Η ζωγραφική απόδοση της ομηρικής Νέκυιας

 

 

Ο Θάσιος ζωγράφος Πολύγνωτος απέδωσε εικαστικά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, το υγρό περιβάλλον εισόδου στον Κάτω Κόσμο, το πλοιάριο του Χάρωνα και τον ίδιο τον πορθμέα, και ύστερα τους νεκρούς που ο Οδυσσέας συνάντησε εκεί. Η εικαστική απόδοση έγινε στη Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς και γι’ αυτήν μαρτυρά ο Παυσανίας στα Φωκικά (10.25 και 28-31). Με έντονα τυπογραφικά στοιχεία επισημαίνουμε τους νεκρούς που περιγράφονται και όσα όντα και στοιχεία σχετίζονται με τον Κάτω Κόσμο.

 

Πάνω από την Κασσοτίδα υπάρχει οίκημα, που έχει ζωγραφιές του Πολυγνώτου. Είναι αφιέρωμα των Κνιδίων και οι κάτοικοι των Δελφών το ονομάζουν Λέσχη, επειδή εδώ άλλοτε μαζεύονταν για να συζητήσουν σοβαρά ζητήματα και μύθους.  (10.25)

[…]

[1] Στην άλλη μεριά της ζωγραφιάς, στα αριστερά της εισόδου, βλέπεις την κάθοδο του Οδυσσέα στον λεγόμενο Άδη  προς αναζήτηση της ψυχής του Τειρεσία, για να τον ρωτήσει πώς θα σωθεί στην πατρίδα του. Η εικόνα είναι ως εξής. Το νερό που απεικονίζεται μοιάζει με ποταμό και προφανώς είναι ο Αχέροντας. Στα νερά του, εκεί που έχουν φυτρώσει καλάμια, υπάρχουν και ψάρια. Το περίγραμμα των ψαριών είναι τόσο ασαφές, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σκιές και όχι ψάρια. Στον ποταμό βλέπεις και μια βάρκα με τον βαρκάρη να κάνει κουπί. [2] Νομίζω ότι ο Πολύγνωτος βασίστηκε στο ποίημα Μινυάς και συγκεκριμένα στους στίχους της Μινυάδας που αναφέρονται στον Θησέα και στον Πειρίθουν: Δεν ήταν τότε στην όχθη το πορθμείο που μεταφέρει τους νεκρούς, με τον γέροντα Χάρωνα στα κουπιά. Γι’ αυτό τον λόγο ο Πολύγνωτος ζωγράφισε τον Χάρωνα σαν γέρο. [3] Οι μορφές στο πλοίο δεν είναι πολύ γνωστές. Ο Τέλλης παριστάνεται ως έφηβος και η Κλεόβοια ως νεαρή παρθένα. Στα γόνατά της κρατάει μια πυξίδα, σαν εκείνες που υπάρχουν συνήθως για τη Δήμητρα. Το μόνο που ξέρω για τον Τέλλη ήταν πως ο ποιητής Αρχίλοχος ήταν τρίτος απόγονος του Τέλλη. Για την Κλεόβοια λένε ότι ήταν η πρώτη που εισήγαγε τις τελετές της Δήμητρας στη Θάσο από την Πάρο. [4] Στις όχθες του Αχέροντα υπάρχουν ενδιαφέρουσες παραστάσεις, πιο κάτω από το πλοίο του Χάρωνα, όπως ένας άνδρας που φέρθηκε άδικα στον πατέρα του και στραγγαλίζεται από τον πατέρα του. Παλιά οι άνθρωποι τιμούσαν ιδιαιτέρως τους γονείς, και μπορεί