Γιορτή της 28ης Οκτωβρίου  1940

Τετάρτη, 27 Οκτωβρίου 2010. Ώρα 10.00π.μ. στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δημοτικού Σχολείου Αμυγδαλεών

Προβολή Βίντεο

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα : Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ο Χίτλερ έχει καταλάβει    την εξουσία στη Γερμανία καθώς και  ο Μουσολίνι στην Ιταλία. Κι οι δυο τους έχουν επιβάλει στους λαούς τα δικτατορικά, φασιστικά καθεστώτα. Ο φασισμός απειλεί την ειρήνη. Τα σύννεφα του πολέμου σκεπάζουν τον ουρανό της Ευρώπης. Ο Χίτλερ εξοπλίζεται πυρετωδώς, δημιουργεί μια φοβερή πολεμική μηχανή και το 1939 επιτίθεται. Αρχίζει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Ο αιματηρότερος που γνώρισε η ανθρωπότητα. Οι λαοί παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα! Ο γερμανικός στρατός παρελαύνει. Η μία μετά την άλλη οι χώρες της Ευρώπης πέφτουν στα χέρια του Χίτλερ.

 

Αφηγήτρια 2 Κων/να: Είχαν προηγηθεί και άλλες ιταλικές προκλήσεις. Ο τορπιλισμός της «Έλλης», ήταν των κορύφωμα αυτών των προκλήσεων. Αθέατο το υποβρύχιο-δολοφόνος, χάθηκε στην απεραντοσύνη των νερών. Μα τα θραύσματα της τορπίλης που βρέθηκαν, με τα εθνικά χρώματα της Ιταλίας πάνω τους, δεν άφηναν πια καμιά αμφιβολία: ο Μουσολίνι μεθόδευε τη δημιουργία αφορμής πολέμου. Οι Έλληνες το κατάλαβαν, μα ήθελαν ειρήνη. ’φησαν το θανάσιμα χτυπημένο καράβι στον υγρό του τάφο, έθαψαν τους νεκρούς, έκρυψαν τα πειστήρια της ταυτότητα του δολοφόνου, προσευχήθηκαν στην Παναγιά για την Ειρήνη .Έπειτα, με το κλαδί της ελιάς στο χέρι, συνέχισαν τις δουλειές τους…. Τραγούδι: Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του..

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του..

 

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και την σκούφια την ψηλή του, μ’ όλα τα φτερά.

Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε τον φουκαρά.

Ωχ! Τον τσολιά μας το λεβέντη βρίσκει στα βουνά, και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά.

Αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.

------------------

2. Ξεκινάει την άλλη μέρα μα και πάλι ακούει «ΑΕΡΑ» από τον τσολιά.

Δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι, ξέρει την δουλειά.

Ωχ! Τρώει τις σφαίρες σα χαλάζι από τον τσολιά κι’ όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.

------------------

3.   Στέλνει ο νέος Ναπολέων μεραρχίες πειναλέων στο βουνό ψηλά

για να βρουν τον διάβολο τους κι’ ο στρατός μας αιχμαλώτους τσούρμο κουβαλά.

Ωχ, και οι Κένταυροι οι καημένοι βρε τι τρομερό, νηστικοί, ξελιγωμένοι πέφτουν στο νερό.

Αχ Κράτσι, να μην σε δω Κράτσι, γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.

------------------

4.Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους κι’ από μας κι απ’ τους συμμάχους τρώνε την κλωτσιά.

Και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκαν ΄Ελληνες λεβέντες , μέσ’ την Κορυτσά.

Ωχ! Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί, και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική.

Αχ Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο, γιατί σε λίγο  και τα Τίρανα τα χάνω.

------------------

Και ‘παθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά,

κι’ η Ρώμη περιμένει κι’ εκείνη τη σειρά.

