Πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή εδώ
Α. Ρ. Ραγκαβής
Εις την Ευδαίμονα Αραβίαν εζούσε τον παλαιόν καιρόν άνθρωπός τις, όστις ελέγετο και εθεωρείτο επίσης ευδαίμων καθώς ο τόπος όπου κατώκει. Του ανθρώπου τούτου τα κτήματα εξετείνοντο εις λόφους και κοιλάδας, είχεν ολόκληρα δάση αλόης και φοινικοδένδρων, αι αγέλαι του και τα ποίμνιά του εμετρώντο κατά χιλιάδας, και την Ερυθράν θάλασσαν διέσχιζον τα πλοία του, πωλούντα τα προϊόντα του εις μεμακρυσμένους τόπους, και επιστρέφοντα με φορτίον χρυσού και αργύρου. Αλλ' η μεγαλυτέρα του ευτυχία, και ην ο ίδιος εξετίμα περισσότερον αφ’ όλας τας άλλας, συνίστατο εις τα δυο παιδία του, δύο υιούς, ους τω αφήκεν εις μικράν ηλικίαν η γυνή του, όταν ο θάνατός της τω έδωκε την πρώτην και μόνην λύπην της ζωής του. Εκ των υιών τούτων ο πρωτότοκος ωνομάζετο Ασσάν, ο δε νεώτερος Ιωναθάν.
Και τα δύο ήσαν παιδία ωραία και χαριέστατα. Αλλ' ο Ιωναθάν προ πάντων ήτον ο φίλτατος του πατρός του. Όταν εκάθητο εις τα γόνατά του, και αι μικραί χείρες του ήγγιζον εκείνου το γένειον, και οι μαύροι και ζωηροί οφθαλμοί του τον ητένιζον παρακλητικώς, τότε ο πατήρ είχε την αδυναμίαν να μην ημπορή τίποτε να τω αρνηθή, και το πονηρόν παιδίον εγνώριζε την ισχύν του, και κατεχράτο πολλάκις αυτήν.
Ηύξανον δε και οι δύο ως αυξάνουν εις τον κήπον δύο άνθη καλλιεργούμενα μ' επιμέλειαν. Αλλ' ο χαρακτήρ των διέφερεν. Ο Ασσάν ήτον αγαθός, ήσυχος, σκεπτικός, και επιμελής· ο δε Ιωναθάν ζωηρός, θορυβώδης και άστατος. Όταν ο πατήρ των εις θερεινάς εσπέρας υπό τα δένδρα καθήμενος, τοις έδιδε καλάς συμβουλάς περί των χρεών των και περί του μέλλοντος βίου των, τότε ο μεν Ασσάν ήκουεν ατενώς, έχων το βλέμμα προσηλωμένον εις του πατρός του τα χείλη, ο δε Ιωναθάν έτρεχεν άνω και κάτω, έπαιζε με του κήπου τα λιθάρια και τα άνθη, και όταν ο γέρων τον επέπληττε μειδιών ότι δεν ακούει τον λόγον του, το παιδίον, δρέπον ροδοδάφνας, τον ελιθοβόλει μ’ αυτάς, και έπειτα ριπτόμενον εις τας αγκάλας του, έκλειε το στόμα του με φιλήματα. Καθ' όσον δε ηύξανον και οι δύο εις ηλικίαν, μετεβάλλοντο μεν αι ασχολίαι των, όχι όμως και αι διαθέσεις των· και ο μεν πρωτότοκος μόνην του ευχαρίστησιν είχε να μένη ώρας ολοκλήρους ακροώμενος των λόγων των πεπαιδευμένων ανδρών, ή αναγινώσκων τας γνώμας αυτών εις τα βιβλία, ο δε άλλος έτρεχε με τους συνηλικιώτας του έφιππος εις τους αγρούς, ή κυνηγών εις τα όρη τας δορκάδας και τας υαίνας· και αν ενίοτε τον παρεκίνει ο πατήρ του να μην αμελή την ανατροφήν του, και τον προσεκάλει εις τα χρέη του, αυτός εύρισκε πάντοτε προφάσεις διά να διαφεύγη και ν' αναβάλλη την εκπλήρωσίν των, και του πατρός του η φιλοστοργία ήτον τόσον τυφλή, ώστε αντί αυστηράς επιμονής, εδείκνυεν ανόητον συγκατάβασιν.
