Αργύριος Γ. Καραλιόλιος
ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ (ΠΙΚΡΙΒΕΝΙΤΣΑ)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πριν από δεκαπέντε χρόνια περίπου άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με την καταγραφή της ιστορίας του χωριού μου, γιατί πίστευα και πιστεύω πως:
1. Πραγματικός πατριώτης είναι αυτός που αγαπά πρώτα απ’ όλα τον τόπο (χωριό ή πόλη) που γεννήθηκε και μεγάλωσε αυτός και οι πρόγονοί του.
2. Όταν γνωρίζουμε από πού ξεκινήσαμε και πού βρισκόμαστε, μόνο τότε είμαστε σίγουροι για το πού πάμε.
3. Έχω την εντύπωση πως όλοι εμείς οι εκπαιδευτικοί, αν θέλουμε πραγματικά οι προσπάθειές μας στο σχολειό να έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα, τότε είναι ανάγκη να ηγηθούμε μιας προσπάθειας για το ανέβασμα του πολιτιστικού επιπέδου της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.
4. Επίσης από την πείρα μου σαν εκπαιδευτικός, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είναι πολύ σημαντικό, παιδαγωγικά ορθότερο και αποτελεσματικότερο οι μαθητές και γενικά οι νέοι να διδάσκονται πρώτα απ’ όλα την ιστορία του τόπου που γεννήθηκαν και ζούνε, γι’ αυτό και αποφάσισα να πάρω αυτήν την πρωτοβουλία για την καταγραφή της ιστορίας του χωριού μου.
Οι δυσκολίες σ’ αυτήν την προσπάθεια ήταν πάρα πολλές. Η πιο μεγάλη ήταν η έλλειψη γραπτών πηγών. Σχεδόν κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ασχοληθεί με την καταγραφή της ιστορίας του χωριού μου. Υπήρχε μια πληροφορία πως ο Τούλιας Γεώργιος, καθηγητής θεολόγος, είχε γράψει κάτι σχετικό, αλλά παρ’ όλες τις προσπάθειές μου δεν βρήκα τίποτα σχετικό. Επίσης λίγα πράγματα είχε γράψει και ο Αθανάσιος Δόγκας, τα οποία βρήκα και αξιοποίησα. Και αυτή η δυσκολία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη γιατί πάρα πολλά έγγραφα ή άλλα γραπτά μνημεία καταστράφηκαν, το 1944 από τους Γερμανούς που κάψανε το Κοινοτικό Κατάστημα, το Σχολείο και σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού και κατά την καταστροφή από πυρκαγιά του ναού του Αγίου Δημητρίου το 1936 (από ατύχημα).
Έτσι λοιπόν έπρεπε, και έτσι έκανα, να προσπαθήσω να βρω γραπτά μνημεία ή άλλα στοιχεία σε βιβλιοθήκες ή αρχεία άλλων γειτονικών χωριών ή πόλεων. Δυστυχώς όμως και αυτή η προσπάθεια δεν απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα, γιατί και η ευρύτερη περιοχή του Νομού Γρεβενών από ιστορικές πηγές και έρευνες είναι από τις φτωχότερες στο πανελλήνιο. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αναφέρει ο Ταλιαδούρης στο βιβλίο του που ασχολείται με τα Γρεβενά. «Ο ερευνητής της ιστορίας των Γρεβενών μοιάζει με εκείνον που αγωνίζεται να βρει ψήγματα χρυσού σε ρέμα ποταμού…»
Το δεύτερο που έκανα ήταν να συγκεντρώσω στοιχεία από προσωπικές μαρτυρίες, παραδόσεις, θρύλους, αφηγήσεις κάποιων περιστατικών, όπως επίσης και κάποια τραγούδια, έθιμα κλπ. Παρ’ όλη την καχυποψία και τον φόβο των αφηγητών (μερικοί ζήτησαν να μην αναφέρω το όνομά τους), κατάφερα να συγκεντρώσω αρκετά τέτοια στοιχεία. Αυτός όμως ο τρόπος ενέχει τον κίνδυνο της αλλοίωσης και λόγω του χρόνου και λόγω της προσθήκης προσωπικών ή υποκειμενικών αντιλήψεων και στοιχείων. Γι’ αυτό τα στοιχεία αυτά χρειάζονται διασταύρωση και επιβεβαίωση. Σ’ αυτό βοήθησε τα μέγιστα, η συζήτηση – διάλεξη που οργάνωσε το 1997 ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού, του οποίου έχω την τιμή να είμαι πρόεδρος από το 1999, με θέμα την ιστορία του χωριού. Εκεί είχαν την ευκαιρία οι γεροντότεροι να καταθέσουν και να επιβεβαιώσουν κάποιες πληροφορίες, και οι νεότεροι να μάθουν για την ιστορία του χωριού τους.
Τελειώνοντας αυτή την εισαγωγή θέλω να σημειώσω πως παρ’ όλη την προσπάθεια όλων αυτών των χρόνων, αισθάνομαι πως σίγουρα θα υπάρχουν κενά, ελλείψεις και αδύνατα σημεία σ’ αυτή μου την εργασία. Κενά και ελλείψεις όμως που μπορούν να συμπληρωθούν στο μέλλον ή από εμένα ή από οποιονδήποτε άλλον θελήσει να ασχοληθεί. Τουλάχιστον ο επόμενος δε θα ξεκινήσει από το μηδέν. Μ’ αυτό τον τρόπο συμβάλω κι εγώ στην προσπάθεια να καταγραφεί η ιστορία του χωριού μου, των Γρεβενών και ευρύτερα της Δυτικής Μακεδονίας.
ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΒΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Το χωριό Αμυγδαλιές είναι χτισμένο στις πλαγιές μιας λοφοσειράς σε υψόμετρο 850 μέτρων περίπου, 12 χιλ. βορειοδυτικά της πόλης των Γρεβενών.
Το φυσικό περιβάλλον της περιοχής γύρω απ’ το χωριό χαρακτηρίζεται
από τα παρακάτω στοιχεία που ενδεχόμενα επέδρασαν στην όλη εξέλιξη στην περιοχή.
Το κύριο χαρακτηριστικό του τοπίου είναι οι πολλοί λόφοι. Ο Κουτσόραχος με 992 μέτρα υψόμετρο είναι το ψηλότερο σημείο του χωριού και δεσπόζει επιβλητικός στην γύρο περιοχή. Μπορεί κανείς από την κορυφή του Κουτσόραχου να βλέπει ανατολικά ως τον Όλυμπο, δυτικά ως τον Πεντάλοφο, βόρεια ως το Βίτσι και νότια μέχρι την Πίνδο.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους λόφους είναι καλυμμένοι από μικρά και μεγάλα δάση βελανιδιάς. Ειδικά προς τα δυτικά όπου βρίσκεται το μεγάλο δάσος του Παληογλά. Παλαιότερα βέβαια υπήρχαν πολύ περισσότερα δάση βελανιδιάς. Η μοίρα όμως μερικές φορές είναι αδυσώπητη. Έτσι, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια πολλοί κάτοικοι του χωριού επιδοτούνται από διάφορα προγράμματα της Ε. Ε. να ξαναφυτέψουν δέντρα στα χωράφια που οι πρόγονοί τους «ξεχέρσωσαν», μόνο που τα δέντρα αυτά που φυτεύουν τώρα δεν είναι βελανιδιές αλλά πεύκα ακακίες, καρυδιές κλπ.
Εκτός της ανατολικής πλευράς, όλες οι υπόλοιπες εκτάσεις γύρω από το χωριό ήταν καλυμμένες με δάση βελανιδιάς. Οι ανάγκες όμως για δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων και η ανεξέλεγκτη υλοτομία (για καυσόξυλα και κτίσιμο σπιτιών) ήταν οι κύριες αιτίες της μείωσης των δασωμένων εκτάσεων. Ο Τσέρος, το γημεράδι, το φαρδοκλάδι είναι τα τρία είδη βελανιδιάς που υπάρχουν στην περιοχή. Ειδικά το γημεράδι είναι αιωνόβιο, γίνεται τεραστίων διαστάσεων και σημαδεύει μια περιοχή, γιατί φαίνεται από πολλά χιλιόμετρα μακριά. Τέτοια δέντρα υπάρχουν και σήμερα στον Άγιο Αθανάσιο, στην Αγία Βαρβάρα, στην Παναγιά, στην Αγία Παρασκευή, στον Απόστολο και σε άλλα υψώματα, καθώς και λίγα σε καλλιεργήσιμα χωράφια. Εξυπηρετούσαν τοπογραφικά τους βοσκούς για να βλέπουν από μακριά τους δρόμους των κοπαδιών, παρείχαν άφθονο βαλάνι, τροφή των ζώων το φθινόπωρο και το χειμώνα παλιότερα. Το γημεράδι το χρησιμοποιούσαν συνήθως για το υλικό οικοδομών (γριντιές, «ζωνάρια», παλούκια κλπ.) στις κατασκευές σπιτιών, αχυρώνων μαντριών κλπ.
Προς τα ανατολικά, μέσα και λίγο έξω από το χωριό, υπήρχε ένα άλλο δάσος από αμυγδαλιές, οι οποίες βέβαια δεν ήταν ίδια ποικιλία με τις σημερινές, εκείνες ήταν πολύ ψηλές και με χοντρό κορμό. Γράφει ο Χρήστος Ενισλείδης που επισκέφτηκε το χωριό το 1930: «Γύρω-γύρω έχει αμπέλια και οπωροφόρα δέντρα μεταξύ των οποίων προεξάρχει η αμυγδαλιά. Εντεύθεν και το νεώτερόν της επωνύμιον Αμυγδαλαία, Αμυγδαλιές».
Σήμερα θα ‘λεγα τη θέση των αμυγδαλιών την έχει πάρει ένα άλλο οπωροφόρο δέντρο, η κερασιά. Οι πρώτες εμβολιασμένες κερασιές φυτεύτηκαν στο χωριό πριν περίπου 40 χρόνια. Τα τελευταία όμως είκοσι πέντε περίπου χρόνια, εξ αιτίας κάποιων πριμοδοτήσεων της Ε.Ο.Κ., οι χωριανοί άρχισαν μαζικό φύτεμα κερασιών. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ η Διεύθυνση Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχίας Γρεβενών και ειδικά ο γεωπόνος της κ. Τζήμος Δημήτριος.
Έτσι σήμερα υπολογίζεται πως έχουν φυτευτεί περίπου 15.000 κερασιές, άλλες πρώιμες και άλλες όψιμες. Υπάρχουν επίσης πολλά αμπέλια, (σχεδόν όλοι οι χωριανοί έχουν 1 ή 2 περίπου στρέμματα), περιβόλια με καρυδιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα, όπως αχλαδιές, μηλιές, κορομηλιές, βερικοκιές, συκιές, μουριές, κυδωνιές, φουντουκιές, κ.ά.
Στο χωριό μας είναι φυτεμένες οι παρακάτω ποικιλίες κερασιών:
Ναπολεόν: Είναι το ξανθοκόκκινο τραγανό, σκληρό και ανθεκτικό κεράσι, πολύ νόστιμο και γλυκό στη γεύση, ειδικά όταν είναι πολύ ώριμο (επικονιαστής στο Τραγανό). 500 δέντρα.
Πικαρό Μπουρλά: Πρώιμη ποικιλία . Ωριμάζει από 10 – 25 Μαΐου. Είναι πολύ γλυκό και νόστιμο κεράσι. 6.000 δέντρα.
Τραγανό: Είναι όψιμη ποικιλία. Ωριμάζει τον Ιούνιο και είναι ίσως το πιο νόστιμο κεράσι. 4.000 δέντρα.
Πικαρό Βαν: Ωριμάζει στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ πρώιμης και όψιμης παραγωγής. (επικονιαστής στο Πικαρό Μπουρλά)1.000 δέντρα.
Χάρτι Τζαν: Είναι όψιμη ποικιλία. (επικονιαστής στο Πικαρό Μπουρλά) 500 δέντρα.
Μπακιρτσέικα: Η ποικιλία αυτή φυτεύτηκε πρόσφατα.(500 δέντρα)
Βασιλειάδη: Κι αυτή η ποικιλία φυτεύτηκε πρόσφατα.(500 δέντρα)
Φερουβία: Κι αυτή η ποικιλία φυτεύτηκα πρόσφατα. .(500 δέντρα)
Σύνολο περίπου 13.500 δέντρα ή 500 στρέμματα περίποου. Η παραγωγή όταν η χρονιά είναι καλή μπορεί να φτάσει και τους 500 τόνους κεράσια.
Πριν λίγες δεκαετίες όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού ήταν γεωργοί. Φυσικά μπορεί να ασκούσαν και άλλο επάγγελμα, αλλά σχεδόν όλοι τους καλλιεργούσαν και λίγα στρέμματα χωράφια. Η καλλιέργεια των χωραφιών γινόταν με τα ζώα το όργωμα (βόδια, άλογα, μουλάρια) και με τα χέρια η σπορά και ο θέρος. Το όργωμα γινόταν με τα βόδια ή με τα άλογα και το ξύλινο αλέτρι (ξυλάλετρο). Η σπορά γινόταν με τα χέρια. Γέμιζαν τον τορβά (τσαντίλα) με σπόρο και το ‘ριχναν στο χωράφι με το χέρι. Το ίδιο γινόταν και με το λίπασμα τα τελευταία χρόνια (παλιότερα δεν υπήρχε λίπασμα). Μετά ακολουθούσε το σβάρνισμα πάλι με τα ζώα. Ο θέρος το μήνα Ιούλιο συνήθως, γινόταν πάλι με τα χέρια. Το δρεπάνι και η παλαμαριά (ξύλινο «γάντι» που το φορούσαν στο χέρι) ήταν τα βασικά εργαλεία του θέρου. Με το χερόβολο (γινόταν από βρίζα) δένονταν τα δεμάτια για να μεταφερθούν στα αλώνια. Αλώνια στο χωριό υπήρχαν πολλά.
Στη μέση ο στέντζερος, όπου δένανε τα ζώα (γαϊδούρια ή άλογα) για να αλωνίσουν το γέννημα. Ακολουθούσε το λίχνισμα (όταν φυσούσε αέρας) και μετά το δερμόνισμα (σε μεγάλο κόσκινο) για να φυλαχτεί τελικά η παραγωγή στα ξύλινα αμπάρια που είχαν όλα τα σπίτια.
Στη δεκαετία 1960 -1970 το αλώνισμα γινόταν από την «πατόζα». Οι χωριανοί συγκέντρωναν τα γεννήματα στο Παλιοκλήσι στην Αγία Βαρβάρα, στους Αγίους Αναργύρους και αλλού και εκεί πήγαινε η «πατόζα» για να τα αλωνίσει. Όταν έφευγε άφηνε πίσω της μικρούς λόφους από άχυρο όπου παίζανε τα παιδιά του χωριού.
Σιτάρι, κριθάρι, ταΐ (βρώμη), σίκαλη, βρίζα, ρόβ’, ρεβίθι, καλαμπόκι, καραμποτσάκι, καλλιεργούσαν οι πρόγονοί μας και βέβαια η σοδειά ήταν πάντα πολύ μικρή.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τόπου είναι οι πολλές πηγές και πολλά μικρά και μεγάλα ρέματα.
Τριάντα έξι πηγές το λιγότερο υπάρχουν στο χωριό και στις δεκαπέντε απ’ αυτές έχουν χτιστεί βρύσες. Οι πολλές βρύσες και τα πολλά ρέματα, όπως ο Πράσινος, η Βίγλα, του Πανάρ ο Λάκκος που το χειμώνα έχουν πολύ νερό, ενώ το καλοκαίρι σχεδόν στερεύουν, έπαιξαν σίγουρα σημαντικό ρόλο στο οικοσύστημα της περιοχής.
Το κλίμα είναι ηπειρωτικό, δηλαδή πολύ ψυχροί χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια. Το χειμώνα πέφτουν πολλές βροχές και πολλά χιόνια που το ύψος τους φτάνει και το ένα μέτρο πολλές φορές, ενώ η θερμοκρασία πέφτει πολλές φορές κάτω από το μηδέν. Το καλοκαίρι όμως δεν βρέχει σχεδόν καθόλου, υπάρχει ξηρασία. Οι μεγαλύτεροι λένε πως παλαιότερα έπεφτε πολύ περισσότερο χιόνι που το ύψος του έφτανε μέχρι και τα δύο μέτρα. Αυτό ήταν που ανάγκαζε τους βοσκούς τους χειμώνες να φεύγουν για να πάνε στα χειμαδιά. Συνήθως πήγαιναν στη Χαλκιδική. Αργότερα αυτό σταμάτησε, αλλά οι βοσκοί (ή όσοι είχαν πρόβατα) αναγκάζονταν να συγκεντρώνουν το καλοκαίρι την τροφή των ζώων για το χειμώνα. Έτσι λοιπόν θα αρχίσουν να μαζεύουν κλαδιά βελανιδιάς σε «γκουγκούμια» (αυτά γίνονταν στα δάση) ή σε «κλαδαριές» δίπλα στα σπίτια τους (βλέπε την παρακάτω φωτογραφία), που μαζί με το ξερό τριφύλλι που μάζευαν την άνοιξη και το καλοκαίρι και το κριθάρι αποτελούσαν τη χειμωνιάτικη τροφή των γιδοπροβάτων, που λόγω του καιρού ήταν συνέχεια κλεισμένα μέσα (παλιότερα μάζευαν και βελανίδια).
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΡΩΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ - ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Οι Αμυγδαλιές είναι κτισμένες στην περιοχή της αρχαίας Ελιμείας (ή της Τυμφαίας σύμφωνα με τα συμπεράσματα από τις ανασκαφές της κ. Δρούγου στο «Καστρί» Πολυνερίου). Η ευρύτερη περιοχή έχει κατοικηθεί από την αρχαιότητα, το μαρτυρούν αυτό τα πολλά αρχαία ευρήματα. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς το πότε κατοικήθηκε για πρώτη φορά η περιοχή. Σίγουρα όμως στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου η περιοχή ήταν κατοικημένη από Μακεδόνες στην καταγωγή κατοίκους. Για την προστασία αυτών των κατοίκων αλλά και του κράτους των Μακεδόνων ο Μέγας Αλέξανδρος έχτισε βορειοδυτικά του χωριού Δασάκι (Παλιοκόπρα) και σε απόσταση 5 χιλ. περίπου από τις Αμυγδαλιές το κάστρο του Παληογλά, το ένα από τα τέσσερα τέτοια κάστρα που υπήρχαν στο Νόμο Γρεβενών. Ήταν ένα μεγάλο κάστρο (τα ερείπιά του φαίνονται ακόμα) μέσα στο οποίο κλείνονταν οι κάτοικοι μαζί με το στρατό για να προφυλαχτούν από τις επιθέσεις των εχθρών. Μάλιστα υπήρχαν και υπόγειες σήραγγες που οδηγούσαν πολλές δεκάδες μέτρα μακριά σε κάποιο ρέμα, σαν έξοδοι διαφυγής ή για προμήθεια νερού ή για αιφνιδιασμό του εχθρού, όταν το κάστρο ήταν πολιορκημένο.
Στο παρελθόν υπήρχαν στην περιοχή διάσπαρτοι πολλοί οικισμοί οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους ή καταστράφηκαν. Οι περισσότεροι οικισμοί απ’ αυτούς το πιθανότερο είναι να καταστράφηκαν διαδοχικά από επιθέσεις εχθρών, Ρωμαίων, Σλάβων ή Τουρκαλβανών, οι κάτοικοι τους όμως δεν απομακρύνονταν από την περιοχή. Κρύβονταν στα δάση κατά τη διάρκεια της επιδρομής ή στο Κάστρο του Παληογλά και όταν ο εχθρός αποσυρόταν έβγαιναν και με τις πέτρες των κατεστραμμένων σπιτιών τους ξανάχτιζαν τον οικισμό σε διαφορετικό χώρο.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν στοιχεία για ερχομό αποίκων στην περιοχή. Μόνο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα στα χρόνια του Αλή Πασά ήρθαν στο χωριό κάποιες οικογένειες από την ήπειρο, Καστοριά και Στερεά Ελλάδα. Ήταν όμως όλοι τους Έλληνες.
Από το Πριμέτι της βορείου Ηπείρου ήρθαν οι οικογένειες : Λιάμπα (Τσίγκα) και Οικονόμου. (Μαρτυρία Βασίλειου Βακουφτσή). Ο Λιάμπας Η. Θωμάς όμως υποστηρίζει ότι η οικογένεια Λιάμπα (Τσίγκα), ήρθε από το Σούλι ή από το Μέτσοβο.
Από την Ήπειρο πιθανόν να ήρθαν οι οικογένειες Λιάκα και Βάγια.
Από τα Κιούρκα της Αττικής η οικογένεια Κιούρκα (Τσιφτσής). (Τσιφτσής = εργάτης στα κτήματα του Αλή Πασά).
Από το Παλιοκριμίνι της Καστοριάς η οικογένεια Σκέντου.
Από τον Έλατο Γρεβενών η οικογένεια Δροβατζήκα. (Παλιότερα λεγόταν και γραφόταν Ντοβρατζήκα, ο Τζήκας από τη Ντόβραν, παλιό όνομα του χωριού Έλατος).
Από τα Κριθαράκια Γρεβενών η οικογένεια Κριθαριώτη.
Τα αίτια και ο χρόνος της ίδρυσης του χωριού στη σημερινή θέση είναι αδιευκρίνιστα. Το πιθανότερο είναι να οδηγήθηκαν σ’ αυτή τη θέση εξ αιτίας των συνεχών – διαδοχικών καταστροφών των προηγούμενων οικισμών που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή. Οι κάτοικοι αυτών των κατεστραμμένων οικισμών, δεν απομακρύνονταν πολύ από τον κατεστραμμένο οικισμό, για να έχουν κοντά τις πρώτες ύλες (από τα ερείπια του προηγούμενου οικισμού) και έτσι κάπου εκεί κοντά έχτιζαν τα σπίτια τους, δηλαδή το νέο χωριό. Επίσης σημαντικό ρόλο στην επιλογή της θέσης, σίγουρα έπαιξαν οι πολλές πηγές και ρέματα, που εξασφάλιζαν το νερό για τους ίδιους και τα ζώα τους, η πλούσια βλάστηση της περιοχής, κυρίως σε βελανιδιές και κέδρους, που εξασφάλιζαν τροφή για τα γιδοπρόβατα, ξύλα για το χειμώνα και οικοδομικά υλικά (γριντιές, πόρτες, παράθυρα, έπιπλα κλπ). Και τέλος ένας πολύ σημαντικός λόγος είναι η ασφάλεια που εξασφάλιζε από επιδρομές των Τουρκαλβανών. (Όπως γράφει ο Φραγκίσκος Μπουκεβίλ «… οι χωριανοί συνηθίζουν να χτίζουν τα σπίτια τους απάνω σε ψηλώματα, κοντά σε πηγές και πρώτ’ απ’ όλα μακριά από τους πολυσύχναστους δρόμους που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή στην επίσκεψη Τούρκων που είναι πάντοτε δυσάρεστη»).
Το παλιό όνομα του χωριού ήταν Πικριβενίτσα ή Πικροβενίτσα ή Πεκρεβενίτσα ή Πικρεβενίτσα ή Πικριβηνίτσα με πιθανότερη την πρώτη εκδοχή, δηλαδή Πικριβενίτσα. (Ο Σπύρος Αραβαντινός στο βιβλίο του για τον Αλή Πασά και στον κατάλογο των τσιφλικιών του το αναφέρει σαν Πικροβένιτζα).
Το πότε δόθηκε το όνομα αυτό στο χωριό είναι άγνωστο. Ο δάσκαλος Δημήτρης Γκαραβέλης γράφει στην εφημερίδα «Εθνική Αντίσταση» το Μάρτιο του 1983, πως το όνομα Πικρεβενίτσα δόθηκε το 1479, αλλά μάλλον πρόκειται για λάθος (ίσως τυπογραφικό) γιατί παρακάτω αναφέρει πως η ονομασία δόθηκε στα χρόνια του Αλή Πασά, δηλαδή περίπου το 1800 (ίσως το 1479 να ήταν 1794). Οι εκδοχές για το πώς δόθηκε το όνομα Πικριβενίτσα στο χωριό είναι τρεις:
1) Η πρώτη εκδοχή και η πιο αξιόπιστη είναι αυτή που λέει πως ήταν κάποτε (άγνωστο πότε) μια καπετάνισσα Νίτσα που είχε δυο γιους κλέφτες που πολεμούσαν τους Τούρκους. Σε κάποια μάχη σκοτώθηκαν και οι δυο γιοι της Νίτσας. Όταν οι υπόλοιποι συμπολεμιστές γύρισαν στο χωριό η Νίτσα τους ρώτησε που είναι οι γιοι της και τότε αυτοί της είπαν: « Πικρά χαμπέρια Νίτσα» και απ’ αυτά τα λόγια ονομάστηκε το χωριό Πικριβενίτσα.
Μια παραλλαγή αυτής της εκδοχής, αλλά με πολλές αντιφάσεις και ανακρίβειες, γράφει ο Δ. Γκαραβέλης στην εφημερίδα «Εθνική Αντίσταση».
Γράφει, ο Δ. Γκαραβέλης, πως το όνομα Πικρεβενίτσα δόθηκε στο χωριό το 1479 (1794;) από το όνομα της όμορφης και περήφανης καπετάνισσας Νίτσας, που ήταν γυναίκα του καπετάν Βασιλάκη, συνεργάτη του Αντώνη Κατσαντώνη της Ηπείρου, που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Ο Αλή Πασάς δεν μπορούσε να «χωνέψει» πως η Πικριβενίτσα ήταν ανεξάρτητη από την κηδεμονία του και έστειλε ισχυρά αποσπάσματα Τουρκαλβανών για να εξοντώσουν τον καπετάν Βασιλάκη και τα παλικάρια του.
Πραγματικά τους στήσανε ενέδρα σε μια τοποθεσία κοντά στα σύνορα με το Ελεύθερο, σκότωσαν πολλούς από τους άντρες του Καπετάν-Βασιλάκη και τον ίδιο. Η τοποθεσία αυτή ακόμα και σήμερα λέγεται «Βίγλα» ή «Βασιλάκη». Την ίδια εποχή οι Τούρκοι συλλαμβάνουν τη γυναίκα του Κατσαντώνη και τον ανιψιό του καθώς και τη Νίτσα, γυναίκα του καπετάν-Βασιλάκη. Τη Νίτσα τη δέσανε στην τοποθεσία «Μεσοχώρι» όπου τη βασανίσανε για αρκετές μέρες για να υποκύψει, ενώ δεν της δίνανε νερό.
Η Νίτσα όχι μόνο δεν υπέκυψε αλλά έφτυσε κατάμουτρα τον Αλή Πασά και οι Τουρκαλβανοί την εκτέλεσαν αμέσως. Προς τιμήν της οι χωριανοί φτιάξανε μια βρύση στον τόπο της εκτέλεσης και ονόμασαν το χωριό Πικριβενίτσα.
Όπως όμως έγραψα και προηγούμενα, αυτά που υποστηρίζει ο Δ. Γκαραβέλης έχουν πολλές ανακρίβειες και αντιφάσεις. Η πρώτη ανακρίβεια είναι η χρονολογία (1479). Πώς είναι δυνατόν να θυμάται κάποιος αυτή τη χρονολογία; Αλλά και το σημαντικότερο είναι πως όλα τα άλλα που αναφέρει περί Αλή Πασά θα συνέβαιναν πάνω από 300 χρόνια αργότερα. (Εκτός και αν βέβαια το 1479 είναι τυπογραφικό λάθος και το σωστό είναι 1794).
Επίσης πρέπει να παραθέσω και την προφορική μαρτυρία του κ. Βασιλείου Βακουφτσή που υποστηρίζει ακόμα πως ο καπετάν-Βασιλάκης καταγόταν από τους Μαυραναίους Γρεβενών. Ήταν άγαμος και έζησε πολύ αργότερα από τη Νίτσα.
2) Η δεύτερη εκδοχή είναι αυτή του κ. Αθανασίου Δόγκα που λέει πως το χωριό παλιά λεγόταν Βηνίτσα. Κάποτε όμως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι κλέφτες σκότωσαν τον γιο του Μπέη του χωριού. Μετά απ’ αυτό ο Μπέης μαζί με τη γυναίκα του εγκατέλειψαν το χωριό και για να εκδικηθούν τους χωριανούς ζήτησαν από τους Τούρκους να το λένε στο εξής Πικριβηνίτσα.
3) Και η Τρίτη εκδοχή είναι αυτή που αναφέρει ο κ. Χρήστος Ενισλείδης στο βιβλίο του «Η Πίνδος και τα χωριά της». Υποστηρίζει ο κ. Ενισλείδης πως το όνομα Πικριβενίτσα προέρχεται από τις λέξεις Πικρ = πολύς και Εβέν = ανήφορος, δηλαδή πολύς ανήφορος. Επειδή η διαδρομή από τα Γρεβενά μέχρι το χωριό είναι μια μεγάλη ανηφόρα.
Υπάρχουν και μερικές άλλες παραλλαγές της εκδοχής της Νίτσας, αλλά δεν τις θεωρώ τόσο αξιόπιστες. Η προσωπική μου γνώμη είναι πως η πρώτη εκδοχή είναι η πιο αξιόπιστη και αυτή είναι η πιο πλατιά αποδεκτή. Αυτή δηλαδή που λέει πως από τα «πικρά χαμπέρια» για το θάνατο των δυο γιων της Νίτσας, πήρε το όνομα Πικριβενίτσα το χωριό.
Η ευρύτερη περιοχή είχε κατοικηθεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Αυτό μαρτυρούν τα αρχαία ευρήματα, οι παραδόσεις και μύθοι, το γλωσσικό ιδίωμα, τα τοπωνύμια κλπ.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσω πως σε αρκετές περιοχές στα όρια του χωριού, τουλάχιστον έξι, υπάρχουν σημάδια που μαρτυρούν πωs εκεί στο παρελθόν υπήρχε κάποιος οικισμός. Αυτές οι περιοχές είναι: Αγία Μαρίνα (Παλιοκκλήσι), Τσιούκα Λάζαρη και Άγιος Αθανάσιος, Τσαρκοβίτσα, Κερασιά, Γαύρος, Λεφτοκαριά, Παλιόσπιτα (Μεσοχώρι).
Το γεγονός αυτό σημαίνει πως ή υπήρχαν πολλοί οικισμοί ταυτόχρονα κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με πιο παλιό αυτόν της Αγίας Μαρίνας, οι οποίοι καταστράφηκαν στον ίδιο χρόνο περίπου τον 14ο αιώνα, τότε που ο Βαγιαζίτ Ιλντερίμ ή Κεραυνός κατέστρεψε και την Ανασέλιτσα (Νεάπολη), ή αργότερα από τον Μουράτ το Β΄ (Φραγκίσκος Μπουκεβίλ «Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία»), στα πλαίσια μιας γενικότερης εκκαθάρισης της περιοχής από το χριστιανικό πληθυσμό. Το πιο πιθανό είναι οι οικισμοί της Αγίας Μαρίνας και της Τσιούκας Λάζαρη να καταστράφηκαν κατά τον 14ο ή 15ο αιώνα γιατί δεν αναφέρονται στους κώδικες της Μονής της Ζάβορδας (1692), ενώ οι άλλοι οικισμοί αναφέρονται.
Είναι ο αρχαιότερος οικισμός της περιοχής. Η τοποθεσία βρίσκεται γύρω στα 500 μέτρα Νότια του χωριού. Στα ριζά του υψώματος της Αγίας Μαρίνας σώζονται πέτρινα θεμέλια από ορθογώνιο κτίριο (διαστάσεων 6μ. Χ 10μ.). Στη θέση αυτή (όπως γράφει ο Δ. Σαμσάρης «Ιστορική γεωγραφία της Ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας») υπήρχε αρχαίος ναός της Αφροδίτης, που στη θέση του χτίστηκε ο ναός της Αγίας Μαρίνας. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει επειδή το 1928 μέχρι το 1935 περίπου, σε ανασκαφές που έγιναν από το δάσκαλο Ιωάννη Πολίτη και τον καθηγητή Γεώργιο Τούλια, βρέθηκε κορμός αγάλματος (Ρωμαϊκών χρόνων) της Αφροδίτης, κιονόκρανα, δυο κομμάτια από μαρμάρινες πλάκες (διαστάσεων 0,70μ. Χ 0,70μ. μήκος και 0,30μ. πάχος), πωρόπλινθοι, θραύσματα από κεραμίδια και όστρακα Ρωμαϊκών χρόνων.
Για την τοποθεσία αυτή υπάρχει ο εξής θρύλος: Κάτω από τα δυο μάρμαρα υπάρχει θαμμένος θησαυρός που τον φυλάνε φίδια – δράκοντες.
Μια παραλλαγή του θρύλου λέει πως κάτω από τα δυο μάρμαρα είναι θαμμένα δυο βαρέλια, το ένα είναι γεμάτο φλουριά και το άλλο γεμάτο φίδια.
Πάντως οι κάτοικοι του χωριού που έχουν κτήματα στην περιοχή, υποστηρίζουν πως βρήκαν πέτρινα θεμέλια κτισμάτων με συνδετικό υλικό που παλιά το ονόμαζαν «κουρασάν» (Ρωμαϊκών χρόνων). Επίσης έχουν βρεθεί πέτρινοι τάφοι, ένα χρυσό κόσμημα κεφαλής, αγγεία με στάχτη (πιθανολογείται πως είναι τέφρα νεκρών αρχαίων Μακεδόνων) κλπ.
Σίγουρο πάντως είναι πως στην περιοχή γινόταν η μεγαλύτερη εμποροζωοπανήγυρη της περιοχής(της Αγίας Μαρίνας 17 Ιουλίου). Ο οικισμός αυτός καταστράφηκε με ειδική εντολή του Σουλτάνου, γράφει ο Δ. Γκαραβέλης. Το πιθανότερο είναι να καταστράφηκε τον 15 αιώνα από το Μουράτ το Β΄ και οι κάτοικοί του να έφυγαν για τους διπλανούς οικισμούς, η δε εμποροζωοπανήγυρη μεταφέρθηκε έκτοτε στο Τσοτύλι, όπου και γίνεται μέχρι σήμερα.
Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται τρία χιλιόμετρα περίπου ΝΑ του χωριού, κοντά στα σύνορα με το Σύδενδρο. Προφορική παράδοση λέει πως ονομάστηκε έτσι επειδή στην τοποθεσία αυτή συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν οι «Λαζαρίνες» της Πικρεβενίτσας και του Σύδενδρου (Τριβένι). Ακολούθησε συμπλοκή των νέων η οποία κατέληξε σε μάχη για το ποια «Λαζαρίνα» θα επικρατήσει.
Κοντά στους πρόποδες του ανατολικού υψώματος είχε αποκαλυφθεί στο παρελθόν (γράφει ο Δ. Σαμσάρης) συστάδα κιβωτιόσχημων τάφων κατασκευασμένων με πέτρινες πλάκες. Στη δυτική πλευρά του και σε μια έκταση 50 περίπου στρεμμάτων, παρατηρείται πλήθος από θραύσματα κεραμίδων στέγης και όστρακα αγγείων Ρωμαϊκής εποχής, ενώ στην επίπεδη κορυφή του έκτασης 3 περίπου στρεμμάτων, όπου σήμερα βρίσκεται το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, σώζονται πέτρινα θεμέλια οικοδομημάτων και σωροί από πελεκημένες πέτρες.
Ο Δ. Σαμσάρης υποστηρίζει πως στο ύψωμα του Αγίου Αθανασίου θα ήταν χτισμένη η ακρόπολη του οικισμού και δεν αποκλείει στη δασώδη έκταση να σώζονται και ερείπια από τον περίβολο του τείχους της. Είναι άγνωστο το πώς, πότε και γιατί εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε αυτός ο οικισμός. Το πιθανότερο είναι να καταστράφηκε μαζί με τον οικισμό της Αγίας Μαρίνας.
Η παράδοση αναφέρει πως γύρω στα 1500-1600 κάποιος Κούτσικας από την Πικρεβενίτσα εργαζόταν στα Τρίκαλα και επιστρέφοντας στο χωριό του έπρεπε να περάσει από το Βενέτικο ποταμό του Ελευθεροχωρίου. Ενώ ετοιμαζόταν να περάσει από τον ποταμό βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του ένας γέροντας, ο οποίος τον παρακάλεσε να τον περάσει στην απέναντι όχθη.
Πράγματι ο Κούτσικας δέχτηκε, τον πήρε στους ώμους του και καθώς μπήκε στο νερό, ενώ το βάθος και η ορμή του νερού ήταν μεγάλη, τώρα σαν από θαύμα η ορμή λιγόστεψε και το νερό έφθανε ως τους αστραγάλους. Αφού πέρασαν το ποτάμι χωρίς κανένα πρόβλημα και συζητώντας στο δρόμο, έφθασαν έξω από τα Γρεβενά, όπου ο γέροντας ξαφνικά εξαφανίστηκε. Ο Κούτσικας πέρασε την πόλη και βγαίνοντας έξω από τα Γρεβενά είδε ξαφνικά πάλι μπροστά του τον γέροντα. Καθώς περπατούσαν ο γέροντας έσκυβε κατά διαστήματα και μάζευε πετραδάκια. Στην ερώτηση του Κούτσικα «Τι τα ήθελε τα πετραδάκια και τα μαζεύει;» Ο γέροντας του απάντησε: «Κάνε υπομονή και θα δεις». Όταν έφτασαν κοντά στο λόφο όπου υπάρχει σήμερα το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, ο γέροντας ζήτησε να επισκεφθούν το λόφο. Πράγματι ανέβηκαν πάνω και τότε ο γέροντας του φανέρωσε ότι ήταν ο Άγιος Αθανάσιος. Αμέσως μετά άρχισε να σκορπά τα πετραδάκια δεξιά και αριστερά και αυτά όπου έπεφταν γίνονταν δέντρα. Την ίδια στιγμή ο Άγιος εξέφρασε την επιθυμία να χτίσει ο Κούτσικας στο σημείο εκείνο, ανάμεσα στα δέντρα , μια εκκλησία στο όνομα του. Και αφού υποσχέθηκε ότι θα στέλνει μια φόρα το χρόνο, την ημέρα που θα γιορτάζεται η μνήμη του (στις 2 Μαΐου) ένα ελάφι σαν θυσία που θα το ψήνουν και θα το τρώνε όλοι οι πανηγυριώτες, εξαφανίστηκε.