να το δει κανείς, εκτός από αλλού, και στους ονομαζόμενους Ευσεβείς της Κατάνης. Όταν η λάβα της Αίτνας κυλούσε στην Κατάνη, κανένας δεν έδωσε σημασία στα χρυσαφικά και στα ασημικά, αλλά ο ένας κουβάλησε τον πατέρα τους, ενώ ο άλλος τη μητέρα τους προσπαθώντας να γλιτώσουν. Ενώ προχωρούσαν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, η λάβα και οι φλόγες τους πρόφτασαν, όμως εκείνοι δεν εγκατέλειψαν τους γονείς τους. Τότε λένε πως το ποτάμι της λάβας χωρίστηκε στα δυο και παρέκαμψε τους γονείς και τα παιδιά, δίχως να τους πειράξει. [5] Στην Κατάνη εξακολουθούν να τους τιμούν μέχρι τις μέρες μου. Στη ζωγραφιά του Πολυγνώτου, κοντά στον γιο που μεταχειριζόταν άδικα τον πατέρα του, τιμωρείται και ένας ιερόσυλος. Η γυναίκα που τον βασανίζει γνωρίζει και άλλα δηλητήρια και εκείνα που είναι βλαβερά για τους ανθρώπους. [6] Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι ήταν πολύ ευσεβείς προς τους θεούς. Αυτό το απέδειξαν και οι Αθηναίοι, όταν κατέλαβαν το ιερό του Ολυμπίου Δία στις Συρακούσες, και δεν άγγιξαν τα αφιερώματα του, αλλά επέτρεψαν να το φρουρεί ένας Συρακούσιος ιερέας. Ακόμα και ο Μήδος Δάτις απέδειξε την ευσέβεια του, όταν έβγαλε λόγο προς τους Δηλίους, και αργότερα με έργα, όταν επέστρεψε στους Ταναγραίους στη Δήλο ένα άγαλμα του Απόλλωνα που το βρήκε μέσα σε Φοινικικό πλοίο. Όλοι τιμούσαν τότε τους θεούς και γι' αυτό και ο Πολύγνωτος ζωγράφισε την τιμωρία του ιερόσυλου. [7] Πάνω απ' όσα ανέφερα είναι ο Ευρύνομος. Οι εξηγητές των Δελφών υποστηρίζουν ότι ο Ευρύνομος είναι δαίμονας του Άδη, που τρώει τις σάρκες των νεκρών και αφήνει μόνο τα κόκαλα. Το ποίημα του Ομήρου για τον Οδυσσέα, αλλά και η λεγόμενη Μινυάς και οι Νόστοι –όλα τα ποιήματα που αναφέρονται στον Άδη και σ' όσα συμβαίνουν εκεί– δεν γνωρίζουν κανένα δαίμονα Ευρύνομο. Θα περιγράψω πάντως τον Ευρύνομο και την παράσταση του στην εικόνα. Το δέρμα του έχει μελανό χρώμα, σαν τις μύγες που κάθονται πάνω στα κρέατα, δείχνει τα δόντια του και είναι καθισμένος σε δέρμα γύπα. [8] Μετά τον Ευρύνομο, πιο πέρα, βλέπεις την Αύγη από την Αρκαδία και την Ιφιμέδεια. Η Αύγη είχε πάει στη Μυσία, στην αυλή του Τεύθραντα. Ήταν αυτή από τις γυναίκες που, σύμφωνα με την παράδοση, ζευγάρωσαν με τον Ηρακλή και γέννησε ένα παιδί όμοιο με τον πατέρα του. Την Ιφιμέδεια την τιμούν πολύ οι Κάρες στα Μύλασα. (10.28)

