ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

 

 

 

 

 

 

  ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

 

 

 ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

 

Από τη σελίδα της Περιφ. Δ/νσης Εκπ/σης Αν. Μακεδονίας Θράκης (και το διαθεματικό ενιαίο πλαίσιο σπουδών)

 

Aπό το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο

 

 

 Ο καθηγητής και τ. πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Σ. Αλαχιώτης για την Ευέλικτη Ζώνη


Με το πρόγραµµα της Ευέλικτης Ζώνης, ουσιαστικοποιείται στο έπακρο η διαθεµατική προσέγγιση της γνώσης και προσεγγίζεται αποτελεσµατικά ο προβληµατισµός περί της ζητούµενης καλλιέργειας και διαπαιδαγώγησης του µαθητή προς την κατεύθυνση της δηµιουργικής µάθησης (Αλαχιώτης, 2002γ, Ματσαγγούρας 2002α). Με το συστηµατοποιηµένο και οργανωµένο αυτό καινοτόµο πρόγραµµα (Αλαχιώτης 2002γ, Καρατζιά Σταυλιώτη, 2002, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεµάτων, τεύχος 6) που εφαρµόζεται σε Δηµοτικό, Γυµνάσιο και Νηπιαγωγείο η παρέµβαση στο ωρολόγιο πρόγραµµα είναι πολύ µικρή και αξιοποιείται µε τον πιο εποικοδοµητικό τρόπο, καθώς ανοίγεται ένα παράθυρο ελευθερίας, επικοινωνίας και σύνδεσης της σχολικής ζωής µε την κοινωνία και την πραγµατικότητα. Η Ευέλικτη Ζώνη κινείται µέσα από τις συντεταγµένες των δηµιουργικών µεθόδων διδασκαλίας, όπως η µέθοδος σχεδίων εργασίας (Kανάκης, 1987, Χρυσαφίδης, 1994), καλλιεργώντας επί της ουσίας την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης του µαθητή. Στο πιλοτικό αυτό Πρόγραµµα οι µαθητές και οι εκπαιδευτικοί αναπτύσσοντας την πρωτοβουλιακή τους δράση και µέσα από συµπράξεις εκπαιδευτικών διαφορετικών ειδικοτήτων υλοποιούν σχέδια εργασίας µε θέµατα δικής τους επιλογής, ειδικά προσαρµοσµένα στις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε σχολείο και τοπική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό ισχυροποιείται και το σχολικό παιδαγωγικό περιβάλλον συµβάλλοντας στην καλύτερη διασύνδεση του σχολείου µε τον κοινωνικό του περίγυρο.
Η καλλιέργεια, λοιπόν, της δηµιουργικότητας του µαθητή είναι ένα δύσκολο θέµα. Και τούτο, διότι ενώ είναι µια στάση πέραν κάθε συζήτησης απαραίτητη, κανένας ακόµα δεν γνωρίζει πώς αναπτύσσεται και κατ επέκταση πώς διδάσκεται, γιατί δεν είναι γνώση και δεν µπορεί να προγραµµατιστεί (Φερρό και Ζαµµέ 2000, Hayes, 1994). Γι αυτό δεν υπάρχει µαγική συνταγή για την ανάπτυξη της δηµιουργικότητας. Υπάρχουν όµως προσπάθειες που φαίνονται θετικές. Για να αναπτυχθούν π.χ. οι δηµιουργικές ικανότητες του µαθητή πρέπει να θεωρήσουµε ως βασική παράµετρο το ενδιαφέρον του. Η δηµιουργικότητα είναι µια αναζήτηση, µια ανακάλυψη που πρέπει να καλλιεργηθεί µε φυσικό τρόπο για να νιώσει ο µαθητής µια ελάχιστη εµπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση, για να µην οδηγηθεί στην ανακάλυψη υποκατάστατων. Αντίθετα, πρέπει να βοηθηθεί από το εκπαιδευτικό σύστηµα και τον εκπαιδευτικό να ανακαλύψει το άγνωστο χάρισµά του, το ίχνος της ιδιοφυΐας του, το ταλέντο του σε κάτι (Φερρό και Ζαµµέ 2000, Gardner 1998) καθώς ο µαθητής πρέπει να έχει ενεργό συµµετοχή στη µάθηση όπως οι σχετικές έρευνες υποστηρίζουν.
