Το ΠΛΑΪ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ εκδόθηκε το 1924 και πρωτοδημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.
Πληροφορίες για τον Δημήτριο Ταγκόπουλο στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Από παιδί, από πολύ παιδί, πουλί ακόμη άπλερο, δέκα έντεκα χρονών, ο Παύλος Κατραμάς μπλέχτηκε στα βρόχια της αγάπης κι ένιωσε την ανάγκη της, το σωστότερο την αιστάνθηκε ασύνειδα, γιατί δεν ήτανε ακόμα σ’ ηλικία να νιώσει, αιστάνθηκε λοιπόν την ανάγκη της όχι σα διασκέδαση, μα σαν ανάγκη οργανική, όπως τη θροφή, όπως τον ύπνο. Ήθελε ν’ αγαπιέται. Κι όταν η Μαριγούλα, η γειτονοπούλα του, που ήτανε δυο τρία χρόνια μεγαλύτερή του και Αρσακειάδα, του είπε ένα Κυριακάτικο δειλινό, φιλώντας τον έτσι ξαφνικά κι αναπάντεχα πάνω στο παιχνίδι που παίζανε μ’ άλλα αγόρια και κορίτσια στην αυλή της, πως τον αγαπάει, ο Παύλος αντί να χαρεί και να της πλερώσει το φιλί με τόκο, τραβήχτηκε σε μια γωνιά σιωπηλός, μελαχολικός και ένιωσε τα μάτια του να υγραίνουνται.
—Μου θύμωσες καλέ; τονέ ρώτησε μισοκοροδευτικά και μισοπονεμένα, ύστερ’ από λίγο, ζυγώνοντάς τον. Moυ θύμωσες; έλα φίλα με και συ να ’μαστε ίσια ίσια!…
Ο Παύλος κοκκίνισε και μελαχόλησε ακόμα περισσότερο. Ήθελε να μιλήσει, ήθελε πολλά να πει, μα πού ν’ ανοίξει το στόμα του! Ντροπαλός όπως ήτανε από φυσικό του, γινότανε ακόμα ντροπαλότερος μπροστά σε κορίτσι, κι η ψυχή του, όσο κι α διψούσε τέτοια παιγνίδια, τόσο από την άλλη μεριά αγωνιζότανε πεισματικά να μη φανερώνει τη δίψα της.
Με τα λόγια της Μαριγούλας ένιωσε μια δροσιά ν’ απλώνεται στην παιδιάτικη ψυχή του, ένα απαλοχάδεμα ναν του ηλεχτρίζει την ύπαρξη. Κι όμως όλ’ αυτά τα εκδήλωσε μ’ ένα:
— Εσύ όλο να κοροϊδεύεις ξέρεις!
Κι έφυγε από την αυλή σα ζεματισμένος, σαν ένοχος, αφήνοντας τ’ άλλα παιδιά να ξακολουθήσουν το παιγνίδι τους, ξεκαρδισμένα στα γέλια με το πάθημά του.
Το βράδυ τη συλλογίστηκε· συλλογίστηκε το φιλί της. Και το πρωί, τη Δευτέρα, πριν πάει σχολειό, βρέθηκε κάτου από το σπίτι της, κόβοντας βόλτες, μην ξέροντας κι ο ίδιος καλά καλά, γιατί περίμενε κει και γιατί δεν τραβούσε ολόισα στο σχολειό του.
Το κορίτσι βγήκε από το σπίτι της με τη σάκα στα χέρια. Μόλις τον αντίκρισε που ’βγαινε από την οξώπορτα, χαμογέλασε. Το τρελοκόριτσο! Κείνος, ο φτωχός, καταντροπιασμένος, έκαμε να φύγει, μα πώς! ούτε βήμα. Λες και τα πόδια του είχανε μολυβιάσει. Κείνη πέρασε θαρρετά από σιμά του.
— Καλημέρα, της είπε μισόφωτα.
— Δε ντρέπεσαι, φιλημένε!… του αποκρίθηκε χαχανίζοντας και προσπέρασε.
Στάθηκε και την κοίταξε όσο που χάθηκε από τα μάτια του. Κι έπειτα τράβηξε για το σχολειό του κι αυτός.
Φιλημένος! Είχε δίκιο η Μαριγούλα. Έπρεπε να ντρέπεται που τονέ φίλησε ένα κορίτσι και που τον κορόιδευε κιόλας γι αυτό. Ωστόσο κατά τις τρεις τ’ απομεσήμερο, το ’σκασε από το μάθημα, πρώτη φορά, και πήγε και περίμενε κάτου από το Αρσάκειο.
Η Μαριγούλα θα σχολνούσε κατά τις τέσσερις, μα τι πείραζε; Αυτός θα περίμενε. Όσο να ’ρθει η ώρα, δεν έκανε άλλο παρά να κοιτάζει τα παράθυρα και ν’ αγωνίζεται να μαντέψει σε ποιο παράθυρο θα ’τανε η τάξη της.
Ήρθε η ώρα, που με λαχτάρα την καρτερούσε. Τα κορίτσια, αρχινίσανε να ξεχύνουνται μελίσσι από την πόρτα. Να, η Μαριγούλα. Αντί ναν τη ζυγώσει, πήγε και κρύφτηκε στ’ αγκωνάρι της οδού Πανεπιστημίου. Και χάρηκε που δεν τον είδε να την περιμένει. Αν τον έβλεπε, το ’ξερε, θαν του ’λεγε πάλι:
— Δε ντρέπεσαι, φιλημένε! και θα χαχάνιζε με τις φιλενάδες της.
Ο Παύλος είχε αρχινήσει σοβαρά ναν τη ντρέπεται. Μεγαλύτερή του στα χρόνια, πιο θαρρετή απ’ αυτόνε, σερπετή, μαργιόλα, πειράχτρα, το ’χε πει και σ’ άλλες φιλενάδες της, φαίνεται, το ’χανε μάθει και τα παιδιά της γειτονιάς, οι φίλοι του, πως τονέ φίλησε, και τον πειράζανε, στην αρχή μαζωμένα, ύστερα πιο ανοιχτά και πιο επίμονα, κι έτσι ο φτωχός, σα να ’τανε φταίστης, απόφευγε να περνάει από το σπίτι της που βρισκότανε λίγο παραπάνω από το δικό τους το σπίτι και τις Κυριακάδες κατάφερνε τη μάνα ναν τονέ στέλνει σε μια θεια του, που καθότανε ψηλά, κατά το νταμάρι του Στρέφη, και να μένει όλη τη μέρα κει. Έτσι τα γειτονόπουλα, οι φίλοι του, τονέ χάσανε, κι η Μαριγούλα μαζί τους.
Τρεις τέσσερις βδομάδες περάσανε έτσι· τη Μαριγούλα δεν την είδε και τα γειτονόπουλα ξεχάσανε σιγά σιγά το φιλί και δεν τον πειράζανε πια. Το ξέχασε δα κι ο ίδιος.
Μια Κυριακή, σαν απόλυσε η εκκλησιά κι Παύλος με τα γιορτινά του, καμαρωτός και λυγιστός, γύριζε σπίτι του, τονέ ζύγωσε η Φιφίκα, η μικρότερη αδερφή της Μαριγούλας, ένα κοριτσάκι ολόξανθο, έξι εφτά χρονών, του ’δωσε ένα χαρτάκι , διπλωμένο στα τέσσερα, και του ’πε:
— Η Μαριγούλα, μου ’πε, α θες, να ’ρθεις που θα πάει μαζί με την Άννα και με τ’ άλλα τα κορίτσια πίσω από το Κάστρο vα μάσουνε λουλούδια…
— Πότε θα πάνε; ρώτησε κοκκινίζοντας.
— Μα να, τώρα σε λίγο!…
— Καλά…
Κι η Φιφίκα έφυγε. Αυτός ξεδίπλωσε το χαρτί, ένα κομματάκι κομμένο από τετράδιο χαρακωμένο του σχολειού, και διάβασε:
Αλησμονούνται τα φιλιά, ξεχνιούνται οι αγάπες
και οι ανθρώποι βλέπουνται σαν ξένοι, σα διαβάτες.
γραμμένο καλλιγραφικά με το χέρι της Μαριγούλας.
Διαβάζοντάς το κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. Γιατί του το ’στελνε αυτό; Για να τον κοροϊδέψει; Έτσι φαίνεται. Και διάβασε και ξαναδιάβασε το στιχάκι, όσο που το ’μαθε απόξω κι έσκισε κομματάκια κομματάκια το χαρτί και το πέταξε για να μην του το βρει η μητέρα του κι έχει φωνές.
Να πάει στην Ακρόπολη με τη Μαριγούλα, όπως του παράγγειλε; Το συλλογιζότανε μοναχά κι έτρεμε από φόβο κι από ντροπή!… Όχι και ναν το κάνει!… Ωστόσο, η καρδιά του τον έσπρωχνε να πάει, μα όχι μαζί της. Ούτε και που να το ξέρει αυτή. Να πάει κρυφά, που να μην τονέ δει αυτή.
Και πήρε το Γιάγκο, το φίλο του και συμμαθητή του, ένα παιδί στα χρόνια του, μα σοβαρό κάπως και τραβήξανε κατά το Κάστρο.
— Το και το μου παράγγειλε η Μαριγούλα…
— Και γιατί δεν πας;
— Ντρέπουμαι!…
— Να χαθείς, κουτέ!… Τα κορίτσια πρέπει vα ντρέπουνται, όχι εμείς!…
Kαι το «εμείς» το τόνισε ξεχωριστά, με μια πόζα ανθρώπου που ξέρει τάχα τις γυναίκες. Καρτερούσανε κει κάτου από τον Άρειο Πάγο (το Καράσιο, καθώς το λέγανε) καρτερούσανε κει κάμποση ώρα, με τα μάτια του ο Παύλος καρφωμένα στην αντικρινή ανηφοριά απ’ όπου θα ανέβαινε η Μαριγούλα με την Άννα και με τις άλλες φιλενάδες της, κι ο Γιάγκος ξαπλωμένος πάνω σε μια πέτρα και χορταίνοντας Φλεβαριάτικο ήλιο, ότα να, και ξεχωρίζει σαν παντιέρα η άλικη ποδιά της Μαριγούλας στην κορφή της ανηφοριάς.
— Να τες… έρχουνται! ψιθύρισε με συγκίνηση.
— Οι ανεράιδες; ρώτησε μισογελαστά ο Γιάγκος.
— Πάμε να κρυφτούμε!
— Μη μας πάρουν τη μιλιά μας;
Και κρυφτήκανε πίσω από τα πεσμένα βράχια.
Μα σε λίγο ακούστηκε το ασημένιο γέλιο της Μαριγούλας και η τσιριχτή φωνούλα της:
— Ελάτε, σας πιάσαμε!… κρυφτούλι, θα παίξουμε; Σας αντικρίσαμε μόλις βγήκαμε στην ανηφοριά…
Kαι βγήκανε κι οι δυο τους σα βρεμένες κότες από τον κρυψώνα τους.
— Το κάναμε για να σας τρομάξουμε!, είπε ο Γιάγκος.
Ο Παύλος δεν έβγαζε μιλιά. Με τα μάτια του καρφωμένα στα χώμα δεότανε, λες, ν’ ανοιχτεί η γης και να τον καταπιεί.
Εκείνη τονέ ζύγωσε.
— Έλα, φιλημένε, του ’πε σιγανά, μην καμαρώνεις σα γαμπρός… Πάμε στα χωράφια!…
— Πάμε! της αποκρίθηκε.
Kαι τραβήξανε κατά τα χωράφια που απλώνονταν ολοπράσινα ανάμεσα Ακρόπολη και Πνύκα. Η Άννα τραβούσε μπροστά με το Γιάγκο και με τη Φανή τη μοδιστρούλα κι ο Παύλος ερχότανε πίσω, με τη Μαριγούλα, κρατώντας από το χέρι τη Φιφίκα. Ηλιόλουστο Φλεβαριάτικο πρωινό, ανοιξιάτικο, πες, ομόρφαινε τα πάντα γύρω κι άνοιγε σε χαρά και απόλαψη την καρδιά.
— Φιλημένε! του σιγόειπε.
— Να τ’ αφήσεις τα χωρατά!… της αποκρίθηκε πειραγμένος.
— Γιατί θυμώνεις;
— Να, γιατί σ’ ακούνε κι οι άλλοι και με πειράζουνε!
— Γι’ αυτό μοναχά;
— Ναι, γι’ αυτό μα και γι’ άλλα…
— Και γι’ άλλα;… Και ποια ’ναι αυτά τ’ άλλα, παρακαλώ; επέμεινε, ίσως παίζοντας με τη δείλια του και με τη στενοχώρια του. Ποια ’ναι αυτά τ’ άλλα; Γιατί δε μιλάς;
— Δεν ξέρω… μα μη με πειράζεις πια!… Να ζήσεις!
— Ε, τότε, φίλησέ με και συ να ’μαστε ίσια ίσια και να μην μπορώ να σε πειράζω πια…
— Να σε φιλήσω κι εγώ; ρώτησε φοβισμένος.
— Για πάρε τα μούτρα σου και βλέπουμε!…του είπε τάχα θυμώνοντας.
Μπήκανε στα χωράφια κι αρχινήσανε να τρέχουν όλοι σαν κολοβοί, παίζοντας τον κρυφτούλη. Ήτανε να κρυφτεί η Άννα. Όποιος την εύρισκε θαν τη φιλούσε. Η Άννα χάθηκε στα γρασίδια. Οι άλλοι τρέξανε ναν τη βρούνε. Σε λίγο χάθηκε κι η Μαριγούλα. Να κρύφτηκε κι αυτή; πoιoς ξέρει! Ο Παύλος έψαχνε, έψαχνε στο αντίθετο μέρος απ’ όπου έψαχνε ο Γιάγκος, η Φανή κι η Φιφίκα. Τρέχοντας ανάμεσα στα γρασίδια, άνοιγε δρόμο με τα χέρια του για να μην κάνει ζημιά κι αγωνιζότανε να βρει όχι την Άννα—τι τον ένοιαζε για δαύτηνε;—μα τη Μαριγούλα. Πού να κρύφτηκε και γιατί να κρύφτηκε; Μήπως παραπάτησε κι έπεσε σε κανένα ξεροπήγαδο: Είχε ακουστά σπίτι πως πίσω από το Καράσιο, στα χωράφια, βρίσκουνται πολλά ξεροπήγαδα, από τον παλιό καιρό, και πρέπει να ’χει κανείς τα μάτια του ανοιχτά σαν πηγαίνει από κείνα τα μέρη.
Ξάφνω, εκεί σιμά που ’ψαχνε, ακούει κάτι γέλια πνιχτά. Μπα! Η Άννα είναι… Μοναχή της γελάει η παλαβή!… Ψαχτά και σιγανά έφτασε προς το μέρος που ακούγονταν τα γέλια. Βρήκε την Άννα καθισμένη σταυροπόδι στα γρασίδια.
— Σ’ έπιασα!… Θα σε φιλήσω!…
— Όχι την έπιασα εγώ πρώτη και τη φίλησα! ακούστηκε η φωνή της Μαριγούλας και παραμερίστηκαν τα γρασίδια και σύρθηκε κι αυτή σιμά στην Άννα.
Ο Παύλος έκανε να φύγει, η Μαριγούλα τον τράβηξε από το χέρι, τον έσυρε σιμά της και γελώντας πλατιά του φώναξε:
— Έλα!… Δεν πρέπει να μείνεις ζημιωμένος μια κι έψαχνες τόση ώρα!… Φίλησε μένανε… Έτσι πια δε θα μπορώ να σε λέω φιλημένο…
Και σίμωσε το μάγουλό της το ολοκόκκινο στα χείλια του. Κι έτσι εκεί, στο Φλεβαριάτικο αυτό πρωινό, που μύριζε άνοιξη, πάνω στα ολόδροσα γρασίδια και στα πολύχρωμα αγρολούλουδα, έδωσε ο Παύλος το πρώτο φιλί.
Μήνες και μήνες περάσανε, χρόνος, πες, δίχως να παρουσιαστεί ευκαιρία για δευτέρωμα του φιλιού. Την έβλεπε, παίζανε μαζί, καμιά φορά, το καλοκαίρι μάλιστα, πηγαίνανε και περίπατο, μαζί μ’ άλλα παιδιά, πίσω από την Ακρόπολη ή κι ανέβαιναν ως το Μνημείο του Φιλοπάππου, μα κουβέντα καμιά ξεχωριστή δεν κάνανε. Λες κι είχανε ξεχάσει και το φιλί ακόμα. Εκείνη παιχνιδιάρα και τσαχπίνα, καθώς ήταν, που ’δειχνε μάλιστα και λιγάκι αλαφρούτσικη, όλο και τον πείραζε για χίλια δυο πράματα κι εκείνος πάλι, από την άλλη μεριά, με τη φυσική του ντροπαλοσύνη και με τη δείλια του, μπροστά της σα να ’χανε τη μιλιά του και σε κάθε πείραγμα της απαντούσε με κομμένες λέξες και με μια κοριτσίστικη αλαφροκοκκινάδα που απλωνότανε στα μυσείδια του.
Το χειμώνα ένα βράδυ, ύστερ’ από το σχολειό, ανταμώσανε στην οξώπορτα του σπιτιού της. Ήτανε κι ο Γιάγκος εκεί και η Άννα κι ένα δυο κορίτσια ακόμα της γειτονιάς. Η κουβέντα τους για το σκολειό και για τα μαθήματα. Ο Παύλος πήγαινε στη δεύτερη τάξη του σκολαρχείου. Κάνανε το «Ενύπνιο» του Λουκιανού και τα ’βρισκε, λέει, μπαστούνια με την εξήγηση. Όλο και τονέ μάλωνε ο δάσκαλος.
— Μη σε νοιάζει, του λέει εκείνη. Εμείς το «Ενύπνιο» το κάναμε πρόπερσι στο Αρσάκειο· έχω και Λεξικό. Α θες, πέρνα κάθε δειλινό, ύστερ’ από το σκολειό, από το σπίτι να σου ξηγώ το μάθημα της άλλης μέρας.
Ο Παύλος δέχτηκε με χαρά κι αρχίνησε, από την άλλη μέρα, να πηγαίνει ταχτικά στο σπίτι της για το μάθημα. Χάχανα, θες, πειράγματα, κουβέντες για το ’να και για τ’ άλλο, παρά μάθημα… Ωστόσο, κάποτε θυμόντανε και το μάθημα και σκυμμένοι στο μικρό τραπεζάκι της Μαριγούλας ψάχνανε μαζί στο Λεξικό να βρούνε καμιά λέξη ή ξεφυλλίζανε τα τετράδια της εξήγησης να βρούνε τα λάθια που είχε σημαδέψει ο δάσκαλος.
— Καημένε, ντιπ αγράμματος είσαι! του ’λεγε παίρνοντας ύφος τάχα σοβαρό. Δεν έμαθες ακόμα πως η μοίρα θέλει περισπωμένη.
— Και αν την έγραψα με οξεία παύει να ’ναι μοίρα; τη ρωτούσε απορώντας.
— Είναι κακή μοίρα τότε! του ’λεγε στοχαστικά και σκούσε αμέσως τα γέλια για το χωρατό της, και γελούσε κι αυτός.
Ωστόσο μ’ όλη τη σοφία της, δεν έφευγε σοφότερος από τα σπίτι της. Το εναντίο, όσο πηγαίνανε και κι αμελούσανε τα μαθήματα και σιγά σιγά, άνιωθά τους, πες, σαν παιδιά που ήτανε, αρχινίσανε από τις αδιάφορες κουβέντες να πέφτουν σε κουβέντες με νόημα, με κάποιο νόημα που κλωθογύριζε στην αγάπη. Δασκάλα η Μαριγούλα και σ’ αυτές τις κουβέντες, όπως και στο μάθημα. Ξεσκολισμένη. Αγράμματος ντιπ και στην αγάπη ο Παύλος. Και χοντροκέφαλος. Δεν τα κατάφερνε να νιώσει τα διφορούμενα λόγια της ή κι αν κάποτες τα ’νιωθε, η φυσικιά του δείλια τον εμπόδιζε ναν τα χαρεί.
— Να σου πω το μυστικό! του λέει ένα δειλινό.
— Ποιο μυστικό;
— Να, η Άννα σα να ’ναι ερωτεμένη με το Γιάγκο…
— Kαι η Μαριγούλα; τη ρώτησε δισταχτικά.
— Η Μαριγούλα δεν αγαπάει κανένανε… Η Μαριγούλα αγαπάει ένα αγριοκάτσικο!…
Και δος του γέλια. Σα γύρισε σπίτι του είπε και ξανάειπε μοναχός του τα λόγια της. Ποιος να ’ναι το αγριοκάτσικο; Μήπως μιλάει ποτέ σοβαρά αυτό το τρελοκόριτσο;
Ύστερ’ από λίγες μέρες που τη ρώτησε, την ώρα που κάνανε τάχα μάθημα, ποιος είναι τ’ αγριοκάτσικο που αγαπάει, αντί απάντηση, έσκυψε και του ’δωσε μια αλαφροδαγκωματιά στο μάγουλο, λέγοντάς του:
— Για να μάθεις άλλοτε να μην είσαι περίεργος!…
Η δαγκωματιά την άλλη μέρα έγινε φιλί και μια και δόθηκε το πρώτο, τα φιλιά πήρανε τον κατήφορο. Ανάμεσα μάλιστα στα φιλιά ένα βράδυ, την ώρα που χωρίζονταν, πρωτοείπανε και τη θεία λέξη:
— Σ’ αγαπώ, Παύλο!
— Και γω, Μαριγούλα μου, σ’ αγαπώ.
Με σκυμμένο το κεφάλι γύρισε κείνο το βράδυ σπίτι του. Και την άλλη μέρα, μπαίνοντας το δείλι ατό σπίτι της, υποψιάζοταν πως η μάνα της και τ’ αδέρφια της το νιώσανε πως αγαπάει τη Μαριγούλα και πως μόλις θαν τονέ δούνε θαν του πούνε ναν τους αδειάσει τη γωνιά. Πρώτη φορά που τονέ δοκίμαζε ένα τέτοιο φόβο. Φόβο που πήγαινε σπίτι της και χαρά που την έβλεπε. Αυτό θα ’ναι η αγάπη, συλλογιζότανε.
Ύστερ’ από κανένα μήνα, που τον πέρασε μέσα στην ανάκατη αυτή συγκίνηση του φόβου και της χαράς, φεύγοντας ένα βράδυ δε φιλήθηκε από τη Μαριγούλα. Ήτανε σοβαρή σ’ όλο το μάθημα κείνο το δειλινό, και την ώρα που χωρίζονταν του είπε:
— Αύριο να μην έρθεις, καημένε… Έχουμε διαγωνισμό τούτη τη βδομάδα στην Ιστορία και θέλω να μελετήσω…
— Να ’ρθω μεθαύριο; τη ρώτησε δειλά.
— Ούτε!… Θα σε ειδοποιήσω εγώ πάτε να ’ρθεις…
Έφυγε λυπημένος. Είχε τόσο κακοσυνηθίσει σ’ αυτό το ταχτικό μάθημα!… Μα και δεν απελπιζότανε. Μια δυο μέρες και ξαναρχίζουμε. Αμηδέ!… Περάσανε τρεις ολάκερες βδομάδες κι όμως καμιά ειδοποίηση. Και η Μαριγούλα, που της έκανε ένα απόγεμα καρτέρι να σκολάσει, και τη ζύγωσε ναν τη ρωτήσει το πότε, του ’κοψε το ρώτημα στα χείλια με τα λόγια της τούτα:
— Φύγε, καημένε!… φύγε αμέσως!… Τα ’χει μυριστεί ο μεγάλος μου ο αδερφός και μας παραφυλάει να μας πιάσει. Να, πίσω από τη γωνιά είναι!…
Κι όπου φύγει φύγει ο Παύλος, τρομαγμένος. Αυτό έλειπε τώρα, να ’χει φασαρίες και με τ’ αδέρφια της! Ας πάει να κουρεύεται για μάθημα!
Μα λυπότανε κιόλας, λυπότανε βαθιά που τα δειλινά αυτά πάνε, χαθήκανε. Τ’ αναθυμότανε κι αναστέναζε, και την ώρα που πήγαινε άλλοτε και χτυπούσε την πόρτα της για το μάθημα, την ώρα τούτη τώρα ταχτικά νου δεν είχε να καθίσει σπίτι, όρεξη δεν είχε να παίξει, η παρέα του φίλου του του Γιάγκου τον ενοχλούσε, κι ήθελε την ώρα τούτη να μένει παράμερα μοναχός του και να συλλογίζεται τα περασμένα. Είχε αρχινήσει, βλέπετε, ο φίλος νωρίς νωρίς να γνωρίζει και τη θύμηση και να τυραννιέται απ’ αυτήν.
Ένα πρωί, στο σχολειό, την ώρα που ’χανε βγει από το μάθημα και παίζανε στη μεγάλη αυλή, καρτερώντας να χτυπήσει το κουδούνι για το μάθημα το κατοπινό, τον τράβηξε ο Γιάγκος παράμερα και του ’πε στοχαστικά:
—Τα ’μαθες τα νέα; Η Μαριγούλα τα ’χει ψήσει με το Νίκο το φοιτητή που κάθεται πάνου από το σπίτι της…
— Πού το ’μαθες; τονέ ρώτησε ταραγμένος.
— Τους είδα!…
— Πού τους είδες;
— Τι σε νοιάζει!
Κι ανακατώθηκε με τ’ άλλα τα παιδιά, αφήνοντας τον Παύλο σύξυλο.
Τα ’χει φτιάξει με το Νίκο, το φοιτητή;… Α, έτσι ξηγιούνται όλα. Αυτός είναι ο διαγωνισμός της Ιστορίας κι αυτό είναι το αγρίεμα του μεγάλου της αδερφού! Για τούτο κοίταξε και να τον ξεφορτωθεί, για τούτο όσες φορές κι αν πέρασε από το σπίτι της, δεν την είδε ούτε μια φορά στην πόρτα ή στο παράθυρο! Θα ’τανε κλεισμένη μόνη στην καμαρούλα της και θαν του ’γραφε ραβασάκια!
Χτύπησε το κουδούνι, μπήκανε στην τάξη, αρχίνησε και τέλειωσε το μάθημα, μα στ’ αυτιά του Παύλου όλη την ώρα κουδούνιζαν τα λόγια:
— Τα ’χει ψήσει με το Νίκο, το φοιτητή!
Και μια σκέψη σφηνώθηκε στο μυαλό του: Πότε θα γίνει κι αυτός φοιτητής για να τον αγαπούνε!
Η Άννα, φιλενάδα της Μαριγούλας, ύστερ’ από λίγες μέρες, του επιβεβαίωσε τα λόγια του Γιάγκου, Τα ’χε χαλάσει με τη Μαριγούλα και ζητούσε αφορμή να την κουτσομπολέψει, να την εκδικηθεί. Τον έπιασε και του τα κατάστρωσε όλα με το vι και με το σίγμα. Είναι ξετρελαμένη με τo φοιτητή. Δεν έχει μυαλό ούτε για σχολειό, ούτε για τίποτα. Κάθε μέρα και μηδενικό παίρνει. Κι ο φοιτητής είναι ένας αγριάνθρωπος κι ένας ζουλιάρης, Θε μου φύλαγε!
— Μη σε δει, καημένε, καμιά μέρα και της κουβεντιάζεις γιατί θα σε σπάσει στο ξύλο!
— Ας πάρει τα μούτρα του! είπε παλικαρίσια, μα μέσα του αρχίνησε στ’ αληθινά να φοβάται τον αγριάνθρωπο, το φοιτητή.
Μαζί με το φόβο του γεννήθηκε κι η λύσσα στην ψυχή του. Μια λύσσα να ξετοπίσει το φοιτητή, να μπει αυτός στη θέση του, ν’ αγαπηθεί από τη Μαριγούλα, να βρει τις πρώτες μέρες, τις χαρισάμενες, και τα φιλιά της, να κάνει έτσι το φοιτητή να λυσσάξει κείνος από τη ζούλια.
Κι αρχίνησε να συχνοπερνάει από το σπίτι της, ναν της στήνει καρτέρι στο Αρσάκειο να σχολάσει, ακόμα και γράμμα να σκεδιάζει ναν της στείλει. Μα όλα αυτά δε βαστάξανε πολλές μέρες. Ένα δειλινό που την παραμόνεψε στο Αρσάκειο, και την είδε να βγαίνει και την πήρε το κατόπι, σαν έφτασε στην εκκλησιά της Καπνικαρέας, και τη ζύγωσε περισσότερο και ’τοιμάστηκε ναν της μιλήσει, αιστάνθηκε να τραβιέται τ’ αυτί του από ένα χέρι δυνατό και γύρισε κι είδε με τρομάρα του το φοιτητή κι άκουσε τ’ άγρια τούτα λόγια:
— Βρομόπαιδο, άλλη φορά αν ξαναπάρεις από πίσω το κορίτσι θα σου τα ξεκολλήσω τ’ αυτιά σου!…
Κείνη τη στιγμή γύρισε κι η Μαριγούλα και βλέποντας τη σκηνή ξεράθηκε στα γέλια. Κι ο Παύλος πιο πολύ λογάριασε τα γέλια της τα σαρκαστικά παρά το τράβηγμα των αυτιών του. Και γύρισε σπίτι του καταντροπιασμένος.
Το γέλιο της το σαρκαστικό ήτανε η γιατρειά του. Βάλθηκε να την ξεχάσει και την ξέχασε. Σε τούτο θα συντέλεσε και το τράβηγμα των αυτιών του. Ο φοιτητής δε χωράτευε. Και σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να γίνει κι αυτός πρώτα φοιτητής και ύστερα να παίρνει το κατόπι τα κορίτσια, για να μπορεί να τραβάει αυτιά και να μη γελάνε τα κορίτσια σε βάρος του.
Η αγάπη της Μαριγούλας με το φοιτητή δε βάσταξε και πολύ. Άστατη κι αλαφρούτσικη, καθώς ήτανε, τον παράτησε γλήγορα και στη θέση του έβαλε ένα μουστακαλή αρχιτέχτονα. Σαν το ’μαθε αυτό, από την Άννα πάλι, ο Παύλος καταχάρηκε και της είπε:
—Αν κοτάει τώρα ο φοιτητής ας την πάρει το κατόπι, θαν του ξεκολλήσει τ’ αυτιά του ο αρχιτέχτονας και η Μαριγούλα θα ξεκαρδιστεί στα γέλια…
Κείνο το βράδυ, που τα ’μαθε αυτά, γύρισε στο σπίτι του ικανοποιημένος. Ξεδικήθηκε!
Περάσανε δυο τρία χρόνια. Ο Παύλος μεγάλωσε, φόρεσε και μακριά πανταλόνια, πήγε και στο Γυμνάσιο. Εκεί συνδέθηκε στενά μ’ ένα συμμαθητή του, Γιώτη τονέ λέγανε κι ήτανε από αρχοντικιά μα λίγο ξεπεσμένη φαμελιά. Καθότανε κει σιμά στους Αέρηδες κι είχε δυο αδερφάδες, τη Φλώρα και την Κάκια. Όμορφα κορίτσια και τα δυο τους. Η Φλώρα καστανή, ίσαμε δεκάξι χρονών, η Κάκια στα χρόνια του Παύλου και κάπως σκουρότερη. Μάνα δεν είχανε, πέθανε προ χρόνια από χτικιό, κι ο πατέρας τους, ένας ψηλός και ξεραγκιανός γέρος, βαρύς και λιγόλογος, τα λάτρευε τα παιδιά του. Έτσι και τον Παύλο σιγά σιγά, βλέποντάς τονέ να πηγαίνει ταχτικά σπίτι και να ’ναι τόσο συνδεμένος με το γιο του, αρχίνησε ναν τονέ λογαριάζει για παιδί του κι αυτόν.
Από τις δυο αδερφάδες του Γιώτη, η πιο μεγάλη, η Φλώρα, σοβαρή και λιγόλογη, μοιάζοντας στα φερσίματα σε πολλά με τον πατέρα της, δεν πήγαινε από την περασμένη χρονιά πια στο σχολειό. Είχε μάθει όσα χρειαζότανε μια νοικοκυροπούλα, και μελετώντας μοναχή της λογής βιβλία συμπλήρωνε τις σπουδές του σχολείου και πλούτιζε το νου και την ψυχή της. Η μικρότερη, η Κάκια, πήγαινε στο σχολειό της Χιλ κι ο χαραχτήρας της, πιο ανοιχτός, την έδειχνε πολύ μικρότερη μπροστά στην αδερφή της.
Ο Παύλος την Κάκια τη συμπαθούσε, μα τη Φλώρα τη σεβότανε. Όχι μοναχά γιατ’ ήτανε η μεγαλύτερη μέσα στο σπίτι και γιατί ο γέρο-Κλωνάρης, ο πατέρας της, το ’δειξε τόσες φορές και μπροστά του πως την εχτιμούσε και πως λογάριαζε τη γνώμη της, μα και γιατί η Φλώρα του φερνότανε πάντα σα μεγαλύτερή του αδερφή. Μια μέρα που ο Γιώτης έλεγε, μπροστά της, πως στα μαθηματικά δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά κι ο καθηγητής όλο και τον γκρινιάζει, η Φλώρα του ’πε μ’ αγγελικό χαμόγελο μα και με αυστηρότητα αδερφής μεγαλύτερης:
— Εγώ θέλω σ’ όλα τα μαθήματα ναν τα πηγαίνεις καλά!.,.
Αυτό το «θέλω» της τονέ συγκλόνισε. Αφού το θέλει η Φλώρα, σκέφτηκε, πρέπει και να γίνει. Κι έγινε. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη κι έτσι σε λίγο ο καθηγητής του πια δεν τονέ γκρίνιαζε. Σαν το ’μαθε αυτό η Φλώρα έδειξε πως χάρηκε. Του το ’πε κιόλας:
— Να, που ό,τι θέλει ο άνθρωπος το καταφέρνει…
Κι από τότε έδειχνε πως τον εχτιμούσε περισσότερο. Αρχίνησε μάλιστα ναν του δίνει και βιβλία να διαβάζει, σα δεν είχε να μελετήσει μαθήματα, τις Κυριακές και τις σχολάδες, κι αυτή του έδωσε και τα πρώτα ποιήματα, τις «Στιγμές μελαγχολίας» και τ’ άλλα του Παπαρρηγόπουλου, που τότες είχαν κιόλας πρωτοβγεί και της τα ’χε φέρει ο πατέρας της.
Όποιο βιβλίο του ’δινε η Φλώρα, το διάβαζε στοχαστικά, πάσκιζε να μπει στο νόημά του, να πιάσει την ψυχή του, αν ήτανε και στίχοι μάλιστα, φρόντιζε ν’ αποστηθίζει τους καλύτερους, γιατί η Φλώρα τ’ άνοιγε πάντα κουβέντα πάνου στο βιβλίο που του ’δινε και ντρεπότανε να φαίνεται πως δεν καταλαβαίνει τα λόγια της. Σιγά σιγά με τα βιβλία και με τις κουβέντες της Φλώρας το μυαλό του άρχισε να ξανοίγεται κι αρχίνησε να τρεμοφέγγει μέσα του ο πόθος να μπορέσει να γράψει κι αυτός βιβλία που ναν τα διαβάζουν κι άλλοι και να κουβεντιάζουνε πάνου σ’ αυτά.
Σαν της ξεμυστερεύτηκε τον πόθο του μια μέρα, άκουσε τα φρόνιμα τούτα λόγια:
— Δεν είναι καιρός σου ακόμα. Πρέπει πρώτα να μελετήσεις και να γνωρίσεις πολλά, για να μπορέσεις ύστερα να γράφεις και συ βιβλία…
Κι όμως τα φρόνιμα ταύτα λόγια, φαίνεται, δεν τα πήρε στα μετρητά κι έτσι, μια μέρα που του ’δωσε η Φλώρα το λεύκωμά της ναν της γράψει, κι αυτός τίποτε μέσα, αντί ναν της αντιγράψει κανένα από καμιά ανθολογία, κάθισε ο φίλος, ιδρώνοντας και ξιδρώνοντας, και της σκάρωσε ένα δικό του, συγκολνώντας ασυνάρτητα φράσες και λέξες από ποιήματα που ’τυχε να διαβάσει και της το ’γραψε καλλιγραφικά στο «Λεύκωμα» υπογράφοντας το έτσι: «Παύλος Κατραμάς εποίει»
Το πρώτο του αυτό ποίημα, που το συχνοθυμότανε στα κατοπινά του χρόνια και καταδιασκέδαζε, άρχιζε έτσι:
Εις το λεύκωμα της Δος Φλ. Κλ.
Λοιπόν ακόμη η καρδιά δεν ήρχισε να πάλλει
στα τρυφερά σου στήθη
και η εικών μου εν αυτή λαμπρά να αναθάλλει
εικών λησμονημένη;
Κι αφού της θύμιζε πως πέρασε κείνος α καιρός (ποιος καιρός); που αγαπημένοι καθόντανε στον ήσκιο της ιτιάς από κάτου και ορκιζόντανε έρωτα αιώνιο και τυφλή αφοσίωση ο ένας στον άλλονε, ξαφνικά αναθυμότανε πως τον απάτησε εκείνη κι αγριεμένος της φώναζε:
… πλην συ με απατούσες
κι εις την αγκάλην άλλου νυν θνητού αφιεμένη,
σε με τι μένει, ερωτάς; Ο θάνατος μοι μένει.
Σαν το διάβασε το ποίημα η Φλώρα κι έμαθε μάλιστα πως το ’γραψε ο ίδιος, κολακεύτηκε.
— Για μένα το ’γραψες τ’ όμορφο αυτό τραγούδι;
— Ναι, της είπε δειλά. Για σένα… Κι είναι η πρώτη φορά που γράφω.
— Μπράβο σου! Θα γίνεις ποιητής μια μέρα!
Θα γίνει μια μέρα!… Μ’ αυτός πίστευε πως έγινε κιόλας!… Ωστόσο, αφού το ’πε η Φλώρα, έτσι και θα ’ναι. Και καταχάρηκε που κι αυτός μια μέρα θα γινότανε Παπαρηγόπουλος!
Το πρώτο ποίημά του έγινε αφορμή και της πρώτης μεγάλης του λύπης. Στο σπίτι της Φλώρας, ένα σπίτι πένθιμο και σιωπηλό, που ανοιγότανε μόνο σε λιγοστούς στενούς συγγενήδες της, πήγαινε συχνά κι ένας πρώτος εξάδερφός της, ο Λάζαρος, ένας κρεμανταλάς ίσαμε είκοσι χρονών, που σπούδαζε τάχα μηχανικός στο Πολυτεχνείο, μα που όλο τον καιρό του τον περνούσε μέσα στους καφενέδες με την πρέφα, με το ναργιλέ και με τις αεροκουβέντες. Όσες φορές πήγαινε στου θείου του το σπίτι κι εύρισκε και τον Παύλο εκεί, ή δεν του μιλούσε καθόλου ή αν του μιλούσε κοίταζε πώς να τον κοροϊδέψει και να τον παραστήσει για κουτό στα μάτια της ξαδέρφης του. Ο Παύλος δεν τονέ χώνευε το Λάζαρο και πολλές φορές μόλις πήγαινε κείνος σπίτι κοίταζε πώς να το στρίψει με τρόπο για να γλυτώσει τις κοροϊδίες του.
