Πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή εδώ
Α. Ρ. Ραγκαβής
Ο Λόρδος Φάβερτών, αφ' ου μετά το πανεπιστήμιον της Οξφόρτης εγεύθη όλων των τέρψεων του Λονδίνου, και τας εύρε χωρίς ουσίας, κυριευθείς υπό αιφνηδίου και ακαταμαχήτου κόρου, επέβη εις το πρώτον Ωκεανοπόρον ατμόπλουν, και απέπλευσεν εις την Αμερικήν. Εκεί δε περιήλθε πόλιν μετά πόλιν ολόκληρον την Συμπολιτείαν, αλλ' ουδαμού απήντησεν ό,τι εζήτει, την διασκέδασιν. Από της βορείου απεφάσισε να μεταβή εις την νότιον Αμερικήν, και καθ' οδόν έφθασεν εις το χωρίδιον Ελισαβεττώνα, το πομπωδώς Πόλιν επικαλούμενον, και κείμενον εις Αρκανσάς, την τελευταίαν επαρχίαν προς το Τεξάς. Καταβάς δε του ίππου του, ίστατο, εσταυρωμένας τας χείρας εις το μέσον της λεγομένης οδού, εθεώρει με νεναρκωμένον και αδιάφορον βλέμμα τας επτά ή οκτώ οικίας, τας απαρτιζούσας την Πόλιν και εχασμάτο εις τρόπον τόσον υπερβολικόν, ώστε αν δεν είχε σιαγώνα εκ γενετής αγγλικήν, δηλαδή πλασθείσαν να μασά το δερματώδες ροστβείφ ήθελεν αναμφιβόλως την εξαρθρώσει.
— Α! πώς; δεν βλέπω φάντασμα; ανέκραξεν αίφνης όπισθέν του φωνή γνωστή. Ο Λόρδος Φάβερτών εις την Ελισαβεττώνα;
Ο Λόρδος ανεσκίρτησε, και μεταστραφείς, είδε τον ποτέ συμμαθητήν του Ερρίκον Δείξωνα, εκτείνοντα προς αυτόν τας αγκάλας του.
— Φίλτατε Ερρίκε, ανέκραξεν, η αγαθή μου τύχη σ' έστειλεν εις ταύτην την έρημον. Ήλθα, φίλε, να διασκεδάσω, και το επέτυχα! Τι πλήξις, τι μονοτονία! Λαός εμπόρων, πόλεις σιτοπώλων! εις καμμίαν δεν εύρον τι να κινήση την προσοχήν μου. Εις όσας έμεινα δώδεκα μόνον ώρας, εβλασφήμησα δωδεκάκις την στιγμήν, καθ' ηv τας επάτησα. Υπάγω τώρα να ιδώ τι θα εύρω εις άλλα κλίματα πριν αποθάνω εδώ από σπλήνα. Υπάγω εις το Μεξικόν και έπειτα εις την Βρασιλίαν. Δεν με συνοδεύεις, Ερρίκε;
— Έως το Μεξικόν δεν δύναμαι να σ’ ακολουθήσω, αλλά θα συνοδοιπορήσωμεν ολίγον διάστημα. Εστάλην υπό της Βασιλικής Εταιρίας των επιστημών να εξετάσω γεωλογικώς ταύτα τα μέρη, και αι οδηγίαι μου εις την επαρχίαν Τεξάς με περιορίζουσιν. Αλλά, ελπίζω, εν όσω καν είμεθα ομού, να μη αποθάνωμεν από σπλήνα. Το κατ’ εμέ, σε βεβαιώ, προ τριών μηνών περιηγούμαι, και όχι μόνον ακόμη δεν έπληξα, άλλα διασκεδάζω ως ο Μωάμεθ εις τον παράδεισόν του.
— Ω! τουλάχιστον παράδοξον είναι τούτο. Πού την ευρίσκεις, δεν μοι λέγεις, την διασκέδασιν;
— Δεν θα σ' ειπώ, εδώ! θέτων θεατρικώτερον την χείρα εις την καρδίαν μου, είπεν ο Δείξων γελών, αλλά θα σ’ ειπώ, πανταχού. Ιδού επί παραδείγματι· Είμαι βέβαιος, μικροτέραν και μονοτονωτέραν πόλιν της Ελισαβεττώνος εις όλην την περιήγησίν σου δεν θ' απήντησας. Αν σ' ήτον δυνατόν, δύο ώρας εδώ δεν θα έμενες.
— Ούτε δύο λεπτά, σ’ εγγυώμαι.
— Λοιπόν, τι στοίχημα, ότι κ' εδώ, αν θέλης, ημπορείς να εύρης διασκέδασιν, ώστε όχι λεπτά, αλλά ώρας να μείνης μετ’ ευχαριστήσεως.
— Ω! όσον δι' αυτό, στοιχηματίζω το δουκικόν στέμμα του πάππου μου.
— Όχι τούτο, αλλά τον αραβικόν ίππον σου.
— Έστω τον αραβικόν ίππον!
— Ας ιδώμεν λοιπόν! Ιδού αμέσως, ας εξετάσωμεν τι συμβαίνει εκεί εις την μικράν εκείνην καλύβην , ή κυψέλην, αν θέλης, όπου ως μέλισσαι περιβομβούσι και εισέρχονται και εξέρχονται τόσοι άνθρωποι. Βλέπω και σημαία κυματεί δεδεμένη επί δένδρου εμπρός της θύρας. Ας ιδώμεν τι είναι.
— Αν τοιαύτην μ' υπόσχεσαι διασκέδασιν, είπεν ο λόρδος, ευδαίμων εγώ! Να ευθυμήσωμεν εις το οινοπωλείον της Ελισαβεττώνος, αυτό μόνον έλειψε!
— Καλήν θέλησιν και καλήν καρδίαν, απεκρίθη ευθύμως ο Δείξων, αυτή είναι η μέθοδός μου. Θα περιμείνωμεν που θα περιμείνωμεν· τι μάλλον εδώ παρ’ εκεί; Αν θέλης να τηρήσω την υπόσχεσίν μου, παραδόσου εις την οδηγίαν μου.
Ούτως επορεύθησαν προς την καλύβην, άθλιον, ξύλινον, ετοιμόρροπον οικοδόμημα, εικοσιτεσσάρων ποδών μήκος έχον και πλάτος, και αχυρώνα μάλλον ή άλλο τι ομοιάζον. Εμπρός δ' αυτού απήντησαν γέροντα, κρατούντα οίνου φιάλην και ποτήριον εις τας χείρας, όστις αποτεινόμενος προς αυτούς,
— Εισέλθετε, κύριοι, τοις εφώναξεν· εισέλθετε· υπάρχει τόπος ακόμη. Αλλά πριν, σας συμβουλεύω, πίετε μίαν,—δροσισθήτε ολίγον' είναι Αρκανσάς καθαρός!— διότι δεν είναι απίθανον και ν’ αργήσητε.
— Ευχαριστούμεν, απεκρίθη ο Δείξων· δεν διψώμεν προς το παρόν. Τούτο είναι αναμφιβόλως το οινοπωλείον, το ξενοδοχείον, ή πώς το ονομάζετε; της πόλεως. Αλλά δεν μοι λέγεις, είναι καθ' ημέραν η τόση συρροή; Τρέχει ο κόσμος ως αν ήτο εκεί κανέν θέαμα, ως αν είχετε να κρεμάσητέ τινα σήμερον.
— Σήμερον δεν πιστεύω, απεκρίθη ο γέρων· ίσως τον κρεμάσωμεν αύριον.
— Πώς λέγεις, φίλε; ποιον θα κρεμάσητε αύριον;
— Αυτόν δα όπου δικάζομεν εδώ μέσα.
— Εδώ δικάζετε; εις το καφφενείον δικάζετε; περίεργον τούτο!
— Απατάσθε, κύριε· τούτ' όπου βλέπετε δεν είναι το καφφενείον.
— Αλλά;
— Αλλά το κακουργειοδικείον της επαρχίας.
— Το κακουργειοδικείον τούτο της επαρχίας, ανέκραξε καγχάζων ο Λόρδος Φάβερτών. Ω ο θαυμάσιος ναός της Θέμιδος!
— Φίλε Λόρδε, είπεν ο Δείξων, πρόσεχε, και κινδυνεύει ο ίππος σου.
— Και εις τον υπόδικον τι έγκλημα αποδίδεται; ηρώτησε περιέργως ο Λόρδος.
— Φόνος, κύριε, εκ προμελέτης. Αλλ’ εισέλθετε αν θέλητε να εύρητε τόπον ακόμη.
— Τι λέγεις περί της προσκλήσεως Φάβερτών, ηρώτησεν ο Δείξων.
— Σοι ομολογώ ότι είμαι περίεργος να ιδώ το παράδοξον τούτο κακουργειοδικείον.
— Καλόν σύμπτωμα, αγαπητέ· ας εισέλθωμεν. Άμα βαρυνθής, ειδοποίησόν με.
