ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΟΒΑΣΙΛΗΣ

ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ


 

Πληροφορίες για τον Χρήστο Χρηστοβασίλη εδώ.

Η ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ, εκδ. Γεωργίου Ι. Βασιλείου, Αθήνα, 1923. Χρησιμοποιήθηκε μονοτονικό κι έγινε ορθογραφική προσαρμογή.

 


Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ ΑΡΧΙΧΡΟΝΙΑ[1]

Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου κι έμεινα στο σπίτι μου, που είναι σ’ ένα χωριουδάκι εξ ακέριες ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Μην έχοντας πλιο καμιά φροντίδα, ούτε τι να μελετήσω για να παρουσιαστώ ευπρόσωπος στους δασκάλους μου και στους συμμαθητάδες μου ούτε τι δουλειά να επιχειριστώ για να βγάζω το ψωμί μου, γιατί μπορούσε τότε το σπίτι μου να θρέψει όχι μονάχα τους ανθρώπους του, αλλ’ έθρεφε καθημερινώς και πολλούς ξένους ακόμα, κατά τη συνήθεια που είχε μείνει από τους πρώτους χτήτορές του. Σκότωνα λοιπόν τον καιρό μου στα κοπάδια μου, σε περίπατους μέσα στα χωράφια, στ’ αμπέλια και στα περίχωρα, στο ψάρεμα μέσα στον μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, και στο κυνήγι μες στα λόγγα του χωριού μου, ή στ’ αντικρινά βουνά.

Μ’ είχε πιάσει μια τέτοια αποστροφή προς τα γράμματα, που δεν ήθελα να ξέρω καθόλου από χαρτί, πένα, μελάνη και βιβλία. Τα είχα αποστραφεί τόσο πολύ, αφόντας βγήκα από το σκολειό, που μ’ έπιανε φρίκη στα σωστά, άμα έβλεπα πράγματα, που μου θύμιζαν το διάβασμα ή το γράψιμο κι απορούσα, όταν σκέφτομουν σε τι θα μου χρησίμευαν τα γράμματα, που είχα μάθει, αν δε θα μπορούσα να πιάσω πένα, χαρτί και βιβλία στη ζωή μου. Δεν ήθελα να γνωρίζω από ανάγνωση, δεν ήθελα ν’ ακούω από γράψιμο! Πολύ λίγο έμενα στο σπίτι μου, γιατί με στενοχωρούσαν οι άγριοι και χοντροί τοίχοι του και βρίσκομουν, πες, πάντα έξω.

Κι όμως, τι δε θα ’δινα σήμερα, κατάδικος κι αυτοεξόριστος από την αγαπημένη μου Πατρίδα, ξένος κι άγνωστος σε ξένα μέρη, βιοπαλαιστής και στενοχωρημένος, να βρεθώ μέσα στους άκομψους κι ακαλαίστητους τοίχους σου, ω πολυαγαπημένο μου Σπίτι μου, που τους είχαν χτίσει οι παππούδες μου σε πολύ πονηρές μέρες, για να φυλάγονται όχι μοναχά από το κρύο του χειμώνα κι από τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και να υπερασπίζουν τη ζωή τους και την τιμή τους από τες επιδρομές των εχτρών της Πίστης μας και της Πατρίδας μας!

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1878 βρέθηκα στο χειμάδι μου, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος των προβάτων μας, δεκαριές την ημέρα. Νόμισα αναγκαίο να μείνω όλην την ημέρα στο χειμάδι, με έναν σκοπό: να τηράω τες γεννημένες προβατίνες, πο’ ‘βοσκαν μέσα σ’ ένα κριθάρι και μ’ έναν άλλον ακόμα: να μπορέσω να σκοτώσω κανέναν αητό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένα χοντρό ψοφίμι κι η μυρουδιά του τραβούσε πολλά όρνια. Κατά το δειλινό έπιασε μια φοβερή βροχή. Νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός είχε γίνει ένας απέραντος καταρράχτης κι ήθελε να πνίξει τη Γη. Τα όρνια και τ’ άλλα πετούμενα πιάστηκαν ανεπάντεχα από τ’ αγριοκαίρι εκεί που κυνηγούσαν ή εκεί που βοσκούσαν, κι έτρεχαν αγέλες - αγέλες στ’ αντικρινά βουνά, όπου είχαν τες φωλιές τους, αλλά τα βαριά κοράκια, επειδή δε βαστούσαν, φαίνεται, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους για τες φωλιές τους, μαζεύτηκαν στα πυκνά κλωνάρια των αιωνόβιων πουρναριών, που ήταν γύρα - γύρα στο χειμάδι μου, και κρακράκιζαν με μεγάλον αλαλαγμό, σαν να ’βλεπαν κανέναν τρομερό κίντυνο για τη ζωή τους.

Θα είχαμε ακόμα δυο ώρες μέρα, αλλ’ ήταν τόσο πυκνό το σκότος, που νόμιζε κανείς ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος! Κι αυτό ακόμα το κοπάδι γελάστηκε από το πρώιμο σκοτάδι, και μ’ όλες τες προσπάθειες των πιστικών για να το μποδίσουν, πήγαινε τρέχοντας στο χειμάδι, βελάζοντας «μπααα! μπααα! μπααα!» κι ακολουθώντας τον Σιούτο, το περιφημότερο γκεσέμι όλων των κοπαδιών, που βρίσκονταν γύρα - γύρα στα περίχωρά μας και τον ζήλευαν όλα τα τσιελεγκάτα, ενώ έρχονταν πολύ μακριά πίσω από το κοπάδι οι τρεις πιστικοί λαχανιασμένοι, μαζί με τα τέσσαρα μαντρόσκυλα: τον Μούργκα, τον Γκεσούλη, τον Λιάρο και τον Κοράκη.

* * *

Ήταν χαλασμός κόσμου, ήταν οργή Κυρίου εκείνη η ώρα! Κάθε στιγμή χύνονταν στη γη μια φοβερή και απαίσια λάμψη, ακολουθουμένη από τρομερή ξεκουφαντική βροντή, που τράνταζε τα βουνά και τα θεμέλια της γης. Νόμιζε κανείς ότι έτρεμε όλη η Γη κι ότι κλονίζονταν και κυμαίνονταν σαν βάρκα απάνω στα κύματα. Σταυροκοπιόταν οι πιστικοί από τον φόβο τους, και παρακαλούσαν τον Θεό με τα «Γλύσε μας, Θεέ μου!» να τους σώσει από κείνο το διοσημειό, προντίζονταν τα πρόβατα σε κάθε βροντή, σαν να είχαν μπει στο χειμάδι δέκα λύκοι, κι ούρλιαζαν τα σκυλιά σαν να προαιστάνονταν κάποιο μεγάλο κακό. αλλά κι εγώ, αν κι ήμουν σε θέση να μην παρεξηγήσω καθόλου εκείνη τη θύελλα, που μας παρουσιάζονταν με θεϊκή αγριότητα, άρχισα να στενοχωριούμαι και να φοβούμαι κανένα αναποδογύρισμα των φυσικών νόμων, κανέναν δεύτερον κατακλυσμό, και να σκέφτομαι πώς να πιάσω τον συντομότερον δρόμο για τ’ αντικρινό βουνό.

Ο ποταμός, αν και δεν ήταν μακρύτερα από τριακόσια - τετρακόσια μέτρα από μας, δε φαίνονταν καθόλου από το σκότος, αλλ’ ακούγονταν να βουίζει άγρια σαν μυριόφωνο θεριό. Διώχνοντας με τη λογική τον φόβον, αιστάνομουν μια όρεξη μέσα μου να κατέβω στον όχτο του ποταμού, για να θαμάξω τη φοβερή μεγαλοπρέπεια της κατεβασιάς, αλλά μ’ εμπόδιζε η βροχή. Δεν έβρεχε ούτε με τη σίτα ούτε με την αγριότητα, ούτε με την ποκνάδα, ούτε με τον κόσκινο, ούτε με το ντρυμόνι, αλλά με το καρδάρι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όλο έβρεχε! Δυο πατημασιές αν επιχειρούσα να κάνω έξω από το χειμάδι, θα χώνομουν στες λάσπες και θα γένομουν παπί από την βροχή. Σ’ αυτήν απάνω τη σκέψη μου, άκουσα τον τσιέλεγκα να διατάζει το πιστικούδι.

― Να πας στο χωριό ως που ’ναι γλήγορα, και να πάρεις ψωμί! Ακούς;

― Πού να πάω μ’ αυτόν τον κατακλυσμό; θα πνιγώ!

Απολογήθηκε το πιστικούδι.

― Να πας γάλι γάλι, του απολογήθηκε ο τσιέλιγκας, κι όσο πολύ κι αν βραχείς, σε κουλουριάζω με την κάπα μου τη νύχτα και κοιμάσαι. Μια χαψιά άνθρωπος είσαι εσύ... Τι να κάνω εγώ, αν βραχώ, που είμαι μεγάλος και δε με χωράει η κάπα σου, κι’ απέ συ!...

Κίνησε το καημένο το παιδί να πάει, αλλά γλιστρούσε σε κάθε του πατημασιά κι έπεφτε καταγής. Το λυπήθηκα το καημένο και το γύρισα πίσω, και διάταξα τον δεύτερο πιστικό να πάει για ψωμί, να πει και στο σπίτι ότι θα κοιμόμουν στο χειμάδι, για να μη με καρτερούν, κι ότι θα ‘βγαινα το πρωί ολόισια στην εκκλησιά με το πρώτο σήμαντρο.

Θεωρείται ως θεάρεστο πράγμα να κοιμάται κανείς στα πρόβατα και να πηγαίνει στην εκκλησιά, χωρίς να μπει πρώτα σε σπίτι. Ο άνθρωπος που κοιμάται στα πρόβατα ―όχι όμως και στα γίδια, γιατί έχει να κάνη ο Εξαπέδως στα γίδια, επειδή γένεται κι αυτός συχνά γίδι και πειράζει τον κόσμο― είναι μακριά από την εξουσία του Διαβόλου. Κοιμάται σαν να ‘ναι στον Παράδεισο, μακριά από διαβολική πείραξη. Αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τη μάνα μου, που ήταν πάρα πολύ θρήσκα, και μπορούσε να θυσιάσει όλον τον κόσμο, κι εμένα ακόμα, για να πάει στον Παράδεισο, χωρίς να λογαριάζει γι’ αυτό κανέναν κόπο, κανέναν μόχτο, και καμιά θυσία. Ένας λόγος ακόμα πλιότερος, που αποφάσισα να μείνω εκείνη τη βραδιά στο χειμάδι, είναι και το ότι δεν έχει καμιά επισημότητα ιδιαίτερη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Πατρίδα μου, αλλ’ είναι σαν όλες τες κοινές βραδιές.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να σου γυρίζει με τα χέρια αδειανά και σαν φάντασμα ο πιστικός που είχε πάει για ψωμί.

― Πού ’ναι το ψωμί;

Τον ρώτησα.

― Δεν μπόρεσα να περάσω στο χωριό...

Μου απάντησε ξέκαρδα, ενώ η βροχή έτρεχε πουρνάρα από πάνω του.

― Και γιατί δεν μπόρεσες;

Τον ξαναρώτησα.

― Πάει η λιάσα!... Την πήρε!

Και λέγοντας αυτά, έκανε μια χειρονομία που μο’ ‘δωκε να καταλάβω την τύχη της λιάσας.

Λιάσα λέγεται το φτωχό γεφύρι, που ένωνε το λιβάδι που βρισκόμαστε με το χωριό. Το ποτάμι, που περνάει κάτω από τη λιάσα, δεν έχει το καλοκαίρι πλιότερο από πέντ’ έξι μυλαύλακα νερό, ενώ τον χειμώνα γίνεται θεριό, κάθε φορά που βρέχει πολύ. Κι η φράση: «Πάει η λιάσα» δηλούσε ότι είχε πλημμυρίσει το ποτάμι και παρέσυρε το πλεχτό γεφύρι, κι ένεκα απ’ αυτό, θα είμαστε, για δυο τρεις ημέρες το λιγότερο, αποκλεισμένοι από το χωριό.

* * *

Το πνίξιμο του πλεχτού γεφυριού, της λιάσας, δε στοίχιζε τίποτε άλλο από κόπο, γιατί οι χωριανοί, δουλεύοντας όλοι μαζί κοινοτικώς, θα ‘πλεχαν σε μια μέρα καινούργιο γεφύρι, χωρίς κανένα έξοδο, επειδή κι όλη η απαιτούμενη ξυλική έβγαινε από τον χωριάνικον λόγγο, και το μόνο πράγμα που μου σκότιζε τον νου ήταν πώς θα περνούσαμε εκείνη τη βραδιά χωρίς ψωμί. Είχαμε γάλα ανθό, τυρί ασκίσιο νοστιμότατο, και γκουλιάστρα αφράτη, αλλά χωρίς ψωμί όλα αυτά ήταν λειψά. Το ψωμί είναι η ψυχή του φαγιού και του τραπεζιού. Τη στιγμή όμως, πο’ ‘κανα εκείνη τη σκέψη, πέρασε από τη φαντασία μου η εικόνα της μάνας μου, φορτωμένης ένα μεγάλο σακούλι γεμάτο ζωοτροφίες, κι αμέσως μου ‘ρθε η ιδέα ότι θα σκέφτονταν η μάνα μου, αμέσως ύστερα από το πνίξιμο της λιάσας, τον αποκλεισμό μας και τα λοιπά, και θα ‘κανε κάθε τρόπο να μας στείλει ψωμί από το χωριό, σφεντονίζοντάς το από τη μιαν άκρα του ποταμού ως την άλλη με κανέναν δυνατόν χωριανό μας. Εν τω άμα, λοιπόν, διατάζω πάλι τον δεύτερο πιστικό να ξαναπάει στο λιασοπόρι, και να περιμένει εκεί να του ρίξουν ψωμί από το χωριό.[2]

Στην διαταγή μου ξεκίνησε πάλι ο πιστικός ξέκαρδα και πριν περάσει πολλή ώρα, να σου και γύρισε φορτωμένος ζωοτροφίες, που του είχε πετάξει από την πέρα οχτιά του ποταμού μέσα στο σακούλι ο ζευγίτης του σπιτιού μας.

Ευχαριστήθηκα πολύ, που είχε νυχτώσει στα καλά, μπήκα στην ανθρωποκαλύβα και κάθισα σταυροπόδι κοντά στην φωτιά, που είχε ετοιμασμένη ο γεροπιστικός, ο τσιέλεγκας.

Η ανθρωποκαλύβα, ξέρετε, είναι εκείνη η καλύβα του χειμαδιού, όπου κάθονται και κοιμούνται οι πιστικοί. Έχει σχήμα τριγωνικής σκηνής, σκεπασμένη με σάλιμα.

Η κακοκαιρία μολαταύτα εξακολουθούσε άγρια και τρομαχτική. Νόμιζες ότι θα ‘λιωνε η καημένη η Γη από την πολλή νεροποντιά, σαν βώλος ζάχαρης, που πέφτει απάνω του μια βαριά σταλαματιά νερού. Οι αστραπές κι οι βροντές πήγαιναν η μια κοντά στην άλλη σε κάθε στιγμή, σαν να ήταν χινόπωρος ή άνοιξη κι’ η γη κλονίζονταν συθέμελη, σαν να την αναμόχλευαν χίλιοι Θεοί. Έρχονταν καμιά φορά τέτοιες φοβερές πνοές του Νότου, που νομίζαμε ότι θα σήκωναν στον αέρα χειμάδι, κοπάδι κι ανθρώπους. Μαίνονταν σαν λυσσιασμένα τα Στοιχειά. Γη κι Ουρανός είχαν πιαστεί μαλλιά - μαλλιά και γροθοκοπιόνταν αλύπητα, και κάθε φορά που θέριευε πολύ ο σάλος, σταυροκοπιόνταν περίλυπος ο γεροπιστικός κι έλεγε:

- Γλύσε μας, Θεέ μου, τους αμαρτωλούς!

Βλέποντας στα υστερνά ο γεροπιστικός ότι δεν έπαυε το αγριοκαίρι, πήρε τον βοηθό του ―αυτόν, που μας είχε φέρει το ψωμί― και το πιστικούδι, και πήγαν να κόψουν καμπόσο κισσόκλαρο για τα πρόβατα, κι ανέθεσε σ’ εμένα να επιθεωρήσω με το φαναράκι τ’ αυλάκια, που ήταν γύρα στο μαντρί από την απάνω τη μεριά, μην είναι κανένα χαλασμένο ή αδύνατο, και μπει μέσα το νερό και μας πνίξει κι εμάς και τα πρόβατα.

Άμα τράβηξαν και βγήκαν ο γεροπιστικός κι οι άλλοι δυο πιστικοί, βγήκα κι εγώ να παρακοιτάξω τ’ αυλάκια, κι όταν μπόρεσα να ιδώ και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά τ’ αυλάκια και δεν είχαμε κανέναν φόβο, γύρισα γλήγορα στην ανθρωποκαλύβα, σταυροποδιάστηκα δίπλα στη φωτιά, κι ακούμπησα σ’ ένα είδος σκαμνί, που χρησίμευε ως τραπέζι στους πιστικούς. Εκεί που διαλογίζομουν μόνος μου, ήρθε και κάθισε στον νου μου ολάκερο το Έτος, που τέλειωνε εκείνη την ημέρα και δεν άφηνε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο, σαν άκρη μαύρης ουράς. Είχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου, που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των Περασμένων. Το λυπήθηκα προπάντων, γιατί αυτό το έτος με γλίτωσε από τα νύχια του Σκολειού, της Σκλαβιάς του Σκολειού και πλάκωσε την καρδιά μου μια μεγάλη μελαγχολία. Μου φάνηκε ότι βρίσκομουν μπροστά σ’ έναν ευεργέτη μου, που ψυχομαχούσε.

— Τι καλό που στάθηκε αυτό το έτος για μένα! ψιθύρισα. Με παρέδωκε στην Κοινωνία φωτισμένον, ανεξάρτητον κι ευτυχισμένον. Άμποτε να μου είναι ευεργετικό και το νέο Έτος. Άμποτε να φέρει τον αιώνιον πόθο του Γένους μας, που τον καρτερούμε τετρακόσια είκοσι πέντε χρόνια. [3]

Τότε άφησα το πλοιαράκι μου στο πέλαγο της χρυσόφτερης φαντασίας μου... Χίλιες εικόνες, χρυσόντυτες, χαρωπές, γελαστές, διάφανες, αλαφρές σαν αγεράκι μαγιάτικο, που φυσάει πριν ανατείλει ακόμα ο ήλιος, περνούσαν από μπροστά μου· κι ενώ έτρεχα με τον νου μου καταπόδι της μιανής και της αλληνής, σαν σκιά, κυνηγώντας σκιές, ψηλά στον κατάχρυσον αιθέρα, μπήκαν βαριοί οι πιστικοί με τα κοφτερά τους και μ’ έκαναν να βγω από εκείνη την μαγική φαντασμαγορία και κοιτάζοντας τον γεροπιστικό, τού είπα:

― Ε! γεροτσιέλεγκα! Τι λες; Καθόμεστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πώς θα φύγει ο παλιός ο Χρόνος και πώς θα ‘ρθει ο καινούργιος;

― Εγώ, παιδί μου, μου απολογήθηκε μελαγχολικά ο γεροπιστικός, είμαι ογδοήντα χρονών απάνω κάτω, άνθρωπος, πε και τα εβδομήντα χρόνια, ως τα τώρα, τα πέρασα πιστικός. Έχω περίττο από πενήντα χρόνια, ως τώρα, που είμαι συγκρατούμενα τσιέλεγκας. Ξέρεις τι θα ειπεί πενήντα χρόνια όλο τσιέλεγκας; Μια ζωή ακέρια! Ε! πώς φορτώνονται απάνω μας τα έρημα τα χρόνια, χωρίς να το καταλαβαίνομε! Μας κλέφτουν τρίχα - τρίχα τα νιάτα μας, τη λεβεντιά μας, την ζωή μας, μας ζαρώνουν το πετσί, που γυαλοκοπούσε πριν, μας ασπρίζουν τα μαύρα ή τα ξανθά μαλλιά, και μας τα μαδούν, μας βγάζουν τα δόντια, μας θαμπώνουν τα μάτια, μας κουφαίνουν τ’ αυτιά, μας αδυνατίζουν τα χέρια και τα ποδάρια, μας σκρυμπώνουν το κορμί, και ―ας το ειπώ κι αυτό! ― μας κάνουν μισά ζώα! Τα ζώα έχουν τέσσερα ποδάρια κι εμείς οι γερόντοι τρία. Εσύ, καλότυχος, είσαι παιδί ακόμα! Αλλά... εγώ γέρασα, ακούμπησα, πάει, βασίλεψα! Εγώ, παιδί μου, αφόντας κάνω αυτό το έργος της κλίτσας, δε βρέθηκα ποτέ με τα μάτια κοιμώμενα τη στιγμή που φεύγει ο ένας χρόνος και δίνει τα κλειδιά του Κόσμου στον άλλο, πο’ ‘ρχεται να κάτσει στον τόπο του. Εγώ, το λοιπόν, θα κάτσω, που θα κάτσω... Εσύ κοίταξε να μην κοιμηθείς.

― Θα καθίσω, γέρο, θα καθίσω!

Του είπα αποφασιστικά.

― Αα! είν’ όμορφο πράγμα, παιδί μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην Πλάση, ένα βαθυυυυύ... βαθύ βουητό, που πρέπει να ‘χεις πολυυυύ... πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβεις. Γίνεται ένα τρομερό απόκοσμο κλάμα... Δεν είναι μικρό πράγμα να ‘ρχεται ένας άλλος και να σου παίρνει από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! σαν καληώρα να ‘ρθει απόψε ένας άλλος και να μας πει: ― «Φευγάτε από το χειμάδι! θα καθίσω εγώ!» Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν, παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; αυτό το στοιχειοπάλεμα; αυτά τ’ αστροπελέκια; αυτά τα τραντάγματα της γης μας; Τι άλλο ήταν, παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και τ’ αλλουνού; Ήθελε ακόμα να κυριέψει ο Αντίχριστος! Ήθελε να χύσει ακόμα ανθρώπινο αίμα, χριστιανικό αίμα! Αλλ’ όσο κι αν έκανε, όσο κι αν κάνει ακόμα ως τα μεσάνυχτα... δε θα του περάσει! θα κόψει το λαιμό του, και θα γκρεμοτσακιστεί να φύγει!

* * *

Έτσι, λοιπόν, αφού είπαμε και κάμποσα άλλα με τον γέροντα, παράθηκε ο δεύτερος πιστικός το φαγητό ψηλά στο σκαμνί, κι αρχίσαμε να τρώμε με τα ξύλινα χουλιάρια αφράτη πηχτή γκουλιάστρα.

Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από τον γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι είναι το νοστιμότερο απ’ όλα τα φαγητά, που γένονται από το ευλογημένο και τρισευλογημένο γάλα.

Στα υστερνά, τελειώσαμε το φαγί κι αρχίσαμε τες ομιλίες, για να βαστάξομε άγρυπνοι ως τα μεσάνυχτα, αλλά βλέποντας ο γεροπιστικός ότι με τες κουβέντες του θ’ αποκοιμόμουν, πήρε τον γλυκόφωνό του τον ταμπουρά κι άρχισε «ντιγγ - ντιγγ!» να τον κουρτίζει· κι αφού τον καλοκούρτισε, άρχισε να τραγουδάει και συνάμα να βαρεί τον ταμπουρά με δύναμη και με γλύκα άρρητη.

 

«Τ’ ακούσαταν τι γένηκε στου Φώτου τα χειμάδια,

Μπήκανε Τούρκοι στα μαντριά και πήραν τα κοπάδια,

Πήραν πρατίνες με τ’ αρνιά, γίδες με τα κατσίκια,

Πήραν τον Νιάγγρο τον τρανό, τον Μπέλο, το γκεσέμι

Πήραν τη Στρεφοκάλεσα με το λαμπρό κουδούνι,

Τέσσερους χρόνους το λαλεί κι αρνί δεν έχει κάνει

Και σκότωσαν τους πιστικούς με την αράδαν όλους

Δώδεκα αδερφοξάδερφα, καθάρια παλικάρια,

Και ρήμαξαν τα μαντριά και ρήμαξαν οι στρούγκες.

Κλαιν οι μανάδες τα παιδιά και οι αδερφές τ’ αδέρφια

Κλαίει κι η γυναίκα του Γιωβά, παρηγοριά δεν έχει

Που της σκοτώσαν τον Γιωβά, τον δόλιο της τον άντρα,

Και δεν τον χάρηκε γαμπρόν ούτε καν μια βδομάδα.»

 

Αυτό το τραγούδι με συγκίνησε και γιατί το τραγουδούσε όμορφα ο γεροπιστικός, και γιατί το πήγαινε καλά με τον ταμπουρά, αλλά το πλιότερο γιατί αναφέρονταν στην καταστροφή των κοπαδιών του προπροπάππου μου, που, χώρια από τα γιδοπρόβατα, που μας πήραν οι Τουρκοτσάμηδες ξημερώνοντας του Βαγγελισμού, εκατό χρόνια πριν, σκότωσαν και καμιά δεκοχτώ πιστικούς, όλους αδερφοξάδερφα, παιδιά του σπιτιού μου, αλλ’ ο Φώτος τούς πρόφτασε με τους Ραβενιώτες απάνω στη Βίγλα της Κεραμίτσας, σκότωσε καμιά τριανταριά απ’ αυτούς και γλίτωσε και τα γιδοπρόβατα από τα χέρια τους.

* * *

Αυτό το τραγούδι μνημονεύει το τέλος της μεγάλης ποιμενικής δόξας του Σπιτιού μου, που βόσκανε ως δυόμιση χιλιάδες γιδοπρόβατα.

Ήταν η ώρα 11½ κι η φωνή του γέροντα, σιγαλή και γλυκιά, σμίγονταν αδερφικά με τη λυγερή φωνή του ωριόηχου ταμπουρά, σαν δυο πολυαγαπημένα στόματα, που σμίγονται με πόνο στο χαρμόσυνο φιλί της αγάπης. Έξω άρχισαν να κοπάζουν και ν’ ανακωχεύουν τα στοιχεία και να συφιλιώνονται ο Ουρανός κι η Γη.

Τέλειωσε το τραγούδι κι απόθεκε τον ταμπουρά ο γέρος λέγοντάς μου:

― Πόση ώρα θέλομε ως το ζύγιασμα της Νύχτας;

― Μισή ώρα!

Του απολογήθηκα.

― Ααα! Τότε ας καθίσομε καραούλι! Σιωπηηή ως που να περάσει αυτή η μισή ώρα. Σιωπηηηηηηηή!

Κι έβαλε ορθό το δάκτυλό του κάτω από την μύτη του, απάνω στην χωρίστρα των άσπρων μουστακιών του.

Ώσπου να περάσει αυτή η μισή ώρα, μου φάνηκε πως πέρασε ένας χρόνος, και την στιγμή που πάτησε ο λεφτοδείχτης του ωρολογιού μου απάνω στον ωροδείχτη, κι έκαναν οι δύο δείχτες μαζί μια μοναχή γραμμή απάνω στον αριθμό ΧΙΙ, μου φάνηκε ότι είδα μπροστά μου τους δύο χρόνους σαν δυο εκατόχρονους γερόντους, με μακριά άσπρα γένια και μαλλιά, που κρατούσαν ο καθένας στο χέρι του από ένα χοντρό ραβδί και στήριζαν απάνω το σκρυμπό κορμί τους. Τη στιγμή που ανταμώθηκαν οι δυο Γέροι μέσα σε ένα θεόρατο κι απέραντο παλάτι, άφηκε ο ένας τον θρόνο, που κάθονταν και τον έπιασε ο άλλος. Κατέβαινε ο ένας τα σκαλοπάτια του θρόνου ζερβιά και τ’ ανέβαινε ο άλλος δεξιά. Σωστή ζωντανή εικόνα, ζωγραφισμένη με τα ζωηρότερα χρώματα του καλύτερου ζωγράφου του κόσμου.

― Καλή χρονιά, γέρο.

Του φώναξα και χωρίς να γνωρίζω γιατί, χτυπούσε «τικ - τακ» η καρδιά μου.

― Ζύγιασε η Νύχτα;

Με ρώτησε.

― Ζύγιασε. Του απήντησα. Αυτήν την στιγμή βρίσκεται απανωθιό στη ράχη...

― Ε! Καλή χρονιά το λοιπόν! Είπε και ο γέρος. Να χιλιάσει το κοπάδι μας και να μυριάσει! Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακριά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν.

Και παίρνοντας από πλάγι του ένα πουρναρίσιο κλαδί, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του και τ’ απόθεκε ψηλά στην φωτιά. Έφεξε πλιότερο η ανθρωποκαλύβα, και βάλαμε κι εμείς οι άλλοι από ένα πουρναρίσιο κλαδί στην φωτιά, επαναλαμβάνοντας τες ίδιες ευκές του γεροπιστικού.

Σαν να ‘χε λησμονήσει να ειπεί κάτι ακόμα ο γεροπιστικός, ξανάκανε τον σταυρί του και ξαναείπε!

― Να ζήσετε παιδιά μου! Ο Θεός να μας αξιώσει να διώξουμε τον εχτρό, τον Αγαρηνό, από τον τόπο μας, που μας τρώει τα σπλάχνα.

Και λέγοντας αυτά, αναστέναξε βαθιά ο καημένος ο γέρος, σαν να μην το πίστευε ότι θα ‘βλεπε με τα μάτια του εκείνη την ονειροφάνταχτη μέρα.

***

Σωπάσαμε όλοι για τέσσερα πέντε λεφτά, κι είμαστε σαν βουβοί. Μας είχε πιάσει μια μεγάλη μελαγχολία και θλίψη. Εκείνην την στιγμήν είχαμε γηράσει όλοι κατά έναν χρόνο κι είχαμε προχωρήσει ο καθένας κατά ένα σταθμό προς τον τάφο του!

Εκείνη η σιωπή με βοήθησε ν’ ακούσω μια δυνατή φωνή πο’ ‘ρχονταν πέρα από το χωριό, απάνω από τη ράχη των Αγναντιών...

Βγήκα από την ανθρωποκαλύβα κι αφηκράστηκα.

Ήταν η μάνα μου, που βγήκε μεσάνυχτα στην ράχη και φώναζε να μάθει αν ήμουν καλά κι εγώ και τα πρόβατα, κι αφού της απάντησε ότι είμαστε όλοι καλά, ξαναμπήκα στην ανθρωποκαλύβα και ξαπλώθηκα παρεστιάς και αποκοιμήθηκα.

Πες όμως και δεν κοιμήθηκα καλά καλά, όπως κοιμόμουν αλλά λαγοκοιμήθηκα μόνον κι όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, χαιρέτισα την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ανάμεσα στα συμπαθητικά βελάσματα των προβατιών, και στ’ αλυχτήματα των σκυλιών. Κι αφού ξαναείπαμε τες πρωτοχρονιάτικες ευκές, περάσαμε αμέσως τ’ αϊβασιλιάτικα κουλούρια στα κέρατα των κριαριών, ξαναβάλαμε πάλι κι από ένα πουρνάρι ακόμα στη φωτιά και ξαναείπαμε τα ίδια.

― «Καλή χρονιά μας.. Να χιλιάσει και να μυριάσει το κοπάδι μας. Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακριά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν!»

Σε λίγο άνοιξαν οι ποριές του χειμαδιού. Όλο το κοπάδι πήρε τα πλάγια του λιβαδιού κι έμειναν μοναχά οι γεννημένες οι προβατίνες για να τες βάλει το πιστικόπουλο στο χωράφι, που ήταν επίτηδες σπαρμένο κριθάρι γι’ αυτές.

Κι έτσι τελείωσε εκείνη την χρονιά η τελετή της πρωτοχρονιάς και ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, πο’ ‘χω περάσει στη ζωή μου.

 

[1] Έγραφα αυτό το διήγημα στα 1889, όταν βρισκόμουν στη Θεσσαλία και στην Αθήνα, καταδικασμένος εις θάνατον από τους Τούρκους στα Γιάννινα και δραπέτης από τις τούρκικες φυλακές των Ιωαννίων από τα 1882.

[2] Αυτήν τη λιάσα από τα συχνά πνιξίματά της αναγκάστηκε ο πατέρας μου και την έκανε πέτρινο γεφύρι.

[3] Από τα 1453 που έπεσε η Πόλη, ως τότε (1878) είχαν περάσει 425 χρόνια.

 

 

 

αρχή

 



ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Απρίλης και πασκαλόγιορτα και μια άνοιξη γλυκιά και ψιλόβροχη, που δε θυμούμαι παρόμοια.

Είχαμε τα πρόβατα προσωρινά στην Αρακαντέλλα, μια όμορφη και ψηλή ράχη, αντίκρυ στο χωριό μου και περιμέναμε να περάσουν τα κοπάδια του Ντίνου Ραμούση, να τα σμίξομε και να τραβήξομε για τα ξεκαλοκαιριά της Ροδόβολης.

Είχα πάει νωρίς στον αρμεγώνα και περίμενα τα γαλάρια να τ' αρμέξομε και να πάρω το γάλα για το σπίτι, γιατί το ήθελε η μάνα μου άλλο για βούτυρο κι άλλο για ξυνόγαλο.

Τα γαλάρια βοσκούσαν ακόμα κάτω από τα Λόβια, ως την Παναγία, κι οι πιστικοί δε φαίνονταν, αν και κόντευε η ώρα του αρμεγμού.

Κάτω, μακριά στο βάθος της κοιλάδας, κυλούσε τον κατήφορο τα γαλανά νερά του ο μεγάλος ποταμός του τόπου μας, ο Καλαμάς, κι έδινε ζωή σ’ όλην εκείνη τη πλούσια εικόνα από κάμπους και βουνά, από ράχες και πλαγιές, από λόγγα και χωριά, από και κοπάδια και λακκιές, που στέκονταν γύρα γύρα.

Η ώρα περνούσε και τα γαλάρια δε συμμαζεύονταν, κι οι πιστικοί δε φαίνονταν...

Σε λίγο φάνηκε ένας πιστικός, πο’ ‘βγαινε από την λακκιά, πίσω από την Αρακαντέλλα.

— Τι γενήκαταν σήμερα; Του φώναξα.

— Τι να γένομε; Μου απολογήθηκε ξέκαρδα· χάσαμαν τον Σιούτο Κάλεσιο!

Μου φάνηκε πως με χτύπησε αστραπή.

— Ο Σιούτο Κάλεσιος χαμένος; Χάνεται ποτέ το πρώτο κριάρι, που σέρνει πίσω του όλο το κοπάδι, ο δεύτερος πιστικός του πατέρα μου; Βέβαια κάποιος θα τον έκλεψε! Κι αν τον έκλεψαν για έχος, θα τον έκλεψαν από μακριά, αν για φαγί, τώρα θα μαγειρεύεται. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να ξαναβρεθεί ο Σιούτο Κάλεσιος.

Αυτά έλεγα μέσα μου κι ανέβηκαν από την καρδιά μου τα δάκρυα στα μάτια.

Τον αγαπούσα τόσο πολύ τον Σιούτο Κάλεσιο, που νόμισα εκείνη την στιγμή, ότι είχα χάσει όχι μοναχά αυτόν, αλλ’ ολάκερο το κοπάδι! γιατί ο Σιούτο Κάλεσιος ήταν η δόξα του κοπαδιού μου, το καμάρι το δικό μου κι όλων των πιστικών μου.

Σε λίγο έφτασε απάνω ο πιστικός περίλυπος.

Χάθηκαν από τα μάτια μου όλα τ’ ανοιξιάτικα κάλλη του Απριλιού κι άρχισε να βασιλεύει μαύρος χειμώνας μέσα στην καρδιά μου.

— Τι λες, ωρέ; Του είπα, για τον Σιούτο μας.

— Τι να ειπώ; Μου απολογήθηκε δύστυμα. Τι μπορώ να ειπώ; Άλλο που μας τον έκλεψαν.

Έριξα εκείνη την στιγμή τα μάτια μου προς το κοπάδι που βοσκούσε κάτω στα Λίβυα, και το είδα ξεσκισμένο εδώ κι εκεί, σαν να είχαν μπει σαράντα λύκοι και το σκόρπισαν!

Με πήραν τα δάκρυα σβάρνα κι άρχισα να κλαίγω σαν μικρό παιδί, αν κι ήμουν δεκαεφτά χρονών παλικάρι τότε.

— Τι είν' αυτά: Μου είπε ο πιστικός. Δεν ντρέπεσαι; Τι; θα χαθούμε για για ένα κριάρ'; Τα κοπάδια σου να ‘ν' καλά!

— Τέτοιο κριάρ'! Του είπα εγώ. Πού θα βρούμε τέτοιο κριάρι;

— Αχαούχααααα! Ξεφώνισε ο πιστικός θέλοντας να με παρηγορήσει. Για ένα παλιοκρίαρο κάν'ς έτσ’; Το Μοναστήρ' να ‘ν' καλά κι απέ καλοέρ'! Το κοπάδ' σ' να ‘ν’ καλά... Εσείς να ‘στε καλά, οι νοικοκυραίοι, και κριάρια και τραγιά, και βιο όσο θέλ'ς!

Αλλ' ό,τι κι αν μο’ ‘λεγε ο πιστικός, δεν μπορούσε να μου πραΰνει ή να μου μικρύνει τον πόνο μου και την εντύπωσή μου από τον χαμό του σημαδιακού κριαριού μου, που στόλιζε τα κοπάδια μου, σαν τ' άστρα τ' ουρανού.

Σε λίγο άρχισαν να φαίνονται ένας ένας όλοι οι πιστικοί, κι άλλοι έμειναν με τα στέρφα και με τ’ αρνοζύγουρα, κι άλλοι σύμμασαν τα γαλάρια και τα καντάριασαν για τον αρμεγώνα. Ενώ πριν με τον Σούρτο Κάλεσιο έρχονταν τα γαλάρια, το πολύ σ’ ένα τέταρτο της ώρας από τα Λίβυα στον αρμεγώνα, εκείνη την ημέραν έκαναν μια ώρα ακέρια. Αυτό θα ειπεί τι αξίζει συρτάρι στο κοπάδι του, και μάλιστα σαν τον καημένον τον Σούρτο Κάλεσιο! Ήταν ζωγραφισμένη η λύπη στο πρόσωπο των πιστικών και το κοπάδι φαίνονταν σαν ορφανό, όταν ήρθαν κι αυτοί κι αυτό στον αρμεγώνα. Μου φαίνονταν ότι όλο εκείνο το κοπάδι, που ανέβηκε εκεί απάνω μου ζητούσε τον Σιούτο Κάλεσιο. Μου φαίνονταν πως άκουγα να μου λέγει:

— «Να βρεις τον Σιούτο μας!»

Δεν μπορούσα πλια να βαστάξω και ξέσπασα στα κλάματα, και μου ξανάειπε ο αρχιπιστικός:

— Τι είν' αυτά από σένα; Ντροπή να κάν'ς έτσ’! Δεν χορταίν' το μάτ' σου από τόσα πρόβατα; Συλλογίσ' ότ' είναι τόσοι άνθρωποι, που δεν έχουν ούτ' ένα ζωντανό!

Τα λογικά τα λόγια του αρχιπιστικού μου άρχισαν να δουλεύουν μέσα μου, σαν δραστήριο γιατρικό.

Δεν είχε τελειώσει ακόμα τ' άρμεγμα, όταν είδα να ‘ρχεται ένα σύννεφο πέρα από την Βαλαώρα κατ’ απάνω μας, σαν φοβερός δράκοντας, και μας έκρυψε τον ήλιο. Μια δυνατή αστραπή ψηλά της Βαλαώρας έδωκε το σύνθημα της μάχης ανάμεσα ουρανού και γης. Άρχισαν να πέφτουν ανάργια ανάργια χοντρές σταλαματιές κι αν τύχαινε να πέσει καμιά απάνω μας, αιστανόμαστε βαρύ τον χτύπο της. Δεύτερη, τρίτη αστραπή κι η βροχή άρχισε δυνατή ψηλά στην Βαλαώρα μιάμιση ώρα και πλιότερο, μακριά από μας, ως εκεί.

Όταν τέλειωσε τ' άρμεγμα, είπε ο αρχιπιστικός.

— Βάρτε τα πρόβατα την πλαγιά και μην φοβάστε την βροχή, γιατί δε θα περάσει δώθε από τον ποταμό.

Εκεί που ετοιμάζαμε το γάλα για το σπίτι, μια φωνή, αλλά τι φωνή; φωνάρα! σαν να ‘βγαινε από στόμα σαραντάπηχο κατέβαινε από τα σύννεφα· κι έλεγε η φωνή.

― «Τέτοιο κριάρι δεν έχει π’θενά ολόγυρα. Ούτε θα τους πάει ο νους, πως είναι στο δικό μας το κοπάδι! Αυτοί θα το γυρεύουν εκεί γύρα και δε θα ριχτούν δώθε! Ας είν’ καλά ο Καλαμάς, που μας χωρίζει! Χαχαχαχαααά»!

Κι η φωνή έπαψε!

Ξαφνίστηκα, κοίταξα καλά καλά τον ουρανό. Ξαφνίστηκαν και οι άλλοι, που άδειαζαν το γάλα για το σπίτι. Με κοίταζαν οι πιστικοί κι οι υπηρέτες και τους κοίταζα κι εγώ, χωρίς να ξέρουμε πως να εξηγήσομε την ομιλία την μεγαλόφωνη και την παράξενη, που κατέβαινε απάνω από τα σύννεφα· ο αρχιπιστικός όμως, που ήταν πολύπειρος σ’ όλα κι είχε ασπρίσει όλα τα μαλλιά του απάνω στα κορφοβούνια του Πίντου, μας είπε ήσυχα:

— Αυτό είναι ένα θάμα, που το ‘χω ακούσει με τ' αυτιά μου πολλές φορές. Μπορείς ν’ ακούεις λόγια κι ομιλίες κι από δέκα ώρες μακριά. Καμιά φορά τα σύννεφα, όταν ακουμπούν στη γη, όπως τώρα στην Βαλαώρα, ή και χαμηλώνουν, παίρνουν την φωνή και την στέλλουν, ως εκεί που φτάνει η ουρά τους. Βλέπεις ήμασταν τυχεροί.... Το κριάρ' μας βρέθηκε! Είναι στο κοπάδ', που βόσκει στην Βαλαώρα! Τι το θέλ'ς; Είν' άγιο βιο, το βιο σου και δεν τρώγεται εύκολα.

— Και τι πρέπει να κάνομε τώρα; Του είπα για να βρούμε τον Σιούτο Κάλεσιό μας;

Τι να κάνομε; Μου απάντησε. Να πάμε στην Βαλαώρα και να τον πάρομε από το κοπάδι, που βόσκει εκεί πέρα! Να κινήσομε αμέσως και να μη χάνομε καιρό, αν και δεν ελπίζω να τον χαλάσουν, γιατί τον πήραν για έχος κι όχι για φαγί.

Κι ακούγοντας την συμβουλή του αρχιπιστικού, ξεκίνησα εγώ με δυο πιστικούς μου, περάσαμε το ποτάμι στου Ράικου το Γεφύρι, κι απ’ εκεί στην Βαλαώρα. Κάναμε με τον κύκλο του Γεφυριού δυο ώρες και πλιότερο. Χύμησαν τα σκυλιά απάνω μας, άμα μας οσμίστηκαν, κι έτρεξαν οι πιστικοί να μας απαντήσουν και μας ρώτησαν τι θέλομε εκεί.

— Τι θέλομε; Τους είπα. Τον Σιούτο Κάλεσιο γλήγορα! Ή θ’ αρχίσομε πόλεμο! Δε φεύγουμε απ’ εδώ χωρίς το κριάρ' μας!

Στην αρχή θέλησαν να αρνηθούν κι ότι δεν ήξεραν τίποτε, αλλ’ εγώ τους το ‘κοψα:

— Φέρτε γλήγορα το κριάρ’ και μην κρύβετε την κλεψιά σας! Μας έφερε το σύννεφο την φωνή σας, που λέγαταν: — «Τέτοιο κριάρι δεν έχει π’θενά ολόγυρα. Ούτε θα τους πάει ο νους, πως είναι στο δικό μας το κοπάδι! Αυτοί θα το γυρεύουν εκεί γύρα και δε θα ριχτούν δώθε! Ας είν’ καλά ο Καλαμάς, που μας χωρίζει! Χαχαχαχαααά»! Μας την έφεραν την ομιλία σας τα σύννεφα!