Και έτσι έγινε . Ο Κούτσικας με τη βοήθεια των συγχωριανών του έχτισε την εκκλησία. Από τότε λένε πως κάθε φορά στις 2 Μαΐου στο πανηγύρι του ναού ερχόταν ένα ελάφι, οι χωριανοί το έσφαζαν , το έψηναν και το έτρωγαν. Όμως μια φορά άργησε να έρθει, γιατί έβρεχε και το κυνηγούσαν σκυλιά, οι χωριανοί το παρ’ ότι το είδαν κουρασμένο και λαχανιασμένο, δεν το άφησαν να ξεκουραστεί, αλλά αμέσως το θυσίασαν, το έψησαν και το έφαγαν. Και έτσι από τότε δεν ξαναεμφανίστηκε.
Με την πάροδο τον χρόνων συνεχίστηκε κάθε 2 Μαΐου, μέσα στην καταπράσινη άνοιξη, να γίνεται το πανηγύρι του χωριού, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων που κατέφταναν στο εξωκλήσι καβάλα σε στολισμένα άλογα με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Την ημέρα εκείνη, μετά τη δοξολογία γινόταν μια μικρή υπαίθρια εμποροπανήγυρη πραματευτάδων, καθώς και αγώνας άλματος τριπλούν μεταξύ των νέων, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, όπως συνεχίζει ως σήμερα η οικογένεια του Κούτσικα να χαρίζει ένα αρνί ή κατσίκι (στη θέση του ελαφιού). Παλιά το αρνί ή κατσίκι το έψηναν και το έτρωγαν, ενώ σήμερα κληρώνεται σε λαχειοφόρο αγορά από την Εκκλησιαστική Επιτροπή .
Από τότε, λοιπόν, μέχρι και σήμερα κάθε 2 Μαΐου, στον Άγιο Αθανάσιο, γίνεται το πανηγύρι του χωριού. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια μετά τη Θεία Λειτουργία, οι γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακές στολές, τραγουδούν και χορεύουν παραδοσιακά τραγούδια. Ακολουθεί γλέντι και χορός. Γίνεται το παραδοσιακό αγώνισμα του άλματος τριπλούν και προσφέρεται σούπα. Οι εκδηλώσεις συνδιοργανώνονται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο και την Εκκλησιαστική Επιτροπή.
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου, που όπως είπαμε χτίστηκε περίπου το 1500, αναπαλαιώθηκε φροντίδα των κατοίκων του χωριού το 1988, ιερατεύοντος του εφημέριου Ευθυμίου Καραπούλιου. Στην κόγχη του ιερού υπάρχει σε αγιογραφία η Πλατυτέρα με τους Τρεις Ιεράρχες και τον Άγιο Αθανάσιο, που πρέπει να φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1600.
ΚΕΡΑΣΙΑ - ΓΑΥΡΟΣ - ΛΕΥΤΟΚΑΡΙΑ
Στα δυτικά του χωριού και σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων βρίσκονται οι τοποθεσίες ΚΕΡΑΣΙΑ – ΛΕΦΤΟΚΑΡΙΑ και ΓΑΥΡΟΣ. Σ’ αυτές τις περιοχές υπάρχουν θραύσματα κεραμίδων και αγγείων καθώς και πελεκημένες πέτρες που μαρτυρούν την ύπαρξη οικισμών, κάτι που δηλώνει και η προφορική παράδοση.
Εγώ προσωπικά πιστεύω πως εδώ βρισκόταν το χωριό Λεφτοκαριά που αναφέρουν οι Κώδικες της Μονής Ζάβορδας και που ακόμα δεν έχει επίσημα εξακριβωθεί που βρισκόταν.
ΤΣΑΡΚΟΒΙΤΣΑ
Βρίσκεται Βορειοανατολικά του χωριού στα σύνορα με το Ελεύθερο. Και σ’ αυτή την περιοχή υπάρχουν σημάδια οικισμού. Εξάλλου αυτό αναφέρεται και στους Κώδικες της Μονής της Ζάβορδας.
Ο οικισμός αυτός μαζί με τον οικισμό της Λεφτοκαριάς (Γαύρος – Κερασιά), πρέπει να εγκαταλείφθηκαν λόγο του φόβου των επιδρομών των Τουρκαλβανών ή να καταστράφηκαν απ’ τους Τουρκαλβανούς γύρω στο 1700. Αυτό φαίνεται από τη φθίνουσα πληθυσμιακή τάση που εμφανίζουν οι δύο αυτοί οικισμοί στις δύο απογραφές της Ιεράς Μονής της Ζάβορδας.
Έτσι ενώ στην πρώτη απογραφή η Λεφτοκαριά εμφανίζεται να έχει 12 χριστιανικές οικογένειες, στη δεύτερη έχει μόνο μία, ενώ η Τσαρκοβίτσα από 5 χριστιανικές οικογένειες που έχει στην πρώτη απογραφή, στη δεύτερη δεν έχει καμία.
Οι κάτοικοι αυτών των οικισμών το πιο πιθανό είναι να έφυγαν για την Πικριβενίτσα που το 1692 εμφανίζεται να έχει στην πρώτη απογραφή 7 και στη δεύτερη 11 χριστιανικές οικογένειες.
Σύμφωνα με κάποιες προφορικές μαρτυρίες στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε σανατόριο ή νοσοκομείο ή κάποιο μεγάλο σχολείο.
Είναι άγνωστο το πότε κατοικήθηκε για πρώτη φορά η Πικριβενίτσα. Το πιο πιθανό είναι να υπήρχε εδώ μικρός οικισμός από πάρα πολύ παλιά. Το μεγαλύτερο κομμάτι του χωριού όμως βρισκόταν βόρεια του σημερινού χωριού στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Παλιόσπιτα (από το Σιόποτο μέχρι την Αγία Κυριακή). Η Πικριβενίτσα αύξησε τον πληθυσμό της μετά το 1700 και ιδιαίτερα στα χρόνια του Αλή Πασά. Τότε ήρθαν στο χωριό πολλές οικογένειες από την Ήπειρο, Στερεά Ελλάδα και από άλλα χωριά του Νομού Γρεβενών. Αυτές οι μετακινήσεις εκείνη την περίοδο έγιναν για τους παρακάτω λόγους:
1. Στα μικρά χωριά στα βόρεια υπήρχε ο κίνδυνος των επιδρομών των Τουρκαλβανών, γι’ αυτό οι κάτοικοί τους έφευγαν νοτιότερα για πιο μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά, να κατοικήσουν σε πιο μεγάλα χωριά.
2. Υπήρχε νόμος επί Τουρκοκρατίας ότι όποια οικογένεια με χρέη εγκατεστηνόταν σε άλλη περιοχή, άλλο Βιλαέτι, ίσως άλλο Καζά, απαλλασσόταν από τα χρέη.
3. Εξαιτίας των επαναστατικών γεγονότων του 1821 και μετά, άλλοι Έλληνες διώχτηκαν – εκτοπίστηκαν από τους Τούρκους ή έφυγαν από μόνοι τους για να γλιτώσουν τη ζωή τους.
4. Ήταν τακτική του Αλή Πασά να εκτοπίζει οικογένειες που παρουσίαζαν επαναστατική δράση.
Έτσι η Πικριβενίτσα έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της περιοχής. Τούρκικες οικογένειες ή Βαλαάδες δεν πρέπει να εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Βέβαια εκεί που σήμερα είναι το Δημοτικό Σχολείο χτίστηκε, άγνωστο πότε, η τούρκικη «Κούλια». Στις αποθήκες της Κούλιας συγκεντρώνονταν οι φόροι (σε είδος φυσικά – σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.τ.λ.), ενώ χρησίμευε και σαν κατοικία για τον Μπέη ή την Τούρκικη φρουρά. Μαρτυρίες που να υποστηρίζουν πως έμεινε μόνιμα ο μπέης στο χωριό, δεν υπάρχουν, εκτός αυτής του κ. Αθανασίου Δόγκα για το Μπέη που του σκότωσαν το γιο του και έφυγε δίνοντας εντολή να λένε το χωριό από Βηνίτσα – Πικριβενίτσα.
Υπάρχει όμως από προφορική παράδοση πληροφορία για ύπαρξη Τούρκικης φρουράς, που μάλλον επισκεπτόταν περιστασιακά το χωριό. Η παράδοση αυτή λέει: Παντρευόταν κάποτε (άγνωστο πότε) κάποιος Τρίλιας από το χωριό και έπαιρνε γυναίκα από το Κουντσκιότ (Ελεύθερο). Την Κυριακή πρωί ξεκίνησαν από την Πικριβενίτσα να πάνε στο Κουντσκιότ να πάρουν τη νύφη. Στην επιστροφή στην είσοδο της Πικριβενίτσας συνάντησαν την Τούρκικη φρουρά και σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να κατεβούν απ' τ' άλογα και να προσκυνήσουν τους Τούρκους στρατιώτες. Ο Τρίλιας όμως δεν κατέβηκε κάνοντας πως δεν ξέρει και όταν οι Τούρκοι αγρίεψαν, αυτός και τα μπρατίμια τράβηξαν τα όπλα και τους σκότωσαν. Στην ίδια περιοχή τους έθαψαν και από τότε μέχρι σήμερα η περιοχή ονομάζεται «Τουρκομνήματα» ή «Τουρκομνημόρια».
Αργότερα ο Αλή Πασάς αγόρασε το χωριό με το εξής τέχνασμα: Σύμφωνα με την μαρτυρία του κ. Βασιλείου Βακουφτσή, ο Αλή Πασάς έστειλε από το Πριμέτι (πατρίδα του Αλή Πασά) την οικογένεια του Δήμου Οικονόμου να εγκατασταθεί στην Πικριβενίτσα με σκοπό να γίνει κάποτε Κοτσάμπασης και να του πουλήσει το χωριό. Πράγματι ο Δήμος Οικονόμου (ο ανιψιός του ήταν αρχιγραμματέας του Αλή Πασά), που ήταν πολύ πονηρός και φιλόδοξος αλλά και με ιδιαίτερες ικανότητες, κατάφερε να γίνει Κοτσάμπασης του χωριού. Όμως όσο διάστημα ήταν Κοτσάμπασης του χωριού, σκόπιμα δεν απέδιδε τους προβλεπόμενους φόρους στον Αλή Πασά (κατόπιν βέβαια συνεννόησης με τον Αλή Πασά), με απώτερο σκοπό να πολλαπλασιαστούν οι οφειλόμενοι φόροι και να αναγκαστούν οι κάτοικοι του χωριού να υπογράψουν την πώληση του χωριού στον Αλή Πασά. Οι χωριανοί όμως υποψιάστηκαν πως κάτι συμβαίνει και αποφάσισαν να στείλουν μια αντιπροσωπεία στον Αλή Πασά, για να αναφέρει το τι συμβαίνει. Επέλεξαν έτσι δώδεκα γερούς και έξυπνους χωριανούς οι οποίοι ξεκίνησαν για τα Γιάννενα. Ο γερο-Δήμος (έτσι ονόμαζαν οι χωριανοί το Δήμο Οικονόμου), που αντιλήφθηκε τι συμβαίνει ειδοποίησε τον Αλή Πασά πριν φτάσουν εκεί οι δώδεκα Πικριβεντσιώτες. Έτσι ο Αλή Πασάς συνέλαβε τους δώδεκα και αφού τους πήρε τα καλαμάρια, τους έκλεισε στη φυλακή στα Γιάννενα με σκοπό να τους έχει ομήρους, εκβιάζοντας τους υπόλοιπους Πικριβεντσιώτες να υπογράψουν για την πώληση του χωριού. Οι Πικριβεντσιώτες όμως ήταν ανένδοτοι και το σίγουρο ήταν πως ο Αλή Πασάς θα σκότωνε τους δώδεκα ομήρους που είχε. Όμως ένας από τους δώδεκα είχε και δεύτερο καλαμάρι κρυμμένο. Και μ’ αυτό έγραψε γράμμα στους χωριανούς και το έστειλε κρυφά, ζητώντας τους να υπογράψουν την πώληση του χωριού γιατί ο Αλή Πασάς σίγουρα θα τους σκότωνε. Έτσι μόνο πείστηκαν οι Πικριβεντσιώτες και υπέγραψαν την πώληση του χωριού. Από τότε έμεινε και το ρητό «δώδεκα Πικριβεντσιώτες - δεκατρία καλαμάρια», που δείχνει την εξυπνάδα και προνοητικότητα των κατοίκων του χωριού. Επίσης από τότε τους βγήκε και το παρατσούκλι «Καλαμαράδες».
Μια παραλλαγή της ιστορίας αυτής, την οποία υποστηρίζει ο κ. Αθανάσιος Δόγκας και την οποία αποδέχονται και γνωρίζουν οι περισσότεροι χωριανοί, αναφέρει πως ο γερο-Δήμος (που η καταγωγή του ήταν από τη Βασιλική Τρικάλων) σαν Κοτσάμπασης του χωριού, υπέγραψε την πώληση του χωριού στον Αλή Πασά. Όταν οι χωριανοί το έμαθαν αυτό, άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα με σκοπό να εξαγοράσουν το χωριό. Όταν κατάφεραν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό, έστειλαν δώδεκα χωριανούς στα Γιάννενα στον Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς όμως τους πήρε τα χρήματα και τους έριξε όλους φυλακή, αφού πρώτα τους πήρε τα καλαμάρια. Και θα τους σκότωνε αν με το δέκατο τρίτο καλαμάρι, που έχει κρυμμένο κάποιος απ’ όλους, δεν έστελναν γράμμα στους χωριανούς να τους ειδοποιήσουν για να τους ελευθερώσουν. Έτσι οι χωριανοί συγκέντρωσαν χρήματα και αφού παρακάλεσαν τον Αλή Πασά, οι δώδεκα απελευθερώθηκαν.
Μια άλλη παραλλαγή αναφέρει πως οι Πικριβεντσιώτες της Κων/πολης συγκέντρωσαν χρήματα για το σκοπό αυτό και παρακάλεσαν το Σουλτάνο να παρέμβει για την απελευθέρωση των δώδεκα συγχωριανών τους. Ο κ. Γκαραβέλης, επιπλέον γράφει πως οι δώδεκα απελευθερώθηκαν με πρωτοβουλία της Φιλικής Εταιρίας της οποίας ήταν μέλος ο αρχιγραμματέας του Αλή Πασά (ανιψιός του Δήμου Οικονόμου.
Πάντως το μόνο σίγουρο είναι πως το χωριό έμεινε στην κατοχή του Αλή Πασά (δηλαδή δεν ξαναγοράστηκε από τους χωριανούς), γιατί όπως θα αναφέρω αναλυτικά παρακάτω οι Πικριβεντσιώτες θα αναγκαστούν να αγοράσουν το χωριό από το Ελληνικό Δημόσιο (!) το έτος 1920. Επίσης σίγουρο είναι πως έκτοτε ο γερο – Δήμος αντιμετώπισε τη χλεύη, την αντιπάθεια και τις κατάρες των χωριανών. Κάτι που φαίνεται και από το τραγούδι :
Ο Ντελεδήμος το σκυλί
στη ρίζα μιας αμυγδαλιάς
βαριά αναστενάζει.
Ο Ντελεδήμος δεν ημπορεί
και πάει να πεθάνει
στης Νίτσας το λημέρι.
(Δ. Γκαραβέλης).
Όλες αυτές οι παραδόσεις που αναφέρθηκαν προηγούμενα μαρτυρούν πως οι Πικριβεντσιώτες αντιστάθηκαν στους Τουρκαλβανούς κατακτητές και προσπάθησαν να διατηρήσουν ανόθευτη τη θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα τους, καθώς και την αξιοπρέπεια τους.
Και στα επόμενα χρόνια μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912, οι Πικριβεντσιώτες συνέχισαν τον αγώνα τους αυτόν ενάντια στους Τουρκαλβανούς και τους Βουλγάρους Κομιτατζήδες αργότερα.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΩΝ ΑΜΥΓΔΑΛΙΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ (ΠΙΚΡΙΒΕΝΙΤΣΑΣ) ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Οι Αμυγδαλιώτες – Πικριβιντσιώτες πρόγονοί μας συμμετείχαν στους αγώνες του έθνους μας για ελευθερία.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα μετά από προσπάθειες πολλών χρόνων, να ανακαλύψω κάποιες πληροφορίες από γραπτές πηγές για τους αγώνες των προγόνων συγχωριανών μου για ελευθερία. Μετά όμως από έρευνα και κύρια από προφορικές μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων ή από τη μελέτη των παραδόσεων, των θρύλων, των δημοτικών τραγουδιών, των εθίμων του τόπου και από ελάχιστες γραπτές πηγές, συγκέντρωσα αρκετά στοιχεία για τη συμμετοχή των Αμυγδαλιωτών στους αγώνες του έθνους για την ελευθερία.
Τα στοιχεία αυτά έχουν σχέση και αναφέρονται:
1) Στον καπετάν Βασιλάκη:
Ο καπετάν – Βασιλάκης πρέπει να έζησε μεταξύ 1750 – 1850. Καταγόταν από την Πικριβενίτσα ή από τους Μαυραναίους. Ανεξάρτητα όμως από την καταγωγή πρέπει να έζησε στην Πικριβενίτσα και να έδρασε στην ευρύτερη περιοχή. Ο δάσκαλος - ιστορικός κ. Δ. Γκαραβέλης γράφει το 1983 στην εφημερία «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ» για τον καπετάν – Βασιλάκη, πως ήταν συνεργάτης του θρυλικού Κατσαντώνη της Ηπείρου και αποτελούσε το φόβο και τρόμο των Τούρκων της περιοχής. Γι’ αυτό οι Τούρκοι τον καταδίωκαν παντού, αλλά δεν μπορούσαν να τον πιάσουν. Για να τον τιμωρήσουν σκότωσαν πρώτα τα δυο του παιδιά, που κι αυτά πολεμούσαν μαζί του τους Τούρκους και στη συνέχεια τη γυναίκα του τη θρυλική καπετάνισσα «Νίτσα», απ’ την οποία πήρε πιθανότατα και το όνομά του το χωριό μας. Τελικά μετά από πάρα πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες οι Τούρκοι κατάφεραν με προδοσία να περικυκλώσουν τον καπετάν - Βασιλάκη με τα παλικάρια του στην τοποθεσία «Βίγλα» Πικριβενίτσας. (Πριν τη μάχη στην τοποθεσία Βίγλα, οι Τουρκαλβανοί βασάνισαν τον Ιερέα του χωριού Αθανάσιο Τζήκα για να προδώσει το μέρος που κρυβόταν ο καπετάν - Βασιλάκης, αλλά εκείνος δεν υπέκυψε στα βασανιστήρια). Στη μάχη που ακολούθησε νίκησαν οι Τούρκοι και σκοτώθηκε ο Καπετάν Βασιλάκης. Μάλιστα πρέπει να θάφτηκε εκεί στην ίδια τοποθεσία, γιατί όπως υποστηρίζουν κάτοικοι του χωριού, αργότερα βρήκαν εκεί τα οστά του. Πάντως μέχρι και σήμερα η τοποθεσία ονομάζεται «Βίγλα» ή «Βασιλάκη».
2) Ο Γεώργιος Δήλμας του Δημητρίου (Λάιος).
Έζησε περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα και ήταν βοσκός.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν ψυχοπαίδι (παραγιός) και συνεργάτης του Καπετάν-Αρκούδα από τη Σαμαρίνα και πολέμησε στο πλευρό του τους Τούρκους κατακτητές.
Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τη δράση του, αλλά εξαιτίας αυτής οι Τούρκοι τον είχαν επικηρύξει. Γι’ αυτό και τον κυνηγούσαν παντού. Ένα βράδυ περικύκλωσαν το διώροφο σπίτι του στην περιοχή «Χαρούμπα». Έβαλαν φωτιά στο σπίτι, αλλά εκείνος κατάφερε να ξεφύγει πηδώντας από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου σ’ ένα δέντρο που ήταν δίπλα.
Σε μια βρύση λίγο έξω από το χωριό σκότωσε έναν Αλβανό αγροφύλακα που τον έλεγαν Μέττο. Από τότε μέχρι και σήμερα η βρύση ονομάζεται «Μέττος».
Είχε όμως άδοξο τέλος. Κάποτε του επιτέθηκε ένας λυσσασμένος λύκος. Ήταν όμως τέτοιο παλικάρι που κατάφερε να πνίξει το λύκο με τα χέρια του. Όμως ο λύκος δυστυχώς τον είχε δαγκώσει και έτσι λίγο αργότερα πέθανε σε ηλικία περίπου 35 ετών. Πρέπει να έζησε μεταξύ 1850 – 1910 περίπου. Σίγουρα πάντως το 1914 είχε πεθάνει, γιατί δεν είναι γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του 1914.
3) Ο Καπετάν-Τάτσιος (Αναστάσιος Μητσιόπουλος ή Παναγιώτου* 1872-1935).
Ο Αναστάσιος Μητσιόπουλος (καπετάν – Τάτσιος) από μικρός ακόμα ήτανε ασυμβίβαστος και προέβη σε μια ενέργεια η οποία έμελλε να καθορίσει τη μετέπειτα ζωή του. Η ενέργεια αυτή ήταν το ότι άνοιξε την «Κούλια» του χωριού που βρισκόταν στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Έτσι όλοι οι χωριανοί μπήκαν μέσα και πήρε ο καθένας ότι έβρισκε από τα γεννήματα που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι εκεί από τους φόρους. Αν και ο ίδιος δεν πρόλαβε να πάρει τίποτε, εν τούτοις αντιμετώπισε όλη την οργή των Τούρκων. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και να γίνει Κλέφτης.
Αργότερα λίγο έξω από το συνοικισμό της Αγίας Τριάδας σκότωσε έναν Τούρκο που τον έλεγαν Ντόκο. Από τότε η περιοχή ονομάζεται Ντόκος. Εκείνο το διάστημα ο Καπετάν - Τάτσιος σύμφωνα με μια μαρτυρία ήταν αγροφύλακας.
Δυστυχώς περισσότερα στοιχεία για την επαναστατική δράση του καπετάν Τάτσιου όσο καιρό έλειπε από το χωριό κυνηγημένος δεν υπάρχουν.
Οι Τούρκοι μη μπορώντας να πιάσουν τον ίδιο, ξέσπασαν στη γυναίκα του, την οποία βασάνισαν και έκλεισαν φυλακή. Την αποφυλάκισαν όμως λίγο αργότερα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων ο Τάτσιος συμμετείχε και στον Μακεδονικό Αγώνα χωρίς να είναι γνωστές πλευρές αυτής του της δράσης. Αλλά και μετά την απελευθέρωση της περιοχής μας από τους Τούρκους, ο καπετάν – Τάτσιος συνέχισε να είναι ανυπότακτος και δημιουργούσε πρόβλημα στις αρχές. Στα γεγονότα του 1918 τάχτηκε με το μέρος των φιλοβασιλικών και πολέμησε. Σε μια μάχη λέγεται ότι με το γιαταγάνι του έσφαξε τρεις Γάλλους (Μαροκινούς στην καταγωγή –μαύρους) που πολεμούσαν στο πλευρό του Βενιζέλου. (Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία οι Γάλλοι - Μαροκινοί που έσφαξε ήταν επτά). Μετά την επικράτηση των φιλο – Βενιζελικών, επειδή οι αρχές δεν μπορούσαν να πιάσουν τον ίδιο, έπιασαν τρεις συγγενείς του και τους βασάνισαν απάνθρωπα, για να μαρτυρήσουν πού κρυβόταν ο Τάτσιος, αλλά εκείνοι δεν υπέκυπταν.
Ο Τάτσιος μόλις το έμαθε αυτό, αποφάσισε να παραδοθεί. Έτσι και έγινε. Παραδόθηκε στην αστυνομία των Γρεβενών και αυτοί με τη σειρά τους τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη για να τον κλείσουν στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ, άγνωστο για πόσο χρόνο.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι πως η Πολιτεία αντί να αναγνωρίσει και επιβραβεύσει τους αγώνες του Καπετάν-Τάτσιου, τον τιμώρησε φυλακίζοντας τον. Δεν γράφηκε ούτε καν στην επετηρίδα των Μακεδονομάχων.
*(Από μαρτυρίες κατοίκων του χωριού το επώνυμο του Καπετάν Τάτσιου ήταν Μητσιόπουλος. Σύμφωνα όμως με τον κ. Χρήστο Δ. Βήττο «ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ: ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ ΥΠΟ ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ» ο καπετάν Τάτσιος λεγόταν Αναστάσιος Παναγιώτου.)
4) Ο Καπετάν-Χορμόβας (Βασίλειος Γκίλιας 1880-1950)
O Βασίλειος Γκίλιας, σύμφωνα με πληροφορίες των απογόνων του, από μικρός βγήκε στο βουνό(18 χρονών περίπου) και εντάχθηκε σύμφωνα στην ομάδα του Παύλου Μελά, με το ψευδώνυμο Χορμόβας. Συμμετείχε σε αρκετές μάχες εναντίον των Κομιτατζήδων στην περιοχή Καστοριά – Λεχόβου. Μετά όμως από έρευνα και από τη μελέτη των στοιχείων που αναγράφονται στο πίσω μέρος της παρακάτω φωτογραφίας, αλλά και των στοιχείων που δημοσίευσε ο Χρήστος Δ. Βήττος σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» και των στοιχείων που παραθέτει ο Αθανάσιος Γ. Κακαφίκας «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ»), συμπεραίνω ότι:
Με βάση αυτή τη φωτογραφία και αν πράγματι ο Βασίλης Γκίλιας ανήκε στην ομάδα του Καπετάν – Νικόλαου Τσολάκη, τότε θα πρέπει να πήρε μέρος στις μάχες του Ρακόβου, στις μάχες που έγιναν στα χωριά Γραδένιστα και Γράδο εναντίον του κομιτατζή Ναούμ, στη μάχη στο χωριό Βατιχώρι (Μπρένιστα) όπου διέλυσαν τη συμμορία του Μήτρου Βλάχου. (Αθανασίου Γ. Κακαφίκα «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣΓΡΕΒΕΝΩΝ»)
Σε μία μάλιστα απ’ αυτές τις μάχες καθώς έσκυψε να δει έναν νεκρό συμπολεμιστή του, του έπεσε η ταυτότητα. Το αποτέλεσμα ήταν βλέποντας πάνω στο νεκρό την ταυτότητά του, να δηλώσουν εκείνον για νεκρό. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και έφτασε στο χωριό και στους δικούς του. Έτσι του έκαναν κηδεία και αργότερα και μνημόσυνο.
Μετά από λίγες μέρες ο Βασίλης Γκίλιας με την ομάδα του ήρθε στο χωριό για να πάρει τρόφιμα. Αφού ενημέρωσε τους δικούς του ότι είναι ζωντανός, πήγε στον Πρόεδρο του χωριού Γούλα Κιούρκα για να πάρει τρόφιμα και τον ρώτησε «αν έχουν κάποιον στο βουνό να πολεμάει τους Κομιτατζήδες», (ο Πρόεδρος δεν τον γνώρισε μετά από τόσα χρόνια που έλειπε, εξάλλου ήξερε πως είχε σκοτωθεί). «Έχουμε και εμείς ένα χαμένο κορμί»,απάντησε ο Πρόεδρος. «Αν τον δεις τον γνωρίζεις;» ξαναρώτησε ο Γκίλιας. «Πώς δεν τον γνωρίζω»,είπε ο Πρόεδρος. Και τότε ο Βασίλειος Γκίλιας του είπε ότι είναι εκείνος. Όταν κατάλαβε ο Πρόεδρος ότι είχε μπροστά του το Βασίλειο Γκίλια, από το φόβο του, λέγεται ότι έπαθε συγκοπή και πέθανε.
Μετά την απελευθέρωση η Πολιτεία αναγνώρισε την προσφορά του και τον βράβευσε στις 13-07-1933 απονέμοντας του το Μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα. Επίσης ανεγράφη και στην Επετηρίδα των Μακεδονομάχων με α/α 154.
Όμως παρ’ ότι αναγνωρίστηκε σαν Μακεδονομάχος, εντούτοις για άγνωστους λόγους δεν αναφέρεται πουθενά σ’ όλα τα βιβλία που έχουν γραφεί για τον Μακεδονικό Αγώνα στην περιφέρεια του Νομού Γρεβενών και που έχω διαβάσει. Είναι πιστεύω αυτή μια αδικία που πρέπει να διορθωθεί.
Στην εφημερίδα «ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» την Παρασκευή 18 Ιουλίου 2004, σε άρθρο του ο κ. Χρήστος Δ. Βήττος με τίτλο: «ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ: ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ ΥΠΟ ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ», γράφει:
Από τα βουνά που βρίσκονταν, απαντώντας σε ανακοινωθέν του Πρακτορείου «Ραδιό» της Θεσσαλονίκης, το οποίο δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της εποχής, αναφέρουν λακωνικά και με σαφήνεια, όσα υπέστησαν, ως εξής:
«Με μεγάλην μας έκπληξιν ανεγνώσαμεν εις τας εφημερίδας, το ανακοινωθέν του «Ραδιό» το διαψεύδον ότι οι Γάλλοι προβαίνουσιν εις βιαιοπραγίας εν τη ουδετέρα ζώνη των Ελλήνων.
Καταγόμεθα εκ χωρίων υπαχθέντων εν τη ζώνη ταύτην και καταφύγωμεν εις τα Μακεδονικά βουνά φρικτώντες προ των παντός είδους αποτροπαίων εγκλημάτων των διαπραχθέντων κατά μικρών παιδιών, γερόντων και ιδία γυναικών.
Του ενός εξ ημών τη θυγατέρα ήρπασεν ο Γάλλος διοικητής Γρεβενών κ. Χούγη και την κατέστησεν παλλακίδα του, ως άλλος Αλή Πασάς. Του Βασιλείου Γκίλια συνελήφθη η σύζυγος και κρατείται ακόμη στας φυλακάς, η οικία του δε διηρπάγη και ηρημώθη. Του Ευαγγέλου Ντόνα εκ Βαντσικού η γυνή εδάρη τόσον υπό των ευγενών «προστατών», ώστε εξέπνευσε. Του Στυλιανού Γκούμα, του Αναστασίου Παναγιώτου, του Αλέξανδρου Νταϊνά, του Μήτρου Λιάκουρη αι οικογένειαι εβασανίσθησαν, δι’ όσων φοβερών βασάνων δύναται ανθρώπινος νους να φαντασθή.
Ητιμάσθησαν, εδάρησαν, εφυλακίσθησαν, τινές δε κατορθώσασαι να διαφύγουσι πλανώνται απέλπιδες εις τα όρη.
Αυτά όλα ημπορεί να μας τα διαψεύση το νεκραναστηθέν Ραδιό;
Εις ημάς τους κακοποιηθέντας και συγγενείς των βιασθεισών γυναικών, απωλέσαντας παν ό,τι είχομεν, δεν απομένει άλλο ή η εκδίκησις. Δι’ αυτήν εις ουδένα έχομεν να δώσωμεν λόγον, εθεωρήσαμεν όμως καθήκον μας να προβώμεν εις την δήλωσιν ταύτην όπως αποστομόσωμεν τας διαψεύσεις των προδοτών της πατρίδος.
Από τα βουνά της Μακεδονίας
Ευάγγελος Ντονόπουλος εκ Βαντσικού
Στυλιανός Λαγκούσης εκ Στηζιαχίου
Βασίλειος Γκίλιας εκ Πικριβενίτσας
Μάρκος Μαρκόπουλος εκ Κοντσικιώτι
Αναστάσιος Παναγιώτου εκ Πικριβενίτσης»
Τέλος κάποιος Πικριβιντσιώτης που λεγόταν Τρίλιας (ή μήπως Τούλιας;) με τους άντρες του (μπράτμοι), σκότωσαν όλους τους άντρες της Τούρκικης φρουράς λίγο έξω από το χωριό και στη συνέχεια βγήκαν στο βουνό κλέφτες. Πιο συγκεκριμένα ο Τρίλιας παντρευόταν και καθώς επέστρεφε από το Ελεύθερο απ’ όπου καταγόταν η νύφη, λίγο έξω από το χωριό τους σταμάτησαν οι Τούρκοι και τους ζήτησαν να τους προσκυνήσουν. Ο Τρίλιας όμως με τα «μπρατίμια» του, επιτέθηκαν στους Τούρκους, τους έσφαξαν και τους έθαψαν στο σημείο που έγινε η μάχη και η περιοχή από τότε μέχρι και σήμερα ονομάζεται «Τουρκομνήματα».
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912 η ζωή των κατοίκων του χωριού άρχισε να καλυτερεύει. Όλοι οι κάτοικοι αφοσιώθηκαν στις δουλειές τους. Όπως φαίνεται από τον Εκλογικό Κατάλογο του 1914, οι περισσότεροι Πικριβεντσιώτες ήταν στο επάγγελμά τους γεωργοί, κτίστες (περίφημοι πετράδες), εργάτες οικοδομών και βοσκοί. Μερικοί κάτοικοι του χωριού εκείνο το χρονικό διάστημα έφυγαν και πήγαν για να εργαστούνε στην Κωνσταντινούπολη.
ΑΛΛΑΓΗ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Το 1918 με το Β.Δ. 19-12-1918 (ΦΕΚ. 260/1918), αλλάζει η ονομασία του χωριού και από Πικριβενίτσα γίνεται Αμυγδαλέαι (Αμυγδαλιές).
Όνομα που προφανώς δόθηκε από τις πολλές αμυγδαλιές που είχε τότε το χωριό. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η γη τους που πουλήθηκε από το γερο-Δήμο στον Αλή Πασά και που αγωνίστηκαν να την ελευθερώσουν, πέρασε από τα χέρια του Τούρκικου Δημοσίου, στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες των χωριανών το Κράτος ήταν ανένδοτο. Οι Αμυγδαλιώτες έπρεπε να αγοράσουν τη γη τους αυτή τη φορά από το Ελληνικό Δημόσιο.
Έτσι λοιπόν έφτιαξαν συνεταιρισμό, εξέλεξαν 4 αντιπροσώπους τους: 1)Χριστόδουλος Γ. Καραλιόλιος, 2) Γεώργιος Ξάθης (Ξάνθας), 3) Στέργιος Παπαθανασίου και 4) Κωνσταντίνος Γ. Ζουμπούλης (Ζεμπίλης;), οι οποίοι έπρεπε να μεταβούν στην Κοζάνη να υπογράψουν το συμβόλαιο αγοράς του Ιμλιακίου (=δημόσια έκταση) Πικριβενίτσας. Το συμβόλαιο προέβλεπε να πληρώσουν (90.000) δρχ. για την εξαγορά του Ιμλιακίου, δίνοντας (30.000) δρχ. προκαταβολή και τα υπόλοιπα σε πέντε δόσεις των (12.000) δρχ. τα έτη 1912, 1922, 1923, 1924, και 1925. Το έτος 1934 διαμορφώθηκε ο κατάλογος των μπασταινούχων (=αυτών που είχαν τη νομή και κατοχή) .
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Στο Μικρασιατικό πόλεμο συμμετείχαν 21 Αμυγδαλιώτες που πολέμησαν με θάρρος και αυτοθυσία. Απ’ αυτούς σκοτώθηκαν έξι και τραυματίστηκαν τρεις, οι παρακάτω :
(Στοιχεία από τον κ. Μιχάλη Γελαδάρα )
Μετά τη Μικρασιατικά καταστροφή, στα επόμενα χρόνια, οι Αμυγδαλιές αναπτύχθηκαν περισσότερο και οικονομικά και πληθυσμιακά. Σ’ αυτό το διάστημα χτίστηκαν στο χωριό πολλά μεγάλα διώροφα ή και τριώροφα πέτρινα σπίτια, από χτίστες του χωριού, που ήταν περίφημοι περιζήτητοι τεχνίτες ειδικά στο σκάλισμα της πέτρας. Πολλά από τα χρήματα για το χτίσιμο αυτών των σπιτιών τα έφερναν οι Αμυγδαλιώτες που είχαν μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη όπου εργάζονταν.
Αυτή την ανάπτυξη όμως και την ευημερία θα τη σταματήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 οι Αμυγδαλιώτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους και να πάνε να πολεμήσουν τους κατακτητές. Πολέμησαν ηρωικά και τέσσερις απ’ αυτούς σκοτώθηκαν, οι:
1) Κων/νος Κουταλής του Χρήστου, (ορεινό χειρουργείο Ζερβάσκας 11-01-1941)
2) Νικόλαος Λιάκας του Αντρέα, (Λεσκοβίκι 4-12-1940)
3) Σταύρος Παπαζήσης του Σωτηρίου, (Αμυγδαλιές 01-08-1941) και
4) Μιχαήλ Παπαθανασίου του Στεργίου, (χάθηκε στο Δισπηλιό Καστοριάς.
Μετά την ήττα των Ελληνικών δυνάμεων από τους Γερμανούς, ακολούθησε η τριπλή κατοχή της πατρίδας μας από Ιταλούς, Γερμανούς και Βουλγάρους. Η περιοχή των Γρεβενών ήταν υπό την ευθύνη των Ιταλών κατακτητών. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα Ιταλοί στρατιώτες εγκαταστάθηκαν και στο χωριό μας.
Οι Αμυγδαλιώτες δεν άντεχαν να έχουν τους Ιταλούς κατακτητές πάνω από το κεφάλι τους και να τους καταπιέζουν. Συχνές ήταν οι αντιδικίες και τα επεισόδια μαζί τους. Γι’ αυτό από τότε που ιδρύθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις πολλοί χωριανοί πήραν ενεργό μέρος σ’ αυτές.
Στην οργάνωση του ΕΑΜ Αμυγδαλιών συμμετείχαν οι:
(Στοιχεία Μιχάλη Γελαδάρα και ΠΕΑΕΑ Ν. Γρεβενών).
(Δεν υπάρχουν στοιχεία για ύπαρξη άλλης αντιστασιακής οργάνωσης).
Στον ΕΛΑΣ συμμετείχαν οι:
(Στοιχεία κ. Μιχαήλ Γελαδάρα και ΠΕΑΕΑ Ν Γρεβενών).