Όταν δ' εισήλθον εις την καλύβην, την εύρον πλήρη, και κατ’ εκείνην την στιγμήν διάφοροι προσπάθειαι εγίνοντο όπως επιβληθή τις σιωπή εις τον όμιλον εκείνον, τον ατάκτως λαλούντα, φωνάζοντα, θορυβούντα, κινούμενον. Μόλις δ' εφαίνετο αποκαθισταμένη σχετική τις ησυχία, και ο δικαστής αναστάς, ήρχισεν αποτείνων τον λόγον προς τους ενόρκους, όταν αίφνης ηκούσθη ηχηρά και οξεία του γέροντος η φωνή, κράζουσα· «Πίετε κύριοι! δροσισθήτε ολίγον, είναι Αρκανσάς καθαρός.» Αλλά διάφοροι φωναί· «ψτ! ψτ! η συνεδρίασις ήρχισε!» τον διέκοψαν.
— Τόσον το χειρότερον δια σας έκραξεν ο γέρων· θα περιμείνητε τον Αρκανσάς μου έως εις το τέλος. Και απέθεσε την φιάλην του υπό το γραφείον του δικαστού, περί ο εκάθηντο οι δικηγόροι. Όλον το ακροατήριον ανεκάγχασε, και ο Φάβερτών περισσότερον από όλους.
— Θέλεις να πηγαίνωμεν; τω ερώτησεν ο Δείξων.
— Ω! Άφες, τι βιάζεσαι; είπεν ο Φάβερτών. Περιεργότερον δικαστήριον δεν μ' έτυχε να ιδώ.
Εν τούτοις δ' ο δικαστής επανέλαβε την δημηγορίαν του προς τους ενόρκους, τους προσεκάλεσεν εις προσοχήν και εις αμεροληψίαν, και τους προέτρεψε ν’ αποφασίσωσι κατά συνείδησιν, χωρίς ν' αποβλέψωσιν εις μίσος ή εις φιλίαν.
Αλλ' εν ω έλεγεν ούτος, μειράκιόν τι εκ της ομηγύρεως, ιστάμενον οπίσω της καθέδρας του, έσυρεν αυτήν ελαφρώς προς εαυτό όταν έμεινε κενή, και λαβόν μαχαιρίδιον εκ του κόλπου του, ήρχισε λίαν εμβριθώς και ησύχως να πελεκά εν τόρευμα κοσμούν το δεξιόν μέρος του ερείσματός της, και ου το αντίστοιχον έλλειπεν εις το αριστερόν. Η ασυμμετρία αύτη ελύπει, ως φαίνεται, του νεανίου το καλλιτεχνικόν αίσθημα.
Ο δε δικαστής, τελειώσας την προσφώνησίν του, εστράφη να καθήση· αλλά βλέπων ότι η καθέδρα του ην εις χείρας του μειρακίου, αφ’ ου περίμεινεν ολίγας στιγμάς, αποκαλύψας την κεφαλήν, και χαιρετήσας αυτό· «Κύριε, τω είπεν, όταν τελειώσητε...
Ο νέος ερυθρίασεν ως σεύτλον, και απέδωκε την καθέδραν, ο δε γενικός γέλως κατεκάλυψε την φωνήν του εισαγγελέως, αρχίσαντος την κατηγορίαν.
— Δείξων, είπεν ο Φάβερτών, σοι χρεωστώ τον ίππον μου.
Εκ του λόγου του εισαγγελέως εξήγετο, ο τι ο Ιάκωβος Πατλέυ, κτηματίας εν Αρκανσάς, κατηγορείτο ως δολοφονήσας τον Ναθαναήλ Στεφενσώνα.
Όλων τα βλέμματα εστράφησαν τότε προς τον κατηγορούμενον. Η καταβεβλημένη και εκπεπληγμένη μορφή του, αν και ενέπνεεν οίκτον, προδιέθεσεν όμως πάσας τας πεποιθήσεις κατ' αυτού, και εκρίθη ως προφανής απόδειξις της τύψεως του συνειδότος του.
Οι δύο ξένοι, μείναντες έως τότε, δεν ηθέλησαν ν' αναχωρήσωσι, πριν ακούσωσι και τους μάρτυρας, ελπίζοντες ότι ίσως ήθελον έχει δραματικόν τι, είτε τραγικόν ή και κωμικόν, αι περιστάσεις του εγκλήματος.
Ο πρώτος μάρτυς ην βουκόλος των περικειμένων δασών. Ωμολόγησε δε ότι κατά την πρώτην του μηνός, διερχόμενος ημίσειαν ώραν μετά μεσονύκτιον διά της θέσεως μεταξύ της Ελισαβεττώνος και της επαύλιος του Πατλέυ, ήκουσε μακρόθεν θόρυβον και φωνάς, και προσελθών εύρε κατά γης νεκρόν, θερμόν έτι και εις το αίμα του πλέοντα, ον ανεγνώρισεν ως τον Στεφενσώνα· ότι δ’ αμέσως έσπευσεν εις την πόλιν να ειδοποίηση τον αστυνόμον.
Μετ' αυτόν δ' εξετάσθη εις αστυνομικός φύλαξ, και είπεν ότι, άμα ειδοποιηθείς ο αστυνόμος περί του συμβάντος, ενώ επορεύετο ο ίδιος προς τον τόπον του εγκλήματος, έπεμψέ τινας των φυλάκων προς ανεύρεσιν του κακούργου· ότι δ’ αυτός μεθ' ενός των συναδέλφων του είδαν μακρόθεν άνθρωπόν τινα βαδίζοντα εις το δάσος, πλησίον του μέρους όπου έκειτο ο νεκρός, και τον κατεδίωξαν· ο άνθρωπος όμως ούτος επροσπάθησε πρώτον να κρυβή και έπειτα να φύγη. Αλλ' ότι φθάσαντες, συνέλαβον τον κατηγορούμενον, και τον απήγαγον εις την αστυνομίαν.
Ο άλλος φύλαξ ακουσθείς επεκύρωσε τα αυτά.
Ο δ' αστυνόμος κατέθεσεν, ότι ο νεκρός, όταν αυτός τον είδεν, ην ακόμη θερμός, αλλ’ είχεν εκπνεύσει· ότι είχεν εις το πλευρόν του βαθείαν πληγήν τριγωνικήν· ότι εις το βαλάντιόν του είχε δύο δίστηλα, εις δε την ζώνην του κενήν θήκην εγχειριδίου, κεκοσμημένην δι' αργυρών ελασμάτων, και έχουσαν τριγωνικήν την οπήν.
Ως προς τον κατηγορούμενον δε ανέφερεν ότι όταν παρουσιάσθη εις την αστυνομίαν, ήτον λίαν τεθορυβημένος· ότι αι χείρες του και ο χιτών του είχον κηλίδας αίματος, και ότι υπό τον επενδύτην του ευρέθη κεκρυμμένον εγχειρίδιον, έχον την λαβήν αργυράν, καθημαγμένον δ' έως του ημίσεως μήκους της λεπίδος, ότι το αίμα ήτον ακόμη νωπόν επ' αυτού, και ότι η λεπίς, τριγωνική ούσα, ενηρμόζετο εντελώς εις την θήκην, και προσέτι εις την πληγήν του νεκρού.
(Η θήκη και το εγχειρίδιον παρουσιάσθησαν εις τους ενόρκους ως πειστήρια).
Κτηνοτρόφος τις εκ των περιοίκων εμαρτύρησεν ότι συνεχώς ο φονευθείς Στεφενσών παρηνόχλει και ηδίκει τον κατηγορούμενον, και ότι ήκουσέ ποτε τούτον λέγοντα προς τον Στεφενσώνα: Να ιδής! Δεν θα σε κρεμάση το κακουργειοδικείον του Αρκανσάς. Από τας χείρας μου θ' αποθάνης!
Οι μάρτυρες της υπερασπίσεως δεν είπον τίποτε άξιον λόγου. Εις εξ αυτών κατέθεσεν ότι ο Πατλέυ κατά την νύκτα της πρώτης του μηνός είχε μείνει εξώρας εις το καφφενείον της πόλεως, όπου ήτον και ο Στεφενσών.
Ερωτηθείς αν συνωμίλησαν οι δύο, απεκρίθη ότι ναι, και ότι ο Στεφενσών κατά την συνήθειάν του τω είπεν αυθάδεις τινάς λόγους.
Ερωτηθείς τις ανεχώρησε πρώτος, απεκρίθη — ο Στεφενσών· —Αν ο Πατλέυ ήργησε ν' αναχωρήση μετ' αυτόν, απεκρίθη — όχι. — Αν ανεχώρησε προ του μεσονυκτίου ή μετά το μεσονύκτιον, απεκρίθη ότι, ως νομίζει, μετά.
Άλλοι μάρτυρες είπον ότι ηγέρθη, άμα ήκουσε μεσονύκτιον εις της πόλεως το ωρολόγιον.
Τέλος τρεις ή τέσσαρες κατέθεσαν ότι εγνώρισαν τον κατηγορούμενον πάντοτε και εις όλας τας σχέσεις του ειρηνικόν και πράον.
