

— Αληθής ιππότης, είπεν ο Ραιμόνδος· ο μόνος στοχασμός του είναι η δόξα. Το ευγενές τούτο πάθος τον κυριεύει τυραννικώς, εις βαθμόν ώστε τον δυσαρεστεί η δόξα των άλλων, και πας όστις εκέρδησε αυτήν διά κατορθωμάτων, τω φαίνεται εχθρός, όστις τω αφήρεσε την ιδιοκτησίαν του. Συγχρόνως είναι φίλος σταθερός και αφοσιωμένος. Οι φίλοι και ηλικιώται του εις Καμπανίαν ομνύουσιν εις το όνομά του, και εκείνος τοις υπεσχέθη, αν ποτέ ή κατακτήση διά του ξίφους του ή λάβη δια κληρονομίας τινά επικράτειαν μετ' αυτών να την διανείμη εξ ίσου, και είναι ο Ροβέρτος άνθρωπος πιστός εις τον λόγον του. Χαίρω δε, Κύριοι, ότι έρχεται εις την Πελοπόννησον, να πεισθή εξ ιδίας όψεως πόσον εσφαλμέναι εισίν αι προλήψεις του· διότι τον ήκουσα διισχυριζόμενον ότι είναι ολεθρία η διοίκησις τούτου του τόπου, και ότι αν είχεν εξουσίαν θα μετήλλαζε βαθμηδόν όλον αυτής το προσωπικόν. Όσον όμως επίμονος και αν είναι συνήθως εις τας ιδέας του, εις αυτήν είμαι βέβαιος ότι δεν θέλει επιμείνει επί πολύ.

Εις τας λέξεις ταύτας πολλαί μορφαί έγιναν κατηφείς και πολλά διεσταυρώθησαν εκφραστικά βλέμματα.

Μετά την μεσημβρίαν της ημέρας εκείνης ο Γωλτιέρος ήλθεν εις του Πετραλείφου.

— Σας αφήνω υγείαν, είπεν, άμα εισήλθε.

— Πώς! θέλετε ν' αναχωρήσητε! ανέκραξεν η Άννα.

— Πρέπει να συνοδεύσω τον Τοποτηρητήν.

— Ο Τοποτηρητής λοιπόν αναχωρεί; πού αναχωρεί; αναχωρεί διά πολύν καιρόν;

— Απέρχεται, είπεν ο Γωλτιέρος, εις Βλιζίρι, και, ελπίζω δι’ ολίγας ημέρας.

Το ελπίζω τούτο φαίνεται ότι της Άννας η γυναικεία φιλαυτία εξέλαβεν ως απευθυνόμενον προς αυτήν, διότι ηρυθρίασεν ελαφρώς.

— Εις Βλιζίρι λέγεται, είπεν ο Πετραλείφας και δι’ ολίγας ημέρας. Εγώ νομίζω, εις Καμπανίαν και διά πάντοτε.

— Πιστεύετε; ηρώτησεν ο Γωλτιέρος.

— Το υποπτεύω πολύ.

— Νομίζετε ότι ο περιμενόμενος ξένος...

— Είναι διάδοχός του.

— Λοιπόν, είπεν ο Γωλτιέρος στρεφόμενος προς την Άνναν, εις την καρδίαν του αυθέντου και κυρίου μου δύναται ίσως ν' ανατείλη τώρα ελπίς. Εκλείπει ο επίφοβος του αντίπαλος. Θα μ’ επιτρέψετε, κυρία, να τω δώσω την χαρμόσυνον αυτήν είδησιν;

— Πριν τούτου πρέπει να επιτρέψητε εις εμέ, είπεν η Άννα, να σας ερωτήσω τι εννοείτε.

— Εννοώ, κυρία, και εννόησα προ πολλού, ότι ο υιός του Τοποτηρητού της Πελοποννήσου ήτον πολύ αξιώτερος της τιμής του ν' αποβλέψη εις την χείρα σας από τον εισέτι, πρέπει να τ’ ομολογήσω άσημον και άγνωστον ανεψιόν του αυθέντου των Αθηνών.

Η Άννα συνέστειλε τας οφρύς της με πολλήν χάριν.

— Κύριε Γωλτιέρε, είπε μετά ταχύτητος, ήτις απεδείκνυεν ότι το αίμα της εκυκλοφόρει βιαίως, δεν είμαι ικανή, ούτε έργον, ούτε αξίωσιν έχω να εκτιμήσω την συκριτικήν αξίαν όλων των ιπποτών της Χριστιανοσύνης. Δεν αμφιβάλλω ότι ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος είναι ο ευγενέστερος Βαρόνος της οικουμένης, δεν αμφιβάλλω ότι ο αυθέντης και κύριός σας είναι ο ενδοξότερος ανεψιός του εκλαμπροτάτου των ηγεμόνων. Αλλά τι προς εμέ η ευγένεια τούτου ή η δόξα εκείνου; Έχετε μεγάλην επιθυμίαν Κύριε Γωλτιέρε, να υπηρετήσητε τα πολιτικά συμφέροντα του Κυρίου σας· το εννοώ, είναι το έργον σας τούτο, αλλά, παρακαλώ, μη διευθύνεσθε προς εμέ, διότι είμαι εντελώς αμαθής της πολιτικής. Μη θελήσητε να κερδήσητε δι’ εμού τον μισθόν του πρέσβεως.

Και ενώ έλεγε τας δηκτικάς ταύτας λέξεις, οι οφθαλμοί της σχεδόν επληρώθησαν δακρύων. Ο δε Γωλτιέρος, αντί ν’ αποδείξη δυσαρέσκειαν, λαβών την χείραν της, την εφίλησε περιπαθώς και

— Μία, είπεν, από τας αρετάς των πρέσβεων είναι και η επιμονή εις την αποτυχίαν, και δε θέλω να εκτεθώ εις την μομφήν ότι αύτη μοι έλειψεν. Ιδού, βλέπω τον Τοποτηρητήν ότι εξέρχεται της οικίας του. Πρέπει να σπεύσω να τον συνοδεύσω· είτε δ’ επιστρέψη εκείνος είτε ου, θα μ’ επιτρέψητε να επιστρέψω εγώ, και να εξακολουθήσω την διαπραγμάτευσιν της πρεσβείας μου, με την ελπίδα καλυτέραν εκβάσεως.

— Με την ελπίδα ίσως, είπεν η Άννα, με τον ελαφρόν πόδα της κτυπώσα την γην, να μοι καταστήσητε τον αντιπρόσωπον επίσης μισητόν ως και τον ον αντιπροσωπεύει.

Ο Γωλτιέρος εχαιρέτισε γελών, κατέβη, επήδησεν εις τον ίππον του, και ηκολούθηοε τρέχων από ρυτήρος τον Βιλλαρδουίνον.

— Αποστρέφεις, φιλτάτη θύγατερ, τους οφθαλμούς, είπεν ο Πετραλείφας, από τον Βιλλαρδουίνον και έχεις δίκαιον, διότι ο Βιλλαρδουίνος είναι φυγάς. Αποποιείσαι και τον Δελαρόση, και επίσης δεν έχεις άδικον, διότι υπάρχει άλλος, ανώτερος αμφοτέρων. Συ, προορισμένη να γίνης ο δεσμός μεταξύ δύο αυθεντειών, πρέπει πριν εκλέξης ορθώς να σταθμίσης.

Αλλ’ η Άννα διά μιάς εξερράγη εις δάκρυα. Ο δε γέρων τη ετόξευσε βλέμμα εκπεπληγμένον και ερωτηματικόν.

— Ο ιππότης εκείνος, είπεν η Άννα μετ' ολοφυρμών, ενόμισεν ότι θα γίνω όργανον της πολιτικής των φιλοδοξίας. Τις τω έδωκε το δικαίωμα να μοι ομιλή περί του Μεγάλου Κυρίου του; Δεν τω είπα ότι τον αποστρέφομαι;

— Μην οργίζεσαι διά τούτο, είπεν ο γέρων. Μετ' ολίγον θα πεισθής ότι πρέπει να παύση να σ’ ενοχλή.

Η Άννα εκάθισε σιωπηλή εις μιαν γωνίαν, ο δε Πετραλείφας αφ’ ου εστήριξεν επί τίνας στιγμάς ακόμη τα βλέμματα εις την εξελθούσαν ήδη της πόλεως συνοδείαν του Τοποτηρητού, εκάλεσεν υπηρέτην και οδηγήσας αυτόν προς τον εξώστην, τω έδειξε εις του απέναντι του όρους πλευράν πεπαλαιωμένον ερημοκκλήσιον.

— Εκεί, τω είπε, κατοικεί πτωχός ερημίτης· φέρε τω εκ μέρους μου το χρυσούν τούτο νόμισμα· υπεσχέθην ελεημοσύνην, και ελησμόνηοα μέχρι τούδε να τω την πέμψω.

Μετά μίαν ώραν επέστρεψεν ο υπηρέτης.

— Έδωκας τα χρήματα; ηρώτησεν ο Πετραλείφας.

— Ως με διέταξε η υμετέρα Ενδοξότης.

— Και τι είπεν ο ερημίτης;

— Ότι θα ψάλη τρεις λειτουργίας εις σωτηρίαν της ψυχής της υμετέρας Ενδοξότητος.

— Αμήν! είπεν ο γέρων, υψών τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και εισήλθεν εις τον κοιτώνα του.

Περί το μεσονύκτιον δ’ ανοίξας αυτόν αψοφητί, εξήλθεν εις τον εξώστην, και εξεπλάγη ιδών καθημένη ακόμη την έκγονόν του, και εστραμμένη προς την οδόν ήτις έφερεν εις Βλιζίρι.

— Δεν είναι φρόνιμον, αγαπητή Άννα, τη είπε, να κάθησαι ακόμη εις το ύπαιθρον. Αι νύκτες είναι επικίνδυνοι εις αυτήν την ώραν του έτους.

— Ω! δεν είναι φόβος, είπεν η Άννα, είναι τόσον γαληνιαίος ο ουρανός και η ώρα της νυκτός τόσον γλυκεία και αρωματική. Έβλεπον πόσον ωραίον είναι το αποτέλεσμα εις το σκότος της πυράς εκείνης πλησίον εκεί εις την κατοικίαν του ερημίτου σας απέναντι εις το όρος, και της άλλης εις την κορυφήν.

— Η πρώιμος άνοιξις ανεβίβασεν ενωρίς τους ποιμένας εις τα βουνά, είπεν ο γέρων. Αλλά είναι δολία η πρώιμος άνοιξις. Ύπαγε εις την κλίνην σου· μη εκτίθεσαι εις του Φεβρουαρίου την πάχνην.

Αν η Άννα ηρέσκετο τω όντι εις το θέαμα των ποιμενικών πυρών εις τα όρη, εδύνατο κατά τας επιούσας δύο νύκτας να εντρυφήση εις αυτά διπλασίως, διότι εις όλας σχεδόν τας κορυφάς, όσαι περιεκυκλούν τον ορίζοντα, εις τας πλησιεστέρας ως και εις τας απωτέρας έλαμπεν ανά μία πυρά χαρμόσυνος, ως αν ημιλλάτο η γη προς τον διάστερον ουρανόν.

Αλλά την τρίτην νύκτα τα πάντα ήσαν σκοτεινά πάλιν. Η Άννα, εις τον εξώστην καθημένη κατά το σύνηθες, περιέφερε τα βλέμματα πέριξ, αλλά ούτε εις την πεδιάδα ούτε εις τα όρη δεν έλαμπε φωτία ποιμένων. Εν ω δε απεύθυνε την παρατήρησιν ταύτην εις τον πάππον της, ηκούσθη μακρόθεν μακρός συριγμός, και μετά ταύτα δεύτερος πλησιέστερον, και μετ' ολίγας στιγμάς άλλος τρίτος σχεδόν υπό τον εξώστην. Ο Πετραλείφας ηγέρθη αμέσως της θέσεως όπου εκάθητο πλησίον της εκγόνου του, και εισήλθεν εις την αίθουσαν. Μετά ταύτα δε τον ήκουσε μετ' εκπλήξεως η Άννα καταβαίνοντα ακροποδητί την ιδιαιτέραν κλίμακα ήτις έφερε προς την οδόν, και ανοίγοντα αθορύβως την πύλην χωρίς της βοηθείας κανενός υπηρέτου, κλείοντα πάλιν αυτήν, και έπειτα εκ νέου το βήμα του αντηχούν εις την κλίμακα, αλλ΄ ήδη συνοδευόμενον και από άλλου βήματος. Ανήσυχος η Άννα, έσπευσε προς την αίθουσαν, και είδεν αναβαίνοντα κατόπιν του πάππου της άνθρωπον φέροντα μανδύαν μοναχού, όστις τω εκάλυπτεν όλον το σώμα και το πρόσωπον.

— Εδώ είμεθα μόνοι, είπεν ο Πετραλείφας, μόνη η έκγονός μου είναι παρούσα, και προς την Άννα δεν έχομεν μυστικά.

Ο εγκεκαλυμμένος, άμα αναβάς, έρριψε τον μανδύαν, και η Άννα είδεν εμπρός της μετ' εκπλήξεως τον Χαμάρετον.

— Όταν, φιλτάτη μου Άννα, είπεν ο γέρων, βλέπης τον ανδρειότερον των Ελλήνων εισερχόμενον, κατά τον τρόπον τούτον εις την οικίαν μου, πρέπει να συμπεράνης ότι πρόκειται περί γενναίας επιχειρήσεως. Έως να επιστρέψω εμψύχωσέ τον, ειπέ τον να μην οπισθοδρομήση εις έργον αφορών, ως φρονώ, το κοινόν συμφέρον, και προσέτι την δόξαν του έθνους μας.

Και ο Πετραλείφας εισήλθεν εις τον κοιτώνα του.

— Περιττήν εντολήν μοι δίδει ο πάππος μου, είπεν η Άννα προς τον Χαμάρετον. Ηξεύρω ότι εις τας γενναίας πράξεις δεν γνωρίζετε την οδόν της οπισθοδρομήσεως, ούδ’ έχετε ανάγκην εμψυχώσεως υπό φωνής ασθενούς.

— Ω! κυρία, κυρία μου, απατάσθε, είπεν ο Χαμάρετος. Εμψυχώσεως ανάγκην έχω διά να φέρω και αυτό της ζωής το βάρος.

— Πάντοτε εις αθυμίαν παραδεδομένος, είπεν η Άννα, και με σκοτεινάς ιδέας τρεφόμενος.

— Αι γενναίαι πράξεις, κυρία, δεν εκτελούνται χωρίς πεποιθήσεως· και εις την καρδίαν μου εσβέσθη πάσα πεποίθησις και προς εμαυτόν και προς την τύχην και προς την πρόνοιαν.

— Είναι επικίνδυνος η διάθεσις αύτη, είπεν η Άννα, ενώ το βλέμμα της εξέφραζεν ειλικρινή συμπάθειαν,— δεν πρέπει να ενδίδητε εις την απελπισίαν, αλλά να ευψυχήτε εγκαρτερών· οπλισθήτε ανδρείαν, ενδυθήτε δραστηριότητα. Τούτο είναι ανδρός ίδιον.

— Ο λόγος σας, κυρία, ωφελεί την καρδίαν μου, ως αίμα μητρός διά το πάσχον παιδίον, είπε μελαγχολιχώς ο Λέων. Αλλά και ενεκαρτέρησα, και ανδρείαν οπλίσθην. Εις τι ωφέληοεν; Όταν είδα τον θρόνον των Αυτοκρατόρων συντριβέντα υπό την πτέρναν των Σταυροφόρων, ηθέλησα ν' αντιτάξω το στήθος μου εις τον χείμαρρον· ο χείμαρρος παρήλθε και με παρέσυρε. Και όταν ο βορράς και η δύσις εξέμεσεν ακορέστως μυριάδας τυχοδιωκτών, και αι πόλεις μας διηρπάζοντο, και τα φρούριά μας κατηδαφίζοντο, ενεδύθην δραστηριότητα, επολλαπλασίασα τας δυνάμεις μου, και ηγωνίσθην να σώσω μίαν της Ελλάδος γωνίαν, την Σπάρτην, άλλοτε της Ελλάδος το καύχημα. Αλλά τα τείχη της κατερρύησαν ως άμμου σωροί, οι πρόμαχοί της εδραπέτευσαν ως έλαφοι διωκώμεναι· η χειρ μου έπεσεν αδρανής, ως φέρουσα άτρακτον όχι ξίφος. Πώς να μην είναι μέλαιναι αι ιδέαι μου όταν μέλαινα σκέπη θανάτου ηπλώθη επί της πατρίδος μου; Πώς να μη βυθίζεται η ψυχή μου εις αθυμίαν, όταν βλέπω την Ελλάδα βυθισθείσαν εις καταισχύνη, τον ήλιον της δόξης και της ελευθερίας της σβεσθέντα διά παντός, το όνομά της παραδεδομένον εις εμπαιγμόν των εθνών! όταν την βλέπω πτώμα περιυβριζόμενον υπό βαρβάρων, οίτινες ποτέ δεν ήκουσαν την λαμπράν ιστορίαν της, ούτε δύνανται να εννοήσωσι την γλώσσαν των αθανάτων μνημείων της! Ω κυρία, όταν από τας κορυφάς της, όπου ίσταντο τρόπαια, από τους κόλπους και τα πεδία της, όπου κατώκει η νίκη, από τον ουρανόν της, όθεν μετά του φωτός κατήρχετο η ελευθερία, στρέφω τους οφθαλμούς προς ημάς, τα επί της δουλωθείοης γης πλανώμενα των ξένων ανδράποδα, σκύβαλα καταπατούμενα υπό των υπερηφάνων ιπποτών εις την σκόνιν, τότε εννοώ διατί τα βλέμματα αποστρέφονται μετά περιφρονήσεως αφ’ ημών, ή και αν εις ψυχάς συμπαθείς εμπνέωμέν τι ευμενέστερον αίσθημα, είναι τούτο μόλις αίσθημα οίκτου, και τότε, τότε επανίσταμαι κατά της προνοίας, και τη ζητώ λόγον διατί μ’ αφήκε να σύρω την άλυσιν της ζωής· όταν μυριάκις εις τους πολέμους ηθέλησα να την αποσείσω, διατί δεν αφήρεσεν από την καρδίαν μου το πικρόν της αισθήοεως δώρον.

— Διότι, είπεν η Άννα, η πρόνοια του θεού είναι σοφωτέρα των ανθρωπίνων παθών. Όταν ο χειμών γυμνώση τα δένδρα, τα φυλάττει η πρόνοια διά τα άνθη του νέου έαρος, δεν τα συντρίβει διότι εφυλλορρόησαν. Και η θλίψις επίεσε την καρδίαν σας, αλλά δεν την εμάρανε. Θέλουσι την θάλψει ακτίνες γλυκύτεροι, θέλει αισθανθή εκ νέου την ικμάδα αναβαίνουσαν εις αυτήν, και θέλει αναζητήσει εις ευτυχίαν και εις δραστηριότητα.

— Ω! ειπέτε μοι τούτο, ανέκραξεν ο Χαμάρετος. Άφετέ με ν' ακούω τας λέξεις ταύτας της υπερτάττης παρηγορίας, άφετέ με να δεχθώ την ανεκτίμητον ταύτην υπόσχεσιν! Όταν πρόκηται ν’ αναρρίψω τον κύβσν υπέρ των όλων, ανυψώσατέ με εις τους οφθαλμούς μου, πείσατέ με ότι δεν είμαι ταλαίπωρος όσον νομίζω, δότε μοι θάρρος και δύναμιν μ’ ένα μόνον λόγον, ότι υπάρχει μία καρδία, η ευγενεστέρα των καρδιών, ήτις πιστεύει εις εμέ ακόμη, και εις ην η τύχη των επιχειρήσεών μου δεν θέλει είσθαι εντελώς αδιάφορος.

— Αι επιχειρήσεις σας πηγάζουσιν εκ γενναίας καρδίας, είπεν η Άννα· έχω ενδόμυχον πεποίθησιν περί τούτου και χωρίς να τας γνωρίζω. Η αγάπη του έθνους ημών σας διακαίει, ως και εμέ αυτήν. Αι επιχειρήσεις σας επομένως και η τύχη σας δεν δύνανται να μοι είναι αδιάφοροι...

Αλλ’ η Άννα διεκόπη ιδούσα εξερχόμενον του κοιτώνος του τον πάππον αυτής μετημφιεσμένον εις ιερέα.

— Μη εκπλήττεσαι, φιλτάτη, τη είπεν ο γέρων. Είναι αναγκαία η προφύλαξις αύτη. Το σκότος και η υπόκρισις εισί της ασθενείας οι σύμμαχοι.

— Αλλά τι μελετάτε! είπε πεφοβισμένη η νέα, εις ποίον κίνδυνον, ω πάππε, εκτίθεσαι;

— Όταν με ηξεύρης υπό την προστασίαν του βραχίονος τούτου, απεκρίθη ο Πετραλείφας, λαμβάνων την χείραν του Χαμαρέτου, κίνδυνον μη φοβήσαι. Πρέπει ν’ απέλθω. Φρόντισε κανείς να μην εννοήηση ότι δεv είμαι εις Ανδραβίδαν.

Και καταβάς μετά του Χαμαρέτου, εξήλθε της οικίας και τον παρηκολούθησε σιωπηλώς διά των οδών της πόλεως. Φθάσαντες δε εις την εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ήτις έκειτο εις το πέρας του προαστείου, εύρον οπίσω αυτής υπηρέτην κρατούντα τρεις ίππους, και ιππεύσαντες, εμακρύνθησαν μετ' αυτού και διευθύνθησαν προς το όρος.

ΚΕΦ. ΙΒ’

Μετά ιππασίαν μιάς και ημισείας ώρας περίπου έφθασαν εις τους πρόποδας δυσβάτου κρημνού και καταβάντες των ίππων παρέδωκαν αυτούς εις τον υπηρέτην και εισήλθον οι δύο πεζοί εις στενωπόν ελισοσομένη διά των βράχων, όπου ο Χαμάρετος πολλάκις εστήριζε το κλονούμενον βήμα του γέροντος. Mετ’ ολίγον εγκατέλιπον την πεπατημένην οδόν, και εισήλθον εις δάσος όπου ο νέος Λακεδαιμόνιος εύρισκε την διεύθυνσίν του ενίοτε ψηλαφών τους των δένδρων κορμούς και άλλοτε προσέχων εις την θέσιν λίθων εκ συνθήκης συσσωρευμένων.

Εξελθόντες δε του δάσους, ευρέθησαν εις το χείλος βαθείας φάραγγος, εις ην κατέβησαν μετά πολλής περισκέψεως, και έφθασαν εις ορμητικόν χείμαρρον όστις έσχιζε τον πυθμένα της. Παρά τη όχθην δ’ αυτού ο Χαμάρετος ωδήγησε τον γέροντα διά βράχων επικινδύνων εις τον μη έχοντα πείραν αυτών μέχρι θέσεως όπου ο χείμαρος ήτον βατός, και εκεί, σύρων κορμόν δένδρου επί των λίθων, έφερε επ' αυτού τον γέροντα εις την άλλην όχθην, και μετά ταύτα έσπρωξεν οπίσω την εφήμερον γέφυραν. Εκείθεν δ’ εισήλθον εις εν των πλαγίων ρευμάτων, των εκδιδόντων εις την χαράδραν, σκοτεινόν και απάτητον χάσμα, κρυπτόμενον υπό ακάνθας και θάμνους, και παρακολουθήσαντες τους βαθείς αυτού ελιγμούς έκαμψαν τέλος προέχοντα αγκώνα του όρους, και είδαν την οπισθίαν αυτού πλευράν εσχηματισμένην εις κρημνούς χαίνοντας και εσχισμένους ως εξ ηφαιστείων εκρήξεων. Εκεί εκάθισαν και ο Χαμάρετος, εσύριξε τρις ως εις την Ανδραβίδαν και μετά μίαν στιγμήν προσδοκίας ηκούσθησαν τρεις συριγμοί αποκρινόμινοι από του όρους Μετ’ άλλην δε μίαν στιγμήν άνθρωπος προέκυψε εκ μιάς των πτυχών του εδάφους, και προχωρήσας προς τους ερχομένους,

— Τις τόπος; ηρώτησε.

— Λακεδαίμων απεκρίθη ο Χαμάρετος.

— Και ο άλλος;

— Πιστός.

Τότε ο άνθρωπος έλαβε τον Χαμάρετον κατά μέρος και τον ωμίλησε μυστικώς· ευχαριστηθείς δε, ως φαίνεται, εξ όσων έλαβε πληροφοριών, προηγήθη, και αμφότεροι ηκολούθησαν. Υπερβάντες δέ το εμπρός των υψούμενον παραπέτασμα βράχου, είδαν οπίσω αυτού κρυπτόμενον στόμα σπηλαίου, και εισελθόντες προυχώρησαν εις στενήν και σκοτεινήν υπόγειον σύριγγα όπου εβόα ηχηρώς χείμαρρος επί βράχων θραυόμενος. Ο Πετραλείφας ηπόρει πού οδηγείται εις τους αφωτίστους και ερήμους εκείνους μυχούς της γης, όταν αφιχθείς εις μέρος, όπου ο καταρράκτης εβυθίζετο εις υπόγειον βάραθρον, εστράφη περί τον λίθινον τοίχον ον παρηκολούθει, και απροσδόκητον θέαμα παρέστη αίφνης εις τα βλέμματά του. Το σπήλαιον αφ' εαυτού επιστρέφον εσχηματίζετο, ενταύθα εις αίθουσαν κυκλοτερή και ευρείαν. Μεγάλη πυρά ξύλων πεύκης, ης ο καπνός διέφευγε διά κρυπτών σχισμάδων της οροφής, εφώτιζε το μέσον του άντρου, αφήνουσα βεβυθισμένους εις σκότος τους απωτέρους μυχούς. Πέριξ δ’ αυτής εκάθηντο σιωπηλοί και με φοβεράν του προσώπου έκφρασιν τεσσαράκοντα ένοπλοι, οίτινες, ακούσαντες των εισελθόντων τα βήματα, εταράχθησαν κατ’αρχάς και ήπλωσαν τας χείρας των εις τα ξίφη. Αλλ’άμα ο Χαμάρετος προυχώρησε προς τον κύκλον τον φωτιζόμενον υπό της πυράς, εις των περικαθημένων, ανήρ αθλητικός, δασείαν κόμην και μέλανα έχων πώγωνα, μέλαινας δ’ ενδεδυμένος αρνακίδας, αίτινες έδιδον παράδοξόν τινα και αγρίαν έκφρασιν εις την όψιν του, αναπηδήσας έλαβεν εις την στιβαράν χείρα του την χείρα του Χαμαρέτου, και την εκλόνησεν ως αν ήθελε να τη εξαρθρώση.

— Λακεδαίμων! είπε. Δόξα πατρί! Τώρα είμεθα, νομίζω πλήρεις. Αλλά είμεθα, νομίζω, και περισσότερον παρά πλήρεις, επρόσθεσε, λοξόν ακοντίζον βλέμμα προς τον Πετραλείφαν.

— Φίλος, απεκρίθη ο Χαμάρετος, εννοήσας του βλέμματος εκείνου την υποψίαν. Μας φέρει την υπόσχεσιν της συμπράξεως του αυθέντου της Ελλάδος.

— Δόξα πατρί! επανέλαβεν ο άγριος πολεμιστής, τείνων την χείρα προς τον Πετραλείφαν. Από πέρατος μέχρι πέρατος του κράτους, όλοι μία ψυχή και μία καρδία! Δόξα πατρί!

— Το ευσεβές επιφώνημα τούτο δεν μοι προδίδει τον ανδρείον Βουτσαράν; ηρώτητεν ο Πετραλείφας εκπεπληγμένος.

— Τον επιλεγόμενον Δόξα πατρίν, είπεν ούτος ανακαγχάζων. Αναμφιβόλως.

— Όλαι αι Ελληνικοί καρδίαι σε έκλαυσαν, ηρωικέ της Γόρτυνος πρόμαχε! απεκρίθη ο γέρων Η φήμη διέδωκεν ότι ετάφης υπό τα ερείπιά της. Ευτυχία εις την Ελλάδα ότι η φήμη ήτον ψευδής.

— Η ώρα μου, είπεν αυτός, είχε κτυπήσει, αλλ’ ο θεός ηθέλησεν ακόμη να μ’ αφήση επί της γης. Δόξα πατρί. Ίσως μ’ επιφυλάττει εις τον πυθμένα της πικράς φιάλης σταγόνα τινά εκδικήσεως!

— Και πού κατοικείς, εν ω η πατρίς σου σε νομίζει θανόντα;

— Εις τα όρη όπου δεν υπάρχει δουλεία. Μετά των θηρίων, μακράν των τυράννων ζω ως θηρίο, αλλά ζω ελεύθερος, δόξα πατρί!

— Θάρρει, ανδρείε! θαρρείτε ανδρείοι φίλοι, είπεν ο Πετραλείφας προς όλην αποτεινόμενος την ομήγυριν. Ο θεός δεν απέστρεψε το πρόσωπόν του από του εκλεκτού του λαού. Δοκιμασίας βαρείας τω επέβαλε διά τας βαρείας του αμαρτίας· αλλ’ εις τους εγκαρτερούντας ανήκει ο στέφανος των μαρτύρων. Είμ' επιτετραμμένος από τον Αυθέντην της Ελλάδος να σας βεβαιώσω περί της μεγίστης συμπαθείας ην έχει προς τας συμφοράς των αδελφών του της Πελοποννήσου. Εκθέσατέ τω τας ανάγκας σας, είπατέ τω τας ελπίδας σας και η χείρ του είναι τεταμένη προς τους πάσχοντας αδελφούς του.

Μετ' αυτόν έλαβε το λόγον ο Χαμάρετος. Είναι χρέος ημών, είπε, να παραφυλάττωμεν αγρύπνως της μητρός μας τον τάφον, και άμα ακούσωμεν γογγυσμόν εξερχόμενον εξ αυτού, άμα νοήσωμεν ότι είναι σωτηρίας ελπίς, να είμεθα ορθοί προς βοήθειάν της. Και οι μεν γογγυσμοί αυτής έφθασαν ου μόνον μέχρι της ακοής ημών, αλλά και μέχρι του ουρανού. Διότι δ’ ενόμισα ότι ήλθεν η στιγμή να πράξωμε υπέρ αυτής, σας συνεκάλεσα, αρχαίοι συστρατιώται! Σταθμίσατε εν τη φρονήσει και εν τω πατριωτισμώ υμών αν ην δυνατόν να περιμείνωμεν στιγμήν ταύτης καταλληλοτέραν, αν αληθώς εφιέμεθα ν’αποσείσωμεν τον ξένον ζυγόν. Μάθετε! Ο Βιλλαρδουίνος μετακαλείται!

Η είδησις αύτη μεγίστην απετέλεσαν εντύπωσιν επί της συνελεύσεως, ήτις θορυβωδώς εταράχθη, και επί ικανάς στιγμάς βοή και σύγχυσις επεκράτησεν εν αυτή. Αφ’ ου δ’ εκόπασεν η ταραχή και η έκπληξις, ο Λέων επανέλαβε·

— Ναι, είπε, μετακαλείται ο Βιλλαρδουίνος, και αντ’ αυτού πέμπεται ο Ροβέρτος, του Σαμπλίτου ο ανεψιός. Η μετακίνησις αύτη των δεσποτών ημών είναι νεύμα θεού, είναι η ρωγμή εις ην η ελευθερία δύναται να ενείρη την σφήνα της. Νομίζετε ότι ο Βιλλαρδουίνος, αφ’ ου κατέκτησε δια του ιδρώτος και δια του αίματός του πόλιν προς πόλιν την Πελοπόννησον, αφ’ ου επί πολλούς μήνας εγεύσατο της υπερτάτης αρχής, αφ’ ού εστήριξεν ασαλεύτως τον θρόνον του επί της λόγχης των ιπποτών αίτινες τον θεοποιούσι, και επί της αγάπης των λαών ους κολακεύσας προσωκειώθη, θέλει ευπειθώς εγκαταλείψει την λαμπράν λείαν του, ως μαθητής διωκόμενος από του σχολείου; Ή είναι πιθανόν ότι ο Καμπανίτης, νόμιμον λαβών του θείου του εντολήν, και δια διπλώματος επιτετραμμένος να τρέφηται από του αίματος και από των ιδρώτων ημών, θέλει παραιτηθή των δικαιωμάτων αυτού άμ’ απαντήση εμπόδιον; Τους γνωρίζομεν τους απλείστους και πείσμονας τούτους βαρόνους. Η αρπαγή και η εξουσία είναι το πάθος των, τα δ’ εμπόδια τους παροξύνουσι μάλλον ή ό,τι τους αναχαιτίζουσιν. Εντεύθεν αντίθεσις συμφερόντων, σύγκρουσις φιλοδοξιών· και το ημέτερον καθήκον, του να πολεμώμεν τους δυνάστας ημών παντί τρόπω και πάση δυνάμει, αναλαμβάνουσιν αυτοί οι ίδιοι, αντιπολεμούμενοι. Εις ημάς εναπολείπεται μόνον να μη επιτρέψωμεν να σβεσθή άπαξ αφθείσα η φλοξ, ουδέ ν’ αποπνιγή υπό την υπερισχύουσαν δύναμιν εκατέρου, αλλά τω ασθενεστέρω προστιθέμενοι, να διατηρώμεν την πάλην ισόρροπον, μέχρις ου εξαντληθέντες αμφότεροι, καταστώσι τοις ημετέροις όπλοις ευχείρωτοι. Αλλά τις των δύο αντιπάλων είναι ασθενέστερος; Είναι ανάγκη να το ειπώ; Εκείνος όστις ξένος προς ξένους κατέρχεται, εκείνος ον μετά των κατακτητών δεν συνδέει κοινών αγώνων δεσμός, τοις δε κατακτηθείσι δεν συνιστά η πείρα της ανδρείας του, και της φρονήσεώς του η γνώσις. Ο Σαμπλίτης τέλος, ον οι μεν βαρόνοι θέλουσιν υποβλέπει ως σφετεριστήν των ιδίων δικαιωμάτων, ο δε λαός θέλει υποπτεύει ως ακμαίαν φέροντα πείναν, και αντικαθιστώντα τους ήδη από των ιδρώτων αυτού κορεσθέντας. Αφ’ ου δεν μας είναι δεδομένον λοιπόν να υψώσωμεν, ως άλλοτε υψούτο, μόνην και υπερήφανον την Ελληνικήν σημαίαν εναντίον παντός εχθρού της Ελλάδος, ας συνταγώμεν καν μετά του Σαμπλίτου. Ούτως εν Γαλλία θέλομεν κριθή ως φιλόνομοι, το θέσπισμα του Αυθέντου και την βούλησιν του Βασιλέως υπερασπίζοντες, και ο οπλισμός ημών, ου μόνον δεν θέλει κωληθή ή υπονοίας κινήσει, αλλά θέλει επαινεθή μάλιστα και υποστηριχθή· ούτω δε θέλομεν συντείνει και εις την εκρίζωσιν της μόνης εδρέας και μόνης επιφόβου παρ’ ημίν δυνάμεως, της του Βιλλαρδουίνου και των μετ’ αυτού συνασπιζομένων. Ερχομένου του Καμπανίτου, ή θέλει υποχωρήσει ο Βιλλαρδουίνος, όπερ μοι φαίνεται ήκιστα πιθανόν, διότι ο Βιλλαρδουίνος είναι εκ των κατακτώντων ό,τι δεν έχει, ουχί εκ των παραχωρούντων ό,τι κατέκτησεν ή εν τη συναισθήσει του δικαίου και της ισχύος του, θέλει αντισταθή. Εν τη πρώτει περιπτώσει το ήμισυ του έργου ημών εγένετο, διότι απέρχεται ο ερριζόμενος και μόνος ακαταμάχητος· και δια της ημετέρας ενώσεως, ης σήμερον τίθενται αισίως αι βάσεις, προπαρασκευάζεται το έτερον ήμισυ, το ν’ αποδιώξωμεν και τον έπηλυν, τον ουδεμίαν ισχύν προσκτησάμενον. Αν δ’ αντιστή εξ εναντίας ο Βιλλαρδουίνος, τότε μάλιστα είναι άφευκτος ο ημέτερος δεσμός, όστις θέλει αντιτάξη ημάς ηνωμένους κατ’ εκείνων διηρημένων. Αλλ’ ότι εις την δικαίαν και ένδοξον ημών επιχείρησιν δάκτυλος θείος μας οδηγεί, απόδειξις η επαγγελομένη ημίν πολύτιμος συμπάθεια και σύμπραξις του κραταιού αυθέντου της Ελλάδος. Όταν της Ελλάδος αι δύο χείρες, η Στερεά και η Πελοπόννησος, ενωθώσι στερεώς προς ανδρικήν σύμπραξιν, δεν γνωρίζω την δύναμιν ήτις δύναται να την καταβάλη. Ότι δε η ένωσις αύτη μας πέμπεται ουρανόθεν, περί τούτου επαρκεστάτην μας παρέχει εγγύησιν η παρουσία του σεβαστού μου συντρόφου, ου δεν δύναμαι μεν, ουδέ συμφέρει δε να προφέρω το όνομα, αλλά ου δύνασθε να θεωρήσετε τους λόγους ως εξελθόντας από του στόματος αυτού του Αυθέντου. Συμπατριώται! ως πέμπει ο Θεός τους κομήτας και τα μετέωρα, αγγέλους της οργής του προς τους ανθρώπους, ούτω πέμπει τας ευκαιρίας προς τους λαούς ων θέλει την απολύτρωσιν. Ιδού, πέμπει ημίν απαραγνώριστον των ευσπλάγχων βουλών αυτού ως δείγμα. Αν ωφεληθώμεν αυτού, θέλομεν έχει ως έπαθλον την ελευθερίαν μας· αν την παρεμελήσωμεν, θέλομεν αποδειχθή της ελευθερίας ανάξιοι!

Εις τα λέξεις ταύτας πολλοι των περικαθημένων επεκρότησαν, και υπέρ πάσας τας ευφημίας αντήχησεν στεντόριον του Βουτσαρά το «Δόξα πατρί». Αλλά τινές εξέφρασαν δισταγμούς, και τις των πρεσβυτέρων πολλά ωμίλησε περί του φόβου μη εκθέσωσιν εις νέας τρικυμίας το ήδη πεπονημένον της πατρίδος των σκάφος, μη παροξύνωσι τον πραϋθέντα λέοντα, μη αντί φωτός ελευθερίας ανάψωσιν ολέθρου πυρακαϊάν, και όσα άλλα υπαγορεύει η αδελφή της δειλίας περίσκεψις.

Αλλ’ ο Χαμάρετος αναπηδήσας,

— Και πώς λοιπόν; ανέκραξε· μόνο ημείς είμεθα θνητοί και τρωτοί; μόνοι ημείς πρέπει να φοβώμεθα απέναντι των εχθρών;

Είμεθα λοιπόν λαγωοί ή έλαφοι, και λέοντες εισίν οι γαύροι εκείνοι κατακτηταί; Δεν έχομεν ως εκείνοι χείρας ανδρών ίνα πράξωμεν, καρδίας ίνα αισθανθώμεν των ανδρών την αξίαν; Πιστεύσατέ μοι, δούλος είναι μόνο όστις θέλει να είναι. Όστις δεν στέργει εις την δουλείαν, εκείνος ή ζη ή καν αποθνήσκει ελεύθερος. Δεν έχομεν άρα καθήκον ανώτερον του να σώζωμεν την ζωήν ημών; Ήτον καιρός όταν επί της γης ημών ταύτης οι άνδρες περιχαρώς ώρμων εις τον πόλεμον, ζητούντες ως υπέρτατον καλόν τον ένδοξον θάνατον υπέρ της πατρίδος των και αι μητέραι οπλίζουσαι τους υιούς των τοις ηύχοντο και παρήγγελλον να επανέλθωσι νεκροί επί της ασπίδος των μάλλον ή ζώντες άνευ αυτής. Κατά τον καιρόν εκείνον η Ελλάς μας ην το ενδιαίτημα της ευδαιμονίας, το κέντρον του κόσμου, και της γης ο παράδεισος, και η τοσούτον αφειδώς δαψιλεύοντες την ζωήν των, ερρόφων εις την φιάλην αυτής παν δόξης και παν απολαύσεως είδος. Τι δε προσφέρει εις ημάς η ζωή σήμερον, όπως την εξαγοράζωμεν δια θυσίας της δόξης, της τιμής, της ανθρωπίνης αξίας; Δεσμά, αίσχος, ύβριν, πτωχείαν και αθλιότητα! Στρέψατε τα βλέματα και ιδέτε πέριξ υμών. Αι λαμπραί ημών πεδιάδες έρημοι και τριβόλους παράγουσαι, αλωνίζονται υπό των ποδών των καταφράκτων ίππων, των υπερηφάνων ημών δυναστών· αι περίφημοι ημών πόλεις, ερειπίων ήδη σωροί, κατοικούνται υπό λύκων και αλωπέκων· ημείς δε, ελεενοί και εξαγριωθέντες, και μη έχοντες άρτον να θρέψωμεν τα παιδία μας, χιτώνα να καλύψωμεν την γυμνότητά των, χλεύη και περιφρόνημα των ανθρώπων, κρυπτόμεθα εις τας λόχμας και εις τα σπήλαια, όπου καν σώζομεν των θηρίων την ελευθερίαν ή κυρτοί υπό την μάχαιραν και την λόγχην των ιπποτών οίτινες διανέμονται ημάς ως αγέλας προσοδοφόρους, περιφερόμεθα μεταξύ των ερειπίων της σβεσθείσης ημών ευκλείας. Ω! δεν σας φαίνονται τα ωραία εκείνα λείψανα της αρχαίας Ελλάδος οικειότερα να χρησιμεύσωσιν ως τάφοι των υιών αυτής ενδόξως αποθανόντων, παρά να τους ελέγχωσιν ως μάρτυρες της αισχύνης των; Ναι, όταν αι αλύσεις έσφιγγον τους βραχίονας ημών, ώστε να κρατώσιν αυτούς ακινήτους, όταν οι δεσμοφύλακες ημών παρεμόνευον έκαστον ημών κίνημα ώστε να μας μαστιγώσιν εις πάσαν παρεκτροπήν, όταν οι συγγενέστεροι ημίν απέστρεφον τους οφθαλμούς των από της δυστυχίας ημών, όπως μη χύνωσι δάκρυα επ’ αυτής, τότε εννοώ να βυθιζώμεθα εις απελπισίας αδράνειαν, και οι μεν φιλοζωότεροι να κλίνωσιν εις τον ζυγόν, εγκαρτερούντες, τον τράχηλον, οι δε μη δυνάμενοι να φέρωσι το άχθος του βίου μετά του των αλύσεων, να ελευθερώνται στρέφοντες καθ’ εαυτών τα κατά των τυράννων ανίσχυρα ξίφη των. Αλλ’ ήδη, όταν οι δεσπόται ημών διαιρούνται, ότε αντιπολεμούμενοι δεν θέλουσι προσέχει εις ημάς, ότε δυνάμεθα φυσικώς και ανυπόπτως να οπλισθώμεν, και ισχυρός σύμμαχος, πιστεύων εισέτι εις τον αστέρα ημών, δεν απαξιοί να μας τείνη την χείρα του, αν την ευκαιρίαν ταύτην παραμελήσωμεν, αν παρακούσωμεν την φωνήν του Θεού, όστις μας καλεί εις ζωήν και ελευθερίαν, εσόμεθα αμφοτέρων ανάξιοι, και το έγκλημα ημών έσται ουχί δειλία αισχρά, αλλ’ υπό τας παρούσας περιστάσεις έτι μάλλον αποτρόπαιον, έσται προδοσία προς την πατρίδα!

Η ζωηρότης μεθ’ ης είπε ταύτα και άλλα τούτοις όμοια ο Χαμάρετος, διέφλεξε και τους δειλοτέρους, και ενίκησε τους δισταγμούς· πολλούς δ’ ενεψύχου κυρίως η ελπίς της συνεργείας του Αυθέντου της Ελλάδος.

— Ο Αυθέντης, είπεν ο Πετραλείφας, όστις εκάθητο μέχρι τούδε σιωπηλώς ακούων και βλέπων, ορέγει πρόθυμον χείρα προς τους συμπατριώτας του, τους έχοντας ανάγκην της βοηθείας του· και όσω μέγας και αν είναι ο αγών, όσω ίσως επικίνδυνος δι’ αυτόν, δεν θέλει βεβαίως τον αποφύγει, εάν μόνον είναι βέβαιος ότι έχει συναγωνιστάς. Σας ζητώ συγγνώμην, ω αδελφοί. Από τα βλέμματα, από τους λόγους σας, εννοώ ότι περιστοιχίζομαι υπό ανδρείων· αν όμως είσθε οι μόνο αλειφόμενοι εις τον κινδυνώδη αγώνα, η μεν πρόθεσίς σας ηρωική, αλλ’ η έκβασις, πιστεύσατε την πείραν μου, ένδοξος αλλ’ άκαρπος θάνατος. Ο Αυθέντης όμως έχει ου μόνον της ζωής εαυτού, έχει προσέτι και της τύχης των υπηκόων του την ευθύνην. Να ριψοκινδυνεύση αυτήν είναι εναντίον όλων των καθηκόντων του, αν δεν ηξεύρη ότι έχει και τινα επιτυχίας ελπίδα, ότι έρχεται να στηρίξη όχι εκατόμβην ανδρείων μαρτύρων, αλλά όλον λαόν έχοντα και την επιθυμίαν και την ελπίδα της νίκης.

— Δόξα Πατρί! είπεν ο Βουτσαράς. Τεσσαράκοντα αν μας βλέπης, πάτερ, εδώ, τεσσαράκοντα πόλεις ότι είδες ειπέ εις τον Αυθέντην. Εις την επιχείρησίν μας προσφέρω το ξίφος μου, αλλά προσφέρω και των Βουτσαραίων το όνομα. Εις το όνομα τούτο κινείται, Δόξα Πατρί! όλη η φάραγξ της Γόρτυνος!