Ήταν τόσο μεγάλη η αντιστασιακή δράση στην ευρύτερη περιοχή του Ν. Γρεβενών, που δεν άργησε να ‘ρθει η ώρα της λευτεριάς. Έτσι στις 28 Οκτωβρίου 1943 οι αντάρτικες δυνάμεις παρέλασαν στα ελεύθερα Γρεβενά. Για να γίνει όμως αυτό χρειάστηκε ο αγώνας των δυνάμεων της αντίστασης, που γινόταν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Και φυσικά αγώνας χωρίς θυσίες δεν υπάρχει. Έτσι και σ’ αυτόν τον αντιφασιστικό αγώνα οι Αμυγδαλιώτες πότισαν με το αίμα τους τη γη που ήθελαν να ελευθερώσουν.
Σ’ αυτόν τον αγώνα έδωσαν τη ζωή τους 5 Αμυγδαλιώτες μαχητές του ΕΛΛΑΣ οι:
1) Βασίλειος Ζεμπίλης του Θεοχάρη. Σκοτώθηκε στις 5-5-1943 στην Ανθούσα Βοΐου (στη θέση Προφήτης Ηλίας) σε μάχη κατά των Γερμανών. Ήταν Λοχίας του ΕΛΑΣ.
2) Κων/νος Κουταλής του Ιωάννη. Σκοτώθηκε στο Σούρμαβο Πτολεμαΐδας από Γερμανοτσολιάδες (΄Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών). Ήταν Λοχίας του ΕΛΑΣ. (Σούλποβο το σωστό, τούρκικη ονομασία της σημερινής Άρδασσας 4 χμ από την πόλη της Πτολεμαΐδας στον δρόμο προς Βλάστη-Μουρίκι, σύμφωνα με τον Σιδερίδη Γρ. Γιάννη Ιστορικό –Αρχειοθέτη).
3) Θωμάς Λιάμπας του Στέργιου, σκοτώθηκε τον Ιούλιο του 1944 στο Τσοτύλι σε μάχη κατά των Γερμανών.
4) Θωμάς Λιάμπας του Σωτηρίου. Σκοτώθηκε σε ενέδρα των Γερμανών στον ποταμό Αλιάκμονα (στο Βόιο).
5) Νικόλαος Ντάλας του Θωμά. Σκοτώθηκε το 1944 στα Γιάννενα, σε μάχη κατά των Γερμανών.
Την απελευθέρωση των Γρεβενών και γενικά τη δράση των αντιστασιακών δυνάμεων, θα θελήσουν να εκδικηθούν λίγο αργότερα οι Γερμανοί κατακτητές μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους (Παοτζήδες). Έτσι τον Ιούλιο του 1944 καταφθάνουν με ισχυρές δυνάμεις στο Νομό Γρεβενών και παραδίνουν στις φλόγες και την καταστροφή ότι βρίσκουν μπροστά τους. Στις 14 Ιουλίου 1944 ξημερώνει μια «μαύρη» μέρα για το χωριό. Οι Γερμανοί καταφθάνουν στο σχεδόν έρημο από κατοίκους χωριό, και αμέσως αρχίζουν να καίνε σπίτια και αποθήκες. Κάψανε τα περισσότερα σπίτια και αποθήκες του χωριού και μαζί το Σχολείο και το Κοινοτικό Κατάστημα. Μαζί κάψανε ζωντανούς μέσα στα σπίτια τους και τρεις χωριανούς, τους:
1) Αικατερίνη Ζεμπίλη 14/7/44,
2) Ευδοκία Λιάκα 14/7/44 και
3) Πέτρο Λιάκα 14/7/44.
Λίγο έξω από το χωριό σκότωσαν και τους:
1) Μαρία Λιάκα (Παλιοκκλήσι 14/7/44),
2) Δροβατζήκα Βασιλική (Τσιπουκαρά 14/7/44),
3) Δημήτριος Μπαχτσεβάνας 14/7/44,
4) Κυριάκος Οικονόμου 18/7/44,
5) Στεριανή Σαμαρά 14/7/44.
(Στοιχεία από Μιχαήλ Γελαδάρα, ΠΕΑΕΑ Γρεβενών και Γενικά Αρχεία του Κράτους Ν. Κοζάνης)
Όμως η ώρα της λευτεριάς ήταν κοντά. Λίγους μήνες αργότερα η Ελλάδα θα ελευθερωνόταν από τους κατακτητές. Δεν θα προλάβει όμως να χαρεί, γιατί αμέσως ξεσπάει ο φοβερός Εμφύλιος Πόλεμος. Πολλοί Αμυγδαλιώτες πήραν μέρος σ’ αυτόν τον πόλεμο και από τις δύο μεριές.
Με την Ελληνική Χωροφυλακή και τους Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφάλειας Υπαίθρου), πολέμησαν οι:
1. Γκάρας Κων/νος, ΜΑΥ.
2. Δεινόπαπας Φώτιος, ΜΑΥ.
3. Δήλμας Γρηγόριος, ΜΑΥ.
4. Δροβατζήκας Νικόλαος, Χωροφύλακας
5. Ζεμπίλης Ιωάννης, ΜΑΥ.
6. Καραγιάννης Νικόλαος, ΜΑΥ.
7. Καραλιόλιος Ιωάννης, Χωροφύλακας
8. Καραλιόλιος Νικόλαος, Χωροφύλακας
9. Καρέτσας Ευθύμιος, ΜΑΥ.
10. Κριθαριώτης Θωμάς, ΜΑΥ.
11. Μητσιόπουλος Δημήτριος, ΜΑΥ.
12. Ντάλλας Κων/νος, ΜΑΥ.
13. Ντινόπαπας Στέργιος, ΜΑΥ.
14. Ξάνθας Παναγιώτης, ΜΑΥ.
15. Παπαζήσης Ιωάννης, ΜΑΥ.
16. Παπαλιούρας Νικόλαος, ΜΑΥ.
17. Σίνης Κων/νος, ΜΑΥ.
18. Σκάκας Σωκράτης, Χωροφύλακας
19. Τούλιας Χρήστος, ΜΑΥ.
20. Τσούπας Γεώργιος, ΜΑΥ
Επίσης και οι παρακάτω, που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου:
Στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) συμμετείχαν οι:
Επίσης και οι είκοσι ένας (21) νεκροί του ΔΣΕ οι:
(Όλα τα στοιχεία είναι του Μ. Γελαδάρα και της ΠΕΑΕΑ Ν. Γρεβενών).
Στα χρόνια του εμφύλιου το χωριό έπαθε μεγάλες καταστροφές. Για ένα μεγάλο διάστημα οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν και άλλοι έφυγαν στο βουνό με τις δυνάμεις του Δ.Σ.Ε και οι υπόλοιποι πήγαν στα Γρεβενά. Το διάστημα αυτό το πυροβολικό του στρατού τις περισσότερες φορές και μερικές φορές η αεροπορία, βομβάρδισαν το χωριό γκρεμίζοντας πολλά σπίτια. Ιδιαίτερα βομβαρδίστηκαν οι θέσεις του Δ.Σ.Ε. στο Κουτσόραχο και την γύρω περιοχή.
Οι κάτοικοι του χωριού που στα χρόνια του εμφυλίου κατοικούσαν στα Γρεβενά, μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος, επέστρεψαν στο χωριό. Το ίδιο έκαναν και όσοι (λίγοι) από τους μαχητές του Δ.Σ.Ε που δεν πήραν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Με την επιστροφή τους αμέσως έπρεπε να φτιάξουν τα σπίτια τους που είχαν κάψει οι Γερμανοί. Και αυτό έκαναν. Τα ξανάχτισαν. Ο χρόνος όμως τους πίεζε, έπρεπε ως το χειμώνα να βάλουν και τα κεραμίδια.
Έτσι λοιπόν τα σπίτια που φτιάχνουν τώρα είναι σπίτια ανάγκης, δεν έχουν καμία σχέση με τα μεγαλοπρεπή σπίτια του μεσοπόλεμου που είχαν κάψει οι Γερμανοί. Τα σπίτια τους τώρα είναι μικρά. Ένα ημιυπόγειο, επειδή το έδαφος είναι επικλινές και ένας όροφος που αποτελούνταν από δυο δωμάτια (νοντάδες) και μια σάλα. Οι διαστάσεις του σπιτιού ήταν 4,50 μέτρα Χ 11 μέτρα περίπου. Το δε ύψος του ημιυπόγειου 1,80 μέτρα περίπου και του ορόφου γύρω στα 2,20 μέτρα.
Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και το συνδετικό υλικό λάσπη από χώμα. Στις γωνίες ήταν τα πελεκημένα αγκωνάρια (από τα παλιά καμένα σπίτια) και οι υπόλοιποι τοίχοι από ακανόνιστες απελέκητες πέτρες. Ο τοίχος χτιζόταν διπλός, μέσα έξω πέτρες και στη μέση το γέμιζαν με μικρές πέτρες (μόλια) και λάσπη από χώμα. Στους τοίχους αντί για σινάζια βάζανε ξύλινα ζωνάρια. Η σκεπή με τις γριντιές και τα σανίδια, φτιαγμένα από τους ντόπιους ξυλουργούς. Τα «τούρκικα» κεραμίδια ήταν και αυτά φτιαγμένα από ντόπιους κεραμοποιούς όπως και τα συμπαγή τούβλα με τα οποία έχτιζαν συνήθως τα χωρίσματα.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, η φτώχεια και η μιζέρια κυριαρχούσε παντού. Εξαιτίας της φτώχιας αλλά και των μετεμφυλιακών διώξεων, πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν για τις μεγάλες πόλεις, προς εξασφάλιση μιας καλύτερης ζωής ή ανωνυμίας. Επίσης πολλοί είχαν φύγει νωρίτερα, για να γλιτώσουν τη ζωή τους, στις Σοσιαλιστικές χώρες. Έτσι το χωριό αρχίζει να έχει μια φθίνουσα πληθυσμιακή πορεία. Τη δεκαετία 1960 αυτή η φθίνουσα πορεία θα γίνει μεγαλύτερη εξαιτίας της μεγάλης μετανάστευσης, κυρίως προς τη Γερμανία. Την ίδια περίοδο πολλοί νέοι και νέες του χωριού πάνε στον κάμπο για να δουλέψουν στα βαμβάκια.
Έτσι ενώ ο πληθυσμός του χωριού ήταν το 1880 57 οικογένειες, το 1920 (697) κάτοικοι, το 1928 (838) κάτοικοι, το 1940 (1131) κάτοικοι, το 1951 (1016) κάτοικοι, το 1961 (1009) κάτοικοι, το 1971 (726) κάτοικοι, το 1981 (843), το 1991 (793) και το 2001 (770) κάτοικοι.
Σήμερα ο πληθυσμός των μόνιμων κατοίκων του χωριού είναι περίπου (500) κάτοικοι και στο μέλλον όλα δείχνουν, πως θα συνεχιστεί αυτή η φθίνουσα πληθυσμιακή πορεία του χωριού. Ιδιαίτερα αυτή η ανησυχία ενισχύθηκε μετά και από την κατάργηση των Κοινοτήτων με το Ν.2539/1997 (Σχέδιο Καποδίστριας).
Πριν το 1930 δεν υπάρχουν στοιχεία για τους προέδρους του χωριού, παρά μόνον για τον Δήμο Οικονόμου (γύρω στα 1800), που πούλησε το χωριό στον Αλή Πασά, τον Γούλα Κιούρκα (που έπαθε συγκοπή όταν είδε τον Βασίλη Γκίλια περίπου στα 1910) και τον Μιχαήλ Ξάνθα περίπου στα 1918 (από την υπόθεση του Καπετάν-Τάτσιου).
Οι υπόλοιποι από το 1930 και μετά είναι:
Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες σίγουρα στο παρελθόν και ιδιαίτερα στα χρόνια της ύπαρξης του Κάστρου του Παληογλά και του οικισμού της Αγίας Μαρίνας, θα υπήρχαν στην περιοχή δρόμοι απ' όπου θα περνούσαν στρατεύματα, (ιδιαίτερα στα Ρωμαϊκά χρόνια), αλλά και έμποροι, πραματευτάδες κλπ. Ένας τέτοιος δρόμος, πολύ παλιός (γκαλντερίμι) εντοπίστηκε από κατοίκους του χωριού στην περιοχή από Αγία Κυριακή έως τον Αη ‘πόστολο, καθώς και στο δρόμο που οδηγεί από το χωριό στην Αγια-Μαρίνα.
Ακόμα στην περιοχή Αγία Μαρίνα υπήρχε πήλινος αγωγός νερού (κιούγκι) που πιθανόν να έφερνε το νερό από την Αγία Μαρίνα ως την πλατεία του χωριού, (1.000 μέτρα περίπου), ή κατά μία άλλη εκδοχή ως την Κούλια που υπήρχε στο Μικρό Σειρήνι (7.000 μέτρα περίπου).
Εδώ, στην Αγία Μαρίνα, που όπως προανέφερα, γινόταν στις 17 Ιουλίου η μεγαλύτερη εμποροζωοπανήγυρι της περιοχής. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά ευρήματα (άγαλμα Αφροδίτης, μάρμαρα, κιονόκρανα, τάφοι, θεμέλια κτισμάτων, όστρακα κλπ) πιστοποιούν ότι ο οικισμός αυτός υπήρξε μεγάλο οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Μετά την καταστροφή αυτού του οικισμού, (περίπου τον 15ο αιώνα) και ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η οικονομική κατάσταση του χωριού περνάει μια μεγάλη κρίση .
Οι κάτοικοι προσανατολίζονται αποκλειστικά σχεδόν στη γεωργία και κτηνοτροφία. Μαζί με τους κτίστες, τους λίγους κεραμοποιούς, τους ξυλουργούς, τους λεπτουργούς, τους μυλωνάδες, τους ραφτάδες και τους χρυσοχόους συμπλήρωναν το παζλ των επαγγελμάτων της εποχής. Είχαμε θα μπορούσε να πει κανείς, μια κλειστή - αυτάρκη οικονομία χωρίς ιδιαίτερες εισαγωγές - εξαγωγές, ή άλλες εμπορικές δραστηριότητες. Εξαίρεση αποτελούν κάποιοι πραματευτάδες και μια μικρή εμποροπανήγυρη που γινόταν στις 2 Μαΐου στο πανηγύρι του χωριού στον Άγιο Αθανάσιο.
Υπήρχαν τέσσερις νερόμυλοι στο χωριό :
1) Της οικογένειας Παπατζήκα στο ρέμα Βαθύλακκος (μεταξύ Λόχμης και Αγίας Τριάδος),
2) Της οικογένειας Βακουφτσή στην ίδια περιοχή και λίγο πιο κάτω,
3) Της οικογένειας Παπαζήση λίγο πιο κάτω από Άγιο Αθανάσιο στον Αμυγδαλιώτικο λάκκο,
4) Και ένας στην περιοχή Καλαϊτζή αγνώστου ιδιοκτήτη.
Κεραμαριά (κεραμοποιεία) υπήρχαν στις περιοχές:
1) Στο Κουρί, εκεί είχε κεραμαριό η οικογένεια Καρέτσα (Γιώργος),
2) Στην ίδια περιοχή κεραμαριό είχε και η οικογένεια Ζεμπίλη (Γιώργος και Σαράντης).
3) Στην Κοκκινόγα, εκεί είχε κεραμαριό η οικογένεια Λιάκα (Αθανάσιος - Ηλίας).
4) Στην Αγία Μαρίνα, εκεί είχε κεραμαριό η οικογένεια Μπαμπανάτσα.
Σήμερα οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού είναι γεωργοί και οικοδόμοι. Επειδή τελευταία η γεωργία είναι σε κρίση, οι πιο πολλοί την έχουν σαν δεύτερη ασχολία για κάποιο συμπληρωματικό εισόδημα. Τα περισσότερα χωράφια του χωριού τα έχουν νοικιάσει λίγα άτομα, που τα καλλιεργούν κύρια με σιτάρι. Οι υπόλοιποι έχουν κρατήσει για καλλιέργεια μόνο τα περιβόλια και τα αμπέλια. Γύρω στις (15.000) κερασιές έχουν φυτευτεί τα τελευταία 15 χρόνια, κάνοντας το χωριό γνωστό σε όλη τη Δυτική Μακεδονία και Ήπειρο για τα πολλά και καλά του κεράσια. Επειδή όμως δεν υπάρχει κάποια μεταποίηση του προϊόντος (χυμός, μαρμελάδα, γλυκό κλπ), υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στη διάθεσή του. Κάθε χρόνο τόνοι κεράσια μένουν στα δέντρα ή πετιούνται και αυτό το πρόβλημα στο μέλλον θα γίνει σίγουρα πιο έντονο.
Άμμος, Αυλαγάς, Ανάβρα, Αλινίστα, Αλώνια, Αη-Μαρίνα, Άγιος Αθανάσιος, Αγ. Νικόλας, Αγ. Κυριακή, Αγ. Παρασκευή, Αγ. Κων/νος, Αγ. Χριστόφορος, Αγ. Βασίλειος, Αγ. Γεώργιος, Αγ.Τριάδα, Αγ. Σπυρίδωνας, Αγ. Βαρβάρα, Αγ. Ανάργυροι, Αγ.Ιωάννης, Αγ. Μηνάς (Αη Μ’νάς), Αη-Λιάς, Ανήλιο, Αραντοβζνό, Αντρώνης, Άνοιγμα, Αλατσιά (τρανή και μικρή), Αλωνάκια, Αετοφωλιά, Αμπέλι, Αγρουμπλιές, Αυλαγάδια, Ασπρόγα, Αλεξανδρή, Αυλάκι, Αρμύρω, Αγγούρω, Αγορές, Ασπρόχωμα, Αλτσοθαριά, Αμπόλια,
Βαρκά, Βίγλα, Βιτσιότικα, Βέρβερα, Βασιλάκη.
Γκρούμπα, Γεφύρι, Γκαβόλακος, Γαύρος, Γκούβα, Γκορτσιά, Γκλωνάρια, Γητειά, Γούρνες, Γεφυρίσιωμα, Γκίλια ράχη, Γκαραγκάτσια, Γαϊβρίζες, Γκιρίζι, Γιαννούλω, Γρέκια, Γιαννής ανήλιο, Γκουντί κουμάσια,
Διάκος, Δήμου, Δραγασιά, Δέσες, Δέντρος, Δαμασκηνιές,
Ζήση μαντρί, Ζήσαινας, Ζέρβωμα, Ζεμπιλοσαράντη μαντρί,
Ιτιά.
Καψάλιο, Κοκκινόγα, Κεραμαριό, Κώσταινας Αλώνι, Κασίδας, Καλατσιούκα, Κοντολάκι, Καλύβα, Καμένο Μαντρί, Κατής, Κοντολάκκες, Κιούρους μπιστιριά, Κόκκινη μπιστιριά, Κουκουβάκα, Κουπανάρου, Κερασιά, Καστελάνος, Κουτσόραχος, Καριά, Κούτσουρα, Κοιλανίτης, Κρυονέρι, Κρανιά, Καστανιά, Κουριά, Κρυψώνα, Κουμματσιούλια, Καλόγερος, Κρανιές, Κάτω μαντρί, Κούπες, Καλαμιά, Καροπούλιες, Κεραμίδα, Κουταλή μαντρί, Καλαΐτζής, Κλούρ, Κιούγκι.
Λαγογαμήστρες, Λάκκος, Λευτοκαριά, Λούνισμα, Λιάκα δέντρα, Λίμνες, Λιόγγας, Λιάνου, Λευκάδια, Λιλιβή, Λιβάδι.
Μπάλια γούρνες, Μουράς, Μπάργκα γούρνες, Μαντρί, Μαρκαλύβες ή Μάρτ’ καλύβες, Μέγας κάμπος, Μέττος, Μπούφες, Μπράτμες, Μούτσιος, Μεσοχώρι, Μπάρες, Μάρμαρα, Μπαλιάμη δέντρο, Μηλον καρές, Μησιά στράτα, Μπάρα, Μπουρέλα Μαντρί, Μπάργκα μαντρί, Μπάργκα λευκάδια, Μπαΐρια, Μούλκη.
Ντούκας, Νταμπάκια, Ντίνα, Ντόκος, Ντουγάνι, Ντέτη καραούλι, Ντραγασιά.
Παναρίτης, Παπαδιάς λιβάδι, Παπαγιώργη, Πόρος, Ποτάμι, Προσήλιο, Πασσιαλής, Πέντε δέντρα, Παναγιά, Πηγαδούλια, Προμουρτσής, Παζαρόστρατα, Παλιόσπιτα, Παλιάμπελα, Πανάρ λάκκος, Πεκείθε, Πηγάδι, Παλιομάντρι, Παπαδήμα ράχη, Παπαζήση μύλος, Παλιοπήγαδο, Πλάτανος, Ποτίστρες, Παλιόστρουγκα, Προφήτης Ηλίας, Πάνω ράφτης, Πέτρα, Πουρί, Πιρουγλιές, Παπατσιότι.
Ράφτης, Ράχες, Ράχη, Ράχη άμμος, Ραμπουντάς, Ρουγκόζια, Ρότσικα μαντρί.
Συμπεθεριακό, Σκαμνιά, Σιόποτος, Σμίξη, Σιδέρω, Σειρηνιώτικα, Σαρή αλώνι, Σκοτωμένοι, Στεφανάδες, Σφιντάνω, Σουρβιά, Σφήνα, Συκιά, Στενούρ, Σκαμ τα ιλάδια, Σαμάρι.
Τζιουτζιουλάμπρου, Τσαρκουβνά, Τζήκα καλύβα, Τζήκα αμπέλι, Τσαρνάρα, Τσιάμα λουμάκια, Τσαρκουβίτσα, Τσιούκα, Τσιόλιας, Τσεράδια, Τζιόλα, Τριβενιώτικο, Τζιούτζια μαντρί, Τσιούρκας, Τεπές, Τσαπουρνιά, Τζέρουγκας, Τουρκομνημόρια ή Τουρκομνήματα.
Φάσα, Φώτη μαντρί, Φτελιά, Φτύσμα, Φέζος.
Χουρχούλαγκας, Χαρούμπα, Χαρούμπα πηγάδι.
Αγία Μαρίνα, (τη χάλασε το Κοινοτικό Συμβούλιο μετά το 1982 και το νερό το μεταβίβασαν στο δίκτυο ύδρευσης του χωριού), Γιτιά, Ποτίστρες, Καλαϊτζής, Μουράς, Γαύρος, Μέτος, Αντρόνης, Κουρί, Διάκος, Μεσοχώρης, Γκρούμπα (τη χάλασαν κι αυτή μετά το 1982), Ράφτης, (κι αυτόν τον χάλασαν τον ίδιο χρόνο), Παλιοκκλήσι (ποτίστρα) και Τσιούρκας (ήταν μέσα στο χωριό, είχε στρογγυλή λεκάνη και πότιζαν τα άλογα και τα γαϊδούρια οι χωριανοί, αργότερα τη χάλασαν).
ΠΗΓΕΣ
Σιδέρω, Φάσα, Μπάρα, Χαρούμπα, Κιούγκι, Λευτοκαριά, Μάρμαρα, Καριά, Παλιοπήγαδο,
Γκαϊνέ, Σιόποτος, Πουρί, Πεκείθε λάκος, Παπαλιούρα πηγάδι, Ξωνέρι, Αη Γιώργης
(αγιονέρι) και Δήμου Πηγάδι.
Σ' όλη αυτή τη χρονική περίοδο, από την αρχαιότητα ως σήμερα, οι Αμυγδαλιώτες, προσπάθησαν να διατηρήσουν εθνικά τους χαρακτηριστικά, τη γλώσσα και τη θρησκεία. Αυτή η προσπάθεια φαίνεται στα διάφορα ήθη και έθιμα, στα δημοτικά τραγούδια, στα τοπωνύμια και στο γλωσσικό ιδίωμα, που θα αναφερθούν παρακάτω:
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του χριστιανικού κόσμου. Σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι έλληνες, είναι η δεύτερη σημαντικότερη γιορτή μετά το Πάσχα. Πριν από τα Χριστούγεννα, από του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), αρχίζει η νηστεία της Σαρακοστής και η ψυχική προπαρασκευή για τη μεγάλη εορτή της γέννησης του Χριστού. Έτσι όλες οι οικογένειες το βράδυ του Αγίου Φιλίππου θ’ αποκρέψουν και θα ευχηθούν: «Καλή σαρακοστή να περάσουμε».
Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.). Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έφτιαχναν τις «κλούρες». Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού.
ΤΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ
Λίγες μέρες αφού έμπαινε ο Δεκέμβρης, τα αγόρια του χωριού ανέβαιναν σε υψώματα και όλα μαζί φώναζαν δυνατά πολλές φορές «κόλιαντα», για να ακουστούν σε όλο το χωριό. Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα, μέχρι την 23η Δεκεμβρίου. Ήταν μια προειδοποίηση πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κόλιαντα» στα σπίτια του χωριού. Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές. Στα χέρια τους κρατούσαν τις «τζιουμπανίκες», (γερά ξύλα που κατέληγαν σε στρογγυλό σκληρό εξόγκωμα). Σε όλα τα σπίτια τραγουδούσαν το:
Κόλιαντα μπάμπω μ’ κόλιαντα, κι εμένα μπάμπω μ’ κλούρα
Κι εμένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου
Κι αν δε μας δώσεις κόλιαντα δώσ’ μας ένα σιουτζιούκι
Να’ ναι τρανό, να’ ναι χοντρό, να’ ναι ζαχαρωμένο
Κι αν δεν έχεις κι σιουτζιούκι, δώσ’ μου τη θυγατέρα σ’
Να τη φιλώ, να την τσιμπώ να μι ζισταίν’ τα βράδια.
Σε μερικά σπίτια τους ζητούσαν να «σιουμπήσουν» (ανακατέψουν) τη φωτιά. Έμπαινε τότε μέσα ένα παιδί και με την «τσιουμπανίκα» του «σιουμπούσε» τη φωτιά λέγοντας: «Φέρνω αρνιά, φέρνω κατσίκια, φέρνω κι έναν γαμπρό» (ή ανάλογα με την περίσταση, ότι επιθυμούσαν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού).
Αφού τα παιδιά λέγανε τα «κόλιαντα» και «σιουμπούσαν» τη φωτιά, τους δίνανε τις «κλούρες». Αν κάποιος ήθελε να δώσει κάστανα, καρύδια ή αμύγδαλα, έλεγε στα παιδιά να «β’λιάξουν». Τότε τα παιδιά έπεφταν στα γόνατα και βέλαζαν ενώ η νοικοκυρά τους έριχνε τα αμύγδαλα, καρύδια ή κάστανα. Αυτό γινόταν γιατί πίστευαν πως έτσι τα πρόβατα και τα γίδια τους θα γεννούσαν περισσότερα αρνιά και κατσίκια.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Την ημέρα των Χριστουγέννων κανένας δε λείπει από την εκκλησία που είναι ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες μέσα στη νύχτα. Μετά τη λειτουργία, χαιρετά ο ένας τον άλλον και εύχεται «χρόνια πολλά».
Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο στις Αμυγδαλιές Γρεβενών την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν η «γουρνοχαρά». Δηλαδή το σφάξιμο των γουρουνιών. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στο χωριό μας, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή (Χρήστος, Χριστίνα, Μανώλης…), γιορτάζουν όχι στις 25, αλλά στις 26 Δεκεμβρίου. Γιατί η «γουρνοχαρά» για να ετοιμαστεί, θέλει πολύ δουλειά και δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές.
Η «γουρνοχαρά» είναι ένα από τα»σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Έτσι από παλιά όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.) Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά".
Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό.
Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.
Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια.
Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια).
Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.
Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες».
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.
Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα.
Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι.
Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Στον τόπο μας την εποχή αυτή, αν δεν έχομε χιόνια πολλά, θα ‘χουμε κρύα τσουχτερά, δυνατά κρύα. Έτσι, κάθε χρόνο γιορτάζουμε την πρωτοχρονιά.
Οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη "βασιλόπιτα". «Ανοίγουνε φύλλο» και με έξη τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Ένα κλαδί ήταν το «κοτέτσι». Ένα άλλο ήταν ο «ζυγός». Ένα άλλο η «στρούγκα». Και φυσικά το «φλουρί».
Η βασιλόπιτα. Η «στρούγκα».
Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές. Όποιος στο κομμάτι του έβρισκε τη «στρούγκα», θα είχε για όλο το χρόνο την ευθύνη για τα γιδοπρόβατα. Όποιος έβρισκε το «ζυγό», θα είχε την ευθύνη των μεγάλων ζώων (άλογο, γάιδαρο και βόδια). Και αντίστοιχα όποιος έβρισκε το «κοτέτσι», θα είχε την ευθύνη για τις κότες. Ενώ αυτός που θα έβρισκε το «φλουρί», θα ήτανε ο τυχερός του σπιτιού και αυτός που για όλο το χρόνο θα είχε το ταμείο της οικογένειας.
Ρουνγκουτσάρια.
Αυτού του εθίμου η αναβίωση γίνεται κάθε πρωτοχρονιά. Νωρίς το πρωί οι νέοι του χωριού ντύνονται τσολιάδες, εκτός από έναν που ντύνεται γυναίκα (νύφη), και έναν που φοράει τα κουδούνια και βάφεται μαύρος ο Ρούνγκος ή Ρουνγκουτσάρης. Οι τσολιάδες κρατάνε στα χέρια τους μαχαίρια, ο Ρουνγκουτσάρης τη τσιουμπανίκα (ξύλο με χοντρή - στρογγυλή άκρη) και η νύφη ένα πορτοκάλι. (Παλιά που το χωριό είχε πολλούς νέους, ντυνόταν μόνο αυτοί οι νέοι που η «σειρά τους» θα πήγαινε στο στρατό).
Συγκεντρώνονται στο Κοινοτικό Κατάστημα νωρίς το πρωί και οι δυο ή τρεις τσολιάδες πάνε στην εκκλησία. Ανάβουν κερί, προσκυνούν και μετά από λίγο αποχωρούν. Μόλις τελειώσει η λειτουργία ο κόσμος συγκεντρώνετε στο προαύλιο και περιμένει τα Ρουνγκουτσάρια που έρχονται τραγουδώντας το:
Άγιος Βασίλη έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι, και πόθεν κατεβαίνεις.
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω .
Αν έρχεσ' απ' την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι.
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω.
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόληκε κλωνάρια
Κλωνάρια χρυσοκλώναρα με τ’ αργυρένια φύλλα.
Φτάνοντας, κατευθύνονται προς το μέρος που βρίσκεται ο Πρόεδρος του χωριού και τραγουδάνε το:
Αφέντη μου πρωτότοκε
και προτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μον' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόσα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρων να πείν’ να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι
σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Μετά αποχωρούν για να πάνε σ' όλα τα σπίτια του χωριού. Σε κάθε σπίτι του χωριού τραγουδούν και το ανάλογο τραγούδι.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (Ρουνγκουτσάρια)
1.ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Αφέντη μου πρωτότοκε
και προτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μόν' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόσα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
να τρών’ να πείν’ να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι
σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
2.ΠΑΠΠΑΣ
Κατ' από την
κληματαριά κάτ' από το άγιο κλήμα
εκεί κοιμάται ο Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια
κανένας δεν ετόλμησε να πάει να τον ξυπνήσει
μόν' η κυρά η Παναγιά πάει και τον ξυπνάει.
Για σήκω πάνω Δέσποτα και μην βαριοκοιμάσα,
τα μοναστήρια σήμαναν κι οι εκκλησιές διαβάζουν.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι.
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
3.ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι πόθε κατεβαίνεις
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
Αν έρχεσ' απ' την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή και απόληκε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα και αργυρένια φύλλα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
4. ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται και ‘γώ ‘χω τον καημό σου
τι να σου στείλω ξένε μου εκεί στα ξένα που' σαι
να στείλω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει
να στείλω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντήλι
το δάκρυ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
5. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ - ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Γραμματικός καθότανε σε μάρμαρο τραπέζι
Έγραφε και κοντίλιαζε τριών λογιών μελάνι
Και σήκωσε το χέρι του και χύθηκ' η μελάνη
και βάψανε τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα
σ’ εννιά ποτάμια τα
'πλέν’αν και βάψανε και κείνα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
6. ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΓΟΡΙΑ
Εκίνησε ο νιούτσικος
να πάει να αρραβωνιάσει
Ουδέ τα ρούχα έπαιρνε ουδέ τον αρραβώνα.
Κι η μάνα του τον έλεγε κι η μάνα του τον λέει,
για γύρνα πίσω νιούτσικε για γύρνα παραπίσω,
για γύρνα πάρ’ τα
ρούχα σου πάρε την αρραβώνα.
Εκεί π' θα πάω μάνα μου εκεί π' θ' αρραβωνιάσω
Ουδέ τα ρούχα μου ζητούν, ουδέ την αρραβώνα.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
7.ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ
Προξενητάδες κίνησαν
'πό μέσα από την πόλη
προξενετούσαν κι έλεγαν προξενετούν και λένε
το τίνος είναι η λυγερή που 'ρχεται απ' το πηγάδι
φοράει γκιορντάνια στο λαιμό κι ασήμια στο κεφάλι.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
8.ΝΙΟΠΑΝΤΡΑ-ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΑ
Κρατεί ν’ ο δέντρος τη δροσιά κρατεί κι ο νιός την κόρη
στα γόνατα την έπαιζε στα μάτια την κοιτούσε
στα χείλη και στα
μάγουλα γλυκά την εφιλούσε.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
9.ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙ
Η μάνα που 'χει τον
υγιό το μόνο κανακάρη
τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον
καρτερεί με μια χρυσή βεργούλα
παιδί μου πού ν’ τα γράμματα πού ‘ναι τα πινακίδια.
Τα γράμματα είναι στο
χαρτί κι ο νους μου πέρα πέρα.
πέρα εκεί στις όμορφες πέρα στις μαυρομάτες.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
10.ΤΣΟΠΑΝΗΔΕΣ
Εδώ σε τούτην την αυλή την μαρμαροστρωμένη
εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Βόσκατα …. βόσκατα καλά μεσαριασέτα
κάτω στους κάμπους μην τα πας στα πράσινα λιβάδια
γιατί έχει
λησμοβότανο και λησμονούν τα αρνιά τους.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
11. ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΥΣ
Καλότυχος αφέντη μου με του υγιούς από 'χεις
ένας μαθαίνει
γράμματα κι' άλλος μαθαίνει τέχνη
κι ο τρίτος ο μικρότερος μαθαίνει να λογιάζει,
φέρνει τα λάφια
ζωντανά τ' αγρίμια σκοτωμένα.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Εδώ σε τούτην την
αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ ‘χουν κόρη ανύπαντρη κόρη αρραβωνιασμένη
της τάξανε το Βασιλιά, της τάξανε το Ρήγα.
Δε θέλω εγώ το Βασιλιά δε θέλω εγώ το Ρήγα
μόν' θέλω εγώ το νιούτσικο τον καγκελοφρυδάτο
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσα δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσα κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ'
κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λέν’ για την υγειά σου
για την υγειά σου
αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Σ' όποιο σπίτι δεν τους άνοιγαν την πόρτα, τότε τραγουδούσαν κοροϊδευτικά το τραγούδι:
Του κασιδιάρη τ' άλογο στη βατσινιά δεμένο
οι καραμούζες το τσιμπούν κι αυτό μόν' καμαρώνει,
αφέντη μου στην κάπα σου εννιά χιλιάδες ψείρες,
άλλες γενούν άλλες κλωσούν κι άλλες τ' αυγά μαζώνουν
κι άλλες το Θο παρακαλούν να μην τις ζεματίσουν.
Σε κάθε σπίτι οι πόρτες είναι ανοιχτές. Οι νοικοκυρές τους περιμένουν με μεζέδες, γλυκά, πορτοκάλια, και μανταρίνια. Το απομεσήμερο αφού γυρίσουν όλα τα σπίτια του χωριού και τα μαγαζιά, τότε πάνε στην πλατεία του χωριού για να χορέψουν. Πρώτος χορεύει ο Ρουνγκουτσάρης, ενώ όλοι μαζί τραγουδούν το τσάμικο τραγούδι:
Παιδιά μ' σαν θέλ’τε
λεβεντιά και Κλέφτες να γενείτε
εμένα να ρωτήσετε, πως τα περνούν οι κλέφτες.
Δώδεκα χρόνια έκανα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί δεν έφαγα, σε στρώμα δεν κοιμήθ’κα
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
το έρημο ντουφέκι μου σαν μάν’ αγκαλιασμένο.
Πριν τελειώσει το χορό ο Ρουνγκουτσάρης, πετάει ψηλά την τζουμπανίκα και οι χωριανοί προσπαθούν να την πιάσουν. Όποιος την πιάσει θεωρείται τυχερός και την κρατάει για όλο το χρόνο. Στη συνέχεια χορεύει η «νύφη», ενώ όλοι μαζί τραγουδούν:
Ένα
νερό κυρα Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό
κι από πούθε κατεβαίνει, Βαγγελιώ μου παινεμένη;
Από γκρεμό, κυρα Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρεμίζεται
και σε περιβόλι μπαίνει, Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Ποτίζει δε - κυρα Βαγγελιώ, ποτίζει δέντρα και κλαριά
εμ ποτίζει Κυπαρίσσια, σαν τα όμορφα κορίτσια
ποτίζει και, κυρα Βαγγελιώ, ποτίζει κι ένα αγιόκλημα
όπου κάνει το σταφύλι, σαν της Βαγγελιώς τα χείλη.
Προς το τέλος του χορού η «νύφη» πετάει το πορτοκάλι που έχει στο χέρι. Όποιος το πιάσει πάλι, θεωρείται τυχερός . Στη συνέχεια χορεύουν με τη σειρά όλοι οι τσολιάδες διάφορα δημοτικά τραγούδια, («σαράντα παλικάρια», «Στης Πάργας τον ανήφορο», «δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ» κλπ.)
Πριν από χρόνια ο κόσμος κερνούσε τα Ρουνγκουτσάρια τρόφιμα (κρέας, φρούτα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα κλπ) και αργότερα χρήματα που χρησιμοποιούσαν για κοινωφελείς σκοπούς. Σήμερα το έθιμο αυτό το αναβιώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού και επειδή οι νέοι είναι λίγοι, συμμετέχουν σ' αυτό διαφορετικές ηλικίες. Τα τελευταία δε χρόνια ο Πολιτιστικός Σύλλογος αναβιώνει το έθιμο και στην πόλη των Γρεβενών την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Οι ρίζες των «ρουνγκουτσαριών» κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Την εποχή αυτή γιορτάζονταν από τους αρχαίους Έλληνες τα «μικρά Διονύσια» ή «Διονύσια των αγρών». Τον ισχυρισμό αυτό ενισχύουν εκτός των άλλων τα κουδούνια του «Ρουνγκουτσάρη» και το σχήμα της τζιουμπανίκας που θυμίζει φαλλό. Στην πορεία βέβαια μετεξελίχτηκαν, παίρνοντας στοιχεία του αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών, στοιχεία που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η λέξη «ρουνγκουτσάρια» προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα ή από το λατινικό «ρονγκ», που σημαίνει «ζητώ» ή από το σλάβικο «ρόνγκο» που σημαίνει «κέρατο».