Τέλος μίαν ημέραν απέθανεν ο πατήρ, και οι δύο αδελφοί έμειναν ανεξάρτητοι. Ο Ασσάν είχε το δικαίωμα, αν ήθελε, να κληρονομήση όλα τα πατρικά κτήματα, και να δίδη εις τον αδελφόν του μόνον όσον να ζη. Αλλά δεν ηθέλησε, και καλέσας τον Ιωναθάν, «είσαι», τω είπεν, «αδελφός μου· είσαι άλλος εγώ, το αυτό γάλα εθηλάσαμεν, η αυτή αγάπη μας περιέθαλψεν όταν είμεθα μικροί, επίσης μας ηγάπων ο πατήρ και η μήτηρ μας, και δεν θέλω ευτυχίαν ης δεν μετέχεις και συ. Διά τούτο εμοίρασα εις δύο του πατρός μας την κληρονομίαν· έκλεξον οποίαν μερίδα θέλεις.»
Ο Ιωναθάν έκλεξε την καλυτέραν. Αλλ' ήτον η περιουσία τόσον μεγάλη, ώστε έκαστος των αδελφών, αν και το ήμισυ μόνον έλαβεν, έγινεν όμως πλούσιος άνθρωπος. Αλλ' ο Ασσάν οικονομών την μερίδα του με φρόνησιν, επιμελούμενος με προσοχήν και δραστηριότητα την καλλιέργεια των γαιών του, την πώλησιν των προϊόντων και την διευθέτησιν των υποθέσεών του, έχων γνώσεις πολλάς περί όλων τούτων, ων δε και εξ αρχής συνετισμένος εις ολιγάρκειαν και εγκράτειαν, όχι μόνον δεν ηλάττωσεν όσα εκληρονόμησεν, αλλ’ εξ εναντίας εις ολίγον διάστημα χρόνου τα εδιπλασίασε, και έγινε πλουσιώτερος του πατρός του.
Όλως διόλου εναντία αυτής ήτον του άλλου υιού η διαγωγή. Ανέκαθεν συνηθίσας εις αργίαν και οκνηρίαν, όταν είδεν ότι απέκτησε και θησαυρόν μέγαν, ενόμισεν ότι εις το εξής καμμίαν ανάγκην δεν είχε να εργάζηται εις ουδέν, και ότι άλλο δεν τω έμενεν, ειμή να ζη απόνως, και ν' απολαμβάνη ανέτως των καλών όσα έλαβε διά κληρονομίας, χωρίς να τ’ αποκτήσει διά φροντίδων. Και αν ήθελε δε να εργασθή εις βελτίωσιν των κτημάτων του και αύξησιν της αξίας αυτών, ούτε τας αναγκαίας γνώσεις είχε προς τούτο, διότι ποτέ δεν είχε σπουδάσει, ούτε την απαιτουμένην καρτερίαν. Το αληθές όμως είναι ότι η ιδέα αυτή ούτε τω ήλθε διόλου, έβλεπεν ότι έχει πλούτον ακένωτον, ως ενόμιζε, και εθεώρει ως αφροσύνην, και ωνόμαζε φιλαργυρίαν, το να φειδωλεύηται ή να θέλη να προσθέση εις αυτόν και άλλον, αντί ν’ απολαμβάνη ανεμποδίστως όσα αυτός ενόμιζε του κόσμου τούτου καλά.
Καθώς λοιπόν έμεινεν αυτοκέφαλος συγχρόνως και πλούσιος, προσεκάλεσεν όλους τους παλαιούς συμπαίκτορας και συντρόφους του, και ήρχισε να διάγη ζωήν σκανδάλου και απονοίας. Οι ίπποι του, τα οχήματά του, τα φαγοπότια, τα κυνήγιά του, επροξένουν θαυμασμόν εις όλους τους ανοήτους, και λύπην εις όλους τους φρονίμους. Τον αδελφόν του, αν ενίοτε ετόλμα να τω απευθύνη καμμίαν συμβουλήν εκ πλαγίου, τον εχλεύαζε κατ' αρχάς ως μεμψίμοιρον και ως φιλόσοφον, και ως τέλους τω είπε μίαν ημέραν αποτόμως ότι, καθώς αυτός δεν επεμβαίνει εις εκείνου τον βίον, ούτω πρέπει και εκείνος να μην αναμιγνύηται εις ό,τι τον αφορά.
Ολίγον κατ' ολίγον τα συμπόσια τον κατέστησαν λαίμαργον, η οινοποσία μέθυσον, η αργία οκνηρόν· διότι εις τα ελαττώματα, ως εις τους τραχείς κατηφόρους, έκαστον βήμα καθιστά την κατάβασιν ταχυτέραν, και δυσκολωτέραν την οδόν της επιστροφής. Ο Ασσάν τόσον εθλίβετο διά του αδελφού του την διαγωγήν, καθ' ης καμμία συμβουλή του πλέον δεν ίσχυεν, ώστε κατήντησε να βλέπη σχεδόν μετά χαράς την ταχείαν καταστροφήν της περιουσίας αυτού, διότι συνέλαβε την ελπίδα ότι η πτωχεία ίσως ήθελε τον αποσπάσει από του βαράθρου όπου τον είχε βυθίσει η κατάχρησις του πλούτου και η ασωτία, και ο καιρός ήθελεν ωριμάσει τον νουν του.