Πολλοί άλλοι, λαβόντες μετά ταύτα τον λόγον, ωμίλησαν εν ονόματι πόλεων της Αρκαδίας, της Μεσσηνίας, και της Λακωνικής, εφ’ ων είχον πλείονα ή ελάσσονα επιρροήν και μετά την σύσκεψιν απεφασίσθη, να δοθή εις τον Πετραλείφαν κατάλογος των συνωμοτών μετά σημειώσεως των δυνάμεων, ας επηγγέλλοντο να συνεισφέρωσιν, όπως τον καθυποβάλη εις τον Αυθέντην.

— Θέλω έχει καιρόν να εκτελέσω την εντολήν ταύτην, είπεν ο Πετραλείφας, διότι το επιχείρημα δεν πρέπει ν’ αρχίση πριν της αφίξεως του Σαμπλίτου, και πριν ιδώμεν των δύο αντιπάλων την προσάλληλον θέσιν, και τα πρώτα κινήματα.

— Αλλά, είπεν ο Βουτσαράς, περί τούτων πρέπει να ειδοποιηθώμεν εν καιρώ, πρέπει να συννεννοηθώμεν πριν πράξωμεν. Πού και πώς θα γίνη τούτο;

— Εδώ πάλιν, εις του Λύκου το Σπήλαιον είπεν ο Χαμάρετος. Όταν εις την κορυφήν του Ωλεού αναφθώσι τρεις νύκτας πυραί, έστω τούτο σημείον ότι πρέπει να συνέλθωμε εις του Λύκου το Σπήλαιον δια να κινηθώμεν!

— Έστω, ανεβόησαν όλοι.

— Αι καλή μου μάχαιρα! θα προέλθης πάλιν από την θήκην σου! Δόξα Πατρί! είπεν ο Βουτσαράς.

Και η συνεδρίασις διελύθη. Έκαστος των συνελθόντων λαβών ανά ένα δαυλόν εκ της πυράς, εξήλθε του σπηλαίου. Όλοι ομού υπερέβησαν τον χείμαρρον και μετά ταύτα διεσπάρησαν εις τας διαφόρους στενωπούς του βουνού, όπου μακρόθεν έλαμπον αι δάδες των ως τα κινητά φώτα τα επιπετώντα επί των ελών. Ο δε Πετραλείφας και ο Χαμάρετος κατέβησαν την οδόν, ην είχον ανέλθει, εύρον τους ίππους των όπου τους είχον αφήσει, και αφ’ ου αφίχθησαν εις το ερημοκκλήσιον της Ανδραβίδας, αφίππευσαν και διευθύνθησαν προς τον οίκον του Πετραλείφου, όπου αυτός εισήλθεν αψόφως πριν έτι ανατείλη ο ήλιος.

ΚΕΦ ΙΓ’

Εν τούτοις, αν ο Λέων και το Κερκυραϊκόν πλοίον εγκατέλιπον τον Ροβέρτον, δεν είναι τούτο λόγος όπως τον εγκαταλείψωμεν και ημείς. Η αγανάκτησίς του δια την διπλήν του αποτυχίαν ήτον τόσο μεγαλυτέρα, καθ’ όσον δεν ήξευρε κατά τίνος να την κενώση. Ο Δουξ είχε δώσει μετά μεγίστης προθυμίας τας αρίστας διαταγάς εις τον Πλοίαρχον. Έπταιεν ο Δουξ, αν ο Πλοίαρχος ησθένησεν; ή εδύνατο ο υποπλοίαρχος να μην ακολουθήση τας γραπτάς οδηγίας του όταν δεν είχεν άλλας; Ο διοικητής της Κερκύρας έδειξε την μεγίστην δυνατήν προθυμίαν, και έπεμψεν ως και πλοίον επίτηδες να φέρη οπίσω τον δραπέτην Λέοντα· έπταιεν ο διοικητής, αν ο Ροβέρτος είχε ναυλώσει αυτό τούτο το πλοίον χωρίς να τον ειδοποιήση; Κατ’ αρχάς η απελπισία του εξεφθράσθη διά κραυγών και βλασφημιών και πατάγων· αλλ’ αφού είδεν ότι όλ’ αυτά δεν φέρουν ούτε την Πελοπόννησον πλησιέστερον ούτε τα πλοία οπίσω, έπεσεν εις τοιαύτην νάρκωσιν, ώστε όλος στόλος εδύνατο να εκπλεύση από τον λιμένα της Κερκύρας χωρίς να έχη είδησιν.

Ο Νόννος όμως ήτον φύσεως ολιγώτερον ευεξάπτου, ουχί ότι δεν ησθάνετο την αγανάκτησιν και την ανυπομονησίαν και αυτός επίσης σφοδράν, ίσως σφοδροτέραν ακόμη, αλλά παρ’ αυτώ ο προς ον όρος ήτο το παν, και οιονδήποτε πάθος και αν έπνεεν εις την καρδίαν του, δεν απέστεφε το βλέμμα από την σταθεράν ταύτην πυξίδα. Δια τούτο εν ω ο Ροβέρτος, εις την κλίνη του ηπλωμένος, ανέπεμπε στεναγμούς προς τον ουρανόν, ο Νόννος περιήρχετο όλην την παραλίαν, ανηρεύνα τον λιμένα, διεμέτρα δια του βλέμματος τον απώτατον ορίζοντα, εξετίμα των πλοιαρίων την χωρητικότητα, αλλά ούτε εν υπήρχε δυνάμενον να περιλάβη το ήμισυ καν της συνοδείας του Ηγεμόνος. Ούτως ημέρα παρήρχετο μεθ’ ημέραν και ούτε του μεν η αδρανής καρτερία ούτε του άλλου η ανήσυχος αεικηνισία ίσχυε να μεταβάλη την θέσιν των κατ’ ουδέν, διότι πλοίον δι’ αυτούς δεν υπήρχε. Την εσπέραν της τρίτης ημέρας ο Νόννος ελθών έπεσε και αυτός απηυδημένος πλησίον του Ροβέρτου, ως κυριευθείς τέλος πάντων υπό της αυτής νεκρώσεως και απελπισίας. Αφ ου δε έμεινεν επί μίαν ώραν, αποκρινόμενος, δι’ ενός γρυσμού εις έκαστον στεναγμόν του Ροβέρτου, αναπηδήσας τέλος,

— Πρέπει τούτο, είπε, να τελειώση. Υψηλότατε να φύγωμεν!

— Να φύγωμεν λέγει! ανέκραξεν ο Ροβέρτος. Ας φύγωμεν λοιπόν! Μα τον άγιο Διονύσιον, φίλε Νόννε, έχασες τους λογισμούς σου, δυστυχή. Πώς θέλεις να φύγωμεν;

— Πώς, να ριφθώμεν εις εν από τα αλιευτικά εκείνα πλοιάρια, κωπηλατούντες να διαβώμεν εις την αντιπέραν παραλίαν, και έπειτα παρακολουθούντες τον αιγιαλόν να καταβώμεν εις την Πελοπόννησον. Θα φθάσωμεν όταν φθάσωμεν, προτύτερα όμως πάντοτε παρ’ αν καθήμεθα εδώ αιωνίως να μετρώμεν τα άστρα και να πίνωμεν τον ανούσιον οίνον του επαράτου διοικητού.

— Αλλά πόσους επιβάτας, φίλε μου, ημπορεί να περιλάβη το αλιευτικόν σου τούτο πλοιάριον;

Την Υψηλότητά σας αφεύκτως και τούτο είναι το αναγκαιότερον. Έπειτα δε ίσως και εμέ.

— Και οι άλλοι;

Οι άλλοι να μείνουν έως ότου ευρεθή και δι’ αυτούς ευκαιρία. Το καλύτερον θα ήτον βεβαίως να φβάση η υμετέρα Υψηλότης με όλη την λαμπρότητα της ισχύος και του βαθμού της, με όλην την συνοδείαν της· το χειρότερον, να μη φθάση ούτε η Υψηλότης σας ούτε η συνοδεία· ο μέσος όρος είναι να φθάση μεν η Υμετέρα Υψηλότης, να μείνη όμως η συνοδεία. Τούτον προτείνω.

— Το εδέχθην, είπεν ο Ροβέρτος· αύριον πρωί λοιπόν εις το αλιευτικόν πλοιάριον και αναχωρούμεν!

Την επαύριον άμα ανέτειλεν η ημέρα, αμφότεροι ήσαν εις τον λιμένα. Αλλά το πρώτον πλοιάριον εις ο διευθύνθησαν, το μεγαλύτερον όλων, δεν ηδύνατο να τους δεχθή, διότι είχεν αλιείαν των γωβιών. Μάτην τω επρόσφερον ναύλον διπλάσιον, τριπλάσιον, δεκαπλάσιον του συνήθους· ο πλοίαρχος ήτον τίμιος άνθρωπος, και απεκρίνετο πεισματωδώς ότι, ναυλώσας άπαξ το πλοίον του, δι' όλους τους θησαυρούς της γης δεν ήθελεν να αθετήση τον λόγον του. Τα αίσθημα τούτο ήτον τόσον αξιέπαινον, και η απόφασις του πλοιάρχου εφαίνετο τόσον σταθερά, ώστε μη έχοντες τι ν’ αντιθέσωσι, μετέβησαν εις το δεύτερον πλοιάριον. Αλλ' αυτό είχε την εργολαβίαν των αστακών, και δι’ όλους τους θησαυρούς της γης δε τω εσύμφερεν ούτε ημέραν να μακρυνθή της Κερκύρας. Το τρίτον δεν έπλευσε ποτέ ήμισυ μίλιον μακράν του λιμένος, και δι’ όλους τους θησαυρούς της γης δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύση εις το αχανές πέλαγος. Άλλο δεν είχεν ιστία και τω ήτον αδύνατον να εύρη, άλλο κωπία δεν είχε, και κωπία δεν ευρίσκοντο εις όλην την νήσον, άλλα είχον άλλα κωλύματα ανυπέρβλητα, ώστε αφ’ ου τα περιήλθον όλα, μέχρι τέλους δεν ευρέθη ουδέ εν δυνάμενον να τους αναλάβη. Η ανέλπιστος νέα αύτη αποτυχία εκορύφωσε των οδοιπόρων την απελπισίαν, ήτις εκινδύνευε να μεταπέση εις παραφροσύνην, αν ο διοικητής δεν κατέβαλλε πάσαν προσπάθειαν όπως τοις προσφέρη παρηγορίαν γλυκέων λέξεων και γλυκέος οίνου και ευωχιών συνεχών. Και την ημέραν εκείνη όταν ελθών εις επίσκεψιν του Αυθέντου εύρε τον μεν Ροβέρτον δακρύοντα, τον δε Νόννον θηριωδώς βλασφημούντα τους παρεκάλεσε να μην αδημωνώσι, τοις είπε ότι είναι αδύνατον μέχρι των αρχών, ή το πολύ των μέσων Μαρτίου να μη φθάσωσι πλοία εκ Δαλματίαας, και τους εβεβαίωσεν ότι έθεσε σκοπούς εις τα απώτερα και υψηλότερα μέρη της νήσου δια να τω αναγγείλωσι την εμφάνισιν του πρώτου προσπλέοντος.

Ουχ ήττον όμως την επαύριον επανέλαβον την επιθεώρησίν των, αλλ’ επίσης ανεπιτυχώς. Κατ’ εκείνην την στιγμήν εισέπλεεν εις τον λιμένα ο αλιεύς των γωβιών, και ο Νόννος απεπειράθη πάλιν αυτού, επιτείνας τας προσφοράς. Αλλ’ η αρετή του ήτον αδαμαντίνη· ο χρυσός δεν είχε λαβήν επ’ αυτής· και δέσας λοιπόν το πλοιάριόν του, αφ’ ου αντέστη εις την δύναμιν των δελεασμών, έλαβε με στωικήν απάθειαν τα δίκτυα εις τον ώμον και ανέβη εις την πόλιν. Αλλά, διελθών τους λαβυρίνθους του προαστείου των αλιέων, αντί να διευθυνθή προς την καλύβην του διέβη δια των ευρυτέρων οδών της πόλεως και έφθασεν εις το διοικητήριον. Ζητήσας δε να ιδή τον διοικητήν κατ’ ιδίαν,

— Εξοχώτατε, τω είπε, πλοίον! Από την άκραν όπου εψάρευον σήμερον το είδα ερχόμενον από τον Κάταρον. Ως διετάχθην έρχομαι να σοι το αναγγείλω.

— Πλοίον! είπεν ο διοικητής, Και ποίου μεγέθους! χωρεί του Σαμπλίτου την συνοδείαν;

— Μεγαλύτερον από γλάρον δεν φαίνεται, είναι πέραν, μακράν ακόμη, είπεν ο ναύτης· όμως να με κόψη ο άγιος Σπυρίδων αν δεν είναι ο Βέρβανος από την Ζάραν. Τον εγνώρισα από το βάδισμα. Η Γαλιότα του χωρεί τρεις συνοδείας ωσάν του Σαμπλίτου.

— Και πότε, νομίζεις, ημπορεί να φθάσει;

— Ο άνεμος ηξεύρει. Αν τον είχεν εδικόν του, πρώτα ο άγιος Σπυρίδων, πριν δύση ο ήλιος έρριπτε την άγκυραν εις τον λιμένα. Καθώς τον έχει όμως θα είναι εδώ τα μεσάνυκτα. Και δεν είναι μόνον αυτό. Εις το βάθος του κόλπου ανεκάλυψα δύο λευκά σημεία, και μα τον άγιον Σπυρίδωνα, ήσαν πλοία κι εκείνα.

— Ω! ω! είπεν ο Διοικητής, το πράγμα γίνεται σπουδαίον. Ηξεύρεις τι, βάρβα Σπύρο; Να κάμης τον σταυρόν σου και να απεράσης τον Σαμπλίτην εις τον Μωρέαν. Ημπορείς;

— Ακούεις ημπορώ; Μα τον άγιον Σπυρίδωνα, και τώρα θα είχα φάγει τον μισόν δρόμον από προχθές, αν δεν με είχ’ εμποδίσει η εξοχότης σου.

— Τώρα λοιπόν βάρβα Σπύρο μου, πλέον δεν σ’ εμποδίζω. Εννοείται όμως ότι θα τον πάρης ή μόνον ή, το πολύ, μ’ ένα δύο ανθρώπους τους, χωρίς άλογα και χωρίς συνοδείας.

— Ο άγιος Σπυρίδων να φυλάξη! άλογα εις το πλοίον μου! Αν ήθελα να πνιγώ!...

— Κάμε ό,τι κάμης, πρέπει ν’ αναχωρήσης απόψε. Άκουσε…

Και τον ωμίλησεν εις το αυτίον.

Μετά πέντε λεπτά ο πλοίαρχος ήτον εις του Ροβέρτου, όπου ο Νόννος αμέσως τον εγνώρισε, διότι είχε λάβει πολλάς συνεντεύξεις μετ’ αυτού, όταν επροσπάθει δια προϊούσης σειράς δωροδοκιών να κλονήση της αρετής του την αυστηρότητα. Η καρδία λοιπόν του Νόννου ησθάνθη σφοδρόν παλμόν ευτυχούς προαισθήσεως, όταν είδε τον ναύτην.

— Λοιπόν, αδελφέ, τω είπε, πλησιάζων εις αυτόν, επιμένεις πάντοτε να μη κερδίσης εκατόν Βενετικά, ούτε αν γίνουν και εκατόν πεντήκοντα; Είσθε τόσον πλούσιοι εσείς εδώ εις την Κέρκυραν;

— Μα τον άγιον Σπυρίδωνα, απεκρίθη ο βάρβα Σπύρος, είμαι πτωχός άνθρωπος, και εκατόν πεντήκοντα βενέτικα είναι θησαυροί δι’ ημάς. Όμως…

— Ω! πάλιν του κωβιούς σου! ανέκραξεν ο Ροβέρτος υψών τους ώμους· τι αξίζουν τέλος πάντων οι κωβιοί σου; αξίζουν εκατόν ογδοήκοντα; Σοι τα δίδω.

Ο ναύτης περιέφερε περίφοβα βλέμματα εις όλον το δωμάτιον.

— Δεν με ακούει κανείς εδώ; ηρώτησε.

— Κανείς. Τι φοβείσαι; ειπέ, τι θέλεις;

— Να έρχεται η τύχη εις εμέ και να την απωθώ, είναι, μα τον άγιον Σπυρίδωνα, διαβόλου πείραξις. Δέχομαι να σας φέρω εις τον Μωρέαν.

— Δέχεσαι! έκραξε συγχρόνως ο Ροβέρτος και ο Νόννος, και ολίγον έλειψε να ριφθώσιν εις τας αγκάλας του.

— Δι’ όνομα θεού, είπεν ο ναύτης, μη τόσον δυνατά μη το μάθη ο Διοικητής, διότι θεού πρόσωπον δεν θα ιδώ ποτέ.

— Πώς! ο διοικητής! είπεν ο Νόννος. Διατί να μη το μάθη ο Διοικητής;

— Αν δεν θέλετε να με ιδήτε να κρέμωμαι αύριον εις τα εξάρτιά μου, σας ορκίζω εις τον άγιον Σπυρίδωνα να μη με προδώσετε. Αν ως τώρα δεν ηθέλησα να σας δεχθώ εις το πλοίον μου, και αν κανέν άλλο πλοίον δεν σας εδέχθη, είναι διότι έχομεν όλοι αυστηράν διαταγήν του διοικητού.

— Του διοικητού; υπέλαβεν ο Ροβέρτος. Αλλά διατί σας εμποδίζει ο διοικητής να με δεχθήτε εις τα πλοία σας;

— Μη γαρ ηξεύρω κι εγώ; Μας παρήγγειλεν όλους ότι, αν δι’ όλα τα πλούτη του Μωρέως ναυλώση κανείς μας το πλοίον του εις την Υψηλότητά σας, έχει να πάθη τα ανήκουστα· όλοι ετρομάξαμεν, διότι ηξεύρομεν ότι η Εξοχότης του, όταν φοβερίζη, δεν φοβερίζει ματαίως. Αν όμως με υπόσχεσθε να το φυλάξετε μυστικόν, καθώς νυκτώση σύρω την άγκυραν, και ό,τι γίνη ας γίνη.

— Τι λέγετε, Υψηλότατε; ηρώτησεν ο Νόννος.

— Ερωτάς τι λέγω; Καθώς νυκτώση! είπεν ο Ροβέρτος,

— Και καθώς αφήσωμεν οπίσω μας τον λιμένα, εξηκολούθησε ο Νόννος, θα σοι μετρήσω τα εκατόν ογδοήκοντα βενετικά.

— Και όταν πατήσω την γην του Μωρέως, επρόσθεσεν ο Ροβέρτος, θα σοι μετρήσω άλλα πεντήκοντα!

— Ο άγιος Σπυρίδων να σας έχη καλά, είπεν ο ναύτης. Καθώς νυκτώση λοιπόν. Οι δύο σας και το πολύ με έναν υπηρέτην. Το πλοίον μου δεν έχει τόπον δια περισσοτέρους.

Και εξήλθεν ο ναύτης. Την ιδίαν στιγμήν ήρχισαν αι προπαρασκευαί της αναχωρήσεως. Εις πιστός υπηρέτης, όστις έμελλε να τους συνοδεύση, διετάχθη να συσκευάση εν μεγάλη μυστικότητι και βία τα αναγκαιότερα, και άμα δύση ο ήλιος να τα φέρη εις το πλοίον.

Ταύτην δε την στιγμή οι υπηρέται ανήγγειλαν επίσκεψιν του διοικητού.

— Εις καλήν στιγμήν έρχεται, ανέκραξεν ο Ροβέρτος. Θα τω ειπώ κατά πρόσωπον ότι είναι άνθρωπος αίσχιστος, ότι είναι προδότης κατάπτυστος. Θα κενώσω τουλάχιστον την οργήν ήτιν βράζει εις το στήθος μου.

— Η υμετέρα Υψηλότης επιθυμεί ίσως να μείνη κανένα μήνα ακόμη εις Κέρκυραν. Ο διοικητής δεν ενεργεί βεβαίως μόνον από όρεξιν του να μας προδίδη ή να μας ποτίζη τον ανούσιον οίνον του. Υπάρχει αναμφιβόλως κεκρυμμένον τι συμφέρον, καταχθόνιός τις ραδιουργία. Το μόνον φρόνιμον είναι να διαφύγωμεν τα δίκτυά του χωρίς να το υποπτευθή. Παρακαλώ την υμετέραν Υψηλότητα να καταστείλη τον θυμόν της.

Ο Διοικητής εισελθών διέκοψε τον διάλογόν των. Ήλθε δε με πολλήν ευγένειαν να τους προσκαλέση δια την εσπέραν εκείνην εις δείπνον, όπου έμελλε να παρουσιάση τον Υψηλότατον αυθέντην όλους τους προύχοντας των εγχωρίων.

Ο Ροβέρτος έλαβεν έκφρασιν αιλούρου, ετοίμου να πηδήση εις το πρόσωπον του αντιπάλου του. Ο Νόννος όμως έσπευσε ν’ απαντήση, και με ακόμη περισσοτέραν ευγένειαν να ευχαριστήση δεχόμενος εκ μέρους αμφοτέρων. Αισθανόμενος δε και ο Ροβέρτος ότι η σιωπή του εδύνατο να παρεξηγηθή, επρόσθεσε και αυτός την διαβεβαίωσιν ότι θέλει έλθει μετά μεγίστης χαράς. Και, ως αν είχεν δια μιάς λυθή η ομίχλη ήτις εσκίαζε τας ιδέας του, προσελθών προς τον διοικητήν μετά πολλής αφελείας,

— Μας εδαψιλεύσατε, τω είπε, παν είδος φιλοξενίας. Αλλά σας ομολογώ ότι μία είναι προ πάντων η αγαπητή μου διασκέδασις, και ως χάριν θα σας ζητήσω να μοι την προμηθεύσατε εν όσω ακόμη είμαι αναγκασμένος να μείνω εις την νήσον σας.

— Ποία είναι αυτή; ηρώτησεν ο Διοικητής μετ’ εκπλήξεως ήτις δεν προήρχετο από μόνην την άγνοιά του περί του είδους της διασκεδάσεως.

— Το κυνήγιον, είπεν ο Ροβέρτος. Είμαι βέβαιος ότι τα βουνά σας πρέπει να έχουν και λαγωούς, ίσως και ελάφους.

— Αναμφιβόλως, είπεν ο Διοικητής. Και είμαι εντελώς εις τας διαταγάς της Υψηλότητός σας· εις τα βουνά μας βόσκουσιν έλαφοι ωσάν βούβαλοι.

— Είναι δυνατόν αύριον λοιπόν να εξέλθωμεν, νομίζετε, εις κυνήγιον; και θα ευαρεστηθήτε να μας δώσετέ τινας οδηγούς;

— Αύριον; ηρώτησε με παράδοξον μειδίαμα ο Διοικητής. Ω! μάλιστα! όταν διατάττη η υμετέρα Υψηλότης. Περί τούτου δυνάμεθα να ομιλήσωμεν απόψε εις την τράπεζαν.

— Απόψε λοιπόν! είπεν ο Ροβέρτος και εχωρίσθησαν.

— Την δ’ εσπέραν, κατά την προσδιωρισμένην ώραν του λαμπρού δείπνου, καθ’ ο έμελλον να παρουσιασθώσιν εις τον Ροβέρτον όλοι οι μεγιστάνες της νήσου, υπηρέτης του αυθέντου της Πελοποννήσου εζήτησε να ομιλήση τον διοικητήν. Όταν εισήλθεν όμως, έμεινεν επί τινας στιγμάς βωβός υπό εκπλήξεως· διότι ενώ ενόμιζε ότι θέλει εύρει αυτόν ενώπιον πολυτελούς τραπέζης, περιεστοιχισμένον υφ’ όλων των Κερκυραίων αρχόντων, και περιμένοντα τον αυθέντην του, τον εύρε μόνον, τον ευναίον ενδεδυμένον εμπρός μικράς στρογγύλης τραπέζης καθήμενον, και εις λύχνου νυστάζοντος φως ασχολούμενον περί τα έσχατα λείψανα λιτού δείπνου. Αναγκασθείς τέλος να ομιλήση ο υπηρέτης,

— Ο αυθέντης μου, είπε, σας παρακαλή να μην τον περιμείνετε, διότι τον κατέβαλε κεφαλαλγία σφοδρά, και ηναγκάσθη ν’ αναπαυθή απόψε, δια να είναι αύριον υγιής δια το κυνήγιον.

— Καλά έκαμεν ότι ανεπαύθη απεκρίθη ο Διοικητής. Ειπέ τον να κοιμηθή ησύχως. Και εγώ παραδόξως, και ως εκ συμπαθείας, κεφαλαλγώ, και ταύτην την στιγμήν έμελλον να πέμψω να τον παρακαλέσω να μοι συγχωρήση, και να μη λάβη τον κόπον να έλθη.

Ο υπηρέτης με τεταμένους τους οφθαλμούς και με χάσκον στόμα εξήλθε χωρίς ν’ αποκριθή.

Μετ’ ολίγα δε λεπτά ο Ροβέρτος, ο Νόννος και ο υπηρέτης, ενδεδυμένοι ως ναύται, και ανά εν δέμα έκαστος υπό μάλης ή επί των ώμων έχοντες, εξήλθον του καταλύματός των και προπορευομένων του βάρβα Σπύρου, διευθύνθησαν δι’ οδών μεμονωμένων και σκοτεινών προς τον λιμένα. Φθάσαντες δε εκεί, ποίον τρόμον ησθάνθησαν, όταν ήκουσαν άνθρωπον προσομιλήσοντα τον ναύτην, και ο άνθρωπος ούτος ήτον ο διοικητής.

— Βάρβα Σπύρο, τω είπε, συ είσαι;

— Εγώ, Εξοχώτατε, είπεν αυτός· όλος εις τας διαταγάς της.

— Έχομεν καλά και νωπά γωβίδια;

— Νωπά, Εξοχώτατε, δεν έχω. Μα τον άγιον Σπυρίδωνα όμως σου υπόσχομαι να έχω αξιόλογα αύριον.

— Άκουσε, φίλε μου, υπέλαβεν ο Διοικητής. Αύριον θα έχω την τιμήν να συνοδεύσω τον Υψηλότατον αυθέντην της Πελοποννήσου εις το κηνύγιον. Να με φέρης τα μεγαλύτερα οπού τρέφει η θάλασσα. Τα θέλω όμως πριν εξημερώση. Να σε ιδώ! Τρέχε εις τα κωπία.

— Αυτήν την στιγμήν, Εξοχώτατε, εις την σκάφην μου και αναχωρώ.

Και ως είπεν ούτω και έπραξεν· επήδησεν εις το πλοίον του κατόπιν των τριών οδοιπόρων οίτινες χωρίς να προσφέρωσι λέξιν είχον εισέλθει πρώτοι, και ανείλκυσε την άγκυραν.

— Ώρα καλή σου, φίλε μου, τω εφώναξεν ο διοικητής. Αύριον τα γωβίδια!

— Εις την ευχήν του αγίου Σπυρίδωνος, Εξοχώτατε, απεκρίθη ο πλοίαρχος, απωθών δια της κώπης την προκυμαίαν.

Και αφ’ ενός μεν το εν πλοίον εμακρύνετο φέρον τον Ροβέρτον και τον Νόννον, τρίβοντας τας χείρας και καγχάζοντας, αφ’ ετέρου δ’ εμακρύνετο καγχάζων και τρίβων τας χείρας του ο διοικητής. Η ημέρα αύτη ήτον η εικοστή έκτη του Φεβρουαρίου.

Την δ’ επαύριον το πρωί επεδόθη εις τον διοικητήν επιστολή του Ροβέρτου, ζητούντος συγγνώμην ότι δεν δύναται να παρευρεθή εις το κυνήγιον, διότι ευρών αιφνιδίως ευκαιρίαν, ανεχώρησε δια την Πελοπόννησον και παρακαλούντος αυτόν να τω πέμψη κατόπιν την συνοδείαν του.

ΚΕΦ ΙΔ’

Μετά εξ ημερών ευτυχεστάτην θαλασσοπλοΐαν, την τετάρτην Μαρτίου, οι φυγάδες της Κερκύρας προσωρμίσθησαν εις άγιον Ζαχαρίαν. Ο Ροβέρτος επήδησε πρώτος από το πλοιάριον, και την έρημον παραλίαν πατήσας, έθηκε θεατρικώς την μίαν χείρα επί των βράχων και εξέτεινε την άλλην, ως λαμβάνων κατοχήν της κληρονομίας του. Μετ’ αυτόν απέβη ο Νόννος και εκτείνας την δεξιάν προς τον Ροβέρτον τον προσεφώνησε· Χαίρε ο αυθέντης του Μωρέως. Τελευταίος εξέτεινε την χείρα ο βάρβα Σπύρος και δεχθείς τα υποσχεθέντα πεντήκοντα φλωρία, χωρίς στιγμήν να χρονοτρίψη έστρεψε τα ιστία προς τον άνεμον και την πλώρην προς την Κέρκυραν.

Αλλ’ ότι ο Ροβέρτος ανεγνώρισεν αυτός εαυτόν κυριάρχην της Πελοποννήσου τούτο δεν ήρκει ακόμη· έπρεπε να τον αναγνωρίση και το υπήκοόν του, εις δε την έρημον του αγίου Ζαχαρίου ακτήν υπήκοον δεν υπήρχεν. Ανάγκη πάσα ήτο λοιπόν να προχωρήσωσι προς τα ενδότερα.

— Και τώρα; είπε λοιπόν ο Ροβέρτος αφού συνήλθε από την έκστασιν της συναισθήσεως της δυνάμεώς του.

— Και τώρα, απεκρίθη ο Νόννος, από εδώ έως την Ανδραβίδαν είναι τριών ωρών δρόμος, απλούς περίπατος δια την υμετέραν Υψηλότητα.

— Πώς; θέλεις να παρουσιασθώ πεζός ως επαίτης εις μίαν των μεγαλοπόλεων της επικρατείας μου; Δεν έμενεν άλλο παρά να μας απαντήση η Άννα διατρέχοντας τον Μωρέαν ως πεζοδρόμους· όχι! Υπάγωμεν εις τον άγιον Ζαχαρίαν, επειδή είναι εδώ πλησίον, και εκεί λαμβάνομεν από τον διοικητήν συνοδείαν και ίππους να μεταβώμεν εις Ανδραβίδαν.

— Να υπάγωμεν εις άγον Ζαχαρίαν, είπεν ο Νόννος, εν ω διευθύνοντο ομού προς δύο αποθήκας αχυροσκεπείς και μίαν εκκλησίαν πεπαλαιωμένην, να υπάγωμεν εις άγιον Ζαχαρίαν δεν είναι δύσκολον, διότι ιδού εφθάσαμεν. Δια τα λοιπά όλα να ιδώμεν.

— Πώς; εφθάσαμεν! Πού είναι ο άγιος Ζαχαρίας;

— Η εκκλησία εκείνη. Και αυταί αι καλύβαι εδώ είναι τα δημόσια καταστήματά του, το τελωνείον και το λιμεναρχείον· και ο αγροίκος εκείνος όστις χάσκει εκεί εις τον ήλιον ηπλωμένος είναι οι κάτοικοι και ο διοικητής τους.

Τα προοίμια ταύτα της εγκαθιδρύσεώς του δεν εφάνησαν λαμπρά εις τον Ροβέρτον, αλλά έπρεπε να τα δεχθή οποία ήσαν, δι’ ο πλησιάσας εις τον κοιμώμενον,

— Άκουσε, φίλε, τω είπε, κινών αυτόν με τον πόδα, ημπορείς να μας προμηθεύσης τρία άλογα δια την Ανδραβίδαν;

— Αι! τι είναι; τι θέλετε; ηρώτησεν αυτός με φωνήν τραχείαν, αναπηδήσας και τρίβων τους οφθαλμούς του.

— Τρία άλογα να υπάγωμεν εις την Ανδραβίδαν, απεκρίθη ο Ροβέρτος.

— Ποίοι είσθε σεις, πώς ήλθατε εδώ; ηρώτησεν ο τελώνης οργίλως.

— Είμεθα ξένοι, απεκρίθη πάλιν ο Ροβέρτος· ήλθομεν από την Κέρκυραν με το πλοιάριον εκείν’ οπού βλέπεις εκεί κι επιστρέφει.

— Πώς; ετόλμησε και σας απεβίβασε χωρίς της αδείας μου; Πού είναι τα διαβήτηριά σας; πού είναι τα έγγραφα του Πλοιάρχου; ανέκραξε χειρονομών ο τελώνης.

— Μη μας πονοκεφαλής με τα έγγραφά σου, μη το μετανοήσης. Ειπέ μας αν θα μας εύρης τρία άλογα δια την Ανδραβίδα, επανέλαβεν ο Ροβέρτος, οργιζόμενος ήδη δια την αυθάδειαν του ανθρώπου.

— Α! σας απεβίβασεν εδώ χωρίς της αδείας μου· εξηκολούθει φωνάζων αυτός μεθ’ όλου του ζήλου της προσβληθείσης αξιοπρεπείας του. Είσθε κλέπται. Δεν έχετε έγγραφα, είσθε λαθρέμποροι.

Ο Ροβέρτος ανέλαβε τότε το ηγεμονικώτερον ύφος του, το ύφος των μεγάλων περιστάσεων.

— Άφρον! είπεν, ηξεύρεις τις είμαι; Είμαι ο Ροβέρτος Σαμπλίτης, ο αυθέντης της Πελοποννήσου, και σε προστάζω να μοι φέρης τρεις ίππους να υπάγω εις Ανδραβίδαν.

— Θα υπάγης και συ και οι σύντροφοί σου εις την φυλακήν. Εκεί θα εξηγήσης αν είσαι παράφρων ή αν είσαι κακούργος.

Ο Νόννος έθεσε την χείρα του επί του βραχίονος του Ροβέρτου, όστις υψούτο ήδη να τιμωρήση τον αυθάδη.

— Υψηλότατε, τω είπε, συγχωρήσατε τον ανόητον τούτον. Ετάχθη εδώ να φυλάττη την έρημον ταύτην και είναι εκτός του κόσμου· δεν ηξεύρει τι τω λέγομεν.

Και στραφείς προς τον τελώνην,

— Άκουσον, αδελφέ, τω είπε, ούτε κλέπται είμεθα ούτε λαθρέμποροι· ότι δεν έχεις τρεις ίππους να μας δώσης είναι περιττόν να μας το ειπής, το εννοώ. Βλέπω όμως μίαν φθισικήν ημίονον, ήτις βόσκει εκεί εις την βάλτον. Αυτήν θα δώσεις εις τον υπηρέτην μας να φέρη εις Ανδραβίδαν την είδησιν ότι ήλθομεν εν ω ημείς θα μείνωμεν εδώ να τον περιμείνωμεν. Και επειδή θα τω δώσεις το ζώον σου, λάβε τούτο — Και τω έδωκεν εν φλωρίον. — Αν όμως είχες όρεξιν να μη το δώσης, τότε έχομεν τούτο, — και τω έδειξε την αξιοσέβαστον ράβδον του.

Εις τόσον ισχυρούς λόγους ο τελώνης δεν εύρε τι ν’ αντιτάξη· έλαβεν επομένως το φλωρίον και έδωκε την ημίονον.

Τέσσαρας ώρας περιέμεινεν ακόμη ο Ροβέρτος εις την παραλίαν της ηγεμονίας του, πολλάκις φωρών εαυτόν αποπειρώμενον της γης δια του ποδός, ως ίνα πεισθή αληθώς ότι αύτη ην εκείνη η προ πολλού ζητουμένη, και επί τοσούτον χρόνο διαφεύγουσα επιμόνως, αυτή εκείνη ήτις έμελλε να δεχθή τας ρίζας της δυνάμεως και της δόξης του. Τέλος δε, μεταξύ ταύτα διαλογιζόμενος, είδε νέφος κονιορτού εις το βάθος της πεδιάδος εγειρόμενον, και ταχέως προχωρούν ως αν εδιώκετο υπό του ανέμου. Όταν δ’ έφθασε πλησίον, προέκυψεν εξ’ αυτού υπό ρυτήρος τρέχων έφιππος ο Ραιμόνδος, και πηδήσας από τον ίππον του ερρίφθη εις τας αγκάλας του Ροβέρτου. Ο Σαμπλίτης τον εδέχθη μετά φιλοφροσύνης ολίγον βεβιασμένης. Αλλ’ αυτός, πριν αφήση τον κύριόν του να εφκράση δια λέξεων την δυσαρέσκειάν του, τω διηγήθη πώς ο επάρατος εκείνος πλοίαρχος της Κερκύρας, έχων διαταγή του διοικητού να διώξη τον Λέοντα, χωρίς ουδέ στιγμήν ν’ απολέση, εις καμίαν παράκλησίν του δεν ήθελε να ενδώση και να τον αποβιβάση εις Κέρκυραν· εν τούτοις δ’ ότι τον Λέοντα τον έβλεπον μεν πάντοτε ως δέκα μίλια μακράν, αλλά να ελαττώσωσι την προς αυτόν απόστασιν δεν κατώρθουν. Τέλος δ’ όταν έφθασαν άντικρυ της Πελοποννήσου, και είδεν ο Ραιμόνδος ότι επρόκειτο να εξακολουθήσωσι μέχρι της Κρήτης, εις μίαν λοξοδρομίαν ήτις επλησίασεν εις λίθου βολήν εις την παραλίαν, ότι ητοιμάσθη να ριφθή εις θάλασσαν, όπερ ιδών ο πλοίαρχος συγκατένευσε να τον αποβιβάση.

Αι αφελείς εξηγήσεις αύται διέλυσαν το τελευταίον νέφος επί του μετώπου του Ροβέρτου και η λοιπή συνέντευξις υπήρξεν περιπαθεστάτη. Μετ’ ολίγας δε στιγμάς, νέον νέφος ανέθορεν εις τον ορίζοντα, αλλά τούτο προέβαινε βραδύτερον και επισημότερον. Έφθασεν όμως και αυτό τελευταίον και εφάνη περιέχον τον σεβάσμιον κιβιτάνον ή δήμαρχον Ανδραβίδας μεθ’ όλης της συνοδείας των δημοτικών αρχών και των προυχόντων της πόλεως, ερχομένων εν πομπή να δεχθώσι τον νέον ηγεμόνα. Προήρχετο δ’ η βραδύτης της πορείας αυτών πρώτον εξ αναγκαίας εις τοιαύτην πομπήν ευπρεπείας και κοσμιότητος και δεύτερον εκ του ότι εκτός του δημάρχου και του γραμματέως αυτού, οι λοιποί πάντες επόμπευον επί πώλων όνων, τόσον σπάνιος είχε καταντήσει τότε εις την Πελοπόννησον ο ευγενέστερος ίππος και τους υπάρχοντας συνεωνούντο οι ιππόται δια την υπηρεσίαν των. Εσύροντο δε και εκ του χαλκού δύο έτεροι ίπποι πλουσίως κεκοσμημένοι δια φαλάρων ολίγων αυτοσχεδίων, δανεισθέντες παρά δύο πλουσιωτάτων μυλωθρών της πόλεως.

Ο Ροβέρτος προσηνέχθη εις την πρώτην ταύτην υποδοχήν των υπηκόων του ηγεμονικώτατα. Ήτον χαρά να τον ιδή τις μετά πόσης ευμενείας ήγγισε δι’ άκρων των δακτύλων υπό μάλην τον κιβιτάνον όπως τον αναγείρη προσπεσόντα και προσκυνήσαντα, μετά πόσης συγκαταβάσεως εχαιρέτα δεχόμενος των λοιπών τας ζητωκραυγίας. Έπειτα δε, καθ’ όλην την οδόν προπορευόμενος, ως ανήκεν εις τον μέγα βαθμόν του, απέτεινεν ανά παν τέταρτον εις τον παρακολουθούντα δήμαρχον μίαν λέξιν ηντλημένην εκ του λεξικού των κοινών τόπων, και ουδέν προδικάζουσαν των μεγάλων ζητημάτων της μελλούσης διοικήσεως.

Όταν έφθασεν εις Ανδραβίδαν, ο Ροβέρτος εισήχθη εις την μεγαλοπρεπεστάτην των οικιών, αυτήν εκείνην ην προ τινος κατώκει ο Βιλλαρδουίνος, και εξεπλάγη μεν ιδών ότι αντί του τοποτηρητού τον υπεδέχθη εις την κεφαλήν της κλίμακος ο Πετραλείφας, εξετίμησεν όμως επιεικέστατα τους λόγους της τοιαύτης διαγωγής, όταν έμαθεν μεν ότι ο Βιλλαρδουίνος απήλθεν εις Βλιζίρι όπως τον περιμένη ως από σκοπιάς και τον υποδεχθή επίσης αξιοπρεπώς, αν ήρχετο δια του Ποντικού, είδε δε πλησίον του πάππου την θάλλουσαν έκγονον, ης το μειδίαμα τω εφάνη ευφραδέστερον όλων των προπαρασκευασμένων πανηγυρικών λόγων εκείνων.

Μετά την επίσημον δε υποδοχήν, αφού παρουσίασεν ο μεν Πετραλείφας εις τον νέον ηγεμόνα τους επισημοτέρους των οπαδών του, ο δε Ροβέρτος τον Νόννον εις τον Πετραλείφαν, επρότεινε αυτός να πέμψη πεζοδρόμον προς τον Βιλλαρδουίνον εις Βλιζίρι.

— Μη, προς χάριν μου, είπεν ο Ροβέρτος. Άφετέ με ν’ αναπνεύσω μίαν ημέραν. Μερικαί στιγμαί μεταξύ φίλων και μακράν των υποθέσεων μοι είναι αναγκαίαι μετά την οχληράν οδοιπορίαν. Προσέτι δε καθήκον φιλοφροσύνης και επιθυμία μου είναι να απέλθω εγώ προς τον γέροντα Βιλλαρδουίνον, όχι να φέρω ποτέ αυτόν προς εμέ. Άφετε να τω φέρω εγώ την είδησιν της αφίξεώς μου.

Εις την ευχήν ταύτην του Ροβέρτου δεν είχεν ούτ’ επεθύμει ν’ αντιτάξη τι ο Πετραλείφας, διότι τω εσύμφερε μάλιστα να έχη τίνας στιγμάς όσον ολίγαι και αν ήσαν, τον νέον ηγεμόνα μόνον και απερίσπαστον εις την κατοχήν του.

Και τινες μεν των κατοίκων Ανδραβίδας υπέλαβον ότι εστάλη αγγελιαφόρος προς τον Βαΰλην, διότι είδαν εις το λυκαυγές της νυκτός τον Ραιμόνδον συνομιλούντα εις τας εσχατιάς της πόλεως κρυφίως μεθ’ ιππέως, όστις εν τω άμα ανεχώρησεν ως αστραπή προς μεσημβρίαν. Αλλ’ οι τοιούτοι δεν είχον ακούσει τον λόγον του ηγεμόνος· οι δε μεμυημένοι εθεώρησαν την αποστολήν ταύτη ως αφορώσαν την τελετήν της εσπέρας εκείνης· διότι της πόλεως τα δημόσια καταστήματα εφωταγωγήθησαν, εις τας πλατείας έκαιον πυραί, ας επήδων αλαλάζοντες παίδες, εις του Πετραλείφου δε ο Ροβέρτος επροκάθητο λαμπρού δείπνου, έχων εκ δεξιών τον σεβάσμιον πενθερόν, εξ ευωνύμων την εύχαριν θυγατέρα του Αυθέντου της Ελλάδος, την δ’ επίλοιπον όλη νύκτα, τύμπανα κροτούντα και σειραύλια τερετίζοντα εμπρός των παραθύρων του ηγεμόνος, εξεκώφευον αυτόν μετά μεγίστης τιμής και τω διεσκέδαζον την ζάλην της μέθης, μέθης όμως, ρηθήτω προς έπαινόν του, όχι επικουρίου, και τον ρητινωτόν της Ανδραβίδας αποπνεούσης, αλλ’ όλης αΰλου, και εξαφθεισης εκ της φλογός των βλεμμάτων της Άννης.

Την επαύριον περί αναχωρήσεως ουδείς έγινε λόγος, αλλ’ ο Ροβέρτος, ακούσας την προτεραίαν παρά της Άννης πόσον ευηρεστείτο εις τα εφίππους περιδιαβάσεις, παρήγγειλε τοιαύτην εις το μέσον της ημέρας, όπως επισκεφθή την πόλιν και τα περίχωρα, και καθ’ όλην την εκδρομήν ιππεύων πλησίον της νέας κόρης, εδείχθη φιλοφρονέστατα ο πιστός ιππότης αυτής, την δ’ εσπέρα απέδιδεν αυτός το δείπνον εις τους ευγενείς ξενοδόχους του.

Επ’ αυτού ήρχισε να ομιλή, αν και μετά τινων δισταγμών, και ως επιθυμών να εύρη κωλύματα της αναχωρήσεώ του, δια την επαύριον. Και της μεν Άννης οι οφθαλμοί ήσαν αληθές κώλυμα πάντοτε, αλλ’ ουχί και ομολογούμενον, το δε στόμα αυτής έμενε βωβόν εις το ζήτημα τούτο· ο δε Πετραλείφας, δεν παρεκίνει μεν την αναχώρησιν, αλλ’ ούτε και να την αναβάλη ετόλμα, ώστε ήθελεν αποφασισθή, αν αμέσως μετά το δείπνον ερχόμενος ο Κιβιτάνος δεν ανήγγελλεν εις τον Ροβέρτον ότι oι κάτοικοι των πέριξ χωρίων εζήτουν την άδειαν να έλθωσι την επαύριον εις προσκύνησιν του νέου Αυθέντου των. Τούτο έλυε το ζήτημα, και η απόφασις έγινεν ότι θέλει μείνει εισέτι μίαν ημέραν.

