Πληροφορίες για τον Παναγή Σκουζέ εδώ
Ο Παναγής Σκουζές
Το πρωτόγραφο του Χρονικού της Σκλαβωμένης Αθήνας (1841)
Τ’ αποκαλυπτήρια του Σκουζέ. Να εκδοθεί το έργο του Σκουζέ, να περάσει στη ζωή μας, στη λογοτεχνία μας, να πάρει θέση στη γραμματολογία μας και στην παιδεία μας, ήταν παλιά όνειρο του Τερτσέτη, που περίπου εκατό τώρα χρόνια έμεινε απραγματοποίητο. Ο αιώνας του λογιοτατισμού ήθελε να πνίξει στη μαύρη του τη θάλασσα τα λαϊκά κείμενα της ιστορίας και λογοτεχνίας μας. Και το κατάφερε σ' ένα μεγάλο βαθμό, ώστε σήμερα νάχουμε μπροστά μας τρομαχτική χαλάστρα κι εθνική καταστροφή ανεπανόρθωτη.
Ο Τερτσέτης παρουσίασε τον Σκουζέ στο αθηναϊκό κοινό στα 1859. Είχε αντιγράφει τα θυμήματά του και τα είχε δοσμένα στον Χ. Νικολαΐδη Φιλαδελφέα για τύπωμα. Το παρουσίασμα του Σκουζέ ήταν πανηγυρικό. Είχε έρθει στην Αθήνα ο νεαρός γάλλος ιστορικός Δουνοϊγιέ, για να δώσει σειρά μαθήματα πάνου στη νέα μας ιστορία, από την Άλωση ως το Εικοσιένα. Κι ο Τερτσέτης, κηρύχνοντας την ανάγκη και την ωφέλεια της νέας μας ιστορίας, που την καταφρονούσαν ως τότε οι αρχαιόπληκτοι επίγονοι, παρουσίασε τον ανέκδοτο ιστοριογράφο της Αθήνας, τον Παναγή Σκουζέ, σα νέο Θουκυδίδη και Ξενοφώντα. Ο Τερτσέτης χτύπησε τη νοοτροπία του λογιοτατισμού, που τυραννούσε τη γενιά του. «Αμάθεια του περασμένου καιρού, είδησις ατελής του παρόντος, είπε, αφανίζουν ολοτελώς και την χάρη, τον τρόπο να προνοήσομε, να κυβερνήσομε τα μέλλοντα, επειδή μας λείπει η αλήθεια. Η αλήθεια είναι το είναι, αμάθεια και ψεύδος το μη είναι. Δουλεύομε εις το σκοτάδι, κτίζομε με το ανύπαρκτο, αγκαλιάζομε τους ίσκιους, μας συμβαίνει τότε ό,τι εσυνέβη να ιδεί εις τον Άδη ο γάλλος ποιητής. Είδε τον ίσκιο ενός αμαξά, ο οποίος, με τον ίσκιο μιας ξεσκονίστρας, εξεσκόνιζε τον ίσκιο μιας αμάξης. Ο κύριος Δονουϊγέ θα σας ειπεί τους στίχους του συμπολίτου του...»
Ο Τερτσέτης χτύπησε κείνη τη χρονιά θανάσιμα τα λογιοτατισμό και σαν αληθινός πρωτοπόρος έβαλε στη θέση του τη λαϊκή παράδοση και τη δημοτική, λογοτεχνία, τη νεομάθεια, τη νέα ιστορία, τη μελέτη του τωρινού και του χτεσινού, που τα καταφρονούσαν οι καλαμαράδες. Ο Τερτσέτης άρχισε το λόγο του με τα λόγια ένας λαϊκού αγωνιστή, που κάθεται στο πεζούλι και μιλάει σαν αρχαίος σοφός για τη νέα Ελλάδα και τα δεινά της, λέγοντας περίφημες γνώμες για τον ανορθωμό της και έκλεισε το λόγο του με τη διήγηση ενός ναύτη, συναγωνιστή του Σκουζέ, αφού έφερε στο προσκήνιο με τα λόγια και τα θυμήματά της μια παλιά Αθηναία, ψυχή της Ελλάδας, και δίπλα της ανάστησε τον Ερωτόκριτο. Τι σύνθεση! Ο Τερτσέτης στα 1859 αναστήλωσε τη νέα Ελλάδα πάνου σ' ευρύτατο κι ελληνικότατο βάθρο νεομάθειας — τη νέα Ελλάδα της παράδοσης, των αγώνων και της εθνικής δημιουργίας, που κρατάει για σύμβολο κι έμβλημά της «μια φούχτα γης της γης της».
Ορμήνεια. Στον Τερτσέτη χρωστάμε τον Σκουζέ, όπως και όλη μας την επαναστατική θυμηματογραφία. Ο Τερτσέτης, με έμφαση και καμάρι, αποκάλυψε στους Αθηναίους του 1859, πως ο λαός που μας έδωσε το νέο Μαραθώνα, μας έδωσε και τους νέους Ηρόδοτους και Ξενοφώντες. «Θέλω να δείξω, βροντοφώνησε με το θάρρος του δικαστή του Κολοκοτρώνη, θέλω να δείξω εις τους νέους την ωφέλεια της παραδόσεως του κ. Δονουϊγέ με ένα παράδειγμα. Θέλω να πάρω την ιστορία πόλεως ελληνικής, τα συμβάντα της δια μίαν δεκαετίαν, να τα διηγηθώ. Η πόλις αύτη ας είναι αι Αθήναι. Ιστοριογράφος ο μακαρίτης Παναγής Σκουζές, όνομα ακόμη άγνωστο εις τον φιλολογικό κόσμο. Το χειρόγραφό του δεν εδημοσιεύθη ακόμη, αλλά από τα ολίγα που θα ακούσετε, ελπίζω να βεβαιωθείτε ότι ο μακαρίτης Σκουζές δεν ατιμάζει τους πρωτότυπους συντεχνίτας, συμπολίτας του, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα». Και ενώ ο παριστάμενος Παναγιώτης Σούτσος, θα τραβούσε τα μαλλιά του για την ιστορική αυτή βρισιά σε βάρος των προγόνων, ο Τερτσέτης διάβασε τον πρόλογο του Σκουζέ, συγκρίνοντάς τον με το προοίμιο του Θουκυδίδη. Μεγαλύτερο θάρρος κριτικού δεν γνωρίζει η ιστορία μας. Ο ίδιος ο Τερτσέτης έδειξε και το μεγαλύτερο θάρρος σα δικαστής του Κολοκοτρώνη. «1841. Εν ονόματι Κυρίου, εγώ ο Παναγής Σκουζές, Αθηναίος, θέλω ιστορήσει —αρχίζει ως ο Θουκυδίδης: Θουκυδίδης Αθηναίος ξυνέγραψε· αλλά λείπει από τον Θουκυδίδην το όνομα του Κυρίου —θέλω ιστορίσει τον βίον μου...». Και συνεχίζει ο Τερτσέτης διαβάζοντας το νέο Βαγγέλιο. Δίνει περίληψη της «ξυγγραφής» του Σκουζέ (σελ. 10-18). Σταματάει και παραθέτει τ' ομορφότερο σημείο της αφήγησης του Σκουζέ για τις φυλακές (§ 151-157) — τι ρεαλισμός, τι πόνος, τι απλότητα, τι ζωγραφιά υπάρχει στο κομμάτι αυτό και τι λόγος! —σα χρυσόφλουρο πέφτει στ' αυτιά κι αηδονολαλεί. Με το κομμάτι αυτό ο Τερτσέτης θα έριξε σε συλλογή τους καλαμαράδες. Ήταν το σπαθί του. Μ' αυτό κέρδισε τη μάχη του. Μ’ αυτό κατάφερε να παρουσιάσει το νέο Θουκυδίδη του, τον Αθηναίο Σκουζέ, ιστοριογράφο και λογοτέχνη αναμφισβήτητο. «Ευχαριστηθείτε, τόνισε, Κύριοι να σας αναγνώσω ολίγα από το κείμενον του Σκουζέ. Αξίζει δια την αξίαν του ύφους και της περιγραφής ...» Κι όταν διάβασε το κομμάτι έκανε μια θριαμβευτική αποστροφή προς τους Αθηναίους. «Τι, κύριοι και κυρίες, να μακρολογώ πλέον με τον ιστοριογράφον μας εις την λεπτομέρειαν των βασάνων; Ένα, παντού, όμοιο και πάντοτε, το πτωχό ημερολόγιο της τυραννίας: Αρπαγή ιδιοκτησίας, διαφθορά ηθών, άδικοι θάνατοι, τρεμάμενα τα στήθη των μητέρων διά το κάλλος των θυγατέρων». Και για ν' αποσώσει την εντύπωση, διαβάζει το «δαγερότυπο, τη φωτογραφία του καιρού» το πάθημα του παπά (§ 153—157), έν' απ’ τα καλύτερα κομμάτια της «ξυγγραφής». Και κλείνει τα λογοτεχνικά αποκαλυπτήρια του Σκουζέ με την ορμήνεια μιας λαϊκής γερόντισσας Αθηναίας, απλής και πνευματώδισσας, που έζησε τα φόβια του Χατζαλή και τα δοκίμασε, και κάνει την «ορμήνεια» του χρονικού, δίνοντας «τον καρπό της διδασκαλίας από τη διήγηση του ιστοριογράφου μας» (σελ. 139 κπ.). Απ’ το λαό βγαλμένος και στα λαό «μεινεσμένος», όπως λέγει ο ίδιος ο Σκουζές, μ' αυτά το λαϊκό πανηγύρι, που ανέβηκαν σαν ακαδημαϊκοί οι ψαράδες κι οι ναύτες κι οι γριές κι οι αγωνιστές και μίλησαν για το νέο Θουκυδίδη τους κι έκαναν την ορμήνεια τους, μ' αυτό τον τρόπο έκανε τ’ αποκαλυπτήρια του Σκουζέ ο Τερτσέτης στα Αναγνωστήριο της Βουλής μέσα σε «πλήθουσαν συγκέντρωσιν επισήμων και λογίων» εν έτει σωτηρίω της δυναστείας του λογιοτατισμού 1859, στην Αθήνα του Παναγιώτη Σούτσου και της Νέας Σχολής του γραφομένου λόγου.
Από τότε ο Σκουζές πέφτει στην αφάνεια και στη λησμονιά. Η έκδοσή του, που τόσο κυνήγησε ο Τερτσέτης, αντιγράφοντας το χερόγραφο και δίνοντάς το στον ενάρετο φιλαθήναιο εκδότη Φιλαδελφέα, δεν έγινε ποτέ. Ο λογιοτατισμός δεν καταδεχόταν αυτά τα μιξοβάρβαρα κείμενα κι ήθελε να τα καταποντίσει.
Η Παράδοση. Το χερόγραφο του Τερτσέτη, έτοιμο για έκδοση κρατήθηκε για καιρό απ' το Φιλαδελφέα, ύστερα γύρισε στα χέρια του Τερτσέτη κι απ’ αυτόν το πήρε ο γιος του Φιλαδελφέα, ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, που απ’ τα 1865 μάζευε υλικό για την ιστορία της Αθήνας, και καθώς λέει στον πρόλογο της ιστορίας του των Αθηνών (σελ. ζ') το ξεσήκωσε «εκ χειρογράφου, το οποίον είχεν ο πατρικός μου φίλος και ποιητής Γεώργιος Τερτσέτης, λαβών παρά του τότε ζώντος τραπεζίτου Γεωργίου Σκουζέ». Απ’ τα 1865 ως τα 1902 το κρατάει ανέγδοτο. Στα 1884 στο Δελτίο Ιστ. και Εθν. Εταιρίας (σελ. 668-675) ο Θ. Κ. Φιλαδελφεύς τύπωσε ένα απόσπασμά του (τους § 232—282) χωρίς το όνομα του Σκουζέ, σημειώνοντας αόριστα πως το πήρε «εξ ανεκδότου αυτοβιογραφίας Αθηναίου». Το χαραχτηρίζει όμως «πολλού λόγου άξιον, ου μόνον διά τα εν αυτώ μνημονευόμενα γεγονότα, αλλά και διά την απέριττον και γλαφυράν αυτού φράσιν», αν και το παραχώνει σαν πηγή, σε μια μελέτη του ιστορική για άγια λείψανα. Το κομμάτι αυτό, μαζί με τις παραπάνω εκλογές του Τερτσέτη, το πέρασε αργότερα στα Μνημεία του (τόμ. Γ 1892, 263 - 269) ο Καμπούρογλους. Και μόνο στα 1902, πάλι παραχωμένο σε γενικό έργο, σαν ιστορική πηγή, διαπιστώθηκε ολάκερο το αντίγραφο του Τερτσέτη απ’ τον Φιλαδελφέα στην Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας (τόμ. Β', Αθ. 1902, σελ. 328-362) μαζί με έγγραφα και κιτάπια ιστορικά.
Ο ιστορικός με μιαν υποσημείωσή του χτυπάει πλάγια τη γλώσσα του Τερτσέτη και τις γλωσσικές του ιδέες, λέγοντας πως ήταν δημοτικιστής, γιατί δεν ήξερε ούτε την αρχαία ούτε την καθαρεύουσα και τους αρχαίους τους διάβαζε σε ξένες μεταφράσεις. Για τον Σκουζέ όμως αναγκάζεται να παραδεχτεί τη γνώμη του Τερτσέτη. «Ο Παναγής Σκουζές, τονίζει, ήτο άνθρωπος απαίδευτος, παπουτσής αυτός, παπουτσής ως ο πατήρ του, αλλ’ ήτο μεγαλοφυής· εντός του εγκεφάλου του περιεκλείοντο ιστοί και κύτταρα μεγάλου ιστορικού...» Και πολύ σωστά. Μόνο που ούτε ο ίδιος ο Σκουζές, ούτε ο πατέρας του ήταν παπουτσής, άλλα μόνο ο πατέρας του ήταν σαποντζής, είχε εργαστήρι μεγάλο, κι ο Φιλαδελφέας τόξερε. Ότι ο Φιλαδελφεύς δεν είδε το πρωτότυπο του Σκουζέ, αλλά τ' αντίγραφο του Τερτσέτη, αποδείχνεται κι απ’ τα λάθη του κι απ’ όσα λέει στον πρόλογο της Ιστορίας του (ο. π. σελ. ζ') και στην εισαγωγή του Χρονικού, όπου (σελ. 326) αντφάσκοντας προς όσα είπε στον γενικό πρόλογό του, λέει ότι το αντέγραψε «εκ του πρωτοτύπου», νομίζοντας πρωτότυπο τ' αντίγραφο του Τερτσέτη (και γι' αυτό ίσως δεν ζήτησε το πρωτόγραφο). Παρακάτω όμως μιλάει (σελ. 327), για τον «κεκολοβωμένον» του πρόλογο και τα «πού και πού μικρά χάσματα» του κειμένου, ενώ τέτοια δεν υπάρχουν στο χερόγραφο του Σκουζέ και ο πρόλογος δεν είναι κολοβός. Χάσματα υπήρχαν στο χερόγραφο Τερτσέτη και είναι αυτά λέξεις και φράσεις, που δεν μπόρεσε να τις διαβάσει ο Τερτσέτης κι άφησε αδειανό τόπο, για να τις συμπληρώσει, αργότερα. Κι επειδή ο Σκουζές τραβάει μια γραμμή στον πρόλογο, έδωσε την εντύπωση πως κάτι λείπει, ενώ δεν λείπει τίποτα.
Από τότε δεν γίνεται πια κανένας λόγος για τον Σκουζέ που μένει «ο γνωστός άγνωστος» στους φιλαθήναιους και στους φιλίστορες. Εκδίδοντας το Μακρυγιάννη ο Βλαχογιάννης θυμήθηκε στα προλεγόμενά του τον Σκουζέ, υπογραμμίζοντας μόνο τον τρόπο που αρχίζει τα χρονικό με το: «εν ονόματι Κυρίου...». Ο δε Καμπούρογλους, βασισμένος πάνω στα Χρονικά του Ανθίμου Αθηναίου (Ιω. Μπενιζέλου) και του Σκουζέ έγραψε ειδική πραγματεία πάνου στην ιστορία και τον κοινωνικό βίο της Αθήνας στα χρόνια της τυραννίας του Χατζαλή, με τον τίτλο «Αι Αθήναι κατά τα έτη 1775—1795». Τα πρώτο μέρος το αναφερόμενο στην ιστορία της Αθήνας και στις πηγές της, ειδικότερα στο Σκουζέ, ο Καμπούρογλου τόκανε διάλεξη στην Εταιρία Λογοτεχνών (8 Ιαν. 1931). Ο Καμπούρογλου, που, όπως λέει, μόνο στα 1931 «ευτύχησε» να δει το χειρόγραφο του Σκουζέ, θέλησε να γνωρίσει στο λογοτεχνικό κόσμο τον Σκουζέ, όχι μόνο σαν χρονικογράφο της Αθήνας, μα και σαν λογοτέχνη, και αυτό πρέπει να σημειωθεί ξεχωριστά, γιατί από τα χρόνια του Τερτσέτη, δεν είχε γίνει λόγος επιταυτού για τη λογοτεχνική αξία του Σκουζέ, ενώ αν είχαμε αυτοσυνείδηση εθνική, αν είχαμε φιλολογικές σπουδές, θα έπρεπε από τα χρόνια του Τερτσέτη να είναι κυρίαρχη η θέση του Σκουζέ στη λογοτεχνία και στην παιδεία μας. Τι περίμενες όμως απ’ τους δασκάλους;
Ο Καμπούρογλου, συγκρίνοντας το Χρονικό του Μπενιζέλου με τον Σκουζέ, τονίζει απερίφραστα ότι ο πρώτος είναι λόγιος ξερός, ενώ ο δεύτερος συγγραφέας γεννημένος. Κάνει την ψυχή μας να ταξιδέψει, να συγκλονιστεί σύρριζα απ’ τη ζωγραφιά του. «Άραγε, ρωτά ο Καμπούρογλου, ο Παναγής Σκουζές, αντί να ακολουθήσει μια περιπετειώδη ζωή, βιοπαλαιστής, ναυτικός, ναυμάχος, επιχειρηματίας, πολεμιστής, αν παρέμενε εις το μοναστήρι της Ύδρας πλησίον του θείου του και εμελέτα νυχθημερόν, ώστε να κατακτήσει τον τίτλο και την αξία ενός λογίου, των χρόνων μάλιστα εκείνων, θα ήτο και τότε δημιουργός; θα ήτο διατυπωτής γεγονότων και απεικονιστής προσώπων, με τόσην δύναμιν διαγραφομένων, με τόσην τόλμην εμφανιζομένων, με τόσην φυσικότητα αναβιουμένων; Το πνευματικόν του έδαφος θα ανέδιδε και τότε βλαστούς και άνθη και καρπούς ή θα επάθαινεν από ξηρασίαν; Θα ηυχόμην το πρώτον, αλλά φοβούμαι το δεύτερον».
Ο Καμπούρογλου είν' ο πρώτος μετά τον Τερτσέτη, που περίγραψε, αλλά δεν μελέτησε το χερόγραφο του Σκουζέ, συνοδευμένο με τη δεύτερη και τρίτη του συμπληρωματική επαναληπτική μορφή, που δεν ήταν γνωστές ως τότε σε κανένα. Δυστυχώς ούτε το κείμενο του Φιλαδελφέα αποκατάστησε ούτε τις συμπληρωματικές μορφές τύπωσε. Ο Φιλαδελφέας όχι μόνο δεν είδε το χερόγραφο, αλλά και τ' αντίγραφο του Τερτσέτη «εταλαιπώρησε», κατά την έκφραση του φίλου ποιητή κ. Γράψα, με διάφορες γλωσσικές χειροδικίες, προερχόμενες τόσο από την πρόθεση να εξελληνίσει κάπως τον Σκουζέ, όσο κι απ’ τα παραδιαβάσματα, τα κενά και τις παραλείψεις, σκόπιμες ή αναγκαστικές, που είχε το αντίγραφο Τερτσέτη.
Ωστόσο ο Καμπούρογλου, χωρίς να κάνει προσεχτική παραβολή, θεωρεί την έκδοση Φιλαδελφέα καμωμένη απ’ ευθείας απ’ το χερόγραφο Σκουζέ, και τονίζει ότι «η παραβολή υφ' ημών του πρωτοτύπου προς το εκτυπωθέν κείμενον υπό του Φιλαδελφέως δεν έφερεν αξίας λόγου επανορθώσεις, γενομένης της εργασίας ταύτης μετά πολλής αληθώς επιμελείας και δια πλήρους επιγνώσεως της κακογραφίας...». Τι παραδιαβάσματα και παραλείψεις παρουσιάζει το κείμενο του Φιλαδελφέα και πόσο βιαστικά το αξιοποίησε ο Καμπούρογλου, φαίνεται απ’ τον συγκριτικό κατάλογο, που παραθέτω στο τέλος. Ο Καμπούρογλου ακόμα, δεν είχε την υπομονή να καλοδιαβάσει και τ’ ανέκδοτο χερόγραφο του 1845, να το ξεχωρίσει στις δυο του μορφές και να το τυπώσει, παρά περιορίστηκε να σταχυολογήσει ιστορικές πληροφορίες, και να τις παραθέσει στη μελέτη του, είτε αυτολεξεί είτε αναλυτικότερα, με δικά του λόγια. Ήταν λοιπόν ανάγκη ν’ αποκατασταθεί στην πραγματική και πλέρια του μορφή το κείμενο Τερτσέτη — Φιλαδελφέα, να τυπωθούν σαν ανεξάρτητες ενότητες τα ανέκδοτα κείμενα, και παράλληλα να δοθεί μια ενιαία μορφή στο έργο του Σκουζέ, βγαλμένη με βάση το πρώτο χερόγραφο, συμπληρωμένο με όσα κεφάλαια ή χωρία νεότερα προσφέρουν οι δυο μεταγενέστερες μορφές. Πως οι μορφές αυτές είναι συμπληρωματικές, το δείχνει το προσεχτικά συγκριτικό τους διάβασμα. Ο Σκουζές δεν επαναλαμβάνει τα όσα είπε, συνοψίζει και συμπληρώνει, το πρώτο χερόγραφό του με νέα στοιχεία, με περισσότερες πληροφορίες και περιγραφές.
Στα 1946 στο Προδομένο Εικοσιένα (σελ. 152) επισκοπώντας τα λαϊκά κείμενα του Αγώνα, έβαλα τον Σκουζέ δίπλα στο Μακρυγιάννη. «Κείμενο λαϊκό, τόνισα, είναι και τα ιστορικά θυμήματά, με την αυτοβιογραφία μαζί, του Παναγή Σκουζέ. Δροσιά και απλότητα και χάρη, ρεαλιστική πνοή και δύναμη αφηγηματική. Ανιστορεί τα χρόνια της Αντίστασης, την τυραννία του Χατζαλή στην Αθήνα, τον πολυπλάνητο βίο του. Μια σελίδα του Σκουζέ για τις φυλακές του Χατζαλή έχει ένα τέτοιο ρεαλισμό και χρώμα, που μπορεί να συγκριθεί με ό,τι καλύτερο έχει η πεζογραφία μας. Έτσι αρχίζει: «Οι φυλακές γέμισαν. Αντρίκια φυλακή και γυναίκια φυλακή. Δεν έλειπαν από τις δυο φυλακές από εκατόπενήντα ως διακόσιοι πενήντα άντρες. Και εις τη γυναίκια από εικοσιπέντε ως πενήντα γυναίκες. Ήτον οι άντρες ορθοί εις τη φυλακή, δεν εχωρούσαν καθιστοί. Από το παράθυρο της φυλακής έβγαινεν ένας καπνός, μιαν άχνα, σα μαύρο σύγνεφο και μυρουδιά άσκημη από τόσους ανθρώπους». Από τα 1859, που ο Τερτσέτης μίλησε για τον Σκουζέ, ως τα 1902 που τυπώθηκε, μέσα στην Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας, το χειρόγραφό του, ο λαϊκός, ο γνήσιος αυτός πεζογράφος δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τους φραγμούς του λογιοτατισμού και να πάρει την ηγεμονική θέση του μέσα στα γράμματά μας. Το έχω έτοιμο και θα το τυπώσω γρήγορα το κείμενό του με το σκοπό της λογοτεχνικής του αποκατάστασης...» Αυτά έγραφα στα 1946 και να που αξιώνουμαι σήμερα, να τον δώσω τον Σκουζέ στη ζωή μας πανένδοξο, να τον φέρω με το πραγματικό του κείμενο στα λογοτεχνικά μας, κι αποκαταστημένο στην πραγματική του μορφή. Στο μεταξύ, βγάζοντας την Ανθολογία της Δημοτικής Πεζογραφίας, έδωσα κυριαρχική θέση στον Σκουζέ μέσα στα επαναστατικά πεζογραφήματα κι εκεί είναι που φαίνεται καλύτερα τα λογοτεχνικό του στοιχείο, ανάμεσα στο Μακρυγιάννη και το Σολωμό.
Περιεχόμενο. Το χρονικό του Σκουζέ αρχίζει και τελειώνει μέσα στα εικοσιπέντε χρόνια της τυραννίας του Χατζή Αλή στην Αθήνα (1772-1796). Αυτά τα ματωμένα χρόνια συμπίπτουν με τα παιδικά του και είναι βαθιά χαραγμένα κι αξεχώριστα μέσα του. Γι’ αυτό δοκιμάζοντας να γράψει για τον εαυτό του, αναγκάζεται από εσωτερική αναστάτωση να τοποθετηθεί μέσα στον πλατύτερο περίγυρό της δυστυχίας, να γίνει ένα με το σύνολο. Κι όταν σε λίγο πιάσει τα δικά του, «το προκείμενον του βίου του», πάλι το γενικό κακό ζωγραφίζει κι όλο ξανάρχεται στον τύραννο και στα φόβια του. Έτσι, αν και το χρονικό του είναι χωρισμένο σε δυο μεγάλα κομμάτια, το χρονικό της τυραννίας και το χρονικό της ζωής του, ωστόσο παρουσιάζεται αρχιτεκτονικά δεμένο από μέσα απ’ την πάσχουσα ψυχή, απ’ την κοινωνική θέση και τοποθέτηση του συγγραφέα, που σα μέρος του λαού υποφέρει με το σύνολο.
Όσα λέει για τον πατέρα, για το σπίτι του, για τη μάνα του, για τα προικιά της, κλπ. είναι για όλους. Γενικεύονται κι αγκαλιάζουν τη ζωή και τα παθήματα του ραγιά, του σκλαβωμένου ελληνόπουλου. Γι' αυτό έχει άσβηστο μίσος για την τυραννία του αιμοβόρου Χασεκή. Τον ζωγραφίζει με άχτι. Κι ύστερ' από τόσα χρόνια, γέρος πια, δεν ξεχνάει και δεν διστάζει με το ίδιο άχτι να στιγματίσει ονομαστικά και να παραδώσει στο ανάθεμα τους φιλότουρκους συνεργούς του τυράννου, τους «αλιτήριους κοτζιαμπάσηδες της Αθήνας (§ 108, 125—126), που «χάριν των συμφερόντων και της εαυτών ασφαλείας και διά να κολακεύσωσι την σουλτάναν, απεφάσισαν να θυσιάσουν τον λαόν» (Φιλαδελφεύς, Β' 128).
Με την ίδια απέχθεια μιλάει για τους τυραννικούς δασκάλους της εποχής και περιγράφει τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες παιδείες που έβαζαν στα παιδιά. Ορκισμένος όμως απ’ την αρχή στ' όνομα του θεού να γράψει την αλήθεια, δεν παραλείπει να περιγράψει και να καυτηριάσει τις ληστρικές και ιερόσυλες πράξεις του γέροντα του Σιναΐτη, πρωτοσύγκελου στην Εύβοια, (§ 252, 261, 256, όπου χαρακτηρίζει τα «προσφερόμενα» ως «λείας».)
Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζει και τον ξεσηκωμό των γεωργών, τους αγώνες και τα μαρτύρια των ανθρώπων του εσναφιού και της δουλειάς, τούρκων και ρωμιών (που δεν τους ξεχωρίζει), για το διώξιμο του τυράννου, για το «νέο σύστημα» «οπού ήτον με το μέρος του λαού και της δικαιοσύνης». (§ 119) «διά να γίνεται κάθε χρόνο εκλογή ελευθέρα διά τους κοτζιαμπάσηδες και όχι ως το πρώτο, ως κληρονομικό». (§ 108).
Τα θυμήματα του Σκουζέ σταματούν στα 1796, με τον αποκεφαλισμό του Χατζή Αλή. Τα βιογραφικά του στα 1794, όταν με πολλά βάσανα πέρασε στη Σμύρνη. Συνέχεια δεν υπάρχει, ούτε γράφτηκε, καθώς αποδείχνω στις σημειώσεις μου στο τέλος. Βρέθηκαν όμως δυο παραλλαγές, που προσφέρουν πολλά στοιχεία στο πρωτόγραφο, και το πλουτίζουν. Από τους 329 παραγράφους του χρονικού οι 87 είναι παρμένες απ’ τις ανέκδοτες παραλλαγές και οι 49 συμπληρωμένες με λέξεις, φράσεις και περιόδους, που τις πήρα απ’ αυτές και τις ταίριασα στο πρωτόγραφο, βάζοντάς τες μέσα σε διπλές παρενθέσεις " „. Στο τέλος βρίσκει ο αναγνώστης αναλυτικό κατάλογο των κομματιών και φράσεων, που προέρχονται απ’ τα ανέκδοτα χερόγραφα. Αυτά, βοήθησαν πολύ και στο διάβασμα για πολλές δυσανάγνωστες λέξεις. Το κείμενο του Φιλαδελφέα το ξεσήκωσα μ' εξονυχιστικό κι επίμονο διάβασμα απ’ ευθείας απ’ το πρωτόγραφο κι έτσι συμπλήρωσα όλα τα κενά, τις παραλείψεις κι επανόρθωσα όλες τις γλωσσικές χειροδικίες του Φιλαδελφέα. Ύστερα απ’ την αποκαταστημένη και συμπληρωμένη μορφή, που αποτελεί το βασικό κείμενο, τύπωσα και ξεχωριστά τα δυο ανέκδοτα χερόγραφα για φιλολογική και ιστορική χρήση, μα και για τη λογοτεχνική τους αξία, που μικρή δεν είναι. Τα χερόγραφα αυτά μας δίνουν την περιγραφή του φορολογικού συστήματος, εικόνα της παλιάς Αθήνας, την απαράμοιαστη περιγραφή της μάχης των Αθηναίων ενάντια στην Αρβανιτιά, το νέο Μαραθώνα τους, όπως τη φανταζόταν. Μας δίνουν νέο κείμενο για τα βασανιστήρια των παιδιών στα σκολειά, για τα προικιά της μάνας του, για τις κλησάρισες της Αθήνας, για τον τυραννομάχο Οσμάν Μπέη και το τραγικό τέλος του και ιδίως τα για τον Γιαχόλιορη, ολότελα άγνωστα πριν. Στο τέλος τα περιγράφω και εξετάζω, γιατί γράφτηκαν.
Ο συγγραφέας. Ο Σκουζές ήταν αγράμματος. Συγγένευε με το Μακρυγιάννη, που είχε γυναίκα την ανιψιά του Σκουζέ, κόρη του αδικοσκοτωμένου απ’ τ' αρχοντολόγι της Αθήνας κατά την Επανάσταση αδερφού του Γεωργαντά. Του αφιερώνει ο Μακρυγιάννης στ' Απομνημονεύματά του ένα θαυμάσιο κατεβατό (Απομν. Α. 80), εξαίροντας την τιμιότητα και την παλικαριά του. Κι ο απόγονος του Σκουζέ, ο συγγραφέας των «Περασμένων» κ. Δημήτρης Γ. Σκουζές σ' ένα σημείωμά του (στην Εστία 15 Ιαν. 1931) μιλάει για τη δολοφονία του προγόνου του και για τ' αρρενωπό, αθλητικό του παράστημα. Λοιπόν, ο Μακρυγιάννης στο τέλος του 1840 είχε πια γυρίσει στην Αθήνα και προχωρούσε στο Β' κεφάλαιο των Απομνημονευμάτων του κι αυτό ο πρώτος που θα τόμαθε ήταν ο αδερφός του πεθερού του Παναγής Σκουζές. Ίσως νάκουσε και κομμάτια. Αυτό τον έκανε αγράμματο κι άρρωστο να πιάσει στα γερατειά του την πένα και να γίνει ιστορικός και λογοτέχνης. Κι έγινε! Γιατ' ήταν γεννημένος. Ο σκοπός του ήταν να ιστορήσει τα παιδικά του χρόνια, την τυραννία του Χασεκή, να δώσει μιαν εικόνα της σκλαβωμένης Αθήνας. Αυτό λέει στο προοίμιό του. Και το πραγματοποιεί. Δεν συνέχισε τα βιογραφικά του, γιατί από κει και πέρα όπως θα πίστευε ο Σκουζές, χάνουν το καθολικό τους χαραχτήρα και θα καταντούσαν περιαυτολογία, χωρίς γενικότερο ενδιαφέρον. Ενώ τα μικράτα του ήταν συνταιριασμένα με την κοινή τύχη της πόλης και του έθνους του. Ήταν μάθημα για το πόσο στοιχίζει η λευτεριά.
Αναδρομάρης. Ο Σκουζές δούλεψε στο χρονικό με την ψυχή και την αγάπη αρχαϊκού «αυτοχθονογράφου». Τα χρόνια που λευτερωμένη πια μεγάλωνε η Αθήνα και μόνο στη μνήμη των παλιών ζούσαν τα περασμένα της, ο Σκουζές ήθελε να δείξει από ποια κόλαση βγήκε αυτή η πολιτεία, που έγινε αγνώριστη σαν πρωτεύουσα με παλάτια και δόξες, και πόσους αγώνες έκανε για να κρατηθεί στη ζωή, να γλιτώσει απ’ τα νύχια του αιμοβόρου τυράννου της. Κι ήθελε σαν Αθηναίος παλιός, να δώσει μιαν εικόνα της Παλιάς Αθήνας με τις ενορίες, τις εκκλησίες, τους πυλώνες, τα τείχη, τους ανθρώπους, τη ζωή. Γι' αυτό στέκεται με καμάρι κι ανιστορεί το νέο Μαραθώνα των Αθηναίων στο Χαλάντρι, την ηρωική αντίστασή τους στ' άγρια μπουλούκια της Αρβανιτιάς. Ήταν έργο δικό τους κι όχι του Χατζαλή. Μ' ένα λόγο ο Σκουζές, και στο σκοπό και στην πραγμάτωσή του, μας δίνει το χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυραννίας του Χατζαλή και μέσ’ απ’ τα γεγονότα και μέσ' απ’ τα παιδικά του παθήματα και θυμήματα. Και λέγει μεν πως θα «ιστορήσει τον βίον του», αλλά αμέσως παρακάτω εξηγεί πως δεν πρόκειται να κάνει ξερή αυτοβιογραφία, αλλά ιστορία της τυραννίας, της Αθήνας· «συμπεριλαμβάνω, τονίζει, και τον βίον μου, ομού και τες τυραννίες του Χατζή Αλή και όλες τες δυστυχίες των Αθηναίων... Από τη Σμύρνη και πέρα, η ζωή του Σκουζέ δεν σχετίζεται πια με την Αθήνα και η τυραννία έχει πέσει. Αν ήθελε να συνεχίσει ο Σκουζές και καιρό είχε και συγγραφική ευκολία, γιατί είχε πια νικήσει κοντά στον Μακρυγιάννη όλους τους δισταγμούς της αγραμματοσύνης του κι η πένα του πήρε πια φτερά. Γι' αυτό με τα συμπληρωματικά χερόγραφα, προσπαθεί να πλουτίσει το χρονικό του, χωρίς να το συνεχίζει.
«Θέλω, λέει, ιστορήσει τον βίον μου, εγώ ο ίδιος». Εγώ ο ίδιος! «Εν ονόματι Κυρίου!...». Αυτό που λέει ο Μακρυγιάννης «Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψει την αλήθεια!». Υπάρχει μια βαθύτερη αναγκαιότητα σ' αυτά τα γραψίματα. Στα 1841, που έγραφε το ματωμένο χρονικό του ο Σκουζές, η Βαυαρική τυραννία μάστιζε την πολύπαθη χώρα. Η ιστορική αναδρομή αποτελούσε κοντά στ' άλλα κι ένα μαστίγωμα της τυραννίας, ένα κήρυγμα φιλελευθερίας. Γιατί, στα καλά καθούμενα, δεν θα καταπιανόταν ο Σκουζές με την τυραννία του Χατζή Αλή, ούτε θα περιόριζε το έργο μέσα στα στενά χρονικά της σύνορα. Ο Σκουζές, είχε αστική συνείδηση και σα ναυτικός, έμπορας και τραπεζίτης μισούσε τα τζάκια και τα μαύρα έργα τους. Τα στυγερότερο, ο σκοτωμός του αδερφού του Γεωργαντά. Αυτοί, που συνεργάστηκαν στα παλιά χρόνια με τον Χατζή Αλή, αυτοί βασίλευαν και τώρα, πλούσιοι, δοξασμένοι και δυνατοί. Ο Σκουζές τους ξεγυμνώνει και τους παραδίνει ονομαστικά στην ιστορία. Ο Παναγής Σκουζές είναι αντιστασιακός συγγραφέας,—μας δίνει χρονικό της τουρκομάχας αντίστασης. Αγωνιστής, ο ίδιος γράφει με σκοπό αντιστασιακό, για τα χτυπήσει την απολυταρχική βαυαροφεουδαρχία. Τις ιδέες του Σκουζέ τις διατυπώνει ο ανεψιογαμπρός του Μακρυγιάννης, που πρωτοστατεί στο σηκωμό της Γ' Σεπτεμβρίου. Έχουν λοιπόν μεγάλη πολιτικοκοινωνική αξία τα θυμήματα του Σκουζέ, γι' αυτό έμειναν κι ανέκδοτα τόσα και τόσα χρόνια.
Η ιστορική τους επίσης αξία, είναι αναμφισβήτητη. Φωτίζουν χρόνια σκοτεινά. Και όχι μόνο τα φωτίζουν, παρά και τα ζωντανεύουν λογοτεχνικά. «Τα επί του τυράννου Χατζή Αλή και τα εκ της τυραννίας αυτού δεινοπαθήματα των Αθηναίων, διευκρινίζονται θαυμασίως διά των Απομνημονευμάτων του Σκουζέ», τονίζει ο Φιλαδελφέας, που εδώ βασισμένος, σαν μοναδική πηγή, εξιστορεί όλη την περίοδο. Όποιος θέλει να εξακριβώσει τα γεγονότα μπορεί να διαβάσει το Χρονικά του Μπενιζέλου, τυπωμένο κι αυτό απ’ το Φιλαδελφέα στην Ιστορία του (Β', 263 κπ.), κι εκεί θα δει τη διαφορά του ξερού χρονογράφου απ’ το λογοτέχνη ιστορικό.