Μια Κυριακή τ’ απομεσήμερο, που είχε πάει σπίτι και βρήκε μοναχή τη Φλώρα εκεί, γιατί κι ο Γιώτης και η Κάκια είχανε βγει με τον πατέρα τους περίπατο, ξαφνιάστηκε, σαν ξεφυλλίζοντας το Λεύκωμα, που το ’χε βρει πάνου στα τραπεζάκι, στην τραπεζαρία που καθόντανε, διάβασε από πάνου από το δικό του το τραγούδι, με μολύβι, γραμμένα, τ’ ακόλουθα πικρά λόγια: «Ο αποκριάτικος ποιητής του κάρου το ’χει γράψει τούτο το άνοστο ποίημα;»
— Μπα; το γράψιμο του τρελολάζαρου! είπε η Φλώρα πειραγμένη σαν της το ’δειξε. Πέρασε το πρωί από δω και θαν το ’γραψε. Χτες το βράδυ που το διάβαζα, δεν ήτανε γραμμένο.
Το διάβαζε και χτες το βράδυ!… Αυτό έσωνε για να σβήσει την πίκρα του. Σώνει που το διάβαζε και χτες το βράδυ, δεν πάει να γράφει ό,τι θέλει με το μολύβι του ο Λάζαρος!
Η Φλώρα πήρε τη γομολάστιχα κι έσβησε τα κακά τα λόγια. Ο Παύλος ικανοποιήθηκε. Μα σαν ύστερ’ από μερικές μέρες ξανάπιασε το Λεύκωμα στα χέρια του, είδε πως έλειπε το φύλλο με το ποίημα του. Το ’χανε ξεσχίσει. Ποιος; Ο Λάζαρος βέβαια. Η Φλώρα δεν ήθελε να τονέ λυπήσει, και δεν του το ’πε. Το ’μαθε από την Κάκια. Έμαθε και τ’ άλλο. Πως ο Λάζαρος τη μάλωσε τη Φλώρα, γιατί αφήνει και της γράφουν τέτοια ποιήματα ερωτικά στο Λεύκωμα της. Ερωτικό ποιήματα; Τότε το μάθαινε για πρώτη φορά πως το ποίημά του μπορούσε να ’ναι κι ερωτικό. Και στενοχωριότανε. Αν το ’βλεπε κι ο πατέρας της και το ’λεγε κι αυτός ερωτικό, με τι μάτια θα τον έβλεπε!… Η Φλώρα όμως και γι’ αυτό τον παρηγόρησε.
— Δεν πάει ναν το ’σκισε!… Εγώ το ξέρω απόξω…
Τον αγαπούσε λοιπόν αφού μάθαινε τα ποιήματά του απόξω. Έτσι το συλλογίστηκε και χαιρότανε. Μα η χαρά του λίγο βάσταξε. Ο Λάζαρος, που ξακολουθούσε να πηγαίνει ταχτικά στο σπίτι της Φλώρας, τώρα τελευταία έφερνε και σύντροφο μαζί του, ένα γειτονόπουλό του, τον Αρτέμη, ομορφονιό, ντυμένονε της ώρας πάντα, μ’ ένα μουστάκι μαύρο και ψιλούτσικο, πασαλειμμένο μαντέκα, που ’ξερε κι έλεγε γλυκά λόγια και που λίγωνε τα μάτια του σα μιλούσε με τη Φλώρα. Ήξερε και στίχους πολλούς απόξω ο Αρτέμης και τους απάγγελνε με σιγανή και τρεμάμενη φωνή, και η Φλώρα, που ήτανε μανιακή με τους στίχους, ευχαριστιότανε να κουβεντιάζει μαζί του και παραμελούσε τον Παύλο πολλές φορές. Μια φορά μάλιστα και χαμογέλασε, σαν ο Λάζαρος είπε στον Αρτέμη περιπαιχτικά δείχνοντας του τον Παύλο:
— Να, του λόγου του από δω είναι ο ποιητής που σου ’λεγα…
Έγινε ακόμα και τούτο. Η Φλώρα που πρώτα αργά και πού πήγαινε στο σπίτι του Λάζαρου, που καθότανε λίγο πιο πέρα, κοντά στο Θησείο, αρχίνησε να πηγαίνει συχνά, σχεδόν κάθε δυο τρεις μέρες, για να κρατάει συντροφιά, καθώς έλεγε, της θειας της που ήτανε η καψερή από καιρό κρεβατωμένη, μα αλήθεια για να βλέπει τον Αρτέμη, που καθότανε αντικρύ στο σπίτι του Λάζαρου, καθώς πληροφορήθηκε αργότερα.
Μα κι έτσι ο Παύλος δεν ξέκοψε. Πήγαινε ταχτικά σπίτι της. Ήτανε φίλος και συμμαθητής του Γιώτη, συμπαθούσε και την Κάκια. Λυπότανε, φυσικά, που πάντα δε βρισκότανε κι η Φλώρα εκεί, μα όσες φορές τύχαινε να μένει σπίτι της και ναν τη βλέπει, αποζημιωνότανε για τις απουσίες της με την καλοσύνη και με το ενδιαφέρο που του ’δειχνε. Μόνο που το παράκανε, το κορίτσι, με το να παραλέει τ’ όνομα του Αρτέμη σε κάθε κουβέντα της. Ο Αρτέμης μου ’δωσε το δείνα βιβλίο. Ο Αρτέμης μου απάγγειλε τούτο το ποίημα προχτές. Ο Αρτέμης διαβάζει τώρα το τάδε καινούργιο ρομάντσο. Ο Αρτέμης είναι τόσο καλός… Κι όλο ο Αρτέμης κι ο Αρτέμης. Κι έτσι αυτή, που από φυσικό της ήταvε λιγόλογη, άφηνε τη γλώσσα της να τρέχει ροδάνι. Ο Παύλος πονούσε, πολύ. Την αγαπούσε; Δεν το ’χε ακόμα αυτό ξεδιαλύνει καλά καλά μέσα του, μα το δάγκωμα το φαρμακερό που ’νιωθε στην καρδιά του και η στεναχώρια του η δεινή, όσες φορές άκουγε τ’ όνομα του Αρτέμη, τι άλλο μπορούσε να ’ναι;
Την άλλη χρονιά που η φαμελιά του Κλωνάρη αναγκάστηκε να κατεβεί να μείνει στον Πειραιά, που ’χανε και κει σπίτι δικό τους, ο Παύλος, μαζί με τη λύπη που ’χανε την αγαπημένη του τη συντροφιά, ένιωσε και μεγάλη χαρά, γιατί έτσι τώρα στον Πειραιά, η Φλώρα δε θα μπορεί να βλέπει τον Αρτέμη και θα τον ξεχνούσε πια.
Α δεν έβλεπε όμως ταχτικά τον Αρτέμη, δε θα μπορούσε ναν τη βλέπει κι ο Παύλος πια ταχτικά. Κι έτσι, μακριά της τώρα, ξεκαθαρίστηκαν τα αιστήματα πια μέσα του κι ένιωσε πως την αγαπάει τρελά.
Πώς ναν τη βλέπει όμως; Είχε τα μαθήματά του, μα είχε και τη φτώχεια του. Για να κατεβαίνει στον Πειραιά, ήθελε παράδες. Και παράδες δεν είχε. Σοφίστηκε λοιπό να κρατάει πότε μια δεκάρα, πότε δυο, κάθε μέρα από τα χρήματα που του ’δινε η μάνα του για να ψωνίζει, κι άμα μαζώνει ένα ποσό, δυο τρεις δραχμές, να κατεβαίνει στον Πειραιά ναν τη βλέπει.
Την πρώτη φορά που τα κατάφερε να μαζώξει τις τρεις δραχμές, είδε πως δε σώνουνε. Ο λαιμοδέτης του ήταν ξεφτισμένος και σκέφτηκε πως με τέτοια χάλια δεν είναι να κατεβεί στον Πειραιά. Αγόρασε λοιπόν ένα λαιμοδέτη κατακόκκινο, της φωτιάς, οχτώ δεκάρες, αγόρασε και μια ζουγραφιά, μια λαμπερόχρωμη ζουγραφιά ωραίας γυναίκας, που την κόλλησε μέσα στο καπέλο του, στην άσπρη φόδρα, και σαν ύστερ’ από μέρες τα κατάφερε ναν τις κάνει δυόμιση δραχμές, κατέβηκε στον Πειραιά.
Η Φλώρα καθότανε σιμά στην εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα κι ο Παύλος τράβηξε για το σπίτι της, με απόφαση τούτη τη φορά. Θαν της ξομολογιόταν την αγάπη του. Θαν της έλεγε πως στα μαθήματά του τώρα πάει περίφημα. Θαv της διάβαζε ακόμα και δυο τραγούδια που τα ’γραψε γι’ αυτή. Κοντά σ’ αυτά θαν της ξομολογιότανε και το μεγάλο του το μυστικό, πως σε δυο χρόνια που θα βγάλει το Γυμνάσιο, θα πάει στο Πανεπιστήμιο, θα γραφτεί στα Νομικά και σαν πάρει το δίπλωμα του θα την πάρει γυναίκα του.
Πάει, η δείλια του έσβησε. Θαν τα ’λεγε όλ’ αυτά, είχε ’τοιμάσει μάλιστα και τα λόγια κι έτσι ανέβηκε κορδωμένος και θαρρετά τις σκάλες του σπιτιού, σαν άνθρωπος που ’χει πάρει μεγάλη απόφαση.
Η Φλώρα ήταν σπίτι. Ήτανε και η Κάκια. Βουτημένες κι οι δυο στα μαύρα.
—Καλέ, δεν το ’μαθες; Πέθανε ο πατέρας… πάνε δυο μήνες τώρα.
—Ζωή σε…
—Και τώρα κατέβηκε η θεια, η μητέρα του Λάζαρου και κάθεται μαζί μας… Χάσαμε τον καημένο τον πατέρα, μα έχουμε συντροφιά, και καλή μάλιστα…
Κείνο το «καλή» του χτύπησε άσκημα στ’ αυτί. Για να κάθεται μαζί της η μητέρα του Λάζαρου, σίγουρα θα κάθεται κι ο Λάζαρος, θα κατεβαίνει κι ο Αρτέμης στον Πειραιά, και για τούτο η συντροφιά είναι καλή.
Αφού κόμπιασε και ξανακόμπιασε αποφάσισε ναν το ρωτήσει:
— Κάθεται κι ο Λάζαρος στον Πειραιά;
— Αυτός κάθεται στην Αθήνα… Έχει, βλέπεις, τα μαθήματά του στο Πολυτεχνείο. Μα κατεβαίνει κάθε Κυριακή…
Ο Παύλος δεν τ’ αποκότησε ναν το ρωτήσει αν κατεβαίνει την Κυριακή κι ο Αρτέμης μαζί του. Μα γίνεται και αλλιώς; Μια και κατεβαίνει ο Λάζαρος!…
Αφού κάθισε κάμποση ώρα, σηκώθηκε να φύγει.
— Να σε βλέπουμε!… του ’πε η Φλώρα.
— Άμα αδειάζω, της αποκρίθηκε ξερά και κοντοστάθηκε. Η στιγμή της μεγάλης της απόφασης ήρθε. Μα έκανε ν’ ανοίξει το στόμα του και δεν μπορούσε. Άλαλος στεκότανε ολόρθος μπροστά της….Άλαλη και κείνη. Επιτέλους νιώθοντας τη θέση του κωμική, είδε πως πρέπει κάτι να πει.
— Να σου πω!
— Τι;
— Ήθελα, αν μπορούσες…
Και σταμάτησε πάλι.
— Λέγε μου…
— Ήθελα, αν μπορούσες, να μου δάνειζες για λίγες μέρες την «Ανθολογία» σου… Τη θέλω για ν’ αντιγράψω μερικά ποιήματα από κει μέσα…
Το ’πε έτσι για να πει κάτι. Μα, φυσικά, δεν ήτανε κείνο που ήθελε να πει. Κι όμως και δω, στ’ άσκοπα αυτά λόγια, ακριβά πλερώθηκε.
— Λυπάμαι πολύ, καημένε, του αποκρίθηκε, μα την Ανθολογία μου την πήρε την περασμένη Κυριακή ο Αρτέμης που ’χε κατεβεί από το πρωί στον Πειραιά με το Λάζαρο…
Την αποχαιρέτησε κι έφυγε. Πάλε ο Αρτέμης στη μέση! Για να κατεβαίνει στον Πειραιά και να μένει όλη τη μέρα, απόδειξη πως αγαπιούνται. Κι αφού αγαπιούνται, τι γυρεύει αυτός στη μέση; Πάει πια, αποφασίστηκε. Δε θα κατεβεί άλλη φορά στον Πειραιά. Δε θα κρατάει τις δεκάρες από τα ψώνια. Και με βαριά την καρδιά ανέβηκε στην Αθήνα. Τη νύχτα κάθισε κι έγραψε ένα ποίημα. Το τιτλοφόρησε «Απαγοήτεψη».
Δεκάξι χρονών κι είχε απελπιστεί από τη ζωή!…
Πέρασ’ ένας χρόνος. Τη Φλώρα δεν την είχε ξεχάσει μα δεν κατέβηκε ξανά στον Πειραιά. Ούτε την ξανάειδε. Της έγραφε ποιήματα, της έγραφε γράμματα θερμά και τα ’κρυβε στο συρτάρι του. Δεν τ’ αποφάσιζε ναν της τα στείλει, Το ’ξερε πως αν της τα ’στελνε, θαν τα διάβαζε κι ο Αρτέμης, θαν τα διάβαζε και κείνος ο παλιολάζαρος, και θα γελούσανε μαζί του. Του άρεσε να ’ναι απελπισμένος εραστής. Ήτανε και της μόδας τότε αυτού του είδους οι έρωτες. Στα ποιήματα και στα ρομάντζα που διάβαζε, τέτοιους έρωτες πάντα συναντούσε. Τέτοια του δείχνανε την αγάπη τότε τα βιβλία και τέτοια τη δεχότανε.
Μια Κυριακή, κοντά το μεσημέρι, αντάμωσε στην Ομόνοια το Γιώτη. Ήτανε καταχαρούμενος.
— Πάμε στο Σολωνείο, του ’πε, να σε τρατάρω μια πάστα! Και πριν προφτάσει να τονέ ρωτήσει για τις αδερφάδες του, του ’πε ο Γιώτης.
— Ξέρεις; Την περασμένη Κυριακή παντρέψαμε τη Φλώρα…
— Με τον Αρτέμη; ρώτησε κομπιασμένα.
— Όχι! Με τον Πίκρα… Είναι μεγαλομπακάλης στον Πειραιά και λεβεντόπαιδο στ’ αλήθεια.
Άλλο δεν ήθελε ν’ ακούσει ο έρμος. Προφασίστηκε πως είναι βιαστικός, πως τον καρτερούνε σπίτι και δε δέχτηκε τα τρατάρισμα. Ούτε το τυπικό «Να ζήσουνε» δε βάσταξε η καρδιά του ναν του πει. Τον άφησε σύξυλο κει, μπροστά στο Σολωνείο, κι έφυγε σαν τρελός.
Τ’ απομεσήμερο που καθότανε στο παράθυρο του σπιτιού του και κοίταζε το δρόμο δίχως να βλέπει τίποτε, εξόν τον πόνο του το μεγάλο, άκουσε έναν, που καθότανε απόξω από μια γειτονική του ταβέρνα και κουτσόπινε με παρέα, τον άκουσε να τραγουδεί με παθητική φωνή και οργισμένη:
Όλα τα πουλάκια ζυγά, ζυγά
το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό…
και ναν το λέει και ναν το ξαναλέει, κάθε φορά και πιο παθητικά, το τραγούδι.
— Εγώ ’μαι το έρημο τ’ αηδόνι! συλλογίστηκε κι έκλαψε πικρά.
Ο γάμος της Φλώρας τον πλήγωσε βαθιά. Αν και δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω της, αφού ποτέ δεν της φανέρωσε την αγάπη του και ποτέ δεν του μίλησε γι’ αγάπη αυτή, δεν του υποσχέθηκε, δεν του ’ταξε τίποτε, αν και δεν είχε λοιπόν κανένα δικαίωμα πάνου της, στην παιδιάτικη φαντασία του, την αναμμένη από τα μυθιστορήματα κι από τα κακοχωνεμένα ποιήματα που διάβαζε, η Φλώρα παρουσιαζότανε γι’ άπιστη, για προδότρα, για φαρμακεύτρα της ζωής του άσπλαχνη. Την καταριότανε και με λόγια και με τραγούδια που τα σύνθετε πάνου στις μαύρες, καθώς τις έλεγε, στιγμές της απελπισιάς του, κι ήρθε στιγμή που και το θάνατο της ακόμα ευχήθηκε για να πάψει να την καταριέται και για να την κλαίει πεθαμένη!
Για να ξεχάσει τον πόνο του—γιατί πονούσε βαθιά κι αληθινά—το ’ριξε στη δουλειά. Μελετούσε τα μαθήματα του σχολειού του, μελετούσε πολύ, κατάφερε να γίνει από τους καλύτερους μαθητάδες στην τάξη του, κι όταν του περίσσευε καιρός διάβαζε λογής βιβλία, μια ελεεινή μετάφραση του Μπάυρον στο πεζό, τις «Ποιητικές μελέτες» του Λαμαρτίνου, τις «εξομολόγησες ενός τέκνου του αιώνος» του Μυσέ κι ό,τι άλλο πεσιμιστικό βιβλίο πετύχαινε. Αυτά τα βιβλία τον τραβούσανε, σ’ αυτά τα βιβλία εύρισκε συντρόφους στον πόνο του. Κι έγραφε, όλο κι έγραφε στίχους, φυσικά για την απιστία της και για τη δυστυχία του πάντα. Τους στίχους αυτούς λογάριαζε να τους τυπώσει μια μέρα σε βιβλίο και ναν τους βάλει τίτλο «Μαύρα δάκρυα».
Μίσησε τις γυναίκες μα σιγά σιγά μίσησε και τους ανθρώπους γενικά. Δεν έκανε παρέα κανένανε. Κι ο Γιάγκος που του ήτανε τόσο πιστός και καλόβολος φίλος, τον ενοχλούσε. Ήθελε να ’ναι πάντα μοναχός του, με μόνη συντροφιά τη δυστυχία του, καθώς μονολογώντας έλεγε. Κι όταν ο κακός καιρός ή η μελέτη δεν τον κρατούσανε κλεισμένο σπίτι, τα δειλινά, έπαιρνε ένα βιβλίο και τραβούσε πίσω από την Ακρόπολη, και κει, σε καμιά πέτρα καθισμένος ή ξαπλωμένος στην πρασινάδα, έμενε ώρες με το βιβλίο ανοιχτό μα δίχως ναν το διαβάζει.
Ο πόνος του χρησίμεψε για δάσκαλός του μεγάλος. «Αρχάγγελος ο πόνος φέρνει μας προς τα μεγάλα», που λέει ο Ποιητής. Ο πόνος του άνοιξε την ψυχή, του κέντησε τη φαντασία και το συλλογιζότανε κατόπιν πως α δε δοκίμαζε τόσο δυνατό πόνο, αν του χαμογελούσε από την αρχή η ζωή, θα πλαθότανε κι αυτός ένας άνθρωπος του σωρού, ένας νοικοκυράκος, δίχως κανένα όνειρο, δίχως καμιά ευγενικιά φιλοδοξία.
Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή, τη μέρα ίσια ίσια που γράφτηκε και γύριζε περήφανα και καμαρωτά σπίτι του με τον τίτλο του «Ακαδημαϊκού πολίτου», έμαθε πως η Φλώρα πέθανε από χτικιό, δυο χρόνια ύστερ’ από το γάμο της, στ’ Αγκίστρι, που την είχανε πάει από το καλοκαίρι για να βρει γιατρειά κάτου από τα πεύκα του νησιού. Το κακό μαντάτο, που του το είπε κιόλας η μάνα του, τον τάραξε, μα μεθυσμένος όπως ήτανε από τη χαρά που αξιώθηκε να γίνει φοιτητής, βρήκε γλήγορα παρηγοριά στη σκέψη πως να, κι αυτός αν την έπαιρνε θαν του πέθαινε και θα λυπότανε σήμερα διπλά.
Ωστόσο η παρηγορήτρα αυτή σκέψη δεν τον εμπόδισε να γράψει μια ελεγεία για την αγαπημένη του.
Μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο, μπήκε σ’ άλλο κόσμο, σ’ άλλη ζωή. Γνωρίστηκε και με νέους πολλούς, μα για φίλους του κράτησε τρεις που ταιριάζανε κάπως περισσότερο μαζί του. Ο Αντώνης Μαυρής, ο Στέλιος Σταυρίδης κι ο Αντρέας Σακελλάρης, γενήκανε φίλοι του αχώριστοι. Σπουδάζανε και αυτοί νομικά, μα τη σπουδή της επιστήμης δεν την είχανε πάρει στα σοβαρά, όπως κι ο Παύλος. Πηγαίνανε στο Πανεπιστήμιο μόνο και μόνο για να σμίγουνε κι από κει να τραβάνε ή περίπατο ή στον καφενέ για μπιλιάρδο, ή στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όταν είχανε κέφι για διάβασμα. Δεν είχανε καμιά βιάση για την Επιστήμη· θαν τη μαθαίνανε αργότερα, όπως κάνανε όλοι, άμα ήτανε για να δώσουν εξετάσες. Τώρα ήταν ο καιρός του ραχατιού, του γλεντιού, της καλοπέρασης. Καλά ρέψανε τόσα χρόνια στο Γυμνάσιο!
Ο Παύλος είχε ξεχωριστή θέση στην παρέα. Είχε μεταφράσει ένα τραγούδι του Ανακρέοντα και του το τύπωσε η «Εστία», το φιλολογικό περιοδικό που ’βγαινε τότες και είχε δημοσιέψει και κάτι στίχους του ερωτικούς σε κάτι άλλα δευτερότερα περιοδικά. Και τα δυο τα ’χε δημοσιέψει με ψευτόνομα, Οινόμαος, μα είχε φροντίσει ναν το μάθουν οι φίλοι του κι αρκετοί συφοιτητές του πως αυτός είναι ο Οινόμαος κι έτσι oι φίλοι του τονέ βλέπανε με κάποιο σεβασμό. Ο Αντώνης Μαυρής μάλιστα και με κάποιο φτόνο, γιατ’ ήτανε και αυτός ποιητής, είχε στείλει κι αυτός ποιήματα στην «Εστία», δυο τρεις φορές, μα πάντα του απαντούσανε στην αλληλογραφία: «Δυστυχώς ακατάλληλα».
Με τους τρεις φίλους του ο Παύλος συνήθισε και στην μποεμική ζωή. Ο Αντώνης καθότανε στον Πειραιά· ο Αντρέας κι ο Στέλιος ήταν από επαρχία φερμένοι. Ο Παύλος αν και είχε το σπίτι του στην Αθήνα, εννοούσε να περνάει μαζί τους, τρώγοντας πλούσια, όταν το κοινό ταμείο είχε παράδες, και φτωχικά στις μέρες τις ανήλιαγες. Έβγαζε καμιά τριανταριά δραχμές και αυτός το μήνα γράφοντας στα σατυρικά φύλλα της εποχής, του ’δινε κι η μητέρα του πότε και πότε κανένα τάλιρο, κι έτσι, το κοινό ταμείο το τροφοδοτούσε κι αυτός, το τροφοδοτούσε μάλιστα πλουσιοπάροχα, γιατί αυτός προμήθευε και τα δημοσιογραφικά εισιτήρια, τα τζαμπατζίδικα, για τα θέατρα.
Τις πονηρές μέρες, που το κοινό ταμείο συγνέφιαζε, τις περνούσανε στην κάμαρα του Αντρέα με ξερούς καρπούς και με ψωμοτύρι, δίαιτα απαραίτητη κατά της παχυσαρκίας, καθώς έλεγε χαριτολογώντας ο Στέλιος.
Ο Αντρέας είχε νοικιάσει κάμαρα στην οδό Βησαρίωνα, στο κάτω πάτωμα ενός μεγάλου σπιτιού, μέσα σε μια μοδίστρα Τριεστίνα, την κυρία Κλαίρη, γυναίκα ψηλόλιγνη, τριαντάρα, που ψοφούσε για γλέντια και που τους έκανε πολύ γούστο τους τέσσερους μπερμπάντους, καθώς τους έλεγε, και μάλιστα άμα τους ένιωθε απένταρους.
— Δεν έκει πάλι πεντάρα; τους έλεγε. Φάει φάει τα λεφτά, κοιλιά παίζει ταμπουρά ύστερα!… Και τα λόγια τα συντρόφευε μ’ ένα βαθύ πιάτο γεμάτο μακαρόνια, το αγαπημένο φαΐ της κ. Κλαίρης.
Η κ. Κλαίρη συζούσε με το Μίμη, που δεν είχε φτάσει ακόμη τα τριάντα κι όμως τα ’χε καταφέρει να ναυαγήσει στη ζωή, γιατί από παιδί είχε ριχτεί στην πάλη της, και τώρα ζούσε από πέντε περίπου χρόνια, με την Κλαίρη, που την είχε γνωρίσει στο Τριέστι, στο τελευταίο λιμάνι του ναυαγίου του, και την είχε φέρει μαζί του εδώ. Η Κλαίρη κρατούσε όλα τα έξοδα του σπιτιού, κερδίζοντας αρκετά με τη βελόνα της και υπονοικιάζοντας δωμάτια σε φοιτητές. Είχε κάνει κι ένα αγοράκι μαζί του, χαριτωμένο, είχε και τη Μαριάνθη, μια μελαχρινούλα κοπέλα ίσαμε δεκάξι χρονών, γνωστής του Μίμη φαμελιάς από την Κέρκυρα, που του την είχανε μπιστευτεί για να μάθει τη ραφτική σιμά στην Κλαίρη. Γιατί η Κλαίρη ήτανε ράφτρα μοναδική, με γούστο, και έραβε μεγάλες αρχόντισσες, ξένες τις περισσότερες, σε πρεσβείες. Ο Μίμης να καλοτρώει ήθελε, να ραχατεύει, και δεν τον ένοιαζε για τίποτ’ άλλο. Το χαρτζιλίκι του το ’βγαζε πάντα από κάτι μικρομεσιτείες και άλλες μικροδουλειές του ποδαριού.
Στο σπίτι της Κλαίρης περάσανε τα παιδιά μέρες χαρισάμενες. Τόσο πολύ μάλιστα συνδεθήκανε μαζί με το σπίτι, που αργότερα, σαν είχανε πια καλογνωριστεί, βάζανε συχνά κι αυτοί τα έξοδα της μακαρουνάδας, που την έφτιανε μ’ επιδεξιοσύνη Τριεστίνικη, καθώς έλεγε ο Μίμης, η Κλαίρη, και τα βράδια το ρίχνανε στο γλέντι, σε κοινό τραπέζι, σαν ήτανε μάλιστα Κυριακή, που η Κλαίρη δεν είχε δουλειά, περνούσανε με γέλια και με τραγούδια, καμιά φορά και ως τα ξημερώματα. Όπως η Κλαίρη έτσι κι ο Μίμης, ο καλοζωισμένος, ψοφούσε για γλέντι, και μόνο η Μαριάνθη νύσταζε νωρίς και αποτραβιότανε.
Το καλοκαίρι τα παιδιά σκορπίσανε. Οι δυο πήγανε στις επαρχίες τους, κι ο Αντώνης Μαυρής δεν ανέβαινε καθόλου στην Αθήνα. Κι έτσι ο Παύλος απόμεινε ο μόνος φίλος του σπιτιού. Πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα. Η συντροφιά της Κλαίρης τον ευχαριστούσε. Μα γλυκόβλεπε και τα κορίτσια που καμιά φορά, σαν είχε δουλειά, έφερνε η Κλαίρη για ναν τη βοηθήσουνε. Τα γλυκόβλεπε μοναχά και τίποτε περισσότερο. Τη Μαριάνθη ούτε και την πρόσεχε καθόλου. Να μπλεχτεί, δεν το ’χε όρεξη καμιά. Ο μισογυνισμός του ξακολουθούσε κι ούτε ήθελε να ξαναπάθει ό,τι έπαθε με τη Μαριγούλα και με τη Φλώρα, που η θύμησή τους ακόμα δεν του καλοσβήστηκε από την ψυχή.
Ωστόσο τις πείραζε. Με μια μάλιστα, με την Ελπίδα, που την έφερνε συχνότερα η Κλαίρη, γιατί έραβε καλά, καμωνότανε και τον ερωτεμένο, έτσι για να εμπνέεται, καθώς έλεγε του Μίμη, που του είχε γίνει φίλος του στενός. Κι ένα βράδυ, την ώρα που ’φευγε η Ελπίδα, και τον αποχαιρετούσε στην εξώπορτα, της έβαλε με τρόπο στο χέρι ένα χαρτάκι, που ’χε γραμμένο ένα ποιηματάκι γι’ αυτήν, τ’ ακόλουθο:
Ultima spes.
Φαντάσου τι παράξενο, Ελπίδα να σε λένε,
να ’ναι γεμάτη φτερωτές ελπίδες η καρδιά σου
και γω που τόσο πίστεψα σ’ αυτές, —αυτές να φταίνε;—
την τελευταία έχασα ελπίδα μου σιμά σου.
Σαν ξανάρθε, ύστερ’ από μέρες, η Ελπίδα και μια στιγμή, που ’χανε μείνει μοναχοί στην κάμαρα, του θύμισε το ποίημα, καμώθηκε πως ούτε το θυμότανε και το ’ριξε στα γέλια. Έτσι, θαρρούσε πως εκδικιέται για όσα τράβηξε και για όσο πόνεσε.
Από τις δυο κάμαρες που νοίκιαζε η Κλαίρη , τη μια την είχε νοικιάσει από το καλοκαίρι κιόλας, σ’ έναν Κορφιάτη πιανίστα, μεσόκοπο και γνώριμο της Μαριάνθης, και την άλλη την κράτησε, γιατί οι δουλειές της είχανε πληθύνει και τα κορίτσια που ’φερνε δε χωρούσανε πια μέσα στην τραπεζαρία, που τα ’βαζε πρώτα. Η άλλη κάμαρα μεταβλήθηκε σ’ εργοστάσιο. Άμα ήρθε ο χειμώνας και τα παιδιά, ο Στέλιος και ο Αντρέας, γυρίσανε από τα χωριά τους, κάμαρα δε βρισκότανε πια στο σπίτι της Κλαίρης γι’ αυτούς. Κι ο Παύλος χάρηκε. Ίσως γιατί έμενε πια μόνος κόκορας μέσα στην αυλή.
Μα ίσως να δικιολογιότανε κι απ’ άλλο λόγο η χαρά του. Η Μαριάνθη, το τρελοκόριτσο, σα να τον έβλεπε αλλιώτικα από κάμποσο καιρό. Όσο κι αν χαμογελούσε, καθώς το συνήθιζε, άμα έλειπε ο Παύλος, μόλις τον έβλεπε άλλαζε αμέσως ύφος, σοβαρευότανε, δε σήκωνε τα μάτια της να τον κοιτάξει, πού και πού μάλιστα και κρυφαναστέναζε. Μια μέρα η Κλαίρη, όπως τα ’λεγε όλα στρογγυλά κι απερίφραστα, της είπε μπροστά στον Παύλο, μαλώνοντάς τη για κάποιο λάθος στο ράψιμο:
— Εσύ αγκαπάει το Παύλο και ντεν έχει πια νου για ντουλειά!
Ο Παύλος χαμογέλασε αδιάφορα· η Μαριάνθη έβαλε τα κλάματα. Είδανε και πάθανε ναν τη συνεφέρουνε. Τού κάκου η Κλαίρη της έλεγε:
— Έλα σύκασε και κωρατά το είπα! …
Η Μαριάνθη βγήκε όξω και το μεσημέρι, που τον κρατήσανε να φάει μαζί τους, η Μαριάνθη δεν κάθισε στο τραπέζι· έφαγε μόνη της στην κουζίνα.
Κουβέντα δεν ξανάγινε γι’ αυτό το ζήτημα και η Κλαίρη έπαψε να πειράζει τη Μαριάνθη. Ύστερ’ από κάμποσες μέρες, ένα βράδυ, αποφασίστηκε ο Παύλος να κάνει μάθημα στη Μαριάνθη. Το κορίτσι λιγοστά γράμματα ήξερε και δεν έπρεπε να μείνει στραβό. Από καιρό η Κλαίρη είχε αρχινήσει ναν της κουτσομαθαίνει, ιταλικά. Θαν της μάθαινε κι ο Παύλος τα Ελληνικά. Κι αρχίνησε το μάθημα, το βράδυ, ύστερ’ ατό το φαΐ, όταν η Κλαίρη, σκοτωμένη από τη δουλειά της μέρας, τραβιότανε να κοιμηθεί κι ο Μίμης, σε λίγη ώρα, την ακολουθούσε.
Ο Παύλος κι η Μαριάνθη κάθονταν, έτσι, μοναχοί τους στην τραπεζαρία και αρχινούσανε τη μελέτη. Διαβάζανε μαζί κανένα ευχάριστο δηγηματάκι και πάνου σ’ αυτό κάνανε λίγη γραμματική και λίγη «γραφή καθ’ υπαγόρευση». Η Μαριάνθη τα ’παιρνε τα γράμματα, ίσως κι από φυσικό της, ίσως και γιατί πρόσεχε στα λόγια του Παύλου, και τα ’κανε αμέσως χτήμα της.
Όταν ένα μεσημέρι τα ’λεγε αυτά ο Παύλος στο τραπέζι και την παινούσε, η Κλαίρη ξεκαρδισμένη του ’πε:
— Αφού είσαι τόσο καλό ντάσκαλο, ντε ματαίνεις τώρα σ’ αυτή και την αγάπη;…
Άλλα κλάματα τώρα της Μαριάνθης, άλλα κακιώματα, άλλα ξακολουθητικά πειράγματα της Κλαίρης. Ωστόσο για τρεις βραδιές δεν κάνανε μάθημα. Ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτό ήθελε η Μαριάνθη. Κι όταν ένα βράδυ αποφασίστηκε πια, ύστερ’ από πολλά, ναν το ξακολουθήσουν, πρώτη κουβέντα του Παύλου ήτανε:
— Δεν αξίζει να δίνεις σημασία στα λόγια της Κλαίρης. Της αρέσει να χωρατεύει.
— Ας χωρατεύει με τον άντρα της, σαν της αρέσει…
Και τα λόγια της τα στόλισε μ’ ένα δάκρυ, που σα διαμαντάκι στάθηκε στην άκρη του ματιού της.
Το μάθημα ξακολούθησε ήσυχα, ένα βράδυ, δυο, τρία, πολλά, μα η ψυχή του Παύλου σιγά σιγά αρχίνησε να ταράζεται. Έτσι μοναχοί τους οι δυο στη μεγάλη την τραπεζαρία, τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν όλοι κοιμόντανε και πότε ο αγέρας όξω φυσομανούσε, πότε η βροχή έδερνε τα παραθυρόφυλλα, σκυμμένοι στο βιβλίο, κοντά κοντά, με τα κεφάλια τους σχεδόν ακουμπισμένα το ’να στ’ άλλο, με την αναπνοή τους σμιγμένη, θέλοντας και μη ήρθανε σιμότερα ο ένας στον άλλονε, νιώσανε και τις ψυχές τους να σιγοσμίγουνε. Το μάθημα, που στην αρχή κρατούσε λίγο, μισή μια ώρα, αρχίνησε να τραβάει σε μάκρος, σε τόσο μάκρος, που επιτέλους βάλανε όριο, είπανε ναν το παύουνε τα μεσάνυχτα.
Μα όχι όλες τις ώρες μάθημα. Κάθε άλλο. Κουβέντα τον περισσότερο καιρό, ακόμα και σιωπή που κρατούσε ώρα κάποτε. Κάτι ήθελε να πει ο Παύλος, κάτι καρτερούσε ν’ ακούσει η Μαριάνθη. Μα η δείλια του η φυσικιά, που την είχε από τον καιρό της Μαριγούλας και της Φλώρας, δεν τον άφησε με τα χρόνια. Το ενάντιο, του δυνάμωνε περισσότερο. Κι ενώ, όταν παίζοντας με τα κορίτσια, με την Ελπίδα λ.χ., το θάρρος του έφτανε ίσαμε την αδιαντροπιά, όταν ήτανε να μιλήσει σοβαρά με κορίτσι βουβαινότανε. Το ίδιο είχε πάθει τώρα και με τη Μαριάνθη. Λαχταρούσε ναν της πει κάτι μα δεν αποκοτούσε, και δε θ’ άνοιγε το στόμα του, αν η Μαριάνθη δεν αρχινούσε η ίδια ένα βράδυ την κουβέντα.
— Μ’ αυτά της και μ’ αυτά της τα πειράγματα η κ. Κλαίρη, του ’πε, θα με κάνει να φύγω από δω…
— Πειράζεσαι γιατί λέει ψέματα;… Αν ήτανε αλήθεια, φυσικά, δε θα πειραζόσουνα… της είπε.
Η Μαριάνθη κοντοστάθηκε λίγο.
— Δε λέει ψέματα! είπε κι έκοψε την κουβέντα.
— Ώστε αλήθεια είναι; ρώτησε ο Παύλος.
Καμιά απάντηση. Και μόνο σα χωριστήκανε σφίξανε το χέρι τους περισσότερο. Τ’ άλλο βράδυ, το σφίξιμο του χεριού έγινε φιλί, και το τρίτο βράδυ, ξεβγαίνοντάς τονέ η Μαριάνθη ως την οξώπορτα του ’πε στοργικά:
— Κοίταξε να πας τώρα ίσια σπίτι σου γιατί κάνει κρύο δυνατό να μην κρυώσεις!
Η έγνοια που ’δειξε για δαύτονε κείνη τη νύχτα τονέ συγκίνησε περισσότερο από το φιλί. Γυρίζοντας σπίτι του δεν κοιμήθηκε. Ξημερώθηκε γράφοντάς της τ’ ακόλουθο ποίημα, που την άλλη νύχτα της το διάβασε;
Στο βιβλίο μας σκυμμένοι σοβαροί,
Κάθε βράδυ μελετούμε γω και κείνη,
Μια ιδέα της εβάλθηκε γερή .
— Το πιστεύετε; δασκάλισσα να γίνει.
Μα αυτό της Αφροδίτης το παιδί
Που ’χει σύμβολο την τρέλα, την αργία,
Δαιμονίζεται και σκάγει σα σε δει
Ότι χάνεις τον καιρό σου στα βιβλία.