Την επιούσαν, μίαν ή δύο ώρας μετά την ανατολών του ηλίου, οι χωρικοί κατά συστήματα εισήρχοντο εις την πόλιν, παίζοντες τα τύμπανα, τους αυλούς ή τας λύρας των, άνθη εστεμμένοι και άνθη φέροντες εις τας χείρας, και μετ' ολίγον επλήρωσαν την αυλήν του Ροβέρτου, όστις εκάθητο εις υψηλόν εξώστην μεταξύ του Πετραλείφου και της Άννης και όλων των επισημοτέρων κατοίκων της πόλεως. Η θέα της ζωγραφικής Ελληνικής ενδυμασίας, ήτις ήτον και τότε, ως διέμεινεν έκτοτε, εν αρμονία πάντοτε προς την Ελληνικήν φύσιν, των ζωηρών μεσημβρινών όψεων, των χορών οίτινες ανεπόλουν άλλοτε τον κύκλιον και άλλοτε τον πυρρίχιον των αρχαίων, έθελγε την εκπεπληγμένην του όρασιν, ο ήχος της ευρύθμου γλώσσης, η αφέλεια των μελωδιών, και προ πάντων αι ζητωκραυγίαι, έτερπον την κολακευομένην του ακοήν. Ο Ροβέρτος διέταξε μεγάλην διανομήν οίνου και τραγημάτων, και η ευωχία διήρκεσε μέχρι της εσπέρας.

Εν ω όμως οι χωρικοί εκένουν το τελευταίον ποτήριον και εχόρευον τον χορόν του αποχαιρετισμού, ο δε Ροβέρτος ην βεβυθισμένος εις τρυφεράν συνδιάλεξιν μετά της Άννης, αίφνης εισήλθεν ο Νόννος εναγώνιος, και διευθυνθείς προς τον Πετραλείφαν, ωμίλησε πολλην ώραν ζωηρώς μετ' αυτού. Φαίνεται δε ότι τω μετέδωκε την ταραχήν του, διότι και αυτός ήρχισε βιαίως να χειρονομή, και έπειτα εγερθείς, ήλθε προς τον Ροβέρτον, και λαβών αυτόν κατά μέρος,

— Γνωρίζει, τον ηρώτησεν, η Υμετέρα Υψηλότης περί τινος συμβάσεως μεταξύ Βιλλαρδουίνου και του κόμητος Σαμπλίτου, ως προς την διάρκειαν της απουσίας αυτού;

— Περί τίνος συμβάσεως; απεκρίθη ο Ροβέρτος, ωχριών και αυτός. Είχον ακούσει τι εις Γαλλίαν, αλλά το ενόμιζον μύθον· Είναι λοιπόν αληθές;

— Ιδού ο Νόννος· ας σας το ειπή.

Ναι, υπέλαβεν αυτός μετά ζέσεως· ταύτην την στιγμήν το ήκουσα βεβαιούμενον· Ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ του κόμητος και του Βιλλαρδουίνου, να μείνη αυτός οριστικός Αυθέντης της Πελοποννήσου, αν ο κόμης εντός ενός έτους από της αναχωρήσεώς του δεν επιστρέψη, ή δεν στείλη τινά να τον διαδεχθή.

— Και ιδού ότι μ' έπεμψεν εν καιρώ είπεν ο Ροβέρτος, διότι ελπίζω ότι έφθασα πριν παρέλθη το έτος.

— Αλλά δεν αρκεί η άφιξίς σας μόνη, απήντησεν ο Νόννος. Όταν επιδώσητε εις τον Τοποτηρητήν την διαταγήν του διορισμού σας, τότε μόνον παύει εκείνου η εξουσία. Αύτη η διαταγή πρέπει να επιδοθή εντός του έτους και της ημέρας.

— Αλλ’ είναι η σύμβασις αληθής; είπε ταραττόμενος ο Ροβέρτος.

— Φαίνεται ότι είναι αληθής, απεκρίθη ο Νόννος.

— Και αν αμφίβολος είναι, υπέλαβεν ο Πετραλείφας, ασφαλέστερον πάντοτε φαίνεται να την εκλάβη η Υμετέρα Υψηλότης ως αληθή.

— Και πότε ανεχώρησεν ο θείος μου; ηρώτησεν ο Ροβέρτος, γινόμενος όλος έμφροντις.

— Ο ειδοποιήσας με δεν ήξευρεν ακριβώς την ημέραν, υπέλαβεν ο Νόννος. Διισχυρίζετο όμως ότι πρέπει να ήτον τον Μάρτιον.

— Τον Μάρτιον περίπου πρέπει να ήτον τω όντι, είπεν ο Ροβέρτος. Αλλά πολύ μας ενδιαφέρει ήδη της ημέρας η γνώσις, ίσως μας φωτίση ο κιβιτάνος.

Την στιγμήν ταύτην οι χωρικοί απήρχοντο ζητωκραυγούντες και τυμπανίζοντες. Ο δε Ροβέρτος, προελθών εις του εξώστου την άκραν, τους ηυχαρίστησε μεγαλοπρεπώς, μετά ταύτα δε, αποσυρθείς εις παρακείμενον δωμάτιον μετά του Πετραλείφου, του Νόννου, του Ραιμόνδου, του δημάρχου και τινων άλλων προυχόντων, τοις καθυπέβαλε χωρίς άλλης εξηγήσεως την ερώτησιν, πότε ανεχώρησεν ο κόμης Σαμπλίτης.

Όλοι εσυμφώνουν περί του μηνός Μαρτίου, περί της ημέρας όμως έκαστος άλλα έλεγεν. Εις ενθυμείτο ότι ήτον ολίγον μετά την εορτήν των Τεσσαράκοντα μαρτύρων, όπερ επέφερε φρικίασιν εις τους έχοντας συμφέρον εκ των ακροατών, διότι η εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα είναι την εννάτην Μαρτίου, και η ημέρα εκείνη ήτον η εβδόμη. Ο Κιβιτάνος εγνωμοδότησε περί της εικοστής ή εικοστής πρώτης, διότι ήτον βέβαιος ότι σχεδόν αμέσως μετά ταύτα ήτον η εορτή του Ευαγγελισμού, και διάφοροι άλλαι ερρέθησαν γνώμαι, εξ ων εξήγετο δι' όλους, ότι ουδείς εγνώριζε την ημέραν, δια δε τον Ροβέρτον και τους έχοντας γνώσιν του μυστικού του, ότι ήτον ανάγκη να επισπεύση την συνάντησίν του μετά του Τοποτηρητού.

Επομένως ο Ροβέρτος εζήτησε παρά του διοικητού να τω έχη ετοίμους δι' αύριον προ της ανατολής του ηλίου τους ίππους, και μετ' ολίγον διελύθη η συναναστροφή. Ο Ροβέρτος έφερε την Άνναν μέχρι κάτω της κλίμακος, και εκεί, φιλήσας την χείρα της, υπεσχέθη ότι δεν θέλει αναχωρήσει την επαύριον χωρίς να έλθη να την αποχαιρετήση, ότι δε όλαι του κόσμου αι Αυθεντείαι δεν ήθελον τον πείσει να παρατείνη εις μακρόν χρόνον την απουσίαν του.

Αφ' ου δ' έφθασεν ο Πετραλείφας εις την οικίαν του, πριν ή απέλθη εις την κλίνην, εισήλθεν εις τον κοιτώνα της εγγόνου του.

— Θύγατερ, τη είπε, κρίνω αναγκαίον να συνοδεύσωμεν αύριον τον Αυθέντην.

(Εις τας λέξεις ταύτας η χαρά επέλαμψεν εις της νέας το πρόσωπον).

— Είναι δε προ πάντων χρήσιμον, εξηκολούθησεν ο γέρων, να γνωρίσης ήδη πλέον τον σκοπόν της ελεύσεώς μας εις την Πελοπόννησον, όπως συνδράμης εις την επιτυχίαν του. Η μεν πρόφασις ήτον τα κτήματά μου και η διασκέδασίς σου, η δε αλήθεια τα σχέδια του πατρός σου. Οι ηγεμόνες, φιλτάτη θύγατερ, είναι τα υπέρτατα όργανα των θείων Βουλών εις την γην. Αι κλίσεις των δεν είναι αδιάφοροι, αι πράξεις των κανονίζονται άνωθεν. Ζώσι διά τους άλλους, ουχί δι’ εαυτούς, και πρέπει να εκπληρώσι το εις ο εκλήθησαν. Η ευχή, η πολιτική ανάγκη του πατρός σου, ήτον να ενωθή μετά της ηγεμονικής οικογενείας της Πελοποννήσου. Ο Γοδοφρείδος Βιλλαρδουίνος είναι εις των εντελεστέρων ιπποτών της χριστιανοσύνης, ανδρείος, ευγενής, ωραίος, πλούσιος. Τον είδες, συνέζησας μετ' αυτού, και τον κρίνεις και συ ομοίως.

(Εις έκαστον των επαίνων τούτων ανά εν νέφος ηγείρετο εις της Άννης το μέτωπον).

— Αφ' ετέρου, εξηκολούθησεν ο Πετραλείφας, έπεμψεν ο Γούης Δελαρόσης, και σε ζητεί επιμόνως εις γάμον. Ο νέος Γούης είναι του ενδόξου Όθωνος κληρονόμος, και τον περιμένει η ηγεμονία των Αθηνών. Αν ήσο ιδιώτου κόρη, θα σ’ έλεγον· Έκλεξον! Αλλ’ ήδη σοι λέγω· ο Μωρέας βαρύνει εις την πλάστιγγα περισσότερον από τας Αθήνας. Ο Βιλλαρδουίνος,, ειμί βέβαιος, περιμένει το νεύμα σου. Αλλά και ημείς έπρεπε να περιμείνωμεν το νεύμα των περιστάσεων, και αύται εκηρύχθησαν κατά του Βιλλαρδουίνου. Ο πατήρ του δεν είναι πλέον τοποτηρητής της Πελοποννήσου, δεν είναι πλέον ουδέν, και όσα προτερήματα και αν έχη ο νέος ιππότης, η περίστασις αύτη μας επιβάλλει το καθήκον να κλείσωμεν τους οφθαλμούς προς αυτά. Η χειρ σου δεν είναι πλέον διά τον Γοδοφρείδον.

(Αιθρία επέλαμψεν εκ νέου εις το μέτωπον της νεάνιδος).

— Αλλά, εν ω δύει αυτού ο αστήρ, εξηκολούθησεν ο προνοητικός γέρων, εις τον ορίζοντα της Πελοποννήσου ανατέλλει άλλος πολύ λαμπρότερος. Ο νέος Σαμπλίτης, οίκου επισημοτάτου βλαστός, Αυθέντης ήδη αυτός όταν άλλοι δεν εκέρδησαν ακόμη τους πτερνιστήρας των, περιαυγαζόμενος υπό νεότητος, πλούτου, και ευγενείας, ούτος είναι ο ανήρ ον, ασκών πατρός δικαίωμα, και καθήκον πατρός εκτελών, σοι προορίζω, ω Θύγατερ! Κατά την οδοιπορίαν προσφέρου προς αυτόν κατά ταύτα, και εν ω τον περιδέω δια των δεσμών της πολιτικής, έμπλεκέ τον συ εις χρυσά δίκτυα.

— Πάτερ, είπεν η Άννα ερυθριώσα, και κλίνουσα τους οφθαλμούς εις την γην, τας δυνάμεις μου εκτιμάτε τω όντι υπέρ την αξίαν των. Εις το μέγα ύφασμα των σχεδίων σας μη μοι ζητείτε ν’ απλώσω την αδέξιον χείρα μου· θα συνταράξω όλα τα σοφά νήματά σας. Έπειτα, πάππε, νομίζω ανάξιον του πατρός μου, όταν έχη ανάγκην συμμάχων, να τους ζητή άλλως παρά εν ονόματι της δυνάμεως και της επιρροής του.

— Όχι, Άννα, είπεν ο γέρων. Ταύτην την υπερτάτην υπηρεσίαν οφείλεις εις τον πατέρα σου· και βίας αν έχη ανάγκην η καρδία σου, πρέπει να την βιάσης.

— Φίλτατε πάππε, είπεν η Άννα, και δάκρυ ανέβρυεν ήδη εις τον κανθόν του οφθαλμού της, όταν βιάζης του ρόδου τον κάλυκα, τον μαραίνεις, δεν τον ανοίγεις.

— Έστω, δεν τον βιάζω, είπεν ο Πετραλείφας. Απαιτώ μόνον να προσέχης εις την συμπεριφοράν σου, να δείκνυσαι φιλόφρων και ουχί ψυχρά ή αγρία, και πέποιθα ότι ικανά έχει πλεονεκτήματα ο Ροβέρτος, ώστε ν' αναπτυχθή αυτομάτως ο κάλυξ των αισθημάτων σου.

Αφ ου δ' ο γέρων συγκατέβη εις τον συμβιβασμόν τούτον, η Άννα υπεσχέθη τόσω προθυμότερον το απαιτούμενον, όσω εφοβείτο ίσως μη δι' επιμόνου αρνήσεως του να δειχθή και φιλόφρων καν, ως τω όντι ώφειλε, προς τον ξένον ηγεμόνα, απέτρεπεν εντελώς τον πάππον της της οδοιπορίας, ην αυτή εφαίνετο ζωηρώς επιθυμούσα.

Την επιούσαν ο Ροβέρτος επέτρεψε μεν εις τον Ραιμόνδον ν' απέλθη κατ' ευθείαν εις Βελιγόστιον, όπως προπαρασκευάση την Βαρωνίαν του δια την μεταβολήν των πραγμάτων, εχάρη δε μεγάλως, όταν ο γέρων Πετραλείφας τω είπεν ότι επειδή είχε την τιμήν να τον δεχθη πρώτος ως αντιπρόσωπος του Τοποτηρητού εις την Πελοπόννησον, ενόμιζε και καθήκον του να τον συνοδεύση και να τον παρουσιάση αυτός εις τον Βιλλαρδουίνον. Η προσθήκη αύτη εις την συνοδείαν του νέου ηγεμόνος, κατέστησε τον απαρτισμόν αυτής χρονιώτερον, δι' ο και ανεχώρησαν μόλις περί την μεσημβρίαν. Ημίσειαν δ' ώραν περίπου μακράν της πόλεως, ο Πετραλείφας παρετήρησε κυνηγόν αναβαίνοντα λόφον παρά την οδόν, και αφείς να παρέλθη όλη η συνοδεία εμπρός του, όταν έμεινε μόνος οπίσω μετά της εγγονής του, ήτις μεταξύ όλων των ξένων εκείνων παρηκολούθει πάντοτε τον πάππον της, εστράφη προς αυτόν· ο δε κυνηγός, ιδών τούτο, εστάθη.

— Ο κύριος Χαμάρετος, είπεν η Άννα. Τι ευτυχής συνάντησις!

— Ευτυχής! ανέκραξεν ο Χαμάρετος· Οταν διάγω των λύκων τον βίον, φεύγων τους ανθρώπους και συζών μετά των θηρίων εις τα βουνά, μία τοιαύτη λέξις, όσον κενή σημασίας και αν είναι, με βοηθεί να τον φέρω, και καθιστά αυτόν ελαφρότερον.

— Λύκε των βουνών, μετ' ολίγον, η ανεμοζάλη. Ιδέ, φέρω τα νέφη εις σύγκρουσιν, είπεν ο Πετραλείφας. Και κεντήσας τον ίππον του, ηκολούθησε τον Ροβέρτον.

ΚΕΦ. ΙΕ'.

Υπερβάντες δε τον Πηνειόν, έφθασαν προς το εσπέρας εις Βλιζίρι, χωρίον κείμενον εις τας υπώρειας προς το Κατάκολον, και συνιστάμενον την σήμερον μεν μόλις εκ τινων ασήμων καλυβών, αλλά κατά την εποχήν περί ης πραγματευόμεθα, πρωτεύον του πέραν του Πηνειού τμήματος της Ηλείας. Η συνοδεία διηυθύνθη αμέσως προς την οικίαν του Κιβιτάνου, όστις εξεπλάγη μεγάλως διά το πλήθος των ξένων, και έτι μάλλον όταν έμαθε τίνες ήσαν, και ότι ζητούσι τον Τοποτηρητήν.

— Τον Τοποτηρητήν! ανέκραξεν, ενώ μετά μεγίστου σεβασμού εισήγε τον Ροβέρτον και τους οπαδούς του εις την οικίαν του. Αλλ' ο Τοποτηρητής δεν είναι εδώ.

— Πώς δεν είναι εδώ! εφώνησε μετ' οργής ο Ροβέρτος. Πού είναι λοιπόν;

— Αλλ’ απήλθε προ δύο ημερών εις απάντησιν της Υμετέρας Υψηλότητος.

— Εις απάντησίν μου! τι δηλοί τούτο;

— Προ τίνων ημερών ήδη ο Βαΰλης περιέμενεν ενταύθα την Υμετέραν Υψηλότητα, και παντοίαι προπαρασκευαί είχον γίνει διά την επίσημον υποδοχήν της. Καθ' ημέραν από πρωίας σκοποί ετάττοντο εις όλους τους λόφους, διά να ιδώσι καταπλεούσας τας Υμετέρας τριήρεις, και να το αναγγείλωσι, και ο Τοποτηρητής δεν ηδύνατο να εξηγήση την αργοπορίαν. Τέλος προχθές ήλθεν η είδησις ότι προς τον Κόλπον της Κορώνης εφάνησαν πλέοντα τρία μεγάλα πλοία. Τότε πεισθείς ο Βαΰλης ότι έφερον αυτά τον ανεψιόν του Αυθέντου, την Υμετέραν Υψηλότητα, αμέσως, χωρίς ουδέ λεπτόν να προσμείνη, αν και ελαφρώς επύρεσσε μάλιστα, ανεχώρησε διά την Καλαμάταν.

— Και τώρα είναι εις την Καλαμάταν;

— Εις την Καλαμάταν αναμφιβόλως, και θα αισθανθή μεγίστην λύπην αν μάθη ότι η Υμετέρα Υψηλότης έφθασεν ενταύθα δύο ημέρας μετά την αναχώρησίν του.

Πολύ μεγαλυτέραν ακόμη ησθάνθη λύπην ο Ροβέρτος, αλλά το πράγμα άλλην διόρθωσιν δεν επεδέχετο, παρά ή να μήνυση τον Βιλλαρδουίνον να επιστρέψη προς αυτόν, ή να απέλθη αυτός προς εκείνον. Το δεύτερον τούτο ήτον και ευγενέστερον και διπλασίως ταχύτερον, δι' ο και αυτό απεφάσισεν· αλλά δεν εδύνατο να το εκτέλεση πλέον, ειμή την επαύριον· εν τούτοις δε παρηγορήθη κατ' εκείνην την νύκτα διά των λειψάνων των αληθώς βασιλικών προπαρασκευών, αίτινες είχον γίνει προς υποδοχήν του.

Την επαύριον εξηκολούθησε λοιπόν η οδοιπορία επί των αυτών ίππων, αν και υπήρχε τις δυσκολία ως προς τούτο, διότι οι πλείστοι αυτών ήσαν οι του μυλωθρού της Ανδραβίδας, και ήτον φόβος, αν παρετείνετο η οδοιπορία, μη αποθάνη η Ανδραβίδα της πείνης, ως εν μέση πολιορκία. Η οδοιπορία δε αύτη παρείχε πολλάς τέρψεις εις τον Ροβέρτον. Αι ωραίαι σκηνογραφίαι της Πελοποννήσου απετέλουν ζωηροτάτην εντύπωσιν εις την ευκίνητόν του ψυχήν· αι αποδιδόμεναι εις αυτόν κατά πρώτον ηγεμονικαί τιμαί, εγαργάλιζον την ευερέθιστον φιλαυτίαν του, και η διηνεκής αφορμή του να ιππεύη πλησίον της Άννης, να βλέπη την χαρίεσσάν της μρρφήν έτι ωραιοτέραν αναδεικνυμένην επί του ίππου, και να συνδιαλέγηται μετ’ αυτής εις πάσαν ώραν, εξήπτε πυρκαϊάν εις την ευφλόγιστόν του καρδίαν. Ουχ ήττον όμως ήθελε μεν ο Ροβέρτος να επισπεύση την άφιξίν του, αλλά δεν τω ήτον δυνατόν να την βραχύνη εις ολιγωτέρας των οκτώ ημερών, διότι, χωρίς ν' αθετήση τους πρώτους κανόνας της ευπρεπείας και της ευγνωμοσύνης, δεν εδύνατο ν’ αποφύγη ν’ ακούση εις έκαστον χωρίον τας αγορεύσεις των δημογερόντων, να παρευρεθή εις τους χορούς των ποιμένων και ποιμενίδων, να δεχθή τούτων το γεύμα, των άλλων το δείπνον.

Εις την Αρτίζαν, την μετά ταύτα κληθείσαν Φανάρι, ηναγκάσθη να δαπανήση ημέραν ολόκληρον, μέρος μεν εις παρουσιάσεις και υποδοχάς, μέρος εις εστίασιν επί των επιστεφόντων αυτήν ανθηρών λόφων. Την δ’ επαύριον οι πεπαιδευμένοι του τόπου τον έπεισαν να επισκεφθή τον ναόν του εν Βάσσαις Απόλλωνος, ακμαίον τότε ακόμη παραστάτην της λησμονηθείσης αρχαιότητος, εις του Λυκαίου τας τραχείας και ερήμους πλευράς κρεμάμενον. Εις την Παύλιτσαν, την αρχαίαν Φιγάλειαν, ο Φρούραρχος τον περιέφερεν εις τα τείχη, ων εθαύμασε τους κυκλώπειους όγκους, μετ’ ευπιστίας δεχόμενος την παράδοσιν ότι γίγαντες τους εσώρευσαν. Η κοιλάς της Νέδας ήτον δι αυτόν το ευαρεστότερον μέρος της οδοιπορίας, διότι εις τας δυσβάτους αυτής παρόδους είχε πρόφασιν να βοηθή την τρυφεράν οδοιπόρον και η χειρ του να στηρίζη την χείρα της. Εις Ιθώμην περιήλθεν ως μέλλων κυριάρχης τα ωραία τείχη του Επαμεινώνδου, όντα τότε εν χρήσει ακόμη, χωρίς να υποπτεύη τον ανεγείραντα. Εις δε το μοναστήριον του Βουλκάνου, το διαδεχθέν τον Ναόν του Ιθωμάτου Διός, εφιλοξενήθη μεγαλοπρεπέστατα υπό του ηγουμένου, όστις ελθών προ τριών ημερών από Καλαμάτας, τω έδωκε την χαρμόσυνον αγγελίαν ότι αφήκεν εις την πόλιν εκείνην τον Βιλλαρδουίνον, περιμένοντα την άφιξιν του ανεψιού του Αυθέντου του Μωρέως.

Το τελευταίον μέρος της οδοιπορίας ήτον αληθής εορτή διά τον Ροβέρτον, διότι της Μεσσηνίας τας τερπνοτάτας τοποθεσίας εκαλλώπιζεν ακόμη η χροιά της ελπίδος. Διερχόμενος το ευρύ Στενυκλάριον πεδίον, και μετά ταύτα του Παμίσσου ακολουθών τας συμφύτους όχθας, ανεκάλυπτε μακρόθεν επί του βράχου καθήμενον της Καλαμάτας το φρούριον, και έψαυεν ήδη δι' άκρου του ποδός το τέρμα των εναγωνίων του πόθων. Δια τούτο ησθάνετο το στήθος του πλατυνόμενον, και τα πάντα τω εφαίνοντο ρόδινα. Το αίσθημα δε τούτο τοσούτον επέλαμπεν εις τα χείλη του ως ιδιαρεσκείας μειδίαμα, ώστε ο οξυδερκής Πετραλείφας παρατηρήσας αυτό,

— Ιδού, τω είπε, δεικνύων αυτώ τας επάλξεις των Καλαμών, ιδού πού περιμένει ο Τοποτηρητής να παραδώση εις χείρας σας το σκήπτρον της ηγεμονίας. Ιδού πού περιμένει η Πελοπόννησος να κλίνη γόνυ εμπρός του Αυθέντου της.

— Θέλει είσθαι μεγάλη η ευτυχία μου, απεκρίθη ο Ροβέρτος, όταν λάβω την αρχήν του ωραίου τούτου τόπου· αλλά το πλείστον και φθονητότερον μέρος αυτής μένει εις χείρας της Ενδοξότητός σας.

— Αν εις τας ιδικάς μου χείρας μένη, κείται ασφαλέστατα διά την Υψηλότητά σας, είπεν ο γέρων μετ' αυλικής ευγενείας.

— Η ευτυχία μου, απεκρίθη ο επίδοξος αυθέντης ταπεινών την φωνήν, δεν θέλει είσθαι εντελής, παρ' αν δυνηθώ να την συμμερίζωμαι μετά των αγαπητών εις εμέ. Ο Νόννος μοι είχεν εμπνεύσει την ελπίδα ότι θέλει μοι επιτραπή να προσφέρω το στέμμα της Πελοποννήσου εις την εγγονήν σας.

Ο Πετραλείφας κατέστειλεν εν σκίρτημα των μυόνων του προσώπου του.

— Υψηλότατε, έσπευσε ν’ αποκριθή, όχι στέμμα, αλλά καλύβην αν είχετε να προσφέρητε εις την εγγονήν μου, η ευτυχία της ήθελεν είσθαι ουχ ήττον βεβαία, και η συγκατάθεσις και εμού και του πατρός της ουχί αμφίβολος. Πέπεισμαι ότι τα αισθήματα και εκείνης ανταποκρίνονται προς τα ιδικά μου· αλλ’ αν μ' επιτρέπητε, θέλω την συμβουλευθώ άμα ησυχάσωμεν εκ της οδοιπορίας.

— Σας το ζητώ ως χάριν υπερτάτην.

Μετά μίαν δε ώραν εισήρχοντο εις Καλάμας. Από τον πρώτον διαβάτην εζήτησαν να τους οδηγήση εις την οικίαν του Βαΰλη, και αυτός τοις έδειξε την πύλην του μεγαλοπρεπέστερου οίκου της πόλεως. Εισελθόντες δε, εγνωστοποίησαν τίνες ήσαν, και ωδηγήθησαν αμέσως εις την μεγάλην αίθουσαν της υποδοχής, όπου ο υπηρέτης τους αφήκε μόνους διά ν' αναγγείλη την έλευσίν των. Μετά τινα λεπτά εισήλθε μικρόν παιδίον ζωηρόν και χαρίεν. Ξανθοί βόστρυχοι περιελάμβαναν το νοήμον του πρόσωπον, μόνος δε κατέστρεφε την ευρυθμίαν του κάλλους του, και έδιδεν ιδιαιτέραν έκφρασιν σταθερότητος εις τους παιδικούς χαρακτήρας του, ο εις των οδόντων του προέχων ολίγον εκτός των χειλέων, όπερ μετά ταύτα τω έδωκε την επωνυμίαν Μακρόδοντος[5]. Με πολύ θάρρος ήλθε το παιδίον προς τον Ροβέρτον, και δίδων εις αυτόν την μικράν του χείρα, τω είπε·

— Καλώς ώρισας εις την πόλιν μου.

Ο Ροβέρτος έλαβε το παιδίον εις τα γόνατά του και το εφίλησε.

— Και τις είσαι συ, μικρέ μου φίλε, τον ηρώτησεν, όστις έχεις και πόλιν ;

— Είμαι ο Γουλιέλμος, απεκρίθη κομψευόμενον το παιδίον, ο Αυθέντης της Καλαμάτας.

— Α! είσαι Αυθέντης; πώς τούτο; είπεν ανακαγχάζων ο Ροβέρτος.

— Καθώς, είπε το παιδίον, ο πατήρ μου είναι Αυθέντης του Μωρέως. Εις εκείνον έδωκε τον Μωρέαν ο Βασιλεύς, εις εμέ έδωκε την Καλαμάταν ο Αυθέντης.

— Α! είσαι παιδίον του Βιλλαρδουίνου; Και πού είναι ο πατήρ σου;

— Ο πατήρ μου δεν είν έδώ.

— Πώς δεν είν’ εδώ! ανέκραξεν ο Ροβέρτος, και ολίγον έλειψε ν' αφήση τον μικρόν Γουλιέλμον να πέση κατά γης. Πού είναι λοιπόν;

— Δεν ηξεύρω πού είναι· δεν συνηθίζει, όταν αναχωρή, να μας λέγη πού υπάγει. Είναι όμως η μήτηρ μου εδώ να σας δεχθή.

Ο Ροβέρτος, μη ηξεύρων ακόμη αν πρέπη εντελώς να πιστεύση του παιδίου τους λόγους, ηγέρθη και ήρχισε να βαδίζη εναγωνίως εις το δωμάτιον· ώστε ο μικρός Γουλιέλμος, αφ' ου έμεινεν επί τινας στιγμάς και τον εθεώρησε μετ' εκπλήξεως, ανεχώρησε τέλος ως δυσαρεστηθείς.

Δεν έμεινεν όμως επί πολύ ο Ροβέρτος μετά των φίλων του παραδεδομένος εις την αμηχανίαν του, διότι αμέσως σχεδόν ηνεώχθη η θύρα, και εισήλθεν η Ισαβέλλα, η γυνή του Βιλλαρδουίνου, ήτις ενηγκαλίσθη περιπαθώς την Άνναν, και υπεδέχθη τους ξένους της μετά της αβιάστου μεγαλοπρεπούς και ευγενούς συγχρόνως δεξιώσεως εκείνης, ήτις είναι της αριστοκρατίας το υπέρτατον κόσμημα. Αλλ' από του στόματος της Ισαβέλλης έλαβον οι οδοιπόροι την επικύρωσιν της δεινής ειδήσεως του παιδός. Ο Βιλλαρδουίνος, πληροφορηθείς, ότι τα τρία πλοία δεν έφερον τον ανεψιόν του Αυθέντου, και ότι διηυθύνοντο εξ ανατολών προς δυσμάς, και ουχί εκ δυσμών προς ανατολάς, αφ' ου περιέμεινε δύο ή τρεις ημέρας ακόμη εις Καλαμάταν, ανεχώρησε διά Βελιγόστιον, όπου τον εκάλουν κατεπείγουσαι υποθέσεις της ηγεμονίας, και όπου τω ήτον ευκολώτερον να λάβη ειδήσεις εκ της βορειοδυτικής παραλίας.

Νέα αργοπορία λοιπόν, ικανή να παροξύνη τ αδρανέστερα νεύρα, και αν δεν προύκειτο ακόμη περί της ηγεμονίας της Πελοποννήσου. Αλλ’ η χρηστή αγωγή, και αυτή η δικαιοσύνη ακόμη επέβαλλον εις τον Ροβέρτον το καθήκον του να καθέξη εαυτόν και να καταστείλη την αγανάκτησίν του· διότι δεν εδύνατο να μη αναγνωρίση ότι αν αυτός έτρεχε την Πελοπόννησον εις αναζήτησιν του Βιλλαρδουίνου, ουχ ήττον έτρεχε και ο Βιλλαρδουίνος εις αναζήτησιν αυτού, και μάλιστα μετά πολύ περισσοτέρας αφιλοκερδείας εκείνος· και αν δεν τον εύρεν ούτε εις Βλιζίρι, ούτε εις Καλάμας, τούτο δεν ήτον πταίσμα του Βαΰλου, αλλά της τύχης, ή τουλάχιστον του επαράτου διοικητού της Κερκύρας. Και το δεινότερον, εννόει ότι δεν εδύνατο, χωρίς να προσβάλη παν καθήκον και πάσαν ευσχημοσύνην, ν' αρνηθή επί μίαν ημέραν την φιλοξενίαν της Ισαβέλλης. Η ημέρα όμως αύτη εδαπανήθη τουλάχιστοv υπό του διοικητού της πόλεως εις το να προμηθεύση νέους ίππους, διότι οι της Ανδραβίδας ήτον ανάγκη να επιστρέψωσι.

Την τρίτην λοιπόν ημέραν η οδοιπορία επανελήφθη προς Βελιγόστιον. Πέντε ώρας μακράν της Καλαμάτας, εις τας αφθόνους πηγάς του Παμίσσου, φραγκικόν φρούριον, ου τα ερείπια φαίνονται ακόμη εις την θέσιν Πήδημα, ηνέωξεν εις την συνοδείαν του Ροβέρτου τας φιλοξένους του πύλας, αν και ο κύριος αυτού ήτον απών, παρακολουθήσας τον Βαΰλην εις Βελιγόστιον. Την δ’ επαύριον, διαβάντες αύθις το Στενυκλάριον πεδίον προς ανατολάς ως το είχον διαβή προ τίνων ήμερων προς δυσμάς, και υπερβάντες τας τραχείας φάραγκας εις Μακρυπλάγιον, έφθασαν τέλος μετά μακράν και επίπονον ιππασίαν, μίαν ώραν μόλις μετά του ηλίου την δύσιν, εις Βελιγόστιον, φρούριον ζωγραφικώς κρεμάμενον εις τα τραχέα του Ταϋγέτου πλευρά, και κλείον την βόρειον αυτού πάροδον, μετονομασθέν δε, ως φαίνεται, από των αρχαίων Λεύκτρων, καθώς το όνομα Λεοντάριον διεδέχθη μεταγενεστέρως το του Βελιγοστίου.

Πετρώδη άνοδον και τραχείαν έχοντες έτι μέχρι του φρουρίου, έτι δυσβατοτέραν γινομένην διά το επελθόν σκότος, απεφάσισαν ν' αναπαυθώσιν επ' ολίγον παρά τας όχθας του διαρρέοντος την κοιλάδα χειμάρρου, του Νερίλλου, όστις είναι ο αρχαίος Κρονίων, και επειδή κατ' εκείνην την ώραν αι πύλαι του φρουρίου έπρεπε να είναι πλέον κλεισταί, ο Ροβέρτος καλέσας ένα των οπαδών του, τον έπεμψεν όπως ζήτηση ν' ανοιχθώσι. Τω παρήγγειλαν όμως να μη αναγγείλη τ' όνομά του, όπως μη ταράξη προ της πρωίας τον Βιλλαρδουίνον, αλλ’ αν ο Ραιμόνδος είναι εις το φρούριον, αυτόν να καλέση και εις αυτόν να ειπή ότι έφθασεν ο Ροβέρτος.

Ο οπαδός απήλθε και μετ' ολίγον επέστρεψεν, αλλ’ επέστρεψεν άπρακτος. Εζήτησεν, είπε τον Ραιμόνδον, αλλ' ο Ραιμόνδος δεν ήτον εκεί. Οταν δ’ απήτησε να τω ανοιχθή η πύλη, ο σκοπός τον διέταξε να μακρυνθή, διότι μετά του ηλίου την δύσιν η πύλη δεν ανοίγεται. Ηθέλησε μετά ταύτα να ομιλήση προς τον διοικούντα αξιωματικόν, και τω είπεν ότι επίσημος ξένος περιμένει κάτω εις τον ποταμόν, και ζητεί να τω ανοιχθή η πύλη, αλλά και ο αξιωματικός τω απεκρίθη ότι εν απουσία του Βαρόνου είχε διαταγήν να μη ανοίγη εις ουδένα μετά του ηλίου την δύσιν.

Ο Ροβέρτος ηθέλησε κατ' αρχάς ν' αναβή ο ίδιος, μη αμφιβάλλων ότι άμα έλεγε τ' όνομά του, όλαι αι πύλαι εμπρός του θ' ανοίγοντο, αλλ' ωριμώτερον σκεφθείς, επροτίμησε ν' αποφύγη, πάντα θόρυβον, και αναβάς να διανυκτερεύση εις μικρόν μετόχιον καθήμενον επί βράχου της αντιπέραν πλευράς.

Προ της ανατολής του ηλίου, επιστρεφόντων των υποζυγίων εις Καλαμάταν, ενόμισεν ο Ροβέρτος καθήκον του να γράψη εις την Ισαβέλλαν, όπως τη επαναλάβη την έκφρασιν της ευγνωμοσύνης του διά την ευμενήν της υποδοχήν, να τη αναγγείλη δε ότι, καθ' ο φθας εις ακατάλληλον ώραν, δεν εδυνήθη να ίδη τον Τοποτηρητήν, και να τω επιδώση τας επιστολάς της, ότι όμως έμελλεν εντός της πρωίας εκείνης να έχη την ευτυχίαν ταύτην.

Μίαν δε ή δύο ώρας μετά ταύτα, αφ' ου δηλαδή ο ήλιος ανέτειλεν, ήλθεν ασθμαίνων ο φρούραρχος του Βελιγοστίου, εκφράζων την βαθείαν λύπην του δια το συμβάν της προτεραίας, και την σκαιότητα του αξιωματικού, όστις εν απουσία του δεν ηνέωξε την πύλην εις την αυτού Υψηλότητα, και παρεκάλεσεν αμέσως τον Ροβέρτον μετά της συνοδείας του να τον ακολουθήσωσιν εις το φρούριον.

Αλλ' ενταύθα νέος κεραυνός περιέμενε τον επίδοξον Αυθέντην. Ο Βιλλαρδουίνος δεν ήτον εις το Βελιγόστιον.

— Πώς δεν είναι εις το Βελιγόστιον! ανέκραξεν ο Ροβέρτος ανοίγων στόμα και όμματα σπιθαμιαία

— Δεν είναι, κατά δυστυχίαν! απεκρίθη ο Διοικητής.

Και έπειτα λαβών κατά μέρος τον Ροβέρτον και τον Πετραλείφαν,

— Η αιτία, τοις είπε ταπεινή τη φωνή, δι' ην ο Βαΰλης είχεν έλθει εις Βελιγόστιον, είναι η ανακάλυψις μυστικής συνωμοσίας, ήτις φαίνεται ότι σκευωρείται μεταξύ των εγχωρίων.

— Ο Πετραλείφας ωχρίασεν εις τας λέξεις ταύτας.

— Η έδρα όμως αυτής, εξηκολούθησεν ο διοικητής, φαίνεται ότι είναι μάλλον εις την Αρκαδίαν· διά τούτο και άμα επληροφορήθη παρά του Βαρόνου Ραιμόνδου ότι απεβιβάσθητε κατά την δυτικήν παραλίαν, απεφάσισε προχθές, συμπαραλαβών και αυτόν να μεταβή εις το Νίκλιον, όπου μοι είπε ρητώς ότι σκοπόν έχει να διαμείνη μέχρις ότου πληροφορηθή περί των κινημάτων της Υψηλότητός σας.

— Σκοπόν έχει να διαμείνη! Δόξα τω θεώ ότι έχει σκοπόν να διαμείνη εις εν μέρος, είπε μετά τίνος πικρίας ο Ροβέρτος. Ας υπάγωμεν λοιπόν εις Νίκλιον.

— Δεν προτιμά η Υψηλότης σας να μηνύσωμεν τον Τοποτηρητήν περί της αφίξεώς Της; Ηξεύρω πόσην είχεν ανυπορονησίαν να Την απαντήση, και δεν αμφιβάλλω ότι θέλει σπεύσει να επιστρέψη.

— Όχι! άπαγε! ανέκραξεν ο Ροβέρτος. Αφ' ου απεφάσισεν άπαξ να διαμείνη εις εν μέρος, ας μη τον κινήσωμεν, μη διαρρεύση μεταξύ των δακτύλων μας. Υπάγω εγώ προς τον Τοποτηρητήν. Είναι πολύ ασφαλέστερον.

Πολύ ασφαλέστερον ίσως, όχι όμως και πολύ ευκολώτερον· διότι εις Βελιγόστιον οι ίπποι ήσαν κατ' έκείνην, την εποχήν εκ των σπανίων φαινομένων του ζωικού βασιλείου. Ουχ' ήττον όμως ο διοικητής, ων εκ των ανθρώπων εκείνων, οίτινες τα πάντα προθύμως υπόσχονται, όταν έλαβε την διαταγήν του Ροβέρτου να ετοιμάση τα προς αναχώρησίν του, ουδεμίαν αντέταξε δυσκολίαν, αλλ' έσπευσεν αμέσως να υπακούση. Εν τούτοις αι ώραι παρείρχοντο και ο διοικητής δεν εφαίνετο. Ο Ροβέρτος εσκίρτα και εχόρευεν υπ' ανυπομονησίας. Μόλις δε περί δείλην εφάνη ο διοικητής, αλλ' έχων την όψιν λίαν καταβεβλημένην και κακά οιωνίζουσαν. Και είπε μεν ότι παρήγγειλεν ίππους πανταχού εις τα πέριξ χωρία, αλλ’ υπηνίξατο συγχρόνως ότι κατ' εκείνην την ώραν του χρόνου τα υποζύγια ήσαν εις τους αγρούς, και τω διέφυγε μάλιστα να είπη, ουχί βεβαίως ως πρότασιν, αλλ’ ως απλήν φυσικοϊστορικήν παρατήρησιν, ότι εις την επαρχίαν εκείνην οι όνοι είχον εξαίρετον και ταχύτατον βάδισμα. Εις τας λέξεις ταύτας ωρθώθησαν όλαι αι τρίχες της κεφαλής του Ροβέρτου.

Εν τούτοις όμως αι διαταγαί του διοικητού δεν έμεινον ατελεσφόρητοι. Καθ' όσον ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ήρχισαν να φθάνωσιν εις ίππος μετά τον άλλον, και την εσπέραν ήταν σχεδόν πλήρης ο αριθμός αυτών.

Την αυγήν λοιπόν, χωρίς άλλης αναβολής, ανεχώρησεν η συνοδεία εκ νέου, διά να εύρη τέλος πάντων τον Βιλλαρδουίνον εις το μέρος όπου είχεν αποφασίσει να διαμείνη. Κατ' αρχάς οι οδοιπόροι διήλθον την ωραίαν πεδιάδα της Μεγαλοπόλεως, έπειτα δ’ εστράφησαν προς τα δεξιά, και ήρχισαν ν’ αναβαίνωσι τας φάραγγας του Μαινάλου. Ο Ροβέρτος είχεν αναλάβει πάσαν την ευθυμίαν του αφ' ότου ήρχισε να κινήται πάλιν· νομίσας δε ότι η μικρά συνοδοιπορία και η μετ' ολίγον βεβαία άφιξις εις το τέρμα τω εχορήγουν δικαίωμα να θελήση να εξιχνιάση της Άννης το αίσθημα, και να γευθή εκ προοιμίων μέρους της ευτυχίας, ην έμελλε να τω αναγγείλη ο Πετραλείφας εν καιρώ τω δέοντι, εζήτησε πάσαν περίστασιν όπως ευρεθή πλησίον της κατά την τελευταίαν ημέραν, και όπως δυνηθή να την ομιλήση κατ ιδίαν.

Αλλ’ είτε σύμπτωσις είτε πρόθεσις ήτον, η Άννα ποτέ δεν ευρίσκετο μόνη, ή και αν κατώρθου ο Ροβέρτος να την μονώση επί μίαν στιγμήν, και να δώση εις τον διάλογον τάσιν σπουδαιοτέραν, η Άννα, διεκφεύγουσα κατά τον φυσικώτερον τρόπον, έστρεφεν άλλως τον λόγον, και τον καθίστα γενικώτερον πάλιν, ώστε ο Ροβέρτος, αφ' ου πολλάκις επανειλημμένως εδοκίμασε το αυτό και είδεν ότι αποτυγχάνει, εκέντησε τον ίππον του μετά τινος δυσαρεσκείας άμα έφθασεν εις της Τεγέας την πεδιάδα, και επροπορεύθη της συνοδείας. Εν τέταρτον περαιτέρω απήντησεν άνδρα έφιππον, και τον ηρώτησε πόθεν έρχεται.

— Από Νίκλιον, απεκρίθη ο οδοιπόρος.

— Είναι εκεί ο Τοποτηρητής; ηρώτησεν ο Ροβέρτος.

— Όχι, απεκρίθη ο έφιππος.

— Όχι, λέγεις; ανέκραξεν ο Ροβέρτος, νομίζων ή ότι ο άνθρωπος είναι παράφρων, ή ότι αυτός παρεφρόνησεν.

— Όχι βεβαίως, απεκρίθη εκείνος. Ο Τοποτηρητής ήτον εδώ ως προχθές. Έλαβεν όμως είδησιν ότι ο ανεψιός του Αυθέντου της Πελοποννήσου έφθασεν εις Καλαμάταν, και αμέσως ανεχώρησε διά την Λακεδαίμονα, όπου μέλλει να τον περιμένη, ή όθεν θέλει μεταβή εις Καλαμάταν να τον απαντήση.

— Ανεχώρησε διά την Λακεδαίμονα! ανέκραξε πάλιν ο Ροβέρτος κτυπών την κεφαλήν του, και ολίγον έλειψε να πέση λιποθυμών.

Κατά την στιγμήν δε ταύτην εφθασεν η συνοδεία του, και έμαθε την αιτίαν της ταραχής του. Ουκ ολίγον δ’ εξεπλάγη και ο έφιππος οδοιπόρος, όταν έμαθεν ότι ο περιμενόμενος ανεψιός του Αυθέντου ήτον εμπρός του. Τότε δεν εδίστασε παντάπασι να τω ειπή ότι ο Βιλλαρδουίνος είχεν έλθει εις Νίκλιον διά σπουδαιοτάτην υπόθεσιν, αφορώσαν συνωμοοίαν των εγχωρίων, ότι όμως εγκατέλιπε τα πάντα άμα έλαβε την αγγελίαν της αφίξεως του Ροβέρτου, και έσπευσε προς υπάντησίν του· αυτός δε ότι στέλλεται ήδη ως ταχυδρόμος, μέλλων να οδοιπορήση ημέραν και νύκτα ίνα τω αναγγείλη τα περαιτέρω περί της υποθέσεως της συνωμοσίας.