Αλλ' ο καιρός παρήρχετο, και του Ιωναθάν ο βίος εγίνετο καθ' ημέραν πλέον παράφορος. Η ασωτία του ήτον το κοινόν σκάνδαλον, και η πολυτέλειά του όριον δεν εγνώριζεν. Αλλά μίαν ημέραν έκραξε τον επιστάτην του και τω είπεν·
— Αύριον, μέγα συμπόσιον.
— Τότε δότε μοι χρήματα, είπεν ο επιστάτης,
— Πώς! είπεν οργιζόμενος ο Ιωναθάν· δεν έχεις συ το κλειδίον του ταμείου μου;
— Ναι, απεκρίθη ο επιστάτης· αλλ’ εις το ταμείον προ πολλού δεν υπάρχει ουδ' οβολός.
— Πώλησον λοιπόν από τα ποίμνια, από τας αγέλας μου.
— Ποίμνια και αγέλαι προ πολλού επωλήθησαν.
— Δος τους αγρούς και τους οίκους μου· θέλω το συμπόσιον.
— Οι οίκοι και οι αγροί, είπε στενάζων ο επιστάτης, προ πολλού εδόθησαν υποθήκην.
— Λοιπόν δανείσου!
— Ουδείς δανείζει πλέον· εξ εναντίας οι δανεισταί ζητούσιν επιμόνως και απειλητικώς τα χρήματά των, διότι η ποσότης υπερέβη πολύ των κτημάτων σας την αξίαν.
Ο Ιωναθάν εκυριεύθη υπό μεγάλης οργής, όταν ήκουσε τας λέξεις αυτάς, έδιωξε τον επιστάτην του απ’ εμπρός του, και ηπείλησεν ότι θα φονεύση όλους όσοι τολμούν να ζητούν ν' αποδώση τα δάνεια, ή τολμώσι να μη τω δίδωσιν άλλα. Αλλ’ εννοήσας μέχρι τέλους ότι η παραφορά αύτη δεν εχρησίμευεν εις ουδέν, απεφάσισε και ήλθε προς τον αδελφόν του, και εζήτησε παρ' αυτού να τον βοηθήσει, διά δανείων τουλάχιστον.
— Αδελφέ, τω είπεν αυτός, πολλάκις σ’ έδωκα θησαυρόν πολυτιμώτερον παρά τον χρυσόν, σ' έδωκα καλάς συμβουλάς, αλλά δεν σε ωφέλησαν· ο πλούτος ήτον ο μέγας εχθρός σου, αυτός σε ετύφλωσε. Σε αγαπώ, και δεν θέλω να γίνω όργανον της καταστροφής σου. Χρήματα δεν σοι δίδω· αλλ’ η τράπεζά μου είναι τράπεζά σου, ο οίκος μου οίκος σου. Ζήσον πλησίον μου, έως ότου ν' αλλάξης τας έξεις σου, να γίνης φίλεργος και φρόνιμος, και ν' αποκτήσης την ικανότητα και τας γνώσεις ας παρημέλησας, όταν ήτον ο κατάλληλος καιρός να τας καλλιεργήσης.
Αι λέξεις αύται παρώξυναν εις τον υπέρτατον βαθμόν τον Ιωναθάν, όστις εξήλθε χωρίς ν' αποκριθή, και τρέμων υπό του θυμού του. Οι φίλοι του ήρχισαν να βλέπωσιν ότι τα συμπόσια έπαυσαν, ότι η πολυτέλεια της οικίας ανελύετο ταχέως ως κηρίον εις πυρ, και οι οξυδερκέστεροι και ταχύτεροι, εννοήσαντες τι συμβαίνει, έσπευσαν να μακρυνθώσιν από αυτού, ως αν δεν τον είχον γνωρίσει ποτέ. Άλλοι όμως είχον συνηθίσει τον κακόν βίον της παραλυσίας, είχον φάγει με τον Ιωναθάν τας μεγάλας ή μικράς περιουσίας των, είχον φορτωθή και αυτοί υπέρογκα δάνεια, ώστε η τύχη του ήτον τύχη των. Διά τούτο, όταν μίαν ημέραν ελθών ο επιστάτης ανήγγειλεν ότι, φόβος και τρόμος! ότι οι δανεισταί έλαβον παρά του δικαστού την άδειαν να φυλακίσωσιν αυτόν και τους συντρόφους του, και ότι εντός ολίγου θα έλθωσι μετά λαμπάδων και ξύλων, συλλέξας όσα χρήματα και πολύτιμα πράγματα είχε πλησίον του, εδραπέτευσε με τους φίλους του εκ της πόλεως της γεννήσεώς του, αφήσας απαραμύθητον λύπην εις την καρδίαν του αδελφού του.