Kαι της έλεγε πως εκεί που κάθεται ναν της μάθει, πως δε γράφεται ο Έρως μ’ άλφα γιώτα μα με έψιλο, έρχεται ο Έρωτας και τους πιάνει από τ’ αυτί και τους μαλώνει που χάνουνε τον καιρό τους, έτσι άδικα, και τους σπρώχνει να φιληθούνε. Να, το καλύτερο μάθημα που πρέπει να μάθουν και δάσκαλός τους σοφός ο Έρωτας!
Το ποίημα αυτό δεν ήταν και το μοναδικό που ’γραψε για τη Μαριάνθη. Της έγραψε και άλλα πολλά. Η αγάπη, που ’χε αρχινήσει να γεννιέται στην ψυχή του, του ’χε κεντρίσει τη φαντασία κι ό,τι δεν αποκοτούσε ναν της πει με το στόμα, της το ’λεγε ξέθαρρα με τα τραγούδια του αυτά.
Πρώτη φορά που αγαπήθηκε στη ζωή του, που νόμιζε πως αγαπήθηκε. Τι περισσότερο ήθελε; Τις Λάουρες και τις Βεατρίκες μόνο στα βιβλία τις βρίσκει κανείς, συλλογιζότανε. Γιο τη ζωή, καλές είναι κι οι Μαριάνθες. Και πάνου σ’ αυτή τη σκέψη του τη λογική, έχτιζε πύργους αψηλούς και χαιρότανε τις ομορφιές της ζωής.
Μα κι η χαρά του αυτή δεν κράτησε πολύ. Ήταν το ριζικό του τέτοιο, φαίνεται. Πάντα εμπόδια να βρίσκει μπροστά του, πάντα, με φαρμάκι η κάθε χαρά του ν’ ανακατώνεται. Στο μεσαίο πάτωμα του σπιτιού, που είχε την ίδια οξώπορτα και την ίδια αυλή με το κάτω πάτωμα, καθόταν ένας τηλεγραφητής με το γέρο πατέρα του, ο Αντώνης. Είχε και δυο ξαδέρφια που πηγαίνανε στη Σχολή των Ευελπίδων, κι όταν είχαν έξοδο, πάντα στο σπίτι του ερχόντανε. Οι δυο ευέλπιδες αν και ποζάτοι σαν ευέλπιδες που ήτανε, δεν το θαρρούσαν ταπεινό για τ’ αξίωμά τους να πειράζουν και τη Μαριάνθη, όταν την πετυχαίνανε στην αυλή, ή και τ’ άλλα μοδιστρονάκια που τύχαινε να πηγαίνουν καμιά Κυριακή για δουλειά ή για να ιδούν την Κλαίρη· και τα μοδιστρονάκια καμάρωναν που τα πείραζαν οι ευέλπιδες.
Καμάρωνε κι η Μαριάνθη όχι λίγο. Και κορίτσι από ταπεινό σπίτι κι άμυαλο, καθώς ήταν, το θαρρούσε τιμή της να την τσιμπολογούν τα παλληκάρια που μια μέρα θα φορούσαμε χρυσά γαλόνια και μακρύ σπαθί. Ίσως να ονειρευόταν κιόλας — πού δεν πάει το κοριτσίστικο μυαλό! — πως θα μπορούσε να σαγηνέψει κανέναν απ’ αυτούς και να γίνει κι αυτή καπετάνισσα μια μέρα!
Ο Παύλος τα ’βλεπε αυτά και στενοχωριόταν. Τα ’λεγε της Μαριάνθης, τη συβούλευε.
— Μην κάνεις αστεία μ’ αυτούς!… Είναι ξιπασμένοι και σε κοροϊδεύουν… Κοιτάνε να παίζουνε μοναχά…
— Καημένε και συ, του απαντούσε, οι εφέλπιδες είναι καλά παιδιά!…
— Πρώτα πρώτα, σου το ’πα τόσος φορές, εφέλπιδες δε λέγουνται… Να, το μάθανε κι αυτοί πως τους λες έτσι και σε γελάνε από πίσω… Μου το ’πε ο ξάδερφός τους ο Αντώνης!…
— Τα μούτρα τους να γελάνε, όχι μένανε! του απαντούσε θυμωμένη.
Και χαιρόταν ο Παύλος που η Μαριάνθη θύμωνε. Μα ο θυμός της λίγο κρατούσε. Όσο ναν τους ξαναϊδεί. Κι άμα τους ξανάβλεπε, κι είχε πια συνηθίσει ναν τους λέει κι ευέλπιδες, ξανάρχιζε τα χάχανα μαζί τους και δεν είχε νου ούτε για Παύλο, ούτε γι’ άλλο τίποτα.
Συνέβηκε ακόμη και κάτι άλλο σημαντικό. Ο χειμώνας ζύγωνε στα έβγα του και τα νυχτερινά μαθήματα είχαν αραιώσει. Κάποιο βράδυ, τέλη του Φλεβάρη, που το ’χαν ορίσει για μάθημα μα που το περάσανε με γρίνιες και με παράπονα, «τα ’χεις φτιάσει με τους ευέλπιδες», «όχι, δεν τα ’χω φτιάσει· σου φαίνεται», «είν’ αλήθεια», «τους ζηλεύεις και δεν ξέρεις τι λες», φεύγοντας ο Παύλος, ζήτησε ναν τη φιλήσει. Η Μαριάνθη τραβήχτηκε. Ήτανε κει στο κοριντόρι, απ’ όξω από την τραπεζαρία, πλάι στην κάμαρα του πιανίστα. Θεοσκότεινα. Ο Παύλος την άρπαξε από το χέρι κι αγωνιζότανε ναν τη σύρει σιμά του. Πεισμωμένο το κορίτσι αντιστεκότανε. Πάνου στην πάλη τους, μπερδικλώθηκαν τα πόδια της Μαριάνθης σ’ ένα σκοινί που κρεμότανε από ένα τραπέζι, καταμεσής στο κοριντόρι, το σκοινί τραβήχτηκε και με πάταγο έπεσε ένας κουβάς, γιομάτος νερό, που βρισκότανε πάνου στο τραπέζι. Ο κουβάς, που τον είχε απιθώσει εκεί από νωρίς η Μαριάνθη, για κάποια δουλειά του σπιτιού, χύθηκε και τους μούσκεψε και τους δυο. Η Μαριάνθη έβγαλε μια στριγγιά φωνή τρόμου, ο Παύλος οπού φύγει φύγει.
Από τον κρότο κι από τη φωνή πετάχτηκε ο πιανίστας όξω, με τα νυχτικά του και μ’ ένα κερί στο χέρι. Βλέποντας τη Μαριάνθη έτσι μουσκεμένη, αρχίνησε ναν τη μαλώνει, αφού ήτανε μάλιστα και πατριώτισσά του και το πρωί τα κατάστρωσε με το vι και με το σίγμα στην Κλαίρη και στο Μίμη.
Η Κλαίρη γέλασε, καθώς είχε συνήθειο και δος του πειράγματα στη Μαριάνθη, μα ο Μίμης πειράχτηκε, τα πήρε τα πράματα στα σοβαρά. Επιτέλους, έτρεπε ναν το σέβουνται το σπίτι του. Δεν είναι κατάσταση αυτή!… Για ταβέρνα το πήρανε;… Και το βράδυ, που πήγε ο Παύλος ζεματισμένος, ναν τους δει, ο Μίμης είχε κατεβάσει μια οργιά μούτρα και άχνα δεν έβγαζε από το στόμα του. Μάλιστα μια στιγμή που η Κλαίρη πήγε να πει τα συνηθισμένα της χωρατά και να πειράξει τον Παύλο για τον κουβά, ο Μίμης αγριεμένος της είπε:
—Σώπα εσύ! Έτσι χάχας που είσαι, παίρνουν όλοι θάρρος δω μέσα και καμιά ώρα θα μας καβαλικέψουνε!…
Ο Παύλος έφυγε μουδιασμένος. Έκανε μέρες να ξαναπάει. Μα κι η Μαριάνθη δεν έμεινε πολύ ακόμη στην Αθήνα. Ύστερ’ από ένα μήνα τη στείλανε στην Κέρκυρα, στην πατρίδα της. Ο πιανίστας κάθισε και τα κατάστρωσε, παραφουσκωμένα κιόλας, στους γονιούς της και δεν άργησε να ’ρθει η πανταχούσα από κει. Είχε μάθει κιόλας την τέχνη για καλά και ήταν περιττό να μένει πια στην Αθήνα. Ας πάει στον τόπο της να δουλέψει, να βγάλει και κάνα λεφτό για την προίκα της.
Η Μαριάνθη έφυγε και η Κλαίρη σα να λυπήθηκε λίγο γι’ αυτό. Το ’πε μάλιστα και στον Παύλο, άμα τον αντάμωσε, ύστερ’ από μέρες, στο δρόμο. Του μίλησε κάπως πειραγμένη, πρώτη φορά:
— Έγινες αιτία να μου φύγκει το κορίτσι που ήξερε τη ντουλειά καλά!
Και του ’πε να ξαναπάει σπίτι, «τώρα πια που το Μαριάντη έφυγκε και το Μίμη ξετύμωσε πια!»
Δεν ξέκοψε όλως διόλου ο Παύλος από το σπίτι της Κλαίρης. Μόνο που αραίωσε λίγο τις βίζιτες. Όχι μοναχά γιατί πηγαίνοντας στο σπίτι αναθυμότανε τη Μαριάνθη κι ένιωθε την ψυχή του να την αναζητάει, μα και γι’ άλλη, πιο σπουδαία κάπως, αφορμή. Είδε κι απόειδε πια πως με το να χάνεται με στίχους και να κλωθογυρίζει στις μπόσικες αγάπες δουλειά δε γίνεται. Είδε πως τα χρόνια κυλούσανε σα νερό, πως ο καιρός που θα ’πρεπε να μελετήσει για το δίπλωμα του ζύγωνε και πως επιτέλους κάτι έπρεπε να κάνει κι αυτός σοβαρότερο, κάτι να κυνηγήσει, αφού φτωχό παιδί ήταν και είχε να φροντίσει αύριο μεθαύριο ο ίδιος για το ψωμί του.
Οι σκέψεις αυτές τον έφεραν σε κάποια συναίστηση κι αποφάσισε πια να στρωθεί στη μελέτη για να πάρει μια ώρα αρχύτερα το δίπλωμά του κι ύστερ’ έχει ο θεός. Μα στην απόφασή του αυτή συντέλεσε λίγο κι η μάνα του που τον τρωγότανε και που πάσα ώρα του θύμιζε την κατάντια τους και το χρέος που είχε να μπει σε σειρά και να την κοιτάξει κι αυτή τη γριούλα.
Άλλο δικόνε του, εξόν από τη μάνα του, δεν είχε. Ένα σπιτάκι σκαρφαλωμένο κει στα πόδια της Ακρόπολης, ένα σπιτάκι παλαιικό, μα κάπως μεγαλούτσικο, που καθόντανε άνετα, μα που και νοίκιαζαν κιόλας, παίρνοντας καμιά εκατοστή δραχμές το μήνα, και η σύνταξη του πατέρα του, που ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, να το μόνο εισόδημά τους.
Μα η γριά, οικονόμα καθώς ήταν, τα κατάφερνε με τόσο λίγα ναν τα φέρνει βόλτα, να σπουδάζει και τον Παύλο, φροντίζοντας να μην του λείπει τίποτα. Βαρυγκωμούσε μόνο σαν τον έχανε κάποτες δυο τρεις μέρες, που κοιμότανε πότε στης Κλαίρης πότε στο δωμάτιο κανενός συμφοιτητή του, ύστερ’ από γλεντοκόπι, ή σαν τον έβλεπε, άλλοτε, να έρχεται αράδα τα ξημερώματα σπίτι του, καμιά φορά και στο κέφι μάλιστα, βαρυγκωμούσε λοιπό γι’ αυτά και γι’ αυτά, μα πάλι δεν τα ’παιρνε και κατάκαρδα. Μοναχογιός ήταν ο Παύλος, είχε και χρυσή καρδιά, λόγο βαρύ δεν της έλεγε, και έτσι όλα του τα συχωρνούσε. Σαν τον είδε μάλιστα να στρώνεται για καλά και στη μελέτη, άλλο που δεν ήθελε. Η καρδιά της περιβόλι.
—Το ’λεγα γω πως μια μέρα θαν του ’ρθει η θεία φώτιση! συχνόλεγε στις φιλενάδες της και στις γειτόνισσές της. Ίδιος κι απαράλλαχτος ο πατέρας του!… Έτσι και ο μακαρίτης. Ρεμπέλευε, ρεμπέλευε, μα σαν αποφάσιζε να στρώσει, σαν κότα κούρνιαζε από τις έξι το βράδυ στο σπίτι!…
Ένα χρόνο αλάκερο ο Παύλος πέρασε τέτοια ζωή καλογερίστικη, Τ’ απαρνήθηκε όλα, και φίλους και γλέντια, ακόμα και την ποίηση, και ρίχτηκε στην Επιστήμη με τα όλα του. Όταν έβγαινε όξω, το βραδάκι, τραβώντας ίσαμε το Θησείο να καθίσει λίγο στον καφενέ, μια δυo ώρες, και να ξεκουραστεί, το καλοκαίρι, ή πηγαίνοντας στο σπίτι της Κλαίρης το χειμώνα, να σκοτώνει λίγο την ώρα του με ψιλοκουβέντες και να ξεχαστεί, μάτι δε σήκωνε να δει γυναίκα. Είχε καεί, βλέπετε. Στην απιστία της Μαριγούλας και της Φλώρος, ήρθε τώρα και τρίτη απιστία, της Μαριάνθης και του ’χε σφηνωθεί στο μυαλό πως αγάπη αληθινή στον κόσμο σήμερα δεν υπάρχει και πως εκείνο που η ψυχή τ’ ανθρώπου διψάει, βρίσκεται ή μέσα στα βιβλία ή το πλάθει η νοσηρή φαντασία μας.
Κι όμως αυτός είχε αγαπήσει. Το πίστευε τουλάχιστο. Είχε αγαπήσει χωρίς ν’ ανταγαπηθεί. Είχε προδοθεί κιόλας. Τι άλλο παρά προδοσία ήταν το φέρσιμο της Μαριγούλας; Και ο γάμος της Φλώρας; Και το φευγιό της Μαριάνθης στην Κέρκυρα; Είχε αγαπήσει, είχε υποφέρει, είχε προδοθεί. Ό,τι του χρειαζότανε για να γνωρίσει τις γυναίκες!
— Ίδιες είναι όλες τους! μονολογούσε. Γνώρισες μια; τις γνώρισες όλες!…
Και τον εύρισκε σωστό και τονέ συχναπάγγελνε το στίχο του Παπαρηγόπουλου:
Ποτέ δεν ηγαπήθην,
και όμως πώς ηγάπησα, ο ύψιστος γνωρίζει!
Αδιάφορο αν και ο ίδιος δεν το γνώριζε αυτό. Ο Ύψιστος έπρεπε ναν το γνωρίζει. Αυτός θα μάθαινε αργότερα εκείνο που δε γνώριζε, θα μάθαινε αργότερα και τις γυναίκες.
Ένα πρωί, που ήταν ριγμένος με τα μούτρα στη μελέτη της Πολιτικής Δικονομίας, άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα της κάμαράς του η μάνα του και του ’δωσε ένα γράμμα.
— To ’φερε ο διανομέας τωραδά! του είπε κι έφυγε.
Κοίταξε το φάκελο. Η σφραγίδα δήλωνε πως το γράμμα έρχεται από την Κέρκυρα. Η καρδιά του χτύπησε. Να ’ναι της Μαριάνθης; Τ’ άνοιξε. Δικό της ήταν. Πού διάολο τονέ θυμήθηκε ύστερ’ από τόσον καιρό; Του γράφει πως θα ξαναγυρίσει στην Αθήνα; Αυτό μας έλειπε!… Πάνου στη μελέτη μου τώρα!… Το διάβασε και κατσούφιασε. Το ξαναδιάβασε. Η Μαριάνθη του ’γραφε πως και αν πέρασε καιρός και καιρός από τότε που ’φυγε από την Αθήνα, δεν τον ξέχασε. Δεν ξέχασε το δάσκαλό της. Σπολλάτη της. Μα ούτε τους εφέλπιδες ξέχασε. Τους θυμάται και γελάει, Ό,τι δε σώνει η αλεπού!… «Ωστόσο θα σου το γράψω για να χαρείς. Ένα παιδί καλό, κι όμορφο, σου μοιάζει κιόλας, έχει το μπόι σου, λίγο και τα μάτια σου έχει, αν κι αυτουνού είναι σκουρότερα κάπως, που ’χει καφενεδάκι στη Σπιανάδα, στ’ απάνου Βόλτα, με ζήτησε από τον πατέρα μου κι ο πατέρας έδωσε το λόγο του. Να σου πω, λογαριάζω να πω και γω το ναι…»
— Πες το, σκρόφα! φώναξε θυμωμένος, διαβάζοντάς το δεύτερη φορά και κομματιάζοντάς το αμέσως. Πες το ναι! Πέστε το όλες σας!… Παντρευτείτε όλες σας!… Ρουθούνι να μη μείνει από σας!…
Και ντύθηκε και βγήκε όξω. Πού μυαλό να διαβάσει κείνη τη μέρα! Ήρθε κι αυτή με το γράμμα της να τον ταράξει. Γύρισε νύκτα σπίτι. Όλη μέρα έμεινε στο σπίτι της Κλαίρης. Είχε να πάει καιρό. Εκεί έμαθε και τα καθέκαστα. Πως η Μαριάνθη είχε προκόψει, είχε ανοίξει μοδιστράδικο δικό της στην Κέρκυρα κι έκανε χρυσές δουλειές. Τώρα θα παντρευτεί κιόλας κι ο γαμπρός έχει τον τρόπο του.
— Μόνο να μη γνωρίσει τίποτα σπιρουνάτους! είπε σαρκαστικά ο Παύλος.
Την άλλη μέρα ξαναρίχτηκε στη μελέτη και τη λησμόνησε όλως, διόλου. Μόνο άμα πήρε το δίπλωμά του την ξαναθυμήθηκε και της έστειλε μια εφημερίδα, κλείνοντας μέσα σε περιθώριο, με κόκκινες παχιές μολυβιές, τ’ ακόλουθα τυπωμένα λόγια:
«Χθες κατόπιν ευδοκίμων εξετάσεων ανηγορεύθη διδάκτωρ της Νομικής μετά πολλών επαίνων ο κάλλιστος και ευφήμως γνωστός εις τον φιλολογικόν κόσμον Παύλος Κατραμάς, επισπασάμενος τα θερμά συγχαρητήρια των σεβαστών του καθηγητών.»
Ήταν η απάντησή του στο γράμμα της που του ’γραφε πως ο καφετζής της Σπιανάδας τη ζήτησε για γυναίκα του.
Λίγους μήνες ύστερ’ από τις εξετάσες του, έχασε τη μάνα του. Πέθανε από τύφο. Η καλή γριούλα που τόσο είχε τυραννηθεί στη ζωή, αν και μπορούσε να ζήσει ακόμα, γιατί μόλις πενήντα πέντε χρονών ήταν, έφυγε, μπορεί να πει κανείς, από τη ζωή σε καλή ώρα, αφού κατάφερε ό,τι λαχταρούσε κι ό,τι ήταν όνειρό της χρόνια και χρόνια, ν’ αφήσει το γιο της με δίπλωμα και σε δρόμο καλό.
Ο Παύλος καταλυπήθηκε για το θάνατο της μάνας του. Άλλονε δικό του δεν είχε πια. Κάτι συγγενήδες του ούτε τους λογάριαζε καθόλου, γιατί το ’χε δει από καιρό πως δε θα συφωνούσε μαζί τους. Είχαν άλλες ιδέες αυτοί, άλλη αντίληψη της ζωής. Κι έτσι, λίγο ριζοσπάστης από φυσικό του που ήταν, δε θαν τα ταίριαζε ποτέ μ’ αυτούς τους νοικοκύρηδες. Ένας μάλιστα, πρωτοξάδερφος της μάνας του, το ’χε πει και κάποτες:
— Αυτό το παιδί θα περάσει μια μέρα από την καρμανιόλα! Να μου το θυμάστε!
Τ’ άκουσε και γέλασε, μα και δεν ξαναπέρασε από το σπίτι του.
Τον ξέγραψε, όπως σιγά σιγά κι όλους μαζί. Κι έτσι τώρα, με το θάνατο της μάνας, απόμεινε μόνος στη ζωή πια. Στην ηλικία που ήταν, είκοσι δυο περίπου χρονών, τη μοναξιά του αυτή δεν τη λογάριαζε. Το εναντίο, τον ευχαριστούσε κιόλας. Έτσι δε θα ’χε δεσίματα στη ζωή. Και με τη σκέψη αυτή παρηγορήθηκε γλήγορα. Θα ζούσε όπως του άρεσε. Και θα ζούσε καλά.
Πούλησε το μικρό σπιτάκι του το πατρικό. Δεν μπορούσε πια να κάθεται κει που πέρασε τα μικρά του χρόνια, που πεθάνανε οι γονιοί του. Τον τυραννούσε η θύμηση. Από τις είκοσι χιλιάδες που πήρε, κράτησε τις τρεις και τις άλλες τις έβαλε στην Εθνική Τράπεζα, μ’ ανοιχτό λογαριασμό, να τραβάει όποτε κι όσα θέλει. Μοίρασε τα έπιπλα τα περιττά του σπιτιού του σε φτωχούς γειτόνους, κράτησε όσα του χρειαζόνταν, και πήγε και νοίκιασε δυο κάμαρες ευρύχωρες πληρώνοντας μάλιστα και εξαμηνία μπροστά, σ’ ένα σπίτι ομορφοχτισμένο μεγαλούτσικο, εκεί κοντά στο Πολυτεχνείο, που τότε λίγα σπίτια ακόμα ήτανε χτισμένα, κι αυτά αριά και πού.
Από τις κάμαρες, που βρισκόντανε στο μεσιανό πάτωμα, κι είχε τρία πατώματα το σπίτι, τη μια κράτησε για τον ύπνο και την άλλη για γραφείο του. Κι από τις τρεις χιλιάδες που βάστηξε, ξόδιασε περίπου τις χίλιες για να στολίσει το γραφείο του με ένα τραπέζι καρυδένιο μεγάλο για να γράφει, με εικόνες καλλιτεχνικές και με αγαλματάκια, καθώς και με βιβλία, όχι της επιστήμης του, μα λογής φιλολογικά που από καιρό τα λαχταρούσε ναν τ’ αποχτήσει. Τα βιβλία του τα Επιστημονικά, μια και πήρε το δίπλωμά του, τα τοποθέτησε ευλαβητικά στη βιβλιοθήκη του και μόνο που θυμόταν καμιά φορά ναν τα ξεσκονίζει. Ούτε τ’ άνοιγε. Δικηγόρος δεν το λογάριαζε να γίνει.
Ο πόθος του και η λαχτάρα του ήταν η φιλολογία. Να γράψει ήθελε, βιβλία να βγάλει, όνομα δικό του να φτιάξει. Για τέτοια ήταν πλασμένος αυτός. Η ψυχή του σ’ αυτά φτερούγιαζε και σ’ αυτά τον έσπρωχνε, κι αν το πήρε το δίπλωμά του, το πήρε για χατίρι της μάνας, για να μην ακούει τη γκρίνια της, για να την ευχαριστήσει, όχι γι’ άλλο σκοπό. Η ονειροπλέχτρα ψυχή του την αποτροπιαζόταν την πεζή δουλειά, καθώς έλεγε, και σκοπός της ζωής δεν είναι να ματώνεται κανείς σε δαύτη δουλεύοντας, μα να την τραγουδάει και ναν τη χαίρεται.
Είχε, βλέπετε, και τα παραδάκια του. Είκοσι χιλιάδες δραχμές είναι κάτι. Κι όταν είναι κανείς είκοσι δυο χρονών κι έχει τα μυαλά του Παύλου, ούτε μπορεί κάνε ναν το φανταστεί πως αυτές οι είκοσι χιλιάδες είναι δυνατό να σωθούνε μια μέρα, σαν παίρνονται λίγες λίγες και δεν μπαίνουν άλλα χρήματα στη θέση τους. Κι έτσι ο Παύλος, που εννοούσε να καλοντύνεται και να καλοπερνάει και που από μερμήγκι δεν κρατούσε για να ’χει τον αποταμιευτικό αταβισμό, σαν τζιτζίκι που ήτανε, μόνο την καλοπέραση και το τραγούδι λογάριαζε.
Το τραγούδι μάλιστα περισσότερο κι από την καλοπέραση. Και τώρα πια που δεν είχε τους μπελάδες της αποχαυνωτικής μελέτης και τις γκρίνιες για το δίπλωμα, το ’ριξε στις αγαπημένες του λεύτερες μελέτες και στην ποίηση. Έγραφε κι έγραφε στίχους, πότε σε θύμησες περασμένες, πότε σε ερωμένες του φανταστικές, και πότε σε όνειρα και σε μελλούμενες χαρές κι ευτυχίες, και στο χρόνο πάνου, που οι άλλοι συνάδερφοι του έδωσαν πραχτιχές εξετάσες στον Άρειο Πάγο και πήραν την άδεια τους, αυτός έβγαλε το πρώτο βιβλίο του με στίχους κι ούτε καν το ’χε συλλογιστεί να δώσει εξέτασες γι’ άδεια.
Το πρώτο του βιβλίο κρίθηκε ευνοϊκά στις εφημερίδες. Ένας μεγάλος ποιητής και κριτικός τότε, το πρόσεξε και του ’γραψε πως «περιέχει δείγματα τα οποία μας βεβαιώνουν πως ο νεαρός ποιητής με τον καιρό θα μας δώσει και υφάσματα άξια της Τέχνης», και μια και το πρώτο βιβλίο κείνο πέτυχε, απεφάσισε πια οριστικά ν’ αφοσιωθεί στα γράμματα και πάνου στην απόφασή του αυτή αρχίνησε να υφαίνει τα όνειρά του για τη ζωή του την κατοπινή.
Τη ζωή την είχε χορτάσει πια! Έτσι το νόμιζε. Ίσως και να μη την είχε ούτε γευτεί ακόμα. Ωστόσο, έτσι αυτός το νόμιζε. Την είχε χορτάσει λοιπόν τη ζωή, τις είχε γνωρίσει τις γυναίκες—η Μαριγούλα, η Φλώρα, και η Μαριάνθη τού τις μάθανε και με το παραπάνου—κι είχε πάρει πια την πόζα ανθρώπου χορτασμένου και αηδιασμένου απ’ όλα. Τη δίψα της αγάπης την κρατούσε πάντα μέσα του, μα τη δίψα του αυτή δεν το ’λπιζε πια ναν τη σβήσει με γυναίκα. Θα ’μενε πάντα δίψα, κι ίσως αυτή, συλλογιζότανε, να του ήταν κι απαραίτητη για να του ομορφαίνει τη σκέψη και να του κεντρίζει την έμπνευση. Αυτό το πίστεψε ένα χρόνο ολόκληρο. Τη δεύτερη χρονιά ήρθε κάτι αναπάντεχο ναν του αλλάξει την πίστη του αυτή.
Τις πλαϊνές του κάμαρες, πέντε κάμαρες ευρύχωρες και κουζίνα, τον ερχόμενο Σεπτέβρη τις ενοίκιασε ένας μεσόκοπος απόστρατος ταγματάρχης της χωροφυλακής, ο κ. Σταμάτης Λερός, με τη γυναίκα του, την κ. Πραξιθέα, που μ’ όλα τα πενήντα χρόνια της δεν εννοούσε με κανένα λόγο ν’ αποστρατευτεί κι αυτή από τη ζωή, μα κοκορευότανε σε στολίδια και σε νάζια σα να ’χε τα μισά χρόνια, και με την κόρη τους, την Αλίκη, μια νοστιμούτσικη ψηλόλιγνη κοπέλα, ολόξανθη, ίσαμε δεκαεννιά είκοσι χρονών, που ’χε τελειώσει το Αρσάκειο από πέρσι και που τώρα καταγινότανε με το πιάνο, παίρνοντας στο σπίτι της μαθήματα. Ο κ. Λερός τον είχε το τρόπο του, γιατί και παράδες ετόκιζε και στο σπίτι του καλοπερνούσε και η κυρά του, καθώς και η κόρη του, ντύνονταν καλά, πάντα της μόδας κι εννοούσανε να πηγαίνουνε συχνά στο θέατρο και να μη λείπουνε από κανένα κέντρο κοσμικό.
Καθώς έμαθε κατόπιν, η κ. Πραξιθέα άμα παντρεύτηκε το Λερό, ανθυπομοίραρχο ακόμα, του ’δωσε αρκετή προίκα μα κι ο Λερός δούλεψε καλά, ταχτικά αποσπασματάρχης και κάποτε και δασικός, κι έτσι την προίκα της κ. Πραξιθέας αντί ναν τη λιγοστέψει, το εναντίο την αυγάτισε. Είχε συνεταιριστεί μάλιστα τελευταία και μ’ ένα μπακάλη, που ’χε το μαγαζί του αντικρύ στο στρατώνα της χωροφυλακής, κι έκανε ευκολίες στους αξιωματικούς και στους χωροφύλακες, προεξοφλώντας με τριάντα, κάποτε και με σαράντα, στα εκατό τις μισθοδοσίες τους, χωρίς ν’ αποφαίνεται αυτός καθόλου.
Την πρώτη πρώτη βδομάδα που καθίσανε στο καινούργιο σπίτι γνωριστήκανε με τον Παύλο. Κι αφορμή ο Λερός.
— Μωρέ του Μανόλη του Κατραμά παιδί είσαι συ; Με το μακαρίτη τον πατέρα σου είμαστε φίλοι στενοί Στο εβδομήντα υπερετούσαμε μαζί στον Κραβασαρά. Αυτός ήτανε γραμματικός της εφορίας, εγώ ανθυπομοίραρχος στην καταδίωξη της ληστείας. Μωρέ χρόνια και κείνα! Η μάνα σου τι γίνεται; Καλά είναι; Μπα! πέθανε! Θιος σχωρέσ' την. Δεν τη γνώρισα γιατί τότε έμενε στην Αθήνα… Σ’ έχε μικρό κι ήταν και λίγο ανήμπορη… Η κακομοίρα!… Πέθανε το λοιπόν; Υπομονή!… Αυτά έχει ο παλιόκοσμος!…
Μεσημέρι του τα ’λεγε αυτά, που ανταμωθήκανε στην οξώπορτα. Ήθελε να τον τραβήξει στο σπίτι μέσα. Ο Παύλος αντιστεκότανε. Δε γίνεται!… Έχω δουλειά βιαστικιά!…Θα πάρω ένα βιβλίο και θα πάω όξω, στο ξενοδοχείο να φάω!…
— Στο ξενοδοχείο, θα φας; Να ’μαι γω εδώ και να φας στο ξενοδοχείο; Ο κόσμος να χαλάσει, μα αυτό… Έλα! Έμπα μέσα…
— Μα, σας παρακαλώ…
— Δεν έχει μα και ξεμά! Σου ’χω κι ένα φαΐ χωροφυλακίστικο… Μπούτι σκόρδο στο φούρνο!… Εμείς οι παλιοί ξέρουμε να ζήσουμε!… Και κάτι σαρδέλες!… Μύρισε!…
Και του ζύγωσε το χαρτί με τις σαρδέλες στη μύτη. Και πριν προφτάσει να τραβηχτεί, με μια σκουντιά, τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι.
— Πραξιθέα!… να!… Έλα!… Το παιδί του Κατραμά, του φίλου μου… Ίδιος κι απαράλλαχτος ο πατέρας του… Θα φάει μαζί μας…
— Μα καημένε Σταμάτη… δε μας το ’λεγες από το πρωί;… Έτσι μας τα κάνεις πάντα!… Να μας συμπαθάτε κ. Κατραμά, που μας βρίσκετε έτσι άνω κάτω…
— Μπα, κυρία μου…
— Μπρε αφήστε τις αυτές τις σαχλοτσιριμόνιες!… Έλα δω και συ, Αλίκη… ξέρεις, Παύλο… παίζει φίνο πιάνο… Θα μας παίξει τη Δουτσία ύστερ’ από το φαΐ.
— Μπαμπά!… είπεν η Αλίκη κοκκινίζοντας κι έδωσε το χέρι της στον Παύλο.
Καθίσανε στο τραπέζι. Του δώσανε τη θέση την τιμητική. Δεξιά του η Αλίκη, αριστερά του η Πραξιθέα, ο Λερός αντικρύ του. Το μπούτι σκόρδο περίφημο. Πριν απ’ αυτό, ένα πιλάφι.
— Ξέρεις, η Πραξιθέα είναι μαγέρισσα φίνα. Μα κι η Αλίκη επιτηδεύεται.
— Σώπα, μπαμπά …
— Όλο σώπα και σώπα!… Μίλα τότε και συ!…
Πάνου στο φαΐ διάφορες κουβέντες. Για την πολιτική, για τον καιρό, για τις διασκέδασες — κι όλ’ αυτά άμα έκανε διακοπή ο Λερός που δε σταματούσε ν’ αφηγείται ανέκδοτα για τις ληστείες, παλληκαριές δικές του και τα τέτοια. Μια στιγμή, που ο Λερός είχε σταματήσει, γιατί καταγινότανε να λευκάνει με τα δόντια του το κόκαλο του μπουτιού, η Αλίκη είπε δειλά:
— Έχω διαβάσει και τα τραγούδια σας, κύριε Κατραμά και μου αρέσανε πολύ…
Ο Λερός απίθωσε αμέσως το κόκαλο στο πιάτο.
— Έχεις κάνει και τραγούδια; Μωρέ, για φαντάσου! Τα παιδί του Κατραμά να κάνει και τραγούδια!… Και τι τραγούδια έχεις κάνει; Γιαννιώτικα; Ευρωπαϊκά; Πες μας κανένα!… Θα σε βοηθήσω κι εγώ!… Ξέρεις, μια φορά το κελαηδούσα, μα η φωνή μου κρατιέτ’ ακόμα!…
Ο Παύλος χαμογέλασε. Η Αλίκη κατακοκκίνισε.
— Μα, μπαμπά, ο κ. Κατραμάς δεν κάνει τραγούδια να τραγουδιούνται…
— Αμέ;
— Να, γράφει τραγούδια, είναι ποιητής… Πώς να σας το πω;…
— Πφ! έκαμε ο Λερός και στραβομουτσούνιασε. Είναι ποιητής λοιπόν; Κι εγώ είχα διαβάσει πρόπερσι, σε μια εφημερίδα που μας ήρθε κάτω στη Νάξο, πως ο φίλος μας πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου…
— Ναι, κύριε Λερέ, πήρα το δίπλωμα μου, μα γράφω και ποιήματα! είπε ο Παύλος κομπαστικά.
— Γράφεις ποιήματα; Και κερδίζεις πολλά απ’ αυτά που γράφεις;
— Μα δεν τα γράφω για να κερδίζω…
— Δουλειά που δε βγάζει παράδες, δεν είναι δουλειά! δογμάτισε και ξαναπήρε το κόκκαλο στο χέρι του.
Το φαΐ τέλειωσε καλά, όπως και άρχισε, με κουβέντες και με γέλια. Και τη στιγμή που ήτανε να φύγει ο Παύλος, ύστερ’ από τα απαραίτητα «να σας βλέπουμε συχνά» του Λερού και της Πραξιθέας, δίνοντάς του το χέρι της η Αλίκη να τον αποχαιρετήσει τονέ ρώτησε:
— Έχετε ποιήματα ανέκδοτα, κύριε Παύλο;
— Αρκετά!…
— Θα μου διαβάσετε καμιά μέρα κανένα;
— Σας αρέσουν τα ποιήματα, τη ρώτησε κι αυτός.
— Πολύ μα πολύ! του αποκρίθηκε αλαφροκοκκινίζοντας και τονέ συντρόφεψε ίσαμε τη πόρτα.
Ο Παύλος ξαναπήγε ύστερ’ από δυο μέρες στην κατοικία του Λερού. Κοίταξε μάλιστα να πάει την ώρα που θα ’λειπε, γιατί βαριότανε τη λίμα του. Βρήκε την Αλίκη μοναχή της στο μικρό σαλονάκι με το πιάνο.
— Nαv τη συμπαθάτε τη μητέρα. Διορθώνει με τη μοδίστρα στην τραπεζαρία ένα περσινό της φόρεμα…
— Μη σας εμποδίζω;
— Α μπα!… καθόλου!… Καθίστε!…
Κάθισε σε μια πολτρόνα. Για λίγη ώρα μείνανε σιωπηλοί. Ύστερ’ από λίγο αρχίνησαν τυπικά κι αδιάφορα για τον καιρό, για του σπιτιού τις δουλειές, κι άλλα τέτοια, κι αμέσως πάλι σιωπή. Καθόταν ο Παύλος σ’ ένα ντιβανάκι, η Αλίκη στο σκαμνάκι του πιάνου, βυθισμένοι κι οι δυο σε σκέψες, ποιος ξέρει αν ίδιες ή αλλιώτικες. Επιτέλους ο Παύλος κάτι είπε, στο βρόντο, για να πει κάτι.
— Παίζετε πιάνο;
— Λίγο.
— Σας αρέσει;
— Πολύ.
Και πάλι σιωπή. Τώρα πρώτη η Αλίκη ρώτησε:
— Έχετε ανέκδοτα τραγούδια; Α ξέχασα! Μου ’πατε πως έχετε.
— Μερικά… Μα κι όλο γράφω…
— Τι ευτυχής που είσαστε;
— Ευτυχής; Γιατί;
— Γιατί γράφετε τραγούδια…
— Θα θέλατε να γράφατε και σεις;
— Πολύ, μα το ξέρω πως δε θαν τα κατάφερνα…
— Δοκιμάστε… Γιατί δε δοκιμάζετε;
— Αν ήταν αρκετή μόνο η δοκιμή!… είπε χαμογελώντας.
— Χρειάζεται κι άλλο;
— Μα θαρρώ…
— Α ναι! Δίκιο έχετε. Χρειάζεται να ’χει υποφέρει κανείς… Εσείς…
— Εγώ λέτε να μην υπόφερα;
— Εσείς; και χαμογέλασε. Μα εσείς πέρσι μόλις αφήσατε το σχολειό…
— Κι όμως!…
Και γύρισε απότομα την κουβέντα στη μουσική. Τον ρώτησε αν τον αρέσει η μουσική και ποιος μουσικός του ήταν αγαπητός. Της είπε πως του αρέσει περισσότερο ο Chopin, τον αιστάνεται, μιλάει πολύ στην ψυχή του και μάλιστα με τις nocturnes του. Αύτη δεν έπαιζε Chopin. Μόλις τέσσαρα χρόνια είναι που αρχίνησε πιάνο, κι αυτό αριά και πού. Πέρσι που τέλειωσε τα μαθήματα, μελέτησε κάπως περισσότερο και φέτος το ’χει απόφαση να ριχτεί με τα μούτρα. Έχει και καλή δασκάλα, μια καθώς πρέπει κυρία, από δω, Αθηναία.