Η προθυμία του Βιλλαρδουίνου ήτον τω όντι πάντων επαίνων αξία, αλλ’ ως πολλάκις συμβαίνει εις την ανθρωπίνην μυωπίαν, αντί καλού κακόν είχε το αποτέλεσμα. Συνεκροτήθη λοιπόν αμέσως συμβούλιον εκεί εις το ύπαιθρον περί του πρακτέου, και κατά την γενομένην απόφασιν ο Ροβέρτος έγραψε προς τον Βιλλαρδουίνον ότι ευρίσκεται εις το Νίκλιον, και τον παρακαλεί να τω γράψη αν θέλει να τον περιμείνη εις Λακεδαίμονα, δια να μη διώκωνται ματαίως καθ' όλην την Πελοπόννησον. Την επιστολήν δε ταύτην λαβών ο ταχυδρόμος και γενναίαν χρηματικήν αμοιβήν συγχρόνως, ανεχώρησεν από ρυτήρος· ανεχώρησε δε άφ ετέρου και ο Ροβέρτος μετά των οπαδών του, και μεθ' ημίσειαν ώραν εισήλθεν εις Νίκλιον, πόλιν επίσημον τότε, ήτις ηγέρθη επί των ερειπίων της αρχαίας Τεγέας, και ης η έρημος θέσις σήμερον φέρει το όνομα Παλαιοεπισκοπής.

Ενταύθα έμεινεν ο Ροβέρτος όλην ταύτην και την επιούσαν ημέραν. Και πρώτον μεν είχεν αρχίσει να έχη και αυτός, πολλώ δε μάλλον ο γέρων συνοδοιπόρος του και η τρυφερά νέα, ανάγκην μιας ημέρας αναπαύσεως μετά την τόσην ταχυδρομικήν άσκησίν των· δεύτερον δε, αν ο Πετραλείφας είχε νομίσει καθήκον φιλοφροσύνης να παρακολουθήση επί τινα χρόνον τον επίσημον ξένον, ον είχεν αναλάβει να υποδεχθή, αλλά, καθ' όσον μάλιστα παρηκολουθείτο και από της εγγόνου του, ησθάνετο ήδη ότι δύναται να φανή άτοπος η περαιτέρω παράτασις της ασκόπου οδοιπορίας του κατόπιν του νέου ηγεμόνος, και είπεν ότι, αν ο Ροβέρτος επιθυμή να εξακολουθήση, αι δυνάμεις αυτού δεν τω επιτρέπουσι να τον μιμηθή, αλλ’ ότι θέλει μείνει μέχρις ου μάθη θετικώς την διαμονήν του Βιλλαρδουίνου. Αυτό τούτο λοιπόν απεφάσισε και ο Ροβέρτος, αλλά συγχρόνως ηθέλησεν ώστε και η ημέρα αύτη να μη παρέλθη εν πλήρει αργία, και επανέλαβε τας εφόδους του κατά της Άννης, ης η κατάκτησις ήρχισε να τω φαίνηται ουχί πολύ ευκολωτέρα της κατακτήσεως της Πελοποννήσου. Τρις ή τετράκις εις το διάστημα της ημέρας κατώρθωσε μετά πολλά τεχνάσματα να την απαντήση μόνην, αλλ’ η Άννα ή δεν ενόει τι τη έλεγεν, ή, όταν δεν εδύνατο να μην εννοήση, ανέτρεπε παν το ρητορικόν ικρίωμα του ηγεμόνος διά λαμπρού γέλωτος, ή εύρισκεν ευλογοφανή τινα πρόφασιν διά να τον διαφύγη. Ώστε μέχρι τέλους, αδημονών ο Ροβέρτος, ήλθε προς τον Νόννον, και τω εξέφρασε πικρά περί τούτου παράπονα.

— Ήλθον, τω είπεν, εις Πελοπόννησον, πεποιθώς, ότι άμα πατήσαντα το έδαφος αυτής θέλει μ' αναγνωρίσει Αυθέντην της, και ιδού είκοσιν ημέρας τρέχω τας φάραγγας και τα όρη της μόνος, άνευ συνοδείας, ανίκανος ούτε σέβας να εμπνεύσω, ούτε φόβον να επιβάλω, και το φάντασμα τούτο της Αυθεντίας μακρύνεται όσον το πλησιάζω. Ήλθον προσέτι, πιστεύσας εις τους λόγους σου, ότι ο Αυθέντης της Ελλάδος μοι δίδει την χείρα της θυγατρός του· την καλλονήν της Άννης εύρον ανωτέραν των περιγραφών σου, αλλά, ή την πατρικήν θέλησιν δεν γνωρίζει, ή η εδική της δεν την επικυροί. Η Άννα με αποφεύγει. Ας λέγουν τυφλόν τον έρωτα· σε βεβαιώ ότι δεν είναι δυνατόν ν' απατώμαι.

Ο Νόννος εφάνη εκπεπληγμένος διά το άκουσμα τούτο. Απέδωκε δε την διαγωγήν της Άννης εις το ότι πιθανώς ο πάππος της δεν τη είχε γνωστοποιήσει ακόμη τους σκοπούς του, διά ν΄ αφήση την καρδίαν της να ομιλήση πρώτη, και προσέτι εις την φυσικήν συστολήν της νέας, ην ήτον επόμενον ν' αυξάνη η οπωσούν δύσκολος θέσις της, παρακολουθούσης τον Ροβέρτον εις την οδοιπορίαν. Υπεσχέθη δε, σώζων την αξιοπρέπειαν του Ροβέρτου, να συνομιλήση αυτός περί των συμφερόντων του μετά του Πετραλείφου.

Και τω όντι αμέσως έδραμε προς τον γέροντα, και τω επανέλαβε τα παράπονα του Ροβέρτου.

— Όταν αύριον, επρόσθεσεν, ή μεθαύριον, αυτός δρέπη τους καρπούς των αγώνων του, ή μάλλον των αγώνων μας, θέλουσι μείνει αυτοί εις μόνον τον Αυθέντην ημών ατελεσφόρητοι; Δεν είναι φόβος, αν η Άννα εξακολουθή ψυχρότητα δεικνύσα προς αυτόν, μη και αυτού, όταν μάλιστα κορεσθή η φιλοδοξία του, μετατραπή η διάθεσις;

Ο Πετραλείφας ανεκάθισεν εις τα γόνατα, και εκτύπα μετ’ οργής τας δύο του χείρας, εν ω του πώγωνός του αι τρίχες είχον ανορθωθή.

— Πώς! είπε, το προσφιλές σχέδιόν μου, την ειρηνικήν κατάκτησιν της Πελοποννήσου, τον απαρτισμόν της Ελληνικής ενότητος εις χείρας του γαμβρού μου, όλα θα τα ματαιώση η ιδιοτροπία ενός κορασίου; Όχι, τούτο δεν θέλει γίνει, και η Άννα καταχράται της πατρικής ημερότητός μου. Ύπαγε, και στείλε μ’ εδώ την άφρονα.

Ο Νόννος εξήλθε, και μετά μίαν στιγμήν, εισήλθεν η Άννα, και διηυθύνθη προς τον πάππον της με βλέμμα ερωτηματικόν και ολίγον πεφοβισμένον.

— Αγαπητή εγγονή, είπεν ο γέρων μετά τινος τραχύτητος· πριν αναχωρήσωμεν από της Ανδραβίδης, σοι είχον δηλώσει την επιθυμίαν μου και την θέλησιν του πατρός σου. Τα συμφέροντα του θρόνου του και η φρόνησις απαιτούσι να νυμφευθής τον Ροβέρτον Σαμπλίτην, και αξιώτερον σύζυγον δεν εδύνατο να σοι δώση η πατρική μέριμνά μου. Είχον απαιτήσει να βοηθήσης το φρόνιμον τούτο σχέδιον, και δεν βλέπω ποίον είχες λόγον διά να πράξης το εναντίον.

— Η βοήθειά μου, φίλτατε πάππε, είπε γελώσα η Άννα, ήτον κατά δυστυχίαν εντελώς περιττή, και ο Ροβέρτος δεν είχεν ανάγκην εμψυχώσεως διά να με κατατρέχη διά των ενοχλήσεών του.

— Δεν πρέπει την έκφρασιν ταύτην να μεταχειρίζησαι διά τον εκλεκτόν των γονέων σου, είπεν ο Πετραλείφας γινόμενος σοβαρός.

— Αλλά, είπεν η Άννα, μεταβαίνουσα διά μιας από του γέλωτος εις τα δάκρυα, από του ακροβολισμού εις την αψιμαχίαν, ανήκει λοιπόν εις εμέ, εις την θυγατέρα του Αυθέντου της Ελλάδος ανήκει λοιπόν να έλθη και να κλίνη το γόνυ ενώπιον του αγερώχου τούτου ιππότου; Αντί ως αιχμαλώτους να μας σύρη κατόπιν του εις θεατρισμόν εις το νέον υπήκοόν του, και ν' απαιτή να τον παρακαλώμεν και δι' εν βλέμμα του, δεν έπρεπεν, αν ήθελε την χείρα μου, αυτός να έλθη εις το πέρας της γης διά να την ζήτηση;

— Κόρη μου, ο γέρων απήντησεν, ο θυμός σου είναι άτοπος και προ πάντων ψευδής· είναι πρόφασις ο θυμός σου. Ηξεύρεις κάλλιστα ότι παρηκολούθησα τον Σαμπλίτην διά να τω αποδώσω την ανήκουσαν τιμήν, διότι ανέλαβον να τον υποδεχθώ εις την Πελοπόννησον· και ακόμη καλύτερα ηξεύρεις ότι, αντί ν' απαιτή αγερώχως ο Ροβέρτος να ταπεινωθείς εμπρός του, εξ εναντίας εκείνος στενάζει, και παραπονείται, και ταπεινούται υπό τους πόδας σου. Το μόνον ο απήτησα παρά σου, και είχον το δικαίωμα να το απαιτήσω, ήτον να μη αντιτάξης ψυχρότητα εις την ζέσιν του, να μη ανατρέψης δι' ιδιοτροπίας πάντα τα σχέδιά μας.

— Αλλά, πάππε μου, σοι το είπα, ανέκραξεν η Άννα μετά τόνου φωνής εξερχομένου ήδη εκ του μυχού της καρδίας, είμαι κόρη ασθενής και ακατάλληλος διά ν' αναμιχθώ εις τα μεγάλα σας σχέδια. Μη θελήσητε να με μεταχειρισθήτε ως όργανόν σας· ούτε τόσης τιμής είμαι αξία, ούτε τόσης περιφρονήσεως. Αι καρδίαι ας απελίθωσεν η πολιτική δύνανται να λαξευθώσιν εις όργανα· ασθενείς όμως καρδίαι, οποία η εδική μου, συντρίβονται υπό την σφύραν της βίας, χωρίς να χρησιμεύσωσι.

— Της βίας! ανέκραξεν ο Πετραλείφας, μόλις κύριος του θυμού του. Είναι βίας ανάγκη όταν πρόκηται να υπηρετήσης του πατρός σου την δόξαν; Είναι βίας ανάγκη όταν σοι δίδηται σύζυγος ο λαμπρότερος των χριστιανών ιπποτών, φέρων προίκα όλα τα φθονητότερα πλεονεκτήματα επί γης, όταν τίθηται εις τους πόδας σου η μεγαλητέρα της ανατολής Αυθεντία!

— Η Αυθεντία, είπεν η Άννα, υψούσα τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, η Αυθεντία! Διά σας άλλο όνομα δεν έχει η ευτυχία;

— Άκουσον, θύγατερ, είπεν ο γέρων αυστηρώς. Αι νεανικαί αύται ίδιοτροπίαι πρέπει να παύσωσι. Λόγον κανένα δεν έχεις διά ν' αρνηθής την χείρα σου εις τον Ροβέρτον, όστις μας την ζητεί. Αύριον θέλω τω αναγγείλει την συγκατάθεσίν σου, και αν δεν θέλης να επισύρης την οργήν του πατρός σου και να επιφέρεις τον θάνατόν μου, θα επικυρώσης τον λόγον μου.

— Πάππε, ω πάππε, ανέκραξεν η Άννα, εν ω ποταμός δακρύων έρρεεν εκ των οφθαλμών της· μη την διαταγήν ταύτην! Μίαν σας ζητώ χάριν. Άφες με να παραδοθώ εις τον Κύριον, επίτρεψόν μοι να κατακλείσω τας επίλοιπους ημέρας μου εις ιερόν μοναστήριον. Δεν θέλω δόξαν, παραιτούμαι της ευτυχίας, ησυχίαν μόνην σοι ζητώ, φίλτατε πάππε!

Εις το στήθος του Πετραλείφου ητοιμάζετο μία των τρικυμιών εκείνων, αίτινες τόσον βιαιότερον εκρήγνυνται, όσον μακρότερον ηξεύρει τις να τας καταστέλλη, και η πρόδρομος αυτής βροντή υπεβόμβει ήδη εις τα χείλη του, όταν ζωηραί ζητωκραυγαί, εκ της αυλής προερχόμεναι, τον διέκοψαν, και είλκυσαν την προσοχήν του. Συγχρόνως δε εισερχόμενος ο Νόννος,

— Ο Τοποτηρητής, έκραξεν, εφθασεν ο Τοποτηρητής.

ο Πετραλείφας ηγέρθη αμέσως, και έδραμε προς την θύραν· πριν όμως εξέλθη, εστράφη προς την Άνναν, εις ης τας πελιδνάς παρειάς ώρμησεν εις το άκουσμα τούτο όλον το αίμα, και τη είπεν.

— Αύριον λοιπόν. Περιμένω αύριον να ιδώ αν είσαι θυγάτηρ του Θεοδώρου.

ΚΕΦ. ΙΣΤ’

Άμα δε ήκουσε και ο Ροβέρτος την άφιξιν του Τοποτηρητού, έσπευσε και αυτός εις προϋπάντησίν του. Ο Βιλλαρδουίνος τον εδέχθη πατρικώς εις τας αγκάλας του, και αφ’ ου ηυχαρίστησεν εγκαρδίως τον Πετραλείφαν διότι τοσούτον επαξίως τον αντετροσώπευσεν εις την σπουδαιοτάτην των υποθέσεών του, την υποδοχήν του ανεψιού του φίλου και Αυθέντου του, και εφίλησε περιπαθώς την Άνναν εις το μέτωπον, διηγήθη ότι την προτεραίαν κατά το μεσονύκτιον είχε φθάσει εις Λακεδαίμονα ο ταχυδρόμος ο φέρων την επιστολήν του Ροβέρτου· ότι αυτός (ο Βιλλαρδουίνος) ήτον ήδη εις την κλίνην, αλλ’ άμα αναγνούς την επιστολήν, ηγέρθη, ενεδύθη, και παραλαβών όσους των ιπποτών εδυνήθη, έδραμε μέχρι Νικλίου, χωρίς να λάβη ουδέ στιγμήν αναπαύσεως.

Ο Ροβέρτος τω εξέφρασε την ευγνωμοσύνην του διά την τοσαύτην του προθυμίαν, και τον θαυμασμόν του διά την νεανικήν του δραστηριότητα, και τω διηγήθη εμπεριστατωμένως όσα καθ' οδόν τω συνέβησαν.

— Φαντασθήτε, είπε, προ πέντε μηνών ανεχώρησα από της Καμπανίας! Χωρίς όλων τούτων των απροσδοκήτων συμβάντων, θα ήμην προ πολλού εις την Πελοπόννησον.

— Ω! τι δυστύχημα! τι ανυπολόγιστον δυστύχημα, είπεν ο Βιλλαρδουίνος.

— Αλλά και εις την Πελοπόννησον αφ' ότου έφθασα, εξηκολούθησεν ο Ροβέρτος, η κακή μου τύχη ηθέλησε να σας ζητώ προς εν μέρος, εν ω μ' εζητείτε προς άλλο, και είκοσι σχεδόν ημέραι παρήλθον εις αυτάς τας αντιδιώξεις.

— Ω! τι συμφορά ανεπανόρθωτος! είπεν ο Βιλλαρδουίνος, μεταχειριζόμενος λέξεις αίτινες εφαίνοντο οπωσούν υπερβολικαί διά την περίστασιν· όπερ παρατηρήσας και ο Ροβέρτος,

— Λυπηρά ήτον βεβαίως, είπε, λυπηρά δι' εμέ η τοιαύτη χρονοτριβή. Αλλά τουλάχιστον δεν είχε και η Πελοπόννησος εις το διάστημα τούτο λόγον να λυπήται· ευρίσκετο εις χείρας αξιωτάτας. Εκέρδησεν είκοσιν ημέρας.

— Σας ευχαριστώ, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος σφίγγων την χείρα του νέου Ροβέρτου· ουχ ήττον όμως λυπούμαι εγκαρδίως διά την συμβάσαν αναβολήν. Εν τούτοις μοι επιτρέπετε να σας παρουσιάσω τους ιππότας οίτινες με συνώδευσαν;

Ο Ροβέρτος εδέχθη προθύμως, και μετέβησαν εις την παρακειμένην μεγάλην αίθουσαν, λαμπρώς πεφωτισμένην, όπου περιέμενον υπέρ τους εκατόν ιππόται.

Εν ω εγίνοντο αι συνήθεις παρουσιάσεις και δεξιώσεις, εις την Άνναν προσελθών εις αρχαίος γνώριμος, ο Γωλτιέρος, εφίλησε την χείρα της μετά σεβασμού. Έπειτα δε, υψώσας το βλέμμα προς τους οφθαλμούς της, και ιδών αυτούς ερυθρούς,

— Δάκρυα! εψιθύρισε με φωνήν εκφράζουσαν βαθείαν συμπάθειαν.

— Η Άννα εμειδίασεν, ως ο ήλιος του Μαΐου μετά την βροχήν. Ίσως, είπε, δυσαρεστούσι τα δάκρυα τον Αυθέντην σας;

— Ο Αυθέντης μου, απεκρίθη ο Γωλτιέρος, αν κρίνω απ’ εμαυτού είναι έτοιμος έκαστον των δακρύων εκείνων να εξαγοράση δι' όλου του αίματός του. Αλλά διά τούτο πρέπει να ηξεύρω την πηγήν αυτών. Αν πιστεύητε ότι λύπη κενουμένη εις καρδίαν ειλικρινή ελαφρύνεται, ειπέτε μοι, ω! ειπέτε μοι, τι σας θλίβει;

— Διά να το είπητε εις Αθήνας αναμφιβόλως;

— Όταν σας βλέπω πάσχουσαν, είπεν ο Γωλτιέρος μετά περιπαθούς αισθήματος, μη έχετε την σκληρότητα να ομιλήτε παίζουσα· μη μοι αρνείσθε την ημίσειαν φιάλην της θλίψεώς σας. Πιστεύσατέ με, εις άλλον δεν θέλω την εμπιστευθή, ούτε, όταν πρόκηται περί υμών, θέλω επικαλεσθή αφοσίωσιν άλλου. Θεωρήσατέ με ως άξιον της εμπιστοσύνης σας.

— Εξ εναντίας, Κύριε πρέσβυ, απήντησεν η Άννα, σας θεωρώ ως εντελώς αυτής ανάξιον, και όμως, —ιδέτε ποία αντίφασις και ποία ιδιοτροπία της γυναικείας καρδίας, — αποφασίζω, ούδ’ εγώ ηξεύρω διατί, να σας την χορηγήσω τυφλήν και τελείαν ως μοι την ζητείτε.

Και ταπεινώσασα έτι μάλλον την φωνήν, συγχρόνως δε και τους οφθαλμούς προσηλώσασα εις την γην, και σφοδρώς ερυθριάσασα,

— Ο πάππος μου, είπε, θέλει να βιάση την συγκατάθεσίν μου υπέρ του νέου αυθέντου της Πελοποννήσου.

Και ειπούσα τας λέξεις ταύτας, ησθάνθη βίαιον παλμόν εις την καρδίαν της, ως αναγγέλλοντα αυτή ότι η πράξις αύτη της εκμυστηρεύσεως είχε βαθυτέραν σημασίαν αφ' ό,τι εφαίνετο.

— Και λοιπόν ; ηρώτησεν ο Γωλτιέρος, εν ω η καρδία του έπαλλεν ουχ ήττον σφοδρώς.

— Και λοιπόν, απεκρίθη η Άννα, τον θάνατον προτιμώ μάλλον, παρά την συγκατάθεσιν ταύτην. —Αλλά, επρόσθεσε ταχέως και μετά γέλωτος, παρακαλώ να μην εξηγήσητε κατά την συνήθειάν σας τας λέξεις μου ταύτας προς όφελος του Αυθέντου σας. —Και την απόκρισίν μου περιμένει ο πάππος μου αύριον.

Ταύτην την στιγμήν ο Βιλλαρδουίνος περιφέρων εις τον κύκλον των ιπποτών τον Ροβέρτον, είχεν έλθει πλησίον του Γωλτιέρου, ώστε μόλις αυτός επρόφθασε ν’ αποκριθή εις την Άνναν,

— Προσπαθήσατε δύο ημέρας να κερδήσητε.

Και προσελθών ο Βιλλαρδουίνος, τον παρουσίασεν εις τον Ροβέρτον ως απεσταλμένον του Όθωνος Δελαρόσου, ηγεμόνος των Αθηνών.

Μετά δε τας παρουσιάσεις ταύτας, όταν ο Βιλλαρδουίνος ηθέλησε ν' αποσυρθή, ηρώτησε τον Ροβέρτον αν δεν έχη διαταγάς του πρώην Αυθέντου να τω κοινοποίηση. Ο δε Ροβέρτος απεκρίθη ότι έχει διαταγάς, επεθύμει δε να τας γνωστοποίηση εις συνέλευσιν Των ιπποτών της ηγεμονίας.

— Το Νίκλιον δεν είναι θέσις κατάλληλος διά την συνέλευσιν, είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Επιτρέψατέ μοι να σας οδηγήσω εις Λακεδαίμονα, όπου θέλετε εύρει δεξίωσιν αξιωτέραν υμών, και όπου κατά σύμπτωσιν είναι συνηνμένοι οι πλείστοι των ιπποτών.

Όσον δυσάρετον και αν ην διά τον Ροβέρτον ν' απέλθη πάλιν εις νέαν οδοιπορίαν, αλλ’ εις αυτήν καν είχε πλέον εις χείρας του τον Βιλλαρδουίνον, η πρότασις ην εύλογος, και το τέρμα βραχύ και βέβαιον. Απεφασίσθη λοιπόν να μεταβώσι την επαύριον εις Σπάρτην, και συγχρόνως εστάλησαν ταχυδρόμοι προς όλας τας διευθύνσεις να συγκαλέσουν ό,τι πλείστους ιππότας.

Την επιούσαν απήλθε τω όντι όλη η συνοδεία, και την εσπέραν ο Ροβέρτος κατέλυσεν εις τον ηγεμονικόν οίκον της Λακεδαίμονος, απολαμβάνων των μεγίστων τιμών, αίτινες εις μόνον Αυθέντην ανήκον. Η δε Άννα, κατά την ημέραν ταύτην, εδυνήθη ευκόλως ν' αποφύγη πάσαν εξήγησιν μετά του πάππου της.

Η μετ' αυτήν δ’ ημέρα ήτον η εορτή του Ευαγγελισμού. Από πρωίας ο επί των όπλων κήρυξ προσεκάλεσε καθ' όλην την πόλιν τους ιππότας και προύχοντας όσοι ή είχον φθάσει την προτεραίαν μετά του Τοποτηρητού, ή είχον συρρεύσει κατά πρόσκλησιν, ή ευρίσκοντο ήδη εις Λακεδαίμονα, να συνέλθωσι μετά την ιεράν λειτουργίαν εις την μητροπολιτικήν εκκλησίαν, όπου συνεκροτείτο συνέλευσις διά σπουδαία της ηγεμονίας συμφέροντα.

— Ακούεις, θύγατερ; είπεν ο Πετραλείφας προς την Άνναν, όταν αντήχησε το κήρυγμα μέχρι της οικίας των. Αύτη είναι της τύχης σου η φωνή. Μετά μίαν ώραν ο Ροβέρτος θα λάβη παρά των ιπποτών την Αυθεντίαν του Μωρέως, και μετά δύο ώρας θα λάβη παρά σου τον δακτύλιον του νυμφίου.

Και αφείς αυτήν ως νεκράν υπό απελπισίας, εξήλθεν.

Η ευρύχωρος εκκλησία, ης ερείπια μόνον σώζονται σήμερον, κατήστραπτε μετ' ου πολύ εκ των πανοπλιών των ιπποτών, οίτινες, κατ' ολίγους συρρέοντες, κατελάμβανον τας θέσεις έκαστος κατά τον βαθμόν ον κατείχεν εις την τιμαριωτικήν κλίμακα. Επί κεφαλής δ' αυτών προεκάθησαν οι καθολικοί αρχιερείς, οίτινες, άγνωστον διατί, συνέπεσε να ευρεθώσι συνηγμένοι ενταύθα, ο μητροπολίτης Πατρών, και οι επίσκοποι Λακεδαιμονίας, Βελιγόστης, Μοθώνης, Κορώνης και Αμυκλών· έλειπε δε μόνος ο επίσκοπος Ωλένης. Μετ' αυτούς δ' είποντο οι ένδεκα μεγάλοι λαϊκοί τιμαριώται, οι ιππόται Ακόβης, Καλαβρύτων, Χαλανδρίτζης, Καριταίνης, Πατρών, Βοστίτζης, Βελιγόστης, Νικλίου, Γερανίου, Γριζενών και Πασσόβης, και μετ' αυτούς οι ιππόται του αγίου Ιωάννου, οι του Τευτονικού τάγματος, και οι Ναΐται, οι έχοντες τα τιμάριά των εις Καλαμάταν· έπειτα δ' ετάχθησαν οι ιππόται οι έχοντες δικαίωμα του σημαιοφορείν, και έσχατοι πάντων τινές των εγχωρίων προυχόντων, κατ εξαίρετον εύνοιαν εις την συνέλευσιν ταύτην κληθέντες. Αφ' ου δ' όλοι εκαθέσθησαν σιωπώντες, εισήλθον —τέλος ο Βιλλαρδουίνος και ο Ροβέρτος, κρατούμενοι εκ της χειρός, και κατέλαβον ομού την πρωτοκαθεδρίαν. Παρά δε τον Βιλλαρδουίνον εκαθέσθη ο Πετραλείφας, όστις όμως, ως και ο συνοδεύων αυτόν Νόννος, δεν είχε φωνήν ουδέ ψήφον, καθό ξένος εις την ηγεμονίαν.

Ανήγγειλε δε κατά την τάξιν ο κήρυξ την έναρξιν της συνεδριάσεως, όταν εισελθών ταχυδρόμος εξ Ανδραβίδης, ενεχείρισεν εις τον Βιλλαρδουίνον επιστολήν του επισκόπου Ωλένης. Ο Τοποτηρητής έρρηξεν αμέσως την σφραγίδα, και αναγνούς ταχέως, ένευσε προς τον υιόν του Γοδοφρείδον, τω είπε τινάς λέξεις εις το ωτίον, και εν τω άμα ο Γοδοφρείδος εξήλθεν, ητοίμασε τον ίππον του, ανέβη, και ανεχώρησεν από ρυτήρος προς Ανδραβίδαν.

Αλλά το επεισόδιον τούτο ολίγην εκίνησε προσοχήν, και άμα εξήλθεν ο νέος, εγερθείς ο Βιλλαρδουίνος, είπε προς τους συνελθόντας, ότι μετά μεγίστης ευχαριστήσεως τοις παρουσίαζε τον ανεψιόν του φιλτάτου του Αυθέντου της Πελοποννήσου, φέροντα εκείνου διαταγάς, ας επεθύμει να τοις γνωστοποίηση. Όλοι επευφήμησαν εις τας λέξεις ταύτας, και ο Ροβέρτος εγερθείς μεγαλοπρεπώς, έλαβεν από μεταξωτού επαργύρου χαρτοφυλακίου μεμβράναν, εις ην εκρέματο μεγάλη σφραγίς, και νεύσας προς τον Ραιμόνδον, την έδωκεν αυτώ να την αναγνώση. Διά του εγγράφου τούτου Γουλιέλμος ο Καμπανίτης, Υποκόμης Διβιώνος, κύριος Μάρκης και Αυθέντης πάσης Αχαΐας[6], παρεχώρει την Αυθεντίαν του Μωρέως εις τον ανεψιόν του Ροβέρτον τον Σαμπλίτην μεθ' όλων των αυτή προσηρτημένων δικαιωμάτων και προνομίων, και προσεκάλει τους ιππότας, επισκόπους, μεγάλους τιμαριώτας, πάντας τους αρχηγούς τους έχοντας δικαίωμα του σημαιοφορείν, και τους εγχωρίους, ν' αναγνωρίζωσι του λοιπού αντ' αυτού του ιδίου τον Ροβέρτον ως νόμιμον Αυθέντην και κυριάρχην των.

Μετά την ανάγνωσιν ταύτην, γενομένην φωνή μεγάλη και ευκρινεί όλοι εσίγησαν, και όλων τα βλέμματα εστράφησαν προς τον Βιλλαρδουίνον, όστις εγερθείς, έκλινεν εδαφιαίως εμπρός του αυθεντικού εγγράφου. Έπειτα δε, λαβών τον λόγον,

— Σεβαστοί άρχοντες, είπε, γενναίοι συστρατιώται και περισπούδαστοι φίλοι. Ηκούσατε τους ορισμούς του Αυθέντου ημών. Δι’ εμέ οι ορισμοί ούτοι εισί νόμοι, ου μόνον διότι ο κόμης Σαμπλίτης είναι ο λίζιος κυριάρχης μου, αλλά και διότι ήτον πάντοτε επιστήθιος φίλος μου και διδάσκαλός μου εις των όπλων το στάδιον. Τίποτε επί γης δεν υπάρχει δυνάμενον να με πείση να παρακούσω εις την φωνήν του, ην θεωρώ ιεράν, εκτός μόνης της φωνής του καθήκοντος, ην θεωρώ έτι ιερωτέραν, και της φωνής του Θεού, ήτις μόνη έχει το δικαίωμα να διέπη τα ανθρώπινα πράγματα. Η συνείδησίς μου, αδελφοί και συστρατιώται, είναι εις δισταγμὀν, και παρακαλώ σας, ως πιστούς χριστιανούς και άνδρας εντίμους, την χείρα εις την καρδίαν σας θέτοντες και την αλήθειαν καλούντες εις τα χείλη σας, να με φωτίσητε διά της κρίσεώς σας περί των αληθών καθηκόντων μου και να μοι δείξητε την οδόν, ην πρέπει να βαδίσω, όπως τύχω επί ζωής της επιδοκιμασίας των ανθρώπων και μετά τον θάνατον της εγκρίσεως του θεού και της ευσπλαγχνίας του. Παρακαλώ δε τον Εξοχώτατον Μισέρ Ροβέρτον να σταθμίση επίσης εν τη φρονήσει αυτού τας περιστάσεις, και να μοι είπη ειλικρινώς ό,τι το αίσθημα της δικαιοσύνης αυτού τω υπαγορεύει, πεποιθώς ότι η κρίσις του θέλει βαρύνει μεγάλως εις την πλάστιγγα του νοός μου.

Ψιθυρισμός ευφημίας διηγέρθη πανταχόθεν μετά τας ευγενείς και έμφρονας ταύτας λέξεις, αίτινες όμως εις τον Πετραλείφαν επέφερον την φρικίασιν, ην δίδει ο χάλυψ εις μάρμαρον προστριβόμενος, και από της στιγμής ταύτης εφαίνετο ούτος ως εις βελόνας καθήμενος. Ο δε Ροβέρτος αποταθείς προς τον Βιλλαρδουίνον,

— Ουδέποτε, είπε, φίλε και αδελφέ, άλλα αισθήματα προσεδόκουν από της φρονήσεως και της δικαιοσύνης σου· περιμένω την κρίσιν των ευγενών αρχόντων και ιπποτών, ίνα πράξω όπως αποφασίση.

Τότε, εις εν νεύμα του Βιλλαρδουίνου ο αυθεντικός καγκελάριος[7] ή αρχιγραμματεύς, έλαβεν από χαρτοφυλακίου ολοσηρικού χρυσοστίκτου άλλην μεμβράναν, έχουσαν επίσης προσηρτημένην μεγάλην σφραγίδα εις μεταξωτά σχοινιά, και ανέγνω ως έπεται·

«Ημείς Γουλιέλμος Καμπανίτης, υποκόμης Διβιώνος, κύριος Μάρκης, Αυθέντης πάσης Αχαΐας, πάσι τοις εντευξομένοις· επειδή έδοξε τω Κυρίω να μετακαλέση εις εαυτόν Λουδοβίκον τον Καμπανίτην, τον ημέτερον πρωτότοκον αδελφόν, απερχόμενοι εις Γαλλίαν όπως παραλάβωμεν την πατρικήν κληρονομίαν Διβιώνος και Μάρκης, εγκαταλείπομεν εις Μωρέαν ως ημέτερον πληρεξούσιον Βαΰλην και Τοποτηρητήν, τον ημέτερον Πρωτοστάτορα Γοδοφρείδον τον Βιλλαρδουίνον, όπως εξασκή εν ονόματι ημών και αντί ημών πάντα ημών τα κυριαρχικά δικαιώματα και προνόμια. Ορίζομεν δε ότι, αν, εντός ενός έτους και μιας ημέρας ή επανηρχόμεθα ημείς αυτοί εις την αυθεντίαν ημών, ή παρουσιάζετο ανθ' ημών τις ημέτερος συγγενής ή άλλος όστις δήποτε ως διάδοχος ημών, ο ημέτερος Βαΰλης οφείλει να παραδώση εις ημάς, ή εις αυτόν ως εις ημάς τους ιδίους, τον τόπον και την αυθεντίαν απροφασίστως· αν όμως παρέλθη το έτος και η ημέρα χωρίς ουδείς να τω απαιτήση την διαδοχήν εκ μέρους ημών, ο Μισέρ Γοδοφρείδος ο Βιλλαρδουίνος θέλει μείνει νόμιμος και ακαταζήτητος κληρονόμος ημών εις την αυθεντίαν της Πελοποννήσου, οία δήποτε και όθεν δήποτε αν τω ήρχετο διαταγή εναντία, απολαμβάνων πάντων αυτής των δικαιωμάτων και προνομίων, ως ημείς αυτοί, διότι τοιαύτη είναι η θέλησις ημών. Εγένετο εν Αρκαδία, τη 10η Μαρτίου, 12Ο9.

Ο Καγκελάριος παυσάμενος της αναγνώσεως, ήπλωσε την μεμβράναν εις αναλόγιον κείμενον εν τω μέσω της εκκλησίας, όπως ο βουλόμενος δυνηθή να λάβη γνώσιν αυτής και δι' αυτοψίας. Αλλ' ουδείς εκινήθη εκ της θέσεώς του, και ουδείς ήθελεν επί τοσούτον σπουδαίου αντικειμένου να λάβη πρώτος την ευθύνην της αγορεύσεως. Ο δε Ροβέρτος έμεινεν επί της έδρας του ωχρός και δάκνων τα χείλη του εις οδυνηράν προσδοκίαν, ο Πετραλείφας εταράττετο και παρερρίπτετο ως πυρέστων επί του θρόνου του, και ο Νόννος εφαίνετο ως κινδυνεύων ν' αποπνιγή υπό του αίματος αναβάντος εις τας καρωτίδας του. Τέλος δ' ο Βιλλαρδουίνος, διακόπτων την σιωπήν,

— Ηκούσατε, είπεν, αδελφοί και φίλοι, τους δύο ορισμούς του Αυθέντου. Ο πόθος της ψυχής μας είναι ν' αποσυρθώ εις την φίλην πατρίδα μου, ν' απολαύσω εις την δύσιν των ημερών μου της αναπαύσεως ης έχει ανάγκην το γήρας μου, και να ταφώ όπου οι γονείς μου ετάφησαν. Αλλ' η απόφασίς μου είναι να εκπληρώσω το χρέος μου και την θέλησιν του Αυθέντου και φίλου μου, ό,τι δήποτε και αν μοι επιβάλλη. Η απόφασίς μου περιμένει την κρίσιν σας, και την ελπίζει σύμφωνον προς τον πόθον μου.

Τότε ανεπήδησεν εις το μέσον διά ν' αποκριθή ο Μάιος Ραιμόνδος, Βαρόνος της Βελιγόστης, και ο Ροβέρτος, όστις δεν ήθελε να ομιλήση ο ίδιος, ησθάνθη χαράν μεγάλην ότι ο σύντροφός του ανελάμβανε την υπεράσπισιν των δικαιωμάτων του.

— Το χρέος ημών όλων, είπε, το υπέδειξαν αι λέξεις του εξοχωτάτου Τοποτηρητού. Ολοι είμεθα επίσης άνθρωποι λίζιοι του αυθέντου ημών, και οποίαι και αν ώσιν αι κλίσεις, οποίαι αι διαθέσεις ημών, δεν δυνάμεθα, ως έντιμοι και πιστοί ιππόται, ειμή να κύψωμεν εις την διαταγήν του. Αν η κατακράτησις αλλοτρίων δικαιωμάτων ή η επέμβασις εις αυτά είναι ανόσιος πράξις, λειποταξία είναι η εγκατάλειψις της θέσεως εις ην ετάχθημεν υπό των αρχόντων και εχρίσθημεν παρά του θεού. Δεν πρόκειται να κρίνωμεν ούτε κατ' εύνοιαν ούτε κατά συμπάθειαν, αλλά την θέλησιν εκτιμήσαντες του αυθέντου, να εκτελέσωμεν αυτήν ακριβώς·

— Την θέλησιν του Αυθέντου; είπεν ανεγερθείς Ιωάννης ο Νεϋλλής, ο Βαρόνος της Μάνης. Αυτήν, την ηκούσαμεν ευκρινέστατα διαγεγραμμένην. Αν εντός ενός έτους και μιάς ημέρας απ’ της δεκάτης Μαρτίου, αν μέχρι της δύσεως της ενδέκατης Μαρτίου, ήρχετο ο Εξοχώτατος Μισέρ Ροβέρτος και εζήτει την κληρονομίαν της Αυθεντίας, προδότης και ένοχος θα ήτον πας όστις δεν τον ανεγνώριζεν ως Αυθέντην και κύριόν του. Αφ'ου όμως έκτοτε δεκαπέντε παρήλθον ημέραι, προδόται και ένοχοι θέλομεν είσθαι προς τον κυριάρχην ημών, και των ρητών ορισμών αυτού άπιστοι παραβάται, αν άλλον αναγνωρίσωμεν αυθέντην παρά τον Μισέρ Γοδοφρείδον τον Βιλλαρδουίνον. Δεν έχομεν δικαίωμα εκλογής, αλλά μόνον χρέος υποταγής· ουδ’ αυτός ο Βιλλαρδουίνος έχει δικαίωμα ουδέ δύναται χωρίς εγκλήματος να εγκαταλείψη την θέσιν εις ην εκλήθη. Αυθέντης ημών είναι ο Γαδοφρείδος Βιλλαρδουίνος.

— Ζήτω ο Γοδοφρείδος Βιλλαρδουίνος! ηκούσθη φωνή μεγάλη θορυβωδώς αναβοώσα εκ των εσχάτων εδρών όπου εκάθηντο οι προύχοντες Έλληνες. Ο Βιλλαρδουίνος ήτον εν γένει αγαπητός παρά τοις Έλλησι, παρ’ εκείνοις δηλαδή εξ αυτών, όσοι μη αισθανόμενοι εν εαυτοίς την δύναμιν αντιστάσεως, έστεργον τους ξένους κατακτητάς· διότι ου μόνον εσεβάσθη το θρήσκευμά των, αλλά και εις τους ευγενείς αφήκε πολλά των προνομίων α είχον και πριν, εκείνα καν όσα εθεράπευον την ματαιοφροσύνην των, χωρίς να ενοχλώσι την δύναμίν του, και του λαού εσεβάσθη τα δικαιώματα, αντικαταστήσας μόνον πολλαχού τους φράγκους ιππότας αντί των εγχωρίων αρχόντων. Παντάπασιν επομένως δεν τους ηυχαρίστει η ιδέα να δεχθώσι νέον άρχοντα, όστις δεν τους εγνώριζε, δεν είχεν ουδεμίαν προς αυτούς υποχρέωσιν και υπόσχεσιν, και εδύνατο να τοις αφαιρέση, όχι να τοις προσθέση ουδέν. Διά τούτο, άμα εμψυχωθέντες υπό των λόγων του Ραιμόνδου και του Νεϋλλή, ανέκραξαν πρώτοι το, Ζήτω ο Γοδοφρείδος Βιλλαρδουίνος! Η κραυγή δε αύτη, άμα ακουσθείσα, απήντησεν ηχώ εις όλα τις εκκλησίας τα πέρατα, και πάντες οι ιππόται, ηλεκτρισθέντες, ως εξ ενός στόματος ανευφήμησαν επανειλημμένως· Ζήτω ο Γοδοφρείδος Βιλλαρδουίνος, Αυθέντης του Μωρέως!

— Τότε δε, εγερθείς ούτος, ένευσε δια της χειρός, και παραιτησάμενος σιωπήν,

— Άρχοντες, είπεν, αδελφοί και συστρατιώται, Σας ευχαριστώ διά την αγάπην ην μοι δεικνύετε, και δια την κρίσιν ην επροφέρατε εν φόβω θεού και εν καθαρά συνειδήσει. Εις πάσαν θυσίαν ειμί έτοιμος δι' αγάπην σας, και θέλω προθύμως παραιτηθή διά σας και τας ελπίδος του να ιδώ πάλιν ποτέ την πατρίδα μου και της ησυχίας των τελευταίων μου ημερών. Αλλά πριν νικηθώσιν εντελώς οι δισταγμοί μου, έχω ανάγκην να οδηγηθώ και από της γνώμης του Εξοχωτάτου φίλου και αυθέντου μου, του Μισέρ Ροβέρτου, διότι έχω απεριόριστον υπόληψιν προς αυτήν, και τον παρακαλώ να μοι την εκθέση εν ειλικρινεία και πεποιθήσει.

Όλοι απέβλεψαν τότε προς τον Ροβέρτον, όστις ωχρός και με συνεσταλμένους τους μυώνας του προσώπου ηγέρθη, και

— Μετά την πάνδημον έκφρασιν, είπεν ψυχρώς, της γνώμης των αξιοτίμων τούτων ιπποτών, εις εμέ δεν μένει τι να προσθέσω, και η απόφασίς μου είναι αύριον ν' αναχωρήσω διά την Γαλλίαν.

— Φίλτατε Μισέρ Ροβέρτε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, του καθήκοντος η ισχύ είναι αναπόδραστος εις τους ευ φρονούντας, και ημείς είμεθα δούλοι αυτού. Όταν οι έντιμοι ούτοι ιππόται εξετίμησαν ούτω το εμόν καθήκον, δεν τολμώ ουδ' έχω δικαίωμα να το παραβώ. Σας παρακαλώ δε, ευγενέστατε αδελφέ, να μη θυμωθήτε κατ’ εμού διά τούτο, αλλ’ αν ευαρεστήσθε, διαμείνατε εις την Πελοπόννησον, και θέλετε τιμηθή μετά των πρώτων ως φίλος μου και συγκάθεδρος. Θέλομεν κατακτήσει ομού τα φρούρια του Ναυπλίου, του Άργους, της Κορίνθου και της Μονεμβασίας, ανθιστάμενα εισέτι εις τα ημέτερα όπλα, και θέλω σας παραχωρήσει το μέρος της εξουσίας το ανήκον εις την ανδρείαν σας.

— Ευχαριστώ, Υψηλότατε, διά την καλοκαγαθίαν σας, απεκρίθη ο Ροβέρτος, χωρίς να δυνηθή ν' απαλλάξη την φωνήν του ελαφρού τινος τόνου πικρίας. Η μόνη δε χάρις ην σας ζητώ, είναι να μοι δώσητε ίππους και οδηγούς, ίν’ αναχωρήσω αύριον δι’ Ανδραβίαν, όθεν θέλω ν' απέλθω αμέσως εις την Γαλλίαν. Τους ευγενείς δε ιππότας τούτους παρακαλώ να μοι δώσωσιν εγγράφως την απόφασιν της κρίσεως των, όπως μοι χρησιμεύση ως δικαιολόγημα προς τον Αυθέντην και θείον μου, και προς τον Μεγαλειότατον βασιλέα ημών, Φίλιππον Αύγουστον, ότι δεν εγκατέλειψα κούφως και αναιτίως την θέσιν εις ην απεστάλην, και μη εκτεθώ εις χλεύην και περιφρόνησιν.

— Θα σας δοθή, ένδοξε αδελφέ, υπέλαβεν ο Βιλλαρδουίνος, η επίσημος, έγγραφος και ενσφράγιστος μαρτυρία και εμού και όλων ημών, ότι επράξατε ως ιππότης ευγενής και φρόνιμος, όλα τα προς τον ηγεμόνα καθήκοντα, και ενεδώκατε εις μόνην την ομόθυμον κρίσιν όλων των ιπποτών και αρχόντων της ηγεμονίας. Εις την απόδειξιν δε ταύτην θα επισυνάψω και αντίγραφον του ορισμού του αυθέντου μου Μισέρ Γουλιέλμου του Καμπανίτου, προς πλήρη δικαιολογίαν σας. Όσον δι' ίππους προς οδοιπορίαν, όλοι οι ίπποι μου και των ιπποτών τούτων εισίν εις την διάθεσίν σας· οδηγόν δε δεν θέλω στέρξει να έχητε άλλον εις την Αυθεντίαν μου παρ' εμέ τον ίδιον. Αύριον, κύριοι, επρόσθεσεν αποτεινόμενος προς τους ιππότας, συνοδεύομεν τον ευγενέστατον Μισέρ Ροβέρτον εις Ανδραβίδαν. Θέλω, όταν τοιούτος επίσημος ξένος μας ετίμησεν ελθών εις ηγεμονίαν μας, να τω αποδοθώσιν όλαι αι τιμαί όσαι ανήκουσιν εις τους ευγενεστάτους και τους μεγίστους. Τώρα δε, ας αποδώσωμεν ευχαριστίαν εις τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να οδηγήση την κρίσιν σας, και ας τον παρακαλέσωμεν να μας φωτίζη και ποδηγετή και εις το επέκεινα ημέτερον στάδιον.