Η γλώσσα του Σκουζέ είναι απλή, ζωντανή, παραστατική. Δε φοβάται τη λαϊκή λέξη, τον κοινό τύπο, το δημοτικό σχηματισμό, τη φθογγολογία, ακόμα και τον τζιτακισμό (έτζι, παπούτζια κλπ.) Γράφει: υπόφερναν, φριχτή, πιστοδρόμησαν, Αίγενα, μπροστοφυλακή, ήφεραν, κλείστηκαν, απαντήθηκαν, αποφασίστη της κασελός κλπ.). Κρατάει συχνά την αύξηση, χρησιμοποιεί και τυπικές ή παροιμιακές φράσεις ή πολύχρηστους τύπους απ’ την καθαρεύουσα (οι μείναντες, λέγοντες, απόφασις, κοινότητος, ερχομένου, πανδημεί, η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης, σκέψης γενομένης, μοναστήριον, χαρτζιχάλιον). Χρησιμοποιεί και την τουρκική ορολογία στα πολιτικά και στρατιωτικά. Η γλώσσα του στο σύνολο της είναι λαϊκή, καθαρή δημοτική της κουβέντας, πλούσια σε λέξεις και σχηματισμούς, αβίαστη. Χρησιμοποιεί το τελικό ν. Σπάνια το παραλείπει. Οι παλιοί νόμιζαν, πως το κουδούνισμα του ν στο τέλος της λέξης είναι νόμος του γραψίματος και δείγμα λογιότητας. Ο Σκουζές όμως ούτε στιγμή δεν παρουσιάζεται με την πρόθεση να κάνει το δάσκαλο ή το γραμματισμένο. Δεν είναι Κασομούλης. Γράφει απλά και καθαρά. Με τις αμέτρητες αλλαγές του Φιλαδελφέα, στο τυπικό και φθογγολογικό του Σκουζέ, είχε ζημιωθεί πολύ η γλώσσα του και έδινε μιαν εντύπωση δασκαλίστικης προσπάθειας. Τώρα με την αποκατάστασή της, παίρνει την αληθινή της μορφή, τη χαμένη καθαροσύνη και φυσικάδα της, τον αβίαστο, πολύ αβίαστο χαρακτήρα της.
Το γράψιμό του είναι αβίαστο, όπως η γλώσσα του. Κανένα σβήσιμο, κανένα λάθος, κανένα πρωθύστερο. Τρέχει σα νερό απ’ τη βρύση ο λόγος του. Καμιά διαταραχή της φυσικής σειράς των λέξεων. Μια δυο φορές μόνο σ' όλο το κείμενο αλλάζει η σειρά (π.χ. ο τύραννος κάμνει τι;) Γράφει εύκολα, αλλά πολύ άσκημα, χωρίς τόνους, πνεύματα, χωρίς στίξη, χωρίς κεφαλαία, χωρίς ιδέα ορθογραφίας, χωρίς καλά να χωρίζει τις λέξεις ή ν' ανοίγει προτάσεις. Όλο το έργο του είν' ένα κατεβατό απ’ την αρχή ως το τέλος, χωρίς διακοπή, σαν αρχαία επιγραφή με τα κολλημένα γράμματα. Γράφει και πολύ ψιλά και δυσκολοδιαβάζεται. Χρειάζεται πολύ σκύψιμο για να ξεδιαλύνεις τη λέξη και να σχηματίσεις φράσεις. Στο κείμενο του Φιλαδελφέα έχει περάσει μεγάλο μέρος απ’ αυτή η ανωμαλία κι ανακατωσούρα του πρωτόγραφου. Με το νέο διάβασμα, το χωρισμό, την αυστηρή ερμηνευτική στίξη, ο Σκουζές πήρε θαρρείς νέα μορφή, μια νέα πνοή φύσηξε στο λόγο του, και το ύφος του ξαναβρήκε τα ρυθμό, τον παλμό. Το χου του.
Το ύφος του Σκουζέ είναι λαϊκό, χρωματισμένο, γοργό, παραστατικό, γλυκοσύνθετο. Σκλαβώνει η αφήγησή του. Η σαφήνεια και ο λακωνισμός του είναι άλλο πράμα. Με μια λέξη, με μια φράση δίνει ολάκερη εικόνα. Πού και πού έχει και ειρωνεία και σαρκασμό.
Απ’ την αρχή όμως ως το τέλος το φτουρίζει ο βαθύς πόνος του αφηγητή και η αγάπη του για τα πρόσωπα, πράγματα, περιστατικά που έζησε, το πάθος του για την Αθήνα, πάθος ποιητή, νοσταλγού και πατριώτη. Απ’ την αναστάτωση των αναμνήσεών του, που ξεπηδούν μαζωμένες κι αρμαθιαστές και συνωθούνται μπροστά στην πένα του, η φράση του πνίγεται, γίνεται πολλές φορές ελλειπτική, ανακόλουθη, κοφτή και σπασμένη, (όπως στα 104: Αλλά ο θάνατος του Ασάν Πασιά, επιστήθιου Σιλιχτάραγα και Αθηναίων, οι αλιτήριοι έκαμαν ψεύτικη αναφορά... Και στο 266: Έτζι, βουνά, λαγκάδια, εις το βουνό το Δέλφι της Χαλκίδος, οπού ήτον τραβηγμένοι οι Βλάχοι από τα κάτω μέρη, από την κάψα, η μια στάνη από την άλλην ήτον τρεις ώρες μακριά). Με την στίξη μου και το χωρισμό, πολύ διευκολύνθηκε το διάβασμα κι έστρωσε και ξεμπλέχτηκε. Και οι ανωμαλίες αυτές τονώνουν τα ύφος του και τ' ομορφαίνουν. Το κάνουν πιο φυσικό, ξεχειλιστό στη φράση του. Λυπάται όμως κανείς διαπιστώνοντας τι θησαυρούς έπνιξε η ανήμπορη πένα του, η αγωνιώδικη δυσκολία του να τους αποτυπώσει στα χαρτί. Το ίδιο βλέπουμε και στον Μακρυγιάννη, που κι αυτουνού, όπως και του Σκουζέ τα θυμήματα φαίνονται σαν περιλήψεις πλατύτερου έργου. Η συμπύκνωση όμως αυτή ή μάλλον συμπίεση του λόγου είναι πολύ διδαχτική ως προς το αισθητικό αποτέλεσμά της, γιατί το γοργό και το σύντομο είναι απ’ τα βασικά στοιχεία του καλού ύφους.
Η λογοτεχνική αξία του Σκουζέ κρέμεται απ' το ύφος του. Την παραστατική του δύναμη, που ζωντανεύει και δίνει εικόνα και σε κάνει να ταξιδεύεις μέσα στους κόσμους του. Την αφήγηση την κάνει γλυκοστίβαχτη ο πόνος και τ' άχτι του. Ο Σκουζές δουλεύει σα λογοτέχνης με τη λεπτομέρεια και το κατά μέρος επεισόδιο κι ανοίγει αγναντερά παράθυρα στην ψυχή, δείχνοντάς μας πρόσωπα, πράγματα, τοπία, περιστατικά, παθήματα. Έχει κομμάτια το Χρονικό του απαράμιαστα, που αφήνουν βαθιές χαρακιές, δυνατές εντυπώσεις. Ανοίγουν βάθος και προεκτάσεις στην ψυχή μας. Είναι ζωγράφος και στυλίστας. Μάστορας στη συντομία και σαφήνεια. Αττικός πεζογράφος. Λιτός κι αυστηρός και καθάριος σαν κλασικός.
Το άχτι του. Όποιος διαβάσει το πάθημα του παπά (§ 153— 158) ή τη δυνατή περιγραφή του νέου Μαραθώνα, (§ 37—65) ή την εικόνα της φυλακής με τα μαρτύρια των γυναικών (§ 129—184) το ξεσπιτωμό της Αθήνας (§ 135—144), χαίρεται τη δύναμη και το ρεαλισμό αυτού του αυτοδίδαχτου λαϊκού πεζογράφου. Και πάλι τι χτίσιμο ψυχής υπάρχει στο θάνατο της μάνας του (185—196) ή στα παθήματά του ή στη ζωή του ανάμεσα στους ξωχάρηδες και τσομπάνους της Εύβοιας ή στις νοσταλγικές αναδρομές του για τις εκκλησάρισες (§ 76 κπ.). Κι εκεί που νομίζεις πως πέφτει σε περιαυτολογίες πεζές, εκεί δα είναι που ρίχνει χρυσά ξόμπλια στην αφήγησή του. Τα προικιά της μάνας του τα περιγράφει όπως ο Όμηρος την Ασπίδα του Αχιλλέως —«τα είχε, μας λέει, φιάσει η ίδια και ως νέα τα ήθελε». Εκεί βλέπει ο Σκουζές ένα μέρος της άγιας ψυχής της. Το ίδιο στην περιγραφή της Αθήνας, όπου αραδιάζει τα τείχη και τις εκκλησιές. Υπάρχει μια ποίηση βαθιά σ' αυτές τις περιγραφές, ένα στοιχείο αναπόλησης συγκινητικής, ο πόνος του και το καμάρι του για το σκλαβωμένο Άστυ —την πόλη των θεών, που την πατούσε ο αιμοβόρος τύραννος. Σ’ όλο το χρονικό οι ψυχικές μεταπτώσεις εναλλάσσονται και το καθένα κομμάτι παίρνει δική του ατμόσφαιρα, όλα όμως ενώνονται μ' ένα γερό μίτο: τα άχτι του ενάντια στον τύραννο, το αντιστασιακό του άχτι που (το καταλαβαίνουμε απ’ τις συνθήκες που γράφει) το προβάλλει στην εποχή του, για να χτυπήσει τους σφετεριστές του Εικοσιένα, τους προσκυνημένους, τους λογιότατους και τη βαυαρική τυραννία. Αυτά τα είδε κι ο Τερτσέτης. «Ποία η διδασκαλία σήμερον από τα ακρόαμα των διηγουμένων;» Να μας δείξει, τονίζει, «τι τωόντι κακή Κυβέρνησις και πόσον καταστρέφει ένα τόπον... Η τυραννία προετοίμαζε την ελευθερίαν, ακόνιζε τα άσπλαχνα όπλα της εκδικήσεως... Ας όψεται το φιλοτύραννον της κυβερνήσεως!...» Αυτά γράφτηκαν, για να ξυπνήσουν νέους αγώνες ενάντια στην τυραννία, αγώνες όπως εκείνους που έκαναν οι Αθηναίοι ενάντια στον Χατζή Αλή. «Δεν σου χαρίζει, συμπεραίνει ο Τερτσέτης, άλλος το σκήπτρον, αλλά το κερδίζει η αρετή σου, τα ανδρίκια έργα, το φιλοκίνδυνον της ψυχής, αγώνες σοφίας...» Κάτω λοιπόν απ’ το Χρονικό του Σκουζέ υπάρχει ένα σάλπισμα, που το άκουσε η γενιά της Γ’ Σεπτεμβρίου, το άκουσε ο Τερτσέτης λίγο πριν απ’ τη πτώση του Όθωνα και μένει πάντα καθαρό στη σημασία του.
Στο τέλος έκλεισα το κείμενο του Σκουζέ με τα μικρά λαϊκά χρονικά της τυραννίας του Χατζαλή, τη διήγηση του ναύτη θαλασσοπόρου, την ερμηνεία της παλιάς Αθηναίας, το αφήγημα της Σταματίνας Αδαμή, τη διήγηση του Τερτσέτη, κι ένα κομμάτι απ’ το Χρονικό του Μπενιζέλου. Όλ' αυτά τα κείμενα είναι τεφαρίκια, πολύτιμα αποσώματα και παρακλάδια του Χρονικού της σκλαβωμένης Αθήνας.
Μάης 1948 Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ
Εκδοτικό Σημείωμα Το κείμενο είναι πανομοιότυπα παρμένο ίσα απ’ το χερόγραφο του Σκουζέ, που ορθογραφήθηκε σύμφωνα με τη σημερινή συγχρονισμένη ορθογραφία της δημοτικής και δόθηκε με τη στίξη που ζητούσε το νόημα και το κουβεντιαστο ύψος του συγγραφέα. Και το τελικό ν σα στοιχείο ορθρογραφικό κρατήθηκε ή πετάχτηκε ανάλογα με τη θέση ή τη λειτουργία του.
Όσες λέξεις, φράσεις ή παράγραφοι είναι μέσα σ’ ανωφερικά εισαγωγικά " " είναι παρμένες απ’ τ' ανέκδοτα χερόγραφα, που δόθηκαν κι αυτά πανομοιότυπα μ' ελζεβίρ ύστερ' από το χρονικό (σελ. 107 - 136).
1 Χίλια οχτακόσια σαράντα ένα. Εν ονόματι Κυρίου, θέλω ιστορήσω τον βίον μου, εγώ ο ίδιος. Αλλά πρώτον θέλω αρχίσει την αιτία της δυστυχίας των Αθηναίων, ομού και του πατρός μου, οπού ακολούθησε και η Αθήνα ερήμωσε, και έφυγαν τα τρία πέμπτα των Αθηναίων οπού επήγαν εις Ανατολήν, εις τα νησιά και λοιπά πλησιόχωρα, εξαιτίας της μεγάλης τυραννίας του Χατζή Αλή, Χασεκή ονομαζομένου.
2 Θέλω γράψει τα όσα οι γονείς μου μου είπαν, μέρος, περί του τυράννου, όσα εγώ δεν είδα, μήτε ενθυμούμην ως μικρός, από τα 1772 έως τα 1784 οπού άρχισα να βλέπω και να ενθυμούμαι τα του τυράννου και των οπαδών του.
3 ‘’Ενθυμούμαι από πέντε έξι χρονών έως σήμερον, κατά καλήν σειράν, όλα τα όσα επέρασα και έπαθα και πού επάγησα και εις τι καιρόν ετυράννησε τους Αθηναίους, όλη την επαρχία, ο Χατζή Αλής, χασεκής το αξίωμά του."
4 "Συμπεριλαμβάνω και τον βίον μου, ομού και τες τυραννίες του άνω Χατζή Αλή, και όλες τες δυστυχίες των Αθηναίων οπού εκατερήμωσε την Αθήνα από τα 1772 έως τα 1796, οπού τον εθανάτωσεν η τούρκικη κυβέρνησίς του. Αναφέρνω όλα τα πρακτέα του μέσα εις τον βίον μου και λοιπά, οπού ηκολούθησαν εις αυτούς τους χρόνους, ενθυμιώντας τα κάλλιστα...
5 Εγώ, ο Παναγής Σκουζές, εγεννήθηκα εις Αθήνα, εις τα 1777, "κατά τη σημείωση του πατρός μου" από γονείς αυτίχθων Αθηναίους. Ο πατήρ μου, Δημήτριος του Νικολάου Σκουζέ· η "μητέρα" μου, Σαμαλτάνα, θυγατέρα του Θανάση Λιμπέριου Παναγιωτάτζη· από οικογένειες και οι δύο τάξης δεύτερης. Εκτός από τες δώδεκα οικογένειες των Αθηναίων των αριστοκρατών κοτζιαμπάσηδων, ήτον σχεδόν μια νοικογένεια απόν τες εικοσιτέσερες οικογένειες, οπού οι αριστοκράτες εφοβούντο, ως ευκατάστατους και με ολίγην παιδείαν.
6 Ο πατήρ μου ήτον την τέχνην σαποντζής. Ομοίως ήτον και ο πατήρ της μητρός μου σαποντζής. Ο δε πατήρ του πατρός μου ήτον έμπορος εις τα προϊόντα του τόπου. Οι γονείς μου ήτον χριστιανοί ορθόδοξοι της Ανατολικής εκκλησίας. Έχαιρον υπόληψην, είχον κτήματα και χρήματα. Η επιστήμη του πατρός μου ήτον επικερδής.
7 "Και οι δύο παπούδες μου ήτον σημαντικοί, περισσότερον όμως ήτον πλούσιος ο Σκουζές. Αλλά ύστερον εδυστύχησαν, εξαιτίας της τυραννίας του Χατζή Αλή, όπου ετυράννησε τας Αθήνας χρόνους είκοσι-τέσερους, όπου τόσο εδυστύχησαν οι Αθηναίοι, χώρα και χωριά."
8 "Κατερήμωσε την επαρχία όλη. Έφυγαν τα δύο πέμπτα των Αθηναίων, μην έχοντας πλέον να πληρώσουν τους βαρυτάτους φόρους, αφού τους απογύμνωσε από χρήματα και κάθε διαμαντικό, μαλαγματικό, μπακιρικό, ροχικά."
9 "Και τα κτήματά των επώλησαν εις τον ίδιο τον τύραννο και εις τους οθωμανούς. Όπου αυτοί δεν επλήρωναν δοσίματα, μήτε είχαν τυραννίες, αγγαρείες και τα λοιπά. Οπού οι χριστιανοί υπόφερναν· έφευγαν κρυφίως φαμελικώς εις Ανατολήν, εις τα νησιά Αιγαίου Πελάγου, εις Πελοπόννησο, Σαλαμίνα, Μέγαρα, Θήβα, Λεβαδιά, Χαλκίδα και λοιπά μέρη."
10 "Η Αθήνα, η πόλις, είχε χίλιες πεντακόσιες οικογένειες χριστιανών, τρακόσιες πενήντα οικογένειες Οθωμανών, τα δε χωριά όλα των Αθηνών σχεδόν ήτον έως χίλιες πεντακόσιες οικογένειες, εις αυτή την εποχή, έως οπού ο τύραννος άρχισε τη φριχτή τυραννία από τα 1788 έως τα 1796, χρόνους οχτώ, οπού η κυβέρνησις τον αποκεφάλισε εις το νησίον της Κώος, πλησίον της Ρόδος, αφού κατερήμωσε την επαρχία."
11 "Ήτον και εικοσιπέντε οικογένειες τουρκόγυφτοι, σιδερουργοί όλοι. Ομοίως ήτον έως τρακόσιες τριάντα οικογένειες Αιθίοπες. Έκαμναν ψάθες και σκούπες βούρλινες."
12 Αλλά τώρα, θέλω αρχίσει την αιτία της τυραννίας και δυστυχίας των Αθηναίων, ομού και της οικογενείας μας, τα όσα, ως ανωτέρω είπα, οπού οι γονείς μου μου είπαν πριν γεννηθώ, και τα όσα έως οπού εγώ έγινα έως επτά χρονών, και έκτοτε τα ενθυμούμαι καλά· είναι εις τη μνήμη μου τα όσα ακολούθησαν· και τα όσα έπαθα και επέρασα, και πού επήγα, θέλω τα ιστορήσει.
13 Ήμουν τεσσάρων έως πέντε χρονών. Μόλις και ενθυμούμαι, οπού ο νονός μου Γεωργαντάς Ταμβάκης με ένδυσε· το τι με ένδυσε και το τι του εστείλαμε.
14 Αρχής τυραννίας Χατζή Αλή. Το σύστημα, αξίωμά του χασεκής. Εκατάγετο από τα μέσα μέρη της Ανατολής, ήρθεν εις Κωνσταντινούπολη, ήμπε εις το σαράγι, νέος ων, έλαβε τα μέσα και έγινεν υπηρέτης της Εσμά σουλτάνας, αδελφής του σουλτάν Σελίμη, και θυγατέρας σουλτάν Χαμίτη, "οπού ετότε ήτον εις το θρόνο. Επροχώρεσε εις το παλάτι το βασιλικό, καθώς ετότε οι τούρκοι εύκολα επροχωρούσαν."
2 15 Άδετο λόγος, ότι η Εσμά σουλτάνα αγαπούσε μυστικά" τον Χατζή Αλήν, και είχε με αυτόν περί αφροδισίας, και διά τούτο τον επροβίβασε, τον επλούτηνε, του αγόρασε και της Αθήνας τον μαλιτζιανέ, ως ιδιοκτησία του. Και ελάμβανε αυτός το δέκατο των Αθηνών, όλων των προϊόντων, εκτός των χαρατζιών, το δημοτελωνείον και το δικαστήριον· διότι τα χαράτζια ήτον των γενιτζάρων, το τελωνείον ήτο του χαζινέ, το δικαστήριον του σεχουλισλάμη, του πάπα και πατριάρχη των οσμανλήδων, μουαμετανών.
16 ‘’Εις τα 1772 η Αθήνα επωλήθη, ο μαλιτζιανές ως μούλκιον εις τη δημοπρασία, οπού άλλος την είχε. Ο Χατζή Αλής την αγόρασε με το μέσο της κυρίας και όσα χρήματα του έλειψαν του τα απόσωσεν η αγαπητή του Εσμά Σουλτάνα... Τον αγόρασε τον μαλικιανέ η Εσμά Σουλτάνα και τον εχάρισε εις τον εραστή της Χατζή Αλή, χασεκήν το αξίωμα, διά γρόσια εφτακόσιες πενήντα χιλιάδες, οπού τότε είχε το τάληρο της ρεγγίνας παράδες, "εβδομήντα πέντε" εις τα 1772. "Το δε κολονάτο είχε εβδομήντα. Τόσον εγνώριζαν <και > ετιμούσαν καλλιότερο τη ρεγγίνα".
17 "Αυτή η αγορά του εδιαλάμβανε, να εισπράττει τους προσόδους και φόρους από όλη την Αττική κατά τον κανόνα, με συμφωνίαν οπού έκαμαν οι Αθηναίοι εις τα 1475 οπού υποτάχθησαν εις τους Τούρκους, εις το σιτάρι, κριθάρι και λάδι μόνον. Εις αυτά τα τρία έδι<δαν> φόρο εις τα δέκα, ένα, "εκτός το πυρηνόλαδο, ,ληοκούτσι. Το υστερινό δεν το εδεκάτιζε διόλου".
18 "Εις τα ποτιστικά περιβόλια, αμπέλια, γρασίδια, μπαμπάκια, ριζιάρια, καπνούς, μποστάνια, βίκους, ρόβια, δέκα παράδες το κάθε στρέμμα. Εις το σιτάρι, κριθάρι, άμα είχεν ένας κάμει από δέκα κιλά και απάνω, εκτός από το δέκατο <οπού> επλήρωνε, έδινεν ένα κιλό μόνο, όσην ποσότην και αν είχε κάμει. Το έλεγαν σαλάρια".
19 "Ομοίως και εις το λάδι, έδιδαν εις το ημερούσιον, οπού ελαιοτριβούσαν την κάθαν ημέρα ελιές οκάδες εφτακόσιες πενήντα, εκτός του δεκάτου, μιαν οκά λάδι σαλάρια. Εις το κάθε στρέμμα, παλαιόν, βήματα 1600 τετραγωνικά, δέκα παράδες το στρέμμα και εις ό,τι άλλο είχε μέσα, δεντρικά, όπωρα, λαχανικά, κάθε είδος άλλο, εκτός από κριθάρι, σιτάρι και ελαιόδεντρα".
20 "Το μετάξι, το ψιλό, σαράντα παράδες η οκά. Το χοντρό, είκοσι παράδες. Ο βίκος, το ρόβι, η βρίζα ασύδοτα, δίχως κανένα φόρο. Τα γιδοπρόβατα τρεις παράδες το κεφάλι, ομού και τα νεογέννητα. Και εις κάθε εκατό κεφάλια, τρεις οκάδες βούτυρο και τρεις οκάδες τυρί. Αυτό ελέγετο νόμιστρο".
21 "Τα μελίσσια, τρεις παράδες το ένα και τρεις οκάδες μέλι από κάθε μάντρα, όσα μελίσσια και αν είχε μέσα. Εις τα βελανίδια και άλλα προϊόντα πολλά μικροί φόροι, ολίγα δοσίματα είχαν. Τα κρομμύδια έδιδαν δέκατο. Εις το αραποσίτι ή βρίζαν δεν έδιδαν και <εις> κάτι, αβαρίζια ελέγονταν, πολλά ολίγα".
22 "Αυτά ελάμβανε ο μαλικιανές, ιδιοκτήτης, κατά τη συνθήκη οπού είχαν οι τότε Αθηναίοι, όταν επροσκύνησαν και υποτάχθησαν εις τον Τούρκο, εις τα 1500 μετά Χριστού. Τα δε χαράτζια και τελωνείον έμβαινεν εις τον χαζενέ, ταμείο βασιλικό".
23 "Ο δε ζαμπίτης, οπού εστέλλετο από τη βασιλεία, ήτον ο εκτελεστής διά την ευταξία. Εσύναζε και τα χαράτζια. Σπέντζιες και το δημοτελωνείον ήτον του χαζενέ του βασιλικού, των εισοδημάτων".
24 ‘’Δικαστήριον ήτον του αρχηγού της θρησκείας των τούρκων Σεχισλάμη, της Κωσταντινουπόλεως. Επλήρωνε δέκα τοις εκατό, όποιος ελάμβανε χρήματα από τον άλλο, διά την είσπραξην".
25 "Το δημοτελωνείον οι χριστιανοί προς πέντε εις τα εκατό, οι τούρκοι προς τρία. Τα χαράτζια ολίγοι σημαντικοί, τονέλι λεγόμενον, επλήρωναν γρόσια πέντε. Το δεύτερον, λεγόμενον εφσάτι, προς γρόσια τρία. Το τρίτο, εξήντα παράδες".
26 "Από δέκα χρονών και απάνω εμάζευαν τα παιδιά και εμετρούσαν το γύρο του λαιμού των με διπλό σπάγκο. Και τη μιαν άκρη έδεναν κόμπο και το παιδί εδάγκανε τον κόμπο· και άνοιγαν το διπλό σπάγκο και αν επέρναγε από το κεφάλι του παιδιού, αρχίναγε να πληρώνει το τρίτο χαράτζι. Αν δεν επερνούσε, δεν επλήρωνε. Πάλε το εμετρούσαν, τον άλλο χρόνο".
27 "Είχαν ένα δόσιμο ξεχωριστό. Αυτό ονομάζετο κατάστιχο. Αυτά ήτον ξεχωριστά έξοδα της Πόλεως, του Μεζιλχανέ διά τους Ταταρέους, οπού ερχόνταν από Κωνσταντινούπολη διά κάθε υπόθεση, βασιλική προσταγή και τα λοιπά, να τους πηγαίνουν οπίσω έως Χαλκίδα ή έως Θήβα ή έως Κόρινθο, όπου το καλούσε η ανάγκη διά τόκους της Πόλεως, χρέη, παλαιά η νέα, οπού όταν δεν εγίνονταν ευκαρπία δεν έριχναν το όλο έξοδο και εσήκωναν δάνεια και με την ευκαρπία τα επλήρωναν διά τον πασιά της Έπαχτου, ένα κανονικό κάθε χρόνο, διά ογδόντα λοφέδες, μιστούς διά την ευταξία και λοιπές υπηρεσίες, να τους μεταχειρίζονται και τα λοιπά. Αυτό το δόσιμο το επλήρωναν χώρα και χωριά, αναλόγως της καταστάσεώς του ο καθένας".
28 Ο Χατζή Αλής, χάριν περιεργείας, ήρθεν εις Αθήνας —να παρατηρήσει την επαρχία και ιδιοκτησία του, τας Αθήνας· όθεν ετρώθη εις αυτήν ως απόκτησην από ερωμένην, ετρώθη εις έργον έρωτος, έρωταν απολαύσεως. Εκάθισεν ο ίδιος και να διοικεί ως διοικητής, το αξίωμα ζαμπίτης.
29 Ηύρε κόλακας τους αριστοκράτας των Αθηνών, τους έκαμεν φίλους και οπαδούς· με δυο τρεις Οθωμανούς ήρχισε να τυραννεί. "Έκάθισε τρεις χρόνους. Επήρε και το ζαμπιτλίκι, βοΐβοτλίκι, εκτελεστικόν της ευταξίας και τα λοιπά. Άρχισε να χτίζει, να αγοράζει υποστατικά και λοιπά· και άρχισε τας αγγαρείας".
30 Οι Αθηναίοι αισθάνθηκαν την τυραννία, ομίλησαν των άνω αριστοκρατών και κοτζιαμπάσηοων, αλλά ματαίως. Έκαμαν αγωγή εις Κωσταντινόπολη, μερικώς τα εικοσιτέσαρα σπίτια, σημαντικοί νοικοκυρέοι. Η καρδιά των Αθηναίων ήτον αυτή μετά των ηγουμένων και μητροπολίτου των Αθηνών και μετά μερικών χωρικών σημαντικών, κρυφίως, από τους δώδεκα αριστοκράτας κοτζιαπάσηδες τυράννους· η αγωγή ήτον, ότι αυτός να φύγει από τας Αθήνας, ο Χατζή Αλής, και ας στείλει άλλον, και αυτός ας καθίσει εις Κωσταντινόπολην.
31 Έτζι το χαρτζιχάλιον, αναφορά, έγραφεν, οπού έδωσαν εις την Εσμά Σουλτάνα και εις το τοβλέτι αυτό· και η Εσμά Σουλτάνα είχεν ευχαρίστηση, να ξαναϊδεί τον εραστή της. Εύκολα έγινε. Ετραβήχθη ο τύραννος εις Κωσταντινόπολην, αλλά άφησε άλλον εις τη θέση του, εις τας Αθήνας· και έγινε, ως τον εδιάταξεν, η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Υπόφεραν οι Αθηναίοι πολλά.
32 Πάλε έκαμαν δευτέραν αγωγήν εις το τοβλέτι διά τας καταχρήσεις του επιτηρητού του Χατζή Αλή, ομοίως επήγαν και εις τον ίδιο. Και επροφασίστη, ότι αυτός του έχει διαταγή να φυλάγει καλά τους ραγιάδες και να μην κάμνει αδικίες, αλλά αυτά οπού αυτός κάμνει είναι καταχρήσεις εδικές του και είναι και κακός άνθρωπος, και τρόπον τινά πολλά του κακοφαίνεται εις τα τρέχοντα, και πως θα του χαλάσει τον τόπο, και πως αυτοί οι Αθηναίοι είναι η αιτία οπού έκαμαν την πρώτη αγωγή της εξώσεώς του. Αλλά, αν θέλουν, οι Αθηναίοι, να κάμουν αγωγή, να τον ζητήσουν πάλε τον Χατζή Αλήν οπίσω.
33 Τους υποσχέθη, ότι θέλει τους διοικήσει ορθώς, και θέλει εισπράξει κατά το κουράνι, το ευαγγέλιο του, και καθώς διαλαμβάνει και η αγορά της ιδιοκτησίας, οπού έχει από το τοβλέτι να εισπράττει, και θέλει βοηθήσει τους Αθηναίους και θέλει φέρει εις Αθήνας μερικές οικογένειες, οπού ήτον φευγάτες από τας Αθήνας από την τυραννία, και τα λοιπά.
34 Οι επίτροποι των Αθηναίων έγραψαν εις Αθήνας των συμπολιτών τους αυτά. Σκέψης γενομένης, έκαμαν, των δύον κακών γενομένων, το μη χείρον βέλτιστον· ας προσπέσομε πάλε εις τον πρώτο τύραννο, ως ιδιοκτήτην. Τού έγραψαν ορθόν γράμμα και του έστειλαν όλοι ομού πανδημεί υπογεγραμμένοι, λέγοντάς του ότι αυτός δεν είναι ως οι ηζαμπιτάδες, οπού κάμνουν έναν και δύο χρόνους, κάμνουν τυραννίες, και ύστερον ό,τι να γένει η πόλης αυτή, ας γένει· ας ερημώσει.
35 Αλλά αυτός, όταν ο τόπος, η επαρχία ερημώσει, είναι εζημία του, δεν έχει πλέον απόλαυσην ως ιδιοκτήτης διά πάντα· και τέλος, να μην γένει σεπέπι, αίτιος, μιας πόλεως παλαιάς, καταστροφής, και τότες, και το τοβλέτι θέλει το μάθει, και θέλει δώσει λόγον αυτός ως μαλικιανέ σαϊπής. Τούτα του έγραψαν ελευθέρως οι Αθηναίοι, καλές συμβουλές, γυμνή την αλήθεια, και έγραψαν χαρτζιχάλιον εις το τοβλέτι, να τον δεχθούν πάλε.
36 Ερχάμενος εις τας Αθήνας, εκαλοέπιασε τους Αθηναίους, έδειξεν ένα μικρό λογαριασμό των εξόδων του, οπού τον έξωσαν, οπού τον ακολούθησαν εξαιτίας τους, και, ως δίκαιον, να του τα πληρώσουν, γρόσια εξήντα χιλιάδες. Οι Αθηναίοι του έκαμαν ομολογία, και μετά καιρόν του τα επλήρωσαν.
37 Εις αυτό τον καιρό, εφοβέριζεν η Αρβανιτιά, διά να κατέβουν εις Αθήνα, να λεηλατήσουν τας Αθήνας από πάθος, οπού εσκότωσαν τους γονείς τους και συγγενείς τους, εις τα Τερβένια, οι Κουντουριώτες Αθηναίοι και λοιποί, και έλαβαν όλους τους θησαυρούς τους, οπού είχαν γδύσει όλην την Πελοπόνησο.
38 Και εστάλθη ο στόλος ο θαλάσσιος όλος, ο τούρκικος, εις Πελοπόννησο, εις το Νάπλιον. Και έβγαλαν τους Αλβανούς από όλη την Πελοπόννησο, οπού ήτον κάποιος Μουρτοχάμιζας επικεφαλής, συμποσούμενοι όλοι έως εικοσιπέντε χιλιάδες.
39 Και είχαν κατατυραννήσει την Πελοπόννησο, αφόντας επήγαν διά την αιτίαν οπού εσήκωσαν μερικές επαρχίες επανάσταση, οπού ήρθαν ρώσικα πλοία από τον Αρχάγγελο και έκαψαν και τον τούρκικο στόλο εις τον Τζεσμέ, αντίκρυ της Χιός. Διά τούτο εμβήκε η Αρβανιτιά εις Πελοπόννησο και την ελεηλάτησε, εσκλάβωσε, έθυσε και απώλεσε.
40 Ύστερον από τόσους χρόνους, ήκουσε το τολβέτι τα παράπονα των Πελοποννησίων, και έστειλε το στόλο και εξέδωκε διάταγμα, τούρκοι και χριστιανοί να τους βαρέσουν. Και τους έσπρωξαν από την Πελοπόννησο. Περνώντας από τα Τερβένια, οι Κουντουριώτες Αθηναίοι και λοιποί, αποκαμωμένοι όντες από τόσους πολέμους εις Πελοπόννησο, τους εκτύπησαν· και μόλις, από τες εικοσιπέντε χιλιάδες, επήγαν εις Αρβανιτιά πέντε-έξι χιλιάδες.
41 Ύστερον από ολίγους χρόνους έκαμαν αυτό το κίμα, όχι όμως σημαντικό, και όχι διά την Πελοπόννησο, αλλά διά τας Αθήνας, αλλά απέτυχαν. Ήλθαν από το μέρος του Καλάμου, ήλθαν έως Κηβισιά, Μαρούσι, και έως το Χαλάντρι.
41 "Εις τα 1776, ένας αλβανός, Γιαχόλιορης ονομαζόμενος, ήτον εις τη δούλεψη της Πόρτας του ζαμπίτη, με εξήντα αλβανούς. Έκαμε τον αρχηγό εις αυτουνούς. Τον είχε η πολιτεία, με το μιστό, διά την ευταξία και λοιπές υπηρεσίες της επαρχίας Αθηνών. Εφύλαττε έως τα σύνορα της Αττικής, ως μεϊντάνμπασης λεγόμενος. "Έζητούσε <πάλι> το μεϊντανμπασλίκι, τη φύλαξη των ορίων της Αττικής και χωρίων, ως καπετανάτο".
43 "Ο Χασεκής και οι Αθηναίοι δεν το εδέχθηκαν, αλλά είχαν εντόπιο, και εφύλαττε με πενήντα-εξήντα έως ογδόντα ανθρώπους. Κάποτε έβγαινε ένα γύρο προς ασφάλειαν όλης της επαρχίας, ομοίως και της πόλεως μέσα. Αυτοί οι ογδόντα ήτον κανονικοί. Τα δυο μερίδια ήτον αλβανοί και το ένα μερίδιο εντόπιοι, τούρκοι όλοι".
44 "Αυτούς τους επλήρωνεν η επαρχία προς γρόσια πέντε το μήνα και μισή οκά ψωμί την ημέρα τον καθένα, όχι άλλο. Αυτοί εφύλατταν όλη την επαρχία, μέσα και έξω, τη ζωή των ανθρώπων, την τιμή και την κατάσταση και κάθε ευταξία. Και διά κάθε είσπραξη, βασιλική, ή της κοινότητος, ήτον, εις αυτούς τους ογδόντα, δύο επικεφαλής".
45 "Ο ένας, ευρίσκονταν εις την πόλη με τους ήμισης. Ονομάζετον μπελούκμπασης. Ο δε άλλος, διά τα έξω, με τους άλλους ήμισης. Ονομάζετον μεϊντάνμπασης. Τα έξω μέρη της Αθήνας, τα χωριά, εδιαιρούντο εις δύο. Τα ανατολικομεσημβρινά μέρη, χωριά, ονομάζοντο Μεσόγεια. Τα αρκτοδυτικά, ονομάζοντο Κατάδημα".
46 "Αυτός ο αλβανός Γιαχόλιορης είχε προ χρόνων χρηματίσει μεϊντάμπασης, επικεφαλής, και είχε θησαυρίσει. Και με τον ερχομό του Χατζή Αλή, τον έξωσαν. Αυτός εματαχειρίστη, να το λάβει στανικώς και να λεηλατήσει και τας Αθήνας, χώρα και χωριά. Ο Χασεκής, σύμφωνος με τους άρχοντες, τον απέβαλαν από την υπερεσία".
47 "Αυτός, συνηθισμένος εις αυτή τη δόξα και απόλαυση και φθόνο, οπού τον έξωσαν και έβαλαν εις τη θέση του εντόπιο, έχοντας απόκτηση καλή, πηγαίνει εις τα μέρη της Αρβανιτιάς και συνάζει έως εφτακόσιους πενήντα, αλβανούς και άνω, διά να έλθει να λεηλατήσει τας Αθήνας. Έτζι, έως να έλθει εις τα σύνορα των Αθηνών, τους κάμνει έως χίλιους. Όθεν επέρναγεν, εσύναζε. Τον ακολουθούσαν διά πλιάτζικα".
48 "Ήλθεν έως τον Κάλαμο, χωρίον, νυν δήμος Πειρεύς. Οι Αθηναίοι το έμαθαν αυτό προ ημερών, αλλά δεν το επίστευαν, να κάμει τόση συσωμάτωση. Άμα ήλθε έως Λεβαδιάν, σκέψης γενομένης, ετοιμάστηκαν διά τον εχθρό, τούρκοι και χριστιανοί".
49 "Ευθύς ο Χασεκής στέλνει εις Λάλαν της Πελοποννήσου και φέρνει εξήντα Λαλιώτες. Στέλνει και εις Κάρυστο και φέρνει άλλους τόσους Καρυστινέους, τούρκοι όλοι".
50 "Ο Γιαχόλιορης με τους χίλιους του και ηπέτζεινα, οπού τον ακολούθησαν και από Λειβαδιά και Θήβα όσοι Αλβανοί αυτού ευρίσκονταν, άλλοι εις δούλεψη και άλλοι οπού ετόκιζαν, με τριάντα έως πενήντα τα εκατό το χρόνο, τα χρήματά τους, βλέποντας με τόση δύναμη τον Γιαχόλιορη, ακολούθησαν διά τα πλιάτζικα και ίσως ύστερον είχαν και κατά νουν διά σφαγήν και σκλαβιάν, αν ενικούσαν. Εκεί ήθελεν καταντήσει. Και έτσι έγιναν σχεδόν χίλιοι πεντακόσιοι".
51 "Ο Γιαχόλιορης <λοιπόν> με τους χίλιους του και επέτζεινας, δεν ήλθε από το μέρος Κουντουρό του Σαρανταπόταμου, ως δυσδιάβατο μέρος "από τα στενά", αλλά ήλθε από το μέρος του Ωροπού, "του Καλάμου", οπού δεν ήτον δύσβατος τόπος".
52 Τέλος, ήλθε έως Τζηβισιά, εξαπλώθη έως Μαρούσι, Χαλάντρι και έλεγε να εισβάλει εις την πόλη διά νυχτός’’.