— Δε φαντάζεστε πόσο καλή μα και πόσο άτυχη στη ζωή της… Από καλό σπίτι, μα κακοπαντρεύτηκε, ο άντρας της αφού της έφαγε όλη την προίκα της, πέθανε από τη ρέμπελη ζωή του και την άφησε χήρα, στους πέντε δρόμους, μ’ ένα κοριτσάκι, κι αναγκάζεται τώρα να δίνει μαθήματα πιάνου, μα κι άλλα μαθήματα, γιατί έχει πάρει το δίπλωμά της στο Αρσάκειο και ξέρει και γαλλικά καλά, κι έτσι δουλεύει μέρα νύχτα για να ζήσει αυτή και το κοριτσάκι της…
Ο Παύλος τ’ άκουσε αυτά με συγκίνηση. Η αφήγηση της κόρης έγινε με τόση συμπόνια! Ευγενικιά κοπέλα, συλλογίστηκε. Κι έφυγε κάπως ξαλαφρωμένος. Να, που στο ίδιο σπίτι κάθεται κι ένας άνθρωπος που θα μπορεί να μιλάει μαζί του!
Ύστερ’ από μέρες αρκετές, ένα δειλινό που ήταν λίγο κακόκεφος και το πέρασε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, άκουσε από την κατοικία του Λερού να ξεβγαίνουν κάτι απαλοί τόνοι μουσικής. Πρόσεξε. Ήτανε μια nocturne του Chopin, γνώριμή του. Συγκινήθηκε. Το καημένο το κορίτσι, συλλογίστηκε, παίζει για να μ’ ευχαριστήσει.
Την άλλη μέρα, γυρίζοντας το μεσημέρι σπίτι, είδε την Αλίκη στο παράθυρο.
— Σας ευχαριστώ! της είπε.
— Γιατί μ’ ευχαριστείς; τονέ ρώτησε χαμογελώντας.
— Παίξατε Chopin χτες.
— Ω, μ’ ακούσατε;… Φαντάζουμαι τα γέλια σας!… Τόνε γυμνάζομαι αρκετές μέρες τώρα, μα είναι τρομαχτικά δύσκολος…
— Ωστόσο παίξατε τόσο καλά!…
— Μπα! Δε βαριέστε!… Ακόμα… ακόμα…
Ο Παύλος αυτό το ακόμα… ακόμα…» το εχτίμησε πολύ.
Έτσι, όπως ήτανε ειλικρινής κι ευκολόπιστος, δεν ήθελε και πολλά να ενθουσιαστεί. Τους ανθρώπους τους έκρινε σύμφωνα με τη δική του την ψυχή και δυσκολευότανε πολύ ναν το πιστέψει πως ένας άνθρωπος άλλα μπορούσε να σκέφτεται κι άλλα να λέει. Έτσι και τα λόγια της Αλίκης τα πήρε στα σοβαρά και καταχάρηκε που την έβλεπε στολισμένη με την αρετή της μετριοφροσύνης. Η Αλίκη ήταν η κυριότερη αφορμή που δέχτηκε πρόθυμα την πρόταση που του ’κανε μια μέρα ο Λερός να τρώει μαζί τους το μεσημέρι, πληρώνοντας ό,τι θα ξόδιαζε στο ξενοδοχείο για το φαΐ, ακόμα και λιγότερα.
— Ξέρεις, του είπε, στο σπίτι μας τρώμε καθαρά και χωροφυλακίστικα… Τίποτα δε μας λείπει!…
Θα μπορούσε έτσι να κάθεται πια όλο το πρωί σπίτι του και να εργάζεται. Καμιά φορά κι όλο το δειλινό, σα θα ’χε κέφι, θα ’τρωγε και μέσα σε οικογένεια, σπιτίσιο φαΐ, θα κουβέντιαζε συχνότερα και με την Αλίκη. Όλα λοιπόν πήγαιναν καλά κ ευλογούσε την ώρα που ήρθε ο Λερός και κάθισε πλάι του κι έτσι του ’δωσε ό,τι του ’λειπε, την οικογενειακή ζωή, δίχως τις ευθύνες και τα βάσανα της οικογένειας. Η ζωή του και η εργασία του τώρα τελευταία κυλούσαν ήσυχα και θελχτικά σαν ονειρεμένο ρυάκι.
Όταν ένα μεσημέρι μείνανε λίγο περισσότερο στο τραπέζι, γιατί η κ. Πραξιθέα τους είχε φτιάξει και γλύκισμα κι ο Λερός τους διηγότανε νόστιμα χωροφυλακίστικα ανέκδοτα, ο Παύλος ανταμώθηκε και με τη δασκάλα της Αλίκης. Η γυναίκα είχ’ ερθεί για το μάθημά της κι ο Λερός επέμενε ναν τη φέρει μέσα, στην τραπεζαρία, να φάει κι αυτή κανένα κομμάτι χαλβά σπιτίσιο, θαύμα θαυμάτων, όπως έλεγε, να πιει και κανένα ποτηράκι διαλεχτή ρετσίνα.
Η δασκάλα μπήκε κι ο Παύλος αναταράχτηκε. Ήταν η Μαριγούλα, η παιδικιά του φίλη, μα πόσο αλλαγμένη, αγνώριστη! Η ομορφιά της είχε φύγει, μια χλομάδα είχε απλωθεί στο πρόσωπό της, τα στήθια της είχαν κρεμάσει, δυο δόντια μπροστινά της λείπανε, και γενικά τ’ όλο της έδειχνε γυναίκα κακοζωισμένη. Τρόμαξε ναν τη γνωρίσει. Μόνο σα χαμογέλασε μπαίνοντας μέσα στην τραπεζαρία, από κάτι λακκάκια που ’κανε στα μαγουλά της, και που τα θυμότανε από παιδί, τη γνώρισε…
— Μπρε αυτή ’ναι! συλλογίστηκε. Πόσο χάλασε!…
Η Αλίκη έτρεξε σιμά της και τη φίλησε. Ο Λερός, διαχυτικός καθώς πάντα, της πρόσφερε καρέκλα.
— Κάτσε να γευτείς το χαλβά μας, το χαλβά της Πραξιθέας. Δε θα ξανάφαγες τέτοιο πράμα στη ζωή σου!… Της συστήσανε τον Παύλο.
— Ο κ. Παύλος Κατραμάς!…
Ξαφνιάστηκε τώρα κι αυτή.
— Κατραμάς, είπατε; Μα θαρρώ…
— Τι θαρρείς και ξεθαρρείς; είπε ο Παύλος, κρύβοντας σε γέλια τη συγκίνησή του. Είμαι ο Παύλος, ο παιδικός σου φίλος… Τόσο άλλαξα;…
— Μεγαλώσατε!…
— Ε, μα βέβαια! αντίσκοψε ο Λερός. Τα ζωντανά μεγαλώνουν… Οι πέτρες μονάχα…
Και κάγχασε με το χωρατό του. Η Αλίκη ζήτησε παρντόν κι αποτραβήχτηκε με τη δασκάλα της στο σαλονάκι.
Ο Παύλος σηκώθηκε να φύγει. Ίσαμε το βράδυ όλο τη Μαριγούλα συλλογιζόταν. Πόσο άλλαξε! Όχι μοναχά στη μορφή μα και στο χαραχτήρα. Σοβαρεύτηκε. Τα χρόνια μα και οι δυστυχίες της αλλάξανε το χαραχτήρα. Κι αυτός, ο ίδιος τάχα να ’χε μείνει;
Τα συλλογίστηκε κι αυτό μα δε ζήτησε και ναν το ξεδιαλύνει. Τα παιδιάτικά του χρόνια, που ζωντανέψανε με τη Μαριγούλα έτσι ξαφνικά, ήρθανε, λες, για ναν του ταράξουν την ηρεμία του. Τα ’στρωσε όλα κάτω. Τα κοίταξε και τα ξανακοίταξε απ’ όλες τις μεριές. Και μια λύπη βαθιά απλώθηκε στην ψυχή του, μια βαρυθυμιά που δεν ήξερε πώς ναν τη δικαιολογήσει. Τ’ αποφάσισε να μην ξαναδεί τη Μαριγούλα. Το βρικολάκιασμα αυτό της παιδιάστικής του ηλικίας τον ενοχλούσε και τον τρόμαζε. Και ξαλάφρωσε μόνο σα συλλογίστηκε πως του ήταν εύκολο να την αποφύγει, σώνει τις μέρες που ήτανε να κάνει μάθημα της Αλίκης να μην πήγαινε αυτός σπίτι να τρώει, ή να ’τρωγε και να ’φευγε αμέσως.
Ένα βραδάκι χειμωνιάτικο η Αλίκη πρωτοπήγε στο γραφείο του. Toυ είχε πει από το μεσημέρι πως θα πήγαινε το βράδυ βράδυ ναν της διαβάσει κάτι τραγούδια του. Της είχε διαβάσει πριν από λίγες μέρες, που είχε αργήσει το μεσημέρι ο Λερός να ’ρθει, στην τραπεζαρία, ένα, και της άρεσε πολύ. Μάλιστα του το ’χε πει και ξαναπεί τόσες φορές από τότε πως ξεχωριστά η πρώτη στροφή του τραγουδιού την είχε καταμαγέψει, και το βραδάκι εκείνο που πρωτομπήκε στο γραφείο του δεν πήγε ξαφνικά, μα τον είχε ειδοποιήσει από το μεσημέρι μπροστά στους γονιούς της και την περίμενε.
Κάθισε σ’ ένα μακρύ ντιβάνι, ο Παύλος πήρε θέση μπρος στο αγαπημένο του τραπέζι, άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα χαρτί, το ξεδίπλωσε κι αρχίνησε να της το απαγγέλνει.
Η Αλίκη τον άκουγε προσεχτικά. Λέξη δεν της ξέφευγε. Έδειχνε πως τα αιστανότανε βαθιά όσα άκουγε. Και μια στιγμή που ο Παύλος σήκωσε τα μάτια του από το χειρόγραφο και τα ’ριξε πάνου της, νόμισε πως αντίκρισε τη Μούσα. Έτσι όπως ήτανε ακουμπισμένη στο μαξιλαράκι το γωνιακό του ντιβανιού, με το ολόξανθο κεφαλάκι γυρμένο λίγο δεξιά και στηριγμένο στο κρινοδάχτυλο χέρι, με τα γαλανά της μάτια που ταξιδεύανε σε χώρες απόκοσμες, και με το λίγο φως που θαμποφώτιζε μυστηριακά όλη αυτή τη θεία σιλουέτα, έτσι, σ’ αυτή τη στάση που ήταν η Αλίκη, φάνταζε περισσότερα σα ζωγραφιά παρά σαν πραγματικότητα. Ο Παύλος καταμαγεύτηκε. Άφησε το διάβασμα και την κοίταζε. Λίγο λίγο αφαιρέθηκε κι αυτός. Σε χώρες κι αυτός απόκοσμες ταξίδευε, κόσμους έπλαθε, ονειροδερνότανε στα ξύπνια του. Και μόνο ξύπνησε σαν η φωνή της Αλίκης, που είχε πάρει κι αυτή τόνο μυστηριώδικο, του κελάδησε:
— Γιατί δεν απαγγέλνετε πια; Κι απαγγέλνετε τόσο όμορφα!…
Ο Παύλος απάγγειλε ακόμα ένα ποίημα. Της άρεσε κι αυτό. Σηκώθηκε να φύγει. Του ’σφιξε γκαρδιακά το χέρι.
— Σας ευχαριστώ. Τις στιγμές που πέρασα δω, στην ποιητική φωλιά σας, ποτέ δε θαν τις ξεχάσω! του είπε.
Ο Πύλος περιορίστηκε σ’ ένα ξερό ευχαριστώ. Ήθελε πολλά να πει, μα πώς: Η γλώσσα του δέθηκε πάλι καθώς πάντα. Πώς να νικήσει μια τέτοια συγκίνηση!
Άμα έφυγε η Αλίκη πήγε και κάθισε στο ντιβάνι, στη θέση που καθόταν αυτή πρωτύτερα. Τη συλλογιζότανε. Της έλεγε χίλια δυο λόγια που κι αυτός καλά καλά δεν ήξερε πώς και γιατί του ’ρχονταν έτσι ξαφνικά στα χείλια του. Κι απλώνοντας το χέρι του το ζερßi απάνου στο ντιβάνι, έτσι αφαιρεμένος καθώς ήταν, έπιασε κάτι χαρτάκια.
— Μπα! Δικά της είναι. Θαν της πέσανε από την τσέπη της ποδιάς της! συλλογίστηκε και τα ’φερνε κοντά στα μάτια του. Ήτανε γράμματα. Δυο γράμματα της Αλίκης, το σωστότερο δυο σχέδια για γράμματα. Τα διάβασε. Τόνα είχε απάνου απάνου ημερομηνία περασμένη, εφτά μερών, κι έλεγε: «Πιστεύεις πως παλεύω με τον εαυτό μου και προσπαθώ να πνίξω την αγάπη μου. Δεν είναι αλήθεια. Δεν αγαπώ πια κανένα, κανένα. Κάποτε είμαι ευχαριστημένη για την αδιαφορία μου. Κάποτε όμως ποθώ ν’ αγαπήσω να αιστανθώ την ανέκφραστη εκείνη ευτυχία και πάλι. Αν η αγάπη ξανάρθει σ’ εμένα, θα την αφήσω ελεύτερη χωρίς δεσμά, χωρίς εμπόδιο. Γιατί να ταράξω μάταια το δρόμο της; Μα θα ξανάρθει;…» Το άλλο έγραφε: Τη ζωή δεν τη φαντάζομαι ατέλειωτη. Όχι. Σε όλα, σε όλα από τα παιδικά μου ακόμη χρόνια το βλέπω το τέλος καθαρά! Έτσι το βλέπω και στην αγάπη σου. Μη λυπάσαι όμως. Η αιωνιότητα δε βρίσκεται στη διάρκεια, βρίσκεται στην ένταση, στη δύναμη. Ωραίο το τραγούδι σου. Μα η πρώτη στροφή θα μείνει η χωριστά αγαπημένη μου. Αυτή για μένα είναι κάτι τέλειο. Αλήθεια».
— Κάποιον αγαπάει λοιπόν η Αλίκη. Κι έχει κι αλληλογραφία μαζί του. Κρίμα!
Και λυπήθηκε πολύ. Ούτε αυτός καλά καλά δεν το ’ξερε γιατί λυπήθηκε.
Τα γράμματα αυτά δεν έπρεπε ναν τα κρατήοει· το ’βλεπε· καθώς ούτε και ναν τα διαβάσει. Μα μια κι έγινε το πρώτο άπρεπο, είχε χρέος να γλυτώσει μια ώρ’ αρχύτερα από τα δεύτερο και να γυρίσει τα γράμματα. Για τούτο την άλλη μέρα πήγε λίγο νωρίτερα στην τραπεζαρία για το φαΐ, και μόλις ξεμονάχιασε μια στιγμή την Αλίκη, της είπε:
— Κάτι χαρτιά σας πέσανε χτες βράδυ στο ντιβάνι του γραφείου μου…
— Δικά μου; ρώτησε αδιάφορα.
— Ναι και πάρτε τα!
Και της τα ’δωσε. Η Αλίκη τ’ απίθωσε πάνου σ’ ένα τραπεζάκι που ήτανε στη γωνιά, δίχως να δείξει την παραμικρότερη ταραχή.
— Δεν τα διάβασα τη βεβαίωσε.
— Δεν τα διαβάσατε; τονέ ρώτησε χαμογελώντας. Σπουδαία πράματα, βλέπετε!
Ο Παύλος πήγαινε ναν τα χάσει. Ξετσίπωτο κορίτσι δε φαινόταν. Το εναντίο. Κι όμως να μην τη νοιάζει α διάβασε τα γράμματά της τα ερωτικά! Τι ανάποδα πράματα είν’ αυτά; Η Αλίκη έδειξε πως δεν είχε διάθεση να ξακολουθήσει την κουβέντα πάνου σ’ αυτό το ζήτημα. Μα κι αυτός δεν εύρισκε λόγο να την ξακολουθήσει, μια και τη βεβαίωσε πως τα γράμματά της δεν τα διάβασε.
Μείνανε λοιπόν ίσαμ’ αυτού. Το μεσημέρι ο Λερός στο τραπέζι αρχίνησε ναν τονέ σταυρώνει πως καιρός του ήταν πια να παντρευτεί. Η Αλίκη αλαφροκοκκίνησε. Ο Παύλος γελώντας τονέ βεβαίωσε πως δεν εννοεί να παντρευτεί ποτέ, όχι για κανένα άλλο λόγο, παρά γιατί δε θέλει να ’χει αγαπημένα πρόσωπα, γυναίκα και παιδιά, που να τρέμει να μην του πάθουν τίποτα.
— Όσο μπορεί ο άνθρωπος πρέπει να στενεύει τον κύκλο των αγαπημένων του!…
— Κουροφέξαλα είν’ αυτά! παρατήρησε ο Λερός. Αν όλοι σκέφτονταν έτσι, θα ρήμαζε ο κόσμος!
— Ποτέ, μου, είπε ο Παύλος, δε φιλοδόξησα να κρατήσω εγώ τον κόσμο στη ζωή…. Είναι τόσοι άλλοι που την παίρνουν πάνω τους αυτή την επιχείρηση!…
Γυρίσανε σ’ άλλα ζητήματα την κουβέντα. Σαν έφευγε, η Αλίκη του ’πε σιγανά:
— Πότε να ’ρθω να μου ξαναδιαβάσετε πάλι ποιήματά σας;
— Όταν θέλετε, μα δεν έχω άλλα…
— Δεν πειράζει! Μου διαβάζατε τα ίδια τα χτεσινά… Μου άρεσαν τόσο πολύ! Να ’ρθω απόψε;
— Α, δε βαριέστε!…
Ο Παύλος τ’ άκουσε μ’ ευχαρίστηση αυτό. Έτσι, έλπιζε, θα μάθαινε επιτέλους και για ποιόνε γραφτήκανε τα γράμματα. Βγήκε όξω. Τράβηξε ίσα στον μπαρμπέρη. Έσαξε τα μαλλιά του. Μυρώθηκε. Αγόρασε και μάτσα μενεξέδες. Γυρίζοντας νωρίς νωρίς σπίτι τους σκόρπησε πάνου στο γραφείο του, σε βαζάκια κι όπου αλλού. Και την καρτερούσε μ’ ανυπομονησία. Πρώτη φορά ένιωθε τέτοια ανυπομονησία και τέτοια ταραχή, σα να ήταν να την πρωτοδεί. Περίεργο. Το ’βρισκε περίεργο κι αυτός. Βράδυ βράδυ ήρθε κι η Αλίκη, όχι όπως χτες όπως όπως, με τα ρούχα του σπιτιού. Ήτανε συγυρισμένη με κάποια κοκεταρία. Το παρατήρησε κι αυτό.
— Μα πώς έτσι απόψε; συλλογίστηκε. Η Αλίκη δεν κάθισε αμέσως απόψε στο ντιβάνι, στη χτεσινή της θέση. Γύριζε και ξέταζε την κάμαρα. Τα θάμαζε όλα. Τις εικόνες, τ’ αγαλματάκια, τα λουλούδια. Πήρε και δυο τρεις μενεξέδες από το γραφείο του και τους κάρφωσε με μια καρφίτσα ατό φόρεμά της, σιμά στην καρδιά.
— Σας λεηλατώ τα λουλούδια σας! είπε χαμογελώντας.
— Δικά σας όλα! της αποκρίθηκε.
Τη ρώτησε α θέλει ναν της διαβάσει τραγούδια του.
— Όπως θέλετε! του αποκρίθηκε. Mα δεν κουβεντιάζομε και λίγο;
— Κουβεντιάζομε!
Και κάθισε στο ντιβάνι σιμά της. Δίχως ναν το καταλαβαίνει κι αυτός πώς, της έπιασε το χέρι. Δεν αντιστάθηκε. Της το κράτησε κάμποση ώρα. Κάτι τους κρατούσε και τους δυο άλαλους, κάποια συγκίνηση αόριστη, κάποιο αίστημα που ίσως καλά καλά ακόμα και να μην είχε γεννηθεί.
— Θα μου πεις κάτι; τη ρώτησε, πρώτη φορά μιλώντας της σ’ ενικό.
— Ό,τι θέλεις! του αποκρίθηκε.
— Μα θα μου το πεις;
— Ρώτα με και θα σου το πω!
— Για ποιον τα ’χες γραμμένα κείνα τα γράμματα;
— Ποια γράμματα;
— Να, εκείνα που ξέχασες χτες εδώ, πάνου στο ντιβάνι…
— Δεν τα ξέχασα!
— Δεν τα ξέχασες; Άλλο πάλι αυτό!…
—Τ’ άφησα επίτηδες για ναν τα διαβάσεις! του ’πε θαρρετά.
— Μα σου το ’πα· δεν τα διάβασα!…
— Και θαρρείς πως σε πίστεψα, άμα μου το ’πες;
— Καλά, ας είναι, πες πως τα διάβασα… Μα για ποιον τα ’χεις γραμμένα;
— Για ποιον; Αν το βρεις;…
— Πού να ξέρω!…
— Πού να ξέρεις; τότε κρίμα σου!
Και τράβηξε το χέρι της. Ο Παύλος δεν μπορούσε να νιώσει αυτά τα σιβυλλικά της λόγια. Την παρακάλεσε ναν του μιλήσει ξάστερα. Της το μολόγησε πως τα γράμματα τα διάβασε και πως λυπήθηκε.
— Λυπήθηκες; τονέ ρώτησε γελαστή. Και γιατί; Ο Παύλος της ξανάπιασε τα χέρι.
— Να, γιατί δε θέλω ν’ αγαπάς άλλον…
— Μα το είδες, του είπε, πως το γράφω ρητά πως δεν αγαπώ κανένα… Αγάπησα άλλοτε σαν πήγαινα σχολειό ακόμα, μα τώρα…
— Μα και τώρα κάποιον αγαπάς, αφού του γράφεις τέτοια γράμματα…
— Μα το γράμματα αυτά τα γράφω για σένα!… Το ’μαθες και σύχασε πια…
Και του μολόγησε πως έτσι για να διασκεδάζει την πλήξη της, τονέ φαντάζεται πως την αγαπάει και πως αυτή του αντιστέκεται, και πως του γράφει συχνά τέτοια γράμματα, δυο τρία τη βδομάδα από καιρό, μα δεν του τα στέλνει, τα ξεσκίζει, και δεν ξέρει κι αυτή πώς της ήρθε χτες, ίσως ήταν και τραβηγμένη από τα ποιήματα που της διάβαζε, να τ’ αφήσει τα γράμματ’ αυτά πάνου στο ντιβάνι, επίτηδες για να τα δει.
Και του τα ’λεγε αυτά μ’ έναν τρόπο φυσικό, ξέθαρρα, με μια τέτοια ειλικρίνεια που ο Παύλος τραβηγμένος από τα λόγια της, μεθυσμένος, ονειροπαρμένος, έφερε το χέρι που κρατούσε ίσα με τα χείλια του και το φίλησε ευλαβητικά.
Εκείνο το βράδυ, ένιωσε να χτίζεται μέσα του ένας κόσμος καινούριος.
Σιγά σιγά, ο Παύλος αρχίνησε να τρώει και το βράδυ στο σπίτι του Λερού. Χειμώνας ήταν, πού να τρέχει έξω, έπειτα έτσι γλύτωνε και τα μπλεξίματα με φίλους και τα κακονύχτια.
Ένας ύπνος πια τους χώριζε. Όλη μέρα μαζί. Πότε στο γραφείο του Παύλου, πότε στο σαλονάκι με τα πιάνο, πότε στην τραπεζαρία. Καμιά φορά, με τις χειμωνιάτικες λιακάδες, και περίπατο. Όχι όμως οι δυο τους. Η κ. Πραξιθέα, ή ο κ. Λερός, μαζί. Και να, ο λόγος που την Αλίκη δεν την ευχαριστούσε και τόσο ο περίπατος. Μα ούτε τον Παύλο. Να ’τανε να βγαίνουν οι δυο τους μοναχά, άλλο ζήτημα.
Ένα βράδυ ο Λερός, στο τραπέζι, με τη συνηθισμένη του λευτεροστομία, είπε:
— Βλέπω με χαρά μου, Παύλο, πως από καιρό ένας ύπνος μοναχά σε χωρίζει από μας. Να σου δώσουμε την Αλίκη, να μη σε χωρίζει ούτε ο ύπνος.
— Σε καλό σου, Σταμάτη!…. Τι λόγια είναι αυτά μπροστά ατά παιδιά! του παρατήρησε η κ. Πραξιθέα.
Η Αλίκη κατακοκκίνιοε. Ο Παύλος λέξη δεν ξεστόμισε. Κέρωσε. Κι ο Λερός βλέποντας την εντύπωση που ’καμαν τα λόγια του, είπε:
— Μωρέ, για να περνάει η ώρα τα λέμε αυτά!… Κουβέντες του αέρα!…
Τις αποκριές ο κ. Λερός είχε καλέσει μερικούς φίλους ένα βράδυ σπίτι. Να ξεσκάσουμε και λίγο, ναν το σκούξουμε! Τι διάολο! Καλογερίστικη ζωή θα περνάμε; Είχαν έρθει λοιπόν αρκετοί φίλοι, είχαν έρθει και κορίτσια αρκετά, καθώς και νέοι, η μεσιανή τρίφυλλη πόρτα που ένωνε την τραπεζαρία με το σαλονάκι είχε ανοιχτεί πέρα πέρα, διάπλατα, είχανε λυθεί και τα κρεβάτια στις κρεβατοκάμαρες και δος του πια χορός και πιάνο και φαγοπότι και γέλια. Η κρεβατοκάμαρη του Λερού είχε μεταβληθεί σε πρόχειρη τραπεζαρία. Εκεί μέσα το ’χε στρώσει λοιπόν ο Λερός με κάτι μεσόκοπους, παλιούς συντρόφους του τους περισσοτέρους, στο φαγοπότι, κι ο Παύλος που πειραζότανε να βλέπει την Αλίκη ναν τη χορεύει ο ένας κι ο άλλος κρεμανταλάς, είχε αποτραβηχτεί στην τραπεζαρία και το ’τσουζε κι αυτός.
Κατά τα μεσάνυχτα ξαναμπήκε στη σάλα. Ήταν και λίγο στο κέφι. Το κρασί τον είχε ζαλίσει λίγο. Η Αλίκη κρατώντας στο χέρι ένα γυάλινο δισκάκι με ρακογυάλια και στ’ άλλο ένα μπουκαλάκι με λικέρ, πήγαινε σε κείνους που δε χορεύανε μα καθόντανε στη σάλα γύρω και τους κερνούσε. Ζύγωσε και τον Παύλο.
— Τι έγινες απόψε; Όλο με τη γερουσία… Θα πάρεις ένα λικέρ;
— Όχι! Κάθισε…
Και την κάθισε στην πλαγινή του καρέκλα. Το δισκάκι και το μπουκάλι τ’ απίθωσε σ’ ένα πλαγινό τραπεζάκι.
— Κάθισε να κουβεντιάσουμε, της είπε.
— Απόψε;
— Ή ποτέ!
Το «ποτέ» το ’πε μ’ έναν τόνο βαρύ και της έπιασε αμέσως το χέρι.
— Τι κάνεις; του ’πε. Μας βλέπουν! και προσπάθησε ν’ αποσύρει το χέρι της. Ο Παύλος δεν της τ’ άφηνε.
— Και α μας βλέπουν; τη ρώτησε.
— Μα θα κακοβάλουν!… Μας βλέπει κι η μητέρα!…. Να, αντίκρυ στον καναπέ κάθεται και κάρφωσε τα μάτια της απάνου μας!….
— Ε, κι α μας βλέπουν, τι πειράζει; Δε θα γίνεις γυναίκα μου;
— Γυναίκα σου; ρώτησε το κορίτσι ξαφνιασμένο.
— Δεν το θέλεις;
— Εγώ; ρώτησε τρέμοντας από συγκίνηση. Μα τότε…
— Στάσου!
Σηκώθηκε από τη θέση του και τράβηξε ίσια στην τραπεζαρία. Μόλις μπήκε έγνεψε του Λερού να σηκωθεί.
— Βρε κάτσε να πιούμε!
— Μια στιγμή, σας παρακαλώ!…
Ο Λερός σηκώθηκε και τονέ ζύγωσε.
— Ε, τι θέλεις; τονέ ρώτησε.
— Μου δίνετε την Αλίκη γυναίκα; του ’πε ξάστερα και απερίφραστα.
Ο Λερός ξαφνίστηκε.
— Μιλάς σοβαρά, παιδί μου;
— Μα τι; παίζουμε;
— Τότε μένει κάτι ακόμα…
— Ποιο; ρώτησε συγκινημένος ο Παύλος.
— Να ιδούμε, α σε θέλει και το κορίτσι.
— Ελπίζω…
— Ναν τη ρωτήσουμε!…
Και πήγε στην πόρτα και τη φώναξε. Η Αλίκη ήρθε.
— Άκουσε δω, παιδί μου. Ο Παύλος σε ζήτησε γυναίκα του… Τονέ θέλεις; Πες λεύτερα τη γνώμη σου. Εγώ δε θέλω να σ’ επηρεάσω… Εσύ θα ζήσεις μαζί του κι όχι εγώ… Λοιπόν, περιμένω να…
— Ή αυτόν ή κανένα άλλον! τον αντίσκοψε η Αλίκη, βλέποντας πως τα λόγια του πατέρα της τελειωμό δε θα ’χαν.
— Μωρέ μην παίρνεις φωτιά έτσι αμέσως αμέσως! Σκέψου και λιγάκι…
— Σκέφτηκα αρκετά, πατέρα, και τ’ αποφάσισα!… Ή αυτόν ή κανέναν άλλον!
Τότε με την ευκή μου!…
Και τους ένωσε τα χέρια και δώσανε μπρος τους το πρώτο φιλί. Έπειτα τους πήρε από το χέρι και τους έσυρε στη σάλα.
— Σταθείτε! φώναξε στους γλεντοκόπους. Έχω κάτι σπουδαίο να σας αναγγείλω!
Το πιάνο, ο χορός, οι κουβέντες πάψανε. Το επίσημο ύφος του Λερού άπλωσε σιγή σε όλα.
— Απόψε, είπε, αρραβωνιάζω την κόρη μου με το δικηγόρο κ. Παύλο Κατραμά!… Και θα το βροντήξουμε ίσαμε το πρωί… Δεν έχει κανένας να φύγει!…
— Καλά στέφανα! καλά στέφανα!…
— Να ζήσουνε!
— Ταιριασμένο ζευγάρι!
Κι άλλα τέτοια, συνηθισμένα, ευχήθηκαν οι καλεσμένοι και μόνο η κ. Πραξιθέα δοκίμασε να λιγοθυμήσει από συγκίνηση.
— Έτσι ξαφνικά τα κάνει πάντα ο Λερός, είπε άμα τη συνεφέρανε, μα δεν πειράζει! Ας είναι έτσι καλά κι ας είν’ και ξαφνικά!
Το γλέντι κράτησε ως τα ξημερώματα. Σ’ όλο αυτόν τον καιρό οι αρραβωνιασμένοι, αποτραβηγμένοι σε μιαν άκρη, αδιαφορούσανε για όλα που γύρω τους εγίνονταν. Ζούσανε στον κόσμο τους αυτοί, στο δικό τους κόσμο, που κείνη τη νύχτα πίστεψαν κιόλας πως τονέ δημιούργησαν.
Την άλλη μέρα, ύστερ’ από λιγοστό και ταραγμένο ύπνο, σα σηκώθηκε ο Παύλος τ’ απομεσήμερο και νίφτηκε και ξαπλώθηκε σε μια μουσαμαδένια πολτρόνα που ’χε στην κάμαρά του να καπνίσει το τσιγάρο του, συλλογίστηκε πως δεν είναι πια λεύτερος.
— Διάβολε, μουρμούρισε.
Μα σε λίγο σα τα καλοσκέφτηκε, η μορφή του ιλάρωσε και από το στόμα του, μαζί με τον καπνό του τσιγάρου, ξεφύγανε και τα λόγια:
— Σκλαβιά μα με αλυσίδες τριανταφυλλένιες!
Ντύθηκε και μπήκε στης αρραβωνιαστικιάς του. Τονέ δέχτηκαν με ανοιχτή αγκαλιά. Ο Λερός και η Πραξιθέα πήραν αμέσως απέναντί του θέση πατέρα, προστατευτική. Η Αλίκη ύστερ’ από το απαραίτητο φιλί τον τράβηξε παράμερα στην κάμαρά της.
— Πάμε ναν τα πούμε! του είπε.
— Στάσου παιδί μου, μη μας τον παίρνεις! Τονέ θέλουμε και μείς!… παρατήρησε ο Λερός.
— Βέβαια, τονέ χρειαζόμαστε και μεις! πρόστεσε η κ. Πραξιθέα.
— Τι να τον κάνετε; ρώτησε γελαστά η Αλίκη.
— Μα πώς τι να τον κάνουμε! είπε ο Λερός. Γάμος θα γίνει πρέπει να μιλήσουμε και για την προίκα! Διάβολε! Ατσίγγανοι δεν είμαστε!
Ο Παύλος τότε διαμαρτυρήθηκε.
— Για την προίκα δε με νοιάζει εμένα!… Εγώ την Αλίκη σας ζήτησα, όχι την προίκα!…
— Καλός ο λόγος σου μπρε παιδί, μα… αντίσκοψε ο Λερός.
— Κανονίστε τα σεις όπως τα θέλετε! είπε ο Παύλος κι αποτραβήχτηκε με την Αλίκη να πούνε τα δικά τους.
Ο Λερός επέμενε να γίνει ο γάμος, αφού πρώτα πάρει ο Παύλος και την άδειά του. Η Αλίκη δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει αυτό. Ο γάμος να γίνει μιαν ώρα αρχύτερα. Τι να περιμένουμε την άδεια! Την παίρνει κι ύστερα από το γάμο. Μήπως ο Παύλος δε θα ’χε όλη την ησυχία του να μελετήσει και παντρεμένος; Ο Παύλος ούτε ναι έλεγε ούτε όχι. Όπως θέλανε! Αυτός για ένα μόνο φρόντιζε. Να κυλάνε οι μέρες χαρούμενες, όπως κυλούσανε. Μακάρι πάντα έτσι και ας μη γινότανε ο γάμος ποτέ. Είχε ό,τι ονειρευόταν κι ό,τι λαχταρούσε: Γυναίκα δική του, άνθρωπο που τον αγαπούσε, σύντροφο πιστό στο ταξίδι της ζωής. Για γάμους και για προίκα λεφτά δεν έδινε. Θέλαν και την άδεια του δικηγόρου; Να την πάρει κι αυτή· τώρα; αργότερα; όποτε θέλουν. Ήσυχο να τον αφήσουν μοναχά, ήσυχο να χαίρεται την αγάπη του! Η ζωή του αρραβωνιασμένου, χρόνια λαχταρούσε να κρατήσει. Ξανάλεγε τα λόγια που ’λεγε στο Πανεπιστήμιο. Ο τελειόφοιτος είναι η καλύτερη κατάσταση του νέου. Ούτε φοιτητής είναι πια κανείς ούτε διδάχτορας. Κάτι αόριστο, θαμπό, δίχως φροντίδες και δίχως ευθύνες, ένα είδος μούχρωμα της νεανικής ζωής… Έτσι κι ο αρραβωνιασμένος. Τελειόφοιτος στη ζωή, πες. Ούτε παντρεμένος, μα ούτε κι ανύπαντρος. Ερωτεμένος μοναχά! Να, η ευτυχία!
Τα συλλογιζόταν αυτό και χαμογελούσε, ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Ωστόσο κι ο γάμος άμα ήρθε, ύστερ’ από δυο μήνες, τέλη του Απρίλη, δεν του τάραξε καθόλου τη χαρά του. Την Αλίκη την αγαπούσε τρελά. Τον αγαπούσε και κείνη. Μα κι oι άλλες τους υπόθεσες, οι σχετικές με το γάμο, άσχημα δεν πήγαιναν. Ο Λερός έδωσε τριάντα χιλιάδες προίκα στην κόρη του. Μα όχι όλα μετρητά. Μόνο πέντε χιλιάδες κι αυτές σε δάνειο με υποθήκη. Με τις άλλες εικοσιπέντε τους αγόρασε ένα σπίτι δίπατο στα Κολωνάκι, που θα μπορούσανε να κάθουνται, και να παίρνουν και καμιά εκατοστή δραχμές το μήνα νοίκι. Το σπίτι το ’γραψε στ’ όνομα της Αλίκης, προίκα αδιατίμητη, για να μη μπορούνε ναν τα πουλήσουν τα παιδιά. Της είχαν κι όλο το νοικοκυριό της δώσει, μοναχοκόρη, βλέπεις, κι έτσι ο Παύλος, που ’χε ακόμη αφάγωτα στην Τράπεζα μερικά παραδάκια, ως εφτά οχτώ χιλιάδες, καλοπέρασε την πρώτη χρονιά του γάμου του.
Ούτε την καλονιώσανε μάλιστα οι νιόπαντροι πότε και πώς κύλησε η πρώτη χρονιά. Καθίσαν ένα δυο μήνες στην αρχή, στο Μαρούσι, το καλοκαίρι ταξιδέψανε στις Κυκλάδες, ένα μήνα δω κι άλλονε κει, το χινώπορο γυρίσανε στην Αθήνα κι εκαθίσανε ένα ενάμιση μήνα με τα πεθερικά τους κι αρχές του χειμώνα, σαν επιδιορθώθηκε και καινούργιεψε πια όλως διόλου το πάνω πάτωμα του σπιτιού τους, πήγανε και καθίσανε σ’ αυτό.
Σχέσες πολλές δεν ανοίξανε. Καθόλου, πες. Θέλανε να μένουν οι δυο τους απομονωμένοι μέσα στον παράδεισο της αγάπης τους. Κι εξόν από τους γονείς της Αλίκης κι από δυο τρεις ακόμη οικογένειες φιλικές του σπιτιού της, άλλους δε βλέπανε. Ένα δυο συνάδελφοι του Παύλου, όχι δικηγόροι, μα φιλόλογοι, πηγαίνανε πού και πού σπίτι τους κανένα βράδυ. Μα κι αυτοί σιγά σιγά αποτραβηχτήκανε γιατί σαν πηγαίνανε κανένα βράδυ ναν του κρατήσουν συντροφιά, κι ο Παύλος κι η Αλίκη δείχνανε με το φέρσιμό τους πως δε βλέπανε την ώρα ναν τους αδειάσουν τη γωνιά και ναν τους αφήσουν ήσυχους.
Στο χρόνο πάνου γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Ήτανε κοριτσάκι και χαρήκανε όλοι, εξόν από το Λερό που το ’θελε να ’ναι αγόρι για ναν το κάνει χωροφύλακα.
Το κοριτσάκι το βαφτίσανε και το είπαν Άννα, τ’ όνομα της μητέρας του Παύλου.