Τότε προελθών ο Επίσκοπος Λακεδαίμονος, ετέλεσε δοξολογίαν, μεθ’ ην διελύθη η συνέλευσις μετά λαμπροτάτων ζητοκραυγών. Εν ω δε διήρχοντο, ο Πετραλείφας ευρεθείς πλησίον του Νόννου,

— Δεν ήξευρον, τω είπεν εις το ωτίον, ότι η λεοντή τοιαύτην αλώπεκα έκρυπτεν. Καιρός να στρέψωμεν τα ιστία!

ΚΕΦ. ΙΖ'.

Το εσπέρας ο νέος Αυθέντης[8], γλυκίζων διά τον Ροβέρτον της πικράς φιάλης τα χείλη, τω έδωκεν εορτήν λαμπροτάτην, εις ην προσεκάλεσε πάσαν των Φράγκων και των Ελλήνων την αριστοκρατίαν. Τω εδαψίλευσε δ’ απέναντι όλων τούτων των ευγενών ανδρών τε και γυναικών μετά τρόπων αποπνεόντων ειλικρίνειαν και εγκάρδιον συμπάθειαν, και μετά μεγίστης ευπρεπείας και επιδεξιότητος, πάσαν σπουδήν και περιποίησιν, και όλον το σέβας το δυνάμενον οπωσούν να ιάνη, την κατά φυσικόν λόγον τετραυματισμένην καρδίαν του. Και οι παρευρισκόμενοι όλοι, μαντεύοντες την διαγωγήν του Αυθέντου διά της έκτης εκείνης αισθήσεως, ήτις φαίνεται δεδομένη τοις αυλικοίς, όπως διορώσι τας διαθέσεις του ηγεμόνος και συμμορφώνται προς αυτάς, επέτειναν έτι μάλλον τας ενδείξεις σεβασμού και φιλοφροσύνης· ώστε ουχί, ως ήτον ενδεχόμενον, ο νεοχειροτόνητος Αυθέντης, αλλ’ ο έκπτωτος και κενός απερχόμενος εφαίνετο ο αληθής ήρως της εορτής. Ήτον δε αύτη ευθυμοτάτη, διότι κοινή ευχαρίστησις επέλαμπεν εις όλων τα πρόσωπα. Ουδενός όμως χείλη εμειδίων τοσούτον χαρμοσύνως, ουδενός βλέμματα έστιλβον τοσούτον ζωηρώς, ως τα της Άννης, προς ην προσελθών ο Γωλτιέρος, όταν ουδείς προσείχεν εις αυτούς,

— Ελπίζω, τη είπε, να μην ιδώ πλέον τα κακά εκείνα δάκρυα.

— Νομίζετε τω όντι, ηρώτησεν η Άννα, ως βεβαία περί της απαντήσεως, ότι δεν έχω πλέον να φοβηθώ τας οχληράς απαιτήσεις του;

— Τουλάχιστον, μη αμφιβάλλετε περί τούτου, δεν έχετε να φοβήσθε του λοιπού ότι ο πάππος σας θα σας βιάση να ενδώσητε εις αυτάς, απεκρίθη ο Γωλτιέρος. Είναι μεγίστη η χαρά του Αυθέντου μου, ότι απηλλάγη τοιούτου ισχυρού αντιζήλου.

— Έτι μεγαλυτέρα έσται η εδική μου, απήντησε μετά μορφασμού χαριέντως χαιρεκάκου η Άννα, όταν απαλλαγώ του αυθέντου σας, και προσέξατε μη ειπώ, και του πρέσβεώς του.

Την επαύριον δ’ ήρχισεν η οδοιπορία, ομοιάζουσα εκστρατείαν σχεδόν ή πομπήν εορτάσιμον. Ο Αυθέντης μεθ' όλων των ιπποτών, όσοι ευρέθησαν εις Λακεδαίμονα, συνώδευσε τον Ροβέρτον, προσέτι δε και ο Πετραλείφας μετά της εκγόνου του, διότι ο Βιλλαρδουίνος τω είπεν ότι έγραψεν εις την σύζυγόν του να μεταβή αμέσως εις Ανδραβίδαν, ίνα προπέμψωσι τον φίλον των αξιοπρεπώς. Εξηκολούθουν δε του αυθέντου αι προς τον Ροβέρτον περιποιήσεις τόσον ευγενείς πάντοτε και τόσον μεγάλαι, ώστε ελησμόνει ούτος ό,τι δυσάρεστον είχεν η θέσις του. Και οι λοιποί δε όλοι, διορώντες ότι το προσωπείον τούτο ήτον αναγκαίον, αλλά και εφήμερον, εφαίνοντο προσέχοντες εις τον απερχόμενον Αυθέντην πολύ περισσότερον παρά εις τον μένοντα.

Μόνος δ’ ο Πετραλείφας, αφ' ότου μετά τρόμου ενέβλεψεν εις το βάθος της πονηρίας και ανεκάλυψε την έκτασιν της ικανότητος του Βιλλαρδουίνου, ενθυμούμενος ότι είχε τινάς αμαρτίας αποτεταμιευμένας εις μίαν της συνειδήσεώς του γωνίαν, εζήτει πάσαν αφορμήν όπως επιδείξη υπερβολικήν χαράν διά την νέαν στροφήν των πραγμάτων, και επεθύμει, επιτυχών τον Αυθέντην μόνον, να εξιχνιάση, ει δυνατόν, το βάθος του πνεύματός του και πληροφορηθή αν εις αυτό δεν ενεφιλοχώρει σπέρμα τι υποψίας, αφ' ότου προ πάντων είχεν ακούσει ουκ άνευ ταραχής την αιτίαν της εις Αρκαδίας μεταβάσεως του Τοποτηρητού. Αλλά το να τον επιτύχη κατά μόνας ήτον το δύσκολον, διότι ο Βιλλαρδουίνος εφιλοτιμείτο να μη αφήση ουδέ στιγμήν τον Ροβέρτον μόνον εις τους πικρούς λογισμούς του. Τέλος όμως η περίστασις αυτή τω παρουσιάσθη εις Καρίταιναν, όπου Ούγων ο Βριάριος, ο Βαρόνος της επαρχίας ταύτης, επρότεινεν εις τον Ροβέρτον να επισκεφθη ως δύο ώρας μακράν απέχον, και εκτός της οδού των κείμενον, θαυμάσιόν τι έρημον φρούριον, εκ μεγίστων όγκων ωκοδομημένον, έργον παλαιών γιγάντων, ως έλεγεν, αινιττόμενος τα ωραία πελασγικά τείχη της Γόρτυνος, ης το όνομα διετηρείτο τότε ακόμη, παραφθαρέν υπό των Φράγκων εις το της Σκόρτας. Την εκδρομήν ταύτην παρηκολούθησαν οι πλείστοι των ιπποτών· ο Βιλλαρδουίνος όμως έμεινεν εις Καρίταιναν κεφαλαλγών, ως επροφασίσθη, ίσως όμως και εννοήσας την επιθυμίαν του Πετραλείφου, και θέλων να τω παρέξη αφορμήν όπως την εκπληρώση. Το βέβαιον είναι ότι ο Πετραλείφας δεν παρημέλησε την χορηγηθείσαν αυτώ ευκαιρίαν, και προτείνων το γήρας του και αυτός, απέφυγε την εκδρομήν, και εν τέταρτον μετά την αναχώρησιν των λοιπών, ήλθε προς τον Βιλλαρδουίνον.

— Είναι αληθές, είπεν, ότι η υμετέρα υψηλότης ησθένησεν; Η είδησις αύτη μ' ετάραξεν. Ελπίζω ότι ήτον ψευδής.

— Αληθέστατον, Εξοχώτατε, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος, ως βαρυνόμενος την ζωήν του. Εσαθρώθη το σαρκίον, επαλαίωσε το σκεύος. Διότι ολίγας τώρα ημέρας περιφέρομαι εις την ράχιν του ίππου μου, ιδού όλον μου το αίμα φέρεται προς την κεφαλήν, ήτις κινδυνεύει να διαρραγή. Έχω ανάγκην αναπαύσεως, η χειρ μου δεν είναι πλέον διά το σκήπτρον της ηγεμονίας. Είχετε δίκαιον, Εξοχώτατε, φρονίμως εσκέπτεσθε· χειρ νεωτέρα, η χειρ του Ροβέρτου έπρεπε να το φέρη.

— Είχον δίκαιον! έκραξεν ο Πετραλείφας φρικιών όλος. Εγώ ήθελον έχει ποτέ τοιαύτην ιδέαν! Επιτρέψατέ μοι να σας ειπώ, ότι και εις το στόμα σας ακούων αυτήν αγανακτώ, και την κηρύττω βλάσφημον!

— Παράδοξον, είπεν ο Βιλλαρδουίνος με πολλήν αφέλειαν. Διατί λοιπόν εγώ ενόμιζον ότι ήτον αυτή η ιδέα σας;

— Διότι, απεκρίθη ο γέρων, σας συνέβη ό,τι ποτέ δεν σας συμβαίνει, ν' απατηθήτε. Η ιδέα μου είναι εξ εναντίας ότι εις την Πελοπόννησον πρέπει να ηγεμονεύη ο κατακτήσας την Πελοπόννησον. Εις διοίκησιν του τόπου τούτου, όπου οι άρχοντες εισίν υιοί της τύχης, έτοιμοι να ζητήσωσι πάντοτε παρ' αυτής και παρά της σπάθης των τα ανώτατα άθλα της φιλοδοξίας, και να διαφιλονεικήσωσιν αυτά προς τους προκαταλαβόντας, όπου οι αρχόμενοι οργίλως μαστώσι τον χαλεινόν των, και κύπτουσι μόνον έως ου, ευρόντες αφορμήν, αναπηδήσωσι και επιτεθώσιν, απαιτείται φρόνησις δεδοκιμασμένη, πολιά πείρα, και επιρροή ερριζωμένη εις πολυετή εξάσκησιν της αρχής και εις πολεμικά κατορθώματα, εις το σέβας και την αγάπην και των κατακτητών και των υπηκόων. Αν η κακή τύχη του τόπου τούτου είχε μεταφέρει εις άλλας χείρας αυτού το πηδάλιον, θα εξώρμων εκ των τεσσάρων σημείων θύελλαι στάσεων, και η απερίσκεπτος ορμή, και η νεανική κουφότης αντί να τας καταστείλη, θα κατεποντίζετο υπ' αυτών. Όχι, Υψηλότατε· πιστεύσατέ με, διαμείνας εις την Πελοπόννησον, εξεπληρώσατε καθήκον ιερόν, ουδ' εδύνασθε να το παραβήτε άνευ εγκλήματος, ιδού η όλη ιδέα μου.

— Σας ευχαριστώ ότι μοι την είπετε. Το βαθύ βλέμμα ο ρίπτετε εις τα πράγματα της ηγεμονίας μου, μοι εγγυάται και περί της ορθότητος της κρίσεώς σας. Αυτή καθησυχάζει τας τελευταίας μεμψιμοιρίας της συνειδήσεώς μου, ότι δεν ηκολούθησα τας κλίσεις της καρδίας μου, ν' απέλθω εις την φίλην πατρίδα μου, να καλλιεργώ τον αγαπητόν μου αγρόν.

— Αγρός σας είναι, απεκρίθη ο Πετραλείφας, όλη η απέραντος αύτη αυθεντία, και τον καλλιεργείτε, την δόξαν εμφυτεύων εις αυτόν και την ευημερίαν. Το κατ' εμέ, ήθελον θεωρήσει εμαυτόν ευτυχή, αν, επειδή συνέπεσε να ευρεθώ ενταύθα κατά την επίσημον ταύτην εποχήν, ένδοξον διά την Υμετέραν Υψηλότητα και τρισευδαίμονα διά τον τόπον τούτον, αν μοι επετρέπετο να συντελέσω το κατά δύναμιν εις την αύξησιν της δυνάμεως και της δόξης της υμετέρας Υψηλότητος, και εις την στερέωσιν του μεγάλου της έργου.

— Πώς! είπεν ο Βιλλαρδουίνος, δίδων περιχαρή έκφρασιν εις το πρόσωπόν του· αύτη είναι πρότασις ανεκτίμητος δι' εμέ. Πάσα μου η ευγνωμοσύνη δεν θέλει είσθαι ισότιμός της. Ακούω ανυπομόνως· ειπέτε μοι, οποίον είδος συνδρομής ημπορώ να ελπίζω;

— Η δύναμίς σας, απεκρίθη ο Πετραλείφας, εις την ευρύχωρον ταύτην ηγεμονίαν είναι μεγάλη, διότι στηρίζεται εις το σέβας των βαρόνων και εις του λαού την αγάπην. Αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι δεν εδύνατο να είναι έτι μεγαλυτέρα. Μεταξύ των ιπποτών όσοι διενεμήθησαν την κληρονομίαν του Αυτοκράτορος Αλεξίου, υπάρχουσί τινες σχεδόν ισοδύναμοί σας, και ευαρεστότερον και ασφαλέστερον, εις εποχάς μάλιστα αβεβαίους ως ταύτην, νομίζω να είναι τις ανώτερος μάλλον ή ίσος. Τούτο δε δι' ενός τρόπου δύναται να κατορθωθή, διά της ενώσεως. Δεν φρονείτε, Υψηλότατε, ότι, αν η χειρ σας είναι τροπαιούχος σήμερον, η χειρ σας συνδεδεμένη μετά της χειρός του Αυθέντου της Ελλάδος θέλει είσθαι ακαταμάχητος;

— Ω! αναμφιβόλως, είπεν ο Αυθέντης του Μωρέως. Αν μοι προτείνητε συμμαχίαν μετά του Υψηλοτάτου Κυρ Θεοδώρου, του γαμβρού σας, την δέχομαι περιχαρώς, και την θεωρώ δι εμέ ως μέγα ευτύχημα.

— Αλλά, επρόσθεσεν ο γέρων, μελιτώσας την φωνήν του, και δους εις τους οφθαλμούς του την πειστικωτέραν αυτών έκφρασιν, αι συμμαχίαι, καθό ανθρώπινα έργα, εισί πολλάκις ακροσφαλείς. Ταύτην, αν θέλητε, δυνάμεθα να συσφίγξωμεν δι’ αδαμαντίνων ή ορθότερον δι' ανθίνων, αλλ’ ουχί ήττον αρρήκτων δεσμών. Ποτέ μου δεν υπέκρυψα τον θαυμασμόν μου διά τον ανδρείον Γοδοφρείδον, τον προσφιλή σας υιόv! Ο Αυθέντης της Ελλάδος δεν δύναται να επιθυμήση διά την θυγατέρα του σύζυγον φθονητότερον. Αν η Υμετέρα Υψηλότης συγκατένευεν, η ένωσις των τέκνων εδύνατο να γίνη η άσειστος βάσις της ενώσεως των γονέων.

— Πώς! προτείνετε να νυμφευθή η Άννα τον Γοδοφρείδον μου!

— Ναι! Η πρότασίς μου σας δυσαρεστεί;

— Εξ εναντίας, με τιμά εις βαθμόν υπέρτατον, αλλά συγχρόνως και με εκπλήττει.

— Σας εκπλήττει, Υψηλότατε; Δεν εννοώ.

— Αλλά, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, η Άννα, νομίζω, δεν επρόκειτο να νυμφευθή τον Ροβέρτον;

— Τον Ροβέρτον; υπετραύλισεν ο Πετραλείφας, και εσκίρτησαν του προσώπου του οι μυώνες.

— Βεβαίως, τον Ροβέρτον, απήντησεν ο Αυθέντης. Α! και τώρα ενθυμούμαι διατί έλεγον ότι είσθε ιδέας ν' αποσυρθώ της Αυθεντίας του Μωρέως και να με διαδεχθή ο Ροβέρτος. Δεν απεστείλατε εις την Γαλλίαν τον Νόννον να επιταχύνη την έλευσίν του, και να τω προτείνη το συνοικέσιον;

— Τον Νόννον! επανέλαβεν ο Πετραλείφας τους οφθαλμούς τεταμένους και την όψιν απολελιθωμένην υπό της εκπλήξεως.

— Ναι, βεβαίως· επέμεινεν ο Βιλλαρδουίνος. Ελησμονήσατε όταν εις την Λακεδαίμονα, την ημέραν του Ιπποδρομίου, επέστρεψε με βλαχοποιμένος ενδύματα, και σας έφερε του Ροβέρτου την συγκατάθεσιν εις την πρότασίν σας ;

Εις το πρόσωπον του Πετραλείφου νεκρική επετύθη ωχρότης. Αλλ' άμα συνελθών, και ως αιφνιδίαν τινα λαβών απόφασιν, επλησίασεν εις τον Βιλλαρδουίνον.

— Βλέπω, είπεν, ότι η αξίωσις ν' αντιπαλαίσω προς την Υμετέραν Υψηλότητα, είναι άφρων. Εννοώ πόσον άνισος είναι η πάλη. Χωρίς να ερευνήσω πώς η Υμετέρα Υψηλότης ενεβάθυνε μέχρις αυτών των κρυπτών του νοός μου, κηρύττω εμαυτόν ηττηθέντα, και παύω υποκρινόμενος, διότι ενώ είναι μάταιον, καθίσταμαι και γελοίος. Ναι, είναι αληθές ότι έπεμψα τον Νόννον εις Γαλλίαν, ότι επρότεινα εις τον Καμπανίτην την χείρα της Άννης. Δεν επιχειρώ να δικαιολογήσω το παρελθόν. Η Υμετέρα Υψηλότης γνωρίζει υπέρ πάντα άλλον ότι εις ηγεμόνας αι αξιώσεις της θέσεώς των επιβάλλουσι πολλάκις σιωπήν εις την φωνήν της καρδίας των. Θέλω όμως και πρέπει να σας δώσω εχέγγυα περί του μέλλοντος. Και πρώτον, αυτό το παρελθόν. Αν έπεμπον πρέσβυν προς τον Ροβέρτον, αν διεπραγματευόμην συγγενικόν δεσμόν μετ' αυτού, τούτο αποδεικνύει ότι, ενώ η καρδία του πατρός συνηγορεί εν εμοί υπέρ του Γοδεφρείδου, ο νους του ηγεμόνος ωμίλει υπέρ του Αυθέντου· ιδού δε ήδη αι δύο ευχαί μου ηνώθησαν ευτυχώς εις μίαν, έχουσαν επομένως έντασιν διπλασίαν. Το συμφέρον! Υπάρχει εγγύησις ταύτης μεγαλυτέρα;

— Και αν υπάρχη, απεκρίθη μειδιών ο Βιλλαρδουίνος, αλλά είναι και αυτή, το αναγνωρίζω, μεγάλη. Εν μόνον ελάττωμα έχει, ότι συγκαταστρέφεται άμα υποχωρήση η βάσις εφ' ης στηρίζεται.

— Αληθές, είπεν ο Πετραλείφας· αλλά δεν εφαρμόζεται εις την περίστασιν ταύτην. Η Αυθεντία περιήλθεν εις την υμετέραν Υψηλότητα και τους διαδόχους της. Ακατάστροφον λοιπόν είναι το συμφέρον τούτο, και η απ’ αυτού εγγύησις ακατάστροφος και αυτή.

— Ίσως, είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Αλλ' η Υμετέρα Ενδοξότης το έλεγεν ορθότατα προ ολίγου. Εις την Αυθεντίαν ταύτην περικάθηνται θύελλαι, και δύνανται ανά πάσαν στιγμήν να φυσήσωσιν αφ' εκατέρου σημείου του ουρανού. Ηξεύρετε, λόγου χάριν, ότι ιχνηλατώ από τίνων ημερών την ανακάλυψιν συνομωσίας. Μέχρι τούδε απέτυχον. Αν αύτη ριζωθή και λάβη, πιθανότητα επιτυχίας, τότε βλέπετε ότι το συμφέρον δύναται να λάβη νέαν στροφήν.

Και ταύτα λέγων ο Βιλλαρδουίνος, ητένιζεν ασκαρδαμυκτί τον Πετραλείφαν, διατηρών όμως επί των χειλέων του μειδίαμα πραΰνον την τραχύτητα εκείνου του βλέμματος.

Ο δε Πετραλείφας έμεινεν επί τινας στιγμάς σιωπηλός, και ως εις οδυνηράν σκέψιν βεβυθισμένος. Έπειτα δε σείσας την κεφαλήν,

— Να θέλω ν' αναγνώσω, είπεν, εις το βιβλίον της διανοίας σας, όταν θέλητε να μοι το κρατήτε κεκλεισμένον, θα ήτον μωρία εκ μέρους μου. Επειδή όμως η μία εγγύησις σας είναι, ως βλέπω, ανεπαρκής, έχω άλλην να σας δώσω, ήτις και το μέλλον να εξασφαλίζη και το παρελθόν να εξαγοράζη, οποίον δήποτε και αν είναι ή αν το νομίζητε.

— Έχετε να μοι δώσητε άλλην; οποίαν; ηρώτησε περιέργως ο Βιλλαρδουίνος.

— Ταύτην, απεκρίθη, ο Πετραλείφας, λαμβάνων εκ του κόλπου του χαρτίον και δίδων αυτό εις τον Βιλλαρδουίνον,

— Ιχνηλατείτε, εξηκολούθησε, την συνωμοσίαν των εγχωρίων, και μέχρι τούδε δεν την ανεκαλύψατε. Ιδού αυτή. Το έγγραφον τούτο περιέχει τους συνωμότας.

— Τους συνωμότας! ανέκραξεν ο Αυθέντης, και αστραπή χαράς επέλαμψεν επί του προσώπου του. Ανέπτυξε δε τον χάρτην μετά σπουδής, και έρριψεν επ' αυτόν το βλέμμα. Η πρώτη του όψις εφάνη ότι οδυνηράν απετέλεσεν εντύπωσιν επ' αυτού. Μετά ταύτα δε, προχωρών εις αυτού την εξέτασιν,

— Ο Βουτσαράς! είπε. Ω! επέστρεψεν εκ του Άδου ίνα με πολεμήση! Ω! και όλοι αυτοί κεκηρυγμένοι εχθροί μου! Ενόμιζον ότι είχον θέσει επ' αυτών τον πόδα. Έπρεπε να τους συντρίψω λοιπόν! — Αλλά, επρόσθεσε μετά στιγμήν σκέψεως, τις ν' αποδείξη ότι ο κατάλογος ούτος είναι γνήσιος;

— Η απόδειξις είναι εις χείρας σας. Άμα ανάψητε τρεις νύκτας κατά συνέχειαν πυράν εις τον προφήτην Ηλίαν, υπεράνω της Ανδραβίδας, την τρίτην νύκτα ημπορείτε να εύρητε εις του Λύκου το Σπήλαιον συνηγμένους όλους όσοι είναι εις αυτόν καταγεγραμμένοι.

— Α! είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Κακόν δεν είναι να το ηξεύρω. Σας ευχαριστώ διά την πολύτιμον ταύτην πληροφορίαν, και θα ήμην ο έσχατος των αχαρίστων αν δεν ανεγνώριζον ότι μοι εδώκατε το μέγιστον δείγμα ειλικρινούς φιλίας.

— Ήτις, ηρώτησεν ο γέρων, δύναται επομένως να σφραγισθή διά της ενώσεως των τέκνων μας;

— Όχι μόνον δύναται, αλλά πρέπει, απεκρίθη ο Αυθέντης. Το συμφέρον είχετε επικαλεσθή προ ολίγου. Εννοείται ότι είναι μέγα και δι' εμέ το συμφέρον. Ποίον ισχυρότερον σύμμαχον δύναμαι να επιθυμήσω μεταξύ των ομοβαθμίων μου παρά τον Υψηλότατον Αυθέντην της Ελλάδος; ποίαν χαριεστέραν νύμφην διά τον υιόν μου παρά την ωραίαν Άνναν; Άμα φθάσωμεν εις Ανδραβίδαν, πρώτον μου έργον θέλει είσθαι να ομιλήσω προς τον Γοδοφρείδον. Την θέλησίν του μεν δεν δύναμαι να βιάσω· αλλ’ όταν πρόκειται περί της Άννης, την βίαν ενεργεί το κάλλος της.

— Θέλει είσθαι ευδαίμων ημέρα, είπεν ο Πετραλείφας, διά τον γαμβρόν μου, όταν δυνηθή να εγκλείση ως υιόν τον Γοδοφρείδον εις τας αγκάλας του.

— Προ πολλού, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος, θεωρώ την Άνναν ως προσφιλή θυγατέρα μου.

— Οι δύο ομού, δια της ενώσεως ταύτης, επρόσθεσεν ο Πετραλείφας, θέλετε καταστή το φόβητρον του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.

— Ειπέτε, απήντησε μειδιών ο Βιλλαρδουίνος, το εδραιότερον αυτού στήριγμα.

Την στιγμήν ταύτην ηκούσθησαν αι σάλπιγγες του Ροβέρτου και της συνοδείας του επανερχομένου, και ο Πετραλείφας έσπευσε να εξέλθη. Άμα δ’ έστρεψεν ούτος τα νώτα, διά ταχείας κινήσεως της χειρός έσχισεν ο Βιλλαρδουίνος την άνω γωνίαν του χαρτίου ο είχε λάβει παρά του γέροντος, και μετά ταύτα, διπλώσας αυτό, το ενέκλεισεν εις τον κόλπον του.

ΚΕΦ. ΙΗ'.

Την δ' επαύριον εξηκολούθησαν την οδοιπορίαν, ήτις αναπαυτικώς χωρούσα, και συνεχώς διακοπτομένη, διήρκεσε σχεδόν τρεις ημέρας ακόμη. Μετά δε την μεσημβρίαν της τρίτης, όταν εισήρχοντο εις Ανδραβίδαν, παρετήρησαν γενικήν κίνησιν εις την πόλιν ταύτην, και εορτάσιμον την όψιν αυτής, και παρά το σύνηθες ζωηράν. Μόλις δε προέβησαν τινάς εκατοστύας βημάτων, και ο Κιβιτάνος, ειδοποιηθείς υπό της προδραμούσης φήμης, έφθασεν εις προϋπάντησίν των.

— Δεν μοι λέγετε, Κύριε Δήμαρχε, τω είπεν ο Βιλλαρδουίνος μετά τας πρώτας της υποδοχής δεξιώσεις, τι δηλοί της πόλεώς σας ο παροξυσμός; Δεν ήξευρον ότι έχετε πανήγυριν εις την εποχήν ταύτην.

— Δεν έχομεν πανήγυριν, απήντησεν ο Δήμαρχος, αλλ’ η έλευσις της επισήμου Κυρίας ανεπτέρωσεν όλην την πόλιν.

— Της επισήμου Κυρίας! είπεν ο Βιλλαρδουίνος μετ' εκπλήξεως. Τίνος επισήμου Κυρίας;

— Της ηγεμονίδος ήτις ήλθεν εκ Κωνσταντινουπόλεως.

— Σας ήλθεν ηγεμονίς εκ Κωνσταντινουπόλεως! και διατί δεν με ειδοποιήσατε, Κύριε Κιβιτάνε;

Ο Δήμαρχος ητένισε τον Βιλλαρδουίνον εις τους οφθαλμούς. Έπειτα δε απεκρίθη·

— Με συγχωρείτε, Υψηλότατε, Σας ειδοποίησα χωρίς αναβολής, αλλά ο ταχυδρόμος μου, διαβάς διά της Λακεδαίμονος δεν σας επρόφθασε.

— Και ποία είναι η ηγεμονίς ήτις ήλθεν εκ Κωνσταντινουπόλεως;

— Είναι η εκλαμπροτάτη Αγνή η Κουρτεναίη.

— Αγνή η Κουρτεναίη! είπεν ο Βιλλαρδουίνος συλλογισμένος, και ως καθ' εαυτόν ομιλών. Αγνή, πρέπει να είναι η ανεψιά του αυτοκράτορος λοιπόν, η θυγάτηρ ίσως της Ιολάνδης, της αδελφής του.

— Μάλιστα, Υψηλότατε.

— Και πώς ήλθε; και μετά τίνος ήλθε;

— Ήλθε μετά τριών μεγάλων πλοίων του αυτοκρατορικού στόλου.

— Εννοώ τώρα, είπεν ο Βιλλαρδουίνος αποτεινόμενος προς τον Ροβέρτον. Αυτών των τριών πλοίων η εμφάνισις μοι ανηγγέλθη όταν ήμην εις Βλιζίρι, και εξ αιτίας αυτών, νομίσας ότι φέρουσι την Υμετέραν Εξοχότητα, έσπευσα να μεταβώ εις Καλαμάταν. — Και τις συνοδεύει την ηγεμονίδα; ηρώτησε τον Διοικητήν.

— Εις επίσκοπος, απήντησεν ο Διοικητής, και δύο γέροντες Ναΐται, επίσημοι εις την αυτοκρατορικήν αυλήν, και λαμπρά ιπποτών συνοδεία.

— Αλλά τι σημαίνει η αποστολή αύτη, και πού απέρχεται η ηγεμονίς, δεν εδυνήθητε ν' ανακαλύψητε, Κύριε Δήμαρχε; ηρώτησεν ο Αυθέντης.

— Ω! δεν είναι μυστήριον τούτο, απεκρίθη ο Κιβιτάνος. Η Εκλαμπρότης Της απέρχεται εις Ισπανίαν, να νυμφευθή την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα της Αρραγωνίας. Εναντίοι άνεμοι, και τις βλάβη των πλοίων της, την ηνάγκασαν να προσορμισθή εις Ποντικόν.

— Παράδοξα πράγματα μας διηγείσθε, Κύριε Κιβιτάνε. Αλλ' ειπέτε μοι, τη απεδόθησαν όλαι αι εις την γέννησίν της, αι εις την νέαν της θέσιν ανήκουσαι τιμαί; Ο υιός μου Γοδεφρείδος έμελλε να έλθη εις Βλιζίρι και Ανδραβίδαν διά τινας υποθέσεις. Έφθασεν; Εξετέλεσε τα καθήκοντα της ξενίας προς την ευγενή κόρην των Αυτοκρατόρων;

— Η Εκλαμπρότης του έφθασε προ τριών ημερών, διευθυνόμενος προς Βλιζίρι. Αλλ' όταν έμαθε την άφιξιν της ηγεμονίδος, έμεινεν ενταύθα, και ετέθη εις τας διαταγάς της.

— Ευτυχής σύμπτωσις! ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος. Είχον προσέτι μηνύσει εις την Ισαβέλλαν να έλθη εις Ανδραβίδαν, όπου σκοπόν έχω να μείνω μήνας τινάς. Αν έφθανε ταχέως, θα εδυνάμην ν' ανταποκριθώ αξιώτερον εις την μεγάλην και απροσδόκητον τιμήν, ην μας παρέσχον οι άνεμοι και η τύχη.

— Αλλ' η Αυτής Εκλαμπρότης, είπεν ο Δήμαρχος, έφθασεν από σήμερον το πρωί.

— Έφθασεν! είπε περιχαρώς ο Βιλλαρδουίνος. Αγαθή τύχη. Θέλομεν δυνηθή λοιπόν να προσφερθώμεν προς την υψηλήν ημών ξένην ουχί ως αγροίκοι! Και εις τούτο θέλετε συντελέσει, Κύριε Κιβιτάνε.

— Καλός οιωνός· είπεν ο Πετραλείφας εις το ους του Βιλλαρδουίνου. Η τύχη συνεκάλεσεν εις την ένωσιν των παιδίων μας μάρτυρας επισημοτάτους.

Ο Βιλλαρδουίνος τω έσφιγξε την χείρα φιλικώς, χωρίς ν' αποκριθή. Όταν δ' έφθασαν εμπρός της θύρας του,

— Α! ελησμόνησα να σας ερωτήσω, είπε προς τον Δήμαρχον. Ο επίσκοπος Ωλένης είναι εις Ανδραβίδαν;

— Μάλιστα, απεκρίθη αυτός, ρίψας νέον βλέμμα περιεργείας εις τον Βιλλαρδουίνον· εδώ ευρίσκεται.

— Τότε πέμψατε να τον ειδοποιήσητε ότι ήλθον, και θέλω να τον ιδώ. Και ενθυμηθήτε να προπαρασκευάσητε την πόλιν σας όσον πολυτελέστερον δύνασθε. Αύριον ελπίζω να υποδεχθώμεν εδώ την Εκλαμπροτάτην ανεψιάν του Αυτοκράτορος.

Μετά ταύτα δ' ανέβη εις την ηγεμονικήν οικίαν του, συνοδευόμενος υπό των επισημοτέρων εκ των οπαδών του· και, αφού παρουσίασεν αυτούς εις την Ισαβέλλαν, ήτις εδέχθη την Άνναν εις τας αγκάλας της μετ' αληθούς χαράς και στοργής μητρικής, ο μεν Πετραλείφας μετά της εγγόνου του απεσύρθησαν εις την οικίαν των ν' αναπαυθώσιν, τον δε Ροβέρτον κατώκισεν ο Βίλλαρδουίνος παρ' εαυτώ.

— Φίλοι, είπεν ο ιππότης της Καμπανίας προς τον Νόννον και τον Ραιμόνδον, μεθ' ων κατεκλείσθη εις το δωμάτιόν του· ιδού, απέρχομαι ως ήλθα λοιπόν· εσβέσθησαν ως απατηλή λάμψις αι προσδοκίαι του μεγαλείου, τα όνειρα της φιλοδοξίας. Αδιαφορώ δι' αυτά. Ο ιππότης την δόξαν του φέρει μεθ' εαυτού, και το μεγαλείον του εις την αιχμήν της λόγχης του. Εν όσω υπάρχουσιν εχθροί της χριστιανοσύνης, υπάρχει θέρος δόξης άφθονον διά τους ανδρείους. Εν μόνον τρομάζω, την κοπτεράν μάχαιραν του γελοίου· εις την Γαλλίαν δεν υπάρχει όπλον αυτού φοβερώτερον. Ελθών ως κεκηρυγμένος του αυθεντικού θρόνου μνηστήρ, απερχόμενος ως παιδίον μαστιγωθέν, ποίαν εξαίρετον σαρκασμού ύλην δεν θέλω παρέξει εις τας αυλικάς εχίδνας. Αι γυναίκες θέλουσιν ομιλεί περί εμού μετά μειδιάματος, και τ' όνομά μου θέλει ίσως περάσει εις των Τρουβαδούρων τα άσματα.

— Μη βλέπετε, είπεν ο Ραιμόνδος, την θέσιν σας υπό μελανά χρώματα. Ήλθετε εις την Πελοπόννησον υπακούσαντες εις την διαταγήν του Υψηλοτάτου θείου σας. Επράξατε παν ό,τι η φρόνησις, παν ό,τι το καθήκον απήτει· αλλά περιστάσεις ανεξάρτητοι της θελήσεώς σας σας ανεχαίτισαν καθ' οδόν, και τότε πάλιν εσεβάσθητε την βουλήν του αυθέντου και θείου σας, και υπό υπερτάτου αισθήματος τιμής κινούμενοι, αγογγύστως και γενναίως παρητήθητε του αυθεντικού θρόνου, ον εστέλλεσθε να καταλάβητε. Αύτη ουχί σαρκασμών, αλλά παντός επαίνου είναι αξία διαγωγή.

— Παρηγορείς την αθυμίαν μου, φίλε Ραιμόνδε, απεκρίθη ο Ροβέρτος, και μοι εμφυσάς θάρρος διά την επιστροφήν μου. Ήσαν όμως, πρέπει να ομολογήσωμεν, δυστυχείς αι περισπάσεις της οδοιπορίας μας.

— Τω όντι, υπέλαβεν ο Νόννος, όστις εφαίνετο πολύ αποβαλών της αρχαίας ανυπομονησίας και μεμψιμοιρίας που. Τω όντι, δεν ηξεύρω τις βάσκανος οφθαλμός μας είχε μαγεύσει· διότι μας επολέμουν η φύσις και η τύχη, εν ω οι άνθρωποι μάς ήσαν προθυμότατοι και φιλοφρονέστατοι. Δεν δυνάμεθα ν’ αρνηθώμεν ότι ο Δουξ της Βενετίας προσηνέχθη όπως ίσως προς ολίγους ηγεμόνας προσφέρεται· ότι ο διοικητής των Κορφών έβλαψε διά ζήλου υπερβολήν, και ότι ο Βιλλαρδουίνος έτρεχεν όρη και κοιλάδας όπως σας απαντήση προ του ορισμένου χρόνου· αλλ' αφ' ου ουρανόθεν εθεσπίσθη, ως φαίνεται, ν' αναβληθή η συνέντευξίς σας, δεν εδύνατο, χωρίς να παραβή το καθήκον της υποταγής να μη διαμείνη όπου τον διετήρει του κυριάρχου η θέλησις. Παράδοξοι και δυστυχείς συγκυρίαι!

— Αλλά, είπεν ο Ραιμόνδος, αποτείνων προς τον Ροβέρτον νεύμα συνεννοήσεως, αν ο σκοπός ούτος δεν ευωδώθη, υπήρχεν άλλος, ανεξάρτητος αυτού, και αρκεί όπως δικαιολογήση την έλευσίν σας εις Πελοπόννησον...

— Φίλτατε, απεκρίθη ο Ροβέρτος, κινών την κεφαλήν. Αι συγκυρίαι, ως τας ονομάζει ο Νόννος, ή όπως άλλως θέλεις ή πρέπει να τας ονομάσωμεν, είχον εv καλόν αποτέλεσμα επ' εμού, ότι με κατέστησαν οπωσούν οξυδερκέστερον. Σας έλεγον ότι φοβούμαι του γελοίου το όπλον. Αρκεί η μία ακίς του, δεν θέλω να το καταστήσω δίστομον. Αν η Πελοπόννησος δεν με θέλη Αυθέντην της, ουχ ήττον η Άννα δεν με θέλει σύζυγόν της. Η Πελοπόννησος έχει τον εκλεκτόν της· ίσως και η Άννα. Όσον φθονηταί και αν είναι αμφότεραι, ας μη τας ταράξωμεν. Θ' απέλθω ως ήλθα, εκτός μόνον ότι θα είμαι εστερημένος της συνοδείας σας.

— Και πώς! δεν θα μας επιστρέψητε να σας συνοδεύσωμεν; ανέκραξεν ο Ραιμόνδος.

— Όχι, φίλοι μου, απεκρίθη ο Ροβέρτος. Διά σας, το στάδιόν σας είναι εδώ· δεν υπάρχει λόγος όπως το διακόψητε. Εγώ δεν έχω γωνίαν εις τον ήλιον να σας δώσω. Πρέπει να μείνητε, συ, Νόννε, πλησίον του Πετραλείφου, συ, Ραιμόνδε, μετά του Βιλλαρδουίνου. Επιτρέψατέ μοι να σας συστήσω εις τους δύο Αυθέντας. Αν δύναμαι να σας είμαι χρήσιμος, δεν θέλω νομίσει ότι εταπεινώθην.

Ο Ραιμόνδος έλαβε την χείρα του και, φέρων αυτήν σχεδόν εις τα χείλη του, τω είπε με φωνήν εξερχομένην εκ της καρδίας του·

— Αν απωλέσατε το στέμμα του ηγεμόνος, έχετε όμως, και αυτήν δεν θέλετε απολέσει, ηγεμόνος καρδίαν.

Εν ω δ’ εγίνετο η συνδιάλεξις αύτη, ο σεβασμιώτατος επίσκοπος Ωλένης παρουσιάζετο εις τον Αυθέντην του Μωρέως.

— Λοιπόν, φίλτατε Βενέδικτε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, τα καθ' ημάς τα έμαθες ήδη...

— Ούτε είχον ανάγκην να τα μάθω, απήντησεν ο νέος Ιερεύς. Τα προέβλεπον.

— Ας ιδώμεν τώρα τα καθ' υμάς. Υπάρχει κανέν ίχνος ελπίδος;

— Ίχνος; όλος ήλιος! είπε θριαμβεύων ο Βενέδικτος. Η ιδέα ήτον επίνοιά μου, και έχω υπέρ αυτής φιλοστοργίαν εφευρετού.

— Αλλά, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, ελπίζεις ότι ο Αυτοκράτωρ δεν θέλει παροργισθή, ότι ο πατήρ της, ο πλησιέστερος συγγενής του και πιθανώς του θρόνου διάδοχος, δεν θέλει μνησικακήσει;

— Ο αυτοκράτωρ, απεκρίθη ο επίσκοπος Ωλένης, ηξεύρει ότι τα γενόμενα ουκ απογίνονται· και ότι συμφερώτερον τω είναι να έχη τον Αυθέντην του Μωρέως συγγενή μάλλον παρά εχθρόν. Ότι θέλει κροτήσει και βροντήσει σοι το υπόσχομαι. Αλλ' αφ' ου πραϋνθή ο πρώτος παροξυσμός του θυμού, τότε η ακαταμάχητος ανάγκη θέλει ψυχράνει την κρίσιν του, και τότε θέλει εννοήσει ότι κακής πολιτικής εισηγήσεις τον παρέσυραν εις βήμα επισφαλές, και ότι η τύχη ήτον σοφωτέρα των συμβούλων του. Όταν δε αποθάνη ο Αυτοκράτωρ, —ο θεός δοίη αυτώ μακραίωνα βίον,— όταν όμως αποθάνη, ο Εξοχώτατος Ροβέρτος ο Κουρτεναίος, αν, ως πιθανόν, εκλεχθή διάδοχός του, αντί να μνησικακή επί ματαίω, θέλει ανοίξει τας βασιλικάς του αγκάλας και εγκλείσει εις αυτάς την θυγατέρα και τον γαμβρόν του. Τέλος πάντων εις ημάς τους ανθρώπους δέδοται το παρόν· το μέλλον είναι εις του θεού τους κόλπους. Ας πράττωμεν ό,τι οφείλομεν ή ό,τι δυνάμεθα· τα λοιπά διαθέτει εκείνος!

— Άνθρωπε του θεού, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, με κατέπεισας· αλλά πρέπει να σ’ ειπώ ότι εις τούτο συνετέλεσεν ουχ ήττον η καλή μου θέλησις ή η ευγλωττία σου. Δεν μοι είπες όμως ποία είναι η βάσις των ελπίδων σου. Ίσως μόνη η φιλαυτία εφευρετού.

— Όχι, Υψηλότατε αλλά χίλιαι άλλαι αντί μιάς. Πρώτον η φιλαρέσκεια της Αγνής, χαρίεν ελάττωμα, τείνον δίκτυα, εις α πολλάκις ο πλέκων εμπλέκεται. Δεύτερον η δικαία της αποστροφή προς τον γάμον δι' ον στέλλεται· τρίτον, του Γοδεφρείδου το ανδρικόν κάλλος, η ευγενής ευπρέπεια, η εύγλωττος περιπάθεια· τέταρτον η αρχαία σχέσις μου προς τον επίσκοπον Ραιδεστού, όστις συνοδεύει την ηγεμονίδα, και αγαπών αυτήν περιπαθώς, την βλέπει με λύπην του θυσιαζομένην εις του Αυτοκράτορας την πολιτικήν· πέμπτον τέλος το βαλάντιον της Υμετέρας Υψηλότητος, δι' ου θέλομεν έχει πολλά των όσα δεν έχομεν.

— Πολλά καλά. Βλέπω ότι εις σαθρά δεν πατείς. Απόψε είμαι απηυδημένος· αύριον όμως από πρωίας θα υπάγωμεν εις Ποντικόν. Θα με συνοδεύσης, φίλτατε επίσκοπε;

— Ειμί, Υψηλότατε, εις τας διαταγάς σας. Σας εύχομαι ανάπαυσιν δι' απόψε, και επιτυχίαν δι' αύριον.

— Η ευχή σας, άγιε Πάτερ.

Και ανεχώρησεν ο αρχιερεύς. Την επιούσαν ο ήλιος ανέτελλε μόλις, και ο Αυθέντης μετά του Ροβέρτου, μετά του υιού του Γοδοφρείδου και μετά πολλών βαρόνων, διευθύνθη προς τον λιμένα του Ποντικού, όπου αφίχθη μετά δύο ώρας, και αμέσως επιβάς εις του φρουρίου τας λέμβους, ανέβη εις τα πλοία μετά της συνοδείας του.

Η Αγνή, κάλλος έχουσα ηγεμονικόν και μεγαλοπρεπές, και τοιούτον, ώστε επέβαλλεν εκ πρώτης όψεως σέβας ενταυτώ και αγάπην, υπεδέχθη τον Αυθέντην μετ' εντελεστάτης χάριτος, μεμιγμένης μετ' αιδήμονος εκφράσεως υικού σεβασμού. Μετά μακράς συνδιαλέξεις αφορώσας την Πελοπόννησον, το Βυζάντιον, τον πατέρα της Ροβέρτον τον Κουρτεναίον, ον ο Βιλλαρδουίνος είχε γνωρίσει ως ένα των ανδρειοτέρων του σταυροφορικού στρατού, την μητέρα της Ιολάνδην, ήτις ην η φρονιμωτέρα των γυναικών όσαι περιεκάθηντο περί τον θρόνον των Αυτοκρατόρων, ο Αυθέντης την προσεκάλεσε να καταβή εις την ξηράν, και να μείνη εις την οικίαν του, υπηρετουμένη υπό της συζύγου του, όσον καιρόν έμελλον τα πλοία να διαμείνωσιν εις Ποντικόν.