 

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα: Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Οι σειρήνες του πολέμου ουρλιάζουν δαιμονισμένα. Οι καμπάνες ηχούν. Πόλεμος! Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Σαν σήμερα ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι, ζήτησε να παραδοθεί η πατρίδα μας στη σκλαβιά και την ταπείνωση. Ο πόλεμος  ξεκίνησε με ένα «¨ΟΧΙ¨» που έγινε τραγούδι στο στόμα όλων των Ελλήνων. Ακούμε ηχητικό ντοκουμέντο του Ραδιοφωνικού μας σταθμού..

 

Ποίημα Βασιλική: Οκτώβρης του ’40 «Γ. Ρίτσος»

                Ανοίγουν τα παράθυρα

                κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν

                και φεύγουν όλοι.

                Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.

                ……………………………………………

Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.

Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελούν.

Ύστερα ακούγονται τα άρβυλα στην άσφαλτο,

το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων,

που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου

ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.

 

Εκεί τα τρένα περιμένουν.

Σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη.

Ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί

κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.

 

Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:

Νικούμε. Νικούμε.

Πάντα νικάει το δίκιο.

Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.

Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.

Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.

 

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα: Φαίνεται όμως πως ο Μουσολίνι δεν ξέρει καλή ιστορία. Δεν ξέρει πως τούτος ο λαός—ο μικρός, ο μέγας—γέννησε και ανάθρεψε ήρωες. Δεν ξέρει πως η ψυχή τούτου του λαού είναι αδούλωτη. Στο ψυχρό τηλεγράφημα του Μουσολίνι ο λαός μας απαντά  με ένα «ΟΧΙ». «ΟΧΙ» δε θα παραδοθούμε, «ΟΧΙ» θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε!

Ποίημα ’ρης: ΜΟΛΩΝ  ΛΑΒΕ

 

Μια σπιθαμή από το χώμα αυτό

Τα άγιο κι ιερό δε δίνω,

Τη λευτεριά μου δεν πουλώ

Και σκλάβος δε θα γίνω .

-

Στα χέρια μου τ΄αδείλιαστα

Το πιο παλιό ντουφέκι

Γίνεται για τη λευτεριά

Βροντή κι αστροπελέκι.

 -

«Όχι !!!» φωνάζω στον εχθρό

κι ορθώνομαι λιοντάρι.

Τη λευτεριά μου όποιος μπορεί

ας έρθει να την πάρει.

 

Αφηγήτρια 2 Κων/να: Οι Έλληνες φαντάροι μάχονται αψηφώντας τον εχθρό, τα χιόνια και τη φοβερή παγωνιά. Το χέρι τους κολλημένο στο ντουφέκι. Ποιος λογάριαζε την πείνα, τις ψείρες και τα κρυοπαγήματα; Προχωρούσαν πάντα μπροστά, στο χρέος.

Ποίημα Χρυσάνθη: ΒΡΟΝΤΟΥΝ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΟΙ ΚΟΡΦΕΣ


Βροντούν της Πίνδου οι κορφές
κι αντιλαλούν τα καταράχια,
πλαγιές βροντούν, σπηλιές και βράχια
κι ως τ' άστρα φτάνουν οι φωτιές

Και των Ελλήνων τα παιδιά
σαν αετοί ορμούν στη μάχη,
κάθε κορφή κι αετοράχη
φωτίζει τώρα η Λευτεριά.

Κι αστράφτει η λόγχη κι αντηχεί
μια τρομερή ιαχή "αέρα"
σαν τούτη τη μεγάλη μέρα
άλλη δε γνώρισε η ψυχή.

Τιμή σ' αυτούς που βροντερά
είπανε το "ΟΧΙ" κάποια μέρα!
Τιμή σε εκείνους που "αέρα"
με στήθη φώναζαν γερά.


που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,
προσευχόμαστε όλες, νά 'ρθετε ξανά.

Mε της Νίκης τα φτερά,
σας προσμένουμε παιδιά.

 

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα: Ο ελληνικός στρατός ανεβαίνει τα βουνά της Πίνδου. Ο συνταγματάρχης Δαβάκης έκανε ένα θαυμάσιο ελιγμό. Η πρώτη ελληνική νίκη ενάντια στις δυνάμεις του ’ξονα. Οι Ιταλοί υποχωρούν από την Αλβανία.

