ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του χριστιανικού κόσμου. Σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι έλληνες, είναι η δεύτερη σημαντικότερη γιορτή μετά το Πάσχα. Πριν από τα Χριστούγεννα, από του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), αρχίζει η νηστεία της Σαρακοστής και η ψυχική προπαρασκευή για τη μεγάλη εορτή της γέννησης του Χριστού. Έτσι όλες οι οικογένειες το βράδυ του Αγίου Φιλίππου θ’ αποκρέψουν και θα ευχηθούν: «Καλή σαρακοστή να περάσουμε».
Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.). Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έφτιαχναν τις «κλούρες». Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού.
ΤΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ
Λίγες μέρες αφού έμπαινε ο Δεκέμβρης, τα αγόρια του χωριού ανέβαιναν σε υψώματα και όλα μαζί φώναζαν δυνατά πολλές φορές «κόλιαντα», για να ακουστούν σε όλο το χωριό. Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα, μέχρι την 23η Δεκεμβρίου. Ήταν μια προειδοποίηση πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κόλιαντα» στα σπίτια του χωριού. Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές. Στα χέρια τους κρατούσαν τις «τζιουμπανίκες», (γερά ξύλα που κατέληγαν σε στρογγυλό σκληρό εξόγκωμα). Σε όλα τα σπίτια τραγουδούσαν το:
Κόλιαντα μπάμπω μ’ κόλιαντα, κι εμένα μπάμπω μ’ κλούρα
Κι εμένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου
Κι αν δε μας δώσεις κόλιαντα δώσ’ μας ένα σιουτζιούκι
Να’ ναι τρανό, να’ ναι χοντρό, να’ ναι ζαχαρωμένο
Κι αν δεν έχεις κι σιουτζιούκι, δώσ’ μου τη θυγατέρα σ’
Να τη φιλώ, να την τσιμπώ να μι ζισταίν’ τα βράδια.
Σε μερικά σπίτια τους ζητούσαν να «σιουμπήσουν» (ανακατέψουν) τη φωτιά. Έμπαινε τότε μέσα ένα παιδί και με την «τσιουμπανίκα» του «σιουμπούσε» τη φωτιά λέγοντας: «Φέρνω αρνιά, φέρνω κατσίκια, φέρνω κι έναν γαμπρό» (ή ανάλογα με την περίσταση, ότι επιθυμούσαν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού).
Αφού τα παιδιά λέγανε τα «κόλιαντα» και «σιουμπούσαν» τη φωτιά, τους δίνανε τις «κλούρες». Αν κάποιος ήθελε να δώσει κάστανα, καρύδια ή αμύγδαλα, έλεγε στα παιδιά να «β’λιάξουν». Τότε τα παιδιά έπεφταν στα γόνατα και βέλαζαν ενώ η νοικοκυρά τους έριχνε τα αμύγδαλα, καρύδια ή κάστανα. Αυτό γινόταν γιατί πίστευαν πως έτσι τα πρόβατα και τα γίδια τους θα γεννούσαν περισσότερα αρνιά και κατσίκια.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Την ημέρα των Χριστουγέννων κανένας δε λείπει από την εκκλησία που είναι ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες μέσα στη νύχτα. Μετά τη λειτουργία, χαιρετά ο ένας τον άλλον και εύχεται «χρόνια πολλά».
Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο στις Αμυγδαλιές Γρεβενών την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν η «γουρνοχαρά». Δηλαδή το σφάξιμο των γουρουνιών. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στο χωριό μας, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή (Χρήστος, Χριστίνα, Μανώλης…), γιορτάζουν όχι στις 25, αλλά στις 26 Δεκεμβρίου. Γιατί η «γουρνοχαρά» για να ετοιμαστεί, θέλει πολύ δουλειά και δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές.
Η «γουρνοχαρά» είναι ένα από τα
σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Έτσι από παλιά όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.) Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά".Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό.
Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.
Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια.
Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια).
Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.
Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες».
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.
Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα.
Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι.
Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Στον τόπο μας την εποχή αυτή, αν δεν έχομε χιόνια πολλά, θα ‘χουμε κρύα τσουχτερά, δυνατά κρύα. Έτσι, κάθε χρόνο γιορτάζουμε την πρωτοχρονιά.
Οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη "βασιλόπιτα". «Ανοίγουνε φύλλο» και με έξη τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Ένα κλαδί ήταν το «κοτέτσι». Ένα άλλο ήταν ο «ζυγός». Ένα άλλο η «στρούγκα». Και φυσικά το «φλουρί».
Η βασιλόπιτα. Η «στρούγκα».
Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές. Όποιος στο κομμάτι του έβρισκε τη «στρούγκα», θα είχε για όλο το χρόνο την ευθύνη για τα γιδοπρόβατα. Όποιος έβρισκε το «ζυγό», θα είχε την ευθύνη των μεγάλων ζώων (άλογο, γάιδαρο και βόδια). Και αντίστοιχα όποιος έβρισκε το «κοτέτσι», θα είχε την ευθύνη για τις κότες. Ενώ αυτός που θα έβρισκε το «φλουρί», θα ήτανε ο τυχερός του σπιτιού και αυτός που για όλο το χρόνο θα είχε το ταμείο της οικογένειας.
Ρουγκουτσάρια.
Αυτού του εθίμου η αναβίωση γίνεται κάθε πρωτοχρονιά. Νωρίς το πρωί οι νέοι του χωριού ντύνονται τσολιάδες, εκτός από έναν που ντύνεται γυναίκα (νύφη), και έναν που φοράει τα κουδούνια και βάφεται μαύρος, ο Ρούνγκος ή Ρουνγκουτσάρης. Οι τσολιάδες κρατάνε στα χέρια τους μαχαίρια, ο Ρουνγκουτσάρης τη τσιουμπανίκα (ξύλο με χοντρή - στρογγυλή άκρη) και η νύφη ένα πορτοκάλι. (Παλιά που το χωριό είχε πολλούς νέους, ντύνονταν μόνο αυτοί οι νέοι που η «σειρά τους» θα πήγαινε στο στρατό).
Συγκεντρώνονται στο Κοινοτικό Κατάστημα νωρίς το πρωί. Δυο ή τρεις τσολιάδες πάνε στην εκκλησία. Ανάβουν κερί, προσκυνούν και μετά από λίγο αποχωρούν. Μόλις τελειώσει η λειτουργία ο κόσμος συγκεντρώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας και περιμένει τα ρουνγκουτσάρια που έρχονται τραγουδώντας το:
Φτάνοντας, κατευθύνονται προς το μέρος που βρίσκεται ο Πρόεδρος του χωριού και τραγουδάνε το:
Αφέντη μου πρωτότοκε και πρωτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μόν' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόστα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρων να πίν' ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Μετά αποχωρούν για να πάνε σ' όλα τα σπίτια του χωριού. Σε κάθε σπίτι του χωριού τραγουδούν και το ανάλογο τραγούδι.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (Ρουγκατσάρια)
Στον πρόεδρο του χωριού τραγουδούσανε:
Αφέντη μου πρωτότοκε και πρωτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μον' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόστα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
να τρων να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στον Παπά τραγουδάνε:
Κατ' από την κληματαριά κατ' από το άγιο κλήμα
εκεί κοιμάται ο Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια
κανένας δεν ετόλμησε να πάει να τον ξυπνήσει
μόν' η κυρά η Παναγιά πάει και τον ξυπνάει να
για σήκω πάνω Δέσποτα και μην βαρτοκοιμάσαι
Τα μοναστήρια σήμανα κι οι εκκλησιές διαβάζουν
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στους Βασίληδες τραγουδάνε:
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι πόθε κατεβαίνεις
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
Αν έρχεσ' απ' την ξενητιά πες μας ένα τραγούδι
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή και απόληκε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα και αργυρένια φύλλα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Όπου έχουν ξενιτεμένους τραγουδάνε:
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στο Γραμματέα και το Δάσκαλο τραγουδάνε:
και βάψανε τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα
σ’ εννιά ποτάμια τα 'πλεναν και βάψανε και
κείνα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα ανύπαντρα αγόρια τραγουδάνε:
Εκίνησε ο νιούτσικος να πάει να αρραβωνιάσει
Ουδέ τα ρούχα έπαιρνε ουδέ τον αρραβώνα.