Οι κλέφτες του Σιούτου Κάλεσιου κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλον και δεν ήξεραν τι ν’ απολογηθούν.

— Γλήγορα! Τους είπα, το κριάρ' μας και το ποδοκόπι μας! Αλλιώτικα πιάνομέστε απ’ άρματα στη στιγμή!

Πήγε ένας τους στο κοπάδι, πο ‘βοσκε λίγο παραπάνω, και μας έφερε τον Σιούτο μας και μας παρακάλεσαν να μην επιμείνομε για ποδοκόπι, αλλ’ οι πιστικοί μου επέμειναν να μας δώκουν ένα αρνί καλό για ποδοκόπι μας.

— Χώρ’ς το ποδοκόπ’ δεν το κουνούμε απ’ έδω, παλιοκλέφτες! Τους είπαν οι πιστικοί μου άγρια. Το ποδοκόπι γλήγορα!

Το ποδοκόπι σε τέτοιες περιστάσεις είναι νόμος, κι ο νόμος είναι σεβαστός, όταν εκείνος που το ζητάει έχει δύναμη. Κι εμείς είχαμε τη δύναμη που χρειάζονταν, το πήραμε και γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο με τον Σιούτο και μ' ένα αρνί ποδοκόπι που το ‘σφαξαν οι πιστικοί και το ‘φαγαν.

 

αρχή

 



Ο ΓΚΙΩΣΣΟΣ ΜΟΥ

Ένα σαββατόβραδο του χειμώνα με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στα χειμάδια, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος κι ήταν ανάγκη να δώσει ό,τι οδηγίες χρειάζονταν στον αρχιπιστικό, καινούργιον ακόμα, ως ρογιασμένον εκείνον τον Αη-Δημήτρη και δεν ήξερε την ιδιαίτερη τάξη του κοπαδιού μας.

Εγώ ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών τότε, αλλ’ ήξερα όχι λίγα πράματα τότε για την ηλικία μου, ως προς τα γίδια και τα πρόβατα. Ήξερα, παραδείγματος χάριν, τα ονόματα όλων των γιδιών και των προβατιών.... Ήξερα δηλαδή, ποιο πρόβατο λέγεται λάγιο, ποιο λέγεται μπέλο, ποιο κάλεσιο, ποιο κότσινο, ποιο μπάλλιο, και ποιο γίδι λέγεται νιάγκρο, ποιο φλώρο, ποιο κανούτο, ποιο μπούτσικο, ποιο μπάρτζο, ποιο καπνόμπαρτζο, ποιο μετσένιο, ποιο γκάλμπινο, ποιο λειάρα, ποιο μπάλλιο, ποιο σιούτο, ποιο σκουλλαρικάτο, ποιο γκιώσσο και τα λοιπά. Ήξερα ακόμα από τα κέρατα των κριαριών και των γιδιών από πόσα αρνιά ή από πόσα κατσίκια ήταν καθώς και ποια πρόβατα είναι βδελλιασμένα και τα λοιπά. Κι ήξερα όλα αυτά όχι βέβαια από καμιά μου εξαιρετική ευφυΐα, αλλ’ από μεγάλη εξοικείωση και συνήθεια, γιατί, αφόντας είχα γεννηθεί, ανακατωνόμουν πάντα με καμιά εικοσαριά γίδια, κι άλλα τόσα πρόβατα, που είχαμε χειμών-καλόκαιρο στο σπίτι, κι είχα τα ευνοούμενά μου κατσίκια και τα ευνοούμενά μου αρνιά, κι έπαιζα μ' αυτά, και κοιμόμουν το βράδυ πότε μ' ένα κατσίκι και πότε μ' ένα αρνί στην αγκαλιά, που μου το ‘παιρναν ύστερα, άμα κλειούσα τα μάτια μου.

Ο πατέρας μου με καμάρωνε μ’ αυτήν μου την αγάπη προς τα γιδοπρόβατα, και μου ‘λεγε ότι θα μου αγόραζε χίλια γίδια και χίλια πρόβατα, όταν θα γενόμουν μεγάλος και θα τέλειωνα τα γράμματα. Άλλες φορές πάλι έλεγε:

— Τι κρίμα! να μην έχω άλλο ένα παιδί, για το σπίτι, κι αυτό να το κάνω τσιέλεγκα! θα γιόμιζαν τα βουνά κι οι κάμποι από τα γιδοπρόβατά μου!

Εκείνη την ημέρα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς, όπως είπα, με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο χειμάδι. Ήταν, απάνω κάτω, η ώρα, που θα μαζεύονταν τα γίδια, από την μια μεριά από τον πουρναρόλογγο, και τα πρόβατα από την άλλη, από το λιβάδι. Ηύραμε εκείνη την στιγμή έναν από τους τρεις πιστικούς μας, πο’ ‘ρχονταν με δυο αρνιά στα χέρια και με τες προβατίνες, τες μανάδες βελάζοντας: «Μπάααα! Μπάααα!.»

Ύστερα από λίγο ήρθε κι ο αρχιπιστικός κι άρχισε να μιλάει με τον πατέρα μου για τις ανάγκες των μαντριών και των γιδιών και των προβατιών, πούθε να κόψουν παλιούρια και πουρναρόκλαρα, τι διόρθωμα ήθελαν τι μαντριά, πόσες βέργες και πόσο σάλιμα χρειάζονταν, ότι ήταν ανάγκη να γένει κι ένας τσάρκος ακόμα για τα κατσίκια, γιατί δε θα τα χωρούσε ο ένας, που είχαμε, και κάτι άλλα, που δεν έδινα εγώ καμιά προσοχή, και δεν έδινα κανένα ενδιαφέρον πώς θα γένονταν, αλλ’ απάνω στες ομιλίες άκουσα τον αρχιπιστικό να λέγει:

— Έχομε ανάγκη, αφεντικό κι από ένα συρτάρι για τα γίδια...

— Κι ο Γκιώσσος;

Τον ρώτησε ο πατέρας μου.

— Γέρασε ο καημένος! Απολογήθηκε ο αρχιπιστικός, και δεν έχει δύναμη να τρέχει μπροστά. Τον παίρνουν σβάρνα τώρα άλλα τραγιά μικρότερά του.

— Μπρε! τον καημένον τον Γκιώσσο! Φώναξε ο πατέρας μου με περισσή λύπη.

Γκιώσσος λέγονταν το πρώτο τραγί του κοπαδιού μας. Χρωστούσε τ' όνομά του στον χρωματισμό του κι όχι σ' άλλο τίποτε, κι ήταν πρώτο, γιατί ήταν το μεγαλύτερο στ' ανάστημα και γι' αυτό φορούσε τον μεγαλύτερον κύπρο του κοπαδιού, κύπρον με δυο παράκυπρους μέσα του κι ένα χοντρό γλωσσίδι στον κεντρικόν κύπρο.

Θέλετε να μάθετε τι λογής είναι τα γκιωσσόγιδα; Γκιώσσα λέγονται γενικώς όλα τα γίδια πο’ ‘χουν μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά κι άσπρη κοιλιά και κάτι άσπρες αράδες στο πρόσωπό του, από απάνω προς τα κάτω.

— Άρχισε και να κατηχαίνει ο καημένος! Ξανάειπε ο αρχιπιστικός, γιατί του σώθηκαν τα δόντια και δεν μπορεί να τρώει κλαρί τώρα τον χειμώνα, και τον βαραίνει πολύ ο κύπρος,

— Ε! τότε, είπε ο πατέρας μου, σώθηκαν τα ψωμιά του! Κρίμα στο τραγί! Αλλά πόσο θα βαστούσε το καημένο! Είναι δέκα χρονών τραγί! Και πολύ που βάσταξε!

— Σωστά! Πρόστεσε κι ο αρχιπιστικός. Τα γεράματα δεν παίζουν!

— Λοιπόν! εξακολούθησε ο πατέρας μου. Βγάλ' του τον κύπρο, και βάλ’ τον στον Φλώρο. Πώς σου φαίνεται ο Φλώρος; Κορμερός είναι....

— Εγώ νομίζω αφεντικό, απάντησε ο αρχιπιστικός, ότι θα ‘ναι καλύτερος ο Μπάρτζος. Είναι πλιο πεταχτός.

— Ας είναι κι ο Μπάρτζος, είπε πάλι ο πατέρας μου συμβιβαστικά. Βγάλε λοιπόν τον κύπρο από τον Γκιώσσο και βάλ' τον στον Μπάρτζο και του Μπάρτζου τον βάνεις σε κανένα άλλο τραγί, που το ‘ρχεται ο δικός του μικρός, και τουτουνού πάλι τον κύπρο, τον βάνεις σε κανένα τραγί άκυπρο.

Ο μεγάλος ο κύπρος είναι ένα είδος στέμμα του κοπαδιού, ένα είδος σύμβολο ηγεμονίας.

— Και στον Γκιώσσο τι θα βάλομε; ξαναρώτησε ο αρχιπιστικός.

— Στον Γκιώσσο; Αχ! τον καημένον τον απόμαχο! Στείλ' τον αύριο πρωί στο σπίτι να τον ματώσομε, που ‘ναι και γιορτή.

Μ' άγγιξαν στην καρδιά αυτά τα λόγια του πατέρα μου, κι άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια μου βροχή!

— Γιατί κλαις;

Με ρώτησε ο πατέρας μου.

— Για τον καημένον τον Γκιώσσο, που θα τον σφάξεις! Του είπα κλαίγοντας.

— Κλαις, που θα τον σφάξομε; Με ρώτησε πάλι. Τι να τον κάνομε, το λοιπόν; Αν δε τον σφάξομε, θα ψοφήσει, αφού του σώθηκαν τα δόντια και δεν μπορεί να φάει κλαρί τον χειμώνα! Όποιος γεράζει, παιδί μου, καταντάει άχρηστος κι ο μόνος του προορισμός είναι ο θάνατος. Τα γιδοπρόβατα έχουν αυτό το καλό, που τα σφάζομε και δεν παν χαμένα. Τα τρώμε εμείς και δεν τα τρων τα όρνια…

Σ' αυτό απάνω άρχισαν να ‘ρχονται και τα γίδια, σαν μακριά ζωντανή αλυσίδα... Ο καημένος ο Γκιώσσος βρίσκονταν στην μέση της αλυσίδας, αντί να βρίσκεται στην κορφή, και δεν μπορούσε να σύρει τον κύπρο στον λαιμό του. Αλλ’ ήταν κι ένας θεόκυπρος! Τι κύπρος; Τριπλόκυπρος βαρύς.

Όταν άρχισαν να μπαίνουν στο χειμάδι τα γίδια, άρπαξε ο αρχιπιστικός τον Γκιώσσο, κι άρχισε να του ζουπάει το κουλούρι για να το ξεθηλυκώσει και να του βγάλει τον κύπρο, ενώ άλλα γίδια στέκονταν και κοίταζαν την καθαίρεση του αρχηγού τους από την αρχηγία του κοπαδιού, κι άλλα περνούσαν μ’ αδιαφορία.

— Μην το ξεκυπρώνρις το τραγί! Του φώναξα του αρχιπιστικού άγρια και διαταχτικά, κι αυτός, σεβόμενός με, έπαψε να ζουπάει το κουλούρι και με ρώτησε με κάποια απορία:

— Γιατί;

— Γιατί και ξεγιατί δεν ξέρω! Του είπα. Να κάνεις έτσ’ που σου λέω!

Κι ο πατέρας, συγκινημένος κι αυτός από την δική μου την συγκίνηση, του είπε κι αυτός:

— Καλά σου λέει το παιδί! Μην το ξεκυπρώνεις το τραγί! Δεν πρέπει να το ντροπιάσομε στα μάτια του κοπαδιού του, που το ‘σερνε περήφανα τόσα χρόνια από πίσω του!

Ο γιδάρης ο πιστικός, που τον είχαμε κάμποσα χρόνια με τα γίδια μας, ακούοντας τα λόγια του πατέρα μου, έμπηξε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί, και ρίχτηκε απάνω στον αρχιπιστικό με την κλίτσα λέγοντάς του με θυμό και με πόνο:

— Άφ’ σ' το τραΐ και μην το ντροπιάζεις έτσ’ αντίχριστε, γιατί θα σε τσακίσω!

Βλέποντας κι ο Κοράκης, το γιδόσκυλό μας τον γιδάρη να ρίχνεται απάνω στον αρχιπιστικό, του ρίχτηκε κι αυτός και τον άρπαξε από την κάπα!

― Οξώ! Κοράκη! Οξώ!

Φώναξε ο πατέρας μου και μπήκε στην μέση να υπερασπιστεί τον αρχιπιστικό κι από τον γιδάρη κι από το σκυλί.

Είδαν όλη εκείνη την σκηνή τα γίδια κι έδειχναν σαν να καταλάβαιναν και να αιστάνονταν την θέση του αρχηγού τους.

Δεν είπε τίποτε του γιδάρη ο αρχιπιστικός, καταλαβαίνοντας την εσωτερικήν του ώθηση, που τον είχε σπρώξει εναντίον του, κι όχι έχτρα ή μίσος.

Τότε ο πατέρας μου είπε του γιδάρη για να τον ικανοποιήσει.

— Να φέρ’ς αύριο το πρωί τον Γκιώσσο στο σπίτι με τον κύπρο του, τιμημένον... Ακούς; Να φέρεις κι ένα στειροπούλι για σφάξιμο... Όποιο διαλέξει ο τσιέλεγκάς σου....

Εκείνη τη στιγμή έρχονταν και τα πρόβατα στο μαντρί.... Ο ήλιος ήταν βασιλεμένος κι ο καταλαμπρός αποσπερίτης άρχισε να λάμπει στον ουρανό σαν χρυσόφωτη καντήλα.

— Πάμε! Μου είπε ο πατέρας μου λέγοντας στους πιστικούς:

— Καλή νύχτα παιδιά κι όμορφα κοπάδια.

Και γυρίσαμε στο σπίτι.

Όλη νύχτα ονειρευόμουν τον καημένον τον Γκιώσσο, πώς ήθελε να τον ξεκυπρώσει ο αρχιπιστικός, πώς του ρίχτηκε ο γιδάρης με την κλίτσα, και πώς κόντεψε να τον ξεσκίσει ο Κοράκης. Όλος ο ύπνος μου ήταν μια αδιάκοπη ονειροφαντασιά, που δεν κυριαρχούσε άλλος κανείς παρά ο καθαιρεμένος τράγος από το μεγάλο αξίωμά του.

Το πρωί, προτού ετοιμαστούμε ακόμα για την εκκλησιά, ακούστηκε ο μεγάλος κύπρος του Γκιώσσου, πο’ ‘ρχονταν αργά αργά. Ακούοντας τον κύπρο ο πατέρας μου βγήκε στην κρεβάτα για να ιδεί τον πιστικό, πο’ ‘ρχονταν με τον Γκιώσσο και με το στειροπούλι και του είπε:

— Σφάξ' τα και τα δυο γλήγορα και κατεβαίνω να τα γδάρω!

Η μάνα μου, ακούοντας το «Σφάξ’ τα και τα δυο...» πετάχτηκε κι αυτή στην κρεβάτα, κι είπε του πατέρα μου με θυμό, όπως συνήθιζε όταν έκανε εκείνος κάτι παράδρομο στο σπίτι:

— Τι είν’ αυτό, που διάταξες πάλε; Ένα σφαχτό μας φτάνει! Αρραβωνήσια θα κάνομε σήμερα και διάταξες να σφαχτούν δυο τραγιά;

— Άε στην δουλειά σου! Της είπε ο πατέρας μου. Ξέρω εγώ τι κάνω! Για μεθυσμένον με πήρες πρωί πρωί; Το ένα είναι για μας και τ’ άλλο για το χωριό.... Τον Γκιώσσο, που γέρασεν και του σώθηκαν τα δόντια, και δεν μπορεί πλια τον χειμώνα να φάει κλαρί, και θα ψοφήσει από την πείνα, θα τον κάνομε πεντ’ έξι κομμάτια και θα τον μοιράσομε στα φτωχόσπιτα, για ν' αρτηθούν κι αυτά χρονιάρα μέρα σήμερα. Νομίζεις ότι είναι όλος ο κόσμος σαν εμάς που σφάζομε κάθε βδομάδα;

Ακούοντας η μάνα μου ότι η θυσία του Γκιώσσου είχε φιλανθρωπικόν σκοπό, αφοπλίστηκε και γύρισε πίσω, αλλά μόλις άκουσα εγώ την υποχώρηση της μάνας μου, πετάχτηκα στην αυλή και άρπαξα κλαίοντας τον Γκιώσσο από τον λαιμό:

— Δεν αφήνω, είπα, κανέναν να μου σφάξει τον Γκιώσσο!

Εκείνη την στιγμή μου φάνηκε ότι αν σφάζονταν ο Γκιώσσος, θα σφάζονταν στο πρόσωπό του όλη η γιδοκοπή μας. Δεν μπορούσα να φανταστώ τα γίδια μας, χωρίς τον Γκιώσσο, τον περήφανό μας τον Γκιώσσο, τον ζηλευμένο μας τον Γκιώσσο, που τον ζήλευαν όλοι οι τσελιγκάδες, για το μεγάλο του τ’ ανάστημα, για τα χοντρά και μακριά του τα κέρατα που ήταν ως μισή οργιά το καθένα, και δεν το’ ‘βγαινε κανένα άλλο τραγί στο πάλεμα· θυμόμουν πόσες φορές, όταν πήγαινα στα γίδια, μέσα στον λόγγο, για να διασκεδάσω, τον καβαλίκευα, σαν να ήταν φορτηγό κι έφερνα γύρα τη λόγγα καβάλα, και μου φαίνονταν ότι δε θα σφάζονταν εκείνη την στιγμή ένας τράγος αλλά ένας άνθρωπος του σπιτιού μας, ένας σύντροφός μου και με κανέναν τρόπο δεν εννοούσα να μου τον σφάξουν!

Σ' αυτό απάνω είχε σφάξει το στειροπούλι ο γιδάρης, Ένα τετράπαχο κανούτο τραγάκι, και στέκονταν έτοιμος, με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι του να σφάξει και τον Γκιώσσο, αν και δεν το επιθυμούσε να το κάνει.

—Φύγε απ’ αυτού, παλιόπαιδο, τραβήξου!

Μου φώναξε ο πατέρας μου ψηλά από την κρεβάτα, αλλ’ εγώ είχα αγκαλιασμένον τον λαιμό του Γκιώσσου και φώναζα κλαμένα:

—Δεν αφήνω κανένα ναν σφάξει τον Γκιώσσο μουουουουου!

Αφορμή ήθελε η μάνα μου να μη σφαχτεί ο Γκιώσσος κι αφορμή βρήκε. Ξαναβγήκε στην κρεβάτα κι είπε του πατέρα μου σοβαρά:

—Το ‘βαλες σήμερα χρονιάρα μέρα να μου σκανιάσεις το παιδί με το σφάξιμο του Γκιώσσου;

Κάμφθηκε ο πατέρας μου από τα λόγια της μάνας μου, ίσως μάλιστα και πριν του μιλήσει εκείνη να ‘χε αποφασίσει να μη σφαχτεί ο Γκιώσσος και το’ ‘δωκε την χάρη, λέγοντας:

—Άφ' σ' τον Γκιώσσο! Μην τον σφάζεις

Κι έτσι σώθηκε από το λεπίδι ο Γκιώσσος κι όλην την ημέρα έπαιζα μαζί του και τον καμάρωνα, που χρωστούσε την ζωή του σ’ εμένα, κι αιστάνθηκα τέτοια χαρά και τέτοια ευχαρίστηση, ώστε από τότε, κάθε φορά, που μου δίνεται αφορμή στον βίο μου να χαρώ για κάποιο καλό, πο’ ‘χω κάνει σ’ ανθρώπους αναγκασμένους, πετάει ο νους μου στον Γκιώσσο μου!

 

αρχή

 



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOΥ ΤΣΙΕΛΕΓΚΑ

Τον θυμάμαι ακόμα τον καημένον τον τσιέλεγκά μας, τον γερο-Κούσιο, σαν να ήταν χτες, αν και πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια σύγκορμα από τότε!

Ήταν ογδοήντα πέντε χρονών κι απάνω ο γερο-Κούσιος αλλά δεν του αποφαίνονταν ούτε για πενήντα. Τα μαλλιά του και τα μουστακόγενά του δεν είχαν ασπρίσει ακόμα ούτε τα μισά, το κορμί του ήταν ίσιο ακόμα, σαν κυπαρίσσι, κι όταν ανεβαίναμε τα βουνά του Βραδέτου, όσος ανήφορος κι αν ήταν δεν καβαλίκευε. Μπορώ να πάρω όρκο, ότι δεν είχε καβαλικέψει ποτέ στη ζωή του ο γερο-Κούσιος ο τσιέλεγκάς μας! Όταν είμαστε στο ξεκαλοκαιριό, κοιμόνταν πάντα υστερνός και ξυπνούσε πάντα πρώτος. Χειμώνα-καλοκαίρι δεν κοιμόνταν ποτέ τεντωμένος, αλλ’ ακουμπισμένος κάπου, είτε σε χοντρό κούτσουρο, είτε σ' αναποδογυρισμένο καρδάρι, είτε σ’ άλλο τι, έχοντας προσκέφαλο το ζερβί του χέρι και στρώμα του και σκέπασμά του την κάπα του.

***

Ήταν ευλογημένη ψυχή ο γερο-Κούσιος ο τσιέλεγκάς μας. Θεωρούσε όλους τους υποδεεστέρους του ως παιδιά του, κι όταν έρχονταν στην ανάγκη να κάνει καμιά παρατήρηση σε κανέναν τους, να τους πει κανέναν ψυχρό λόγο —άγιο το χώμα του εκεί πο’ ‘πεσε!— και τότε ακόμα έσταζε μέλι από το στόμα του.

Εμένα μ' αγαπούσε πολύ πολύ, όχι γιατ' ήμουν παιδί τ' αφεντικού του, αλλά γιατί τον σεβόμουν και τον παρακαλούσα να μου λέγει ιστορίες. Και πόσο αγαπούσε ο μακαρίτης να λέγει ιστορίες της ζωής του· κι άρχιζε τες ιστορίες του αφόντας ήταν μικρό παιδί, ως την ώρα εκείνη που μιλούσε. Αν ήταν γραμματισμένος κι έγραφε τα όσα είχε ιδεί κι είχε περάσει, από την ημέρα που είχε πάρει στο χέρι την κλίτσα, εφτά χρονών παιδί απάνω κάτω, θα ‘φκιανε ένα βιβλίο με χίλια φύλλα, που θα το διάβαζε ο καθένας μ' ευχαρίστηση. Ήθελε δεκατέσσερα αυτιά να τον ακούς, όταν διηγόνταν τες κακοκαιρίες, που κατέβαζαν τα ποτάμια και πνίγονταν οι δρόμοι και τραντάζονταν τα ριζοθέμελα της Γης από τες μπουμπουναριές των αστροπελεκιών. Ή πάλε, όταν ρίχνονταν οι λιμασμένοι λύκοι στα μαντριά, κι αυτός ανέβαινε απάνω στα δέντρα για να γλιτώσει. Αλλ’ εκείνο, που μ' ευχαριστούσε πλιότερο ήταν, όταν μου διηγόνταν πώς τον είχαν πάρει μια μέρα οι Ξωτικές και τον φύλαξαν κλεισμένον στα σπήλια τους εξ μήνες και πλιότερο.

***

Ένα πρωινό που είχε βγει ο ήλιος του Θεριστή πολύ καφτερός, τον είδα τον γερο-Κούσιο τον τσιέλεγκά μας ν' ανεβαίνει τον κακοτρόχαλο δρόμο για την στρούγκα όχι πεταχτά, όπως τον έβλεπα όλες τες άλλες φορές, αλλ’ ανάγαλια ανάγαλια. Ερχόντας χαιρέτισε ξέκαρδα κι ακούμπησε στο στρουγκολίθι, σαν αγκουσεμένος.

— Τι έχεις, γέροντα; Του είπα.

— Δεν μπορώ. Μου απολογήθηκε.

Μου φάνηκε πολύ παράξενη η απόκριση του! Αυτός άρρωστος, που καυχιόνταν ότι δεν είχε ειπεί ποτέ κεφάλι στην ζωή του.

Πολλές φορές αυτός, κοροϊδεύοντας όσους αρρωστούσαν και ζητούσαν γιατρικά, έλεγε:

— Εγώ θα πεθάνω γερός!

Άρχισε να με πιάνει μια κακή προαίστηση. Μου φαίνονταν, όπως ήταν εκεί δα ακουμπισμένος, σαν γκρεμισμένος πύργος, κι ότι δε θα τον ξανάβλεπα πλιο ορθόν. Την προαίστησή μου αυτήν, την δυνάστευαν πλιότερο και τα τρία μας σκυλιά: ο Μούργκας ο Γκεσούλης κι ο Τραχήλης, που κάθονταν στα πισινά γύρα του, και τον κοίταζαν με μια λύπη ζωγραφισμένη στα μάτια τους.

— Θέλ'ς; του είπα, να σε τρίψομε;

— Αχ! Μου απολογήθηκε. Δεν με πονάει πουθενά το κορμί, για να με τρίψετε.

— Τότε, τι έχ'ς; τι σε πονάει; Τον ξαναρώτησα.

— Έχω φωτιά στο κεφάλι μου! Μου ξαναπολογήθηκε. Μου φαίνεται πως θ' ανοίξει και θα σκιστεί το κεφάλι μου. Με πλάκωσε κακή αρρώστια.

— Καρδιά και θα περάσει! Του είπα.

— Τι καρδιά! Μου ματαξανάειπε, που ‘μαι χαμένος!

— Να στείλομε στα Γιάννινα για γιατρικά; Τον ματαξαναρώτησα.

— Στα Γιάννινα! Ξεφώνισε. Τι λες, παιδί μ'! Νομίζεις ότι μπορώ να βαστάξω τρία τέσσερα μερονύχτια ώσπου να πάει και να ‘ρθει ο άνθρωπος στα Γιάννινα.

— Γιατί όχι! Του είπα. Έτσι πεθαίνει ο κόσμος εύκολα;

— Να σου ειπώ... Μου απήντησε. Αν είναι να βαστάξω τρία τέσσερα μερόνυχτα έτσι τότε κάλλια θάνατος αυτήν την στιγμή.

Κι ύστερα από λίγη σιωπή, εξακολούθησε:

— Μωρέ, το έρημο! Τι θα ειπεί αρρώστια! Κι έκανε τον σταυρό του.

Σε λίγο άρχισε να βογκάει και ξαπλώθηκε καταγής.

— Βάλε μου κάτι για προσκέφαλο. Μου είπε κι εγώ δίπλωσα ένα σκουτί που το ‘βρα πρόχειρο, και του το ‘βαλα κάτω από το κεφάλι του.

— Έχε την ευκή μου... Μου είπε, κι εγώ τον ρώτησα και πάλε:

— Θέλ'ς να σου στρώσομε τίποτε για να μην είσαι ξαπλωμένος στα χώματα;

Με λίγη ώρα μου απολογήθηκε βαρετά:

— Όπως θέλ'ς, παιδί μ'! Κι έκλεισε τα μάτια του.

Τότε εγώ το’ ‘στρωσα μια βελέντζα διπλή στο ισιότερο μέρος και του φώναξα:

— Σήκου να ξαπλωθείς στο στρωμένο εκεί δα... Άνοιξε τα μάτια του και μου είπε:

— Δεν μπορώ να κουνηθώ μόνος μου... θέλω βοήθεια... Ξέρ'ς πως είμαι; Σαν να ‘χω πέσει από την κορφή του βουνού κάτω στον κάμπο! Έτσ' είναι ξεκλειδωμένο το κορμί μ'!

Δεν μπορούσα να τον σηκώσω μόνος μου κι ήταν ανάγκη να φωνάξω κάποιον από τους πιστικούς μας, γιατί ήταν πολύ μακριά ακόμα η ώρα που θα ‘βγαιναν οι πιστικοί στην στρούγκα για τ' άρμεγμα.

Βγήκα παρέξω από την στρούγκα ν’ αγναντέψω κανέναν πιστικό στην πλαγιά. Αντίκρισα τον Κώτσιο από τα στέρφα, και τον Τσίλια από τα γαλάρια που κάθονταν σ' έναν ψηλόν βράχο, σαν αητοί, και κουβέντιαζαν. Παρέκει ήταν κι ο Κίτσιος, που φύλαε τα βαρβάτα και λάλαε την φλογέρα μέσα σ' ένα γούπατο κι αχολογούσε γύρα του το λάκκωμα από τη γλυκάδα και την αρμονία της φωνής της.

Φωνάζω δυνατά:

— Ωωωωώρε Κώτσιοοο! Ωωωώρε Τσίλιααα.

Οι πιστικοί άκουσαν κι απολογήθηκαν:

— Εεεεεεεε!

― Ελάτε απάνω γλήγορα. Τους φώναξα προστακτικά, γιατί και οι δυο ήταν από τους δικούς μου τους πιστικούς, κι όχι από τους πιστικούς των συντρόφων μας.

— Τι τρέχει; Φώναξε, ρωτώντας από μακριά ο Τσίλιας.

— Ελάτε απάνω γλήγορα σας λέω! Τους απολογήθηκα κι οι δυο πιστικοί έκαναν τον ανήφορο σαν ζαρκάδια, κι όταν έφθασαν κοντά, με ξαναρώτησαν.

— Τι τρέχει και μας φώναξες;

— Αρρώστησε ο Τσιέλιγκας! Τους απολογήθηκα.

— Δόξα σοι ο θεός! ξεφώνησε ο Κώτσιος, π' αρρώστησε μια φορά κι αυτό το ζλάπ'! Ούλ' μας αρρωσταίνουμε, ποιος αφαλό, ποιος κεφάλ', ποιος κορμί, ποιος δούλεμα, κι αυτός ο κόρακας εκατό χρονών κόντεψε και δεν έλεγε κεφάλ'!

— Τι λες, ωρέ απόνετε! Του είπα. Φχαριστήθηκες, π' αρρώστησε ο Τσιέλεγκάς μας;

— Ας αρρώστησε κι αυτός μια φορά, σαν άνθρωπος, για να δείξει ότι δεν είναι αγρίμι! Μου απάντησε με απάθεια ο πιστικός.

* * *

Φτάνοντας οι δύο πιστικοί, σηκώσαμε οι τρεις μαζί τον αρρωστεμένον Τσιέλεγκά μας, τον αποθέκαμε απάνω στην διπλοστρωμένη βελέντζα και τον σκεπάσαμε με την κάπα του.

— Θέλ'ς; τον ρώτησα, να σου ρίξομε ακόμα μια βελέντζα;

— Όχι, παιδί μ'! Μου απολογήθηκε. Δεν θέλω τίποτα! Μόνον να μο’ ‘χετε κοντά μου εδώ το βουτσέλ' με το νερό... Φωνάξτε και τον Κολιό να κάθεται στο κεφάλ' μου να τον διατάζω σ' ό,τι χρεία...

Ο Κολιός ήταν ένα πιστικούδι καμιά δεκαριά χρονών, που πάγαινε με τα ζυγούρια, σαν να πούμε, υπεράριθμος, αν κι έκανε τόσες δουλειές το καημένο, ευκολαίνοντας τον έναν και τον άλλον σ' όλην την στάνη.

Εκείνη τη στιγμή ανηφορούσε κι ο Κολιός για την στρούγκα.

— Περπάτα, γλήγορα, ωρέ! Του φώναξα και το παιδί ανάγκασε το βήμα του κι ήταν μπροστά μου σε λίγες στιγμές.

Άμα ήρθε ο Κολιός έκαναν τον κατήφορο οι δυο πιστικοί, λέγοντας μ' ένα στόμα!

— Περαστικά, γεροτσιέλεγκα κι αύριο να σε βρούμε καλά!

***

O Τσίλιας, σαν να λησμόνησε κάτι, ξαναγύρισε και μο’ ‘κανε από μακριά νεύμα να πάω σιμά του κι όταν τον ζύγωσα, μου είπε σοβαρά:

— Να στείλ'ς κανένα στο χωριό να φέρ' τον παπά, να τον μεταλάβει τον γέρο, γιατί δεν είναι καλά... Μας φεύγει αύριο ο γέρος!

— Πώς το ξέρ'ς; Τον ρώτησα ταραγμένος και θυμωμένος από τη στενοχώρια μου.

— Πώς το ξέρω; Αυτοί οι γέροι βαστούν, βαστούν ορθοί, κι άμα πέσουν μια καταγής, πέφτουν για πάντα και παν στη δουλειά τους. Έπειτα δεν είδες που είναι άνιωτος; Τι λέει ο λόγος; «Αλί στον νιον που δέρνεται, στον γέρο που κοιμάται» Δεν με αρέζει καθόλου αυτό... Όταν ησυχάζει ο άρρωστος γέρος μυρίζει χωματήλα… Βράσ’ του το σ'τάρι του! Άμ! και πόσο θα ζούσε, κόρακας θα γένουνταν ο Χριστιανός!...

Κι εγώ του απάντησα:

— Δεν πας εσύ, ωρέ Τσίλια, στο χωριό για τον παπά;

— Όπως ορίζεις μου απολογήθηκε. Πηγαίνω.

— Πάρε κι ένα μουλάρι του είπα. Πού μπορεί ν' ανέβει ο άνθρωπος πεζός σ' αυτά εδώ τα κράκουρα.

— Παίρνω κι ένα μουλάρι... Μου αποκρίθηκε ο Τσίλιας κι έφυγε τον κατήφορο σαν φάντασμα, κι εγώ γύρισα στην στον άρρωστο. Ο Κολιός κάθονταν πλάγι στο κεφάλι του, αλλ’ αυτός δεν ταράζονταν καθόλου και πότε πότε γύρευε το βουτσέλλι να πιει νερό, και τίποτε άλλο.

Λυπόμουν πολύ γι’ τον γεροτσιέλεγκά μας κι η ιδέα ότι μπορούσε να πεθάνει μ' έκανε να τρομάζω. Θυμόμουν ότι την προηγούμενη μέρα ήταν γερός και καλά, χαρούμενος κι ανοιχτόκαρδος και μας διηγήθηκε τόσα πράγματα της μακριάς ζωής του: πώς απόφυγε την παντρειά, όταν ήθελαν να τον παντρέψουν οι γονέοι του, κι έτσι έμεινε ανύπαντρος και καθαρός κι αμόλυντος και ξέγνοιαστος και πέρασε ζωή χαρισάμενη, χωρίς συλλογές και χωρίς σκέψες και φροντίδες και στενοχώριες, και μόνη του συλλογή, και μόνη του σκέψις και φροντίδα και στενοχώρια ήταν το ξένο ψωμί και τα δικά του δόντια. Πώς μοίραζε την ρόγα του στον έναν και στον άλλον για να κάνει καλό, πώς τον είχαν αρπάξει οι Ξωτικιές, και πώς τες ξέφυγε, πώς τον είχε κυνηγήσει μια αρκούδα στα βουνά της Σαμαρίνας, κι αν δεν πρόφθαινε να γλιστρήσει σε μια θεόρατη σάρα, θα τον έκανε κομμάτια, πώς είχε παλέψει μια βραδιά μ' έναν λυσσιάρικον λύκο και τόσα άλλα παράξενα.

Εκεί που σκεφτόμουν εγώ όλα αυτά, αυτός άρχισε ένα ψιλοτράγουδο:

— «Τα πή..., Βλαχά μ', τα πήρανε τα πρόβατα...» κι ύστερα από το τραγούδι ανασηκώθηκε, κάθισε σταυροπόδι κι άρχισε να λαλάει τη φλογέρα του με τέτοια όρεξη, ώστε σταμάτησαν τα γιδοπρόβατα, πο’ ‘βοσκαν τριγύρω και δεν ακούγονταν τα κυπροκούδουνά τους,

— Είναι το υστερνό του τραγούδι και το υστερνό του λάλημα. Είπα με τον εαυτό μου και τα μάτια μου βούρκωσαν.

Σ' αυτό επάνω ζήτησε νερό ο Τσιέλεγκας.

— Θέλ' και κανένα αρρωστικό η καρδιά σου. Τον ρώτησα.

— Αρρωστικό; Μου απολογήθηκε βαρετά. Σαν τι;

— Παγούδα, αφρόγαλο, ξυνόγαλο, χλωροτύρι, γαλοτύρι, κανέν' αρνί ψητό, κανέν' απίδι, κανένα πεπόνι, κανένα χειμωνικό...

― Δεν βαριέσαι, παιδί μ'! Μου απάντησε ανόρεχτα. Δεν θέλ' τίποτε η καρδιά μ'! Είναι κλεισμέν' με δεκοχτώ κλειδιά. Λίγο νεράκι κρύο θέλω και τίποτα άλλο!

Τον άφηκα ήσυχο κι αναμέρησα περίλυπος.

***

Ο Τσιέλεγκας έπιε νερό, ματαξαπλώθηκε και ματακουκουλώθηκε.

Εκείνη την στιγμή ανέβαιναν για τους αρμεγώνες τους από την μια μερά τα γαλαρόγιδα, αργά αργά, το ‘να πίσω από τ’ άλλο και τα γαλαρόπρατα από την άλλη, σωρό, κι αναγκάζονταν από τους πιστικούς με τα «έι έι κι «έι έι» και σπρώχνονταν με τις κλίτσες, για ν' ανηφορήσουν κατά τον αρμεγώνα. Σε λίγο είχε γεμίσει η στρούγκα από γίδια κι από πρόβατα. Άλλα είχαν μπει μονάχα τους στους αρμεγώνες, άλλα είχαν πάει στον στάλο κι άλλα περικύκλωσαν το τυροκομείο και τον άρρωστο Τσιέλεγκά μας, ενώ οι πιστικοί είχαν γυρίσει κάτω στην πλαγιά για να μαζέψουν τα ξεκομμένα.

***

Η προβατίνα η Κάλεσια με κέρατα, κι η γίδα η Σιούτα Κανούτα στάθηκαν απάνω στο κεφάλι του και προσπαθούσαν με το στόμα να τον ξεσκεπάσουν, αλλά δεν τες άφηνε ο Κολιός. Τέλος, αυτές επέμειναν, αναποδογύρισαν με μια κεφαλοσπροξιά τον φύλακα του Τσιέλεγκα και τράβηξαν με το στόμα την κάπα του και φάνηκε το πρόσωπό του. Νόμισα ότι θα τα φώναζε ο Τσιέλεγκας και θα τα βλαστημούσε, αλλ’ αυτός άνοιξε την αγκαλιά του κι αγκάλιασε και φίλησε την Κάλεσια και την Κανούτα κι έβγαλε απ’ το σελάχι του, καταπώς τες είχε μαθημένες και τες δυο, δυο κριτσέλλια ψωμί και λίγο αλάτι και τους τα ‘δωκε να τα φαν και ματανασηκώθηκε και σταυροποδιάστηκε. Τον περικύκλωσαν κι άλλα γίδια κι άλλα πρόβατα και του ζητούσαν κι αυτά αλάτι και ψωμί.

— Φέρε μου, ωρέ παιδί, είπε στον Κολιό το σακούλι με το ψωμί και τ' αλατερό με τα αλάτι! Θα τα θρέψω όλα σήμερα με το χέρι μου, για να με θυμούνται τα καημένα!

Του πήγε το παιδί το σακούλι με το ψωμί και τ' αλατερό κι ο Τσιέλεγκας άρχισε να μοιράζει ψωμί κι αλάτι στα γιδοπρόβατα, αλλ’ η ασυνήθιστη απλοχεριά του εκείνη την ημέρα έκανε και μαζεύτηκαν γύρα του όλα τα γαλάρια και τόσο τον ζύγωσαν, που ρίχτηκαν στο τέλος απάνω του, κι όπως ήταν αδύνατος από την θέρμη, τον γκρέμισαν και τον τσαλαπάτησαν. Ρέκαξε ο Κολιός εκείνην την στιγμή κι εγώ που ‘φραζα τους αρμεγώνες από κάτι πορειές, ιδόντας το χύμισμα των γαλαριών κατ' απάνω στον Τσιέλεγκα, έτρεξα αμέσως και χτυπώντας τούτα απ’ εδώ και τ' άλλα απ’ εκεί, τα σκόρπισα, κι ηύρα τον Τσιέλεγκα, αλλού το στρώμα του, αλλού το σακούλι με το ψωμί, κι αλλού τ' αλατερό.

— Τι τα ‘θελες, γέροντά μου, του είπα, αυτά τα παιγνίδια με τους διατάνους, άρρωστος άνθρωπος!

— Μη χολιάζεις, παιδί μ'! Μη χολιάζεις! Μου απολογήθηκε ευχαριστημένος. Δεν έπαθα τίποτε! Την ευχή μου να ‘χουν τα βλογημένα! Την ευχή μου να ‘χουν!

Κι ενώ ο Κολιός ξανάστρωνε την βελέντζα κι έβανε το προσκέφαλο, εγώ σήκωσα τον Τσιέλεγκα, τον πήρα από το χέρι, και τον έβανα απάνω στην στρώση.

Σ' αυτό απάνω ήρθαν κι οι πιστικοί από τη μια μεριά των γιδιών κι από την άλλη των προβατιών με τες πλιο οκνές προβατίνες και τις πλιο άσμιγες και ξεκοψιάρες γίδες.

Αρμέξαμε, πήξαμε τυρί το πρόβειο γάλα και ρίξαμε στες ντρομπολίτσες το γιδίσιο να βγάλομε βούτυρο, κι ύστερα καθίσαμε να φάμε ανόρεχτα, γιατί ο νους μας ήταν στον άρρωστό μας. Τελειώνοντας το φαγί, πήγαμε κοντά του και τον ρωτήσαμε τι κάνει, αλλ’ αυτός μας ένεψε να φύγομε κι επειδή εμείς στεκόμαστε αναγκάστηκε να μας πει:

— Σύρτε στη δουλειά σας... Τίποτα δε μου κάνετε και τίποτα δε θέλω. Νερό που θέλω, το ‘χω... Σύρτε... Η σημερινή, η αυριανή κι η μεθαυριανή δεν είναι δικές μου... Η παραμευθαριανή θα ‘ναι η μέρα μου.

Σκόρπισαν οι πιστικοί, καθένας στη δουλειά του και μόνον εγώ έμεινα με τον βοηθό μου στην στρούγκα να οικονομήσω το τυρί και το βούτυρο, ως παρατσιέλεγκας, κι αφού τα οικονόμησα όπως έπρεπε, έβρασα το τυρόγαλο κι έβγαλα την ούρδα, ζέστανα στον ήλιο κι έπηξα το βαρεμένο γάλα, κι έστειλα τον βοηθό με το ψωμί στους πιστικούς, πήρα την κάπα μου και το ντουφέκι και τράβηξα σ' ένα σύδενδρο να κοιμηθώ.

Το δειλινό γύρισα να στραγγίξω το τυρί του βαρεμένου γαλατιού και να δώσω του ζυμωτή αλεύρι να φκιάσει ψωμί, και να ιδώ τι κάνει ο Τσιέλεγκας.

Τον ηύρα άνοιωτον. Ρώτησα τον Κολιό πώς πέρασε και μου είπε ότι όλο και παραμιλούσε. Σε λίγο ήρθε κι ο Τσίλιας από το χωριό χωρίς τον παπά.

— Πού ‘ν' ο παπάς; Τον ρώτησα.

— Ήταν θερμασμένος, μου απήντησε και δεν μπορούσε να ‘ρθεί. Του άφησα το μουλάρι κι άμα γίνει καλά, θα ‘ρθεί με τ' αρτοφόρι να τον κοινωνήσει.

***

Πέρασε κι η δεύτερη μέρα, πέρασε κι η τρίτη κι ο Τσέλεγκας όλο και στο χειρ-χειρότερο πήγαινε.

— Αύριο, είπα μέσα μου, θα ‘ναι η στερνή του, όπως και το είπε μόνος του.

Την άλλη ήμερα, την τέταρτη, που φοβούμουν, με φώναξε τ' απάρμεργμα και μου είπε:

— Να παραγγείλεις να φέρουν, κατά το σπερνό, όλα τα κοπάδια μας εδώ γυροβολιά: ζυγούρια, κατσίκια, βαρβάτα, στέρφα και γαλάρια, γίδια, και πρόβατα, και να μη λείψει κανένας πιστικός. Ακούς; Έτσι να ‘χεις την ευχή μου.

Κατάλαβα ποιος ήταν ο σκοπός του και δε μίλησα καθόλου, γιατί λίγο χρειάζονταν για να με πιάσουν τα κλάματα.

