Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας

 

Ο Ζιντάν και οι αναπαραστάσεις μας

 
 Είναι δύο τα Σύμπαντα.
    Το ένα είναι το ηλικίας δεκατεσσάρων δισεκατομμυρίων ετών στο οποίο συνήθως αναφερόμαστε. Υπάρχει ανεξάρτητα από μάς, είτε αδιαφορώντας είτε, σ’ ένα βαθμό, ενδιαφερόμενο για την παρουσία μας, αυτό δεν έχει σημασία.
   Το άλλο Σύμπαν, αδιάκοπα  οικοδομούμενο και ανακαινιζόμενο, βρίσκεται μέσα μας. είναι η εσωτερική μας αναπαράσταση του πρώτου, τέκνο μιας γόνιμης αλληλεπίδρασης μ' εκείνο, ένας αόρατος κόσμος που  παραμένει ολοζώντανος πίσω από τα παράθυρα των αισθητηρίων μας, τροφοδοτούμενος χωρίς κανένα ρυθμό από το «έξω».
       Είναι μελωδίες τραγουδιών και ψαρόνια του φθινόπωρου, μορφές παλιών συμμαθητών, άστρα, ελαιογραφίες, αριθμοί, μνήμες από εποχές στέρησης, βαμμένα κόκκινα αυγά, εικόνες με αόρατα πρωτόνια, γέφυρες Σηκουάνα, στίχοι από ποιήματα, η ματιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, πασχαλιές και μητρικά χάδια, κομμάτια ουρανού, σώματα ανθρώπων, αποτυπώσεις θερινής Αμοργού, οσμές νοτισμένου χώματος,  ευθείες και κύκλοι, ελλείψεις και ζιγκζάγκ, η γεύση του αμύγδαλου, η προσωπική μας  Αφρική, πεποιθήσεις ότι το έξω Σύμπαν υπακούει σε νόμους, η δική μας Ολλανδία, νοησιακά σχήματα, φιλοσοφικές έννοιες, απογέματα που ζήσαμε κι έχουν τα λιγότερα διυλιστεί μέσα μας σ’ ένα πενιχρό απόσταγμα αναμνήσεων κι έχουν τα περισσότερα καθιζάνει στα αδιαφανή υπόγεια του συνειδέναι μας, το μέσα Σύμπαν είναι δημιούργημα μιας ολόκληρης ζωής. είναι η περιουσία μας.

Αναπαραστάσεις

Ελληνικό καλοκαίρι του 2006, εκείνος και οι τριάντα δύο «εθνικές» του  μουντιάλ, καθεμιά τους κι ένα όνομα διαφορετικό, κυριαρχούν οι  γένους θηλυκού.  Τυνησία, Ολλανδία, Κοσταρίκα,  Αγγλία, Παραγουάη, Ουκρανία, Αργεντινή. Το Μεξικό, το Τόνγκο, το Εκουαδόρ, το Τρινιντάντ και το μισό του Σερβία -Μαυροβούνιο παραβιάζουν τον κανόνα της  θηλυκότητας σε μια σε μια γλώσσα που έχει βαφτίσει τα ποτάμια της και τον χειμώνα της γένους αρσενικού, τις λίμνες της, τα περισσότερα νησιά της  και την Άνοιξή της θηλυκές και τις άλλες δύο εποχές στο ουδέτερο.

Καμιά πεντακοσαριά που παίζουν ποδόσφαιρο, άνθρωποι γυμνασμένοι, αρσενικοί κάπου στα τριάντα, ανάμεσά τους και ορισμένοι χαρισματικοί, οι περισσότεροι με μέτρια συγκρότηση σε φυσική και σε φιλοσοφία

και τα δισεκατομμύρια που τους παρακολουθούν,  αρκετοί εκείνοι και εκείνες που το μόνο που κάνουν είναι να ρίχνουν καμιά ματιά στην οθόνη αλλά και ένα σωρό οι εντελώς αδιάφοροι για όλο αυτό που συμβαίνει,  εκείνο το βράδυ πηγαίνουν σινεμά

