Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα

 

 

Τη Δήμητρα τη σεβαστή καλλίκομη θεά αρχίζω να εξυμνώ,
αυτή και την καλλίσφυρη την κόρη της που ο Αϊδωνέας
την άρπαξε –του την έδωσε ο βαρύβροντος παντεπόπτης Δίας,
όταν μακριά απ’ τη χρυσοδρέπανη, την πολύκαρπη τη Δήμητρα
έπαιζε με του Ωκεανού τις κόρες τις ορθόστηθες,
δρέποντας ρόδα, κρόκους κι άνθη κι όμορφους μενεξέδες
στον τρυφερό λειμώνα, σπαθόχορτα και υάκινθο
και νάρκισσο που για δόλωμα της ροδολόμαρφης της κόρης
τον βλάστησε η Γη με θέλημα του Δία για χάρη του Πολυδέκτη,
θαυμάσιο άνθος που έθαλλε και θάμπωσε όσους το ‘βλεπαν
απ' τους αθάνατους θεούς κι απ’ τους θνητούς ανθρώπους,
κι απ’ τη ρίζα του εκατό ξεφύτρωσαν βλαστάρια,
και σκόρπαε οσμή γλυκιά κι όλος ψηλά ο διάπλατος εγέλασε ουρανός
και σύμπασα η γη και το αλμυρό το κύμα της θαλάσσης.
Κι έκθαμβη αυτή τα δυο της χέρια άπλωσε
να πιάσει το όμορφο στολίδι να πιάσει, κι άνοιξε τότε η γη η
πλατύδρομη
στον Νύσιο τον κάμπο και όρμησε ο παντοδέχτης άρχοντας
ο γιος του Κρόνου με τα πολλά ονόματα και με τ’ αθάνατα άλογα.
Την άρπαξε άθελά της πάνω σε ολόχρυσο όχημα
κι εκείνη κλαίει, και φωνή μεγάλη έβγαλε
καλώντας τον πατέρα των θεών, τον άριστο και ύπατο του Κρόνου γιο.
Κανείς απ’ τους αθάνατους, κανείς απ’ τους θνητούς ανθρώπους
δεν άκουσε τη φωνή, μήτε οι καλλίκαρπες ελιές,
μόνο του Πέρση η θυγατέρα η καλόγνωμη
η Εκάτη η λαμπροκεφαλόδετη άκουσε από τη σπηλιά της μέσα,
μαζί κι ο άναξ Ήλιος, του Υπερίωνα ο λαμπρός γιος,
την κόρη που καλούσε τον πατέρα γιο του Κρόνου, εκείνος όμως
μακριά και χώρια απ’ τους θεούς σε πολυσύχναστο καθότανε ναό
δεχόμενος πλούσια αφιερώματα απ’ τους θνητούς ανθρώπους.
Κι αυτήν ακούσια οδήγαγε με θέλημα του Δία
ο παντοδέχτης άρχων των νεκρών πατράδερφός της,
ο ένδοξος ο γιος του Κρόνου με τ’ αθάνατα άλογα.
Όσο τη γη, τον ουρανό τον αστρογεμισμένο
έβλεπε η θεά και την ορμητική ψαρομάνα θάλασσα
και τις αχτίδες του ήλιου, ήλπιζε ακόμη τη μάνα της τη σεβαστή
να ιδεί και των αθανάτων θεών το γένος,
τόσο μέσα στη θλίψη της τον νου ξαπλάνευε η ελπίδα.
Κορφές βουνών αντήχησαν και τα βάθη του πόντου
απ’ την αθάνατη φωνή, και τη φωνή την άκουσε η σεβαστή μητέρα.
