ΣΟΦΟΚΛΗ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μετάφραση Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

 

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ

Κ. ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΥ

 

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ

1912

 

Υ Π Ο Θ Ε Σ I Σ

Ο Πολυνείκης, υιός του Οιδίποδος, του βασιλέως των Θηβών, εξεστράτευσε με τους Αργείους εναντίον του αδελφού του Ετεοκλέους, ο οποίος είχεν αναλάβει μόνος την βασιλείαν. Εις τον πόλεμον ενικήθησαν οι Αργείοι, αλλά και οι δύο αδελφοί μονομαχήσαντες εφονεύθησαν.

Ο Κρέων, αναγορευθείς βασιλεύς των Θηβών, διέταξε να μείνει άταφος ο νεκρός του Πολυνείκους, ως εχθρού της πατρίδος, και όρισε ποινήν θανάτου εναντίον οιουδήποτε παραβάτου της διαταγής του.

Αι δύο αδελφαί του Πολυνείκους, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, θρηνούν και οδύρονται δια τούτο, καθ’ όσον ιερόν καθήκον των συγγενών ελογίζετο το να κηδεύουν σεμνώς και να ενταφιάζουν τον νεκρόν συγγενή. Αλλ’ ενώ η Ισμήνη υποκύπτει εις την προσταγήν και συμβουλεύει μάλιστα την αδελφήν της να πράξει το αυτό, αντιθέτως η μεγαλόψυχος Αντιγόνη εξεγείρεται εναντίον της σκληράς προσταγής και αψηφούσα τον κίνδυνον επιχειρεί την ταφήν του αδελφού της. Γνωρίζει την παρανομίαν της, αλλά συμμορφώνεται με τον άγραφον ηθικόν νόμον του συγγενικού και οσίου καθήκοντος.

Εντεύθεν επέρχεται η τραγική κάθαρσις. Ο Κρέων άκαμπτος προστάζει τον θάνατον της Αντιγόνης, αν και ήτον αυτή η μέλλουσα νύμφη του. Ο Τειρεσίας προλέγει τότε τα εκ της σκληρότητος του Κρέοντος μέλλοντα δεινά και αποκαλύπτει εις τον βασιλέα τας φοβεράς περί τούτων μαντείας. Ο Κρέων εις το άκουσμα κλονίζεται, αλλά δεν είναι πλέον καιρός. Η μοίρα των ανθρώπων δεν έχει χρονοτριβάς. Επί του νεκρού της Αντιγόνης ο Αίμων, ο υιός του Κρέοντος, αυτοκτονείται και η μήτηρ του απηλπισμένη αυτοχειριάζεται. Ο Κρέων αργά συνέρχεται εις εαυτόν και κατανοεί την συμφοράν του.

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΙΣΜΗΝΗ

ΧΟΡΟΣ (Θηβαίων γερόντων)

ΚΡΕΩΝ

ΦΥΛΑΞ

ΑΙΜΩΝ

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ

ΕΥΡ1ΔΙΚΗ

 

ΠΡΑΞΙΣ Α’

 

ΑΝΤ. Ισμήνη, αδελφούλα μου, εσύ αγαπημένο κεφαλάκι.

         Ξέρεις να ‘μεινε απ’ τον Οιδίποδα κακό

         που να μην έριξεν ο Δίας επάνω μας, ενόσω ζούμε;

         Δεν είναι πόνος, ούτε χαλασμός, ούτ’ ατιμία, ούτε ντροπή

         που να μην είδα εγώ μες τες δικές μου δυστυχίες

         και στες δικές σου...

         Και τώρα πάλι, τι λένε πως διαλάλησε, καινούργιο

         σ’ όλην την πολιτεία ο στρατηγός;

         Έμαθες τίποτα και άκουσες;

         ή δε μαντεύεις τη συμφορά που έρχεται από τους εχθρούς,

         σ’ εκείνους π’ αγαπούμε;

ΙΣΜ. Εμένα, Αντιγόνη, δε μου ‘ρθε είδηση καμιά απ’ τους αγαπητούς μας,

         ούτ’ ευχάριστη αλλά ούτε και θλιβερή,

         αφ’ ότου οι δύο εμείς εχάσαμε τ’ αδέρφια μας τα δύο,

         που σε μια μέρα πήγαν με διπλό θάνατο,

         και τώρα που των Αργείων σκόρπισε ο στρατός,

         την ύστερη νύχτα,

         δεν έμαθ’ άλλο τίποτα για να ‘μαι πιο χαρούμενη πάρα λυπημένη.

ΑΝΤ. Καλά το έλεγα· γι’ αυτό κι εγώ

         σ’ έφερα έξω από τις πύλες της αυλής για να τ’ ακούσεις εσύ μονάχα.

ΙΣΜ. Τι είναι; σε βλέπω και συλλογίζεσαι κάτι βαρύ να πεις.

ΑΝΤ. Δεν έχει ο Κρέων τους αδελφούς μου

         τον ένα τιμημένο με ταφή

         τον άλλο για ατιμίαν άθαφτο;

         Τον Ετεοκλή, λένε, πως δίκαια κι όπως το θέλει ο νόμος

         τον έβαλε στο χώμα για να ‘ναι τιμημένος μες τους νεκρούς του κάτω κόσμου,

         μα του Πολυνείκη το λείψανο,

         άθλια ξεψυχισμένο,

         άκουσα πως στους πολίτες εβγήκε διαταγή κανείς να μη το θάψει,

         ούτε και να το κλάψει παρά να τον αφήσουν άκλαυτο και άθαφτο για τα όρνια,

         που γλυκό τους θησαυρό τόνε θωρούν και χυμούν για να τον φαν.

         Αυτά, είπαν, πως ο καλός μας Κρέων

         εδιάταξε σε σένα και σε μένα —λέω και σε μένα—

         και τώρα έρχεται κατά ‘δώ για να τα φανερώσει σ’ όσους δεν τα ξέρουν,

         και πως δεν παίρνει το πράγμα ελαφρά,

         παρά όποιος κάνει τίποτε ενάντια

         θάνατος να του μέλλεται μπροστά σ’ όλη την πόλη.

         Αυτά είναι, και τώρα θε να φανεί αμέσως

         αν ευγενικιά γεννήθηκες ή από καλούς κακιά.

ΙΣΜ. Και μήπως μπορώ εγώ, παράτολμη

         να δέσω ή να λύσω αλλιώτικα αφού είναι έτσι;

ΑΝΤ. Κοίταξε συ μόνο, αν θα κάνεις αυτόν τον κόπο μαζί μου.

ΙΣΜ. Για ποιο κίνημα μου λες, και πού τρέχει ο νους σου;

ΑΝΤ. Αν θα σηκώσεις μαζί μ’ αυτά τα χέρια μου τον πεθαμένο.

ΙΣΜ. Στ΄ αλήθεια συλλογιέσαι, να θάψεις αυτόν,

         που έχει απαγορευθεί στην πολιτεία;

ΑΝΤ. Μάλιστα, τον δικό μου και όχι το δικό σου τον αδερφό,

         σαν δε θες εσύ,

         γιατί ποτέ δε θα με δεις εγώ να τον προδώσω.

ΙΣΜ. Αχ, κακομοίρα μου, μ’ αφού ο Κρέων είπε όχι.

ΑΝΤ. Δεν έχει να μ’ εμποδίσει διόλου σε ό,τι μου ανήκει.

ΙΣΜ. Ωιμένα, συλλογίσου, αδελφή, που ο πατέρας μας

         με κατάρα και καταχθόνια χάθηκε

         όταν ξεσκέπασε μονάχος τις αμαρτίες του, βγάζοντας με το χέρι του τα δυο του μάτια.

         Έπειτα η μητέρα και γυναίκα του —και τα δυο να την ειπείς—

         με πλεχτή θηλιά κρεμιέται και πεθαίνει·

         και τρίτο, οι δυο μας αδερφοί σε μια μέρα μέσα,

         μ’ αυτοκτονία πήγανε οι καημένοι, δίνοντας

         ο ένας του άλλου με τα δικά τους χέρια θάνατο.

         Τώρα που μείναμε οι δυο μας έρημες,

         βάλε με τον νου σου τι τρισάθλια που θα χαθούμε,

         αν κάνομε ενάντια στον νόμο και αψηφίσουμε

         τη δύναμη και διαταγή του βασιλιά.

         Μα πρέπει να το καταλάβεις ότι γυναίκες γεννηθήκαμε

         και όχι τους άντρες για να πολεμάμε.

         Και έπειτα, αφού που ‘χουν πιο δύναμη μας ορίζουν,

         χρωστούμε κι αυτά να δεχτούμε κι ακόμα πιο χειρότερα,

         Εγώ το λοιπόν, παρακαλώντας εκείνους που είναι κατ’ απ’ το χώμα

         να με συχωρέσουν, επειδή άθελα το κάνω,

         θ’ ακούσω αυτούς που έχουν να προστάξουν

         γιατί, να κάνω πράματα του κάκου, μου φαίνεται δεν έχει νου.

ΑΝΤ. Εγώ δε θα σε προστάξω, και ούτε να θέλεις τώρα να το κάμεις

         θα ευχαριστιόμουνα να με βοηθούσες.

         Κοίτα να δεις εσύ τι θέλεις, εκείνον θα τον θάψω εγώ.

         Καλό μου το ‘χω να πέθαινα, αφού το κάνω·

         αγαπημένη θα κείτομαι κοντά του, μαζί μ’ αυτόν που αγαπώ

         αφού θα ‘χω κριματίσει, μ’ άγια πράξει.

         Έτσι κι έτσι περισσότερος είν’ ο καιρός που ‘χω ν’ αρέσω

         σ’ εκείνους που είναι κάτω, παρά σ’ αυτούς εδώ,

         γιατί εκεί έχω να μείνω πάντα.

         Εσύ, όμως, σαν το νομίζεις, των θεών τα τίμια πράματα

         έχε τα καταφρονεμένα.

ΙΣΜ. Εγώ δε λέω πως δεν τα σέβομαι,

         αλλά γιατί να κάνω ενάντια· σ’ όλη την πολιτεία δεν έχω δύναμη.

ΑΝΤ. Έχε το εσύ αυτό για πρόφαση, εγώ πάω να κάνω τάφο του αγαπημένου μου αδελφού.

ΙΣΜ. Ωιμένα, κακομοίρα μου, τι φόβο έχω για σένα.

ΑΝΤ. Για μένα μη σε νοιάζει· κοίταξε συ την τύχη σου να κάνεις.

ΙΣΜ. Τουλάχιστον μη φανερώσεις το πράμα σε κανένα, κράτα το κρυφό.

         Κι εγώ θα κάνω το ίδιο.

ΑΝΤ. Α, όχι· να το προδώσεις. Πολύ πιότερο θα σε σιχαθώ

         αν δεν το πεις, και δεν το ξεφωνίσεις σ’ όλο τον κόσμο.

ΙΣΜ. Εσύ έχεις ζεστή καρδιά εκεί που ο άλλος παγώνει.

ΑΝΤ. Έτσι ξέρω όμως, πως θ’ αρέσω σ’ όσους πρέπει ν’ αρέσω περισσότερο.

ΙΣΜ. Σαν θα τα καταφέρεις. Αλλά ζητάς πράματα που δε γίνονται.

ΑΝΤ. Και τι μ’ αυτό· όταν πια δε θα μπορώ, θα παύσω.

ΙΣΜ. Κι από μιαν αρχή δεν πρέπει ο άνθρωπος να κυνηγά τ’ αδύνατα.

ΑΝΤ. Όταν λες τέτοια κι εγώ με το δίκιο θα σ’ οχτρευτώ,

         και του πεθαμένου γίνεσαι εχθρά.

         Άφησέ μ’ εμένα στην ασυλλογισιά μου

         να πάθω αυτό το φοβερό·

         δεν μπορεί τίποτα περισσότερο να μου γίνει,

         για να μην πάω τουλάχιστο με θάνατο καλό.

         (φεύγει η Αντιγόνη)

 

ΙΣΜ. Αφού το θέλεις πήγαινε· αυτό μόνο να ξέρεις, πως κάνεις ανοησία

         και ας δείχνεσαι για τον φίλο σου φίλη αληθινή.

         (μπαίνει στ’ ανάκτορα)

 

         Στροφή Α’.

 

ΧΟΡ.

         Αχτίδα του ηλίου

         που ομορφύτερο φως δε φώτισε την εφτάπυλο Θήβα

         φάνηκες πια,

         σαν άνοιξε ένα βλέφαρο χρυσόφθαλμης ημέρας

         καθώς έρχεσαι πέρα από τα νερά της Δίρκης!

         Και τον στρατό με τις αστραφτερές ασπίδες

         που βγήκε απ’ το Άργος μ’ όλην την αρματωσιά

         τον έσπρωξες να φύγει τρέχοντας με σφιγμένο χαλινάρι,

         εκείνον που στη χώρα μας ο Πολυνείκης,

         φιλονικώντας για το δίκαιό του, τον ξεσήκωσε...

         Κράζοντας στριγκά

         σαν αετός από ψηλά στη γης επέταξε

         με ανοιγμένη χιονάτη φτερούγα

         και με περικεφαλαίες αλογομαλλούσες.

 

         Αναστροφή Α’.

 

         Κι από πάνω από τα σπίτια στάθη ένα γύρο

         με λόγχες φόνισσες να της μπήξει στο εφτάπυλο στόμα.

         Αλλά έφυγε προτού να πιει και να χορτάσει από τα αίματά μας

         και προτού από τις ρετσίνες να πιάσουνε φωτιά οι στεφανωσιές των πύργων,

         και πίσω του έρχουνταν η θεόρατη βροντή του Άρη

         για τον αντίπαλο Δράκοντα δυσκολονίκητη,

         γιατί ο Δίας εχτρεύευεται τα κομπιάσματα

         απ’ τη μακριά τη γλώσσα,

         και καθώς είδε κείνους, σαν μεγάλο ρέμα, να ξεχύνονται

         μ’ αλαζονεία κι αχολογή απ’ τα χρυσά τους όπλα,

         ρίχνει με τη χτυπητή φωτιά του

         αυτόν που είχε χυμήξει στην κορφή του τείχους τη νίκη κιόλας ν’ αλαλάξει.

 

         Στροφή Β’.

