2. Κάθε τι που εσωτερικεύουμε   - μια perception, ένα συναίσθημα, μία ανάμνηση, μία σκέψη - εσωτερικεύεται με ένα «ανθρώπινο σωματικό μηχανισμό» συγκροτούμενο από τις πέντε αισθήσεις, τον εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό μας σύστημα. Και αυτό σημαίνει ότι κάθε ερέθισμα που μπορεί να κάνει τον μηχανισμό να λειτουργεί είναι δυνατόν να προκαλέσει μια γνωσιακή εμπειρία σε μας. Κάθε τι όμως το οποίο δεν μπορεί να κάνει τον ανθρώπινο μηχανισμό μας να λειτουργήσει δεν υπάρχει τρόπος να μας δημιουργήσει γνώση. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι κάθε μηχανισμός, είτε ανθρώπινος είτε όχι ανθρώπινος, είναι κατάλληλος για συγκεκριμένη δραστηριότητα και η ίδια η φύση του θέτει όρια στο τι μπορεί να κάνει.

 

Δεν μπορούμε να τραβήξουμε μια φωτογραφία με ένα ανοιχτήρι κονσέρβας ή να κόψουμε το κρέας με μια μηχανή αυτοκινήτου. Η κάμερα μπορεί να μας δώσει τη φωτογραφία ενός προσώπου αλλά αδυνατεί να καταγράψει τη φωνή του. Το μαγνητόφωνο θα καταγράψει τη φωνή του προσώπου αλλά δεν θα το φωτογραφήσει. Κάποιο αντικείμενο άηχο και αόρατο όπως ο αέρας δεν μπορούμε ούτε να το φωτογραφήσουμε ούτε να το ηχογραφήσουμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο αέρας δεν υπάρχει. Υφίσταται και μάλιστα αν περιέχει και δηλητηριώδη αέρια θα μπορούσε να μας σκοτώσει. Έτσι εάν δεν διαθέτουμε μηχανισμό να τον ανιχνεύσουμε η ύπαρξή του θα παραμένει άγνωστη για μας.

 

Όλες αυτές οι θεωρήσεις, μας λέει ο Καντ, μπορούν να εφαρμοστούν και για τον ανθρώπινο αντιληπτικό μηχανισμό μας. Η όρασή μας είναι ικανή για εξαιρετικά πράγματα, αλλά και ανίκανη για ένα σωρό άλλα. Το ίδιο ισχύει για τον ανθρώπινο εγκέφαλό μας και για τις τέσσερις άλλες αισθήσεις. Αν απαριθμήσουμε όλα όσα μπορούν να ενεργοποιήσουν τον ανθρώπινο μηχανισμό μας, το σύνολο θα είναι «όλα εκείνα που μπορούμε να γνωρίσουμε». Αυτό δεν σημαίνει πως «τίποτα άλλο δεν υφίσταται στον Κόσμο έξω από μας». Όσο και να επεκτείνονται οι γνώσεις μας για τον Κόσμο πάντα θα υφίσταται κάτι άλλο πέραν από αυτές. Κάποιες λοιπόν γνώσεις είναι αδύνατον να τις αποκτήσουμε.

 

Έχουμε δηλαδή δύο διαφορετικά είδη «συνόρων» για την επικράτεια του γνωστού. Το ένα αφήνει έξω όσα δεν έχουμε ανιχνεύσει -ενώ θα μπορούσαμε- και αυτά είναι σύνορα που είναι δυνατόν να μετατοπιστούν. Το άλλο είδος συνόρων – πέραν των οποίων βρίσκονται πράγματα μη ανιχνεύσιμα από τον ανθρώπινο μηχανισμό μας – είναι σύνορα αμετακίνητα. Εκεί βρίσκονται πράγματα τα οποία υφίστανται ανεξάρτητα από τη δική μας συνείδηση. Από τη μια λοιπόν εκείνα για τα οποία θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε και από την άλλη η «αδύνατον να γνωρίσουμε» Πραγματικότητα. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη πραγμάτων είναι ριζική.

 

Εάν φωτογραφήσουμε ένα τοπίο και στη συνέχεια ηχογραφήσουμε όσα σ’ αυτό συμβαίνουν πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι η φωτογραφία που κρατάμε στα χέρια μας δεν είναι το τοπίο αλλά μία αναπαράστασή του. Το ίδιο συμβαίνει και με την τον ήχο της κασέτας. Δεν είναι παρά μία αναπαράσταση αυτού που συνέβη. Η συνολική σκηνή στου τοπίου μπορεί να περιέχει βουνά, χωριά, ζώα, ανθρώπους και ένα σωρό άλλα αντικείμενα, ενώ αυτό που έχουμε είναι μια φωτογραφία και μια κασέτα που αναπαράγει ήχο. ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΘΕΑΥΤΟ.

 

Αν μεταφέρουμε το παράδειγμα αυτό στο ζήτημα της ανθρώπινης εμπειρίας πρέπει να δεχθούμε ότι θα ήταν αδύνατον να έχουμε οπτικές αναπαραστάσεις χωρίς τον μηχανισμό της όρασής μας και αντίστοιχα ηχητικές αναπαραστάσεις χωρίς τον μηχανισμό της ακοής, ούτε και ιδέες χωρίς τον εγκέφαλό μας. Αλλά οι εικόνες, οι ήχοι και οι ιδέες δεν είναι τα πράγματα του  εξωτερικού κόσμου, είναι οι προσωπικές μας αναπαραστάσεις γι αυτά και υπάρχουν μόνο στον ανθρώπινο μηχανισμό που τις δημιουργεί. Σίγουρα μας προσφέρουν πληροφορίες για τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου αλλά δεν είναι τα πράγματα καθεαυτά.