53 Τότε οι Αθηναίοι "άρχοντες και νοικοκυραίοι" έδωσαν συμβουλή του Χατζή Αλή, να μην περιμείνουν να τους περικυκλώσουν εις την πόλη, "διότι διά νυχτός ημπορεί να εισβάλει εις την πόλη και τότε η πόλη θα πυρποληθεί και άλλα επακόλουθα", αλλά να πάνε να τους κτυπήσουν τη μπροστοφυλακή τους, οπού δεν είναι ακόμης όλοι συσωματωμένοι· οπού εσυμποσούντο όλοι, έως τρεις χιλιάδες. Επί κεφαλής των τριών χιλιάδων αλβανών ο Γιαχόλιορης.
54 "Οι άρχοντες, προεστοί, είπαν του Χατζή Αλή, να μην περιμείνουν τους εχθρούς εις την πόλην, ως ατείχιστη τότες, αλλά να πάνε κατεπάνω των εχθρών, καθώς μια φορά έκαμαν οι Αθηναίοι, εις Μαραθώνα, των Περσών".
55 "Ετοιμάσθηκαν όλοι οι Αθηναίοι, τούρκοι και χριστιανοί. Οι τούρκοι επήγαν τα γυναικόπαιδά τους, όλες τες φαμελιές τους, εις την Ακρόπολη, με τα καλλιότερα ειδίσματά τους, οπού μόλις τους εχώρεσε. Ήτον έως τρακόσιες εβδομήντα οικογένειες. Ήτον και τριάντα οικογένειες Αιθίοπες και άλλες τριάντα οικογένειες τουρκόγυφτοι· <ως> τόσο και οι Αιθίοπες ήτον τούρκοι".
56 "Οι δε φαμελιές των χριστιανών επήγαν εις Σαλαμίνα και μέρος εις Αίγενα, 'μη χωρώντας η Ακρόπολη όλες τες φαμελιές,. Η πόλη δεν ήτον ετότε τοιχογυρισμένη.»
57 «Ο Γιαχόλιορης εμήνυσε από Τζηβισιά, να του κάμουν κονάκια εις Αθήνα οι Αθηναίοι. Του εμήνυσαν ότι έχουν έτοιμα βόλια και μπαρούτι. Ο Χατζή Αλής έδωσε γνώμη, να αρματώσουν όλα τα δυνατά οσπίτια και πύργους οι Αθηναίοι. Πάλε του έδωσαν γνώμη, να κτυπήσουν τον εχθρό έξω από την πόλη, μην έμπει και φωλεύσει. Του είπαν την ιστορία των πολέμων του Μαραθώνος με του Ξέρξου <τα μπουλούκια >.
58 "Έτζι λοιπόν, έγινεν απόφασις. Είχαν οι Αθηναίοι ετοιμάσει έως εκατό πενήντα ιππείς και έως χίλιους πεζούς "και κινούν". Σχεδόν ήτον οι μισοί τούρκοι και οι μισοί χριστιανοί. Απαντήθηκαν εις το Ψυχικό, η μπροστοφυλακή των δύο μερών".
59 "Το πλήθος των Αλβανών ήτον ακόμη εις Τζηβισιάν. Κτυπώντας τους, τζακίζουν τους Αλβανούς. Χώνονται εις το χωρίον Χαλάντρι. Κλείνονται εις μερικούς πύργους, έως τρακόσιοι τον αριθμό. Είχαν πιάσει όλα τα χαμόσπιτα και τρεις μεγάλους πύργους".
60 "Έκεί μένουν ένα μέρος των Αθηναίων. Τους πολεμούν. Άλλους εσκότωσαν, άλλους έσφαξαν, τους δε εις τους πύργους τους έλεγαν, να παραδοθούν. Αυτοί δεν ήθελαν. Επερίμεναν από Μαρούσι και Τζηβισιά τον αρχηγό τους Γιαχόλιορη, αλλά οι Αθηναίοι, έμεινεν το τρίτο μέρος εις Χαλάντρι, οι δε ιππείς και λοιποί ετράβηξαν προς το Μαρούσι και Τζηβισιά".
61 "Μετά ολίγον, οι μείναντες εις Χαλάντρι Αθηναίοι ήφεραν κλαδιά και έβαλαν εις τις πόρτες των πύργων και άναψαν φωτιά". Βάζουν φωτιά εις δύο πύργους και τους καίγουν. Τους δε λοιπούς, όπου ήτον εις μικρόσπιτα, τους εκατέσφαξαν, άλλοι οπισθοδρόμησαν. Και τουφεκίζοντας εις τα παράθυρα ολόγυρα τους έκαυσαν. Μόλις <το> ήμιση του Χαλαντρίου έφυγεν εις Τζηβισιά.
62 "Τότες και του Χαλαντρίου οι μείναντες Αθηναίοι ετράβηξαν προς Μαρούσι έως Τζηβισιάν". Έσμιξαν όλοι οι Αθηναίοι. Τους έβαλαν εμπρός τους αλβανούς. Τους βγάζουν από το Μαρούσι και Τζηβισιά, τους βάζουν όλους εις φυγήν έως το ρεύμα Φασίδερη, δυο ώρες απάνω από την Τζηβισιά, έξω από το σύνορο της Αττικής".
63 Τέλος τους εχάλασαν, σκοτώνοντας και πιάνοντας ζωντανούς έως το ρεύμα Φασίδερη. Εκατάλυσαν το ένα τέταρτο μέρος "από όλον αυτό το σώμα" των τριών χιλιάδων. "Τελειωμένης της νίκης, οι επίλοιποι, <απ’> εκεί έφυγαν εις Αρβανιτιά τα δυο τρίτα, οπού έμειναν μετά τη νίκη των Αλβανών", φοβερίζοντας να κατεβούν περισσότεροι.
64 "Ο Χασεκής με τους άρχοντες έκαμαν σκέψη, να τειχίσουν την πόλη, διότι ο Γιαχόλιορης εφοβέριζε να ξανακατέβει εις Αθήνα από Αρβανιτιά, διά να πάρουν οπίσω των φονευμένων το αίμας και να λεηλατήσουν και να σκλαβώσουν".[1]
65 Τότες οι Αθηναίοι εστοχάστηκαν και επρότειναν εις τον Χατζή Αλή, ότι το κίνημα οπού τον εσυμβούλεψαν και εκτύπησαν τους εχθρούς έξω από την πόλη, έτζι έκαμαν και οι παλαιοί Αθηναίοι ερχομένου εις Μαραθώνα του βαρβάρου, διά να υποτάξει τας Αθήνας· του εδιηγήθηκαν την ιστορία, του είπαν και εις το μετέπειτα, οπού ανάκτισαν τα τείχη, καθώς και ο Ξέρξης εφοβέριζεν εις το μετέπειτα, ούτως φοβερίζουν και οι Αλβανοί.
66 "Όθεν λοιπόν, σκέψης γενομένης,[2] ο Χατζή Αλής με τους Αθηναίους, αποφάσισαν και, μέσα εις τρεις μήνες, ετείχισαν όλη την πόλη, αφήνοντας εις τον περίβολο αρκετά χωράφια μέσα, αρχινώντας από την Ακρόπολη, από το ναό του Βάκχου, φέρνοντας γύρου όλη την πόλη, βάζοντας μέσα και το ναό του Θησέως, έως τον παλαιόν Άρειον Πάγος, απάνω από τους βράχους, το έσμιξαν εις την Ακρόπολη, έμπροστεν των Προπυλαίων".
67 "Προς μεσημβρινά της Ακροπόλεως ήτον ο περίβολος Σαρπετζιέ, αι κάμαρες του θεάτρου με πέντε πόρτες, προς μεσημβρία, μια η αρβανίτικη λεγομένη 'της Πλάκας' με το να ήτον προς εκείνο το μέρος όλο Αρβανίτες, οι Πλακιώτες. Σήμερον είναι το νοσοκομείο των Στρατιωτικών και του Μακρυγιάννη".
68 "Η <άλλη> των Μεσογείων ελέγονταν Καλή προς ανατολάς, με το να έμβαιναν όλα τα χωριά των Μεσογείων από εκεί. Πλησίον του βασιλικού παλατιού η τρίτη, των αγίων Αποστόλων, προς άρκτον, με το να ήτον πλησίον, μια εκκλησιά, των αγίων Αποστόλων. Σήμερον είναι πλησίον τα πυροβόλα".
69 "Η τέταρτη, η γύφτικη, προς μαΐστρον εις την σαχτοθήκην πλησίον. Ήτον και οι γύφτοι, σιδερουργοί, πλησίον. Η πέμπτη προς τον γαρμπήν, δυτικομεσημβρινά, του Μαντραβίλη. Ήτον και άλλη μία εις την ακρόπολη, του Καραμπαμπά, οπού επήγαιναν τους νεκρούς Οθωμανούς εις το νεκροταφείο".
70 "Ήτον εκεί πλησίον ενούς <εις> μιαν οικία, του Μαντραβίλη ονομάζετον, μια νοικογένεια αρβανίτες, κάλλιστη. Είχε και μιαν επιτηδειότηταν αυτή η οικογένεια πατροπαράδοτη. Άμα ήθελε πάθει κανένας πολίτης, να εβγάλει το χέρι του, πόδι του, πλάτη του από πέσιμο ή στρακούλισμα, χώρα, χωριά, χριστιανοί, τούρκοι, και τα ζώα, ευθύς, έκραζαν έναν από εκείνην την οικογένεια και το εδιόρθωνε εις τον τόπο του, αμιστί, μόνο με ένα κέρασμα κρασί ή ρακί."
71 "Εις την εργασία <του τοιχογυρισμού> ήτον όλη η πόλη, ομού και τα χωριά· όλα τα εσινάφια εσφάλισαν τα εργαστήρια· όλοι, ομού και οι τούρκοι, εστέκοντο εις επιστασίες".
72 "Έκαμε πέντε πόρτες. Το ύψος του τοίχου ήτον τέσσερες πήχες με παλαίστρες, και εις κάθε διακόσια βήματα ένα μπούρτζι, εβγαλμένο με παλαίστρες".
73 "Όλόγυρα, ο περίβολος ήτον μεγαλότατος. Είχε περικλείσει μέσα, γύρωθεν, και χωράφια. Όλη η περιφέρεια, και όπιστεν της Ακροπόλεως, ήτον έως έξε μίλια γύρος και ηπέτζεινα, δυο ώρες".
74 Η Αθήνα είχε χίλιες πεντακόσιες οικογένειες χριστιανών, τρακόσιες εβδομήντα πέντε τούρκων, τριάντα οικογένειες Αιθίοπες, μαύροι, εικοσιπέντε οικογένειες τουρκόγυφτοι, σιδερουργοί.
75 Η πόλις Αθήνα είχε τριάντα έξι ενορίες, εφημερίες. Αυτές οι τριανταέξι ενορίες, "οι κάτωθεν μαχαλάδες", ήτον: Υπαπαντή, Βλασαρού, Ασώματος Σκαλιά, Μεγάλο Μοναστήρι, Άγιοι Απόστολοι, Άγιος Θωμάς, Άγιος Φίλιππος, Χριστοκοπίδι, Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Νικόλαος του Χτενά, η Αγία, Μεγάλη Παναγία, Άγιοι Ανάργυροι, Πρόδρομος, Άγιος Δημήτριος ο Νέος, Χρυσοσπηλαιώτισσα, Καμνικαρέα, Ρόμπη, Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Γεώργιος Καρύτζης, Καλογρηώνη, Γοργοπηκό, Αγγέλου, Ροδατζιό, Κοτάτζη Σωτήρας, Δικαίας, Καντήλη, Ραγκαβά, Χειλά, Αγία Ειρήνη, Καθολικό, Πελεκαρίχι, Άγιος Ιωάννης Μαγκούτη, Άγιος Δημήτριος Κατηφόρος, αγία Ελεούσα.
76 "Αύται όλαι οι εκκλησίες είχαν περίβολο. Μέσα εις τον περίβολο είχον κελιά, μικρά οσπιτάκια, από οκτώ, δέκα έως δεκαπέντε και μερικές έως είκοσι και εικοσιπέντε. Η κάθε εκκλησία είχε τον επίτροπό της και μια γυναίκα, περασμένη εις τους χρόνους, ελεγόταν κλησάρισα".
77 "Αυτή εκατοικούσε μέσα εις ένα κελίον, εσκούπιζε την εκκλησία, άναφτε τις κανδήλες και τα λοιπά. Εσήμαινε τις πόρτες των ενοριτών με μια ματζούκα, έστοντας <να> εσηκώνοντο νύχτα και ελειτουργούσαν. Η κάθε εκκλησία είχεν από έναν εφημέριον. Μερικές μεγάλες ενορίες είχον βοηθό διάκο".
78 "Τα άλλα κελιά, εκάθονταν πτωχοί, οπού δεν είχαν σπίτια και εδυστυχούσαν. Επήγαιναν εκεί και εκάθονταν, και οι ενορίτες τους εμεταχειρίζονταν, τόσον τους άνδρες αυτούς, καθώς και τας γυναίκας, εις τες έξω και μέσα δουλειές των, και εζούσαν".
79 "Τους αδυνάτους, τους έστελναν όλοι οι ενορίται ό,τι επροαιρείτο ο κάθε ενορίτης. Ψωμί, ολίγο λάδι, ελιές, φαγί, ξύλα και τα λοιπά. Αυτές τις γυναίκες οι ενορίτισσες τις εμεταχειρίζονταν ως προσωρινές υπηρέτισσες εις θελήματα και άλλες δουλειές, μπαμπάκια, νήματα".
80 "Έστοντας οι Αθηναίοι πολλά ολίγα σπίτια, είχαν υπηρέτισσες και κάθε ενορίτισσα οπού είχε ανάγκη διά υπηρεσίας, έξω και μέσα του οσπιτιού προσωρινώς, εμεταχερίζονταν από αυτές· νήματα να γνέσουν, μετάξια και υφάσματα πανιών και κάβε άλλη εργασία".
81 "Τον καιρό του ελαιώνος, να μαζεύουν ελιές εις τους αγρούς, σκάλος και λοιπές εργασίες ελαφρές έξω, τρύγος και άλλα. Και εζούσαν οι πτωχοί ακτήμονες και άοικοι γέροι, γριές, δίχως να υπάγει κανένας να διακονεύει".
82 "Ήταν και ένα συνήθειο εις Αθήνα· οι άρχοντες προεστοί, εις την παραμονή των Χριστουγέννων και εις την Ανάσταση του Χριστού, εδιόριζαν δύο νοικοκυρέους και έναν κληρικό και τους έδιδαν την άδεια να περιέλθουν τα εσινάφια και όλη την πόλη, να συνάξουν ό,τι προαιρείται ο καθένας. Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών, να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας. Ομοίως και τα μοναστήρια, οι γούμενοι και οι εν καταστάσει πατέρες".
83 ''Και <μ'> αυτά τα συναγμένα αγόραζαν παπούτζια, μανδήλια διά τες γυναίκες, φέσια και λοιπά, και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τες ενορίες και εις μερικούς ευγενείς ξεπεσμένους, οπού είχαν δυστυχήσει και τους είχε μείνει μόνο ένα σπίτι, οπού εκατοικούσαν ή και κανένα υποστατικό μικρό, και, ασυνήθιστοι να εργάζονται, υστερούντο".
84 "Όλες οι ενορίες, εφημερίες, είχαν αφιερώματα από τους κατά καιρόν ενορίτας, ελαιόδεντρα, ως επί το πλείστον, και κάτι ολίγα χωράφια. Είχεν η κάθε ενορία από εκατό ελαιόδεντρα και απάνω, έως διακόσια και περιπλέον. Πολλά ολίγες ενορίες είχαν κάτω από τις εκατό ρίζες. Μερικές είχαν και αργαστήρια εις το παζάρι, αγοράν. Είχαν και κάτι μικρούς κήπους".
85 "Ο κάθε χριστιανός αφιέρωνε ό,τι επροαιρείτο προς στολισμόν και φωτισμόν της εκκλησίας και προς βοήθειαν των πτωχών, κατοικούντων εις τα κελιά. Και έτζι δεν ήτον εις την πόλη εντόπιοι ζήτουλες, παρά κάτι ξένους <έβλεπες πού και πού>".
86 "Μήτε επήγαιναν οι πτωχοί Αθηναίοι άλλου, να διακονέψουν, έχοντας εις Αθήνα αυτούς τους τρόπους, εζούσαν υπέρ τας χιλίας ψυχάς μέσα εις τας ενορίας. Έτζι, εγίνοντο και καλόγριες πάμπολλες, οπού δεν ηπαντρεύοντο. Εν ενί λόγω, εις κάθε ενορία μέσα, όλα τα κελιά ήταν γεμάτα και εργάζοντο κάθε εργασία".
87 "Ήταν και της αγίας Φιλοθέης ο άγιος Αντρέας μέσα εις την πόλη, οπού εμόναζαν τόσες παρθένες καλόγριες και εζούσαν με τα ερχόχειρά τους και μέρος από τα εισοδήματα των υποστατικών της αγίας Φιλοθέης, οπού είχε έως χίλια διακόσια πενήντα ελαιόδεντρα, την Καλογρέζα, το τζιφλίκι, έως πέντε ζευγαριών γης, και το περιβόλι με το νερό, τρεχάμενο, και εις τα Πατήσια άλλο περιβόλι, και άλλα πρόβατα και λοιπά κτήματα. Κάθε χρόνο εόρταζαν της αγίας Φιλοθέης εις το ναό της, τον Άγιο Αντρέα, οπού είχε κτίσει η ίδια".
88 "Η πόλις Αθήνα είχε τριάντα έξε ενορίες, εφημερίες <όπως είπαμε>. Τα τούρκικα σπίτια ήταν το ήμιση συσσωματωμένα και τα άλλα ήμιση περιπλεγμένα με τα χριστιανικά. Επερνούσαν ήσυχα οι τούρκοι με τους χριστιανούς".
89 "Το ένα τρίτο των Τούρκων, και πλέον, πτωχοί. Ήτον παπουτζήδες, ταμπάκηδες, μπαρμπέρηδες, ραφτάδες. Οι δε λοιποί δεν είχον καμίαν επιστήμηγ. Οι πλούσιοι κτηματίες εζούσαν με τα εισοδήματά τους. Επωλούσαν τα προϊόντα τους, οι περισσότεροι, πριν γίνουν ευθηνά εις τους εμπόρους χριστιανούς και τα έδιδαν δίχως να δυσκολευθούν και δίχως έγγραφα. 90 Από τα 1800 έως τα 1821, όπου άνοιξεν η επανάστασις, έπεσαν, τόσον εις τα λούσα και εις την τρυφήν και επωλούσαν τα κτήματά τους εις τους χριστιανούς, οπού καθώς έτρεχαν, αν δεν ήθελε σηκωθεί η επανάστασις, ήθελε μείνουν δίχως κτήματα, όλοι να δυστυχήσουν, μ' όλον όπου δεν επλήρωναν το δόσιμο, οπού επλήρωναν οι χριστιανοί, παρά μόνο τα συμφωνημένα βασιλικά δέκατα.
91 Τελειωμένου του έργου <του τειχογυρισμού> έδειξε λογαριασμό ο Χατζή Αλής εις τους Αθηναίους, εις επιστάτας ξένους και λοιπά, γρόσια σαράντα δύο χιλιάδες πεντακόσια, και του τα επλήρωσαν. Αλλά, φευ, το τειχίον αυτό έγινε φυλακή των Αθηναίων, αλλ’ οφέλιμον εις τον τύραννο. Έβαλεν εις τας πόρτας φύλακας, άρχισε την τυραννία, χειρότερη της πρώτης. Υπόφεραν οι Αθηναίοι πολλά έως τα 1784, όπου η πληγή της τυραννίας δεν υποφέρονταν. Όσον εχρόνιζεν εις τας Αθήνας, τόσον ερίζωνε και τόσον αύξηνε την τυραννία.
92 Άρχισαν να φεύγουν οι Αθηναίοι διά νυκτός από τα τείχη με σκάλες και από τα μπούρτζια, έξω του τείχου εβγαλμένα ως πύργους, και γυναικεία ενδυμένοι τη νύχτα· έβγαιναν από τας πόρτας, προς την αυγή, ως να επήγαιναν να δουλεύσουν.
93 Ετότες οι Αθηναίοι, κρυφίως, οι γεωργοί και άλλοι από τα εσινάφια, έτρεξαν εις Κωνσταντινόπολη, πλέον των διακοσίων, φέροντες μαζί τους οι γεωργοί και τα σίδερα των αρότρων, κάμνοντες αναφορά. Επήγαν εις το Πασά-Καπισί, του μεγάλου Βεζύρη της βούλας του βασιλέως, του πασά, και έριξαν τα άροτρα αραδικώς, φωνάζοντες να τους δώσει αλλού τόπον ο βασιλέας, δια να πάνε να κατοικήσουν.
94 Η. κραυγή ήτον σημαντική. Εύρηκαν μέσα τον Καπετάν Πασιά, Χασάν Πασιά Μουστάκα, του θαλάσσιου στόλου. Εκεί οργάνισαν διά την έξωση του τυράννου. Ωσάν πασιάς του στόλου ήτον έτοιμος εις φυγήν διά την Αλεξάντρα της Αιγύπτου, πλην άφησε παραγγελίας εις Κωσταντινόπολη και σχέδιον· ήβγε φερμάνι εξορίας του Χατζή Αλή. Τονέ σήκωσαν, τον έφεραν εις Κωσταντινόπολη, να δώσει λόγο.
95 Και πηγαινάμενος εις Κωσταντινόπολη, έστειλαν καπιτζήμπασι με φερμάνι να τον εύρει, να τον πάγει εξόριστο εις Κύπρο. Το ηύρεν εις τα Δαρδανέλια, οπού επήγαινεν εις Κωσταντινόπολην· δεν τον άφησε να πάγει· έτζι είχε προσταγή· διότι πηγαινάμενος εις Κωσταντινόπολη, παρουσιαζόμενος εις τη Σουλτάνα, τα εδιόρθωνε.
96 Έτζι λοιπόν, τον επήρεν ο Καπουτζήμπασης να τον πάγει εις εξορίαν. Αλλά ο Χατζή Αλής φθείρει τον Καπιτζήμπασην με χρήματα· αντίς να τον πάγει εις Κύπρον, τον φέρνει εις Αθήνας, και μετέπειτα να τον πάγει εις Κύπρον· κηρύττει ευτύς, εις Αθήνας ερχόμενος, ότι του εσυγχωρήθη η εξορία και τον αφήνουν εις τη θέση του.
97 Λαμβάνει άλλας μαρτυρίας από τους οπαδούς του αριστοκράτας, και ψεύτικες υπογραφές, και ιλάμι, μαρτυρίαν, από το δικαστήριον του Κατή, ότι αυτοί οπού επήγαν εις Κωσταντινόπολη είναι ταραχοποιοί και παρακαλούν το τοβλέτι, να τους βάλει εις το μπάνιο λεγόμενον, όπου oι κακούργοι εμβαίνουν.
98 Τέλος, μετά ολίγας ημέρας φεύγει, αφού έλαβεν αυτάς τας μαρτυρίας, εσύναξε και ποσότη χρημάτων και μισεύει, ενασχολούμενος εδώ και εκεί με τον μπομπασίρη, στέλνοντας εις Κωσταντινόπολη την αναφορά και χρήματα, διά να του γένει η άφεσις. Και αυτός ενασχολείτο εδώ και εκεί περιμένοντας την άφεσή του, έως οπού η άφεσις της εξορίας ήβγεν, αλλά έκτωτος από τας Αθήνας.
99 Οι Αθηναίοι εις Κωσταντινόπολην, εκατέβηκαν εις Αθήνα· ο δε Πέτρος Πιττάκης και Βλασαρός επήγαν εις Αλεξάντρα και αντάμωσαν τον Χασάν Πασιά και τους έδωσε το σαλιχτάρη του ως ζαμπίτην οπού είχαν το φερμάνι από την Πόλη ανοιχτό, και επέρασαν το όνομά του και τον έφεραν εις τας Αθήνας. Ετούτα όλα ακολούθησαν από τα 1772 έως τα 1785, οπού ήλθε ζαμπίτης, διοικητής, ο Σιλιχτάραγας λεγόμενος.
100 Συνέλευσης γενομένης των Αθηναίων, έβγαλαν τους κοτζιαμπάσηδες, τους τυράννους, οπού ήτον οπαδοί του Χατζή Αλή: Σπυρίδος Λογοθέτης, Πατούσας, Καλογεράς, Πανταζής, Κωσταντάκης, Αστράκαρης, Καγγελέρης και λοιποί, Σταύρος Βροντογούνης, Toμαράς, Χατζή Σαλωνίτης, και ήλλαξαν το σύστημα, διά να γίνεται κάθε χρόνο εκλογή ελευθέρα διά τους κοτζιαμπάσηδες, και όχι ως το πρώτο, ως κληρονομικό. Εκλέχθη κάποιος Πέλος και Πέτρος Πιττάκης και άλλοι δύο επίτροποι.
101 Παρά γνώμην των αυτών και του λαού, ο Σιλιχτάραγας εράβδισε μερικούς από τους οπαδούς του Χατζή Αλή, βαλμένος από τους Τούρκους, δίχως όμως να λάβει από αυτούς οβολό. Ο Σιλιχτάρης ζαμπίτης, νέος, εύθυμος και μέθυσος και αφροδίσιος, έπεσεν εις την τρυφή.
102 Οι νέοι κοτζιαμπάσηδες άπειροι των πραγμάτων και του διοικείν· οι παλαιοί κοτζιαμπάσηδες επήγαν εις Κωσταντινόπολην μερικοί και αντάμωσαν τον Χατζή Αλή Χασεκήν και εκαταγίνοντο πάλε να τον φέρουν οπίσω εις Αθήνα, με το μέσον της σουλτάνας Εσμά Σουλτάνας· θυγατέρα Σουλτάν Χαμίτη και αδελφή Σουλτάν Σελίμη. Πλην έστοντας ο Ασάν Πασιάς Μουστάκας, του στόλου του θαλασσίου και παλαιό ριτζάλι, γερό και εις υπόληψην όλων των ριτζαλιών, μενίστρων Τούρκων, δεν το επετύχαινον.
103 Τέλος πάντων, κατά κακήν τύχην, επόθανεν ο Ασάν Πασιάς, ο οποίος "ήτον εις μεγάλην υπόληψην εις την τούρκικη κυβέρνησην". Ήτον και καλός άνθρωπος, είχεν εις το πλοίο του, πασά γκεμισί, το δίκροτο, την κάρα του αγίου Ιωάννου εις σέβας και με έξι κανδήλες, καιόμενες ακοίμητες· τούτου ο θάνατος ακολούθησεν εις τα 1787.
104 Αλλά ο θάνατος του Ασάν Πασιά, επιστηθίου Σιλιχτάραγα και Αθηναίων, οι αλιτήριοι έκαμαν ψεύτικην αναφορά, με ψεύτικες υπογραφές, ότι δεν θέλουν τον Σιλιχτάρην διά ζαμπίτην τους, ότι είναι μέθυσος και έφθειρε και τόσα κορίτζια. Και οι νέοι κοτζιαμπάσηδες δεν κυβερνούν καλά. Έδωσαν απώλειαν εις το λαό και τα λοιπά. Έτσι έξωσαν τον Σιλιχτάρην και έρχεται πίσω ο Χασεκής, τρίτη βολά της εξορίας του.
105 Τότε λοιπόν η Εσμά Σουλτάνα, μην ευρίσκοντας ανθίσταση, ήρθεν ο τύραννος εν τη δόξη του, εις τας Αθήνας εις τα 1787, οπού ήτον και άρχισε το θανατικό. Απατά τους νέους κοτζιαμπάσηδες, τους στέλνει δώρα και τους λέγει "θα τους αφήσει" <και> να καθίσουν εις την θέση τους, "διότι οι παλαιοί εγήρασαν". Τούτα τα ενθυμούμαι κάλλιστα, ότι εγίνονταν από τα 1785, οπού ήμουν χρόνων οκτώ.
106 Ετότες οι φρονιμότεροι "από αυτό το νέον σύστημα", οπού ήτον εις τα πράγματα, έφυγαν, "ευθύς, μετά ολίγας ημέρας" κάποιος Γεωργαντάς, Δανίλης, Κανταράκης και λοιποί. Οι δε άλλοι, "όσοι έμειναν και όσοι ήτον από αυτό το σύστημα το νέον, επιάστηκαν και εφυλακίστηκαν". Τους έπιασε, τους επήρε την κατάστασή τους, ύστερον από τόσες παιδείες, ξύλο και εις την αλυσίδα, τομπρούκι και λοιπές τυραννίες.
107 Πρώτον εκρέμασεν τον Πέλον, ύστερον τον Πέτρον Πιττάκην και Νικολάκην Πάρπανον, ύστερον τον Αβράμιον, τον Μήτρον Κιαχαγιάν. Εμπροστήτερα έπνιξε και τον Οσμάνμπεη Μακφήν, οθωμανό σημαντικό.
108 "Οι άρχοντες, αλιτήριοι, έκαμαν δυο καταλόγους με δώδεκα πρωταίτιους· να τυραννιστούν εις βασανιστήρια, ξύλο, αλυσίδα, τομπρούκι και αφού τους πάρει όλη την κατάσταση να τους θανατώσει, τους δε άλλους εικοσιτέσερους να τους φορολογήσει κατά την κατάσταση του καθενός. Έτζι και εκτελέστη, με αυτό τον τρόπο".
109 "Αυτά ενθυμούμαι καλότατα, τα δε πρώτα μου τα έλεγεν ο πατήρ μου. Εθανάτωσεν αυτούς, αφού τους ετυράννησε και τους εγύμνωσε, κινητά και ακίνητά τους. Και διά να γλυτώσουν τη ζωή τους, οι γυναίκες τους έδωσαν και την προίκα τους, οπού επήγαιναν κλαίοντας εις τους αλιτήριους και <αυτοί> τους έλεγαν, δώστε ό,τι έχετε και εσείς, διά να γλυτώσουν οι άντρες σας".
110 "Εθανάτωσε πρώτον τον Πέλο Τζιαβρή, τους δύο αδελφούς Νικολάκη Πάρπανο και Σωτήριο Πάρπανο, τον Πέτρο Πιττάκη, τον Μήτρο Κιαχαγιά, αρχιφύλακα των υποστατικών, τον εκρέμασε έξω εις ένα ελαιόδεντρο μεγαλότατο παραμπήγαν, λέγοντας έτζι να φυλάς τα υποστατικά".
111 "Τον Αβράμιο, γραμματικό της κοινότητος· ήτον φευγάτος εις Κωνσταντινούπολην και έτζι με απάτη τον βάζει εις πλοίο, έβαλε δόλιους προδότες και τον έφερεν εις Αθήνα και τον εθανάτωσε".
112 "Ομοίως και προλαβόντως, εις την δευτέραν εξορία του ερχομού του, είχε θανατώσει και κάποιον οθωμανό Οσμάν μπέη, μακφήν, πλούσιον, οπού είχε από τη βασιλεία εξουσία και εφύλαττε τα γησιά του Αιγαίου Πελάγους με μια γαλιέρα. Κιρχαντζής ελέγονταν με πενήντα καλιοντζήδες, χριστιανούς και ναύτες Υδραιοσπετζιώτες, Ποριώτες, Αιγενίτες διά τους ληστές Μανιώτες, Σφατζιανούς και Μαλτέζους, και επληρώνετο από τη βασιλεία".
113 "Αυτός έξωσε τον Χατζή Αλή την δευτέραν βολάν από την Αθήνα, εις τα 1780 ή 1779, ως πρωταίτιος, διά να γένει ζαμπίτης αυτός, αλλά δεν έγινε. Και με τον ερχομό του οπίσω ως τα 1782 ο άνω Μακφής μπέης επάγησεν εις Κωσταντινόπολην και εκάθητο, διά να αθωωθεί κατά του τυράννου Χασεκή, οπού τον είχε κακώς μαρτυρήσει εις το ντοβλέτι, ότι ένα πλοίο ληστρικό μαλτέζικο, ως από φόβο να το είχε πάθει, ημπορούσε να το συλλάβει εις το πόρτο Θερικό της Αττικής, νυν δήμος Καλαυρίας, οπού ήλθεν κόπια από τους χωρικούς Τζιερατιώτες και τον ειδοποίησε και αυτός αμέλησε. Ετρυφούσε εις παρέα και εφορολογούσε τους νησιώτας, εκτός του κανονικού".
114 "Παράδοξο, πράγματι, εμεταχειρίστη ο τύραννος διά αυτόν. Γράφει εις Κωσταντινόπολη, ο τύραννος Χατζή Αλής εξόδευε αρκετά, φθείρει δύο προδότες εις Κωνσταντινόπολη, γνωρίζουν τον Οσμάν μπέη Μακφή, του κάμνουν τον φίλο, συχνά επάγαιναν εις αυτόν, εσυνέφαγαν εις το κονάκι του, ήρχισαν ομιλίες εναντίες, κατά του τυράννου· συμφωνεί ότι εδυστύχησε την επαρχίαν της Αθήνας και τα λοιπά".
115 "Τον προκαλούν οι προδόται, να πάγουν εις Σκούταρι, αντίκρυ της Πόλεως, εις το ανατολικό μέρος, να του κάμουν ένα γεύμα. Εμβαίνοντας να απεράσουν αντίπερα εις μικρόν καΐτζιον, τον πλησιάζουν εις ένα μεγάλο πλοίο, συνεννοημένοι, τον ανεβάζουν απάνω εις το πλοίο, τον βάζουν εις το αμπάρι, κάμνουν πανιά και εις τας Αθήνας τον φέρνουν".
116 "Ο Χατζή Αλής κάμνει τι; Βάνει σύνοδο, ετοιμάζει πολλούς τούρκους και χριστιανούς. Φέρνει και ολίγους νησιώτες, να μαρτυρούν έμπροστεν εις τη σύνοδο· και αυτός παριστάνει, ότι τους έχει αδικημένα από διάφορες καταχρήσεις, και κορίτζια έχει φθαρμένα και παιδιά στανικώς και άλλα μύρια ψεύματα".
117 "Οι άρχοντες και οι αγιάνηδες προεστοί των τούρκων, ο κατής, δικαστής, και πλήθος Αθηναίων· εξεδίδει ο κατής, και συμφωνούν όλοι, την απόφαση του θανάτου. Την ίδια νύχτα τον πνίγει εις την Ακρόπολη. Ρίχτει και ένα πυροβόλο, κατά τη συνήθεια των Τούρκων". .
118 "Ανόλπιστο πράγμα αυτό εις τους Αθηναίους, τούρκους και χριστιανούς. Αλλά είχε εις την Κωσταντινόπολη την διαφεντεύτραν του και μεγάλες φορολογίες, οπού έκαμνε των Αθηναίων και έστελνε εις τους δυνατούς της Κωσταντινουπόλεως προς διαφέντεψή του."
119 Δύο οθωμανοί, οπού ήτον με το μέρος του λαού και της δικαιοσύνης, κάποιος Παλίτζικος και Μπεκίρης, έφυγαν και επήγαν εις Τροπολιτζιάν της Πελοποννήσου. Αλλά ο τύραννος τι κάμνει; Στέλνει εις τον πασιά, οπού ήτον εις την Τροπολιτζιά, λέγοντάς του να του στείλει αυτούς τους δύο ανθρώπους, διά να δώσουν λόγο ή λογαριασμό εις τα απερασμένα, και με τον τάταρη, οπού τον έστειλε, να του στείλει γρόσια επτά χιλιάδες πεντακόσια.
120 Ο ανόητος και καταχρηστικός πασιάς τους έστειλεν στανικώς. Έλαβε την ανταμοιβή προφορικώς μόνο να ειπεί του αυθέντη του να στείλει εις τον Χατζή Αλή και το χαρέμι του, την γυναίκα του, ετότες να του στείλει να του δώσει τα γρόσια επτά χιλιάδες πεντακόσιες, και έτερες, διά το χαρέμι του, δέκα πέντε χιλιάδες γρόσια.
121 Λαμβάνοντάς τους τον μεν Παλίτζικον έπνιξεν εις τον γουλά του κάστρου, Ακρόπολη, τον δε Μπεκίρη τον εκρέμασε εμπρός εις το μαγαζίον του, αλμπανιό, ύστερον από τόσες ξυλιές. Και ήτον κρεμασμένος, δεμένα τα ποδάρια του με πανιά από τας πληγάς του ξύλου.
122 Φυλακίζει έως εικοσιτέσερους νοικοκυραίους σημαντικούς, οι οποίοι δεν ανακατώθηκαν εις τα πράγματα, και, κατά την οδηγίαν των κοτζαμπάσηδων οπαδών του, τους φορολογεί, κάμνοντας κατάλογο, τον κατώτερο πέντε πουγκιά, έως εικοσιπέντε τον ανώτερο εις την κατάστασην, παρουσιάζων εις αυτούς παλούκια πελεκισμένα και χρωματισμένα. Όποιος δεν ήθελε να πληρώσει θέλει παλουκωθεί μετά προθεσμίαν οκτώ ημερών.
123 Οι άνθρωποι επώλησαν τα διαμαντικά των συζύγων των και υποστατικά, και τα επλήρωσαν. Περασμένου του θανατικού της πανώλης, έκαμε μια συνέλευσην εις το σχολείο του Τέκα, πανδημεί χώρας και χωρία, γούμενους και κληρικούς.
124 Και παρουσιάζουν οι οπαδοί του ένα λογαριασμό τετρακόσιες χιλιάδες γρόσια, οπού είχεν έξοδα, οπού τον εκατάτρεξαν οι Αθηναίοι, και τα ζητεί, οπού τότες είχε προς γρόσια δύο το τάληρο, τάλαρα διακόσιες χιλιάδες, μετά πολλής λογοτριβής.
125 Αλλά ποιος ετρομούσεν να ομιλήσει την αλήθεια; παρά όλοι, σταυροχεριασμένοι και την κεφαλήν κάτω, ήκουγαν ό,τι έλεγαν οι κοτζαμπάσηδες, αλιτήριοι, οπού έτζι τους ονόμασαν, όταν εκατέβηκαν απ’ την Κωσταντινόπολην οι γεωργοί και όλος ο λαός. "Και τους είχαν κάμει και ένα πάνδημο ανάθεμα εις τα 1785, όταν ήρθεν ο ζαμπίτης Σιλιχτάρης, ένα μεγαλότατο σωρό πέτρες εις τον άγιο Δημήτριο τον Τζιρίτην, εις την πόρτα των Αγίων Αποστόλων της πόλεως, προς άρκτον".
126 Και εις τον άγιο Δημήτριο τον Τζιρίτην, εις την πόρτα, των αγίων Αποστόλων απέξω, οπού σήμερον υπάρχουν τα κανόνια, πυροβολικά, εμπροστά του οσπιτιού του Τομνάν, έκαμαν ένα σωρό πέτρας εις τα 1785: Κάθε άνθρωπος έριχνεν από μια πέτρα, οπού εκεί πλησίον εύρισκεν ή έφερνε μαζί του από μακρύτερα εις το σωρό, και έλεγεν: ανάθεμα "τους άρχοντες" τους αλιτήριους "κοτζιαμπάσηδες" τους οπαδούς του τυράννου Χατζή Αλή. Αλλά ας επανέλθομεν εις το προκείμενο.
127 Αφού εδιελύθη η συνέλευσις, έκαμαν οι άρχοντες κοτζιαμπάσηδες, οπαδοί και κόλακες τοτ τυράννου, μιαν ομολογία, ότι χρεωστεί το κοινό της Αθήνας, χώρα και χωριά, μοναστήρια και όλοι του ενδοξοτάτου και υψηλοτάτου Χατζή Αλή, εφέντη Μαλικιανέ Σαϊπί μας, γρόσια τετρακόσιες χιλιάδες δι' άλλα τόσα οπού μας εδάνεισε ως μετρητά και εγγυούμεθα ο εις υπέρ του άλλου, βάζοντας όλα μας τα κτήματα, ακίνητα και κινητά, εις υποθήκην, έως την τελείαν εξόφλησην, με διορίαν μήνας δύο.