 

         Και ταλαντεύθη και βρόντηξε στη γης

         βαστώντας τη φωτιά,

         αυτός που με λυσσάρικη ορμή, μεθυσμένος

         είχε πέσει πάνω μας σαν την κακιά ανεμοζάλη.

         Αλλιώς όμως ήρθαν τα πράματα

         και σ’ άλλους άλλη τύχη έδωσε ο διώχτης, ο μεγάλος Άρης,

         που δεξιά τα φέρνει σαν το δεξιόζευχτο άλογο,

         επειδή κι οι εφτά λοχαγοί που στις εφτά πύλες ήταν βαλμένοι

         τόσοι γι’ άλλους τόσους,

         αφήσανε στον Δία τα ολόχαλκά τους τ’ άρματα για τρόπαιο·

         μόνο οι δυο φριχτοί, ωώ! από έναν πατέρα και μια γεννημένοι μητέρα!

         εστήσανε τις διπλοδύναμες λόγχες καταπάνω τους

         κι επήγαν και οι δυο τους μ’ ένα θάνατο.

 

          Αντιστροφή Β’.

 

         Αλλά να που ήρθε η μεγαλονόματη νίκη

         καινούργια φέρνοντας χαρά στη Θήβα με τα πολλά οχήματα

         κι έτσι τους τωρινούς πολέμους λησμονήστε τους

         κι ελάτε με χορούς ολονυχτίς γύρω να φέρομε

         όλους τους ναούς των θεών

         κι αυτός που τραντάζει της Θήβας τη γη, ο Βάκχος,

         κεφαλή ας μας είναι!

         αλλά νάτον οπού είναι τώρα βασιλιάς της χώρας

         με τ’ ανέλπιστα που του ‘τυχαν απ’ τους θεούς,

         ο Κρέων, ο γιος του Μενοικέα,

         προβαίνει· ποια σκέψη να ‘χει μέσα του

         που έβαλε και μάζεψαν τους γέροντας

         με το ίδιο κήρυγμα καλώντας τους όλους μαζί;

 

         (Εισέρχεται ο Κρέων )

 

ΚΡΕ. Άντρες, έφεραν πάλι οι θεοί τα πράματα δεξιά

         στην πολιτεία, έπειτα από τον τόσο σάλο που την είχε χαντακώσει,

         και σας εγώ, από όλους χώρια, μ’ απεσταλμένους

         σας μήνυσα να ‘ρθείτε, επειδή ξέρω τον σεβασμό που είχατε

         στου Λάιου τον καιρό πάντα στη βασιλεία και στον θρόνο·

         και πάλι σαν ξανάστησε την πόλη ο Οιδίπους,

         κι αφού κείνος χάθηκε, στα παιδιά των βασιλιάδων

         εμείνατε πιστοί με γνώμη ασάλευτη.

         Τώρα που αυτοί και οι δυο μαζί σε μια μέρα πάνω

         χάθηκαν χτυπιώντας και χτυπιούμενοι

         με της αυτοχειριάς την αμαρτία,

         πήρα και ‘γω τον θρόνο και όλο το βασίλειο,

         σαν συγγενής που είμαι των πεθαμένων.

         Δύσκολο είναι βέβαια να καταλάβει κανείς

         του κάθε ανθρώπου την ψυχή, τη σκέψη και τη γνώμη,

         πριν να φανεί στη διοίκηση και στους νόμους μαθημένος.

         Εγώ όμως θαρρώ, και τώρα κι απ’ ανέκαθεν,

         πως όταν ένας που κυβερνάει όλη την πολιτεία

         δεν ακολουθάει την πιο καλύτερη γνώμη

         παρ’ από φόβο κρατεί τη γλώσσα στο στόμα του κλειστή,

         είν’ απ’ όλους ο χειρότερος.

         Και όποιος έχει καλύτερο τον φίλο απ’ την πατρίδα του,

         αυτόνε ούτε να τον λέω δε θέλω,

         επειδή εγώ —ας τ’ ακούσει ο Δίας, που πάντα ξέρει όλα—

         ποτέ μου δε θα σώπαινα σαν έβλεπα τη συμφορά

         να ‘ρχεται κατ’ επάνω στους πολίτες,

         να πάρει την ευτυχία τους, και ούτε θα έπιανα φίλο μου ποτέ έναν εχτρό της χώρας,

         γνωρίζοντας ότι η πατρίδα είναι που μας βαστάει,

         και πως όταν στέκει αυτή ολόρθη, και ‘μεις απάνω της

         κολυμπάμε στα νερά

         και τότε τους φίλους κάνομε.

         Με τέτοιους νόμους, εγώ αυτή την πόλη ψηλά θα τη σηκώσω.

         Και τώρα πάλι τα ίδια έχω διαλαλημένα στους πολίτες

         για τα παιδιά του Οιδίπου.

         Τον Ετεοκλή βέβαια, που σκοτώθηκε γι’ αυτή τη χώρα

         και δείχτηκε σ’ όλα ήρωας στη μάχη,

         να τον βάλουν στον τάφο

         και να του κάνουν όλα τα πρεπούμενα,

         όσα γίνονται για τους καλύτερους νεκρούς, σαν κατεβαίνουν κάτω·

         αλλά τον αδελφό του —τον Πολυνείκη λέω—

         που απ’ την εξορία του κατέβηκε

         και τη γη αυτή την πατρική του και τους θεούς τους ντόπιους

         ήθελε με τη φωτιά να κάνει στάχτη

         και ήθελε και το αίμα της γενιάς του να πιει και να χορτάσει,

         και σας να σας σκλαβώσει και να σας σέρνει δούλους,

         αυτουνού, έβαλα να κράξουν σ’ όλη την πόλη,

         μήτε να του στολίσει κανείς τάφο, μήτε και να τον κλάψει,

         παρά να τον αφήσουν άθαφτο και το κορμί του

         να το φάνε τα σκυλιά και τα όρνια να το μαγαρίσουν,

         που όποιος το βλέπει, το αίμα του να παγώνει.

         Αυτή είναι η θέλησή μου, και ποτέ μου δε θα δώσω στους κακούς

         ό,τι αξίζουν να ‘χουν οι καλοί.

         Αλλ’ όποιος αγαπάει αυτή την πόλη, και πεθαμένος να ‘ν’ και ζωντανός,

         από μένα την ίδια τιμή θε νά βρει.

ΧΟΡ. Εσένα έτσι σ’ αρέσει να κάνεις, γιε του Μενοικέα, Κρέων,

         και με τον εχτρό της πολιτείας αυτής και με τον φίλο.

         Και σένα στέκει να βάζεις τον νόμο

         και για τους πεθαμένους και για τ’ εμάς που ζούμε.

ΚΡΕ. Εσείς κοιτάτε τώρα πώς θα φυλάξετε σκοπό για όσα σας είπα.

ΧΟΡ. Σ’ άλλον πιο νεότερο δώσε να ‘χει αυτή την έννοια.

ΚΡΕ. Μα είναι κιόλας βαλμένοι όσοι θα προσέχουν τον νεκρό.

ΧΟΡ. Γιατί λοιπόν παραγγέλνεις πάλι ετούτο κι αλλουνού;

ΚΡΕ. Για να μην αφήσετε κανένα σ’ αυτά να παρακούσει.

ΧΟΡ. Δεν είν’ κανείς τόσο κουτός να θέλει να πεθάνει.

ΚΡΕ. Και βέβαια αυτό θα πάθει, αλλά με την ελπίδα να κερδίσουν, πολλοί ως τώρα χάθηκαν.

ΦΥΛ. Βασιλιά, δεν μπορώ να πω πως απ’ τη βιάση μου

         λαχάνιασα, και πως τα πόδια μου έκαναν φτερά,

         γιατί πολλές φορές από τη συλλογή μου σταμάτησα

         στον δρόμο και μου ‘ρθε να γυρίσω πίσω.

         Χάρις που η ψυχή μου πολλά μου έψελνε και μου τσαμπουνούσε.

         «Κακομοίρη, τι πας αυτού, που μόλις φθάσεις, θα σε χώσουν μέσα;»

         «Μα χαντακωμένε, κάθισες πάλι; κι αν το μάθει ο Κρέων από άλλον δε θα σε τζούξει έπειτα;»

         σε τέτοιους συλλογισμούς μπερδεύονταν τα πόδια μου

         κι έτσι έφτασα γρήγορα αργά μ’ όλο μου το κολάι,

         γιατί κι ο κοντός δρόμος έτσι γίνεται μακρύς.

         Τέλος βάστηξε η γνώμη να ‘ρθω σ’ εσένα

         κι αν δε σου πω και τίποτα, πάλι θα σ’ το πω,

         γιατί έρχομαι απ’ την ελπίδα κρεμασμένος

         πως άλλο δεν μπορώ να πάθω απ’ ό,τι μου μέλλεται.

ΚΡΕ. Τι είν’ αυτό που σε κάνει έτσι να φοβάσαι;

ΦΥΛ. Πρώτα, θέλω να σου πω για τα δικά μου·

         γιατί ούτε το ‘κανα εγώ το πράμα ούτε είδα ποιος το ‘κανε,

         και δε θα ‘ταν δίκιο να πάθω τίποτα κακό.

ΚΡΕ. Όλο προοίμια είσαι κι όλο τα φέρνεις γύρω για την ασφάλειά σου·

         φαίνεται πως κάποιο σπουδαίο θέλεις να πεις.

ΦΥΛ. Τα φοβερά δίνουν πολύ βαρεμό να τα λέει κανείς.

ΚΡΕ. Θα μιλήσεις λοιπόν μια φορά; έπειτα σ’ αφήνω και φεύγεις.

ΦΥΛ. Να! σου λέω κιόλας. Κάποιος πήγε κι έθαψε τώρα δα τον νεκρό,

         έριξε σκόνη στεγνή κι επασπάλισε το σώμα του κι έκανε όλα κατά πώς είναι συνήθεια.

ΚΡΕ. Τι είπες; ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να κάνει αυτό;

ΦΥΛ. Ξέρω κι εγώ; δε φαινότανε κει πέρα

         ούτε αχνάρι απ’ αξίνα ούτε ξεπέταγμ’ από τσάπα.

         Η γη ξερή πέτρα, μήτε σκασμένη πουθενά, μήτε και σημαδεμένη

         απ’ τους τροχούς των αμαξιών,

         παρά όποιος το ‘κανε, δε φανερώθηκε.

         Καθώς μας το ‘δειξε ο πρώτος που ήρθε για σκοπός της μέρας

         μας φάνηκε ολονώνε θάμα και μυστήριο,

         επειδής ο νεκρός δε φαινότανε πια, θαμμένος πάλι δεν ήτον,

         μόνο μια σκόνη ψιλή ήταν απάνω του ριγμένη, σάμπως για να ξεφύγουν την αμαρτία

         και ούτε σημάδι εφαίνουνταν από ζώο, από σκυλί που να ‘ρθε να τον τραβήξει έξω.

         Και άσχημα λόγια εβούιζαν ανάκατα

         κι ο ένας φύλακας έβριζε τον άλλο, κι αν έπεφτε στα τελευταία και ξύλο,

         δε θα βρισκότανε κανείς να τους χωρίσει,

         γιατί ο καθένας τους ήταν ο ένας που το ‘χε κανομένα και φανερός κανείς τους.

         Καθένας κοίταζε πώς να ξεφύγει, για να μην είν’ αυτός,

         κι είμαστ’ έτοιμοι να πιάσομε και σίδερο καυτό στα χέρια μας,

         και να περάσομε από μέσα απ’ τη φωτιά

         και να πάρομε όρκους σ’ όλους τους θεούς πως μήτε κάναμε τίποτα μήτε και ξέρουμε

         γι’ αυτόν που το ‘χει σοφιστεί και κανωμένο.

         Τέλος πάντων σα σε μας έμεινε πια τίποτ’ άλλο να ‘ξετάξομε,

         πετάει κάποιος ένα λόγο που μας έκανε όλους να ρίξομε τα κεφάλια κάτω

         απ’ τον φόβο μας, γιατί δεν είχαμε τίποτε να πούμε ενάντιο

         και ούτε πως θα κάνομε να βγούμε πέρα.

         Έλεγε, που θα πει, πως έπρεπε να σ’ την αναφέρομε εσένανε την πράξη

         και όχι να την κρύψομε.

         Κι αυτή η γνώμη εβάστηξε·

         εμένα όμως του άμοιρου μου ‘πεσ’ ο κλήρος, εγώ ν’ απολάψω αυτό το καλό.

         Κι έτσι να ‘μαι τώρα μπροστά σου χωρίς να το θέλω εγώ και χωρίς να με θέλεις και συ·

         αυτό το ξέρω —επειδή κανείς δεν καλοβλέπει αυτόν που φέρνει τις κακές είδησες.

ΧΟΡ. Εμένα, βασιλιά μου, απ’ την αρχή το λέει ο νους μου

         μήπως κι απ’ τον θεό μας έρχεται ετούτο το σημάδι.

ΚΡΕ. Πάψε, προτού απ’ τα λόγια σου μου ξεχειλίσει ο θυμός·

         κοίτα να μη δειχτείς άμυαλος όπως είσαι και γέρος.

         Δεν υποφέρνεσαι μ’ αυτά που λες, πως τάχα οι θεοί πήγαν να φροντίσουν για τον νεκρό·

         μήπως τον έκρυψαν από μεγάλη εκτίμηση, σαν ευεργέτης που ήταν,

         αυτός που ήρθε να τους κάψει τους στυλογύριστους ναούς και τ’ αφιερώματά τους

         και τους νόμους να χαλάσει;

         ή μήπως είδες ποτέ σου τους κακούργους να τους τιμούνε οι θεοί;

         Όχι, δεν είν’ έτσι. Αλλά γι’ αυτά από καιρό μερικοί στην πόλη

         μουρμούριζαν εναντίο μου, γιατί μόλις τα υπόφεραν,

         κρυφά κουνιώντας το κεφάλι, κι ούτ’ έσκυβαν κάτου απ’ τον ζυγό όπως είναι δίκιο,

         για να με υπακούν.

         Από κείνους, το ξέρω καλά, είναι βαλμένοι κι ετούτοι ‘δώ με πλερωμή

         να κάνουν αυτό που ‘καναν.