Ύστερα από λίγο με ρώτησε:

— Πόσες έχει ο μήνας σήμερα;

— Είκοσι πέντε του είπα.

— Είκοσι πέντε; είπε σαν να μην το πίστευε. Απολύκαταν τα βαρβάτα;

— Όχι! Του αποκρίθηκα.

—Ε! καημένε! μου είπε με γλυκόν θυμό και τώρα ακόμα περιμένετε από μένα ορμήνιες; Ήρθε τ’ Αη-Γιαννιού, απόλυμα τα βαρβάτα! Να τ' απολύκετε, το λοιπόν σήμερα χωρίς άλλο, αφού έχει είκοσι πέντε ο Θεριστής!

Κι ύστερα από λίγη πάλε σιωπή, ξανάειπε:

— Αυτό το κακό έχομε εμείς που βρισκόμαστε μακριά από εκκλησιά και παπά.

Στην στιγμή είπα στους πιστικούς των γαλαριών να σμίξουν αμέσως τα γαλάρια με τα βαρβάτα, να ρίξουν και τέσσερα πέντε κριάρια βαρβάτα κι άλλα τόσα βαρβάτα τραγιά στα στέρφα και να βασέσουν το βράδυ κατά το σπερνό, όλες τες κοπές γυροβολιά στη στρούγκα.

***

Ο άρρωστός μας Τσιέλεγκας φαίνονταν σαν καλύτερα, αλλ’ αυτό το καλύτερα με φόβιζε πλιότερο, γιατί ήταν το λεγόμενο καλυτέρεμα του θανάτου. Ο θάνατος είναι πονηρός και πάντα λίγες ώρες πριν ξεψυχήσει ο άρρωστος τον αφήνει να καλυτερέψει λιγάκι κι ύστερα τον πιάνει από τον λαιμό. Εκείνο όμως που μεγάλωνε την στεναχώρια μου πλιότερο ήταν που δεν είχε έρθει ακόμα ο παπάς να τον μεταλάβει και θα πήγαινε αμεταλάβητος. Σκεπτόμουν να ξαναστείλω ένα πιστικό στο χωριό και να τον πάρει «άρον άρον» όταν σ' αυτό απάνω άκουσα το κυπρί του μουλαριού μας: «Τρίγγγ-τριγγγγ-τργγγκ που ανέβαινε τον ανήφορο της ράχης που βρισκόμαστε. Πετιέμαι και βλέπω τον παπά πο’ ‘ρχονταν καβάλα πετραχηλωμένος, ξεκαμηλαύχητος και κρατώντας το αρτοφόρι με το δεξί χέρι, ενώ ένα παιδί, ως δώδεκα δεκατριών ετών, προηγόνταν, σέρνοντας με το ζερβί το μουλάρι, από τη σύρτη του καπιστριού και κρατώντας με το δεξί ένα φανάρι αναμμένο. Τρέχω κοντά στον Τσιέλεγκα και του λέγω με κάποια προσποιημένη αφέλεια:

— Ήθελες να ‘ρχονταν κανένας παπάς;

— Ακούς λέει! ξεφώνησε. Ήθελα και παραήθελα αλλά πού ‘ν' τος; Ήθελα να ξομολογόμουν, να του ‘λεγα καμιά αμαρτία πο’ ‘χω κάνει κι εγώ ως άνθρωπος αμαρτωλός που είμαι, να μου διαβάζει καμιά σχωρεστική ευκή, να με μεταλάβαινε, σαν χριστιανό...

Είναι καλή η τέχνη εμάς των πιστικών σ' όλα τ' άλλα, αλλ’ έχομε κι ένα κακό... Είμαστε μακριά από τα εκκλησιαστικά... Πεθαίνομε, σαν σκυλιά σαν οι Τούρκοι χωρ΄ς ξεμολόγηση, χώρ'ς διάβασμα χώρ'ς μεταλαβιά...

Κι ενώ έλεγε αυτά, το κυπρί του μουλαριού όσο πήγαινε κι ακούγονταν σιμότερα: «Τρίγγγ-τριγγγ-τρίγγγ τρίγγγ-τρίγγγ-τρίγγγγγγ.» Ώσπου φάνηκε στο ξεκάμπισμα της ράχης.

— Να κι ο παπάς, του είπα, που μας έρχεται. Γύρισε και βλέποντάς τον, προσηκώθηκε στα γόνατα, έβγαλε την σκούφια του κι άρχισε σταυρούς απανωτούς λέγοντας;

— «Μνήστητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου!»

Σταμάτησε το μουλάρι και τρέξαμε όσοι είμαστε εκεί να βοηθήσομε τον παπά να κατεβεί. Ο Τσιέλεγκας βρίσκονταν ακόμα γονατιστός και ξεσκούφωτος και σταυροκοπιόνταν μουρμουρίζοντας:

— «Ήμαρτον Θεέ μου! Μνήστητί μου Κύριε!»

***

Ο παπάς απόθηκε τ' αρτοφόρι απάνω στον τυρολόγο, έβγαλε το πετραχήλι, φόρεσε το καλυμαύκι του διάταξε το παιδί πο’ ‘σερνε το μουλάρι να σταθεί ξεσκούφωτο και με το φανάρι μπρος στ' αρτοφόρι και τράβηξε προς τον άρρωστο.

Ο Τσιέλεγκας σταυροκοπιόνταν, όπως ήταν γονατισμένος κι έλεγε τα: «Μνήστητί μου Κύριε» και τα «Ήμαρτον Θεέ μου!»

— Τι κάν'ς; Τον ρώτησε ο παπάς.

— Τι να κάνω παπά μ'; Απολογήθηκε ο Τσιέλεγκας.

— Να! είμαι του θανατά! Μου σώθηκε το λάδι. Δεν με γλέπ'ς; Έπεσα εγώ άλλη φορά καταγής;

— Άνθρωποι είμαστε! Του είπε ο παπάς μ' ύφος συμβουλευτικό, θ' αρρωστήσομε κιόλας!

— Αλήθεια παπά μου! Συμπλήρωσε ο Τσιέλεγκας. Άνθρωποι είμαστε θα πεθάνομε κιόλας!

Κι ύστερα από λίγη σιωπή ρώτησε ο Τσιέλεγκας:

— Για να με μεταλάβ'ς ήρθες δέσποτα;

— Αν το θέλ'ς, του απολογήθηκε ο παπάς με προσποιημένη αδιαφορία. Ξέρ'ς... δεν κόβ' μέρες η μεταλαβιά...

— Να με μεταλάβ'ς! Να με μεταλάβ'ς δέσποτα μ'! θέλω να με μεταλάβ'ς!

— Δεν είναι καλύτερα να σε ξεμολογήσω πρώτα; Πρόστεσε ρωτώντας ο παπάς. Άνθρωποι είμαστε... γεννιούμαστε με την αμαρτία προσκεφάλι...

— Να με ξεμολογήσεις! Απολογήθηκε σταθερά ο Τσιέλεγκας. Ξομολόγησέ με! Δεν λέω το ενάντιο... Ξομολόγησέ με πρώτα!

Φόρεσε αμέσως ο παπάς το πετραχήλι του, και μας είπε εμάς των αλλωνών, που στεκόμαστε γύρα:

— Φευγάστε όλοι απ’ εδώ! Σύρτε μακριά... θα ξεμολογήσω.

— Όχι, όχι, δέσποτα μου! Φώναξε ο Τσιέλεγκας. Αν δεν είναι παράνομο, ας μείνουν τα παιδιά...

— Δεν είναι παράνομο... είπε ο παπάς, αλλ’ ένας άνθρωπος που ξεμολογιέται δε θέλω να τον ακούν οι άλλοι να λέει τα κρίματά του, τες αμαρτίες του...

— Όχι, παπά μ'! είπε ο Τσιέλεγκας. Αν δεν είναι αμαρτία, ας σταθούν. Θα πω σ' όλους μπροστά φανερά ό,τι έκανα. Τι με μέλλ' τώρα; Καλύτερα να μάθουν όλοι ό,τι έχω καμωμένα.

Ύστερα απ’ αυτήν την απαίτηση του αρρώστου, είπε κάποιο «εναρχτικό» ο παπάς κι άρχισε την εξομολόγηση.

— Σαν άνθρωποι, που είμεστε, αμαρταίνομε κι όχι μόνον αμαρταίνομε, αλλά και γεννιούμαστε με την προπατορική αμαρτία... Πε μου ευλογημένε σαν τι αμαρτίες έχεις καμωμένες στην ζωή σου σαν άνθρωπος που είσαι... Ξομολογήθηκες άλλη φορά;

Κι ο Τσιέλεγκας απολογήθηκε:

— Πρώτα πρώτα, δέσποτα μ', δεν έχω κάν' κανένα κακό, καμιά αμαρτία, από κείνες που μολαίνουν το σώμα και την ψυχή κι ούτε ξομολογήθηκα ποτέ. Σαν άνθρωπος, αγάπησα πολλά κορίτσια και γυναίκες, αλλ’ ως την αγάπη μοναχά έφτασα, την αγνή αγάπη κι όχι παραπάνω. Τι θα ειπεί γυναίκα, ως αυτήν την στιγμή, δεν ξέρω... Είν' αμαρτία η αγάπη;

— Αν η αγάπη δε γένεται αιτία κακού, δεν είναι αμαρτία, αλλ' αν έγινε αιτία κακού, τότε είναι.

Είπε ο παπάς κι ο Τσιέλεγκας εξακολούθησε:

— Η αγάπη μου δεν έχει προξενήσει κανένα κακό κι ούτε κανένας την γνώριζε. Την είχα βαθιά στην καρδιά μ' και μοναχά η φλογέρα μ' την ήξερε, που λαλούσε κάθε μέρα και κάθε νύχτα τον πόνο μου και μοναχά τα πεύκα, τα έλατα, οι οξιές, οι ράχες, τα κουρφοβούνια, οι πλαγιές, τα λακκώματα, τα γίδια, τα πρόβατα, που ‘χα μπροστά μου, που δεν είχαν λόγο να την πουν και να την μαρτυρήσουν, την άκουγαν. Από δεκαπέντε χρονών παλιόπαιδο ως πενήντα χρονών, που άρχισα να βλέπω καμιά άσπρη τρίχα απάνω στο πρόσωπό μου, φώλιαξε στην καρδιά μ' η αγάπη. Τελευταία μου αγάπη ήταν η χηρεμένη τσιελεγκίνα μου. Δεν με θέλ'σε! Δεν με θέλ'σε! Τότε είδα κι απόειδα, πήρα τον απόθωρό μου, έριξα πέτρα στην καρδιά μ', έμεινα ανύπαντρος και γιώτα μοναχή, άλλα καθαρός σ' όλ' την ζωή μ'! Την ημέρα, πο’ ‘μαθα, δέσποτα μ', πως παντρεύονταν, κόντεψε να ριχτώ από ‘ναν γκρεμό!...

— Δεν είν' αμαρτία αυτή η αγάπη, ευλογημένε μ'. Δεν είν' αμαρτία...

Είπε πάλε ο παπάς και ξαναξακολούθησε ο Τσιέλεγκας.

—Αλλ' αν δεν είναι αμαρτία η αγάπη, όταν αγαπάει κανείς και δεν αγαπιέται και δεν αγαπάει; Μη νομίσεις ότι δεν ήμουν άξιος να μ' αγαπούν... Ήμουν δέσποτά μου κι εγώ λεβέντης σπάνιος.

Εδώ το πρόσωπο του άρρωστου ξάστραψε, σαν να το βαρούσε η χρυσαυγή και τα μάτια του ζωήρεψαν, σαν να ήθελαν να μιλήσουν.

― Ήμουν σπάνιος λεβέντης και μ' αγάπησαν, να τόσες!

Κι έπιασε μια κλωσταρίδα των μαλλιών του και μας την έδειξε.

― Τσιούπρες, σαν τα κρύα τα νερά, αλλ’ η αμαρτία μ' έσπρωχνε όπου δε μ' ήθελαν, γιατί δεν είχα χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια, αλλά μοναχά την κλίτσα μ!

— Αν δεν έγενε και τότε κανένα κακό. Απολογήθηκε ο παπάς.

— Πού να το ξέρω, εγώ, παπά μου ότι δεν έγινε κανένα κακό; Ξέρω μόνον ότι απ’ αυτές ούτε σκοτώθηκα, ούτε φαρμακώθηκα.

Είπε ο άρρωστος κι ο παπάς τον ξαναρώτησε μετά πάλε.

— Μην έχεις κάνει κανέναν φόνο;

— Φόνο; Απολογήθηκε ο άρρωστος, Θεός φυλάξου! πα πα πα πά! Πολλές φορές πιαστήκαμαν στο ντουφέκι με Τούρκους - Αρβανίτες, που ρίχνονταν στα μαντριά μας να μας πάρουν τα κοπάδια και τότε σκοτώνονταν κάθε φορά από δυο τρεις... Ήμασταν από καμιά δεκαριά πιστικοί από μέσα, που πολεμούσαμαν και δεν ξέρ' κανείς από ποιανού ντουφέκι σκοτώνονταν. Αλλά φταίγαμαν εμείς τότε, δέσποτα μ'; Αυτοί οι αντίχριστοι έφταιγαν!

Ματαξαναρώτησε ο παπάς τον άρρωστο:

— Μην έκλεψες;

— Όταν ήμουν μικρός, έκλεβα μ' άλλους πιστικούς από κάνα λειάνωμα, ύστερα όμως παρατήρησα ότι η κλεψιά έφερνε κακό στα κοπάδια μας κι έτσι την έκοψα. Αλλά μη νομίσεις ότι δεν τα γύρισα τα κλεψικά... Τα γύρισα όλα και με το παραπάνω. Για ένα κομμάτι, που δεν ήξερα τίνος ήταν, ύστερα, όταν μυαλώθηκα, και κατάλαβα, κι είχα για να δώκω, έδωκα δέκα πρόβατα στο μοναστήρι. Αλλά δεν έκλεψα ποτέ θηλυκά. Όλο σερκά. Τα θηλυκά γενοβολούν και δε βρίσκει κανείς λογαριασμό, όταν θέλ’ να τα γυρίσει…

Ματαξαναρώτησε πάλε ο παπάς:

— Μην είπες ψέματα;

— Ψέματα; είπε ο άρρωστος. Το ψέμα είναι του Διαόλου! Το ψέμα δηλαδή, που λέγεται με σκοπό, που κάνει κακό, Θεός φυλάξει! Δεν είπα ποτέ! Δε θέλω να πω πως δε ψεματίστηκα ποτέ, αλλά τα ψέματα, πο’ ‘λεγα, δεν είχα κακόν σκοπό, κι ούτε μπορούσαν να προξενήσουν κακό. Καληώρα: έρχονταν ένας και μου γύρευε δανεικά κι αγύρηγα. Το’ ‘λεγα: «Δεν έχω», αν κι είχα. Τέτοια ψέματα παπά μ', έχω ειπεί πολλά, κι έλεγα καθεμέρα, αλλά δεν προξενούσα κανένα κακό μ' αυτά.

Τότε του είπε ο παπάς;

— Σκύψε το κεφάλ' σου!

Έσκυψε το κεφάλι του ο Τσιέλεγκας και έβαλε απάνω του ο παπάς την άκρα του πετραχηλιού του κι άρχισε να του διαβάζει την σχωρετική ευκή, που βάσταξε μια ώρα.

Ύστερα, ο παπάς πήγε στον τυρολόγο, όπου ήταν τ' αρτοφόρι με την «άγια κοινωνία», έβγαλε κι απόθεκε το καλυμμαύχι του, πήρε τ' αρτοφόρι και τ' άνοιξε, πήρε και την λαβίδα, έβαλε μπροστά το παιδί με το φανάρι και γύρισε στον άρρωστο. Εκεί ο παπάς πήρε με την λαβίδα από τ' αρτοφόρι ένα τρίμμα άρτο, και σ' ένα νεύμα του, έβγαλε το παιδί από τον κόρφο του ένα γυαλάκι με κρασί, κι έσταξε με μεγάλη προσοχή και τρομάρα μια σταλαματιά μες στη λαβίδα, που ήταν ψηλά από την ποδιά του πετραχηλιού, κι ο παπάς τρέμοντας μην του χυθεί η άγια κοινωνία απάνω στο πετραχήλι διεύθυνε το δεξί του χέρι προς τ' ανοιγμένο στόμα του ετοιμοθάνατου Τσιέλεγκα και τον μετάλαβε, λέγοντας «Του δείπνου σου του μυστικού...»

Ύστερα από την μεταλαβιά, ετοιμάστηκε ο παπάς να γυρίσει στο χωριό του, αλλά του είπε ο Τσιέλεγκας;

— Δεν έχεις να πας πουθενά, παπά μου! Ως τώρα διάταζες εσύ, τώρα ήρθε η αράδα μου να διατάξω κι εγώ, κι όταν τα κλείσω, πάλε έρχεται η αράδα σου να διατάξεις.

Ο παπάς έμεινε, και μο ‘κανε νεύμα να μου πει κάτι. Πήγα κοντά του και μου είπε:

— Τι να κάνω εδώ; Αυτός θα πεθάνει κι εδώ δεν έχομε καμιά κατάντια να τον θάψομε. Να πάω στο χωριό να κάνω την ετοιμασία κι άμα πεθάνει φέρτε τον κάτω να τον θάψομε...

Κατάλαβε ο Τσιέλεγκας ότι μιλούσαμε γι' αυτόν και μας φώναξε προσταχτικά:

— Ελάτε εδώ!

Πήγαμε κοντά του.

— Όλα κι όλα! μας είπε, αλλά δε θέλω να με θάψετε στο χωριό. Μο’ ‘ρχεται αγκούσα ότι θα είμαι μέσα εκεί χωσμένος! Περάζει να με θάψετε σε καμιά ράχη ψηλά, στην ρίζα κανενός πεύκου, κανενός έλατου;

— Δεν πειράζει ευλογημένε. Του είπε ο παπάς, αλλ’ είναι καλύτερα κάτω στον αυλόγυρο της εκκλησίας του χωριού. Εκεί θα γένονται «τρισάγια» τα ψυχοσάββατα, θα σου ανάβει κανένας κανένα κηρί..

— Κι αν εγώ παπά μ' δεν είμαι αμαρτωλός, τι ανάγκη έχω απ’ αυτά; Καλά είναι κι αυτά, αλλά για κείνους πο ‘χουν ανάγκη. Όχι! παπά μ' όχι! θέλω να με διαβάσετε σ' εκείνο εκεί πέρα το ρημοκλήσι, και να με θάψετε σ' εκείνη εκεί πάνω την ράχη. Στες ερημιές έζησα και στες ερημιές θέλω να θαφτώ. Ποιος ξέρει. Μπορεί να νιώθουν κι οι πεθαμένοι. Ίσως να μπορώ ν' ακούω κάτω από το μνήμα μου τα κυπροκούδουνα των γιδοπροβάτων και τους σάλαγους και τις φλογέρες των πιατικών. Ίσως θα νιώθω να πατούν απάνω μου τ’ αγαπημένα μου τα πρόβατα και τα γίδια.

Αλλά, χωρίς άλλο, θα ‘ρχονται οι πιστικοί στο μνήμα μου και θα θυμούνται τον γερο-Κούσιο, τον τσιέλεγκα! Θα μ' ανάφτουν κανένα κηρί και θα' λεν:

— «Θεός σχωρέσ’ τον!» Αλλά ποιος θα με θυμάται εμένα εκεί μέσα στο χωριό;

Κοιταχτήκαμε συναμεταξύ μας και συνεννοηθήκαμε να σεβαστούμε το θέλημα του Τσιέλεγκα κι είπε ο παπάς:

— Ας γένει κι έτσι... Δεν το απαγορεύει η Εκκλησιά...

Εγώ θέλησα να στείλω τον Τσίλια στο χωριό να ετοιμάσει το σιτάρι των κολλύβων, ν’ αγοράσει λίγο πανί για σάβανο, κάμποσα κηριά, θυμίαμα, κρασί, κι ό,τι άλλο χρειαζούμενα, αλλά δε μ' άφησε ο παπάς, λέγοντάς μου:

— Άφ'σε πρώτα να τα κλείσει ο άνθρωπος κι ύστερα γένονται όλα αυτά. Είναι αμαρτία να τρέχομε εμείς μιτροστά από τον θάνατο, πλιο μπροστά κι από τη βουλή του Θεού!

***

Δεν είχε βασιλέψει ακόμα ο ήλιος, όταν ο Τσιέλεγκας κουνήθηκε ζωηρά. Τρέξαμε κοντά του μαζί με τον παπά να ιδούμε τι ήθελε, κι αυτός, χωρίς να μας πει τίποτε, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό πουγκί το ‘λυσε και τ’ άδειασε στην δεξιά του παλάμη. Μας έδωκε ολωνών για σχώριο από ένα χρυσό νόμισμα και τ' άλλα τα ‘δωκε στον παπά, λέγοντας:

— Να! πάρ' τα και δος τα από ένα σ’ όλους τους πιστικούς, που λείπουν αυτήν την ώρα απ’ εδώ, να κρατήσεις κι η ιεροσύνη σου τρία για τον κόπο σου και να με μνημονεύεις, κι ό,τι περισσεύει να τα δώκεις στο μοναστήρι του χωριού σου. Να πάρ'ς και τα γιδοπρόβατά μου και να τα δώκεις κι αυτά στο μοναστήρι. Να κρατήσετε απ’ αυτά ένα για να φάτε αύριο, όταν με θάψετε. Σχωράτε με κι ο Θεός σχωρέσει σας!

Ύστερα ακούμπησε, προσπάθησε να λαλήσει τη φλογέρα του, αλλά δεν μπόρεσε, και την άφησε καταγής. Προσπάθησε να ειπεί ένα τραγούδι, για να μη φανεί ότι φοβάται τον Χάρο, αλλά κι αυτό δεν το κατόρθωσε. Σώπασε και τεντώθηκε. Τον έπιασε τότε μια δυνατή αγκούσα, ο λεγόμενος θανατάς, σε λίγο ιλάπλωσε, έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε... για πάντα.

Κάναμε όλοι τον σταυρό μας κι ο παπάς του μουρμούρισε μια ευκή και το’ ‘βαλε την ζερβιά του παλάμη στα μάτια!

Απέθανε ο Τσιέλεγκας μας!

Έστειλα αμέσως τον Τσίλια στο χωριό για τα χρειαζούμενα της κηδείας, κι έτρεξαν οι πιστικοί, πο’ ‘μαθαν τον θάνατο του Τσιέλεγκά τους, και βάρεσαν τα κοπάδια ολόγυρα στην ράχη της στρούγκας, αφού βούλωσαν πρώτα όλα τα κυπροκούδουνα για να μην λαλήσουν εκείνη την πένθιμη βραδιά.

***

Το πρωί όλα τα κοπάδια ήταν βουβά. Κύπρος και κουδούνι δεν ακούγουταν καθόλου!

Ήρθαν και τα χρειαζούμενα της κηδείας από το χωριό και το γιωματάκι ξεκινήσαμε το λείψανο για το ρημοκλήσι, όπου είχαν πάγει πρωτύτερα δυο πιστικοί κι άνοιξαν ένα μνήμα στη ρίζα ενός μεγάλου πεύκου.

Τελειώνοντας ο παπάς τη νεκρώσιμη ακολουθία σηκώσαμε το λείψανο κλαίοντας, τ’ αποθέσαμε στην υστερνή του κατοικία, όπου του ρίξαμε και την χηρεμένη του φλογέρα, και τον χωματίσαμε.

Ένας πιστικός έσπασε την χηρεμένη του κλίτσα, την έδεσε σταυρωτά και την έστησε στο κεφάλι του τάφου, ένας άλλος μοίρασε το βρασμένο σιτάρι και το ψωμί, κι αφού του είπαμε και τα υστερνά του σχώρια, γυρίσαμε στην στρούγκα, όπου φάγαμε το σφαχτό του Τσιέλεγκά μας και τελείωσαν όλα, με τα τελευταία: «Θεός σχωρέσ' τον! Θεός σχωρέσ' τον!»

Αλήθεια! Θεός σχωρέσ' τον τον καημένο τον Τσιέλεγκά μας, τον γέρο Κούσιο!

 

αρχή

 



Ο ΟΡΦΑΝΕΜΕΝΟΣ ΠΙΣΤΙΚΟΣ

Ο καημένος ο Γιώργος!

Γύριζε από τα Γιάννινα, μαύρος κι άλαλος, με την κλίτσα του σβάρνα σβάρνα και τον πιστό του τον Τραχήλη από πίσω. Περπατούσε άναργα άναργα, σαν να γύριζε από ξόδι, που του τσιβούριζε την καρδιά ή σαν να ήταν τα τσαρούχια του μολυβένια. Είχε το κεφάλι σκυφτό και τα μούτρα κατηφιασμένα, σαν να τον είχε βρει μεγάλη δυστυχία, και την κλίτσα του σερνάμενη, αυτός, που δεν ήξερε ποτέ τι θα ειπεί αργοπάτημα κι είχε πάντα φτερά στα ποδάρια, πάντα το κεφάλι σηκωμένο, και πάντα την κλίτσα στο χέρι ή στον ώμο!

Τι μεγάλο κακό να ‘πεσε στο κεφάλι του καημένου του Γιώργου και γύριζε από τα Γιάννινα μαύρος κι άλαλος, με το βήμα αργό, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μούτρα κατηφιασμένα και με την κλίτσα σβάρνα σβάρνα, σαν να γύριζε από ξόδι ή σαν να ήταν τα τσαρούχια του μολυβένια;

Δεν είχε πλια πρόβατα ο καημένος ο Γιώργος! Τα είχε πουλήσει όλα στα Γιάννινα και γι’ αυτό γύριζε μαύρος κι άλαλος, με το βήμα αργό, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μούτρα κατηφιασμένα και με την κλίτσα σβάρνα σβάρνα, σαν να γύριζε από ξόδι ή σαν να ήταν τα τσαρούχια του μολυβένια.

Τα ‘χε πουλήσει όλα τα πρόβατά του στα Γιάννινα ο καημένος ο Γιώργος, γιατί ο Μήτρος ο αδερφός του που κρατούσε το σπίτι, είχε χρεωθεί από τες αφοριές τόσο πολύ που αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, και τον διάταξε, ως μεγαλύτερος που ήταν, να πουλήσει τα πρόβατα, για να βγάλει το χρέος, και ν’ αφήσει πλια τα ξεχειμαδιά και τα ξεκαλοκαιριά, τα κοπάδια και την κλίτσα, την στρούγκα και την φλογέρα και να κατεβεί στο χωριό, να πιάσει την χερολάβα, να γένει ζευγίτης και να προστατεύσει την μάνα τους, τες γυναίκες τους και τα παιδιά τους, γιατί δεν μπορούσε να μείνει το σπίτι δίχως άντρα νοικοκύρη.

Σαν τ’ άκουσε αυτά ο Γιώργος του ‘ρθε πλαταριά! Προσπάθησε να πείσει τον αδερφό του να μην πάγει στην ξενιτιά, αλλά του κάκου! Έτσι λοιπόν, θέλοντας και μη, ο καημένος ο Γιώργος αποφάσισε, από πιστικός, που ήταν γεννημένος, να γένει ζευγίτης, που δεν ήταν, κι από λεύτερο πουλί του αγέρα να γένει πουλί του κλουβιού! Κακό πράμα, αλλά τι να ‘κανε; Τ' αποφάσισε, αλλά και δεν το ‘κανε πάλε η καρδιά…

Καβαλίκεψε ο αδερφός του ο Μήτρος και πάει σε ξένα σύνορα και σε ξένο βασίλειο, κι η μάνα του τρώγονταν κάθε μέρα να ξεκάνει τα πρόβατα που ‘χε και να κατεβεί στο χωριό, όπως τον διάταξε ο αδερφός του ο Μήτρος, να πιάσει το ζευγάρι κι η γυναίκα του με τη νύφη του την Μήτραινα τον φοβέριζαν πως, αν δεν έρχονταν στο χωριό, θα ‘παιρναν τα παιδιά τους και θα πήγαιναν η καθεμιά στο πατρικό της και θ' άφηναν τη μάνα του μονάχη, σαν το κούτσουρο στο ρόγγι, γιατί ήταν νιες και ζηλεμένες και φοβόνταν να μένουν χωρίς ίσκιο αντρός στο σπίτι...

Τι να κάνει λοιπόν ο καημένος ο Γιώργος; Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο. Είδε κι απόειδε, λογαριάστηκε με τον τσιέλεγκά του, πήρε ό,τι είχε να λάβει σε βούτυρο, τυρί και μαλλί, ξέκοψε το μικρό του κοπάδι, το ‘βαλε μπροστά και κατέβηκε στα Γιάννινα με τα δυο του σκυλιά, τον Τραχήλη και τον Κοράκη, σκυλιά σπάνια που ‘χαν ξεσκίσει εκείνες τες ημέρες έναν λύκο.

Καθώς κατέβαζε τα πρόβατα στα Γιάννινα, σαλαγώντας τα: «έι! έι! » του φαίνονταν ότι σαλαγούσε για το μακελειό τα ίδια τα παιδιά του!

Ο καημένος ο Γιώργος! Μαζεύτηκε όλο το αίμα του στην καρδιά του σαν μολύβι και βαρύτερο ακόμα.

Δεν είναι χειρότερο πράγμα στον κόσμο από το ν' αναγκάζεται κανείς να πουλάει το βιο του, το αγαπημένο βιο του, που του κρατιέται από την καρδιά.

Άμα μπήκε στα Γιάννινα ο καημένος με τέτοιο βιο βουνήσιο, ένα κι ένα, τον περικύκλωσαν από τη μια μεριά οι μακελάρηδες κι από την άλλη μερικοί τσιελεγκάδες και του ζήτησαν τα πρόβατά του.

Ο Γιώργος, κοιτάζοντας τους μακελάρηδες με τ' άγριά τους μάτια και τα κόκκινα πρόσωπα και με τα χαντζάρια τους στο σελάχι, του φαίνονταν σαν χάροι, κοιτάζοντας και τους τσιελεγκάδες, του φαίνονταν σαν ληστάδες... Από τον χάρο προτιμότερος ο ληστής.

— Ω! σκέφτηκε, εκεί που να δώκω τα πρόβατά μου σ' έναν μακελάρη να μου τα σφάξει, προτιμότερο να τα δώκω σ' έναν τσιέλεγκα, κι ας του τα δώκω και φτηνότερα.

Ιδόντας ένας μακελάρης τα πρόβατα του Γιώργου, που ήταν τετράπαχα, τον πήρε από το κοντό και του γένηκε φόρτωμα καλά και σώνει να του τα πουλήσει.

Τον κοίταξε ο Γιώργος με μάτια κόκκινα από θυμό και του είπε:

— Μου δίν'ς εσύ τα παιδιά σ' να τα σφάξω και να τους π'λήσω το κρέας, και να σου δώκω εκατό λίρες; Φύγε, ωρέ, από μένα! Δεν το δίνω, ωρέ, όχι, το βιο μ' σε μακελάρ'! Βγάλ'το απ’ τον νου σ'! Τ' ανάστησα αυτά τα πρόβατα με το αίμα μ’ και κρέμονται από δω μέσα απ’ την ψυχή μ’. Κι αν τα π'λώ από κακό κι όχι από καλό. Άε λοιπόν στην δουλειά σ' και μη με πιγγόν'ς!

Και λέγοντας αυτά τα λόγια ο Γιώργος έβαλε το χέρι του στο σελιάχι κι έπιασε το χαντζάρι του για φοβέρα. Φοβήθηκε ο μακελάρης κι έφυγε αμέσως από κοντά του.

Τότε παρουσιάστηκε αγοραστής ένας τσιέλεγκας που τον είχε πιστικό τον Γιώργο μια φορά. Παραξενεύτηκε που είδε τον Γιώργο να πουλάει τα πρόβατά του κι άμα έμαθε την αιτία, έδωκε την καλύτερη τιμή, που μπορούσε να δώκει, κι έκλεισαν συμφωνία προς τέσσερα κεφάλια πρόβατα την λίρα μικρά και μεγάλα.

Πήρε απάνω κάτω ο Γιώργος από τον αγοραστή τον τσιέλεγκα καμιά εικοσιπενταριά λίρες, που θα του τες έπαιρνε όλες το χρέος του σπιτιού, τες έβαλε στον κόρφο του δεμένες σ' ένα μαντήλι, και του παράδωκε μ' ένα «άσπρο» κι ένα μικρό λιθάρι για την στεριοκεφαλιά, λέγοντάς του με τρεμάμενη καρδιά:

— Να σου ζήσουν, να χιλιάσουν και να μιλιάσουν!

Κι ο αγοραστής του απάντησε:

— Σε καλή μεριά!

***

Την ώρα που θα ξεχωρίζουνταν ο Γιώργος από τα πρόβατά του, που τα ‘χε κουναριμένα και τρανεμένα μοναχός του, σαν μάνα, άρχισε να χοροπηδάει μέσα η καρδιά του από το βαρύ παράπονο και να τρέχουν τα μάτια του σαν βρύσες.

—Ντε! ωρέ καημένε Γιώργο! Του είπε ο αγοραστής τσιέλεγκας, που ήξερε τι θα ειπεί αγάπη προβατιών. Ντε, ωρέ καημένε! Νιος είσαι να ‘χεις ζωή και θ' αποχτήσεις κι άλλα πρόβατα! θα ‘ρθει, —πρώτα ο θεός— ο αδελφός σου από την ξενιτιά, θα φέρ’ χρήματα και θ’ αγοράσεις κι άλλα πρόβατα, και θα ξαναγίνεις πιστικός του βιου σου! Μην χολάζεις έτσι ωρέ καημένε, και μου τρυπάς την καρδιά! Θα με κάν'ς να σου τα γυρίσω πίσω.

— Αχ! προβατάκια μ'! Φώναξε ο καημένος ο Γιώργος. Δεν βρίσκονται πουθενά σαν τα προβατάκια μου! είναι όλα ένα ένα παιδιά της Κάλεσιάς μου!

Τότε δακρύζοντας κι ο αγοραστής του είπε παρηγορητικά.

— Τι σημάδ' έχουν τα πρόβατα που μου πούλ’σες;

— Σκίζα από το δεξί και κόκκα από το ζερβί... Του απάντησε ο Γιώργος.

— Ε! μα τα κόκαλα του πατέρα μου και της μάνας μου, θα το φ'λάξω αυτό το σημάδι σ' όσα γεννηθούν απ' αυτά σου τα πρόβατα, και δε θα π’λήσω κανένα, παρά τα σερκά και δε θα λείψουν απ’ αυτά παρ' όσα ψοφήσουν —θεός φυλάξει!— κι όσα φάει —μακριά να γένει!— ο χαβωμένος ο λύκος, κι άμα έρθει με το καλό ο αδερφός σου —καλολυγγιάξει!—θα σου τα γυρίσω με την ίδια συμφωνία!

Σιάστηκε λίγο η καρδιά του καημένου του Γιώργου μ’ αυτά τα λόγια, πήρε λίγο θάρρος κι ύστερα φιλώντας στο πρόσωπο τον Μπέλο, το γκεσέμι, τη Λάγια, την μηλιώρα, που σβαρνίζονταν καταγής τα μαλλιά της, την Κάλεσια, που ήταν ψηλή και χοντρή, σαν πρώτο κριάρι, μέσα στην κοπή, την Κότσινη, που ‘χε το μαλλί σαν μετάξι, και την Μπάλλια την ρούντα, γύρισε τες πλάτες και ρούπησε κι έγινε άφαντος, σαν να ‘μελαν να πέσουν απάνω του τα σπίτια της Πολιτείας και να τον πλακώσουν ή σαν να τον κυνηγούσαν από πίσω φίδια και στοιχειά!

Στο φυγιό του Γιώργου, ακολούθησαν και τα δυο σκυλιά, ο Τραχήλης κι ο Κοράκης, που τα ‘χε ξεχάσει αυτός απάνω στο θόλωμα του νου του, αλλά το ένα, ο Κοράκης, άμα έκανε καμιά δεκαριά δρασκελιές, γύρισε κι είδε τα πρόβατα, που τα μάζευε ο αγοραστής ο τσιέλεγκας, κοντοστάθηκε κομμάτι, μην ξέροντας τι να κάνει, και ποιον ν' ακολουθήσει: τον Γιώργο ή το κοπάδι, κι εκεί που ζύγιαζε ο νους του πότε από την μια και πότε από την άλλη, χάθηκε ο Γιώργος από τα μάτια του μέσα στην πολυκοσμία της πολιτείας, ή έστριψε σε καμιά γωνιά, φεύγοντας προς τα έξω. Τότε ο Κοράκης, θέλοντας και μη, γύρισε στο πουλημένο κοπάδι και στον ξένον τσιέλεγκα, φέροντας γύρω τα πρόβατα με χαρά, χοροπηδώντας και κουνώντας την ουρά του.

Ο Τραχήλης αγαπούσε πλιότερο τον αφεντικό του και τον ακολούθησε, κι ο Κοράκης αγαπούσε πλιότερο τα πρόβατα κι έμεινε μ' αυτά.

Κι έτσι ο Γιώργος τραβούσε για το χωριό του μαύρος κι άλαλος, περπατώντας άναργα άναργα σα να ‘ρχονταν από ξόδι ή σαν να ήταν τα τσαρούχια μολυβένια, σκύφτοντας το κεφάλι του σαν να τον είχε βρει μεγάλη δυστυχία και σέρνοντας την κλίτσα σβάρνα σβάρνα σαν ορφανεμένος πιστικός που ήταν!

***

Τι τρικυμία ήταν εκείνην τη στιγμή μέσα στην καρδιά του καημένου του Γιώργου και τι ανεμοστρόβιλος λύπης κλωθογύριζε μέσα στο κεφάλι του! Όλο το ζηλεμένο κοπάδι του, εκατό κεφάλια μικρά μεγάλα, πο ‘πιαναν μια ακέρια πλαγιά στο βουνό, όταν βοσκούσαν και γέμιζαν δυο καρδάρες γάλα την άνοιξη, είχαν γίνει ένα τόσο δα κομματάκι μάλαμα, τρεις φορές μικρότερο από ένα σβώλο τυρί, που θέλει να φάει ένα πιστικόπουλο στην καθισιά του.

Αλλ’ εκείνο το κομμάτι το μάλαμα τον έκαιγε μέσα στον κόρφο του, σαν να είχε γίνει αναμμένο κάρβουνο, σαν να ήταν ένα κομμάτι Κόλαση μες από τα Τάρταρα του Άδη. Εκείνα τα χρήματα του πλήγωναν την σάρκα του, σαν να ήταν από τα χρήματα του Γιούδα, που αγοραπούλησαν τον Χριστό! Έβαλε το χέρι του να τα βγάλει μες από τον κόρφο του, να τα πετάξει πέρα, να λευτερωθεί και να φύγει το βάρος από τα πόδια του και το κακό από το από την καρδιά του και το ‘βγαλε τρομαγμένος, γιατί του φάνηκε ότι εκείνες οι είκοσι πέντε λίρες είχαν γίνει είκοσι πέντε κίτρινα φίδια μ’ ολάνοιχτα τα στόματά τους! Έφριξε από τον φόβο του κι από την τρομάρα του, που ‘χε μια τέτοια φιδοφωλιά απάνω του. Δεν ήξερε τι να κάνει και πώς να βγάλει τον εχτρό, που ήταν κονεμένος μέσα στον κόρφο του! Κρύος ιδρώς τον περιχούσε από την στενοχώρια του κι ο Τραχήλης, το πιστό του σκυλί, στάθηκε και τον κοίταζε στα μάτια. Δεν μπόρεσε, τέλος, να βασταχτεί ορθός, κλονίστηκε, σαν ανεμοδαρμένη λεύκα, και «μπρουφφ! » έπεσε καταγής. Τότε ο Τραχήλης κάθισε στα πισινά, κοντά στο κεφάλι του αφεντικού του, και τον φύλαγε, σαν η μάνα τ' αρρωστεμένο της παιδί! Δεν είχε όμως ο καημένος χέρια να τον βαϊλέψει, και λόγο να τον ρωτήσει για τον καημό της καρδιάς του. Τον κοίταζε, τον κοίταζε και του σκορδομπουλίζονταν τα μάτια από την πολλή του λύπη. Τι να το’ ‘κανε; Ο Θεός τον είχε πλάσει σκυλί, χωρίς χέρια και χωρίς λόγο!

Σ' αυτό απάνω, να σου και περνάει ένας χωριανός του Γιώργου, πο’ ‘ρχονταν κι αυτός από τα Γιάννινα και πήγαινε για το χωριό. Τον κοίταξε, τον κοίταξε καταγής πεσμένον και τον γνώρισε.

— Μωρ' εσύ είσαι Γιώργο! Του είπε.

Ακούοντας την φωνή ο Γιώργος άνοιξε τα μάτια του και του απολογήθηκε:

— Εγώ είμαι!

— Τ' έχεις, ώρ’ αδερφέ κι είσαι έτσι; Τον ρώτησε.

— Είμαι άρρωστος, Κήτσιο μου! Του απολογήθηκε ο Γιώργος. Άρρωστος του θανατά! Έχω ένα σφάχτη στην καρδιά, βάλε το χέρ' σου στον κόρφο μου και πάρε ένα κομπόδεμα πο’ ‘χω μέσα και δος το της μάνας μου, και να της πεις να πληρώσει μ’ αυτό το χρέος του σπιτιού και να γράψει του αδερφού μου να της στέλνει από την ξενιτιά, για να ζήσει κι αυτή κι οι νυφάδες της και τ' αγγόνια της, και να μην ξαναχρεωθεί το σπίτι, κι ότι εγώ δε θα ‘ρθω στο χωριό και γυρίζω πίσω στην Ροδόβολη να ρογιαστώ, κι όλη μου την ρόγα θα την κάνω πρόβατα, κι ότι δεν μπορώ να γένω... ζευγίτης! Να το βγάλ', πες της από τον νου της ότι θα με ιδεί να κάνω χωράφ'!

Έβαλε ο Κήτσιος το χέρι μέσα στον κόρφο του Γιώργου, πήρε το μαντήλι με τες λίρες, κι άρχισε να συλλογιέται πώς μπορούσε να τον κουβαλήσει στο χωριό του και στο σπίτι του.

Άμα ένιωσε ο Γιώργος βγαλμένες τες λίρες από τον κόρφο του, αμέσως ανάθηλε! Άνοιξε τα μάτια του, κάθισε σταυροπόδι, έσιασε το μουστάκι του, πήρε την κλίτσα στα γόνατά του, άρπαξε τον Τραχήλη στην αγκαλιά του, κι άρχισε να τον χαϊδεύει, σαν το μοναχοπαίδι του. Φώναξε και τον Κοράκη νομίζοντας ότι βρίσκονταν κι αυτός εκεί κοντά

— Κω! Κοράκη! Κω! Κοράκη!

Αλλά πού Κοράκης! Κοίταξε ολόγυρά του. Δεν φαίνονταν πουθενά. Τότε κατάλαβε την προδοσιά του Κοράκη, ότι ακολούθησε το πουλημένο κοπάδι κι είπε στον πιστό Τραχήλη με θανατικό χαμόγελο:

— Πού ‘ν' ο σύντροφός σου ο Κοράκης, ωρέ Τραχήλη μου!

Μας αρνήθηκε ο άπιστος, γιατί είμαστε τώρα φτωχοί και ξεπροβατιασμένοι; Ε;

Τον κοίταξε ο καημένος ο Τραχήλης στα μάτια και φαίνονταν σαν να ‘νιωθε τα λόγια του, αλλά δεν είχε κι αυτός το μέσον να του αποκριθεί.

Ο Κήτσιος στέκονταν ορθός και λόγιαζε όλα αυτά και βλέποντας το καλυτέρεμα του Γιώργου, χάρηκε και τον ρώτησε:

— Πώς είσαι τώρα, Γιώργο;

— Καλύτερα, Κήτσιο! Δόξα τω θεώ.

— Μπορείς Γιώργο να σηκωθείς να πάμε μαζί στο Χωριό;

Για το χωριό το είχα, μπρ' αδερφέ Κήτσιο, για να γένω ζευγίτης και ξέκανα σήμερα τα πρόβατά μου. Τα χρήματα αυτά που πήρες από τον κόρφο μου είν’ η άτιμη τιμή τους! Αλλά καταλαβαίνω ότι δεν είμαι άξιος για τον κάμπο και για το χωράφι. Εγώ, Κήτσιο μου, θέλω πρόβατα, βουνά, βρύσες και λαγκάδια και νεροσυρμές και πλάγια το καλοκαίρι και χειμαδιά και λιβάδια και γλυκά προσήλια τον χειμώνα γι’ αυτό μ’ ηύρες εδώ καταγής σαν λαβωμένο φίδι...