 

[1] Πάνω απ' αυτούς που ανέφερα είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα, Περιμήδης και Ευρύλοχος, που μεταφέρουν σφάγια· τα σφάγια είναι μαύρα κριάρια. Μετά απ' αυτούς είναι καθιστός ένας άνδρας, που σύμφωνα με την επιγραφή ονομάζεται Όκνος. Παριστάνεται να πλέκει σκοινί, και δίπλα του είναι ένα θηλυκό γαϊδούρι που κατατρώει το σκοινί που πλέκει ο άνδρας. Για τον Όκνο λένε ότι ήταν πολύ εργατικός άνθρωπος και είχε μια πολύ σπάταλη γυναίκα. Όσα έβγαζε εκείνος με τη δουλειά του, αυτή γρήγορα τα ξόδευε. [2] Ο Πολύγνωτος προφανώς εδώ υπαινίσσεται τη γυναίκα του Όκνου. Γνωρίζω ότι και οι Ίωνες, όταν θέλουν να δείξουν ότι κάποιος προσπαθεί για ανώφελα πράγματα, λένε ότι «αυτός πλέκει το σκοινί του Όκνου». Όκνο επίσης ονομάζουν και ένα πουλί οι μάντεις που εξετάζουν τους οιωνούς. Ο όκνος αυτός είναι ο πιο μεγάλος και ωραίος από τους ερωδιούς και είναι από τα πιο σπάνια πουλιά. [3] Είναι ζωγραφισμένος και ο Τιτυός, που δεν τιμωρείται πια. Είναι πολύ καταβεβλημένος από τη διαρκή τιμωρία, σαν φάντασμα αμυδρό και ακρωτηριασμένο. Στη συνέχεια, πολύ κοντά σ' αυτόν που στρέφει το σκοινί, μπορεί να δει κανείς και την Αριάδνη. Κάθεται σε πέτρα και κοιτάζει την αδελφή της Φαίδρα να αιωρείται σε μια κούνια κρατώντας στα χέρια και από τις δύο πλευρές τα σκοινιά της κούνιας. Η ζωγραφιά είναι πολύ χαριτωμένη, αλλά υπαινίσσεται και το τέλος της Φαίδρας. [4] Την Αριάδνη, για την οποία δεν γνωρίζω αν τη συνάντησε τυχαία ή της είχε στήσει επίτηδες ενέδρα, ο Διόνυσος την άρπαξε από τον Θησέα, που τον αντιμετώπισε με μεγάλο στόλο· δεν πρόκειται για άλλο Διόνυσο, αλλά για εκείνο που έκανε και την πρώτη εκστρατεία εναντίον των Ινδών και γεφύρωσε πρώτος τον Ευφράτη ποταμό. Η πόλη που χτίστηκε κοντά στο σημείο που γεφυρώθηκε ο Ευφράτης ονομάστηκε Ζεύγμα. Υπάρχει στις μέρες μας το χοντρό σχοινί με το οποίο ένωσε τον ποταμό· ολόγυρα του έχει πλεχτεί κλήμα αμπελιού και κισσού. [5] Για τον Διόνυσο λέγονται πολλά και από τους Έλληνες και από τους Αιγυπτίους. Κάτω από τη Φαίδρα μπορείς να δεις την Χλώρη ξαπλωμένη στα γόνατα της Θυίας. Δεν θα κάνει λάθος, αν υποθέσει κανείς ότι αυτές οι δύο γυναίκες όσο ζούσαν ήταν στενές φίλες. Η Χλώρις ήταν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, ενώ η άλλη ήταν κόρη του Κασταλίου από τον Παρνασσό. Η σχετική μ' αυτή παράδοση έχει αναφερθεί και από άλλους, ότι δηλαδή η Θυία ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, ενώ η Χλώρις παντρεύτηκε