Η Ευέλικτη Ζώνη δεν προτείνεται, βέβαια, ως πανάκεια για την αντιµετώπιση κάθε εκπαιδευτικού προβλήµατος. Απαντά όµως πιο πειστικά σε ορισµένα προβλήµατα και µπορεί 10
να καλλιεργήσει µια γενικότερη αντίληψη για την κατάκτηση της γνώσης και τη δηµιουργικότητα. Για παράδειγµα τα λεγόµενα «πολυθεµατικά βιβλία» (Αλαχιώτης 2002γ), ένα για το Δηµοτικό και ένα για το Γυµνάσιο, που αναφέρονται σε ποικίλα θέµατα, τα οποία επεξεργάστηκαν αφιλοκερδώς καταξιωµένες προσωπικότητες των γραµµάτων, των επιστηµών και των τεχνών της χώρας µας, διαµορφώνουν µια έγκυρη πηγή πληροφόρησης για επίκαιρα αλλά και για διαχρονικά θέµατα, βοηθώντας το µαθητή να κατανοήσει την πραγµατικότητα και να την αντιµετωπίσει δηµιουργικά. Η εκπόνηση, επίσης, συλλογικών εργασιών για ενδιαφέροντα θέµατα αναβαθµίζει και την αντίληψη των µαθητών για την τυπική διδασκαλία στα αυτόνοµα µαθήµατα. Η συγγραφή π.χ. ενός «δηµιουργικού» κειµένου από το µαθητή µπορεί να προσφέρει στην εκµάθηση της γλώσσας σοβαρό όφελος, συµπληρωµατικά προς τους µερικώς απεχθείς και άψυχους εν πολλοίς κανόνες. Το ίδιο και για τα άλλα µαθήµατα. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η συνεργασία των διδασκόντων για την εφαρµογή της Ευέλικτης Ζώνης θα µεγιστοποιήσει το προσδοκώµενο αποτέλεσµα, γι΄ αυτό κανένας δεν αποκλείεται και κανένας δεν πρέπει να διεκδικεί την αποκλειστικότητα.
Ένα άλλο πρόβληµα στο οποίο µπορεί να δοθεί απάντηση µέσα από την Ευέλικτη Ζώνη είναι τα πολλά και αξιόλογα καινοτόµα εκπαιδευτικά προγράµµατα που έχουν εκπονηθεί (όπως της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, του «Μελίνα», της Αγωγής Υγείας κ.ά.), αλλά ωστόσο δε βρίσκουν χώρο στο ασφυκτικό ωρολόγιο πρόγραµµα. Η Ευέλικτη Ζώνη µπορεί να λειτουργήσει σαν ένα φίλτρο δράσης της «φυσικής επιλογής» στο οποίο θα δοκιµαστούν τα τρέχοντα προγράµµατα και θα δοκιµάζονται τα µέλλοντα, για να διαφανεί ποιο µπορεί να «επιβιώσει» και να αποτελέσει συστατικό της στοιχείο. Είναι µια «οµπρέλα», πέραν των άλλων, που µπορεί να καλύψει κάθε ενδιαφέρουσα παιδαγωγική καινοτοµία, σκέψη και πρακτική, µια «όαση» στη «διψασµένη εκπαιδευτική» κοινότητα για πρωτοβουλία και ευελιξία, ένα σύστηµα σταδιακής απόσταξης της παιδαγωγικής αλήθειας και της αξιόλογης γνώσης που πρέπει να προωθείται σταδιακά στο ωρολόγιο πρόγραµµα.
Το µοντέλο αυτό της Ευέλικτης Ζώνης, που εισηγηθήκαµε - και µόνο στο Συντονιστικό Συµβούλιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου συζητήθηκε δεκαεπτά φορές, αλλά και στα σχετικά Τµήµατα του Π.Ι. - φαίνεται να βρίσκει την αποδοχή του στην πράξη, στο σχολείο. Και τούτο διότι πιλοτικά σχολεία αναφέρουν ήδη γοργή, θετική επίδραση στην κοινωνικοποίηση και τη δηµιουργικότητα των µαθητών. Για του λόγου το αληθές παρουσιάζουµε στον πίνακα 3 µερικά σχόλια από πιλοτικά σχολεία.



