Ποιήματα 28ης Οκτωβρίου

 

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Τον Καίσαρα συντρίψανε τα χωριατόπουλα της Ήπειρος,
πήραν φωτιά και δύναμη απ' τις πυρφόρες φλέβες του τόπου τους.
Στα κράνη τους κρέμονταν φουντίτσες του Εικοσιένα,
είχαν τα μπράτσα ώριμα απ' τα μπαρούτια του Δώδεκα,
τις καρδιές λιονταρίσιες απ' την ιστορία του Έλληνα.
Βράχος η Ελλάδα, αστραφτερός από φως.
Τα λάβαρά της από καημούς και λουλούδια.
Στης Αλβανίδας γης τις χωματένιες φλέβες
κοιμούνται τα πιο τρανά βλαστάρια της.
Μην τους ξυπνάτε! Πολεμούν ακόμα
για μας που ζούμε και χορταίνουμε ψωμί και φως,
που υπερηφανευόμαστε γιατ' είμαστε Έλληνες,
αδέρφια αυτών που έμειναν στης Αρβανιτιάς
τα χάλκινα σπλάχνα.

ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΓΩΝΑΣ
(Ι - Ο λήθαργος)
Εκατομμύρια άνθρωποι εβλέπαν πως νυχτώναν
οι μέρες μια πίσω απ' την άλλη πληχτικές,
πάθη μικρά κι ιδέες φτωχές τις ξημερώναν
κι όμοια νωθρά διαβαίνουν σκόλες και γιορτές.

Δίχως βαθύτερη ενατένισην εντός τους,
μηδέ στη φύση ούτε στον πλάι τους αδερφό,
αργοκυλούσε στη ζωή τους ο εαυτός τους
χωρίς αντίδραση, χωρίς ούτε σκοπό.

(ΙΙ - Η βία)
Και μια βραδιά πάνω απ' του ύπνου τα παλάτια
πλανάει τον ίσκιο της η Βία τρομαχτικά,
μαύρο έχει πρόσωπο και πράσινα τα μάτια,
σφιχτά τα δόντια και τα νύχια αρπαχτικά.

Φωτιά και σίδερο κρατάει στ' άνομο χέρι,
φλόγες υψώνει, καίει, γκρεμίζει και βροντά,
καρδιές ανθρώπων ξεριζώνει με μαχαίρι
και τρέχει το αίμα σε ποτάμια κοχλαστά.

(ΙΙΙ - Το ξύπνημα των λαών)
Ξυπνάν, σηκώνονται στο πόδι αλαφιασμένοι
και τα όπλα αδράχνουν ένας - ένας οι Λαοί.
Στη Βία ενάντια πολεμάν και ματωμένοι
κρατάν τη Γη τους ως την ύστατη πνοή.
Κάποια στιγμή κάποια λυγίσαν, γιατί εχάσαν
την ένθεη πίστη στα μεγάλα ιδανικά,
κάποιοι τους νόμους της τιμής τους εξεχάσαν
κι άλλοι δεν πράξανε πολύ πατριωτικά.

(ΙV - Η ελληνική ιδέα)
Τότες υψώθηκε το δόρυ της Παλλάδας
το δρόμο δείχνοντας της τίμιας λεβεντιάς
κι η πανοπλία της πάντα αθάνατης Ελλάδας
εβροτνοχτύπησε παιάνα λευτεριάς.

Στα όπλα οι Έλληνες! Ορθοί μες στον αγώνα
οπτασιαστές νικών κι ωδών Πινδαρικών
τρόπαια στον ίσκιο στήνουνε του Παρθενώνα
κι αναθαρρεύουνε τα στήθια των Λαών.

(V- Ο θρίαμβος)
Mια μούσα αιθέρια ξεκινά απ' τον Ελικώνα
προσκαλεσμένη πανανθρώπινης ευχής
και στον πλανήτη κράζει πέρα απ' τον αιώνα
το Ευοί Ευάν της νικητήριας ιαχής.

Κι η ανθρωπότητα ορθωμένη στ' όραμά της
Δάφνης κι Ελιάς ντυμένη φύλλα γιορτινά
μέσα στον Ήλιο και στο Φως σα νέος εργάτης
για έναν καινούργιο δρόμο πάλι ξεκινά.

ΒΡΟΝΤΑΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ
Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ' Άγραφα, σειέται η Στεργιά.
Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός! στον αγώνα
για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ' αρματολίκι,
τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή,
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι
στην εκδικήτρια μας αντρίκεια ορμή.

