Τοπογραφία και «κάτοικοι» του Κάτω Κόσμου. Η αριστοφανική εκδοχή

 

 

Σε μια πλατιά θα φτάσεις πρώτα λίμνη,
λίμνη άπατη. ΔΙΟ. Και πώς θα την περάσω;
ΗΡΑ. Με μια βαρκούλα μια σταλιά ενός γέρου
περαματάρη· δυο οβολοί είν᾽ ο ναύλος.
ΔΙΟ. Πο πο!
Οι δυο οβολοί παντού τί πέραση έχουν!
Πώς πήγαν εκεί κάτω; ΗΡΑ. Ο Θησέας τους πήγε.
Μύρια έπειτα θα δεις θεριά και φίδια,
φριχτά. ΔΙΟ. Μη με τρομάζεις, μη με σκιάζεις·
δεν κάνω πίσω. ΗΡΑ. Πλήθος, πλήθος λάσπη
κι αστέρευτη βρομιά κατόπι· μέσα
σ’ αυτή είναι βουτηγμένοι όσοι είτε φίλους
αδίκησαν, ή χρήμα, που είχαν τάξει
για ερωτική δουλειά, δε δώσανε, όσοι
έδειραν μάνα ή χτύπησαν πατέρα
με σαγονιά, και τέλος οι ορκοπάτες.
ΔΙΟ. Θα ᾽πρεπε να ᾽ναι κι όποιος έχει μάθει
τον ένοπλο χορό του Κινησία
ή του Μόρσιμου στίχους ξεσηκώσει.
ΗΡΑ. Φύσημα αυλών πιο κει θα σ᾽ αγκαλιάσει,
και φως, όπως το εδώ, θα δεις πανώριο,
κι άλση μυρτιές κι ευτυχισμένους θιάσους
αντρών και γυναικών, και παλαμάκια.
ΔΙΟ. Ποιοί αυτοί; ΗΡΑ. Οι κατηχημένοι στα μυστήρια…
ΞΑΝ., μέσα του.
Και, στα μυστήρια, εγώ ᾽μαι το γαϊδούρι.
Μα δε θα σκώνω πια άλλο το φορτιό μου.
(Κατεβάζει από τον ώμο του τον μπόγο.)
ΗΡΑ. που, ό,τι χρειαστείς, αυτοί θα σου εξηγήσουν.
Γιατί, στο δρόμο απάνω, κατοικούνε
πολύ κοντά στου Πλούτωνα το σπίτι.
Και στο καλό, αδερφέ μου. ΔΙΟ. Καλό να ᾽χεις.
(Στον Ξανθία)
Κι εσύ ξανά τα στρώματα στον ώμο.
ΞΑΝ. Πριν τ᾽ αποθέσω; ΔΙΟ. Γρήγορα· κουνήσου.
ΞΑΝ. Νά κι ο Χάρωνας, μα τον Ποσειδώνα.
ΔΙΟ. Χάρωνα, γεια χαρά· Χάρωνα, χαίρε.
ΧΑΡ., (που στο αναμεταξύ πλησίασε και διπλάρωσε τη βάρκα του.)
Ποιος για τα Ησυχαστήρια, από μπελάδες
και σκοτούρες μακριά; Ποιός για τον Κάμπο
της Λησμονιάς; Ποιός είναι για τον τόπο
της Γαϊδουροκουράς, για τους Κερβέριους,
ή για το Ταίναρο, ή για τα Κοράκια;
ΔΙΟ. Εγώ. ΧΑΡ. Μπρος, μπαίνε. ΔΙΟ. Αλήθεια, στα Κοράκια
θα πιάσεις, λες; ΧΑΡ. Ναι, για δικιά σου χάρη.
Έμπα, έλα. ΔΙΟ. Δούλε, εδώ! ΧΑΡ. Δεν παίρνω δούλο,
εξόν για το πετσί του αν έχει λάβει
μέρος στη ναυμαχία. ΞΑΝ. Δεν πήρα μέρος
εγώ στη ναυμαχία· πονόματο είχα.
ΧΑΡ. Τότε θα πας ακρολιμνιά, ένα γύρο.
ΞΑΝ. Και πού θα καρτερώ; ΧΑΡ. Στο Ξερολίθι,
κοντά στα Ησυχαστήρια. ΔΙΟ. Ξέρεις; ΞΑΝ. Ξέρω.
Τι κακό συναπάντημα είχα τάχα;
(Φεύγει.)
ΧΑΡ. Κάθισε στο κουπί. — Ποιός άλλος είναι
για ταξίδι; Να τρέξει. — Ε συ, τί κάνεις;
ΔΙΟ. Κάθισα στο κουπί, όπως μου ᾽πες· τί άλλο;
ΧΑΡ. Κάθισε δω, βρε κοιλαρά. ΔΙΟ. Νά, ορίστε.
ΧΑΡ. Τα χέρια εμπρός, και τέντωνέ τα. ΔΙΟ. Ορίστε.
ΧΑΡ. Μην κάνεις τον κουτό, γερά αντιπάτα
και λάμνε. ΔΙΟ. Πώς να λάμνω; Εγώ δεν ξέρω
από θάλασσες, πλοία και Σαλαμίνες.
ΧΑΡ. Με μεγάλη ευκολία· μόλις αρχίσεις,