     Ο Μουσολίνι λύσσαξε! Η Ευρώπη έτριβε τα μάτια της. Όλοι το είχαν καταλάβει ότι πράγματι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!

Τραγούδι:  Παιδιά της Ελλάδας παιδιά

Μες τους δρόμους τριγυρνάνε,
οι μανάδες και ζητάνε ν' αντικρίσουνε
τα παιδιά τους π' ορκιστήκαν,
στο σταθμό σαν χωριστήκαν να γυρίσουνε.

Μα για κείνους πού 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε
και καμιά ποτέ ας μην κλάψει
κάθε πόνο της ας κλάψει κι ας ευχόμαστε.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,
προσευχόμαστε όλες, νά 'ρθετε ξανά.

Λέω σ' όσες ξαγρυπνάνε
και για κάποιον ξενυχτάνε και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια γνήσια Ελληνοπούλα δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε,
υπερήφανα ας πούμε σα Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,

 

Μονόπρακτο:Στα βουνά της Πίνδου

 

Λοχίας Παναγιώτης

 

:

Ουφ! Δεν έχει σταματημό το κανονίδι. Αλλά που θα πάει θα τους φάμε τους κοκορόφτερους τους Ιταλούς. Καθίστε βρε να πάρουμε μια ανάσα.

 

Αλέξης: Κων/νος

 

Αχ, τον άτιμο, το φασίστα το Μουσολίνι… θα το πληρώσει ακριβά αυτό το κακό που  πα να μας κάνει. Θα τους δώσουμε τους μακαρονάδες τους Ιταλούς ένα μάθημα, μα τι μάθημα!

 

Δεκανέας Θωμάς

:

Έχουμε τους Ιταλούς, έχουμε και τον παλιόκαιρο. Χειμώνας κι αυτός! Θαρρείς και μας το φύλαγε!

Αλέξης Κων/νος

:

Ακόμα και οι λύκοι λούφαξαν από το φόβο τους και μείναμε εμείς οι άνθρωποι, τα άγρια θηρία, να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον.

Δημητρός Δημήτρης

:

Δύσκολα τα πράγματα λοχία! Δε βλέπεις πέρα από τη μύτη σου. Να δούμε πώς θα τα καταφέρουμε με τέτοιο παλιόκαιρο…

 

Λοχίας Παναγιώτης

:

Δύσκολα τα πράγματα Δημητρό … δύσκολες και οι στιγμές που περνά η πατρίδα. Γι αυτό κι εμείς πρέπει να αντέξουμε. Να τους συντρίψουμε τους μακαρονάδες!

Δεκανέας Θωμάς

:

Μόνο εμείς περνάμε δύσκολα; Όλη η Ελλάδα υποφέρει μαζί μας.

Πλαίσιο κειμένου: Αλέξης: Μαργαρίτης

 

Λοχίας Παναγιώτης

 

:

Όλοι υποφέρουμε… όμως είμαστε έτοιμοι να πέσουμε για την πατρίδα … κι αυτό γιατί μας πνίγει το άδικο που μας έκανε ο Ιταλός. Αυτό το άδικο μας κάνει λιοντάρια έτοιμα να κατασπαράξουμε τους Ιταλιάνους.

 

Η νίκη θα ‘’ναι δική μας! Εμείς θα πολεμήσουμε για τ' άγια χώματά μας, τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας, για το σπίτι μας. Οι Ιταλοί γιατί να δώσουν τη ζωή τους σ’ αυτόν τον άδικο πόλεμο; Με το ζόρι τους ξεσπίτωσε ο Μουσολίνι και τους πάει στον πόλεμο.

 

 

 

 

Φώτης Βαγγέλης

:

Δύναμη που την έχουμε! Πολεμάμε και τραγουδάμε! Τρώμε στραγάλια και σταφίδες και τους νικάμε. Πολεμάει η ελληνική ψυχή! Πήραμε την Κορυτσά … αύριο μεθαύριο παίρνουμε και το Αργυρόκαστρο.