Ύστερα από λίγο σηκώθηκε στα ποδάρια του κι εξακολούθησε την ομιλία.

— Δώσε Κήτσιο μου, —να χαρείς τα μάτια σου— αυτά τα χρήματα στη μάνα μου και πε της, όπως σου είπα, να βγάλει όσο χρέος έχει μ’ αυτά, και να γράψει του αδερφού μου να της στέλει να ζήσει το σπίτι της για να μην ξαναχρεωθεί πάλε, κι εμένα να μ' έχει ξεγραμμένον από ζευγίτη, εξόν αν θέλει τον θάνατό μου!

Και τεντώνοντας το χέρι του, απεχαιρέτησε τον Κήτσιο, λέγοντάς του:

— Έχε γεια και καλήν αντάμωσιν τον χινόπωρο!

— Καλή αντάμωση να δώσει ο θεός.

Του απολογήθηκε κι ο Κήτσιος και ξεχωρίστηκαν. Ο ένας τράβηξε για το χωριό του κι ο άλλος για τα βουνά.

***

Μπορούσε να βρει ρόγα ο Γιώργος, αν και μισοκαιρής. Είχαν όλοι οι τσιελεγκάδες ανοιχτές τες στάνες τους γι' αυτόν. Τον ήξεραν κι οι πέτρες και τα κλαριά τι άξιος και τι τίμιος πιστικός ήταν. Ήξεραν ότι ήταν ψυχογιός του Γιάτσιου, του ξακουσμένου τσιέλεγκα σ’ όλα τα Ζαγόρια, και σ’ όλην την Καραμπεριά και την Τσιαμουριά, ξεκαλοκαιριά και ξεχειμωνιά, κι όποτε ήθελε να βρει ρόγα, εύρισκε όπου κι αν ζητούσε, γιατί όσοι πιστικοί είχαν φάει ψωμί με τον Γιάτσιο δείχνονταν με το δάχτυλο και προτιμιόνταν.

Ο Γιώργος ήταν πιστικός από τα μικράτα του δεκαπέντε χρόνια συγκρατούμενα. Οχτώ χρονών παιδί, μια χαψιά άνθρωπος, είχε πρωτοπάρει την κλίτσα και πήγε πιστικούδι, κοντά στον Γιάτσιο, τον πρωτοτσιέλεγκα των χειμαδιών της Τσιαμουριάς και των ξεκαλοκαιριών του Ζαγοριού. Δεν ήταν ξεχειμαδιό, που να μην είχε ξεχειμωνιάσει και ξεκαλοκαιριό, που να μην είχε ξεκαλοκαιριάσει, και προσήλιο που να μην είχε προσηλιαστεί, κι απόγωνο, που να μην είχε απογωνιάσει, ούτε ψηλή ράχη και βουνόπλαγο που να μην είχε βαρέσει την φλογέρα του ο Γιώργος! Πρώτος στο βόσκημα, πρώτος στο φράξιμο και το φκιάσιμο των μαντριών, πρώτος στο προστήλασμα, στο σκάρισμα στον κούρο, στ' άρμεγμα, στο πήξιμο του τυριού, στο πάστρεμα των καρδαριών, στο φκιάσιμο των ασκών, και των κουλουριών, στο διάλεγμα των κουδουνιών και των κύπρων, στο γνώρισμα των γιδιών και των προβατιών, στο φλογερολάλημα που αντηχούσαν περίχαρα και χόρευαν οι Ξωτικές κι οι Νεράιδες όταν λαλούσε την φλογέρα του...

Σ' όλα πρώτος! Πολλά κοπάδια τα γνώριζε από μια ώρα μακριά, από τα κυπροκούδουνά τους. Δεν το’ ‘βγαινε κανένας στο περπάτημα, στο σιούρισμα στο σαλάγημα και στην παλληκαριά. Ήταν ο Γιώργος με τ' όνομα ανάμεσα σ' όλους τους πιστικούς και δεν είχε κοιμηθεί ποτέ του κάτω από σκέπη σπιτιού, αφόντας είχε πάρει την κλίτσα στο χέρι. Χριστούγεννα, αποκριές και Λαμπρή στα γίδια. Σωστό αγρίμι, αλλ’ αγρίμι με καρδιά και με όνειρα. Η καρδιά του ήταν γεμάτη από αγάπη για γίδια και για πρόβατα, και τ' όνειρό του ήταν όπως άρχισε με μια προβατίνα, την Κάλεσια κι έκανε στάνη μ' εκατό πρόβατα, να γένη αρχιτσιέλεγκας, με χίλια δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες πρόβατα, κι άλλα τόσα γίδια, όλα δικά του και πάλε δε χόρταινε. Ήθελε να όριζε όλα τα χειμάδια της Πρέβεζας, της Πάργας, των Φιλιατών και του Δελβίνου κι όλα τα ξεκαλοκαιριά του Ζαγοριού, της Σαμαρίνας, του Σμόλιγγα, του Μετσόβου και πάλε δε χόρταινε!

Όταν είχε πρωτομπεί πιστικούδι, η ρόγα του για εξ μήνες ήταν όλο όλο μια κάπα, ένα ζευγάρι τσαρούχια και το ψωμί, που θα ‘τρωε. Επειδή όμως τον αγαπούσε πολύ ο αρχιτσιέλεγκας ο Γιάτσος, γιατί ήταν άξιο πέκουλο και τίμιο παιδί, του χάρισε απάνω στο εξάμηνο και μια προβατίνα από τις δικές του, μια γραμμένη Κάλεσια, που ξεχώριζε μέσα σε κοπή από τρεις χιλιάδες πρόβατα. Αλλά πώς του τον έδωκε αυτόν τον θησαυρό ο Γιάτσος; Δεν έδινε ο Γιάτσος αυτήν την προβατίνα ούτε σε βασιλιά, ό,τι κι αν το’ ‘ταζαν, αν δεν ακολουθούσε το επόμενο περιστατικό: Μια νύχτα, είχε ξεκόψει ένας λύκος καμιά δεκαριά πρόβατα, μαζί μ’ αυτήν και την Κάλεσα κι ο Γιώργος για την αγάπη της Κάλεσιας μόνον και μοναχά σηκώθηκε, κίνησε από κοντά μαζί με τα σκυλιά κι «ώω!» απ’ εδώ κι «ώω!» απ’ εκεί με τες φωνές μπόρεσε κι έβγαλε αυτά τα πρόβατα από το στόμα του λύκου, χωρίς να λείψει ένα, αλλ’ η Κάλεσια ήταν δαγκαμένη βαριά στον λαιμό από τον αντίχριστο τον λύκο, κι επειδή έδειχνε ότι θα ψοφούσε, την χάρισε ο τσιέλεγκας του Γιώργου ετοιμόψοφη, για να ιδεί την τύχη του· κι ο Γιώργος κατόρθωσε με τα βάϊ λέματά του να γερέψει την λαβωμένη προβατίνα, κι απ’ αυτήν κρατιόνταν όλα τα πρόβατα, που ‘χε αποχτήσει ο Γιώργος απάνω στα δεκαπέντε χρόνια, πο’ ‘κανε πιστικός, κρατώντας κάθε χρόνο όλα τα θηλυκά κι αλλάζοντας τ' αρσενικά με θηλυκά ή πουλώντας τ’ αρσενικά και τα παλιά θηλυκά κι αγοράζοντας θηλυκά. Γι’ αυτό και το κοπάδι που πήγε στο παζάρι ο Γιώργος και το πούλησε ήταν όλο έτσι κι αλλιώς, παιδιά της Κάλεσιας, όλα ένα κι ένα ως απόγονα της ξακουστής προβατίνας.

* * *

Μόλις ξεχωρίστηκε ο Γιώργος από τον Κήτσιο, βάρεσε ποδάρι για τ' αγαπημένα του βουνά, σαν διψασμένο ελάφι που τρέχει να πάει στην νεροσυρμή να πιει νερό. Έτρεχε έτρεχε με την κλίτσα στον ώμο και με τον Τραχήλη από πίσω και πριν βασιλέψει ο ήλιος βγήκε από τον κάμπο κι έπιασε το Ζαγορήσιο κι όταν έγειρε ο ήλιος πίσω από τα βουνά της Τσαμουριάς και δεν έμενε στο διάβα του παρά τ’ όμορφο ηλιοβασίλεμα, σαν μια πανέμορφη λίμνη χρυσαφένια, ο Γιώργος ήταν απάνω στη ράχη της Τζουντήλας, που ‘χε αντίκρυ της δυο τρία κοπάδια, που ανέβαιναν τες πλαγιές, βόσκοντας όμορφα όμορφα, ενώ τα κουδούνια πήγαιναν συγκρατητά κρικρικρικρικριιιιί και χάνονταν ο ήχος τους μέσα στον αγέρα. Στάθηκε εκεί να ξεκουράσει τα κουρασμένα ποδάρια του, και να ησυχάσει την βαλαντωμένη καρδιά του.

Στέκοντας αυτός, στάθηκε κι ο Τραχήλης.

Ακούμπησε σ' ένα μεγάλο κοτρόνι, έχοντας το πρόσωπό του προς τα ευτυχισμένα κοπάδια, αιστάνθηκε όλη του την ορφάνια, κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Σμίγονταν το κλάμα του με το πένθιμο ουρλητό του Τραχήλη. Έκλαψε ο καημένος ο Γιώργος, έκλαψε ώσπου αλάφρωσαν τα στήθια του από το βάρος που ήταν μέσα τους. Την τρικυμία διαδέχτηκε για μια στιγμή γαλήνη.

Απάνω ημερογάλαζιος ουρανός, γεμάτος άστρα και κάτω ράχες και βουνόπλαγα, με λόγγα, με λιβάδια με κοπάδια, και με γλυκά αντηχήματα από κυπροκούδουνα και φλογερολαλήματα. Η καρδιά του δεν εύρισκε καθαρή παρηγοριά, αλλ’ απλή ανακούφιση. Τα πρόβατα, που του θύμιζαν την ορφάνια του, τα πρόβατα με τα κουδούνια τους ντιγκ ντιγκ ντιγκ και με τες φλογέρες των πιστικών τους, του άνοιγαν την καρδιά και του την έκαναν περιβόλι... Λησμόνησε την ορφάνια του, λησμόνησε τη δυστυχία του, και φαντάσθηκε ότι όλα εκείνα τα πρόβατα και τα γίδια ήταν του τσιελιγκάτου του κι ότι μέσα σ' αυτά έβοσκαν και λαλούσαν και τα κουδούνια του Μπέλου του, της μηλιώρας Λάγιας του, της Μπέλας του και της Στερφοκαλεσιάς του, της μεταξομάλης Κότσινής του, και της ρούντας Μπάλλιας του. Ανακάθισε σταυροπόδι, έβγαλε την φλογέρα του από το ζωνάρ', κι άρχισε να την λαλάει με καημό, που γιόμισαν τα λακκώματα από τους αγγελικούς της ήχους. Στην στιγμή έπαψαν όσες άλλες φλογέρες λαλούσαν γύρα του και μοναχά βασίλευε η δική του.

Λάλαε λάλαε και δεν είχε χορτασμό. Όλ’ η ανάσα του, όλη η πνοή του, όλη η ψυχή του, είχαν γίνει φωνή και χαρά της φλογέρας του. Αλλ’ εκεί που ήταν στην ακμή του τ' αγγελικό φλογερολάλημα, σβήστηκε άξαφνα και κόπηκε σαν δονούμενη χορδή λύρας κι άφησε στη μέση τον σκοπό. Οι πιστικοί, που ακουρμαίνονταν από κάτω την ουρανία μελωδία υποψιάστηκαν...

—Κάτι θα ‘παθε ο λαλητής!

Λίγο ύστερα από το βούβαμα της φλογέρας ακούστηκε ψηλά την ράχη ένα θλιβερό και συγκρατούμενο ουρλητό μεγάλου σκυλιού: «Αουούουουου! Αουούουουου! Αουούουουου!»

Πετάχθηκε ένας πιστικός απάνω εκεί κι ηύρε πεθαμένον βοηθούμενος από τα ουρλητά τον Γιώργο, τον ξακουσμένον πιστικό των ξεκαλοκαιριών του Ζαγοριού και των ξεχειμαδιών της Τσαμουριάς! Κρατούσε ακόμα την φλογέρα στα χέρια του κι είχε πλάγι του την κλίτσα, ενώ ο Τραχήλης, το πιστό σκυλί, νιώθοντας την καταστροφή, που ‘βρε του αφέντη του, κάθονταν της κοιλιάς, δίπλα στο κουφάρι κι ακουμπώντας το κεφάλι του στα μπροστινά του ποδάρια, εξακολουθούσε να ουρλιέται λυπητερά:

— «Αουούουουου! Αουούουουου! Αουούουουου!»

— Τι τρέχει ωρέ;

Του φώναξαν οι άλλοι πιστικοί από πέρα.

—Λάτε απάνω! Τους απολογήθηκε λυπητερά. Λάτε απάνω!

Έτρεξαν κι οι άλλοι απάνω, και μαθόντας το κακό, άναψαν φωτιά μ' αγκαθιές για να ιδούν ποιος ήταν ο πεθαμένος.

— Αχ! είπε ένας τους. Αυτός είν' ο Γιώργος!

Όλοι έσκυψαν το κεφάλι τους από την λύπη, σαν άκουσαν τ’ όνομα του Γιώργου. Ύστερα φορτώθηκαν τα κουφάρι, το πήγαν στο ρημοκλήσι, που ήταν εκεί κοντά και τ' απόθεκαν μέσα.

Ακολούθησε κι ο Τραχήλης το λείψανο του αφεντικού του, μαραμένος, στην εκκλησιά, αλλ' οι πιστικοί δεν τον άφησαν να μπει μέσα και κάθισε έξω.

Κάθισε δίπλα στον πεθαμένον που τον γνώριζε, για την νεκροσυντροφιά και το ξανάνιωμα αναμμένου κηριού, ένας άλλος κατέβηκε να κράξει τον παπά κι άλλοι γύρισαν στα κοπάδια τους ώσπου να ‘ρθει ο παπάς.

Το πρωί σύνταχα ήρθαν όλοι οι πιστικοί κι έθαψαν τον καημένον τον Γιώργο, το καμάρι των πιστικών και γύρισαν ο καθένας στην δουλειά του.

Ο Τραχήλης όμως δε θέλησε να κουνηθεί από το μνήμα. Του κάκου τον μιλούσαν οι πιστικοί, και το’ ‘ριχναν ψωμί για να τους ακολουθήσει. Αυτός έμεινε ακίνητος εκεί δίπλα στο μνήμα!

***

Ύστερα από λίγες μέρες, περνώντας ένας πιστικός από το ρημοκλήσι ηύρε τον Τραχήλη ψόφιον απάνω στον τάφο του αφέντη του! Τράβηξε το ψόφιο σκυλί από το ποδάρι μακριά από το μνήμα κι από την εκκλησιά, και το ‘ριξε σ’ έναν γκρεμό, κι ό,τι είχε ενώσει τόσο σφιχτά η αγάπη κι η αφοσίωση, τα ξεχώρισε η πρόληψη, ότι δεν πρέπει να βρίσκονται ψόφια σκυλιά στα μνήματα των ανθρώπων!

 

αρχή

 



Ο ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ

Ο Κουτσογιάννης —Θεός σχωρέσ' τον— ήταν ο αγριάνθρωπος του χωριού, το σκιώρισμα των λόγγων, των λάκκων και των πλαγιών. Είχε γίνει είκοσι χρονών και δεν ήξερε τι θα ειπεί Γιάννινα, αν και το χωριό του δεν ήταν πλιότερο από έξι ώρες μακριά απ’ αυτήν την πολιτεία. Όλον του τον καιρό ήταν τρυπωμένος στα λόγγια με τα γίδια του και τα γιδάρικά του τα πρόβατα και δεν έβγαινε καθόλου στον κόσμο. Σωστό ανθρωπάγριμο.

Αυτή ήταν η ζωή του, αφόντας, μικρό παιδί ακόμα εφτά οχτώ χρονών, είχε βγάλει ένα κακό βγαλτό, μια μαύρη λούγγα στο παραδάγκαλο και κουτσάθηκε. Η κουτσαμάρα τον έκανε να ντρέπεται να φαίνεται στο χωριό και στον κόσμο, για να μην τον βλέπουν οι τσιούπρες και τον περιγελούν, για να μην τον βλέπουν τα λιανόπαιδα και του φωνάζουν: «Γιάνν', Γιάνν', Κουτσογιάνν’» για να μην τον βλέπουν οι νυφάδες και τον λυπηθούν.

Οι δικοί του του πήγαιναν καθεμέρια προοφάγι στο χειμάδι ή στον λόγγο και κάθε Σαββατόβραδο τα σκουτιά του για ν' αλλάξει και στον μήνα ή στους δυο μήνες μια φορά από ένα ζευγάρι φασκιές για τα τσαρούχια του, τσαρούχια με λουριά, που δένονταν ως το γόνα.

Ο Κουτσογιάννης ήταν ένας από τους πλιο όμορφους άντρες του τόπου μας κι από τους πλιο γερούς, κι αν και κουτσός έτρεχε τόσο που δεν τον έφτανε κανένας γερός, και δεν του γλίτωνε γίδι που να μην το πιάσει στην αρέντα. Ήταν αγέρας μοναχός. Λες κι η κουτσαμάρα του ‘χε βάλει φτερά.

Απόφευγε τες γυναίκες που πήγαιναν κάθε πουρνό στον λόγγο να κόψουν ξύλα, και δε σμίγονταν να κουβεντιάσει κι αυτός σαν άνθρωπος που ήταν μ' άλλο είδος ανθρώπους, παρά με πιστικούς, είτε χωριανούς του, είτε συνορίτες του κι όταν τον έπιανε ο γλυκός καημός, που αιστάνονταν μέσα του, τι λεβέντης θα ήταν αν δεν κουτσαίνονταν, κι αυτός ο καημός τον έπιανε κάθε μέρα, ανέβαινε σε μια κοντοραχούλα κι άρχιζε να λαλάει την φλογέρα του που ήταν από αητοκόκαλο, και δεν την έβανε στο σελάχι του αν δεν έβλεπε τα γίδια του, που βόσκαγαν ολόγυρά του, να παρατήσουν το κλαρί από την γλύκα του ήχου και να γυρίσουν τα μούτρα τους προς αυτόν.

Όταν λαλούσε ο Κουτσογιάννης τη φλογέρα αφηκρούνταν όσοι βρίσκονταν κοντά του με μεγάλη προσοχή και κρυφά, γιατί, άμα καταλάβαινε ότι αφηκριόνταν, έπαυε στην στιγμή το λάλημα. Είχαν παραλογίσει όλοι οι πιστικοί με την φλογέρα του κι έσκαζαν από την ζήλεια τους. Έλεγαν συναμεταξύ τους και σ' όλον τον κόσμον, ότι το λάλημα αυτό, πο’ ‘μοιαζε σαν αγγελικό, δεν ήταν τάχα δικό του, αλλά το ‘χε τάχα η φλογέρα να λαλάει έτσι όμορφα, κι ανήκουστα. Έλεγαν ότι τάχατες η φλογέρα λαλούσε έτσι κι όχι το στόμα, τα δάχτυλα κι η ψυχή του Κουτσογιάννη. Φθονερός κόσμος!

Μια μπαμπόγρια, χειρότερη απ’ όλους, έλεγε ότι η φλογέρα του Κουτσογιάννη ήταν του αντρός μιανής Ξωτικιάς κι ότι την είχε βρει μια μέρα ο Κουτσογιάννης στην βρύση, όπου την είχε λησμονήσει τάχατες ο άντρας της Ξωτικιάς.

Αυτά έλεγε η μπαμπόγρια, κι οι άλλοι που δεν μπορούσαν να λαλήσουν σαν τον Κουτσογιάννη κι αν δεν ήταν να το πιστέψουν, το πίστευαν μ' ευχαρίστηση.

Μια μέρα, τέσσερες πέντε πιστικοί, χωριανοί και ξενοχωρίτες, από τον φθόνο που τους έτρωγε τα φυλλοκάρδια, συνεννοούνται, κι εκεί που κοιμόνταν ο Κουτσογιάννης γλυκά γλυκά κάτου από μια πολύκλαδη και πυκνόφυλλη βαλανιδιά, πήγε ένας τους σιγά σιγά, σαν λαγός, κι ανάλαφρα ανάλαφρα, σαν ίσκιος, και του την ξέσυρε από το σελάχι, χωρίς να τον καταλάβει καθόλου, κι επειδή δεν ήθελε κανένας τους ύστερα να την αφήσει στον άλλον, για να μη μαλώσουν και φανερωθούν, αποφάσισαν να την τσακίσουν κι έτσι την έκαναν αγκίδες!

Ένεκα απ’ αυτό, ο Κουτσογιάννης, το γλυκόφωνο αηδόνι των λόγγων, βουβάθηκε, χήρεψε από την αγαπημένη του την φλογέρα, που την έσερνε πάντα μαζί του, σαν χιλιοζηλεμένο ταίρι του, δέκα χρόνια ακέρια, παρηγορώντας μ’ αυτήν τ’ αδικημένα του τα νιάτα, και την αδικημένη του τη λεβεντιά.

Του ‘ρθε να σκάσει, του ‘ρθε να σκοτωθεί από το κακό του, για τον χαμό της φλογέρας του, και περπατούσε καθεμέρα με το ντουφέκι στα χέρια για να πιτύχει κανέναν αητό να τον σκοτώσει και να του πάρει τις φλογέρες του. Αλλά δεν είναι πολύ εύκολο να σκοτώσει κανείς αητό, γιατί δε ζυγώνεται καλοπίχειρα, πετάει πετάει πολύ ψηλά κι έχει φωλιά σ' απάτητους γκρεμούς

Πέρασε έτσι το καλοκαίρι, πέρασε ο χινόπωρος, πέρασε κι ο χειμώνας και μπήκε η άνοιξη με τον Μάη κι ο καημένος ο Κουτσογιάννης βρίσκονταν ακόμα χωρίς φλογέρα! Τα λόγγα κι οι ρεματιές είχαν βουβαθεί πλιο, χωρίς το ξωτικήσιο λάλημα της φλογέρας του, και τα γιδοπρόβατά του βόσκαγαν λυπημένα και ξέκαρδα. Χινόπωρος και χειμώνας, χωρίς φλογέρα, κακό, αλλά κάτι υποφέρεται, αλλ’ άνοιξη και καλοκαίρι είναι ανυπόφορα. Ο πιστικός, αν δεν έχει μέσα εκεί, στην ερημιά του λόγγου, την φλογέρα αναχασμιέται, νυστάζει, κοιμάται και χάνει από κοντά του τα γιδοπρόβατά του. Πιστικός χωρίς φλογέρα είναι χαμένο ον. Είναι σαν εκκλησιά χωρίς σήμαντρο, σαν αηδόνι χωρίς φωνή, σαν ρεματιά, χωρίς μουρμουρητό, σαν κοπάδι χωρίς κυπροκούδουνα. Η φλογέρα δίνει όρεξη του πιστικού, τον γεμίζει χαρά κι ευφροσύνη, και τον κάνει να στέκεται άγρυπνος και να συμμαζεύεται η κοπή γύρα του.

Μια μαγιάτικη Δευτέρα περνούσε ο ξάδερφός του ο Κώστας, για τα Γιάννινα. Ο ξάδερφός του ο Κώστας ήταν από το παρακάτω χωριό, κι όσοι παν για τα Γιάννινα γνωρίζονται από μακριά: ή θα ‘χουν ξύλα φορτωμένα τα πράγματά τους ή, αν είναι καβάλα, θα ‘χουν μια βελέντζα στρωμένη στο σαμάρι, ένα ντισάκι περασμένο στα σκαρβέλια, μια κάπα δεμένη, αν δε βρέχει, και κάμποσα σακούλια και κάμποσες πλόσκες, κρεμασμένα όλα πίσω και μπροστά στο σαμάρι.

Βλέποντας ο Κουτσογιάννης από μακριά τον ξάδερφό του τον Κώστα να διαβαίνει, βγήκε πανήδρομα και του φώναξε:

— Για π’ ώρα καλή, ωρέ Κώστα;

— Για τα Γιάνν'να!

— Για στάσου τσιότσιο. Στάθηκε ο Κώστας κι ο Κουτσογιάννης βρέθηκε σε λίγο πλάγι του.

— Καλ'μέρα, Κώστα!

— Πολλά τα έτη!

— Δεν μου λες. Μ' αγοράζεις μια φλογέρα:

— Να σ' πω, Γιάννη...Δεν γνωρίζω από φλοέρες κι ούτε μπορώ να σου αγοράσω. Μπορεί να μην σου αρέσει εκείνη που θα σ’ αγοράσω εγώ. Το καλύτερο είναι να πας καμιά μέρα στα Γιάννινα ν' αγοράσεις μόνος σου ό,τι λογής φλοέρα θέλει η καρδιά σου.

— Τότε πρέπει ν' αποφασίσω να ‘ρθω μόνος μου, κατά το λέγει σου...

— Νοικοκύρης είσαι... Όπως θέλ'ς.

— Με παίρ'ς μαζί σου;

— Σε παίρνω, λέει... Όρεξη να ‘χεις.

Ο Κουτσογιάννης αποφάσισε να κάνει το ταξίδι ως τα Γιάννινα, ξέλαμψε από χαρά το πρόσωπό του κι είπε με ξαποφασιά, σαν ν’ αποφάσιζε μεγάλο πράγμα:

— Ομπρός, κι ό,τι είπε ο Θεός!

Και λέγοντας αυτά τράβηξε μπροστά.

Ο δρόμος για τα Γιάννινα περνούσε μες από το χωριό του Κουτσογιάννη, και μάλιστα μπροστά από το σπίτι του. Φθάνοντας μπροστά στο σπίτι του ο Κουτσογιάννης φώναξε την μάνα του απ' έξω με βροντερή φωνή:

— Ωρ' μάνα! Ωρ’ μάνα!

— Όρσε!

Απολογήθηκε η μάνα του από μέσα και στη στιγμή βγήκε ξαφνισμένη στην εξώθυρα.

— Τα καλά μ’ τα σκουτιά! Της είπε με μεγάλη βία.

— Σε καλό σου, παιδάκι μου! Του είπε η μάννα του με μεγάλη απορία, που τον έβλεπε ανεπάντεχα μέρα μεσημέρι στο χωριό. Τι τρέχει; Πώς ήταν αυτό;

— Θα πάω στα Γιάννινα ν' αγοράσω φλογέρα, θα πάω με τον Κώστα.

Κι ενώ η μάνα του άνοιγε την κασέλα για να του βγάλει τα καλά του τα σκουτιά, ο Κουτσογιάννης της έλεγε χαρούμενα:

— Εγώ, που λες, μάνα, θα πάω με το θέλημα του Θεού στα Γιάννινα, κι αύριο θα είμαι εδώ... Όσο που θα λείπω, να πάει ο Παύλος στα σφαχτά...

Ο Παύλος ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του, κι είχε ως έργο το ζευγάρι.

Σε μια στιγμή άλλαξε ο Κουτσογιάννης, συγυρίστηκε, πήρε και πέντ’ έξι γρόσια από την μάνα του, γιατί αυτή νοικοκύρευε στο σπίτι, αφόντας είχε πεθάνει ο άντρας της και ξεκίνησε, κάνοντας τον σταυρό του, σαν να ξεκινούσε για κανένα μεγάλο ταξίδι. Ως ένα διάστημα, έξω από το χωριό, τον ακολούθησε κι η μάνα του, κάνοντας τον σταυρό της, και λέγοντας:

— Ώρα σου καλή παιδάκι μου! Ώρα σου καλή! Να σε ξεκινήσω και για γαμπρό να δώσει ο θεός!

Βλέποντας ο Κουτσογιάννης να τον ακολουθάει η μάνα του πλιότερο απ’ ό,τι έπρεπε για ένα ταξίδι ως τα Γιάννινα, γύρισε και της είπε:

— Γύρνα πίσω και μην χολοσκάνεις! Αύριο θα είμαι εδώ, σου είπα. Μόνον τα σφαχτά και τα μάτια σας ώσπου να γυρίσω!

Ο Κουτσογιάννης με τον ξάδερφό του τον Κώστα σκαπέτησαν κι η μάνα του γύρισε σταυροκοπώντας και πουσπουρίζοντας:

— Ώρα του καλή του Γιάννη μου! Ώρα του καλή! Καλό του πρωτοξεκίνημα. Και γαμπρό να τον ξεκινάω γλήγορα, Παναγιά μου.

Σ' όλον τον δρόμο δεν περβατούσε ο Κουτσογιάννης αλλά πετούσε. Μεγάλη χαρά τον είχε πιάσει, που βγήκε έξω από τα σύνορα του χωριού του κι έμελλε να ιδεί τα Γιάννινα, την περίφημη πολιτεία, κι αυτό το’ ‘δινε φτερά, τα Γιάννινα που του ήταν χρυσό όνειρο. Άκουε από τα μικρά του χρόνια ότι είναι πολιτεία κι όχι χωριό, ότι είχε απ’ όλα τα πράγματα του Κόσμου, αλλά δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του τι λογιών ήταν η πολιτεία. Χωριά είχε ιδεί απ’ αγνάντια καμιά δεκαριά και πλιότερα, που είναι γύρα στο χωριό του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι πράμα και πώς ήταν η πολιτεία. Εκείνο μονάχα που ήξερε αόριστα για τα Γιάννινα ήταν ότι βρίσκονταν εκεί και του πουλιού το γάλα κι αγόραζαν εκεί ο κόσμος ό,τι ήθελαν. Τα ήξερε αυτά τα πράγματα από κουβέντες και μολογήματα των αλλωνών και πάντα ονειρεύονταν να τα ιδεί και με τα μάτια του, να τα χορτάσει και να μην ανοίγει το στόμα του, σαν χάχας, όταν μιλούσε κανείς για τα Γιάννινα, που την θεωρούσε ως την μόνην πόλη του κόσμου, γιατί δεν έφταναν παραπέρα οι γεωγραφικές του γνώσες.

Αν ο Κουτσογιάννης ήξερε τον δρόμο, με την δύναμη, που ‘χε στο περπάτημα, ήταν ικανός να μπει στα Γιάννινα όχι σ' έξι ώρες που απείχαν από το χωριό του, αλλά σε δυο μοναχά. Ήθελε να τραβήξει μπροστά, αλλά φοβόνταν μην ξεδρομίσει και χαθεί, κι έτσι ήταν αναγκασμένος κάθε λίγο και λιγάκι να καρτερεί τον ξάδερφό του τον Κώστα, πο’ ‘ρχονταν από πίσω άναργα άναργα καβάλα στ' αδύνατο μουλάρι του.

— Μωρέ, χτύπα το το ξάλειμμο! του φώναζε του Κώστα, για να φτάσομε καμιά φορά στα Γιάννινα!

Αλλ' ο Κώστας, άνθρωπος, που ήταν πηγαιμένος εκατό φορές και πλιότερο στα Γιάννινα, και δεν είχε καμιά περιέργεια να τα ιδεί το γληγορότερο, δεν ήθελε να χαλάσει την ζαχαρένια του μουλαριού του, κι όσο στενοχωριόνταν κι αδημονούσε ο Κουτσογιάννης, τόσο αυτός πήγαινε ήσυχα ήσυχα, χωρίς καμιά βία.

Ήταν μεσημέρι, όταν ξεμύτησαν στην «Προσκύνηση».

Προσκύνηση λέγεται μια ραχούλα δέκα λεφτά της ώρας δυτικά της πλατείας, απ’ όπου φαίνεται η λίμνη, το κάστρο κι ένα κομμάτι του Γιαννίνου. Λέγεται «Προσκύνηση» γιατί απ’ αυτού φαίνονταν ο χρυσομέγαλος Σταυρός του Μοναστηριού του Αη-Γιάννη, που ‘ναι σήμερα τζαμί του Ασλάν πασιά, και σταυροκοπιόνταν ο κόσμος, πο’ ‘ρχονταν από τα χωριά στην πολιτεία. Αλλ’ άλλοι λεν ―κι αυτό δεν είναι αληθινό― ότι, όταν πρωτόρθαν οι Τούρκοι να καταχτήσουν τα Γιάννινα, σ' αυτό το μέρος βγήκαν να τους υποδεχτούν οι προυχόντοι οι Γιαννιώτες και να τους προσκύνησαν, και γι’ αυτό λέγεται «Προσκύνησης».

Απ’ εκεί αγνάντεψε για πρώτη φορά ο Κουτσογιάννης τα Γιάννινα, και στη στιγμή έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την ονειροφάνταχτη ομορφιά της πανώριας πολιτείας, που ξετυλίγονταν μπροστά του σαν μαγικός καθρέπτης. Ζερβιά μεριά η λίμνη, με τα λαμπροξάστερα νερά της, σαν απέραντος καθρέφτης, που καθρεφτίζονταν μέσα της ο καταγάλαζος ουρανός με τον κατάχρυσον και κατάλαμπρον ήλιο του και τα κάτασπρα συννεφάκια του, και τα βραχόχτιστα και λογγοσκέπαστα βουνά το Μιτσικέλι, ο Ντρίσκος, και τα Τζουμέρκα με τα λόγγα τους, τους βράχους τους, τες ράχες τους και τα κοπάδια τους, δεξιά μεριά το πελώριο κάστρο με τους πύργους του, τες πολεμίστρες του, τα κανόνια του, και τα τζαμιά μεγάλο μεγάλο κι ακίνητο, σαν μικρό βουνό ή σωστότερο σαν κοιμάμενο θεόρατο Στοιχειό, κι η πανώρια πολιτεία με τα ποικιλόβαφα κι αλογάριαστα σπίτια της με κεραμιδοσκέπαστες σκεπές της, κόκκινες σαν παπαρούνες, με τα κατάμαυρα κυπαρίσσια της, και με τους πανύψηλους κι αχτιδοστόλιστους μιναρέδες της, που ξεπετούσαν τ' αψήλου, σαν γιγάντιες λόγχες. Σ' αυτό το ανεπάντεχο και παράδοξο θέαμα, ο Κουτσογιάννης τα ‘χασε, ντράπηκε, φοβήθηκε, νόμισε πως ονειρεύονταν, γύριζε το μυαλό του σαν σβούρα και μην μπορώντας να σταθεί ορθός, στρώθηκε καταγής με την κλίτσα του στην αγκαλιά, έχοντας τες πλάτες προς την λίμνη και τα μούτρα προς τον Κώστα, πο’ ‘ρχονταν.

— Τι έκατσες αυτού ωρέ; Του είπε ο Κώστας όταν τον ζύγωσε.

Ο Κουτσογιάννης με την ψυχή στα δόντια, και τρέμοντας από τον φόβο του, του απολογήθηκε σιγαλά σιγαλά:

— Στάσου τσιότσιο, αδερφούλη μου! Μην φεύγεις; θέλω να σε ρωτήσω.

— Τ' έχεις κι έγινες έτσι κίτρινος, σαν φλωρί; Μην σου λύθηκε τίποτα ο αφαλός;

— Μήνα ξέρω κι εγώ, αδερφούλη μου, τι έχω; Είδα μπροστά μου ένα σωρό ισκιώματα, όνειρο ξέρω κι εγώ τ' είναι;

Ο Κώστας άρχισε να στενοχωριέται κι ο Κουτσογιάννης εξακολούθησε να του λέγει σιγαλά σιγαλά

— Δεν είχαν ιδεί άλλη φορά τα μάτια μου ό,τι είδαν τώρα!...

— Τ' είδες, μωρέ χαμένε, και ξωλαλάς έτσι;

— Εσύ δε γλέπεις τώρα τίποτε;

— Τι να ιδώ μωρέ;

— Ό,τι είδα και εγώ!

— Τ' είδες εσύ, που να σε κάψει η αστραπή;

— Για κοίταξε ίσια πέρα για να ιδείς Αν απ’ εδώ πίσω μου δεν τα γλέπεις τώρα μπορεί να ξαφανίστηκαν.

Και λέγοντας αυτά εξακολουθούσε να ‘χει γυρισμένα τα μούτρα του προς τον κάμπο και τες πλάτες του προς τα Γιάννινα, για να μην τα βλέπει κι έτρεμε ολόβολος από τον φόβο του.

— Να, κοιτάζω και δε γλέπω τίποτε. Δεν γλέπω κανένα ίσκιωμα και καμιά ονειροφαντασία.

— Δεν γλέπεις τίποτε, λες; Δεν γλέπεις έναν μεγάααλον καθρέφτη μπροστά σου; Δεν γλέπεις κάτι άλλα σαν μάγια, που δεν μπορώ να σου τα παραστήσω; Δεν γλέπεις ένα μεγαααάλο σπίτι σαν βουνό;

— Αυτά όλα ωρέ χαμένε, είναι η λίμνη, το κάστρο και τα Γιάννινα!

— Τα Γιάννινα! ξεφώνησε ο Κουτσογιάννης. Τα Γιάννινα! Φτάσαμαν, αδελφούλη, στα Γιάννινα. Τα Γιάννινα ήταν αυτά που είδα, δεν είναι ισκιώματα; Δεν είναι διαβολικιά; Ούι! Ούι! καλ'μέρα μου!

— Τα Γιάννινα είναι ωρέ, κυρ-χαμένε, τα Γιάννινα.

Ακούοντας ο Κουτσογιάννης ότι εκείνα που είχε ιδεί δεν ήταν φαντάσματα κι ισκιώματα και δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, σηκώθηκε αμέσως απάνω ορθός σαν γερός και καλά, γύρισε προς την πολιτεία κι έριξε το βλέμμα του απανωθιό της, στάθηκε ακουμπώντας στην κλίτσα του με το ζερβί το χέρι, έκανε με το δεξί τον σταυρό του κι έλεγε μονάχος του.

— Τα Γιάννινα είν' αυτά, Παναήγια μου! Τα Γιάννινα είν' αυτά, Θεέ μου! Ντέι! ντέι! Τι πολιτεία που ‘ναι τα έρημα! Χρειάζεται να ‘χει δεκατέσσερα μάτια κανείς και πάλι δεν τα χορταίνει!

Γυρίζοντας ύστερα προς τον Κώστα, τον ρώτησε:

— Τ' είν' αυτό, που ‘ναι σαν μεγάλος καθρέφτης; Μήπως είναι ποτάμι; Γιατί δεν τρέχει, αν είναι ποτάμι;

— Αυτό είναι λίμνη...

— Τι θα πει λίμνη;

— Πολυυυυό νερό, μεγααααάλη γούρνα.

— Αυτή είναι η λίμνη, που λεν; Ντέι! ντέι, τι πράμα είναι! Από πού έρχεται κι ως πού πάει;

— Να, αυτού βγαίνει κι αυτού χωνεύει το πλιοτερο. Τ' άλλο, χωνεύει μακρύτερα. Αυτού μέσα έπνιξε ο Αλή-πασιας τες δεκαφτά αρχόντισσες με την Κυρα-Φροσύνη.

— Κι αυτό το μεγααααάλο, που ‘ναι σαν μαντρί, κι έχει γύρα γύρα ψηλούς τοίχους, αντί για φράχτη, τ' είναι;

— Αυτό είναι το κάστρο του Γιαννίνου. Αυτού μέσα είναι τα κανόνια, ο στρατός, οι φυλακές με τους φυλακωμένους. Απ’ αυτού πολεμούσε τρία χρόνια ο Αλή-πασιάς με τον Σουλτάνο.

— Ντέι! ντέι! Τι μεγάλο, που είναι το ξάλειμμο!

Αν ήταν μαντρί, ωρέ Κώστα, πενήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα θα χωρούσαν μέσα! Δεν θα χρειάζονταν καθόλου σκυλιά, γιατί ο λύκος κι οι κλέφτες θα χρειάζονταν να γένουν πετούμενα, για να ‘μπουν μέσα. Kι αυτά τα θεόρατα τα σουβλιά, που ‘ναι δέκα φορές ψηλότερα απάν’ από τα σπίτια, τ’ είναι; Δέντρα να ‘ναι;

— Αυτά είναι τζαμιά... πάει να πει τουρκοκλησιές. Αυτού ψηλά, που φαίνεται, σαν στρόγγυλη εξέδρα, ανεβαίνει ο Χότζας και διαβάζει.

— Τ' είν' αυτός ο χότζας;

— Είναι ο τουρκόπαπας.

— Ντέι! ντέι! τι ψηλά που ‘ναι τ' αντίχριστα; Κι εκείνο το ψηλότερο το σπίτι, που ‘ναι ψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα, τ' είναι;

— Αυτό είναι το σεράι... Αυτού μέσα κάθεται ο πασιάς, κι αυτού μαζώνει τους μεγάλους και κάνει συμβούλιο.

— Ντέι! ντέι! τι μεγάλο και τι ψηλό που ‘ναι το μυριόρημο!...

Ύστερα απ' όλα αυτά τα ρωτήματα ξεκίνησαν για μέσα· κι ο Κώστας θέλοντας να τον κοροϊδέψει του είπε:

— Δεν μου λες, ωρέ όρνιο; από τα Γιάννινα σκιάχτηκες έτσι; Μωρέ, παλικάρι που είσαι!

— Να σου ειπώ την καψαλήθεια, απολογήθηκε ο Κουτσογιάννης. Μου πάει ρόβι. Σκιάχτηκα, άμα είδα όλ' αυτά τα πράματα. Άμαθος άνθρωπος μαθές. Χαχαχαχαχά!

Και ξεκαρδίστηκε από τα γέλια ο Κουτσογιάννης με το πάθημά του.

— Δεν λες πως είσαι ντιπ λογγήσιος, παρά λες άμαθος.

Του απάντησε ο Κώστας, μην μπορώντας να κρατήσει κι αυτός τα γέλια του.

Έτσι προχωρούσαν ολοένα για την πολιτεία, σαν και πριν, ο Κώστας καβάλα, κι ο Κουτσογιάννης πεζός, με μόνη την διαφορά, ότι τώρα ο Κουτσογιάννης δεν πήγαινε μπροστά, όπως πριν, αλλά πίσω, γιατ' κοντοστέκονταν κάθε τόσο, και θιαμαίνονταν και ξαπορούσε με ό,τι έβλεπαν για πρώτη φορά τα μάτια του.

Δεν είχαν φτάσει ακόμα στο κομέρκι, όταν ο Κουτσογιάννης ξεφώνισε δυνατά, σαν να τον είχε δαγκάσει σκορπιός.

— Αδελφούλη Κώστα! Τι θιάμα είν' αυτό;

— Ποιο, ωρέ; Του απολογήθηκε ο Κώστας.

— Τι διάολος είν’ εκείνος που περπατάει απάνω στο νερό;

Ήταν μια βάρκα, που ‘χε ξεκαμπήσει από το κάστρο, και λάμνοντας ήσυχα ήσυχα τραβούσε σαν νύφη καμαρωμένη, για το Νησί.

— Βάρκα είν' ωρέ ζουλάπι... Του είπε ο Κώστας.

— Τι πράμα είν’ η βάρκα; Ζωντανό είναι;

— Χάχαχαχαχαααααααά! Ξεκαρδίστηκε ο Κώστας από τα γέλια, κι ύστερα είπε μόνος του:

— Έρμε λύκε! Τι ζουλάπι άφσες να ‘ρθεί στα Γιάννινα και δεν το ‘τρωγες!

Ακούοντας τα λόγια αυτά ο Κουτσογιάννης είπε με παράπονο στον Κώστα.

— Γιατί γένεσαι τέτοιος, ωρέ Κώστα; Δεν ξέρω ο καημένος και σε ρωτάω! Γιατί με μπιλιαρίζεις έτσι; Σάματις ήρθα κι άλλη φορά στα Γιάννινα και πρέπει να τα ξέρω όσα βλέπω; Εσύ τα ‘ξερες αυτά, όταν πρωτόρθες εδώ πέρα;

Ο Κώστας κατάλαβε το άδικό του, σταμάτησε το μουλάρι και του είπε ήμερα:

— Η βάρκα είναι ένα μεγααάλο σκαφίδι, κι ως ξύλο που είναι στέκεται ψηλά στο νερό. Έχει από το ένα πλευρό από τ' άλλο δυο κουπιά, είδος μακριά φτυάρια, περασμένα σε δυο θηλιές, και μ' αυτά την σπρώχνει ο βαρκάρης απάνω στο νερό, κι αυτή κολυμπάει και φεύγει, σαν πάπια.

— Κι είναι βαθιά η λίμνη;

— Ως σαράντα οργιές.,...

— Δεν μπαίνω εγώ, ωρέ γιε μου, μέσα σ’ αυτόν τον πειρασμό, που τον λεν βάρκα, κι ας μου χάριζαν δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα, μ' όλους τους πιστικούς, τα σκυλιά και τα καρδάρια τους.

Και λέγοντας αυτά, έφτυσε τρεις φορές στην αράδα ως ξόρκισμα και σταυροκοπήθηκε. Έφθασαν στο κομέρκι.

Κομέρκι λέγεται στα Γιάννινα ο σταθμός του δημοτικού φόρου.

Φώναξε ο κομερκιάρης Αρβανίτης κατά τον τρόπο που μιλούν οι Αρβανίτες τα ρωμαίικα.

— Πω! τι έκετες, ωρέ στο σακούλια!

— Δεν έχομε, αγά μου, τίποτε! Απολογήθηκε ταπεινά ο Κώστας.

— Πω, εγκώ ξέρει ότι έκετες...

— Έλα να χαλέψεις, αγά μου...

Κατέβηκε ο κομερκιάρης από τον σταθμό, κι άρχισε να ψάχνει τα σακούλια, και βλέποντας ότι δεν είχε σκοπό ο Κώστας να τον «γκαβώσει» με καμιά εικοσάρα, του είπε με θυμό:

— Πω, να κατεβαίνει, ωρέ κάτω, να ξεσαμαρώσομε το μουλάρι. Μπορεί και να έκει μπαρούτι μες στο σαμάρι.

Τότε, για να γλιτώσει ο Κώστας από την τυράγνια του κομερκιάρη, του είπε:

— Αμάν, αγά μου, μην με παιδεύει! Δεν είμαι κακός άνθρωπος εγώ, για να ‘χω τέτοιο πράμα. Πάρε μια κοσάρα για τον κόπο σου κι άφσε με λεύτερον.

Και το’ ‘δωκε μια εικοσάρα.

Παίρνοντας ο κομερκιάρης την εικοσάρα είπε στον Κώστα, χαρούμενος:

— Πω, έτσι κάνε, ωρέ ντεριζή, και μην στέκεσαι με το κέρια σταυρωμένα, σαν νύφη! Άιντε τώρα, ώρα καλή! Δεν έχεις μπαρούτι.

Χτύπησε ο Κώστας το μουλάρι του, κι ακολούθησε από πίσω ο Κουτσογιάννης, κι όταν ξεμακρύνθηκαν λίγο από το κομέρκι, τον ρώτησε περίφοβος;

— Τι διάολος ήταν αυτός;

— Κομερκιάρης…

— Γιατί χάλευε στα σακούλια κι ήθελε να ξεσαμαρώσει το μουλάρι;

— Για να βρει την κοσάρα να την πάρει.

— Δεν του την έδινες, λοιπόν, από πριν.

Σε λίγο μπήκαν στα Γιάννινα. Εκεί κάπου στο έμπα της πολιτείας, στην ρίζα ενός τοίχου, ήταν μια Αράπισσα, η περίφημη Ζαρά που κοιμόνταν χειμώνα καλοκαίρι μέσα σε μια μεγάλη κασέλα, και ζούσε διακονεύοντας από τους χωρικούς πο’ ‘ρχονταν στα Γιάννινα, γιατί από τον καιρό που της είχε πεθάνει το μόνο της παιδί, της είχε λείψει κάθε πόρος ζωής. Αλλά το διακόνι της, δεν ήταν παρακαλεστικό, όπως είναι όλων των διακονιαραίων, αλλ’ απαιτητικό, σαν είδος φορολογία και πολλοί ανίδεοι χωρικοί την φοβόνταν κι ως «Τούρκισσα» κι ως Αράπισσα, και πλιότερο ως Αράπισσα, μ' εκείνο το ξερακιανό κορμί της, το ψηλό ανάστημά της, το κατάμαυρο πρόσωπό της τη πλατιά μύτη της, τα χοντρά χείλια και τα μακρουλά χέρια της, που ήταν το καθένα σαν μασιάς με πέντε περόνια. Την φοβόνταν οι χωρικοί, σαν να ήταν αυτή κανένα ανθρωποφάγο θηρίο, και της πετούσαν από ένα οβολό, μικρό επτανησιακό νόμισμα που πήγαινε τότε δυο παράδες, ή το πολύ μια πεντάρα τούρκικη.

Αυτή η Αράπισσα Ζαρά ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των παιδιών, που γένονταν φόρτωμα στες μάνες τους ή στους πατεράδες τους να τα πάρουν να ιδούν τα περίφημα Γιάννινα, γιατί τους έλεγαν εκείνοι, για ν' αποφύγουν την παιδική επιθυμία:

— Σε παίρνω στα Γιάννινα, αλλά στέκει στο έμπα της πολιτείας η Αράπισσα, η Ζαρά, που ‘ναι μαύρη σαν κακκάβι, κι άμα σε ιδεί, έρχεται αμέσως και σ' αναγκάζει να της φιλήσεις τον... πισινό.

Και τα καημένα τα παιδιά αναγκάζονταν να παραιτηθούν από το χρυσό τους όνειρο να παν να ιδούν τα πανέμορφα Γιάννινα.

Ήξερε ο Κουτσογιάννης αυτόν τον μύθο από τα μικράτα του και πίστευε ότι κάθε πρωτόφερτος στα Γιάννινα έπρεπε να λογαριαστεί με την Αράπισσα, την Ζαρά, αλλά τον είχε τυφλώσει η επιθυμία του ν' αποκτήσει φλογέρα, και δεν τον θυμήθηκε καθόλου κι όταν, μπαίνοντας στα Γιάννινα, προχωρούσαν μπροστά ο Κώστας καβάλα και πίσω αυτός πεζός και ζύγωσαν να περάσουν μπροστά από την Αράπισσα, την είδε άπαχτα, πρώτη φορά βλέποντας μαύρον άνθρωπο, τρόμαξε, και πηγαίνοντας από την άλλη μεριά του μουλαριού είπε του Κώστα με κομμένη φωνή!

— Τι διάολος είν' αυτός ο καρβουνισμένος, Κώστα μου, αδερφούλη μου;

— Αυτή είναι η Αράπισσα η Ζαρά!

— Η Αράπισσα! Ου! φουρτούνα μου και χαλασιά μου! Πώς θα γλιτώσω τώρα, Κώστα μου! ο καημένος;

— Σκύψε... του είπε ο Κώστας πονηρά, βαστώντας με δυσκολία τα γέλια. Σκύψε τόσο που να μη φαίνεσαι πλάι μου, και σε γλιτώνω...

Έσκυψε ο Κουτσογιάννης περπατώντας ζερβιά του μουλαριού, κι ο Κώστας έριξε ένα οβολό στην Ζαρά, για να την απομακρύνει το γληγορότερο, κι έτσι πάει κι αυτό.

Περνώντας από την Ζαρά, ήταν πλια μέσα στα Γιάννινα. Κόσμος πολύς αναδεύονταν άνω κάτω και πέρα δώθε. Βλέποντας ο Κουτσογιάννης το πλήθος αυτό, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά στη ζωή του, με τες ασυνήθιστες φορεσιές τους, για τα μάτια του: γούνες, τζουμπέδες, ντουλαμάδες, σιαλφάρια, λιμπαντέδες, φράγκικα, είπε:

— Ούι, μάνα μου, αρχόντοι!

Νομίζοντας, ότι κάθε άνθρωπος, που δε φόραε σιεγκούνια ή φουστανέλες, ήταν άρχοντας χωρίς άλλο!...

Όταν ζύγωσε το πλήθος, άρχισε να καλημεράει δεξιά και ζερβιά, φέροντας το δεξί του χέρι στα στήθια του, σ' ένδειξη μεγάλου σεβασμού:

—Καλ'μέρα! Καλ'μέρα! Καλ'μέρα.

Αλλά κανένας δεν του απολογιόνταν:

— «Καλή σου ημέρα!» ή «Πολλά τα έτη» αλλά τραβούσαν όλοι στην δουλειά τους, χωρίς να τον προσέχουν.

Τότε ο Κουτσογιάννης, καλημερώντας και μη λαβαίνοντας απάντηση, θύμωσε και μουντζώνοντας με τα δυο του τα χέρια όλον εκείνον τον κόσμον, που αναδεύονταν, σαν μελίσσι, ξεφώνισε:

— Ου! στον διάολο, παλιανθρώποι! ας είστε κι αρχόντοι! Και δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα αν είχαταν στο μαντρί καθένα σας πάλε δε θα είχαταν τόσο σηκωμένη την μύτη, και θα καταδέχοσταν ν' απολογηθείτε στην καλ'μέρα του Θεού! Ου! να μου χαθείτε!

Βλέποντας κι ακούοντας αυτά ο Κώστας του φώναξε με θυμό:

— Γιάνν'! Γιάνν'! Ώρε Γιάννη!

Ο Κουτσογιάννης ξακολουθούσε να βρίζει πάνω στον θυμό του, σαν να μην τον άκουε τον Κώστα λέγοντας:

— Ωρέ, έχω καλ' μρήσει και καλ΄μερήσει ανθρώπους· τσιελεγκάδες βαρβάτους με δυο χιλιάδες με τρεις, με τέσσερες, με πέντε, μ' εφτά και με δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα και κανείς δε μ' αρνήθηκε την καλ' μέρα. Έχω καλ'μερήσει Σκέντο, Μπέζα, Γκίζα, Γιάγκα, Μπάρδα κι ούλη την Βλαχουνιά, κι ούλοι μου απαντούσαν: «Καλή σου ημέρα» και «πολλά τα έτη» κι εσείς οι κ...

— Ώρε Γιάνν'! ώρε Γιάνν'!

Φώναζε συγκρατούμενα ο καημένος ο Κώστας ψηλά από το μουλάρι, αλλά πού να βάλει αυτί ο Κουτσογιάννης!

Κάποτε επιτέλους του απολογιέται:

― Έ! ωρέ τι θέλεις;

— Είσαι ντίπου λάβδα-ολό, καημένε! Τι σε φταιν ο κόσμος και τους βρίζεις; Δεν λες ότι σου τες βρέχει και κανένας:

— Γιατί δεν απολογιούνται στην καλ'μέρα μου;

— Γλέπεις τι πολυκοσμία είν' εδω πέρα;

— Και σαν είναι τι;

Έχει λογαριασμό! Αν όλος αυτός ο κόσμος χαιρετούσαν τον έναν και τον άλλον που απαντούσαν στον δρόμο, τότε δε θα ‘καναν άλλη δουλειά, παρά να χαιρετούν από το πρωί ως το βράδυ.

Σώπασε ο Κουτσογιάννης, αλλά κοίταξε άγρια όλους τους ανθρώπους, που αντιδιάβαιναν σαν να ήθελε να τους φάγει με τα μάτια, με την κλίτσα του και να την σπάσει στη ράχη τους.

Εκεί, που όλο έμπαιναν προς τα μέσα της πολιτείας, ένας Χότζας, σαν ανθρώπινο πετούμενο άρχισε άξαφνα το μπαγλάτημα, ψηλά σ’ έναν μιναρέ, και να ψέλει την προσευχή του.

— « Αλλααααάχ... »

Ξεπετάχτηκε ο Κουτσογιάννης ως απάνω κι είπε στον Κώστα με φόβο και περιέργεια:

— Αδερφούλη, Κώστα! Τ' είναι πάλε αυτός ο διάολος, που ψέλει εκεί απάνω;

— Ο Χότζας, ο Τουρκόπαπας, που διαβάζει...

— Έτσι είναι οι Τούρκοι οι παπάδες;

— Έτσι...

— Το μεσημέρι λειτουργούν οι χοτζάδες;

— Ωρέ, έλα κοντά μου, διάολε, και μην γκαρίζεις έτσι, γιατί θα μας ακούσουν οι Τούρκοι και θα βρούμε κανένα άντεμα!

Ακολούθησε ο Κουτσογιάννης τον Κώστα· κι όσο κι όσο προχωρούσαν προς την καρδιά της πολιτείας, τόσο πυκνότερη η πολυκοσμία, τόσο κι η οχλοβοή δυνατότερη. Χριστιανοί, Τούρκοι, Εβραίοι πήγαιναν άνω κάτω και πέρα δώθε σαν μελίσσια στο κρινί. Οι Χριστιανοί περβατούσαν περήφανα, οι Τούρκοι αργά αργά, και πολλοί απ’ αυτούς τραβούσαν τσιουμπούκι, ενώ περβατούσαν, κι οι Εβραίοι, ζωσμένοι τους ταβλάδες, γεμάτους πραγματείες, άναργα άναργα, φωνάζοντας ψαλμωδικά!

— Ρααααάματα καλά! Πραμμααααάτειες καλεεεεεές.

Βλέποντας όλ' αυτά ο καημένος ο Κουτσογιάννης γύριζε σαν ανεμοδείχτης, αλλά τι να πρωτοϊδεί και τι να πρωτακούσει, απ’ όλα όσα ήταν ολόγυρά του. Βρίσκονταν σ' έναν φοβερό λαβύρινθο μέσα, που του ‘χε πάρει όλον του τον νου. Ήθελε να ‘χε χίλια μάτια να βλέπει κι άλλα χίλια αυτιά ν' ακούει. Ένα ζευγάρι μάτια κι ένα ζευγάρι αυτιά δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν καθόλου την περιέργειά του.

Τέλος έφτασαν στο χάνι του Πράσσου, στον «Πλάτωνα», μοναδικό χάνι και ξακουσμένο σ' όλην την Ήπειρο. Εκεί ήταν ο μεγαλύτερος θόρυβος και το μεγαλύτερο κακό. Σαράντα καβάλες έμπαιναν και σαράντα καβάλες έβγαιναν, θόρυβος, κακό, κοσμοχαλασιά! Οι λαχανοπούλοι φώναζαν απ’ έξω.

— Σπανάκια, παζιά, μαρούλια, μακεδονίσι, κολοκυθάκια, χλωροκούκκια...

Οι κρεασοπούλοι: ο ένας απ’ εδώ βροντερά βροντερά:

— Κατσκομούνχοοο!

Οι άλλοι απ’ εκεί

— Κριαρήσιοοο!

Τρίτος με ψιλή φωνή:

— Αρνάκι το καημένο!

Τέταρτος:

— Κατσίιικι!

Κι ανάμεσα σ' όλες αυτές τες φωνές ξεχωριστές κουβέντες των κρεασοπούλων, που έκοβαν:

— Κόψ' τ' αγά το κεφάλ'!

— Βγάλ' του μπέη τον λαιμό

— Κόψ’ τ' άρχοντα το μπούτι!

Τα ποδοβολητά των αλόγων και των μουλαριών ψηλά στα γκαλτερίμια ξυπνούσαν και πεθαμένους και κοντά σ' αυτά όλα που είπαμε, άλλοι συγκρατούμενοι θόρυβοι από τες ζυγαριές των καταστημάτων, από τα ξεφορτώματα των φορτιών, από τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και των μουλαριών, και τα γκαρίσματα των γαϊδουριών, από τα βελάσματα των προβάτων, των γιδιών, των αρνιών και των κατσικιών, που τα κουβαλούσαν στην αγορά για να τα πουλήσουν, από τα πελεκήματα των σαμαράδων, από τα χτυπήματα των τσαρουχάδων και των κουντουράδων, από τα τσιοκανίσματα των σιδεράδων και των χαλκωματάδων, από τα καλιγώματα των πεταλωτάδων, από τα τραγούδια των τσιούρηδων και των μπαντίδων, που είχαν πάντα την κάπα τους κρεμασμένη στα χάνια, από τα λαλούμενα των Γύφτων, έκαναν ένα είδος διαβολικής μουσικής, πο’ ‘φτανε ως τα κατακλείδια της γης κάτω, κι ως τον ουρανόν απάνω.

Κατέβηκε από το μουλάρι ο Κώστας, το ξεφόρτωσε και το παράδωκε σ' έναν από τους πολλούς αχουρτζήδες του χανιού, έδωκε την κάπα του και τη βελέντζα του σ' ένα χαντζόπουλο, και πήρε της μπλόσκες του, τα σακούλια του και το ντισάκι να βγει στο παζάρι να ψωνίσει.

Ο Κουτσογιάννης τον πήρε από το κοντό, σαν το πιστό σκυλί τον αφέντη του.

Μόλις έκαναν λίγα βήματα κι ο Κουτσογιάννης ρώτησε τον Κώστα ανυπόμονα:

— Πού π'λούν φλοέρες;

— Στο παζάρι...

— Πότε θα πάμε στο παζάρι; Τι πράμα είναι το παζάρι;

— Να εδώ είναι το παζάρι... Στο παζάρι βρίσκομέστε...

Βρίσκονταν ακριβώς στον περίφημον και ιστορικόν «Πλάτωνα» όπου αρχίζει η καρδιά του παζαριού, όπου ντιχαλώνεται ο μεγάλος δρόμος, κι ο ένας πάει κατά το Κοραμανειό και το Κάστρο κι ο άλλος κατά την Μητρόπολη και το Σεράι. Βρίσκονταν στον «Πλάτωνα» που ήταν μια φορά οι ψησταριές, οι κρεμάλες, και τα τσιγκέλια για τους Αρματωλούς και τους Κλέφτες, αφόντας είχαν πέσει τα Γιάννινα στα τούρκικα τα χέρια, ως την ημέρα που σκοτώθηκε ο Αλή-πασας, κι ως ύστερα ακόμα, ως τα 1854. Βρίσκονταν στον τρομερόν «Πλάτωνα», τον ελληνικόν Γολγοθά, που ήταν θρεμμένος με αίμα γενναίο ελληνικό, αφόντας είχε φυτρώσει από της Γης τον κόρφο, και δεν περνούσε κανένας χριστιανός μπροστά του χωρίς ν' ανατριχιάσει!

Άμα ήκουσε ο Κουτσογιάννης ότι βρίσκονταν στο παζάρι, όπου του είπε ο Κώστας πως πουλιόνται οι φλογέρες, πιάσ' τον αν μπορέσεις! Δυνάστεψε την περπατησιά του, ξεπέρασε τον Κώστα, χωρίς να το καταλάβει, κι άρχισε να ρωτάει σε κάθε εργαστήρι που περνούσε:

— Έχ'ς φλοέρες; Έχ'ς φλοέρες;

Δοκίμασε ο Κώστας να τον φτάσει αλλά δεν μπόρεσε. Ο Κουτσογιάννης έτρεχε «ντζικ ντζικ» πολύ δυνατότερα ρωτώντας παντού:

— Έχ'ς φλοέρες; Έχ'ς φλοέρες; Έχ'ς φλοέρες;

Ρωτούσε, ρωτούσε, κι όλο ρωτούσε. Ρωτούσε σε μπακάλικα, σε φούρνους, σε χαλκωματάδικα, σε σιδεράδικα, σε ραφτάδικα, σε σαράφικα, σε καφενεία, σε τσαρουχάδικα, σε κουντουράδικα, σε λαχανοπουλειά, σε κρασοπουλειά, σε φαρμακεία, σε ζαχαροπλαστεία, σ' εμπορικά, που πουλούσαν ρουχικά, πανικά, τσίτια και λοιπά, αλλά δεν είχαν φλογέρες. Οι φλογέρες ήταν μακριά ακόμα, παρακάτω πολύ παρακάτω, παρακάτω κι από το Τζαμί του παζαριού ακόμα!

Ρωτώντας, ρωτώντας ο Κουτσογιάννης και μην βρίσκοντας, άρχισε ν' απελπίζεται και να στενοχωριέται, νομίζοντας ότι δε θα ‘φτανε ποτέ στην «γη της επαγγελίας» του, όπου πουλούσαν τες φλογέρες και ξεφώνησε:

— Έ! μωρή Παζάρα του Διαόλου, που δεν έχεις τελειωμό!

Εκεί πο’ ‘τρεχε τον κατήφορο ο Κουτσογιάννης ρωτώντας και ρωτώντας, έλαχε μπροστά του ένα τούρκικο γραφείο, όπου κάθονταν σταυροπόδι ένας Τούρκος κι έγραφε στο γόνα αναφορές, αγωγές καταγγελίες.

― Έχ'ς φλοέρες;

Τον ρώτησε ο Κουτσογιάνης φωναχτά, και τον έκανε να τρομάξει και να πέσει το κοντύλι από το χέρι του.

Ο Τούρκος, νομίζοντας ότι ήθελε να τον κοροϊδέψει ο Κουτσογιάννης, πετάγεται στον δρόμο μ' ένα γερό μπαστούνι στα χέρια, αλλ’ εκεί, που θ’ άρχιζε να τον ξυλομετράει, πρόφτασε ο Κώστας και με τα:

— Αμάν αγά μου! κι Αμάν, αφέντη μου! τον κατάφερε να μην τον δείρει, λέγοντάς του:

— Αυτός, αφέντη μου είναι ένας ζουρλός... ένας χωριάτης... ένας γίδαρης... ένας παλιάνθρωπος… ένα όριον- έθου...

Και μ' αυτά και μ' αυτά, κι άλλα γλυκά λόγια κι ότι ξαναρχόμενος στα Γιάννινα, θα το’ ‘φερνε από το χωριό μια χρονιάρα κι είκοσι αυγά, [κατάφερε] να καταπραΰνει τον θυμό του Τούρκου!

Σ’ αυτό απάνω, που καταγένονταν ο Κώστας να τα βολέψει με τον εξοργισμένον Τούρκο, προχωρούσε ο Κουτσογιάννης τον κατήφορο προς το Κάστρο, ώσπου έφτασε στ' αργαστήρια που είχαν φλογέρες λογής λογιών κι όχι φλογέρες μοναχά αλλά κι απ’ όλα τα ειδίσματα της στάνης.

Ζύγωσε σ' ένα από τα πολλά αργαστήρια που πουλούσαν φλογέρες... και κοίταξε απ’ έξω λογιών φλογέρες. Και τι δεν είχε μέσα εκείνο τ’ αργαστήρι!

Φλογέρες μακριές —τζαμάρες— και φλογέρες μέτριες, φλογέρες πλατιές και φλογέρες στενές, φλογέρες πλατόμακρες, και φλογέρες στενόμακρες, φλογεροπούλες και φλογερούλες, φλογέρες ξύλινες, φλογέρες σιδερένιες —από λαμνί ντουφεκιού— και φλογέρες κοκαλένιες, απ’ αητοκόκαλο, φλογέρες διπλές με τσαμπούνα, φλογέρες πλατιές από κάτω, σαν κλαρινέττα και φλογέρες μ' ασκί —ασκαύλι—. Κι όχι μια ή δυο από το κάθε είδος, αλλ’ από πενήντα, εκατό, και παραπάνω ακόμα. Και δεν πουλούσαν μοναχά φλογέρες εκεί πέρα αλλά και κλίτσιους για τες κλίτσες, ξύλινους, σκαλιστούς, σιδερένιους, χαλκοποτισμένους και μπρουζένιους, καρδάρες και καρδάρια, καρδαρόπουλα, και καρδαρούλια, κουμπλίτσες και κουμπλίτσια, κούτλους και κουτλόπουλα, ντρομπολίτσες και μπάτζους, κάδες και καδοπούλες, καύκες και καυκούλες, καυκιά και καυπούλια, σκάφες και σκύφους, χουλιάρες και χουλιάρια, και κουτλοχούλιαρα, βαρέλες και βοουσέλες, βουτσέλια και βουτσελόπουλα, όλα ξύλινα, κι όλα από κέδρο, έλατο, πεύκο, πυξάρι, ή σφοντάνι, κουλούρια για κουδούνια, και κουλούρια για κύπρους, κουδούνια και κουδούνες, λαμπροκούδουνα, και τροκάνια και τσιοκάνια, κύπρους και κυπριά, κύπρους μακριούς και κύπρους κοντούς κύπρους μακρόπλατους και κύπρους κοντόπλατους, κύπρους στενόμακρους και κύπρους κοντόστενους, και κύπρους διπλούς, και κύπρους τριπλούς που δεν μπορούσαν να τους σύρουν παρά τριανταοκάρικοι τράγοι.

Βλέποντας όλ' αυτά τα πράγματα ο Κοντογιάννης άραξε, παραλόγησε, παρατόρησε, δεν ήξευρε τι να ειπεί δεν ήξευρε τι να ζητεί. Τι θησαυροί ειδίσματα της στάνης εκεί μέσ' αμέτρητοι! Ήρθε ν' αγοράσει μια φλογέρα μον' και μοναχά κι ηύρε τόσα πράγματα της στάνης, που μπορούσαν ν' αρματώσουν εκατό κοπάδια, εκατό τσελιγκάτα, εκατό στρούγκες, χίλιους πιστικούς και πάλε να περσέψουν! Ντρέπονταν να ζητήσει μονάχα μια κι αναστέναξε βαθιά, που δεν είχε να τ' αγοράσει όλα! Πώς καιγόνταν η καρδιά του να τ' αγοράσει όλα! Αλλ' η έρημη η σακούλα δεν είχε πλιότερο από πέντε γρόσια, και δε σήκωνε πλιότερο από μια φλογέρα! Όλος ο κόσμος, που περνοδιάβαιναν και στριφογύριζαν εκεί πέρα δεν ήταν άλλο, παρά Βλάχοι και μόνον Βλάχοι: Βλάχοι Σαρακατσαναίοι, Βλάχοι Καραγκούνηδες, Βλάχοι Σαρρακιώτες, Βλάχοι Μετσοβίτες Βλάχοι Ζαγορήσιοι, Βλάχοι Ασπροποταμίτες που γνωρίζονταν από τες φορεσιές τους: τσιελεγκάδες, σκουτέρηδες, σμιξιαραίοι, πιστικοί. Άλλοι πουλούσαν μαλλιά, άλλοι τυριά, άλλοι βουτύρατα, άλλοι γιδοπρόβατα, ζυγούρια και βετούλια, κι άλλοι ζητούσαν πιστικούς κι οι πιστικοί ρόγα. Παρακάτω λάγιαζαν στον δρόμο μερικά κοπαδάκια από δέκα κεφάλια γιδοπρόβατα, που τα είχαν φέρει για πούλημα.

Άνοιξε πλιο η καρδιά του Κουτσογιάννη και θάρρεψε, μόλις ένιωσε ότι βρίσκονταν ανάμεσα σ’ ανθρώπους των γιδιών και των προβατιών. Του φαίνονταν ότι κάπου είχε ιδεί όλους εκείνους τους άγνωστους ανθρώπους, που αντιπροσώπευαν εκατό στάνες και περίττο, κι ότι κάποτε είχε μιλήσει μαζί τους. Του φαίνονταν ως δικοί του ανθρώποι, ως φίλοι του, ως συγγενήδες του. Το’ ‘ρχονταν ν' ανοίξει τα χέρια του και να τους αγκαλιάσει όλους.

Τέλος ζυγώνει σ' έναν απ’ αυτούς και του λέγει:

— Καλ'μέρα, κουμπάρε!

— Καλή σου μέρα, κουμπάρε!

— Τι κάνετε; Πώς είστε;

— Δόξα σοι ο Θεός! Κι εσείς τι κάνετε αυτού κάτω;

— Δόξα σοι ο Μεγαλοδύναμος! Βρίσκομέστε.

— Και τα ζωντανά σας πώς τα ‘χετε;

— Καλά ας τα πούμε... Τσαγκάδια, πολλά είχαμε φέτος, το έρημο, κουμπάρε μου!

— Κι εμείς το ίδιο. Το ήφερε η χρονιά.

— Έκανε φοβερό αγριοκαίρι

— Δεν μου λες, για ψώνο ήρθες, για πούλο ή για ρόγα;

— Ούτε για πούλο, ούτε για ρόγα, κουμπάρε μ’ Δόξα σοι ο Θεός, έχω καμιά εκατοστή γιδάκια και προβατάκια δικά μου και δεν ξενόμησα ποτές από το χωριό μου. Εκεί τα βόσκω χειμωγκαλόκαιρο. Τα βαστάει ο τόπος τόσο λίγα, που ‘ναι τα. Ό,τι έχομε για πούλημα: τα σερκά, τα παλιά, τα μαλλιά, με το συμπάθειο, τα πουλούμε εκεί κατατοπής. Έρχονται, που λες, κουμπάρε μ' πραματευτάδες και μου τ' αγοράζουν. Πολλά ξοδεύει και το σπίτι. Αν πεις για το τυρί και το βούτυρο πολύ λίγο μας περσεύει. Είμεστε δέκα νοματαίοι φαμίλια απάνω κάτω.

Για όλον τον άλλον κόσμο ο Κουτσογιάννης ήταν αγρίμι, ήταν ζούδιο, ήταν τίποτε, αλλά για τους ανθρώπους της τέχνης του ήταν φρόνιμος και σωστός άνθρωπος, γι’ αυτό και μιλούσε με τον άγνωστό του τσιέλεγκα, όχι σαν ανήξερος, αλλά σαν αληθινός τσιέλεγκας.

— Και πώς το λοιπόν ήρθες εδώ; Για σεΐρι; Τον ρώτησε ο τσιέλεγκας.

— Ήρθα που λες κουμπάρε μ' ν' αγοράσω μι' αητήσια φλοέρα... Τι να ‘κανα; Είναι χρόνος καιρός, ενάμιση ξάμηνο τώρα, που βρίσκομαι χωρίς φλοέρα. Μου την έχουν κλέψει το κατσίβελλο! Προσπάθησα σ’ αυτό το διάστημα να σκοτώσω κάναν αητό, να του πάρω τες φλοέρες αλλά δε μου βόλεσε, κι έτσι αποφάσισα κι ήρθα εδώ ν' αγοράσω μια φλοέρα.

— Ενάμιση ξάμηνο χωρίς φλοέρα! Μωρέ πως το φτούρησες τόσον καιρό!

— Τι να ‘κανα, κουμπάρε μ' είμαι μοναχός... Kι επειδή είμαι άμαθος από παζάρι, σε παρακαλώ να μου παζαρέψεις εσύ μια καλή φλοέρα.

— Έλα μαζί μου! Του είπε ο τσιέλεγκας· εδώγια παρακάτω έχω έναν φίλο. Αυτός έχει καλύτερα και φτηνότερα πράματα.

Έκαναν λίγα βήματα μαζί παρακάτω και μπήκαν σ' ένα αργαστήρι μεγαλύτερο από εκείνο, που ‘χε ιδεί ο Κουτσογιάννης. Εκεί φώναξε ο τσιέλεγκας.

— Φέρε μας εδώ ένα δεμάτι φλοέρες κοκαλένιες.

Ένα παιδί του αργαστηριού του πήγε αμέσως ένα δεμάτι φλογέρες.

— Διάλεξε τώρα όποια σου αρέσει! Είπε ο άγνωστος τσιέλεγκας του Κουτσογιάννη

Ο Κουτσογιάννης ρίχτηκε αμέσως στο διάλεγμα. Δοκίμασε την μια, δοκίμασε την άλλη, τες πέρασε όλες από τα χείλια και στο τέλος κράτησε μια, αλλά το μάτι του έμεινε καρφωμένο σ' όλο εκείνο το δεμάτι.

— Πόσο, ωρέ, την κάν’ς την φλοέρα; Ρώτησε ο Τσέλιγγας

— Τρία γρόσια. Απολογήθηκε το παιδί.

— Δος του, κουμπάρε, εκατό παράδες, είπε ο τσιέλεγκας του Κουτσογιάννη, κι ας λέει αυτός τρία γρόσια. Εδώ στα Γιάννινα όλο και το παραπάνου γυρεύουν. Μας γδύνουν, αν δεν ανοίξομε τα μάτια μας!

Έβγαλε το πουγκί του από τον κόρφο του ο Κουτσογιάννης, που το ‘χε με δώδεκα θηλιές δεμένο, τ’ άνοιξε, έδωκε τες εκατό παράδες, έβαλε χαρούμενος την φλογέρα στο σελιάχι του κι αποχαιρέτισε τον τσιέλεγκα κι όλους τους άλλους, λέγοντας!

— Σ’ αφήνω γεια, κουμπάρε! και με το καλό ν’ ανταμωθούμε! Σας αφήνω γεια, ωρέ ολωνών! Καλές αντάμωσες. Καλό ξεκαλοκαίριασμα να δώσει ο Θεός!

— Ώρα σου καλή, κουμπάρε! Με το καλό να ξανανταμωθούμε. Του είπε ο τσιέλεγκας.

— Ώρα σου καλή!

Του είπαν κι όλοι οι άλλοι.

Ο άγνωστος τσιέλιγκας έκανε προς την μια μεριά και χάθηκε μέσα στην πολυκοσμία κι ο Κουτσογιάννης προς την άλλη, κρατώντας περίχαρα την φλογέρα του στο σελιάχι, σαν πολύτιμο γκόλφι, σαν πανέμορφο πουλάκι, που μπορούσε να του ξεπετάξει και να του φύγει από τα χέρια του. Δεν έκανε όμως πέντε δέκα δρασκέλες δρόμο και θυμήθηκε τον ξάδερφό του, τον Κώστα! Κοντοστάθηκε, συλλογίστηκε, πού τον ξεχωρίστηκε, κοίταξε μπροστά και πίσω δεξιά και ζερβιά, πουθενά Κώστας!!! Τότε άρχισε να φωνάζει μ' όλα του τα δυνατά, ολόγυρα:

— Ωωωωώρε Κώστααααα. Ωωωωώρε Κώστααααα! Ωωωωώρε Κώστααααα! Ωωώρε Κώστααα!

Αλλά πού ο Κώστας! Άφαντος ο Κώστας! Από την στιγμή, που είχε πιαστεί με τον Τούρκο ο Κουτσογιάννης, τον έχασε ο Κώστας από μπροστά του κι από τότε γύριζε όλους τους δρόμους της πολιτείας για να τον βρει, κι επειδή ήξευρε τι άνθρωπο είχε χάσει, έλαβε κι άλλους περιχωρίτες του, που βρέθηκαν στο παζάρι να τον γυρεύουν.

Έσκασε ο καημένος ο Κώστας, γυρεύοντάς τον, και λελίζονταν, σαν τι να ‘λεγε στην κάκω του, όταν θα γύριζε στο χωριό, χωρίς τον Κουτσογιάννη! Αλλά κι ο Κουτσογιάννης τραβούσε τώρα τα επίχειρά του! Πήρε τον ανήφορο το Παζάρι, φωνάζοντας ολοένα συγκρατούμενα:

— Ωωωωωρέ Κώστααααα! Ωωωωώρε Κώσταααα! Αλλά πού Κώστας!

Φωνάζοντας, φωνάζοντας, διάβηκε το τζαμί του Παζαριού, πέρασε τον Αη-Νικόλα, και ζύγωνε στον Πλάτωνα. Εκεί πλια φούσκωσε η απελπισιά του, έτριζε τα δόντια του, και πετούσαν αστροπελέκια από τα μάτια του. Κοντοστάθηκε πάλε, κι άρχισε να φωνάζει ολόγυρα, σαν ο χότζας απάνω στον μιναρέ:

— Ωωωωώρε Κώστααααα! Ωωωωωώρε Κώσταα!

Κι ενώ αυτός φώναζε μ' όλα του τα δυνατά, ο κόσμος περνοδιάβαινε πέρα δώθε κι απάνω κάτω, και τα διάφορα αργαστήρια, που ήταν εκεί γύρα, σιδερά, δικά, χαλκωματάδικα, τσαρουχάδικα και κουντουράδικα δούλευαν κι ακουόνταν τα σφυριά τους: «τσιγκ, τσιουγκ, τσιακ, τσικ, τσιουκ»· οι καβάλες πήγαιναν άνω κάτω γοργά γοργά, οι λαχανοπούλοι φώναζαν, ο πηγαινοερχόμενος κόσμος βούιζε σαν μελίσσι, οι κρεασοπούλοι ξελαρυγγιάζονταν και χύνονταν ένας μεγάλος θόρυβος απ’ άκρη σ' άκρη, σαν να σφάζονταν βουβάλια, σαν να πάλευαν θεριά, σαν δράκοι κι έπνιγαν όλα τα χουγιατά του Κουτσογιάννη, σαν ο αγριεμένος ωκεανός την μικρή ψαρόβαρκα. Κανένας δεν τον άκουγε, κανένας δεν πρόσεχε στις φωνές του, κι αυτός όλο φώναζε και φώναζε με κλιάμενον τόνο.

— Ωωωωώρε Κώσταααα! Ωωωωώρε Κώσταααα! Αλλά πού Κώστας! Άφαντος ο Κώστας!

Τότε πλια ο θυμός του ξεχείλισε και τα μάτια του πλημμύρησαν από τα δάκρυα, γιατί νόμιζε ότι η αιτία που δεν τον άκουε ο ξάδερφός του ο Κώστας ήταν ο θόρυβος κι η οχλοβοή του παζαριού, και ξεφώνησε:

— Σώπα, μωρή παζάρα του Διαόλου, να μ' ακούσει ο Κώστας I

Αλλ’ ο θόρυβος κι η οχλοβοή εξακολουθούσαν αδιάκοπα κι αναίσθητα στον πόνο του Κουτσογιάννη. Τότε πλια τότε! Θυμωμένος, ιδρωμένος, κουρασμένος, λαχανιασμένος, βραχνιασμένος, ξελαρυγγισμένος ο Κουτσογιάννης, το παιδί του λεύτερου και του ανοιχτού αέρα, του λόγγου και των λακκωματιών, των ραχών και των βουνοπλαγιών, τράβηξε μια μεγάλη μούντζα με τα δυο του χέρια ολόγυρά του, λέγοντας.

— Να! Να! Να! Να! παζάρα του Διαόλου! Να! Να! Να! Ανάθεμα τον πατέρα σου!

Και τράβηξε τον ανήφορο.

Πέρασε τον Πλάτωνα, πέρασε και το χάνι του Πράσου και ξακολουθούσε ακόμα τον δρόμο προς τα έξω. Η πείνα τού θέριζε τ' άντερα… Το σελιάχι του είχε κρεμάσει κάτω από την μέση και κόντευε να ξεσυρθεί από τα γόφια. Δεν είχε φάγει όλην την ημέρα και μάλιστα ύστερα από τόσον δρόμο. Ήθελε να πάει στο χάνι του, νομίζοντας ότι ίσως θα ‘βρισκε εκεί και τον Κώστα, αλλά το είχε περάσει χωρίς να το καταλάβει. Στον δρόμο απάντησε έναν χωριάτη και του είπε.

— Αδερφούλ', ξέρ'ς πού ‘ν' το χάν';

— Να, αυτού μέσα... Του απολογήθηκε εκείνος, δείχνοντας του ένα χάνι που ήταν εκεί κοντά.

Ο Κουτσογιάννης τράβηξε ίσια μέσα. Μπήκε σε χάνι, αλλ’ όχι στο χάνι, που ‘χε πάγει με τον ξάδερφό του τον Κώστα. Κοίταξε ολόγυρα για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν το χάνι, που γύρευε, κι είπε μέσα του.

— Πάει να πει ότι είναι κι άλλα χάνια εδώ στα Γιάννινα κι όχι ένα μοναχά.

Εκεί έμπαιναν κι έβγαιναν κόσμος. Πολλοί έτρωγαν στα διάφορα τραπέζια. Σε μια άκρη μερικοί με βιολιά και με τραγούδια και μερικοί απ’ αυτούς χόρευαν. Φαγητά, κρασιά και νερά κουβαλιούνταν συγκρατούμενα στα τραπέζια και τέσσερες πέντε πηρέτες περέτευαν.

Βλέποντας αυτά ο Κουτσογιάννης είπε μέσα του:

— Χωρίς άλλο πανηγύρι έχουν εδώ μέσα.

Ύστερα έπιασε την άκρα ενός τραπεζιού και κάθισε δειλά δειλά. Εκεί τον ζύγωσε ένα χαντζόπουλο και του είπε.

— Τι ορίζεις να φας;

—Τι να ορίσω... ξέρω κι εγώ; Φέρε μου ό,τι ορίζεις εσύ, αδερφούλη! Ό,τι ορίζεις εσύ.

Έφυγε το παιδί και σε λίγο το’ ‘φερε ένα κομμάτι ψωμί καθάριο, και μια λίμπα γεμάτη κρέας με χόρτα. Βλέποντας ο Κουτσογιάννης κρέας με τα χόρτα, είπε στο παιδί.

— Αλλιώτικα φαγητά έχετε εδώ πέρα... Για κρεάσι κρεάσι, για λάχανα λάχανα να μαγερεύετε, όπως μαγειρεύει η μάνα μου και μην ανακατεύετε την πασκαλιά με την σαρακοστή.

Το παιδί γέλασε κι αντί να του απαντήσει τον ρώτησε.

— Θέλεις και κρασί;

— Όπως ορίζεις, Δεν λέω όχι.

Το παιδί έφερε γελώντας κι ένα εκατοστάρι, γεμάτο κρασί.

Σε μια στιγμή απάνω, ψωμί, κρέας, χόρτα και κρασί είχαν ξαφανιστεί μπροστά από τον Κουτσογιάννη, αλλά το στομάχι του χλιμητούσε ακόμα.

— Παιδί! Παιδί! Φώναξε. Καλό παιδί!

Το παιδί πήγε πάλε κοντά του με τα γέλια στα χείλια και του ρώτησε:

— Τι αγαπάς, Κύριε;

— Μου βάν'ς κι άλλο φαΐ;

— Ευχαρίστως!

Του είπε το παιδί και πήγε να του φέρει.

Βλέποντας ο Κουτσογιάννης αυτήν την ανεπάντεχη προθυμία, είπε μέσα του:

— Να που βρίσκονται και καλοί άνθρωποι εδώ πέρα· θύρες ανοιχτές, τραπέζια στρωμένα, φαγητά έτοιμα και καλά...

Το χαντζόπουλο του ξανάφερε κρέας με ρύζι, ψωμί και κρασί. Σε λίγο ήταν πάλε γυαλί το γρέκι μπροστά του· Ψωμί, κρέας ρύζ, κρασί είχαν γίνει πάλε άφαντα! Τραβούσε ακόμα η όρεξή του, αλλά ντρέπονταν να ξαναζητήσει. Ακούμπησε τον αγκώνα του κι έκανε πως συλλογιόνταν. Αλλ’ ύστερα από λίγο, βλέποντας ότι δεν ξανάρχονται κοντά του το παιδί, του φώναξε:

— Παιδί, παιδί!

— Ορίστε!

Του απολογήθηκε το παιδί γελούμενο.

— Μου φέρ'ς ψίχα ακόμα φαΐ;

— Αμέσως!

Και σε λίγο κι άλλο φαγητό ήταν μπροστά στον Κουτσογιάννη.

Το παιδί, έξυπνο και πειραχτικό, του είπε:

— Τον Μάη έχετε στο χωριό σας το τριήμερο;

Ο Κουτσογιάννης δεν κατάλαβε τίποτε από την ειρωνικήν ερώτηση του παιδιού, και προσπαθούσε να ξεπαστρέψει και την τρίτη δόση του φαγητού. Το ξεπάστρεψε κι αυτό κι ακούμπησε στο τραπέζι σαν να ήθελε να ξεκουραστεί. Λίγο ύστερα πήρε την κλίτσα στο χέρι και «ντζικ ντζικ» τράβηξε προς τα έξω, αποχαιρετώντας όλους, όσοι ήταν μέσα εκεί.

— Σας αφήνω γεια! κι ο θεός να σας έχει καλά κι εσάς και το βιο σας και χρόνου τέτοια μέρα να ξανανταμωθούμε.

Και βγήκε από την θύρα.

Τα χαντζόπουλο, που υπηρετούσε, έτρεξε από κοντά του φωνάζοντας.

— Πατριώτη, πατριώτη; Στάσου, κάτι λησμόνησες!

Ο Κουτσογιάννης έριξε αμέσως χέρι και μάτι στο σελιάχι και βλέποντας εκεί την φλογέρα του ν' ασπρίζει, του απολογήθηκε:

— Θα ‘ναι κανενός αλλ'νού! Εγώ δε λησμόνησα τίποτε! Εγώ τα ‘χω όλα τα πράματά μου. Έχε γεια πάλε, καλό παιδί, και πάλε καλές αντάμωσες του χρόνου τέτοια μέρα!

— Λησμόνησες να πλερώσεις! Του είπε το παιδί ξεκαρδισμένο από τα γέλια. Τι; Για πανηγύρι χωριάτικο το πέρασες το χάνι;

— Να πληρώσω; να σου πλερώσω ωρέ; Τι να σου πλερώσω;

— Το φαΐ, πο’ ‘φαες!