Πόνος πικρός κυρίεψε την καρδιά της, κι απ’ τα θεϊκά μαλλιά της
ξέσκισε με τα χέρια της το μαντήλι
και πέπλο σκουρόχρωμο ρίχνει στους ώμους,
κι ωσάν γεράκι πάν από γη και θάλασσα πετάει
γυρεύοντας τη, όμως ούτε θνητός ούτ’ άνθρωπος
κανείς δεν θέλησε να πει την αλήθεια
κι ούτε πουλί τη ζύγωσε, αγγελιοφόρος της αλήθειας.
Για εννιά μέρες από τότε η σεβαστή Δηώ περιπλανιότανε στη γη
στα χέρια της κρατώντας δάδες αναμμένες,
ούτε ποτέ αμβροσία και ούτε ποτέ νέκταρ ηδύποτο
δεν γεύτηκε θλιμμένη, κι ούτε το σώμα έλουζε.
Σαν όμως έφτασε για δέκατη φορά η φωτοδότρα Αυγή,
η Εκάτη τη συνάντησε κρατώντας φως στα χέρια,
κι άγγελμα φέρνοντάς της μίλησε και είπε:
Σεβάσμια Δήμητρα, καρποδότρα, καλλίδωρη,
ποιος απ’ τους ουρανίους θεούς ή απ’ τους θνητούς ανθρώπους
την Περσεφόνη άρπαξε και ράγισε την καρδιά σου;
Γιατί τη φωνή άκουσα, όμως δεν είδα με τα μάτια μου
ποιος ήταν, σου λέω σύντομα όλη την αλήθεια.
Έτσι λοιπόν είπε η Εκάτη, όμως σ’ αυτήν δεν αποκρίθηκε
η κόρη της Ρέας της καλλίκομης, αλλά γοργά μαζί της
έτρεξε μες στα χέρια της κρατώντας λαμπάδες αναμμένες,
Και έφτασαν στον Ήλιο, φρουρό θεών και ανθρώπων,
μπροστά στους ίππους στάθηκαν και η πάνσεπτη θεά τον ρώτησε:
Ήλιε, σεβάσου εμένα τη θεά, αν κάποτε εγώ
με λόγο ή μ’ έργο πράυνα την καρδιά και την ψυχή σου.
Την κόρη αυτή που γέννησα, γλυκό φυντάνι, ξακουστή στο κάλλος
άκουσα στον έρημο αιθέρα τη γοερή κραυγή της,
σαν να την εξανάγκαζαν, μα με τα μάτια μου δεν είδα.
Όμως εσύ στεριές και θάλασσες όλα τα εποπτεύεις
με τις αχτίδες που ρίχνεις απ’ τον λαμπρό αιθέρα,
πες μου στ’ αλήθεια αν έχεις κάπου δει την αγαπημένη κόρη
που κάποιος από εμένα μακριά την άρπαξε με βία,
ποιος απ’ τους θεούς ή τους θνητούς ανθρώπους.
Έτσι είπε, και ο γιος του Υπερίωνα απάντησε σ’ εκείνη:,
Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα, Δήμητρα βασίλισσα,
θα μάθεις, γιατί πολύ σε σέβομαι και συμπονώ εσέ
τη βαριολυπημένη για την καλλίσφυρη την κόρη, άλλος κανείς
απ’ τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος παρά ο νεφεληγερέτης Ζευς,
που θαλερή γυναίκα του άφησε να τη λέει ο αδελφός του ο Άδης·
αυτός στο ζοφερό το σκότος αφού την άρπαξε
την οδήγησε με τ’ άλογά του, ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.
Αλλά, θεά, πάψε τον μέγα θρήνο, ούτε σου πρέπει
μάταια ακαταλάγιαστο θυμό να έχεις· δεν είναι ανάξιος
γαμπρός μες στους αθάνατους ο βασιλέας των νεκρών Αϊδωνέας,
αδερφός ομόσπορός σου· του έλαχε η τιμή
πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία,
να κατοικεί μαζί με αυτούς που κυβερνάει.
