ΠΑΝΟΣ Δ. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ


 

Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ εκδόθηκε το 1928 και πρωτοδημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.

Πληροφορίες για τον Πάνο Δ. Ταγκόπουλο στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 


 

Τα πεζοδρόμια είχανε πλημμυρίσει από κόσμο. Γυναικούλες του λαού με γερανιά μαντηλάκια στο χέρι, κοριτσάκια σαν τα κρύα νερά, με δεματάκια, γέροι, παιδιά, στρατιώτες απ’ άλλα σώματα, -ένα σωρό σωρό άνθρωποι που μας πε­ριμένανε να βγούμε από την καμπυλωτή πόρτα, για να μας χαιρετίσουνε οι γνωστοί, να μας πούνε ένα καλό λόγο οι φίλοι, να μας παρηγορήσουνε οι περισσότεροι - γιατί πα­ρηγοριά θέλαμε κι απ’ αυτήν είχαμε ανάγκη. Φεύγαμε πάλι. Ξεκινούσαμε για νέο πόλεμο, καινούριες δάφνες, καινού­ρια τρόπαια. Κι όμως, ενώ η ψυχή όλων έκλαιε κι ήτανε μαύρη και σκοτεινή σαν τον Άδη, έξω παιζογελούσε ο ξαν­θός Απρίλης κι ο ουρανός ήτανε κατακάθαρος κι ο ήλιος έλαμπε, έλαμπε σα να ’τανε γιορτάσιμη μέρα. 

Η μουσική τάχτηκε μπροστά, επικεφαλής. Άρχισε κάποιο θούριο στρατιωτικό. Οι αξιωματικοί προστάξανε το «Εμπρός μαρς» κι ύστερα δυνατότερα ακούστηκε από τους υπαξιωματικούς το παράγγελμα του βηματισμού: «Εν δύο εν»

Βγήκαμε από την πύλη, όπως ένα μπουλούκι φυλακι­σμένων. Πηγαίναμε πάλι στο άγνωστο χωρίς να ’χουμε αυτή τη φορά μια ελπίδα να μας γαλβανίζει σαν πρώτα. Ο πό­λεμος είχε κριθεί απ’ τις «επιχειρήσεις» του Μάρτη κι εμείς οι γερο-έφεδροι, οι κουρασμένοι, οι σακατεμένοι ψυχικά, τραβούσαμε να συμπληρώσουμε τα κενά, το πα­λιό αίμα να δώσει νέα ζωή στις μαργωμένες φλέβες του στρατού. Κι η μουσική έπαιζε έπαιζε, μ' όλα τα χάλκινα όργανά της, το πατριωτικό θούριο...

Ο κόσμος που περίμενε απ’ έξω, κινήθηκε μαζί μας. Ένας δεύτερος στρατός από μανάδες; πατεράδες, γυναίκες, αδερφές, φίλους, φιλενάδες, γνωστούς, βάδιζε πλάι μας. Κι όλοι κλαίγανε, κλαίγανε. Τα γερανιά μαντιλάκια είχανε περάσει το περιεχόμενο τους στα τρεμάμενα χέρια του γιου, του αδερφού, του συζύγου. Τα δεματάκια τα ’χαμε ρίξει στα σακίδια εκστρατείας. Κι όσοι δεν είχανε κανένα δικό τους να τους φέρει κάτι, μουρμουρίζανε πίσω απ’ τα σφιγμένα δόντια, ποιος ξέρει ποια παράπονα, ποια λόγια, τι κατάρες.

Είχα μείνει πίσω τελευταίος με τα μεταγωγικά του Σώματος - αν και βαδίζαμε χωρίς καμιά τάξη. Ο λοχα­γός μ’ είχε τάξει «επικεφαλής» των μεταγωγικών, που κι αυτά ήτανε σαν κι εμάς, - κουρασμένα, σακατεμένα, γέρι­κα, χωρίς σάγματα και στολίδια, όπως τα ’χανε φέρει απ’ την επίταξη. Θα τα φορτώναμε σ’ άλλο καράβι που θα ’φευγε για ταΜουδανιά. Μπορεί στο ίδιο να μπαίναμε κι εμείς, γιατί κανένας δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Μήπως εί­χαμε οπλισμό κι είχαμε καταρτιστεί σε Σώμα; Όλοι του πυροβολικού. Άλλατίνος πυροβολικού; Εδώ στη φάλαγ­γα που βάδιζε, είμαστε από κάθε καρυδιάς καρύδι. Του πεδινού, των οβιδοβόλων, του βαρέος, του ορειβατικού. Λέ­νε πως θα μας ξεχώριζαν εκεί. Άλλα πού, πού;

Το άγνωστο με τρόμαζε περισσότερο απ’ την αντάρα του πολέμου κι απ’ τον κρότο του κανονιού που θ’ άκουγα ξανά. Προτιμούσα το σφύριγμα της οβίδας απ’ το πατριω­τικό θούριο, που έπαιζε η μουσική, αλύπητα, μονότονα, όλο το ίδιο. Μα θα ’θελα να ’ξερα, πού θα πηγαίναμε, σε ποιο λιμάνι θα πιάναμε, αν θα μέναμε κάπου για λίγο ή αν θα φεύγαμε αμέσως, όπως είμαστε, για τη «γραμμή του πυ­ρός».

Άλλοτε, συλλογίστηκα, βαδίζαμε μ’ ορισμένη κα­τεύθυνση. Άλλοτε ξέραμε πού πηγαίναμε!...

Και θυμήθηκα πως είχαμε φύγει τότε, εδώ και τέσσε­ρα χρόνια, για το μέτωπο το Βαλκανικό.

Κάθε σώμα καταρτιζότανε στην έδρα του. Τα πεζικά, τα πεδινά, τα ορειβατικά, τα μηχανικά, οι διλοχίες Νοσο­κόμων. Κι εμείς είχαμε ξεκινήσει Μεγάλη Πέμπτη ανή­μερα - το θυμάμαι σα να ’ναι τώρα. Μεγάλη  Πέμπτη! Κι οι καμπάνες είχανε αρχίσει να χτυπούνε πένθιμα. Κι ήτανε Μάρτης τότε και ματιάζανε τα μπουμπούκια των ρόδων. Κι εμείς χαιρόμαστε που φεύγαμε, κι ας ήτανε Με­γάλη Πέμπτη. Θαρρούσαμε τον Πόλεμο πανηγύρι. Κι όταν περνούσε ο στρατός απ’ την Ομόνοια εμείς φωνάζαμε πε­ρισσότερο από τους πολίτες:

- Γεια σας, παιδιά !

- Καλήν αντάμωση!

- Στο καλό! Στο καλό!

- Και με τη Νίκη, να δώσει ο Θεός!

Α! ήτανε αλλιώτικα τότε! Είμαστε νέοι, παιδιά, έβραζε το αίμα! Και πιστεύαμε και σε πατρίδες, οι περισσότεροι. Όσοι δεν πιστεύαμε, τον είχαμε τον πόλεμο για πανηγύρι. Να, σα να στήνεις φρούρια, βασιλιάδες, στρατό, ιππικό, ά­λογα ξύλινα στο σκάκι και να τα γκρεμίζεις με μια κίνηση του χεριού. Και φεύγαμε όλοι με μια καρδιά. Άλλοι για την Πατρίδα, άλλοι για το γλέντισμα της νιότης. Γιατί όχι; Και στον πόλεμο! Δοκιμάζεις τη ζωή...

Το τρένο περνούσε φορτωμένο από στρατό, κανόνια και ζώα, Μεγάλη Παρασκευή πρωί, από τις καμάρες και τα τουνέλια των βουνών. Από βραδύς είχαμε γλεντήσει πολύ, ως τα ξημερώματα, στο σταθμό, και δεν ξέραμε καλά καλά πού πηγαίναμε. Σε πόλεμο ή σε πανηγύρι! Όλη τη νύχτα άκουγες στα μαγαζιά του σταθμού κιθάρες, μαντο­λίνα,μισοφωνίες, σαντούρια, βιολιά, παιχνίδια. Και τρα­γούδια ένα σωρό! Καντάδες, όπερες, οπερέτες, μινόρε, αμανέδες, σαρκιά λυπητερά, πεταχτά τραγούδια, της φυλα­κής και της ταβέρνας σεβντάδες. Κι εγώ θυμάμαι πως είχα τραγουδήσει με κέφι, μ’ ένα κέφι, όσο ποτέ στη ζωή μου!...

Και τώρα ταξιδεύαμε! Είχε νυχτώσει. Και κρατούσα στα χέρια μου κάτι τριαντάφυλλα κόκκινα, που δεν είχανε μα­ραθεί ακόμα, και κάτι πασχαλιές.

Το θυμάμαι σα να ’ναι τώρα Κι αυτό. Στάθηκε κάποιο αμάξι, όταν περνούσαμε στη λεωφόρο, μια φωνούλα χα­διάρα φώναζε τ’ όνομά μου κι ένα χεράκι τοσούλη, γαντοφορεμένο, μικροσκοπικό, μου ’χε δώσει τα λουλούδια εκείνα ραντισμένα με το δάκρυ της συμπόνιας και της αγάπης...

Και τώρα περνούσαμε ψηλά με το τρένο, κοντά στον Παρνασσό. Κι ήτανε νύχτα. Και φαίνεται πως από κάποιο χωριό θα κατέβαζαν τον Επιτάφιο, γιατί χίλια τόσα κεριά τρεμολάμπανε σαν αστέρια ολόχρυσα που φέγγανε στο δρόμο του μαρτυρίου...

Είχα βυθιστεί τόσο, που δεν άκουγα, δεν ένιωθα τί­ποτα γύρω μου, - και περπατούσα μηχανικά μαζί με τους άλλους. Ο λοχαγός καβάλα. Έτρεχε πάνω κάτω σε όλη την ακατάστατη φάλαγγα, χωρίς να υπάρχει λόγος, μα έτσι για να κάνει επίδειξη. Κι εγώ γελούσα γελούσα μαζί του. Γιατί τώρα δεν ήτανε σαν και τότε. Τώρα ξέραμε όλοι πως οπόλεμος δε γίνεται για καμιά πατρίδα παρά έτσι για να καβαλάει ο λοχαγός το καλύτερο άλογο και να καλπάζει χωρίς λόγο. Και ξέραμε ακόμη πως δεν ήτανε ο πόλεμος κι η εκστρατεία τραγούδι, μα είναι θάνατος ζωντανός, που σε παραμονεύει κάθε στιγμή, όπου σε βρει: στο αντίσκηνο η στη μάχη, - βόλι, οβίδα, κρυολόγημα φαρμακερό... Ο πό­λεμος που ξεσπερμεύει λαούς και ξεθεμελιώνει πατρίδες! Το χάλκινο άλογο, που περνάει πάνω από χωριά και πολι­τείες... ο λοχαγός που καλπάζει!...

Και πάλι σαν ξεκούρασμα, ο νους μου έτρεξε στην πα­λιά εκείνη ανάμνηση, και θυμήθηκα πάλι το γαντοφορε­μένο εκείνο χεράκι, το μικροσκοπικό, και θυμήθηκα το δράμα, που ξετυλίχτηκε άγριο πάνω στα κακοτράχαλα πο­λεμικά βουνά, - στα μαβιά χαρτάκια, που τα γέμιζε με λό­για της καρδιάς το ίδιο χεράκι, το πονετικό, να τα παίρνει μια πνοή ανέμου και να τα ταξιδεύει μακριά μακριά.

Κι είναι περίεργο πως πονούσα τώρα περισσότερο από κείνη την εποχή, πως ξαναζούσα τώρα με περισσότερο σπαραγμό, στιγμές και λεπτομέρειες, που είχανε περάσει. Κιενώ γύρω μου οργίαζε το χρώμα και το φως, ενώ παν­τού λουλούδιζε ο ξανθός Απρίλης κι οι ακακίες στη δεντροστοιχία ήταν ανθισμένες και λυγίζανε από τον ανθό, εγώ θαρρούσα πως τώρα είναι Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, τώρα, κι όχι τότε, άρχιζε για μένα η εβδομά­δα των Παθών, σκοτεινή, θλιβερή, πιεστική, δίχως άνθη, ρόδα και πασχαλιές, για να στολίσουνε κάποιον Επι­τάφιο...

Η Μουσική έπαιζε έπαιζε το ίδιο εμβατήριο, στον ίδιο τόνο, προσπαθώντας του κάκου να μας ενθουσιάσει. Βαδίζαμε κουρασμένοι πια στον ατέλειωτο δρόμο, που ανοιγό­τανε μπροστά μας σαν μαρτυρίου δρόμος για το Γολγοθά. Βαδίζαμε όπως θέλαμε. Δυο δυο, ένας ένας, τέσσερις τέσσερις. Στην Ομόνοια έπαιξε η στρατιωτική μουσική το τελευταίο μαρς, ενώ οι γύρω διαβάτες ακούγανε χωρίς να λένε λέξη, κουνώντας περίλυπα το κεφάλι τους.

Μπήκαμε αργά το βράδυ στα φορτηγά - κάτι βαπόρια κατάμαυρα σαν τα καράβια του θανάτου. Πού πηγαίναμε; Πόσοι θα γυρίζαμε; Γιατί πάλι αυτός ο πόλεμος; Γιατί; γιατί; Ήταν μια ερώτηση που ο καθένας την έλεγε στον εαυτό του και που ερχότανε κάθε τόσο στη σκέψη μας επί­μονα. Ένα χάος, σαν το ατέρμονο πέλαγο, ανοιγόταν εμπρός μας. Κι είμαστε τόσο, μα τόσο κουρασμένοι, χωρίς ελπίδα καμιά, κανένα δειλό φωσάκι ζωής.

Και τότε θυμήθηκα πάλι την παλιά εκείνη εκστρατεία, την πρώτη, και τα χείλια μου αρχίσανε να μουρμουρίζουνε τα πένθιμα τροπάρια που δεν είπα κείνη τη Μεγάλη Πα­ρασκευή, καθώς έβλεπα τα κεριά του Επιταφίου να κατε­βαίνουνε από τις φωτισμένες ανάρια βουνοπλαγιές.

Κι έλεγα το «Η Ζωή έν τάφω», αποτραβηγμένος εκεί στην πλώρα του καραβιού, ενώ πέρα σβήνανε τα φώτα του λιμανιού ένα ένα σαν αστέρια που χάνουνται πίσω άπονα κατάμαυρο σύννεφο.

 

(Φορτηγό «Αλεξάνδρα» Απρίλης 1921)

 

 

αρχή

 



 

«Ave, Caesar, morituri ie sal'aiaai...a

 

Ο Ταγματάρχης με φώναξε στη σκηνή του. Και με βαριά φωνή κι αυστηρό ύφος, που δεν το ’χα ξαναδεί στην καλοκάγαθη μορφή του, μου ’δωσε οδηγίες και με διάταξε να οδηγήσω εγώ τους δυο Βουλγάρους αιχμαλώτους στην Τουρίκα, που ήτανε η έδρα της Μεραρχίας μας.

Έσκυψα το κεφάλι μου. Και δεν έβγαλα μιλιά. Πήρα από τα χέρια του το φάκελο με το έγγραφο, ζώστηκα την εξάρτηση με το περίστροφο, και με το μικρό απόσπασμα ξεκίνησα, ενώ στ’ αυτιά μου αντηχούσανε τα στερνά λόγια του Διοικητή μου:

—Σε καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνο, λοχία!

Είχανε πιάσει τους δυο ανθρώπους το πρωί, στα μεταγωγικά της Μοίρας. Κάποιος πυροβολητής που ’χε ξυπνήσει νωρίς και τραβούσε στη φτέρη ανάμεσα, ένιωσε τα βάτα δίπλα του να σαλεύουνε. Στην αρχή θάρρεψε πως ήτανε κανέν’ αγριογούρουνο. Ύστερα όμως είδε μια φυσιογνωμία περίτρομη και δυο χέρια να υψώνουνται, σε σημείο υποτα­γής, ψηλά. Ζύγωσε, φώναξε, και πιάσανε τον πρώτο αιχμάλωτο. Σε λίγο μαρτυρήθηκε κι ο δεύτερος!

Το μαντάτο μαθεύτηκε αμέσως. Κι ήτανε για όλους περίεργο. Περίεργο στ’ αλήθεια! Δυο Βούλγαροι, πίσω από τις ελληνικές προφυλακές, και μέσα στα μεταγωγικά του Πυροβολικού, -δηλαδή, κάπου τρεις ώρες δρόμο απ’ την εχτρική παράταξη,—γέννησε αμέσως τη σκέψη πως οι δυο αιχμάλωτοι, δεν ήτανε κοινοί αιχμάλωτοι πολέμου, μα κατάσκοποι φοβεροί, που ήρθανε μες στις γραμμές μας να δούνε, να μελετήσουνε και να μας προδώσουνε ύστερα στους δικούς τους.

Όχι όμως! Οι σκέψες αυτές βγήκανε λαθεμένες. Οι δυο δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι δεν είχανε φύγει απ’ τις εχθρικές γραμμές. Ερχόντουσαν από πέρα, μακρύτερα, κι η νοσταλγία της Πατρίδας, τους είχε ρίξει στα χέρια τα δικά μας.

Όπως μαθεύτηκε από την πρόχειρη ανάκριση που τους έκανε κάποιος αξιωματικός στο Επιτελείο, οι δυο Βούλγα­ροι ερχόντουσαν πέρ’ απ’ το Νάρες, κοντά στη Θεσσαλονί­κη, όπου εργαζόντουσαν ως αιχμάλωτοι πολέμου στα λα­τομεία που διευτύνανε οι Εγγλέζοι. Είχανε λιποταχτήσει από κει και περπατήσανε τέσσερις νύχτες ολάκερες για να περάσουνε στο βουλγάρικο μέτωπο, πλάι στους δικούς τους, στη γυναίκα ίσως, στη μάννα, στα παιδιά τους.

Η χάλκινη κακοπαθιασμένη όψη τους έδειχνε τα μαρ­τύρια που είχανε περάσει. Τέσσερις μέρες θραφήκανε με ξυνόμηλα και βατόμουρα και με τ’ αχλάδια που ρίχνανε οι γινωμένες αχλαδιές. Και τα ρούχα τους, κουρελιασμένα, μό­λις ντύνανε τα ξυλιασμένα και στεγνά απ’ την κακοπέραση κορμιά τους. Τα δάχτυλα των ποδιών μελανιασμένα, και το πέλμα σκισμένο απ’ τ’ αγκάθι. Τα υποδήματα, χάλια ! Λουρίδες από δέρμα κομματιασμένο...

Οι δυο δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι ήτανε τώρα στη διάθεση μου. Κι είχανε να βαδίσουνε μαζί μου είκοσι οχτώ μετρημένα χιλιόμετρα ίσαμε να φτάσουμε στη Μεραρχία. Τους είχα μες στη μέση των τεσσάρων αντρών μου και κα­τεβαίναμε αργά το λόφο για να βγούμε στον ανοιχτό δρόμο.

Ήξερα καλά τι θα πει : «Αιχμάλωτοι πολέμου δραπετεύσαντες!» Και ποια τιμωρία τους περίμενε, ήξερα... Κι έτσι, όπως σέρνανε  με κόπο τα  κουρασμένα βήματα τους, εγώ, δίπλα τους, ένιωθα την ψυχή μου να σφίγγεται..

Ο ήλιος καυτερός, αυγουστιάτικος, μακεδονίτης, έριχνε τις αχτίδες του σαν πυρωμένα σπαθιά. Ζέστη αφόρητη. Ωστόσο, όσο περνούσαμε στα ελάτια και στις βαλανιδιές ανάμεσα, είχαμε κάποιον ίσκιο χλιαρό να κόβει το κάμα... Όταν όμως κατεβήκαμε στην Εφοδιοπομπή κάτω, κι ανοί­χτηκε γυμνός ο κάμπος, χωρίς δέντρα και ίσκιο, η κάψα η θεριακωμένη λιγούσε τα γόνατα και το ’νιωθα πια πως δύ­σκολο θα ’τανε να πάρουμε βήμα.

