Μα πιο πολύ μιλώ για  τους ψαράδες

Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του

Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν

Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν

Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια

Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν

Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε  π’ άκρη δεν έχει

Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

 

Όρθιοι και μόνοι μέσα στη φοβερή ερημιά του πλήθους

 

 

 

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα

Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ

Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή 

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα του πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος κρατώντας

Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

 

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανέναν κι ούτε

Κανένας με γνώριζε

 

 

 

Η αγάπη είν’ ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους