ΡΑΓΚΑΒΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ

ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΙΣ ΠΟΡΟΝ


 

Πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή εδώ

Ραγκαβής
Α. Ρ. Ραγκαβής


ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΙΣ ΠΟΡΟΝ

ΤΗ ΚΥΡΙΑ Τ

Είχον την ευτυχίαν, Κυρία μου, να σας συνοδεύσω εις Πόρον, όστις είναι τόσον ωραίος, ώστε και χωρίς τούτου εδύνατο να κινήση τον ενθουσιασμόν μου. Βλέπουσα, και, ως υποπτεύω, συμμεριζομένη αυτόν είχετε την επιείκειαν να ζητήσετε παρ' εμού σύντομον περιγραφήν της οδοιπορίας μας, και είχον την απερισκεψίαν να την υποσχεθώ. Αλλά παρετήρησα ότι οσάκις ελάμβανον τον κάλαμον να περιγράψω τον Πόρον, παν άλλο περιέγραφον ή αυτόν. Τότε, εν τω φόβω μου μη φανώ παραβάτης του λόγου μου, και εν τω έτι μείζονι μη σας παροργίσω, ηνέωξα τας παλαιάς σημειώσεις μου, και εν αυταίς εύρον σελίδας τινάς αναφερομένας εις αρχαιοτέραν μου εκεί εκδρομήν, και προσδιωρισμένας εις πρόχειρον μεν εφόδιον τοις μέλλουσιν ίσως ν’ ακολουθήσωσι τα ίχνη μου, εις μικράν δε, — μικροτάτην τω όντι, — αποζημίωσιν τοις προτιμώσι να οδοιπορώσι χωρίς να μετακινώνται εκ της γωνίας των.

Ταύτας ευαρεστήθητε να δεχθήτε εις λύσιν της υποσχέσεως. Ο Πόρος ήτον και τότε τοιούτος οίον τον είδατε, αν όχι και οίον τον είδα, όταν τον έβλεπον συνοδεύων σας.

 Α. Ρ.

Η Ελληνική ατμοπλοϊκή εταιρία δεν υφίστατο τότε εισέτι· έκτακτον δ' ατμοκίνητον, δι’ οίον δήποτε λόγον υπηρεσίας εις Πόρον σταλέν, επέτρεψε και εις άλλους τινάς, και εις εμέ, να επιβιβασθώμεν. Ο ήλιος ανέτελλε μόλις, όταν ανεσπώμεν την άγκυραν, και είχε τι μαγικής οπτασίας η λευκή πόλις ως αναδυομένη εκ των υδάτων, και η στιλπνή επιφάνεια της θαλάσσης, εφ’ ης τα πλοία κατωπτρίζοντο, και εφαίνοντο μαγικώς ολισθαίνοντα, καθ’ όσον βραδέως ημείς χωρούντες τα παρηλλάττομεν.

Και εγώ και οι λοιποί επιβάται επί του καταστρώματος ιστάμενοι, εβόσκομεν τους οφθαλμούς εις το ωραίον τούτο θέαμα, και διεκοινούμεν προς αλλήλους τας παρατηρήσεις ημών.

— Και όμως, είπον εγώ, όταν προ τριάκοντα ετών είδα κατά πρώτον τον Πειραιά, εν μόνον αλιευτικόν πλοιάριον ήτον ηγκυροβολημένον εντός του λιμένος, και δύο ερείπια καλυβών ίσταντο εις την έρημον παραλίαν.

Όπου, απήντησεν άλλος, ον ολίγον εγνώριζον, προ δισχιλίων ετών ήτον πόλις πολύ της παρούσης επισημοτέρα, πλήρης ζωής και κινήσεως, πλήρης ναών και μεγαλοπρεπών οικοδομημάτων.

Και της πόλεως εκείνης ιδού ίσως τι μόνον μένει, είπε τα επί της δεξιάς ακατοικήτου πλευράς του λιμένος σωζόμενα ερείπια εις εμέ δεικνύουσα η σύζυγος του προλαλήσαντος, ην θέλω αρκεσθή ονομάζων δια μόνου του κυρίου αυτής ονόματος, Κυρίαν Αγγελικήν. Την κυρίαν ταύτην εγνώριζον έτι ολιγώτερον του ανδρός της. Ήτον δε νέα, προ δύο, νομίζω, ετών νυμφευθείσα, και η ωραιοτάτη των συνοδοιπόρων ημών. Ίσως τούτο δικαιολογεί την σπουδήν μεθ' ης τη απήντησα, ότι τα τείχη εκείνα δεν απετέλουν μέρος της πόλεως, αλλ’ ότι οι Τριάκοντα τύραννοι ωχύρωσαν δι’ αυτών την Ηετιωνείαν λεγομένην άκραν, όπως, καταπροδίδοντες την πατρίδα των, παραδώσωσι το φρούριον εις τους φίλους των και εχθρούς αυτής, τους Λακεδαιμονίους. Αλλά μεταξύ λέγων, μετεμελήθην ότι, όπως παρατείνω την ευχαρίστησιν της μετ' αυτής συνδιαλέξεως, εφωρώμην σχολαστικώς εις αυτήν ιστορικάς γνώσεις επιδεικνύων, εις ας βεβαίως ολίγον ενδιεφέρετο.

Πόσον ήμην ηπατημένος! Μόλις είδεν ότι εγνώριζόν τινα περί τούτων, και ότι δεν εβαρυνόμην να τα λέγω, τουλάχιστον εις αυτήν, και δεν έπαυεν ερωτώσα, ως ομολογώ, ότι ουδ' εγώ έπαυον απαντών, ει και λίαν αμφίβολον, αν απήντων πάντοτε ακριβώς προς τας ερωτήσεις. Ούτως ανακρινόμενος, τη είπον αλληλοδιαδόχως, ότι η πόλις εξετείνετο κατά το βάθος και επί του ανατολικού ακρωτηρίου του λιμένος, ότι το ακρωτήριον τούτο εκαλείτο Ά λ κ ι μ ο ς, ότι ωχυρώθη υπό του Θεμιστοκλέους, και ότι διετήρει πολλά έτι και επίσημα λείψανα του αρχαίου τείχους.

Η δε καλή Τερψιθέα δεν μοι λέγετε, είπεν η Αγγελική, τι ήτον το πάλαι! Είχον εις αυτήν οι αρχαίοι παγωτά και μουσικήν, ως είχομεν χθες το εσπέρας; Συνέρρεεν εις αυτήν πλήθος ωραίων κυριών;

Παγωτά, απεκρίθην, όχι· μουσικήν ίσως είχον· πλήθος δε ωραίων κυριών συνέρρεε πιθανώτατα. Εκεί, ή εκεί πλησίον, ίστατο περίφημος ναός της Αφροδίτης, επικληθείσης Ε υ π λ ο ί α ς, ανεγερθείς υπό Κόνωνος μετά την ναυμαχίαν της Κνίδου, ή υπό Θεμιστοκλέους, μετά την ναυμαχίαν της Σαλαμίνος.

Αλλά δεν μοι φαίνεται, παρετήρησεν η Αγγελική, ότι η Αφροδίτη καταπατεί ολίγον ξένα δικαιώματα; Πόθεν αυτή Ε ύ π λ ο ι α; Τι επεμβαίνει εις την θάλασσαν και εις τας ναυμαχίας;

— Πρώτον, είπα, θάλασσα ή ξηρά, τα πάντα υπόκεινται εις αυτήν ή εις τον υιόν της· δεύτερον εξεύρετε ότι η Αφροδίτη εγεννήθη εκ του θαλασσίου αφρού και τρίτον η Κνίδος, όπου ο Κόνων κατεναυμάχησε τους Λακεδαιμονίους, ήτον πόλις εις την Αφροδίτην αφιερωμένη.

— Και τέταρτον, προσέθηκεν εις κομψευόμενος νεανίας πλησίον μου, όταν η Αφροδίτη οδοιπορή δι’ ατμοπλοίου, από θεάς των ουρανών μεταβάλλεται εις θεάν της θαλάσσης.

Ο ανούσιος ούτος χαριεντισμός ως να μη δυσηρέστησεν, όσον περιέμενον την Αγγελικήν, και το βλέμμα δι’ ου απήντησεν εις αυτόν δεν μοι εφάνη φιλαρέσκου τίνος εκφράσεως απηλλαγμένον. Εκ τούτου ενθαρρυνθείς ο νέος ερμηνευτής, όταν διηρχόμεθα το στόμιον του λιμένος, έλεγε προς την Αγγελικήν·

— Φαντασθήτε, Κυρία, ότι εις τους τεχνητούς τούτους σκοπέλους, όπου σήμερον έχομεν δύο φανούς διά να οδηγώσι τα πλοία δια νυκτός, οι αρχαίοι είχον στήσει δυο φοβερούς λέοντας, ως αν ήθελον να φάγωσιν ή να διώξωσι τους εισπλέοντας. Δεν ήσαν σοφοί άνθρωποι οι αρχαίοι;

— Παράδοξος η ιδέα των! είπεν η Αγγελική, απευθυνομένη προς εμέ, ως αν μ’ εθεώρει υπεύθυνον όλων των ατοπιών των αρχαίων.

— Παράδοξος ίσως, όχι όμως και αληθής, απεκρίθην εγώ, φιλεκδίκως πως διακείμενος προς τον ψυχρολόγον εκείνον νεανίαν, και προς την ευμενώς δεχομένην τας ψυχρολογίας του.

— Πώς όχι αληθής; ανέκραξεν ούτος. Οι δύο λέοντες, Κύριέ μου, είναι σήμερον εις τον ναύσταθμον της Βενετίας, όπου τους έφερον οι Βενετοί όταν κατέκτησαν τας Αθήνας. Και δεν ηξεύρετε, ότι απ’ αυτών ο Πειραιεύς ως προ ολίγου ακόμη ωνομάζετο Δ ρ ά κ ο ς;

— Το ηξεύρω, απεκρίθην εγώ ολίγον ξηρώς· αλλ’ οι λέοντες εις τον ναύσταθμον της Βενετίας είναι τρεις και όχι δύο· και εξ αυτών ένα μόνον έλαβεν ο Μοροζίνης εκ Πειραιώς, τους δ' άλλους δύο αλλαχόθεν της Αττικής· και ο εν Πειραιεί δεν ίστατο εφ' ενός των σκοπέλων τούτων, άλλα κατά τον μυχόν του λιμένος, περί την αποβάθραν εκεί προ της πλατείας του Όθωνος.

— Έστω όπως θέλετε, είπεν ο νεανίας, ως ολίγον δυσαρεστηθείς εκ της αντιρρήσεως. Δεν επαγγέλλομαι τον αρχαιολόγον. Χάρισμά σας η αρχαιότης, όταν έχω ενώπιόν μου τα θέλγητρα της νεότητος.

Και τας οπωσούν προπετείς ταύτας λέξεις απηύθυνε δι’ ενός κατακτητικού βλέμματος προς την Αγγελικήν, ήτις όμως την φοράν ταύτην έμεινε σοβαρά, και εκ τούτου ηθέλησα να συμπεράνω ότι δεν ήτον εντελώς εστερημένη της λεπτότητος του αισθήματος, ην δίδωσιν η ευγένεια της φύσεως και της αγωγής. Νομίζω μάλιστα ότι επίτηδες αμέσως μετά ταύτα απετάθη εις εμέ και ουχί εις εκείνον, και με ηρώτησε πού είναι ο τάφος του Ανδρέου Μιαούλη, και πού ο του Θεμιστοκλέους.

Κατά την επιθυμίαν της τη έδειξα αυτούς, τον μεν αφανή επί της ερήμου ακτής, τον δε της μεγαλοπρεπείας αυτού λείψανα σώζοντα επί της εσχάτης του Α λ κ ί μ ο υ άκρας, κατέναντι του υγρού σταδίου της ενδόξου του ναυμαχίας· και τη παρετήρησα πόσον λαμπρώς ήξευρον οι αρχαίοι να εκλέξωσι τον τάφον του ήρωος των θαλασσών.

— Εκεί, τη είπον, εισπνέων δι’ αιώνων δροσεράν του πελάγους την αύραν, ακούει τ’ όνομά του αντηχούν εις παν θραυόμενον κύμα. Εκεί βεβαίως ορθία και μεγάλη σκιά του την νύκτα επισκοπεί την θάλασσαν χρυσήν υπό της σελήνης, και βλέπει εν αυτή φερόμενα τα ναυάγια των Περσών, και δαφνοστεφείς τας Ελληνικάς τριήρεις καταπλεούσας εις Πειραιά.

Τον οπωσούν πεφυσημένον τούτον διθύραμβον έλεγον όμως παίζων μάλλον ή σπουδάζων, και ήμην έτοιμος να δεχθώ στωικώς τους δικαίους χλευασμούς της Αγγελικής, όταν μετ' εκπλήξεως την ήκουσα απαντώσαν·

— Αν οι ξένοι θέλουν να εννοήσουν τις η διαφορά μεταξύ ημών και μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων, αρκεί να ρίψουν εν βλέμμα εδώ, εις τους δύο τούτους τάφους του Θεμιστοκλέους και του Μιαούλη. Το μεγαλείον των εθνών νομίζω ότι δύναται να μετρηθή προς την τιμήν, ην αποδίδουσιν εις τους μεγάλους των άνδρας.

Και εν ω έλεγεν, ερύθημα ανέβη ζωηρότερον εις τας παρειάς της, αυξήσαν την ανθούσαν της καλλονήν, και φανέν μοι ως οιωνός ότι ενυπήρχεν εις τον χαρακτήρα της και τι ενθουσιώδες, εξαγοράζον κατά τι τα σπέρματα της φιλαρεσκείας, α είχον νομίσει ότι παρετήρησα εις αυτόν.

Εν τούτοις δε προυχώρει το ατμοκίνητον, και παρεπλεύσαμεν πρώτον την ξηρόνησον Λ ε ι ψ ο κ ο υ τ ά λ α ν, την αρχαίαν Ψ υ τ τ ά λ ε ι α ν, εφ' ης κατά την μεγάλην ναυμαχίαν ην τεταγμένος ο Αριστείδης· μετ’ αυτήν διήλθομεν εμπρός της επί πλείστον τραχείας ανατολικής πλευράς της Σαλαμίνος· έπειτα δε προσεπελάσαμεν εις τους κυματούντας κρημνούς και χλοερούς λόφους της Αιγίνης, και αφ' ενός αυτών είδαμεν γραφικώς ιστάμενον το ωραίον ερείπιον του ναού.

— Ως βλέπομεν τώρα εντεύθεν την Αίγιναν, είπεν η Αγγελική τους ποικίλους αυτούς λόφους, και τους διεσπαρμένους λευκούς οικίσκους μεταξύ των δασών, και τον στέφοντα αυτούς μετά τοσούτου μεγαλείου εκείνον ναόν, χωρίς, εκ της αποστάσεως, ουδέν ίχνος να φαίνηται της νέας ζωής, δεν ημπορούμεν να φαντασθώμεν, ότι μετέβημεν αίφνης εις την αρχαίαν Ελλάδα, και έχομεν προ οφθαλμών μίαν των ωραιοτέρων αυτής σκηνογραφιών;

Η Αγγελική είχε δίκαιον. Αυτό τούτο ησθανόμην και εγώ χωρίς να ηξεύρω να το εκφράσω. Όλοι δε οι συνοδοιπόροι συνελθόντες, παρετηρούμεν τον ναόν είτε διά των οφθαλμών, είτε διά του τελεσκοπίου, και εδιδάσκομεν αλλήλους, ότι ην αυτός αφιερωμένος τη Αθηνά, και ουχί, ως τινες τον νομίζουσι, τω Πανελληνίω Διί, ότι ωκοδομήθη ή ανωκοδομήθη αμέσως μετά τα μηδικά, ότι πολλά αυτού αγάλματα, περιεργότατα δια την αρχαϊκήν των γλυφίδα, ανεσκάφησαν περί αυτόν δέκα έτη προ της Ελληνικής επαναστάσεως και ότι αγορασθέντα υπό του φίλου και θαυμαστού της Ελληνικής τέχνης, του βασιλέως της Βαυαρίας, κοσμούσι σήμερον το μεγαλοπρεπές του Μονάχου μουσείον.

Αλλά περί μόνα αρχαιολογικά αντικείμενα δεν περιεστρέφοντο πάσαι ημών αι συνδιαλέξεις. Η συναναστροφή, εξ ατόμων πάσης ηλικίας, πάσης διαθέσεως και παντός γένους ποικίλη, ήτον φαιδρά και ευάρεστος, και η ζωηρότης των διαλόγων εβράχυνεν έτι μάλλον τον βραχύν διάπλουν. Μεταξύ δε των κυριών ήσαν τινες και νεότητας και κάλλους και ευφυίας ουχί αδικαιολόγητον αξίωσιν έχουσαι. Το κατ’ εμέ όμως, υπέρ πάσας εσυμβιβαζόμην μετά της Κας Αγγελικής. Αυτής η καλλονή ήτον έξοχος, και όταν έβλεπον την νεκράν, και ούτως ειπείν αιθερίαν εκείνην μορφήν διαγραφομένην επί της κυανής θαλάσσης, μοι επήρχετο ότι δεν είπε τόσον κοινόν λόγον ο νεανίας εκείνος, όσον κατ’ αρχάς μοι εφάνη, όταν ωμίλησε περί της Αφροδίτης οδοιπορούσης διά του ατμοκίνητου. Η φαιδρότης του χαρακτήρος της ην ανεξάντλητος, και σπανιώτατα συνεσκίαζεν αυτήν λεπτότατον νέφος, σκιά αδιοράτου ευαισθησίας, φωλευούσης εις τα ενδότατα της καρδίας της βάθη. Το δε πνεύμα της, κεκοσμημένον δι’ αναγνώσεων, είχε και τινα πρωτοτυπίαν, ήτις ενίοτε εξέπληττε και πάντοτε ήρεσκε.

Και όλα μεν ταύτα καλά, και με είλκυον, ως είπον, προς αυτήν μάλλον ή προς τας άλλας συνοδοιπόρους· αλλά δεν ηξεύρω τι προϊδών την εκάκιζον ολίγον, δι’ ο υπώπτευσα μικρόν σύμπτωμα φιλαρεσκείας εις τον χαρακτήρα της.