         Γιατί τίποτ’ από όσα σοφίστηκαν οι άνθρωποι πιο χειρότερο

         δε γένηκε απ’ το χρήμα· αυτό και πολιτείες γκρεμίζει

         κι ανθρώπους ξεσηκώνει απ’ τα σπίτια τους,

         και των φρονίμων τους γυρίζει τα μυαλά, και τους μαθαίνει ν’ αγαπούν τα αισχρά,

         και έδειξε στον άνθρωπο πώς να κάνει πανουργίες

         και κάθε είδους ασέβεια να την ξέρει.

         Όσοι όμως για πλερωμή τα έκαναν αυτά,

         ένα εκατάφεραν, τέλος πάντων, πώς να τιμωρηθούν.

         Μα όσο λαβαίνει ο Δίας ακόμα σέβας από μένα και τιμή,

         ξέρε το καλά, γιατί σ’ το λέω με όρκο,

         αν δε βρείτε και μου φέρετε μπροστά στα μάτια μου

         αυτόνα που το χέρι του έκανε τον τάφο,

         ο Άδης δε θα σας φθάσει μοναχά, προτού,

         κρεμασμένοι, ζωντανοί μού φανερώσετε το κρίμα,

         για να ξέρετε άλλη φορά πούθε βρίσκετε το κέρδος ναν τ’ αρπάξετε,

         και να μάθετε ότι δεν πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να κοιτάει κανείς το πώς θα καζαντίσει.

         Γιατ’ από τέτοιες άτιμες απολαβές τους περισσότερους θα δεις να καταστραφούνε

         παρά που θα σωθούνε.

ΦΥΛ. Θα μ’ αφήσεις να σου πω τίποτα, ή να πάω από κει που ‘ρθα;

ΚΡΕ. Δεν καταλαβαίνεις πως και τώρα με δυσαρεστούν τα λόγια σου;

ΦΥΛ. Στ’ αυτιά σου μέσα σε τσιμπούν ή στην ψυχή επάνω;

ΚΡΕ. Τι; ζυγιάζεις τώρα η λύπη μου πού στέκει;

ΦΥΛ. Α! ξέρω! εκείνος που ‘καν’ το κακό στην ψυχή σου σ’ ενοχλεί,

         κι εγώ στ’ αυτιά σου.

ΚΡΕ. Μωρέ φαίνεσαι πως γεννήθηκες λογάς.

ΦΥΛ. Αλλά την πράξη που θα πει δεν την έκανα εγώ.

ΚΡΕ. Κι επούλησες μάλιστα την ψυχή σου για λεφτά.

ΦΥΛ. Αχ! τι κακό που είναι να νομίζει κανείς

         και να νομίζει λάθος.

ΚΡΕ. Λέγε, εσύ τ’ αστεία σου γι’ αυτό που νομίζω εγώ,

         μ’ αυτά κι αυτά, αν δε μου φανερώσετε τους φταίστες, θα σας κάνω εγώ να σκούξετε

         πώς τ’ άτιμα κερδέματα φέρνουνε συμφορές.

         (φεύγει ο Κρέων)

ΦΥΛ. Καλέ, ας βρεθεί και με το παραπάνω. Αν τον πιάσουνε ή όχι, αυτό είναι στην τύχη.

         Εμένα δε θα με δεις να σου ξανάρθω εδώ.

         Και τώρα που χωρίς να το ‘λπιζα, και χωρίς τη δική μου γνώμη,

         εσώθηκα, χρωστάω μεγάλη χάρη στους θεούς.

         (φεύγει ο Φύλαξ)

 

         Στροφή Α’.

 

ΧΟΡ. Πολλά είναι τα θαμαστά,

         Μα τίποτα πιο θαμαστό δεν είναι απ’ τον άνθρωπο·

         αυτός και πέρα απ’ την ασπριδερή τη θάλασσα

         με του νοτιά την μάνητα προβαίνει,

         περνώντας κύματα που γύρω του σαλεύουν

         και την πιο μεγαλύτερη απ’ τους θεούς, τη γη,

         που είν’ αχάλαστη, και ποτέ δεν αποκάνει,

         την τρυγάει από χρόνο σε χρόνο,

         σκαλέβοντάς την μ’ άροτρα που τα γυρίζουν άλογα.

 

         Αντιστροφή Α’.

 

         Και το συνάφι των ελαφρόμυαλων πουλιών

         κυκλώνοντας τα πιάνει κι άγρια θεριά κοπάδια,

         και την πλάση όλη απ’ της θάλασσας τα βάθη

         με τα κλωστένια δίχτυα,

         ο τετραπέρατος!

         και μηχανεύεται πολλά για να καταπονέσει τ’ ανήμερα θερία

         που περπατούνε στα βουνά,

         και τον μαλλιαροχαίτη ίππο τον ημέρεψε

         με του ζυγού τ’ αγκάλιασμα,

         και του βουνού τον ταύρο τον ακούραστο.

 

         Στροφή Β’.

 

         Και τη λαλιά, και τη σκέψη, σαν πνοή τ’ άνεμου

         και τις αγορές για προστασία της πολιτείας

         μόνος του τα έμαθε, και πώς να ξεφεύγει τα βέλη του πάγου,

         που ξεσηκώνει απ’ τον ύπνο στις αυλές,

         και της νεροποντής τον παραδαρμό.

         Σ’ όλα έχει διέξοδο, σε τίποτα δεν τον βρίσκει

         το μέλλον χωρίς γνώμη—

         μόν’ απ’ τον Άδη να γλυτώσει δε θα μπορέσει—

         παρά κι απ’ αρρώστιες δύσκολες πώς να γλιτώνει έχει σοφιστεί.

 

         Αντιστροφή Β’.

 

         Έχει ανέλπιστη σοφία για να βρίσκει τέχνες

         και πότε στο κακό ξεπέφτει, πότε στο καλό!

         Αψηφάει της χώρας τους νόμους και των θεών τ’ ορκισμένο δίκιο.

         Μεγάλος και πολύς στην πολιτεία, και πάλι χωρίς πατρίδα.

         Όποιος πάει στο κακό έτσι για τόλμη

         ούτε στη γενιά μου ποτέ να καθίσει,

         ούτε με τη δική μου έχει ίδια γνώμη

         σαν κάνει τέτοια.

 

         ΠΡΑΞΙΣ Β’

 

         (Ο Φύλαξ φέρνει την Αντιγόνη)

 

ΧΟΡ. Δεν ξέρω, να μη βλέπω φάντασμα θεϊκό μπροστά μου;

         Μπορώ να πω πως δεν είναι το κορίτσι, η Αντιγόνη,

         αφού την ξέρω;

         Ω! δυστυχισμένο

         και δυστυχισμένου πατέρα παιδί, του Οιδίπου!

         τι είναι; Μήπως, γιατί παράκουσες

         τους νόμους του βασιλιά, σε φέρνουν

         και σ’ έχουν πιασμένα σ’ άμυαλη πράξη;

ΦΥΛ. Ναι αυτή που ‘κανε το κρίμα, την πιάσαμε που έθαβε.

         Μα πού είναι ο Κρέων;

ΧΟΡ. Νάτος, στην ώρα ξαναβγαίνει από το σπίτι.

ΚΡΕ. Τι είναι; γιατί πράμα έτυχε να βγω στην ώρα;

ΦΥΛ. Βασιλιά μου, για τίποτε να μη κάνει όρκο ο άνθρωπος,

         επειδή η ύστερη σκέψη βγάζει την πρώτη ψεύτρα.

         Έτσι και ‘γώ το ‘χα τάξει, ν’ αργήσω κάμποσο να σου ξανάρθω εδώ,

         απ’ τις φοβέρες σου που μ’ έκαναν να τουρτουρίζω σαν να ‘τανε χειμώνας,

         αλλά έλα πάλι που η χαρά σαν έρχεται απ’ όξω και δεν την ελπίζεις

         δε μοιάζει με καμιάν άλλη ευχαρίστηση στη μεγάλη γλύκα·

         έτσι ήρθα και εγώ κι ας είχα κάνει όρκο να μην έρθω,

         και σου φέρνω την κόρη ετούτη που πιάστηκε τον τάφο να στολίζει·

         εδώ δεν ξεπετάχτηκε ο κλήρος μου, αλλά δικό μου είναι το κελεπούρι

         και όχι αλλουνού.

         Και τώρα, βασιλιά μου, να, πάρ’ τηνε συ ο ίδιος που την θέλεις,

         και κρίνε κι εξέταξέ την· εγώ με το δίκαιο μου είμ’ ελεύθερος

         και βγάλε με απ’ αυτά τα βάσανα.

ΚΡΕ. Αυτήν που φέρνεις με τι τρόπο και πού την έπιασες;

ΦΥΛ. Αυτή έθαβε τον νεκρό· τα ξέρεις τώρα όλα.

ΚΡΕ. Νιώθεις, και τα λες σωστά, αυτά που λες;

ΦΥΛ. Αυτήν είδα να θάβει τον νεκρό που ‘χες εσύ απαγορέψει.

         Mου φαίνεται πως τα λέω καθαρά και ξάστερα.

ΚΡΕ. Και πώς φανερώθηκε κι επάνω στην πράξη πιάσθηκε;

ΦΥΛ. Να, πώς έγινε το πράμα· άμα ξαναπήγαμε, καθώς

         είμαστε από τα σένα φοβερισμένοι

         μ’ εκείνα σου τα τρομερά τα λόγια, σαρώσαμε πρώτα όλο το χώμα το ριγμένο απάνου στον νεκρό

         και γδύναμε τσίτσιδο το σώμα που σάπιζε, κι επήγαμε να καθίσομε μακριά

         στις πέτρες στο βουνό, που δε μας έπιανε ο άνεμος, για να ξεφύγομε μην βγάλει αποφορά,

         κρατώντας ξύπνιον ο ένας τον άλλο με φωνές για το κακό που θα μας εύρισκε,

         αν κανένας μας ήθελε ξαστοχήσει σ’ ετούτη την δουλειά.

         Και μ’ αυτά πέρασε τόσος καιρός, που ήρθε κι εμεσουράνησε

         ο φλογερός ο δίσκος του ήλιου

         κι έψηνε η κάψα. Τότες ξάφνου σηκώθηκε από τη γης ένας ανεμοστρόβιλος

         με βουητό, να φάει τα ουράνια, κι άπλωσε στην πεδιάδα

         κι εξεμάλλιαζε τα δένδρα όλου του κάμπου κι εγέμισε από σκόνη ο αιθέρας.

         Εμείς με κλειστά μάτια και ρουθουνίζοντας,

         καρτερούσαμε να περάσει το θεϊκό κακό, και σαν έπαψε,

         έπειτ’ από πολύ, φάνηκε το κορίτσι να σκούζει με στριγκιά φωνή

         σαν του πουλιού που πικραμένο βλέπει την αδειανή φωλιά χωρίς τα μικρά του που ‘χε μέσα.

         Έτσι κι αυτή καθώς είδε τον νεκρό ξεσκέπαστο έβαλε τις φωνές

         και μ’ άσχημες κατάρες καταριόταν εκείνους που το κάνανε.

         Κι αμέσως πάει και κουβαλεί στα χέρια της χώμα στεγνό.

         Κι από τη χάλκινή της στάμνα την ομορφοχτυπημένη

         χύνει από ψηλά τρεις φορές για τρεις σπονδές ένα γύρω απάνω στον νεκρό.

         Εμείς καθώς την είδαμε τρέχομε κι όλοι μαζί αμέσως την τσακώνομε,

         χωρίς να δείξει αυτή διόλου απορία, και της λέμε όσα πρωτύτερα κι αυτά που τώρα είχε κάνει.

         Και τίποτα δεν απαρνήθηκε. Αυτό εμένα κι ευχάριστο μου είναι και λυπηρό αντάμα,

         γιατί να ξεφεύγει κανείς ο ίδιος τις συμφορές είναι πολύ γλυκό.

         Αλλά και πάλι εκείνους π’ αγαπάει να τους φέρνει σε δυστυχία,

         κάνει λύπη.

         Αυτά όμως όλα εγώ —έτσι είναι το φυσικό μου— δεν τα βάζω ίσα με τον δικό μου τον γλιτωμό.

ΚΡΕ. Εσύ τώρα που γέρνεις χάμου το κεφάλι

         το ομολογείς ή αρνιέσαι πως εσύ ‘σαι που έκανες αυτά;

ΑΝΤ. Και λέω πως είμ’ εγώ κι ούτε τ’ αρνιέμαι ότι δεν είμαι.

ΚΡΕ. Πήγαινε τώρα εσύ, όπου θέλεις, ελεύθερος, το κρίμα δε σε βαραίνει.

         (φεύγει ο Φύλαξ)

         Εσύ όμως πες μου κι όχι με πολλά λόγια αλλά σύντομα,

         ήξερες πως ήταν κηρυγμένο κανένας να μη κάνει αυτό που έκανες;

ΑΝΤ. Το ήξερα, και πώς να μη το ξέρω αφού ήτανε γνωστό;

ΚΡΕ. Kαι πάλι είχες την τόλμη να παραβείς αυτόν τον νόμο;

ΑΝΤ. Δεν ήταν κανένας Δίας που μου τα ‘χε προσταγμένα.

         Ούτ’ η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους κάτω Θεούς

         έβαλε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους,

         ούτε για τόσο μεγαλοδύναμες έπαιρνα τις προσταγές σου,

         για να μπορείς τ’ άγραφα κι ασάλευτα δίκαια των Θεών

         να τα πατάς εσύ, που είσαι θνητός, γιατί δεν είναι από σήμερον κι εχθές παρά πάντα αυτά ζουν

         και κανείς δεν ξέρει πότε φανερωθήκαν.

         Μήπως έπρεπε εγώ γι’ αυτά να δώσω λόγο στους θεούς, αφού δεν εφοβήθηκα

         κανενός ανθρώπου γνώμη;

         Πως θα πέθαινα, το ήξερα καλά, και χωρίς εσύ να βάλεις να το κράξουν.

         Κι αν πεθάνω πρώτ’ απ’ τον καιρό μου, κέρδος πάλι το λέω,

         γιατ’ όποιος σαν κι εμένα ζει μες τα πολλά τα

         βάσανα, πώς να μην είναι κερδεμένος σαν πεθάνει;

         Έτσι κι εμένα δε με πονείς που ‘χω αυτό το ριζικό, παρά αν υπόφερνα άθαφτο να δω

         τον νεκρό εκείνον που εγέννησε η μητέρα μου· τότε θα πονούσα· αυτά δε μου πονούνε.