128 Την υπόγραψαν πρώτον οι κοτζιαμπάσηδες, έπειτα ο λαός, τα εσινάφια· την επικύρωσε και το δικαστήριο.
129 Ευθύς έβαλε φύλακας εις τας πόρτας, έριξε δόσιμο τόσα γρόσια, κατά την κατάσταση. Κάθε οικογένεια καλή τόσα ξεστιά λάδι· όσα γρόσια και τόσα ξεστιά. Oι φυλακές εγέμωσαν, ανδρίκια φυλακή και γυναίκια φυλακή· δεν έλειπαν από τας δύο φυλακάς από εκατόν πενήντα έως διακόσιοι πενήντα άντρες και εις τη γυναίκια από εικοσιπέντε έως ογδόντα γυναίκες.
130 Ήτον οι άντρες ορθοί εις τη φυλακή· δεν εχωρούσαν καθιστοί. Διά να πάγει κανένας εις το παράθυρο της φυλακής οπού ήτον με σίδερα, να ομιλήσει κανενός φυλακισμένου, αν ήτον εμπρός ομιλούσεν εύκολα, ειδέ ήτον οπίσω, τον εσήκωναν σηκωτά από πάνω από τους ανθρώπους ή πολλά σπρωχτά, διά να πάγει να ομιλήσει.
131 Αν του επήγαιναν κομμάτι ψωμίον ή ολίγον άλλο τι διά να φάγει, το έδιδαν χέρι με χέρι και το ελάμβανε ο πισινός. Από το παράθυρο της φυλακής έβγαινεν ένας καπνός, μιαν άχνα, ωσάν σύγνεφο μαύρο, του αναγκαίου η βρώμα τόσων ανθρώπων· οι ηλικιωμένοι άνθρωποι εκινδύνευαν, έρχονταν εις τα ολοίστια και ολίγοι εξημερώθηκαν αποθαμένοι.
132 Εις την αντρίκια φυλακή εκρέμετο ο φάλαγκας. Μετά οχτώ ημέρας της φυλακίσεως, όποιος δεν επλήρωνεν εδέρετο με τες έτοιμες βέργες, οπού οι αγροφύλακες ήτον εις χρέος, κάθε δυο ημέρες, να φέρνουν ένα δεμάτι πρικοδάφνες προς ραβδισμόν των φυλακισμένων.
133 Παρομοίως εις τη γυναίκια φυλακή είχαν μια κολόνα μαρμαρένια όρθια και έδεναν τη γυναίκα όρθια, βάζοντας το στήθος της κατά το μέρος της κολόνας, και με τας βέργας οι στρατιώται την έδερναν από τους κώλους, οι Τούρκοι.
134 Οι γυναίκες αυτές, ήταν άλλες χήρες, άλλες οπού ήταν οι άντρες των κρυμμένοι εις τας εξοχάς, εδούλευαν και εκοιμώντο έξω, εις τα σπήλαια και ρεύματα, και άλλοι ήτον φευγάτοι. Και δυσκόλως ημπορούσαν να πάρουν τας φαμελιάς των, να τας φέρουν όθεν ήτον αυτοί, εις Χαλκίδα, Θήβα, Λιβαδιά, Μέγαρα, Πελοπόννησο, εις τας νήσους και εις Ανατολή.
135 Ο τύραννος άρχισε να αγοράζει κτήματα, επειδήτις το χρηματικό ετέλειωσε, παρομοίως και τα τζιοβαρικά, στολίδια των γυναικών· ομοίως και το μπακιρικό, οπού το κάθε οσπίτιον, ως και το ελάχιστο οσπίτι, θα είχε πενήντα οκάδες χαλκό. Αλλά, από τα 1788 έως τα 1790, ετέλειωσαν όλα από τους δυστυχείς Αθηναίους, όλους, εκτός των οπαδών του τυράννου, χρήματα, ασημικό, μαλαματικό, μαργαριτάριον, χάλκωμα και ψιλικά, ρούχα και τα λοιπά.
136 Οι άνθρωποι, τόσον οι άντρες, καθώς και αι γυναίκες, ήτον ενδυμένοι ως ζήτουλες, ομού και τα παιδιά: και αν εις κανέναν ήτον τι μεινεσμένο φόρεμα, δεν το έμβαζε, διότι άμα τον έβλεπαν, του έβαζαν βάρος δοσίματος περισσότερο. Καινούρια παπούτζια τα Χριστούγεννα και τη Λαμπρά εις πολλά ολίγους έβρισκες ή έβλεπες. Όλοι σχεδόν μπαλαιοπάπουτσα και εμπαλωμένα, τρύπια και ξεσκισμένα, παρομοίως και τα ενδύματά των. Ελπίς σωτηρίας εχάθη, αφού ήτον τρεις βολές αγωγή εις Κωσταντινόπολη παγαιμένη και δεν εκατόρθωναν τίποτες.
137 Ο τύραννος εξόδευε· ύστερον οι Αθηναίοι τα επλήρωναν· όταν εκινούντο εις αγωγήν, εξόδευαν και αυτοί, αλλά εξόδευε και αυτός· τους τα έπαιρνε τρίδιπλα. Οι άνθρωποι, από την τυραννία και φόβο του τυράννου, άλλοι υποκοντρίασαν, οι γεροντότεροι απόθαναν, εδυστύχησαν, εχαύνωσαν. Το θανατικό, εις τα 1788, έκαμε φθορά πολλή.
138 Αφού όλη αυτή η δυστυχία ήρθεν εις τους Αθηναίους, εγνώρισε ο τύραννος, πως δεν υπάρχει πλέον χρηματικό, διότι οι Αθηναίοι ετέλειωσαν τα πάντα, οπού ήρχοντο από άλλες πολιτείες, επίτηδες, άνθρωποι και τα αγόραζαν. Ηκούστη, ότι εις Αθήνα πωλιόνται ευθηνά. Κάθε κινητό πράγμα, ως και τα ζώα, βόιδα και λοιπά ζώα, οι χωρικοί τα εμπαρκάριζαν ομού και τας οικογενείας τους και επήγαιναν εις Ανατολή αγεληδόν κρυφίως. Έτζι δεν ημπορούσε ο τύραννος να τους εμποδίσει.
139 Άρχισε ο τύραννος και αγόραζε κτήματα, παίρνοντας του καθενός το κτήμα, τα χρήματα από τα χέρια του πωλητού. Ευθύς επήγαιναν εις ταξιρτάρη, του κασέρη, του τήνσου, του συνάχτορος του δοσίματος του καθενός.
140 Η Αθήνα ήτον έως τριάντα έξη μαχαλάδες, ενορίες. Όποιος έφευγε από αυτή την ενορία, το δόσιμο αυτουνού ήτον εις χρέος να το πληρώσουν οι ενορίτες όλοι· οι ενορίτες τι έκαμναν; άνοιγαν το σπίτι του φευγάτου, αλλά τίποτες δεν έβρισκαν μέσα· ή μήπως και πριν φύγει είχε και τίποτες;
141 Το ρούχο ήτον ξεσκισμένο, η κασέλα παλιοκουρδέλα, το στρώμα παλιόψαθα, η κοφινίδα, η ψωμοθήκη, άδεια. Εκατέβαζαν τα κεραμίδια της σκεπής των οσπιτιών και ξυλική, και τα επουλούσαν, διότι ακίνητο πράγμα δεν επουλιόντον, μήτε κανένας το αγόραζε· ήτον όμως απελπισμένοι οι Αθηναίοι, αλλά πλέον όλπιζαν εξ ύψους βοήθειαν.
142 Έτζι, λοιπόν, εις κάθε ολίγες ημέρες, εγένονταν άφαντοι από ένας ένας από τας ενορίας, και το εκαταλάμβαναν οι άλλοι την Κυριακή, οπού δεν τους έβλεπαν εις την εκκλησιά, εις τη θεία ιερουργία· διότι, από τη δυστυχία και τυραννία του τυράννου, ήτον και ευλαβείς οι Αθηναίοι, αλλά τότες είχαν πέσει πλέον εις τα θεία και εις τον θεό, <εις την> εξ ύψους βοήθειαν. Ετότες το εγνώριζαν, ότι ήτον φευγάτος <ο άντρας>, λείποντας και η γυναίκα από την εκκλησιά.
143 Ο τύραννος είχε φύλακες και εις τας θέσεις των στενών διά να μη φεύγουν, διότι από τας πόρτας έβγαιναν, λέγοντας ότι πάνε να συνάξουν ελιές, διά να πάρει αυτός το λάδι, και έβγαιναν εύκολα τόσο οι άνδρες, καθώς και οι γυναίκες. Και τα παιδιά εμάζευαν· διά δε τα μικρά έλεγαν, ότι τα παίρνουν διά να τα βυζάνουν. Και βγαίνοντας το βράδυ δεν εγύριζαν, αλλά από βουνό εις βουνό έφευγον, και εμπαίνοντας εις άλλης επαρχίας γης, δεν ημπορούσε πλέον να τους λάβει.
144 Ετούτο και ημείς με τον πατέρα μου εκάμαμε και επήγαμε εις Χαλκίδα, τα δε ολίγα παλαιόρουχα του οσπιτιού μας ή κανένα παλαιόν τέντζερε κρυφίως τα αφήσαμε εις συγγενείς μας. Δεν ημπορούσες να μαρτυρήσεις του γείτονος τη φυγή σου, διότι το βάρος του δοσίματος έπεφτε εις τους ενορίτας, και αυτοί πλέον αποζημιώνονταν από την σκέπη του οσπιτιού, κεραμίδια, πινακωτή, σκάφη, κανένα σοφρά και πιθάρια, κατωπίθια, ο δε τύραννος έπαιρνε, αν είχε το σπίτι, τίποτις πέτρες προς χρήσην του, οπού ήρχισε να κτίζει το σαράγιόν του και εκρήμιζε μερικά δίχως πληρωμή.
145 Άρχισε, τέλος πάντων, ο τύραννος να καλλιεργεί τα κτήματα, οπού αγόραζε, και να κτίζει· όλοι οι μαστόροι της πόλεως εδούλευαν εις αυτόν· το βράδυ τους εφυλάκωνε να μη φύγουν.
146 Το χωρίον Χασιά και Μενίδι έφερναν τον κερεστέ, ξυλικήν. Οι γύφτοι όλοι έφτιαναν τα σιδερικά και λοιπά. Εργάτες, κάθε Κυριακή έβγαιναν οι φύλακες, και εσύναζαν όλους τους χωριάτες, οπούρχονταν εις την πόλη, να κάμουν τας υποθέσεις τους, να δώσουν ό,τι έφερναν από τα χωριά. Τους εφυλάκιζε κάθε βράδυ, την αυγή τους έβγαινε, και εδούλευαν όλη την εβδομάδα.
147 Τελειωμένης της εβδομάδος, άφηνεν αυτούς και έπιανεν άλλους διά τη λάσπη. Εσύναζε τα παιδιά όλα, από τα εσινάφια τους τεχνίτας, και εκουβαλούσαν λάσπη. Η κάθε ενορία είχεν έναν και τον ονόμαζε Γάιδαρο επίτροπο, Γαϊδουροεπίτροπο.
148 Κάθε Κυριακή επήγαιναν έναν ντεσχερέ εις αυτόν, διά να ετοιμάσει τόσους γαϊδάρους με τα τζουβάλια τους και με τόσους ανθρώπους, διά να κουβαλήσουν άμμο. Εις όλας τας τριάντα έξι ενορίας, μαχαλάδες, εγίνετον αυτό.
149 Μόνο τους μαστόρους, κτίστας, επλήρωνε προς εικοσιτέσσαρες παράδες την ημέρα και όχι άλλο. Τους δε λοιπούς, όλη την ημέρα ραβδισμούς. Παρομοίως έκαμνε και διά την καλλιέργεια των υποστατικών. Ηγόρασε χωράφια εις θέσην Πετάχνην. Όποιον είχε γείτονα, έστελνε και του έλεγε, ότι αν πουλά το χωράφι αυτό, τόσον και των οθωμανών, καθώς και των χριστιανών. Ποιος ημπορούσε να ειπεί, ότι δεν το πουλά;
150 Έστελνε κάποιον νοδάρο Κακούρη και τον Χειλά και έκαμνε την εκτίμηση. Αλλά τι εκτίμηση! Μεσοτιμής. Της αυτής περιστάσεως, τον εφώναζε εμπρός του, έκαμνε το έγγραφο, τον επλήρωνε, αν ήτον χριστιανός, τον έστελνε εις τον ειπράχτορα να πληρώσει το χρέος, κατάστιχο.
151 Έτζι, γειτονικό προς γειτονικό, έκαμε μιαν έκταση γης. Ύστερον εμάζεψεν ανθρώπους και εις όποιο μέρος εύρισκε νέο ελαιόδεντρο, λευκάδα, το έβγαινεν και εγέμωσεν όλον αυτόν τον κάμπο. Επήρε το νερό των περιβολιών. Εκατέβασε και τον Κεφαλάρη της Κηβισιάς και τον έριξε εις το Μυλαύλακο και τα επότιζε μήνας δύο.
152 Εις το περιβόλι, οπού έκαμε εις την πόλη, παρομοίως και το άλλο έξω, όσες λεϊμονιές, πορτοκαλιές ήθελε, έστελνε εις τα σπίτια των χριστιανών μόνον και τας έβγαινε και τας εφύτευε εις τα περιβόλια του.
153 Κάθε Κυριακή, έστελνε πριν απολύσει η θεία λειτουργία εις την πόρτα της εκκλησιάς και έπαιρνε όλους τους άντρες και τους εφυλάκιζε, διά να πληρώσουν το δόσιμο, μ' όλον οπού ετελείωνε η θεία λειτουργία δύο ώρες νύχτα, εξαιτίας αυτό. Αλλά αυτός επρολάμβανε. Και τη νύκτα οι στρατιώτες του τυράννου επήγαιναν από τρεις εις κάθε εκκλησία και εστέκονταν έως οπού ετελείωνεν η θεία λειτουργία, και τους έβαιναν εμπρός, ως πρόβατα, και τους εφυλάκιζαν.
154 Έως τότε επλήρωναν δόσιμο και οι ιερείς. Ακολούθησεν ένα παράδοξο. Μια Κυριακή, αφού επήραν όλους όσοι ήτον εις την εκκλησία, εις την ενορίαν του Γοργοπικού ονομαζομένην, πλησίον της Μητροπόλεως, ήτον εφημέριος ο παπά Κλέζος ονομαζόμενος. Αυτός, επίτηδες, διά να μην τον πάρουν, δεν εβγήκεν, αλλά έστεκεν ενδυμένος εις το ιερόν.
155 Ένας στρατιώτης έμεινε εις την πόρτα της εκκλησιάς διά τον παπά. Αλλ' ο παπάς έστειλε την εκκλησάρισα, μιαν υπηρέτισσα της εκκλησιάς, οπού τότε είχον συνήθειαν, διά να ιδεί αν έφυγε ο τούρκος. Τον ειδοποίησεν ότι δεν έφυγε. Αυτός εστάθη εις το ιερό, με την ενδυμασία της λειτουργίας.
156 Ο τούρκος επήγε εις το παράθυρο της εκκλησίας και εφώναζε, «παπά, έβγα έξω!» Ο παπά Κλέζος του έλεγε, «ακόμη δεν εγλύτωσα». Ο τούρκος υπόμεινεν. Μετά ολίγον διάστημα, πάλε ο τούρκος φωνάζει, «παπά, έβγα έξω»! Ο παπάς πάλε τον λέγει το ίδιο.
157 Τότε ο τούρκος εμβαίνει εις την εκκλησία με μια ματζούκα εις το χέρι, οπού αυτοί όλοι εβαστούσαν πάντα προς ραβδισμόν των χριστιανών, και βάζει τον παπά εμπρός, εντυμένο με τη στολή της θείας λειτουργίας και με το θυμιατό εις το χέρι, και τον βάζει ομπρός και τον πάγει εις τη φυλακή. Τον περνά έμπροστεν των καφενέδων. Οι καβενέδες γεμάτοι από τούρκους, την αυγήν· και αυτοί οι ίδιοι εφώναζαν το, «Αλλάχ, Αλλάχ», Θεέ, Θεέ!
158 Ήτον εις τον καβενέ και ο Σπυρίδων Λογοθέτης και βλέποντάς το, επήγεν εις τον μητροπολίτην τον Αθανάσιον και τα εδιηγήθη, και τότες το είπαν του Χατζή Αλή και έστειλεν εις Κωσταντινόπολη και έβγαλε φερμάνι, οι παπάδες, εφημέριοι, να μην πληρώνουν δόσιμον. Τον Χατζή Αλή δεν τον εζημίωνε τίποτες, διά τούτο και το έκαμε εύκολα. Το βάρος αυτό ΄ρπεφτε εις τους πολίτας.
159 Ο τύραννος, διά να μαζέψει το εισόδημα των ελαιών, οπού είχεν αγορασμένες, οπού εσυμποσούτο έως δώδεκα χιλιάδες ρίζες ελαιοδέντρων, έπαιρνε από κάθε χωριό γυναίκας έως εξήντα τον αριθμό και τες είχεν εις δυο τρία οσπίτια, και τους έδινε μόνο προς το ζην ψωμίον και προσφάγιον, δίχως άλλο <τίποτα > και τας εμάζευον.
160 Ετότες και οι Οθωμανοί έκαμαν πολλές αγορές από τους χριστιανούς, από ελαιόδεντρα, περιβόλια, χωράφια και αμπέλια, οπού δεν ήτον πλησίον του τυράννου, με τιμήν το καλλιότερο ελαιόδεντρο γρόσια τρία, έως το ελάχιστο γρόσι ένα. Ομοίως και τα άλλα κτήματα εις τιμήν ευτελεστέραν.
161 Έφερεν το νερό, της Λυκότρουπας ονομαζόμενο, παίρνοντας της Τερβισαγούς του Μεμής Αγά το νερό και κάτι άλλα αναβρύσματα. Και τα φέρνει εμπρός εις το μύλο Σκουντούπη και παίρνει τον κατή, τους αγιάνηδες και κοτζαμπάσηδες, και το μετρά έμπροστεν αυτών. Και το ρίχνει εις το Μυλαύλακον και το λαμβάνει κάτω εις τον Μύλο του Τζιλώνη. Όσον έβαλε, τόσον και επήρε, οπού, από του Σκουντούπη έως του Τζιλιώνη, ο ποταμός δεν μένει τα δύο τρίτα, όσον είναι εις Σκουντούπη έως να έλθει εις το μύλο του Τζιλιώνη.
162 Από εκεί έφτιασεν υδραγωγείον και το επήγεν εις το περιβόλιόν του, οπού έως σήμερον υπάρχει. Αλλά διά να γένει αυτό το κοντίτο τόσο πλατύ και τόσο διάστημα, τι επέρασεν ο κόσμος, αγγαρείες και τα λοιπά!
163 Αυτά έτρεξαν και άλλα πάμπολλα από τα 1788 έως τα 1796, οπού τότες η βασιλεία των τούρκων έμαθεν, ότι δεν έχει Αθήνα, και πεθαίνοντας και η Εσμά Σουλτάνα, αυτός ο Χατζή Αλής εις τα 1795, οπού επόθανεν η προστάτριά του, επήγεν εις Κωσταντινούπολη, διά να ιδεί τι δρόμο να πιάσει, και νέους διαφεντευτάς του <να βρει>.
164 Τότες από Κωσταντινόπολη έγραψαν εις Αθήνας κάποιος Νικόλαος Τζεϊμπέκης και άλλοι, ότι είναι καιρός να κάμουν αγωγήν οι Αθηναίοι, διότι η διαφεντεύτριά του απόθανε και τοις πάσι έγινεν γνωστό εδώ, ότι την Αθήνα την ερήμωσεν ο Χατζή Αλής, την έκαμεν περισάνι.
165 Τότε, έκαμαν κρυφίως αναφοράν και εσηκώθη ο ηγούμενος Διονύσιος Πετράκης, Νικόλαος Ζητουνιάτης και τρεις άλλοι και επήγαν εις την Κωσταντινόπολην, προφασιζόμενος ο ηγούμενος Διονύσιος της μονής των Ασωμάτων, ότι επήγε το κανονικό λάδι και μέλι εις το τζαμί, οπού έστελνε το μοναστήριον τον καθέκαστο χρόνο. Οι άλλοι, ότι επήγαν να ψωνίσουν, ως έμποροι.
166 Ο Χατζή Αλής το έμαθε, διότι είχεν εις Αθήνα τους οπαδούς του, και του έγραψαν τα πάντα πριν πάγει ο Πετράκης εις Κωσταντινούπολην. Η είδησις διά ξηράς επήγεν εις τον Χατζή Αλή με τον τάταρην, οπού έστειλαν.
167 Άμα έφθασαν εις Κωσταντινόπολην ο Πετράκης και οι λοιποί, ο Χατζή Αλής το έμαθεν. Ομού είχεν εις το δημοτελωνείον άνθρωπον επίτηδες, να μάθει άμα φθάσουν από τας Αθήνας πλοίον. Και ευθύς κράζει τον ηγούμενο εις το κονάκιον, σαράγιόν του, και του λέγει το «καλώς όρισες». Τον ερωτά, τι κάνουν οι Αθηναίοι και πώς ήλθες εις Κωσταντινόπολην.
168 Αν εζούσε η σουλτάνα παρευθύς ήθελε τον ρίξει εις το μπάνιο, αλλά τα πράγματα ήλλαξαν. O Πετράκης του απεκρίθη, εκείνοι οι Αθηναίοι, οπού έμειναν εις Αθήνα, όλοι τον προσκυνούν.
169 Ο Χατζή Αλής του λέγει· «Πώς, ακόμη δεν εγύρισαν οι φευγάτοι;» Αυτός του λέγει· «Μάλλον ακόμη φεύγουν!» Αυτός του λέγει· «Εγώ είχα παραγγείλει εις τον επιστάτην μου, να σηκώσει τα βάρητα και να πάψει τας αγγαρείας, και να στείλει παντού οπού είναι οι Αθηναίοι εσκορπισμένοι, να μαζευθούν», και τα λοιπά.
170 Και ευθύς προστάζει, να του φέρουν τζιμπούκι και καφέ. Εις τον καφέ του βάζει φαρμάτζι, δίνοντάς το. Ο ηγούμενος άμα έβαλε τον καφέ εις το στόμα του δυο βολές, το εστοχάστη εκ θείας Προνοίας και δεν τον ήπιε όλον, μήτε εκάθισε πολλήν ώρα. Του επήρε την άδεια, να πάγει να ξεμπαρκαριστεί, και εις το αύριον θέλει πάγει να τον ανταμώσει, να ομιλήσουν και πλατύτερα.
171 Βγαίνοντας από το σαράγιόν του, βάλλει το δάκτυλό του εις το στόμα του, ξερνά εκείνον τον ολίγον καφέν οπού έπιεν, αλλά το φαρμάκι δεινόν. Επήγεν εις το κονάκιόν του, κράζει ιατρόν. Τέλος επρόφθασε το δεινότατο φαρμάκι. Έπεσαν τα γένια του, εβλάφτηκαν και τα οδόντιά του.
172 Γενομένου του ηγουμένου υγιής, αρχίζουν την υπόθεσην περί Χατζή Αλή. Υπάγουν εις τον Πατριάρχη, διηγούνται τα πάντα, αγκαλά τους ήτον και γνωστά τοις πάσιν εις Κωσταντινόπολη. Έκαμαν χαρτζιχάλιον, αναφοράν. Έγινε γνωστό εις όλα τα ριτζάλια, μινιστέρια, τα πραχτέα του Χατζή Αλή εις τας Αθήνας, ενέργησαν την αναφοράν εις πολλά μέρη είπαν τα παράπονά τους.
173 Τέλος, θείας βοηθείας, εξεδόθη διάταγμα, εξόριστος ο Χατζή Αλής εις την νήσον Κώον και διαταγή να έλθουν οι κοτζαμπάσηδες εις Κωσταντινόπολη, να δώσουν λογαριασμό, τα ό,τι ο Χατζή Αλής έπραξεν εις Αθήνα από τα 1788—1795, οπού, ολονένα, εστάθη χρόνους επτά εις Αθήνας, τα πραγτέα του.
174 Οι άρχοντες επήγαν εις Κωσταντινόπολη· πρώτος κορυφαίος ήτον ο Σταύρος Βροντογούνης, λεγόμενος Τομαράς και δύο τρεις άλλοι. Τόσοι, έγραψαν, να πάνε εις Κωσταντινόπολη. Ο Χατζή Αλής επήγεν εις Κω εξόριστος. Ήρθαν οι κοτζαμπάσηδες. Επαρησιάστηκαν εις τον πατριάρχη και τη σύνοδο.
175 Εμπρώτοις, τους αρωτούν, αν αυτά είναι αλήθεια, οπού ο Χασεκής έπραξεν. Αυτοί έλεγαν, ότι φοβούμεθα τον Χατζή Αλή να παρησιαστώμεν, να είπομεν τα πραχτέα του. Όταν όμως επληροφορήθηκαν την εξορίαν του, άλλοι κάτι έλεγον, πλην ο Σταύρος Βροντογούνης ηπέμενε· τους έβαλαν εις κράτηξην, εις το πατριαρχείο.
176 Τέλος εστάλθη καπιτζής τζελάτης εις Κώον, να αποκεφαλίσει τον Χατζή Αλήν. Και τον αποκεφαλίζει. Και φέρνουν την κεφαλήν του εις Κωνσταντινόπολην και τη βάζουν εις του Μπαμπί-Χουμάι, εκεί οπού εσυνήθιζαν να βάζουν όλας τας κεφαλάς των αποκεφαλιζομένων, να στέκουν τρεις ημέρες, προς πληροφορίαν τοις πάσιν, γράφοντας και τα ουσιώδη των πραχτέων του εις χαρτίον, πλησίον της κεφαλής του κάθε τυράννου.
177 Οι Αθηναίοι Πετράκης και λοιποί, αφού εθανατώθηκε ο τύραννος, επαρησιάσθησαν εις τα ριτζάλια, μετά τον θάνατο του τυράννου. Εζήτησαν τα υποστατικά οπού είχε παρμένα των Αθηναίων στανικώς, και να πληρώσουν ο καθείς όσα έλαβε διά αυτά, μ' όλον οπού και αυτός όλα αυτά τα χρήματα τα ελάμβανε παρομοίως και όλα τα εισοδήματά των, των υπολοίπων όλων των υποστατικών, και τους εγύμνωσε, κάμνοντες ένα λογαριασμό υπέρ τας δώδεκα χιλιάδας πουγγία, γρόσια έξι μιλιόνια, προς γρόσια δύο το τάληρο, τρία μιλιόνια τάληρα ή δραχμάς δεκαοκτώ μιλιόνια· και άλλες τυραννίες, αγγαρείες και τα λοιπά.
178 Ετότες το ντοβλέτι αποφάσισε και έστειλεν εις Αθήνα, διά να πωληθούν <εκ> διαλειμμάτων εις δημοπρασίαν. Και ερχόμενος πιστάτης εις Αθήνα, άρχισε τη δημοπρασία, βγάζοντας, εμπρώτοις, το σαράγιόν του εις δημοπρασία, οπού τώρα είναι ο στρατώνας. Και το εγόρασε το κοινόν της Αθήνας διά τριανταπέντε πογγία, διά να χρησιμεύει, κάθε καιρό, διά τον βοΐβοντα και διά τους μπομπασιρέους και διά λοιπάς περιστάσεις.
179 Άρχισαν κατόπιν να δημοπρατούν περιβόλια και λοιπά κτήματα του Χατζή Αλή. Τα επωλούσε το εμιρί: έγιναν βασιλικά. Έτζι ήβγεν η απόφασις, αλλά ποιος από τους χριστιανούς είχε λεπτόν; Εξόν ολίγοι Οθωμανοί, επήραν και ο Νικόλας Τζαϊμπέκης και ολίγοι χριστιανοί, οπού ήτον φευγάτοι από χρόνους εις ξενιτίαν, διά την τυραννία, και ήρθαν μανθάνοντάς το, και είχαν ολίγα χρήματα και αγόρασαν μερικά.
180 Εις αυτή την ίδια στιγμή, έγινε μια ταραχή από μερικούς τούρκους και εβγάζουν το νέο ζαμπίτη και βάζουν άλλο. Αυτά τα έπραξαν κάποιοι ανόητοι και μέθυσοι και παλικαράδες λεγόμενοι. Και έτζι έπαυσεν η δημοπρασία.
181 Εις αυτή την αταξία, έφυγεν ο ζαμπίτης, επήγεν εις Κωσταντινόπολη. Του εδόθη φερμάνιον, να πάγει εις Ζητούνιον, Λαμίαν, να λάβει τους δύο μπέηδες της Λαμίας με πεντακόσιους στρατιώτας, να καθίσει εις τη θέση του ο ζαμπίτης και να πιάσει τους αίτιους της ταραχής· αλλ’ αυτοί έφυγαν.
182 Ήρθαν οι μπέηδες εις Αθήνα και εσύστησαν τον ζαμπίτην. Τα δε υποστατικά του Χατζή - Αλή έγιναν εις δύο άνισα μερίδια. Τα δύο τρίτα τα αγόρασεν ο βεζύρης της βούλας του τότε καιρού, το ένα τρίτο η Βαλιντέ, και τα χρήματα ήμπαν εις το μεγάλο ταμείο του κράτους της Τουρκίας.
183 Ετότε οι Αθηναίοι όλοι εσυνάχθησαν, όθεν και αν ήτον. Και άρχισε η Αθήνα να ευτυχεί και να καλλωπίζεται. Κάθε χρόνο έκαμναν εκλογήν, έβαζαν νέους κοτζαμπάσηδες, άρχισαν να συσταίνουν σχολεία και τα λοιπά.
184 Τώρα έρχομαι εις το προκείμενον του βίου μου. Έως τα 1785 ο πατήρ μου είχεν υποφέρει τας πρώτας τυραννίας του Χατζή Αλή. Εμένα με είχαν εις σχολείον, οπού εμάθαινα τα κοινά γράμματα, είχε πωλήσει μερικά κτήματα ο πατήρ μου εις τας πρώτας τυραννίας και ερχομένου <του> Σιλιχτάρη ζαμπίτη έκαμε στάσην η τυραννία.
185 Έως τα 1787 εμάθαινα κοινά γράμματα, οπού τότε ήμουν χρονών ένδεκα. Τότε ήρχισε το θανατικό. Αλλά εις τα 1787 απέθανεν η μητέρα μου, η οποία ήτον γυναίκα με νουν. Ήξευρε και να μελετά και να γράφει, οπού ο πατήρ της ήτον με ολίγην σπουδήν και ψάλτης της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου εις τον μαχαλά του Ψυρή. Οπού εις αυτή την εποχή ήτον σπάνιο πράγμα, να ηξεύρεί γυναίκα να μελετά και μάλιστα να γράφει.
186 Τότε ο πατήρ μου από το θάνατο της μητρός μου, οπού αιφνιδίως επόθανε, οπού επήγεν εις το λουτρό να λουστεί, οπού εγλυτώσαμε από τα τρυγοπατήματα, "βάζοντας εις τα βαρέλια τους μούστους, ψένοντας ολίγο πετιμέζι και πελτέδες" και εσιγύρισε το σπίτι και επήγεν εις τον λουτρό, εγύρισεν μόλις δυο ώρες ημέρα, επήρε την χαρτίκια της ρόκα "οπού ετραβούσε ψιλό νήμα" και επήγεν εις μια γειτόνισσα να διασκεδάσει.
187 Εκεί εζήτησεν ολίγο νερό να πιει. Πίνοντας το νερό την έπιασε ένας πόνος "τόσο δυνατός" εις την καρδιά της. Παρατά τη ρόκα, της κάμνουν ολίγο ζεστό. "Τη βάλλουν εις το στρώμα". Έπιεν, ο πόνος αύξησεν. Έως δυο ώρες νύκτα, την εφέραμε σηκωτή εις το σπίτι. "Την εσήκωσαν εις μιαν αντρομίδα, με την καθέκλα".
188 Έως τα μεσάνυκτα "μας ομιλούσε". <Ύστερον> επιάσθη η ομιλία της. Τρεις ώρες πριν ξημερώσει, απόθανε μετά δεκατρείς ώρες, αφού εγύρισεν από τον λουτρό. "Θεός συγχωρήσει της και ο Θεός να την αναπαύσει εν κόλποις Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Μεγάλο πράγμα εχάσαμε!".
189 Ήταν έγκυος οκτώ μηνών. Προς το γιόμα την επήγαμε "ψέλνοντας" να τη θάψομε, εις την εκκλησία Καμνικαρέα, οπού ήτον η ενορία μας. "Τελειώνοντας την εβάλαμε εις το λάκκο". Βάζοντάς την εις το λάκκο, είδαν μερικές γυναίκες, ότι εσπάραξεν η κοιλιά της, και εφώναζαν, όλαι ομού, ότι είναι ζωντανή. Την έβγαλαν και την έβαλαν εις την εκκλησιά. Έφεραν ιατρούς. Την εφυλάξαμεν εικοσιτέσερες ώρες "άθαπτη„, αλλά ήτον πεθαμένη. Ίσως το παιδί, οπού ήτον οκτώ μηνών "έκαμεν αυτόν τον σπαραγμόν" εις την κοιλιά.
190 Ο πατήρ μου "από τη λύπη του, ήτον και μικρόψυχος, είχεν αρχίσει και η δεινατοτάτη τυραννία του Χατζή Αλή, εμικροψύχισε πολλά. "Του ήλθε ως είδος μελαγχολίας" αγκαλά και δεν έχασε ολίγο πράγμα, μια τέτοια γυναίκα αξίαν, με την οποίαν έζησε χρόνους δώδεκα. Έκαμε μόνο τρία παιδιά, πρώτον τον αδελφό μου Γεωργαντά, πρώτον, εμένα δεύτερο, και ύστερον την αδελφή μου. Ύστερον επόθανε με εκείνο οπού είχεν εις την κοιλιά της. Την είχε στεφανωθεί εις τα 1775.
191 Τον αδελφό μου Γεωργαντά είχε στείλει "προ χρόνων" ο θείος μου Ιερόθεος Σκουζές από Ύδραν και τον είχε μαζί του εις το Μοναστήρι, οπού ήτον εις την Παναγίαν καλόγηρος. Από τα 1785 τον είχε πάρει εκεί ο πατήρ μου.
192 "Έτζι ο πατήρ μου, μην υποφέροντας μόνος, έφερνε μια γριά, μητέρα του Αντώνη Ζουναντώνη, γειτόνισσά μας, να μας κουμαντάρει, και αυτός πήγαινε εις το μαγαζίον του. Ήτον παποντζής. Αλλά αυτή μας εκατάκλεψε το σπίτι από τα πάντα, ζωοτροφίες και ρουχικά. Τι να κάμει; Τονέ συμβούλεψαν, να πάρει άλλην γυναίκα, διότι χάνεται και εμείς κακοκουμανταρισμένοι".
193 Με ημάς τα δυο παιδιά επέρασε τον πένθιμο χρόνο, επήρε άλλην γυναίκα κάποιου Βγαγγέλη θυγατέρα, γείτονά μας, εις το οποίον σπίτι επήγε να διασκεδάσει η μητέρα μου, όταν εγύρισεν από το λουτρό και της έδωσαν το νερό να πιει, οπού τους εζήτησεν, και την έπιασεν, ωσάν ολίγο, η καρδιά της.
194 Τότε, αφού ο πατήρ μου επήρεν από αυτό το σπίτι αυτήν την γυναίκα, είπαν οι γείτονες ότι αυτές έδωσαν της μητρός μου ή έβαλαν εις το νερό της κακό φάρμακο, "και έπιε διά να αποθάνει και να δώσουν αυτοί τη θυγατέρα των του πατρός μου". Αλλά Κύριος οίδε!
195 Αφού ο πατήρ μου επήρεν αυτήν, ήτον μικρής καταστάσεως και ασήμαντο σπίτι— εκακοφάνη του θείου μου Ιεροθέου, παρομοίως και των συγγενών της μητρός μου. Άλλοι εγύρεψαν να τον εμποδίσουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. "Μαθαίνοντάς το ο θείος μου Ιερόθεος, ότι αρεβώνιασεν αυτήν, ήλθεν από Ύδραν, να τον εμποδίσει, διότι ήτον κατώτερης οικογενείας. Από του πατρός μου, ομού σύμφωνοι και της μητρός μου οι συγγενείς, αλλά δεν το εκατόρθωσαν" <να την χωρίσει >.
196 Πριν την πάρει, ήρθεν ο θείος μου Ιερόθεος από Ύδραν, ομοίως και οι συγγενείς της μητρός μου και εκατάγραψαν όλα τα κινητά της μητρός μου και τα επερίλαβαν και τα έβαλαν εις το σπίτι κάποιου μουσού Καϊράκ, γάλλου, "πλούοιου" ως ασφαλέστερον μέρος" και ιδού καταγράφω τα οποία ευρέθηκαν και έγινε κατάλογος. "'Οπού ο κατάλογος <είναι> το πρώτον τι που υπάρχει εις τα αρχαία έγγραφά μου, έως σήμερον".
197 Κατάλογος της μητρός μου Σαμαλτάνας, τα πράγματα· 1788 Μαρτίου 3. Καταγραφή των πραγμάτων της μακαρίτισσας Σαμαλτάνας, θυγατρός κυρίου Αθανασίου Λιμπερίου Παναγιωτάκη, γυνή δε του κυρίου Δημητράκη Σκουζέ, οπού ευρέθη μετά τον θάνατόν της και με το να είναι τα παιδιά ανήλικα, με γνώμην των προεστών εγνωρίστη εύλογον, διά να βαλθεί εις δεύτερον χέρι διά φύλαξην· όθεν και το επαράδωσαν του κυρίου Ιεροθέου, υιού του κυρ-Νικολάου Σκουζέ.
198 "Αρχής: σεντούκι κάρινο, ένα· παπλώματα μεταξωτά, δύο· βρακοζώνια χρυσοκέντητα, πέντε· φυτίλια πανιά, κομμάτια τέσσερα· ριντάδες χρυσοί, τρεις· ποτανίκια χρυσή, μία· μπόλιες, οι δύο χρυσές, τέσσερες· βρακιά με χασκούσα κυρίτζη, τέσσερα· προσκεφαλάδια μεταξωτά, τέσσερα· προσκεφαλάδες μεταξωτές, δύο· προσκεφαλάδες γραφτές, δύο· πεσκίρια τραπεζιού μακριά, τρία· στρώσες διμιτένιες άδειες, δύο· λουτροποκάμισο, ένα· μανδήλια μεταξωτά, δύο· μαντήλια του χεριού, δύο· υποκάμισα μεταξωτά, έξι· παμαλατζιάδες, δύο· βρακιά γυναίκια και φυτίλια, έξι· σαγιάδες φυτιλιές, τρεις· μποχτσιάδες, χρυσοί τρεις, σκέτος, τέσσερις· καβάδι χιτόνι, ένα· ζιπόνια καλά, τέσσερα· μαντήλα, και πεσκίρι έτι ένα, δύο· σεντόνια, τέσσερα· σουλούτσι (χρυσό ένα, σκέτο ένα) δύο· τσιμπέδες με τα καπίνια, δύο· μαντήλια της κεφαλής, έξι· παπλωματάκι παιδιού μικρού, ένα· σκολαρίκια χρυσά, ζεύγη τρία· σκολαρίκια αργυρά, δύο· κόπιτζια με μαργαριτάρι, μία· πελεζίκια μαλαγματένια, ζευγάρι ένα· οπεσβάντι ασημένιο, ένα· σταυρός χρυσός, ένας· ασημόκουτο των διαμαντικών, ένα· δαχτυλίδι διαμαντένιο, ένα· γκόλφι ασημένιο χρυσωτό, ένα· καπιτσιάλι μαργαριταρένιο, ένα· τεγγερέδες, τρεις· ταψί, ένα· κροντήρια, δύο· σαχάνια, ζευγάρια έξι· λουριά ασημένια, δύο· καρπέτι, ένα· αντρομίδες, δύο.