τον γιο του Ποσειδώνα Νηλέα. [6] Κοντά στη Θυία στέκει η Πρόκρις, η κόρη του Ερεχθέα. Μετά απ' αυτήν η Κλυμένη έχει γυρισμένη την πλάτη της προς την Πρόκρη. Στο ποίημα Νόστοι λέγεται ότι η Κλυμένη ήταν κόρη του Μινύα και γυναίκα του Κεφάλου, του γιου του Δηίονα, με τον οποίο απέκτησε τον Ίφικλο. Όσον αφορά στην Πρόκρη όλοι λένε πως ζούσε με τον Κέφαλο πριν την Κλυμένη και τον τρόπο με τον οποίο τη σκότωσε ο άντρας της. [7] Στο βάθος, πιο πίσω από την Κλυμένη είναι η Μεγάρα από τη Θήβα που παντρεύτηκε τον Ηρακλή, αργότερα όμως την απομάκρυνε, επειδή έχασε όλα τα παιδιά που απέκτησε μαζί της και θεώρησε τον γάμο τους άτυχο. Πάνω απ' αυτές τις γυναίκες που ανέφερα είναι η κόρη του Σαλμωνέα [=Τυρώ] καθισμένη σε πέτρα με την Εριφύλη όρθια δίπλα της. Κάτω από τον χιτώνα της, στο ύψος του λαιμού, προβάλλουν τα ακροδάχτυλά της. Μπορείς να βγάλεις το συμπέρασμα ότι μέσα στις πτυχές του χιτώνα κρατά με το ένα από τα χέρια της το ξακουστό περιδέραιο της. [8] Ψηλότερα από την Εριφύλη ζωγράφισε τον Ελπήνορα και τον Οδυσσέα γονατιστό να κρατά το ξίφος του πάνω από τον λάκκο. Ο μάντης Τειρεσίας φαίνεται να προχωρά προς τον λάκκο, ενώ μετά τον Τειρεσία, σε βράχο, είναι καθιστή η μητέρα του Οδυσσέα Αντίκλεια. Ο Ελπήνορας αντί για άλλο ρούχο φορά τον «φορμό» που συνήθως φορούν οι ναυτικοί. [9] Πιο κάτω από τον Οδυσσέα βλέπεις καθισμένους σε θρόνο τον Θησέα που κρατά στα χέρια δυο ξίφη –το δικό του και του Πειρίθου– και τον Πειρίθου, που κοιτάζει τα ξίφη. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι είναι στεναχωρημένος για τα ξίφη, επειδή τους είναι άχρηστα και δεν τους βοήθησαν στα παράτολμα σχέδια τους. Ο Πανύασσις έχει γράψει στο ποίημα του ότι ο Θησέας και ο Πειρίθους δεν ήταν δεμένοι με σκοινιά στους θρόνους τους, αλλά η πέτρα είχε γίνει ένα με τη σάρκα τους και αυτή αποτελούσε τα δεσμά τους. [10] Τη λεγόμενη φιλία του Θησέα και του Πειρίθου μνημονεύει ο Όμηρος και στα δυο ποιήματα του. Ο Οδυσσέας παριστάνεται να λέει στους Φαίακες: Θα έβλεπα τους αρχαίους άνδρες που ήθελα να συναντήσω, τον Θησέα και τον Πειρίθουν, τα περίφημα παιδιά των θεών. Και στην Ιλιάδα, όταν ο Νέστορας δίνει συμβουλές στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα, λέει και τα εξής: Ούτε είδα ποτέ, μα ούτε και θα δω άντρες σαν τον Πειρίθουν και τον Δρύαντα, τον αρχηγό των λαών, τον Καινέα, τον Εξάδιο, τον ισόθεο Πολύφημο, και τον γιο του Αιγέα Θησέα, που είναι όμοιος με τους αθάνατους. (10.29)