Σαν μίλησε έτσι, τ’ άλογά του κάλεσε, κι αυτά στην προσταγή του
πετώντας σαν πουλιά έσυραν ταχιά το γρήγορο άρμα·
τότε θλίψη βαρύτερη και πιο σκληρή φώλιασε στην καρδιά της.
Έπειτα, χολωμένη με το μαυρονέφελο τον Δία,
αφήνοντας τη σύναξη των θεών και τον πανύψηλο Όλυμπο
στις πόλεις και στους εύφορους αγρούς έφτασε των ανθρώπων
παίρνοντας για πολύ καιρό αλλιώτικη μορφή· κι απ’ τους άνδρες
κι απ’ τις βαθύζωστες γυναίκες που την κοίταζαν κανείς τους δεν τη
γνώρισε
[…]
Τότε άγονη και ολέθρια χρονιά στην πολυθρέφτρα γη
για τους ανθρώπους έφερε, κι ούτε το έδαφος
φύτρωνε σπόρο, γιατί η Δήμητρα η ωραιοστεφανωμένη τον έκρυβε.
Πολλά καμπύλα άροτρα μάταια τα βόδια τράβαγαν στη γη,
πολύ λευκό κριθάρι έπεσε άχρηστο στο χώμα.
Και θα εξαφάνιζε ασφαλώς το γένος των φθαρτών ανθρώπων
από την πείνα τη σκληρή, και το λαμπρό προνόμιο των δώρων
και των θυσιών θα το στερούσε από τους Ολύμπιους θεούς,
εάν ο Δίας δεν το καταλάβαινε και δεν συλλογιζόταν.
Και πρώτα τη χρυσόφτερη την Ίριδα πρόσταξε να φωνάξει
την ωραιόμαλλη Δήμητρα με τη θωριά την ποθητή.
Έτσι είπε, κι εκείνη στον μαυρονέφελο Κρονίδη Δία
υπάκουσε και με τα πόδια της γοργά κάλυψε την απόσταση.
Κι ήλθε στην πόλη της ευωδιαστής Ελευσίνας,
και βρήκε στον ναό τη μαυρόπεπλη Δήμητρα,
της μίλησε κι είπε αυτά τα φτερωμένα λόγια:
Δήμητρα σε καλεί ο πατέρας Δίας που τ’ άφθαρτα γνωρίζει
να ’ρθεις με τους αιώνιους θεούς να είσαι.
Έλα, μη κι ανεκτέλεστη απομείνει η προσταγή που μου ’δωσεν ο Δίας.
Έτσι παρακαλώντας μίλησε, μα εκείνης δεν λύγισε η καρδιά.
Τότε ο πατέρας τους ευδαίμονες αιώνιους θεούς
όλους τους έστειλε, κι αυτοί ένας-ένας που πήγαιναν
την προσκαλούσαν και της πρόσφεραν πλούσια δώρα,
κι όσες τιμές αν ήθελε θα ’χε στους αθανάτους,
αλλά κανείς να της γυρίσει το μυαλό και την ψυχή δεν μπόραγε,
γιατί ήταν χολωμένη· τα λόγια τους με πείσμα δεν δεχόταν.
Και είπε πως πια στον εύοσμο Όλυμπο ποτέ της
δεν θα ανέβει, κι ούτε ποτέ καρπό θα δώσει η γης,
προτού αντικρύσει την ομορφομάτα κόρη της.
Αυτά σαν έμαθε ο βροντερός ο παντεπόπτης Ζευς
έστειλε στο Έρεβος τον Αργοφονιά με το χρυσό ραβδί,
να ξεπλανέψει με γλυκά λόγια τον Άδη
την αγνή Περσεφόνη απ’ το κατάμαυρο σκοτάδι
στο φως να ξαναφέρει στους θεούς κοντά, ώστε η μητέρα,
βλέποντάς την με τα ίδια της τα μάτια, να πάψει την οργή.
Κι ο Ερμής πειθάρχησε κι ευθύς στης γης τα έγκατα
βιαστικά κατέβηκε αφήνοντας τον Όλυμπο.