— Ω! δεν βλέπετε, μοι είπεν, όταν ήμεθα ποτέ μόνοι, δεν θαυμάζετε αρκούντως την λαμπράν αυτήν έκτασιν της θαλάσσης! (Είναι αληθές ότι έβλεπον τότε τους οφθαλμούς της.) Ιδέτε! Δεν σας φαίνεται ρευστός σάπφειρος; Δεν είναι ως αν εξετείνετο ο γλαυκός ουρανός και από τους πόδας μας; Βεβαίως τοιαύτην δεν έβλεπε την θάλασσαν ο κακός εκείνος αρχαίος, όστις ετόλμησε να είπη την μεγάλην αυθάδειαν· Θ ά λ α σ σ α, π υ ρ κ α ι γ υ ν ή, κ α κ ά τ ρ ί α.

— Εξ εναντίας, απεκρίθην εγώ χαιρεκακών, και δραττόμενος της ευκαιρίας του να την τιμωρήσω δι' ό,τι αληθώς ουδέν είχον εγώ δικαίωμα να παραπονώμαι. Το κατ’ εμέ, νομίζω ότι τοιαύτην εντελώς έβλεπε την θάλασσαν όταν είπε ταύτα ο αρχαίος εκείνος.

— Ω! τω όντι; ανέκραξε φαιδρώς γελώσα η Αγγελική. Είμαι περίεργος ν’ ακούσω πώς το πιστεύετε και πώς το δικαιολογείτε.

— Διότι, έσπευσα ν’ απαντήσω, τώρα μάλιστα η θάλασσα εικονίζει τον χείριστον χαρακτήρα της γυναικός.

— Και ποίος, ν' ακούσωμεν, είναι ούτος ο χείριστος της γυναικός χαρακτήρ, όστις ομοιάζει την ωραίαν ταύτην θάλασσαν;

— Της φιλαρέσκου, κυρία μου. Επιφάνεια ακτινοβολούσα, αντανακλώσα του ουρανού το μειδίαμα, αλλά κρύπτουσα αχανή πυθμένα, ύπουλον ρεύμα, και θάνατον. Δεν εδύνατο ο αρχαίος, αν παρέβαλλε προς φιλάρεσκον γυναίκα την θάλασσαν, να μη καταριθμήση αυτήν μετά των μεγίστων κακών, όσα συντελούσιν εις των ανθρώπων την δυστυχίαν.

— Μεγάλη, απεκρίθη η Αγγελική μετά τινος μορφασμού, είναι η αυστηρότης σας προς ό,τι ονομάζετε φιλαρέσκειαν· αμφιβάλλω δε αν είναι και πολύ δικαία.

— Χαριεντιζομένη η καλή νεάνις, εξηκολούθησα εγώ, προς μικράς γυναικείας φιλαυτίας ικανοποίησιν ενδύεται πάντα τ' ακαταμάχητα όπλα της, πληροί ακτίνων το βλέμμα της, μέλιτος το μειδίαμά της, και μελωδιών την φωνήν της, μιμείται καταψευδομένη την μουσικήν του γνησιωτέρου αισθήματος, και αφ' ου εις τον χρυσούν της ιστόν εμπλέξη το ανύποπτον θύμα της, το βλέπη αδιαφόρως σπαίρον και βασανιζόμενον, αυτή ήτις αποστρέφεται της οδού της μη πατήση τον μύρμηκα, ήτις κλαίει αν ιδή εις τον ρύακα πνιγομένην την μυίαν. Απερισκέπτως ή χαιρεκάκως, άμα ίδη θάλλουσαν ύπαρξιν, εκτείνει την χείρα της να την θραύση, και προ πάντων χαίρει συντρίβουσα τας καρδίας, αίτινες εισί πλήρεις αφοσιώσεως δι’ αυτήν. Και τι άλλο, νομίζετε, ηνίττοντο αι Σειρήνες, τα μυθολογούμενα εκείνα τέρατα, άτινα έψαλλον τοσούτον εντέχνως μόνον όπως θέλξωσι τον θαλασσοπόρον και τον καταποντίσωσι;

— Είσθε αμείλικτος εις τας κρίσεις σας, είπεν η Αγγελική. Ιδού, ήδη μας παραβάλλετε και προς τέρατα.

— Άπαγε της βλασφημίας, Κυρία μου, απεκρίθην. Μόνον τας φιλαρέσκους γυναίκας αφορά η παραβολή εκείνη.

Εις ταύτα η Αγγελική εδάγκασε χαριέντως το χείλος, και μ’ ηπείλησε διά του δακτύλου κατά τρόπον όστις, αν ήμην μάλλον οιηματίας, εδύνατο να μοι φανή νέον δείγμα φιλαρεσκείας. Μη θέλων όμως οπωσδήποτε να την αφήσω ν’ απαλλαγή τόσον ευθηνά, εξηκολούθησα επιμένων·

—Αν αρπάση τις άλλου βαλάντιον, λέγεται κλέπτης, φονεύς λέγεται, αν εν βρασμώ πάθους ή και εξ αισχροκερδείας, αφαιρέση άλλου ζωήν. Αλλά τι θέλετε να λέγηται ει τις διά τεχνασμάτων κλέπτει άλλου την ευδαιμονίαν χωρίς να έχη ανάγκην αυτής, και καταστρέφει αυτήν άνευ πάθους, άνευ συμφέροντος, και δηλητηριάζει την ζωήν, και δίδει τον θάνατον; Ή νομίζετε ότι εύρε ψυχρόν εγωισμόν όπου ήλπιζεν αγγέλου αγαθότητα και συμπάθειαν, τον άδην όπου περιέμεινε χαράς παραδείσου, όστις καύσας εις λατρείας θυμίαμα ό,τι ευγενές, ό,τι τίμιον ενέκλειεν η καρδία του, είδε την τέφραν αυτής διαρριπτομένην μετ' αδιαφορίας και χλεύης, ότι ούτος, αφ' ου εις βάσανον τω έγιναν η αίσθησις και η ζωή εις φορτίον, δεν ζητεί ν' αποσείση αυτό όπως δήποτε, και δι’ αυτοχειρίας προσέτι, αν δεν προλάβη η θλίψις το έγκλημα;

— Θερμώς συνηγορείτε, είπεν η Αγγελική. Μη δικάζετε ιδίαν σας δίκην;

— Ιδίαν εμού όχι, απεκρίθην, αλλά την γενικήν δίκην πάντων των ομοφύλων μου.

Η Αγγελική ανεκάγχασεν, αλλ’ άμα το πρόσωπόν της εγένετο σοβαρόν, και εκαλύφθη υφ’ ενός των αιφνιδίων εκείνων νεφών, εξ ων είχον ήδη εικάσει ότι η καρδία της είχε περισσότερον βάθος ή ό,τι εδείκνυε το ευτράπελον ήθος της.

Αλλ’ εν τούτοις εφθάνομεν εις Πόρον, και οι απότομοι κρημνοί ους παρεπλέομεν πριν ή στραφώμεν προς τον λιμένα, μας απέσπασαν της ηθικολογίας εις ην είχομεν βυθισθή. Παρετήρουν δε κατ’ εμαυτόν, ότι η αγρία αυτών γυμνότης, αφ' ης απέστρεφον το βλέμμα μετά δυσαρεσκείας οι πλείστοι των επιβατών, απετέλει εξ εναντίας εντύπωσιν επί της Αγγελικής, και εκ τούτου έκρινα αυτήν ικανήν να εννοή παν είδος φυσικής καλλονής, την σοβαράν και υψηλήν ουχ ήττον ή την φαιδράν και γλυκείαν. Η φύσις εν γένει την συνεκίνει ως παιδίον. Μετά θαυμασμού μοι εδείκνυε τον πλούτον των χρωμάτων επί της θαλάσσης, και όπου αύτη εισεχώρει εις των βράχων τας εντομάς, από λαμπρού σαπφείρου μετεβάλλετο εις χυτόν σμάραγδον, εν ω τα ελαφρά κύματα, θραυόμενα επί των πετρών, έστεφον αυτάς δια στιλπνών αδαμάντων.

— Θαυμάζω, τη απεκρίθην, μετά πόσης ευκολίας μεταβάλλει μορφάς και χρώματα αύτη η θάλασσα. Είναι ο αληθής χαμαιλέων της φύσεως.

Η Αγγελική με ητένισε δι’ αμφιβάλλοντος οφθαλμού, και έπειτα, επαναλαμβάνουσα το απειλητικόν του δακτύλου σχήμα.

— Νομίζω, είπεν, ότι σας εννοώ. Δεν είναι ασφαλές ν' αψηφά τις την οργήν της θαλάσσης, αλλά, προσέξατε!, ούτε των γυναικών.

Εν τούτοις δ' εκάμψαμεν το ακρωτήριον, και το εξαίσιον της θέας είλκυσε πάντων ημών την προσοχήν. Επροχωρούμεν μεταξύ ορέων και λόφων χαριεστάτων, των μεν της Πελοποννήσου, των δε της νήσου Καλαυρίας, απέναντι ημών έχοντες τραχείαν άκραν εκ της νήσου ταύτης προέχουσαν, και διαιρούσαν τον κόλπον εις δυο. Αφ’ ου δε παρηλάσαμεν μικράν έρημον νήσον, φέρουσαν ερείπιον φρουρίου, ο μας είπον ότι ωκοδόμησεν επί της επαναστάσεως ο στρατηγός Εϊδέκ, είδομεν προς τα δεξιά, εις θέσιν γραφικωτάτην, επί της συνδένδρου του όρους πλευράς, μέγα λευκόν οικοδόμημα, περί ου εμάθομεν ότι ήτον το μοναστήριον της αγίας Τριάδος. Κατ' ευτυχή δε συγκυρίαν συνέπεσεν η ημέρα εκείνη να είναι η εορτή αυτή του μοναστηρίου, δι’ ο και, άμα εφάνη το ατμόπλουν, πάμπολλαι λέμβοι των πανηγυριζόντων, αναχθείσαι εκ της παραλίας, ήλθον προς ημάς, και παραλαβούσαι πολλούς των επιβατών, εν οις και εμέ, μας έφερον εις του μοναστηρίου την αποβάθραν, ακριβώς τέσσαρας ώρας αφ’ ου απεπλεύσαμεν εκ Πειραιώς. Το δ' ατμόπλουν, αποβιβάσαν τους λοιπούς εις την πόλιν του Πόρου, απήλθεν εις Ναύπλιον, όθεν έμελλε να επανέλθη την επιούσαν νύκτα δια να μας παραλάβη.

Από της αποβάθρας δ' ανέβημεν ανάβασιν ου μακράν διά καταφύτου κοιλάδος, και πανταχού υπό τα δένδρα απηντώμεν, τα εορτάσιμά των ενδεδυμένας, τας πανηγυριζούσας οικογενείας, ων αι μεν παρεσκεύαζον τα του γεύματος, αι δε ήδον, αι δε εχόρευον, και πολλή ην του θεάματος η ποικιλία και ζωηρότης.

Το μοναστήριον, κείμενον εφ' υψηλού, όθεν θαυμασίαν έχει την άποψιν επί της θαλάσσης και των αντιπέραν, περιεστοιχισμένον δ' υπό τεχνητών άμα και φυσικών κήπων, κατείχετο παν, αυλή και κελλία υπό προσκυνητών, οίτινες, περατωθείσης της λειτουργίας, διετίθεντο ήδη προς το κοσμικώτερον μέρος της εορτής. Κατά ζήλον αυτών και ημείς, αφ' ου προσεκυνήσαμεν την ήδη έρημον εκκλησίαν, και περιήλθομεν τας ωραιοτέρας των πέριξ θέσεων, εξελεξάμεθα μίαν εξ αυτών, εις την απέναντι πλευράν της κοιλάδος υπό πυκνήν σκιάν παρά την πηγήν, ης το ψυχρότατον ύδωρ θεωρείται, και όσον εκ της γεύσεως εικάσαι, ότι είναι εν των αρίστων της Ελλάδος, και περί την ρίζαν πίτυος καθεσθέντες, απηλαύσαμεν επί μίαν ώραν πάσης ευχαριστήσεως, ην δύναται να παρέξη απαράμιλλος φύσις, εύθυμος συναναστροφή και εκλεκτόν πρόγευμα.

«Α υ τ ά ρ ε π ε ί π ό σ ι ο ς κ α ι ε δ η τ ύ ο ς ε ξ έ ρ ο ν έ ν τ ο», αφ' ου δηλαδή έφαγον και έπιον οι σύντροφοί μου τρις όσον τρώγουσι και πίνουσιν εις τας συνήθεις εποχάς της ζωής, κατέβησαν εις τας λέμβους, όπως μεταβώσι και αυτοί εις την πόλιν του Πόρου, όπου οι μεν είχον γνωρίμους και υποθέσεις, οι δε, φιλοξενούμενοι, ήθελον ν’ αναπαυθώσι μέχρι της δείλης, όταν εμέλλομεν να δειπνήσωμεν εις τους κήπους τους αντιπέραν.

Αλλ’ εγώ άλλα είχον σχέδια. Ήθελον να ιδώ τον ναόν του Ποσειδώνος, δι’ ον οι μεν των συντρόφων μου ηδιαφόρουν, οι δε προθύμως θα τον έβλεπον, αν ήτον δυνατόν ο ναός να ήρχετο προς αυτούς, αντί αυτοί ν’ απέλθωσι προς εκείνον. Δι’ ο, χωρισθείς απ’ αυτών, ενοικίασα υποζύγιον ενός των πανηγυριζόντων, και ανέβην προς τα ενδότερα της νήσου, διευθυνόμενος προς βορράν.

Ποικίλας διήλθα επί, μίαν ώραν κοιλάδας, εν αις η συκή φύεται πολλάκις παρά την κερατείαν, και η λειμονία παρά την πίτυν, και έφθασα εις υψηλόν οροπέδιον, όθεν η όρασις εκτείνεται επί πάντα τον Σαρωνικόν κόλπον, επιβλέπουσα τον μέλανα ηφαίστειον όγκον των Μεθάνων, και μετ' αυτόν την Αίγιναν, και υπέρ αυτήν τα Μέγαρα, την Σαλαμίνα, λευκήν την πόλιν των Αθηνών εν τη αποστάσει, και κυανήν την Αττικήν μέχρι του Σουνίου, και μετά το Σούνιον αχανές το Αιγαίον μετά των Κυκλάδων ως ενεσπαρμένων σκηνών. Ευρύς κύκλος κατεστραμμένου τοίχου είναι ο περίβολος του ναού, περί ον συνήρχετο εν απωτάτοις χρόνοις αμφικτυονία περιλαμβάνουσα και αυτάς τας Αθήνας, και ον απηθανάτισε του Δημοσθένους ο θάνατος. Εντεύθεν ο φιλόπατρις και απτόητος ρήτωρ ητένιζε διά δύοντος οφθαλμού την δουλωθείσαν πατρίδα του, και έπεμπεν αυτή τον έσχατον ασπασμόν, όταν ροφών το δηλητήριον του καλάμου του, ήνοιγεν εις την ψυχήν του διά του θανάτου οδόν προς την ελευθερίαν.

Εκεί εκάθησα επ' αρχαίου λίθου, αναλογιζόμενος την τύχην του μεγάλου πολίτου, όστις, όταν η Ελλάς έπιπτε γονυκλινής ενώπιον των κατακτητών, μόνος ίστατο όρθιος, τελευταίος μονομάχος του λόγου, και θα μετέβαλλε της Ελλάδος την τύχην, αν η Ελλάς ήτον έτι αξία ν’ ακολουθήση τας ανδρικάς συμβουλάς του, ή να πέση ευγενώς ως αυτός.

Εις τοιαύτας σκέψεις ήμην βεβυθισμένος, όταν αίφνης ήκουσα δεν ηξεύρω πόθεν, εκ των πετρών ή εκ των δένδρων εξερχόμενον άσμα θλιβερόν, παράδοξον, ακατανοήτου μελωδίας, και ψαλλόμενον δι’ υποτρεμούσης και σχεδόν θρηνώδους φωνής. Ο τόνος αυτής είχε τι το βαθέως την ψυχήν συγκινούν, και εκπλήξας με κατ' αρχάς, με είλκυσε μέχρι τέλους επί τοσούτον, ώστε όλος εις αυτόν προσηλώθην, και λαβών το χαρτοφυλάκιόν μου, εσημείωσα το επόμενον άσμα ευκόλως, διότι ο ψάλτης το επρόφερεν ευκρινώς, και επανέλαβε δις την κατ’ αρχάς διαφυγούσαν με πρώτην στροφήν·

 

Νέον άνθος έθαλλον.

Άγγελος μ' εφίλησε

Φίλημα πικρόν·

μ' έδρεψε και μ' έρριψε,

κι εις κρημνούς μ' εκύλισε

χείμαρρος νεκρόν.

 

Κύκνος χιονόπτερος,

ν' αναβώ ηθέλησα

εις τον ουρανόν,

πλην χρυσή μ’ εκέντησε

κεκρυμμένη μέλισσα,

κι έπεσα θανών.

 

Φωτοβόλοι μ' έφεγγον

έρως και διάνοια,

ιερά δυάς.

Φευ! αγρία έσβυσε

τ’ άστρα τα ουράνια

λαίλαψ ποντιάς.

 

Χάρτης ο θεόγραπτος

της ευρείας πλάσεως

μ’ ήτον ανοικτός·

πλην μοι τον αφήρεσεν

από της οράσεως

κάλυμμα νυκτός.

 

Περιφέρω έκτοτε

την ψυχήν αόμματος,

βλέμμα σκοτεινόν

εις κενήν την έκτασιν

τ’ ουρανίου δώματος,

εις το παν κενόν.

 

Το παράμουσον τούτο άσμα, και η παρατράγωδος αυτού μουσική, ούτως αιφνιδίως προσπεσούσα μοι, τοσούτον εκλόνισε τα νεύρα μου, ώστε επλήσθησαν δακρύων οι οφθαλμοί μου. Εν ω δε περιεβλεπόμην, ερευνών πόθεν το άσμα προήρχετο, είδα αίφνης εμπρός μου άνθρωπον άγριον την όψιν, μέλαιναν έχοντα την κόμην, δασύν και ρακενδύτην, εις στιβαράν δε στηριζόμενον ράβδον, και τον ένα πόδα γυμνόν, τον δ’ έτερον υποδεδεμένον δι’ αυτοσχεδίου τινός αρχαϊκού σανδάλου.

— Σεις, φίλε μου, ετραγωδείτε; τω είπα, χαιρετών αυτόν ελαφρώς. Ωραίον ήτον το άσμα σας.

Εις τας λέξεις ταύτας οι οφθαλμοί του ήστραψαν ως άνθρακες, και μετά πυρετώδους ταχύτητος ομιλών·

— Φίλος! ανέκραξε. Τις είπεν ότι είμαι φίλος σου; Αν το πιστεύης, φύγε λοιπόν, πριν μ' αυτήν την ράβδον σοι κατάξω την κεφαλήν. Δεν ηξεύρεις, δείλαιε, ότι οι φίλοι πνίγουσιν, ότι οι φίλοι φονεύουσιν; Αν είμαι φίλος σου, πρέπει να σε λακτίσω από του ύψους τούτου κατά των κρημνών, να συντριβής ως ύελος διά να γελάσω.

Φευ! παράφρονα είχον εμπρός μου! και η παχύτης της ράβδου του, και το νευρώδες των μελών του ηγγυώντο ότι ευκόλως εδύνατο από της απειλής να μεταβή εις το έργον. Η πρώτη μου ιδέα υπήρξε ν' ακολουθήσω την φρόνιμόν του συμβουλήν, και να φύγω. Αλλ’ όταν αύθις ανέβλεψα, και παρετήρησα εις το μέτωπόν του βαθείας ρυτίδας, ας δεν είχε σκάψει η ηλικία, και εις όλην την φυσιογνωμίαν του γλυκύ τι και συμπαθές, και έκφρασιν βαθυτάτης ψυχικής αλγηδόνος, τότε οίκτος διεδέχθη αμέσως τον φόβον.

— Δεν φεύγω, τω απεκρίθην ηπίως, διότι το ηξεύρω, κακός δεν είσαι, είσαι δυστυχής.

— Δυστυχής!... επανέλαβε βραδέως, και ως προσπαθών ν' αναπολήση τι διαφεύγον την μνήμην του. Δυστυχής!... Πού ηύρες την λέξιν αυτήν; Ναι, ενθυμούμαι. Ήτον καιρός όταν άλλην δεν είχον εις τα χείλη μου. Και ήτον η λέξις μαγική· άνοιγε την ψυχήν μου και έκλαια, και τότε ανέπνεα. Τώρα μ' επήραν, βλέπεις, την πνοήν, και περιφέρομαι νεκρός άταφος. Διατί δεν με θάπτουν, αφ’ ου είμαι νεκρός; Όστις είναι νεκρός, δεν έχει δικαίωμα εις τον τάφον; Βλέπεις, αν μ' έθαπτον, η πνοή δεν θα μ' εχρειάζετο.

— Και τις σ’ επήρε την πνοήν; τον ηρώτησα μειδιάσας, αν και ησθανόμην πιεζομένην ισχυρώς την καρδίαν μου.

— Γελάς! ανεφώνησεν εκείνος, και ανετινάχθη ως υπ' ελατηρίου, και οι οφθαλμοί του ανέλαμψαν. Γελάς, άρα με προδίδεις. Γελάς ως όλοι εκείνοι, και ίσως θέλεις και συ να με δείρης. Ω! μη με δείρης, μη με δείρης, σε παρακαλώ. Δεν ηξεύρεις πώς με πονεί.

— Να σε δείρω! τω είπα, και η φωνή μου έτρεμε. Τις έχει την κακίαν, τις έχει την θηριωδίαν να σε δείρη;

— Ναι, κακοί άνθρωποι είναι, απήντησεν. Όταν έλεγα ότι είμαι δυστυχής, μ' έδερνον διά να σιωπήσω.

— Οποία βάρβαρος απανθρωπία! ανέκραξα αγανακτών. Και δεν έχεις κανένα γνώριμον, κανένα οικείον; Δεν υπάρχει εις την γην κανείς να σε αγαπά;

— Να μ' αγαπά, είπεν ανακαγχάσας. Να μ’ αγαπά! Δεν μ’ αγαπούσαν όταν ήμην ζων, και θα μ' αγαπούν τώρα, όταν είμαι νεκρός; Δε μ' αγαπούσαν όταν ήμην άνθρωπος, και θα μ’ αγαπούν τώρα όταν είμαι σκύλλος; Εμέ, ηξεύρεις, μ’ ονομάζουν σκύλλον του μοναστηρίου. Τον σκύλλον όμως τον αγαπούν, και εμέ με λακτίζουν. Είμαι το αντικείμενον της κοινής όλων των ανθρώπων αποστροφής. Πρέπει να είμαι πολύ κακός άνθρωπος, αν και ενόμιζα ότι εις κανένα κακόν δεν έκαμα. Να μ' αγαπούν; Δεν με λέγεις ότι είσαι παράφρων!

Και επανέλαβεν ηχηρότερον τον σπασμωδικόν γέλωτά του, όστις μοι εσπάραττε την καρδίαν, διότι το κάτωχρον πρόσωπόν του, οι τρόποι του, οίτινες και εν τη ατοπία των δεν εστερούντο τινός αξιοπρεπείας, και αυτή η ασυνάρτητος γλώσσα του, εν η πολλάκις παρετήρουν επιτήδευσιν τύπων και λέξεως, μ' έπειθον ότι είχον νέον εμπρός μου και αγωγής και παιδείας λαχόντα, θύμα δε δεινής νόσου, προελθούσης ίσως εκ παθήματος ηθικού, και έτι μάλλον θύμα της αγνοίας και της σκαιότητος των ανθρώπων, εις ων την επιμέλειαν ην εμπεπιστευμένος. Λαβών δ' αυτόν εκ των χειρών, έσφιγγον αυτάς, και ητένιζον το μελαγχολικόν εκείνο πρόσωπον, εφ' ου ο γέλως ελάμβανε την έκφρασιν της οδύνης.

— Ειπέ μοι τι πάσχεις, τω είπα. Άνοιξον, αν ημπορής, την καρδίαν σου εις εμέ, και θέλεις εύρει παρηγορίαν, αν παρηγορή η συμπάθεια.

Και ταύτα λέγων, ησθάνθην τους οφθαλμούς μου δακρύοντας. Αίφνης αποσπών βιαίως τας χείρας του από των εδικών μου·

— Κλαίεις, ανέκραξε. Κλαίεις! Ενόμιζον ότι δεν υπάρχουσι πλέον δάκρυα εις την γην. Ηξεύρεις ότι μόνοι οι άγγελοι κλαίουν, και τα δάκρυά των είναι δρόσος του παραδείσου. Αλλ’ οι άγγελοι γίνονται δαίμονες, και τα δάκρυά των γίνονται φλοξ ρευστή, και τρώγουσι τας καρδίας. Επικατάρατοι οι άγγελοι όταν μειδιούν διά ν’ απατήσουν, επικατάρατα τα δάκρυά όταν ρέουν διά να πνίξουν!

Τας λέξεις ταύτας επρόφερε μετά πλείστης εξάψεως, ήτις όμως διά μιάς εκόπασε, και, ως δι’ αιφνίδιας αντιδράσεως, ισχυρά διεδέχθη αυτήν νευρική συγκίνησις. Οι πόδες του εκλονίσθησαν, και εγείρας αύθις τους οφθαλμούς εις τους εδικούς μου, και αναγνούς συμπάθειαν εις αυτούς, ερρίφθη μεθ' ορμής εις το στήθος μου, και έκρυψε την κεφαλήν εις αυτό, ως παιδίον εις τον κόλπον μητρός, και έκλαυσεν ολοφυρόμενος. Ούτως έμεινεν επί τινας στιγμάς, καθ’ ας εγώ τον καθησύχαζαν, θωπεύων αυτόν διά της χειρός. Όταν δ’ ηγέρθη, έρρεον έτι τα δάκρυά του, και εις τους οφθαλμούς του εφαίνετο, αντί της πρώην αγρίας φλογός, ανατείλασα αμυδρά νοημοσύνης ακτίς.

— Έσο ευλογημένος, μοι είπεν, εναγκαλιζόμενός με. Έλυσας τον πάγον της καρδίας μου. Είχα τόσα έτη να κλαύσω! Από τους χρόνους της ευτυχίας. Διότι, μη νομίζης· είχα κι εγώ άνοιξιν, είχα κι εγώ χρόνους της ευτυχίας. Τότε έκλαια, διότι τότε ήλπιζα.

— Έχε θάρρος, τω είπα, αρχίζων να συλλαμβάνω ελπίδας ότι συνελθών με εννοεί. Μη παραδίδεσαι εις την απελπισίαν. Πλησίαζε τους ανθρώπους, και θα ιδής ότι σε αγαπούν. Μη παραδίδου εις τας θλιβεράς σκέψεις σου. Διατί έρχεσαι μόνος εις ταύτην την ερημίαν;

— Ερημίαν λέγεις αυτήν; ανέκραξε. Και δεν είδες ότι είναι σκοτεινός όλος ο άλλος κόσμος; Εκείνος είναι ακατοίκητος. Εδώ κατοικεί... Αλλά σιώπα! Μη σ’ ακούσει κανείς, θα μ αφαιρέσουν και αυτήν την χαράν μου.

— Τις κατοικεί; ηρώτησα. Εις εμέ ημπορείς να το ειπής. Δεν μ' υποπτεύεις εμέ καθώς τους άλλους.

— Όχι, είπε, σε δεν σε υποπτεύω. Είσαι καλός άνθρωπος. Έκλαυσας δι’ εμέ. Εκείνη κατοικεί εδώ. Καθ’ ημέραν φεύγω από το μοναστήριον και έρχομαι και την βλέπω. Εκεί κάθηται, εις της Ακροπόλεως την σκιάν. Νομίζεις ότι είναι άγαλμα Πραξιτέλους εκείν’ οπού βλέπεις. Όχι! είναι εκείνη. Ιδέ, μειδιά. Ηξεύρεις όμως;... Αλλά μη το ειπής εις κανένα. Είναι ψευδές το μειδίαμα. Με νεύει πάντοτε διά των οφθαλμών και διά της χειρός. Ηξεύρεις διατί με νεύει; Διά να πέσω εις αυτούς τους κρημνούς και διά να γελάση.

—Και ποία είναι εκείνη; Ποίον είναι το όνομά της; ηρώτησα, ολιγώτερον εκ περιεργείας ή εκ της ελπίδος να μάθω τι θετικώτερον περί του δυστυχούς, και να τω τείνω, ει δυνατόν, χείρα βοηθείας.

— Τ’ όνομά της, είπε, κινών την κεφαλήν, είν' εδώ γραμμένον εις την καρδίαν μου, και δεν εβγαίνει πλέον, διότι η καρδία μου έκλεισε.

— Και συ δεν με λέγεις πώς ονομάζεσαι; επέμεινα ερωτών.

— Εγώ; απεκρίθη γελών κατά τρόπον όστις απεδείκνυεν, ότι αι φρένες του ήρχισαν πάλιν συσκοτιζόμεναι. Εγώ ονομάζομαι ο ζ ω ν ν ε κ ρ ό ς. Εκείνοι όμως δεν το ηξεύρουν και μ’ ονομάζουν ο σ κ ύ λ λ ο ς τ ο υ μοναστηρίου.

Επέμεινα δε μάτην εις τας δύο ερωτήσεις μου ταύτας, διότι πάντοτε σταθερώς τας ιδίας μοι έδιδεν απαντήσεις.

— Αλλά, τω είπα τέλος, ίσως την αδικείς, ίσως είσαι ηπατημένος και σε αγαπά.

Πλησιάσας τότε εις εμέ, ως αν είχε τι σπουδαίον να μ' εμπιστευθή·

— Όχι, μοι είπε ταπεινή τη φωνή. Εκείνος ήτον εύμορφος, εγώ άσχημος, εκείνος ευφυής, ζωηρός, εγώ δεν ήξευρα να αρέσω, εκείνος πλούσιος και εγώ πτωχός. Εκείνος τη επρόσφερεν οίκους, κτήματα και αμάξας, εγώ μόνην είχα την πτωχήν μου καρδίαν. Έρριψε την καρδίαν, και έλαβε τους οίκους και τας αμάξας. Είχε δίκαιον δεν παραπονούμαι. Αφ' ου όμως ήθελε να την ρίψη, διατί την εζήτησεν ή διατί την εδέχθη; Έπειτα εν σκέπτομαι, και δεν ημπορώ να το εννοήσω. Αφ’ ου απέθανεν η καρδία μου, απέθανα βεβαίως και εγώ: Διατί λοιπόν δεν με θάπτουν; Διατί μ' αφήνουν να περιφέρωμαι ζων νεκρός; Δεν ηξεύρουν, δεν εννοούν πόσον είναι οδυνηρόν; Ή μήπως πρέπει να είμαι πλούσιος δια ν' αγοράσω και του τάφου την ησυχίαν;

Αι λέξεις αύται μοι εσπάραττον την καρδίαν· δι’ ο και θέλων να συντέμω τον και δι’ εμέ και διά τον δυστυχή αναμφιβόλως εκείνον θλιβερόν τούτον διάλογον, ηγέρθην, και σφίγξας σιωπηλώς την χείρα του, ανέβην εις το ζώον μου, και εστράφην προς τα οπίσω, περίλυπος ότι τον εγκατέλειπον εν τοιαύτη του πνεύματος καταστάσει, αλλ’ εννοών ότι ουδέν εδυνάμην τότε προς ανακούφισίν του, και επιφυλαττόμενος κατόπιν να σκεφθώ τι ενεδέχετο να γίνη υπέρ αυτού. Μόλις όμως ολίγον προυχώρησα, και, στρέψας την κεφαλήν, τον είδα έτι εν σιωπή με παρηκολούθει, ως το κυνάριον ακολουθεί τον δεσπότην του, και βραδύνας το βήμα, τον αφήκα να με πλησιάση, και συνέδεσα πάλιν μετ’ αυτού ομιλίαν, προσπαθών οτέ μεν να τον παραμυθώ, οτέ δε ν' αρυσθώ ακριβεστέρας περί αυτού πληροφορίας, ας να μεταλλεύσω ποτέ προς όφελός του. Αλλά μετά λύπης μου παρετήρησα ότι η αχλύς είχεν αύθις πυκνωθή επί του νοός του, και μόνον όταν ελαφρώς και επιτηδείους κατώρθουν να θίξω την χορδήν της καρδίας του, τότε παροδική τις ακτίς ανέτελλεν εν τη διανοία του, και ως αστραπή έλαμπε και εσβύνετο. Ώστε καθ’ όλην την οδοιπορίαν, ήτις περί την μίαν διήρκεσεν ώραν, πολλάκις μεν νομίζω ότι κατώρθωσα να σταλάζω σταγόνας τινάς παρηγορίας εις την άλγουσαν ψυχήν του, πολλάκις ν' αναβιβάσω πραΰνοντα δάκρυα εις τους οφθαλμούς του, αλλ’ εκ των κατ’ αυτόν ουδέν περαιτέρω κατώρθωσα να εξακριβώσω. Όταν δ’ έφθασα εις το μοναστήριον, ηρώτησα τον άνθρωπον εις ον απέδωκα το υποζύγιον τι γνωρίζει περί του παράφρονος, αλλ’ ούτος ουδέν άλλο ήξευρεν, εκτός ότι είναι ο μ ο υ ρ λ ό ς του μοναστηρίου. Απετάθην μετά ταύτα εις ένα των μοναχών, όστις και αυτός μοι είπε γελών, ότι τον ονομάζουσιν εις το μοναστήριον τον μ ο υ ρ λ ό ν ή και τον σ κ ύ λ λ ο ν του μοναστηρίου· ότι είναι εντελώς εις βάρος του κοινοβίου, οκνηρός, μη εργαζόμενος χωρίς ξύλου, αλλά πάντοτε χάσκων και λέγων στίχους ή άλλας ανοησίας· ότι δε και ο Ηγούμενος, όστις κατ’ εκείνην την στιγμήν εκοιμάτο μετά το άριστον, περισσότερα περί αυτού δεν είναι πιθανόν να γνωρίζη, διότι τον μ ο υ ρ λ ό ν είχε φέρει εξ Αθηνών ο προκάτοχος του Ηγουμένου τούτου, αποβιώσας έκτοτε. Βλέπων επομένως ότι εματαιοπόνουν ζητών ενταύθα πληροφορίας, παρακάλεσα μόνον τον άγιον πατέρα να συστήση και εις τους λοιπούς φιλάνθρωπον και χριστιανικήν συμπεριφοράν προς το δυστυχές τούτο πλάσμα, το εγκαταλελειμμένον υπό των ανθρώπων και υπό του Θεού, και έδωκα ολίγα τινά κερμάτια προς περίθαλψιν αυτού, προσθείς ότι μετά την επιστροφήν μου εις Αθήνας θέλω φροντίσει να βελτιώσω την τύχην του.

Μετά τούτο δε κατέβην εις την παραλίαν, και κατόπιν μου είδα ερχόμενον και τον παράφρονα, όστις καθ' όλον το διάστημα της συνδιαλέξεώς μου μετά του μοναχού είχε κρυβή δεν ηξεύρω πού εις τα δένδρα. Από του αιγιαλού εδυνάμην ν' απέλθω εις την πόλιν του Πόρου διά ξηράς, στρεφόμενος προς δυσμάς, υπέρ τους συμφύτους λόφους και διά των αμπέλων· διότι κατά το μέσον της νοτίας πλευράς της Καλαυρίας βραχύτατος και σχεδόν αλιτενής ισθμός συνδέει μετ' αυτής το νησίδιον ή μάλλον τον σκόπελον της Σ φ α ι ρ ί α ς ή Ι ε ρ ά ς, εφ΄ ου είναι ωκοδομημένη η νέα πόλις, διαδεχθείσα εκείνην, ης σπάνια λείψανα φαίνονται εντός μιας των κοιλάδων της μεγάλης νήσου. Αλλά φειδόμενος των δυνάμεών μου και δια την δειλινήν εκδρομήν, και βλέπων γλυκείαν αύραν ρυτιδούσαν την επιφάνειαν του ωραίου κόλπου, επροτίμησα την δι’ ακατίου απονωτέραν και ταχυτέραν μετάβασιν.

Ως όμως διευθύνθην εις εν των εκεί ηγκυροβολημένων, και ητοιμαζόμην να επιβώ εις αυτό, ο φρενοβλαβής εννοήσας την πρόθεσίν μου, με συνέλαβεν εκ της χειρός, και ατενίσας με μετ' εκπλήξεως και ως ενεός·

— Πώς; είπε· ν' αναχωρήσης και να μ' αφήσης πάλιν, αφ’ ου... αφ' ου τι έγινε; δεν το ενθυμούμαι. Αλλά δεν εκόλλησαν, νομίζω, αι δύο ψυχαί μας εις μίαν; Α! ναι! Έκλαυσας δι’ εμέ. Έχομεν τώρα μίαν ψυχήν. Και πώς ημπορείς να φύγης και να μοι την πάρεις; Δεν γίνεται τούτο, δεν γίνεται.

Όσον συγκινητική και αν ήτον η αιφνιδία αύτη προσήλωσις, ην ο δυστυχής παράφρων ησθάνετο προς τον πρώτον άνθρωπον όστις εν μέσω των βασάνων του τω έδειξέ τινα συμπάθειαν, μοι ήτον όμως αδύνατον να μη προσπαθήσω να περιστείλω αυτήν εντός δυνατών ορίων, δι’ ο και επέμεινα ότι έπρεπεν αφεύκτως να φύγω, διότι είχον υποσχεθή εις τους συντρόφους μου να επιστρέψω προς αυτούς εις τον Πόρον προ της εσπέρας.

Εις τον λόγον τούτον της δοθείσης υποσχέσεως εφάνη ότι ενέδωκε, διότι, ως παρετήρησα, όλαι αι αυτόματοι κινήσεις της καρδίας του ήσαν ορθαί, και αναμνήσεις αρχών υγιών.

— Και αύριον λοιπόν, με ηρώτησε, δεν θα είσαι πάλιν εδώ;

— Δυστυχώς όχι, τω απεκρίθην. Αύριον προ της ανατολής του ηλίου θα είμεθα εις τον λειμονώνα, και μετά την μεσημβρίαν εις Τροιζήνα, εις το γεφύρι του Διαβόλου, και την νύκτα θα επιστρέψωμεν εις Αθήνας. Ώστε τώρα σ' αποχαιρετώ.

— Το πρωί εις τον λειμονώνα, μετά μεσημβρίαν εις την Τροιζήνα, εις το γεφύρι του Διαβόλου, την νύκτα εις τας Αθήνας· επανέλαβεν αυτός καθ’ εαυτόν, και ως αποστηθίζων την φράσιν.

— Έχε ελπίδα, υπέλαβον εγώ. Δεν θέλω σ’ εγκαταλείψει, και αν είναι ανάγκη, θέλω επανέλθει ο ίδιος εις τον Πόρον. Αν ευρεθή ότι δεν έχεις κανένα ενδιαφερόμενον δια σε, θέλεις έχει εμέ πάντοτε, μη αμφιβάλλης περί τούτου.

Και τω έσφιγξα περιπαθώς την χείρα. Εκείνος δε, στηριχθείς εις στέλεχος δένδρου, με παρηκολούθει διά των οφθαλμών επιβιβαζόμενον, και μοι εφώναζεν εν είδει αποχαιρετισμού·

— Το πρωί εις τον λειμονώνα, μετά μεσημβρίαν εις την Τροιζήνα.

Και αφ' ου δ’ ελύσαμεν το ιστίον και εμακρύνθημεν, τον έβλεπον πάντοτε εις την αυτήν θέσιν ακίνητον, και το βλέμμα του εστηρίζετο επί του πλοιαρίου, μέχρις ου μοι τον απέκρυψε της Σφαιρίας το ακρωτήριον.

Άμα δ’ έκαμψα την άκραν, νέον λαμπρόν θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς μου, ως αν είχεν ανασυρθή η αυλαία επί καλλιτέχνου τινός θεατρικής σκηνογραφίας. Η νήσος Σφαιρία τοσούτον πλησιάζει εις την στερεάν, ώστε μόλις αφίησι μεταξύ πορθμόν ουχί πλατύτερον ποταμού και δεξιώς μεν αυτού αναρριχάται η πόλις επί των αποτόμων κρημνών, και αι λευκαί αυτής οικίαι φαίνονται ως αγέλη λάρων βόσκουσα επί των βράχων· αριστερώς δε λόφοι κατάφυτοι και τερπνοί, χαριέστατα υπό συνοικιών ή μεμονωμένων οίκων κοσμούμενοι, ανέρχονται βαθμηδόν εις υψηλόν όρος, χλωρόν μανδύαν ενδεδυμένον μέχρι της άκρας αυτού κορυφής. Η γαληνιαία δ' αύτη θάλασσα, κατοπτρίζουσα τους δύο ανομοίους αιγιαλούς της, αι οικίαι, λούουσαι τα κράσπεδα αυτών εις τα κύματα, και τα προ αυτών ηγκυροβολημένα πλοία, α βραδέως παρέπλεον, μοι ανεπόλουν τον Βόσπορον της Κωνσταντινουπόλεως, ου ο Πόρος μοι εφαίνετο ωραία μικρογραφία.

Όταν δε προσωρμίσθην κατά το κέντρον της πόλεως εις την μικράν αυτής πλατείαν, όπου ίσταται αρχαίος κίων, λείψανον πιθανώς του ναού της Αθηνάς όστις εκόσμει άλλοτε την μικράν νήσον, πάντες οι συνοδοιπόροι μου συνηγμένοι με υπεδέχθησαν μετ' αλαλαγμών ανυπομονησίας, κηρύττοντες ότι ολίγον έτι αν εχρονοτρίβουν αρχαιολογών, άφηνον τον Ποσειδώνα να μ’ εστιάση, και απέπλεον χωρίς εμού. Ευτυχώς όμως φθας εν καιρώ, απέφυγον την εκτέλεσιν της δεινής απειλής, και μόνην ποινήν υπέστην, ότι δεν επεσκέφθην μετά των άλλων τον αξιόλογον ναύσταθμον, όστις επ' εσχάτων διεσκευάσθη άξιος της Ελλάδος και αν ποτέ η Ελλάς ήθελεν επαναλάβει την αρχαίαν θαλασσοκρατίαν της. Επιβάντες δ' όλοι ομού εις τας λέμβους, απήλθομεν όπου μας περιέμενε το κοινόν γεύμα. Απ' αυτού του σημείου αφ’ ου ανήχθημεν, υποχωρούσης της Σφαιρίας, ο κόλπος ευρύνεται, και χωρεί εις μέγιστον βάθος· έχει δε κατά το μέσον της βορείας αυτού πλευράς ετέραν έξοδον προς το πέλαγος, όπου η ακτή της Πελοποννήσου, εις τόξον κυρτουμένη, προσεγγίζει εις την Καλαυρίαν, ήτις υποτείνει αυτή χορδής δίκην. Αλλ' ημείς παρεπλέομεν την νοτίαν πλευράν, ήτις, αλιτενής και επίπεδος, καλύπτεται υπό πυκνού δάσους δένδρων των πλείστων οπωροφόρων, ων αι βαθείαι σκιαί εισί των αηδόνων προσφιλές ενδιαίτημα, και ων πολλά, παρ' αυτήν την ακτήν φυόμενα, βρέχουσιν εις την θάλασσαν τους κλάδους των, υπό καρπών βρίθοντα. Η θέα ήτον γοητευτική, και μας προσέπνεεν αρωμάτων πλήρης η αύρα. Απέναντι δε του πλουσίου κήπου Τομπάζη, ηχώ φιλοπαίγμων επανελάμβανεν ευκρινέστατα πάντα ημών τα σκώμματα και τα άσματα, ως αν, μη θελήσασα αρχαία τις δρυάς ν' αυτομολήση εκ των επαγωγών εκείνων μερών, προσεφώνει ημάς εκ της λόχμης.

Προσορμισθέντες δ' εις ένα των κήπων τούτων, εύρομεν εστρωμένην την τράπεζαν υπό μεγάλην συκήν, ήτις ως μεγαλοπρεπής σκηνή ηπλούτο υπέρ τας κεφαλάς ημών μεταξύ ανθοφόρων λειμονιών, και πλησίον φρέατος, oυ φρεάντλης ίππος μετέβαλλεν εις διαυγές ρυάκιον το γλυκό και ψυχρότατον ύδωρ. Ενταύθα, μεταξύ πασών των λαμπροτήτων και πάσης της πολυτελείας της φύσεως, διενύσαμεν δύο ευαρεστοτάτας ώρας, καθ’ ας η όρεξις προυκάλει την όρεξιν, η ευφυία έθιγε την ευφυίαν, τα άσματα των κυριών ημιλλώντο προς τα των αηδόνων, και ο χορός διά τους νεωτέρους συνεπλήρου και επέστεφε την αγροτικήν ευωχίαν. Ως δ' έκλινεν ο ήλιος προς την δύσιν, προυτιμήσαμεν την επιστροφήν διά ξηράς, αναμέσον των δένδρων και αμπελώνων, διά στενωπών ας διέγραφον ανθηροί θάμνοι, και οτέ μεν εβαδίζομεν υπό τους θόλους των πυκνών κλάδων, οτέ δ' επροκύπτομεν εις θέσεις υψηλοτέρας, εξ ων, υπεράνω των δένδρων εβλέπομεν του κόλπου την στιλπνήν επιφάνειαν, και αντιπέραν το αμφιθέατρον της πόλεως, αντανακλώσης ήδη τας πρώτας ακτίνας της ανιούσης σελήνης.

Εις τον ωραίον τούτον περίπατον διεσπάρημεν κατά συστήματα ή κατά ζεύγη, και εγώ, εκ συμπτώσεως, καθ’ όσον ενθυμούμαι, είχον δώσει τον βραχίονα εις την Κυρίαν Αγγελικήν, ης ανεξάντλητος ήτον η φαιδρότης και η ευφυία, και ήτις υπέρ πάσαν άλλην των συνοδοιπόρων είχε την ενδόμυχον αίσθησιν της φύσεως.

Από του κάλλους δε της φύσεως η συνδιάλεξις ημών μετ' ολίγον ωλίσθησεν εις το κάλλος των γυναικών, και απ’ αυτού δια φυσικής παρεγκλίσεως μετεπήδησεν εις το θέμα της πρωινής ημών συνδιαλέξεως, την γυναικείαν αστασίαν και φιλαρέσκειαν, ην η Αγγελική, διά παντοίων ευφυών σοφισμάτων, επροσπάθει πρώτον μεν ν’ αρνηθή, έπειτα δε τουλάχιστον να δικαιολογήση ως παίγνια αθώα και αβλαβή.

— Της ιδέας ταύτης, τη είπα, δεν είσθε μόνη. Ούτω φρονεί και η βασιλική τίγρις όταν, χαριεντιζομένη, τείνη τους γαμψούς όνυχας, και φιλοπαιγμόνως σπαράττη, ούτω και ο ποικιλόχρους όφις, όταν φιληδόνως περιστρέφη τους έλικάς του περί λευκόν τράχηλον, και τέρπηται συστέλλων αυτάς μέχρις αποπνιγμού.

— Να σας ακούη τις, απεκρίθη η Αγγελική, σεις είσθε οι περιστεραί και οι αμνοί της πλάσεως, και ημείς αι τίγρεις αυτής και οι όφεις. Και άφρονες ημείς, αφήσαμεν εις σας να είσθε οι ιστοριογράφοι του ανθρωπίνου γένους!

— Σήμερον, υπέλαβον εγώ, χωρίς ν' αποκριθώ κατ’ ευθείαν εις την παρατήρησίν της, όταν σας αφήκα εκεί εις το μοναστήριον, ηξεύρετε τι είδα;

— Ω! Πώς να μη το ηξεύρω; απήντησεν. Είδετε μίαν πέτραν, στηθείσαν υπό τινος ποιμένος εκεί, όταν έψηνε το αρνίον του, και εμείνατε εν εκστάσει εμπρός της, και εκηρύξατε ότι είναι το αναμφισβήτητον λείψανον του δεν ηξεύρω τίνος περιφήμου ναού, ή ότι ανεκαλύψατε τον τάφον του Πέλοπος ή του Ηρακλέους.

— Πρώτον είδα, τη είπα, τον ναόν του Ποσειδώνος, την τελευταίαν κατοικίαν της πολιτικής ανδρείας και της Ελληνικής ελευθερίας. Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Είδα προσέτι εις αυτό εκείνο το μέρος ένα δυστυχή παράφρονα, όστις απώλεσε το λογικόν εξ έρωτος, και εκ της απιστίας ή της αδιαφορίας, ως εικάζω, εκείνης ην ηγάπα.

— Είδατε, ανέκραξε, τω όντι παράφρονα εξ έρωτος! Ω! υπάγωμεν, υπάγωμεν! όσον μακράν και αν είναι, υπάγωμεν να μοι τον παρουσιάσητε. Δύο σπανιότητας προ καιρού επιθυμώ να ιδώ, περί ων πολλάκις αν έγνωσα, τον θαλάσσιον όφιν και τον παράφρονα εξ έρωτος. Τινές φρονούσιν ότι ως είσθε ιστοριογράφος, είσθε και μυθιστοριογράφος επιδεξιώτατος. Εγώ όμως δεν είμ' εξ αυτών, εγώ πιστεύω πληρέστατα εις τον θαλάσσιον όφιν.

— Το κατ’ εμέ τουλάχιστον, Κυρία, απήντησα γελών, και αν υπέπεσα ποτέ εν γνώσει ή εν αγνοία εις το παράπτωμα της μυθιστοριογραφίας, ιάθην απ’ αυτού ριζικώς, αφ' ότου σοβαρός τις πολιτικός, όστις διά τινας λόγους ουδέν ουδέποτε έγραψεν, εν εναγωνίω πολιτική συζητήσει με κατήσχυνέ ποτε και με απεστόμωσεν επιφωνήσας· «Κύριε, έγραψας μυθιστορίας!» Αλλ’ ο παράφρων μου δυστυχώς δεν είναι ήρως μυθιστορίας· είναι άνθρωπος αληθής, ου θέλω προσπαθήσει να εξιχνιάσω την ιστορίαν, άμα επανελθών εις Αθήνας, όπως δυνηθώ να τω γίνω χρήσιμος.

Εν ω δε ούτως εφιλονεικούμεν, αφίχθημεν εις το προάστειον του Γ α λ α τ ά, κείμενον εις το στενώτατον του πορθμού μέρος, κατέναντι της πόλεως.

— Εδώ, μοι είπεν η Αγγελική, βεβαίως ο πρώτος ναύτης έπηξε το πρώτον πλοίον ή την πρώτην σχεδίαν.

— Σας συλλαμβάνω, ανέκραξα, επ' αυτοφώρω μυθιστοριογραφούσαν και θα υπάγω να το ειπώ εις τον φίλον μου τον πολιτικόν άνδρα. Υποθέτετε δηλαδή ότι η θάλασσα εχώρισέ ποτε τον Πόρον από της στερεάς, και συγχρόνως εχώρισε δύο αγαπωμένας καρδίας, εις ας όμως ο έρως εδίδαξε πώς και υπέρ αυτόν τον απάτητον πόντον να σπεύσωσι προς αλλήλας και να ενωθώσιν.

— Ουδέν τούτων υπέθεσα, απεκρίθη γελώσα η Αγγελική, και ο πολιτικός φίλος σας είχε δίκαιον. Ηξεύρω δε μόνον ότι τον Πόρον κατοικούσι τέσσαρες χιλιάδες άνθρωποι, και ουδέ ρανίδα ύδατος έχουσι, πλην τούτου του φρέατος, όθεν, ερχόμεναι διά θαλάσσης, υδρεύονται όλαι αι κόραι της πόλεως.

Και τω όντι περί ευρύ και αβαθές φρέαρ είδομεν πλήθος γυναικών, αίτινες ήντλουν και επλήρουν τα αγγεία των, και όταν κατήλθομεν εις την παραλίαν, πολλάς εξ αυτών, τα αγγεία εχούσας δεδεμένα επί των νώτων, και κατά σειράν καθημένας εντός πλοιαρίων, ων νέαι κόραι ήσαν οι κωπηλάται. Δι’ ο και έλεγον εις την Αγγελικήν, ότι αν η εδική μου υπόθεσις περί της πρώτης ναυτιλίας είναι η αληθεστέρα, εν Πόρω φαίνεται ότι νέα κόρη εύρε πρώτη τον τρόπον πώς να έλθη προς τον εραστήν της, και ουχί τ' ανάπαλιν.

Εις τα πλοιάρια ταύτα επέβημεν και ημείς, και αντί να μεταβώμεν αμέσως άντικρυ, ως δι’ ολίγων κτύπων των κωπίων εδυνάμεθα, περιήλθομεν τον πορθμόν, όστις ως κάτοπτρον ομαλός, επεχρυσούτο υπό της σελήνης, και οι τόνοι της κιθάρας και του αυλού τινων των συντρόφου μου, και του άσματος των σειρήνων της συνοδείας, ολισθαίνοντες επί της υγράς επιφανείας καθ’ ην στιγμήν το παν ηρέμει, και ουδείς θόρυβος τους ετάραττε, καθίστων πλήρη μαγείας την νυκτερινήν ταύτην διάχυσιν. Αλλά πολύ δεν παρετείναμεν αυτήν, διότι σκοπόν είχομεν την επαύριον να εγερθώμεν προ της ανατολής του ηλίου, δι’ ο και αποβάντες εις την πόλιν, διενεμήθημεν εις τας οικίας, αίτινες μας είχον προσφέρει την φιλόξενον στέγην των.

Την δ' επαύριον τω όντι, μίαν ώραν προ της ανατολής ήμεθα εις τας λέμβους, διευθυνόμενοι προς έω και την είσοδον του πορθμού δι’ ης την προτεραίαν είχεν εισπλεύσει το ατμοκίνητον. Ο νυκτερινός εκείνος πλους εν τω μέσω της βαθείας σιγής, εν ω τα μελανά όρη κατωπτρίζοντο εις την θάλασσαν, μελανήν και κατάστικτον εκ των αστέρων του ουρανού, είχε τι το ισχυρώς πλήττον την φαντασίαν, και παρετήρουν ότι αι μάλλον φιλόλαλοι των κυριών έμενον σιωπώσαι απέναντι της επισήμου θέας. Αφ’ ου δε παρεπλεύσαμεν το ωχυρωμένον νησίδιον του Εϊδέκ, και τινας άλλους σκοπέλους, προσωρμίσθημεν τέλος και απέβημεν, ότε μόλις υπέφωσκεν η αυγή, εις μέρος της Πελοποννησιακής παραλίας καλούμενον Α ρ τ έ μ ι, εξ αρχαίου αναμφιβόλως ναού τίνος της Αρτέμιδος, ου ενομίσαμεν ότι ανεγνωρίσαμεν λείψανα κατά το αυτόθι εκκλησίδιον, κείμενον εις θέσιν, ήτις δεν μας εφάνη ακατάλληλος δίαιτα διά την αρχαίαν της θήρας θεάν.

Εκείθεν δ' ηρχίσαμεν αναβαίνοντες την ανάντη ράχιν του όρους, και εισέδυμεν εις δάσος πυκνόν, όλον συγκείμενον εκ λειμονιών, ων οι κλάδοι ενούμενοι, διετήρουν αιωνίαν σκιάν και δρόσον, και χλόην πυκνήν εις τας ρίζας των. Αφ’ ου δ' ανέβημεν επί ημίσειαν τουλάχιστον ώραν, φθάντες εις υψηλήν σκοπιάν, αφ’ ης εβλέπομεν ως γραπτόν χάρτην υπό τους πόδας μας την ευρείαν θάλασσαν, και την νήσον της Καλαυρίας, και όλην αυτής την έκτασιν, και το μοναστήριον ως λευκήν φωλεάν εις τας αντιπέραν κοιλάδας, και την πόλιν επί του πορθμού, και τον έσω αχανή λιμένα μέχρι της Τροιζήνος, εξελεξάμεθα, εις την όχθην ρύακος ορμητικώς κατερχομένου το όρος, την μεγίστην των λειμονιών, και υπ’ αυτής τον ευώδη θόλον παρεσκευάσαμεν επί χόρτων την τράπεζαν του προγεύματος. Η απαράμιλλος εκείνη θέα, καθ' ην μάλιστα ώραν ο ήλιος ανατέλλων εφλόγιζε την θάλασσαν και εχρύσου τα όρη, το απέραντον δάσος, συγκείμενον όλον εκ του ευγενέστερου προϊόντος της φυτικής πλάσεως, η χιών των λευκών ανθέων, άτινα ραίνοντα την γην εθυμίαζον την ατμοσφαίραν, και το κάλλος των χρυσών καρπών, κρεμαμένων από των κλάδων, και του ρυακίου ο ψίθυρος, και το άσμα των πτερωτών αοιδών, ους είλκυεν η δρόσος αυτού, τα πάντα κατέθελγον τας αισθήσεις και εξήπτον την φαντασίαν, ώστε και προ του τέλους του προγεύματος πολλοί στίχους ηυτοσχεδίαζαν, ουχί βεβαίως πάντας αναγνωριζομένους υπό των Μουσών, και η Αγγελική έλεγεν ότι αν τοιούτος είναι ο παράδεισος, ενοικιάζει από τούδε την θέσιν της εις αυτόν.

—Και ημείς όλοι επίσης, τη είπα ταπεινή τη φωνή, διότι συνέπεσα να κάθημαι πλησίον της, αν τοιούτοι είναι οι άγγελοι.

Νομίζω δε ότι η ευθυμία του προγεύματος με είχε καταντήσει πως ζηλωτήν του νεανίου όστις έλεγε περί της πλεούσης Αφροδίτης.

— Οι άγγελοι οίτινες έχουσιν όνυχας τίγρεων και όφεων έλικας, τους ηξεύρω πώς λέγονται, απήντησεν εκείνη, μνησικακούσα εισέτι διά τας χθεσινάς μου εκφράσεις.

— Ω, κυρία! απεκρίθην. Ταύτα έλεγον γενικώς, άνευ τίνος εφαρμογής.

— Και προ πάντων, υπέλαβεν, άνευ εφαρμογής εις τους εκάστοτε παρόντας.

— Σας παρακαλώ, είπα, πιστεύσατέ με... Αλλά πώς απαιτώ να με πιστεύσητε υμείς, ήτις δεν πιστεύετε εις τους εξ έρωτος παράφρονας;

— Πώς; απεκρίθη. Σας είπα ότι τους κατατάττω μετά του θαλασσίου όφεως, εις ον πιστεύω πληρέστατα. Όσον δε δια τον εδικόν σας παράφρονα, εσυμφωνήθη ότι θα μοι τον παρουσιάσητε, και ημπορούμεν να δοκιμάσωμεν αν τι δύναται επ' αυτού η ομοιοπαθητική μέθοδος.

Αλλ’ εν ω εισέτι ωμίλει, έλαβον το θάρρος να τη εγγίσω διά της χειρός τον λευκόν βραχίονα, ως επικαλούμενος την σιωπήν και την προσοχήν της. Και κατ’ αρχάς μεν εξεπλάγη, έπειτα δε, τείνασα το ους προς το μέρος ο τη εδείκνυον, ήκουσε και εκείνη, ως ήκουον και εγώ άνωθεν ημών κατερχομένην την γνωστήν εις εμέ έξαλλον εκείνην μελωδίαν, ψαλλομένην υπό φωνής τρεχούσης και υποπνιγομένης. Ως πεφοβισμένη δε, επλησίασεν εις εμέ, και προσήλωσεν εις τους οφθαλμούς μου βλέμμα ερωτηματικόν.

Κατά την αυτήν δε στιγμήν αλαλαγμοί ηκούσθησαν προς το μέρος όθεν προήρχετο η φωνή, και προσήλθον τρέχοντες και γελώντες τινες των ναυτών, οίτινες είχον αναβή μεθ' ημών εκ των λέμβων να μας υπηρετήσωσιν.

— Ο μουρλός, εφώναζον, ο μουρλός του μοναστηρίου. Απ’ εκεί επάνω έβλεπεν όπου ετρώγετε, και ετραγωδούσε. Ετρέξαμεν, αλλά πού; Πτερά έκαμεν· επηδούσεν εις τους βράχους ωσάν ζαρκάδι. Πού θα μας φύγη; Θα τον προφθάσωμεν εκεί κάτω.

— Εντροπή, Χριστιανοί, ανέκραξα εγώ παρεμβαίνων. Τι σας κάμνει ο άνθρωπος και τον ενοχλείτε;

— Είναι μουρλός, αυθέντα, απεκρίθησαν, νομίζοντες ότι προτείνουσι λόγον ακαταμάχητον.

— Είναι αδελφός σας δυστυχέστερος από σας. Ευχαριστείτε τον Θεόν ότι σας έκαμε την χάριν να μην είσθε και σεις ως αυτός. Πρέπει να τον βοηθήτε μάλιστα όσον ημπορείτε. Αφήτε τον ήσυχον. Να μην ιδώ κανείς να τον ενοχλήση.

Εις ταύτα οι ναύται ηναγκάσθησαν να υπακούσωσι, και απεσύρθησαν, αλλ’ υποκώφως μεμψιμοιρούντες, ουδέ πολυεννοούντες διά τι να μη γελάσωσιν ολίγον με τον μουρλόν. Ηγέρθημεν δε και ημείς· διότι σκοπόν έχοντες να ιδώμεν την ημέραν εκείνην ακόμη και την Τροιζήνα προ της νυκτός όταν θ' απεπλέομεν δι’ Αθήνας, ήτον ανάγκη να μη χρονοτριβώμεν.

Εν ω δε κατηρχόμεθα την αυτήν ωραίαν οδόν δι’ ης είχομεν αναβή, ως ενθύμημα του μαγικού εκείνου δάσους των Εσπερίδων φέροντες διά χειρών κλάδους λειμονιών μετά πυκνών των καρπών, αι δε νέαι κυρίαι το αγνόν και συμβολικόν αυτών άνθος εις τας κόμας των, πλησιάσας την Αγγελικήν·

— Πιστεύετε λοιπόν τώρα εις τον παράφρονά μου; τη είπα

— Ότι επίστευσα, μοι είπε, σας το προδίδει η ταραχή μου. Δεν φοβούμαι τους παράφρονας, αλλ’ η απροσδόκητος αυτού παρουσία δυσαρέστως με συνεκίνησε.

— Και όμως, υπέλαβον, αυτός, σας βεβαιώ, είναι αβλαβέστατος, και οίκτου μόνον άξιος.

— Και πώς ήλθεν εδώ; με ηρώτησε, μετά τινος τρόμου εις την φωνήν, όστις εφαίνετο αποδεικνύων ότι δεν ήτον όσον γενναία έλεγεν. Η φιλία σας είναι τόση, ώστε παντού σας παρακολουθεί.

— Τούτο, τη απεκρίθην, με συγκινεί αληθώς. Τω όντι δι’ εμέ ήλθεν.

Επειδή τω ωμίλησα μετά τινος συμπαθείας, και εσεβάσθην την συμφοράν του, εν ω είναι πανταχού αντικείμενον αδιαφορίας, χλεύης ή αικιών, δεν ενόησε μεν τι τω έλεγον, αλλά το ησθάνθη· η φωνή της καρδίας εισέδυ εις την καρδίαν του, και δεν ήθελε πλέον να με χωρισθή, ουδέ να πεισθή ότι ήτον δυνατόν να ζη του λοιπού μακράν εμού, και ακούσας παρ’ εμού πού έμελλον να διατρίψω σήμερον, ιδού, ήλθε κατόπιν. Τόσην συνέλαβεν αγάπην προς εμέ.

— Δι’ ο και εν τη καρδία σας φρονείτε ότι δεν είναι όσον παράφρων φαίνεται, είπεν η Αγγελική, ελαφρώς μειδιώσα.

Αλλ’ εις το μειδίαμα τούτο μοι εφάνη λάμψασα ελαφρά φιλαρεσκείας ακτίς και μετά τίνος πικρίας αποκρινάμενος·

—Φευ, κυρία, τη είπον. Είναι εντελώς παράφρων ο άθλιος. Είναι οικτρόν θύμα γυναικείας κουφότητος και ερωτοτροπίας,

— Διότι, απήντησε, συστέλλουσα τας οφρύς, ενέδωκα παραδεχομένη τον παράφρονά σας, μη θριαμβεύετε. Ποσώς δεν παρεδέχθην ότι παρεφρόνησε και εξ έρωτος. Υπάρχουσι τόσα είδη παραφροσύνης, οίον η μονομανία εκείνων οίτινες ό,τι δυστύχημα και αν συμβή, εις τας γυναίκας το αποδίδουσι,

—Και τις σας λέγει, Κυρία, είπον εγώ αστειευόμενος, ότι και αυτή εξ έρωτος δεν προέρχεται;

Η Αγγελική εγέλασε και μ' ηπείλησε δια του συνήθους της σχήματος. Μοι προσέθηκε δε ότι επιμένει να τη παρουσιάσω αφεύκτως, περιστάσεως δοθείσης, τον φίλον μου, δια να κρίνη, α ν τ ο π τ έ ρ ω μ ά τ ο υ α ν τ α π ο κ ρ ί ν η τ α ι π ρ ο ς τ ο κ ε λ ά δ η μ ά τ ο υ, ως ήθελεν ειπεί ο Λαφονταίνος, και μοι εζήτησε να τη γράψω το άσμα του. Τούτο δ' έπραξα αμέσως, καθήσας εις μίαν ρίζαν λειμονίας, και σχίσας φύλλον εκ του χαρτοφυλακίου μου, και μετά ταύτα τρέξας την επρόφθασα και τη το έδωκα.

Ούτω κατέβημεν εις τας λέμβους· και επειδή γλυκύς εφύσα απηλιώτης, αναπετάσαντες τα ιστία, εσχίζομεν ταχέως την υποφρίσσουσαν θάλασσαν, και εγελώμεν εις τας επιφωνήσεις και τους αναιτίους φόβους τινών των κυριών διά παν κίνημα των ελαφρών ακατίων. Παραπλεύσας δ' ο στολίσκος ημών την πόλιν του Πόρου, και έπειτα τους τερπνούς κήπους όπου είχομεν γευματίσει την προτεραίαν, αφ’ ου διήλθε και απέναντι του δυτικού πορθμού, του διαιρούντος την νήσον από της ξηράς, προσωρμίσθη τέλος εις την βόρειον γωνίαν του μυχού του μεγάλου λιμένος, κατά την θέσιν Β ί δ ι. Ενταύθα ην το έτερον των επινείων των Τροιζηνίων, το καλούμενον το πάλαι Κ ε λ ε ν δ ε ρ ί ς, εν ω το άλλο Π ώ γ ω ν λεγόμενον, εξ ου εξέπλευσαν οι Έλληνες προ της εν Σαλαμίνι μάχης, έκειτο κατά το μεσημβρινόν πέρας του μυχού, καθ΄ ο μέρος, προσχωσθείσα η θάλασσα, μετεβλήθη εις αβαθή καλαμώνα.

Εις το Βίδι εύρομεν υπό την σκιάν της αυτόθι εκκλησίας και των πέριξ δένδρων περιμένοντας ημάς τους ίππους, ους ο Κύριος Δήμαρχος Καλαυρίας είχε παραγγείλει από της προτεραίας, και αναβάντες διέβημεν προς τα νοτιοδυτικά το πλούσιον πεδίον της Τροιζηνίας, μεταξύ αμπελώνων και φυτειών. Tο πλήθος των ιππευόντων, η ζωηρότης των μεν, η απειρία των άλλων, και όλων η ευθυμία, καθίστων τόσω φαιδροτέραν την ιππασίαν, καθ’ όσον από τινος νέφη αρθέντα από δυσμών, ως αν ήμεθα προνομιούχον απόσπασμα του λαού της εκλογής διατρέχον την έρημον, ήλθον και εκάλυψαν τον ήλιον, ου τα βέλη κατ’ εκείνην την ώραν του έτους και της ημέρας εδύναντο να μας ενοχλήσωσι. Μετά τρία τέταρτα της ώρας εφθάσαμεν εις το χωρίον Δ α μ α λ ά ν, κατά τους πρόποδας υψηλών και αποτόμων ορέων, εις μικράν απόστασιν της θέσεως της αρχαίας Τροιζήνος, ήτις, κατά των ιστορικών την ορθήν μαρτυρίαν, απείχε 15 σταδίους από της θαλάσσης. Ο Δαμαλάς ήτον άλλοτε, ως φαίνεται, επίσημος κώμη και επισκοπή· έκτοτε όμως περιεστάλη εις μικρόν και άσημον χωρίδιον· δι’ ο και ημείς, περιελθόντες απλώς αυτό, και μόνον το δημοτικόν του σχολείον επισκεφθέντες, κατέβημεν ν' αναπαυθώμεν εις τους απ' αυτό λειμονοκήπους, υφ' ων την σκιάν, κατά την αρχήν της επαναστάσεως, εκάθησαν βουλευόμενοι περί της υπάρξεως Ελληνικής πατρίδος οι πρώτοι άνδρες οι εγείραντες την σημαίαν της Ελευθερίας.

Ενταύθα την ευσυνειδησίαν των πλείστων περιηγητών μιμούμενος, δεν πρέπει ν’ αποσιωπήσω, ότι αι γνώμαι διηρέθησαν επί του σπουδαίου ζητήματος του γεύματος, των μεν θελόντων να φάγωμεν πρώτον, και μετά ταύτα να επισκεφθώμεν το γεφύρι του Διαβόλου, το τελευταίον σημείον της εκδρομής, των δ' αντιταττόντων την έλλειψιν ορέξεως, διότι προ ολίγου μόνον ηριστήσαμεν, και παρατηρούντων ότι ποιητικώτερον θέλει είσθαι να γευθώμεν παρ' αυτήν την γέφυραν, όπου προσέθετεν η Κυρία Αγγελική·

— Δεν θέλομεν έχει ουδ’ ανάγκην πυρός δια τον καφέν μας, διότι ο οικοδεσπότης θέλει άνευ αμφιβολίας ευγενώς μας προσφέρει την του απεράντου του μαγειρείου.

— Μη πολυπαίζωμεν, παρακαλώ, με τον Διάβολον, είπεν άλλη κυρία, έχουσα τας αμφιβολίας της ως προς την ευγένειαν, ή καν ως προς την αφιλοκέρδειαν του οικοδεσπότου. Έχει πόδας πολλούς, ως ηξεύρετε. Το κατ’ εμέ διόλου δεν θα δυσηρεστούμην, αν ήμην απηλλαγμένη του να επισκεφθώ το βασίλειόν του.

— Καιρός δεν είναι πλέον, Κυρία, τη είπεν εις των συνοδοιπόρων, όστις είχε γνώσιν του Πόρου. Προ πολλού είσθε εν μέση τη επικρατεία του. Όλοι ούτοι εδώ πέριξ οι λόφοι εισί κτήματά του, και τοις επεχάραξε τα ονόματα διά του κυριαρχικού όνυχός του. Τούτο εκεί το μέρος ονομάζεται Α π ά θ ε ι α, το άλλο παρέκει Κ α τ ά ρ α, το άλλο Α ν ά θ ε μ α.

— Αδιάφορον, υπέλαβεν η Αγγελική. Δεν πρέπει να είμεθα αγνώμονες. Παρά του τοπάρχου φιλοφρονεστέραν και μεγαλοπρεπεστέραν υποδοχήν δεν εδυνάμεθα να περιμένωμεν. Ούτε οι καλοί κήποι μας έλειψαν, ούτε η καλή ευθυμία. Εγώ τον κηρύττω παράδειγμα πατρικών ηγεμόνων.

— Και, ως υποθέτω, τη είπα, τον κατατάττετε ολίγον μετά των θαλασσίων όφεων.

— Και μετά των εξ έρωτος παραφρόνων, απεκρίθη γελώσα.

Εν τούτοις η γνώμη του να γευματίσωμεν παρά την γέφυραν υπερίσχυσεν. Υπερίσχυσεν όμως συγχρόνως και η εμή τροπολογία του ν’ αναπαυθώμεν υπό την σκιάν πριν αναχωρήσωμεν, και μάλιστα παρέστησα ως αρχαιολογικόν καθήκον ημών και να κοιμηθώμεν ολίγον (η χθεσινή εκδρομή εις τον ναόν μοι έφερε κατά νουν το σόφισμα τούτο), διότι οι αρχαίοι Τροιζήνιοι ελάτρευον ιδίως τον Ύπνον, και τω είχον βωμόν αφιερωμένον. Ο σοφός ούτος λόγος εφάνη ακαταμάχητος εις τους πλείστους των συνοδοιπόρων, και μάλιστα εις τας κυρίας, όσαι δεν ήσαν εξωκειωμέναι προς την ιππασίαν, και ούτως, οι μεν σπουδαίως και ειλικρινώς, οι δε με τον ένα οφθαλμόν εκοιμήθημεν μέχρις oυ η θερμότης της ημέρας εμετριάσθη. Τότε δ’ αποσείσαντες όλοι την νάρκην, και ήδη και υπό της πείνης υπονυσσόμενοι, ανέβημεν πάλιν τους ίππους, και διευθύνθημεν προς δυσμάς. Μετά τινα δε χρόνον διέβημεν διά της θέσεως της αρχαίας Τροιζήνος, της πόλεως, εν η εγεννήθη ο Θησεύς, και εν η ηγάπα η Φαίδρα, και το μόνον σχεδόν αρχαίον μνημείον, ο είδαμεν ενταύθα, ήτον πύργος τετράγωνος Ελληνικής οικοδομής, βαίνων επί βάσεως κυκλωπείας, ην πολλάκις ίσως έθιξε παρελαύνων του Ιππολύτου ο δίφρος.

Μετ’ ολίγον δ’ η οδός εστράφη προς το όρος, αναβαίνουσα παρά το χείλος βαθείας χαράδρας, και εγίνετο επί μάλλον και μάλλον στενή και παράκρημνος, προς ου μικράν ανησυχίαν εκείνων εκ των κυριών, όσαι δεν επηγγέλλοντο ιδίως τας Αμαζόνας. Εκείνη μάλιστα, ήτις είχεν εκφράσει τους ενδοιασμούς της περί του διαβόλου, έβλεπεν εις πάντα λίθον, εις πάσαν ανωμαλίαν της οδού τας συνήθεις ενεργείας αυτού, και συνώδευε παν επιφώνημα φόβου και διά τινων πλαγίων νύξεων κατ’ εκείνων, οίτινες ηθέλησαν να κοιμηθώσιν εις Δαμαλάν, ώστε να νυκτωθώμεν· και πώς να επιστρέψωμεν έπειτα δια τοιούτων δρόμων, εν ω τα σύννεφα μάλιστα, σωρευόμενα εις τον ορίζοντα, προήγγελλον, ότι θα έχωμεν σκοτεινήν νύκτα; Την καθησυχάσαμεν όμως, υποσχεθέντες ότι την νύκτα, διότι τω όντι εφαίνετο ότι θα νυκτωθώμεν, εμέλλομεν ν' ανάψωμεν δάδας, και εις το φως αυτών να οδηγήσωμεν ασφαλέστατα τας κυρίας. Ούτω διεσκεδάσθη ο φόβος της, αντιπερισπασθείς και υπό της ωραίας θέας, ην απηντήσαμεν περί το μέσον της αναβάσεως. Βαθέως υπό τους πόδας ημών, εις τον πυθμένα της χαράδρας δύο υδρόμυλοι εκρύπτοντο υπό ευρείς και δροσερούς φύλλων θόλους, και εξηρεύγοντο καταρράκτας, οίτινες από του ενός εκρημνίζοντο εις τον έτερον.

Καθ’ όσον δε περαιτέρω ανηρχόμεθα, η χαράδρα εγίνετο βαθυτέρα, και τα δύο όρη, δι’ ων διήρχετο, προσεγγίζοντα επί μάλλον και μάλλον τα κάθετα και κρημνώδη πλευρά των, άφινον μέχρι τέλους απόστασιν ολίγων μόνον ποδών μεταξύ των. Ενταύθα μετ' εκπλήξεως είδομεν γέφυραν εις εναέριον ύψος τα δύο όρη ζευγνύσαν, και σκοτοδινία μας κατελάμβανεν, όταν απ’ αυτής ενεβλέπομεν εις το αχανές βάραθρον υπό τους πόδας ημών, και ηκούομεν τον καταπληκτικόν πάταγον, μεθ' ου ο χείμαρρος των ορέων εθραύετο εν τω απροσβάτω πυθμένι αυτού επ' ογκοδών βράχων ατάκτως σεσωρευμένων, μέχρις ου το διαυγές ύδωρ συνήρχετο εις βαθείαν δεξαμενήν, εφ' ης επλανάτο νυξ αιωνία. Τούτο ήτον το γεφύρι του Διαβόλου, αναγορευθέν υπό πάντων ημών άξιον του ονόματός του. Τινές των κυριών, και νομίζω, και τινες των κυρίων ωχρίασαν, όταν επλησίασαν εις αυτό, και παρετήρησα ότι τινές έκαμνον κρυφίως τον σταυρόν των. Η Αγγελική όμως, ανδρικωτέρα το πνεύμα, παρετήρει την γέφυραν με βλέμμα αρχαιολόγου, και με ηρώτησεν, αν την νομίζω παίγνιον της φύσεως, ή έργον τέχνης μεγαλεπηβόλου.

— Είναι τεχνητόν, τη απήντησα, και δεν δύναμαι μεν να σας ειπώ ουδέ τις ουδέ πότε το κατεσκεύασεν, αλλά πέπεισμαι, ότι είναι έργον ελληνικόν, και πιθανώς της απωτάτης αρχαιότητος.

Και τη εδείκνυον την τολμηράν και επιτηδείαν των λίθων αρμογήν, ήτις μοι εφαίνετο της υποθέσεώς μου απόδειξις.

— Έχετε ίσως δίκαιον, μοι είπεν. Αλλά βλέπω εκεί τον Βαρβα-Θανάσην, όστις κινεί διστακτικώς την κεφαλήν του, ως να μη συμμερίζηται την ιδέαν σας. Τι λέγεις, Βαρβα-Θανάση; Δεν έκαμαν οι Έλληνες αυτό το γεφύρι; Ηξεύρεις ίσως ποίος το έκαμεν;

—Aι! αι! είπεν ο Βαρβα-Θανάσης, κινών την κεφαλήν. Ήτον δε ο Βαρβα-Θανάσης ούτος ο γέρων αγωγιάτης, όστις ωδήγει το ζώον της Αγγελικής, και μεθ' ου αύτη, κατά την χαρακτηρίζουσαν αυτήν ευπροσηγορίαν, είχε καθ' οδόν συνδέσει σχέσεις.

—Τούτο δεν είναι απόκρισις, Βαρβα-Θανάση, τω είπεν η Αγγελική, ενώ ένευε προς ημάς διά του οφθαλμού. Αν ηξεύρης ποίος το έκτισε, πρέπει να μας το ειπής.

— Αφήτε τ' αυτά, είπεν ο Βαρβα-Θανάσης. Σεις οι Φράγκοι μας περιγελάτε και δεν μας πιστεύετε.

—Βαρβα-Θανάση, τω είπομεν όλοι παρακλητικώς επιτιθέμενοι, ημείς δεν είμεθα Φράγκοι. Ειπέ μας τις έκαμε το γεφύρι.

Τέλος πάντων, αποσείων τους δισταγμούς και την μετριοφροσύνην, απεφάσισε να διηγηθή.

— Ήτον μίαν φοράν ένας πασάς εις τον Δαμαλάν, είπε…

—Πασάς, εψιθύρισε προς εμέ η Αγγελική. Πού έμεινεν η απωτάτη αρχαιότης;

— … Και αυτός, εξηκολούθησεν ο διηγούμενος, ήθελε να γεφυρώση αυτό το ποτάμι, δια να πηγαίνη εις το κυνήγι. Πολλοί άξιοι τεχνίται ήλθαν από τα διάφορα μέρη του Μωρέως, και εζητούσαν πολλά χρήματα, διότι η εργασία ήτον δυσκολωτάτη. Ήτον όμως εις τον Δαμαλάν ένας εργάτης πτωχός της ελεημοσύνης, διότι ήτον ακαμάτης και ανεπιτήδειος. Αυτός εφθονούσε τους άλλους, διότι ο ίδιος δεν ήξιζε τίποτε, και έλεγε ξένους τους Μωραΐταις τους συντεχνίτας του, και δεν ήθελε να τους αφήση να κερδίσουν εκείνοι. Ήλθε λοιπόν εις τον πασάν, και τον είπεν ότι αυτός κτίζει το γεφύρι καλύτερα και με τα μισά χρήματα και επειδή έκαμνε πολλήν ταραχήν και εφώναζεν, ο πασάς τον έδωσε την εργασίαν, με συμφωνίαν όμως, αν δεν την επιτύχη, να τον κόψη την κεφαλήν. Ο πονηρός άνθρωπος ευχαριστήθηκε, διότι έβλαψε τους άλλους, και αφ' ου έκτισε το γεφύρι όπως ημπόρεσεν εκεί κάτω όπου είναι οι μύλοι, εκαυχάτο ότι το όμοιόν του δεν ευρίσκεται εις τον κόσμον, και τόσον υπερηφανεύθη, ώστε ετόλμησε να ζητή από τον πασάν να τω δώση γυναίκα την ωραίαν κόρην του προεστού, το άνθος του Δαμαλά, εξακουστήν εις όλον τον Μωρέαν και ζηλευμένην.

Εκείνην την ιδίαν νύκτα έβρεξεν εις τα βουνά, και κατέβασε το ποτάμι, και... επήρε το γεφύρι. Τότε επρόσταξεν ο πασάς να τον φέρουν εμπρός του και να τον αποκεφαλίσουν. Ο άθλιος έκλαιε και οδύρετο και υπέσχετο να κτίση άλλο γεφύρι δίπλα στερεώτερον. Τον ελυπήθη λοιπόν ο πασάς, και έδωσε την άδειαν, ο κτίστης έκτισε το γεφύρι πολύ καλύτερον από το άλλο, και εφούσκωνε πολύ περισσότερον από την πρώτην φοράν. Καθώς όμως ήλθαν τα πρωτοβρόχια, το ποτάμι επλημμύρισε, και της γέφυρας δεν έμεινε πέτρα εις πέτραν. Ο τρόμος του ανθρώπου ήτον απερίγραπτος, όταν είδε τον πασάν να προστάξη τον δήμιον να τον κόψη· κατώρθωσεν όμως με πολλά να του χαρισθή και πάλιν η ζωή, άλλα διά τελευταίαν φοράν, αν δεν γίνη καλόν και το τρίτον γεφύρι. Εις αυτό έβαλε πλέον τους φοβερούς αυτούς βράχους, — τους βλέπετε εκεί κάτω,— και τους έκτισε με πολλήν τάξιν, οπού ήτον θαύμα να βλέπης. Πού ακούει όμως το ποτάμι τάξιν και βράχους. Καθώς ήλθεν από το βουνόν με μουγκρητόν ως να έσφαξαν εκατόν βόδια, επέταξε τους βράχους εις τους κρημνούς ως χαλίκια.

Τότε ο εργάτης ήλθεν εις εσχάτην απελπισίαν, διότι ήξευρεν ότι η άλλη ημέρα ήτον η τελευταία του, και εκάθησεν εις την γωνιάν του, εμπρός εις την φωτίαν, και έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του, και έκλαιεν. Έξαφνα ακούει πατήματα εις το πλάγι του, και στρέφει την κεφαλήν και βλέπει ένα μαυροφόρον εκεί και εστέκετο, άνθρωπον μαυρομάτην και πλατοφρύδην, με μακράν την μύτην και το πηγούνι και με καλαμάρι μακρύ εις την ζώνην. Ο άνθρωπος αυτός τον εχαιρέτησε ταπεινά.

— Ποίος είσαι και από που ήλθες; ερώτησε τρομαγμένος ο κτίστης, Η θύρα μου είναι κλειστή.

— Με συγχωρείς, απεκρίθη ο μαυροφόρος. Σε ήκουσα ότι έκλαιες και ήλθα να σ' ερωτήσω τι έχεις και να σε βοηθήσω.

— Σ' ευχαριστώ, διδάσκαλε, είπεν ο εργάτης. Εις ό,τι όμως έχω δεν ημπορείς να με βοηθήσης.

— Πού ηξεύρεις; είπεν ο άλλος. Ζήτει μόνον και βλέπομεν.

— Δεν ημπορείς, σε λέγω, απήντησε θυμωμένος ο κτίστης. Θέλω να κτισθή το γεφύρι επάνω εις την ρευματιάν, και να μη κρημνίζηται, και το ποτάμι να μη το παίρνη.

— Αυτό μόνον; αυτό είναι εύκολον. Το γεφύρι θα κτισθή ως το θέλεις.

— Αι! και τι μ’ ωφελεί αν το κτίσης δυνατό σαν το Παλαμήδι; απεκρίθη ο εργάτης. Αύριον το πρωί ο πασάς θα με κόψη το κεφάλι, διότι το γεφύρι είναι κρημνισμένον.

— Ως αύριον το πρωί έχομεν όλην την νύκτα, είπεν ο μαυροφόρος. — Με την άδειάν σου, αφεντικό; ερώτησεν έπειτα, και με πολλήν ησυχίαν έβγαλε το τσιβούκι από τον κόρφον του, το εγέμισεν, έκαμε τα δύο δάκτυλά του ως λαβίδα, και έπειτα, το παράξενον! τα εμάκρυνε δύο πήχεις, επήρε με αυτά φωτίαν, τα εκόντηνε πάλιν, και έβαλε την φωτίαν εις τον καπνόν του. Αφ' ου εκάπνισεν ολίγον·

— Αύριον λοιπόν, επρόσθεσεν, η γέφυρα θα είναι κτισμένη. Τι άλλο είναι εις τους ορισμούς σας, και εις τι ημπορώ να σας φανώ χρήσιμος;

Ο εργάτης τότε ως να ήρχισε να εννοή ότι κάτι ημπορεί να έβγη απ’ αυτόν τον άνθρωπον.

— Να σε ειπώ την αλήθειαν, τον είπεν, η άλλη μου επιθυμία είναι να γίνω πλούσιος, και να γίνω αμέσως.

— Εις τας διαταγάς σας, απεκρίθη αυτός. Να γίνετε πλούσιος, τι δικαιότερον; θέλετε άλλο τίποτε;

— Θέλω να πάρω γυναίκα μου την ωραίαν κόρην του προεστού.

— Μεγάλη τιμή διά τον προεστόν να σας κάμη γαμβρόν, και θα έχετε ό,τι επιθυμείτε.

— Ευχαριστώ διά την καλωσύνην σας, απεκρίθη ο κτίστης. Ειπέτε με όμως εις τι ημπορώ να σας δουλεύσω και εγώ; διότι βλέπω ότι ούτε φωτιάν δεν έχετε ανάγκην να σας δώσω.

— Είναι περιττόν να ενοχληθήτε, απήντησεν εκείνος μ’ ευγένειαν. Πόσους χρόνους ακόμη ευχαριστείσθε να ζήσετε;

— Αν ζήσω τρεις χρόνους καθώς επιθυμώ, είμ' ευχαριστημένος, είπεν ο κτίστης.

— Τρεις χρόνους καθώς επιθυμείτε, απεκρίθη με βαθύν χαιρετισμόν ο ξένος. Εγώ ένα μόνον μικρόν ενθύμημα θα σας ζητήσω...

— Ό,τι προστάζετε, απηντήσεν ο εργάτης.

— Μετά τους τρεις χρόνους αυτούς αφ’ ου αποθάνετε, όταν πλέον δεν θα σας χρειάζεται, να με χαρίσητε... την ψυχήν σας.

— Την ψυχήν μου! εφώναξε τρομαγμένος ο κτίστης. Την ψυχήν μου! Ω! είναι πράγμα σημαντικόν. Λυπούμαι, αλλά με φαίνεται πως και αφ’ ου αποθάνω θα έχω ακόμη ανάγκην της ψυχής μου.

— Ω! τότε αλλάζω, είπεν ο άλλος. Δεν θέλω διόλου να σας βιάσω. Λυπούμαι εγώ περισσότερον ότι δεν ημπορώ να σας δουλεύσω, και να σας δώσω τον πλούτον και την κόρην όπου ζητείτε. Και ούτε θα έχετε όμως ανάγκην αυτών, αφ’ ου αύριον ο πασάς θα σας κόψη την κεφαλήν.

— Α! έχετε δίκαιον, το είχα λησμονήσει, είπεν ο κτίστης, και έγινε χλωμός ωσάν το κηρί. Δεν θέλω να δώσω την κεφαλήν μου εις τον πασάν. Δεν είναι δυνατόν σεις, ο τόσον καλός, να με βοηθήσετε;

— Προθυμότατος δούλος σας, είπεν εκείνος. Αλλά μετά τρεις χρόνους την ψυχήν σας. Αλλέως λυπούμαι ότι με είναι αδύνατον.

Ο κτίστης άρχισε να περιπατή επάνω και κάτω ανήσυχος. Έπειτα εστάθηκεν εμπρός εις τον ξένον·

— Δεν με χαρίζετε ακόμη δύο χρόνους; τον είπεν. Από τρεις δεν τους κάμνετε πέντε;

— Ω! πώς; Από τρεις, είπεν ο μαυροφόρος, τους κάμνομεν εξ διά να σας ευχαριστήσω.

— Ας είναι λοιπόν μετά τους εξ χρόνους έχετε την ψυχήν μου, μα τον Άγιον...

— Ας λείψουν οι άγιοι, είπεν ο άλλος. Είμ' ενάντιος των όρκων. Έχω άλλην δικονομίαν, αν επιτρέπετε.

Και έβγαλε μικρόν βιβλίον από τον κόρφον του, και εις το καλαμάρι οπού είχεν εις την μέσην του εβούτησε διά κονδύλι το νύχι του, οπού είχε σουβλερόν και μακρό, καθώς μερικοί τώρα οπού φραγκοπορεύονται, έγραψε το υποσχετικόν, έβαλε την ημερομηνίαν, εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου, και έδωσεν εις τον κτίστην να υπογράψη. Ο κτίστης όμως δεν ήξευρε γράμματα, και επρότεινε να βάλη το σημείον του σταυρού. Τότε ο ξένος εθύμωσε, και άρχισε ν’ αφρίζη και να τρέμη από το κακόν του, και ο κτίστης έβαψε το δάκτυλόν του εις το καλαμάρι, και το επάτησεν εις το υποσχετικόν. Ο μαυροφόρος έκρυψε το βιβλίον, εχαιρέτησε βαθύτατα, και ανεχώρησε.