Ο Γοργοπόταμος στη Αλαμάνα
στέλνει περήφανο χαιρετισμό.
Μιας ανάστασης νέας χτυπά η καμπάνα,
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς Πατρίδα
και πανανθρώπινη τη Λευτεριά.

ΒΡΟΝΤΟΥΝ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΟΙ ΚΟΡΦΕΣ
Βροντούν της Πίνδου οι κορφές
κι αντιλαλούν τα καταράχια,
πλαγιές βροντούν, σπηλιές και βράχια
κι ως τ' άστρα φτάνουν οι φωτιές

Και των Ελλήνων τα παιδιά
σαν αετοί ορμούν στη μάχη,
κάθε κορφή κι αετοράχη
φωτίζει τώρα η Λευτεριά.

Κι αστράφτει η λόγχη κι αντηχεί
μια τρομερή ιαχή "αέρα"
σαν τούτη τη μεγάλη μέρα
άλλη δε γνώρισε η ψυχή.

Τιμή σ' αυτούς που βροντερά
είπανε το "ΟΧΙ" κάποια μέρα!
Τιμή σε εκείνους που "αέρα"
με στήθη φώναζαν γερά.

ΓΙΑ ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Για μας παιχνίδι ο πόλεμος και το ντουφέκι γλέντι.
Τα βόλια που σφυρίζουνε, δε σκιάζουν το λεβέντη.
Κι είναι χαρά, Πατρίδα μου, για σε να πολεμήσω
και τη ζωή που μού 'δωσες, να σου τη δώσω πίσω.

Τώρα, που το άδικο του εχθρού με βασανίζει χέρι,
γέροι, γυναίκες και παιδιά, θε να γενούμε ταίρι.
Ένας στρατός, με μια καρδιά, σε μια φωνή θ' ακούμε!
"Ελεύθερα πεθαίνουμε και δούλοι εμείς δε ζούμε"!

Οι Θερμοπύλες τό 'δειξαν, τ' Αρκάδια, οι Μαραθώνες
και τό 'δαν και θαμπώθηκαν χώρες, λαοί και αιώνες.
Μες στην καρδιά με γράμματα, γραμμένο μια για πάντα
πάντ' άσβηστο, πάντ' άγρυπνο, θα ζει και το Σαράντα.

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ
Άρματ' αν σου λείπουν και κανόνια
σου περσεύει η πίστη κι η καρδιά.
Τρεις χιλιάδες ένδοξα όλα χρόνια
τη χρυσή σου αγιάζουν λευτεριά.

Κι είναι κάθε χρόνος, κάθ' αιώνας,
ένα στέφος άυλο, ένας στρατός.
Άνισος στα σίδερα ο αγώνας
άνισος και στα όπλα του φωτός.

Με τ' αστραφτερό σου οπλίσου δίκιο,
χτύπησε τη βία θαρρετή.
Κάλλιο να' χεις θάνατο αντρίκειο,
παρά να ζεις δίχως αρετή.

Μα, γλυκιά μου Ελλάδα, δεν πεθαίνεις,
όπως δεν επέθανες ποτέ.
Ζεις αιώνια κι όλους ανασταίνεις,
όταν ξαναλές "Μολών λαβέ".

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ
Τη θύμηση αυτή
δεν υπάρχουν λόγια να την πούμε.
Όσοι τη ζήσαμε
την κρατάμε φυλαχτό πανάκριβο.

Αμόλευτο στους καιρούς,
θύμηση από φωτιά και θρύλο
που διαλύει μέσα στο χρόνο την περιπέτεια.

Που ταξιδεύει από κορφή σε κορφή
κι έρχεται από τη Πίνδο
στα πέρατα της γης.

Έρχεται να στήσει λάβαρα στις ψυχές μας
να πει πως εδώ μετριέται ακόμα
ο πυρετός κι η οργή των Αθανάτων!

Εδώ κατοικούν Θεοί στους προμαχώνες
και διδάσκουν την Ανθρωπότητα
τον τρόπο που συντρίβουν οι λαοί τη βία
τον τρόπο που οι γενναίοι γίνονται Θεοί!...

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΞΑ
Μόνο οι Μαραθωνομάχοι
δεν σ' εδόξασαν πατρίδα.
Δεν σ' εδόξασαν μονάχοι
οι τρακόσιοι του Λεωνίδα.

Εβαστάξαν τα παιδιά σου,
παλικάρια διαλεγμένα,
πάντα σαν το δρυ του δάσους,
σαν τους βράχους ένα κι ένα.

Όμοια ακλόνητα κι αγνάντια
στων εχθρών την άγρια φόρα
κι όμοια στέρεα στη γιγάντια
και κακή της τύχης μπόρα.