— Τι έκανε, λέει; Το φαΐ, πο’ ‘φαγα; Ωρέ πουλάτε εδώ πέρα και το φαΐ, που τρων ο κόσμος; Ου! να πάτε στο Διάβολο κι ακόμα παρέκει!

Ο κόσμος που ήταν μέσα στο χάνι και φαγοποτούσαν, άρχισαν να χτυπούν τα γέλια και να τον κοροϊδεύουν. Ο ένας το’ ‘λεγε:

— Τι καράβι σ' έφερε στα Γιάννινα;

Ο άλλος του φώναζε, όπως σαλαγούνε τα τραγιά:

— Τσαπ! τσαπ! τσαπ!

Τρίτος.

— Έρμε λύκε.

Άλλος πάλε.

—Κούκκου! Κούκκου! Κούκκου!

Βλέποντας ο Κουτσογιάννης ότι έμπλεξε και πάλε με «κακούς ανθρώπους» κατά την ιδέα του, έγινε άφαντος, χωρίς να πληρώσει. Έτρεξε το χαντζόπουλο από κοντά, φωνάζοντας:

— «Πιάστε τον! Πιάστε τον! »

Αλλ' ο Κουτσογιάννης έγινε άφαντος ανάμεσα στην πολυκοσμία!

Σε λίγο ο Κουτσογιάννης βρέθηκε έξω από την πολιτεία. Εκεί ένιωσε πλια τον εαυτό του και στάθηκε να συλλογιστεί. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε· να ματαμπεί στα Γιάννινα; Του φαίνονταν ότι θα ‘μπαινε στην Κόλαση. Μήνα ήταν και βέβαιος ότι θα ‘βρισκε τον ξάδερφό του τον Κώστα; Έπειτα, την φλογέρα, την είχε πάρει, κι η δουλειά του ήταν τελειωμένη.

Ήταν ακόμα τρεις τέσσερες ώρες μέρα. Μπορούσε να φτάσει με ήλιο ως τη «ράχη του βονού» απ’ όπου αγνάντευε το χωριό του... Έπειτα, κι αν νύχτωνε, φεγγάρι ήταν... Έτσι αποφάσισε να τραβήξει προς το χωριό του, τρέχοντας, σαν ζαρκάδι.

Όταν κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, ο Κουτσογιάννης ήταν στο κατάκορφο της «Ράχης του Βουνού» στα μέσα του δρόμου. Του έμειναν ακόμα τρεις ώρες δρόμο. Γύρα γύρα εκεί βοσκούσαν πρόβατα και λαλούσαν τα κουδούνια τους χαρωπά. Ένας πιστικός λαλούσε την φλογέρα του. Ακούοντας ο Κουτσογιάννης ανέβηκε σ' ένα κοτρόνι κι άρχισε να λαλάει χαρούμενα τη δική του τη φλογέρα για να τον αποστομώσει. Στη στιγμή έπαψε ο πιστικός το φλογερολάλημά του, κι ο Κουτσογιάννης, «νικητής και τροπαιούχος» έχωσε την φλογέρα του στο σελιάχι και ρούπησε τον κατήφορο, σαν κυνηγημένο ελάφι, για να φτάσει το γληγορότερο στο κοπάδι του, που δεν το ‘χε ξεχωριστεί καμιά μέρα και καμιά νύχτα από μικρό παιδάκι. Δε σταμάτησε πουθενά και τρεις ώρες νύχτα καλησπερνούσε στο σπίτι του και τραβούσε και τραβούσε ίσια για το κοπάδι του στον λόγγο μ' ένα κομμάτι αραποσίτικο ψωμί στο χέρι.

Φτάνοντας στ' αγαπημένα του «ζωντανά», άρχισε τα σαλαγήματα για να τους δώκει να καταλάβουν ότ' είχε έρθει. Στα σαλαγήματά του το κοπάδι συμμαζεύτηκε γύρα του, κι αυτός άρχισε να πιάνει όσα γίδια και πρόβατα ήταν σιμότερα, να τα φιλεί στα μάτια και στο στόμα, και να τα ρωτάει.

— Πώς περάσαταν σήμερα, ψυχούλες μου; Πώς περάσαταν σήμερα χωρίς εμένα; Βοσκήσαταν καλά; Έπιαταν νεράκι; Μην σας πρόντησε τίποτε;

Και λέγοντας αυτά έφερε άνω κάτω το κοπάδι του, το μέτρησε, το ξαναμέτρησε και το ‘βρε σωστό. Δεν έλειπε κανένα. Εκεί ήταν κι ο Φλώρος με τον τριπλόκυπρο, εκεί κι η Γκιώσα, η σκουλαρικάτη, εκεί κι η Μπάρτζα, η πρωτόγεννη, εκεί κι η Κανούτα, η σιούτα, εκεί κι η Γκώλμπινη, η τσερέπω, εκεί κι η Νιάγκρα, η πισωκέρατη, εκεί κι η Μπαλιά, η αστεράτη, εκεί κι η Μετσένια, η ορθοκέρατη, με τους κύπρους τους, εκεί κι η Στερφοκάλεσια με το λαμπρό κουδούνι, εκεί όλα τα γίδια κι όλα τα πρόβατα. Η καρδιά του Κουτσογιάννη είχε γίνει περιβόλι από την χαρά της και στην στιγμή ακούστηκε ολόγυρα τ' αγγελικό λάλημα της καινούργιας φλογέρας!

Ο αδερφός του, ο Παύλος, νιώθοντας τον ερχομό του Κουτσογιάννη, από το φλογερό λάλημα, του φώναξε πέρα από ένα τσιουγκάρι:

— Ήρθες, ωρέ Γιάννηηηηη!

— Ήρθα ωρέ, ήρθα!

Από εκείνη την στιγμή άρχισαν πάλε τα λόγγια, οι λακκιές, οι ράχες και τα πλάγια να χαίρονται από το φλογερολάλημα του Κουτσογιάννη, σα και πρώτα κι όταν τον ρωτούσε κανείς.

— Τι είδες, Γιάνν’, στα Γιάννινα;

— Θυάματα! θυάματα! Δεν μολογιέται ό,τι είδα.

Αλλά τι τα θέλ'ς; Κακός κόσμος! Όλοι στον παρά έχουν τον νουν τους! Δεν σου δίνουν μια τρίχα χωρίς παράδες! Τους λες «καλ'μέρα» και δε σ' απολογιούνται! Μπαίνεις στο χάνι να φας ψωμί, τρως κι ύστερα σου γυρεύουν πληρωμή!!! Κακοί ανθρώποι οι Γιαννιώτες! Είναι άξιοι να πωλήσουν και την μάνα τους και τον πατέρα τους ακόμα!

 

αρχή

 



ΤΟ ΜΑΝΑΡΙ

— Πολλά τα έτη τ'ς αφεντιάς σου, Καπετάνιε μ'!

Έτσι χαιρέτησε πρωί πρωί ο Σαρακατσιάνος τσιέλεγκας, ο Μαλαμούτης, τον φρούραρχο του Καρπενησιού, που κάθονταν σ' ένα ξύλινο σκαμνί, στη ρίζα του πλατάνου, που ‘ναι στην άκρη της πλατείας.

— Καλώς τον Μαλαμούτη! Για καλό στην Πολιτεία μας, ωρέ τσιέλεγκα;

Του είπε μ' αγέρωχο ύφος ο λοχαγός του Πεζικού και φρούραρχος του Καρπενησιού Δρακογιώργος, ένας από τα πλιο παλικάρια του Στρατού, του πριν τα 1868, πο’ ‘παιρναν τους βαθμούς τους με τα κλέφτικα κεφάλια, που κουβαλούσαν στην Λαμία και στο Μεσολόγγι.

— Για καλό, ας πούμε, Καπετάνιε μ' κι ο Θεός ας το κάνει καλό... Όλη η δ'λειά κρέμεται από το χέρ' σου κι όπως ορίζεις κάνε...

— Δεν καταλαβαίνω τι μου λες… Λέγε καθαρά και ξάστερα τι σου τρέχει; Του απάντησε ο φρούραρχος.

Ο Μαλαμούτης, καθώς στέκονταν ορθός ακούμπησε στην αγκλίτσα του κι άρχισε να διηγιέται:

— Αμ! τι να καψοτρέξει, Καπετάνιε μ! Να ψες μο’ ‘κλεψαν δέκα πρόβατα. Όλα ένα κι ένα... Διαλεγμένα, Καπετάνιε μ', διαλεγμένα. Με ζεμάτισε μες στην καρδιά, τον έρημον, με ζεμάτισε...Τα ‘χα αναθρεμμένα σαν παιδιά μου και ψίχα καλύτερα. Μη μ' λες ντιπ! Καπετάνιε μ', να πάω στο κοπάδι μου και στην στρούγκα μου. Μήνα είν' ένα ή δυο, Καπετάνιε μ! Δέκα κεφάλια πρόβατα, ένα μικρό κοπάδι, που λέει ο λόγος!

Άνοιξε τα μάτια του καλά καλά ο φρούραρχος, συγκινήθηκε από το πάθημα του τσιέλεγκα του Μαλαμούτη, που το’ ‘κλεψαν μονομιάς δέκα πρόβατα, όλα ένα κι ένα, χωρίς να λογαριάσουν ότι ήταν φρούραρχος αυτός στο Καρπενήσι και σ' όλα τα Καρπενησιοτοχώρια, και τον ρώτησε με σοβαρότητα:

— Και ξέρεις ποιος σου τα πήρε;

— Τον ξέρω, λέει; Σαν που σε γλέπω και με γλέπεις, αλλ’ άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης, Καπετάνιε μ! Όταν θέλουν οι κλέφτες, Καπετάνιε μ', να κάμουν την πράξη δεν κάνουν μήτε μαρτύρους μήτε βιολιά. Τον Θεό δεν τον είδαμε, με την γνώμη τον ηύραμε, που λέει ο λόγος.

— Τότε τι να κάνομε, ωρέ Μαλαμούτη. Πε μου, δείξε μου κανένα σημείο, να κάνω κι εγώ ό,τι έρχεται από το χέρι μου, αλλ’ έτσι, τι να σου κάνω;

— Που λες, κυρ-Καπετάνιε μ', δεν τους είδα με τα μάτια μ', αλλά δε μου το βγάζει κανείς από το μυαλό μου ότι δεν την έχουν κάνει αυτήν την πράξη τα παιδιά του τσιέλεγκα, του Κεφαλά. Πιστεύω να τα ‘χουν και μες στην κοπή τους ακόμα. Δεν ξέρ'ς Καπετάνιε μ', τι διαολόπαιδα είναι τα παιδιά του Κεφαλά, Θα τα ‘χεις ακουστά και του λόγου σου.

— Δεκανέα!

Φώναξε δυνατά ο φρούραρχος και παρουσιάστηκε ένας δεκανέας, και βάνοντας το χέρι του στο πηλήκιο, είπε:

— Διατάχτε!

— Πε του λοχία του Παντελιά να’ ρθεί εδώ.

Ο δεκανέας έκανε τακτική μεταβολή και σε δυο λεφτά της ώρας ήταν μπροστά στον λοχαγό τον Δρακογιώργο ο λοχίας ο Παντελιάς με το χέρι στο πηλήκιο, λέγοντας:

— Διατάξατε, κύριε λοχαγέ!

Ο λοχίας ο Παντελιάς, πριν καταταχτεί, ήταν γραμματικός ειρηνοδικείου κι ήξερε τους νόμους απ’ έξω, σαν το «πάτερ ημών». Είχε μέτριο ανάστημα, ξανθό μουστάκι, όμορφο, αλλ’ όχι και σαν αγκίστρι, όπως το ‘χουν οι ταχτικοί, οι μόνιμοι λοχίοι.

― Άκουσε λοχία... Του είπε ο λοχαγός. Να πάρεις τρεις άντρες και να πας στο μαντρί του Κεφαλά, να πιάσεις τα παιδιά του, να τους τραβήξεις ένα καλό καλό λιτάρωμα και να μου τα φέρεις εδώ.

— Υπάρχει ένταλμα της Εισαγγελίας; Ρώτησε ο λοχίας ο Παντελιάς.

— Τι ένταλμα και κολοκύθια γυρεύεις; Του απάντησε ο λοχαγός.

— Τα πιάνω, του είπε ο λοχίας, αλλά θα βρούμε τον διάβολό μας από τον Εισαγγελέα του Μεσολογγιού και θ' ακούσομε καμιά καμπάνα, σαν τες προάλλες.

— Έχεις δίκιο! του απάντησε ο λοχαγός χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του κι εξακολούθησε. Εσύ ξέρεις καλά αυτά τα νομικά και σ’ ακούω. Αυτά όμως τα παιδιά, κατά το λέει του φίλου μου εδώ του Μαλαμούτη, το ‘κλεψαν δέκα πρόβατα. Πήγαινε εκεί πέρα και κοίταξε με ήμερον και καλόν τρόπο να μπορέσεις να κάνεις τίποτε. Είναι φίλος μου ο Μαλαμούτης και πρέπει να τον ευχαριστήσομε.

— Σ' ευχαριστώ, κυρ Καπετάνε μ’, είπε ο Μαλαμούτης κι εγώ θα σου το χρωστάω με το παραπάνω και θα κάνω τα χρέγια μου. Από τα δέκα τα δυο να ‘ναι δικά σας, με ούλη μου την καρδιά, να τα σφάξετε, μαθές, να τα φάτε με γεια σας, με χαρά σας.

— Α, του απάντησε ο λοχαγός. Εμείς δεν είμεστε τέτοιοι. Αν τα βγάλομε, να ‘ναι όλα δικά σου. Κι αν δεν τα βγάλομε, ώρα καλή.

Σ' αυτό απάνω ο λοχίας Παντελιάς πήγε στη στρατώνα, ετοίμασε τρεις καλούς στρατιώτες του πεζικού και τράβηξε για το μαντρί του Κεφαλά στη Χελιδόνα, πέρα από το Κεφαλόβρυσο και σε μια ώρα ανάγαλια ανάγαλια έφτασε εκεί μ’ όλη τη σοβαρότητά του.

Τη στιγμή πο’ ‘φτασε ο λοχίας ο Παντελιάς με τους τρεις στρατιώτες του στο μαντρί του Κεφαλά, ανέβαιναν και τα γαλάρια στη στρούγκα για να τ' αρμέξουν. Ο ήλιος έτσουζε καλά, αρχές θερτιού, καρδιά του καλοκαιριού, αλλ’ όσο κι αν έτσουζε ο ήλιος ένα γλυκό καλοκαιρινό αγεράκι, μυρωμένο, που διάβαινε χαϊδευτικά μες από τα λιανόκλαδα και τα λιανόφυλλα των πευκιών και των ελατιών, συνοδευμένο με τους ανακατωμένους ήχους των κυπριών και των κουδουνιών των γιδοπροβάτων, χύνονταν απαλό απαλό και δροσερό δροσερό, που μαλάκωνε και την πλιο δύστυχη και βαρύχολη καρδιά.

Άμα οσμίστηκαν την ανθρωπίλα τα σκυλιά της στρούγκας χύθηκαν, αλυχτώντας «γκαβ γκαβ γκαβ» αλλά μόλις είδε ο τσιέλεγκας ο Κεφαλάς ότι έρχονταν στρατιώτες πετάχτηκε μόνος του, με μια μακριά αγκλίτσα στο χέρι, φωνάζοντας και μαυλώντας.

— Κω Μούργκα! Κω Τραχήλη! Κω Λειάρε! Κω Κω! Ακούοντας την φωνήν του τσιέλεγκα τα σκυλιά μαλάκωσαν, κι άρχισαν να καταπαύουν τ' αλυχτήματά τους, και σε λίγο χεροπιάστηκαν και χαιρετιόνταν ο λοχίας με τον τσιέλεγκα.

— Καλώς τον κυρ-λουχία. Καλώς τον. Τι κάν'ς, κυρ-λουχία; καλά είσαι; Πώς το ‘παθες να μας θυμηθείς και να μας τιμήσεις.

— Καλά καλά, κύριε Κεφαλά, δόξα τον Θεό. Εσείς πώς είστε;

— Καλά δόξα τον Θεό!... Και για καλό εδώ στην ερημιά μας.

— Καλό, λέει! Άμα βλέπεις στρατιώτες, Κεφαλά, και μάλιστα με λοχία επικεφαλής όξω από τον στρατώνα κι όξω από τον ταχτικόν δρόμο, μούντζωνέ τα. Δεν έρχονται για καλό!

Αυτά είπε ως προοίμιο της παρουσίας του εκεί πέρα ο λοχίας ο Παντελιάς· αλλ’ ο Κεφαλάς, τσιέλεγκας και Σαρακατσιάνος παμπόνηρος, χωρίς να χαλάσει το γελούμενο και πρόσχαρο πρόσωπό του, του απάντησε.

— Είτε για καλό, είτε για κακό, καλώς ορίσατε. Ένα μόνο μου κακοφαίνεται που δε θα μπορέσω να κάνω τα χρέγια μου, που λέει ο λόγος, όπως πρέπει.

Αν ήξερα ότι θα ‘ρχοσταν, θα ‘σφαζα κάνα αρνί, κάνα κατσίκι, γιατί εδώ που με βρήκατε είν' όλο γαλάρια. Άφ'σε, που ναι κρίμα να σφάξει κανείς γαλάρι, αλλά και δεν τρώγεται. Δεν τραβιέται το κρέας των γαλαριών... Είναι σαν τομάρι. Τα στέρφα, τ’ αρνιά και τα κατσίκια, που μπορούσαμε να σφάξομε όσα θέλαμε, είναι δυο ώρες λάργα απ’ έδώ, που να τα φάει ο λύκος, να τα φάει!

— Ας μείν' αυτό το ζήτημα μπερδεμένο κύριε Κεφαλά! Τον απάντησε ο λοχίας. Δε μας μέλει αν δε σφάξεις τίποτε. Περίσσιο είναι... Οικονομιόμαστε και με γάλατα και με τυριά και με βούτυρα… αλλά

Αλλ’ ο Κεφαλάς πρόλαβε και δεν τον άφησε να τελειώσει την ομιλία του ο λοχίας.

— Καλά λες εσύ, κυρ-λουχία, αλλ’ ηγώ το ‘χου σε προυσβουλή, να ‘ρθείς πρώτη φουρά στην στάνη μου, και να μην το ματώσουν I

Οι πιστικοί, πέντ’ έξι αδερφοξάδερφα, σαλαγούσαν τα γαλάρια και τ' άμπωχναν μέσα σε δυο αρμεγώνες για να τ' αρμέξουν, φωνάζοντας: «Έι! Έι! Έι! Έι!» κι όταν μπήκαν όλα τα πρόβατα μέσα, καμία τετρακοσαριά γαλάρια και περίττο, πήρε το συμπάθειο ο Κεφαλάς από τον λοχία και του είπε.

— Να με συμπάθησες εμένα, τώρα, κυρ-λουχία, να κάτσου στο στρουγκολίθι τ' αρμεγώνα ν' αρμέξου, κι άμα τελειώσου είμαι στην διάτα σου και στους ορισμούς σου! Ό,τι θέλ'ς πρόθυμους και παραπρόθυμους.

— Κάλλια να σου το ειπώ τώρα, Κεφαλά, παρά ύστερα. Ήρθε σήμερα ο Μαλαμούτης στον λοχαγό στο Καρπενήσι, και κλαύτηκε ότι το ‘κλεψαν απόψε τα παιδιά σου δέκα πρόβατα, και πρόβατα ένα κι ένα.

— Τι; Τι; κυρ-λουχία! Τα δ'κά μ' τα παιδιά να κλέψουν τα πρόβατα αυτούνου του κασιδιάρη; Τετρακόσια γαλάρια έχου, κυρ-λουχία, κι άλλα τόσα στέρφα, τα σφάζου ούλα αν αποδειχτούν' τα παιδιά μ’ κλέφτες! Κάτσε τώρα ώσπου ν' αρμέξου κι ύστερα τα λέμε...

Κι ενώ ο Κεφαλάς πήγαινε να κάτσει στο στρουγκολίθι μπροστά σε μια μεγάλη καρδάρα, ένα πικόπουλο πήγε στον λοχία ένα παγούρι με ρακί και μια κουκούλα γεμάτη χλωροτύρι. Ο Κεφαλάς με τρεις άλλους αρμεχτάδες άρχισαν ν' αρμέγουν «βζιάρρρ! βζιάρρρ! βζιάρρρ!»

Εκείνην την στιγμή τρία κορίτσα από εφτά ως έντεκα χρονών περνούσαν με μια πρωτογεννημανάρα Γκιώσσα, τραβώντας την μ' ένα λιτάρι του λαιμού.

Μόλις δοκήθηκε τα παιδιά ο Κεφαλάς τους φώναξε δυνατά!

— Ώρ' Μάρω! Ώρ' Μάρω!

— Όρσε, μπάρμπα! Απολογήθηκε το μεγαλύτερο, η βοσκοπούλα η Μάρω.

— Έλα δω γλήγορα. Της είπε ο Κεφαλάς.

Το κορίτσι, ως έντεκα δώδεκα χρονών σαρακατσιανοπούλα, μαυροκκόκινη από υγεία βουνήσια, σαν μαγιάτικο κεράσι, πήγε μπροστά στον Κεφαλά, τραβώντας την μανάρα, ακολουθούμενη από τ' άλλα τα δυο, τα μικρότερα.

— Δέσ' το μανάρι και φεύγα! Της είπε διαταχτικά ο Κεφαλάς.

Το καψοκόριτσο, θέλοντας και μη είτε γιατί σεβάστηκε τον Κεφαλά, που ήταν αρχιτσιέλεγκας και προστάτης του σπιτιού της, ή καλύτερα της καλύβας της, γιατί δεν έχουν σπίτια οι Σαρακατσιάνοι, είτε γιατί φοβήθηκε ν' αντισταθεί από την παρουσία του λοχία, και των στρατιωτών, έδεσε το μανάρι κι έφυγε με τ' άλλα δυο τα κοριτσάκια, έχοντας τα μάτια της βουρκωμένα από τα δάκρυα, κι όσο απομακραίνονταν όλο γύριζε και κοίταζε το δεμένο της το μανάρι, που ήταν κάτω από ένα ελάτι, αλλά κι εκείνο, σαν να καταλάβαινε ότι κάποιο κακό θα τους έτρεχε, κοίταζε την κυροπούλα του βελάζοντας, ώσπου την έχασε μες στο σύδεντρο, κι είχε καρφωμένα απάνω της τα μάτια του και προσπαθούσε να λυθεί για να τρέξει κοντά στα κορίτσια και μην μπορώντας να το κατορθώσει, σκάλιζε την γη με το μπροστινό ποδάρι, σαν τ' άλογο. Σε λίγο, παρουσιάστηκε μια γυναίκα στον δρόμο, γυναίκα μισόκαιρη, ισχνή κι ομορφοκαμωμένη, —η μάνα των τριών κοριτσιών— και τράβηξε ίσια προς το δεμένο μανάρι, για να το λύσει και να το πάρει να φύγει.

— Μη! το μανάρι! Της φώναξε άγρια ο Κεφαλάς. Φύγ' απ’ αυτού!

— Είναι δική μ' η γίδα!

Του απολογήθηκε η γυναίκα με θυμό.

— Δ'κή σ' είναι, της απολογήθηκε ο Κεφαλάς, αλλά μου χρειάζεται εμένα σ' αυτήν την περίσταση

— Έχεις τετρακόσια στέρφα! Του απάντησε αυτή. Στείλε και πάρε να βολέψεις την περίστασή σου.

— Μωρ' άφ'σε το μανάρι εκεί, Διάολε, και σύρε στα στέρφα μ' και διάλεξε και πάρε όποιο θέλ΄ς! Άφ’σ’ το αυτό αυτού να κάνω σήμερα τη δουλειά μ’ πο’ ‘χω τον κυρ λουχία!

Ως εκείνη την στιγμή δεν ήξευρε ο λοχίας ο Παντελιάς τι γένονταν, κι άμα ήκουσε τ' όνομά του κατάλαβε ότι ήταν για σφάξιμο το μανάρι. Επεμβαίνει, λοιπόν, αμέσως για να δοθεί το μανάρι στην γυναίκα, αλλ’ ήταν ακατάπειστος ο Κεφαλάς. Βλέποντας ο λοχίας ότι επέμενε πολύ ο Κεφαλάς είπε στην γυναίκα με ήμερον και καταπειστικό τρόπον.

— Σύρε κυρά μου στο κατοικειό σου κι εγώ δεν αφήνω να σφάξουν το μανάρι σου.

Θέλοντας και μη πίστεψε η καημένη η γυναίκα, και κίνησε για να φύγει κι είπε στον λοχία, φεύγοντας.

— Από σένα, καπετάνιε μ’ θέλω το μανάρι μου! παρακαλάω να μη λησμονηθείς. Το ‘χω φυλαγμένο σαν τα παιδιά μου και καλύτερα, και δε θέλω να μου το σφάξουν. Το ‘χω τρανεμένο με μπούκες ψωμί! Έκοβα από τες χαψές μου και το ‘θρεφα. Θ' αρρωστήσουν τα παιδιά μ' από το σκάνιο, αν πάθει τίποτε η Γκιωσσούλα μου! Να το ξέρ'ς θα ρέψουν τα παιδιά μου από τα κλάματα και θα μου αρρωστήσουν, αν πάθει τίποτε!

— Άε, γυναίκα και μην σε μέλει. Της είπε ο λοχίας. Ζώντας εγώ δεν παθαίνει τίποτε η γίδα σου.

***

Έφυγε η γυναίκα και μπήκε μες στη σύδεντρη ρεματιά, και σε λίγο τέλειωσε κι ο Κεφαλάς το άρμεγμα, κι αφού έριξε όλο το γάλα σε μια μεγάλη κάδη, που της είχαν το στόμιο σκεπασμένο με μια μεγάλη καθαρή κιτρινωπή τσαντήλα, για να μείνει απάνω της κάθε ακαθαρσία από τ' άρμεγμα, έβαλε μέσα μέσα την πωτιά, σκέπασε την κάδη καλά καλά με μια μαλλόσκουτα, για να διατηρήσει το γάλα ζεστό για να πήξει και να γίνει τυρί, και πήγε στο ελάτι να λύσει το μαναρόγιδο.

Βλέποντας αυτό ο λοχίας, του φώναξε:

— Τι θέλ'ς να κάν'ς αυτού, Κεφαλά;

— Θα το κόψου, απάντησε ο Κεφαλάς. Και σε μια ώρα το πολύ θα το τρώμε... Γένεται γλήγορα αυτό, γιατ' είναι τρυφεράδι...

— Α! Δεν τ' αφήνω το μανάρι, του είπε ο λοχίας σοβαρά, θα το δώκω πίσω στην γυναίκα:

— Καημένε, κυρ-λουχία: Του απάντησε ο Κεφαλάς. Δε βαριέσαι, να χαρείς τα μάτια σου. Διαφορά θα ‘χει η βρόμα, απ’ αυτήν την δ'λειά. Θα της σφάξω αυτό το γίδι, που δε βγαίνει πλιότερο από δέκα οκάδες και θα της δώκω άλλο, που θα βγαίνει δέκα πέντε!

— Δεν ξέρω, εγώ, τι θα της δώκεις εσύ. Δεν σ' αφήνω να της σφάξεις το μανάρι. Τέλειωσε!

Του απάντησε σοβαρά ο λοχίας.

— Αμ' αφού το θέλ'ς έτσι εσύ, κυρ-λουχία μ’ θα χορτάσεις με γάλα και με τυρί... Δεν έχομε άλλο τίποτα. Είμεστε στην ερημιά εδώ πέρα.

— Δεν με μέλει καθόλου. Χορταίνω με γάλα και τυρί Και τι καλύτερα από το γάλα κι από το τυρί.

Κρέας κάθε μέρα τρώμε, στο Καρπενήσι... Γεννήκαμε γεράκια!

Ακούοντας αυτά τα λόγια οι στρατιώτες άρχισαν να τσικνίζουν τα μούτρα τους. Ήθελαν να σφαχτεί το μανάρι, αλλ’ ο λοχίας τούς χάλασε την ζαχαρένια.

Σε λίγο έστρωσαν το τραπέζι τα παιδιά του Κεφαλά, κάτω από έναν έλατο, που είχε δίπλα του μια κρουσταλλένια βρύση, πο’ ‘τρεχε μέσα στ' απόσκιο της λαγκαδιάς ήσυχα ήσυχα, κελαρύζοντας αρμονικά αρμονικά, σαν αγγελικό τραγούδημα, που κάνει την Πλάση ν' αναγαλλιάζει. Γάλα γλυκό ήγκαιρο, γάλα αφρή, γάλα ξυνό του καρδαριού, ξυνόγαλο του ασκιού, ανθόγαλο, γαλοτύρι, τσαντηλοτύρι, τυρί του καδιού και χουσμάρι ήταν όλα ξαπλωμένα απάνω σ' ένα κατακάθαρο μεσάλι. Ζύγωσαν όλοι γύρα στο μεσαλοτράπεζο, έκαναν τον σταυρό τους, είπαν τες απαραίτητες ευκές τους κι άρχισαν να τρων.

Ο Κεφαλάς πήρε πάλε, κατά τα συνηθισμένα, το συμπάθειο.

— Τι να κάνομε, κυρ λουχία μ'! Όπως λάχαμε. Ου Θεός μας έστειλε το μανάρι και του λόγου σου το ‘διωξες. Όπως λάχαμε, το λοιπόν. Λογγήσιοι ανθρώποι είμαστε, με λογγήσια φαγητά λουχία μ'. Τι να κάνομε; Μόνο το βλογημένο το κρέας αρχοντίζει το τραπέζι.

Οι στρατιώτες άρχισαν να τρων αχόρταγα φαγητά, που δεν τα είχαν ιδεί και δεν τα είχαν φάγει άλλη φορά έτσι σπάνια και μαζεμένα. Ήταν Ζακυνθινοί και στην πατρίδα τους δεν υπάρχουν ούτε βλάχικα κοπάδια, ούτε Σαρακατσιαναίοι, ούτε τσιελεγκάδες, ούτε γιδοκλέφτες και κλεφτοπροβατάδες.

Βλέποντας ο λοχίας, με τι ασυνήθιστη όρεξη έτρωγαν, τους είπε:

— Να, όρνια φαγί. Κρέας τρώτε καθεμέρα στο Καρπενήσι. Κρέας τρώτε και στον τόπο σας, αλλά τέτοια φαγητά μόνον εδώ στην Ρούμελη μπορεί να φάει κανείς.

Ύστερα από το φαγητό, πήρε ο λοχίας κατά μέρος τον Κεφαλά και του είπε.

— Για πε μου τώρα την αλήθεια, στο ψωμί που φάγαμε, έκλεψαν τα παιδιά σου τα πρόβατα του Μαλαμούτη ή όχι;

— Τι λες, κυρ-λουχία μ'; Τα δ'κά μ’ παιδιά να καταδεχτούν να κλέψουν, τσιελεγκόπ'λα με χίλια πρόβατα., Παπαπαπά! Δεν το παραδέχομαι ποτέ στον αιώνα! Δεν θέλ'ς να με πιστέψεις; Έμπα στους στάλους και ξέκοψε δέκα προβατίνες, τες πλιο καλύτερες, κι αν σου κρίνου λόγο, να μου παρ' ου Διάουλους τον πατέρα! Τι να σου ειπώ, ου καημένους;

— Άε στο καλό σου, το λοιπόν! Του είπε ο λοχίας. Κι όταν βγαίν' ς καμιά φορά στο Καρπενήσι, να μας θυμάσαι κι εμάς... Ξέρ'ς. Είχα διαταγή από τον λοχαγό να σας πάρω δεμένους κι εσένα και τα παιδιά σου.

— Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Είμαι πρόθυμους κι υπόχρεους σ' ό,τι μου πεις.

Απάντησε ο Κεφαλάς, βάνοντας την δεξιά του παλάμη στο στήθος του.

Ύστερα από τούτη την κουβέντα, σκόρπισαν όλοι να κοιμηθούν κάτω από τα έλατα και τα πεύκα, γιατί οι πιστικοί κοιμούνται τη μισή την ημέρα το καλοκαίρι, για να μπορούν να ξαγρυπνούν την πλιότερη νύχτα.

Έγειρε κι ο λοχίας κάτω από έναν πυκνόκλαδο και πλατύσκιωτον έλατο, κοντά στην γαργαρόνερη βρύση να κοιμηθεί, αλλά πριν κοιμηθεί είπε στους τρεις στρατιώτες του:

— Κοιτάξτε, ωρέ, μην πάθει τίποτε το μανάρι της γυναίκας.

***

Αφού κοιμήθηκε ο λοχίας, άρχισαν να κουβεντιάζουν οι τρεις στρατιώτες. Απανωθιό στην κουβέντα, να σου παρουσιάζεται κι ένας εύζωνος και τους καλημερίζει. Κάθισε κι αυτός κοντά τους να ξεκουραστεί. Εκεί που κάθισε είδε το δεμένο μανάρι και ρώτησε τους στρατιώτες:

— Πώς δεν το σφάξατε εκειό δα το γκιωσσάκι;

— Δεν το επιτρέπει ο λοχίας μ; Του απάντησαν εκείνοι.

— Τι λέτε, ρε ζούδια; Τους είπε ο εύζωνος. Μπορεί ου λουχίας να τιμουρήσ' στρατιώτη για τέτοια πράματα; Ου δικός μου ου λουχίας άμα γλέπει κανέναν στρατιώτη του και πάει δίχους σφάγιο, ή να μην είναι καλό, τον βρίζ' και τουν λέει ανίκανο. Ε καημένο Ευζωνικό να μην πηθάν’ς ποτέ!

— Εμείς είμαστε νησιώτες, του απάντησαν, και δεν ξέρομε να σφάξομε... Ξέρ'ς εσύ;

— Ξέρου λέει! Είπε ο εύζωνος, Να τα ‘χα όσα έχου σφάξει ηγώ, ως τα σήμερα, δε θα ήμουν εύζωνος... θα ήμουν πρωτοτσιέλεγκας.

— Μας το σφάζεις, το λοιπόν;

Τον ρώτησαν

— Ακούς, λέει, και θέλ' ρώτημα αυτούνο;

Και στην στιγμή έβγαλε ένα μαχαίρι, ζύγωσε στο μανάρι, το ‘λυσε, τ’ άρπαξε, το ’σφαξε και σε δέκα λεφτά της ώρας το ‘χε και περασμένο στο σουβλί. Πήρε ύστερα τα σκότια, την σπλήνα, την κοιλιά και τ' άντερα, γιατί δεν άξιζαν τάχα τίποτε, για να τα δώσει δήθεν σ' ένα σκυλάκι του, πήρε με τρόπο και το τομάρι κι έγινε άφαντος από μπροστά τους.

Φεύγοντας ο εύζωνος, έκαναν μια μεγάλη φωτιά οι στρατιώτες, έστησαν δυο φούρκες μια από την μια μεριά της φωτιάς και μια από την άλλη, όπως έβλεπαν αλλού κι άρχισαν να κακογυρίζουν το σφαχτό ψηλά στα κάρβουνα και στους καπνούς, σαν άμαθοι ανθρώποι που ήταν· κι εκεί που παιδεύονταν έτσι, παρουσιάζεται μπροστά τους η γυναίκα, που όριζε το μανάρι με τα τρία της τα κορίτσια, κι αρχίζουν τα κλάματα και τα τραβήγματα των μαλλιών τους. Ύστερα γονάτισαν δίπλα στην ψησταριά, κι η κυρά του μαναριού άρχισε να το μοιρολογάει σαν μέλος του σπιτιού της· και της κρατούσαν τον ίσιο του μοιρολογιού τα τρία της τα κορίτσια:

 

Τ' είν' το κακό, που μο’ ‘παθες, Γκιωσσούλα μου καημένη·

Σ' είχα τρανέψει με χαψές και σ' είχα, σαν παιδί μου.

Εσύ δεν ήσουν φόνισσα ή κλέφτης στο Βελούχι,

Εσύ δεν ήσουν Κάγκαλος, δεν ήμουν γερολύγγος,

Μόν' ήσουν ημερόγιδο, μόν' ήσουνε μανάρι,

Κι είχες βλαστάρια για ψωμί, και χόρτο για προσφάγι...

 

Εγώ δεν ήμουν φόνισα ή κλέφτης στο Βελούχι,

Δεν ήμουν ούτε Κάγκαλος, δεν ήμουν γερολύγγος,

Μόν' ήμουν ημερόγιδο, μόν' ήμουνε μανάρι

Κι είχα βλαστάρια για ψωμί και χόρτο για προσφάγι.

Μου ήταν γραφτό, κυρούλα μου, μου ήταν γραφτό, κυρά μου,

Να με φονέψουν άδικα και ν' μ' ορθοσουβλίσουν·

Να μου ψηθούν τα κρεάτα μου, σαν κούτσουρα στο ρόγγι

Να ρέψουνε τα μάτια μου, σαν το μαργαριτάρι.

 

Κι εγώ σ' είχενα απαντοχή κι εγώ σ' είχενα θάρρο,

Να μου γεννάς κάθε χρονιά διπλάρικα κατσίκια.

Διπλάρικα και θηλυκά, διπλοσκουλαρικάτα,

Που να γεννούν ανέλλειπα κι αυτούνα κάθε χρόνο,

Όλο διπλαροκάτσικα, διπλοσκουλαρικάτα,

Και να ρογιάσω πιστικούς και να ρογιάσω Βλάχους

Να στήσω στρούγκες στα βουνά και χειμαδιά στους κάμπους

Κι' απανωθιό στη Λιάκουρα στρούγκες και παραστρούγκες.

Για πε μου, Γκιώσσα μου, μονάκριβό μου γίδι»

Σαν τι είδαν τα ματάκια σου στον ύπνο εψές το βράδυ;

 

Εψές είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν

Στο ‘να μου κέρατο σταυρό, στ’ άλλο κηρί αναμμένο

Και γύρα γύρα στον λαιμό, κόκκινο γαϊτανάκι·

 

Δηλούσε θάνατο ο Σταυρός και το γαϊτάνι γαίμα

Και το κηρί την ψησταριά, που σε στριφογυρίζουν.

 

Φύγε, κυρούλα μου, απ’ εδώ τη νήλα μη μου βλέπεις

Χαιρέτα μου το σπίτι μας, το σπιτοκάλυβό μας

Τα λόγγα και τες ρεματιές τα πλάγια και τους κάμπους

 

Τα κλάματα και τα μοιρολόγια της γυναικός και των κοριτσιών της ξύπνησαν τον τσιέλεγκα τον Κεφαλά, και τους άλλους πιστικούς.

— Τι σκουσματιά είν' αυτά, ωρέ, φώναξε ο Κεφαλάς, τι τρέχει; Ποιος πέθανε;

Κι ύστερα βλέποντας το σφαχτό να στριφογυρίζει στην φωτιά, κατάλαβε τι είχε τρέξει, αλλά τι να ‘κανε.

Τελευταίος ξύπνησε κι ο λοχίας· κι άμα είδε το μανάρι στην ψησταριά έγινε έξω φρενών και φώναξε μ όλη την δύναμή του.

— Βρε, παλιανθρώποι! Ποιος σας διάταξε να σφάξετε το μανάρι; Δεν σας είπα γ... τον σταυρό σας να μην το πειράξετε;

— Ένας εύζωνας, κυρ λοχία, πέρασε απ’ εδώ και το ‘σφαξε και μας είπε ότι ο λουχίας του επαινάει τους στρατιώτες του, που του πηγαίνουν σφάγιο και τιμωράει όλους όσοι δεν του πηγαίνουν, και μάλιστα καλό σφάγιο, κι ότι όλοι οι στρατιώτες, που είναι στ' αποσπάσματα όλο και με σφάγια καταγένονται. Μπας κι εμείς, κυρ-λουχία, δεν είμαστε απόσπασμα σήμερα;

— Γ... τον σταυρό σας. Ξαναβλαστήμησε ο λοχίας πνιγόμενος στον θυμό του. Και θα σας στείλω εγώ εκεί που χρειάζεται, πηγαίνοντας στο Καρπενήσι.

— Αχ! καπετάνιε μ'. Πούν' η μανάρα μ’ς, του είπε με τα κλάματα η γυναίκα. Από σένα τη θέλω!

Όλοι καταλυπήθηκαν για το σφάξιμο του μαναριού της φτωχής γυναίκας, που το ‘χε ένα και μοναχό, κι ονειρεύονταν να κάνει στάνη μ' αυτό. Λυπήθηκε κι ο Κεφαλάς, ως ηθικός αυτουργός, πήγε στον στάλο, άρπαξε μια καλή γαλάρα προβατίνα δυο αρνιών ηλικίας μια όμορφη ρούντα Κάλεσια, και την προσφέρει στην γυναίκα, λέγοντάς της:

— Άη! Πάρ' αυτήν την προβατίνα και μην κλαις! Είναι καλογάλαρη! Λούφαξε τώρα, σου λέου! Πάρ' την και φεύγα!

Πήρε η γυναίκα την προβατίνα και ακολουθούμενη από τα τρία της κορίτσια, τράβηξε για το σπιτοκάλυβό της, μην μπορώντας να συγκρατήσει ακόμα τη λύπη της για το σφάξιμο της γιδούλας της.

* * *

Σε λίγο ο λοχίας αποχαιρέτησε τον Κεφαλά και τα παιδιά του, και γύρισε με τους στρατιώτες του στο Καρπενήσι, όπου υπέβαλε στον λοχαγό του δύο εκθέσεις, τη μια ότι τα παιδιά του Κεφαλά δεν έκλεψαν τα δέκα πρόβατα του Μαλαμούτη, και την άλλη ότι οι στρατιώτες του δείνας δείνας και δείνας έσφαξαν παρανόμως την γίδα μιας φτωχής γυναίκας χωρίς τη θέλησή της και την συγκατάθεσή της και την έψησαν σαν να ήταν δική τους.

 

αρχή

 



ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΙΣΤΙΚΟΥ

Α

«Ανέβαινε ανέβαινε το ριζοβούνι, καβάλα σε χρυσοκάπουλο μουλάρι, ο τσιέλεγκας ο πρωτοτσιέλεγκας, χαρούμενος και γελαστός, φλάμπουρο των ξεχειμωνιών και των ξεκαλοκαιριών, ενώ τα κοπάδια του έρχονταν από πίσω· μπροστά τα γίδια και πίσω τα πρόβατα κι αχολογούσαν τα λακκώματα κι οι πλαγιές από τα κυπροκούδουνα, τα βελάσματα, τα σαλαγητά, τους ποδοβολητούς, τ' αλυχτήματα των σκυλιών και τα ντραγκανίσματα των φορτιών, που ‘χαν τα σύνεργα του νοικοκυριού, του τυροκομειού και του βουτυροκομειού.

Ήταν πρωτομαγιά. Όλη η Πλάση, γη κι ουρανός είχαν πανηγύρι, εκείνη την ημέρα πανηγύρι γεμάτο ζωή γεμάτο χαρά, γεμάτο αναγαλλιασμό. Κάθε κακή ιδέα και κάθε θλίψη διαλυόνταν και σκορπίζονταν από την φωτοπλήμμυρα του ήλιου, πο’ ‘οργωνε τον ουράνιον κάμπο, με το χρυσό του τ' αλέτρι, σαν άξιος κι ακούραστος ζευγολάτης.

Ανέβαινε ανέβαινε το ριζοβούνι καβάλα σε χρυσοκάπουλο μουλάρι, ο τσιέλεγκας, ο πρωτοτσιέλεγκας, χαρούμενος και γελαστός, φλάμπουρο των ξεχειμωνιών και των ξεκαλοκαιριών, ενώ τα κοπάδια του έρχονταν από πίσω κι αχολογούσαν τα λακκώματα κι οι πλαγιές στο διάβα τους.

Μαύριζαν τα λόγγα από το νιοφύλλισμα των δένδρων...

Τ' αηδόνια και κάθε λογής πουλάκια τραγούδησαν μέσα στα κλαριά ή απάνω στους θάμνους τους όμορφους σκοπούς τους...

Οι βρύσες έχυναν προς τον κατήφορο τα κρουσταλλογάργαρα νερά τους σε ψηλά ρεματάκια κι αυτά τα ρεματάκια κατηφορούσαν κελαρύζοντας γλυκά γλυκά κι ήμερα ανάμεσα στα σύδεντρα και πότιζαν τα όμορφα λιβάδια...

Πέρα στην όμορφη ράχη, που ‘χε στην αγκαλιά της ένα εφταστρέμματο χωράφι, ένας άξιος ζευγολάτης κεντούσε δυο γερά βόδια και πήγαινε πέρα δώθε κι άνοιγε η γη στο διάβα του αυλάκια μεγάλα, πλατιά κι αραδιαστά...