Κατ' αρχάς απεσύρθησαν εις την Έρημον Αραβίαν, και εκεί τα ονόματά των μεταβαλόντες, κατώκησαν εν μεμακρυσμένον χωρίον, όπου ήρχισαν τον ίδιον βίον της κραιπάλης, εις τον οποίον είχον συνηθίσει. Κατ' ολίγον όμως ήρχισαν και εδώ να στερεύουν οι πόροι, ώστε μίαν εσπέραν, εν ω εκάθηντο μεθύοντες εις την τράπεζαν,
— Ακόμη πέντε, ακόμη δέκα ημέρας εδώ, είπεν εις εξ αυτών, και έπειτα πού θα πρέπει να φύγωμεν;
— Και έπειτα πώς θα ζήσωμεν; επρόσθεσεν ο Ιωναθάν· διότι τα χρήματά μου ετελείωσαν. Τι θα κάμωμεν;
— Τι άλλο; είπεν άλλος τρίτος. Θα υπάγωμεν από θύρας εις θύραν με τον δίσκον εις την χείρα, να επαιτήσωμεν.
— Ή θ' απλωθώμεν εις τον ήλιον, επρόσθεσεν άλλος, να προσμείνωμεν ως ν' αποθάνωμεν από πείναν.
— Καλύτερα, απεκρίθη ο Ιωναθάν, να δώσωμεν τους τελευταίους μας οβολούς, όσοι σώζονται ακόμη, ν’ αγοράσωμεν πίθους κρασιού, και εις αυτούς να πνιγώμεν.
— Αν ήμην εγώ εις την θέσιν σου, είπεν ο προλαλήσας, άλλην μορφήν θα είχον τα πράγματα.
— Και ποία είναι η θέσις μου; ηρώτησεν αυτός.
— Πώς! ανέκραξεν ο ίδιος, να είχον αδελφόν όστις κυλίεται εις τα πλούτη, και ν' αποθάνω ως τον σκύλλον εις την έρημον από πείναν, ή να ζω επαιτών τον άρτον μου! ποτέ δεν ήθελε γίνει.
— Αλλά ηξεύρετε, είπεν ο Ιωναθάν, ότι εζήτησα παρά του αδελφού μου χρήματα και δεν μ' έδωκεν.
— Αν δεν μ' έδιδε, τα ελάμβανον, είπεν ο άλλος. Εκείνος να θησαυρίζη, και ο αδελφός του να στερήται και του επιουσίου άρτου, είναι καταχθόνιον, είναι απαίσιον. Τι τα θέλει τα τόσα πλούτη; εις τον τάφον θα τα λάβη μαζί του; Είναι πρεσβύτερός σου, και όταν θ' αποθάνη εδικά σου θα είναι. Αλλά τότε τι θα σε χρησιμεύσουν, όταν θα είσαι γέρων χωρίς οδόντας, ή θα κήσαι και συ νεκρός εις τον τάφον. Εκείνος με τα βιβλία του ούτε ηξεύρει να μεταχειρισθή τους θησαυρούς, ούτε έχει ανάγκην αυτών. Αν δε σοι τους δίδη, πρέπει να τους λάβης εν όσω ημπορούν να σε χρησιμεύσουν.
Τοιούτοι ολέθριοι λόγοι ελέγοντο καθ' εσπέραν, και εσκλήρυνον εις το έγκλημα τας καρδίας, διότι αι κακίαι, είναι άλυσις αλληλένδετος, και η μία φέρει την άλλην. Τέλος, αφ' ου εξηντλήθησαν και οι τελευταίοι των πόροι, η βδελυρά συντροφία ανενώρησεν εκ του χωρίου. Δύο ημέραι επεριπάτησαν, και την νύκτα της τρίτης έφθασαν εις την πόλιν της γεννήσεώς των. Υπό του σκότους κρυπτόμενοι, επροχώρησαν περί το μεσονύκτιον προς την οικίαν του Ασσάν, εισήλθον αθορύβως διά κεκρυμμένης θύρας, γνωστής εις τον Ιωναθάν, εισεχώρησαν εις τον κοιτώνα όπου αυτός ήξευρεν ότι ο αδελφός του εκοιμάτο μόνος, και ο μεν Ιωναθάν, αφ' ου έσβυσε τον λύχνον, διευθύνθη προς την γωνίαν όπου έκειτο το κιβώτιον του ταμείου, οι δε σύντροφοί του, δύο τον αριθμόν, ερρίφθησαν προς την κλίνην, και συλλαβόντες τον Ασσάν, ήθελον να τω δέσουν τας χείρας και να τω κλείσουν το στόμα. Αλλ' αθλητικήν έχων εκ φύσεως δύναμιν, δι' ενός βιαίου κινήματος απεσπάσθη από των χειρών των, και σύρων το ξίφος του, κρεμάμενον πάντοτε υπεράνω της κλίνης του, ώρμησε προς το ταμείον όπου ήκουσε θόρυβον, και όπου ενόησεν ότι ενεργείται κλοπή, και ρίψας κατά γης εκείνον όστις ευρέθη ησχολημένος εκεί, τον επάτησε με το γόνυ του, και ήγγισε το στήθος του με του ξίφους του την ακμήν.
— Βοήθεια! έκραξεν ο Ιωναθάν. Φονεύσατέ τον, διότι θα με φονεύση!
— Πώς! είπεν ο Ασσάν ανεγειρόμενος και αφίνων αυτόν. Συ είσαι λοιπόν! Λάβε, άθλιε, το κιβώτιον εκείνο, και φύγε από τους οφθαλμούς μου. Και μη τολμήση να μ' εγγίση κανείς σας, διότι θα πληρώσω ακριβά την ζωήν μου, και θα γίνη γνωστόν ότι ο υιός του πατρός μου είναι ληστής και φονεύς.
Ο Ιωναθάν ήρπασε τότε το ταμείον, και χωρίς λέξιν να προφέρη, χωρίς να στρέψη οπίσω την κεφαλήν, ερρίφθη έξω της θύρας, ακολουθούμενος υπό των συνεργών του.
Μετά τινας ημέρας ο Ασσάν, πρσφασιζόμενος μεγάλην εμπορικήν ζημίαν, και ναυάγια πολλών πλοίων του εις την Ερυθράν, επούλησε τους αγρούς και τα ποίμνια του, μετέβαλε τον άνετον βίον του εις περιωρισμένον και ευτελή, και τον ευπρεπή του οίκον εις πενιχράν καλύβην. Αλλά και εις την πτωχείαν, και υπό την αχυρίνην στέγην, τον παρηκολούθει η φρόνησις, η τιμιότης το πνεύμα της τάξεως και της φιλεργίας, και επομένως η αγάπη και η υπόληψις των συμπατριωτών του. Και επειδή αυτά κυρίως είναι, και όχι η τύχη, όχι η απάτη, όχι η αισχροκέρδεια, τα φέροντα την ευπορίαν, διά τούτο ολίγον κατ’ ολίγον η τύχη του ήρχισε πάλιν να βελτιούται, και όλοι ήσαν πρόθυμοι να τον βοηθώσιν εις τούτο. Ενίοτε, εις μακρά διαστήματα χρόνου, παρ' εμπόρων εκ της αλλοδαπής ερχομένων, ήκουεν ότι ο αδελφός του κατώκει τας Αιγυπτιακάς Θήβας, είχε πλούτον απέραντον, και επιδείκνυε πολυτέλειαν περισσοτέραν παρά τους Φαραώ.
Αλλά μετ' ολίγον έπαυσαν και αι σπάνιαι αυταί ειδήσεις, και εις τας ερεύνας του Ασσάν περί του αδελφού του ουδείς ήξευρε ν’ απαντήση, ώστε εσυμπέρανεν ή ότι απέθανεν αυτός, ή ότι μετέβη εις άλλον τόπον. Η ιδία του δε κατάστασις προώδευεν εν τούτοις καθ' ημέραν επί το κρείττον, και ευλογούμενος υπό του θεού, και βοηθούμενος υπό των ανθρώπων, κατώρθωσε διά της επιμελείας του, αν όχι ν’ αποκτήση πάλιν όλον τον παλαιόν πλούτον του, αλλά να φθάση εις βαθμόν ανέσεως, όστις ήτον επαρκέστατος δι’ αυτόν. Ούτως ηυτύχησε κατ’ ολίγον να εξαγοράση και τους πατρικούς αγρούς του, και τον οίκον εις ον εγεννήθη, και ν' αποκτήση πάλιν τας καμήλους του και τους ίππους του.
Εν μιά δε των ημερών, ένα των ίππων τούτων επιβαίνων, εξήλθε της οικίας του, και βραδέως και σκεπτικώς δηυθύνετο προς μίαν των παλαιών του επαύλεων, ης την εκ νέου αγοράν διεπραγματεύετο. Ήτον δε σκεκπτικός, διότι διά να έλθη εις αυτήν την έπαυλιν, εστράφη οπίσω της οικίας, εις μικράν χλοεράν πεδιάδα, ην διέρρεε ρύαξ, και όπου προ χρόνων δεν είχε στρέψει τα βήματά του, διότι εσπαράττετο η καρδία του οσάκις την έβλεπε, και ανεπόλει ότι, εις τας παιδικάς του ημέρας, εκεί συνέπαιζε μετά του αδελφού του, ότε ηγάπα αυτόν εγκαρδίως υπό τα βλέμματα του πατρός των, όστις ηυλόγει τα παιδία του.
Αίφνης ο ίππος ανεσκίρτησε, και στηρίζων το βλέμμα προς ενός δένδρου την ρίζαν, ήρχισε να φυσά σφοδφώς. Εκ των κινημάτων δε τούτων προσεκτικός γενόμενος και ο Ασσάν, έτρεψε τους οφθαλμούς προς την ρίζαν, και είδεν εκτάδην κείμενον επ' αυτής άνθρωπον εντελώς γυμνόν, διότι τα ολίγα ράκη όσα τον εκάλυπτον είχον πέσει από του σώματός του, κατά τα άλλα δε ισχνόν και ωχρόν, ώστε εφαίνετο ως νεκρός. Πλήρης συμπαθείας επλησίασεν ο Ασσάν, αλλά ποία υπήρξεν η έκπληξίς του, όταν, ατενίσας τους αλλοιωμένους χαρακτήρας εκείνους, εγνώρισε του αδελφού του το πρόσωπον.
Η πρώτη του ορμή υπήρξε να στρέψη τους χαλινούς και να φύγη, διότι παρέστη εμπρός του η εικών της απαίσιου νυκτός εκείνης, όταν ο Ιωναθάν ως κλέπτης εισελθών εις την οικίαν του, και φονέων ξίφη κατ’ αυτού κινήσας, τον εβύθισε δ' εγκλήματος εις πενίαν, και προ πάντων τω επότισε την ανίατον θλίψιν του να γνωρίση του αδελφού του την αισχύνην και την ηθικήν εξαχρείωσιν. Αλλά το πικρόν τούτο αίσθημα δεν διήρκεσεν ουδ' όσον ριπή αστραπής· διότι τω επήλθε κατά νουν, ότι ο ρακενδύτης εκείνος ο αποθνήσκων της πείνης επί της ρίζης εκεί, εκοιμήθη τοσάκις εις την χλόην αυτήν άλλοτε, στηρίζων την κεφαλήν του εις του πατρός των το στήθος, και κρατών εκ της χειρός τον αδελφόν του μήπως τω φύγη. Οι οφθαλμοί του επληρώθησαν δακρύων, και αποβάς του ίππου, επλησίασεν εις αυτόν, ήγγισε την χείρα του και την εύρε ψυχράν, αλλ’ έθεσε την χείρα εις την καρδίαν του, και ησθάνθη ότι ακόμη κτυπά. Τότε έλαβε τον ημιθανή εις τας αγκάλας του, τον έθεσεν εις τον ίππον, και στηρίζων αυτόν, τον εισήγαγεν εις τον οίκον του, τον έθεσεν εις την κλίνην του, τον εθέρμανε και τον περιέθαλψε.
Μεθ' ημίσειαν δ' ώραν ο ημιθανής ηνέωξε τους οφθαλμούς του, τους περιέφερεν εκπεπληγμένος περί εαυτόν, και μετά ταύτα καλύψας αυτούς διά της χειρός του, και χύνων κρουνούς δακρύων,
— Ω ψυχή του πατρός μου, ανέκραξε μετ' ολοφυρμών, ω πνεύμα του αδελφού μου παρωργισμένον, συγγνώμην, συγγνώμην!
Αλλ' ο Ασσάν βλέπων την μεγάλην ταραχήν του πνεύματός του, και του σώματός του την αδυναμίαν, εξήλθεν αμέσως, τω έστειλε δι' ενός των υπηρετών ολίγον θρεπτικόν ζωμόν, και ο Ιωναθάν, ροφήσας αυτόν μηχανικώς, εβυθίσθη αμέσως εις βαθύν ύπνον, και μόνον μετά εξ ώρας εξύπνησεν, αναλαβών ολίγας δυνάμεις, και τον νουν ησυχότερος.
— Πού είμαι; ήτον η πρώτη λέξις ην επρόφερεν.
— Είσαι εις τον οίκον του αδελφού σου, απήντησεν ο Ασσάν, λαμβάνων αυτόν εις τας αγκάλας του.
— Του αδελφού μου! ναι, ενθυμούμαι, είπεν ο Ιωναθάν συλλέγων τας ιδέας του, του αδελφού μου ον ελήστευσα, ου την ευτυχίαν κατέστρεψα, ον ηθέλησα να φονεύσω. Με ηύρες, αδελφέ, κείμενον εις την τάφρον της λεωφόρου, και με συνέλαβες διά να με παραδώσης εις τας χείρας της δικαιοσύνης, να λάβω την αμοιβήν των κακουργιών μου. Έχεις δίκαιον, αδελφέ. Αλλά, μα τας ευτυχείς ημέρας ας συνεζήσαμεν ως παιδία, μα την αγάπην ήτις μας συνέδεε τότε, εν ω σε εκδική ο πέλεκυς του δημίου, συγχώρησόν με, ω Ασσάν, και, μεσίτευσον προς τον θεόν και προς τον πατέρα ημών εις τους ουρανούς, ίσως με συγχωρήσωσι.
— Μη ταράττεσαι, απεκρίθη ηπίως ο Ασσάν· έχεις ησυχίας ακόμη ανάγκην. Δεν βλέπω εις σε τον αμαρτήσαντα, αλλά τον πάσχοντα αδελφόν. Δεν σ' έλαβα εις τον οίκον μου διά να σε τιμωρήσω, αλλά διά να σε συνδράμω. Ειπέ με, τι σ' έφερεν εις την ελεεινήν ταύτην κατάστασιν, και αν θέλης να μεταβάλης βίον και τύχην, αι αγκάλαι μου σ' είναι πάντοτε ανοικταί.
Ο Ιωναθάν, ακούσας τους γλυκείς τούτους λόγους, οπού περιέμενε δικαίαν οργήν και εκδίκησιν, ηγέρθη εκ της κλίνης του, και ριφθείς εις το στήθος του αδελφού του, έμεινε μακράν ώραν κλαίων πικρώς. Έπειτα δε είπε·
— Ασσάν, συ ο δεύτερος πατήρ και ο ευεργέτης μου· μ' έσωσας από του θανάτου εν ω ήμην μυρίων θανάτων άξιος, σώσον με και απ’ εμού αυτού, σώσαι με και από της διαφθοράς της ψυχής μου, και, αν δεν δυνηθής, απόστρεψον το πρόσωπόν σου απ' εμού, και άφες με ν’ αποθάνω άγνωστος και περιφρονούμενος. Είδες πού μ' έφερεν η οκνηρία, η κακή συναναστροφή, η αψηφησία μου προς τας συμβουλάς του πατρός και προς το παράδειγμα σού και των καλυτέρων μου, ώστε και ως ληστής να εισέλθω προς σε, και σχεδόν φονεύς να γίνω του αδελφού μου. Αντί να μ’ εκθέσης εις καταισχύνην και να με θεατρίσης, επροτίμησας να με αφήσης ν’ αρπάσω την περιουσίαν σου, έζησας βίον πενίας και στενοχωρίας, διά να μη μάθη κανείς ότι ο αδελφός σου είναι κακούργος· εγώ δε ήμην κύριος των αρπαγέντων σου θησαυρών. Αλλ’ ημπορεί να ευδοκιμήση πλούτος συνοδευόμενος με κατάρας, όχι με ευλογίας; Άμα σ' ελήστευσα, μετέβην εις την Αίγυπτον, και εκεί ήρχισα με τους ουτιδανούς συντρόφους μου την αυτήν πάλιν ζωήν της παραφόρου ασωτίας και της κραιπάλης, ώστε οι θησαυροί μου, και πολλαπλάσιοι εάν ήσαν, ήτον αδύνατον να μη εξαντληθώσι ταχύτερον ή βραδύτερον, και τότε ήθελεν επέλθει η εκδικήτρια των εγκλημάτων μου πτωχεία και γυμνότης, και ο θάνατος τόσον φοβερώτερος δι' εμέ, καθ' όσον δεν είχον την γενναιότητα να τον υπομείνω με καρτερίαν. Αλλά δεν επέπρωτο, προς ευτυχίαν μου, λέγω τώρα, να περιμείνω πολύ την στιγμήν εκείνην. Οι σύντροφοι της εκδιαιτήσεώς μου, οι συνεργοί των κακουργημάτων μου, αφ' ου μετ' εμού σ' ελήστευσαν, απεφάσισαν εμέ να ληστεύσωσιν, επειδή μεταξύ κακούργων πίστις δεν δύναται να υπάρχη. Μίαν εσπέραν λοιπόν μ' εμέθυσαν με οίνον και όπιον, και επιπεσόντες κατ' εμού με ξύλα και με μαχαίρας, με αφήκαν ημιθανή εις το έδαφος, και έφυγον με τον θησαυρόν. Όταν συνήλθα, και ενόησα το συμβάν, ηθέλησα να καταδιώξω τους ληστάς· δεν ήταν όμως πλέον καιρός. Αλλ' υπό χειρών ανόμων παθών ό,τι είχον πράξει δι' ανόμων χειρών, οποίον δικαίωμα είχον να παραπονεθώ;