Μερικοί από τους «θεατές» έχουν από την αρχή «τοποθετηθεί». Με τη Βραζιλία και μόνο με τη Βραζιλία οι περισσότεροι, αρκετοί οι αργεντινόφιλοι, κάποιοι με την Αγγλία, μερικοί με τη Γαλλία, οι φαν της Γερμανίας, ορισμένοι με την Ιταλία, με την  Γκάνα ακόμα λιγότεροι.  Οι περισσότεροι ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ σε κάθε αγώνα τη μία από τις δύο ομάδες και ΘΕΛΟΥΝ να νικήσει αυτή, στις λιγότερες περιπτώσεις με κριτήρια την ποιότητα του ποδοσφαίρου που παίζουν οι αντίστοιχοι έντεκα άνθρωποι, στις περισσότερες

με βάση την προσωπική τους ΙΔΕΑ για το τι σημαίνει ΙΣΠΑΝΙΑ, ΟΥΚΡΑΝΙΑ ή ΜΕΞΙΚΟ.

Στο «μέσα Σύμπαν» του καθένα μας διατηρείται μια εντελώς ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ αναπαράσταση για το «τι είναι ΑΓΓΟΛΑ», « τι είναι ΟΛΛΑΝΔΙΑ» και «τι ΕΚΟΥΑΔΟΡ» διαμορφωμένες από τα χιλιάδες μηνύματα που βομβαρδίζουν τη συνείδησή μας, ενίοτε χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς βρίσκεται αυτός ο τόπος και τις περισσότερες φορές χωρίς να έχουμε βρεθεί στο αντίστοιχο «εκεί» .

 

Γιατί άραγε υποστηρίζουμε τη μία χώρα και όχι την άλλη;  Η απάντηση είναι δύσκολη και το ερώτημα προσφέρεται μόνο για εικασίες.

Θέλουμε την ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ όχι διότι Πορτογαλία στις προσωπικές μας αναπαραστάσεις κατοικείται από τον Βάσκο ντα Γάμα ,  τον Μαγγελάνο, τον  Φερνάντο Πεσσόα , την Αμάλια Ροντρίγκεζ, τον Ζοζέ Σαραμάνγκου  και τους Μάντρε Ντέους  αλλά ίσως διότι «Πορτογαλία» σημαίνει μια ομάδα την οποία κερδίσαμε ΕΜΕΙΣ άρα θέλουμε να πάει καλά διότι έμμεσα αποδεικνύεται «κάτι».

 

Ενίοτε πάλι η απάντηση δίνεται εύκολα και αβασάνιστα

Δεν θέλουμε  USA διότι,  σύμφωνα με τις προσωπικές μας αναπαραστάσεις, USA σημαίνει

« χωροφύλακας του πλανήτη», ΑΡΑ τους  έντεκα νεαρούς που την εκπροσωπούν πρέπει να τους αντιπαθήσουμε. Οι  έντεκα αυτοί ποδοσφαιριστές δεν συνδέονται ούτε με τη τζαζ ούτε με την εξέγερση του Σηάτλ, ούτε με τις τσικάνος μειονότητες, ούτε με τον χορό της Μάρθα Γκράχαμ, ούτε με τις ταινίες του Σκορσέζε, του Αλτμαν και του Γούντι Άλλεν, ούτε με τον Τιμ Ρόμπινς και τον Σων Πεν, ούτε με την πεζογραφία του Χεμινγκγουαίη και το θέατρο του Άρθουρ Μίλερ, ούτε με τη μουσική της Νέας Ορλεάνης ούτε με το πολιτικό κλίμα του Σαν Φραντσίσκο, ούτε με το ροκ και την κάουντρι  αλλά με ότι χειρότερο έχει να δείξει αυτή η χώρα δηλαδή με τις πολυεθνικές και την κυνική πολιτική του Τζόρτζ νταμπλιγιου Μπους και είναι ΦΥΣΙΚΟ να θέλουμε να χάσουν από Αυστραλία και από τους Ιταλούς. 