Κάτω στη χαλικόσπαρτη ποταμιά περνούσαν στρατοκόποι, άλλοι καβάλα σ' άλογα ή σ’ αψιά μουλάρια κι άλλοι πεζοί και τραγουδούσαν τραγούδια της Αγάπης, της Άνοιξης και της Παλληκαριάς.

Στον ήσκιο εκεί κάτω μιας γέρικης βελανιδιάς στέκονταν ορθοί ο νιος κι η νια κι έλεγαν τον πόνο τους τον γλυκό, που τους έκαψε τα φυλλοκάρδια.

Ένας πιστικός, αφράτο παλικάρι, ενώ τα γιδοπρόβατα ανηφορούσαν κανταριαστά, αυτός, καθισμένος απάνω σε ριζιμιό κοτρόνι, λαλούσε την φλογέρα του κι έχυνε όλη την ανοιξιάτικη χαρά του μέσα στους μαγικούς της ήχους.

Ξεκαβαλίκεψε ο τσιέλεγκας ο πρωτοτσιέλεγκας από το χρυσοκάπουλο μουλάρι του και τράβηξε κάτω στον ήσκιο ενός μεγάλου και πολύκλαδου δέντρου ν' αποθαυμάσει το λουλουδοστόλιστο και μοσχόβο λοπανηγύρι του Μαγιού, ν' ανοίξει πλιότερο τα μάτια του και να τεντώσει καλύτερα τ' αυτιά του για να ιδεί και ν' ακούσει πλιότερο και καλύτερα. Έβγαλε τα χαλινάρια του μουλαριού του και το άφησε να βοσκήσει σε μυριολούλουδο λιβάδι κι ακουμπώντας στην ρίζα του πλατύισκιου δέντρου, βύθισε τα μάτια του ίσια πέρα και τέντωσε τ' αυτί του.

Ύστερα από λίγη ώρα πρόβαλαν αγέρωχα τα στερφόγιδα, όλα ψηλά και λεύτερα με ξαστερόφωνους κύπρους, που τα ‘σερνε ο Σιούτος Κανούτος, πηγαίνοντας μπροστά μπροστά. Παραπίσω τους έρχονταν η Στερφοκάλεσμα με το λαμπροκούδουνό της, που το λαλούσε τέσσερα χρόνια στείρα, κι έσερνε πίσω της όλα τα στερφόπρατα. Παραπίσω ακόμα έρχονταν τα γαλαπρόγιδα ακολουθώντας τον Μπάρτζο με τον τρισκάρικον κύπρο του, κι ακόμα παραπίσω τα γαλαρόπρατα με τον περήφανο τον Μπέλο μπροστά, τον Μπέλο, τον χοντροκέρατο, και τον βαρυκούδουνο. Τα κατσίκια και τ' αρνιά, για να μην βλέπουν τες μανάδες τους, κι οι μανάδες τους αυτά, και χάσουν το γάλα τους, ήταν πάρα πολύ πίσω κι ούτε φαίνονταν καν.

Ο τσιέλεγκας, ο πρωτοτσιέλεγκας, βλέποντας το πολύ και ζηλεμένο βιο του να περνάει μπροστά του όμορφο, κανταριαστό και καλοξεχειμωνιασμένο, παράτησε την ομορφάδα της Πλάσης κι άρχισε να μετράει ένα, δυο, πέντε, δέκα, εκατό, διακόσια, πεντακόσια, χίλια, δυο χιλιάδες κι οκτακόσια γίδια!... Ένα δυο, πάλε, πέντε, δέκα, εκατό, διακόσια, πεντακόσια, χίλια, δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες και διακόσια πρόβατα, τ' όλον εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα κι ως πέντε χιλιάδες κατσικάρνια, πο’ ‘ρχονταν παραπίσω, δώδεκα χιλιάδες πέρα πέρα ζωντανά! Δεν έλειπε κανένα από τα σημαδιακά, που τα κυνηγούν τα κακά μάτια και τα κακά χέρια. Εκεί κι ο Σιούτο Κανούτος, ο μακρόμαλλος εκεί κι ο Νιάγγρος ο τσερεπάτος, εκεί κι η Μπάρτζα η πισωκέρατη, κι η Μπούτσκα η σκουλαρικάτη, κι η Μετσένια η κοντόμαλλη, κι η Μπάλλια η μακρυμάσταρη κι η Γκάλμπινη η πρωτόγεννη, κι η Λιάρα η μονοβύζα, κι η Φλώρα η ορθοκέρατη… όλα εκεί. Εκεί κι ο Μπέλος ο μακρόμαλλος κι ο Καλέσιος ο ρούντος, κι ο Λάγκος ο Σιούτος και η Στερφοκάλεσια με τα κέρατα, κι η Κότσινη η χοντρομάσταρη κι η Μπάλλια η φεγγαροπρόσωπη… δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα, μικρά μεγάλα.

Κοίταζε, κοίταζε τα κοπάδια που ανηφορούσαν με τους πιστικούς τους, που τα σαλάγαγαν ακατάπαυτα «έι! έι!» κι έριχναν πέτρες σ' εκείνα που τα ξελόγιαζε η βοσκή κι έμεναν πίσω, με τα σκυλιά τους, που πήγαιναν πλάγια, κι άλλα δεξιά κι άλλα ζερβιά, με τα φορτώματα του νοικοκυριού, του τυροκομειού και του βουτυροκομειού, και τόσα άλλα παρακόλουθα, κι έτριβε τα μάτια του για να ιδεί καλά, αν ήταν όλ' αυτά δικά του, κι έλεγε μέσα του:

― Δικά μου είν' όλ' αυτά; Σε δοξάζω θεέ μου!

Κι έκανε τον σταυρό του, κι ευχαριστούσε τον Θεό, τον μεγαλοδύναμο, που διάλεξε αυτόν ανάμεσα σε τόσον Κόσμο να κάνει τσιέλεγγα, πρωτοτσιέλεγκα, φλάμπουρο των ξεχειμωνιών και των ξεκαλοκαιριών της Θεσσαλίας και του Ασπροπόταμου, της Τσιαμουριάς και των Ζαγοριών.

Σ' αυτό απάνω, να σου και προβάλλει η Μάρω η πεντάμορφη, η γυναίκα του, καβάλα σε σέληνο και μπροσέληνο μουλάρι, μ’ αράδες τα χρυσοκουμπιά της στη χρυσοκέντητη φορεσιά της που δεν την είχε καμιά Καραγκούνα και καμιά Σαρακατσιάνα, σέρνοντας από πίσω της δέκα δούλες και παραδούλες, όλες καβάλα σε μουλάρια κι άλλα μουλάρια φορτωμένα κόκκινες πυκνοφλόκωτες βελέντζες για στρώματα και σκεπάσματα, λιοπλουμισμένους αργαλειούς. Κάθε μουλάρι της συνοδειάς της Μάρως της πεντάμορφης είχε κι από δυο ζευγάρια κότες, κρεμασμένες στα καπούλια από τη μια μεριά κι από την άλλη του σαμαριού, ενώ ένας χρυσόφτερος, κιτρινοπόδαρος πετεινός με μεγάλο κατσιούλι, διπλό λιγκρί και ψηλή ουρά, βρίσκονταν δεμένος απάνω στα καπούλια του μουλαριού, που ήταν καβάλα η χιλιοευτυχισμένη και χιλιοζηλευμένη πρωτοτσιελεγκίνα, και λαλούσε κάθε λίγο και λιγάκι: «Κικιρίκουουουουουου!»

Σταμάτησε η συνοδειά της Μάρως της πεντάμορφης στον ίδιον ίσκιο, σηκώθηκε αμέσως ο τσιέλεγκας χαρούμενος κι ευτυχισμένος και κατέβασε από το μουλάρι το πολυαγαπημένο του ταίρι, ξεκαβαλίκεψαν κι οι δούλες κι οι παραδούλες, κι έδεσαν τα μουλάρια για να μην φύγουν, κατέβασαν και μια μεγάλη κανίστρα κι ένα ντισάκι γεμάτο, και τ' απόθεκαν στον ίσκιο πλάγι στην κυρά τους.

Σε λίγο, η κανίστρα και το ντισάκι ήταν ανοιγμένα και γέμισε τ' ασπροκάθαρο μεσάλι άσπρο ψωμί κουτρουλήσιο, παγούδα, χλωροτύρι, γιαούρτι σακουλήσιο, αφρόγαλο και γαλοτύρι, που ήταν όλα βαλμένα σε μεγάλα κλειδοπίνακα, χωριστά το καθένα. Ξεκρέμασε κι ο τσιέλεγκας, ο πρωτοτσιέλεγκας ένα βουτσέλι νερό και μιαν πλόσκα κρασί, κι άρχισαν τα τρων. Έφαγαν, έπιαν και ξαπλώθηκαν στη ρίζα του δέντρου να μεσημεριάσουν, ενώ ο πετεινός λαλούσε αδιάκοπα.

— Κικιρίκουουουουουουουου!» απάνω στα καπούλια του μουλαριού.

Μεθυσμένος ο τσιέλεγκας ο πρωτοτσιέλεγκας από την ευτυχία, που ‘χε τόσο βιο κι από την Αγάπη, που αντριεύονταν μέσα στα στήθια του, έγειρε στην ποδιά της λατρεμένης του, της Μάρως της πεντάμορφης, κι έκλεισε τα μάτια του ν' αποκοιμηθεί ενώ αυτή έγνεθε ρούντο μαλλί μακρύτριχο κι άσπρο σαν ηλιακή αχτίδα και τραγουδούσε μ' αγγελική φωνή παναρμόνιο τραγούδι, πο’ ‘κανε τες Ξωτικές και τες Νεράιδες του λόγγου και των ποταμιών να μαζευτούν και να στήσουν χορό...

Β'.

— Μπααά! Μπεεεεέ! Οι προβατίνες και τ' αρνιά

—Γκαβ! γκαβ! Τα Μαντρόσκυλα.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.

Άνεμος δυνατός τραβούσε και κουνούσε συθέμελο το μαντρί, και κάθε φορά, που ξεστένευε το φύσημα του Βοριά του παγωτή, άρχιζε να πέφτει το χιόνι καταγής, σαν χοντρό αλεύρι.

Φοβερός καιρός, καρδιά του χειμώνα, ξημερώματα του Χριστουγέννου.

Το Κρύο, ο Βοριάς και το χιόνι πολεμούσαν τη Γη, σαν να την είχαν μητρυιά, κι υπόφεραν ανθρώποι ζώα και φυτά.

Μέσα σ’ εκείνο τ' αγριοκαίρι άρχισε να χτυπάει η καμπάνα της εκκλησιάς του χωριού βαριά βαριά και δυνατά δυνατά.

Στον ήχο της καμπάνας ανανταριάστηκαν τα σκυλιά, κι ο πιστικός του κοπαδιού ο Γιάννος, που κοιμόνταν βαριά στην ανθρωποκαλύβα, παρεστιάς, κουκουλωμένος με την κάπα του, κι αλλαγμένος από βραδίς, έτοιμος για την εκκλησιά με μια αφάνταστη κι απελπισμένη αγάπη στην καρδιά του για την μοναχοθυγατέρα του τσιέλεγκά του, ξύπνησε από τα βαρυαλυχτήματα των σκυλιών, και με μεγάλο κόπο άνοιξε τα μάτια του. Κοίταζε γύρα γύρα στα σκοτεινά, σαν να μην πίστευε ότι ήταν αυτός. Δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια στιγμή, που ήταν πρωτομαγιά, μ’ όλα τα κατάλαμπρά της κάλλη, δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια στιγμή, που ανηφορούσε με δώδεκα χιλιάδες γιδοπρόβατα για το ξεκαλοκαιριό με τους πιστικούς του, με τα σκυλιά του, με τα φορτώματα του νοικοκυριού, του τυροκομειού και του βουτυροκομειού, δεν είχε περάσει ούτε μια στιγμή ακόμα, που είχε, γύρει, ύστερα από ‘να λαμπρό φαγοπότι, στην χρυσοκεντημένη ποδιά της Μάρως της πεντάμορφης, που είχε τες δέκα δούλες και παραδούλες, της Μάρως που αγαπούσε και λαχταρούσε, της Μάρως της χιλιοπαινεμένης και χιλιοζηλεμένης, της ασύγκριτης Μάρως της μοναχοκόρης του τσιέλεγκά του που τη γύρευαν ονομαστά τσιελεγκόπουλα κι αρχοντόπουλα. Ό,τι έβλεπε, ό,τι είχε, κι ό,τι λίγες στιγμές πριν, τσιέλεγκας πρωτοτσιέλεγκας με δώδεκα χιλάδες γιδοπρόβατα, κι άντρας της Μάρως της πεντάμορφης δεν ήταν άλλο παρά μια πικρή ειρωνεία της φτώχειας του, ένα... χριστουγεννιάτικο όνειρο, που είχε πλάσει ο πόθος της Αγάπης του! Βρέθηκε σαν μ' ένα πήδημα, από την χιλιόκαλη Πρωτομαγιά στην καρδιά του χειμώνα, κι από μυριοπρόβατος και μυριόγιδος τσιέλεγκας πρωτοτσιέλεγκας, φτωχός πιστικός ξένου κοπαδιού και με τον απέραντον πόνο στην καρδιά του για την περίκαλλη Μάρω, την μοναχοθυγατέρα του τσιέλεγκά του, την Μάρω την πεντάμορφη, που την αγαπούσε πολύ πολύ, και δεν έλπιζε ποτέ να την πάρει, γιατ' ήταν ένας φτωχός πιστικός κι όχι χιλιοπρόβατος τσιέλεγκας.

Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε, κι ανεστέναξε βαθιά μέσα από τα φυλλοκάρδια του, σαν να τον είχε βρει καμιά μεγάλη συμφορά. Τέλος, πετάχτηκε στο ρέμα, και νίφτηκε, ξετρύπωσε ένα κηρί, που ‘χε στην αστρέχα της καλύβας, πήρε την κλίτσα και τράβηξε για την εκκλησιά που ήταν στην κορφή της ράχης του χωριού για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Όταν μπήκε μέσα, η εκκλησιά ήταν γεμάτη κόσμο. Ξέλαμψε όλη η εκκλησιά από την ομορφιά του και κάθε πατέρας και κάθε μάνα, που είχαν κορίτσι για παντρειά, ζήλεψαν τη λεβεντιά του περίκαλλου πιστικού.

— Χαρά στην μάνα, που τον γέννησε!

Είπαν πολλές καρδιές μέσα τους, αλλ’ αισθάνθηκε πλιότερο την ομορφιά του ο τσιέλεγκάς του και την στιγμήν πο’ ‘ψελνε ο παπάς τ' ανοιχτόκαρδο και χαρμόσυνο τροπάρι: «Χριστός γεννάται » ο τσιέλεγκας τέλειωνε μέσα στην καρδιά του τον αρραβώνα της μονάκριβής του της Μάρως με τον άξιο και ζηλεμένο πιστικό του, τον Γιάννο!

***

Το γιόμα έπεσαν τρία ντουφέκια στα κονάκια του τσιέλεγκα κι έμαθαν όλα τα κονάκια κι όλα τα περίχωρα ότι αρραβωνιάζονταν ο χιλιοπαινεμένος πιστικός, ο Γιάννος με την πεντάμορφη την Μάρω, κι είπαν:

— Να ζήσουν και να προκόψουν!

 

αρχή

 



ΜΠΗΚΑΝ ΚΛΕΦΤΕΣ ΣΤΟ ΜΑΝΤΡΙ

Τι χινοπωριάτικη ξάστερη βραδιά, ήταν εκείνη η βραδιά!

Ο ουρανός, αφέγγαρος και καταγάλαζος, ήταν στολισμένος με χίλια μύρια κατάλαμπρα αστέρια, που κρέμονταν από τον απέραντον θόλον του, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά, άλλα κατάχρυσα κι άλλα ωχρόχρυσα, άλλα με σταθερό φως, κι άλλα με τρεμάμενο και φαίνονταν, σαν να γλυκομιλούσαν, άλλα πλάγι πλάγι, σαν αγαπημένα ταίρια, άλλα το ένα πίσω από τ’ άλλο, σαν στρατιώτες, κι άλλα κοπαδιαστά δώθε κείθε σαν πρόβατα, σκορπισμένα μέσα σ' απέραντο λουλουδόσπαρτο λιβάδι, και μέσα σ' όλον αυτόν τον αστερόκαμπο ξεφάνταζε απ’ όλα τ' άλλα σαν αστροβασιλιάς, τριπλόσωμος και τετραπλόσωμος το πλιο λαμπερό απ’ όλα, ο υπέρλαμπρος Αποσπερίτης, κρεμασμένος απάνω στο δύσμα, σαν χρυσαφένια καντήλα μπροστά στην εικόνα του Θεού.

Το χωριό, φωλιασμένο ψηλά στη ράχη, σκεπάζονταν με τα θολά σκοτάδια τ' απόσπερνου, τα σκυλιά, άλλα αλυχτούσαν δυνατά «γκαβ, γκαβ, γκαβ» άλλα κλιαφάνιζαν «κλιαφ, κλιάφ, κλιαφ» κι άλλα βάβιζαν «βαβ, βαβ, βαβ», μες από τες φράχτες των αυλών, τους ανθρώπους, τα βόδια, και τα σπιτιάρικα γιδοπρόβατα που περνούσαν στον δρόμο, τα παράθυρα φεγγοβολούσαν, σαν επίγεια αστέρια, κι απάνω από τες ράχες κι από τα ραχοβούνια, και κάτω από τα λακκώματα κι από τους κάμπους έρχονταν ένα ανάρμονο αρμονικό λάλημα κουδουνιών και κυπριών των κοπαδιών, που άλλα κατηφορούσαν, άλλα ανηφορούσαν, κι άλλα ισιοδρομούσαν, αγάλια αγάλια προς τ' απόγωνα μαντριά, κι η Νύχτα με τη σιγαλιά της προχωρούσε, απ’ όλες τες μεριές, σαν καμαρωμένη Βασίλισσα κι έρχουνταν να θρονιστεί στον σκοτεινόν θρόνο της.

Λίγο λίγο, άρχιζαν να παύουν τα γαυγίσματα των σκυλιών, τα χλιμιτρίσματα των φορτηγών, τα μουγκρίσματα των βουδιών, οι φωνές των ανθρώπων, κι ο ποδοβολητός όλης της κινούμενης Πλάσης, κι ακούστηκε να σκίζει τον αγέρα πέρα από την όμορφη ράχη ένα χιλιαρμόνιο φλογερολάλημα, σαν υπεράνθρωπο κλάμα, βγαλμένο μες από τα δεντρόφυτα και λουλουδόσπαρτα περιβόλια του Παραδείσου. Νόμιζε κανείς ότι ο Ουρανός από πάνω μ' όλα τ’ άστρα του, κι η Γη από κάτω μ' όλα της τα χωριά και τις πολιτείες, τα βουνά και τους κάμπους, τα ποτάμια και τις βρύσες, τα νησιά, και τις θάλασσες στάθηκαν ν’ ακούσουν τον νέον Ορφέα.

Μια σκιά μ' αέρινο περπάτημα ξέβηκε από το χωριό και προχωρούσε προς το κέντρον του ήχου της θείας φλογέρας, πλιο γλυκιάς κι από το μέλι του Υμηττού, κι από την ροδοζάχαρη της Πόλης κι από τα σύκα της Ιωνίας. Μιλούσε η μαγική φλογέρα μες στην ψυχή του καθενός, που την άκουε, και του ‘λεγε παναρμόνια τραγούδια της αγάπης, που δεν μπόρεσε να ειπεί ποτέ γλώσσα ανθρώπου ή κελάδημα πουλιού, κι η Σκιά προχωρούσε ανάερα προς την Όμορφη Ράχη, και μόλις έφτασε εκεί στάθηκε. Έπαψε ευτύς απότομα η φλογέρα κι η μια σκιά έγιναν δυο. Έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης και διαδέχτηκαν τ' ουράνιο φλογερολάλημα φλογερά λόγια της Αγάπης.

— Αχ! Λάμπρο μου! Μου σκίζεις την καρδιά μ’ αυτή σου την φλογέρα! Άμα την άκουσα, έτρεξα στην αγκαλιά σου, σαν πως τρέχει το διψασμένο τ’ αλάφι στην γαργαρόνερη βρύση να σβήσει την φλογερή του δίψα!

— Γκόλφω μου! Ψυχή μου Γκόλφω! Και τι άλλο με κάνει να λαλώ έτσι την φλογέρα μου, παρά η αγάπη, που σο’ ‘χω κι ο πόνος που σου τραβώ. Δεν λαλούσα ποτέ μου την φλογέρα, έτσι, όπως την λαλάω, αφόντας σε γνώρισα!

— Λάμπρο μου! Λέγουν πως δεν κρύβεται η Αγάπη κι είν' αλήθεια... Δεν κρύβεται! Ανάγκη να βάλεις το γληγορότερο έναν δικό σου να με ζητήσεις από τον πατέρα μου. Φοβούμαι, Λάμπρο μου, μην δοκηθεί ο Κόσμος την αγάπη μας κι ύστερα αλίμονό μου! Το χωριό θα μου βγάλει τραγούδι, η μάνα μου θα με καταραστεί, κι ο πατέρας μου θα πάρει το ντουφέκι και μπαμ! Θα με σκοτώσει για να γένει το μολόγημα!

— Μην το λες αυτό, Γκόλφω μου! Μην το λες αυτό! Είμαι ικανός τότε να γένω θηρίο, να...

— Μην πεις κανένα κακό για την μάνα μου και τον πατέρα μου! Δεν θέλω ν' ακούσω κακόν λόγο για τους γονέους μου, από τα χείλια σου! Θα μου φανείς άσκημος και θα χάσεις την αγάπη μου.

— Κι αν δε θελήσουν να μου σε δώσουν η μάνα σου κι ο πατέρας σου, Γκόλφω μου, τι θα γένω εγώ τότε;

— Διώξε, Λάμπρο μου τες κακές ιδέες από τον νου σου! Γιατί λες το κακό, πριν το ιδείς. Μπορεί, όπως λες, να μην σε θελήσουν, αλλά μπορεί και να σε θελήσουν...

— Καλά το λες. Γκόλφω μου... Ας καλομελετούμε κι ο θεός βοηθός.

— Φεύγω, Λάμπρο μου... Πέρασε η ώρα!

— Αχ πώς περνούν γλήγορα, Γκόλφω μου, οι ευτυχισμένες ώρες, σαν να ‘χουν άλογο την Αστραπή! Πότε θα ‘ρθει εκείνη η ημέρα, εκείνη η βραδιά που να μη φοβούμεστε κι ούτε να λογαριάζουμε το πέρασμα της ώρας!

—Καληνύχτα, ψυχή μου Λάμπρο!

— Καληνύχτα, αστέρι μου Γκόλφω!

***

Ξεχωρίστηκαν τα δυο τ' αγαπημένα με την καρδιά βαλαντωμένη απ’ αγάπη κι από πόνο, από ελπίδα κι από απελπισιά. Αγάπη και πόνος, ελπίδα κι απελπισιά έβραζαν μέσα στην καρδιά τους και χούχλαζαν και τους έκαιγαν τα σωτικά μ’ ένα αλλιώτικο κάψιμο, γλυκό και πικρό, γλυκό σαν από τον Παράδεισο, πικρό σαν από τον Άδη.

Η Γκόλφω ξεπετούσε για το χωριό κι ο Λάμπρος άρχισε πάλε την φλογέρα του σαν και πριν, αλλά με πλιότερο ακόμα πάθος και με πλιότερη ακόμα δύναμη. Όλος ο πόνος του, που αιστάνονταν για την χιλιόκαλλη Γκόλφω του, μεταμορφώνονταν σε μια άρρητη αγγελική μελωδία και χύνονταν από την φλογέρα του, σαν ξαστερογάργαρο νεράκι βουνήσιας βρυσούλας, σαν αγέρι μυρωμένο και μαγικό, σαν ουράνιος ρυθμός επάνω στες ράχες και στα πλάγια, στους κάμπους και στα λακκώματα.

Ακέριος μήνας είχε περάσει έτσι, ν' ανταμώνονται κάθε απόσπερνο η Γκόλφω με τον Λάμπρο στη σύδεντρη πλαγιά της Όμορφης Ράχης, και μόνον η Νύχτα κι η Σιγαλιά, τ' αστέρια και τα σύννεφα, γιδοπρόβατα και τα μαντρόσκυλα, τα δέντρα και τα νυχτοπούλια τους έβλεπαν να σφιχταγκαλιάζονται και να γλυκοφιλιούνται, σκεπασμένοι με το μαύρο σιντόνι των σουρουπωμάτων του απόσπερνου, αυτά που δεν παραδίνουν ποτέ τους ερωτευμένους στην καταλαλιά του Κόσμου.

Πέρασε ο γλυκός κι ήμερος χινόπωρος και μπήκε ο άγριος και φοβερός χειμώνας μ' ανεμοβόρια, με μεγάλες βροχές και κρύα. Οι λακκιές και τα ποτάμια που ήταν γύρα γύρα, άρχισαν να βουίζουν και να κατεβάζουν και να κόβουν τους δρόμους, να χάνουν την χρυσή τους ομορφιά τ' απόσπερνα, να συμμαζεύεται βασίλεμα ηλιού το χωριό στα σπίτια, να μη βγαίνει καμιά σκιά με τα σουρουπώματα για την πλαγιά της Όμορφης Ράχης, και να μη χύνει η μαγική φλογέρα τους μελαγχολικούς ήχους γύρα γύρα. Τα σουρουπώματα συννεφιασμένα και θλιβερά, χωρίς να λάμπει κανένα αστέρι πλια στον ουρανό κρατούσαν την Γκόλφω κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς να μπορεί να ‘χει καμιά αφορμή να βγει έξω από την αυλόθυρά της κι ο Λάμπρος βρίσκονταν περιορισμένος στο μαντρί του με τα γιδοπρόβατα μαντρισμένα, κι έλεγαν και οι δύο ο ένας μακριά από τον άλλον.

— Αχ! πότε να φύγει ο έρημος ο χειμώνας για να μπορούμε ν' ανταμωνόμαστε πάλε τα σουρουπώματα τ' απόσπερνου στην πλαγιά της όμορφης Ράχης.

***

Μια νύχτα, νύχτα αφέγγαρη κι ήσυχη, που ‘χαν κουραστεί να παλεύουν στήθος με στήθος τα φοβερά στοιχειά του χειμώνα, και χύνονταν μια γλυκιά γαλήνη στην ανεμοδαρμένη και νεροποντιασμένη γη, υψώθηκε ως τ' αστέρια στην σιγαλιά του μεσονυχτιού ένα θείο φλογερολάλημα, κι η Γκόλφω, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα από τον πόνο της και ξαγρυπνούσε, κουβεντιάζοντας με την αγάπη του Λάμπρου της, αλαφιάστηκε και πετάχτηκε πάνω από το στρώμα της. Αφηκράζεται... ήταν η φλογέρα του Λάμπρου της· δε λαλούσε σαν κι άλλοτε, παθητικά, μελαγχολικά, ήμερα, γλυκά, άλλα μ' έναν αλλιώτικον σκοπό, σαν να κινδύνευε κι αυτός και το κοπάδι, και ζητούσε βοήθειαν.

Αφηκράζονταν, αφηκράζονταν με πόνον και λαχτάρα κι ένιωθε μαχαίρια να σκίζουν την καρδιά της και φίδια να της δαγκάνουν τα σκότια. Αφηκράζεται, αφηκράζεται, αφηκράζεται και της γίνονται λόγια στ' αυτιά της οι απελπισμένοι ήχοι της φλογέρας. Ξαναφηκράζεται και νιώθει να της λέγει η φλογέρα καθαρά και ξάστερα, σαν ανθρώπινη φωνή:

Έβγα, Γκόλφω, στον πλοκό,

Έχω λόγο να σου ειπώ

Να τον πεις του κύρη σου,

Να τον πεις της μάνας σου,

Να τους κάψεις την καρδιά

Με τα λόγια τα πικρά.

Μπήκαν κλέφτες στο μαντρί,

Πήραν όλη τη κοπή.

Πήραν και το Λαγιαρνί,

Πο’ ‘χει το χρυσό μαλλί,

Τ' ασημένιο κέρατο...

Αχ! Προβατάκια μ'

Και γιδάκια μ',

Λαγιαρνί μου,

Παν, μανούλα μ’, πανννν!»

Έξαλλη η Γκόλφω από τα λόγια της φλογέρας πο’ ‘σκιζαν τα σκοτάδια της νύχτας, ξυπνάει τον πατέρα της, ξυπνάει την μάνα της και τους λέγει μ’ απελπισιά:

— Μπήκαν κλέφτες στο μαντρί

— Πώς τους πείκασες μωρή; Της απάντησε ο πατέρας της.

— Μπήκαν κλέφτες στο μαντρί,

Η φλογέρα το λαλεί

Το λαλεί, το μαρτυρεί.

Και ενώ έλεγε αυτά η Γκόλφω στους γονέους της, εξακολουθούσε η φλογέρα να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει, μ' απελπισία.

Παίρνει το ντουφέκι του ο πατέρας της Γκόλφως, φωνάζει τους γειτόνους, παίρνουν κι αυτοί τα ντουφέκια τους, τρέχουν στο μαντρί, και βρίσκουν εκεί τους κλέφτες μαγεμένους από τους ήχους της φλογέρας του Λάμπρου, που λάλαε και ξαναλάλαε και ματαξαναλάλαε και έλεγε στην Γκόλφω.

Έβγα, Γκόλφω, στον πλοκό,

Έχω λόγο να σου ειπώ

Να τον πεις του κύρη σου,

Να τον πεις της μάνας σου,

Να τους κάψεις την καρδιά

Με τα λόγια τα πικρά.

Μπήκαν κλέφτες στο μαντρί.

— Φτάνει πλια! Είπε ο αρχηγός των κλεφτών. Σκοτώστε τον πιστικό και σηκωθείτε να πάρομε το κοπάδι να φύγομε! Μας μάγεψε με τη φλογέρα του! Σηκωθείτε! Βγήκε ο Αυγερινός και μας πήρε η χαραυγή.

— Λίγο ακόμα, Καπετάνιε! Λίγο ακόμα και σηκωνόμαστε.

Απάντησαν να παλικάρια μεθυσμένα από το φλογερολάλημα του Λάμπρου.

Στην στιγμή φανήστηκε ο πατέρας της Γκόλφως με τους χωριανούς του κι έριξαν μια ομοβροντία απανωθιό στους Κλέφτες! Πέντε λαβωμένοι και τρεις σκοτωμένοι μαζί με τον Καπετάνιο! Κι έτσι:

Γλιτώσανε τα πρόβατα, γλίτωσαν τα γίδια,

Γλίτωσε και το Λαγιαρνί της Στάνης το καμάρι

Οπού ‘χε το χρυσό μαλλί, τα κέρατα ασημένια.

Χρειάζεται να το πούμε τώρα;

Την άλλη μέρα είπε ο πατέρας της Γκόλφως στον Λάμπρο με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη για την σωτηρία του κοπαδιού του από τους κλέφτες.

— Λάμπρο, έχω την ευχαρίστηση να σε κάνω παιδί μου.

— Κι εγώ να σε κάνω πατέρα μου.

Απολογήθηκε ο Λάμπρος, κι αμέσως αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σαν πατέρας με παιδί, που ανταμώνονται ύστερα από πολλών χρόνων ταξίδι, αλλάχτηκαν τα δαχτυλίδια, έγιναν οι αρραβώνες, κι απόλαμπρα με τ' απόκομμα των αρνιών και των κατσικιών έγινε κι ο γάμος! και χάρηκε όλος ο περίχωρος κόσμος, που παντρεύονταν το φλάμπουρο των πιστικών ο Λάμπρος κι έπαιρνε το καμάρι των κοριτσιών, την Γκόλφω.

 

αρχή

 



ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΘΕΟΥ

Από την ημέρα του Αη-Δημητριού, που αρχίζει το μεσοχινόπωρο, ως την ημέρα των Αη-Σαράντων, που δίνει τα κλειδιά ο Χειμώνας στην Άνοιξη, κι έρχεται το κουκάλογο με τον κούκο, και τα χελιδόνια με τες τρυγόνες, περνούσε κάθε πρωί η Χρύσω, η πλιο ζηλεμένη τσιούπρα του χωριού μπροστά από το σπίτι της Ρίζαινας, γνέθοντας ή πλέκοντας ή κλώθοντας, με καμιά σαρανταριά σπιτιάρικα γιδοπρόβατα μπροστά της, που τα πήγαινε να τα βοσκήσει όλη μέρα πέρα στον λόγγο και τα γύριζε την νύχτα στο σπίτι της, κι η Ρίζαινα, πρώτη νοικοκυρά του χωριού έβγαινε εκείνην την ώρα κάθε πρωί στην πορεία του σπιτιού της, για να καμαρώσει τη ζηλεμένη Χρύσω, που διάβαινε με χαμηλωμένα μάτια, γνέθοντας ή πλέκοντας ή κλώθοντας, και πήγαινε τα γιδοπρόβατά της πέρα στο λόγγο, για να τα βοσκήσει κι όταν σκαπετούσε η Χρύσω με το κοπαδάκι της, γύριζε η Ρίζαινα κι έμπαινε στο σπίτι της με την καρδιά γεμάτη αγάπη, γεμάτη πόθο, γεμάτη έρωτα για την ζηλεμένη κι εφτάγνωμη βοσκοπούλα, που την ήθελε να την κάνει τσιούπρα της, αγαπημένη νύφη της, στον γιο της τον μικρότερο, τον Κώστα της, το λεβεντότερο παιδί του χωριού, αλλά δεν μπορούσε να τα καταφέρει, γιατί ήταν ψωροπερήφανη η μάνα της Χρύσως, η Ήλιαινα, κι ήθελε να δώκει τη θυγατέρα της σε μεγαλύτερο χωριό, όπου θα φαντάζει πλιότερο και στα πανηγύρια και στους πασχαλινούς χορούς.

Καλός ήταν κι ο Κώστας της καημένης της Ρίζαινας, όμορφο και τίμιο παλικάρι, αλλά δεν είχε πολύ βιος και πολύ κατάντια, κι η θυγατέρα της θα κατεδικάζονταν να ζει για πάντα σ' ένα κουτσοχώρι, με τους ίδιους τους ανθρώπους καθεμέρα, παράμερα από τον πολύν κόσμο.

Είχε στείλει κι είχε στείλει προξενητάδες και προξενήτρες η Ρίζαινα στην μάνα της Χρύσως την Ήλιαινα, είχε τάξει κι είχε τάξει τάματα για να γυρίσει το κεφάλι της αλλ’ αυτή δεν τ' άκουε, επιμένοντας να θέλει μεγάλο σπίτι και μεγάλο χωριό για την θυγατέρα της.

Θλίβονταν η καημένη η Ρίζαινα, μην μπορώντας να ζευγαρώσει τον ακριβό της τον Κώστα με την Χρύσω, θλίβονταν και μαραίνονταν, που δεν μπορούσε να κάνει νύφη τέτοια μονεβασιά κι ως μόνη της παρηγοριά είχε να βγαίνει κάθε πρωί στην πορειά της να βλέπει τη χιλιοπαινεμένη Χρύσω να περνάει από μπροστά της, γνέθοντας ή πλέκοντας ή κλώθοντας, με τα γιδοπρόβατά της μπροστά και να τα πηγαίνει στον λόγγο, μ’ ένα μεγαλόπρεπο αργοπερπάτημα, σαν να ήταν βασίλισσα, κι όταν σκαπετούσε εκείνη τη ράχη, αυτή γύριζε κι έμπαινε περίλυπη στο σπίτι της αναστενάζοντας, κάνοντας τον σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα και λέγοντας.

— Σιάσ' τα, Θεέ μου.

Κάθε φορά, που μιλούσε με καμιά γειτόνισσά της, όλο και για την Χρύσω μιλούσε, κι έλεγε.

— Ας έβανα μια Κυριακή την Χρύσω μπροστά μου ως νύφη μου και να πήγαινα στην εκκλησιά, κι ας πλάνταζα, γυρίζοντας.

Θλίβονταν και παραθλίβονταν η καημένη η Ρίζαινα, αλλά δεν πήγαινε πίσω κι ο καημένος ο Κώστας! είχε γίνει η καρδιά του άργανο μες τα στήθια του, από την αγάπη που αιστάνονταν για την νεραϊδόμορφη την Χρύσω, που δεν τον ήθελε η μάνα της για γαμπρό γιατί δεν ήταν από μεγάλο σπίτι κι από μεγάλο χωριό κι απάνω στον πόνο του το’ ‘ρχονταν να πάρει ένα δαυλί και να κάψει το σπίτι του και το χωριό του, τα μόνα αίτια, που τον μπόδιζαν να γένει ταίρι της Χρύσως της πεντάμορφης, και πολυζηλεμένης, θέριευε μες τα στήθια του ο πόνος της αγάπης, γένονταν μεγάλος και ψηλός σαν τον Όλυμπο, μ' όλα τα κορφοβούνια του και πνίγονταν από την στενοχώρια του και παραιτούσε τ' αρίζικα τα πρόβατά του στο λιβάδι και γένονταν άφαντος από μπροστά τους, τρέχοντας σαν ζαρκάδι από ράχη σε ράχη με την γκλίτσα στον ώμο σαν κάτι να είχε χάσει και το γύρευε, έπειτα έπεφτε καταλακκής κι ανέβαινε κατάνακρα από τον λόγγο, που φύλαγε τα σφαχτά της η Χρύσω, ως δύο τρία λιθοπέτια τόπο μακριά της, και την έβλεπε να κάθεται σε βράχο ή σε ραχούλα να γνέθει ή να πλέκει ή να κλώθει, σιγοτραγουδώντας και να σμίγει την αγγελική της φωνή με τα κυπροκούδουνα του κοπαδιού της και με τα κελαρύσματα των ρεματιών, πο’ ‘τρεχαν ανάμεσα στην λογγαριά και πήγαιναν και χύνονταν κάτω στην λαγγιά, που διάβαινε το ποτάμι ήσυχο ήσυχο με ιτιές και με πλατάνια στις όχτες του, και στενόμακρα χωράφια στα πλάγια του. Και πλιότερο θλίβονταν ο καημένος ο Κώστας, που δεν μπορούσε να ξεμυστερευτεί τον πόνο του σε κανέναν φίλο του ή συγγενή του, ούτε σ’ αυτήν την μάνα του. Κι ακόμα πλιότερο θλίβονταν που πήγαινε ο πόνος της αγάπης του ανάτυχα κι ανόκερδα, γιατί δε γνώριζε η Χρύσω τον καημό του τον άρρητο κι ανείπωτο και δεν ήξερε τι τραβούσε γι' αυτήν κι ήταν αδύνατο να το μάθει.

Πώς μπορούσαν να μιλήσουν στόμα με στόμα τσιούπρα και παιδί, που παντρολιόνταν; Ήταν ικανός ο κόσμος να τους περάσει από του σκυλιού τ' άντερο, ήταν ικανός να τους βγάλει τραγούδι και να τους καταλαλήσει αιώνια. Νόμιζε πως αν μπορούσε να ειπεί τον πόνο του που το’ ‘τρωγε τα σκώτια, σαν ακοίμητο σαράκι, θα μπορούσε να ξαλαφρώσει λίγο, και να υποφέρει ευκολότερα αλλά δε σήκωνε τέτοια πράγματα εκεί πέρα ο τόπος και θέλει την αγάπη άειπωτη άειδωτη, κι ανάηκουστη, την θέλει κρυφή και θαμμένη μέσα στα φυλλοκάρδια, αλλιώτικα την αναμάχεται η καταλαλιά κι η συκοφάντια. Κι έτσι έπρεπε να υποφέρει ο δύστυχος ο Κώστας τον πόνο της καρδιάς του κρυφά απ’ όλον τον Κόσμο. Έπρεπε να πνίγει από τον φόβο του Κόσμου τον καπνό της φωτιάς πο’ ‘βοσκε άσπλαχνα μέσα στα σωτικά του και του φαρμάκωνε τη ζωή και του μάραινε τα νιάτα, και του γεννούσε κάθε μέρα κι ένα τραγούδι που το τραγουδούσε μόνος του απόκοσμα.

«στους κάμπους και στες ρεματιές

στες ράχες και στα τα πλάγια.»

Ροβολούσε μια μέρα τη ράχη... Εκεί κοντά έβοσκε η Χρύσω το κοπαδάκι της, ψιλοτραγουδώντας, κι άμα τον είδε έκοψε το τραγούδι της. Τότε άρχισε αυτός ένα τραγούδι, δικό του τραγούδι, που δεν είχε ακουστεί ως τα τότε, ούτε ως λόγια, ούτε ως σκοπός.

 

Είν' ένας χρόνος, π’ αγαπώ μιαν ώρια κορασίδα

Και δεν μπορώ να της το πω, να της το μαρτυρήσω

Γιατί φοβούμαι μην ντραπεί και μου βαριοκακιώσει.

Θεέ μου! και πώς να της το πω; Πώς να το μαρτυρήσω;

Να στείλω μήλο δε μιλεί, κεράσι και δεν κρένει,

Να στείλω την αγάπη μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.

Είναι φωτιά η αγάπη μου και καίει το μαντήλι,

Και χύνεται κατάδρομα κι ανάφτει ο κόσμος όλος

Και παίρνει το χωριό φωτιά και καίγονται τα σπίτια,

Και καίγεται κι η κερασιά, οπού γι’ αυτήν πεθαίνω.

 

Και σέρνοντας έτσι τ' αυτοσκέδιο τραγούδι του ο Κώστας κατέβηκε την πλαγιά, κι ανέβηκε την αντικρινή ράχη και βγήκε στο χωριό.

Την άλλη μέρα τραγουδούσε η Χρύσω το τραγούδι του Κώστα από το πρωί ως το βράδυ και την παράλλη το τραγουδούσε όλο το χωριό ως νιόβγαλτο κι από χωριό σε χωριό ξαπλώθηκε σ' όλην την επαρχία.

Έτσι πέρασε ο χειμώνας κι η άνοιξη, το καλοκαίρι κι ο χινόπωρος κι ήρθε κι ο άλλος ο χειμώνας. Ήταν ένας βροχερός χειμώνας εκείνος ο χειμώνας, που δε ματαγένονταν. Τα ίδια η Χρύσω με το παιδάκι της, τα ίδια κι ο Κώστας με την αγάπη, συναπόκοντα από την Χρύσω. Μεθούσε από την αγάπη, σαν περνούσε κοντά της, και του φαίνονταν ότι μοσκοβολούσε τ' αγέρι, πο’ ‘σερνε από πάνω της.

Μια μέρα είχε βρέξει πολύ, κι από το πρωί ως το βράδυ όλα τα γιδοπρόβατα βρίσκονταν κλεισμένα στα μαντριά κι έτρωγαν κλαρί, και μονάχα το κοπάδι της Χρύσως βρίσκονταν στον λόγγο. Την είχε ξεγελάσει τη βοσκοπούλα μας ένα κομματάκι ασύννεφου ουρανού και βγήκε σαν όλες τες άλλες μέρες με τα γιδάκια της και τα προβατάκια της, και τράβηξε για τον λόγγο, αλλά πού να τ' αφήσει η βροχή να βοσκήσουν τα καημένα τα ζωντανά! Ήταν τρυπωμένα όλην την ημέρα δώθε και κείθε στα κοιλώματα, στες κουφάλες ή στα γρουσπωτά ριζόδεντρα, για να γλιτώσουν από τη βροχή και δεν κάθονταν σαν άλλοτε η Χρύσω απάνω στον όμορφον βράχο ή στην ψηλή ραχούλα, γνέθοντας ή πλέκοντας ή κλώθοντας και τραγουδώντας, αλλά στέκονταν κάτω από μιαν χοντρόκορμη και πυκνόκλαδη βαλανιδιά, σκεπασμένη με την κάπα της, για να μπορέσει να βραχεί λιγότερο, κι αγνάντευε μ' ανησυχία τες ρεματαριές που χύνονταν κατεβασμένες με πάταγο κι έκαναν ένα μεγάλο βουητό ολόγυρα. Νόμιζε κανείς ότι είχε ανοίξει εκείνη την ημέρα τους καταρράχτες τ’ ουρανού και λησμόνησε να τους ματακλείσει. Δεν είχε μείνει ρεματιά και κουτσολάκκι, που να μην γιγαντευτεί και να μη γένει σωστό ποτάμι!