Ενώ σύμφωνα με μια προφορική παράδοση το έθιμο αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κάθε πρωτοχρονιά οι Τούρκοι επέτρεπαν ( έδιναν κάτι σαν αμνηστία) στους κλέφτες να κατεβαίνουν στα χωριά τους (γι’ αυτό και οι τσολιάδες κρατούν μαχαίρια παρατεταμένα και απειλητικά). Βλέπανε τους δικούς τους τρώγανε, πίνανε, γλεντούσαν παίρνανε τρόφιμα και μπορεί και κάποιος από αυτούς να παντρεύονταν κιόλας (αυτό συμβολίζει η «νύφη»). Ο Ρουνγκουτσάρης συμβολίζει τον Τούρκο - τον αράπη (γι’ αυτό και βάφεται μαύρος) που τον κοροϊδεύουν κρεμώντας του κουδούνια.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το έθιμο αυτό το συναντά κανείς σχεδόν σε όλη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, με μικρές παραλλαγές του ονόματος, σχεδόν πουθενά δεν είναι ακριβώς το ίδιο.
Μια ξεχωριστή θέση
στο πάνθεον των λατρευτικών εκδηλώσεων των κατοίκων του χωριού, κατέχουν οι
εκδηλώσεις των Απόκρεω. Ξεκινούσαν από πολύ νωρίς, λίγο μετά την Πρωτοχρονιά. Οι
νέοι του χωριού, χωρισμένοι σε μαχαλάδες συγκέντρωναν κέδρα. Υπήρχε ένας άτυπος
συναγωνισμός, μια κρυφή άμιλλα για το ποιος μαχαλάς θα κάνει το μεγαλύτερο και
καλύτερο φανό. Τα κέδρα τα συγκέντρωναν κατά μαχαλάδες και πολλές φορές τις
νύχτες τα φρουρούσαν γιατί υπήρχε κίνδυνος να τα κλέψουν οι δίπλα μαχαλάδες.
Φανοί γίνονταν στους μαχαλάδες:
α) στους Καραλιολιαίους,
β) στους Ζεμπιλαίους,
γ) στους Ντινοπαπαίους
δ) στην πλατεία
ε) στον Πέρα Μαχαλά (Αγία Τριάδα),
στ) στους Γκιλιαίους,
ζ) στους Ροτσκαίους,
η) στους Λιακαίους και
θ) στους Ντροβατζαίους.
Αρκετές μέρες πριν την Κυριακή της Αποκριάς, πολλοί χωριανοί ντύνονταν μασκαράδες και επισκέπτονταν γειτονικά και φιλικά σπίτια, με τα απαραίτητα κεράσματα και «πειράγματα». Την Κυριακή της Τυρινής (την Μεγάλη Αποκριά) λίγο πριν ανάψει ο φανός, συνηθιζόταν και συνηθίζεται οι πιο νέοι σε ηλικία να επισκέπτονται τους μεγαλύτερους συγγενείς τους. Τους φιλούσαν το χέρι (με το αζημίωτο φυσικά, πάντα οι μεγαλύτεροι "κερνούσαν" τους νεότερους συγγενείς τους χρήματα όταν είχαν ή γλυκά και άλλα κεράσματα) και αλληλοσυγχωριούνταν ενόψει των Απόκρεω. Αφού τρώγανε στο οικογενειακό τραπέζι, η βραδιά τελείωνε με την περίφημη παραδοσιακή «χάσκα». Στην άκρη μακριού σπάγκου στερεωμένου σε έναν κλώστη, έδεναν ένα σφιχτό-βρασμένο και καθαρισμένο αυγό. Αυτός που κρατούσε τον σπάγκο από τον κλώστη τον περιέφερε γύρω-γύρω μπροστά στα στόματα των συγκεντρωμένων, οι οποίοι προσπαθούσαν να αρπάξουν με τα δόντια το αυγό. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο, γιατί η «χάσκα» δεν σταματούσε σε ένα σημείο και το αυγό τους ξέφευγε. Έτσι δημιουργούνταν μια ατμόσφαιρα γεμάτη ευθυμία, γέλια και ξεφωνητά.
Μετά, περίπου στις 9 το βράδυ ακολουθούσε το άναμμα του φανού. Ο κόσμος συγκεντρώνονταν γύρω από το φανό. Τα πειράγματα, οι αθυροστομίες, οι βωμολοχίες και τα υπονοούμενα κυριαρχούν στα τραγούδια και τους χορούς γύρω από τη φωτιά, απομεινάρια από τις αρχαίες Διονυσιακές γιορτές και Αριστοφανικές εκφράσεις. Τα τραγούδια τα τραγουδούσε ο πρωτοχορευτής και επαναλάμβαναν τα λόγια οι υπόλοιποι. Επισκέπτονται το φανό μασκαράδες, οι οποίοι σέρνουν το χορό κάνοντας ταυτόχρονα διάφορα αστεία και πειράγματα.
Οι πιο νέοι παίρνουν φόρα και επιχειρούν να πηδήσουν πάνω από τον φανό φωνάζοντας «ψύλλοι, ψύλλοι, ψύλλοι …..». Πολλοί τα καταφέρνουν, αλλά άλλοι όχι. Και τότε ακολουθούν γέλια και πειράγματα. Οι παλαιότεροι λένε πως αυτό γινόταν παλιά για να διώξουν τις ψείρες και τους ψύλλους που είχαν πάνω τους. Αλλά το πιο πιθανό είναι πως και αυτό είναι απομεινάρι της αρχαίας λατρείας.
1.ΜΗΛΙΤΣΑ
που ’σαι στο γκρεμό
μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό
με μήλα φορτωμένη. (2)
Τα μη- μωρέ τα μήλα σου λιμπίστηκα
τα μήλα σου λιμπίστηκα
και το γκρεμό φοβάμαι. (2)
Κι αν το μωρέ κι αν το φοβάσαι το γκρεμό
κι αν το φοβάσαι το γκρεμό έλ’ απ’ το μονοπάτι . (2)
το μονοπάτι μ’ έβγαζε σε μια ψηλή ραχούλα . (2)
2. ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΘΑ ΚΑΤΕΒΩ
και στον παράδεισο
κι αμάν και στον παράδεισο .
Το χάρο ν’ ανταμώσω (3)
δυο λόγια να του πω
κι αμάν δυο λόγια να του πω.
Χάρε για χάρισέ μου (3)
σαΐτες κοφτερές
κι αμάν σαΐτες κοφτερές.
να πάω να σαϊτέψω (3)
δυο τρεις μελαχρινές
κι αμάν δυο τρεις μελαχρινές.
στο μάγουλο ελιά
κι αμάν στο μάγουλο ελιά.
Κι ανάμεσα στα στήθια (3)
χρυσή πορτοκαλιά
κι αμάν χρυσή πορτοκαλιά.
Που κάν’ τα πορτοκάλια (3)
μικρά και στρογγυλά
κι αμάν μικρά και στρογγυλά.
3.ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Για μάσ’ τα περιστέρια σου
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’
που ’ρχονται στην αυλή μου
Σουλτάνα μ’ μαυρομάτα .
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’
μι κουβαλούν το χώμα.
Σουλτάνα μ’ μαυρομάτα .
Το χώμα μι χρειάζεται
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’.
κι το νερό το θέλω
Σουλτάνα μ’ μαυρομάτα.
Θέλω να χτίσω εκκλησιά
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’
να χτίσω μοναστήρι
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Να ’ρχονται οι νιες
να ’ρχονται οι γριες
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’
να ’ρχονται παλικάρια
4.ΤΑ ΑΡΝΙΑ
Κάτω εκεί μωρέ παιδιά
κάτω ‘κεί στην ποταμιά (2)
έβοσκαν καμπόσα μ…..ά.
Άλλα μπε- μωρέ παιδιά
κάθομαν και τα κοιτούσα.
Κι ένα μπε- μωρέ παιδιά
κι ένα μπέλο δε βοσκούσε (2)
το μαλλί του τ’ αμποδούσε .
Έλα Μή- μωρέ παιδιά
έλα Μήτσο κούρεψέ το (2)
κι απαλά βρε χάιδεψέ το.
5.ΟΙ ΠΑΠΑΔΙΕΣ
Πέντε δε- μωρ’ άιντε ντε
πέντε δέκα παπαδιές (2)
κι άλλες τόσες καλογριές.
Τα βαμπά- μωρ’ άιντε ντε
τα βαμπάκια σκάλιζαν (2)
και τα ξεβοτάνιζαν.
Μια την ά- μωρ’ άιντε ντε
μια την άλλη έλεγε (2)
άι να κολυμπήσουμε.
Άι να κο- μωρ’ άιντε ντε
άι να κολυμπήσουμε (2)
που ’ναι τα νερά ζεστά.
Που ’ναι τα νε- άιντε ντε
που ’ναι τα νερά ζεστά (2)
και τα κύματα ρηχά.
Κει που κο- μωρ άιντε ντε
κει που κολυμπούσανε (2)
σιγοτραγουδούσανε.
Μωρέ ε- μωρ’ άιντε ντε
μωρέ έρημο μ…ί. (2)
που ’ν’ τα δυο και το μακρύ.
6.ΤΑ ΣΑΚΙΑ
Τις μεγά μπρε μπρε μπρε
τις μεγάλες αποκριές.
Τις μεγάλες αποκριές
πέσαν δυο σακιά ψωλές.
Όλες οι μπρε μπρε μπρε
όλες οι νοικοκυρές.
Όλες οι νοικοκυρές
διάλεξαν τις πιο τρανές.
Και μια μπρε μπρε μπρε
Και μια έρημ(η) παπαδιά
και μια έρημ(η) παπαδιά
δεν επρόλαβε καμιά.
Παίρνει σνά - μπρε μπρε μπρε
παίρνει σνάζει τα τσουβάλια.
Παίρνει σνάζει τα τσουβάλια
Βρίσκει μια με δυο κεφάλια.
Αυτήν είν’ μπρε μπρε μπρε
αυτήν είναι για τη μένα.
Αυτήν είναι για τη μένα
που ’ν τα σκώτια μου καμένα.
7.ΤΟ ΤΥΡΙ
Τις μεγά- μπρε μπρε μπρε
τις μεγάλες αποκριές.
Τις μεγάλες αποκριές
αποκρεύουν το τυρί.
Αποκρεύ(ου)ν μπρε μπρε μπρε
αποκρεύουν το τυρί.
Αποκρεύουν το τυρί
αποκρεύουν και το μ….
Και την κα- μπρε μπρε μπρε
και την καθαρή Δευτέρα.
δώστε στα μ….. αέρα.
8.Ο ΜΥΛΟΣ
Κίνησα μπρε μπρε μπρε
Κίνησα να πάω στο μύλο
Αΐντε κίνησα να πάω στο μύλο
Με τη θεια μου τη Βασίλω
Αΐντε πες αυτή μπρε μπρε μπρε
Πες αυτή και πες εγώ
Αΐντε πες αυτή και πες εγώ
Μεσ’ το λάκκο το βαθιό.
9.Μ…..ΕΣ
Τις μεγά- μπρε μπρε μπρε
Τις μεγάλες Αποκρές (2)
πάν’ στον κάμπο οι κυρές
Κάτω εκεί μπρε μπρε μπρε
Κάτω εκεί στην ποταμιά(2)
Βόσκαγαν καμόσα μ…ά
Άλλα μπέ- μπρε μπρε μπρε
Άλλα μπέλα κι άλλα ρούσα(2)
Κάθομαν και τα τηρούσα
Και ένα ρού- μπρε μπρε μπρε
Κι ένα ρούσο δε βοσκούσε(2)
Το μαλλί του τ’ αμποδούσε.
10. ΤΟ ΧΑΛΑΣΜΑ
Μπήκα, βρε μπρε μπρε μπρε
Μπήκα σ’ ένα χάλασμα
Αΐντε μπήκα σ’ ένα χάλασμα
Κι είδα ένα φάντασμα
Αΐντε δυο ποδά- μπρε μπρε μπρε
Δυο ποδάρια σιουκουμένα
Κι άλλα δυο κατεβασμένα
Αΐντε μια κοιλιά μπρε μπρε μπρε
Μια κοιλιά πάνω στην άλλη
Αΐντε μια κοιλιά πάνω στην άλλη
Κι ο ζουρνάς χαρά μεγάλη
11. ΤΟ ΠΙΠΕΡΙ
Πώς στουμπί- μωρ’ πώς σουμπί-
Πώς στουμπίζουν το πιπέρι
Οι διαόλοι οι καλογέροι
Με το γό- μωρέ παιδιά
Με το γόνα το στουμπίζουν
Και το ψιλοκοσκινίζουν
Πώς στουμπί- μωρ’ πώς στουμπί-
Πώς στουμπίζουν το πιπέρι
Οι διαόλοι οι καλογέροι
Με τον κώ- μωρέ παιδιά
Με τον κώλο το στουμπίζουν
Και το ψιλοκοσκινίζουν
Πώς μαζέ- μωρέ παιδιά
Πώς μαζεύουν το πιπέρι
Πώς μαζεύουν το πιπέρι
Οι διαόλοι οι καλογέροι
Με τη γλώ- μωρέ παιδιά
Με τη γλώσσα το μαζεύουν
Οι διαόλοι οι καλογέροι
12.ΜΙΑ ΚΟΝΤΗ ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ
Μια κοντή μωρέ μια κοντή
μια κοντή μελαχρινή,
μια κοντή μελαχρινή
στο ποτάμ’ κατέβαινε
στο ποτάμ’ κατέβαινε
και μωρ’ συλογίζονταν.
Ωρέ πώς να το περάσω εγώ
τούτο το θολό νερό,
άντε πέρασές με νιούτσικε
πάρε τα παπούτσια μου.
Δεν τα θέλω κόρη μου,
δεν τα καταδέχομαι.
Πέρασές με νιούτσικε,
θα σου δώσω φίλημα,
άντε θα σου δώσω φίλημα
φίλημα κι αγκάλιασμα.
Άντε μια και δυο την άρπαξε
πέρα την επέταξε.
Δώμ’ κορή το φίλημα,
φίλημα που μ’ έταξες.
Παραπάνω νιούτσικε
να φανούν τα σπίτια μας (2)
να φανούν τα σπίτια μας
και τα παραθύρια μας
13. ΣΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Στης ακρί- μπρε μπρε μπρε
στης ακρίβειας τον καιρό(2)
βρέθηκα να παντρευτώ.
Και μου δί- μπρε μπρε μπρε
και μου δίνουν μια γυναίκα(2)
που ‘τρωγε για πέντε δέκα.
Και την πρώ- μπρε μπρε μπρε
και την πρώτη τη βραδιά(2)
μου ‘φαγε πεντέξι αρνιά.
Και το δε- μπρε μπρε μπρε
και το δεύτερο το βράδυ(2)
μου ‘φαγε ένα κοπάδι.
Άντρα μου μπρε μπρε μπρε
άντρα μου θέλω φουστάνι(2)
γύρω γύρω με γαϊτάνι.
Άντρα μου μπρε μπρε μπρε
άντρα μου θέλω καπέλο(2)
και το θέλω με το βέλο.
Και ‘γώ παί- μπρε μπρε μπρε
και ‘γω παίρνω ένα ξύλο(2)
και τη φέρνω γύρω-γύρω.
14.ΠΕΝΤΙ ΜΠΑΜΠΕΣ ΧΟΡΕΥΑΝ
Πέντε μπά- μπρε μπρε μπρε
Πέντε μπάμπις χόρευαν(2)
Κι οι πέντε με βρακιά.
Πάει και μια μπρε μπρε μπρε
Πάει και μια ξεβράκωτη(2)
Δεν την παίρνουν στο χορό.
Πάει και παί- μπρε μπρε μπρε
Πάει και παίρνει μπουχασέ(2)
Κι έφκιασε κι αυτή βρακί.
Κι έφκιασε μπρε μπρε μπρε
Κι έφκιασε κι αυτή βρακί(2)
Και την πιάσαν στην κορφή.
Τρεις καλές κι αμάν αμάν
τρεις καλές γειτόνισσες(2)
και οι τρεις αρχόντισες.
Στην ταβέ- κι αμάν αμάν
στην ταβέρνα πάν’ να πιουν(2)
και φωνάζουν δυνατά.
Ταβερνιάρ’ κι αμάν αμάν
φέρε μας ‘να κατοστάρ’,(2)
φέρε μας και τη μισή.
Φέρε μας κι αμάν αμάν
φέρε μας και τη μισή(2)
κι έλα κάθισε κι εσύ.
Φέρε μας κι αμάν αμάν
φέρε μας και την οκά(2)
κι έλα κάθισε κοντά.
Φέρε μας κι αμάν αμάν
φέρε μας και άλλα τόσα(2)
κι έλα πάρε μας το γρόσα.
Ένα ρού- μπρε μπρε μπρε
ένα ρούσο παλικάρι(2)
τα κορίτσια κυνηγάει.
Πιάνει ε- μπρε μπρε μπρε
πιάνει ένα κοριτσάκι(2)
όμορφο μελαχρινάκι.
Έλα ρού- μπρε μπρε μπρε
έλα ρούσο παλικάρι(2)
τι καλό θες από μένα.
Απ’ τα κό- μπρε μπρε μπρε
απ’ τα κόρφια μου κι απάνω(2)
ή απ’ τα κόρφια μου κι κάτω.
Απ’ τα κό- μπρε μπρε μπρε
απ’ τα κόρφια σου κι κάτω,(2)
προχωρώ κι παρακάτω.
Βρίσκω έ- μπρε μπρε μπρε
βρίσκω ένα μικρό δασάκι,(2)
γύρω γύρω χορταράκι.
Και στη με- μπρε μπρε μπρε
Και στη μέση μια βρυσούλα(2)
Που ‘τρεχε χρυσό νεράκι.
Τσιακ – τσιουκ τις πόρτες και τις πορτοπούλες.
-Ποιος είναι όξω τούτη την ώρα;
-Εδώ είναι ο Γιάννης κι είν’ ο καλογιάννης.
-Τι θέλεις Γιάννη τούτη την ώρα;
-Ήρθα και θέλω τη θυγατέρα σ’.
-Δεν στην εδίνω βρε Μαυρογιάννη,
σιούκου κι φεύγα τούτη την ώρα.
Τσιακ – τσιουκ τις πόρτες και τις πορτοπούλες
Φεύγειν ο Γιάννης κυνηγημένος…
Το Σάββατο του Λαζάρου, μετά τη λειτουργία, όλα τα παιδιά του χωριού κατά ομάδες ξεκινούσαν να τραγουδήσουν σ’ όλα τα σπίτια του χωριoύ «τη Λαζαρίνα». Στα χέρια ένα απ’ τα παιδιά κρατούσε ένα ξύλινο χελιδόνι (χελιδόνα). Όλα τα παιδιά κρατούσαν καλαθάκια στολισμένα. Μέσα εκεί θα μάζευαν τα αυγά που θα τους έδιναν οι νοικοκυρές. (Παλιά που λειτουργούσαν τα σχολεία το Σάββατο, το έθιμο αυτό γινόταν την Κυριακή των Βαΐων.)
Όλοι μαζί τραγουδούσαν:
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάια
ήρθε κι ο υιός της Βηθανίας
ο αφέντης μας της Μακαρίας.
Πού ήσουν Λάζαρε, που ήσουν κρυμμένος;
Μέσ’ τη γη ήμουνα βαθιά χωμένος.
και το στόμα μου πικρό φαρμάκι,
δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και των χειλέων ( γενναίων)
και μη με ρωτάτε πλέον ( έχω βάσανα και κλαίω)
Τι είδες Λάζαρε, τι είδες,
εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους , είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους
και μια δραχμή στη χελιδόνα,
για να ζήσει το χειμώνα.
Λαζαρίνα κουκουτίνα
βάλε αυγό στην καλαθίνα
να το φάει η Λαζαρίνα.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο χριστός για να ’ρθει,
εις την πόλη Βηθανία
κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία,
κλαίγανε τον αδερφό τους,
τον καλό το Λάζαρό τους.
Αν ερχόσουνα Χριστέ μας,
δεν θα πέθαιν’ ο αδερφός μας
και ο φίλος ο δικός σας.
Οι πιο μικροί τραγουδούσαν το:
Ήρθε η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι.
Ήρθε η μάνα σου απ’ το παζάρι (από την πόλη)
Σου ‘φερε χαρτί και καλαμάρι (κομπολόι).
Οι κοτούλες σας αυγά γεννάνε
κι οι φωλίτσες τους δεν τα χωράνε,
δώστε μας και μας να τα χαρούμε
και του χρόνου πάλι να τα πούμε.
ή
Ήρθε η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι
ήρθε η μάνα σου απ’ το παζάρι (από την πόλη)
σου ‘φερε χαρτί και καλαμάρι (κομπολόι)
Λαζαρίνα κουκουτίνα
βάλε αυγό στην καλαθίνα,
για να ζήσει το χειμώνα.
ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ (ΑΝΤΡΑΣ)
Μια μέρα πριν και μια μέρα μετά της γιορτής του Αγίου Ανδρέα, για τρεις βραδιές στη σειρά οι νοικοκυρές έριχναν στα κεραμίδια βρασμένο σιτάρι και καλαμπόκι και έλεγαν: «Αντρά, Αντρά ν’ αντρώσ’ν τα στάρια μας και τα καλαμπούκια μας».
ΤΑ ΒΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ.
Η Κυριακή των Βαΐων ήταν μεγάλη γιορτή για το χωριό. Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Στο τέλος της λειτουργίας ο παπάς μοίραζε τα βάγια. Επίσης την Κυριακή των Βαΐων τέλειωναν και οι γυναίκες τις «περδίκες», σ’ άσπρα άβραστα αυγά, με κοντύλι που έσταζε ζεστό κερί, ζωγράφιζαν διάφορες παραστάσεις και κεντίδια. Το κερί με το βράσιμο και το βάψιμο έλειωνε και έμεναν άσπρα τα σχέδια πάνω στο κόκκινο αυγό. Ακόμα και σήμερα σε όλα τα σπίτια του χωριού φτιάχνουν «περδίκες».
Τη Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη και Μ. Τετάρτη οι νοικοκυρές καθαρίζανε τα σπίτια για να είναι όλα καθαρά και λαμπερά την ημέρα της Ανάστασης. Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφανε τα αυγά.
Τη Μ. Παρασκευή όλα ήταν πένθιμα στο χωριό, ακόμα και στα καφενεία υπήρχε πένθιμη ατμόσφαιρα. Τα μόνα παιχνίδια που «επιτρεπόταν», ήταν η «τριάρα», η «εννιάρα» και η «δεκάρα». Οι γυναίκες την πιο πολλή ώρα την περνούσαν στην εκκλησία, στολίζοντας τον Επιτάφιο, ή λέγοντας μοιρολόγια.
Ένα απ’ αυτά τα μοιρολόγια λέει:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι.
Οι άνομοι, οι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Το Φαραώ παρήγγειλαν να κάνει τρία πιρόνια.
Κι αυτός ο σκυλοφαραώς βάζει και φτιάνει πέντε.
Σύ Φαραέ που τά ‘κανες κάτσε να μας διδάξεις.
Τα δυο βάλτε στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια.
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του.
Να τρέξει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Στάμνες νερό την έριχναν, τρία κανάτια μόσχο
Και τρία μυροδόσταμνα, για να της έρθει ο νους της
Και σαν την ήρθε ο λογισμός και σαν την ήρθε ο νους της
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει
Γκρεμό να πάει να γκρεμιστεί για το μοναχογιό της
Η Μάρθα κι η Μαγδαλινή και του Λαζάρου η μάνα
Και του Ιακώβ η αδερφή, οι τέσσερις αντάμα
Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχιά της
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη.
-Γιάννη μου, Γιάννη Πρόδρομε κι εσύ Διδάσκαλέ μου
μην είδες τον ιγιόκα μου και τον Διδάσκαλό σου
Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
-Βλέπεις εκείνον τον φτωχό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο.
Εκείνος είν’ ο γιόκας σου κι εμέ ο Δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε, κρυφά τον εμιλάει
-Δεν μου μιλάς ιγιόκα μου, δεν μου μιλάς παιδί μου.
-Τι να σου πω μανούλα μου, διάφορα δεν έχω.
Κι όποιος καλά το κράζει, Παράδεισο θα λάβει.
Το Πάσχα το γιορτάζανε τρεις μέρες με τραγούδια και χορούς. Μετά το Χριστός Ανέστη, το βράδυ της Ανάστασης, τα φιλιά, τις αγκαλιές και τα τσουγκρίσματα των αυγών, έπρεπε όλοι να μεταφέρουν με τη λαμπάδα τους το φως της Ανάστασης στο σπίτι, που τους περίμενε η «μαγειρίτσα». Μετά την Ακολουθία της Αγάπης (Δεύτερη Ανάσταση), στο προαύλιο της εκκλησίας όλες οι γυναίκες του χωριού πιάνονταν χέρι – χέρι, ανάλογα με τη χρονική σειρά του γάμου τους, και χόρευαν και τραγουδούσαν Πασχαλιάτικα τραγούδια. Μόλις τέλειωναν οι χοροί και τα τραγούδια όλοι πήγαιναν στην πλατεία του χωριού όπου και στήνονταν μεγάλος χορός. Στην πλατεία τις περισσότερες φορές υπήρχαν και «όργανα» (ορχήστρα). Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που έπαιζαν και δυο και τρεις ορχήστρες μαζί.
Αλλά και όταν, για διάφορους λόγους, δεν υπήρχε ορχήστρα, ο χορός θα γινόταν με κάποιο γραμμόφωνο ή με τα τραγούδια των κατοίκων.
Το ίδιο γλέντι επαναλαμβανόταν και την επόμενη μέρα το απόγευμα πάλι στην πλατεία του χωριού.
Την «Κυριακή του Θωμά» το απόγευμα ή στο Πανηγύρι (όταν η 2 Μαΐου ήταν μετά την Κυριακή του Θωμά) οι γυναίκες του χωριού αποχαιρετούσαν την Πασχαλιά στην πλατεία του χωριού. Εκεί οι γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν όλα τα Πασχαλιάτικα τραγούδια. Κορυφαία στιγμή ήταν πάντα το δίπλωμα του χορού.
Σήμερα το έθιμο αυτό το αναβιώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού και οι γυναίκες του χορευτικού – λαογραφικού τμήματος του Συλλόγου.
ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
1.ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο Θ(Ε)ΟΣ (Δεύτερη Ανάσταση)
Σημαίνει ο Θος, σημαίνει η γη
σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά
το μέγα μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς
Κάθε παπάς και διάκος.
Ή
Σημαίνει ο Θος, σημαίνει η γη(2)
σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά(2)
το μέγα μοναστήρι
και τα’ Άγιο Πνεύμα λάλησε(2)
‘πό μέσα απ’ τον Αη Δήμο
όλα τα εικόνια πάρτε τα(2)
κι όλα χαρτζάνιψέ τα
μόν’ το Σταυρό ν’ αφήσετε(2)
και τα’ Άγιο το Βαγγέλιο.
2. ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΣΠΩ Μ’ ΠΑΣΧΑΛΙΑ (Δεύτερη Ανάσταση)
Σέμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά(2)
Κι όλη την εβδομάδα
Όλες οι νύφες στο χορό(2)
Κι όλες καλά χορεύουν
Κι εσύ Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι(2)
Και στον απάνω κόσμο.
-Δέσπω μ’ σε κλαίει το παιδί (2)
σε κλαίει το μοναχό σου
μάνα μ’ σαν κλαίει το παιδί(2)
σαν κλαίει το μοναχό μου
μηλιάν έχω στον κήπο μου(2)
και κυδωνιά (ή κλήμα) στην αυλή μου.
Κόψε μήλο και δώσε το(2)
Δώστε το και κυδώνι (ή σταφύλι να μυρώσει)
Κι αν δε σωπαίνει με τ’ αυτά(2)
Σκάψε παράχωσέ το
3. ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΟΙ ΣΥΝΥΦΑΔΕΣ
Οι κακές οι συννυφάδες
Λέν’ εμένα δε δουλεύω
Δ’λεύω εγώ και παραδ’λεύω
Πέντε μήνες ένα δράχτη(2)
Το ‘φκιασα ένα κουβαράκι
Σαν τ’ς γάτας το κεφαλάκι
Το ‘βαλα μες στο ντουλάπι
Πάει το πήρε το ποντίκι(2)
Το’ βαλε μες στο σεργιάνι
Σιούκου άντρα νοικοκύρη
Να χαλάσουμε το ντ’βάρι(2)
Για να βρούμε το κουβάρι.
4. ΣΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ
Στα Γρεβενά Δήμο μ’, στα Γρεβενά
Στον όμορφο τον τόπο(2)
Εκεί λαλούν τρεις πέρδικες
Κι αντιλαλούν τα πλάγια.
Τα πλάγια Δήμο μ’ γιόμισαν
Και τα πηγάδια βρόχια.
Κι ο κυνηγάρς από μεριά
Έπιασε την περδίκα.
5. ΔΙΠΛΟΣ ΧΟΡΟΣ (Δίπλωμα του χορού)
Διπλό χορό χορεύουμε,
Διπλά τραγούδια λέμε(2)
Κι η μάνα που μας έκανε
Διπλόμανα τη λέμε(2)
Κι η νούνα που μας βάφτισε
Διπλόνουνα τη λέμε. (2)
Ζερβό χορό χορεύουμε
Ζερβά τραγούδια λέμε(2)
Κι η μάνα που μας έκανε
Ζερβόμανα τη λέμε(2)
Κι η νούνα που μας βάφτισε
Ζερβόνουνα τη λέμε. (2)
6. ΗΡΘΕ Η ΔΕΥΤΕΡΑ
Ήρθε η Δευτέρα
Βγάλτε τα καινούρια(2)
Ντύστε τα τζιρτζέλια. (2)
Πάρτε τα δικέλια(2)
Σύρτε κι στ’ αμπέλια(2)
Βγάλτε αγράδες, βγάλτε(2)
Δώστε στα γομάρια.
7. ΒΑΣΙΛΕΨΕΝ Ο ΗΛΙΟΣ
(Με το τραγούδι αυτό πάντα έκλειναν τα Πασχαλόγιορτα, καθώς η πρώτη του χορού τους κυνηγούσε όλους με το «τσάκνο»)
Βασίλεψεν ο ήλιος
Και πέφτει μια λευκάδα
Κι αλί ποιον θα βαρέσει
Της (…….) το κεφάλι
Την (…….) την καημένη
Τη ζαχαροτρανεμένη
--Φλάστιρα – Φλάστιρα
--Ορίστε και κατηγορείστε
--Πόσα καρβέλια (πισνίκια) παίρνει ο φούρνος;
--Έντεκα κι ένα καμένο.
--Ποιος το ‘καψε;
--Η (…..)
--Δώστην με το τσάκνο.
Όλες οι νύφες στο χορό κι όλες καλά χορεύουν
Κι εσύ Δέσπω δε φαίνεσαι και στον απάνω κόσμο
Δέσπω σε κλαίει το παιδί σε κλαίει το μοναχό σου
Μάνα σαν κλαίγει το παιδί, σαν κλαίει το μοναχό μου
έχεις μηλιά στον κήπο σου και κυδωνιά σ’ν αυλή σου
για κόψε μήλο δώσε το, κυδώνι να μυρώσει
κι αν δε μυρώσει μάνα μου, σκάψε, παράχωσέ το
βάλε τα νύχια σου τσαπί και τις παλάμες φτυάρι.
Βγήκα να δω τις έμορφες και πίσω να γυρίσω
Σαν πάησα και τις λόγιασα, σαν πάησα και τις είδα
Θαμαίνουμαν, λογίζουμαν, το πώς θα τις μιλήσω
-Μωρ’ άσπρη ξάσπρη βαμπακιά και χιόνα μου γραμμένη
Μαργαριτάρι σου ‘στειλα να πλέξεις τα μαλλιά σου
-Κι αν το ‘στειλες βρε γάιδαρε, ‘γώ άντρα δε σε κάνω
μαρούλια έχω στον κήπο μου, ντραγάτι θα σε βάλω
κι αν λείψει μαρουλόφυλλο και στον Κατή σε πάω.
ή
Βγήκα να δω τις έμορφες και πίσω να γυρίσω
Πώς πλένουν, πώς λευκαίνονται, πώς μοσχοσαπουνιούνται.
Λογίζομαι, θαμάζομαι, το πώς να τη φωνάξω.
Να τη φωνάξω βεργουλιά; Η βέργα κυματίζει.
Να τη φωνάξω αγιόκλημα; Τ’ αγιόκλημ’ έχει κόμπους.
Να τη φωνάξω βατσινιά; Η βατσινιά ‘γκαθίζει.
-Τι σ’ έχου ‘γω, τι σ’ έχου ‘γω, π’ μι κράζεις βαμπακούλα;
-Μαργαριτάρι σ’ έστειλα να πλέξεις τα μαλλιά σου.
-Ποιον το’ στειλες; Ποιον το’ στειλες; ‘γω άντρα δε σε κάνω.
Ή
Βγήκα να δω τις έμορφες και πίσω να γυρίσω
Σαν πάησα και τις λόγιασα, σαν πάησα και τις είδα
Θαμαίνουμαν, λογίζουμαν, το πώς θα τις μιλήσω
-Μωρ’ άσπρη ξάσπρη βαμπακιά και χιόνα μου γραμμένη
Μωρ’ άσπρη ξάσπρη βαμβακιά και χιόνα μου γραμμένη!
Τι σ’ έχω εγώ βρε γάιδαρε π’ με κράζεις βαμπακούλα
Μαρούλια έχω στον κήπο μου, ντραγάτη θα σε βάλω
Κι αν λείψει ένα μαρουλόφυλλο και στον κατή σε πάω.
Μια κόρη μια ξανθιά κορή, ξανθιά και μαυρομάτα,
Τον άντρα της παράτησε, Τούρκον άντρα επήρε.
Κι ο άντρας της παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Βάζει τρακόσια φλάμπουρα κι εξήντα δυο νταούλια,
Κι από την πόρτα τ’ς απερνάει κι από το παραθύρι.
-Πάψτε μπρατίμοι τον ηχό, μαστόροι τα νταούλια,
ν’ από ψηλά θα γκρεμιστώ και χαμηλά θα πέσω,
σαν το γυαλί να ραγιστώ, σαν το κρουστάλλ(ι) να θράψω.
Κι ο άντρας της την άκουσε στέκει και τη ρωτάει:
-Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μήνα φλουριά δεν έχουμε, άσπρα και καραγρόσα;
-Φωτιά να κάψει τα’ άσπρα σου κι η φλόγα τα φλουριά σου,
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι.
Πάν’ οι Ρωμιοί στην εκκλησιά κι πρέπ’ ου κόσμους όλους.
12. ΣΑΝ ΤΗΝ ΠΕΡΔΙΚΑ ΓΥΡΙΖΩ
Σαν την πέρδικα γυρίζω με ξανθά μαλλιά(2)
στο βουνό μια βοσκοπούλα έβοσκε τ’ αρνιά(2)
καλημέρα βοσκοπούλα τι ζητείς εδώ; (2)
έχασα τα πρόβατα μου και ήρθα να τα βρω(2)
δε μου λες ωραία κόρη έχεις γονικά(2)
έχεις μάνα και πατέρα και κληρονομιά(2)
από μάνα και πατέρα είμαι ορφανή(2)
και κληρονομιά δεν έχω είμαι μοναχή(2)
έτσι είσαι εσύ κυρά μου έτσι είμαι και εγώ(2)
έλα να στεφανωθούμε να ζήσουμε τα δυο. (2)
…………………………………….
Και τώρα για τους φίλους μου(2)
Και για τους συγγενείς μου
Θα πω τραγούδι θλιβερό
Και παραπονεμένο
Θα κάνω τα βουνά να κλαίν’
Κι οι κάμποι ν’ αναστενάζουν
Ανάθεμα ποιος το ‘λεγε
Τ’ αδέρφια δεν πονιούνται
Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά
Κι οι αδερφές τους κάμπους
Κι η μάνα σκίζει τη θάλασσα
Μέχρι να τ’ ανταμώσει
Σαν βγήκε και τα’ αντάμωσε
Σ’ ένα όμορφο μπαΐρι
Πολλά τα χρόνια ακάμωτο
Κι απ’ όλα τα χορταριασμένο
Κι από τα δάκρυα τα πολλά
Κι από τα μοιρολόγια
Εκεί χορτάρι δε φύτρωσε.
Βουνά και δεν θερμαίνεστε
Κάμποι δεν αρρωστάτε
Μας πάτ’σαν την Αγια Σοφιά
Το μέγα μοναστήρι
Πήραν άσπρα, πήραν φλουριά
Πήραν μαργαριτάρια
Και τ’ Άγιο Πνεύμα λάλησε
Μέσα απ’ τον Αη Δήμο
-Όλα τα εικόνια πάρτε τα
κι όλα χαρτζιάνιψέ τα
μόν’ το Σταυρό αφήστε μας
και τ’ Άγιο το ‘Βαγγέλιο
να μας χωρίζει την πίστη μας
από Τούρκοι και Ρωμαίοι.
Πέντε πλάτανοι
Πέντε αράδα – αράδα
Κι ένας μοναχός(2)
Χαρά στον ίσκιο από ‘χει
Στην κορφάδα του
Σταυρός μαλαματένιος
Στα κλωνάρια του(2)
Ντουφέκια κρεμασμένα
Και στον ίσκιο του(2)
Λεβέντης ξαπλωμένος
Και στη ρίζα του(2)
Γρίβας ήταν δεμένος
Μόν’ ποδάριζε(2)
Και ψιλοχλιμιντρούσε
Σήκω αφέντη μου(2)
Και μη βαριοκοιμάσαι
Δρόμον έχουμε(2)
Και ένα βαθύ ποτάμι
Πώς να διάβουμεν(2)
Και πώς να τ’ απεράσουμε
Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω
Θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Σήκω! Μάνα μ’ και ζύμωσε, καθάριο παξιμάδι
Να πάρει ο γιος στη στράτα του, στης ξενιτιάς το δρόμο.