Αλλ' ακόμη πιο μεγάλη
των παιδιών σου η δόξα εφάνη
εις σε μιαν άλλην άγια πάλη,
για ένα πιο όμορφο στεφάνι.

Εις την πάλην όπου το πνεύμα
τ' ουρανού νικά τον Άδη,
της αλήθειας με το ψέμα,
του φωτός με το σκοτάδι.

ΜΝΗΜΗ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Σας λαμπρύνει η δόξα της Θυσίας
Με το φως της ασκλάβωτης σκέψης.
Σαν ευλογία στη υπέρτατη Αρετή
Που τη γενναία ύπαρξή Σας έχει στέψει.

Πολύφεγγο το διάβα Σας. της Πίνδου Σταυραετοί,
Αστροπελέκι το σπαθί και φως η λεβεντιά Σας
Το φασισμό συντρίψατε σ' ελληνικά βουνά
Με των προγόνων την ευχή και την παλικαριά Σας.

Το πνεύμα Σας αθάνατο και διδαχή η μορφή Σας
Τραγούδι η θυσία Σας στο δρόμο της ζωής
Τους τύραννους διδάξατε πίστη και Λευτεριά
Της Ιστορίας, της τιμής, της Αρετής παιδιά.

ΞΑΝΑΝΘΙΣΑΝ ΟΙ ΔΑΦΝΕΣ
Της δάφνης ξανανθίσαν τα κλωνάρια
απάνω στις Ηπείρου τις πλαγιές,
τα νέα να στολίσουν παλικάρια,
που απ' όλες της Ελλάδας τις μεριάς
τραβούν μ' ορμή, με θάρρος και μ' ελπίδα
για να δοξάσουν τη γλυκιά πατρίδα.

Ο βάρβαρος εχθρός τώρα ας το μάθει
κι ας φύγει ντροπιασμένος, ταπεινός.
Η δάφνη στην Ελλάδα δεν ξεράθει,
της Λευτεριάς δε σβήστει ο αυγερινός.
Κρατεί η Ελλάδα κλώνο ελιάς, μα ξέρει
να σπέρνει κεραυνούς με τ' άλλο χέρι.

ΠΙΝΔΟΣ
Των προγόνων βλαστοί, μ' ατσαλένια κορμιά
του πολέμου περνώντας τη φρίκη,
της καρδιάς μας τη φλόγα τη φέραμε μια
ως εκεί που μας πρόσμενε η Νίκη.

Με τη λόγχη χαράξαμε αδρό στα βουνά
τ' όνομά μας-γαλάζιο λουλούδι-
να το πάρει ως τα πέρατα ο θρύλος ξανά,
στους λαούς να το κάνει τραγούδι.

Προσταγή στη φυλή μας σα νόμος βαριά,
το παλιό ν' αναστήσουμε θάμα.
Νά 'ναι αιώνια σε τούτη τη γη η Λευτεριά,
κάποιας μοίρας ορίζει το τάμα.

Μάνα Ελλάδα δική σου μια σάλπιγγα ηχεί,
λες ακόμα στης Πίνδου μια κόχη,
στους λαούς να θυμίζει γεμάτο ψυχή
το τρανό που ξεστόμισες "ΟΧΙ"

ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ 1940-1941
Μπροστά μας τώρα περνούν οι νέοι
που το Σαράντα, τόσο γενναίοι,
έπεσαν όλοι γι αυτή τη χώρα
και ζούμ' ελεύθεροι αυτήν την ώρα.

Αυτές τις ώρες τις δοξασμένες
δεν απουσιάζουν ψυχές χαμένες,
γιατί εκείνοι που θυσιαστήκαν,
θα πούμε ψέμα πως εχαθήκαν.

Ψυχές ηρώων και ημιθέων,
ω δάφνες δόξας, ανδρών γενναίων,
στρατιώτες, ναύτες κι αεροπόροι,
γίνατε ινδάλματα και πρωτοπόροι !

Γίνατε στάχτες, ποτέ όμως σκλάβοι !
Της δόξας δάφνες έχετε λάβει !
Κι εμείς παιδιά σας ευγνωμονούμε,
παρόμοια δόξα με σας ζητούμε !

Σας καμαρώνει η πλάση όλη !
Σαν σας θυμούμαστε έχουμε σκόλη.
Να κι η σημαία μας που κυματίζει
χαίρετ' η θάλασσα, να την αφρίζει !

Σκύβουμε όλοι γεμάτοι χρέος,
ενώ η καρδιά μας γεμίζει δέος :
Χειροκροτούμε στο πέρασμά σας,
κι όλοι κηρύττουμε την προσφορά σας !