Κι η μάνα του τον έλεγε κι η μάνα του τον λέει,
για γύρνα πίσω νιούτσικε για γύρνα παραπίσω,
για γύρνα πάρ’ τα ρούχα σου πάρε την αρραβώνα.
Εκεί π' θα πάω μάνα μου εκεί π' θ' αρραβωνιάσω
Ουδέ τα ρούχα μου ζητούν, ουδέ την αρραβώνα.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα ανύπαντρα κορίτσια τραγουδάνε:
Προξενητάδες κίνησαν 'πό μέσα από την πόλη
προξενετούσαν κι έλεγαν προξενετούν και λένε
το τίνος είναι η λυγερή που 'ρχεται απ' το πηγάδι
φοράει γκιορντάνια στο λαιμό κι ασήμια στο κεφάλι.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα νιόπαντρα και αρραβωνιασμένα τραγουδάνε:
στα γόνατα την έπαιζε στα μάτια την κοιτούσε
στα χείλη και στα μάγουλα γλυκά την εφιλούσε.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα μοναχοπαίδια τραγουδάνε:
Η μάνα που 'χει τον υγιό το μόνο κανακάρη
τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον καρτερεί με μια χρυσή
βεργούλα
παιδί μου πουν τα γράμματα πουν τα πινακίδια.
Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα
πέρα.
πέρα εκεί στις όμορφες πέρα στις μαυρομάτες.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στους τσοπάνηδες τραγουδάνε:
Εδώ σε τούτην την αυλή την μαρμαροστρωμένη
εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Βόσκατα …. βόσκατα καλά μεσαριασέτα
κάτω στους κάμπους μην τα πας στα πράσινα λιβάδια
γιατί έχει λησμοβότανο και λησμονούν τα αρνιά
τους.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στους πολύτεκνους τραγουδάνε:
Καλότυχος αφέντη μου με του υγιούς από 'χεις
ένας μαθαίνει γράμματα κι' άλλος μαθαίνει τέχνη
κι ο τρίτος ο μικρότερος μαθαίνει να λογιάζει,
φέρνει τα λάφια ζωντανά τ' αγρίμια σκοτωμένα.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στις αρραβωνιασμένες κοπέλες τραγουδάνε:
Εδώ σε τούτην την αυλή την μαρμαροστρωμένη
εδώ' χουν κόρη ανύπαντρη κόρη αρραβωνιασμένη
της τάξανε το Βασιλιά, της τάξανε το Ρήγα.
Δε θέλω εγώ το Βασιλιά δε θέλω εγώ το Ρήγα
μόν' θέλω εγώ το νιούτσικο τον καγκελοφρυδάτο
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Σ' όποιο σπίτι δεν τους άνοιγαν την πόρτα, τότε τραγουδάνε κοροϊδευτικά το τραγούδι:
Του κασιδιάρη τ' άλογο στη βατσινιά δεμένο
οι καραμούζες το τσιμπούν κι αυτό μόν' καμαρώνει,
αφέντη μου στην κάπα σου εννιά χιλιάδες ψείρες,
άλλες γενούν άλλες κλωσούν κι άλλες τ' αυγά μαζώνουν
κι άλλες το Θο παρακαλούν να μην τις ζεματίσουν.