Μετά τους μάρτυρας λαβών τον λόγον ο εισαγγελεύς, είπεν εις τους ενόρκους με τόνον εμφαντικόν, με ρητορείαν πομπώδη, και με κοινών τόπων σωρείαν, ότι η υπηρεσία του καθίσταται σήμερον δυστυχώς εύκολος· ότι τα πράγματα λόγων ου χρήζει· ότι διά ν’ αποδείξη την ενοχήν του κατηγορουμένου τω ήρκει να επαναλάβη τας καταθέσεις των μαρτύρων ου μόνον της κατηγορίας, αλλά και αυτής της υπερασπίσεως· ότι είναι περιττόν να υποδείξη τίνα ποινήν απαιτεί έτι αχνίζον και βοών εκ του τάφου το αίμα του αθώου, χυθέν υπό χειρών μιαιφόνων· ότι το αίμα ζητεί αίμα, ο φόνος φόνον. Ούτως εξιλεούται η κοινωνία!
Ο δικηγόρος του κατηγορουμένου περιωρίσθη εις γενικότητας, επανέλαβε τας μαρτυρίας υπέρ του χαρακτήρος του πελάτου του, ηθέλησε να εξηγήση όλας τας περιστάσεις του φόνου διά συμπτώσεων· είπεν ότι ο Πατλέυ κατά τύχην διέβαινε διά του τόπου όπου το έγκλημα έγινεν· ότι κατά τύχην εύρε την μάχαιραν· ότι η καθημαγμένη μάχαιρα ημάτωσε κατά τύχην τον χιτώνα του· και τόσα κατά τύχην είπεν, ώστε ησθάνθη ο ίδιος την ανάγκην του να επικαλεσθή των δικαστών όχι τόσον την δικαιοσύνην, όσον την ευσπλαχνίαν, εις ην ο εισαγγελεύς είχε κηρύξει τον κατηγορούμενον ουδέν δικαίωμα έχοντα.
Ο πρόεδρος αναστάς έπειτα, ανεκεφαλαίωσε την κατηγορίαν και την υπεράσπισιν, έθεσεν εις τους ενόρκους τα δύο ζητήματα, α’ αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος φόνου· β’ αν υπάρχωσιν ελαφρυντικαί περιστάσεις, και προσεκάλεσεν αυτούς να εκτελέσωσι το καθήκον των, όσον δεινόν και αν είναι, κατ’ αυστηράν δικαιοσύνην και κατά πεποίθησιν. Τοις ενεθύμισε δε, ότι ήτις δήποτε και αν ην η απόφασίς τωv, έπρεπε να είναι ομόψηφος όπως ισχύη.
Αμέσως οι ένορκοι, ηγέρθησαν να μεταβώσιν εις παρακειμένην τινά καλύβην αχυροσκεπή, και συγχρόνως ως εις άνθρωπος ηγέρθη όλον το ακροατήριον, και ο θόρυβος άρχισε πάλιν καταπληκτικώτερος ή πριν, και υπεράνω του θορύβου ηχεί η φωνή του γέροντος οινοπώλου κράζοντος:
— Πίετε, κύριοι! δροσισθήτε ολίγον, είναι Αρκανσάς καθαρός. Πίετε, κύριε δικαστά να δροσισθήτε· ιδρώσατε ακούων.
Ταύτην δε την φοράν η πρόσκλησίς του δεν υπήρξε ματαία· ο δικαστής πρώτος, και μετ' αυτόν όλοι οι παρεστώτες, μη εξαιρουμένων ουδ' αυτών των Άγγλων μας, εκένωσαν το ποτήριον αλληλοδιαδόχως, και επλήρωσαν τον φόρον των εις τον γέροντα.
— Σοι ομολογώ, φίλε Δείξων, ότι η δίκη αύτη πολύ με διεσκέδασεν, είπεν ο Φάβερτών. Όταν επανέλθω εις το Λονδίνον, θα την διηγηθώ εις τον καγγελάριον του Ζατρικίου, και θα σοι δώσω τον αραβικόν ίππον. Αλλά τώρα νομίζω καλόν ν' αναχωρήσωμεν πλέον. Είναι περιττόν να περιμείνωμεν την απόφασιν· αυτή δεν είναι αμφίβολος· και δεν πιστεύω να διαλογίζησαι να μοι προμηθεύσης και την διασκέδασιν του να ιδώ πώς θα κρεμάσουν τον κακούργον τούτον Πατλέυ.
— Τούτο μεν όχι, είπεν ο Δείξων, αν και δια την διασκέδασιν θα σ' εζήλευον, φίλε Φάβερτών, πολλαί κυρίαι του Ουεστένδ· αλλ’ ούτε πάλιν θέλω να κλέψω τον ίππον σου. Η απόφασις δεν είναι δυνατόν ν' αργήση· η δίκη είναι σαφής. Σε προτρέπω λοιπόν· ας την περιμείνωμεν ολίγας στιγμάς. Άλλως τε τι θέλεις άλλο να κάμωμεν ως του ατμοκινήτου την ώραν;
— Ας περιμείνωμεν λοιπόν.
Και μετά την απόφασιν ταύτην ήρχισαν οι δύο φίλοι να συνδιαλέγονται, άλλοτε ανακεφαλαιούντες τα συμβάντα των, αφ' ότου δεν απηντήθησαν, άλλοτε σχολιάζοντες ευθύμως την σκηνήν, ην είχον προ οφθαλμών, και ήτις αδιακόπτως τοις παρίστα νέας αφορμάς γέλωτος. Αλλ' εν τούτοις η συνεδρίασις παρετείνετο· μετά μιας ώρας συνδιάλεξιν, ανήψαν τα σιγάρα των, και ήρχισαν να καπνίζωσι, σιωπηλώς περιμένοντες. Μετ' άλλην ημίσειαν ώραν, πρώτος ο Φάβερτών έλαβε τον λόγον.
— Ηξεύρεις, Δείξων, ότι οι κακουργειοδίκαι σου είναι θαυμάσιοι; Θα είναι αστείον αν σκέπτωνται να ειπούν ή μη το Ναι εις υπόθεσιν καθ’ ην ουδέ αυτός ο δικηγόρος του κατηγορουμένου ετόλμησε σχεδόν να ειπή το Όχι.
— Είμαι βέβαιος ότι μανθάνουν τώρα γράμματα δια να γράψωσι την ετυμηγορίαν των.
— Είμαι βέβαιος ότι σκεπτόμενοι απεκοιμήθησαν. Όμως έστω, τούτο κεντά την περιέργειάν μου· θέλω να μείνω.
Και σύρας δύο εφημερίδας εκ του κόλπου του, έδοσε την μίαν εις τον Δείξωνα, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την άλλην.
Μετά μίαν δ' έτι ώραν, αφ' ου ανέγνω και την τελευταίαν λέξιν της τελευταίας σελίδος,
— Ηξεύρεις, είπε γελών προς τον σύντροφόν του, ότι διασκεδάζομεν κατά παράδοξον τρόπον; Από το πρωί δεν έφαγα τίποτε. Η πείνα μοι σπαράττει τα εντόσθια· και οι κύριοι κακουργειοδίκαι σου είμαι βέβαιος ότι αν δεν απέθανον απόπληκτοι εις τον αχυρώνα των, ανεχώρησαν προ πολλού εις τας οικίας των, και γελούν με ημάς ότι τους περιμένομεν. Είμαι περιεργότατος να μάθω τι ημπορεί να τους κρατή τρεις ώρας ήδη εις σύσκεψιν.
Αλλά τούτο υπερβαίνει πάσαν αστειότητα πλέον· πεινώ, και σε συμβουλεύω ν’ αναχωρήσωμεν.
— Ας πηγαίνωμεν λοιπόν, είπεν ο Δείξων.
Αλλά κατά την αυτήν στιγμήν έγινε θόρυβος περί την θύραν. Οι ένορκοι επέστρεφον εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων, και οι δύο ξένοι έμεινον, εννοείται, ακίνητοι εις την θέσιν των.
Οι ένορκοι εκάθησαν σοβαρώς εις τας έδρας των· ο δε πρόεδρος αυτών αναστάς,
— Κύριε δικαστά, είπεν, η ετυμηγορία των ενόρκων πρέπει να είναι η έκφρασις της ομοφώνου των αποφάσεως. Αλλά,
Σκεφθέντες ότι προ τριών ωρών σκεπτόμεθα ήδη,
Θεωρήσαντες ότι έφθασε και παρήλθεν ήδη η ώρα καθ' ην και η υμετέρα Εντιμότης, κύριε δικαστά, και οι έντιμοι ούτοι ακροαταί γευματίζουσι,
Μη θέλοντες να καταχρασθώμεν και της υμετέρας και της εδικής των υπομονής,
Απεφασίσαμεν να σας αναγγείλωμεν και σας αναγγέλλομεν, ότι οι κύριοι ένορκοι ... διαφωνούσι περί της ενοχής του κατηγορουμένου, και πάσα προσπάθεια προς απαρτισμόν της ομοφωνίας απέβη ματαία.
Την παράδοξον ταύτην ετυμηγορίαν εδέχθησαν βλασφημίαι, και συριγμοί εξ όλων των γωνιών του κακουργειοδικείου.