         Κι αν σ’ εσένα τώρα φαίνομαι ανόητη για ό,τι κάνω,

         μπορώ να πω πως σ’ ανόητο φαίνομαι ανόητη.

ΧΟΡ. Φαίνεται το άγριο αίμα από άγριον πατέρα στο παιδί.

         Δεν ξέρει αυτή να ζαρώνει μπρος στο κακό.

ΚΡΕ. Να ξέρεις πως αυτή σου η ξεροκεφαλιά γρήγορα θα περάσει.

         Και το πιο δυνατό σίδερο, το ψημένο απ’ τη φωτιά ολόγυρα σκληρό

         θα το δεις να ραΐσει και να σπάσει πιότερο από άλλο·

         με κοντό χαλινάρι, ξέρω, τα αγριεμένα αλόγατα βαστούνται,

         γιατί δε στέκει να ‘χει μεγάλ’ ιδέα εκείνος που ‘ναι στον άλλον δούλος.

         Αυτή όμως το καλοήξερε τότε να μας βρίζει με το να παραβαίνει τους βαλμένους νόμους.

         Κι είναι δεύτερη προσβολή —μια ήταν σαν το ‘κανε— για τούτο κιόλας να καυχιέται

         και να γελάει που το ‘πραξε.

         Εγώ βέβαια τώρα δεν είμαι άντρας, παρά ο άντρας είναι αυτή,

         αν της περάσει αυτηνής να κάνει το θέλημά της ατιμώρητα.

         Μα είτε της αδελφής μου είναι, είτε και πιο στενή του αίματος συγγένισά μου

         απ’ όλους όσους φυλάει ο σπιτικός μας Ζευς, αυτή και η αδελφή της

         δε θα ξεφύγουνε την πιο χειρότερη μοίρα·

         γιατί κι εκείνη άλλο τόσο την κατηγοράω πως μελέτησε αυτόν τον τάφο.

         Φωνάξετε την εδώ τώρα, ότι την είδα μες το σπίτι να μανίζει

         έξω απ’ τα λογικά της.

         Συχνά η ψυχή του ανθρώπου μπροστύτερα προδίνεται σαν κλέφτρα,

         για τα άνομα που στα σκοτάδια κρυφογένονται,

         αλλά και τ’ άλλο ίδια το μισώ, όταν κανείς που πιάστηκε στο κρίμα του απάνω,

         έπειτα θέλει να το παραστήσει ομορφύτερο.

ΑΝΤ. Μήπως θέλεις να μου κάνεις πιο μεγαλύτερο, αφού μ’ έπιασες, παρά να με σκοτώσεις;

ΚΡΕ. Εγώ άλλο δε θέλω, μ’ ετούτο τα ‘χω όλα.

ΑΝΤ. Τι κάθεσαι λοιπόν; όπως κι εμένα κανέν’ από τα λόγια σου δε μου είν’ ευχάριστο

         και ποτέ δε θα μ’ αρέσει —έτσι κι εσένα φυσικά τα δικά μου σ’ ενοχλούν.

         Και πούθε θα μου ‘ρχονταν τόση τιμή και δόξα,

         παρά που έβαλα σε τάφο τον αυτάδελφό μου;

         Όλοι τους εδώ θα το ‘λεγαν πως καλό το βρίσκουνε

         αν δεν τους έδενε τη γλώσσα ο φόβος.

         Έχουν οι βασιλιάδες κι άλλα πολλά που τους καλόρχονται

         και μπορούν να κάνουν και να λένε ό,τι θέλουν.

ΚΡΕ. Μονάχη εσύ απ’ τους Καδμείους αυτούς τα βλέπεις έτσι.

ΑΝΤ. Τα βλέπουνε κι αυτοί, αλλά μπροστά σου σουρώνουνε το στόμα.

ΚΡΕ. Κι εσύ δεν ντρέπεσαι να ‘χεις γνώμη διάφορη από τούτους;

ΑΝΤ. Ντροπή δεν είναι να σέβεται κανείς εκείνους που ‘χουν τα ίδια σπλάχνα.

ΚΡΕ. Μήπως δεν είναι αδελφός σου, και ο άλλος που σκοτώθηκε εναντίον του;

ΑΝΤ. Αδελφός από μία μητέρα κι απ’ τον ίδιο πατέρα.

ΚΡΕ. Πώς τον προσβάλλεις λοιπόν με το να κάνεις χάρη και τιμή στον άλλο;

ΑΝΤ. Δε θα ‘λεγε τα ίδια γι’ αυτά ο πεθαμένος.

ΚΡΕ. Αφού τον τιμάς ίδια σαν τον αμαρτωλό.

ΑΝΤ. Δούλος μου δε χάθηκε, παρά ο αδελφός μου.

ΚΡΕ. Που ρήμαξε τη χώρα, ενώ ο άλλος αντιστάθηκε για να την υπερασπίσει.

ΑΝΤ. Το ίδιο και τους δυο με τον νόμο του τους ζητάει ο Άδης,

ΚΡΕ. Μα δεν πρέπει ο καλός με τον κακό να έρθει ίσος.

ΑΝΤ. Ποιος ξέρει, εκεί κάτου, περνούν αυτά για άγια;

ΚΡΕ. Ποτέ ο εχτρός, και σαν πεθάνει ακόμα, φίλος δε γίνεται.

ΑΝΤ. Όχι για να μισώ μαζί, για ν’ αγαπώ γεννήθηκα.

ΚΡΕ. Τώρα που θα πας κάτω, σαν πρέπει να τους αγαπάς, αγάπα τους εκείνους,

         ενόσω όμως ζω εγώ, γυναίκα δε θα προστάξει.

ΧΟΡ. Να την μπροστά στις πύλες την Ισμήνη, που γι’ αγάπη της αδελφής της ποτάμι χύνει τα δάκρυα.

         Τα φρύδια της σαν σύννεφο σκιάζουν κι ασχημίζουν το πρόσωπο της το ροδόθωρο

         και τα όμορφά της μάγουλα είναι βρεμένα.

ΚΡΕ. Κι εσύ που σαν οχιά στο σπίτι μου χωμένη, κρυφά μου ‘πινες το αίμα

         κι ούτε το ‘ξερα πως θρέφω δυο για δυστυχία και χαλασμό του θρόνου μου,

         για πες μου τώρα, θα πεις κι εσύ γι’ αυτόν τον τάφο πως ήσουν μαζί;

         ή θα ξομώσεις πως δεν ξέρεις τίποτα;

ΙΣΜ. Έκανα κι εγώ το ίδιο σαν κι αυτή κι ό,τι λέει λέω

         κι είμαι μαζί της και το ίδιο φταίω.

ΑΝΤ. Μα το δίκιο δε θα σ’ αφήσει να το πεις αυτό·

         επειδή ούτ’ εσύ θέλησες ούτε κι εγώ σε πήρα σύντροφο.

ΙΣΜ. Μα τώρα στα βάσανά σου δε διστάζω μαζί σου ν’ αρμενίσω

         στο πέλαγος του πόνου.

ΑΝΤ. Ποια έκανε το έργο ο Άδης κι αυτοί που ‘ναι κάτου το ξέρουνε.

         Μα δεν την θέλω ‘γω τη φίλη που με τα λόγια μόνο μ’ αγαπάει.

ΙΣΜ. Όχι αδελφούλα μου μη με περιφρονήσεις

         μαζί σου να μη πεθάνω και τον νεκρό κι εγώ να μη τιμήσω.

ΑΝΤ. Μη μου πεθάνεις εσύ και μη παίρνεις για δικά σου αυτά που ούτε με το δάκτυλό σου ακούμπησες·

         εγώ που πεθαίνω είμ’ αρκετή.

ΙΣΜ. Και τι τη θέλω τη ζωή μου αφού θα χάσω εσένα;

ΑΝΤ. Ρώτα τον Κρέοντα· τώρα γι’ αυτόνε θα φροντίζεις.

ΙΣΜ. Γιατί με πονείς μ’ αυτά, ανώφελα για σένα;

ΑΝΤ. Λυπούμαι που το κάνω, και που σε περγελώ.

ΙΣΜ. Μα πες μου πώς και τώρα να σ’ ωφελήσω εγώ;

ΑΝΤ. Τον εαυτό σου σώσε· δε σε ζηλεύω που θα γλιτώσεις.

ΙΣΜ. Ωιμένα, δυστυχισμένη, γιατί να μην έχω κι εγώ την τύχη σου;

ΑΝΤ. Εσύ προτίμησες να ζεις κι εγώ να πεθάνω.

ΙΣΜ. Αλλά σου είχα πει τις αιτίες μου εγώ.

ΑΝΤ. Εσύ πως είχες δίκιο νόμιζες με τις δικές σου,

           κι εγώ με τις δικές μου.

ΙΣΜ. Έτσι είμαστε ίσα κι ίσα στην αμαρτία μας.

ΑΝΤ. Θάρρευε, εσύ ακόμα ζεις, μα η δική μου η ψυχή

         καιρό είναι πεθαμένη, για να ωφελάει αυτούς που έχουν πεθάνει.

ΚΡΕ. Αυτά τα κορίτσια, εγώ λέω πως τώρα δα φανερώθηκε άμυαλο·

         η άλλη ήταν από πάντα.

ΙΣΜ. Ποτέ, βασιλιά, δε μένει ο νους εκ γενετής σ’ εκείνους που δυστυχούνε,

         αλλά τον χάνουν.

ΚΡΕ. Εσένα σου ‘φυγε όταν εζήλεψες να κριματίσεις μαζί με τους κακούργους.

ΙΣΜ. Μήπως είναι ζωή που θα κάνω χωρίς αυτήν, μονάχη;

ΚΡΕ. Μην την λες αυτήν, γιατί πια δεν είναι.

ΙΣΜ. Μα θα σκοτώσεις λοιπόν του παιδιού σου την αρραβωνιαστικιά;

ΚΡΕ. Είναι άλλα χωράφια για όργωμα.

ΙΣΜ. Δε θα ‘ναι σαν κι αυτήν μ’ εκείνον ταιριασμένοι.

ΚΡΕ. Εγώ σιχαίνομαι κακές γυναίκες για τους γιους.

ΑΝΤ. Ω Αίμον, αγάπη μου, πώς σε ντροπιάζει ο πατέρας σου.

ΚΡΕ. Πολύ με ενοχλείς κι εσύ κι η παντρειά σου.

ΧΟΡ. Μήπως να του την υστερήσεις θέλεις του παιδιού σου;

ΚΡΕ. Ο Άδης είναι που θα χαλάσει αυτόν τον γάμο.

ΧΟΡ. Αποφασισμένο είναι φαίνεται, αυτή για να πεθάνει.

ΚΡΕ. Και για σένα και για μένα. Ας μη χάνομε πια καιρό

         παρά πηγαίνετέ την μέσα, δούλοι, και να τις δέσουν καλά αυτές τις γυναίκες

         και να μη τις αφήσουν ελεύθερες, γιατί κι οι θαρρετοί φεύγουν, σαν ιδούν το τέλος της ζωής

         με τον Άδη να πλησιάζει.

 

         Στροφή Α’.

 

ΧΟΡ. Ευτυχισμένοι εκείνοι που η ζωή τους πέρασε χωρίς κακοτυχία,

         γιατί οποιανού σπίτι

         απ’ τους θεούς έρθει και σαλέψει

         δεν τ’ απολείπει συφορά και σέρνεται

         από γενιά σε γενιά. Σαν το φουσκωμένο κύμα

         στου Πόντου την ανεμοζάλη,

         που το πιάνει απ’ τη Θράκη ο σίφουνας

         και το ρίχνει στον τρισκότιδο βυθό

         και απ’ το βάθος κυλάει τη μαύρην άμμο

         και βαριά στενάζοντας αχολογούν τα θαλασσόδαρτα ακρογιάλια.

 

         Αντιστροφή Α’.

 

         Έτσι θωρώ τις αρχαίες συφορές

         της γενιάς των Λαβδακιδών

         θα πέφτουν επάνω σ’ άλλες συφορές

         και ούτε φέρνει η μια γενιά στην άλλη απαλλαγή,

         παρά κάποιος από τους θεούς τη ρημάζει ολοένα

         και γλιτωμός δεν είναι.

         Να τώρα, ότι που σηκώθηκε ένα φως

         πάνω απ’ την τελευταία ρίζα

         στο σπίτι του Οιδίπου,

         και πάλι το ματόβαφο κοπίδι των θεών του κάτω κόσμου,

         μαζί ξεμυαλισιά στα λόγια

         και της τρέλας Ερινύς.

 

         Στροφή Β’.

 

         Τη δύναμή σου, Δία, ποιος άνδρας θα μπορούσε

         ξεπερνώντας την να την ‘μποδίσει;

         που ούτε ο ύπνος, και όλα ας τα πιάνει,

         ποτέ θα σου την πάρει,

         ούτε οι ακούραστοι μήνες θα την σκορπίσουν.

         Σ’ αγέραστα χρόνια βασίλειο έχεις του Ολύμπου

         και φεγγόβολη δόξα.

         Για το ύστερο και για το μέλλον

         και για τα περασμένα νόμος που αυτός θε να κρατήσει.

         Σ’ όλη την οικουμένη

         από θνητού ζωή

         δεν απολείπει ποτέ η δυστυχία.

 

         Αντιστροφή Β’.

 

         Επειδή η πολυγυρίστρα ελπίδα

         σε πολλούς ανθρώπους είναι ευχάριστη,

         πολλούς όμως ξεγελά σ’ ανόητες επιθυμίες

         και τον ανήξερο πλανεύει

         ώσπου να καεί κανείς

         απλώνοντας το ποδάρι του στη φλόγα της φωτιάς.

         Ένας λόγος ξακουσμένος φανερώθη

         από καποιανού σοφία.

         Το κακό φαίνεται κάποτες να ‘ν’ καλό σ’ εκείνον

         που ένας θεός του συνεπαίρνει τον νου για να τον καταστρέψει.

         Αλλά πολύ λίγον καιρό θα κάνει χωρίς συφορά.

 

ΚΡΕ. Γλήγορα θα το μάθομε καλύτερα παρ’ απ’ τους μάντες.

         Παιδί μου. Μήπως έρχεσαι μανιασμένος στον πατέρα σου;

         επειδή άκουσες πως καταδικάσθηκε η μελλόνυμφή σου;

         ή μ’ ό,τι κάναμ’ εμείς πάντα θέλαμε το καλό σου;

ΑΙΜ. Πατέρα, δικός σου είμαι και συ με κυβερνάς με τις καλές σου γνώμες,

         που εγώ βέβαια θα τις ακολουθήσω,

         γιατί καμμιά παντρειά δε θ’ αξιωθεί να μου σταθεί ψηλότερα

         από τα σένα, σαν με οδηγείς καλά.

ΚΡΕ. Τέτοια, παιδί μου, πρέπει να ‘ναι η καρδιά σου

         και πάντα να στέκεις πίσω από τη γνώμη του πατέρα·

         για δαύτο κι οι άνθρωποι κάνουν ευχές

         να γεννήσουν παιδιά υπάκουα και να τα ‘χουνε στο σπίτι

         για να ‘κδικούνται τον εχθρό και τον φίλο να τιμούν

         μαζί με τον πατέρα.

         Και όποιος ανωφέλευτα γεννάει παιδιά,

         τι άλλο να του πει κανείς, παρά πως βάσανα τού γεννηθήκαν·

         και πολύ περιγέλιο γι’ αυτά απ’ τους εχτρούς του·

         μη λοιπόν ποτέ, παιδί μου, αφήσεις τα λογικά σου να σου φύγουν

         στην ηδονή υποταγμένος για χάρη μιας γυναίκας,

         γιατί να ξέρεις πως κακή ψυχρή γίνεται η αγκαλιά

         με μια κακιά γυναίκα μες το σπίτι,

         γιατί ποια πληγή είναι μεγαλύτερη απ’ τον κακό τον φίλο;

         φτύσ’ τη λοιπόν και συ, σαν εχτρά σου που είναι

         και άφησε την κόρη μ’ άλλονα να παντρευθεί στον Άδη,

         γιατί αφού την έπιασα εγώ ολοφάνερα να παρακούει

         αυτή μονάχα απ’ όλη την πολιτεία

         δε θε να ‘βγω ψεύστης τώρα στον κόσμο,

         αλλά θα τη σκοτώσω·

         ας πάει να φωνάζει και να καταριέται γι’ αυτά στον Δία,

         τον παραστάτη της συγγένειας,

         γιατί αν στο αίμα μου τ’ άπρεπο φυσικό το θρέψω εγώ,

         πολύ περισσότερο θα το θρέψω στους έξω απ’ τη γενιά μου.

         Όποιος στους σπιτικούς του δείχνεται άντρας μ’ αρετή,

         και στην πολιτεία μέσα δίκαιος θα φανεί·

         εκείνον όμως που αμάρτησε και ή με τη βία χαλάει τους νόμους

         ή θέλει να προστάζει σ’ όσους κυβερνούν,

         αυτός ποτέ του από μένα δε θε να παινευθεί,

         παρά όποιονε έβαλεν άρχοντα η πολιτεία, αυτόν πρέπει ν’ ακούμε,

         και στα μικρά και στα δίκαια και στα ενάντια·

         και τέτοιος ένας άνδρας, εγώ θαρρώ,

         καλά θα κυβερνά, και να τον κυβερνούν καλά θα δέχεται

         και μες την ανεμοζάλη του πολέμου θα μένει όπου τον πρόσταξαν,

         τίμιος παραστάτης και καλός.

         Αγκαλά τίποτα πιο μεγαλύτερο κακό δεν είναι από την αναρχία·

         Αυτή ρημάζει πολιτείες, αυτή σπίτια αναστατώνει,

         αυτή μέσα στα δόρατα που πολεμούν αντάμα

         φέρνει του φευγιού της ραϊσιές·

         όπου όμως στέκονται τα σώματα ολόρθα, σώζει τους περισσότερους η πειθαρχία.

         Έτσι πρέπει να διαφεντεύει κανείς τον νόμο και την τάξη

         και ποτέ να μη νικιέται απ’ τη γυναίκα·

         καλύτερο είναι, αν είναι ανάγκη, μπροστά απ’ τον άνδρα να ξεπέσουμε

         και να μη λεγόμαστε απ’ τις γυναίκες πιο κατώτεροι.

ΧΟΡ. Εμείς, αν δε μας κλέψαν τα γερατειά τη γνώση, θαρρούμε

         πως φρόνιμα λόγια είπες για όσα είπες.

ΑΙΜ. Πατέρα, οι θεοί βάζουν μες τους ανθρώπους το λογικό

         απ’ ό,τι έχομε το πιο ανώτερο κι εγώ πως δεν τα λες εσύ σωστά αυτά

         ούτε θα μπόρεγα ούτε θα ’ξερα να πω·

         αλλά κι απ’ τ’ άλλο μέρος γένεται να ‘ναι το δίκαιο·

         αντίς για σένα βρέθηκα να προσέχω σ’ όλα όσα λεν ή κάνουν

         ή πάν’ να κατηγορήσουν, γιατί το μάτι το δικό σου το τρέμει ο κόσμος

         για να πει λόγο που να μη ευχαριστηθείς σαν τον ακούσεις·

         εγώ όμως δύναμαι και ακούω κρυφά πως την κόρη την κλαίει όλ’ η πόλις,

         γιατί απ’ όλες τις γυναίκες αθωότερη,

         χάνεται τρισάθλια για δοξασμένες πράξες.

         «Αυτή που τον αδελφό της σαν έπεσε σκοτωμένος δεν άφησε άθαφτο, να φαγωθεί απ’ τα σκυλιά

         που τρων το κρέας ωμό, ούτ’ από κανένα όρνιο·

         δεν είν’ άξια αυτή χρυσό βραβείο να πάρει;»

         Έτσι σιγοτριγυρνά ο λόγος.

         Πατέρα μου, για μένα, όταν εσύ είσ’ ευτυχισμένος

         δεν είναι άλλο κτήμα πιο πολύτιμο

         γιατί πιο μεγαλύτερο στολίδι υπάρχει παρά να ΄ναι δοξασμένος και ν’ ανθεί για τα παιδιά ο πατέρας

         και για τον πατέρα τα παιδιά;

         μη βαστάς μέσα σου τώρα μια μονάχα γνώμη,

         πως καθώς εσύ το λες, κι όχι αλλιώς είν’ το σωστό,

         γιατ’ όποιος θαρρεί ή πως μονάχ’ αυτός μυαλό, ή γλώσσα έχει, που δεν έχει άλλος, ή ψυχή,

         αυτούς αν τους ανοίξεις από μέσα κούφιοι δείχνονται·

         παρά ο άντρας, και σοφός να είναι, να μαθαίνει

         πολλά δεν είναι ντροπή, και να μη παραεπιμένει·

         βλέπεις στις ακροποταμιές τα δένδρα,

         όσα το ρεύμα ακλουθούνε, βαστούνε τα κλαδιά τους άσπαστα

         ενώ σαν αντιστέκονται, χάνονται μαζί με τον κορμό τους ξέριξα,

         καθώς και εις το καράβι, όποιος στηλώνει

         το ποδάρι δυνατά και δεν υποχωρεί καθόλου,

         παίρνει την τούμπα και τ’ αποδέλοιπο ταξίδι του

         το κάνει με το θρονί ανάποδα και κολυμπώντας.

         Λοιπόν έλα, άφησε τον θυμό σου κι άλλαξε ιδέα·

         γιατί αν είναι να ‘ρθει μια γνώμη κι από μένα τον νεότερο,

         λέω πως μεγάλη αξία στον άνδρα είναι,

         να γεννηθεί με κάθε λογής σοφία γεμάτος·

         αλλά και πάλι, επειδή δεν είναι και πολύ συνηθισμένο πράμα,

         καλό είναι να μαθαίνει κι απ’ όσους λέν’ καλά.

ΧΟΡ. Σ’ εσένα βασιλιά ταιριάζει, αν λέει τίποτα σωστό

         να το μάθεις, κι εσύ πάλιν απ’ αυτόν· γιατί κι οι δυο μιλήσατε καλά.

ΚΡΕ. Εμείς που ‘μαστε τόσων χρονών, θα μάθομε τώρα να κρίνομε

         από έναν τόσον δα;

ΑΙΜ. Δεν λέω τίποτα άδικο· κι αν είμαι νέος εγώ,

         μην κοιτάς τα χρόνια μου περισσότερο παρά τα έργα μου.

ΚΡΕ. Έργα σου λες να τιμάς που κάνουν τ’ άπρεπα;

ΑΙΜ. Μα ούτε θα ‘λεγα εγώ ποτέ να σεβασθείτε τους κακούς.

ΚΡΕ. Μήπως τέτοι’ αρρώστια δεν είναι που ‘παθε κι αυτή;

ΑΙΜ. Δεν το λέει σ’ αυτή τη Θήβα μέσα ολάκερος λαός.

ΚΡΕ. Ώστε οι πολίτες θα μας πουν τι πρέπει να προστάζουμε;

ΑΙΜ. Βλέπεις που το είπες τώρ’ αυτό σαν να ‘σουν πολύ νέος;

ΚΡΕ. Για άλλον ή για μένα έχω να ‘μ’ άρχοντας της χώρας;

ΑΙΜ. Πολιτεία δεν είν’ όποια ενός είναι μονάχα.

ΚΡΕ. Τι, για δική σου δεν περνά κείνου που βασιλεύει;

ΑΙΜ. Ωραία θα βασίλευες μονάχος στην ερημία.

ΚΡΕ. Αυτός καθώς φαίνεται, είναι με τη γυναίκα ένα.

ΑΙΜ. Αν λες γυναίκα εσένα, ναι, γιατί για σε φροντίζω.

ΚΡΕ. Α! παλιάνθρωπε, μένα δικάζεις, τον πατέρα;

ΑΙΜ. Επειδή σε βλέπω που λαθεύεις και όχι δίκαια.

ΚΡΕ. Λαθεύω επειδή σέβομαι του θρόνου μου τα δίκαια.

ΑΙΜ. Δεν τα σέβεσαι, αφού των θεών τις τιμές πατείς.

ΚΡΕ. Ω, βρόμικη ψυχή, να είναι αποκάτω από τη γυναίκα!

ΑΙΜ. Δε θα με δεις ποτέ σου να ξεπέσω στα αισχρά.

ΚΡΕ. Και όμως τα λόγια όλα σου αυτά για κείνην είναι.

ΑΙΜ. Και για σένα και για μένα και για του Άδη τους θεούς.

ΚΡΕ. Αφού είσαι κλοτσοσκούφι μιας γυναίκας, μη με σκοτίζεις.

ΑΙΜ. Εσύ θέλεις να λες, και ενώ λες, να μην ακούς.

ΚΡΕ. Αυτήνα ζωντανή ποτέ σου γυναίκα δε θα πάρεις.

ΑΙΜ. Τότε θα πεθάνει και πεθαίνοντας κι άλλον μαζί παίρνει.

ΚΡΕ. Και με φοβέρες ακόμα εδώ μου ‘ρχεσαι αναιδή;

ΑΙΜ. Φοβέρα το λες ν’ αντιμιλάει κανείς σε λόγια του αέρα;

ΚΡΕ. Θα κλάψεις για να βάλεις γνώση, συ που είχες αντίς μυαλό αέρα.

ΑΙΜ. Αν πατέρας μου δεν ήσουν, θα ‘λεγα πως δεν έχεις εσύ τα λογικά σου.

ΚΡΕ. Αλήθεια. Α, τότε μα τον Όλυμπο μάθε πως δε θα το χαρείς,

         που μ’ έβρισες εμένα.

         (προς τους δούλους)

         Πήγαινε, φέρε κείνη τη σιχαμένη· με τα μάτια του να την ιδεί

         τώρα εδώ μπροστά του να πεθάνει, στο πλάι του γαμπρού.

ΑΙΜ. Για μένα όχι, μη το θαρρείς αυτό ποτέ.

         Ούτε μπροστά μου θα πεθάνει, ούτε κι εσύ θα με ξαναϊδείς

         άλλη φορά στα μάτια σου, παρά με τους φίλους σου,

         όσοι το θέλουν, κάνε τον τρελό.

ΧΟΡ. Έφυγ’ ο νέος, βασιλιά, με βια απ’ τον θυμό του,

         και βαριά γνώμη έχει σαν πονέσει τέτοιος νους.

ΚΡΕ. Ας κάνει. Και δεν πάει να σοφισθεί και πιο μεγαλύτερα

         από όσα είναι των ανθρώπων; τα κορίτσ’ αυτά δε θα τα ξεγλιτώσει

         από την τύχη τους.

ΧΟΡ. Και τις δυο λοιπόν εννοείς να τις σκοτώσεις;

ΚΡΕ. Όχι. Αυτήνα που το χέρι της δεν έβαλε, καλά που μου το λες.

ΧΟΡ. Και τι θάνατο της άλλης σκοπεύεις να της δώσεις;

ΚΡΕ. Θα την πάω κατά που ο δρόμος των ανθρώπων χάνεται —στην ερημιά—

         και θα την κλείσω ζωντανή στο κατώι σκυμμένη στον βράχο

         ρίχνοντάς την τόση τροφή, όση θέλει το κρίμα της

         για να γλιτώσει η πολιτεία όλη απ’ τη λέρα.

         Κι εκεί τον Άδη, που μονάχα σέβεται απ’ όλους τους θεούς,

         ας τον παρακαλέσει, κι ίσως καταφέρει να μην πεθάνει·

         ή να νιώσει πια, και αν είν’ κι αργά, ότι πάει κόπος χαμένος,

         να δίνει κανείς τιμή σ’ όσους είναι στον Άδη.

 

         Στροφή Α’.

 

ΧΟΡ. Έρωτα ανίκητε με μάχητα.

         Έρωτα που καις τα σωθικά,

         που τη νύχτα φωλιάζεις στων κοριτσιών τα μάγουλα

         τα τρυφερά

         και το πέλαγος περνάς και μες τις στάνες μπαίνεις και στις μοναχικές αυλές,

         και κανείς αθάνατος

         κανείς από τους ανθρώπους που ζουν μέρες μπορεί να σε ξεφύγει,

         και όποιος σ’ έχει, μανίζει.

 

         Αντιστροφή Β’.

 

         Εσύ και των δίκαιων τις φρένες

         στο άδικο σπρώχνεις και στην ατιμία,

         εσύ είσαι π’ άναψες και τον καυγά ετούτον

         ανάμεσα σ’ άντρες απ’ το ίδιο αίμα.