Τότε πρώτον κατά πρόσωπον είδα την ελεεινότητά μου. Εστερημένος όχι μόνον του μεγάλου πλούτου, ου άνευ η ζωή ήτον βάσανος δι' εμέ, αλλά μη έχων ούτε πώς ν’ αγοράσω της ημέρας τον άρτον, ούτε την ικανότητα δε, ούτε την γενναιότητα, ούτε την δραστηριότητα έχων να εργασθώ διά να τον κερδήσω, έβλεπον ότι μ' επερίμενεν άφευκτος θάνατος, και ήρχισα να κλαίω υπό φόβου, διότι αι εξηχρειωμέναι ψυχαί γίνονται και δειλαί. Τότε έπεσεν από των οφθαλμών μου η αχλύς ήτις τους εσκέπαζε, τότε είδα την θέσιν μου καθ' όλην την απαίσιόν της αλήθειαν, και έφριξα. Τότε, εν ω η πείνα εσπάραττε τα εντόσθιά μου, και το σώμα μου εμάστιζε πυρετός, φρικταί οπτασίαι ηγείροντο εις την φαντασίαν μου, και πότε έβλεπον τον πατέρα μου κλαίοντα οδυνηρώς και αποσπώντα την λευκήν κόμην του, και κράζοντα προς εμέ, «υιέ της καρδίας μου, αυτά ήλπιζον από σε;» πότε έβλεπον σε, ανοίγοντά μοι τας αγκάλας σου, και δεχόμενον εις το στήθος από της χειρός μου βαθείαν πληγήν, και εξ αυτής εκρεούσας αντί αίματος φλόγας, αίτινες με κατέκαιον! Τότε είδα ότι είμαι μέγας εγκληματίας, και το μέτωπόν μου κτυπών εις το έδαφος, «Θεέ μου! έκραζον, εν βλέμμα, εν μειδίαμα συγχωρήσεως παρά του αδελφού μου, και έπειτα λάβε την υπεύθυνόν μου ζωήν.» Και ανέστιος, και λιμώττων, και ανά εν ράκος αφήνων εις εκάστην άκανθαν της οδού, ήλθα εδώ να ιδώ καν με τους θνήσκοντας οφθαλμούς μου τα μέρη δι' εσχάτην φοράν, τα μέρη όπου είχον ζήσει παιδίον άκακον, όπου μ’ εθέρμαινε ποτέ η αγάπη σου, και του πατρός, μου η φιλοστοργία. Και ήλθα ημιθανής, και όταν επλησίασα τρέμων μη η αναπνοή μου μολύνη τα ιερά ταύτα μέρη, και συνταράξη την ευτυχίαν ην σοι δίδει η ψυχική σου ειρήνη, υπέκυψα υπό το βάρος των αισθημάτων μου και υπό τον κάματον και την ασιτίαν και την κατανάλωσιν των δυνάμεών μου, και έπεσα να εκπνεύσω εις την ρίζαν εκείνην. Συγγνώμην, συγγνώμην, αδελφέ, και άφες με έπειτα ν' αποθάνω ευδαίμων, ν’ αποθάνω εις το στήθος σου, ως, όταν ήμην μικρός, εις το στήθος σου εκοιμώμην.
Και ταύτα έλεγε κλαίων πικρώς. Αλλ' ο αδελφός του,
— Όχι, να μη αποθάνης, αλλά να ζήσης, τω είπε, πλησίον μου. Να επαναφέρωμεν τας γλυκείας εκείνας ημέρας ας αναπολείς, και ας ουδ' εγώ ποτέ ελησμόνησα. Θα μ' αφήσης να ιατρεύσω την ψυχήν σου, δυστυχή πεπλανημένε, θα μ’ αφήσης να σε σώσω από του κρημνού οπού τα πάθη σ' εκύλισαν.
Έκτοτε ο Ιωναθάν κατώκησεν εις τον οίκον του αδελφού του, και δι’ ευπειθείας εις τας συμβουλάς αυτού, δι' εγκρατείας, διά φιλεργίας, επροσπάθησε να εξαγοράση τα παλαιά σφάλματά του. Ολίγον δε κατ' ολίγον επέδωκε τόσον εις την αρετήν και εις τα καλά όλα, ώστε οι άνθρωποι τω απέδωκαν την υπόληψίν των, και την δραστηριότητά του αντέμειψαν αξιόλογα κέρδη. Δεν ηθέλησεν όμως πλέον να καρπωθή τον πλούτον τούτον δι' εαυτόν, τον προσδιώρισε δε όλον διά τα τέκνα του αδελφού του, προς α, ανατρεφόμενα υπό τους οφθαλμούς του, έλεγε πολλάκις·
— Παιδία μου, σέβεσθε και υπακούετε τους γονείς σας, συνηθίσατε εις την εγκράτειαν και εις την φιλεργίαν, και σπουδάζετε επιμελώς εν όσω είσθε νέα, δια να μη γίνητε δυστυχέστατα όταν, ηλικιωθήτε.