Στη χώρα των Λαιστρυγόνων

 

 

Αδιάκοπα αρμενίζαμε μέρες και νύχτες έξι
και φτάσαμε την έβδομη στ’ ορθοχτισμένο κάστρο
του Λάμου, στην Τηλέπυλο, τη γη των Λαιστρυγόνων,
όπου σαν έρχεται ο βοσκός τα γίδια να μαντρίσει,
βοσκό που βγαίνει χαιρετά και τ’ απαντά κι εκείνος.
Άνθρωπος άγρυπνος εκεί θα κέρδιζε δυο ρόγες,
τη μια γελάδια βόσκοντας, την άλλη πρόβατα άσπρα,
γιατί είναι οι δρόμοι σύκοντα της νύχτας και της μέρας.
Σαν ήρθαμε στο ξακουστό λιμάνι, που τριγύρω
το κλειούσαν βράχοι απότομοι κι από τα δυο τα μέρη,
κι έβγαιναν άκρες πεταχτές, αγνάντια η μια στην άλλη
στη θάλασσα, κι ήταν στενό του λιμανιού το στόμα,
εκεί τ’ αψηλοκέφαλα τ’ αράξαμε καράβια,
και στη σειρά τα δέσαμε, το ᾽να κοντά με τ’ άλλο,
γιατί ποτέ δε φούσκωνε το κύμα στο λιμάνι,
ούτε μεγάλο ούτε μικρό, μόν’ άσπρη ήταν γαλήνη.
Μόνος εγώ όξω κράτησα το μελανό καράβι,
κοντά σε κάβο κι έδεσα στις πέτρες παλαμάρι,
κι ανέβηκα και στάθηκα σε μια ψηλή ραχούλα.
Όργωμα εκεί δε φαίνονταν βοδιών μήτε έργα ανθρώπων,
και μόνο βλέπαμε καπνό ψηλά απ’ τη γη να βγαίνει.
Τότε συντρόφους έστειλα να πάνε και να μάθουν
ποιοι σιτοφάγοι κάθονταν σ’ αυτή τη χώρα ανθρώποι,
απ’ όλους δυο διαλέγοντας και τρίτον έναν κράχτη.
Τον ίδιο δρόμο τράβηξαν κι εκείνοι που τα κάρα
στη χώρα απ’ τα ψηλά βουνά κατέβαζαν τα ξύλα,
κι εμπρός στη χώρα αντάμωσαν μια κόρη να γεμίζει,
του Λαιστρυγόνα τ’ όμορφο κορίτσι του Αντιφάτη.
Στη δροσερή κατέβηκε πηγή την Αρτακία
που εκείθε παίρνανε νερό και πήγαιναν στη χώρα.
Κοντά της παν και στάθηκαν και να τους πει ρωτούσαν
ποιον είχε ο τόπος βασιλιά και ποιος τους κυβερνούσε,
κι εκείνη ευτύς τους έδειξε το πατρικό της σπίτι.
Σαν μπήκαν μέσα βρήκανε μπροστά τους μια γυναίκα,
ψηλή σα μια βουνοκορφή κι όλους τους πήρε ο φόβος.
Φώναξε ευτύς τον άντρα της, τον ξακουστό Αντιφάτη,
απ’ την πλατέα, πού ᾽βαλε στο νου του το χαμό τους,
κι άρπαξε, ως ήρθε, κι έφαγε τον ένα απ’ τους συντρόφους,
κι οι δυο στα πόδια το ’βαλαν και φτάσανε στα πλοία.
Έβαλε τότε τις φωνές στη χώρα ο Αντιφάτης,
κι άλλοι απ’ αλλού ξετρύπωναν χιλιάδες Λαιστρυγόνες
πελώριοι, που με γίγαντες μοιάζανε κι όχι μ’ άντρες.
Ασήκωτες απ’ τις κορφές κοτρόνες μας πετούσαν
κι άξαφνα κρότοι φοβεροί κατά τα πλοία αχούσαν,
ανθρώπων που σκοτώνουνταν και καραβιών που σπούσαν.
Σαν ψάρια τους καμάκιαζάν, φριχτό φαΐ να φάνε.
Κι ενόσω τους συντρόφους μου χαλούσαν στο λιμάνι,
τράβηξα τότε απ’ το μηρί το κοφτερό μαχαίρι
κι έκοψα τα πρυμόσκοινα του μαύρου καραβιού μου,
και στους συντρόφους έσκουζα, χωρίς καιρό να χάνουν,
να πιάσουν όλοι τα κουπιά, να φύγουμε απ’ το χάρο,
κι εκείνοι απ’ την τρομάρα τους το κύμα αφροκοπούσαν.
Χαρούμενα έτσι ξέφυγε τους κρεμασμένους βράχους
στο πέλαο το καράβι μου τ’ άλλα χαθήκανε όλα.
(Όμ., Οδ. κ. 80-132, Ζ. Σίδερης)