— Κύριοι ένορκοι, είπεν ο δικαστής, επιβαλών σιωπήν εις τον οργιζόμενον όχλον·
Θεωρών ότι το δημόσιον συμφέρον πρέπει να προτιμάται του ιδιωτικού,
— Ότι εις ουδεμίαν σωματικήν αδυναμίαν πρέπει να θυσιάζη ο δικαστής την εκπλήρωσιν του ιερού του καθήκοντος,
Ότι τέλος, όστις εκ των ακροατών πεινά, έχει το ελεύθερον να υπάγη να φάγη,
Δι' όλα ταύτα σας προσκαλώ να επανέλθητε εις το δωμάτιον των διασκέψεων, και να επαναλάβητε τας συζητήσεις σας.
Οι ένορκοι απεσύρθησαν πάλιν.
— Τι λέγεις περί αυτών, Φάβερτών; ηρώτησεν ο Δείξων.
— Λέγω ότι είναι ένορκοι πρωτότυποι εις το είδος των. Ήξιζε να πλεύσω μύρια μίλλια δια να έλθω να τους ιδώ.
— Πηγαίνομεν;
— Παντάπασι· θα μείνω ως να εξέλθωσι. Δεν ήκουσας; διαφωνούν! Θαυμασιώτερον πράγμα ποτέ δεν μοι έτυχε! Και δέκα ημέρας αν μείνω εδώ, θέλω να μάθω οι εγκέφαλοι αυτοί του Αρκανσάς ποίας ενστάσεις εδυνήθησαν να εύρωσιν, ώστε να διαφωνήσουν εις τοιαύτην υπόθεσιν.
— Και δεν πεινάς;
— Ω! ναι· ομολογώ ότι επείνασα. Αλλ' ο γέρων μας άραγε;... Ο γέρων, λαβών τας παραγγελίας του Δείξωνος, έσπευσεν έξω, και μετ' ολίγον επανήλθε φέρων δύο ροστβείφια κατά το μάλλον και ήττον ωμά, και εις την γωνίαν της τραπέζης ην αφήκαν επ' ολίγον οι δικηγόροι κενήν, έστρωσε το γεύμα των φίλων μας.
Το γεύμα, βοήθεια και του καθαρού Αρκανσάς, διήρκεσεν ικανήν ώραν· μετά ταύτα δε τα σιγάρα άλλην τόσην· μετά ταύτα οι δύο Άγγλοι ανέγνωσαν ανά μίαν εφημερίδα ακόμη, αλλ’ οι ένορκοι δεν επέστρεφον. Μετά ταύτα κατά πρότασιν του Δείξωνος εξήλθον ολίγον του δικαστηρίου εις τον καθαρόν αέρα, και μετ' εκπλήξεώς των είδαν ότι ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του.
— Το κατ' εμέ, φίλε Δείξων, απεκρίθη ο Φάβερτών, θα μείνω. Δεν θέλω να με νικήσουν αυτοί οι Αρκανσάς. Αν δεν μάθω την λύσιν του δικαστικού τούτου δράματος, θα μοι βαρύνει ως εφιάλτης δι' όλης μου της ζωής. Έπειτα ιδού το πρώτον περίεργον πράγμα όπου απήντησα αφ' ότου εξέπλευσ' από το Λονδίνον. Πώς θέλεις να το αφήσω;
Περιήλθον λοιπόν ακόμη καιρόν τινα εις το δάσος και εις τας όχθας του ποταμού Ουίτου, εφ' ου είδον αποπλέον το ατμοκίνητον, και μόνον όταν ο ήλιος έδυσεν εντελώς, και επήλθεν η νυξ, παρετήρησαν δε και τινα κίνησιν εις το δικαστήριον, επέστρεψαν προς αυτό. Τόπον εύρον ευκόλως, διότι η αργοπορία είχε πως αραιώσει την ομήγυριν. Κατ' αυτήν την στιγμήν είχον επανέλθει οι ένορκοι.
— Κύριε δικαστά, είπεν ο πρόεδρος αυτών, χαιρετών,
Σκεφθέντες ότι έφθασεν, ή καν πλησιάζει η ώρα καθ' ην και Υμείς και το έντιμον ακροατήριον συνηθίζετε να νυστάζητε αν όχι και να κοιμάσθε,
Μη θέλοντες να καταχρασθώμεν και αύθις περαιτέρω της υπομονής σας,
Απεφασίσαμεν να σας αναγγείλωμεν και σας αναγγέλλομεν, ότι οι κύριοι ένορκοι διαφωνούσιν εισέτι, και ουδεμία ελπίς υπάρχει όπως συμβιβασθώσι.
— Κύριοι ένορκοι, απήντησεν ο δικαστής αποδίδων τον χαιρετισμόν εις τον πρόεδρον εν μέσω των συριγμών και των ποδοτυπιών του ακροατηρίου· Θεωρών ότι το δημόσιον πρέπει να προτιμάται του ιδιωτικού συμφέροντος,
Ότι εις ουδεμίαν αδυναμίαν πρέπει να θυσιάζη ο δικαστής το ιερόν του καθήκον,
Ὀτι όστις των κυρίων ακροατών νυστάζει, δύναται ν' απέλθη να κοιμηθή,
Διά ταύτα σας προσκαλώ να επανέλθητε εις το δωμάτιον των διασκέψεων μέχρις ου συμφωνήσητε.
— Εύγε! εύγε! ανέκραξε διά μιας ο Φάβερτών, κυριευθείς υπό αιφνηδίου ενθουσιασμού, και χειροκροτών μ' όλην την δύναμίν του. Εις την επευφήμησιν δε ταύτην ανταπεκρίθη όλον το ακροατήριον, εκλαβόν αυτήν ως έκφρασιν ευχαριστήσεως, διότι ο δικαστής εβίαζεν ούτως ειπείν τους ενόρκους να κηρυχθώσι κατά του ενόχου.
— Δείξων, εξηκολούθησεν ο Φάβερτών, αν ήθελον να είμαι δίκαιος, έπρεπε να σοι χαρίσω όλον τον σταύλον μου!
Έπειτα δε, εξελθόντες αμφότεροι της πνιγηράς ατμοσφαίρας της καλύβης, ηπλώθησαν εις την ρίζαν δένδρου άντικρυ της εισόδου, εκαλύφθησαν με τους μανδύας των, φιλοδωρήσαντες δε τινα νομίσματα τον γέροντα ξενοδόχον, τον παρήγγειλον, αν κοιμώνται, να τους εξυπνήση άμα ήθελον επανέλθει οι ένορκοι εις το δικαστήριον, — και απεκοιμήθησαν.
Όταν ο γέρων τους εξύπνησεν, η αυγή υπέφωσκεν ήδη. Έκθαμβοι έτριψαν και οι δύο τους οφθαλμούς των, και έτρεξαν προς το δικαστήριον. Δύο λύχνοι εξηντλημένοι εψυχομάχουν εδώ εις τα δύο πέρατα της καλύβης, και επάλαιον τελευταίαν πάλην προς το εκνικών φως της ανατολής. Ο δικαστής εκάθητο εις την έδραν του· στηρίξας δε τους δύο του βραχίονας, έρρεγχε στεντόριον. Το ακροατήριον ήτον σχεδόν κενόν. Τινές, οι μάλλον εύρωστοι και επίμονοι, ανεκάθηντο εις τας γωνίας και παρά τους τοίχους, και εκοιμώντο ως υπό μανδραγόραν· οι δε λοιποί, προ του μεσονυκτίου ήδη απαυδήσαντες να περιμένωσι το τέλος της δίκης, είχον απέλθει εις τας οικίας των. Αλλά πολλοί εξ αυτών, εξυπνήσαντες μετά του φωτός της ημέρας, και βλέποντες την σημαίαν κυματούσαν εισέτι επί του δένδρου, όπερ εδήλου ότι διήρκει η δίκη, ήρχισαν να επιστρέφωσι, και να πληρώσι πάλιν την αίθουσαν.
Τοιαύτη ήτον η όψις αυτής όταν εισήλθον οι δύο Άγγλοι. Αλλά μετ' αυτών εισήλθε και ο γέρων, όστις, διά να τους ευχαριστήση, ηθέλησε να τους ειδοποιήση πρώτους, και με φωνήν ικανήν να εξυπνήση τον Ενδυμίωνα, ανέκραξε: «Κύριοι, ιδού οι ένορκοι!»
Ο δικαστής και οι ακροαταί ανεπήδησαν αμέσως και απέσεισαν τον βαρύν ύπνον, ηνεώχθη δε η θύρα, και εισήλθον οι δώδεκα ένορκοι. Το θέαμα ήτον περίεργον! Ωμοίαζον δώδεκα φαντάσματα, ή δώδεκα αυτόματα άψυχα, κινούμενα διά μεταλλίνων τροχών. Επροχώρουν βραδέως και κατ' ευθείαν, ως νυκτοβάται τινές· οι οφθαλμοί των ήσαν ισχυρώς τεταμένοι, και πεφλογισμένος τους περιελάμβανε κύκλος· όλη των δε η μορφή ενέφαινε κρατερόν αγώνα μεταξύ του ιερού καθήκοντος, ως έλεγεν ο δικαστής, και του νυσταγμού και της πείνης, ως έλεγεν ο πρόεδρος, Και παρ’ οις μεν η συναίσθησις του καθήκοντος υπερίσχυεν, επεφαίνετό τις πυρετώδης ερεθισμός, παρ’ οις δε ο ύπνος, παραλυτική τις χαύνωσις εις όλους του προσώπου τους χαρακτήρας.