— Τώρα να κάμετε την Πραξιθέα! είπε η πεθερά.
— Όχι, τώρα θα γεννηθεί ο χωροφύλακας! φώναξε ο Λερός στρίβοντας το αρειμάνιο μουστάκι του.
Μαζί με το πρώτο παιδί, ήρθε και το πρώτο σύγνεφο στην αγάπη τους. Ο Παύλος ένα βράδυ έφαγε όξω με φίλους του, δίχως να προειδοποιήσει την Αλίκη. Σα γύρισε τα μεσάνυχτα σπίτι, τη βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι. Καμώθηκε πως κοιμόταν άμα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, και, σαν έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο, ξετινάχτηκε σα να την έγλειψε γυμνοσάλιαγκας, στραβομουτσούνιασε και ξανάρχισε το ροχαλητό. Το πρωί μούτρα. Με τα τσιγκέλια βγαίναν τα λόγια από το στόμα της και άμα αρχίνησε ναν της δικιολογιέται ο Παύλος, τον αντίσκοψε απότομα:
— Άντρας είσαι, κύριε, και δεν έχεις να δώσεις σε κανένα λογαριασμό!
Ίσαμε κείνο το πρωινό δεν το ’χε νιώσει ακόμα πως με το γάμο η λευτεριά του χάθηκε. Ίσως και γιατί δεν είχε κάνει ακόμα πάνου σ’ αυτό καμιά δοκιμή. Να, όμως τώρα που η πρώτη δοκιμή έγινε και η απάντηση του δόθηκε τόσο σκληρή.
— Δεν είμαι λοιπό λεύτερος πια να ζω όπως θέλω; συλλογίστηκε κι ανατρίχιαζε με τα συλλογισμό του αυτό. Και επειδή μέσα του, κι από φυσικό του κι από τις μελέτες του, είχε γιγαντωμένο το συναίστημα της λευτεριάς, αρχίνησε σοβαρά ναν τη συλλογίζεται τη σκλαβιά του. Ήτανε όμως και τ’ άλλο. Ο Παύλος από παιδί συνήθιζε να σκέφτεται ποιητικά κι έτσι να την παίρνει τη ζωή. Ούτε το ’χε φανταστεί ποτέ πως με το γάμο τα όνειρα ψαλιδίζουνται και η σκέψη στενεύει. Ακόμα και πως δεν έχεις το λεύτερο να ζεις όπως θέλεις εσύ, μα είσαι υποχρεωμένος να συμμορφώνεσαι με τα συνήθεια του άλλου και τη ζωή σου ναν τη συμβιβάζεις με του συντρόφου σου τη ζωή. Τέτοιες σκέψες, που βγαίνουν από την πείρα της ζωής, δεν τις είχε κάνει ποτέ· ίσως μάλιστα να ήταν και νωρίς ακόμα.
Το μεσημέρι, στο τραπέζι, τα ’σιαξε με τη γυναίκα του. Της υποσκέθηκε, της ορκίστηκε, πως δε θα ξαναλείψει από το σπίτι. Μα ύστερ’ από λίγες μέρες πάτησε τον όρκο του. Τούτη τη φορά επίτηδες. Έμεινε με φίλους του στη μπίρα ίσαμε τις δέκα το βράδυ. Ωχ, αδερφέ! Με τις κότες θα κουρνιάζουμε; Γυρίζοντας σπίτι, βρήκε τη γυναίκα του στην τραπεζαρία. Τον καρτερούσε ξαπλωμένη σε μια πολτρόνα, και μόλις τον είδε του ’βαλε τις φωνές.
— Δεν είναι κατάσταση αυτή!…Αν είναι να ζεις έτσι ρέμπελα, να μου το πεις, φίλε μου, να πάρω την κόρη μου να πάω στον πατέρα μου!…
— Πολύ χωροφυλακίστικα φέρνεσαι! της παρατήρησε χαμογελώντας ο Παύλος.
— Θα βρίσεις και τον πατέρα μου τώρα; Αυτό μας έλειπε! και πήγε και κλειδώθηκε στην κάμαρά της.
Ο Παύλος πέρασε όλη σχεδόν τη νύχτα άυπνος στο γραφείο του. Είχε αρχινήσει κι αυτός να φουρκίζεται στ’ αλήθεια. Μια τέτοια ζωή ναν τη βράσει. Σκλαβιά πες την, όχι ζωή. Γιατί έλειψε μια ώρα από την ορισμένη; Μα τότε γιατί δεν τονέ ράβει κι απάνω στο φουστάνι της; Φαίνεται, δεν τον αγαπάει πια. Αν τον αγαπούσε, τέτοιες φασαρίες δε θαν του τις έκανε.
Το πρωί που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, βρήκε την Αλίκη πεσμένη απάνου στην κούνια της Άννας, να λούζει το παιδί με τα δάκρυά της και ναν του λέει:
— Πάει, παιδί μου, πια. Δεν έχεις πατέρα!… Είσαι ορφανό!
Ο Παύλος καταταράχτηχε.
— Μα, Αλίκη μου, τι είν’ αυτά που λες! της είπε με συμπόνια.
— Είναι αυτά που λέω, κύριε, του αποκρίθηκε, κι α δε τα νιώθεις, τόσο το χειρότερο για σένα!…
Τη ζύγωσε. Δοκίμασε να την αγκαλιάσει. Του αντιστάθηκε. Του αντιστάθηκε πολύ. Τον εδάγκασε μάλιστα στο χέρι. Φώναξε. Ζήτησε και την προστασία της κόρης της: «Παιδί μου σώσε με!» Επιτέλους τη νίκησε, την έριξε στο κρεβάτι και τη φίλησε γλυκά στο στόμα.
— Σαν παιδί κάνεις, καημένη! της είπε χαϊδευτικά. Μια κι έγινε η αρχή, οι τέτοιες σκηνές έρχονταν ξακολουθητικά. Αν όχι κάθε μέρα, κάθε δεύτερη όμως μέρα σίγουρα. Πότε γιατί άργησε λίγο το μεσημέρι, πότε γιατί κακομίλησε της υπηρέτριας, πότε γιατί ο τόνος της φωνής του ήτανε διαταχτικός και πάντα για τέτοιες ασήμαντες και γελοίες, τις περισσότερες φορές, αφορμές.
— Πάει πια, δε μ’ αγαπάει η Αλίκη συλλογιζότανε. Μα πάλι παρηγοριόταν μοναχός του:
— Μπορεί τέτοια να ’ναι η συζυγική αγάπη!… Ποιος ξέρει!
Και τα δικά του όμως νεύρα δε μένανε όλως διόλου ήσυχα. Αντί να υποχωρεί και να σωπαίνει σαν έβλεπε νευριασμένη την Αλίκη, νεύριαζε κι αυτός, έβαζε κι αυτός τις φωνές, έβριζε, χτυπούσε τις καρέκλες κάτου, μια φορά μάλιστα σήκωοε και την καρέκλα να της τη φέρει κατακέφαλα.
— Τεμπελχανά! του ’πε, παλιοποιητή!
Η Αλίκη ναν του μιλήσει έτσι; Το πλάσμα το αβρό, που και ναν τ’ αγγίξει ακόμα δεν τολμούσε όταν το ’βλεπε να στολίζει το σπίτι του Λερού, η Αλίκη ν’ αποθηριωθεί έτσι; Α, δεν είναι ζωή αυτή. Πρέπει να πάρει ένα τέλος, Ή ν’ αλλάξει η Αλίκη, ή να πάρει τα μάτια του κι όπου τονέ βγάλει η άκρη. Με γκρίνες και με καυγάδες καθημερινούς η ζωή γίνεται κόλαση.
Και συλλογιζόταν ακόμα: Τι να σου κάνει που ’ναι στη μέση αυτή η αλυσίδα, το παιδί· πού ναν τ’ αφήσει; Πώς να μην το βλέπει πια φεύγοντας; Ας έλειπε το παιδί και τα λέγαμε. Το καπέλο του και δρόμο!
Και για να μη μπορέσει ποτέ να κάμει τη γενναία αυτή απόφαση, τη δεύτερη χρονιά του γάμου του απόχτησε και τη δεύτερη κόρη, την Πραξιθέα. Η αλυσίδα λοιπόν έγινε διπλή και άσπαστη.
Η Αλίκη δεν το χάρηκε καθόλου που απόχτησε και δεύτερο παιδί. Του το δήλωσε μάλιστα ορθά κοφτά:
— Α με πήρες για παραμάνα, γελάστηκες! Άλλο παιδί δεν έχει πια και πάρ’ το απόφαση!…
Της πρότεινε να της πάρει παραμάνα.
— Όχι του δήλωσε, θαν το βυζάξω κι αυτό μοναχή μου. Σκλάβα σου δεν είμαι;
— Εσύ, κυρά μου, της είπε, έχεις όρεξη να τρώγεσαι με τα ρούχα σου! Σε καλό σου.
Η Αλίκη κάτι του απάντησε. Mα αυτός, για να μη την ταράξει στη θέση που βρισκόταν, καμώθηκε πως δεν πολυκατάλαβε. Αρχίνησε μάλιστα ναν το ρίχνει για καλά έξω. Ωχ αδερφέ! Αν το ’χει σκοπό αυτή να φαγωθεί, ας φαγωθεί! Εμείς τη ζωή μας τη θέλομε!
Άρχισε μάλιστα ν’ αναρωτιέται κιόλας και να λέει:
— Η Αλίκη είναι αυτή; Πώς άλλαξε; Πού η τρυφεράδα που ’χε κορίτσι; πού το ήμερο φέρσιμό της; πού η χαδιάρα της φωνή;
Κι απάντηση δεν εύρισκε. Μα και ποιος ναν του τη δώσει την απάντηση; Η πείρα του ’λειπε. Αν την είχε, θαν του ’λεγε:
— H γυναίκα σου δεν άλλαξε καθόλου. Είναι ίδια κι απαράλλακτη όπως τη γνώρισες. Οι κοριτσίστικοι ρομαντισμοί μόνο της φύγανε με την αλλαγή της ζωής και σου φαίνεται τώρα αλλιώτικη, αφού μάλιστα ο δικός σου ο ρομαντισμός αυξάνει, αντί να λιγοστέψει, με τα χρόνια!…
Με τον καιρό, ύστερ’ από τρία τέσσερα χρόνια, είχανε φαγωθεί κιόλας οι χιλιάδες του Παύλου κι είχανε βάλει χέρι και στις πέντε χιλιάδες της υποθήκης, που την είχανε σηκώσει, αρχίνησε μια καινούργια γκρίνια, και δικιολογημένη κάπως, στο σπίτι, για την άδεια. Ο Παύλος πριν παντρευτεί το ’χε τάξει πως θα στρωθεί στη μελέτη και θα πάρει την άδειά του, για να μπορέσει να πετύχει καμιά θέση ύστερα ή και να δικηγορήσει, μα έξη χρόνια τώρα το ’χε ρίξει βαριά και νεύριαζε άμα του το θυμίζανε. Η κατάσταση όμως αυτή δεν μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος· τα ψιλά σωνόνταν, ο Παύλος δούλευε μια δουλειά όχι προσοδοφόρα· έγραφε τραγούδια κι είχε στρωθεί να γράψει κι ένα δράμα. Μα όσο κι αν επαινιόνταν τα τραγούδια του κι όσο κι αν έλπιζε με το δράμα του να πάρει μια μέρα θέση καλή στα γράμματα και να βγάλει και μερικούς παράδες αν παρασταθεί ή κι αν τυπωθεί, το σπίτι ήθελε έξοδα κάθε μέρα και τα ψιλά, είπαμε, σωνόντανε.
Αρχίνησε λοιπόν τη γκρίνια πρώτα πρώτα η Αλίκη. Γκρίνια συστηματική, επίμονη. Κάθε πρωί τον ίδιο χαβά.
— Θα πάρεις την άδειά σου, χριστιανέ μου; Δε βαρέθηκες πια να κάθεσαι; Έχεις και κορίτσια τώρα· δεν τα συλλογίζεσαι;
Ύστερα ήρθε επικουρία κι ο πεθερός του.
— Βρε αδερφέ, ρεζίλι μας έκαμες! Εγώ πάντρεψα την κόρη μου με δικηγόρο, όχι με χασομέρη!…
Κι η πεθερά το ίδιο:
— Με ρωτάνε τι δουλειά κάνει ο γαμπρός μου και βουβαίνουμαι. Τι ναν τους πω;
Κι ο Παύλος, που δεχότανε τις γκρίνιες της γυναίκας του, που μπορεί στο βάθος της ψυχής του ναν τις έβρισκε και σωστές, άναβε και κόρωνε άμα του μιλούσανε γι’ αυτή την υπόθεση τα πεθερικά του. Μια μέρα μάλιστα δήλωσε της γυναίκας του ρητά:
— Να πεις του χωροφύλακα του πατέρα σου να μη με σκοτίζει γιατί θ’ αναγκαστώ καμιά μέρα ναν τονέ βγάλω με τις κλωτσιές από το σπίτι!…
— Δεν παίρνεις τα μούτρα σου!
— Θαν το ιδείς!
— Κι από πού θαν τονέ βγάλεις; τονέ ρώτησε αγριεμένη.
— Από το σπίτι μου!
— Μάτια μου!… Το σπίτι είναι δικό μου… μου τ’ αγόρασε ο πατέρας μου με τους παράδες του και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να βγάλεις τον πατέρα μου από το σπίτι του!
Και σε μια διαμαρτύρηση του Παύλου, έδωκε αμέσως την απάντηση:
— Ξέχασες κιόλας πως τρεφόμαστε, πως τρέφεσαι εσύ και τα παιδιά σου, από τα νοίκια του σπιτιού μου κι από τις πέντε χιλιάδες της προίκας μου…
— Και τα δικά μου χρήματα που φάγαμε δεν ήταν κι αυτά χρήματα; Ήταν βότσαλα; είπε ο Παύλος.
— Τα δικά σου χρήματα τα σπατάλησες εσύ με την τεμπελιά σου και πάψε, παρακαλώ.
Ο Παύλος έπαψε. Μα για να πάψει πια ολότελα κι αυτή η γκρίνια, που τον ξενεύριζε και που ’βλεπε πως δε θα ’χει τέλος καλό, τ’ αποφάσισε και στρώθηκε στη μελέτη κι έτσι στο χρόνο πάνου πήρε και την άδειά του και γαληνέψανε τα πράματα. Την πήρε όμως την άδεια, μα τι να την κάνει; Να δικηγορήσει, ούτε το φαντάστηκε ποτέ. Δεν ήταν πλασμένος για δικηγόρος, το ’ξερε. Η ψυχή του δε σήκωνε στρεψοδικίας, ούτε μπερμπαντιές, κι αν τ’ αποφάσιζε να δικηγορήσει, θα ναυαγούσε από τα πρώτα βήματα. Για να μην κάθεται λοιπόν και για να ξεφορτωθεί και τα πεθερικά του, που δε λείπανε μέρα από το σπίτι του, τ’ αποφάσισε να ζητήσει μια θέση μακριά από την Αθήνα και τα κατάφερε με κάτι μέσα που ’χε προσωπικά να διοριστεί ειρηνοδίκης σ’ ένα νησί Κυκλαδίτικο.
Ο Λερός καταχάρηκε άμα το ’μαθε αυτό. Έτσι ντε! Θα ’χουμε και γαμπρό δικαστή τώρα! Μα και της Αλίκης δεν της ξινοφάνηκε. Είχε βαρεθεί κι αυτή την Αθήνα. Ας δούμε κι άλλα μέρη. Η ποικιλία στη ζωή δεν είναι άσκημη. Έπειτα της φούσκωσε κι ο Λερός τα μυαλά της:
— Ρώτα μένα να σου πω! Ξέρεις τι θέση έχει μια ειρηνοδίκαινα στις επαρχίες; Θα φυσάνε το δρόμο να περάσεις!… Άσε πια τα πεσκέσια!…
Μείνανε ένα χρόνο στο νησί που τους στείλανε. Έπειτα άλλαξε το υπουργείο κι ήρθε η μετάθεση. Από τις Κυκλάδες τους πετάξανε πάνου στην Άρτα. Mα ούτε κει δεν τους αφήσανε. Κάθε λίγο και λιγάκι μετάθεση. Από τη μιαν άκρη της Ελλάδας στην άλλη.
— Μαθαίνουμε τη γεωγραφία της πατρίδας μας! έλεγε ο Παύλος στην αρχή χαμογελώντας.
Μα και η Αλίκη δε δυσαρεστιότανε γι’ αυτό. Έτσι που χόρταινε γλήγορα με το κάθε τι, της αρέσανε αυτές oι αλλεπάλληλες περιοδείες και περιπέτειες. Πριν βαρεθούν ένα μέρος, η Πολιτεία φιλόστοργα φρόντιζε ναν τους αλλάξει.
Μ’ αυτή η χαρά και η ξεγνοιασιά βάσταξε όσο ήτανε νέοι. Ύστερα με τα χρόνια, που αρχινήσανε να βαραίνουν και ναν τα βαριούνται όλα, τους γεννήθηκε και η λαχτάρα της ησυχίας.
— Δεν υποφέρεται πια τέτοια ζωή! είπε πρώτη η Αλίκη σαν τους μεταθέσανε από την Καρδίτσα, κάτω στο Τσιρίγο. Ούτε Ατσίγγανοι έτσι!…
— Το βλέπω και γω!… Μα τι θες να κάνω!
— Να! να πας στην Αθήνα και να παρακαλέσεις…
— Εγώ λέω να πάμε στην Αθήνα μια και καλή!…
—Και ν’ αρχινήσουμε πάλι τα πρώτα μας; Ρεμπελιό κι αναδουλειά; Συχώρα με, χριστιανέ μου!...
Ωστόσο ήρθε μέρα που το ταξίδι αυτό της Αθήνας το πρότεινε ίδια η Αλίκη. Δέκα χρόνια ήταν που γυρίζανε από μέρος σε μέρος. Σήμερα δω κι αύριο κει. Δέκα χρόνια όσο κι αν πεις, κάτι βαραίνουνε στη ζωή. Και κουραστήκανε. Ο Παύλος ζύγωνε τα σαράντα. Η Αλίκη για το ίδιο λιμάνι ταξίδευε. Έπειτα, μεγαλώσανε και τα κορίτσια. Δεκατέσσερω χρονών η Άννα, ζύγωνε τα δεκατρία η Πραξιθέα, που τη λέγανε Θούλα χαϊδευτικά. Mε τις αλλεπάλληλες μετάθεσες, τα κορίτσια μείνανε πίσω στα γράμματα. Καιρός ήτανε να φροντίσουνε ναν τα βάλουνε σε μια σειρά. Έπειτα και το πιο σπουδαίο, είχε πεθάνει πρόπερσι η μάνα της Αλίκης, φέτος πέθανε κι ο πατέρας της κι η μικρή περιουσία που αφήσανε oι γέροι, καμιά σαρανταριά χιλιάδες δραχμές, χρειαζότανε φροντίδα κι επιτήρηση για να μην πάει στα χαμένα.
Αυτά κι αυτά του τα κατάστρωσε ένα βράδυ η Αλίκη. Κι ο Παύλος τα δέχτηκε δίχως αντιλογία. Τη λαχταρούσε κι αυτός την Αθήνα. Η περιπλανώμενη αποστολή του έληξε, καθώς έλεγε συχνά. Μα και τα σημειώματά του ήτανε σωρός στο φορτσέρι του. Είχε μελετήσει πολύ τη ζωή, τους ανθρώπους, τον τόπο κι όλα αυτά λογάριαζε μια μέρα, σα γυρίσει με το καλό στην Αθήνα, ναν τα ξεμεταλλευτεί. Δέχτηκε λοιπόν πρόθυμα την πρόταση της Αλίκης.
— Πάμε! της είπε.
— Τι στην οργή! του παρατήρησε. Ξέρεις τόσους και τόσους εκεί. Δε θα μπορέσεις να χωθείς σε κανένα υπουργείο, σε καμιά θέση καλή;
— Όλα γίνουνται!
— Ένα μόνο τρέμω και φοβούμαι…
— Τι; ρώτησε ο Παύλος.
—Μήπως, πηγαίνοντας στην Αθήνα, βάλεις χερικό και στην κληρονομιά του γέρου και την κάνεις κι αυτή γυαλιά καρφιά!…
— Παιδιά είμαστε;
— Μωρέ, σε ξέρω τι σκορπιοχέρης είσαι! Τώρα θα σε μάθω;
— Να, λοιπόν τι θα γίνει, Αλίκη. Την κληρονομιά του πατέρα να την πάρεις εσύ και ναν τη διαχειριστείς. Στο χέρι το δικό μου οι παράδες κυλάνε, το ξέρω!…
— Και έχουμε και κορίτσια!…
Σαν τα συμφωνήσανε έτσι, γυρίσανε στην Αθήνα κι εγκαταστάθηκαvε κει οριστικά. Καθίσανε στο σπίτι τους, στο ίδιο πάτωμα το απάνου, που καθόντανε και πρώτα. Βάλανε και τα κορίτσια στο σχολείο. Τη μεγάλη τη στείλανε και στο Ωδείο για πιάνο. Ο Παύλος δεν κοίταζε για θέση. Το φυσικό τον δεν τον άφηνε να πάει να παρακαλέσει. Είπε σε κάνα δυo δικούς του, μα του προτείνανε θέση όξω από την Αθήνα. Κι αυτός δεν το εννοούσε ναν το κουνήσει πια από την πατρίδα του. Μα κι αυτό κι η Αλίκη το ’θελε. Θα ζούσανε δω πια. Μια κι είχε η Αλίκη τη διαχείριση στα χέρια της, οικονόμα καθώς ήταν και νοικοκυρά, τα φέρνανε για καλά βόλτα, άνετα. Μα κι ο Παύλος αργός δεν έμενε. Έγραφε κι όλο έγραφε. Είχε το γραφείο του και δεν τον ενοχλούνε κανείς μέσα κει. Είχε και το καθημερινό του εξασφαλισμένο. Μπορούσε λοιπόν άνετα να δουλεύει. Και δούλευε. Μια σειρά μελέτες του για την Ελληνική πατρίδα, για την ψυχολογία του ρωμιού, με χίλια δυο ντοκουμέντα και παρατήρησες στολισμένη, δημοσιεύτηκε σε κάποιο περιοδικό και ακριβοπληρώθηκε· φαίνεται πως θα ’κανε και κάποια εντύπωση, γιατί αμέσως του ζητήθηκε συνεργασία από δυο τρεις εφημερίδες και τη δέχτηκε πρόθυμα.
— Να λοιπόν, είπε μια μέρα στην Αλίκη, που κι ο παλιοποιητής, καθώς μ’ έλεγες άλλοτε, μπορεί και βγάζει παράδες δίχως να προσκυνάει κανένα!…
Μόνο ένα δεν μπορούσε να χωνέψει η Αλίκη. Τις συχνές απουσίες του. Έλειπε πολλές φορές το βράδυ από το φαΐ. Καμιά φορά γύριζε στο σπίτι και κατά τα ξημερώματα. Έμπλεκε στο γραφείο καμιάς εφημερίδας, ή το ’ριχνε όξω με συναδέλφους του. Aυτό για την Αλίκη ήτανε έγκλημα βαρύ.
— Ποιος ξέρει α δε πας και σε κανένα βρομόσπιτο τη νύχτα! του ’λεγε.
— Μα, αγάπη μου! διεμαρτυριότανε. Τώρα, στην ηλικία μας, τέτοια πράματα;
— Εσύ;… Μα δε με γελάς εμένα εσύ! Βγάλ’ το από το νου σου! Ένας νοικοκύρης τίμιος γυρίζει νωρίς σπίτι του…
— Μα κι ένας έξυπνος νοικοκύρης, της αποκρινότανε, μπορεί να γυρίζει νωρίς σπίτι του, κι όμως ναν τα κάνει όλα!… Οι άτιμες δουλειές δε γίνουνται μοναχά τη νύχτα. Γίνουνται και το πρωί, γίνουνται και τ’ απομεσήμερο… γίνουνται σ’ όποια ώρα έχεις κέφι… ξέρε το!…
— Μα τα ξέρεις όλ’ αυτά εσύ!… Το παραδέχουμαι!… Τέτοιος που ’σαι!…
Άπειρες φορές μαλώσανε πάνου σ’ αυτό το ζήτημα, χωρίς ναν τα καταφέρουνε να ’ρθουνε σε κανένα συμπέρασμα. Τρωγόντανε μονάχα κι όλο βριζόντανε. Ένα βράδυ που η Αλίκη ήτανε χωρίς νεύρα, στις αγάπες της, του είπε, στο τραπέζι, ύστερ’ από το φαΐ, όταν τα κορίτσια είχαν πάει να κοιμηθούν:
— Έλα, Παύλο, να μιλήσουμε σα δυο φίλοι καλοί, να συζητήσουμε δίχως νεύρα και δίχως φωνές.
— Εμπρός, λέγε!… της είπε χαμογελώντας.
— Μα θα μου απαντήσεις ειλικρινά σε ό,τι σε ρωτήσω…
— Βέβαια…
— Σου αρέσει που μένεις όξω το βράδυ;
— Κάποτε…
— Τι θα πει αυτό;
— Να, κάποτε μου αρέσει που μένω το βράδυ όξω, είτε γιατί έχω δουλειά, είτε γιατί η παρέα μου αρέσει, και κάποτε μένω ξεπίτηδες, δίχως κέφι και δίχως την παραμικρότερη ευχαρίστηση, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορώ να υποφέρω την ιδέα πως είμαι υποχρεωμένος να ’ρθω νωρίς σπίτι, για να μην ακούω της φωνές σου!…
— Καλά! του είπε η Αλίκη δίχως να πειραχτεί. Μα ξήγα μου και τούτο: Γιατί όταν ήσουν ανύπαντρος και είχες όλο το λεύτερο, κι όταν ήσουν αρραβωνιασμένος και δεν είχες να δώσεις λόγο σε κανένα, δεν έβγαινες ποτέ νύχτα από το σπίτι, και πολλές φορές καθόσουνα ολάκερες βδομάδες μέσα σα σπιτόκοτα;
Ο Παύλος σκέφτηκε λίγο και της είπε με φωνή πνιγμένη από συγκίνηση, σιγά και φιλικά:
— Τότε δεν ήμουνα παντρεμένος!
Κι η Αλίκη κούνησε περίλυπα το κεφάλι της.
Να ’νιωσε άραγε όλη την άγρια τραγωδία της ζωής που βογκούσε κάτω από τα δυο του βαρυσήμαντα λόγια;
— Ξεράθηκε της ζωής μας το δεντρί, Αλίκη. Στο χινόπωρο πέσαμε. Τα φύλλα σωροβαλιάζουνται από τα κλαδιά και σκεπάζουνε τη γη και το σκοινί μας αρχίνησε πια να κονταίνει. Κι όμως τι κάναμε; Πώς τα σπαταλήσαμε τα νιάτα μας; Με τι φορτούνες περάσαμε την άνοιξη και το κατακαλόκαιρο;
Αυτά συλλογιζότανε ο Παύλος ένα δειλινό που η Αλίκη είχε γείρει το κεφάλι της στα γόνατά του και της χάιδευε τα μαλλιά και έβλεπε με θλίψη τις ασημένιες τρίχες που είχαν αρχινήσει να πληθαίνουν.
— Γεράσαμε, Αλίκη! της είπε.
— Μη μου το λες, καημένε! Τα τρέμω τα γηρατειά!… Και σα να την τρόμαζε η σκέψη αυτή, έκλεισε τα μάτια της και σιγά σιγά αποκοιμήθηκε, εκεί, καθώς είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο στα γόνατά του.
Καθόντανε σ’ ένα μεγάλο κοριντόρι του σπιτιού τους, τζαμόφραχτο από τη μια μεριά, τη δυσμική, που ’βλεπε στην αυλίτσα τη δική τους και σ’ ένα περιβόλι μεγαλούτσικο του γειτονικού σπιτιού. Δεν είχε βγει ο Παύλος όξω, ύστερ’ από το φαΐ. Έτσι με την ανοιξιάτικη λιακάδα του Νοέμβρη, στρώθηκε στη δουλειά, σ’ ένα τραπεζάκι που το ’χε φέρει στο κοριντόρι. Έγραφε εν μεγάλο του ρομάντσο. Η Αλίκη καθόταν αντικρύ του, σ’ ένα καναπεδάκι, και κεντούσε, κι όταν ο Παύλος, κουρασμένος από τη δουλειά πήγε και κάθισε κοντά της, έγειρε πάνου στα γόνατά του το κεφάλι της, ζαλισμένη από τον ήλιο που τη χτυπούσε κατακέφαλα τόσην ώρα.
Η Αλίκη κοιμότανε. Η ματιά και η ψυχή του Παύλου ταξιδεύανε πάνου στις κορφές των γυμνωμένων κλαδιών του γειτονικού κήπου. Ο ήλιος έγερνε στη δύση του.
— Έτσι κι η δική μας η ζωή στο βασίλεμά της τραβάει! συλλογιζότανε. Σήμερ’ αύριο θα βουλιάξει κι ο δικός μας ήλιος στο άπειρο και θα μας σκεπάσει η νύχτα η αιώνια!
Κι αναστέναξε. Κι όταν η ματιά του αφήνοντας τις κορφές των κλαδιών, έπεσε κατά τη γης και την είδε στρωμένη με φύλλα ξερά και κιτρινιασμένα, αναστέναξε για δεύτερη φορά, πιο βαθιά και πιο πονεμένα τώρα.
Η Αλίκη άνοιξε τα μάτια της κι ανασήκωσε το κεφάλι της.
— Τον πήρες! της είπε.
— Ναι, λίγο. Και συ;
— Εγώ συλλογιζόμουνα…
— Καμιά ερωμένη σου;
— Μπορεί!… Και στο στόμα του, στην αριστερή γωνιά, απλώθηκε το συνηθισμένο του αλαφροχαμόγελο που το ’χε από τα μικρά του, στην αρχή σα χαμόγελο πικρό, και που σιγά σιγά οι φουρτούνες της ζωής του το μεταβάλανε σε χαμόγελο σαρκασμού. Τα χαμόγελο αυτό άμα το ’βλεπε η Αλίκη δαιμονιζότανε. Τούτη τη φορά δεν το είδε κι έτσι χαμογέλασε σαν ο Παύλος της είπε πως μπορεί να συλλογιζότανε καμιά του ερωμένη.
— Ποια σε κοιτάζει τώρα, καημένε Παύλο! του είπε. Έτσι που κατάντησες!
— Φυσικά! Έτσι που κατάντησα!
Και για δεύτερη φορά το χαμόγελο του σαρκασμού φώτισε τα χείλια του.
Τούτη τη φορά η Αλίκη το είδε, μα δε θύμωσε. Μόνο του είπε με παράπονο:
— Όλο και κοροϊδεύεις εσύ!…
— Ναι! της αποκρίθηκε. Η ζωή, βλέπεις, μου ’δωσε το μεγαλύτερο δώρο της, την ειρωνεία!…
Αυτό ήταν η αλήθεια. Από την πάλη της ζωής, από τις φουρτούνες, από τις λογής απογοήτεψες που δοκίμασε και που δοκίμαζε, είχε πάρει την ειρωνεία. Μια ειρωνεία ξώφερση, φαινομενικιά. Στα βάθη της ψυχής του, τα πλημμυρισμένα από λυρισμό, ζούσαν όλα τα ευγενικά αιστήματα, όλες οι φωτεινές σκέψες, όλα τα μεγάλα ονείρατα, ακόμα κι οι απογοήτεψες οι μεγάλες ζούσανε κει.
Μα ποιος ναν τα ιδεί όλ’ αυτά; Η Αλίκη μάλιστα λιγότερο από κάθε άλλον. Όχι μόνο γιατί πάσκιζε πάντα επίμονα να κρύβει απ’ όλους το «μέσα πλούτος» του και να εκδηλώνεται πάντα ανάποδα, σαρκάζοντας όλα και φανερώνοντας πάντα με μάσκα κάθε του συναίστημα, μα και γιατί, όπως είναι κανόνας απαράβατος στη ζωή, όσοι βρίσκονται σιμότερά μας, κείνοι και περισσότερο μας παραγνωρίζουν.
Της το ’λεγε συχνά:
—Εμείς οι δυο μας, ζήσαμε τόσα χρόνια μαζί, μπορεί να ζήσουμε κι άλλα τόσα, μα μια μέρα θα σφίξουμε το χέρι και θα τραβήξουμε για το μεγάλο το ταξίδι, σα δυο ξένοι, σα δυο άγνωστοι, δίχως να ’χει γνωρίσει ο ένας τον άλλονε!.
— Εσύ μπορεί! του αποκρινότανε. Μα εγώ σε ξέρω καλά… κατακαλά!…
— Με ξέρεις!…
Και τα ’λεγε αυτά, όχι χαμογελώντας ειρωνικά, μα με πόνο, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του.
Μα μήπως δοκίμασε κι αυτός ποτέ ναν της δείξει ποιος είναι; Όλο και της κρυβότανε πεισματικά, επίμονα. Κι απαιτούσε από μια αδύναμη γυναίκα, που αναθράφηκε μέσα σ’ ένα σπίτι καταραχνιασμένο από πρόληψες κοινωνικές, μουχλιασμένες, και που την είχε πάρει τη ζωή από τη συνηθισμένη, τη νοικοκυρίστικη μεριά, απαιτούσε απ’ αυτή τη γυναίκα να παραμερίσει με τ’ αδύνατα τα χέρια της, όλα τα εξωτερικά, τα πλαστά σημάδια του χαραχτήρα του, και να βουτήξει στα βάθια της ψυχής του να βρει το πετράδι το ξετίμητο. Ηράκλειο έργο της ζητούσε, δίχως ναν τη βοηθήσει καθόλου σ’ αυτό!…
Κι έτσι μια μέρα, ύστερ’ από ’να μικροκαυγαδάκι από τα συνηθισμένα τους, όταν η Αλίκη καταριότανε τη μοίρα της που την κατάτρεξε, από μιας κι αρχής, και την έμπλεξε με τέτοιον άνθρωπο, της είπε συμπονώντας τη στ’ αληθινά:
— Έχεις δίκιο!… Αδικήθηκες που ’μπλεξες μαζί μου, που με πήρες άντρα σου!…
— Θα μου πεις τώρα πως αδικήθηκες και συ που με πήρες!… Περιμένω ναν τ’ ακούσω κι αυτό! του είπε νευρικά κι αυτή.
— Εμένα άσε με! Μη με λογαριάζεις εμένα! της αποκρίθηκε θλιμμένα και το συνηθισμένο του χαμόγελο άνθισε και πάλι στα χείλια του.
Από τα κορίτσια, ο Παύλος τη μικρότερη, τη Θούλα, την αγαπούσε περισσότερο, τη λάτρευε. Όχι πως δεν αγαπούσε και την Άννα, μα η Θούλα του μιλούσε περισσότερο στην ψυχή του, ήταν η αδυναμία του.
Η Άννα ερχότανε κάπως σοβαρότερη, πια εσωτερικιά μα η ψυχή της Θούλας ήταν πέρα πέρα τραγούδι. Ήταν τόσο διαχυτική και τόσο αισταντική, που πολλές φορές ο Παύλος βυθιζότανε σε έκταση μπροστά της, μεθούσε με τα λόγια της, σαγηνευότανε με τα φερσίματά της τόσο, που η ψυχή του έκλαιγε από τρυφεράδα κι από συγκίνηση μπροστά στο θείο αυτό πλάσμα. Το ’λεγε πολλές φορές:
— Α θέλω να ζήσω, το θέλω περισσότερο για να χαίρομαι τη Θούλα, ν’ ακούω το τραγούδι της.
Γιατ’ η φωνή της τραγούδι ήτανε και το χάδι της μουσική απόκοσμη. Η προτίμησή του αυτή στη Θούλα δεν πείραζε την Αλίκη, μα ούτε και την Άννα πείραζε. Το ενάντιο, το χαιρόντανε κι οι δυο αυτό, γιατί όλοι τους στο σπίτι στη Θούλα δίνανε τα πρωτεία, αναγνωρίζανε την ψυχική της υπεροχή. Η Αλίκη τ’ όρισε καλά αυτό μια φορά:
— Ό,τι ευγενικό κι ωραίο μπορεί να ’χουμε μέσα στην ψυχή μας, Παύλο, εγώ και συ, η Θούλα μας το πήρε. Και καμαρώνοντάς την πολλές φορές λέω: Για να ’ναι έτσι καλό το παιδί μου, δε θα ’μαι κακή και γω!
Η Αλίκη, με τον καιρό, δέχτηκε, άνιωθά της κι αθέλητα, την επίδραση του Παύλου, πάντα σε μέτριο βαθμό, μα οπωσδήποτε τη δέχτηκε. Αρχίνησε να βλέπει κι αυτή κάπως ξαστερότερα τη ζωή, να φιλοσοφεί πάνου στα πράματα, να αιστάνεται το κάθε τι αληθινότερα. Ο σπόρος της λευτεριάς, φαίνεται, βρισκότανε στην ψυχή της μέσα, από φυσικό της, κι ο σπόρος αυτός, σιγά σιγά, με την καθημερινή καλλιέργεια, έπιασε και φούντωσε. Για τούτο βρέθηκε σύμφωνη με τον άντρα της να δώσουνε στα παιδιά τους μόρφωση τέτοια που να μπορέσουνε μια μέρα να ζήσουνε με την εργασία τους λεύτερα κι ανεξάρτητα.
— Και μακριά από παντρειές, έλεγε συχνά. Τα πρόκοψα εγώ με την παντρειά μου για να θέλω να σκλαβώσω και τα κορίτσια μου!
Μια λύπη μονάχα είχε που τη συμμεριζότανε κι ο Παύλος.
— Για την Άννα δε με νοιάζει. Είναι σοβαρό κορίτσι, κάπως ψυχρό και μετρημένο. Αυτή δε θα κακομπλέξει ποτέ, είμαι σίγουρη. Μα για τη Θούλα τρέμω. Έτσι αισταντικιά που ’ναι, θα την κάψει καμιά μέρα η αγάπη…
Έτρεμε κι ο Παύλος γι’ αυτό. Μα πάλι παρηγοριότανε μοναχός του:
— Σώνει ν’ αγαπήσει κανέναν που ναν της αξίζει, έλεγε, Τότε γιατί θα καεί; Το εναντίο, θα κάνει έναν άνθρωπο τρισευτυχισμένο…
Η Άννα ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Είχε από δυο χρόνια παρατήσει, το σχολειό και πήγαινε στο Ωδείο, μαθαίvovτας πιάνο για επάγγελμα, όχι για λούσο. Θα δούλευε και θα ζούσε μ’ αυτό. Δυο χρόνια μικρότερή της η Θούλα, ξακολουθούσε να πηγαίνει στο σχολειό, μα ο κρυφός της πόθος ήτανε, και τον είχε ξεμυστηρευτεί του πατέρα της, ν’ ανεβεί μια αέρα στη σκηνή. H Αλίκη ούτε ήθελε ναν τ’ ακούσει τέτοιο πράμα. Θεατρίνα θα την κάνω την κόρη μου; Μα ο Παύλος, εξόν που χαιρότανε ν’ ακούει τη Θούλα του να μιλάει έτσι, είχε και την ιδέα, πως το παιδί θα τραβήξει εκεί που το σπρώχνει η κλίση του και δεν έχει καμιά σημασία αν αρέσει ή όχι τούτο στο γονιό.
