Η αιώνια βουτιά
 

 

 

 


Έβαλε για μια ακόμη φορά το μαύρο καπέλο του και κατηφόρισε στο γραφικό δρομάκι του χωριού. Η συνηθισμένη βραδινή του έξοδος στο χωριό στο οποίο είχε μεγαλώσει.        

     Το πρωί είχε συμβεί κάτι παράξενο που τον ανησύχησε και τον έβαλε σε σκέψεις. Διάβαζε πάνω στην ξύλινη καρέκλα του ένα βιβλίο κι αποκοιμήθηκε  με αυτό ακουμπισμένο στην κοιλιά του,  μόλις φουσκωμένη  από ένα πρωινό. Βυθισμένος στις σελίδες και στα όνειρα που τον είχαν επισκεφθεί άρχισε να μιλάει. Ξαφνικά βρέθηκε να έχει αναπτύξει έναν διάλογο με τον εαυτό του και να του κάνει συνεχώς ερωτήσεις. Για τον έρωτα για το συναίσθημα για την αγάπη .  Τρεις λέξεις άγνωστες για εκείνον. Τρεις πτυχές της ζωής που ποτέ δεν είχε ανακαλύψει και ξαφνικά άρχισε να διατυπώνει στον εαυτό του ερωτήσεις για το τι σημαίνουν και τι πραγματικά είναι. Φάνηκε πως βρισκόταν μέσα σε έναν λαβύρινθο με τρεις εξόδους και ζήταγε βοήθεια. Κάθε μία συμβόλιζε μια απ’ αυτές τις λέξεις για τις οποίες ρώταγε. Καθώς φαινόταν απεγνωσμένος μέσα στο ταξίδι του, την ίδια στιγμή έβγαλε μία δυνατή κραυγή. «Φτάνω, είμαι κοντά, θα μπορέσω, δεν βλέπω εμπόδια ή παγίδες, όμως πρέπει να φτάσω και στις τρεις. Μπορώ να το κάνω αρκεί να το πιστέψω». Με την δυνατή του φωνή είπε αυτά και φαινόταν κάπως ανήσυχος. Καθώς έφτανε στο τέλος της πορείας του τα μάτια του άνοιξαν εμφανώς τρομαγμένα!

     Το παλιομοδίτικο πουλόβερ του είχε βραχεί. Κάτι σα λεκές υπήρχε πάνω του . Δεν άργησε να καταλάβει  ότι τα μάγουλά του ήταν υγρά και ότι ο λεκές οφειλόταν στα δάκρυα που μόλις αφ’ ότου είχε ξυπνήσει είχαν απελευθερωθεί από τα μάτια του. Σηκώθηκε με έναν πολύ απότομο τρόπο από την καρέκλα του και πήγε μπροστά στον καθρέφτη που βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά του. Αντικρίζοντας το βρεγμένο πρόσωπό του προσπαθούσε να καταλάβει που βρισκόταν εκείνη την στιγμή. Αφού έριξε λίγο νερό αναγνώρισε τα έπιπλα και τα προσωπικά του αντικείμενα που ήταν στην θέση τους.

     Ύστερα από την επιστροφή του στον πραγματικό κόσμο, ντύθηκε και βγήκε, όπως κάθε βράδυ, για την βόλτα του. Εκείνο το βράδυ δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από τα υπόλοιπα βράδια του ζεστού Ιούλη. Τα παιδάκια ήταν όπως πάντα πιστά στο ραντεβού τους με τις μπάλες και τα μικρά ποδηλατάκια, οι παππούδες βρίσκονταν την καθιερωμένη ώρα πάνω απ’ τα ξύλινα τάβλια χτυπώντας με τα τρεμάμενα χέρια τους τα πούλια, οι σουβλατζήδες δεν σταματούσαν να εξυπηρετούν τουρίστες, η μυρωδιά από τα καλαμπόκια είχε ήδη σκεπάσει το μικρό χωριό. Όλα ήταν τόσο γραφικά και ασήμαντα όπως όλες τις μέρες.

     Ένα πράγμα όμως είχε αλλάξει πολύ, και δεν ήταν μία απλή αλλαγή αλλά ένα μεγάλο άλμα και αφορούσε εκείνον. Ύστερα απ’τον μικρό ύπνο που είχε πάρει σπίτι τα πάντα μέσα του έμοιαζαν σαν σύννεφα που από γκρίζα είχαν γίνει κάτασπρα. Όλη την ώρα σκεφτόταν τον μεγάλο λαβύρινθο, τις τρεις πόρτες, τις ερωτήσεις που έκανε. Είχε δει κάτι σημαντικό σε αυτό το όνειρο· κάτι που θα συναντούσε και θα τον άλλαζε απ’ ότι έδειχνε.