         Στα ματόφρυδα της καλοκρέβατης νύφης

         ο πόθος ανθίζει και νικάει,

         χωρίς να ψηφάει τους μεγάλους νόμους,

         γιατί ανίκητα σε τούτα παίζει

         η θεά η Αφροδίτη.

 

         ΠΡΑΞΙΣ Γ’·

 

         ΜΕΡΟΣ Α’

 

(Φέρουν την Αντιγόνη. Ο Χορός εισέρχεται ακολουθών την πομπήν της Αντιγόνης)

 

ΧΟΡ. Τώρα κι εγώ πέφτω έξω απ’ τους νόμους

         μ’ αυτά που βλέπω

         και δεν μπορώ να σταματήσω τη βρύση τα δάκρυά μου,

         Αφού στον θάλαμο τον μαύρο που όλοι κείτονται

         να προβαίνει θωρώ η Αντιγόνη.

ΑΝΤ. Δέτε με πολίτες της πατρικής μου χώρας

         που τον ύστερό μου δρόμο

         περπατώ, και το στερνό φως

         βλέπω του ήλιου,

         και ποτέ πια· αλλά με σέρνει ζωντανή ο Άδης που τους παίρνει όλους,

         στου Αχέροντα τον γιαλό, και ούτε υμέναιους

         απόχτησα, ούτε κανένα νυφιάτικο τραγούδι

         μου ‘ψαλαν, παρά τον Αχέροντα θα πάρω άντρα.

ΧΟΡ. Και όμως παινετή και δοξασμένη

         μπαίνεις σ’ αυτό το άντρο των νεκρών

         χωρίς να λιώσεις από αρρώστια

         ούτ’ από ξίφος να πας τιμωρημένη,

         παρά ελεύτερη και ζωντανή

         μονάχ’ εσύ απ’ τους θνητούς θα κατεβείς στον Άδη.

ΑΝΤ. Έχω ακουσμένα για τον πικρό θάνατο που ‘παθε

         η ξένη απ’ τη Φρυγία,

         του Τάνταλου η κόρη, στου Σίπυλου την κορφή·

         αυτήν σαν τον κισσό που αιώνια σφίγγει

         ο βράχος γύρω της φύτρωσε και την έζωσε

         και τώρα οι βροχές την λιώνουν

         καθώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,

         και ποτέ το χιόνι δεν της απολείπει

         και κάτω από τα πολυδακρυσμένα φρύδια της βρέχονται τα λαιμά της·

         ίδια μ’ αυτήν και μένα το ριζικό μου μ’ αποκοιμίζει.

ΧΟΡ. Αυτή είναι θεά, και θεογεννημένη

         και ‘μεις άνθρωποι θνητών γενιά.

         Και όμως μεγάλο πράμα ακούγεται

         να ‘χει άνθρωπος στον θάνατο την ίδια τύχη

         με τους θεούς.

ΑΝΤ. Ωιμένα με περιγελούν! Γιατί στους θεούς σου

         τους πατρικούς, με βρίζεις, πριν ακόμα να χαθώ

         και ενώ είμαι μπροστά σου;

         ω πόλη, και σεις άντρες της πολιτείας αυτής που ‘χετε

         τα πολλά χτήματα,

         αχ βρυσούλες στη Δίρκη ψηλά και της Θήβας

         της καλοαμάξωτης

         λόγγε, εσάς τουλάχιστον σας παίρνω μάρτυρες

         που άκλαφτη από φίλους, και με τι νόμο

         έρχομαι, στο χωματένιο μνήμα

         να ‘βρω τάφο μου ανέλπιστο·

         αχ! δυστυχισμένη εγώ!

         μέσ’ στους ανθρώπους να ‘μαι χωρίς να είμαι.

         Ούτε με ζωντανούς να

         κατοικώ ούτε και με νεκρούς…!

ΧΟΡ. Προβαίνοντας ίσα με την άκρη του θαρρεμού

         χτύπησες βαριά στο ψηλό βάθρο της Δίκης· παιδί μου,

         εσύ ξεπληρώνεις τώρα και του πατέρα σου τα κατορθώματα.

ΑΝΤ. Μου θύμισες λύπες και καημούς,

         του πατέρα μου τη συφορά την τριθεμέλιωτη,

         όλης μας της γενεάς το ριζικό,

         των ξακουσμένων Λαβδακιδών.

         Αχ! τι δυστυχία, ο γάμος της μητέρας

         (που) μαζί μ’ αυτόν που γέννησε (κοιμήθηκε) τον πατέρα μου

         η κακορίζικη,

         και απ’ αυτούς η άμοιρη εγώ γεννήθηκα.

         Και τώρα πάω να τους εύρω να κατοικήσομε μαζί

         εγώ η καταραμένη και απάντρευτη.

         Αχ! αδερφέ μου που τέτοιαν πήρες τιμή για την κακή σου τύχη,

         και πεθαμένος που ‘σαι σκότωσες εμένα τη ζωντανή.

ΧΟΡ. Να σέβεται κανείς είναι άγια πράξη,

         αλλά τη δύναμη εκείνου που είναι δικιά του

         να περιφρονεί,

         δεν πάει ποτέ·

         εσύ απ’ το κεφάλι σου χάνεσαι κι απ’ το γινάτι σου.

ΑΝΤ. Άκλαφτη, άφιλη, άψαλτη

         προβαίνω στον στερνό μου δρόμο,

         και δε μ’ αφήνουν να δω πια, η καημένη,

         τις λαμπάδες τ’ ουρανού το άγιο μάτι,

         και για τον δικό μου θάνατο τον αδάκρυτο κανείς απ’ τους φίλους,

         δε στενάζει;

         (Μπαίνει ο Κρέων)

ΚΡΕ. Ξέρετε πως με τα μοιριολόγια και τις φωνές

         πριν να πεθάνει κανείς δε θα τελείωνε,

         αν χρησίμευαν να λέγονται.

         Δεν την παίρνετε απ’ εδώ το γρηγορότερο;

         Στο σκεπαστό μνήμα κλείστε την, καθώς είπα εγώ,

         κι αφήστε την μονάχη κι έρημη, και είτε θέλει ας πεθάνει

         είτε ζώντας σε τέτοιο σπίτι μέσα ας παντρευτεί.

         Εμείς είμαστ’ αθώοι σ’ αυτή την κόρη·

         μόνον να κατοικεί ‘δώ πάνω

         υστερήθηκε.

ΑΝΤ. Ω μνήμα, ω νυφιάτικο κρεβάτι μου,

         ω βαθύσκαφτο σπίτι, που παντοτινά

         θα με φυλάς, εκεί πάω να ‘βρω

         τους δικούς μου, που οι περισσότεροί τους χάθηκαν

         και τους εδέχθηκε η Φερσέφασσα μες τους νεκρούς,

         τελευταία τους είμ’ εγώ και πάρα πολύ πιο άσχημά τους

         κατεβαίνω, πριν να τελειώσω τη ζωή μου.

         Όταν σας έρθω, μεγάλη ελπίδα θρέφω,

         πως θα μ’ αγαπάει ο πατέρας μου,

         θα μ’ αγαπάς και συ, μητέρα,

         και συ κεφάλι μου αδελφικό,

         θα μ’ αγαπάς αφού, όταν πεθάνατε,

         εγώ σας έλουσα και σας εστόλισα

         και στον τάφο σας επάνω έχυσα σπονδές

         και τώρα δα, Πολυνείκη μου, επειδή εσκέπασα

         το σώμα σου, αυτά κερδίζω.

         Ενώ εγώ καλά και δίκαια σ’ ετίμησα, για όσους είναι δίκαιοι.

         Γιατί ποτέ, ούτε αν ήμουνα μητέρα με παιδιά,

         ούτε αν ο άντρας μου σάπιζε πεθαμένος

         δε θα ‘παιρνα επάνω μου αυτό τον κόπο, ενάντια στους πολίτες!

         τώρα, με ποιο δίκαιο τα λέω αυτά;

         Γιατί άντρας θα μου ‘ταν άλλος στη θέση του πεθαμένου

         και παιδί απ’ άλλον άντρα, σαν έχανα εκείνον·

         τώρα όμως που ο πατέρας και η μητέρα μου κρύφτηκαν στον Άδη

         δεν έχει να μου γεννηθεί ποτέ πια αδερφός,

         και επειδή από τέτοιο νόμο σε επροτίμησα εγώ,

         ο Κρέων του φάνηκε πως είναι αμαρτία·

         και θάρρητα τρομερή, ω τ’ αδελφούλη μου κεφάλι αγαπημένο,

         και τώρα με σέρνει έτσι πιάνοντάς με απ’ τα χέρια,

         ανύπαντρη και άψαλτη, χωρίς απ’ τον γάμο τίποτα ν’ απολάψω

         κι ούτε παιδιά να θρέψω,

         παρά έρημη από φίλους η άμοιρη,

         στους λάκκους των πεθαμένων ζωντανή έρχομαι.

         και ποιο δίκιο των θεών παράβηκα

         και τι μ’ ωφελεί εμένα την δυστυχισμένη στους θεούς να σηκώσω τη ματιά μου,

         ποιον να φωνάξω σύμμαχο;

         Αφού κάνοντας πράξη θεοσεβούμενη απόχτησα να μ’ έχουν γι’ αθεόφοβη.

         Μα αν αυτά είναι και για τους θεούς καλά,

         τότε αφού έπαθα, θα πω, ότι αμάρτησα·

         αν όμως εκείνοι έχουν την αμαρτία, να μη πάθουν περισσότερο κακό

         απ’ όσα άδικα μου κάνουν.

ΧΟΡ. Ακόμα η ίδια ανεμοζάλη της ψυχής μέσα της παραδέρνει.

ΚΡΕ. Για τούτο κι αυτοί που την πηγαίνουν

         θα κλάψουν σε λιγάκι, για την άργητά τους.

ΑΝΤ. Ωιμένα πολύ κοντά στον θάνατο με πήγε αυτός ο λόγος.

ΚΡΕ. Και μη παρηγοριέται κανένας να θαρρεί

         πως δε θα της γεννεί αυτής ό,τι της είπα.

ΑΝΤ. Ω πόλη πατρική της Θήβας

         και θεοί της γενιάς μου,

         με παίρνουν και δεν αργούν.

         Διέτε, σεις οι προύχοντες της Θήβας,

         εμένα τη βασιλοπούλα τη μόνη που απόμεινε,

         τι παθαίνω, κι από ποιους ανθρώπους,

         επειδή την ευσέβεια εσεβάσθηκα!

         (Τραβούν την Αντιγόνη μέσα στον τάφο)

 

         Στροφή Α.

 

ΧΟΡ. Και της Δανάης το κορμί υπόμενε

         να κάνει αλλαξιά το φως τ’ ουρανού

         με χαλκοδεμένη κατοικία.

         Κρυμμένη σ’ ένα θάλαμο σαν τάφο την εκλείσαν

         κι ας ήταν κι από γενιά τιμημένη, κόρη μου,

         και μέσα της εφύλαγε του Δία τη χρυσόχυτη γυνή.

         Είναι την φοβερή η δύναμη της μοίρας,

         και ούτε πλούτος, ούτ’ ο Άρης ούτε πύργος

         μπορούν να της ξεφύγουν,

         και ούτε τα μαύρα καράβια, τα θαλασσοδαρμένα.

 

         Αντιστροφή Α’.

 

         Και τον χολιασμένο γιο του Δρίαντα,

         τον βασιλιά των Ηδωνών

         επειδή περίπαιξε, τον έδεσε σε πέτρινα

         βρόχια ο Διόνυσος

         κι έτσι ξεθυμαίνει της μανίας του

         η τρομερή κι ανημέρευτη λύσσα.

         Και εκείνος το κατάλαβε έπειτα

         πως θεό επρόσβαλλε στην τρέλα του

         με γλώσσα περγελάστρα

         τότες που εμπόδιζε τις θεομέθυστες γυναίκες

         στη Βακχική φωτιά

         κι ερέθιζε τις Μούσες π’ αγαπούνε τον αυλό.

 

         Στροφή Β'.

 

         Κοντά στους μαυροκυανούς βράχους

         που δυο θάλασσες αδερφώνουν,

         είν’ οι αχτές του Βόσπορου

         και των Θρακών ο αφιλόξενος Σαλμυδησός.

         Εκεί ο Άρης που τη χώρα παραστέκει

         είδε στα δυο παιδιά του Φινέα

         τη θεοκατάρατη πληγή που τους άνοιξε

         η άγρια του γυναίκα σαν τα τύφλωσε,

         βγάζοντας, η κακούργα, τις κόρες των ματιών τους

         χωρίς λόγχες, όχι, παρά με τα νύχια της τα ματωμένα

         και με της σαΐτας τα μυτερά βελόνια.

 

         Αντιστροφή Β’.

 

         Κι έλιωναν τα άμοιρα

         και την άθλια συφορά τους έκλαιγαν

         που για κακό τα γέννησε η μάνα τους,

         κι ωστόσο είχε κι αυτηνής η γενιά να κάνει

         με τους αρχαιογεννημένους Ερεχθείδες,

         κι αναστήθηκε μέσα σ’ απόμαυρες σπηλιές

         που γύρω φυσομανούνε του πατέρα της οι σίφουνες,

         η κόρη του Βοριά σαν άλογο γοργόποδο

         πηδώντας πάνω στους γκρεμνούς,

         των θεών η κόρη·

         αλλά και σ’ αυτήν επάνω πέσανε οι μοίρες οι πολύχρονες,

         παιδί μου.

 

         ΜΕΡΟΣ Β’

         (Εισέρχεται ο Τειρεσίας στηριζόμενος στον οδηγό)

 

ΤΕΙΡ. Άρχοντες της Θήβας μαζί ερχόμαστε κι οι δύο

         με του ενού τα μάτια, γιατ’ οι τυφλοί

         μόνο με οδηγό βρίσκουνε τον δρόμο.

ΚΡΕ. Τι καινούργιο φέρνεις, γέρο Τειρεσία;

ΤΕΙΡ. Εγώ θα σου το πω και συ τον μάντη άκουγε.

ΚΡΕ. Ούτε μπροστύτερα αψήφησα τα λόγια σου.

ΤΕΙΡ. Γι’ αυτό και εκυβέρναγες καλά τούτη την πολιτεία.

ΚΡΕ. Δεν μπορώ να μαρτυρήσω πως δε μου χρησίμεψαν.