Με δάκρυα βάζει το νερό, με πόνους το ζυμώνει
Και με τ’ αναστενάγματα, βάζει φωτιά στο φούρνο!
Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις
Για να διαβεί η συντροφιά κι ο γιος μου να μη φύγει…
Εψές είδα στον ύπνο μου
Είδα και στ’ όνειρό μου
Τον άγγελό μου φίλευα
Και το Χριστό κερνούσα
Και την Κυρά την Παναγιά
Πολύ παρακαλούσα
Για να μου δώσει τα κλειδιά
Κλειδιά του παραδείσου.
18.ΤΩΡΑ ΜΑΪΑ ΤΩΡΑ ΔΡΟΣΙΑ (Πανηγύρι και Πρωτομαγιά)
Τώρα Μαϊά τώρα δροσιά (2)
Τώρα το καλοκαίρι
Τώρα φουντώνουν τα κλαδιά(2)
Κι οι ρεματιές ισκιώνουν
Τώρα κι ο ξένος βόλησε(2)
Να πάει μακριά στα ξένα.
Νύχτα σελώνει τα’ άλογο(2)
Νύχτα το καληγώνει
Βάζει τα πέταλα χρυσά(2)
Και τα καρφιά ασημένια.
19.ΤΟ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ (Αϊ Γιώργη)
Ένα μικρό Τουρκόπουλο (2)
Μικρό διαβολεμένο
Μια Ρωμιοπούλα κυνηγά (2)
Γυναίκα να την πάρει
Κι η κόρη από το φόβο της (2)
Κι από την αντροπή της
Τα πλάγια-πλάγια έπαιρνε (2)
Και στον Αϊ Γιώργη βγαίνει
Βόηθα σ’ με Αϊ Γιώργη μ’ βόηθα σ’ με (2)
Να μη με πάρει ο Τούρκος
Θα φέρει αμάξια το κερί (/2)
Φορτώματα το λάδι.
20.ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΣΠΡΗ ΠΟΤΑΜΙΑ
Κάτω στην άσπρη ποταμιά
Βουλγάρα μ’ Βουλγάρα μ’(2)
Στον έμορφο τον τόπο
Μικρή Βουλγαροπούλα
Εκεί διαβαίνει ένας πασάς
Βουλγάρα μ’ Βουλγάρα μ’(2)
Κι ένας καλός λεβέντης
Μικρή Βουλγαροπούλα
Έχει ζευγάρια δώδεκα
Βουλγάρα μ’ Βουλγάρα μ’(2)
Τσιφτσήδες δεκαπέντε
Μικρή Βουλγαροπούλα
Έχει κι έναν ζερβόμυλο
Βουλγάρα μ’ Βουλγάρα μ’(2)
Π’ αλέθει το πιπέρι
Μικρή Βουλγαροπούλα
21.ΜΑΚΡΥΝΙΤΣΑ
Πού θα μας πας βρε Σύρο μου
Σύρο μ’ και καπετάνιε
Στη Μακρυνίτσα πάμε βρε παιδιά(2)
Μέσ’ του παπά το σπίτι
Παπά μ’ ψωμί, παπά μ’ φαΐ(2)
Να φάν’ τα παλικάρια
Παπά μ’ την κόρη σ’ θέλουμε(2)
Να βγει να την ειδούμε
Να την γιομίσουμε φλουριά(2)
Κι όλο μαργαριτάρι
Να βγει να σύρει το χορό
Ορέ φέτο έτσι κι ακόμα μια χρονιά
Τον παραπάνω χρόνο θα δούμε λευτεριά.
Σεις περή- σεις περήφανα πουλάκια
Που πετάτε αυτού ψηλά
Αχ! Που πετάτε αυτού ψηλά(2)
Μήπως πά- μήπως πάτε στη μαμά μου
Στη μανούλα τη γλυκιά
Αχ! Στη μανούλα τη γλυκιά(2)
Να τους δώ- να τους δώσω ένα γράμμα
Να το βάλω μια γραφή
Αχ! Να το βάλω μια γραφή(2)
Να το πά- να το πάτε στη μανούλα
Για να μην με καρτερεί
Αχ! Για να μη με καρτερεί(2)
Πως ο γιος- πως ο γιος της εσκοτώθη
Μες τη μάχη Λαχανά
Αχ! Μες τη μάχη Λαχανά.
23.ΣΤΑ ΠΕΝΤΕ ΑΛΩΝΙΑ
Μωρ’ εκεί περά, μωρ’ εκεί περά,
Μωρ’ εκεί περά κι αντίπερα
Πέρα στα πέντε αλώνια
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Πέρα στα πέντε αλώνια
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ εκεί λυχνούν, μωρ’ εκεί λυχνούν
Μωρ’ εκεί λυχνούν οι δώδεκα
Λυχνούν κι οι δεκαπέντε
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Λυχνούν κι οι δεκαπέντε
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ κι Δέσπω ξι-, μωρ’ κι Δέσπω ξι-,
Μωρ’ κι Δέσπω ξισκιβάλιζε
Με τη χρυσή τη σκούπα
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Με τη χρυσή τη σκούπα
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ κι η μάνα της, μωρ’ κι η μάνα της
Μωρ’ κι η μάνα της, της έλεγε
Κι η μάνα της, της λέει
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Κι η μάνα της, της λέει
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ φεύγά Δέσπώ μ’, μωρ’ φεύγά Δέσπώ μ’,
Μωρ’ φεύγά Δέσπώ μ’, απ’ κουρνιαχτό
Φεύγά κι από τον ήλιο
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Φεύγά κι από τον ήλιο
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ εγώ τον ή-, μωρ’ εγώ τον ή-,
Μωρ’ εγώ τον ήλιο αγαπώ
Τον κουρνιαχτό τον θέλω
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Τον κουρνιαχτό τον θέλω
Κόρη αρραβωνιασμένη.
24.ΤΡΑΒΑ ΑΕΡΑ ΔΡΟΣΕΡΕ
Τράβα αέρα δροσερέ τράβα και χαϊδεμένε
Να πάν’ οι άσπρες για μωρέ νερό
Να πάν’ οι άσπρες για νερό
Και οι λυγερές να πλύνουν
Παίρνω κι εγώ το μαύρο μου(2)
Να πάω να τον ποτίσω
Βρίσκω μια κόρη πο ’πλυνε
Σε μαρμαρένια βρύση
Τη χαιρετώ δε μου μιλά(2)
Την κρένω δε με κρένει
Γιατί δακρύζεις λυγερή(2)
Ωρέ και βαριαναστενάζεις
Έχω άντραν στην ξενιτιά(2)
Και λείπει δέκα χρόνια
Κι αν δε φανεί κι αν δεν κοστεί(2)
Καλόγρια θα γίνω
Θα πάνω σ’ έρημο βουνό.
-Κόρη μ’ εγώ είμ’ ο άντρας σου
Εγώ είμαι κι ο καλός σου.
-Αν είσαι εσύ ο άντρας μου(2)
δείξε σημάδια του σπιτιού.
-Ανάμεσα στην κάμαρα
χρυσό καντήλι ανάβει
και φέγγεσαι και γδύνεσαι(2)
ωρέ και πλέκεις τα μαλλιά σου.
-Ξένε μ’ εσύ είσαι ο άντρας μου.
25.ΜΩΡ’ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΜΑΝΑ
Μωρ’ καλή μου μάνα
Τι τον ζήλεψέτε(2)
Τον κοντό τον άντρα(2)
Πάρτον μάνα πάρτον
Πάρτον μάνα σύρτον
Σύρτον στο παζάρι
Τον κοντό τον άντρα
Τον κατσικοκλέφτη
Πάει να κλέψει γίδια
Γίδια και κατσίκια
Σύρτον μάνα σύρτον
Και παζάρεψέ τον(2)
Δυο ραμάτες σκόρδα(2)
Καναδυό κρομμύδια
26.ΔΕ ΣΕ ΘΑΡΡΟΥΣΑ ΠΟΤΑΜΕ
Δε σε θαρρούσα ποταμέ
Νερό να κατεβάσεις
Και τώρα πώς κατέβασες
Μια θυλωσιά μεγάλη
Φέρνεις δέντρα μωρέ φέρνεις κλαδιά
Ωρέ φέρνεις δέντρα μωρέ φέρνεις κλαδιά
Μηλιά ξεριζωμένη
Και στην κορφή από τη μηλιά(2)
Δυο αδέρφια αγκαλιασμένα
Κι ένας τον άλλον έλεγε
Κι ένας τον άλλον λέει
Τσακώσ’ καλά αδερφάκι μου(2)
Να μη μας πάρ’ το ρέμα
Το λόγο δεν ε μωρέν απόσωσαν(2)
Ωρέ και το ποτάμ’ τους πήρε
Κι η μάνα τους μωρέ θλίβονταν.
27. ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΕΞΙ ΜΑΡΜΑΡΑ
Κάτω στα έξι μάρμαρα
Στα έξι μαρμαρέτσια
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Στα έξι μαρμαρέτσια
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Εκεί είν’ κόρη ανύπαντρη
Κόρη αρραβωνιασμένη
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Κόρη αρραβωνιασμένη
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Προξενητάδες έρχονται
‘πό μέσα από την πόλη
Κι άντε μαύρα μου μάτια
‘πό μέσα από την πόλη
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Και η μάνα της την έλεγε
Και η μάνα της τη λέγει
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Και η μάνα της τη λέγει
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Σήκω κόρη μου κι άλλαξε
Στολίσου κι αρματώσου
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Στολίσου κι αρματώσου
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
--Εγώ σας λέω δεν μπορώ
κι εσείς μου λέτε σήκω
Κι άντε μαύρα μου μάτια
κι εσείς μου λέτε σήκω
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Έχω αδερφή μικρότερη
Δώστε την κι ας την πάρουν
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Δώστε την κι ας την πάρουν
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Και μένα να με θάψετε
Στης εκκλησιάς την πόρτα
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Στης εκκλησιάς την πόρτα
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Κι όντας περνάει η μάνα μου
Να χύνει μαύρα δάκρυα
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Να χύνει μαύρα δάκρυα
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
Κι όντας περνάει ο άντρας μου
Να ανάβει χρυσές λαμπάδες
Κι άντε μαύρα μου μάτια
Να ανάβει χρυσές λαμπάδες
Τι έχετε μαύρα μου μάτια
28. ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΟΔΩΡΟ (Πανηγύρι και Άγιο Χριστόφορο)
Κάτω στον Άγιο Θόδωρο(2)
στον Άγιο Αη Θανάση (Χριστόφορο ή Γιώργη)
πανηγυρίζουν οι λυγερές(2)
κι όλες οι μαυρομάτες
και μια ψηλή και μια λιγνή(2)
δε φάνηκε να έρθει
κι έμαθα πως αρρώστησε(2)
βαριά για να πεθάνει.
Ήταν ο τόπος μας πολύς(2)
Κι ο κόσμος ήταν λίγος.
29. ΜΗ ΜΕ ΣΤΕΛΝΕΙΣ ΜΑΝΑ
Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική
Γιατί θα μαραζώσω και θα μείνω εκεί
Έρημη μανούλα πώς να σου το πώ
Κάλιο ψωμί κρομμύδι κι αυτόν που αγαπώ(2)
Αγαπώ μωρ’ μάνα μ’, κάποιον απ΄ το χωριό
Έμορφο λεβέντη και μοναχογιό(2)
Μ’ έχει φιλημένη, μες στις ρεματιές
Και αγκαλιασμένη κάτω απ’ τις ιτιές.
Φεύγω Γιώργο μ’, πάω μακριά
Εμένα θα με θάψουν μες στην ξενιτιά.
30.ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΘΟΣ, ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΓΗ
Σημαίνει ο Θος, σημαίνει η γη(2)
σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά(2)
το μέγα μοναστήρι
και τα’ Άγιο Πνεύμα λάλησε(2)
‘πό μέσα απ’ τον Αη Δήμο
όλα τα εικόνια πάρτε τα(2)
κι όλα χαρτζάνιψέ τα
μόν’ το Σταυρό ν’ αφήσετε(2)
και τα’ Άγιο το Βαγγέλιο.
31.ΤΩΡΑ ΜΑΪΑ ΤΩΡΑ ΔΡΟΣΙΑ
Τώρα Μαϊά τώρα δροσιά
Τώρα το καλοκαίρι
Τώρα φουντώνουν τα κλαδιά
Και ισκιώσαν τα χαντάκια
Τώρα κι ο ξένος βόλησε
Να πάει μακριά στα ξένα.
Νύχτα σελώνει τα’ άλογο
Νύχτα το καληγώνει
Βάζει τα πέταλα αργυρά
Και τα καρφιά ασημένια.
Και τα καληγοσφύρια του
Όλο μαργαριτάρι
Και η κόρη του τον έλεγε
Και η κόρη του τον λέγει
Πάρε κι εμένα αφέντη μου
Εκεί μακριά στα ξένα
Εκεί που πάω κόρη μου
Είναι Τουρκιά γεμάτο
Κι εμένα σε σκοτώνουνε
Κι εσένα σε Τουρκεύουν.
32.ΑΠΡΙΛΗ
Απρίλη-Απρίλη δροσερέ και Μάη καμαρωμένε
Που χιόνισε τ’ Αη Νικολά το Μάη το καλοκαίρι
Μας ψόφησες τα πρόβατα, τα γίδια κινδυνεύουν
Και τα παιδιά μας έφυγαν, πάησαν κα το Ρωμέικο.
33.ΣΤΗ ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
Στη ρίζα του βασιλικού – Σύρμω βασιλικού
Στη ρί- στη ρίζα του Βαζάμη Σύρμω – Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
Εκεί έπεσα να κοιμηθώ – Σύρμω να κοιμηθώ
Λίγο - λίγο ύπνο να πάρω, Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
Είδα ένα όνειρο πικρό, Σύρμω ήταν πικρό
Πικρό – πικρό ήταν για τ’ εμένα, Σύρμω – Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
Παντρεύεται η αγάπη μου, Σύρμω η αγάπη μου
Και παί- και παίρνει το δικό μου, Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
Εμένα μόν’ ακάλεσε, Σύρμω μ’ ακάλεσε
Νουνά να στεφανώσω, Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
Παίρνω τα στέφανα χρυσά, Σύρμω ήταν χρυσά
Και τα κε- και τα κεριά ασημένια, Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
Και το κριθάρι από ‘σπερναν, Σύρμω από ‘σπερναν
Μόνο - μόνο μαργαριτάρι, Σύρμω κι Αναστασιά μου(2)
34. ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΙ
Τα σύννεφα σηκώνονται
Βαριά είναι βουρκωμένα
Το ένα σέρνει βαριά βροχή
Το άλλο βαρύ χαλάζι
Το τρίτο το μικρότερο
Σέρνει μαργαριτάρι
Στους κάμπους ρίχνει τη βροχή
Και στα βουνά χαλάζι
Και στης Θοδώρας την αυλή ρίχνει μαργαριτάρι
(Και η Θοδώρα ζύμωνε
αφράτο παξιμάδι);
Κι η μάνα της τη φώναζε
Και η μάνα της τη λέγει
Σήκω Θοδώρα μου να δεις
Τι ρίχνει στην αυλή σου.
35.ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΖΥΓΑ-ΖΥΓΑ
Όλα τα πουλάκια ζυγά – ζυγά
Το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό(2)
Περπατεί στους κάμπους και τραγουδεί(2)
Άντρα μου Πολίτη πραματευτή(2)
Που την εδιάλεξες αυτήν τη νια(2)
Την ξανθομαλούσα την Πατρινιά
Απ’ το μαχαλά της απέρασα
Και στη γειτονιά της εδιάβηκα
Τα βασιλικά της επότιζε
Και τις μαντζουράνες εδρόσιζε
36. ΠΟΙΑ ΣΚΥΛΑ ΜΑΝΑ ΤΟ ‘ΛΕΓΕ
Ποια σκύλα μάνα το ‘λεγε
Τ’ αδέρφια δεν πονιούνται
Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά
Κι οι αδερφές τους κάμπους
Κι η μάνα σκίζει τη θάλασσα
Όσο να τ’ ανταμώσει
Σαν πάεισε και τ’ αντάμωσε
Σε ένα όμορφο μπαΐρι
Τριάντα χρόνια ακάμωτο
Κι εξήντα παριασμένο
Και εκεί τραπέζι έστρωσαν
Να καλογιοματίσουν
Χρυσά μαντίλια έβγαλαν
Σένα τα λέω τούτα
Κι αν θέλεις άκουστα
Πάρε χαρτί και πένα
Και κάτσε γράψε τα.
37.ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Μες στην Αγια Παρασκευή
Κόρη κοιμάται μοναχή
Κοιμάται κι ονειρεύεται
Και βλέπει πως παντρεύεται
‘ξήγα μανούλα μ’ το ‘νειρο
ψηλόν πύργο ανέβαινα
σε περιβόλι έμπαινα
και δυο ποτάμια με νερό
είναι τα δάκρυα που θα χύσω εγώ
-Όχι κόρη μου, όχι καλή μου
δεν το εξήγησες καλά.
Ο πύργος είναι ο άντρας σου
Το περιβόλι ο γάμος σου
Τα δυο ποτάμια με νερό
Είναι κρασί για το συμπεθεριό.
38. ΤΡΙΑ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙΑ
Τρία καριοφίλια τζάνουμ,
τρία καριοφίλια σ’ ένα κλωνάρι.
Σ’ ένα κλωνάρι τζάνουμ,
να κόψω ένα να το μυρίσω
να κόψω ένα τζάνουμ
να το μυρίσω, να το ρωτήσω.
Να το ρωτήσω τζάνουμ,
για τον καλό μου μήπως τον είδε.
Μήπως τον είδε τζάνουμ
Στο Βαϊπαζάρι πουλούσε μήλα.
Πουλούσε μήλα τζάνουμ
Στο Βαϊπαζάρι, στις μαυρομάτες.
Στις μαυρομάτες τζάνουμ
και στα κορίτσια πουλούσε μήλα.
39. ΤΣΙΑΚ – ΤΣΙΟΥΚ
Τσιακ – τσιουκ τις πόρτες και τις πορτοπούλες.
-Ποιος είναι όξω τούτη την ώρα;
-Εδώ είναι ο Γιάννης κι είν’ ο Καλογιάννης.
-Τι θ΄λεις Γιάννη τούτη την ώρα;
-Ήρθα και θέλω τη θυγατέρα σ’.
-Δεν στην εδίνω βρε Μαυρογιάννη,
σιούκου κι φεύγα τούτη την ώρα.
Τσιακ – τσιουκ τις πόρτες και τις πορτοπούλες
Φεύγειν ο Γιάννης κυνηγημένος…
40.Η ΑΝΟΙΞΗ ΚΙ Ο ΧΙΝΟΠΩΡΟΣ(ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΣ)
Κι κάλεσαν την άνοιξη να πάει να τη φιλέψουν
Κι η άνοιξη καμάρουνι-καμάρουνι δεν πάει
-Τι καμαρώνεις άνοιξη με τα λουλούδια από ‘χεις;
Εσύ έχεις ασπρολεύκαδα, εγώ έχω παλικάρια
Εσύ έχεις τα τσιγκόδεντρα κι εγώ έχω τους γερόντους
Εσύ έχεις τις αγριογκορτσιές, εγώ έχω τις μπαμπίτσες
Εσύ έχεις τις τριανταφυλλιές, εγώ έχω τις νυφίτσες
Εσύ έχεις το βασιλικό, εγώ έχω τα κοτσύφια
Εσύ έχεις τα μαυρόγιτσια, εγώ έχω τα παιδάκια
Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος και θα στα μαραγκιάσει.
41.ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Αηδόνι της πρωτομαγιάς, να παντρευτεί γυρεύει
Να πάρει άντρα γέροντα, να σκλαβωθεί γυρεύει
Κι η μάνα της την έλεγε, κι η μάνα της τη λέγει:
-Κόρη μου μην παντρεύεσαι, μην παίρνεις γέρον άντρα
βάστα να ‘ρθεί χινόπωρο, να ‘ρθουν τα παλικάρια
τότε κόρη μ’ να παντρευτείς, να πάρεις παλικάρι
Μέχρι πριν λίγα χρόνια στο χωριό οι κοπέλες συνηθιζόταν να παντρεύονται σε πολύ μικρή ηλικία. Αυτή η συνήθεια, κατά πάσα πιθανότητα, έχει τις ρίζες τις ρίζες της στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τότε που για να προλάβουν το άρπαγμα των όμορφων κοριτσιών από τους Τούρκους και τους Αρβανίτες, τα πάντρευαν σε ηλικία από 8 μέχρι 12 χρονών. Προτιμούσαν δε συνήθως να παντρεύουν τα παιδιά τους στο ίδιο χωριό για να κάνουν πολλούς και γερούς συμπεθέρους. Γιατί όσο πιο πολλούς και γερούς συγγενείς είχε κανένας, τόσο μεγαλύτερη υποστήριξη είχε και τόσο σιγουριά είχε στη ζωή. Αυτό το ρόλο έπαιζαν και οι κουμπαριές και τα πολλά «μπρατίμια». Η λέξη «μπράτμος» προέρχεται από το Σλαβικό «μπράτ μόι» που θα πει αδερφός μου. Κάθε «μπράτμος» τη μάνα του άλλου τη φώναζε «σταυρομάνα» και εκείνη τον «μπράτμο» του γιου της «σταυραετό». Παλιότερα όσοι ήθελαν να γενούν «μπρατίμια» πήγαιναν στην εκκλησία μετά τη Δεύτερη ανάσταση και σκυμμένοι γύρω-γύρω με τα κεφάλια ακουμπισμένα, τους έζωνε ο Παπάς με την Αγία Ζώνη και γινόταν πνευματικά αδέρφια, με τις ευχές και τις ευλογίες της εκκλησίας.
Αν κάποιος δεν είχε καπαρώσει κάποιο κορίτσι τότε έπιαναν δουλειά οι προξενητάδες που ήταν άνθρωποι υπομονετικοί, γλυκομίλητοι, πολυλογάδες, καταφερτζήδες και τις πιο πολλές φορές ψεύτες. Αναλάμβαναν προξενιές με το αζημίωτο φυσικά. Στα πιο παλιά χρόνια, σχεδόν όλοι, παντρεύονταν με προξενιό. Τα δε κορίτσια δεν είχαν δικαίωμα γνώμης στην επιλογή του γαμπρού. Σε κάποιες ακραίες καταστάσεις που υπήρχε διαφωνία, τότε ακολουθούσε το κλέψιμο της νύφης από τον αγαπημένο της.
Τ' ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ.
Το επισφράγισμα της προξενιάς και όλων των ενεργειών και συμφωνιών των ενδιαφερομένων ήταν τ' αρραβωνιάσματα.
Το πρώτο στάδιο των αρραβώνων και η αρχή του συγγενικού τους δεσμού, ήταν το άλλαγμα των δαχτυλιδιών, που μ' αυτά επισημοποιούσαν τη συμφωνία που ως τώρα κρατούσαν μυστική (λογοδόσιμο).
Τα δαχτυλίδια ήταν συνήθως ασημένια ή μπρούτζινα ή «φλουροκαπνισμένα». Τα «φλουροκαπνισμένα» ήταν δαχτυλίδια πολυτελείας και τα αγόραζαν από τους «χρυσικούς» (χρυσοχόους) του χωριού.
Τα δαχτυλίδια τα άλλαζαν συνήθως το βράδυ του Σαββάτου, για να έχουν μπροστά τους την Κυριακή που θα πήγαιναν να τους συγχαρούν για τα «χαϊρλήθκα». Τη Δευτέρα και την Τρίτη δεν έκαναν αρραβώνες για να μη «δευτερώσει» ή «τριτώσει». Ούτε και την Πέμπτη αρραβώνιαζαν γιατί νόμιζαν ότι θα «ξέπεφταν» (Πέμπτη-Πέφτει). Όταν ήταν έτοιμα όλα οι δύο συμπέθεροι συζητούσαν για την προίκα. Φτιάχνανε προικοσύμφωνο (γραπτό αν ήξεραν γράμματα). Για κάθε κορίτσι από τη στιγμή της γέννησής του η έγνοια των γονιών (της μάνας περισσότερο), αλλά και του ίδιου όταν μεγάλωνε ήταν η προίκα. Αφού τελείωνε το προικοσύμφωνο οι συμπέθεροι έβγαζαν δαχτυλίδια και τα αντάλλαζαν. Το δαχτυλίδι του αγοριού το έπαιρνε ο πατέρας του κοριτσιού και το δαχτυλίδι του κοριτσιού το έπαιρνε ο πατέρας του αγοριού. Ένας-ένας πλησίαζε φιλούσε τα δαχτυλίδια και ευχόταν: «χαϊρλήθκα, καλά στέφανα και σε μ’κρότερα να χαρούμε». Οι τουφεκιές στον αέρα συμπλήρωναν το τυπικό της όλης διαδικασίας, αλλά και ανακοίνωναν το νέο σε όλο το χωριό.
Τότε εμφανιζόταν για πρώτη φορά η νύφη (ο γαμπρός δεν πήγαινε στο λογοδόσιμο). Πήγαινε μπροστά στον πατέρα του αγοριού, προσκυνούσε τρεις φορές, του έβαζε στον ώμο ένα ζευγάρι «τσιράπια» και τον φιλούσε στο χέρι. Εκείνος κερνούσε τη νύφη χρήματα. Το ίδιο γινόταν και με όλους τους συγγενείς του γαμπρού, ξεκινώντας από τον προξενητή. Μετά έφευγε για να πάει στο δωμάτιο να ετοιμάσει τα δώρα που θα έστελνε μαζί με το δαχτυλίδι στον αρραβωνιαστικό και στους άλλους συγγενείς που δεν ήταν παρόντες. Και αφού έλεγαν και κάποια τραγούδια, αποχαιρετούσαν τους συμπεθέρους και έφευγαν. Έτσι τελείωνε το πρώτο στάδιο των αρραβώνων. Από εδώ και μπρος η κοπέλα θα φορούσε τη βέρα του αρραβωνιαστικού της και ο γαμπρός τη βέρα της αρραβωνιαστικιάς του.
Το άλλαγμα των δαχτυλιδιών (βέρες) δεν αρκούσε για να φτάσει κανείς στο γάμο. Έπρεπε να ακολουθήσουν και τα επίσημα αρραβωνιάσματα που και η εκκλησία θα έβαζε τη σφραγίδα της, με το διάβασμα της ακολουθίας των αρραβώνων. Οι επίσημες αρραβώνες γινόταν συνήθως δυο βδομάδες πριν το γάμο. Στο διάστημα αυτό ο αρραβωνιαστικός δεν έβλεπε την αρραβωνιαστικιά του σχεδόν καθόλου. Θα την έβλεπε ή τυχαία στο δρόμο ή πάντα με την παρουσία των γονιών τους. Αφού καλούσαν τους πιο στενούς συγγενείς του προξενητή και το νουνό που θα στεφάνωνε, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για τους αρραβώνες. Έπαιρναν την «κανέστρα», έβαζαν τα δώρα για το σόι της νύφης και ξεκινούσαν. (Τις ίδιες περίπου ετοιμασίες έκαναν και στο σπίτι της νύφης).
Στο δρόμο τραγουδούσαν:
Αϊ παίρνω το
ντουφεκάκι μου,
μ' έβρεχε μωρ’ με χιόνιζε.
Πάω να κυνηγήσω
Άιντε βρίσκω λαγόν από ‘βοσκε
Μ ' έβρεχε μωρ’ με χιόνιζε.
Πέρδικα που φωλιάζει
Ας βρέχει μωρέ κι ας χιονίζει (δις)
Άιντε ρίχνω σκοτώνω το λαγό
Μ΄ 'έβρεχε μωρ’ με χιόνιζε.
Και πιάνω την περδίκα
Ας βρέχει μωρέ κι ας χιονίζει (δις)
Σαν έφταναν στο σπίτι της νύφης, τους καλωσόριζαν και τους έβαζαν να κάτσουν στην «κόχη». Στην άλλη «κόχη» καθόταν το σόι της νύφης. Αφού τους κερνούσαν κρασί, μεζέδες και γλυκά, ερχόταν η ώρα να υπογράψουν το προικοσύμφωνο, επίσημα, μπροστά σε όλους τους καλεσμένους (ή το διάβαζε ο παπάς). Ύστερα από αυτό, το λόγο τον είχε ο παπάς, που έστελναν και τον φώναζαν για να αρραβωνιάσει, σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας. Έτσι ύστερα από το διάβασμα του παπά, ο δεσμός των αρραβώνων ήταν ακατάλυτος. Και αν κάποιος ήθελε να διαλύσει τους αρραβώνες, τότε επενέβαινε η εκκλησία. Αργότερα όμως οι εκκλησιαστικοί αρραβώνες απαγορεύτηκαν από την ίδια την εκκλησία και σήμερα γίνονται μαζί με τα «στέφανα».
Μετά ακολουθούσε φαγοπότι και τραγούδι:
Σε τούτη την τάβλα
την χρυσή, σε τούτο το τραπέζι
Τρεις μαυρομάτες μας κερνούν κι οι τρεις αράδ ' αράδα.
Η μια κερνάει με τι γυαλί, άλλη με την κούπα
Κι η Τρίτη η μικρότερη, κερνάει με το ποτήρι,
Όσα ποτήρια τους κερνάει, τόσες ευχές της λένε
"να ζήσει χρόνους εκατό και να τους απεράσει".
Κατά τα ξημερώματα τελείωνε το γλέντι. Αντάλλαζαν τα δώρα και οι συγγενείς του γαμπρού ξεκινούσαν να φύγουν. Μαζί τους πήγαιναν και μερικοί συγγενείς της νύφης. Το γλέντι θα συνεχιζόταν για λίγο ακόμα στο σπίτι του γαμπρού. Την ώρα που έκοβαν και μοίραζαν την «μπουγάτσα» της νύφης, μια τουφεκιά τάραζε την ησυχία του χωριού. Έτσι τελείωναν και τα επίσημα αρραβωνιάσματα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ
1.ΜΙΑ ΚΟΝΤΗ ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ (και αποκριάτικο)
Μια κοντή μωρέ μια κοντή
Μια κοντή μελαχρινή
Μια κοντή μελαχρινή
Στο ποτάμ’ κατέβαινε
Στο ποτάμ’ κατέβαινε
Και μωρ’ συλλογίζονταν
Ωρέ πώς να το περάσω εγώ
Τούτο το θολό νερό
Άντε πέρασές με νιούτσικε
Πάρε τα παπούτσια μου
Δεν τα θέλω κόρη μου
Δεν τα καταδέχομαι
Πέρασές με νιούτσικε
Θα σου δώσω φίλημα
Άντε θα σου δώσω φίλημα
Φίλημα κι αγκάλιασμα
Άντε μια και δυο την άρπαξε
Πέρα την επέταξε
Δώμ’ κορή το φίλημα
Φίλημα που μ’ έταξες
Παραπάνω νιούτσικε
Να φανούν τα σπίτια μας (2)
Να φανούν τα σπίτια μας
Και τα παραθύρια μας
2.ΑΦΗΝΩ ΓΕΙΑ ΤΙΣ ΟΜΟΡΦΕΣ (αρραβώνες)
και γεια τις μαυρομάτες
εγώ παώ παώ στα Γιάννενα
εγώ παώ παώ στα Γιάννενα
στου Μπέη τα σαράια
βρίσκω τον Μπέη που λούζονταν (2)
σε μια χρυσή λυγένη
καλή μερά σου Μπέη μου (2)
καλώς τη βλάχα που ‘ρθε
εγώ είμ ’ η βλάχα – η βλάχα η έμορφη (2)
η βλάχα η ξακουσμένη
πο’ χω τα χι- τα χίλια πρόβατα (2)
τα τρεις χιλιάδες γίδια
λύκος να φάει – να φάει τα πρόβατα (2)
και σκάρκαλος τα γίδια
να μείνει η βλα- η βλάχα η έμορφη
στο ’να βουνό τα πρόβατα (2)
στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυο βουνά (2)
ρόδοι και μύλοι αλέθουν
τα έξι αλέθουν με νερό (2)
τα έξι με το γάλα
κι απ’ τον αφρό του γάλατος (2)
οι βλαχοπούλες πλένουν
η μια πλένει τους άρρωστους (2)
κι η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη (2)
τους αρραβωνιασμένους
εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη.
Πού πας βρε γιε μου μοναχός
Δεν πάω μάνα μοναχός
Έχω τ’ς γονείδες αμπροστά
Και το νουνό μ’ από μεριά
Και τ’ αδερφάκια μ’ από κοντά
Γαμπρέ μ’ κι αϊτέ μας άργησες
Να ‘ρθεις να προσκυνήσεις
Μας άργησαν κι αργήσαμε
Κι αργήσαμε να ρθούμε
Είχα τερζή από 'ραφτε
Της νύφης τα στολίδια.
Μας άργησαν κι αργήσαμε
Κι αργήσαμε να ρθούμε.
Γεια σ’ Γιαννούλα γεια σ’
Να ' ρθεις τριγύρω τρεις φορές
Στης πεθεράς το σπίτι
Γεια σ’ Γιαννούλα γεια σ’
Να βρεις κλωνάρι λεμονιάς
Να δέσεις τ’ άλογό σου
Φεύγω κλαίγοντας.
4.ΣΤΑ ΠΕΝΤΕ ΑΛΩΝΙΑ (και Πασχαλιάτικο)
Μωρ’ εκεί περά, μωρ’ εκεί περά,
Μωρ’ εκεί περά κι αντίπερα
Πέρα στα πέντε αλώνια
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Πέρα στα πέντε αλώνια
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ εκεί λυχνούν, μωρ’ εκεί λυχνούν
Μωρ’ εκεί λυχνούν οι δώδεκα
Λυχνούν κι οι δεκαπέντε
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Λυχνούν κι οι δεκαπέντε
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ κι Δέσπω ξι-, μωρ’ κι Δέσπω ξι-,
Μωρ’ κι Δέσπω ξισκιβάλιζε
Με τη χρυσή τη σκούπα
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Με τη χρυσή τη σκούπα
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ κι η μάνα της, μωρ’ κι η μάνα της
Μωρ’ κι η μάνα της, της έλεγε
Κι η μάνα της, της λέει
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Κι η μάνα της, της λέει
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ φεύγα Δέσπω μ’, μωρ’ φεύγα Δέσπω μ’,
Μωρ’ φεύγα Δέσπω μ’, απ’ κουρνιαχτό
Φεύγα κι από τον ήλιο
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Φεύγα κι από τον ήλιο
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Μωρ’ εγώ τον ή-, μωρ’ εγώ τον ή-,
Μωρ’ εγώ τον ήλιο αγαπώ
Τον κουρνιαχτό τον θέλω
Τι έχετε μαύρα μου μάτια,
Τον κουρνιαχτό τον θέλω
Κόρη αρραβωνιασμένη.
Πέντε μήνες έξη αδράχτια
Πότε τ’ άγνεσες, Μαρουσιάνα
Αχ, πότε τ’ άγνεσες
Κι άλλες πέντε δυο κουβάρια(2)
Πότε τα ‘μασες, Μαρουσιάνα
Αχ, πότε τα ’μασες
Κι άλλες τόσες σεργιανούσα (2)
Σε ψηλά βουνά Μαρουσιάνα
Αχ, σε ψηλά βουνά
Για να έβρω την αγάπη μ’(2)
Που την έχασα Μαρουσιάνα μ’
Αχ, που την έχασα
Που είναι μακρά στα ξένα(2)
Από δούλευα, Μαρουσιάνα μ’
Αχ, από δούλευα
Και σαν ήρθα και τη βρήκα (2)
Μες στον Γκιουλ Μπαχτσέ
Αχ, μες στον Γκιουλ Μπαχτσέ
Ρίχνω μήλο και της κρούω (2)
Δεν το δέχτηκε, Μαρουσιάνα μ’
Αχ, δεν το δέχτηκε
Ρίχνω και την αρραβώνα (2)
Και τη δέχτηκε, Μαρουσιάνα μ’
Αχ, και τη δέχτηκε.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε, να φάμε και να πιούμε(2)
Εμείς τη νύφη ήρθαμε, να βγει να την γειδούμε(2)
Να ‘ρθει σιμά να ' ρθει κοντά, να μας φιλήσει τα χέρια(2)
Να μάσει τα κεράσματα, να κάνει τα προικιά της(2)
Ωρέ τι δεν τρώτε φίλε τζάνουμ
Ωρέ μείναν τα φαϊά μας τζάνουμ δε σας άρεσαν
Φίλε τζάνουμ δε σας άρεσαν
Ορρέ έχει ο αφέντης μας και άλλα και τ’ αλλάζουμε
Ωρέ μείναν τα ποτήρια τζάνουμ δεν κερνούν καλά
Ωρέ έχει ο αφέντης και άλλα και τ’ αλλάζουμε
Φίλε τζάμουμ και τ’ αλλάζουμε
Αυτά τα λιανοτράπεζα
Θέλω να τα στολίσω
Με μόσχον με βασιλικό
Τριγύρω παλικάρια
Και στην κορφή μα……
Με τα χαρτιά στα χέρια
Τώρα καλώ παρακαλώ σας κι έλεγα
Παρακαλούσαν κι έλεγαν
Παρακαλούν και λένε
Να ‘τος ο Θος που εύχεται
Σ’ αυτόν το νοικοκύρη
Να ζήσει χρόνους εκατό
9. ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΚΙ ΑΝΘΙΖΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ
Άιντε παίρνουν κι ανθίζουν τα κλαδιά
Μικρή Ρηνούλα μου
Ωρέ κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει
Θέλω κι εγώ Ρήνα μ’ να σ’ αρνηθώ
Κι ο πόνος δεν μ’ αφήνει.
Για της Ρηνούλας τον καημό
Ωρέ για της Ρηνούλας τον καημό
Μικρή Ρηνούλα μου
Ωρέ για της ραβωνιασμένης.
Την προξενούν Ρήνα μ’ στα Γιάννινα
Άντε την προξενούν Ρήνα μ’ στα Γιάννινα
Μικρή Ρηνούλα μου
Την προξενούν στην Πρέσπα (Λάρσα).
-Δε θέλω εγώ μάνα μ’ στα Γιάννινα
ωρέ δε θέλω εγώ μάνα μ’ στα Γιάννινα
δε θέλω εγώ στην Πρέσπα (Λάρσα)
μόν’ θέλω εγώ μάνα μ’ στον Τύρναβο.
Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.