κάτι σκοπούς ωραίους θ᾽ ακούσεις. ΔΙΟ. Τίνων;
ΧΑΡ. Βατράχων κύκνων μελωδίες εξαίσιες.
ΔΙΟ. Μπρος, δίνε το ρυθμό. ΧΑΡ. Ωοπόπ, ωοπόπ.
ΔΙΟ. Τα εδώ πώς είναι; ΞΑΝ. Λάσπη και μαυρίλα.
ΔΙΟ. Μην είδες πατροκτόνους κι ορκοπάτες
που ᾽λεγε ο Ηρακλής; ΞΑΝ. Ναι· εσύ δεν είδες;
ΔΙΟ., ρίχνοντας τα βλέμματά του στους θεατές.
Ναι, μα τον Ποσειδώνα· ακόμα βλέπω.
Και τώρα τί θα κάμουμε; ΞΑΝ. Πιο πέρα
καλύτερα να πάμε· εδώ είν᾽ ο τόπος
των φοβερών θεριών που ᾽λεγε. ΔΙΟ. Βράσ᾽ τον.
Με ξέρει παλικάρι, κι από φθόνο
αράδιαζε ψευτιές, να με τρομάξει.
Α, ο Ηρακλής! Στην ξιπασιά είναι πρώτος.
Μακάρι να βρεθεί θεριό, κι αντάξιο
του ταξιδιού μου αγώνισμα να κάμω.
ΞΑΝ. Σωστά· κι αλήθεια, κάποιον κρότο ακούω.
ΔΙΟ., (τρομαγμένος.)
Πού πού; ΞΑΝ. Από πίσω. ΔΙΟ. Πήγαινε από πίσω.
ΞΑΝ. Όχι· μπροστά. ΔΙΟ. Μπροστά; Μπροστά να τρέξεις.
ΞΑΝ. Θεριό μεγάλο βλέπω, μα τον Δία.
ΔΙΟ. Πώς είναι; ΞΑΝ. Φοβερό. Κι όλο όψη αλλάζει·
μια βόδι, μια μουλάρι, μια γυναίκα
πανέμορφη. ΔΙΟ. Πού πού; Θα πάω κοντά της.
ΞΑΝ. Δεν είναι πια γυναίκα, έγινε σκύλα.
ΔΙΟ. Έμπουσα τότε. ΞΑΝ. Κόκκινο, ίδιο φλόγα
το μούτρο της. ΔΙΟ. Και μπρούντζος το κανί της;
ΞΑΝ. Μα το θεό, κι από σβουνιά είναι τ᾽ άλλο,
να ξέρεις. ΔΙΟ. Πού να πάω; ΞΑΝ. Κι εγώ, πού τάχα;
ΔΙΟ.,(στον ιερέα του Διόνυσου, που κάθεται σε τιμητική θέση και
παρακολουθεί την παράσταση.)
Ιερέα μου, φύλαξέ με, να τα πιούμε
μαζί κατόπι. ΞΑΝ. Αχ, Ηρακλή! Χαμένοι…
ΔΙΟ. Μη με καλείς, μην κράζεις τ᾽ όνομά μου.
ΞΑΝ. Διόνυσε, τότε. ΔΙΟ. Αυτό χειρότερο είναι.
ΞΑΝ. Έτσι όπως πας, περπάτα· δώθε, αφέντη.
Του δείχνει το δρόμο.
ΔΙΟ. Τί ᾽ναι; ΞΑΝ. Κουράγιο· όλα καλά· μπορούμε
κι εμείς σαν τον Ηγέλοχο να πούμε:
«Πάει η φουρτούνα, τώρα πια… μπουγάτσα.»
Η Έμπουσα πάει. ΔΙΟ. Ορκίσου. ΞΑΝ. Μα το Δία.
ΔΙΟ. Πες… ΞΑΝ. Μα το Δία. ΔΙΟ. Ορκίσου. ΞΑΝ. Μα το Δία.
ΔΙΟ. Πώς χλώμιασα, ο καημένος, σαν την είδα!
ΞΑΝ., (δείχνοντας το κροκωτό φόρεμα του Διόνυσου από πίσω.)
Κοκκίνισε κι αυτός για σε απ᾽ το φόβο.
ΔΙΟ. Ποιά είν᾽ η πηγή των συμφορών μου τούτων;
Ποιός θεός με κυνηγά; ΞΑΝ. «Του Δία το σπίτι,
ο Αιθέρας·» ή «του Χρόνου το ποδάρι». 
ΔΙΟ. Βρε. ΞΑΝ. Τί με θέλεις; ΔΙΟ. Άκουσες; ΞΑΝ. Τί πράμα;
ΔΙΟ. Φύσημα αυλών. ΞΑΝ. Ναι, τ᾽ άκουσα· και μια αύρα
δαδιών, μυστηριακή, μέσα μου μπήκε.
ΔΙΟ. Μαζέψου, σιωπηλοί ν᾽ αφουγκραστούμε.
(Ακούονται από μακριά φωνές των μυημένων.)
ΦΩΝΕΣ
Ίακχε, ω Ίακχε.
Ίακχε, ω Ίακχε.
ΞΑΝ. Αφέντη, οι μύστες που μας έλεγε είναι·
γιορτάζουν κάπου εδώ· τον Ίακχο λένε·
κι όταν περνούν την αγορά, έτσι ψάλλουν.
ΔΙΟ. Έτσι θαρρώ κι εγώ. Μα ας μη μιλούμε,
να μάθουμε ξεκάθαρα τί κάνουν.
(Αριστοφ., Βάτρ. 137-322, μετ. Θρ. Σταύρου)