199 Έμεινε και μέρος ροχικά, διά να σκεπάζονται και να μεταχειρίζονται τα ορφανά. Τα άνωθεν πράγματα, όλα, επαραδόθησαν εις χείρας του Νικολάου Σκουζέ, θείου των ορφανών, να τα φυλάξει έως να του τα ζητήσουν οι κληρονόμοι, να τα παραδώσει πάλε, με το παρόν τεφτέρι. Όθεν και έγιναν τρία τεφτέρια παρόμοια. Τα ένα εδόθη εις χείρας του κυρίου Αθανασίου Λιμπέριου, παππού των ορφανών. Το έτερον Δημητρίου Σκουζέ, πατρός των ορφανών. Το έτερον του κυρίου Ιεροθέου Σκουζέ, θείου των ορφανών, και υπεγράφθησαν παρά των τιμιοτάτων αρχόντων προεστών".
200 "Προς τούτοις ακόμη φανερώνομεν, ότι έμειναν εις χείρας του Δημητρίου Σκουζέ: μασαλάς μαλαγματένιος, ένας· γερτάνι μαργαριταρένιο, ένα, με μισόφλωρα πολίτικα τριάντα έξι, και δαχτυλίδια μαλαγματένια, δύο. Αυτά τα πράγματα, τα εμαρτύρησεν ο ίδιος Δημήτριος Σκουζές, ότι τα έχει και θέλει τα παραδώσει εις τα ορφανά, όταν έλθουν εις ηλικίαν· ομοίως και ένα μαντροκακαβοχάλκωμα της στάνης· και εις ένδειξην μάρτυρες: Δημήτριος Σκουζές, πατήρ των ορφανών Αθανάσιος Λιμπέριος πάππος των ορφανών. Ο Ιερόθεος Σκουζές, θείος των ορφανών. Οι άρχοντες προεστοί: Μπέλος Τζιαβρής, Γεωργαντάς Βλάσαρης, Νικόλαος Παπαμάρκος, Νικόλαος Μισαραλιώτης, Νικόλαος Πάρπανος, Αντρέας Παλαιολόγος, Μανωλάκης Διαγγελής, Πέτρος Πιτάκης, Γεωργαντάς Δανίλης".
201 "Μετά την παραλαβήν των κινητών, εζήτησαν να περιλάβουν και τα ακίνητα, ελαιόδεντρα και λοιπά. Τα οποία ήτον τα κάτωθεν: Πενήντα ρίζες ελαιόδεντρα εις θέσην Χρυσαγιώτισσα, πλησίον μοναστηρίου Πετράκη, Σπύρου Πάλλη, Δημητρίου Στίνη. Είκοσι πέντε ελαιόδεντρα εις Διασορίτην, πλησίον Αλισάνη, Μήτρου Δρακούλη και η οδός. Τρία στρέμματα αμπέλι εις Βρωμοφράτζι, με δώδεκα ελαιόδεντρα, πλησίον Mιχαλίτζης Πατούσας, Λάμπρος Τζιχλής και η οδός. Πρόβατα, κεφάλια τριάντα εις χωρίον Σπάτα εις Μήτρον Τούνην, σιδεροκέφαλα".
202 "Αυτά όλα ευρέθησαν της μητρός μας, μετά τον θάνατό της. Είχε ροχικά περιπλέον, αλλά τα είχε καταλύσει εις τους δώδεκα χρόνους, οπού είχε ζήσει με τον πατέρα μας. Αυτά όλα ήτον εκτιμημένα με εκείνα, οπού εκαταλύθησαν, διά γρόσια δύο χιλιάδες πεντακόσια, πέντε πουγκιά άσπρα, διότι δεν ημπορούσε κανένας γονέος εις Αθήνα, να προικίσει περισσοτέραν προίκα το παιδί του, το θηλυκό, από την κατάχρησην οπού έκαμναν οι γαμπροί, ζητώντας να γδύσουν τους γονέους, διά να παίρνουν τας θυγατέρας των".
203 "Και συνέρισης γενομένης των νοικοκυραίων, ποιος να κάμει τον καλλιότερο γαμπρό, έκαμαν οι Αθηναίοι σκέψην και έφεραν Πατριαρχικό <γράμμα> από την Μεγάλην Εκκλησία και το εδιάβασαν, κάμνοντας μονονοεκκλησίαν εις το Καθολικόν. Και εδιάβασαν το πατριαρχικόν, ότι ήθελεν είναι αφορισμένος οποίος ήθελε δώσει περισσότερη προίκα από την άνω ποσότηταν, οι ευκατάστατοι νοικοκυρέοι. Πλην πάλε εγίνετον κατάχρησις, διότι έβαλαν την τιμήν των πραμάτων εις ελαχίστην τιμήν, έφθειραν τους εκτιμητές".
204 "Εις της μητρός μου την παράδοσην η εκτίμησις επήγε περιπλέον. Όθεν εχρειάσθη να γένει αφαίρεσις το μέρος του πατρός μου, οπού είχε στελμένα να κάμουν την παραλαβή. Εζήτησαν να αφαιρέσουν ψιλικά, ποκαμισόβρακα και άλλα είδη χρυσοκέντητα, οπού κοιμόνταν, δίχως να φέρουν εισόδημα και εφθείροντο".
205 ''Η μητέρα μου μανθάνοντάς το ήρχισε να κλαίγει διότι τα είχε κεντήσει και φτιάσει αυτά η ίδια, και ως νέα τα ήθελε. Αφού αυτό το παράπονο εμαθητεύθη, διά να μην πικράνουν τη νύφη, άφησαν χαλκωματικό και κάτι άλλα ειδίσματα, διά να κατεβεί η ποσότης, κατά το πατριαρχικόν, εις τα γρόσια δυόμιση χιλιάδες. Ο πατήρ μου με τη μητέρα μου επέρασαν καλήν ζωήν έως έξι χρόνους, διότι η τυραννία του Χατζή Αλή δεν ήτον τόσο φριχτή".
206 Αφού επερίλαβαν αυτά, εζήτησαν να περιλάβουν και τα ακίνητα, ελαιόδεντρα και λοιπά, αλλά ο πατήρ μου τους είπεν, «όταν πάρετε και αυτά, επάρετε και τα παιδιά », τον Παναγήν και Δροσιάν, την αδελφή μου· ο δε αδελφός μου, <Γεωργαντάς>, τον είχεν εις Ύδραν ο θείος μου Ιερόθεος. "Έτζι, του τα άφησαν του πατρός μου".
207 Γενομένου τούτου, "εις ολίγες ημέρες μετά την Λαμπράν" ο πατήρ μου εστεφανώθη την δεύτερη γυναίκα, αλλά δεν την ηύρεν ως την πρώτην, εις καμιάν της αξιότητα.
208 "Την αυτήν χρονιάν, ήρθε το θανατικό, η πανώλης, εις τα 1788. "Άρχισαν και επόθαιναν έξι, πέντε, τρεις την ημέρα. Εσκόρπισεν η πόλις. Οι τούρκοι μόνον έμειναν. Δεν την εφοβόντουσαν, κατά τη θρησκεία τους, λέγοντας, όπου και αν πάνε, θα τους εύρει ο θάνατος, <αν> είναι γραφτό".
209 Τότε ο πατήρ μου, από το θάνατο της μητρός μου, από το θανατικό οπού ακολούθησε, από την ανάξια γυναίκα, και από τον ερχομό του Χατζή Αλή, οπού άρχισε την τυραννία, τη σερμαγή του την ετέλειωσε. Το εισόδημα λαδιού το ελάμβανε ο Χατζή Αλής. Επώλησε τα κτήματά του· ύστερον, μην έχοντας άλλο τι, τον εφυλάκωσαν διά το κατάστιχον λεγόμενον τότε, δόσιμον τυραννίας.
210 Ήβγεν αυτός από τη φυλακή διά να οικονομήσει χρήματα, βάζοντας μένα εις φυλακήν, ως αμανέτι, υποθήκην, αλλά τότες ποιος εδάνειζεν; ή ποιος είχεν; ή και αν κανένας χριστιανός είχε, πώς εκοτούσε να δανείσει ή να κάμει καμίαν αγοράν, εκτός των οθωμανών, οπού δεν υπόκειντο εις καμίαν τυραννίαν, αλλά οι οθωμανοί, μερικοί οπού εσώζοντο, δεν εδάνειζον, αλλά αγόραζαν κτήματα παρατιμής.
211 Ο πατήρ μου δεν ημπόρεσε να εξοικονομήσει χρήματα. Κινητά δεν είχε να πωλήσει. Τα κινητά της μητρός μου του τα είχαν πάρει, ως αντίκρυ φαίνεται. Της μητρυιάς μου τα ψιλικά, κάτις ρουχικά, τα είχαν κλέψει, όταν ήβγαμε εις Χαλάνδρι από το θανατικό· ακόμη και του πατρός μου τα ροχικά και λοιπά, οπού η πόλις ήτον έρημη.
212 Μόνον οι τούρκοι ήτον εις την πόλην μεινεσμένοι, οπού δεν εφοβούντο την πανώλην. Και έρημος όντας η πόλις, ένας Τούρκος, γείτονάς μας, ντερβίσης Αγάκος, ήμπε με σκάλα εις το σπίτι και έκλεψεν όλα ομού και το χαλκωματικό.
213 Εγώ έμεινα εις φυλακήν μιαν ολόκληρον εβδομάδα. Ο πατήρ μου ήρχονταν κάθε αυγή και μου ήφερνε ολίγο ψωμί και ολίγες ελιές. Εγώ του έλεγα, «πατέρα, πότε θα με βγάλεις από τη φυλακή;». Αυτός μου έλεγε· «παιδί μου, δεν ημπορώ να οικονομήσω χρήματα, και εγώ τι να κάμω δεν ηξεύρω». Εγώ τότες ήμουν χρόνων έντεκα μόλις.
214 Η στενοχωρία της φυλακής! Με τσαλαπατούσαν οι άνθρωποι. Μου λέγει ο πατήρ μου· «παιδί μου, άλλο δεν στοχάζομαι, να πουλήσω τα ελαιόδεντρα, <τα> εξήντα, οπού είναι εις Χρυσαγιώτισσα, της μητρός σου· αμέ, τι άλλο να κάμω;». Εγώ του είπα· «κάμε, να ξεφυλακιστω!».
215 Και έτσι τα πωλεί προς γρόσια τρία, και πληρώνει το δόσιμο και με βγάνει. Έως τότε με είχεν εις το ελληνικό σκολείον λεγόμενο, εις τον διδάσκαλο Σαμουήλ Κουβελάνο, και είχα προχωρήσει έως την χρηστοήθειαν λεγομένην τότε. Αλλ' ο πατήρ μου, από την δυστυχίαν, με ήβγαλε, λέγοντάς μου, ότι ο περίστασίς μας είναι δεινή, να με βάλει εις μέρος, να παίρνει τίποτες, να πληρώνει τα χαράτζι μου.
216 Έτζι, με έβγαλεν από το σχολείο, ηξεύροντας να γράφω μόνον, καθώς και βλέπετε τα παρόντα γράμματα, και με συμφώνησε το χρόνο διά γρόσια πέντε και να με ταγίζει ο πατέρας μου. Αυτοί ήτον τρεις σύντροφοι, Αντρέας Πεφάνης, Ιωάννης Ζωγράφος, Σπύρος Λιμπέριος Παναγιωτάκης, αδελφός της μητρός μου από έναν πατέρα όμως.
217 Είχαν αργαστήριον πραγματευτάδικο: Ο καθείς είχε διά σερμαγήν του από γρόσια εκατό μόνο. Ήμουν εις χρέος να παγαίνω εις τα τρία σπίτια, να υπηρετώ το μαΐστρο μου, έτσι τότε έλεγον τους μαστόρους τα παιδιά, μαΐστρο, και τη γυναίκα μαΐστρα: Έως το μεσημέρι υπηρετούσα εις τα οσπίτια τας μαΐστρας μου, —νερό από τη βρύση, σκούπισμα και άλλας υπηρεσίας κ.λ.π.
218 Ερχόμενος εις το εργαστήριον, να με βάλουν να πλέκω γαϊτάνια, σιρίτια και τα λοιπά. Τότε, όσοι επωλούσαν τη μανιφατούρα, οπού λέγομεν σήμερον, έκαμνον και τον καζάση. Εις όλα αυτά με μεταχειρίζονταν· και με την αράδα, μ' έστελναν και εμάζευα και ελιές από τα ελιόδενδρα, διά πληρωμή το χρόνο γρόσια πέντε.
219 Και κάθε Κυριακή, τελειωμένου του παζαριού, να παίρνω μανδήλια και λοιπά, να γυρίζω εις τους μαχαλάδες, να πωλώ. Και με έθρεφεν ο πατήρ μου· μόλις καμιά βολά με φίλευαν οι μαΐστρες μου ολίγα τζίτζιφα ή ολίγα ξυλοκέρατα.
220 Το εσπέρας, επήγαινα εις το οσπίτιον του πατρός μου, να τρώγω. Την αυγήν, έπαιρνα το καρτάλιον με το ψωμί μου, αυτοί δεν με έδιδαν ειμή τα γρόσια πέντε το χρόνο, παπούτζια όσα εκαταλούσα, και ένα άσπρο, τρίτον του παρά, κάθε δεκαπέντε ήμερες, διά να ξυριστώ, και ξύλο όταν αυθαδίαζα, ή όταν δεν έκαμνα τα χρέος μου μερικές βολές με τον φάλαγγα εις τους πόδας.
221 Παρομοίως θέλω διηγηθώ και των διδασκάλων την παιδείαν. Άμα ήθελε παρησιαστεί το παιδί εις το σχολείον και ήτον περασμένος ο καιρός, η πρόχειρος παιδεία ήτον του διδασκάλου, του αγριοκαλόγηρου. Είχε βούρδουλα, λεγόμενον βούνευρο· ανοίγοντας το ένα χέρι και το άλλο, να τον δίδει από μιαν εις το χέρι, "εις την απαλάμην του παιδιού", και να τον βάζει όρθιο, να σταθεί ολίγον με το ένα ποδάρι, να κλονίζεται.
222 Αν το σφάλμα ήτον περισσότερο, ένα παιδί μεγαλεότερο, "παλικούρα τον έλεγαν", τον φταίχτη τον έπαιρνεν εις τες πλάτες του, βαστώντας τας δύο χείρας εις τους ώμους του και ο διδάσκαλος εξύλιζεν εις τους κώλους, "δέκα έως είκοσι ξυλιές".
223 Αν ήθελε του φανεί του διδασκάλου αλλέως, είχον τον φάλαγγα έτοιμο· του έβαζαν τα δυο πόδια, έστριφταν τον φάλαγγα δυο παιδιά, και ο διδάσκαλος έδερνε εις τους πόδας το παιδίον. Πότε έβαζε δυο παιδιά, από ένα ποδάρι του καθενός. "Το βαρύτερο <βασανιστήριο> ήτον ο φάλαγγας".
224 Ο φάλαγγας ήτον ένα ξύλο, "έως ένα στυλιάρι, χοντρό και μακρύ", από ένα μέτρον έως έξι ρούπια μακρυός, με δυο τρύπες έως ένα ρούπι η μια από την άλλη, ένα σκοινί περασμένο, έχοντας δυο κόμβους εις τες άκρες, να μην ξεπερνά. Αυτού έβαζαν τους πόδας και έστριφταν το ξύλο και έσφιγγαν τα πόδια εις τους αστράγαλους αποκάτω.
225 "Και έσήκωναν ψηλά! Και ακομβούσε εις τη γη, του παιδιού μόνον οι πλάτες και το κεφάλι, και ο διδάσκαλος εράβδιζε τους πόδας, τας πατούσας". Και ο διδάσκαλος έδερνε· πολλά παιδιά από τη φωνή του αγριοδιδασκάλου εκατοριώντο από τον φόβον των, όταν εφώναζε, «Βρε θεοκατάρατε!...», του παιδιού.
226 Έως οπού έγινα οκτώ χρονών, ο πατήρ μου με είχεν εις τα κοινά ετότε λεγόμενα σχολεία. Αλλά τι διδάσκαλοι ήτον, ενθυμούμαι πολλά καλά από τα 1784. Οι αγριοδιδάσκαλοι των κοινών σχολείων ήτον καλόγεροι. Ήτον και μερικοί κοσμικοί ιερείς, εφημέριοι, οπού εσπούδαζαν τα παιδιά πολλά δύσκολα. Επήγαιναν τα παιδιά εις τα σχολεία· εξαιτίας των βαρβάρων διδασκάλων είχον τόσων ειδών βασανιστήρια. Εις τα Ελληνικά σχολεία Αθανασίου Μπενιζελάκη και ύστερον Σαμουήλ Κουβελάνου ήτον ολιγότερον, πλην ο φάλαγγας και οι βουρδούλοι δεν έλειπαν και από αυτά.
227 "Και ένα άλλο βασανιστήριον· είχεν ένα παλαιό ταγάρι και έβαζε πέτρες πέντε οκάδες και του το πέρναγεν εις το λαιμό διά κάμποσην ώρα. Άλλοτε τον έβαζε και εστέκονταν όρθιος, με το ένα ποδάρι και επρόσεχε ο διδάσκαλος. Άμα εκοράζονταν το παιδί και επατούσεν και το άλλο, του εκτυπούσε. Το παιδί από την κούραση και τον πόνο έπεφτε κάτω.
228 Από τα 1783 έως τα 1786 εστάθηκα εις τρία σχολειά και εμάθαινα τα κοινά γράμματα, χρόνους τρεις. Και εδοκίμασα όλα τα βασανιστήρια των τότε αγρίων διδασκάλων και πρωτόσκολων, οπού ονόμαζαν. <Σε> κάθε σκολειό, ο διδάσκαλος έβαλλεν ένα παιδίον μεγαλύτερο και μαθημένο και το ονόμαζε πρωτόσχολον. Απόντος του διδασκάλου, εμεταχειρίζονταν αυτός τας βασάνους των παιδιών.
229 Η τυραννία του Χατζή Αλή ηύξαινε. Εζητούσα της μητρυιάς μου να με δώσει ψωμί και δεν υπήρχε. Ο πατήρ μου εις φυλακήν. Τέλος αποφασίσαμε την φυγήν διά την Χαλκίδα, αφού επωλήσαμεν ἐναν γρασιδότοπο εις τον Άγιο Δημήτριο τον Κηρίτζη, και μερικά χαλκώματα, και επλήρωσεν ο πατέρας μου και εξεφυλακίστη.
230 Και αυτό ήτον το χωράφι της μητρός μου. Αλλά οι τούρκοι που το αγόραζαν, μας έβαζαν εμάς τα ανήλικα, και εβοτούσαμε τα μικρά μας δάκτυλα εις το καλαμάρι και το ακομβούσαμε εις το πωλητήριον έγγραφον, και μετ' αυτό το σημείον ήτον ασφαλισμένοι οι αγορασταί.
231 Πολλές βολές με έπαιρναν από το εργαστήριον αγγαριά και εκουβαλούσα πιλοφόρι εις τα κτίρια του τυράννου.
232 Τέλος μιαν αυγή, με δίδει ο πατήρ μου το γάιδαρο και τον παίρνω και περνώ από την πόρτα των Αγίων Αποστόλων, και αυτός πέφτει από το τειχίον και έρχεται και με ευρίσκει, καθώς με παράγγειλε, και τραβούμε διά την Χαλκίδα οι δυο μας, από το μέρος του Καλάμου. Εξημερώθημεν και ολημερίσαμεν εις ένα ρεύμα κατά το μέρος της Κηβισιάς. Ήτον εις τα 1790, προς τον Σεμτέμβριο.
233 Εκεί, νυκτώνοντας, ετραβήξαμεν αλλαχόθεν, έως να έβγομε από το σύνορο της Αττικής, και επήγαμε εις Καπαντρίτι, χωρίον της Λειβαδιάς, έξω του συνόρου του τυράννου. Από εκεί εις Κάλαμον, οπού εκεί ηύραμε πολλούς Αθηναίους φυγάδας, τον Νικόλαον Παπά Μάρκον, Μιχάλην Πάρπανον, Δημήτριον Καραουλάνη —έκτοτε επήγεν εις τον Αλή Πασά ήτον διολιτζής και καλόφωνος— Αντώνιον Πιτούρην, Νικόλαον Σκαρβούλην και λοιποί.
234 Ετραβήξαμε διά την Χαλκίδα με το νηστικό γάιδαρο εμπρός, έχοντες απάνω ένα δισάκιον με ολίγα ρούχα εμπαλωμένα και την παλαιόκαπα του πατρός μου, και μιαν αντρομίδα, και εις το πουγκί, όλα όλα, παράδες εξήντα· εις τα πόδια παλαιά παπούτζια, και το φέσι τρύπιο!
235 Εις Χαλκίδα πηγαίνοντας, ηύραμε πολλούς Αθηναίους παπουτζήδες, σκοινάδες, ραφτάδες, περιβολαρέους, μπακάληδες, και σαπουντζήδες, οι οποίοι ήταν φευγάτοι παρεμβρός. Μας εδέχθηκαν· μας επαρηγόρησαν.
236 Εκονέψαμε εις κάποιον Αργυρό Πούλο, Αθηναίο, συντεχνίτην του πατρός μου, με τον οποίο και εσυντρόφεψε μαζί. Βάζοντας αυτός τα σύνεργα, ελάβαινε κάτι περισσότερο.
237 Εις Χαλκίδα δεν ήτον τυραννία δοσίματος, χρηματική, αλλά οι Τούρκοι ήτον κάκιστοι. Εσκότωναγ τους χριστιανούς διά μικράς αιτίας και άλλα αισχρά έπρατταν εις τα παιδιά.
238 Βλέποντας αυτά ο πατήρ μου, ήτον ένας Αθηναίος εις το χωρίον Βασιλικόν της Χαλκίδος, μόλις δύο ώρας μακριά, κάποιος Διονύσιος Κάσταγλης, παπουτσής την τέχνην. Εκατοίκει εις αυτό το χωριό. Ο πατήρ μου με έδωσε εις αυτόν, διά να μη είμαι εις Χαλκίδα εμπρός των αγρίων και ασελγών Τούρκων, διά να με μάθει την τέχνην, μόνο και μόνο να με ζωοτρέφει. Αλλά αυτός ήτον πολλά μέθυσος. Καθημερινώς με έδερνε. Πλέον πτωχός από τον πατέρα μου. Σχεδόν επιθυμούσα, να γεμώσω την κοιλιά μου <κοντά του>.
239 Ο πατήρ μου έστειλε κρυφίως και έφερε από Αθήνα τη μητρυιά μου, και αδελφή μου Δροσιά, με την οποία δεν έκαμε τέκνον έως επτά χρόνους, οπού την είχεν.
240 Εις τα 1791 έπιασε θανατικό. Εις το πλησίον χωριό μας Φίλα ονομαζόμενο, ήτον κεφαλοχώρι, έως τριακόσιες πενήντα οικογένειες, παθαίνοντας κάμποσοι το εδιάλαβαν ως βουρδόλακας, ότι επήγαιναν και έπνιγαν τους άλλους· οπού τότε αυτή η πρόληψις ήτον. Αλλά αυξάνοντας το κακό, τους έδωσαν να καταλάβουν οι φρονιμότεροι, ότι είναι πανώλη. Οπού εξέθαπταν τους ποθαμένους και τους έκαιον με σίδερα πυρωμένα εις την καρδιά.
241 Εις το χωρίον Βασιλικό, ήτον ένας πρωτοσύγκελος του Σιναίου όρους, κυνηγημένος από τον Χατζή Αλή, οπού ήτον εις το μετόχιον εις Αθήνα, ζητών να τον τυραννήσει· αυτός αντέτεινε εις τον τύραννο, έχοντας του Μωαμέτη την χείραν εις το χαρτίον, οπού οι Σιναΐτες είναι ασύδοτοι. Αλλά αυτός ο τύραννος δεν έπαιρνεν από αυτά. Και έφυγεν και εκατοικούσεν εις το χωρίον το Βασιλικό, οπού είχεν εκεί μετόχι.
242 Επήγα εις αυτόν και εσυγκολήθην, ως ηξεύροντας το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου», οπού είχεν ανάγκη να παγαίνομε να κάνομε αγιασμούς· οπού η πανώλη άπλωσε, το χωρίον εσκόρπισε, τα Φίλα λεγόμενον, και μετ' αυτόν εγέμωσα την κοιλιά μου· οπού ο Διονύσιος Κάσταγλης, παπουτσής, μετά τόσες τυραννίες, με σήκωνεν από τα μεσάνυχτα να ράφτω· και μια νυκτιά με σήκωσε τα μεσάνυχτα και μ' έδωσε ένα πετζί να το πάγω, να το μοσκέψω έξω του χωριού, οπού ήτον μία σύναξις του νερού, πλησίον εις ένα πηγάδι.
243 Εγώ επήρα το πετζί, επήγα, το έβαλα εις το νερό. Ήτον χειμώνας. Ετραβήχθηκα και ήμβα εις μιαν αχυρώνα βοδιών και εκεί με πήρεν ο ύπνος. Αφού πέρασαν τρεις ώρες σχεδόν και δεν εγύρισα, ήλθε ο μάστορής μου ζητώντας με, ηύρε το πετζί, δεν με βρίσκει εμένα.
244 Ήτον ακόμη νύχτα. Υποπτεύθη, ότι έπεσα εις το πηγάδι, ως σκοτεινά. Κρεμάζει το φανάρι εις το πηγάδι, να ιδεί, αν είμαι πεσμένος.
245 Προς την αυγήν, εξύπνησα, και γυρεύω το πετζί, αλλά το είχε παρμένο. Πηγαινάμενος εις τον μάστορά μου, μου έδωκεν ένα ξύλο τόσο <δυνατό!>
246 Και έτζι επήγα εις τον Σιναΐτην. Εκεί, χάριτι θεία, εχόρταινα την κοιλιά μου εις τα πάντα. Καθημερινώς, επηγαίναμε εις πολλά μέρη, και εκάναμε αγιασμούς από το φόβο της πανώλης, οπού εξάπλωσε, ή από την πρόληψην των βορδολάκων.
247 Ο γέροντάς μου Σιναΐτης ήτον γέρος εξηκοντούτης και επέκτεινα εις τους χρόνους· ήτον και ολίγον κουφός, είχε και άλλον υπηρέτη, μεγαλύτερο, Αθηναίος, κάποιος Σπύρος Γροσάρας. Αυτός με ηνάγκασε να υπάγω αυτού, διηγώντας εις αυτόν την δυστυχία οπού επερνούσα εις τον μάστορά μου.
248 Ο πρωτοσύγκελος Σιναΐτης είχε δύο ζώα, ένα άλογο, εις το οποίον αυτός εκαβαλίκευε, και ένα μουλάρι γέρικο, εις το οποίον εβάναμε επάνω τα άγια λείψανα, και άλλες δυο δισάκες μεγάλες άδειες, διά να βάζομε τας προσφοράς, προσφερόμενα από τους οποίους εκάμαμε τους αγιασμούς, εις απανούκλιαστους, ειδέ εις τους πανουκλιασμένους· επαίρναμε μόνο παράδες προς ένα γρόσι τον αγιασμό· βάζοντας τους εις το ξύδι, τους ελαμβάναμε. Από παντού ήρχονταν άνθρωποι και μας εγύρευαν να πάμε, να κάνομε αγιασμούς.
249 Εις όλα τα αμπέλια της Χαλκίδος, οπού ήτον κατοικημένα παλαιόθεν φαμελικώς, ήτον υποστατικά των τούρκων, εκτεταμένα, με οικοδομές σημαντικές, σαράγια, οπού επήγαιναν όλο το καλοκαίρι οι Αγάδες της Χαλκίδος· επηγαίναμε και εις άλλα πλησίον χωριά· εν ενί λόγω, το κακόν αύξαινε, εξαπλούτο.
250 Ήτον εις τα 1791, προς τον Μάρτιον. Καθημερινώς ήρχοντο οι άνθρωποι και μας εζητούσαν. Εγώ έβαλα μια σκούφια καλογερική και έκαμνα ως καλογερόπουλο κοντά εις τον γέροντα, να ψάλλομε το απόδειπνο και τα λοιπά, έχων σκοπόν ο γέροντάς μου να με κάμει υποταχτικό.
251 Ο δε Σπύρος Γροσάρας εκυβερνούσε τα ζώα, επωλούσε τα προσφερόμενα, οπού μας έφερναν και μας έδιναν και εσυνάζαμε. Οι δυο μεγάλες δισάκες, κάθε βράδυ, ήρχοντο εις το μετόχιον γεμάτες, έχοντες εις τη μια δισάκα και μια στάμνα και εζητούσαμε και λάδι, τα δε λοιπά ήτον κριθάρι, σιτάρι, σύκα, σουντζούκια ωραία της Χαλκίδος, οπού τότε έφτιανον, και τα λοιπά, και προς ένα γρόσι τον αγιασμό. Περνώντας ολίγες ημέρες, τον αυξήσαμε προς παράδες εξήντα.
252 Μας επαρήγγειλε εμένα και του Γροσάρα, οπού όλοι επηγαίναμε μαζί, οι τρεις και με τα δυο ζώα, ότι «το πανίον οπού βάζουν επάνω εις την κασέλα, η μπόλια, και ακουμβάτε τα άγια λείψανα οπού ψάλλομε τον αγιασμό, να το παίρνετε· να λέτε, δεν κάμνει να μείνει εις αυτούς, διότι ακούμβησαν απάνω τα άγια λείψανα».
253 Έτζι, το έργον αυτό αρχίσαμε, και εις ολίγας ημέρας εσυνάξαμε κάμποσες χρυσόμπολες, πεσχίρια και άλλα, έως οπού εδόθη ο λόγος διά το πραχτέον και δεν μας έβαλαν πλέον, αλλά μια κασέλα άδεια, φοβούμενοι μήπως ζητήσομε και τα έσωθεν της κασελός, οπού απάνω εις αυτήνα ακομβούσαμε τα άγια λείψανα.
254 Τέλος, άρχισαν και οι βλάχοι να μας ζητούν εις τα βουνά, εις τες στάνες, μαντριά των, να πηγαίνομε· εκεί ως κοπιαστικό και μακριά, σκέψης γενομένης, ο γέροντας μου λέγει να κάμομε ένα τεφτέρι ως κώντικα. Και, άμα εψάλλαμε τον αγιασμό, δεν ελαμβάναμε πληρωμήν, οπού μας έδιδαν, αλλά έβγαλα εγώ το τεφτέριον και έγραφα όλων των ευρισκομένων τα ονόματα· και τους ελέγαμε, ότι αυτά τα ονόματα θέλομεν τα στείλει εις το μαναστήριον, το Σίναιον όρος, να μνημονεύονται. Τελειωμένου του γραψίματος των ονομάτων, τους ελέγαμε να γράψουν και ό,τι προαιρούνται από προβατίνες ή γίδες ή τράγους.
255 Εις κάθε μαντρί ήτον τρεις τέσσαρες οικογένειες συγγενικές. Το μαντρί, ήτον από δυο τρεις χιλιάδες γιδοπροβάτων και ξέχος τα έβοσκαν. Έτζι, μας έγραφαν, ότι προσφέρουν εις δέκα κεφάλια, αλλού πέντε, αλλού οκτώ, και δύο τρία τουλούμια τυρίον και κανένα τουλούμι βούτυρο. Μας έψηναν και ένα καλότατο <ερίφι>, διά να φάμε.
256 Αλλ' ο γέροντάς μου δεν έτρωγε κρέας, ειμή αυγά, τυρί, βούτυρο, γάλας· είχαμε και εις το δισάκιον διά την Παρασκευήν αυγοτάραχο, χταπόδι ξηρό, τα δε προσφερόμενα ή τας λείας μάλλον να είπω, ο Γροσάρας με το γέρικο μουλάρι τα εκουβαλούσεν εις το μετόχιον και ήρχονταν οπίσω, οπού τον επεριμέναμε, και μας εύρισκε.
257 Αφού επεράσαμε κάμποσα μαντριά, έγινε ένας κατάλογος καλούτζικος έως τριακόσια πενήντα γιδοπρόβατα και μια ποσότη τουλουμοτύριον και βότυρο.
258 Μας ήλθεν ένας καλόγηρος από το μοναστήριον του Αγίου Νικολάου, δύο ώρες τρεις μακριά από το μετόχιόν μας, εις το χωρίον Βασιλικό, και μας λέγει να πάμε εις το μοναστήριον, να κάμομε αγιασμό.
259 Αυτό το μοναστήρι ήτον σημαντικούτζικον. Ήτον παγαιμένοι έως εικοσιπέντε φαμελιές από τα Φίλα χωρίον, εξαιτίας της πανώλης. Αλλά εμολύνθη το μοναστήριον, απόθαναν σχεδόν οι μισοί από τας φαμελίας, ομού και ο ηγούμενος και μερικοί καλόγηροι, και ήτον σκορπισμένοι εις τα βουνά. Το μοναστήρι το είχαν έρημο αφησμένα. Εκεί, λοιπόν, επήγαμε.
260 Οι καλόγηροι έστεκον πολλά μακριά από το μοναστήριον, ωσάν να ήμεθα εμείς μόρτηδες, να πάμε να ξεπανουκλιάσομε το μοναστήρι. Έτζι, λοιπόν, εμείς επήγαμε.
261 Το κλειδί της εκκλησίας ήτον εις την πόρτα. Ανοίγοντας την εκκλησιά, η πρώτη παραγγελιά, οπού μας έδωσεν ο γέροντάς μας Σιναΐτης, ήτον, όσα στέφανα ασημένια και χέρια ήτον, ομοίως και δυο κανδήλες, πριν αρχίσομε τον αγιασμό εις τας εικόνας, τας επήραμε και τας βάλαμε εις δισάκιον μέσα και επαστρέψαμε το μοναστήριον.
262 'Ύστερον αρχίσαμε τον αγιασμό. Τότε ήρθαν και οι καλόγηροι. Αλλά τους αποθαμένους δεν τους είχαν θάψει βαθιά, και οι σκύλοι, τα αγρίμια, τους είχαν ξεθάψει, μόλις ήτον σαραντισμένοι.
263 Έτζι, τελειώνοντας, μας έγραψαν και αυτοί εις τον κατάλογο μισή αποκοπή, γίδες δεκαπέντε. Είμεθα εις τους 1791 προς τον Μάγιον. Ήρθεν είδησις, από Λειβαδιά, άνθρωπος επίτηδες, και ζητά τον γέροντα με τα άγια λείψανα, να πάγει να κάμει αγιασμούς διά την πανώλην. Τότε παίρνει τον Σπύρον Γροσάρα μόνον και πάγει εις Λειβαδιάν.
264 Εμένα με αφήνει εις κάποιον Ζαχαρίαν Φυλλαριώτην, εις το μανδρί του, εις το χωριό Μαλακόντα απ’ έξω, παραγγέλοντάς του, αυτουνού, να μου δώσει έναν υιόν του, να πάμε εις <τα> μαντριά, να συνάξομε τα γιδοπρόβατα με τον κατάλογο, έως να γυρίσει από Λειβαδιάν. Ο Ζαχαρίας είχε θέρος, και μετά το θέρος αποφάσισε να πάμε.
265 Έτζι λοιπόν, εγώ έμεινα εις τον Ζαχαρίαν. Παπούτζια εις τα ποδάρια δεν μου έμειναν. Εφόρεσα τα τζαρουχάκια και την ποιμαντικήν αγκούλαν εις το χέρι. Αλλά, έως να γλυτώσει το θέρος, μούδωσε και ένα μικρό δρεπάνι και εθέριζα. Ολίγον κατ' ολίγον έμαθα, και πότε με τα γίδια επήγαινα, μαζί με τους υιούς του Ζαχαρία· έγινα και θεριστής και ποιμήν.
266 Γλυτώνοντας το θέρος, εκινήσαμε διά τα μαντριά εις τα βουνά, να συνάξομε τα γεγραμμένα, αφιερωμένα. Έτζι, βουνά, λαγκάδια, εις το βουνό το Δέλφι της Χαλκίδος, οπού ήτον τραβηγμένοι οι βλάχοι από τα κάτω μέρη, από την κάψα, η μια στάνη από την άλλην ήτον τρεις ώρες μακριά· και οι βλάχοι μας έλεγον, «Για απόσια, από την ραχούλα!».
267 Μετά δεκαπέντε ημέρες εσυνάξαμε διακόσια εβδομήντα κεφάλια. Αποκάμαμε απάνω εις το Δέλφι και έτζι τα κατεβάσαμε εις τα μέρη τα κάτω και εγώ τα έβοσκα. Κάθε βράδυ τα αρμέβαμε· πότε την αυγή.
268 Ήτον προς τον Ιούλιο. Ήρθε είδησις, ότι ήρθεν ο γέροντας εις το μετόχι από Λειβαδιά, και εμήνυσε να αφήσω τα συναγμένα γιδοπρόβατα εις τον Ζαχαρία και να πάγω, διότι άνοιξεν άλλη πρόσοδος και αργήσαμε να προλάβαμε.
269 Οι άνθρωποι ήτον εγγύς να γλυτώσουν το θέρος. Πηγαινάμενος επήραμε μόνο το πακράτζι του αγασμού, και το σταυρό και τη βρεχτούρα και ο γέροντας καβάλα και το μουλάρι ξοπίσω, και οπού εθέριζαν, το Σώσον Κύριε τον λαόν σου, και τέσσερα δεμάτια εις το μουλάρι, και ομπρός και πίσω, εις δυο τρεις ημέρες επήραμε και άλλο ένα ζώο.
270 Εκάμαμε και εμείς μια θημωνιά καλλιότερη ή μεγαλιότερη από εκείνους οπού είχαν εσπαρμένα. Είμεθα εις τον μήνα Αύγουστο. Ήρθε ένα καΐκιον εις τον Λευκαντή, υδραίικον. Εις αυτό επωλήσαμε το συναγμένο τυρίον, βότυρο και όσοι τράγοι ήτον εις τα συναγμένα γιδοπρόβατα. Έπαυσε και το θανατικό.
271 Τότε ήρθεν ο πατήρ μου και με εντάμωσεν, οπού έξι μήνες δεν είχεν είδηση πού ευρισκόμουν, εξαιτίας της πανώλης. Ήτον και αυτός έξω από την Χαλκίδα, εις μιαν εξοχή, εις τα αμπέλια της Χαλκίδος. Ομιλεί με τον γέροντά μου διά λόγου μου, πως θέλει να με έχει αυτός. Του λέγει να με ζωοθρέφει μόνον, και ο πατήρ μου να μου προμηθεύει τα φορέματά μου.
272 Έτζι, ο πατήρ μου δεν με άφησε μαζί του· με πήρεν εις Χαλκίδα· με βάλλει εις έναν οθωμανό παπουχτζή Ουστά Μεγμέτην, διά να μάθω την τέχνη, οπού είχα αρχίσει. Αυτός ήτον Εμίρης, από το γένος του Μουάμεθ. Οι νέοι Εμίρηδες εις το θρησκευτικό ήτον εις υπόληψην, και διά να είμαι διαφεντευμένος, με έβαλεν εις αυτόν.
273 Εγώ, μικρός όντας, έμβαινα εις το χαρέμιόν του, γυνακάν του και την έβλεπα (τη χανούμισσα) και της έκαμνα και υπηρεσίας. Εις το αργαστήρι ολίγας ώρας εκαθόμουν εις την τέχνη. Με είχε συμφωνήσει ένα γρόσι το μήνα και να με θρέφει.