— Σώνει να θέλει να γίνει κάτι το παιδί, κι αυτό είναι αρκετή ικανοποίηση για το γονιό. Τα παραπάνου δεν είναι δική του δουλειά! έλεγε.
Και συλλογιζότανε τον εαυτό του. Να, δικηγόρο τονέ σπουδάσανε, μα δικηγόρος δεν έγινε. Κάθε άλλο. Ακολούθησε την κλίση του, το δρόμο του, στο πείσμα και της μάνας του και της γυναίκας του ακόμα. Γιατί λοιπό να μη γίνει θεατρίνα κι η Θούλα του, αν της άρεσε αυτό;
Η αλήθεια είναι πως μεγαλώνοντας τα κορίτσια φέρανε κάποια γαλήνη στ’ αντρόγυνο. Οι μικροκαυγάδες αραιώσανε, κι αν καμιά φορά, συζητώντας τίποτα μπροστά στα κορίτσια, στο τραπέζι, ξεχνιόντανε κι αρχινούσανε τη γκρίνια η Άννα με μια αυστηρή ματιά ή με καμιά λιγόλογη και στοχαστική παρατήρηση, και η Θούλα με τα καστανά της μάτια που βουρκώνανε μεμιάς, τους φέρνανε σε συναίστηση της θέσης τους και τους ειρηνεύανε… Η γκρίνια τέλειωνε με χωρατά και το παράκαιρο τ’ αγρίεμα με αγάπη.
Μα δεν το χρωστούσανε αυτό μοναχά στα κορίτσια τους. Το χρωστούσανε και στην πείρα της ζωής. Ωριμασμένος από τη σκέψη κι από τη μελέτη ο Παύλος, μεστωμένος πια, τότε μόλις, αργά, στο χινοπώρισμα της ζωής του, το είδε πως πολλές φορές και σε πολλά είχε αδικήσει τη γυναίκα του. Την έκρινε πάντα με το μέτρο του εγωισμού του. Τη θεώρησε όργανό του πάντα, τη ζωή της για συμπλήρωμα της δικής του της ζωής την ήθελε. Έφτασε μάλιστα κάποτε, στα πρώτα χρόνια της παντρειάς του, να εύχεται και να ποθεί και το θάνατό της για να μπορέσει να ζήσει αυτός ανετότερα.
Τώρα τα είδε πως είχε κι αυτή δικαίωμα στη ζωή, πως είχε δικαίωμα να ζει όπως ήθελε και να στεναχωριέται και να λιώνει που δεν της την έκανε τη ζωή της τέτοια, που τη λαχταρούσε αυτή. Την ψυχή του τώρα πια την κυβερνούσε η δικαιοσύνη και στη ζυγαριά της πάνου έβαζε και τις δικές του αναποδιές. Έτσι πια έφτασε στην καθαυτό εξάγνιση κι έτσι μπορούσε να βλέπει τον εαυτό του θαρρετά, κατάματα, δίχως να τονέ ντρέπεται.
— Δε συμφωνώ σε πολλά με τη γυναίκα μου, συλλογιζότανε, μα δε συμφωνεί κι αυτή σε πολλά μαζί μου. Γιατί λοιπό να την καταδικάζω άδικα, κι άδικα να την τυραννώ; Σώνει που συμφωνούμε πια στο μεγάλο το ζήτημα, στο ζήτημα των παιδιών. Τι άλλο θέλω;
Κι έτσι, όσο τράνευε η σκέψη του κι όσο τα ψιλοκοσκίνιζε τα πράματα, έφτασε στο σίγουρο συμπέρασμα, το καλοχώνεψε, πως η γυναίκα του κι αυτός πρέπει να ’ναι δω κι εμπρός δυο καλοί σύνοικοι.
Η αλήθεια είναι πως ενώθηκαν από έρωτα. Μα ο έρωτάς τους, από την αρχή μάλιστα, έπαθε τέτοιους δεινούς κλυδωνισμούς, οι χαραχτήρες τους αμέσως ύστερ’ από το γάμο, φανερώσανε τέτοια τραγική ασυμφωνία, που ο έρωτάς τους ήταν αδύνατο να ζήσει για πάντα. Πρώτη το είδε η γυναίκα του αυτό και με την άγρια κι αμείλιχτη ειλικρίνεια που είχε του το μολόγησε μια μέρα.
— Έρωτα δεν μπορώ να σου ’χω· σου ’χω στοργή, σου ’χω πόνο, σε θαρρώ κομμάτι του εαυτού μου· αν πεθάνεις, το ξέρω, δε θα μπορέσω ούτε μια μέρα να ζήσω. Μα μόνο τόσο… περισσότερα μη μου ζητάς.
— Εγώ όμως σ’ αγαπώ.
— Μη λες ψέματα!
— Σου τ’ ορκίζομαι…
— Τότε γελάς τον εαυτό σου. Για ξέτασε βαθύτερα τον εαυτό σου, για ανάλυσε ό,τι αιστάνεσαι για μένα, και θα ιδείς πως θα φτάσεις στο δικό μου το συμπέρασμα!
Ο Παύλος τα συλλογίστηκε και τα ξανασυλλογίστηκε τα λόγια της Αλίκης και τα βρήκε σωστά, αλίμονο, περισσότερο κι από σωστά. Ο έρωτας είχε πεθάνει στην ψυχή τους από χρόνια, κι όσο κι αν τονέ λαχταρούσανε τον έρωτα κι οι δυο τους, το νιώσανε βαθιά πως τους ήτανε γραμμένο τ’ αποδέλοιπα χρόνια της ζωής τους ναν τα περάσουνε πάνω στη στάχτη της αγάπης τους.
Και δεν έφερε την παραμικρότερη αντιλογία η Αλίκη, μα συμφώνησε πέρα πέρα μαζί του, σα μια μέρα της είπε:
— Α γνωριζόμαστε σήμερα κι αν αγαπιόμαστε, δε θα κάναμε τη μεγάλη ανοησία να παντρευτούμε ποτέ! Πήγαμε, βλέπεις, και θάψαμε σαν ηλίθιοι τον έρωτα με το γάμο πριν καλά καλά τονέ χαρούμε!…
Η λύπη του για το χαμένο έρωτά του στάθηκε ακόμα μεγαλύτερη σα γνωρίστηκε με τη Λίνα. Στα δημοσιογραφικά γραφεία που σύχναζε και στους φιλολογικούς κύκλους που ανακατευότανε, σκετίστηκε με τον Πέτρο Σταθίδη, ένα νέο ίσαμε εικοσιπέντε χρονών, που ’γραφε βαθυστόχαστες κριτικές, πάνου σε λογής κοινωνικά και φιλολογικά ζητήματα, στις εφημερίδες και στα περιοδικά με ψευτόνομα. Ο Σπαθίδης ήταν από κείνους τους διαλεχτούς ανθρώπους, που με τις έντονες γραμμές του προσώπου τους και με τα λόγια τους τα στοχαστικά, κάνουν εντύπωση αμέσως από την πρώτη γνωριμία και γεννάνε την εμπιστοσύνη. Δικηγορούσε κιόλας, κι ο Παύλος του είχε αναθέσει και μια δουλειά του δικαστική που του την έφερε σε καλό και γλήγορο τέλος. Έτσι, αν και τους χωρίζανε τα χρόνια, δεν αργήσανε να συνδεθούνε στενά, να γίνουνε φίλοι αχώριστοι.
Ένα μεσημέρι του είπε ο Πέτρος:
— Έρχεσαι το βράδυ να φάμε στο σπίτι; Θα γνωριστείς έτσι και με τη γυναίκα μου …
Ο Παύλος δέχτηκε. Είχε ακουστά πως ο Σπαθίδης συζούσε με μια κοπέλα, μα δίχως να την έχει στεφανώσει, και να, ο λόγος που δεν προειδοποίησε τη γυναίκα του πως θα λείψει το βράδυ. Μόνο της Θούλας το είπε:
— Θα φάω το βράδυ έξω με κάποιο φίλο μου και κοίταξε ναν τα μπαλώσεις μήπως αρχινήσει η μητέρα σου και πάλι τις φωνές!
Ο Πέτρος καθόταν όξω λίγο, πίσω από τους στρατώνες του Πυροβολικού, σ’ ένα σπιτάκι μικρό μα κόμοδο κι απομονωμένο, στα χωράφια. Πήρανε αμάξι και πήγανε. Μόλις μπήκανε μέσα και του σύστησε ο Πέτρος τη γυναίκα του, μια κοπέλα καστανή κι αψηλόκορμη, ίσαμε είκοσι χρονών, όμορφη και γελαστή, ο Παύλος ταράχτηκε. Τα μυσείδια της κάτι αόριστο του θυμίσανε, μα δεν μπορούσε καλά καλά ναν το συλλάβει. Με ποια μοιάζει; Μα να, που η ίδια η κοπέλα, του τα ξεδιάλυνε. Σαν άκουσε τ’ όνομά του, του ’σφιξε θερμά το χέρι και του ’πε:
— Ήσαστε ο κ. Παύλος Κατραμάς; Μα σας γνωρίζω!
— Τονέ γνωρίζεις , Λίνα; τη ρώτησε ο Πέτρος.
— Ναι, τονέ μελετούσε συχνά η μακαρίτισσα η μητέρα μου!
Τώρα ήλθε και η αράδα του Παύλου να ρωτήσει:
— Με είδε καμιά φορά;
— Ναι! ήρθατε μια φορά σπίτι, ύστερ’ από το γάμο σας, μα πού να θυμάστε! Ήμουνα μικρή τότε, ίσαμε τριώ χρονώνε, μα μου το ’πε αργότερα η μητέρα μου πως ήρθατε.
Και του ’πε πως, είναι κόρη της Μαριγούλας, της παιδικής του φίλης, που πέθανε προ τρία χρόνια, στον «Ευαγγελισμό», από εγχείρηση που της κάμανε στα νεφρά. Πως τυραννήθηκε η καημένη πολύ στη ζωή, δουλεύοντας νύχτα μέρα για ναν τη μεγαλώσει, ναν τη σπουδάσει. Και τώρα που μεγάλωσε πια και θα μπορούσε να κάθεται και να ξεκουραστεί, να, που η άτυχη πέθανε.
Kαι τα ’λεγε αυτά με μάτια βουρκωμένα. Κι ο Παύλος, που δε χόρταινε να την κοιτάζει και που όσο την κοίταζε ξυπνούσαν οι παιδικές του θύμησες και θαρρούσε πως έβλεπε τη Μαριγούλα ολοζώντανη μπροστά του, τόσο που της έφερνε, ζήτησε χαμογελώντας την άδεια από τον Πέτρο ναν τη φιλήσει στη μέτωπο.
Από κείνη τη στιγμή ρίζωσε μέσα στην ψυχή του η πεποίθηση πως με τη Λίνα δε θα τους χώριζε πια παρά ο θάνατος. Άρχισε μάλιστα ναν της μιλάει σ’ ενικό, κι απαίτησε ναν του μιλάει κι αυτή το ίδιο.
— Ξέρεις, Πέτρο, τον κάνουμε και κουμπάρο; Τ' αγοράκι μας το ’χουμε ακόμ’ αβάφτιστο.
— A θέλει! είπε ο Πέτρος.
— Και ρωτάς; πρόστεσε ο Παύλος καταχαρούμενος. Τι χαρά που θα την κάνει η γυναίκα μου!… Την αγαπούσε τόσο τη μητέρα σου, Λίνα!…
Τη νύχτα κείνη, κάτου από τη ζεστή φωλιά της αγάπης, ο Παύλος ένιωσε ευτυχία απόλυτη ν’ απλώνεται στην ψυχή του. Κάτι του ’λεγε πως βρήκε το λιμάνι τ’ απάνεμο, που χρόνια τώρα τ’ αποζητούσε, το λιμάνι που θα πηγαίνει σ’ αυτό ν’ αράζει και τα φυλάγεται από τις φουρτούνες τις μεγάλες της ζωής, και τα μεσάνυχτα σα γύρισε σπίτι δε βάσταξε, παρά ξύπνησε την Αλίκη ναν της πει τη χαρμόσυνη την είδηση:
— Αν το βρεις με ποια έφαγα απόψε! της είπε χαμογελώντας.
— Με καμιά προκομμένη!… Το ξέρω…
— Μπα! Έφαγα με τη Λίνα, με την κόρη της δασκάλας σου, της Μαριγούλας!… Για φαντάσου!…
— Δε λες καλύτερα με την κόρη της ερωμένης σου!…
— Ε, καημένη και συ! Σου δηγήθηκα κάτι παιδιάστικα πράματα και συ αμέσως δημιούργησες και ερωμένες; Ξέρεις, είναι λαμπρό κορίτσι η Λίνα…
— Παντρεμένη;
— Ναι, μα όπως λέγαμε τις προάλλες πως θα ’τανε καλά να παντρευόμαστε και μεις… Ζει μ’ ένα φίλο μου δικηγόρο και δημοσιογράφο, τον Πέτρο Σπαθίδη, έχουν κάνει μάλιστα κι ένα αγοράκι και θα τους το βαφτίσουμ’ εμείς!…
— Να τους το βαφτίσεις εσύ! Εγώ σε σπίτια τέτοια δεν μπαίνω μέσα, ξέρε το!
Κι έκοψε την κουβέντα και γύρισε κατά τον τοίχο να ξανακολουθήσει τον ύπνο της.
Ο Παύλος πικράθηκε πολύ. Τόσο μακριά ακόμα να βρίσκουνται ο ένας από τον άλλο! Κι έπεσε κι αυτός να κοιμηθεί, αφού μουρμούρισε μέσ’ από τα δόντια του:
— Δεν είναι και μεγάλη η ζημιά! Α δεν μπαίνεις εσύ, θα μπούνε τα κορίτσια μου μια μέρα, και γλήγορα μάλιστα, σε τέτοια σπίτια τιμημένα!
Στης Λίνας το σπίτι αρχίνησε να πηγαίνει συχνά, πολύ συχνά. Σα δεν είχε δουλειά, ακόμα και σαν είχε καμιά μεγάλη στενοχώρια, στο ήρεμο αυτό σπιτάκι πήγαινε και κούρνιαζε. Τον τραβούσε πολύ η γλυκομίλητη γυναίκα, μα στη συντροφιά της δεν εύρισκε μόνο τη γλύκα και την καλοσύνη, εύρισκε και το νου το στοχαστικό και την κουβέντα τη σοφή και τη μετρημένη, γιατί μελετούσε η Λίνα, μελετούσε πολύ και σιγά σιγά του ξεμυστηρεύτηκε πως γράφει κιόλας.
— Ούτε ο Πέτρος δεν το ξέρει ακόμα, και το πρωτομαθαίνεις εσύ. Δεν ξέρω γιατί, μα σε σένα ξεθαρρεύουμαι σαν το παιδί μπρος στον πατέρα του. Δε ντρέπουμαι σε σένα να μπιστευτώ ακόμα και τις ανοησίες μου. Σαν πατέρας θα μου τις συχωρέσεις.
Και του διάβασε κάτι τραγουδάκια της που δεν είχανε μόνο το αίστημα μα στολιζόντανε και με τέχνη περίσσια. Ο Παύλος κατασυγκινήθηκε και την έβαλε και του τα ξαναδιάβασε.
— Για τον Πέτρο είναι όλ’ αυτά γραμμένα! του είπε. Από την αγάπη του βγήκαν και στην αγάπη του γυρίζουνε…
— Μα τον αγαπάς τόσο; τη ρώτησε.
— Τονέ λατρεύω! του ’πε με πεποίθηση.
— Τότε, αφού είν’ έτσι, γιατί δεν παντρευόσαστε; Και σα να μετάνιωσε για την αδιάκριτη ερώτηση, πρόστεσε:
— Θέλω να πω, γιατί δεν κάνετε κείνο που κάνουν όλ’ οι νοικοκύρηδες, να νομιμοποιήσετε δηλαδή την αγάπη σας;
— Γιατί αγαπιόμαστε πολύ και θέλουμε πάντα ν’ αγαπιόμαστε!
Και στα απλά αυτά λόγια της φίλης του, ο Παύλος είδε όλη την τραγωδία του γάμου. Τα παιδιά θέλουνε ν’ αγαπιούνται. Τι άλλο, εξόν από τη λεύτερη ζωή, αντρειεύει τις ρίζες της αγάπης;
Ένα άλλο δειλινό, που ανοίξανε αυτή την κουβέντα κι ήταν κι ο Πέτρος εκεί, πάνου στη συζήτηση ακουστήκανε τ’ αληθινά τούτα λόγια, που καλά καλά ένας δεν τα είπε, μα που ξεβγήκανε κι από των τριών την ψυχή, αφού κι oι τρεις ψυχές σα μια ψυχή δείχνανε.
— Τόσοι και τόσοι γάμοι από έρωτα, από βαθύν έρωτα, τελειώνουνε σε διαζύγιο, α δεν τελειώσουν τις περισσότερες φορές σε μια συμβίωση υποχρεωτική, αβάσταχτη, που μοιάζει κόλαση, και κάτι παραπάνου. Ούτε ο άντρας ούτε η γυναίκα φταίει γι’ αυτό! Φταίει μοναχά ο γάμος. Η γυναίκα θαρρεί πως τον έχει πια δεμένο τον άντρα με τις νομικές υποχρέωσες· κι ο άντρας τη θεωρεί χτήμα του, όργανό του. Την έχει με το Νόμο αυτός, όπως κι εκείνη με το Νόμο, θαρρεί, πως τον εξουσιάζει. Ο έρωτας είναι αίστημα που θέλει ν’ ανασαίνει λεύτερα και κάτου από το Νόμο τίποτε λεύτερο δεν μπορεί να ζήσει.
Και πρόστεσε στοχαστικά, σα για συμπέρασμα:
— Η γυναίκα μπορεί να σε νιώσει κάποτε. Η γυναίκα σου όμως ποτέ!…
Κι άλλοτε πάλι που ο Πέτρος παραπονιότανε πως υπηρέτησε δυο χρόνια στο στρατό, ο Παύλος του ’πε χαμογελώντας:
— Τι να πω τότες εγώ που υπηρετώ είκοσι πέντε χρόνια παντρεμένος!…
Κι έτσι με τέτοιες συζήτησες και μ’ άλλες πάνου στη φιλολογία και στη ζωή γενικότερα, πότε με τη Λίνα μοναχά, πότε και με τον Πέτρο, περνούσε ο Παύλος ώρες ευτυχισμένες στο τέμενος της φιλίας, καθώς έλεγε το σπίτι της φίλης του.
Κάποτε του ’πε πως ήθελε να γνωρίσει και τη γυναίκα του.
— Η μητέρα μου πολλές φορές μου μίλησε με αγάπη γι’ αυτή. Γιατί δεν τη φέρνεις σπίτι καμιά μέρα ή να ’ρθω εγώ σπίτι σου, που ’ναι και το πιο σωστό;
Ο Παύλος της αποκρίθηκε καλοκάγαθα:
— Μη με παρεξηγήσεις, παιδί μου, μα είμαι λίγο εγωιστής και τούτη τη φωλιά θέλω ναν τη χαίρομαι μόνος μου…
Ωστόσο μια μέρα της πήγε τη Θούλα του. Και της την πήγε και δεύτερη και τρίτη φορά. Και της την πήγαινε συχνά. Το ’θελε πολύ, το αγαπημένο του το κορίτσι να βρίσκεται σιμά στη φίλη του, ν’ ακούει τα λόγια της, να τραβιέται από τα φερσίματα της. Κι ήταν η χαρά του μεγάλη, όταν είδε τη Θούλα του ενθουσιασμένη με τη Λίνα, τόσο ενθουσιασμένη που η ίδια του το πρότεινε πάντα, σα βγαίνανε μαζί όξω, να πάνε σπίτι της. Η Άννα ήτανε αφοσιωμένη στις μελέτες της, στο πιάνο, μα και στη μητέρα της πολύ, και το ’ξερε πως θαν τη στενοχωρούσε αν τη βίαζε να κάνει κάτι που θα ήταν υποχρεωμένη ναν το κρατάει κρυφό από τη μητέρα της.
Η ζωή του λοιπόν τραβούσε πια αρμονικά. Εργαζότανε άνετα, αφού είχε κάποια ησυχία σχετική σπίτι του, και ζούσε ακόμα ανετότερα με τους φίλους του και με τα παιδιά του. Είχε δημιουργήσει έναν κόσμο δικό του, αποκλειστικά δικό του, κι ο κόσμος αυτός, όσο στενός κι αv ήτανε, τον έφτανε. Τριγύρω από τον κόσμο του αυτόν ας γινότανε κατακλυσμός. Ούτε σταγόνα νερό δεν ένιωθε πάνου του.
Είχε βαφτίσει και το αγοράκι της Λίνας. Του ’χε δώσει τ’ όνομά του. Δηλαδή, το είχε βαφτίσει η Θούλα—αυτό δε θαν το μάθαινε ποτέ η γυναίκα του—κι η χαρά του δε λεγότανε όταν την αφήσανε λεύτερη να δώσει τ’ όνομα κι αυτή έδωσε τ’ όνομα του πατέρα της:
— Τώρα θα ’χω δυο Παύλους ν’ αγαπώ, έλεγε το αθώο το κορίτσι, τον πατέρα μου και το γιο μου!
Γιατί παιδί της ήθελε ναν το λέει πια το βαφτιστήρι της κι η Λίνα καταχαιρότανε γι’ αυτό. Πολλές φορές αφήνανε το μικρό με τη Θούλα και βγαίνανε περίπατο στα χωράφια. Η Λίνα τρελαινότανε με τη φύση. Όλα τα αιστανότανε, της αγγίζανε όλα την ψυχή, της μιλούσανε όλα. Κι ο Παύλος το λαχταρούσε να βγαίνει μαζί της περίπατο, να γυρίζει στον κάμπο, να βλέπει την άδολή της, την παιδιάστικη χαρά για το κάθε τι.
Μια μέρα χειμωνιάτικη με λιακάδα πήγανε κι ίσαμε την Ακρόπολη και κουβεντιάζοντας φτάσανε κάτου κι από τον Άρειο Πάγο.
— Εδώ, της είπε, σ’ αυτά τα χωράφια, ένα Φλεβαριάτικο πρωινό, ένα παιδάκι ντροπαλό πρωτοφίληαε κάποτε μια πανέμορφη παιδούλα. Η παιδούλα ήταν η μητέρα σου.
— Κι ο τσαχπινάκος; ρώτησε χαμογελώντας η Λίνα.
Ο Παύλος δεν αποκρίθηκε. Αναθυμούμενος την παιδιάστικη αυτή σκηνή, ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται και τα μάτια του να νοτίζουνε. Ζωντάνεψε τότε μπρος του η πρώτη του αγάπη. Και τώρα που ’χε πλάι του την κόρη εκείνης που πρωταγάπησε, και μια τέτοια κόρη διαλεχτή, η ψυχή του πλημμυρισμένη από πόνο κι από συγκίνηση, τον έσπρωξε ναν της σφίξει το χέρι και να της απιθώσει ένα φίλημα θερμό στο μέτωπο.
— Θέλω να σε φιλήσω και γω, Παύλο!
Και τονέ φίλησε στα χείλια. Το φιλί κείνο του σφράγισε το στόμα ίσαμε την ώρα που χωριστήκανε.
Ο Παύλος έκαμε μέρες να πάει στο σπίτι της Λίνας. Στον Πέτρο που τονέ ρώτησε δυο και τρεις φορές προφασίστκε πως έχει δουλειές. Μια δυο φορές έστειλε τη Θούλα, μα η Λίνα τη ρώτησε μοναχά τι κάνει ο πατέρας της, δίχως ναν της παραπονεθεί και γιατί δεν πηγαίνει.
Το φιλί εκείνο που δόθηκε κάτου από τον Άρειο Πάγο θα σταματούσε δω; Ο Παύλος έτρεμε και μόνο με την ιδέα πως το φιλί αυτό μπορούσε να τραβήξει αντίθετα από το δρόμο της φιλίας. Κι όμως το φιλί εκείνο που του ’δωσε η Λίνα δεν το ’νιωσε για φιλικό φιλί. Ήτανε θερμό φιλί και μηνούσε αγάπη. Και για τέτοιο το δέχτηκε κι αυτός. Και την αγάπη ήταν τώρα υποχρεωμένος να την πνίξει πρι γεννηθεί, όχι μοναχά γιατί το ’βλεπε πως θα χαλάσει την ευτυχία δυο αγαπημένων του προσώπων, του Πέτρου και της Λίνας, που τόσο αγαπιόντανε μα και από εγωιστικότερους λόγους, γιατί δεν ήθελε ούτε ναν το φανταστεί πως θα την έχανε από φίλη του, πως θα ’χανε μια τέτοια διαλεχτή φιλία που τόσο τη χαιρότανε.
Οι σκέψεις αυτές τονέ βασάνισαν μέρες και νύχτες αρκετές. Κι όταν είδε πια και πείστηκε πως η ψυχή του γαλήνεψε, πως στην πάλη αυτή μεταξύ φιλίας κι έρωτα βγήκε νικήτρα η φιλία, πήρε πάλι τον αγαπημένο του δρόμο και πήγε στο σπίτι της.
— Τη βρήκε μοναχή της με το μικρό στην αγκαλιά. Τον καλοδέχτηκε δίχως και ναν τονέ ρωτήσει γιατί χάθηκε τόσες μέρες. Ο Παύλος της ξεμυστηρεύτηκε αμέσως το λόγο της απουσίας του. Της είπε το τι αγωνία πέρασε και πως έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια το τέρας που πήγαινε μέσα του να γεννηθεί.
— Και γω, του είπε, σε ήθελα να ’ρθεις και πάλι παρακαλιόμουνα να μην έρθεις. Δεν ήξερα και γω τι είχα… Τώρα σύχασα!
Και πάλι του ’πε:
— Δεν ξέρω τι μου ’ρθε κείνη τη στιγμή, σε κείνο το μέρος που παιδί πρωτοφίλησες τη μητέρα μου, δεν ξέρω τι μου ’ρθε κι είπα μέσα μου: Την αγάπη που του αρνήθηκε η ζωή, έχω χρέος εγώ ναν του τη δώσω. Μα πάλι…
— Μοιάζουμε τόσο, Λίνα, την αντίσκοψε ο Παύλος, μοιάζουνε τόσο οι χαραχτήρες μας, είναι τόσο αδερφές οι ψυχές μας, που είναι αδύνατο ν’ αγαπηθούμε αλλιώτικα παρά ως φίλοι…
— Το ξέρω, του είπε, μα έπρεπε, φαίνεται, η φιλία μας να περάσει κι από τη δοκιμασία του έρωτα για να στεριώσει, να γίνει αθάνατη!
Έτσι που τα βάλανε τα πράματα δεν είχαν πια κίντυνο να παρασυρθούν ποτέ. Η γαλήνη απλώθηκε πια παντοτινά στις σκέσες τους και το είδαν κι οι δυο τους πως όσο εύκολο είναι να χαρεί κανείς μι’ αγάπη στη ζωή του, ας είναι και προσωρινή, τόσο δύσκολο είναι να πετύχει την αληθινή τη φιλία και μάλιστα μια φιλία που πέρασε παλικαρίσια τον κίντυνο του έρωτα.
Σα μια μέρα ο Πέτρος γελώντας, του είπε, τη στιγμή μάλιστα που ο Παύλος γύριζε μαζί της από μακρινό περίπατο:
— Φοβάμαι πως εσύ μ’ αυτά σου και μ’ αυτά θα μου ξεμυαλίσεις τη γυναίκα μου!
Ο Παύλος του απεκρίθηκε:
— Από το κανάλι αυτό το επικίντυνο, Πέτρο, περάσαμε μα δε βραχήκαμε!…
Και του δηγήθηκε, συμπληρώνοντας η Λίνα όσα αυτός ξεχνούσε, όλη την ιστορία του φιλιού και την κατοπινή αγωνία τους, και του τα δηγηθήκανε ειλικρινά, με όλα τα καθέκαστα, όπως δηγιέται κανείς μια πράξη του, ας είναι, και βαριά, άμα έχει λόγους ναν τη θαρρεί ηθική και τίμια.
Όλ’ αυτά όμως, καθώς και το δούλεμα του ρομάντζου, που του ’τρωγε αρκετές ώρες την ήμερα, και που τον κρατούσε πολλές φορές και τη νύχτα, όταν είχε κέφι, ίσαμε σκεδόν τα ξημερώματα, σκυμμένο πάνου στο χαρτί, δεν τον εμποδίζανε να παρατηρεί πως κάποια σημαντική μεταβολή είχε γίνει στα συνήθεια της Αλίκης. Αυτή που ίσαμε τώρα λεφτό δεν έδινε για λούσα και όπως όπως περνούσε μες στο σπίτι, που με το ζόρι τα κορίτσια και με γκρίνιες την καταφέρνανε να βγαίνει όξω, που ποτέ από την πόρτα δεν έβγαινε α δεν είχε ή τον Παύλο ή κανένα κορίτσι της μαζί, τώρα, δυο τρεις μήνες, το ’χε ρίξει στο λούσο, ρόμπες και παραρόμπες για το σπίτι, φορέματα και κόντρα φορέματα για όξω, από τα ξημερώματα τα μαλλιά της περασμένα στις φουρκέτες, κι άμα πήγαινε τρεις τέσσερις η ώρα τ’ απομεσήμερο, μα καλός καιρός ήτανε, μα βροχή, μα κρύο, ξεπόρτισμα πια μοναχή της. Ούτε ναν τ’ ακούσει δεχότανε, πως θα τη συντροφέψει άλλος. Έβαζε αμέσως τις φωνές:
— Αρκετά τυραννήθηκα να σας μεγαλώσω… Τώρα θέλω και γω να χαρώ λίγο τη λευτεριά μου… Άνθρωπος είμαι κι εγώ!…
Μα δεν ήταν αυτό μονάχα που παρατήρησε ο Παύλος. Ήταν κι η σημαντική αλλαγή που ’γινε στο χαραχτήρα της. Στο τραπέζι καθότανε αφαιρεμένη, μηχανικά έτρωγε, το στόμα της δεν άνοιγε να πει λέξη, κι άμα την ενοχλούσε τίποτα, δεν έβαζε τις φωνές, σαν πρώτα, μα έπαιρνε ένα ύφος εγκαρτέρησης και τα μάτια της βουρκώνανε.
— Τι έχει η μητέρα; τονέ ρωτήσανε πολλές φορές τα κορίτσια, κι αυτός δεν ήξερε τι ναν τους απαντήσει.
Ένα απομεσήμερο, ύστερ’ από το φαΐ, που τα κορίτσια είχαν τραβηχτεί στις κάμαρές τους κι είχαν απομείνει οι δυο τους στην τραπεζαρία, ο Παύλος την πήρε στα γόνατά του και χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά, τη ρώτησε γλυκά κι απαλά:
— Τι έχεις; Μα δε θα μου πεις εμένα τι έχεις;
— Είμαι δυστυχισμένη, Παύλο!... του ’πε με θλιμμένη φωνή. Είμαι παραπολύ δυστυχισμένη…
— Σου ’φταιξα σε τίποτε; Πες μου…
— Εσύ όχι! Σε τι μπορείς να μου φταίξεις εσύ;… Η κακιά μου η μοίρα μου ’φταιξε!… Αυτή μου φταίει σε όλα!…
Κι αναλύθηκε σε δάκρυα και σηκώθηκε από τα γόνατά του και πήγε κι αμπαρώθηκε στην κάμαρά της ως το βράδυ. Κείνο το απομεσήμερο ούτε έξω δε θέλησε να βγει. Ο Παύλος δοκίμασε μια δυο φορές, τις κατοπινές μέρες, ναν της βγάλει τίποτα, μα λέξη δεν κατάφερε ναν της πάρει. Του απαντούσε στα ρωτήματά του με φωνή ραγισμένη, πως τίποτα δεν έχει και πως ίσως να ’χει πάθει καμιά νευρική εξάντληση, που θα περάσει κι αυτή με τον καιρό, γι’ αυτό βγαίνει κι όξω. Του ζήτησε μοναχά μια χάρη, να της φέρει λίγη καλή μπογιά για τα μαλλιά της, γιατί παρασπρίσανε.
— Το ξέρεις, τα τρέμω τ’ αναθεματισμένα τα γερατειά! του ’πε.
Ο Παύλος, και του πουλιού το γάλα ναν του ζητούσε, θαν της το ’φερνε. Τόσο τη συμπονούσε. Ένα πρωί, πριν ακόμα καλά καλά ξημερώσει, μπήκε μέσα στην κάμαρά του, πήρε καρέκλα, πήγε και κάθισε σιμά στο κρεβάτι του, κι αρχίνησε ναν του χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά του. Ο Παύλος ξύπνησε.
— Πώς τόσο πρωί; τη ρώτησε.
— Μάτι δεν έκλεισα απόψε όλη τη νύχτα! του αποκρίθηκε. Σα βρουκόλακας γυρίζω από κάμαρα σε κάμαρα.
— Έλα, γείρε κοντά μου…
— Όχι… άφησέ με… καλά κάθουμαι δω…
Και σα να περίμενε να πει αυτά τα λόγια για να ξεσπάσει, γέρνοντας πάνου του αρχίνησε ναν του λέει, με λυγμούς και με δάκρυα:
— Θα σου πω το μεγάλο μου το μυστικό, Παύλο!… Μη με καταδικάζεις πρι μ’ ακούσεις!… Τη συντρομή σου ζητάω!… Άλλονε δεν έχω στον κόσμο από σένανε… αλίμονο!…
— Σύχασε, παιδί μου, σύχασε! της είπε κατασυντριμμένος, φιλώντας τη στοργικά. Σύχασε και πες μου τι έχεις… Γι’ αδερφό σου πάρε με κι άνοιξέ μου την καρδιά σου!
— Γι’ αδερφό μου, του ’πε ξακολουθώντας να κλαίει, για μονάκριβο αδερφό!…
Κι αφού κόμπιασε και ξανακόμπιασε, σα να πήρε μεγάλη απόφαση, έσκυψε περισσότερο πάνου του και του ’πε μισόφωνα, μ’ αναφιλητό:
— Παύλο, είμ’ ερωτευμένη!
Και σώπασε. Του Παύλου σα ναν του ’ρθε μπαλταδιά στο κεφάλι. Όχι θυμό, μα συντριμμό ένιωσε μέσα του. Αρχινήσανε από το νου του να περνάνε, με γληγοράδα κορδέλας κινηματογράφου, οι σκέψες κι οι συλλογισμοί απανωτοί, τα υπέρ και τα κατά αλλεπάλληλα, κι αφού συλλογίστηκε σε μια στιγμή, όσα θα συλλογιζότανε σε μέρες και σε βδομάδες, την τράβηξε κι αυτός περισσότερο κοντά του, σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του στοργικά, της απίθωσε ένα ολόθερμο φιλί στα χείλια και της είπε μαλακά, σαν πατέρας στο μικρό του το χαϊδεμένο παιδί:
— Φτωχή μου Αλίκη. Και λυπάσαι γι’ αυτό;…
— Συχώρεσε με, Παύλο μου! Συχώρεσε με!…Έφταιξα και τιμωρήθηκα δεινά!…ξακολούθησε ναν του λέει κλαίγοντας.
— Δεν έφταιξες σε τίποτα για να σε συχωρέσω!… Πίστεψε με!… Δεν έφταιξες σε τίποτα!… Αγάπησες! Μα μήπως είναι φταίξιμο η αγάπη;… Μα μήπως η αγάπη δε μας έρχεται ακάλεστη;… Μίλησε μου!… Άνοιξέ μου την καρδιά σου!… Πες μου τον πόνο σου!… Γι’ αδερφό σου πάρε με, όχι γι’ άντρα σου… για πατέρα σου, για φίλο σου γκαρδιακό… Και μήπως δεν είμαι;…
— Είσαι όλος ο κόσμος για μένα… Όλος ο κόσμος πια!… Κι αρχίνησε ναν του ανοίγει την καρδιά της, vαv του ξεμυστερεύεται τον πόνο της, να του λέει πως γνώρισε τον Τάση Μαλεστό, το γιατρό, που τον πρωτόειδε, πάει χρόνος τώρα, στο σπίτι της φιλενάδας της Μαρίας, της γυναίκας, καλέ, του παιδικού του φίλου, τον Πέτρου Κλάρη, που ’ναι γιατρός της, και πως σιγά κι άνιωθά της αρχίνησε να τραβιέται από τα φερσίματά του τα ευγενικά, από τα κοπλιμέντα που της έκανε, από τις γλυκιές ματιές που της έριχνε, αχ! αυτά τα μάτια του σου ’χουνε μια γλύκα που τραβάει, που σαγηνεύει· και πως άμα τον αντάμωνε όξω, την κρατούσε ώρα με κουβέντες, αδιάφορες τις περισσότερες φορές, και πιάνοντάς της το χέρι δεν του ’κανε καρδιά ναν της τ’ αφήσει, μα της το ’σφιγγε και της το χάιδευε με τ’ άλλο του, το λεύτερο.