Δημητρός Δημήτρης

:

Λοχία! Πονάει η καρδιά μου … Όχι για τα βόλια … για τους δικούς μου πονάει, τη μάνα και την αδερφή μου … Πούντο μωρέ το ταχυδρομείο;

Αλέξης Κων/νος

:

Πόση ανάγκη έχουμε από ένα γράμμα … να γλυκάνει λίγο η καρδιά μας.

Δεκανέας Θωμάς

:

Στην πρώτη γραμμή του πολέμου βρισκόμαστε, αδέρφια! Για να φτάσουν εδώ γράμματα, περνάνε από ένα σωρό μάχες…

Φώτης Βαγγέλης

:

Δεν έχουμε και λίγη κουραμάνα, πανάθεμά μας, να λαδώσουμε λίγο τ’ αντεράκι μας. Τα πόδια μας μελανιάζουνε στα τρύπια μας άρβυλα και σεις ονειρεύεστε γράμματα και γραφές, μωρέ;

Αλέξης Κων/νος

:

Α ρε και νάχαμε ένα πιάτο φασολάδα, αχνιστή, λίγες ελιές κι ένα κρεμμυδάκι τσακισμένο στο γόνατο!

Δημητρός Δημήτρης

:

Σταματήστε γιατί με ξελιγώσατε. Θα μουρθει ζαλάδα μ’ αυτά που ακούω.

Λοχίας Παναγιώτης

:

Δε μας λυγίζει ούτε πείνα ούτε χιόνια. Για τη νίκη της πατρίδας όλα πρέπει να τα υπομείνουμε, ν’ αντέξουμε.

Δεκανέας Θωμάς

:

Χθες, για μια στιγμή ξεμοναχιάστηκα και ξαφνικά ακούω: Ε, σολντάτο γκρέκο! Ψηλά τα χέρια. Γυρίζω και βλέπω κάτι αμούστακα παιδιά … βουτυρόπαιδα. Δύσκολα, Τάσο μου, την έχει λέω μέσα μου.

Δημητρός Δημήτρης

:

Και μετά, ρε Τάσο, τι έγινε; Πως τους ξέφυγες;

Δεκανέας Θωμάς

:

Α εύκολο… Βάζω μπροστά την πιο δυνατή φωνή μου: Α-έ-ρ-α, Α-έ-ρ-α και το ‘βαλαν στα πόδια σα λαγοί. Δυο τρεις παραδόθηκαν αμέσως και κλαψουρίζοντας λέγανε: Μπόνο Γκρέκο, μπόνο Γκρέκο …

Αλέξης Κων/νος

:

Κοίτα βρε το χιόνι, έχει φτάσει ως τη μέση μας. Δε φτάνει η πείνα και η ψείρα που μας έχει ανέβει ως το λαιμό έχουμε και το χιόνι. Κοίταξέ το … δε σταματάει το άτιμο.

Λοχίας Παναγιώτης

:

Να βρε, μόλις προχτές πήρα γράμμα από τους δικούς μου. Να το διαβάσω δυνατά κι έτσι να νομίσουμε ότι όλοι πήραμε γράμμα.

Όλοι

:

Να μας ζήσεις λοχία αθάνατε!

Λοχίας Παναγιώτης

:

(Βγάζει το γράμμα και διαβάζει)

Αγαπημένο μας παιδί σε φιλούμε σταυρωτά. Είμαστε περήφανοι για τα κατορθώματά σας. Μακάρι παλικάρι μας να βαστάγανε τα κότσια μας. Θα ‘ρχόμασταν και μεις κοντά σας να σας βοηθήσουμε. Κουράγιο γιέ μου. Κουράγιο παλικάρια όλων των μανάδων. Φιλιά στους λεβέντες που πολεμούν μαζί σου.

Προσευχόμαστε στην Παναγία να σε προστατεύσει. Ευχόμαστε να τελειώσει ο πόλεμος και να ανταμώσουμε γρήγορα. Με τη νίκη!

Σε φιλούμε γλυκά, οι γονείς σου.