Τότε συνάντησε τον άρχοντα μέσα στ’ ανάκτορά του
στην κλίνη του να κάθεται κοντά στη σεβαστή του σύντροφο
που λυπημένη ήταν πολύ απ’ τον καημό για την μητέρα,
εκείνη πάλι μακριά των μακάριων θεών τα έργα σκεφτόταν με οργή.
Ο δυνατός Αργοφονιάς κοντοπλησίασε και είπε:
Άδη μαυρομάλλη, στους νεκρούς εσύ που βασιλεύεις,
ο πατέρας Δίας πρόσταξε απ’ τα σκοτάδια
την ωραία Περσεφόνη ν’ ανεβάσεις στους αθάνατους,
για να πάψει η μητέρα σαν τη δει με τα δικά της τα μάτια
τον φοβερό θυμό και την οργή για τους αθάνατους, γιατί μέγα κακό
σχεδιάζει, τη φύτρα των αδύναμων ανθρώπων ν’ αφανίσει
κρύβοντας μες στη γη τους σπόρους κι αφαιρώντας έτσι τις τιμές
για τους αθανάτους. Έχει άγρια οργή, ούτε με τους θεούς
αναμειγνύεται, αλλά μακριά σ’ ευωδιαστό ναό έχει καθίσει
την πόλη εξουσιάζοντας της Ελευσίνας με τα πέτρινα τα τείχη.
Έτσι είπε, κι ο άρχοντας των νεκρών Αιδωνέας ένευσε
με τα φρύδια, και στου Δία την εντολή πειθάρχησε.
Κι αμέσως πρότρεψε τη συνετή την Περσεφόνη:
Πήγαινε, Περσεφόνη, στη μαυρόπεπλη μητέρα σου
με την ψυχή και την καρδιά ήρεμη μες στα στήθη
κι ούτε περίσσια να πικραίνεσαι, πιότερο από τους άλλους.
Μες στους αθανάτους δεν θα σου είμαι σύζυγος ανάξιος,
αδερφός γνήσιος του πατέρα Δία· εδώ σαν μένεις
θα βασιλεύεις σε όσα ζουν και προχωρούν,
τις μεγαλύτερες τιμές θα έχεις μες στους αθάνατους,
για πάντα όσοι σε αδικούν θα τιμωρούνται, εκείνοι
που δεν θα εξευμενίζουν την οργή σου με θυσίες
τελώντας τες σεβάσμια και δώρα άξια προσφέροντας.
Αυτά είπε, και η Περσεφόνη η συνετή αναγάλλιασε
κι ορμητικά αναπήδησε από χαρά, όμως αυτός
της έδωκε κρυφά γλυκό σπυρί ροδιού να φάει,
για να μη μείνει αυτή για πάντα
κοντά στη σεβαστή τη Δήμητρα, τη μαυρόπεπλη.
Κι έζεψε τότε μπροστά στην ολόχρυση την άμαξα
τ’ αθάνατα άλογα ο πολυώνυμος Αϊδωνέας.
Και στο άρμα ανέβηκαν εκείνη και δίπλα ο δυνατός Αργοφονιάς
παίρνοντας το μαστίγιο και τα ηνία στα θεϊκά του χέρια
όρμησε μες απ’ το παλάτι, και τ’ άλογα με προθυμία πέταξαν.
Και διάνυσαν γοργά τον μακρύ τον δρόμο, κι ούτε η θάλασσα
και το νερό των ποταμών, ούτε τα χλοερά φαράγγια
ούτε οι βουνοκορφές ανέκοψαν των αθανάτων ίππων την ορμή,
αλλ’ από πάνω τους πετώντας έσχιζαν τον πυκνό αγέρα.
Κι ο Ερμής στάθηκε εκεί που η καλοστεφανωμένη Δήμητρα έμενε
μπροστά από τον ευωδιαστό ναό· εκείνη βλέποντας τους
όρμησε σαν μαινάδα από το δασωμένο και σκιερό βουνό.