— Καημένη Αλίκη, την αντίσκοψε, αυτό τον εγωιστή πήγες ν’ αγαπήσεις;… Τον ξέρω κι έχω ακουστά από πολλούς για τον τρομερό του εγωισμό!…
— Μήπως το θέλησα να τον αγαπήσω; Εσύ το ’πες, η αγάπη έρχεται μοναχή της, ακάλεστη… Είσαι ψυχολόγος εσύ… Γιατί μου μιλείς έτσι;
Και ξακολούθησε ναν του λέει πως αρχίνησε να πηγαίνει και στο γραφείο του γιατρού, τάχα πως είναι πειραγμένη στα νεύρα της και να την κουράρει, και πως ο γιατρός τη δεχότανε πάντα ανοιχτόκαρδα, πως την κρατούσε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, πως τα μάτια του— αχ, κείνα τα μάτια του!—που σα χάδι τα ’ριχνε πάνου της και τα κρατούσε ώρα κι ώρα, πως ακόμα και τα μαλλιά τής χάιδεψε κάποτε και —μη θυμώσεις, Παύλο μου!—ένα δειλινό, τώρα τελευταία, που ’χε πάει στο γραφείο του, την κάθισε στα γόνατά του και τη φίλησε. Το φίλημα κείνο ήταν ο χαμός μου, Παύλο μου!… Γύρισα σπίτι αλαφιασμένη. Νου δεν είχα στο κεφάλι μου! Κάθισα και του ’γραψα ένα γράμμα… κόλλες και κόλλες γιόμισα… Του μίλησα λεύτερα, ανοιχτά… Του ’πα πως τονέ λατρεύω… Του ’πα πως χωρίς την αγάπη του δεν μπορώ πια να ζήσω… Του μίλησα για τη στοργή που σου ’χω εσένα, για τη λατρεία μου στα παιδιά μου, μα κοντά στα παιδιά μου και στον άντρα μου, του είπα, κι ίσως και παραπάνου κάτι, βάζω εσένα, γιατί εσύ μου γιόμισες τ’ άδειο της ψυχής μου, εσύ μ’ έκαμες ν’ αγαπήσω περισσότερο τη ζωή… Και να ο άθλιος πως με πλήρωσε για όλ’ αυτά!…
Και βύθισε το χέρι στον κόρφο της κι ανάσυρε ένα χαρτάκι διπλωμένο, τσαλακωμένο, βρεμένο με δάκρυα…
— Διάβασ’ το! του ’πε. Είναι η απάντησή του… Μου την έστειλε με λούστρο σπίτι, βράδυ βράδυ, την ίδια μέρα που ’λαβε το γράμμα μου!…
Ο Παύλος διάβασε την απάντηση του γιατρού. Της έγραφε ψυχρά κι απερίφραστα πως παραξήγησε τα λόγια του και τα φερσίματά του, πως λυπάται, πως δεν μπορεί ναν τη δεχτεί για ερωμένη του, γιατί είναι δοσμένος σ’ άλληνε. Α θέλει τη φιλία του, της τη δίνει μ’ όλη του την καρδιά…
— Ναν τη βράσω τη φιλία του! φώναξε η Αλίκη αγανακτισμένη, κι ο Παύλος κλείνοντας της το στόμα μ’ ένα φιλί στοργικό συλλογίστηκε περίλυπα:
— Όλοι πια μ’ αφήνουν εμένα… όλοι. Και ξαλάφρωσε μόνο σα συμπλήρωσε τη σκέψη του έτσι:
— Μου μένουν ωστόσο τα παιδιά μου και η Λίνα…
Ο Παύλος αφοσιώθηκε στη γυναίκα του σύψυχα. Ήτανε στο χαραχτήρα του αυτό, να τραβιέται από τον πόνο, ναν του γίνεται σκλάβος του. Δε λογάριαζε το εγώ του σε τέτοιες μεγάλες περίστασες. Το θυσίαζε. Κι ένας αλτρουισμός που κρυφόκαιγε μέσα στη ψυχή του από τα μικρά του σιγά σιγά κι όσο προχωρούσε στα χρόνια, όσο τσάκιζε, ο αλτρουισμός αυτός γιγαντωνότανε και στο τέλος του κατάντησε η μεγαλύτερή του αρετή.
Το να αφοσιωθεί στη γυναίκα του, σε μια τόσο κρίσιμη περίσταση της ζωής της, το θαρρούσε και χρέος του. Την είχε παραμελήσει σε πολλά, και πολλές φορές, ίσως ο ίδιος, συλλογιζότανε, να την είχε σπρώξει, και με την αδιαφορία του, στο σημείο που βρισκότανε σήμερα, κι έτσι, από την ίδια μέρα ίσα ίσα που του ξομολογήθηκε τη συφορά της, από την ίδια ώρα, από την ίδια στιγμή, τ’ ορκίστηκε στη συνείδησή του πως δε θα την αφήσει ούτε βήμα από κοντά.
Το ρομάντζο που ’γραφε το παράτησε στη μέση· πού όρεξη για δουλειά πια! Πήγε στη Λίνα το ίδιο το πρωί και της τα κατάστρωσε όλα με το νι και με το σίγμα, ζήτησε στη φιλία της παρηγοριά, μπάλσαμο για τον πόνο του το βαθύ, και της δήλωσε πως δε θα μπορεί πια να πηγαίνει σπίτι της ταχτικά, ίσως για κάμποσο καιρό κι ολότελα.
Η Αλίκη τις πρώτες μέρες είχε μιαν ακράτητη νευρική φλυαρία. Όλο και για τη συφορά της, όπως την έλεγε, του μιλούσε. Και του ’λεγε και του ξανάλεγε από την αρχή, πως γνωρίστηκε με τον γιατρό, τι εντύπωση της κάμανε τα μάτια του, τι της πρωτόειπε άμα την είδε, πως ξεγελάστηκε και του ’γραψε, και τούτο και κείνο, και πάλι από την αρχή, κι όλο τα ίδια και τα ίδια. Και ο Παύλος τα υπόμενε όλ’ αυτά δίχως τον παραμικρότερο γογγυσμό, δίχως να φανερώνει την ελάχιστη κούραση, και συζητούσε μαζί της τα καθέκαστα, κι έβριζε κι αυτός το γιατρό όταν εκείνη τον έβριζε, κι έδειχνε πως ο πόνος της και δικός του πόνος είναι…
Ένα μοναχά τον τρόμαζε, μήπως η προσήλωση αυτή της Αλίκης στο ίδιο ζήτημα της γυρίσει σε πάθηση νευρική, σε μονομανία, και για τούτο αρχίνησε σιγά σιγά ναν τη συβουλεύει σάμπως να συβούλευε μικρό παιδί, πως πρέπει ναν το ρίξει όξω, να τον ξεχάσει, τον παλιάνθρωπο, να συλλογιστεί πως επιτέλους έχει άντρα και παιδιά που τη λατρεύουνε, που τρέμουνε για τη ζωή της, που και τη ζωή τους είναι ακόμη πρόθυμοι να δώσουνε για δαύτη.
— Το θέλω να τον ξεχάσω, του ’πε, μα μπορώ;
— Να επιμείνεις!
— Μα τώρα, καημένε Παύλο, μιλείς σαν παιδί! Το ξέρω, η αγάπη που μου ’χεις σε κάνει να λες τέτοιες ανοησίες!
Μια μέρα που της πρότεινε ν’ αρχινήσουν εξοχικούς περιπάτους, και το δέχτηκε, ύστερ’ από λίγη ώρα του ’πε:
— Μα πρέπει πρώτα να φέρω μια μοδίστρα να μου στενέψει τα φουστάνια μου… Μου φαρδύνανε όλα τρομαχτικά… Σαν τσουβάλια μου ’ρχονται…
Τότε πρώτη φορά ο Παύλος πρόσεξε πόσο λίγνεψε η γυναίκα του.
— Αυτό το μαράζι θαν τη φάει! συλλογίστηκε.
Και πόνεσε πολύ. Ωστόσο ύστερ’ από μέρες αρχινήσανε τους εξοχικούς περιπάτους κι ο Παύλος φρόντιζε ναν της τραβάει πάντα το νου από το θέμα το ξενευριστικό και ναν της διηγέται χίλια δυο πράματα, πότε σοβαρά και πότε αστεία, να πλάθει ιστορίες που συμβήκανε τάχα στην πόλη και που τις έμαθε και να πασκίζει ο άμοιρος, βάζοντας τα δυνατά του, να βρει κάτι που ναν της κάνει εντύπωση. Μα του κάκου· το γουδί το γουδοχέρι αυτή. Τα ίδια και τα ίδια. Και πάνου σε μια κουβέντα του, άσχετη όλως διόλου με τη δική της την ιστορία, που προσηλωμένα τον άκουγε κι έδειχνε πως πολύ ενδιαφέρνεται του ’πε ξαφνικά κι απότομα:
— Ξέρω εγώ, γιατί ο άθλιος μ’ απόδιωξε!… Γιατί του φάνηκα γερασμένη… Ας ήμουνα πιο νια και θα ’ρχότανε να κυλιέται στα πόδια μου!
Και την πήρανε τα κλάματα. Ο Παύλος ανατρόμαξε.
— Δε με λυπάσαι επιτέλους εμένα; της είπε.
— Σε λυπάμαι, Παύλο μου, μα τι μπορώ να κάνω; Μήπως το θέλω η έρημη έτσι να σε τυραννώ;
Ωστόσο έφεξε λίγο και στον ουρανό. Ένα πρωί — ήταν Απρίλης και χαρά θεού,—που είχαν πάει κοντά στην Καισαριανή περίπατο, και γυρίζανε κουρασμένοι, κατά τις δεκάμιση, η Αλίκη του ’πε:
— Δεν μπορώ πια να πάρω τα πόδια μου!… Να μπορούσαμε να καθόμαστε εδώ κοντά λιγάκι!…
Βρισκόντανε πίσω από τους στρατώνες του Πυροβολικού, σιμά στο σπίτι της Λίνας. Του Παύλου του ’ρθε μια ιδέα φωτεινή.
— Πάμε κει, σ’ εκείνο τ’ όμορφο το σπιτάκι;… Είναι το σπίτι της…
— Όπου με πας εσύ καλά θα ’ναι! του ’πε μ’ εμπιστοσύνη και μπήκανε στο σπίτι της Λίνας…
— Σου φέρνω τη γυναίκα μου, της είπε ο Παύλος, Η Λίνα την καλοδέχτηκε. Η Αλίκη, που στο πρόσωπό της η θλίψη είχεν απλώσει, μιαν αχνάδα ευγενικιά, από την πρώτη εξεταστική ματιά που της έριξε, έμεινε καταγοητεμένη.
— Ίδια η μητέρα σου είσαι… κι ήταν τόσο καλή! της είπε.
— Η Λίνα ακόμη καλύτερη, πρόστεσε ο Παύλος κι αρχίνησε να παίζει με το μικρό, που ήταν τώρα δυο χρονών και στριφογύριζε στην κάμαρα.
— Είναι ο Παύλος, το βαφτιστήρι της Θούλας σας! είπε η Λίνα.
— Και πώς σου μοιάζει! παρατήρησε η Αλίκη και το πήρε στην αγκαλιά της.
— Θα καθίσετε δω όλη μέρα!… Είναι και τόσο όμορφα δω!
— Σ’ ευχαριστούμε, μα τα κορίτσια δεν το ξέρουν και θ’ ανησυχούν! είπε ο Παύλος.
— Εύκολα διορθώνεται αυτό. Είναι δω ο μικρός υπερετάκος του γραφείου, που τον έστειλε ο Πέτρος με ψώνια. Μπορούμε αξιόλογα ναν τονέ στείλουμε σπίτι και να ειδοποιήσουμε τα κορίτσια.
— Ναι!… Ναν τους παραγγείλουμε, είπε η Αλίκη πως είμαστε δω και τ’ απομεσήμερο, αν έχουνε διάθεση, ας έρθουνε να μας βρούνε!
Η Αλίκη πέρασε μια μέρα γαληνεμένη στο σπίτι της Λίνας. Το λαμπρό το κορίτσι, με την ειλικρίνεια και την τρυφεράδα που ’χε στα λόγια της και στα φερσίματά της, δε κόπιασε καθόλου ν’ αποχτήσει όλη την εμπιστοσύνη της. Κι όταν η θλιμμένη γυναίκα αρχίνησε ναν της εξιστορεί τον πόνο της με όλα του τα καθέκαστα, βρήκε λόγια όχι μόνο παρηγοριάς μα και φρόνησης ναν της πει, τέτοια λόγια που η Αλίκη τ’ άκουσε με προσοχή μα και με σεβασμό και φεύγοντας, είπε του Παύλου:
— Είχες ένα τέτοιο σπίτι διαλεχτό και μου το ’κρυβες; Ο Παύλος χαμογέλασε:
— Εσύ, της είπε, το απαίτησες να σου μένει κρυμμένο!…
Περάσανε τρία χρόνια περίπου. Η Αλίκη που βρήκε στη φιλία της Λίνας ό,τι η ζωή ίσαμε τότε της είχε αρνηθεί, την τρυφεράδα και τη λογική εξήγηση κάθε της παραξενιάς, είχε συχάσει κάπως. Το γιατρό με τον καιρό τονέ λησμόνησε, κι ο Παύλος ποτέ δεν έμαθε μια σκηνή τραγικιά, που ’γινε καταμεσής στο δρόμο, ένα δειλινό, όταν η Αλίκη πηγαίνοντας περίπατο με τη φίλη της, ανταμώσανε πίσω από το βασιλικό περιβόλι, κατά το σούρουπο, το γιατρό. Η Αλίκη στο αντίκρισμά του έγινε άνω κάτω και καθώς ήτανε νευρικιά κι ακράτητη, ξέφυγε της Λίνας και ζυγώνοντας το γιατρό τον έφτυσε κατάμουτρα φωνάζοντάς του:
— Αυτό σου αξίζει, παλιάθρωπε!…
Ο γιατρός σκουπίστηκε και τράβηξε το δρόμο του ήσυχος, σα να μη συνέβηκε τίποτε. Μα η Αλίκη με τη φτυσιά εκείνη ξεδικήθηκε, γιατρεύτηκε ολότελα και όρκισε τη Λίνα να μη μάθει τίποτε ο Παύλος και λυπηθεί. Η Λίνα είπε, μετά καιρό, μόνο ό,τι έπρεπε ναν του πει, πως η γυναίκα του δηλ. γιατρεύτηκε ολότελα από τον πόνο της κι ο Παύλος σύχασε πια κι απόδωσε την ησυχία του αυτή στη φίλη του, όπως ήταν και τ’ αληθινό.
Ύστερ’ από κάμποσο καιρό άλλο ζήτημα πάλι ξεφύτρωσε στο σπίτι που τους χάλασε κάπως τη γαλήνη τους. Η Άννα δήλωσε ρητά πως εννοεί να φύγει το χινόπωρο για την Ευρώπη, να τελειοποιηθεί εκεί στα πιάνο, σαν είχε πάρει κιόλας το δίπλωμά της στο Ωδείο, και μάλιστα πως τώρα που ’ναι και η ευκαιρία κατάλληλη, αφού το χινόπωρο φεύγει για το Μόναχο ένας συμμαθητής της, ο Αποστόλης Αβραμής, νέος με ταλέντο, που πάει εκεί κι αυτός να τελειοποιηθεί.
Ο Παύλος τ’ άκουσε με χαρά αυτό. Η Αλίκη όμως έγινε άνω κάτου.
— Τι! θα στείλω την κόρη μου μ’ έναν κρεμανταλά στην Ευρώπη; Κοκότα θα την κάνω εγώ την κόρη μου;
Του κάκου ο Παύλος αγωνιζότανε να την πείσει πως η Άννα είναι μυαλωμένο κορίτσι, πως θέλει να πάει στην Ευρώπη από έρωτα στο επάγγελμά της και πως, το κάτου κάτου, αν αγαπιέται και με τον Αβραμή, δεν έχουν αυτοί κανένα δικαίωμα να ανακατωθούνε στα ιδιαίτερά τους.
— Τι; Δεν έχω δικαίωμα ν’ ανακατωθώ σ’ ό,τι αφορά την κόρη μου; Να με συμπαθάς, Παύλο, μα δε σκέφτεσαι καθόλου καλά, δε σκέφτεσαι σαν πατέρας.
— Σκέφτομαι σαν άνθρωπος που τα βλέπει τα πράματα από την αληθινή τους την όψη!…
— Μα και πώς θα πάει στην Ευρώπη; Με τι χρήματα θα πάει;
— Εύκολο αυτό, υποθηκεύουμε το ’να σπίτι, εκείνο που αγόρασες με την κληρονομιά του πεθερού μου, που το ’χεις γράψει κιόλας στ’ όνομα της Άννας. Δικό της δεν είναι το σπίτι; Να, που σήμερα το χρειάζεται το σπίτι το κορίτσι!
— Το χρειάζεται; μα δε θα της το δώσω εγώ ναν πάει ναν το σπαταλήσει στην Ευρώπη μ’ έναν κρεμανταλά!…
Η Άννα επίμενε πολύ. Ήθελε σώνει και καλά να φύγει. Και σα μια μέρα η Αλίκη της είπε ορθά κοφτά πως δεν τα εννοεί τέτοια μπερμπάντικα πράματα και πως λεφτά δεν έχει ναν της δώσει, η Άννα της αποκρίθηκε μαλακά μα κι αποφασιστικά:
— Α δεν έχετε λόγου σας χρήματα, με συντηρεί ο Αβραμής κι άμα γυρίσω και δουλέψω του τα δίνω!…
— Μα το καταδέχεσαι να πας μαζί του για μαιτρέσα του; της φώναξε η Αλίκη.
— Το καταδέχομαι να ζήσω όπως εγώ εννοώ να ζήσω και δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν εξόν στη συνείδηση μου μοναχά!…
Ο Παύλος καταχάρηκε άμα τα ’μαθε αυτά. Να, λοιπόν που το παιδί του έχει δικό του εγώ. Θα προκόψει, θα πάει μπροστά, θα ζήσει ευτυχισμένο. Και δανείστηκε τρεις χιλιάδες δραχμές, και τις έδωσε στην Άννα, κρυφά από τη γυναίκα του, λέγοντάς της:
— Να, παιδί μου, για τα έξοδα του ταξιδιού σου και για τους πρώτους μήνες που θα περάσεις στην ξενιτιά, και μη σε νοιάζει, κάθε μήνα θα σου στέλνω το ταχτικό σου!…
— Η Άννα που δεν είχε προσέξει ως τότε τον πατέρα της, τόσο αφοσιωμένη ήτανε στη μητέρα της, έσκυψε και του φίλησε τα χέρια, βρέχοντάς του τα με δάκρυα, και του ’πε:
— Είσαι αληθινός πατέρας εσύ!…
Η Άννα τον Οχτώβρη έφυγε για την Ευρώπη. Την τελευταία στιγμή που την αποχαιρετούσε, η Αλίκη δε βάσταξε, μα σα στοργική μητέρα που ήτανε, της έβαλε στο χέρι ένα πεντακοσάρικο, που είχε από τις οικονομίες της και της είπε:
— Πήγαινε στην ευχή μου, παιδί μου, κοίταξε τις σπουδές σου και γω θα τρώγουμαι τον πατέρα σου να σου στέλνει κάθε μήνα χρήματα!… Ένα μόνο παρακαλιέμαι το Θεό, να ζήσω να σε ιδώ μια μέρα, σα θα γυρίσεις με το καλό, όπως το επιθυμεί η καρδιά μου!
Μα ό,τι λαχταρούσε δεν το απόλαψε. Τσακισμένη από τις λογής συγκίνησες κι από τα όσα τράβηξε στη φουρτουνιασμένη της τη ζωή, μ’ αδύνατο οργανισμό και με νεύρα κατακουρελιασμένα, δεν μπόρεσε να βαστάξει στον τύφο που τη βρήκε ένα χρόνο ύστερ’ από το ταξίδι της Άννας.
Ο Παύλος λυπήθηκε κατάκαρδα για το θάνατό της. Συντρίφτηκε. Γυρίζοντας από το κοιμητήρι, ύστερ’ από το ξόδι της, και σφίγγοντας τη Θούλα του στην αγκαλιά του, έλεγε πνιγμένος στα δάκρυα:
— Τώρα που σύχασε για πάντα πια αυτός ο μάρτυρας, νιώθω τη ζωή μου συντριμμένη…
— Μα δε σου μένω εγώ, πατέρα; του είπε κλαίγοντας το θείο κορίτσι.
— Ναι, μου μένεις εσύ και η αδερφή σου… Μου μένει ο ένας στύλος της ζωής μου… Μα ο άλλος έπεσε κι η ζωή μου πια τραβάει γερμένη!…
Του καλυβιού μου τ’ άχαρου
τα γυμνοπαραθύρια
με τον Απρίλη ντύθηκαν
και με το Μάη γελάσαν.
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ
Ύστερ’ από το θάνατο της Αλίκης ο Παύλος, αν και μόλις είχε διαβεί τα πενήντα δυο, το ’νιωσε πως αρχινάει να τραβάει στα γερατειά και να τραβάει όχι με βήμα αργό, μα τρέχοντας. Η Αλίκη αν και δεν του μιλούσε και τόσο στην ψυχή, αν και δεν του ’δινε την αγάπη που με δαύτη θαν του γιόμιζε το άδειο μέσα του, τον κρατούσε όμως, αν κι ο ίδιος δεν μπορούσε να το ξηγήσει πώς και γιατί, δεμένο στη ζωή. Τώρα που την έχασε, έχασε μαζί της και τα θάρρητά του, άρχισε να τρέμει κι αυτός πως καμιά ώρα, κει που δε θαν το περίμενε, πάνου στη δουλειά του ή στον ύπνο του, ή την ώρα που τρώει, ένα κρ!… θ’ ακουστεί μέσα του, κάτι θα σπάσει και τα μάτια του για πάντα θα κλείσουνε.
Είχε κουραστεί, πες, από τη ζωή. Την είχε βαρεθεί, κι όμως την αγαπούσε. Ήθελε να ζήσει ακόμη, να ζήσει πολύ, ποτέ να μην πεθάνει, γιατί το συλλογιζότανε κι έτρεμε σύψυχα, το συλλογιζότανε πως πεθαίνοντας θα ’παυε πια να χαίρεται τις ομορφιές της φύσης, τα λουλούδια, τα σεληνόφωτα, θα ’παυε να χαίρεται πια τη Θούλα του, που μια ομορφιά της φύσης ήτανε μες στην ψυχή του κι αυτή.
Ο θάνατος γενικά, μα περισσότερο ο θάνατος ο ξαφνικός, τον τρόμαζε. Μήπως τόσοι φίλοι του και γνωστοί του δε χάθηκαν έτσι; Και πολλές φορές, κει που καθότανε μοναχός του, δίχως ναν τ’ αποζητάει, περνούσαν από το νου του μορφές γνωστές του, που ή συνεδέθηκε με αυτές με γνωρμιά, ή με φιλία, ή που του ’χανε κάνει εντύπωση, δίχως ν’ αλλάξει ποτέ μ’ αυτές μια καλημέρα.—«Μορφές περαστικές», όπως τις χαραχτήριζε ένα αισταντικό τραγούδι που τον είχε γητέψει μια φορά —μορφές τέτοιες και τόσες που από χρόνους και καιρούς έπαψε πια ναν τις βλέπει και πάψανε πια να χαίρουνται τον ήλιο της ζωής. Και μονολογούσε κι έλεγε:
— Πόσοι αχ πόσοι συνομήλικοί μου ή και νεότεροι μου ζουν ακόμα; Πόσοι δε φύγανε πριν έρθει ακόμα η ώρα τους και πόσοι καρτερούνε το χτύπημα του χάρου τ’ αναπάντεχο ναν τους έρθει σήμερα ή αύριο ξαφνικά;
Και συχνά το ’λεγε της Θούλας του:
—Έτσι και γω καμιάν ώρα παιδί μου, θα κλείσω τα μάτια μου και θα πάψω πια να σε βλέπω και να σε χαίρουμαι!…
— Εσύ δε θα πεθάνεις, πατέρα!… Εσύ θα μείνεις αθάνατος!…
— Γιατί; τη ρωτούσε με πικρό χαμόγελο.
— Γιατί μ’ αγαπάς τόσο και δε θα θελήσεις ποτέ να μου κάνεις το μεγάλο αυτό κακό!…
— Εγώ, φυσικά, δε θα θελήσω, μα το κακό θα θελήσει!… της έλεγε και βουρκώνανε τα μάτια του.
Ένα χρόνο κι απάνω, μετά το θάνατο της γυναίκας του, κράτησε αυτή η νευρική του κατάσταση. Η θανατοφοβία αρχίνησε σιγά σιγά να τον αφήνει κι έτσι τ’ αποφάσισε οριστικά πια να στρωθεί στη δουλειά και να ξακολουθήσει το μεγάλο του το ρομάντζο που το ’χε από καιρό και χρόνια παρατήσει στη μέση.
Το ρομάντζο του επιγραφότανε: «Ο αποδιωγμένος της ζωής» και διαβάζοντάς το τώρα από την αρχή, για να μπει στη συνέχεια, είδε πως το ’χε πάρει όχι και τόσο καλά, και τόσο αληθινά, και το ’σκισε. Έπρεπε ναν το ξαναρχινήσει. «Ο αποδιωγμένος της ζωής» έπρεπε ναν του μοιάζει σε πολλά, γιατί μελετώντας τη ζωή του, από την αρχή αρχή που την ένιωσε ίσαμε σήμερα που πίστευε πως τοιμαζότανε να την αφήσει, έβλεπε πως η ζωή του, κάτω από τα συνηθισμένα τάχα και από τα αδιάφορα, έκρυβε μια τραγωδία ματωμένη που καλά θα ’κανε να την πάρει για βάση του έργου του. Κι έτσι τ’ αρχίνησε, γράφοντάς το σε κάτι μικρά μικρά τεφτεράκια, με χαρτί ριγωμένο, τριάντα ως σαράντα κατεβατά το καθένα και ντυμένα με μαβί χοντρό χαρτί.
«Ο αποδιωγμένος της ζωής» θα ’τανε ο τραγικός άνθρωπος, ο αισταντικός μα και ο ενεργητικός άνθρωπος μαζί, που πέρασε όλη τη ζωή του κυνηγώντας τα μεγάλα ιδανικά, της απόλυτης αγάπης, της απόλυτης δικαιοσύνης και της απόλυτης λευτεριάς, κι έτσι έμεινε όξω από την κοινωνική ζωή, τη συμβατική, κι αποδιώχτηκε στο τέλος, οιχτρός κι αξιοθρήνητος ναυαγός, στη γωνιά ενός φτωχοκομείου για να περάσει κει, ανάμεσα στ’ άλλα ναυάγια, τις αποδέλοιπες μέρες της βασανισμένης του της ζωής. Το ρομάντζο θα γινότανε μεγάλο, έτσι το σκεδίαζε, με σωρό επεισόδια και βάζοντας στον καθρέπτη μπροστά τη δική του τη ζωή λογάριαζε τον ήρωά του, τον Τέλη Στρατίδη, ναν τονέ ζωγραφίσει πιο λαμπερό απ’ ό,τι ήτανε ο ίδιος, ρίχνοντάς τονέ στους μεγάλους αγώνες της ζωής που τους ονειρεύτηκε μα και που δεν αποκότησε κι ο ίδιος να τους γευτεί, συγκρατημένος πάντα από μια φυσική του μικροψυχιά.
Κάθε τεφτεράκι που γιόμιζε το διάβαζε πρώτα στη Θούλα του, για ν’ ακούσει την κρίση της. Μα η Θούλα τον αγαπούσε τόσο, που ξεχυνότανε αμέσως σε θαυμασμούς. Πού την άφηνε η αγάπη της να ιδεί και ψεγάδια! Ύστερα το ’παιρνε και πήγαινε στο σπίτι της Λίνας και της το διάβαζε. Και η Λίνα, όσο και αν τον αγαπούσε, η αγάπη δε σκότιζε και την κρίση της, και για τούτο πάντα είχε κάτι ναν του πει, κάτι ναν του παρατηρήσει, κάτι μαζί του να συζητήσει. Κι ωφελιότανε σημαντικά, και πάντα κάτι διόρθωνε, ύστερ’ από κάθε διάβασμα. Η Λίνα γι’ αυτόν ήτανε η κριτική κνισάρα, που ρίχνοντάς της το έργο του το ’βγαζε απαλλαγμένο από κάθε βλαβερό και ανωφέλευτο.
Ωστόσο η θανατοφοβία τον ενοχλούσε αργά και πού ακόμα. Κάθε νύχτα, σα δούλευε μάλιστα κάπως πολύ κι έπεφτε να κοιμηθεί, ο φόβος του ξαφνικού θανάτου τονέ βασάνιζε μια ώρα στο κρεβάτι και τον έπαιρνε ο ύπνος με την πεποίθηση πως το πρωί δε θα ξυπνήσει για να τελειώσει το ρομάντζο του.
Ίσως σ’ αυτό να φταίει, συλλογιζότανε, και το σπίτι που με τις ανιαρές θύμησες τού πλάκωνε την ψυχή, του ταλιάριζε τα νεύρα. Τ’ αποφάσισε λοιπόν, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με τη Θούλα, ναν το νοικιάσει το σπίτι και να πάει να καθίσει σ’ ένα σπιτάκι ανοιχτόκαρδο, ισόγειο κι ευρύχωρο και με περιβολάκι μεγαλούτσικο, που ’χε χτιστεί τώρα εκεί κάτου στην εξοχή, κοντά στο σπίτι της Λίνας.
Η απόφασή του αυτή γέννησε και δεύτερη, ακόμα καλύτερη. Μια και το σπίτι είναι τόσο ευρύχωρο, γιατί να μην κατοικήσει σ’ αυτό κι ο Πέτρος με τη Λίνα και με το παιδάκι τους; Η Θούλα το καταχάρηκε άμα τ’ άκουσε, μα κι ο Πέτρος το δέχτηκε δίχως αντιλογία. Τη Λίνα δεν τη ρωτήσανε. Το ξέρανε από πριν πόσο θε να το χαρεί. Καθίσανε λοιπόν στο καινούριο σπίτι όλοι μαζί και η ζωή τους αρχίνησε αμέσως να καινουριώνει και να φεύγουν οι μαύρες σκέψες από του Παύλου την ψυχή. Το ρομάντζο τώρα προχωρούσε πολύ και λογάριαζε πως σε τρεις μήνες το πολύ θαν το ’χει έτοιμο και θα μπορεί ναν το δώσει στον τυπογράφο.
Η Άννα ταχτικά του ’γραφε. Είχε πάει, τώρα που καλοκαίρεψε, στην Ελβετία, με τον Αποστόλη Αβραμή πάντα, να περάσουνε δυο τρεις μήνες, και του ’γραφε ακόμα πως σ’ ένα χρόνο το πολύ δε θα ’χει πια ανάγκη ναν της στέλνει παράδες γιατί ο Αβραμής τώρα παίζει σε θέατρο, στην ορχήστρα, και αυτή πάλι έχει μερικές παραδόσες πιάνου, μα ως του χρόνου, ελπίζει, θα ’χει περισσότερες κι έτσι θε να τα περνάει καλά. Να γυρίσει στον τόπο της δεν το ’χει σκοπό. Μα κανένα καλοκαίρι θα κατεβεί στην Ελλάδα, πάντα με τον Αβραμή, να φιλήσει το χέρι του και να ιδεί την αδερφούλα της. «Αλήθεια, πατέρα, του ’γραφε, δεν τη στέλνεις και τη Θούλα εδώ; Με τη μανία που ’χει για το θέατρο, δεν ξέρεις πόσο έχει να ωφεληθεί».
Ο Παύλος και μόνο που το διάβασε αυτό αναλύθηκε σε δάκρυα. Να φύγει και η Θούλα του; ποτέ! Αυτή θαν του κλείσει μια μέρα τα μάτια. Ωστόσο της το ’πε, για να ιδεί τη γνώμη της. Αν του ήτανε κι αυτό τυχερό, θαν το υπόφερνε, καθώς κι όλα.
— Βασίλισσα να ’τανε να γενώ, πατέρα, δε θα ’φευγα από κοντά σου! του είπε η Θούλα. Κι αυτός δοκίμασε μια από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής του με τα λόγια της.
Ύστερ’ από τρεις μήνες του ’γραψε η Άννα πως απόχτησε και αγοράκι. «Ζούμε, του ’γραφε, τρισευτυχισμένα με τον Αποστόλη, όπως η Λίνα με τον Πέτρο. Ο Αποστόλης σου φιλεί το χέρι, πατέρα». Να, λοιπόν που το μεγάλο του το κορίτσι, η Άννα του, ερχότανε να πραγματοποιήσει ένα όνειρό του, τη λεύτερη ζωή. Μα και η Θούλα του, που βγήκε δυο τρεις φορές στη σκηνή, σ’ ερασιτεχνικές παραστάσες, τ’ αποφάσισε πια ν’ αφοσιωθεί στο θέατρο, ναν το κάνει επάγγελμά της, κι ένα μόνο την κρατούσε, πως αν έμπαινε σε θίασο, θ’ αναγκαζότανε να φεύγει από την Αθήνα, να μένει μερικούς μήνες το χρόνο μακριά από τον πατέρα της.
Ο Παύλος δεν τη βίαζε σε τίποτε. Την άφηνε να κάνει ό,τι θέλει. Μια φορά μόνο της είπε τα βαθυστόχαστα τούτα λόγια:
— Την Τέχνη, παιδί μου, δεν πρέπει να την παίρνει κανείς ερασιτεχνικά. Πρέπει ναν της αφοσιώνεται ολόψυχα για να τραβήξει μπροστά. Η Τέχνη, για να ’ναι Τέχνη, δε θέλει εραστές, θέλει σκλάβους.
Και αυτό ήτανε το μεγάλο του παράπονο, όχι για την κόρη του, μα για τον εαυτό του. Τώρα που ’γερνε στο τέρμα της ζωής το ’βλεπε πως δε δούλεψε όσο έπρεπε να δουλέψει, πως κατασπατάλησε χρόνια και χρόνια της ζωής του, πότε στους αγώνες τους ομηρικούς με τη γυναίκα του και πότε σε ανάξιες λόγου ασχολίες, ενώ μπορούσε και έπρεπε όλο αυτόν του τον καιρό, στιγμή στιγμούλα να μη χάνει, μα ναν τονέ δίνει όλονε στην εργασία του.
— Αλίμονο! συλλογιζότανε. Σαν είναι νέος κανείς θαρρεί πως η ζωή είναι ατέλειωτη και πως πάντα έχει καιρό μπροστά του για να κάνει ό,τι νειρεύεται. Και μόνο σα γεράσει, σα φτάσει τα χρόνια μου, το βλέπει πόσο σύντομη είναι η ζωή και πόσο άσκημα τη λογάριασε!…
Με τις σκέψες αυτές το ρομάντζο προχωρούσε σα χελώνα, αργά και βαρετά. Και κει που λογάριαζε πως σε τρεις μήνες θαν το ’χει τελειωμένο, πέρασε χρόνος και μόλις τα κατάφερε να δώσει ένα μέρος του, ούτε το μισό, στο τυπογραφείο. Σε τούτο όμως δεν έφταιγε μόνο η αργοκίνητη δουλειά του. Έφταιγε και η απαίτηση που είχε αρχινήσει, τώρα στα γερατειά, να ’χει από τον εαυτό του, και για τούτο έγραφε κι έσκιζε και πάλι ξανάγραφε και ξανάσκιζε και κει που θαρρούσε πως ένα κομμάτι ήταν έτοιμο πια για τύπωμα, το ’βλεπε λειψό και στρωνότανε πάλι ναν το ξαναγράψει. Και το ρομάντζο έτσι χρειάστηκε ακόμη μισό χρόνο για να βγει σε βιβλίο.
Η εντύπωση που ’κανε ήτανε καλή, μα δε λογάριασε καθόλου την τέτοια εντύπωση, δεν τονέ συγκίνησε καθόλου. Αυτός όλη του τη συγκίνηση την ξόδεψε τον καιρό που το ’γραφε, που δημιουργούσε, γιατί ήτανε αληθινός συγγραφέας κι ένας αληθινός συγγραφέας συγκινείται μόνο σα δημιουργεί και μόνο τότε τη δύναμή του χαίρεται.
Αφού ξεφύλλισε το πρώτο αντίτυπο που του φέρανε, ξαπλωμένος σε μια πολτρόνα του γραφείου του, τ’ άφησε να πέσει καταγής ψυχρά και αδιάφορα και τινάζοντας τον καπνό του τσιγάρου ψηλά, μουρμούρισε, συνοδεύοντας τα λόγια του με το συνηθισμένο του σαρκαστικό χαμόγελο:
— Ε! και τώρα τι βγήκε και μ’ αυτό!…
Κάτι όμως φαίνεται πως βγήκε από το ρομάντζο του.
Θα ’χανε περάσει τέσσερις περίπου μήνες από τη μέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο του, όταν ένα πρωινό πριν ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι του, ο ταχυδρόμος του ’φερε ένα γράμμα. Ο φάκελος ήτανε γκρίζος πολυτελείας, από τους φακέλους του κουτιού, το πανώγραμμα ήτανε με γυναικείο χέρι γραμμένο και το γραμματόσημο καθώς και οι ταχυδρομικές σφραγίδες δείχνανε πως το γράμμα ήρθε από την Πόλη. Τ’ άνοιξε. Γύρισε το φύλλο, ζήτησε πρώτα την υπογραφή: «Με θαυμασμό I. Λ». Τίποτε άλλο. Κάτω από την υπογραφή το στερνόγραφο: «Α θελήσετε να μου γράψετε, που θαν το θεωρήσω μεγάλη μου ευτυχία τούτο, το γράμμα σας ναν το συστήσετε:
«I. L….
Poste Restante Anglaise
GALATA
Constantinople».
— Ας δούμε τώρα και τι μας γράφει αυτό το Ι. Λ.!… μουρμούρισε.
Και διάβασε ένα γράμμα, λίγες αράδες, δέκα δώδεκα το πολύ, γιομάτο λυρισμό και θαυμασμό. Η I. Α. ήταν κόρη και διάβασε τον «Αποδιωγμένο της ζωής.» Και τόσο την τράβηξε ο ήρωας του βιβλίου, ο Τέλης Στρατίδης, που τον αγάπησε, που είναι ξετρελαμένη μαζί του. «Και δε γίνεται, του ’γραφε, κάτι ή πολύ από τον εαυτό σας θα ’χετε βάλει στον ήρωά σας κι έγινε τόσο ωραίος, τόσο δυνατός, γιατί δείχνει το έργο σας, που έχει περίσσιο νου, πως είναι ολόισα από την καρδιά τραβηγμένο. Διαβάζω και διαβάζω πολύ, δικά μας και ξένα, μα λιγοστά βιβλία είναι που ως τώρα τόσο με τραβήξανε».
Το γράμμα της άγνωστής του κόρης πολύ τονέ συγκίνησε. Το διάβασε και το ξαναδιάβασε πολλές φορές. Και διαβάζοντάς το κάθε φορά τ’ απίθωνε στο πλαϊνό του τραπεζάκι και βυθιζότανε σε σκέψες και πάλι το ’παιρνε και το ξαναδιάβαζε. Δεν ήξερε κι αυτός πώς να ξηγήσει αυτή την παράξενη εντύπωση που του ’κανε το γράμμα και κάτι του γλυκοψιθύριζε στην ψυχή του πως η κόρη αυτή, που ήρθε από τόσο μακριά ναν του φέρει μια τέτοιο απόκοσμη ευχαρίστηση, δεν ήρθε έτσι περαστικά ναν του πει δυο λόγια γλυκά, ναν του φέρει ένα αγγελικό καλημέρισμα, μα θα σταματούσε σιμά του, θαν του ’φερνε τον ήλιο της νιότης, στα κρύα του τα γερατειά.
Και κάθισε και της έγραψε, εκεί στην κρεβατοκάμαρά του, μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι, ένα γράμμα θερμό, ολόθερμο, σα ναν το ’γραφε σε καμιά παλιά κι αγαπημένη του φίλη, και την παρακαλούσε ναν τονέ θεωρεί φίλο της και ναν του ξαναγράψει, και ναν του γράφει ταχτικά, γιατί το νιώθει πως τα γράμματά της μεγάλο καλό θαν του κάνουνε.