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ
Του Μιλτιάδη δεν είν' ο στρατός
οι τριακόσιοι δεν είν' του Λεωνίδα
που ορθώθηκαν για σένα πατρίδα
σαν εφάνηκε σμήνος ο εχθρός.

Σαλαμίνας δεν είν' τα νερά
κι ούτε ο κάμπος εδώ Μαραθώνα
σε θεϊκό που μετριόταν αγώνα
χίλιους μ' ένα παιδιά ηρωικά.

Του εικοσιένα δεν είν' κλεφτουριά
που διαβαίνει βουνά και λαγκάδια
και σκορπά των εχθρών τα κοπάδια
ωσάν τ' άχυρα εμπρός στο βοριά.

Είν' η Πίνδος αυτά τα βουνά
Αργυρόκαστρο, Άγιους Σαράντα
Κορυτσά, τα παιδιά του Σαράντα
στα χαρίζουν πετράδια τρανά.

Πολεμάει η καινούρια γενιά
κι ω Ελλάδα για ιδές όλ' η πλάση
τόσες δόξες σου πάει να ξεχάσει
στου Σαράντα το θάμα μπροστά.

Ω Μητέρα πατρίδα γλυκιά
τόση δόξα παλιά πια σου φτάνει
να τ' ολόδροσο δέξου στεφάνι
που σου πλέκει η καινούρια γενιά.

ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ
Στην ιστορία των λαών
σύμβολο θα' ναι πάντα
οι Έλληνες, το ΟΧΙ τους
κι ο Οκτώβρης του Σαράντα!

Τ' αηδόνι απ' την Ανατολή
και τα πουλιά απ' τη Δύση,
σ' όλο τον κόσμο τραγουδούν
κι οι ουρανοί αντιλαλούν.

Πως πάλι η `Ελλάδα μια φορά
το δρόμο για τη Λευτεριά,
το δρόμο για τη Λευτεριά
στον άνθρωπο θα δείξει!

Στης Αλβανίας τα βουνά
κι απάνω στ' άσπρο χιόνι,
της νιότης και της λεβεντιάς
ο ανθός με το αίμα της καρδιάς.

Γράφει πως πάντα εδώ θα ζει
του Λεωνίδα η ψυχή
του Λεωνίδα η ψυχή
και του Κολοκοτρώνη.

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑ
Σαν το αθάνατό μας κείνο Εικοσιένα
πάει τώρα άκουσμα και θε να μείνει πάντα
στους αιώνες των αιώνων το Σαράντα
της μικρής μα θείας Ελλάδας η νέα γέννα.

Με μια γνώμη, μια ψυχή και μια σκέψη
εξεχύθει σα λιοντάρι να ξεσκίσει
-δίχως τ' άμετρά του πλήθη ν' αψηφήσει-
τον εχθρό πού 'ρθε τη γη μας να κουρσέψει.

Τανκς, κανόνια, πυροβόλα, άρματα μύρια
χιόνια, αγέρηδες, δεν κόβουν την ορμή μας,
Μα η Παντάνασσα είν' απάνω κι ευλογεί μας
"Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια"


ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΩΝ ΤΟΥ 1940
Όταν τα παλικάρια μας εκεί ψηλά στα χιόνια
μάχονταν για τη λευτεριά, τα ένδοξα εκείνα χρόνια,
αόρατο το χέρι Σου, Μητέρα του Θεού μας,
δυνάμωνε, κι εμψύχωνε τη σκέψη του λαού μας!

το όραμα, Παρθένα μου, της άγιας μορφής Σου
κι η χάρη Παναγία μου, της μητρικής στοργής Σου,
συνόδευε, προστάτευε, κάθε πολεμιστή μας,
που έγινε ο κεραυνός του άθλιου υβριστή μας!

Στις εκκλησιές ολόθερμα άναβε το κεράκι,
με δέος και με σεβασμό το κάθε γεροντάκι,
που είχε το γιο, τον εγγονό, πάνω στο μετερίζι,
εκεί που η πατρίδα μας πάντοτε τον ορίζει.

Αγνή! Ηλιοστάλακτη! Πάναγνη! Ευλογημένη!
Σε Σε θερμή την προσευχή λέμε συγκινημένοι!
Ευγνώμονα τα χείλη μας εμπρός σου μουρμουρίζουν,
ενώ οι καρδιές τα άνθη τους, Μαρία, Σου χαρίζουν!

 

Ποιήματα 25ης Μαρτίου

προσεχώς....