Υποφέραμε όλοι για καλά. Οι άντρες μού ζητήσανε να ξεκουραστούνε. Κι οι δυο μελλοθάνατοι, με τις φλέβες πεταγμένες στα μελίγγια, με τα μάτια έξω απ’ τις κόγχες και με τον ίδρωτα να σκάβει τη χάλκινη όψη τους, - βαριανασαίνανε καθισμένοι σε μια πέτρα.

Ζήτησα με το τηλέφωνο απ’ το Επιτελείο να μου επιτρέψουνε να πάρω άλογο. Κι η απάντηση ήρθε αμέσως. Δυο απ’ τους στρατιώτες μού σελώσανε κάποιο μαύρο αλογάκι, το μόνο καλύτερο, κοκαλιάρικο, αδύνατο, και πληγιασμένο στη ράχη από τη σέλλα. Η τραγωδία έτσι συμπληρωνό­τανε τέλεια. Πριν ξεκινήσουμε όμως, παρακάλεσα τον επι­λοχία του Εφοδιασμού κι έδωσε κάτι στους αιχμαλώτους. Ο ένας, με τα λίγα εγγλέζικα που ’ξερε, μ’ ευχαρίστησε. Ο άλλος έδειξε την ευγνωμοσύνη του με τα θολά κατά­μαυρα μάτια του, και με χειρονομίες. Κι οι δυο μαζί φάγανε, σαν πεινασμένοι λύκοι, με μεγάλες μπουκιές....

Θα ’τανε μια τ’ απομεσήμερο σαν ξεκινήσαμε πάλι. Ο κάμπος έβραζε. Το κάμα δυνατό, αφρισμένο, έτρεχε πέρα σαν ασπέδιστο σύγνεφο, πουπουλένιο, αχνό, άλλα πύρινο. Μια βαριά, πνιχτική αναθυμιά ξεχυνότανε απ’ τα έλη της Μπούτκοβας. Οι πυροβολητές, με τα όπλα στους ώμους, περπατούσανε αράθυμα, κουρασμένα, και με τα χέρια πε­σμένα μ' ατονία. Κανένας δε μίλαγε. Οι αιχμάλωτοι, με τα κεφάλια ριγμένα κάτου, σαν το ζευγάρι στο ζυγό. Και γω στο μαύρο, κοκαλιάρικο άλογο, - αρχηγός της πιο θλιβερής συνοδείας.

Περνούσαμε έτσι, χωράφια λησμονημένα από καιρό, πνιγμένα στ’ αγκάθι που θερίευε και που έφτανε, σ’ ορισμέ­να μέρη, να μας σκεπάζει. Δυο τρεις αχλαδιές, παράμερα, δένανε τον ώριμο καρπό τους, ανίδεες στη μεγάλη κατα­στροφή. Πού και πού ακουγότανε, στο μέρος της Δοϊρά­νης, να βροντά το κανόνι, και τα συνορικά βουνά τρεμοσαλεύανε απ’ το βόγκο.

Στο ψήλωμα ενός λόφου κοντοσταθήκαμε λίγο. Κάτω, τ’ απαίσια έλη της Μπούτκοβας, απλώνανε τη μαύρη σκιά τους και το βουρκάδι έβραζε με το κάμα. Σ’ έπνιγε η αναθυμιά. Η κίτρινη αρρώστια, ο πυρετός, θ’ άνοιγε με το δειλινό τα φτερά του.

Το Μπέλεσι, αγνάντια, όρθωνε τ’ άγριο κορμί του, σα φοβέρα στον κάμπο. Το λοφάκι, που ’χαμε μείνει, έμοιαζε σα γονατισμένη καλογριά μπροστά στον αιματοπότη θεό. Έσφιγγε κάμπο και βράχια με το γιγαντένιο, πλατύστερνο σώμα του. Κι οι δυο αιχμάλωτοι, που έτσι τώρ’ αγναντεύανε μια γωνιά της Πατρίδας, κοιτάγανε το Μπέλεσι με βουρ­κωμένα μάτια, και ποιος ξέρει τι να ’πλαθε το μυαλό τους ! —Πορρόγια, Στάρσια, μου ’πε ο πιο νέος, Και γω, που ήξερα πως «Στάρσια» θα πει βουλγαρικά λοχίας, και ποια ήτανε τα Πορρόγια, τον είδα ν’ αγναντεύει τα δυο κατάλευκα χωριά, που μες στην αγριάδα του βουνού μοιάζανε, με τ’ άσπρα συμμετρικά τους σπιτάκια, σαν παρθένα ολόδροσα κρίνα.

Ωστόσο η μέρα προχωρούσε και γω είχα διαταγή να φτάσω το γληγορότερο στην Τουρίκα. Δε με σύφερνε άλ­λωστε να βραδιάσω στο δρόμο. Και ξεκίνησα πάλι. Οι δυο αιχμάλωτοι, ξεθαρρεμένοι λίγο, μιλούσανε τώρ’ αναμεταξύ τους και πότε πότε με παρακαλούσανε μ’ ένα στερεότυπο: «Στάρσια, στοπ!» να σταματήσουμε κάπου.

Κουρασμένοι από το δρόμο και ποιος ξέρει με την ψυ­χή σε τι χάλια, δύσκολα παίρνανε βήμα. Οι δικοί μου φω­νάζανε κάθε τόσο, κι ένας απ’ αυτούς μού πρότεινε ναν τους ξεκάνουμε, - αφού μάλιστα είχα και διαταγή να τους ρίξω αν φύγουνε, - για να φτάσουμε γληγορότερα πέρα. Το σκυλί! Μ’ ανατρίχιασε. Τον αγριοκοίταξα και τον έ­στρωσα μπροστά.

Οι δυο άμοιροι! Αιχμάλωτοι Πολέμου! Άραγε να ’χανε τέτοια ψυχή, σαν του δικού μας; Οι μαύροι κύκλοι που ήτανε πάνω στ’ αμπέχονα, και που λέγανε πόσα μαρτύ­ρια περάσανε σπάζοντας λιθάρι στους Εγγλέζους, με βε­βαίωναν πως τ’ αγρίμι έγινε άνθρωπος και πως η ζωή του ανθρώπου δεν ποθούσε πια τον καπνό του πολέμου. Αυ­τοί να περάσουνε θέλανε στα χώματα τα δικά τους, να βρούνε το παλιό το σπιτάκι, την αγκαλιά της γυναίκας, της μάνας...

Σιγά σιγά και με χίλιους σταθμούς, πιάσαμε τα μισά του δρόμου. Είχαμε φτάσει στο Δέλτα του Στρυμόνα, όταν ο ήλιος έγειρε πέρα στα βουνά της Δοϊράνης. Η δύση άγρια, πολεμόχαρη, κατακόκκινη, και με τα σύν­νεφα σαν κομμάτια αιματοστάλαχτες σάρκες, να κρέμουνται στα βουνά και στις ράχες.

Κάτι μου ’σφιγγε την καρδιά μου! Πονούσα εκείνη την ώρα! Συλλογιόμουνα το σπίτι μου, τους δικούς μου, τον τό­πο μου, και πονούσα τον Άνθρωπο, που τον είχε τάξει μια Μοίρα να κομματιάζεται για ξένα σ’ αυτόνε ιδανικά! Και πονούσα περισσότερο για τα δυο κουρασμένα εκείνα κορ­μιά, που είχανε από τώρα την ψυχή τους στα χείλια και που εγώ, άθελά μου, τα οδηγούσα στο θάνατο!

Με την ψυχή μου, έτσι βαρεμένη, άφησα το Δέλτα πί­σω και πιάσαμε, στην πυκνή δεντροσειρά, το δρόμο της Κόπριβας. Οι πινακίδες, που ήτανε στην άκρη του δρό­μου, συμβουλεύανε να βαδίζουμε σε αραιά διαστήματα. Εί­μαστε ακριβώς απέναντι στο Δεμίρ-Ισάρ και στο σημείο αυτό γινότανε η μεγαλύτερη δράση του εχτρικού πυροβο­λικού. Κάποια ορειβατική πυροβολαρχία έκανε βολή φραγ­μού, κι οι οβίδες περνούσανε σφυρίζοντας πάνου απ’ τα κε­φάλια μας!

Τρομαγμένοι ακολουθούσανε οι αιχμάλωτοι. Ο κρό­τος του κανονιού έκανε τους παλιούς πολεμιστάδες να τρέμουνε. Είχανε ξεμάθει. Κι ο ένας, που είχε πιαστεί αιχμά­λωτος στην Τζουμαγιά, τώρα τήνε θωρούσε καταμεσής του κάμπου μ’ αδιάφορο βλέμμα. Μόνο το ποτάμι κοιτούσε κα­λά που ξεκίναγε πέρ’ από τα βουνά του τόπου του, για να του φέρει, ποιος ξέρει, ποια μυστικά μηνύματα.

Αργά, το βράδυ, φτάσαμε στην Τουρίκα Το τηλεφω­νείο της Μοίρας είχε σπάσει να ρωτάει αν φτάσαμε η όχι! Μάντευα τι με περίμενε στο γυρισμό! Δρόμο που έπρεπε να τον κάνω για πέντε ώρες, τον είχα καταφέρει σ’ εννιά και περισσότερο...

Τους παράδωσα στο Αρχηγείο! Και γύρισα πίσω στο Σώμα μου. Με τιμωρήσανε όχι και λίγο! Μα τι μ’ ένοιαζε η τιμωρία εκείνη! Φτάνει που είχα γλυκάνει τις στερνές στιγμές δυο ανθρώπων!...

 

(Μέτωπο του Στρυμόνα, Αύγουστος 1918)

 

 

αρχή

 



 

Είμαστε αχώριστοι σύντροφοι, αγαπημένοι. Κι οι δυο, παιδιά της Αθήνας, με τα ίδια σκεδόν ιδανικά και με την ίδια λαχτάρα να γυρίσουμε μιαν ώρα αρχύτερα πίσω. Λίγο μας ένοιαζε ποιο θα ’τανε το τέρμα του πολέμου και περισσότερο λογαριάζαμε το γράμμα που θα ’ρχότανε από πέρα, παρά το επίσημο ανακοινωθέν του Στρατηγείου που θα μιλούσε για νικηφόρα προέλαση και τα τέτοια.

Στο ίδιο αμπρί κοιμόμαστε, στην ίδια καραβάνα τρώ­γαμε, και με το ίδιο κομμάτι σαπούνι πλέναμε τα ρούχα μας. Για ν’ αποφασίσει κάτι ο ένας, έπρεπε να το εγκρίνει πρώτα ο άλλος. Μα για ν’ αποφασιστεί, έπρεπε να γίνει συμβούλιο πριν, που, για να λέω την αλήθεια, πολλές φο­ρές έμενε στη μέση. Και το συμβούλιο για τιποτένια πράγ­ματα. Σε ποια λούνα θα πλέναμε τα ρούχα μας, τίνος ήτανε η σειρά να κουβαλήσει ξύλα για να ζεσταθεί το νερό της πλύσης, ποιος θα ’πλενε την καραβάνα το μεσημέρι. Κι ενώ μπορούσε άλλους να τους χωρίσει ένα τέτοιο μι­κρό ζητηματάκι, εμάς περισσότερο μας ένωνε, γιατί μας έδινε έτσι αφορμή να γραδάρουμε το βαθμό της τεμπελιάς μας, και να γελάμε ύστερα ώρες !

Πολλές φορές ζήτησα να επιβληθώ στον άμοιρο φίλο μου. Περισσότερο φωνακλάς από κείνονε, ορμητικότερος πολύ, και με δυο σαρδέλες στο μανίκι, άμα έβλεπα τα σκούρα το ’ριχνα στην ιεραρχία και φώναζα φώναζα χίλια τόσα, που δεν είχανε τη θέση τους εκεί. Αυτός πάλι, ά­φηνε να κατασταλάξει ο θυμός μου, κι ύστερα, - ο διάολος! – μου ’δινε την μπηχτή με το γελαστό και χαρούμενο πάντα ύφος του:

- Το ζήτημα δεν είναι, υπηρεσιακό, κυρ Λοχία! Είναι η σειρά σου να πλύνεις την καραβάνα. Θα την πλύνεις; Αν όχι, δεν έχει τσάι το βράδυ.

Και σώπαινε με τέτοια φοβέρα, αν δεν τον έπαιρνε κι αυτόνε ο κατήφορος να μου πει πως δεν είναι ορδινάτσα μου αλλά Γραφέας του Επιτελείου και στο τέλος τέλος πυροτεχνίτης, με μισό γαλόνι.

Έτσι ο κυρ-υποδεκανέας από τη μια μεριά κι ο κυρ-λοχίας απ’ την άλλη, βολεύανε τη σκλάβα ζωή τους στα Μακεδονίτικα βράχια. Από κανόνι δεν είχαμε ιδέα. Μόνο που μάθαμε πως τα νέα ορειβατικά, τα δικά μας, ήτανε των 6 και 5 και όχι του Σνάιντερ-Δαγκλή, καθώς είπαμε κάποτε. Καλαμαράδες κι οι δυο, μελανωμένοι πάντα, και πολλές φορές, αντί καπνιά του πολέμου, μελάνι στο πρό­σωπο. Οι αξιωματικοί στο Επιτελείο ξέρανε τι κουμάσια είμαστε, μα επειδή, όταν είχαμε κέφι, τραγουδούσαμε κάτι και με καλούτσικη κάπως φωνή, και ξέραμε να διηγόμαστε όμορφα, μας κρατούσανε κοντά τους στο Επιτελείο και μας τα συχωρούσανε όλα, όταν τα καταφέρναμε να διώξουμε τα έγγραφα γληγορότερα και να κολλήσει ο Πα­ναγιώτης, ο σύντροφος μου, τους φακέλους. Ύστερα κι εκείνη η σερενάτα του Τοζέλι, τους έκοβε σα μεταξότριχα και πολλές φορές, εξαιτίας της, παίρναμε και κανένα κομμάτι ψητό απ’ το πλούσιο τραπέζι των καπεταναίων!

- Άτιμη τύχη, μουρμούριζε ο Παναγιώτης μασώντας το κόκαλο έξω από τη σκηνή του Διοικητή, σα διωγμέ­νο σκυλί.

Και βλαστημούσε την τύχη του που τα ’φερε στραβά και τον απόρριψαν απ’ τον Ουλαμό και δεν έγινε κι αυτός αξιωματικός.

- Όχι, βρε αδερφέ, για τα γαλόνια, μου απαντούσε σαν τον πείραζα. Ποιος τα λογαριάζει και ποιος τα ορέ­γεται! Σακαράκας εγώ; Ποτέ! Μα, να, για μια εκστρατεία, για ένα πόλεμο! Να μην είσαι σκλάβος. Να καλοπερνάς, να καλοτρώς και να χαρτζιλικώνεσαι με τα όλα σου. Να διατάζεις: «Λοχία Ευθυμίου, πήγαινε δω, τρέχα κει. Αν­τώνη, καθάρισε τις μπότες μου. Ο δεξιός ουλαμός ανά τρεις θεριστικώς». Όχι, σαν και μένα. Κτήνος σε όλα μου εδώ πάνω. Και στο φινάλε να σου πλένω και την κα­ραβάνα σου!

Και τέλειωνε σκεδόν μ’ αυτή την επωδό, χαμογελώντας πάντα, γιατί, όπως είπα, στην ψυχή του συντρόφου μου δε χωρούσε κακία και θυμός μεγαλύτερος.

Ωστόσο, επειδή ο Διοικητής δεν ήθελε να ξαπλωθεί το μόλυσμα της αναρχίας στο Επιτελείο, μας όρισε νέο μέρος για κατάλυμα, πέρα στη ρεματιά, κοντά στα Μα­γειρεία.

- Έτσι θα δουλέψουνε λίγο, είπε. Κι έδωσε διαταγή να μη μας βοηθήσει κανείς στο σκάψιμο.

Το ζήτημα όμως λύθηκε ευκολότερα. Το μέρος που μας έδωσε γι’ αμπρί ήτανε τόσο σκληρό, που μήτε φουρνέλο δεν τ’ άνοιγε. Σκάψαμε λίγο, καμιά τριανταριά εκα­τοστά, κι ύστερα στήσαμε ορθοστάτες. Το αμπρί έγινε αν­τίσκηνο κι αντί για στέγη είχε το λινό τεντωμένο πανί.

Το νέο αμπρί-αντίσκηνο δεν ήτανε και τόσο άσκημο. Πλεγμένο με φτέρη και με γαύρο και μ' ένα τεχνητό πεζουλάκι και κιόσκι μπροστά, έμοιαζε στ’ αχείλι της απότο­μης και βαθειάς ρεματιάς, σα μια δραγατσούλα ν’ αγναντεύει τα γύρω. Οι δέντροι δίπλα του δεν αφήνανε τον ήλιο νωρίς να φανεί και πλέκανε μόνοι τους, με τα πυκνά τους φυλλώματα, ισκιάδες και βεράντες θαυμάσιες.

Εκεί μέσα, λησμονημένοι απ’ τους ανθρώπους και μα­κριά απ’ το μάτι του Θεού, καθώς έλεγε ο σύντροφος, περ­νούσαμε τις καλύτερες ώρες μας. Τα μεσημέρια ήτανε υ­πέροχα εκεί κάτω. Δροσούλα κι ευωδιά από τα δέντρα. Πολλές φορές έπρεπε να βάλλει το Πυροβολικό για να σηκωθούμε απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο. Μα, τα βράδια; Τι φρίκη, Θεέ μου, και τι ερημιά! Σκοτάδι, πίσσα, ολούθε, και τα δέντρα πυκνά, μαύρα, κατάμαυρα, να ρίχνουνε ίσκιους θανάσιμους και να βροντάνε, να βουίζουνε οι κέδροι, και να βογκάνε τα ελάτια κι οι βαλανιδιές. Ο άνθρωπος, που δίνει σ’ όλα ζωή, φαίνεται να μη διάβηκε ποτέ από κείθε.

Μαζευόμαστε νωρίς στη φωλιά μας. Και πότε δίναμε βεγγέρες στους τηλεφωνητές του Επιτελείου για να περ­νάμε την ώρα μας με συντροφιά, και πότε μόνοι, έρημοι, εξόριστοι, το ρίχναμε απ’ το δείλι στον ύπνο, με το περί­στροφο εγώ κάτω από το γυλιό και με το γκρα δίπλα του ο σύντροφος μου.

- Ζωή ’ναι αυτή, ζωούλα μου! Παραπονιότανε ο Πα­ναγιώτης, ο άμοιρος, απ’ τις πρώτες ακόμα βραδιές της εξορίας.

Μ’ αν δεν ήτανε τότε ζωή, πώς μπορούσε να ονομα­στεί το μαρτύριο που μας βρήκε στα μισά του Ιουλίου! Είχαμε τρεις βραδιές να κλείσουμε μάτι! Και δεν ήτανε τόσο το κουνούπι που μας ενοχλούσε, γιατί βρισκόμαστε ψηλότερα απ’ τα βουρκάδια του κάμπου, και, δόξα τω Θεώ, είχαμε οικονομήσει απ’ τους Εγγλέζους μια παλιά κουνου­πιέρα που μας φύλαγε κάπως. Οι νύχτες της αγρύπνιας ήτανε άλλη αφορμή. Λες και βρισκόμαστε στο κατάβαθα του Άδη, κάθε βράδυ φωνές στρίγγλικες και βρόντοι δυνατοί μας ξυπνούσαν. Για τις φωνές μάθαμε πως ούρλιαζαν κου­νάβια, μα για τους βρόντους, καλύτερα να μην το μαθαί­ναμε ποτέ. Ο μάγερας ο Γκίκας μου είπε πως μες στη ρε­ματιά περνούσανε αγριογούρουνα και πως ανεβαίνανε ως το μαγεριό του. Είδε σκαψίματα με το ρύγχος, και πατημα­σιές, βαριά πέλματα, γύρω.

- Θεέ και Κύριε του Παντός, ψιθύρισε ο άμοιρος σύν­τροφος μου, όταν του το ’πα. Να τα λοιπόν, κυρ-λοχία! Δε ­μας φτάνανε τη μέρα οι Βούλγαροι, δε μας φτάνανε τ’ αε­ροπλάνα κι οι διαταγές του Διοικητή, έχουμε τώρα και γουρούνια τη νύχτα.  Δε βαράς διάλυση, λέω!

Παρακάλεσε τον Υπασπιστή, που τα ’χε κάπως καλά μαζί του, να μας αλλάξει κατάλυμα. Εκείνος αλύγιστος. Κι όταν έμαθε μάλιστα την αιτία, τόνε πήρε στο μεζέ, κι ο σύντροφός μου ήρθε να με βρει σα βρεμένη γάτα.

- Φασκέλωσ’ τα! Είναι μοιραίο, φαίνεται, ν’ αφήσουμε τα κορμιά μας εδώ πάνω!

Έτσι, θέλοντας και μη θέλοντας, μαζευόμαστε τώρα νωρίτερα στη φωλιά μας. Πριν κοιμηθούμε όμως κοιτά­ζαμε τα όπλα μας, κι ο Παναγιώτης καθάριζε καλά το γκρα του, που ’χε αρχίσει να σκουριάζει!

Κάποιο βράδυ, ζοφερό και σκοτεινιασμένο, με ξύπνησε πάνω στ’ όνειρο που ’βλεπα.

- Τι θες, Χριστιανέ μου: του φώναξα αγριεμένος.

- Άκου; μ’ απάντησε. Και με τα μάτια γουρλωμένα απ’ τον τρόμο και με μιαν έκφραση αγριεμένη στο πρόσω­πο, έγειρε κοντά μου ο φτωχός Παναγιώτης.

- Τι ν’ ακούσω! τι τρέχει; τον ξαναρώτησα.

—Αγριογούρουνο! Σώπα. Δεν ακούς; Και κατεπάνω στη σκηνή μας μάλιστα...

Τότε κατάλαβα τι έτρεχε και τότε ξύπνησα στα καλά μου. Οι κέδροι πίσω ανασκαλίζονταν κι ένα βαρύτατο βή­μα βροντούσε κοντά μας. Το πράγμα δεν ήτανε αστείο! Σκεδόν γυμνοί, δεν τολμούσαμε να βγούμε όξω, να πηδή­σουμε σε κανένα διπλανό δέντρο, να σωθούμε. Τ’ αγριο­γούρουνο ερχόταν καταπάνω μας.

- Γέμισε, μωρέ σκυλί, του φώναξα. Και πήρα το πε­ρίστροφο κάτω απ’ το γυλιό, ενώ γέμιζε το γκρα ο Πανα­γιώτης, με τρεμάμενα χέρια και στα σκοτεινά.

- Μη ρίξεις, προτού σου πω, τόνε συμβούλεψα. Πρέ­πει να το βρεις στα ψαχνά, γιατί αλλιώτικα είμαστε χαμέ­νοι. Θέλει μολύβι δαγκωτό. Κουράγιο!

- Καλά, καλά! Μη φωνάζεις! Μ’ απαντούσε με σβη­σμένη φωνή ο σύντροφος.

Το πράγμα όμως σοβάρεψε. Σε μια κίνησή του τ’ α­γριογούρουνο έβγαλε τον πισινό πάσαλο και τ’ αντίσκηνο μάς σκέπασε σαν κλεισμένη ομπρέλα. Και σε λίγο τ’ α­κούσαμε μπροστά στο μικρό πεζουλάκι.

- Φωτιά, Παναγιώτη, του φώναξα.

Και στη σιγαλιά της νύχτας ακουστήκανε δυο πυροβο­λισμοί. Ο ένας ξερός και σαν κούφιος, κι ο άλλος του γκρα γεμάτος και δυνατός. Ένας γδούπος βαρύς ακούστηκε. Τ’ αγριογούρουνο, φαίνεται, χτυπημένο στα καλά, κυλίστηκε κάτω στη ρεματιά, παρασέρνοντας με το βαρύ του σώμα ξερόκλαδα και χαλίκια και πέτρες.

- Το βρήκα στην καρδιά, μουρμούρισε ο Παναγιώτης.

- Τα συγχαρητήριά μου, υποδεκανέα, του ’πα. Είσαι άριστος σκοπευτής.

- Δε βαριέσαι! Κουτουράδα βάρεσα, μα πέτυχε, μ’ α­πάντησε γελαστός ο φίλος.

Κοιμηθήκαμε, τέλος, ήσυχα. Αν δεν είχαμε σκοτώσει ως τότε Βούλγαρο, είχαμε εξολοθρέψει τον πιο επικίντυνο και προσωπικό μας εχτρό. Σαν ξημέρωσε όμως - που να μην ξημέρωνε ποτές! - ποια ήτανε η νέα τρομάρα και ποια η έκπληξη μας! Το μουλάρι του Μαγειρείου, που κου­βαλούσε τα τρόφιμα απ’ τον Εφοδιασμό, κειτότανε κάτω στο ρέμα με τα πόδια σηκωμένα στον ουρανό και μ’ α­φρούς και πηγμένο αίμα στα χείλια!

- Μωρέ σκυλί, μωρέ Παναγιώτη! Μωρέ, αγριογού­ρουνο ήτανε το χτεσβραδινό ή το μουλάρι του Γκίκα ! Μωρέ, τι θα γίνουμε τώρα; Τι σου ’ρθε να του ρίξεις, σκύ­λε! Γιατί δεν περίμενες να δούμε πρώτα;

Στα ξεφωνητά και στα μοιρολόγια μου εκείνα, μ’ α­πάντησε, όπως πάντα, με γέλια. Είχε λυθεί απ’ τα χάχανα, και τα μάτια του κλαίγανε και κρατούσε την κοι­λιά του.

- Τραγική, φίλε μου, η θέση μας, πολύ τραγική! Τι να κάνουμε όμως. Φτάνει, που βεβαιώθηκες πως δεν εί­μαστε μεις για ηρωισμούς! Γουρούνι σημαδεύαμε το βράδυ και μουλάρι βγήκε το πρωί!

Ευτυχώς που το πήρανε στ’ αστείο και στη Μοίρα. Αλλιώτικα θα ’χαμε Στρατοδικείο. Επειδή όμως γελοιο­ποιήθηκε το Επιτελείο με το κάζο μας, ο Διοικητής μάς διέγραψε από τη δύναμή του και μας έστειλε κάτω στην Πυροβολαρχία μ’ ένα μήνα «αυστηρά» στην πλάτη.

Κι έτσι όμως δε χωρίσαμε. Μείναμε ως το τέλος αχώ­ριστοι σύντροφοι, αγαπημένοι. Μόνο που - για να μην ξε­χνάμε τα παλιά μας! - τσακωνόμαστε κάποτε όσο να βρού­με τίνος ήτανε η σειρά να πλύνει την καραβάνα το μεσημέρι.

 

(Άνω Κιουλαλή Ιούλιος 1918)

 

 

αρχή

 



 

Του ’χε γράψει πως δεν μπορούσε. Τόνε σακάτευε η θέρμη. Το μικρόβιο που ’χαμε πάρει από τα έλη της Μπούτκοβας, ξεθύμαινε τώρα και μια λάβα πυρωμένη, θερμή, καταλούσε, σύντριβε τον αδυνατισμένο από ’να χρόνο εκστρατεία στρατό.

Βρισκόμαστε στο Καγιαλί, μπροστά στο Δέλτα του Στρυμόνα. Η επίθεση είχε αρχίσει από τη Δοϊράνη και μεις περιμέναμε, αμυντικοί. Το μικρόβιο της θέρμης απλωνότανε όμως, κι η θανάσιμη αρρώστια, η κίτρινη, προχωρούσε. Αμυντικοί εμείς, επιθετική εκείνη! Και σ’ όλα τα Σώματα, σ’ όλους τους μηχανισμούς. Στα χαρακώματα κάτω, ψηλά στα Πυροβολεία. Το Μηχανικό, το Πεζικό, το Πυροβολικό με πυρετούς. Κίτρινες φυσιογνωμίες, αδυνατισμένα κορμιά, στρατιώτες θερμασμένοι. Τη νύχτα έσκαβε το Μηχανικό στον κάμπο με τρεμάμενα χέρια. Την αυγή προχωρούσε το Πεζικό με σακατεμένη ορμή. Κι ο ήλιος καυτερός, άγριος, πυρωμένος, δυνάμωνε την αρρώστια κι οι ζωογόνες αχτίδες του δε σβήνανε το κακό!

Στο αμπρί το δικό μας, η κίτρινη αρρώστια, έπαιζε τ’ ασκημότερο παιγνίδι. Πότε το σύντροφό μου και πότε μένα. Κι η τροφή άθλια, μολεμένη κι όχι γι’ αρρωστημένα κορμιά. Κρέατα σάπια, κατεψυγμένα, βρομερά, και το βράδυ ρόβη, νερουλή και γεμάτη χαλίκια. Α! η τελευταία! Φρίκη και να τη δοκιμάζεις ακόμη. Απ’ τα σακιά των μουλαριών τήνε παίρνανε και τη ρίχνανε στο καζάνι για συσσίτιο. Μ’ όλη τη θέρμη τρώγαμε κι απ’ τα δυο. Καντίνα δίπλα δεν είχε. Βρισκόμαστε αγνάντια στο Ρούπελ και σιγά προχωρούσανε κάτω τα Πεζικά. Θα κρινότανε το Βαλ­κανικό μέτωπο κείνες τις μέρες.

Έτσι άρρωστοι, σακατεμένοι, άθλιοι, πότε ανεβαίναμε στο Επιτελείο να γράψουμε τη Διαταγή και να διώξουμε τα έγγραφα, και πότε μες στο αμπρί μας,- στον ορθάνοιχ­το τάφο μας καλύτερα, - βογκούσαμε απ’ τη θέρμη κι αδει­άζαμε στα ξεραμένα λαρύγγια μας ολόκληρα παγούρια νερό.

- Θα πεθάνουμε, μου ’λεγε πολλές φορές στην έξαψη του ο φίλος μου. Καίγουμαι, σβήνω, μουρμούριζε. Νερό ! Νερό!...

Κι εγώ πάλι έπλαθα με την αρρωστημένη φαντασία μου χίλιες εικόνες τρομαχτικές και χίλια οράματα μου βασανίζανε το λογισμό.

- Θα γράψω του πατέρα να ’ρθει, μου ’πε κάποιο βράδυ μανιασμένο στα γύρω. Θα του γράψω. Δεν μπορώ πια!

Και σηκώθηκε λίγο στο χωματένιο σκληρό κρεβάτι του. Το Βαρύ βογκούσε δίπλα. Ο Σελιμάς έριχνε. Κι οι βρόντοι των κανονιών τρυπούσανε τ’ αυτιά μας, που βουίζανε απ’ το κινίνο.

Το γράμμα λιγόλογο και γεμάτο τρυφερότητα. Μου το διάβασε κλαίγοντας. Και μου ’πε:

- Θα με προφτάσει άραγε! Θα σε βρει τουλάχιστο εσέ­να στη ζωή, καημένε μου φίλε;

Τόνε παρηγόρησα:

- Κουράγιο, Παναγιώτη! Τα ’ριξες κιόλας τ’ άρματα; Κουράγιο να πάρουμε το Ρούπελ !

Μ’ απάντησε μ’ ένα σβησμένο χαμόγελο, ειρωνικό. Το ’νιωθα πως αν κρατούσε το κακό, θα μας έστελνε σίγου­ρα. Λίγο το ψωμί μας. Τα γόνατα τρέμανε, τα μάτια θαμπώνανε, η όραση έσβηνε λίγο λίγο. Θέρμη κακιά, μολε­μένη, μας έτρωγε το κορμί. Κακοήθης ελονοσία, λέγανε οι γιατροί. Και τα ορεινά χειρουργεία γεμίζανε, όχι από τραυ­ματίες, αλλ’ από θερμασμένους στρατιώτες, που άλλοι δεν ξαναβλέπανε το φως της ημέρας, κι άλλοι μένανε σακατε­μένοι σ’ όλη τους τη ζωή. Η θέρμη σάλευε το μυαλό, και το κόκκινο γέλιο, το σπαραχτικό γέλιο του τρελού, χά­ραζε στα ξεραμένα σα φλούδα δέντρου, χείλια !

Στις πρώτες μέρες του Σεπτέβρη πήραμε τηλεγράφημα απ’ τη Θεσσαλονίκη. «Θα ’ρθει ο Στρατηγός», διαδόθηκε στη Μοίρα. «Θα ’ρθει ο Πατέρας», είπαμε κι οι δυο μας. Και νιώσαμε μιαν ανακούφιση στην τυραννισμένη ψυχή μας και μια ελπίδα χάραξε στ’ αρρωστιάρικα πρόσωπά μας.

Ο πατέρας του συντρόφου μου ήτανε υποστράτηγος. Όχι σε πολεμικό σχηματισμό, μα πέρα στην Παλιά Ελς δάδα. Εγώ τον είχα μόνο ακουστά. Τόνε γνώρισα όμως καλά εδώ πάνω απ’ τα γράμματα που ’στελνε στο παιδί του, το σύντροφό μου, - γράμματα γεμάτα στοργή και τρυφερό­τητα και με συμβουλές πατρικές να προσέχει τη ζωή του, να μην εκτίθεται σε κίντυνο, να τους λυπηθεί ο μοναχο­γιός! Σιγά σιγά γνωριστήκαμε πλατύτερα, και στα γράμ­ματά του έγραφε και για μένα κι ό,τι έστελνε κάθε τόσο το ’στελνε και για τους δυο. Η ελπίδα λοιπόν που χάραξε και στο δικό μου πρόσωπο, δεν ήτανε απατηλή. Θ’ αντά­μωνα κάποιονε που τον ήξερα και που θα νοιαζότανε και για μένα. Ήμουνε βέβαιος.

Τη μέρα που ανέβηκε στο Καγιαλί ο Στρατηγός είμα­στε κι οι δυο άρρωστοι στο κρεβάτι· ο πυρετός μάς έλιωνε. Δεν είχαμε συναίστηση τι γίνεται και πού βρισκόμαστε. Ό­νειρα τρομαχτικά, σα μαύρα πουλιά, τραβούσανε με τα σουβλερά τους νύχια τη σαλεμένη φαντασία. Κακός βραχ­νάς έσφιγγε τα στήθια μας.

Μόλις ανέβηκε απάνω, ξεπέζεψε, και μας ζήτησε. Ο Ταγματάρχης, ο Διοικητής μας ο ίδιος, τον έφερε στο σκο­τεινό και στενάχωρο αμπρί.

- Και τα ’χετε τα παιδιά σε τέτοια χάλια; ήτανε η πρώτη του λέξη. Ένεση κινίνης δεν κάνετε; Και στις δικιολογίες του Ταγματάρχη απάντησε με κάτι θετικότερο: Μούσκεψε πετσέτες και τις έβαλε στα μέτωπά μας, που καίγανε σαν πυρωμένες χάλκινες πλάκες.

Σε λίγο ανοίξαμε τα φλογισμένα ματόφυλλα. Και τα μάτια μας αντικρίσανε τη  γλυκιά  του μορφή:

- Ο Πατέρας, είπαμε κι οι δυο με μια φωνή.

- Παιδιά μου, Τάκη μου, πρόφτασε και είπε. Και ρίχτηκε με δάκρυα στην αγκαλιά μας ο Στρατηγός, και μας χάιδευε ο πονετικός πατέρας, που ξεχνούσε καθετί κείνη τη στιγμή, κάθε αγριάδα που του ’δινε τ’ άχαρο επάγγελ­μά του.

Τόνε κοίταξα καλά καλά και για πρώτη φορά. Ο Στρατηγός δεν είχε τίποτε στη μορφή του που να μου θυ­μίζει τον πειθαρχικό στρατιώτη, τον αυστηρό, τον αλύγι­στο. Ήρεμος, γλυκός, συμπαθητικός, και ωχρός απ’ τη συγκίνηση, έμοιαζε με κάτι παλιές βυζαντινές αγιογρα­φίες. Ίσως σ’ αυτό να συντελούσε κι η στολή του. Φορού­σε πολιτικά μαύρα ρούχα, με μακρύ πανταλόνι. Μόνο που είχε σπιρούνια. Το κορμί του, μ’ όλα τα χρόνια, είχε κρα­τήσει τη στρατιωτική παράσταση, στο ίσιο κι αλύγιστο νε­ανικό του ανάστημα. Και τα μάτια του, νεανικά, ξάστερα, καταγάλανα. Τα μαλλιά του όμως άσπρα, χιονισμένα, και το πρόσωπό του γεμάτο ζάρες, ρυτιδωμένο.

Όπως ήτανε φυσικό, ο Διοικητής μας τσακίστηκε να περιποιηθεί τον Ανώτερό του. Σε κάθε του κίνηση έβλεπε κανένας την ταπεινοσύνη που έχει το στρατιωτικό επάγ­γελμα. Τα «διατάξατε» και «ό,τι θέλετε», πέφτανε βροχή. Ο σκλάβος ένιωθε τον αφέντη του,- κι εγώ λυπόμουνα για το κουρέλιασμα του ανθρώπινου εγωισμού.

Ο Στρατηγός όμως δεν ήθελε τίποτε. Ούτε τραπέζι ούτε σκηνή ξεχωριστή ούτε στρατιώτες στις διαταγές του. Λες κι είχε ξεχάσει ποιος ήτανε. Το άγριο θεριό γινότανε ήρεμο πρόβατο και μόνο μια χορδή σάλευε μέσα του. Το παιδί του! Και ζήτησε γιατρό να μας κάνει ένεση κινίνης που ’χε φέρει μαζί του.

Με την ένεση ανοίξαμε κάπως τα μάτια μας. Νιώσαμε πού βρισκόμαστε, γιατί τα κανόνια βογκούσαν, ποια Μοίρα φτερούγιζε γύρω μας. Ο κάμπος έβρα­ζε κάτω απ’ τις εκρηχτικές. Η Τζουμαγιά καιγότα­νε απ’ τα οβιδοβόλα. Το Βαρύ έστελνε το θανάσιμο σάλπισμά του, κι η Μίρσλα τ’ απαντούσε με οβίδες, που σκάζανε στα φαράγγια γύρω, κοντά στο Επιτελείο, κι έξω στα πλάγια του λόφου.

Ο Στρατηγός, μ’ όλο το πολεμικό μεθύσι που έβλε­πε κανείς στα μάτια του κάποτε, δεν άφησε κείνο τ’ απομεσήμερο το αμπρί μας. Καθισμένος στο χωματένιο σκλη­ρό κρεβάτι μου, μας διηγιότανε χίλια τόσα της ήσυχης πο­λιτισμένης ζωής, και ξεπλάνευε το νου μας και τον άραζε σ’ απάνεμα λιμάνια και σ’ ανθισμένα λιβάδια, που λουλουδίζανε τα ομορφότερα της ειρήνης λουλούδια.

- Ναι, παιδιά μου, θα ’χουμε ειρήνη γλήγορα. Οι Γερ­μανοί, όσο κι αν είναι καλοί στρατιώτες, θα υποκύψουνε στην οικονομική εξάντληση. Τα δικό σας το Μέτωπο, σα μικρότερο, θα ησυχάσει πιο γλήγορα. Η ραγδαία προέλαση στη Δοϊράνη δε θ’ αφήσει ν’ ανοιχτεί τουφέκι στο Στρυμόνα. Θα σπάσει το Μέτωπο από κει.

Και μας έλεγε, με τη γλυκιά του μιλιά, ο Στρατηγός κι ο Πατέρας, τόσα πράγματα, που δεν τα ’χαμε σκεφτεί ποτέ, και που τώρα εμείς οι διψασμένοι τα ρουφούσαμε σα νεράκι γάργαρο.