Όσο ζύγωνε να νυκτώσει, τόσο και σκέφτονταν και η Χρύσω πώς θα γύριζε στο χωριό μ' εκείνην την κακοκαιρία. Και δεν ήταν ο γυρισμός στο χωριό μοναχά, άλλα το χειρότερο, πως να μάσει τα σφαχτά της, που ήταν τρυπωμένα σ’ όλα τ' απάντια, και πώς να περάσει τα κουτσολάκκια, και προ πάντων τον λάκκο, που ήταν ανάμεσα στες δυο πλαγιές και δέχονταν όλα τα νερά τους. Ο λάκκος, υποδιαίρεση του ποταμιού, έρχονταν από πολύ μακριά, και χύνονταν παρακάτω στο μεγάλο ποτάμι, κι αν το καλοκαίρι δεν έχει σταλιά νερό, τον χειμώνα όμως όταν βρέχει δυνατά και συγκρατητά, γένεται αληθινό ποτάμι απέραγο.

Εκεί που συλλογίζονταν αυτά η Χρύσω όλο και φούσκωνε ο λάκκος και κατέβαζε θολά νερά με φοβερά τσακίσματα και κυματισμούς. Λίγο λίγο σκεπάστηκαν τα μικρά τα δέντρα, που ήταν στους όχτους, κι άρχισαν να σκεπάζονται και τα μεγάλα, και κάμποσα απ’ αυτά έσπασαν ή εξεριζώθηκαν και παρασύρθηκαν τον κατήφορο το ρέμα. Το νερό όλο κι αυγατούσε, όλο κι ανέβαινε και κόντευε να φθάσει το ξύλινο γεφύρι, κάποτε κάποτε μάλιστα το ‘κρουγαν οι κυματισμοί της νεροποντής, η Χρύσω όμως παρηγοριόταν με την ελπίδα ότι το νερό θ' άρχιζε να λιγοστεύει κι έτσι θα γλίτωνε το γεφύρι. Αλλά χαμένη ελπίδα! Το νερό όλο και αυγατούσε, όλο κι ανέβαινε. Τώρα ήρθε ίσια με το γεφύρι και σε μια στιγμή το γεφύρι δε φαινόταν και τα λείψανά του τραβούσαν τον κατήφορο για το μεγάλο ποτάμι!

Λαχτάρησε η Χρύσω όταν είδε το πνίξιμο του γιοφυριού, που της έκοψε κάθε ελπίδα να γυρίσει το βράδυ στο χωριό. Βρισκόμενη ανάμεσα από τόσα ρέματα, που είχαν γίνει κι ένα αδιάβαγο ποτάμι το καθένα, από το τίποτε που ήταν πριν της φαίνονταν ότι όλα εκείνα τα ρέματα πο ‘πεφταν με βοητό και με θυμό στην λακκιά τη μεγάλη, θα γένονταν όλα ένα μεγάλο και φοβερό ποτάμι, που θα φούσκωνε ως την κορφή του λόγγου από το μέρος, που βρίσκονταν αυτή με το κοπάδι, κι ως την κορφή του χωριού, από την αντικρινή την μεριά και θα ‘πνιγε όλον τον κόσμο γύρα γύρα, και θα παράσερνε μαζί με τον άλλον κόσμο κι αυτήν και το κοπάδι της.

Άρχιζε να της ζώνει δυνατά την καρδιά ο φόβος σαν μεγάλο φίδι, και να τρέμει σαν καλάμι, που το χτυπάει το ρέμα. Της ήρθε μια στιγμή να ξεφωνίσει.

Ήλπιζε να ιδεί και κανέναν να ξεραχίσει από το χωριό, την μάνα της ή τον πατέρα της ή κανέναν αδερφό της, αλλά του κάκου! Το χωριό φαίνονταν από μακριά κουκουλωμένο μ' ένα πυκνό σύννεφο, σαν να κοιμόνταν παρεστιάς, σκεπασμένο με την τσέργα του. Εκείνη την στιγμήν ακούστηκε εκεί μια ντουφεκιά. Χάρηκε ενώ σ' άλλην περίσταση μπορούσε να τρομάξει. Σε λίγο διάβηκεν μπροστά της με γρηγοράδα αστραπής καμιά δεκαριά αγριογούρουνα και σέρνονταν πίσω τους ξέμακρα εν άλλο, σαν αγκυλωμένο, κι ενώ τ’ άλλα έπαιρναν δρόμο, αυτό όλο κι αργοβάδιζε και κοντοστέκονταν, σαν να μην μπορούσε να σύρει το κορμί του. Σε λίγο φανήστηκε κι ο Κώστας μ' ένα ντουφέκι στα χέρια, κι άμα είδε το συρνάμενο γουρούνι το ‘δωκε άλλη μια ντουφεκιά και το ξάπλωσε καταγής.

Βλέποντας η Χρύσω τον Κώστα, νόμισε ότι είδε τον άγγελο της σωτηρίας της. Καμιά φορά δεν της είχε φανεί τόσο όμορφος και τόσο λεβέντης· κι ο Κώστας βλέποντας τη Χρύσω, νόμισε ότι βρέθηκε στο Παράδεισο, κι όλη εκείνη η νεροποντιά του φαίνονταν μαγιάτικη δροσιά.

— Πού σ' έβγαλε ο θεός εδώ; Ξεφώνησε η Χρύσω, σαν να ζητούσε βοήθεια και παρηγοριά.

— Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι! Της είπε ο Κώστας προστατευτικά. Εγώ είμαι κοντά σου! Υπόθεσα ότι θα κινδύνευες σήμερα κι ήρθα να σε βοηθήσω!

Τα δυο ηφαίστεια σίμωσαν το ένα προς τ' άλλο. Κώστας και Χρύσω βρίσκονταν κοντά κοντά και δεν τους χώριζε ούτε μια οργιά τόπος, κι όμως βρίσκονταν μέρες μακριά οι ελπίδες του Κώστα, όσο που απαιτούσε η Ήλιαινα για τη θυγατέρα της μεγάλο σπίτι και μεγάλο χωριό. Όσο για μεγάλο σπίτι, δεν απελπίζονταν. Μπορούσε να φκιάσει. Αλλά πώς μπορούσε να φκιάσει μεγάλο το μικρό χωριό;

Όταν ζύγωσε ο Κώστας τη Χρύσω δεν είχε το θάρρος να την κοιτάξει στα μάτια, έτρεμε μέσα η καρδιά του και ξεπετούσε, σαν ζωντανό ψάρι έξω από το γιαλό· νόμιζε ότι δεν ήταν στα ξύπνα του κι ότι κοιμόνταν κι ονειρεύονταν κι έτριβε και ξέτριβε τα μάτια του για να βεβαιωθεί ότι δεν κοιμόνταν.

Σύμμασε η ώρα κι άρχισε να νυχτώνει. Τα βουητά των ρεματιών, που χύνονταν κάτω στην λακκιά, από την μια μεριά κι από την άλλη γένονταν δυνατότερα, το χωριό δε φαίνονταν πλιο, και σκότος χύθηκε γύρα γύρα. Απελπισία. Σε λίγο όμως όλη η ράχη του χωριού γέμισε από φώτα που προχωρούσαν σαν επίγεια αστέρια. Στάθηκαν για μια στιγμή κι ακούστηκαν φωνές.

— Ώωωωώρ Χρύσωωωωω! Ώωωωρ Χρύσωωωωω!

— Ώωωωώρε Κώστααααα! Ώωωωώρε Κώστααααα!

Ήταν το χωριό, που ‘χε σηκωθεί παρακαλιές των σπιτιών της Χρύσως και του Κώστα και προχωρούσε να κατεβεί στην λακκιά για να τους περάσει.

— Όρσεεεεεε!

— Όρσεεεεεε!

Απολογήθηκαν η Χρύσω κι ο Κώστας.

— Κατεβάτε κάτω να σας περάσομεεεεεεε!

Φώναζε το χωριό.

— Γυρίστε πίσω γιατί δεν περνάει πουθενά ο λάκκος και το γεφύρι πνίκεεεεεεε!

Απολογήθηκαν ο Κώστας κι η Χρύσω.

Βούιζαν τρομαχτικά ο λάκκος και τα λοιπά κουτσολάκκια, κι η Ρίζαινα κι η Ήλιαινα ξεφώνισαν η καθεμιά για το παιδί της κι η άλλη για την τσιούπρα της.

— Χαλασιά μου! πώς θα περάσει το παιδάκι μου έξω δέκα πέντε ώρες νύχτα!

— Φουρτούνα μου! πώς θα περάσει η τσιουπρούλα μου τη νύχτα έξω με τέτοιον καιρό!

Η Χρύσω άρχισε να κλαίει κι ο Κώστας την παρηγορούσε χαρούμενος.

— Μην χολιάζεις, Χρύσω! Μια νύχτα είν' αυτή και θα περάσει. Δεν θα πάθομε τίποτε. Να ήσουν μοναχή σου, θα ήταν κακό, αλλά τώρα, που είμαι εγώ κοντά σου, μην φοβάσαι καθόλου! Άνθρωπος δεν περνάει, που δεν περνάει απ’ εδώ απόψε με τέτοιον καιρό, κι όσο για τα ισκιώματα έχω απανωθιό μου μοσκοθύμιαμα λειτουργημένο μεγαλοπεφτιάτικα και τα διώχνει. Α γεμίσω όμως και το ντουφέκι μου, μην τύχει και πέσουν απάνω μας τίποτε λύκοι.

Και στην στιγμή άρχισε να γεμίζει και τες δυο κάννες του ντουφεκιού του.

Άρχισε να σταματάει η βροχή, αλλά τα ποτάμια ύστερα από τη βροχή κατεβάζουν πλιότερο κι ο Κώστας άρχισε να σκέφτεται για φωτιά. Έβγαλε από τον κόρφο του τα πυριοβολικά του κι άρχισε να χτυπάει «τσιάφτσιάφ» πεντ’ έξι φορές κι άναψε την ίσκα, αλλά χρειάζονταν και προσάναμμα.

— Θέλομε προσάναμμα, Χρύσω!

Της είπε ο Κώστας μ’ όλη την οικειότητα που το’ ‘δινε η ιδέα ότι της ήταν ο μόνος προστάτης της.

— Έχει στην ρίζα του ο δέντρος, του είπε αυτή, μια μικρή κουφάλα, κι αν δε νότισε από τη βροχή, θ’ ανάψει αμέσως. Δος μου εμένα την ίσκα να τη βάλω μόνη μου, που ξέρω το μέρος.

Έδωκε την ίσκα ο Κώστας στην Χρύσω κι αυτή την έβαλε στην κουφάλα και δεν πέρασε πολλή ώρα, κι άρχισε να παίρνει φωτιά και να φωτίζει γύρα γύρα.

Τα γίδια και τα πρόβατα, άλλο από τες ομιλίες του Κώστα και της Χρύσως, άλλο από την λάμψη της φωτιάς κι άλλο από το σταμάτημα της βροχής, βγήκαν από τες κρυψώνες τους κι έτρεξαν κι αυτά γύρω τριγύρω στον δέντρο, που καίγονταν.

Οι δυο αποκλεισμένοι στέγνωσαν τα βρεμένα τους τα φορέματα, και τες μουσκεμένες τους τες κάπες, ζεστάθηκαν κι εξασφαλίστηκαν από ζέστα, όχι μοναχά ως το πρωί που θα ξημέρωνε, αλλά και για πολλές άλλες βραδιές, αν βαστούσε ο αποκλεισμός από το χωριό τους, γιατί ήταν τόσο μεγάλος ο δέντρος, που χρειάζονταν ακέρια βδομάδα για να καεί πέρα πέρα. Ύστερα από το στέγνωμα κι από την ζεστασιά, άρχισαν να πεινούν. Είχαν πρόχειρο το σκοτωμένο αγριογούρουνο, αλλά δεν είχαν ψωμί κι άλας. Το ψωμί δε χρειάζονταν και τόσο πολύ, όσο το άλας. Λείπονταν το πλιο χρειαζούμενο. Κι έτσι αποφάσισαν να μείνουν νηστικοί.

— Μια νύχτα είναι, είπαν, θα περάσει!

Έτσι πέρασαν τη νύχτα γύρα στον αναμμένον δέντρο, ο Κώστας από την μια μεριά κι η Χρύσω από την άλλη, με τα γίδια και με τα πρόβατα γύρα τους, κι όταν άρχισαν ν' αριώνουν τα σκοτάδια, κατά το πρωί, αποχαιρέτησε τη Χρύσω ο Κώστας, φορτώθηκε το σκοτωμένο αγριογούρουνο και πάει στο χωριό. Συναπάντησε στον δρόμο την Ήλιαινα, που πήγαινε με ψωμί στη Χρύσω και της είπε ότι πέρασαν πολύ καλά την νύχτα, χωρίς να κρυώσουν καθόλου, γιατ' είχαν ακέριον δέντρον πο’ ‘καιγε.

Την ίδια μέρα γένηκε τραγούδι στο χωριό ο αποκλεισμός του Κώστα και της Χρύσως ολόκαιρη νυχτιά στον λόγγο, και το βράδυ η Ήλιαινα η ψωροπερήφανη, που γύρευε μεγάλο σπίτι και μεγάλο χωριό για τη θυγατέρα της, φώναξε την Ρίζαινα και άλλαξαν τα δαχτυλίδια της αρραβώνας της Χρύσως με τον Κώστα.

Κι η Ρίζαινα, καμαρώντας για την ζηλεμένη νύφη της καρδιάς της, έλεγε:

— Ήταν από Θεού να γένει κι έγινε!

 

αρχή

 



ΤΑ ΔΥΟ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΤΡΑΓΙΑ

Εκείνην την χρονιά ξεκαλοκαιριάζαμε τα πρόβατά μας στην Βαλευάρδα, κοντά στην Βουβούσα.

Μια βραδιά του Αλωναριού, παραμονή του Αη-Ηλιώς όμοιαζε ο ουρανός από την μεγάλη χασοφεγγαριά, που ήταν σαν απέραντο βαθυγάλαζιο βελουδένιο ύφασμα, κεντημένο με χρυσά στίγματα, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά.

Είχαμε το κοπάδι σ' ένα ραχοβούνι κι από το γοργολάλημα των κουδουνιών καταλάβαινε κανείς και χωρίς να ‘ναι πιστικός ότι εύρισκαν καλό χορτάρι τα πρόβατα και βοσκούσαν λαίμαργα λαίμαργα.

Τέσσερες πιστικοί είχαν πιάσει από μακριά τα τέσσερα πλευρά του κοπαδιού και το φύλαγαν από ζουλάπι, από κλέφτη κι από ξέκομμα, αν και τα πρόβατα δεν ξεκόβονται εύκολα από το άλλο κοπάδι.

Οι πιστικοί λαλούσαν τες φλογέρες τους παθητικά χωρίς να σμίγονται τα φλογερολαλήματα, γιατ' ήταν πολύ ξέμακρα ο ένας από τον άλλον, και δεν μπορούσαν ν' ακούσουν ο ένας το λάλημα του αλλουνού, ενώ εγώ καθόμουν παρακάτω σε μια χαμηλότερη ράχη, ντυμένη με πεύκα και μ' έλατα, όπου είχα ετοιμάσει το κρεβάτι μου για εκείνην την βραδιά καμωμένο από μπάτσες ελατήσιες που ‘χα στρώσει από το δειλινό.

Δεν νύσταζα από την χαρά μου, γιατί ήταν παραμονή του Αη-Ηλιώς και παραμονή των γενεθλίων μου, και περίμενα μ' ανυπομονησία πότε να ξημερώσει για να γένω ένα χρόνο μεγαλύτερος, όντας σ’ εκείνη την ηλικία, που δεν καταλαβαίνει κανείς ότι το πήδημα ενός χρόνου είναι ένα πήδημα κοντότερα προς τον τάφο, σ' εκείνη την ηλικία, που νομίζει ο άνθρωπος ότι ο χρόνος είναι αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Ζωής για πάντα, και δεν πιστεύει ούτε σε γεράματα, ούτε σε θάνατο, αν και βλέπει γύρα του πολλούς γερόντους και πολλούς να κουβαλιούνται στον τάφο! Τι ευτυχισμένη αλλά και τι ανόητη ηλικία!

Ηλικία της χαράς, του τραγουδιού και του Έρωτα, αλλά προ πάντων της ασυλλογισιάς!

Καθόμουν ξαπλωμένος απάνω στες ελατόμπατσες και παρατηρούσα τον κατάστερον ουρανό και πετούσα με τον νου μου τον γοργόφτερο, και χωνόμουν μέσα στο ουράνιο πέλαγος που ‘ναι γεμάτο μυστήρια, και ταξίδευα, σαν ουράνιος ταξιδιώτης ανάμεσα στα χίλια μύρια αστέρια, που μου φαίνονταν σαν τόσα χρυσαφένια νησιά μέσα σ' ακύμαντη θάλασσα, άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα, άλλα σε γραμμή κι άλλα σκορπιστά κι εκεί που εντρυφούσα σ' αυτό το ουράνιο και χρυσόσπαρτο ταξίδι άκουσα σουριγματιά κι ύστερα απ’ ολίγο να με φωνάζουν:

— Τ' είναι, ωρεεεεέ! Ρώτησα.

— Μας προσκαλούν οι πιστικοί του Μήτσιου Μπάρδα να πάμε σ' αυτούς απόψε, γιατί ψένουν ένα τραγί κι έχουν διασκέδαση.

Τόσο πολύ με δυσαρέστησε αυτό το προσκάλεσμα που με κατέβασε από τον ουρανό στη γη, από την αθάνατη Ποίηση στην θνητή Πεζότητα ώστε απήντησα θυμωμένα:

— Σύρτε εσείς! τι με θέλετε εμένα;

— Σε θέλομε όλοι οι πιστικοί μου απάντησαν, κι εμείς κι εκείνοι, γιατί δε γένεται διασκέδαση χωρίς εσένα. Και ποιος θα τραγουδήσει την Αλαφίνα» αν δεν έρθεις εσύ.

Αληθινά τραγουδούσα πολύ όμορφα τότε και μάλιστα το τραγούδι της «Αλαφίνας»:

 

Κλάψε με, μάνα μ’, κλάψε με νύχτα με το φεγγάρι

Και την αυγή με την δροσιά ώσπου να δώσει ο ήλιος

Να βγουν τ' αλάφια στην βοσκή να βγουν και οι αλαφίνες.

Όλα τ' αλάφια βγήκανε κι όλες οι αλαφίνες,

Μόν’ μια ‘λαφίνα ταπεινή δε βόσκει δε μαρκιέται

Όλο τ’ απόσκια περβατεί τ’ απόζερβα κοιμάται

Κι όπ’ εύρει γάργαρο νερό θολώνει και το πίνει…

 

Κι αυτά τα λόγια με κολάκεψαν, γιατί κολακεύεται εύκολα ο άνθρωπος όταν του επαινούν ένα χάρισμα κι απάντησα:

— Έρχομαιαιαιαιαιαι! Να με περιμένετε στου Αητού την Βρύση!...

Άφησα στη μέση το ουράνιο μου ταξίδι, τ’ αλετροπόδι, την Πούλια, τα Ζυγά, τον Αποσπερίτην πο’ ‘λαμπε σαν μικρό φεγγάρι, τ' άστρο της τραμουντάνας, το Γαλατένιο Ποτάμι, κι όλα τ’ αστέρια, μικρά και μεγάλα, που δεν τους ήξερα τα ονόματα, πήρα το ντουφέκι μου και ξεκίνησα για του Αητού την Βρύση, όπου θα με περίμεναν οι πιστικοί για να πάμε μαζί στο μέρος, πο’ ‘ψεναν οι πιστικοί του Μήτσιου Μπάρδα.

Τέτοιες διασκεδάσεις και τέτοια προσκαλέσματα γένονταν συχνά από τους πιστικούς μας κι από τους πιστικούς των γειτονικών τσιελεγκάτων που βοσκούσαν ολόγυρα και γένονταν, καθώς το ‘μαθα εκείνην την βραδιά, κάθε φορά που οι πιστικοί ενός τσιελεγκάτου έκλεφταν κανένα σφαχτό από αλαργινό κοπάδι, πράμα που δε γνώριζα εγώ ως εκείνο το βράδυ και νόμιζα ότι όλα εκείνα τα φαγοπότια κι οι διασκεδάσεις που γένονταν αναμεταξύ μας ήταν καλά και τίμια.

Όταν φτάσαμε εκεί κοντά, που ‘χαν την ψησταριά οι πιστικοί του Μήτσιου Μπάρδα, είδαμε κάτω από την φεγγοβολή ενός πελώριου αναμμένου δαδιού, που μπορούσε να βαστάξει τρεις ώρες ακέριες αναμμένο κι έφεγγε σαν μικρός ήλιος, είδαμε, λέγω, ένα τραγί σαν μοσκάρι, που στριφογύριζε ακόμα στην σούβλα απάνω σε μισοσβησμένη αθράκα από το πολύ το λίπος, πο’ ‘πεφτε από το σφαχτό απάνω στα κάρβουνα. Αν πω ότι θα ζύγιαζε απάνω από τριάντα οκάδες κρέας εκείνο το σφαχτό, δε θα πω υπερβολή. Είμαστε να φάμε καμιά δεκαπενταριά πρόσωπα· ώστε θα μας λάχαινε από δυο οκάδες κρέας του καθενού από εκείνο το σφαχτό, χώρια το γιαούρτι και το χλωροτύρι, που θ’ ακολουθούσε την κρεοφαγία.

Σε λίγο σηκώθηκε από την φωτιά το καλοψημένο τραγί και στήθηκε ορθό στον κορμό ενός ελατιού για να στραγγίσει.

Ένα πρόχειρο τραπέζι από μπάτσες ελατήσιες κι από φτέρες μαζί στρώθηκε αμέσως κι ο πλιο επιτήδειος κρεοκόπος άρχισε να λιανίζει το τραγί σαν ο καλύτερος ανατόμος και σε λίγα λεπτά της ώρας όλος εκείνος ο κρεατοκορμός είχε γίνει ένα χοντρό στρώμα από ομορφοκομμένα κομμάτια κρέας, που μπορούσαν να κεντήσουν την όρεξη και πεθαμένου ακόμα.

Καθίσαμε όλοι γύρα γύρα στο κομματιασμένο τραγί, για να σταυροκοπηθούμε και ν' αρχίσομε να φάμε, όταν ένας πιστικός, από το τσιελεγκάτο του Γιάννη Γκώγκα, ρώτησε βλάχικα:

— Δικό σας είναι ή κλεψιμιό το σφαχτό;

— Κλεψιμιό και παρακλεψιμιό! Του απάντησε ένας πιστικός του Μήτσιου Μπάρδα με αναίδεια που μπορούσε να ζηλέψει και σκυλί ακόμα! Τι; Ζουρλοί ήμασταν εμείς να σφάξομε ένα τέτοιο τραγί σαν δαμάλι, από τα δικά μας; και να σας προσκαλέσομε εσάς να μας το φάτε; Αυτό το τραγί είναι από τα κοπάδια του χιλιοκερατά του Μπουλαμάτση, πο’ ‘χει δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα στο μοιράδι του! Τον έχω γινάτι γιατί μ' έδιωξε μισοκαιρής, όταν ήμουν πιστικός του και θα του κλέψω κι άλλα για να εκδικηθώ.

— Τότε εγώ, πρόστεσε ο πιστικός του Γιάννη Γκώγκα, δε θα φάγω απ’ αυτό το κρέας και μπορείτε να μου δώκετε λίγο γάλα και λίγο τυρί για να δειπνήσω, γιατί είμαι ορκισμένος από τα νιάτα μου να μην βάλω ποτέ κλεψιμιό στο στόμα μου ώσπου να πεθάνω.

— Να ‘χομε την ευκή σου, πατερ-άγιε! Είπε ένας ειρωνικά.

Ακούοντας εγώ «κλεψιμιό και παρακλεψιμιό» ανατρίχιασα, γιατί νόμιζα ότι δεν είχα φάγει άλλη φορά πριν κλεψιμιό, ενώ είχα φάγει πολλές φορές χωρίς να το ξέρω, και θυμήθηκα τη μάνα μου που ξέρασε μια φορά γιατί της είχαν πει ότι το ψημένο κρέας που της είχε δώσει η γειτόνισσά της η Στέργαινα κι έφαγε, ήταν κλεψιμιό, κι είπα εμφαντικά:

— Κι εγώ δεν τρώγω κλεψιμιό! Και τραβήχτηκα από το τραπέζι.

Τότε ο γεροντότερος από τους πιστικούς, που βρίσκονταν ανάμεσά μας είπε και στους δυο μας:

— Μώρ' εσείς, να μην βασκαθείτε, βαλθήκαταν ν' αγιάσετε και να μας χαλάσετε την διασκέδαση απόψε;

— Όχι! απάντησε ο πιστικός του Γιάννη Γκώγκα· εσείς να φάτε το κρέας κι εμείς το τυρί μας και το γάλα μας κι η διασκέδασή σας να μην χαλάσει καθόλου.

Τότε άλλος πιστικός μας ειρωνεύτηκε, λέγοντάς μας:

— Όταν πάτε στον Παράδεισο να πείτε και για μένα κανέναν καλόν λόγο στον αφέντη τον Θεό!

Άλλος πάλε μας είπε:

— Εμένα να μ' ανοίξετε μια κρυφή πορειά να μπω κι εγώ στον Παράδεισο γιατί μ' όσα κλεψιμιά έχω φάγει εγώ είν αδύνατο να μπω φανερά από τη θύρα.

— Φάε κλεψιμιά εσύ, απάντησε σοβαρά ο θεοφοβούμενος πιστικός και περίμενε από μας να σου φτιάσομε πορειά, να μπεις στον Παράδεισο; Αλλοίμονό σου!

— Είμαι περίεργος, είπε ένας από τους δικούς μου πιστικούς στον πιστικό του Γιάννη Γκώγκα να μάθω τι σ' έκανε να μην τρως κλεψιμιό. Όλοι οι πιστικοί, καλοί και κακοί, κλεψιμιό κρέας τρώμε. Κανένας δεν τρώγει από τα δικά του τα σφαχτά. Το κλεψιμιό αυτό είναι πληρωμένο και κάποια φορά πολύ ακριβά, ώστε να μην θεωριέται, κλεψιμιό και ούτε αμαρτία να ‘ναι. Εγώ τρώγω το δικό σου, εσύ του του αλλουνού, κι είναι όλα καλά πληρωμένα.

Τότε ο πιστικός του Γιάννη Γκώγκα του είπε:

— Αν θέλουν κι οι άλλοι, είμαι πρόθυμος να σας μολογήσω τι μο’ ‘χει τρέξει μια φορά για να με δικαιολογήσετε γιατί δεν τρώγω πλια κλεψιμιό.

— Να μας το μολογήσεις! Να μας το μολογήσεις! Του είπαμε όλοι μ' ένα στόμα, κι αυτός άρχισε να μας μολογάει.

— Είναι χρόνια πολλά αφοντότες... Ήμουν είκοσι ενός, είκοσι δυο χρονών παλικάρι κι αντί τσαρούχια φορούσα φτερά στα ποδάρια μου. Μπορούσα να πιάσω λαγό στην αρέντα. Μπορούσα να πάω και να ‘ρθω από τα Γιάννινα σε μια μέρα, και βοσκούσα καμιά διακοσαριά πρόβατα στέρφα και γαλάρια μοναχός μου, ενός Ζαγορήσιου, σ' ένα κοινοτικό ξεκαλοκαιριό.

Να πούμε την αλήθεια, κι η τέχνη μας είναι ζημιωμένη με την γιδοκλεψιά και την προβατοκλεψιά κι όπως όλοι οι πιστικοί, ως πιστικός κι εγώ, ήμουν γιδοκλέφτης και προβατοκλέφτης. Δεν περνούσε βδομάδα χωρίς να βαρέσω ένα ξένο σφαχτό, ζυγούρι ή βετούλι, κριάρι ή τραγί, στερφόγιδα ή στερφοπράτινα. Πήγαινα πέντε και έξι ώρες μακριά, άρπαζα ένα σφαχτό και γύριζα πίσω στο κοπάδι μου χωρίς να με νιώσει κανένας. Τα ‘σφαζα τα σφαχτά μοναχός μου, τα ‘ψηνα μοναχός μου και τα ‘τρωγα σαν τον λύκο μοναχός μου και δεν έκανα με κανέναν άλλον συντροφιά σ' αυτήν την επιχείρηση. Ο αφεντικός μου και όσοι άλλοι με γνώριζαν μπορούσαν να ορκιστούν ότι εγώ δεν έκλεβα ούτε τρίχα που λέει ο λόγος: Ξέρετε πόσο με βαστούσε ένα κλεμμένο σφαχτό; Μια βραδιά μοναχά! Το καταχώνιαζα όλο μέσα μου σε μια βραδιά!

Μια βραδιά, μότι δείπνησα, φουρντούλησα σ’ ένα ξένο κοπάδι, άρπαξα έναν κατσικομούνουχον τράγο σαν καληώρα αυτόν, πο ‘χετε καταντημένον απόψε, τον έσφαξα, τον έγδαρα, τον σούβλισα και όλα αυτά έγιναν στον δρόμο πο’ ‘ρχόμουν· κι όταν γύρισα στο κοπάδι μου άναψα φωτιά και τον έψησα. Τον είχα κάνει σαν κάστανο και την στιγμή που έπρεπε, τον τράβηξα από την ψησταριά και τον έστησα με το σουβλί σ' ένα πεύκο κι άρχισα να τον τρώγω ορθός με το χαντζάρι στο χέρι κόβοντας και τρώγοντας.

Όταν ρόδιζαν τα κορφοβούνια από τες πρώτες αχτίδες του ηλιού, τον είχα φάγει όλον εκείνον τον τράγο, κι εκείνη την στιγμή άνοιγα το κεφάλι για να φάγω το μυελό, το μόνο πράγμα που ‘χε μείνει ακόμα αφάγωτο από εκείνο το πελώριο σφαχτό!

Σας ορκίζομαι ότι τον έφαγα μόνος μου όλον εκείνον τον τράγο, χωρίς ν' αφήσω τίποτε τίποτε! Πού χώνεψε σ' αυτήν εδώ την κοιλιά ένας τόσο μεγάλος τράγος δεν μπόρεσα να καταλάβω! Αλλ’ όταν άπλωσε καλά καλά ο ήλιος, άρχισα να αιστάνομαι την πείνα να μπαίνει μέσα στ' άντερά μου σαν φίδι! Γκαβός από την πείνα έφερα τα πρόβατά μου στον αρμεγώνα, κάθισα στο στρουγκολίθι, τ' άρμεξα γλήγορα γλήγορα, έπηξα το γάλα, το εσκέπασα, το σιλάρωσα, έστειλα τον βοηθό μου να πλύνει όσα αγγεία ήταν άπλυτα στην βρύση, μισή ώρα μακριά, και στρώθηκα να φάγω, όταν να σου και ξεφανερώθηκε ο πατέρας μου, που ‘ρθε να με ιδεί.

«Αφού χαιρετηθήκαμαν σαν πατέρας και παιδί που ‘χαμαν χρόνον καιρό να ιδούμε ο ένας τον άλλον καθίσαμαν να φάμε. Είχαμαν μπροστά μας ψωμί μ’ ένα τραγάσκι γεμάτο αβάρετο ξυνόγαλο, και πρόβειο γαλοτύρι. Δεν πεινούσα εκείνην την στιγμήν, λίμαζα! Μια χουλιαριά ο πατέρας μου που ήταν νηστικός από τα ψες, δυο τρεις εγώ, πο’ ‘χα φάγει τον περίδρομο λίγες ώρες πριν εν ακέριο τραγί! Παναήγια μου! Πού χώνεψε όλος εκείνος ο τράγαρος!

Βλέποντας ο πατέρας μου όλη εκείνη την λίμαξη που μ’ είχε πιασμένον, μου είπε.

― Σε καλό σου, παιδί μου! Τι φαγί είν' αυτό, που κάνεις; Αυτό είναι λίμαξη! Δεν έφαγες εψές καθόλου.

Τότε πλια θαμάζοντας κι εγώ για την πείνα που ‘χα μέσα μου, ύστερα από το φαγί ακέριου τραγιού, άρχισα να φοβούμαι κι αποφάσισα να ξομολογηθώ στον πατέρα μου μ' όλον τον φόβο που ‘χα ότι θα με μάλωνε για καλά.

— Ψες, πατέρα μου, του είπα, έφαγα πολύ καλά και σήμερα το πρωί ξεκοκκάλισα, άκουε πατέρα, ένα ακέριο τραγί... ένα ακέριο τραγί μοναχός μου, και τώρα πεινάω και δεν μπορώ να σβήσω την πείνα μου, σαν να ήμουν μια βδομάδα θεονήστικος!

— Κλέφτεις σφαχτά, μωρέ σκυλί; Μου είπε ο πατέρας μου απορώντας, και δεν ντρέπεσαι να το λες;

— Αφού έκλεψα! Του είπα. Δεν είναι καλύτερα που σου λέω την αμαρτία μου.

― Αν μετάνιωσες και ξομολογιέσαι, πολύ καλά κάνεις. Μου απάντησε ο πατέρας μου, αλλά πρόσεξε να μην το ξανακάνεις!

Ύστερα από λίγη σιωπή άρχισε ο πατέρας μου να με συμβουλεύει για να τραβήξω χέρι από την κλεψιά.

— Η κλεψιά, παιδί μου, μου είπε, είναι μεγάλο άδικο και μεγάλη αμαρτία! Είναι μια από τες αμαρτίες εκείνες που απαγόρεψε ο ίδιος ο Θεός με τες εντολές του:

«Μην κλέψεις, μην φονέψεις, μην ψευτομαρτυρήσεις» και μάλιστα, όπως βλέπεις, είναι η πρώτη από τες τρεις μεγάλες αμαρτίες. Είμαι αγράμματος κι εγώ σαν κι εσένα και δεν ξέρω πολλά πράγματα, αλλ’ αυτά τα τρία λόγια τα ξέρω από τον πατέρα μου κι εκείνος από τον δικό του πατέρα κι εκείνος πάλε από τον δικό του, έτσι γενεά προς γενεάν είναι καταραμένο πράμα η κλεψιά. Το είδες μόνος σου με τα μάτια σου αυτήν την στιγμή: Έφαγες ένα ακέριο τραγί και δε σώπιασε καμιά χόρταση κι είχες λίμα στ' άντερά σου, κι έπρεπε να φας αυτό το ψωμί, αυτό το γάλα, αυτό το τυρί, που τα κερδίζεις με τον ίδρω του προσώπου σου για να χορτάσεις! Για συλλογίσου, τι παραδωτά και τι κατάρες είπε και λέει και θα λέει εκείνος πο ‘χασε το τραγί του, πλούσιος ή φτωχός! Θα λέει... ‘’Ανάθεμα την μάνα και τον πατέρα του, που μο’ ‘φαγε το τραγί μου!’’ Τι σου φταίξαμαν οι γονέοι σου να μας ανάφτεις τέτοια άτιμα και μαύρα κηριά στον τάφο μας.

Το βιο, παιδί μου κρέμεται από την ψυχή του ανθρώπου και πονεί. Μην κάνεις σ' άλλον εκείνο που δε θέλεις να σου κάνει άλλος εσένα· θα φχαριστιόσουν, αν σο’ ‘κλεφταν εσένα ένα τραγί σου ή θα καταριόσουν τον κλέφτη; κι αν αυτό το τραγί ήταν κανενός φτωχού σμιξιάρη, που περιμένει τον Χινόπωρο να το πουλήσει για να ντύσει και να ποδέσει τα γυμνά και ξεπόδετα παιδιά του. Φαντάσου τώρα μονάχος σου τι μεγάλη αμαρτία έκανες! σ' εκείνα τα παιδιά θα ‘πιανε τόπο αυτό το τραγί, γιατί θα ντύνονταν και θα ποδένονταν μ' αυτό, ενώ σ' εσένα δεν έπιασε κανέναν τόπο, γιατί δεν μπόρεσε καν να σε χορτάσει ούτε μια φορά!»

Αυτά μου λάλησε ο πατέρας μου και σηκώθηκε θυμωμένος κι έφυγε, λέγοντάς μου:

«Αν πάψεις την κλεψιά να ‘χεις την ευκή μου κι αν την ξακολουθήσεις, να ‘χεις την κατάρα μου!»

Ενώ εγώ, συλλογισμένος από το θάμα που είχα ιδεί να φάγω ένα ακέριο τραγί και να είμαι νηστικός και συγκινημένος από τες καλές συμβουλές του πατέρα μου —θεός σχωρέσ’ τον— πήγα στον στάλο για να σηκώσω τα πρόβατα να κοπρήσουν ―με σχώρεση― και να κατουρήσουν —με συμπάθειο— όταν δοκιούμαι ότι μο ‘λειπε το κριάρι το σιούτο κάλεσιο! Ξέρετε τι είχε γίνει; Όταν εγώ έκλεφτα το ξένο τραγί άλλος μο’ ‘κλεφτε εμένα το κριάρι. Αν δεν ήταν σιούτο το βλογημένο κι είχε κέρατα με συμπάθειο θα το δοκιόμουν από το ταχύ, γιατί δεν ήταν παρά καμιά δεκαριά κριάρια όλα όλα τα κριάρια του κοπαδιού μου, αλλ’ ήταν σιούτο το ξάλειμμο και χάνονταν ανάμεσα στες προβατίνες. Φαρμακώθηκα από την λύπη μου. Μου ‘ρθε, σαν να ‘πεσε αστραπή και με βάρεσε. Έτρεξα ολόγυρα να το βρω, αλλά δεν μπόρεσα να βρω τίποτε! Ο Σιούτος ήταν για καλά χαμένος! Τι να ‘κανα τότε! Φώναξα τον βοηθό μου και του είπα όταν πάει το βράδυ στο σπίτι του αφεντικού μας να του ειπεί ότι χάθηκε το σιούτο το κριάρι.

Την άλλη ήρθε ο αφεντικός μου —Θεός σχωρέσ’ τον— θυμωμένος για το χάσιμο του κριαριού, με μάλωσε, μ' έβρισε, μου αναθεμάτισε την μάνα και τον πατέρα κι όλα τα πατρογονικά μου γενεές δεκατέσσερες και μου είπε ότι θα μου το κρατήσει από την ρόγα μου αν δε βρεθεί. Ύστερα απ’ αυτό με πήρε να πάμε μαζί να βρούμε το κριάρι ρωτώντας στες γειτονικές στάνες. Κινήσαμαν αυτός μπροστά κι εγώ πίσω, ανεβήκαμαν ανηφόρους και κατεβήκαμαν κατηφόρους, διαβήκαμαν πλαγιές, περάσαμαν λακκιές, ο διάβολος να πέσομε απάνω στην ψησταριά που ‘χα κάνει εγώ για να ψήσω το κλεμμένο το τραγί!

— Ψησταριά εδώ! Φώναξε ο αφεντικός μου και ψησταριά ήγκαιρη!

Φέρει γύρα και βρίσκει και τα κόκκαλα του τραγιού που ‘χα κλέψει!

Τότε γύρισε και μου είπε άγριος από τον θυμό του:

— Άτιμε κλέφτη! Εσύ μο ‘φαγες το κριάρι μου! Ποιος άλλος βοσκούσε εδώ πέρα προψές παρά εσύ;»

Τα κέρατα, τα ποδάρια και το τομάρι του τραγιού τα ‘χα πεταμένα μια ώρα μακριά από την ψησταριά κι ήταν αδύνατο να βρεθούν και δεν μπορούσα ν' αποδείξω εκείνην την στιγμήν ότι τα κόκαλα κι η ψησταριά ήταν του τραγιού κι όχι του κριαριού του, αλλά κι αυτό ακόμα αν τ’ απόδειχνα δε θα μπορούσα να πετάξω από πάνω μου την δίκαιη κατηγόρια, που μου ‘χε δώσει ότι ήμουν ένας άτιμος κλέφτης. Διαμαρτυρήθηκα, έκαμα χίλιους δυο όρκους ότι δεν είχα φάγει εγώ το κριάρι του, έκλαψα, πήγαν όλα του κακού και για να μην τα πολυλογάω, την ίδια μέρα μ’ έδιωξε ο αφεντικός μου και μου κράτησε την δουλεμένη ρόγα μου για το χαμένο κριάρι του.

Από τότε, αδέρφια, έκανα όρκο και σταυρό να μη ματαμαγαρίσω πλιο το χέρι μου και το στόμα μου με κλεψιά. Όχι μόνον δεν κακοκάρδισα, που μ’ έδιωξε ο αφεντικός μου, αλλά του το ‘χω και σε σπολλάτη που στάθηκε τόσος σκληρός και μ' έκανε να αιστανθώ καλύτερα την αμαρτία, πο ‘χω κάνει. Πέρασαν από τότε ώρ' αδέρφια είκοσι πέντε χρόνια και μου φαίνεται σαν να ήταν χτες, και σαν ν' ακούω ακόμα τα λόγια του πατέρα μου: «Μην κλέψεις, μην φονέψεις, μην ψευτομαρτυρήσεις!» και τα λόγια του αφεντικού μου: «Άτιμε κλέφτη, εσύ μο’ ‘φαγες το κριάρι μου!» Γι' αυτό δε ματαμαγαρίζω πλιο ούτε τα χέρια μου ούτε το στόμα μου με κλεψιμιό.

Δεν είχε τελειώσει ακόμα ο πιστικός του Γκώγκα τα τελευταία του λόγια και να σου ξεφυτρώνει μπροστά μας σαν φάντασμα με την κάτασπρή του τη φορεσιά και το μελαψό του το πρόσωπο ο Μήτσιο Μπάρδας, ο ξακουσμένος αρχιτσιέλεγκας σ' όλα τα ξεκαλοκαιριά της Ήπειρος και της Μακεδονίας και σ’ όλα τα ξεχειμαδιά της Θεσσαλίας.

— Τι κάνετε εδώ, ωρέ.

Είπε ο τιμημένος αρχιτσιέλεγκας και βλέποντας καταγής τον λιανισμένον τράγο, άρχισε με την μακριά του αγκλίτσα να χτυπάει τους πιστικούς του «γκουπ γκουπ» και να τους βρίζει και να τους αναθεματίζει τους γονέους τους και τους πατρογονιούς τους:

— Άτιμοι, κλέφτες. Εγώ, μωρέ, σας θεωρούσα τίμιους, σαν εμένα κι έβαλα στοίχημα απόψε με τον Σπύρο Μπουλαμάτση ότι δεν κλέβετε, κι ότι αν βρεθεί το τραγί, που το’ ΄κλεψαν σήμερα στους πιστικούς τους δικούς μου να του δώσω δέκα τραγιά από την στάνη μου! Μ’ αντροπιάσαταν, ανάθεμα τη μάνα σας και τον πατέρα σας κι όλα τα πατρογονικά σας! Φτου! φτου! άτιμοι κλέφτες!

Και τους γέμισε τα μούτρα σιάλια, με τα φτυσίματά του!

Εκείνη την στιγμή φανήστηκε κι άλλο ένα φάντασμα: Ήταν ο αρχιτσιέλεγκας Σπύρος Μπουλαμάτσης φημισμένος αρχιτσιέλεγκας κι αυτός ξεκαρδισμένος από τα γέλια και λέγοντας:

— Έχασες Μήτσιο Μπάρδα το στοίχημα! Έχασες Μήτσιο Μπάρδα το στοίχημα! Δε σου είπα εγώ ότι οι πιστικοί σου μο’ ‘κλεψαν το τραγί, τώρα θέλω τα δέκα τραγιά.

Τότε ο Μήτσιο Μπάρδας μαύλησε τα σκυλιά φωνάζοντας:

— Κω, Γκεσούλ, κω! Κω, Μούρκα, κω! Κω, Πάρδαλη, κω! Κώ, Λειάρε, κω! Κω, Κοράκη, κω! Κω, Τραχήλη, κω!

Δεν πέρασαν πολλά λεπτά της ώρας και πλάκωσαν τα έξη φοβερά μαντρόσκυλα της μεγάλης Μπαρδαίικης στάνης σαν τα χαρόνια, και τον τήραγαν στα μάτια για να καταλάβουν τι θα τους δώσει, κι ο τίμιος αρχιτσιέλεγκας άρχισε να δίνει στα σκυλιά ένα ένα τα κομμάτια του λιανισμένου τράγου κι αντί να διασκεδάσομε εμείς, διασκέδασαν και πανηγύρισαν τα σκυλιά εκείνη την βραδιά!

Σούλι Χρ. 26-27 Νοεμβρίου 1919

 

αρχή