 

[1] Πιο πέρα ο Πολύγνωτος έχει ζωγραφίσει τις κόρες του Πανδάρεω. Ο Όμηρος παρουσιάζει την Πηνελόπη να λέει ότι οι γονείς των παρθένων πέθαναν εξαιτίας της οργής των θεών και ότι η Αφροδίτη τις ανέθρεψε ορφανές και ότι οι άλλες θεές τις προίκισαν με χαρίσματα. Η Ήρα τους έδωσε σύνεση και ομορφιά, η Άρτεμη τους έκανε δώρο το ψηλό ανάστημα και η Αθηνά τους έμαθε όλες τις γυναικείες δουλειές. [2] Όταν όμως η Αφροδίτη αναλήφθηκε στον ουρανό για να ζητήσει από τον Δία να εξασφαλίσει ωραίο γάμο για τις παρθένες, ενώ εκείνη απουσίαζε, άρπαξαν τις παρθένες οι Άρπυιες και τις παρέδωσαν στις Ερινύες. Αυτά έγραψε ο Όμηρος σχετικά μ' αυτές. Ο Πολύγνωτος τις απεικόνισε ως παρθένες που φοράνε στεφάνια από λουλούδια και παίζουν με αστραγάλους και τις ονόμασε Καμειρώ και Κλυτίη. Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο Πανδάρεως ήταν Μιλήσιος από τη Μίλητο της Κρήτης και συνένοχος του Ταντάλου στο σχέδιο κλοπής και στην επιορκία. [3] Μετά τις κόρες του Πανδάρεω παριστάνεται ο Αντίλοχος με το ένα πόδι του πάνω σε βράχο και με το κεφάλι του και το πρόσωπο του μέσα στα δύο του χέρια. Μετά τον Αντίλοχο είναι ο Αγαμέμνονας που κρατά το σκήπτρο του κάτω από την αριστερή του μασχάλη και στα χέρια του κρατά ράβδο. Ο Πρωτεσίλαος είναι καθιστός και κοιτάζει προς τον Αχιλλέα. Πιο ψηλά από τον Αχιλλέα είναι ο Πάτροκλος. Όλοι οι άλλοι εκτός από τον Αγαμέμνονα δεν έχουν γενειάδα. [4] Λίγο πιο ψηλά απεικονίζεται ο νεαρός Φώκος, την ώρα που ο γενειοφόρος Ιασέας αφαιρεί το δαχτυλίδι από το αριστερό χέρι του Φώκου. Αυτό έχει σχέση με την εξής παράδοση. Όταν ο Φώκος, ο γιος του Αιακού, έφτασε από την Αίγινα στην ονομαζόμενη Φωκίδα, θέλησε ν' αποκτήσει την εξουσία των κατοίκων της αυτής της ηπειρωτικής περιοχής και να κατοικήσει ο ίδιος εδώ. Ο Ιασέας έγινε φίλος του και του έκανε δώρα, μεταξύ των οποίων ένα σφραγιδόλιθο δεμένο με χρυσό. Όταν ο Φώκος επέστρεψε μετά από λίγο καιρό στην Αίγινα, ο Πηλέας οργάνωσε αμέσως το σχέδιο δολοφονίας του. Γι’ αυτό και η εικόνα απεικονίζει τη φιλία αυτή παριστάνοντας τον Ιασέα να θέλει να δει τη σφραγίδα και τον Φώκο να τον αφήνει να την πάρει. [5] Πιο πάνω απ' αυτούς παριστάνεται η Μαίρα καθισμένη σε βράχο. Στο ποίημα Νόστοι έχει γραφτεί ότι η Μαίρα πέθανε ενώ ήταν ακόμη παρθένα. Ήταν κόρη του Προίτου, του γιου του Θέρσανδρου, του γιου του Σίσυφου. Μετά τη Μαίρα είναι ο Ακταίωνας, γιος του Αρισταίου, και η μητέρα του Ακταίωνα [=Ινώ]. Κάθονται και οι δύο πάνω σε δέρμα ελαφιού και κρατάνε στα χέρια τους ένα ελαφάκι. Πιο πέρα είναι ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο, που θυμίζει τη ζωή του Ακταίωνα και τον τρόπο του θανάτου του. [6] Αν κοιτάξει κανείς χαμηλότερα στη ζωγραφιά, μετά τον Πάτροκλο θα δει τον Ορφέα καθισμένο σε λόφο να κρατά στο αριστερό του χέρι κιθάρα και με το άλλο χέρι ν' αγγίζει μια ιτιά· με τα χέρια του αγγίζει τα κλαδιά του δέντρου και στηρίζει το σώμα του στο ίδιο δέντρο. Φαίνεται ότι πρόκειται για το άλσος της Περσεφόνης, εκεί που, όπως λέει ο Όμηρος, φυτρώνουν λεύκες και ιτιές. Ο Ορφέας μοιάζει με Έλληνα και ούτε η εσθήτα ούτε το κάλυμμα του κεφαλιού είναι Θρακικά. [7] Από την άλλη μεριά της ιτιάς στηρίζεται σ' αυτήν ο Προμέδοντας. Υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν ότι ο Πολύγνωτος επινόησε το όνομα του Προμέδοντα για λόγους ποιητικούς· μερικοί λένε ότι ήταν Έλληνας που του άρεσαν όλα τα είδη μουσικής και ιδιαίτερα το άσμα του Ορφέα. [8] Στο μέρος αυτό της ζωγραφιάς είναι και ο Σχεδίος, ο αρχηγός των Φωκέων στην Τροία. Μετά απ' αυτόν είναι ο Πελίας καθισμένος σε θρόνο· τα μαλλιά και τα γένια του είναι λευκά και κοιτάζει τον Ορφέα. Ο Σχεδίος κρατά μαχαίρι και είναι στεφανωμένος με χλόη. Κοντά στον Πελία είναι ο Θάμυρις, του οποίου τα μάτια δεν φαίνονται καθαρά και έχει ατημέλητη εμφάνιση. Τα μαλλιά και τα γένια του είναι πλούσια. [9] Στα πόδια του είναι πεσμένη η λύρα και έχει σπασμένα πλαίσια και χορδές. Πιο πάνω από τον Θάμυρη παριστάνεται καθισμένος σε βράχο ο Μαρσύας. Κοντά του είναι ο Όλυμπος με τη μορφή όμορφου αγοριού, που μαθαίνει να παίζει αυλό. Οι Φρύγες των Κελαινών υποστηρίζουν ότι ο ποταμός που διαρρέει την πόλη τους ήταν άλλοτε ο περίφημος εκείνος αυλητής. Λένε ακόμα ότι αυτός έγραψε το άσμα για αυλό, το Μητρώο, και ότι πολέμησαν τους Γαλάτες κατά την εκστρατεία, επειδή τους βοήθησε ο Μαρσύας· είχαν για άμυνα εναντίον των βαρβάρων το νερό του ποταμού και τη μελωδία του. (10.30)

 