Αγγελιοφόρος Μαργαρίτης

:

Παιδιά, παιδιά! Σας φέρνω νέα …

Όλοι

:

Τι είναι; Τι νέα μας φέρνεις;

Αγγελιοφόρος Μαργαρίτης

:

Οι τσολιάδες μας όρμησαν πριν από λίγο στην πίσω ρεματιά και έπιασαν καμιά κατοσταριά Ιταλούς. Τους τσακίσαμε! Αύριο θα μπούμε στο Αργυρόκαστρο!

(ακούγονται δυο πυροβολισμοί και ο αγγελιοφόρος πέφτει χτυπημένος)

Ωχ! μάνα μου, με φάγανε οι άτιμοι οι Ιταλοί … πεθαίνω.

Λοχίας Παναγιώτης

:

Ελάτε παιδιά γρήγορα να τον βοηθήσουμε. ’λκη, ’λκη ξύπνα βρε, αύριο θα ’μαστε στο Αργυρόκαστρο.

Αγγελιοφόρος

Μαργαρίτης

:

Παιδιά, πεθαίνω … με χτύπησαν πισώπλατα οι άτιμοι οι Ιταλοί … Αχ, ωχ, ωχ … μόνο λοχία θέλω να πεις στη μάνα μου … πως ο γιος της πέθανε σαν ήρωας πολεμώντας για την πατρίδα.

 

Αφηγήτρια 2 Κων/να: Όμως στην Ελλάδα τα βάσανα και οι καημοί δεν έχουν τελειωμό. Νικημένος και ντροπιασμένος ο Μουσολίνι ζητάει τη βοήθεια του Χίτλερ. Ο φοβερός γερμανικός στρατός επιτίθεται από τα βόρεια σύνορα της πατρίδας μας. Ο ελληνικός στρατός αντιστέκεται και πάλι γενναία, αλλά αποκαμωμένος και αποδυναμωμένος από τον πόλεμο κατά των Ιταλών αναγκάζεται να υποχωρήσει. Ακούμε ηχητικό  ντοκουμέντο του Ραδιοφωνικού Σταθμού

 

Ποίημα Μαρία: ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ
’ρματ'  αν σου λείπουν και κανόνια
σου περισσεύει η πίστη κι η καρδιά.
Τρεις χιλιάδες ένδοξα όλα χρόνια
τη χρυσή σου αγιάζουν λευτεριά.

Κι είναι κάθε χρόνος, κάθ' αιώνας,
ένα στίφος άυλο, ένας στρατός.
’νισος στα σίδερα ο αγώνας
άνισος και στα όπλα του φωτός.

Με τ' αστραφτερό σου οπλίσου δίκιο,
χτύπησε τη βία θαρρετή.
Κάλλιο να' χεις θάνατο αντρίκειο,
παρά να ζεις δίχως αρετή.

Μα, γλυκιά μου Ελλάδα, δεν πεθαίνεις,
όπως δεν επέθανες ποτέ.
Ζεις αιώνια κι όλους ανασταίνεις,
όταν ξαναλές "Μολών λαβέ".

 

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα : Το μέτωπο καταρρέει. Η Ελλάδα στη σκλαβιά. Αρχίζει η μαύρη περίοδος της κατοχής. Τέσσερα μαύρα χρόνια σκλαβιάς και μαρτυρίου για το λαό μας. Χιλιάδες πεθαίνουν από την πείνα και τη δυστυχία. Χιλιάδες οι νεκροί από τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών και των Ιταλών. Όλοι θυσία στο βωμό της λευτεριάς!

Τραγούδι: Το ακορντεόν

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν

Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός

 

Αφηγήτρια 2 Κων/να: Ο λαός μας περνάει δύσκολες ημέρες. Η πείνα θερίζει! Χιλιάδες οι νεκροί. Πουλούν τα υπάρχοντά τους για ένα κομμάτι ψωμί.

 Ποίημα: (Χρήστος)

Ήρθαν ξανά οι μέρες οι ανθρώπινες.

Τις πληγές του κόσμου οι ελπίδες γιατρεύουν.

Ψάλαμε αυτούς που φύγανε για πάντα.