Σα βράδιασε, δεν το δέχτηκε με κανένα τρόπο να κοι­μηθεί στη σκηνή που του είχαν ετοιμάσει. Ζήτησε δυο σα­νίδες, τις τοποθέτησε στ’ άνοιγμα των χωματένιων κρεβα­τιών μας, και κοιμήθηκε ανάμεσό μας, στο στενάχωρο αμ­πρί. Τη νύχτα, πολλές φορές τον είδα να ξεπετιέται, να βάζει το χέρι του πάνω στα μέτωπά μας, να μας σκεπά­ζει μετά, και να γλαρώνει τα μάτια τον με την ευτυχία στο πρόσωπό του επάνω !

Τρεις μέρες ολόκληρες δεν έλειψε στιγμή από κοντά μας. Έπινε το τσάι μαζί μας, έτρωγε τον αστακό και τις κονσέρβες που μας είχε φέρει, και κοιμότανε στο αμπρί το στενάχωρο. Οι αξιωματικοί στο Επιτελείο ξινίζανε τα μούτρα τους. Ίσως να λέγανε πως ήτανε εξευτελισμός του βαθμού. Ο Στρατηγός όμως δε λογάριαζε τίποτε. Μιλού­σε βαθιά του ο Πατέρας. Και χαιρότανε για τις αλλε­πάλληλες νίκες του Στρατού μας, όχι σαν Έλληνας Στρα­τηγός, μα σαν πατέρας που θα ’βλεπε το παιδί του λυτρω­μένο πια απ’ τα δεινά του πολέμου.

Σε μια νύχτα γλυκιά του Σεπτέβρη, νύχτα γεμάτη στοργή κι αγάπη, αργά και κοντά στις 11 η ώρα, ήρθε κι η χαρούμενη είδηση. Κοιμόμαστε κι οι τρεις στο αμπρί μας, όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα, που κανένας δεν το πρόσμενε.

«Οι Βούλγαροι, τσακισμένοι απ’ το Δυτικό μέτωπο, ζητήσανε ανακωχή, και το Ελληνικό Στρατηγείο διέταξε την παύση των εχθροπραξιών».

Αλησμόνητη νύχτα! Ο πυρετός της χαράς ήτανε τό­σο μεγάλος, αληθινός, ζωογόνος, κι έσβηνε τη θέρμη που μας έκαιγε ακόμα. Ξυπνήσαμε, ντυθήκαμε, πεταχτήκαμε έξω, κι ενωθήκαμε μαζί με τους άλλους. Ανεβήκαμε ό­λοι στο Παρατηρητήριο. Και θαρρούσαμε κάτω τον κάμπο των Σερρών να παίρνει ζωή, ν’ ανάβουνε φωσάκια, να κελαηδούνε τα νυχτερινά έντομα τόσο μελωδικά.

- Ειρήνη, παιδιά μου, Ειρήνη, απαντούσε στους πυ­ροβολητές μας ο Στρατηγός. Και χρωμάτιζε τη λέξη με τόση γλύκα, σα να ’θελε να δώσει μ’ αυτήνε το λυτρωμό που αιστάνθηκε η πατρική του ψυχή !

 

(Μέτωπο του Στρυμόνα—Καγιαλί)

Σ’βρης του 1918.

 

 

αρχή

 



 

Μετά την ανακωχή, η Μεραρχία μας πήγε και κατα­σκήνωσε στις εκβολές του Στρυμόνα, στο Τσάγεζι. Πιά­σαμε τα υψώματα γύρω στο Κρούσοβο και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα χειμωνιάτικα τσαρδάκια μας, με καλαμιές από το ποτάμι και με λαμαρίνες που τις βρίσκαμε σκορπι­σμένες στον Εγγλέζικο καταυλισμό. Μόλις έδωσε ο Θεός και τελειώσαμε την καινούρια μανούβρα, έπεσε το πρώτο Μακεδονίτικο χιόνι, πυκνό, παρθένο, ανέγγιχτο και άσπρι­σε ο τόπος γύρω, ντυθήκανε νυφιάτικα τα βουνά, οι λό­φοι, το Παγγαίο και αντίκρυ το Αγιονόρος, που φάνταζε χιονισμένο σαν ένα κάτασπρο αναποδογυρισμένο χωνί. Δεν κοτούσε να ξεμυτίσει κανείς από το κρύο. Ο Μπουρνελάκης, - ο στρατιώτης μου - δώσ’ του και άναβε φωτιά με πουρναρόριζες σ’ ένα παλιό κράνος, που είχε βρει στον εγγλέζικο καταυλισμό και το απίθωνε σ’ ένα μεγάλο α­δειανό τενεκέ από μπισκότα, εγγλέζικο κι αυτόνε λάφυρο, ανοιγμένο και ψαλιδισμένο στις άκρες, για να μην καί­γονται τα πλούσια χαλιά στο χώμα, κάτω, - δυο παλιές κουρελιασμένες στρατιωτικές κουβέρτες. Τη μέρα ζεσταινό­μαστε γύρω στο αυτοσχέδιο αυτό μαγκάλι και τη νύχτα ακούγαμε τα τσακάλια να ουρλιάζουνε και ν’ απλώνονται οι μακρόσυρτες φωνές τους, σαν κλάματα μωρών παι­διών.

Ο Μπουρνελάκης, ένα αγαθότατο Κρητικόπουλο, ήτανε το δεξί μου χέρι σ’ όλη την εκστρατεία. Τον είχαμε πάρει ως αγγελιαφόρο στη Μοίρα, και μπορώ να πω, πως δεν είχαμε πέσει έξω στην εκλογή μας αυτή. Πάντοτε πρόθυμος, γελαστός, εκτελούσε ό,τι και αν του αναθέταμε κι ό­ταν δεν είχαμε δουλειά στο Γραφείο, σκοτωνότανε να πε­ριποιέται τον κυρ-λοχία του, που τον αγαπούσε σαν τα μά­τια του τα δυο, καθώς έλεγε κάθε τόσο. Δεν ξεχνούσε ο καημένος ο Μπουρνελάκης, πως φάγαμε μαζί, τότε που είχαμε χαθεί από το Σώμα, πρωτοπορία με τις αποσκευές των αξιωματικών, δυο μέρες αντράκλα από τα χαν­τάκια και χοντρή βρώμικη σταφίδα από τα σακιά των μουλαριών.

- Θυμάσαι, κυρ-λοχία, την αντράκλα, μου έλεγε γελώντας! Ε! και να την είχαμε τώρα, που μήτε φύλλο πρά­σινο δεν άφησε η παγωνιά!

Σε λίγο για την καλή μας τύχη, έπεσε μαζί με το βαρύ χειμώνα και μια αρρώστια κακιά, που κομμάτιαζε το Στρατό. Δεν ήτανε κρυολόγημα εκείνο το θανατικό, δεν ήτανε σαν τη θέρμη που μας έλιωνε στα πόδια το καλοκαίρι. Η καινούρια επιδημία, που μας ήρθε πεσκέσι από κάτι αδει­ούχους στρατιώτες, που γυρίζανε από χωριά και πολιτείες μολεμένες, σάρωνε σαν ανεμοστρόφιλας ό,τι εύρισκε στο δρόμο της και  φάνταζε στο πέρασμά της σαν το κοκαλιάρικο άλογο στου Στουκ με το Χάροντα καβαλάρη. Στην αρχή, πήγε και χτύπησε τα Πεζικά, που είχανε κα­τασκηνώσει κοντά στη μεγάλη σκάλα, στο Σταυρό. Και ύστερα από κει απλώθηκε σαν το μικρό συννεφάκι που σιγά σιγά μεγαλώνει και σκεπάζει όλο τον ουρανό.

Ο Μπουρνελάκης, ήτανε και σε τούτη την περίσταση ο πικρός μαντατοφόρος, που μας έφερνε τα θλιβερά μαν­τάτα, μαζί με τα έγγραφα που έπαιρνε κάθε πρωί από το ταχυδρομείο της Μεραρχίας.

- Απλώνεται ο Θανατάς, κυρ-λοχία μου, και να δούμε πως θα γλιτώσουμε και μεις!

Και όπως δεν ξέραμε καλά καλά τι αρρώστια ήτανε τούτη που μέσα σε λίγες μέρες έστελνε «συστημένο» το φαντάρο στην άλλη ζωή, έπλαθε ο καθένας στη φαντασία του ό,τι έφτανε και τήνε βάφτιζε όπως ήθελε, πανούκλα, βλογιά, χτικιό και δεν ξέρω τι άλλο. Ο Μπουρνελάκης μονάχα την έλεγε: Θανατά και με τη λέξη αυτή ζωγρά­φιζε όλη τη φρίκη που αιστανότανε βαθιά του.

Τέλος, σε λίγες μέρες, που μαζί με τα έγγραφα μας ήρθανε γράμματα και φημερίδες από την Αθήνα, μάθαμε πως ο θανατάς του Μπουρνελάκη ήτανε μια καινούρια ε­πιδημία, που τήνε λέγανε γρίπη. Σάρωνε, γράφανε τα φύλλα, όλη την Ελλάδα και ξεκλήριζε σπίτια ολάκερα, ε­ρήμωνε μεγάλες πολιτείες και τις έκανε μικρά χωριά σε λίγες μέρες, άπλωνε τις φτερούγες του το μαύρο πουλί του θανάτου παντού. Κανένας δε γλύτωνε όταν πήγαινε και άφηνε το θλιβερό του κρώξιμο στη σκεπή του σπιτιού. Έ­παιρνε τον αφέντη και το δούλο, τον πλούσιο και το φτωχό, τον κοσμοπολίτη και τον αγρότη. Σε μικρό διάστημα, σε ώρες μέσα, έσβηνε από τον πίνακα της ζωής μια φαμελιά ολόκληρη, που το δέντρο της ρίζωνε και φούντωνε δυο και τρεις αιώνες, με χάρη και νιότη περισσή.

Ο Μπουρνελάκης κουνούσε το κεφάλι του περίλυπα κάθε φορά που του διάβαζα τα δυσάρεστα νέα και στο πρόσωπό του θαρρείς και περνούσε η φρίκη του θανάτου, χτυ­πημένη με μια κίτρινη κερένια βούλα. Η φωτιά με τη μι­κρούλα κόκκινη αντιφεγγιά της, δεν έσβηνε τη χλομάδα της φοβισμένης μορφής. Τα μάτια του, που είχανε πάν­τοτε μιαν ουράνια γαλήνη και μοιάζανε σαν τ’ απάνεμο γαληνεμένο ακρογιάλι, που δεν το ταράζει πελάγου τρι­κυμιά, τώρα με κοιτούσανε ανταριασμένα και με βλέμμα, λεπίδι σκληρό. Με πειράζανε στην ψυχή τα μάτια του Μπουρνελάκη, με χτυπούσανε δυνατά, όπως χτυπάει μια πέτρα τα κοιμισμένα της λίμνης νερά. Και όταν άκουγα εκείνο το «δε θα γλιτώσουμε κι εμείς, κυρ-λοχία» ένιωθα να μ’ αγγίζει το φτερό του θανάτου, να περνάει πολύ κοντά μου το μαύρο πουλί.

Πρώτος από τη συντροφιά μας, πήγε ένας καλοκάγα­θος νησιώτης από τη Νάξο, που τον είχαμε μάγειρο των αξιωματικών στο Επιτελείο. Αυτός ίσαμε την τελευταία στιγμή έπαιζε τριάντα-ένα φανερό με τους άλλους συμπατριώτες του και ζέσταινε στη θράκα τα ξυλιασμένα του χέ­ρια. Ήτανε παλικάρι εύρωστο, γεμάτο αφροντισιά και τραγούδι. Και όμως έγειρε μονομιάς, σαν το κεραυνωμένο ελάτι. Και τα χέρια του που τα ζέσταινε στη θράκα, δεν ξαναχαρήκανε το αρσενικό δεκατεσσάρι του άσσου-τρία, στο παιγνίδι που έπαιζε με τους άλλους συμπατριώ­τες του.

Μετά απ’ αυτόν πήγε άλλος κι ύστερα άλλος, ώσπου ήρθε και η σειρά του δυστυχισμένου μας Μπουρνελάκη, που φοβότανε τόσο το Θανατά. Το κακό τόνε βρήκε στο δρόμο καθώς γυρνούσε αξένιαστος καβαλάρης με το ταχυδρομείο της Μοίρας. Τόνε φέρανε σε άθλια χάλια, καταλασπωμένο και χτυπημένο στις πέτρες. Όταν τον απλώσανε σ’ ένα πρόχειρο φορείο για να τον πάνε οι νοσο­κόμοι στο Β΄ ορεινό χειρουργείο, άρχισε να ξερνάει αίμα κατάμαυρο, λεκάνες ολόκληρες. Μόλις που πρόφτασα και τον είδα τη στιγμή που τον παίρνανε. Έριξε τα πονεμέ­να του μάτια επάνω μου και με κόπο αρκετό αργοκίνησε το χέρι του σ’ ένα τελευταίο θλιμμένο χαιρετισμό.

Οι στρατιώτες του μηχανικού σκάβανε από το πρωί ως το σούρουπο το χιονισμένο χώμα και ανοίγανε λάκκους βαθιούς για τους πεθαμένους φαντάρους. Τους θάβανε για ευκολία μαζί σ’ έναν τάφο και ο στρατιωτικός ιερέας της Μεραρχίας έψελνε βιαστικά τα νεκρώσιμα τροπάρια, στέλ­νοντας τις ψυχές εκεί που δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε θλίψη και στεναγμός.

Μέσα σ’ έναν τέτοιο τάφο κοινό, μαζί με πόσους δεν ξέρω στρατιώτες θάφτηκε κι ο φτωχός μου ο Μπουρνε­λάκης. Τα φοβισμένα από τον ερχομό του θανάτου έξυ­πνα μάτια του σφαλίσανε για πάντα και μαράθηκε το χείλι που μου θύμιζε πως είχαμε κάποτε συνδεθεί με στενότερους δεσμούς, αχώριστοι φίλοι σε μέρες κοινής δυστυχίας.

Το καλύβι μου, σκεπασμένο με γυμνές λαμαρίνες και με πλεγμένα καλάμια, χωρίς φωτιά τώρα, και με χωνεμένη τη στάχτη στο άχρηστο κράνος, έμοιαζε σα να προσκαλού­σε τον κρύο χειμώνα, σύντροφο της ερημιάς που με κύκλωνε. Και το βράδυ, που το χιόνι έπαιρνε κάποιες αντιφεγγιές μέσα στο σκοτάδι κι ήτανε σα να διαβαίνανε στον κατάλευκο τόπο οι ψυχές των αγαπημένων που χά­σαμε, άκουγα με το σφύριγμα του βοριά, καθώς τίναζε φτερούγες άσπρες, τις μεγάλες νιφάδες, τα λόγια του φτωχού μου του φίλου,  μήνυμα πικρό του θανάτου.

Όλη τη νύχτα ουρλιάζανε, πέρα στις όχτες του ποτα­μού, τα τσακάλια.

 

Στις εκβολές του Στρυμόνα Τσάγεζι- Δ)βρης 1918

 

 

αρχή

 



 

Το καράβι μάς έφερνε στα γαλάζια ονειρεμένα νερά, στον παλιό ουρανό, τον αγαπημένο. Με το σκάσιμο του αυγερινού είχαμε πιάσει τον Κάβο Ντόρο και τώρα τρα­βούσαμε για το Μακρόνησο. Σίγουρα θα πιάναμε σκάλα πριν το μεσημέρι.

Αυτό ήτανε πολύ ευχάριστο. Θα βλέπαμε μιαν ώρα αρχύτερα τον τόπο μας, τον πάντα τρισπόθητο και λατρεμένο με όσα ταξίδια κι αν κάναμε σε στεριά και σε θά­λασσα. Η λαχτάρα δυνάμωνε την απαντοχή τόσους μήνες. Μας γλυκονανούριζε μ’ αυτό το χρυσόνειρο.

- Ας πιάσουμε σκάλα μια φορά, είχε πει ο λοχίας Σκαρλής, ο φίλος μου, ας φιλήσω το χώμα της Αθήνας κι ας με κρεμάσουνε ύστερα.

Ήτανε ο πόθος που κρατούσε όλους, το δυνατό κρασί που μας μέθαγε. Άστραφτε στα μάτια. Ο Στρατηγός που ’φερνε βόλτες στη γέφυρα κοιτούσε με τα κυανοκιάλια πέρα, οι φαντάροι που γυρίζανε με άδεια ή για πάντα στα σπίτια τους αναρωτιόντουσαν πότε Θα φτάσει το καράβι. Θαρρούσανε πως είχε κόψει το δρόμο του. Και κάτου στο πλωριό αμπάρι, ξαγριεμένοι από την κακονύχτια και την κακοπέραση, ορθώνανε τα τρεμάμενα κορμιά τους μερι­κοί κατάδικοι στρατιώτες, που ζητούσανε με κάθε τρόπο να δούνε λίγο ουρανό και θάλασσα γνώριμη.

Το βαπόρι έκοβε δρόμο καλό. Δώδεκα μίλια την ώρα. Ποστάλε άλλοτε, είχε από το κουβέρνο επιταχτεί για τις στρατιωτικές ανάγκες. Έκανε κάθε βδομάδα κι ένα ταξίδι, πήγαινε έλα, Ραιδεστό Πειραιά. Κι έπαιρνε την ανθρώ­πινη αθλιότητα και τήνε ταξίδευε πότε σ’ ένα όνειρο γυρι­σμού και πότε σε μια λαχτάρα να μην κρατήσει για πολύ ο μακρεμός απ’ τα σπίτια.

Τώρα γυρίζαμε πάλι για να ξαναφύγουμε αργότερα αν μας το ’γραφε η Μοίρα. Οι περισσότεροι ξέραμε τη μισή υδρόγειο κι απ’ το νησάκι το πρόσχαρο, κι από τη ρα­χούλα του βουνού την ολόδροση, είχαμε πεταχτεί ξαγριε­μένοι πολέμαρχοι στην Τουρκιά και στη Βουλγαρία, στην Ανατολή και στη Ρωσία και δεν ξέρω ακόμα πού. Όσοι απομένανε γυρίζανε. Άλλος με λίγη άδεια, ο γερο-Έφεδρος με μιαν απόλυση ως πατέρας «τεσσάρων τέκνων», το χτεσινό παιδί του μ’ ένα γερό πλευρίτωμα.

Όλοι σκεδόν είμαστε απόμαχοι. Δέκα χρόνια εκστρα­τείες και πόλεμοι μας είχανε τσακίσει. Απόμαχος ήτανε κι ο Στρατηγός που ’φερνε βόλτες στη γέφυρα. Μα κείνος, όσο να ’ναι, κάτι έφερνε γυρίζοντας, ενώ εμείς..

Από βραδύς είχαμε κιαλάρει την ξανθιά Ρωσίδα, με τα καταγάλανα μάτια, την ανάγλυφη κορμοστασιά, που τα­ξίδευε μαζί του. Ανήσυχη, έφερνε το βαπόρι άνω κάτου, κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό κατσαρό σκυλάκι, που όλο γαύγιζε. Ο Σκαρλής δε χόρταινε να τήνε βλέπει. Αισταντικιά ψυχή. Και μου πιπιλούσε ο φίλος το μυαλό για τη δροσιά της:

 

Στον ίσκιο τέτοιας  ήθελα μηλιάς

να πάω να γείρω. Και τ’ αχείλι μου

τη γλύκα του καρπού της να γευτεί.

 

Μα ο καρπός δεν ήτανε για τα δόντια του φίλου μου του Σκαρλή, κι ας ήτανε πιο γερά από του γέρο-Καπετάνιου. Τέτοια λάφυρα πολέμου δεν αρμόζανε σ’ εμάς τους μικρούς και τους τιποτένιους.

Είμαστε τόσο κουρασμένοι που θα θέλαμε κάπου να γείρουμε για πάντα. Ο Σκαρλής λαχταρούσε τον κόρφο της Ρώσας. Ο γερο-έφεδρος ένα κομμάτι λεύτερης γης. Και μόνο πέρα, στο πρυμνό αμπάρι, άλλοι κατάδικοι, ξένοι στον ουρανό και στο περίγυρο, - κάτι τσέτες επιζωίτες που τους πηγαίνανε στην Ακροναυπλία, - δε λαχταρούσανε θαρρείς τίποτε και πότε μασουλάγανε ιερό ψωμί και πότε χορεύανε ζεμπέκικο παίζοντας οι γύρω παλαμάκια.