ΤΕΙΡ. Να ξέρεις τώρα πως στης τύχης την κόψη επάνω περπατείς.

ΚΡΕ. Τι λες; Τρομάρα μου φέρνει ο λόγος σου.

ΤΕΙΡ. θα το νιώσεις άμα ακούσεις της τέχνης μου τα σημάδια.

         Ενώ καθόμουν στο θρονί μου που πάντα ξηγάω τα πουλιά,

         και μου είναι λιμάνι του κάθε σημαδιού,

         ακούω άγνωστο αχό από όρνια που έκραζαν στριγκά,

         ανάκατα κι ακατανόητα σαν σε κακόν οίστρο,

         και εκατάλαβα πως με τα νύχια τους κομμάτιαζαν το ‘να τ’ άλλο,

         γιατί βαριά κροτούσαν οι φτερούγες τους.

         Τρόμαξα, και αμέσως πήγα να ξετάξω τα καψαλί-

         σματα στους βωμούς που ήταν όλο με φωτιές

         αλλά στα σφαχτά που καίγονταν δεν έλαμπε ο Ήφαιστος

         παρά έλιωνε και έτρεχε στη στάχτη μέσα το ζουμί απ’ τα μεριά

         και κάπνιζε και πετούσε σπίθες και οι χολές σκόρπιζαν στον αέρα,

         και βρεμένα έμεναν τα κρέατα απ’ το χυμένο πάχος.

         Τέτοια άκουγα από τούτο το παιδί και πως χαλούσαν οι μαντείες με άσχημα σημάδια,

         γιατί αυτός εδώ είναι οδηγός σ’ εμένα όπως εγώ στους άλλους.

         Κι αυτά τα υποφέρν’ η πόλις εξαιτίας του κεφαλιού σου,

         γιατ’ οι βωμοί μας και όλες οι πυροστιές εγέμισαν απ’ τα όρνια και τα σκυλιά

         που φάγανε το κρέας του άμοιρου του σκοτωμένου γιου του Οιδίπου.

         Και ύστερα δε δέχονται πια παρακάλια και θυσίες οι θεοί από τα ‘μας,

         ούτε των μηριών τη φλόγα, ούτε τα όρνια βγάζουν με τα φτεροχτυπήματά τους

         καλοσήμαντους αχούς, αφού είναι χορτασμένα απ’ το παχύ αίμα του σκοτωμένου.

         Για τούτο, γιε μου, βάλε γνώση· όλ’ οι άνθρωποι το ‘χουν να πλανεύονται·

         μα και όταν πλανευτεί δε θα είναι άντρας άμυαλος

         εκείνος και ούτε και δυστυχής που έχοντας ξεπέσει στο κακό

         το διορθώνει και δε μείνει ακούνητος.

         Η αυθάδεια όμως περνάει για προστυχιά.

         Έλα, κάνε το θέλημα του νεκρού και μη πονείς τον πονεμένο.

         Τι, ανδρεία το ‘χεις να σκοτώσεις άλλη μια βολά αυτόν που πέθανε;

         Επειδή καλό σου θέλω, λέω σου το καλό,

         Και να μαθαίνει κανείς είν’ ευχάριστο πολύ απ’ όποιον λέει καλά,

         σαν φέρνει κέρδος.

ΚΡΕ. Άκουσε, γέρο, εσείς όλοι απάνω σ’ ένανε, εμένα σημαδεύετε.

         σαν σκοπευτές και δε μου λείψανε από πάνω μου οι προφητείες.

         Κοιτάτε σεις να βγάλετε λιανά, κουβαλάτε το ήλεκτρο απ’ τις Σάρδεις

         όσο θέλετε και το Ινδικό χρυσάφι

         εκείνον όμως σε τάφο δε θα βάλετε.

         Ούτε κι οι αετοί του Δία αν είθε τον αρπάξουν

         να παν να τόνε φάνε μπροστά στου Δία τον θρόνο,

         ούτε από τέτοιο κρίμα δε θα φοβηθώ ν’ αφήσω να τον θάψουν εκείνον.

         Γιατί ξέρω καλά πως κανείς άνθρωπος δεν έχει δύναμη να προσβάλει τους θεούς.

         Ξεπέφτουν, γέρο Τειρεσία, κι οι πιο μεγάλοι απ’ τους θνητούς

         και γίνονται κουρέλια ελεεινά σαν λέν’ αισχρά αντίς καλά για κέρδος.

ΤΕΙΡ. Κρίμα· δεν ξέρετε κανένας σας, δε λέτε;

ΚΡΕ. Τι πράμα; τι το λες αυτό για όλους μας;

ΤΕΙΡ. Πως το καλύτερο χτήμα στον άνθρωπο είν’ ή φρόνηση.

ΚΡΕ. Όσο και η κουταμάρα, λέω εγώ, φέρνει βλάβη.

ΤΕΙΡ. Απ’ αυτή δα την αρρώστια εσύ είσαι γεμάτος.

ΚΡΕ. Δε θέλω ν’ αντιμιλήσω άσχημα στον μάντη.

ΤΕΙΡ. Και μήπως δεν το κάνεις, σαν λες πως προφητεύω ψέματα;

ΚΡΕ. Όλο το σόι των προφητών αγαπάει τα λεφτά.

ΤΕΙΡ. Κι οι βασιλιάδες πάλε την αισχροκέρδεια.

ΚΡΕ. Ξέρεις πως αυτό που λες, το λες στον άρχοντά σου;

ΤΕΙΡ. Το ξέρω, γιατί από μένα κρατάς δική σου αυτή την πόλη.

ΚΡΕ. Είσαι μάντης σοφός εσύ, αλλά το άδικο αγαπάς.

ΤΕΙΡ. Θα με κάνεις, όσα έχ’ ακούνητα μέσ’ την καρδιά μου να σου πω.

ΚΡΕ. Λέγε τα, μόνο για κέρδη μη μιλάς.

ΤΕΙΡ. Αυτό ίσαμε τα τώρα το ‘κανα για χάρη σου.

ΚΡΕ. Να ξέρεις πως εμένα μ’ αυτά δε με πουλάς.

ΤΕΙΡ. Εσύ όμως να ξέρεις, πως δε θα τελέψει πολλούς γύρους βιαστικός ο ήλιος

         που από τα σπλάχνα σου ένα νεκρό θα δώσεις,

         νεκρών αλλαξιά, για όποιον έβαλες απ’ τον επάνω κόσμο κάτω,

         και μια ψυχή για τιμωρία σε τάφο σπίτωσες,

         και πάλι που των κάτω θεών ξεκλεμένον

         βαστάς, εδώ άθαφτο και ανάγιαστο νεκρό,

         ενώ ούτε εσένα ανήκει ούτε των θεών επάνω,

         πάρα του κεφαλιού σου γίνονται όλα αυτά και με τη βία.

         Να σε τιμωρήσουν παραφυλάν αυτές που παίρνουν την αμαρτία κατόπιν,

         οι Ερινύες του Άδου και των θεών, να σε πιάσουν στα κρίματά σου επάνω.

         Κοίτα τώρα αν σ’ τα λέω αυτά επειδή μ’ έχουν χρυσώσει.

         Δε θα περάσει πολύς καιρός και θ’ ακουστούν στα σπίτια σου

         θρήνοι απ’ άντρες και γυναίκες.

         Κάθε πολιτεία εχθρά σηκώνεται, όταν

         ή από σκυλιά ή από θεριά

         σπαραχτούν και λερωθούν τα λείψανά της,

         ή κανένα όρνιο κουβαλήσει ανόσια μυρουδιά στην πόλη την κατοικημένη·

         τέτοιες, γιατί με πίκρανες, απ’ τον θυμό μου,

         σαν τοξότης σου ‘ριξα σαϊτιές στην καρδιά,

         που δε θα παν χαμένες, γιατί δε θα ξεφύγεις τη φλόγα τους.

         Παιδί, πήγαινε με μακριά από ‘δώ στο σπίτι μου

         για να βγάλει τον θυμό του αυτόν σε πιο νεότερο,

         και να μάθει να κρατάει τη γλώσσα του ησυχότερη

         και τον νου με πιο καλύτερη γνώση

         απ’ όποιαν έχει ως τώρα.

         (Φεύγει ο Τειρεσίας)

ΧΟΡ. Έφυγε ο γέρος, βασιλιά, με προφητείες φριχτές

         κι όλοι μας ξέρουμε, απ’ τον καιρό που οι τρίχες μας γενήκαν από μαύρες άσπρες,

         πως ποτέ του αυτός στην πολιτεία δεν ήρθε να λαλήσει ψέμα.

ΚΡΕ. Το είδα κι εγώ και μου ταράζει την ψυχή.

         Κακό είναι να υποχωρεί κανείς,

         αλλά και κείνος π’ αντιστέκεται

         είναι κοντά η συμφορά που θα τόνε λυπήσει.

ΧΟΡ. Τώρα χρειάζεται καλή σκέψη, γιε του Μενοικέως Κρέων.

ΚΡΕ. Τι πρέπει να κάνω, πες μου, κι εγώ θ’ ακούσω.

ΧΟΡ. Πήγαινε και βγάλε το κορίτσι απ’ το βαθύσκαφτο σπίτι,

         και κάνε τάφο του παραριγμένου.

ΚΡΕ. Και το βρίσκεις αυτό καλό; λες να πάω πίσω;

ΧΟΡ. Όσο μπορείς πιο γλήγορα, βασιλιά μου, επειδή

         οι τιμωρίες των θεών γοργόποδες προκάνουν όσους θέλουν το κακό.

ΚΡΕ. Ωιμένα μόλις το μπορώ,

         μα η καδιά με σπρώχνει να το κάνω·

         με την ανάγκη δε θέλω να μπω σε κακό πόλεμο.

ΧΟΡ. Έλα, κάνε τώρα αυτά και μη πάει ο νους σου σ’ άλλο.

ΚΡΕ. Καθώς είμαι πηγαίνω.

         Ελάτε, ελάτε, όσοι μ’ ακολουθάτε

         και όσοι είν’ εδώ μπροστά, και όσοι λείπουν.

         Πάρτε αξίνες στα χέρια και τρέξετε

         στο μέρος το απόμακρο .........

         ................................

         εγώ αφού μια και άλλαξα τη γνώμη,

         όπως ο ίδιος έδεσα

         έτσι και θα λύσω,

         γιατί φοβάμαι μην είναι το καλύτερο

         τη ζήση του να περνάει κανείς

         βαστώντας τους βαλμένους νόμους.

         (Φεύγει ο Κρέων)

 

         Στροφή Α’.

 

ΧΟΡ. Εσύ με τα χίλια ονόματα στολίδι της νύφης του Κάδμου

         και του Δία του βαρυβροντηχτή γενιά,

         που νοιάζεσαι την ξακουσμένη Ιταλία

         και στην κοσμοσύχναστη Ελευσίνα, στον κόρφο της Δηούς

         βασιλεύεις,

         Βάκχε,

         που στων Βακχών την πρώτη πολιτεία κάθεσαι

         τη Θήβα, κοντά στο κυλάμενο νερό του Ισμηνού

         και απάνω, στη σπορά του άγριου Δράκου.

 

         Αντιστροφή Α’.

 

         Εσέν’ απάνω από τον Γήλοφο βράχο αγναντεύει

         ο καπνός και η αναλαμπή της φλόγας

         εκεί που οι Κηρύκιες νύφες

         χορεύουν Βακχικά, και της Κασταλίας η πηγή.

         Εσένα ακολουθούνε με πομπή όλοι οι κισσένιοι

         φράχτες απ’ τα βουνά της Μύσσας, κι οι πράσινες

         πλαγιές των αμπελιών με τα πολλά σταφύλια,

         μέσ’ των τραγουδιών το θεϊκό αλαλητό

         σαν έρχεσαι να μας ιδείς και τους δρόμους διαβαίνεις της Θήβας.

 

         Στροφή Β’.

 

         Αυτήνα εσύ πάρα πολύ ‘χτιμάς

         από κάθε πόλη πιότερο

         μαζί με τη μάνα σου τη κεραυνοχτυπημένη,

         και τώρα που όλη την πολιτεία έπιασε αρρώστια δυνατή.

         Έλα εσύ να μας γιάνεις με το ποδαρικό σου

         ροβολώντας από τη ράχη πάνω του Παρνασσού

         ή από το πέραμα που θαλασσοβουίζει.

 

         Αντιστροφή Β’

 

         Ωχ! εσύ που παίρνεις τον χορό με τ’ αστέρια που λαμποκοπούν

         και παραστέκεις στης νύχτας το ξεφάντωμα, παιδί, γέννημα του Δία,

         φανερώσου, Βασιλιά, μαζί με τις βακχικές γυναίκες

         που σ’ ακολουθάνε και γύρω σου ολονυχτίς σε χορεύουνε,

         εσένα που σκορπίζεις την ξεφωνητή χαρά.

         (Μπαίνει Άγγελος)

 

ΑΓΓ. Εσείς που κατοικείτε γύρω στα σπίτια του Κάδμου

         και του Αμφίωνα,

         τη ζωή του ανθρώπου εγώ ποτέ δε θα παινέψω

         ούτε θα πω κακό,

         κι ας είναι ό,τι κι αν είναι,

         γιατί πάντα η τύχη τον σηκώνει

         κι η τύχη τον γκρεμίζει πάλι

         κι αυτόν που ζει ευτυχισμένος κι αυτόν που κακοπερνά,

         και δεν μπορεί κανείς να προφητεύσει στους θνητούς το τι τους μέλλεται·

         να, και ο Κρέων που μια φορά, θαρρώ, ήτανε ζηλευτός,

         έσωσε απ’ τους εχθρούς του Κάδμου αυτή τη γη

         και παίρνοντας τη μοναρχία της χώρας όλη επάνω του βασίλευε,

         ανθίζοντας μες των ευγενικών παιδιών του τη σπορά.

         Και τώρα όλα τα χάνει· γιατί όταν το σώμα του ανθρώπου

         δεν αισθάνεται πια γλύκα, πες τον πως δε ζει

         παρά είναι ζωντανός νεκρός.

         Έχε όσα θέλεις πλούτια στο σπίτι σου και ζήσε σαν βασιλιάς·

         όταν λείπει από αυτά η χαρά, τ’ άλλα εγώ ούτε για του καπνού τον ίσκιο δεν τα ‘ξαγοράζω

         αντί για την χαρά.