Και η Περσεφόνη από το άλλο μέρος, σαν είδε
τα όμορφα μάτια της μητέρας της, άλογα και άρμα παρατώντας
τρέχει και στον λαιμό της πέφτει και την αγκαλιάζει·
κι εκείνη, ενώ στα χέρια ακόμα κράταγε την αγαπημένη κόρη,
αιφνίδια ο νους της δόλο υποψιάστηκε και, παύοντας τα χάδια,
ευθύς τη ρώτησε:
Τέκνο μου μη και άγγιξες όσο εκεί κάτω ήσουν
κάποια τροφή; Μίλα, μη μου το κρύβεις, για να ξέρουμε κι οι δυο·
αν δεν γεύτηκες κι ανέβηκες από τον μισητό Άδη,
κοντά μου και στον μαυρονέφελο πατέρα τον Κρονίδη
θα μένεις τιμημένη μέσα σ’ όλους τους αθανάτους.
Αλλιώς, ξαναγυρίζοντας στα τρίσβαθα της γης
θα κατοικείς εκεί τη μια εποχή από τις τρεις του χρόνου,
τις άλλες δυο κοντά μου και με τους άλλους αθανάτους.
Όταν η γη μ’ ευωδιαστά της άνοιξης λουλούδια
κάθε λογής ανθοβολάει, τότε απ’ το ολόμαυρο σκοτάδι
πάλι θ’ ανεβαίνεις, θαύμα μεγάλο για θεούς κι ανθρώπους.
Και με τι δόλο σ’ εξαπάτησε ο δυνατός ο Παντοδέχτης;
Η Περσεφόνη η πανέμορφη της απαντούσε τότε:
Εγώ, μητέρα, θα σου πω όλη την αλήθεια.
Όταν ο Ερμής γοργός σωτήριος αγγελιαφόρος ήρθε
σε μένα απ’ τον πατέρα Κρονίδη και τους άλλους επουράνιους
από το Έρεβος να βγω, για να με δεις η ίδια
να πάψεις το θυμό και τη φριχτή οργή για τους αθάνατους,
τότε εγώ πήδηξα από χαρά, κρυφά όμως εκείνος
στο χέρι μου έβαλε σπυρί ροδιού, τροφή γλυκιά σαν μέλι,
και μ’ εξανάγκασε να το γευθώ με βία κι άθελά μου.
Το πώς με του πατέρα Δία τη σοφή βουλή αρπάζοντάς με
με τράβηξε και με πήγε στα τρίσβαθα της γης,
θα σου το αποκαλύψω κι όλα θα σου τα πω, αφού ρωτάς.
Εμείς όλες μαζί παρέα ήμαστε στο περιπόθητο λιβάδι,
η Λευκίππη, η Φαινώ, η Ηλέκτρα, η Ιάνθη,
η Μελίτη, η Ιάχη, η Ρόδεια, η Καλλιρόη,
η Μηλόβοση, και η Τύχη και η ομορφομάτα Ωκυρόη,
η Χρυσηίδα κι η Ιάνειρα, η Ακάστη κι η Άδμητη,
η Ροδόπη κι η Πλουτώ κι η θελκτική Καλυψώ,
η Στύγα κι η Ουρανία και η Γαλαξαύρη η ευπρόσδεκτη,
η Παλλάδα η πολεμόχαρη και η τοξότρια Άρτεμη,
παίζαμε και με τα χέρια κόβαμε άνθη ποθητά,
απαλό κρόκο και μαζί σπαθόχορτο και υάκινθο
τριανταφυλλιάς μπουμπούκια και λευκόκρινα, θαύμα να βλέπεις,
και νάρκισσο που γέννησε η πλατιά γη όμοια με κρόκο.