Το βράδυ, αργά τα μεσάνυχτα, είχε ζυγώσει ο Σκαρλής τη Ρωσίδα που έφερνε βόλτες στην κουβέρτα, κοιτώντας πέρα το πέλαγο ασημωμένο απ’ το φεγγάρι. Κάθισε λίγο μαζί της, του μίλησε και της μίλησε για τον τόπο της που τον ήξερε από την εκστρατεία, της είπε κάνα δυο ρούσικα και δε δείλιασε ο φίλος να της πει ξάστερα πως τ’ α­ρέσει και την αγαπάει. Το «Σ’ αγαπώ» της τόπε ρούσικα γιατί αυτό το σκανταλιάρικο ρήμα το ’ξερε σ’ όλες τις γλώσ­σες του κόσμου.

Η πολιτισμένη γυναίκα έσκασε στα γέλια και χωρίς να βάλει τις φωνές, τον άφησε γιατί όχι; να της φιλήσει θερμά τα δάχτυλα.

Ο Σκαρλής την έβλεπε τώρα στη γέφυρα με τα Στρα­τηγό της. Πότε πότε γυρνούσε και του χαμογέλαγε.

- Πέρασε όπως περάσεις, του σφύριξα στ’ αυτί. Σε λί­γο πάει το πουλί, Σκαρλή, πέταξε!..

- Δε βαριέσαι! Κι αν πάει, καλό ταξίδι! Γι’ αυτό θα σκάσουμε τώρα...Μωρέ, Αττική, μύρισε! Το νιώθεις; Ατ­τική!

Ο Στρατηγός σίγουρα θα την είχε αγναντέψει τη Γόησσα με τα κιάλια του. Εμείς κοιτούσαμε τις Φλέβες να ξεχωρίζουνε σαν τα θρυλικά πετροκάραβα στο έμπα της Βουλιαγμένης.

- Άντε, παλικάρια μου! Όρτσα, καπετάνιε, λίγο! Η λαχτάρα μάς άναβε το κορμί. Χορεύαμε χίλιω-λογιώνε χορούς απ’ την αγωνία. Άλλοι τραγουδούσανε, άλλοι μαζεύανε τα πράγματά τους πριν της ώρας, κι οι περισσό­τεροι ξεφωνίζαμε σαν τρελοί.

Στο στρίψιμο από τις Φλέβες, αγναντέψαμε το Λυκαβηττό, και μετά την Αίγινα, τα Φάληρα και τη γλυκιά ε­ρωμένη, την παντοτινή, λουσμένη σε χίλια ροδοχρώματα.

 

Γεννήτρα γη, κυματιστά σ’ εσένα είν’ όλα, Ελλάδα ...

 

Κι ύστερα το τραγούδι απλώθηκε στο φως, αδρό, γε­μάτο λεβεντοσύνη και νιάτα, και το ’παμε  μαζί αδερφωμέ­νοι,  όσοι γυρίζαμε στ’ άγια χώματα.

Πριν δέσει κάβο το βαπόρι, ο Στρατηγός, η Ρώσα και το σκυλάκι φύγανε με μιαν ατμάκατο, γεμάτη ανθοδέσμες και λουλούδια...

 

«Έλση» Ιούνιος 1922

 

 

αρχή

 


 

ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ

 


 

Απ’ το σωρό των πουλιών που είχα σπίτι μου, άλλα πιασμένα με ξόβεργες και με δίχτυα, άλλα αγορασμένα ευ­τελέστατα από την Αγορά, μου είχανε μείνει μόνο μια καρ­δερίνα και μια σιταρήθρα, που δεν ξέρω κι εγώ πώς βρέ­θηκε μέσα στ’ άλλα μου πουλιά. Αυτή άφηνε μόνο κάτι μικρούλικες κραυγές, άνοστες, κι έτρωγε χαράμι το στάρι και το κανναβούρι. Η καρδερίνα μου όμως έβαζε στο κελάηδισμα κάτω και το καλύτερο κανάρι. Το ’πλεκε θαυμάσια. Ντρίλιες παιγνιδιάρικες, φωνή ολοκάθαρη, γεμάτη, δυνατή, κελαηδισμός ονειρεμένος.

Τ’ άλλα πουλιά, λούγαρα, φανέτα, σκαρθιά, - που να τ’ αραδιάζω τώρα ένα ένα! - μου ψοφήσανε το ’να μετά το άλλο, χωρίς να μπορώ να τους δώσω καμιά γιατρειά. Ήτανε να πεθάνουνε, φαίνεται. Βγάλανε το κίτρινο σαν κρι­θάρι σπυρί, και όσο κι αν το ’σπασα, καθώς μου ’πε ο Κονιόρδος, με το σκληρό φουντάκι της σκούπας, αλειμμένο με λάδι, η αρρώστια προχωρημένη μου άδειασε τα κλουβιά κι ερήμωσε την αυλή μου.

Ο θείος μου, ο μεγάλος αδερφός της μητέρας μου, που έμενε μετά το θάνατο του πατέρα σπίτι και μας προ­στάτευε, χιλιοχάρηκε για την καταστροφή που με βρήκε και που ήτανε γι’ αυτόνε μια απολύτρωση. Η κάμαρά του έβλεπε προς την αυλή, ακριβώς στο μέρος που είχα κρε­μάσει τα κλουβιά. Και δεν τον άφηναν οι κελαηδισμοί και τις περισσότερες φορές εγώ, που καθάριζα τα κλουβιά, γέ­μιζα τις καναβουριέρες, μιλούσα με τα πουλιά, να ησυχάσει.

- Μας λυπήθηκε ο Θεός, είπε στη μάννα μου. Θα μαζευτεί ο Σατανάς από τα δίχτυα, θα κοιτάζει το σκολειό του και θα ησυχάσουμε.

Δε βαριέσαι! Ήμουνα ένα τρελόπαιδο εγώ, και δεν ίδρωνε τ’ αυτί μου στα τέτοια, όσο κι αν μου το ξεκολλούσε ο μπάρμπας μου ο Αριστείδης.

Η παρέα μου ολόκληρη ήτανε μανιακή με τα πουλιά. Ο Κονιόρδος, ο Ποδάρας, ο Τσικιτσάγκας, ο Χριστάκης - παιδιά της μπάτσικας, που λένε, βλαμάκια διαλεγμένα, - με δένανε στις γητειές και στα μάγια τους και δεν έκανα βήμα χωρίς αυτούς. Αν ψοφούσανε τα πουλιά μου, θα μου δίνανε άλλα και θα γεμίζανε τα κλουβιά, στο πείσμα του θείου μου Αριστείδη.

Μαζευόμαστε όλοι σ’ έναν καφενέ, κοντά στο νταμάρι του Στρέφη. Εκεί ήτανε το «στέκι της παρέας μας». Πί­ναμε βαρύ γλυκό την άνοιξη και φασκόμηλο το χειμώνα και κανονίζαμε τα σχέδια κάθε νέας μας εκστρατείας. Ο καφενές φλόμωνε από τους καπνούς και τις μυρωδιές του ναργιλέ. Η Γενοβέφα στα κάδρα του τοίχου, μόλις φαινό­τανε, έξω χτυπούσε στα πεζοδρόμιο και στον τσίγκο η βρο­χή, κι εμείς μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα στήναμε πύρ­γους ισπανικούς και πλάθαμε όνειρα.

Τότε που μου ψοφήσανε τα πουλιά, δεν ήτανε και­ρός προχωρημένος για να μην μπορούμε να πιάσουμε άλλα. Τα περισσότερα από τα δικά μου ήτανε περσινά, και τα φετεινάρια βρισκόντουσαν στο φτέρωμά τους, μπόλικα μπόλικα, σύννεφο πυκνό, στις νεροσυρμές του Υμηττού και στα Τουρκοβούνια.

Με τον Κονιόρδο, που είχαμε αγοράσει μαζί, συνεται­ρικά, ένα ζευγάρι δίχτυα, πήραμε την Κυριακή τα σύνερ­γα της «λουβιτζίας» - κραχτάδες, φίντες, φιντόξυλα, δίχτυα, σκοινιά, καρφιά, - και την καρδερίνα  μου  που το­ ’πλεκε σαν κανάρι και κατέβαζε κοπάδι ολόκληρο, και τραβήξαμε πρωί πρωί, κρυφά μη μας δει κανένας «μπά­τσος» - γιατί απαγορεύεται η λουβιτζία - το δρόμο για τον Υμηττό.

Στήσαμε τα δίχτυα στη Γαλοπούλα, ένα μέρος κοντά στην Καισαριανή, που είχε τρεχούμενο νερό και γύρω θυρόκαλλα, σκίνα και καλαμπούσια για να πέφτουνε τα που­λιά και να κρύβονται από κάτω στα κλωνιά τα κλουβιά με τους κραχτάδες, και καθώς μπιζάρανε τα φλώρια και το πλέκανε οι καρδερίνες, κατεβάσαμε ένα πλήθος περάσμα­τα που πέσανε ανίδεα μέσα στα δίχτυα. Πιάσαμε κάτι φλώρους ολόχρυσους, αρσενικούς, και κάτι καρδερίνες που είχανε το κόκκινο βελουδένιο στην κορφή, εξάρες πρώτης. Στις θηλυκές, τις κασόμπρες, βάλαμε νύχι, για μεζέ της παρέας.

Τα κλουβιά ξαναγεμίσανε στην αυλή μου. Κι ο θείος Αριστείδης δεν εύρισκε ησυχία και πάλι. Βλαστημούσε την τύχη του που τον είχε ρίξει στα νύχια μου και τα ’βαζε με την αδερφή του, τη μάνα μου.

- Αμ’ δεν τόνε κλείνεις εσωτερικό σε κανένα σκολειό να ησυχάσουμε, χριστιανή μου· καιρός είναι!

Μάλιστα! Εσωτερικό σε σκολείο Και πού θ’ άφηνα εγώ την παρέα μου, τον Κονιόρδο, τον Ποδάρα, τον Τσικι­τσάγκα, το Χριστάκη, τώρα που ερχότανε η Άνοιξη και θ’ αρχίζανε οι χαρές και τα τραγούδια, έξω στο ύπαιθρο, να δούνε δράση και νιάτα, μια φορά.

 

Στις αχλαδιές που μελώνανε και στ’ ανθισμένα γαϊ­δουράγκαθα της Σχολής, μέσα στο κλεισμένο μενεξεδένιο μπουμπούκι, που έμοιαζε στο σχήμα σαν αγκινάρα χνου­δωτή, βρίσκαμε χρυσόμυγες μεγάλες ή μικρές και τις δένα­με κάτω από το κεφάλι, στο άνοιγμα του οστρακένιου λαιμού με κλωστή. Κάναμε χάζι που βουίζανε και πετούσανε, κρατημένες απ’ την κλωστή πάντα στον ήλιο. Και πα­ραβγαίναμε ποιος έχει την καλύτερη. Εγώ είχα μια πρασινόμαυρη, σωστό σκαραβαίο, και την τάιζα με ζάχαρη, κλεισμένη μέσα σ’ ένα μεγάλο κουτί από συριανά λουκού­μια.

Εκεί πέρα, την Άνοιξη, στο πεζουλάκι του Άγιου Χαράλαμπου, μαζευόντουσαν το δειλινό ένα σωρό κοριτσό­πουλα και αγόρια που παίζανε κρυφτο-κυνηγητό στις ρεματιές γύρω και στα πεύκα. Τα μεγαλύτερα κεντούσανε ή ξομπλιάζανε τον κόσμο που περνούσε. Εγώ έμενα μ’ εκεί­να γιατί μου αρέσανε τα μεστωμένα κορίτσια.

Ο Κονιόρδος είχε μια φιλενάδα, την Άννα, που ερχό­τανε ταχτικά στο ξωκλήσι. Και ο Χριστάκης είχε άλλη μια την Ευρυδίκη. Εγώ δεν είχα καμιά. Αγαπούσα τη Φύση, μ’ αρέσανε τα πουλιά, οι χρυσόμυγες, τ’ ανθισμένα γαϊ­δουράγκαθα, τα πράσινα πεύκα. Μ’ αρέσανε και τα με­στωμένα κορίτσια, ιδίως εκείνα που είχανε ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, μα τέτοια καμιά, του γούστου μου, δεν υπήρχε κι αν υπήρχε δε με λογάριαζε. Οι ξανθές αγαπούσανε τους Ευέλπιδες, με τις κίτρινες στολές, που μοιά­ζανε σαν καναρίνια. Ταιριάζανε, βλέπεις, στο χρώμα!

Στο ξωκλήσι ερχόντουσαν και κουβερνάντες με μικρά παιδάκια, που παίζανε. Μια ψηλή, μάλλον αδύνατη, με χρυσά μαλλιά και γαλανά μάτια, εγγλέζικη ράτσα, μου ά­ρεσε. Ήξερε λίγα ελληνικά κι εγώ ήξερα λίγα εγγλέ­ζικα από τη μάννα μου που είχε σπουδάσει στην Πόλη, σε σκολειό Αγγλικό. Δεν ήτανε μεγαλύτερη από είκοσι­ πέντε χρονών. Εγώ ήμουνα δεκαοχτώ. Είχαμε και τη διαφορά της ηλικίας, που ήθελα.

Κάποτε που στριφογύριζα τη χρυσόμυγα στα σβησμένα χρώματα του δειλινού, μου ’πιασε κουβέντα, ρωτώντας με γι’ αυτή, πού την ήβρα κι αν πουλάνε που θέλει ν’ αγορά­σει. Της είπα πως τις πιάνουμε μόνοι μας, πως έχει τώρα το Μάη σωρό τέτοιες και πως αν θέλει θα της τήνε χαρίσω να την κάνει παραμάνα για το μπλουζάκι της. Γέλασε και την πήρε. Από τότε γινήκαμε φίλοι, είχα κι εγώ, φιλενάδα - και τι φιλενάδα; Ευρωπαία, Εγγλέζα!

Ο Κονιόρδος με ζήλευε. Είχε βαρεθεί την Άννα, που του ’κανε πολύ τη ρομαντική, και βρέθηκε χωρίς φιλενάδα το Μάη. Κρατούσε το φανάρι έμενα και του Χρίστου, στην Εγγλέζα και στην Ευρυδίκη. Και όλο μου μίλαγε για τη δική μου, αν της δάγκωσα τα κόκκινα μάγουλα, αν της έ­βαλα χέρι στα στήθια.

- Ρε, είναι Εγγλέζα, του ’λεγα!

- Και τι μ’ αυτό, μου απαντούσε! Δεν έχουνε ψυχή ρε, οι Εγγλέζες; Βούτα, σαλιάρη, και σώπα!

Εγώ τόνε σεβόμουνα τον Κονιόρδο που ήτανε μεγα­λύτερός μου και τον άκουγα. Και βούτηξα την Εγγλέζα· έφαγα μιαν ανάποδη και κάθισα μια χαρά να κλωσήσω τ’ αυγά μου. Δεν κάναμε γι’ αγάπες εμείς. Πρόγκηξε κι ο Χριστάκης την Ευρυδίκη και νιώσαμε πάλι της λευτε­ριάς το αγέρι να μας χαϊδεύει γλυκά την ψυχή μας.

Είχαμε άλλο σκοπό στη ζωή μας. Οι γυναίκες δεν πιά­νονται εύκολα σαν τα πουλιά. Ούτε κελαηδάνε σαν κι εκεί­να ωραία!

 

Ο Τσικιτσάγκας ανοιγότανε στον πετροπόλεμο σα θη­ρίο και τον έτρεμε η Κυψέλη ολόκληρη. Όταν έκανε «βούρ» και κατηφόριζε από τα Τουρκοβούνια με τους βράχους στα χέρια, Θεέ μου και Κύριε, νόμιζες πως ήτανε κανένας Κύ­κλωπας μανιακός που ξερίζωνε κι έριχνε βράχους. Εμείς χαιρόμαστε για τη δύναμη του φίλου μας. Και κάθε Κυ­ριακή του κάναμε παρέα σ’ εκείνο το πανηγύρι.

Εγώ, σα μικρότερος της συντροφιάς, μαζί με το Χριστάκη, ανοιγόμουνα μπροστά, στην αρχή, με τη μαρίδα.

- Απάνω, ρε, και να μην κωλώνει κανένας. Απά­νω τους.

Κι έριχνα με μια σβουριχτή σφεντόνα, βροχή τις πέ­τρες και τα λιθάρια.

Ο Ποδάρας, ο Κονιόρδος κι ο Τσικιτσάγκας, μένανε τελευταίοι, επιφυλακή. Το βαρύ πυροβολικό. Κι όταν εμείς, οι πιτσιρίκοι, κωλώναμε, πέφτανε οι μαγκλαράδες στη μέση, με Χριστούς και Παναγίες και τότε γινότανε δαρμός και θρήνος!

Μια Κυριακή απόγεμα, που αναγκάστηκε να μας δια­λύσει το Ιππικό, οι Καρδερίνες, καθώς λέγαμε τους καβαλαραίους χωροφύλακες, και που μέσα στη βράση του πολέμου, είχανε ρίξει κάτι Αγχιαλίτες πρόσφυγες, δυο τρεις κουμπουριές στα ψαχνά, γιατί χτυπούσαν οι πέτρες τα παιδιά και τα σπίτια τους, επήρα το «γενναίο βάπτισμα του πυρός», που μ’ άφησε ένα γερό σημάδι στο κεφάλι. Έφαγα πέτρα ψηλά στην κορφή, που τη θυμάμαι ακόμα. Τα αίματα με πήρανε ποτάμι. Θολώσανε τα μάτια μου.

Ο Χριστάκης ανάλαβε και με πήγε στο σπίτι μου. Κρυ­φά, από την πισινή πόρτα, μη μας πάρει χαμπάρι ο θείος. Έβαλα καπνό από τσιγάρο και το ’δεσα με μια άσπρη πο­διά της μάνας μου γύρω. Μ’ αυτό τον περίεργο επίδεσμο μ’ έπιασε ο μπάρμπας, ο Αριστείδης, το βράδυ και σα να μην έσωνε το σπάσιμο του κεφαλιού μου, που έπαθα, χω­ρίς να λυπηθεί και να σεβαστεί ο άναντρος έναν κοτζάμ τραυματία, μ’ έπιασε στα χέρια του και πού σε πονάει και πού σε κεντάει, μ’ έσπασε με μια λούρα στο ξύλο. Έφαγα της χρονιάς μου.

- Παλιάνθρωπε, μόρτη, μου φώναζε ! Δε σώνουνε οι μαγκιές σου, βρομιάρη, μόνο μας έρχεσαι και σακάτης δω πέρα.

Νόμιζε πως με το ξύλο θα με γιάτρευε ίσως, θα μ’ έκανε άνθρωπο, νόμιζε, ο καημένος ο θείος!

 

Το νοικιαστήριο αυτό φιγουράρισε στο κεφάλι μου δυο μήνες, με τσιρότο βαλμένο σταυρωτά, σα να ’μουνα το ξωκλήσι του Άγιου Χαράλαμπου. Το ’βγαλα κοντά το Σε­πτέβρη μαζί με τ’ άλλα των σπιτιών που νοικιάστη­καν.

Η παρέα μας όλη είχε φριχτές οικονομικές στενοχώ­ριες. Κεσάτια όλο το καλοκαίρι. Εγώ δεν είχα σκολειό να μ’ αγοράζει ο μπάρμπας μου βιβλία και να τα πουλάω, χω­ρίς να τ’ ανοίγω. Κι όταν εγώ που χαρτζιλίκωνα την πα­ρέα, δεν είχα λεφτά, δεν είχε και κανένας από τους άλλους.