ΧΟΡ. Τι άλλη δυστυχία στους βασιλιάδες φέρνεις τώρα πάλι;

ΑΓΓ. Πέθαναν, κι αυτοί που ζουν είν’ αίτιοι στον θάνατό τους.

ΧΟΡ. Κι ο φονιάς ποιος είναι; ποιος εσκοτώθη; λέγε.

ΑΓΓ. Ο Αίμων χάθηκε, σκοτωμένος στο αίμα του κυλιέται.

ΧΟΡ. Πώς, από του πατέρα του το χέρι, ή από το δικό του;

ΑΓΓ. Ο ίδιος με το δικό του, γιατί εκάκιωσε του πατέρα του για κείνο τον φόνο.

ΧΟΡ. Ε γέρο! είδες πως βγήκε αληθινός ο λόγος σου.

ΑΓΓ. Αφού έγιναν έτσι αυτά, τώρα πρέπει για τ’ άλλα να σκεφθούμε.

ΧΟΡ. Να, όμως βλέπω και τη δόλια Ευρυδίκη του Κρέοντα τη γυναίκα.

         Άραγε ν’ άκουσε για του παιδιού της τον χαμό,

         ή κατά τύχη βγαίνει απ’ τα δώματα;

 

          (Παρουσιάζεται η Ευρυδίκη)

 

ΕΥΡ. Άνθρωποι εσείς που στέκεσθε όλοι μαζί, άκουσα τα τι έλεγαν

         καθώς έκανα να βγω απ’ το σπίτι για να πάω με περικάλια να προσπέσω στην Παλλάδα,

         και ό,τι άνοιγα με τα κλειδιά τα μάνταλα της πύλης να σηκώσω,

         πήρε το αυτί μου για σπιτική μου δυστυχία μια μιλιά

         κι έπεσα χάμου ξερή απ’ την τρομάρα μου,

         και με σήκωσαν οι δούλες.

         Μα εσείς πέστε μου πάλι τι ήταν ο λόγος,

         γιατί δεν είμ’ αμάθητη στις δυστυχίες, να τ’ ακούσω.

ΑΓΓ. Εγώ, καλή μου κυρά, και εδώ που είμαι θα σ’ το πω,

         και ούτε θ’ αφήσω τίποτε απ’ όσα είν’ αλήθεια.

         Τι; να σου μιλήσω μαλακά και έπειτα σ’ αυτά να βγούμε ψεύτες;

         μόν’ η αλήθεια στέκει παντοτινά ορθή.

         Εγώ κατά πόδι ακολουθούσα τον άντρα σου, στο ψηλό αλώνι,

         εκεί οπού έκειτο ακόμα αξιοδάκρυτο σπαραγμέν’ από τα σκυλιά

         το σώμα του Πολυνείκη. Και αφού τη θεά που στον δρόμο παραστέκει

         παρακαλέσαμε και τον Πλούτωνα να πάψει την οργή του και να μας καλοβλέπει,

         τον λούσαμε σε καθαρό λουτρό και απάνω σε κλαριά νεόκοπα εκάψαμε το λείψανο

         και μνημούρι ολόρθο από της πατρίδος του τη γη του χωματώσαμε·

         και έπειτα γυρίσαμε πάλι για το θολωτό του Άδη νυφοκρέβατο, το λιθοστρωμμένο,

         που ήταν μέσα η κόρη. Κάποιος όμως άκουσε στριγκό

         ξεφωνητό να βγαίνει απ’ τον θάλαμο τον αφορισμένο

         κι έτρεξε να το φανερώσει του αφέντη μας του Κρέοντα.

         Και σ’ αυτόν γύρω καθώς πρόβαινε σιμότερα η ίδια θλιβερή φωνή πετούσε, πιο αδύνατη

         και απ’ τα τρίσβαθα στενάζοντας βγάζει κλαψάρικη λαλιά:

         «Κακορίζικος εγώ· καλά το μάντεψα λοιπόν;

         και τώρα περπατώ απ’ όσους στη ζωή μου πέρασαν τον πιο θλιβερότερο δρόμο.

         Του παιδιού μου η φωνή με τριγυρνάει. Εσείς ‘περέτες

         τρέξτε γλήγορα, κάτω εκεί, σταθείτε μπρος στον τάφο,

         και απ’ τον αρμό του χώματος σαν η πέτρα σηκωθεί,

         μπαίνοντας στο άνοιγμα του τάφου κοιτάχτε του Αίμονος είν’ η φωνή π’ ακούω,

         ή ξεγελιέμαι από τους θεούς;»

         Και ‘μεις στις προσταγές του πικραμένου αφέντη μας πήγαμε να δούμε

         και μες το στερνό το μνήμα είδαμε τη μια κρεμασμένη απ’ τον λαιμό

         με κλωστένιο βρόχο απ’ τον πέπλο της δεμένο,

         τον άλλον μπροστά της πεσμένο χάμου απ’ τη μέση να την κρατάει

         θρηνώντας για τη νύφη που χάθηκε και πήγε κάτου

         και για του πατέρα του τα έργατα και το νυφοκρέβατό του το δυστυχισμένο·

         και καθώς το είδε ο Κρέων πικρά βογκώντας προβαίνει μέσα και του φωνάζει μ’ αναφιλητό :

         «Δυστυχισμένε μου, τι κάνεις αυτού, στον νου τι σου ‘ρθε,

         σε τι συφορά έπεσες; έλα έξω, παιδί μου, γονατιστός σε παρακαλώ»,

         Μα το παιδί, άγρια ματιά στήλωσε απάνω του, τον έφτυσε κατά μούτρα

         και χωρίς διόλου να απαντήσει έπειτα τράβηξε του σπαθιού του τη δίκοπη λεπίδα,

         και ο πατέρας πρόφθασε ορμώντας έξω και του ξέφυγε·

         τότε, ο άραχλος, κατεπάνου του γυρίζει τον θυμό του,

         και όπως στέκονταν, το σίδερο μες τα πλευρά του,

         και με τα χέρια του που είχαν παραλύσει, έχοντας ακόμη τα λογικά του,

         αγκαλιάζει την παρθένο, και καθώς ξεφυσούσε, με δύναμη

         πετιέται κόκκινο αίμα βρύση απάνου στις χλωμές παρειές του κοριτσιού,

         (Φεύγει η Ευρυδίκη έξαλλη και οι γυναίκες τρέχουν πίσω της)

         Και τώρα κείτεται νεκρός σε νεκρής πλευρό ο δόλιος

         τον γάμο του γιορτάζοντας στου Άδη τα παλάτια· όμως απόδειξε στον κόσμο

         πως για έναν άνδρα η ασυλλογισιά είναι το μεγαλύτερο κακό.

ΧΟΡ. Τι να βάλω με τον νου μου; έφυγε πάλι η γυναίκα προτού πει λόγο καλό ή κακό.

ΑΓΓ. Κι εγώ εθάμαξα, αλλά παρηγοριούμαι με την ελπίδα

         πως σαν άκουσε τη συφορά του παιδιού της,

         δε θα πάει να μοιρολογήσει στην πόλη έξω·

         μέσα στο σπίτι με τις δούλες ολόγυρά της

         θα καθίσει να κλάψει για το πένθος της·

         γιατί δεν είν’ αμάθητη από καλή γνώμη,

         ώστε να λαθέψει.

ΧΟΡ. Δεν ξέρω, ωιμένα, και η πάρα πολλή σιωπή

         κακό σημάδι φαίνεται, καθώς και το πολύ ξεφωνητό το ανωφέλετο.

ΑΓΓ. Αλλά να δούμε μήπως και κρύβει τίποτα στην ταραγμένη καρδιά·

         και ας μπούμε μες στο σπίτι, καλά το λες εσύ.

         Και η παρά πολλή σιωπή είναι βαριό σημάδι.

(Φεύγει ο Άγγελος· εμφανίζεται ο Κρέων κρατώντας στα χέρια του τον νεκρό του Αίμονος)

ΧΟΡ. Αλλά να, που και ο ίδιος ο βασιλιάς έφτασε

         κρατώντας στα χέρια του δείγμα ολοφάνερο

         —αν μου πέφτει και εμένα λόγος— όχι αλλουνού που έφταιξε

         αλλά της αμαρτίας της δικής του.

ΚΡΕ. Ωιμέ του κακοκέφαλου κεφαλιού η αμαρτία πώς τέλεψε

         φέρνοντας θάνατο. Αχ! τον φονιά και τον σκοτωμένο κοιτάτε μαζί του

         από μια γενιά. Ωιμένα κακότυχή μου γνώμη.

         Αχ! παιδί μου, που νέος επήγες με πρώιμο θάνατο

         άι, άι, άι, άι, άι, πέθανες, χάθηκες

         για δική μου όχι για δική σου κακοκεφαλιά.

ΧΟΡ. Ωιμέ, αργά ήταν να δεις το δίκιο,

ΚΡΕ. Ωιμένα, το ξέρω ο δόλιος, μα στο μυαλό μου κάποιος θεός τότε

         βρόντηξε που μου κακόθελε βαριά, και σ’ άγριο δρόμο μ’ έριξε,

         ωιμέ, πατώντας, με τα πόδια τις χαρές μου.

         Αχ! Αχ! βάσανα του ανθρώπου που δε βαστιόνται.

         (Μπαίνει ο Εξάγγελος)

ΕΞΑ. Αφέντη μου, τα έχεις και τα παράχεις τα βάσανα,

         άλλα βαστάς στα χέρια σου και άλλα που ‘ναι στο σπίτι σου πρόκαναν κιόλας,

         και ταχιά με τα μάτια σου θε να τα δεις.

ΚΡΕ. Τι είναι πάλι; χειρότερα ακόμα απ’ τα χειρότερα;

ΕΞΑ. Η γυναίκα σου πέθανε, η δόλια μάνα αυτουνού του νεκρού·

         τώρα δα χτυπήθηκε, κι είν’ οι πληγές της ανοιχτές.

ΚΡΕ. Άι, άι, άι, άι, λιμάνι του Άδη αχόρταγο,

         γιατί, καλέ, με βουλιάζεις;

         Ω, εσύ που ήρθες να μου φέρεις τις πικρόλογες συφορές, τι λόγο είπες;

         Άι, άι, σκοτωμένον άνθρωπο πήγες να χτυπήσεις·

         τι λες, παιδί μου; τι άλλο πάλι θα μου πεις;

         Άι, άι, άι, άι· σφαχτό της συφοράς κείτεται η γυναίκα πεθαμένη.

ΧΟΡ. Γύρισε και θα δεις· δεν την έχουν πια κρυμμένη μέσα.

ΚΡΕ. Ωιμένα, βλέπω με τα μάτια μου το δεύτερο κακό· τι άλλο,

         τι άλλο μου μέλλεται; στα χέρια μου κρατώ ακόμα το παιδί μου, ο κακορίζικος,

         και αντικρύ μου βλέπω τη νεκρή.

         Αχ, αχ, καημένη μητέρα! αχ, παιδί μου.

ΕΞΑ. Έπεσε πληγωμένη βαριά και αγκάλιασε τον βωμό· τα μάτια της εκλείσαν,

         Μα πρώτ’ εμοιριολόγησε για τον δοξασμένο θάνατο του Μεγαρέα, που πέθανε μπροστύτερα

         και πάλι γι’ αυτόν εδώ, και τελευταία για τις κακές σου πράξες

         καταράσθηκε, εσένα, τον παιδοχτόνο.

ΚΡΕ. Άι, άι, άι, άι, τρομάρα μου, γιατί δε μ’ εσκότωνε κανείς απ’ τους φίλους

         στο στήθος μπροστά με δίκοπο σπαθί;

         δόλιος εγώ, άι, άι, άι, και με δόλιο τέλος σβήνω.

ΕΞΑ. Και γι’ αυτή και για εκείνη τη θανή σε σένα

         έριξε την αιτία η πεθαμένη·

ΚΡΕ. Και με τι τρόπο χάλασε τη ζωή της;

ΕΞΑ. Χτυπήθη με το χέρι της μες στο σκώτι, καθώς άκουσε

         τι έπαθε το παιδί της, το πολύκλαφτο.

ΚΡΕ. Ωιμένα σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δε θα πέσει

         σαν τη δική μου κατηγόρια. Εγώ, εγώ σε σκότωσα,

         αχ! ο άθλιος! εγώ, αλήθεια λέω· αχ! άνθρωποι,

         πηγαίνετέ με γλήγορα, βγάλτε με από δω έξω,

         γιατί δεν είμαι πια άλλο παρά τίποτα.

ΧΟΡ. Κερδισμένος θα βγεις, αν βγαίνει απ’ τον πόνο κέρδος,

         γιατί η συφορά που γλήγορα περνά απ’ όσες μας έρχονται

         είναι η καλύτερη.

ΚΡΕ. Ας έρθει, ας έρθει, ας φανεί κι εμένα η γλυκιά θανή μου,

         που θα μου φέρει πια την ύστερή μου μέρα·

         ας έρθει, ας έρθει, για να μη δω πια άλλη μέρα

         με τα μάτια μου.

ΧΟΡ. Αυτά είναι του ύστερου καιρού·

         για όσα βλέπομε κάτι να γίνει·

         τ’ άλλα θα τα νοιαστούν εκείνοι που τους πρέπει.

ΚΡΕ. Αυτό που λαχταρίζω, αυτό μονάχα ευχήθηκα.

ΧΌΡ. Μην εύχεσαι τώρα τίποτα, αφού ο άνθρωπος

         δεν έχει να ξεφύγει τη γραφτή του μοίρα.

ΚΡΕ. Πάρτε με τον άχρηστο άνθρωπο απ’ εδώ,

         που σκότωσα και σένα, παιδί μου, χωρίς να το θέλω, και τούτην.

         Τρισάθλιος εγώ και δεν έχω πια πού να γυρίσω τη ματιά μου·

         όλα μού ξεφεύγουν, όσα πιάνω στα χέρια· βαριά συφορά έπεσε στο κεφάλι μου.

         Το πρώτο πράμα για να ευτυχήσει ο άνθρωπος

         είναι η φρονιμάδα,

         και δεν πρέπει να καταφρονάει κανείς σε τίποτα,

         όσα είναι των θεών·

         τα μεγάλα λόγια με μεγάλα βάσανα τα ξεπλερώνουν

         οι καυχησάρηδες,

         και έτσι βάζουνε γνώση και στα γεράματα.