274 Ο Ούστά Μεγμέτης, μάστοράς μου, είχε δυο παιδιά. Το ένα το έλεγαν Αγμέτη, το άλλο Ιμπραΐμη, το μεγαλιότερο. Ο Αγμέτης ήτον σχεδόν πέντε χρονών, και ακόμης δεν ημπορούσε να περιπατά. Ήμουν υποχρεωμένος να τον βαστώ και να τον κοβαλώ απάνω μου, να κάμνω υπηρεσίας εις το σπίτι, να κουβαλώ νερό και τα λοιπά όλα του οσπιτιού.
275 Ολίγες ώρες επήγαινα εις το αργαστήριον. Δούλα δεν είχε. Ήμουν εις χρέος να κάμνω όλας τας υπηρεσίας του οσπιτιού.
276 Ο Ουστά Μεγμέτης, μάστορής μου η αγάς μου να ειπώ καλλίτερον, συχνά έκαμνε ταξίδιον εις Αθήνα διά να ψωνίζει πετζιά της τέχνης του, το περισσότερον όμως διά να διασκεδάζει με φίλους, άλλους παπουτζήδες οθωμανούς εις Αθήνα, να πίνουν, διότι εις την Χαλκίδα όντας, δεν έπινε το κρασίον, διά να μην χάνει την υπόληψή του ως Εμίρης, ιερωμένος εις την θρησκείαν, και το ταξίδιόν του ανασχολούσεν ένα μήνα, και επέκεινα, εις Αθήνα.
277 Εγώ ήμουν εις το οσπίτιόν του με τη γυναίκα του Αϊσέ και τα δυο μικρά παιδιά· να ψωνίζω τα χρειαζόμενα του οσπιτιού, να με βάνει η κυρία να μαγειρεύω, και τα λοιπά. Κάθε βράδυ, να με παίρνει εις τα μέσα οσπίτια του χαρεμιού, να με βάνει να της τραγουδώ. Αυτή ήτον νέα, και, διά να μην ακούγεται η φωνή μου, με επήγαινεν εις τα εσώτερα του οσπιτιού.
278 Εις αυτό το διάστημα, έφυγεν ο πατήρ μου από Χαλκίδα με την μητρυιά μου και αδελφή μου. Επήγεν εις Αθήνα οπίσω, οπού ο τύραννος αλάφρωσε κάτι την τυραννία. Ήτον εις τα 1792.
279 Εγώ έμεινα εις Χαλκίδα με τον τούρκον Ουστά Αγμέτην, οπού εις αυτόν έκαμα υπέρ τον ενάμιση χρόνο. Μια των ημερών, ετοιμάστη η κυρία να υπάγει εις τον λουτρό. Εγώ επήγαινα πάντα μαζί της με τα ρούχα του λουτρού, και έμβαινα εις τον λουτρό μέσα.
280 Εκείνη τη φορά, οι γυμνές τούρκισσες με είπαν να έβγω έξω. Η κυρία μου εναντιώθη. Τότες οι άλλες της απήντησαν ότι, «αν εσύ θέλεις τον Ρωμιό γκιαούρα, άπιστο, έχε τον εις το σπίτι σου, καθώς τον έχεις, και κάθα νύκτα τον βάζεις εις το πλευρό σου και σε τραγουδεί, και άλλοτε εις τον λουτρό να μην τον φέρνεις».
281 Εγώ ήμουν έως δεκαπέντε χρόνων ετότες, θεωρατικός και καλόφωνος, πλην η ηλικία μου ήτον μακριά ακόμης από αυτά. Αλλ' ούτε αυτή ήτον τοιούτη.
282 Ο πατήρ μου, όντας εις Αθήνα ο Αγάς, μάστοράς μου, τον παρεκάλεσε, όταν ξαναέλθει εις Αθήνα, να με φέρει μαζί του διά να με ιδούν. Έτζι λοιπόν εις άλλο ταξίδιον με ήφερεν εις Αθήνα, και δεν με άφησε πλέον να υπάγω εις Χαλκίδα.
283 Ελησμόνησα να ιστορήσω και ένα ταξίδι οπού μ' έστειλεν ο πατήρ μου. Το πρώτον οπού επήγαμε εις Χαλκίδα αρρώστησα από θέρμες, και μ' έστειλεν εις Ύδραν, εις τον θείον μου Ιερόθεον. Αλλ' αυτός, μετά ολίγας ημέρας, μ' έστειλεν οπίσω εις Χαλκίδα άρρωστο και με έβγαλε το καΐκι εις Κάλαμο. Εκεί εκόνεψα εις την θεία μου Θεοχάρην, του Πέτρου Πιττάκη την γυναίκα, οπού ο Χατζή Αλής είχε κρεμάσει τον άνδρα της, και αυτή ήτον φευγάτη και εκατοικούσεν εις Κάλαμον.
284 Εγώ διά ξηράς δεν ημπορούσα να πάγω απεζός, έχοντας και ένα ταγάρι, τα ρούχα μου. Μου πιάνει ένα γάιδαρο διά ένα γρόσι, να με πάγει εις Χαλκίδα, και με επήγε. Πηγαίνοντας, από την θέρμη με έδωσε εις τον Διονύσιον Κασταγλήν.
285 Ας έλθομε εις το προκείμενο. Ο πατήρ μου εις Αθήνα με έβαλε εις την τέχνη παπουτζήν, εις κάποιον Θεοδωρήν Γελαδάκην διά γρόσια εικοσιτέσσερα το χρόνο και ο πατήρ μου με έθρεφεν, εις τα 1793. Ύστερον, τελειώνοντας τον χρόνο, μ' έβγαλε από αυτόν και με έβαλε εις κάποιον Ζουλφίκαρην Σοφτά, οθωμανό, διά γρόσια τριάντα πέντε το χρόνο.
286 Αυτός ο Οθωμανός έλεγεν εις τους άλλους διά λόγου μου, βλέποντάς με εις την πώλησην, οπού έκαμνα κάθε Κυριακή εις τα παπούτζια, εις την μεταχείρισή μου, είπεν ότι τούτο το παιδί θέλει γένει πλούσιος. Ήτον άξιος άνθρωπος και επλούτηνε αυτός από πτωχός.
Ο πατήρ μου, μια βραδινιάν, μας λέγει, όταν ετρώγαμε, ότι θα πάγω εις 'Ύδρα, εις τον αδελφό μου Ιερόθεο, αν θέλει να με ελεήσει, και να πάρω και το παιδί μου, το Γεωργαντά, να τον φέρω, να τον ιδείτε.
287 Ήτον εις αθλίαν κατάστασην της δυστυχίας. Επήγαινεν εις τους σαπονγγήδες εβδομαδιάτικο και έβγαινε μια καζανιά σαπόνι και του έδιδαν γρόσια πέντε. Αυτό το έκαμναν ως μάστορην και ως να τον ελεούν. Εν ενί λόγω, όλη η οικογένεια επεινούσαμε! Ας μη σας ειπώ άλλα!
288 Επήγεν εις Ύδραν· ήφερε τον αδελφό μου. Μετά πέντε ημέρες αρρωστά. Μετά τρεις ημέρες αποθαίνει εις τα 1794, προς τον Απρίλιον μήνα.
289 Μανθάνοντάς το ο θείος μας Ιερόθεος ήλθεν από Ύδραν. Επλήρωσε της μητρυιάς μου την προγαμιέν δωρεάν, γρόσια εκατόν ένα, ομού και το νάχτι, οπού του είχαν δοσμένα γρόσια πενήντα, ομού και διά τα ρούχα της, ψιλικά, οπού έκλεψαν εις τα 1788, το θανατικό όντας, εύραν εύλογον οι προεστοί, και της έδωσε γρόσια διακόσια και ήφυγεν από το οσπίτιόν μας. Παιδί με τον πατέρα μου δεν ήκαμε.
290 Έτζι εμείναμε εγώ και η αδελφή μου Δροσιά. Κάτι ολίγα πράγματα ευρέθησαν του πατρός μου. Τα εβάλαμεν εις μια κασέλα. Την αδελφή μου την αφήσαμε εις τον θείον μας Λιμπέριον Παναγιωτάκην, να του δίνομε παράδες εξήντα το μήνα διά τη φαγούρα της μόνο, και να τη ντύνομε ημείς, να της ψωνίζω μπαμπάκι και τα λοιπά, να δουλεύει και να εντύνεται.
292 Το δε οσπίτιον το ενοικιάσαμε εις κάποιον Αντρέα Τσιούση, τουφεχτζήν, διά γρόσια οχτώ το χρόνο. Τα δε ολίγα υποστατικά, ελαιόδεντρα εις Καρυδιάν, ρίζες δεκαοχτώ, με μια μεγαλότατη συκιά εις Διασορίτη· <εις> Άγιον Σάββαν ρίζες δεκαέξι· εις μύλον Σούκινο, ρίζες σαραντατέσσερες· εις Βρωμοφράτζι αμπέλι στρέμματα τέσσερα, με ελαιόδεντρα μέσα οχτώ· εις του Γαλάτζη ελαιόδεντρα εβδομήντα οχτώ. Αφήσαμε τον θείον μας επιστάτην, να συνάζει το εισόδημα, να κάμνει τα αναγκαία της αδελφής μας, ομοίως και το χωράφι εις του Γαλάτζη έως στρέμματα εικοσιτέσσερα και εις Ρέντη χωράφι στρέμμα ένα.
293 Αυτά, όλα και όλα, έμειναν από την τυραννία απώλητα, ομού και τα ρούχα της μακαρίτισσας μητρός μας. Πεθαίνοντας ο πατήρ μου, δεν του ευρέθη όβολο. Του είχε δοσμένα εις Ύδραν ο θείος μου γρόσια είκοσι πέντε, αλλά εξοδεύθησαν εις την αρρώστια του. Ο αδελφός μου, οπού είχε φέρει από Ύδραν, του είχεν ο θείος του δοσμένα γρόσια τρία.
294 Εγώ είχα από προβάκια, χαλβαλίκια, συναγμένα εις την τέχνην, όντας παπουτζής, εις λιανά λεγόμενα άσπρα, το τρίτον του παρά, και παράδες έως γρόσια πέντε. Δυο χρόνους είχα οπού τα εσύναζα, και τα είχα χωμένα εις μια τρύπα. Τότε τι να κάμω; Τα έβγαλα και εθάψαμε τον πατέρα μας και με την πλερωμή του κριτού, οπού μόνον επέθαινε άνθρωπος υπαντρευμένος, έπαιρνε κατά την κατάσταση.
295 Έτζι λοιπόν εμείναμε τα τρία αδέλφια μόνοι μας, σταυροχεριασμένοι, ανήλικοι. Η τυραννία του Χατζή Αλή, ήτον τότες εις την ακμήν της. Ήρθεν ο θείος μας, ως άνω, και τελειωμένων όλων των πραχτέων, μας επήρεν εμάς τα δυο αδέλφια και μας πήγε εις Ύδραν, τον αδελφό μου τον είχε βάλει ράφτη, εμένα με είχε προσωρινώς εις το κιλλίον του εις το μοναστήρι της Ύδρας, την Παναγία.
296 Ο πατήρ μου, όταν ήθελε να πάγει εις Ύδραν, έλεγε ρητώς ότι, να πάγω εις Ύδραν να ιδώ τον αδελφό μου, να φέρω και τον Γεωργαντά, διότι θα αποθάνω. Αυτό το ήκουγα εγώ και άλλοι και η μητρυιά μου. Το είπε πολλές βολές. Ήτον εις ηλικίαν χρόνων σαράντα οχτώ, όταν επόθανε.
297 Εις Ύδραν ευρισκόμενος εγώ τότε, άρχισε το σιτάρι εις Γαλλίαν να περνά και με τιμή. Και είχαν αρχίσει οι Υδραίοι και εταξίδευαν εις Γαλλίαν. Από τα 1792 έβαλε τον αδελφό μου με πλοίο, ναύτην, μούτζο.
298 Του έλεγα να με βάλει και εμένα, αλλά αυτός μου έλεγε, «δεν σας βάλλω και τους δυο εις τον κίνδυνο της θαλάσσης! Εσύ να μείνεις εις την ξηρά!» Έτζι ευρισκόμενος μαζί του εις το κιλλίον εθρηνούσαμε την δυστυχία των Αθηναίων όλων και την τύχη μας.
299 Μου ήλεγεν, ότι ο παππούς μου, πατήρ του, Νικόλαος Σκουζές, ενθυμείτο καλά, ότι το 1760 ήτον παλικαρόπουλο και ο πατήρ του ήτον με κατάσταση, είχεν ελαιόδεντρα υπέρ τα χίλια διακόσια, πρόβατα αποκοπές ογδοήντα εις όλα τα Μεσόγεια προς τριάντα πρόβατα η κάθε αποκοπή, δύο περιβόλια, σαράντα στρέμματα αμπέλια, ριζαροχώραφα, ένα ζευγάρι από πεντακόσια στρέμματα γης, δύο ελαιοτρίβια, ένα σαποντζίδικο, δύο παπουτζίδικα αργαστήρια, γρασιδότοπους, τρεις οσπιτοκαθισιές και καπιτάλε οπού επροχρέωνε λάδι, τυρί, βότυρο, σιτάρι, μέλι και τα λοιπά· είχεν το μπακαλιό· εσύναζε όλο το τυρί της Αττικής με τον αδελφό του Ηλία Σκουζέ και Γιώργο Σκουζέ.
300 Ήτον και άλλοι δύο αδελφοί. Μήτρος Σκουζές και Γιανακός Σκουζές, όλοι πέντε αδελφοί, με κατάσταση, αλλά ο παππούς μου ο Νικόλαος είχε τέσσερες θυγατέρες, έκαμε τέσσερες γαμπροί, είχε τρεις τέσσερις υιούς, εμοιράστη η κατάστασις, και έπειτα η τυραννία του Χατζή Αλή, οπού τον εφυλάκωσε τότες με τους εικοσιτέσσερους νοικοκυραίους και του επήρε δεκαπέντε πουγκιά γρόσια.
301 Εγώ αυτό το ενθυμούμαι καλά. Ήτον εις τα 1787 προς τον Σεμτέμβριον. Αυτά μου έλεγεν ο θείος μου, και εγώ τα υστερινά τα ενθυμούμουν.
302 Εις αυτάς τας ημέρας, ευρέθη εις το μοναστήριον κονεμένος ένας αρμενοκατόλικος, ονομαζόμενος Τομιάζος, από Σμύρνην φερμένος. Και επήγεν εις Τριπολιτζιάν και Νάπλιον και εγύρισεν εις Ύδραν. Και εσύναζε χρήματα από τους εμπόρους, οπού είχαν πραγματείες πάρει από Σμύρνην.
303 Και αυτός ηρώστησε. Ήρθεν εις κίνδυνο θανάτου. Αυτός εχρειάστη ένα παιδί, διά να τον υπηρετεί. Εις αυτόν επήγα και υπηρετούσα, του άλλαζα και τα βυζιγάντια, και τα λοιπά. Γενόμενος καλά, με πήρε μαζί του διά Σμύρνη.
304 Επήγαμε εις Τήνο. Ο οποίος, εκατάγετο από εκεί, η μητέρα του. Εκονέψαμε εις το φραγκομονάστηρο, εις τον άγιον Αντώνιον, εις τον άγιον Νικόλαον της Τήνος νήσος. Έτζι αυτός επέγεν εις τα φραγκοχώρια, να ανταμώσει τη συγγένεια του. Εκεί ευρίσκοντάς τους, του έδωσαν ένα παιδί, συγγένειά του, διά να το πάρει μαζί του.
305 Ερχόμενος κάτω, από τα χωριά, μου λέγει, ότι δεν έχει από εμένα πλέον ανάγκη, και βγαίνει και με δίνει, διά δύο μήνες οπού εστάθηκα μαζί του, γρόσια τρία, ενώ εστάθηκα εις την αρρώστια του και άλαζα τα βυζιγάντια του, εκουβαλούσα τον κόπρο του και τα λοιπά, όντας άρρωστος. Έμεινα εις Τήνο ξένος, μη γνωρίζων κανέναν.
306 Κατά τύχην, ήτον ένας Αθηναίος, αυτού, παπουτζής, και ένας άλλος Αθηναίος καφετζής, κάποιος Λινάρδος, αδελφός του Πέλου, οπού εκρέμασεν ο Χατζή Αλής. Από τον Χρήστον παπουτζήν έλαβα συμβουλή, να πάγω διά Σμύρνη, και αυτός να μου δώσει ένα γράμμα προς τον αδελφό του, οπού ήτον εις Σμύρνη, εις το φράγκικο κουμέρκι κολιτζής, ονομαζόμενος Κουτζιούκ Γιαννάκης.
307 Όθεν έλαβα αυτό το θάρρος και δεν εγύρισα εις Ύδραν, εις τον θείον μου, αλλά ομπρός, ή ταν ή επί τάν. Εμβαίνω εις ένα καΐκι ψαριανό, πληρώνοντας διά ναύλο εικοσιπέντε παράδες, έκαμα και εικοσιπέντε παράδων κομπανία, με λόγον να με πετάξει εις Χίον, περνώντας.
308 Έτζι εμβήκα, και με βγάνει εις Χίον, εις ένα παράλιον. Τα ρούχα μου ήτον ελαφρά, χάριτι θεία, ήμουν υγιής, ένα μικρό ζεμβιλάκι ως του στρατιώτη, τα είχα όλα μέσα και μια καποτίτζα, αστέρον την ονομασία· μου την είχαν βγάλει το όνομα αυτό από την Αθήνα.
309 Πρώτον οπού αντάμωσα εις Χίον ανθρώπους Χιώτες μόλις εκαταλάμβανα τα ήμιση από τα όσα μου έλεγαν. Ήτον χωριανοί. Μετά τρεις ώρες περιπάτημα εμβήκα εις την πόλην, χάριτι θεία, είχα και τα χαρατζιοχάρτια, οπού ο θείος μου μου είχεν αγοράσει εις Ύδραν και μου τα είχε δώσει διά ολίγη τιμή· οπού εκεί τα έστελναν από τες τούρκικες πόλεις της Πελοποννήσου και Αθήνα και τα επωλούσαν, δεν τα έδιδαν εις τους μη ταξιδεύοντας ραγιάδες, και ωφελούνταν οι ζαμπιτάδες.
310 Και έτζι, όλοι οπού έφευγαν από Μορέαν και λοιπά μέρη διά την Ανατολήν κρυφίως τα ηγόραζαν, και δεν τους τα έδιδαν, διά να μη φεύγουν από Μορέαν οι χριστιανοί.
311 Εμβαίνοντας εις την πόλην, την Χίον, δεν ήξευρα ούτε που να πάγω, ούτε που να σταθώ. Ερώτησα πού είναι η σκάλα, οπού εμπαρκάρονται διά Σμύρνην. Με οδήγησαν. Ήτον εις τας τρεις μετά το μεσημέρι, σχεδόν. Πλησιάζοντας εις τη σκάλα, μου παρησιάζεται ο χαρατζής· μου λέγει, «ανέ καάτ μπρε;»
312 Εγώ ήξευρα τα τούρκικα, ως είδατε από την ιστορία, μου. Τέλος τα έδειξα. Ήτον ταχτικά, αλλά δεν μ' άφησεν άγδαρτο. Με πήρε πέντε παράδες. Ήμουν κουρασμένος πολλά.
313 Εκεί μου παρησιάζεται ένας πλοίαρχος, ερωτώντας με, διά πού είμαι. —«Διά Σμύρνην!» «Έλα μαζί μου» μου λέγει. Εγώ του είπα, «ιδού εγώ και τα καλαμπαλίκια μου.» Τον βλέπω και σκέφτεται. Με λέγει, «έχεις τον ναύλον σου;»
314 Διότι, βλέποντας αυτά οπού εβαστούσα μόλις δεν άξιζαν τον ναύλον, αλλ’ ούτε εκείνα οπού εφορούσα, του λέγω ότι έχω εις το πουγκί μου έως γρόσια δύο. Αυτός μου λέγει, αυτά δεν σώνουν μήτε να φας.
315 Τι να κάμω, δεν ήξευρα. Στέκομαι εις τη σκάλα της Χιος με το ζιμπιλάκι εις το νώμο. Τον βλέπω πάλε αυτόν και εμπαρκάριζε λεμόνι· τον λέγω, «μπάρμπα καραβοκύρη, πάρε με, και εγώ έχω ένα μπάρμπα εις Σμύρνη και δεν χάνεις τον ναύλον.» Στρατήγημα! Τον είπα διά τον αδελφό του Χρήστου Παπουτζή, οπού μου είχεν και γράμμα δοσμένο.
316 Έτζι, ακούγοντας αυτό, με βάζει εις το καΐκιόν του, αλλά ήργησε να φορτώσει. Πιάνει ένας χειμώνας. Είμεθα εις το τέλος Σεμτεμβρίου 1794. Μια κακοκαιριά, βροχές. Όσο και αν εσπαρανιάριζα, ετέλειωσα τα γρόσια δύο και ακόμη εις τη Χιο. Διότι έδιδα και καϊχτζιάτικα, οπού εμπαινόβγαινα εις το πλοίο.
317 Να πωλήσω τίποτες δεν είχα, κανέναν δεν εγνώριζα. Έως οπού ο πλοίαρχος έβλεπε πλέον οπού εκαθόμουν εις το καΐκιον δίχως να εβγαίνω έξω, και δεν με έβλεπαν δυο ημέρες να τρώγω, τότε με ερώτησαν, αν έχω να τρώγω ή όχι, και μου έδιδαν να τρώγω.
318 Ο καιρός έσκασε. Εκάμαμε πανιά. Πάμε έως εις τις Φώκιες· εις Σμύρνην έβγαλε· αράξαμε εις Φώκιες. Εκεί ήβγα έξω και ηύρα εις μια νταβέρνα μερικούς περαματζήδες, οπού ήτον την πίσω μεριά τα περάματά των, εις το Ταλιάνι, να πάρουν ψάρια, και ήρθαν εις Φώκιες, να πάρουν κρασί και να ψωνίσουν.
319 Αυτοί με ερώτησαν, από πού είμαι και πού υπάγω. Τους είπα, ότι είμαι από Αθήνα, και πάγω εις τον μπάρμπα μου εις Σμύρνην, τον Κουτζιούκ Γιαννάκην. Το έκαμα αληθινό, ότι τον είχα θείον, και ελάμβανα κρέτιτο.
320 Ευθύς οι καϊχτσήδες ακούγοντας, ότι είμαι του Γιαννάκη ανιψιός <μου έκαμαν> τόσες περιποίησες, και ευθύς ήρθαν εις το καΐκι και επήραν το ζιμβιλάκιόν μου και με επήραν μαζί τους εις τα περάματα, την πίσω μεριά, έδωσαν του πλοιάρχου κάτιτι διά ναύλο και διά φαγούρα.
321 Έτζι, λοιπόν, μετά δύο ημέρες επήγαμε εις Σμύρνη. Μου είπαν όμως, πριν πάμε εις Σμύρνη, ότι εμολεύθη ο θείος μου, και πως του πέθανεν ένα κορίτζι από την πανώλη. Εγώ, ακούγοντάς το, έκαμα πως ελυπήθηκα, ως συγγενής μου.
322 Έτζι, πηγαινάμενοι, τους ειδοποίησαν. Ήρθε με έναν βαρδιάνο, οπού τον φύλατταν να μην πλησιάζει εις τους ανθρώπους, όντας ασαράντιστος ακόμη. Του δίνω το γράμμα, με ερωτά, «τίνος είμαι.» Του είπα, ότι είμαι του Δημητρίου Σκουζέ, και πως μου ακολούθησεν η περίστασις και εμεταχειρίστηκα να λέγω, ότι τον έχω θείο, ειδέ έπρεπε να αποθάνω. Ο Κύριος οίδε, πώς έπρεπε να καταντήσω. Τότες διορίζει έναν άνθρωπο και με παίρνει και με πάγει εις ένα μαγαζίον, πλησίον εις το χάνι του Τζόγια.
323 Αυτού είχαν κάτι σαπιογούμενες εις το νερό κομμάτια και μ' έβαναν με έναν κόπανο και τις εκοπάνιζα και τις εξέστριφα και τις έκαμα στουπί. Όλη μέρα αυτό έκαμα, έως οπού εσαράντισεν ο Κουτζούκ Γιαννάκης, και τότες με έβαλε εις ένα αρχοντικό, κάποιον Ιωάννην Μαυροκορδάτον, άντικρυ της Αγίας Φωτεινής, μεγαλοέμπορος. Δύο τρία καράβια δεν έλειπαν να ξεφορτώνουν και να φορτώνουν από αυτό το σπίτι.
324 Είχε γραμματικούς τρεις, έναν κασέρη, μαγαζινάτορα, μεσίτες πέντε, τρεις χριστιανούς, έναν τούρκο και έναν Εβραίο· αλλά το θανατικό ολοένα εδούλευεν εις Σμύρνην, και με πήραν ως νεοφερμένον εις Σμύρνην, παστρικός από πανώλην, διότι αυτό το σπίτι εφυλάττονταν.
325 Εις τας δύο πόρτας οπού είχε, τη μια προς την θάλασσα και την άλλη προς την ξηρά, είχε παρματλίκια, και δεν έμβαζαν άλλους ανθρώπους μέσα. Είχαν και τον μπαρμπέρη μέσα· ομοίως και τον καϊχτσήν τους, οπού τους επήγαινεν εις Μπορνόβα, χωρίον, οπού εκεί ήτον η φαμελιά.
326 Είχεν εκεί ο αυθέντης σπίτι μεγαλοπρεπέστατο. Εκεί με πάγησαν και εμένα και εδούλευα εις το σπίτι, εσκούπιζα, εβοηθούσα του μάγειρος, επαραστεκόμουν εις το τραπέζι και λοιπά.
327 Ήτον εις τα 1794 προς τον Οκτώμβριο· έκαμε διακοπή το θανατικό, εκατεβήκαμε εις Σμύρνην, και όλη η οικογένεια ομού και του υιού του, οπού όλοι μαζί εκατοικούσαν, και ο γαμπρός του κάποιος Μικές Ροΐδης, πλούσιος, ο δε υιός του Μιχαλάκης είχε την κόρην του Παχατούρη Ελένην, γυναίκα ωραίαν και σπουδαία, φρόνιμη και ταπεινή και από σπίτι σημαντικό. Είχε πέντε παιδιά· εν ενί λόγω, εις αυτό το σπίτι ήτον έως πενήντα ψυχές.
325 Ο αυθέντης ήτον έως εξήντα χρόνων, ελεήμων και ευλαβής εις τα θεία, ενήστευε τες σαρακοστές και το λάδι, εκτός το σαββατοκύριακο. Κάθε Σαββάτο εμοίραζε εις τους πτωχούς γρόσια προς δεκαπέντε.
329 Εκεί εστάθηκα έως έξι μήνες, και έφυγα και επήγα εις κάποιον Χατζή Νικολήν, θαλασσινόν Χίον —εις το μεγάλο βεζιρχάνι έμπορος. Είχεν ανταπόκριση με την Ευρώπην όλη, Ολλάνταν, Λιβόρνο και Τριέστι. Τα χρέη μου ήτον να μαγειρεύω, να ξεθερμώ, να σκουπίζω, να ψωνίζω, κάθε Σάββατον να ζυμώνω και να του πλένω τα ρούχα του και άλλες υπηρεσίες να παραστέκομαι. Ήτον μόνος, αυτός με έναν γραμματικό και μ' έδιδε διά μιστό, το χρόνο, γρόσια πενήντα.
Σχόλια
[1] Και έτζι έγινεν κίνημα από οθωμανούς και χριστιανούς, από ιππικόν έως διακόσιους πενήντα και πεζικό έως εις χιλίους πεντακοσίους. Και πρώτη προσβολή εστάθη εις Χαλάντρι· εσκότωσαν μερικούς. Οι άλλοι, οπού αυτού ευρέθηκαν, όλοι εκλείστηκαν εις πύργους και έβαλαν φωτιά και τους έκαυσαν, άλλοι οπιστοδρόμησαν. Τέλος, τους εχάλασαν, σκοτώνοντας και πιάνοντας ζωντανούς έως εις το ρέφμα Φασίδερη· εκατάλυσαν το ένα τέταρτο μέρος των τριών χιλιάδων. Τελειωμένης της νίκης, οι επίλοιποι επήγαν εις Αρβανιτιά, φοβερίζοντας να κατεβούν περισσότεροι.
[2] 66α Σκέψης γενομένης, αποφασίστη και έγινεν ο τειχισμός της πόλεως εις τρεις μήνας, πανδημεί χώρα και χωριά, ομοίως οι Οθωμανοί. Ετελείωσε το έργο όλο, ασφαλίστη η πόλις με πέντε θύρας, προς τον νότον η Αρβανίτικη λεγομένη της Πλάκας, των Μεσογείων προς Ανατολικά, των Αγίων Αποστόλων αρκτικά, των Γύφτων προς μαΐστρον, και η πέμπτη του Μαντραβίλη προς μπουνέντε γαρμπή. Ήτον και άλλη μία εις την Ακρόπολην, του Καραμπαμπά, οπού επήγαιναν τους νεκρούς Οθωμανούς εις το νεκροταφείο.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΕΓΔΟΤΟ ΧΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΩΝ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΚΟΥΖΕ
1 Σήμερον 1845, Φλεβαρίου 24, ευρισκόμενος εις αστένειαν, ρευματισμό, ο δεξιός μου γόφος έως κάτω, όλο το ποδάρι εμουδιασμένο από 22 Δικέμβρη 1844, σχεδόν μήνες δύο και με έπαυσαν πλέον οι δυνατοί πόνοι, ήλθα εις περιέργειαν και διά να διασκεδάσω, <καταπιάστηκα> να γράψω τον βίον της ζωής μου, οπού σήμερον είμαι και έχω χρόνους εξήντα οχτώ, και έχω καλά το μνημονικό μου.
2 Ενθυμούμαι, από πέντε έξι χρονών έως σήμερον, κατά καλήν σειράν, όλα τα όσα επέρασα και έπαθα, και πού επάγησα, και εις τι καιρόν ετυράννησε τους Αθηναίους, όλη την επαρχία, ο Χατζή Αλής, χασεκής το αξίωμά του, συμπεριλαμβάνων και τον βίον μου, ομού και τες τυραννίες του άνω Χατζή Αλή και όλες τες δυστυχίες των Αθηναίων, οπού εκατερήμωσε την Αθήνα από τα 1772 έως τα 1796, οπού τον εθανάτωσεν η τούρκικη κυβέρνησίς του. Αναφέρνω όλα τα πρακτέα του μέσα εις τον βίον μου και λοιπά, οπού ηκολούθησαν εις αυτούς τους χρόνους, ενθυμιώντας τα κάλλιστα.
3 Εγώ, ο Παναγής Σκουζές, εγεννήθην εις Αθήνας, εις τα 1777, λέγω χίλια εφτακόσια εβδομήντα εφτά, κατά την σημείωσην του πατρός μου, από πατέρα και μητέρα χριστιανούς της ανατολικής εκκλησίας.
4 Ο πατήρ μου ονομάζετο Δημήτριος, του Νικολάου Σκουζέ υιός. Η μητέρα μου Σαμαλτάνα, θυγατέρα του Αθανασίου Λιμπέριου Παναγιωτάκη. Και οι δύο παππούδες μου ήτον σημαντικοί, περισσότερον όμως ήτον πλούσιος ο Σκουζές. Αλλά ύστερον εδυστύχησαν εξαιτίας της τυραννίας του Χατζή Αλή, οπού ετυράννησε τας Αθήνας χρόνους εικοσιτέσσερους, οπού τόσον εδυστύχησαν οι Αθηναίοι, χώρα και χωριά.
5 Κατερήμωσε την επαρχίαν όλην. Έφυγαν τα δύο πέμτα των Αθηναίων, μην έχοντας πλέον να πληρώσουν τους βαρυτάτους φόρους, αφού τους απογύμνωσεν από χρήματα και κάθε διαμαντικό, μαλαγματικό, μπακιρικό, ροχικά.
6 Και τα κτήματά των επώλησαν εις τον ίδιο τύραννο και εις τους οθωμανούς. Οπού αυτοί δεν επλήρωναν δοσίματα, μήτε είχαν τυραννίες, αγγαρείες και τα λοιπά. Οπού οι χριστιανοί υπόφερναν· έφευγαν κρυφίως φαμελικώς εις Ανατολήν, εις τα νησιά Αιγαίου Πελάγου, εις Πελοπόννησον, Σαλαμίνα, Μέγαρα, Θήβα, Λεβαδιά, Χαλκίδα και λοιπά μέρη.
7 Η Αθήνα, η πόλις, είχε χίλιες πεντακόσιες οικογένειες χριστιανών, τριακόσιες πενήντα οικογένειες οθωμανών, τα δε χωριά όλα των Αθηνών σχεδόν ήτον έως χίλιες πεντακόσιες οικογένειες εις αυτήν την εποχήν, έως οπού ο τύραννος άρχισε τη φριχτή τυραννία από τα 1788 έως τα 1796, χρόνους οχτώ, οπού η κυβέρνησις τον αποκεφάλισε εις το νησίον της Κώος, πλησίον της Ρόδος, αφού κατερήμωσε την επαρχία.
8 Ήτον και εικοσιπέντε οικογένειες τουρκόγυφτοι, σιδερουργοί όλοι. Ομοίως ήτον έως τριακόσιες τριάντα οικογένειες Αιθίοπες. Έκαμναν ψάθες και σκούπες βούρλινες.
9 Έως οπού έγινα οκτώ χρονών, ο πατήρ μου με είχεν εις τα κοινά, ετότε λεγόμενα, σχολεία. Αλλά τι διδάσκαλοι ήτον ενθυμούμαι πολλά καλά από τα 1784. Οι αγριοδιδάσκαλοι των κοινών σχολείων ήτον καλόγεροι. Ήτον και μερικοί κοσμικοί ιερείς, εφημέριοι, οπού εσπούδαζαν τα παιδιά πολλά δύσκολα. Επήγαιναν τα παιδιά εις τα σχολεία· εξαιτίας των βαρβάρων διδασκάλων είχον τόσον ειδών βασανιστήρια.
10 Πρώτον, διά το μικρό σφάλμα να τον δώσει μια ξυλιά με τον βόρδολα εις την απαλάμην του παιδιού, πότε και εις τα δυο χέρια. Και διά άλλα μεγαλιότερα <σφάλματα>, τον έπαιρνεν ένας μεγαλύτερος εις τες πλάτες του, καλικούρα το έλεγαν, και εβαστούσε τας χείρας του, και ο διδάσκαλος του έδιδεν εις τους κώλους δέκα έως είκοσι ξυλιές.
11 Το βαρύτερον ήτον ο φάλαγγας. Ένα ξύλο, ως ένα στυλιάρι, χοντρό και μακρύ, με δυο τρύπες, περασμένο ένα σχοινίον και έβαζαν τα δυο πόδια του παιδιού και άλλα δυο παιδιά τα έστριβαν μέσα έως εις τους αστράγαλους και εσήκωναν ψηλά. Και ακομβούσεν εις την γην, του παιδιού μόνον οι πλάτες και το κεφάλι. Και ο διδάσκαλος εράβδιζε τους πόδας, τας πατούσας.
12 Και ένα άλλο βασανιστήριον· είχεν ένα παλαιόν ταγάρι και έβαζε πέτρες, πέντε οκάδες, και του το πέρναγεν εις το λαιμό διά κάμποσην ώρα. Άλλοτε τον έβαζε και εστέκονταν όρθιος με το ένα ποδάρι και επρόσεχε ο διδάσκαλος. Άμα εκουράζονταν το παιδί και επατούσεν και το άλλο, του εκτυπούσε. Το παιδί, από την κούραση και τον πόνο, έπεφτε κάτω.
13 Από τα τα 1783 έως τα 1786 εστάθηκα εις τρία σκολειά και εμάθαινα τα κοινά γράμματα, χρόνους τρεις. Και εδοκίμασα όλα τα βασανιστήρια των τότε αγρίων διδασκάλων και πρωτόσκολων, οπού ονόμαζαν. Κάθε σκολειό, ο διδάσκαλος έβαλεν ένα παιδίον μεγαλύτερον και μαθημένον και το ονόμαζεν πρωτόσχολον. Απόντος του διδασκάλου, εμεταχειρίζονταν αυτός τας βασάνους των παιδιών.
14 Εις τα 1786 επόθανεν η μητέρα μου. Αφού την είχε χρόνους δώδεκα. Την εστεφανώθη εις τα 1775. Έκαμε πρώτον τον αδελφό μου Γεωργαντά. Απάνου εις τους δέκα μήνες, εις τα 1777, εγεννήθην εγώ. Εις τα 1781 εγεννήθη η αδελφή μου Δροσιά.
15 Εις τα 1786 εγγαστρώθη η μητέρα μου, έγινεν οκτώ μηνών. Προς τον Σεμτέμβριον, αφού ετρυγήσαμε, γλυτώνοντας από το πάτημα των σταφυλιών, βάζοντας εις τα βαρέλια τους μούστους, ψένοντας ολίγο πετιμέζι και πελτέδες, επήγεν εις τον λουτρόν. Γυρίζοντας από τον λουτρό, την δεύτερην ημέραν, επήγε να διασχεδάσει εις μια γειτόνισσα με τη ρόκα της τη χαρτίκια, οπού ετραβούσε ψιλό νήμα.
16 Εκεί, εζήτησε να της δώσουν νερό να πιει. Πίνοντας το νερό, την ήρχισεν ένας πόνος εις την καρδιά, τόσον δυνατός, οπού ηναγκάστηκαν να της δώσουν (κά)τι ζεστό και να την βάλουν εις το στρώμα. Έως δυο ώρες νύκτα, την εσήκωσαν εις μιαν αντρομίδα, με την καθέκλα, και την έφεραν εις το σπίτιόν μας.
17 Έως τα μεσάνυκτα μας ομιλούσε. Δυο ώρες πριν ξημερώσει, ετελείωσε. Θεός συγχωρήσει της και ο θεός να την αναπαύσει εν κόλποις Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Μεγάλο πράγμα εχάσαμε.
18 Ήτον τριάντα πέντε χρονών γυναίκα, άξια, με σπουδήν. Οπού ο πατήρ της ήτον ψάλτης και την είχε μάθει. Οπού οι τότε γυναίκες ήτον σπάνιον εις Αθήνα να ήτον σπουδασμένες, να ηξεύρουν και γράψιμον.
19 Αφού την επήγαμε εις την εκκλησιά ψέλνοντας, τελειώνοντας την εβάλαμεν εις τον λάκκο. Εκεί δυο τρεις γυναίκες εφώναξαν, ότι είναι ζωντανή. Ετάραζεν η κοιλιά της. Την είδαν όλες ομού. Την βγάλουν από το λάκκο. Φέρνομε ιατρούς. Την αφήνομε εικοσιτέσσερες ώρες άθαπτη. Αλλά, ήτον τελειωμένη. Ίσως το παιδί, οκτώ μηνών οπού ήτον, έκαμεν αυτό, το πήδημα εις την κοιλιά.
20 Ο πατήρ μου από τη λύπη του, ήτον και μικρόψυχος, είχεν αρχίσει και η δεινατοτάτη τυραννία του Χατζή Αλή, του ήλθε ως είδος μελαχολίας. Είμαστε τα δυο παιδιά μικροί. Εγώ και η αδελφή μου. Τον Γιωργαντά, τον είχαμε στείλει εις Ύδραν εις τον θείο του τον Ιερόθεο Σκουζέ, οπού ήτον καλόγηρος εις το μοναστήριον της Ύδρας, την Παναγία, προ χρόνων.