Ο γερο-Τζανής, ο καφετζής, δε μας έκανε περισσότερη πίστωση. Ψημάρια δεν ερχόντουσαν στο καφενείο να τους παίξουμε «τεμπεσίρι» πρέφα καπίκια. Στην μπάτσικα ούτε ζυγώναμε.

Κεσάτι και γκίνια. Η Γενοβέφα, που περίμενε τον άν­τρα της να γυρίσει, μας κοιτούσε με θλιμμένα μάτια, σα να πονούσε και το δικό μας τον πόνο. Κι εμείς πάλι δεν μπορούσαμε να της κάνουμε τίποτα. Το κάδρο της δεν ήτανε για πούλημα να το βουτήξει κανείς. Παλιό, ξεθω­ριασμένο κι εκείνο.

Τότε σκέφτηκε ο Ποδάρας πως μπορούσαμε να βάλου­με μπροστά μια καλή επιχείρηση. Στο χτήμα του Αγρα­φιώτη, στην Κυψέλη, θα ’χανε γίνει τα κυδώνια.

- Να πάμε, ρε, για κυδώνια, μας είπε. Μου κάνανε πλάτη κι ανέβηκα στον τοίχο του Αγραφιώτη. Οι κυδωνιές ρίχνανε τα χρυσοπράσινα κλαδιά τους κοντά μου φορτωμένα  με χνουδάτο γινωμένο καρπό. Γεμίσαμε τσέπες ολόκληρες και το σακάκι του Κονιόρδου, που το ’βγαλε και το κάναμε, δεμένο στα μανίκια, ζεμπίλι.

Η επιχείρηση είχε πάει καλά. Στρωτή δουλειά, όπως το ’πε ο Ποδάρας. Στο τέλος όμως του ήρθε μια ιδέα του ευλογημένου, που μας τα ’κανε θάλασσα.

Ναι, καθώς έκλεβε τα μπρουτζόχερα από ένα καινουριοχτισμένο ακατοίκητο σπίτι, να τα πουλήσει με κάτι κουμπιά στρατιωτικής στολής που είχε, για μπακίρι, μας έπια­σε ένας «μπάτσος» και μας πήγε στο τμήμα. Εγώ του φώναζα από τη γωνιά του Ποδάρα: «Σακούλα το Μπούρμπουλα» να πάρει πρέφα να φύγει μα κείνος δεν άκουγε. Και μας πήρε στο λαιμό του όλους.

Η ποινή που μας βάλανε, δεν ήτανε καθόλου μικρή. Είκοσι βουρδουλιές στον καθένα, πρόσταξε ο κυρ-Νωμοτάρχης, και δυο μέρες φυλάκιση. Εγώ είπα τίνος ανίψι είμαι και γλίτωσα το ξύλο και τη φυλάκα. Ήρθε ο μπάρ­μπας μου και με πήρε.

Στο δρόμο μ’ ερωτούσε με γλυκό τρόπο πώς έγινε και με πιάσανε εμένα, παιδί από σπίτι, μ’ αυτούς τους λωπο­δύτες. Του διηγήθηκα την ιστορία, παρακαλώντας τον όμως να μη λέει λωποδύτες τους φίλους μου.

- Δεν κλέβουνε  από συνήθειο, του είπα. Η  ανάγκη αλλάζει τον άνθρωπο! Είναι καλά  παιδιά, μπάρμπα, φι­λότιμα!

Ο θείος έδειξε πως συμφωνούσε μαζί μου. Όταν όμως πήγαμε σπίτι και αμπαρώθηκε στα γερά η εξώπορτα, έβγαλε πάλι το αναθεματισμένο λουρί από τη μέση του και μ’ άρχισε, - να και τούτη, μασκαρά, λωποδύτη, να κι εκείνη, - πού σε πονάει και πού δε σ’ αγγίζει.

Με λιγοθύμησε απ’ το ξύλο. Κανένας, έλεγε, δε βγήκε από το σόι λωποδύτης και να βγω εγώ;

- Κλέφτη, Τσουλή, στην καρμανιόλα θα καταντήσεις, και ξέρε το.

Η κακομοίρα η μάννα μου έπεσε πάλι στη μέση.

 

Ο θειος ο Αριστείδης έχει χρόνια τώρα που αναπαύεται σε μιαν άκρη στο Α' Νεκροταφείο.

Το μνήμα του είναι κοντά στο δρόμο που έχουνε τους στρατιωτικούς τάφους και όταν περνάω από κει θυμάμαι πάντα κι ανάβω ένα κερί και στον ταπεινό λησμονημένο τάφο του συγχωρεμένου του Τσικιτσάγκα. Επήγε από το κακό του κεφάλι, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.

Τα ’βαλε, στρατιώτης όταν ήτανε, με την περίπολο ένα βράδυ μεθυσμένος κι απάνω στον καυγά τόνε ξεκάνανε. Είχε χτυπήσει πρώτα αυτός με την ξιφολόγχη τον περιπολάρχη.

Οι άλλοι της παρέας σκορπίσανε κι ούτε βλέπω κανένα τους πια. Ο Ποδάρας τράβηξε για τον τόπο που βγαίνει το μαύρο, στην Αίγυπτο, να φέρει, λαθραίο. Έμεινε με τους αραπάδες κει πέρα. Ο Χριστάκης νοικοκυρεύτηκε. Κι εγώ μένω με τη γριά τη μητέρα μου, που χαίρεται να με βλέπει στρωμένο σε δουλειά. Η προφητεία του θείου δεν αλή­θεψε για την ώρα. Δε θα πάω από καρμανιόλα, ληστής.

Τα χρόνια περνάνε ήρεμα από πάνω μου σαν το στρωτό αλμυρισμένο νερό, όταν είναι μπουνάτσα. Καμιά βαθύτερη συγκίνηση μέσα μου. Κανένας κόσμος καινούριος.

Το άλογο ζεμένο στο μαγγανοπήγαδο φέρνει βόλτα κάθε μέρα. Η χρυσή εποχή της ανέμελης νιότης πέρασε α­γύριστα, οι ελπίδες, τα όνειρα σβήσαν!

Σ’ ένα κλουβί της αυλής μου φυλακισμένη μια καρδε­ρίνα μου θυμίζει κελαηδώντας τα περασμένα.

Όταν η ψυχή μου είναι βαριά, στον κελαηδισμό της δακρύζω.

Τ’ άλλα κλουβιά κρέμονται αδειανά, σκουριασμένα τα τέλια, πεθαμένοι οι κραχτάδες!

 

 

αρχή

 



 

- Ε, ρε, χρόνια περασμένα, όμορφα, τίμια, νοικοκυ­ρεμένα Αθηναίικα χρόνια.

Έκανες Χριστούγεννα τότε και χαιρότανε η ψυχή σου Χριστούγεννα. Ένιωθες να γεννιέται ο μικρός ο θεούλης «εν των αλόγων τη φάτνη και το αστέρι των Μάγων να σε φωτάει στο δρόμο.

Έσκαζες μύτη από την τσακιστή, έβγαινες λίγο από το γρέκι πιο έξω, και μπάνιζες χαρούμενο κόσμο να γυρίζει με χριστόψωμα και με ψώνια στο σπίτι.

Όλο γέλιο ψηλά οι ουρανοί. Έκανε πάντα κάτι λια­κάδες χειμωνιάτικες τότε, να τις πιεις στο ποτήρι.

Ν’ ανοίξεις τη χούφτα σου και να μαζεύεις αράδα τον ήλιο.

Δεν είχε χαλάσει, βλέπεις, η πλάση. Ο Θεός ερχότα­νε κοντά στους ανθρώπους.

Έπινε μαζί μας ρετσίνα, τα λέγαμε παλιοί μακαντάσηδες άνευ «φόβου» μαζί του, μας βοηθούσε, μας δάνειζε «άνευ κέρδος» το κέφι.

Ε! ρε χρόνια περασμένα, όμορφα, τίμια, νοικοκυρεμένα Αθηναίικα χρόνια, αναστέναζε ο Σταυρής.

Το μυαλό του ταξίδευε, όπως φεύγει παριανή ψαρο­πούλα, στα παλιά εκείνα τα χρόνια, στις αναμνήσεις εκεί­νες. Τις ξέθαβε μέσ’ από τη σκόνη της λήθης, τις έφερνε πάλι στο φως, μ’ ένα δάκρυ στα μάτια:

- Παίρναμε τότε, παραμονή βράδυ, τον Αβέρωφ στα ξύλα και φέρναμε  βόλτα το μεγάλα μαγαζιά της Αθήνας. Στην οδό Αιόλου, Ερμού και Σταδίου.

Ο Μήτσος, μισοφωνία, εντάξει, ο Νότης, τουμπερλέκι απ’ τα λίγα, τρίγωνο εγώ, ο Σταυρής, και κουταλάκια ο Σπύρος.

Ένα κόρο από φωνές σα διαμάντι, τέσσερις άντρες, τέσσερα αηδόνια, να λένε:

 

«Καλήν εσπέραν άρχοντες,

Αν είναι ορισμός σας,

Χριστού τη θεία γέννηση

Να πω στ’ αρχοντικό σας.

 

Ποιος μας έλεγε όχι!

Ο «Αβέρωφ» μπροστά, γεμάτος σημαίες, στολισμένος σαν κούκλα. Θωρηχτό, μεγαλείο! Μηχανή, κανόνια, κατάρ­τια, αλυσίδες, φουγάρα, φιλιστρόνια, τιμόνια, πυξίδες, ένα κι ένα στη θέση. Το λιβάνι, καπνός μυρωδάτος. Από την Αγια-Ειρήνη παρμένο. Και ύστερα πάλι μπροστά το παπόρι, μπαμπάκι γαλάζιο το κύμα, και μεις να τα λέμε:

 

«Χριστός γεννάται σήμερον

εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται

χαίρεται η κτίσις όλη...»

 

Βροχή ο Γεώργιος Α' στις μπακίρες επάνω.

Ε! ρε χρόνια όμορφα, τίμια, νοικοκυρεμένα Αθηναίικα πλούσια χρόνια, αναστέναξε πάλι ο Σταυρής. Ε! ρε Χριστούγεννα τότε!...

 

 

αρχή

 



 

Ξεσκονίζανε τα σύνεργα, τα μαζεύανε, γράφανε με μπογιά τους αριθμούς, ένα ε φ τ ά ρ ι μεγάλο, μεγάλο στη μέση, σημαδεύανε στο ποδηλατάκι της τράπουλας από ένα μικρό σημάδι να τους δείχνει κι από την αντίθετη όψη τι χαρτί ξεσκεπάζει το φύλλο, και πηγαίνανε σαν καλοί Χρι­στιανοί να δοκιμάσουνε τέτοιες μέρες την Τύχη !

Στην οδό Αθηνάς, εκεί κοντά στη Δημαρχία, γινότα­νε το μεγαλύτερο υπαίθριο παιγνίδι για το καλό του και­νούριου του χρόνου. Εκεί μαζευότανε κάθε καρυδιάς καρύδι από τις πιο κεντρικές ή απόκεντρες συνοικίες της Αθήνας - από του Ψυρρή, την Πλάκα, τους Αγια-Απόστολους, του Τσακαγιάννη, τα Εξάρχεια, τη Νεάπολη, την Κασσίδα, τη Γούβα - και σ’ αυτό το μέρος στήνανε τα σύνεργά τους όλα τα καλά και τα τίμια παιδιά, ένας κι ένας! Άλλος μια λοταρία με ρολόγια, ξυπνητήρια, κα­θρέφτες, άλλος το σιδεράκι που έφερνε βόλτα και σταματούσε πότε σ’ ένα πακέτο καπνό ή σ’ ένα κουτί με λου­κούμια ή και σε καμιά πλάκα ξερή «τσικολάτα». Εκεί λοιπόν κάθε χρόνο πιάνανε τα «πόστα» κι οι δυο παλιοί κι αγαπημένοι μας φίλοι: ο Σταμάτης της Χρίσταινας, ένας άντρας, θηρίο, με αραιά ξεφτισμένα σαν του γάτου μουστάκια, κι ο ψηλός ο Ξυλάρας με το υγρό χα­λασμένο μάτι.

Πιάνανε συνήθως τη γωνία που αντικρίζει το μέγαρο της Δημαρχίας και που αν τραβήξεις το δρόμο ίσια κάτω θα βγεις δεξιά σ’ ένα παράξενο σπίτι που ενώνει στην ίδια σκεπή του τη ζωή και το θάνατο, τη χαρά και τη θλί­ψη. Ίσως να το ξέρεις ή να το ’χεις ακουστά.

Στο υπόγειο είναι η «Μπέλ-Βυ», το γνωστό παμπά­λαιο καφέ-αμάν με τις χαρούμενες και πάντα πεταχτές πεταλούδες που φοράνε τα πράσινα βελουδένια με τις κεντητές ολόχρυσες πούλιες και στο απάνω είναι το φερετροποιείο του κυρ-Γιώργη Βεντούρη με τα λογής λογής νεκροσέντουκα, θέλεις για μωρά παιδιά, νέους και νέες, θέλεις για μεγάλους, γεροντοκόρες, παντρεμένες και γέ­ρους. Χαρά και πόνος, όπως στη ζωή ενωμένα!

Στη γωνία, λοιπόν, που είπαμε, στήνανε οι δυο μακαντάσηδες τη μ η χ α ν ή τους. Αρχίζανε από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τελειώνανε με τα Θεοφάνεια. Τους έδιωχνε, θαρρείς, σαν τους καλικάντζαρους, η αγιαστού­ρα του παπά.

Όταν πιάνανε τα «πόστα» αμέσως οι δυο φίλοι γι­νόντουσαν εχτροί. Γιατί κατά βάθος, ήταν κάτι περισσό­τερο από αδέρφια, συνεννοημένοι, ξηγημένοι σε όλα, εντάξει. Η επιχείρηση όμως ζητούσε το παιγνίδι αυτό, την έχτρητα και το πάθος, το μίσος.

Ο Σταμάτης έστηνε το ξυλένιο μικρό τραπεζάκι και άπλωνε απάνω του το ταμπλό της λοταρίας. Περνούσε το σακάκι στο αριστερό του μανίκι και με το δεξί του χέρι, ελεύτερο, κουνούσε τα ζάρια και φώναζε:

- Εδώ, Κύριοι, άλλος, το τυχερόν και αθώον παιγνί­διον του Μεγάλου Ναπολέοντος! Τόσα βάζετε, τόσα παίρνετε. Όλ’ η γραμμή κερδίζει, το εφτάρι χάνει!

Και έφερνε τα ζάρια έτσι, που αν επέμενες λίγο στο παιγνίδι πήγαινε  στα σίγουρα το κέρδος σ’ εκείνον.

Μάζευε δεκάρες χάλκινες, νικελένια εικοσαράκια, δραχ­μές ασημένιες. Φτάνει να μη του έκοβε την πελατεία ο Ξυλάρας οπότε αρχίζανε μεταξύ τους τον καυγά, τη βλαστήμια.

Ο Ξυλάρας υποχωρούσε στο τέλος κι έστελνε τους μουστερήδες στο Σταμάτη.

- Πηγαίνετε, ρε παιδιά, σε δαύτον το μουρμούρη να μην έχουμε  αίματα χρονιάρικη μέρα.

Και τούτο γιατί αυτός δεν μπορούσε να ξεγελάσει με την «πασέττα» τα μικρά παιδιά, τη μαρίδα, που δεν εί­χανε γνώση μεγάλη πότε να βάλουνε στο φάντε και πότε στον άσσο!

Το βράδυ μοιράζανε μεταξύ τους το κέρδος ή πηγαίνανε και τα παίζανε όλα στου Γώγου το μεγάλο παιγνίδι. Πολ­λές φορές όταν κερδίζανε, κατεβαίνανε στο μεσαίο να πιούνε μαζί με τα «κορίτσια» κανένα ποτήρι μπίρα ή αν εί­χανε περισσότερο κέφι ν’ ανοίξουνε καμιά μποτίλια «σί­δερο», να τους κάψει τα σπλάχνα. Όταν τα χάνανε όλα - κι αυτό γινότανε κάποτε, η σφαίρα γυρίζει! - φεύγανε σα ζεματισμένοι, με υγρό δακρυσμένο ο Ξυλάρας το μάτι, με πιο αραιά τα μουστάκια ο Σταμάτης, βλαστημώντας όλη την οδό Λυκούργου με το κοφτήριο εκείνο, Αιόλου γωνία!

Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

Ο Ξυλάρας σάλιωνε τα δάχτυλά του στην άκρη και αρχίναγε τέρτσο-τίρο» πασέττα. Πολλοί πηγαίνανε για να βρούνε την καλή, μα τότε αυτός τους έφερνε «στον πρώτο λύκο το ρήγα» ή «στη φάτσα τη ντάμα» και το κέρδος τους ξέφευγε πάλι.

Στη ράχη της γωνίας ο Σταμάτης κανόνιζε το άλλο παιγνίδι. Τα ζάρια φέρνανε ανάλογα, πότε «ντόρτια», πότε «εφτάρι». Και άμα ερχόταν εφτάρι, τότε «το τυχερόν και αθώον παιγνίδιον του Μεγάλου Ναπολέοντος» τα σά­ρωνε όλα.

Μετά τις γιορτές, τα σύνεργα πηγαίνανε μαζεμένα στην πάντα. Άρχιζε ο καιρός της δουλειάς. Δεν είχανε πέρα­ση πια, ούτε τα ζάρια με το «διάργυρο» μέσα, ούτε οι σημαδεμένες κολτσίνες. Θα τα ξαναβρίσκανε πάλι του χρό­νου όταν θα ’ταν να ’ρθουνε όπως τώρα οι αγιασμένες χα­ρούμενες μέρες. Τότε που θα ξαναγέμιζε η Αθήνα λοταρίες, παιγνίδια, και όλοι θα ’χανε κέφι να δοκιμάσουν την Τύχη!

 

 

αρχή

 



 

- Να ξηγιόμαστε, βλάμη, αρμυροφύστικα, πρεπούμενα και σταράτα για να ’μαστε, λέω, εντάξει. Τη Φροσούλα, ό­πως τη βόλεψες, θέλεις δε θέλεις, κοντά σου  θα την πά­ρεις, με παπά και με στεφάνι, - τίμια πράματα!...Τη σήμερο μέρα περί μία τιμή ζει ο άντρας στον κόσμο, περί μία υπόληψη, κι εσύ σαν άντρας πρέπει να σκεφτείς, νομίζω!

—Σκέβομαι μα δε βρίσκω τη λύση!...

—Σε κόμπο έχεις πέσει, ρε Νόντα; Τράβα λοιπόν το σπαθί σου και λύσε τον κόμπο. Τα πράματα μιλάνε ατού τους, ξηγημένα, εντάξει. Το κορίτσι δικό σου! Κάνε τόκα να τελειώνουνε όλα.

Και άπλωσε το χέρι του ο Σταυρής, πετώντας πίσω το σακάκι που το ’χε ριγμένο στις πλάτες.

Ο Νόντας ξεροκατάπιε λίγο, έκανε ν’ απλώσει το χέ­ρι του, το ξαναμάζεψε, σκέφτηκε, καλοσκέφτηκε την κατά­σταση, αντίκρισε το αδιέξοδο - χάος!, μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, ένιωσε πως «θα ’χαν αίματα» αν έλεγε όχι, καθώς ήταν πιωμένοι, και τέλος είπε:

- Τόκα, αρεφός.

Έλαμψε αμέσως ο ήλιος!

Ο Σταυρής φίλησε το Νόντα ίσα στο στόμα και τα χείλη και των δυονών εσμίξανε σαν αράπικα χείλη με κρότο.

Ύστερα χύσανε από μια γουλιά κρασί στο πάτωμα, - έτσι να χυθεί το αίμα τους αν αθετήσουν το λόγο, που δώ­σανε! - πλήρωσε ο Σταυρής τον ταβερνιάρη και σινάμενοι και κουνάμενοι τραβήξανε κατά το σπίτι της νύφης.