Στο « μέσα Σύμπαν» πολλών από μας  υπάρχουν λαοί σωστοί και λαοί που πρέπει να είναι ένοχοι.

 

Η ηδονή για την συντριβή του Άλλου 

Και το σοβαρότερο. Όταν παίζουν δύο «εθνικές» ομάδες δεν είναι λίγοι εκείνοι που απολαμβάνουν περισσότερο τη συντριβή της μιας και χαίρονται λιγότερο για το καλό ποδόσφαιρο που έπαιξε η άλλη. Ηδονίζονται περισσότερο με την ήττα της -για κάποιο λόγο- κωλοΒραζιλίας και λιγότερο με το ότι οι Γάλλοι ποδοσφαιριστές χόρεψαν μέσα το γήπεδο.

Η ηδονή για την συντριβή του Άλλου  γίνεται  ισχυρότερη από κάποιο αίσθημα τέρψης απέναντι στην ομορφιά.

Και εδώ διαφέρει ουσιαστικά το ποδόσφαιρο από την Τέχνη. 

 

Και ακόμα βαθύτερα. Είναι ιδιαίτερα σκοτεινό και έχει σχέση με εικόνες που διατηρούνται στο προσωπικό μας υπόγειο το «γιατί υποστηρίζουμε κάποιους» και «γιατί χαιρόμαστε με τη συντριβή κάποιων άλλων». Το τι σημαίνει ΙΤΑΛΙΑ και το γιατί θέλουμε εκείνοι οι «λευκοί ούνα ράτσα ούνα φάτσα» να κερδίσουν στον τελικό τους σκουρόχρωμους Γάλλους, είναι περίπου απερίγραπτο. Είναι ένα κοκτέιλ ιδεών, εμμονών και προτύπων το οποίο για τον καθένα μας είναι μοναδικό.

Διότι Ιταλία δεν είναι ΜΟΝΟ ο Γαλιλαίος,  τα απίστευτα τορτελίνι, η Φεράρι, τα κινήματα που ανέτρεψαν τον Μπερλουσκόνι, ο Μικελάντζελο , τα καλύτερα παπούτσια του κόσμου, η Σιένα, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Φελίνι,  τα κανάλια της Βενετίας, ο Ρομπέρτο Μπενίνι, η Φλωρεντία, η αιώνια πόλη και η Σιένα, ο Ενρίκο Φέρμι, ο Καραβάτζο,  ο Ίταλο Καλβίνο και ο νεορεαλισμός. Είναι και ο αναίσχυντος τσαμπουκάς, η λέγκα του βορρά, ο Μουσολίνι, η Μαφία,  οι καρδινάλιοι, οι εκατομμύρια οπαδοί του Μπερλουσκόνι, οι σκοτεινές ιστορίες με τα στημένα πρωτ;αθλήματα. Κοντολογίς το ΙΤΑΛΙΑ είναι κάτι ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟ, αρκεί να το δεις από απόσταση και όχι μέσα από ιδεολογήματα και να διακρίνεις ότι είναι ανώριμο το να θες και καλά να τοποθετήσεις ένα λαό στον θετικό ή τον αρνητικό ημιάξονα αντί να ομολογήσεις απλά ότι - όπως κάθε μεμονωμένο άτομο-  κατά μείζονα λόγο κάθε λαός εμπεριέχει πριν απόλα τις ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ του.