21 Έτζι ο πατήρ μου, μην υποφέροντας μόνος, έφερνε μια γριά, μητέρα του Αντώνη Ζουναντόνη, γειτόνισσά μας, να μας κουμαντάρει, και αυτός πήγαινε εις το μαγαζίον του. Ήτον σαπονγγής. Αλλά αυτή μας εκατάκλεψε το σπίτι από τα πάντα, ζωοτροφίες και ρουχικά. Τι να κάμει; Τονέ συμβούλεψαν να πάρει άλλη γυναίκα, διότι χάνεται και εμείς κακοκουμανταρισμένοι.
22 Αραβωνίζεται με κάποιου Βγαγγέλη θυγατέρα, γείτονά μας, οπού αυτού επήγεν η μητέρα μου να διασκεδάσει, γυρίζοντας από τον λουτρό και την έδωσαν το νερό να πιει και την έπιασεν ο πόνος.
23 Αφού την αραβώνιασεν αυτήν, είπαν οι γείτονες, ότι αυτοί εθανάτωσαν τη γυναίκα. Της έδωσαν κάτι κακό φάρμακο και έπιε, διά να αποθάνει και να δώσουν αυτήν την θυγατέραν των του πατρός μου. Αλλά κύριος οίδεν!
24 Μανθάνοντάς το ο θείος μου Ιερόθεος, ότι αρεβώνιασεν αυτήν, ήλθεν από Ύδραν να τον εμποδίσει, διότι ήτον κατώτερης οικογενείας. Από του πατρός μου, ομού σύμφωνοι και της μητρός μου οι συγγενείς, αλλά δεν το εκατόρθωσαν.
25 Τότε εκατέγραψαν όλα, της μητρός μας την προίκα, κινητή και ακίνητη. Εκείνα οπού ευρέθησαν, τα κινητά, είναι το κάτωθεν, οπού ο κατάλογος <είναι> το πρώτον τι που υπάρχει εις τα αρχαία έγγραφά μου, έως σήμερον.
26 Εν Αθήναις 1788, μαρτίου 30. Καταγραφή των πραγμάτων της μακαρίτισσας Σαμαλτάνας, θυγατρός κυρίου Αθανασίου Λιμπέριου Παναγιωτάκη, γυνή δε του κυρίου Δημητρίου Σκουζέ, οπού ευρέθησαν μετά τον θάνατόν της· και με το να είναι τα παιδιά ανήλικα, με γνώμην των αρχόντων προεστών, εγνωρίστη εύλογο, διά να βαλθούν εις δεύτερον χέρι διά φύλαξην. Όθεν και τα επαράδωσαν του κυρίου Ιεροθέου του Νικολάου Σκουζέ.
27 Αρχής: σεντούκι κάρινο, ένα· παπλώματα μεταξωτά, δύο· βρακοζώνια χρυσοκέντητα, πέντε· φυτίλια πανιά, κομμάτια τέσσερα· ριντάδες χρυσοί, τρεις· ποτανίκια χρυσή, μία· μπόλιες, οι δύο χρυσές, τέσσερες· βρακιά με χασκούσα κυρίτζη, τέσσερα· προσκεφαλάδια μεταξωτά, τέσσερα· προσκεφαλάδες μεταξωτές, δύο· προσκεφαλάδες γραφτές, δύο· πεσκίρια τραπεζιού μακριά, τρία· στρώσες διμιτένιες άδειες, δύο· λουτροποκάμισο, ένα· μανδήλια μεταξωτά, δύο· μαντήλια του χεριού, δύο· υποκάμισα μεταξωτά, έξι· παμαλατζιάδες, δύο· βρακιά γυναίκια και φυτίλια, έξι· σαγιάδες φυτιλιές, τρεις· μποχτσιάδες, χρυσοί τρεις, σκέτος, τέσσερις· καβάδι χιτόνι, ένα· ζιπόνια καλά, τέσσερα· μαντήλα, και πεσκίρι έτι ένα, δύο· σεντόνια, τέσσερα· σουλούτσι (χρυσό ένα, σκέτο ένα) δύο· τσιμπέδες με τα καπίνια, δύο· μαντήλια της κεφαλής, έξι· παπλωματάκι παιδιού μικρού, ένα· σκολαρίκια χρυσά, ζεύγη τρία· σκολαρίκια αργυρά, δύο· κόπιτζια με μαργαριτάρι, μία· πελεζίκια μαλαγματένια, ζευγάρι ένα· οπεσβάντι ασημένιο, ένα· σταυρός χρυσός, ένας· ασημόκουτο των διαμαντικών, ένα· δαχτυλίδι διαμαντένιο, ένα· γκόλφι ασημένιο χρυσωτό, ένα· καπιτσιάλι μαργαριταρένιο, ένα· τεγγερέδες, τρεις· ταψί, ένα· κροντήρια, δύο· σαχάνια, ζευγάρια έξι· λουριά ασημένια, δύο· καρπέτι, ένα· αντρομίδες, δύο.
28 Έμεινε και μέρος ροχικά, διά να σκεπάζονται και να μεταχειρίζονται τα ορφανά. Τα άνωθεν πράγματα, όλα, επαραδόθησαν εις χείρας του Νικολάου Σκουζέ, θείου των ορφανών, να τα φυλάξει έως να του τα ζητήσουν οι κληρονόμοι, να τα παραδώσει πάλε, με το παρόν τεφτέρι. Όθεν και έγιναν τρία τεφτέρια παρόμοια. Τα ένα εδόθη εις χείρας του κυρίου Αθανασίου Λιμπέριου, παππού των ορφανών. Το έτερον Δημητρίου Σκουζέ, πατρός των ορφανών. Το έτερον του κυρίου Ιεροθέου Σκουζέ, θείου των ορφανών, και υπεγράφθησαν παρά των τιμιοτάτων αρχόντων προεστών.
29 Προς τούτοις ακόμη φανερώνομεν, ότι έμειναν εις χείρας του Δημητρίου Σκουζέ: μασαλάς μαλαγματένιος, ένας· γερτάνι μαργαριταρένιο, ένα, με μισόφλωρα πολίτικα τριάντα έξι, και δαχτυλίδια μαλαγματένια, δύο. Αυτά τα πράγματα, τα εμαρτύρησεν ο ίδιος Δημήτριος Σκουζές, ότι τα έχει και θέλει τα παραδώσει εις τα ορφανά, όταν έλθουν εις ηλικίαν· ομοίως και ένα μαντροκακαβοχάλκωμα της στάνης· και εις ένδειξην μάρτυρες: Δημήτριος Σκουζές, πατήρ των ορφανών Αθανάσιος Λιμπέριος πάππος των ορφανών. Ο Ιερόθεος Σκουζές, θείος των ορφανών. Οι άρχοντες προεστοί: Μπέλος Τζιαβρής, Γεωργαντάς Βλάσαρης, Νικόλαος Παπαμάρκος, Νικόλαος Μισαραλιώτης, Νικόλαος Πάρπανος, Αντρέας Παλαιολόγος, Μανωλάκης Διαγγελής, Πέτρος Πιτάκης, Γεωργαντάς Δανίλης.
30 Μετά την παραλαβήν των κινητών, εζήτησαν να περιλάβουν και τα ακίνητα, ελαιόδεντρα και λοιπά. Τα οποία ήτον τα κάτωθεν: Πενήντα ρίζες ελαιόδεντρα εις θέσην Χρυσαγιώτισσα, πλησίον μοναστηρίου Πετράκη, Σπύρου Πάλλη, Δημητρίου Στίνη. Είκοσι πέντε ελαιόδεντρα εις Διασορίτην, πλησίον Αλισάνη, Μήτρου Δρακούλη και η οδός. Τρία στρέμματα αμπέλι εις Βρωμοφράτζι, με δώδεκα ελαιόδεντρα, πλησίον Mιχαλίτζης Πατούσας, Λάμπρος Τζιχλής και η οδός. Πρόβατα, κεφάλια τριάντα εις χωρίον Σπάτα εις Μήτρον Τούνην, σιδεροκέφαλα.
31 Αφού επερίλαβεν ο θείος μας Ιερόθεος αυτά, εζήτησε να περιλάβει και τα ακίνητα κτήματα· ο πατήρ μου τους είπε, «άμα περιλάβετε τα ελαιόδεντρα και λοιπά κτήματα, επάρετε και τα παιδιά!», μ' όλον οπού τον αδελφό μου τον είχε εις Ύδραν προ χρόνων παρμένον, όντας δέκα χρονών.
32 Έτζι, του τα άφησαν τον πατρός μου. Όλα τα άνω κινητά, τα άφησεν ο θείος μας εις ένα σπίτι γαλλικό κάποιου Μουσουκίρα, πλούσιου διά ασφαλέστερα.
33 Εις ολίγες ημέρες μετά την Λαμπράν, επήρεν ο πατήρ μου την δεύτερην γυναίκαν, αλλά δεν την ηύρεν καθώς την μητέρα μου. Την αυτήν χρονιάν, ήρθε το θανατικό, η πανώλης, εις τα 1788. Άρχισαν και επόθαιναν, έξι, πέντε, τρεις την ημέρα. Εσκόρπισεν η πόλις. Οι τούρκοι μόνον έμειναν. Δεν την εφοβόντουσαν, κατά την θρησκεία τους, λέγοντας, οπού και αν πάνε, θα τους εύρει ο θάνατος, <αν> είναι γραφτό.
34 Εφύγαμε και εμείς από την πόλην εις την εξοχή, εις πολλά μέρη. Εις την εξοχήν όντας μας έκλεψαν το σπίτι και επήραν της μητρυιάς μου, της δεύτερης γυναικός, όλα τα προικιά, τα ψιλικά οπού είχε, και κάτι ολίγα πράγματα του πατρός μου. Θανατικόν όντας, δεν ημπορέσαμεν να εύρομεν τον κλέφτη.
35 Εις αυτό τον καιρό, ήρθεν και ο τύραννος Χατζή Αλής από Κωνσταντινούπολη, οπού τον είχαν δυο βολές εξωμένο οι Αθηναίοι από τες πολλές τυραννίες, οπού είχε κάμει. Είχε λείψει τρεις χρόνους από τα 1785. Και οι Αθηναίοι είχαν φέρει, διά ζαμπίτην, κάποιον Σιλιχτάραγα, του Χασάν πασιά του Μουστάκα, ναύαρχος του τούρκικου στόλου, άνθρωπος αυτουνού, και εσηκώθη κάθε τυραννία, αγγαρείες και χρηματικές πληρωμές.
36 Έβγαλαν και τους παλαιούς άρχοντας, οπού ήτον οπαδοί του τυράννου Χατζή Αλή, κόλακες, και ήτον σύμφωνοι εις κάθε τυραννίαν.
37 Ο νέος ζαμπίτης Σιλιχτάρης, τους εκακομεταχειρίστη, αφού έμαθε τα πραχτέα τους. Τους εράβδισεν αιφνιδίως, παραγνώμης των νέων αρχόντων. Αυτοί ήτον: Σπυρίδων Λογοθέτης, Αστρακάρης, Καγγιλέρης, Πατούσας, Σταύρος Βροντογούνης, Τομαράς, Καλογεράς, Κωσταντάκης, Σωτήρχος, Κάλκος και κάτι άλλοι.
38 Αυτοί δεν ησύχασαν. Αλλά πάλε ήτον με την ίδια γνώμη, να φέρουν οπίσω τον τύραννο, καθώς και άλλοτε τον έξωσαν και τον έφερναν οπίσω.
39 Ο Χατζή Αλής ήτον από τα μέρη της Ανατολής. Μικρός, νέος ων, ήρθεν εις Κωνσταντινούπολην. Επροχώρεσεν εις το βασιλικόν σεράγιον. Έγινεν αγαπητ(ικ)ός εις μια σουλτάνα, Εσμά Σουλτάνα ονομαζομένην, αδελφή του σουλτάν Χαμίτη, οπού ετότε ήτον εις τον θρόνον.
40 Εις τα 1772, η Αθήνα επωλήθη, ο μαλικιανές, ως μούλκιον εις τη δημοπρασία, οπού άλλος την είχε. Ο Χατζή Αλής την αγόρασε με το μέσο της κυρίας και όσα χρήματα του έλειψαν του τα απόσωσεν η αγαπητή του Εσμά Σουλτάνα.
41 Τον αγόρασε διά ενάμιση μιλιούνιον γρόσια, οπού τότε είχε το κάθε τάληρο παράδες εβδομήντα, σχεδόν οκτακόσιες χιλιάδες τάληρα, να λαμβάνει <δόσιμο>, όλων των προϊόντων κατά την συνθήκην.
42 Επήρεν ο τούρκος τας Αθήνας, οπού έκαμαν οι τότες Αθηναίοι εις το σιτάρι, κριθάρι, λάδι (δόσιμο) εις τα δέκα ένα, εκτός το πηρηνόλαδο, ληοκούτσι. Το υστερινό δεν το εδεκάτιζε διόλου.
43 Τα περιβόλια, αμπέλια, γρασίδια, παμπάκια, ριζιάρια, καπνούς, μποτσάνια, βίκους, ρόβια, δέκα παράδες το κάθε στρέμμα. Σαράντα βήματα τετραγωνικά ήτον το στρέμμα. Εις το σιτάρι, κριθάρι, άμα είχεν ένας κάμει από δέκα κιλά και απάνω, εκτός από το δέκατο <οπού> επλήρωνεν, έδινεν ένα κιλό μόνο, όσην ποσότην και αν είχε κάμει. Το έλεγαν σαλάρια.
44 Ομοίως και εις το λάδι έδιδαν εις το ημερούσιον, οπού ελαιοτριβιούσαν την κάθαν ημέραν ελιές οκάδες εφτακόσιες πενήντα, εκτό του δεκάτου, μιαν οκά λάδι σαλάρια.
45 Εις τα γιδοπρόβατα, δέκα, είσπρατο(ν) κάθε κεφαλήν τρεις παράδες και ένα τρίτον του παρά και εις κάθε εκατό κεφάλια έξι οκάδες τυρί και τρεις οκάδες βότυρο. Το ονόμαζαν νόμιστρο. Τα κρομύδια έδιναν δέκατο· εις το αραποσίτι ή βρίζαν δεν έδιναν και <εις> κάτι, αβαρίζια ελέγονταν, πολλά ολίγα.
46 Αυτά ελάμβανεν ο μαλικιανές, ιδιοκτήτης, κατά την συνθήκην οπού είχαν οι τότε Αθηναίοι, όταν επροσκύνησαν και υποτάχθησαν εις τον τούρκον εις τα 1500 μετά Χριστού. Τα δε χαράτζια και τελωνείον έμβαινεν εις το χαζενέ, ταμείον βασιλικόν.
47 Το δικαστήριον, την απολαβήν, την ελάμβανε ο Σεχουλήλ Ισλάμης, αρχηγός της θρησκείας των οθωμανών. Το μετάξι, ένα γρόσι εις κάθε οκά. Βελανίδι και άλλα πολλά, ολίγα δοσίματα είχαν.
48 Ο Χατζή Αλής, αφού την ηγόρασε την Αθήνα, ήρθεν εις Αθήνα και ευχαριστήθη. Εκάθισε τρεις χρόνους. Επήρε και το ζαμπιτλίκι, εκτελεστικύν της ευταξίας, και τα λοιπά.
49 Εις τα 1775 έκαμε και το τειχογύρισμα της Αθήνας από μίαν ανάγκην, οπού τότε ακολούθησεν. Ένας αλβανός, κάποιος Γιαχόλιορης, εζητούσε το μεϊντανμπασλίκι, την φύλαξην των ορίων της Αττικής και χωρίων, ως καπετανάτο.
50 Ο Χασεκής και οι Αθηναίοι δεν το εδέχθηκαν, αλλά είχαν εντόπιον και εφύλαττε με πενήντα εξήντα έως ογδόντα ανθρώπους. Κάποτε έβγαινε ένα γύρο προς ασφάλειαν όλης της επαρχίας, ομοίως και της πόλεως μέσα. Αυτοί οι ογδόντα ήτον κανονικοί. Τα δυο μερίδια ήτον Αλβανοί και το ένα μερίδιο εντόπιοι, τούρκοι όλοι.
51 Αυτούς τους επλήρωνεν η επαρχία προς γρόσια πέντε τον μήνα και μισή οκά ψωμί την ημέρα τον καθένα, όχι άλλο. Αυτοί εφύλατταν όλην την επαρχίαν, μέσα και έξω, τη ζωή του ανθρώπου, την τιμή και την κατάστασην και κάθε ευταξία. Και διά κάθε είσπραξην, βασιλικήν ή της κοινότητος, ήτον, εις αυτούς τους ογδόντα, δύο επικεφαλής.
52 Ο ένας ευρίσκονταν εις την πόλην με τους ήμισης. Ονομάζετο πελούκμπασης. Ο δε άλλος διά τα έξω με τους άλλους ήμισης. Ονομάζετο μεϊντάνμπασης. Τα έξω μέρη της Αθήνας, τα χωριά, εδιαιρούντο εις δύο. Τα ανατολικομεσημβρινά μέρη, χωριά, ονομάζοντο Μεσόγεια. Τα αρκτοδυτικά ονομάζοντο Κατάδημα.
53 Αυτός ο αλβανός Γιαχόλιορης είχε προ χρόνων χρηματίσει μεϊντάνμπασης επικεφαλής και είχε θησαυρίσει. Και με τον ερχομό του Χατζή Αλή τον έξωσαν. Αυτός εματαχειρίστη να το λάβει στανικώς και να λεηλατήσει και τας Αθήνας, χώρα και χωριά.
54 Πάγει εις Αρβανιτιάν και συνάζει έως εφτακόσιους πενήντα και άνω. Έτζι, έως να έρθει εις τα σύνορα των Αθηνών τους κάμνει έως χίλιους. Όθεν επέρναγεν, εσύναζεν. Τον ακολουθούσαν διά πλιάτζικα.
55 Ήλθεν έως τον Κάλαμον, χωρίον, νυν δήμος Πειρεύς. Οι Αθηναίοι το έμαθαν αυτό προ ημερών, αλλά δεν το επίστευαν να κάμει τόσην συσσωμάτωσην. Άμα ήρθε έως Λεβαδιάν, σκέψης γενομένης, ετοιμάστηκαν διά τον εχθρόν, τούρκοι και χριστιανοί.
56 Είχε στείλει ο Χατζή Αλής και ήφερε έως πενήντα από του Λάλα της Πελοποννήσου και λοιπούς Καρυστινέους. Ο Γιαχόλιορης με τους χίλιους του και ηπέκεινα, οπού τον ακολούθησαν και από Λειβαδιά και Θήβα, όσοι Αλβανοί αυτού ευρίσκονταν, άλλοι εις δούλεψην και άλλοι οπού ετόκιζαν, με τριάντα έως πεντήντα τα εκατό το χρόνο τα χρήματά τους, βλέποντας με τόσην δύναμην τον Γιαχόλιορη, ακολούθησαν διά τα πλιάτζικα και ίσως ύστερον είχαν και κατά νουν διά σφαγήν και σκλαβιάν. Αν ενικούσαν, εκεί ήθελεν καταντήσει.
57 Και έτζι έγιναν σχεδόν χίλιοι πεντακόσιοι. Αυτοί έκαμαν σκέψην και δεν ήλθαν να εμβούν εις την επαρχίαν από τα στενά, αλλά από το μέρος του Καλάμου, οπού δεν ήτον δύσβατος τόπος. Ήλθαν εις την Τζηβισιά. Ένα μέρος εκατέβη έως το Μαρούσι, Χαλάντρι και είχαν απόφασην να εισβάλουν εις την πόλην διά νυχτός.
58 Οι Τούρκοι έβαλαν όλες τες φαμελιές τους εις την Ακρόπολην, τα γυναικόπαιδά τους. Οι δε χριστιανοί έστειλαν εις Σαλαμίνα και Αίγενα, μην χωρώντας η Ακρόπολη όλες τες φαμελιές. Οι άρχοντες προεστοί είπαν του Χατζή Αλή, να μην περιμείνουν τους εχθρούς εις την πόλην, ως ατείχιστη τότες, αλλά να πάνε κατεπάνω των εχθρών, καθώς μια φορά έκαμαν οι Αθηναίοι, εις Μαραθώνα, των Περσών. Του εδιηγήθηκαν την ιστορία.
59 Έτζι λοιπόν έγινεν απόφασις. Είχαν οι Αθηναίοι ετοιμάσει έως 150 ιππείς και έως χίλιους πεζούς. Σχεδόν ήτον οι μισοί τούρκοι και οι μισοί χριστιανοί. Απαντήθηκαν εις το Ψυχικό η μπροστοφυλακή των δυο μερών. Το πλήθος των Αλβανών ήτον ακόμη εις Τζηβισιάν.
60 Κτυπώντας τους, τσακίζουν τους Αλβανούς. Χώνονται εις το χωρίον Χαλάντρι. Κλείνονται εις μερικούς πύργους έως τρακόσιοι τον αριθμό. Εκεί μένουν ένα μέρος των Αθηναίων. Τους πολεμούν. Βάζουν φωτιά εις δυο πύργους και τους καίγουν. Τους δε λοιπούς, οπού ήτον εις μικρόσπιτα, τους εκατέσφαξαν.
61 Τραβούν κατά το Μαρούσης έως Τζηβισιάν οι Αθηναίοι. Τους βάζουν όλους εις φυγήν έως το ρεύμα Φασίδερον, δυο ώρες απάνω από την Τζηβισιά. Εσκότωσαν σχεδόν το τεταρτημόριον από όλον αυτό το σώμα.
62 Τέλος ο Γιαχόλιορης με τους απολειφθέντας ετράβηξαν <εις> την Αρβανιτιά, φοβερίζοντας να ξαναέλθουν με περισσότερους.
63 Σκέψης γενομένης, ο Χατζή Αλής με τους Αθηναίους αποφάσισαν και ετείχισαν όλην την πόλην, αφήνοντας εις τον περίβολο αρκετά χωράφια μέσα, αρχινώντας από την Ακρόπολη, από το ναό του Βάκχου, φέρνοντας γύρον όλην την πόλην, βάζοντας μέσα και το ναό του Θησέως έως τον παλαιόν Άρειον Πάγος, απάνω από τους βράχους, το έσμιξαν εις την Ακρόπολην, έμπροστεν των Προπυλαίων.
64 Προς μεσημβρινά της Ακροπόλεως ήτον ο περίβολος του Σαρπετζιέ, αι κάμαρες του θεάτρου με πέντε πόρτας προς μεσημβρία, μια η αρβανίτικη λεγομένη, με το να ήτον προς εκείνο το μέρος όλον Αρβανίτες, οι Πλακιώτες. Σήμερον είναι το νοσοκομείον των Στρατιωτικών και του Μακρυγιάννη. Ήτον Μεσόγειον. Ελέγονταν Καλή προς ανατολάς, με το να έμβαιναν όλα τα χωριά των Μεσογείων από εκεί.
65 Πλησίον του βασιλικού παλατιού η τρίτη, των αγίων Αποστόλων, προς άρκτον, με το να ήτον πλησίον μία εκκλησία των αγίων Αποστόλων. Σήμερον είναι πλησίον τα πυροβόλα. Η τέταρτη, η γύφτικη, προς την Δύσην, εις την σταχτοθήκην πλησίον. Η πέμτη προς τον γαρμπήν, δυτικομεσημβρινά του Μαντραβίλη.
66 Ήτον εκεί πλησίον ενούς μίαν οικίαν, του Μαντραβίλη ονομάζετον, μία νοικογένεια αρβανίτες κάλλιστη. Είχε και μιαν επιτηδειότηταν αυτή η οικογένεια πατροπαράδοτη. Άμα ήθελε πάθει κανένας πολίτης, να εβγάλει το χέρι του, πόδι του, πλάτη του από πέσιμο ή στρακούλισμα, χώρα, χωριά, χριστιανοί, τούρκοι, και τα ζώα, ευθύς έκραζαν έναν από εκείνην την οικογένεια και το εδιόρθωνε εις τον τόπον του αμιστί, μόνο με ένα κέρασμα κρασί ή ρακί.
67 Η πόλις Αθήνα είχε τριάντα έξε ενορίες, εφημερίες. Τα τούρκικα σπίτια ήτον τα ήμιση συσσωματωμένα και τα άλλα ήμιση περιπλεγμένα με τα χριστιανικά. Επερνούσαν ήσυχα οι τούρκοι με τους χριστιανούς. Το ένα τρίτο των τούρκων και πλέον πτωχοί. Ήτον παπουτζήδες, ταμπάκηδες, μπαρμπέρηδες, ραφτάδες, οι δε λοιποί δεν είχον καμιάν επιστήμην.
68 Οι πλούσιοι κτηματίες εζούσαν με τα εισοδήματά τους. Επωλούσαν τα προϊόντα τους οι περισσότεροι πριν γίνουν ευθηνά εις τους εμπόρους χριστιανούς και τα έδιδαν δίχως να δυσκολευθούν και δίχως έγγραφα. Απ’ τα 1800 έως τα 1821, οπού άνοιξεν η επανάστασις, έπεσαν τόσον εις τα λούσα και εις την τρυφήν και επωλούσαν τα κτήματά τους εις τους χριστιανούς, οπού καθώς έτρεχαν, αν δεν ήθελε σηκωθεί η επανάστασις, θα μείνουν δίχως κτήματα, όλοι να δυστυχήσουν, μ' όλον οπού δεν επλήρωναν το δόσιμον οπού επλήρωναν οι χριστιανοί, παρά μόνον τα συμφωνημένα βασιλικά δέκατα.
69 Έρχομαι πάλε εις την ιστορίαν του Χατζή Αλή, οπού ήρθεν πάλε οπίσω, εις Αθήνα, από την εξορίαν εις τα 1788, οπού ήτον εξωμένος χρόνους τρείς, οπού εδιοικείτο η Αθήνα από τον ζαμπίτη Σιλιχτάραγα, άνθρωπον του Ασάν Πασιά Μουστάκα, αρχιναύαρχου του στόλου <του> τούρκικου.
70 Αλλά, κατά κακήν τύχην, επόθανεν ο Χασάν Πασιάς, ο οποίος ήτον εις μεγάλην υπόληψην εις την τούρκικη κυβέρνησην. Τότε ηύρε καιρό πάλε ο Χατζή Αλής με τους οπαδούς του αριστοκράτες, άρχοντες κοτζιαμπάσηδες, αλιτήριους τυράννους.
71 Έτζι τους είχαν ονομάσει και τους είχαν κάμει και ένα πάνδημον ανάθεμα εις τα 1785, όταν ήρθεν ο ζαμπίτης Σιλιχτάρης, ένα μεγαλότατο σωρό πέτρες εις τον άγιον Δημήτριον τον Τζιρίτην, εις την πόρταν των αγίων Αποστόλων της πόλεως, προς άρκτον. Ο κάθε δημότης έριχνε μια πέτρα, οπού εκεί πλησίον εύρισκεν ή έφερνε μαζί του από μακρύτερα και έλεγε: ανάθεμα τους άρχοντες, αλιτήριους, κοτζιαμπάσηδες του Χασεκή.
72 Τρεις χρόνους επέρασαν οι Αθηναίοι ατυράννητοι. Εσυνάχτηκαν και όσες οικογένειες ήτον φευγάτες· μερικές. Αλλά ο θάνατος του Ασάν Πασιά επιστήθιου <του> Σιλιχτάραγα και των Αθηναίων, οι αλιτήριοι έκαμαν ψεύτικην αναφοράν με ψεύτικες υπογραφές, ότι δεν θέλουν τον Σιλιχτάρην διά ζαμπίτην τους, ότι είναι μέθυσος και έφθειρε και τόσα κορίτζια. Και οι νέοι κοτζιαμπάσηδες δεν κυβερνούν καλά. Έδωσαν απώλειαν εις τον λαόν και τα λοιπά. Έτζι έξωσαν τον Σιλιχτάρην και έρχεται πίσω ο Χασεκής, τρίτη βολά της εξορίας του.
73 Ερχόμενος εις Αθήνα, απατά τους νέους κοτζιαμπάσηδες, λέγοντάς τους, ότι θα τους αφήσει εις την θέσην τους, διότι οι παλαιοί εγήρασαν, οι γνωστικότεροι από αυτό το νέον σύστημα έφυγαν ευθύς, μετά ολίγας ημέρας, αιφνιδίως. Όσοι έμειναν και όσοι ήτον από αυτό το σύστημα, το νέον, επιάστηκαν και εφυλακίστηκαν.
74 Οι άρχοντες, αλιτήριοι, έκαμαν δυο καταλόγους <με> δώδεκα πρωταίτιους· να τυραννιστούν εις βασανιστήρια, ξύλο, αλυσίδα, τουμπρούκι και αφού τους πάρει όλην την κατάστασην, να τους θανατώσει, τους δε άλλους εικοσιτέσσερους να τους φορολογήσει κατά την κατάστασην του καθενός. Έτζι και εκτελέστη με αυτόν τον τρόπο.
75 Αυτά τα ενθυμούμαι καλότατα, τα δε πρώτα μου τα έλεγεν ο πατήρ μου. Εθανάτωσεν αυτούς, αφού τους ετυράννησε και τους εγύμνωσε, κινητά και ακίνητά τους. Και διά να γλυτώσουν τη ζωή τους, οι γυναίκες τους έδωσαν και την προίκα τους, οπού επήγαιναν κλαίοντας εις τους αλιτήριους, και <αυτοί> τους έλεγαν, ό,τι έχετε και εσείς, διά να γλυτώσουν οι άντρες σας.
76 Εθανάτωσε πρώτον τον Πέλο Τζιαβρή, τους δυο αδελφούς Νικολάκη Πάρπανο και Σωτήριο Πάρπανο, τον Πέτρο Πιτάκη, τον Μήτρο Κιαχαγιά, αρχιφύλακα των υποστατικών, τον εκρέμασε έξω εις ένα ελαιόδεντρο μεγαλότατο παραμπήγαν, λέγοντας έτζι να φυλάς τα υποστατικά.
77 Τον Αβράμιο, γραμματικόν της κοινότητος· ήτον φευγάτος εις Κωσταντινούπολην και έτζι με απάτην τον βάζει εις πλοίον, έβαλε δόλιους προδότες και τον έφερε εις Αθήνα και τον εθανάτωσε.
78 Ομοίως και προλαβόντως, εις την δευτέραν εξορία του ερχομού του, είχε θανατώσει και κάποιον οθωμανό Οσμάν μπέη, μακφήν, πλούσιον, οπού είχε από τη βασιλεία εξουσία και εφύλαττε τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους με μια γαλιέρα. Κιρκιτζής ελέγονταν με πενήντα καλιοντζήδες χριστιανούς και ναύτες Υδραιοσπετζιώτες, Αιγενίτες διά τους ληστές Μανιώτες, Σφατζιανούς και Μαλτέζους και επληρώνετο από τη βασιλεία.
79 Αυτός έξωσε τον Χατζή Αλή την δευτέραν βολάν από την Αθήνα εις τα 1780 ή 1779, ως πρωταίτιος, διά να γένει ζαμπίτης αυτός, αλλά δεν έγινε και με τον ερχομό του οπίσω εις τα 1782 ο άνω Μακφής μπέης επάγησεν εις Κωσταντινόπολην και εκάθητο, διά να αθωωθεί κατά του τυράννου Χασεκή, οπού τον είχε κακώς μαρτυρήσει εις το ντοβλέτι, ότι ένα πλοίο ληστρικό μαλτέζικο, ως από φόβο να το είχε πάθει, ημπορούσε να το συλλάβει εις το πόρτο Θερικό της Αττικής, νυν δήμος Καλαυρίας, οπού ήλθεν κόπια από τους χωρικούς Τζιερατιώτες και τον ειδοποίησε και αυτός αμέλησε. Ετρυφούσε εις παρέα και εφορολογούσε τους νησιώτας, εκτός του κανονικού.
80 Παράδοξο πράγματι εμεταχειρίστη ο τύραννος διά αυτόν. Γράφει εις Κωσταντινούπολην, ο τύραννος Χατζή Αλής εξόδευε αρκετά, φθείρει δυο προδότες εις Κωσταντινόπολην, γνωρίζουν τον Οσμάν μπέη Μαφκή, του κάμνουν το φίλο, συχνά επάγαιναν εις αυτόν, εσυνέφαγαν εις το κονάκι του, ήρχισαν ομιλίες εναντίες κατά του τυράννου· συμφωνεί ότι εδυστύχησε την επαρχίαν της Αθήνας και τα λοιπά.
81 Τον προσκαλούν οι προδόται, να πάγουν εις Σκούταρι αντίκρυ της Πόλεως, εις το ανατολικό μέρος, να του κάμουν ένα γεύμα. Εμβαίνοντας να απεράσουν αντίπερα εις μικρόν καΐτζιον, τον πλησιάζουν εις ένα μεγάλο πλοίο, συνεννοημένοι τον ανεβάζουν απάνω εις το πλοίον, τον βάζουν εις το αμπάρι, κάμνουν πανιά και εις τας Αθήνας τον φέρνουν.
82 Ο Χατζή Αλής κάμνει τι; Βάνει σύνοδο, ετοιμάζει πολλούς τούρκους και χριστιανούς, φέρνει και ολίγους νησιώτες, και μαρτυρούν έμπροστεν εις τη σύνοδο και αυτός παριστάνει, ότι τους έχει αδικημένα από διάφορες καταχρήσεις και κορίτζια έχει φθαρμένα και παιδιά στανικώς και άλλα μύρια ψεύματα.
83 Οι άρχοντες και οι αγιάνηδες, προεστοί των τούρκων, ο κατής, δικαστής, και πλήθος Αθηναίων· εξεδίδει ο κατής, και συμφωνούν όλοι, την απόφαοην του θανάτου. Την ίδια νύχτα τον πνίγει εις την Ακρόπολην. Ρίχνει και ένα πυροβόλο, κατά τη συνήθεια των τούρκων.
84 Ανόλπιστο πράγμα αυτό εις τους Αθηναίους, τούρκους και χριστιανούς. Αλλά είχε εις την Κωσταντινόπολη την διαφεντεύτραν του και μεγάλες φορολογίες, οπού έκαμνε των Αθηναίων και έστελνε εις τους δυνατούς της Κωσταντινουπόλεως προς διαφέντεψήν του...
[Το χειρόγραφο αρχίζει με τον κατάλογο των προικιών της μάνας του]
1 Μετά την παραλαβήν των κινητών, εζήτησαν να περιλάβουν και τα ακίνητα ελαιόδεντρα και λοιπά. Τα οποία ήτον τα κάτωθεν. Πενήντα ρίζες ελαιόδεντρα εις θέσην Χρυσαγιώτισσα, πλησίον μοναστηρίου Πετράκη, Σπύρου Πάλλη, Δημητρίου Στίνη. Είκοσι πέντε ελαιόδεντρα εις Διασορίτην, πλησίον Αλισάνη, Μήτρου Δρακούκη και η οδός. Τρία στρέμματα αμπέλι εις Βρωμοφράτζι με δώδεκα ελαιόδεντρα, πλησίον Μιχαλίτζης Πατούσας, Λάμπρος Τζιχλής και η οδός. Πρόβατα, κεφάλια τριάντα εις χωρίον Σπάτα, εις Μήτρον Τουνην σιδεροκέφαλα.
2 Αυτά όλα ευρέθησαν της μητρός μας μετά τον θάνατόν της. Είχε ροχικά περιπλέον, αλλά τα είχε καταλύσει εις τους δώδεκα χρόνους, οπού είχε ζήσει με τον πατέρα μας. Αυτά όλα ήτον εκτιμημένα με εκείνα, οπού εκαταλύθησαν, διά γρόσια δυο χιλιάδες πεντακόσια, πέντε πουγκιά άσπρα, διότι δεν ημπορούσε κανένας γονέος εις Αθήνα, να προικίσει περισσοτέραν προίκαν το παιδί του, το θηλυκό, από την κατάχρησην οπού έκαμναν οι γαμπροί, ζητώντας να γδύσουν τους γονέους, διά να παίρνουν τας θυγατέρας των.
3 Και συνέρισης γενομένης των νοικοκυραίων, ποιος να κάμει τον καλλιότερον γαμπρόν, έκαμαν οι Αθηναίοι σκέψην και έφεραν πατριαρχικό <γράμμα>, από την Μεγάλην Εκκλησίαν και το εδιάβασαν, κάμνοντας μονοεκκλησίαν εις το Καθολικόν. Και εδιάβασαν το πατριαρχικόν, ότι ήθελε είναι αφορισμένος όποιος ήθελε δώσει περισσότερην προίκαν από την άνω ποσότηταν, οι ευκατάστατοι νοικοκυρέοι. Πλην, πάλε εγίνετο κατάχρησις, διότι έβαλαν την τιμήν των πραγμάτων εις ελαχίστην τιμήν· έφθειραν τους εκτιμητές.
4 Εις της μητρός μου την παράδοσην η εκτίμησις επήγεν περιπλέον. Όθεν εχρειάστη να γένει αφαίρεσις το μέρος του πατρός μου, οπού είχε στελμένα να κάμουν την περιλαβή. Εζήτησαν να αφαιρέσουν ψιλικά, ποκαμισόβρακα και άλλα είδη χρυσοκέντητα, οπού κοιμόνται, δίχως να φέρουν εισόδημα και εφθείροντο.
5 Η μητέρα μου, μανθάνοντάς το, ήρχισε να κλαίγει, διότι τα είχε κεντήσει και φτιάσει αυτά η ίδια, και ως νέα τα ήθελε. Αφού αυτό το παράπονο εμαθητεύθη, διά να μην πικράνουν τη νύφη, άφησαν χαλκωματικό και κάτι άλλα ειδίσματα, διά να κατέβει η ποσότης, κατά το πατριαρχικόν, εις τα γρόσια δυόμιση χιλιάδες. Ο πατήρ μου με τη μητέρα μου επέρασαν καλήν ζωήν έως έξι χρόνους, διότι η τυραννία του Χατζή Αλή δεν ήτον τόσο φριχτή. Έως εδώ αφήνω την ιστορία μου, ομού και της οικογενείας μας και αρχινώ την ιστορία του Χατζή Αλή, χασεκή το αξίωμα, και τες τυραννίες, οπού έκαμε εις Αθήνα, χρόνους εικοσιτέσσερους.
6 Ο Χατζή Αλής εκατάγετο από τα μέσα μέρη της Ανατολής, Ασίας. Επήγεν εις Κωσταντινόπολην νέος, επροχώρεσε εις το παλάτι το βασιλικό, καθώς ετότε οι τούρκοι εύκολα επροχωρούσαν. Αυτός νέος, έμορφος, άδετο ότι μια σουλτάνα Εσμά Σουλτάνα, θυγατέρα Σουλτάν Χαμίτη, μυστικά τον αγαπούσε εις τα 1772.
7 Επωλήθη η Αθήνα εις δημοπρασίαν, ο μαλικιανές λεγόμενος, ως ιδιοκτησία, οπού άλλος την είχε. Την αγόρασε ο Χασεκής διά γρόσια οχτακόσιες χιλιάδες, με το μέσον της κυρίας. Όσα αυτός δεν είχε του τα απόσωσε η Εσμά Σουλτάνα.
8 Αυτή η αγορά τον εδιαλάμβανε, να εισπράττει τους προσόδους και φόρους από όλην την Αττικήν, κατά τον κανόνα, με συμφωνίαν οπού έκαμαν οι Αθηναίοι εις τα 1475, οπού υποτάχθησαν εις τους Τούρκους, εις το σιτάρι, κριθάρι και λάδι μόνον. Εις αυτά τα τρία έδι<δαν> φόρον εις τα δέκα ένα.
9 Εις τα ποτιστικά περιβόλια, αμπέλια, ριζάρια, γρασίδια, παμπάκια και λοιπά όσπρια, εις το κάθε στρέμμα παλαιόν βήματα 1600 τετραγωνικά, δέκα παράδες το στρέμμα και εις ό,τι άλλο είχε μέσα: Δεντρικά, όσπρια, λαχανικά, κάθε είδος άλλο, εκτός από κριθάρι, σιτάρι και ελαιόδεντρα. Το μετάξι το ψιλό σαράντα παράδες η οκά. Το χοντρό είκοσι παράδες. Ο βίκος, το ρόβι, η βρίζα ασύδοτα, δίχως κανένα φόρο.
