Η Ερινύα Αληκτώ

 

 

[...] οργισμένη [η Ήρα] κατέβηκε στη γης· την πενθοφόρα Αληκτώ απ’ την έδρα των τρομερών θεών και του καταχθόνιου σκοταδιού προσκαλεί, που χαίρεται για λυπητερούς πολέμους και θυμούς κι εγκλήματα κι ενέδρες. Εχθρεύεται το τέρας κι αυτός ο πατέρας Πλούτων, τοχτρεύονται κι οι αδελφές της που κατοικούν στα Τάρταρα: τόσα αλλάζει πρόσωπα, τόσο αποκρουστική είναι η μορφή του, τόσο μαύρη γεμάτη φίδια. Αυτήν η Ήρα την ξαγριώνει λέγοντας τέτοια: Αυτό το έργο κάνε για μένα, παρθένα κόρη της Νύχτας, αυτήν την εκδούλευση, να μην ξεφύγει από την πρέπουσα θέση της τσακισμένη η τιμή μου και η φήμη μου, να μην μπορέσουν ο Αινείας και τ’ ασκέρι του απ’ το Λατίνο γυναίκες να ζητήσουν ή στις Ιταλικές να εγκατασταθούν χώρες. Εσύ μπορείς να οπλίσεις σ’ αμάχη αδέρφια αν και ομόγνωμα και με την έχθρητα σπίτια ν’ αναποδογυρίσεις, εσύ στις οικογένειες πληγές κι ολέθρια δαυλιά να μπάσεις, εσύ με τα χίλια ονόματα, με χίλιους τρόπους να βλάψεις. Το γόνιμο στήθος σου ξετίναξε, λύσε τη συμφωνημένη ειρήνη, σπείρε αιτίες πολέμου· τα όπλα ας θελήσουν οι νέοι ν’ απαιτήσουν και συνάμα τούτα ναν τ’ αρπάξουν.

Ύστερα η Αληκτώ γεμάτη από δηλητήρια Γοργόνας πρώτα πρώτα στο Λάτιο πήγε και στο ψηλό το σπίτι του βασιλιά Λαυρεντίνου και σιγά εκάθησε στο κατώφλι της Αματάς, που από πριν κορομένη τη γυναικεία της σκοτούρα και την μάνητα κατάπινε για το φτάσιμο των Τρώων και τη διάλυση του προξενιού με τον Τύρνο. Πάνω της η θεά ένα φίδι απ’ τα μαύρα της μαλλιά ρίχνει και κρυφά το σπρώχνει στον κόρφο της μέσα στα σωθικά της, για να συνταράξει όλο το σπίτι όντας μανιακή απ’ το τέρας. Κείνο γλιστρώντας ανάμεσα απ’ την εσθήτα της και το τρυφερό της στήθος κουλουριάζεται χωρίς ναν την αγγίζει και, χωρίς καν να το νιώσει η μαινόμενη βασίλισσα, της φύσηξε τη μάνητα της οχιάς· γίνεται περιδέραιο χρυσό στο λαιμό της το πελώριο φίδι, γίνεται ταινία μεγάλου στέμματος, και στα μαλλιά της μπλέχτηκε και γλιστερό στο κορμί της πλανιόταν. Κι όσο η πρώτη αίσθηση γλιστρώντας με το υγρό δηλητήριο κρατούσε τις αισθήσεις και στα κόκαλα έβανε φωτιά, κι ακόμα δεν εδέχονταν τη φλόγα η ψυχή της σ’ ολάκερο το στήθος, μαλακότερα και με το συνηθισμένο τρόπο της μάνας μιλούσε, πολλά δάκρυα χύνοντας για τη θυγατέρα της και τον Τρωικό γάμο [...]. Αφού κατάλαβε πως του κάκου είπε αυτά [...] μέσα στα σωθικά της γλιστρώντας το μανιακό δηλητήριου του σερπετού σ’ ολόκληρο το σώμα της απλώνονταν, τότε η δύστυχη ξαγριωμένη από φοβερά τέρατα μέσα στην απλόχωρην πόλη μανιακή χωρίς συγκρατημό φρενιάζει: καθώς γυρίζει η σβούρα από τα χτυπήματα στρεφτού μαστιγίου, που τα παιδιά παίζοντας σε μεγάλο γύρο στριφογυρίζουν στην υπαίθρια αυλή· κείνη χτυπημένη με το λουρί τρέχει με δρόμο στριφογυριστό· σαστίζει το ανήξερο και παιδικό μπουλούκι απορώντας για τη γλήγορη πυξαρένια σβούρα· της δίνουνε κίνηση τα χτυπήματα. Έτσι, κι η βασίλισσα όχι λιγότερο οκνή στο δρόμο από τη σβούρα τρέχει ανάμεσα στις πόλεις ως τους άγριους λαούς. Κι ακόμα στα δάση σα Μαινάδα πιο μεγάλο έγκλημα επιχειρώντας κεντρισμένη από μεγαλύτερη μανία πετάει ως τη θυγατέρα της· σε βουνά δασωμένα την κρύβει, για να στερήσει τους Τρώες από το γάμο και να εμποδίσει τις νυφικές λαμπάδες. (Βιργ., Αιν. 7. 323-359, 373-388, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)