10. ΑΪΝΤΕ ΘΕΛΤΕ ΔΕΝΤΡΑ ΚΙ ΑΝΘΙΣΕΤΕ
Άιντε θέλτε δέντρα κι ανθίσετε
Θέλτε και μαραθείτε
Στον ίσκιο σας μωρέ δεν κάθομαι
Στον ίσκιο σας δεν κάθομαι
Ωρέ στην ρίζα σ’ δεν κοιμούμαι
Μόν’ καρτερώ την άνοιξη
Το Μάη το καλοκαίρι
Ν’ ανοίξει ο γαύρος κι η οξιά
Ωρέ να ισκιώσουν τα λημέρια
Να βγουν οι βλάχες στα βουνά
Ωρέ να βγουν οι βλαχοπούλες
Να βγουν τα λάγια πρόβατα
Ωρέ με τ’ αργυρά κουδούνια
Και ν’ αγναντεύει ο τσέλιγκας.
Μωρέ στρογγυλοφρύδα
Και σβάρνα την ποδιά
Τρελαίνεις παλικάρια
Κι ανύπαντρα παιδιά.
11. ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ
Ανάθεμα τη μάνα σου, μικρή Σταυρούλα μου
Ωρέ που σ’ έστειλε στο γάμο
Και σ’ είδαν τα ματάκια μου
Άντε που σ’ είδαν τα ματάκια μου
Κι απόρησε η καρδιά μου.
Σύρε να πεις κόρη μ’ τη μάνα σου
Άντε σύρε να πεις κόρη μ’ τη μάνα σου
Γαμπρόν για να με κάνει
Κι αν δεν θελήσει μωρέ για γαμπρό
Άιντε κι αν δε θελήσει για γαμπρό
Ας είναι κι υπηρέτης
Μόν’ θέλω τα ωρέ κόρη μ’ ματάκια σου.
12. ΠΑΙΡΝΩ ΤΟ ΝΤΟΥΦΕΚΑΚΙ ΜΟΥ
Παίρνω το ντουφεκάκι μου
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Και πάω να κυνηγήσω
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
Άντε βρίσκω λαγόν από ‘βοσκε
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ περδίκα χιονισμένη
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
Ρίχνω σκοτώνω το λαγό
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ λαβώνω την περδίκα
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
Έκατσα τη μαϊέρεψα
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ σ’ αρχοντικό τραπέζι
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
Κι ακάλεσα τις έμορφες
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ να ‘ρθουν να τις φιλέψω
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
Μόλις κινήσαν κι έρχονται
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ όλες με την αράδα
Ας βρέχει κι ας χιονίζει
Και μια ψηλή και μια λιγνή
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ δε φάνηκε να έρθει
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
Φαίνεται πως αρρώστησε
Μόν’ ‘βρεχε μόν’ χιόνιζε
Ωρέ βαριά για να πεθάνει
Ας βρέχει κι ας χιονίζει.
13. ΑΠΟΨΕ ΦΙΛΟΥΣ ΦΙΛΕΥΑ
Απόψε φίλους φίλευα, φίλους κι αγαπημένους.
Ν’ αρραβωνιάσω την Τασιά, μ’ αυτόν τον Αποστόλη.
Η Τασιά αντιλοήθηκε, στον αργαλειό που υφαίνει.
-Μάνα, μην αντροπιάζεσαι, τον Απόστολ’ δεν παίρνω,
μόν’ παίρνω τζιομπανόπουλο, που παίζει τη φλογέρα.
Ο γάμος κρατούσε μια εβδομάδα και γινόταν συνήθως τους μήνες Ιανουάριο ή Φεβρουάριο, τότε που ο κόσμος δεν είχε δουλειές. Οι ετοιμασίες του γάμου άρχιζαν από την Δευτέρα. Έπρεπε να μαζέψουν πιάτα, πιρούνια, κουτάλια, τραπέζια, καρέκλες και ότι άλλο χρειαζόταν. Κανένα σπίτι εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ένα γάμο από μόνο του. Γι' αυτό και όλα τα μαχαιροπίρουνα, πιάτα κ.τ.λ. είχαν πάνω τους χαραγμένα τα αρχικά του ιδιοκτήτη, ώστε να μην χάνονται στους γάμους.
Την Πέμπτη το μεσημέρι ζύμωναν για να «αναπιάσουν τα προζύμια του γάμου». Με τα προζύμια αυτά θα φτιάχνανε τις κουλούρες και τα ψωμιά για το γάμο.
Την Παρασκευή το πρωί τα παιδιά καλούσαν με την «τίτσα» γεμάτη ρακί όλο τον κόσμο του χωριού στο γάμο. Μια παρέα παιδιών καλούσε για τη νύφη και μια άλλη παρέα παιδιών καλούσε για το γαμπρό. (Η παρέα από την πλευρά της νύφης καλούσε και για τα προικιά.)
Την Παρασκευή το μεσημέρι η νύφη έδειχνε στον κόσμο την προίκα της. Την ίδια μέρα το σόι του γαμπρού καλούσε με κουλούρες το νουνό, τον παπά, τα μπρατίμια και τις μπρατίμισσες.
Το Σάββατο το πρωί πριν «χαράξει» ο ήλιος τα μπρατίμια πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού έριχναν τρεις τουφεκιές στον αέρα και έστηναν τον «φλάμπουρο», σημάδι για να ξεκινήσει ο γάμος.
Αμέσως μετά άρχιζαν με πυρετώδικες κινήσεις στο σπίτι του γαμπρού αλλά και της νύφης οι ετοιμασίες για το γάμο.
Το μεσημέρι, ξεκινούσε στα μεγάλα ταψιά και καζάνια το μαγείρεμα των φαγητών. Σούπα και λάχανο με κρέας στο καζάνι, πατάτες με κρέας στα ταψιά.
Το απόγευμα, πριν δύσει ο ήλιος, ένας μπράτμος πήγαινε να φέρει τα όργανα (τους οργανοπαίχτες). Τα όργανα, με το γαμπρό και τα μπρατίμια, χορεύοντας πήγαιναν στο σπίτι του παπά, του νουνού και των άλλων στενότερων συγγενών του γαμπρού για να τους καλέσουν στο γλέντι. Όλοι στο τέλος συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γαμπρού για το γλέντι που θα κρατούσε μέχρι το πρωί.
Γλέντι γίνονταν και στο σπίτι της νύφης, αλλά χωρίς όργανα, ή θα τραγουδούσαν οι ίδιοι ή θα έπαιζε κάποιο γραμμόφωνο. Το πρωί τα μπρατίμια μαζί με τα όργανα πήγαιναν στη βρύση να πάρουν νερό για να λούσουν και να ξυρίσουν το γαμπρό. Μέσα στο γκιούμ’ με το νερό έβαζαν βασιλικό με ρίζα (για να ριζώσουν τα νιόγαμπρα), λουλούδια και το δαχτυλίδι του γαμπρού.
Στο δρόμο τραγουδούσαν:
Η πεθερά κι ο πεθερός
ψηλό βουνό ανεβαίνουν,
Να πελεκήσουν μάρμαρο, να βγάλουν κρύα βρύση,
Να πάν' μπρατίμ' να πάρ'ν νερό, να μπιρμπιρίσουν το γαμπρό.
Το λούσιμο του γαμπρού ήταν δουλειά του νονού. Την ώρα που ο νουνός έλουζε το γαμπρό τραγουδούσαν:
Λούζεται τ' αρχοντόπουλο, σε μια χρυσή λυγένη
Περδίκα φέρνει το νερό και πάπια το σαπούνι
Κι η αδερφή η αγλήγορη φέρνει χρυσό μαντήλι
Αφού τελειώσει το λούσιμο ο νουνός έπαιρνε το χτένι και χτένιζε τα μαλλιά του γαμπρού. Στο τέλος ο νουνός ξύριζε το γαμπρό με ένα «άφορο» (καινούργιο) ξυράφι (από εκεί βγήκε η λαϊκή έκφραση «στον πάτο τον ξυρίζουν το γαμπρό»). Μετά ο νουνός τύλιγε το ξυράφι, το σαπούνι, τη χτένα και το «λιβάντο» στην πετσέτα και όλα μαζί τα δώριζε στο γαμπρό. Η μάνα του γαμπρού δώριζε στη νουνά, στο νουνό και στους κοντινούς συγγενείς (σπιτιάτες) και μόλις τελείωνε ο γαμπρός το ντύσιμο, χαιρετούσε τους γονιούς, τα αδέρφια του, τους νουνούς ή άλλους κοντινούς συγγενείς και έβγαιναν για να πάνε στο σπίτι της νύφης.
Την ώρα που ντύνονταν ο γαμπρός, η νουνά και οι μπρατίμισσες στόλιζαν το φλάμπουρο. Πριν το 1912 που η Μακεδονία ήταν σκλαβωμένη στους Τούρκους, το φλάμπουρο ήταν από ένα άσπρο ορθογώνιο πανί πάνω στο οποίο η νουνά έραβε στη μέση ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό με μεταξωτή κλωστή. Μετά το 1912 τη θέση του άσπρου πανιού πήρε η ελληνική γαλανόλευκη σημαία. Πάνω στην ελληνική σημαία έραβε πέντε σταυρούς φτιαγμένους με κλωνάρια βασιλικού και λουλούδια. Στην κορφή του φλάμπουρου στο σταυρό, μπήγανε τρία μήλα και έδεναν ένα καινούριο μαντήλι. Ο φλάμπουρος τώρα ήταν έτοιμος.
Αφού τέλειωνε το ντύσιμο του γαμπρού και το στόλισμα του φλάμπουρου, ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Μπροστά πήγαιναν οι «σχαριάτες» κρατώντας στα χέρια μια κανάτα με κρασί, στολισμένη με λουλούδια και βασιλικό. Πήγαιναν μπροστά από τους άλλους για να τους πάρουν τα «σχαρίκια» και να τους πουν πως το συμπεθεριό του γαμπρού σε λίγο θα ήταν εκεί. Η μάνα της νύφης τους περίμενε επίσης με μια στολισμένη κανάτα με κρασί που την άλλαζε με αυτήν που κρατούσαν οι «σχαριάτες» του γαμπρού και τους δώριζε μάλλινα τσιράπια. Μόλις έφτανε ο γαμπρός η μάνα της νύφης έπαιρνε από το μπράτσο το γαμπρό και τον οδηγούσε σε ένα σημείο έξω στην αυλή, από όπου η νύφη έπρεπε να τον δει («να τον γυαλίσει») μέσα στον καθρέφτη από το παράθυρο, χωρίς να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο.
Ακολουθούσε το χτένισμα «πλέξιμο» της νύφης από τον αδερφό της. Η νύφη, φορώντας το «προκάρ» ή «Δευτεριάτικο» (το δεύτερο φόρεμα της νύφης, αυτό που φορούσε τη Δευτέρα μετά το γάμο και πήγαινε για νερό στο πηγάδι), καθόταν πάνω σε καρέκλα με πλεγμένο μαξιλάρι και κοιτούσε προς την ανατολή. Ο αδερφός της περνούσε τη χτένα τρεις φορές από τα μαλλιά της και της φορούσε τα «τέλια» και την «γιρλάντα». Οι άλλοι στο μεταξύ τραγουδούσαν:
Αργυρό μου χτένι, σέρνει αγάλια-αγάλια,
Τρίχα μη ραγίσεις από τα μαλλιά μου
Και την πάρ’ν οι ξένοι και την κάνουν μάγια
Μάγια στο κορμί μου.
Όταν τελείωνε το πλέξιμο της νύφης, σηκωνόταν από την καρέκλα, προσκυνούσε τον αδερφό της τρεις φορές, του φιλούσε το χέρι και την οδηγούσε στο χορό. Χόρευε πρώτα η νύφη και μέχρι εκείνη να ντυθεί χόρευαν οι συγγενείς της.
Αργότερα όταν τα μπρατίμια του γαμπρού πήγαιναν να πάρουν τα προικιά της νύφης, την ίδια ώρα ο μεγάλος μπράτμος του γαμπρού έμπαινε στο δωμάτιο της νύφης να της φορέσει τα παπούτσια. Η νύφη αντιστεκόταν και ο μπράτμος τη «δωροδοκούσε» δίνοντάς της χρήματα. Έτσι κατάφερνε να της φορέσει τα παπούτσια. Στο μεταξύ ήδη τα προικιά είχαν φορτωθεί στα ζώα και σε ένα απ’ αυτά ανέβαζαν ένα αγόρι που κρατούσε στα χέρια τον καθρέφτη (με τον οποίο νωρίτερα η νύφη είχε «γυαλίσει» το γαμπρό), για να «κάν’ η νύφ’ πιδί» (αγόρι).
Ανέβαιναν στα άλογα ο γαμπρός, η νύφη, ο νουνός και οι πεθεροί. Μια τουφεκιά έδινε το σύνθημα να φύγουν για την εκκλησία τραγουδώντας:
Αφήνω γεια τις
όμορφες και γεια τις μαυρομάτες
κι εγώ πάω στα Γιάννινα στου Μπέη τα σαράια
Βρίσκω το Μπέη που λούζουνταν σε μια χρυσή λυένη
Καλημερά σου Μπέη μου, καλώς την κόρη πού ‘ρθε
Πού ‘χω τα χίλια πρόβατα, τα δυο χιλιάδες γίδια
Στο ‘να βουνό τα πρόβατα, στ’ άλλο βουνό τα γίδια
Κι ανάμεσα στα δυο βουνά συμπέθεροι χορεύουν
Λύκος να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια
Στην εκκλησία περίμεναν οι γυναίκες με τη νούνα, η οποία είχε τα «στέφανα» στην κανέστρα και αφού τα χόρευε τρεις φορές τα πήγαινε μέσα στην εκκλησία. Όταν πλησίαζε το συμπεθεριό για την εκκλησία, πήγαιναν μπροστά δυο «σχαριάτες» της νύφης κρατώντας στολισμένη μια κανάτα με κρασί, την οποία άλλαζαν με την κανάτα που κρατούσε η μάνα του γαμπρού. Η δε μάνα του γαμπρού στη συνέχεια δώριζε τους σχαριάτες.
Μόλις έφταναν στην εκκλησία καβάλα στα άλογα, έφερναν τρεις φορές το γύρο της εκκλησίας. Μετά ο πατέρας του γαμπρού κατέβαζε τη νύφη από το άλογο, τον προσκυνούσε τρεις φορές, του δώριζε (συνήθως τσιράπια) και του φιλούσε το χέρι, ενώ εκείνος την κερνούσε. Στη συνέχεια η νύφη έπαιρνε στην αγκαλιά της ένα αγόρι, το φιλούσε σταυρωτά τρεις φορές και του δώριζε (για να κάν’ η νύφ’ πιδί).
Μετά τη στέψη, γίνονταν ο μεγάλος χορός στην πλατεία του χωριού. Επικεφαλής του χορού είναι ο νούνος που κρατάει το φλάμπουρο και ακολουθούσαν οι άντρες με τελευταίο το γαμπρό. Η νύφη, μαζί με τη νούνα και την κουνιάδα, ξεκινώντας από το νούνο, προσκυνούσε τον καθένα τρεις φορές και τους φιλούσε το χέρι, με το αζημίωτο φυσικά. Στο χορό μετά τους άντρες πιάνονταν οι πεθερές, μετά ο γαμπρός, μετά η νύφη, η νούνα και έπειτα όλες οι άλλες γυναίκες.
Ξεκινούσαν το χορό και τραγουδούσαν πρώτα οι άντρες και επαναλάμβαναν οι γυναίκες:
Εβγάτ’ αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια,
Να δείτε και να μάθετε πώς πιάνετ’ η αγάπη
Από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει
Και από τα χείλη στην καρδιά, ριζώνει και δε βγαίνει.
Και αμέσως μετά τραγουδούν το:
Στο Σερβιώτικο τον κάμπο, περπατεί μια περιστέρα
Με τα ‘ξιά με τα γαλάζια, με το φερετζέ στον ώμο
(ή με τα ‘ξιά με τα γαλάζια, με τα τέλια στο κεφάλι)
Κι άγουρος την τριγυρίζει, μάσε κόρη μ’ το σαγιά σου
Να μη λερωθεί η ποδιά σου και μαλώσει η πεθερά σου
Κι αν λερώσει τι σε μέλει, η μάνα μ’ άλλη θα με πάρει
Κι ο μπαμπάς μου θα πληρώσει.
Μόλις τέλειωνε το τραγούδι, άρχισαν να παίζουν τα όργανα, οι γυναίκες σταματούσαν και χόρευαν μόνο οι άντρες. Όταν έκανε στροφή ο χορός, ο νουνός έβγαζε τα μήλα από το φλάμπουρο και τα πετούσε ένα-ένα σταυρωτά και το πρώτο προς την ανατολή. Όποιος έπιανε μήλο θεωρούνταν τυχερός και μάλιστα αν το έπιανε ανύπαντρος, σήμαινε ότι σύντομα θα παντρευόταν.
Μετά το μεγάλο χορό, ο χορός γίνονταν διπλός, ξεχωριστά οι άντρες και οι γυναίκες. Στην αρχή χόρευε ο νουνός με τη νουνά. Μετά χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη. Πριν ξεκινήσει το χορό η νύφη, κοιτώντας προς την ανατολή, προσκυνούσε τρεις φορές. Σήμερα που δε φιλάει η νύφη τα χέρια πριν το μεγάλο χορό, την ώρα αυτή ο κόσμος κερνάει τη νύφη και το γαμπρό, καρφιτσώνοντάς τους στο στήθος χρήματα. Μετά χόρευαν οι υπόλοιποι συγγενείς, ξεκινώντας από τους πιο κοντινούς και πρώτοι απ’ όλους οι συγγενείς του γαμπρού.
Στο τέλος και πριν φύγουν όλοι, τα μπρατίμια μαζί με το γαμπρό και τη νύφη, πήγαιναν στη μέση της πλατείας, όπου ήταν στημένο το φλάμπουρο. Φορούσαν στη νύφη μια ποδιά και αυτή έριχνε με το «γκιούμ» νερό για να πλυθούν όλα τα μπρατίμια. Τους φιλούσε έναν-έναν το χέρι και τους δώριζε (τσιράπια ή πετσέτες). Στη συνέχεια έπαιρναν την «κλούρα» του γαμπρού, η οποία στη μέση είχε μια μεγάλη τρύπα για να πιαστούν τα «νιόγαμπρα» και τα μπρατίμια. Τραβούσαν όλοι μαζί και προσπαθούσαν να πάρουν το μεγαλύτερο κομμάτι. Οι ελεύθεροι νέοι και νέες έβαζαν το κομμάτι κάτω από το μαξιλάρι για να δουν στον ύπνο τους ποιον θα παντρευτούν. Φεύγοντας για το σπίτι, η νύφη κρατούσε το γκιούμ και έριχνε συνέχεια νερό στο δρόμο μέχρι να φτάσουν, για να κυλίσει η ζωή της όπως κυλάει το νερό.
Στην πόρτα την περιμένει η μάνα του γαμπρού κρατώντας στα χέρια της μέλι και γάλα. Την ίδια στιγμή τα μπρατίμια τραγουδούν:
Έβγα πεθερά στη σκάλα, με το μέλι με το γάλα.
Ρίξε ρύζι να ριζώσουν, σαν το στάρι να φυτρώσουν.
Σέβα-σέβα κυρά νύφη μέσ’ του νιόγαμπρου το σπίτι
Κει μέσα που μπαίνεις νύφη, να ριζώσεις να φωλιάσεις,
Πέντε γιους να αποκτήσεις και στον πάτο θυγατέρα
Να τιμάς τον πεθερό σου, να τιμάς την πεθερά σου
Να τιμάς και την κουνιάδα και τις συννυφάδες όλες.
Αφού τους τάιζε η μάνα του γαμπρού μέλι και γάλα, σταύρωναν το ανώφλι της πόρτας με μέλι και γάλα και έμπαιναν στο σπίτι του για να δουν το ματωμένο «πουκάμισο» της νύφης. Μετά οδηγούσαν τη νύφη στη βρύση για να φέρει το πρώτο νερό στο νέο της σπίτι. Έπαιρνε ένα γκιούμ ολοκαίνουργιο και ξεκινούσε για την πιο κοντινή βρύση με τη συνοδεία των πιο κοντινών συγγενών (συννυφάδες, κουνιάδες και μπρατίμισσες). Όταν έφταναν στη βρύση, γέμιζε το γκιούμ με νερό και έριχνε στη λεκάνη της βρύσης κέρματα, τα οποία έπαιρνε κατόπιν ένα αγόρι, για να «κάν’ η νύφ’ πιδί».
Στο δρόμο τραγουδούσαν:
1.ΚΙΝΗΣΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Κίνησα του δρόμου, δρόμου,
Βρίσκω μια μηλιά στου δρόμου,
Που ‘ταν φουρτουμένη μήλα.
Έσκυψα να πάρου ένα
Κι η μηλιά μ’ αντιλοήθκι:
-Φσες με, φσες μ’ αυτού τα μήλα!
Μην τα παίρνεις, μην τα’ αφήνεις,
Μην τα βαριομαραγκιάζεις.
Έβγα πεθερά στη σκάλα
Με το μέλι με το γάλα
Να ‘ξερεν η πεθερά μου
Που ‘ρχομαι από το πηγάδι
Κρυωμένη παγωμένη.
Στο δρόμο της επιστροφής, όποιον συναντούσαν στο δρόμο, η νύφη τον προσκυνούσε. Μόλις έφταναν στο σπίτι η νύφη έριχνε νερό για να πλύνει τα χέρια η συνοδεία της και τα πεθερικά της και εκείνοι την κερνούσαν. Κάπου εδώ τελείωνε ο γάμος.
(Άλλα τραγούδια του γάμου)
1.Ο ΗΛΙΟΣ ΕΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ
Κι όλα τ’ αστέρια κάλεσε / συμπέθεροι να πάνε
Την πούλια τον αυγερινό / νουνιά να στεφανώσουν
Παίρνουν τα στέφανα χρυσά / και τα κεριά ασημένια
Και το κριθάρι από ’σπερναν / όλο μαργαριτάρι
Τους έφκιασε φαϊά να φαν / μόσχον και καριοφίλι
Τους έδωσε κρασί να πιούν / σαν του λαγού το αίμα
Τους έστρωσε για στρώματα / το Μάη με τα λουλούδια
Ή
Ο ήλιος επαντρεύεται / και παίρνει το φεγγάρι
Κι όλα τ’ αστέρια κάλεσε / συμπέθεροι να πάνε
Την πούλια τον αυγερινό / νουνιά να στεφανώσουν
Τους έστρωσε για στρώματα / το Μάη με τα λουλούδια
Τους έδωσε ψωμί να φαν / μόσχον και καρυοφίλλι
Τους έδωσε κρασί να πιούν / θάλασσες και ποτάμια.
(μ’ αυτό το τραγούδι πήραμε το 1ο βραβείο στο διαγωνισμό παραδοσιακού τραγουδιού το 2003)
2.ΜΙΑ ΚΟΝΤΗ ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ(χτένισμα της νύφης)
Μια κοντή μωρέ μια κοντή
Μια κοντή μελαχρινή
Μια κοντή μελαχρινή
Στο ποτάμ’ κατέβαινε
Στο ποταμ’ κατέβαινε
Και μωρ’ συλογίζονταν
Ωρέ πώς να το περάσω εγώ
Τούτο το θολό νερό
Άντε πέρασές με νιούτσικε
Πάρε τα παπούτσια μου
Δεν τα θέλω κόρη μου
Δεν τα καταδέχομαι
Πέρασές με νιούτσικε
Θα σου δώσω φίλημα
Άντε θα σου δώσω φίλημα
Φίλημα κι αγκάλιασμα
Άντε μια και δυο την άρπαξε
Πέρα την επέταξε
Δώμ’ κορή το φίλημα
Φίλημα που μ’ έταξες
Παραπάνω νιούτσικε
Να φανούν τα σπίτια μας (2)
Να φανούν τα σπίτια μας
Και τα παραθύρια μας
3.ΜΙΑ ΞΑΝΘΙΑ ΜΙΑ ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ (χτένισμα της νύφης)
κι όλο συλλογίζεται:
πώς να το περάσω εγώ
Τούτο το θολό νερό
πέρασές με νιούτσικε
Πάρι του γκιουρντάνι μου
Δεν του παίρνω κόρη μου
Δεν τα καταδέχομι
Πέρασέ σ’ με νιούτσικε
Πάρι του βραχιόλι μου.
Δεν του παίρνω κόρη μου
Δεν του καταδέχομι
Πέρασές με νιούτσικε
Θα σου δώσω φίλημα
Σ’ν αγκαλιά την άρπαξι πέρα την απέρασι.
Ωρέ τι δεν τρώτε φίλε τζάνουμ
Ωρέ μείναν τα φαϊά μας τζάνουμ δε σας άρεσαν
Φίλε τζάνουμ δε σας άρεσαν
Ωρέ έχει ο αφέντης μας και άλλα και τ’ αλλάζουμε
Ωρέ μείναν τα ποτήρια τζάνουμ δεν κερνούν καλά
Ωρέ έχει ο αφέντης και άλλα και τ’ αλλάζουμε
Φίλε τζάμουμ και τ’ αλλάζουμε
Το τίνος είναι ο φλάμπουρος
Και το χρυσό μπαριάκι
Του (Γιώργου) είναι ο φλάμπουρος
Και το χρυσό μπαριάκι
Μωρέ κυρά μπρατίμισσα (2)
Κατέβα κάτω στο μπαχτσέ(2)
Μάσε και δυο φούντες βασιλικό(2)
Και μια φούντα τριαντάφυλλα(2)
Για να στολήσει τ’ άλογα (το φλάμπουρο) (2)
(να καβαλκέψει ο γαμπρός
να πάει στην πόλη και ναρθεί
να φέρει μήλο κόκκινο)
Μωρέ κυρά μπρατίμισσα
Κατέβα κάτω στο μπαχτσέ
Να μάσεις λουλούδια του Μαϊού(2)
Και δυο φούντες τριαντάφυλλα(2)
Για να στολίσουν τ’ άλογα(2)
Να καβαλκέψει ο γαμπρός(2)
Να πάει στην πόλη και να ‘ρθεί(2)
Να φέρ’ περδίκα στο κλουβί.(2)
Άντε λυγερή στολίζονταν
Καημένη λυγερή
Από το πρωί ως το βράδυ
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο
Άντε καημένη λυγερή
Και το φεγγάρι αστήθη
Και τον καθάριο αυγερινό
Άντε καημένη λυγερή
Τον βάζει δαχτυλίδι
Και παίρνει έναν ανήφορο
Άντε καημένη λυγερή
Στην μάνα της να πάει
-Μάνα μ’ τον άντρα που μ’ έδωσες
Γαμπρός στην πέτρα κάθισε
Και η πέτρα μωρέ έβγαλε νερό
Να πάει νουνός
νουνός να πάρει νερό
Να μπερμπερίσουν το γαμπρό
λούζεται τ’ αρχοντόπουλο
σε μια χρυσή λυγένη
η πάπια φέρνει το νερό
κι η χήνα το σαπούνι
κι η μάνα του η αγλήγορη
φέρνει το πιστιμάνι
Θέλω να ανέ- ν’ ανέβω σε βουνό(2)
Να πελεκή- να πελεκήσω μάρμαρο(2)
Να βγάλω κεφαλόβρυσο(2)
Να πάν’ μπρατίμοι να πάρ’ν νερό(2)
Να φέρ’ν να λού- να λούσουν τον γαμπρό(2)
Λούζεται τα’ αρχοντόπουλο σε μια χρυσή λυένη
Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό (2)
Να πελεκήσω μάρμαρο(2)
Να βγάλω μια κρυόβρυση(2)
Να παν μπρατίμ’ να πάρ’ν νερό(2)
Να μπερμπερίσουν το γαμπρό (2)
λούζεται τ’ αρχοντόπουλο(2)
σε μια χρυσή λυγένη(2)
η πάπια φέρνει το νερό(2)
κι η χήνα το σαπούνι(2)
κι η μάνα του η αγλήγορη(2)
φέρνει το πιστιμάνι(2)
Τρεις χρόνους έχει ο νιούτσικος
Που περπατεί για νύφη(2)
Πήρε κορίτσι από σειρά
κι από καλούς γονείδες(2)
Κι είχε τα στάρια αθέριστα
Μαζί με τ’ς θεριστάδες (2)
Κι είχε τ’ αμπέλια ατρύγητα
Μαζί με τ’ς τρυγητάδες (2)
Άσπρη είσαι κόρη μου άσπρη κι όμορφη κι άσπρη είναι η φορεσιά σου(2)
Άσπρα λουλούδια φύτρωσαν τριγύρω στην ποδιά σου(2)
Μας γέλασες μας πλάνεψες μας πήρες το λεβέντη(2)
-Σας γέλασαν τα νιάτα μου και το λιγνό κορμί μου(2)
-Έλα κοντά, έλα σιμά να μας φιλήσεις τα χέρια(2)
να μάσεις τα κεράσματα να κάνεις τα προικιά σου(2)
Ανάθεμα τη μάνα σου
μικρή Σταυρούλα
Που σε ‘στειλε στο γάμο
και σ’ είδαν τα ματάκια μου
κι απόρησε η καρδιά μου.
Σύρε να πεις κόρη μ’ τη μάνα σου
γαμπρό για να με κάνει
κι αν δεν θελήσει για γαμπρό
ας είναι κι υπηρέτης.
Μόν’ θέλω κόρη μ’ τα ματάκια σου.
Άντε συντρόφισσες να πάμε για νερό.
Σύρτε ‘σεις δεν έρχομαι
‘μένα μ’ αρραβώνιασαν(2)
στο πέρα μαχαλά
που ‘ν’ τα σπίτια τα ψηλά
τα παραθύρια τα φαρδιά.
Δαχτυλίδι μου ΄βαλαν
στο μισιό το δάχτυλο
Εβγάτε αγόρια στο χορό
κοράσια στα τραγούδια(2)
να ειδείτε και να μάθετε
πώς πιάνεται η αγάπη.(2)
Από τα μάτια πιάνεται
στα χείλη κατεβαίνει(2)
κι από τα χείλη στην καρδιά
ριζώνει και δε βγαίνει(2)
Στο Σερβιώ- στο Σερβιώτικο τον κάμπο
Περπατεί περπατεί μια περιστέρα
Με τα ‘ξιά με τα ‘ξιά με τα γαλάζια
Με το φε- με το φερετζέ στον ώμο
Μάσε κό- μάσε κόρη μ’ το σογιά σου
Να φανεί να φανεί η αρχοντιά σου.
Στο Σερβιώ στο Σερβιώτικο τον κάμπο
Περπατεί περπατεί μια περιστέρα
Με τα ‘ξιά με τα ‘ξιά με τα γαλάζια
Με το φε με το φερετζέ στον ώμο
Με τα τέ με τα τέλια στο κεφάλι
Κι άγουρος κι άγουρος την τριγυρίζει
-Μάσε κό- μάσε κόρη μ’ το σαϊά σου,
να μη λε- να μη λερωθεί η πουδιά σου
και μαλώσ(ει) η πιθιρά σου.
Της βουργάρας θυγατέρα
που την έχει τόσ’ ασπράδα
κι άλλη τόση κοκκινάδα;
Πο ‘κλιψε τ’ Αη Λιού τα κάλλη
κι του φεγγαριού τη λάμψη.
Αϊ μωρέ Βουργάροι να πολεμηθούμε
κι όποιος ανικήσει, να πάρει τη Βουργάρα
πο ‘κλιψε τ’ Αη Λιού τα κάλλη
κι του φεγγαριού τη λάμψη.
Ν’ ιψές μι του φεγγάρι,
σήμερα με τον ήλιου,
Έβγα μάνα μ’ ιδές με,
πώς την κρατώ ‘π’ του χέρι
‘π’ του χέρι τσακουμένη.
Δέντρον είχα στην αυλή μου,
κυπαρίσσ’ στουν ουβουρό μου
κι έπριπι του σπίτι μ’ όλου
κι ου μαχαλάς μου όλους.
Κόρη κάθονταν στον ίσκιου
κι κιντάει χρυσό μαντήλι.
Κέντα κόρη μ’ το μαντήλι,
κέντα το και χρύσωσέ το
κι άλλουν νιο να μην του δώσεις,
μόγγ’ ιμένα το λεβέντη,
που ‘μαι νιος και παλικάρι.
Όσα άστρα από τον ουρανό
και φύλλα από τα δέντρα,
τόσα φλουράκια ξόδεψα
κόρη μου για τα ‘σένα
κι ακόμα δε σε φίλησα.
Δε σ’ έχω φιλημένη.
Φοβούμαι από τη μάνα σου
κι από την αδερφή σου.
Όσο βαθιά είν’ η θάλασσα
και πατημό δεν έχει,
τόσο γλυκιά είναι η μάνα μου
και χορταμό δεν έχει
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε,
να φάμε και να πιούμε.(2)
Εμείς τη νύφη θέλουμε,
να βγει να την γειδούμε.(2)
Να ρθεί κοντά, να ρθεί σιμά,
να μας φιλήσει τα χέρια.(2)
Να μάσει τα κεράσματα,
να κάνει τα προικιά της.(2)
Από το τρίκορφο βουνό, μια νύφη κατεβαίνει.
Απ’ το φλουρί δε φαίνεται και από το μαργαριτάρι.
Και από το άσπρο φόρεμα, δεν μπορεί να περπατήσει
Η μάνα του κυρ γαμπρού
στο παραθύρι κάθεται
με τους ανέμους μάλωνε:
Για πάψτε ανέμοι πάψετε
να δω το γιο μου απ’ έρχεται
στο Γρίβα καβαλάρης.
Πάεισε μονός και ήρθε διπλός.
Φέρνει περδίκα στο κλουβί
που την προβότσε η μάνα της,
με τα μαλλιά της ξέπλεχτα,
με τα ματάκια χαμηλά,
με τα χεράκια σταυρωτά.
ή
Από το τρίκορφο βουνό, μια νύφη κατεβαίνει.
Απ’ το φλουρί δε φαίνεται και από το μαργαριτάρι.
Και από το άσπρο φόρεμα, δεν μπορεί να περπατήσει.
Από την πόλη και ως εδώ,
να στήσω καλντερίμι.
Να διαβούν ο νούνος κι ο παπάς,
να διαβούν κι οι μπρατίμοι.
Να διαβούν και τα νιόγαμπρα
με τ’ αργυρά στεφάνια.
Από το τρίκορφο βουνό, μια νύφη κατεβαίνει.
Απ’ το φλουρί δε φαίνεται και από το μαργαριτάρι.
Πώς την προβότσει η μάνα της, να βγει στο παραθύρι.
Με τα μαλλάκια ξέπλεχτα, με τα ματάκια χαμηλά
και τα χεράκια σταυρωτά.
Κι η μάνα του κυρ γαμπρού, στο παραθύρι κάθονταν.
Με τους ανέμους μάλωνε:
Πάψτε ανέμοι πάψετε, να δω τη νύφ’ από ‘ρχεται,
που την προβότσε η μάνα της
ή
Από το τρίκορφο βουνό
μια νύφη κατεβαίνει,
από το φλουρί δε φαίνεται
και από το μαργαριτάρι
και από το άσπρο φόρεμα
δεν μπορεί να περπατήσει.
Η μάνα του κύρη γαμπρού
στο παραθύρι κάθεται,
με τους ανέμους μάλωνε:
«Για πάψτε ανέμοι πάψετε,
να δω το γιο μου απ’ έρχεται
στο Γρίβα καβαλάρης.
Πάει μονός και ήρθε διπλός.
Φέρνει περδίκα στο κλουβί
που την προβότσε η μάνα της,
με τα μαλλιά της ξέπλεχτα,
με τα ματάκια χαμηλά,
με τα χεράκια σταυρωτά
Από την πόλη και ως εδώ
θα στήσω καλντερίμι,
να διαβούν ο νούνος κι ο παπάς,
να διαβούν κι οι μπράτίμοι.
Να διαβούν και τα νιόγαμπρα
με τ’αργυρά στεφάνια.
Βρε κυπαρίσσι φουντωτό
της Παναΐας τ’ άρματα
και του Χριστού στολίσματα
Στου Αη Θανάση την αυλή,(2)
πουλάκι πάεισε κι έκατσε.(2)
Μόν’ ελαλούσε κι έλεγε,
ανθρώπινη λαλίτσα.
Όλοι βοηθάτε αυτόν το νιο,
γιατί είν’ νιος κι αντρέπεται
Δείτε αυτόν το δέντρο,
πώς τον παίρνει ο αέρας(2)
και τον κυματίζει,(2)
τ’ αργυρά του φύλλα,(2)
τα χρυσά κλωνάρια
Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου
κι άκουσα πως σε μάλωνε η σκύλα η πεθερά σου.
Σα σε μαλώσουν βάστα τα, σα σε βαρέσουν στρέξτα,
όσο να ‘ρθει η άνοιξη, να ‘ρθει του καλουκαίρι,
να ‘ρθει και ο χινόπωρος, να βράσουν τα βαένια,
να βράσουν τα γλυκά κρασιά, να βγάλουν τις ρακίτσες,
να κάμ’ ου μαύρους τη χαρά, να έρθου να σι πάρου.
32.(ΣΧΑΡΙΑΤΕΣ)
Γαμπρέ μ’ σαν θέλ’ς να κατεβείς,
να ‘ρθεις να πάρ’ς τη νύφη.
Έλα τριγύρου, γύρου,
να βρεις μηλιάς κλωνάρι,
να δέσεις τ’ άλογό σου
κι άντε να ξεπεζέψεις.
Αυτά τα λιανοτράπεζα
θέλω να τα στολίσω,
με μόσχον με βασιλικό,
τριγύρω παλικάρια
και στην κορφή μα……
με τα χαρτιά στα χέρια.
Τώρα καλώ παρακαλώ σας κι έλεγα
παρακαλούσαν κι έλεγαν,
παρακαλούν και λένε:
Να ‘τος ο Θος που εύχεται
σ’ αυτόν το νοικοκύρη,
να ζήσει χρόνους εκατό.
Που ’σταν περιστερούλα μου, τόσον καιρό χαμένη;
Στους κάμπους όπου έβοσκα, στους κάμπους σεργιανούσα
και τώρα το φθινόπωρο, κοντά στον Αη Δημήτρη,
βγήκα να μάσω κάστανα, με τ’ άλλα τα κορίτσια.
Κι ο βλάχος την αγνάντευε, από μια ψηλή ραχούλα:
Κορίτσια Καστανιώτικα, ελάτε παραπάνω,
έχω δυο λόγια να σας πω και δυο να σας ρωτήσω,
μην ήρθαν κλέφτες στο χωριό, μην ήρθαν Αρβανίτες.