Αφ’ ου τέλος οι ένορκοι έφθασαν εν παρατάξει μέχρι της έδρας των, ο πρόεδρος αποκαλύψας και κλίνας την κεφαλήν του, τρίψας δε τους οφθαλμούς του, και καταστείλας αυτοσχέδιον χάσμημα, άρτι διαστέλλον τα χείλη του, είπε:
— Κηρύττω εντίμως και ευσυνειδότως, ότι εις την ερώτησιν αν ο Ιάκωβος Πατλέυ είναι ένοχος φόνου επί του Ναθαήλ Στεφενσώνος, η ετυμηγορία των ενόρκων είναι —Όχι!
Κωφός βόμβος εκπλήξεως, κορυφωθείς μέχρις αλαλαγμού, περιεχύθη εντός της αιθούσης· αλλά τον ενίκησαν τέλος αι ζητοκραυγίαι των συγγενών και φίλων του αθωωθέντος, όστις κατά πρώτον τότε ανήγειρε την κεφαλήν, και περιέφερε πέριξ εκπεπληγμένον το βλέμμα, ως τις ανεγειρόμενος από καταθλιπτικού όναρος, ή ανακύπτων από των κυμάτων όπου επνίγετο, και δυσπιστών προς την αλήθειαν, ή προς την ζωήν προς ην επανέρχεται.
— Φίλε Δείξων, ανέκραξεν ο Φάβερτών, εις σε οφείλω ότι επέζησα το θέαμα τούτο· Να ιδής την Νεάπολιν λέγουν οι Ιταλοί, εγώ δε λέγω, να ιδείς το κακουργειοδικείον των Αρκανσάς, και έπειτα ν’ αποθάνης. Συλλαμβάνουσι κακούργον επ’ αυτοφώρω, σκέπτονται εικοσιτέσσαρας ώρας, και έπειτα τον κηρύττουσιν αθώον! Ήθελον να ήμην εις των διασκέψεων το δωμάτιον, και να ήξευρον ποίους λόγους εύρον οι υπερασπισταί του;
Αλλ' ο γέρων ξενοδόχος, όστις εις το διάστημα τούτο είχε προσφέρει την ευπρόσδεκτον υπηρεσίαν της φιάλης του εις τους αποθνήσκοντας του νυσταγμού και του καμάτου ενόρκους, επιστρέψας πλησίον του Λόρδου, ου αι φιλοδωρίαι τον είχον καταστήσει ευγνωμονέστερον εαυτού,
— Εγώ να σας το ειπώ, εψιθύρισε. Το έμαθον την στιγμήν ταύτης παρά του αδελφού μου, ενός των ενόρκων. Βλέπετε τον βραχύσωμον εκείνον μεταξύ των ενόρκων, όστις μόνος δεν φαίνεται ενδίδων εις του ύπνου την δύναμιν; Ονομάζεται Βίλκινς.
Χθες, άμα απεσύρθησαν οι ένορκοι «πάσα διάσκεψις είναι περιττή επί της υποθέσεως ταύτης, τοις είπεν ο πρόεδρος. Μοι φαίνεται τόσον πρόδηλος, ώστε, αν θέλητε, θέτω αμέσως εις ψηφοφορίαν αν είναι ο Πατλέυ ένοχος φόνου, ναι, ή όχι;» Επειδή κανείς δεν απήντησεν, το ζήτημα ετέθη εις ψηφοφορίαν. Οι ένδεκα ένορκοι απεκρίθησαν Ναι! Ο Βίλκινς, ερωτηθείς τελευταίος, απήντησε Όχι! Οι ένορκοι κατ' αρχάς ενόμισαν ότι παίζει. Τον ηρώτησαν επομένως και αύθις, αλλ’ ο Βίλκινς απήντησε πάλιν Όχι! Ο πρόεδρος έλαβε τότε τον λόγον, και επανέλαβε τας αποδείξεις της προφανούς ενοχής, αλλ’ ο Βίλκινς επέμεινεν εις την άρνησίν του. Εις την ώραν του γεύματος, απελπισθέντες οι ένορκοι να τον πείσωσι, και υπό της πείνης οιστραλατούμενοι, έδωκαν την πρώτην εκείνην ετυμηγορίαν των, μεθ ην, ως ηξεύρετε, απεπέμφθησαν οπίσω εις νέαν διάσκεψιν. Μάτην ο πρόεδρος ανεκάλεσεν εις τον Βίλκινς τον όρκον του να μη κρίνη κατά συμπάθειαν, αλλά κατά συνείδησιν, μάτην εξήντλησαν οι ένδεκα συνάδελφοί του αλληλοδιαδόχως όλην των την ρητορικήν· ο Βίλκινς τους ήκουε σιωπών και προσεκτικώς, και όταν επανελαμβάνετο η ψηφοφορία, αι ένδεκα ψήφοι ήσαν Ναι, η εδική του έμενεν Όχι! Ιδόντες την νύκτα επελθούσαν, έδοσαν την δευτέραν ετυμηγορίαν των, αλλ’ ο δικαστής ενθυμείσθε ότι και πάλιν τους απέπεμψε. Τους λόγους, τους είχον εντελώς εξαντλήσει· ήλπισαν να καταβάλωσι την επιμονήν του Βίλκινς δι' υπομονής· αλλά μάτην. Η πείνα εθέριζε τα εντόσθιά των, τα βλέφαρά των έφλεγεν ύπνος· αυτός ο Βίλκινς εφαίνετο πάσχων επίσης δεινώς ως οι άλλοι· αλλ’ ότε ανά πάσαν ημίσειαν ώραν ο πρόεδρος έθετε το ζήτημα εκ νέου εις ψηφοφορίαν, ο Βίλκινς εψήφιζε πάντοτε Όχι! Τέλος μετά εξ ψηφοφορίας, εις των ενόρκων, αισθανόμενος σπασμούς εις τον στόμαχόν του, και πόνους εις τα οστά του, και στοχασθείς ότι ουδέν εμπόδιζε ν' αποθάνωσιν όλοι εκεί, ως ο Παυσανίας εις τον ναόν της Σπάρτης, (Ο Γέρων ως ισόβιος οινοπώλης του Κακουργειοδικείου, ακούων των δικηγόρων, οίτινες όταν εστερούντο προχείρων αποδείξεων, ανέτρεχον εις τας Αθήνας ή την Ιερουσαλήμ, είχε περιάψει εις την μνήμην του λωρία τινά ιεράς και εξωτερικής ιστορίας), ερωτηθείς, εψήφισε μετά του Βίλκινς, Όχι. Εις εκάστην δε των επομένων ψηφοφοριών ανά μία αρετή εκλονίζετο, ανά εν νέον Όχι! έπιπτεν εις την κάλπην, μέχρις ου τέλος και αυτός ο πρόεδρος προσέθηκε το εδικόν του, προτιμών ν’ αφήση ατιμώρητον ένα ένοχον, παρά φονεύση ένδεκα αθώους, και εαυτού συμπεριλαμβανομένου.
— Ω! ανέκραξεν ο Φάβερτών, Τούτο επιστέφει την ιστορίαν. Ήκουσας. Δείξων;
— Πρέπει να γνωρίσωμεν τον άνθρωπον τούτον, απεκρίθη ο Δείξων. Ελθέ, Φάβερτών.
Και αμφότεροι ήρχισαν να διασχίζωσι τον λαόν, ήδη θορυβωδώς εξερχόμενον. Αλλ’ επειδή η μεν συρροή ήτον μεγάλη, η δε θύρα μικρά, και οι ένορκοι είχον εξέλθει πρώτοι, απώλεσαν εντός του πλήθους τα ίχνη του Βίλκινς, και μάτην τον εζήτησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις. Αλλ’ επιμένοντες πάντοτε να γνωρίσωσι τον παράδοξον τούτον και πεισματώδη ένορκον, παρέλαβαν ως οδηγόν τον γέροντα, και διηυθύνθησαν προς την οικίαν του. Πόσον όμως εξεπλάγησαν, όχι μόνον αυτοί, αλλά και αυτός ο γέρων, όταν εύρον εις την οικίαν αυτήν θύρας και παράθυρα κεκλεισμένα, και επί της θύρας χαρτίον, φέρον με μεγάλα γράμματα: Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΙΚΙΑ ΠΩΛΕΙΤΑΙ!
Επειδή δε πάσα των έρευνα υπήρξε ματαία, ουδ' ήξευρέ τις να τοις ειπή πού διηυθύνθη ο Βίλκινς εξελθών του δικαστηρίου, κατ' εκείνην δε την στιγμήν απέπλεε το πρωινόν ατμόπλουν από Ελισαβεττώνος, απεχαιρέτησαν τον πρόθυμον οδηγόν των, και την πόλιν, ήτις ιάτρευσε του Λόρδου την σπλήνα, και επιβάντες εις το πλοίον, ανεχώρησαν διά το Τεξάς, διατελούν τότε ακόμη υπό το Μεξικόν.