 

Ο μπαγλαμάς όλη νύχτα πήγε να σπάσει παίζοντας σκοπούς χασικλίδικους, άλλοτε βαρύθυμους άλλοτε χαρού­μενους, πεταχτούς. Επισημοποιούσε τον αρραβώνα της Φρόσως, ν’ ακούσουνε το χαρμόσυνο γεγονός κι οι άλλοι - οι γείτονες, τα κορίτσια! Και μόνο κοντά την αυγή έπα­ψε να παίζει.

Από τις κορφές του Υμηττού γλιστρούσε απαλά, σαν ασπρογάλαζη σκέπη, το φως της Ανατολής, όταν έφυγε ο γαμπρός από το σπίτι της νύφης. Ένα δροσερό, φιλτραρι­σμένο πρωινό αεράκι, τάραξε τα κλαδιά, τα φύλλα των δέντρων, ξυπνούσε, θαρρείς, την κοιμισμένη Αθήνα. Και τα πουλιά κελαηδούσανε, πετούσαν τα περιστέρια.

Ο Νόντας δεν άκουγε τους κελαηδισμούς. Προσπαθού­σε να στηρίξει το βήμα του, να πατήσει γερά στην κατη­φοριά που τον έπαιρνε. Και ύστερα κοίταξε πέρα, σε κάτι άλλα σκοτάδια που δεν τα ’διωχνε ακόμη το φως, που ίσως να μην τα σκόρπαγε καθόλου, ποτέ.

Συλλογίστηκε:

- Στεφάνι, παιδιά, στενοχώριες. Και μετά μιζέριες, φτώχεια, προίκα ούτε δεκάρα, μετρητά μήτε για δείγμα! Δουλειά στη δουλειά, εφτά κι ογδόντα ο άρτος και μουρ­μούρα και κλάψες: - Αχ! πώς ήμουν εγώ στου μπαμπά μου !

Τ’ αεράκι έδιωχνε από το κεφάλι του Νόντα τους κα­πνούς του κρασιού, τις μαζεμένες θολάδες. Έβλεπε κα­θαρά την κατάσταση. Ο γάμος αυτός δε σύμφερνε, δεν έ­στεκε καθόλου να γίνει.

Πρώτα πρώτα η Φρόσω θα ’κοβε απ’ τη δουλειά, κορδελιάστρα που δούλευε - δεν ταΐζουν  οι γυναίκες  τους άντρες - και τα βάρητα θ’ απομέναν στον ένα. Θα ’χε τότε αυτός ν’ αντικρίσει τη ζωή δίχως ήλιο. Σαν το στραβό τον Αντέμη που τραγουδώντας μετράει τους δρόμους:

«μες στο σκοτάδι περπατώ»

Ναι· σαν το στραβό τον Αντέμη.

Γι’ αυτό άμα έφτασε κοντά στο σπίτι του και τραβώντας μια με το πόδι, άνοιξε διάπλατα την πόρτα, είπε δυνα­τά στον  εαυτό του να τ’ ακούσει κι ο ίδιος:

- Ας μάζευε τη φοράδα που είχε. Ο άντρας είναι καβαλάρης, νομίζω!

Τα πράματα θολώσανε πάλι. Το τάγιο που έδινε πριν ο Σταυρής στη Φροσούλα μπήκε πάλι στην ημερησία διά­ταξη. Μα ο γαμπρός «άπαξ κι έκοψε ρόδα μυρωμένα», εξακολουθούσε να κόβει. Δεν περνούσε ούτε για τα μάτια απ’ έξω, δεν πήγαινε ούτε στην ταβέρνα, όπως πρώτα.

Ο Σταυρής πήγε να σκάσει από το κακό του. Τέτοια προσβολή, τέτοια μουντζούρα και στην κατάσταση μάλιστα που βρισκότανε το κορίτσι, δεν την ξέπλενε ούτε της Καλλιρόης το ρέμα ούτε ποτάμι, θάλασσα, ωκεανός, κι άρ­χισε να τα βλέπει όλα σκοτεινά γύρω του, να τόνε βαραί­νει ο κόσμος, η πλάση.

Έσφιγγε με λύσσα, με μανία την κάμα στα χέρια του, χαϊδεύοντας κάποτε το φιλντισένιο μανίκι της. Και το βράδυ, αργά, έπαιρνε την καβαλωτή τη διμούτσουνη ε­πάνω του, γεμάτη από εννιά δαγκωμένα μολύβια την κάθε κάνα, κι έβγαινε βόλτα να τρακάρει το Νόντα.

- Έ! ρε, και πού θα μου πάει, μουρμούριζε.

Τα ρουθούνια του ανοίγανε να μυρίσουνε αίμα. Θα κριμάτιζε. Μονάχα έτσι θα ξέπλενε τη ντροπή, θα σή­κωνε ψηλά το κεφάλι, θα ξανάπαιρνε το μπαγλαμαδάκι να τραγουδήσει φχαριστημένος σαν τότε.

Τον περίμενε, τον καραδοκούσε κοντά ένα μήνα.

Κι ένα βράδυ σκοτεινό, μαύρο, σαν αίμα πηγμένο, τον τράκαρε τέλος πίσω στο δρόμο του λόφου, εκεί που βγαίνει για το Νεκροταφείο το πρώτο.

Δεν του είπε λέξη. Δεν του θύμισε ούτε για το κρασί, στάλα δάκρυ όταν πέφτει, δείγμα φιλίας, ούτε για την «τόκα» που είχανε κάνει.

Του ρίχτηκε αμέσως κοντά, να μην του δώσει αέρα, ευρυχωρίας στα χέρια. Και τον άρχισε στις απανωτές με το μαχαίρι.

Μόλις πρόφτασε ο Νόντας και είπε:

- Μ’ έφαγες, Τούρκο, και σωριάστηκε χάμω.

Ο Σταυρής του άδειασε στην καρδιά και τις δυο κάνες κι ύστερα κλωτσώντας τον με το δεξί του πόδι:

—Να σε φάνε το κοράκια, ψοφίμι! μουρμούρισε.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί - έτσι καθώς γλιστρούσε απαλά το φως και φυσούσε φιλτραρισμένο το δροσερό αε­ράκι τον πιάσανε στα καμίνια κρυμμένο.

Δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση.  Το πρόσωπό του γελούσε γελούσε.

«Περί μία τιμή» τον πήγαιναν στο τμήμα, «περί μία τιμή» είχε πράξει το φόνο.

Δε μετάνιωσε ποτέ του για τούτο.

«Ρε Νόντα, ρε μπαμπέση,

βάλε στραβά το φέσι...»

Τραγουδούσε ειρωνικά μέσα στη φυλακή, καρτερώντας τη μέρα της δίκης.

 

 

αρχή

 



 

Να περάσεις λαθραίο μέσα στη φυλακή, το ευκολότερο πράμα, φτάνει να ’σαι μάγκας, παιδί της μπάτσικας, να το λέει η καρδιά σου και να ’χεις φίλους της καρδιάς απ’ έξω.

Τέτοιος ο Μητσάκος ο Σεβνταλής, με τ’ άνομα, που τρο­φοδοτούσε όλους τους μακαντάσηδες της Παλιάς Στρατώ­νας, από ούζο Τουρναβίτικο που σου ’καγε τα σπλάχνα ως το «μαύρο», το Αράπικο, που σε μεθούσε και σ’ ανέβαζε στους εφτά ουρανούς.

Πώς τα κατάφερνε και περνούσε ό,τι λαχτάριζε η ψυ­χή του ανθρώπου; μυστήριο για όλο τον κόσμο. Του πουλι­ού το γάλα να του ζητούσες, θα σ’ το ’φερνε, φτάνει να πλέ­ρωνες καλά, γιατί ο καθένας δεν καταπιάνεται στα τέτοια, μόνο για την ψυχή του παππού του! Έχει βάσανα και πί­κρες η κάθε δουλειά, και η πιο ταπεινή ακόμα, λουστράκι να γυαλίζεις παπούτσια, μυρμήγκι να κουβαλάς ό,τι βρεις στη φωλιά σου. Όχι να περνάς μέσ’ από τόσα μάτια, από σκοπούς και φυλάκους, «το χασίς που μεθάει και σε λιγώνει, τον αιθέρα που σ’ ανοίγει την καρδιά σου τριαντάφυλ­λο, το ούζο το γαλατερό, το ακνάτο, που με τη μυρωδιά του μονάχα σε κάνει κι αναστενάζεις απανωτά τρεις φορές.»

Αυτά τα λόγια, όπως τα γράφω εδώ πέρα, λόγια είναι του Μητσάκου του Σεβνταλή, που χρόνια τώρα και και­ρούς έτυχε να τόνε γνωρίσω κει μέσα. Ζει, δε ζει; πώς και πού τα πορεύεται; αν με ρωτήσεις, δεν ξέρω,  μ’ αν έχεις κέφι ν’ ακούσεις μαγκές, αν θες να γνωρίσεις τα παιδιά της Παλιάς Αθήνας, άκου και κράτα σημείωση:

Ο Μητσάκος δεν είναι ούτε ο πρώτος μα ούτε κι ο τελευταίος, να ξέρεις, που κατόρθωσε να ζήσει μέσα στα σί­δερα της φυλακής χωρίς να τσαλακώσει το φιλότιμο του μάγκα, χωρίς να στραπατσάρει τη λεβεντιά του Πλακιώτη. Ν’ ανοίξει δίσκο το χέρι του ή να βγάλει το κουταλάκι απ’ έξω να ζητήσει «Θεός σχωρέσ’ την ψυχή που σας έκαψε» ζητιανιά; - κάθε άλλο! Άντρας ήτανε και για δουλειές αντρίκες, το ζουνάρι του άπλωνε.

 

Τα σίδερα της φυλακής

είναι για τους λεβέντες…

 

Δεν κρατούσε από τα Γκράβαρα, Γκραβαρίτης ζητιά­νος. Ήτανε Πλακιώτης βέρος. Κοντά στην Αγια-Σωτήρα - μεγάλη της η χάρη! - αντίκριζε το φως. Και τώρα πά­λι, όπως να το πεις, η χάρη της τον προστάτευε. Δηλαδή, με τη χάρη της και τη βοήθειά της, περνούσε ο Γλάρος το «μαύρο» και το «άσπρο» ο Πέτρακας.

Και να πως :

Ο Γλάρος, που είχε ένα μουσούδι μυτερό, δυο ματά­κια χάντρινα και δυο χέρια σα φτερούγες, να τ’ ανοίγει επάνω κάτω, δεξιά αριστερά, σορόκο τραμουντάνα, με τέ­τοια ευκολία, ταχύτητα, σα να ’θελε να πετάξει—γι’ αυτό και Γλάρος το παρατσούκλι του! -  όταν ήτανε να πάει στο Σεβνταλή θα φορούσε, κατά προτίμηση, πάντα το χα­κί του αμπέχονο. Ήθελε να του θυμίζει τη μάχη του Δομοκού, περασμένα μεγαλεία! Το Σμολένσκη και το Διά­δοχο. Έτσι έλεγε. Και σκούπιζε με το μανίκι του ένα δάκρυ στην ανάμνηση εκείνη!

Όταν όμως μένανε μόνοι με το Σεβνταλή στο Επι­σκεπτήριο των φυλακών, χραπ χραπ, με μια ταχύτητα δια­βολεμένη, ένα ένα του περνούσε και τα έξι κουμπιά της στολής. Πού να πάρει μάτι κανένας τι γινότανε! Πού να μυριστεί ο «μάπας»  ο φύλακας τι σκαρώνανε!

Το δειλινό ή την άλλη μέρα στο προαύλιο, ο Σεβντα­λής πουλούσε στους μακαντάσηδες «μαύρο» για τσιγαριλίκι ή για λουλά, όπως θέλανε!

Κάθε κουμπί της στολής ήτανε, βλέπεις, ένας θησαυ­ρός ολόκληρος. Απ’ έξω υπήρχε το ντύμα, χακί του στρα­τού, μα το κουμπί από μέσα ήτανε κούφιο, δεν είχε βαρίδι μολύβι, αλλά είχε ό,τι σκοτώνει την πίκρα και ναρκώνει τον καημό: το χασίς!

Τέτοιος ο ρόλος του Γλάρου. Σπουδαίος!

Του Πέτρακα πιο εύκολος:

Έφερνε στο Σεβνταλή όταν πήγαινε - Πέμπτη και Κυριακή ταχτικά - μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο δοχείο λίγο γάλα - ε! το φτωχό! - για το στομάχι του που τον πονού­σε, τον κένταγε.

Το δοχείο είχε διπλό χώρισμα, κρυφά ελατήρια. Οικο­δομή με δυο πατώματα, θάμα! Στο επάνω που ήτανε πιο χαμηλό - δυο δάχτυλα - έπαιρνε μόνο - αν δοκίμαζες θα ’πινες γάλα, μα αν έπαιρνες ανάμα από το μεσαίο, το κρυφό, θα ζητούσες ολόκληρη δόση, και θα ’πινες, θα ’πινες όσο να σε πιει και να σε ρίξει κουφάρι, το ούζο!

Ο Σεβνταλής έκανε μπάζα γενναία πουλώντας και ζού­σε καλά, όσο να ’ναι, χωρίς ν’ απλώνει το χέρι του δίσκο ή να φωνάζει :

- Ρε καλόπαιδο ρίξε κι εδώ κάτι.

- Ελεημοσύνη, αδερφοί, σαν Γκραβαρίτης ζητιάνος.

Τώρα αν καζάντισε η όχι; - ο Θεός κι η ψυχή του το ξέρουν!

 

 

αρχή

 



 

Η ταβέρνα του Μεγαρίτη στα Πετράλωνα ήτανε το καθεβραδινό «στέκι» της παρέας του Στεφίκου. Εκεί τον περιμένανε όταν σκολούσανε από το Γκάζι τα παιδιά, να κατεβεί από τον Ασύρματο, να πιούνε μαζί τα ποτήρια τους και να τους διηγηθεί τα «διατρέξαντα της νυκτός» και ό,τι άλλο νεότερο υπήρχε.

Ο Στεφίκος ήτανε ο αρχηγός της παρέας. Ένα είδος κομματάρχη, να πούμε, από τους έξυπνους εκείνους τύπους  που μόνο στα κάτω, στα λαϊκά στρώματα, βρίσκει κανείς. Το επάγγελμά του το είχε πάρει στα «σέρια», σοβαρά, κι ενώ δεν ήτανε παρά ένας απλούστατος αυτοσχέδιος δασοφύλακας που δεν είχε βγει από καμιάν ανώτερη σχολή, που αγνοούσε κι αυτά τα στοιχεία της τέχνης του, ωστόσο στην παρέα ποζάριζε το λιγότερο για δασάρχης, αν όχι και για Υπουργός της Γεωργίας ακόμη. Τι; Ποιος επιστήμονας, παρακαλώ, ήξερε σαν κι αυτόνε πότε ξεμυτίζει από την πατάτα το σπερδούκλι και ποιαν εποχή το Κάστρο είναι χαρά Θεού από τ’ ανθισμένα ασφοδείλια.

Το Κάστρο ήτανε για το Στεφίκο το ανάκτορό του, το σπίτι του. Αγρυπνούσε κάτω από τ’ άστρα του, γυρνούσε στις ρεματιές του, και στους βράχους χτυπούσε την «κερασέα» μαγκούρα του. Στον Ασύρματο είχε στήσει το θρόνο του κι από κει αγνάντευε τι γινότανε γύρω του, στον Αϊ-Δημήτρη το Λομπαρδιάρη, στο μνημείο του Φιλοπάππου, στις σπηλιές του λόφου, στην Ακρόπολη, πέρα στο Θησείο κι όπου έκοβε το μάτι του. Φορούσε πηλήκιο με στέμμα και στο δεξί του μανίκι γαλάζια πλατιά κορδέλα με το σήμα της υπηρεσίας του. Δασοφύλακας, σου λέει άλλος. Πώς; Αλλά και αστυνόμος του Κάστρου και αρχαιολόγος και προστάτης Θεός των ερωτευμένων που ερ­χόντουσαν να κρύψουνε τον έρωτά τους μακριά από τα περίεργα βλέμματα, στις σπηλιές και στου φυτώριου τα πεύκα.

 

Η παρέα χωρίς το Στεφίκο δεν άξιζε τίποτα. Παιδιά εργατικά οι περισσότεροι, δεν είχανε να διηγηθούνε άλλο από τα βάσανα της δουλειάς, από τις μιζέριες της καθη­μερινής ζωής. Το κρασί μετά βίας πήγαινε κάτω. Μα ό­ταν ερχότανε ο Αρχηγός, η παρέα ζωντάνευε, έσπαγε κέ­φι και το κρασί χυνότανε ποταμός. Αληθινά ποταμός. Γιατί ο Στεφίκος, από ιδιοτροπία πες ή από βαθύτερη γνώση πως εκείνο που έπινε ήτανε περισσότερο νερό από κρασί, είχε βαφτίσει τα βαρέλια του Μεγαρίτη με ονόματα ποταμών, που ποιος ξέρει ο διάβολος πώς τα ’χε μαθη­μένα.

- Φέρε μας μισή από το Δούναβη, πρόσταζε.

Και άνοιγε η κάνουλα και ο Δούναβης έτρεχε.

Σε κάθε βαρέλι έβλεπες γραμμένο με κιμωλία και το όνομα ενός ποταμού. Ο Δούναβης, ο Βόλγας, ο Αμαζόνιος, ο Αξιός, ο Έβρος, ο Αλφειός, ο Σηκουάνας, ο Ρή­νος, ο Τάμεσης, ανακατωμένος ο ερχόμενος, αφρίζανε και βροντούσανε και πηγαίνανε να σκάσουνε από ασφυξία μέσα στα κρασοβάρελα του Μεγαρίτη. Και ήτανε διασκέδα­ση για όλους, όταν ο Στεφίκος, τσακιρωμένος, πείραζε τον αγαθό ταβερνιάρη:

- Αμ ρίξε, καημένε Νικόλα, και λίγο κρασί στο ποτάμι! Δε θολώνουνε τα νερά του, καημένε! Καζάντισες πια. Νισάφι!...

 

Είπαμε πως ο Στεφίκος έδινε στην παρέα του αναφο­ρά για ό,τι γινότανε στο Κάστρο. Δεν έκρυβε λόγια από τους δικούς του και γι’ αυτό τα παιδιά τον αγαπούσανε. Ξέρανε από το στόμα του πως είχε συλληφθεί ο Μαντάς ο σωματέμπορας με τη μικρούλα τη Σμυρνιά, τη Στάσα, ανάμεσα στ’ αγκαθωτά αθάνατα του Κάστρου, πως βρή­κανε τον άλλονε που είχε αυτοκτονήσει, με μία και τριάν­τα πέντε στην τσέπη και πως έστηνε μπλόκο στους χασικλή­δες κάθε τόσο, μονάχος αυτός!

- Ναι, ρε Κώτσο, έλεγε στην ολομέλεια προσφωνώντας πάντα έναν απ’ αυτούς. Τους μπλόκαρα προψές το βράδυ, στη μεγάλη σπηλιά, στο Κέντρο. Ξέρεις, σ’ εκείνη τη δί­πορτη! Έ! ρε Θεέ μου! Φουμαίρνανε αράδα μαύρο και μπανίζανε πέρα στο Φάληρο, τη θάλασσα. Ήτανε μαστουρωμένοι, ως φαίνεται, και δε με πήρανε πρέφα. Έκανα πραφ! μπήκα μέσα και τους σκόρπησα τους λουλάδες. Άνεμος και χαθήκανε, λέει! Πως!

- Στρίψε την τσίβα σου, βλάμη, είπε ο Κώτσος στο Στεφίκο άμα τέλειωσε. Σ’ αξίζει, ντερβίση μου.

Ο Στεφίκος έστριψε περήφανα το μουστάκι του.

- Φέρε μισή από το Βόλγα, πρόσταξε ο Μήτσος, άλλο παιδί της παρέας. Και λέγε, αηδόνι μας.

Ο Στεφίκος άλλο που δεν ήθελε.