Σε κάθε σπίτι οι πόρτες είναι ανοιχτές. Οι νοικοκυρές τους περιμένουν με μεζέδες, γλυκά, πορτοκάλια, και μανταρίνια. Το απομεσήμερο αφού γυρίσουν όλα τα σπίτια του χωριού και τα μαγαζιά, τότε πάνε στην πλατεία του χωριού για να χορέψουν. Πρώτος χορεύει ο Ρουνγκουτσάρης, ενώ όλοι μαζί τραγουδούν το τσάμικο τραγούδι:
Παιδιά μ' σαν θέλ’τε λεβεντιά και Κλέφτες να
γενείτε
εμένα να ρωτήσετε, πως τα περνούν οι κλέφτες.
Δώδεκα χρόνια έκανα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί δεν έφαγα, σε στρώμα δεν κοιμήθ’κα
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
το έρημο ντουφέκι μου σαν μάν’ αγκαλιασμένο.
Πριν τελειώσει το χορό ο Ρουνγκουτσάρης, πετάει ψηλά την τζουμπανίκα και οι χωριανοί προσπαθούν να την πιάσουν. Όποιος την πιάσει θεωρείται τυχερός και την κρατάει για όλο το χρόνο. Στη συνέχεια χορεύει η «νύφη», ενώ όλοι μαζί τραγουδούν:
Προς το τέλος του χορού η «νύφη» πετάει το πορτοκάλι που έχει στο χέρι. Όποιος το πιάσει πάλι, θεωρείται τυχερός. Στη συνέχεια χορεύουν με τη σειρά όλοι οι τσολιάδες διάφορα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια, («σαράντα παλικάρια», «Στης Πάργας τον ανήφορο», «δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ» κλπ.)
Πριν από χρόνια ο κόσμος κερνούσε τα Ρουγκουτσάρια τρόφιμα (κρέας, φρούτα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα κλπ) και αργότερα χρήματα που χρησιμοποιούσαν για κοινωφελείς σκοπούς. Σήμερα το έθιμο αυτό το αναβιώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού και επειδή οι νέοι είναι λίγοι συμμετέχουν σ' αυτό διαφορετικές ηλικίες. Τα τελευταία δε χρόνια ο Πολιτιστικός Σύλλογος αναβιώνει το έθιμο και στην πόλη των Γρεβενών την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Οι ρίζες των «ρουνγκουτσαριών» κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Την εποχή αυτή γιορτάζονταν από τους αρχαίους Έλληνες τα «μικρά Διονύσια» ή «Διονύσια των αγρών». Τον ισχυρισμό αυτό ενισχύουν εκτός των άλλων τα κουδούνια του «Ρουνγκουτσάρη» και το σχήμα της τζιουμπανίκας που θυμίζει φαλλό. Στην πορεία βέβαια μετεξελίχτηκαν, παίρνοντας στοιχεία του αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών, στοιχεία που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η λέξη «ρουνγκουτσάρια» προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα ή από το λατινικό «ρονγκ», που σημαίνει «ζητώ» ή από το σλάβικο «ρόνγκο» που σημαίνει «κέρατο».
Ενώ σύμφωνα με μια προφορική παράδοση το έθιμο αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κάθε πρωτοχρονιά οι Τούρκοι επέτρεπαν ( έδιναν κάτι σαν αμνηστία) στους κλέφτες να κατεβαίνουν στα χωριά τους (γι’ αυτό και οι τσολιάδες κρατούν μαχαίρια παρατεταμένα και απειλητικά). Βλέπανε τους δικούς τους τρώγανε, πίνανε, γλεντούσαν παίρνανε τρόφιμα και μπορεί και κάποιος από αυτούς να παντρεύονταν κιόλας (αυτό συμβολίζει η «νύφη»). Ο Ρουνγκουτσάρης συμβολίζει τον Τούρκο - τον αράπη (γι’ αυτό και βάφεται μαύρος) που τον κοροϊδεύουν κρεμώντας του κουδούνια.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το έθιμο αυτό το συναντά κανείς σχεδόν σε όλη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, με μικρές παραλλαγές του ονόματος, σχεδόν πουθενά δεν είναι ακριβώς το ίδιο.