Τα ατμοκίνητα ταύτα, τα διαπορευόμενα πολλούς των ποταμών της Αμερικής, είναι παραδόξου κατασκευής. Εξ αιτίας του αβαθούς πυθμένος των ποταμών, εισίν αβαθή και αυτά, και έχουσιν επομένως ολίγην χωρητικότητα. Διά τούτο όλον μεν το εμβαδόν του κύτους των εγκαταλείπεται εις τα εμπορεύματα, τα δε δωμάτια των επιβατών εισί κατεσκευασμένα επί του καταστρώματος· και επειδή το ποτάμιον ρεύμα είναι ομαλόν και ακύμαντον, τα δωμάτια ταύτα οικοδομούνται αλλεπάλληλα εις ικανόν ύψος κατά την πρώραν και πρύμνην, ώστε έκαστον των ατμοκινήτων φέρει δύο κομψοτάτας και πολυορόφους πλευστάς οικίας εις τα δύο του άκρα.
Προ ικανού χρόνου έπλεον ήδη, περιφερόμενοι επί του καταστρώματος, και ομιλούντες περί του περιέργου κακουργειοδικείου και του παραδόξου ορκωτού οι δύο μας Άγγλοι, όταν από της οικίας της πρώρας είδον άνθρωπον τίνα προκύπτοντα, και δειλά ρίπτοντα βλέμματα προς τας δύο όχθας του ποταμού.
— Ο Βίλκινς, ανέκραξεν ο Φάβερτών και ώρμησε προς αυτόν, εν ω εκείνος, ακούσας το όνομά του, έσπευσε να επιστρέψη εις την οικίαν.
— Κύριε Βίλκινς, είπεν ο Λόρδος Φάβερτών, ταπεινότατος δούλος σας. Σας εζήτησα εις όλας τας γωνίας της Ελισαβεττώνος, και είμαι ευδαίμων ότι τόσον ανελπίστως σας απαντώ. Ήμην ακροατής της δίκης του Πατλέυ, και ήθελον να σας ερωτήσω, αν σας ήτον ευάρεστον να μοι ειπήτε, τι σας έπεισεν ότι δεν ήτον ούτος ένοχος του φόνου του Στεφενσώνος.
Ο Βίλκινς, ρίψας εκ νέου αλληλοδιαδόχως τα βλέμματα επί τας δύο όχθας του ποταμού,
— Είμεθα εις τας ηνωμένας επαρχίας ακόμη; ερώτησεν ένα των ναυτών,
— Ακόμη, απεκρίθη αυτός.
— Και απέχομεν πολύ από των ορίων του Τεξάς;
— Δύο ώρας, είπεν ο ναύτης.
— Λοιπόν, κύριε, μετά δύο ώρας! είπεν ο Βίλκινς προς τον Φάβερτώνα, και χαιρετήσας, εισήλθεν εις την οικίαν.
— Δεν θα μ' ειπής και τώρα ότι είναι μονότονος η οδοιπορία σου, είπεν ο Δείξων, κτυπών εις τον ώμον τον σύντροφόν του. Εις το θέατρον του Δρούρυ-Λαιν αν ήσο, τόσας περιπετείας δεν ήθελες ιδή εις τόσον ολίγου καιρού διάστημα.
Μετά δύο ώρας oι οδοιπόροι είδαν εις τας δύο όχθας κυματούσαν την Μεξικανικήν σημαίαν. Ο ποταμός έρρεεν ήδη διά του Τεξάς.
Σχεδόν ταυτοχρόνως εξήλθε της οικίας και ο Βίλκινς, ητένισε πρώτον την μίαν σημαίαν, μετά ταύτα την άλλην, και έπειτα ήλθε κατ' ευθείαν και εστάθη εμπρός εις τους δύο νέους.
— Επιθυμείτε να μάθητε, τοις είπε χωρίς προοιμίων, διατί επέμεινα κηρύττων τον Πατλέυ αθώον. Είμαι έτοιμος να ευχαριστήσω την περιέργειάν σας. Είμαι εις των πλουσιοτέρων κατοίκων της Αρκανσάς. Μη νομίσητε ότι ματαίως περιαυτολογώ. Η διήγησις ην μοι ζητείτε το απαιτεί. — Έχω μεγάλην έκτασιν δασών και σιτοφόρων πεδιάδων, και τα συβώτια και αι αγέλαι μου κινούσι των κτηνοτρόφων τον φθόνον. Αλλά προ πάντων ήμην επίφθονος ως πατήρ. Η Μαριάνα μου ήτον του οίκου μου το γλυκύ φως. Δεν θα σας επαινέσω το κάλλος της· όταν εξήρχετο, όλοι ίσταντο και την εθαύμαζον. Όταν ποτέ περιηγούμεθα εις το ενδότερον, συνέπεσεν άγριοι Ινδοί, απαντήσαντές μας, να πέσωσιν εις τα γόνατα και να την προσκυνήσωσι· την εξέλαβον πλάσμα ουράνιον. Τας αρετάς της, της ψυχής της το κάλλος, επίσης δεν ανήκει εις εμέ να σας περιγράψω. Αρκεί να σας ειπώ ότι ήτον η πρόνοια των πτωχών και των ασθενών, η αγαπητή όλων, μικρών και μεγάλων, και εμού η χαρά και η ζωή της ζωής μου. Είναι μονογενής μου θυγάτηρ· δεν είναι δύσκολον να εννοήσητε ότι ήτον επιφθόνος νύμφη. Πολλοί την εζήτουν· αλλ’ εκείνη, εις εμέ την ευτυχίαν της συγκεντρούσα, δεν ήθελε να κηρυχθή υπέρ ουδενός, και ελέγετο πρόθυμος να δεχθή εκ χειρός μου τον νυμφίον ην ήθελον τη εκλέξει.
Είναι περιττόν να σας ειπώ ότι δεν κατεχράσθην της αδείας της. Αφ' ότου εγκατέλιπεν εις εμέ την ευθύνην της εκλογής, ήρχισα να κρίνω όλους τους περί εμέ με καρδίαν μεν κόρης, με νουν δε γέροντος, και αφ' ου εν αγνοία της Μαριάνας υπέκλεψα παρ’ αυτής ότι η εκλογή μου δεν ήθελε την δυσαρεστήσει, την ηρώτησα, αν ήθελε δεχθή ως σύζυγον τον Πατρίκιον Μίλλερ. Ο νέος ούτος, ευγενής και την μορφήν και την συμπεριφοράν και τα αισθήματα, πλούσιος προς τοις άλλοις, και κατακεκοσμημένος διά φυσικών και επικτήτων προτερημάτων, μοι εφάνη ο κατά πάντα λόγον προτιμητέος μεταξύ όλων των vέωv όσους εγνώριζον. Η αγαθή μου θυγάτηρ εδέχθη την εκλογήν μου μετ' ευγνωμοσύνης και προθυμίας. Ο Μίλλερ προ ενός έτους είχεν έλθει εκ Νεοβοράκου, και ηγόρασεν εις την επαρχίαν μας εκτεταμένας και πλουσίας γαίας. Αφ' ότου έλαβον της θυγατρός μου την συγκατάθεσιν, ήρχισα να τον δέχωμαι εις την οικίαν μου ουχί πλέον ως ξένον· η γνωριμία των νέων και η οικειότης ηύξανε καθ' ημέραν· ώστε οι λοιποί μνηστήρες της Μαριάνας εννοήσαντες ότι αι ελπίδες των εισί του λοιπού λίαν επισφαλείς, χωρίς να ελαττώσωσι την προς ημάς αγάπην των, ήρχισαν όμως να μεταβάλλωσι την συμπεριφοράν των. Μεταξύ των μνηστήρων τούτων είχε κατατάξει εαυτόν άλλοτε και ο απαίσιος ήρως της ιστορίας ην μοι ζητείτε, ο Στεφενσών, ου τον φόνον εδίκασε το κακουργειοδικείον της Ελισαβεττώνος. Η Μαριάνα όμως ησθάνετο αποστροφήν προς τον άνθρωπον, και εγώ περιεκλειόμην ως προς αυτόν εις τα όρια του αυστηρού κοινωνικού καθήκοντος. Αλλ’ οψίπλουτος αυτός ων, και άμοιρος παντός ευγενούς αισθήματος, ην πεπεισμένος ότι ουδέν και ουδείς εδύνατο ν’ αντιστή εις την μαγείαν του πλούτου του, και ότι δι’ αυτού ήθελε κληρονομήσει και την προίκα της θυγατρός μου. Κατ' εκείνην όμως την εποχήν ήτον απών.
Εν τούτοις αν και ο Πατρίκιος ρητώς δεν είχε ζητήσει εισέτι την χείρα της Μαριάνης, διότι διάφορα είχε προηγουμένως να διαθέση των καθ' εαυτόν, η απόφασίς του όμως ήτον προφανής, ουδέ την υπέκρυπτε, και ομιλών προσεφώνει την κόρην μου φιλτάτη Μαριάνα, και εμέ πατέρα!