[1] Κοιτώντας το πάνω μέρος της εικόνας, βλέπει κανείς μετά τον Ακταίωνα τον Αίαντα της Σαλαμίνας, τον Παλαμήδη και τον Θερσίτη να παίζουν κύβους, δηλαδή την εφεύρεση του Παλαμήδη. Ο άλλος Αίας παρακολουθεί τους δύο που παίζουν. Το χρώμα του προσώπου του Αίαντα είναι σαν το χρώμα ενός ναυαγού που έχει ακόμη την άλμη. [2] Ο Πολύγνωτος έβαλε επίτηδες σε μια μεριά όλους τους εχθρούς του Οδυσσέα. Ο Αίας του Οϊλέα έγινε εχθρός του Οδυσσέα, επειδή ο Οδυσσέας ξεσήκωσε τον κόσμο να λιθοβολήσουν τον Αίαντα για το τόλμημά του σε βάρος της Κασσάνδρας. Ο Παλαμήδης, όπως πληροφορήθηκα από τα Κύπρια έπη, πνίγηκε ενώ ψάρευε, και τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. [3] Λίγο πιο ψηλά από τον Αίαντα του Οϊλέα είναι ο Μελέαγρος, ο γιος του Οινέα, και μοιάζει να κοιτάζει τον Αίαντα. Όλοι τους απεικονίζονται με γένια εκτός από τον Παλαμήδη. Σχετικά με τον θάνατο του Μελεάγρου ο Όμηρος έγραψε ότι πέθανε, επειδή η Ερινύα εισάκουσε τις κατάρες της Αλθαίας. Οι λεγόμενες Ηοίες και η Μινυάς, όμως, συμφωνούν μεταξύ τους στο εξής. Τα έργα αυτά αναφέρουν ότι σκότωσε τον Μελέαγρο ο Απόλλωνας βοηθώντας τους Κούρητες στον πόλεμο κατά των Αιτωλών. [4] Τον μύθο σχετικά με τον δαυλό ότι δηλαδή αυτός δόθηκε στις Μοίρες από την Αλθαία και ότι ο Μελέαγρος δεν θα πέθαινε, αν η φωτιά του δαυλού δεν έσβηνε εντελώς, και ότι η Αλθαία εξαιτίας του θυμού της τον έκαψε, τον έγραψε ο Φρύνιχος, ο γιος του Πολυφράδμονα, στο έργο του Πλευρωνίες: Γιατί δεν γλίτωσε από την κρύα μοίρα, τον έφαγε η γρήγορη φλόγα, καθώς ο δαυλός καταστράφηκε από τη φοβερή μητέρα που σχεδίασε τη συμφορά του. Ο Φρύνιχος φαίνεται ότι δεν επεξεργάστηκε τον μύθο περισσότερο, όπως θα έκανε κανείς αν είχε επινοήσει κάποιο μύθο, αλλά απλώς ανέφερε την παράδοση, που ήταν ήδη γνωστή σ' όλη την Ελλάδα. [5] Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς, μετά τον Θράκα Θάμυρη, βλέπει κανείς καθιστό τον Έκτορα, να έχει τα δύο του χέρια γύρω από το αριστερό γόνατό του και να μοιάζει θλιμμένος. Μετά απ' αυτόν είναι καθιστός σε βράχο ο Μέμνονας και μετά τον Μέμνονα ο Σαρπηδόνας. Ο Σαρπηδόνας έχει κρύψει το πρόσωπό του στα δυο του χέρια, ενώ ο Μέμνονας έχει το ένα του χέρι γύρω από τον ώμο του Σαρπηδόνα. [6] Όλοι απεικονίζονται με γένια. Η χλαμύδα του Μέμνονα έχει κεντημένα πουλιά. Τα πουλιά είναι οι λεγόμενες Μεμνονίδες που, όπως λένε οι κάτοικοι του Ελλησπόντου, πετάνε κάθε χρόνο ορισμένες μέρες στον τάφο του Μέμνονα και το μέρος που είναι χωρίς δέντρα και χλόη το ποτίζουν με το νερό, με το οποίο τα πουλιά βρέχουν τα φτερά τους στο νερό του Αισήπου. [7] Επειδή ο Μέμνονας ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων, απεικονίζεται κοντά στον Μέμνονα ένα γυμνό παιδί από την Αιθιοπία. Στο Ίλιο πάντως δεν ήρθε από την Αιθιοπία, αλλά από τα