Στην έκθεση αξιολόγησης του πιλοτικού προγράµµατος της Ε.Ζ. (Π.Ι. 2003, ιστοσελίδα) που υλοποιήθηκε κατά το 2001-02 υπάρχουν στατιστικά και άλλα περιγραφικής µορφής ευρήµατα που στηρίζονται στην ανάλυση των δεδοµένων από 1000 συµπληρωµένα ερωτηµατολόγια (734 από δηµοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία και 266 από γυµνάσια), 104 ηµιδοµηµένες συνεντεύξεις (44 συνεντεύξεις διευθυντών σχολικών µονάδων και 60 σχολικών συµβούλων) καθώς και σε 26 εκθέσεις αξιολογητών της εφαρµογής της Ε.Ζ. / µελών του Π.Ι. Μέσα από τη συγκριτική αντιπαραβολή των αποτελεσµάτων των διαφόρων αναλύσεων φαίνεται ο υψηλός βαθµός επίτευξης των στόχων του προγράµµατος, αναδεικνύονται οι θετικές επιδράσεις της εφαρµογής του και ταυτόχρονα εντοπίζονται τα στοιχεία τα οποία µπορούν να αξιοποιηθούν περαιτέρω σε κάθε σχεδιασµό επέκτασης του προγράµµατος. Πιο συγκεκριµένα τα ποσοτικά στοιχεία τεκµηριώνουν τη θετική αποδοχή που είχε το πρόγραµµα τόσο από τους εκπαιδευτικούς (πίνακας 4) και τους γονείς όσο και από τους µαθητές αλλά και τον υψηλό βαθµό προώθησης των ακαδηµαϊκών και ευρύτερων στόχων που ετέθησαν στο πλαίσιο του προγράµµατος αυτού. Το γενικό συµπέρασµα είναι ότι το 83% των δασκάλων και το 74% των καθηγητών που υλοποίησαν το πρόγραµµα επισηµαίνουν ότι «η εφαρµογή της Ε.Ζ. στην υποχρεωτική εκπαίδευση είναι πολύ αναγκαία».
ΠΙΝΑΚΑΣ 4: Ιεράρχηση των αποτελεσµάτων της Ε.Ζ. από τους εκπαιδευτικούς





Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ποσοστό που κυµαίνεται από 60-80% των εκπαιδευτικών και των δύο βαθµίδων θεώρησαν ότι µέσα από την Ε.Ζ. προωθείται η δηµιουργία καλύτερων σχέσεων ανάµεσα στους µαθητές του σχολείου καθώς και ανάµεσα σε όλους που εµπλέκονται στη διδακτική και µαθησιακή διαδικασία (εκπαιδευτικούς, γονείς, στελέχη της εκπαίδευσης κ.ά). Ταυτόχρονα οι εκπαιδευτικοί που συµµετείχαν στο πρόγραµµα πιστεύουν, όπως σχολίασε ποσοστό περίπου 70%, ότι µε το πρόγραµµα της Ε.Ζ. ενισχύεται το «άνοιγµα» του σχολείου στην κοινωνία και θεµελιώνεται το «ανοικτό σχολείο». Σηµειώνεται επίσης ότι ποσοστό άνω του 50% των εκπαιδευτικών κρίνουν ότι η εκπαιδευτική παρέµβαση που έγινε µε την παραγωγή και διάθεση σε όλα τα σχολεία της χώρας του εκπαιδευτικού υλικού για την Ε. Ζ. είναι πολύ θετική και ότι αυτή ενισχύεται µε την ανάρτηση του υλικού αυτού στην ιστοσελίδα του Π.Ι., γεγονός που υποδηλώνει και τη δραστηριοποίηση των εκπαιδευτικών σε θέµατα που αφορούν την αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας στην εκπαίδευση. Όσον αφορά την επιµορφωτική στήριξη των εκπαιδευτικών από το Π.Ι., από την ανάλυση των δεδοµένων φαίνεται ότι αρκετοί (30-40%) θεωρούν θετική τη συνεισφορά του επιµορφωτικού σεµιναρίου, αλλά οι περισσότεροι (άνω του 70%) πιστεύουν ότι η διαπροσωπική επικοινωνία και η εξατοµικευµένη παροχή συµβουλών από τους Σχολικούς Συµβούλους και τα µέλη του Π.Ι. είναι αποτελεσµατικότερη.
Πέραν των ενθαρρυντικών καταγραφών των σχολίων παρουσιάστηκαν και ορισµένα προβλήµατα, όπως λ.χ. το αίτηµα αύξησης των κονδυλίων για τις λειτουργικές δαπάνες, περισσότερη επιµόρφωση, στενότερη συνεργασία µε το Π. Ι. κ.ά. Οι προαναφερθείσες, ωστόσο, παραποµπές αποτελούν απάντηση σε κάποιες δικαιολογηµένες ενστάσεις ως προς την προσέγγιση π.χ. της δηµιουργικότητας, που όµως τις απάντησαν τα ίδια τα πιλοτικά σχολεία. Το µοντέλο της διαθεµατικής προσέγγισης της γνώσης και της Ε.Ζ. φαίνεται να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες. Και τούτο διότι στα θετικά του στοιχεία συγκαταλέγεται και η ανάπτυξη δεξιοτήτων µέσα από την ενεργητική και βιωµατική µάθηση, µε αποτέλεσµα τη βελτίωση της αυτοπεποίθησης των µαθητών και την ενδυνάµωση των ικανοτήτων τους να προβαίνουν σε σωστές επιλογές. Η οµαδοσυνεργατική διδασκαλία ευνοεί τη συµµετοχική και συλλογική προσπάθεια, την ευελιξία, την αποδοχή του άλλου, την ψυχολογική του στήριξη αλλά και την καθιέρωση δηµοκρατικών διαδικασιών. Αξιοποιείται, παράλληλα, η σχολική ζωή, καθώς δίνεται η δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να αναλάβει πρωτοβουλίες, να αποκτήσει περισσότερη διδακτική αυτονοµία και να ξεφύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της τυπικής διδασκαλίας.