Την άλλην ημέραν ο κτίστης επήγεν εις το βουνόν, και εκεί οπού έκτιζε δεν ηύρε τίποτε. Η απορία του όμως δεν περιγράφεται, όταν ύψωσε την κεφαλήν, και επάνω, εκεί όπου περνούν οι αετοί, όπου και ο κατακλυσμός αν έλθη δεν θα φθάση ποτέ το ποτάμι, και όπου μόνον τα τελώνια του αέρος ημπορούσαν να είναι οι κτίσται, είδε το γεφύρι τούτο να ενώνη τα δύο βουνά. Έτρεξεν αμέσως επάνω να το περιεργασθή, και επέτα από την χαράν του. Εκεί όμως οπού το ετριγύριζεν, εγλύστρησε, και έπεσεν εις τον κρημνόν. Αν ήτον άλλος, κόκκαλόν του γερόν δεν θα έμενεν. Αυτός δεν έπαθε τίποτε, και καθώς επιάσθη από μίαν πέτραν διά ν' ανέβη, και την εκύλισεν, ηύρεν από κάτω ένα πιθάρι θεόρατον, όλον φλωρί. Χωρίς να χάση καιρόν, έκρυψε καλά το πιθάρι, και έτρεξεν εις τον πασάν, και ο πασάς, όταν είδε το γεφύρι, εθαύμασε και τον εκήρυξε πρώτον κτίστην του Μωρέως και όλης της οικουμένης.

Από τότε ο καλός ήρχισε να ζη καθώς χρειάζεται· ενδύθηκε χρυσά φορέματα και χρυσά άρματα, αγόρασε λειμονοπερίβολα και παλάτια, άλλο εις τον Δαμαλάν, άλλο εις την Απάθειαν, άλλο εις την Κατάραν και άλλο εις το Ανάθεμα, και όλοι τον εμακάριζαν και τον εζήλευαν. Ο προεστός ήλθε και τον παρεκάλεσε να γίνη γαμβρός του, και ο Δαμαλάς τον έκλεξε προεστόν. Οι χρόνοι επερνούσαν, και ο κτίστης ήταν μέγας και πολύς, και ο κόσμος είχε να κάμνη με τα πλούτη του και με την ασωτίαν του.

Μίαν ημέραν, —ήτον Χριστούγεννα— εβγήκεν από τον Δαμαλάν, χωρίς να ειπή πού πηγαίνει. Επήγε να πάρη φλωρία από τον ανεξάντλητον πίθον του. Επήγε, και δεν επέστρεψε πλέον. Οι βοσκοί οπού είχαν τα πρόβατά των εις το βουνόν, διηγήθησαν έπειτα ότι τον είδαν ενώ επερνούσε το γεφύρι. Ότι μεγάλη ανεμοζάλη είχε σηκωθή, και ο ουρανός έγινε πίσσα, και ο άνεμος εγαύγιζεν εις τους βράχους κι εφυσούσεν ως να ήθελε να ξερριζώση το όρος, και έπιπταν βροχή και χάλαζα και κεραυνοί, όπου ήτον τρομάρα, και μεταξύ εις ταις βρονταίς ότι ήκουσαν μόνον ως μεγάλα χάχλανα εις τον αέρα, και όταν ο ουρανός εξαστέρευσεν, ο προεστός δεν ήτον πλέον εις το γεφύρι, και πούποτε δεν εφαίνετο. Μόνον όταν επέρασαν εις το μέρος όπου τον είχαν ιδεί, ηύραν κομμάτι χαρτί μαυρισμένον, με γράμματα όπου κανείς από τους γραμματισμένους του Δαμαλά, ούτε ο δημοδιδάσκαλος, δεν ημπόρησε ν' αναγνώση. Η ανεμοζάλη εκείνη είχε φθάσει και ως κάτω εις το χωρίον, και κεραυνός έπεσε και εφόνευσε την γυναίκα του Προεστού, και έκαυσε το παλάτιόν του. »

Την μακράν ταύτην διήγησιν μας έκαμεν ο Βαρβα-Θανάσης ενώ ητοιμάζετο η τράπεζα, εις το δεξιόν χείλος της χαράδρας, όπου το έδαφος είναι οπωσούν ομαλώτερον. Τινές κυρίαι έλεγον ότι έπρεπε να βραχύνωμεν το γεύμα, προφασιζόμεναι ότι της δύσεως τα νέφη υψούντο απειλητικά, ίσως όμως και εκ τινος ενδομύχου επιθυμίας να μη μένωσιν νύκτα εις τα μέρη όπου μαυροφόροι έρχονται εις επισκέψεις δια της οπής του κλείθρου. Εννοείται δε ότι καθ' όλον το γεύμα ο μαυροφόρος ούτος, και η γέφυρα, και ο κτίστης, και οι πίθοι οίτινες ευρίσκονται υπό τους λίθους κυλιομένους ήσαν τα διηνεκή αντικείμενα της ευφυίας, των σαρκασμών, των λογοπαιγνίων, ίσως και του κρυπτού φόβου των διαφόρων συνδαιτυμόνων, κατά τον ατομικόν χαρακτήρα εκάστου.

Ούτω παρετάθη η ευωχία επί μακρόν, και η νυξ επλησίαζε. Και επιθύμουν μεν προ πολλού αι πλείσται των κυριών ν' αναχωρήσωμεν αλλά φοβούμεναι το δίζυγον πυρ των ειρωνειών, το υποδεχόμενον πάσαν τοιαύτην πρότασιν, δεν ετόλμων ειμή πλαγίας τινάς νύξεις. Τέλος η Κυρία Αγγελική, ήτις ήτον ανωτέρα πάσης υπονοίας φόβου παιδαριώδους, λαβούσα μετ' αποφάσως τον λόγον·

—Δεν νομίζετε, είπεν, ότι είναι τέλος καιρός ν’ αφήσωμεν τον οικοδεσπότην εις την ησυχίαν του; Την ημέραν δεν είχομεν ανάγκην να τον ψηφώμεν· είμεθα εντός του δικαιώματός μας. Η νυξ όμως είναι της ιδιαιτέρας δικαιοδοσίας του Διαβόλου.

— Α! αναφέρετε ακόμη τον Διάβολον, κυρία μου! είπεν ο γνωστός εκείνος επί ψυχρολογία συνοδοιπόρος. Ο Διάβολος απώλεσε την εξουσίαν του, ο Διάβολος εξεθρονίσθη αφ' ότου της επικρακτείας του έλαβον οι άγγελοι κατοχήν.

— Έστω, απεκρίθη η Αγγελική, ότι δεν θα μας αναρπάση από την γέφυραν ταύτην ως τον κτίστην αυτής· έχει όμως πολλούς πόδας, καθώς ήκουσα εδώ τινα λέγοντα, και τίποτε δεν τον εμποδίζει να μας κυλίση, όταν καταβαίνωμεν, κατά των φοβερών αυτών κρημνών, όπου μη ελπίζετε να εύρετε και δεύτερον πίθον φλωρίων. Θέλει έχει φυσικώτατον σύμμαχον την απερισκεψίαν ημών ότι ενυκτώθημεν εις τοιούτους δρόμους. Σας βεβαιώ ότι καμίαν όρεξιν δεν έχω τοιούτου θανάτου, και εγώ υπάγω ν' αναβώ εις την ημίονόν μου.

Και, ως πάντοτε συμβαίνει εις των ανθρώπων τα πλήθη, όπου ο δραστηριώτερος και θαρραλεώτερος αναλαμβάνει αυτομάτως την εξουσίαν επί των άλλων, όλοι ηγέρθησαν ν' ακολουθήσωσι το παράδειγμα της Αγγελικής, και τόσω προθυμότερον καθ' όσον προς δυσμάς είχεν αρχίσει ν' αστράπτη. Εξαίφνης όμως άσμα ηκούσθη εκ της αντιπέραν πλευράς της χαράδρας, το άσμα του παράφρονος! Και oι μεν υπηρέται ημών, ακούσαντες τας πρωινάς μου περί αυτού παραγγελίας, απέσχον διόλου του να τον ενοχλήσωσιν. Η δε Αγγελική, ελθούσα προς με, και λαβούσα με εκ της χειρός, μοι έδειξε σιωπώσα το μέρος όθεν εξήρχετο η φωνή, και έμεινε προσέχουσα ατενώς εις το άσμα του, την δε χείρα της ησθανόμην ελαφρώς τρέμουσαν εις την εδικήν μου.

— Βλέπετε πώς με παρακολουθεί ο άθλιος, τη εψιθύρισα μεταξύ δύο στροφών. Σχίζεται η καρδία μου, όταν αναλογίζομαι ότι πρέπει να τον αφήσω.

—Να υπάγωμεν να τον ιδώμεν, να τον ομιλήσωμεν, μοι απεκρίθη ταπεινή τη φωνή.

— Αν, υπέλαβον, έχετε την γενναιότητα να διαβήτε την γέφυραν.

— Την διαβαίνω, απάντησε μετ' αποφάσεως.

Βλέπων δε ότι επέμενε, τη έδωκα την χείρα όταν ο δυστυχής παράφρων έψαλλε την τελευταίαν του στροφήν εκ δευτέρου, διά να την φέρω υπεράνω του βαράθρου· ο δε σύζυγός της την εκράτει εκ της άλλης χειρός, διότι ένεκα των νεφών επυκνούτο ήδη το σκότος. Αλλά κατ’ εκείνην την στιγμήν ήστραψε λαμπρώς, και εφώτισεν ημάς κατά πρόσωπον, εν ω εθέτομεν τον πόδα επί της γεφύρας. Εις την ακαριαίαν όμως λάμψιν είδομεν και ημείς κατέναντι ημών επί υψηλού βράχου ιστάμενον τον παράφρονα· η δ’ αιφνιδία αύτη όψις και η σφοδρότης της λάμψεως κατέπληξαν την Αγγελικήν, ήτις, αντί να προχωρήση, ωπισθοδρόμησεν εξ εναντίας εν βήμα, και απέσυρε και εμέ.

Αμέσως δε την πρώτην αστραπήν διεδέχθη Δευτέρα· και εις αυτής το φως είδαμεν τον δυστυχή ψάλτην εις την αυτήν μεν ακόμη θέσιν ιστάμενον, αλλ’ έχοντα τεταμένας τας δύο χείρας, ως αν μας εκάλει, και οι οφθαλμοί του μοι εφάνησαν ευρέως τεταμένοι και σπινθηροβολούντες. Αμέσως δε σχεδόν τον ηκούσαμεν αρχίζοντα πάλιν το άσμα του αλλά κατά τρόπον παράδοξον και διακεκομμένως, ως αν κατέβαλλεν αυτόν η συγκίνησις, ή ως αν αυτοσχεδίαζε. Και τω όντι την στροφήν ην έψαλλε δεν είχον ακούσει πριν και επειδή, ως όλας, την επανέλαβε δις εδυνήθην να την απομνημονεύσω. Έλεγε δε·

 

Φύσις, ως εθήλασα,

νέος ων, το γάλα σου,

πάλιν Σε ποθώ.

Να μ’ ανοίξης έρχομαι,

μήτερ, τας αγκάλας σου,

και να κοιμηθώ.

 

Μόλις δ’ ετελείωσε, και ηκούσαμεν μεγάλην κραυγήν, και, ως κατ' αρχάς μοι εφάνη, την λέξιν Α γ γ ε λ ι κ ή! ίσως όμως μάλλον επίκλησιν εις τον ά γ γ ε λ ο ν, τον φύλακα των ψυχών, και τρίτη αστραπή μας έδειξε θέαμα φρικτόν, τον δυστυχή φερόμενον κατά των κρημνών, ολισθήσαντα, ως υπεθέσαμεν, εν τη ορμή της χειρονομίας του. Ως δ’ εσβέσθη η αστραπή, βαρύς δούπος αντήχησεν από της αβύσσου, και συγχρόνως η Αγγελική και αι άλλαι κυρίαι εξέπεμψαν φρίκης κραυγήν. Ημείς δε άψαντες εν τω άμα τας δάδας, κατέβημεν μετά μεγίστης δυσχερείας και μετά πολλών των κινδύνων εις τον πυθμένα, και εκεί, —θέαμα οδυνηρόν!— εύρομεν τον άθλιον άπνουν και συντετριμμένον, και μόλις μετά μακρούς αγώνας κατορθώσαμεν να τον αναβιβάσωμεν, επ' ελπίδι, αλλά φευ! αποβάση ματαία, του ν' αναζωπυρήσωμεν διά πάσης θεραπείας, αν ευρίσκομεν έτι εν αυτώ έσχατόν τινα σπινθήρα ζωής. Απετέλεσε δε η πελιδνή και καθημαγμένη όψις του ταλαιπώρου νεκρού φοβεράν εντύπωσιν, ιδίως εις τας κυρίας, και η Αγγελική μάλιστα, η πάντοτε προς πάντα τοσούτον ατρόμητος, ίσως διότι εξ όσων τις είπεν είχεν αρχίσει ενδιαφερομένη υπέρ αυτού, άμα τον είδεν εμπρός της κείμενον, τον ητένισε μεν πρώτον βωβή, έπειτα δε, ως ηλεκτρικού σπινθήρος πληγείσα, έπεσεν εμβρόντητος εις λειποθυμίαν τοσούτον σφοδράν, ώστε πολύς καιρός εχρειάσθη πριν διά παντοίων τρόπων την ζωογονήσωμεν. Και τότε δ' έτι είχε νεκράς ωχρότητα, και οι πόδες της έτρεμον, ώστε μόλις κατωρθώσαμεν να την επιβιβάσωμεν εις την ημίονον, και ο Βαρβα-Θανάσης μετά δύο άλλων συντρόφων του επεφορτίσθησαν να την επιμελώνται. Έχοντες δε τας δάδας οδηγούς, ηρχίσαμεν την κατάβασιν, ην καθίστων λίαν δυσχερή αι αποφράδες περιστάσεις εκείναι, και έτι δυσχερεστέραν η μετ’ ολίγων επελθούσα βροχή. Τέλος δε, αφ' ου, κακώς έχοντες, και εν βαθεία διακείμενοι αθυμία, εφθάσαμεν εις το παραθαλάσσιον, τον μεν νεκρόν παρεδώκαμεν να ταφή εις του λιμένος την εκκλησίαν, ημείς δε κατηφείς και σιγώντες, και εμφρόντιδες περί της υγείας των κυριών, αίτινες κακώς είχον και εκ της ταραχής και εκ της οδοιπορίας, επέβημεν εις τας λέμβους και απήλθομεν εις το ατμόπλουν, απάραν σχεδόν αμέσως, διότι μόνον ημάς περιέμενε. Και η μεν βροχή είχε παύσει, αλλά, το χειρότερον διά τους πλέοντος, την διεδέχθη άνεμος, ώστε πάντες υπεφέρομεν, ημείς μεν οι άνδρες μένοντες επί του καταστρώματος, και ζητούντες παρά του αέρος κατεύνασιν της ναυτίας, αι δε κυρίαι εν τοις θαλάμοις, ζητούσαι παρά του ύπνου λήθην του δυσαρέστου των πλου, και της προηγηθείσης θλιβεράς εκείνης σκηνής.

Ούτως εντός τεσσάρων ωρών, αίτινες μας εφάνησαν τεσσαράκοντα εφθάσαμεν εις τον Πειραιά περί την δευτέραν μετά το μεσονύκτιον, και επερατώθη υπό λίαν απαισίους οιωνούς η εκδρομή, ήτις φαιδρότατα είχεν αρχίσει.

 

Αλλ’ ίσως τις των ήττον ενδιαφερομένων εις τόπων περιγραφάς ή εις ανθρώπων ήθη και έργα, επιθυμεί να εξερευνήση, εις συμπλήρωσιν των περί εκδρομών οδηγιών τούτων, αν την εν τη διημέρω οδοιπορία τόσον ταχέως συνδεθείσαν σχέσιν μετά της Κυρίας Αγγελικής διέκοψεν αμέσως και εντελώς η εις Αθήνας επάνοδος, ή αν εξηκολούθησα καλλιεργών αυτήν. Την περιέργειαν του κυρίου τούτου ουδεμίαν έχω δυσκολίαν να ευχαριστήσω.

Η επάνοδος ημών από της γεφύρας ήτον θλιβερά και επίπονος, και έκαστος εν τω σκότει ην ηναγκασμένος να φροντίζη πού και πώς πατεί. Άλλως τε αι κυρίαι, και μάλιστα η Αγγελική, ήσαν ηνωχλημέναι, ώστε καιρός συνδιαλέξεων δεν ήτον τότε. Εντός του ατμοπλόου, και κατά τον θόρυβον της αποβάσεως εν βαθεία νυκτί και εν τρικυμία, δεν είδα ούτε την Αγγελικήν ούτε άλλην τινά εκ των κυριών μεθ' ων συνέπλεον. Την επαύριον της αφίξεως ημών δεν αρνούμαι ότι μετέβην εις της Κυρίας Αγγελικής (και νομίζω ότι, ούτω πράττων, εξεπλήρουν απαραίτητον καθήκον της απλουστάτης ευγενείας) να ερωτήσω περί της υγείας της, διότι, είπον ότι την προτεραίαν είχεν ασθενήσει. Αλλ’ έμαθον ότι εξηκολούθει πάσχουσα, και δεν ημπόρεσα να την ιδώ. Μετά τρεις ημέρας επανελθών, έλαβον την αυτήν απόκρισιν, ήτις με απεθάρρυνεν. Ότε δε μετά είκοσιν ημέρας επανέλαβον και τρίτον την αυτήν απόπειραν, ει και ο σύζυγος της Αγγελικής, μικράν έχων μετ' εμού γνωριμίαν, δεν ενέκρινε να μοι αποδώση την επίσκεψίν μου, επληροφορήθην ότι αμφότεροι είχον αναχωρήσει, και ως ο νέος ενοικιαστής της οικίας ενόμιζεν, εις την αλλοδαπήν· και έκτοτε πλέον ουδέ λόγον είχον όπως ερευνήσω, ουδέ τρόπον όπως μάθω τι περί αυτής.

 

Περίεργον δε είναι πως αλληλουχούνται αι ανθρώπιναι τύχαι και περιστάσεις! Εις φύλλον του χαρτοφυλακίου μου πολύ απέχον εκείνου εφ' ου είχον χαράξει τας περί Πόρον σημειώσεις μου, ευρίσκω γραμμάς τινας αίτινες έχουσι σχέσιν άμεσον προς αυτάς.