— Σας ευχαριστώ, Υψηλότατε, διά την φιλόφρονα προσφοράν σας, είπεν η ευγενής κόρη, και επεθύμουν πολύ να ιδώ την Ανδραβίδαν, και να πατώ εις στερεάν μάλλον παρά να κυλίωμαι εις τα κύματα. Επεθύμουν δε να γνωρίσω και την Εκλαμπροτάτην Κυρίαν Ισαβέλλαν, περί ης τοσούτους επαίνους ήκουσα παρά της μητρός μου, αλλά, κατά δυστυχίαν, φοβούμαι ότι πρόκειται ν’ αποπλεύσωμεν ταύτην την νύκτα.

Και ταύτα λέγουσα εστέναξε βαθέως.

— Με λυπείτε μεγάλως, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος. Η Ισαβέλλα θέλει είσθαι απαρηγόρητος, αν τόσον κατεσπευσμένως αναχωρήσητε χωρίς να σας ίδη. Αλλά δεν είναι αρά γε τρόπος να μας χαρίσητε ακόμη καμίαν ημέραν; Είναι βέβαιον ότι ο άνεμος είναι τόσον ούριος;

— Αν οι πλοίαρχοι εγνωμοδότουν το εναντίον, ήθελον είσθαι ευτυχής, απεκρίθη η Αγνή.

— Ιδού εις ιππότης, όστις είδα ότι ωμίλει μετά των πλοιάρχων, υπέλαβεν ο Βιλλαρδουίνος. Ημπορεί ίσως να μας ειπή τι φρονούσι.

Και νεύσας προς τον Ραιμόνδον, ιστάμενον ολίγον απωτέρω,

— Κύριε ιππότα, τω είπε, σας είδα συνδιαλεγόμενον μετά των πλοιάρχων. Τι φρονούσι περί του καιρού, και πότε στοχάζονται ν' αποπλεύσωσιν;

— Υψηλότατε, απεκρίθη ο Ραιμόνδος θρασέως, δεν ωμιλήσαμεν περί τούτου. Αν διατάττητε όμως, θέλω τους ερωτήσει.

Καλέσατέ τους εδώ, διέταξεν ο Αυθέντης. Και προς την Αγνήν αποτεινόμενος,—αν δεν εφοβούμην την οργήν σας, είπε γελών, δεν ηξεύρω τι θα μ' εμπόδιζε να τους κλείσω εις το καλόν εκείνο φρούριον του Ποντικού, να τους μάθω να κηρύττωσι τον άνεμον ούριον, και κατεπείγουσαν του απόπλου την ώραν.

— Αν ηθέλετε να με φυλακίσητε και εμέ, απεκρίθη μετά του αυτού ήθους η Αγνή, νομίζω ότι θα ήμην ευτυχεστέρα παρά εις αυτάς τας κινητάς φυλακάς, αίτινες τις οίδεν αν ουχ ήττον εις φυλακήν με φέρωσι.

Άμα δε ήλθον οι πλοίαρχοι, προσκληθέντες υπό του Ραιμόνδου, ο Βιλλαρδουίνος τοις επρότεινε την αυτήν ην και προς εκείνον ερώτησιν.

Οι δε πλοίαρχοι εκίνησαν την κεφαλήν σιωπώντες.

— Πώς! ηρώτησεν ο Βιλλαρδουίνος.

— Εκλαμπροτάτη, είπεν ο έτερος αυτών, μη οργισθήτε καθ' ημών δι' ό,τι είναι ανεξάρτητον της θελήσεώς μας. Σήμερov το πρωί, ιδόντες τον ουρανόν αίθριον και γαληνιαίαν την θάλασσαν, επιστεύσαμεν ότι θέλει εκβάλει ο κόλπος, και ότι το εσπέρας θέλομεν δυνηθή ν' αποπλεύσωμεν. Αλλά βλέπετε εκεί εις τον ορίζοντα το λεπτόν εκείνο νέφος, ως λευκήν γραμμήν;

— Όχι, απεκρίθη η Αγνή, στρέφουσα τους οφθαλμούς προς το δειχθεν μέρος του ουρανού.

— Δεν είναι παράδοξον, υπέλαβεν ο άλλος πλοίαρχος. Διά να διακρίνη τα τοιαύτα σημεία, απαιτείται εξησκημένος οφθαλμός ναύτου. Εκείνο το νέφος, Εκλαμπροτάτη, προαναγγέλλει σφοδρόν νότον, και δεν νομίζομεν ασφαλές ν' αποπλεύσωμεν ενώ αυτός απειλεί.

— Τόσω ολιγώτερον μάλιστα, επρόσθεσεν ο πρώτος πλοίαρχος, όσον παρετήρησα ότι το το πλοίον τούτο έχει εις τα ύφαλα ανάγκην επιδιορθώσεων τινών· άλλλως ο πλους επ' αυτού δύναται ν' αποβή επικίνδυνος.

— Διορθώσατέ το, είπεν η Αγνή περιχαρώς. Δεν ανθίσταμαι εις τούτο, ουδέ οργίζομαι παντελώς. Φροντίσατε περί της ασφαλείας, όχι περί της διαρκείας του πλου.

— Θέλω σας πέμψει τέκτονας και εργαλεία αν έχητε ανάγκην αυτών, είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Ήδη όμως, επειδή είναι προφανές ότι δεν αποπλέετε σήμερον, η Εκλαμπρότης της θέλει εγκαταλείψει τα πλοία μέχρι της αναχωρήσεως. Σας παρακαλώ επίσης, Κύριοι, να μας συνοδεύσητε εις Ανδραβίδαν.

Έπειτα δε, επιλαβόμενος της χειρός της Αγνής, την ωδήγησεν εις την λέμβον, και αφ’ ου απέβησαν, ο υιός του Γοδεφρείδος την ανεβίβασεν εις χρυσόστρωτον ίππον όστις την περιέμενε, και ούτω διηυθύνθησαν προς την Ανδραβίδαν. Καθ' οδόν δε, εν ω η Αγνή διελέγετο μετά πολλής ζωηρότητος, και, ως εφαίνετο, μετά πολλής οικειότητος μετά του Γοδοφρείδου, πλησιάσας ο Ροβέρτος προς τον Αυθέντην, και δείξας αυτώ εν λευκόν σημείον μόλις διακρινόμενον εις τον ουρανόν επάνω της θαλάσσης,

—Ηξεύρετε, τω είπεν, Υψηλότατε, πόσου τιμάται εκείνο το νέφος;

— Πόσου; ηρώτησε μειδιών ο Βιλλαρδουίνος.

— Χιλίων υπερπύρων.

— Ελπίζω, απεκρίθη ο Αυθέντης, να μη είναι πολλά.

ΚΕΦ. ΙΘ'

Ο δε Κιβιτάνος εξετέλεσεν ευσυνειδότως την διαταγήν του Αυθέντου, και η Ανδραβίδα, ήτις, ως είδομεν, εκινείτο αφ' ης στιγμής αφίχθησαν τα αυτοκρατορικά πλοία εις τον λιμένα, εστολίσθη ως νύμφη, και εκορυβαντία ως μεθύουσα. Αι οικίαι είχον έξωθεν πλουσίους τάπητας καταπεπετασμένους, στέφανοι εκρέμαντο εις όλας τας θύρας και τα παράθυρα, άνθη εστρώννυον τας οδούς και αψίδες κατάκοσμοι υψούντο εις τας τριόδους, εφ ων ήσαν παρατεταγμέναι, μουσικαί χορείαι, και όθεν κατήρχοντο χείμαρροι μελών και ασμάτων. Η φιλόφρων αύτη υποδοχή ήρεσκεν εις της Αγνής την όρασιν, την ακοήν και την καρδίαν. Πρέπει όμως να ομολογηθή ότι πολύ υπέρ τους τάπητας και τα άνθη την έτερπεν η ευπρεπής όψις της ανδρικής καλλονής του Γοδοφρείδου, όστις ίππευε πλησίον της, υπέρ τα μουσικά μέλη η φωνή του, ήτις εψιθύριζεν εις το ους της, και υπέρ τας βασιλικάς τέλος τιμάς οι γλυκείς και λεπτοί έπαινοι ους απέτεινεν εις αυτήν.

Εις τον αυθεντικόν οίκον εδέχθη την Αγνήν η Ισαβέλλα εις τας αγκάλας της, και τη παρουσίασε την Άνναν και τον Πετραλείφαν· μετά ταύτα δε παρήλθεν όλη η ημέρα εις ευωχίας και διασκεδάσεις, καθ' ας ο Βιλλαρδουίνος τη εδαψίλευε πάσας περιποιήσεις, ή επέτρεπε το καθήκον τούτο εις τον υιόν του, όταν αι δημόσιαι, ασχολίαι απήτουν την παρουσίαν του. Το δε πλείστον της νυκτός παρήλθεν εις χορούς, εις φωταψίας, και εις δείπνον, ου την πολυτέλειαν εξετίμησαν επαξίως ου μόνον οι ιππόται και οι βαρόνοι της συνοδείας της Αγνής, αλλά και αυτοί οι Ναΐται και ο επίσκοπος Ραιδεστού.

Την νύκτα εκείνην η Αγνή έμεινε παρά τη Ισαβέλλη, προς ην εκ της πρώτης στιγμής είχεν αισθανθή θυγατρός σέβας και φίλης αισθήματα. Αν δε και ερχομένη από Κωνσταντινουπόλεως ης ουχί ανωτέρα αλλ’ ουδ' ομοία υπάρχει θέσις επί της γης, αλλά, μετά την μακράν και οχληράν της θαλασσοπλοΐαν, ήτον ακόρεστος βλέπουσα τον αίθριον εκείνον ουρανόν της Πελοποννήσου, και αναπνέουσα τα εαρινά αρώματα των αγρών, και όταν τέλος ο ύπνος κατήλθεν ελαφρώς εις τους βεβαρυμένους της οφθαλμούς, η φαντασία της, εγρηγορούσα, τη παρίστα τον επίγειον παράδεισον, όλον κατάστικτον υπ' αστέρων κρεμάμενων εις τους κλάδους των δένδρων, και εαυτήν περιπατούσαν επί ανθέων αδαμαντίνων, και προσερχόμενον προς αυτήν άγγελον φέροντα φωτεινόν θώρακα και ακτινοβολούσαν περικεφαλαίαν, άγγελον όστις εκελάδει με φωνήν αηδόνος, και όταν ήγειρε την προσωπίδα του κράνους του, είχε του Γοδοφείδου τους χαρακτήρας. Αλλά μετ' ολίγον η σκηνή ηλλοιώθη και τη παρέστησεν εαυτήν εντός κινητής φυλακής, ης έξωθεν ηκούοντο υλακαί ανέμων, και κραυγαί ωρυομένων θηρίων. Μετά ταύτα δε την εξήγαγον της φυλακής άνθρωποι άγνωστοι και δυσμενείς, την εδέσμευσαν εις αλύσεις, και την περιέφεραν εν θριάμβω. Η εικών δε αύτη τοσούτον την κατέπληξεν, ώστε έντρομος εξύπνησε, και εύρε τους οφθαλμούς της καθύγρους υπό δακρύων· αλλ’ άμα ητένισε την ήδη υπογελώσαν αυγήν, και ήκουσε τα πτηνά πτερυγίζοντα εις τα δένδρα, και ανεπόλησεν ότι ευρίσκεται υπό στέγην προσφιλή και φιλόξενον, όταν μάλιστα είδεν ανοιγομένην την θύραν και εισερχομένην την Ισαβελλαν να τη ευχηθή την καλήν ημέραν, το μειδίαμα επανήλθεν ευθύς εις τα χείλη της.

Μετά μίαν ώραν δ’ εκάθητο μετά της οικογενείας του Βιλλαρδουίνου εις πρόγευμα υπό σύσκιον αναδενδράδα, όταν εισελθών ο επίσκοπος Ραιδεστού μετά των δύο Ναϊτών των εκ Κωνσταντινουπόλεως, τη παρουσίασε τον επίσκοπον Ωλένης, όστις τους παρηκολούθει.

— Ο Σεβασμιώτατος φίλος μου, είπεν ο παρουσιάζων, ήτον προ ολίγου εις Κωνσταντινούπολιν, όπου είχε την τιμήν να ίδη την Υμετέραν Εκλαμπρότητα.

Πώς! είπε μετά χάριτος η Αγνή, δεν έχετε ποσώς ανάγκην να μοι παρουσιάσητε την σεβασμιότητά του· είμεθα παλαιοί γνώριμοι. Παρά της σεβασμιότητός του έλαβον τας πρώτας μου εντυπώσεις περί της Πελοποννήσου, όταν περιέγραφεν αυτήν και τους κατοίκους της εις την μητέρα μου μετά ζωηράς ευγλωττίας.

— Η Αυτής Υψηλότης, απεκρίθη ο Επίσκοπος Ωλένης, ευηρεστείτο να με ακούη επιεικώς και να μ' ενθαρρύνη. Ομολογώ δε ότι είμαι τω όντι προκατειλημμένος υπέρ της Πελοποννήσου και υπέρ των κατοίκων της, δηλαδή υπέρ τίνων των κατοίκων της…

— Αν ήμην ιππότης, είπεν η Αγνή, ομολογώ ότι εκείναι αι διηγήσεις σας θα διήγειρον την ζηλοτυπίαν μου.

— Τούτο τουλάχιστον μοι συνέβη, απεκρίθη ο Επίσκοπος, όταν ήμην εις Σαραγόσσαν. Οι υπερήφανοι Ισπανοί θα μ' έκαιον ζώντα ως αιρετικόν, αν δεν έπαυον επαινών τους αυθέντας μου.

— Πώς! εις Σαραγόσσαν! Ήσθε, Σεβασμιώτατε, εις Σαραγόσσαν;

— Ήτον πέρυσι, απεκρίθη ο Βιλλαρδουίνος, τινάς μήνας πριν έλθη εις Κωνσταντινούπολιν.

— Ω! είπεν η Αγνή, προσποιουμένη ευθυμίαν, ίνα κρύψη ίσως πόσον αι εντός της διεγειρόμεναι ιδέαι δεν ήσαν εύθυμοι. Δεν μοι λέγετε, τι είδους όντα εκλαμβάνουσιν οι Αρραγώνιοι τας ηγεμονίδας της Κωνσταντινουπόλεως; Βεβαίως τοιούτον θηρίον ποτέ δεν επάτησε την γην των.

— Με συγχωρεί η Υμετέρα Εκλαμπρότης, είπεν ο Επίσκοπος. Η μάμη του Μεγαλειοτάτου Δον Ιακώβου, του μέλλοντος Υμετέρου συζύγου, ήτον ηγεμονίς της Κωνσταντινουπόλεως, και περίεργος μάλιστα ήτον η τύχη της.

— Ω! δεν μοι την λέγετε; ανέκραξεν η Αγνή. Επιθυμώ πολύ να την μάθω.

— Την Ευδοξίαν, απεκρίθη ο ιερεύς, θυγατέρα του αυτοκράτορας Εμμανουήλ του Κομνηνού, και αδελφήν του αυτοκράτορος Αλεξίου, εζήτησεν εις γάμον ο Δον Αλφόνσος, βασιλεύς της Αρραγωνίας, ο πάππος του Μεγαλειοτάτου Δον Ιακώβου. Ο Αυτοκράτωρ εδίστασε κατ' αρχάς να την πέμψη προς ανθρώπους αγνώστους, ξένους και τα ήθη και την γλώσσαν, εις τόπους μεμακρυσμένους, όπου πάσχουσαν δεν εδύνατο να την παρηγορήση, τυραννουμένην δεν ίσχυε να την βοηθήση. Αλλά...

— Οι πολιτικοί λόγοι, διέκοψεν η Άννα, υπερίσχυσαν μέχρι τέλους, και η Ευδοξία εστάλη θύμα αυτών;

— Και η Ευδοξία εστάλη θύμα αυτών, επανέλαβεν ο Επίσκοπος Ωλένης. Εστάλη δε μετά λαμπράς συνοδείας, μετά επισκόπων και μεγιστάνων, και επί πλοίων βασιλικών· και όπου διήρχετο, οι λαοί συνέρρεον ν' ασπασθώσι την μέλλουσαν βασίλισσαν της Αρραγωνίας. Αλλά συνέβη ό,τι συνήθως συμβαίνει εις τας μακράς και επικίνδυνους θαλασσοπορίας, να μη φθάση την ημέραν καθ' ην περιεμένετο. Όταν δε τέλος έφθασεν, εύρε, τι νομίζετε; ότι ο μέλλων σύζυγός της, διά ν' αποδείξη ότι οι Βασιλείς της Αρραγωνίας δεν περιμένουσιν, είχε νυμφευθή άλλην, την κόρην του Βασιλέως της Καστιλίας.

— Και η Ευδοξία, ηρώτησεν η Αγνή, εν ω η φωνή της επληρούτο δακρύων, δεν απέθανεν υπό αγανακτήσεως και υπό εντροπής;

— Δεν απέθανεν, απεκρίθη ο Επίσκοπος, αλλ’ εύρεν ευφυέστερον εκδικήσεως τρόπον. Εις την αυλήν της Σαρραγόσης διέπρεπε μεταξύ των ιπποτών Γουλιέλμος ο εκ Μοντεπελιέρου. Νέος λαμπρός, ωραίος, ευγενής την καταγωγήν, φήμην κεκτημένος ανδρείας, είχε παν ό,τι εδύνατο δικαίως να θέλξη την καρδίαν νέας κόρης· αλλά βασιλόπαις δεν ήτον. — «Το ελλείπον αυτώ στέμμα θέλω τω δώσει εγώ», είπεν η Ευδοξία, και εις ουδένα λόγον των συμβούλων και οπαδών της θελήσασα να πεισθή, ενυμφεύθη τον Γουλιέλμον.

— Γενναία κόρη, είπεν η Αγνή.

— Αλλά άφρων διαγωγή, απήντησεν εις των συνοδευόντων αυτήν Ναϊτών.

— Είχε την φρόνησιν της καρδίας, παρετήρησεν ο Επίσκοπος Ραιδεστού, ήτις πολλάκις είναι οξυδερκεστέρα της φρονήσεως του νοός.

— Τούτο συνέβη και εις την περίστασιν ταύτην, είπεν ο επίσκοπος Ωλένης· ο Γουλιέλμος υπήρξεν ανήρ ένδοξος και τιμώμενος γενικώς, και την θυγατέρα του Μαρίαν ενυμφεύθη ο υιός του Δον Αλφόνσου, Δον Πέτρος, ο μετ' αυτόν βασιλεύσας της Αρραγωνίας, ο πατήρ του Μεγαλειοτάτου Δον Ιακώβου.

— Και ίδετε όλην την βασιλικήν οικογένειαν; ηρώτησεν η Αγνή μετά τινα δισταγμόν, και σφοδρώς ερυθριώσα.

— Ήμην καθ' εκάστην εις την αυλήν της Σαραγόσσης, απεκρίθη ο αρχιερεύς και ο Μεγαλειότατος Δον Ιάκωβος με ετίμα εξόχως δια της ευνοίας του.

— Προήρχετο τούτο εξ ευσεβείας; Είναι αύτη μία εκ των αρετών του; ηρώτησεν η Αγνή, έχουσα τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το έδαφος.

— Ίσως κατά μέρος και εξ ευσεβείας, απήντησεν ο Βενέδικτος, κυρίως όμως εξ άλλης τινος περιστάσεως. Εις Ιταλίαν είχον αγοράσει επίτηδες, και επρόσφερε εις τον Δον Ιάκωβον μικρόν ξύλινον ίππον, όστις εκινείτο δι’ ελατηρίων. Η Αυτού Μεγαλειότης τόσον ευηρεστήθη διά το ευτελές δώρον τούτο, ώστε όλας τας ώρας της ημέρας εκάθητο εις το νώτον του ίππου μου, και περιεφέρετο άνω και κάτω εις τας βασιλικάς αιθούσας· όταν δε ηρχόμην εις την αυλήν, έρριπεν αμέσως μετά μεγίστης χάριτος τας μικράς αλλά σεβαστάς χείρας του περί τον τράχηλόν μου, και με κατεφίλει.

— Πώς, Σεβασμιώτατε; πότε ήσθε εις Αρραγωνίαν; ηρώτησεν η Αγνή με φωνήν τρέμουσαν.

— Προ ενός έτους, απεκρίθη ο Βενέδικτος, ως είχον την τιμήν να ειπώ εις την Υμετέραν Εκλαμπρότητα.

— Και ποίαν ήλικίαν έχει ο Δον Ιάκωβος; ηρώτησεν η Αγνή.

— Είναι ολίγον νεώτερος της Υμετέρας Εκλαμπρότητος, υπέλαβεν ο προλαλήσας Ναΐτης. Αλλ' εις τας ευγενείς φύσεις αι αρεταί δεν περιμένουσι την ηλικίαν.

— Ω! αναμφιβόλως είναι νεώτερος, είπεν ο επίσκοπος Ωλένης. Όταν ήμην εις Σαρραγόσαν δεν ήτον ακόμη επτά ετών. Τώρα πρέπει να πλησιάζη το όγδοον.

— Η Αγνή έγινεν ωχρά ως κηρός.

— Σας ευχαριστώ, Σεβασμιώτατε, είπε. Μας διεσκεδάσατε διά των διηγήσεών σας.

Και εγερθείσα ένευσε διά της χειρός αποχαιρετισμόν προς τους δύο αρχιερείς και τους δύο Ναΐτας οίτινες προσκυνήσαντες ανεχώρησαν.

Η δε Αγνή τον καύσωνα προφασισθείσα, ηγέρθη, και εβυθίσθη μόνη εις τας πυκνάς δενδροστοιχίας του κήπου, χωρίς κανείς να την παρακολουθήση.

Μετά εν τέταρτον όμως, επειδή η απουσία της παρετείνετο, ο Γοδοφρείδος ανησυχών, ηγέρθη και αυτός επί τινι προφάσει, και πλανηθείς επ’ ολίγον υπό τα δένδρα, την απήντησε τέλος καθημένην εις την ρίζαν ενός αυτών, και κλαίουσαν.

Η Αγνή, άμα τον είδεν, ανέστη και ηθέλησε να σφογγίση κρυφίως τους οφθαλμούς της.

— Ω! μη κρύπτετε τα δάκρυά σας απ’ εμού, είπεν ο Γοδεφρείδος περιπαθώς. Άφετέ τα να σταλάξωσιν εις αφοσιωμένην καρδίαν, και αν είναι δεδομένον εις άνθρωπον να ξηράνη αγγέλου δάκρυα, την ζωήν μου θέλω δώσει διά τούτο προθύμως και την ευτυχίαν μου εις τον κόσμον τούτον και εις τον άλλον.

— Με στέλλουν σφάγιον εις τον βωμόν της φιλοδοξίας των, ανέκραξεν η Αγνή, μη δυνηθείσα να καθέξη νέον ποταμόν δακρύων, εστεμμένην τροφόν του βασιλικού νηπίου! Ηπάτησαν την μητέρα μου! Με παραδίδουσιν εις του κόσμου τον εμπαιγμόν! Με στέλλουσιν, αντί να τω στείλωσι ξυλίνους ίππους και χρυσά νευρόσπαστα.

— Αλλά δεν θέλετε δεχθή την τοιαύτην ταπείνωσιν, είπε μετ' αναβραζούσης οργής ο Γοδοφρείδος. Αύτη η απαίσιος θυσία δεν θέλει εκτελεσθή, δεν θέλετε υπάγει εις Αρραγωνίαν.

— Δεν θέλω υπάγει! είπε με φωνήν πνιγηράν η Αγνή. Πώς! μετά την πολύκροτον αυτήν οδοιπορίαν μου, αφ'ου εν θριάμβω περιέφερα την δυστυχίαν μου εις όλην την ανατολήν, είναι δυνατόν κατησχυμένη να επιστρέψω; Και αν επιστρέψω, πώς θα προσβλέψω εις τους συγγενείς μου; πώς θα με δεχθή ο Αυτοκράτωρ; Εις το μοναστήριον θέλει με κατακλείσει ως ένοχον εσχάτης προδοσίας, εκεί εις τους στεναγμούς και το σκότος να διέλθω την μαρανθείσαν ζωήν μου. Ω! το βλέπω· πρέπει, πρέπει να υποκύψω εις την τύχην μου, και μίαν έχω ελπίδα, ότι αυτή ταχέως θέλει καλέσει τον παρήγορον, τον ελευθερωτήν θάνατον!

Και κρουνοί δακρύων έρρευσαν από των οθαλμών της.

— Ω! μη κλαίετε! ανέκραξεν ο Γοδοφρείδος, τολμήσας να λάβη τα άκρα των δακτύλων της εις τας χείρας του. Ω! μη κλαίετε! Εις τους οφθαλμούς εκείνους μόνον ουράνιοι ακτίνες, μειδίαμα μόνον φαιδρότητος πρέπει να λάμπει, όχι ποτέ δάκρυ καρδιοβόρον.

— Συγχωρήσατέ με, είπεν η Αγνή, απομάττουσα τους οφθαλμούς της. Εννοώ πόσον απρεπής και παιδαριώδης είναι η διαγωγή μου. Έπρεπε να νικήσω την καρδίαν μου. Τι δικαίωμα είχον να σας δείξω την θλίψιν μου; Αλλ' είμαι μόνη· αλλά δεν έχω μητρός, ουδέ αδελφού καρδίαν εις ην ν' ανοιχθή η καρδία μου. Ο οίκτος σας προς εμέ προυκάλεσε την απερίσκεπτον επίδειξιν της απελπισίας μου.

— Ω! μη επιτρέπετε εις την απελπισίαν να σας κυριεύση, είπεν ικετικώς ο Γοδεφρείδος. Θωρακίσθητε με γενναιότητα! Την Ευδοξίαν ενθυμήθητε! Η θέσις της δεν ήτον η θέσις της Εκλαμπρότητός σας;

— Η Ευδοξία!... είπεν η Αγνή, και προσήλωσεν ατενώς και σιωπώσα τους οφθαλμούς εις την γην.

— Η Ευδοξία, επανέλαβεν ο υιός του Βιλλαρδουίνου· εννοώ τι θέλετε να ειπήτε. Η Ευδοξία, εύρεν άνδρα γενναίον όστις την έσωσεν εκ της ταπεινώσεσως. Αλλά και γενναιότης αν δεν υπήρχε πλέον επί της γης, εις τίνος καρδίαν εν μόνον βλέμμα σας δεν ήθελε την εξάψει; Άμα τα χείλη κινήσητε, μυρίους θέλετε έχει ανθ’ ενός υπερασπιστάς. Τις δεν θέλει νομίσει ότι τω ηνεώχθησαν αι πύλαι του παραδείσου, αν τω επιτρέψητε να θυσιασθή μυριάκις δι' έκαστον δάκρυ σας;

Και κλίνας γόνυ εις την γην,

— Ο Μοντεπελιέρος, είπε, δεν ήτον εκ βασιλέων, είχεν όμως προτερήματα αντισταθμίζοντα την καταγωγήν του. Αν, αντί παντός προτερήματος αρκή απεριόριστος αφοσίωσις, αν αρκή καρδία ένθερμος, ήτις θέλει φλέγει ως βωμός αιωνίας πίστεως εν όσω υπάρχει ζωή εν αύτη, εγείρατέ με από της θέσεως ικέτου εις ην με βλέπετε, δότε μοι το δικαίωμα να κηρυχθώ προστάτης σας ενώπιον θεού και ανθρώπων, και αφ ου σας σώσω του κίνδυνου, αναλάβετε, αν θέλητε, την ελευθερίαν σας.

— Ω! σας ευχαριστώ, απεκρίθη η Αγνή, ότι εν τη εγκαταλείψει μου μ’ επαρηγορήσατε με λέξεις φιλίας, ότι εις την πληγήν μου εχύσατε βάλσαμον συμπαθείας. Αλλ' αρκεί· δεν πρέπει να σας παρασύρη περαιτέρω η ευγένεια της καρδίας σας. Η γενναιότης την απατά ως προς την φύσιν των αισθημάτων της. Άφετέ με να υπομείνω την τύχην ην μ’ επέκλωσεν ο Θεός.

— Λοιπόv απορρίπτετε την πρότασίν μου μετά περιφρονήσεως, μετ’ οργής διά την τόλμην μου, είπεν ο Γοδοφρείδος με φωνήν πλήρη δακρύων, και κλίνων την κεφαλήν προς την γην. Ειπέτε μοι, ω! ειπέτε μοι αποφασίσατε περί της ζωής ή περί του θανάτου μου.

— Πριν μοι ζητήσητε απόφασιν, περιμείνατε να σας επανέλθη η ώριμος σκέψις, να ψυχρανθή η καρδία σας, είπεν η Αγνή.

— Να ψυχρανθή! δεν θέλει ποτέ ψυχρανθή, ειμή εις τον τάφον· ουδ' εγείρομαι από της θέσεως ταύτης, αν δεν λάβω ή την μακαριότητα ή την καταδίκην μου.

— Άφρον, εγέρθητι, είπεν η Αγνή έντρομος. Έρχονται· δεν ακούεις;

— Έστω λοιπόν, είπεν ο Γοδοφρείδος, θέλω επαναλάβει την ερώτησίν μου, όταν δεν θέλετε έχει πρόφασιν διά να σιωπήσητε!

Και εμακρύνθη προς άλλο μέρος του κήπου.

Μετ' ολίγον δε προσήλθεν η Ισαβέλλα και ιδούσα εις τας παρειάς της Αγνής ίχνη δακρύων, την ενέκλεισεν εις τας αγκάλας της και την εφίλησε περιπαθώς, την σιωπηλήν ταύτην έκφρασιν της συμπαθείας της διδούσα, χωρίς να εξηγηθή ή να ζητήση εξήγησιν. Λαβούσα δε αυτήν εκ της χειρός, την ωδήγησεν εις τον οίκον διά να ετοιμασθή, όπως εξέλθωσιν εις πανήγυριν, ην τη έδιδεν ο Κιβιτάνος εκτός της πόλεως. Όταν δε μετά ημίσειαν ώραν κατήλθεν η Αγνή εις την πρόσγαιων αίθουσαν, όθεν εγίνοντο συνήθως αι εκδρομαί, εύρεν εκεί συνηγμένην λαμπράν συνοδείαν, ήτις την εδέχθη, ως έπρεπεν εις τον βαθμόν της, μεταξύ δ' άλλων τον Πετραλείφαν και την Άνναν, ην ενηγκαλίσθη μετά φιλικωτάτης περιπαθείας, καθεσθείσα πλησίον της. Περιέμενον δε όλοι τον Αυθέντην, όστις, κατά την συνήθειάν του, μέχρις ου φθάση η στιγμή των διασκεδάσεων, απεπεράτου σπουδαίας υποθέσεις της θέσεώς του εις τον παρακείμενον κοιτώνα του, χρησιμεύοντα συγχρόνως, κατά τας έξεις των χρόνων εκείνων, και εις γραφείον και εις δωμάτιον ιδιαίτερων υποδοχών. Τέλος μετά εν τέταρτον εξήλθεν ο Βιλλαρδουίνος μετά μόνου του υιού του Γοδεφρείδου, και αφ’ ου έσφιγξεν εις τας χείρας του τας χείρας της Αγνής και της Άννης, διηυθύνθη αμέσως προς τον Πετραλείφαν, φιλοφρονέστερος γινόμενος προς αυτόν, ίσως όπως μη τον αφήση να αισθανθή ότι η παρουσία της Αγνής καθίστα την θέσιν του δευτερεύουσαν.

— Είσθε ίσως ανυπόμονος, Ενδοξότατε, τω είπε. Λυπούμαι ότι περιμένετε, αλλά πρέπει να έλθη ο κύριος Κιβιτάνος, όστις θα μας οδηγήση.

— Όταν είμαι πλησίον της Υμετέρας Υψηλότητος, πιστεύσατέ με, απεκρίθη ο Πετραλείφας ότι δεν έχω καμίαν ανυπομονησίαν... Εκτός ίσως μιας και μόνης, επρόσθεσεν έπειτα μετά μικράν σιωπήν.

— Ποίας;

— Να ιδώ τετελεσμένον το σχέδιον περί ου ωμιλήσαμεν εις Γόρτυνα. Βεβαίως εν μέσω των πολλών και μεγάλων ασχολιών της, η Υμετέρα Υψηλότης δεν εύρε καιρόν ν' αναφέρη ακόμη αυτό εις τον Γοδεφρείδον.

Ο Βιλλαρδουίνος εμειδίασεν.

— Είδετε, είπεν, ότι ήμην εις τον κοιτώνα μου μόνος με τον υιόν μου. Το αντικείμενον της συνδιαλέξεώς μας ήτον τούτο.

— Τούτο! είπεν ο γέρων, και οι οφθαλμοί του εσπινθηροβόλησαν. Και τι λέγει ο Γοδοφρείδος λοιπόν;

— Ο Γοδεφρείδος, είπεν ο Αυθέντης, είναι παράδοξος εις τους τρόπους του. Είναι εξ εκείνων οίτινες ακούουσι και δεν λέγουσι. Δεν ηξεύρω πού έλαβε τον χαρακτήρα τούτον.

— Εγώ ηξεύρω, απεκρίθη, ο Πετραλείφας γελών.

— Τω είπον, εξηκολούθησεν ο Βιλλαρδουίνος, ότι επιθυμώ να τον ιδώ να εκλέξη σύζυγον, ότι όλα ημών τα συμφέροντα απαιτούσιν αυτό· ότι είναι μεν ελεύθερος εις την εκλογήν του, αλλ ότι μακράν, νομίζω, δεν πρέπει να την ζητήση· διότι και αν ήθελε περιέλθη όλην την ανατολήν και όλην την δύσιν, δεν δύναται ούτε ευγενεστέρα, ούτε ωραιοτέραν νύμφηv να εύρη παρά την κοσμούσαν σήμερον την Πελοπόννησον δια της παρουσίας της, και ης πρέπει να προσπαθήση να κερδίση την συγκατάθεσιν. Αφ’ ου δε με ήκουσεν απ’ αρχής μέχρι τέλους χωρίς να με διακόψη, μοι είπε τέλος ότι μ’ ευχαριστεί δια την φιλοστοργίαν μου, μοι εζήτησε τινάς ώρας σκέψεως, και μ' υπεσχέθη αύριον την απόκρισιν. Ο Γοδεφρείδος θέλει να φαίνηται πάντοτε ενεργών κατ' ιδίαν κρίσιν και όχι κατ’ άλλων, ούτε κατά την εδικήν μου. Διά τούτο η υποτιθεμένη αύτη σκέψις.

— Αύριον λοιπόν, είπεν ο Πετραλείφας, επέπρωτο και η παρουσία του αυτοκρατορικού στόλου να δώση περισσοτέραν επισημότητα εις το αίσιον συμβάν.

Ταύτην την στιγμήν επλησίασεν εις τον Βιλλαρδουίνον ο Επίσκοπος Ωλένης, και ο Πετραλείφας, εκ τούτου ωφεληθείς, εμακρύνθη και προσήλθε προς τον Γοδοφρείδον, όστις τον εδέχθη περιχαρώς, και συνδιελέχθη μετ' αυτού καθ' όλον το διάστημα μετά πολλής ευθυμίας, ήτις εφάνη άριστος οιωνός εις τον έμπειρον Πετραλείφαν.

Τέλος δ' ο Κιβιτάνος ήλθε και ωδήγησε την αυθεντικήν συνοδείαν εις την εορτήν, ης ανωτέραν κατά τε την πολυτέλειαν και την φιλοκαλίαν δεν είχον ακόμη ίδη οι τόποι εκείνοι, αφ' ης εποχής ελησμονήθησαν αι μεγάλαι ημέραι των αρχαίων αγώνων, ιπποτικοί αγώνες, αγροτικοί χοροί, συμπόσια από αυτοσχεδίους σκιάδας, τίποτε δεν έλειπε, και ο Πετραλείφας διά άκρου του οφθαλμού παρακολουθών όλα τα κινήματα του Γοδοφρείδου, τον έβλεπε πλήρης ελπίδων, απονέμοντα μεν αναμφιβόλως εις την Αγνήν τας οφειλομένας περιποιήσεις, αίτινες διά τον ζηλότυπον γέροντα ουδεμιάς ανησυχίας πηγή εδύνατο να είναι, αλλά συγχρόνως μεγίστην και φιλοφρονεστάτην επιδεικνύοντα προς την Άνναν προσπάθειαν. Τέλος η ευωχία διελύθη προς το εσπέρας και κατά την επιστροφήν ο Βιλλαρδουίνος αποτεινόμενος προς τους συνοδεύοντας αυτόν ιππότας και προύχοντας,

— Η Αυτής Εκλαμπρότης, είπεν, ευηρεστήθη να εξέλθη αύριον εις θήραν εν συνοδεία ημών, και μοι επέτρεψε να σας προσκαλέσω, κύριοι, να την ακολουθήσετε. Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου θέλετε συναχθή εις την οικίαν μου.

— Αύριον λοιπόν, επανέλαβεν ο Πετραλείφας, σφίγγων εκφραστικώς την χείρα του Βιλλαρδουίνου

— Αύριον, απεκρίθη απαθώς ο Αυθέντης.

ΚΕΦ. Κ'

Η νυξ είχεν ήδη από τινος καταβή εις του Ωλένου τα άκρα, όταν ο Πετραλείφας επανήλθε εις την οικίαν του, και αφ’ ου αφήκε επί τίνα ώραν την έγγονόν του ν' αναπαυθή, ηγέρθη να έλθη προς αυτήν, σπουδαίαν προτιθέμενος συνδιάλεξιν, και προμελετών και προζυγίζων εκάστιν λέξιν ήτις έμελλε να εξέλθη του στόματός του. Αλλ’ ενώ διήρχετο τον εξώστη, όστις παρατεινόμενος παρά του οίκου το πρόσωπον επί της οδού, έφερε προς τα δωμάτια της Άννης, τω εφάνη ότι ήκουσεν έξω οξύν συριγμόν. Αμέσως έμεινεν ακίνητος, και έτεινε προσεκτικώς το ους. Ο συριγμός επανελήφθη και εκ δευτέρου κατ' ιδιαίτερόν τινα τρόπον, και πάλιν εκ τρίτου. Τότε ο Πετραλείφας, αποστραφείς της οδού ην εβάδιζεν, εισήλθε δια πλαγίας θύρας, κατέβη την ήδη γνωστήν ελικοειδή κλίμακα, και ανοίξας μικράν θυρίδα εισήγαγε κρυπτόμενον υπό ράσον, ως και άλλοτε, τον Χαμάρετον. Αφ' ου δε τον ωδήγησεν εις μεμακρυσμένον δωμάτιον,

— Καλώς ήλθες, υιέ μου, τω είπεν· είχον μεγάλην ανάγκην να σε ιδώ, και μετά την αναχώρησιν της ηγεμονίδος σκοπόν είχον να έλθω εις έντευξίν σας. Αλλά τι συμβαίνει; σε βλέπω τεταραγμένον. Ποίας ειδήσεις φέρεις;

— Προ παντός άλλου, είπεν ο Χαμάρετος ειπέτε μοι τη σημαίνουσι τα σημεία;

— Τα σημεία, ηρώτησεν ο Πετραλείφας έκθαμβος. Ποία σημεία;

— Πώς! δεν τα ηξεύρετε; είπεν ο νέος· και οδηγών τον Πετραλείφαν προς το παράθυρον,— Ιδού, ιδέτε, επρόσθεσεν· εις όλας τας κορυφάς καίουσι πυραί, ως αν είχον τα όρη φωτοχυσίαν. Χθες παρετήρησα μίαν επί της υψηλοτάτης κορυφής του Ωλένου, έπειτα και δευτέραν και τρίτην. Κατ' αρχάς τας υπέλαβον ως πυράς ποιμένων. Αλλά μετ’ ολίγον τας είδα παραδόξως πολλαπλασιαζομένας. Ηθέλησα να τας εξηγήσω ως σύμπτωσιν. Αλλ’ όταν και απόψε επανελήφθησαν, έσπευσα να σας ζητήσω την εξήγησίν των

— Την εξήγησίν των! είπεν ο Πετραλείφας· και αν ο φωτίζων αυτούς λύχνος δεν ήτον αμυδρός, ο Χαμάρετος ήθελεν ιδή ότι ηλλοιώθη η χροιά του προσώπου του· — Αλλά τω όντι νομίζω ότι πρέπει να είναι ποιμένων πυραί. Ή ίσως όχι! περίμεινε, εννοώ τώρα· ο Βιλλαρδουίνος δίδει αύριον μεγάλην θήραν εις την ηγεμονίδα. Αι πυραί ηνήφθησαν αναμφιβόλως δια να καταβιβάσωσι τα θηρία από τας κορυφάς.

— Παράδοξον, είπεν ο Χαμάρετος, και προ πάντων επικίνδυνον. Αν τινές εκλάβωσι τας πυράς δι' άλλο αφ' ό,τι είναι!

— Και αν τας εκλάβωσιν, είπεν ο Πετραλείφας με φωνήν υποτρέμουσαν, μόνον τον κόπον ματαίας οδοιπορίας θα έχωσιν. Αύριον δε το εσπέρας μετά την θύραν αι πυραί βεβαίως πλέον δεν θ' αναφθώσι, και τότε, μη βλέποντες και το τρίτον σύνθημα, δεν θα συνέλθωσι.

— Τούτο είναι αληθές, είπεν ο Χαμάρετος, και με καθησυχάζει. Εφοβήθην μήπως, φρονών ότι έφθασεν η στιγμή, απεφασίσατε να συγκαλέσητε μόνος τους φίλους, και τούτο εδύνατο πολλαχώς να διακινδυνεύση το σχέδιον.

—Συνέλαβες, υιέ μου, άδικον υποψίαν. Ποτέ δεν θα μοι επήρχετο η ιδἐα ν' ανοίξω εις την θύελλαν τα ιστία, και να λησμονήσω τον κυβερνήτην. Αλλά ειπέ μοι, πού μένουσιν ήδη τα πράγματα;

— Ενδοξότατε, είπεν ο Χαμάρετος, αφ' ου ετήρησε στιγμών τινων σιωπήν, μέχρι τούδε ήμην φυγάς άπατρις και ανέστιος. Δεν ετόλμων ν’ αποβλέψω ούτε προς τον ήλιον, ούτε προς ελευθέρου ανθρώπου πρόσωπον, φοβούμενος μη ιδώ τον οίκτον εις τους οφθαλμούς και την περιφρόνησιν εις τα χείλη. Αλλ' ήδη ελεύθερος, ηγεμών ελευθέρων, ήδη δεν καταβιβάζω πλέον τους οφθαλμούς, ουδέ φοβούμαι μη η χειρ μου μολύνη τινά, διότι, αν φέρη ακόμη άλυσιν, αλλά κρατεί και το ξίφος το μέλλον να συντρίψη αυτήν. Διά τούτο δεν διστάζω πλέον να σας τείνω την χείρα ταύτην, και των αγώνων μου να σας ζητήσω εκ προκαταβολής μυριοπλάσιον τον μισθόν, εξαιτούμενος την χείρα της Άννης.

— Την χείρα της Άννης!... υπετραύλισεν ο Πετραλείφας.

— Ναι, απεκρίθη μετά ζωηρότητος ο Χαμάρετος. Μη σας φανή η αίτησίς μου παράτολμος ή παράκαιρος. Οι δύο μεγάλοι βραχίονες οίτινες θ’ ανεγείρωσι τον θρόνον των αυτοκρατόρων, η Ελλάς και η Πελοπόννησος, πρέπει να ενωθώσι διά δεσμού αρρήκτου, το πυρ της επαναστάσεως να φθάνη αδιατμήτως από της Μάνης μέχρι της Άρτης, και να είναι οι Έλληνες όλοι μία καρδία, μία ψυχή, ένα σκοπόν έχοντες και ένα εχθρόν. Πρέπει προσέτι ο δεσμός ούτος να γίνη, φανερός και δημόσιος, πρέπει να δοθή εις τους μέλλοντας να εγερθώσι το εχέγγυον τούτο της μονιμότητος, εξασφαλίζον τους τολμηρούς και ενθαρρύνον τους δειλοτέρους. Πρέπει οι συνασπισθέντες περί εμέ να εννοήσωσιν ότι δεν βαδίζω μόνος, ουδέ μόνους εις άνισον τους καταβιβάζω πάλην. Όταν οι Πελοποννήσιοί μου ίδωσιν επί κεφαλής των της Ελλάδος την κόρην, θέλουσι νομίσει ότι κατέβη προς αυτούς της νίκης ο άγγελος, θέλουσι γίνει διπλασίως αήττητοι. Τέλος δε κι εγώ πριν καταβώ εις τον περί των όλων αγώνα, ανάγκην έχω να δεχθώ το βάπτισμα της ελπίδος, να ενισχύσω την καρδίαν μου εις την κοινωνίαν της ευτυχίας, να μάθω να πιστεύω εις εμαυτόν και το μέλλον. Είχον άλλοτε υπολάβει ότι η καρδία της Άννης δι' άλλον παρεσκεύαζε την τράπεζαν της μακαριότητος, και η απελπισία με καθίστα προς πάσαν ανδρικήν πράξιν ανίκανον. Συ με μετέπεισας, πάτερ. Ειπέ μοι αν δύναμαι να ελπίσω την μακαριότητα δι' εμέ, και αυτής η κοινωνία θέλει με καταστήσει ακαταμάχητον.

— Αλλ', αγαπητέ Λέων, είπεν ο Πετραλείφας αποφεύγων ν' αποκριθή κατηγορικώς, πριν δυνηθώ να σοι αποκριθώ, ανάγκη ν’ ακούσω την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων.

— Η παρούσα κατάστασις των πραγμάτων, είπεν ο Χαμάρετος, είναι ότι κρατώ εις χείρας μου πάσαν την Πελοπόννησον, ότι εις την φωνήν μου συνεδέθησαν εις ιερόν σύνδεσμον πάσαι αι επαρχίαι αυτής, πάντες οι αισθανόμενοι εις το στήθος των πάλλουσαν καρδίαν ανδρός, ότι άμα υψώσω την χείρα, τεσσαράκοντα χιλιάδες ξίφη θέλουσιν υψωθή, και ότι όλοι εισίν ανυπόμονοι έως να την υψώσω, εν σύνθημα μόνον έχοντες, το σύνθημα ο έλαβον παρ' εμού, την ελευθερίαν της Πελοποννήσου.

— Αλλά, τέκνον, είπεν ο Πετραλείφας ηπίως, δεν σοι φαίνεται ότι μετεβλήθησαν αι περιστάσεις;

— Ότι μετεβλήθησαν; απήντησε βιαίως ο Χαμάρετος. Και πώς μετεβλήθησαν; Ο τόπος ημών δεν είναι πάντοτε έρμαιον των ξένων αρπάγων; Ο λαός ημών δεν είναι πάντοτε ευτελής δούλος, αν και ήτον ποτέ ο ευκλεέστερος των λαών της γης; Ο ιερός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως δεν κατακρατείται και δεν μολύνεται από των βαρβάρων της δύσεως; Αι περιστάσεις λοιπόν, πάτερ, δεν μετεβλήθησαν, ουδέ το καθήκον του να σώσωμεν την πατρίδα μας, ή, αν τούτο δεν δυνηθώμεν, να σώσωμεν καν το μέγα της όνομα, να τη αφήσωμεν κληρονομίαν αιματηράς διαμαρτυρήσεως, ώστε και νεκράν να την σέβωνται οι δυνάσται της, και ανεγερθείσα ίσως πάλιν ποτέ, να δύναται να φέρη την κεφαλήν αταπείνωτον.

— Υιέ μου, είπεν ο Πετραλείφας, τα αισθήματά σου είναι γενναία· η γενναιότης όμως μη υπακούουσα εις την φρόνησιν, καταστρέφει μεν λαμπρώς, αλλά καταστρέφει. Ας μη απατώμεθα ως προς τας δυνάμεις μας. Τον λαόν ημών, της Πελοποννήσου μάλιστα τον λαόν, κατέβαλεν η δουλεία και εξενεύρισε του ζυγού η έξις. Τους δεσπότας των θεωρούσιν ως όντα φύσεως ανωτέρας, και η θέα μόνη των σιδηροφόρων εκείνων και ασείστων ιππέων θέλει τρέψει την αγέλην των εις φυγήν. Το σχέδιον ημών ήτον να καταστραφώσιν οι ξένοι αυτοί δι’ εαυτών, να συγκρουσθώσι μεταξύ των αι μεγάλαι δυνάμεις, και θερισταί επιτήδειοι, να συλλέξωμεν κατόπιν των της διχονοίας των τον καρπόν. Οπίσω των σιδηρών προμαχώνων του Καμπανίτου, οι πολεμισταί μας εξ ασφαλούς θα εμάχοντο, και εκατέρου των αντιπάλων η ήττα θα ήτον νίκη ημών. Αλλ' ήδη, αφ' ου ο Σαμπλίτης αγενώς ενέδωκε, παρήλθεν η ευκαιρία, πρέπει να περιμείνωμεν αφορμήν άλλην, αν δεν θέλωμεν να θραύση ο λαός ημών επί της δυνάμεως του Βιλλαρδουίνου, ως επί βράχου το ρευστόν της θαλάσσης κύμα.

— Της θαλάσσης όμως το κύμα, είπεν ο Χαμάρετος, υποσκάπτει πολλάκις τους εδραιοτέρους σκοπέλους. Οι ποιμένες των κοιλάδων ημών δύνανται ν' ανατρέψωσι τον υπερήφανον Γολιάθ, αν τους εμψυχή της πατρίδος το πνεύμα, και τούτο ενεφύσησεν εις αυτούς το στόμα μου. Εισίν όλοι ορθοί, και Σταυροφορία κατά των Σταυροφόρων είναι το σύνθημά των. Κατά του Βιλλαρδουίνου ωπλίσθησαν να πολεμήσωσι μετά του Σαμπλίτου, κατά του Βιλλαρδουίνου θα πολεμήσωσι και χωρίς του Σαμπλίτου.

— Αλλ' αναχαίτισον αυτούς, φίλτατε Λέων, είπεν ο Πετραλείφας! Μη τους αφήσης να ριφθώσι τυφλώς εις το βάραθρον.

— Καιρός δεν είναι πλέον, απήντησεν ο Χαμάρετος· ο καταρράκτης ηνεώχθη. Το ρεύμα του θέλει ρεύσει καταστρεπτικόν ίσως, αλλά να επιστρέψη εις τα οπίσω δεν δύναται.

— Προσπάθησον, υπέλαβεν ο γέρων. Η φωνή σου, ήτις διέγειρε την θύελλαν, αυτή δύναται να την κατευνάση.

— Δύναμαι να την διευθύνω, είπεν ο Χαμάρετος· ουχί δε και να την πραΰνω. Αλλ' ουδ’ αν ηδυνάμην ήθελον το πράξει ποτέ. Το θέρος ωρίμασεν, οι θερισταί έχουσι το δρέπανον εις τας χείρας· δεν θέλω παρεμβή μεταξύ αυτών και των βουλών της προνοίας, ούτε θέλω αφήσει εις τους μεταγενεστέρους την εις ημάς ανήκουσαν δόξαν, ουδέ θέλω παριδή του λοιπού πάσχουσαν την πατρίδα, όταν δύναμαι να την βοηθήσω.

— Την πατρίδα, πίστευσόν με, είπεν ο Πετραλείφας κινών την κεφαλήν, δεν θέλεις την βοηθήσει, θέλεις την καταστρέψει. Είναι παντοδύναμος ο Βιλλαρδουίνος· όστις φρόνιμος σήμερον, πρέπει να κλίνη υπ' αυτόν, ως η κάλαμος κλίνει υπό τον βορράν· πρέπει να ενωθή μετ' αυτού, να φανή δηλαδή, μετ' αυτού ενούμενος και να περιμένη.

— Της δολίας και εξευτελιζούσης ταύτης πολιτικής απεκρίθη υπερηφάνως ο Λέων, δεν έχω, Ενδοξότατε, πλέον ανάγκην. Ειμί δύναμις, ως είναι δύναμις ο Βιλλαρδουίνος, και μεταξύ εμού και εκείνου θέλει δικάσει ο Θεός, ο των εθνών τας τύχας δικάζων. Από βορρά μέχρι νότου ή από δυσμών μέχρις ανατολών συνησπίσθη όλη η Πελοπόννησος, και με περιμένει να εγείρω την χείρα, και αν δεν την εγείρω, δεν θέλει με περιμείνει να κινηθή. Διά τούτο έχω το θάρρος να σας ζητήσω την Άνναν, και να σας ειπώ· στέψατε δι' αυτής το ιερόν επιχείρημα, δότε την εις ημάς ως οιωνόν νίκης, ως ομονοίας εγγύησιν. Την κόρην του ηγεμόνος των Ελλήνων σας ζητεί ο αρχηγός των Πελοποννησίων. Ειλικρινή και απότομον, ως είναι η πρότασίς μου, δότε μοι την απόκρισιν.

— Αν σοι ήρκει η εδική μου απόκρισις, είπεν ο Πετραλείφας, αυτή δεν είναι αμφίβολος. Δεν σ’ εθεώρησα ως φίλτατον υιόν πάντοτε, και ο γαμβρός μου Θεόδωρος και άλλοτε ο αδελφός του Μιχαήλ, δεν σοι έδειξαν τρυφεράν αγάπην και υπόληψιν διά την ανδρείαν σου; Ότι και της Άννης τα αισθήματα εισί τοιαύτα, έχω βεβαίαν πεποίθησιν. Αλλ’ ίσως δεν σοι αρκεί μόνη η εδική μου πεποίθησις και θέλεις να μάθης τι λέγει η Άννα αυτή. Επίτρεψόν μοι να την συμβουλευθώ και να την συμβουλεύσω

— Εις χείρας σας, απεκρίθη ο Χαμάρετος, εναποθέτω την τύχην μου. Μάθετε και αγγείλατέ μοι αν θέλω καταβή εις το στάδιον βλέπων προσνευούσας με δύο ουρανίας μορφάς, την ελευθερίαν και την ευτυχίαν, ή αν θέλω εξέλθει όργανον ολέθρου τυφλόν, όπλον έχων την απελπισίαν, όπως καταστραφώ αφ' ου καταστρέψω.

— Και είναι αμετάθετος η απόφασίς σου; ηρώτησεν ο Πετραλείφας. Δεν σε πείθει συμβουλή, δεν ακούεις την φωνήν της φρονήσεως;

— Ακούω την φωνήν της πατρίδος πασχούσης, είπεν ο Χαμάρετος εγειρόμενος, και αφ’ ου τα πάντα ητοίμασα, θα ήμην προδότης αν μετέθετον την απόφασίν μου. Εν σύνθημα περιέμενον διά την στιγμήν της ενάρξεως. Ιδού μοι το δίδει ο Βιλλαρδουίνος, ή μάλλον μοι το δίδει ο ουρανός· αι πυραί αύται, καίουσι προ δύο νυκτών, συνήγαγον ήδη όλους τους προύχοντας, οίτινες εδώ πέριξ κρύπτονται και περινοστούσιν. Αν και αύριον λάμψωσιν αι πυραί, θέλουσι πάντες συνέλθει εις τον τόπον της συνεντεύξεως.

— Λοιπόν;

— Λοιπόν, αφ' ου ο Βιλλαρδουίνος τας ανήψε δύο νύκτας διά την θήραν του, αύριον θέλω τας ανάψει εγώ διά την εδικήν μου!

Και διηυθύνθη ο Χαμάρετος προς την ελικοειδή καταβάθραν.

— Μη εκείθεν! τω είπεν ο Πετραλείφας. Τοιαύτην ώραν δύνασαι ακόμη ν' απαντήσης κανένα των οικετών. Ακολούθει με.

Και λαβών τον λύχνον, επροπορεύθη. Τον ωδήγησε δε διά στενής παρόδου εις μικράν κλίμακα κατιούσαν, έπειτα δια δευτέρας, και έπειτα διά τρίτης εις την κεφαλήν σκοτεινής καταβάθρας, ην κατέβησαν, και ήτις εφαίνετο παραδόξως εκτεινομένη. Τέλος δι' άλλης παρόδου μακράς και αφωτίστου έφθασαν εις σιδηράν θύραν, ήτις τρύζουσα επί των στροφίγγων της ηνεώχθη.

— Δι' αυτής πρέπει να διέλθωμεν; ηρώτησεν ο Χαμάρετος.

— Μάλιστα δι' αυτής, απεκρίθη ο Πετραλείφας.

— Α! δεν πρέπει ν' αμελήσω, είπεν ο πρώτος πριν προχωρήσω, να σας ειπώ ότι είναι ωφέλιμον να γράψητε ο ίδιος προς τον Σγούρον εις Άργος, προσέτι δε και εις την Κόρινθον, ή καν να πέμψητε άνθρωπον της εμπιστοσύνης σας. Η απόδειξις αύτη ότι συνεννοούμεθα μετά του Αυθέντου της Ελλάδος, μέχρις ου τοις δώσωμεν άλλην μάλλον αναμφισβήτητον, θέλει εμψυχώσει τας φρουράς.

— Δεν θέλω λείψει να πράξω ό,τι αναγκαίον. Αλλ' ας προχωρήσωμεν, είπεν ο Πετραλείφας. Ως δε υπερέβησαν την σιδηράν θύραν, —Ω! ελησμόνησα το αναγκαιότερον, επρόσθεσε. Περίμενέ με ολίγον.

Και εξελθών πάλιν, έκλεισε την θύραν κατόπιν του· ο δε Χαμάρετος, μείνας εις το σκότος, ενόμισε μετ’ εκπλήξεως ότι ήκουσε διπλήν του κλείθρου στροφήν. Επί τινας στιγμάς έμεινεν εις βαθείας σκέψεις βεβυθισμένος, διότι εντός ολίγου η τύχη του ελάμβανε μεγίστην μεταβολήν, και αφ' ενός μεν η δόξα κατήρχετο επ' αυτόν, και τω ήγγιζε το μέτωπον διά της αθανάτου της δάφνης, αφ' ετέρου δ' ο έρως τον έστεφε διά ρόδων αντί των πριν ακανθών.

Αλλ’ αι σκέψεις αύται, όσον και αν ήσαν εμβριθείς ή γλυκείαι, δεν τον εμπόδισαν να αισθανθή ότι έμενεν προ πολλής ήδη ώρας μόνος και βαθμηδόν ήρχισε ν' αυξάνη η ανησυχία του. Τέλος όμως διελογίσθη ότι ο Πετραλείφας τον αφήκεν ίσως εδώ, διότι η οδηγία του ήτον περιττή πλέον, ότι πιθανώς ευρίσκεται παρά την οδόν, και εδύνατο να εύρη την θύραν και μόνος του, εάν την εζήτει. Ήρχισε λοιπόν να ψηλαφή εν τω σκότει τους τοίχους, αλλά θύραν δεν εύρεν άλλην εκτός εκείνης δι' ης είχεν εισέλθει. Τρις περιήλθε το μέρος εν ω ευρίσκετο, αλλά πάντοτε μόνον τους τέσσαρας τοίχους και την θύραν ταύτην απήντα. Τέλος δ' απελπισθείς, και μη εννοών τι τω συνέβαινεν, ήλθε προς αυτήν διά να επιστρέψη προς την οικίαν και να ζητήση άλλην έξοδον. Όταν όμως ηθέλησε να την ανοίξη, εύρεν ότι ήτον τωόντι στερεώς κεκλεισμένη, δια σιδηρών κλείθρων και αλύτων ζυγών. Εκτός εαυτού υπό εκπλήξεως, υπ' οργής και απελπισίας, ήρχισε να φωνάζη, αλλά μετά τρόμου ήκουσε την φωνήν του υποκώφως πανταχόθεν αντανακλωμένην ως από θόλου ταπεινού και ογκώδους· με τους γρόνθους ήρχισε κτυπών τους τοίχους, σείων την θύραν, αλλ' οι πάγιοι τοίχοι απερρόφων τον ήχον, οι δ’ επί της θύρας αγώνες του ήσαν αυτόχρημα ματαιοπονία. Και όταν τω επήλθεν εις τον νουν διά πόσων κλιμάκων και παρόδων είχε διέλθει, και πόσον πρέπει να ήτο των κατωκημένων μερών της οικίας μακράν, τον κατέλαβεν είδος παραφροσύνης, ενόμιζεν ότι ωνειροπόλει, εβόα και εβλασφήμει, και έπειτα ίστατο και εβασάνιζε τον νουν του όπως εννοήση της θέσεώς του το αίνιγμα, και μετά ταύτα ήρχιζε πάλιν να ερευνά τους τοίχους· αλλά μάτην, πάντοτε μάτην! Υψώσας δε την κεφαλήν, είδεν ότι η μόνη οπή δι' ης εισήρχετο ο αήρ και το φως, όταν ήτον φως, εις την υπόγειον φυλακήν ταύτην, ήτον μικρά θυρίς υψηλώς κειμένη υπέρ το έδαφος, και κλειομένη δι' ισχυρών κιγκλίδων· δι' αυτής δε ουδέν εδύνατο να διακρίνη, ειμή τον ουρανόν και τινας μεμακρυσμένας πυράς, αίτινες ήσαν αναμφιβόλως αι εις τα όρη καίουσαι, και ουκ ολίγον συνετέλουν εις το να εξάπτωσι την ανυπομονησίαν και αγανάκτησίν του.

Εν μέσω δε των παραφόρων πλανήσεών του, προσέκρουσεν άπαξ εις αντικείμενόν τι προέχον, και εκτείνας τας χείρας, απήντησε κλίνην λιτήν, αχυρόστρωτον, και απηυδημένος και εναγώνιος ερρίφθη επ' αυτής, κρατών την κεφαλήν του διά των δύο χειρών, και ως συνέχων τους λογισμούς του μη τον φύγωσιν. Άντικρυ δε των οφθαλμών του ήτον το παράθυρον, και αι πυραί αίτινες έλαμπον ως αν τον προσεκάλουν, ως αν, ελευθερίαν επαγγελλόμεναι, καθίστων ετι δεινοτέραν την ακατάληπτον κάθειρξίν του. Η σύγχυσις των ιδεών του ήτον μεγίστη, μυρίας εικασίας εδέχετο και μυρίας απέρριπτε περί των αιτιών του φυλακισμού του, και σχεδόν έκλινε να τον απδώση εις λάθος και εις λήθην του Πετραλείφου. Μόλις δε μετά πολλάς ώρας ενάρκωσεν ο ύπνος τας τεταραγμένας αισθήσεις του, και τον κυκεώνα των συλλογισμών του αντικατέστησε δι’ ονείρων τερατουργών.

ΚΕΦ. ΚΑ’

Ο Πετραλείφας εν τούτοις, αφ’ ου έκλεισε την θύραν του υπογείου θαλάμου, όστις, ας το εξηγήσωμεν εν παρόδω, ήτον η κατά τον μεσαίωνα εις όλας σχεδόν τας μεγάλας οικίας υπάρχουσα κρύπτη ή καταφύγιον του οικοδεσπότου διά τας παντοίας περιστάσεις των ταραχωδών εκείνων καιρών, επέστρεψε διά των αυτών παρόδων, ανέβη βραδέως την αναβάθραν, ελθών εις το δωμάτιόν του αφήκε τον λύχνον, και εισήλθεν εις της εγγόνου του, ην εύρε καθημένην παρά το φως και κεντώσαν.

— Φιλτάτη Άννα, τη είπε, δεν πρέπει ν' αγρυπνήσης εξώρας. Αύριον θα έχωμεν ημέραν επίπονον· επειδή όμως είσαι ακόμη έξυπνος, ήθελον, πριν σ' ευχηθώ την καλήν νύκτα, μίαν λέξιν να σ' ειπώ, διότι δεν ηξεύρομεν τι τέξεται η επιούσα.

—Ακούω, πάππε μου.

— Αφ' ότου ενόησα την κατ' εμέ άδικον, σοι το ομολογώ, αποστροφήν σου προς τον Σαμπλίτην, είδες ότι ούτε το όνομά του ποτέ σοι ανέφερα. Ηξεύρω ότι τοιαύται αντιπάθειαι είναι ενίοτε φυσικαί, και όσον και αν ο νους μου μ' έπειθεν ότι ο Ροβέρτος είναι εις των ζηλευτοτέρων νέων της Γαλλίας, και ότι ωφελιμοτάτη ήτον η μετ' αυτού ημών ένωσις, αλλ’ η πατρική μου καρδία ωμίλησεν υπέρ σου, και αφ’ ου σοι ήτον επαχθής, δεν ηθέλησα να σοι τον επιβάλω. Αφ' ου όμως ενέδωκα εις σε, φιλτάτη μου κόρη, είναι δίκαιον να μοι ανταποδώσης τα ίσα. Αφ' ου επείσθην εις την νεανικήν σου ιδιοτροπίαν, πείσθητι και συ εις την γηραιάν πείραν μου.

— Τι θέλετε παρ' εμού; ηρώτησεν η Άννα, δεινά οιωνιζομένη εκ του μακρού προοιμίου τούτου.

— Θέλω, απήντησε θωπευτικώς ο Πετραλείφας, να δεχθής από της χειρός μου σύζυγον, τον ερασμιώτερον και ενδοξότερον ενταυτώ, τον ισχυρότερον μετά τον βασιλέα, εκείνον εις ου την κεφαλήν επιπετά ήδη ηγεμονικόν στέμμα, εκείνον όστις θέλει σε καταστήσει σεβαστήν και ευδαίμονα. Θέλω να δεχθείς τον Γοδοφρείδον Βιλλαρδουίνον.

— Πάππε, ω πάππε μου, ανέκραξεν η Άννα· να με φονεύσης λοιπόν έλαβες εντολήν; Δεν είναι δυνατόν να διέλθω ησύχως την σκοτεινήν μου μέχρι του τάφου οδόν; είναι άφευκτον να την σπείρητε ακάνθας; Άφετέ με ζώσα να ταφώ εις κανέν καταγώγειον, ή, αν δεν αρκή ουδέ τούτο, άφετέ με να προστρέξω εις το τελευταίον ησυχαστήριον, και μη με διώκετε ως εκεί.

— Τι σημαίνουσι, θύγατερ, οι απονενοημένοι ούτοι λόγοι; είπεν αυστηρώς ο γέρων. Σοι είναι αντιπαθής και η δευτέρα μου αύτη πρότασις; ή πετά προ της φαντασίας σου κάνεν λαμπρότερον όνειρον ίσως; Δεν μοι λέγεις ποίον είναι αυτό; Ίσως σ’ εξέπληξαν του Χαμαρέτου οι πατριωτικοί διθύραμβοι; Άφρων ονειροπόλος, τολμά ν’ αναβλέπη εις τας υψηλοτέρας κορυφάς του έρωτος και της δόξης, και δεν βλέπει προ των ποδών του το βάραθρον! Πτωχή χρυσαλίς του σκότους, εκλαμβάνει ως αθάνατον φως την φλόγα ήτις θενά τον καύση! Ηξεύρεις εις τι κατήντησα; Ευσπλαγχνία φερόμενος προς αυτόν, να τον κατακλείσω, ως παιδίον άνουν, ως παράφρονα, όπως τον προφυλάξω καθ' εαυτού και από του εσχάτου κινδύνου! Προσωρινά δεσμά τω έδωκα διά να τον λυτρώσω δεσμών αιωνίων, και αισχράς καταδίκης. Ίσως ενθαρρύνεις τας μωράς αξιώσεις του; Μειδίαμά σου πρέπει τω όντι ν' αποκριθή εις αυτάς, αλλά μειδίαμα περιφρονήσεως. Μάκρυνον από σου ιδέαν, ήτις ήθελε βαθέως λυπήσει τον πατέρα σου.

— Αλλά τις σας είτε, πάππε, ανέκραξεν η Άννα δυσφορούσα, ότι συνέλαβον ποτέ ιδέαν τοιαύτην; Τα αισθήματα του Λέοντος εισίν ευγενή όλα, άξια πάσης συμπαθείας και θαυμασμού· εν μέσω των τεταπεινωμένων συμπατριωτών ημών είναι ο μόνος υψών κεφαλήν αταπείνωτον. Αν αι ευχαί μου δύνανται να τω αρκέσωσιν, αι ευχαί μου εισίν όλαι υπέρ αυτού. Ποτέ δε βεβαίως δεν εδικαίωσα υπόνοιαν άλλου αισθήματος προς αυτόν.

— Μη οργίζου, φιλτάτη Άννα, είπεν ο Πετραλείφας. Ήμην βέβαιος ότι δεν φρονείς ταπεινά, ουδ' ανάξια του πατρός σου και σου. Ηξεύρω ότι η πρότασις, ήτις μάλλον σε προσμειδιά είναι η του Αυθέντου των Αθηνών.

— Πάππε, τις ιδέα!... υπετραύλισεν η Άννα, ερυθριώσα σφοδρώς.

— Ναι, επέμεινεν εκείνος, βλέπω ότι υπέρ πάσας άλλας δέχεσαι προτιμώτερον τας περιποιήσεις του πρέσβεώς του. Ο Όθων είναι βεβαίως ηγεμών μέγας, και ο Γούης έσται διάδοχός του. Αλλά πρώτον, θύγατερ, δεν τον γνωρίζομεν, και η περί της ευτυχίας σου μέριμνά μου ήθελε διστάσει να παραδώση την τύχην σου εις άνθρωπον, ου δεν ηρεύνησα τον χαρακτήρα και τα ατομικά πλεονεκτήματα. Δεύτερον όμως, αν η τύχη της ηγεμονίδος των Αθηνών σοι φαίνηται επιθυμητή, πολύ φθονητοτέρα είναι η της ηγεμονίδος της Πελοποννήσου. Δεν είναι μεν ο Δελαρόσης ανάξιος σου, αλλ’ ο Βιλλαρδουίνος είναι αξιώτερος πάντων. Και συμφέρει μεν ίσως εις τον πατέρα σου ν' αποκτήση συγγενή του και σύμμαχον τον ισχυρόν γείτονά του, όστις άρχει επί των Αθηνών και επί των Θηβών, αλλ’ αν τους αυτούς συνάψη δεσμούς μετά των δυναστευόντων της Πελοποννήσου, τότε ο μέγας Κυρ περιζωννύεται υπό της δυνάμεώς του, και γίνεται αιχμάλωτός του σχεδόν. Τούτο τω συμφέρει πολύ περισσότερον. Αλλά το ημέτερον συμφέρον είναι συμφέρον και των Βιλλαρδουίνων, και της ενώσεως ταύτης άλλην ευκταιοτέραν δεν δύνανται να εύρωσι· διά τούτο, φιλτάτη θύγατερ, ηθέλησα να σε προειδοποιήσω ότι προσεχώς, ότι αύριον ίσως, ο Γοδοφρείδος θέλει ζητήσει την χείρα σου.

— Θέλω την αποποιηθή απήντησε δραστηρίως η Άννα.

— Αύτη, φιλτάτη, είναι παιδαριώδης ισχυρογνωμία, είπε συστέλλων τας οφρύς ο Πετραλείφας. Ενέδωκα έως ου επέτρετεν η φρόνησις μετά του συμφέροντος. Επιτετραμμένος όμως την πατρικήν δύναμιν, θέλω αυστηρώς την ασκήσει. Ήλθον να σοι αναγγείλω την απόφασιν εμού και του πατρός σου, όχι να την συζητήσω. Προπαρασκευάσθητι.

Και ταύτα ειπών τραχέως, εξήλθεν. Έμεινε δε η Άννα επί πολλήν ώραν ατενίζουσα προς την θύραν, ως αν είχεν απολιθωθή, ως αν την είχον εγκαταλείψη και η αίσθησις και η κίνησις. Όλον της το αίμα συνεστάλη βιαίως εις την καρδίαν της, ήτις σφοδρώς ετινάσσετο, ώστε οι παλμοί της ηκούοντο. Τέλος δ' εξερράγη εις καταρράκτην δακρύων, και αναλαβούσα η Άννα πυρεσσούσης δραστηριότητα, ηγέρθη, και περιέτρεχε με μεγάλα βήματα τον κοιτώνα της. Διάφορα σχέδια μωρότερα και μάλλον το εν του άλλου αδύνατα, διεσταυρούντο διά της τεταραγμένης της κεφαλής· άλλοτε ωμίλει περί φαρμάκου, άλλοτε εσχεδίαζε ν' αποτρέξη προς τον Γωλτιέρον, ή καν να τω μηνύση όπως ζητήση την βοήθειάν του, και τότε οι ολοφυρμοί της εδιπλασιάζοντο. Τέλος πραϋνομένη οπωσούν η φλοξ, ήτις την διέκαιε, την αφήκε να συνάψη τας ιδέας της, και η τελευταία της απόφασις υπήρξεν, αύριον επί της θήρας, ότε έμελλε να ιδή τον Γωλτιέρον, να τεθή υπ' αυτού την ιπποτικήν προστασίαν.

Η αύριον είναι αληθές ότι φθάνει τόσω βραδύτερον, όσω ανυπομονώτερον περιμένεται. Αλλ' επειδή ο ήλιος φαίνεται αδιαφορών διά τα ανθρώπινα πάθη, και βαδίζων πάντοτε αταράχως το αυτό βήμα του, διά τούτο έφθασε τέλος και της διά την Άνναν αγρύπνου εκείνης νυκτός η αύριον.

ΚΕΦ. ΚΒ'

Από πρωίας ήδη ο οίκος του Αυθέντου ην πλήρης ταραχής και κινήσεως και ίππων και ιπποτών προλαβόντων την ώραν της θήρας. Η Ισαβέλλα, ήτις δεν είχεν έτι ηλικίαν τοιαύτην, ώστε να στερηθή της ευχαριστήσεως της θήρας και της τιμής του να συνοδεύση την έκλαμπρον αυτής ξένην, προεκάθητο εν κυνηγετική στολή της συνελεύσεως, και υπεδέχετο τους προσερχομένους, έχουσα πλησίον αυτής τον μικρόν Γουλιέλμον τον Καλαμάταν, φέροντα αργυρούν τόξον εις τον ώμον, και εις τον λειχανόν της δεξιάς χειρός έχοντα επικαθήμενον ιέρακα κυνηγετικόν, σκιρτώντα δε υπό της χαράς ότι τω επετρέπετο να συνοδεύση, τους γονείς του εις την θήραν.

Μετ' ολίγον δ' ήλθεν ο Ροβέρτος, όστις, αφ ότου επείσθη ότι η τύχη του είναι αμετάθετος, αντί να εξακολουθή σκιαμαχών κατ' αυτής, και μάτην μνησικακών, επέτρεψεν εκ του εναντίου εις την αγαθήν της ψυχής του διάθεσιν να επικρατήση, και ειλικρινώς ανταποκρινόμενος εις του Βιλλαρδουίνου τας φιλικάς επιδείξεις, εδέχθη ν' αναβάλη την αναχώρησίν του επί μίαν ημέραν ακόμη, όπως συνοδεύση την μεγάλην θήραν· και εδέχθη τόσω προθυμότερον μάλιστα, καθ' όσον ην βέβαιος ότι εδύνατο ν' αναχωρήση άμα ήθελε, διότι κατά την εσπέραν της ημέρας εκείνης τρία μεγάλα πλοία κατέπλευσαν εκ Κερκύρας, φέροντα, φευ! μετ' είκοσιν ημέρας αφ' ου παρήλθεν η ανάγκη αυτής, την καθυστερήσασαν συνοδείαν του. Έπειτα δε ήλθεν ο Γοδοφρείδος μετά πλήθους νέων βαρόνων, μετ’ ολίγον ο Πετραλείφας μετά της εγγονού του, εις ης το πρόσωπον εφαίνοντο ωχριώντα τα ρόδα, και τελευταία παρουσιάσθη η Αγνή, οδηγουμένη υπό του Βιλλαρδουίνου, και παρακολουθουμένη υπό των οπαδών της.

Καθεζόμενος δ' ο Βιλλαρδουίνος, προσεκάλεσεν όλους τους παρεστώτας να τον μιμηθώσιν, όπως απογευθώσι τινών τραγημάτων, πριν εξέλθωσιν εις την μακράν ιππασίαν· εισελθόντες δε υπηρέται, περιέφερον μελίπηκτα και θερμόν αφέψημα ρόδων εις τας κυρίας πρώτον, και μετά ταύτα εις τους ιππότας. Επλησίαζε δε ήδη η στιγμή της αναχωρήσεως, όταν η θύρα ηνεώχθη, και εισελθών ο επίσκοπος Ραιδεστού μετά των δύο πλοιάρχων των εκ Κωνσταντινουπόλεως, επλησίασε προς την Αγνήν, ήτις εφάνη εις την όψιν του ταραχθείσα, και προσκυνήσας αυτήν,

— Εκλαμπροτάτη, είπεν, ιδού οι πλοίαρχοι, οίτινες αναγγέλλουσιν ότι ο άνεμος μετεβλήθη, και ότι, αν δεν θέλητε να παρέλθη η ευκαιρία, είναι ανάγκη να αποπλεύσητε.

— Πώς! ν' αποπλεύσητε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος, ενώ η θήρα μας περιμένει; Είναι αδύνατον. Αύριον!

— Εκλαμπροτάτη, είπεν ο εις των πλοιάρχων κλίνων εδαφιαίως εμπρός της, ο άνεμος αυτός δεν θα διαρκέση. Αν μας μας μακρύνη μερικάς ώρας από του Μωρέως, ας μεταβληθή έπειτα, δεν μας βλάπτει· εις το πέλαγος ημπορούμεν να πλεύσωμεν πάντοτε. Αν όμως τον αμελήσωμεν τώρα, ημπορούμεν, τις ηξεύρει πολλάς ημέρας να τον περιμείνωμεν πάλιν.

— Εκλαμπροτάτη, είπε τέλος ο γέρων Ναΐτης, ο συνοδεύων την Αγνήν, το καθήκον μας απαιτεί ν’ αποπλεύσωμεν. Μέχρι τούδε ο πλους της Υμετέρας Εκλαμπρότητος πολύ παρετάθη, και αδικαιολόγητοι ηθέλομεν είσθαι ενώπιον του ιερού αυτοκράτορος, αν υπέρ ημών τον άνεμον έχοντες, και χωρίς υπερτάτης ανάγκης, αναβάλλωμεν την αναχώρησιν περαιτέρω.

— Κύριε Ναΐτα, είπεν η Αγνή, σας ομολογώ ότι δεν συμμερίζομαι την ανυπομονησίαν σας. Διατί θέλετε να μ’ αποσπάσητε τόσον ταχέως από των μερών όπου είμαι τόσον ευτυχής!

Και ταύτα λέγουσα, έσφιγξε την χείρα της Ισαβέλλας.

— Αλλά, κυρία, είπεν ο Ναΐτης, το ηκούσατε. Μιάς ημέρας αναβολή, δύναται πολλών ημερών να φέρη ζημίαν.

— Μη τον ακούητε, είπεν ο Βιλλαρδουίνος· το καθήκον του τον καθιστά σκληρόν προς ημάς. Μη θελήσητε να μεταβάλητε την ημέραν της ευθυμίας εις ημέραν πένθους. Μεθ' όλων των κυρίων τούτων ιδού σας παρακαλώ και εγώ να μείνητε την ημέραν ταύτην.

Τότε δε, προσελθών και ο Γοδοφρείδος προς την Αγνήν, έκλινε το εν γόνυ εμπρός της·

— Εκλαμπροτάτη, είπεν, όταν θέλωσι να σας αρπάσωσιν από του κόλπου των συμπατριωτών σας, να σας πέμψωσι προς ανθρώπους αγνώστους και ξένους, να σας θυσιάσωσιν εις βασιλόπαιδα όστις, ίσως δεν απεγαλακτίσθη, επιτρέψατε μοι να ριφθώ εις τους πόδας σας και να σας καθικετεύσω να μην υπακούσητε, να μην υποκύψητε εις την αποτρόπαιον ταύτην βίαν. Μείνατε, ω! μείνατε μεταξύ ημών. Επιτρέψατε να σας περιστοιχίσωσιν αι λόγχαι, οι βραχίονες, αι καρδίαι μας· να σας υπερασπισθώσιν απέναντι πάντων. Ίσως η καρδία μου παραφέρει τον νουν μου, ίσως ένοχος καθίσταμαι ασυγγνώστου προπετείας, μεγάλου εγκλήματος, αξιοποίνου θράσους, εγώ ο γεννηθείς μακράν του θρόνου, όταν τολμώ ν' αναβλέψω προς του θρόνου το τιμαλφέστερον κόσμημα. Ουχ ήττον όμως ενώπιον του Θεού και των συνηγμένων ενταύθα βαρόνων και μεγιστάνων, ενώπιον των σεβαστών μου γονέων, οίτινες δεν θέλουσι ψεύσει τους λόγους μου, σας προσφέρω την χείρα μου και την αιωνίαν μου πίστιν και αφοσίωσιν. Και δεν θέλω εγερθή από της θέσεως ταύτης ικέτου, πριν η χειρ της υμετέρας Εκλαμπρότητος με εγείρη ή με φονεύση.

Όλοι έμειναν έκθαμβοι εις το παράδοξον τούτο κίνημα, και την αίθουσαν διέτρεχε ψιθυρισμός κρύφιος. Η δε Αγνή, εκτείνουσα την χείρα,

— Εγέρθητε, Κύριε ιππότα, είπεν·

Έπειτα δε ανισταμένη και η ιδία, επρόσθεσε·

— Και εγώ, ενώπιον του Θεού και των ενταύθα συνηγμένων κυρίων βαρόνων και μεγιστάνων, ενώπιον του Υψηλοτάτου Αυθέντου και της Εκλαμπροτάτης κυρίας Ισαβέλλας, ους θεωρώ ως άλλους γονείς μου, κηρύττω ότι δέχομαι την χείρα ήτις τόσον ευγενώς μοι προσφέρεται, και αναγνωρίζω ως σύζυγον και κύριόν μου τον Εκλαμπρότατον Γοδοφρείδον τον Βιλλαρδουίνον.

— Πώς! ανέκραξεν ο γέρων Ναΐτης, ποίαν λέξιν επροφέρατε! Εσκέφθητε, Εκλαμπροτάτη, τι είπετε! Ήτον αστεϊσμός, αλλ’ αστεϊσμός, μοι συγχωρείτε να σας το ειπώ, παράτολμος!

— Δεν ήτον αστεϊσμός, απεκρίθη σοβαρώς η Αγνή, αλλ’ η σταθερά μου απόφασις!

— Αλλά ποτέ δεν δύναμαι να συγκατατεθώ εις αυτήν, έκραξεν εκτός εαυτού ο Ναΐτης, ποτέ δεν θέλω παρευρεθή εις του γάμου τούτου την τελετήν. Εσυλλογίσθητε την λύπην της μητρός σας, ενθυμήθητε του αυτοκράτορος την οργήν;

— Ούτε απαιτώ την συγκατάθεσίν σας, υπέλαβε πικρώς η Αγνή, και σας συγχωρώ των λόγων σας την δριμύτητα, διότι ηξεύρω ότι αφοσίωσις σας τους υπηγόρευσεν. Ουδέ να μείνητε, Κύριοι, παρ' εμοί απαιτώ, καθώς ουδέ παρά του σεβασμιωτάτου επισκόπου Ραιδεστού, όστις επίσης δεν εγκρίνει, ή καν δεν τολμά να εγρκίνη την πράξιν μου. Απέλθετε εις Κωνσταντινούπολιν. Eιπέτε εις την αγαπητήν μου μητέρα ότι την ηπάτησαν και μ’ έστελλον σφάγιον υπούλου πολιτικής και η μήτηρ μου θα σας ευλογήση διά την σωτηρίαν μου. Ειπέτε εις τον αυτοκράτορα ότι αντί νηπίου τρεφομένου εις τας όχθας του Ωκεανού, θέλει έχει ανεψιόν τον ανδρειότερον ιππότην της χριστιανοσύνης, τον κληρονόμον της ωραιοτέρας Αυθεντίας του κόσμου, κειμένης υπό τους πόδας του θρόνου του· και ο Αυτοκράτωρ, όταν παρέλθη η πρώτη ορμή του θυμού του, θέλει σας ευγνωμονήσει. Υπάγετε.

Όλοι επευφήμησαν θορυβωδώς και ο Γοδεφρείδος εφίλησε περιπαθώς της μνηστής του τας χείρας· αύτη δε ερρίφθη αλληλοδιαδόχως εις τας αγκάλας του Βιλλαρδουίνου και της Ισαβέλλας.

Αλλ' εκτός αυτών υπήρχον δύο ακόμη άνθρωποι εις την ομήγυριν, εις ους η σκηνή αύτη απετέλεσεν εντύπωσιν ισχυράν αν και διάφορον· η Άννα, ήτις είχεν έλθει εις την εορτήν ως αιχμάλωτος συρομένη εις άλυσιν, ή ως θύμα φερόμενον εις τον βωμόν, άμα είδε του Γοδοφρείδου το κίνημα, και εκ των πρώτων του λόγων προησθάνθη τον σκοπόν του, ενόμισεν ότι μέγα βάρος ήρθη από της καρδίας της, το μειδίαμα επανήλθεν εις τα χείλη της, και από αφώνου έγινεν ομιλιτική, και απεύθυνε πολλούς, ευθύμους αστεϊσμούς εις τον Γωλτιέρον, όστις συνέπεσε να ίσταται πλησίον της. Ο δε Πετραλείφας εξ εναντίας, ησθάνθη όλας του τας τρίχας ορθουμένας εις τον πώγωνα και εις την κεφαλήν του. Το πρόσωπόν του κατά την στιγμήν εκείνην ήθελεν είσθαι θαυμασία σπουδή, διά ζωγράφον, αν υπήρχε ζωγράφος εκεί, και αν είχε καιρόν να σπουδάση. Το σώμα του, κυριευθέν υπό νευρικής ανησυχίας, παρερρίπτετο επί της καθέδρας του, και το στόμα του σπασμωδικώς κινούμενον, εψιθύριζε.

— Κωμωδία! αισχρά κωμωδία! κωμωδία προπαρασκευασμένη!

Αλλ' ο Βιλλαρδουίνος, αφ’ ου ησπάσθη την νύμφην του, διηυθύνθη με πολύ φλέγμα προς τον Πετραλείφαν, και λαμβάνων αυτόν από της χειρός,

— Ενδοξότατε, τω είπε μεγαλοφώνως, να ευχηθήτε τον υιόν μου.

Έπειτα δε πλησιάζων εις το ους του,

— Παραδόξου χαρακτήρος είναι ο Γοδοφρείδος, επρόσθετεν. Όταν μ' εκρύπτετο χθες, που να προϊδώ τι εβυσσοδόμει!

Αλλ' ο Πετραλείφας, χωρίς να καταδεχθή ν' απαντήση εις την παρατήρησιν ταύτην,

— Εύχομαι εκ καρδίας, είπε μεγαλοφώνως, το εκλαμπρότατον ζεύγος, και ελπίζω να παρουσιασθή περίστασις να τω αποδείξωμεν τα αισθήματα ημών, εγώ και ο γαμβρός μου. Συγχρόνως δ' επικαλούμαι και εγώ της Υμετέρας Υψηλότητος τας ευχάς υπέρ της φιλτάτης μου εγγόνου.

Και λαβών την χείρα της Αννης, ήτις την αφήκε, μη εννοούσα τις ην ο σκοπός του,

— Ωφελούμαι, είπε, της χαρμοσύνου και επισήμου περιστάσεως ταύτης, όπως κηρύξω εις πάντας τους παρευρισκομένους ευγενείς βαρόνους και προύχοντας, ότι ηρραβώνισα την εγγονόν μου, θυγατέρα του Αυθέντου της Ελλάδος, μετά του Γουλιέλμου, ανεψιού και διαδόχου του Υψηλοτάτου Αυθέντου των Αθηνών, και επικαλεσθώ τας συγχαρητηρίους ευχάς των. Ιππότα Γωλτιέρε, φέρετε τον δακτύλιον τούτον εις τον Γουλιέλμον, όστις σας έπεμψε να τον ζητήσητε.

Ο Γωλτιέρος έλαβε τον δακτύλιον, και ελθών εστάθη εμπρός της Άννης, ήτις εις τους λόγους του πάππου της είχε μείνει ως στήλη αλός ή ως ανδριάς μαρμάρου, με ατόνους τους οφθαλμούς, με το στόμα ανοικτόν και άφωνον! Ωμίλησε δε ο Γωλτιέρος προς την Άνναν ως έπεται.

— Ο δακτύλιος, είπεν, ούτος είναι θησαυρός πολύτιμος. Όστις άπαξ τον λάβη εις τας χείρας του, εννοείτε αν έχη επιθυμίαν να τον διατήρηση. Ο Μέγας Κυρ Όθων ο Δελαρόσης, όστις μ’ έπεμψε να σας τον ζητήσω, και ο ανεψιός του Γουλιέλμος, όστις θέλει τον διαδεχθή εις τον ηγεμονικόν θρόνον του, εισί μεγάλοι Αυθένται· εξουσιάζουσι τας Αθήνας με τους απεράντους των ελαιώνας, με τα μαρμάρινα παλάτια των ηρώων, με των σοφών τα διδασκαλεία. Εξουσιάζουσι τας Θήβας με τας παχείας πεδιάδας, με τα μελισσοτρόφα των όρη, έχουσι μυριάδας υπέρπυρα εις τα ταμεία των και τας αρίστας λόγχας εις τας διαταγάς των. Αν μοι διατάξητε, θέλω φέρει τον δακτύλιον εις τον Γουλιέλμον. Αλλά γνωρίζω ιππότην, όστις ούτε παλάτια έχει, ούτε φρούρια, ούτε υπέρπυρα, ούτε άλλην λόγχην πλην μόνης της λόγχης του, έχει όμως ό,τι ίσως δεν έχουσι οι αυθένται του, έχει καρδίαν φλέγουσαν και πλήρη αφοσιώσεως και την καρδίαν ταύτην θέτων εις τους πόδας σας εξαιτείται να κρατήση τον δακτύλιον τούτον δι' εαυτόν.

— Ιπότα Γωλτιέρε, είπεν ο Πετραλείφας μετά τόνου ελαφρώς δηκτικού, και εις τον Γοδοφρείδον λοξόν βλέμμα τοξεύων· η παρωδία είναι ίσως εύστοχος και αστεία, αλλ’ επιτρέψατέ μοι ν’ αμφιβάλλω αν είναι και έγκαιρος.

— Παρωδία; είπεν ο Γωλτιέρος. Με συγχωρείτε. Περιμένω εκ του στόματος, του μόνου έχοντος δικαίωμα ν' αποφασίση, αν τον δακτύλιον τούτον θέλω τον δώσει εις τον ισχυρόν Αυθέντην ή εις τον αφωσιωμένον ιππότην.

Εν τω μεταξύ τούτω η Άννα συνήλθε, και εν τω άμα εννόησεν ότι από της στιγμής ταύτης εξηρτάτο ίσως η τύχη της.

— Κύριε ιππότα, απεκρίθη, ο δακτύλιος εκείνος δεν ήτον προωρισμένος όπως μεταβαίνη από χειρός εις χείρα· Αν ο Γουλιέλμος Δελαρόσης τον ήθελεν, ας ήρχετο να ιδή αν δύναται να τον λάβη. Η χειρ σας άπαξ τον ήγγισεν· άλλη χειρ δεν θέλει ποτέ τον εγγίσει.

Ο Γωλτιέρος τότε φορέσας τον δακτύλιον εις τον μικρόν δάκτυλόν του, ερρίφθη εις της Άννης τους πόδας, και τη έθεσεν εις τον δάκτυλον άλλον δακτύλιον εκ λαμπρών αδαμάντων, όστις απήστραψε μυρίας ακτίνας.