Δεν ήρθαν κλέφτες στο χωριό δεν ήρθαν Αρβανίτες.
35. ΗΡΘΕΝ Ο ΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΟΝΕΨΕ (σχαριάτες)
Ήρθεν ο νιος και κόνεψε
στη μέση από τη χώρα
και την τρυγόνα γύρεψε
και την τρυγόνα θέλει.
36. ΓΑΜΠΡΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΚΟΥΝΙΑΔΕΣ
Καμάρι πο ‘χουν τα πρόβατα,
καμάρι πο ‘χουν τα γίδια.
Καμάρι που έχει και ο τσέλιγκας
στο άλογο καβάλα.
Καμάρι που ‘χε κι ένας γαμπρός
με τις πολλές κουνιάδες.
Η μια τον παίρνει το άλογο
και η άλλη το ντουφέκι
και η τρίτη η μικρότερη
τον γλυκοκουβεντιάζει:
Γαμπρέ τι άργησες να ‘ρθεις,
χορτάριασε η αυλή μας.
Να έρχεσαι συχνά πυκνά,
να σκάσουν οι οχτροί μας.
Κάτω στο Δαφνοπόταμο
και στα δασιά τριαντάφυλλα.
Εκεί δαφνίζουν τα νερά,
εκεί κάθεται ο Κυρ νουνός
με τους τρακόσους άρχοντες
και τα εξήντα δυο αρχοντόπουλα.
Στην πέτρα βγήκεν κι έκατσε
κι ευχιούνταν τους κουμπάρους του:
Να ζήσουν χρόνους εκατό,
να ασπρίσουν να γεράσουνε,
σαν την κορφή του Όλυμπου,
σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
Γεια σ’ Γιαννούλα μ’ γεια σ’
σας αφήνω γεια.
ΦΛΙΕΣ
Τις αμέσως επόμενες μέρες του γάμου συνηθιζόταν οι πιο κοντινοί συγγενείς των νιόπαντρων (μέχρι και τρίτα ξαδέρφια), να καλούν τα νιόπαντρα σε τραπέζι και να τους φιλεύουν. Αυτές ήταν οι φλιές. Στις φλιές συνήθως τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:
Μαλαματένιος τράπεζος ‘σημένια τα πιρούνια.(2)
Στη μέση από τον τράπεζο κλήμα ήταν φυτεμένο.(2)
Κάνει τα φύλλα πράσινα και τα σταφύλια μαύρα(2)
και τα φαϊά που τρώγαμε μόσχος και καρυοφίλλι(2)
και το κρασί που πίναμε σαν του λαγού το αίμα.(2)
Και η κόρη από μας το κερνάει ξανθιά και μαυρομάτα.(2)
Κέρνα κόρη μ’ κέρνα τα όλα τα παλικάρια.(2)
Κέρνα τους νέους κέρνα τους όλους με την αράδα.(2)
Και στο δικό μου το γυαλί ρίξε πικρό φαρμάκι.(2)
Να το γυρίσω να το πιω να μου διαβούν οι πόνοι.(2)
ή
2.ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΣ
Μαλαματένιος τράπεζος σημένια τα πιρούνια (2)
και τα φα’ι’ά που τρώγαμε μόσχος και καριοφίλι (2)
και το κρασί που πίναμε σαν του λαγού το αίμα (2)
και η κόρη από μας το κερνάει ξανθιά και μαυρομάτα.(2)
Κέρνα κόρη μ’ κέρνα τα όλα τα παλικάρια. (2)
Κέρνα τους νέους κέρνα τους όλους με την αράδα (2)
και στο δικό μου το γυαλί ρίξε πικρό φαρμάκι. (2)
Να το γυρίσω να το πιω, να μου διαβούν οι πόνοι. (2)
Στη μέση από τον τράπεζο κλίμα ήταν φυτεμένο, (2)
κάνει τα φύλλα πράσινα και τα σταφύλια μαύρα (2)
ή
3.ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΣ
Σε τούτ’ την τάβλα τη χρυσή, σε τούτο το τραπέζι,
τρεις μαυρομάτες μας κερνούν κι οι τρεις αράδ’ αράδα.
Η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με την κούπα
κι η τρίτη η μικρότερη, κερνάει με το ποτήρι.
Όσα ποτήρια τους κερνάει, τόσες ευχές τους λέει.
“Να ζήσουν χρόνους ικατό κι να τους απεράσουν”.
(απάντηση του πατέρα του γαμπρού)
Μαλαματένιος τράπεζος, ασμένια τα πηρούνια
κι τα φαϊά μας μύριζαν μόσκο και καρυοφίλλι
κι ου νοικουκύρ’ς που τα’φκιανε, χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους ικατό κι εξάμηνα διακόσια.
ή
Ετούτο τ’ αργυρό τραπέζι,
με τι να το στολίσω;
Τριγύρω τριαντάφυλλα,
στη μέση καριοφίλια.
Μαλαματένιος τράπεζος
‘σημένια τα πηρούνια
και τα φαϊά που τρώγαμε
μόσχον και καριοφίλια.
Στη μέση από τον τράπεζο
κλίμα ήταν φυτεμένο,
κάνει σταφύλια ροζακί
και το κρασί μοσχάτο.
Κι όσες μανούλες το ‘πιναν,
καμιά παιδιά δεν κάνει.
Να το ‘πινε κι η μάνα μου
να μη με κάνει κι εμένα.
Σαν μ’ έκανε τι μ’ ήθελε,
σαν μ’ έχει τι με θέλει.
Εγώ στα ξένα τράνεψα,
στα ξένα θα πεθάνω.
Αυτά τα λιανοτράπεζα
θέλω να τα στολήσω,
με μόσχον με βασιλικό,
τριγύρω παλικάρια.
Και στην κορφή μα……
με τα χαρτιά στα χέρια.
Τώρα καλώ παρακαλώ σας κι έλεγα.
Παρακαλούσαν κι έλεγαν.
Παρακαλούν και λένε:
Να ‘τος ο Θος που εύχεται
σ’ αυτόν το νοικοκύρη,
να ζήσει χρόνους εκατό.
ΠΣΤΡΟΦΙΑ
Συνήθως το πρώτο Σαββατοκύριακο τα νιόπαντρα επισκέπτονταν το πατρικό σπίτι της νύφης, όπου και τους φίλευαν. Αυτά ήταν τα πστρόφια. Η νύφη τότε μόνο είχε το δικαίωμα να επισκεφτεί τους δικούς της. Στα πστρόφια τραγουδούσαν συνήθως τα παρακάτω τραγούδια:
Σαν κίνησε η λυγερή στη μάνα της να πάει,
σαν έβαλε να στολιστεί απ’ το πρωί ως το βράδυ,
και τον καθάριο αυγερινό τον βάζει δαχτυλίδι.
Κι η μάνα της την καρτερεί έξω από την πόρτα.
-Κόρη μ’ γιατί μας άργησες, να’ ρθεις να σε φιλέψω;
-Δεν ήταν άντρες στο χωριό, δεν ήταν παλικάρια,
που πήγες και με πάντρεψες πολύ μακριά στα ξένα;
Ο νιος απ’ την ανατολή κ’ η κόρ(η) από την πόλη,
σαν πάησαν κι ανταμώθηκαν σε ξένο περιβόλι,
τα δυο κρυφά κουβέντιαζαν, τα δυο κρυφά μιλούσαν.
-Ξένος εσύ, ξένος κι εγώ, το περιβόλι ξένο.
-Ξένε μου σαν πεινάσουμε, με τι ψωμί θα φάμε;
-Τα χείλη σου, τα χείλη μου, φραντζόλα για να φάμε.
-Ξένε μου σαν διψάσουμε, το τι νερό θα πιούμε;
-Το δάκρυ σου, το δάκρυ μου, γλυκό κρασί θα πιούμε.
-Ξένε μου σαν νυχτώσουμε το πού θα βραδιαστούμε;
-Ν’ ιδώ κόρη μ’ θα μείνουμε, ιδώ θα βραδιαστούμε.
-Ξένε μου σαν κρυώσουμε, με τι θα σκεπαστούμε;
-Την κάπα σου, την κάπα μου, τσέργα να σκεπαστούμε.
Ν’ ιψές περδίκα έπιασα και σήμερα τρυγόνα
κι έκατσα και μαγείρεψα σ’ αρχοντικό τραπέζι
κι αγκάλιασα τις έμορφες κι όλες τις μαυρομάτες.
Όλες κινούσαν κι έρχονταν, όλες με την αράδα
και μια κοντή μελαχρινή, δε φάνηκε να έρθει.
Μου είπαν πως αρρώστησε κι αρρωστικό γυρεύει.
Θέλει νερό απ’ τον τόπο της και μήλα απ’ τη μηλιά της,
θέλει και μοσχοστάφυλο απ’ την κληματαριά της.
Ν’ έστειλα τρεις αρχόντισσες και τρεις αρχοντοπούλες,
η μια να φέρνει το νερό κι η δεύτερη το μήλο
κι η τρίτη η καλύτερη τη φέρνει το σταφύλι.
-Σήκω κόρη μ’ να φας, να πιεις, να καλογιοματίσεις!
ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
1.ΣΑΝ ΠΑΙΡΝΩ ΕΝΑΝ ΑΝΗΦΟΡΟ
Σαν παίρνω έναν ανήφορο
στης έρημης τα πλάγια.
‘κούω την πέρδικα λαλεί (2)
και συχνοκαταριέται.
Τ’ έχεις καημένη πέρδικα
και συχνοκαταριέσαι;
Έχω παιδιά στην ξενιτιά(2)
στα έρημα τα ξένα,
τα τρώει η λέρα το κορμί (2)
και η ψείρα το κεφάλι.
Ανάθεμά σε ξενιτιά.
Τα έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν να καούν
κάνουν τα παλικάρια κι αλησμονούν να ‘ρθούν
2.ΧΑΡΑΜΗ (ΧΑΡΑΤΖΗ)
με το λαμπρό φεγγάρι,(2)
επιάσαν έναν Χαραμή
και έναν καινούργιο κλέφτη.(2)
Τον έδερναν τον σκέντζευαν,
για να τους μαρτυρήσει. (2)
Μαρτύρα μας ρε Χαραμή
και συ καινούριε κλέφτη. (2)
Πόσα κοράσια φίλησες
και πόσες παντρεμένες (2)
Χίλια κοράσια φίλησα
και χίλιες παντρεμένες(2)
και καλογριές και παπαδιές
λογαριασμό δεν έχουν (2)
3.ΤΟ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ (Στον Αη Γιώργη)
Ένα μικρό Τουρκόπουλο (2)
μικρό διαβολεμένο.
Μια Ρωμιοπούλα κυνηγά, (2)
γυναίκα να την πάρει.
Κι η κόρη από το φόβο της (2)
κι από την αντροπή της.
Τα πλάγια-πλάγια έπαιρνε (2)
και στον Αη Γιώργη βγαίνει:
Βόηθα σ’ με Αη Γιώργη μ’ βόηθα σ’ με, (2)
να μη με πάρει ο Τούρκος.
Θα φέρει αμάξια το κερί (/2)
φορτώματα το λάδι.
Πέντε έξι ευζωνάκια
αποφασίσανε
Στην Πόλη για να πάνε Παναγιά μου να
πολεμήσουνε (2)
Στο δρόμο που πηγαίνουν
στη μαύρη θάλασσα
Καράβι κινδυνεύει Παναγιά μου
ξεσκιούνται τα πανιά.(2)
Δεν κλαίω το καράβι,
δεν κλαίω τα πανιά.
Μόν’ κλαίω τα ευζωνάκια Παναγιά μου, (2)
τα δώδεκα παιδιά. (2)
Βοήθα Παναγιά μου
για να γλιτώσουνε
κι όσα καντήλια έχεις Παναγιά μου,
θα τ’ ασημώσουμε
Άντε από μικρός στα γράμματα,
βρε Παπα Γιώργη μου,
μικρός στα πινακίδια
και τώρα, Γιώργη μ’, τα γεράματα
άντε και τώρα, Γιώργη μ’, τα γεράματα
αμαρτωλός και κλέφτης.
Όλα τα κάστρα πάτησα
άντε όλα τα κάστρα πάτησα,
βρε Παπα Γιώργη μου
κι όλα τα μοναστήρια,
μόν’ του Βαρλάμη το κελί,
άντε μόν’ του Βαρλάμη το κελί,
βρε Παπα Γιώργη μου, δεν μπορώ να το πατήσω.
Τριγύρω, μωρέ τριγύρω το ‘φερνα,
άντε μωρέ τριγύρω το ‘φερνα,
βρε Παπα Γιώργη μου,
τριγύρω γύρ’ το φέρνω.
Ν’ αναθεμούσα κι έλεγα,
άντε ν’ αναθεμούσα κι έλεγα,
βρε Παπα Γιώργη μου,
αναθεμώ και λέγω:
Ανάθεμα ποιος σ’ έφτιαχνε,
άντε ανάθεμα ποιος σ’ έφτιαχνε,
βρε Παπα Γιώργη μου
και σκάλα δεν αφήνει
και ρίχνω τα ματάκια μου,
άντε και ρίχνω τα ματάκια μου,
βρε Παπα Γιώργη μου,
ψηλά στο παραθύρι
και βλέπω ένα μωρέ γούμενο,
άντε και βλέπω ένα μωρέ γούμενο,
βρε Παπα Γιώργη μου
κι ένα καλογεράκι.
Κατέβα κάτω μωρέ γούμενε,
άντε κατέβα κάτω μωρέ γούμενε,
βρε Παπα Γιώργη μου
και εσύ καλογεράκο.
Έχουμε έναν γούμενο
άντε έχουμε έναν γούμενο,
να τον ξομολογήσεις
Έχουμε κι έναν άρρωστο,
άντε έχουμε κι έναν άρρωστο,
βρε Παπα Γιώργη μου,
να μας τον μεταλάβεις.
Μες στην Αγια Παρασκευή,
Κοιμάται κι ονειρεύεται
και βλέπει πως παντρεύεται.
Απόψε μητέρα,
γλυκιά μου μανούλα,
απόψε ονειρεύτηκα
και είδα πως παντρεύτηκα.
Είδα σε πύργο ανέβαινα,
σε περιβόλι έμπαινα
και δυο ποτάμια με νερά,
‘ξήγα μάνα μ’ το όνειρο.
Απόψε μητέρα γλυκιά μου μανούλα,
απόψε ονειρεύτηκα
και είδα πως παντρεύτηκα.
Ο πύργος είν’ ο γάμος σου,
το περιβόλι ο άντρας σου
τα δυο ποτάμια με νερό
είναι κρασί για το συμπεθεριό.
Απόψε μανούλα,
γλυκιά μου μανούλα,
απόψε ονειρεύτηκα
και είδα πως παντρεύτηκα.
7.ΠΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΜΠΟΥΣ
Πέρά στους πέρα κάμπους (3)
που είναι οι ελιές.
Είν’ ένα μοναστήρι (3)
που πάν’ οι κοπελιές.
Πήγα κι εγώ ο καημένος,(3)
για να λειτουργηθώ.
Να κάνω το σταυρό μου(3)
και να προσευχηθώ.
Στην εκκλησιά που μπαίνω,(3)
βλέπω μια κοπελιά,
να κάνει το σταυρό της,(3)
να λάμπ’ η εκκλησιά.
8.ΗΛΙΕ ΜΟΥ (καλοκαιρινό)
Άντε ήλιε μου φόντας βάρεσες
κι αργάς να βασιλέψεις.
Μπαΐλισες την εργατιά,
ωρέ μπαΐλισες την εργατιά,
δουλεύοντας στα ξένα.
Μακάνιασες μάνα μ’ μικρά παιδιά,
μακάνιασες μικρά παιδιά,
γυρεύοντας τις μάνες.
Κι η μάνα της μωρέ την έλεγε
κι η μάνα της την έλεγε
κι η μάνα της τη λέγει
έχεις κόρη-κόρη μ’ ένα παιδί,
να’ ρθεις να το βυζάξεις,
για δε μ’ αφήνει μάνα μ’ ο πασάς.
9.ΛΑΛΟΥΝ Τ’ ΑΡΝΙΘΙΑ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ (στα νυχτέρια το πρωί-καλοκαιρινό)
Λαλούν τ’ αρνίθια τρεις φορές
και τα παγώνια πέντε.
Τα περιστέρια δώδεκα (2)
κι η Αναστασιά κοιμάται.
Κι η μάνα της την έλεγε (2)
κι η μάνα της τη λέγει.
Ξύπνα καημένη Αναστασιά (2)
και μη βαριοκοιμάσαι.
Ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, (2)
ν’ ανάψεις το λυχνάρι.
Το πώς να σηκωθώ μωρ’ μάνα μου,
το νέο που’ χω δίπλα μου,
το πώς να τον αφήσω.
Μπερδεύκαν τα μαλλάκια μου
μαζί με τα δικά του.
μας πήρε το μεσημέρι.
Αυτά τα μάτια Δήμο μ’ τ’ όμορφα,
τα φρύδια τα γραμμένα
και γεια σου αγάπη μου,
τα φρύδια τα γραμμένα,
σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Για πάρε Δήμο μ’ το ντουφέκι σου,
πάνε να κυνηγήσεις
και γεια σου αγάπη μου.
Πάνε να κυνηγήσεις,
σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Κι αν εύρεις Δήμο μ’ ‘λάφια σκότωσε,
λαγούς κυνήγησέ τους
και γεια σου αγάπη μου.
Λαγούς κυνήγησέ τους,
σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Κι αν εύρεις Δήμο μ’ την αγάπη μου,
ρίξε και σκότωσέ την
και γεια σου αγάπη μου.
Ρίξε και σκότωσέ την,
σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Και μάσε Δήμο μ’ το αίμα της,
σ’ ένα χρυσό μαντήλι
και γεια σου αγάπη μου.
Σ’ ένα χρυσό μαντήλι,
σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Βγήκα ψηλά παπαδούλα μου.
Βγήκα ψηλά να στουν Έλυμπου.
Άιντε κι αγνάντεψα τριγύρω, μικρή παπαδοπούλα
κι αγνάντεψα τριγύρω, εσύ τα ξεύρεις ούλα.
Βλέπω κομμά- παπαδούλα μου.
Βλέπω κομμάτι σύννεφο.
Άιντε κι ένα κομμάτι αντάρα, μικρή παπαδοπούλα
κι ένα κομμάτι αντάρα, εσύ τα ξεύρεις ούλα.
Δεν είν’ κομμά- παπαδούλα μου.
Δεν είν’ κομμάτι σύννεφο.
Άιντε κι ουδέ κομμάτι αντάρα, μικρή παπαδοπούλα
κι ουδέ κομμάτι αντάρα, εσύ τα ξεύρεις ούλα.
Μόν’ είναι η κό- παπαδούλα μου.
Μόν’ είναι η κόρη του παπά.
Άιντε που ‘ρχεται από τ’ αμπέλι, μικρή παπαδοπούλα,
που ‘ρχεται από τ’ αμπέλι, εσύ τα ξέρεις ούλα.
Που ‘χει σταφύ- παπαδούλα μου.
Που ‘χει σταφύλια στην ποδιά.
Άιντε τα μήλα στο μαντήλι, μικρή παπαδοπούλα.
Τα μήλα στο μαντήλι, εσύ τα ξέρεις ούλα.
12.ΠΑΕΙΣΕΝ Η ΔΕΣΠΩ ΓΙΑ ΝΕΡΟ (καλοκαιρινό)
με την καρδαροπούλα.
Στο δρόμο να μωρέ που πήγαινε,
στο δρόμο να που πήγαινε,
στο δρόμο που πηγαίνει.
Το Γιώργο-Μήτσο σταύρωνε, (2)
ωρέ και τους καλημερνάει.
Καλημερά-καλημερά σου Δέσπω μου,
καλημερά σου Δέσπω μου.
Πού πας μ’ αυτήν την μπούκλα;
Πάω να βρω λε να βρω κρύο νερό,
ωρέ πάω να βρω κρύο νερό.
Ωρέ να πιούν οι εργάτες,
να πιουν οι νιες μωρέ να δροσιστούν.
Τράβαν αέρα μ’ τράβα σ’ όλα τα ρέματα
Περνάει ο καπετάνιος με τα στρατεύματα
Ένα πουλάκι πάεισε κι έκατσε,
στης Παναγιάς τα δέντρα.
Όλα τα δέντρα μάρανε
κι όλα τα κοντοκλάδια.
Το Θανασάκη βάρεσαν
στο έρημο το Λόντση.
………………………
να κάνει έναν κουμπάρο,
να το ‘χει ο μαύρος γύρισμα.
Γύρισμα να γυρνιέται.
Κι οι χωριανοί τον πρόδωσαν
κι αυτοί οι κοτσαμπασήδες.
Τον πρώτο καπετάνιο τρία τουφέκια τον βαρούν,
τα τρία αράδα αράδα,
το ‘να τον παίρνει στο πλευρό
και τ’ άλλο στο κεφάλι.
Το τρίτο το φαρμακερό
τον παίρνει στην καρδιά του.
Άντε που ‘σταν εψές, που ‘σταν προψές,
Χρήστο μ’ Καραμπελιά.
Ν’ αντιπροψές το βράδυ,
πατήσαν την Αγια Σοφιά.
Άντε πατήσαν την Αγια Σοφιά,
Χρήστο μ’ Καραμπελιά,
το μέγα μοναστήρι.
Πήραν άσπρα, πήραν φλουριά.
Άντε πήραν άσπρα, πήραν φλουριά,
Χρήστο μ’ Καραμπελιά,
πήραν μαργαριτάρια.
Πήραν ασημοβάγγελο.
Άντε πήραν ασημοβάγγελο,
Χρήστο μ’ Καραμπελιά,
στο μέγα μοναστήρι.
Και τ’ Άγιο Πνεύμα λάλησε.
Άντε και τ’ Άγιο Πνεύμα λάλησε
‘πό μέσα απ’ τον Αη Δήμο:
Όλα τα εικόνια πάρτε τα.
Άντε όλα τα εικόνια πάρτε τα,
Χρήστο μ’ Καραμπελιά,
κι όλα χαρτζιάνιψέ τα.
Μόν’ το σταυρό ν’ αφήσετε.
Άντε μόν’ το σταυρό ν’ αφήσετε,
Χρήστο μ’ Καραμπελιά,
να μας μοιράζει τις πίστες.
15.Η ΑΝΟΙΞΗ ΚΙ Ο ΧΙΝΟΠΩΡΟΣ(ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΣ)
Κι κάλεσαν την άνοιξη να πάει να τη φιλέψουν.
Κι η άνοιξη καμάρουνι-καμάρουνι δεν πάει.
Τι καμαρώνεις άνοιξη με τα λουλούδια από ‘χεις;
Εσύ έχεις ασπρολεύκαδα εγώ έχω παλικάρια
Εσύ έχεις τα τσιγκόδεντρα κι εγώ έχω τους γερόντους.
Εσύ έχεις τις αγριογκορτσιές, εγώ έχω τις μπαμπίτσες.
Εσύ έχεις τις τριανταφυλλιές, εγώ έχω τις νυφίτσες.
Εσύ έχεις το βασιλικό, εγώ έχω τα κοτσύφια.
Εσύ έχεις τα μαυρόγιτσια, εγώ έχω τα παιδάκια.
Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος και θα στα μαραγκιάσει.
16.ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΛΥΜΠΟ
Στην κορυφή απ’ τον Έλυμπο, πουλάκι καθισμένο.
Και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
Ήλιε μ’ δεν κρούεις το πρωί, κρούεις το μεσημέρι.
Ν’ απλώσει το κορμάκι μου, να ζεσταθούν οι πλάτες.
Ν’ απλώσω το χρυσόφτερο, να φτιάξω μία πένα.
17.ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ
Κάτω στα λιβάδια και στα λιβαδίτσια.
Βόσκουν μούλες, βόσκουν κι αριοβόσκουν.
Και μια μούλα στέκει, στέκει και δε βόσκει.
Κι απερνάει αγάς της, την καλημερνούσε.
Τ’ έχεις και δε βόσκεις, δεν αριοβόσκεις;
Με ταΐζ’ αγάς μου ρύζι και κριθάρι,
ρύζι και κριθάρι και νερό απ’ το μπνάρι.
18.ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ
Πορτοκαλιά μου φουντωτή, γεμάτη πορτοκάλια,
χαμήλωσε τον κλώνο σου να κόψω πορτοκάλια,
να τα στραγγίσω και να πιω, να μου διαβούν οι πόνοι.
Εσύ ‘σαι άντρας περπατείς κι οι πόνοι σε διαβαίνουν
κι εγώ γυναίκα κάθομαι κι οι πόνοι μ’ ανεβαίνουν
19.ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Αηδόνι της πρωτομαγιάς, να παντρευτεί γυρεύει.
Να πάρει άντρα γέροντα, να σκλαβωθεί γυρεύει.
Κι η μάνα της την έλεγε, κι η μάνα της τη λέγει:
Κόρη μου μην παντρεύεσαι, μην παίρνεις γέρον άντρα,
βάστα να ‘ρθεί χινόπωρο, να ‘ρθουν τα παλικάρια,
τότε κόρη μ’ να παντρευτείς, να πάρεις παλικάρι.
20.Η ΛΕΜΟΝΙΑ
Νερό στη ρίζα τες πολύ, καμιά λεμόν’ δεν κάνει.
Και μια δική μου λεμονιά, στην πέτρα φυτεμένη.
Δίχως νερό στη ρίζα της, αυτή λεμόνια κάνει.
Και φούντωσε και κλάδωσε κι απόλληκε κλωνάρια.
Κι όλον τον κόσμο σκέπασε κι μου ‘καψε τον κάμπο.
21.ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Για μάσ’ τα περιστέρια σου Ροδούλα μ’, Ροδούλα μ'.
Με τρών’ με πίνουν το νερό, με κουβαλούν το χώμα.
Το χώμα με χρειάζεται και το νερό το θέλω.
Το θέλ’ να στήσω εκκλησιά, να στήσω μοναστήρι.
Να ‘ρχονται οι νιες, να ‘ρχονται οι γριές, να ‘ρχονται παλικάρια.
22.ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Για μας’ τα περιστέρια σου
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’.
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Με τρων με πίνουν το νερό
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’.
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Με τρων με πίνουν το νερό
και με σκορπούν το χώμα.(2)
Το χώμα με χρειάζεται
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’.
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Το χώμα με χρειάζεται
και το νερό το θέλω.(2)
Θέλω να χτίσω εκκλησιές
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’.
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Θέλω να χτίσω εκκλησιές,
να χτίσω μοναστήρια.(2)
Να είν’ οι νιες καλόγριες
Σουλτάνα μ’ Σουλτάνα μ’.
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Να είν’ οι νιες καλόγριες
κι οι νέοι καλόγεροι.(2)
Σουλτάνα μαυρομάτα.
Τώρα τ’ αργά τ’ αργούτσικα.
Να ειδείς μηλιά.
Κι όταν γυρνάει ο ήλιος.
Μήλο μου μυρισμένο.
Κι όταν γυρνάει ο ήλιος,
πουλάκι μου γραμμένο.
Λόγια ν’ ακούσεις διάβαινε.
Να ιδείς μηλιά.
Στο Γρίβα καβαλάρης
μήλο μου μυρισμένο.
Στο Γρίβα καβαλάρης,
πουλάκι μου γραμμένο.
Κάνας δεν το λόγιασε.
Να ιδείς μηλιά.
Κάνας δεν το λογιάζει,
μήλο μου μυρισμένο.
Κάνας δεν το λογιάζει,
πουλάκι μου γραμμένο.
Κόρη ξανθή τον λόγιασε.
Να ιδείς μηλιά,
από το παραθύρι.
Μήλο μου μυρισμένο.
Από το παραθύρι,
πουλάκι μου γραμμένο.
Γιάννη μου το μαντήλι σου.
Να ιδείς μηλιά.
Τι το ‘χεις λερωμένο,
μήλο μου μυρισμένο.
Τι το ‘χεις λερωμένο,
πουλάκι μου γραμμένο.
Το λέρωσε η ξενιτιά.
Να ιδείς μηλιά.
Το λέρωσαν τα ξένα,
μήλο μου μυρισμένο.
Το λέρωσαν τα ξένα,
πουλάκι μου γραμμένο.
Δόσ’ μου το Γιάννη, δόσ’ μου το.
Να ιδείς μηλιά.
Να στο μαρμαροπλύνω,
μήλο μου μυρισμένο.
Να στο μαρμαροπλύνω.
Πουλάκι μου γραμμένο.
ή
Τώρα τ’ αργά τ’ αργούτσικα.
Φόντας γυρνάει ο ήλιος.
Φόντας γυρνάει ο ήλιος,
πουλάκι μου γραμμένο.
Ν’ ο Γιάννης εκεί διάβαινε,
στο Γρίβα καβαλάρης.
Μήλο μου μυρισμένο.
Στο Γρίβα καβαλάρης,
πουλάκι μου γραμμένο.
Κάνας και δεν το λόγιασε,
κάνας δεν το λογιάζει.
Μήλο μου μυρισμένο.
Κάνας δεν το λογιάζει,
πουλάκι μου γραμμένο.
Κόρη ξανθή τον λόγιασε,
ψηλά απ’ το παραθύρι.
Μήλο μου μυρισμένο.
Ψηλά απ’ το παραθύρι,
πουλάκι μου γραμμένο.
Κοντοκαρτέρα, Γιάννο μου,
κάτι να σε ρωτήσω.
Μήλο μου μυρισμένο .
Κάτι να σε ρωτήσω,
πουλάκι μου γραμμένο.
Γιάννο μου το μαντήλι σου,
τι το ‘χεις λερωμένο;
Μήλο μου μυρισμένο.
Τι το ‘χεις λερωμένο,
πουλάκι μου γραμμένο.
Το λέρωσε η ξενιτιά,
τα έρημα τα ξένα.
Μήλο μου μυρισμένο.
Τα έρημα τα ξένα,
πουλάκι μου γραμμένο.
Δώσ’ το μαντήλι σ’, Γιάννο μου,
να στο γαργαροπλύνω.
Μήλο μου μυρισμένο.
Να στο γαργαροπλύνω,
πουλάκι μου γραμμένο.
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο.
Μικρό-μικρό σου το ‘δωκα, μεγάλο φέρε μου το.
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσσι.
Κι οι κλώνοι του ν’ απλώνονται σ’ ανατολή και δύση.
--
Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, ύπνον ήσυχο να κάνει.
Να κοιμάται να μερώνει, να ξυπνά να μεγαλώνει.
Να κοιμάται σαν τα’ αρνάκι, να ξυπνά σαν τ’ αηδονάκι.
Μην πατάτε, μη βροντάτε, το παιδάκι μου κοιμάται.
--
Νάνι, θα ‘ρθει η μάνα σου, απ’ το δαφνοπόταμο.
Κι από το γλυκό νερό, να σου φέρει λούλουδα.
Λούλουδα, τριαντάφυλλα και μοσχογαρούφαλα.
2.ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΗΓΓΕΙΛΑ
Κοιμήσου και παρήγγειλα,
στην πόλη τα προικιά σου.
Στα Γιάννινα τα ρούχα σου
και τα χρυσαφικά σου.
--
Κοιμήσου αγγελούδι μου.
Κοιμήσου εσύ μωρό μου.
Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι
το παιδάκι μου θα κάνει.
Έλα ύπνε απ’ τ’ αμπέλι,
πάρε το μωράκι απ’ το χέρι.
Σύρτο πέρα με τ’ αρνούλια.
Να κοιμ’θεί με τα κατσ’κούλια.
Νάνι – νάνι – νάνι.
Ώσπου να ’ρθει η μάνα του.
Να του φέρει κατιτί,
λουκουμάκι στο χαρτί.
Κοιμήσου συ παιδάκι μου
κι η μοίρα σου δουλεύει.
Και το καλό σου ριζικό,
σου κουβαλεί και φέρνει
4.ΝΑΝΙ – ΝΑΝΙ ΚΟΥΝΑ ΤΟ
Νάνι – νάνι κούνα το,
όσο να ’ρθει η νούνα του.
Να του φέρει λούλουδα.
Λούλουδα τριαντάφυλλα
και μοσχογαρίφαλα.
Νάνι – νάνι κούνα το.
Όσο να ’ρθει η μάνα του
Να το φέρει γαλατάκι,
για να φάει το μωράκι.
5.ΎΠΝΕ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΤΑ ΜΩΡΑ
Ύπνε που παίρνεις τα μωρά,
έλα πάρε και τούτο.
Μικρό – μικρό σου το ’δωσα,
μεγάλο φέρε μου το.
Ο ύπνος τρέφει τα μωρά
κι η υγειά τα μεγαλώνει.
Και η κυρά η Παναγιά
τα καλοξημερώνει.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το ναό του Αγίου Δημητρίου του χωριού. Γιατί όπως και παλιά έτσι και σήμερα είναι ένας από τους ομορφότερους και καλύτερους ναούς της περιοχής.
Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου πρέπει να χτίστηκε γύρω στα 1700. (Γράφει ο Χρ. Ενισλείδης : "Εις το εσωτερικόν υπαίθριον του νοτίου κλίτους υπάρχει η κτιτορική επιγραφή. Λέγει: Ανηγέρθη και πάνσεπτος ναός του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου ….. Αρχιερατεύοντος του Πανιεροτάτου και Λογιοτάτου Μητροπολιτου Γρεβενών Υπερτίμου κυρίου κυρ-Χρυσάνθου πολλά τα έτη. Δια συνδρομής και Αιδεσιμότατου Ιωάννου Ιερέως και Λάμπρου του ποτέ Παπαρίζου και Επιτρόπων …. Δια χειρός…. Αυγούστου 30"). Από την επιγραφή έλειπε δυστυχώς ο χρόνος της ανέγερσης του ναού. Στο Ανατολικό μέρος όμως του ναού, υπήρχε ο τάφος του Ιερέα Ιωάννη και πάνω στο μαρμάρινο σταυρό έγραφε «Ιωάννου Ιερέως. Απριλίου 30, 1757», που σημαίνει πως ο ναός χτίστηκε περίπου στα 1700 και φιλοτεχνήθηκε γύρω στα 1730-1750.
Ο ναός ήταν ρυθμού Βασιλικής, με απόκλιση της τα Β.Α. και με ξύλινη στέγη. Ήταν αρκετά ευρύχωρος και το δάπεδο του ήταν 0,50 μέτρα βαθύτερα της επιφάνειας του εδάφους.
Ο κύριος Ενισλείδης χαρακτηρίζει το ναό ως «Ζων μνημείον χριστιανικής ζωγραφικής καλής τέχνης και αποτελεί μαζί με τον ναόν της Μονής Σπηλαίου το μοναδικόν καλλιτέχνημα εις όλην την περιφέρειαν Γρεβενών». Για της αγιογραφίες γράφει: «Η ζωηρά έκφρασης των διαφόρων παραστάσεων του Ιερού και του κυρίως Ναού, η αυστηρά αλλά γλυκειά όψις των Αγίων όλων και η αρμονία των χρωμάτων, όσον και η απλότης των διαφόρων συνθέσεων, δίδουν εις τας τοιχογραφίας αυτάς μεγίστην αξίαν και ανάγουν τον Ναόν της Πικριβενίτσας εις μοναδικόν μουσείον Νεοβυζαντινής τέχνης δια την περιφέρεια Γρεβενών».
Οι κάτοικοι όμως του χωριού επιθυμούσαν να φτιάξουν στη θέση του έναν μεγαλύτερο ναό, γιατί αυτός δεν τους χωρούσε. Γι’ αυτό το 1927 οι χωριανοί σκάψανε περιμετρικά του ναού και έφτιαξαν πέτρινα θεμέλια. Ο Μητροπολίτης Γρεβενών όμως τους σταμάτησε. Μάλιστα τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει για το σκοπό αυτό η Εκκλησιαστική Επιτροπή τα μοίρασε στους κατοίκους. Ο Μητροπολίτης Γρεβενών όμως απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων και γι αυτό το σκοπό έστειλε γραμμάτια επιστροφής δανείου, σε όσους κατοίκους είχαν πάρει μερίδιο χρημάτων και τα χρήματα επιστράφηκαν.
Το έτος1936 ο ναός αυτός κάηκε από ατύχημα. Η πυρκαγιά προκάλεσε ολική καταστροφή της στέγης και της επίπλωσης του ναού, καθώς και ελαφρές φθορές στις τοιχογραφίες, αναφέρει έγγραφο της Εφορίας Αρχαιοτήτων Μακεδονίας (29 Μαρτίου 1938). Το έγγραφο αυτό μεταξύ άλλων, γράφει : «Ο ναός της Αμυγδαλιάς Γρεβενών είχε ανακηρυχθεί ως προέχον αρχαιολογικόν μνημείον άτε περιέχων αξιολογοτάτας τοιχογραφίας. Μετά την καταστροφήν τούτου εκ πυρκαϊάς, καθά εξ’ ιδίας αυτοψίας εβεβαιώθημεν, πάσες σχεδόν αι τοιχογραφίαι, διεσώθησαν μετά μικρών βλαβών και ελαφράς αλλοιώσεως των χρωμάτων αυτών».
Με το ίδιο έγγραφο αποφασίζεται η ενέργεια αποτοιχίσεως των τοιχογραφιών, οι οποίες αφού φυλαχτούν σε κάποιο χώρο που θα εξασφάλιζε το χωριό και θα διαμόρφωνε ως μουσείο, θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στο νέο ναό με την ίδια σειρά. (Το έγγραφο αυτό αναφέρει και για φωτογράφηση των τοιχογραφιών, πριν την αποτοίχισή της, αλλά τέτοιες φωτογραφίες δεν βρέθηκαν πουθενά).
Και πράγματι έγινε η αποτοίχιση των τοιχογραφιών. Δυστυχώς όμως δεν φυλάχτηκαν όπως θα έπρεπε και σχεδόν όλες έχουν καταστραφεί. Σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση μόνο μία στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου (Παναγιά).
Οι εργασίες κτισίματος του νέου ναού άρχισαν το 1940. Λόγω όμως του πολέμου αλλά και άλλων δυσκολιών, άργησε να ολοκληρωθεί. Φιλοτεχνήθηκε πρόσφατα (από το 1990 μέχρι το 1995) ιερατεύοντος του Ιερέα Ευθύμιου Καραπούλιου.
Σήμερα ο ναός και ο περιβάλλοντας χώρος αποτελεί ένα κόσμημα για το χωριό. Ιδιαίτερα άξιας αναφοράς είναι οι πανέμορφες τοιχογραφίες του.