Το μεσημέρι, στο τραπέζι, τους διάβασε το γράμμα, τους μίλησε για τη συγκίνησή του και χαμογελώντας, είπε:
— Να, τα κέρδη μας και οι χαρές μας!. Κέρδη τέτοια και τέτοιες χαρές που τ’ απολαβαίνουνε μόνο όσοι δημιουργούνε!…
Σε δεκαπέντε μέρες ήρθε δεύτερο γράμμα. Ο ίδιος φάκελος, στην ίδια θέση το γραμματόσημο κολλημένο, τα ίδια γράμματα. Πριν τ’ ανοίξει, ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Και μόλις τ’ άνοιξε και διάβασε τις πρώτες αράδες, ένα φως ιλαρό απλώθηκε στη μορφή του κι ένα απαλό χαμόγελο ομόρφυνε τα χείλια του.
— Ένα τέτοιο γράμμα δεν τ’ αξίζει να διαβαστεί μέσα σε τέσσερις τοίχους. Θέλει αέρα και φως και πουλιών κελαδήματα και μυρουδιές λουλουδιών που ναν τ’ ακομπανιάρουν το διάβασμά του!
Και το πήρε και το πήγε στο πάρκο του Ζαππείου και κάθισε σ’ ένα παγκάκι, κάτου από ένα βαθύσκιο ευκάλυπτο, και το διάβασε. Δεν ήτανε γράμμα εκείνο. Ήτανε τραγούδι παραδεισένιο. Του ’γραφε πως είναι τρισευτυχισμένη που πήρε γράμμα του, και τέτοιο γράμμα μάλιστα! από τον Τέλη Στρατίδη, και του ’λεγε πως και η δική της η ψυχή, στέλνοντας του το πρώτο γράμμα, της γλυκοψιθύρισε πως δε θα μείνει δίχως απάντηση, πως γλήγορα θα χαρεί γράμμα του, κι όχι μόνο ένα, μα πολλά γράμματα, πλήθος, μια και τόσο αιστάνθηκε το βιβλίο του και τ’ αγάπησε τόσο. Του ζητούσε και τη μεγάλη χάρη, ένα αντίτυπο του βιβλίου του, με δύο λόγια γραμμένα με το χέρι του, ναν το ’χει για θύμηση, για φυλαχτό. Του ’γραφε ακόμα και τ’ όνομά της, το μικρό. Ίλντα τη λένε. Μα πάλι αυτό δεν είναι το καθαυτό της τ’ όνομα.
Είναι τ’ όνομα που ’δωσε στην ψυχή της, και μ’ αυτό τ’ όνομα θαν του παρουσιάζεται πάντα. Για τ’ άλλο τ’ όνομα, το κοσμικό, τι τον ενδιαφέρνει; Ας μην το μάθει, και ποτέ. Την Ίλντα αυτός θα γνωρίζει και η Ίλντα θαν του μένει πάντα πιστή.
— Μόνο να με ιδεί, χαμογέλασε ο Παύλος, και θα χάσει αμέσως την πίστη της!
Κι όσο κι αν το χάρηκε το γράμμα, κι όσο κι αν κολακεύτηκε ο εγωισμός του, όχι μόνο ο συγγραφικός μα κι ο ανθρώπινος, που ένα κορίτσι, αδιάφορο αν είναι όμορφο ή άσκημο, α βρίσκεται στο άνθισμα της ζωής ή αν τσακίστηκε από την απαγοήτεψη, όσο κι αν κολακεύτηκε λοιπόν που ένα κορίτσι του ’στειλε την ψυχή του από τόσο μακριά ναν του γλυκομιλήσει έτσι, το αυτοκολάκευμα αυτό δεν τον εμπόδισε να συλλογιστεί πως ένας τέτοιος ενθουσιασμός δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα και πως αργά ή γλήγορα σήμερ’ αύριο, στην ψυχή της κόρης η ζωή θα μιλήσει μ’ άλλη γλώσσα, πιο φυσική, και η καρδιά της δε θ’ αργήσει να βρει το ταίρι της.
Με το πνέμ’ αυτό κάθισε και της κατάστρωσε ένα γράμμα πολυσέλιδο. Το ταχυδρόμησε και το μετάνιωσε αμέσως. Γιατί να της στείλει τέτοιο γράμμα; Δε θα θυμώσει; Δε θα πάψει ναν του γράφει ύστερ’ απ’ αυτό; Να, λοιπόν που η ζωή του χαμογελάει έτσι, και τόσο αργά, μια φορά, κι αυτός στο χαμόγελό της απλώνει με τα ίδια του τα χέρια σύγνεφο βαρύ.
Η απάντηση δεν άργησε να ’ρθει. Ήτανε λακωνική. Η Ίλντα μένει πιστή στον Τέλη Στρατίδη και θα μένει για πάντα».
Ο Παύλος άρχισε και ναν τη βλέπει την Ίλντα. Και ναν τη βλέπει μάλιστα στο Ζάππειο, στο ίδιο παγκάκι, κάτου από το βαθύσκιο ευκάλυπτο, που διάβασε το γράμμα της, το «παραδεισένιο τραγούδι», καθώς το χαρακτήριζε.
Πήγαινε ταχτικά, μια δυο φορές τη βδομάδα τα δειλινά, στο παγκάκι, και καθότανε και περνούσε ώρες κι ώρες με τη σκέψη της. Έτσι την έφερνε σιμά του και την κρατούσε όση ώρα ήθελε. Και της έλεγε κι ολοένα της έλεγε. Και γύριζε σπίτι του, ύστερ’ από τα φανταστικά αυτά ραντεβού, καταμαγεμένος. Την είδε, της μίλησε, τι άλλο ήθελε; Κι επειδή είχε ορίσει και τις μέρες που πήγαινε στο παγκάκι, σαν καμιά μέρα από τις ορισμένες τύχαινε κακοκαιρία και δεν μπορούσε να πάει, στενοχωριότανε:
— Σήμερα δε θα μπορέσω ναν τη δω! σιγόλεγε μελαγχολικά.
Το χειμώνα, τα ραντεβού αυτά κοπήκανε. Μα ήρθε η άνοιξη κι έπρεπε να ξαναρχίσουν. Πώς; Ναν τ’ αφήσουμε έρμο το παγκάκι μας; Και την προσκαλούσε ν’ αρχίσει να ξανάρχεται, με τέτοιους στίχους:
Το παγκάκι μας έρμο τ’ αφήσαμε
στις βροχές, στου χειμώνα τ’ αγιάζι,
μα η άνοιξη τώρα σαν πρόβαλε
να το πάλι, σιμά του μας κράζει.
Τα δεντράκια που ησκιώνουν το, δίπλα του
τα ψηλά, τα στητά κυπαρίσσια,
μας καλούνε και τώρα, σαν κι άλλοτες,
σε παλιά μα καινούρια μεθύσια.
Έλα, αγάπη μου, δέξου το κάλεσμα
της γητεύτρας κι ολόχαρης φύσης.
Έλα, ξέρω, μην πεις όχι, ξέρω το:
ένα δείλι θα ’ρθεις —Μην αργήσεις!
— Είναι η καλύτερη αγάπη αυτή, συλλογιζότανε, που χαίρουμαι στη ζωή μου. Αγάπη δίχως πίκρες, ίσως γιατί τη διευτύνω εγώ όπως θέλω!
Και χαμογελούσε με τη σκέψη του αυτή.
Στο σπίτι όχι μόνο τα γράμματα διαβάζανε, μα κι όλα τα καθέκαστα τα μαθαίνανε —εξόν από τα ραντεβού. Αυτά τα κρατούσε φιλάργυρα για τον εαυτό του. Στον Πέτρο όμως τσιμουδιά απ’ όλ’ αυτά. Του ’ρχότανε ντροπή ναν του ξεμυστηρευτεί τις αδυναμίες του. Φοβότανε πως θα γελάσει μαζί του. Από τη Θούλα όμως κι από τη Λίνα δεν έκρυβε τίποτε. Ούτε τις σκέψες του. Και πολλές φορές το βράδυ, σα χειμώνιασε για καλά μάλιστα, κι αργούσε λίγο να ’ρθει ο Πέτρος, καθόντανε οι τρεις τους κι όλο για την Ίλντα μιλούσανε.
Η Θούλα και η Λίνα, που τον αγαπούσανε τόσο, το χαιρόντανε που τονέ βλέπανε τώρα, με την αγάπη του αυτή, να ξανανιώνει στ’ αληθινά, να παίρνει κουράγιο για τη ζωή, ακόμα και ναν τους δηλώνει πως νιώθει όρεξη για δουλειά, μεγάλη όρεξη, πως στο μυαλό του κλωθογυρίζουνε χίλια δυο πράματα, άμορφα για την ώρα, μα που σιγά σιγά θα πάρουν τη χρειαζούμενη μορφή τους σε δράματα ή σε δηγήματα. Και το χαιρότανε αυτό, γιατί ίσια ίσια ο Παύλος, αφού τέλειωσε και τύπωσε το ρομάντζο του, τους είχε πει πως το νιώθει πια πως ό,τι ήτανε να κάνει στη ζωή του, το ’καμε, και τώρα τίποτ’ άλλο δεν του μένει παρά να σταυρώσει τα χέρια του και να προσμένει την κρίσιμη την ώρα.
— Να, όμως που τα πράματ’ αλλάζουν! τους είπε. Η μεγάλη η αγάπη που την αποζήτησα τόσο σ’ όλη μου τη ζωή, έρχεται ακάλεστη και με βρίσκει τώρα στα γερατειά, και τόσο τρανή μάλιστα!
— Μα και πότε σου ’λειψε η αγάπη; του είπανε μ’ ένα στόμα η Θούλα και η Λίνα. Δε σ’ αγαπούμε μεις;
—Μα, παιδιά μου, η δική σας η αγάπη, είναι αγάπη υποχρεωτική. Την αγάπη σας έπρεπε να την έχω και τώρα που την έχω τη χαίρουμαι. Μα δε με σώνει, δε μας σώνει η τέτοια αγάπη· η ψυχή μας αποζητάει και την άλλη, αγάπη, που δεν έχει καμιά σκέση με το αίμα και με τους κοινωνικούς μας τους δεσμούς, την αγάπη που μας έρχεται από κει που δεν περιμένουμε και δεν το φανταστήκαμε ποτές, μια αγάπη που ισοπεδώνει τα χρόνια, που εξουδετερώνει την απόσταση, που γκρεμίζει κάθ’ εμπόδιο και ζει λεύτερα πάνου κι από νόμο κι από κοινωνία. Μια τέτοια αγάπη η Ίλντα μου φέρνει σήμερα!…
Ο Παύλος είχε ρωτήσει κι έμαθε πότε έρχεται ταχυδρομείο από τη Πόλη και τώρα πια δεν το καρτερούσε το γράμμα της Ίλντας σπίτι του, μα πήγαινε ο ίδιος στο ταχυδρομείο και το ζητούσε. Και στο σπίτι του, το νιώθανε, πριν τους το πει, αν έχει γράμμα ή όχι. Γιατί άμα λάβαινε γράμμα, λαμποκοπούσε όλος και μπαίνοντας σπίτι πάντα εύρισκε ένα χωρατό ή ένα γλυκό λόγο να πει κι άμα ή το ταχυδρομείο καθυστερούσε ή ερχότανε και δεν του ’φερνε γράμμα, πικραμένος κι άλαλος έμπαινε στο σπίτι του.
Με την Ίλντα είχε αλλάξει έξι εφτά γράμματα το ’να θερμότερο από τ’ άλλο. Ξαφνικά τα γράμματα σταματήσανε. Πέρασε μια βδομάδα, πέρασε δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, πήγε και ξαναπήγε στην πόστα, βαπόρια ήρθανε και ξανάρθαμε από την Πόλη, κι αυτός γράμμα τίποτε. Αυτό πολύ τον πείραξε. Στην αρχή μάλιστα και τον τυράννησε αρκετά. Ησυχία δεν εύρισκε. Όλα του φταίγανε. Και αν καμιά φορά η Λίνα ή η θούλα αποφασίζανε ναν του πούνε, για να τον ησυχάσουνε, πως δεν πρέπει και να στενοχωριέται, και ναν το παίρνει έτσι κατάκαρδα, τους απαντούσε ήμερα και με πονεμένο τόνο που το χιλιομετανιώνανε γιατί τον ταράζανε στο γαληνεμένο πόνο του.
Ύστερ’ από μήνα, ένα μεσημέρι, γύρισε σπίτι του καταχαρούμενος. Δεν περπάταγε, πετούσε. Το περπάτημά του και γενικά η κορμοστασιά του, τον έδειχνε δέκα χρόνια νεότερο. Η Θούλα ήτανε στο παράθυρο και τον περίμενε. Και πριν ακόμη τη δει ο Παύλος, μπήκε μέσα και φώναξε:
— Λίνα, τρέξε!… Έλα, Λίνα!… Ο πατέρας έλαβε γράμμα!…
Και τρέξανε κι οι δυο να τον καλοδεχτούνε στην οξώπορτα. Κάνανε ναν τονέ ρωτήσουνε, μα δεν προφτάξανε. Ο Παύλος τις πρόλαβε. Και βγάζοντας από τη μέσα τσέπη του σουρτούκου του ένα χαρτί σκούρο μεγαλούτσικο, με σφραγίδες ταχυδρομικές και με γραμματόσημα, τους το ’δωσε, λέγοντας τους γελαστά:
— Να, το γράμμα!… Ήρθε πια!
Τ’ άνοιξαν και μέσα ήταν η φωτογραφία κόρης κατάξανθης, ίσαμε είκοσι είκοσι δυο χρονώνε, ψηλής, γλυκιάς, όμορφης, που τα μεισίδια της είχανε κάτι ευγενικές γραμμές χαραχτηριστικές, τόσο χαραχτηριστικές που μια και ναν τις έβλεπες σου μένανε για πάντα χαραγμένες στη θύμηση. Όσο την κοιτάζανε την εικόνα της κόρης και οι τρεις τους,— και την κοιτάζανε ώρα κι ώρα, και το φαΐ τ’ αφήσανε και κρύωσε· πού νου για φαΐ τώρα! — όσο την κοιτάζανε την εικόνα, ο Παύλος καθισμένος στην καρέκλα του και κρατώντας τη στα χέρια του, στα δυο του χέρια, και οι άλλες δυο ακουμπώντας στους ώμους του, με τη ματιά τους καρφωμένη σ’ αυτή,— όσο την κοιτάζανε τόσο και της βρίσκανε καινούριες χάρες.
— Δείχνει πως είναι κοπέλα με νου! είπε η Λίνα.
— Μα και με θέληση! παρατήρησε ο Παύλος. Παρατηρήστε τούτη τη γωνιά στα χείλια της, και τη ματιά της προσέχτε… Τι τόνο που δίνουνε στο όλο της!
Και σαν έστησε την εικόνα αντικρύ του, ακουμπώντας τη σε μια μπουκάλα κρουσταλλένια του νερού, αρχίνησε να τρώει, χωρίς όμως και να ξεκολνάει τα μάτια του από πάνου της.
— Σήμερα έχουμε στο τραπέζι και την Ίλντα! Στην υγειά της λοιπόν! είπε και τσούγκρισε τα ποτήρια με τα κορίτσια του.
Και ξαναπήρε την εικόνα στα χέρια του. Και τη γύρισε. Και τότε μόνο είδε τα λόγια που ήταν από πίσω γραμμένα «Στον Τέλη Στρατίδη, η Ίλντα του.»
— Ίλντα μου, μουρμούρισε και μελαγχόλησε. Τέτοια νιάτα και τόση ομορφιά, συλλογίστηκε, δεν μπορούνε να μένουνε για πάντα αφοσιωμένα σ’ ένα που κοντοστέκεται στην άκρη του δρόμου κουρασμένος πια από τη ζωή…
Κι ένα δάκρυ, άθελά του, κύλησε από τα μάτια του κι έβρεξε την εικόνα.
Ένα βράδυ ανοιξιάτικο πήγε με τη Λίνα στο Ζάππειο. Ο Πέτρος θα ’τρωγε όξω, μαζί με κάποιους φίλους του δικηγόρους, κι η Θούλα που ήτανε να πάει με κάποια φιλενάδα της στο θέατρο, είχε βγει από νωρίς, κι έτσι ο Παύλος με τη Λίνα είχαν όλη τη βραδιά δική τους.
Πήγανε στο Ζάππειο βράδυ βράδυ. Ανοιξιάτικη βραδιά, ονειρεμένη. Οχτώ πάνω κάτω η ώρα. Μπήκανε στη δεντροστοιχία που είναι ανάμεσα Ζάππειο και βασιλικό περιβόλι και βαδίζανε αργά δίχως να βγάζουνε μιλιά από το στόμα τους, κάτω από το πράσινο γεφύρι που ’καναν οι ακακίες και τα πλατάνια. Το φεγγάρι, όχι ολόγιομο, μα κάτι λιγότερο από μισό, έριχνε ένα φως γλυκό μα όχι δυνατό στα πάντα κι από τα κάγκελα του περιβολιού ως τα δέντρα όλα έπαιρναν μια μυστηριώδικη όψη. Τ’ αηδόνια τρίλιζαν από τα δέντρα του περιβολιού κι ο γκιόνης αργά και πού, πρόσθετε ομορφιά με το μονότονο και θρηνητικό κρώξιμό του. Ζευγαράκια ερωτεμένα καθόντανε στα παγκάκια, κι άλλα ξεβγαίνανε, κλεφτά κλεφτά, από τω δεντρώνε τις πυκνές φυλλωσιές.
Ο Παύλος αλαφραναστέναξε και σιγόειπε:
— Σήμερα νιώθω πως σ’ αγαπώ χίλιες φορές περισσότερο από χτες, και πως αύριο σίγουρα θα σ’ αγαπώ χίλιες φορές περισσότερο από σήμερα.
Κι είπε και ξανάειπε τα γλυκά τα λόγια.
— Τι λες; τονέ ρώτησε η Λίνα.
— Λόγια από το γράμμα της! της αποκρίθηκε και πέρασε το δεξί του χέρι στο μπράτσο της, χαδεύοντας με τ’ αριστερό του τ’ απαλό χεράκι της.
Και πάλι για λίγο σωπάσανε, βαδίζοντας ανάλαφρα κι αργά μέσα στο γύρο τους όνειρο.
— Όχι οι δυο μας απόψε! σιγόειπε πάλι σε λίγο. Τέσσερις έπρεπε να ’μαστε!…
— Τέσσερις; σιγορώτησε η Λίνα.
— Ναι, τέσσερις!… Από τη συντροφιά μας λείπει η Ίλντα κι ο Πέτρος…
Πήγανε και καθίσανε στις «Αγελάδες», παράμερα, σ’ ένα τραπεζάκι που το ’σκιαζε ένας πεύκος και το περιτριγύριζαν μαργαρίτες ολανθισμένες. Παραγγείλανε γάλα κι αυγά. Θα δειπνούσαν εκεί.
Ο Παύλος καθότανε σε καρέκλα σιδερένια, ακουμπώντας το κεφάλι του στο δεξί του το χέρι, που το στήριζε πάνω στο τραπέζι, σιωπηλός, παραδομένος ολόψυχα σε λογής σκέψες. Η Λίνα, καθισμένη σιμά του, ακουμπούσε απαλά τα χέρια της στα γόνατά του και στοργικά τον κοίταζε.
— Ξέρω τι συλλογίζεσαι, του είπε. Την Ίλντα συλλογίζεσαι …
— Ναι, μα και κάτι άλλο ακόμα…
— Κάτι άλλο;
—Συλλογίζομαι πως η αγάπη που μου ’ρχεται τόσο αργά, στο βράδιασμα της ζωής, είναι η αμοιβή μου για τα όσα υπόφερα… Βλέπεις, η Ζωή με σπλαχνίστηκε και δε θέλησε να μου αρνηθεί ό,τι τόσο επίμονα της ζήτησα. Μου στέλνει πια την αγάπη, ας είναι και τόσο αργά… Και σε λίγο συνέχισε με τόνο θλιμμένο:
— Μα γιατί να μην το πάρουμε αυτό και για τιμωρία της ζωής; Η Ζωή με τιμωρεί που την περιφρόνησα και μου στέλνει, έτσι αργά, την Αγάπη για να με εκδικηθεί. Αντί ναν τα ζήσω, τα σπατάλησα τα χρόνια μου σε γκρίνιες με την Αλίκη και σε κούφια κι επιπόλαια αιστήματα. Τόσες φορές νόμισα πως αγάπησα, μα τώρα το βλέπω πως σήμερα μοναχά αγαπώ… Η Ζωή μου ’στειλε ξεπίτηδες την Ίλντα, τώρα που κάνω τις αποχαιρετιστήριες βίζιτες για το μεγάλο και τ’ αγύριστο το ταξίδι, για να με τιμωρήσει, δείχνοντάς μου πως έπρεπε ναν την περάσω τη ζωή μου… Μου την έστειλε, σα να μου φώναζε: Να, αυτή είναι η Ζωή, ηλίθιε!…
Κι ένα δάκρυ καυτό κύλησε από τα μάτια του κι έσταξε πάνω στα χέρια της Λίνας.
— Άφησε αυτές τις κακές σκέψες! του είπε πονεμένα, Για να κλάψουμε ήρθαμε δω… Να, τώρα μ’ αυτό που κάνεις, δεν είναι σα ναν τη βρίζεις τη Ζωή, που τόσο στοργικά μας αγκαλιάζει, σε τούτη την ονειρεμένη νύχτα, με τις αμέτρητες ομορφιές της;
— Δίκιο έχεις, χρυσό μου παιδί! της είπε και πήρε τα χεράκια της και τα ’φερε ευλαβητικά στα φλογισμένα χείλια του.
Σαν αποφάγανε, πήρανε τον ίδιο δρόμο πάλι, κάτω από το πράσινο γεφύρι τω δεντρώνε, με συντροφιά τους τις τρίλιες του αηδονιού και του γκιόνη το κλάμα…
Την εποχή εκείνη πρωτοδιάβασε και τον «Αρχιτέχτονα Σόλνες» του Ίψεν και στην Ίλντα Βάγγελ νόμισε πως βρήκε πολλά χαραχτηριστικά που τη δείχνανε αδερφή της Ίλντας του. Και τα λόγια της, λόγια της Ίλντας του τα ’παιρνε και τα φερσίματά της, δικά της φερσίματα. Διάβασε και ξαναδιάβασε το δράμα του Ίψεν κι ώρες και μέρες το συλλογίστηκε. Η Ίλντα Βάγγελ δεν ήτανε πια δημιούργημα της φαντασίας. Ήταν η Ίλντα η πραγματική, που ξεκίνησε από τόσο μακριά κ ήρθε ναν του φέρει τη χαρά της Νιότης, ναν του φέρει ακόμα και την αγάπη που τόσο την αποζήτησε και τόσο πεισματικά του την αρνήθηκε η ζωή.
— Σ’ αποζητούσα στη ζωή και σ’ ηύρα στο βιβλίο! ψιθύρισε ένα βράδυ που καθότανε μοναχός του, ξαπλωμένος σε μια πολτρόνα στο γραφείο του, και πάνου σ’ αυτά τα λόγια, που ανεβαίνανε ακάλεστα στα χείλη του, αυτοσκεδίασε κάτι στίχους που ύστερα σηκώθηκε και τους έριξε στο χαρτί.
Σ’ αποζητούσα στη ζωή και σ’ ηύρα στο βιλβίο,
ψυχή πλασμένη από κρίνα και από ατσάλι,
ψυχή αιθερολάμνα κι ονειροπετούσα…
Ω Μούσα, που την άρπα κρους στα αιθέρια πλάτια,
Ω κόρη, που την άρπα ακούς ψηλάθε απ’ τους αιθέρες.
Όνειρο και πραγματικότητα μαζί,
ζωή και ήσκιε,
Έλα, ω δέομαί σου, έλα,
κρούσε την πόρτα μου τη σκεβρωμένη,
κρούσ’ τήνε ν’ ανοιχτεί να μπουν τα Νιάτα,
τα Νιάτα που τ’ αποζητώ και που τα τρέμω…
Ίλντα Βάγγελ, κόρη του Βορρά,
το χιόνι στην ειδή κι αν έχεις, μέσα
—το ξέρω—στην ψυχή σου καίει βουλκάνος.
Και φλέγομαι θωρώντας σε και στάχτη
σκορπιέται όση ζωή μου απομένει.
Τι θέλω πια να ζήσω μια και σ’ είδα,
μια κι άκουσα την προσταγή σου;
«Ψηλά, και πιο ψηλά, προς τους αιθέρες
«την άρπα την αιολική ν’ ακούσεις!… Τότε
«και μόνο τότε θα γενώ δική σου…
«Τότε και μόνο τότε η αγκαλιά μου
«θα σου ανοιχτεί και μόνο τότε
«η Νιότη μου και Νιότη σου θα γίνει…»
Παρθένα, που ο ήλιος σου τω μαλλιώ σου
τον ήλιο της ψυχής σου αντιφεγγίζει, έλα…
ω έλα και σου έστησα το θρόνο
στο «Ρόδινο Βασίλειο»…ω, έλα,
και η προσταγή σου θε να γίνει
—Πάντα
Ψηλά και πιο ψηλά, ως την κορφήν απάνω,
την άρπα την αιολική ν’ ακούσω, το τραγούδι
ν’ ακούσω της αγάπης κι ας πεθάνω.
Το τραγούδι αυτό δεν της το ’στειλε. Ένα αυτοσκεδίασμα της στιγμής, ποια αξία μπορούσε να ’χει για ναν το δει κι Εκείνη;
— Έπειτα δεν είναι κι όλο δικό της! συλλογίστηκε. Ανήκει και στην Ίλντα του Ίψεν. Kαι σα δεν μπορώ ναν το στείλω και στις δυο, ας μείνει καλύτερα κλεισμένο στο συρτάρι μου!…
Χάρηκε και λυπήθηκε μαζί, άμα σ’ ένα γράμμα της του ’γραφε πως μπορεί καμιά μέρα, και γλήγορα μάλιστα, ποιος ξέρει! να ’ρθει στην Αθήνα. «Τότε, του ’γραφε, θα μάθεις τ’ αληθινό μου τ’ όνομα, καθώς και τη φαμελιά μου, θαν τα μάθεις όλα τότε, γιατί τώρα σε σώνει να ξέρεις πως γράφω και γω σαν και σένα, αν κι ακόμα δεν τύπωσα τίποτα και πως παραδίνω σε δυο τρία σπίτια μάθημα σε παιδιά: Είμαι και δασκαλούλα, βλέπεις. Μάθε το κι αυτό.»
Να ’ρθει στην Αθήνα; Άλλο που δεν ήθελε κι άλλο που δεν έτρεμε. Ναν τη γνωρίσει κι από κοντά, ναν τη χαρεί, ν’ ακούσει και τη φωνή της, τη γλυκιά της τη φωνή, γιατί δε γίνεται, γλυκιά θα ’ναι η φωνούλα της, κελάδημα, αφού τόσο γλυκά ήταν τα λόγια που του ’γραφε. Μα πάλι να ’ρθει εδώ, και τι να δει; Ένα ερείπιο του χρόνου, ένα γέρο ασπρομάλλη—ένα κουρέλι της ζωής.
— Αχ, η αγάπη, γιατί να μας έρχεται τόσο αργά, στο βράδιασμα; έλεγε.
Και της απάντησε πως το χάρηκε, το καταχάρηκε, που θα ’ρθει, μα πότε; «Κι αν όταν έρθεις, της έγραφε, και δε με βρεις στη ζωή, μη βαρεθείς να πας ως το κοιμητήρι. Εκεί—και της σημείωνε το μέρος—θα βρεις έναν τάφο με πλάκα στρωμένο που θα ’χει μια κολόνα σκούρα μαρμαρένια, σαν οβελίσκο. Από κάτου κει θα ’μαι θαμμένος, σιμά στους δικούς μου, και θα καρτερώ από σένα, όχι ένα δάκρυ, μα ένα λουλούδι, πρώτο και στερνό λόγο σου που θ’ ακούσω από κοντά.»
Γέλασε, λέει, άμα διάβασε το γράμμα του αυτό. Σε καλό του! Εκείνη του μιλούσε για μελλούμενο ταξίδι κι αυτός της απαντούσε με τάφους και με θανάτους! Α, μα τέτοια λόγια καθόλου δεν της αρέσανε… Και πρώτη φορά του ’γραψε με κάποιο θυμό.
Μια κ’ έκανε αρχή, το πήρε, φαίνεται, συνήθειο στα γράμματά της πάντα, όσο γλυκά κι όσο φιλικά κι αν ήτανε, ναν του ρίχνει πού και πού και καμιά κεντιά. Πότε πως τη βαρέθηκε και δεν την αγαπάει πια, πότε πως αυτή δεν μπορεί να αιστάνεται αγάπη, έρωτα, μαθές, γι’ αυτόνε, μα μοναχά φιλία μεγάλη κι εχτίμηοη, και πότε τούτο, πότε κείνο, πάντα λόγια τέτοια που τον ενοχλούσανε, τονέ νευριάζανε, τονέ μελαχολούσανε φριχτά.
Οι σύμβουλοί του, η Θούλα και η Λίνα, προσπαθούσανε ναν του τα ξηγούνε αυτά, ως καμώματα ερωτικά, είναι κι η ηλικία, βλέπεις, παιδί ακόμα· κι ο Παύλος, όσο κι αν είχε πείρα από τη ζωή, πάντα η δείλια του ’χε απομείνει, μέσα στην ψυχή, μια δείλια μπρος στις γυναίκες και μια πεποίθηση πως του ήτανε γραμμένο να μην αγαπηθεί ποτέ.
Σ’ ένα γράμμα της του ’γραφε: «Κάποτε μου ’γραφες πως θα πάψεις να μ’ αγαπάς μόνο σαν πέσω στη συνείδησή σου, το θυμάσαι; Το πέσιμο αυτό το περιμένω από ώρα σε ώρα. Μπορεί και να είμαι πεσμένη τώρα. Είναι αλήθεια; Θα με ιδείς μια μέρα. Και τότε πρώτα στην ερώτησή μου αυτή θέλω ν’ απαντήσεις».
Της απάντησε: «Στη συνείδησή μου στέκεσαι ψηλά, πολύ ψηλά. Δεν την άγγιξες καθόλου τη συνείδησή μου. Τα νεύρα μου τ’ άμοιρα μοναχά τα κακομεταχειρίστηκες και τα κακομεταχειρίζεσαι αλύπητα».
Τα λόγια αυτά την Ίλντα τη συνετίσανε, φαίνεται, γιατί τα γράμματά της τα κατοπινά ερχόντανε ταχτικά πάντοτε, με κάθε ταχυδρομείο κι ήτανε γιομάτα καλοσύνη και αγάπη. Ούτε πειράγματα πια ούτε σταυρώματα. Γαληνά κι ευωδιασμένα.
Σ’ ένα γράμμα της του ’δινε την ιδέα ενός ρομάντζου. «Μες στ’ άγιο βήμα της ψυχής» ναν τ’ ονομάσουμε. Κι έτσι πάνου κάτου να ’ναι. Δυο ν’ αγαπιούνται δίχως να γνωρίζουνται προσωπικά. Να ζούνε μακριά ο ένας από τον άλλονε. Και αδιάφορο αν είναι γέρος εκείνος και νέα εκείνη, ή τ’ ανάποδο. Όμορφοι ή άσκημοι, το ίδιο. Το εξωτερικό τους εγώ δε θα ’χει καμιά σημασία, αφού το εγώ αυτό δε θα παίζει κανένα ρόλο στη ζωή τους και στην αγάπη τους. Μόνο την ψυχή θα γνωρίσει ο ένας τ’ αλλουνού και οι ψυχές αυτές θα βρεθούν τόσο ταιριασμένες που θ’ αγαπηθούνε θερμά. Μετά χρόνια, ο ένας από τους δυο πεθαίνει, μα η αγάπη δε σβήνει, γιατί και η ψυχή είναι αθάνατη».
Αύτη θα ’ναι η ουσία του έργου. Μα τα καθέκαστα θαν τα ’βρισκε και θαν τα ’πλαθε αυτός. Του ’δινε κι εκείνη μερικά. Θα πλάθανε και άλλα, όσο θα προχωρούσε το έργο. «Και τώρα, θέλεις ναν το γράψουμε μαζί; Θέλεις μονάχος σου; Θέλεις εγώ; Ό,τι θέλεις, θα γίνει.»
Του Παύλου του άρεσε η ιδέα. Μα να το γράψει εκείνη το ρομάντζο. Έτσι που το ’πιασε, καλό θα βγει. Το ξέρει. Κι ακόμα εκείνη είναι νέα, έχει όλη την ορμή, όλη τη δροσιά της νιότης. Έχει και τις ελπίδες της νιότης, που ναι κι αυτό χάρισμα σημαντικό για ένα συγραφέα. Ας το γράψει λοιπόν, και άμα το γράψει, του το στέλνει και βάζει κι αυτός καμιά πενιά, α χρειάζεται.
Το δέχτηκε. Και στα κατοπινά γράμματα τού ’γραφε πως τ’ αρχίνησε και πως προχωρεί. Μα δεν το βιάζει. Σιγά σιγά το δουλεύει για να βγει καλό. Και στα γράμματά της του το ’γραφε: «Το ρομάντζο μας» και αυτό το «μας» τον κατασυγκινούσε.
Να, όμως που ξημέρωσε στη ζωή του και η πασχαλιά. Και την πασχαλιά δεν του την μηνούσανε οι χαρμόσυνες καμπάνες, μα ένα γράμμα της που του ανάγγειλε πως την ερχόμενη Δευτέρα ξεκινάνε, θα ’χουν ξεκινήσει κιόλας τώρα που θα διαβάζει το γράμμα της, για να ’ρθούνε μέσω Δεδέαγατς στην Αθήνα. « Η ζωή εδώ, στην Πόλη, κατάντησε πια αφόρητη μ’ αυτούς τους παλιότουρκους και τα κατάφερε ο αδερφός μου, που τα ’χε καλά με κάποιο σημαντικό νεότουρκο, να πάρουμε τα πασαπόρτια μας και να φύγουμε. Ο αδερφός μου θα μείνει λίγο στην Αθήνα, γιατί είναι ανάγκη να φύγει αμέσως για την Ευρώπη για κάτι δουλειές του, κι εγώ θα μείνω μόνη μου όσο να γυρίσει. Αντί την Ευρώπη που μου πρότεινε, προτίμησα εγώ την Αθήνα, γιατί έτσι θα ’μαι κοντά σου. Τώρα λοιπό, θέλοντας και μη, θα με βοηθήσεις στο ρομάντζο μας, θαν το γράψουμε μαζί».
Το γράμμα το διάβασε στην πόστα ο Παύλος και αρχίνησε να χαμογελάει, από τη μεγάλη του τη χαρά, σα μωρό παιδί! Πήδησε σε μια άμαξα και άμα μπήκε σπίτι του αρχίνησε να φωνάζει:
— Η Ίλντα έρχεται!
Με τη Θούλα και με τη Λίνα αρχινήσανε να μετράνε τις μέρες, ακόμα και τις ώρες. Σήμερα Δευτέρα, έφυγε από την Πόλη. Παρασκευή, βία Σάββατο, θα ’ναι δω. Φυσικά, δε θα ’ρθει αμέσως σπίτι, μα την Κυριακή δίχως άλλο θα τους κάνει τη βίζιτα και την Κυριακή το μεσημέρι ναν τους κρατήσουνε, αφού θα ’ρθει με τον αδερφό της, να φάνε μαζί τους.
Μα μια που ο αδερφός της θα φύγει για την Ευρώπη, γιατί να μην καθίσει σπίτι τους, μαζί τους; Δωμάτιο έχουνε, κείνο το μεγάλο το προσηλιακό, προς τον κήπο. Από περιποίηση, άλλο τίποτε. Θα ’χει και τη συντροφιά της Θούλας και της Λίνας.
Να της το προτείνουνε λοιπόν αμέσως, μόλις θα ’ρθει ναν τους χαιρετήσει, και δεν υπάρχει λόγος να μη δεχτεί. Ο αδερφός της… Μα αφού είναι αδερφός της, μπορεί να μην είναι καλός κι αυτός;
Μπα! Είναι ανάγκη να την περιμένουνε να ’ρθει ναν τους κάνει τη βίζιτα; Και δεν πάνε αυτοί ναν τους υποδεχτούνε; Σώνει να μάθουνε πότε έρχεται το βαπόρι από τη Θεσσαλονίκη και να κατεβούνε στον Πειραιά. Α δεν έρθει με το ένα, θα ’ρθει με το άλλο. Επιτέλους, με κάποιο θα ’ρθει. Και βαλθήκαν αμέσως, με σπουδή, στο συγύρισμα του σπιτιού.
— Καρτερούμε τη Μούσα! έλεγε γελαστά.
— Καρτερούμε την αδερφούλα! λέγανε η Θούλα και η Λίνα.
Το ’πανε και στον Πέτρο, μια κι έπρεπε ναν το ξέρει και κείνος. Μα ο Πέτρος δε γέλασε και δεν κορόιδεψε, όπως το φοβότανε ο Παύλος. Το εναντίο τρυφερόκαρδος κι αισταντικός καθώς ήτανε, κατασυγκινήθηκε.
Όλα λοιπόν ήτανε έτοιμα. Οι μέρες ζυγώνανε. O Παύλος είχε ρωτήσει στο ταχυδρομείο κι είχε μάθει πότε έρχεται το βαπόρι από τη Σαλονίκη. Το Σαββάτο τ’ απομεσήμερο· μα έρχεται κι άλλο την Κυριακή.
— Με το αυριανό θα μας έρθει, δε γίνεται!… τους είπε γυρίζοντας από την πόστα, την Παρασκευή το μεσημέρι. Αύριο λοιπόν από το μεσημέρι να κατεβούμε στον Πειραιά. Τρώμε κάτω.
Ο Πέτρος δεν είχε έρθει ακόμη για το φαΐ. Τον περιμένανε. Ο Παύλος είχε καθίσει σε μια πολτρόνα, στην τραπεζαρία. Γονατισμένες η Θούλα και η Λίνα, η μια στα δεξιά του και η άλλη στ’ αριστερά, ακουμπούσανε τα χέρια τους στα γόνατά του στοργικά και γλυκομιλούσανε· όλ’ η κουβέντα τους, φυσικά, για την αυριανή, τη μεγάλη, την ημέρα. Ο Παύλος δε μιλούσε, τις άκουγε. Η ψυχή του ταξίδευε σε όνειρα παραδεισένια. Έζησε πλάι στην αγάπη ως τώρα, μα να, σήμερα που σίμωνε η μέρα του! Θαν τη χαρεί την αγάπη κι αυτός, θα αιστανθεί τη δροσιά της και τα μύρα της.
Ξάφνου η Θούλα και η Λίνα σταματήσανε την κουβέντα τους. Τρομαγμένες κοιτάξανε τον Παύλο, πιάσανε το χέρι του, του μιλήσανε. Τίποτε. Πεταχτήκατε πάνου. Μπήξανε τις φωνές.
Ο Παύλος ήτανε νεκρός. Η καρδιά που τόσο δούλεψε και πόνεσε, σταμάτησε ξαφνικά. Το κεφάλι είχε γείρει κουρασμένο στα στήθια.