 

Ποιήματα Πολυτεχνείου

 

1.ΣΤΑ ΣΙΔΕΡΑ

 

Στα σίδερα τον ρίξανε τον φίλο

Και μιας μανούλας μάτωσ’ η καρδιά.

Και τον σαπίσανε στο ξύλο.

Μ’ αυτός μιλιά…..

 

Και πάει, κοιμήθηκε.

Πάει, κοιμήθηκε….

 

Στην ερημιά τον σταύρωσαν τον φίλο

Αυτοί σκυλιά κι αυτός αγωνιστής.

Κι ορφάνεψε το φως του ήλιου

Και της αυγής.

 

Και πάει, κοιμήθηκε.

Πάει, κοιμήθηκε….

 

Δεν το καλοθυμάμαι τ΄όνομά του.

Αντώνης ήταν; Ή Κωστής;

Μόνο το χρώμα του θανάτου

Και της γιορτής.

 

Και πάει, κοιμήθηκε.

Πάει, κοιμήθηκε….

   

 

2. ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

 

Εδώ Πολυτεχνείο

Ακούτε ελεύθερο σταθμό,

Εδώ είναι το σκληρό σχολείο,

Οι φοιτητές μαζί με το λαό.

 

Άντε, βοηθάτε παλικάρια

Βάλτε όλα σας τα δυνατά

ν’ αγωνιστούμε σαν λιοντάρια

να θυμηθούμε τα παλιά.

 

Εδώ, εδώ  Πολυτεχνείο

ακούτε ελεύθερη φωνή

εδώ είναι το κρυφό σχολείο

για λευτεριά ειρήνη, προκοπή.

 

Εμπρός, εμπρός Πολυτεχνείο…

εμπρός δε βγάζει τσιμουδιά

έξω το υπάρχει το σφαγείο

νεκροί οι φοιτητές κι η ανθρωπιά.

 

3. 17 ΝΟΕΜΒΡΗ

 

Εσείς που πρωτοσφίξατε

γροθιά στην τυραννία

κρατούσατε στα χέρια σας

μονάχα τα βιβλία.

 

Μες στα βιβλία βλέπατε

μια λέξη ναν’ γραμμένη

τη λευτεριά που ήτανε

στα σίδερα κλεισμένη.

 

Κι αυτή η λέξη έγινε

σύνθημα στην καρδιά σας

έγινε ήλιος κι έλαμψε

η δόξα στα μαλλιά σας.

 

Σε σας που δε σκεφτήκατε

το θάνατο κι αν έρθει

μέρα δική σας έγινε

η 17 Νοέμβρη.

                                   

 

4.ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ

 

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι

Γιε μου στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε.

 

Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι

Όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.

 

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θαρρώ σε αναστημένο

Το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

 

Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου

Σου πήραν το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

   

 

5.ΑΝΩΤΑΤΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

 

Σταματήσαμε τα μαθήματα

Να κάνουμε ανώτατες σπουδές στους δρόμους.

 

Οι αρχιτέκτονες χτίζουν οδοφράγματα

Οι γιατροί μαθαίνουν τον πόνο

Οι νομικοί κάνουν πρακτική εξάσκηση στο δίκαιο.

 

Οι μαθηματικοί μετρούν τις δυνάμεις

Οι μηχανικοί κατασκευάζουν χιλιοκύκλους

Οι φυσικοί ελέγχουν τη σύνθεση του αίματος.

 

Οι ζωγράφοι με το καβαλέτο τους

Στημένο μπροστά στο τανκ

Ζωγραφίζουν το θάνατο.

                    

 

 

6.ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ  

Κάθε που θα έρχεται

Η άγια τούτη μέρα

Θύμηση ιερή πώς δε περνά

Του φασισμού η φοβέρα.

 

Τύραννος στην πατρίδα μας

Δε θα ξαναφανεί

Θα’ναι γαλάζιοι, ξάστεροι

                                       Οι ελληνικοί ουρανοί.                              

 

7. ΥΜΝΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ  

Σε σας αδέρφια εμείς

Χρωστάμε τη ζωή μας

Το αίμα μας, το σώμα μας

Την ύστερη πνοή μας.

 

Ζητήσατε κάτι κακό;

Δόξες ή μεγαλεία;

Όχι! Ζητήσατε απλά

Λίγη ελευθερία.

 

Η λευτεριά στους Έλληνες

Είν’ όλη η ζωή τους

Κι όταν τη χάσουν δίνουνε

Το αίμα, την πνοή τους.

 

Κι εγώ ήρθα σήμερα να δω

Πώς πέσαν τα κορμιά σας

Κι αντίκρισα ανθόκηπους

Και τα ονόματά σας.

 

 

Αρχική