Ευθύς εγώ με χαρά τον έκοψα, και τότε η γης
κάτω άνοιξε, και από κει τινάχτηκε ο δυνατός, ο πολυδέχτης άρχοντας.
Και μ’ έφερε κάτω από τη γη με ολόχρυσο άρμα
χωρίς καθόλου να το θέλω, και έβγαλα φωνή δυνατή.
Σου μιλώ ειλικρινά, αν και είμαι θυμωμένη.
Όλη την ημέρα ίδια διάθεση έχοντας κι οι δυο
η μια της άλλης την ψυχή και την καρδιά θερμαίναν
σφιχταγκαλιασμένες, και καταπράυνε η ψυχή απ’ τον θυμό.
Χαρές έδιναν και έπαιρναν η μια από την άλλη.
Τότε κοντά τους ήρθε η λαμπροκεφαλόδετη Εκάτη,
κι αγκάλιασε πολλές φορές της Δήμητρας την κόρη·
συνοδός κι ακόλουθός της έγινε από τότε.
Σ’ αυτές αγγελιαφόρο έστειλε ο βαρύβροντος και παντεπόπτης Δίας
τη Ρέα την καλλίκομη, να οδηγήσει τη μαυρόπεπλη μητέρα
στο γένος των θεών, και υποσχέθηκε τιμές
να δώσει, όσες διάλεγε μες στους αθάνατους θεούς·
και συγκατάνευσε με του καιρού το γύρισμα να ‘ναι η κόρη
κατά το τρίτο μέρος του κάτω στ’ ολόμαυρο σκοτάδι
και στ’ άλλα δυο στη μάνα της και τους άλλους αθανάτους.
Έτσι είπε, κι η θεά στ’ αγγέλματα του Δία δεν παράκουσε.
Κι αμέσως γοργοδρόμησε απ’ τις κορφές του Ολύμπου
και ήρθε στο Ράριο, ζωοδότη μαστό της γης κάποτε,
όχι όμως τώρα πια, χερσότοπος
στέκεται δίχως φύλλα· εκεί κρυβόταν το κριθάρι το λευκό
με τη βουλή της Δήμητρας της ομορφοστράγαλης, αλλ’ όμως έπειτα
έμελλε ευθύς με στάχυα ορθόλιγνα να γεμίσει
όσο θα προχωρούσε η άνοιξη και στην πεδιάδα τα παχιά αυλάκια
θα γέμιζαν με στάχυα που θα δένονταν δεμάτια.
Εδώ πάτησε πρώτα απ’ τον απέραντο αιθέρα,
αλληλοκοιταχτήκανε με αγάπη και χάρηκε η καρδιά τους.
Και τότε αυτά της είπε η Ρέα η λαμπρομαντιλούσα:
Παιδί μου, έλα, σε καλεί ο βροντώδης παντεπόπτης Δίας
να ‘ρθεις στο γένος των αθάνατων και υποσχέθηκε τιμές
να δώσουν, όσες θελήσεις μες στους αθάνατους θεούς.
Και διέταξε στη διάρκεια του έτους η κόρη σου
κατά το τρίτο μέρος του να μένει κάτω στ’ ολόμαυρο σκοτάδι,
και στ’ άλλα δυο με σένα και τους αθάνατους άλλους.
Έτσι είπε να γίνει και με την κεφαλή του έγνεψε.
Παιδί μου, υπάκουσε, και τόσο πολύ κι αδιάκοπα
μην είσαι οργισμένη με τον μελανοσύννεφο Κρονίωνα,
φέρε και πάλι τον καρπό τον ζωοδότη στους ανθρώπους.
Έτσι είπε, και η καλλιστεφανωμένη Δήμητρα δεν απείθησε
και γρήγορα ξανάδωσε καρπό στη γη με τους χοντρούς τους σβώλους.
Και τότε η απέραντη όλη η γης με φύλλα και άνθη
γέμισε, […]
(στ. 1-94, 304-473, ελεύθερη απόδοση)