—Ναι, ρε Μητσάκο, που λες. Καθόμουνα κοντά στο σταθμό και φύλαγα τσίλιες. Είχε και δεν είχε νυχτώσει. Σουρούπωνε. Ξάφνου βλέπω μέσ’ απ’ τ’ αθάνατα, κάτου άπονα πευκάκι, ένα ζευγάρι και γλυκοσάλιαζε. Με πιάσανε σύγκρυα, Μήτσο μου.

Λυτή, μια νταρντάνα, μανούλα μου. Κι ο βλάμης παιδί του γαλάτου που λένε, μουστάκι καθόλου, κι από Έ­ρωτα: μπουμπούκι που δεν έσκασε φύλλα. Ε! ρε ψυχή μου! Πώς φτερούγιζες, άραχλη! Είπα μια, είπα δυο, να κάνω πραφ και να πέσω μες τα ούλα κι όποιον πάρει η μπάλα ή καρύδι, μα σου λένε, στάσου η θέση σου. Έκοψα ρόδα μυρωμένα και το παιδί ας δερνότανε. Είπα.

- Ωστόσο, πρόστεσε ο Κώτσος, αυτός που έβγαζε σαν Κάλχας τα συμπεράσματα σε κάθε διήγηση του Στεφίκου, δε φέρθηκες καλά αυτή τη βολά.

- Γιατί, πάει να πει; ρώτησε ο Στεφίκος.

- Έπρεπε να δώσεις «χείρα βοηθείας» στο παιδί, αμάθητο καθώς ήταν. Νομίζω!

Οι άλλοι της παρέας γελάσανε πλατιά. Και φέρε μισή από τον Έβρο, φώναξε κάποιος.

 

Μ’ όλα τούτα η βασιλεία του Στεφίκου δεν κράτησε πολύ. Η προστάτισσά του, η Αγια-Μαρίνα, που κάτω από τη σκεπή της, στη γειτονιά της, είχε δει το φως, από­συρε την προστασία της κι έτσι ο βασιλιάς του Κάστρου βρέθηκε κάποιο πρωινό βαριά λαβωμένος εκεί κοντά στου Λομπαρδιάρη τον ανηφορικό δρομάκο. Τον είχανε χτυπή­σει χασισοπότες από βραδίς γιατί κάθε τόσο τους χαλούσε τη φωλιά, και του κρατούσαν αμάχη. Και όταν άρχισαν το Γενάρη ν’ ανθίζουν τ’ ασφοδείλια και να ’ναι χαρά Θεού ανθισμένο το Κάστρο, ο Στεφίκος ο δασοφύλακας δεν αντίκριζε αυτή τη μεγάλη γιορτή.

Σιγά σιγά η παρέα σκόρπισε από την ταβέρνα του Με­γαρίτη και τα ονόματα των ποταμών σβηστήκανε από τα μεγάλα κρασοβάρελα, γυρίζοντας τώρα στην αφρισμένη τους κοίτη.

 

 

αρχή

 



 

Όπως ντυνότανε ο Μίστος ο εμπορομανάβης, δε ντυ­νότανε κανένας από τους παλιούς βλάμηδες της Αθήνας. Τώρα κι αν τόνε δεις σε κανένα σοκάκι να πουλάει μήλα φιρίκια, πορτοκάλια της Κρήτης, μανταρίνια πενήντα το ένα, δε θα τόνε γνωρίσεις, τόσο τον αλλάξανε τα βάσανα και τα πολλά παιδιά. Ο γάμος είναι σαν το σαράκι που τρώει και το πιο δυνατό ξύλο. Πόσο περισσότερο έναν άν­θρωπο λεύτερο, συνηθισμένο στη χαρά και στο γλέντι.

Τότε όμως ο Μίστος (εδώ και είκοσι, τριάντα χρόνια, που η Αθήνα ήτανε μια χούφτα ανθρώπους και δεν είχε τη σημερινή κοσμοπλημμύρα και πολυτέλεια) ήτανε ο πιο λεβέντης μέσα στους λεβέντες και με τ’ όνομα πρώτος στο ντύσιμο και στο νταηλίκι.

Κατσάρωνε τα μαλλιά του με το ψαλίδι κι άφηνε απ’ έξω από την «πεταλούδα» να βγαίνουνε δαχτυλιδάκια στις βόλτες. Φορούσε σακάκι γελέκο σταυρωτό με άσπρο φυτιλάκι στο άνοιγμα και πανταλόνι τζογέ, δεκαεννιά κάτω, είκοσι εννιά πόντους γόνατο.

Άλλα εκεί που ο Μίστος ήτανε μερακλής και δεν έ­βρισκε ταίρι, εκεί που πρόσεχε να μη λασκάρει ούτε τρίχα, ήτανε στο παπούτσι. Το πρόσεχε να γίνει κατά το γούστο του και το φορούσε μ’ ένα «πάσσο» δικό του.

Παπούτσι, γόβα λουστρίνι· μονόσολο, καρφωτό κι απά­νω άσπρο καστόρι, παράγγελνε στου Περπινιά τότε, το πρώτο μέσα στην οδό Σταδίου, αριστερά καθώς πάμε, στο Αρσάκειο. Και μετά έδινε αυτός τα μέτρα: Στιβάλι, ψευτο­κουμπωτά με πέντε κουμπάκια φιλντισένια. Στενόποντα, στενοκάμαρα, με τέσσερις πόντους τακούνι  «αυγοειδές»!

Το τελευταίο το τόνιζε ξεχωριστά:

—«Αυγοειδές», να ’μαστε ξηγημένοι. Στενό σαν πεντάρα κάτω!

Και όταν το φορούσε το παπούτσι (γόβα λουστρίνι, καστόρι απάνω), περπατούσε καμαρωτά σαν πετροπέρδικα, την καρδιά των κοριτσιών να λιγώνει'

Του έπρεπε όμως ό,τι και να φορούσε του βλάμη! Γιατί και στο κρασί ήτανε πρώτος και στον έρωτα και στο παι­γνίδι μα και στον πετροπόλεμο δεν πήγαινε πίσω. Χυνό­τανε σαν τον αέρα το δυνατό με κάτι βράχους στα χέρια, με τσαλίμια και με κουνήματα: «Απάνω τους, όλοι μαζί, και τους φάγαμε!»

Άλλα και στη μαναβική δεν πήγαινε πίσω. Γνωστός, περιζήτητος μέσα στην Παλιά Αγορά. Έφερνε πάντα το καλύτερο πράμα από τα περιβόλια και τους μπαξέδες του Αϊ-Σάββα, της Κολοκυθούς, του Αϊ-Γιάννη του Ρέντη. Και φτηνά - μισοτιμής να πουλάει.

Να! όμως που έμπλεξε κι αυτός και πήγε σαν το Μα­σούρα χαμένος! Παίζοντας εδώ, γελώντας παρέκει, πότε με τη μια χαμούρα, πότε με κανένα νοικοκυροκόριτσο, πά­τησε που λένε στην πίτα για να χορέψει το χορό του Η­σαΐα και να δει από κοντά πόσα απίδια βάζει ο σάκος!

Ο γάμος, είπαμε, είναι σαν το σαράκι που τρώει και το πιο δυνατό ξύλο. Δεν είναι μονάχα αγκαλιά και φιλήματα ό,τι ώρα τα θέλεις. Είναι θηλειά μεταξένια που σε σφίγγει σιγά σιγά στο λαιμό και σε πνίγει. Ανάθεμα σ’ αυτόν που τον ηύρε!

Έτσι με τα πρώτα παιδιά πέσανε και τα «φόντα» του Μίστου. Το στιβάλι με τα φιλντισένια ψευτόκουμπα πήρε χίλιες δυο αλλαγές ίσαμε που έφτασε να γίνει από καστόρι βιδέλο κι από βιδέλο... αρβύλα! Και δεν έδινε πια προσοχή ούτε στα ρούχα: σακάκι γελέκο σταυρωτό με φυτιλάκι στο άνοιγμα. Φορούσε ό,τι φτηνότερο υπήρχε. Της πυρκαγιάς, του Ρετσίνα.

Θύμιζε  τον παλιό  εκείνο φτωχό αλλά καλό ποιητή που έγραφε σ’ έναν πλούσιο του τόπου μας να του στείλει κανένα ρούχο αποφόρι για να ντύσει τη γδύμια του χρονιάρικη μέρα!

Τώρα ο Μίστος γυρνάει μ’ έναν πληγωμένο γερα­σμένο ψωρίτη και πουλάει στις μακρινές συνοικίες:

- Μήλα φιρίκια, πορτοκάλια της Κρήτης, μανταρί­νια πενήντα το ένα!

Ούτε μπορείς να πιστέψεις πως αυτός είναι ο παλιός Αθηναίος λεβέντης. Τόσο τον έχουνε αλλάξει τα βάσανα της ζωής, τα φαρμάκια του γάμου!

 

 

αρχή

 



 

Δε λέω, ήτανε σουρωμένος ο Φίντας όταν άδειασε τον καφενέ του Τζανή, τα ’χε κοπανίσει στα γεμάτα, που λένε, μα έτσι πάλι να τα βάνει μ’ έναν ολάκερο κόσμο, δεν το χώραγε ο νους του ανθρώπου, και να το ’χε ιδωμένο.

Φίντας δεν ήτανε τ’ όνομά του. Έτσι τόνε λέγαμε για­τί άμα πηγαίναμε για πουλιά, αυτός τραβούσε τη φ ί ν τα, - το γυμνασμένα φλώρι, που παιγνίδιζε ψηλά στο φιντόξυλο, το βλέπανε τα περάσματα και πέφτανε μέσα στα δί­χτυα. Μα και με το παρατσούκλι του και με τ’ όνομά του τ’ αληθινό, ήτανε άντρας κι από τους λίγους αντάμης.

Δούλευε σε κάρο και κουβαλούσε χοντρή άμμο απ’ το ρέμα. Κι όταν πισωκώλωνε τ’ άλογο και δεν τα ’βγαζε πέ­ρα στην ανηφοριά, αυτός ξέζευε και φορτωμένο το κάρο, τ’ άρπαζε από τα παρμάκια στα χέρια, έβαζε τ’ άλογο μπροστά και «α-α-άπ!», έβγαζε το κάρο στο δρόμο. Αυτό δα το ξέραμε όλοι:

- Χαρά στα χέρια του άντρα. Μωρέ αυτός και κουρασάνι θα σου ’φερνε βόλτα!...

Μα εξόν από τέτοια δύναμη που είχε σε δυο μπράτσα μαντέμι, είχε κι άλλα πολλά που να δείχνουνε την παλικαροσύνη και την καρδιά του.

Κάποτε λογόφερε με κάποιο φίλο γκαρδιακό, της παρέας, και πικράθηκε τόσο, που για να μη τόνε χτυπήσει στο θυμό του απάνω, έβγαλε το μαχαίρι απ’ τη θήκη κι έκοψε τον αριστερό δείχτη του δικού του χεριού.

- Το κόβω, είπε, το ρημάδι, γυρνώντας σ’ εμάς. Το κόβω το άχρηστο πράμα παρά να χτυπήσω σ’ ένα βλάμη.

Του φίλησε ο άλλος το ματωμένο του χέρι και τόνε πήρε το κλάμα

Μα κείνο το βράδυ, ο Φίντας ήτανε στα γεμάτα πιω­μένος, έξυνε τα νύχια του και το πήγαινε «φιρί φιρί» για καυγά.

Με κάποιονε πάλι θα ’χε πειραχτεί, λογαριάζω, και του φταίγανε όλοι.

Έπεσε ζαλισμένος σε μια καρέκλα κοντά μας. Έγειρε το κορμί του μια ζερβά, μια δεξιά, μπρος και πίσω, σαν τη σημαδούρα που τήνε δέρνει το κύμα και χτυπώντας με τη γροθιά το τραπέζι, φώναξε δυνατά να τ’ ακούσουνε όλοι:

—Ν’ αδειάσει ο καφενές από τις βρόμες! Ο ι  κ ο υ φ ά λ ε ς να παίρνουνε πόδι!...

Ούτε άχνα κανένας!

Εμείς για να μη του δώσουμε αβάντα και πλάτες, (αφού τον παρακαλέσαμε σα Χριστοί σταυρωμένοι, του εί­παμε και του ξανάπαμε πως δεν είναι σωστό αυτό που ζη­τάει) τον αφήσαμε μονάχο, μήπως κι άλλαζε γνώμη.

Ξέρεις, σ’ αυτές τις στιγμές, τυχαίνει να κάνεις κάτι επειδή έλαχε να σου φύγει ένας λόγος και δεν πάει να φα­νείς μικρός μπρος στους άλλους.

Μα ο Φίντας, χωρίς να δώσει ούτε, σημασία στο πρά­μα, έβγαλε μια διμούτσουνη μανιάτικη κουμπούρα που εί­χε (κάθε κάνα γεμάτη από μπαρούτι και μολύβι, και πάλι μπαρούτι και μολύβι, δυο φορές κάθε μπούκα) σήκωσε τα κοκόρια, έβαλε τα καψούλια εντάξει, στη θέση, την ακούμ­πησε καταμεσής στο τραπέζι, κι άρχισε, σα να ’παιζε το σιδεράκι λοταρίας στη βόλτα, να φέρνει με το δάχτυλο την τρομάρα ένα γύρο: Κι όποιον πάρει ο πάρει ο Χάρος!

Άνεμος να ’μπαινε   και να τ’ αναποδογύριζε όλα, σεισμός να ’σκαζε ή να ’πιανε ξαφνικά πυρκαγιά, δε θα άδειαζε ο καφενές του Τζανή έτσι σε μια στιγμή, άψε σβήσε!

Φερθήκανε φρόνιμα τα παιδιά, ούτε λόγος, μα πως το λεγε κι η καρδιά του μακαντάση, του Φίντα, ούτε λόγος και σ’ αυτό, - για να ξέρεις!

Και σουρωμένος ακόμα θα το ’κανε το στραβό πανηγύρι, άπαξ κι είχε δηλωμένα την πράξη.

 

 

αρχή

 



 

Γνώρισα και γνώρισα φυλακισμένους, από παιδί έκανα παρέα με αντάμηδες, μα σαν την καρδιά του Πυρομάλλη, ούτε βρήκα ούτε αντάμωσα ως τα τώρα πουθενά.

Ήτανε μια καρδιά γεμάτη ντέρτι και πόνο, μια δακρυσμένη καρδιά κλεισμένη σ’ ένα κουφάρι τεράστιο, σ’ ένα σώμα γιγαντένιο με πλάτες τετράγωνες, και σε μια μορφή που πετούσε σπίθες, αστραπές, και που συννέφιαζε, σκοτεί­νιαζε κάποτε σαν ουρανός βουρκωμένος.

Ο Πυρομάλλης κρατούσε μια θέση μόνιμη, σταθερή, στην τρίτη διμοιρία, στις φυλακές τα Παραπήγματα. Μια θέση που δεν έλεγε να την αλλάξει γιατί δεν είχε και σκοπό να βγει έξω, στη λεύτερη κοινωνία. Έφεδρος, κλητεμένος με τις τελευταίες ηλικίες, είχε κάνει ένα δυο στραπάτσα κι είχε να περάσει ακόμη τρεις τέσσερις φορές στρατο­δικείο. Υπόδικος λοιπόν στα υπόδικα και ποιος ξέρει για πόσα χρόνια !

Μα δεν έμοιαζε ο Πυρομάλλης στους άλλους. Δεν έκανε παρέα ούτε με τους χασικλήδες κει μέσα, ούτε με τους άλλους αντάμηδες που σιάχνανε τα φαρδομάνικα τα λεπίδια και τις χλάπες. Ζούσε μια δική του ζωή. Σαν καλόγερος που ασκήτευε σε μιαν άκρη και ζούσε με το δικό του τον πόνο.

Πολλές φορές ζήτησα να του κλέψω το μυστικό, να του πάρω μια λέξη. Άλλαζε κουβέντα. Ούτε γρι ούτε πε­ρισσότερες πάρλες.

- Εδώ ’ναι ο σεβντάς, μου ’λεγε, εδώ!, και μου ’δειχνε την καρδιά του.

Στο Επισκεπτήριο ποτέ κανένας δεν τον είχε ζητήσει. Κανένας! Ποτέ! Σα να ’τανε έρμος σ’ αυτό το ντουνιά, σα να μην είχε ψυχή να τόνε νοιάζεται. Και μόνο το βραδάκι, σαν γυάλιζε απ’ έξω από τον κουφωτό στην πόρτα φεγγίτη η λόγχη του σκοπού, μόνο τότε τα μάτια του βγάζανε αστρα­πές και βλαστημούσε την πλάση :

- Φυλακές, ρε, να χτίζετε φυλακές! Για να χαλάτε τους ανθρώπους!

Και τα πρωινά σα μας βγάζανε στο προαύλιο για να κάνουμε γυμνάσιο - βηματισμούς, ημικάθισμα, κατά τετρά­δες - τότε, που ο Πυρομάλλης δήλωνε ασθένεια για να ξε­φύγει, άφηνε τον πόνο του να ξεχειλίζει. Γύριζε, κοίταζε πέρα τον Αϊ-Γιώργη στο Λυκαβηττό, με του Λουλουδάκη τον ολόασπρο τάφο, κι έπιανε κάτι τραγούδια και κάτι κουβέντες με τον Καβαλάρη, την καρδιά σου να σκίζει :

 

Άγιε μου Γιώργη, γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα…

 

Και το ’βλεπες, το ’νιωθες πως δεν ήτανε ψέμα αυτό. Ζητούσε το θάνατο λυτρωμό, μέσα στα σίδερα της ψυχής του φυλακισμένος.

Μια φορά, που έτυχε να γίνει επιθεώρηση για λουλάδες και σύνεργα σατανικά, βρήκανε και του Πυρομάλλη έ­να ψεύτικο μαχαίρι κανωμένο από ξύλο.

- Και τι το θέλεις αυτό, Πυρομάλλη, τόνε ρώτησε γε­λώντας ο διευθυντής. Μπας και το ’χεις καλούπι για να χύνεις μαχαίρια;

- Έ! κάτι πρέπει να κρατάμε κι εμείς. Χρειάζονται δω μέσα οι χλάπες, απάντησε ήρεμα ήρεμα ο Πυρομάλλης.

Έγινε κατάσχεση και στο ξύλινο  μαχαίρι, καθώς και σε καμιά δεκαριά θ α ν ά σ η δ ε ς, σιαγμένους με χίλιους δυο περίεργους τρόπους.

Δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση. Ούτε λέξη! Τόσο ήρεμα το ’δωσε, που σου ’κανε βαθειά αίστηση πως αυτός ο άνθρωπος είχε κάνει σαματάδες έξω στο Στρατό, στην Κοινωνία, και τον είχανε μέσα.

Αυτός ήτανε σαν τη σβησμένη τελευταία φωνή που λέγανε οι σκοποί όταν φωνάζανε το: «Φύλακες Γρηγορεί­τεε». Αυτός ήτανε μια καρδιά γεμάτη ντέρτι και πόνο, μια δακρυσμένη καρδιά, κλεισμένη σ’ ένα κουφάρι τεράστιο με πλάτες τετράγωνες, και με κεφάλι βαρύ, στιβαρό, γεμάτο τρίχες ακατάστατες - κόκκινες, της φωτιάς - σαν το κοκκινόχωμα που σιάχνουνε γλάστρες και στάμνες στα Πιθαράδικα.

Και μόνο ένα παράπονο άφηνε ν’ ακούγεται:

— Φυλακές, ρε, να χτίζετε,  φυλακές. Για να χαλάτε τους ανθρώπους.

Και παρακαλούσε τον Καβαλάρη, παρακαλούσε:

 

Άγιε μου Γιώργη, γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα. ..

 

Τέτοια καρδιά δακρυσμένη, κλεισμένη μέσα στον πόνο της, δεν έτυχε να γνωρίσω καμιάν άλλη εγώ, που από μι­κρό παιδί έκανα παρέα με αντάμηδες κι έτυχε να γνωρίσω φυλακισμένους τόσους και τόσους....

 

 

αρχή