 

Ρεσιτάλ απροσδιοριστίας

Και είναι χιλιάδες εκείνοι που μιλούν αφοριστικά για το μέλλον με ύφος ανθρώπου «που ξέρει» και αποφαίνονται  ότι « στον τελικό βλέπω Γερμανία Βραζιλία» στοιχηματίζουν στη Βραζιλία και «συμβουλεύουν » τους υπόλοιπους χωρίς να  κατανοούν ότι ένα παιχνίδι ανάμεσα σε ομάδες σαν αυτές είναι ένα ρεσιτάλ απροσδιοριστίας, ένα συναρπαστικό ραντεβού της Τύχης με την Αναγκαιότητα που καθορίζεται από εκατοντάδες ενδεχόμενα διαφορετικής τροχιάς της σφαιρικής θεάς αλλά και από απρόσμενα γεγονότα συμπεριφοράς των είκοσι δύο ανθρώπων. Και το σοβαρότερο. Δεν υποψιάζονται ότι οι βεβαιότητές του και οι προβλέψεις τους εμπεριέχουν δύο βασικά στοιχεία.  Το πρώτο είναι η κυρίαρχη άποψη – ότι λόγου χάρη η Εθνική Βραζιλίας είναι φαβορί- διακηρυγμένη από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και το δεύτερο « αυτό που θα ήθελαν να συμβεί».

 

Κυριακή 9 Ιουλίου 2006

Κυριακή 9 Ιουλίου ο μεγάλος τελικός και οι Έλληνες θεατές. Οι περισσότεροι με την Ιταλία, οι λιγότεροι με τη Γαλλία, μια απερίγραπτη ποικιλία αναπαραστάσεων κι εκείνος θες γιατί έχει ζήσει στη Γαλλία, θες γιατί

βλέπει  στη Γαλλία την ον Αιώνα του Διαφωτισμού  και την Αμελί, τον Φρανσουά Τρυφφώ και τον Σηκουάνα, η Μονμάρτη,  τους Μποέμ και τον Βολταίρο, το πρόσφατο ξεσήκωμα των φοιτητών και τη ζωγραφική του Σεζάν, το νερό Περιέ  και  τον Λαγκρανς,  τον Αμπέρ και τη Μονμάρτη, τον Ζολιό Κιουρί, και  τον Μονέ και  τα καφέ με τον Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, το Ελευθερία Ισότητα Αδελφότητα,  το Μουλέν Ρουζ και την Εντίθ Πιαφ,  τον θεσμό   «ρεστοράν» και τον Τουλούζ Λωτρέκ,,  την απίστευτη ευαισθησία στην οσμή και στη  γεύση, τον Μαρσέλ Προυστ και τα εκατοντάδες διαφορετικά τυριά τους, τον Αλμπέρ Καμύ και το κίνημα των σουρεαλιστών , τη μεγάλη τρυφερότητα για το κρασί και τη Γεωμετρία, το βλέμμα και την ευφυία του Ζιντάν, το φεστιβάλ της Αβινιόν και τον Ζαν Ζενέ,  τη μπελ επόκ και τους αρωματοποιούς, τον Μπασλάρ και τον Λακάν, τον Ρολάν Μπαρτ  και τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, τον  Μισέλ Φουκώ και τον Μάη του 68, τη χώρα που έδωσε καταφύγιο στον Αξελό, στον Καστοριάδη, στον Πουλαντζά και στον Ξενάκη και πάνω από απ’ όλα και τα χρόνια που έζησε εκεί σαν φοιτητής και τη μυθολογία της πόλης Παρίσι

ενώ συγχρόνως

δεν βλέπει τους Λεπέν, τους σκληρούς αποικιοκράτες, τους πυρηνικούς αντιδραστήρες ισχύος, την πολιτική του Σιράκ, τη σκληρότητα των Μαρά και των Ροβεσπιέρων, την κυβέρνηση του Βισύ, τους δοσίλογους και τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου

θέλει  – και ήθελε  εξαρχής - να κερδίσει η Γαλλία κι ας είναι όλοι τους με ξυρισμένα κεφάλια χωρίς έστω μία μοναδική τρίχα, ενώ σ’ εκείνον αρέσει η αλογοουρά του Ροναλντίνιο

Έφτιαξε έτσι το  νοητικό κατασκεύασμα ότι οι έντεκα ποδοσφαιριστές οι τρεις με ανοιχτό χρώμα επιδερμίδας και οι οκτώ σκουρόχρωμοι με αρχηγό τον αλγερινό με το βαθύ βλέμμα ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να έχουν κάποια σχέση με όσα  συνθέτουν την προσωπική του αναπαράσταση «ΓΑΛΛΙΑ»  και να κερδίσουν. 