Επίσης στο χωριό υπάρχουν και τα εξωκλήσια :
1) Άγιος Χριστόφορος (πολύ όμορφο εξωκλήσι σε μια πάρα πολύ όμορφη τοποθεσία που χτίστηκε με δωρεά του Βασίλειου Παπαθανασίου το 1987),
2) Κοίμησης της Θεοτόκου (Παναγιά),
3) Αγία Παρασκευή, χτίστηκε το1972 στη θέση παλιού πετρόχτιστου ναού που κάηκε.
4) Των Αγίων Αναργύρων. (Παλιά ήταν ένα εικονοστάσι που περιβάλλονταν από πάρα πολλές συκιές. Στη θέση του έχτισε η οικογένεια Τσουκαλά το 1980.)
5) Ο δε ναός του Αγίου Αθανασίου ίσως είναι χτισμένος σε ερείπια αρχαίου ναού της θεάς Άρτεμης (συμπέρασμα που βγαίνει από την παράδοση με το ελάφι αλλά και από τα όσα γράφει ο Δ. Σαμψάρης).
Ακόμα σε ερείπια παλιών άγνωστων ναών είναι χτισμένα και τα εικονοστάσια των Αποστόλων και του Αγίου Κωνσταντίνου, που είναι δύο από τα πολλά εικονοστάσια που υπάρχουν. Κάτω από το εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου, υπάρχει αγιονέρι.
Περίπου στα 1800 χτίστηκε και ο ναός της Αγίας Τριάδας που ήταν Μετόχι της Μονής της Άγιας Τριάδας που ήταν Μετόχι της Μονής της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται στο Βυθό Βοΐου. Το Μοναστήρι είχε πολλά κτήματα στην περιοχή (βακούφια) και αναγκάστε να κτίσει στην περιοχή ένα ναό (μετόχι), περίπου στα 1800. Ήταν ένας μικρός ναός με διαστάσεις 5μ. Χ 8μ. περίπου με υπόγειο. Ίσως κατά διαστήματα να είχε και καλόγερους. Πάντως σίγουρα οι καλόγεροι από το Βυθό, έφερναν τη θαυματουργή εικόνας της Αγίας Τριάδας στην περιοχή και συγκέντρωναν και την παραγωγή των χωραφιών, μαζί με τις προσφορές των πιστών, και ξαναγύριζαν στο μοναστήρι. Ο ναός αυτός γκρεμίστηκε μετά το μεγάλο σεισμό του 1995 και στη θέση του σήμερα χτίζεται νέος.
Όλα αυτά δείχνουν πως σ' όλη την ιστορική πορεία ως σήμερα, οι κάτοικοι του χωριού διακατέχονται από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα.
Τα ονόματα των Ιερέων του χωριού που είναι γνωστά, είναι τα παρακάτω :
1) Τζήκας Αθανάσιος του Ιωάννη (πριν το 1800).
2) Οικονόμου Δημήτριος του Αθανασίου, έτος γέννησης 1834.
3) Δεινόπαπας Ευθύμιος του Γεωργίου, έτος γέννησης 1856.
4) Τούλιας Βασίλειος του Χρήστου, έτος γέννησης 1874.
5) Δροβατζήκας Χρήστος του Δημητρίου.
6) Τούλιας Ευάγγελος του Βασιλείου και
7) Καραπούλιος Ευθύμιος του Πούλιου.
Σε ενέργειες της εκκλησίας του χωριού οφείλει την ίδρυση και λειτουργία του το πρώτο δημοτικό σχολείο στο χωριό. Όπως γράφει η διευθύντρια του σχολείου Κλεάνθη Παπαποστόλου στις 13-04-1953 και σύμφωνα με στοιχεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το πρώτο μονοτάξιο δημοτικό σχολείο άρχισε να λειτουργεί ως ιδιωτικό από το 1870. Το μισθό του δασκάλου τον κατέβαλε το ταμείο της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, τη δε τροφοδοσία του (φαγητό, θέρμανση κλπ) είχαν αναλάβει εκ περιτροπής οι μαθητές.
Το πρώτο σχολείο
στεγαζόταν σε κτίριο δίπλα στην εκκλησία.
Από το 1912 με πρωτοβουλία του Ιερέα Βασιλείου Τούλια, χτίστηκε σχολείο, στη
θέση που είναι και το σημερινό, με δαπάνες της Εκκλησιαστικής Επιτροπής και
προσωπική εργασία των κατοίκων. Το1918 δόθηκε και μικρή χρηματική βοήθεια από το
κράτος, η δε αποπεράτωση του έγινε το 1923 και από το έτος αυτό αναγνωρίστηκε
σαν δημόσιο.
Το κτίριο ήταν τεράστιο. Είχε δυο αίθουσες διδασκαλίας, μεγάλο διάδρομο, κατοικία του δασκάλου, γραφείο και δυο υπόγεια δωμάτια που τα χρησιμοποιούσαν ως αποθήκες. Από το 1923 ως το 1925 με ενέργειες πάλι του Ιερέα Βασιλείου Τούλια, λειτούργησε ως διτάξιο. Τον έναν δάσκαλο τον πλήρωνε το κράτος και τον άλλο το Εκκλησιαστικό Ταμείο. Από το 1925 αναγνωρίστηκε επίσημα ως διτάξιο και έτσι λειτούργησε συνεχώς μέχρι το 1944. (Το 1944 είχε 202 μαθητές).
Την 04-07-1944 κάηκε από τους Γερμανούς και αργότερα στεγάστηκε στο κτίριο του Κοινοτικού Καταστήματος, ως το 1946 που λόγω του εμφυλίου πολέμου διέκοψε τη λειτουργία του ως το 1949.
Από το 1949 ως το 1950 στεγάστηκε σε ένα «τωλ» που φτιάχτηκε στην αυλή του σχολείου.
Το 1950 χτίστηκε καινούργιο κτίριο με χρήματα από έρανο που έκανε η βασίλισσα Φρειδερίκη και με προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού. Το εγκαινίασε μάλιστα ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος που επισκέφτηκε το χωριό.
Στις 14-02-1953 έγινε τριτάξιο και έτσι λειτούργησε ως το 1990. (Πριν καεί το 1944 το σχολείο διέθετε μεγάλη και πλούσια σχολική βιβλιοθήκη, η οποία καταστράφηκε τελείως). Το κτίριο αυτό κατεδαφίστηκε το Φθινόπωρο του 1995, μετά τις ανεπανόρθωτες βλάβες που του προξένησε ο καταστροφικός σεισμός της 13-05 –1995 (σύμφωνα με αυτοψία του ΤΑΣ Γρεβενών).
Από το 1964 έως το 1969 λειτούργησε δημοτικό σχολείο και στο συνοικισμό Αγίας Τριάδας (Πέρα Μαχαλά) με πάνω από είκοσι μαθητές.
Οι δάσκαλοι που δίδαξαν από το 1870 ως 1970 σήμερα, στο Δημοτικό Σχολείο Αμυγδαλεών είναι:
Πριν το 1911 :
1)Αθανάσιος Τόστσικας,
2) Δημήτριος Παπακώστας ,
3) Αθανάσιος Ντάρας,
4) Ιωάννης Πολύζος,
5) Απόστολος Μάρκος,
6) Δημήτριος Λάϊος,
7) Δημήτριος Παπαδόπουλος,
και μετά το 1911 οι:
8) Χρήστος Κόκκινος 1911,
9) Στέργιος Παπαθανασίου 1912,
10) Ηλίας Καραμαλής 1913,
11) Πέτρος Πετράκης 1914,
12) Γρηγόριος Παπάζογλου 1915,
13) Δημήτριος Γκιζερόπουλος, από Κρυμμένη Βοΐου, 1916,
14) Ιωάννης Βιδάκης 1917,
15) Θωμάς Κηραψόπουλος 1918,
16) Αλέξανδρος Οικονομίδης, από Φούρκα Ιωαννίνων, 1920-1928,
17)Χαρίκλεια Κατσάλη 1924,
18) Αναστασία Πασιότα 1925-1928,
19) Αγνή Νεράντζη 1928-1933,
20) Ανέτα Δημητριάδου 1930- 1937,
22) Γεώργιος Βλαζάβας 1933-1940,
23) Αναστασία Παπαγιωτοπούλου 1933-1940,
24) Ελένη Ρόζη 1940-1941,
25) Φωτεινή Τσιόγκα, από Περιβόλι Γρεβενών 1940-1941,
26) Παναγιώτης Γαβαλάς 1936-1941,
27) Στέφανος Θάνος,
28) Διονύσιος Μπίλας 1938,
29)Ανδρέας Τσιφόπουλος Ροδιά 1944-1946,
30) Παναγιώτης Καραγιάννης, Αγ. Γεώργιος Γρεβενών1946,
31) Χρήστος Βαταλάχος, Σπήλαιο 1949-1950,
32) Κλεάνθη Παπαποστόλου, Γρεβενά 1949-1953,
33) Νικηφόρος Πούπης 1950,
34) Τρύφων Αποστολόπουλος 1950,
35) Βασίλειος Σαββόπουλος, Τρίπολη 1950-1957,
36) Γωγώ Γρέκα 1951,
37) Βασίλειος Καραπανάγος, Κόρινθο 1953-1957,
38)Αμαλία Δαρβατζίκη, Ήπειρος 1955-1957,
39) Ηρακλής Μπόζιος, Γρεβενά, 1957,
40) Αντιγόνη Σιόβα, Γρεβενά, 1958,
41) Δέσποινα Τσακαλίδου, Βατόλακκος 1957-1961,
42) Ευσταθία Φωτοπούλου 1958- 1959,
43) Γεώργιος Σταθόπουλος, Αγ. Γεώργιος 1959-1965,
44) Κανέλα Κοροβήλα 1960,
45) Ελένη Παρίσου Πελοπόννησος 1960-1965,
46) Σούλα Χριστάκη 1962-1963,
47) Ευθαλία Σιώμου Λόχμη, 1963-1964,
48) Γιαννούλα Καραγιάννη, Δεσκάτη, 1964,
49) Ελένη Κανελοπούλου 1960,
50) Αθανάσιος Παρασχάκης (Δημοτικό σχολείο Αγίας Τριάδας) 1963-1969,
51) Παρασκευάς Μαυρίδης (Δημοτικό σχολείο Λόχμης) 1964 -1965,
52) Αθανάσιος Σίνης, Αμυγδαλιές 1965-1980,
53) Ελένη Σίνη-Μιχαηλίδου 1967-1980,
54) Δήμητρα Θεοδοσίου 1966-1992,
55) Ζήσης Παναγιώτου 1967,
56) Λιάκα Φρειδερίκη, Αμυγδαλιές 1971,
57) Μαρίνα Συνιολάκη, Κρήτη 1971,
58) Χρήστος Λιάκας, Αμυγδαλιές1980 ως σήμερα,
59) Βασίλειος Στουγιάννης 1986,
60) Κων/νος Τολιόπουλος 1986-1990 και
61)ΑργύριοςΚαραλιόλιος, Αμυγδαλιές 1993 ως σήμερα.
Το δημοτικό σχολείο παλιά είχε πολλούς μαθητές. Ενδεικτικά αναφέρω πως το 1944 έφτασε να έχει (202) μαθητές. Στη συνέχεια βέβαια υπήρξε μια φθίνουσα πορεία για να φτάσουμε στο σήμερα (2007) που έχει μόνο 14 μαθητές. Μάλιστα το 2004 το σχολείο υποβιβάστηκε σε 2/θέσιο.
ΣΥΛΛΟΓΟΙ-ΣΩΜΑΤΕΙΑ
Οι Αμυγδαλιώτες της διασποράς είναι πάρα πολλοί. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό πρέπει να είναι πάνω από 3.000. Όλοι μαζί φτιάχνουν μια κωμόπολη. Δυστυχώς όμως αρκετοί απ' αυτούς διατηρούν, για διάφορους λόγους, πολύ χαλαρούς δεσμούς με το χωριό.
Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, ιδρύθηκε ένας Σύλλογος Αμυγδαλιωτών στη Θεσσαλονίκη που λειτούργησε για λίγα χρόνια. Έργο αυτού του Συλλόγου ήταν η διαμόρφωση της πλατείας (πλακάκια και φωτισμός) του χωριού.
Από το 1977 υπάρχει και λειτουργεί το Αθλητικό Φίλαθλο Σωματείο Αμυγδαλιών, που όμως παρουσιάζει δράση μόνο στο χώρο του ποδοσφαίρου με ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα.
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε αγώνες ήταν το 1979-1980 στην Γ΄ ερασιτεχνική της Ε.Π.Σ. Βορειοδυτικής Μακεδονίας και κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα και την άνοδο στη Β΄ ερασιτεχνική.
Σ’ αυτήν την κατηγορία αγωνιζόταν μέχρι το 1982, οπότε και δημιουργήθηκε η Ε.Π.Σ. Γρεβενών. Από τότε και μέχρι το 1986 συμμετέχει πρωταγωνιστικά σ΄ αυτήν την κατηγορία. Το 1986-1987 πέφτει στην Β΄ κατηγορία, αλλά για μια χρονιά μόνο. Αμέσως την επόμενη χρονιά ξαναγυρίζει στην Α΄ κατηγορία, αφού παίρνει την πρώτη θέση.
Οι καλύτερες χρονιές για το Σύλλογο ήταν το 1986, όπου κατάκτησε τη δεύτερη θέση και το 1994 -1995 όπου μέχρι και την τελευταία αγωνιστική βρισκόταν στην πρώτη θέση, αλλά στον τελευταίο αγώνα έχασε άδικα από τον Α.Ο. Γρεβενά με 2 – 1 στο 105΄(;), με μια απαράδεκτη σε βάρος της διαιτησία.
Ακόμη να αναφέρουμε ότι το 2002 αγωνίστηκε στον τελικό κυπέλλου της Ε.Π.Σ. Γρεβενών με την ομάδα του Σειρηνίου. Ο κανονικός αγώνας και η παράταση ήταν 2 – 2. Τελικά όμως κέρδισε στα πέναλτι το Σειρήνι και πήρε αυτό το κύπελλο.
Πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου υπήρξε ο Ντάλλας Αθανάσιος.
Στη συνέχεια χρημάτισαν πρόεδροι και οι:
Όλα αυτά τα χρόνια η ομάδα καταφέρνει πάντα να είναι υπολογίσιμος αντίπαλος και να κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις του τοπικού πρωταθλήματος. Πρόεδρος του Συλλόγου σήμερα είναι ο Κων/νος Σ. Κουταλής.
Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Αμυγδαλιών ιδρύθηκε το 1930 και με την ισότιμη συνεργασία και την αμοιβαία βοήθεια των συνεταίρων μελών του, αποσκοπεί στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη και προαγωγή τους, μέσω μιας συνδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης.
Η γεωγραφική του περιφέρεια έχει όρια, τη γεωγραφική περιοχή η οποία ορίζεται από τα διοικητικά όρια του οικισμού Αμυγδαλιών, όπου δραστηριοποιούνται τα μέλη του.
Σήμερα ο Συνεταιρισμός έχει 175 μέλη και το Διοικητικό του Συμβούλιο αποτελείται από τους:
Νέστορας Βασίλειος Πρόεδρος
Καρακίτσιος Βασίλειος Αντιπρόεδρος
Ζεμπίλης Ν. Βασίλειος Ταμίας
Κιούρκας Κ. Βασίλειος Γραμματέας
Ντινόπαπας Αθανάσιος Μέλος
Το 1982 ιδρύθηκε και λειτούργησε Εκπολιτιστικός Σύλλογος με την επωνυμία «Κουτσόραχος». Πρόεδροι του Συλλόγου αυτού υπήρξαν οι: Πέτρος Θ. Λιάκας (πρώτος) και Κωνσταντίνος Β. Στεργιόπουλος. Κατά τη λειτουργία αυτού του Συλλόγου έγιναν κάποιες εκδηλώσεις – δραστηριότητες με κυριότερες και αξιοσημείωτες τη «Γιορτή Κερασιού», που έγινε δυο φορές, την αναβίωση των «Ρουνγκατσαριών» και την αγορά δέκα αντρικών παραδοσιακών στολών.
Η πρώτη «Γιορτή Κερασιού» έγινε το 1989 με το συγκρότημα του Κων/νου Τσιοτίκα και στο τραγούδι την Παγώνα και εμπνευστής της ήταν ο τότε πρόεδρος του Συλλόγου Κων/νος Στεργιόπουλος.
Η δεύτερη «Γιορτή Κερασιού» έγινε το 1990 με το συγκρότημα πάλι του Κων/νου Τσιοτίκα και στο τραγούδι την Αλεξοπούλου. Έβρεξε όμως και η εκδήλωση έγινε στο καφενείο του Δημήτριου Μπουρέλλα.
Ο σύλλογος αυτός λειτούργησε για 10 περίπου χρόνια. Στη συνέχεια αδράνησε και διαλύθηκε.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΩΝ «Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ»
Τον Οκτώβριο 1994 ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμυγδαλιών "Αμυγδαλιά".
Στο πρώτο προσωρινό Δ.Σ (16- 12-1994) συμμετείχαν οι:
Καραμήτρος Βασίλειος Πρόεδρος
Δόγκας Δημήτριος Ταμίας
Χάτσιος Παναγιώτης Γραμματέας
Καραλιόλιος Αργύριος Αντιπρόεδρος
Κιούρκα Ευδοξία
Λιάκας Ευάγγελος
Τσιόλιας Βασίλειος
Στο επόμενο-πρώτο εκλεγμένο Δ.Σ. (31- 3- 1995) 1995-1997 συμμετείχαν οι:
Καραμήτρος Βασίλειος Πρόεδρος
Κιούρκα Ευδοξία Αντιπρόεδρος
Παπαζήση Ελένη Γραμματέας
Δόγκας Δημήτριος Ταμίας
Καραλιόλιος Αργύριος
Χάτσιος Παναγιώτης
Λιάκας Ευάγγελος
Στο επόμενο Δ.Σ. 1997-1999 συμμετείχαν οι:
Καραμήτρος Βασίλειος Πρόεδρος
Γκίλια Χρυσούλα Αντιπρόεδρος
Παπαζήση Ελένη Γραμματέας
Καραλιόλιος Αργύριος Ταμίας
Λιάκας Ευάγγελος
Κιούρκα Ευδοξία
Δόγκας Δημήτριος
Στο επόμενο Δ.Σ. 1999-2001 συμμετείχαν οι:
Καραλιόλιος Αργύριος Πρόεδρος
Στέργιος Λιάμπας Αντιπρόεδρος
Παπαζήση Ελένη Γραμματέας
Καραμήτρος Βασίλειος Ταμίας
Σαράντης Λιάκας
Κουταλής Αθανάσιος
Κιούρκα Ευδοξία
Αναπληρωματικά μέλη:
Νέστορας Βασίλειος
Λιάκας Ευάγγελος
Στο επόμενο Δ.Σ. 2001-2003 συμμετείχαν οι:
Καραλιόλιος Αργύριος Πρόεδρος
Λιάκας Δημήτριος Αντιπρόεδρος
Παπαζήση Ελένη Γραμματέας
Καραμήτρος Βασίλειος Ταμίας
Λιάμπας Στέργιος
Λιάκας Σαράντης
Παπαζήση Ιωάννα
Αναπληρωματικά μέλη:
Κιούρκα Ευδοξία
Νέστορας Βασίλειος
Στο επόμενο Δ.Σ. 2003-2005 συμμετέχουν οι:
Καραλιόλιος Αργύριος Πρόεδρος
Παπαζήση Ελένη Γραμματέας
Παπαζήση Παναγιώτα Ταμίας
Λιάκας Δημήτριος Αντιπρόεδρος
Νέστορας Βασίλειος
Γεώργιος Δόγκας
Παπαζήση Ιωάννα
Αναπληρωματικά μέλη:
Κιούρκα Ευδοξία
Βολικάκη Μαρία
Τσούπας Χρήστος
Στο τωρινό Δ.Σ. 2005-2007 συμμετέχουν οι:
Καραλιόλιος Αργύριος Πρόεδρος
Παπαζήση Ελένη Γραμματέας
Τσούπας Χρήστος Ταμίας
Γεώργιος Δόγκας Αντιπρόεδρος
Παπαζήση Παναγιώτα
Λιάκας Δημήτριος
Λιάκας Εμμανουήλ
Αναπληρωματικά μέλη:
Σίνης Κων/νος
Βολικάκη Μαρία
Νέστορας Βασίλειος
Τσιόλια Ζήσω
Δροβατζήκας Χρήστος
Από τις πρώτες μέρες λειτουργίας του μέχρι και σήμερα, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμυγδαλιών ξεδίπλωσε μια πολύπλευρη όσο και πλούσια δραστηριότητα, καθιερώνοντάς τον σαν τον καλύτερο με διαφορά Πολιτιστικό Σύλλογο του Νομού Γρεβενών.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να αναφέρουμε την αναβίωση των εθίμων, καθώς και τη χωρίς καμία διακοπή λειτουργία τεσσάρων χορευτικών τμημάτων στα οποία συμμετέχουν κάτοικοι όλων των ηλικιών (στην πλειοψηφία τους νέοι), τα οποία έχουν δώσει πάρα πολλές παραστάσεις εντός και εκτός νομού.
Διοργανώνει πάρα πολλές εκδηλώσεις καλλιτεχνικού περιεχομένου (θεατρικές, χορευτικές, μουσικές, μορφωτικές, ιστορικές κλπ). και πάρα πολλές άλλες παρεμβάσεις πολιτιστικού και κοινωνικού περιεχομένου (δενδροφυτεύσεις, καθαριότητα, παιδική χαρά, αγορά παραδοσιακών στολών, εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές εκδρομές, μουσικό τμήμα, δωρεάν διανομή βιβλίων στους νέους, δανειστική βιβλιοθήκη κλπ).
ΓΙΟΡΤΗ ΚΕΡΑΣΙΟΥ
Η μεγαλύτερη εκδήλωση που διοργανώνει ο Σύλλογός μας σε συνεργασία με το Δήμο Γρεβενών και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών είναι η «γιορτή κερασιού» που διαρκεί τρεις μέρες και γίνεται το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου.
Είναι η μεγαλύτερη εκδήλωση, του είδους της, της Δυτ. Μακεδονίας και περιλαμβάνει εκδηλώσεις Πολιτιστικές (θέατρο, μουσική, παραστάσεις για παιδιά κ.ά.), καθώς και διαλέξεις, συζητήσεις, εκθέσεις κλπ.. Οι εκδηλώσεις κορυφώνονται συνήθως το Σάββατο το βράδυ με τη δημοτική βραδιά στην οποία συμμετέχουν τα κορυφαία δημοτικά συγκροτήματα απ’ όλη την Ελλάδα, ενώ μοιράζονται δωρεάν κεράσια.
1η . Η πρώτη «Γιορτή Κερασιού» έγινε το 1989 με το συγκρότημα του Κων/νου Τσιοτίκα και στο τραγούδι την Παγώνα. Εμπνευστής της ήταν ο τότε πρόεδρος του Συλλόγου «Κουτσόταχος» Κων/νος Στεργιόπουλος.
2η . Η δεύτερη «Γιορτή Κερασιού» έγινε το 1990 με το συγκρότημα πάλι του Κων/νου Τσιοτίκα και στο τραγούδι την Αλεξοπούλου και διοργανώθηκε πάλι από τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο «Κουτσόραχος». Έβρεξε όμως και η εκδήλωση έγινε στο καφενείο του Δημήτριου Μπουρέλλα.
3η . Η τρίτη Γιορτή Κερασιού έγινε το 1997 με το συγκρότημα του Κων/νου Τσιοτίκα και διοργανώθηκε από το σημερινό Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού. Στο τραγούδι ήταν η Αλεξοπούλου.
4η . Η τέταρτη γιορτή Κερασιού έγινε το 1998 πάλι με το συγκρότημα του Κων/νου Τσιοτίκα. Το χώρο της 4ης Γιορτής Κερασιού επισκέφτηκε και ο σημερινός Πρωθυπουργός (αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης) κ. Κων/νος Καραμανλής.
5η . Η πέμπτη Γιορτή Κερασιού έγινε το 1999 με το συγκρότημα του Μπάμπη Λούκα. Στο τραγούδι ήταν ο Σάββας Σιάτρας, ο Κωνσταντίνου και η Έλλη.
6η . Η έκτη Γιορτή Κερασιού έγινε το 2000 με το συγκρότημα του Πέτρου Λούκα Χαλκιά. Στο τραγούδι ήταν ο Αντώνης Κυρίτσης και η Άννα Μαντζούκη.
7η . Η έβδομη Γιορτή Κερασιού έγινε το 2001 με το συγκρότημα του Ναπολέων Ζούμπα. Στο τραγούδι ήταν ο Σάββας Σιάτρας, ο Στυλιανός Μπέλλος, ο Φωτίου Χρήστος και η Έλλη. Επίσης την πρώτη μέρα υπήρξε ημερίδα με θέμα «το κεράσι και τα προβλήματα της καλλιέργειάς του», με εισηγητές τον Παπαϊωάννου Κων/νο γεωπόνο της Ε.Α.Σ. Νάουσας, το Χατζηχαρίση Πρόεδρο του Ινστιτούτου φυλλοβόλων δέντρων, το Δημήτρη Χαμπίδη σύμβουλο γεωργικής ανάπτυξης, το Δημήτρη Τζήμο γεωπόνο της διεύθυνσης αγροτικής ανάπτυξης Γρεβενών και το Δημήτρη Παπακωνσταντίνου γεωπόνο της Ε.Α.Σ. Γρεβενών. Την τρίτη μέρα δόθηκε παράσταση Καραγκιόζη από τον «Καμπέρ». Από αυτή τη χρονιά και έκτοτε η Γιορτή Κερασιού συνδιοργανώνεται με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών και το Δήμο Γρεβενών.
8η. Η όγδοη Γιορτή Κερασιού έγινε το 2002 με το συγκρότημα του Δόκιμου. Στο τραγούδι ήταν ο Αλέκος Κιτσάκης, ο Χρήστος Σταύρου και η Έλλη. Επίσης την πρώτη μέρα υπήρχε παιδική παράσταση από το «Θέατρο – Θέαμα» και την τρίτη μέρα θεατρική παράσταση από το Θέατρο Καρδίτσας.
9η. Η ένατη Γιορτή Κερασιού έγινε το 2003 με το συγκρότημα του Σταύρου Καψάλη. Στο τραγούδι ήταν η Βαγγελιώ Χριστιά και ο Γιάννης Καψάλης. Επίσης την πρώτη μέρα υπήρχε παιδική παράσταση από το «Θέατρο – Θέαμα» και την τρίτη μέρα συναυλία με τους «Αντισεισμικούς».
10η. Η δέκατη Γιορτή Κερασιού έγινε το 2004 με το συγκρότημα του Πετρολούκα Χαλκιά και στο τραγούδι τον Αντώνη Κυρίτση και τη Γιώτα Γρίβα. Επίσης την πρώτη μέρα υπήρξε ημερίδα με θέμα: «Σύγχρονη καλλιέργεια της κερασιάς, προβλήματα και προοπτικές» με ομιλητή τον κ. Παπαϊωάννου Κων/νο γεωπόνο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάουσας και παιδική παράσταση από το «Θέατρο – Θέαμα», ενώ την τρίτη μέρα το Δημοτικό Θέατρο Γρεβενών θα παρουσιάσει την κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά «Το στραβόξυλο».
11η. Η ενδέκατη Γιορτή Κερασιού έγινε το 2005με το συγκρότημα του Κων/νου Ζέρβα και στο τραγούδι την Παγώνα, το Δάσκαλο, την Τζένη και τον Κων/νο Ζέρβα. Την πρώτη μέρα υπήρξε αφιέρωμα στην ερασιτεχνική δημιουργία. Εμφανίστηκαν ερασιτεχνικά σχήματα με λαϊκά, ρεμπέτικα ,ποντιακά και δημοτικά τραγούδια. Την τρίτη μέρα το Περιφερειακό Θέατρο Καρδίτσας Παρουσίασε την κωμωδία του Δ.Ρήττα: "Τ' είχαν να δουν τα μάτια μ'" Και τις τρεις μέρες των εκδηλώσεων υπήρχε στο χώρο έκθεση παραδοσιακών προϊόντων από κεράσι και έκθεση παλιάς ασπρόμαυρης φωτογραφίας.
12η. Η δωδέκατη Γιορτή Κερασιού μετά από απόφαση του Δ.Σ. να αλλάξει τη μορφή της Γιορτής, μετατρέποντάς την σε έναν κύκλο εκδηλώσεων που θα ξεκινάει από την περίοδο της ανθοφορίας της κερασιάς μέχρι το τελείωμα της συγκομιδής, ξεκίνησε από την εκδήλωση "ΠΑΣΧΑΛΟΓΙΟΡΤΑ" την Κυριακή του Θωμά, ακολούθησε το Πανηγύρι στις 2 Μαΐου, . Την Παρασκευή 16 Ιουνίου 2006 δόθηκε παιδική παράσταση. Από νωρίς στήθηκε ένα μεγάλο φουσκωτό «κάστρο» για όλα τα παιδιά και στη συνέχεια το «Θέατρο - Θέαμα» παρουσίασε «Το Τρελό Πανηγύρι των Κλόουν». Μια παράσταση που συνδύαζε χορό, παντομίμα, θέατρο, χάπενινγκ, παιχνίδια, ταχυδακτυλουργικά νούμερα, ξυλοπόδαρους, φουσκωτούς «κλόουν» που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα, Καρτούν από τη Disneyland και σκόρπισε γέλιο σε μικρούς και μεγάλους. Επίσης στο χώρο υπήρχε έκθεση κερασιού και έκθεση προϊόντων από κεράσι. Το Σάββατο 17 Ιουνίου 2006 έγινε εκδήλωση δημοτικής βραδιάς, γλέντι και χορός με το συγκρότημα του Μετσοβίτη Αποστόλη. Στο τραγούδι ήταν η Βαγγελιώ Χριστιά, η Έλλη και ο Κώστας Ζούμπας. Την Κυριακή 18 Ιουνίου 2006 δόθηκε θεατρική παράσταση. Το Δημοτικό Θέατρο Γρεβενών παρουσίασε την κωμωδία του Νίκου Προύφα με τίτλο: «Σβάπαρ – σβούπαρ». Μια ξεκαρδιστική κωμωδία – σάτιρα, με ιστορίες και ευτράπελα από το μεγάλο σεισμό του 1995 που έπληξε την περιοχή των Γρεβενών. Τέλος την Κυριακή 25 Ιουνίου 2006 έγινε «Βραδιά προβολής της ερασιτεχνικής δημιουργίας και νέων καλλιτεχνών». Εμφανίστηκαν με τη σειρά με τη σειρά: 1) Λαϊκά και Ρεμπέτικα τραγούδια με το μουσικό συγκρότημα του Δημήτρη Καραπούλιου. 2) Ποντιακά τραγούδια με τις «Αδερφές Κυριακίδη». 3) Δημοτικά τραγούδια με το μουσικό συγκρότημα του Κωστάκη Τσιοτίκα.
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε πως ο Σύλλογος συμμετείχε στα «Πρέσπεια», μια εκδήλωση που γίνεται στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, φιλοξενώντας σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών μια ομάδα νέων ζωγράφων από τη FYROM.
Μια ομάδα δεκαέξι (16) νέων του Πολιτιστικού Συλλόγου Αμυγδαλιών υλοποίησε από 1 Ιουλίου 2002 μέχρι 30 Ιουνίου 2003, το σχέδιο με τίτλο:
«Η πληροφορική ως μέσο επικοινωνίας και ανταλλαγής στοιχείων της παράδοσης και του πολιτισμού».
Το σχέδιο αυτό χρηματοδοτήθηκε με υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς μέσω του Προγράμματος ΝΕΟΛΑΙΑ – Δράση 3.1: Πρωτοβουλίες νέων.
Για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος δημιουργήθηκε το «εργαστήρι πληροφορικής του Συλλόγου», δημιουργήθηκε ιστοσελίδα του Συλλόγου (www.e-amigdalies.gr) και συνδέθηκε με το διαδίκτυο e-mail: amιgdalies@grevenanet.gr
Σ’ όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας του διοργάνωσε ή συμμετείχε σε πάρα πολλές εκδηλώσεις με πολιτιστικό περιεχόμενο, ενώ φροντίζει και καταγράφει την ιστορία και την παράδοση του τόπου.
Την Πρωτοχρονιά αναβιώνουν από τον Πολιτιστικό Σύλλογο, τα «Ρουνγκουτσάρια», ένα τοπικό έθιμο. Πρόκειται για παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν νέοι, ντυμένοι τσολιάδες (ένας από αυτούς φοράει κουδούνια και ένας είναι ντυμένος γυναίκα-«νύφη») γυρίζουν όλα τα σπίτια του χωριού και το μεσημέρι χορεύουν στην πλατεία. Τα τελευταία χρόνια ο Πολιτιστικός Σύλλογος αναβιώνει τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς το ίδιο έθιμο και στην πόλη των Γρεβενών.
Τα Θεοφάνια ή Φώτα στις 11.30 το πρωί στο χώρο της πλατείας γίνεται η καθιερωμένη κοπή της Πρωτοχρονιάτικης πίτας του Συλλόγου.
Γίνεται δημόσιος απολογισμός των ετήσιων δραστηριοτήτων του Συλλόγου, χορεύουν τα χορευτικά τμήματα του Συλλόγου, μοιράζονται γλυκά, ποτά, αναψυκτικά και δώρα στους μικρούς φίλους του Συλλόγου.
Για τις Απόκριες διοργανώνει τις παρακάτω εκδηλώσεις:
1. Παιδικό “μασκέ” πάρτι στην αίθουσα του Συλλόγου με μουσική, χορό, “μπουφέ” και πολλές εκπλήξεις.
2. Την Κυριακή της Αποκριάς το πρωί η παραδοσιακή «γκαμήλα» γυρίζει στους δρόμους του χωριού.
3. Στις 9 η ώρα το βράδυ της ίδιας ημέρας γίνεται το άναμμα του φανού και η παρέλαση καρναβαλιών).
Επίσης υπάρχουν:
1. Γλέντι, τραγούδι, χορός με δημοτικό μουσικό συγκρότημα.
2. Οι γυναίκες του χορευτικού τμήματος τραγουδούν και χορεύουν παραδοσιακά Αποκριάτικα τραγούδια.
3. Μέλη του Συλλόγου ψήνουν μεζέδες και κερνούν κρασί και τσίπουρο δωρεάν.
Την Καθαρά Δευτέρα στην τοποθεσία Αγία Βαρβάρα γιορτάζονται τα κούλουμα. Γίνεται διαγωνισμός πετάγματος του χαρταετού με δώρο για τον πρώτο νικητή. Υπάρχει άφθονη φασολάδα, λαγάνες, νηστίσιμοι μεζέδες, κρασί και τσίπουρο δωρεάν.
Στις 2 Μαΐου στον Άγιο Αθανάσιο γίνεται το πανηγύρι του χωριού. Μετά τη Θεία Λειτουργία, οι γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακές στολές, τραγουδούν και χορεύουν παραδοσιακά τραγούδια. Ακολουθεί γλέντι και χορός. Γίνεται το παραδοσιακό αγώνισμα του άλματος τριπλούν και ο Πολιτιστικός Σύλλογος και η Εκκλησιαστική Επιτροπή προσφέρουν σούπα.
Την Κυριακή του Θωμά το απόγευμα (ή στις 2 Μαΐου όταν το Πανηγύρι είναι μετά το Πάσχα), το χορευτικό-λαογραφικό τμήμα των γυναικών του Συλλόγου, αναβιώνει τα «Πασχαλόγιορτα», τραγουδάει και χορεύει στην πλατεία του χωριού όλα τα Πασχαλιάτικα τραγούδια.
Ακόμη ο Πολιτιστικός Σύλλογος σε συνεργασία με το Νοσοκομείο Γρεβενών λειτουργεί Τοπική Τράπεζα αίματος με εθελοντές αιμοδότες.
Δημιούργησε και λειτουργεί «εργαστήρι» πληροφορικής στο οποίο παρακολουθούν μαθήματα 30 χωριανοί, στην πλειοψηφία τους νέοι.
Το χορευτικό – Λαογραφικό τμήμα γυναικών του Συλλόγου κέρδισε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Δημοτικού τραγουδιού που διοργάνωσε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών και ο Δήμος Γρεβενών στις 30 Αυγούστου 2003.
Στις 6 Ιανουαρίου 2007 (Φώτα), μαζί με την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του Συλλόγου και σε συνεργασία με το Τοπικό Συμβούλιο, έγιναν τα γυρίσματα της εκπομπής της ΕΤ3 «Κυριακή στο Χωριό», που μεταδόθηκε στις 14-1-2007. Στην εκδήλωση παραυρέθηκε ο Νομάρχης Γρεβενών κ. Δημοσθένης Κουπτσίδης, ο Υφυπουργός Οικονομίας κ. Χρήστος Φώλιας, ο Δήμαρχος Γρεβενών κ. Γιώργος Νούτσος και ο Πρόεδρος του Τ.Σ. κ. Παναγιώτης Καραλιόλιος, πολλοί Νομαρχιακοί και Δημοτικοί Σύμβουλοι και εκατοντάδες κόσμου.
Τέλος ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμυγδαλιών είναι μέλος της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης (Δ.Ο.Λ.Τ.), της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (συμμετέχει στο πρόγραμμα «Φύση χωρίς σκουπίδια») και επίσης συμμετέχει στο πρόγραμμα ανακύκλωσης χαρτιού του Δήμου Γρεβενών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εδώ νομίζω πως ολοκληρώθηκε μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής των υπαρχόντων στοιχείων γύρω από την ιστορία του χωριού μου. Πριν κλείσω θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους εκείνους που με βοήθησαν ποικιλοτρόπως στην εργασία μου αυτή και ιδιαίτερα τους:
Σίγουρα όλη αυτή η προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του χωριού ήταν κουραστική. Δεν γνωρίζω αν η εργασία αυτή είναι αξιόλογη. Ξέρω όμως σίγουρα σ’ όλο το χωριό συζητιούνται από πολλούς, αρκετές πλευρές αυτής της ιστορίας. Αυτή η συζήτηση είναι ένα κέρδος. Μέσα όμως από αυτή τη συζήτηση μπορεί να προκύψει ένα μεγαλύτερο κέρδος. Γιατί πιστεύω πως όποιος γνωρίζει από πού ξεκίνησε, είναι σίγουρος για το που πηγαίνει.