Προ δύο περίπου μηνών επανήλθεν ο Στεφενσών, και πολύ δεν τω εχρειάσθη όπως εννοήση ότι η εκλογή της κόρης μου είχεν ήδη γίνει οριστικώς. Τούτο εφάνη ότι μεγάλως τον δυσηρέστησεν, ως αν τω αφηρούντο δικαιώματα κεκτημένα, και μετά τινας πικρούς και δηκτικούς, σχεδόν αυθάδεις λόγους, διέκοψε τας συνεχείς επισκέψεις του, προς μεγάλην μου ανακούφισιν.
Μίαν εσπέραν ο Πατρίκιος μας είπεν ότι την επαύριον δεν θα μας ιδή. Έμελλε ν’ απέλθη μετά του Στεφενσώνος ώρας τινάς μακράν, και ν' αγοράση εν υποστατικόν του, διότι είχεν ακούσει την Μαριάναν λέγουσαν ότι τη αρέσκει πολύ η θέσις του.
Την τρίτην ημέραν, μόλις ανέτειλεν ο ήλιος, όταν, καταβάς εις το προαύλιόν μου και ανοίξας την πύλην, είδα τον Πατρίκιον προσερχόμενον δρομαίον, και, ως μοι εφάνη, τεταραγμένον.
... Θέλω να ιδώ την Μαριάναν, μοι είπε, πριν μοι δώση καιρόν να τον ομιλήσω.
— Την Μαριάναν, υιέ μου; τω απεκρίθην. Κοιμάται ακόμη· αλλ’ αν θέλεις, περίμεινον να την εξυπνήσω.
— Κοιμάται; με διέκοψε· κοιμάται; ας κοιμηθή. Δεν θέλω, όχι δεν θέλω να την ιδώ: Έχε υγείαν, κύριε.
— Πώς, τω είπα, τι λέγεις! δεν περιμένεις, δεν κάθησαι;
— Όχι, απεκρίθη, καιρόν δεν έχω να περιμείνω· Υπάγω εις Νεοβόρακον. Έχε υγείαν.
— Αλλά δεν θέλεις καν να ιδείς την Μαριάναν πριν αναχωρήσης; τω είπα. Δεν θέλεις να την αποχαιρετήσης; Θα λυπηθή εγκαρδίως ότι έφυγες χωρίς να σε ιδή. Δεν με λέγεις καν πότε θα επανέλθης;
— Αν σε ειπή ότι λυπείται, μοι απεκρίθη πικρώς, μη την πιστεύης· Έπειτα εις τας καρδίας των γυναικών παρέρχεται η λύπη ως σκιά νέφους εις το ρεύμα του ποταμού. Πότε θα επανέλθω; μόνος ο Θεός γνωρίζει τα μέλλοντα. Ερώτησον την Μαριάναν, και ίσως θα σ' ειπεί ότι δεν είναι καλόν να ερευνώμεν τα μέλλοντα, καθώς ούτε τα παρελθόντα!
Και πριν προφθάσω να τω αποκριθώ, εξήλθε της θύρας, επήδησεν εις τον ίππον του, και ανεχώρησε δρομαίος, αφήσας με εις μεγίστην έκπληξιν διά το ασυνάρτητον των λόγων του, και διά το ανεξήγητον της διαγωγής του. Η Μαριάνα δεν ησθάνετο μεν διά τον Μίλλερ αίσθημα τι δριμύ έρωτος, αλλά τον ηγάπα ως αδελφόν, και τον ετίμα ως μέλλοντα άνδρα της, ως άνθρωπον ευγενή και ευαίσθητον. Η διήγησίς μου την εβύθισεν εις ανησυχίαν, και έκλαυσε την ημέραν όλην εκείνην.
Μετά τρεις ημέρας ήλθεν εις Ελισαβεττώνα η τρομερά είδησις ότι ο Πατρίκιος Μίλλερ, διερχόμενος τον Μισισιπή, παρεσύρθη υπό του ρεύματος και επνίγη. Η θυγάτηρ μου παρεδόθη εις απερίγραπτον απελπισίαν, και εμελανοφόρησεν ως χήρα. Όταν έβλεπον τους ωραίους της οφθαλμούς, οίτινες ήσαν οι αστέρες των εσχάτων μου ημερών, όταν τους έβλεπον σβεννυμένους εις δάκρυα, έπιπτον γονυπετής, και παρεκάλουν τον θεόν να εξαγοράση έκαστον των δακρύων εκείνων δι' όλης μου της ζωής. Ας ιδώ, έλεγον, να μειδιάσωσι πάλιν τα χείλη της κόρης μου, και ποτέ ας μη με προσμειδιάση πλέον ούτε η άνοιξις, ούτε η αυγή. Αλλά το μέτρον της συμφοράς μου δεν είχε πληρωθή ακόμη. Μίαν εσπέραν, —τρεις ημέρας μετά την είδησιν του θανάτου του Πατρικίου,— άγνωστος τις χωρικός μοι εγχειρίζει επιστολήν. Αμέσως ανεγνώρισα, τους χαρακτήρας του δυστυχούς, Ω φαντάσθητε οποίος έγινα, ή μάλλον απορήσατε πώς δεν παρεφρόνησα, όταν ανέγνωσα την επιστολήν εκείνην.
— «Θ’ αποθάνω, έγραφεν. Όταν αναγνώσης τας ολίγας ταύτας λέξεις, τάφον μου θα έχω τον αφρόν του Μισισιπή. Ο κόσμος, όστις θα λησμονήση μετ' ολίγον το όνομά μου, καθώς ίσως το ελησμόνησεν η Μαριάνα, ο κόσμος θ’ αγνοή διά παντός του θανάτου μου την αιτίαν. Αλλά δεν υποφέρω την ιδέαν, ότι και συ, όστις μοι εδείκνυες αγάπην πατρός, θέλεις με νομίζει τυχαίου συμβάντος θύμα. Αν απατά και σε η Μαριάνα, σε λυπούμαι, δυστυχή πάτερ. Αν όμως συνένοχος μετά της θυγατρός σου με συνηπάτας και συ, μάθε και ερυθρίαοε, αν ημπορής να ερυθριάσης, —μάθε ότι ο Στεφενσών ομίλησε, και μοι εξεμυστηρεύθη τα πάντα. Γνωρίζω τας σχέσεις του προς την κόρην σου, ηξεύρω και τι όνομα φέρει και πού ανατρέφεται το τέκνον των ανόμων ερώτων των. Φρίκη! τοιαύτη υπόκρισις υπό τοιούτο πρόσωπον! Τι δεν μ’ εξωμολογείτο την παλαιάν καταισχύνην της, αν είχε σκοπόν να βαδίση του λοιπού της αρετής την οδόν; Τι δεν ήρχετο ειλικρινώς να μοι ειπή· — Φίλε, εξάγαγέ με από του βορβόρου όπου κυλίομαι, — και μ' εν φίλημα της θερμής μου αγάπης ν’ αγιάσω την λοιπήν της ζωήν, και εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως να βυθισθώ διά να την αναβιβάσω εις τον ουρανόν. Αλλ’ όχι! εσκληρύνθη εις το έγκλημα! Χαιρεκάκως κατέστρεψε την ζωήν μου· την απορρίπτω ως μολυνθέντα μανδύαν. Η φρίκη του θανάτου είναι μηδέν ως προς την φρίκην ην μ' εμπνέει ο δόλος της. Αποθνήσκων την συγχωρώ· είθε και η συνείδησίς της!»
Ω φρίκη! ω μανία! Ο αισχρός Στεφενσών, διά ν' αποσπάση τον Μίλλερ από της θυγατρός μου, ετόλμησε να εκτοξεύση κατ’ αυτής την μέλαιναν εκείνην συκοφαντίαν! Το μιαρόν ερπετόν προσέπτυσεν εις την άσπιλον την ιοβόλον χολήν του. Πλήρης λύσσης κατέσχισα την επιστολήν εκείνην, μη συμπέση και την ιδή η θυγάτηρ μου, διότι ήμην βέβαιος ότι εκάστη της λέξις θα τη ήτον εγχειρίδιον μιαιφόνον, εξήλθον του οίκου μου, και έτρεχον εις το δάσος άνω και κάτω, άνευ σκοπού, άνευ συναισθήσεως του τι θέλω, ζητών δε μόνον ψυχρόν αέρα να δροσίση την κεφαλήν μου. Αλλά Νέμεσις εκδικήτρια ωδήγει, φαίνεται, τα άστατα βήματά μου. Αίφνης βλέπω ερχόμενον προς εμέ και διερχόμενον εμπρός μου άνθρωπον, και διά των οφθαλμών του μίσους μου μάλλον ή διά των του σώματος, αναγνωρίζω τον Στεφενσώνα. Εν πήδημα, και ερρίφθην επ' αυτόν, και με δύναμιν ην εκατονταπλασίαζεν ο ερεθισμός μου, τον συνέλαβον εκ του λάρυγγος, και τον έσφιγγον, ώστε εκινδίνευε να πνιγή.