Η Ευέλικτη Ζώνη εντάσσεται στο γενικότερο σχεδιασµό αλλαγής της θεώρησης του εκπαιδευτικού συστήµατος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που προβάλλεται στο Δ.Ε.Π.Π.Σ. και είναι πλήρως διαθεµατική. Ο χρόνος εφαρµογής της για µεν το Δηµοτικό ποικίλλει από 4 ώρες στις µικρές τάξεις µέχρι 2 ώρες στις δύο τελευταίες, για δε το Γυµνάσιο περιορίζεται αρχικά στις 2 ώρες την εβδοµάδα. Η µικρή µείωση των ωρών διδασκαλίας για ορισµένα µαθήµατα δε σηµαίνει καθόλου υποβάθµισή τους αλλά αντίθετα αναβάθµισή τους, αφού το εύρος του γνωστικού τους περιεχοµένου θα προβάλλεται και µέσα από τις δραστηριότητες αυτής της καινοτοµίας.
Αξίζει να τονιστεί ότι ανάλογη αλλά όχι ταυτόσηµη υποχρεωτική ζώνη στο ωρολόγιο πρόγραµµα έχει πρόσφατα καθιερωθεί στα σχολεία (Δηµοτικά και Γυµνάσια) της Πορτογαλίας µε τον τίτλο Area Escola. Στην εν λόγω ζώνη αναµορφώνεται, επίσης, ο σχολικός χρόνος (όπως και στην Ευέλικτη Ζώνη), προγραµµατίζεται η εφαρµογή της µε επέκταση του ωρολογίου προγράµµατος, όπως και στην πρόταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τα ολοήµερα σχολεία και προσεγγίζεται η διαθεµατικότητα στη βάση σχεδίων εργασίας (όπως και στην Ευέλικτη Ζώνη).Υπογραµµίζεται, επίσης, ότι οι προαναφερθείσες οµοιότητες είναι προσαρµοσµένες στις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας γι΄ αυτό και στην Πορτογαλία, την οποία βάλαµε στην συζήτησή µας, το σχετικό πρόγραµµα έχει προχωρήσει µέχρι την υποχρεωτική αξιολόγηση των µαθητών, γεγονός που δεν ισχύει στη δική µας πρόταση για την Ευέλικτη Ζώνη, την οποία θέλουµε ουσιαστική «όαση» στην καθηµερινή πορεία των µαθητών µέσα στο σχολείο. Μια σοβαρή, επίσης, διαφορά αφορά το ότι η Ευέλικτη Ζώνη εντάσσεται ως σοβαρό συστατικό στοιχείο στη γενικότερη πρόταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τη διαθεµατικότητα (Δ.Ε.Π.Π.Σ Α.Π.Σ) ενώ η Area Escola έχει περισσότερο αυτόνοµη µορφή (Amaro, 2003).
Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο υλοποίησε κατά το σχολικό έτος 2001-2002 την πρώτη πιλοτική εφαρµογή της Ευέλικτης Ζώνης σε 11 Νηπιαγωγεία, 176 Δηµοτικά και 52 Γυµνάσια της χώρας, αστικά και ηµιαστικά. Η ανταπόκριση των Δηµοτικών σχολείων στο κάλεσµα επέκτασης της Ευέλικτης Ζώνης στο σχολικό έτος 2002-2003 υπήρξε µεγάλη. Από τα υπερχίλια σχολεία που δήλωσαν συµµετοχή επελέγησαν 563. Τα Νηπιαγωγεία που επελέγησαν ανήλθαν στα 149. Πρόβληµα υπήρξε µε τα Γυµνάσια (43 για το 2002-2003), γεγονός που απαιτεί ανάλυση και λύση, καθώς σε αρκετά πιλοτικά Γυµνάσια υπήρξε
επιτυχής εφαρµογή του προγράµµατος. Στο έτος 2003-2004 το σύνολο των επί πλέον σχολείων που συµµετέχουν στην Ευέλικτη Ζώνη είναι 2147 (946 Νηπιαγωγεία, 957 Δηµοτικά και 229 Γυµνάσια και 15 Ειδικά Σχολεία).
Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, ότι το πλούσιο υποστηρικτικό εκπαιδευτικό υλικό που είχε παραχθεί από το Π.Ι. και έχει διανεµηθεί σε όλα τα σχολεία της χώρας συνέβαλε στην πιλοτική εφαρµογή του προγράµµατος. Το υλικό αυτό είναι ουσιαστικά ο καρπός της συνεργασίας του Π.Ι. µε την ευρύτερη επιστηµονική και εκπαιδευτική κοινότητα. Ενδεικτικά αναφέρεται αυτό που είχε επιλεγεί προσεκτικά µέσα από τα 85 Πειραµατικά Προγράµµατα Εκπαίδευσης (Π.Π.Ε) του έργου Σ.Ε.Π.Π.Ε. του Π.Ι. Τα Π.Π.Ε. που επιλέχθηκαν έτυχαν αναµόρφωσης, επεξεργασίας και προσθηκών σε συνεργασία µε τους επιστηµονικούς υπευθύνους που τα δηµιούργησαν.
Εκτός από τα πολυθεµατικά βιβλία που προαναφέραµε, ιδιαίτερα χρήσιµα θεωρούνται ο Οδηγός για την εφαρµογή της Ευέλικτης Ζώνης (ΠΙ, 2001) και το ανάλογο εποπτικό εκπαιδευτικό υλικό (διαφάνειες, ηχητικά αρχεία, λογισµικό, ταινίες, βίντεο). Οι εκπαιδευτικοί µπορούν να χρησιµοποιήσουν το υλικό αυτό αυτούσιο ή τροποποιηµένο για τις άµεσες διδακτικές τους ανάγκες αλλά και ως υλοποιήσιµη πρόταση για την παραγωγή παραπλήσιου, διαφορετικού ή συµπληρωµατικού υλικού από τους ίδιους. Άλλωστε, η ενεργοποίηση και η δηµιουργικότητα δεν αφορά µόνο τους µαθητές αλλά και τους διδάσκοντες. Γι αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η Ευέλικτη Ζώνη έχει «ανοιχτή» θεµατική και η τελική επιλογή των αντικειµένων µελέτης βασίζεται κυρίως στην αρχή της ελεύθερης συλλογικότητας και στην αρχή της ποικιλίας και του πλουραλισµού. Έτσι, αντισταθµίζεται η ανελαστικότητα της µονοµέρειας και ο πολυκερµατισµός του παραδοσιακού σχολείου.
Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε από το Π.Ι. να εµπλουτίσει τον Οδηγό της Ευέλικτης Ζώνης µε σχέδια εργασίας (Π.Ι., 2001, 2002α) που θα αξιοποιούν περισσότερο τα θέµατα των πολυθεµατικών βιβλίων, τα οποία κινδύνευσαν να χαθούν στην πληθώρα του εκπαιδευτικού υλικού που προωθήθηκε στα σχολεία. Η έµφαση που δίνεται στα σχέδια εργασίας βασίζεται στο γεγονός ότι η εν λόγω µέθοδος είναι καθαρά µαθητοκεντρική και πραγµατοποιείται µέσα σε πλαίσια συλλογικής δράσης των µαθητών. Δηλαδή ως αφετηρία τους, τα σχέδια εργασίας, έχουν τους προβληµατισµούς και τα ενδιαφέροντα µεµονωµένων ατόµων ή του συνόλου της διδακτικής οµάδας. Ο σχεδιασµός των εργασιών γίνεται µε ευθύνη της οµάδας και στοχεύει κυρίως στην ολοκλήρωση κάποιου έργου που οδηγεί στη λύση ενός προβλήµατος ή στην απάντηση κάποιου ερωτήµατος, πάντα, βέβαια, µέσα από βιωµατικές επικοινωνιακές δραστηριότητες. Άλλοτε πάλι, το κοινό έργο παίρνει τη µορφή εικαστικής σύνθεσης ή χειροπρακτικής κατασκευής. Υπάρχει και η δυνατότητα να τεθεί και ο προβληµατισµός ως πρόταση εκ µέρους του εκπαιδευτικού, µε µοναδικό όµως στόχο την κινητοποίηση της οµάδας (Π.Ι., 2002α, 2003β).
Επισηµαίνεται ότι για την υλοποίηση ενός σχεδίου εργασίας είναι αναγκαία η ενεργός συµµετοχή και συλλογική δράση των µαθητών στο πλαίσιο της επικοινωνιακής προσέγγισης. Ο ολοκληρωµένος σχεδιασµός είναι δεσµευτικός για την οµάδα και για τούτο τα µέλη της πρέπει να συµµετέχουν ενεργά σε όλη την πορεία διεξαγωγής του σχεδίου εργασίας. Η µέθοδος αυτή θεωρείται µια ανοικτή διαδικασία µάθησης και εξελίσσεται ανάλογα µε τις εκάστοτε συνθήκες και τα ενδιαφέροντα όσων συµµετέχουν. Κατά την επιλογή των θεµάτων θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη και να αξιοποιούνται ανάλογα οι δυνατότητες των παιδιών µε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των παιδιών µε ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτισµικά, θρησκευτικά, γλωσσικά και κοινωνικοοικονοµικά χαρακτηριστικά, ώστε να συµµετέχουν ενεργά στην όλη διαδικασία (Π.Ι., 2002 α,β,γ,, Δάλκος, 1998, Frey, 1992, Χρυσαφίδης, 1994.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο πλαίσιο της έρευνας που διεξάγεται κατά τη διάρκεια ενός σχεδίου εργασίας είναι διαφοροποιηµένος σε σχέση µε αυτόν που αναλαµβάνει κατά την παραδοσιακή διδασκαλία. Από φορέας-µεταδότης της γνώσης και κέντρο της διδακτικής διαδικασίας µετατρέπεται σε συνερευνητή, συνεργάτη και καθοδηγητή. Παρακολουθεί τις δραστηριότητες των µαθητών, είναι αρωγός στις δυσκολίες που θα παρουσιαστούν κατά την εκτέλεση του σχεδίου εργασίας, όχι ως αυθεντία αλλά ως εµπειρότερος συµµέτοχος. Με τη µεθοδολογία αυτή αξιοποιείται η δυναµική της συνεργαζόµενης µαθητικής οµάδας και υλοποιείται σε ένα κλίµα αποδοχής, ενθάρρυνσης και δηµιουργικότητας, καθώς ο κάθε µαθητής κατέχει κεντρικό ρόλο σε όλη τη διαδικασία και ο δάσκαλος διευκολύνει, συµβουλεύει και ενθαρρύνει τους µαθητές ώστε να επιτυγχάνεται η κατάκτηση της γνώσης και η καλλιέργεια των στάσεων και των δεξιοτήτων που απαιτεί η σηµερινή κοινωνία της Πληροφορίας και της Γνώσης (Π.Ι., 2002α, Hargraves, 1994).
Από την µέχρι σήµερα εφαρµογή της Ευέλικτης Ζώνης θεωρείται σηµαντική η εµπειρία που απέκτησαν οι σχολικοί σύµβουλοι και οι εκπαιδευτικοί που συµµετείχαν στο πρόγραµµα. Η ανάλογη αξιοποίησή τους κατά την επέκταση και στη συνέχεια κατά την πιθανή φάση της µελλοντικής γενικευµένης εφαρµογής της καινοτοµίας αυτής σε όλα τα σχολεία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης της χώρας θα οδηγήσει στον εκσυγχρονισµό και στη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσµατικότητας του εκπαιδευτικού µας συστήµατος. Καθώς το µέτρο αυτό δεν είναι αποσπασµατικό αλλά εντάσσεται συνεκτικά µέσα στο πλαίσιο του Δ.Ε.Π.Π.Σ., η πανταχόθεν στήριξή του, αλλά και η αλληλοστήριξη, ίσως είναι µια διαδικασία που πρέπει να υπερβεί τις οποιεσδήποτε θολές αµφισβητήσεις· ίσως καταδειχθεί µια σηµαντική εκπαιδευτική προσφορά, ένα χρέος προς τη µαθητιώσα νεολαία της χώρας µας που πρέπει να ξεπληρώσουµε µε ευχαρίστηση.