Σούσα της Περσίας και από τον ποταμό Χοάσπη, αφού καθυπόταξε όλους τους λαούς που κατοικούσαν στο πέρασμα του. Οι Φρύγες δείχνουν την πορεία από την οποία έφερε τον στρατό ακολουθώντας πάντα τον συντομότερο δρόμο· κατά μήκος της πορείας έχουν βάλει τόπους για στάθμευση. [8] Πιο πάνω από τον Σαρπηδόνα και τον Μέμνονα είναι ο Πάρης χωρίς γένια ακόμα, που χτυπά τα χέρια του· ο χτύπος που προκαλείται μοιάζει με αγροίκου άνδρα. Θα έλεγε κανείς ότι το χτύπημα των χεριών του μοιάζει με τον Πάρη που καλεί κοντά του την Πενθεσίλεια· η Πενθεσίλεια επίσης παριστάνεται να κοιτάζει τον Πάρη, έχει όμως περιφρονητικό ύφος και δείχνει να τον αγνοεί. Η Πενθεσίλεια απεικονίζεται σαν παρθένα που κρατά τόξο σαν τα Σκυθικά και έχει στους ώμους της δέρμα λεοπάρδαλης. [9] Πάνω από την Πενθεσίλεια βλέπεις γυναίκες που μεταφέρουν νερό με σπασμένα πήλινα κανάτια. Η μία απ' αυτές είναι ακόμα νέα, αλλά η άλλη είναι ηλικιωμένη. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη επιγραφή για την κάθε γυναίκα χωριστά, αλλά εφόσον αναφέρει και τις δύο λέει ότι είναι από τις γυναίκες που δεν έχουν μυηθεί. [10] Πάνω απ' αυτές είναι η κόρη του Λυκάονα Καλλιστώ, η Νομία και η κόρη του Νηλέα Πηρώ. Ο Νηλέας ζήτησε γι’ αυτή ως γαμήλιο δώρο τις αγελάδες του Ιφίκλου. Η Καλλιστώ παριστάνεται ξαπλωμένη σε τομάρι αρκούδας αντί για στρώμα· έχει βάλει τα πόδια της στα γόνατα της Νομίας. Έχω ήδη εξηγήσει σε προηγούμενο μέρος του έργου μου ότι οι Αρκάδες θεωρούν τη Νομία ντόπια νύμφη. Οι ποιητές λένε για τις νύμφες ότι ζουν πολλά χρόνια, αλλά δεν είναι αθάνατες. Μετά την Καλλιστώ και τις γυναίκες μαζί της, υπάρχει κάτι που έχει το σχήμα γκρεμού και ο Σίσυφος, ο γιος του Αιόλου, που προσπαθεί να ανεβάσει πάνω στην απόκρημνη πλαγιά ένα βράχο. [11] Στη ζωγραφιά παριστάνεται επίσης πιθάρι, γέρος, αγόρι και γυναίκες, η νεαρή είναι κάτω από τον βράχο και η συνομήλικη του γέρου είναι κοντά σ' αυτόν. Όλοι κουβαλούν νερό, αλλά μπορεί να δει κανείς ότι το κανάτι της γριάς είναι σπασμένο και ότι όσο νερό απόμεινε μέσα του χύνεται στο πιθάρι. Συμπεραίνω ότι πρόκειται για ανθρώπους που δεν αναφέρουν καθόλου τα δρώμενα της Ελευσίνας. Οι παλιοί Έλληνες τιμούσαν τα Ελευσίνια περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, όσα είναι σχετικά με τους θεούς, όσο βέβαια θεωρούσαν ανώτερους τους θεούς από τους ήρωες. [12] Κάτω από το πιθάρι αυτό είναι ο Τάνταλος που υποφέρει όσα αναφέρει στο ποίημα του ο Όμηρος. Ο Πολύγνωτος ακολούθησε την εκδοχή του Αρχιλόχου, γι' αυτό και πρόσθεσε τον φόβο από τον κρεμασμένο βράχο. Δεν ξέρω αν ο Αρχίλοχος έμαθε από άλλους τον μύθο σχετικά με τον βράχο ή ο ίδιος τον εισήγαγε στην ποίηση. Αυτή λοιπόν είναι η όμορφη ζωγραφιά και ο πλούτος της εικόνας του καλλιτέχνη από τη Θάσο. (10.31) [Παυσανίας, Φωκικάδεσμός]