— Ψεύστα και φονεύ αναιδέστατε, έκραξα. Την θυγατέρα μου ετόλμησε να συκοφαντήση η φαρμακερά γλώσσα σου. Αν αύριον εμπρός όλων των κατοίκων της Ελισαβεττώνος δεν ομολογήσης, ότι είσαι το ρυπαρότατον των καθαρμάτων και ο αναιδέστατος των ψευστών και των συκοφαντών, σε πνίγω, μα το άγιον ευαγγέλιον, ως ψωραλαίον σκύλλον.
Αλλ’ αυτός μ' ευκινησίαν όφεως διέφυγε των χειρών μου, και διά μιας σύρων εγχειρίδιον εκ της ζώνης του,
— Η κόρη σου, έκραξε ως λυσσών, είναι αισχρόβιος· θα το κηρύξω εις όλην την χώραν, και σε αύριον θα σε τρώγουν των βουκόλων οι σκύλλοι.
Και ώρμησε κατ' εμού να με φονεύση. Ποίαν δύναμιν μοι έδοσεν η απελπισία, και ριφθείς κατ’ αυτού τω ήρπασα το εγχειρίδιον, ούτ' εγώ δεν ημπορώ να σας το ειπώ. Αλλά τεθολωμένους έχων τους οφθαλμούς υπό θυμού ακάθεκτου, τω κατέφερα μίαν πληγήν διά της μαχαίρας, κράζων «ιδού διά της κόρης μου το όνομα και διά την ζωήν του Μίλλερ!» και μετά ταύτα ρίψας την μάχαιραν μακράν, έφυγα ως μαινόμενος, και μη ηξεύρων καν ουδ' αν τον επλήγωσα. Την δ’ επαύριον μόνον έμαθα τον θάνατόν του, και εκ της ανακρίσεως ενόησα ότι ο Πατλέυ, διαβαίνων κατά τύχην μετ' ου πολύ πλησίον του μέρους εκείνου, και ευρών μάχαιραν με αργυράν λαβίδα, νομίσας δ' αυτήν κυνηγού τίνος κτήμα, την έλαβεν επί σκοπώ μάλιστα να ζήτηση μετά ταύτα τον ιδιοκτήτην της και να την αποδώση, ότι δε αύτη εκηλίδωσε τον χιτώνα του.
Ιδού, κύριοι· ηξεύρετε τώρα διατί, ερωτόμενος αν ήτον ένοχος ο Πατλέυ, απεκρινόμην Όχι, και τεσσαράκοντα ημέρας αν μ' εκράτουν άσιτον και άγρυπνον εις την έδραν του ορκωτού, η ετυμηγορία μου ήθελεν είσθαι πάντοτε Όχι! Αν δεν είχον την θυγατέρα μου, ήτις χωρίς της προστασίας μου εις τον κόσμον, ήθελε μαρανθή, πτωχόν άνθος, ήθελε πατηθή υπό των κακών ή των αδιαφόρων ανθρώπων τους πόδας, θα παρουσιαζόμην εις το δικαστήριον, θα εξέθετον όσα σας είπον, και θα υπέκυπτον μετά καρτερίας εις το θέσπισμα των νόμων της πατρίδος μου. Αλλ' η ύπαρξίς μου είναι το στήριγμα της υπάρξεώς της· σώζομαι μόνον διά να την σώσω. Απέρχομαι υπερόριος εις το Μεξικόν ή όπου δήποτε μακράν του οίκου και των αγρών των πατέρων μου, και θέλω γράψει εκ του μέρους της εξορίας μου εις Ελισαβεττώνα, ομολογών τον αληθή φονέα του Στεφενσώνος, όπως και η κοινή γνώμη απολύση, καθώς η ψήφος μου απέλυσε, τον αθώον Πατλέυ.» Μετά την κατάθεσιν ταύτην, η πρώτη επιθυμία των δύο νέων ην να γνωρίσωσιν ή τουλάχιστον να ιδώσι την Μις Μαριάναν. Εις τούτο δε δεν εύρον πολλήν δυσκολίαν, διότι, όταν εξήγησαν εις τον Κ. Βίλκινς τίνες ήσαν, προθύμως τους παρουσίασεν εις την θυγατέρα του. Οι έπαινοι του Βίλκινς δεν ήσαν τετυφλωμένης φιλοστοργίας υπερβολαί. Ποτέ ίσως ωραιότερον πλάσμα δεν εγεννήθη πέραν του Ωκεανού. Επειδή το προς τον μνηστήρα της αίσθημα ην εκ μέρους της ήρεμος φιλία και καθαρά, ουχί δε έρωτος βρασμός θορυβώδης, ο δε πατήρ της ποτέ δεν τη ωμολόγησε την αληθή αιτίαν του θανάτου του, διά τούτο η δι’ αυτόν θλίψις της δεν ήτον βιαία τις και σπαραξικάρδιος, καταστρέφουσα την αρμονίαν της καλλονής της, αλλά γλυκεία και καρτερική, υγράν τινα συμπάθειαν επιχέουσα εις τους ήδη τοσούτον συμπαθείς οφθαλμούς της. Ενόμιζες ότι βλέπεις ρόδον θάλλον εις το φως της σελήνης. Οι δύο Άγγλοι κατεγοητεύθησαν υπό των θελγήτρων τούτων, και υπό της ωφελείας, της χάριτος και της ευγενείας των τρόπων της και των λόγων της.
Μεθ' ικανόν πλουν, και από ποταμού εις ποταμόν μεταβαίνοντες και από διόρυγος εις διόρυγα, έφθασαν τέλος εις το μέρος του Τεξάς, όπου ώφειλε να χωρισθή ο Δείξων, διά να βυθισθή εις τα ενδότερα όρη.
— Φάβερτών, είπε προς τον φίλον του, η πρώτη απόπειρα είδες ότι επέτυχε. Δεν με συνοδεύεις και περαιτέρω; Σ' υπόσχομαι να ιατρεύσω ριζηδόν την κακήν σου εκείνην σπλήνα, και μετά εξ μήνας, όταν μόνον θα επανέλθω εις την Αγγλίαν, να ομοιάζης όχι άφωνον ιχθύν του ομιχλώδους Θαμέσιός μας, αλλά λάλον του Σηκουάνου πτηνόν.
Αλλ' ο Φάβερτών δεν εδέχθη. Είχεν επιθυμίαν να ιδή και την πρωτεύουσαν του Μοντεζουμά· άλλως τε μετά τρεις μήνας εβιάζετο να είναι εις το Λονδίνον διά την έναρξιν των Βουλών.
— Εις την επιστροφήν σου, είπε χωριζόμενος από του συνοδοιπόρου του, μη λησμονήσης, Δείξων, να έλθης να λάβης τον Άραβά σου. Σοι οφείλω δύο μάλλον ή ένα.
Και εξηκολούθησε την οδοιπορίαν προς το Μεξικόν, όπου διηυθύνετο και ο Βίλκινς.
Μετά παρέλευσιν δ’ εξ μηνών ο Δείξων επανήλθεν εις την Αγγλίαν, και η πρώτη του φροντίς υπήρξε να επισκεφθή τον φίλον του, διατρίβοντα εις Φάβερτών-Αλλ. Άμα τον είδεν ο Λόρδος, ερρίφθη εις τας αγκάλας του.
— Αγαπητέ Ερρίκε, τω είπεν, το Φάβερτών-Αλλ θα είναι η, κατοικία σου εν όσω διαρκεί η εποχή του κυνηγίου. Αν εις το διάστημα των γεωλογικών ερευνών σου κατέλαβον ποτέ και σε συμπτώματα του ενδημικού πάθους μας, της σπληνός, θέλω σε ιατρεύσει τώρα εγώ, καθώς με ιάτρευσας. Όταν επανέλθη η Λαίδη Φάβερτών από της ιππασίας της, θέλει σοι επαναλάβη την πρόσκλησιν και εν ονόματί της.
— Πώς, Φάβερτών, ενυμφεύθης εις τόσον ολίγον καιρόν;
— Ολίγος, σοι εφάνη, αχάριστε; Εις εμέ οι εξ μήνες μακράν σου εφάνησαν εξ αιώνες. Αλλ’ ιδού έρχεται η Λαίδυ Φάβερτών.
Τω όντι, κατ' αυτήν την στιγμήν εφάνη εις τον αγκώνα της δενδροστοιχίας παλυάριθμος συνοδεία ιππέων· προεπορεύετο δε γυνή επιβαίνουσα ίππου υπερηφάνου και όλου αφρίζοντος, και δαμάζουσα αυτόν μετά μεγίστης επιδεξιότητος συγχρόνως και χάριτος.
Η Λαίδη Φάβερτών έφθασεν εμπρός εις τους δύο φίλους, και επήδησεν από του ίππου ελαφρά ως υπόπτερος.
— Πώς! η Μις Μαριάνα Βίλκινς! ανέκραξεν ο Δείξων.
— Και ούτος ο αραβικός ίππος σου, απήντησεν ο Λόρδος, ρίπτων προς αυτόν τους χαλεινούς, ους αφήκεν η σύζυγός του.