Οι Γάλλοι όμως όχι έχασαν. Όπως ΟΛΑ τα παιχνίδια ήταν κι αυτό ένα ακόμα ρεσιτάλ απροσδιοριστίας με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Στο πέναλτι του Ζιντάν η τροχιά της μπάλας ελάχιστα παραβολική λόγω της μεγάλης ταχύτητας,  σχεδόν ευθύγραμμη,  συνάντησε το οριζόντιο ξύλινο σύνορο σε τέτοιο σημείο και με τέτοια γωνία που η μη ελαστική κρούση οδήγησε το κέντρο μάζας σε τροχιά «σχεδόν» κατακόρυφη αλλά ένα «σχεδόν» που έκανε τη σφαίρα να αγγίξει  το έδαφος ελάχιστα εκατοστά πίσω από το υποθετικό οριζόντιο επίπεδο που καθορίζει το « είναι γκολ». Και ήταν γκολ. 

Με το πέναλτι όμως του Τρεζεγκέ δεν έγινε το ίδιο. Το κέντρο μάζας της σφαίρας, της ενεργοποιημένης από το πόδι του,  διέγραψε τροχιά με μεγαλύτερη καμπυλότητα από την προηγούμενη, το σφαιρικό αντικείμενο ανέβηκε τόσο που άγγιξε το οριζόντιο δοκάρι λίγα σαντιμέτρ πιο πάνω και η Γαλλία έχασε για να κερδίσουν οι Ιταλοί. 

 

Η παράφορη κίνησή του

Αλλά εκείνο που τον τάραξε ήταν ο θυμός του Ζιντάν και η παράφορη κίνησή του. Αν η απροσδιοριστία παίζει βασικό ρόλο στις τροχιές της μπάλας, σε ζητήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Λίγα δευτερόλεπτα πριν,  κανένας Ησαϊας, Ιερεμίας, και Νοστράδαμος της Παλαιάς Διαθήκης και του Μεσαίωνα δεν θα μπορούσε να «δει» τίποτα. Ήταν αδύνατον για οποιονδήποτε ειδικό του ποδοσφαίρου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς να προβλέψει την παθιασμένη και απελπισμένη κίνηση του ξυρισμένου κρανίου προς το στήθος του Ιταλού. Ίσως μόνο η Λογοτεχνία θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής της γενιάς του θα τέλειωνε την καριέρα του με την δήλωση ομολογία ότι στο « δικό του μέσα Σύμπαν» και ειδικά στο προσωπικό του εκείνο υπόγειο που επιβάλλει συμπεριφορές,  η αναπαράσταση «ποδόσφαιρο» μπορεί να παραπέμπει σε παιχνίδι με αντίπαλο που πρέπει να τον νικήσεις και σε δραστηριότητα που τον έκανε πλούσιο και γνωστό σε όλο τον κόσμο αλλά υστερεί σε ιερότητα σε σχέση με άλλες που βρίσκονται πιο βαθιά και τον κατοικούν βασανιστικά.

Όταν η Τέτα Παπαδοπούλου έγραψε στη Ελευθεροτυπία ότι «ο Ζιντάν έδειξε ότι στη ζωή δεν υπάρχει μόνο το ποδόσφαιρο»,  εκείνος το διάβασε κι ένιωσε να συμφωνεί. Λίγες μέρες αργότερα ο Γιώργος Αγγελόπουλος έγραφε στα Νέα: «Το βράδυ εκείνο ερεύνησα την ψυχή και το σώμα ενός παίκτη  : του Ζιντάν. Κατάλαβα αμέσως ότι βρίσκομαι μπροστά σε έναν καλλιτέχνη, έναν άνθρωπο πέρα από τα συνηθισμένα».