     Προβληματισμένος λοιπόν, έκανε την πρώτη στάση στον περίπατό του για να φάει κάτι από ένα εστιατόριο του χωριού. Αφού γέμισε για μια ακόμη φορά το στομάχι του προχώρησε προς την πλατεία του χωριού όπου συνήθιζε να κάθεται στο τρίτο παγκάκι και να κοιτάει την θάλασσα. Ήταν η μόνη που τον έπαιρνε από τον κόσμο που ζούσε και τον μετέφερε σε εκείνον που ονειρευόταν. Κάθε βράδυ έβρισκε ένα αστέρι, το πιο φωτεινό που υπήρχε, και ταξίδευε μαζί του σε παραδεισένια μέρη, σε κόσμους πλασμένους διαφορετικά, δικούς του κόσμους. Καθώς ξεκινούσε το μακρύ αυτό νυχτερινό ταξίδι του, μια γυναικεία γλυκιά φωνή τον τράβηξε κάτω στο παγκάκι. Ακούγοντας την αγγελική αυτή χροιά γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε το άστρο που έψαχνε ψηλά να βρίσκεται τώρα πάνω στα πλακάκια της μικρής πλατείας. Δεν ήταν ένα αστέρι σαν τα άλλα που έβλεπε συνέχεια. Το αστέρι αυτό είχε κάτι μαγικό, κάτι ξεχωριστό, κάτι δικό του. Το πιο παράξενο όμως, ήταν ότι είχε μορφή ανθρώπου. Το βήμα του ακουγόταν σαν παρέλαση εκατό ατόμων, οι καμπύλες του υπνώτιζαν εκείνον, το φως από τα μάτια του τύφλωνε. Χαμένος μέσα στο σώμα του άστρου συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για μια κοπέλα. Μία κοπέλα η οποία ήταν μοναδική, το είχε ήδη αντιληφθεί αυτό κατά την αναρρίχησή του στο ζωγραφισμένο σώμα της. Χωρίς να πει κουβέντα συνέχισε να την βλέπει και να ακούει το γέλιο της. Εκείνο το γέλιο που ελευθέρωνε φυλακισμένους, γιάτρευε αρρώστους, έδινε ζωή στους απόντες. Καθώς κολυμπούσε μέσα στην θάλασσα των ματιών της, ανίκανος να ακούσει κάτι άλλο εκτός από τις κραυγές των σκέψεών του, εκείνη κάθισε στο απέναντι παγκάκι. Συνέχισε να την κοιτάει χωρίς να μπορεί να μεταφέρει τα μάτια του κάπου αλλού εκτός από τα χέρια της στα οποία ήταν τυλιγμένος.

     Ήταν η πιο έντονη στιγμή της ζωής του! Το είχε καταλάβει απ’ τη στιγμή που έπεσε φως στην μικρή πλατεία.

     Καθισμένη ακριβώς απέναντι του μαζί με δύο φίλες χαμογελούσε και απολάμβανε την ονειρεμένη γαλήνη που ήταν απλωμένη στην ακρογιαλιά του χωριού. Εκείνος βρισκόταν τώρα πίσω από τα πιο γερά κάγκελα που μπορούσαν να υπάρξουν. Φυλακισμένο το μυαλό του, ανίκανη η καρδιά του, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον Μεγάλο φύλακα. Τον φύλακα με το λευκό κοστούμι που τον είχε κλείσει στο κελί της αγάπης. Δεν επρόκειτο όμως για μια απλή φυλακή· ήταν η φυλακή του ονείρου του. Ήταν αυτό που θα του συνέβαινε. Το όνειρο ήταν μόνο η σύλληψη. Τώρα ερμήνευσε και τον λαβύρινθο και τις πόρτες! Πίσω από κάθε πόρτα, σε κάθε αδιέξοδο του λαβυρίνθου έβλεπε εκείνη. Παντού έβρισκε κομμάτια του εαυτού της προσπαθώντας να συμπληρώσει το κόκκινο πάζλ. Ήξερε πως ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί, ή μάλλον να συνηθίσει σε αυτή την φυλακή ήταν να την γνωρίσει. Μόνο αν θα κατάφερνε να ανταλλάξει κάποιες κουβέντες μαζί της θα μπορούσε να εγκλιματιστεί.

     Δεν άργησε, ύστερα από έναν μεγάλο εσωτερικό διάλογο, να κάνει κάμποσα βήματα ώστε να φτάσει στον φύλακα που καθόταν απεναντί του και να του μιλήσει. Βάδιζε πάνω σε μια λίμνη πολύ κρύα, δεν είχε ξαναδεί τέτοια νερά! Ένιωθε χαμένος. Στάθηκε για λίγο μπροστά σε εκείνη και τις φίλες της χωρίς να πει λέξη. Όλες οι πόρτες του ονείρου του εμφανίστηκαν ξανά! Άρχισε να ταξιδεύει, όμως ο τελικός προορισμός ήταν ακριβώς μπροστά του!