— Παρεμβάλλω την πατρικήν δύναμίν μου, ανέκραξε φρυάττων ο Πετραλείφας. Αρνούμαι την συγκατάθεσίν μου! Γωλτιέρε, είσαι άπιστος και προδότης προς τον Αυθέντην σου, κλέπτης της καρδίας και διαστροφεύς της κεφαλής της εγγόνου μου. Εν ονόματι του Γουλιέλμου Δελαρόσου, του νομίμου μνηστήρος της, Υψηλότατε Αυθέντα της Πελοποννήσου, απαιτώ την επεμβασίν σας, απαιτώ την τιμωρίαν του τολμητίου.

Τότε όμως αναπήδησας ο Γωλτιέρος,

— Μίαν λέξιν πριν με καταδικάσητε, είπεν. Εν ονόματι του Γουλιέλμου Δελαρόσου σας ευχαριστώ, ενδοξότατε. Και επειδή εδέχθητε ευμενώς τας προτάσεις του Γουλιέλμου, δότε μοι ν’ ασπασθώ την δεξιάν σας. Ο Γουλιέλμος είμαι εγώ!

Και ανοίξας τον μανδύαν του, και δείξας υπ' αυτόν χρυσόστικτα εις το στήθος του τα οικόσημα των Δελαρόσων,

— Θα μοι συγχωρήσητε, επρόσθεσε, τον αθώον μου δόλον;

— Ο Γουλιέλμος Δελαρόσης! ανέκραξεν ο Βιλλαρδουίνος, λαμβάνων αυτόν εκ της χειρός. Του φίλου μου Αυθέντου τον ανεψιόν δέχομαι περιχαρώς εις τας αγκάλας μου, ως είχον δεχθή προθύμως και τον πρέσβυν του εις τον οίκον μου. Αλλά διά τι εκρύπτεσθε υπό το ψευδώνυμον;

— Προ ολίγου ελθών εκ Γαλλίας, απήντησε μειδιών ο Γουλιέλμος, άγνωστος ων εις την υμετέραν αυλήν, ηθέλησα της αγαπητής Άννης την καρδίαν να κερδήσω υπέρ εμού και όχι υπέρ του διαδόχου των Αθηνών. Η Άννα εδέχθη τον Γωλτιέρον υμείς δε, πάτερ, επρόσθεσε αποτεινόμενος προς τον Πετραλείφαν, δέχεσθε εις τας αγκάλας σας ως υιόν σας τον Δελαρόσην;

Ο Πετραλείφας εγερθείς τότε ενηγκαλίσθη τον Γουλιέλμον. Αγαπητέ υιέ, τω είπε, σε δέχομαι εν ονόματι του πατρός της Άννης. Δύνασαι να καυχηθής διά την επιδεξιότητά σου. Ηπάτησας τους απατώντας τους άλλους.

Τας λέξεις δε ταύτας γοργόν βλέμμα διεύθυνε προς τον Βιλλαρδουίνον, όστις όμως ουδαμώς φανείς ότι ενόησε την εφαρμογήν,

— Κύριοι, ανέκραξεν, η θήρα δίδεται εις πανήγυριν του διπλού δεσμού των εκλαμπροτάτων Γουλιέλμου Δελαρόσου μετά της Άννης Κομνηνής, και του υιού μου Γοδοφρείδου μετά της Αγνής Κουρτεναίης. Άγωμεν εις την θήραν!

Όλοι δ' οι περιεστώτες ως τοις εδόθη τούτο το σύνθημα, λύσαντες την σιωπήν, εις ην μέχρι τούδε τους συνείχε το σέβας και η εθιμοταξία, ανεβόησαν χαρμοσύνως, και εξήλθον θορυβωδώς. Και καθ’ όλην δε την πόλιν διεσπάρη σχεδόν συγχρόνως των γεγονότων η φήμη, ώστε, ότε μετ' ολίγον η πολύκροτος συνοδεία διήρχετο τας οδούς, το πλήθος, πυκνόν και εξημμένον, την απήντα και την ησπάζετο μετά ζωηρών ευφημιών και μετ΄ ευχών διά τους ευδαίμονας μελλονύμφους.

ΚΕΦ. ΚΓ'

Αλλ’ ενώ η φαιδρά ιππασία διευθύνεται εις τα όρη προς εύθυμον θήραν, δεν πρέπει να λησμονήσωμεν ότι εγκατελείψαμεν τον Χαμάρετον κατάκλειστον εις την σκοτεινήν φυλακήν του. Ως εις όλας τας ισχυράς φύσεις, παρ' αις καταβάλλεται το σώμα προ της ψυχής, είδαμεν ότι απαυδήσαντα εκ του ματαίου αγώνος όπως εύρη τρόπον απαλλαγής εν μέσω του σκότους, τον κατέλαβε τέλος ο ύπνος. Αλλ' επ' αυτού η ψυχή του εγρηγορούσα διίπτατο ελευθέρα διά των παγίων τειχών της φυλακής, και τω εδείκνυε συγκεχυμένως διά του πρίσματος της μνήμης και της ελπίδος, ενίοτε μεν τα όρη ως δάδας φλεγόμενα, άλλοτε τους Έλληνας από σπηλαίων και δασών εξορμώντας, και μετά ψαλμών και κλάδων βαίων πορευομένους προς την Κωνσταντινούπολιν· άλλοτε τω παρίστατο το πεδίον της μάχης, πλήρες βοής και αίματος και κινήσεως, και μακρόθεν ηκούοντο των Ελλήνων αρχαίοι παιάνες, και έβλεπεν εαυτόν εκτάδην κείμενον και αδυνατούντα να κινηθή, τον δε Πετραλείφαν πατούντα αυτόν εις το στήθος διά του γόνατος και γελώντα σαρδωνικώς, υπεράνω δ' αυτού την Άνναν, ως Νίκην, χρυσάς ταννύουσαν πτέρυγας, και διά του δακτύλου δεικνύουσαν τον ουρανόν εις αυτόν.

Εν μέσω τοιούτων οπτασιών αφυπνίσθη, και είδεν ότι αι πρώται της αυγής ακτίνες διήρχοντο ήδη αμυδραί διά του φωταγωγού του. Εν τω άμα δ' εφρόντισε να εξετάση, το μέρος εις ο ευρίσκετο· αλλά το πρώτον βλέμμα επεκύρωσεν ό,τι εν τω σκότει είχε μάθει διά της αφής, ότι δηλαδή ήτον κατακεκλεισμένος εις θόλον ισχυρόν και κατά μέρος υπόγειον, έχοντα μόνην οπήν την θύραν, και το μικρόν και κιγκλιδωτόν παράθυρον πλησίον του θόλου, δι' ου ουδέν εφαίνετο αντικείμενον, ειμή τα μεμακρυσμένα όρη και αι πυραί, ων αι τελευταίαι λάμψεις αντεπάλαιον ακόμη προς το αύξον φως της ημέρας. Φέρων δ' εκείθεν το βλέμμα του προς τα κάτω, είδε μετ' εκπλήξεως πλησίον της κλίνης του πήραν δεδεμένην διά μικρού σχοινίου, και περιέχουσαν αγγείον πλήρες ύδατος και τροφάς, προφανώς δε καταβιβασθείσαν από του παραθύρου εν ω αυτός εκοιμάτο· εξ ου εσυμπέρανεν ότι η φυλάκισίς του δεν έγινε κατά λάθος, αλλ’ εκ ποοθέσεως. Η πεποίθησις αύτη ηύξησε την σύγχυσιν των ιδεών του και την αγανάκτησίν του συγχρόνως, διότι έβλεπεν ότι υπάρχει προδοσία, αλλά δεν ηδύνατο να εννοήσει τον σκοπόν και την αιτίαν αυτής. Ως λυσσών ερρίφθη προς την θύραν εκ νέου, ελπίζων να εκριζώση αυτήν ή να θραύση τα κλείθρα της, αλλά δεν ήργησε να εννοήση ότι εματαιοπόνει. Τότε ήρχισε να κραυγάζη μεθ' όλης της δυνάμεως των πνευμόνων του, αλλά, ως και την νύκτα, επείσθη αύθις ότι η φωνή του πανταχόθεν αναπηδώσα από του λιθίνου θόλου, δεν εδύνατο να διασχίση το πάχος του, και επέστρεφε προς αυτόν με τόνον κλαυθμηρόν ή σαρκαστικόν. Εν τη απελπισία του δε, ενώ βιαίως χειρονομών, έσχιζεν ως φρενητιών τον μανδύαν του, ησθάνθη υπό την χείρα του το ξιφίδιόν του, και ανασπάσας αυτό, απεφάσισε να το βυθίσει εις το στήθος του. Αλλ' άμα ήγγισε την σάρκα του ο ψυχρός σίδηρος, τω επανήλθεν η σκέψις, και ορθότερον κρίνων το κίνημά του,

— Να φονευθώ! είπε. Τούτο θέλει είσθαι ο θρίαμβος των εχθρών μου, οίτινες δήποτε και αν ώσι. Να φονευθώ, να νεκρώσω την χείρα ήτις κρατεί της Ελλάδος την τύχην, όταν ίσως η υπερτάτη ευδαιμονία κρύπτεται δι' εμέ εις το μέλλον! Ήθελεν είσθαι μωρία και έγκλημα ενταυτώ.

Μετά την σκέψιν δε ταύτην συνελθών, και επιβαλών σιωπήν εις την ταραχήν της καρδίας του, επορεύθη βραδέως, ως αν επρόκειτο περί των μάλλον αδιαφόρων στιγμών της ζωής του, προς το παρεσκευασμένον πρόγευμα, και έφαγεν εξ αυτού όσον να στηρίξη τας δυνάμεις του, ων πιθανώς ήθελεν έχει πολλήν ανάγκην κατά την ημέραν εκείνην, έπειτα δε, μετά νέαν ακριβεστέραν έρευναν της θύρας, ήλθε προς την κλίνην του, και λαβών, έστησεν ορθάς τας σανίδας και τους πόδας αυτής, και επ' αυτών αναρριχηθείς, έφθασε μέχρι του παραθύρου, ου ήρπασε τας σιδηράς κιγκλίδας διά της μιας του χειρός. Και πρώτον μεν εβύθισε το βλέμμα εκτός του παραθύρου, και είδεν ότι ηνοίγετο αυτό σχεδόν ισοπέδως επί του κήπου εις μέρος μεμακρυσμένον της οικίας. Έπειτα δ' εδοκίμασε δι' όλης του της δυνάμεως, στηρίζων τους πόδας εις αρχιτεκτονικόν κόσμημα εν είδει κυματίου θέον περί τον τοίχον, να κλονήσει τας κιγκλίδας, αλλ' ησθάνθη ότι αδύνατα επεχείρει. Τέλος έσυρε το ξιφίδιόν του, και επροσπάθησε να κόψη αυτάς ή να τας εξορύξη· αλλά και τούτο εις μάτην· το ξιφίδιόν του αν και χαλύβδινον, δεν έκοπτε σιδηρά, και ο λίθος ην πυρροποίκιλος.

Έπαυσε λοιπόν ματαιοπονών, και επήδησε πάλιν κάτω. Λαβών δε την σιδηράν θήκην του ξίφους του, ήρχισε να κτυπά επί της κοπίδος αυτού ούτως ώστε μετά ημίσειαν ώραν την κατέστησεν ανώμαλον και οδοντωτήν. Τότε δε ανέβη εκ δευτέρου εις το παράθυρον, εκρεμάσθη διά της μιας χειρός εις τας κιγκλίδας, και διά της άλλης ήρχισε να τας προσβάλλη διά του αυτοσχεδίου τούτου πρίονος, αλλά βραδέως και ελαφρώς, φοβούμενος μη ο τρυγμός τον προδώση, και προσκαλέση τους δεσμοφύλακάς του. Κατ' αρχάς το αποτέλεσμα ήτον ουδέν, αλλ’ ενώ ήρχισεν απελπιζόμενος ήδη, είδε μετά χαράς ανεκφράστου ότι λεπτή μέλαινα κόνις σιδήρου έπιπτεν εις τον λίθον, και τότε επέτεινε τους αγώνας του, και πάσαν περίσκεψιν λησμονών, ήρχισε να πριονίζη ισχυρώς, ώστε ο υπόγειος θόλος αντήχει όλος υπό του ρόχθου. Ο κρότος ούτος τον ανεκάλεσεν εις εαυτόν, και ανετριχίασεν ενθυμηθείς εις ποίον δι' αυτού εξετέθη κίνδυνον, και διακόψας την εργασίαν, έμεινεν εν ανησύχω προσδοκία. Αλλά μετ’ εκπλήξεως είδεν ότι ουδενός φρουρού εξύπνησεν η άγρυπνος επιτήρησις. Ενθαρρυνθείς δ’ εκ της παρατηρήσεως ταύτης, ου μόνον εξηκολούθησεν έτι γενναιότερον, αλλά προσέτι, αντί να κρέμαται από της μιας χειρός, ενώ ειργάζετο διά της άλλης, όπερ ήθελεν εξαντλήσει εντός ολίγου του Ηρακλέους αυτού τους μυώνας, ετόλμησε ν' αναβή εις το παράθυρον, και κύπτων ισχυρώς, περών δε τον ένα του πόδα διά των κιγκλίδων, να καθήση επ' αυτού περιβάδην· έκτοτε η εργασία του προυχώρει πολύ ταχύτερον, και αφ' ου πνευστιών και ιδρώτα περιρρεόμενος, εξηκολούθησε διαπρίων την κιγκλίδα επί τρεις σχεδόν ώρας με μικράς διαλήψεις, εκόπη τέλος αύτη. Τότε συλλαβών τας λοιπάς διά των δύο του χειρών, ελάκτισεν αυτήν διά του ποδός μετά μεγίστης ορμής, και την ελύγισε μεν, την διέρρηξε μάλιστα κατά μέρος, αλλ’ ουχί εντελώς· ώστε ηναγκάσθη, αφ’ ου έλαβεν ολίγην ανάπαυσιν, να την κόψη και προς τα άνω καθ' ον τρόπον την είχε κόψει και κάτωθεν, διά του ξιφιδίου. Η νέα όμως αύτη εργασία ήτον ήδη κατά το ήμισυ προτετελεσμένη, και διά τούτο διήρκεσε το ήμισυ σχεδόν του χρόνου της πρώτης. Τέλος έπεσεν η κιγκλίς, και ο Χαμάρετος διαβιβάσας την κεφαλήν, και μετά ταύτα το λοιπόν σώμα, μετ' ανεκφράστου αγαλλιάσεως ευρέθη εντός του κήπου, και ως βέλος ριφθείς, προς αυτού τον περίβολον, τον διεσκέλισε διά μιας, και επήδησεν εις την οδόν ελαφρός και ελεύθερος, δύο ίσως ώρας αφ' ου είχε παρέλθει η μεσημβρία.

Άμα δ’ είδεν εαυτόν κύριον των κινημάτων του, αντί δρομαίος να μακρυνθή του μέρους όθεν μόλις εσώθη, εστράφη εξ εναντίας περί την γωνίαν του κήπου, και ελθών προς την αυλίαν πύλην, έκρουσεν αυτήν επανειλημμένως, επί σκοπώ να ελέγξη τον Πετραλείφαν διά την προδοσίαν του, και να τω ζήτηση λόγον αυτής, ίσως δε ν' αποταθή και προς την Άνναν ο ίδιος, και να μάθη την τύχην του εκ των χειλέων αυτής. Αλλά παρά του υπηρέτου, όστις ήλθε ν' ανοίξη, έμαθεν ό,τι εις την ταραχήν του εξ αιτίας των ιδίων συμβάντων του είχε λησμονήσει, την θήραν του Αυθέντου, και ότι ο Πετραλείφας και η Άννα τον συνόδευσαν εις αυτήν.

Η εναντιότης αύτη εκ νέου παρώξυνε τον Χαμάρετον, και παντοία σχέδια ήρχισαν ν' αντιδιώκωνται πάλιν εις την κεφαλήν του. Η πρώτη του ιδέα υπήρξε να τρέξη εις τα όρη, και ανάψας τας πυράς να δώση το τρίτον σύνθημα εις τους συνωμότας, και να τους διεγείρη αυτήν εκείνην την νύκτα εις το μέγα των επιχείρημα. Αλλά προ παντός άλλου ησθάνετο την ανάγκην να ιδή τον Πετραλείφαν, να ιδή την Άνναν· διό και αναλογισθείς ότι εις την οδόν των ορέων είχε πιθανότητα και αυτούς ν' απαντήση, απεφάσισε να διευθυνθή προς αυτά. Αλλά τρεις δεν διήλθε της Ανδραβίδας οδούς, χωρίς να παρατηρήση την ασυνήθη έξαψιν του λαού, και χωρίς να μάθη την παροξύνουσαν το πλήθος αφορμήν του διπλού γάμου. Η αγγελία αύτη ενέσκηψεν ως κεραυνός επί τον Χαμάρετον. Τον πρώτον όστις τω την έδωκε, τον συνέλαβεν εκ του στήθους και τον έσεισε τόσον βιαίως, κράζων μεγαλοφώνως ότι ψεύδεται, ώστε εμακρύνθη εκείνος κάμνων τον σταυρόν του, και λέγων καθ' εαυτόν ότι ο άνθρωπος είναι παράφρων. Εις τρεις ή τέσσαρας απευθύνθη ακόμη, αλλά μηχανικώς, και διά της καρδίας μάλλον ή διά των αισθήσεων εννοών ότι αι απαντήσεις των ήσαν ταυτόσημοι προς την πρώτην. Όταν δε δεν τω επετρέπετο πλέον να αμφιβάλλη, εξηκολούθησε να διατρέχη σκοτοδινιών τας οδούς και αφιχθείς εμπρός της εκκλησίας της αγίας Σοφίας εκτός της πόλεως, ησθάνθη ως καλάμους τα γόνατά του κλονούμενα, και αρνούμενα να τον φέρωσι παραιτέρω, και έπεσεν εις την στοάν του προνάου, απολέσας εαυτού την συναίσθησιν, μόνον μίαν λέξιν από καιρού εις καιρόν προφέρων, της Άννης το όνομα. Όταν δε πάλιν συνήλθε και ηγέρθη, είχε συγκεχυμένην τινά ανάμνησιν ότι προσηυχήθη, και φέρων την χείρα προς το πρόσωπόν του, το εύρεν κάθυγρον από δακρύων. Αναβλέψας δε προς τον ουρανόν, ενόησεν ότι ώρας έπρεπε να έμεινεν εις το μέρος εκείνο, διότι ο δίσκος του ηλίου έκλινεν ήδη προς την δύσιν του. Μετά της αισθήσεως δε της ζωής επανήλθαν και όλαι αι βάσανοι και όλα τα πάθη της καρδίας του, και υπό απελπισίας και υπ' οργής ελαυνόμενος, έδραμε μάλλον ή ότι επορεύθη προς το ερημεκκλήσιον υφ' ο έκρυπτε την κατοικίαν του. Εκεί δε, μυρία άτοπα μελετών, άλλοτε μεν να ζητήση εις όλας του όρους τας φάραγγας την αυθεντικήν συνοδείαν, και να φονεύση τον Πετραλείφαν, να φονεύση τον Δελαρόσην, να φονεύση την Άνναν, και να φονευθή επί των πτωμάτων των, άλλοτε δε ν' ανάψη τας πυράς των ορέων, και να επάρη καταστρεπτικόν πόλεμον καθ' όλης της φυλής των Φράγκων, απεδύθη τον μοναστικόν μανδύαν, έλαβε στολήν καταλληλοτέραν δια την ορεινήν εκδρομήν του και νέα όπλα, και ετράπη προς το όρος με βήμα πτερούμενον υπό της ανυπομονησίας. Μίαν περίπου ώραν εβάδισεν έως ου φθάση εις τας υπώρειας, και εν τούτοις τας τελευταίας του ηλίου ακτίνας είχε διαδεχθή το εν Ελλάδι ωκύμορον λυκαυγές, σύρον κατόπιν του ασέληνον νύκτα. Ποία δε υπήρξε του Χαμαρέτου η έκπληξις, όταν, εγείρων τους οφθαλμούς προς το όρος, ο έμελλε ν' αναβή, το είδεν αίφνης ως υφαίστειον περιλαμφθέν εις την κορυφήν του, και πυρά εφάνη επ' αυτού, ομοιάζουσα εις το σκότος ακτινοβόλον αδάμαντα εις μέτωπον βασιλέως. Μετ' ολίγας δε στιγμάς δευτέρα κορυφή εφάνη καιομένη, και μετ' αυτήν τρίτη, και κατ’ ολίγον όλαι όσας εις μεγίστην απόστασιν εδύνατο ν’ ανακαλύψη ο οφθαλμός. Ο Χαμάρετος ενόμιζεν ότι ονειροπολεί, ότι τον απατά η τεταραγμένη του φαντασία, και ητένιζε μετ' ενδομύχου τρόμου το ακατανόητον τούτο φαινόμενον, αφ’ ου η θήρα του Αυθέντου έπρεπε να είχε λήξει προ της δύσεως του ηλίου· ώστε ήρχισε να ερωτά εαυτόν αν δεν γίνηται παίγνιον επηρειών υπερφυσικών. Πάσαν άλλην επομένως προσπάθειαν εν δευτέρω λόγω προς το παρόν θέμενος, και μόνον της πατριωτικής του καρδίας τας εισηγήσεις ακούων, ηθέλησε να εξιχνιάση το μυστήριον, και προυργιαίτατον εθεώρησε να σπεύση όπου ίσως υπήρχεν ή ηδύνατο να γεννηθή τις κίνδυνος διά την πατρίδα, και λησμονών εαυτόν δι' εκείνην, συγκατένευσε ν' αναζήση εφ' ότον ην η δραστηριότης του αναγκαία και ώρμησε προς του Λύκου το Σπήλαιον.

ΚΕΦ. ΚΔ’

Η νυξ ήτον σκοτεινή, και λεπτή νεφελών σινδόνη απερρόφα και αυτό το ασθενές φως των αστέρων. Προ δύο δε ήδη ωρών διέτρεχεν ο Χαμάρετος τας γνωστάς εις αυτόν στενωπούς των ορέων, όταν αίφνης είδεν εμπρός αυτού μίαν των πυρών κινουμένην, και μετ' ολίγον εκτεινομένην εις μήκος επί της ορεινής ράχιως, ως γιγαντιαίον φλογερόν όφιν, τους κρίκους του εξελίσσοντα επ' αυτής· καθ' όσον δε το φαινόμενον επλησίαζεν, αι έλικες διεσπώντο, και έδειξε μετ' ου πολύ μακράν συνοδείαν λαμπαδηφόρων, κατερχομένων το όρος. Του Χαμαρέτου η καρδία εσκίρτησεν ισχυρώς εντός του στήθους του, διότι ησθάνθη, ότι η συνοδεία εκείνη έπρεπε να είναι η του Αυθέντου, και αντεφελκόμενος μεταξύ δύο αισθημάτων, οτέ μεν ετρέπετο ίνα δράμη, εις αναζήτησιν αυτής επί των κρημνών, οτέ δε μεταμελούμενος εξηκολούθει την οδόν του προς το μέρος όπου ενόμιζεν ότι ιερόν τον εκάλει καθήκον. Αλλ’ ενώ ούτος προυχώρει διστάζων, το μεν βήμα προς το σπήλαιον διευθύνων, την δε καρδίαν και τους οφθαλμούς έχων προσηλωμένους εις την λαμπαδηφορίαν, αίφνης, και ως αν η γη είχε σχισθή να τας καταπίη, λαμπάδες και συνοδεία, όλα εξέλιπον, και βαθύ σκότος επεκράτησε πάλιν επί του όρους. Ο Χαμάρετος έτεινε τους οφθαλμούς του, αλλά τίποτε δεν εδύνατο να ιδή· έτεινε δε ομοίως και το πνεύμα του, χωρίς να δυνηθή να εννοήση· διότι ήξευρεν ότι μεταξύ αυτού και του μέρους όθεν εφαίνετο η κινητή λάμψις δεν επεπρόσθει κάνεν φυσικόν κώλυμα, δυνάμενον να τω αποκρύψη αυτήν, άλλως τε δε και αν υπήρχεν, έπρεπεν η συνοδεία βαθμηδόν να παρέλθη οπίσω αυτού, εν ω εξ εναντίας η αφάνισις των φώτων εγένετο στιγμιαίως και ως διά μαγείας. Το νέον τούτο μυστηριώδες συμβάν ηύξησε τον αόριστον φόβον, όστις τον εκυρίευε, και τον εκίνησε να σπεύση το βήμα. Αλλά μεταξύ προχωρών, ενόμισεν ότι βλέπει σκιάς τινας κινουμένας εμπρός του, δι’ ο και μείνας ακίνητος οπίσω θάμνου, παρετήρησε προσεκτικώτερον· το δ' αποτέλεσμα της κατασκοπεύσεώς του ην ότι ικανός αριθμός ανθρώπων, από πλαγίας τινός φάραγγος εξερχόμενοι, εισήρχοντο εις την οδόν ην αυτός εβάδιζε και προυχώρουν κατά την αυτήν διεύθυνσιν, αλλά τόσον ελαφρώς και αψόφως, ώστε εφαίνοντο ως ολισθαίνοντες μάλλον ή περιπατούντες επί της γης, κρατούντες δε σχεδόν και την αναπνοήν των, ώστε η ήδη δεισιδαιμόνως διατεθείσα φαντασία του παρ’ ολίγον ήθελε τους εκλάβει ως νεκρών νυκτοπλανή φαντάσματα.

Αλλά προυτίμησε να εμπιστευθή και εν ταύτη τη περιστάσει μάλλον εις των αισθήσεών του την αψευδή μαρτυρίαν, δι’ ο και μιμούμενος και αυτός το παράδειγμα των νυκτοβατών εκείνων, άφωνος και ακροποδητί βαίνων, τους παρακολούθησε και συνανεμίγη μετ' αυτών αφανώς. Μετ' ολίγον δε τω εφάνη ότι από των χειλέων των δύο προπορευομένων αυτού, οίτινες ήσαν ανήρ και γυνή, εξήρχετο λεπτός ψιθυρισμός ως αύρας εσπερινής, και τινες λέξεις προσβαλούσαι την ακοήν του, οξυτέραν εαυτής γενομένην, ότι ήσαν έρωτος λέξεις, η δε μόλις ως πτέρυξ χρυσαλίδος τον αέρα θίγουσα εκείνη φωνή, ως λαμπρά κλαγγή σάλπιγγας αντηχήσασα εις την καρδίαν του, τω εφάνη ότι είναι η φωνή της Άννης και του Γουλιέλμου Δελαρόσου, και η χειρ του αυτομάτως εκινήθη προς το εγχειρίδιόν του.

Τω όντι δε ήσαν οι προπορευόμενοι, εκείνοι ους εμάντευσεν η καρδία του Χαμαρέτου, και οι λοιποί ήσαν του Αυθέντου η συνοδεία. Την θήραν διηύθυνεν αυτός ο Βιλλαρδουίνος, και ακριβή έχων των θέσεων γνώσιν, την ωδήγησε προς τας ανατολικάς ωραίας και συδένδρους κοιλάδας του Ωλένου, αίτινες καταγοήτευσαν την Αγνήν και την Άνναν, και εις τους θηρευτάς παρέσχον άφθονον λείαν. Τοσαύτη δε ήτον η ευθυμία του κατά την ημέραν εκείνην, ώστε μετέδιδεν αυτήν εις πάντας τους περί αυτόν, και όταν τινές παρετήρησαν ότι η ημέρα προυχώρει, και δεν ήθελε τοις μένει καιρός διά την επιστροφήν,

— Τόσον ωραία ημέρα, είπε μειδιών ο Βιλλαρδουίνος δεν δύναται να μας εγκαταλείψη τόσον ταχέως. Ιδέ, οι κύνες φαίνεται διήγειρον λαγωόν ή έλαφον. Είναι ανάξιον ημών ν’ αφήσωμε το ζώον και να μη τω αποδώσωμεν ην τιμήν απαιτεί παρ’ ημών.

Και ως αν ο λόγος του είχε την δύναμιν να στήση τον ήλιον ως ο του Ιησού του Ναυή, εκέντησε τον ίππον του. και όλοι γελώντες τον εμιμήθησαν.

Εν τούτοις όμως, ως είχον προϊδή οι προβλεπτικώτεροι, όταν η θήρα ετελείωσε και εξεβιάσθη το διωκόμενον ζώον, ο ήλιος είχε δύσει, και οι θηρευταί μετά των κυριών, αίτινες τους παρακολούθουν, ευρίσκοντο εις έρημα και άγνωστα μέρη του όρους.

Τότε όλοι έστρεψαν μειδιώντες τα βλέμματα προς τον Βιλλαρδουίνον, ως λέγοντες·

— Συ, όστις μας επλάνησας εδώ, συ χρεωστείς τώρα να μας οδηγήσης.

Ο δε Αυθέντης, εννοήσας την σημασίαν της αφώνου ταύτης αξιώσεως, εγέλασε, και

— Αμεριμνείτε, είπεν, ηξεύρω να σας οδηγήσω διά συντομοτάτης οδού. Ακολουθείτε με μόνον.

Και προπορευθείς, τους έφερε μετά εν τέταρτον περίπου διά βαθέων ρευμάτων εις μικράν, σύδενδρον και πανταχόθεν υπό λόφων περικεκλεισμένην κοιλάδα, ήτις παρέστησεν εις τους οφθαλμούς των απροσδόκητον και αληθώς μαγικόν θέαμα. Εις όλους τους κλάδους των δένδρων εκρέμαντο, ως καρποί, ποικιλόχροοι υέλινοι λύχνοι, και εν μέσω του καταφύτου τούτου χωρίου εξετείνετο μεγαλοπρεπής τράπεζα, όλη βρίθουσα χρυσού και αργύρου και παντοδαπών εδεσμάτων. Γενικός αλλαλαγμός ηγέρθη εις την όψιν ταύτην, και προσκληθέντες, εκάθησαν όλοι εις το ανέλπιστον συμπόσιον, εις δε τα δύο κεφαλοτράπεζα ο Βιλλαρδουίνος, έχων εκατέρωθεν την Αγνήν και την Άνναν, και η Ισαβέλλα, τον Ροβέρτον έχουσα πλησίον της και τον Πετραλείφαν.

Η ευχωία εις ην έγινον προπόσεις υπέρ των αισίων γάμων του Γοδεφρείδου και του Γουλιέλμου, διήρκεσεν υπέρ τα δύο ώρας, αυτήν δε διεδέχθησαν μετά ταύτα άσματα και ορχήσεις. Αλλ’ εν αύται διήρκουν έτι, ο Βιλλαρδουίνος παρετήρησε μεταξύ των θεατών ιστάμενον τον Ραιμόνδον, και ησύχως ελθών προς αυτόν

— Εκεί είναι; τον ηρώτησε ταπεινή μεν τη φωνή, αλλά μετ’ απαθούς του προσώπου, ουδέ τω οξυδερκεστέρω δυναμένου να προδώση ότι περί σπουδαίου τινός ωμίλει...

— Εκεί, απεκρίθη ο Ραιμόνδος ομοίως.

— Έταξας τους ημετέρους;

— Μάλιστα.

— Ποίαν οδηγίαν τοις έδωσας;

— Να εισέλθη, όστις θέλει, να μην εξέλθη κανείς. Τότε ο Βιλλαρδουίνος, αποταθείς προς τους λοιπούς,

— Κύριοι και Κυρίαι, είπεν, αν νομίζητε ότι είναι καιρός, ημπορούμεν ν' απέλθωμεν. Αλλά δεν σας προτρέπω να διαβώμεν εν τω σκότει έφιπποι τους κρημνούς. Αφ' ου ανεπαύθημεν ήδη, ασφαλέστερον είναι να στείλωμεν τους ίππους μας εις τους πρόποδας, όπου να καταβώμεν φωτιζόμενοι από δάδας. Θα σας οδηγήσω δι' εδικού μου δρόμου.

Η πρότασις εγένετο δεκτή μετά μεγάλης χαράς, και η πεζή περιδιάβασις εις τα έρημα όρη πεφωταγωγημένα υπό μυρίων λαμπάδων κατά την ώρα του μεσονυκτίου σχεδόν, εφάνη σκηνή αξίως περατούσα την χαρμόσυνον εκείνην ημέραν. Διένειμε λοιπόν ο Βιλλαρδουίνος τους οδηγούς, δαυλούς φέροντας, πυκνούς μεταξύ των θηρευτών, και η συνοδεία ανεχώρησε, παρακολουθούσα εις τα πλευρά των κοιλάδων τους ελιγμούς στενωπού πετρώδους. Αλλ' όταν έφθασεν εις σημείον καθ' ο η οδός, υπερβαίνουσα υψηλήν οφρύν, εβυθίζετο εις νέαν κοιλάδα, ο Βιλλαρδουίνος έδωκε σημείον προσυμπεφωνημενον μετά των οδηγών, και συγχρόνως όλαι αι δάδες εσβέσθησαν, και πάντες προσεκλήθησαν, ακολουθούντες βήμα προς βήμα τους οδηγούς να βαδίζωσιν εν άκρα σιωπή, μέχρις ου ο Αυθέντης επιτρέψη το εναντίον και δώσει την εξήγησιν της διαταγής. Όλοι, αμέσως και τοι εκπληττόμενοι και μη εννοούντες, υπήκουσαν εις την διαταγήν ταύτην, και ούτω τους είδαμεν προχωρούντας ως νυκτερινά φαντάσματα προς του Λύκου το Σπήλαιον.

Το σπήλαιον δε τούτο εν τούτοις παρίστα σκηνήν ουχί αδιάφορον προς την ημετέραν διήγησιν. Οι μετά του Χαμαρέτου συνυπακουόμενοι προύχοντες της Πελοποννήσου είχον από τίνος ήδη χρόνου συνέλθει, οι μεν υπό διαφόρους προφάσεις, οι δε κρυπτόνοι εις τας περί την Ανδραβίδαν κώμας, τα χωρία ή τας επαύλεις, όπως ευρίσκωνται πρόχειροι εις συνεννόησιν, έτοιμοι εις πράξιν. Όταν λοιπόν είδαν προ τριών ημερών το σύνθημα των πυρών εις τα όρη, επλησίασαν όλοι, όσον ενεδέχετο έκαστος, εις τον τόπον της συνεντεύξεως. Η δευτέρα νυξ επεκύρωσε την πρώτην πρόσκλησιν, και τέλος άμα την τρίτην νύκτα ανέλαμψαν αι πυραί και εκ τρίτου, έδραμον πάντες προς του Λύκου το Σπήλαιον, όπου οι πλείστοι ήσαν ήδη συνηγμένοι μέχρι του μεσονυκτίου, και εκάθηντο εν σιωπηλή προσδοκία εις τας φυσικάς αμφιθεατροειδείς εξέδρας του βράχου περί μεγάλην φωτίαν, ως ότε το πρώτον τους απηντήσαμεν εις το αυτό μέρος. Τελευταίος δ' εισελθών, και εις τους παρακαθημένους περιφέρων το βλέμμα,

— Δόξα πατρί! ανέκραξεν ο και διά το επιφώνημα τούτο και διά την αγρίαν ανδρείαν του γνωστός ημίν, και παρά τοις τότε ζώσι περίφημος Βουτσαράς. Δόξα πατρί! φαίνεται ότι το δένδρον ωρίμασε, και συγκαλούνται οι ξυλοτόμοι. Από τα σπήλαιά των θα προέλθουν οι λέοντες. Ουαί εις των αρπάγων λύκων την γενεάν! Ήλθεν η ώρα, δόξα πατρί! αντί της αισχύνης να ποτισθώμεν εκδίκησιν. Η φιάλη είναι υπερχειλής· θα την πίωμεν μέχρι της τελευταίας σταγόνος! Αλλά πώς ο συγκαλέσας ημάς δεν είναι μεταξύ ημών; πώς ακόμη δεν έφθασεν ο πάντοτε πρώτος φθάνων; Είμεθα, δόξα πατρί, πολυάριθμοι, όλοι έτοιμοι και όλοι πρόθυμοι. Αλλ' ο ετοιμάσας και διεγείρας ημάς ελλείπει· ο αριθμός ημών δεν είναι πλήρης. Πού είναι ημών ο πρόεδρος;

— Αν με δέχησθε, Κύριοι, είμαι πρόθυμος να σας προεδρεύσω! είπεν αίφνης φωνή βροντώδης από της εισόδου του σπηλαίου ως κεφαλή Μεδούσης, απολιθούσα αυτούς, εφάνη αίφνης ο Βιλλαρδουίνος μετά της πολυαρίθμου του συνοδείας, κάμπτων τον αγκώνα του βράχου, όστις εδιχοτόμει το σπήλαιον. Είναι περιττόν να σύρητε τα ξίφη σας, επρόσθεσεν έπειτα αποτεινόμενος προς τον Βουτσαράν και τινας άλλους, οίτινες παρεσκευάσθησαν αμέσως εις άμυναν· διότι, ιδέτε!

Και λαβών κλειδίον από της ζώνης του, εσύριξε εις αυτό, και εν τω άμα και από της θύρας και όλων των σκοτεινών μυχών του σπηλαίου συνέρρευσε πλήθος στρατιωτών και περιεκύκλωσε τους συνωμότας.

— Μη εκπλήττεσθε, Κύριοι, εξηκολούθησεν ο Βιλλαρδουίνος. Το σπήλαιόν σας είχε προκαταληφθή από της ημέρας, και οι σκοποί σας είναι προ δύο ωρών αιχμάλωτοι. Αλλά επιτρέψατέ μοι τώρα να εκτελέσω τα καθήκοντα του προέδρου.

Και λαβών εκ του κόλπου του κατάλογον ήρχισεν εν μέσω της γενικής καταπλήξεως ν' αναγινώσκη μεγαλοφώνως τα εν αυτώ ονόματα, μεθ' έκαστον δε όνομα περιέφερε τα βλέμματά του εις τον εμβρόντητον φαινόμενον εκείνον κύκλον, και επέφερεν ο ίδιος ανά εν παρών. Τέλος δε, την ανάγνωσιν περατώσας,

— Είσθε τω όντι ακριβείς, είπεν. Ούτε εις δεν ελλείπει.

— Δεν είναι αληθές! ανέκραξεν εις απάντησιν ο Χαμάρετος, προκύπτων εκ της αυθεντικής συνοδείας. Ελλείπει εις, εκείνος όστις εξανέστησε, κατέπεισε, συνεκάλεσεν όλους τούτους. Ελλείπει ο μόνος ένοχος, ο αρχηγός και ο πρόεδρος των, ο μόνος άξιος της οργής σου και των ποινών σου, και αυτός είμ’ εγώ!

— Καυχάσαι, Λέων, είπεν ο Βιλλαρδουίνος. Δεν σε γνωρίζω, δεν είσαι εις τον κατάλογον και τω έδειξε το ανά χείρας του χαρτίον.

— Ο κατάλογος ούτος! ανέκραξεν ο Χαμάρετος σφενδονίζων κεραυνοβόλον βλέμμα προς τον Πετραλείφαν. Διά τριάκοντα αργύρια τον ηγόρασας, Υψηλότατε, ίσως ο αδελφοκτόνος Κάιν, ίσως ο θεοκτόνος Ιούδας εύρωσι χάριν εις την άβυσσον της θείας ευσπλαχνίας· ο πωλήσας σοι αυτόν τον κατάλογον ποτέ. Αλλ’ ιδέ επί της κεφαλίδος του χαρτίου τούτου εν μέρος εσχισμένον. Δεν ηξεύρω τις είχεν την υβριστικήν ταύτην συμπάθειαν προς εμέ αλλά το μέρος εκείνο περιείχε το όνομά μου. Ερώτησον όλους τούτους, θα σοι το ειπώσι.

— Πιστεύω Λέων, τον λόγον σου, απήντησεν ο Βιλλαρδουίνος και αφού θέλεις, σε κατατάττω μετά των συντρόφων σου.

Έπειτα δε στρεφόμενος προς τους λοιπούς,

— Mε ηκούσατε πρόεδρόν σας, είπεν, ακούσατέ με τώρα, Κύριοι, δικαστήν σας. Επλέξατε συνωμοσίαν, και ηθελήσατε να επαναστήτε κατά του Αυθέντου σας, προπαρακευάζοντες του τόπου τούτου την καταστροφήν. Είσθε εσχάτης προδοσίας ένοχοι, Κύριοι, είσθε θανάτου ένοχοι. Εγώ δ' εχρίσθην Αυθέντης σας, όπως κυβερνήσω εν δυνάμει και εν συνέσει τον λαόν ον απεπλανήσατε. Αλλά την δύναμιν της κυβερνήσεως αποτελεί η αγάπη των κυβερνωμένων, την δ' αγάπην τρέφει η επιείκεια. Διά τούτο... σας συγχωρώ! Προσπαθήσατε διά μακράς πίστεως να εξαγοράσητε την μίαν στιγμήν απιστίας.

— Ζήτω ο Αυθέντης του Μωρέως! ανέκραξαν οι πλείστοι των συνωμοτών! και έρριψαν τα ξίφη των κατά γης.

...Δόξα πατρί, είπεν ο Βουτσαράς, κλίνων την κεφαλήν. Γεννηθήτω το θέλημά του! Αύριον απέρχομαι εις των Μετεώρων το μοναστήριον.

— Αν διέταττες, Υψηλότατε, τους δορυφόρους σου να μας σφάξωσιν, ανέκραξεν ο Χαμάρετος, μετ' αγαλλιάσεως και ελπίδος ήθελον κλίνει τον τράχηλον υπό τον πέλεκύν των, διότι το αίμα ελευθέρων ανδρών, ως σπονδή και ως διαμαρτύρησις ιερά σταλάζον επί της γης της πατρίδος, ποτίζει και ενδυναμοί το δένδρον της ελευθερίας. Αλλ' αι αλύσεις ας τω έθνει μας επιβάλλεις, αι αλύσεις της μεγαλοψυχίας και ευγνωμοσύνης, αυταί εισίν αδιάρρηκτοι υπέρ σίδηρον και αδάμαντα. Όστις στέργει εις της Ελλάδος την εξουδένωσιν, και έχει ευτυχίαν τινά να δρέψη ακόμη εκ της ζωής, ας κλίνη τον αυχένα εις το ακαταμάχητον σκήπτρον σου. Αλλά την προδοσίαν έρπουσαν υπό την αλωπεκήν της φιλίας, το φάρμακον αποσταλάζον από το μειδίαμα των αγγέλων, την Ελλάδα, την ιεράν γην της ελευθερίας καταπατουμένην και περιφρονουμένην ως δούλην, ικανόν καιρόν είδα και τον χρυσούν σου ζυγόν επί σου μη δυνάμενος να τον θραύσω, ιδού επ’ εμού πώς τον θραύω.

Και ξιφίδιον εκσπάσας από την ζώνην του το εβύθισεν αστραπηδόν εις το στήθος του.

— Δόξα πατρί! Φίλτατε αδελφέ τι έπραξας ανέκραξεν ο Βουτσαράς, δεχόμενον αυτόν εις τας αγκάλας του.

— Λέων, ω Λέων! Διατί έπραξας τούτο; είπε μετά φωνής τεθλιμμένης και λαμβάνων αυτόν εκ της χειρός ο Βιλλαρδουίνος, όστις εξετίμα και ηγάπα τα προτερήματά του.

Ενώ δ' έκαστος εξέφραζε την έκπληξιν ή την θλίψιν αυτού διαφόρως, η Άννα, εκτός εαυτής, ερρίφθη γονυπετής πλησίον του και κατέβρεχε το πρόσωπόν του διά δακρύων.

Τότε δ’ ο Χαμάρετος ανοίξας τους οφθαλμούς, την ητένισεν επί τίνας στιγμάς σιωπηλώς, έπειτα δε μειδιάσας

— Άννα, είπεν, ω! σ' ευχαριστώ. Επί ζωής σ' ελάτρευσα, ως λατρεύουσι τους κατοίκους του ουρανού, και ουδέποτε το υπώπτευσας ίσως, ουδέποτε μ' ενεψύχωσας δι' ενός μόνου βλέμματος. Ήδη δε εις την στιγμήν του θανάτου μου μοι δίδεις ευδαιμονίαν αιωνιότητας. Ειπέ εις τον πάππον σου ότι τον συγχωρώ, αν είναι δυνατόν και ο Θεός ή η πατρίς να τον συγχωρήση ποτέ! Πολλάκις είδα καθ' ύπνον την ελευθερίαν κατερχομένην, επ' εμέ υπό το σχήμα σου. Το δάκρυ σου είναι η Ίρις, δι' ης ελευθέρα η ψυχή μου αναπτερούται προς τον ουρανόν.

Και εγγίσας την χείρα της εις τα χείλη του, εξέπνευσεν.

— Υψηλότατε, είπεν ο Βουτσαράς, απέθανεν ο τελευταίος των Λακεδαιμονίων. Τώρα μόνον είσαι Αυθέντης του Μωρέως.

ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις

[1] Τσούστραν έλεγον οι Γραικορρωμαίοι την δια λόγχης πανηγυρικήν γυμνασίαν, εκ του Ιταλικού Giostra (Joure). Ίδε χρονικά της Πελοποννήσου.

[2] Χρονικά της Πελοποννήσου.

[3] Φλωρία της Βυζαντινής εποχής

[4] Ούτως ονομάζουσι της Βυζαντίδος οι συγγραφείς τον υπό των Γάλλων ονομαζόμενον Lige, συνώνυμον του Vassal, και τον εξηγούσι «δούλος εθελόδουλος»

[5] Guillaume à la grande dent.

[6] Princeps toitius Achajae

[7] Καντζιλιέρης, Χρον. Β. Στ 57

[8] Έμεινε μισέρ Τζεφρές Αυθέντης, Χρον· 59

 


© Γιάννης Παπαθανασίου