10 Τα γιδοπρόβατα τρεις παράδες το κεφάλι, ομού και τα νεογέννητα και εις κάθε εκατόν κεφάλια τρεις οκάδες βούτυρο και τρεις οκάδες τυρί. Αυτό ελέγετο νόμιστρον.
11 Τα μελίσσια, τρεις παράδες το ένα και τρεις οκάδες μέλι από κάθε μάντρα, όσα μελίσσια και αν είχε μέσα. Εις τα βελανίδια και άλλα προϊόντα πολλά μικροί φόροι. Αυτά ελάμβανε ο ιδιοκτήτης, ο λεγόμενος μελικανές σαϊπής.
12 Ετότε οπού ο Χασεκής Χατζή Αλής αγόρασε την Αθήνα, είχε το τάληρο της ρεγγίνας παράδες εβδομήντα πέντε, το δε κολονάτο είχε εβδομήντα. Τόσον εγνώριζαν < και > ετιμούσαν καλλιότερο τη ρεγγίνα.
13 Ο δε ζαμπίτης, οπού εστέλλετο από τη βασιλεία, ήτον ο εκτελεστής διά την ευταξίαν. Εσύναζε και τα χαράτζια. Σπέντζιες και το δημοτελωνείον ήτον του χαζενέ του βασιλικού, των εισοδημάτων.
14 Δικαστήριον ήτον του αρχηγού της θρησκείας των τούρκων Σεχισλάμη της Κωσταντινουπόλεως. Επλήρωνε δέκα τοις εκατό, όποιος ελάμβανε χρήματα από τον άλλο διά την είσπραξην. Το δημοτελωνείον, οι χριστιανοί προς πέντε εις τα εκατόν, οι τούρκοι προς τρία.
15 Τα χαράτζια ολίγοι σημαντικοί, τονέλι λεγόμενον, επλήρωναν γρόσια πέντε. Το δεύτερον, λεγόμενον εφσάτι, προς γρόσια τρία. Το τρίτον, εξήντα παράδες.
16 Από δέκα χρονών και απάνω εμάζευαν τα παιδιά και εμετρούσαν τον γύρο του λαιμού των με διπλό σπάγγο. Και την μιαν άκρη έδεναν κόμπο και το παιδί εδάγκανε τον κόμπο και άνοιγαν το διπλό σπάγγο και αν επέρναγε από το κεφάλι του παιδιού, αρχίναγε να πληρώνει το τρίτο χαράτζι. Αν δεν επερνούσε, δεν επλήρωνε. Πάλε το εμετρούσαν τον άλλο χρόνο.
17 Είχαν ένα δόσιμο ξεχωριστό. Αυτό ονομάζετο κατάστιχο. Αυτά ήτον ξεχωριστά έξοδα της Πόλεως, του Μεζιλχανέ διά τους Ταταρέους, οπού έρχονταν από Κωσταντινούπολην διά κάθε υπόθεσην, βασιλικήν προσταγήν και τα λοιπά, να τους παγαίνουν οπίσω έως Χαλκίδα ή έως Θήβα ή έως Κόρινθον, όπου το καλούσε η ανάγκη διά τόκους της πόλεως, χρέη, παλαιά η νέα· οπού όταν δεν εγίνονταν ευκαρπία δεν έριχναν το όλο έξοδο και εσήκωναν δάνεια· και με την ευκαρπίαν τα επλήρωναν διά τον πασιά της Έπαχτου, ένα κανονικό κάθε χρόνο διά ογδόντα λοφέδες, μιστούς διά την ευταξία και λοιπές υπηρεσίες, να τους μεταχειρίζονται και τα λοιπά.
18 Αυτό το δόσιμο το επλήρωναν, χώρα και χωριά, αναλόγως της καταστάσεώς του ο καθένας. Ερχομένου του Χασεκή εις τας Αθήνας, εις τα 1772, διά να παρατηρήσει την επαρχίαν, ιδιοκτησίαν του, εδιέτριψε εις Αθήνας έως δύο χρόνους. Επήρε και το ζαμπιτλίκι, βοϊβοντιλίκι, εκτελεστικήν δύναμην. Ετότε άρχισε να τυραννεί. Άρχισε να κτίζει παλάτι, να αγοράζει υποστατικά και λοιπά, και άρχισε τας αγγαρείας. Ο δήμος των Αθηνών επαραπονέθη προς τους άρχοντας κοτζιαπάσηδες, αλλά δεν εισηκούστη.
19 Εις τα 1776, ένας αλβανός, Γιαχόλιορης ονομαζόμενος, ήτον εις την δούλεψην της Πόρτας του ζαμπίτη με εξήντα αλβανούς. Έκαμε τον αρχηγό εις αυτουνούς. Τον είχε η πολιτεία με το μιστό διά την ευταξία και λοιπές υπερεσίες της επαρχίας Αθηνών. Εφύλαττε έως τα σύνορα της Αττικής, ως μεϊντάμπασης λεγόμενος. Ο Χασεκής, σύμφωνος με τους άρχοντες, τον απέβαλαν από την υπερεσία.
20 Αυτός, συνηθισμένος εις αυτήν τη δόξα και απόλαυσην και φθόνον, οπού τον έξωσαν και έβαλαν εις τη θέση του εντόπιον, έχοντας απόκτησην καλήν, πηγαίνει εις τα μέρη της Αρβανιτιάς και συνάζει έως εφτακόσιους πενήντα αλβανούς και έως να έλθει εις τας Θήβας γίνονται έως χίλιοι, διά να έλθει να λεηλατήσει τας Αθήνας.
21 Οι Αθηναίοι το έμαθαν, αλλά δεν το επίστευαν. Όταν επλησίασεν έως τη Λειβαδιά, ευθύς ο Χασεκής στέλνει εις Λάλαν της Πελοποννήσου και φέρνει εξήντα Λαλιώτες. Στέλνει και εις την Κάρυστον και φέρνει άλλους τόσους, τούρκοι όλοι.
22 Ετοιμάσθηκαν όλοι οι Αθηναίοι, τούρκοι και χριστιανοί. Οι τούρκοι επήγαν τα γυναικόπαιδά τους εις Ακρόπολην με τα καλλιότερα ειδίσματά τους, οπού μόλις τους εχώρεσε. Ήτον έως τρακόσιες εβδομήντα οικογένειες, ήτον και τριάντα οικογένειες αιθίοπες και άλλες τριάντα οικογένειες τουρκόγυφτοι· <ωσ>τόσον και οι αιθίοπες ήτον τούρκοι. Οι δε φαμελιές των χριστιανών επήγαν εις Σαλαμίναν και μέρος εις Αίγενα. Η πόλη δεν ήτον ετότε τοιχογυρισμένη.
23 Ο Γιαχόλιορης, με τους χίλιους του και επέτζεινας, δεν ήλθε από το μέρος Κοντουρόν του Σαρανταπόταμου ως δυσδιάβατον μέρος, φοβούμενος μήπως οι Αθηναίοι τον καρτερούν εκεί, αλλά ήλθε από το αέρος του Ορωπού.
24 Τέλος ήλθε έως Τζηβισιάν, εξαπλώθη έως Μαρούσι, Χαλάντρι, και έλεγε να εισβάλει εις την πόλην διά νυχτός. Οι Αθηναίοι άρχοντες και νοικοκυρέοι έδωσαν συμβουλή του Χατζή Αλή, να μην αφήσουν τον εχθρόν να πλησιάσει εις την πόλην, διότι διά νυχτός ημπορεί να εισβάλει εις την πόλην και τότε η πόλις θα πυρποληθεί και άλλα επακόλουθα.
25 Ο Γιαχόλιορης εμήνυσε από την Κηβισιά, να του κάμουν κονάκια εις Αθήνα οι Αθηναίοι. Του εμήνυσαν, ότι έχουν έτοιμα βόλια και μπαρούτι. Ο Χατζή Αλής έδωσε γνώμη να αρματώσουν όλα τα δυνατά οσπίτια και πύργους οι Αθηναίοι. Πάλε του έδωσαν την ίδια γνώμη, να κτυπήσουν τον εχθρό έξω από την πόλην, μην έμπει και φωλεύσει. Του είπαν την ιστορίαν των πολέμων του Μαραθώνος με του Ξέρξου.
26 Έτζι, έγινεν απόφασις. Ετοιμάζει εκατόν πενήντα ιππείς, τριακόσιους τούρκους με τους ξένους και έως τρακόσιους χριστιανούς και κινούν. Πάνε εις Χαλάντρι, τους κτυπούν. Εκεί ήτον έως εξακόσιοι. Είχον πιάσει όλα τα χαμόσπιτα και τρείς μεγάλους πύργους. Αιφνιδίως τους έπεσαν όσοι ήτον εις τα χαμόσπιτα.
27 Άλλους εσκότωσαν, άλλους έσφαξαν, τους δε εις τους πύργους τους έλεγαν να παραδοθούν. Αυτοί δεν ήθελαν. Επερίμεναν από Μαρούσι και Τζηβισιά τον αρχηγό τους Γιαχόλιορη, αλλά οι Αθηναίοι έμεινεν το τρίτο μέρος εις Χαλάντρι, οι δε ιππείς και λοιποί ετράβηξαν προς το Μαρούσι και Τζηβισιά.
28 Μετά ολίγον, οι μείναντες εις Χαλάντρι Αθηναίοι, ήφεραν κλαδιά και έβαλαν εις τες πόρτες των πύργων και άναψαν φωτιά και τουφεκίζοντας εις τα παράθυρα ολόγυρα, τους έκαυσαν. Μόλις ήμιση του Χαλαντρίου έφυγαν εις Τζηβισιά.
29 Τότες και του Χαλαντρίου οι μείναντες Αθηναίοι ετράβηξαν προς Μαρούσι. Έσμιξαν όλοι οι Αθηναίοι. Τους έβαλαν εμπρός τους Αλβανούς. Τους βγάζουν από Μαρούσι και Τζηβισιά, τους πάγουν έως το ρέμα Φασίδερον, έξω από το σύνορον της Αττικής. Εκεί έφυγαν εις Αρβανιτιά τα δύο τρίτα, οπού έμειναν μετά την νίκην των Αλβανών.
30 Ο Χασεκής με τους άρχοντες έκαμαν σκέψην να τειχίσουν την πόλην, διότι ο Γιαχόλιορης εφοβέριζε να ξανακατέβει εις Αθήνα από Αρβανιτιά, διά να πάρουν οπίσω των φονευμένων το αίμας και να λεηλατήσουν και να σκλαβώσουν.
31 Όθεν λοιπόν, έγινεν απόφαση και μέσα εις τρεις μήνες ετείχισε την πόλην, σμίγοντας τα δυο τείχη εις την Ακρόπολην και το όπιστεν μέρος της Ακροπόλεως ήτον περίβολος, προς μεσημβρίαν, το λεγόμενον Σαρπετζιέν. Εις την εργασίαν ήτον όλη η πόλη, ομού και τα χωριά· όλα τα εσινάφια εσφάλισαν τα εργαστήρια, όλοι ομού και οι τούρκοι εστέκοντο εις επιστασίες.
32 Έκαμε πέντε πόρτες· το ύφος του τοίχου ήτον τέσσαρες πήχες με παλέστρες και εις κάθε διακόσια πενήντα βήματα ένα πούρτζι, εβγαλμένον έξω με παλέστρες. Ολόγυρα ο περίβολος ήτον μεγαλότατος. Είχεν περικλείσει μέσα, γύρωθεν, και χωράφια. Όλη η περιφέρεια και όπιστεν της Ακροπόλεως ήτον έως έξε μίλια γύρος και ηπέτζεινα, δύο ώρες.
33 Η Αθήνα είχε χίλιες πεντακόσιες οικογένειες χριστιανών, τρακόσιες εβδομήντα πέντε τούρκων, τριάντα οικογένειες αιθίοπες, μαύροι, εικοσιπέντε οικογένειες τουρκόγυφτοι, σιδερουργοί.
34 Ήτον τριανταέξη ενορίες, εφημερίες. Αυτές οι τριανταέξη ενορίες ήτον: Υπεπαντή, Άγιοι Απόστολοι, Βλασαρού, Άγιος Φίλιππος, Ασώματος <στα> Σκαλιά, Άγιος Θωμάς, Μεγάλη Παναγία, Χριστοκοπίδι, Σωτήρας Δικαίας, Άγιος Αθανάσιος, Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Άγιος Δημήτριος ο Νέος, Άγιος Νικόλαος του Χτενά, η Αγία, Μεγάλο Μοναστήρι, Αγία Πελεκαρίχι, Άγιος Παντελεήμονας, το Καθολικό, Καμνικαρέα, Χρυσοσπηλαιώτισσα, Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Γεώργιος Καρύτζης, Ροδατζιό, Αγγέλου, Ρόμπη, Καλογρηών ή Άγιος Νικόλαος, Ασώματος του Παπουτζιά, Γοργοπίκο, Σωτήρα Κοτάτζι, Καντήλη, Μαγγούτη, Ραγγαβά, Άγιος Δημήτριος ο Κατηφόρης, Ελεούσα, Αγία Ειρήνη, Προφήτης Ηλίας.
35 Αυταί όλαι οι εκκλησίες είχαν περίβολον. Μέσα εις τον περίβολο είχον κελιά, μικρά οσπιτάκια από οκτώ δέκα έως δεκαπέντε και μερικές έως είκοσι και εικοσιπέντε. Η κάθε εκκλησία είχε τον επίτροπόν της και μια γυναίκα, περασμένη εις τους χρόνους· ελεγόταν κλησάρισα.
36 Αυτή εκατοικούσε μέσα εις ένα κελίον, εσκούπιζε την εκκλησία, άναφτε τις κανδήλες και τα λοιπά. Εσήμαινε τες πόρτες των ενοριτών με μια ματζούκα, έστοντας <να> εσηκώνοντο νύχτα και ελειτουργούσαν. Η κάθε εκκλησία είχεν από έναν εφημέριον. Μερικές μεγάλες ενορίες είχον βοηθό, διάκο.
37 Τα άλλα κελιά, εκάθονταν πτωχοί, οπού δεν είχαν σπίτια και εδυστυχούσαν. Επήγαιναν εκεί και εκάθονταν, και οι ενορίτες τους εμεταχειρίζονταν, τόσον τους άνδρες αυτούς, καθώς και τας γυναίκας, εις τες έξω και μέσα δουλειές των, και εζούσαν.
38 Τους αδυνάτους, τους έστελναν όλοι οι ενορίται ό,τι επροαιρείτο ο κάθε ενορίτης. Ψωμί, ολίγο λάδι, ελιές, φαγί, ξύλα και τα λοιπά. Αυτές τις γυναίκες οι ενορίτισσες τις εμεταχειρίζονταν ως προσωρινές υπηρέτισσες εις θελήματα και άλλες δουλειές, μπαμπάκια, νήματα.
39 Έστοντας οι Αθηναίοι πολλά ολίγα σπίτια, είχαν υπηρέτισσες και κάθε ενορίτισσα οπού είχε ανάγκη διά υπηρεσίας, έξω και μέσα του οσπιτιού προσωρινώς, εμεταχερίζονταν από αυτές· νήματα να γνέσουν, μετάξια και υφάσματα πανιών και κάβε άλλη εργασία.
40 Τον καιρό του ελαιώνος, να μαζεύουν ελιές εις τους αγρούς, σκάλος και λοιπές εργασίες ελαφρές έξω, τρύγος και άλλα. Και εζούσαν οι πτωχοί ακτήμονες και άοικοι γέροι, γριές, δίχως να υπάγει κανένας να διακονεύει.
41 Ήτον και ένα συνήθειο εις Αθήνα· οι άρχοντες προεστοί, εις την παραμονή των Χριστουγέννων και εις την Ανάσταση του Χριστού, εδιόριζαν δύο νοικοκυρέους και έναν κληρικό και τους έδιδαν την άδεια να περιέλθουν τα εσινάφια και όλη την πόλη, να συνάξουν ό,τι προαιρείται ο καθένας. Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών, να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας. Ομοίως και τα μοναστήρια, οι γούμενοι και οι εν καταστάσει πατέρες. 42 Και <μ'> αυτά τα συναγμένα αγόραζαν παπούτζια, μανδήλια διά τες γυναίκες, φέσια και λοιπά, και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τες ενορίες και εις μερικούς ευγενείς ξεπεσμένους, οπού είχαν δυστυχήσει και τους είχε μείνει μόνο ένα σπίτι, οπού εκατοικούσαν ή και κανένα υποστατικό μικρό, και, ασυνήθιστοι να εργάζονται, υστερούντο.
43 Όλες οι ενορίες, εφημερίες, είχαν αφιερώματα από τους κατά καιρόν ενορίτας, ελαιόδεντρα, ως επί το πλείστον, και κάτι ολίγα χωράφια. Είχεν η κάθε ενορία από εκατό ελαιόδεντρα και απάνω, έως διακόσια και περιπλέον. Πολλά ολίγες ενορίες είχαν κάτω από τις εκατό ρίζες. Μερικές είχαν και αργαστήρια εις το παζάρι, αγοράν. Είχαν και κάτι μικρούς κήπους.
44 Ο κάθε χριστιανός αφιέρωνε ό,τι επροαιρείτο προς στολισμόν και φωτισμόν της εκκλησίας και προς βοήθειαν των πτωχών, κατοικούντων εις τα κελιά. Και έτζι δεν ήτον εις την πόλη εντόπιοι ζήτουλες, παρά κάτι ξένους <έβλεπες πού και πού>.
45 Μήτε επήγαιναν οι πτωχοί Αθηναίοι άλλου, να διακονέψουν, έχοντας εις Αθήνα αυτούς τους τρόπους, εζούσαν υπέρ τας χιλίας ψυχάς μέσα εις τας ενορίας. Έτζι, εγίνοντο και καλόγριες πάμπολλες, οπού δεν ηπαντρεύοντο. Εν ενί λόγω, εις κάθε ενορία μέσα, όλα τα κελιά ήταν γεμάτα και εργάζοντο κάθε εργασίαν.
46 Ήτον και της αγίας Φιλοθέης ο άγιος Αντρέας μέσα εις την πόλη, οπού εμόναζαν τόσες παρθένες καλόγριες και εζούσαν με τα ερχόχειρά τους και μέρος από τα εισοδήματα των υποστατικών της αγίας Φιλοθέης, οπού είχε έως χίλια διακόσια πενήντα ελαιόδεντρα, την Καλογρέζα, το τζιφλίκι, έως πέντε ζευγαριών γης, και το περιβόλι με το νερό, τρεχάμενο, και εις τα Πατήσια άλλο περιβόλι, και άλλα πρόβατα και λοιπά κτήματα. Κάθε χρόνο εορτάζαν της αγίας Φιλοθέης εις το ναό της, τον Άγιο Αντρέα, οπού είχε κτίσει η ίδια.
47 Όθεν τελειωμένου του τείχους της πόλεως και ησφαλίσθη από τους έξω εχθρούς, αλλά...
Το δεύτερο δήθεν μέρος των Απομνημονευμάτων
(Διήγηση Γ. Τερτσέτη)
1 Τα ιστορημένα συμβάντα κρατούν πλέον της εικοσαετίας, από τα 1774 έως τα 1796. Αλλά, εις τη δεύτερη δεκαετία άναψε το κακό της τυραννίας. Από τον βίον του μακαρίτου Σκουζέ, το δεύτερον μέρος του χειρογράφου και αυτόγραφου του, ουδέν σας ανέφερα ούτε θα σας αναφέρω. Άλλης ημέρας μελέτη, αλλ' όταν έλθει εκείνη η ημέρα θα ακούσετε Οδύσσεια πάθη, θαλασσινά και στεριανά.
2 Ο Σκουζές επήγε και μακρύτερα από τον Οδυσσέα, επήγε εις την Αμερικήν και εις την εξηνταήμερην ωκεανοπορείαν του έπαθε από τους ναύτας εταίρους όσα και ο Οδυσσεύς, σχεδόν όσα και ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο μέγας ευρετής του αγνώστου κόσμου. Θα ιδήτε.
3 Θα μου πιστεύσετε, κύριοι, αν σας ειπώ, ότι ο Παναγής Σκουζές ήτον εις την ναυαρχίδα του Νέλσωνος, εις την ναυμαχίαν του Τραφαλγάρ; Είδε εις το αρματωμένο κύμα, πώς παλεύουν τα λεοντάρια διά την βασιλείαν, διά την ελευθερίαν. Ας προσπεράσομε! Άλλης ώρας διηγήματα.
(Διήγηση ναύτη, συντρόφου του Παναγή Σκουζέ)
4 Προ πενήντα ετών <στα 1804> εφύγαμε από Βαρτζελώνα με κρασί, το οποίον εφορτώσαμε εις Βίλλα—Νόβα με το καράβι Σκουμπρή, με ναύλο είκοσι οχτώ χιλιάδες κολονάτα. Εφύγαμε τον Αύγουστο. Είμεθα σαράντα και εδιαλεχτήκαμε οι καλλίτεροι και εμείναμε έως εικοσιπέντε.
5 Επήραμε δυο πιλότους εβγαίνοντας από τη Τζιπεράλτα. Ετραβήξαμε και επέσαμε εις τα Κανάρια νησιά. Ετραβήξαμε εις τη Λίναια και μας ερχότανε ο αέρας το ένα μέρος και το άλλο. Εμείναμε εις αυτό το μέρος της Λίναιας έως τρεις ημέρες.
6 Τότε, ετραβήξαμε όλο πρίμα και δεν εβλέπαμε παρά Θεό και θάλασσα. Αφού αρμενίσαμε σαράντα πέντε ημέρες, εφοβήθηκαν οι συντρόφοι και άρχισαν να φωνάζουν, ότι επέσαμεν εις νερά χαμένα.
7 Τότε ο πιλότος και ο Σκουζές, οπού είχε πράξην, τους είπαν ότι εις τρεις ή τέσσερες ημέρες θα φθάσουν. Και πάλι φόβος μέγας εις τους συντρόφους, αφού πέρασαν οι τέσσερες ημέρες. Με πολλές υπόσχεσες, τέλος πάντων, εξακολούθησαν το ταξίδι. Και εις άλλες τέσσερες ημέρες είδαμε ένα σύγνεφο.
8 Έστειλεν ο Σκουζές έναν άνθρωπο εις το κατάρτι ψηλά, να παρατηρήσουν αν είναι στεριά ή σύγνεφο, αλλά δεν ημπόρεσαν να διακρίνουν.
9 Ο καιρός πρίμος. Ετραβήξαμε. Και τη νύχτα μας εφάνη μυρωδιά της στεριάς. Και το πρωί, είδαμε τη στεριά.
10 Επήγαμε κατευθείαν εις τον λιμένα Μόντε—Βιδέο, οπού ηύραμε πολλά πλοία. Επήγαμε διά πενήντα τέσσερες ημέρες, τρία καράβια. Το ένα, του Δημητρίου Χριστόφορου, εις το οποίον ήτον ο Σκουζές. Ήτον το καράβι του Τζαμαδού, πλοίαρχος Αντώνης Σερφιώτης. Το άλλο καράβι ήτον του Ζιάκα.
11 Εκάμαμε εις το Μόντε—Βιδέο εικοσιπέντε ημέρες. Εφορτώσαμε πετζιά και επιστρέψαμε και τα τρία μαζί. Εμείς ήλθαμε. Τα άλλα δυο καράβια τα έπιασαν οι Εγγλέζοι εις το στενό απ' έξω. Ήλθαμεν εμείς εις τη Βαρτζελώνα διά πενήντα μία ημέρα.
(Διήγηση παληάς Αθηναίας)
12 Άκουσε. Είχε και ο Χατζαλής τη φατρία του, και ισχυρή. Ήτον πρόσωπα από τους μεγαλοσιάνους. Συνετυραννούσε με αυτόν και ετυραννείτο.
13 Όσα γράφει ο Σκουζές είναι όλα αληθινά. Πλέον παρά αληθινά. Εγώ, ηξεύρεις τι σου λέγω. Οι Έλληνες να έχουν πλέον πολύτιμην παρά κόρην οφθαλμού την ελευθερία που χαίρονται, επειδή εγώ είδα τες αδικοδαρμένες γυναίκες, τες χήρες και τα ορφανά των αδίκως φονευμένων.
14 Την αδελφή του ιατρού Κλάδου, την οποίαν εγνώρισες, τον άνδρα της τον σκότωσαν εις την αρχή της επαναστάσεως, εις το Κάστρο, οι τούρκοι της Αθήνας. Τον είχαν πάρει ρεέμι. Τον πενθερό της τον κρέμασεν ο Χατζαλής.
(Αφήγηση Σταματίνας Αδαμή, παλαιάς Αθηναίας)
15 Ο Χατζαλής είχε γυναίκες επίτηδες στα λουτρά απ' το πουρνό ως το βράδυ. Και τις πλήρωνε και έβλεπαν ποια ήταν ωραία. Του το έλεγαν και έστελνε τη νύχτα τους ανθρώπους του κρυφά και την άρπαζαν και αλλοίμονο σε κείνον που την έκρυβε.
16 Λοιπόν, ο Σταμάτης Σαρής είχε πάρει ωραία γυναίκα, άσπρη σαν το γάλα, που δεν την είδε ήλιου πρόσωπο, από την οικογένεια της Τζιας Διάγγελη. Αλλά τηνέ μαρτύρησαν οι γυναίκες στο Χατζαλή. Αμέσως, αυτός δε χάνει καιρό, μόνε φωνάζει τους τζοχανταρέους του και τους λέγει, το βράδυ να πάνε να του τη φέρουν, το δίχως άλλο.
17 Μια από τις βαλτές γυναίκες του, Ντενεδιά λεγόμενη, ήτανε μια φορά ψυχοπαίδα της και τρέχει αμέσως και τους λέγει το και το. «Ο Χατζαλής θα στείλει το βράδυ να πάρει την κυρά Εργίνα και ν' ανοίξει η γης να την κρύψετε!...». Το είπε και έφυγε τρεχάτη, να μην την προδώσουν οι άλλες γυναίκες.
18 Αμέσως δε χάνει καιρόν ο Σαρής, τη ντύνει σαν τούρκισσα μπαμπουλωμένη, για να μη λάμπει η ομορφάδα της, τη βάζει στ' άλογο, καβαλικεύει και κείνος στο μουλάρι και τραβάει μια και στη Λειβαδιά.
19 Καθώς εσούρπωσε στέλνει τους τζοχανταρέους του και χτυπούν του Σαρή τη θύρα. Οι δούλοι λένε, πως ο αφέντης τους έχει μέρες που έφυγε για την Πόλη και η κυρά τους είναι άρρωστη στη μάνα της. Βιάζουν τη θύρα οι Τούρκοι και μπαίνουν μέσα και δε βρίσκουν κανένα.
20 Ύστερ' από κάμποσον καιρό, εγύρισε μόνος του ο Σαρής εις την Αθήνα, γιατί νόμισε πως ελησμόνησε ο Χατζαλής. Άμα το έμαθε ο Χατζαλής, έστειλε αμέσως και τον έφερε στο κονάκι και αφού τον αρώτησε πού ήτον η γυναίκα του και κείνος δεν απαντούσε, τον έβαλε στο τουμπρούκι και τον εσάπισε στο ξύλο.
21 Και αφού δεν αισθανότανε πλέον, τον πήραν μερικοί χριστιανοί και τον πήγαν στο σπίτι του πεθαμένο και άταφο. Τότε προσκάλεσαν μερικούς γιατρούς, που έσφαζαν πρόβατα, τα έγδερναν και, καθώς ήτανε ζεστό το τομάρι, τον ετύλιγαν μέσα.
22 Και έπειτα, ήλθε ένας βασιλικός γιατρός κάτω στο Δράκο και τον έφεραν και τον έριξε μέσα σε κρύο νερό. Με καιρό ανάζησε, αλλά όλη του τη ζωή έπασχε. Όταν εσκότωσαν τον Χατζαλή, τότες ήλθεν η γυναίκα του στην Αθήνα.
(Απ' το Ημερολόγιο Καλιφορνά)
23 1777 Φλεβαρίου 2: Επιάσανε τον πόλεμο εις το Χαλάντρι οι Αθηναίοι με τους Αρβανιτάδες και εσκοτωθήκανε Αρβανιτάδες σαράντα ενιά και πασιαλήδες τρεις και μπαϊραχτάρης ένας και δυο ρωμαίοι και εγυρίσανε εις την Κηβισιά οι Αρβανιτάδες και εφύγανε τη νύχτα. Ήτανε τετρακόσια δεκαοχτώ μπαριάκια.
24 1777 Φλεβαρίου 20: Επιάσανε το τείχο και ετοιχογυρίσανε την Αθήνα και τον εγλυτώσανε Ιουνίου 8 ξέχος από τις πόρτες και ψήλωμα, οπού μελετάει να τονέ ψηλώσει ο αγάς Χατζή Αλή αγάς.
(Απ’ το Χρονικό του Ανθίμου [Μπενιζέλου])
25 Ιστέον δε ότι εξορισθέντος του Χατζή Αλή, πριν έτι της καρατομίας του, ο φιλαθήναιος και φιλοδίκαιος Τζελεμπή Εφέντης, έστειλεν εις Κώον άνθρωπον επιταυτού με βασιλικόν ορισμόν, επιτάττοντα σφοδρώς και αφεύκτως τον Χατζή Αλήν, ότι να παρασταθεί εις τον κριτήν της Κώου και να αποκαταστήσει έναν επίτροπον ως πρόσωπόν του διά Βεκίλ Χοτζετίου, ο οποίος επίτροπος να υπάγει εις την Αθήνα και να παραδώσει εις τον καθένα τα υποστατικά οπού του επήρε και να λάβει τα όσα άσπρα του έδωσεν. Εις αυτά ο Χατζή Αλής απεκρίθη, να το στοχασθώ. Αλλ’ ο ημέτερος προστάτης και καλοθελητής δεν του έδωσε καιρό να εκτείνει μακρότερον τους στοχασμούς του, αλλά μιαν ώρα πρωτύτερα, (διότι υπώπτευε κάθε εναντίον) με το δεύτερον φερμάνι προυξένησεν ημίν την τελείαν ελευθερίαν.
Μια περιγραφή των τριών χερογράφων μας έδωσε ο Καμπούρογλου (Αι Αθήναι κατά τα έτη 1775 - 1795, σελ. 20). Το πρώτο (Α') είναι το βασικό και το μεγαλύτερο. Τ' άλλα (Β' και Γ') είναι περιληπτικά του και συμπληρωματικά. Το Α είναι μεγάλο τετράδιο (22,5X16,5) με ξώφυλλο χοντρό κόπιας, πρόσθετο και τα φύλλα ραμμένα. Ο συμβολαιογράφος Δ. Κ. Σούτζος το τιτλοφόρησε «Φυλλάδιον Βιογραφίας» και τούδωσε τα στοιχεία καταγραφής 133 και μονόγραψε κάθε φύλλο με την υπογραφή του, για να μην υπογράφει δε και τα λευκά στο τέλος τα απόκοψε και φαίνονται τα κοτσάνια τους. Στο ξώφυλλο διαβάζεται και τ' όνομα της Αθηνάς Σκουζέ και στις δυο όψεις αριθμητικές πράξεις του ίδιου του Σκουζέ, σημάδι πως το είχε πρόχειρο στο συρτάρι του. Το φυλλάδιο αρχικά είχε 26 φύλλα. Απ’ αυτά τα 13 είναι γραμμένα κι απ’ τις δυο πλευρές, εχτός απ’ το πρώτο, που αρχίζει απ’ τη σελ. 2, αφήνοντας την πρώτη λευκή, γι' αυτό κι ο Σούτζος τράβηξε διαγώνιες γραμμές κι έβαλε την υπογραφή του. Στο τέλος υπάρχουν λυτά τρία φύλλα γραμμένα, αποχωρισμένα από το άλλο τετράδιο. Το τρίτο μάλιστα, γραμμένο μόνο απ’ τη μια μεριά, είναι κομμένο στη μέση και μένει μόνο το γραμμένο της μέρος. Έτσι το τετράδιο με τα ραμμένα και λυτά φύλλα αποτελείται από 16 φύλλα και σελίδες γραμμένες, αριθμημένες απ’ τον Τερτσέτη μ' αραβικούς αριθμούς 30 (ή μάλλον 29 1/2), γιατί οι άγραφες —πρώτη και στερνή του ημίφυλλου— δεν αριθμούνται. Περιλαβαίνει δε το Α' όλο το κείμενο, που τύπωσε ο Φιλαδελφέας, απ’ το αντίγραφο Τερτσέτη, και που ξεσήκωσε αυτό ακριβώς το χερόγραφο, όπως το είχε απαρτίσει ο Σούτζος στα 1847. Και το απάρτισε για ενοποίηση από δυο τετράδια. Απ' το ένα πέταξε τα λευκά κι απ’ τ' άλλο πήρε τα γραμμένα και τα έβαλε λυτά στο τέλος του πρώτου. Τι συμβαίνει λοιπόν; Το χερόγραφο είναι του 1841. Γιατί ο Σκουζές άφησε το πρώτο τετράδιο, ακριβώς στη μέση κι άρχισε σ' άλλο τη συνέχεια των απομνημονευμάτων του; Ο Τερτσέτης, στα 1859, έκανε λόγο για δεύτερο μέρος των Απομνημονευμάτων, παίρνοντας δε όσα του αφηγήθηκε στον Πειραιά ο ναύτης του Σκουζέ για την ποντοπορία του στην Αμερική (βλ. σελ. 138 τη διήγηση του ναύτη) και συνδυάζοντάς τα με το πασίγνωστο τότε γεγονός, ότι ο Σκουζές πήρε μέρος στη ναυμαχία Τραφαλγκάρ στη ναυαρχίδα τον Νέλσωνα, είπε ότι το δεύτερο αυτό μέρος θα είναι γεμάτο απ’ αυτά τα Οδύσσεια πάθη (βλ. στη σελ. 187 τη διήγηση του Τερτσέτη). Ο Τερτσέτης δεν είδε δεύτερο χερόγραφο και δεν λέει τίποτα θετικό. Όσα λέει, είναι «ευσεβείς» υποθέσεις του, για να κάνει τους κληρονόμους να βγάλουν και το δεύτερο χερόγραφο που καθένας θα το ζητούσε σα συνέχεια του πρώτου και θα μάντευε το περιεχόμενό του απ’ τα υστερινά βιογραφικά του Σκουζέ, όπως έκανε ο Τερτσέτης, που αν υπήρχε συνέχεια θα την ξετρύπωνε σα ζηλωτής του ηρωικού μας λόγου. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά απώλεια, όπως έδωσαν να πιστευτεί οι ιστορικοί του Σκουζέ, παρασυρμένοι απ’ τον Τερτσέτη. Το Χρονικό του το σταμάτησε ως εδώ, απ’ την αρρώστια και τα γερατειά. Και πρόχειρο, καθώς το είχε, γράφοντας —με τόση άργητα και δυσκολία, λίγο-λίγο κάθε μέρα— τόχασε. Και στα 1845 δοκίμασε να το ξαναγράψει. Κι έχουμε τις δυο κατοπινές μορφές, που πρωτοβρήκε στα 1931 ο Καμπούρογλου και τις άφησε αξεχώριστες κι αδιάβαστες. Γιατί όμως δυο; Και μάλιστα διαφορετικές; Ίσως για ν' αφήσει στα παιδιά του κι από ένα χερόγραφο; Ποιος ξέρει! Ίσως νάχασε και πάλι το χερόγραφο και δοκίμασε να το ξαναγράψει για τρίτη φορά. Αυτό όμως δεν φαίνεται πιθανό. Πιθανότερο είναι το άλλο. Ότι θέλησε να συμπληρώσει το πρώτο του χερόγραφο και μη μπορώντας απ' την στοιβαχτή πυκνογραφία του να κάνει προσθήκη ούτε λέξης, έγραψε περιληπτικά τα ιστορημένα και ξαπλωνόταν στα συμπληρωματικά.
Τα δυο χερόγραφα τα ξεχώρισα και τα τύπωσα εδώ σαν αυτοτελή κείμενα, όπως είναι. Είναι φύλλα, διπλωμένα από μεγαλύτερες κόλες (15X20). Ο Σούτζος τα ενοποίησε, επειδή το ένα δεν έχει αρχή, παρά αρχίζει από τον κατάλογο των προικιών της μάνας του Σκουζέ κι έγραψε στο πρώτο απ’ έξω στοιχείο καταγραφής Κ 34 και την ένδειξη «Φυλλάδιον εκ φύλλων δεκαεπτά». Μονογράφει κι εδώ γραμμένες κι άγραφες σελίδες, στις οποίες κλείνει με διαγώνιες, σημειώνοντας τη λέξη «άγραφον».
Το Β' χερόγραφο, όπως το ξεχώρισα, περιέχει το κείμενό μου (στις σελ. 107—125) και αποτελείται από πέντε φύλλα λυτά, πυκνογραμμένα κι αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, σελίδες γραμμένες όλες οχτώ (I-VIIΙ), γιατί η πρώτη του πρώτου φύλλου, αφημένη ίσως άγραφη για τίτλο και προκάλυψη, κι η τελευταία του πέμπτου είναι άγραφτες. Στη στερνή γραμμένη σελίδα (VΙΙΙ) τελειώνει το κείμενο, πριν φτάσει ούτε στη μέση. Συνεπώς δεν υπάρχει συνέχεια. Εδώ σταμάτησε.
Το Γ' χερόγραφο, που περιέχει το κείμενό μου (στις σελ. 126— 136), είναι στις διαστάσεις όπως το Β'. Έχει δυο φύλλα άγραφα στην αρχή. Στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου η ένδειξη του Σούτσου «Κ 34. Φυλλάδιον εκ φύλλων δεκαοκτώ». Το κείμενο αρχίζει απ’ το τρίτο φύλλο, απ’ τη σελ γ' – ι΄, ήγουν σελίδες γραμμένες 6, αριθμημένες αλφαβητικά. Αυτό το χερόγραφο, σύγχρονο με το Β', αρχίζει απ’ τη μέση, απ’ την καταγραφή των προικιών της μάνας του, μετά το θάνατό της, και τελειώνει με ατέλειωτη φράση, απότομα. Είναι τάχα του 1846 -1847; Στις τελευταίες μέρες του; Έτσι φαίνεται.
Παραθέτω το πρώτο μέρος απ’ το Β' χειρόγραφο για το γράψιμο του Σκουζέ, που στο τέλος δίνω και τη φωτοτυπία του.
σήμερον 1845 φλεβαρίου 24εβρις κόμενος ης αςστένιαν ρεφματης μον οδεξιος μου γοφος εος κατο ολον το ποδάρι εμουδιας μενον απο 22 δηκεμβρη 1844 σχεδόν μινες διο και με επαφσαν πλέον ηδηνατη πονη ηλθα ης περιεργιαν κε διανα διας κεδάσο ναγραψο τον βηον τις ζοης μου οπου σιμερον ημε κε εχο χρόνους εξηντα οχτο κε εχο καλα τομνιμονικον ενθιμουμε απο πεντεεξι χρονον εοςσιμερον κατα καλην σιραν ολα τα οσα επερασα κε επαθα και που επαγησα κε ης τι κερον ετιρανησεν τους αθινεουςολην τιν επαρχηαν ο χατζιαλης χασεκις το αξιομα του σιμπεριλαμβανον ης τον βηον μου ομου κε τας τιρανιες τουανοχατζιαλη κεολες τες διστιχιες τον αθινεον.
Το δεύτερο ανέκδοτο χειρόγραφο του Σκουζέ του 1845