-         Γεια! Μόνο αυτό είπε κοιτάζοντας ευτυχισμένος τα μάτια της.

-         Γεια! Απάντησε εκείνη, κι αναρωτήθηκε «ποιός ήταν».

-         Η κοινωνικότητα ποτέ δεν με είχε φιλοξενήσει σπίτι της, όταν όμως ήρθες και έκατσες απέναντί μου αποφάσισα να της χτυπήσω για πρώτη φορά την πόρτα!

-         Τι εννοείς; Συνέχισε να μην καταλαβαίνει τι ζητούσε εκείνος .

-         Ήθελα να σε γνωρίσω.

     Μία μικρή σιωπή πρωταγωνίστησε για λίγο στον διάλογο τους και πριν το καταλάβουν είχαν γνωριστεί. Εκείνη ήξερε το όνομά του, αυτός ήξερε το όνομα της. Δεν το μαρτυρούσε ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Τα τέσσερα γράμματα που αποτελούσαν το όνομά της τα φύλαξε καλά μέσα του· τα σκέπασε με την κόκκινη στρογγυλή του κουβέρτα!

     Άρχισε να συζητάει μαζί της για απλά καθημερινά πράγματα που συζητούσε με τους φίλους του. Μπορούσε τώρα να συνηθίσει στην φυλακή του. Καθώς εκείνη του χάριζε τις ομορφότερες λέξεις από τα γλυκά χείλη της είχε βρει τρόπο να διαμορφώσει όπως ήθελε το κελί του.

     Όσο εκείνη μιλούσε δεν υπήρχε τίποτε άλλο γι’ αυτόν πέραν της αγάπης! Είχε βρει την σχεδία για την παγωμένη λίμνη. Ακούμπησε το καπέλο του στο παγκάκι που καθόντουσαν προσπαθώντας να νιώσει κάπως άνετα.

-         Έρχεσαι καιρό εδώ; Την ρώτησε.

-         Από τότε που ήμουν μωρό! Απάντησε με ένα πολύ χαρακτηριστικό χαμόγελο

-         Και εγώ το ίδιο. Είπε, εντοπίζοντας το μόνο κοινό σημείο που είχαν μέχρι τότε.

Ήταν ένας άνθρωπος που δεν συνήθιζε να γνωρίζει νέα άτομα, και όταν το έκανε τις περισσότερες φορές το μετάνιωνε. Η γνωριμία του όμως με αυτή την κοπέλα, εκείνο το βράδυ αναιρούσε κάθε αντίληψή για το ρίσκο νέων γνωριμιών! Ήξερε πως δεν πρόκειται να μετανιώσει ποτέ που θα συναναστρεφόταν μαζί της.

-         Αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μας για μπάνιο! Τον προσκάλεσε μαζί με τις φίλες της.

     Δεν αρνήθηκε την πρόταση· πως θα μπορούσε; Δεν ήταν δυνατόν να κατέβει από κει πάνω! Είχε ήδη απογειωθεί, βρισκόταν μακριά!

     Μέσα από μια συνηθισμένη συζήτηση είχε συμπαθήσει ο ένας τον άλλον. Εκείνη είχε βρει κάτι που γύρευε εδώ και καιρό· έναν φίλο. Εκείνος είχε βρει τα πάντα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είχαν ενσαρκωθεί στην αμμουδιά της ζωής. Είχαν πάρει μια μορφή μέσα στο μυαλό του. Ο λαβύρινθος δεν ήταν πια λαβύρινθος, ήταν ένα απέραντο λιβάδι. Οι τρεις πόρτες είχαν γίνει μία. Όλα ήταν εκείνη. Τα πάντα τα έβρισκε σε εκείνη. Καθετί μικρό, απλό, αθώο, γλυκό, χαρούμενο, γλαφυρό και παραμυθένιο ήταν εκείνη. Δεν χρειαζόταν τίποτε παραπάνω από αυτό που είχε· Εκείνη!

-         Μακάρι κάθε ύπνος μου να ήταν σαν τον πρωινό. Της είπε θέλοντας να της δείξει τι σήμαινε για εκείνον!

-         Ύπνος; απόρησε αυτή.

-         Ναι! Ο αιώνιος ύπνος ! Κάποτε θα τον συναντήσεις!

Ήταν η ώρα να φύγει μαζί της για το βραδινό μπάνιο. Έβαλε για μια ακόμη φορά το μαύρο δερμάτινο καπέλο του και κατηφόρισε.

 

 

 

                                                                                               _bLiAx_

 

     

 

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ

                                   ΧΑΡΑ ΣΟΥΠΑΛΙΚΑ