 Στους λαβωμένους δεκανίκια ελπίδας δώσαμε.

Και στης ορφάνιας τα παιδιά το στοργικό το χάδι.

Χτίσαμε τα σπίτια μας εκεί που ήταν πρώτα.

Και από το μπαλκόνι μας τον κόσμο κράζουμε:

Ειρήνη αδέλφια μας! Για πάντα!

Ειρήνη στους λαούς του κόσμου!

Ειρήνη της ζωής το γέλιο!

Ειρήνη! Ειρήνη! Ειρήνη!

 

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα: Ο λαός μας αντιστέκεται. Και μέσα σε αυτό το πανηγύρι η νεολαία της πατρίδας μας οργανώνεται στον αγώνα για τη λευτεριά. Ακόμη και μικρά παιδιά βρίσκουν τον τρόπο να επιβιώσουν μέσα στην Κατοχή και να βοηθήσουν τον αγώνα.  Στις 32 Μαΐου του 1941 ο Μανόλης Γλέζος κι ο Απόστολος Σιάντος κατεβάζουν και «κουρελιάζουν» τη χιτλερική σημαία που είχαν υψώσει οι Γερμανοί στον ιερό βράχο της  Ακρόπολης των Αθηνών. Στις 25 Νοεμβρίου του 1942 οι αντάρτες ανατινάζουν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου.

Ποίημα Ελευθερία: ΒΡΟΝΤΑΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ


Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ' ’γραφα, σειέται η Στεργιά.
Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός! στον αγώνα
για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ' αρματολίκι,
τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή,
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι
στην εκδικήτρια μας αντρίκεια ορμή.

Ο Γοργοπόταμος στη Αλαμάνα
στέλνει περήφανο χαιρετισμό.
Μιας ανάστασης νέας χτυπά η καμπάνα,
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς Πατρίδα
και πανανθρώπινη τη Λευτεριά.

Αφηγήτρια 2 Κων/να: Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε γενναία και πέσατε ένδοξα. Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν, τέτοιους βγάζει το έθνος θα λένε και έτσι θαυμάσιος θα είναι ο έπαινός σας.

Τιμή και δόξα στους νεκρούς μας.

Τιμή και δόξα στους αγωνιστές της λευτεριάς.

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα:   Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί συμμαθητές και συμμαθήτριες..

Εμείς οι μαθητές , οφείλουμε να μελετούμε πάντα την ιστορία της πατρίδας μας, για να μαθαίνουμε τα μεγαλουργήματα του Ελληνισμού κάθε φορά που οι Έλληνες είναι ενωμένοι και στην ειρήνη και στον πόλεμο.

Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε άξιοι των μαχητών του ’40.

Να κάνουμε το παρελθόν της φυλής μας, παρόν και μέλλον και να στήσουμε μέσα στην καρδιά μας την Ελλάδα.

Αφηγήτρια 2 Κων/να: «Κι αν είν’ η Ελλάδα τόση δα,

στο χάρτη μια κουκκίδα,

είναι η ωραιότερη

στον κόσμο αυτόν πατρίδα.

 

Πάνω σ’ αυτήν τα μάτια τους

όλοι οι λαοί ακουμπούνε

και τους παλμούς της λευτεριάς

ακούνε να χτυπούνε.»

Τραγούδι: Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ! (Μ.Ρασούλης-Παπάζογλου)

Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στην Λευτεριά.
Εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
-σάμπως φταις και συ καημένη-
και στην Αθήνα μέσα ζει στην ξενιτιά.

Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω.
Αχ Ελλάδα θα στο πω πριν λαλήσει πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι.
M' εκβιάζεις μου κολλάς, σαν τον ξένο με πετάς,
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά
-Οδυσσέα γύρνα κοντά μου-
που τ' άγια χώματα της πόνος και χαρά.
Καθένας είναι ένας που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας που σας σεργιανά.

Αφηγήτρια 1 Δήμητρα:   Εθνικός Ύμνος (Λήξη Γιορτής)

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.

Απ' τα κοκάλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά

 

Αρχική