Έτη τρία είχον παρέλθει από της εκδρομής εκείνης, όταν, επανερχόμενος ες Αγγλίας, διέβην διά τίνος των Γερμανικών μεγαλοπόλεων, ης επίτηδες αποσιωπώ το όνομα, και διέμεινα εις αυτήν ημέρας τινάς. Ακούσας δ' ότι εν αυτή υπάρχει φρενοκομείον επίσημον, εν των άριστα εν Ευρώπη ωργανισμένων, ανεμνήσθην της τραγικής του Πόρου σκηνής, και πάντοτε μετά θλίψεως αναλογιζόμενος την παρ' ημίν εγκατάλειψιν των αξιοδακρύτων εκείνων ανθρωπίνων όντων, άτινα επιζώσιν εις της υπάρξεώς των το ευγενέστερον μέρος, ηθέλησα να επισκεφθώ το κατάστημα. Η τάξις αυτού, η πανταχού επαυγάζουσα νουνεχής πρόνοια και φιλάδελφος επιμέλεια, ενέπλησαν την καρδίαν μου ευγνωμοσύνης εν ονόματι της πασχούσης ανθρωπότητος προς τους ευγενείς αυτής διοικητάς. Ότε δ' εξέφραζον αυτήν θερμώς προς τον ξεναγούντα με, και συγγνώμην αιτών δι’ ας τω εζήτουν λεπτολόγους πληροφορίας, τω είπον ότι συνέλεγον αυτάς επ' ελπίδι ότι ίσως ποτέ χρησιμεύσουν εις την Ελλάδα, προς σύστασιν καταστήματος κατά το άριστον παράδειγμα ο εσπούδαζον.

— Είσθε Έλλην; μοι είπεν. A! τότε επιτρέψατέ με να σας οδηγήσω εις μέρος όπου ίσως εύρητε και τι δυνάμενον ιδιαιτέρως να ενδιαφέρη υμάς.

Και μ’ έφερεν εις μικρόν, αλλά καθαρώτατον και ευάρεστον δωμάτιον, έχον άποψιν εις σκιερόν κήπον. Εν αυτώ, ότε εισήλθομεν, είδομεν γυναίκα νέαν, ως εφαίνετο, και ισχνήν, ήτις κύκλω περί το δωμάτιον φερομένη, περιέστρεφεν εις τον αέρα τον δάχτυλον της δεξιάς χειρός, και εμιμείτο διά του στόματος τον βόμβον πετώντος εντόμου.

— H δυστυχής γυνή, μοι είπεν ο επιστάτης ταπεινή τη φωνή. Ιδού η ενασχόλησις όλης της ημέρας της. Φρονεί ότι είναι μέλισσα. Αν δεν απατώμαι, κατάγεται εξ Ελλάδος.

Όταν δ αύτη, στραφείσα πέριξ του δωματίου, έφθασεν απέναντι μου, έμεινα ως εμβρόντητος, όλον μου το αίμα συνεστάλη εις την καρδίαν μου, και λαβών αυτήν βιαίως εκ των δύο χειρών.

— Η Αγγελική! ανέκραξα. Ω Θεέ μου! Εδώ η Αγγελική!

Και τα δάκρυά μου έτρεξαν ποταμηδόν, και τους πόδας μου αισθανθείς ισχυρώς κλονουμένους, ερρίφθην εις το ανακλιντήριον.

Έμεινε δε και εκείνη ως απολελιθωμένη, και με ητένιζεν έχουσα ευρέως τεταμένους τους οφθαλμούς, ως αν τη είχεν επιφανή φάντασμα, ου δεν εννόει την παρουσίαν. Και διετήρει μεν τα ίχνη της αρχαίας της καλλονής, και των χαρακτήρων της την εξαίσιον αρμονίαν, αλλ’ η ωχρότης της ήτον ως νεκράς, και αι νεανικαί και άλλοτε θάλλουσαι παρειαί της είχον πέσει και μαρανθή, και οι μεγάλοι και εκφραστικοί οφθαλμοί της είχον απολέσει την μυχίαν εκείνην λάμψιν της νοημοσύνης, ήτις απετέλει το μέγιστον αυτών θέλγητρον, και έρριπτον ήδη μόνον εκ διαλειμμάτων αστραπάς πυρετώδεις.

Αφ' ου δ’ επί τινας στιγμάς μ’ εθεώρησε, μειδιάσασα λυπηρώς, και κλονίσασα την κεφαλήν της, ήρχισε να ψάλλη κατά τον γνωστόν μοι ήχον, αλλά βραδέως, και με πένθιμον τόνον φωνής, την εξής στροφήν·

 

Κύκνος χιονόπτερος,

ν' αναβώ ηθέλησα

εις τον ουρανών,

πλην χρυσή μ’ εκέντησε

κεκρυμμένη μέλισσα,

κι έπεσα θανών.

 

Αφ’ ου δ’ ετελείωσε, πλησιάσασα εις εμέ μετά σχημάτων ων η ζωηρότης ηύξανε βαθμηδόν·

— Σε γνωρίζω, με είπεν. Έρχεσαι από τον Πόρον. Ω! ιδέ τι δροσερά, τι ωραία τα δάση! Αισθάνεσαι πώς τα άνθη μοσχοβολούν; Μη τα πλησιάσης! Εις αυτά κάθηται κεκρυμμένη μέλισσα.

Και ήρχισε πάλιν διά των χειλέων μιμουμένη της μελίσσης τον βόμβον.

— Ηξεύρεις, εξηκολούθησε, ποία είναι η μέλισσα; Η μέλισσα, ηξεύρεις; είμαι εγώ. Μοι το έλεγεν εκείνος εν ω έπιπτε. Τις σε είπεν ότι εγώ τον έρριψα; Εκεί ίσταται εις τας βροντάς και εις τας αστραπάς. Ωλίσθησεν εις τας πέτρας και έπεσε. Τις σε είπεν ότι τον έρριψα; Ο Διάβολος σε το είπεν. Ακούεις τι φωνάζει από τα σπλάγχνα του βαράθρου; Ακούεις από το βάθος της νυκτός τι φωνάζει; Κατάρα, φωνάζει, κατάρα επί της κεφαλής μου, κατάρα! κατάρα!

Και εις τον ανώτατον της μανίας παροξυσμόν ερρίφθη βιαίως εις το ανακλιντήριον, εβύθισε την κεφαλήν της εις τα προσκεφάλαια, και ήρχισε να κλαίη μεγαλοφώνως, μέχρις ου τέλος γενικός σπασμός έσεισεν όλον το σώμα της, και έπεσεν αναίσθητος κατά γης.

Τότε ο επιστάτης εκάλεσε μίαν των νοσοκόμων, και παραδούς την ασθενή εις την έμπειρον αυτής επιμέλειαν, μοι είπεν ότι, επειδή η παρουσία μου τοσούτον την εκλόνισεν, είναι επικίνδυνον δι’ αυτήν να μείνωμεν περισσότερον, και εθεώρει το επελθόν αυτή σύμπτωμα ως κρίσιν, περί ης δεν εδύνατο να προΐδη πώς έμελλε να λυθή. Μοι επέτρεψεν όμως, αν επεθύμουν, να την επισκέπτομαι καθ’ εκάστην.

Αφ' ου δ' εξήλθομεν, μοι διηγήθη ότι προ δύο ετών είχε κομίσει την νέαν ταύτην γυναίκα ο σύζυγός της ενταύθα, ότι πολύν χρόνον έμεινε πλησίον της περιποιούμενος αυτήν μετά πολλής προσπαθείας· αφ’ ου όμως την είδεν ανίατον, ότι αφήκεν όλην την προίκα της εις το κατάστημα, όπως εκ του εισοδήματος αυτής έχη πάσαν την αναγκαίαν θεραπείαν εν όσω ζη, και ανεχώρησε. Προσέθηκε δ' ο επιστάτης, ότι έκτοτε δι’ αόκνου και πρόσφορου επιμελείας ει και ουδέν κατώρθωσαν ως προς την τελικήν αυτής ίασιν, πολύ όμως την επράυνον, και προ πολλού δεν τη είχε επέλθει τοιούτος παροξυσμός, όστις, καθ’ α πολλάκις παρετηρήθη, δύναται μεν επιτεινόμενος ν’ αποβή ολέθριος, είναι όμως ενίοτε και οιωνός αιφνιδίας αναρρώσεως.

Η εντύπωσις ην η σκηνή αύτη απετέλεσεν επ’ εμέ υπήρξε φοβερά, και αναχωρών του φρενοκομείου ηρώτων εμαυτόν αν κακός εφιάλτης δεν εκάθησεν επ’ εμέ, και μοι παρέστησε το οικτρόν εκείνο θέαμα της γυναικός ην άλλοτε είχον γνωρίσει εν τη ακμή του κάλλους και της νεότητος, φαιδράν ως πτηνόν, πλήρη ευφυίας και χάριτος. Την νύκτα όλην δεν έκλεισα οφθαλμόν, και την επαύριον από πρωίας επανήλθον εις το κατάστημα, όπου μετ' απελπισίας έμαθον ότι η Αγγελική δεν είχε συνέλθει εισέτι από της βαρείας εκείνης ασθενείας, και ότι οι ιατροί είχον μεγάλην ανησυχίαν περί της ζωής της. Ιδών δε ο Κύριος Διευθυντής του Φρενοκομείου πόσον ενδιαφέρομαι υπέρ αυτής, μοι επέτρεψε κατά τας κρισίμους ταύτας στιγμάς να μη την εγκαταλείψω, και μετά φιλανθρώπου συγκαταβάσεως μοι παρεχώρησε δωμάτιον της κατοικίας του, όπως διαμείνω εν τω καταστήματι εν όσω διήρκει η επικίνδυνος θέσις της.

Δυστυχώς όμως αύτη παρετείνετο, και εδεινούτο οσημέραι. Αι δυνάμεις της ηλαττούντο, εν ω ο πυρετός ηύξανε, και ουδέ προς στιγμήν συνήρχετο εκ της αλλοφροσύνης της, αλλ’ οτέ μεν τη επανήρχετο εις την φαντασίαν ότι μετεβλήθη εις μέλισσαν, και ήρχιζε τον παράδοξον εκείνον συριγμόν, όστις συνήθως απέληγεν εις σπασμούς νευρικούς, οτέ δε εγίνετο εμμανής, και έκραζεν άτοπα και ασυνάρτητα Γερμανιστί ή Ελληνιστί, και άλλοτε έμενεν επί ώρας ολοκλήρους εν πλήρει αναισθησία.

Ούτω παρήλθον τρεις όλαι ημέραι άνευ τινας διαλείψεως των φοβερών αυτών συμπτωμάτων. Κατά δε το μεσονύκτιον της τρίτης, αφ' ου μετά βίαιον παροξυσμόν τη επήλθεν η ύφεσις εκείνη, ήτις ήτον κατάστασις μεταξύ ζωής και θανάτου, μάλλον νάρκη η λιποθυμία παρά ύπνος, η μεν νοσοκόμος, απαυδήσασα, εκοιμάτο εν τη γωνία του δωματίου, εγώ δε, παρά την ασθενή καθήμενος, εκράτουν τας χείρας της, και μυστικώς προσευχόμενος, τα έβρεχον δι’ αφθόνων δακρύων. Αίφνης αφήκε βαθύν και μακρόν στεναγμόν, τον πρώτον, ον ήκουσα εξελθόντα του στήθους της, αφ’ ότου την είδα εις την αξιοθρήνητον εκείνην κατάστασιν, και στηρίξασα τους οφθαλμούς επ’ εμέ, τους περιέφερεν επί τινα χρόνον επί του προσώπου μου, ως αν ηρεύνα την φυσιογνωμίαν μου, και επροσπάθει να την ενθυμηθή. Έπειτα δε, σφίξασα την χείρα μου,

— Είσθε σεις, μοι είπε με φωνήν δυσνόητον, βραδείαν και συνεπώς διακοπτομένην. Σας γνωρίζω. Δεν ηξεύρω τις τύχη ή τις άγγελος σας έπεμψεν εις εμέ, αλλ’ ήλθατε εις το χείλος του τάφου μου, να μοι φέρετε φίλου πρόσωπον, και την πνοήν της Ελλάδας... Ω! ειπέτε, μοι φέρετε, μοι φέρετε και την συγχώρησίν του;

Εγώ δε, βλέπων τας δυνάμεις της εξαντλουμένας εις τους εναγωνίους τούτους λόγους, επροσπάθουν παντί τρόπω να την καθησυχάσω, και την παρεκάλουν, αλλά ματαίως, να μην ομιλή.

— Διότι, εξηκολούθησεν, —πρέπει να το μάθετε— εγώ... εγώ ειμί ήτις τον έσυρα εις το βάραθρον, εγώ ήτις τον εφόνευσα. Μη μ' εμποδίζετε να λαλήσω. Το ηξεύρω, ολίγαι μοι μένουν στιγμαί. Το λογικόν μου βλέπετε ότι ανέλαμψε, διότι είναι η στιγμή καθ’ ην ο λύχνος θα σβύση. Ευλογητός ο Θεός ότι μοι εχάρισεν αυτήν την στιγμήν! Δεδοξασμένον το όνομά του ότι δεν αποθνήσκω εις το σκότος και εις την έρημον, ότι σεις είσθε εις το προσκεφάλαιόν μου. Άφετέ με να σας ειπώ. Ήτον νέος εξόχου φύσεως, η καρδία του ήτον όλη ποίησις, η διάνοιά του όλη ευγένεια, η ψυχή του ήτον ως κόρης ευαίσθητος, και αγαθή και εύπειστος ως παιδίου. Τον απήντησα επί της οδού μου η ελαφρά εγώ, και παραγνωρίσασα την θείαν σφραγίδα επί του μετώπου του, και ανίκανος να υψωθώ εις το ύψος των αισθημάτων του, αλλά κουφός και φιλαρέσκως τω εζήτησα την καρδίαν του, ή προσφερομένην δεν την απέβαλον, και την μετεχειρίσθην ως παίγνιον, και μετά ταύτα την έρριψα, ουδ' αναλογιζομένη καν ότι κατέστρεφον μίαν ύπαρξιν, ότι εγινόμην φονεύς, φονεύς ανθρώπου όστις εδικαιούτο να μη περιμένη κακόν αντί της αγάπης του. Υμείς, Κύριε, ... υμείς, φίλε μου, ... έχοντες τον τάφον μεταξύ ημών, επιτρέψατε να ονομαζώμεθα φίλοι. Υμείς, κατά την εκδρομήν ημών εις τον Πόρον, το ενθυμείσθε; με ηλέγξατε αυστηρώς, και μοι απηυθύνατε πικράς και δικαίας επιτιμήσεις, προς ας εγώ η άφρων εγέλων! Αλλά την αυτήν ημέραν αι συμβουλαί σας έλαβον φοβεράν επικύρωσιν, και ο γέλως μου μετεβλήθη εις αιματηρά και αιώνια δάκρυα! Δεν ήξευρον τίποτε περί της τύχης του, και, η αδιάφορος, ουδ' εφρόντισα ποτέ να ερευνήσω περί αυτής. Μοι ήτον εν τω φαιδρώ ουρανώ της νεότητός μου ο διάττων αστήρ, όστις τέρπει προς στιγμήν την όρασιν, χωρίς να ερωτώμεν πόθεν έρχεται και πού εσβέσθη· μοι ήτον το άνθος εφ' ου κάθηται η κουφή κόρη του αέρος, και άμα τρέπει αλλαχού την άστατον πτήσιν της. Τον εγνώρισα εις την απαίσιον λάμψιν των αστραπών, όταν άπνουν και συντετριμμένον τον ανέφερον από του βαράθρου. Τον εγνώρισα, και το αίμα μου επάγη εις τας φλέβας μου, και ο νους μου εξέστη.

Και έπειτα ανακαθήσασα, και λαβούσα την χείρα μου εις τας ψυχράς και τρεμούσας χείρας της,

— Όταν θα επιστρέψητε εις την Ελλάδα, μοι είπεν, υποσχεθήτε, ω! υποσχεθήτε μοι ότι θα υπάγετε εις τον Πόρον, και εις το Βίδι, όπου τον ενεταφίασαν, ανάψατε δι’ εμέ κηρίον εις την εκκλησίαν, και προσευχήθητε μετά ζέσεως, ως τώρα σας παρακαλώ, διά να με συγχωρήση, μη ανταποδίδων μοι κακόν αντί κακού, διά να μη βαρύνη η αιωνία του κατάρα επ' εμέ, δια να μη τον εύρω όπου υπάγω φοβερόν κατήγορον, επικαλούμενον κατ’ εμού, εκ του βάθους της αβύσσου, εις ην τον ώθησεν η απελπισία, τους αιωνίους κεραυνούς της θείας δικαιοσύνης. Ειπέτε τω, ότι έλαβεν εκδίκησιν ήτις, και αν μ' εμίσει, ήθελε τω αρκέσει, ότι ετιμωρήθην ες αυτής μου της αμαρτίας, ότι έπιον τας τελευταίας σταγόνας της πικράς φιάλης ην τον επότισα επί γης, και ότι αποθνήσκω κράζουσα συγγνώμην! συγγνώμην!

Τας τελευταίας δε ταύτας λέξεις ειπούσα μεγαλοφώνως και μετ' εξάψεως, έπεσεν εις τας αγκάλας μου διόλου εξηντλημένη, πελιδνή ωχρότης εχύθη εις το πρόσωπόν της, και οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν. Εν ω δ' επροσπάθουν μετά της νοσοκόμου να την ζωογονήσω, ηνέωξεν άπαξ τους οφθαλμούς, ητένισε προς τον ουρανόν δια του παραθύρου, και εψιθύρισε την λέξιν «συγγνώμη!» Έπειτα δε, έμεινεν ακίνητος, και όταν ο ιατρός, κληθείς, έλαβε την χείρα της, είπεν·

— Η δυστυχής! έπαυσαν τα βάσανά της!

Περιττόν να είπω, ότι άμα επιστρέψας εις την Ελλάδα, επεχείρησα δευτέραν εκδρομήν εις τον Πόρον, δια να εκτελέσω την τελευταίαν εντολήν της θανούσης.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗΣ

 


© Γιάννης Παπαθανασίου